Professional Documents
Culture Documents
Οι θεωρητικοποιήσεις
της αρχαιολογικής μεθόδου
μίες τους και από τα παραδείγματα στα οποία πιστεύουν ή, πιο κυνικά, στα
οποία «πατά». O σπουδαστής που διαβάζει αυτές τις γραμμές ας μην ανησυχεί
υπερβολικά, γιατί τελικά, το μόνο που έχει σημασία, είναι το έργο του αρχαιο-
λόγου, που θα εξακολουθήσει να ζει ακόμα και μετά από αυτόν!
3.1 Εξελικτικισμός
Ο δαρβινισμός παρενέβη πολύ νωρίς στην προϊστορία, ακριβώς τη στιγμή που
τέθηκε το ερώτημα για την παλαιότητα του ανθρώπου, με αφορμή τις ανακαλύ-
ψεις του Boucher de Perthes. Ο Albert Gaudry (1827-1908), ένας από τους πρώ-
τους γάλλους δαρβινιστές παλαιοντολόγους, επικύρωσε τα αποτελέσματα των
ανασκαφών του Boucher de Perthes το 1859. Ο Gabriel de Mortillet όρισε τις
περιόδους της προϊστορίας, βασιζόμενος στον γραμμικό εξελικτικισμό των προ-
ϊστορικών λιθοτεχνιών (βλ. μέρος Ι, κεφ. 2), και αποκάλεσε την προσέγγισή του
παλαιοεθνολογία. Ο Théodore Volkov, μαθητής του, την εισήγαγε στη Ρωσία
3.2 Μαρξισμός
Ο μαρξισμός άσκησε σημαντική επιρροή στην αρχαιολογία των χωρών υπό
το κομμουνιστικό καθεστώς μεταξύ 1917 και 1989, ως θεωρητική βάση της
ιστορίας του υλικού πολιτισμού, που έχει ουσιαστικά εξαλειφθεί μετά από την
πτώση του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση. Είχε επίσης επηρεάσει έντο-
να, κυρίως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και μέχρι σήμερα, τους
κύκλους διανοούμενων και ακαδημαϊκών των δυτικών χωρών. Ο μαρξισμός
βασίζεται στον διαλεκτικό υλισμό του Χέγκελ (ο ρους της ιστορίας κατευθύ-
νεται από εποικοδομητικές κρίσεις, όπως η νομοτελειακή μετάβαση από τον
καπιταλισμό στον κομμουνισμό), στον ιστορικό υλισμό, που καταλήγει σ’ ένα
μαρξιστικό δόγμα της ιστορίας (εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων) και στη
μαρξιστική ανάγνωσή της:
◗ Ο πρωτόγονος κομμουνισμός της προϊστορίας, εργασία από κοινού και
ατομική κοινωνία,
◗ Η Αρχαιότητα ή «δουλοκτητικό καθεστώς» στο οποίο οι ιδιοκτήτες κατέ-
χουν τις κύριες παραγωγικές δυνάμεις δηλαδή τους δούλους,
◗ H «φεουδαρχία», στον Μεσαίωνα, όπου ο άρχοντας, με την ευλογία του
χριστιανισμού, μετατρέπει τον δούλο σε δουλοπάροικο, λαμβάνοντας υπό-
ψη τις τεχνικές προόδους που απαιτούν μεγαλύτερο κίνητρο και πρωτο-
βουλία από τον εργαζόμενο,
◗ Ο «καπιταλισμός», που προέρχεται από τις φιλελεύθερες αστικές επαναστά-
σεις, όπου οι ιδιοκτήτες εγκαταλείπουν τον έλεγχο των ανθρώπων για να
διατηρούν εκείνον των παραγωγικών δυνάμεων (βιομηχανικές μηχανές),
◗ Ο «σοσιαλισμός», όπου το προλεταριάτο παίρνει την εξουσία μέσα από την
πάλη των τάξεων και επιβάλλει την δικτατορία του,
◗ Ο «κομμουνισμός» φθάνει όταν οι τάξεις καταργούνται και το Κράτος, ερ-
γαλείο κυριαρχίας, μπορεί πλέον να διαλυθεί.
Aυτή η ανάγνωση της ιστορίας που προτείνεται από τον Μαρξ και τον Έν-
γκελς εμπνέεται κατά πολύ από τον ανθρωπολόγο Lewis Morgan (1818-1881).
Επιφέρει φυσικά μια κοινωνικο-οικονομική αντίληψη της σταδιακής εξέλιξης
2. Σ.τ.Μ.: Το έργο και η ομιλία: κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ.
88 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις
3.3 Μαρρισμός
Ο Nicolas Marr (1864-1934) είναι ένας οριενταλιστής γλωσσολόγος, εξειδικευ-
μένος στις γλώσσες του Καυκάσου. Το 1919, ο Marr ίδρυσε την Ακαδημία της
Ιστορίας του Υλικού Πολιτισμού (G.A.I.M.K.) που περιλαμβάνει τρεις τομείς:
εθνογραφία, αρχαιολογία και ιστορία τέχνης. Το 1937, θα ενσωματωθεί στην
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ ως Ινστιτούτο Ιστορίας του Υλικού Πολιτι-
σμού. Η θεωρία της σταδιακής εξέλιξης της γλώσσας (stadial’nost) ή «νέα θεωρία
της γλώσσας» και το θεμελιώδες άρθρο της (Περί της προέλευσης της γλώσσας,
1926), προτείνει την ενσωμάτωση των γλωσσολογικών, αρχαιολογικών και αν-
θρωπολογικών δεδομένων, προκειμένου να αποκαλυφθεί μια σταδιακή εξέλιξη
των γλωσσών, που συνδέεται με την εξέλιξη των συστημάτων παραγωγής. Έτσι,
η θεωρία αυτή καταλήγει να προτείνει μια «παλαιοντολογία» της γλώσσας, που
αρχίζει από την νοηματική γλώσσα και στη συνέχεια ενσωματώνει σταδιακά
τοτεμικούς αναγνωριστικούς κώδικες και διαχωρίζει τις διαδικασίες παραγω-
γής, ομιλίας και σκέψης. Αυτή η μαρξιστική προσέγγιση της γλωσσολογίας, σε
αντίθεση με τον στρουκτουραλισμό της σχολής της Πράγας, εντάσσεται στο
πλαίσιο της «σχολής της διάχυσης» (diffusionism3) της σοβιετικής εθνολογίας,
αρνείται την έννοια της εθνικής ομάδας και υποστηρίζει τον «αυτοχθονισμό»
(άρνηση των μεταναστεύσεων). Σε αυτό το παράδειγμα, η ινδο-ευρωπαϊκή είναι
η γλώσσα μιας άρχουσας τάξης και όχι εκείνη μιας εθνικής ομάδας, της οποίας
μάταια ψάχνουμε την προέλευση και τη μητέρα-γλώσσα, που δεν υπάρχουν. Το
τελευταίο στάδιο της γλώσσας θα είναι λοιπόν μια «εσπεράντο» του κομμου-
νισμού. Ο ίδιος ο Ιωσήφ Στάλιν, τον Μάιο και τον Ιούνιο 1950, θα καταγγείλει
μέσα από μια μακρά σειρά άρθρων στην εφημερίδα Πράβντα, τον μη μαρξιστικό
χαρακτήρα της θεωρίας του N. Marr, ο οποίος δεν του ήταν πλέον χρήσιμος,
3. Σ.τ.Μ.: Diffusionism: Σχολή της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας των αρχών του 20ού αι-
ώνα, η οποία θεωρούσε ότι ο πολιτισμός διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο με αφετηρία
συγκεκριμένες περιοχές.
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 89
για λόγους διεθνούς πολιτικής τον καιρό του ψυχρού πολέμου. Νεο-μαρριστικές
προσεγγίσεις διακρίνονται σε πρόσφατα εγχειρήματα, που ενσωματώνουν τα
γλωσσολογικά, αρχαιολογικά και γενετικά δεδομένα. Στην αρχαιολογία, ο μαρ-
ρισμός εμφανίζεται ως το αντίθετο παράδειγμα του κοσσινισμού.
3.4 Κοσσινισμός
Ο Gustaf Kossinna (1858-1931) είναι Γερμανός γλωσσολόγος και αρχαιολόγος
εξειδικευμένος στους αρχαίους γερμανικούς πολιτισμούς. Πρότεινε ότι η προ-
έλευση των Ινδο-Ευρωπαίων συνδέεται με τον πολιτισμό της σχοινοειδούς
κεραμικής, το λίκνο του οποίου είχε εντοπισθεί στο Schleswig-Holstein. Η
αρχαιολογία ορίζει τον πολιτισμό ως χωρο-χρονικές οντότητες που ορίζονται
από ένα χαρακτηριστικό υλικό πολιτισμό (Montelius), ο οποίος εφαρμόζεται
εξίσου στην προϊστορία και την πρωτοϊστορία της Ευρώπης, της Μέσης Ανα-
τολής, της προκολομβιανής Αμερικής κ.λπ.. Ο κοσσινισμός, συνδυάζοντας αρ-
χαιολογία και εθνικισμό, είναι μια θεωρία που ισχυρίζεται ότι αυτοί οι υλικοί
πολιτισμοί έχουν γλωσσολογικές και εθνικές αξίες. Οι Ναζί εκμεταλλεύτηκαν
τις θεωρίες του Kossina για να αιτιολογήσουν την ανωτερότητα της αρίας
(γερμανικής) φυλής και την εδαφική επέκταση της Γερμανίας στην Κεντρική
Ευρώπη. Το σφάλμα αυτής της θεωρίας έγκειται στον αυθαίρετο συνδυασμό
υλικών πολιτισμών, γλωσσολογικών οντοτήτων και εθνικών ομάδων,. Αυτό
το σφάλμα εμφανίζεται τακτικά στην αρχαιολογία, στις προσπάθειες ανασύ-
στασης φανταστικών παρελθόντων (εθνικισμοί, άρνηση του Ολοκαυτώματος,
δικαίωμα του πρώτου κατακτητή, καθαρότητα φυλής, κ.λπ..).
4. Σ.τ.Μ.: Evolutionism: θεωρία που εξηγεί την εξέλιξη των ειδών διαμέσου των αιώνων
ως αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας εξέλιξης
90 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις
Les mémoires et les rythmes8 (Albin Michel, 1964). Χρησιμοποιείται με μια αν-
θρωπολογική προσέγγιση περισσότερο «γνωστική» και νεοεξελικτική παρά
τεχνολογική. Οι ρίζες της ανάγονται στον Marcel Maget και στον Gilbert
Simondon. Μετά το 1964, ο A. Leroi-Gourhan δεν θα ξαναχρησιμοποιήσει
ποτέ πια αυτήν την έκφραση. Από το 1972, θα χρησιμοποιηθεί ξανά από τους
εθνολόγους της ομάδας «Technique et Culture»9, μέσω των οποίων θα την
υιοθετήσουν και οι αρχαιολόγοι, από τη δεκαετία ’80. Κατά τη δεκαετία ’90, η
έκφραση «εγχειρηματική αλυσίδα» δεν απουσιάζει από καμία μελέτη σχετικά
με τη λιθοτεχνία και εν συνεχεία την κατεργασία των οστών. H επιρροή της
ξεπερνά τα γαλλικά σύνορα και εξελίσσεται σ’ ένα είδος νέας σχολής της τε-
χνολογίας.
Ωστόσο, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η έκφραση έχει διαφορετικές συ-
μπαραδηλώσεις: για τον A. Leroi-Gourhan, είναι μια νεοεξελικτική γνώση, για
τον Robert Cresswell, ο σύνδεσμος μεταξύ της τεχνικής και της κοινωνικής
διάστασης, και για την Hélène Balfet, ένα τεχνικό σύστημα. Επίσης, πρέπει να
επισημάνουμε την ακαταλληλότητά της. Σε σωστά γαλλικά, δεν θα έπρεπε κα-
λύτερα να χρησιμοποιηθεί η έκφραση «procédé de fabrication»10; Πρόσφατα, ο
όρος είχε μία ακόμη λανθασμένη χρήση, αντί για τον όρο «procésus métier»11 !
Στις μελέτες της παλαιολιθικής περιόδου η «εγχειρηματική αλυσίδα» εν-
διαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για τη μελέτη της διαδικασίας απόκρουσης
των λίθων. Για την κατώτερη και μέση παλαιολιθική περίοδο, καταλήγει σε μια
τυπολογία των διαδικασιών απόκρουσης (η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα
αποτελούσε ήδη, για τους Commont, Breuil και τους διαδόχους τους, τη βάση
ταξινόμησης των λιθοτεχνιών και της χρονολόγησής τους) και απορρίπτει την
κατά τον F. Bordes τυπολογία των εργαλείων, και τις ανεπιτυχείς προσπάθειές
του, κατά τη δεκαετία ’60, για χωρο-χρονική διάρθρωση. Αντιθέτως, για την
ανώτερη παλαιολιθική, η εγχειρηματική αλυσίδα καταλήγει σε μια αποδόμηση
της τυπολογίας που βρίσκεται στη βάση της ταυτοποίησης των «πολιτισμών»
και των χρονολογήσεών τους. Επιχειρώντας μια σύνθεση μεταξύ Montelius
και Kossinna, αποσκοπεί να αντικαταστήσει τους τύπους και «πολιτισμούς»
της ευρωπαϊκής ανώτερης παλαιολιθικής με μια νέα «παλαιο-ιστορία» του υλι-
κού πολιτισμού. Για τους περισσότερους από τους υπόλοιπους αρχαιολόγους,
κυρίως της ύστερης προϊστορίας και της πρωτοϊστορίας, η προσέγγιση της
«εγχειρηματικής αλυσίδας» αφορά στην εμβάθυνση των μελετών του τεχνι-
κού συστήματος, ιδιαιτέρως της μελέτης της κεραμικής, και δεν θέτει υπό αμ-
φισβήτηση τους νεολιθικούς πολιτισμούς, όπως προκύπτουν από το σύστημα
του V. Gordon Childe.
στην επικύρωσή της ως γνώση. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί πάντα στη σύνδε-
ση αυτής της Α γνώσης με άλλες γνωστές πληροφορίες όπως:
◗ ο αρχαιολόγος από τον οποίο προέρχεται αυτή η γνώση, Αρχ
◗ η διαδικασία δημιουργίας αυτής της γνώσης, Δδ
◗ η διαδικασία της επικύρωσης ή της απόρριψης, που συνδέεται με την
προηγούμενη διαδικασία, Δε.
Αυτά τα τέσσερα δεδομένα ορίζουν ένα τετράπτυχο (Α, Αρχ, Δδ, Δε) και
είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στο πλαίσιο της συλλογιστικής που οδηγεί στη
γνώση Α. Ωστόσο, συνήθως παρέχεται μόνο το Α.
Όταν έχουν τεθεί αυτά τα προαπαιτούμενα, τότε η αρχαιολογική γνώση,
όπως χρησιμοποιείται από τον αρχαιολόγο στον επιστημονικό λόγο, στην
πραγματικότητα ανήκει σ’ έναν περιορισμένο αριθμό κατηγοριών:
◗ Γνώσεις προγενέστερες, επιβεβαιωμένες ή όχι, ψευδείς ή ακριβείς, εκείνες
που διδάσκονται στα πανεπιστήμια, δημοσιεύονται στα βιβλία, διαδίδο-
νται από διάφορα μέσα ενημέρωσης, με ή χωρίς επιστημονικό έλεγχο.
Αυτή η κατηγορία δεν μας μαθαίνει προφανώς τίποτα για τη διαδικασία
δημιουργίας της. Απλά αναδεικνύει τη διαδικασία μετάδοσής της.
◗ Ιστορικές πηγές, κείμενα και επιγραφές, η αποκρυπτογράφηση των
οποίων μας πληροφορεί για μια ιστορική, κοινωνικο-πολιτική πραγμα-
τικότητα.
◗ Η γνώση κατ’ αναλογία.
Ο αρχαιολόγος, συγκρίνοντας ένα μη ολοκληρωμένο σύστημα, το οποίο
μελετάται, με γνωστά ολοκληρωμένα συστήματα που παρουσιάζουν ομοιότη-
τες σε ορισμένες παραμέτρους, υποθέτει ότι αυτές οι παράμετροι έχουν δομική
αξία για την ύπαρξη και τη λειτουργία αυτών των συστημάτων, και ανασυν-
θέτει το μη ολοκληρωμένο σύστημα βάσει των ανάλογων ολοκληρωμένων
συστημάτων. Υπό αυτήν την οπτική, ο αρχαιολόγος αναγνωρίζει «κατ’ αναλο-
γία». Τρείς τύποι αναλογιών χρησιμοποιούνται συχνά στην αρχαιολογία:
Η αναλογία με τη σύγχρονη εποχή
Η αναλογία με τη σύγχρονη εποχή είναι η γνώση της λειτουργίας των σύγ-
χρονων κοινωνιών μέσα στις οποίες ζούμε: θεωρούμε ότι οι μηχανισμοί τους
είναι ανεξάρτητοι από τον χρόνο και τις κοινωνίες και τους εφαρμόζουμε στις
προγενέστερες κοινωνίες που μελετάμε. Κατ’ αρχήν προϋποθέτει ότι ο αρ-
χαιολόγος μελετά σε βάθος τις σύγχρονες κοινωνίες και δεν τους γυρίζει την
πλάτη εστιάζοντας το ενδιαφέρον του μόνο στο παρελθόν. Οι μεταμοντέρνοι
αρχαιολόγοι εξηγούν τα όρια αυτής της γνώσης, υποστηρίζοντας ότι οι αρχαι-
ολόγοι προβάλλουν στα αρχαιολογικά κατάλοιπα τα πολιτιστικά και κοινωνι-
κά πρότυπα του κόσμου στον οποίο ζουν. Αλλά ένα «άγριο παιδί»16 θα γινόταν
16. Σ.τ.Μ.: “enfant sauvage”: παιδί που έχει μεγαλώσει απομονωμένο από την κοινωνία.
Ιδιαίτερα γνωστή περίπτωση στη Γαλλία, ο Victor που βρέθηκε στην περιοχή Aveyron το
1799. Αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης σχετικά με τα έμφυτα ή αποκτώμενα χαρακτηριστι-
κά του ανθρώπινου είδους.
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 99
7. Συμπεράσματα
Οι συστηματοποιήσεις στις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι πολύπλοκες και
η αρχαιολογία δεν εξαιρείται. Αυτή η πολυπλοκότητα δεν είναι ωστόσο επι-
χείρημα για να εγκαταλειφθεί κάθε ελπίδα λογικής επιχειρηματολογίας στον
αρχαιολογικό λόγο, είτε με αυθαίρετο περιορισμό του πεδίου των πιθανοτή-
των, στην περίπτωση των διαφορετικών παραδειγμάτων είτε με την απόλυ-
τη παραίτηση, στην περίπτωση των μεταμοντέρνων προσεγγίσεων. Αυτό
δεν σημαίνει ότι εκείνοι που ακολουθούν τον δύσκολο δρόμο των λογικών
κατασκευών αποκλείεται να κατασκευάσουν εσφαλμένες δομές ή απατηλές
ερμηνείες. Αυτό σημαίνει απλώς ότι μπορούν να διαμορφώσουν ένα μεθοδο-
λογικό πλαίσιο που τους επιτρέπει να ελέγχουν τα αποτελέσματά τους και
να ανατρέπουν τις συλλογιστικές τους. Στην άλλη προσέγγιση, όπου όλες οι
απόψεις είναι επιτρεπτές, με ποιο αυθαίρετο κριτήριο θα επιλεγεί η επίσημη,
ανοίγοντας τον δρόμο σε όλους τους χειρισμούς, σε όλες τις δημαγωγίες και
όλους τους αρνητισμούς;
Είναι δυνατόν να συλλάβουμε μια γενική συστηματοποίηση που να εφαρ-
μόζεται όλες τις αρχαιολογικές προβληματικές. Μόνο όταν επανερχόμαστε σε
αυτό το ζήτημα θα μπορέσουμε να βγούμε από το αδιέξοδο. Η εφαρμογή της
σε έναν καινούργιο τομέα επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί απέτυχαν οι προη-
γούμενες συλλογιστικές και να βρούμε το κλειδί για την λύση τους. Προφανώς,
η συστημική τριάδα δεν είναι η μόνη συστηματική γνωστική προσέγγιση στην
αρχαιολογία: μπορεί να βρεθούν κι άλλες, δυνάμει αποτελεσματικότερες. Εν
πάση περιπτώσει, αυτή η κατεύθυνση είναι πιο σοβαρή από το να προσπαθού-
με να φανταστούμε ποιο παράδειγμα θα έρθει στη μόδα την επόμενη δεκαετία.
Κ εφά λ αιο 5
Η συστηματοποίηση
των αρχαιολογικών
δεδομένων και διαδικασιών
1. Τα αρχαιολογικά δεδομένα
Τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι ποικίλες πληροφορίες που προκύπτουν από
την περιγραφή αντικειμένων ή συνόλων αρχαιολογικών αντικειμένων, ή από
καταγραφές σε μια επιφανειακή έρευνα ή μια ανασκαφή, ή από τη συγκέ-
ντρωση στοιχείων για την έκδοση μεγάλων τεκμηριωμένων συνόλων ή από
επιλεγμένα στοιχεία που έχουν εξαχθεί από τις βάσεις δεδομένων. Αυτά τα
δεδομένα, ήδη καταγεγραμμένα ή υπολογισμένα κατ’ εκτίμηση, τροφοδοτούν
ή αναδεικνύουν διάφορους αρχαιολογικούς προβληματισμούς, στο πλαίσιο
των περιορισμών που θέτει η αντιπροσωπευτικότητά τους, η αξιοπιστία και
η σημειολογική ικανότητά τους να διαχειριστούν τον συγκεκριμένο προβλη-
ματισμό. Τα αρχαιολογικά δεδομένα περιγράφονται από ένα λεξιλόγιο που
δίνει ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της πληροφορίας. Οι όροι αυτού
του λεξιλογίου έχουν μια συγκεκριμένη, μοναδική έννοια, χωρίς αμφισημίες.
Η επιλογή αυτών των όρων και οι αμοιβαίες σχέσεις τους οδηγούν στη δια-
μόρφωση λεξικών ή θησαυρών (έννοιες που καθορίστηκαν τη δεκαετία ’60)
ή οντολογιών (έννοια που προέκυψε από τον σημασιολογικό ιστό), προσδιο-
ρίζοντας τα συνώνυμα, τις ιεραρχίες και τους κανόνες χρήσης των λέξεων. O
αρχαιολογικός λόγος οφείλει πάντα να είναι συνδεδεμένος με μια οντολογία,
η οποία δίδεται σε παράρτημα, είτε πρόκειται για βάση δεδομένων είτε για
επιστημονικό λόγο.
104 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις