You are on page 1of 44

ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1. Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Το έγκλημα είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά που παραβιάζει μια
ποινική διάταξη και της οποίας συμπεριφοράς ο δράστης υπόκειται σε κάποια προβλεπόμενη
κύρωση. Με άλλα λόγια, μία πράξη είναι εγκληματική, όταν θίγει τα έντονα και επαρκώς
προσδιοριζόμενα συναισθήματα της συλλογικής συνείδησης· στη νομική του διάσταση διακρίνεται
σε κακούργημα, πλημμέλημα και πταίσμα. Το εγκληματικό φαινόμενο περιλαμβάνει το δράστη, το
θύμα και τους φορείς του κοινωνικού ελέγχου· η πρώτη πράξη του αφορά τη θεσμοθέτηση ποινικών
διατάξεων, η δεύτερη την παράβασή τους και η τρίτη την αντίδραση της κοινωνίας στο έγκλημα.

1.2 Ένα δράμα σε τρεις πράξεις: • Η διαδικασία θεσμοθέτησης ποινικών διατάξεων > Κατά μια
άποψη, ο εκάστοτε νομοθέτης απλώς θεσμοθετεί τις ήδη αποκρυσταλλωμένες αντιλήψεις για τη
βλαπτικότητα και δυσλειτουργικότητα μιας συμπεριφοράς· κατά άλλη, επιθυμεί να διαπαιδαγωγήσει
τους κοινωνούς δείχνοντας μέσω της νομοθεσίας τους τρόπους που πρέπει να συμπεριφέρονται.
Τέλος, κατά τρίτη άποψη, οι νόμοι είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης και η κυρίαρχη τάξη τους ψηφίζει
ώστε να την ευνοούν. // • Η παράβαση των ποινικών διατάξεων > Βρίσκεται στον πυρήνα του
γνωστικού αντικειμένου της εγκληματολογίας, αφού με αυτή συνδέονται βασικά και κρίσιμα
ερωτήματα. // • Η αντίδραση της κοινωνίας στο έγκλημα > Οι τρόποι αντίδρασης πέρασαν από το
στάδιο του εξοστρακισμού και της εξορίας, στα στάδια των σωματικών ποινών, της στέρησης της
ελευθερίας και των εξωιδρυματικών ποινών. Σήμερα γίνεται λόγος για τυπικό-επίσημο (=οι
πολυεπίπεδες αντιδράσεις του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης) και άτυπο-ανεπίσημο κοινωνικό
έλεγχο (=ο κοινωνικός σχολιασμός)· ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη τοποθετείται η επανορθωτική
δικαιοσύνη. Οι εγκληματολόγοι α) διερευνούν τις αντιλήψεις και στάσεις του κοινού απέναντι στο
έγκλημα / β) μελετούν εμπειρικά τη διαδρομή των ατόμων προς το έγκλημα, ενώ αξιολογούν την
επίδραση των μεθόδων αντίδρασης και την αποτελεσματικότητά τους στην πρόληψη των
εγκλημάτων / γ) επιδρούν στο σχεδιασμό πολιτικής και νομοθέτησης που αφορά τον έλεγχο της
εγκληματικότητας.

1.3 Πώς ορίζεται η εγκληματολογία; Κατά τον Γαρδίκα είναι η επιστήμη που 'σπουδάζει το
έγκλημα ως πραγματικό (ψυχικό και φυσικό) γεγονός και τα μέσα της κατ' αυτού πάλης. Ο Γάλλος
Laute υποστήριξε ότι είναι η επιστημονική μελέτη του εγκληματικού φαινομένου, ενώ ο Morisson ότι
είναι η συζήτηση για το έγκλημα και τις μεθόδους με τις οποίες το αντιμετωπίζει η κοινωνία. Ο
Sutherland χαρακτήρισε την εγκληματολογία ως το σώμα των γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στην
παράβαση και στο έγκλημα ως κοινωνικά φαινόμενα. Τέλος, για τον Kaiser η εγκληματολογία
αποτελεί ένα ταξινομημένο σύστημα εμπειρικών γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στο έγκλημα, στον
παραβάτη, στις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις και στον έλεγχο της συναφούς συμπεριφοράς.

1.4 Η εγκληματολογία και οι άλλες ποινικές επιστήμες: Η ανομοιογένεια των προτεινόμενων


ορισμών της εγκληματολογίας επιδέχεται δύο τουλάχιστον δύο ερμηνείες -> η πρώτη συμβαδίζει με
το ότι αποτελεί τη συνισταμένη τμημάτων ορισμένων κλάδων, οι οποίοι περιλαμβάνουν στο
αντικείμενό τους -σε κάποιο βαθμό- και τη σπουδή του εγκλήματος, του εγκληματία ή της
συμπεριφοράς του· η δεύτερη εκδοχή, πάλι, συσχετίζεται με την ύπαρξη όχι μιας εγκληματολογίας
αλλά πολλών. Ως εγκληματολογία με ευρεία έννοια θεωρούμε τον κλάδο που αναφέρεται στη
συστηματική μελέτη του εγκληματικού φαινομένου σε όλες του τις εκφάνσεις και τις διαδικασίες από
την εμφάνισή του ως την αντιμετώπιση του δράστη, του θύματος αλλά και κάθε εγκληματογόνου
παράγοντος, καθώς και εγκληματο-προληπτικού και εγκληματο-κατασταλτικού συστήματος ->
αποτελεί ένα διεπιστημονικό, διακριτό, αυτόνομο κλάδο.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 1


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1.5 Οι ειδικότεροι κλάδοι (διακρίσεις) της εγκληματολογίας: • Εγκληματολογία με στενή έννοια


(=βιολογική, ψυχολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση του εγκλήματος από θεωρητική και
εμπειρική έποψη) / • Σωφρονιστική ή ποινολογία ή ποινική καταστολή (=μελέτη της ποινικής
αντίδρασης της πολιτείας στο έγκλημα, δηλ. του τρόπου λειτουργίας των ποινικών κυρώσεων) / •
Ανακριτική (=επιστημονικά τεκμηριωμένη και σύμφωνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα έρευνα
σχετικά με την τέλεση ενός εγκλήματος) / • Αντεγκληματική πολιτική / • Θυματολογία / • Δικαστική
ψυχολογία (=έρευνα ψυχικών φαινομένων, τα οποία επιδρούν στην ανεύρεση της αλήθειας και στη
δημιουργία δικανικής πεποίθησης) / • Δικαστική ψυχιατρική (=μελέτη επιδράσεων της ψυχικής
ασθένειας του κατηγορουμένου στην έκβαση της δίκης) / • Μελέτη του συστήματος ποινικής
δικαιοσύνης (δηλ. των φορέων της, είτε αυτοί είναι αστυνομικοί και εισαγγελείς είτε το ίδιο το
δικαστήριο).
Στις ευρωπαϊκές χώρες η εγκληματολογία διακρίνεται συνήθως σε εγκληματολογική α)
ανθρωπολογία (=μελέτη της σωματικής διάπλασης) του εγκληματία) β) κοινωνιολογία (=ανάλυση
των μικρό- και μακρο-περιβαλλοντικών παραγόντων), γ) ψυχολογία (=διερεύνηση της ψυχολογικής
κατάστασης του εγκληματία), δ) φαινομενολογία (=περιγραφή των εγκλημάτων και του τρόπου
ενεργείας των εγκληματιών - γλωσσικά ιδιώματα), ε) αιτιολογία, στ) γεωγραφία, ζ) στατιστική και
η) οικονομική εγκληματολογία. Στις αγγλοσαξονικές χώρες, όπου ήδη έχει αναπτυχθεί η έρευνα και
θεωρία με κοινωνιολογικό προσανατολισμό, εμφανίζεται πλέον και η μελέτη των φορέων απονομής
της ποινικής δικαιοσύνης.

1.5.1 Το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης (ΣΠΔ): Ως σύστημα ορίζεται συνήθως η αυτοτελής,


σύνθετη οντότητα που προκύπτει από την οργανωμένη συναρμογή επιμέρους στοιχείων
(=υποσυστήματα, τα οποία εν προκειμένω είναι η αστυνομία, η εισαγγελία, τα δικαστήρια και οι
φορείς εκτέλεσης των ποινών). Αμφισβητείται, όμως, η συστημική οντότητα της ποινικής
δικαιοσύνης, δεδομένου ότι τα υποσυστήματα αυτά δεν αποτελούν (πάντα) μία "οργανωμένη
συναρμογή"· άρα, ενδέχεται να εκφράζεται καλύτερα η απονομή της δικαιοσύνης με την έννοια της
διαδικασίας. Υπό αυτό το πρίσμα, το ΣΠΔ νοείται ως ένας "ιδεατός τύπος", ένα απλοποιημένο
πρότυπο-μοντέλο -> με διεπιστημονικές προσεγγίσεις, το ΣΠΔ διαχειρίζεται υποθέσεις εγκλημάτων
για διαλεύκανση, υπόπτους, κατηγορουμένους, αθωωθέντες, καταδικασθέντες σε διάφορες ποινές και
απολυθέντες. Ένα υπό διαλεύκανση έγκλημα αποτελεί εισροή για το υποσύστημα "αστυνομία" και
καταλήγει σε εκροή ενός υπόπτου που αποστέλλεται στον εισαγγελέα· με τη σειρά του ο ύποπτος
(=εισροή για την εισαγγελία) καταλήγει κατηγορούμενος => αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις
μεταξύ των υποσυστημάτων. Ενώ η εγκληματολογία εστιάζει στη φύση του εγκλημάτος και το ΣΠΔ
στη συμπεριφορά των φορεών ποινικής δικαιοσύνης, ενίοτε οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται
εναλλακτικά ή το αντικείμενο της ποινικής δικαιοσύνης αντικαθιστά αυτό της εγκληματολογίας.
Πάντως, κατά την ορθότερη άποψη, η μελέτη του ΣΠΔ (θεωριτική σκοπιά) εχεί τη δική της οντότητα
και αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ εγκληματολογίας και πράξης. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη του
ΣΠΔ στηρίζεται σε διατάξεις της ποινικής δικονομίας, δηλ. με τη βοήθεια της συστημικής
προσέγγισης εξετάζονται δυναμικά οι διαδικασίες, οι ροές των υποθέσεων μέσα στο σύστημα και ο
τρόπος εφαρμογής των ποινικών δικονομικών κανόνων (=μελετάται σε ποιο βαθμό η απονομή της
δικαιοσύνης είναι αμερόληπτη, ορθή και αποτελεσματική, χωρίς αδικαιολόγητη βραδύτητα και με
πλήρη σεβασμό στα δικαιώματα των κατηγορουμένων και των θυμάτων).

1.5.2 Η θυματολογία: Είναι το τμήμα της εγκληματολογικής γνώσης, το οποίο -με την πολύπλευρη
μελέτη του θύματος- συμβάλλει στη μείωση της θυματοποίησης, και εν τέλει στην καλύτερη
ερμηνεία και αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου. Διερευνά κυρίως > • την τυπολογία των
θυμάτων (βλ. το μη διαφοροποιημένο, το εν δυνάμει, το ειδικό κλπ θύμα) / • τις σχέσεις θύτη και
θύματος / • τον αυξημένο κίνδυνο ορισμένων ατόμων να γίνουν θύματα / • την ενδεχόμενη

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 2


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

συμμετοχή ορισμένων θυμάτων στο έγκλημα που τους έπληξε / • τον αριθμό και το είδος των
θυμάτων για να γίνει -με τη βοήθεια των σχετικών πληροφοριών- διόρθωση των εγκληματολογικών
στατιστικών / • τη στάση του θύματος κατά την ποινική δίωξη / • τη γενική θυματοποίηση των
πολιτών στην περίπτωση λ.χ. εγκλημάτων των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών τάξεων (δηλ.
ρύπανση, νοθείες τροφίμων κλπ) / • την ειδική θυματοποίηση ορισμένων μειονοτήτων ή ατόμων με
μειωμένο status- π.χ. κρατουμένων, αλλοδαπών, εργατών / • την ανεπίσημη θυματοποίηση από την
κοινωνία ορισμένων θυμάτων- π.χ. διασυρμός θύματος βιασμού, διαπόμπευση διανοητικά
καθυστερημένου θύματος κλπ.
Σήμερα, βρισκόμαστε στη φάση της "δεύτερης θυματολογίας", χάρη στις πρωτοβουλίες
φεμινιστριών· τώρα η ιδεολογία είναι ανθρωπιστική και προστατευτική προς το θύμα (βλ. αρωγή από
την πολιτεία και της ΜΚΟ).

1.5.3 Θεωρητική και εμπειρική εγκληματολογία: Η θεωρητική εγκληματογία αποσκοπεί στην


ερμηνεία και την κατανόηση του εγκληματικού φαινομένου -> αφορά στην αναζήτηση και ανάλυση
των αιτίων που δημιουργούν την εγκληματική συμπεριφορά και τη γενική εγκληματικότητα ή των
παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι συντελούν στη δημιουργία αυτών των φαινομένων. Από την άλλη, η
εμπειρική εγκληματολογία στηρίζεται στη συστηματική μελέτη της πραγματικότητας, στην
παρατήρηση και την εμπειρία· με άλλα λόγια βασίζεται σε ό,τι προέρχεται από πειράματα, μετρήσεις,
συγκρίσεις, αναλύσεις κλπ, επιστημονικά σχεδιασμένες και τεκμηριωμένες. Η εμπειρική
εγκληματολογία διαφέρει από την εφαρμοσμένη εγκληματολογία, η οποία προσανατολίζεται στην
πράξη και στα τρέχοντα προβλήματα- π.χ. την τρομοκρατία ή την επαναστατικότητα των νέων.
Πάντως, η διάκριση της θεωρητικής αφενός με την εμπερικη και την εφαρμοσμένη εγκληματολογία
αφετέρου έχει τις ρίζες της στη διασύνθεση της εγκληματολογίας με την κοινωνιολογία· αυτή η
διασύνδεση είχε ένα διττό αποτέλεσμα -> α) την υιοθέτηση κοινωνιολογικών μεθόδων για τη
διερεύνηση εγκληματολογικών υποθέσεων και για την ανάπτυξη εγκληματολογικής θεωρίας / β) τη
δημιουργία ενός θεωρητικού εγκληματολογικού υποβάθρου που θεμελιώθηκε στην κοινωνικο-
φιλοσοφική σκέψη και την κοινωνιολογική θεωρία.

1.5.4 Γενική και ειδική εγκληματολογία: α) Κατά τον Δασκαλόπουλο, η γενική εγκληματολογία
ερευνά τη φύση του εγκλήματος και τους γενικούς παραγωγικούς του όρους (=ανθρώπινη
προσωπικότητα + περιβάλλον), ενώ η ειδική ασχολείται με τους επιμέρους εγκληματογόνους όρους
(=κίνητρα + αίτια), καθώς και τη φαινομενολογία του.
β) Αντίθετα, ο Kaiser αντιτάσσει στο γενικό μέρος της εγκληματολογίας > • την έννοια, το
αντικείμενο και το ρόλο της / • την εξέλιξη και τις διάφορες κατευθύνσεις της στο διεθνή χώρο / •
τις σχέσεις της με άλλους συναφείς κλάδους / • τις βασικές εγκληματολογικές έννοιες / • τις
περιοχές εγκληματολογικού προβληματισμού και έρευνας (π.χ. θύμα, κύρωση κλπ). Στο ειδικό
μέρος, πάλι, συγκαταλέγει ειδικές εγκληματολογικές κατηγορίες εγκλημάτων- π.χ. παραβατικότητα
ανηλίκων, αλλοδαπών εργατών, "λευκού περιλαιμίου", τροχαία κλπ.

1.6 Η ιστορική εξέλιξη της εγκληματολογίας: Κατά τον Garland, η ιστορία της εγκληματολογίας
έχει μετατραπεί στην ιστορία του οτιδήποτε έχει λεχθεί για τους παραβάτες των νόμων· από την
άλλη, ο Kaiser ξεκαθαρίζει το τοπίο κατατάσσοντας κάθε αναφορά σε παραβάσεις κανόνων γραπτών
ή εθιμικών και κάθε συζήτηση για την πρόληψη παραβάσεων νόμων στις απαρχάς της
εγκληματολογικής σκέψης, διακρίνοντάς την από την εγκληματολογική επιστήμη. Στους
"προδρόμους" της εγκληματολογίας εντάσσεται ο Κώδικας του Χαμουραμπί ή ορισμένα κείμενα
αρχαίων ελλήνων κλασικών + Τ. Μoore (για την καταγωγή της κλοπής + κριτική του αγγλικού
ποινικού δικαίου), J. Baptiste della Porta (εντοπισμός ειδών και τύπων παραβατών), Montesquieu
(θέματα αντεγληματικής πολιτικής), de Pitaval (απονομή της ποινικής δικαιοσύνης), C. Beccaria,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 3


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Von Feuerbach, Bentham (τοποθέτηση του ποινικού εκφοβισμού σε ωφελιμιστικό πλαίσιο),


Fielding (χρήση εμπειρικών δεδομένων για ποικίλα εγκληματολογικά ζητήματα), Lavater και Gall
("φυσιογνωμική" και "φρενολογία" αντίστοιχα), Howard και Rush (θέματα των φυλακών). Στον 19ο
αιώνα φαίνεται να τελειώνει η πρωτο-εγκληματολογική περίοδος και να αποκτά η εγκληματολογία
όνομα, επιστημονική οντότητα και αυτονομία -> Lombroso (εγκληματολογική ανθρωπολογία),
Garofalo (εγκληματολογική κοινωνιολογία), Lacassagne (ιδρύει τα 'Αρχεία της Εγκληματολογικής
Ανθρωπολογίας'), + ανάπτυξη της εγκληματολογικής εθνογραφίας (=περιγραφική μελέτη των
πρωτόγονων ανθρώπινων κοινωνιών), γεωγραφίας (=διατοπική κατανομή της εγκληματικότητας) και
στατιστικής (=χωροχρονικές, ποσοτικές, ποιτικές και άλλες μετρήσεις της εγκληματικότητας). Στον
20ό αιώνα και κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες παρατηρείται μία τάση κοινωνικού και ενωτικού
προσανατολισμού. Στην αυγή του 21ου αιώνα η εγκληματολογία καθίσταται πλέον μια διακριτή,
διεπιστημονική, εμπειρική επιστήμη.
• Είναι η εγκληματολογία επιστήμη; Οι Michael, Adler και Sutherland απάντησαν αρνητικά. Κατά
τον Van Bemmelen, ωστόσο, α) κανένας επιστημονικός κλάδος δε μπορεί πλέον να καρποφορήσει
χωρίς τη βοήθεια των άλλων επιστημών / και β) η εγκληματολογία έχει ένα ανώτατο πρόσωπο, τον
δικαστή, ο οποίος αποφαίνεται σε κάθε ατομική περίπτωση. Ο δε Cohen τόνισε ότι η
εγκληματολογία αντλεί από τους άλλους επιστημονικούς κλάδους μεθόδους, θεωρίες και ακαδημαϊκή
αξιοπιστία.
• Είναι η εγκληματολογία αυτόνομος επιστημονικός κλάδος; Με την άυξηση και την ποιτική
αναβάθμιση των εγκληματολογικών ερευνών, ο επιστημονικός χαρακτήρας της εγκληματολογίας
παγιώνεται· παράλληλα, η αυτονομία της ισχυροποιείται, καθώς πληθαίνουν τα πανεπιστημιακά
ιδρύματα που τη διδάσκουν + λειτουργούν σχετικές επιστημονικές ενώσεις και εταιρίες + αναφέρεται
ρητά η ειδικότητα του "εγκληματολόγου" σε επίσημα κείμενα ή νομοθετήματα. Από την άλλη, το
κύρος της εγκληματολογικής επιστήμης ενισχύεται με τις ετήσεις ειδικές συνόδους του ΟΗΕ και την
ανάπτυξη εγκληματολογικών ερευνητικών κέντρων στους κόλπους διαφόρων υπουργείων ή κρατικών
ερευνητικών οργανισμών. Τέλος, η ευρωπαϊκή εγκληματολογία εδραιώνεται με τις δραστηριότητας
του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ως κατακλείδα πρέπει να αναφερθεί ότι η διεπιστημόνικοτητα της
εγκληματολογίας δεν καταλύει, αλλά εμπλουτίζει την αυτονομία της => παρά, λοιπόν, τις στενές
σχέσεις της με τις κοινωνικές και νομικές επιστήμες, το γνωστικό αντικείμενο της εγκληματογίας
είναι διακριτό και καλύπτει κατ' αποκλειστικότητα ορισμένους τομείς- π.χ. την κατανόηση του
εγκληματικού φαινομένου, την ποσοτική και ποιοτική μελέτη της εγκληματικότητας, την αναζήτηση
των παραγόντων που οδηγούν σε εγκληματική συμπεριφορά, την καταγραφή αποτελεσμάτων και
στρατηγικών πρόληψης της εγκληματικότητας, τις προτάσεις στο πλαίσιο της αντεγκληματικής
πολιτικής.

1.6.1 Η εξέλιξη της εγκληματολογίας στην Ελλάδα: Σηματοδοτείται με την εκδοτική


δραστηριότητα στον κλάδο αυτό (βλ. μεταφράσεις κειμένων, Φρουδάκης, Γκρανγκούλης με έργα
σωφρονιστικής), ενώ προάγεται με τη διδασκαλία σχετικών μαθημάτων σε πανεπιστημιακό επίπεδο
+ Γαρδίκας (αναδιοργάνωσε την υπηρεσία εγκληματολογικής σήμανσης και συνέβαλε στη
μετεξέλιξή της σε αυτόνομο δημόσιο φορέα, τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών),
Μπακατσούλας, Δασκαλόπουλος, Κουράκης. Αξιοσημείωτη είναι η διάχυση εγκληματολογικών
γνώσεων σε δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους και άλλους επιστήμονες, μέσω συνεδρίων,
δημοσιεύσεων και μελετών. Τέλος, μία επιπρόσθετη απόδειξη της αυτονομίας του
εγκληματολογικού κλάδου είναι τα εξής > α) η αξιοποίηση των εγκληματολόγων και των μελετών
τους σε νομοπαρασκευαστικές και άλλες επιτροπές του κρατικού μηχανισμού / β) η ύπαρξη ενός
επιστημονικού συλλόγου εγκληματολόγων, της Ελληνικής Εταιρίας Εγκληματολογίας (ΕΕΕ).

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 4


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1.7 Σύγχρονες εγκληματολικές κατευθύνσεις (δεύτερο ήμισυ του 20ού και αρχές του 21ου
αιώνα): Δημιουργούνται διαφορετικές προσεγγίσεις ή -κατ' άλλους- "παραδείγματα".

1.7.1 Η συγκριτική εγκληματολογία: Είναι η μέθοδος προσέγγισης του εγκληματικού φαινομένου


με σκοπό τη μελέτη μη αποδεκτών μορφών συμπεριφοράς σε διαφορετικές πολιτισμικές ή
γεωγραφικές περιοχές ή χρονικές περιόδους ή σε θεσμούς, καταστάσεις, ομάδες ή άτομα. Εστιάζει
ιδίως στη δημιουργία συγκριτικών και συγκρίσιμων στατιστικών στοιχείων σχετικά με τα
εγκληματικότητα και το ΣΠΔ, αν και δεν έχει φτάσει ακόμα σε ικανοποιητικό επίπεδο.

1.7.2 Η εγκληματολογία της σύγκρουσης και η εγκληματολογία της συναίνεσης: α) Στη


συγκρουσιακή εγκληματολογία εντάσσονται διάφορες μαρξιστικής ιδεολογίας και κατεύθυνσης
εγκληματολογίες· κατά τους υποστηρικτές της, η αντιπαλότητα βρίσκεται σε κάθε κοινωνία, καθώς
υπάρχουν ποικίλα διαφορετικά συμφέροντα. Έτσι, οι ποινικοί νόμοι είναι ένα εργαλείο στα χέρια της
άρχουσας τάξης, η οποία επιδιώκει να επικρατήσει έναντι των αδυνάτων. // β) Αντίθετα, η
συναινετική εγκληματολογία βασίζεται στην παραδοχή ότι αυτό που συνέχει την κοινωνία είναι μια
κοινή αντίληψη για ορισμένες αρχές και αξίες, π.χ. ως προς τι είναι καλό και τι κακό· η ύπαρξη αυτής
της κοινής συμφωνίας οδηγεί σε μία ευρυθμία και τάξη στην κοινωνία, ενώ επιτρέπει στους
κοινωνούς να προβλέπουν ποιες συμπεριφοράς είναι αποδεκτές και ποιες όχι.

1.7.3 Η κριτική εγκληματολογία: Είναι ένα από τα παρακλάδια της μαρξιστικής εγκληματολογίας
και χρησιμοποιεί την κριτική ανάλυση α) στην εγκληματολογία / β) στη μελέτη του εγκλήματος / και
γ) στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Επιπλέον, εντοπίζει το "έγκλημα", την "απόκλιση" και
την "κοινωνική σύγκρουση" μέσα στις συγκυρίες που το προσδιορίζουν και δεν αναζητά τα αίτια της
εγκληματικότητας => το πρόβλημα της τελευταίας έτσι μετατίθεται από το έγκλημα στη βλάβη, από
την ποινική στην κοινωνική δικαιοσύνη, από την τιμωρία στη θεραπεία και από τον έλεγχο στα
ατομικά δικαιώματα. Βασικές θέσεις της κριτικής εγκληματολογίας είναι > • το ποινικό δίκαιο
προέρχεται από σύγκρουση, δηλ. είναι δημιούργημα της άρχουσας τάξης / • ορισμένες μορφές
συμπεριφοράς χαρακτηρίζονται ως εγκληματικές, επειδή απειλούν το καπιταλιστικό σύστημα και
την κυρίαρχη τάξη / • σε ορισμένα άτομα επικολλάται η ετικέτα του εγκληματία, επειδή ο
στιγματισμός του εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης / • η εργατική τάξη δεν είναι η
επικίνδυνη-εγκληματική τάξη· αν στα άτομα που συλλαμβάνονται υπερεκπροσωπούνται άτομα των
κατώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, τούτο συμβαίνει γιατί η αστική τάξη έχει τον έλεγχο
των μέσων παραγωγής, του κρατικού μηχανισμού και του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης / • η
εγκληματικότητα κάθε κοινωνίας διαφέρει ανάλογα με την πολιτική και οικονομική της δομή / •
με τη συνεχή εκβιομηχάνιση των καπιταλιστικών κοινωνιών και τις αυξανόμενες ταξικές
διακρίσεις δημιουργείται ανάγκη εγκληματοποίησης ολοένα και περισσότερων μορφών
συμπεριφοράς για να διατηρείται κάποια προσωρινή σταθερότητα / • το έγκλημα δε δημιουργεί
συνοχή ανάμεσα στους νομοταγείς πολίτες που συσπειρώνονται εναντίον των εγκληματιών· στην
πραγματικότητα το έγκλημα αμβλύνει την επιθετικότητα των καταπιεζόμενων προς τους καταπιεστές
και την κατευθύνει προς τους ίδιους τους καταπιεζόμενους. Η κριτική εγκληματολογία δέχτηκε τις
εξής επικρίσεις > • πολιτικοποίησε το γνωστικό κλάδο της εγκληματολογίας / • όρισε ανεπαρκώς
το έγκλημα, αφού δεν είναι μόνο ό,τι απειλεί την άρχουσα τάξη / • αλλοίωσε την πραγματικότητα,
αφού οι οπαδοί της παίρνουν μια λανθάνουσα (μη σκόπιμη) λειτουργία της εφαρμογής του ποινικού
δικαίου και τη μετατρέπουν σε φανερή (σκόπιμη) / • χρησιμοποιεί ένα διπολικό πρότυπο
στρωμάτωσης, καθώς από τη μία μεριά τοποθετεί τους καταπιεζόμενους (φτωχούς) και από την
άλλη τους καταπιεστές (άρχουσα τάξη)· μεσαία τάξη γι' αυτήν δεν υπάρχει. Όμως, η κριτική
εγκληματολογία ανανέωσε τις μεθόδους έρευνας, μελέτης, ανάλυσης και αντιμετώπισης του
εγκληματικού φαινομένου > • εμπλούτισε τη θεωρητική εγκληματολογία με συγκροτημένες

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 5


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

κοινωνικο-ιστορικές αναλύσεις / • χάρη στα δεδομένα της, η εγκληματολογική έρευνα έδωσε πιο
έγκυρα αποτελέσματα / • έθεσε θέμα κοινωνικής ευθύνης, καθώς αντιλαμβάνεται τα άτομα
περισσότερο ως θύματα και λιγότερο ως δράστες / • συνέτεινε στο να γίνει αντιληπτό ότι οι
μηχανισμοί του ποινικού δικαίου, οι οποίοι σχεδιάστηκαν για να ελέγχουν το έγκλημα, απέκτησαν
μια δική τους οντότητα / • υποστήριξε ότι το πρόβλημα της εγκληματικότητας σχετίζεται με τις
ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές δομές εξουσίας, ενώ -ταυτόχρονα- έδωσε έμφαση στο
σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων.

1.7.4 Η πραγματιστική εγκληματολογία: Συνδέεται με όσους απορρίπτουν τις ουτοπικές λύσεις του
προβλήματος της εγκληματικότητας και υποστηρίζουν τη ρεαλιστική πολιτική μείωσης των
εγκλημάτων. Περιλαμβάνει δύο ειδικότερες κατευθύνσεις > α) τη δεξιά (βλ. Wilson), η οποία
απομακρύνεται τόσο από τη θετικιστική όσο και από τη ριζοσπαστική εγκληματολογία, ενώ
ασπάζεται τις θεωρίες της συμπεριφοράς και της δημιουργίας εξαρτημένων αντανακλαστικών.
Μάλιστα, αναγνώρισε ότι οι εγκληματολόγοι έχουν περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης και
γενικά ανεπαρκείς γνώσεις σχετικά με το "τι αποδίδει" στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας //
και β) την αριστερή (βλ. Young και Matthews). Σύμφωνα με αυτή, η μελέτη του εγκλήματος πρέπει
να βασίζεται στην πραγματικότητα του εγκλήματος, δηλ. σε κανόνες και παραβάτες των κανόνων
αυτών (=στην εγκληματική συμπεριφορά και στην αντίδραση σε αυτή) -> ο έγκλημα απαρτίζεται από
δύο δυάδες -> η πρώτη περιλαμβάνει το θύμα και τον δράστη {εγκληματική πράξη}, ενώ η δεύτερη
τις δράσεις και τις αντιδράσεις στο έγκλημα {κοινωνικός έλεγχος}. Τέλος, εστιάζει τη μελέτη της όχι
στον κίνδυνο του εγκλήματος γενικά, αλλά σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και σε ορισμένες
ομάδες στις περιοχές αυτές.

1.7.5 Η διαχειριστική εγκληματολογία: Είναι η εγκληματολογία του κατεστημένου- βλ. Young και
Wilson. Το πρόβλημα της εγκληματικότητας εντοπίζεται σε τρία κυρίως στοιχεία > • στη φύση του
συμβάντος και ιδίως στην ορατή εγκληματικότητα των δρόμων (π.χ. αρπαγή τσάντας, ληστεία) / •
στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος / • στην παραδοχή ότι ο δράστης είναι έλλογο ον που υπολογίζει
το κόστος και το όφελος από τη διάπραξη ενός εγκλήματος => το έγκλημα μπορεί να γίνει λιγότερο
ελκυστικό στον επίδοξο δράστη με την κατάλληλη αντεγκληματική πολιτική + ανάγκη
αναδιοργάνωσης των κρατικών στρατηγικών ελέγχου, ώστε αυτός να καθίσταται πιο
αποτελεσματικός και αποδοτικός. Κατά τους επικριτές της, το τελευταίο ωθεί το σύστημα της
ποινικής δικαιοσύνης α) σε μια απλή διαχείριση του εγκληματικού φαινομένου γενικά / β) στην
εκτίμηση και διαχείριση των κινδύνων / και γ) στην ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου
(αστυνομίας, φυλακών).

1.7.6 Η περιβαλλοντική εγκληματολογία (=γεωγραφία της εγκληματικότητας): Στηρίζεται στη


μελέτη του χώρου-τόπου τέλεσης του εγκλήματος και θεωρεί ότι τα εγκληματικά συμβάντα
λαμβάνουν συνήθως χώρα, όταν συντρέχουν τέσσερα στοιχεία -> νόμος, δράστης, στόχος και τόπος.
Το πεδίο της περιλαμβάνει τις έρευνες που αναφέρονται > • στην εδαφική διαμόρφωση της
εγκληματικότητας / • στις διαδικασίες κατά τις οποίες ενδεχόμενοι δράστες αναγνωρίζουν
συγκεκριμένες ευκαιρίες και ενδεχόμενους τόπους για την τέλεση εγκλημάτων / • στον τόπο του
εγκλήματος και στον τόπο κατοικίας του δράστη / • στη δημιουργία και τη διατήρηση περιοχών
που αντιστέκονται στην εγκληματικότητα. Επιπλέον έρευνες • εντοπίζουν την εδαφική κατανομή
των εγκλημάτων, τις εγκληματογενείς, τις ευάλωτες ή -αντίθετα- τις προστατευόμενες περιοχές / •
μελετούν το πώς και το γιατί ο κίνδυνος θυματοποίησης κατανέμεται σε ορισμένες περιοχές / •
συσχετίζουν το φόβο του εγκλήματος με της ασφαλείς, αλλά και με τις επικίνδυνες περιοχές / •
περιγράφουν την κίνηση ορισμένων εγκλημάτων (π.χ. ναρκωτικά) ή κοινωνικών προβλημάτων (π.χ.
πορνεία) σε διάφορες περιοχές. Σημειώνεται ότι η σχέση εδαφικής περιοχής (εδάφους) και

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 6


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

εγκληματικότητας είναι σύνθετη και επηρεαζόμενη από πολλές παραμέτρους· η πρόσφατη στροφή
προς τη σχέση αυτή ερμηνεύεται και από το ρόλο που διαδραματίζει η περιβαλλοντική
εγκληματολογία στο σχεδίασμα προληπτικών προγραμμάτων και στη διαχείριση του περιβάλλοντος
(π.χ. κατάλληλος σχεδιασμός κατοικίας, αναδόμηση περιοχών κλπ). Τέλος, παρατηρείται ότι όταν σε
μια περιοχή υπάρχει ανοχή για "αγενείς συμπεριφορές (π.χ. εγκατάλειψη σκουπιδιών στους δρόμους,
γκράφιτι στους τοίχους, διαπληκτισμοί), αυτές οδηγούν σε εγκλήματα. Η λύση είναι, λοιπόν, η
επιδιόρθωση, η παρέμβαση και η "μηδενική ανοχή" από την αστυνομική δύναμη τέτοιων
συμπεριφορών.

1.7.7 Η φεμινιστική εγκληματολογία: Αμφισβητεί την ανδρική κυριαρχία στον εγκληματολογικό


κλάδο και ειδικότερα στη θεωρία ερμηνείας του εγκληματικού φαινομένου και στις διαδικασίες
απονομής της δικαιοσύνης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διερευνήθηκαν θέματα σχετιζόμενα με τη
γυναικεία εγκληματικότητα, την ανδρική εξουσία, την καταπίεση, τα εγκλήματα των 'αδυνάτων', τη
θυματοποίηση και τη βία. Τρία ρεύματα φαίνεται να κυριαρχούν με τις εξής απόψεις > α) Η ύπαρξη
συγγραφέων που αυτοαποκαλούνται φεμινιστές εγκληματολόγοι δε σημαίνει ότο υφίσταται και η
ξεχωριστή αυτή εγκληματολογική κατεύθυνση. // β) Πρόκειται για φεμινιστική θεώρηση και όχι
για έναν ξεχωριστό εγκληματολογικό κλάδο. // γ) Η παρουσία της φεμινιστικής εγκληματολογίας
στο στερέωμα των πολλών εγκληματολογικών κατευθύνσεων είναι αναμφισβήτητη και έχει να
επιδείξει αξιόλογες θεωρητικές τοποθετήσεις -> • εκείνη που προσανατολίζεται προς φιλελεύθερες,
παραδοσιακές αντιλήψεις σχετικά με την "ομοιότητα" ανδρών και γυναικών, η οποία -ωστόσο-
συνοδεύεται από την ανισότητα ευκαιριών ακόμη και για συμμετοχή στην εγκληματικότητα ΙΙ • την
κριτική φεμινιστική εγκληματολογία, η οποία πρεσβεύει ότι οι διαφορές μεταξύ των φίλων
προέρχονται από τις σχέσεις εξουσίας και όχι από τους διαφορετικούς ρόλους που καλούνται οι
γυναίκες να διαδραματίσουν ΙΙ • τη μετα-νεωτερική και εμπειρική φεμινιστική εγκληματολογία, η
οποία προσεγγίζει το γυναικείο φύλο, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις δημοσιεύσεις
κοινωνιολογικών, εγκληματολογικών και νομικών κειμένων που θίγουν θέματα φύλου ή γυναικών.

1.7.8 Η ενοποιούσα εγκληματολογία ή εγκληματολογία της ολοκλήρωσης: Συνενώνει στοιχεία


από διαφορετικές προσεγγίσεις για να δημιουργήσουν ένα βελτιωμένο ερμηνευτικό εργαλείο σε
σύγκριση με εκείνο που προσφέρει μία μόνο θεωρία. Οι συνδυασμοί αυτοί ή συνθέσεις είναι πολλών
ειδών (βλ. ενοποίηση • εννοιών ή • προτάσεων για ένα εγκληματολογικό ζήτημα, οι οποίες
προέρχονται από διαφορετικές θεωρίες) και μπορεί να συντελούνται είτε α) σε ένα επίπεδο, δηλ. σε
επίπεδο ερμηνείας, είτε β) σε δύο επίπεδα συγχρόνως (π.χ. μικρό- και μακρο-επίπεδο). Πλέον έχουν
αναπτυχθεί δύο ειδικότερα ρεύματα, η νεωτερική συνθετική εγκληματολογία και η μετανεωτερική, με
τα οποία επιχειρείται μια αληθινά διεπιστημονική προσέγγιση.

1.7.9 Η εξελικτική εγκληματολογία: Μελετά τις σχέσεις και αλληλεξαρτήσεις ηλικίας και
εγκληματικής συμπεριφοράς· εξάλλου, οι εγκληματικές δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκεται ένα
άτομο διαφέρουν από πλευράς είδους, ποσότητας, διάρκειας, εμμονής, εξειδίκευσης κλπ. Οι οπαδοί
της εξελικτικής εγκληματολογίας υποστηρίζουν ότι οι διάφοροι βιολογικοί, ψυχολογικοί και
κοινωνικοί παράγοντες επιδρούν διαφορετικά στους δράστες διαφόρων ηλικιών· με άλλα λόγια, οι
παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά εξαρτώνται από την περίοδο της ζωής που διανύει το
άτομο. Με αφορμή τις απόψεις αυτές αρκετοί εγκληματολόγοι εντατικοποίησαν τις έρευνές τους
σχετικά με το θέμα την εγκληματιών σταδιοδρομίας, ενώ έγιναν και προσπάθειες να διαπιστωθεί η
παραβατικότητα και η εγκληματικότητα, σε χρονική διαδρομή, ατόμων που είχαν γεννηθεί μία
συγκεκριμένη χρονολογία.

1.7.10 Η συστατική εγκληματολογία: Για τον προσδιορισμό της απαιτείται η διευκρίνιση των
εννοιών της "νεωτερικότητας" (=δέχεται ότι η ερμηνεία και επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 7


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

είναι δυνατή μέσω του ορθού λόγου και της επιστήμης) και της "μετα-νεωτερικότητας" (=αμφιβητεί
τις δυνατότητες του ορθού λόγου και υποστηρίζει ότι η σημερινή κοινωνία χαρακτηρίζεται από •
αναδόμηση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων / • ρευστότητα των κοινωνικών
διαδικασιών / • ταχύτητα των τεχνολογικών εξελίξεων / • έντονη πολιτισμική ανομοιογένεια). Η
συστατική εγκληματολογία υιοθετεί την κριτική της νεωτερικότητας από τους μετα-νεωτεριστές, και
κυρίως την κριτική του θετικιστικού εμπειρισμού των κοινωνικών επιστημών· κατά τους
υποστηρικτές της, το εγκληματικό φαινόμενο είναι μια συν-παραγωγή αφενός ατόμων, και αφετέρου
κοινωνικών και οργανωτικών δομών, τις οποίες τα ίδια τα άτομα δημιουργούν. Άρα, είναι
απαραίτητη η αποδόμηση της έννοιας του εγκλήματος και η αναδόμησή της, ώστε να επιδιώκεται η
πρόληψη της επανεμφάνισης του εγκλήματος.

1.7.11 Η ειρηνοποιός εγκληματολογία: Επιδιώκει την ειρηνική επίλυση διαφορών/εγκλημάτων με


την απονομή "επανορθωτικής" ή "αποκαταστατικής" δικαιοσύνης (=επαναφορά των πραγμάτων στην
κατάσταση πριν από τη βλάβη ή τη ρήξη των κοινωνικών δεσμών που επήλθε με την τέλεση του
εγκλήματος + επανένταξη του δράστη στην κοινότητα). Αφορά τη μελέτη των διαδικασιών του
"σχετίζεσθαι", οι οποίες συμβάλλουν στο να αισθάνονται οι άνθρωποι περισσότερο ασφαλείς και να
εμπιστεύονται περισσότερο ο ένας τον άλλον => η πρόληψη της εγκληματικότητας επιτυγχάνεται,
όταν οι κοινωνίες ακολουθήσουν (στο θεωρητικό επίπεδο) τη λογική της μη-βίας.
Στον αντίποδα βρίσκεται η πολεμοχαρής εγκληματολογία, στην οποία κυριαρχούν αρνητικές
αναφορές (π.χ. βία, έγκλημα, εγκληματικότητα, τιμωρία, εκφοβισμός κλπ) και επικρατεί η αντίληψη
ότι ο άνθρωπος γεννιέται αδαής και πρέπει να περάσει από μια διαδικασία, η οποία θα του μάθει την
υπακοή στους ανωτέρους και ισχυροτέρους- γεγονός που δημιουργεί αντιπαλότητες (βλ. "εκδικητική
δικαιοσύνη").

1.7.12 Άλλες σύγχρονες κατευθύνσεις: • Νεο-συντηρητική εγκληματολογία > αντιμετωπίζει την


εγκληματικότητα ως ένα φαινόμενο κοινωνικής παθολογίας, της οποίας η εξάπλωση οφείλεται στη
διαβρωτική επίδραση του σύγχρονου φιλελεύθερου πολιτισμικού περιβάλλοντος. // • Αναρχική
εγκληματολογία > συνδέεται με αντιλήψεις που υποστηρίζουν ότι η τάξη στην κοινωνία
επιτυγχάνεται δίχως την παρέμβαση του κράτους που καταναγκάζει, τιμωρεί, εκμεταλλεύεται,
διαφθείρει και καταστρέφει (π.χ. Proudhon, Bakunin). // • Αναγνωρίζουσα την αξία ορισμένων
ομάδων εγκληματολογία > επικεντρώνεται στην κατανόηση και αναγνώριση του κοινωνικού
περιγύρου και ιδίως της εγκληματικότητας και της απόκλισης από την πλευρά των άλλων (π.χ.
Matza). // • Μετα-νεωτερική εγκληματολογία > προκάλεσε γόνιμες εγκληματολογικές συζητήσεις,
σχετικά με τα αίτια της εγκληματικότητας, την ευθύνη και τα διάφορα είδη οργάνωσης. // •
Εγκληματολογία της ειδησεογραφίας > χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ για την ανάλυση, ερμηνεία,
πληροφόρηση και μεταβολή των κοινωνικά κατασκευασμένων και συλλογικά καταναλισκόμενων
εικόνων που αφορούν την εγκληματικότητα και την ποινική δικαιοσύνη, το έγκλημα και την ποινή,
τους δράστες και τα θύματα. // • Μετα-αποικιοκρατική εγκληματολογία > θέτει ερωτήματα σχετικά
με τη δυτική προέλευση της εγκληματολογίας και την περιθωριοποίηση λαών με διαφορετικές
πολιτισμικές καταβολές. Επιθυμητή είναι, πάντως, η εγκληματολογική κάθαρση από νέο-
αποικιοκρατικές εγκληματολογικές θέσεις, δηλ. από ρατσιστικές αντιλήψεις σχετικά με τη
μεγαλύτερη εγκληματικότητα ορισμένων φυλών ή λαών. // • Πράσινη εγκληματολογία > μελετά α)
τα εγκλήματα που τελούνται και τις βλάβες που δημιουργούνται σε βάρος του περιβάλλοντος (βλ.
θυματοποίηση των ζώων, βλαπτική διαχείριση τοξικών και μη αποβλήτων, ρύπανση ή
κακοδιαχείριση φυσικών πόρων, αποψίλωση δασών κλπ) από τις εταιρίες, β) την περιβαλλοντική
νομοθεσία, γ) τις άστοχες δικαστικές κρίσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και δ) την
πρόληψη περιβαλλοντικών εγκλημάτων. // • Ψηφιακή ή υπολογιστική εγκληματολογία > είναι
διεπιστημονική με την έννοια της χρήσης μεθόδων και γνώσεων από την πληροφορική και την

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 8


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

εγκληματολογία· έχει εφαρμογές κυρίως στις κλοπές ατομικής ταυτότητας ή αριθμών πιστωτικών
καρτών και στη διαλεύκανση εγκλημάτων με εικονική αναπαράσταση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. //
• Βιολογική εγκληματολογία, ύστερα από την αποκρυπτογράφηση του γενετικού κώδικα και τις
ανακαλύψεις για την αλληλουχία του ανθρώπινου γονιδιώματος. // • Εγκληματολογία της
διακινδύνευσης.

1.8 Ανακεφαλαίωση - Συμπεράσματα: Ο κατακερματισμός της εγκληματολογίας υποδηλώνει τη


διακλαδικότητα του γνωστικού αντικειμένου και την πολυπλοκότητα των διερευνώμενων
αντικειμένων. Η εγκληματολογική συζήτηση οδήγησε στο ερώτημα αν χρειάζεται μια αναθεωρητική
εγκληματολογία, στο γνωστικό αντικείμενο της οποίας θα ανήκει η κριτική ενασχόληση με τα
στερεότυπα που αναφέρονται στο έγκλημα. Επίσης, ζητήματα για την εγκληματοποίηση
συμπεριφορών (συνεπάγεται διεύρυνση του κοινωνικού ελέγχου) ή την απεγκληματοποίηση
(καταλήγει στη συρρίκνωση της ποινικής καταστολής), ίσως θα έπρεπε να τεθούν επί τάπητος. Τέλος,
πρέπει να σημειωθεί ότι η παρακολούθηση της εξέλιξης της εγκληματολογίας δεν είναι αυτοσκοπός·
σκοπός είναι η πρόληψη της τέλεσης εγκλημάτων και η αποτελεσματικότερη/ανθρωπινότερη
αντιμετώπιση των εγκληματιών, ώστε να μην υπάρξει υποτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

2. ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

2.1 Ο πρώτος πυλώνας. Το έγκλημα: Υπό νομική έποψη, έγκλημα είναι κάθε πράξη άδικη και
καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο ≠ για τον εγκληματολόγο δεν
υφίσταται ένας γενικά αποδεκτός ορισμός· έτσι, απαντώνται το "πραγματικό έγκλημα", το "φυσικό
έγκλημα" (=εκείνο που θίγει τα βασικά ηθικά συναισθήματα της ευσέβειας ή της αγαθότητας, όπως
απέχθεια του να προξενεί κανείς πόνο στους άλλους, και της χρηστότητας ή δικαιότητας- π.χ.
σεβασμός της ιδιοκτησίας των άλλων), "η κοινωνιολογική" ή η "οντολογική" έννοια του εγκλήματος
κλπ. Ο Ferri, δίνοντας έναν εξω-νομικό ορισμό, κατέληξε στο ότι "εγκλήματα είναι οι τιμωρητέες
πράξεις που προσδιορίζονται από κίνητρα ατομικά και κοινωνικά, πλήττουν τους όρους συντήρησης
και ανάπτυξης του κοινωνικού βίου και ενοχλούν το μέσο ηθικό συναίσθημα ενός δεδομένου λαού σε
μια δεδομένη στιγμή". Ως ουσιώδη στοιχεία του αναφέρονται τα εξής > • η αντικοινωνικότητα / • η
κοινωνική βλάβη ή ζημία και η νομική κύρωση (που εμπεριέχει και τις αστικές κυρώσεις) / • η
ανομία / • η προσβολή υλικών αγαθών που ικανοποιούν βιοτικές ανάγκες / • ο έντονος απαξιωτικός
χαρακτήρας / • η προσβολή γενικά αποδεκτών αξιών της κοινωνικής ζωής / • η παραβίαση
βασικών κανόνων συμπεριφοράς και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Από όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι και οι δύο έννοιες του εγκλήματος είναι χρήσιμες, είτε αυτές
συμπίπτουν είτε όχι· με άλλα λόγια, ορισμένες συμπεριφορές θεωρούνται εγκληματικές μόνο
σύμφωνα με την οντολογική έννοια του εγκλήματος και όχι σύμφωνα με την ποινική, εφόσον έχει
πλέον καταργηθεί το αξιόποινο (π.χ. μοιχεία). Η χρησιμότητα του ποινικο-νομικού ορισμού
σχετίζεται με τις μετρήσεις των εγκληματολογικών στατιστικών· από την άλλη, η έννοια του
πραγματικού εγκλήματος είναι χρήσιμη όταν τίθεται θέμα απεγκληματοποίησης, δηλ. κατάργησης
του αξιοποίνου ορισμένων συμπεριφορών.

2.1.1 Η εγκληματικότητα: Συνήθως ο εγκληματολόγος διακρίνει το εγκληματικό φαινόμενο ή το


έγκλημα σε εγκληματική συμπεριφορά ενός ατόμου και σε εγκληματικότητα μιας περιοχής. Με τον
όρο εγκληματικότητα εννοούμε το σύνολο των εγκλημάτων μιας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη
χρονική περίοδο. Η επινόηση, λοιπόν, ενός όρου που να υποδηλώνει το κοινωνικό φαινόμενο του
"συνόλου των εγκλημάτων που διαπράττονται σε ορισμένη τοπικά και χρονικά κοινωνική ομάδα" •
ενδείκνυται για τη συλλογή στοιχείων που αφορούν τη μέτρηση και τις διακυμάνσεις της

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 9


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

εγκληματικότητας / • επιτρέπει τη διάκριση σε "αφανή" (π.χ. ενδοοικογενειακή βία, φοροδιαφυγή,


δωροδοκία) και σε "εμφανή" εγκληματικότητα / • παρέχει δυνατότητες εκτίμησης του κόστους
των εγκλημάτων.

2.1.2 Η απόκλιση ή αποκλίνουσα συμπεριφορά: Υποδηλώνει ένα σύνολο κοινωνικών


συμπεριφορών, τρόπων ζωής, αντιλήψεων που θεωρούνται ότι εκτρέπονται ουσιωδώς από τους
κανόνες, τα ήθη και τις προσδοκίες μιας κοινωνίας· καθορίζεται από δύο στοιχεία > • τη μη
συμμόρφωση προς τους κοινωνικούς κανόνες και τους νόμους {στη δεύτερη αυτή περίπτωση
γίνεται λόγος για εγκληματική συμπεριφορά} / • την έντονη αποδοκιμασία (ποινή) αυτής της
συμπεριφοράς. Στο πεδίο μελέτης των εγκληματολόγων βρίσκεται η αντίδραση της κοινωνίας στη
(μη) συμμόρφωση όλων των κοινωνικών κανόνων. Η σχέση μεταξύ εγκληματικής συμπεριφοράς και
των άλλων μορφών αποκλίνουσας συμπεριφοράς διαφέρει ανάλογα με την κοινωνία και τη χρονική
περίοδο.
Κατά τον Becker, η απόκλιση είναι μια συνέπεια της εφαρμογής κανόνων και κυρώσεων =>
δημιουργείται από την κοινωνία, δηλ. τις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Γι' αυτό μπορεί να διακριθεί
σε • πρωτογενή (όταν διάφορα υποκειμενικά κίνητρα και αντικειμενικά γεγονότα προκαλούν την
αρχική απόκλιση) και • δευτερογενή (όταν η απόκλιση είναι αποτέλεσμα της κυρωτικής λειτουργίας
της κοινωνίας, η οποία -μέσω των οργάνων της- επικολλά την ετικέτα "αποκλίνων" ή "εγκληματίας".
Τέλος, αναφέρεται ότι οι μαρξιστές εγκληματολόγοι θεώρησαν την απόκλιση ως μια εκδήλωση της
ανθρώπινης διαφορετικότητας, η εγκληματοποίηση της οποίας καλύπτει κάποια κοινωνική ανάγκη
που δε συνδέεται με την ποιότητα της συμπεριφοράς.

2.1.3 Εγκλήματα "λευκού περιλαιμίου": Πρόκειται για την παράβαση ποινικών διατάξεων που
τελείται από άτομο, το οποίο απολαμβάνει σεβασμό και κατέχει υψηλό status, στο πλαίσιο των
νόμιμων επαγγελματικών του δραστηριοτήτων -> οι δράστες ήταν κυρίως επιχειρηματίες και
απολάμβαναν ατιμωρησίας. Βαθμιαία, το περιεχόμενο της έννοιας μεταβλήθηκε και άρχισε κα
χρησιμοποιείται ο όρος "οικονομικά εγκλήματα". Ο Kaiser διακρίνει τέσσερις κατηγορίες τους, με
βάση το προστατευόμενο αγαθό > • την εθνική οικονομία και την οικονομία των επιχειρήσεων (π.χ.
τα εγκλήματα κατά των τραπεζών και του χρηματιστηρίου ή εγκλήματα που αναφέρονται στον
ελεύθερο ανταγωνισμό) / • το δημοσιονομικό τομέα (π.χ εγκλήματα σχετικά με τη φορολογία,
δωροδοκία, δωροληψία) / • το κοινωνικό σύνολο (παραβάσεις σχετικά με την προστασία της
εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση) / • τους αντισυμβαλλόμενους και τους καταναλωτές (π.χ.
απάτη και τοκογλυφία). Από τα εγκλήματα "λευκού περιλαιμίου" προέκυψαν τα επαγγελματικά
εγκλήματα (=τελούνται από άτομα κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών τους καθηκόντων και
ωφελούνται οι ίδιοι οι δράστες), καθώς και τα εταιρικά και επιχειρησιακά εγκλήματα (=τελούνται
από υπαλλήλους ή στελέχη μιας εταιρίας ή επιχείρησης περισσότερο προς όφελος της αλλοδαπής
εταιρίας).

2.1.4 Το οργανωμένο έγκλημα: Οι απαρχές του σχετίζονται με τη μαφία (βλ. Ιταλοί μετανάστες που
υποστηρίζονταν από μέλη της ευρύτατης οικογένειάς τους)· συναφής όρος είναι το "συνδικάτο του
εγκλήματος ή των εγκληματιών". Λόγω της πολυμορφίας του, το οργανωμένο έγκλημα είναι διαρκώς
μεταλασσόμενο. Με τη Σύμβαση του Παλέρμο, ως οργανωμένη εγκληματική ομάδα χαρακτηρίστηκε
εκείνη που αποτελείται από 3+ πρόσωπα, έχει διάρκεια, ενεργεί με το σκοπό να τελέσει ένα ή
περισσότερα εγκλήματα και έχει ιδρυθεί για να προσποριστεί -άμεσα ή έμμεσα- οικονομικά ή άλλα
υλικά οφέλη. Έτσι, ουσιώδη χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος είναι > • ο άμεσος ή
έμμεσος πορισμός οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους / • η ύπαρξη εγκληματικής ομάδας,
ανεξάρτητα από τους στόχους της (εξάλλου, κοινωνική απαξία έχουν μόνο οι πράξεις της) / • ο
σκοπός της τέλεσης εγκλημάτων, ο οποίος πρέπει να αποδίδεται στη δράση των προσώπων που

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 10


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

απαρτίζουν την οργάνωση και όχι μόνο στο πρόσωπο που εντάσσεται ως μέλος της / • η τέλεση
σοβαρών εγκλημάτων.

2.1.5 Τα εγκλήματα μίσους: Είναι τα εγκλήματα κατά του προσώπου και κατά της ιδιοκτησίας,
καθώς και άλλα εγκλήματα, που τελούνται από δράστες εμφορούμενους από συναισθήματα έχθρας
και έλλειψης ανοχής για επιλεγμένες ομάδες που έχουν ορισμένα "αρνητικά" χαρακτηριστικά- βλ.
φαινόμενα άνισης μεταχείρισης και διακρίσεων, με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, το θρήσκευμα,
τον γενετήσιο προσανατολισμό ή την ηλικία (=εγκλήματα βίας εξαιτίας προκαταλήψεων και
ξενοφοβίας). Η διαπίστωση των εγκλημάτων αυτών (με την κατάστρωση ειδικών εγκληματολογικών
στατιστικών που να δίνουν μια -έστω- αδρή εικόνα) είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό
αντιρατσιστικών στρατηγικών, με κύριο στόχο την κρατική καταστολή.

2.1.6 Τα εγκλήματα παραγωγής και διακίνησης πειρατικών και παραποιημένων προϊόντων:


Γίνεται λόγος για "εγκληματικό φαινόμενο", γιατί η παραγωγή και διακίνηση των προϊόντων αυτών
συντελείται στο πλαίσιο παράνομων επιχειρησιακών δομών, στις οποίες ανθούν εγκληματικά δίκτυα
+ βλ. διασύνδεση με το οργανωμένο έγκλημα και παραβάσεις φορολογικών/τελωνειακών διατάξεων.
Τα παραποιημένα και πειρατικά εμπορεύματα (=προϊόντα απομίμησης) έχουν σημαντικές κοινωνικο-
οικονονικές επιπτώσεις -> α) κατασκευάζονται για να επωφεληθούν οι κατασκευαστές και πωλητές
από την υψηλή τιμή που έχουν τα γνήσια προϊόντα / β) υπάρχει φοροδιαφυγή και διαφυγή
τελωνειακών δασμών, άρα κερδίζουν κι από εκεί χρήματα οι ασχολούμενοι με το σχετικό
παρεμπόριο / γ) άλλες δυσμενείς επιπτώσεις προκαλούνται από την προσφορά εμπορευμάτων που
παραβιάζουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Η πρώτη διάκρισή τους αφορά σε • υλικά
(π.χ. αντικείμενα ένδυσης, σωματικής περιποίησης, παιχνίδια, τσιγάρα, φάρμακα) και • ψηφιακά
(π.χ. CD, λογισμικό, κινηματογραφικές ταινίες) προϊόντα. Άλλη διάκριση αναφέρεται • στην
πρωτογενή (ανήκουν οι καταναλωτές που προμηθεύονται τα εν λόγω εμπορεύματα πιστεύοντας ότι
αγόρασαν αυθεντικά προϊόντα) και • στη δευτερογενή αγορά (περιλαμβάνονται οι καταναλωτές που
γνωρίζουν ότι αγοράζουν μη γνήσια προϊόντα, αλλά τα προμηθεύονται γιατί θεωρούν ότι
προσφέρονται σε τιμή ευκαιρίας). Μια τρίτη διάκριση αφορά σε προϊόντα που διακινούνται • μέσω
διαδικτύου (π.χ. μουσική, βίντεο, λογισμικό, φάρμακα κλπ) και • με παραδοσιακούς τρόπους
διακίνησης εμπορευμάτων. Τέλος, γίνεται διάκριση σε προϊόντα • μη αυθεντικά και • γνήσια
(=εμπορεύματα που πωλούνται φθηνότερα, διότι παρήχθησαν πέραν του προκαθορισμένου αριθμού
που είχε συμφωνηθεί από τη μητρική εταιρία).

2.1.7 Τα εγκλήματα χωρίς θύματα: Υπάρχουν όταν μια παράνομη υπηρεσία ή αγαθό γίνεται
αντικείμενο συναλλαγής, χωρίς να βλάπτεται φανερά κάποιος- π.χ. πορνεία, παράνομα παίγνια,
αλητεία, χρήση ναρκωτικών. Βέβαια, υπάρχουν κάποια έμμεσα (μη εμφανή) θύματα (π.χ. η
συμμετοχή στην παράνομη χαρτοπαιξία θυματοποιεί την οικογένεια του δράστη), ενώ γίνεται -
ταυτόχρονα- δεκτό ότι τα εγκλήματα αυτά θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τις κοινωνικές αξίες
και υποσκάπτουν την έννοια του Δικαίου. Η διάκριση αυτή, τέλος, υποδεικνύει ότι πρέπει να
μελετηθεί αν ενδείκνυται η κατάργηση του αξιοποίνου για τις συμπεριφορές αυτές.

2.2 Ο δεύτερος πυλώνας. Ο εγκληματίας

2.2.1 Ποιος είναι εγκληματίας: Αν δεχτούμε ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες, τότε ο
εγκληματίας δε διαφέρει από τον νομοταγή πολίτη· αν, όμως, υποθέσουμε ότι ο εγκληματίας διαφέρει
από τον μη εγκληματία, τότε πρέπει να αναζητήσουμε τα ιδιαίτερα ψυχικά, σωματικά και κοινωνικά
χαρακτηριστικά του πρώτου.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 11


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

2.2.2 Τυπολογίες εγκληματιών: Αποτελούν κατηγοριοποιήσεις που προκύπτουν από το


κληρονομικό κρηπίδωμα, το βιοψυχολογικό υπόβαθρο των εγκληματιών, τις ιδιαιτερότητες των
εγκληματικών πράξεων, τις επιδράσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος, τα κίνητρα των δραστών,
αλλά και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. Οι τυπολογίες μπορεί να είναι περιγραφικές,
διαγνωστικές ή να αποβλέπουν στην αιτιολογική προσέγγιση, στην πρόγνωση ή στην κατάλληλη
μεταχείριση του δράστη.

2.2.2.1 Ο γεννημένος εγκληματίας: Κατά τον Lombroso, φέρει εκ γενετής ορισμένα στίγματα
(=stigmata criminalia ή atavistic). Η άποψη αυτή δημιούργησε αντιρρήσεις- π.χ. παρατηρήθηκε ότι αν
η εγκληματική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητας, τότε δεν είναι δυνατό να
αποτραπεί με εξωγενείς παρεμβάσεις. Σχετικά συζητούνται ζητήματα της χημείας του εγκεφάλου και
των νευροδιαβιβαστών· ενδεικτικά αναφέρεται ότι • η σεροτονίνη -που ρυθμίζει το κεντρικό νευρικό
σύστημα- συμβάλλει στην ευθυκρισία, τη διάκριση μεταξύ ορθού και λάθους και την αλλαγή
διάθεσης / • η ντοπαμίνη και η τεστοστερόνη ενοχοποιούνται για την επιθετικότητα και τις
εξαρτήσεις, ενώ ενδέχεται να έχουν σχέση και με την αντικοινωνική συμπεριφορά (όπως και η
νοροεπινεφρίνη).

2.2.2.2 Τυπολογίες βάσει ψυχολογικών κριτηρίων: Ο Jung διακρίνει τον • εσωστρεφή (=αγχώδης,
νευρωτικός που υπόκειται ευχερώς σε διαδικασία εκμάθησης ηθικών κοινωνικών αξιών) και τον •
εξωστρεφή (=με έντονες συγκινησιακές αντιδράσεις που δεν εσωτερικεύει κανόνες με ηθικές αξίες)
τύπο ανθρώπου. // Ο Eysenck διακρίνει τρεις βασικές "διαστάσεις της προσωπικότητας" ή
παράγοντες με τους οποίους συσχετίζεται θετικά η εγκληματική συμπεριφορά -> αναφέρεται στον
εγκληματία με τον παράγοντα • ψ ή ψυχωτικό (=επιθετικός, ψυχρός, αντικοινωνικός, εγωκεντρικός),
• ε ή εξωστρεφή (=κοινωνικός, ζωηρός, εξουσιαστικός, ασταθής), • ν ή νευρωτικό (=παράλογος, με
κατάθλιψη, συναισθήματα ενοχής και ευμετάβολη ψυχική διάθεση). // Οι Hewitt και Jenkins
αναγνώρισαν • το νευρωσικό (με αναστολές και υπερτροφικό Υπερεγώ), • το μη κοινωνικοποιημένο
(επιθετικός με ελλειματικό Υπερεγώ) και το • ψευδο-κοινωνικοποιημένο (μέλος συμμορίας με ένα
Υπερεγώ που έχει δύο όψεις- τη φυσιολογική απέναντι στη συμμορία και την ελλειμματική απέναντι
στην ευρύτερη κοινωνία) άτομο. // Οι Vold και Bernard κατέληξαν ότι οι πλείστοι εγκληματίες
ανήκουν στους εξής τρεις τύπους > • το νευρωσικό ή συγκρουσιακό που χαρακτηρίζεται από κάποια
ψυχική διαταραχή, • το μη κοινωνικοποιημένο ή ψυχοπαθητικό που δεν έχει συναισθήματα ενοχής
και • το φυσιολογικό. // Οι Miller και Lynam εντόπισαν δύο καταστάσεις που διαφοροποιούν τους
εγκληματίες από τους μη εγκληματίες > εκείνη του να είναι κανείς • ευχάριστος και • ευσυνείδητος.
Οι εγκληματίες βαθμολογούνται χαμηλά τόσο στην κλίμακα του να είναι ευχάριστοι (δηλ. τείνουν να
είναι εχθρικοί, μοχθηροί και αδιάφοροι ως προς τους άλλους) όσο και στην κλίμακα του να είναι
ευσυνείδητοι (δηλ. τείνουν να μην έχουν φιλοδοξίες, κίνητρα και επιμονή).

2.2.2.3 Οι ανθρωποκτόνοι ή δολοφόνοι: Η ταξινόμηση του Blackburn στηρίζεται καταρχήν στη


δυνατότητα αυτοελέγχου του δράστη βίας που προκαλείται συνήθως από θυμό. Έτσι, υφίστανται δύο
βασικοί τύποι > α) ο υπο-ελεγχόμενος ανθρωποκτόνος που περιλαμβάνει τον ψυχοπαθητικό (βλ.
υψηλή εξωστρέφεια, επιθετικότητα και άγχος σε χαμηλό βαθμό) και τον παρανοϊκό επιθετικό (βλ.
επιθετικότητα και ψυχωτικά συμπτώματα) / β) ο υπερ-ελεγχόμενος ανθρωποκτόνος που
περιλαμβάνει τον ελεγχόμενο-κατασταλτικό (βλ. χαμηλά επίπεδα επιθετικότητας και άγχους) και τον
καταθληπτικό με αναστολές (βλ. μη παρορμητικός, εσωστρεφής και με επιθετικότητα στρεφόμενη
προς τον εαυτό του).
Εξάλλου, ανάλογα με το κίνητρο ή τον τρόπο ή το χρόνο τέλεσης της ανθρωποκτονίας, θα μπορούσε
κανείς να διακρίνει • τον πατροκτόνο, μητροκτόνο, γενεοκτόνο ή οικογενειοκτόνο, • την
παιδοκτόνο γυναίκα, • το μισθοφόρο ανθρωποκτόνο, • τον ζηλόφθονο ή εκ πάθους ανθρωποκτόνο,

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 12


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

• τον μαζικό ανθρωποκτόνο (=σκοτώνει στην ίδια γεωγραφική περιοχή έναν αριθμό τυχαία
επιλεγμένων θυμάτων σε μικρό χρονικό διάστημα, ύστερα από ξαφνική αλλαγή διάθεσης, ενώ στο
τέλος -συνήθως- αυτοκτονεί) και • τον ανθρωποκτόνο κατά συρροή ή διαδοχικό ανθρωποκτόνο
[=φονεύει σε διαφορετικό χρόνο και τόπο κατ' επανάληψη, χωρίς να έχει κάποια ψυχική διαταραχή,
ενώ εμφορείται από κάποιο κίνητρο. Η ταξινόμηση μπορεί να γίνει σε τέσσερις τύπους > α) ο
ανθρωποκτόνος που έχει για κίνητρο οπτικές ή ακουστικές παραισθήσεις ΙΙ β) ο
προσανατολισμένος προς μια αποστολή ανθρωποκτόνος ΙΙ γ) αυτός που υπακούει σε μια
εσωτερική επιταγή και -κατά τα άλλα- ζει φυσιολογικά· σκοτώνει από ευχαρίστηση είτε
αυθόρμητα είτε προμελετημένα ΙΙ δ) ο εξουσιαστικά προσανατολισμένος ανθρωποκτόνος που
σκοτώνει προμελετημένα για να επιδείξει δύναμη].

2.2.2.4 Ο εγκληματίας με ψυχοπαθητική ή κοινωνικοπαθητική προσωπικότητα: Χαρακτηρίζεται


από δυσκοινωνική (=ανήθικη, αντικοινωνική, ακοινωνική, ψυχοπαθητική, κοινωνικοπαθητική)
προσωπικότητα ή έχει κάποια διαταραχή της συμπεριφοράς => περιφρονεί τις κοινωνικές
υποχρεώσεις, αδιαφορεί για τα συναισθήματα των άλλων και παραβιάζει τα δικαιώματά τους ή τους
μείζονες κοινωνικούς κανόνες. Τα άτομα αυτά διακρίνονται από επιθετικότητα, ακοινωνικότητα και
ναρκισσισμό, ενώ είναι ανώριμα και καταστροφικά που δεν αισθάνονται ενοχή. Κατά μία άποψη,
τέλος, η ψυχοπαθητική προσωπικότητα διαφέρει από την εγκληματική και η πλειονότητα των ατόμων
με τέτοια προσωπικότητα δεν είναι εγκληματίες.

2.2.2.5 Ο εγκληματίας με νοητική υστέρηση: Ως μη έγκαιρη ή ατελής νοητική ανάπτυξη νοείται


εκείνη που χαρακτηρίζεται από εξασθένηση δεξιοτήτων, οι οποίες συντελούν στο γενικό επίπεδο
ανάπτυξης (π.χ. γνωσιακές, λεκτικές, κινητικές και κοινωνικές). Η καθυστέρηση μπορεί και να μη
συνοδεύεται από άλλες νοητικές ή σωματικές καταστάσεις.
Η μελέτη της σχέσης νοημοσύνης και εγκληματικής συμπεριφοράς ξεκίνησε από τον Binet. Έκτοτε η
νοημοσύνη υπολογίζεται με διάφορες ψυχολογικές δοκιμασίες, οι οποίες δίνουν το δείκτη
νοημοσύνης = (νοητική ηλικία : χρονολογική ηλικία) x 100. Με βάση το δείκτη νοημοσύνης
γίνεται διάκριση σε > οριακή νοητική καθυστέρηση (ΔΝ=68-85) / ελαφρά (ΔΝ=52-67) / μέτρια
(ΔΝ=36-51) / βαρεία (ΔΝ=20-35) / βαρύτατη (ΔΝ >20).
Οι πρώτες μετρήσεις που έγιναν από τον Goddard οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η πλειονότητα των
εγκληματιών είναι νοητικά καθυστερημένοι. Έτσι, δημιουργείται λανθασμένη εντύπωση ότι τα
νοητικά καθυστερημένη άτομα (επειδή δεν έχουν ούτε την ικανότητα να αντιληφθούν τους νόμους
και κυρίως τι είναι κοινωνικά αποδεκτό, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να ελέγξουν τις συγκινισιακές
τους αντιδράσεις και να συμμορφωθούν προς ό,τι θεωρείται δίκαιο και ορθό) είναι λογικό να
εμπλέκονται σε παραβάσεις των νόμων.
Το ζήτημα των νοητικά καθυστερημένων εγκληματιών απασχόλησε και τον έλληνα νομοθέτη, αλλά
από την άποψη τις ενδεικνυόμενης μεταχείρισης -> α) στους ανήλικους παραβάτες επιβάλλονται
"θεραπευτικά μέτρα" μετά από διάγνωση και γνωμοδότηση από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών,
ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών (ΠΚ 123) / β) στους ακαταλόγιστους δεν επιβάλλεται καμία
ποινή (ΠΚ 34) / γ) στις περιπτώσεις ελαττωμένου καταλογισμού προβλέπεται μειωμένη ποινή και
έκτισή της σε ιδιαίτερα ψυχιατρικά ιδρύματα ή παραρτήματα φυλακών (ΠΚ 36-38).
Ως προς τα σχετικά ερευνητικά δεδομένα, η μελέτη του Goddard στο γενεαλογικό δέντρο των Kalilak
συσχέτισε τη χαμηλή νοημοσύνη -που θεωρήθηκε ότι μεταβιβάζεται κληρονομικά- με την
εγκληματική δραστηριότητα. Το 1914 σε μια πιο εμπεριστατωμένη έρευνα διαπίστωσε ότι οι
καθυστερημένοι τρόφιμοι σε δεκαέξι σωφρονιστικά ιδρύματα κάλυπταν από το 28% έως το 89% του
πληθυσμού των κρατουμένων. Προέκυψε, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι όλα τα νοητικά καθυστερημένα
άτομα είναι εν δυνάμει εγκληματίες και ότι ο ισόβιος εγκλεισμός τους σε ιδρύματα ή η στείρωσή τους
ήταν η ενδεικνυόμενη αντιμετώπιση. Ωστόσο, την εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο ορισμός και

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 13


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

η μέτρηση της νοητικής καθυστέρησης αποδείχτηκε ότι δεν είχαν αξιοπιστία· μετρήσεις σε
στρατεύσιμους του Αμερικανικού στρατού κατέγραψαν ότι ένας στους δύο ήταν νοητικά
καθυστερημένοι και, άρα, ακατάλληλοι να υπηρετήσουν. Μετέπειτα έρευνες, όμως, έδειξαν ότι οι
περισσότεροι εγκληματίες είχαν φυσιολογική νοημοσύνη. Το 1977 οι Hirshi και Hindang απέδειξαν
ότι μεταξύ παραβατών και νομοταγών ανηλίκων υπήρχε μία διαφορά οκτώ μονάδων στο μέσο όρο
του δείκτη νοημοσύνης και ότι η χαμηλή νοημοσύνη αποτελούσε ένα δείκτη πρόγνωσης εξίσου καλό,
όπως η κοινωνική τάξη ή η φυλή· πράγματι, ο μέσος όρος ΔΝ των ανηλίκων που έγιναν παραβάτες
ήταν 95, ενώ εκείνων που δεν παραβίασαν τελικά τους νόμους ήταν 110.

2.2.2.6 Η προσωπικότητα του εγκληματία. Η άποψη Pinatel: Ο Pinatel διέκρινε στον πυρήνα της
εγκληματικής προσωπικότητας τέσσερα ψυχολογικά χαρακτηριστικά > • εγωκεντρισμό από την
παιδική ηλικία, ο οποίος δεν έχει παραμεριστεί => δεν προσαρμόζεται στο περιβάλλον και δεν
συναισθάνεται την κοινωνική αποδοκιμασία / • αστάθεια, η οποία εμποδίζει το άτομο να υπολογίσει
την απειλή της ποινής και έτσι να αποτραπεί από την τέλεση ενός εγκλήματος· δε μαθαίνει από τις
εμπειρίες και κυριαρχείται από την ηδονοθηρία / • επιθετικότητα = μία ενστικτώδης δύναμη, το
παρορμητικό στοιχείο, η ενέργεια που υποκινεί και εντέλει υπερνικά τις δυσκολίες / • ενεργό
αδιαφορία = ηθική ασυναισθησία => ο εγκληματίας είναι ψυχρός απέναντι στους άλλους και δεν
αποτρέπεται από το πέρασμα στην πράξη.

2.2.3 Το φύλο του εγκληματία: Οι Gottfredson και Hirschi αναφέρουν ότι υπάρχει μια "μείζων,
επίμονη συσχέτιση" μεταξύ φύλου και εγκλήματος. Οι στατιστικές παρουσιάζουν την
εγκληματικότητα των ανδρών μεγαλύτερη από αυτή των γυναικών, ενώ το ποσοστό της διατηρείται
παρά τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές • σε όλες τις χώρες / • σε όλες τις ηλικίες (αν και η
εμπλοκή των γυναικών στο έγκλημα αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας) / • σε όλες τις χρονικές
περιόδους (εξαίρεση αποτελεί η εποχή των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, επειδή οι γυναίκες ανέλαβαν
κατ' ανάγκη ανδρικούς ρόλους) / • στην πλειονότητα των εγκλημάτων (η διαφορά μεταξύ των
δεικτών της ανδρικής και γυναικείας εγκληματικότητας ποικίλλει, ωστόσο, ανάλογα με τους τύπους
των εγκλημάτων -> βλ. οι γυναίκες καταδικάζονται κυρίως για παιδοκτονία, άμβλωση, έκθεση
βρέφους, μοιχεία, απάτη, εξύβριση, κλοπή, μαστροπεία κλπ). Γενικότερα παρατηρείται ότι η γυναίκα,
όταν εγκληματεί, επικεντρώνεται όχι μόνο σε μια εγκληματικότητα λιγότερο βίαιη, αλλά και λιγότερο
κερδοφόρα-οργανωμένη από εκείνη των ανδρών. Έχουν διατυπωθεί διάφορες εικασίες ή και θεωρίες
για την προέλευση των ποσοτικών και ποιοτικών διαφοροποιήσεων στους διαπιστούμενους δείκτες
εγκληματικότητας ανδρών και γυναικών > • βιοψυχολογικές (=οι γυναίκες λόγω της φύσης τους
διαπράττουν εναλλακτικές μη αξιόποινες πράξεις, όπως η πορνεία) / • της πλασματικής διαφοράς
(=η περιορισμένη εγκληματικότητα των γυναικών είναι φαινομενική, δεδομένου ότι πολλά
εγκλήματα από αυτά που τελούν οι γυναίκες βρίσκονται στη σκοτεινή περιοχή ή γιατί υπάρχει συχνά
ευνοϊκή μεταχείριση της γυναίκας) / • κοινωνιολογικές (=η κοινωνικοποίηση των γυναικών είναι
προσανατολισμένη στη συμμόρφωση και στη μη εμπλοκή τους σε ριψοκίνδυνες πράξεις).
Συμπερασματικά, η χειραφέτηση των γυναικών και η λεγόμενη απελευθέρωσή τους δεν συνεπέφεραν
μια ανάλογη αύξηση της γυναικείας εγκληματικότητας.

2.2.4 Η ηλικία του εγκληματία: Αποτελεί δημογραφική μεταβλητή και επιτρέπει το διαχωρισμό των
εγκληματιών από τους νομοταγείς πολίτες. Σύμφωνα με έρευνες, οι περισσότεροι καταδικασμένοι
ανήκουν στην ηλιακή ομάδα 30-34, ενώ αύξηση μπορεί να παρατηρηθεί π.χ. με μία έκρηξη
γεννήσεων, την εισροή αρρένων μεταναστών, την παλιννόστηση ελλήνων κλπ. Πάντως, με αρκετές
επιφυλάξεις, ιδίως για την εποχή της εφηβείας και μέχρι την ενηλικίωση, φαίνεται ότι όσο αυξάνει η
ηλικία, τόσο αυξάνει και η εγκληματικότητα· η τελευταία παραμένει υψηλή περίπου μέχρι το 44ο
έτος και αρχίζει να μειώνεται μετά το 60ό έτος. Η ηλικία δεν επηρεάζει μόνο ποσοτικά, αλλά και

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 14


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ποιτικά την εγκληματική συμπεριφορά -> σε κάθε ηλικία φαίνεται να κυριαρχεί διαφορετικό είδος
εγκλημάτων (π.χ. οι ανήλικοι τελούν συνήθως κλοπές). Η παραπάνω παρατήρηση οδήγησε στη
διαμόρφωση της εξελικτικής εγκληματολογίας, η οποία εξετάζει ζητήματα συνέχισης της
εγκληματικής σταδιοδρομίας ή υποτροπής, καθώς και την έλλειψη επιστημονικής βάσης στη
διάκριση μεταξύ εγκληματιών και μη, κυρίως δε γιατί για πολλούς αρχίζει η απεμπλοκή από την
εγκληματική συμπεριφορά μετά από το 40ό έτος.

2.2.5 Ο ημεδαπός και αλλοδαπός εγκληματίας - Ο μετανάστης

2.2.5.1 Η υπηκοότητα του εγκληματία: Όσο λιγότερος είναι ο αλλοδαπός πληθυσμός τόσο
μεγαλύτερο το ποσοστό των αλλοδαπών που φέρονται από την Αστυνομία ως δράστες. Από την
άλλη, στην πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα αποτυπώνονται οι συγκινησιακές
αντιδράσεις και μια αρνητική πρόσληψη του αλλοδαπού, οι οποίες συντελούν στις παρουσιαζόμενες
σημαντικές διαφορές στην εγκληματικότητα ημεδαπών και αλλοδαπών. Η ξενοφοβία, μάλιστα,
αντανακλάται στα ΜΜΕ που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Πάντως, η συναγωγή συμπερασμάτων
για τον ημεδαπό και αλλοδαπό εγκληματία δυσχεραίνεται και από ορισμένους άλλους παράγοντες-
π.χ. την εισαγωγή από το εξωτερικό νέων τρόπων τέλεσης εγκλημάτων και την αύξηση του διεθνικού
οργανωμένου εγκλήματος. Από στατιστικά προκύπτει ότι οι αλλοδαποί τελούν περισσότερες
πλαστογραφίες, κλοπές, εγκλήματα λαθρεμπορίου, ανθρωποκτονίες, ληστείες εντός οικειών ή
φέρονται ως δράστες επαιτείας. Σχετικά με τα στοιχεία αυτά πρέπει να τονιστεί ότι α) ένας
σημαντικός αριθμός δραστών συλλαμβάνεται για μη βίαιη εγκληματική συμπεριφορά / β) αυτοί οι
αριθμοί αφορούν φερόμενους ως δράστες και -συνεπώς- κάποιοι ενδέχεται να κριθούν αθώοι. Οι
πολέμιοι της άποψης που σχετίζεται με την αυξημένη εγκληματική δραστηριότητα των αλλοδαπών
επικαλείται λανθάνουσες ρατσιστικές διακρίσεις της αστυνομίας ή της δικαιοσύνης. Τέλος, πρέπει να
μελετηθούν οι σχέσεις δράστη-θύματος, διότι πολλά εγκλήματα βίας είναι ενδοφυλετικά (π.χ. στις
ΗΠΑ καταγράφεται υψηλός δείκτης ανθρωποκτονιών μεταξύ μαύρων ανδρών).

2.2.5.2 Ο μετανάστης: Το εξεταζόμενο ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο με την παράνομη


μετανάστευση (=παράνομη είσοδος και παραμονή). Ο μεταναστευτικός πληθυσμός είναι
ανομοιογενής κυρίως γιατί καταγράφονται διαφορές στην εγκληματική συμπεριφορά ανάλογα με το
λόγο που βρίσκονται σε μια χώρα ή ανάλογα με τη διάρκεια παραμονής τους. Έτσι διακρίνονται • οι
προσωρινοί και • οι οριστικοί μετανάστες (=έχουν θέληση να εγκατασταθούν και να γίνουν
αποδεκτοί => είναι λιγότερο εγκληματικοί. Και φυσικά, αυτοί μπορεί να είναι νόμιμοι, αιτούντες
άσυλο, παράτυποι, οικονομικοί μετανάστες κλπ). Ζήτημα δημιουργείται και για την εγκληματικότητα
των παιδιών της δεύτερης γενιάς· ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί και ότι μια συμπεριφορά μπορεί να
είναι κοινωνικά αποδεκτή στη μεταναστευτική ομάδα, στην οποία ανήκουν τα παιδιά, και μη
αποδεκτή στη χώρα υποδοχής. Τέλος, σημειώνεται ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα, όμως, είναι
περισσότερο κοινωνιολογικό· μετατρέπεται σε εγκληματολογικό αφότου η πολιτεία δεν είναι σε θέση
να υποδεχτεί, να περιθάλψει και να παράσχει έγκαιρα την απαιτούμενη προστασία ή άσυλο στους
μετανάστες ή πρόσφυγες, οι οποίοι -έτσι- εκτίθενται σε πολλαπλούς κινδύνους.

2.2.6 Το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο του εγκληματία: Ήδη από την αρχαιότητα, η φτώχια και
το χαμηλο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο συνδέθηκαν με την ασθένεια, την απογοήτευση και το
έγκλημα => άτομα νεαρής ηλικίας, άνεργοι και υποεκπαιδευόμενοι είχαν περισσότερες πιθανότητες
να εγκληματίσουν. Από την άλλη, η ανεργία μόνη της δεν αρκεί, αφού πρέπει να συνοδεύεται και από
άλλους παράγοντες. Εξάλλου, η νεωτερικότητα και η ανάπτυξη φαίνεται ότι συναρτάται με την
αύξηση των δεικτών εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας. Από πορίσματα ερευνών προκύπτουν τα εξής
> • η φτώχια από μόνη της δε φαίνεται να προκαλεί άμεσα εγκληματίες, παρά το γεγονός ότι
συναρτάται με εγκλήματα βίας / • η οικονομική ανισότητα συναρτάται με αύξηση των εγκλημάτων

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 15


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

βίας, επειδή δημιουργεί συναισθήματα ματαίωσης και "σχετικής αποστέρησης" / • οι γειτονιές με


υψηλό δείκτη ανεργίας, συχνές πληθυσμιακές μετακινήσεις και διαλυμένες οικογένειες τείνουν να
έχουν και υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας / • η ανεργία και ο ρατσισμός μπορεί να οδηγήσουν
στην παραγωγή κωδίκων του δρόμου που διαδίδουν τη βία σε διάφορες περιπτώσεις. Τέλος, ως
προς τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη δημόσια υγεία παρατηρούνται τα εξής > α)
υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών και θανάτων από κατάχρηση οινοπνεύματος / β) μείωση των
θανάτων από τροχαίες παραβάσεις / γ) αύξηση της νοσηρότητας από AIDS και τη χρήση ουσιών.

2.3 Ο τρίτος πυλώνας. Το θύμα: Η έννοια του θύματος στην εγκληματολογία οριοθετείται
λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα πέντε βασικά στοιχεία > • το γεγονός που δημιούργησε το θύμα
(π.χ. φυσική καταστροφή, ατύχημα, έγκλημα) / • η φύση του θύματος (π.χ. φυσικό ή νομικό
πρόσωπο, ένα άτομο ή περισσότερα) / • η αλληλενέργεια θύματος και γεγονότος αφενός (π.χ.
θύματος και ατυχήματος ή θύματος και εγκλήματος) και θύματος και φορέα του γεγονότος
αφετέρου (π.χ. θύματος και εργοδότη ή θύματος και δράστη) / • τα δημογραφικά χαρακτηριστικά
του θύματος / • τα εγκληματολογικά χαρακτηριστικά του θύματος ή η τυπολογία του (γνωστό και
άγνωστο, αληθές ή ψευδές, αθώο-ένοχο-τελείως υπεύθυνο, καλόπιστο ή κακόπιστο). Από τα
παραπάνω προκύπτει ότι ως θύμα γενικά νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, του οποίου έννομα ή
άλλα αγαθά έχουν διακινδυνευθεί ή προσβληθεί από φυσικό ή ανθρώπινο γεγονός. Για τον
εγκληματολόγο, πάντως, σημασία έχει μόνο το θύμα που δημιουργείται από διακινδύνευση ή
προσβολή των εννόμων ή άλλων αγαθών του συνεπεία εγκλήματος ή συνεπεία άλλης πράξης που δε
συνιστά έγκλημα, αλλά που αποτελεί παράβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή κατάχρηση
εξουσίας "μη συμβατικά εγκλήματα").
Στο Έβδομο Συνέδριο του ΟΗΕ (Μιλάνο 1985) υιοθετήθηκαν τελικά δύο ορισμοί για το θύμα > α) το
πρόσωπο του οποίου, ατομικά ή συλλογικά, αγαθά έχουν υποστεί βλάβη, συμπεριλαμβανομένης
και της σωματικής και ψυχικής βλάβης, ψυχικής οδύνης, οικονομικής απώλειας κλπ. // β) ο όρος
"θύμα" περιλαμβάνει -όποτε αρμόζει- και τους εγγύτερους συγγενείς του άμεσου θύματος ή τους
εξαρτώμενους από αυτό, καθώς και πρόσωπα που υπέστησαν βλάβη παρεμβαίνοντας με σκοπό να
βοηθήσουν το θύμα. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου ως θύματος είναι ανεξάρτητος από την
ανακάλυψη, σύλληψη, δίωξη ή καταδίκη του δράστη ή από τη συγγενική σχέση μεταξύ δράστη και
θύματος.

2.4 Ο τέταρτος πυλώνας. Η αντίδραση στο έγκλημα: α) Ατομική > περιλαμβάνεται ο φόβος του
εγκλήματος και η θυματοποίηση- βλ. και συγκινησιακή αντίδραση, θυμός, ανασφάλεια, κατάθλιψη,
πανικός, φυγή. Το είδος και ο βαθμός των αντιδράσεων αυτών εξαρτήνται από παράγοντες, όπως "το
ευάλωτον" του ατόμου, η υποκειμενική πρόσληψη του κινδύνου, η ύπαρξη προηγούμενης
θυματοποίησης, η σοβαρότητα των εγκλημάτων κλπ. // β) Κοινωνική > αναφέρεται και ως άτυπος
κοινωνικός έλεγχος, ο οποίος μπορεί να είναι ήπιος (π.χ. κουτσομπολιό) ή αυστηρός (π.χ.
περιθωριοποίηση, στιγματισμός). Τέλος, η κοινωνική αντίδραση μπορεί να είναι τόσο αυστηρή, ώστε
να μετατραπεί σε δράση των κοινωνών (π.χ. εξοπλισμός με συστήματα ασφαλείας, περιπολίες στη
γειτονιά κλπ). Δεν πρέπει να λησμονηθούν και οι πρωτοβουλίες της κοινότητας να παράσχει βοήθεια
μέσω ΜΚΟ. Στον τομέα των κοινωνικών αντιδράσεων πρέπει να αναφερθούμ και οι μηχανισμοί που
αναπτύσσονται στις γειτονιές ως αντίδραση στο έγκλημα > • ανάπτυξη κοινωνικού κεφαλαίου = οι
επενδύσεις που κάνει κάποιος σε κοινωνικές σχέσεις με νομοταγείς πολίτες που τον βοηθούν να
επιτύχει τους στόχους του, δηλ. τα δίκτυα σχέσεων με άτομα που πραγματώνουν την επίτευξη κοινών
στόχων => περιορισμός της εγκληματικότητας ΙΙ • "συλλογική αποτελεσματικότητα" = η
δυνατότητα της γειτονιάς να διατηρεί ευταξία στους δημόσιους χώρους και να πετυχαίνει τους
κοινούς της στόχους. Όπου οι γείτονες σχετίζονται μεταξύ τους, υπάρχει και λιγότερη
εγκληματικότητα. // γ) Πολιτειακή > αφορά τους τρόπους και τα μέσα, με τα οποία η συντεταγμένη

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 16


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

πολιτεία απαντά στο έγκλημα και τον εγκληματία -> νομοθέτηση ποινικών διατάξεων + οργάνωση
του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Σημειώνεται ότι όσο πιο αδύναμος και
αναποτελεσματικός είναι ο ανεπίσημος-άτυπος κοινωνικός έλεγχος, τόσο πιο πολύ ισχυροποιείται ο
επίσημος. Εκτός από την ποινική καταστολή, η πολιτεία έχει αναπτύξει και θετικές αντιδράσεις, όπως
είναι οι προσπάθειες προστασίας ή και ψυχοκοινωνικής θεραπείας θυμάτων + διαπαιδαγώγηση των
πολιτών στο σεβασμό προς τους νόμους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

3. Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

3.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Μεθοδολογία της εγκληματολογίας είναι οι μέθοδοι και οι τεχνικές
(=συστηματικοί τρόποι) μελέτης/διερεύνησης του εγκληματικού φαινομένου από την εμφάνισή του
ως τις κοινωνικές αντιδράσεις σε αυτό. Αντικείμενο της μεθοδολογίας της εγκληματολογίας είναι
ιδίως > • Η αναζήτηση κανονικοτήτων και γενικών ‘νόμων’= η ανακάλυψη ποσοτικών ή
ποιοτικών επαναλήψεων της εγκληματικότητας και τάσεων, μέσω της γενίκευσης- π.χ. ‘θερμικός
νόμος της εγκληματικότητας’ (=στα θερμά κλίματα και στις θερμές εποχές υπερέχουν τα εγκλήματα
αίματος και τα εγκλήματα κατά του προσώπου) ή γενίκευση από τον ΟΗΕ ότι ‘στα μεσαίου
εισοδήματος αναπτυσσόμενα κράτη που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, το ποσοστό των
εγκλημάτων βίας είναι πολύ υψηλότερο). // • Η παρατήρηση και ταξινόμηση των γεγονότων. Τα
γεγονότα αυτά μπορεί να αναφέρονται στη συμπεριφορά του εγκληματία, του θύματος ή του
εφαρμοστή των ποινικών νόμων. Στο βαθμό που η εγκληματολογία προσεγγίζει την εγκληματικότητα
με τη λογική της εξατομίκευσης, μελετά γεγονότα, αιτίες και πιθανότητες σε ατομικές περιπτώσεις. //
• Η αξιολόγηση θεσμών, μέτρων ή νέων νομοθετικών ρυθμίσεων, μέσω ερευνητικών
προγραμμάτων και συγκρίσεων. // • Η διερεύνηση των αντιλήψεων του κοινού σχετικά με το
έγκλημα, τις ποινές, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, το φόβο του εγκλήματος ή τη
θυματοποίηση των πολιτών.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πολυπλοκότητα του εγκληματικού φαινομένου υποδεικνύει μία
μεγάλη ποικιλία θεμάτων, τα οποία απαιτούν διερεύνηση. Από την άλλη, η ποικιλία θεμάτων και ο
διακλαδικός χαρακτήρας της εγκληματολογίας καθιστούν αναγκαία την καταφυγή σε αντίστοιχα
ποικίλες μεθόδους (ακόμα και από άλλους κλάδους).

3.2 Έννοιες-κλειδιά για την κατανόηση εγκληματολογικών ερευνών: Η αναζήτηση των αιτίων της
εγκληματικής συμπεριφοράς-εγκληματικότητας γίνεται τόσο σε ατομικό όσο και σε γενικό επίπεδο
(π.χ. σε τοπικό). Στο ζήτημα αναζήτησης αιτίου (ανεξάρτητης μεταβλητής) και αιτιατού ή
αποτελέσματος (εξαρτημένης μεταβλητής) τέσσερις έννοιες πρέπει να προσεχθούν > • Συσχέτιση
υπάρχει όταν δύο φαινόμενα μεταβάλλονται συχρόνως· αρνητική συσχέτιση, πάλι, υπάρχει όταν η
αύξηση ενός φαινομένου τείνει να σχετίζεται λιγότερο με ένα άλλο- π.χ. όσο αυξάνεται η
αυστηρότητα στη διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού και φτάνει μέχρι κακοποίησής του, τόσο μειώνεται η
παραβατική του συμπεριφορά! // • Θεωρητική λογική = πρέπει να είναι εύλογο το να προκαλεί το
ένα φαινόμενο το άλλο. Αυτή, όμως, η λογικοφανής εξήγηση θα πρέπει, όμως, να τεκμηριώνεται με
αποδείξεις, με ερευνητικά και θεωρητικά στοιχεία. // • Χρονική ακολουθία ή αλληλουχία = πρέπει το
φαινόμενο που αποτελεί το αίτιο να προηγείται χρονικά. // • Απουσία πλαστότητας = πρέπει και τα
δύο φαινόμενα να μην οφείλονται σε κάτι άλλο.

3.3 Ερευνητικές δυσχέρειες και δεοντολογικά ζητήματα: Οι δυσκολίες είναι συνυφασμένες


πρώτα-πρώτα με το διερευνώμενο αντικείμενο, δηλ. το έγκλημα, τον εγκληματία, το θύμα και την
κοινωνική αντίδραση σε αυτά· προσκόμματα δημιουργούν και οι προσωπικές αντιλήψεις του

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 17


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ερευνητή για τα καίρια αυτά ζητήματα. Ο εγκληματολόγος, επίσης, έχει δυσκολία να προσπελάσει το
υλικό της ερευνάς του- βλ. ειδικότερα, • αδυναμία να χρησιμοποιηθεί ο άνθρωπος –εγκληματίας ή
μη εγκληματίας- σε πειράματα που ακολουθούν μεθόδους των φυσικών επιστημών για την
αναζήτηση των γενεσιουργών παραγόντων του εγκλήματος. / • πρόβλημα του ότι οι εγκληματίες δεν
προσεγγίζονται εύκολα, είτε βρίσκονται ασύλληπτο στους δρόμους είτε καταδικασμένοι στις
φυλακές· στην Ελλάδα αποκλείεται, μάλιστα, και η λήψη πληροφοριών σχετικά με το ποινικό
μητρώο. Τα δημιουργούμενα εμπόδια είναι, βέβαια, δικαιολογημένα, αφού υπάρχει πάντα ο κίνδυνος
στιγματισμού του ερευνώμενου ατόμου, αποκάλυψης ευαίσθητων δεδομένων του, ακόμη και
παρεμπόδισης της καλής λειτουργίας του δικαστηρίου. / • πολυπλοκότητα της φύσης του
εγκλήματος, το οποίο δεν είναι (μόνο) ό,τι ο νόμος ορίζει, αλλά (και) ό,τι οι εγκληματολόγοι
προτείνουν. / • αλληλεξάρτηση αντεγκληματικής πολιτικής και εγκληματολογικής έρευνας. Όσοι
χρηματοδοτούν τέτοιες έρευνες επιλέγουν συνήθως εκείνες που έχουν ή υπόσχονται πρακτική αξία.
Αυτό είναι διττά βλαβερό, καθώς δεν προωθείται η θεωρητική έρευνα, ενώ η εφαρμοσμένη έρευνα
εμπλέκει συχνά τον εγκληματολόγο σε αποφάσεις αντεγκληματικής πολιτικής. / • κίνδυνος
απομάκρυνσης από την αλήθεια -> επίδραση από την ιδεολογία και τις προσωπικές αντιλήψεις του
ερευνητή-εγκληματολόγου, οι οποίες καθορίζουν συχνά την επιλογή του ως προς το θέμα, τη μέθοδο
και τα ευρήματα που θα παρουσιάσει. Μάλιστα, ο ερευνητής-εγκληματολόγος ενδέχεται να είναι
στρατευμένος, δηλ. να προσδοκά την απόδειξη των δικών του θεωριών.
Ως προς τη δεοντολογία του ερευνητή, πρέπει να τονιστούν τα εξής > • αποφυγή διαδικασιών που
ενδέχεται να βλάψουν, να ταπεινώσουν ή να παραπλανήσουν τα υποκείμενα της έρευνας, συνήθως
τους εγκληματίες / • προστασία του απορρήτου και της ιδιωτικής σφαίρας των υποκειμένων / •
εκπόνηση της έρευνας και έκθεση των αποτελεσμάτων με αντικειμενικότητα, υπευθυνότητα και
επαγγελματικό ήθος / • τήρηση των δεσμεύσεων ως προς τους συμμετέχοντες στην έρευνα. Έτσι,
χρήσιμο θα ήταν να περιβληθούν οι κανόνες αυτοί τον τύπο ενός Κώδικα Δεοντολογίας.

3.4 Οι μεθοδολογικές κατευθύνσεις της εγκληματολογίας

3.4.1 Η φιλοσοφική και η αντιθετική κατεύθυνση: Η προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου με


το νου (φιλοσοφική) ξεκίνησε από τον Beccaria, ο οποίος προώθησε θέσεις, όπως το προβάδισμα
στην πρόληψη και η απόρριψη της ποινής του θανάτου· την ίδια μέθοδο ακολούθησε κι ο Bentham, ο
οποίος υποστήριξε ότι ‘η ποινή πρέπει να είναι περισσότερο εκφοβιστική από ό,τι το έγκλημα
επιθυμητό’ (=η αυστηρότητα της ποινής είναι απαραίτητη για να αντισταθμίσει τις πιθανότητες
ατιμωρησίας). Από την άλλη, οι αντιθετικιστές αναζήτησαν να κατανοήσουν το έγκλημα, τις
επιπτώσεις και τους τρόπους αντιμετώπισής του, χωρίς ‘υποθέσεις’ και στατιστικές, μέσω της
κριτικής εγκληματολογίας- βλ. τη θεωρία της ‘διαφορικής συναναστροφής’ του Sutherland, η οποία
αναπτύχθηκε χωρίς να έχει εμπειρικά ερείσματα + τον έλεγχο του εγκλήματος στην αμερικανική
κοινωνία, που διερευνήθηκε από τον Quinney. Μακρυά από τα παραπάνω κινείται μία άλλη ομάδα
μελετών, οι οποίες προσεγγίζουν την εγκληματικότητα μέσα από ιστορικές αναλύσεις.
Τέλος, να σημειωθεί ότι για τους γνήσιους θετικιστές, οι παραπάνω κατευθύνσεις είναι βασισμένες σε
νοητικές κατασκευές και αποσπασματικές περιγραφές, οπότε είναι υποκειμενικές και αυθαίρετες
(δηλ. μπορούν μόνο να προσφέρουν υλικό για κατασκευή ερευνητικών υποθέσεων)

3.4.2 Η θετικιστική κατεύθυνση: Θεμελιώδης αρχή της είναι ότι μόνο οι πειραματικές επιστήμες
μπορούν να προσφέρουν βεβαιότητα· έτσι, εφαρμόζονται μέθοδοι που προσεγγίζουν τα πρότυπα των
φυσικών επιστημών, αναζητούνται αιτιώδεις συναρτήσεις ή ‘νόμοι’ και επιδιώκεται η αξιολογική
ουδετερότητα. Συνήθως οι εμπειρικές μελέτες ξεκινούν από την επιλογή μιας εγκληματολογικής
θεωρίας και την περιγραφή του θεωρητικού αυτού πλαισίου. Ύστερα, ακολουθεί η κατασκευή των
‘υποθέσεων’ {=προτάσεις που επιδέχονται επαλήθευση ή διάψευση, δηλ. εικασίες για το είδος της

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 18


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

σχέσης δύο μετρήσιμων μεταβλητών· οι μεταβλητές αυτές θα προκύψουν από την επιλεγμένη
θεωρία, οπότε πρέπει να δοθούν ‘ορισμοί εργασίας’. Στην επιστήμη γίνεται λόγος για ανεξάρτητες
μεταβλητές (έννοιες, όπως η ηλικία, το φύλο, ο τόπος γέννησης, το εισόδημα, το θρήσκευμα κλπ) και
για εξαρτημένες (έπονται των ανεξάρτητων, δηλ. είναι το αποτέλεσμα-αιτιατό, βλ. η παράβαση των
νόμων, η εγκληματικότητα, η υποτροπή κλπ)} και η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου για τη
διερεύνησή τους. Στη συνέχεια πραγματοποιείται η έρευνα (αφού επιλεγεί το είδος της) με συλλογή
των αναγκαίων στοιχείων, ενώ, η παρουσίαση-συζήτηση των ευρημάτων καταλήγει στην επαλήθευση
ή διάψευση των υποθέσεων. Τέλος, η έρευνα ολοκληρώνεται με γενικεύσεις.

3.4.2.1 Διακρίσεις και είδη ερευνών


Διερευντικές: Στοχεύουν στην εξοικείωση με ένα νέο, αδιερεύνητο θέμα και στον εντοπισμό
μηχανισμών ή συσχετίσεων. Δεν απαιτούν ιδιαίτερο σχεδιασμό και μεγάλα κονδύλια, ενώ
διενεργούνται σε ένα μικρό δείγμα, με τη μέθοδο της παρατήρησης ή με ένα προκαταρκτικό
ερωτηματολόγιο- π.χ. η έρευνα που έγινε σε θύματα-άτομα τρίτης ηλικίας (χρησιμοποιήθηκε ένα
ερωτηματολόγιο απευθυνόμενο σε άτομα της τρίτης ηλικίας και ένα δεύτερο απευθυνόμενο σε
υπηρεσίες νοσοκομείων, ενώ παράλληλα ελέχθηκαν και τα βιβλία συμβάντων στα αστυνομικά
τμήματα των περιοχών όπου διεξήχθη η έρευνα, ώστε να εντοπιστούν περιστατικά θυματοποίησης
ηλικιωμένων.
Αυτές οι έρευνες έχουν κοινά σημεία με τις προέρευνες ή δοκιμαστικές έρευνες, οι οποίες συνήθως
γίνονται σε ένα μικρό δείγμα για να ελεγχθεί ένα ερωτηματολόγιο ή συλλέγονται με μια άλλη μέθοδο
ορισμένα στοιχεία για να εντοπίσει ο ερευνητής τα συγκεκριμένα προβλήματα με τα οποία θα
ασχοληθεί.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η συνδυασμένη χρήση μεθόδων και τεχνικών (=τριγωνοποίηση) είναι
ενδεδειγμένη (π.χ. η έρευνα των Shaw και McKay στην περιοχή του Σικάγου, στην οποία
χρησιμοποιήθηκαν στατιστικές του συστήματος πονικής δικαιοσύνης, παρατήρηση και
ιστοριογραφίες προσώπων της ερευνώμενης περιοχής).
Περιγραφικές: Αποσκοπούν στην αναλυτική καταγραφή καταστάσεων ή γεγονότων, ενώ
δεν στηρίζονται σε ‘υποθέσεις’, αφού χρησιμοποιούνται όταν δεν υπάρχει θεωρία στην οποία μπορεί
να προσφύγει ο ερευνητής για την εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος- π.χ. η διερεύνηση του
προβλήματος της από κοινού τέλεσης εγκλημάτων από περισσότερους ανηλίκους ή των συμμοριών
ανηλίκων μέσα από αποφάσεις του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων Αθηνών κατά
το έτος 2000.
Επεξηγητικές: Επιχειρείται η ερμηνεία των εξεταζόμενων εγκληματικών φαινομένων- π.χ.
έρευνα για την εγκληματικότητα των μεταναστών, όπως απεικονίζεται το φαινόμενο σε συγκεκριμένη
μερίδα του απογευματινού τύπου τη δεκαετία του 1990.
Αξιολογικές: Αποτιμούν προγράμματα εσω-ιδρυματικής μεταχείρισης ανηλίκων,
προγραμμάτων παρέμβασης κλπ. Εξελίχθηκαν και διαδόθηκαν τα τελευταία χρόνια επειδή η
Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί αξιολογήσεις για τις κοινωνικές παρεμβάσεις. Παραδοσιακά, στις έρευνες
αυτές αξιολογείται ιδίως > • η αποτελεσματικότητα, δηλ. ο βαθμός επίτευξης των επιδιωκόμενων
στόχων (π.χ. η μείωση της υποτροπής, ο βαθμός επανένταξης στην κοινότητα με μια σταθερή
εργασία και οικογενειακή ζωή) / • αποδοτικότητα, δηλ. η σχέση κόστους (οικονομικού και
κοινωνικού) και οφέλους / • ο βαθμός ικανοποίησης των αποδεκτών των προσφερόμενων
υπηρεσιών, προγραμμάτων κλπ ή και των προσφερόντων τις υπηρεσίες.
Οι μέθοδοι, οι τεχνικές (π.χ. ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις, παρατήρηση) και τα εργαλεία που
χρησιμοποιούνται ποικίλουν· πάντως, γενικά γίνεται αξιολόγηση • εσωτερική = διεξάγεται από
ορισμένους επιστήμονες εργαζόμενους στον ίδιο τον οργανισμό ή το ίδρυμα ή ακόμη και σε ένα
συνεργαζόμενο πρόγραμμα. Οι επιστήμονες αυτοί διευρύνουν τις απόψεις των αποδεκτών των
υπηρεσιών και την πρόοδό τους συνεπεία της παρέμβασης προκειμένου να προβούν στην αποτίμηση

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 19


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

της αποτελεσματικότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών. / • εξωτερική = ανατίθεται σε


εξωτερικούς, αντικειμενικούς αξιολογητές, όπως ένα ερευνητικό πανεπιστημιακό κέντρο, μια ομάδα
έγκριτων επιστημόνων κλπ.
Στην ίδια κατηγορία με τις έρευνες αξιολόγησης θα μπορούσαν να ενταχθούν και οι έρευνες που
αποσκοπούν στην πιστοποίηση της εγκληματοπροληπτικής αποτελεσματικότητας ενός νέου νόμου.

3.4.2.2 Η μέθοδος της μετα-ανάλυσης: Αναφέρεται στη σύνθεση των αποτελεσμάτων ορισμένων
μελετών που βασίζονται σε όμοιες ερευνητικές υποθέσεις. Επινοήθηκε το 1904 από τον Pearson (ο
οποίος προσπάθησε να υπερνικήσει το πρόβλημα της μειωμένης στατιστικής ισχύος ερευνών που
στηρίζονταν σε μικρά δείγματα), αλλά στην εγκληματολογία χρησιμοποιείται μόλις από το 1980 και
μετά, ιδίως στις έρευνες αξιολόγησης κοινωνικών παρεμβάσεων.
Η μέθοδος αυτή καλύπτει κενά, αδυναμίες και σφάλματα • στη δειγματοληψία (π.χ. μικρό δείγμα) / •
σε παραλείψεις σημαντικών πληροφοριών (π.χ. έκταση εφαρμογής των αποτελεσμάτων) / • στην
αδιαφορία για τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές εφαρμογής των αποτελεσμάτων / • στην
ανεπαρκή διαφάνεια της διαδικασίας αξιολόγησης.
Με τη μετα-ανάλυση άρχισε να κλονίζεται η εμπιστοσύνη στην κλασική δευτερογενή ανάλυση που
στηρίζεται στην ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας.
Η μετα-ανάλυση βασίζεται σε διαφορετικές τεχνικές και φάσεις, εκ των οποίων οι κυριότερες είναι οι
εξής > • ο επακριβής ορισμός του διερευνώμενου θέματος και συστηματική επιλογή των ερευνών /
• κωδικοποίηση των ερευνών ανάλογα με το περιεχόμενό τους, σύμφωνα με ένα σταθμισμένο
σύστημα (π.χ. ιδιαιτερότητες των κρατουμένων, είδος μεταχείρισης) / • αξιολόγηση της
μεθοδολογίας των ερευνών από πλευράς ποιότητας (π.χ. χρησιμοποίηση τυχαίου δείγματος) / •
υπολογισμός του εύρους εφαρμογής των αποτελεσμάτων κάθε έρευνας με στατιστική μέθοδο / •
ανάλυση των συσχετίσεων μεταξύ των χαρακτηριστικών της έρευνας και του εύρους εφαρμογής
των αποτελεσμάτων της.
Βέβαια, η μετα-ανάλυση παρουσιάζει μειονεκτήματα, όπως • σφάλματα κατά την επιλογή των
ερευνών ή επιλογή μεροληπτικών-κακοσχεδιασμένων ερευνών / • διαφορές στην ποιότητα των
επιλεγμένων ερευνών / • ενοποίηση μη συγκρίσιμων ερευνών / • πρακτικές δυσκολίες στην
κωδικοποίηση των επιλεγμένων ερευνών.

3.4.2.3 Έρευνες (α) με πρωτογενή και δευτερογενή δεδομένα ή (β) ποσοτικές και ποιοτικές:
(α) Έρευνες με πρωτογενή δεδομένα είναι εκείνες των οποίων τα στοιχεία συλλέγει ο ερευνητής
μόνος του με δικές του μεθόδους και για το σκοπό της δικής του διερεύνησης (π.χ. δεδομένα
προερχόμενα από ερευνητικά ερωτηματολογία)· από την άλλη, έρευνες με δευτερογενή δεδομένα
είναι εκείνες που αντλούν δεδομένα από στοιχεία που έχουν συλλέξει τρίτοι σε κάποιο χρονικό
διάστημα για σκοπούς άλλους από αυτούς που τα χρησιμοποιεί στον παρόντα χρόνο ο ερευνητής (π.χ.
αρχεία δικαστηρίων). // (β) Οι ποσοτικές εγκληματολογικές έρευνες στηρίζονται στην παραδοχή
ότι τα ατομικά ή συλλογικά-κοινωνικά αντικείμενα διερεύνησης ή εγκληματικά φαινόμενα είναι
δυνατό να οριστούν επακριβώς και να μετρηθούν. Κατά συνέπεια, υπόκεινται σε στατιστική ανάλυση
προκειμένου να διερευνηθούν και να δημιουργηθούν μοντέλα ερμηνείας ή πρόβλεψης του
εγκλήματος ή φαινομένων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης· η έμφαση που δίνεται στις
μετρήσεις οδηγεί στη χρήση στατιστικών μεθόδων και αναλύσεων, όπως ο συντελεστής συσχέτισης.
Αντίθετα, στις ποιοτικές έρευνες, οι ερευνητές εκθέτουν τις απόψεις τους μέσω λεκτικών
αναπαραστάσεων· δε δέχονται ότι υπάρχει μία αντικειμενική πραγματικότητα, ενώ παραδέχονται ότι
η παρατήρηση επηρεάζει το υπό μελέτη φαινόμενο. Οι υποκειμενικές αντιλήψεις, τα συναισθήματα
και οι ερμηνείες τόσο των ερευνητών όσο και των ερευνόμενων φαινομένων ή προσώπων
θεωρούνται αποδεκτά. Επιπλέον, όσοι συλλέγουν ποιοτικά δεδομένα δεν έχουν, συνήθως, ως
αφετηρία μια θεωρία, αλλά βυθίζονται στα κοινωνικά φαινόμενα ή στην πολιτισμική ενότητα που

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 20


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

μελετούν => δεν ακολουθούν αυστηρά προδιαγεγραμμένα μεθοδολογικά στάδια. Με τις ποιοτικές
έρευνες είναι συνυφασμένες και οι έρευνες που δεν παρενοχλούν τα διερευνόμενα υποκείμενα και,
άρα, η συμπεριφορά των τελευταίων δεν επηρεάζεται από την ερευνητική διαδικασία- π.χ.
τοποθέτηση μιας κρυφής κάμερας σε αίθουσα διασκέψεων του μικτού δικαστηρίου / μη συμμετοχική
παρατήρηση μιας ομάδας νέων στο στέκι τους. Οι ποιοτικές έρευνες προωθούν τις γνώσεις μας πάνω
σε σύνθετα φαινόμενα και σε πολύπλοκες διαδικασίες· όμως, μειονεκτούν διότι οι θεωρίες που
δημιουργούνται με αυτή τη μέθοδο α) είναι λιγότερο επιδεκτικές γενικεύσεων + β) ισχύουν μόνο ως
προς τις συγκεκριμένες καταστάσεις ή ομάδες που μελετήθηκαν.
Παραδείγματα > ποιοτική έρευνα με δευτερογενή στοιχεία: στην περίπτωση των δεδομένων από
αρχεία δικαστηρίων και εφόσον ο ερευνητής έχει χρησιμοποιήσει στα κείμενα των αποφάσεων τη
μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου // ποσοτική έρευνα με πρωτογενή στοιχεία: έρευνα με
ερωτηματολόγια // ποσοτική έρευνα με δευτερογενή στοιχεία: όταν ο ερευνητής, με βάση τις
δικαστικές αποφάσεις, προβαίνει σε μέτρηση του αριθμού των ανθρωποκτονιών που τελούνται από
γυναίκες με θύματα άντρες

3.4.2.4 Ταξινόμηση των κυριότερων μεθόδων και τεχνικών ανάλογα με τις ιδιότητές τους:
Συνήθως, ο ερευνητής αντιμετωπίζει το ζήτημα της επιλογής μιας συγκεκριμένης μεθόδου, μιας
τεχνικής και γενικότερα του τρόπου σχεδιασμού της ερευνάς του. Η επιλογή επηρεάζεται κατά
κανόνα από τη φύση του θέματος ή του διερευνώμενου προβλήματος, αλλά και από άλλους
παράγοντες, όπως τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε μεθόδου και τεχνικής, το μέγεθος της
ερευνητικής ομάδας, τα ερευνητικά κονδύλια κλπ.
Εδώ πρέπει να οριοθετηθούν και ορισμένες έννοιες > • Έλεγχος = ο βαθμός που μπορεί να καθορίσει
ο ερευνητής, π.χ. το περιβάλλον, ο αριθμός ή οι ιδιότητες των διερευνώμενων φαινομένων ή
υποκειμένων. Έτσι, στη μελέτη του εγκληματία στο περιβάλλον του (π.χ. στη φυλακή), ο ερευνητής
έχει ελάχιστο έλεγχο. / • Εγκυρότητα = ο βαθμός στον οποίο ένα εργαλείο μέτρησης μετρά αυτό που
υποτίθεται ότι μετρά + ότι μια ανεξάρτητη μεταβλητή παρέχει σοβαρές ενδείξεις για το ότι είχε όντως
το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Διακρίνεται σε εσωτερική (=όταν διαπιστώνεται ότι η πειραματική
διαδικασία οδήγησε όντως στο παρατηρούμενο αποτέλεσμα με τα συγκεκριμένα υποκείμενα του
πειράματος κατά το χρόνο που μετρήθηκε το αποτέλεσμα) και εξωτερική (=υπάρχει όταν τα
παρατηρούμενα αποτελέσματα επιδέχονται γενίκευση). / • Αξιοπιστία = ο βαθμός στον οποίο ένας
ορισμός εργασίας, ένα ερωτηματολόγιο, μια συνέντευξη δείχνει σταθερότητα ή συνέπεια· συνήθως,
ελέγχεται με επανάληψη της έρευνας ή τμήματός της από τον ίδιο ή άλλο ερευνητή. / • Τεχνητό
περιβάλλον = αυτό που δημιουργεί ο ερευνητής σε μια πειραματική διαδικασία ή μια διαδικασία
προσομοίωσης. / • Φυσικό περιβάλλον = κοινωνία, οικογένεια, σχολείο, γειτονιά κλπ.

3.4.3 Η πειραματική μέθοδος και οι παραλλαγές της: Η πειραματική μέθοδος συνίσταται συνήθως
σε ένα ερέθισμα (S), σε δύο ομοειδείς ομάδες [μία πειραματική (Π) και μία ελέγχου Ε)] και σε δύο
φάσεις [μία πριν (Π1 και Ε1) και μία μετά (Π2 και Ε2) από το ερέθισμα].
S
Π1 Π2
Ε1 Ε2
Στην εγκληματολογική έρευνα, το σχήμα αυτό παρουσιάζεται με διαφορές ή αποκλίσεις. Η απόκλιση
είναι μικρότερη όταν μελετώνται θέματα εγκληματικής πολιτικής και αξιολογούνται μέθοδοι
μεταχείρισης εγκλημάτων, και μεγαλύτερη όταν αναζητούνται παράγοντες που συντελούν στη
δημιουργία της εγκληματικής συμπεριφοράς.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 21


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

3.4.3.1 Έρευνες επαναληπτικές: Παίρνουν τη μορφή μιας διαχρονικής έρευνας = διαρκούν επί ένα
σχετικά μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ελέγχεται η εξέλιξη μιας πειραματικής ομάδας (π.χ.
εγκληματιών) στους οποίους έχει εφαρμοστεί μια μέθοδος μεταχείρισης (ερέθισμα)· στον ίδιο χρόνο
συγκρίνεται η ομάδα αυτή με μια ομοειδή ομάδα ελέγχου, η οποία δηλ. δεν έχει υποβληθεί σε καμία
μεταχείριση.
Οι έρευνες αυτές παρουσίαζουν πολλά μειονεκτήματα > απαιτούν χρόνο και χρήμα. Διαρκούν από 2-
10 χρόνια, με αποτέλεσμα –κατά το διάστημα αυτό- να παρεμβάλλονται πολλοί παράγοντες =>
οποιαδήποτε μεταβολή στην εγκληματική δραστηριότητα των ερευνώμενων εγκληματιών δεν είναι
δυνατό να αποδοθεί μόνο στην επίδραση του παράγοντα που διερευνάται. Επιπλέον, ο μικρός
αριθμός των ερευνώμενων ατόμων γίνεται ακόμη μικρότερος με τη δυσκολία ανεύρεσής τους ύστερα
από χρόνια· το γεγονός αυτό εμποδίζει συνήθως τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Παραδείγματα > • Ένα πολυδάπανο πείραμα εξωιδρυματικής αντιμετώπισης εγκληματιών, το οποίο
άρχισε το 1972 στο Sundsvall της Σουηδίας. Στόχος του πειράματος ήταν να διερευνηθεί αν η
βελτίωση του έμψυχου και άψυχου υλικού που πλαισίωνε τόσο αυτούς που βρίσκονταν σε αναστολή
της ποινής με δοκιμασία και παρακολούθηση όσο και αυτούς που απολύονταν υπό όρο με
παρακολούθηση, θα οδηγούσε σε καλύτερα αποτελέσματα (=μείωση της υποτροπής και της
κατάχρησης οινοπνεύματος + επαγγελματική ένταξη). / • Το ίδιο περίπου ερευνητικό πρότυπο
ακολούθησε και μία αμερικανική έρευνα που άρχισε πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και
σκόπευε να αξιολογήσει την ευεργετική επίδραση που ενδεχομένως θα είχε η φροντίδα ενός
κοινωνικού λειτουργού στη συμπεριφορά ορισμένων ανηλίκων. / • Σε μία ελληνική έρευνα του 2000
κατορθώθηκε να βρεθούν 103 από τους 156 ανηλίκους που είχαν εξεταστεί στις φυλακές ανηλίκων το
1993. Από αυτούς, 50 βρέθηκαν βρέθηκαν πάλι σε φυλακές και 53 εκτός· οι περισσότεροι από τους
τελευταίους δήλωσαν, πάντως, ότι είχαν παραβιάσει τους νόμους μετά την αποφυλάκισή τους, χωρίς
να έχουν συλληφθεί.

3.4.3.2 Έρευνες με ομάδες ελέγχου σε μία φάση: Στην αναζήτηση των παραγόντων που συντελούν
στη δημιουργία της εγκληματικής συμπεριφοράς δε βοηθά το κλασικό πειραματικό πρότυπο· δεν
είναι νοητό π.χ. να ελέγξει ένας εγκληματολόγος αν η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται με τη
συναναστροφή με εγκληματικά πρότυπα, εμπιστευόμενος 500 ευάγωγους ανηλίκους σε οικογένειες
που έχουν διαπράξει σοβαρά αδικήματα (εγκληματογόνο ερέθισμα) και άλλους 500 επίσης
ευάγωγους ανηλίκους σε οικογένειες που σέβονται τους νόμους. Αυτής της μορφής οι ερευνητικές
υποθέσεις διερευνώνται συνήθως χωρίς ερέθισμα, σε μια φάση με δύο ομάδες > μία πειραματική και
μία ελέγχου· τις ομάδες αυτές επιλέγει ο ερευνητής ώστε να παρουσιάζουν αρκετά κοινά
χαρακτηριστικά, αλλά να διαφέρουν ως προς τη συμπεριφορά τους. Η συμπεριφορά των ατόμων που
αποτελούν την πειραματική ομάδα έχει π.χ. χαρακτηριστεί από την ποινική δικαιοσύνη ως
εγκληματική και η συμπεριφορά της ομάδας ελέγχου έχει χαρακτηριστεί από τον ερευνητή ως μη
εγκληματική. Στη συνέχεια, στις ομάδες αυτές αναζητούνται π.χ. διαφορές στον τρόπο αγωγής, στο
εγκληματικό παρελθόν ή παρόν των γονέων κλπ. Η ενδεχόμενη ανεύρεση στα μέλη της πειραματικής
ομάδας περισσότερων και έντονων φιλικών δεσμών και σχέσεων με τα άτομα που περιφρονούν τους
νόμους από ό,τι στα μέλη της ομάδας ελέγχου υποδηλώνει ότι η εγκληματική συμπεριφορά
μαθαίνεται με τη βοήθεια εγκληματικών συναναστροφών.
Οι περισσότεροι εγκληματολόγοι πειραματίστηκαν με συγκρίσεις εγκληματιών και μη εγκληματιών,
σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι ομάδες ελέγχου χρησιμοποιούνται κυρίως στις συγκρίσεις σε
ατομικό επίπεδο- π.χ. στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Goring, προσπαθώντας να ελέγξει τις θεωρίες του
Lombroso, συνέκρινε τις ανθρωπομετρικές μετρήσεις και τα άλλα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει από
3000 κατοίκους με αντίστοιχα στοιχεία που συνέλεξε από ανομοιογενή μη εγκληματικά άτομα. // οι
Glueck αφιέρωσαν τη ζωή τους σε μία έρευνα 500 παραβατικών ανηλίκων και 500 μη παραβατικών //

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 22


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

η έρευνα του Τύμπινγκεν σε 400 νεαρούς δράστες, με τη βοήθεια νομικών, ψυχιάτρων, ψυχολόγων,
κοινωνιολόγων και κοινωνικών λειτουργών.

3.4.3.3 Οιονεί πειραματική μέθοδος: Ορισμένες φορές ο κοινωνικός περίγυρος προσφέρει


δυνατότητες διερεύνησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις τόσο το ερέθισμα όσο και η ομάδα ελέγχου
ανακαλύπτονται εκ των υστέρων από τον ερευνητή (=post facto ή οιονεί πείραμα). Τέτοιου είδους
πειραματικές καταστάσεις δημιουργούνται συνήθως στις ομόσπονδες χώρες, όταν σε κάποια από
αυτές εφαρμόζονται διαφορετικά μέτρα εγκληματοπροληπτικής πολιτικής από ό,τι σε άλλη- π.χ.
διερευνήσεις σχετικά με την επίδραση που έχει στο δείκτη ανθρωποκτονιών η απειλή της θαντικής
ποινής -> επίσης, το πείραμα μπορεί να γίνει χωρίς ομάδα ελέγχου, με τη σύγκριση στην ίδια περιοχή
του δείκτη ανθρωποκτονιών πριν και μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής. Έδαφος για οιονεί
πειράματα προσφέρουν όχι μόνο οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και η εισαγωγή νέων μέτρων
και θεσμών. Το σημαντικότερο μειονέκτημα, τέλος, των ερευνών που ακολουθούν τη μέθοδο του
οιονεί πειράματος είναι ότι ο ερευνητής δεν ελέγχει και δεν επιβλέπει τη διαδικασία που
ακολουθείται ή τα στοιχεία που συγκεντρώνονται· απλώς αξιοποιεί εκ των υστέρων ό,τι δεδομένα
υπάρχουν για να διερευνήσει δικές του υποθέσεις.

3.4.3.4 Κοινωνική έρευνα (social survey): Πρόκειται για μία στρατηγική έρευνας, η οποία γίνεται
με ερωτηματολόγιο ή με συνέντευξη και αφορά α) τη συλλογή δεδομένων από ή και για έναν
ευρύτατο αριθμό ατόμων ή άλλων ενοτήτων / β) τη στατιστική ανάλυση των συλλεγμένων
στοιχείων / και γ) ενίοτε την απόπειρα εξήγησης των δεδομένων. Επίσης, χρησιμοποιείται στις
έρευνες θυματοποίησης και στις έρευνες σε δράστες. Στο πλαίσιο της κοινωνικής έρευνας, κατά
κανόνα, συγκρίνονται τα ευρήματα με διάφορες εξαρτημένες μεταβλητές, ενώ τα εξεταζόμενα
θέματα μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο νέας κοινωνικής έρευνας σε διαφορετικά, όμως, άτομα
(=έρευνα ‘διαχρονικών τάσεων’). Τρεις τεχνικές συναρτώνται με τις κοινωνικές έρευνες >
• Τεχνικές δειγματοληψίας > Η κοινωνική έρευνα –αντί να μελετά το ‘σύνολο’- μελετά ένα
δείγμα. Διακρίνονται δύο επιμέρους κατηγορίες -> τυχαίο ή δείγμα πιθανοτήτων = όταν κάθε ένα από
τα άτομα ή τις μελετώμενες μονάδες έχει ίδια πιθανότητα να μην επιλεγει ΙΙ μη τυχαίο ή δείγμα
σκοπιμότητας = εκείνο για το οποίο ο ερευνητής έχει ανάγκη να επικεντρώσει την έρευνά του σε
ορισμένες μεταβλητές. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πληθυσμός υποδιαιρείται σε υποσύνολα ή
στρώματα ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν τον ερευνητή, οι δε ερευνητές έχουν
εντολή να επιλέγουν μία ορισμένη ποσόστωση από το υποσύνολο.
• Το ερωτηματολόγιο – Η συνέντευξη > Η κατάρτισή του απαιτεί ειδικές επιστημονικές
γνώσεις. Αποτελείται από ‘κλειστές’ (=περιέχουν εναλλακτικές απαντήσεις για να επιλέξει ο
ερωτώμενος) και ‘ανοιχτές’ ερωτήσεις (=αφήνουν περιθώρια για μία προσωπική απάντηση μιας
πρότασης). Συνήθως εγχειρίζεται στον ερωτώμενο, ο οποίος απαντά μόνος του (αυτοδιαχειριζόμενο
ερωτηματολόγιο)· μπορεί, όμως, να το συμπληρώσει ο ερευνητής μέσω τηλεφωνικής συνδιάλεξης με
τον ερωτώμενο ή και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Οι ερωτήσεις πρέπει οπωσδήποτε να είναι
σαφείς, ενώ δεν πρέπει να είναι ‘καθοδηγητικές’· μάλιστα, ενδείκνυται να περιλαμβάνουν μία
σχετική ερώτηση σε άλλο μέρος του ερωτηματολογίου. Η συνέντευξη λαμβάνεται με ατομική,
πρόσωπο-με-πρόσωπο επικοινωνία, ενώ μπορεί να είναι δομημένη (=αυτός που κάνει τη συνέντευξη
έχει μια σειρά από ανοικτές ερωτήσεις, τις οποίες απευθύνει με συγκεκριμένη σειρά στο άτομο που
δίνει τη συνέντευξη), ημιδομημένη ή και ελεύθερη (=ο ερευνητής έχει μόνο τίτλους θεμάτων).

3.4.4 Έρευνες με παρατήρηση: Η παρατήρηση μπορεί να είναι α) συμμετοχική (χρησιμοποιήθηκε


από τη Σχολή του Σικάγου) ή απλή / β) εμφανής ή συγκαλυμμένη (δημιουργούνται προβλήματα
δεοντολογίας) / γ) δομημένη ή ελεύθερη.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 23


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

3.4.5 Έρευνες με εγκληματία στο φυσικό του περιβάλλον: Συνδέονται με τη συμμετοχική


παρατήρηση και με την εθνογραφική μέθοδο, ενώ έχουν τις ρίζες τους στην κοινωνική
ανθρωπολογία. Αφορά μικρές ομάδες και εστιάζεται στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτές
διαπλάθουν και ερμηνεύουν τον κόσμο τους. Η τεχνική που ακολουθείται είναι η παρατήρηση·
εξυπακούεται, βέβαια, ότι η παρατήρηση των ίδιων ατόμων σε ένα κατασταλτικό περιβάλλον οδηγεί
σε αμφισβητούμενης αξίας πληροφορίες.
Ο Whyte –στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- πραγματοποίησε έρευνα σε μία ιταλο-
αμερικανική φτωχογειτονιά της Βοστώνης· το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε σε τέσσερις ομάδες >
α) των νεαρών της γωνιάς του δρόμου (πρώτο επίπεδο -> οι ασήμαντοι, οι χωρίς προσδοκίες και
ευκαιρίες να ξεφύγουν από το μικρόκοσμό τους) / β) των εκβιαστών και των διεφθαρμένων
πολιτικών (δευτερο επίπεδο -> οι σημαντικοί) / γ) των αρχηγών των νεαρών της γωνιάς του
δρόμου (τρίτο επίπεδο -> οι ενδιάμεσοι που γεφυρώνουν την απόσταση ανάμεσα στις άλλες δύο
ομάδες) / δ) των νέων που σπουδάζουν και προσπαθούν να ενταχθούν στην ευρύτερη κοινωνία.
Πάντως, γενικά η μελέτη του εγκληματικού φαινομένου στο φυσικό περιβάλλον παρουσιάζει και
μειονεκτήματα > • αδυναμία καθορισμού με ακρίβεια του μελετώμενου αντικειμένου (=‘ποιος
εγκληματίας μελετάται;’) / • έλλειψη συγκεκριμένης στρατηγικής και τεχνικής / • ύπαρξη έντονα
υποκειμενικών στοιχείων / • μεγάλη διάρκεια της έρευνας.
Ως προς την ιστοριογραφία, αξίζει –ενδεικτικά- να αναφερθούν αυτές του Healy, του Shaw και του
Sutherland. Η εθνογραφική μέθοδος εξακολουθεί να διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στην
εγκληματολογική έρευνα, ιδίως όταν συνδυάζεται με τις θεωρητικές προσεγγίσεις της απόκλισης, της
αλληλεπίδρασης, της ετικέτας και της αναγνωρίζουσας την αξία εγκληματολογίας. Πρόσφατα γίνεται
λόγος για ‘βιογραφικές προσεγγίσεις’, για τις οποίες επιχειρείται κατηγοριοποίηση σε τρεις φάσεις >
α) πρώτη φάση (1920-1930)- βλ. Σχολή του Σικάγου / β) δεύτερη φάση (1930-1960)-
χαρακτηρίζεται από την παρακμή των ιστοριών ζωής και την έμφαση στις μικρο-κοινωνιολογικές
και στατικές μελέτες / γ) τρίτη φάση (1960-1970)- αρχίζει με την αναζωπύρωση της βιογραφικής
προσέγγισης και την κρίση των ποσοτικών μεθόδων. Πάντως, οι μελέτες ενός είδους εγκληματία ή
εγκλήματος χαρακτηρίζονται από την ανάλυση σε βάθος των ιδιαίτερων αυτών περιπτώσεων και την
εξέταση της δυναμικής αλληλεξάρτησης γεγονότων και προσωπικότητας. Πολλές επικρίσεις έχουν
διατυπωθεί σχετικά με τις μελέτες ατομικών περιπτώσεων ή ‘βιογραφικών ιστοριών’ -> • έλλειψη
αντιπροσωπευτικότητας (οι περιπτώσεις που παρουσιάζονται με τη μέθοδο αυτή είναι αποτέλεσμα
επιλογής και ενδιαφέροντος του εγκληματολόγου· έτσι, δεν μελετώνται ούτε τα σοβαρότερα
εγκλήματα ούτε το χαρακτηριστικότερο είδος εγκλήματος ή εγκληματία) / • διείσδυση διπλά
υποκειμενικών αντιλήψεων. Τούτο ισχύει για τις εγκληματολογικές μελέτες, οι οποίες –με βάση τα
συλλεγμένα υποκειμενικά στοιχεία- περιγράφουν και ερμηνεύουν, με κατεύθυνση τις προσωπικές
αντιλήψεις του εγκληματολόγου, μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς.

3.4.6 Έρευνες σε αρχεία, σε έγγραφα και σε άλλα κείμενα: Περιλαμβάνουν μεθόδους ή τεχνικές
που δεν παρενοχλούν τα διερευνώμενα υποκείμενα· άρα, δε συνεπάγονται αλληλεπιδράσεις ερευνητή
και ερευνώμενου, δεδομένου ότι τα αρχεία ή κείμενα έχουν καταρτιστεί από άλλα άτομα σε
διαφορετικό χρόνο από το χρόνο της έρευνας και, βέβαια, για διαφορετικούς σκοπούς. Οι έρευνες
αυτού του είδους συνίστανται σε μία συστηματική εξέταση των σχετικών κειμένων για ένα σχετικά
μεγάλο χρονικό διάστημα και εκτείνεται είτε στο σύνολο των σχετικών περιπτώσεων είτε σε ένα
δείγμα. Ενδέχεται να αναφέρονται σε ένα θέμα, όπως π.χ. η μελέτη της εγκληματικότητας μιας
περιοχής, όπως διαγράφεται μέσα από τις δικογραφίες· είναι, όμως, πιθανό να διερευνάται ένα ειδικό
θέμα, όπως ένα είδος εγκλήματος.

3.4.7 Ανάλυση περιεχομένου: Χρησιμοποιείται συνήθως στην έρευνα κειμένων και επικεντρώνεται
στην αντικειμενική, συστηματική και ποσοτική μελέτη ενός κειμένου. Η ανάλυση περιεχομένου δεν

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 24


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αφορά τις βαθύτερες έννοιες και νοήματα, αλλά τις επιφανειακές και πρόδηλες. Εκτός της θεματικής
προσέγγισης στην ανάλυση περιεχομένου εφαρμόζεται και η ερμηνευτική (=ο ερευνητής προσπαθεί
να εντοπίσει τη σημασία των κειμένων και τον τρόπο που τα αντιλαμβάνονται οι συγγραφείς και οι
διάφοροι αποδέκτες τους). Τα μειονεκτήματα των ερευνών αυτού του τύπου εντοπίζονται στα εξής >
α) δυσκολία ή αδυναμία εξασφάλισης σχετικής άδειας από τις αρχές (όταν πρόκειται για αρχεία) /
β) συμμόρφωση και προσαρμογή του ερευνητή και των ‘υποθέσεών’ του προς τα διαθέσιμα
στοιχεία / γ) άντληση στοιχείων από αρχεία που τηρούνται ελλιπώς και για διοικητικούς (όχι
ερευνητικούς σκοπούς) / δ) χρονοβόρος διαδικασία για τη συλλογή των δεδομένων.

3.4.8 Έρευνες με βάση τις επίσημες εγκληματολογικές στατιστικές (=η εμφανής


εγκληματικότητα): Συνηθέστατα οι ερευνητές χρησιμοποιούν στις μελέτες τους τις επίσημες
εγκληματολογικές στατιστικές (βλ. θετικιστική προσέγγιση), οι οποίες χαρακτηρίζονται ως εμφανής
εγκληματικότητα. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, καταρτίζεται με βάση τις επίσημες
εγκληματολογικές στατιστικές η Ευρωπαϊκή Βίβλος Στατιστικής της Εγκληματικότητας και της
Ποινικής Δικαιοσύνης.

3.4.8.1 Ορισμός της εγκληματολογικής στατιστικής: Πρόκειται για στοιχεία που αναφέρονται σε
τρεις βασικούς τομείς > α) στις χρονικές, τοπικές, ποσοτικές και ποιοτικές καταγραφές της
εγκληματικότητας / β) στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των εγκληματιών (π.χ. ηλικία, φύλο,
επάγγελμα) / γ) στην καταμέτρηση των εγκλημάτων από την Αστυνομία, την Εισαγγελία, τα
Ποινικά Δικαστήρια, και τους φορείς εκτέλεσης των ποινών και των μέτρων έξω από τα ιδρύματα
(π.χ. υπό όρον αναστολή) και μέσα σε αυτά (π.χ. θεραπευτικά ιδρύματα, σωφρονιστικά ιδρύματα
ανηλίκων κλπ). Η συλλογή των στοιχείων αυτών στοχεύει στη δημιουργία γνώσης προκειμένου να
χρησιμοποιηθεί για τη σχεδίαση στρατηγικών ελέγχου της εγκληματικότητας.

3.4.8.2 Διακρίσεις της εγκληματολογικής στατιστικής: Στατιστική α) της Αστυνομίας, η οποία


περιλαμβάνει και τη στατιστική συλλήψεων / β) των ποινικών δικαστηρίων ή καταδικών / γ) των
φυλακών (=σωφρονιστική στατιστική) / δ) ανηλίκων και ψυχιατρικών εγκλημάτων για
εγκληματίες / ε) της Εισαγγελίας / στ) των μη στερητικών της ελευθερίας ποινών και μέτρων.
Πάντως, ουδεμία στατιστική παρέχει τον πραγματικό όγκο της εγκληματικότητας ή την αληθινή
φυσιογνωμία του εγκληματία· γι’ αυτό οι εγκληματολογικές στατιστικές μπορούν να χρησιμεύουν
μόνο ως ενδείκτες. Επομένως, η στατιστική της Αστυνομίας μιας χώρας θεωρείται ότι αποτελεί μια
σχετική καλύτερη ένδειξη για το μέγεθος της εγκληματικότητας αυτής της χώρας, επειδή βρίσκεται
εγγύτερα στον πραγματικό αριθμό των εγκλημάτων. Ωστόσο, δεν θεωρείται εντελώς αξιόπιστη,
κυρίως για τους παρακάτω λόγους > • ο αριθμός των τελούμενων εγκλημάτων, όπως
παρουσιάζεται από τη μελέτη του σκοτεινού αριθμού, είναι πολύ μεγαλύτερος / • θύματα για
διάφορες αιτίες δεν προχωρούν σε καταγγελίες (π.χ. βιασμοί, κλοπές από μεγάλα καταστήματα
κλπ) / • ορισμένοι αστυνομικοί δεν καταγγέλουν όλους τους ύποπτους και, μάλιστα, εκείνους που
έχουν κάποια οικονομική κάλυψη, ενώ ενδεχομένως υπερ-καταγράφουν τα εγκλήματα των
αλλοδαπών.

3.4.9 Η αφανής ή σκοτεινή περιοχή της εγκληματικότητας: To πρόβλημα της σκοτεινής περιοχής,
του σκοτεινού αριθμού της εγκληματικότητας, συνεπάγεται άγνοια του αληθινού μεγέθους της
εγκληματικότητας. Για τη χάραξη μιας ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής, η μελέτη και
παρατήρηση μόνο της εμφανούς εγκληματικότητας οδηγεί προφανώς σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Δύο βασικές απόψεις έχουν επικρατήσει για την αντιμετώπιση του προβλήματος > α) προσπάθεια
προσδιορισμού του σκοτεινού αριθμού και στη συμπλήρωση των στατιστικών στοιχείων της
εμφανούς εγκληματικότητας με έρευνες αυτοομολογούμενης εγκληματικής δραστηριότητας και

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 25


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

έρευνες θυμάτων ή θυματοποίησης / β) αγνόηση του σκοτεινού αριθμού και προσέγγιση των
εγκληματολογικών στατιστικών από τη σκοπιά της ‘παραγωγής εγκληματιών’ από την αστυνομία,
τα ποινικά δικαστήρια και τις φυλακές.

3.4.9.1 Προσπάθειες προσδιορισμού της σκοτεινής περιοχής: O Quételet υποστήριξε ότι υπάρχει
μια σταθερή σχέση ανάμεσα στα καταγραφόμενα εγκλήματα και σε αυτά που δεν έχουν καταγραφεί·
έτσι, διευκολύνθηκε ο υπολογισμός του αριθμού των τελούμενων εγκλημάτων. Οι περισσότερες
σχετικές έρευνες αποσκοπούν στη συλλογή –με ανώνυμα ερωτηματολόγια σε ανηλίκους-
πληροφοριών σχετικά με διάφορες μορφές παραβατικότητας· σχετικά με αυτές διατυπώνονται οι εξής
επιφυλάξεις > α) αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των απαντήσεων / β) έλλειψη ενός
αντιπροσωπευτικού δείγματος μιας περιοχής, για την οποία υπάρχουν και αστυνομικές
στατιστικές / γ) ο μη περιορισμός των απαντήσεων σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο / δ) η
μεγάλη ποικιλία μορφών συμπεριφοράς που δεν αποτελούν αξιόποινα αδικήματα. Από τα
παραπάνω προκύπτει ότι οι έρευνες της αυτοομολογούμενης εγκληματικότητας παρέχουν
δυνατότητες για μελλοντικές μελέτες, παρόλο που δεν έχουν κατορθώσει ως τώρα να προσδιορίσουν
τη σκοτεινή περιοχή της εγκληματικότητας. Πρόσφατα το κενό αυτό προσπάθησαν οι
εγκληματολόγοι να το καλύψουν με τις μελέτες θυματοποίησης (=πραγματοποιούνται σε θύματα).
Αξιοσημείωτη (στο πλαίσιο του ΟΗΕ) η Διεθνής Κοινωνική Έρευνα σε Θύματα (ΔΙΚΕΘ), η οποία
αποτελεί μία εναλλακτική πηγή για τη συμπλήρωση της στατιστικής των εγκλημάτων, καθώς παρέχει
συγκρίσιμους δείκτες για την εγκληματικότητα. Εκτός από τη ΔΙΚΕΘ, σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη
διεξάγονται σε τακτά χρονικά διαστήματα έρευνες σε θύματα- π.χ. η Κοινωνική Έρευνα για την
Εγκληματικότητα (Μ. Βρετανία). Πάντως, εγκλήματα στα οποία το θύμα έχει εκλείψει ή δεν υπάρχει
θύμα ή το θύμα συμμετέχει ή δεν έχει αντιληφθεί το έγκλημα (π.χ. κακοποίηση παιδιού) δεν είναι
δυνατόν να υπολογιστούν με αυτή τη μέθοδο· επίσης, τα θύματα ούτε νομικές γνώσεις έχουν για να
εντάξουν στη σωστή κατηγορία εγκλήματος τη συμπεριφορά του δράστη ούτε συγκινησιακή
απόσταση για να μην υπερτιμούν ή υποτιμούν το πρόβλημα. Ωστόσο, αναμφίβολα οι έρευνες αυτές
είναι γενικότερα χρήσιμες, καθώς παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις • για τις ομάδες ηλικιών, οι οποίες
δυσπιστούν ως προς το έργο της Αστυνομίας (12-19 ετών) / • για τις ομάδες που διατρέχουν
μεγαλύτερο κίνδυνο να πέσουν θύματα εγκλήματος γενικά (κάτω των 25 ετών).

3.4.9.2 Η εγκληματολογική στατιστική ως καταγραφή δραστηριότητας: Οι εγκληματολογικές


στατιστικές μπορεί ενδεχομένως (και) να καταγράφουν τη δραστηριότητα των εφαρμοστών των
ποινικών νόμων -> δε χρησιμεύουν για να προσδιορίσουν ποσοτικά ή ποιοτικά τα εγκλήματα που
έχουν διαπραχθεί, αλλά για να δείξουν την αποδοτικότητα και τη διαδικασία επιλογής ορισμένων
ατόμων από τα όργανα που είναι επιφορτισμένα με τη δίωξη και την τιμώρηση των εγκλημάτων. Με
άλλα λόγια, τα στατιστικά φανερώνουν μόνο πόσα άτομα καταγράφηκαν από την Αστυνομία, τα
ποινικά δικαστήρια και τα διάφορα ιδρύματα. Οι θέσεις αυτές εναρμονίζονται και με τις αντιλήψεις
των υποστηρικτών της θεωρίας της ‘ετικέτας’ ή της αλληλεπίδρασης = το έγκλημα ή η απόκλιση δεν
υπάρχει χωρίς τα άτομα ή τους θεσμούς που αντιδρούν στη σχετική μορφή συμπεριφοράς. Επομένως,
η επίσημη καταγραφή μιας περίπτωσης συμπίπτει με τη γένεση ενός εγκληματία ή ενός
αποκλίνοντος.

3.4.9.3 Η ελληνική εγκληματολογική στατιστική: α) δημοσιεύονται στη ΦΕΚ στατιστικές ως


‘Πίνακες καταμηνύσεων πταισμάτων και εγκλημάτων’ / β) το Υπουργείο Δικαιοσύνης εκδίδει κι
αυτό στατιστικές για την εγκληματικότητα / γ) ίδρυση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της
Ελλάδας (ΕΣΥΕ) + Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ).

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 26


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

3.4.9.3.1 Εγκληματολογική στατιστική της ΕΛΣΤΑΤ: Πρόκειται για Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία
αποσκοπεί στη διασφάλιση και διαρκή βελτίωση της ποιότητας των στατιστικών της χώρας.

3.4.9.3.2 Ευρωπαϊκή εγκληματολογική στατιστική: Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έγινε προσπάθεια


συλλογής συγκρίσιμων και ποιοτικών στοιχείων από ομάδα εμπειρογνωμόνων στο πλαίσιο του
Συμβουλίου της Ευρώπης. Τα στοιχεία αυτά δημοσιεύτηκαν στην ‘Ευρωπαϊκή Βίβλο Στατιστικών
της Εγκληματικότητας και της Ποινικής Δικαιοσύνης’, η οποία επικεντρώθηκε α) στην κατασκευή
συγκρίσιμων ορισμών εγκλημάτων και σε επισημάνσεις, όταν οι νομοθεσίες αποκλίνουν από
αυτούς / β) σε κοινό Ερωτηματολόγιο. Παρόμοια στοιχεία βρίσκονται και στον ιστότοπο της
Eurostat, η οποία έλαβε εντολή να δημιουργήσει συγκρίσιμα στοιχεία για την εγκληματικότητα και
την ποινική δικαιοσύνη, αναπτύσσοντας μια συνολική και συνεκτική ευρωπαϊκή στρατηγική
μέτρησης.

3.4.9.3.3 Διεθνείς εγκληματολογικές στρατηγικές: Μια πρωτοβουλία συλλογής στατιστικών


δεδομένων έχει αναπτύξει το Γραφείο Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και την Εγκληματικότητα
(UNODOC). Τα στοιχεία που συλλέγονται μέσω δύο ερωτηματολογίων (Crime Trend Survey και
Annual Report Questionnaire) αφορούν την εγκληματικότητα, την ποινική δικαιοσύνη και τη
διακίνηση-παραγωγή-χρήση-τιμές των ναρκωτικών.

3.4.9.3.4 Η εγκαιρότητα και εγκυρότητα των εγκληματολογικών στατιστικών: Υπάρχει μεγάλη


αμφισβήτηση σχετικά με την ‘τεχνική και μεθοδολογική’ αξιοπιστία των εγκληματολογικών
στατιστικών γενικά· γι’ αυτό παρέχουν μόνο ενδείξεις ως προς το ποσοτικό μέγεθος της
εγκληματικότητας και την ποιοτική διάσταση των εγκλημάτων που τελούνται σε ένα κράτος σε ένα
έτος. Γενικώς, οι στατιστικές που συλλέγονται από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης βασίζονται σε
συγκεκριμένη μεθοδολογία και παρέχουν πληροφορίες για ορισμένα μόνο εγκλήματα που έχουν
καταγραφεί => ελλείψεις. Εξάλλου, είναι αναγκαία η βελτίωση της συγκρισιμότητας των στοιχείων·
βεβαίως, φαίνεται ότι –ως ένα βαθμό- η συγκρισιμότητα έχει επιτευχθεί από την Ευρωπαϊκή Βίβλο
Στατιστικών, ιδίως α) με την παροχή ορισμών για τα εγκλήματα, για τα οποία απαιτούνται στοιχεία
/ β) με τις διευκρινίσεις ως προς τους κανόνες συλλογής των στατιστικών. Μια ακριβέστερη εικόνα
για τα τελούμενα εγκλήματα επιχειρούν να σκιαγραφήσουν οι Κυβερνήσεις των διαφόρων κρατών-
μελών και η επιστημονική κοινότητα μέσω των ‘κοινωνικών ερευνών της εγκληματικότητας’ ή
‘θυματοποίησης’ αφενός, και των ερευνών αυτοομολογούμενης εγκληματικότητας ή
παραβατικότητας αφετέρου. Οι έρευνες αυτές διενεργούνται με τη βοήθεια συγκεκριμένου
ερωτηματολογίου σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (με το European Union Crime and Safety Survey-
EUICS) και σε διεθνές επίπεδο μέσω της ‘διεθνούς κοινωνικής έρευνας θυμάτων εγκλήματος ή
θυματοποίησης (International Crime Victims Survey- ICVS).

3.5 Η συνθετική κατεύθυνση: Πρόκειται για την οδό που επιχειρεί το συγκερασμό, από τη μία
μεριά, της διαίσθησης και του φιλοσοφικού στοχασμού, και από την άλλη, των δημοσιευμένων ήδη
εμπειρικών στοιχείων (δευτερογενών δεδομένων). Οι εγκληματολόγοι που ανήκουν στην κατηγορία
αυτή δεν ερευνούν πρωτογενώς ούτε παράγουν εμπειρικά δεδομένα· περιορίζονται στην παράθεση
ευρημάτων άλλων, προσφεύγοντας στην αυθεντία κάποιων στοιχείων. Αφετηρία των μελετών οι
οποίες στηρίζονται στη συνθετική κατεύθυνση αποτελεί το θέμα και οι θέσεις του συγγραφέα·
ακολουθεί διευκρίνιση των όρων ή ουσιαστικότερων εννοιών και ανασκόπηση της σχετικής
βιβλιογραφίας. Ο μελετητής επικαλείται εμπειρικές και θεωρητικές μελέτες, στατιστικά δεδομένα και
γενικά στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, τα οποία αφορούν το θέμα του. Η βιβλιογραφία που είναι
αντίθετη με τις αντιλήψεις του συγγραφέα υποβάλλεται σε κριτικό έλεγχο, ενώ εκείνη που είναι
σύμφωνη χρησιμοποιείται για την τεκμηρίωση των θέσεών του. Ωστόσο, η κατεύθυνση αυτή έχει τα

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 27


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

εξής βασικά μειονεκτήματα > α) προσελκύει εγκληματολόγους χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις


μεθοδολογίας / β) αυξάνει τον κίνδυνο υποκειμενικών αξιολογήσεων και επιλογών / γ) καθυστερεί
την ανανέωση και τον εμπλουτισμό της εγκληματολογίας. Οι εγκληματολόγοι που ακολουθούν τη
συνθετική μέθοδο δεν παράγουν νέα γνώση, αφού στηρίζονται σε δευτερογενή δεδομένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

4. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΙΩΝ Ή ΤΩΝ ΓΕΝΕΣΙΟΥΡΓΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΤΩΝ


ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

4.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις – Τα ερωτήματα και η αξία τους: Το πιο καίριο ερώτημα του
εγκληματολογικού κλάδου αφορά το ‘γιατί ο άνθρωπος εγκληματεί’. Μάλιστα, συναφές με αυτό το
ερώτημα είναι και μία σειρά από άλλα υποερωτήματα.

4.2 Η αιτιολογική προσέγγιση: Τα ερωτήματα έχουν –εκτός από μία καθαρά επιστημονική-
θεωρητική προέλευση, και μία πρακτική αξία για ορισμένους επιστήμονες. Και αυτό διότι η γνώση
της αιτίας οδηγεί και στην πρόληψη ή την αποτελεσματική αντιμετώπηση του αποτελέσματος, δηλ.
της εγκληματικότητας ή της υποτροπής. Για άλλους, η αιτιολογική προσέγγιση δεν αποτελεί πλέον
τον κορμό της εγκληματολογίας, γιατί το έγκλημα είναι –εν μέρει- μια κοινωνική κατασκευή ->
κατασκευάζεται από τα ΜΜΕ, από την κρατική εξουσία και το κοινωνικό σύνολο, όταν προκαλείται
‘ηθικός πανικός’ με ορισμένες συμπεριφορές. Άλλωστε, η έλλειψη γνώσεων για την
εγκληματογένεση δεν αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για όλα τα είδη πρόληψης της
εγκληματικότητας. Σύμφωνα δε με σύγχρονες αντιλήψεις, η συζήτηση γύρω από την αναζήτηση των
αιτίων της εγκληματικής συμπεριφοράς είναι μια δραστηριότητα επιβλαβής, γιατί αποσπά την
προσοχή των εγκληματολόγων από τη διαχείριση της εγκληματικότητας. Από την άλλη πλευρά,
τέλος, η ύπαρξη ενός μεγάλου ‘σκοτεινού αριθμού’* αποτελεί ένδειξη ότι ο συνδυασμός α)
κατάλληλων περιστάσεων / β) ενός ενδεχόμενου δράστη και γ) ενός θύματος, μπορεί να καταστήσει
οποιονδήποτε από εμάς δράστη εγκλήματος.
*δηλαδή, πολλών εγκλημάτων που δεν διαλευκαίνονται ή των οποίων οι δράστες δεν διώκονται οι δεν
καταδικάζονται.

4.3 Ορισμοί

4.3.1 Η αιτία, το αίτιο, οι παράγοντες: Ως αιτία ορίζεται ‘ο λόγος δι’ ον συμβαίνει τι’. Ο όρος
‘αίτιο’ είναι ταυτόσημος, αν και στην εγκληματολογική συζήτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το
γεγονός του οποίου η επενέργεια ή η μεταβολή ή η ύπαρξη επάγεται τη γένεση άλλου γεγονότος (του
εγκλήματος) ή πλειόνων γεγονότων (των εγκλημάτων) που συμβαίνουν είτε συχρόνως (=ομαδικά)
είτε σε αλληλουχία.
Ο Γαρδίκας διέκρινε σε ‘αίτια’ γενικά (π.χ. κλίμα, εποχές του χρόνου, πόλη, ύπαιθρο, οινόπνευμα,
ναρκωτικά) και ατομικά (π.χ. φύλο, ηλικία, παιδεία, οικογενειακή κατάσταση, σωματικές και ψυχικές
ιδιότητες των εγκληματιών) των εγκλημάτων. Υπό αυτή την έννοια, ο όρος ‘αίτια’ είναι συνώνυμος
με τους ‘παράγοντες’· οι τελευταίοι, πάντως, διαφέρουν διότι καθένας από αυτούς και όλοι μαζί σε
αλληλενέργεια συντελούν στην επέλευση του αποτελέσματος (=έγκλημα).
Η διάκριση ανάμεσα σε ‘αίτια’ και ‘παράγοντες’ γίνεται εμφανής στην άποψη του J.S. Mill σχετικά
με το επαρκές ή αναγκαίο αίτιο -> Αν το Ε γεγονός, σε κάθε περίπτωση, ακολουθεί το Α, ανεξάρτητα
αν συμβούν ή δεν συμβούν (και) άλλα γεγονότα, τότε το Α θεωρείται επαρκές αίτιο – αλλά όχι
αναγκαίο (Α -> Ε). Αν, όμως, το Ε γεγονός έπεται του Α, μόνον όταν το Α και ορισμένοι άλλοι
παράγοντες είναι παρόντες, τότε το Α είναι αναγκαίο αίτιο – αλλά όχι επαρκές (Α+Φ+Χ+Ψ+Ω -> Ε).
Στην εγκληματολογία έως σήμερα δεν φαίνεται να έχει εντοπιστεί ένα ‘επαρκές’ αίτιο (λ.χ. αν όλοι οι

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 28


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

εγκληματίες είχαν τη χρωμοσωματική ανωμαλία ΧΥΥ –ανωμαλία που δεν έχει εντοπιστεί παρά σε
ορισμένους εγκληματίες, αλλά και μη εγκληματίες- τότε αυτή θα ήταν το επαρκές αίτιο)· έτσι, στην
περιοχή της εγκληματικής συμπεριφοράς είναι ορθότερο να γίνεται λόγος για ‘αναγκαίους’ στην
παραγωγή του εγκλήματος ‘παράγοντες’ που επενεργούν σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες.
Η διαδικασία εξήγησης της αιτίας αποκαλείται αιτιολογία και σημαίνει τη διερεύνηση των
μορφολογικών και λειτουργικών διαταραχών, σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο που συντελούν στην
ύπαρξη του εγκλήματος.
Τέλος, ο Δασκαλόπουλος αναφέρεται σε εγκληματικούς όρους (κίνητρα και αίτια) του εγκλήματος ->
ως κίνητρο ορίζει ένα ψυχικό συμβάν (π.χ. συναίσθημα, ορμή, τάση, αναστολή κλπ) από το οποίο
εκπηγάζει ένα άλλο ψυχικό συμβάν (το τελευταίο είναι ‘απόρροια’ και όχι ‘αιτιατό’).

4.3.2 Οι θεωρίες: Με την αναζήτηση των αιτίων των εγκλημάτων συνδέονται οι εγκληματολογικές
θεωρίες. Ο όρος ‘θεωρία’ μπορεί να σημαίνει α) μεθοδολογία / β) κατευθυντήριες γραμμές / γ)
ανάλυση εννοιών / δ) ερμηνεία post factum / ε) εμπειρικές γενικεύσεις / στ) επαγωγική ή
παραγωγική μέθοδο / ζ) παράδειγμα. Κατά τον Popper, οι θεωρίες είναι επαγωγικά συστήματα, δηλ.
προσπάθειες εξήγησης και, άρα, δοκιμές για την επίλυση ενός επιστημονικού προβλήματος =>
υπόκεινται μέσω των συμπερασμάτων σε ορθολογική κριτική.
Τέλος, ο Γέμτος υποστήριξε ότι οι θεωρίες είναι σύνολα συνδεδεμένων μεταξύ τους υποθέσεων που
συστηματοποιούν, ενοποιούν και εξηγούν ορισμένη περιοχή της πραγματικότητας.

4.3.3 Το ‘παράδειγμα’: Κατά τον Kuhn, πρόκειται για σύνολο διαδικασιών, αξιών, αντιλήψεων και
προτύπων (μοντέλων) που προσδίδουν στην επιστημονική κοινότητα τη συνεκτικότητά της. Το
παράδειγμα βασίζεται κυρίως στη συναίνεση και σε μία πίστη σχετικά με τη χρησιμότητα και
εγκυρότητά τους.

4.3.4 Οι Σχολές της εγκληματολογίας: Ο όρος περιλαμβάνει τους θεμελιωτές ή/και οπαδούς μιας
θεωρίας ή απλώς μιας προσέγγισης που αναφέρεται στα αίτια των εγκλημάτων και στις πολιτικές ή
τεχνικές ελέγχου τους που απορρέουν από αυτή.

4.4 Σχολές – θεωρίες – ρεύματα: Οι πρωτο-εγκληματολογικές αντιλήψεις, ορισμένες θεωρίες ή


ρεύματα του 20ού αιώνα αποτελούν τις τρεις αναγκαίες περιοχές, στις οποίες θα κινηθεί η εξέταση
της αιτιολογικής προσέγγισης του εγκληματικού φαινομένου.

4.5 Η κλασική σχολή και οι προεκτάσεις της

4.5.1 Οι πρωτοπόροι: O Beccaria έθεσε τους προβληματισμούς σε μορφή φιλοσοφικής εικασίας,


αντί να προχωρήσει στη διατύπωση μιας εγκληματολογικής θεωρίας. Στην Ευρώπη του Μεσαίωνα, οι
νόμοι ήταν ανίσχυροι· έτσι, ο Bentham αντέδρασε στην αυθαιρεσία και την αγριότητα του ποινικο-
σωφρονιστικού συστήματος, θέτοντας της βάσεις της κλασικής σχολής. Παρόμοιες απόψεις, τέλος,
υποστήριξε και ο Van Feuerbach.
Οι αντιλήψεις της κλασικής Σχολής συνοψίζονται στα εξής > • η κοινωνία στηρίζεται σε ένα
κοινωνικό συμβόλαιο / • έμφαση δίνεται στο έγκλημα και, μάλιστα, στο νομικό ορισμό του / • το
άτομο έχει ελευθερία βουλήσεως / • η συμπεριφορά του είναι σκόπιμη και ρυθμίζεται από την
αρχή του ηδονισμού / • η αρχή του ωφελιμισμού διέπει την ανθρώπινη συμπεριφορά και, έτσι,
επιτυγχάνεται η μέγιστη ευτυχία για το μέγιστο αριθμό ατόμων (=> η ποινή πρέπει να προλαμβάνει
όλα τα εγκλήματα -ιδίως τα χειρότερα- και να λειτουργεί με το μικρότερο δυνατό κόστος / • η
ποινή πρέπει να είναι τόσο αυστηρή, ώστε η δυσαρέσκεια που συνεπάγεται η παραβίαση του
νόμου να είναι μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση που προκαλεί το έγκλημα· φυσικά, η ποινή πρέπει

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 29


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

να είναι ορισμένη, ανάλογη με το έγκλημα και η ίδια για τα ίδια εγκλήματα / • στόχος των
υποστηρικτών της Σχολής αυτής ήταν η αναμόρφωση του ποινικού δικαίου και του
σωφρονιστικού συστήματος.
Η κλασική σχολή σηματοδότησε την απαρχή της επιστημονικής αναζήτησης των αιτίων της
εγκληματικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, παρουσιάζει και ορισμένες ατέλειες, κυρίως το ότι ο
αλγεβρικός υπολογισμός ευχαρίστησης-δυσαρέσκειας, αν ισχύει, είναι νοητός μόνο σε ορισμένα
εγκλήματα που απαιτούν περίσκεψη, προετοιμασία και υπολογισμό (π.χ. τα οικονομικά εγκλήματα).
Άρα, δε δίνει ικανοποιητική απάντηση στην αιτιολογία όλων των εγκλημάτων.

4.5.2 Η νεο-κλασική σχολή: Στηρίζεται στη μετατόπιση της έμφασης από την έννοια της βλάβης που
προκαλεί το έγκλημα στην έννοια της ποινικής ευθύνης του δράστη. Ορισμένα άτομα, όπως οι
ανήλικοι και ψυχικά ασθενείς, δεν έχουν ελεύθερη βούληση και –άρα- θεωρούνται ακαταλόγιστοι.
Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να τιμωρούνται, γιατί η ποινή δε λειτουργεί αποτρεπτικά. Η κυρίαρχη
τάξη, ωστόσο, ανακάλυψε ξανά και υιοθέτησε τις αντιλήψεις της κλασικής σχολής, ιδιαίτερα το
κοινωνικό συμβόλαιο και τη συνεπακόλουθη υπακοή στους νόμους.
4.5.3 Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής ή της οικονομετρίας ή της ‘γενικής πρόληψης’:
Γίνεται στροφή της μελέτης προς τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τον εγκληματία· συνεπώς,
άρχισε να εγκαταλείπεται η μελέτη των εγκληματογόνων παραγόντων, ενώ θεωρήθηκε μάταιη και η
απόπειρα αναμόρφωσης ή σωφρονισμού του εγκληματία. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η
τέλεση ενός εγκλήματος αποτελεί μια προσωπική, ορθολογική επιλογή. Οι δράστες επηρεάζονται από
την απειλή της ποινής ή από την εφαρμογή της με τη σύλληψη και την καταδίκη. Κατά τη διδασκαλία
της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής, όσο πιο αυστηρή, βέβαιη και χρονικά πλησίον στην τέλεση
του εγκλήματος είναι η ποινη, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες ελέγχου της εγκληματικής
δραστηριότητας. Επίσης, υποστηρίζεται ότι οι δράστες δεν εμπλέκονται τυχαία σε αντικοινωνική
συμπεριφορά· έτσι, το έγκλημα μπορεί να προληφθεί ή απλώς να μετατοπιστεί, αν πειστούν οι
ενδεχόμενοι δράστες, ότι οι κίνδυνοι από την παράβαση μιας ποινικής διάταξης είναι μεγαλύτεροι
από το όφελος που θα αποκομίσουν.

4.5.4 Η θεωρία της γενικής πρόληψης: Οι θεωρητικοί της γενικής πρόληψης και μάλιστα της
εκφοβιστικής, δέχονται ότι, αν πράγματι οι εγκληματίες δρουν ορθολογικά, θα πρέπει να υφίσταται
μια αντίστροφη σχέση μεταξύ ποινής και εγκλήματος. Οικονομολογικές μελέτες βασίζονται στην
αρχή ότι ο ενδεχόμενος δράστης υπολογίζει το κόστος και το όφελος της εγκληματικής
δραστηριότητας, όπως η προσδοκώμενη οικονομική άνεση· μάλιστα, έχει λεχθεί χαρακτηριστικά ότι
αν για τον δράστη η πιθανότητα σύλληψης είναι 1/10 και η απειλούμενη χρηματική ποινή για το
συγκεκριμένο έγκλημα είναι 100.000€, τότε το κόστος αυτού του εγκλήματος είναι ελάχιστο. Η
οικονομική θεωρία προσφέρει, όμως, και απάντηση στην πολιτική καταπολέμησης της
εγκληματικότητας μέσω κατάλληλων παρεμβάσεων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης- π.χ. αν οι
σύγχρονες κοινωνίες της ελεύθερης αγοράς επέλεγαν να πληρώσουν το υψηλό κοινωνικό κόστος του
εγκλήματος (δηλ. εκτός από τη σημαντική αύξηση των σχετικών κονδυλίων για τους κατασταλτικούς
μηχανισμούς, αποδέχονταν και την πιθανότητα να καταδικαστούν και ορισμένοι αθώοι, λόγω ιδιαίτερου
ζήλου), τότε η εγκληματικότητα θα μειωνόταν σημαντικότατα.
Πάντως, το εγκληματικό φαινόμενο είναι ιδιαίτερα σύνθετο -> υπεισέρχονται σε αυτό πολλοί
παράγοντες και έτσι τέτοιοι υπολογισμοί –μαθηματικοί ή μηχανιστικοί- δεν επαρκούν για την
αιτιολόγηση ή για την πρόληψη της εγκληματικότητας.

4.5.5 Κριτική αποτίμηση: Οι οπαδοί των θεωριών αυτών έχουν κατακριθεί διότι > α) στηρίζονται
στην παραδοχή ότι οι εγκληματίες ενεργούν ορθολογικά πριν από την τέλεση ενός εγκλήματος / β)
αγνοούν τις ιδιαιτερότητες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και γ) δε λαμβάνουν υπόψη τους

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 30


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που ενδέχεται να επηρέασουν την εγκληματική


συμπεριφορά. Άλλωστε, τα συμπεράσματα ερευνών με αντικείμενο τη διερεύνηση της
αποτελεσματικότητας της εκφοβιστικής λειτουργίας της ποινής δεν τεκμηριώνουν ότι οι αυστηρές,
εκφοβιστικές ποινές μειώνουν τους δείκτες της εγκληματικότητας. Γεγονός παραμένει, πάντως, ότι η
σύγχρονη πολιτική για την πρόληψη της εγκληματικότητας διαπνέεται ακόμη από τις αρχές της
γενικής και ειδικής πρόληψης· γι’ αυτό, οι σχεδιαστές της σχετικής πολιτικής αρκούνται στις
αυξομειώσεις των κυρώσεων και στην κατάλληλη διαχείριση του συστήματος της ποινικής
δικαιοσύνης.

4.6 Η θετική σχολή: Οι βασικές παραδοχές της θετικής σχολής είναι οι εξής > • η μέθοδος που
ακολουθείται είναι της ανθρωπολογικής εγκληματολογίας και έχει πειραματικό χαρακτήρα / •
σημασία έχει ο εγκληματίας και όχι το έγκλημα / • το άτομο δεν έχει ελεύθερη βούληση ->
γεννιέται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ‘προγραμματισμένο’ να εγκληματήσει => δεν έχει
ευθύνη. Υπάρχει μόνο κοινωνική ευθύνη που θεμελιώνεται στην επικινδυνότητά του. / • η ποινή
πρέπει να είναι αόριστη / • στόχος είναι η αναμόρφωση του εγκληματία. Υποστηρικτές της σχολής
αυτής είναι τόσο εγκληματολόγοι που αιτιολογούν την εγκληματική συμπεριφορά μονιστικά (δηλ. με
ένα μόνο αίτιο) όσο και εκείνοι που αναγνωρίζουν μια πλειάδα άλλων συντελεστικών παραγόντων

4.6.1 Lombroso – ο ένας από τους τρεις μεγάλους (+ Ferri και Garofalo): Επηρεάστηκε ιδιαίτερα
από τις αντιλήψεις των Comte και Darwin, ενώ θεμελίωσε την ιταλική –αποκαλούμενη και
‘ανθρωπολογική’- σχολή. Ο Lombroso αναγνώρισε τη σημασία των ψυχολογικών και
περιβαλλοντικών παραγόντων, καθώς και την ύπαρξη και άλλων τύπων εγκληματιών εκτός του
γεννημένου εγκληματία (=με stigmata hereditatis σωματικά και ψυχικά- π.χ. διάφορες αποκλίσεις στο
μέγεθος ή στο σχήμα της κεφαλής, ασυμμετρία κρανίου, προεξέχουσα γνάθος, ασύνηθες μέγεθος
αφτιών, ιδιομορφίες στα μάτια κλπ). Έτσι, αναγνωρίστηκαν πέντε κατηγορίες εγκληματιών > • εκ
γενετής / • ψυχοπαθείς / • από πάθος / • περιστασιακοί / • από έξη. Η σχολή προτείνει για κάθε
κατηγορία (=τυπολογία) εγκληματιών μία εξατομικευμένη μεταχείριση με σειρά κυρώσεων που
αποβλέπουν στην εξουδετέρωση και εξάλειψη της κάθε κατηγορίας.

4.6.2 Από τον γεννημένο εγκληματία στην κληρονομική και οργανική κατωτερότητα:
Καταβάλλονται προσπάθειες να απομονωθούν τα ιδιαίτερα σωματικά ή και ψυχικά χαρακτηριστικά
των εγκληματιών. Τη θεωρία του Lombroso ανέλαβε να καταρρίψει ο Goring, αν και –τελικά- δεν
τεκμηρίωσε επαρκώς το ότι δεν υπάρχει ένας ξεχωριστός φυσικός τύπος, ο εγκληματικός τύπος
ανθρώπου. Γι’ αυτό, τα ερευνητικά δεδομένα του Goring αμφισβητήθηκαν από τον Hooton· ο
τελευταίος υποστήριξε ότι η ‘οργανική/σωματική’ κατωτερότητα –που μεταβιβάζεται κληρονομικώς-
εντοπίστηκε στους εγκληματίες-κρατουμένους.

4.6.3 Οι μετά-λομπροζιανοί ερευνητές

4.6.3.1 Εισαγωγικά: Απασχολήθηκαν κυρίως με το ερώτημα ‘μήπως κληρονομείται/είναι θέμα


γονιδίων η εγκληματική συμπεριφορά’.

4.6.3.2 Μελέτες γενεαλογικών δέντρων: Οι πρώτες προσπάθειες αφορούσαν οικογένειες με


εγκληματικούς προγόνους και απογόνους (βλ. Dugdale). Κατά την ορθότερη άποψη, το υψηλό
ποσοστό των εγκληματιών της οικογένειας βρίσκεται στην ομοιότητα του περιβάλλοντος, στο οποίο
ανατρέφονταν όλα τα μέλη της οικογένειας και στην εκμάθηση της εγκληματικής συμπεριφοράς και
των μεθόδων της μέσα σ’ αυτήν. Κάποιες νεότερες μελέτες (βλ. Sheldon και Glueck) περιείχαν

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 31


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

στοιχεία, τα οποία –κατά τους ερευνητές- αποδείκνυαν ότι η εγκληματική συμπεριφορά του πατέρα
αποτελούσε τον καλύτερο προγνωστικό παράγοντα για τη μελλοντική εγκληματική πορεία του γιου.

4.6.3.3 Μελέτες σωματικών τύπων: Η σχολή της βιο-τυπολογίας βασίζεται στην αντίληψη ότι
συναρτάται ο βιολογικός τύπος με την εγκληματική δραστηριότητα. Για τον Kretchmer, η σωματική
διάπλαση συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον χαρακτήρα του ατόμου· έτσι, διέκρινε τις εξής
κατηγορίες > • τον λεπτόσωμο ή ασθενικό που τελεί μικροκλοπές και απάτες / • τον αθλητικό που
τελεί συνήθως εγκλήματα βίας / • τον πυκνικό (=κοντό και ευτραφή) που κυριαρχεί μεταξύ των
απατεώνων / • τον δυσπλαστικό που επιδίδεται σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας.
Από την άλλη, κατά τον Sheldon, ο σωματικός τύπος δημιουργεί ξεχωριστούς τύπους ανθρώπους με
ξεχωριστά χαρακτηριολογικά στοιχεία > • ενδομορφικός = ευτραφής, εξωστρεφής, άνετος και
αγαπά την πολυτέλεια / μεσομορφικός = μυώδης, δραστήριος, δυναμικός, επιθετικός.
Μεταγενέστερη μελέτη έδειξε ότι οι μεσομορφικοί τύποι υπερτερούν στην ομάδα των παραβατών. /
εκτομορφικός = αδύνατος, έυθραυστος, εσωστρεφής.
Οι Glueck εντόπισαν στους μεσομορφικούς τύπους γενικά χαρακτηριστικά, όπως επιθετικότητα,
ρώμη, ενεργητικότητα, τάση να εκφράζουν τις ψυχικές εντάσεις και απογοητεύσεις με αντικοινωνική
συμπεριφορά με παράλληλη έλλειψη σχετικών αναστολών.
Ο Cortes υποστήριξε ότι οι μεσομορφικοί μη παραβάτες είχαν υψηλή βαθμολογία στην ανάγκη για
πραγμάτωση επιδιώξεων, ενώ οι μεσομορφικοί παραβάτες στην ανάγκη για ισχύ.
Τέλος, ο Kinberg προβάλλει την έννοια της ‘βιολογικής μη προσαρμοστικότητας’, σύμφωνα με την
οποία κάθε άτομο αντιδρά στα εξωτερικά ερεθίσματα ανάλογα με τη βιολογική του δομή.

4.6.3.4 Μελέτες διδύμων: Ο Lange εγκαινίασε τις μελέτες μονοζυγωτικών ή μονοωογενών (ΜΖ) και
διζυγωτικών ή δυοωγενών (ΔΖ) διδύμων ανδρικού φύλου· έτσι, διαπίστωσε ότι η συμπεριφορά της
πλειονότητας των ΜΖ διδύμων ήταν ομοιόμορφη. Από την άλλη, ο Christiansen άφησε και περιθώρια
επίδρασης από το περιβάλλον, τονίζοντας ότι το περιβάλλον στα ΜΖ ζεύγη, τείνει να συμπεριφέρεται
προς αυτά με τον ίδιο τρόπο.

4.6.3.5 Μελέτες συνδρόμου ΧΥΥ ή Klinefelter: Ανήκει στις χρωμοσωματικές ανωμαλίες και σε
αυτό αποδίδεται η γυναικομαστία, η στειρότητα, η ομοφυλοφυλία, οι φαντασιώσεις κλπ· το
σύνδρομο αυτό συνοδεύεται από μέτρια νοητική καθυστέρηση και διαταραχές της συμπεριφοράς
αντικοινωνικού τύπου + επιθετικότητα και ροπή προς το έγκλημα. Η αντιλήψεις αυτές επηρέασαν τη
δικαστική πρακτική, με αποτέλεσμα να επιδρούν –κάποιες φορές- στην επιμέτρηση της ποινής.

4.6.3.6 Μελέτες υιοθεσιών: Αν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην εγκληματικότητα του βιολογικού
γονέα (ιδίως του πατέρα) και του υιοθετούμενου παιδιού, το οποίο έχει δοθεί για εξω-οικογενειακή
υιοθεσία έγκαιρα και προτού υποστεί τις εγκληματογόνες επιδράσεις του περιβάλλοντος, τότε
υπάρχει σχέση μεταξύ εγκληματικότητας και γενετικών παραγόντων. Στα συμπεράσματά τους οι
ερευνητές αναφέρουν ότι οι καταδίκες των βιολογικών πατέρων συσχετίζονται με τις καταδίκες των
υιοθετημένων και έγκαιρα απομακρυσμένων παιδιών τους. Η σχέση είναι ιδιαίτερα ισχυρή για τους
χρόνιους δράστες (με 3+ καταδίκες) πατέρες και γιους· ωστόσο, δεν αποδείχτηκε ότι ο βιολογικός
πατέρας και ο υιοθετημένος γιος του είχαν καταδικαστεί για τα ίδια εγκλήματα.

4.6.3.7 Κριτική αποτίμηση: O Lombroso θεωρήθηκε πατέρας της εμπειρικής εγκληματολογίας και
έθεσε τις βάσεις της θετικής σχολής, η οποία επηρέασε και την εξέλιξη του ποινικού δικαίου (->
οδήγησε στην εξατομικευμένη μεταχείριση των εγκληματιών).

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 32


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ωστόσο, οι μονιστικές βιολογικές θεωρίες είναι επικίνδυνες, καθώς μπορεί να οδηγήσουν σε ηθικά
απαράδεκτες πρακτικές, π.χ. στειρώσεις, αμφίβολες επεμβάσεις σε έμβρυα, αναγκαστικές διακοπές
της κύησης, ακόμη και σε γενοκτονίες.
Από την άλλη, οι πολυπαραγοντικές προσεγγίσεις ενδέχεται να προωθήσουν την εγκληματολογική
γνώση, ακόμη κι όταν δίνουν το προβάδισμα στους γενετικούς παράγοντες. Μία τέτοια μετριοπαθής
άποψη αναφέρει: ‘ορισμένα μέλη της κοινωνίας, εξαιτίας της σωματικής ή ψυχολογικής τους
συγκρότησης, η οποία σε κάποιο βαθμό μπορεί να είναι και αποτέλεσμα γενετικής μεταβίβασης, είναι
περισσότερο επιρρεπείς στο έγκλημα, αν συνυπάρχουν κι άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες.

4.7 Ο ψυχολογικός – ψυχιατρικός θετικισμός

4.7.1 Εισαγωγικά: Ο ψυχολογικός θετικισμός βασίζεται σε ψυχικές ιδιότητες ή ψυχιατρικές


ερμηνείες και α) στηρίζεται στη θετικιστική αντίληψη / β) ξεκινά από την (μη αποδεκτή σήμερα)
παραδοχή ότι η ‘φυσιολογική’ κατάσταση είναι η σύννομη συμπεριφορά και η εγκληματική είναι
‘μη φυσιολογική’ και –άρα- εδράζεται σε ψυχικές (ή σωματικές) ανωμαλίες ή μειονεξίες / γ)
αποδέχεται ότι το είδος αυτό της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης
επιλογής ή βούλησης. Τόσο η ψυχολογία και η ψυχιατρική όσο και η ψυχαναλυτική σχολή εστίασαν
τη μελέτη τους στην ανθρώπινη ψυχή για να ανακαλύψουν τα αίτια της ατομικής απόκλισης. Έτσι, η
εγκληματική συμπεριφορά συσχετίστηκε με τα δαιμονικά πνεύματα που καταλαμβάνουν τον ψυχικό
κόσμο και με την ψυχική ασθένεια γενικά· αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μελετηθούν ή και να
θεωρηθούν υπεύθυνες για το έγκλημα οι δυσλειτουργίες του ‘εγώ’ ή του ‘υπερ-εγώ’, οι διαταραχές
της μάθησης και της αντίληψης, η νοητική καθυστέρηση, τα οργανικά ψυχοσύνδρομα (π.χ. επιληψία,
ψύχωση κατά λοχεία), η σχιζοφρένεια, οι μανιοκαταθλιπτικές νόσοι, οι διάφορες νευρώσεις, οι
διαταραχές της προσωπικότητας (π.χ. σεξουαλικές διαστροφές, αλκοολισμός), οι διαταραχές
συμπεριφοράς της παιδικής και εφηβικής ηλικίας κλπ.

4.7.2 Η ψυχαναλυτική σχολή – Ο Freud: Η προσωπικότητα –κατά τον Freud- είναι δομημένη σε
τρία επίπεδα. Στο βαθύτερο βρίσκεται το id (Εκείνο), το οποίο αποτελείται από τις βιολογικές και
ψυχολογικές ενορμήσεις που βρίσκονται στη βάση κάθε συμπεριφοράς (=το ‘ασυνείδητο’, το
οποίο διέπεται από την ‘αρχή της ευχαρίστησης’). Στο εξωτερικό επίπεδο βρίσκεται το superego
(Υπερεγώ), το οποίο αντιπροσωπεύει τις ηθικές αξίες της κοινωνίας (=η συνείδηση, η ένταξη στην
προσωπικότητα επιταγών γονέων και δασκάλων). Μεταξύ των δύο αυτών υπάρχει το Εγώ, το οποίο
διαδραματίζει ένα συντονιστικό και συμβιβαστικό ρόλο -> αναπτύσσεται στα πρώτα χρόνια της
ζωής του ατόμου, όταν το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι όλες του οι επιθυμίες δεν είναι
δυνατόν να ικανοποιούνται πάραυτα (το Εγώ διέπεται από την ‘αρχή της πραγματικότητας’). Στο
‘φυσιολογικό’ άτομο τα τρία αυτά στοιχεία της προσωπικότητας είναι σαν να βρίσκονται σε μία
‘ισορροπημένη σύγκρουση’ και έτσι ελέγχουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Freud θεωρούσε ότι
ορισμένοι εγκληματίες ενδέχεται να έχουν ένα υπεραναπτυγμένο Υπερεγώ, το οποίο δημιουργεί
διαρκώς συναισθήματα ενοχής και άγχους· ένας τέτοιος δράστης αφήνει πίσω του ίχνη, ώστε να
συλληφθεί και να τιμωρηθεί. Η ενοχή, δηλ. δεν είναι αποτέλεσμα του εγκλήματος, αλλά κίνητρο·
έτσι, η εγκληματική πράξη αποτελεί τελικά ανακούφιση. Αν, όμως, το Υπερεγώ είναι
υπερανεπτυγμένο, τότε το άτομο μπορεί είτε να έχει ενοχές είτε να αναπτύξει μια νευρωσική
αντίδραση.

4.7.3 Οι συνεχιστές του Freud: Ο Erikson μελέτησε την ‘κρίση ταυτότητας’ – εποχή αμφισβήτησης,
κατά την οποία τα νεαρά ιδίως άτομα προσπαθούν να βρουν τον προσανατολισμό και τις αξίες τους·
από την άλλη, ο Aichom υποστήριξε ότι οι εγκληματίες έχουν υποανεπτυγμένο Υπερεγώ, το οποίο
αφήνει το Εκείνο ανεξέλεγκτο και επιτρέπει στο άτομο να τελεί εγκλήματα δίχως τύψεις. Αυτού του

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 33


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

είδους το Υπερεγώ δημιουργείται συνήθως όταν είναι απόντες οι γονείς. Για τον Abrahamsen, ο
εγκληματίας είναι άτομο που άγεται και φέρεται από το Εκείνο· αδυνατεί να ελέγξει τα ένστικτα και
τις ενορμήσεις του που επιζητούν ευχαρίστηση. Ακόμη, ο Halleck εκτιμά ότι η εγκληματική
συμπεριφορά είναι μια εκδήλωση συναισθημάτων καταπίεσης, στα οποία η κοινωνία δε μπορεί να
παρέμβει· εξάλλου, το έγκλημα επιτρέπει στα μη προνομιούχα άτομα να αισθάνονται ελεύθεροι και
ανεξάρτητοι.

4.7.4 Οι θεωρίες εκμάθησης συμπεριφοράς – Ο Bandura: Ο Tarde στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι
οι ανθρώπινες πράξεις ανελίσσονται μέσα από τις εμπειρίες που προέρχονται από τη μάθηση· άρα, το
έγκλημα δεν είναι αναγκαστικά αποτέλεσμα μη φυσιολογικής ή ηθικά ανώριμης συμπεριφοράς. Κατά
την άποψή του, οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσω της μίμησης, με τη βοήθεια των εξής νόμων > α) άτομα
σε στενή επικοινωνία μιμούνται το ένα τη συμπεριφορά του άλλου / β) η μίμηση διαχέεται από
επάνω προς τα κάτω (π.χ. τα παιδιά μιμούνται τους μεγάλους) / γ) νέες μορφές συμπεριφοράς
επικρατούν, παρεμβάλλονται και έτσι είτε ενισχύονται οι παλαιές είτε αποδυναμώνονται.
Κατά τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης του Badura, τα άτομα δε γεννώνται βίαια, αλλά μαθαίνουν
να είναι βίαια, παρατηρώντας τους άλλους να ενεργούν με επιθετικότητα ή να αμείβονται για τη βίαιη
συμπεριφορά τους.
Τέλος, αναφέρονται τέσσερις βασικοί παράγοντες συντελεστικοί της επιθετικότητας και της βίας > •
ο φαύλος κύκλος της ματαίωσης-επιθετικότητας / • επιθετικές δεξιότητες και αντιδράσεις, τις
οποίες μαθαίνει κανείς παρατηρώντας άλλα άτομα ή τα ΜΜΕ / • αναμενόμενα αποτελέσματα,
δηλ. ο επιτιθέμενος έχει την εντύπωση ότι η επιθετικότητά του θα αμειφθεί / • συνέπεια μεταξύ
συμπεριφοράς και αξιών, δηλ. ο επιτιθέμενος έχει την πεποίθηση που του δημιουργήθηκε
παρατηρώντας τρίτους ότι σε μία δεδομένη περίσταση η επιθετικότητα είναι δικαιολογημένη και
πρόσφορη.

4.7.5 Κριτική αποτίμηση: Τον ψυχικά διαταραγμένο εγκληματία πρέπει πρώτα-πρώτα να τον
αντιμετωπίζουμε ως πρόσωπο/άτομο, ύστερα ως εγκληματία και τελευταία ως ψυχικά διαταραγμένο
άτομο. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει ένα είδος ψυχικά διαταραγμένου εγκληματία, αλλά πολλά·
επισημαίνεται δε ότι μπορεί να υπάρχουν και δράστες χωρίς ψυχικές διαταραχές. Η σχέση (αιτίου-
αιτιατού) μεταξύ ψυχικών διαταραχών και εγκλήματος είναι ακόμη απροσδιόριστη· ωστόσο, όλες οι
αξιόποινες πράξεις μπορούν να ιατροποιηθούν. Οι ψυχίατροι και ψυχολόγοι επικέντρωσαν τις
μελέτες τους στο ασυνείδητο, στο ελλειμματικό Εγώ ή τις δυσλειτουργίες του Υπερεγώ, τις
επιδράσεις της πρώιμης παιδικής ηλικίας και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Έτσι,
παρέβλεψαν τον παράγοντα περιβάλλον, δηλ. τις κοινωνικές καταστάσεις και περιστάσεις. Ίσως ένα
πλεονέκτημα αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι απαντούν -σε κάποιο βαθμό- στο ερώτημα ‘γιατί το
έγκλημα διαχέεται σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά επίπεδα’. Το βασικό μειονέκτημά τους, όμως,
είναι ότι προσανατολίζονται κυρίως στη θεραπεία και λιγότερο στην ορθή μέθοδο και μέτρηση.

4.8 Οι μαρξιστικές θεωρήσεις

4.8.1 Εισαγωγικά: Η προσπάθεια ερμηνείας του εγκλήματος μετατίθεται στο οικονομικό/κοινωνικό


επίπεδο, ενώ οι διάφορες σχετικές θεωρήσεις εκκινούν από την έννοια της σύγκρουσης. Προφανώς,
βέβαια, η κοινωνική πολυπλοκότητα δεν είναι δυνατό να μελετηθεί μέσα από διπολικές έννοιες
(συναίνεση-σύγκρουση) ή ταξικά συστήματα με δύο τάξεις (την τάξη που κατέχει τα μέσα
παραγωγής και εκείνη που δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από τα χέρια της).

4.8.2 Ο Marx και η μελέτη της εγκληματικότητας: O Marx αποδίδει την εγκληματικότητα στο
καπιταλιστικό σύστημα και στην εμπορευματοποίηση των πάντων, ενώ φαίνεται να σαρκάζει το

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 34


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

λειτουργικό/συναινετικό πρότυπο της κοινωνίας, στηριζόμενος στις αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνών.
Αξιοποίησε τη ‘διαλεκτική διαδικασία’, σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός (θέση) φέρνει το
σπόρο της αυτοκαταστροφής του, καθώς προκαλεί τη γένεση της επανάστασης του προλεταριάτου
(αντίθεση) και, τελικά, του σοσιαλισμού (σύνθεση), ο οποίος δεν παράγει κοινωνικά προβλήματα
ούτε εγκληματικότητα.
Από την άλλη, ο Engels αντιμετωπίζει την εγκληματική συμπεριφορά σαν μία απάντηση στην
υπέρτατη εξαθλίωση των εργατών (=προλεταριάτο), στην οποία τους οδηγεί η καταπιταλιστική
κοινωνία· ο εξαθλιωμένος, λοιπόν, έχει να επιλέξει μεταξύ εγκλήματος, αυτοκτονίας και τρέλας.

4.8.3 Ο Bonger – ο Ολλανδός μαρξιστής εγκληματολόγος: Προβάλλει θέσεις που βασίζονται στον
οικονομικό ντετερμινισμό και στην επίδραση του καπιταλισμού που διαβρώνει τα ανθρώπινα
συναισθήματα. Η αναζήτηση της ευχαρίστησης (ηδονισμός) χαρακτηρίζει όλα τα άτομα. Στις
προκαπιταλιστικές κοινωνίες κυριαρχούσε ο αλτρουισμός και η συναίνεση· αντίθετα, στις
καπιταλιστικές πρυτανεύει ο ατομισμός (ενθαρρύνει την εγωιστική σώρευση υλικών αγαθών και την
άνιση κατανομή αμοιβών => ανάπτυξη της εγκληματικής συμπεριφοράς), το δε ποινικό δίκαιο
εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης (=επιβαρύνεται η κοινωνία και οι φτωχοί). Ο Bonger,
πάντως, θεωρεί ότι η εγκληματικότητα θα εκλείψει αν η κοινωνία μεταβεί από τον ανταγωνιστικό
καπιταλισμό στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και κατόπιν στο κοινωνικό σύστημα (=τα μέσα
παραγωγής θα είναι κοινά) για να καταλήξει σε μία κοινωνία στην οποία η ανακατανομή της
ιδιοκτησίας θα γίνεται σύμφωνα με το αξίωμα ‘ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του’.

4.8.4 O Darhendorf – ο πυλώνας της εγκληματολογίας της σύγκρουσης: Εντόπιζε τη σύγκρουση


στις βιομηχανικές κοινωνίες της εποχής του στην άνιση κατανομή της εξουσίας -> οι σύγχρονές του
κοινωνίες αποτελούνταν από αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες συμφερόντων, στις οποίες οι σχέσεις
υπεροχής και υποταγής εναλλάσσονται. Η εργατική τάξη αποτελείται πλέον από ανειδίκευτους, ημι-
ειδικευμένους και ειδικευμένους εργάτες, των οποίων τα συμφέροντα διαφέρουν· ωστόσο, κάθε
κοινωνία έχει ανάγκη από άτομα σε διαφορετικά επίπεδα εξουσίας για να είναι δυνατή η εφαρμογή
των νόμων και των διάφορων κανόνων. Για να είναι, όμως, αποτελεσματική η εφαρμογή τους
απαιτείται η επιβολή κυρώσεων· έτσι, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Με άλλα λόγια, για να
υπάρξει αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος χρειάζονται διαστρωματωμένες ή ιεραρχημένες
σχέσεις υπεροχής/υποταγής.
Οι αντιλήψεις του Darhendorf για την ‘εξουσία’ και τη ‘σύγκρουση’ αποτέλεσαν, στη Μ. Βρετανία
της δεκαετίας του 1960-1970, το υπόβαθρο για το νέο κύμα της θεωρητικής ‘εγκληματολογίας της
σύγκρουσης’

4.8.5 Οι Αμερικανοί εγκληματολόγοι των μέσων του 20ού αιώνα: Στις ΗΠΑ, στη δεκαετία του
1960, τα ευρήματα ερευνών αυτο-ομολογούμενης εγκληματικότητας φανέρωναν ότι η
εγκληματικότητα κατανέμεται πολύ πιο ομοιόμορφα στα διάφορα κοινωνικοοικονομικά στρώματα
από ό,τι παρουσιαζόταν το φαινόμενο στις επίσημες στατιστικές. Σύμφωνα με τις τελευταίες, ο
μεγάλος όγκος των εγκλημάτων προέρχεται από άτομα της εργατικής τάξης. Βαθμιαία ορισμένοι
εγκληματολόγοι άρχισαν να παρατηρούν ότι συχνά το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης λειτουργούσε
ως μηχανισμός ελέγχου των κατωτέρων τάξεων και διατήρησης του status quo· παράλληλα, ψήγματα
μαρξιστικής ιδεολογίας περιέχονται σε έργα που προώθησαν την προσέγγιση του στιγματισμού.
Ο Quinney αποδίδει την εγκληματικότητα στην αμερικανική οικονομία που βρίσκεται στο στάδιο του
ύστερου καπιταλισμού· στην κοινωνία αυτή το κράτος εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης
οικονομικής τάξης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προτεινόμενη από τον ίδιο τυπολογία εγκλημάτων
> α) εγκλήματα κυριαρχίας τελούμενα από τους κρατούντες {=περιλαμβάνουν τόσο την επιβολή
σωματικής (π.χ. αστυνομική βία, κρατική κατάχρηση εξουσίας) όσο και οικονομικής δύναμης

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 35


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

(π.χ. εγκλήματα επιχειρήσεων)} / β) εγκλήματα εξυπηρέτησης (π.χ. εγκλήματα κατά της


ιδιοκτησίας, κατά του προσώπου και κατά της σεξουαλικής ελευθερίας) και αντίστασης
(=αφορούν γενικά την πάλη εναντίον του κράτους- π.χ. τρομοκρατία) που διαπράττονται από τους
ανίσχυρους.

4.8.6 Οι εγκληματολόγοι στα (πρώην) σοσιαλιστικά κράτη – Άλλοτε και τώρα: Πριν από τις
κοσμοϊστορικές μεταβολές στα κράτη του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η εγκληματογένεση
εθεωρείτο επακόλουθο της καθιέρωσης της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία δημιούργησε τον
ανταγωνισμό των τάξεων και στη συνέχεια τον καπιταλισμό. Η καθιέρωση της κοινής ιδιοκτησίας, η
ανύψωση του ρόλου των λαϊκών αντιπροσωπειών και η ανάπτυξη της δημοκρατικής συνείδησης και
ευθύνης όλων των εργατών (=επιτεύγματα του σοσιαλισμού) είχαν ως συνέπεια τη μείωση της
εγκληματικότητας. Στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας έλαβαν χώρα
απεγκληματοποιήσεις, ενώ η νομοθεσία προέβλεπε επιτροπές διαιτησίας στους αγροτικούς
παραγωγικούς συνεταιρισμούς -> έτσι, ο παραβάτης παρέμενε στον τόπο της εργασίας του υπό
δοκιμασία, με μία μορφή υπό όρον καταδίκης, και η κολλεκτίβα παρείχε εγγύηση για την κοινωνική
του ένταξη. Μετά το 1990, η βαθμιαία προσχώρηση των πρώην σοσιαλιστικών κρατών στο καθεστώς
της ελεύθερης αγοράς προκάλεσε έξαρση βίας, εμπορίου ναρκωτικών, διακίνησης ανθρώπων,
οργανωμένου και διασυνοριακού εγκλήματος. Οι διαφοροποιήσεις στους δείκτες εγκληματικότητας
των διαφόρων κρατών μπορούν να εξηγηθούν από ένα θεωρητικό πλαίσιο, στο οποίο συνυπάρχουν
και αλληλεξαρτώνται παράγοντες που αναφέρονται στα κίνητρα, τις ευκαιρίες και τον κοινωνικό
έλεγχο. Η κινητοποίηση για διάπραξη εγκλημάτων φαίνεται να είναι ισχυρότερη στα πρώην
σοσιαλιστικά κράτη, κυρίως λόγω της κοινωνικοοικονομικής υστέρησης και της κατάχρησης
οινοπνεύματος· οι σωματικές βλάβες, οι ανθρωποκτονίες, οι ληστείες και η διαφθορά φαίνεται να
υπερισχύουν στις χώρες που ο νεαρός ανδρικός πληθυσμός βρίσκεται σε ‘ένταση’.

4.8.7 Κριτική αποτίμηση: Τα έργα των πρώτων μαρξιστών εγκληματολόγων ακολουθούν την
ιστορική ανάλυση, την επαγωγική μέθοδο και είναι περιγραφικά· επίσης, συνήθως δεν
τεκμηριώνονται οι απόψεις τους με ερευνητικά δεδομένα. Στη δεκαετία του 1970, οι οπαδοί της ‘νέας
εγκληματολογίας’ προσπάθησαν να συνθέσουν μία ολοκληρωμένη κοινωνιολογική θεωρία της
απόκλισης. Όμως, δέχτηκαν έντονη κριτική αφενός για την αναγωγή του καπιταλιστικού συστήματος
σε γενεσιουργό αίτιο του εγκληματικού φαινομένου, και αφετέρου για την αδυναμία αιτιολόγησης
των εγκλημάτων των ισχυρών.

4.9 Οι κοινωνιολογικές θεωρίες

4.9.1 Εισαγωγικά: Η στροφή από τις δομικές στις κοινωνιολογικές θεωρίες πραγματοποιήθηκε
κυρίως χάρη στα έργα του Durkheim και αμερικανών εγκληματολόγων.

4.9.2 Θεωρίες κοινωνικής δομής

4.9.2.1 Ο Durkheim – o πατέρας της εγκληματολογίας: Καθώς βίωσε τη βιομηχανική επανάσταση


και τις διαλυτικές κοινωνικές συνέπειες, ενδιαφέρθηκε για την κοινωνική συνοχή που υπήρχε στις
παραδοσιακές κοινωνίες => συνεκτικότητα, ‘συλλογική συνείδηση’, νόμοι που εξασφαλίζουν την
ομοιογένεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εγκληματικότητα είναι αναμενόμενη, ‘φυσιολογική’· αν δεν
υπήρχε, θα ήταν σημείο παθολογίας της κοινωνίας, η οποία θα μαστιζόταν από υπερβολικό κοινωνικό
έλεγχο. Στις σύγχρονες κοινωνίες, αντίθετα, η συνεκτικότητα είναι ‘οργανική’ => ανομειογένεια,
διαφορετικότητα των λειτουργιών των μερών της κοινωνίας, στην οποία υφίσταται ένας
αναπτυγμένος καταμερισμός εργασίας, αλληλεξάρτηση των κοινωνών. Εδώ η εγκληματικότητα δεν

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 36


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

είναι ‘φυσιολογική’, αλλά ένδειξη παθογένειας της κοινωνίας, η οποία βρίσκεται σε μια κατάσταση
ανομίας. Ανομία υπάρχει όταν μια κοινωνία βρίσκεται σε μία κατάσταση κατάλυσης ή έλλειψης
ρυθμιστικών κανόνων ή απορρύθμισης, η οποία αφήνει τους κοινωνούς χωρίς την κατάλληλη ηθική
καθοδήγηση για τη συμπεριφορά τους, με αποτέλεσμα να μειώνεται η κοινωνική συνεκτικότητα.
Ωστόσο, θα ήταν αφύσικο να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς έγκλημα· σε μια τέτοια κοινωνία θα υπήρχε
τόση μεγάλη καταπίεση της συλλογικής συνείδησης και της διαφορετικότητας, ώστε να
εκμηδενίζεται η πιθανότητα για πρόοδο και κοινωνική αλλαγή.
4.9.2.2 Park, Burgess, Shaw, McKay και συνεργάτες – Η οικολογική σχολή του Σικάγου: Ο Park
διέκρινε ομαδοποιήσεις ατόμων και μία συμβιωτική σχέση μεταξύ ανθρώπων και εδαφικής περιοχής·
εντόπισε, λοιπόν, σε ορισμένες συνοικίες άτομα μιας συγκεκριμένης οικονομικής ή επαγγελματικής
κατάστασης. Με τη θεωρία της ‘κοινωνικής αποδιοργάνωσης’, οι Shaw και McKay υποστήριξαν ότι
η εγκληματικότητα οφείλεται περισσότερο στην κοινωνική αποδιοργάνωση που παρατηρείται σε
παθολογικά περιβάλλοντα παρά σε άτομα με κάποια ανωμαλία. Η θέση τους ήταν ότι η
παραβατικότητα των ανηλίκων οφειλόταν στην αποκοπή των νέων από συμβατικές, παραδοσιακές
ομάδες και όχι σε βιολογικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες· μάλιστα, συμπέραναν ότι οι δείκτες
εγκληματικότητας δεν επηρεάζονταν από την πληθυσμιακή σύνθεση των κατοίκων (π.χ. νέγροι,
λευκοί, πρόσφατοι ή παλαιοί μετανάστες). Αντίθετα, η εδαφική ζώνη επηρέαζε τη συμπεριφορά των
κατοίκων της = κάθε ζώνη είχε το δικό της μέγεθος εγκληματικότητας και την εγκληματικότητα αυτή
όριζε η περιοχή και όχι η κάτοικοί της => η απόσταση από το κέντρο και οι δείκτες
εγκληματικότητας είχαν αντίστροφη φορά. Όταν η απόσταση από το κέντρο ήταν μηδενική, οι
δείκτες παραβατικότητας ήταν πολύ υψηλοί, ενώ όσο απομακρυνόταν κανείς από το κέντρο και
μεγάλωνε η απόσταση, τόσο μειώνονταν οι δείκτες παραβατικότητας. Έτσι, έγινε προσπάθεια για τη
δημιουργία ενός προγράμματος πρόληψης σε επίπεδο συνοικίας· το πρόγραμμα του Σικάγου δεν
αξιολογήθηκε. Ωστόσο, ένα άλλο αδελφό πρόγραμμα που ανέπτυξε ο Miller έδειξε ότι η επίδραση
του προγράμματος στη μείωση της παραβατικότητας ήταν αμελητέα.

4.9.2.3 Η εξέλιξη της Σχολής της Ανθρώπινης ή της Κοινωνικής Οικολογίας του Σικάγου: Η
Σχολή του Σικάγου δέχτηκε επικρίσεις, κυρίως διότι δεν αντέκρουσε τα δεδομένα που αφορούσαν
υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας σε οργανωμένες περιοχές ή –αντίθετα- χαμηλούς δείκτες σε
αποδιοργανωμένες. Παρόλα αυτά η προσέγγιση αυτή βρήκε συνεχιστές, ιδίως στη Μ. Βρετανία και
σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ· άλλωστε από εκεί προήλθε και η ‘περιβαλλοντική εγκληματολογία’.
Ο Morris διαπίστωσε υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας επικεντρωμένους σε κρατικές,
ετοιμόρροπες κατοικίες· έτσι, συμπέρανε ότι υπήρχε κυβερνητική βούληση συγκέντρωσης ορισμένων
ατόμων σε λιγότερο επιθυμητές κατοικίες και συνοικίες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται
‘εγκληματικές περιοχές’.
Ο Stark προσπάθησε να δώσει απάντηση στο ερώτημα ‘τι υπάρχει σε ορισμένες συνοικίες που τις
συνδέει με υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας’ => a) πληθυσμιακή πυκνότητα / β) φτώχια / γ)
ύπαρξη διαφόρων χρήσεων γης στην ίδια περιοχή (εργοστάσια, κατοικίες, καταστήματα κλπ) / δ)
μετακίνηση των κατοίκων και ε) φθορά των κτισμάτων. Αυτά τα πέντε χαρακτηριστικά αυξάνουν
τον ‘ηθικό κυνισμό των κατοίκων’ και αυξάνουν τα κίνητρα για την τέλεση εγκλημάτων, ενώ
μειώνουν τον άτυπο κοινωνικό έλεγχο.
Ο Sampson βρήκε ότι η φτώχια συνδυαζόμενη με τη μεγάλη εδαφική κινητικότητα των ατόμων
συναρτάται με εγκλήματα βίας. Μάλιστα, όρισε την ‘κοινωνική αποδιοργάνωση’ ως την αδυναμία
των κατοίκων μιας περιοχής να πραγματοποιήσουν τις κοινές τους αξίες (βλ. + ανωνυμία, αδύναμες
σχέσεις γειτονίας και μικρή συμμετοχή των κατοίκων στην οργάνωση της συνοικίας τους).
Ο Birkbeck ασχολήθηκε με την ‘περιστασιακή ανάλυση του εγκλήματος’, δηλ. αναζήτησε
κανονικότητες στη σχέση συμπεριφορών και περιστάσεων. Η προσέγγιση αυτή συναρτάται και με
την περιστασιακή πρόληψη των εγκλημάτων, την ‘ευκαιρία’ και την ‘ορθολογική επιλογή’.

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 37


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ‘θεωρίες της ευκαιρίας’, η συνηθισμένη εγκληματική δραστηριότητα που
παρουσιάζεται μετά από μία φυσική καταστροφή ή μια μαζική κινητοποίηση εξηγείται επειδή τα
άτομα βρίσκουν ότι τους δίνεται η ευκαιρία να εγκληματήσουν. Από την άλλη, στις περιπτώσεις της
‘περιστασιακής επιλογής’, οι ενδεχόμενοι δράστες υπολογίζουν την ευχέρεια να επιτύχουν το στόχο
τους, τις πιθανότητες να γίνουν αντιληπτοί ή να συλληφθούν, καθώς και το αναμενόμενο όφελος.
Τέλος, οι Cohen και Felson δέχτηκαν ότι οι μεταβολές στους δείκτες εγκληματικότητας μπορεί να
εξηγηθούν από τη διαθεσιμότητα των στόχων αφενός και την απουσία ικανών επιτηρητών (π.χ.
αστυνομικών) αφετέρου· εξάλλου, στις σύγχρονες κοινωνίες μεταβάλλονται οι ‘συνηθισμένες
καθημερινές δραστηριότητες (=ρουτίνα)’, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται τόσο η διαθεσιμότητα των
στόχων (π.χ. αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, φορητοί Η/Υ) όσο και η παρουσία επιτηρητών.

4.9.2.4 Ο Merton και η θεωρία της έντασης: Επαναπροσδιόρισε την έννοια της ανομίας και
θεώρησε ότι είναι μια κατάσταση που δημιουργείται, όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ των στόχων που
θέτει μια κοινωνία και των διαθέσιμων νόμιμων μέσων για την πραγματοποίησή τους. Νόμιμα μέσα,
όμως, δεν παρέχει σε όλους εξίσου η κοινωνία και έτσι, σε αυτούς που υφίστανται την αδικία
δημιουργείται μια ματαίωση, μια ψυχική ένταση που μπορεί να ωθήσει προς το έγκλημα. Επομένως,
η κοινωνία παράγει την απόκλιση ή το έγκλημα, γιατί εντέλει δεν ενδιαφέρει πώς επιτυγχάνεται ο
στόχος, ενώ τα άτομα που αποκτούν τα ποθητά υλικά αγαθά με απαράδεκτα, αμφίβολα ή παράνομα
μέσα αμείβονται με κύρος, ισχύ και κοινωνική θέση. Απέναντι στο πρόβλημα της ανομίας, ο Merton
διακρίνει πέντε δυνατές προσαρμογές > α) τον κομφορμισμό = το συμμορφούμενο άτομο είναι
εκείνο που δέχεται τους στόχους επιτυχίας της κοινωνίας και τα κοινωνικά αποδεκτά μέσα για την
κατάκτησή τους / β) την καινοτομία = το άτομο αποδέχεται τους στόχους επιτυχίας, αλλά είτε
απλώς απορρίπτει τα θεμιτά μέσα είτε αναζητά εναλλακτικά αθέμιτα μέσα. Η περισσότερη
εγκληματικότητα παίρνει τη μορφή της καινοτομίας, η οποία συνίσταται σε νέες μεθόδους απόκτησης
πλούτου. / γ) την τυπολατρία = ο τυπολάτρης αποδίδει τόση σημασία στους κανόνες και στα μέσα,
ώστε ξεχνά ή δε μπορεί να δώσει στους στόχους την πρέπουσα θέση / δ) τον αναχωρητισμό = ο
αναχωρητής απορρίπτει τόσο τους στόχους όσο και τα θεμιτά μέσα– π.χ. στόχος του εξαρτημένου
από το οινόπνευμα ή αλλες ουσίες είναι η ίδια η ουσία και μέσα είναι τα αθέμιτα (βλ. επαιτεία, κλοπή
κλπ). ε) την εξέγερση = το άτομο απορρίπτει τόσο τους στόχους όσο και τα μέσα , όμως θέτει
νέους- π.χ. ο επαναστάτης ή ο αναρχικός. Πάντως, όλες οι προσαρμογές –εκτός από την πρώτη-
είναι αποκλίνουσες συμπεριφορές· είναι εναλλακτικές, αλλά μπορεί και να συνυπάρξουν.

4.9.2.5 Ο Cohen και η θεωρία του ‘παραβατικού υποπολιτισμού’: O υποπολιτισμός είναι το


σύνολο των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών ενός τμήματος πληθυσμού ή μιας κοινωνικής
ομάδας που διακρίνεται από τον γενικότερο πολιτισμό στον οποίο ανήκει· η έννοια είναι αξιολογικά
ουδέτερη, ωστόσο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει αποκλίνουσα συμπεριφορά -ως προς τον
κυρίαρχο πολιτισμικά πληθυσμό- μιας κοινωνικής ομάδας. Ο Cohen αντιλαμβάνεται τις
υποπολιτισμικές ομάδες ή συμμορίες ως μία συλλογική απάντηση στη ματαίωση που βιώνουν οι νέοι
της εργατικής τάξης στο θεσμό του σχολείου που ακολουθεί τις αξίες της μεσαίας τάξης. Η ένταξη
στην υποπολιτισμική ομάδα συνδυάζεται με την τέλεση εγκλημάτων, επειδή οι ανήλικοι των
χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων ούτε έχουν κοινωνικοποιηθεί με τις αστικές αξίες
ούτε μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται αυτό το αξιακό σύστημα. Η
αναστροφή των αξιών, δηλαδή, που κυριαρχεί στην υποπολιτισμική ομάδα βολεύει τους ανηλίκους
αυτούς, οι οποίοι πλέον μέσα στην ομάδα παύουν να αισθάνονται συναισθήματα απόρριψης και
ματαίωσης. Φυσικά αυτή η κατάσταση υποθάλπει παραβατικές συμπεριφορές.

4.9.2.6 Ο Miller και τα ‘εστιακά ενδιαφέροντα’: Ο Miller εντόπισε ορισμένες αξίες και αντιλήψεις
που μεταβιβάζονται διαμέσου της διαδικασίας της εκμάθησης στην υποπολιτισμική ομάδα των

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 38


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

χαμηλών εισοδηματικών τάξεων· τα μεταβιβαζόμενα με αυτόν τον τρόπο στοιχεία ονομάστηκαν


‘εστιακά ενδιαφέροντα’ των νέων που προέρχονται από αυτές τις διαστρωματώσεις. Ως ‘εστιακά
ενδιαφέροντα’ χαρακτηρίζονται > α) η ταραχώδης συμπεριφορά που καταλήγει σε σύγκρουση με
την αστυνομία ή άλλες μορφές εξουσίας / β) η σκληρότητα, δηλ. οι συμπεριφορές που δείχνουν
αντοχή στον προσωπικό σωματικό πόνο, αλλά και ασυναισθησία στην επιβολή πόνου ή στη
δημιουργία συμφορών σε τρίτους / γ) την πανουργία, ώστε να βγαίνει ‘νικητής’ σε όλα / δ) τη
ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, η οποία χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση έντονων συγκινήσεων / ε)
τη μοιρολατρία, δηλ. τη στάση ζωής σύμφωνα με την οποία αποδίδονται όσα συμβάινουν στην
τύχη => αντιμετωπίζουν το μέλλον χωρίς στόχους / στ) την αυτονομία, δηλ. την επιδίωξη
οικονομικής ανεξαρτησίας, αλλά και ανεξαρτησίας από εξωτερικούς καταναγκασμούς.

4.9.2.7 Ο Cloward και ο Ohlin – η θεωρία της ‘διαφορικής ευκαιρίας’: Για να εξηγήσουν τη
συμμετοχή ανηλίκων της εργατικής τάξης σε συμμορίες, θεώρησαν ότι αυτοί ωθούνται προς την
παραβατική υποπολιτισμική ομάδα από τη διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες που τους εμπνέει το
νεανικό πολιτισμικό περιβάλλον των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών διαστρωματώσεων και τα (μη)
διαθέσιμα μέσα να πραγματοποιήσουν αυτές τις επιθυμίες με νόμιμες διαδικασίες. Ειδικότερα, κατά
τη θεωρία της ‘διαφορικής ευκαιρίας’, οι νέοι θα επιλέξουν το είδος παραβατικής υποπολιτισμικής
προσαρμογής (συμμορία), σύμφωνα με τις ευκαιρίες για παράνομες δραστηριότητες· εντοπίζονται
τρία είδη παράνομων υποπολιτισμικών ομάδων > α) οι ‘εγκληματικές συμμορίες’ που ανθούν όπου
υπάρχει μία εγκληματική υποδομή. Εκεί δημιουργούνται διασυνδέσεις μεταξύ ανηλίκων, νεαρών
εήλικων και ενήλικων (=εγκληματική ιεραρχία). / β) οι ‘συγκρουσιακές συμμορίες’ που
δημιουργούνται σε συνοικίες, όπου δεν προσφέρονται παράνομες ούτε και νόμιμες ευκαιρίες / γ) οι
‘αναχωρητικές συμμορίες’, στις οποίες συμμετέχουν άτομα που δεν κατόρθωσαν να γίνουν
αποδεκτά ούτε σε ‘εγκληματικές συμμορίες’ ούτε σε ‘συμμορίες σύγκρουσης’.
Η συγκεκριμένη θεωρία υποδηλώνει ότι ορισμένοι ανήλικοι ασπάζονται τις αξίες της μεσαίας τάξης,
γεγονός που διευκολύνει την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό, εφόσον τους παρασχεθούν οι
ευκαιρίες που επιθυμούν. Βέβαια, υπήρξαν και επικρίσεις, όπως κυρίως ως προς την αδυναμία
εξήγησης της ύπαρξης συμμοριών μεσαίας κοινωνικής τάξης.

4.9.2.8 Αντί συμπεράσματος – οι επιδράσεις των δομικών θεωριών και ιδίως της θεωρίας της
έντασης: Οι επικρίσεις που προαναφέρθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ρεύματα
αντικρουόμενων απόψεων.
Βασική θέση της Kornhauser είναι ότι η διάσταση μεταξύ των προσδοκιών των εγκληματιών και των
αναμενόμενων γεγονότων (δηλ. η πηγή της έντασης ή της ματαίωσης που οδηγεί στο έγκλημα) είναι
διάσπαρτη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και όχι μόνο στους οικονομικά αδύναμους
Ο Bernard, αντίθετα, επισήμανε ότι η ένταση επικεντρώνεται μάλλον στις χαμηλότερες
κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Μάλιστα, διέκρινε δύο δυνατές προσεγγίσεις στην ‘ένταση’ > • μία
στο επίπεδο της κοινωνίας που αφορά στην κατάσταση που δημιουργείται, όταν οι κοινωνικές
δομές αποτυγχάνουν να παράσχουν τα νόμιμα μέσα για την εκπλήρωση των στόχων που το
πολιτισμικό περιβάλλον υπολογίζει / • μία στο ατομικό επίπεδο, η οποία αναφέρεται στα
συναισθήματα ματαίωσης, θυμού, άγχους ή και κατάθλιψης που βιώνουν τα αποτυχημένα άτομα.
Ο Agnew οικοδόμησε τη ‘γενική θεωρία της έντασης’ που εστιάζεται στις αρνητικές διαπροσωπικές
σχέσεις· οι σχέσεις αυτές αποτρέπουν ένα άτομο να εκπληρώσει έναν επιδιώκομενο στόχο ή
αφαιρούν από αυτό κάτι που εκτιμά και κατέχει ή και επιβάλλουν σε αυτό μία ανεπιθύμητη
συμπεριφορά.
Οι Messner και Rosenfeld αποδίδουν τη μεγάλη εγκληματικότητα (στις ΗΠΑ) στο ‘αμερικανικό
όνειρο’ = ένα πολιτισμικό έθος που επιβάλλει τη δέσμευση για την εκπλήρωση του στόχου της
οικονομικής επιτυχίας για όλους τους πολίτες σε συνθήκες ανοικτού ανταγωνισμού, σε επίπεδο

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 39


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ατόμων. Οι συστάσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, κατά συνέπεια, στρέφονται προς
την αποδυνάμωση των επιδράσεων του οικονομικού στοιχείου στους κοινωνούς και την ενίσχυση –
αντίστοιχα- των θεσμών της οικογένειας και της εκπαίδευσης. Η πολιτική πρέπει κι αυτή να
αποσυνδεθεί από το άρμα της οικονομίας και να δημιουργήσει π.χ. ένα ‘εθνικό σώμα παροχής
υπηρεσιών’ στελεχωμένο από νεαρά άτομα που θα απασχολούνται με συλλογικούς στόχους σε
επίπεδο κοινότητας και όχι με οικονομικές υλικές επιδιώξεις.

4.9.3 Θεωρίες της κοινωνικής διαδικασίας: Δέχονται ότι όλα τα άτομα μπορεί να γίνουν
παραβάτες ή εγκληματίες ανεξάρτητα από τη φυλή, το φύλο ή την εισοδηματική τάξη στην οποία
ανήκουν. Πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η διαδικασία κοινωνικοποίησης· ωστόσο, πιο ευάλωτα
είναι τα άτομα των κατώτερων εισοδηματικών διαστρωματώσεων λόγω της φτώχιας, του ρατσισμού,
της ανεπαρκούς εκπαίδευσης και των ασταθών οικογενειακών δεσμών.

4.9.3.1 Ο Sutherland και η θεωρία της ‘διαφορικής συναναστροφής’: Ως ‘διαφορική


συναναστοφή’ νοούνται τα πρότυπα αλληλεπίδρασης που χρησιμοποιούν οι κλέφτες κατά τη μεταξύ
τους επικοινωνία- έννοια που πλησιάζει προς την εγκληματική υποπολιτισμική ομάδα. Σύμφωνα με
τον όρο αυτό, ο Sutherland εννούσε ότι α) η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται, άρα δεν
κληρονομείται ούτε κάποιος την επινοεί / β) μαθαίνεται με τη συναναστροφή, την αλληλενέργεια
με άλλα άτομα, με τα οποία επικοινωνεί / γ) η βασική εκμάθησή της απαιτεί στενές προσωπικές
σχέσεις / δ) η εκμάθηση περιλαμβάνει τις τεχνικές τέλεσης ενός εγκλήματος και το πώς πρέπει να
διαμορφωθούν τα κίνητρα, οι ορμές, οι εκλογικεύσεις και οι στάσεις / ε) στη διαμόρφωση αυτή
συμβάλλουν οι αντιλήψεις των κοινωνών ως προς την τήρηση των νόμων / στ) ένα άτομο γίνεται
παραβάτης, εφόσον οι αντιλήψεις που ευνοούν την παράβαση των νόμων υπερτερούν των
αντιλήψεων που ευνοούν το σεβασμό προς τους νόμους και την υπακοή σε αυτούς / ζ) οι
συναναστροφές μπορεί να διαφέρουν από πλευράς συχνότητας, διάρκειας, προτεραιότητας και
έντασης / η) οι διαδικασίες εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς μέσω συναναστροφών με
εγκληματικά και μη εγκληματικά πρότυπα περιλαμβάνουν όλους τους μηχανισμούς που
εμπλέκονται σε οποιοδήποτε άλλο είδος εκμάθησης / θ) ενώ η εγκληματική συμπεριφορά αποτελεί
έκφραση βασικών αναγκών και αξιών, δεν ερμηνεύεται μέσω αυτών.
Σε μια κοινότητα υφίστανται πολυάριθμες οργανώσεις προσανατολισμένες προς διαφορετικά
συμφέροντα και με διαφορετικούς στόχους. Επόμενο είναι, λοιπόν, μέσα σε αυτή τη
διαφοροποιημένη οργάνωση, ορισμένες από αυτές τις ομάδες να υποστηρίζουν και να ακολουθούν
εγκληματικά πρότυπα, άλλες να είναι αδιάφορες και άλλες να είναι αντίθετες προς την εγκληματική
συμπεριφορά και –άρα- συνειδητά σύννομες.
Ωστόσο, οι θεωρία δέχτηκε επικρίσεις > • δεν εξηγεί το γιατί ορισμένα άτομα συναναστρέφονται με
εγκληματίες / • είναι απίθανο –κατά ορισμένους- οι εγκληματικές στάσεις να μαθαίνονται από τους
σύννομους πολίτες, οι οποίοι μαθητεύουν κοντά στους εγκληματίες που δεν έχουν την πρόθεση να
μεταδώσουν τις εγκληματικές τους αξίες / • δεν είναι εμπειρικά επαληθευμένη σε επίπεδο
εγκληματικότητας ανηλίκων / • δενν αναφέρεται στη σημασία της μη προσωπικής επικοινωνίας,
όπως είναι οι τυχόν επιδράσεις από τα ΜΜΕ.

4.9.3.2 Ο Matza και ο Sykes – oι τεχνικές ή θεωρία της ‘εξουδετέρωσης’: Πολλοί εγκληματίες,
ενώ παραβιάζουν ορισμένους κανόνες κάτω από ορισμένες συνθήκες, τους ίδιους κανόνες κάτω από
διαφορετικές συνθήκες τους σέβονται· είναι δηλ. σαν να επιλέγουν τα θύματά τους και μεταξύ των
θυμάτων δεν πρέπει να βρίσκεται άτομο της παρέας ή της συμμορίας τους. ‘Πώς, λοιπόν, είναι
δυνατόν ένας ανήλικος να παραβιάζει κανόνες, χωρίς να τους εγκαταλείπει; Οι Matza και Sykes
απάντησαν με τη θεωρία των ‘τεχνικών της εξουδετέρωσης’ {του (αν)ηθικού} χαρακτήρα της
πράξης), οι οποίες είναι οι εξής > α) της άρνησης της ευθύνης, η οποία παίρνει τη μορφή της

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 40


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

επίκλησης της διαλυμένης οικογένειας, της έλλειψης στοργής κλπ / β) της άρνησης της ζημίας ή
της βλάβης (εκδηλώνεται με εκφράσεις του τύπου ‘δεν το έκλεψα, απλώς το δανείστηκα’) / γ) της
άρνησης της ύπαρξης θύματος / δ) της καταδίκης όσων καταδικάζουν τον δράστη -> δηλ. ο
δράστης αντιστρέφει τις καταστάσεις ισχυριζόμενος ότι οι αστυνομικοί ή οι δικαστές δωροδοκούνται
και –άρα- είναι μεγαλύτεροι εγκληματίες από αυτόν / ε) της επίκλησης της πίστης και αφοσίωσης
σε ένα ανώτερο –κατά το δράστη- θεσμό, όπως η παρέα ή η γειτονιά προς το συμφέρον των οποίων
δρα. Οι προαναφερόμενες αντιλήψεις-αξίες υποβόσκουν στις κοινωνίες, μαζί με τις συμβατικές και
τις σύννομες. Έτσι, όταν οι ανήλικοι διολισθαίνουν στην παραβατική συμπεριφορά, ύστερα από
‘αιώρηση’ μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, η διολίσθηση αυτή μοιάζει με απολογία για την
παράνομη συμπεριφορά και προσφέρει μια δικαιολογία ή εξουδετερώνει τις όποιες αντιρρήσεις για
την εμπλοκή σε παραβατικές δραστηριότητες. Οι ανήλικοι, κατά τον Matza, πριν από την παράβαση
αποξενώνονται προσωρινά από τις παραδεδεγμένες συμβατικές, σύννομες κοινωνικές αξίες και τον
κοινωνικό έλεγχο, ενώ διολισθαίνουν -μετά την αιώρηση- στην παράβαση με τη βοήθεια των
εκλογικεύσεων που προσφέρουν οι τεχνικές εξουδετέρωσης.

Οι θεωρίες κοινωνικού ελέγχου – Ο Hirschi και άλλοι: Οι θεωρίες κοινωνικού ελέγχου


απασχολούνται με το ‘γιατί ορισμένα άτομα δεν τελούν εγκλήματα’, αντί με το ‘γιατί τα άτομα
τελούν εγκλήματα’· η αντιστροφή αυτή πηγάζει από την παραδοχή ότι η παράβαση των νόμων είναι
φυσική και αναμενόμενη.
Κατά τη ‘θεωρία της αυτοεκτίμησης’ του Reiss, αυτή εμποδίζει την εμπλοκή στην παραβατικότητα.
Αναλόγως, σύμφωνα με τη ‘θεωρία της συγκράτησης’ του Reckless, η αυτοεκτίμηση βοηθά τους
ανήλικους, που ζουν σε εγκληματογόνες περιοχές, να απομονώνονται και να αποκόπτονται από τις
αρνητικές επιδράσεις. Ειδικότερα, η κοινωνία παράγει απωθήσεις από το έγκλημα, αλλά και έλξεις
προς αυτό. Σε μερικά άτομα αυτές οι δυνάμεις αλληλοεξουδετερώνονται από παράγοντες ενδογενείς
(π.χ. αυτοεκτίμηση) και εξωγενείς (π.χ. θετική υποστήριξη από συνομηλίκους).
Η νεότερη χρονολογικά ‘θεωρία των κοινωνικών δεσμών’ του Hirschi χρησιμοποιείται για την
ερμηνεία της παραβατικής συμπεριφοράς· η τελευταία προέρχεται από άτομα με ανίσχυρους ή
ανύπαρκτους κοινωνικούς δεσμούς. Αντίθετα, οι συμμορφούμενοι προς τους νόμους πολίτες έχουν τα
εξής χαρακτηριστικά > • αφοσίωση σε πρόσωπα αναφοράς = ‘δέσιμο’ με τους γονείς, το σχολείο,
τους συνομηλίκους και άλλους θεσμούς μεταβίβασης αξιών / • δέσμευση από κοινωνικά
αναγνωρισμένους στόχους = περιλαμβάνει την επένδυση σε χρόνο, ενέργεια και προσπάθειες που
αφιερώνουν τα περισσότερα άτομα σε κοινωνικά αποδεκτές δραστηριότητες / • συμμετοχή σε
συμβατικές δραστηριότητες -> αφήνει λίγο χρόνο και ελάχιστα περιθώρια για παράνομη
συμπεριφορά / • αποδοχή των κοινωνικών κανόνων -> τα άτομα που ζουν στο ίδιο περιβάλλον
συμμερίζονται ανάλογες πεποιθήσεις, αξίες και νόμους. Είναι προφανές ότι όλοι οι προαναφερόμενοι
κοινωνικοί δεσμοί ελέγχουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Εξάλλου, κατά τον Hirschi, η
παραβατικότητα δεν οφείλεται σε πεποιθήσεις που απαιτούν την παράβαση, αλλά στην απουσία
πεποιθήσεων που απαγορεύουν την παραβατικότητα.
Η ‘θεωρία των κοινωνικών δεσμών’ μετεξελίχθηκε από τους Hirschi και Gottfredson σε μια γενική
θεωρία εγκλήματος, τη ‘θεωρία του αυτοελέγχου’· σε αυτή προστέθηκε και η διάκριση μεταξύ του
εγκλήματος ενός εγκληματία και της εγκληματικότητας, όπως παρουσιάζεται από τις στατιστικές. Η
διάκριση μεταξύ εγκλήματος και εγκληματικότητας δίνει μιαν απάντηση στο γεγονός ότι με δεδομένο
και σταθερό τον αριθμό των εγκληματιών, δηλ. ατόμων με χαμηλό επίπεδο αυτοελέγχου, οι δείκτες
της εγκληματικότητας δεν είναι σταθεροί, αφού επηρεάζονται από τη (μη) ύπαρξη των εγκληματικών
ευκαιριών. Μάλιστα, το χαμηλό επίπεδο αυτοελέγχου είναι αποτέλεσμα πλημμελούς ανατροφής,
αδυναμίας των γονέων να χειραγωγήσουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους με τιμωρία της
αποκλίνουσας συμπεριφοράς, όταν αυτή παρουσιάζεται. Ακόμη, παιδιά που δεν έχουν σύνδεσμο με
τους γονείς τους, που έχουν ελλιπή επίβλεψη ή των οποίων οι γονείς είναι εγκληματίες ή

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 41


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

αποκλίνοντες –κατά πάσα πιθανότητα- δεν θα έχουν ικανό επίπεδο αυτοελέγχου. Το έγκλημα
παράγεται από τη σύμπτωση έλλειψης αυτοελέγχου αφενός και ύπαρξης εγκληματικών ευκαιριών
αφετέρου. Τέλος, ο αυτοέλεγχος μπορεί να βοηθήσει ένα άτομο να αντισταθεί στους πειρασμούς των
ευκαιριών για τέλεση εγκλημάτων.

4.9.3.4 Οι θεωρίες της (συμβολικής) αλληλενέργειας, της ετικέτας και της κοινωνικής
αντίδρασης: O Mead επισημαίνει ότι κάθε άνθρωπος δημιουργεί μίαν εικόνα ή αντίληψη για τον
εαυτό του με την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους· έτσι, αναπτύσσει εξ αντανακλάσεως
συνείδηση του πώς τον βλέπουν οι άλλοι- βλ. και Tannebaum, Lemert, Becker, Schur κλπ. Η
προσέγγιση της ‘ετικέτας’ ‘η του ‘χαρακτηρισμού’ ή της ‘αλληλενέργειας’ εστιάζεται κυρίως στην
απάντηση της κοινωνίας στον αποκλίνοντα. Βασικές θέσεις της είναι οι εξής > • ουδεμία πράξη είναι
από μόνη της εγκληματική / • η κρατούσα τάξη ορίζει τι είναι έγκλημα / • ένας άνθρωπος δεν
γίνεται εγκληματίας με την παράβαση του νόμου, αλλά με την υπόδειξη των αρχών / • δεδομένου
ότι όλοι άλλοτε συμμορφώνονται με τους νόμους και άλλοτε αποκλίνουν από αυτούς, δεν πρέπει να
διχοτομούνται τα άτομα σε εγκληματίες και μη εγκληματίες / • η διαδικασία του χαρακτηρισμού
και του σχηματισμού αρχίζει με τη σύλληψη / • η ηλικία, η κοινωνικοοικονομική τάξη και η φυλή
είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των δραστών, στα οποία οφείλονται ανόμοιες δικαστικές
αποφάσεις για όμοιες αποφάσεις / • το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης επιτρέπει τον κοινωνικό
αποκλεισμό των ατόμων που υποδεικνύονται ως δράστες / • η πρωτογενής απόκλιση αναφέρεται
στην αρχική παραβατική πράξη, ενώ η δευτερογενής αφορά την ψυχολογική αναδιοργάνωση που
βιώνει το άτομο που έχει παραβιάσει το νόμο, ύστερα από τη σύλληψη και το στιγματισμό του ως
αποκλίνοντα.
Οι θεωρίες της κοινωνικής αντίδρασης –παρά τα μειονεκτήματά τους- εμπλούτισαν τη συντηρητική
και θετικιστική εγκληματολογική θεωρία με γόνιμες και προοδευτικές ιδέες. Στη δεκαετία του 1980-
1990, τονίστηκε ότι η θεωρία της ‘διαφορικής συναναστροφής του Sutherland, μπορεί να διερευνηθεί
εμπειρικά, καθώς εστιάζεται στο περιεχόμενο το οποίο μαθαίνεται, και το οποίο είναι οι ορισμοί, οι
ιδέες ή οι αντιλήψεις που ευνοούν την παράβαση των νόμων.
Άλλοι εγκληματολόγοι επαναδιατύπωσαν τη θεωρία του Sutherland, η οποία στηριζόταν στην
εκμάθηση ιδεών και ερμήνευσαν την τέλεση εγκλημάτων με την εκμάθηση συμπεριφορών. Ο Akers
υποστήριξε ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν παρατηρώντας τις συνέπειες των διαφόρων συμπεριφορών. Η
‘διαφορική ενίσχυση’ αναφέρεται στις πραγματικές ή αναμενόμενες συνέπειες μιας συγκεκριμένης
συμπεριφοράς· οι άνθρωποι προβαίνουν σε μία πράξη, όταν νομίζουν ότι αυτή θα συνεπάγεται είτε
ανταμοιβή είτε αποφυγή τιμωρίας, ενώ δεν προβαίνουν σε εκείνες που νομίζουν ότι θα έχουν ως
συνέπεια την τιμωρία. Κατά την εκμάθηση της εγκληματικής συμπεριφοράς, τα άτομα ακολουθούν
μία ορισμένη αλληλουχία γεγονότων -> τη συναναστροφή με άτομα που διάκεινται ευμενώς προς την
παραβίαση των νόμων, ακολουθεί η προβολή προτύπων εγκληματικής συμπεριφοράς προς μίμηση
από τα άτομα αυτά και έπεται –τέλος- η παροχή ανταμοιβών και μεθόδων αποφυγής τιμωρίας· η
εγκληματική δε συμπεριφορά διατηρείται μέσω των κοινωνικά αποδεκτών και μη αποδεκτών
ενισχύσεων.
Την ίδια απήχηση είχαν και οι ‘θεωρίες του κοινωνικού ελέγχου’, οι οποίες επιβίωσαν για τους εξής
λόγους > • τεκμηριώνονται εμπειρικά / • ψήγματά τους (π.χ. η διαδικασία δημιουργίας
εγκληματιών από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, ο στιγματισμός ατόμων των χαμηλότερων
εισοδηματικών τάξεων κλπ) βρίσκονται στη λεγόμενη ‘νέα εγκληματολογία’ / • χρησιμοποιήθηκαν
στις λεγόμενες συνθετικές θεωρίες- π.χ. η ‘θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης’ συνδυάζει στοιχεία από
τις θεωρίες της ‘κοινωνικής διαδικασίας’ και της ‘κοινωνικής δομής’ -> σύμφωνα με αυτή, ασθενείς
κοινωνικοί έλεγχοι παράγουν εγκληματική συμπεριφορά, η δε κοινωνική θέση του ατόμου επηρεάζει
τους δεσμούς του με την κοινωνία + ο Εlliot συνδύασε τη θεωρία ‘της έντασης’, ‘της κοινωνικής
εκμάθησης’ και του ‘κοινωνικού ελέχου’ -> οι νέοι που υφίστανται ένταση από την αδυναμία να

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 42


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

εκπληρώσουν τους στόχους τους, η ελλιπής κοινωνικοποίησή τους και οι ασθενείς κοινωνικοί δεσμοί,
καθώς και η διαμονή τους σε αποδιοργανωμένες περιοχές, τους οδηγούν σε συναναστροφή με
παραβατικές παρέες και εκμάθηση από αυτές παραβατικών συμπεριφορών. / • είχαν αντίκτυπο στο
σχεδίασμα κοινωνικής πολιτικής και συντέλεσαν στη δημιουργία προγραμμάτων αντιμετώπισης
παραβατών και εγκληματιών. Εξάλλου, στη θεωρία του χαρακτηρισμού ή της ετικέτας βασίζονται οι
μη στιγματιστικές κυρώσεις, όπως η υποχρέωση παρακολούθησης θεραπευτικών προγραμμάτων για
τους εξαρτημένους χρήστες ουσιών ή μαθημάτων κυκλοφοριακής αγωγής για τους παραβάτες
τροχαίων ατυχημάτων κλπ.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν συνοπτικά οι κυριότερες θεωρίες διάρκειας ζωής ή
εξελικτικές θεωρίες > • Farrington -> o συνδυασμός πολλαπλών προσωπικών (π.χ.
παρορμητικότητα), κοινωνικών (π.χ. ατελής εποπτεία από τους γονείς) και περιβαλλοντολογικών
παραγόντων (π.χ. χαμηλό εισόδημα) συνδέονται με την εγκληματική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια
της ζωής.
• Thornberry -> το έγκλημα είναι λειτουργία μιας δυναμικής κοινωνικής διαδικασίας που
προσδιορίζεται από μεταβλητές εκμάθησης, ποικιλία ορίων (π.χ. προσκόλληση και δέσμευση σε
συμβατικές ασχολίες) και κοινωνική τάξη-φυλή-γένος.
• Moffin -> η δια βίου εμμονή στην παραβατικότητα εξηγείται από τις ελαττωματικές σχέσεις μεταξύ
παιδιών και γονέων, με αποτέλεσμα την ελλιπή αυτοκυριαρχία και παρορμητικότητα. Η περιορισμένη
παραβατικότητα των εφήβων οφείλεται στην κοινωνική μιμητικότητα και σε αντικοινωνικές
ενισχύσεις και πρότυπα.
• Le Blanc -> ενοποιητική, πολυεπίπεδη θεωρία ελέγχου που εξηγεί την εγκληματικότητα, τον
εγκληματία και το εγκληματικό γεγονός με όρους εξελικτικούς.
• Laub και Sampson -> η αιτιολογία του εγκλήματος πρέπει να παρατηρηθεί εξελικτικώς – στο
πλαίσιο των σημείων καμπής σε μια εξελικτική σταδιοδρομία.
• Weis -> το έγκλημα προκαλείται από την αλληλεπίδραση μεταξύ μειωμένων κοινωνικών ελέγχων
και επιρροές από τους παραβατικούς συνομηλίκους.

4.9.3.6 Κριτική αποτίμηση των κοινωνιολογικών θεωριών γενικά: Οι κοινωνιολογικές θεωρίες


βρίσκονται για χρόνια στο επίκεντρο της εγκληματολογίας. Η αφετηρία ήταν οι Guerry και Quételet,
ενώ προσωρινή κατάληξη θεωρήθηκαν οι ‘μετα-νεωτεριστές’. Στο μεσοδιάστημα παρουσιάστηκαν
στην Ευρώπη (Durkheim) και την Αμερική (Merton + οικολογική σχολή του Σικάγου + θεωρίες της
‘διαφορικής ευκαιρίας’) ενδιαφέρουσες θεωρητικές προσεγγίσεις. Οι απόψεις για τον κοινωνικό
έλεγχο τεκμηριώθηκαν σε μεγάλο βαθμό εμπειρικά· κι όμως, η λύση στο πρόβλημα της διάχυτης
εγκληματικότητας δεν φαίνεται να είναι δυνατό να προέλθει π.χ. από την προσφορά ίσων ευκαιριών
εκπαίδευσης (πάντως, είναι άκρως επιθυμητή). Οι σύγχρονες κοινωνίες, εξάλλου, χαρακτηρίζονται
από ανασφάλεια και φόβο του εγκλήματος. Οι υψηλοί δείκτες εγκληματικότητας θεωρούνται
φυσιολογικοί και οι ιδιωτικές αμυντικές προσπάθειες αντιμετώπισης της ενδεχόμενης
θυματοποίησης, όπως και η εντατικοποίηση του κρατικού ελέγχου σε βάρος των ατομικών
ελευθεριών είναι σχεδόν αυτονόητες διαδικασίες· γι’ αυτό ο Garland κάνει λόγο για το ‘σύμπλεγμα
του εγκλήματος’.

4.10 Η πολυπαραγοντική θεωρία: Οι Healy και Glueck πρότειναν την ερμηνεία του εγκλήματος
μέσω διαφόρων συνδυασμών παραγόντων (βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών) που
επενεργούν και αλληλεπιδρούν ανάλογα με το είδος του εγκλήματος. Η θεωρία αυτή δέχτηκε τις εξής
επικρίσεις > α) δεν είναι θεωρία, αλλά απλώς μία άλλη οπτική αντιμετώπισης της ερμηνεία του
εγκλήματος / β) το απλό εύρημα σε μια έρευνα πολλών παραγόντων που συναρτώνται με το
έγκλημα δεν αρκεί για να υπάρξει θεωρία / και γ) αναζητεί αρνητικούς παράγοντες για να εξηγήσει
ένα αρνητικό φαινόμενο όπως το έγκλημα, αλλά μπορεί το τελευταίο να γεννιέται και από κάτι

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 43


ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

θετικό (π.χ. διαδικασία εκμάθησης). Πλέον η πολυπαραγοντική θεώρηση φαίνεται να


μεταλλάσσεται σε κάποιο είδος ‘συνθετικής-ενοποιούσας εγκληματολογίας’ που συνδυάζει τη
διεπιστημονική προσέγγιση για την ερμηνεία του εγκλήματος και τον έλεγχό του.

4.11 Γενικό συμπέρασμα: H διαφορά ανάμεσα σε μία κατέυθυνση εγκληματολογίας (π.χ.


περιβαλλοντική και σε μία θεωρία της (π.χ. οικολογική) η διαφορές είναι δυσδιάκριτες. Πάντως, οι
θεωρίες της εγκληματολογίας έχουν μία συγκεκριμένη εμβέλεια, καθώς επικεντρώνονται συνήθως α)
στην αναζήτηση και καταγραφή των αιτίων ή παραγόντων που δημιουργούν την εγκληματική
συμπεριφορά ή και τους υψηλούς δείκτες εγκληματικότητας / β) σε θέματα ελέγχου του
εγκληματικού φαινομένου και γ) στη συστηματοποίηση όλων των παραπάνω σε αρχές, βάσει των
οποίων είναι δυνατή η εξήγηση των σχετικών φαινομένων. Εξάλλου, στις θεωρίες περιλαμβάνονται
και οι διάφορες Σχολές, δηλ. απόψεις μιας ομάδας επιστημόνων για την ερμηνεία ενός εγκληματικού
φαινομένου -> παρουσιάζουν έναν κοινό προσανατολισμό στις ερευνητικές αναζητήσεις τους,
Από την άλλη πλευρά, στο γνωστικό αντικείμενο των εγκληματολογικών κατευθύνσεων εξετάζεται ο
επαναπροσδιορισμός της έννοιας του εγκλήματος, ενώ –εκτός της αιτιολόγησης των εγκλημάτων- δεν
περιλαμβάνεται συνήθως η συστηματοποίηση σε μία θεωρία.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία η αναγκαία ανακεφαλαίωση και συναγωγή πορισμάτων > • δεν έχει
βρεθεί ακόμα το ‘γονίδιο του Κάιν στους εγκληματίες / • ορισμένες θεωρίες συντελούν στην
αιτιολόγηση ορισμένων μορφών εγκληματικής συμπεριφοράς ή εγκληματικότητας / • η
ενοποιούσα εγκληματολογία (=εγκληματολογία της ολοκλήρωσης) συνθέτει πολλές
εγκληματολογικές γνώσεις και θα αποτελέσει την ‘κυρίαρχη θεωρία’ -> είναι ένα σύγχρονο
εγκληματολογικό αίτημα / • το ‘αιτιολογικό πρόβλημα’ –και ιδίως η αντιμετώπισή του- λύνεται με
περισσότερη δικαιοσύνη τόσο στην κατανομή των πόρων μεταξύ του πληθυσμού όσο και στην
απονομή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

5. Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ (ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ)

ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΡΙΚΗ Σελίδα 44

You might also like