Professional Documents
Culture Documents
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
1. Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
1.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Το έγκλημα είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά που παραβιάζει μια
ποινική διάταξη και της οποίας συμπεριφοράς ο δράστης υπόκειται σε κάποια προβλεπόμενη
κύρωση. Με άλλα λόγια, μία πράξη είναι εγκληματική, όταν θίγει τα έντονα και επαρκώς
προσδιοριζόμενα συναισθήματα της συλλογικής συνείδησης· στη νομική του διάσταση διακρίνεται
σε κακούργημα, πλημμέλημα και πταίσμα. Το εγκληματικό φαινόμενο περιλαμβάνει το δράστη, το
θύμα και τους φορείς του κοινωνικού ελέγχου· η πρώτη πράξη του αφορά τη θεσμοθέτηση ποινικών
διατάξεων, η δεύτερη την παράβασή τους και η τρίτη την αντίδραση της κοινωνίας στο έγκλημα.
1.2 Ένα δράμα σε τρεις πράξεις: • Η διαδικασία θεσμοθέτησης ποινικών διατάξεων > Κατά μια
άποψη, ο εκάστοτε νομοθέτης απλώς θεσμοθετεί τις ήδη αποκρυσταλλωμένες αντιλήψεις για τη
βλαπτικότητα και δυσλειτουργικότητα μιας συμπεριφοράς· κατά άλλη, επιθυμεί να διαπαιδαγωγήσει
τους κοινωνούς δείχνοντας μέσω της νομοθεσίας τους τρόπους που πρέπει να συμπεριφέρονται.
Τέλος, κατά τρίτη άποψη, οι νόμοι είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης και η κυρίαρχη τάξη τους ψηφίζει
ώστε να την ευνοούν. // • Η παράβαση των ποινικών διατάξεων > Βρίσκεται στον πυρήνα του
γνωστικού αντικειμένου της εγκληματολογίας, αφού με αυτή συνδέονται βασικά και κρίσιμα
ερωτήματα. // • Η αντίδραση της κοινωνίας στο έγκλημα > Οι τρόποι αντίδρασης πέρασαν από το
στάδιο του εξοστρακισμού και της εξορίας, στα στάδια των σωματικών ποινών, της στέρησης της
ελευθερίας και των εξωιδρυματικών ποινών. Σήμερα γίνεται λόγος για τυπικό-επίσημο (=οι
πολυεπίπεδες αντιδράσεις του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης) και άτυπο-ανεπίσημο κοινωνικό
έλεγχο (=ο κοινωνικός σχολιασμός)· ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη τοποθετείται η επανορθωτική
δικαιοσύνη. Οι εγκληματολόγοι α) διερευνούν τις αντιλήψεις και στάσεις του κοινού απέναντι στο
έγκλημα / β) μελετούν εμπειρικά τη διαδρομή των ατόμων προς το έγκλημα, ενώ αξιολογούν την
επίδραση των μεθόδων αντίδρασης και την αποτελεσματικότητά τους στην πρόληψη των
εγκλημάτων / γ) επιδρούν στο σχεδιασμό πολιτικής και νομοθέτησης που αφορά τον έλεγχο της
εγκληματικότητας.
1.3 Πώς ορίζεται η εγκληματολογία; Κατά τον Γαρδίκα είναι η επιστήμη που 'σπουδάζει το
έγκλημα ως πραγματικό (ψυχικό και φυσικό) γεγονός και τα μέσα της κατ' αυτού πάλης. Ο Γάλλος
Laute υποστήριξε ότι είναι η επιστημονική μελέτη του εγκληματικού φαινομένου, ενώ ο Morisson ότι
είναι η συζήτηση για το έγκλημα και τις μεθόδους με τις οποίες το αντιμετωπίζει η κοινωνία. Ο
Sutherland χαρακτήρισε την εγκληματολογία ως το σώμα των γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στην
παράβαση και στο έγκλημα ως κοινωνικά φαινόμενα. Τέλος, για τον Kaiser η εγκληματολογία
αποτελεί ένα ταξινομημένο σύστημα εμπειρικών γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στο έγκλημα, στον
παραβάτη, στις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις και στον έλεγχο της συναφούς συμπεριφοράς.
1.5.2 Η θυματολογία: Είναι το τμήμα της εγκληματολογικής γνώσης, το οποίο -με την πολύπλευρη
μελέτη του θύματος- συμβάλλει στη μείωση της θυματοποίησης, και εν τέλει στην καλύτερη
ερμηνεία και αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου. Διερευνά κυρίως > • την τυπολογία των
θυμάτων (βλ. το μη διαφοροποιημένο, το εν δυνάμει, το ειδικό κλπ θύμα) / • τις σχέσεις θύτη και
θύματος / • τον αυξημένο κίνδυνο ορισμένων ατόμων να γίνουν θύματα / • την ενδεχόμενη
συμμετοχή ορισμένων θυμάτων στο έγκλημα που τους έπληξε / • τον αριθμό και το είδος των
θυμάτων για να γίνει -με τη βοήθεια των σχετικών πληροφοριών- διόρθωση των εγκληματολογικών
στατιστικών / • τη στάση του θύματος κατά την ποινική δίωξη / • τη γενική θυματοποίηση των
πολιτών στην περίπτωση λ.χ. εγκλημάτων των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών τάξεων (δηλ.
ρύπανση, νοθείες τροφίμων κλπ) / • την ειδική θυματοποίηση ορισμένων μειονοτήτων ή ατόμων με
μειωμένο status- π.χ. κρατουμένων, αλλοδαπών, εργατών / • την ανεπίσημη θυματοποίηση από την
κοινωνία ορισμένων θυμάτων- π.χ. διασυρμός θύματος βιασμού, διαπόμπευση διανοητικά
καθυστερημένου θύματος κλπ.
Σήμερα, βρισκόμαστε στη φάση της "δεύτερης θυματολογίας", χάρη στις πρωτοβουλίες
φεμινιστριών· τώρα η ιδεολογία είναι ανθρωπιστική και προστατευτική προς το θύμα (βλ. αρωγή από
την πολιτεία και της ΜΚΟ).
1.5.4 Γενική και ειδική εγκληματολογία: α) Κατά τον Δασκαλόπουλο, η γενική εγκληματολογία
ερευνά τη φύση του εγκλήματος και τους γενικούς παραγωγικούς του όρους (=ανθρώπινη
προσωπικότητα + περιβάλλον), ενώ η ειδική ασχολείται με τους επιμέρους εγκληματογόνους όρους
(=κίνητρα + αίτια), καθώς και τη φαινομενολογία του.
β) Αντίθετα, ο Kaiser αντιτάσσει στο γενικό μέρος της εγκληματολογίας > • την έννοια, το
αντικείμενο και το ρόλο της / • την εξέλιξη και τις διάφορες κατευθύνσεις της στο διεθνή χώρο / •
τις σχέσεις της με άλλους συναφείς κλάδους / • τις βασικές εγκληματολογικές έννοιες / • τις
περιοχές εγκληματολογικού προβληματισμού και έρευνας (π.χ. θύμα, κύρωση κλπ). Στο ειδικό
μέρος, πάλι, συγκαταλέγει ειδικές εγκληματολογικές κατηγορίες εγκλημάτων- π.χ. παραβατικότητα
ανηλίκων, αλλοδαπών εργατών, "λευκού περιλαιμίου", τροχαία κλπ.
1.6 Η ιστορική εξέλιξη της εγκληματολογίας: Κατά τον Garland, η ιστορία της εγκληματολογίας
έχει μετατραπεί στην ιστορία του οτιδήποτε έχει λεχθεί για τους παραβάτες των νόμων· από την
άλλη, ο Kaiser ξεκαθαρίζει το τοπίο κατατάσσοντας κάθε αναφορά σε παραβάσεις κανόνων γραπτών
ή εθιμικών και κάθε συζήτηση για την πρόληψη παραβάσεων νόμων στις απαρχάς της
εγκληματολογικής σκέψης, διακρίνοντάς την από την εγκληματολογική επιστήμη. Στους
"προδρόμους" της εγκληματολογίας εντάσσεται ο Κώδικας του Χαμουραμπί ή ορισμένα κείμενα
αρχαίων ελλήνων κλασικών + Τ. Μoore (για την καταγωγή της κλοπής + κριτική του αγγλικού
ποινικού δικαίου), J. Baptiste della Porta (εντοπισμός ειδών και τύπων παραβατών), Montesquieu
(θέματα αντεγληματικής πολιτικής), de Pitaval (απονομή της ποινικής δικαιοσύνης), C. Beccaria,
1.7 Σύγχρονες εγκληματολικές κατευθύνσεις (δεύτερο ήμισυ του 20ού και αρχές του 21ου
αιώνα): Δημιουργούνται διαφορετικές προσεγγίσεις ή -κατ' άλλους- "παραδείγματα".
1.7.3 Η κριτική εγκληματολογία: Είναι ένα από τα παρακλάδια της μαρξιστικής εγκληματολογίας
και χρησιμοποιεί την κριτική ανάλυση α) στην εγκληματολογία / β) στη μελέτη του εγκλήματος / και
γ) στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Επιπλέον, εντοπίζει το "έγκλημα", την "απόκλιση" και
την "κοινωνική σύγκρουση" μέσα στις συγκυρίες που το προσδιορίζουν και δεν αναζητά τα αίτια της
εγκληματικότητας => το πρόβλημα της τελευταίας έτσι μετατίθεται από το έγκλημα στη βλάβη, από
την ποινική στην κοινωνική δικαιοσύνη, από την τιμωρία στη θεραπεία και από τον έλεγχο στα
ατομικά δικαιώματα. Βασικές θέσεις της κριτικής εγκληματολογίας είναι > • το ποινικό δίκαιο
προέρχεται από σύγκρουση, δηλ. είναι δημιούργημα της άρχουσας τάξης / • ορισμένες μορφές
συμπεριφοράς χαρακτηρίζονται ως εγκληματικές, επειδή απειλούν το καπιταλιστικό σύστημα και
την κυρίαρχη τάξη / • σε ορισμένα άτομα επικολλάται η ετικέτα του εγκληματία, επειδή ο
στιγματισμός του εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης / • η εργατική τάξη δεν είναι η
επικίνδυνη-εγκληματική τάξη· αν στα άτομα που συλλαμβάνονται υπερεκπροσωπούνται άτομα των
κατώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, τούτο συμβαίνει γιατί η αστική τάξη έχει τον έλεγχο
των μέσων παραγωγής, του κρατικού μηχανισμού και του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης / • η
εγκληματικότητα κάθε κοινωνίας διαφέρει ανάλογα με την πολιτική και οικονομική της δομή / •
με τη συνεχή εκβιομηχάνιση των καπιταλιστικών κοινωνιών και τις αυξανόμενες ταξικές
διακρίσεις δημιουργείται ανάγκη εγκληματοποίησης ολοένα και περισσότερων μορφών
συμπεριφοράς για να διατηρείται κάποια προσωρινή σταθερότητα / • το έγκλημα δε δημιουργεί
συνοχή ανάμεσα στους νομοταγείς πολίτες που συσπειρώνονται εναντίον των εγκληματιών· στην
πραγματικότητα το έγκλημα αμβλύνει την επιθετικότητα των καταπιεζόμενων προς τους καταπιεστές
και την κατευθύνει προς τους ίδιους τους καταπιεζόμενους. Η κριτική εγκληματολογία δέχτηκε τις
εξής επικρίσεις > • πολιτικοποίησε το γνωστικό κλάδο της εγκληματολογίας / • όρισε ανεπαρκώς
το έγκλημα, αφού δεν είναι μόνο ό,τι απειλεί την άρχουσα τάξη / • αλλοίωσε την πραγματικότητα,
αφού οι οπαδοί της παίρνουν μια λανθάνουσα (μη σκόπιμη) λειτουργία της εφαρμογής του ποινικού
δικαίου και τη μετατρέπουν σε φανερή (σκόπιμη) / • χρησιμοποιεί ένα διπολικό πρότυπο
στρωμάτωσης, καθώς από τη μία μεριά τοποθετεί τους καταπιεζόμενους (φτωχούς) και από την
άλλη τους καταπιεστές (άρχουσα τάξη)· μεσαία τάξη γι' αυτήν δεν υπάρχει. Όμως, η κριτική
εγκληματολογία ανανέωσε τις μεθόδους έρευνας, μελέτης, ανάλυσης και αντιμετώπισης του
εγκληματικού φαινομένου > • εμπλούτισε τη θεωρητική εγκληματολογία με συγκροτημένες
κοινωνικο-ιστορικές αναλύσεις / • χάρη στα δεδομένα της, η εγκληματολογική έρευνα έδωσε πιο
έγκυρα αποτελέσματα / • έθεσε θέμα κοινωνικής ευθύνης, καθώς αντιλαμβάνεται τα άτομα
περισσότερο ως θύματα και λιγότερο ως δράστες / • συνέτεινε στο να γίνει αντιληπτό ότι οι
μηχανισμοί του ποινικού δικαίου, οι οποίοι σχεδιάστηκαν για να ελέγχουν το έγκλημα, απέκτησαν
μια δική τους οντότητα / • υποστήριξε ότι το πρόβλημα της εγκληματικότητας σχετίζεται με τις
ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές δομές εξουσίας, ενώ -ταυτόχρονα- έδωσε έμφαση στο
σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων.
1.7.4 Η πραγματιστική εγκληματολογία: Συνδέεται με όσους απορρίπτουν τις ουτοπικές λύσεις του
προβλήματος της εγκληματικότητας και υποστηρίζουν τη ρεαλιστική πολιτική μείωσης των
εγκλημάτων. Περιλαμβάνει δύο ειδικότερες κατευθύνσεις > α) τη δεξιά (βλ. Wilson), η οποία
απομακρύνεται τόσο από τη θετικιστική όσο και από τη ριζοσπαστική εγκληματολογία, ενώ
ασπάζεται τις θεωρίες της συμπεριφοράς και της δημιουργίας εξαρτημένων αντανακλαστικών.
Μάλιστα, αναγνώρισε ότι οι εγκληματολόγοι έχουν περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης και
γενικά ανεπαρκείς γνώσεις σχετικά με το "τι αποδίδει" στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας //
και β) την αριστερή (βλ. Young και Matthews). Σύμφωνα με αυτή, η μελέτη του εγκλήματος πρέπει
να βασίζεται στην πραγματικότητα του εγκλήματος, δηλ. σε κανόνες και παραβάτες των κανόνων
αυτών (=στην εγκληματική συμπεριφορά και στην αντίδραση σε αυτή) -> ο έγκλημα απαρτίζεται από
δύο δυάδες -> η πρώτη περιλαμβάνει το θύμα και τον δράστη {εγκληματική πράξη}, ενώ η δεύτερη
τις δράσεις και τις αντιδράσεις στο έγκλημα {κοινωνικός έλεγχος}. Τέλος, εστιάζει τη μελέτη της όχι
στον κίνδυνο του εγκλήματος γενικά, αλλά σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και σε ορισμένες
ομάδες στις περιοχές αυτές.
1.7.5 Η διαχειριστική εγκληματολογία: Είναι η εγκληματολογία του κατεστημένου- βλ. Young και
Wilson. Το πρόβλημα της εγκληματικότητας εντοπίζεται σε τρία κυρίως στοιχεία > • στη φύση του
συμβάντος και ιδίως στην ορατή εγκληματικότητα των δρόμων (π.χ. αρπαγή τσάντας, ληστεία) / •
στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος / • στην παραδοχή ότι ο δράστης είναι έλλογο ον που υπολογίζει
το κόστος και το όφελος από τη διάπραξη ενός εγκλήματος => το έγκλημα μπορεί να γίνει λιγότερο
ελκυστικό στον επίδοξο δράστη με την κατάλληλη αντεγκληματική πολιτική + ανάγκη
αναδιοργάνωσης των κρατικών στρατηγικών ελέγχου, ώστε αυτός να καθίσταται πιο
αποτελεσματικός και αποδοτικός. Κατά τους επικριτές της, το τελευταίο ωθεί το σύστημα της
ποινικής δικαιοσύνης α) σε μια απλή διαχείριση του εγκληματικού φαινομένου γενικά / β) στην
εκτίμηση και διαχείριση των κινδύνων / και γ) στην ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου
(αστυνομίας, φυλακών).
εγκληματικότητας είναι σύνθετη και επηρεαζόμενη από πολλές παραμέτρους· η πρόσφατη στροφή
προς τη σχέση αυτή ερμηνεύεται και από το ρόλο που διαδραματίζει η περιβαλλοντική
εγκληματολογία στο σχεδίασμα προληπτικών προγραμμάτων και στη διαχείριση του περιβάλλοντος
(π.χ. κατάλληλος σχεδιασμός κατοικίας, αναδόμηση περιοχών κλπ). Τέλος, παρατηρείται ότι όταν σε
μια περιοχή υπάρχει ανοχή για "αγενείς συμπεριφορές (π.χ. εγκατάλειψη σκουπιδιών στους δρόμους,
γκράφιτι στους τοίχους, διαπληκτισμοί), αυτές οδηγούν σε εγκλήματα. Η λύση είναι, λοιπόν, η
επιδιόρθωση, η παρέμβαση και η "μηδενική ανοχή" από την αστυνομική δύναμη τέτοιων
συμπεριφορών.
1.7.9 Η εξελικτική εγκληματολογία: Μελετά τις σχέσεις και αλληλεξαρτήσεις ηλικίας και
εγκληματικής συμπεριφοράς· εξάλλου, οι εγκληματικές δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκεται ένα
άτομο διαφέρουν από πλευράς είδους, ποσότητας, διάρκειας, εμμονής, εξειδίκευσης κλπ. Οι οπαδοί
της εξελικτικής εγκληματολογίας υποστηρίζουν ότι οι διάφοροι βιολογικοί, ψυχολογικοί και
κοινωνικοί παράγοντες επιδρούν διαφορετικά στους δράστες διαφόρων ηλικιών· με άλλα λόγια, οι
παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά εξαρτώνται από την περίοδο της ζωής που διανύει το
άτομο. Με αφορμή τις απόψεις αυτές αρκετοί εγκληματολόγοι εντατικοποίησαν τις έρευνές τους
σχετικά με το θέμα την εγκληματιών σταδιοδρομίας, ενώ έγιναν και προσπάθειες να διαπιστωθεί η
παραβατικότητα και η εγκληματικότητα, σε χρονική διαδρομή, ατόμων που είχαν γεννηθεί μία
συγκεκριμένη χρονολογία.
1.7.10 Η συστατική εγκληματολογία: Για τον προσδιορισμό της απαιτείται η διευκρίνιση των
εννοιών της "νεωτερικότητας" (=δέχεται ότι η ερμηνεία και επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων
είναι δυνατή μέσω του ορθού λόγου και της επιστήμης) και της "μετα-νεωτερικότητας" (=αμφιβητεί
τις δυνατότητες του ορθού λόγου και υποστηρίζει ότι η σημερινή κοινωνία χαρακτηρίζεται από •
αναδόμηση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων / • ρευστότητα των κοινωνικών
διαδικασιών / • ταχύτητα των τεχνολογικών εξελίξεων / • έντονη πολιτισμική ανομοιογένεια). Η
συστατική εγκληματολογία υιοθετεί την κριτική της νεωτερικότητας από τους μετα-νεωτεριστές, και
κυρίως την κριτική του θετικιστικού εμπειρισμού των κοινωνικών επιστημών· κατά τους
υποστηρικτές της, το εγκληματικό φαινόμενο είναι μια συν-παραγωγή αφενός ατόμων, και αφετέρου
κοινωνικών και οργανωτικών δομών, τις οποίες τα ίδια τα άτομα δημιουργούν. Άρα, είναι
απαραίτητη η αποδόμηση της έννοιας του εγκλήματος και η αναδόμησή της, ώστε να επιδιώκεται η
πρόληψη της επανεμφάνισης του εγκλήματος.
εγκληματολογία· έχει εφαρμογές κυρίως στις κλοπές ατομικής ταυτότητας ή αριθμών πιστωτικών
καρτών και στη διαλεύκανση εγκλημάτων με εικονική αναπαράσταση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. //
• Βιολογική εγκληματολογία, ύστερα από την αποκρυπτογράφηση του γενετικού κώδικα και τις
ανακαλύψεις για την αλληλουχία του ανθρώπινου γονιδιώματος. // • Εγκληματολογία της
διακινδύνευσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
2.1 Ο πρώτος πυλώνας. Το έγκλημα: Υπό νομική έποψη, έγκλημα είναι κάθε πράξη άδικη και
καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο ≠ για τον εγκληματολόγο δεν
υφίσταται ένας γενικά αποδεκτός ορισμός· έτσι, απαντώνται το "πραγματικό έγκλημα", το "φυσικό
έγκλημα" (=εκείνο που θίγει τα βασικά ηθικά συναισθήματα της ευσέβειας ή της αγαθότητας, όπως
απέχθεια του να προξενεί κανείς πόνο στους άλλους, και της χρηστότητας ή δικαιότητας- π.χ.
σεβασμός της ιδιοκτησίας των άλλων), "η κοινωνιολογική" ή η "οντολογική" έννοια του εγκλήματος
κλπ. Ο Ferri, δίνοντας έναν εξω-νομικό ορισμό, κατέληξε στο ότι "εγκλήματα είναι οι τιμωρητέες
πράξεις που προσδιορίζονται από κίνητρα ατομικά και κοινωνικά, πλήττουν τους όρους συντήρησης
και ανάπτυξης του κοινωνικού βίου και ενοχλούν το μέσο ηθικό συναίσθημα ενός δεδομένου λαού σε
μια δεδομένη στιγμή". Ως ουσιώδη στοιχεία του αναφέρονται τα εξής > • η αντικοινωνικότητα / • η
κοινωνική βλάβη ή ζημία και η νομική κύρωση (που εμπεριέχει και τις αστικές κυρώσεις) / • η
ανομία / • η προσβολή υλικών αγαθών που ικανοποιούν βιοτικές ανάγκες / • ο έντονος απαξιωτικός
χαρακτήρας / • η προσβολή γενικά αποδεκτών αξιών της κοινωνικής ζωής / • η παραβίαση
βασικών κανόνων συμπεριφοράς και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Από όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι και οι δύο έννοιες του εγκλήματος είναι χρήσιμες, είτε αυτές
συμπίπτουν είτε όχι· με άλλα λόγια, ορισμένες συμπεριφορές θεωρούνται εγκληματικές μόνο
σύμφωνα με την οντολογική έννοια του εγκλήματος και όχι σύμφωνα με την ποινική, εφόσον έχει
πλέον καταργηθεί το αξιόποινο (π.χ. μοιχεία). Η χρησιμότητα του ποινικο-νομικού ορισμού
σχετίζεται με τις μετρήσεις των εγκληματολογικών στατιστικών· από την άλλη, η έννοια του
πραγματικού εγκλήματος είναι χρήσιμη όταν τίθεται θέμα απεγκληματοποίησης, δηλ. κατάργησης
του αξιοποίνου ορισμένων συμπεριφορών.
2.1.3 Εγκλήματα "λευκού περιλαιμίου": Πρόκειται για την παράβαση ποινικών διατάξεων που
τελείται από άτομο, το οποίο απολαμβάνει σεβασμό και κατέχει υψηλό status, στο πλαίσιο των
νόμιμων επαγγελματικών του δραστηριοτήτων -> οι δράστες ήταν κυρίως επιχειρηματίες και
απολάμβαναν ατιμωρησίας. Βαθμιαία, το περιεχόμενο της έννοιας μεταβλήθηκε και άρχισε κα
χρησιμοποιείται ο όρος "οικονομικά εγκλήματα". Ο Kaiser διακρίνει τέσσερις κατηγορίες τους, με
βάση το προστατευόμενο αγαθό > • την εθνική οικονομία και την οικονομία των επιχειρήσεων (π.χ.
τα εγκλήματα κατά των τραπεζών και του χρηματιστηρίου ή εγκλήματα που αναφέρονται στον
ελεύθερο ανταγωνισμό) / • το δημοσιονομικό τομέα (π.χ εγκλήματα σχετικά με τη φορολογία,
δωροδοκία, δωροληψία) / • το κοινωνικό σύνολο (παραβάσεις σχετικά με την προστασία της
εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση) / • τους αντισυμβαλλόμενους και τους καταναλωτές (π.χ.
απάτη και τοκογλυφία). Από τα εγκλήματα "λευκού περιλαιμίου" προέκυψαν τα επαγγελματικά
εγκλήματα (=τελούνται από άτομα κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών τους καθηκόντων και
ωφελούνται οι ίδιοι οι δράστες), καθώς και τα εταιρικά και επιχειρησιακά εγκλήματα (=τελούνται
από υπαλλήλους ή στελέχη μιας εταιρίας ή επιχείρησης περισσότερο προς όφελος της αλλοδαπής
εταιρίας).
2.1.4 Το οργανωμένο έγκλημα: Οι απαρχές του σχετίζονται με τη μαφία (βλ. Ιταλοί μετανάστες που
υποστηρίζονταν από μέλη της ευρύτατης οικογένειάς τους)· συναφής όρος είναι το "συνδικάτο του
εγκλήματος ή των εγκληματιών". Λόγω της πολυμορφίας του, το οργανωμένο έγκλημα είναι διαρκώς
μεταλασσόμενο. Με τη Σύμβαση του Παλέρμο, ως οργανωμένη εγκληματική ομάδα χαρακτηρίστηκε
εκείνη που αποτελείται από 3+ πρόσωπα, έχει διάρκεια, ενεργεί με το σκοπό να τελέσει ένα ή
περισσότερα εγκλήματα και έχει ιδρυθεί για να προσποριστεί -άμεσα ή έμμεσα- οικονομικά ή άλλα
υλικά οφέλη. Έτσι, ουσιώδη χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος είναι > • ο άμεσος ή
έμμεσος πορισμός οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους / • η ύπαρξη εγκληματικής ομάδας,
ανεξάρτητα από τους στόχους της (εξάλλου, κοινωνική απαξία έχουν μόνο οι πράξεις της) / • ο
σκοπός της τέλεσης εγκλημάτων, ο οποίος πρέπει να αποδίδεται στη δράση των προσώπων που
απαρτίζουν την οργάνωση και όχι μόνο στο πρόσωπο που εντάσσεται ως μέλος της / • η τέλεση
σοβαρών εγκλημάτων.
2.1.5 Τα εγκλήματα μίσους: Είναι τα εγκλήματα κατά του προσώπου και κατά της ιδιοκτησίας,
καθώς και άλλα εγκλήματα, που τελούνται από δράστες εμφορούμενους από συναισθήματα έχθρας
και έλλειψης ανοχής για επιλεγμένες ομάδες που έχουν ορισμένα "αρνητικά" χαρακτηριστικά- βλ.
φαινόμενα άνισης μεταχείρισης και διακρίσεων, με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, το θρήσκευμα,
τον γενετήσιο προσανατολισμό ή την ηλικία (=εγκλήματα βίας εξαιτίας προκαταλήψεων και
ξενοφοβίας). Η διαπίστωση των εγκλημάτων αυτών (με την κατάστρωση ειδικών εγκληματολογικών
στατιστικών που να δίνουν μια -έστω- αδρή εικόνα) είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό
αντιρατσιστικών στρατηγικών, με κύριο στόχο την κρατική καταστολή.
2.1.7 Τα εγκλήματα χωρίς θύματα: Υπάρχουν όταν μια παράνομη υπηρεσία ή αγαθό γίνεται
αντικείμενο συναλλαγής, χωρίς να βλάπτεται φανερά κάποιος- π.χ. πορνεία, παράνομα παίγνια,
αλητεία, χρήση ναρκωτικών. Βέβαια, υπάρχουν κάποια έμμεσα (μη εμφανή) θύματα (π.χ. η
συμμετοχή στην παράνομη χαρτοπαιξία θυματοποιεί την οικογένεια του δράστη), ενώ γίνεται -
ταυτόχρονα- δεκτό ότι τα εγκλήματα αυτά θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τις κοινωνικές αξίες
και υποσκάπτουν την έννοια του Δικαίου. Η διάκριση αυτή, τέλος, υποδεικνύει ότι πρέπει να
μελετηθεί αν ενδείκνυται η κατάργηση του αξιοποίνου για τις συμπεριφορές αυτές.
2.2.1 Ποιος είναι εγκληματίας: Αν δεχτούμε ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες, τότε ο
εγκληματίας δε διαφέρει από τον νομοταγή πολίτη· αν, όμως, υποθέσουμε ότι ο εγκληματίας διαφέρει
από τον μη εγκληματία, τότε πρέπει να αναζητήσουμε τα ιδιαίτερα ψυχικά, σωματικά και κοινωνικά
χαρακτηριστικά του πρώτου.
2.2.2.1 Ο γεννημένος εγκληματίας: Κατά τον Lombroso, φέρει εκ γενετής ορισμένα στίγματα
(=stigmata criminalia ή atavistic). Η άποψη αυτή δημιούργησε αντιρρήσεις- π.χ. παρατηρήθηκε ότι αν
η εγκληματική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητας, τότε δεν είναι δυνατό να
αποτραπεί με εξωγενείς παρεμβάσεις. Σχετικά συζητούνται ζητήματα της χημείας του εγκεφάλου και
των νευροδιαβιβαστών· ενδεικτικά αναφέρεται ότι • η σεροτονίνη -που ρυθμίζει το κεντρικό νευρικό
σύστημα- συμβάλλει στην ευθυκρισία, τη διάκριση μεταξύ ορθού και λάθους και την αλλαγή
διάθεσης / • η ντοπαμίνη και η τεστοστερόνη ενοχοποιούνται για την επιθετικότητα και τις
εξαρτήσεις, ενώ ενδέχεται να έχουν σχέση και με την αντικοινωνική συμπεριφορά (όπως και η
νοροεπινεφρίνη).
2.2.2.2 Τυπολογίες βάσει ψυχολογικών κριτηρίων: Ο Jung διακρίνει τον • εσωστρεφή (=αγχώδης,
νευρωτικός που υπόκειται ευχερώς σε διαδικασία εκμάθησης ηθικών κοινωνικών αξιών) και τον •
εξωστρεφή (=με έντονες συγκινησιακές αντιδράσεις που δεν εσωτερικεύει κανόνες με ηθικές αξίες)
τύπο ανθρώπου. // Ο Eysenck διακρίνει τρεις βασικές "διαστάσεις της προσωπικότητας" ή
παράγοντες με τους οποίους συσχετίζεται θετικά η εγκληματική συμπεριφορά -> αναφέρεται στον
εγκληματία με τον παράγοντα • ψ ή ψυχωτικό (=επιθετικός, ψυχρός, αντικοινωνικός, εγωκεντρικός),
• ε ή εξωστρεφή (=κοινωνικός, ζωηρός, εξουσιαστικός, ασταθής), • ν ή νευρωτικό (=παράλογος, με
κατάθλιψη, συναισθήματα ενοχής και ευμετάβολη ψυχική διάθεση). // Οι Hewitt και Jenkins
αναγνώρισαν • το νευρωσικό (με αναστολές και υπερτροφικό Υπερεγώ), • το μη κοινωνικοποιημένο
(επιθετικός με ελλειματικό Υπερεγώ) και το • ψευδο-κοινωνικοποιημένο (μέλος συμμορίας με ένα
Υπερεγώ που έχει δύο όψεις- τη φυσιολογική απέναντι στη συμμορία και την ελλειμματική απέναντι
στην ευρύτερη κοινωνία) άτομο. // Οι Vold και Bernard κατέληξαν ότι οι πλείστοι εγκληματίες
ανήκουν στους εξής τρεις τύπους > • το νευρωσικό ή συγκρουσιακό που χαρακτηρίζεται από κάποια
ψυχική διαταραχή, • το μη κοινωνικοποιημένο ή ψυχοπαθητικό που δεν έχει συναισθήματα ενοχής
και • το φυσιολογικό. // Οι Miller και Lynam εντόπισαν δύο καταστάσεις που διαφοροποιούν τους
εγκληματίες από τους μη εγκληματίες > εκείνη του να είναι κανείς • ευχάριστος και • ευσυνείδητος.
Οι εγκληματίες βαθμολογούνται χαμηλά τόσο στην κλίμακα του να είναι ευχάριστοι (δηλ. τείνουν να
είναι εχθρικοί, μοχθηροί και αδιάφοροι ως προς τους άλλους) όσο και στην κλίμακα του να είναι
ευσυνείδητοι (δηλ. τείνουν να μην έχουν φιλοδοξίες, κίνητρα και επιμονή).
• τον μαζικό ανθρωποκτόνο (=σκοτώνει στην ίδια γεωγραφική περιοχή έναν αριθμό τυχαία
επιλεγμένων θυμάτων σε μικρό χρονικό διάστημα, ύστερα από ξαφνική αλλαγή διάθεσης, ενώ στο
τέλος -συνήθως- αυτοκτονεί) και • τον ανθρωποκτόνο κατά συρροή ή διαδοχικό ανθρωποκτόνο
[=φονεύει σε διαφορετικό χρόνο και τόπο κατ' επανάληψη, χωρίς να έχει κάποια ψυχική διαταραχή,
ενώ εμφορείται από κάποιο κίνητρο. Η ταξινόμηση μπορεί να γίνει σε τέσσερις τύπους > α) ο
ανθρωποκτόνος που έχει για κίνητρο οπτικές ή ακουστικές παραισθήσεις ΙΙ β) ο
προσανατολισμένος προς μια αποστολή ανθρωποκτόνος ΙΙ γ) αυτός που υπακούει σε μια
εσωτερική επιταγή και -κατά τα άλλα- ζει φυσιολογικά· σκοτώνει από ευχαρίστηση είτε
αυθόρμητα είτε προμελετημένα ΙΙ δ) ο εξουσιαστικά προσανατολισμένος ανθρωποκτόνος που
σκοτώνει προμελετημένα για να επιδείξει δύναμη].
η μέτρηση της νοητικής καθυστέρησης αποδείχτηκε ότι δεν είχαν αξιοπιστία· μετρήσεις σε
στρατεύσιμους του Αμερικανικού στρατού κατέγραψαν ότι ένας στους δύο ήταν νοητικά
καθυστερημένοι και, άρα, ακατάλληλοι να υπηρετήσουν. Μετέπειτα έρευνες, όμως, έδειξαν ότι οι
περισσότεροι εγκληματίες είχαν φυσιολογική νοημοσύνη. Το 1977 οι Hirshi και Hindang απέδειξαν
ότι μεταξύ παραβατών και νομοταγών ανηλίκων υπήρχε μία διαφορά οκτώ μονάδων στο μέσο όρο
του δείκτη νοημοσύνης και ότι η χαμηλή νοημοσύνη αποτελούσε ένα δείκτη πρόγνωσης εξίσου καλό,
όπως η κοινωνική τάξη ή η φυλή· πράγματι, ο μέσος όρος ΔΝ των ανηλίκων που έγιναν παραβάτες
ήταν 95, ενώ εκείνων που δεν παραβίασαν τελικά τους νόμους ήταν 110.
2.2.2.6 Η προσωπικότητα του εγκληματία. Η άποψη Pinatel: Ο Pinatel διέκρινε στον πυρήνα της
εγκληματικής προσωπικότητας τέσσερα ψυχολογικά χαρακτηριστικά > • εγωκεντρισμό από την
παιδική ηλικία, ο οποίος δεν έχει παραμεριστεί => δεν προσαρμόζεται στο περιβάλλον και δεν
συναισθάνεται την κοινωνική αποδοκιμασία / • αστάθεια, η οποία εμποδίζει το άτομο να υπολογίσει
την απειλή της ποινής και έτσι να αποτραπεί από την τέλεση ενός εγκλήματος· δε μαθαίνει από τις
εμπειρίες και κυριαρχείται από την ηδονοθηρία / • επιθετικότητα = μία ενστικτώδης δύναμη, το
παρορμητικό στοιχείο, η ενέργεια που υποκινεί και εντέλει υπερνικά τις δυσκολίες / • ενεργό
αδιαφορία = ηθική ασυναισθησία => ο εγκληματίας είναι ψυχρός απέναντι στους άλλους και δεν
αποτρέπεται από το πέρασμα στην πράξη.
2.2.3 Το φύλο του εγκληματία: Οι Gottfredson και Hirschi αναφέρουν ότι υπάρχει μια "μείζων,
επίμονη συσχέτιση" μεταξύ φύλου και εγκλήματος. Οι στατιστικές παρουσιάζουν την
εγκληματικότητα των ανδρών μεγαλύτερη από αυτή των γυναικών, ενώ το ποσοστό της διατηρείται
παρά τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές • σε όλες τις χώρες / • σε όλες τις ηλικίες (αν και η
εμπλοκή των γυναικών στο έγκλημα αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας) / • σε όλες τις χρονικές
περιόδους (εξαίρεση αποτελεί η εποχή των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, επειδή οι γυναίκες ανέλαβαν
κατ' ανάγκη ανδρικούς ρόλους) / • στην πλειονότητα των εγκλημάτων (η διαφορά μεταξύ των
δεικτών της ανδρικής και γυναικείας εγκληματικότητας ποικίλλει, ωστόσο, ανάλογα με τους τύπους
των εγκλημάτων -> βλ. οι γυναίκες καταδικάζονται κυρίως για παιδοκτονία, άμβλωση, έκθεση
βρέφους, μοιχεία, απάτη, εξύβριση, κλοπή, μαστροπεία κλπ). Γενικότερα παρατηρείται ότι η γυναίκα,
όταν εγκληματεί, επικεντρώνεται όχι μόνο σε μια εγκληματικότητα λιγότερο βίαιη, αλλά και λιγότερο
κερδοφόρα-οργανωμένη από εκείνη των ανδρών. Έχουν διατυπωθεί διάφορες εικασίες ή και θεωρίες
για την προέλευση των ποσοτικών και ποιοτικών διαφοροποιήσεων στους διαπιστούμενους δείκτες
εγκληματικότητας ανδρών και γυναικών > • βιοψυχολογικές (=οι γυναίκες λόγω της φύσης τους
διαπράττουν εναλλακτικές μη αξιόποινες πράξεις, όπως η πορνεία) / • της πλασματικής διαφοράς
(=η περιορισμένη εγκληματικότητα των γυναικών είναι φαινομενική, δεδομένου ότι πολλά
εγκλήματα από αυτά που τελούν οι γυναίκες βρίσκονται στη σκοτεινή περιοχή ή γιατί υπάρχει συχνά
ευνοϊκή μεταχείριση της γυναίκας) / • κοινωνιολογικές (=η κοινωνικοποίηση των γυναικών είναι
προσανατολισμένη στη συμμόρφωση και στη μη εμπλοκή τους σε ριψοκίνδυνες πράξεις).
Συμπερασματικά, η χειραφέτηση των γυναικών και η λεγόμενη απελευθέρωσή τους δεν συνεπέφεραν
μια ανάλογη αύξηση της γυναικείας εγκληματικότητας.
2.2.4 Η ηλικία του εγκληματία: Αποτελεί δημογραφική μεταβλητή και επιτρέπει το διαχωρισμό των
εγκληματιών από τους νομοταγείς πολίτες. Σύμφωνα με έρευνες, οι περισσότεροι καταδικασμένοι
ανήκουν στην ηλιακή ομάδα 30-34, ενώ αύξηση μπορεί να παρατηρηθεί π.χ. με μία έκρηξη
γεννήσεων, την εισροή αρρένων μεταναστών, την παλιννόστηση ελλήνων κλπ. Πάντως, με αρκετές
επιφυλάξεις, ιδίως για την εποχή της εφηβείας και μέχρι την ενηλικίωση, φαίνεται ότι όσο αυξάνει η
ηλικία, τόσο αυξάνει και η εγκληματικότητα· η τελευταία παραμένει υψηλή περίπου μέχρι το 44ο
έτος και αρχίζει να μειώνεται μετά το 60ό έτος. Η ηλικία δεν επηρεάζει μόνο ποσοτικά, αλλά και
ποιτικά την εγκληματική συμπεριφορά -> σε κάθε ηλικία φαίνεται να κυριαρχεί διαφορετικό είδος
εγκλημάτων (π.χ. οι ανήλικοι τελούν συνήθως κλοπές). Η παραπάνω παρατήρηση οδήγησε στη
διαμόρφωση της εξελικτικής εγκληματολογίας, η οποία εξετάζει ζητήματα συνέχισης της
εγκληματικής σταδιοδρομίας ή υποτροπής, καθώς και την έλλειψη επιστημονικής βάσης στη
διάκριση μεταξύ εγκληματιών και μη, κυρίως δε γιατί για πολλούς αρχίζει η απεμπλοκή από την
εγκληματική συμπεριφορά μετά από το 40ό έτος.
2.2.5.1 Η υπηκοότητα του εγκληματία: Όσο λιγότερος είναι ο αλλοδαπός πληθυσμός τόσο
μεγαλύτερο το ποσοστό των αλλοδαπών που φέρονται από την Αστυνομία ως δράστες. Από την
άλλη, στην πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα αποτυπώνονται οι συγκινησιακές
αντιδράσεις και μια αρνητική πρόσληψη του αλλοδαπού, οι οποίες συντελούν στις παρουσιαζόμενες
σημαντικές διαφορές στην εγκληματικότητα ημεδαπών και αλλοδαπών. Η ξενοφοβία, μάλιστα,
αντανακλάται στα ΜΜΕ που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Πάντως, η συναγωγή συμπερασμάτων
για τον ημεδαπό και αλλοδαπό εγκληματία δυσχεραίνεται και από ορισμένους άλλους παράγοντες-
π.χ. την εισαγωγή από το εξωτερικό νέων τρόπων τέλεσης εγκλημάτων και την αύξηση του διεθνικού
οργανωμένου εγκλήματος. Από στατιστικά προκύπτει ότι οι αλλοδαποί τελούν περισσότερες
πλαστογραφίες, κλοπές, εγκλήματα λαθρεμπορίου, ανθρωποκτονίες, ληστείες εντός οικειών ή
φέρονται ως δράστες επαιτείας. Σχετικά με τα στοιχεία αυτά πρέπει να τονιστεί ότι α) ένας
σημαντικός αριθμός δραστών συλλαμβάνεται για μη βίαιη εγκληματική συμπεριφορά / β) αυτοί οι
αριθμοί αφορούν φερόμενους ως δράστες και -συνεπώς- κάποιοι ενδέχεται να κριθούν αθώοι. Οι
πολέμιοι της άποψης που σχετίζεται με την αυξημένη εγκληματική δραστηριότητα των αλλοδαπών
επικαλείται λανθάνουσες ρατσιστικές διακρίσεις της αστυνομίας ή της δικαιοσύνης. Τέλος, πρέπει να
μελετηθούν οι σχέσεις δράστη-θύματος, διότι πολλά εγκλήματα βίας είναι ενδοφυλετικά (π.χ. στις
ΗΠΑ καταγράφεται υψηλός δείκτης ανθρωποκτονιών μεταξύ μαύρων ανδρών).
2.2.6 Το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο του εγκληματία: Ήδη από την αρχαιότητα, η φτώχια και
το χαμηλο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο συνδέθηκαν με την ασθένεια, την απογοήτευση και το
έγκλημα => άτομα νεαρής ηλικίας, άνεργοι και υποεκπαιδευόμενοι είχαν περισσότερες πιθανότητες
να εγκληματίσουν. Από την άλλη, η ανεργία μόνη της δεν αρκεί, αφού πρέπει να συνοδεύεται και από
άλλους παράγοντες. Εξάλλου, η νεωτερικότητα και η ανάπτυξη φαίνεται ότι συναρτάται με την
αύξηση των δεικτών εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας. Από πορίσματα ερευνών προκύπτουν τα εξής
> • η φτώχια από μόνη της δε φαίνεται να προκαλεί άμεσα εγκληματίες, παρά το γεγονός ότι
συναρτάται με εγκλήματα βίας / • η οικονομική ανισότητα συναρτάται με αύξηση των εγκλημάτων
2.3 Ο τρίτος πυλώνας. Το θύμα: Η έννοια του θύματος στην εγκληματολογία οριοθετείται
λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα πέντε βασικά στοιχεία > • το γεγονός που δημιούργησε το θύμα
(π.χ. φυσική καταστροφή, ατύχημα, έγκλημα) / • η φύση του θύματος (π.χ. φυσικό ή νομικό
πρόσωπο, ένα άτομο ή περισσότερα) / • η αλληλενέργεια θύματος και γεγονότος αφενός (π.χ.
θύματος και ατυχήματος ή θύματος και εγκλήματος) και θύματος και φορέα του γεγονότος
αφετέρου (π.χ. θύματος και εργοδότη ή θύματος και δράστη) / • τα δημογραφικά χαρακτηριστικά
του θύματος / • τα εγκληματολογικά χαρακτηριστικά του θύματος ή η τυπολογία του (γνωστό και
άγνωστο, αληθές ή ψευδές, αθώο-ένοχο-τελείως υπεύθυνο, καλόπιστο ή κακόπιστο). Από τα
παραπάνω προκύπτει ότι ως θύμα γενικά νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, του οποίου έννομα ή
άλλα αγαθά έχουν διακινδυνευθεί ή προσβληθεί από φυσικό ή ανθρώπινο γεγονός. Για τον
εγκληματολόγο, πάντως, σημασία έχει μόνο το θύμα που δημιουργείται από διακινδύνευση ή
προσβολή των εννόμων ή άλλων αγαθών του συνεπεία εγκλήματος ή συνεπεία άλλης πράξης που δε
συνιστά έγκλημα, αλλά που αποτελεί παράβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή κατάχρηση
εξουσίας "μη συμβατικά εγκλήματα").
Στο Έβδομο Συνέδριο του ΟΗΕ (Μιλάνο 1985) υιοθετήθηκαν τελικά δύο ορισμοί για το θύμα > α) το
πρόσωπο του οποίου, ατομικά ή συλλογικά, αγαθά έχουν υποστεί βλάβη, συμπεριλαμβανομένης
και της σωματικής και ψυχικής βλάβης, ψυχικής οδύνης, οικονομικής απώλειας κλπ. // β) ο όρος
"θύμα" περιλαμβάνει -όποτε αρμόζει- και τους εγγύτερους συγγενείς του άμεσου θύματος ή τους
εξαρτώμενους από αυτό, καθώς και πρόσωπα που υπέστησαν βλάβη παρεμβαίνοντας με σκοπό να
βοηθήσουν το θύμα. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου ως θύματος είναι ανεξάρτητος από την
ανακάλυψη, σύλληψη, δίωξη ή καταδίκη του δράστη ή από τη συγγενική σχέση μεταξύ δράστη και
θύματος.
2.4 Ο τέταρτος πυλώνας. Η αντίδραση στο έγκλημα: α) Ατομική > περιλαμβάνεται ο φόβος του
εγκλήματος και η θυματοποίηση- βλ. και συγκινησιακή αντίδραση, θυμός, ανασφάλεια, κατάθλιψη,
πανικός, φυγή. Το είδος και ο βαθμός των αντιδράσεων αυτών εξαρτήνται από παράγοντες, όπως "το
ευάλωτον" του ατόμου, η υποκειμενική πρόσληψη του κινδύνου, η ύπαρξη προηγούμενης
θυματοποίησης, η σοβαρότητα των εγκλημάτων κλπ. // β) Κοινωνική > αναφέρεται και ως άτυπος
κοινωνικός έλεγχος, ο οποίος μπορεί να είναι ήπιος (π.χ. κουτσομπολιό) ή αυστηρός (π.χ.
περιθωριοποίηση, στιγματισμός). Τέλος, η κοινωνική αντίδραση μπορεί να είναι τόσο αυστηρή, ώστε
να μετατραπεί σε δράση των κοινωνών (π.χ. εξοπλισμός με συστήματα ασφαλείας, περιπολίες στη
γειτονιά κλπ). Δεν πρέπει να λησμονηθούν και οι πρωτοβουλίες της κοινότητας να παράσχει βοήθεια
μέσω ΜΚΟ. Στον τομέα των κοινωνικών αντιδράσεων πρέπει να αναφερθούμ και οι μηχανισμοί που
αναπτύσσονται στις γειτονιές ως αντίδραση στο έγκλημα > • ανάπτυξη κοινωνικού κεφαλαίου = οι
επενδύσεις που κάνει κάποιος σε κοινωνικές σχέσεις με νομοταγείς πολίτες που τον βοηθούν να
επιτύχει τους στόχους του, δηλ. τα δίκτυα σχέσεων με άτομα που πραγματώνουν την επίτευξη κοινών
στόχων => περιορισμός της εγκληματικότητας ΙΙ • "συλλογική αποτελεσματικότητα" = η
δυνατότητα της γειτονιάς να διατηρεί ευταξία στους δημόσιους χώρους και να πετυχαίνει τους
κοινούς της στόχους. Όπου οι γείτονες σχετίζονται μεταξύ τους, υπάρχει και λιγότερη
εγκληματικότητα. // γ) Πολιτειακή > αφορά τους τρόπους και τα μέσα, με τα οποία η συντεταγμένη
πολιτεία απαντά στο έγκλημα και τον εγκληματία -> νομοθέτηση ποινικών διατάξεων + οργάνωση
του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Σημειώνεται ότι όσο πιο αδύναμος και
αναποτελεσματικός είναι ο ανεπίσημος-άτυπος κοινωνικός έλεγχος, τόσο πιο πολύ ισχυροποιείται ο
επίσημος. Εκτός από την ποινική καταστολή, η πολιτεία έχει αναπτύξει και θετικές αντιδράσεις, όπως
είναι οι προσπάθειες προστασίας ή και ψυχοκοινωνικής θεραπείας θυμάτων + διαπαιδαγώγηση των
πολιτών στο σεβασμό προς τους νόμους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
3.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Μεθοδολογία της εγκληματολογίας είναι οι μέθοδοι και οι τεχνικές
(=συστηματικοί τρόποι) μελέτης/διερεύνησης του εγκληματικού φαινομένου από την εμφάνισή του
ως τις κοινωνικές αντιδράσεις σε αυτό. Αντικείμενο της μεθοδολογίας της εγκληματολογίας είναι
ιδίως > • Η αναζήτηση κανονικοτήτων και γενικών ‘νόμων’= η ανακάλυψη ποσοτικών ή
ποιοτικών επαναλήψεων της εγκληματικότητας και τάσεων, μέσω της γενίκευσης- π.χ. ‘θερμικός
νόμος της εγκληματικότητας’ (=στα θερμά κλίματα και στις θερμές εποχές υπερέχουν τα εγκλήματα
αίματος και τα εγκλήματα κατά του προσώπου) ή γενίκευση από τον ΟΗΕ ότι ‘στα μεσαίου
εισοδήματος αναπτυσσόμενα κράτη που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, το ποσοστό των
εγκλημάτων βίας είναι πολύ υψηλότερο). // • Η παρατήρηση και ταξινόμηση των γεγονότων. Τα
γεγονότα αυτά μπορεί να αναφέρονται στη συμπεριφορά του εγκληματία, του θύματος ή του
εφαρμοστή των ποινικών νόμων. Στο βαθμό που η εγκληματολογία προσεγγίζει την εγκληματικότητα
με τη λογική της εξατομίκευσης, μελετά γεγονότα, αιτίες και πιθανότητες σε ατομικές περιπτώσεις. //
• Η αξιολόγηση θεσμών, μέτρων ή νέων νομοθετικών ρυθμίσεων, μέσω ερευνητικών
προγραμμάτων και συγκρίσεων. // • Η διερεύνηση των αντιλήψεων του κοινού σχετικά με το
έγκλημα, τις ποινές, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, το φόβο του εγκλήματος ή τη
θυματοποίηση των πολιτών.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πολυπλοκότητα του εγκληματικού φαινομένου υποδεικνύει μία
μεγάλη ποικιλία θεμάτων, τα οποία απαιτούν διερεύνηση. Από την άλλη, η ποικιλία θεμάτων και ο
διακλαδικός χαρακτήρας της εγκληματολογίας καθιστούν αναγκαία την καταφυγή σε αντίστοιχα
ποικίλες μεθόδους (ακόμα και από άλλους κλάδους).
3.2 Έννοιες-κλειδιά για την κατανόηση εγκληματολογικών ερευνών: Η αναζήτηση των αιτίων της
εγκληματικής συμπεριφοράς-εγκληματικότητας γίνεται τόσο σε ατομικό όσο και σε γενικό επίπεδο
(π.χ. σε τοπικό). Στο ζήτημα αναζήτησης αιτίου (ανεξάρτητης μεταβλητής) και αιτιατού ή
αποτελέσματος (εξαρτημένης μεταβλητής) τέσσερις έννοιες πρέπει να προσεχθούν > • Συσχέτιση
υπάρχει όταν δύο φαινόμενα μεταβάλλονται συχρόνως· αρνητική συσχέτιση, πάλι, υπάρχει όταν η
αύξηση ενός φαινομένου τείνει να σχετίζεται λιγότερο με ένα άλλο- π.χ. όσο αυξάνεται η
αυστηρότητα στη διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού και φτάνει μέχρι κακοποίησής του, τόσο μειώνεται η
παραβατική του συμπεριφορά! // • Θεωρητική λογική = πρέπει να είναι εύλογο το να προκαλεί το
ένα φαινόμενο το άλλο. Αυτή, όμως, η λογικοφανής εξήγηση θα πρέπει, όμως, να τεκμηριώνεται με
αποδείξεις, με ερευνητικά και θεωρητικά στοιχεία. // • Χρονική ακολουθία ή αλληλουχία = πρέπει το
φαινόμενο που αποτελεί το αίτιο να προηγείται χρονικά. // • Απουσία πλαστότητας = πρέπει και τα
δύο φαινόμενα να μην οφείλονται σε κάτι άλλο.
ερευνητή για τα καίρια αυτά ζητήματα. Ο εγκληματολόγος, επίσης, έχει δυσκολία να προσπελάσει το
υλικό της ερευνάς του- βλ. ειδικότερα, • αδυναμία να χρησιμοποιηθεί ο άνθρωπος –εγκληματίας ή
μη εγκληματίας- σε πειράματα που ακολουθούν μεθόδους των φυσικών επιστημών για την
αναζήτηση των γενεσιουργών παραγόντων του εγκλήματος. / • πρόβλημα του ότι οι εγκληματίες δεν
προσεγγίζονται εύκολα, είτε βρίσκονται ασύλληπτο στους δρόμους είτε καταδικασμένοι στις
φυλακές· στην Ελλάδα αποκλείεται, μάλιστα, και η λήψη πληροφοριών σχετικά με το ποινικό
μητρώο. Τα δημιουργούμενα εμπόδια είναι, βέβαια, δικαιολογημένα, αφού υπάρχει πάντα ο κίνδυνος
στιγματισμού του ερευνώμενου ατόμου, αποκάλυψης ευαίσθητων δεδομένων του, ακόμη και
παρεμπόδισης της καλής λειτουργίας του δικαστηρίου. / • πολυπλοκότητα της φύσης του
εγκλήματος, το οποίο δεν είναι (μόνο) ό,τι ο νόμος ορίζει, αλλά (και) ό,τι οι εγκληματολόγοι
προτείνουν. / • αλληλεξάρτηση αντεγκληματικής πολιτικής και εγκληματολογικής έρευνας. Όσοι
χρηματοδοτούν τέτοιες έρευνες επιλέγουν συνήθως εκείνες που έχουν ή υπόσχονται πρακτική αξία.
Αυτό είναι διττά βλαβερό, καθώς δεν προωθείται η θεωρητική έρευνα, ενώ η εφαρμοσμένη έρευνα
εμπλέκει συχνά τον εγκληματολόγο σε αποφάσεις αντεγκληματικής πολιτικής. / • κίνδυνος
απομάκρυνσης από την αλήθεια -> επίδραση από την ιδεολογία και τις προσωπικές αντιλήψεις του
ερευνητή-εγκληματολόγου, οι οποίες καθορίζουν συχνά την επιλογή του ως προς το θέμα, τη μέθοδο
και τα ευρήματα που θα παρουσιάσει. Μάλιστα, ο ερευνητής-εγκληματολόγος ενδέχεται να είναι
στρατευμένος, δηλ. να προσδοκά την απόδειξη των δικών του θεωριών.
Ως προς τη δεοντολογία του ερευνητή, πρέπει να τονιστούν τα εξής > • αποφυγή διαδικασιών που
ενδέχεται να βλάψουν, να ταπεινώσουν ή να παραπλανήσουν τα υποκείμενα της έρευνας, συνήθως
τους εγκληματίες / • προστασία του απορρήτου και της ιδιωτικής σφαίρας των υποκειμένων / •
εκπόνηση της έρευνας και έκθεση των αποτελεσμάτων με αντικειμενικότητα, υπευθυνότητα και
επαγγελματικό ήθος / • τήρηση των δεσμεύσεων ως προς τους συμμετέχοντες στην έρευνα. Έτσι,
χρήσιμο θα ήταν να περιβληθούν οι κανόνες αυτοί τον τύπο ενός Κώδικα Δεοντολογίας.
3.4.2 Η θετικιστική κατεύθυνση: Θεμελιώδης αρχή της είναι ότι μόνο οι πειραματικές επιστήμες
μπορούν να προσφέρουν βεβαιότητα· έτσι, εφαρμόζονται μέθοδοι που προσεγγίζουν τα πρότυπα των
φυσικών επιστημών, αναζητούνται αιτιώδεις συναρτήσεις ή ‘νόμοι’ και επιδιώκεται η αξιολογική
ουδετερότητα. Συνήθως οι εμπειρικές μελέτες ξεκινούν από την επιλογή μιας εγκληματολογικής
θεωρίας και την περιγραφή του θεωρητικού αυτού πλαισίου. Ύστερα, ακολουθεί η κατασκευή των
‘υποθέσεων’ {=προτάσεις που επιδέχονται επαλήθευση ή διάψευση, δηλ. εικασίες για το είδος της
σχέσης δύο μετρήσιμων μεταβλητών· οι μεταβλητές αυτές θα προκύψουν από την επιλεγμένη
θεωρία, οπότε πρέπει να δοθούν ‘ορισμοί εργασίας’. Στην επιστήμη γίνεται λόγος για ανεξάρτητες
μεταβλητές (έννοιες, όπως η ηλικία, το φύλο, ο τόπος γέννησης, το εισόδημα, το θρήσκευμα κλπ) και
για εξαρτημένες (έπονται των ανεξάρτητων, δηλ. είναι το αποτέλεσμα-αιτιατό, βλ. η παράβαση των
νόμων, η εγκληματικότητα, η υποτροπή κλπ)} και η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου για τη
διερεύνησή τους. Στη συνέχεια πραγματοποιείται η έρευνα (αφού επιλεγεί το είδος της) με συλλογή
των αναγκαίων στοιχείων, ενώ, η παρουσίαση-συζήτηση των ευρημάτων καταλήγει στην επαλήθευση
ή διάψευση των υποθέσεων. Τέλος, η έρευνα ολοκληρώνεται με γενικεύσεις.
3.4.2.2 Η μέθοδος της μετα-ανάλυσης: Αναφέρεται στη σύνθεση των αποτελεσμάτων ορισμένων
μελετών που βασίζονται σε όμοιες ερευνητικές υποθέσεις. Επινοήθηκε το 1904 από τον Pearson (ο
οποίος προσπάθησε να υπερνικήσει το πρόβλημα της μειωμένης στατιστικής ισχύος ερευνών που
στηρίζονταν σε μικρά δείγματα), αλλά στην εγκληματολογία χρησιμοποιείται μόλις από το 1980 και
μετά, ιδίως στις έρευνες αξιολόγησης κοινωνικών παρεμβάσεων.
Η μέθοδος αυτή καλύπτει κενά, αδυναμίες και σφάλματα • στη δειγματοληψία (π.χ. μικρό δείγμα) / •
σε παραλείψεις σημαντικών πληροφοριών (π.χ. έκταση εφαρμογής των αποτελεσμάτων) / • στην
αδιαφορία για τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές εφαρμογής των αποτελεσμάτων / • στην
ανεπαρκή διαφάνεια της διαδικασίας αξιολόγησης.
Με τη μετα-ανάλυση άρχισε να κλονίζεται η εμπιστοσύνη στην κλασική δευτερογενή ανάλυση που
στηρίζεται στην ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας.
Η μετα-ανάλυση βασίζεται σε διαφορετικές τεχνικές και φάσεις, εκ των οποίων οι κυριότερες είναι οι
εξής > • ο επακριβής ορισμός του διερευνώμενου θέματος και συστηματική επιλογή των ερευνών /
• κωδικοποίηση των ερευνών ανάλογα με το περιεχόμενό τους, σύμφωνα με ένα σταθμισμένο
σύστημα (π.χ. ιδιαιτερότητες των κρατουμένων, είδος μεταχείρισης) / • αξιολόγηση της
μεθοδολογίας των ερευνών από πλευράς ποιότητας (π.χ. χρησιμοποίηση τυχαίου δείγματος) / •
υπολογισμός του εύρους εφαρμογής των αποτελεσμάτων κάθε έρευνας με στατιστική μέθοδο / •
ανάλυση των συσχετίσεων μεταξύ των χαρακτηριστικών της έρευνας και του εύρους εφαρμογής
των αποτελεσμάτων της.
Βέβαια, η μετα-ανάλυση παρουσιάζει μειονεκτήματα, όπως • σφάλματα κατά την επιλογή των
ερευνών ή επιλογή μεροληπτικών-κακοσχεδιασμένων ερευνών / • διαφορές στην ποιότητα των
επιλεγμένων ερευνών / • ενοποίηση μη συγκρίσιμων ερευνών / • πρακτικές δυσκολίες στην
κωδικοποίηση των επιλεγμένων ερευνών.
3.4.2.3 Έρευνες (α) με πρωτογενή και δευτερογενή δεδομένα ή (β) ποσοτικές και ποιοτικές:
(α) Έρευνες με πρωτογενή δεδομένα είναι εκείνες των οποίων τα στοιχεία συλλέγει ο ερευνητής
μόνος του με δικές του μεθόδους και για το σκοπό της δικής του διερεύνησης (π.χ. δεδομένα
προερχόμενα από ερευνητικά ερωτηματολογία)· από την άλλη, έρευνες με δευτερογενή δεδομένα
είναι εκείνες που αντλούν δεδομένα από στοιχεία που έχουν συλλέξει τρίτοι σε κάποιο χρονικό
διάστημα για σκοπούς άλλους από αυτούς που τα χρησιμοποιεί στον παρόντα χρόνο ο ερευνητής (π.χ.
αρχεία δικαστηρίων). // (β) Οι ποσοτικές εγκληματολογικές έρευνες στηρίζονται στην παραδοχή
ότι τα ατομικά ή συλλογικά-κοινωνικά αντικείμενα διερεύνησης ή εγκληματικά φαινόμενα είναι
δυνατό να οριστούν επακριβώς και να μετρηθούν. Κατά συνέπεια, υπόκεινται σε στατιστική ανάλυση
προκειμένου να διερευνηθούν και να δημιουργηθούν μοντέλα ερμηνείας ή πρόβλεψης του
εγκλήματος ή φαινομένων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης· η έμφαση που δίνεται στις
μετρήσεις οδηγεί στη χρήση στατιστικών μεθόδων και αναλύσεων, όπως ο συντελεστής συσχέτισης.
Αντίθετα, στις ποιοτικές έρευνες, οι ερευνητές εκθέτουν τις απόψεις τους μέσω λεκτικών
αναπαραστάσεων· δε δέχονται ότι υπάρχει μία αντικειμενική πραγματικότητα, ενώ παραδέχονται ότι
η παρατήρηση επηρεάζει το υπό μελέτη φαινόμενο. Οι υποκειμενικές αντιλήψεις, τα συναισθήματα
και οι ερμηνείες τόσο των ερευνητών όσο και των ερευνόμενων φαινομένων ή προσώπων
θεωρούνται αποδεκτά. Επιπλέον, όσοι συλλέγουν ποιοτικά δεδομένα δεν έχουν, συνήθως, ως
αφετηρία μια θεωρία, αλλά βυθίζονται στα κοινωνικά φαινόμενα ή στην πολιτισμική ενότητα που
μελετούν => δεν ακολουθούν αυστηρά προδιαγεγραμμένα μεθοδολογικά στάδια. Με τις ποιοτικές
έρευνες είναι συνυφασμένες και οι έρευνες που δεν παρενοχλούν τα διερευνόμενα υποκείμενα και,
άρα, η συμπεριφορά των τελευταίων δεν επηρεάζεται από την ερευνητική διαδικασία- π.χ.
τοποθέτηση μιας κρυφής κάμερας σε αίθουσα διασκέψεων του μικτού δικαστηρίου / μη συμμετοχική
παρατήρηση μιας ομάδας νέων στο στέκι τους. Οι ποιοτικές έρευνες προωθούν τις γνώσεις μας πάνω
σε σύνθετα φαινόμενα και σε πολύπλοκες διαδικασίες· όμως, μειονεκτούν διότι οι θεωρίες που
δημιουργούνται με αυτή τη μέθοδο α) είναι λιγότερο επιδεκτικές γενικεύσεων + β) ισχύουν μόνο ως
προς τις συγκεκριμένες καταστάσεις ή ομάδες που μελετήθηκαν.
Παραδείγματα > ποιοτική έρευνα με δευτερογενή στοιχεία: στην περίπτωση των δεδομένων από
αρχεία δικαστηρίων και εφόσον ο ερευνητής έχει χρησιμοποιήσει στα κείμενα των αποφάσεων τη
μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου // ποσοτική έρευνα με πρωτογενή στοιχεία: έρευνα με
ερωτηματολόγια // ποσοτική έρευνα με δευτερογενή στοιχεία: όταν ο ερευνητής, με βάση τις
δικαστικές αποφάσεις, προβαίνει σε μέτρηση του αριθμού των ανθρωποκτονιών που τελούνται από
γυναίκες με θύματα άντρες
3.4.2.4 Ταξινόμηση των κυριότερων μεθόδων και τεχνικών ανάλογα με τις ιδιότητές τους:
Συνήθως, ο ερευνητής αντιμετωπίζει το ζήτημα της επιλογής μιας συγκεκριμένης μεθόδου, μιας
τεχνικής και γενικότερα του τρόπου σχεδιασμού της ερευνάς του. Η επιλογή επηρεάζεται κατά
κανόνα από τη φύση του θέματος ή του διερευνώμενου προβλήματος, αλλά και από άλλους
παράγοντες, όπως τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε μεθόδου και τεχνικής, το μέγεθος της
ερευνητικής ομάδας, τα ερευνητικά κονδύλια κλπ.
Εδώ πρέπει να οριοθετηθούν και ορισμένες έννοιες > • Έλεγχος = ο βαθμός που μπορεί να καθορίσει
ο ερευνητής, π.χ. το περιβάλλον, ο αριθμός ή οι ιδιότητες των διερευνώμενων φαινομένων ή
υποκειμένων. Έτσι, στη μελέτη του εγκληματία στο περιβάλλον του (π.χ. στη φυλακή), ο ερευνητής
έχει ελάχιστο έλεγχο. / • Εγκυρότητα = ο βαθμός στον οποίο ένα εργαλείο μέτρησης μετρά αυτό που
υποτίθεται ότι μετρά + ότι μια ανεξάρτητη μεταβλητή παρέχει σοβαρές ενδείξεις για το ότι είχε όντως
το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Διακρίνεται σε εσωτερική (=όταν διαπιστώνεται ότι η πειραματική
διαδικασία οδήγησε όντως στο παρατηρούμενο αποτέλεσμα με τα συγκεκριμένα υποκείμενα του
πειράματος κατά το χρόνο που μετρήθηκε το αποτέλεσμα) και εξωτερική (=υπάρχει όταν τα
παρατηρούμενα αποτελέσματα επιδέχονται γενίκευση). / • Αξιοπιστία = ο βαθμός στον οποίο ένας
ορισμός εργασίας, ένα ερωτηματολόγιο, μια συνέντευξη δείχνει σταθερότητα ή συνέπεια· συνήθως,
ελέγχεται με επανάληψη της έρευνας ή τμήματός της από τον ίδιο ή άλλο ερευνητή. / • Τεχνητό
περιβάλλον = αυτό που δημιουργεί ο ερευνητής σε μια πειραματική διαδικασία ή μια διαδικασία
προσομοίωσης. / • Φυσικό περιβάλλον = κοινωνία, οικογένεια, σχολείο, γειτονιά κλπ.
3.4.3 Η πειραματική μέθοδος και οι παραλλαγές της: Η πειραματική μέθοδος συνίσταται συνήθως
σε ένα ερέθισμα (S), σε δύο ομοειδείς ομάδες [μία πειραματική (Π) και μία ελέγχου Ε)] και σε δύο
φάσεις [μία πριν (Π1 και Ε1) και μία μετά (Π2 και Ε2) από το ερέθισμα].
S
Π1 Π2
Ε1 Ε2
Στην εγκληματολογική έρευνα, το σχήμα αυτό παρουσιάζεται με διαφορές ή αποκλίσεις. Η απόκλιση
είναι μικρότερη όταν μελετώνται θέματα εγκληματικής πολιτικής και αξιολογούνται μέθοδοι
μεταχείρισης εγκλημάτων, και μεγαλύτερη όταν αναζητούνται παράγοντες που συντελούν στη
δημιουργία της εγκληματικής συμπεριφοράς.
3.4.3.1 Έρευνες επαναληπτικές: Παίρνουν τη μορφή μιας διαχρονικής έρευνας = διαρκούν επί ένα
σχετικά μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ελέγχεται η εξέλιξη μιας πειραματικής ομάδας (π.χ.
εγκληματιών) στους οποίους έχει εφαρμοστεί μια μέθοδος μεταχείρισης (ερέθισμα)· στον ίδιο χρόνο
συγκρίνεται η ομάδα αυτή με μια ομοειδή ομάδα ελέγχου, η οποία δηλ. δεν έχει υποβληθεί σε καμία
μεταχείριση.
Οι έρευνες αυτές παρουσίαζουν πολλά μειονεκτήματα > απαιτούν χρόνο και χρήμα. Διαρκούν από 2-
10 χρόνια, με αποτέλεσμα –κατά το διάστημα αυτό- να παρεμβάλλονται πολλοί παράγοντες =>
οποιαδήποτε μεταβολή στην εγκληματική δραστηριότητα των ερευνώμενων εγκληματιών δεν είναι
δυνατό να αποδοθεί μόνο στην επίδραση του παράγοντα που διερευνάται. Επιπλέον, ο μικρός
αριθμός των ερευνώμενων ατόμων γίνεται ακόμη μικρότερος με τη δυσκολία ανεύρεσής τους ύστερα
από χρόνια· το γεγονός αυτό εμποδίζει συνήθως τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Παραδείγματα > • Ένα πολυδάπανο πείραμα εξωιδρυματικής αντιμετώπισης εγκληματιών, το οποίο
άρχισε το 1972 στο Sundsvall της Σουηδίας. Στόχος του πειράματος ήταν να διερευνηθεί αν η
βελτίωση του έμψυχου και άψυχου υλικού που πλαισίωνε τόσο αυτούς που βρίσκονταν σε αναστολή
της ποινής με δοκιμασία και παρακολούθηση όσο και αυτούς που απολύονταν υπό όρο με
παρακολούθηση, θα οδηγούσε σε καλύτερα αποτελέσματα (=μείωση της υποτροπής και της
κατάχρησης οινοπνεύματος + επαγγελματική ένταξη). / • Το ίδιο περίπου ερευνητικό πρότυπο
ακολούθησε και μία αμερικανική έρευνα που άρχισε πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και
σκόπευε να αξιολογήσει την ευεργετική επίδραση που ενδεχομένως θα είχε η φροντίδα ενός
κοινωνικού λειτουργού στη συμπεριφορά ορισμένων ανηλίκων. / • Σε μία ελληνική έρευνα του 2000
κατορθώθηκε να βρεθούν 103 από τους 156 ανηλίκους που είχαν εξεταστεί στις φυλακές ανηλίκων το
1993. Από αυτούς, 50 βρέθηκαν βρέθηκαν πάλι σε φυλακές και 53 εκτός· οι περισσότεροι από τους
τελευταίους δήλωσαν, πάντως, ότι είχαν παραβιάσει τους νόμους μετά την αποφυλάκισή τους, χωρίς
να έχουν συλληφθεί.
3.4.3.2 Έρευνες με ομάδες ελέγχου σε μία φάση: Στην αναζήτηση των παραγόντων που συντελούν
στη δημιουργία της εγκληματικής συμπεριφοράς δε βοηθά το κλασικό πειραματικό πρότυπο· δεν
είναι νοητό π.χ. να ελέγξει ένας εγκληματολόγος αν η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται με τη
συναναστροφή με εγκληματικά πρότυπα, εμπιστευόμενος 500 ευάγωγους ανηλίκους σε οικογένειες
που έχουν διαπράξει σοβαρά αδικήματα (εγκληματογόνο ερέθισμα) και άλλους 500 επίσης
ευάγωγους ανηλίκους σε οικογένειες που σέβονται τους νόμους. Αυτής της μορφής οι ερευνητικές
υποθέσεις διερευνώνται συνήθως χωρίς ερέθισμα, σε μια φάση με δύο ομάδες > μία πειραματική και
μία ελέγχου· τις ομάδες αυτές επιλέγει ο ερευνητής ώστε να παρουσιάζουν αρκετά κοινά
χαρακτηριστικά, αλλά να διαφέρουν ως προς τη συμπεριφορά τους. Η συμπεριφορά των ατόμων που
αποτελούν την πειραματική ομάδα έχει π.χ. χαρακτηριστεί από την ποινική δικαιοσύνη ως
εγκληματική και η συμπεριφορά της ομάδας ελέγχου έχει χαρακτηριστεί από τον ερευνητή ως μη
εγκληματική. Στη συνέχεια, στις ομάδες αυτές αναζητούνται π.χ. διαφορές στον τρόπο αγωγής, στο
εγκληματικό παρελθόν ή παρόν των γονέων κλπ. Η ενδεχόμενη ανεύρεση στα μέλη της πειραματικής
ομάδας περισσότερων και έντονων φιλικών δεσμών και σχέσεων με τα άτομα που περιφρονούν τους
νόμους από ό,τι στα μέλη της ομάδας ελέγχου υποδηλώνει ότι η εγκληματική συμπεριφορά
μαθαίνεται με τη βοήθεια εγκληματικών συναναστροφών.
Οι περισσότεροι εγκληματολόγοι πειραματίστηκαν με συγκρίσεις εγκληματιών και μη εγκληματιών,
σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι ομάδες ελέγχου χρησιμοποιούνται κυρίως στις συγκρίσεις σε
ατομικό επίπεδο- π.χ. στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Goring, προσπαθώντας να ελέγξει τις θεωρίες του
Lombroso, συνέκρινε τις ανθρωπομετρικές μετρήσεις και τα άλλα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει από
3000 κατοίκους με αντίστοιχα στοιχεία που συνέλεξε από ανομοιογενή μη εγκληματικά άτομα. // οι
Glueck αφιέρωσαν τη ζωή τους σε μία έρευνα 500 παραβατικών ανηλίκων και 500 μη παραβατικών //
η έρευνα του Τύμπινγκεν σε 400 νεαρούς δράστες, με τη βοήθεια νομικών, ψυχιάτρων, ψυχολόγων,
κοινωνιολόγων και κοινωνικών λειτουργών.
3.4.3.4 Κοινωνική έρευνα (social survey): Πρόκειται για μία στρατηγική έρευνας, η οποία γίνεται
με ερωτηματολόγιο ή με συνέντευξη και αφορά α) τη συλλογή δεδομένων από ή και για έναν
ευρύτατο αριθμό ατόμων ή άλλων ενοτήτων / β) τη στατιστική ανάλυση των συλλεγμένων
στοιχείων / και γ) ενίοτε την απόπειρα εξήγησης των δεδομένων. Επίσης, χρησιμοποιείται στις
έρευνες θυματοποίησης και στις έρευνες σε δράστες. Στο πλαίσιο της κοινωνικής έρευνας, κατά
κανόνα, συγκρίνονται τα ευρήματα με διάφορες εξαρτημένες μεταβλητές, ενώ τα εξεταζόμενα
θέματα μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο νέας κοινωνικής έρευνας σε διαφορετικά, όμως, άτομα
(=έρευνα ‘διαχρονικών τάσεων’). Τρεις τεχνικές συναρτώνται με τις κοινωνικές έρευνες >
• Τεχνικές δειγματοληψίας > Η κοινωνική έρευνα –αντί να μελετά το ‘σύνολο’- μελετά ένα
δείγμα. Διακρίνονται δύο επιμέρους κατηγορίες -> τυχαίο ή δείγμα πιθανοτήτων = όταν κάθε ένα από
τα άτομα ή τις μελετώμενες μονάδες έχει ίδια πιθανότητα να μην επιλεγει ΙΙ μη τυχαίο ή δείγμα
σκοπιμότητας = εκείνο για το οποίο ο ερευνητής έχει ανάγκη να επικεντρώσει την έρευνά του σε
ορισμένες μεταβλητές. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πληθυσμός υποδιαιρείται σε υποσύνολα ή
στρώματα ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν τον ερευνητή, οι δε ερευνητές έχουν
εντολή να επιλέγουν μία ορισμένη ποσόστωση από το υποσύνολο.
• Το ερωτηματολόγιο – Η συνέντευξη > Η κατάρτισή του απαιτεί ειδικές επιστημονικές
γνώσεις. Αποτελείται από ‘κλειστές’ (=περιέχουν εναλλακτικές απαντήσεις για να επιλέξει ο
ερωτώμενος) και ‘ανοιχτές’ ερωτήσεις (=αφήνουν περιθώρια για μία προσωπική απάντηση μιας
πρότασης). Συνήθως εγχειρίζεται στον ερωτώμενο, ο οποίος απαντά μόνος του (αυτοδιαχειριζόμενο
ερωτηματολόγιο)· μπορεί, όμως, να το συμπληρώσει ο ερευνητής μέσω τηλεφωνικής συνδιάλεξης με
τον ερωτώμενο ή και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Οι ερωτήσεις πρέπει οπωσδήποτε να είναι
σαφείς, ενώ δεν πρέπει να είναι ‘καθοδηγητικές’· μάλιστα, ενδείκνυται να περιλαμβάνουν μία
σχετική ερώτηση σε άλλο μέρος του ερωτηματολογίου. Η συνέντευξη λαμβάνεται με ατομική,
πρόσωπο-με-πρόσωπο επικοινωνία, ενώ μπορεί να είναι δομημένη (=αυτός που κάνει τη συνέντευξη
έχει μια σειρά από ανοικτές ερωτήσεις, τις οποίες απευθύνει με συγκεκριμένη σειρά στο άτομο που
δίνει τη συνέντευξη), ημιδομημένη ή και ελεύθερη (=ο ερευνητής έχει μόνο τίτλους θεμάτων).
3.4.6 Έρευνες σε αρχεία, σε έγγραφα και σε άλλα κείμενα: Περιλαμβάνουν μεθόδους ή τεχνικές
που δεν παρενοχλούν τα διερευνώμενα υποκείμενα· άρα, δε συνεπάγονται αλληλεπιδράσεις ερευνητή
και ερευνώμενου, δεδομένου ότι τα αρχεία ή κείμενα έχουν καταρτιστεί από άλλα άτομα σε
διαφορετικό χρόνο από το χρόνο της έρευνας και, βέβαια, για διαφορετικούς σκοπούς. Οι έρευνες
αυτού του είδους συνίστανται σε μία συστηματική εξέταση των σχετικών κειμένων για ένα σχετικά
μεγάλο χρονικό διάστημα και εκτείνεται είτε στο σύνολο των σχετικών περιπτώσεων είτε σε ένα
δείγμα. Ενδέχεται να αναφέρονται σε ένα θέμα, όπως π.χ. η μελέτη της εγκληματικότητας μιας
περιοχής, όπως διαγράφεται μέσα από τις δικογραφίες· είναι, όμως, πιθανό να διερευνάται ένα ειδικό
θέμα, όπως ένα είδος εγκλήματος.
3.4.7 Ανάλυση περιεχομένου: Χρησιμοποιείται συνήθως στην έρευνα κειμένων και επικεντρώνεται
στην αντικειμενική, συστηματική και ποσοτική μελέτη ενός κειμένου. Η ανάλυση περιεχομένου δεν
αφορά τις βαθύτερες έννοιες και νοήματα, αλλά τις επιφανειακές και πρόδηλες. Εκτός της θεματικής
προσέγγισης στην ανάλυση περιεχομένου εφαρμόζεται και η ερμηνευτική (=ο ερευνητής προσπαθεί
να εντοπίσει τη σημασία των κειμένων και τον τρόπο που τα αντιλαμβάνονται οι συγγραφείς και οι
διάφοροι αποδέκτες τους). Τα μειονεκτήματα των ερευνών αυτού του τύπου εντοπίζονται στα εξής >
α) δυσκολία ή αδυναμία εξασφάλισης σχετικής άδειας από τις αρχές (όταν πρόκειται για αρχεία) /
β) συμμόρφωση και προσαρμογή του ερευνητή και των ‘υποθέσεών’ του προς τα διαθέσιμα
στοιχεία / γ) άντληση στοιχείων από αρχεία που τηρούνται ελλιπώς και για διοικητικούς (όχι
ερευνητικούς σκοπούς) / δ) χρονοβόρος διαδικασία για τη συλλογή των δεδομένων.
3.4.8.1 Ορισμός της εγκληματολογικής στατιστικής: Πρόκειται για στοιχεία που αναφέρονται σε
τρεις βασικούς τομείς > α) στις χρονικές, τοπικές, ποσοτικές και ποιοτικές καταγραφές της
εγκληματικότητας / β) στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των εγκληματιών (π.χ. ηλικία, φύλο,
επάγγελμα) / γ) στην καταμέτρηση των εγκλημάτων από την Αστυνομία, την Εισαγγελία, τα
Ποινικά Δικαστήρια, και τους φορείς εκτέλεσης των ποινών και των μέτρων έξω από τα ιδρύματα
(π.χ. υπό όρον αναστολή) και μέσα σε αυτά (π.χ. θεραπευτικά ιδρύματα, σωφρονιστικά ιδρύματα
ανηλίκων κλπ). Η συλλογή των στοιχείων αυτών στοχεύει στη δημιουργία γνώσης προκειμένου να
χρησιμοποιηθεί για τη σχεδίαση στρατηγικών ελέγχου της εγκληματικότητας.
3.4.9 Η αφανής ή σκοτεινή περιοχή της εγκληματικότητας: To πρόβλημα της σκοτεινής περιοχής,
του σκοτεινού αριθμού της εγκληματικότητας, συνεπάγεται άγνοια του αληθινού μεγέθους της
εγκληματικότητας. Για τη χάραξη μιας ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής, η μελέτη και
παρατήρηση μόνο της εμφανούς εγκληματικότητας οδηγεί προφανώς σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Δύο βασικές απόψεις έχουν επικρατήσει για την αντιμετώπιση του προβλήματος > α) προσπάθεια
προσδιορισμού του σκοτεινού αριθμού και στη συμπλήρωση των στατιστικών στοιχείων της
εμφανούς εγκληματικότητας με έρευνες αυτοομολογούμενης εγκληματικής δραστηριότητας και
έρευνες θυμάτων ή θυματοποίησης / β) αγνόηση του σκοτεινού αριθμού και προσέγγιση των
εγκληματολογικών στατιστικών από τη σκοπιά της ‘παραγωγής εγκληματιών’ από την αστυνομία,
τα ποινικά δικαστήρια και τις φυλακές.
3.4.9.1 Προσπάθειες προσδιορισμού της σκοτεινής περιοχής: O Quételet υποστήριξε ότι υπάρχει
μια σταθερή σχέση ανάμεσα στα καταγραφόμενα εγκλήματα και σε αυτά που δεν έχουν καταγραφεί·
έτσι, διευκολύνθηκε ο υπολογισμός του αριθμού των τελούμενων εγκλημάτων. Οι περισσότερες
σχετικές έρευνες αποσκοπούν στη συλλογή –με ανώνυμα ερωτηματολόγια σε ανηλίκους-
πληροφοριών σχετικά με διάφορες μορφές παραβατικότητας· σχετικά με αυτές διατυπώνονται οι εξής
επιφυλάξεις > α) αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των απαντήσεων / β) έλλειψη ενός
αντιπροσωπευτικού δείγματος μιας περιοχής, για την οποία υπάρχουν και αστυνομικές
στατιστικές / γ) ο μη περιορισμός των απαντήσεων σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο / δ) η
μεγάλη ποικιλία μορφών συμπεριφοράς που δεν αποτελούν αξιόποινα αδικήματα. Από τα
παραπάνω προκύπτει ότι οι έρευνες της αυτοομολογούμενης εγκληματικότητας παρέχουν
δυνατότητες για μελλοντικές μελέτες, παρόλο που δεν έχουν κατορθώσει ως τώρα να προσδιορίσουν
τη σκοτεινή περιοχή της εγκληματικότητας. Πρόσφατα το κενό αυτό προσπάθησαν οι
εγκληματολόγοι να το καλύψουν με τις μελέτες θυματοποίησης (=πραγματοποιούνται σε θύματα).
Αξιοσημείωτη (στο πλαίσιο του ΟΗΕ) η Διεθνής Κοινωνική Έρευνα σε Θύματα (ΔΙΚΕΘ), η οποία
αποτελεί μία εναλλακτική πηγή για τη συμπλήρωση της στατιστικής των εγκλημάτων, καθώς παρέχει
συγκρίσιμους δείκτες για την εγκληματικότητα. Εκτός από τη ΔΙΚΕΘ, σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη
διεξάγονται σε τακτά χρονικά διαστήματα έρευνες σε θύματα- π.χ. η Κοινωνική Έρευνα για την
Εγκληματικότητα (Μ. Βρετανία). Πάντως, εγκλήματα στα οποία το θύμα έχει εκλείψει ή δεν υπάρχει
θύμα ή το θύμα συμμετέχει ή δεν έχει αντιληφθεί το έγκλημα (π.χ. κακοποίηση παιδιού) δεν είναι
δυνατόν να υπολογιστούν με αυτή τη μέθοδο· επίσης, τα θύματα ούτε νομικές γνώσεις έχουν για να
εντάξουν στη σωστή κατηγορία εγκλήματος τη συμπεριφορά του δράστη ούτε συγκινησιακή
απόσταση για να μην υπερτιμούν ή υποτιμούν το πρόβλημα. Ωστόσο, αναμφίβολα οι έρευνες αυτές
είναι γενικότερα χρήσιμες, καθώς παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις • για τις ομάδες ηλικιών, οι οποίες
δυσπιστούν ως προς το έργο της Αστυνομίας (12-19 ετών) / • για τις ομάδες που διατρέχουν
μεγαλύτερο κίνδυνο να πέσουν θύματα εγκλήματος γενικά (κάτω των 25 ετών).
3.4.9.3.1 Εγκληματολογική στατιστική της ΕΛΣΤΑΤ: Πρόκειται για Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία
αποσκοπεί στη διασφάλιση και διαρκή βελτίωση της ποιότητας των στατιστικών της χώρας.
3.5 Η συνθετική κατεύθυνση: Πρόκειται για την οδό που επιχειρεί το συγκερασμό, από τη μία
μεριά, της διαίσθησης και του φιλοσοφικού στοχασμού, και από την άλλη, των δημοσιευμένων ήδη
εμπειρικών στοιχείων (δευτερογενών δεδομένων). Οι εγκληματολόγοι που ανήκουν στην κατηγορία
αυτή δεν ερευνούν πρωτογενώς ούτε παράγουν εμπειρικά δεδομένα· περιορίζονται στην παράθεση
ευρημάτων άλλων, προσφεύγοντας στην αυθεντία κάποιων στοιχείων. Αφετηρία των μελετών οι
οποίες στηρίζονται στη συνθετική κατεύθυνση αποτελεί το θέμα και οι θέσεις του συγγραφέα·
ακολουθεί διευκρίνιση των όρων ή ουσιαστικότερων εννοιών και ανασκόπηση της σχετικής
βιβλιογραφίας. Ο μελετητής επικαλείται εμπειρικές και θεωρητικές μελέτες, στατιστικά δεδομένα και
γενικά στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, τα οποία αφορούν το θέμα του. Η βιβλιογραφία που είναι
αντίθετη με τις αντιλήψεις του συγγραφέα υποβάλλεται σε κριτικό έλεγχο, ενώ εκείνη που είναι
σύμφωνη χρησιμοποιείται για την τεκμηρίωση των θέσεών του. Ωστόσο, η κατεύθυνση αυτή έχει τα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
4.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις – Τα ερωτήματα και η αξία τους: Το πιο καίριο ερώτημα του
εγκληματολογικού κλάδου αφορά το ‘γιατί ο άνθρωπος εγκληματεί’. Μάλιστα, συναφές με αυτό το
ερώτημα είναι και μία σειρά από άλλα υποερωτήματα.
4.2 Η αιτιολογική προσέγγιση: Τα ερωτήματα έχουν –εκτός από μία καθαρά επιστημονική-
θεωρητική προέλευση, και μία πρακτική αξία για ορισμένους επιστήμονες. Και αυτό διότι η γνώση
της αιτίας οδηγεί και στην πρόληψη ή την αποτελεσματική αντιμετώπηση του αποτελέσματος, δηλ.
της εγκληματικότητας ή της υποτροπής. Για άλλους, η αιτιολογική προσέγγιση δεν αποτελεί πλέον
τον κορμό της εγκληματολογίας, γιατί το έγκλημα είναι –εν μέρει- μια κοινωνική κατασκευή ->
κατασκευάζεται από τα ΜΜΕ, από την κρατική εξουσία και το κοινωνικό σύνολο, όταν προκαλείται
‘ηθικός πανικός’ με ορισμένες συμπεριφορές. Άλλωστε, η έλλειψη γνώσεων για την
εγκληματογένεση δεν αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για όλα τα είδη πρόληψης της
εγκληματικότητας. Σύμφωνα δε με σύγχρονες αντιλήψεις, η συζήτηση γύρω από την αναζήτηση των
αιτίων της εγκληματικής συμπεριφοράς είναι μια δραστηριότητα επιβλαβής, γιατί αποσπά την
προσοχή των εγκληματολόγων από τη διαχείριση της εγκληματικότητας. Από την άλλη πλευρά,
τέλος, η ύπαρξη ενός μεγάλου ‘σκοτεινού αριθμού’* αποτελεί ένδειξη ότι ο συνδυασμός α)
κατάλληλων περιστάσεων / β) ενός ενδεχόμενου δράστη και γ) ενός θύματος, μπορεί να καταστήσει
οποιονδήποτε από εμάς δράστη εγκλήματος.
*δηλαδή, πολλών εγκλημάτων που δεν διαλευκαίνονται ή των οποίων οι δράστες δεν διώκονται οι δεν
καταδικάζονται.
4.3 Ορισμοί
4.3.1 Η αιτία, το αίτιο, οι παράγοντες: Ως αιτία ορίζεται ‘ο λόγος δι’ ον συμβαίνει τι’. Ο όρος
‘αίτιο’ είναι ταυτόσημος, αν και στην εγκληματολογική συζήτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το
γεγονός του οποίου η επενέργεια ή η μεταβολή ή η ύπαρξη επάγεται τη γένεση άλλου γεγονότος (του
εγκλήματος) ή πλειόνων γεγονότων (των εγκλημάτων) που συμβαίνουν είτε συχρόνως (=ομαδικά)
είτε σε αλληλουχία.
Ο Γαρδίκας διέκρινε σε ‘αίτια’ γενικά (π.χ. κλίμα, εποχές του χρόνου, πόλη, ύπαιθρο, οινόπνευμα,
ναρκωτικά) και ατομικά (π.χ. φύλο, ηλικία, παιδεία, οικογενειακή κατάσταση, σωματικές και ψυχικές
ιδιότητες των εγκληματιών) των εγκλημάτων. Υπό αυτή την έννοια, ο όρος ‘αίτια’ είναι συνώνυμος
με τους ‘παράγοντες’· οι τελευταίοι, πάντως, διαφέρουν διότι καθένας από αυτούς και όλοι μαζί σε
αλληλενέργεια συντελούν στην επέλευση του αποτελέσματος (=έγκλημα).
Η διάκριση ανάμεσα σε ‘αίτια’ και ‘παράγοντες’ γίνεται εμφανής στην άποψη του J.S. Mill σχετικά
με το επαρκές ή αναγκαίο αίτιο -> Αν το Ε γεγονός, σε κάθε περίπτωση, ακολουθεί το Α, ανεξάρτητα
αν συμβούν ή δεν συμβούν (και) άλλα γεγονότα, τότε το Α θεωρείται επαρκές αίτιο – αλλά όχι
αναγκαίο (Α -> Ε). Αν, όμως, το Ε γεγονός έπεται του Α, μόνον όταν το Α και ορισμένοι άλλοι
παράγοντες είναι παρόντες, τότε το Α είναι αναγκαίο αίτιο – αλλά όχι επαρκές (Α+Φ+Χ+Ψ+Ω -> Ε).
Στην εγκληματολογία έως σήμερα δεν φαίνεται να έχει εντοπιστεί ένα ‘επαρκές’ αίτιο (λ.χ. αν όλοι οι
εγκληματίες είχαν τη χρωμοσωματική ανωμαλία ΧΥΥ –ανωμαλία που δεν έχει εντοπιστεί παρά σε
ορισμένους εγκληματίες, αλλά και μη εγκληματίες- τότε αυτή θα ήταν το επαρκές αίτιο)· έτσι, στην
περιοχή της εγκληματικής συμπεριφοράς είναι ορθότερο να γίνεται λόγος για ‘αναγκαίους’ στην
παραγωγή του εγκλήματος ‘παράγοντες’ που επενεργούν σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες.
Η διαδικασία εξήγησης της αιτίας αποκαλείται αιτιολογία και σημαίνει τη διερεύνηση των
μορφολογικών και λειτουργικών διαταραχών, σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο που συντελούν στην
ύπαρξη του εγκλήματος.
Τέλος, ο Δασκαλόπουλος αναφέρεται σε εγκληματικούς όρους (κίνητρα και αίτια) του εγκλήματος ->
ως κίνητρο ορίζει ένα ψυχικό συμβάν (π.χ. συναίσθημα, ορμή, τάση, αναστολή κλπ) από το οποίο
εκπηγάζει ένα άλλο ψυχικό συμβάν (το τελευταίο είναι ‘απόρροια’ και όχι ‘αιτιατό’).
4.3.2 Οι θεωρίες: Με την αναζήτηση των αιτίων των εγκλημάτων συνδέονται οι εγκληματολογικές
θεωρίες. Ο όρος ‘θεωρία’ μπορεί να σημαίνει α) μεθοδολογία / β) κατευθυντήριες γραμμές / γ)
ανάλυση εννοιών / δ) ερμηνεία post factum / ε) εμπειρικές γενικεύσεις / στ) επαγωγική ή
παραγωγική μέθοδο / ζ) παράδειγμα. Κατά τον Popper, οι θεωρίες είναι επαγωγικά συστήματα, δηλ.
προσπάθειες εξήγησης και, άρα, δοκιμές για την επίλυση ενός επιστημονικού προβλήματος =>
υπόκεινται μέσω των συμπερασμάτων σε ορθολογική κριτική.
Τέλος, ο Γέμτος υποστήριξε ότι οι θεωρίες είναι σύνολα συνδεδεμένων μεταξύ τους υποθέσεων που
συστηματοποιούν, ενοποιούν και εξηγούν ορισμένη περιοχή της πραγματικότητας.
4.3.3 Το ‘παράδειγμα’: Κατά τον Kuhn, πρόκειται για σύνολο διαδικασιών, αξιών, αντιλήψεων και
προτύπων (μοντέλων) που προσδίδουν στην επιστημονική κοινότητα τη συνεκτικότητά της. Το
παράδειγμα βασίζεται κυρίως στη συναίνεση και σε μία πίστη σχετικά με τη χρησιμότητα και
εγκυρότητά τους.
4.3.4 Οι Σχολές της εγκληματολογίας: Ο όρος περιλαμβάνει τους θεμελιωτές ή/και οπαδούς μιας
θεωρίας ή απλώς μιας προσέγγισης που αναφέρεται στα αίτια των εγκλημάτων και στις πολιτικές ή
τεχνικές ελέγχου τους που απορρέουν από αυτή.
να είναι ορισμένη, ανάλογη με το έγκλημα και η ίδια για τα ίδια εγκλήματα / • στόχος των
υποστηρικτών της Σχολής αυτής ήταν η αναμόρφωση του ποινικού δικαίου και του
σωφρονιστικού συστήματος.
Η κλασική σχολή σηματοδότησε την απαρχή της επιστημονικής αναζήτησης των αιτίων της
εγκληματικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, παρουσιάζει και ορισμένες ατέλειες, κυρίως το ότι ο
αλγεβρικός υπολογισμός ευχαρίστησης-δυσαρέσκειας, αν ισχύει, είναι νοητός μόνο σε ορισμένα
εγκλήματα που απαιτούν περίσκεψη, προετοιμασία και υπολογισμό (π.χ. τα οικονομικά εγκλήματα).
Άρα, δε δίνει ικανοποιητική απάντηση στην αιτιολογία όλων των εγκλημάτων.
4.5.2 Η νεο-κλασική σχολή: Στηρίζεται στη μετατόπιση της έμφασης από την έννοια της βλάβης που
προκαλεί το έγκλημα στην έννοια της ποινικής ευθύνης του δράστη. Ορισμένα άτομα, όπως οι
ανήλικοι και ψυχικά ασθενείς, δεν έχουν ελεύθερη βούληση και –άρα- θεωρούνται ακαταλόγιστοι.
Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να τιμωρούνται, γιατί η ποινή δε λειτουργεί αποτρεπτικά. Η κυρίαρχη
τάξη, ωστόσο, ανακάλυψε ξανά και υιοθέτησε τις αντιλήψεις της κλασικής σχολής, ιδιαίτερα το
κοινωνικό συμβόλαιο και τη συνεπακόλουθη υπακοή στους νόμους.
4.5.3 Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής ή της οικονομετρίας ή της ‘γενικής πρόληψης’:
Γίνεται στροφή της μελέτης προς τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τον εγκληματία· συνεπώς,
άρχισε να εγκαταλείπεται η μελέτη των εγκληματογόνων παραγόντων, ενώ θεωρήθηκε μάταιη και η
απόπειρα αναμόρφωσης ή σωφρονισμού του εγκληματία. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η
τέλεση ενός εγκλήματος αποτελεί μια προσωπική, ορθολογική επιλογή. Οι δράστες επηρεάζονται από
την απειλή της ποινής ή από την εφαρμογή της με τη σύλληψη και την καταδίκη. Κατά τη διδασκαλία
της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής, όσο πιο αυστηρή, βέβαιη και χρονικά πλησίον στην τέλεση
του εγκλήματος είναι η ποινη, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες ελέγχου της εγκληματικής
δραστηριότητας. Επίσης, υποστηρίζεται ότι οι δράστες δεν εμπλέκονται τυχαία σε αντικοινωνική
συμπεριφορά· έτσι, το έγκλημα μπορεί να προληφθεί ή απλώς να μετατοπιστεί, αν πειστούν οι
ενδεχόμενοι δράστες, ότι οι κίνδυνοι από την παράβαση μιας ποινικής διάταξης είναι μεγαλύτεροι
από το όφελος που θα αποκομίσουν.
4.5.4 Η θεωρία της γενικής πρόληψης: Οι θεωρητικοί της γενικής πρόληψης και μάλιστα της
εκφοβιστικής, δέχονται ότι, αν πράγματι οι εγκληματίες δρουν ορθολογικά, θα πρέπει να υφίσταται
μια αντίστροφη σχέση μεταξύ ποινής και εγκλήματος. Οικονομολογικές μελέτες βασίζονται στην
αρχή ότι ο ενδεχόμενος δράστης υπολογίζει το κόστος και το όφελος της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπως η προσδοκώμενη οικονομική άνεση· μάλιστα, έχει λεχθεί χαρακτηριστικά ότι
αν για τον δράστη η πιθανότητα σύλληψης είναι 1/10 και η απειλούμενη χρηματική ποινή για το
συγκεκριμένο έγκλημα είναι 100.000€, τότε το κόστος αυτού του εγκλήματος είναι ελάχιστο. Η
οικονομική θεωρία προσφέρει, όμως, και απάντηση στην πολιτική καταπολέμησης της
εγκληματικότητας μέσω κατάλληλων παρεμβάσεων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης- π.χ. αν οι
σύγχρονες κοινωνίες της ελεύθερης αγοράς επέλεγαν να πληρώσουν το υψηλό κοινωνικό κόστος του
εγκλήματος (δηλ. εκτός από τη σημαντική αύξηση των σχετικών κονδυλίων για τους κατασταλτικούς
μηχανισμούς, αποδέχονταν και την πιθανότητα να καταδικαστούν και ορισμένοι αθώοι, λόγω ιδιαίτερου
ζήλου), τότε η εγκληματικότητα θα μειωνόταν σημαντικότατα.
Πάντως, το εγκληματικό φαινόμενο είναι ιδιαίτερα σύνθετο -> υπεισέρχονται σε αυτό πολλοί
παράγοντες και έτσι τέτοιοι υπολογισμοί –μαθηματικοί ή μηχανιστικοί- δεν επαρκούν για την
αιτιολόγηση ή για την πρόληψη της εγκληματικότητας.
4.5.5 Κριτική αποτίμηση: Οι οπαδοί των θεωριών αυτών έχουν κατακριθεί διότι > α) στηρίζονται
στην παραδοχή ότι οι εγκληματίες ενεργούν ορθολογικά πριν από την τέλεση ενός εγκλήματος / β)
αγνοούν τις ιδιαιτερότητες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και γ) δε λαμβάνουν υπόψη τους
4.6 Η θετική σχολή: Οι βασικές παραδοχές της θετικής σχολής είναι οι εξής > • η μέθοδος που
ακολουθείται είναι της ανθρωπολογικής εγκληματολογίας και έχει πειραματικό χαρακτήρα / •
σημασία έχει ο εγκληματίας και όχι το έγκλημα / • το άτομο δεν έχει ελεύθερη βούληση ->
γεννιέται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ‘προγραμματισμένο’ να εγκληματήσει => δεν έχει
ευθύνη. Υπάρχει μόνο κοινωνική ευθύνη που θεμελιώνεται στην επικινδυνότητά του. / • η ποινή
πρέπει να είναι αόριστη / • στόχος είναι η αναμόρφωση του εγκληματία. Υποστηρικτές της σχολής
αυτής είναι τόσο εγκληματολόγοι που αιτιολογούν την εγκληματική συμπεριφορά μονιστικά (δηλ. με
ένα μόνο αίτιο) όσο και εκείνοι που αναγνωρίζουν μια πλειάδα άλλων συντελεστικών παραγόντων
4.6.1 Lombroso – ο ένας από τους τρεις μεγάλους (+ Ferri και Garofalo): Επηρεάστηκε ιδιαίτερα
από τις αντιλήψεις των Comte και Darwin, ενώ θεμελίωσε την ιταλική –αποκαλούμενη και
‘ανθρωπολογική’- σχολή. Ο Lombroso αναγνώρισε τη σημασία των ψυχολογικών και
περιβαλλοντικών παραγόντων, καθώς και την ύπαρξη και άλλων τύπων εγκληματιών εκτός του
γεννημένου εγκληματία (=με stigmata hereditatis σωματικά και ψυχικά- π.χ. διάφορες αποκλίσεις στο
μέγεθος ή στο σχήμα της κεφαλής, ασυμμετρία κρανίου, προεξέχουσα γνάθος, ασύνηθες μέγεθος
αφτιών, ιδιομορφίες στα μάτια κλπ). Έτσι, αναγνωρίστηκαν πέντε κατηγορίες εγκληματιών > • εκ
γενετής / • ψυχοπαθείς / • από πάθος / • περιστασιακοί / • από έξη. Η σχολή προτείνει για κάθε
κατηγορία (=τυπολογία) εγκληματιών μία εξατομικευμένη μεταχείριση με σειρά κυρώσεων που
αποβλέπουν στην εξουδετέρωση και εξάλειψη της κάθε κατηγορίας.
4.6.2 Από τον γεννημένο εγκληματία στην κληρονομική και οργανική κατωτερότητα:
Καταβάλλονται προσπάθειες να απομονωθούν τα ιδιαίτερα σωματικά ή και ψυχικά χαρακτηριστικά
των εγκληματιών. Τη θεωρία του Lombroso ανέλαβε να καταρρίψει ο Goring, αν και –τελικά- δεν
τεκμηρίωσε επαρκώς το ότι δεν υπάρχει ένας ξεχωριστός φυσικός τύπος, ο εγκληματικός τύπος
ανθρώπου. Γι’ αυτό, τα ερευνητικά δεδομένα του Goring αμφισβητήθηκαν από τον Hooton· ο
τελευταίος υποστήριξε ότι η ‘οργανική/σωματική’ κατωτερότητα –που μεταβιβάζεται κληρονομικώς-
εντοπίστηκε στους εγκληματίες-κρατουμένους.
στοιχεία, τα οποία –κατά τους ερευνητές- αποδείκνυαν ότι η εγκληματική συμπεριφορά του πατέρα
αποτελούσε τον καλύτερο προγνωστικό παράγοντα για τη μελλοντική εγκληματική πορεία του γιου.
4.6.3.3 Μελέτες σωματικών τύπων: Η σχολή της βιο-τυπολογίας βασίζεται στην αντίληψη ότι
συναρτάται ο βιολογικός τύπος με την εγκληματική δραστηριότητα. Για τον Kretchmer, η σωματική
διάπλαση συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον χαρακτήρα του ατόμου· έτσι, διέκρινε τις εξής
κατηγορίες > • τον λεπτόσωμο ή ασθενικό που τελεί μικροκλοπές και απάτες / • τον αθλητικό που
τελεί συνήθως εγκλήματα βίας / • τον πυκνικό (=κοντό και ευτραφή) που κυριαρχεί μεταξύ των
απατεώνων / • τον δυσπλαστικό που επιδίδεται σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας.
Από την άλλη, κατά τον Sheldon, ο σωματικός τύπος δημιουργεί ξεχωριστούς τύπους ανθρώπους με
ξεχωριστά χαρακτηριολογικά στοιχεία > • ενδομορφικός = ευτραφής, εξωστρεφής, άνετος και
αγαπά την πολυτέλεια / μεσομορφικός = μυώδης, δραστήριος, δυναμικός, επιθετικός.
Μεταγενέστερη μελέτη έδειξε ότι οι μεσομορφικοί τύποι υπερτερούν στην ομάδα των παραβατών. /
εκτομορφικός = αδύνατος, έυθραυστος, εσωστρεφής.
Οι Glueck εντόπισαν στους μεσομορφικούς τύπους γενικά χαρακτηριστικά, όπως επιθετικότητα,
ρώμη, ενεργητικότητα, τάση να εκφράζουν τις ψυχικές εντάσεις και απογοητεύσεις με αντικοινωνική
συμπεριφορά με παράλληλη έλλειψη σχετικών αναστολών.
Ο Cortes υποστήριξε ότι οι μεσομορφικοί μη παραβάτες είχαν υψηλή βαθμολογία στην ανάγκη για
πραγμάτωση επιδιώξεων, ενώ οι μεσομορφικοί παραβάτες στην ανάγκη για ισχύ.
Τέλος, ο Kinberg προβάλλει την έννοια της ‘βιολογικής μη προσαρμοστικότητας’, σύμφωνα με την
οποία κάθε άτομο αντιδρά στα εξωτερικά ερεθίσματα ανάλογα με τη βιολογική του δομή.
4.6.3.4 Μελέτες διδύμων: Ο Lange εγκαινίασε τις μελέτες μονοζυγωτικών ή μονοωογενών (ΜΖ) και
διζυγωτικών ή δυοωγενών (ΔΖ) διδύμων ανδρικού φύλου· έτσι, διαπίστωσε ότι η συμπεριφορά της
πλειονότητας των ΜΖ διδύμων ήταν ομοιόμορφη. Από την άλλη, ο Christiansen άφησε και περιθώρια
επίδρασης από το περιβάλλον, τονίζοντας ότι το περιβάλλον στα ΜΖ ζεύγη, τείνει να συμπεριφέρεται
προς αυτά με τον ίδιο τρόπο.
4.6.3.5 Μελέτες συνδρόμου ΧΥΥ ή Klinefelter: Ανήκει στις χρωμοσωματικές ανωμαλίες και σε
αυτό αποδίδεται η γυναικομαστία, η στειρότητα, η ομοφυλοφυλία, οι φαντασιώσεις κλπ· το
σύνδρομο αυτό συνοδεύεται από μέτρια νοητική καθυστέρηση και διαταραχές της συμπεριφοράς
αντικοινωνικού τύπου + επιθετικότητα και ροπή προς το έγκλημα. Η αντιλήψεις αυτές επηρέασαν τη
δικαστική πρακτική, με αποτέλεσμα να επιδρούν –κάποιες φορές- στην επιμέτρηση της ποινής.
4.6.3.6 Μελέτες υιοθεσιών: Αν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην εγκληματικότητα του βιολογικού
γονέα (ιδίως του πατέρα) και του υιοθετούμενου παιδιού, το οποίο έχει δοθεί για εξω-οικογενειακή
υιοθεσία έγκαιρα και προτού υποστεί τις εγκληματογόνες επιδράσεις του περιβάλλοντος, τότε
υπάρχει σχέση μεταξύ εγκληματικότητας και γενετικών παραγόντων. Στα συμπεράσματά τους οι
ερευνητές αναφέρουν ότι οι καταδίκες των βιολογικών πατέρων συσχετίζονται με τις καταδίκες των
υιοθετημένων και έγκαιρα απομακρυσμένων παιδιών τους. Η σχέση είναι ιδιαίτερα ισχυρή για τους
χρόνιους δράστες (με 3+ καταδίκες) πατέρες και γιους· ωστόσο, δεν αποδείχτηκε ότι ο βιολογικός
πατέρας και ο υιοθετημένος γιος του είχαν καταδικαστεί για τα ίδια εγκλήματα.
4.6.3.7 Κριτική αποτίμηση: O Lombroso θεωρήθηκε πατέρας της εμπειρικής εγκληματολογίας και
έθεσε τις βάσεις της θετικής σχολής, η οποία επηρέασε και την εξέλιξη του ποινικού δικαίου (->
οδήγησε στην εξατομικευμένη μεταχείριση των εγκληματιών).
Ωστόσο, οι μονιστικές βιολογικές θεωρίες είναι επικίνδυνες, καθώς μπορεί να οδηγήσουν σε ηθικά
απαράδεκτες πρακτικές, π.χ. στειρώσεις, αμφίβολες επεμβάσεις σε έμβρυα, αναγκαστικές διακοπές
της κύησης, ακόμη και σε γενοκτονίες.
Από την άλλη, οι πολυπαραγοντικές προσεγγίσεις ενδέχεται να προωθήσουν την εγκληματολογική
γνώση, ακόμη κι όταν δίνουν το προβάδισμα στους γενετικούς παράγοντες. Μία τέτοια μετριοπαθής
άποψη αναφέρει: ‘ορισμένα μέλη της κοινωνίας, εξαιτίας της σωματικής ή ψυχολογικής τους
συγκρότησης, η οποία σε κάποιο βαθμό μπορεί να είναι και αποτέλεσμα γενετικής μεταβίβασης, είναι
περισσότερο επιρρεπείς στο έγκλημα, αν συνυπάρχουν κι άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες.
4.7.2 Η ψυχαναλυτική σχολή – Ο Freud: Η προσωπικότητα –κατά τον Freud- είναι δομημένη σε
τρία επίπεδα. Στο βαθύτερο βρίσκεται το id (Εκείνο), το οποίο αποτελείται από τις βιολογικές και
ψυχολογικές ενορμήσεις που βρίσκονται στη βάση κάθε συμπεριφοράς (=το ‘ασυνείδητο’, το
οποίο διέπεται από την ‘αρχή της ευχαρίστησης’). Στο εξωτερικό επίπεδο βρίσκεται το superego
(Υπερεγώ), το οποίο αντιπροσωπεύει τις ηθικές αξίες της κοινωνίας (=η συνείδηση, η ένταξη στην
προσωπικότητα επιταγών γονέων και δασκάλων). Μεταξύ των δύο αυτών υπάρχει το Εγώ, το οποίο
διαδραματίζει ένα συντονιστικό και συμβιβαστικό ρόλο -> αναπτύσσεται στα πρώτα χρόνια της
ζωής του ατόμου, όταν το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι όλες του οι επιθυμίες δεν είναι
δυνατόν να ικανοποιούνται πάραυτα (το Εγώ διέπεται από την ‘αρχή της πραγματικότητας’). Στο
‘φυσιολογικό’ άτομο τα τρία αυτά στοιχεία της προσωπικότητας είναι σαν να βρίσκονται σε μία
‘ισορροπημένη σύγκρουση’ και έτσι ελέγχουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Freud θεωρούσε ότι
ορισμένοι εγκληματίες ενδέχεται να έχουν ένα υπεραναπτυγμένο Υπερεγώ, το οποίο δημιουργεί
διαρκώς συναισθήματα ενοχής και άγχους· ένας τέτοιος δράστης αφήνει πίσω του ίχνη, ώστε να
συλληφθεί και να τιμωρηθεί. Η ενοχή, δηλ. δεν είναι αποτέλεσμα του εγκλήματος, αλλά κίνητρο·
έτσι, η εγκληματική πράξη αποτελεί τελικά ανακούφιση. Αν, όμως, το Υπερεγώ είναι
υπερανεπτυγμένο, τότε το άτομο μπορεί είτε να έχει ενοχές είτε να αναπτύξει μια νευρωσική
αντίδραση.
4.7.3 Οι συνεχιστές του Freud: Ο Erikson μελέτησε την ‘κρίση ταυτότητας’ – εποχή αμφισβήτησης,
κατά την οποία τα νεαρά ιδίως άτομα προσπαθούν να βρουν τον προσανατολισμό και τις αξίες τους·
από την άλλη, ο Aichom υποστήριξε ότι οι εγκληματίες έχουν υποανεπτυγμένο Υπερεγώ, το οποίο
αφήνει το Εκείνο ανεξέλεγκτο και επιτρέπει στο άτομο να τελεί εγκλήματα δίχως τύψεις. Αυτού του
είδους το Υπερεγώ δημιουργείται συνήθως όταν είναι απόντες οι γονείς. Για τον Abrahamsen, ο
εγκληματίας είναι άτομο που άγεται και φέρεται από το Εκείνο· αδυνατεί να ελέγξει τα ένστικτα και
τις ενορμήσεις του που επιζητούν ευχαρίστηση. Ακόμη, ο Halleck εκτιμά ότι η εγκληματική
συμπεριφορά είναι μια εκδήλωση συναισθημάτων καταπίεσης, στα οποία η κοινωνία δε μπορεί να
παρέμβει· εξάλλου, το έγκλημα επιτρέπει στα μη προνομιούχα άτομα να αισθάνονται ελεύθεροι και
ανεξάρτητοι.
4.7.4 Οι θεωρίες εκμάθησης συμπεριφοράς – Ο Bandura: Ο Tarde στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι
οι ανθρώπινες πράξεις ανελίσσονται μέσα από τις εμπειρίες που προέρχονται από τη μάθηση· άρα, το
έγκλημα δεν είναι αναγκαστικά αποτέλεσμα μη φυσιολογικής ή ηθικά ανώριμης συμπεριφοράς. Κατά
την άποψή του, οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσω της μίμησης, με τη βοήθεια των εξής νόμων > α) άτομα
σε στενή επικοινωνία μιμούνται το ένα τη συμπεριφορά του άλλου / β) η μίμηση διαχέεται από
επάνω προς τα κάτω (π.χ. τα παιδιά μιμούνται τους μεγάλους) / γ) νέες μορφές συμπεριφοράς
επικρατούν, παρεμβάλλονται και έτσι είτε ενισχύονται οι παλαιές είτε αποδυναμώνονται.
Κατά τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης του Badura, τα άτομα δε γεννώνται βίαια, αλλά μαθαίνουν
να είναι βίαια, παρατηρώντας τους άλλους να ενεργούν με επιθετικότητα ή να αμείβονται για τη βίαιη
συμπεριφορά τους.
Τέλος, αναφέρονται τέσσερις βασικοί παράγοντες συντελεστικοί της επιθετικότητας και της βίας > •
ο φαύλος κύκλος της ματαίωσης-επιθετικότητας / • επιθετικές δεξιότητες και αντιδράσεις, τις
οποίες μαθαίνει κανείς παρατηρώντας άλλα άτομα ή τα ΜΜΕ / • αναμενόμενα αποτελέσματα,
δηλ. ο επιτιθέμενος έχει την εντύπωση ότι η επιθετικότητά του θα αμειφθεί / • συνέπεια μεταξύ
συμπεριφοράς και αξιών, δηλ. ο επιτιθέμενος έχει την πεποίθηση που του δημιουργήθηκε
παρατηρώντας τρίτους ότι σε μία δεδομένη περίσταση η επιθετικότητα είναι δικαιολογημένη και
πρόσφορη.
4.7.5 Κριτική αποτίμηση: Τον ψυχικά διαταραγμένο εγκληματία πρέπει πρώτα-πρώτα να τον
αντιμετωπίζουμε ως πρόσωπο/άτομο, ύστερα ως εγκληματία και τελευταία ως ψυχικά διαταραγμένο
άτομο. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει ένα είδος ψυχικά διαταραγμένου εγκληματία, αλλά πολλά·
επισημαίνεται δε ότι μπορεί να υπάρχουν και δράστες χωρίς ψυχικές διαταραχές. Η σχέση (αιτίου-
αιτιατού) μεταξύ ψυχικών διαταραχών και εγκλήματος είναι ακόμη απροσδιόριστη· ωστόσο, όλες οι
αξιόποινες πράξεις μπορούν να ιατροποιηθούν. Οι ψυχίατροι και ψυχολόγοι επικέντρωσαν τις
μελέτες τους στο ασυνείδητο, στο ελλειμματικό Εγώ ή τις δυσλειτουργίες του Υπερεγώ, τις
επιδράσεις της πρώιμης παιδικής ηλικίας και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Έτσι,
παρέβλεψαν τον παράγοντα περιβάλλον, δηλ. τις κοινωνικές καταστάσεις και περιστάσεις. Ίσως ένα
πλεονέκτημα αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι απαντούν -σε κάποιο βαθμό- στο ερώτημα ‘γιατί το
έγκλημα διαχέεται σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά επίπεδα’. Το βασικό μειονέκτημά τους, όμως,
είναι ότι προσανατολίζονται κυρίως στη θεραπεία και λιγότερο στην ορθή μέθοδο και μέτρηση.
4.8.2 Ο Marx και η μελέτη της εγκληματικότητας: O Marx αποδίδει την εγκληματικότητα στο
καπιταλιστικό σύστημα και στην εμπορευματοποίηση των πάντων, ενώ φαίνεται να σαρκάζει το
λειτουργικό/συναινετικό πρότυπο της κοινωνίας, στηριζόμενος στις αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνών.
Αξιοποίησε τη ‘διαλεκτική διαδικασία’, σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός (θέση) φέρνει το
σπόρο της αυτοκαταστροφής του, καθώς προκαλεί τη γένεση της επανάστασης του προλεταριάτου
(αντίθεση) και, τελικά, του σοσιαλισμού (σύνθεση), ο οποίος δεν παράγει κοινωνικά προβλήματα
ούτε εγκληματικότητα.
Από την άλλη, ο Engels αντιμετωπίζει την εγκληματική συμπεριφορά σαν μία απάντηση στην
υπέρτατη εξαθλίωση των εργατών (=προλεταριάτο), στην οποία τους οδηγεί η καταπιταλιστική
κοινωνία· ο εξαθλιωμένος, λοιπόν, έχει να επιλέξει μεταξύ εγκλήματος, αυτοκτονίας και τρέλας.
4.8.3 Ο Bonger – ο Ολλανδός μαρξιστής εγκληματολόγος: Προβάλλει θέσεις που βασίζονται στον
οικονομικό ντετερμινισμό και στην επίδραση του καπιταλισμού που διαβρώνει τα ανθρώπινα
συναισθήματα. Η αναζήτηση της ευχαρίστησης (ηδονισμός) χαρακτηρίζει όλα τα άτομα. Στις
προκαπιταλιστικές κοινωνίες κυριαρχούσε ο αλτρουισμός και η συναίνεση· αντίθετα, στις
καπιταλιστικές πρυτανεύει ο ατομισμός (ενθαρρύνει την εγωιστική σώρευση υλικών αγαθών και την
άνιση κατανομή αμοιβών => ανάπτυξη της εγκληματικής συμπεριφοράς), το δε ποινικό δίκαιο
εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης (=επιβαρύνεται η κοινωνία και οι φτωχοί). Ο Bonger,
πάντως, θεωρεί ότι η εγκληματικότητα θα εκλείψει αν η κοινωνία μεταβεί από τον ανταγωνιστικό
καπιταλισμό στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και κατόπιν στο κοινωνικό σύστημα (=τα μέσα
παραγωγής θα είναι κοινά) για να καταλήξει σε μία κοινωνία στην οποία η ανακατανομή της
ιδιοκτησίας θα γίνεται σύμφωνα με το αξίωμα ‘ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του’.
4.8.5 Οι Αμερικανοί εγκληματολόγοι των μέσων του 20ού αιώνα: Στις ΗΠΑ, στη δεκαετία του
1960, τα ευρήματα ερευνών αυτο-ομολογούμενης εγκληματικότητας φανέρωναν ότι η
εγκληματικότητα κατανέμεται πολύ πιο ομοιόμορφα στα διάφορα κοινωνικοοικονομικά στρώματα
από ό,τι παρουσιαζόταν το φαινόμενο στις επίσημες στατιστικές. Σύμφωνα με τις τελευταίες, ο
μεγάλος όγκος των εγκλημάτων προέρχεται από άτομα της εργατικής τάξης. Βαθμιαία ορισμένοι
εγκληματολόγοι άρχισαν να παρατηρούν ότι συχνά το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης λειτουργούσε
ως μηχανισμός ελέγχου των κατωτέρων τάξεων και διατήρησης του status quo· παράλληλα, ψήγματα
μαρξιστικής ιδεολογίας περιέχονται σε έργα που προώθησαν την προσέγγιση του στιγματισμού.
Ο Quinney αποδίδει την εγκληματικότητα στην αμερικανική οικονομία που βρίσκεται στο στάδιο του
ύστερου καπιταλισμού· στην κοινωνία αυτή το κράτος εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης
οικονομικής τάξης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προτεινόμενη από τον ίδιο τυπολογία εγκλημάτων
> α) εγκλήματα κυριαρχίας τελούμενα από τους κρατούντες {=περιλαμβάνουν τόσο την επιβολή
σωματικής (π.χ. αστυνομική βία, κρατική κατάχρηση εξουσίας) όσο και οικονομικής δύναμης
4.8.6 Οι εγκληματολόγοι στα (πρώην) σοσιαλιστικά κράτη – Άλλοτε και τώρα: Πριν από τις
κοσμοϊστορικές μεταβολές στα κράτη του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η εγκληματογένεση
εθεωρείτο επακόλουθο της καθιέρωσης της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία δημιούργησε τον
ανταγωνισμό των τάξεων και στη συνέχεια τον καπιταλισμό. Η καθιέρωση της κοινής ιδιοκτησίας, η
ανύψωση του ρόλου των λαϊκών αντιπροσωπειών και η ανάπτυξη της δημοκρατικής συνείδησης και
ευθύνης όλων των εργατών (=επιτεύγματα του σοσιαλισμού) είχαν ως συνέπεια τη μείωση της
εγκληματικότητας. Στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας έλαβαν χώρα
απεγκληματοποιήσεις, ενώ η νομοθεσία προέβλεπε επιτροπές διαιτησίας στους αγροτικούς
παραγωγικούς συνεταιρισμούς -> έτσι, ο παραβάτης παρέμενε στον τόπο της εργασίας του υπό
δοκιμασία, με μία μορφή υπό όρον καταδίκης, και η κολλεκτίβα παρείχε εγγύηση για την κοινωνική
του ένταξη. Μετά το 1990, η βαθμιαία προσχώρηση των πρώην σοσιαλιστικών κρατών στο καθεστώς
της ελεύθερης αγοράς προκάλεσε έξαρση βίας, εμπορίου ναρκωτικών, διακίνησης ανθρώπων,
οργανωμένου και διασυνοριακού εγκλήματος. Οι διαφοροποιήσεις στους δείκτες εγκληματικότητας
των διαφόρων κρατών μπορούν να εξηγηθούν από ένα θεωρητικό πλαίσιο, στο οποίο συνυπάρχουν
και αλληλεξαρτώνται παράγοντες που αναφέρονται στα κίνητρα, τις ευκαιρίες και τον κοινωνικό
έλεγχο. Η κινητοποίηση για διάπραξη εγκλημάτων φαίνεται να είναι ισχυρότερη στα πρώην
σοσιαλιστικά κράτη, κυρίως λόγω της κοινωνικοοικονομικής υστέρησης και της κατάχρησης
οινοπνεύματος· οι σωματικές βλάβες, οι ανθρωποκτονίες, οι ληστείες και η διαφθορά φαίνεται να
υπερισχύουν στις χώρες που ο νεαρός ανδρικός πληθυσμός βρίσκεται σε ‘ένταση’.
4.8.7 Κριτική αποτίμηση: Τα έργα των πρώτων μαρξιστών εγκληματολόγων ακολουθούν την
ιστορική ανάλυση, την επαγωγική μέθοδο και είναι περιγραφικά· επίσης, συνήθως δεν
τεκμηριώνονται οι απόψεις τους με ερευνητικά δεδομένα. Στη δεκαετία του 1970, οι οπαδοί της ‘νέας
εγκληματολογίας’ προσπάθησαν να συνθέσουν μία ολοκληρωμένη κοινωνιολογική θεωρία της
απόκλισης. Όμως, δέχτηκαν έντονη κριτική αφενός για την αναγωγή του καπιταλιστικού συστήματος
σε γενεσιουργό αίτιο του εγκληματικού φαινομένου, και αφετέρου για την αδυναμία αιτιολόγησης
των εγκλημάτων των ισχυρών.
4.9.1 Εισαγωγικά: Η στροφή από τις δομικές στις κοινωνιολογικές θεωρίες πραγματοποιήθηκε
κυρίως χάρη στα έργα του Durkheim και αμερικανών εγκληματολόγων.
είναι ‘φυσιολογική’, αλλά ένδειξη παθογένειας της κοινωνίας, η οποία βρίσκεται σε μια κατάσταση
ανομίας. Ανομία υπάρχει όταν μια κοινωνία βρίσκεται σε μία κατάσταση κατάλυσης ή έλλειψης
ρυθμιστικών κανόνων ή απορρύθμισης, η οποία αφήνει τους κοινωνούς χωρίς την κατάλληλη ηθική
καθοδήγηση για τη συμπεριφορά τους, με αποτέλεσμα να μειώνεται η κοινωνική συνεκτικότητα.
Ωστόσο, θα ήταν αφύσικο να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς έγκλημα· σε μια τέτοια κοινωνία θα υπήρχε
τόση μεγάλη καταπίεση της συλλογικής συνείδησης και της διαφορετικότητας, ώστε να
εκμηδενίζεται η πιθανότητα για πρόοδο και κοινωνική αλλαγή.
4.9.2.2 Park, Burgess, Shaw, McKay και συνεργάτες – Η οικολογική σχολή του Σικάγου: Ο Park
διέκρινε ομαδοποιήσεις ατόμων και μία συμβιωτική σχέση μεταξύ ανθρώπων και εδαφικής περιοχής·
εντόπισε, λοιπόν, σε ορισμένες συνοικίες άτομα μιας συγκεκριμένης οικονομικής ή επαγγελματικής
κατάστασης. Με τη θεωρία της ‘κοινωνικής αποδιοργάνωσης’, οι Shaw και McKay υποστήριξαν ότι
η εγκληματικότητα οφείλεται περισσότερο στην κοινωνική αποδιοργάνωση που παρατηρείται σε
παθολογικά περιβάλλοντα παρά σε άτομα με κάποια ανωμαλία. Η θέση τους ήταν ότι η
παραβατικότητα των ανηλίκων οφειλόταν στην αποκοπή των νέων από συμβατικές, παραδοσιακές
ομάδες και όχι σε βιολογικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες· μάλιστα, συμπέραναν ότι οι δείκτες
εγκληματικότητας δεν επηρεάζονταν από την πληθυσμιακή σύνθεση των κατοίκων (π.χ. νέγροι,
λευκοί, πρόσφατοι ή παλαιοί μετανάστες). Αντίθετα, η εδαφική ζώνη επηρέαζε τη συμπεριφορά των
κατοίκων της = κάθε ζώνη είχε το δικό της μέγεθος εγκληματικότητας και την εγκληματικότητα αυτή
όριζε η περιοχή και όχι η κάτοικοί της => η απόσταση από το κέντρο και οι δείκτες
εγκληματικότητας είχαν αντίστροφη φορά. Όταν η απόσταση από το κέντρο ήταν μηδενική, οι
δείκτες παραβατικότητας ήταν πολύ υψηλοί, ενώ όσο απομακρυνόταν κανείς από το κέντρο και
μεγάλωνε η απόσταση, τόσο μειώνονταν οι δείκτες παραβατικότητας. Έτσι, έγινε προσπάθεια για τη
δημιουργία ενός προγράμματος πρόληψης σε επίπεδο συνοικίας· το πρόγραμμα του Σικάγου δεν
αξιολογήθηκε. Ωστόσο, ένα άλλο αδελφό πρόγραμμα που ανέπτυξε ο Miller έδειξε ότι η επίδραση
του προγράμματος στη μείωση της παραβατικότητας ήταν αμελητέα.
4.9.2.3 Η εξέλιξη της Σχολής της Ανθρώπινης ή της Κοινωνικής Οικολογίας του Σικάγου: Η
Σχολή του Σικάγου δέχτηκε επικρίσεις, κυρίως διότι δεν αντέκρουσε τα δεδομένα που αφορούσαν
υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας σε οργανωμένες περιοχές ή –αντίθετα- χαμηλούς δείκτες σε
αποδιοργανωμένες. Παρόλα αυτά η προσέγγιση αυτή βρήκε συνεχιστές, ιδίως στη Μ. Βρετανία και
σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ· άλλωστε από εκεί προήλθε και η ‘περιβαλλοντική εγκληματολογία’.
Ο Morris διαπίστωσε υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας επικεντρωμένους σε κρατικές,
ετοιμόρροπες κατοικίες· έτσι, συμπέρανε ότι υπήρχε κυβερνητική βούληση συγκέντρωσης ορισμένων
ατόμων σε λιγότερο επιθυμητές κατοικίες και συνοικίες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται
‘εγκληματικές περιοχές’.
Ο Stark προσπάθησε να δώσει απάντηση στο ερώτημα ‘τι υπάρχει σε ορισμένες συνοικίες που τις
συνδέει με υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας’ => a) πληθυσμιακή πυκνότητα / β) φτώχια / γ)
ύπαρξη διαφόρων χρήσεων γης στην ίδια περιοχή (εργοστάσια, κατοικίες, καταστήματα κλπ) / δ)
μετακίνηση των κατοίκων και ε) φθορά των κτισμάτων. Αυτά τα πέντε χαρακτηριστικά αυξάνουν
τον ‘ηθικό κυνισμό των κατοίκων’ και αυξάνουν τα κίνητρα για την τέλεση εγκλημάτων, ενώ
μειώνουν τον άτυπο κοινωνικό έλεγχο.
Ο Sampson βρήκε ότι η φτώχια συνδυαζόμενη με τη μεγάλη εδαφική κινητικότητα των ατόμων
συναρτάται με εγκλήματα βίας. Μάλιστα, όρισε την ‘κοινωνική αποδιοργάνωση’ ως την αδυναμία
των κατοίκων μιας περιοχής να πραγματοποιήσουν τις κοινές τους αξίες (βλ. + ανωνυμία, αδύναμες
σχέσεις γειτονίας και μικρή συμμετοχή των κατοίκων στην οργάνωση της συνοικίας τους).
Ο Birkbeck ασχολήθηκε με την ‘περιστασιακή ανάλυση του εγκλήματος’, δηλ. αναζήτησε
κανονικότητες στη σχέση συμπεριφορών και περιστάσεων. Η προσέγγιση αυτή συναρτάται και με
την περιστασιακή πρόληψη των εγκλημάτων, την ‘ευκαιρία’ και την ‘ορθολογική επιλογή’.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ‘θεωρίες της ευκαιρίας’, η συνηθισμένη εγκληματική δραστηριότητα που
παρουσιάζεται μετά από μία φυσική καταστροφή ή μια μαζική κινητοποίηση εξηγείται επειδή τα
άτομα βρίσκουν ότι τους δίνεται η ευκαιρία να εγκληματήσουν. Από την άλλη, στις περιπτώσεις της
‘περιστασιακής επιλογής’, οι ενδεχόμενοι δράστες υπολογίζουν την ευχέρεια να επιτύχουν το στόχο
τους, τις πιθανότητες να γίνουν αντιληπτοί ή να συλληφθούν, καθώς και το αναμενόμενο όφελος.
Τέλος, οι Cohen και Felson δέχτηκαν ότι οι μεταβολές στους δείκτες εγκληματικότητας μπορεί να
εξηγηθούν από τη διαθεσιμότητα των στόχων αφενός και την απουσία ικανών επιτηρητών (π.χ.
αστυνομικών) αφετέρου· εξάλλου, στις σύγχρονες κοινωνίες μεταβάλλονται οι ‘συνηθισμένες
καθημερινές δραστηριότητες (=ρουτίνα)’, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται τόσο η διαθεσιμότητα των
στόχων (π.χ. αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, φορητοί Η/Υ) όσο και η παρουσία επιτηρητών.
4.9.2.4 Ο Merton και η θεωρία της έντασης: Επαναπροσδιόρισε την έννοια της ανομίας και
θεώρησε ότι είναι μια κατάσταση που δημιουργείται, όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ των στόχων που
θέτει μια κοινωνία και των διαθέσιμων νόμιμων μέσων για την πραγματοποίησή τους. Νόμιμα μέσα,
όμως, δεν παρέχει σε όλους εξίσου η κοινωνία και έτσι, σε αυτούς που υφίστανται την αδικία
δημιουργείται μια ματαίωση, μια ψυχική ένταση που μπορεί να ωθήσει προς το έγκλημα. Επομένως,
η κοινωνία παράγει την απόκλιση ή το έγκλημα, γιατί εντέλει δεν ενδιαφέρει πώς επιτυγχάνεται ο
στόχος, ενώ τα άτομα που αποκτούν τα ποθητά υλικά αγαθά με απαράδεκτα, αμφίβολα ή παράνομα
μέσα αμείβονται με κύρος, ισχύ και κοινωνική θέση. Απέναντι στο πρόβλημα της ανομίας, ο Merton
διακρίνει πέντε δυνατές προσαρμογές > α) τον κομφορμισμό = το συμμορφούμενο άτομο είναι
εκείνο που δέχεται τους στόχους επιτυχίας της κοινωνίας και τα κοινωνικά αποδεκτά μέσα για την
κατάκτησή τους / β) την καινοτομία = το άτομο αποδέχεται τους στόχους επιτυχίας, αλλά είτε
απλώς απορρίπτει τα θεμιτά μέσα είτε αναζητά εναλλακτικά αθέμιτα μέσα. Η περισσότερη
εγκληματικότητα παίρνει τη μορφή της καινοτομίας, η οποία συνίσταται σε νέες μεθόδους απόκτησης
πλούτου. / γ) την τυπολατρία = ο τυπολάτρης αποδίδει τόση σημασία στους κανόνες και στα μέσα,
ώστε ξεχνά ή δε μπορεί να δώσει στους στόχους την πρέπουσα θέση / δ) τον αναχωρητισμό = ο
αναχωρητής απορρίπτει τόσο τους στόχους όσο και τα θεμιτά μέσα– π.χ. στόχος του εξαρτημένου
από το οινόπνευμα ή αλλες ουσίες είναι η ίδια η ουσία και μέσα είναι τα αθέμιτα (βλ. επαιτεία, κλοπή
κλπ). ε) την εξέγερση = το άτομο απορρίπτει τόσο τους στόχους όσο και τα μέσα , όμως θέτει
νέους- π.χ. ο επαναστάτης ή ο αναρχικός. Πάντως, όλες οι προσαρμογές –εκτός από την πρώτη-
είναι αποκλίνουσες συμπεριφορές· είναι εναλλακτικές, αλλά μπορεί και να συνυπάρξουν.
4.9.2.6 Ο Miller και τα ‘εστιακά ενδιαφέροντα’: Ο Miller εντόπισε ορισμένες αξίες και αντιλήψεις
που μεταβιβάζονται διαμέσου της διαδικασίας της εκμάθησης στην υποπολιτισμική ομάδα των
4.9.2.7 Ο Cloward και ο Ohlin – η θεωρία της ‘διαφορικής ευκαιρίας’: Για να εξηγήσουν τη
συμμετοχή ανηλίκων της εργατικής τάξης σε συμμορίες, θεώρησαν ότι αυτοί ωθούνται προς την
παραβατική υποπολιτισμική ομάδα από τη διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες που τους εμπνέει το
νεανικό πολιτισμικό περιβάλλον των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών διαστρωματώσεων και τα (μη)
διαθέσιμα μέσα να πραγματοποιήσουν αυτές τις επιθυμίες με νόμιμες διαδικασίες. Ειδικότερα, κατά
τη θεωρία της ‘διαφορικής ευκαιρίας’, οι νέοι θα επιλέξουν το είδος παραβατικής υποπολιτισμικής
προσαρμογής (συμμορία), σύμφωνα με τις ευκαιρίες για παράνομες δραστηριότητες· εντοπίζονται
τρία είδη παράνομων υποπολιτισμικών ομάδων > α) οι ‘εγκληματικές συμμορίες’ που ανθούν όπου
υπάρχει μία εγκληματική υποδομή. Εκεί δημιουργούνται διασυνδέσεις μεταξύ ανηλίκων, νεαρών
εήλικων και ενήλικων (=εγκληματική ιεραρχία). / β) οι ‘συγκρουσιακές συμμορίες’ που
δημιουργούνται σε συνοικίες, όπου δεν προσφέρονται παράνομες ούτε και νόμιμες ευκαιρίες / γ) οι
‘αναχωρητικές συμμορίες’, στις οποίες συμμετέχουν άτομα που δεν κατόρθωσαν να γίνουν
αποδεκτά ούτε σε ‘εγκληματικές συμμορίες’ ούτε σε ‘συμμορίες σύγκρουσης’.
Η συγκεκριμένη θεωρία υποδηλώνει ότι ορισμένοι ανήλικοι ασπάζονται τις αξίες της μεσαίας τάξης,
γεγονός που διευκολύνει την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό, εφόσον τους παρασχεθούν οι
ευκαιρίες που επιθυμούν. Βέβαια, υπήρξαν και επικρίσεις, όπως κυρίως ως προς την αδυναμία
εξήγησης της ύπαρξης συμμοριών μεσαίας κοινωνικής τάξης.
4.9.2.8 Αντί συμπεράσματος – οι επιδράσεις των δομικών θεωριών και ιδίως της θεωρίας της
έντασης: Οι επικρίσεις που προαναφέρθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ρεύματα
αντικρουόμενων απόψεων.
Βασική θέση της Kornhauser είναι ότι η διάσταση μεταξύ των προσδοκιών των εγκληματιών και των
αναμενόμενων γεγονότων (δηλ. η πηγή της έντασης ή της ματαίωσης που οδηγεί στο έγκλημα) είναι
διάσπαρτη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και όχι μόνο στους οικονομικά αδύναμους
Ο Bernard, αντίθετα, επισήμανε ότι η ένταση επικεντρώνεται μάλλον στις χαμηλότερες
κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Μάλιστα, διέκρινε δύο δυνατές προσεγγίσεις στην ‘ένταση’ > • μία
στο επίπεδο της κοινωνίας που αφορά στην κατάσταση που δημιουργείται, όταν οι κοινωνικές
δομές αποτυγχάνουν να παράσχουν τα νόμιμα μέσα για την εκπλήρωση των στόχων που το
πολιτισμικό περιβάλλον υπολογίζει / • μία στο ατομικό επίπεδο, η οποία αναφέρεται στα
συναισθήματα ματαίωσης, θυμού, άγχους ή και κατάθλιψης που βιώνουν τα αποτυχημένα άτομα.
Ο Agnew οικοδόμησε τη ‘γενική θεωρία της έντασης’ που εστιάζεται στις αρνητικές διαπροσωπικές
σχέσεις· οι σχέσεις αυτές αποτρέπουν ένα άτομο να εκπληρώσει έναν επιδιώκομενο στόχο ή
αφαιρούν από αυτό κάτι που εκτιμά και κατέχει ή και επιβάλλουν σε αυτό μία ανεπιθύμητη
συμπεριφορά.
Οι Messner και Rosenfeld αποδίδουν τη μεγάλη εγκληματικότητα (στις ΗΠΑ) στο ‘αμερικανικό
όνειρο’ = ένα πολιτισμικό έθος που επιβάλλει τη δέσμευση για την εκπλήρωση του στόχου της
οικονομικής επιτυχίας για όλους τους πολίτες σε συνθήκες ανοικτού ανταγωνισμού, σε επίπεδο
ατόμων. Οι συστάσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, κατά συνέπεια, στρέφονται προς
την αποδυνάμωση των επιδράσεων του οικονομικού στοιχείου στους κοινωνούς και την ενίσχυση –
αντίστοιχα- των θεσμών της οικογένειας και της εκπαίδευσης. Η πολιτική πρέπει κι αυτή να
αποσυνδεθεί από το άρμα της οικονομίας και να δημιουργήσει π.χ. ένα ‘εθνικό σώμα παροχής
υπηρεσιών’ στελεχωμένο από νεαρά άτομα που θα απασχολούνται με συλλογικούς στόχους σε
επίπεδο κοινότητας και όχι με οικονομικές υλικές επιδιώξεις.
4.9.3 Θεωρίες της κοινωνικής διαδικασίας: Δέχονται ότι όλα τα άτομα μπορεί να γίνουν
παραβάτες ή εγκληματίες ανεξάρτητα από τη φυλή, το φύλο ή την εισοδηματική τάξη στην οποία
ανήκουν. Πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η διαδικασία κοινωνικοποίησης· ωστόσο, πιο ευάλωτα
είναι τα άτομα των κατώτερων εισοδηματικών διαστρωματώσεων λόγω της φτώχιας, του ρατσισμού,
της ανεπαρκούς εκπαίδευσης και των ασταθών οικογενειακών δεσμών.
4.9.3.2 Ο Matza και ο Sykes – oι τεχνικές ή θεωρία της ‘εξουδετέρωσης’: Πολλοί εγκληματίες,
ενώ παραβιάζουν ορισμένους κανόνες κάτω από ορισμένες συνθήκες, τους ίδιους κανόνες κάτω από
διαφορετικές συνθήκες τους σέβονται· είναι δηλ. σαν να επιλέγουν τα θύματά τους και μεταξύ των
θυμάτων δεν πρέπει να βρίσκεται άτομο της παρέας ή της συμμορίας τους. ‘Πώς, λοιπόν, είναι
δυνατόν ένας ανήλικος να παραβιάζει κανόνες, χωρίς να τους εγκαταλείπει; Οι Matza και Sykes
απάντησαν με τη θεωρία των ‘τεχνικών της εξουδετέρωσης’ {του (αν)ηθικού} χαρακτήρα της
πράξης), οι οποίες είναι οι εξής > α) της άρνησης της ευθύνης, η οποία παίρνει τη μορφή της
επίκλησης της διαλυμένης οικογένειας, της έλλειψης στοργής κλπ / β) της άρνησης της ζημίας ή
της βλάβης (εκδηλώνεται με εκφράσεις του τύπου ‘δεν το έκλεψα, απλώς το δανείστηκα’) / γ) της
άρνησης της ύπαρξης θύματος / δ) της καταδίκης όσων καταδικάζουν τον δράστη -> δηλ. ο
δράστης αντιστρέφει τις καταστάσεις ισχυριζόμενος ότι οι αστυνομικοί ή οι δικαστές δωροδοκούνται
και –άρα- είναι μεγαλύτεροι εγκληματίες από αυτόν / ε) της επίκλησης της πίστης και αφοσίωσης
σε ένα ανώτερο –κατά το δράστη- θεσμό, όπως η παρέα ή η γειτονιά προς το συμφέρον των οποίων
δρα. Οι προαναφερόμενες αντιλήψεις-αξίες υποβόσκουν στις κοινωνίες, μαζί με τις συμβατικές και
τις σύννομες. Έτσι, όταν οι ανήλικοι διολισθαίνουν στην παραβατική συμπεριφορά, ύστερα από
‘αιώρηση’ μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, η διολίσθηση αυτή μοιάζει με απολογία για την
παράνομη συμπεριφορά και προσφέρει μια δικαιολογία ή εξουδετερώνει τις όποιες αντιρρήσεις για
την εμπλοκή σε παραβατικές δραστηριότητες. Οι ανήλικοι, κατά τον Matza, πριν από την παράβαση
αποξενώνονται προσωρινά από τις παραδεδεγμένες συμβατικές, σύννομες κοινωνικές αξίες και τον
κοινωνικό έλεγχο, ενώ διολισθαίνουν -μετά την αιώρηση- στην παράβαση με τη βοήθεια των
εκλογικεύσεων που προσφέρουν οι τεχνικές εξουδετέρωσης.
αποκλίνοντες –κατά πάσα πιθανότητα- δεν θα έχουν ικανό επίπεδο αυτοελέγχου. Το έγκλημα
παράγεται από τη σύμπτωση έλλειψης αυτοελέγχου αφενός και ύπαρξης εγκληματικών ευκαιριών
αφετέρου. Τέλος, ο αυτοέλεγχος μπορεί να βοηθήσει ένα άτομο να αντισταθεί στους πειρασμούς των
ευκαιριών για τέλεση εγκλημάτων.
4.9.3.4 Οι θεωρίες της (συμβολικής) αλληλενέργειας, της ετικέτας και της κοινωνικής
αντίδρασης: O Mead επισημαίνει ότι κάθε άνθρωπος δημιουργεί μίαν εικόνα ή αντίληψη για τον
εαυτό του με την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους· έτσι, αναπτύσσει εξ αντανακλάσεως
συνείδηση του πώς τον βλέπουν οι άλλοι- βλ. και Tannebaum, Lemert, Becker, Schur κλπ. Η
προσέγγιση της ‘ετικέτας’ ‘η του ‘χαρακτηρισμού’ ή της ‘αλληλενέργειας’ εστιάζεται κυρίως στην
απάντηση της κοινωνίας στον αποκλίνοντα. Βασικές θέσεις της είναι οι εξής > • ουδεμία πράξη είναι
από μόνη της εγκληματική / • η κρατούσα τάξη ορίζει τι είναι έγκλημα / • ένας άνθρωπος δεν
γίνεται εγκληματίας με την παράβαση του νόμου, αλλά με την υπόδειξη των αρχών / • δεδομένου
ότι όλοι άλλοτε συμμορφώνονται με τους νόμους και άλλοτε αποκλίνουν από αυτούς, δεν πρέπει να
διχοτομούνται τα άτομα σε εγκληματίες και μη εγκληματίες / • η διαδικασία του χαρακτηρισμού
και του σχηματισμού αρχίζει με τη σύλληψη / • η ηλικία, η κοινωνικοοικονομική τάξη και η φυλή
είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των δραστών, στα οποία οφείλονται ανόμοιες δικαστικές
αποφάσεις για όμοιες αποφάσεις / • το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης επιτρέπει τον κοινωνικό
αποκλεισμό των ατόμων που υποδεικνύονται ως δράστες / • η πρωτογενής απόκλιση αναφέρεται
στην αρχική παραβατική πράξη, ενώ η δευτερογενής αφορά την ψυχολογική αναδιοργάνωση που
βιώνει το άτομο που έχει παραβιάσει το νόμο, ύστερα από τη σύλληψη και το στιγματισμό του ως
αποκλίνοντα.
Οι θεωρίες της κοινωνικής αντίδρασης –παρά τα μειονεκτήματά τους- εμπλούτισαν τη συντηρητική
και θετικιστική εγκληματολογική θεωρία με γόνιμες και προοδευτικές ιδέες. Στη δεκαετία του 1980-
1990, τονίστηκε ότι η θεωρία της ‘διαφορικής συναναστροφής του Sutherland, μπορεί να διερευνηθεί
εμπειρικά, καθώς εστιάζεται στο περιεχόμενο το οποίο μαθαίνεται, και το οποίο είναι οι ορισμοί, οι
ιδέες ή οι αντιλήψεις που ευνοούν την παράβαση των νόμων.
Άλλοι εγκληματολόγοι επαναδιατύπωσαν τη θεωρία του Sutherland, η οποία στηριζόταν στην
εκμάθηση ιδεών και ερμήνευσαν την τέλεση εγκλημάτων με την εκμάθηση συμπεριφορών. Ο Akers
υποστήριξε ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν παρατηρώντας τις συνέπειες των διαφόρων συμπεριφορών. Η
‘διαφορική ενίσχυση’ αναφέρεται στις πραγματικές ή αναμενόμενες συνέπειες μιας συγκεκριμένης
συμπεριφοράς· οι άνθρωποι προβαίνουν σε μία πράξη, όταν νομίζουν ότι αυτή θα συνεπάγεται είτε
ανταμοιβή είτε αποφυγή τιμωρίας, ενώ δεν προβαίνουν σε εκείνες που νομίζουν ότι θα έχουν ως
συνέπεια την τιμωρία. Κατά την εκμάθηση της εγκληματικής συμπεριφοράς, τα άτομα ακολουθούν
μία ορισμένη αλληλουχία γεγονότων -> τη συναναστροφή με άτομα που διάκεινται ευμενώς προς την
παραβίαση των νόμων, ακολουθεί η προβολή προτύπων εγκληματικής συμπεριφοράς προς μίμηση
από τα άτομα αυτά και έπεται –τέλος- η παροχή ανταμοιβών και μεθόδων αποφυγής τιμωρίας· η
εγκληματική δε συμπεριφορά διατηρείται μέσω των κοινωνικά αποδεκτών και μη αποδεκτών
ενισχύσεων.
Την ίδια απήχηση είχαν και οι ‘θεωρίες του κοινωνικού ελέγχου’, οι οποίες επιβίωσαν για τους εξής
λόγους > • τεκμηριώνονται εμπειρικά / • ψήγματά τους (π.χ. η διαδικασία δημιουργίας
εγκληματιών από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, ο στιγματισμός ατόμων των χαμηλότερων
εισοδηματικών τάξεων κλπ) βρίσκονται στη λεγόμενη ‘νέα εγκληματολογία’ / • χρησιμοποιήθηκαν
στις λεγόμενες συνθετικές θεωρίες- π.χ. η ‘θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης’ συνδυάζει στοιχεία από
τις θεωρίες της ‘κοινωνικής διαδικασίας’ και της ‘κοινωνικής δομής’ -> σύμφωνα με αυτή, ασθενείς
κοινωνικοί έλεγχοι παράγουν εγκληματική συμπεριφορά, η δε κοινωνική θέση του ατόμου επηρεάζει
τους δεσμούς του με την κοινωνία + ο Εlliot συνδύασε τη θεωρία ‘της έντασης’, ‘της κοινωνικής
εκμάθησης’ και του ‘κοινωνικού ελέχου’ -> οι νέοι που υφίστανται ένταση από την αδυναμία να
εκπληρώσουν τους στόχους τους, η ελλιπής κοινωνικοποίησή τους και οι ασθενείς κοινωνικοί δεσμοί,
καθώς και η διαμονή τους σε αποδιοργανωμένες περιοχές, τους οδηγούν σε συναναστροφή με
παραβατικές παρέες και εκμάθηση από αυτές παραβατικών συμπεριφορών. / • είχαν αντίκτυπο στο
σχεδίασμα κοινωνικής πολιτικής και συντέλεσαν στη δημιουργία προγραμμάτων αντιμετώπισης
παραβατών και εγκληματιών. Εξάλλου, στη θεωρία του χαρακτηρισμού ή της ετικέτας βασίζονται οι
μη στιγματιστικές κυρώσεις, όπως η υποχρέωση παρακολούθησης θεραπευτικών προγραμμάτων για
τους εξαρτημένους χρήστες ουσιών ή μαθημάτων κυκλοφοριακής αγωγής για τους παραβάτες
τροχαίων ατυχημάτων κλπ.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν συνοπτικά οι κυριότερες θεωρίες διάρκειας ζωής ή
εξελικτικές θεωρίες > • Farrington -> o συνδυασμός πολλαπλών προσωπικών (π.χ.
παρορμητικότητα), κοινωνικών (π.χ. ατελής εποπτεία από τους γονείς) και περιβαλλοντολογικών
παραγόντων (π.χ. χαμηλό εισόδημα) συνδέονται με την εγκληματική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια
της ζωής.
• Thornberry -> το έγκλημα είναι λειτουργία μιας δυναμικής κοινωνικής διαδικασίας που
προσδιορίζεται από μεταβλητές εκμάθησης, ποικιλία ορίων (π.χ. προσκόλληση και δέσμευση σε
συμβατικές ασχολίες) και κοινωνική τάξη-φυλή-γένος.
• Moffin -> η δια βίου εμμονή στην παραβατικότητα εξηγείται από τις ελαττωματικές σχέσεις μεταξύ
παιδιών και γονέων, με αποτέλεσμα την ελλιπή αυτοκυριαρχία και παρορμητικότητα. Η περιορισμένη
παραβατικότητα των εφήβων οφείλεται στην κοινωνική μιμητικότητα και σε αντικοινωνικές
ενισχύσεις και πρότυπα.
• Le Blanc -> ενοποιητική, πολυεπίπεδη θεωρία ελέγχου που εξηγεί την εγκληματικότητα, τον
εγκληματία και το εγκληματικό γεγονός με όρους εξελικτικούς.
• Laub και Sampson -> η αιτιολογία του εγκλήματος πρέπει να παρατηρηθεί εξελικτικώς – στο
πλαίσιο των σημείων καμπής σε μια εξελικτική σταδιοδρομία.
• Weis -> το έγκλημα προκαλείται από την αλληλεπίδραση μεταξύ μειωμένων κοινωνικών ελέγχων
και επιρροές από τους παραβατικούς συνομηλίκους.
4.10 Η πολυπαραγοντική θεωρία: Οι Healy και Glueck πρότειναν την ερμηνεία του εγκλήματος
μέσω διαφόρων συνδυασμών παραγόντων (βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών) που
επενεργούν και αλληλεπιδρούν ανάλογα με το είδος του εγκλήματος. Η θεωρία αυτή δέχτηκε τις εξής
επικρίσεις > α) δεν είναι θεωρία, αλλά απλώς μία άλλη οπτική αντιμετώπισης της ερμηνεία του
εγκλήματος / β) το απλό εύρημα σε μια έρευνα πολλών παραγόντων που συναρτώνται με το
έγκλημα δεν αρκεί για να υπάρξει θεωρία / και γ) αναζητεί αρνητικούς παράγοντες για να εξηγήσει
ένα αρνητικό φαινόμενο όπως το έγκλημα, αλλά μπορεί το τελευταίο να γεννιέται και από κάτι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ