You are on page 1of 20

Κ εφά λ αιο 4

Οι θεωρητικοποιήσεις
της αρχαιολογικής μεθόδου

1. Αρχαιολογία και «αρχαιολογίες»


Υπάρχουν πολλές αρχαιολογίες; Ή μήπως είναι μια και αδιαίρετη; Αυτή η ει-
σαγωγή θα κάνει σίγουρα να χαμογελάσουν πολλοί έμπειροι αναγνώστες, που
γνωρίζουν τις διαφορές προσέγγισης της αρχαιολογίας μεταξύ των ειδικών της
προϊστορίας, που προέρχονται από τις φυσικές επιστήμες, και των κλασικών
αρχαιολόγων, επιγραφολόγων, Αγγλοσαξόνων κοινωνικών ανθρωπολόγων,
αρχαιο-περιβαλλοντολόγων, αρχαιομετρών κ.λπ., που προέρχονται από τις
ανθρωπιστικές επιστήμες! Θα κάνει επίσης να χαμογελάσουν εκείνους που η
επαγγελματική φιλοδοξία τους ωθεί να θέλουν να «γεννήσουν» μια νέα αρχαι-
ολογική ειδικότητα (μια διδακτορική διατριβή, μια θέση, συνέδρια, ένα περιοδι-
κό, μια πανεπιστημιακή έδρα) για να τη συνδέσουν στη συνέχεια με τον ακαδη-
μαϊκό φορέα που έχει τη μεγαλύτερη επιρροή. Ενώ στον χώρο της βιομηχανίας,
ο ατομικισμός είναι αυτοκτονική τάση, στον ακαδημαϊκό χώρο, αντιθέτως, είναι
ο κανόνας. Αλίμονο, σήμερα μια ανασκαφή είναι κατεξοχήν ομαδική εργασία,
και οι απαραίτητες ειδικότητες για τη μελέτη μιας αρχαιολογικής θέσης είναι
τόσες πολλές και ποικίλες που κανείς δεν μπορεί να τις καλύψει μόνος του!
Η αρχαιολογία είναι μία και oι συνιστώσες της πολλές. H αρχαιολογία εί-
ναι μία επειδή η επιστημολογία της (η θεωρία της γνώσης), οι μέθοδοί της (η
τρέχουσα κατάσταση του επαγγέλματος του αρχαιολόγου) και οι διαδικασίες
της είναι κοινές. Είναι δυνατόν να καθορίσεις ένα συνολικό αρχαιολογικό πλη-
ροφοριακό σύστημα με δυνατότητες παραμετροποίησης για κάθε περίπτωση
και για κάθε εφαρμογή. Αντιθέτως, οι αρχαιολόγοι είναι διαφορετικοί, από την
πανεπιστημιακή τους κατάρτιση, από τις εξειδικεύσεις που επέλεξαν, από τους
ακαδημαϊκούς χώρους που τους δέχτηκαν, από τις επαγγελματικές σταδιοδρο-
86 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

μίες τους και από τα παραδείγματα στα οποία πιστεύουν ή, πιο κυνικά, στα
οποία «πατά». O σπουδαστής που διαβάζει αυτές τις γραμμές ας μην ανησυχεί
υπερβολικά, γιατί τελικά, το μόνο που έχει σημασία, είναι το έργο του αρχαιο-
λόγου, που θα εξακολουθήσει να ζει ακόμα και μετά από αυτόν!

2. Θεωρία και θεωρίες


Υπάρχουν πολλές θεωρίες πoυ γεννούν τις διάφορες αρχαιολογίες; Η μήπως
υπάρχει μια μόνο επιστημολογία ή θεωρία της γνώσης στην αρχαιολογία, που
διαμορφώνει μια κοινή πλατφόρμα για τις μεθόδους, οι οποίες χρησιμοποι-
ούν διάφορες τεχνικές; Στο παρόν εγχειρίδιο, επιλέχθηκε σκόπιμα η δεύτερη
προσέγγιση. Αυτή η επιλογή δεν σημαίνει ότι θα αποσιωπήσουμε τις θεωρίες
που ανθίζουν στην αγγλοσαξονική αρχαιολογία. Θα τις θεωρήσουμε εδώ ως
παραδείγματα1 με την εξής έννοια: ευνοούν μια οπτική γωνία προκειμένου να
απλουστεύσουν τη δυσκολία ενός αρχαιολογικού προβλήματος, αλλά στην
πραγματικότητα δημιουργούν μια προβολή η οποία στρεβλώνει την προοπτι-
κή, ή ακόμα χειρότερα, δημιουργεί έναν κυκλικό συλλογισμό.
Στην παράγραφο που ακολουθεί, περιγράφουμε τα πιο συνηθισμένα πα-
ραδείγματα αρχαιολογίας, από τις απαρχές της, και δείχνουμε ότι με την ανά-
πτυξη των τεχνικών και των μεθόδων της αρχαιολογίας, ορισμένα από αυτά
δεν έχουν πλέον χρησιμότητα. Ακόμη κι αν δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τον
αναγνώστη, είναι χρήσιμο να τα γνωρίζει διότι οι συγγραφείς επιστημονικών
άρθρων, συχνά δεν προσδιορίζουν, ρητά ή μη, σε ποια παραδείγματα βασίζουν
τον αρχαιολογικό τους λόγο, και γι’ αυτό είναι λοιπόν απαραίτητο ο αναγνώ-
στης να μπορεί να τα αποκρυπτογραφεί.

3. Τα κυριότερα παραδείγματα της αρχαιολογίας

3.1 Εξελικτικισμός
Ο δαρβινισμός παρενέβη πολύ νωρίς στην προϊστορία, ακριβώς τη στιγμή που
τέθηκε το ερώτημα για την παλαιότητα του ανθρώπου, με αφορμή τις ανακαλύ-
ψεις του Boucher de Perthes. Ο Albert Gaudry (1827-1908), ένας από τους πρώ-
τους γάλλους δαρβινιστές παλαιοντολόγους, επικύρωσε τα αποτελέσματα των
ανασκαφών του Boucher de Perthes το 1859. Ο Gabriel de Mortillet όρισε τις
περιόδους της προϊστορίας, βασιζόμενος στον γραμμικό εξελικτικισμό των προ-
ϊστορικών λιθοτεχνιών (βλ. μέρος Ι, κεφ. 2), και αποκάλεσε την προσέγγισή του
παλαιοεθνολογία. Ο Théodore Volkov, μαθητής του, την εισήγαγε στη Ρωσία

1. Σ.τ.Μ.: Παράδειγμα (paradigme), εδώ και στο εξής: το επιστημονικό παράδειγμα,


ήτοι το εννοιολογικό πλαίσιο αντίληψης των φαινομένων.
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 87

το 1902. Η παλαιο-κοινωνιολογία των σταδιών (βλ. μαρξισμός) στη σοβιετική


αρχαιολογία είναι επίσης μια εξελικτική προσέγγιση. Ο André Leroi-Gourhan
στο βιβλίο του Le geste et la parole2 αναπτύσσει έναν εξελικτικισμό που συνδέει
τη μορφολογική εξέλιξη των ανθρωποειδών με εκείνη των εργαλείων, βασιζό-
μενος στη χρήση του χεριού. Η χρονολόγηση που είχε προτείνει για την τέχνη,
η οποία έχει πλέον απορριφθεί, βασιζόταν επίσης σε μια αργή, γραμμική εξέλιξη
της παλαιολιθικής τέχνης από την ωρινάκια μέχρι το τέλος της μαγδαλήνιας.
Πλέον, η αρχαιολογική μέθοδος επιτρέπει σήμερα εξαιρετικά ακριβείς σχετικές
και απόλυτες χρονολογήσεις, ρίχνοντας σε αχρηστία το εξελικτικό παράδειγμα.

3.2 Μαρξισμός
Ο μαρξισμός άσκησε σημαντική επιρροή στην αρχαιολογία των χωρών υπό
το κομμουνιστικό καθεστώς μεταξύ 1917 και 1989, ως θεωρητική βάση της
ιστορίας του υλικού πολιτισμού, που έχει ουσιαστικά εξαλειφθεί μετά από την
πτώση του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση. Είχε επίσης επηρεάσει έντο-
να, κυρίως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και μέχρι σήμερα, τους
κύκλους διανοούμενων και ακαδημαϊκών των δυτικών χωρών. Ο μαρξισμός
βασίζεται στον διαλεκτικό υλισμό του Χέγκελ (ο ρους της ιστορίας κατευθύ-
νεται από εποικοδομητικές κρίσεις, όπως η νομοτελειακή μετάβαση από τον
καπιταλισμό στον κομμουνισμό), στον ιστορικό υλισμό, που καταλήγει σ’ ένα
μαρξιστικό δόγμα της ιστορίας (εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων) και στη
μαρξιστική ανάγνωσή της:
◗ Ο πρωτόγονος κομμουνισμός της προϊστορίας, εργασία από κοινού και
ατομική κοινωνία,
◗ Η Αρχαιότητα ή «δουλοκτητικό καθεστώς» στο οποίο οι ιδιοκτήτες κατέ-
χουν τις κύριες παραγωγικές δυνάμεις δηλαδή τους δούλους,
◗ H «φεουδαρχία», στον Μεσαίωνα, όπου ο άρχοντας, με την ευλογία του
χριστιανισμού, μετατρέπει τον δούλο σε δουλοπάροικο, λαμβάνοντας υπό-
ψη τις τεχνικές προόδους που απαιτούν μεγαλύτερο κίνητρο και πρωτο-
βουλία από τον εργαζόμενο,
◗ Ο «καπιταλισμός», που προέρχεται από τις φιλελεύθερες αστικές επαναστά-
σεις, όπου οι ιδιοκτήτες εγκαταλείπουν τον έλεγχο των ανθρώπων για να
διατηρούν εκείνον των παραγωγικών δυνάμεων (βιομηχανικές μηχανές),
◗ Ο «σοσιαλισμός», όπου το προλεταριάτο παίρνει την εξουσία μέσα από την
πάλη των τάξεων και επιβάλλει την δικτατορία του,
◗ Ο «κομμουνισμός» φθάνει όταν οι τάξεις καταργούνται και το Κράτος, ερ-
γαλείο κυριαρχίας, μπορεί πλέον να διαλυθεί.
Aυτή η ανάγνωση της ιστορίας που προτείνεται από τον Μαρξ και τον Έν-
γκελς εμπνέεται κατά πολύ από τον ανθρωπολόγο Lewis Morgan (1818-1881).
Επιφέρει φυσικά μια κοινωνικο-οικονομική αντίληψη της σταδιακής εξέλιξης

2. Σ.τ.Μ.: Το έργο και η ομιλία: κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ.
88 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

στην αρχαιολογία, την οποία ξανασυναντάμε στον επίσημο σοβιετικό μαρρι-


σμό (1919-1950) αλλά επίσης στον Vere Gordon Childe (1892-1957) όταν προ-
τείνει ένα εξελικτικό σχήμα από την άγρια κατάσταση στη βαρβαρότητα και
μετά στον πολιτισμό (Childe, 1951). H συνάντηση του στρουκτουραλισμού
(δημιούργημα των γλωσσολογικών μελετών του Saussure και του κύκλου της
Πράγας) με τον μαρξισμό οδήγησε, τη δεκαετία ’60, σε έναν μαρξιστικό στρου-
κτουραλισμό, που ευνοεί την αντίληψη των κυρίαρχων δομών, οι οποίες διαθέ-
τουν τη δική τους δυναμική, ανεξάρτητα από την εξέλιξη ανά στάδια. Θα ανα-
γνωρίσουμε εύκολα αυτή την προσέγγιση στη χρήση των όρων όπως κυριαρ-
χία, ανισότητες, κοινωνική ιεράρχηση, κέντρο και περιφέρεια, καθώς και στην
αποστροφή απέναντι στις μελέτες σχετικά με την οικονομία και το εμπόριο
στην Αρχαιότητα (Friedman & Rowlands, 1977, Mcguire, 1922, Sprigs, 1984).

3.3 Μαρρισμός
Ο Nicolas Marr (1864-1934) είναι ένας οριενταλιστής γλωσσολόγος, εξειδικευ-
μένος στις γλώσσες του Καυκάσου. Το 1919, ο Marr ίδρυσε την Ακαδημία της
Ιστορίας του Υλικού Πολιτισμού (G.A.I.M.K.) που περιλαμβάνει τρεις τομείς:
εθνογραφία, αρχαιολογία και ιστορία τέχνης. Το 1937, θα ενσωματωθεί στην
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ ως Ινστιτούτο Ιστορίας του Υλικού Πολιτι-
σμού. Η θεωρία της σταδιακής εξέλιξης της γλώσσας (stadial’nost) ή «νέα θεωρία
της γλώσσας» και το θεμελιώδες άρθρο της (Περί της προέλευσης της γλώσσας,
1926), προτείνει την ενσωμάτωση των γλωσσολογικών, αρχαιολογικών και αν-
θρωπολογικών δεδομένων, προκειμένου να αποκαλυφθεί μια σταδιακή εξέλιξη
των γλωσσών, που συνδέεται με την εξέλιξη των συστημάτων παραγωγής. Έτσι,
η θεωρία αυτή καταλήγει να προτείνει μια «παλαιοντολογία» της γλώσσας, που
αρχίζει από την νοηματική γλώσσα και στη συνέχεια ενσωματώνει σταδιακά
τοτεμικούς αναγνωριστικούς κώδικες και διαχωρίζει τις διαδικασίες παραγω-
γής, ομιλίας και σκέψης. Αυτή η μαρξιστική προσέγγιση της γλωσσολογίας, σε
αντίθεση με τον στρουκτουραλισμό της σχολής της Πράγας, εντάσσεται στο
πλαίσιο της «σχολής της διάχυσης» (diffusionism3) της σοβιετικής εθνολογίας,
αρνείται την έννοια της εθνικής ομάδας και υποστηρίζει τον «αυτοχθονισμό»
(άρνηση των μεταναστεύσεων). Σε αυτό το παράδειγμα, η ινδο-ευρωπαϊκή είναι
η γλώσσα μιας άρχουσας τάξης και όχι εκείνη μιας εθνικής ομάδας, της οποίας
μάταια ψάχνουμε την προέλευση και τη μητέρα-γλώσσα, που δεν υπάρχουν. Το
τελευταίο στάδιο της γλώσσας θα είναι λοιπόν μια «εσπεράντο» του κομμου-
νισμού. Ο ίδιος ο Ιωσήφ Στάλιν, τον Μάιο και τον Ιούνιο 1950, θα καταγγείλει
μέσα από μια μακρά σειρά άρθρων στην εφημερίδα Πράβντα, τον μη μαρξιστικό
χαρακτήρα της θεωρίας του N. Marr, ο οποίος δεν του ήταν πλέον χρήσιμος,

3. Σ.τ.Μ.: Diffusionism: Σχολή της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας των αρχών του 20ού αι-
ώνα, η οποία θεωρούσε ότι ο πολιτισμός διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο με αφετηρία
συγκεκριμένες περιοχές.
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 89

για λόγους διεθνούς πολιτικής τον καιρό του ψυχρού πολέμου. Νεο-μαρριστικές
προσεγγίσεις διακρίνονται σε πρόσφατα εγχειρήματα, που ενσωματώνουν τα
γλωσσολογικά, αρχαιολογικά και γενετικά δεδομένα. Στην αρχαιολογία, ο μαρ-
ρισμός εμφανίζεται ως το αντίθετο παράδειγμα του κοσσινισμού.

3.4 Κοσσινισμός
Ο Gustaf Kossinna (1858-1931) είναι Γερμανός γλωσσολόγος και αρχαιολόγος
εξειδικευμένος στους αρχαίους γερμανικούς πολιτισμούς. Πρότεινε ότι η προ-
έλευση των Ινδο-Ευρωπαίων συνδέεται με τον πολιτισμό της σχοινοειδούς
κεραμικής, το λίκνο του οποίου είχε εντοπισθεί στο Schleswig-Holstein. Η
αρχαιολογία ορίζει τον πολιτισμό ως χωρο-χρονικές οντότητες που ορίζονται
από ένα χαρακτηριστικό υλικό πολιτισμό (Montelius), ο οποίος εφαρμόζεται
εξίσου στην προϊστορία και την πρωτοϊστορία της Ευρώπης, της Μέσης Ανα-
τολής, της προκολομβιανής Αμερικής κ.λπ.. Ο κοσσινισμός, συνδυάζοντας αρ-
χαιολογία και εθνικισμό, είναι μια θεωρία που ισχυρίζεται ότι αυτοί οι υλικοί
πολιτισμοί έχουν γλωσσολογικές και εθνικές αξίες. Οι Ναζί εκμεταλλεύτηκαν
τις θεωρίες του Kossina για να αιτιολογήσουν την ανωτερότητα της αρίας
(γερμανικής) φυλής και την εδαφική επέκταση της Γερμανίας στην Κεντρική
Ευρώπη. Το σφάλμα αυτής της θεωρίας έγκειται στον αυθαίρετο συνδυασμό
υλικών πολιτισμών, γλωσσολογικών οντοτήτων και εθνικών ομάδων,. Αυτό
το σφάλμα εμφανίζεται τακτικά στην αρχαιολογία, στις προσπάθειες ανασύ-
στασης φανταστικών παρελθόντων (εθνικισμοί, άρνηση του Ολοκαυτώματος,
δικαίωμα του πρώτου κατακτητή, καθαρότητα φυλής, κ.λπ..).

3.5 Παλαιοεθνολογία, προϊστορική εθνολογία και εθνοαρχαιολογία


Η λέξη παλαιοεθνολογία χρησιμοποιήθηκε στην προϊστορία με διαφορετικές έν-
νοιες. Στην πρώτη περίπτωση, τη δεκαετία 1860, όπως ορίζεται και χρησιμοποι-
είται από τον Luigi Pigorini ή τον Gabriel de Mortillet, περιγράφει μια εφαρμογή
του επιστημονικού υλισμού στον υλικό πολιτισμό με στόχο τη δημιουργία μιας
στρωματογραφικής χρονολόγησης. Ο εξελικτικισμός4 της παλαιοεθνολογίας
του G. de Mortillet είναι γραμμικός, ενώ η ιταλική παλαιοεθνολογία του Pigorini
και της σχολής του είναι πολύμορφη στο ξεκίνημά της, όπως και ο συνθετότυπος
του Georges Laplace κατά τη δεκαετίας ’60, που εμπνεύστηκε από αυτήν.
Στην περίπτωση του André Leroi-Gourhan, στη δεκαετία ’50, η λέξη πα-
λαιοεθνολογία (ή μάλλον προϊστορική εθνολογία) περιγράφει μια εφαρμογή
της εθνολογίας στην προϊστορία που εστιάζει στην επιπεδογραφία έναντι της
στρωματογραφίας και στην κοινωνική οργάνωση των οικισμών έναντι της

4. Σ.τ.Μ.: Evolutionism: θεωρία που εξηγεί την εξέλιξη των ειδών διαμέσου των αιώνων
ως αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας εξέλιξης
90 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

χρονολόγησης, επηρεασμένη από τη σοβιετική αρχαιολογία και την παλαιο-


κοινωνιολογία των σταδίων.
H εθνοαρχαιολογία, υπό τη στενή της έννοια, είναι η εφαρμογή των αρχαι-
ολογικών μεθόδων στην εθνολογία, κυρίως μέσα από τη σύγκριση της ερμη-
νείας της αρχαιολογικής ανασκαφής ενός οικισμού με την εθνολογική μελέτη
ενός παρεμφερούς οικισμού μιας σύγχρονης εθνικής ομάδας. Αυτή η εθνοαρ-
χαιολογία έγινε δημοφιλής από τις μελέτες του Lewis Binford (1978), οι οποίες
βασίζονταν στην παρατήρηση των Ινουίτ, των Nuniamut, των San ή των Αβο-
ρίγινων της Αυστραλίας. Οι μελέτες αυτές του επέτρεψαν να διατυπώσει τη
«Middle Range Theory»5, στην οποία συγκεκριμένα πρότυπα εκλαμβάνονται
ως γενικοί κανόνες ή ως διαπολιτισμικές κανονικότητες στον τομέα του κυ-
νηγιού, των κυνηγετικών πρακτικών σε σχέση με το θήραμα, της οργάνωσης
των κυνηγετικών κατασκηνώσεων ή ακόμα στη στρατηγική διαχείρισης των
διατροφικών πόρων από τους πληθυσμούς κυνηγών – τροφοσυλλεκτών.

3.6 Νέα Αρχαιολογία (Διαδικαστική Αρχαιολογία)6


Η επανάσταση της Νέας Αρχαιολογίας και η επιτυχημένη ονομασία της επι-
σκίασε το άλλο όνομα αυτού του πολύ σημαντικού επιστημονικού κινήματος
στην αρχαιολογία: «διαδικαστική αρχαιολογία». Η σχετικά περιορισμένη βι-
βλιογραφία που αφορά στην επιλογή της ονομασίας αποτελείται απόσ’ ένα
ετερογενές –και ενίοτε αντιφατικό- μείγμα από πολλές επιστημονικές προ-
σεγγίσεις. Η επίσημη προσέγγιση βασίζεται σ’ έναν λογικό θετικισμό, στη
χρήση υποθετικο-επαγωγικών μοντέλων και στη συστηματική αξιοποίηση
των ποσοτικών δεδομένων. Tα αγαπημένα παραδείγματα των υποστηρικτών
της Νέας Αρχαιολογίας είναι η ανθρωπολογία («η αρχαιολογία είναι ανθρωπο-
λογία ή τίποτα»), ο πολιτισμικός εξελικτικισμός, ο λειτουργισμός (Binford), η
πολιτισμική οικολογία (Steward), η θεωρία των συστημάτων (Flannery). Αυτή
η νέα προσέγγιση θα επέτρεπε συνεπώς να ταυτοποιηθούν oι πολιτισμικές
διαδικασίες (εξ ου και η ονομασία διαδικαστική), που θα είχαν παγκόσμια ή το-
πική αξία (Clark, 1968, Binford & Binford, 1968). Από αυτό το κακοχωνευμένο
συνονθύλευμα διαφόρων επιστημονικών κινημάτων που γεννήθηκαν μέσα
από τον εξαιρετικό δυναμισμό των αμερικάνικων πανεπιστημίων της μεταπο-
λεμικής περιόδου, θα μπορούσε πραγματικά να είχε γεννηθεί μια νέα αρχαιο-
λογία. Δυστυχώς όμως, η νέα γενιά ανθρωπολόγων που την υποστήριζαν είχε
ανεπαρκές επιστημονικό υπόβαθρο και οδηγήθηκε σε λεξιθηρία, σε λανθα-
σμένη χρήση εννοιών που δεν είχαν αφομοιωθεί και σε γελοία συμπεράσματα,
προς τέρψιν των αρχαιολόγων που είχαν παραμείνει «κλασικοί». Η αντίδραση
στη Νέα Αρχαιολογία οδήγησε στη μετα–διαδικαστική ή μεταμοντέρνα αρ-

5. Σ.τ.Ε.: Θεωρία Μέσου Εύρους, ή Ενδιάμεσου Φάσματος ή Ενδιάμεση Θεωρία


6. Σ.τ.Ε.: Processual Archaeology. μολονότι στη μεταδιαδικαστική αρχαιολογία έχει
ασκηθεί σοβαρή κριτική, εδώ ο Djindjian την κρίνει με υπερβολικά φορτισμένο τρόπο.
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 91

χαιολογία, η οποία δυστυχώς παρέσυρε την Αρχαιολογία στην άβυσσο της


Eρμηνευτικής.

3.7 Λειτουργισμός (functionalism)


Θεμελιώθηκε από τους ανθρωπολόγους Bronislaw Nalinowski (1884-1942)
και Alfred Radcliffe-Brown (1881-1955), που ακολούθησαν την κληρονομιά
του Émile Durkheim. Ο λειτουργισμός επιδιώκει να αντιστοιχήσει κάθε πολι-
τισμικό γεγονός σε μια λειτουργία της κοινωνίας. Έτσι, αντιτίθεται στον εξε-
λικτικισμό (διαχρονική μεταβίβαση μέσω της παράδοσης) και στη σχολή της
διάχυσης (συγχρονισμένη διάχυση μέσω του εκπολιτισμού ή των πληθυσμια-
κών μετακινήσεων), θεωρίες που περιορίζουν την εσωτερική δημιουργικότητα
της κοινωνίας. Είναι μια από τις συνιστώσες της Νέας Αρχαιολογίας, κυρίως
μέσα από τις εργασίες του Lewis Binford (1972).

3.8 Πολιτιστική οικολογία


Η πολιτιστική οικολογία, που έχει ορισθεί από τον ανθρωπολόγο Julian Steward
(1902-1972), εστιάζει στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπινων κοινωνιών και
φύσης, μέσα από τις δραστηριότητες επιβίωσης. Ερμηνεύει τις πολιτιστικές αλ-
λαγές σε συνδυασμό με τις κλιματικές διακυμάνσεις και τις περιβαλλοντικές
αλλαγές, άποψη που συνεπάγεται έναν περιβαλλοντολογικό ντετερμινισμό
πάνω στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Συγχρόνως, υποννοείται ένας νεο-μαλ-
θουσιανισμός μέσα από την ανάλυση του κινδύνου που ενέχει η υπερεκμετάλ-
λευση των φυσικών πόρων από τη σύγχρονη κοινωνία. Η πολιτιστική οικολο-
γία είναι επίσης μια από τις συνιστώσες της Νέας Αρχαιολογίας. Η ανάπτυξη
των μεθόδων ανασύνθεσης του περιβάλλοντος και του κλίματος αχρήστευσε
το παράδειγμα της πολιτιστικής οικολογίας, στον βαθμό που η αλληλεπίδραση
μπορεί πλέον να προσδιοριστεί και να επαληθευτούν οι σχέσεις αιτίου-αιτιατού.

3.9 Συμπεριφορική αρχαιολογία (Behavioural archaeology)


Το παράδειγμα της συμπεριφορικής αρχαιολογίας εμπνέεται από τον Brian
Schiffer (1976), που αναδεικνύει τις πιθανές στρεβλώσεις της αρχαιολογικής ανα-
σύνθεσης μέσα από τις διαδικασίες εξέλιξης, εγκατάλειψης και διατήρησης των
αρχαιολογικών θέσεων. Οδηγείται συνεπώς στη διάκριση μεταξύ συστημικού
πολιτισμού (πραγματικό πολιτισμικό σύστημα) και αρχαιολογικού πολιτισμού
(σύστημα που έχει ανασυσταθεί βασιζόμενο μόνο στην καταγραφή των αρχαιο-
λογικών δεδομένων από τους αρχαιολόγους). Η μελέτη των διαδικασιών εξέλι-
ξης, εγκατάλειψης και διατήρησης των αρχαιολογικών θέσεων επιτρέπει σήμερα
να εντοπίσουμε καλύτερα τις πιθανές στρεβλώσεις (βλ. μέρος ΙΙ, κεφ. 1) αποφεύ-
γοντας έτσι τις παγίδες της μη-αντιπροσωπευτικότητας ενός συστήματος που
αναδεικνύει το παράδειγμα της συμπεριφορικής αρχαιολογίας.
92 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

3.10 Αρχαιολογία του φύλου (Gender Archaeology)


Το παράδειγμα της Αρχαιολογίας του φύλου επικεντρώνεται στον ρόλο των γυ-
ναικών στις κοινωνίες των ιστορικών και προϊστορικών περιόδων. Ενδιαφέρεται
να γνωρίσει τον ρόλο, την ταυτότητα, την κοινωνική εικόνα και την κατανομή
των φύλων στις οικονομικές δραστηριότητες, την κοινωνική οργάνωση, τη δια-
κυβέρνηση και τους θρησκευτικούς θεσμούς των κοινωνιών. Εμφανίσθηκε μέσα
στη δεκαετία ’60, στο πλαίσιο της φεμινιστικής πολιτισμικής ανθρωπολογίας της
Βορείου Αμερικής. Στη μεταμοντέρνα προσέγγισή της, η έμφυλη αρχαιολογία
ενδιαφέρεται επίσης για τον ρόλο των ανδρών και των γυναικών στην ιστορία
των επιστημών και κυρίως στην αρχαιολογία (Gero & Conkey, 1991).

3.11 Μεταδιαδικαστική αρχαιολογία


Η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία είναι μια μεταμοντέρνα αρχαιολογία, που
προέκυψε ως αντίδραση στη διαδικαστική αρχαιολογία. Υπερασπίζεται την
ιδέα ότι η αρχαιολογική ανασύσταση δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των δια-
φορετικών προβολών των μελετητών επάνω στο αρχαιολογικό υλικό: προσω-
πικές ιδέες, σχολή σκέψης, κοινωνική ιδεολογία, αρνητισμός και πλασματική
ανακατασκευή του παρελθόντος. Υπό αυτή την έννοια, είναι μια Ερμηνευτική
της αρχαιολογίας και μπορεί να προσαρτηθεί στην σχολή αποδόμησης της
γαλλικής φιλοσοφίας της δεκαετίας ’60. Μη έχοντας κάποια αντιπρόταση,
προς αντικατάσταση της αρχαιολογίας, της οποίας προσπαθεί να υποσκάψει
τα επιστημονικά θεμέλια, εμφανίζεται ως ένα αρνητικό παράδειγμα, με μονα-
δική χρησιμότητα την αποκάλυψη των αδυναμιών των άλλων θεωρητικών
προσεγγίσεων της αρχαιολογίας (Sokal και Bricmont, 1997)7.
Η ιστοριογραφία είναι η παλαιά και θετική μορφή της μεταμοντέρνας ανά-
λυσης, που έχει ως στόχο την αποκατάσταση των επιστημονικών εργασιών
των προηγούμενων γενεών στο ιστορικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, είναι ένας
επιστημονικός τομέας απαραίτητος στην αρχαιολογία.

3.12 Η Γαλλική Σχολή της εγχειρηματικής αλυσίδας


(chaîne opératoire)
Η έκφραση «εγχειρηματική αλυσίδα» εμφανίζεται συχνά σε ορισμένες σελί-
δες του έργου του André Leroi-Gourhan, στο Le Geste et la parole, τόμος 2

7. Σ.τ.Ε.: Η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία ανέπτυξε και εποικοδομητικές προτάσεις


για τη διερεύνηση και ερμηνεία του παρελθόντος. Ενδεικτική είναι η ανασκαφή του νεο-
λιθικού Τσατάλ Χουγιούκ στην Τουρκία από τον Ian Hodder. Για το ερμηνευτικό σχήμα
της μεταδιαδικαστική αρχαιολογίας με πολλές αναφορές στην Προϊστορία του Αιγαίου βλ.
Barrett, J.C και Boyd, M.J. 2019. From Stonehenge to Mycenae. London: Bloomsbury.
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 93

Les mémoires et les rythmes8 (Albin Michel, 1964). Χρησιμοποιείται με μια αν-
θρωπολογική προσέγγιση περισσότερο «γνωστική» και νεοεξελικτική παρά
τεχνολογική. Οι ρίζες της ανάγονται στον Marcel Maget και στον Gilbert
Simondon. Μετά το 1964, ο A. Leroi-Gourhan δεν θα ξαναχρησιμοποιήσει
ποτέ πια αυτήν την έκφραση. Από το 1972, θα χρησιμοποιηθεί ξανά από τους
εθνολόγους της ομάδας «Technique et Culture»9, μέσω των οποίων θα την
υιοθετήσουν και οι αρχαιολόγοι, από τη δεκαετία ’80. Κατά τη δεκαετία ’90, η
έκφραση «εγχειρηματική αλυσίδα» δεν απουσιάζει από καμία μελέτη σχετικά
με τη λιθοτεχνία και εν συνεχεία την κατεργασία των οστών. H επιρροή της
ξεπερνά τα γαλλικά σύνορα και εξελίσσεται σ’ ένα είδος νέας σχολής της τε-
χνολογίας.
Ωστόσο, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η έκφραση έχει διαφορετικές συ-
μπαραδηλώσεις: για τον A. Leroi-Gourhan, είναι μια νεοεξελικτική γνώση, για
τον Robert Cresswell, ο σύνδεσμος μεταξύ της τεχνικής και της κοινωνικής
διάστασης, και για την Hélène Balfet, ένα τεχνικό σύστημα. Επίσης, πρέπει να
επισημάνουμε την ακαταλληλότητά της. Σε σωστά γαλλικά, δεν θα έπρεπε κα-
λύτερα να χρησιμοποιηθεί η έκφραση «procédé de fabrication»10; Πρόσφατα, ο
όρος είχε μία ακόμη λανθασμένη χρήση, αντί για τον όρο «procésus métier»11 !
Στις μελέτες της παλαιολιθικής περιόδου η «εγχειρηματική αλυσίδα» εν-
διαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για τη μελέτη της διαδικασίας απόκρουσης
των λίθων. Για την κατώτερη και μέση παλαιολιθική περίοδο, καταλήγει σε μια
τυπολογία των διαδικασιών απόκρουσης (η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα
αποτελούσε ήδη, για τους Commont, Breuil και τους διαδόχους τους, τη βάση
ταξινόμησης των λιθοτεχνιών και της χρονολόγησής τους) και απορρίπτει την
κατά τον F. Bordes τυπολογία των εργαλείων, και τις ανεπιτυχείς προσπάθειές
του, κατά τη δεκαετία ’60, για χωρο-χρονική διάρθρωση. Αντιθέτως, για την
ανώτερη παλαιολιθική, η εγχειρηματική αλυσίδα καταλήγει σε μια αποδόμηση
της τυπολογίας που βρίσκεται στη βάση της ταυτοποίησης των «πολιτισμών»
και των χρονολογήσεών τους. Επιχειρώντας μια σύνθεση μεταξύ Montelius
και Kossinna, αποσκοπεί να αντικαταστήσει τους τύπους και «πολιτισμούς»
της ευρωπαϊκής ανώτερης παλαιολιθικής με μια νέα «παλαιο-ιστορία» του υλι-
κού πολιτισμού. Για τους περισσότερους από τους υπόλοιπους αρχαιολόγους,
κυρίως της ύστερης προϊστορίας και της πρωτοϊστορίας, η προσέγγιση της
«εγχειρηματικής αλυσίδας» αφορά στην εμβάθυνση των μελετών του τεχνι-
κού συστήματος, ιδιαιτέρως της μελέτης της κεραμικής, και δεν θέτει υπό αμ-
φισβήτηση τους νεολιθικούς πολιτισμούς, όπως προκύπτουν από το σύστημα
του V. Gordon Childe.

8. Σ.τ.Μ.: Το έργο και η ομιλία, τόμος 2: Οι μνήμες και οι ρυθμοί


9. Σ.τ.Μ.: «Τεχνική και Πολιτισμός»
10. Σ.τ.Μ.: «διαδικασία κατασκευής»
11. Σ.τ.Μ.: «επιχειρησιακή διεργασία»
94 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

3.13 Η γνωστική αρχαιολογία (cognitive archaeology)


Η γνωστική αρχαιολογία ορίζεται από τον Colin Renfrew ως η μελέτη των
τρόπων σκέψης που ο αρχαιολόγος μπορεί να συναγάγει από τον υλικό πολι-
τισμό (Renfrew και Zubrow, 1994). Πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες να προ-
κύψει ένα σαφές συμπέρασμα από τέτοιες επαγωγικές διαδικασίες (ο Binford,
ως οπαδός του λειτουργισμού, θεωρεί ότι το μόνο που μπορεί να συμπεράνει
κανείς είναι τις πράξεις), είναι δυνατόν να ταυτοποιήσουμε ένα τεχνικό σκε-
πτικό μέσα από την ανασύσταση των διαδικασιών κατασκευής. Είναι βεβαίως
δυσκολότερο να ταυτοποιηθεί ένα οικονομικό σκεπτικό μέσα από τα συστή-
ματα συναλλαγών, ή μια πολιτική σκέψη μέσα από τα πολιτικά συστήματα,
ή ένας θρησκευτικός τρόπος σκέψης μέσα από τα συμβολικά συστήματα.
Επίσης, είναι εσφαλμένη η χρήση του όρου «γνωστική» αρχαιολογία. Η λέξη
«knowledge» μοιάζει πιο κατάλληλη από τη λέξη «cognitive». Θα έπρεπε λοι-
πόν να γίνει καταγραφή όλων των γνώσεων που έχουν αποκτηθεί από την
εμβριθή μελέτη των διαφόρων συστημάτων που βρίσκονται στη βάση της
λειτουργίας μιας κοινωνίας, ώστε να προκύψει μια βάση δεδομένων ανάλογη
με τα σύγχρονα γνωσιακά συστήματα της πληροφορικής (knowledge based
systems (KBS).
Η έκφραση «γνωστική αρχαιολογία» είχε επίσης χρησιμοποιηθεί από τον
François Djindjian (1993), για να προσδιορίσει μια θεωρητικοποίηση της αρ-
χαιολογικής μεθόδου, υπό την έννοια μιας γνωστικής διαδικασίας που εφαρ-
μόζεται για την ανασύσταση των κοινωνιών του παρελθόντος, και χρησιμο-
ποιεί μια τυποποίηση που βασίζεται στις πρόσφατες ανακαλύψεις στον τομέα
των γνωστικών συστημάτων. Ως εκ τούτου, πρόκειται για μια επιστημολογία
της αρχαιολογίας (η ελληνική ετυμολογία της οποίας είναι ίδια με τη λατινική
ετυμολογία της λέξης «cognitive»), και συνεπώς για μια θεωρία της γνώσης, σε
αντίθεση με όλες τις θεωρίες (στον πληθυντικό) που θεωρούνται ως παραδείγ-
ματα που μεταβάλλονται ανάλογα με τις εκάστοτε τάσεις.

3.14 Η συμβολική αρχαιολογία (symbolist archaeology)


Η συμβολική αρχαιολογία, την οποία εισήγαγε ο Ian Hodder (1982) στο Κέ-
ιμπριτζ, είναι μια μεταμοντέρνα αρχαιολογία που σκοπεύει να επανεισαγάγει
τo συμβολικό νόημα των ανθρώπινων δημιουργιών στη μελέτη των κοινωνι-
ών, σε αντικατάσταση του δομισμού και του νεοθετικισμού της Νέας Αρχαι-
ολογίας. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόστηκε στους τομείς που προσφέρονται
περισσότερο στην αναζήτηση συμβόλων, όπως η τέχνη, οι ταφικές πρακτικές,
ο εξανθρωπισμός του χώρου, η εικονογραφία, κ.λπ.. Δεν προσδιορίζει τις με-
θόδους που χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση και κυρίως για την επικύ-
ρωση των προτεινόμενων συμβόλων.
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 95

3.15 Η εξελικτική αρχαιολογία (Evolutionary Archaeology)


H εξελικτική αρχαιολογία είναι μια επέκταση της εξελικτικής θεωρίας της
βιολογίας και των ποσοτικών της μεθόδων. Προσπαθεί να ανασυστήσει την
«πνευματική καταγωγή» (δηλαδή την καταγωγή των παραδόσεων) στον υλι-
κό πολιτισμό, κατ’αναλογία προς τη γενετική, που ανιχνεύει την εξέλιξη μέσα
από τις χωροχρονικές αλλαγές μεγάλης κλίμακας των φυτών, των ζώων και
των ανθρώπων. Η δαρβινιστική προσέγγιση που εφαρμόστηκε για τον υλι-
κό πολιτισμό στην αρχαιολογία και είχε υποστηριχθεί από τον R.C. Dunnel
(1980) κατά τη δεκαετία ’70, αναβίωσε τη δεκαετία 2000 από τον S. Shennan
(2002). Η αντιστοιχία μεταξύ της κλαδιστικής και της σειριακής ακολουθίας
είναι ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που χρησιμοποιούν οι αρχαιο-
λόγοι που υποστηρίζουν αυτή την προσέγγιση. Άραγε αυτό θα μας οδηγούσε
στο συμπέρασμα ότι τα σειριακά μοντέλα (Djindjian, 1991, σελ. 182, εικ. 9.7),
τα οποία προτάθηκαν γύρω στο 1975, ήταν η βασική μέθοδος για τη στατιστι-
κή επεξεργασία δεδομένων στην εξελικτική αρχαιολογίας

3.16 Η λογικιστική προσέγγιση


Η λογικιστική προσέγγιση αποτελεί μέρος των επιστημολογικών συμβολών
στην αρχαιολογία που έχουν προταθεί από τον J.-Cl. Gardin μέσω πολλών
συγγραμμάτων, από τα οποία το πλέον γνωστό παραμένει το Une archéologie
théorique12 (Gardin, 1979). Η λογικιστική μέθοδος επιτρέπει να μετατρέψου-
με τον αρχαιολογικό λόγο ενός επιστημονικού άρθρου σε λογικό γράφημα,
κατάλληλο να αποκαλύψει τις αδυναμίες στην επαγωγική ακολουθία των
προτάσεων, και να πραγματευτεί τη μείωση ή την αύξηση των πιθανών επιλο-
γών. Η περιορισμένη επιτυχία της λογιστικής προσέγγισης οφείλεται μάλλον
στην έλλειψη ενθουσιασμού των αρχαιολόγων να υποβάλουν σε δοκιμασία
τις λογικές αδυναμίες των συλλογισμών τους. Όσο για τους Αγγλοσάξονες
αρχαιολόγους της Νέας Αρχαιολογίας, θεώρησαν ότι η αναγωγική λογικιστική
προσέγγιση ερχόταν σε αντίθεση με τη δική τους υποθετικο-επαγωγική. Η
λογικιστική προσέγγιση, πέρα από τη μαγεία της λέξης, περιορίζεται σε μια
τεχνική λογικού ελέγχου ενός ήδη διατυπωμένου αρχαιολογικού λόγου. Δεν
προσφέρει καμία σχηματοποίηση που να διευκολύνει τη δόμηση αυτού του
λόγου. Αυτή θα ήταν μάλλον η προσέγγιση των έμπειρων συστημάτων13, στην
εφαρμογή των οποίων στην αρχαιολογία πρωτοστάτησε ο J.-Cl. Gardin τη
δεκαετία ’80: η προσέγγιση αυτή απέτυχε, όπως άλλωστε όλα τα έμπειρα συ-
στήματα, στα τέλη της δεκαετίας ’80.

12. Σ.τ.Μ.: Μια θεωρητική αρχαιολογία


13. Σ.τ.Ε.: Τα έμπειρα συστήματα στην πληροφορική αναλύουν δεδομένα με τρόπο πι-
θανολογικό, λειτουργώντας όπως ένας εμπειρογνώμονας. Μοιάζουν στη λογική με την
τεχνητή νοημοσύνη.
96 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

4. Η επιρροή και η συμβολή των άλλων επιστημών


Έχοντας ως αντικείμενο την ανασύσταση του συνόλου των συνισταμένων του
συστήματος μιας κοινωνίας του παρελθόντος, η αρχαιολογία διαθέτει την πα-
ράξενη ιδιότητα να συνδυάζει σχεδόν όλους τους επιστημονικούς τομείς και
να τους εφαρμόζει σε δεδομένα αποσπασματικά, στρεβλωμένα και ελάχιστα
αντιπροσωπευτικά, και σε διαδικασίες που μερικές φορές δεν προσφέρονται
για μελέτη. Σε αυτό το επίπεδο, ο πλέον εγγύς τομέας στην αρχαιολογία είναι
η εγκληματολογία, με την διαφορά ότι το αντικείμενο της αρχαιολογίας είναι
η ανασύσταση της σκηνής του εγκλήματος και η ταυτοποίηση όλων των συμ-
μετεχόντων και όχι μόνον η έρευνα για τον έναν ένοχο.
Η συμβολή των επιστημονικών τομέων στην αρχαιολογία έχει λειτουργή-
σει σαν «μπόλιασμα» και έχει δημιουργήσει εξειδικεύσεις διεπικοινωνίας, που
δεν αποκλείουν ωστόσο ανταγωνισμούς, μεταξύ αρχαιολογίας και άλλων επι-
στημών:
◗ Η αρχαιομετρία με τη φυσική
◗ Η προϊστορία και η αρχαία Ιστορία με την Ιστορία
◗ Η παλαιογεωγραφία με τη γεωγραφία
◗ Η αρχαιοζωολογία με τη ζωολογία
◗ Η αρχαιοβοτανική ή παλαιοβοτανική με τη βοτανική
◗ Η γεωαρχαιολογία με τη γεωλογία
◗ Το παλαιοπεριβάλλον με το περιβάλλον
◗ Η παλαιοεθνολογία με την εθνολογία
Το ίδιο συμβαίνει και με τις τεχνικές:
◗ Η εναέρια αρχαιολογία (ή εναέρια τηλεπισκόπηση)
◗ Η γεωφυσική διασκόπηση στην αρχαιολογία
Ανταγωνισμοί υπάρχουν επίσης μεταξύ των τομέων της αρχαιολογίας. Να
μιλάμε
για ταφική ανθρωπολογία ή για ταφική αρχαιολογία ή ακόμη για ταφική
αρχαιο-ανθρωπολογία;
Υπάρχουν κι άλλοι τομείς που ούτε αυτοί ξεφεύγουν από τις συγχωνεύ-
σεις: δεν μιλάμε για γεωπληροφορική όταν αναφερόμαστε στις εφαρμογές της
πληροφορικής στην γεωγραφία; Θα γλίτωνει λοιπόν η αρχαιολογία από την
αρχαιοπληροφορική;
Πιο σοβαρά, πέρα από αυτούς τους ανταγωνισμούς μεταξύ ιδρυμάτων για
τον έλεγχο των επιστημονικών τομέων (και των θέσεων), με τους οποίους δεν
ασχολείται το παρόν σύγγραμμα, είναι χρήσιμο να μελετήσουμε τις πραγματι-
κές επιστημονικές επιρροές. Η πληθώρα επιστημονικών τομέων που έχουν συ-
νάφεια με την αρχαιολογία: ανθρωπολογία, φυσική και γενετική, εθνολογία,
φυτική και ζωική βιολογία, παλαιοκλιματολογία, παλαιοπεριβάλλον, γλωσσο-
λογία, αρχαία επιγραφική ιστορία, ιστορία της τέχνης και ιστορία των επιστη-
μών, καταδεικνύει σε ποιο βαθμό η αρχαιολογία δεν μπορεί να λειτουργήσει
παρά μόνο μέσα σε διεπιστημονικό περιβάλλον. Οι φυσικο-χημικές επιστήμες
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 97

συμβάλλουν στον φυσικο-χημικό χαρακτηρισμό των υλικών. Έχουν εισαγάγει


τεχνικές απόλυτων χρονολογήσεων, οι οποίες χρησιμοποιούνται σήμερα στα
εξειδικευμένα εργαστήρια. Η γεωφυσική συνέβαλε με τις τεχνικές και τα εργα-
λεία για την γεωφυσική διασκόπηση.
H ανασύνθεση του περιβάλλοντος είναι ζωτικής σημασίας για την αρχαιο-
λογία, και οι αρχαιολόγοι το γνώριζαν καλά, πολύ πριν γίνει μόδα: αυτοί έδω-
σαν στους κλιματολόγους τα πρώτα δεδομένα που είχαν καταγράψει από τις
στρωματογραφικές ακολουθίες των βραχοσκεπών ή από τις αιολικές αποθέ-
σεις πηλού (loess) σε ανοιχτούς χώρους, επιτρέποντας έτσι τις πρώτες παλαι-
οκλιματολογικές ανασυνθέσεις. Η αρχαιολογία ήταν περισσότερο προϊστορία
ή αρχαία ιστορία παρά παλαιογεωγραφία. Οι κύριες αιτίες είναι η αναγκαία
αναδρομή στον χρόνο και η σημασία της επιγραφικής. Η συνδρομή της γεω-
γραφίας ήταν αρκετά μεταγενέστερη: ξεκίνησε με την έντονη επιρροή της Πο-
σοτικής γεωγραφίας14 τη δεκαετία ’60, εισάγοντας τεχνικές όπως η διατοπική
ανάλυση, η ανάλυση επικράτειας (site catchment analysis), η φέρουσα ικανότη-
τα (carrying capacity), συνέχισε τη δεκαετία ’70 με την ανασύσταση του περι-
βάλλοντος και τη δεκαετία ’90 με τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών
(GIS15), των οποίων η συμβολή είναι στρατηγικής σημασίας. Από τη δεκαε-
τία ’80, η αρχαιολογία δεν ασχολείται πλέον μόνο με τις αρχαιολογικές θέσεις
αλλά και με το τοπίο, μελετώντας τον μετασχηματισμό του από τον άνθρωπο
και τα ίχνη της αγροκτηνοτροφικής δραστηριότητας.
Μετά το 1945, η ανάπτυξη ενός μεγάλου κινήματος υπέρ της ποσοτικής
έρευνας στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, στην οποία συνέβαλε
και η σταδιακή διάδοση της χρήσης των υπολογιστών, είχε δυνατό αντίκτυπο
στην αρχαιολογία, κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες, σε σημείο που τη δεκα-
ετία ’70 γινόταν λόγος για ποσοτική αρχαιολογία. Μαθηματικά, στατιστική και
πληροφορική έχουν μεταμορφώσει βαθιά την καθημερινότητα των ανασκα-
φών, τις εργαστηριακές μελέτες και τις συνθετικές εργασίες. Η πληροφορική
έχει φέρει ανατροπές στην αρχαιολογία, αυξάνοντας με γεωμετρική πρόοδο
την παραγωγικότητα του αρχαιολόγου σε όλους τους τομείς: ανασκαφή, κατα-
γραφή και διαχείριση δεδομένων (κείμενα, χάρτες και πολυμέσα), στατιστικές
επεξεργασίες και μαθηματικά μοντέλα, τεκμηρίωση, δημοσίευση και διάχυση,
δηλαδή διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

5. Περί της γνώσεως στην αρχαιολογία


Ποια είναι η διαδικασία μετάβασης από την κατάσταση της άγνοιας (που ορί-
ζεται εύκολα) σε εκείνη της υποτιθέμενης γνώσης και βεβαίως στο ουσιώδες,

14. Σ.τ.Μ: Ποσοτική ή Θετικιστική Γεωγραφία.


15. Σ.τ.Μ.: Geographical Information Systems (GIS)
98 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

στην επικύρωσή της ως γνώση. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί πάντα στη σύνδε-
ση αυτής της Α γνώσης με άλλες γνωστές πληροφορίες όπως:
◗ ο αρχαιολόγος από τον οποίο προέρχεται αυτή η γνώση, Αρχ
◗ η διαδικασία δημιουργίας αυτής της γνώσης, Δδ
◗ η διαδικασία της επικύρωσης ή της απόρριψης, που συνδέεται με την
προηγούμενη διαδικασία, Δε.
Αυτά τα τέσσερα δεδομένα ορίζουν ένα τετράπτυχο (Α, Αρχ, Δδ, Δε) και
είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στο πλαίσιο της συλλογιστικής που οδηγεί στη
γνώση Α. Ωστόσο, συνήθως παρέχεται μόνο το Α.
Όταν έχουν τεθεί αυτά τα προαπαιτούμενα, τότε η αρχαιολογική γνώση,
όπως χρησιμοποιείται από τον αρχαιολόγο στον επιστημονικό λόγο, στην
πραγματικότητα ανήκει σ’ έναν περιορισμένο αριθμό κατηγοριών:
◗ Γνώσεις προγενέστερες, επιβεβαιωμένες ή όχι, ψευδείς ή ακριβείς, εκείνες
που διδάσκονται στα πανεπιστήμια, δημοσιεύονται στα βιβλία, διαδίδο-
νται από διάφορα μέσα ενημέρωσης, με ή χωρίς επιστημονικό έλεγχο.
Αυτή η κατηγορία δεν μας μαθαίνει προφανώς τίποτα για τη διαδικασία
δημιουργίας της. Απλά αναδεικνύει τη διαδικασία μετάδοσής της.
◗ Ιστορικές πηγές, κείμενα και επιγραφές, η αποκρυπτογράφηση των
οποίων μας πληροφορεί για μια ιστορική, κοινωνικο-πολιτική πραγμα-
τικότητα.
◗ Η γνώση κατ’ αναλογία.
Ο αρχαιολόγος, συγκρίνοντας ένα μη ολοκληρωμένο σύστημα, το οποίο
μελετάται, με γνωστά ολοκληρωμένα συστήματα που παρουσιάζουν ομοιότη-
τες σε ορισμένες παραμέτρους, υποθέτει ότι αυτές οι παράμετροι έχουν δομική
αξία για την ύπαρξη και τη λειτουργία αυτών των συστημάτων, και ανασυν-
θέτει το μη ολοκληρωμένο σύστημα βάσει των ανάλογων ολοκληρωμένων
συστημάτων. Υπό αυτήν την οπτική, ο αρχαιολόγος αναγνωρίζει «κατ’ αναλο-
γία». Τρείς τύποι αναλογιών χρησιμοποιούνται συχνά στην αρχαιολογία:
Η αναλογία με τη σύγχρονη εποχή
Η αναλογία με τη σύγχρονη εποχή είναι η γνώση της λειτουργίας των σύγ-
χρονων κοινωνιών μέσα στις οποίες ζούμε: θεωρούμε ότι οι μηχανισμοί τους
είναι ανεξάρτητοι από τον χρόνο και τις κοινωνίες και τους εφαρμόζουμε στις
προγενέστερες κοινωνίες που μελετάμε. Κατ’ αρχήν προϋποθέτει ότι ο αρ-
χαιολόγος μελετά σε βάθος τις σύγχρονες κοινωνίες και δεν τους γυρίζει την
πλάτη εστιάζοντας το ενδιαφέρον του μόνο στο παρελθόν. Οι μεταμοντέρνοι
αρχαιολόγοι εξηγούν τα όρια αυτής της γνώσης, υποστηρίζοντας ότι οι αρχαι-
ολόγοι προβάλλουν στα αρχαιολογικά κατάλοιπα τα πολιτιστικά και κοινωνι-
κά πρότυπα του κόσμου στον οποίο ζουν. Αλλά ένα «άγριο παιδί»16 θα γινόταν

16. Σ.τ.Μ.: “enfant sauvage”: παιδί που έχει μεγαλώσει απομονωμένο από την κοινωνία.
Ιδιαίτερα γνωστή περίπτωση στη Γαλλία, ο Victor που βρέθηκε στην περιοχή Aveyron το
1799. Αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης σχετικά με τα έμφυτα ή αποκτώμενα χαρακτηριστι-
κά του ανθρώπινου είδους.
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 99

άραγε καλύτερος αρχαιολόγος από έναν εθνολόγο; Στην πραγματικότητα, η


αναλογία με τη σύγχρονη εποχή μάς διδάσκει κυρίως την κοινή λογική, τα
πλεονεκτήματα αυτού που είναι απλό και ρεαλιστικό, αυτού που λειτουργεί
και προσαρμόζεται, εν συντομία αυτού που δεν έχει αποτύχει.
Η εθνογραφική αναλογία
Η εθνογραφική αναλογία, η οποία συμπληρώνει επωφελώς την προηγούμενη,
μας επιτρέπει να εντοπίσουμε σχέσεις με τις σύγχρονες κοινωνίες, τις λεγόμε-
νες «πρωτόγονες», οι οποίες λειτουργούν με τύπους κοινωνιών «συγγενικών»
των αρχαίων πολιτισμών: κυνηγοί–τροφοσυλλέκτες, περιπλανώμενη γεωργία,
νομάδες, κ.λπ.. Στις χώρες που έχουν μακρά ιστορία αποικιοκρατίας συχνά την
περιφρονούν εξ αιτίας των υπερβολών της, όμως στις χώρες με μακρά παράδο-
ση στην πολιτισμική ανθρωπολογία αποτελεί σημείο αναφοράς. Η εθνογραφι-
κή αναλογία περνά περιόδους που είναι «της μόδας» αλλά σε κάθε περίπτωση
παραμένει μια απαραίτητη αναλογική πηγή.
Η πειραματική αναλογία
Στην πειραματική αναλογία, ο αρχαιολόγος μαθαίνει τις κινήσεις ώστε να μπο-
ρεί να αναπαράγει τις ίδιες τεχνικές, να κατασκευάζει τα ίδια αντικείμενα, να
ξαναβρίσκει τις τεχνογνωσίες που έχουν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου. Βε-
βαίως αυτό δεν είναι απόδειξη παρά μόνον κατ’αναλογία: η κατανόηση των
κινήσεων, η τεχνογνωσία, οι μέθοδοι. Η κατεργασία των λίθων, η κατασκευή
κεραμικών, η επεξεργασία των μετάλλων, η ανέγερση ανακτόρων, ιερών και
ναών, η άρδευση μιας περιοχής, η ναυπήγηση ενός καραβιού, η οχύρωση μιας
πόλης, κ.ά. Η πειραματική αναλογία ωθεί τον αρχαιολόγο στην επιθυμία να
ξέρει να τα κάνει όλα, έτσι ώστε να μπορεί να έχει άποψη γι’ αυτά, αλλά και
στην πεποίθηση ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι χωρίς προηγουμένως
να το έχουμε κάνει. Είναι σημαντικό να προσθέσουμε ότι η χρήση αυτών των
αντιστοιχιών πιθανώς να είναι πιο αποτελεσματική στη διαδικασία επικύρω-
σης/απόρριψης της γνώσης (Δε), όπου αποκαλύπτονται οι αντιφάσεις, παρά
στη διαδικασία δημιουργίας της ίδιας της γνώσης (Δδ).
Το αποτέλεσμα μιας συστηματικής λογικής διαδικασίας
Οι τρείς προηγούμενοι τρόποι απόκτησης της γνώσης, όταν χρησιμοποιούνται
μεμονωμένα, δεν επαρκούν για να παραγάγουν έναν γνωστικό μηχανισμό: μια
συλλογιστική, που να βασίζεται στις προηγούμενες αναλογίες και στα αρχαι-
ολογικά δεδομένα, να συνδέει αλυσιδωτά τα γεγονότα, να συσχετίζει τα δε-
δομένα, να επαληθεύει τις υποθέσεις, να παράγει αδιάψευστες γνώσεις, πηγή
των επόμενων γνώσεων.
Με τον όρο «γνωστική αρχαιολογία» (Djindjian, 1993, 2002) έχουμε ορίσει
μια συστηματική διαδικασία σε τρία επίπεδα, που εμπνέεται από τα έργα του
Αμερικανού λογικολόγου Pierce, και χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλούς το-
μείς, από τις ανθρωπιστικές επιστήμες (ψυχολογία) έως τις θετικές επιστήμες
(ρομποτική):
100 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

◗ Α: Απόκτηση της εγγενούς πληροφορίας (γνωστική αλληλεπίδραση


αρχαιολόγου – αντικειμένου) και της εξωγενούς πληροφορίας (κατα-
γραφή των δεδομένων στο πλαίσιο της επιφανειακής έρευνας και των
αρχαιολογικών ανασκαφών).
◗ Δ: Δόμηση, που προκύπτει από τους μηχανισμούς συσχέτισης μεταξύ
εγγενών πληροφοριών (εγγενής δομή) ή από τους μηχανισμούς συσχέ-
τισης μεταξύ εγγενών και εξωγενών πληροφοριών (εξωγενής δομή).
◗ Μ: Ανασύνθεση ή γνωστική Μοντελοποίηση ενός αρχαιολογικού συ-
στήματος.
Αυτή η εισαγωγή στην έννοια των τριών επιπέδων συστηματοποίησης επι-
τρέπει άμεσα την επισήμανση τριών κρίσιμων μεθοδολογικών ζητημάτων για
την αρχαιολογία, ανεξαρτήτως περιόδου ή περιοχής μελέτης.
Το πρώτο ζήτημα αφορά στην απόκτηση της γνώσης (Α), και γίνεται κατα-
νοητό αν φανταστούμε την αντίδραση του πρώτου αρχαιολόγου μπροστά στο
πρώτο άγνωστο τέχνεργο. Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση ανήκει σήμερα
στο πεδίο των νευροεπιστημών.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στον εμπλουτισμό των δομών (Δ) και είναι γνω-
στό σε όσους είναι εξοικειωμένοι με τις πολεμικές μεταξύ στρουκτουραλισμού
και αποδόμησης. Μπορεί να επιλυθεί με τον διαχωρισμό μεταξύ της ύπαρξης
μιας δομής και της ερμηνείας της. Πράγματι, όλα τα δεδομένα, μέσω μιας αλ-
ληλουχίας συσχετισμών (που δεν είναι αναγκαστικά νομοτελειακοί), αποκα-
λύπτουν δομές. Χωρίς κατάλληλες μεθόδους, είναι πιθανόν αυτές οι δομές να
παραμείνουν συγκεχυμένες, ανερμήνευτες ή παρερμηνευμένες. Σε μια συστη-
ματική προσέγγιση, μια δομή είναι χρήσιμη μόνον όταν εμπλουτίζεται επανα-
λαμβανόμενα με συμπληρωματικούς εγγενείς και εξωγενείς συσχετισμούς, οι
οποίοι κατά κάποιον τρόπο δημιουργούν τον σκελετό του συστήματος, που θα
αποκαλυφθεί προοδευτικά και μέσα από διαδοχικές επαναλήψεις. Η μέθοδος
της συστημικής τριάδας (Εγ, Eξ, Σ) είναι ένα παράδειγμα μεθόδου εμπλουτι-
σμού των δομών (βλ. κατ.).
Το τρίτο ζήτημα αφορά στους τρόπους μετάβασης από το επίπεδο Δ στο
επίπεδο Μ. Υπό μία σφαιρική θεώρηση, το ερώτημα δεν έχει κάποια απλή απά-
ντηση. Μόνον η αποδόμηση του γενικού συστήματος σε καθορισμένα ιεραρχι-
κά υποσυστήματα, ανάλογα με τις δυνατότητες των αρχαιολογικών μεθόδων
να τα ανασυστήσουν βήμα προς βήμα, επιτρέπει τη σταδιακή προσέγγιση της
ανασύσταση του γενικού συστήματος (βλ. μέρος IV, κεφ. 1).

6. Η συστηματοποίηση μιας λογικής κατασκευής


στην αρχαιολογία: η μέθοδος της συστημικής τριάδας
Η μέθοδος της συστημικής τριάδας (Djindjian, 1980) βασίζεται σε μια προ-
σέγγιση που στοχεύει να συστηματοποιήσει και να εμπλουτίσει το στάδιο της
Οι θεωρητικοποιήσεις της αρχαιολογικής μεθόδου ❙ 101

δόμησης. Επιτρέπει μια ελεγχόμενη χρήση των ποσοτικών τεχνικών δόμησης


της ανάλυσης δεδομένων. Η προσέγγιση ορίζει πρώτα ένα σύστημα (Σ) (φυ-
σικό ή λογικό) που αποτελείται από αντικείμενα (Αντ), στο οποίο θα εφαρμο-
στεί ο γνωστικός μηχανισμός. Τρείς οντότητες ορίζουν τη συστημική τριάδα
Σ (Αντ, Εγ, Eξ): τα αντικείμενα (Αντ), η εγγενής πληροφορία (Εγ) και η εξω-
γενής πληροφορία Εξ.
◗ Βήμα 1: Ορισμός του συστήματος Σ.
Το σύστημα Σ ορίζεται από ένα σύνολο σταθερών τιμών του Εξ, όπως πα-
ραδείγματος χάριν τα αντικείμενα που προέρχονται από την ίδια στρωματο-
γραφική ενότητα (κλειστό σύνολο), από την ίδια ταφή, οι βραχογραφίες μιας
σπηλιάς, τα εργαλεία από ένα κτήριο, οι σύγχρονες αστικές δομές της ίδιας
περιοχής, που μπορούν όλες να ορισθούν από ένα σύνολο εξωγενών πληρο-
φοριών με σταθερές τιμές, τύπου Χρ (χρόνος), Κτ (Κτήριο), Π (περιοχή), Τοπ
(τοποθεσία), Πρ (προέλευση), Περ (περιβάλλον), Οικ (οικονομία).
◗ Βήμα 2: Κατανόηση και περιγραφή των εγγενών πληροφοριών Eγ.
◗ Βήμα 3: Καταγραφή των εξωγενών πληροφοριών Εξ.
◗ Βήμα 4: Μορφοποίηση της δόμησης:
❚ διάρθρωση του συστήματος που σχηματίσθηκε από τον πίνακα: αντι-
κείμενα x περιγραφή των αντικειμένων (Αντ x Εγ), από τον οποίο
προκύπτουν δομές διαχωρισμού (ταξινομήσεις ή τυπολογίες) ή σει-
ριακής ακολουθίας, δίνοντας νέα διάταξη στο Αντ (ήτοι Αντ+) και
εμπλουτίζοντας με συσχετισμούς το Εγ (ήτοι Εγ+). Το σύστημα περ-
νά λοιπόν από τη γνωστική κατάσταση Σ(Αν, Εγ) σε μια κατάσταση
Σ+(Αντ+, Εγ+). Αυτή η δόμηση ονομάζεται εγγενής.
❚ διάρθρωση του συστήματος που σχηματίστηκε από τον πίνακα περι-
πτώσεων (Εγ x Eξ), από τον οποίο προκύπτουν αντιστοιχίες μεταξύ
των δύο συνόλων πληροφοριών, διάρθρωση σε χρονολογικές φάσεις
για Εξ = Χρ, χωρική διάρθρωση για Εξ = Κτ ή Τοπ, περιβαλλοντικός
ντετερμινισμός για Εξ = Περ, κ.λπ.. Το σύστημα περνά λοιπόν από
μια γνωστική κατάσταση Σ(Αντ, Εγ, Eξ) σε μια γνωστική κατάσταση
Σ+(Αν+, Εγ+, Eξ+). Αυτή η δόμηση ονομάζεται εξωγενής.
◗ Βήμα 5: Εφαρμογή των τεχνικών ανάλυσης δεδομένων στους πίνακες
(Αντ x Εγ) ή (Εγ x Εξ).
◗ Βήμα 6: Αναδράσεις στα Εν και Εξ.
◗ Βήμα 7: Προοδευτικός εμπλουτισμός από την ενσωμάτωση νέων Εν και
Εξ.
◗ Βήμα 8: Επικύρωση (σε άλλο σύστημα Αντ, με άλλους συσχετισμούς Εξ).
Ένα παράδειγμα εφαρμογής της μεθόδου της συστημικής τριάδας, σε μια
μελέτη των Barrandon και Irigoin (1979) για την κατασκευή του χαρτιού τον
17ο και 18ο αιώνα στην Ευρώπη, επιτρέπει να αναδειχτεί η δυνατότητα εμπλου-
τισμού της μεθόδου. Μια σειρά από χαρτιά αναλύθηκε με νετρονική ενεργο-
ποίηση, η οποία ανέδειξε μια δομή σε δύο κατηγορίες, που διακρίνονται από
το αρσενικό και το κοβάλτιο (ενδογενής δόμηση βάσει των ιχνοστοιχείων).
102 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

Οι δύο κατηγορίες αντιστοιχούν σε χαρτιά που έχουν κατασκευασθεί στην


Ανγκουλέμ και στην Ολλανδία αντιστοίχως (εξωγενής γεωγραφική πληρο-
φορία). Η διαφορά στη σύνθεση εξηγείται από την προσθήκη στο ολλανδικό
χαρτί ενός μεταλλεύματος με λευκαντικές ιδιότητες, της σμαλτίνης (CO,NI)
AS3, που επιβεβαιώθηκε από τη μέτρηση της περιεκτικότητας του δείγματος
σε νικέλιο: (CO0,7NI0,3)AS3 (εγγενής πληροφορία ανωτέρου επιπέδου). Αυτή
η καινοτομία χρησιμοποιείται από το 1748, όπως αποδεικνύουν αναλύσεις ολ-
λανδικών χαρτιών που έχουν κατασκευασθεί μεταξύ 1650 και 1810 (εξωγενής
χρονολογική πληροφορία). Αυτή η μελέτη των Barrandon και Irigoin ανα-
δεικνύει την γνωστική δύναμη του συνόλου των ερμηνειών που προκύπτουν
από τις εγγενείς και εξωγενείς πληροφορίες, και επιτρέπει να κατανοήσουμε
το ανταγωνιστικό τεχνολογικό σύστημα της αγοράς του χαρτιού πολυτελείας
τον 17ο και 18ο αιώνα στην Ευρώπη.

7. Συμπεράσματα
Οι συστηματοποιήσεις στις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι πολύπλοκες και
η αρχαιολογία δεν εξαιρείται. Αυτή η πολυπλοκότητα δεν είναι ωστόσο επι-
χείρημα για να εγκαταλειφθεί κάθε ελπίδα λογικής επιχειρηματολογίας στον
αρχαιολογικό λόγο, είτε με αυθαίρετο περιορισμό του πεδίου των πιθανοτή-
των, στην περίπτωση των διαφορετικών παραδειγμάτων είτε με την απόλυ-
τη παραίτηση, στην περίπτωση των μεταμοντέρνων προσεγγίσεων. Αυτό
δεν σημαίνει ότι εκείνοι που ακολουθούν τον δύσκολο δρόμο των λογικών
κατασκευών αποκλείεται να κατασκευάσουν εσφαλμένες δομές ή απατηλές
ερμηνείες. Αυτό σημαίνει απλώς ότι μπορούν να διαμορφώσουν ένα μεθοδο-
λογικό πλαίσιο που τους επιτρέπει να ελέγχουν τα αποτελέσματά τους και
να ανατρέπουν τις συλλογιστικές τους. Στην άλλη προσέγγιση, όπου όλες οι
απόψεις είναι επιτρεπτές, με ποιο αυθαίρετο κριτήριο θα επιλεγεί η επίσημη,
ανοίγοντας τον δρόμο σε όλους τους χειρισμούς, σε όλες τις δημαγωγίες και
όλους τους αρνητισμούς;
Είναι δυνατόν να συλλάβουμε μια γενική συστηματοποίηση που να εφαρ-
μόζεται όλες τις αρχαιολογικές προβληματικές. Μόνο όταν επανερχόμαστε σε
αυτό το ζήτημα θα μπορέσουμε να βγούμε από το αδιέξοδο. Η εφαρμογή της
σε έναν καινούργιο τομέα επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί απέτυχαν οι προη-
γούμενες συλλογιστικές και να βρούμε το κλειδί για την λύση τους. Προφανώς,
η συστημική τριάδα δεν είναι η μόνη συστηματική γνωστική προσέγγιση στην
αρχαιολογία: μπορεί να βρεθούν κι άλλες, δυνάμει αποτελεσματικότερες. Εν
πάση περιπτώσει, αυτή η κατεύθυνση είναι πιο σοβαρή από το να προσπαθού-
με να φανταστούμε ποιο παράδειγμα θα έρθει στη μόδα την επόμενη δεκαετία.
Κ εφά λ αιο 5

Η συστηματοποίηση
των αρχαιολογικών
δεδομένων και διαδικασιών

1. Τα αρχαιολογικά δεδομένα
Τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι ποικίλες πληροφορίες που προκύπτουν από
την περιγραφή αντικειμένων ή συνόλων αρχαιολογικών αντικειμένων, ή από
καταγραφές σε μια επιφανειακή έρευνα ή μια ανασκαφή, ή από τη συγκέ-
ντρωση στοιχείων για την έκδοση μεγάλων τεκμηριωμένων συνόλων ή από
επιλεγμένα στοιχεία που έχουν εξαχθεί από τις βάσεις δεδομένων. Αυτά τα
δεδομένα, ήδη καταγεγραμμένα ή υπολογισμένα κατ’ εκτίμηση, τροφοδοτούν
ή αναδεικνύουν διάφορους αρχαιολογικούς προβληματισμούς, στο πλαίσιο
των περιορισμών που θέτει η αντιπροσωπευτικότητά τους, η αξιοπιστία και
η σημειολογική ικανότητά τους να διαχειριστούν τον συγκεκριμένο προβλη-
ματισμό. Τα αρχαιολογικά δεδομένα περιγράφονται από ένα λεξιλόγιο που
δίνει ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της πληροφορίας. Οι όροι αυτού
του λεξιλογίου έχουν μια συγκεκριμένη, μοναδική έννοια, χωρίς αμφισημίες.
Η επιλογή αυτών των όρων και οι αμοιβαίες σχέσεις τους οδηγούν στη δια-
μόρφωση λεξικών ή θησαυρών (έννοιες που καθορίστηκαν τη δεκαετία ’60)
ή οντολογιών (έννοια που προέκυψε από τον σημασιολογικό ιστό), προσδιο-
ρίζοντας τα συνώνυμα, τις ιεραρχίες και τους κανόνες χρήσης των λέξεων. O
αρχαιολογικός λόγος οφείλει πάντα να είναι συνδεδεμένος με μια οντολογία,
η οποία δίδεται σε παράρτημα, είτε πρόκειται για βάση δεδομένων είτε για
επιστημονικό λόγο.
104 ❙ Αρχαιολογία: θεωρίες, μέθοδοι και ανασυνθέσεις

2. Επιχειρησιακές διαδικασίες, φάσεις,


δραστηριότητες, καθήκοντα και δράσεις
Μια αρχαιολογική διαδικασία είναι μια διαδικασία που καθορίζει, εξ ολοκλή-
ρου ή εν μέρει, το επάγγελμα του αρχαιολόγου, την αρχαιολογική μέθοδο που
χρησιμοποιήθηκε και το πολιτιστικό σύστημα που εξετάζεται. Η διαδικασία
μπορεί λοιπόν να είναι ένας συντελεστής, ένα μέσον ή ένας στόχος στην αρ-
χαιολογική μέθοδο.
Εξ ορισμού, μια επιχειρησιακή διαδικασία είναι ένα σύνολο από δραστηριό-
τητες που συσχετίζονται ή αλληλεπιδρούν, οι οποίες μετατρέπουν τα στοιχεία
εισόδου σε στοιχεία εξόδου (πρότυπο ISO 9001), μέσα σ’ ένα πλαίσιο χρόνου,
τόπου και συντελεστών. Κάθε επιχειρησιακή διαδικασία μπορεί να αναλυθεί σε
υπο-διαδικασίες και/ή σε φάσεις (ή στάδια). Κάθε φάση περιλαμβάνει ένα σύ-
νολο ενεργειών (με δεδομένα εισόδου και εξόδου, καθώς και σημεία ελέγχου
για ανατροφοδότηση). Μια επιχειρησιακή διαδικασία έχει κανόνες που οδη-
γούν στην απόφαση της εκτέλεσης ή μη των προβλεπόμενων ενεργειών. Στην
πληροφορική, το workflow1 είναι η πλήρως αυτοματοποιημένη υλοποίηση μιας
επιχειρησιακής διαδικασίας.
Μια επιχειρησιακή διαδικασία χαρακτηρίζεται από 6 παραμέτρους:
◗ τον οδηγό (που είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία της διαδικασίας),
◗ τους απαιτούμενους πόρους (οικονομικούς, ανθρώπινους, υλικούς …)
◗ τα στοιχεία εισόδου (δεδομένα ή προϊόντα)
◗ την προστιθέμενη αξία
◗ τα στοιχεία εξόδου (δεδομένα ή προϊόντα)
◗ το σύστημα μέτρησης, επίβλεψης ή ελέγχου
Οι μεγάλες κατηγορίες των επιχειρησιακών διαδικασιών στην αρχαιολογία
είναι οι ακόλουθες:
0.- Τεκμηρίωση.
1.- Επιφανειακή έρευνα
2.- Ανασκαφή και Δοκιμαστικές έρευνες σε έναν αρχαιολογικό χώρο
3.- Εργαστηριακές μελέτες
4.- Ανάλυση και Σύνθεση.
5.- Αρχειοθέτηση, Αποκατάσταση και Συντήρηση αρχαιολογικών αντικει-
μένων.
6.- Δημοσίευση και Διάχυση των αποτελεσμάτων.
7.- Μελέτη ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου, Αποθήκευση και αρχειο-
θέτηση των αντικειμένων και των δεδομένων.
8.- Διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς.
Η ακριβής περιγραφή των επιχειρησιακών διαδικασιών της αρχαιολογίας
και η ανάλυσή τους σε υπο-διαδικασίες, φάσεις, ενέργειες και υπο-ενέργειες

1. Σ.τ.Μ.: ροή εργασιών

You might also like