Professional Documents
Culture Documents
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
1
Durkheim E. (1974) Sosiologie et Philosophie, 4e ed. Paris: Press Universitaires de France.
Διάκριση των εγκληματολογικών θεωριών γίνεται επίσης σε δύο μεγάλες κατηγορίες στις
θετικιστικές και στις Ανθρωποκεντρικές θεωρίες τις οποίες θα δούμε παρακάτω, αναλύοντας
συνοπτικά τις επί μέρους θεωρίες που τις αποτελούν.
2
Πανούσης Γ.(1990) Σύγχρονα θέματα εγκληματολογίας. Αθήνα: Εκδ. Δανιά
3
Αλεξιάδης Σ.(1996), Εγχειρίδιο εγκληματολογίας .Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
4
Πανούσης Γ. (1990), οπ.π.
Οι ανθρωπολογικές θεωρίες αποτέλεσαν την αρχική φάση της εγκληματολογικής έρευνας και από
την άποψη αυτή οι βασικοί της εκπρόσωποι όπως ο Lobrozo, θεωρούνται ως οι θεμελιωτές της
επιστήμης της εγκληματολογίας λόγω κυρίως των συστηματοποιημένων ερευνών που διενήργησαν.
Φαίνεται όμως ότι η προσπάθεια απόδοσης ανθρωπολογικών και βιολογικών χαρακτηριστικών
οφειλόταν στην ελπίδα να τεκμηριωθεί ότι οι εγκληματίες αποτελούν άλλη «ράτσα» ανθρώπων και η
ροπή τους στο έγκλημα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο «λάθος» της φύσης.
Παρόλο που κάποια φυσικά ή κληρονομικά χαρακτηριστικά ενδέχεται να επηρεάζουν
ευνοϊκά την αντικοινωνική ή εγκληματική συμπεριφορά, οι ανθρωπολογικές θεωρίες δεν κατάφεραν
να αποδείξουν ότι εγκληματίας είναι κάποιος από τη φύση του.
Οι θεωρίες αυτές βασίστηκαν στην προσπάθεια ερμηνείας των αιτίων που γίνεται κάποιος
εγκληματίας μέσα από ψυχολογικούς παράγοντες. Διαχωρίζονται στις θεωρίες που βασίζουν την
προσέγγισή τους στην υπόθεση ότι οι εγκληματίες είναι άτομα περιορισμένης διανοητικής
ικανότητας, στις ψυχαναλυτικές θεωρίες και στις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι οι εγκληματίες είναι
άτομα ψυχοπαθητικής προσωπικότητας 5 . Πρώτος ο Garofalo (1852-1934) θεώρησε ότι οι
εγκληματίες δεν έχουν ηθικά ένστικτα ή αισθήματα συμπάθειας.
Ο Lagache ήταν εκείνος που ανέφερε ότι ο εγκληματίας έχει διαταραγμένη προσωπικότητα η
οποία οφείλεται στην ατελή κοινωνικοποίησή του. Θεωρούσαν δηλαδή σε γενικές γραμμές ότι οι
εγκληματίες ήταν διανοητικά καθυστερημένα άτομα. Από την άλλη πλευρά οι υπέρμαχοι της
ψυχαναλυτικής θεωρίας, με βάση τις θεωρίες του Freud και του Yung, προσπάθησαν να
ερμηνεύσουν την εγκληματική συμπεριφορά ως αποτέλεσμα μιας εξελικτικής κατάληξης που έχει τη
βάση της στην παιδική ηλικία και στηρίζεται σε επιδράσεις του υποσυνείδητου. Άλλοι θεωρητικοί
ανέπτυξαν θεωρίες που υποστήριζαν ότι ο εγκληματίας έχει συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία,
συσχετίζοντας παθήσεις όπως η φρενοβλάβεια ή η επιληψία με τη ροπή προς το έγκλημα. Στις
θεωρίες αυτές οι εγκληματίες θεωρούνται περισσότερο ως ασθενείς που χρήζουν θεραπείας.
Άλλοι επιστήμονες (π.χ. Maudsley 1835-1918), θεώρησαν την παραφροσύνη σε
συνδυασμό με την έλλειψη ηθικής, ως την κύρια αιτία εγκληματικής συμπεριφοράς.
Οι ψυχολογικές ή ψυχοπαθολογικές θεωρίες συνεισφέρουν σημαντικά στην
εγκληματολογική επιστήμη από την άποψη ότι εντόπισαν το ρόλο των ψυχολογικών
χαρακτηριστικών στους παράγοντες εγκληματογέννεσης και συσχέτισαν ορισμένα χαρακτηριστικά ή
διαταραχές της προσωπικότητας με την εγκληματική συμπεριφορά. Δεν κατάφεραν όμως να
αποτελέσουν μια συνολική θεωρίας ερμηνείας του εγκλήματος και δεν μπόρεσαν να αποδείξουν
άμεση και ικανή σχέση των ψυχικών διαταραχών με το έγκλημα, δεδομένου ότι υπάρχουν
εγκληματίες που δεν παρουσιάζουν καμία ψυχολογική διαταραχή.
5
Αλεξιάδης (1996), οπ.π.
4Γ. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες
Ονομάζουμε έτσι τις θεωρίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την εγκληματική
συμπεριφορά κυρίως μέσα από την αναζήτηση κοινωνικών αιτίων. Οι βασικότερες από αυτές είναι:
Η μαρξιστική θεωρία, η οποία βέβαια δεν είναι μια εγκληματολογική θεωρία όμως σε αρκετά
σημεία των κειμένων του Marx και του Engels αναφέρονται ως αιτίες εγκληματικής συμπεριφοράς
οι άθλιες συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και η περιφρόνηση της από το κοινωνικό σύστημα
που επικρατεί. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνεται η άποψη ότι το έγκλημα γεννήθηκε με την εμφάνιση
της ατομικής ιδιοκτησίας και του ταξικού κράτους.
Εγκληματολόγοι οι οποίοι ακολούθησαν τη μαρξιστική σκέψη όπως ο Bonger (1876-1940),
ασχολήθηκαν με τον τρόπο που διαμορφώνεται η εγκληματική σκέψη την οποία θεώρησαν ως τον
πρωταρχικό παράγοντα της εγκληματικής συμπεριφοράς. Απέδωσαν τη δημιουργία της
εγκληματικής σκέψης στην αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να διαπαιδαγωγήσει τις
χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Η αδυναμία της ορθόδοξης μαρξιστικής θεωρίας να
εξηγήσει τα πραγματικά αίτια της εγκληματικής συμπεριφοράς, οδήγησε τους νεομαρξιστές στην
αναζήτηση συγκεκριμένων κοινωνικών παραγόντων ως αιτιών που προκαλούν την εγκληματική
συμπεριφορά. Έτσι η γαλλική κοινωνιολογική σχολή, γνωστή και ως σχολή της Λυών, ανέπτυξε τη
θεωρία των κοινωνικών παραγόντων οι οποίοι συμβάλλουν στην εγκληματική συμπεριφορά, όπως
είναι η φτώχεια, οι οικονομικές συνθήκες και ο αλκοολισμός (ο οποίος επίσης θεωρείται ότι απορρέει
από τα δύο προηγούμενα). Αναφέρθηκε επίσης στους κοινωνικούς νόμους της μίμησης και της
υποβολής.
Στο πλαίσιο των κοινωνιολογικών θεωριών αναπτύχθηκαν απόψεις που θεωρούν το
έγκλημα ως αποτέλεσμα των επικρατουσών κοινωνικών συνθηκών και ως σύμπτωμα κυρίως της
κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της άποψης ήταν ο Ε. Durcheim, ο
οποίος εκτός από τη θέση του ότι το έγκλημα είναι σύμφυτο με την κοινωνία, όπως αναφέραμε και
στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου, αναφέρθηκε κυρίως στην έννοια της «ανομίας» ως φαινόμενου
κοινωνικής αποδιοργάνωσης και τη θεώρησε ως βασικό αίτιο του φαινόμενου της αυτοκτονίας.
Αργότερα ο Αμερικανός κοινωνιολόγος R. Merton βασίστηκε στην έννοια της «ανομίας» και
θεώρησε το περιεχόμενο της ως αιτιολογική βάση της κοινωνικής παραπτωματικότητας. Ο Merton
συνδυάζει τους κοινωνικούς στόχους με τα μέσα για την επίτευξή τους και θεωρεί ότι όταν
αναπτύσσεται η κυριαρχία των στόχων έναντι οποιονδήποτε μέσων για την επίτευξή τους τότε,
αναπτύσσεται εγκληματική συμπεριφορά. Ο ίδιος όπως θα δούμε παρακάτω είναι από τους
βασικότερους εκπροσώπους της θετικιστικής τάσης στις εγκληματολογικές θεωρίες.
Στις κοινωνιολογικές θεωρίες υπάγεται και η θεωρία της οικολογικής σχολής του Σικάγου. Η
θεωρία αυτή αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στο Σικάγο των Η.Π.Α.και συσχετίζει την
εγκληματική συμπεριφορά ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων οικολογικών-πολεοδομικών συνθηκών
που οδηγούν στην περιθωριοποίηση του ατόμου. Παρά την κριτική που ασκήθηκε στην εν λόγω
θεωρία ότι είναι περιγραφική και δεν αποδεικνύει την αιτιολογική βάση της εγκληματικής
συμπεριφοράς και επιπλέον παραβλέπει ότι ενώ πολλά άτομα βρίσκονται κάτω από τις ίδιες
κοινωνικές συνθήκες, μόνο ορισμένα από αυτά εγκληματούν, εντούτοις η συμβολή της θεωρίας
αυτής ήταν σημαντική, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. για την ανάπτυξη της εγκληματολογίας και την ανάδειξη
διαφόρων κοινωνικών παραγόντων η μελέτη των οποίων είχε μέχρι τότε παραμεληθεί. Άλλη θεωρία
κοινωνιολογικού χαρακτήρα είναι η θεωρία της σύγκρουσης κανόνων συμπεριφοράς 6 . Σ’ αυτήν
αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία ως παράγοντες εγκληματικής συμπεριφοράς στις συγκρούσεις και στις
αντιφάσεις των διαφόρων κοινωνικών ρόλων του ατόμου και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται
για την τήρησή τους.
Άλλη θεωρία είναι η θεωρία της συναναστροφής και της μίμησης, η οποία βασίζεται στο ότι η
εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται μέσα από τη συναναστροφή με άλλες ομάδες ή άτομα τα
οποία παρουσιάζουν εγκληματική συμπεριφορά.
Οι κοινωνιολογικές θεωρίες ερμηνείας του εγκλήματος συνεισφέρουν πολλά και σημαντικά
στη γενικότερη εγκληματολογική έρευνα. Ούτε όμως οι θεωρίες αυτές μπορούν να ερμηνεύσουν
πλήρως τις διαδικασίες γέννησης της εγκληματικής συμπεριφοράς γιατί παραβλέπουν τους
βιολογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που ως ένα σημείο φαίνεται ότι και αυτοί επηρεάζουν και
διαμορφώνουν το έγκλημα ως ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Αποτελούν όμως μια σημαντική
προσπάθεια ερμηνείας κυρίως της συστηματικής εγκληματικής συμπεριφοράς και των κοινωνικών
διαστάσεων τους καλύπτοντας σε σημαντικό βαθμό το κοινωνικό κομμάτι της βίο-κοινωνικής
διάστασης του εγκλήματος.
Εκτός από το διαχωρισμό των θεωριών που επιχειρήσαμε παραπάνω, στη σύγχρονη
εγκληματολογία, μπορούμε να διακρίνουμε δυο βασικές σχολές στην προσπάθεια ερμηνείας και
κατανόησης του εγκληματικού φαινόμενου, σε σχέση με τη φύση και την ερμηνεία του . Οι δύο
βασικές τάσεις της θεωρίας για το φαινόμενο της εγκληματικότητας και τις παρέκκλισης γενικότερα,
είναι η θετικιστική και η ανθρωποκεντρική.
Στην πρώτη η παρέκκλιση θεωρείται ως απόλυτη και ουσιαστικά πραγματική, ως ένα
αντικειμενικό γεγονός που μπορεί να μελετηθεί αντικειμενικά και είναι μια «προδιαγεγραμμένη
συμπεριφορά» ως αποτέλεσμα κάποιας ή κάποιων αιτιών. Η θετικιστική λοιπόν τάση στη θεωρία
χαρακτηρίζεται από απολυτότητα, αντικειμενικότητα, και ντετερμινισμό με την έννοια της ύπαρξης
συγκεκριμένων αιτίων για κάθε εγκληματική συμπεριφορά.
Στην ανθρωποκεντρική θεωρία η παρέκκλιση θεωρείται ότι είναι σχετική, είναι δηλαδή ένας
χαρακτηρισμός που ορίζεται σε δεδομένο τόπο και χρόνο, είναι εμπειρία η οποία εκτιμάται
υποκειμενικά και είναι μια έκφραση της ελεύθερης βούλησης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στις
κοινωνικές συνθήκες. Η ανθρωποκεντρική τάση λοιπόν στην εγκληματολογική θεωρία
χαρακτηρίζεται από σχετικότητα, υποκειμενικότητα και διαμόρφωση ελεύθερης βούλησης στις
ενέργειες των ανθρώπων που εγκληματούν.
Εκπρόσωποι των θετικιστών είναι οι θεωρητικοί που ανέπτυξαν τη θεωρία της έντασης με τις
επιμέρους διαφοροποιήσεις της, όπως είναι ο R. Merton ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία για το χάσμα
μέσων και στόχων ως σημαντική αιτία παρέκκλισης, ο Albert Cohen, ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία
6
Αλεξιάδης Σ. (1996), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, σ. 31 κ.ε
της αποστέρησης κοινωνικής θέσης ως βασικής αιτίας για την εκδήλωση εγκληματικής
συμπεριφοράς και οι Cloward και Ohlin που ανέπτυξαν τη θεωρία της διαφορικής παράνομης
ευκαιρίας. Άλλη θεωρία της θετικιστικής άποψης είναι η θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού
με επιμέρους εκπροσώπους τον Sutherland, (θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού, σύμφωνα με
την οποία εάν ένα άτομο σχετίζεται περισσότερο με εγκληματίες τότε είναι πιθανό να αναπτύξει και
αυτό εγκληματική συμπεριφορά), τον Glaser (θεωρία τη διαφορικής συνταύτισης, όπου υποστηρίζει
σε σχέση με τον προηγούμενο ότι δεν αρκεί να σχετίζεται το άτομο με εγκληματίες αλλά πρέπει να
ταυτίζεται και με αυτούς οπότε είναι πιθανό να εκδηλώσει εγκληματική συμπεριφορά) και τους
Burgess και Akers με τη θεωρία της διαφορικής ενδυνάμωσης, οι οποίοι προσθέτουν στα
προηγούμενα δύο την έννοια της ενδυνάμωσης κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και κίνητρα για
την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς (π.χ. οι ληστές αν έχουν εκτός από τη
συναναστροφή και σημαντικό κίνητρο, θα ληστέψουν τη λεία τους και θα συνεχίσουν να ληστεύουν
αν έχουν επιτυχίες στην άσκηση αυτή της δραστηριότητά τους).
Τρίτη βασική θεωρία των θετικιστών είναι η θεωρία του ελέγχου με επιμέρους εκπροσώπους
τον Hirschi (θεωρία του δεσμού με την κοινωνία) και τον Braithwaite (επανένταξη μέσω της
ντροπής). Ο βασικός άξονας της θεωρίας του ελέγχου είναι ότι ο έλεγχος προκαλεί τη συμμόρφωση.
Η απουσία του ελέγχου μπορεί να προκαλέσει την εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς. Ο
Hirschi θεωρεί ότι όσο ποιο «δεμένο» είναι το άτομο με την κοινωνία τόσο περισσότερο «ελέγχεται»
από αυτήν ως προς τη συμπεριφορά του και τόσο λιγότερο εγκληματεί ενώ ο Braithwaite θεωρεί την
έννοια της «ντροπής» ως εκείνη που συμβάλλει στην κοινωνική επανένταξη.7
Από την άλλη πλευρά οι ανθρωποκεντρικές θεωρίες, διακρίνονται σε τρεις θεωρητικές
υποομάδες, οι οποίες είναι η θεωρία του χαρακτηρισμού, η φαινομενολογική θεωρία και η
θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης η οποία είναι και η σημαντικότερη. Εκπρόσωποι της θεωρίας
του χαρακτηρισμού ή όπως αλλιώς ονομάζεται θεωρία της κοινωνικής διαντίδρασης, θεωρούνται οι
Howard Becker, Kai Erikson και ο John Kitsuse, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 60,
εξήγησαν την παρέκκλιση ως μια διαδικασία συμβολικής αλληλεπίδρασης, τονίζοντας περισσότερο
τη σπουδαιότητα των χαρακτηρισμών στην οριοθέτηση της παρέκκλισης και θεωρώντας ότι σε
γενικές γραμμές οι άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν τις ισχυρές κοινωνικές και κρατικές δυνάμεις
είναι εκείνοι που έχουν αυξημένη επιρροή στο να χαρακτηρίζουν κάποιον ως παρεκκλίνοντα και ο
χαρακτηρισμός αυτός έχει συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες.
Η φαινομενολογική θεωρία έρχεται να συμπληρώσει το ότι η θεωρία του χαρακτηρισμού δεν
αναφέρεται στην ουσία της εσωτερικής διεργασίας που συμβαίνει στον άνθρωπο που εγκληματεί
αλλά ασχολείται απλά με την κοινωνική αντίδραση απέναντι στην εγκληματική συμπεριφορά τους.
Η φαινομενολογική θεωρία υποστηρίζει ότι όλα τα άτομα, είτε οι εγκληματίες είτε εκείνοι που τους
θεωρούν ως τέτοιους, είναι πολύ υποκειμενικά στην «κατασκευή» της έννοιας του εγκλήματος και
του εγκληματία, στον ορισμό τους, στην ερμηνεία της παρέκκλισης, των αιτίων κ.λ.π παρόλο που
ισχυρίζονται ότι είναι πολύ αντικειμενικά. Στην ουσία οι φαινομενολόγοι, ασκούν ουσιαστική κριτική
στους θετικιστές οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η παρέκκλιση είναι αντικειμενική έννοια.
7
Thio Alex (2003), Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά. 4η έκδοση, επιμ. Χρ. Τσουραμάνης. Αθήνα: Εκδόσεις Ελλην, σ. 53
κ.ε.
Η θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης, επιχειρεί να ερμηνεύσει την εγκληματική
συμπεριφορά, αναλύοντας τις συγκρουσιακές καταστάσεις που υπάρχουν στις ανθρώπινες
κοινωνίες. Οι υποστηρικτές της, θεωρούν ότι στο σημερινό κόσμο υπάρχει μια διαρκής κοινωνική
και πολιτισμική σύγκρουση, η οποία προέρχεται από τις ασυμβίβαστες επιθυμίες και προτεραιότητες
διαφόρων κοινωνικών ομάδων με αντίθετα πολλές φορές συμφέροντα και επιδιώξεις. Π.χ
Εργοδότες εναντίον εργαζομένων, συντηρητικά πολιτικά κόμματα εναντίον φιλελεύθερων, λευκοί
εναντίον μαύρων, φτωχοί εναντίον πλουσίων κ.λ.π. Εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής είναι ο
Austin Turk ο οποίος αναφέρθηκε στα στοιχεία της εγκληματοποίησης τονίζοντας ότι το να
χαρακτηρίζεται κάποιος ως εγκληματίας στην ουσία αυτό γίνεται από τις αρχές και προέρχεται από
τη σύγκρουσή του με αυτές. Όταν π.χ. οι αρχές θεωρούν ως ιδιαίτερα σημαντική την εφαρμογή ενός
συγκεκριμένου νόμου είναι πιθανό να προσδώσουν εγκληματικό χαρακτηρισμό στα υποκείμενα που
διαπράττουν πράξεις που εμπίπτουν στο νόμο αυτό.
Ο William Chambliss, ανέπτυξε τη θεωρία της πραγματικότητας του νόμου, σύμφωνα με την
οποία η πραγματική εφαρμογή του νόμου διαφέρει από το περιεχόμενό του και στην πράξη οι αρχές
που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή του είναι άδικες και ανέντιμες ευνοώντας τους πλούσιους
και ισχυρούς έναντι των φτωχών και ανίσχυρων. Θεωρεί ότι αυτό γίνεται από τη φύση των
οργανισμών και δεν εξαρτάται από τις επιμέρους θελήσεις των ατόμων που τους απαρτίζουν. Έτσι
η εγκληματοποίηση των ατόμων συχνά είναι απόρροια του τρόπου επέμβασης των αρχών αυτών.
Άλλος θεωρητικός ο Richard Quinney, θεωρεί ευθέως το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής ως
υπεύθυνο για τον άδικο νόμο. Στην θεωρία του «η κοινωνική πραγματικότητα του εγκλήματος»,
θεωρεί ότι η κυρίαρχη τάξη ορίζει ως εγκληματικές εκείνες τις πράξεις που απειλούν τα συμφέροντά
της, η ίδια φροντίζει για την εφαρμογή των νόμων που επιβάλλει και τα μέλη των κατώτερων τάξεων
υποχρεώνονται από τις δυσκολίες της ζωής να εμπλακούν σε παράνομες πράξεις.
Οι ανθρωποκεντρικές θεωρίες από τη φύση τους δεν προσπαθούν να αιτιολογήσουν την
παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αλλά κυρίως να την κατανοήσουν και να την ερμηνεύσουν. Ως προς
την αιτιολόγηση των εγκληματικών συμπεριφορών οι θεωρητικοί της κοινωνικής σύγκρουσης,
βασίστηκαν στη Μαρξιστική κυρίως ανάλυση.8
8
Thio Alex (2003), οπ.π. σ. 79 κ.ε.
Α άνεργος εγκληματεί και ο Β’ άνεργος όχι, ενώ επίσης μπορεί να εγκληματεί και ο Γ΄ που δεν είναι
άνεργος.
Η παραπάνω φράση μπορεί απλά να υποδηλώνει ότι η ανεργία ως κοινωνικοοικονομικό
φαινόμενο, δημιουργεί τέτοιες συνθήκες κατά τις οποίες παρατηρείται κάποια αύξηση της συνολικής
εγκληματικότητας μπορεί όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν είναι το φαινόμενο της ανεργίας που
τα δημιουργεί αυτά αλλά οι συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη της ανεργίας η οποία σε τελευταία
ανάλυση είναι και αυτή μια «μη φυσιολογική» κατάσταση σε μια κοινωνία. Όπως καταλαβαίνουμε
μπορούμε με τέτοιες σκέψεις να φτάσουμε πολύ μακριά, όχι όμως να ερμηνεύσουμε αυτή καθ’
εαυτή την εγκληματικότητα.
Είναι λοιπόν φανερό ότι το έγκλημα είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Η μελέτη του απαιτεί
τη μελέτη πολλών παραγόντων, οι οποίοι σχετίζονται μεταξύ τους με πολύπλοκες σχέσεις και
λειτουργίες.
Αναλυτικότερα όπως ξέρουμε κάθε έγκλημα αποτελείται από τρία συστατικά στοιχεία, τα
οποία είναι: ο εγκληματίας, η πράξη και το θύμα. Η καταγραφή του εγκλήματος στηρίζεται στην
προσθήκη και ενός τέταρτου στοιχείου που είναι ο αστυνομικός (με την ευρεία έννοια, δηλαδή ο
κρατικός λειτουργός που είναι αρμόδιος να δεχθεί μια καταγγελία ή να διενεργήσει ένα έλεγχο).9 Οι
συνέπειες ενός εγκλήματος που δεν καταγράφεται επιδρούν βέβαια στο γενικότερο κοινωνικό
πλαίσιο αλλά επειδή δεν ακολουθείται καμιά διαδικασία, το μη καταγεγραμμένο έγκλημα είναι
ανύπαρκτο για τους κρατικούς μηχανισμούς. (Οπότε δεν κινείται διαδικασία ποινικής δίωξης, δεν
ανακαλύπτεται, δεν κατηγορείται και δεν τιμωρείται ο δράστης). Στις περιπτώσεις αυτές
δημιουργούνται προβλήματα για την αντεγκληματική πολιτική δεδομένου ότι η μη καταγεγραμμένη
εγκληματικότητα είναι ένα «αόρατο» και άρα απροσδιόριστο πρόβλημα.
Σε κάθε ένα από τα παραπάνω συστατικά στοιχεία της τέλεσης και της καταγραφής ενός
εγκλήματος είναι δυνατό να συνυπάρχουν βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες που
επηρεάζουν το να συμβεί και να καταγραφεί η συγκεκριμένη εγκληματική πράξη. Οι παράγοντες
αυτοί εξειδικεύονται σε πολύπλοκες επιδράσεις που διαμορφώνουν με τη σειρά τους πολύπλοκες
συνθέσεις, αιτίες και αφορμές. Σε μια ιδανική κατάσταση το ζητούμενο είναι να μειώνεται όσο γίνεται
περισσότερο η τέλεση εγκλημάτων και να αυξάνεται όσο γίνεται περισσότερο το ποσοστό
καταγραφής τους, (δηλαδή να λαμβάνουν γνώση οι αρμόδιες διωκτικές αρχές και ακολούθως οι
δικαστικές αρχές, ώστε να είναι δυνατή η τιμωρία του δράστη).
Η επιστήμη της εγκληματολογίας δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να διαπιστώσει την
ύπαρξη γενικών κανόνων που να ερμηνεύουν και να καθορίζουν το συνολικό πλαίσιο στο οποίο
δημιουργείται η εγκληματική συμπεριφορά. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε ότι σε
τελευταία ανάλυση η εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς, αποτελεί εκδήλωση που αντιβαίνει
στην έννοια της φυσιολογικής συμπεριφοράς. Η «φυσιολογική» ή « νόμιμη» συμπεριφορά σε
γενικές γραμμές επιβάλλεται από την κοινωνικοποίηση του ατόμου και την υιοθέτηση εκ μέρους του
των κανόνων κοινωνικής συμβίωσης. Είναι λοιπόν σίγουρο ότι η εγκληματική συμπεριφορά ως ένα
σημείο αποτελεί αποτυχία των μηχανισμών κοινωνικοποίησης χωρίς όμως να είναι απόλυτη η
9
Cusson, Οπ.π.
συσχέτιση αυτή, όπως θα δούμε παρακάτω σχετικά με τη σημασία της εσωτερίκευσης των
κοινωνικών αξιών στην πρόληψη τους εγκλήματος.
Η συνεχής ανάπτυξη της εγκληματολογίας σε συνδυασμό με τις άλλες κοινωνικές
επιστήμες (ψυχολογία, κοινωνιολογία, κοινωνική ψυχολογία, πολιτική επιστήμη, Αστυνομική
επιστήμη, ποινικό δίκαιο κ.λ.π) αυξάνουν τις γνώσεις μας γύρω από το εγκληματικό φαινόμενο, την
πρόληψη και την αντιμετώπισή του. Σήμερα δε μιλάμε για αίτια του εγκλήματος αλλά για
παράγοντες εγκληματικότητας η βαρύτητα επίδρασης των οποίων είναι υπό έρευνα προκειμένου να
διακριβωθεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται παραδεκτές, ως αίτια εγκληματικότητας,
συγκεκριμένες ατομικές καταστάσεις ή παθήσεις και οι περιπτώσεις αυτές αντιμετωπίζονται
ανάλογα. Π.χ η κλεπτομανία θεωρείται ως ψυχική πάθηση, σε κάποιες χώρες η ροπή σε ορισμένα
σεξουαλικά εγκλήματα ομοίως, οπότε οι δράστες αντιμετωπίζονται ανάλογα, κυρίως με διάφορες
ψυχοθεραπευτικές μεθόδους.
Πρέπει να κάνουμε επίσης διάκριση της έννοιας του κινήτρου ενός εγκλήματος. Το κίνητρο
που έχει ένας εγκληματίας (π.χ. ο ληστής έχει ως κίνητρο το περιουσιακό όφελος), δεν είναι και το
αίτιο του εγκλήματος δεδομένου ότι το ίδιο κίνητρο ενδεχομένως έχουν και άλλοι πολλοί άνθρωποι
οι οποίοι όμως δεν ληστεύουν, γιατί έχουν ικανούς ανασταλτικούς μηχανισμούς. Το κίνητρο είναι
ένας παράγοντας άλλες φορές σημαντικός, άλλες όχι στα γενικότερα αίτια του εγκλήματος.
Οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, η τεχνολογία, ο πληθυσμός και η ηλικιακή του
κατανομή, ο τρόπος της οικιστικής ανάπτυξης, η κουλτούρα, η θρησκεία, οι διαφορές μεταξύ
εθνικών κοινωνικών ομάδων, η οικογενειακή κατάσταση, η προσωπικότητα αυτή καθαυτή και
βέβαια διάφοροι συγκυριακοί παράγοντες, επηρεάζουν την εγκληματικότητα.
10
Μεσημέρης Σταμάτης (1991), Η ψυχολογία των ναρκομανών. Αθήνα: Εκδ. Ταμασσός
συμβάλλουν στην εξάρτηση. Σημαντική επίσης είναι η επίδραση της ομάδας των συνομηλίκων η
οποία είναι περισσότερο έντονη όσο μικρότερη επικοινωνία και διάλογος υπάρχουν μεταξύ γονέων
και εφήβου.
Στα γενικότερα κοινωνικά αίτια συγκαταλέγονται ο σύγχρονος τρόπος ζωής, τα
καταναλωτικά πρότυπα, το άγχος, ο ανταγωνισμός για επιτυχία κ.λ.π . Το χάσμα των γενεών, η
τάση για αμφισβήτηση του κόσμου των μεγάλων, η ανεπάρκεια του τρόπου ζωής των ενηλίκων
συμβάλλουν επίσης στην ανάπτυξη τάσης για δοκιμή των ναρκωτικών. Ταυτόχρονα η άγνοια, η
περιέργεια, η ξενομανία, ο μιμητισμός σε συνδυασμό με την έντονη αστικοποίηση και την έλλειψη
ουσιαστικής επικοινωνίας είναι παράγοντες που προστίθενται στους παραπάνω.11
11
Σταθόπουλος Πέτρος (1999), Κοινωνική Πρόνοια. Αθήνα: Εκδ. Έλλην