Professional Documents
Culture Documents
Οικολογία Σπυριδων Ντουγιας ΔΠΘ
Οικολογία Σπυριδων Ντουγιας ΔΠΘ
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
γ') Η χρησιμότητα της μελέτης των συστημάτων. Η μελέτη των συστημάτων μας δίνει τη
δυνατότητα να εστιάσουμε την προσοχή μας περισσότερο στις αλληλεπιδράσεις που
συμβαίνουν ανάμεσα στα αντικείμενα παρά στα αντικείμενα αυτά καθεαυτό. Με αυτόν τον
τρόπο, στα οικοσυστήματα μπορούμε να μελετήσουμε όχι τα μεμονωμένα άτομα των
φυτών και των ζώων, αλλά τους οργανισμούς που λειτουργούν σε σχέση με το περιβάλλον
τους. Η μελέτη των οικοσυστημάτων δε δίνει απλά και μόνο πληροφορίες για την κατανομή
και τη λειτουργία των οργανισμοί αυτών, αλλά επίσης αποτελεί και τη βάση για τη
διαχείριση και τη διατήρηση του περιβάλλοντος.
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι συστημάτων. Ο πρώτος τύπος είναι τα κλειστά συστήματα στα
οποία δε συμβαίνει ανταλλαγή ύλης ή ενέργειας με το περιβάλλον. Ο δεύτερος τύπος είναι
τα ανοιχτά συστήματα στα οποία η ενέργεια και η ύλη διαπερνούν τα όρια του συστήματος.
• (α') Οι προσθήκες (τα κέρδη) της ύλης και της ενέργειας σε ένα ανοιχτό σύστημα
ονομάζονται εισροές.
• (γ') Η ανταλλαγή ύλης και ενέργειας ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία του
συστήματος είναι γνωστή ως διαδρομές.
Έτσι, στην περίπτωση του συστήματος ύδρευσης σε ένα σπίτι, το νερό που εισέρχεται από
την κεντρική παροχή είναι η εισροή, ενώ το νερό που φεύγει από τις βρύσες αποτελεί την
εκροή. Το νερό που κυκλοφορεί στις σωληνώσεις του σπιτιού θα είναι οι διαδρομές.
Ο αριθμός των ζώων, για παράδειγμα, που ζει σε μια συγκεκριμένη βιοκατοικία, εξαρτάται
από τη διαθεσιμότητα της τροφής σε αυτό το οικοσύστημα και τα δύο αυτά στοιχεία του
συστήματος (αριθμός ζώων και διαθεσιμότητα τροφής) βρίσκονται σε ισορροπία. Στην
περίπτωση που για κάποιο λόγο, όπως είναι η ελάττωση των βροχοπτώσεων, μειωθεί η
διαθέσιμη ποσότητα τροφής για τα ζώα, τότε θα μειωθεί και ο αριθμός των ζώων που θα
μπορούν να υποστηριχτούν. Τα δύο αυτά στοιχεία δε θα βρίσκονται πλέον σε ισορροπία.
Το μέγεθος του πληθυσμού των ζώων θα πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα μειωμένη
διαθεσιμότητα τροφής, και ορισμένα άτομα θα αναγκαστούν, είτε να μεταναστεύσουν είτε
να πεθάνουν από ασιτία. Ο αριθμός των ζώων ελαττώνεται μέχρι το επίπεδο που θα είναι
δυνατό να υποστηριχτεί από τη δεδομένη διαθέσιμη τροφή. Με τον τρόπο αυτό
επιτυγχάνεται μια νέα ισορροπία ανάμεσα στα δύο αυτά στοιχεία του συστήματος.
Ανάδραση. Η ανάδραση παρατηρείται σε όλους τους τύπους των συστημάτων, όταν μια
μεταβολή σε ένα από τα στοιχεία του συστήματος προκαλεί σειρά μεταβολών σε άλλα
στοιχεία τα οποία τελικά «αναδρούν» για να επηρεάσουν εκ νέου το πρώτο στοιχείο.
Υπάρχουν δύο τύποι ανάδρασης.
• (α') Αρνητική ανάδραση. Αποτελεί τον πιο κοινό και θεμελιώδη μηχανισμό για την
επίτευξη και τη διατήρηση της ισορροπίας ή της σταθερής κατάστασης στα
οικοσυστήματα. Η αρνητική ανάδραση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού
της μεταβολής που συμβαίνει στο στοιχείο αυτό του συστήματος από το οποίο και
ξεκίνησε η σειρά των μεταβολών. Η αρνητική ανάδραση οδηγεί το σύστημα σε
ισορροπία ή σε σταθερή κατάσταση.
Εάν ο αριθμός των ζώων αυξηθεί υπέρμετρα, τότε θα επακολουθήσει υπερβόσκηση και
διάβρωση του φυσικού υποδοχέα (λιβάδι). Με τον τρόπο αυτό προκαλείται νέα μεταβολή
σε ένα άλλο στοιχείο του συστήματος, το στοιχείο «λιβάδι». Η ελαττωμένη διαθεσιμότητα
της τροφής θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα τη μείωση στον αριθμό των ζώων που βόσκουν
στο οικοσύστημα. Βλέπουμε, λοιπόν, να επιτυγχάνεται ένας περιορισμός στο ρυθμό
αύξησης αυτού του στοιχείου του συστήματος (ζώα που βόσκουν), με τη δημιουργία
αρνητικής ανάδρασης.
• (β') Θετική ανάδραση. Παρατηρείται πολύ σπανιότερα από την αρνητική ανάδραση.
Στη θετική ανάδραση, τυχόν μεταβολή σε ένα στοιχείο του συστήματος προκαλεί
σειρά μεταβολών μέσα στο σύστημα, οι οποίες βαθμιαία οδηγούν σε μία
επιτάχυνση στο ρυθμό της αρχικής μεταβολής. Η θετική ανάδραση επιταχύνει τη
μεταβολή και συνεπώς απομακρύνει το σύστημα από την κατάσταση ισορροπίας.
Υπάρχουν δύο βασικά συστατικά στοιχεία στα οικοσυστήματα: το αβιοτικό στοιχείο και το
βιοτικό. Και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά για το οικοσύστημα καθώς χωρίς το ένα από
αυτά το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει.
o Καταναλωτές. Είναι τα ζώα που τρέφονται από τα φυτά ή από άλλα ζώα. Οι
οργανισμοί αυτοί ονομάζονται ετερότροφοι επειδή ακριβώς τρέφονται από άλλους
οργανισμούς. Υπάρχουν τέσσερις βασικοί τύποι καταναλωτών:
(δ') σαπροφάγοι οι οποίοι τρώνε μόνο νεκρή ύλη φυτικής ή ζωικής προέλευσης.
Αυτό που ουσιαστικά κάνουν οι καταναλωτές είναι η μετατροπή των συστατικών της
φυτικής ύλης σε συστατικά ζωικής ύλης. Το σύνολο της ενέργειας, που μέσω της τροφής
εξασφαλίζεται και χρησιμοποιείται από τους καταναλωτές προέρχεται από αυτήν που
αρχικά παρασκευάστηκε από τα φυτά.
o Αποδομητές. Είναι οι οργανισμοί που υποβοηθούν την αποδόμηση. Η αποδόμηση
συνήθως προκαλείται από μικροοργανισμούς όπως τα βακτήρια, μπορεί, όμως, να
πραγματοποιηθεί και από μύκητες. Οι αποδομητές αποσυνθέτουν
(ανοργανοποιούν) τα σύνθετα οργανικά μόρια που είχαν κατασκευαστεί από τα
φυτά και τα ζώα. Με τον τρόπο αυτό απελευθερώνονται τα απλά ανόργανα
στοιχεία και μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν από τα φυτά.
Παραγωγοί. Σε μια λίμνη υπάρχουν συνήθως δύο βασικοί τύποι παραγωγών οργανισμών:
• (α') Μεγάλα φυτά που είτε επιπλέουν είτε έχουν ριζικό σύστημα, όπως, για
παράδειγμα, τα αγριόχορτα της λίμνης ή οι κρίνοι του νερού. Απαντώνται συνήθως
στα ρηχά νερά.
Τα μικροσκοπικά αυτά φυτά δεν είναι ορατά με γυμνό μάτι, όταν, όμως, βρίσκονται σε
αφθονία, προσδίδουν στο νερό ένα πρασινωπό χρώμα. Για τις περισσότερες λίμνες το
φυτοπλαγκτόν παίζει πολύ σημαντικότερο ρόλο στην παραγωγή της βασικής τροφής από
ότι τα μεγάλα φυτά.
Καταναλωτές. Σε ένα λιμναίο οικοσύστημα είναι δυνατόν να υπάρχουν πολλοί τύποι ζώων.
Τα φυτοφάγα, για παράδειγμα, μπορεί να περιλαμβάνουν από το μικροσκοπικό
ζωοπλαγκτόν που τρέφεται με το φυτοπλαγκτόν, μέχρι μεγάλα φυτοφάγα ψάρια που
τρέφονται με τα αγριόχορτα της λίμνης. Παρόμοια, στα σαρκοφάγα εντάσσεται μια μεγάλη
ποικιλία ζώων όπως τα σαρκοφάγα έντομα. Τα σαρκοφάγα μπορεί να τρέφονται είτε με τα
φυτοφάγα ζώα είτε με άλλα σαρκοφάγα. Τα σαπροφάγα, όπως τα υδρόβια σκουλήκια,
κατοικούν συνήθως στο βυθό της λίμνης και συντηρούνται με την οργανική νεκρή μάζα,
που κατακρημνιζεται μέσα στο νερό.
Αποδομητές. Τα υδρόβια βακτήρια και οι μύκητες απαντώνται σε όλη τη μάζα του νερού,
είναι, όμως, ιδιαίτερα παραγωγικοί στη διεπιφάνεια που σχηματίζεται από τη λάσπη του
βυθού και το νερό και που αποτελεί την περιοχή όπου συσσωρεύονται η νεκρή ύλη των
φυτών και των ζώων. Στις λίμνες, η νεκρή οργανική ύλη αποδομείται σχετικά γρήγορα, εν
μέρει λόγω και της δράσης των αποσυνθετών. Όταν τα νεκρά σώματα αποσυντεθούν, τα
θρεπτικά που βρίσκονται σε αυτά απελευθερώνονται για να ξαναχρησιμοποιηθούν στη
συνέχεια από τα φυτά.
• (β') Τροφικές αλυσίδες αποσύνθεσης. Στην περίπτωση αυτή τα σαπροφάγα
καταναλώνουν νεκρή φυτική ύλη (τριπτόν ή σαπρομάζα) όπως είναι τα νεκρά φύλλα.
Σαπροφάγοι οργανισμοί των χερσαίων οικοσυστημάτων είναι μεταξύ άλλων τα άκαρι του
εδάφους, τα χιλιόποδα και οι γαιοσκώληκες, ενώ στα θαλάσσια οικοσυστήματα
σαπροφάγα είναι διάφορα σκουλήκια και μαλάκια. Στις τροφικές αλυσίδες αποσύνθεσης η
ενέργεια μεταφέρεται στα άλλα στοιχεία του συστήματος με πιο αργούς ρυθμούς από ότι
στις τροφικές αλυσίδες βόσκησης. Η νεκρή φυτική ύλη μπορεί να παραμείνει στο σύστημα
για πολύ καιρό προτού καταναλωθεί, παρ' όλο που η δράση των σαπροφάγων συχνά
υποβοηθείται από τους αποδομητές. Οι τροφικές αλυσίδες αποσύνθεσης είναι σε γενικές
γραμμές πολυπλοκότερες από τις τροφικές αλυσίδες βόσκησης.
Οι δύο παραπάνω τύποι τροφικής αλυσίδας ενδέχεται να υπάρχουν ξεχωριστά ο ένας από
τον άλλον, μπορεί, όμως, να λειτουργούν και σε συνδυασμό.
Στα διαφορετικών ειδών οικοσυστήματα οι δύο αυτές τροφικές αλυσίδες παρουσιάζουν
διαφορετική σπουδαιότητα. Στα δάση, για παράδειγμα, οι τροφικές αλυσίδες αποσύνθεσης
είναι συχνά πιο σημαντικές, ενώ στα θαλάσσια οικοσυστήματα συνήθως σημαντικότερες
είναι οι τροφικές αλυσίδες βόσκησης. Η αντίθεση αυτή δεν είναι έμφυτη στα χερσαία και
στα θαλάσσια οικοσυστήματα, αφού, για παράδειγμα, στα αλμυρά έλη κυριαρχούν οι
πρώτες, στα χορτολιβαδικά συστήματα, όμως, οι δεύτερες είναι σημαντικότερες.
Τροφικά δίκτυα. Παρ' όλο που απλές τροφικές αλυσίδες απαντώνται σε πολλούς τύπους
οικοσυστημάτων, οι τροφικές σχέσεις είναι συνήθως πολυπλοκότερες, καθώς η
πλειοψηφία των ζώων καταναλώνουν μια μεγάλη ποικιλία τροφής. Τα περισσότερα
φυτοφάγα τρώνε πολλούς τύπους φυτών, ενώ τα περισσότερα σαρκοφάγα τρώνε αρκετούς
τύπους φυτοφάγων και άλλων σαρκοφάγων. Συνεπώς, οι γραμμικές τροφικές αλυσίδες
αλληλοσυνδέονται για να σχηματίσουν τροφικά δίκτυα. Ένα παράδειγμα τροφικού δικτύου
για τα λιβάδια της Ανατολικής Αφρικής παρουσιάζεται στο διάγραμμα που ακολουθεί (στο
διάγραμμα αυτό δεν επιχειρείται να περιληφθούν όλα τα ζώα που εμπλέκονται στο δίκτυο,
απλά παρουσιάζονται οι σημαντικότερες ομάδες).
Οι τροφικές αλυσίδες βόσκησης και αποσύνθεσης συχνά συνδέονται σε τροφικά δίκτυα στο
επίπεδο των σαρκοφάγων. Τα μορφώματα των τροφικών σχέσεων στις τροφικές αλυσίδες
και στα τροφικά δίκτυα μπορούν να προσδιοριστούν με τη χρήση διάφορων τεχνικών όπως
είναι η ανάλυση του περιεχομένου του πεπτικού συστήματος των ζώων ή η εισαγωγή
ραδιενεργών ανιχνευτών στα φυτά και η παρακολούθηση στη συνέχεια της πορείας τους
μέσα στο σύστημα.
τροφικό επίπεδο όταν τρώει τους αρουραίους των αγρών και στο τέταρτο όταν τρώει τους
δενδρόβιους βατράχους της ανατολικής Αφρικής. Τα βέλη υποδηλώνουν τη διεύθυνση της
ενεργειακής ροής.
• (γ') θερμική ενέργεια. Η θερμική ενέργεια προκύπτει από τη μετατροπή της μη-
τυχαίας κίνησης των μορίων σε τυχαία. Το είδος αυτό της ενέργειας
απελευθερώνεται σε κάθε περίπτωση παραγωγής έργου. Ως παραγωγή έργου
θεωρούμε την περίπλοκη ανάπτυξη των οργανισμών.
Οι νόμοι της θερμοδυναμικής. Η ροή της ενέργειας μέσα σε ένα οικοσύστημα λειτουργεί
με βάση θεμελιώδεις φυσικούς νόμους, τους νόμους της θερμοδυναμικής. Οι δύο πρώτοι
από αυτούς είναι ιδιαίτερα σημαντικοί.
• (α') Ο πρώτος νόμος της θερμοδυναμικής δηλώνει πως η ενέργεια δεν μπορεί ούτε
να δημιουργηθεί ούτε να καταστραφεί. Αυτό σημαίνει πως μπορεί μόνο να
μετατραπεί από μία κατάσταση σε μία άλλη. Ένα παράδειγμα είναι η μετατροπή
της φωτεινής ενέργειας σε χημική κατά τη διάρκεια της φωτοσύνθεσης.
Η απόληξη της ενέργειας που εισέρχεται στο οικοσύστημα. Ο πρώτος και ο δεύτερος
νόμος της θερμοδυναμικής υπαγορεύουν πως το σύνολο της ηλιακής ενέργειας που
δεσμεύεται από τα φυτά με τη μορφή τροφής πρέπει να κάνει ένα από τα τρία παρακάτω
πράγματα:
Αποθήκευση της ενέργειας στο σύστημα. Το απόθεμα της ενέργειας μέσα στο σύστημα
είναι το ποσό της φυτικής και ζωικής ύλης που βρίσκεται μέσα σε αυτό. Το πραγματικό
ποσό ζωντανής ύλης που βρίσκεται μέσα στο οικοσύστημα ονομάζεται ιστάμενη μάζα.
Μπορεί να εκφραστεί με αρκετούς τρόπους συνήθως, όμως, περιγράφεται ως βιομάζα ανά
μονάδα επιφάνειας μετρούμενη ως ξηρό βάρος ή θερμιδική αξία. Οι οικολόγοι μελετούν
συνήθως την ιστάμενη μάζα σε κάθε τροφικό επίπεδο καθώς αυτή αποτελεί ένδειξη του
μορφώματος της ενεργειακής ροής μέσα στο σύστημα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, όσο απομακρυνόμαστε από τα φυτά μέσα στην τροφική
αλυσίδα, το ποσό της ιστάμενης μάζας που βρίσκεται στο κάθε τροφικό επίπεδο
ελαττώνεται. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους.
Με τον τρόπο αυτό. καταναλίσκεται η ενέργεια μέσα στο κάθε τροφικό επίπεδο.
Η συνδυασμένη δράση των δύο παραπάνω διαδικασιών έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση
της ενεργειακής ροής καθώς αυτή μεταφέρεται από το ένα τροφικό επίπεδο στο άλλο. Η
διαθέσιμη προς χρήση ενέργεια είναι ελαττωμένη στους τελευταίους κρίκους της τροφικής
αλυσίδας και συνεπώς η βιομάζα που υποστηρίζεται είναι και αυτή λιγότερη.
ΤΡΟΦΙΚΕΣ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ
Το μόρφωμα αυτό συναντάται σε δύο περιπτώσεις: πρώτον όταν η μέτρηση γίνεται σε μια
περιορισμένη περιοχή και δεύτερον όταν οι παραγωγοί είναι μικροί οργανισμοί με πολύ
γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης.
Σε γενικές γραμμές, όσο μικρότερος είναι ο οργανισμός τόσο μεγαλύτερος είναι ο ρυθμός
του μεταβολισμού του ανά γραμμάριο βάρους σώματος. Η τάση αυτή αναφέρεται συχνά
ως νόμος της αντίστροφης σχέσης μεγέθους- μεταβολικού ρυθμού. Στην περίπτωση που οι
παραγωγοί ενός οικοσυστήματος είναι οργανισμοί πολύ μικρού μεγέθους και οι
καταναλωτές πολύ μεγάλοι, η ιστάμενη μάζα των καταναλωτών είναι μεγαλύτερη από
αυτήν των παραγωγών σε οιαδήποτε χρονική στιγμή. Η κατάσταση αυτή μπορεί φυσικά να
διατηρηθεί μόνο εάν τα φυτά μπορούν να παράγουν βιομάζα με έναν πολύ γρήγορο ρυθμό
γιατί η παραγωγή τους σε υδατάνθρακες πρέπει να είναι μεγαλύτερη από τη μέση
ποσότητα που χρειάζονται οι καταναλωτές.
Οι πυραμίδες βιομάζας αποδεικνύονται χρήσιμες στη μέτρηση της ενέργειας που βρίσκεται
αποθηκευμένη στο κάθε τροφικό επίπεδο καθώς οι διαφορές στη θερμιδική αξία των
μορφών ύλης ενός οικοσυστήματος δεν είναι συνήθως μεγάλες.
• Πυραμίδες ενέργειας. Στον τύπο αυτό της πυραμίδας, υπολογίζονται τα ποσά της
ενέργειας που χρησιμοποιούνται από τους οργανισμούς του κάθε τροφικού
επιπέδου σε δεδομένο χώρο και για δεδομένη χρονική περίοδο. Η μέθοδος αυτή
συγκριτικά με τις άλλες δύο είναι περισσότερο εξελιγμένη και ακριβής. Η εφαρμογή
της, ωστόσο, είναι αρκετά δύσκολη.
Παρ' όλο που η μελέτη των τροφικών πυραμίδων είναι χρήσιμη στο να μας δίνει ενδεικτικές
πληροφορίες γύρω από τον τρόπο που αποθηκεύεται η ενέργεια στο σύστημα, πρέπει να
προχωρήσουμε παραπέρα εξετάζοντας τον τρόπο που μεταφέρεται η ενέργεια ανάμεσα
στα τροφικά επίπεδα όπως και τις απώλειες της ενέργειας από το σύστημα. Για να το
πετύχουμε αυτό, χρειαζόμαστε μια μέθοδο με την οποία θα αναπαριστάται η ροή της
ενέργειας ανάμεσα στα στοιχεία του συστήματος και διαμέσου των ορίων του. Οι οικολόγοι
το κάνουν αυτό ομαδοποιώντας τους οργανισμούς ανάλογα με τα τροφικά τους επίπεδα.
Η ποσότητα βιομάζας που υπάρχει στο κάθε τροφικό επίπεδο μπορεί να παρασταθεί
γραφικά σαν ένα κουτί. Οι ροές ενέργειας μέσα από το οικοσύστημα μπορούν να
παρομοιαστούν με τη ροή του νερού μέσα από σωλήνες που συνδέουν τα διαφορετικά
στοιχεία του συστήματος. Το πλάτος του κάθε σωλήνα είναι ανάλογο με το ποσό της
διερχόμενης ενέργειας. Η ιδέα αυτή, γνωστή ως υδραυλικό ανάλογο, μας δίνει τη
δυνατότητα να παραστήσουμε τη ροή της ενέργειας μέσα σε ένα οικοσύστημα.
• (β') Η ενέργεια που βρίσκεται με τη μορφή φυτικής ύλης μπορεί να περάσει στις
τροφικές αλυσίδες διαμέσου των φυτοφάγων και των σαπροφάγων οργανισμών.
Όπως ήδη επισημάνθηκε υπάρχουν πολύ μεγάλες απώλειες ενέργειας ανάμεσα στα
τροφικά επίπεδα.
Η ροή, συνεπώς, της ενέργειας ελαττώνεται καθώς προχωράμε στα πιο απομακρυσμένα
στάδια των τροφικών αλυσίδων. Σε γενικές γραμμές, οι φυτοφάγοι οργανισμοί
αποθηκεύουν το 10% της ενέργειας που προμηθεύονται από τα φυτά. Ομοίως οι
σαρκοφάγοι αποθηκεύουν το 10% της ενέργειας που προμηθεύονται από τα θηράματα.
• (γ') Εάν η φυτική ύλη δεν καταναλωθεί, μπορεί να αποταμιευτεί στο σύστημα, να
περάσει στους αποσυνθέτες ή να αποβληθεί από το σύστημα με τη μορφή νεκρής
οργανικής ύλης.
• (δ') Ενέργεια για την αναπνοή τους χρησιμοποιούν και άλλοι οργανισμοί -
καταναλωτές και αποδομητές - εκτός από τα φυτά και απελευθερώνουν με τον
τρόπο αυτό θερμότητα, που διαφεύγει από το οικοσύστημα.
• (ε') Καθώς το οικοσύστημα είναι ανοιχτό σύστημα, ποσότητα οργανικής ύλης είναι
δυνατό να διαπεράσει τα όριά του.
(β') Οι πορείες της ενέργειας στη φύση πολύ σπάνια είναι τόσο απλές. Η ενέργεια ρέει στο
σύστημα μέσα από πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα στα είδη, που οδηγούν στις
αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα τροφικά επίπεδα. Πολύ συχνά, η ενέργεια, αντί για ευθεία
πορεία, ακολουθεί βρόγχους.
Η ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΤΩΝ ΘΡΕΠΤΙΚΩΝ
Η ροή της ενέργειας μέσα στα οικοσυστήματα έχει φορά μονόδρομη. Η ηλιακή ενέργεια
που δεσμεύεται από τα φυτά, καταναλώνεται γρήγορα μέσα από τις τροφικές αλυσίδες και
τελικά διαφεύγει από το σύστημα. Αντίθετα, τα θρεπτικά τα οποία είναι αναγκαία για την
παραγωγή της οργανικής ύλης, κυκλοφορούν μέσα στο σύστημα και ξαναχρησιμοποιούνται
αρκετές φορές. Όταν τα σώματα των φυτών και των ζώων αποσυντεθούν με τη βοήθεια των
βακτηρίων και των μυκήτων, τα θρεπτικά που βρίσκονται μέσα σε αυτά απελευθερώνονται
στο αβιοτικό περιβάλλον και σχηματίζουν μια δεξαμενή ή παρακαταθήκη θρεπτικών.
Στο Σχ. 6 φαίνεται ένας κύκλος θρεπτικών μαζί με το διάγραμμα της ενεργειακής ροής που
μας δείχνει πως η μονόδρομη ροή της ενέργειας καθοδηγεί τον κύκλο των θρεπτικών.
Η δράση των κύκλων των θρεπτικών είναι αυτή που κάνει τα οργανικά και ανόργανα
στοιχεία του οικοσυστήματος να είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους και τόσο
αλληλοεξαρτώμενα που τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσουμε στη
φύση. Οι δύο θεμελιώδεις διεργασίες της μεταφοράς της ενέργειας και της κυκλοφορίας
των θρεπτικών είναι κοινές και χαρακτηριστικές για ολόκληρη τη βιόσφαιρα. Και στις δύο,
τα πράσινα φυτά εξασφαλίζουν τη ζωτική σύνδεση ανάμεσα στα αβιοτικά και στα βιοτικά
στοιχεία του οικοσυστήματος. Αποτελούν το σημείο στο οποίο η ενέργεια και τα θρεπτικά
εισέρχονται στο βιοτικό τμήμα του συστήματος.
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΘΡΕΠΤΙΚΑ
Είδη θρεπτικών. Τα θρεπτικά, που είναι, επίσης, γνωστά και ως βιογενή άλατα,
κατατάσσονται σε δύο κύριες ομάδες.
• (α') Ποσότητες που βρίσκονται στη βιομάζα. Παρ' όλο που τα φυτά μπορούν να
απορροφήσουν όλα τα φυσικά στοιχεία, τρία μόνο από αυτά (ο άνθρακας, το
οξυγόνο και το υδρογόνο) βρίσκονται συνήθως σε μεγάλες ποσότητες στη ζωντανή
ύλη. Από αυτά τα τρία, το υδρογόνο και το οξυγόνο ενωμένο με τη μορφή νερού,
αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους όλων των μορφών ζωής
Η προσθήκη του φωσφόρου στα τέσσερα αυτά στοιχεία παρέχει τα βασικά δομικά
συστατικά για το σχηματισμό των νουκλεϊκών οξέων τα οποία με τη σειρά τους σχηματίζουν
το γενετικό προσχέδιο των κυττάρων.
Πολύ συχνά τα μικροθρεπτικά απαιτούνται για την παρασκευή των ενζύμων. Τα ένζυμα
είναι πρωτεΐνες που δρουν ως οργανικοί καταλύτες για την επιτάχυνση των χημικών
αντιδράσεων στο κύτταρο. Πολλά ένζυμα χρειάζονται συγκεκριμένα χημικά στοιχεία.
Το πρόβλημα της χρήσης των θρεπτικών στα ζώα. Τα ζώα, όχι μόνο έχουν πιο ποικίλες
θρεπτικές απαιτήσεις από τα φυτά, αλλά και στο μεταβολισμό τους εμπλέκονται
διαφορετικές χημικές αντιδράσεις. Σε γενικές γραμμές, τα κύτταρα των ζώων παρουσιάζουν
περιορισμένες δυνατότητες σύνθεσης οργανικών ενώσεων. Πράγματι, ο μεταβολισμός τους
δε συντηρείται παρά μόνο με την απόκτηση έτοιμης οργανικής τροφής όπως πρωτεΐνες,
βιταμίνες και λίπη.
Οι ετερότροφοι οργανισμοί τις τροφές αυτές τις προμηθεύονται έτοιμες από τα φυτά που
τις έχουν ήδη συνθέσει, είτε άμεσα τρώγοντας τα ίδια τα φυτά είτε έμμεσα τρώγοντας άλλα
ζώα. Έτσι, παρ' όλο που και στα φυτά και στα ζώα υπάρχουν τα ίδια στοιχεία, τα θρεπτικά
περνούν από το πρώτο τροφικό επίπεδο στο δεύτερο, ως έτοιμες προκατασκευασμένες
οργανικές ενώσεις μάλλον, παρά ως απλές ουσίες.
Η λειτουργία όλων των οικοσυστημάτων εξαρτάται από την κυκλοφορία των θρεπτικών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι σκόπιμο να εξετάζουμε την κυκλοφορία των
θρεπτικών σε επίπεδο πλανήτη, καθώς σε τοπικό επίπεδο πάντα υπάρχουν πολλές εισροές
και εκροές θρεπτικών από τα οικοσυστήματα. Στα χερσαία οικοσυστήματα, για
παράδειγμα, υπάρχει πάντα διαρροή θρεπτικών μέσω των υδάτων απορροής. Από την
άλλη, όμως, νέες ποσότητες εισέρχονται στο οικοσύστημα με το νερό της βροχής και την
αποσάθρωση των πετρωμάτων.
• (α') Μια δεξαμενή αποθήκευσης, ένα μη βιολογικό στοιχείο που κινείται αργά και
είναι απρόσιτο στους οργανισμούς.
• (β') Μια δεξαμενή ανταλλαγής ή δεξαμενή θρεπτικών, ένα μικρότερο και πιο
ενεργό τμήμα όπου τα θρεπτικά ανταλλάσσονται ανάμεσα στα βιοτικά και αβιοτικά
μέρη του συστήματος.
• (β') Ιζηματογενείς κύκλοι. Η δεξαμενή αποθήκευσής τους είναι ο φλοιός της Γης. Τα
θρεπτικά, εισέρχονται στη βιόσφαιρα από τα πετρώματα που αποσαθρώνονται και
εξέρχονται ως ιζήματα.
Οι κύκλοι διαφέρουν στο βαθμό ανταλλαγής των στοιχείων μεταξύ των αβιοτικών και των
βιοτικών μερών του οικοσυστήματος. Σε γενικές γραμμές, στους αέριους κύκλους, η
ανταλλαγή είναι πιο πλήρης από ότι στους ιζηματογενείς. Και οι δύο τύποι θεωρούνται
σταθεροί, αλλά οι ιζηματογενείς παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία σε τυχόν
ανθρώπινη παρέμβαση.
• (α') Οι περισσότεροι αέριοι κύκλοι, όπως αυτοί του άνθρακα, του οξυγόνου και του
υδρογόνου, αυτορρυθμίζονται σε περίπτωση τοπικής μεταβολής, εξαιτίας της
μεγάλης ατμοσφαιρικής δεξαμενής αποθήκευσης, που διαθέτουν. Τοπικές αυξήσεις
στις συγκεντρώσεις του διοξειδίου του άνθρακα, για παράδειγμα, οι οποίες
προκαλούνται από την καύση των ορυκτών καυσίμων, εξαφανίζονται γρήγορα με
τη βοήθεια των κινήσεων του αέρα και με αύξηση της απορρόφησής του από τα
φυτά. Με τον τρόπο αυτό λειτουργεί ένας έλεγχος αρνητικής ανάδρασης.
• (β') Οι ιζηματογενείς κύκλοι, όπως αυτοί του φωσφόρου και του θείου, είναι
λιγότερο πλήρεις και διαταράσσονται ευκολότερα από δράσεις τοπικού χαρακτήρα.
Τοπικές διακυμάνσεις στη δεξαμενή αποθήκευσης του φλοιού της Γης, ρυθμίζονται
δυσκολότερα καθώς η δεξαμενή εδώ, είναι σχετικά ανενεργή και ακίνητη όταν
συγκριθεί με την ατμόσφαιρα. Έτσι, αν κάποιο μέρος των θρεπτικών στη δεξαμενή
ανταλλαγής χαθεί στη δεξαμενή αποθήκευσης του φλοιού της Γης καθίσταται για
πολύ καιρό απρόσιτο στους οργανισμούς.
Ρυθμοί ανακύκλωσης των θρεπτικών. Ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό και χωρικά και
χρονικά. Οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν το ρυθμό ανακύκλωσης είναι οι
ακόλουθοι:
• (β') Ο ρυθμός ανάπτυξης των φυτών και των ζώων. Επηρεάζει το ρυθμό πρόσληψης
των θρεπτικών και την κυκλοφορία τους μέσα στα τροφικά δίκτυα.
Ορισμένες από αυτές τις ουσίες, ενσωματώνονται στη δομή του φυτού, ενώ άλλες
χρησιμοποιούνται για την αναπνοή και το διοξείδιο του άνθρακα που περιέχουν
απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα. Η μισή περίπου ποσότητα του άνθρακα που έχει
αφομοιωθεί καταλήγει τελικά στο έδαφος με τη μορφή αποσυντιθέμενης οργανικής ύλης.
Οι συνολικές ποσότητες του άνθρακα που αφομοιώνονται από τα φυτά είναι πολύ μεγάλες.
Υπολογίζεται ότι σε ετήσια βάση, απορροφάται το 3% του συνολικού διοξειδίου του
άνθρακα της ατμόσφαιρας.
Η διέλευση του άνθρακα μέσα από τις τροφικές αλυσίδες. Ο άνθρακας που έχει
αφομοιωθεί στους ιστούς των φυτών μπορεί να διέλθει μέσα από τις τροφικές αλυσίδες
των οικοσυστημάτων. Οι μακριές τροφικές αλυσίδες είναι δυνατό να μεγαλώσουν τον
κύκλο σημαντικά. Ο άνθρακας επιστρέφει στην ατμόσφαιρα ως διοξείδιο του άνθρακα
μέσω της αναπνοής που συντελείται στο κάθε τροφικό επίπεδο. Τελικά, η νεκρή οργανική
ύλη είτε αποθηκεύεται στο σύστημα είτε περνάει στους αποδομητές.
• (α') Η νεκρή οργανική ύλη αποτελεί μια συμπληρωματική δεξαμενή άνθρακα στο
έδαφος. Ο περισσότερος άνθρακας που βρίσκεται στο έδαφος προέρχεται από το
επιφανειακό στρώμα των αποσυντιθέμενων φυτών (φύλλα, κλαδιά κ.λπ.)
σημαντική, όμως, είναι και η συνεισφορά των φυτικών ριζών που σαπίζουν, όπως
και των νεκρών ζώων.
• (β') Ο ρυθμός και η ταχύτητα αποδόμησης της οργανικής ύλης και συνεπώς και ο
ρυθμός απελευθέρωσης άνθρακα, ποικίλλουν αρκετά, ανάλογα με τη φύση του
οργανισμού. Τα δέντρα, για παράδειγμα, σαπίζουν πιο αργά από τα τρυφερά
ετήσια φυτά. Σε γενικές γραμμές, οι υδατάνθρακες, τα λίπη και οι πρωτεΐνες
αποδομούνται πολύ γρήγορα. Δομικά υλικά όπως η κυτταρίνη, απαιτούν
περισσότερο χρόνο. Άλλα υλικά παρουσιάζουν μεγάλη ανθεκτικότητα και
αποσυντίθενται πολύ αργά.
• (γ') Οργανισμοί που προκαλούν αποδόμηση όπως είναι τα βακτήρια, αλλά και
σαπροφάγοι οργανισμοί όπως οι γαιοσκώληκες υποβοηθούν τη διάσπαση της
νεκρής ύλης και απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα μέσω της αναπνοής τους
διοξείδιο του άνθρακα. Με τον τρόπο αυτό, η ανακύκλωση του άνθρακα στο
οικοσύστημα σε ετήσια βάση είναι πλήρης. Μέρος του άνθρακα αποθηκεύεται στο
σύστημα, η μεγαλύτερη ποσότητα, όμως, επιστρέφει μέσω της αναπνοής στην
ατμόσφαιρα.
Ορυκτά καύσιμα.
• (α') Κάτω από ειδικές συνθήκες, η νεκρή οργανική ύλη μπορεί να σχηματίσει
οργανικές εναποθέσεις όπως είναι η τύρφη και το κάρβουνο. Οι εναποθέσεις αυτές
αποτελούν μια πρόσθετη αποθήκη οργανικού άνθρακα. Ο άνθρακας αυτός μένει
εκτός κυκλοφορίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί, όμως, να ξαναγυρίσει
στην ατμόσφαιρα εάν τα καύσιμα αυτά καούν.
• (α') Το διοξείδιο του άνθρακα διαλύεται εύκολα στο θαλασσινό νερό. Εάν,
συνεπώς, η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα αυξηθεί,
μεγάλο μέρος του θα απορροφηθεί από τις θάλασσες. Παρ' όλη, όμως, τη ρύθμιση,
η μισή περίπου ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται από την καύση
των ορυκτών καυσίμων παραμένει στην ατμόσφαιρα. Αυτό συμβαίνει γιατί οι
ωκεανοί χρειάζονται σχεδόν διακόσια χρόνια για να αναμιχθούν, ώστε να
απορροφήσουν την επιπλέον ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα.
Ηφαιστειακή δράση. Διοξείδιο του άνθρακα εκπέμπεται συνεχώς από τους κρατήρες των
ηφαιστείων. Η δράση τους προμηθεύει την ατμόσφαιρα με νέες ποσότητες άνθρακα από το
εσωτερικό της Γης.
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΑΖΩΤΟΥ
Αποτελεί παράδειγμα ιδιαίτερα σύνθετου αέριου κύκλου. Ο κύκλος του αζώτου είναι
πιθανότατα ο πληρέστερος όλων των κύκλων των θρεπτικών καθώς έχει πολλούς
αυτορυθμιζόμενους μηχανισμούς ανάδρασης. Το άζωτο είναι ένα στοιχείο που
παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο και για τους
ζωντανούς οργανισμούς, αλλά και για την ατμόσφαιρα της οποίας αποτελείτο 80% κ.ο.
Όπως και στην περίπτωση του κύκλου του άνθρακα, η βασική δεξαμενή αποθήκευσης είναι
η ατμόσφαιρα και η δεξαμενή ανταλλαγής λειτουργεί ανάμεσα στους οργανισμούς και στο
έδαφος. Σε αντίθεση, όμως, με τον άνθρακα, η πρόσληψη του αζώτου από τα φυτά δεν
μπορεί να γίνει άμεσα από τον αέρα. Προτού γίνει διαθέσιμο στη δεξαμενή ανταλλαγής,
πρέπει να πάρει τη μορφή χημικών ενώσεων όπως είναι τα νιτρικά άλατα.
Η μετατροπή του ατμοσφαιρικού αζώτου σε νιτρικά άλατα.
Πραγματοποιείται
• (α') Μέσω της δράσης εξειδικευμένων οργανισμών. Είναι κυρίως τα βακτήρια, που
παίζουν και το σημαντικότερο ρόλο, τα μικροφύκη και οι μύκητες. Λειτουργούν είτε
μόνοι τους στο έδαφος είτε σε συνδυασμό με ένα φυτό, και κυρίως με αυτά της
οικογένειας των ψυχανθών όπως είναι το τριφύλλι. Η σχέση ανάμεσα σε ένα
βακτήριο που δεσμεύει το άζωτο (π.χ. το Rizobium) και σε ένα ψυχανθές σχηματίζει
εξογκώματα στις ρίζες, γνωστά ως ριζοφυμάτια. Μέσα σε αυτά, σχηματίζονται τα
νιτρικά τα οποία είτε χρησιμοποιούνται από τα φυτά είτε αποβάλλονται στο
έδαφος. Για το λόγο αυτό τα ψυχανθή είναι πολύ σημαντικά στις αμειψισπορές που
γίνονται για τη διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους.
Τα νιτρικά χρησιμοποιούνται από τα φυτά για τη σύνθεση των πρωτεϊνών τους. Προσλαμ-
βάνονται είτε απευθείας από τα ριζοφυμάτια, εάν υπάρχουν, είτε από το έδαφος. Τα
νιτρικά που αφομοιώνονται από τα φυτά για να σχηματίσουν τις πρωτεΐνες μπορούν, μέσω
των τροφικών αλυσίδων, να περάσουν στο οικοσύστημα. Μέσα σε κάθε ετεροτροφικό
επίπεδο, υπάρχει πάντα μερική απώλεια αζώτου, κατά την έκκριση νιτρικών ουσιών, με τα
ούρα και τα περιττώματα. Το αζωτούχο περιεχόμενο της οργανικής ύλης επιστρέφει τελικά
στο αβιοτικό τμήμα του οικοσυστήματος όταν αποσυντίθενται τα φυτά, τα ζώα και τα
απορρίμματα.
Στην περίπτωση που τα νιτρικά δεν απορροφηθούν από τα φυτά μπορεί να χαθούν από τη
δεξαμενή ανταλλαγής, με την αποδόμησή τους από τα απονιτροποιητικά βακτήρια που
απελευθερώνουν άζωτο στην ατμόσφαιρα. Τα βακτήρια αυτά ζουν σε μέρη όπου δεν
υπάρχει οξυγόνο όπως είναι οι εκβολές των ποταμών, οι βυθοί των εύφορων λιμνών,
τμήματα του θαλάσσιου βυθού και το βαλτώδες έδαφος. Τα απονιτροποιητικά βακτήρια
καταναλώνουν ενέργεια για τη μετατροπή των νιτρικών σε νιτρώδη, μετά σε αμμωνία και
τελικά σε άζωτο.
• (α') Εάν τα νιτρικά δεν απορροφηθούν από τα φυτά μπορεί να ξεπλυθούν από το
έδαφος με τις βροχές (διαδικασία γνωστή ως απόπλυση). Με τον τρόπο αυτό τα
νιτρικά μεταφέρονται στα ποτάμια και τελικά χάνονται σε ρηχά θαλάσσια ιζήματα.
• (β') Σε ορισμένες περιοχές, όπως για παράδειγμα, έξω από τις ακτές του Περού,
υπάρχουν θαλάσσια ρεύματα που αναμιγνύουν το νερό και εμπλουτίζουν τα
θαλάσσια οικοσυστήματα. Τα νιτρικά μπορεί να διέλθουν στις θαλάσσιες τροφικές
αλυσίδες και να επιστρέψουν στη χέρσο με τα περιττώματα που πέφτουν από τα
θαλασσοπούλια.
• (δ') Εάν τα νιτρικά που βρίσκονται στα ρηχά θαλάσσια ιζήματα, δεν ανακυκλωθούν
ως γκουανό μπορεί να χαθούν σε βαθιά ιζήματα και να καταστούν απρόσιτα στη
δεξαμενή ανταλλαγής για εκατομμύρια χρόνια. Η απώλεια αυτή αντισταθμίζεται εν
μέρει από την απελευθέρωση αερίου αζώτου από τα ηφαίστεια.
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΦΩΣΦΟΡΟΥ
• (α') Η οργανική φάση του κύκλου του φωσφόρου είναι πολύ απλή. Ποσότητες
φωσφόρου μπορεί να βρίσκονται στο έδαφος είτε με τη μορφή οργανικών ενώσεων
είτε ως ανόργανα άλατα. Και οι δύο αυτές μορφές μπορούν διαλυμένες να
απορροφηθούν από τα φυτά.
• β') Σημαντική δίοδο για τη γρήγορη επιστροφή του φωσφόρου από τα ρηχά
θαλάσσια ιζήματα αποτελούν οι αποθέσεις γκουανό. Ο ρόλος τους είναι ακόμα πιο
σημαντικός στην περίπτωση των φωσφορικών από ότι στην περίπτωση των
νιτρικών. Η επιστροφή, όμως, του φωσφόρου με αυτόν τον τρόπο, έχει έντονο
τοπικό χαρακτήρα και υπολογίζεται πως με τη διαδικασία αυτή, επιστρέφει στην
ξηρά λιγότερο από το 3% αυτού που χάθηκε. Αν τα φωσφορικά δεν ανακυκλωθούν
με τη βοήθεια των θαλασσίων ρευμάτων που προκαλούν ανάμιξη των νερών,
χάνονται σε βαθύτερα ιζήματα και ενσωματώνονται στα φωσφορικά πετρώματα.
• (α') Η μείωση του φωσφόρου στη δεξαμενή ανταλλαγής αντισταθμίζεται πολύ αργά
στη φύση μέσω της απελευθέρωσής του από τα φωσφορικά πετρώματα. Η
απελευθέρωση αυτή συντελείται κυρίως με τη διάβρωση και την αποσάθρωση και
ενισχύεται με την ηφαιστειακή δράση. Η επιστροφή αυτή είναι πολύ αργή και
ασταθής, πράγμα που σημαίνει πως ο κύκλος μπορεί εύκολα να διαταραχθεί. Οι
μηχανισμοί ρύθμισης που χαρακτηρίζουν τους αέριους κύκλους, εδώ απουσιάζουν.
Το θείο είναι αναγκαίο στους οργανισμούς για τη σύνθεση των πρωτεϊνών και των βιταμι-
νών τους. Τα φυτά προσλαμβάνουν το θείο κυρίως με τη μορφή θειικών (SΟ42-) από το
έδαφος. Μικρές, όμως, ποσότητες απορροφούνται και απευθείας από την ατμόσφαιρα ως
διοξείδιο του θείου (SΟ2).
Τα θειικά που βρίσκονται στα φυτά μπορεί να περάσουν μέσα από τις τροφικές αλυσίδες ή
να αποδομηθούν κατευθείαν μετά το θάνατο του φυτού. Και στις δύο περιπτώσεις, τα
θειικά απελευθερώνονται στο έδαφος μέσω της δράσης των βακτηρίων και των μυκήτων
που διασπούν τις πρωτεΐνες.
Οι μικροοργανισμοί μπορεί να ακινητοποιούν προσωρινά στα σώματά τους ορισμένα από
τα θειικά του εδάφους και να ανταγωνίζονται με αυτόν τον τρόπο τα φυτά. Η δράση αυτή
παρατείνει την οργανική φάση του κύκλου.
Απώλεια των θειικών από το έδαφος. Εάν τα θειικά δεν απορροφηθούν από τους
αυτότροφους οργανισμούς, μπορεί να χαθούν από το έδαφος. Αυτό συντελείται με δύο
κυρίως τρόπους.
• (α') Σταθερές απώλειες λαμβάνουν χώρα μέσω της απόπλυσης κυρίως σε εδάφη
φτωχά σε οργανικές ενώσεις.
• (α') Οι θειούχες ενώσεις που βρίσκονται στα ιζήματα και στο έδαφος, περικλείουν
χημική ενέργεια. Τα χημειοσυνθετικά βακτήρια, τα οποία μπορούν να
απελευθερώσουν αυτή την ενέργεια και να τη χρησιμοποιήσουν, μετατρέπουν τις
θειούχες ενώσεις σε θειικά οξειδώνοντάς τες (προσθέτοντας οξυγόνο).
Μερικά από τα θειικά μπορεί να επιστρέψουν στο έδαφος, κάποια άλλα, όμως,
ενσωματώνονται στα θειικά πετρώματα ή στο ανόργανο θείο των ορυκτών καυσίμων. Με
τον τρόπο αυτό επανεισάγονται στη δεξαμενή αποθήκευσης του κύκλου.
Η ατμοσφαιρική φάση.
Η απελευθέρωση διοξειδίου του θείου μέσω της καύσης έχει προκαλέσει σημαντική
αύξηση στη συγκέντρωση του θείου στην ατμόσφαιρα, κυρίως στις αστικές και
βιομηχανικές περιοχές. Η αύξηση αυτή έχει δημιουργήσει μια εν δυνάμει ανισορροπία στον
κύκλο.
• (β') Από τη στιγμή που οι ενώσεις του θείου βρεθούν στην ατμόσφαιρα,
οξειδώνονται γρήγορα σε θειώδη (SΟ3) και θειικά (SO4). Οι διαδικασίες αυτές είναι
αποτέλεσμα χημικών αντιδράσεων που συμβαίνουν στον αέρα και δεν απαιτούν
παρουσία οργανισμών. Ορισμένες από αυτές τις ενώσεις του θείου
επαναπορροφούνται από τα φύλλα των φυτών, μερικές εναποτίθενται στο έδαφος
και άλλες ξεπλένονται από την ατμόσφαιρα με τη βροχή.
Βιολογική παραγωγικότητα. Η ροή της ενέργειας και η κυκλοφορία των θρεπτικών είναι
δυο ζωτικής σημασίας διαδικασίες για την ανάπτυξη των οργανισμών και τη λειτουργία των
οικοσυστημάτων. Παίζουν σημαντικό ρόλο στο ρυθμό παραγωγής νέας οργανικής ύλης,
που είναι γνωστή ως βιολογική παραγωγικότητα. Πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι υπάρχει
διαφορά ανάμεσα στην παραγωγικότητα, που είναι ο ρυθμός με τον οποίο παράγεται η
βιομάζα και στην ιστάμενη μάζα, που είναι η ποσότητα βιομάζας που υπάρχει μια ορισμένη
στιγμή στο οικοσύστημα. Η μελέτη της βιολογικής παραγωγικότητας αποτελεί ένα πολύ
σημαντικό κομμάτι της οικολογίας γιατί καταδεικνύει την αποδοτικότητα των διαφορετικών
τύπων οικοσυστημάτων και έχει μεγάλη σημασία για τη βελτίωση της παραγωγής στα
αγροτικά οικοσυστήματα που δημιουργεί ο άνθρωπος.
Ο καθένας από τους παραπάνω τύπους μπορεί να χωριστεί περαιτέρω στη μικτή και στην
καθαρή παραγωγικότητα.
• (γ') Η μικτή παραγωγικότητα είναι η συνολική ποσότητα της οργανικής ύλης που
παράγεται.
• (δ') Η καθαρή παραγωγικότητα είναι το ποσό της οργανικής ύλης που απομένει στο
οικοσύστημα, αφού μέρος της έχει καταναλωθεί για την απόκτηση της απαραίτητης
για την αναπνοή ενέργειας.
Άρα
Ομοίως...
Στη μικτή δευτερογενή παραγωγικότητα έχουμε τη συνολική ποσότητα οργανικής ύλης που
αφομοιώνεται από τα ζώα μέσω της τροφής τους, ενώ στην καθαρή δευτερογενή
παραγωγικότητα την ποσότητα της οργανικής ύλης που απομένει μετά την κατανάλωση
μέρους αυτής για την αναπνοή.
Οι λίγες λεπτομερείς ποσοτικές μελέτες που έχουν γίνει πάνω στην πρωτογενή
παραγωγικότητα, έχουν αποκαλύψει πολύ αργούς ρυθμούς. Η καθαρή πρωτογενής
παραγωγικότητα καθορίζεται από τους σχετικούς ρυθμούς της φωτοσύνθεσης (όταν
έχουμε παραγωγή υδατανθράκων) και της αναπνοής (όταν έχουμε κατανάλωση
υδατανθράκων). Για να κατανοήσουμε τους παράγοντες που περιορίζουν και ελέγχουν την
πρωτογενή παραγωγικότητα, πρέπει να εξετάσουμε τις δύο αυτές βασικές διεργασίες με
μεγαλύτερη λεπτομέρεια.
• (α') Μικρό μόνο τμήμα της διαθέσιμης στα φυτά ηλιακής ενέργειας χρησιμοποιείται
στην πραγματικότητα για τη φωτοσύνθεση. Το μεγαλύτερο μέρος της ανακλάται,
περνάει μέσα από τα φυτά ή μετατρέπεται σε θερμότητα. Εκτιμάται ότι κατά
προσέγγιση, το 1-5% της συνολικής προσπίπτουσας στην επιφάνεια της βλάστησης
ενέργειας μετατρέπεται σε τροφή. Παρ' όλο που το ποσοστό αυτό είναι μικρό, η
ενέργεια που δεσμεύεται είναι αρκετή, ώστε να διατηρεί τη ζωή στη Γη.
• (β') Η χρήση της ηλιακής ενέργειας για τη σύνθεση υδατανθράκων κατά τη διάρκεια
της φωτοσύνθεσης γίνεται μέσα από πολλές και πολύπλοκες χημικές αντιδράσεις
όπου χρησιμοποιούνται διάφορα ένζυμα ως καταλύτες. Η συνολική αντίδραση
μπορεί να παρασταθεί συνοπτικά ως ακολούθως:
Φως. Σημαντικό ρόλο παίζουν η ποιότητα (μήκος κύματος) και η ένταση του φωτός.
• (α') Η ηλιακή ενέργεια απορροφάται από τις χρωστικές του φυτού. Η ση-
μαντικότερη από αυτές είναι η χλωροφύλλη, που επειδή είναι πράσινη απορροφάει
στο κόκκινο και στο μπλε. Το πράσινο ανακλάται από τη χλωροφύλλη και δεν
μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα φυτά εκτός εάν διαθέτουν επιπρόσθετες
χρωστικές (συνήθως καφέ ή μπλε) οι οποίες μπορούν να απορροφούν το πράσινο
φως. Η ποιότητα, συνεπώς, ή το μήκος κύματος του φωτός που φτάνει στο φυτό
μπορεί να αποτελεί περιοριστικό παράγοντα στη φωτοσύνθεση.
• (β') Η ένταση του φωτός καθορίζει το πραγματικό ποσό της προσπίπτουσας στην
επιφάνεια του φυτού ενέργειας και συνεπώς το ποσό της ενέργειας που διατίθεται
για τη φωτοσύνθεση. Εργαστηριακές έρευνες έχουν δείξει ότι σε συνθήκες χαμηλού
φωτισμού, τα φυτά μπορούν να μετατρέπουν την απορροφούμενη ηλιακή ενέργεια
με μια απόδοση περίπου 20%. Κάτω από έντονο φωτισμό η απόδοση ελαττώνεται
προοδευτικά μέχρι το 8%.
Το φαινόμενο αυτό ισχύει για όλα τα φυτά που φωτοσυνθέτουν, από τα μικροφύκη μέχρι
τα μεγάλα δέντρα, και φαίνεται να οφείλεται στην αδυναμία εναρμόνισης του
φωτοσυνθετικού μηχανισμού με την αύξηση της εισερχόμενης ενέργειας. Ακόμα, όμως, και
σε περιπτώσεις άφθονου φωτισμού, άλλα απαραίτητα συστατικά όπως το διοξείδιο του
άνθρακα, μπορεί να περιορίζουν τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Εάν η ένταση του
φωτός είναι πολύ μεγάλη ενδέχεται να προκαλέσει βλάβες στο φυτό καταστρέφοντας τη
χλωροφύλλη του.
Διοξείδιο του άνθρακα. Διαχέεται μέσα στο φυτό από την ατμόσφαιρα. Στα περισσότερα
φυτά η διάχυση αυτή συντελείται μέσα από τους πόρους των φύλλων τους γνωστούς ως
στόματα, τα οποία συνήθως είναι ανοιχτά κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ τη νύχτα
κλείνουν. Η πρόσληψη του διοξειδίου του άνθρακα είναι παθητική διαδικασία, αλλά
επηρεάζεται από αρκετούς παράγοντες, κυρίως από τις σχετικές συγκεντρώσεις του αερίου
μέσα και έξω από το φυτό και από το άνοιγμα των στομάτων. Σε πολλές περιπτώσεις, το
διοξείδιο του άνθρακα που διαχέεται στο φυτό δεν είναι αρκετό για να χρησιμοποιηθεί το
σύνολο της ηλιακής ενέργειας που απορροφήθηκε από τη χλωροφύλλη. Με τον τρόπο αυτό
το διοξείδιο του άνθρακα συχνά αποτελεί περιοριστικό παράγοντα για τη φωτοσύνθεση.
Νερό. Εάν το φυτό δεν έχει αρκετό νερό, τα στόματά του κλείνουν και αρχίζει να
μαραίνεται. Κάτω από τέτοιες συνθήκες όλες οι μεταβολικές διαδικασίες του φυτού
συμπεριλαμβανομένης της φωτοσύνθεσης, επιβραδύνονται.
Θρεπτικά. Ένα φυτό, για να φωτοσυνθέσει αποδοτικά, πρέπει να έχει αρκετές ποσότητες
όλων των θρεπτικών που απαιτούνται για την παρασκευή της χλωροφύλλης και των
ενζύμων που παίρνουν μέρος στη φωτοσύνθεση. Από αυτή την άποψη, είναι σημαντικά
πολλά ιχνοστοιχεία ή μικροθρεπτικά. Το μαγνήσιο, για παράδειγμα, συμμετέχει στο
σχηματισμό ενός πολύ σημαντικού τμήματος του μορίου της χλωροφύλλης.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ
ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ
Είδος και ηλικία του φυτού. Οι ρυθμοί ανάπτυξης των διαφορετικών ειδών που
ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσα στο ίδιο οικοσύστημα, μπορεί να διαφέρουν σημαντικά.
Επιπλέον, η παραγωγικότητα μεταβάλλεται με την ηλικία. Τα περισσότερα φυτά,
παρουσιάζουν μέγιστη παραγωγικότητα σε νεαρή ηλικία. Η γρήγορη ανάπτυξη στη αρχή,
παρουσιάζει πλεονεκτήματα από οικολογική άποψη, καθώς βοηθάει στον ανταγωνισμό. Το
κριθάρι, για παράδειγμα, έχει τη δυνατότητα να μετατρέπει σε τροφή το 14% σχεδόν της
προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας κατά τη διάρκεια των λίγων πρώτων μηνών της
ανάπτυξης του.
Οι υψηλοί αυτοί ρυθμοί παραγωγικότητας διατηρούνται για μικρό μόνο χρονικό διάστημα.
Καθώς αυξάνεται το μέγεθος του φυτού, τα ποσά ενέργειας που απαιτούνται για τη
συντήρηση του μεγαλώνουν. Με την ωρίμανση του φυτού, το ποσοστό της μικτής
πρωτογενούς παραγωγικότητας που απομένει ως πλεόνασμα για την καθαρή πρωτογενή
παραγωγικότητα σταδιακά ελαττώνεται (Σχ. 11).
Σκίαση. Το γεωμετρικό σχήμα των φυτών και η πυκνότητα τους παίζουν σημαντικό ρόλο
στην αποδοτικότητα του οικοσυστήματος. Το καλαμπόκι, για παράδειγμα, όπως και το
ζαχαροκάλαμο είναι από το πιο αποδοτικά και παραγωγικά καλλιεργούμενα φυτά. Έχουν
σχετικά πλατιά και όρθια φύλλα, ώστε να συνδυάζουν τη μέγιστη έκθεση φωτοσυνθετικής
επιφάνειας με την ελάχιστη αμοιβαία σκίαση.
Στα σύνθετα φυσικά οικοσυστήματα, όπως είναι τα δάση, μπορεί να υπάρχουν αρκετοί
όροφοι βλάστησης όπως η κόμη των δέντρων, ο όροφος του στρώματος των θάμνων και
ένας όροφος χαμηλών φυτών στο έδαφος του δάσους. Το ποσό της ηλιακής ενέργειας που
είναι διαθέσιμο για τα παραεδαφιαία αυτά στρώματα καθορίζεται από χαρακτηριστικά της
κόμης όπως είναι το σχήμα των δέντρων, το ύψος τους και η ανακλαστικότητα του
φυλλώματος τους.
Βασικές διεργασίες δευτερογενούς παραγωγικότητας
Θρέψη των φυτοφάγων. Η πέψη της τροφής είναι δυσκολότερη για τα φυτοφάγα
συγκριτικά με τα σαρκοφάγα, όχι μόνο επειδή χρειάζεται να μετατρέπουν τη φυτική ύλη σε
ζωική, αλλά και επειδή χρειάζεται να αποδομούν τα κυτταρινικά κυτταρικά τοιχώματα των
φυτών, προτού το περιεχόμενο των κυττάρων αυτών γίνει χωνεύσιμο.
Η κυτταρίνη είναι μια πολύ ανθεκτική ουσία την οποία πολύ λίγα ζώα όπως τα ξυλοφάγα
σκαθάρια μπορούν να χωνέψουν από μόνα τους. Τα περισσότερα φυτοφάγα ζώα
χρειάζονται την παρουσία μικροοργανισμών (κυρίως αναερόβια βακτήρια και πρωτόζωα)
στο πεπτικό τους σύστημα για το σπάσιμο της κυτταρίνης σε μικρότερα μόρια, που στη
συνέχεια θα χρησιμοποιήσουν. Η διαδικασία αυτή απαιτεί αρκετό χρόνο και για αυτό η
τροφή γενικά παραμένει στα σώματα των φυτοφάγων περισσότερο χρόνο από ότι στα σώ-
ματα των σαρκοφάγων. Τα φυτοφάγα ζώα μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες ανάλογα
με τη θέση του πεπτικού συστήματος στο οποίο γίνεται η χώνευση της κυτταρίνης.
• (β') Μη μηρυκαστικά. Στα φυτοφάγα αυτά ζώα όπως είναι τα ποντίκια, οι λαγοί και
οι σκίουροι, οι μικροοργανισμοί που χωνεύουν την κυτταρίνη βρίσκονται μέσα σε
ένα μικρό σάκο που ονομάζεται τυφλό έντερο (caecum) και ο οποίος βρίσκεται στο
σημείο όπου συνδέονται το παχύ και το λεπτό έντερο. Η θέση αυτή είναι λιγότερο
αποδοτική διότι η διάσπαση συμβαίνει μετά το στομάχι και συνεπώς τα προϊόντα
της πέψης έχουν μικρότερες πιθανότητες να απορροφηθούν.
Η αναπνοή των ετερότροφων οργανισμών. Η αναπνοή είναι αυτή που παρέχει την
απαιτούμενη ενέργεια για τη διεξαγωγή όλων των απαραίτητων μεταβολικών διεργασιών
στους φυτοφάγους και στους σαρκοφάγους οργανισμούς. Σε όλα τα ζώα, η αποδοτικότητα
στη μετατροπή της ενέργειας είναι χαμηλή και έτσι στο κάθε τροφικό επίπεδο, τα ποσά
ενέργειας που χάνονται από το οικοσύστημα είναι μεγάλα. Οι απώλειες από την αναπνοή
συνεισφέρουν σημαντικά στη μικτή δευτερογενή παραγωγικότητα μέσα στα
οικοσυστήματα, τα πραγματικά ποσά, όμως, ποικίλλουν ανάλογα με τη θέση του ζώου στην
τροφική αλυσίδα. Ζώα όπως οι λύκοι που βρίσκονται σε υψηλά τροφικά επίπεδα,
χρειάζονται να καταναλώνουν σχετικά περισσότερη ενέργεια στη μετακίνηση για την
ανεύρεση θηράματος, από την ενέργεια που καταναλώνουν ζώα χαμηλότερων τροφικών
επιπέδων, όπως τα κουνέλια, για να φάνε την τροφή τους.
Οικολογική αποδοτικότητα
Εκφράζει την απόδοση της μεταφοράς της ενέργειας από το ένα τροφικό επίπεδο στο
επόμενο
Μετρήσεις της οικολογικής αποδοτικότητας. Έχουν γίνει προσπάθειες για τη μέτρηση της
οικολογικής αποδοτικότητας και στο εργαστήριο και μέσα στα φυσικά συστήματα. Το 1959,
ο Slobodkin εξέτασε τις αλληλεπιδράσεις σε μια απλή υδατική τροφική αλυσίδα που
απαρτίζεται από: Παραγωγούς, φυτοφάγους, σαρκοφάγους
Βρήκε ότι η μέγιστη μικτή οικολογική αποδοτικότητα που μπορούσε να επιτύχει το
σύστημα κυμαινόταν γύρω στο 13%. Το υπόλοιπο ποσοστό της ενέργειας χανόταν κατά τη
διάρκεια της μεταφοράς. Ο Slobodkin βρήκε ότι όταν το σύστημα μεταβαλλόταν με τρόπο
που να μεγαλώνει ο ρυθμός της «θήρευσης» (υπερβόσκηση των φυτοφάγων οργανισμών),
η μικτή οικολογική αποδοτικότητα ελαττωνόταν κατά 75%, επειδή χανόταν η ενέργεια των
παραγωγών.
Οι λίγες μελέτες που έγιναν σε φυσικά συστήματα, υποδεικνύουν πως οι τιμές της μικτής
οικολογικής αποδοτικότητας σπάνια υπερβαίνουν το 10%. Αυτό είναι πολύ σημαντικό,
αφού σημαίνει πως σε ένα τυπικό οικοσύστημα το 90% περίπου της ενέργειας χάνεται
ανάμεσα στα τροφικά επίπεδα μιας τροφικής αλυσίδας βόσκησης. Ακόμα και στα πιο
παραγωγικά νεανικά στάδια ανάπτυξης, η απόδοση της μεταφοράς ενέργειας στα ζώα,
σπάνια είναι μεγαλύτερη από 35%. Μπορεί αρχικά να φανεί περίεργη η τόσο χαμηλή
αποδοτικότητα της παραγωγικότητας στα οικοσυστήματα, πρέπει, όμως, να έχουμε υπόψη
μας ότι στο σύστημα ασκούνται πολλές εξελικτικές πιέσεις. Σε προτεραιότητα ως προς την
οικολογική αποδοτικότητα τίθενται επιλεκτικές δυνάμεις για αναπαραγωγή, διαφυγή από
τους θηρευτές ή διατήρηση της χωροκράτειας.
Επιπτώσεις στο μήκος των τροφικών αλυσίδων. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι ο αριθμός των
κρίκων μιας τροφικής αλυσίδας περιορίζεται από τη διαφυγή της ενέργειας και μέσα αλλά
και ανάμεσα στα τροφικά επίπεδα. Η ύπαρξη ενός είδους σε ένα τροφικό επίπεδο
εξαρτάται όχι μόνο από την ικανότητα του να αφομοιώνει αρκετή ενέργεια που θα
αντισταθμίζει τις απώλειες εξαιτίας της αναπνοής και της θήρευσης, αλλά, επίσης, και από
το αν διαθέτει αρκετή καθαρή παραγωγικότητα που του επιτρέπει να αναπτυχθεί.
Ένας από τους σημαντικότερους τρόπους είναι η ζύμωση κατά την οποία τα μεγάλα μόρια
διασπώνται σε μικρότερα χωρίς την προσθήκη οξυγόνου. Η ενέργεια που απελευθερώνεται
είναι πολύ μικρότερη από εκείνη που προκύπτει από αερόβιες διεργασίες, είναι, όμως,
αρκετή για το μεταβολισμό των αποδομητών. Η ζύμωση καταλήγει σε μερική διάσπαση της
οργανικής ύλης που με τη σειρά της οδηγεί σε συσσώρευση μη αποσυντιθέμενης
σαπρομάζας. Αυτό σημαίνει ότι η μικτή οικολογική αποδοτικότητα της αναερόβιας
τροφικής αλυσίδας αποσύνθεσης είναι μικρότερη από αυτήν της αερόβιας, διότι μεγάλο
μέρος της ενέργειας της τροφής δεν περνάει στα επόμενα τροφικά επίπεδα.
• (α') Με αυτή τη μέθοδο προσδιορίζεται το βάρος της νέας ύλης που παρήχθη από
τα φυτά. Εκφράζεται είτε άμεσα ως ξηρό βάρος είτε έμμεσα ως θερμιδική αξία. Και
στις δύο, όμως, περιπτώσεις, η μέτρηση γίνεται ανά μονάδα επιφάνειας και ανά
μονάδα χρόνου. Από τη στιγμή που μετράται το πραγματικό βάρος της νέας ύλης, η
μέθοδος του θερισμού αποτελεί μια μέθοδο μέτρησης της καθαρής πρωτογενούς
παραγωγικότητας.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, είναι προτιμότερο οι δειγματοληψίες της παραγωγικότητας
να γίνονται ανά χρονικά διαστήματα σε σειρά σταθμών σε όλη τη διάρκεια της αυξητικής
περιόδου αντί για μία γενική εκτίμηση στο τέλος της περιόδου. Και αυτό γιατί στα φυσικά
οικοσυστήματα τα φυτά έχουν το κάθε ένα διαφορετική διάρκεια ζωής. Έτσι, ορισμένα
ενδέχεται να μαραθούν πριν το τέλος της περιόδου και να μη συνυπολογιστούν στην
παραγωγικότητα.
Η μέθοδος του θερίσματος είναι απλή, αλλά αφήνει πολλά περιθώρια λάθους, θα πρέπει,
για παράδειγμα, να συμπεριληφθούν στη μέτρηση όλα τα ριζικά συστήματα. Στην πράξη,
επίσης, όλα τα οικοσυστήματα περιλαμβάνουν φυτοφάγους οργανισμούς ακόμα και αν
πρόκειται για τα απαρατήρητα έντομα που τρέφονται από τα σπαρτά.
(β') Από το ίδιο βάθος παίρνουμε δύο ίσα δείγματα νερού (που περιέχουν μικροφύκη). Το
ένα δείγμα τοποθετείται σε μια διαφανή φιάλη, ενώ το άλλο τοποθετείται σε μια φιάλη
σκούρου χρώματος. Αφού μετρήσουμε το περιεχόμενο τους σε οξυγόνο τις σφραγίζουμε
και τις ξαναγυρνάμε στο αρχικό βάθος.
(γ') Οι δύο φιάλες αφήνονται στο ίδιο σημείο για 1 ως 12 ώρες. Κατά το χρονικό αυτό
διάστημα, το περιεχόμενο τους σε οξυγόνο μεταβάλλεται. Στη σκουρόχρωμη φιάλη γίνεται
αναπνοή με κατανάλωση οξυγόνου, ενώ στη διαφανή γίνεται και αναπνοή και
φωτοσύνθεση. Εφόσον η φωτοσύνθεση έχει γρηγορότερους ρυθμούς από την αναπνοή, το
οξυγόνο που παράγεται είναι περισσότερο από αυτό που καταναλώνεται κατά την
αναπνοή. Και στις δύο περιπτώσεις οι ρυθμοί της αναπνοής θεωρούνται ίσοι.
(δ') Μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου ξαναμετράμε το περιεχόμενο σε οξυγόνο των
δύο φιαλών. Το οξυγόνο που παρήχθη από τη φωτοσύνθεση είναι ίσο με το οξυγόνο που
μετρήσαμε στη διαφανή φιάλη συν αυτό που καταναλώθηκε στη σκουρόχρωμη από την
αναπνοή. Η μέτρηση του παραγόμενου οξυγόνου μας προσφέρει μια ένδειξη της
πρωτογενούς παραγωγικότητας των μικροφυκών.
Μέθοδοι του διοξειδίου του άνθρακα. Κατά τη φωτοσύνθεση καταναλώνεται διοξείδιο του
άνθρακα και έτσι το ποσό που απορροφάται από τα φυτά μπορεί να ληφθεί ως ένδειξη της
πρωτογενούς παραγωγικότητας. Όπως και στην περίπτωση του οξυγόνου, η επίδραση της
αναπνοής πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Η μέτρηση του διοξειδίου του άνθρακα αποτελεί κατάλληλη μέθοδο εκτίμησης της
πρωτογενούς παραγωγικότητας των χερσαίων οικοσυστημάτων. Μπορεί να εφαρμοστεί σε
απλά φύλλα, σε φυτά, ακόμη και σε ολόκληρες κοινότητες. Δυο είναι οι κύριες τεχνικές που
εν γένει χρησιμοποιούνται.
• (α') Η μέθοδος του εγκλεισμού είναι κατάλληλη για μετρήσεις που αφορούν σε
τμήματα φυτών ή σε ολόκληρα φυτά μικρού, όμως, μεγέθους. Κατ' αρχάς
επιλέγονται δύο δείγματα με όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό ομοιότητας. Το ένα
δείγμα εσωκλείεται σε ένα ανοιχτόχρωμο δοχείο, ενώ το άλλο σε σκουρόχρωμο.
Αντίθετα με ότι γίνεται στη μέθοδο του οξυγόνου, ο αέρας εδώ επιτρέπεται να
μπαίνει και να βγαίνει από τα δοχεία μέσα από σωλήνες.
Οι μεταβολές των συγκεντρώσεων του διοξειδίου του άνθρακα μέσα και επάνω από την
κοινότητα μπορούν να ληφθούν ως ένδειξη της παραγωγικότητας. Κατά τη διάρκεια της
νύχτας, η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα μέσα στην κοινότητα αυξάνεται
εξαιτίας της αναπνοής, ενώ τη μέρα ελαττώνεται εξαιτίας της φωτοσύνθεσης. Οι διαφορές
ανάμεσα στις ημερήσιες και τις νυχτερινές συγκεντρώσεις δείχνουν το ποσό του διοξειδίου
που χρησιμοποιήθηκε για τη φωτοσύνθεση.
Η μέθοδος της οξύτητας. Στα υδατικά οικοσυστήματα η οξύτητα του νερού είναι
συνάρτηση του διαλυμένου σε αυτό διοξειδίου του άνθρακα. Οι μεταβολές στην οξύτητα
μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτης παραγωγικότητας. Η σχέση ανάμεσα στην
οξύτητα και στο διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα είναι αρκετά σύνθετη και γι' αυτό οι
εκάστοτε ερμηνείες πρέπει να αφορούν στο συγκεκριμένο μόνο οικοσύστημα. Η μέθοδος
αυτή μπορεί να παράγει αρκετά λάθη, επειδή την οξύτητα του νερού ενδέχεται να την
επηρεάζουν και άλλοι παράγοντες (όπως π.χ. η περιεκτικότητα σε θρεπτικά).
Η τεχνική αυτή είναι δαπανηρή και απαιτεί πολύπλοκο εξοπλισμό, το κύριο πλεονέκτημά
της, όμως, είναι ότι μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα ευρύ φάσμα οικοσυστημάτων και η
διαταραχή που προκαλεί στο σύστημα είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με άλλες μεθόδους.
• (α') Ένταση και διάρκεια της ηλιακής ακτινοβολίας. Οι ετήσιες εισροές της ηλιακής
ενέργειας επάνω στον πλανήτη ποικίλλουν σημαντικά, παρουσιάζοντας τις μέγιστες
τιμές στους τροπικούς και τις ελάχιστες στους πόλους. Οι μέγιστες, συνεπώς,
δυνατότητες ετήσιας παραγωγικότητας παρουσιάζονται στους τροπικούς και
ελαττώνονται με την αύξηση του γεωγραφικού πλάτους. Σε εποχιακό επίπεδο, η
χαμηλή ενεργειακή εισροή των εύκρατων περιοχών αντισταθμίζεται εν μέρει από
τις μεγάλης διάρκειας ημέρες του καλοκαιριού. Εάν ληφθούν υπόψη μόνο οι
θερινοί μήνες, η εισροή ενέργειας στα εύκρατα γεωγραφικά πλάτη είναι αρκετά
υψηλή.
• β') Περιβαλλοντικοί περιορισμοί. Ακόμα και στην περίπτωση που η ηλιακή ενέργεια
είναι άφθονη, η πρωτογενής παραγωγικότητα μπορεί να περιορίζεται από
περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως είναι η έλλειψη νερού, οι χαμηλές
θερμοκρασίες και η ανεπάρκεια θρεπτικών. Οι περιβαλλοντικοί αυτοί έλεγχοι στην
κατανομή και τη λειτουργία των οργανισμών εξετάζονται με λεπτομέρεια στα
Κεφάλαια 5 και 6 μπορούμε, όμως, προς το παρόν να πούμε πως τα θερμά κλίματα
είναι περισσότερο παραγωγικά από τα ψυχρά και τα υγρά περισσότερο
παραγωγικά από τα ξηρά.
• (γ') Σύνθεση και δομή της κοινότητας. Όπως επισημάναμε παραπάνω στο ίδιο
Κεφάλαιο (βλ. Σχ. 11 και 12), παράγοντες όπως η παρουσία ορισμένων ειδών, το
σχημάτων φυτών ή η απόσταση μεταξύ τους έχουν ιδιαίτερη επίδραση στην
πρωτογενή παραγωγικότητα.
Ο Odum βρήκε ότι μερικές φορές, και για μικρές χρονικές περιόδους, σε ορισμένες
πειραματικές καλλιέργειες ή σε ρυπασμένα ύδατα παρουσιάζονται ρυθμοί
παραγωγικότητας μεγαλύτεροι των 20g/m2/ημέρα.
• (α') Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της επιφάνειας της γης ανήκει στην κατηγορία της
χαμηλής παραγωγικότητας, είτε λόγω έλλειψης νερού (όπως στις έρημους) είτε
λόγω ανεπάρκειας θρεπτικών (όπως στη θάλασσα).
• (β') Η παραγωγικότητα των ωκεανών είναι αισθητά χαμηλότερη από αυτή της
χέρσου παρά τη μεγαλύτερη έκταση και τη γονιμότητά τους. Οι αιτίες της
διαφοροποίησης αυτής είναι αρκετές. Οι κυριότερες είναι το μεγαλύτερο ποσοστό
φωτός που απορροφάται και ανακλάται από το νερό από ότι από την ατμόσφαιρα,
το μεγάλο ποσοστό ενέργειας που καταναλώνεται στην αναπνοή από το
φυτοπλαγκτόν και η ανεπάρκεια των θρεπτικών, ιδιαίτερα στα επιφανειακά
στρώματα.
• (δ') Φαίνεται πως υπάρχει ένα καθορισμένο ανώτατο όριο στην αποδοτικότητα με
την οποία η ηλιακή ενέργεια μπορεί να δεσμευτεί και να χρησιμοποιηθεί για την
παραγωγικότητα σε οιαδήποτε μεγάλη κλίμακα. Αυτό το μέγιστο έχει ήδη
επιτευχθεί σε ορισμένα φυσικά οικοσυστήματα όπως είναι οι κοραλλιογενείς
ύφαλοι.
• (α') Η μέση αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας που γίνεται από τα φυσικά
οικοσυστήματα είναι από 2 ως 7 φορές μεγαλύτερη της αντίστοιχης εκμετάλλευσης
που γίνεται από μια μέση καλλιέργεια. Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία
καθώς είναι ξεκάθαρο ότι τα περισσότερα από τα σύγχρονα μορφώματα της
παραγωγής τροφής είναι μη αποδοτικά.