You are on page 1of 10

Το πιο γλυκό ψωμί

Το πιο γλυκό ψωμί: Λίγα λόγια για το κείμενο: Το παραμύθι είναι κεφαλλονίτικη παραλλαγή
μιας παλαιάς λαϊκής αφήγησης. Ανήκει στον ευρύ τύπο των διηγηματικών ή κοσμικών παραμυθιών, τα
οποία αναφέρονται στις περιπέτειες των ανθρώπων χωρίς να χρησιμοποιούν υπερφυσικά στοιχεία.
Ειδικότερα, το συγκεκριμένο παραμύθι κατατάσσεται στην κατηγορία των διδακτικών παραμυθιών που,
όπως παρατηρεί ο Δ. Λουκάτος, «έχουν πάντα μέσα τους μια διάθεση για διδασκαλία».

Ενότητες – πλαγιότιτλοι

1η ενότητα: «Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς […] που λέει ο λόγος.»
Πλαγιότιτλος: Η ανορεξία του βασιλιά

2η ενότητα: «Oπού κάποια μέρα […] θα γιατρευτείς!»


Πλαγιότιτλος: Η συμβουλή του σοφού γέροντα

3η ενότητα: «Από την ίδια μέρα […] και περίμενε.»


Πλαγιότιτλος: Η αποτυχημένη προσπάθεια εφαρμογής της συμβουλής

4η ενότητα: «Άκουσε βασιλιά μου […] του απάντησε κείνος.»


Πλαγιότιτλος: Η δοκιμασία του βασιλιά

5η ενότητα: «Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια […] κι εμείς έτσι!»


Πλαγιότιτλος: Η θεραπεία του προβλήματος

Περιληπτική απόδοση κειμένου

Το παραμύθι αναφέρεται στην ιστορία ενός βασιλιά που έπασχε από ανορεξία. Για πολύ καιρό τον επισκέπτονταν
διάφοροι γιατροί, όμως οι προσπάθειες όλων να τον θεραπεύσουν απέβαιναν ατελέσφορες. Κι ενώ οι μέρες
κυλούσαν και ο βασιλιάς γινόταν ολοένα και πιο αδύναμος, στο παλάτι εμφανίστηκε ένας σοφός γέροντας. Η
συμβουλή του προς τον άρρωστο ήταν να αναζητήσει και να γευτεί το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Ωστόσο,
κανένα από τα ψωμιά που δοκίμασε δεν βελτίωσε την υγεία του. Οργισμένος ο βασιλιάς ξανακάλεσε τον γέροντα,
προκειμένου να απολογηθεί για την αποτυχία της θεραπείας. Εκείνος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και γεμάτος
σιγουριά και αυτοπεποίθηση κατάφερε να πείσει τον βασιλιά να τον ακολουθήσει στην καλύβα του. Η δοκιμασία
ξεκινά: την πρώτη μέρα οι δύο ήρωες πηγαίνουν στο χωράφι και θερίζουν το στάρι, τη δεύτερη το αλωνίζουν και
την τρίτη το αλέθουν. Κατόπιν, ζυμώνουν το αλεύρι, μαζεύουν ξύλα για τη φωτιά και ψήνουν το ψωμί. Μετά από
την τριήμερη εργασία, ο βασιλιάς είναι εξαντλημένος από τη σκληρή δουλειά και την έλλειψη φαγητού και
περιμένει με ανυπομονησία να φάει το καρβέλι που έφτιαξε με κόπο. Μόλις το δοκιμάζει, αναφωνεί πως αυτό είναι
το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου και, χαρούμενος που γιατρεύτηκε, γυρίζει στο παλάτι αποφασισμένος να δουλεύει
στο εξής ακατάπαυστα για τον λαό του, δίνοντας μία οριστική και αποτελεσματική θεραπεία στο πρόβλημα της
ανορεξίας του.
Αφηγητής – γλώσσα και ύφος

Ο αφηγητής είναι ετεροδιηγητικός, αμέτοχος στην ιστορία και αφηγείται σε γ΄ πρόσωπο ως παντογνώστης.
Εξαίρεση αποτελούν συγκεκριμένα σημεία όπου απευθύνεται στους ακροατές χρησιμοποιώντας β΄ ενικό, α΄
πληθυντικό και προσφωνήσεις («παιδί μου», «βλέπεις», «και για να μην τα πολυλογούμε», «που μακάρι να
τρώαμε κι εμείς έτσι»).

Η γλώσσα της αφήγησης είναι καθημερινή, απλή, φυσική. Χαρακτηρίζεται από τη ζωντάνια και την αμεσότητα του
προφορικού λόγου («του πουλιού το γάλα», «καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν», «πέσανε ξεροί», «έπεσαν με
τα μούτρα στη δουλειά» κ.λπ.). Κυριαρχεί ο μικροπερίοδος λόγος (σύντομοι διάλογοι, γρήγορες ερωταποκρίσεις)
και η παρατακτική σύνδεση (λίγες δευτερεύουσες προτάσεις), καθώς επίσης χρησιμοποιείται πλήθος λαϊκών τύπων
και ιδιωματισμών («έρεβε», «λιμπιζόταν», «ποδέθηκε», «ολάκερη», «δάρτης», «ορμήνεια» κ.λπ.)

Το ύφος είναι απλό και κατανοητό. Ο λόγος του αφηγητή είναι λιτός και απογυμνωμένος από στολίδια (ελάχιστα
σχήματα λόγου), ενώ οι διάλογοι και ο δραματικός ενεστώτας προσδίδουν ζωντάνια στο κείμενο. Η διαδοχή των
γεγονότων εξιστορείται με γρήγορους ρυθμούς, χωρίς επιβραδύνσεις. Τέλος, το ύφος έχει και έναν διδακτικό
τόνο, δεδομένου ότι συγκαταλέγεται στα λεγόμενα «διδακτικά» παραμύθια.
Ο παππούς και το εγγονάκι
1η ενότητα: «O παππούς είχε γεράσει πολύ […] και δεν είπε τίποτα.»
Πλαγιότιτλος: Οι καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο παππούς και η σκληρή συμπεριφορά
των παιδιών του

2η ενότητα: «Μια μέρα ο άντρας […] όπως πρέπει.»


Πλαγιότιτλος: Η αυθόρμητη αντίδραση του μικρού παιδιού και η αλλαγή στάσης των γονιών

 
Περιληπτική απόδοση κειμένου

Στο διήγημα γίνεται λόγος για έναν ηλικιωμένο παππού που βρίσκεται υπό την επίβλεψη και τη
φροντίδα των παιδιών του. Τα γηρατειά τον έχουν καταβάλει και οι δυνάμεις του δεν τον βοηθούν
πλέον να ικανοποιήσει τις καθημερινές του ανάγκες. Μία μέρα την ώρα του φαγητού σπάει κατά
λάθος το πιάτο του και η νύφη του θυμωμένη ανακοινώνει πως στο εξής θα τρώει μόνο από ξύλινη
γαβάθα. Κατόπιν, ο γιος του ζευγαριού, που υπήρξε μάρτυρας αυτής της συμπεριφοράς, αποφασίζει
από ειλικρινές ενδιαφέρον να φτιάξει μία μεγάλη ξύλινη γαβάθα για τους γονείς του, ώστε να τους
ταΐζει όταν μεγαλώσουν. Εκείνοι αντιλαμβάνονται το λάθος τους, μετανιώνουν για τη σκληρή τους
στάση απέναντι στον γέρο παππού και αποφασίζουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους.

 
Αφηγητής – γλώσσα και ύφος

Ο αφηγητής δεν είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας. Είναι αμέτοχος στα γεγονότα
(ετεροδιηγητικός αφηγητής) και αφηγείται ως παντογνώστης σε γ΄ πρόσωπο («O παππούς είχε
γεράσει», «O γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι» κ.ο.κ.).

Το διήγημα είναι μεταφρασμένο από τη ρωσική. Η γλώσσα είναι δημοτική, απλή, κατανοητή και ο
λόγος του αφηγητή λιτός, με ελάχιστα εκφραστικά μέσα, ουσιαστικός, με πυκνότητα νοημάτων
(πολλά ρήματα-εστίαση στη δράση, σύντομες προτάσεις και παρατακτικός λόγος-γοργότητα στην
αφήγηση).

Το ύφος του κειμένου είναι λιτό. Υπάρχει απλότητα στη διατύπωση, σαφήνεια και καθαρότητα
νοήματος.
Τα πράγματα στρώνουν περισσότερο
1η ενότητα: «Η μαμά και ο Λάμπρος μάς παρακολουθούσαν […] για μένα και την Αγγελική.»
Πλαγιότιτλος: Η ανησυχία του ζευγαριού για τη συμβίωση των κοριτσιών

2η ενότητα: «Σιγά σιγά μας κέρδισε όλους η Αγγελική […] και την καταλάβαινα καλύτερα.»
Πλαγιότιτλος: Η ζωντάνια της Αγγελικής – η σχέση των κοριτσιών

3η ενότητα: «Έτσι, πήγαιναν όλα καλά μέσα στο σπίτι μας. […] και είχα βγάλει και τα σιδεράκια.»
Πλαγιότιτλος: Η αλλαγή της Ελένης

 
Περιληπτική απόδοση κειμένου

Η Αγγελική είναι το νέο πρόσωπο της οικογένειας. Η μητέρα της Ελένης και ο πατριός της αγωνιούν
για τα ενδεχόμενα προβλήματα συγκατοίκησης των δύο κοριτσιών. Η συμβίωσή τους όμως
εξελίσσεται ομαλά. Η Αγγελική είναι δυναμική, ζωντανή και δραστήρια, γεγονός που επηρεάζει
θετικά την Ελένη. Η ηρωίδα αποκτά αυτοπεποίθηση, οργανώνει το πρόγραμμά της, κάνει σχέδια για
το μέλλον, αλλάζει την εμφάνισή της και αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία παραμερίζοντας τις
ανασφάλειές της. Η επικοινωνία με τον πατέρα της μειώνεται, ωστόσο η ίδια περιμένει με
ανυπομονησία να τον συναντήσει και να την καμαρώσει για τη νέα της εμφάνιση.

 
Αφηγητής – γλώσσα και ύφος

Η αφηγήτρια (Ελένη) μιλάει σε α΄ πρόσωπο («μάς παρακολουθούσαν από μακριά», «όπως μου είπε
αργότερα η μαμά» κ.ο.κ.). Συμμετέχει στην ιστορία και μάλιστα πρωταγωνιστεί (αυτοδιηγητική
αφηγήτρια). Παρουσιάζει τα γεγονότα όπως τα βιώνει η ίδια και εκφράζει τα συ-ναισθήματα και τις
σκέψεις της. Οι ανησυχίες και οι προθέσεις των άλλων προσώπων περιγράφονται μέσα από τα δικά
της μάτια και όχι από την οπτική του παντογνώστη αφηγητή («Η μαμά και ο Λάμπρος μάς
παρακολουθούσαν από μακριά, ήρεμα, […] για το πώς θα τα πη-γαίναμε οι δυο μας.»).

Η γλώσσα είναι απλή δημοτική, λιτή και κατανοητή. Η χρήση του β΄ προσώπου προσδίδει στον
λόγο γλαφυρότητα και ζωντάνια («όπως καταλαβαίνετε», «ξέρετε πόσο ωραία» κ.ο.κ.).

Το ύφος είναι ζωηρό και η αφήγηση γίνεται σε τόνο οικείο και εξομολογητικό. Τα εκφραστικά μέσα
είναι περιορισμένα (μεταφορές, παρομοιώσεις, αντιθέσεις).
Η Νέα Παιδαγωγική
1η ενότητα: «Με τα μαγικά πάντα μάτια […] κι έδειξε τη βίτσα.»
Πλαγιότιτλος: Η πρώτη μέρα στο σχολείο

2η ενότητα: «Στην Τετάρτη Τάξη […] ας φέρει βούτυρο!»


Πλαγιότιτλος: Ο δάσκαλος της τετάρτης τάξης και η «Νέα Παιδαγωγική»

Περιληπτική απόδοση κειμένου

Ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του την πρώτη μέρα του σχολείου και περιγράφει τον φόβο που
αισθάνθηκε όταν πρωτοαντίκρισε στο κατώφλι τον άγριο δάσκαλο με τη βέργα. Στη συνέχεια,
θυμάται τον δάσκαλο της τετάρτης τάξης. Κάνει λόγο για έναν άνθρωπο που ενώ ισχυριζόταν πως
έφερνε από την Αθήνα τη Νέα Παιδαγωγική, στην πραγματικότητα η συμπεριφορά και οι
εκπαιδευτικές μέθοδοι που εφάρμοζε χαρακτηρίζονταν από βιαιότητα, αυταρχισμό και πονηριά.
Άλλοτε ξυλοκοπούσε τους μαθητές, όπως έκανε και με τον ίδιο τον αφηγητή, και άλλοτε
χρησιμοποιούσε τεχνάσματα για να εξασφαλίσει τρόφιμα για τον εαυτό του.

Αφηγητής – γλώσσα και ύφος

Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Εξιστορεί σε α΄ πρόσωπο («κίνησα», «μυρίζουμαι»


κ.λπ.) τα γεγονότα της προσωπικής του ζωής, στα οποία και πρωταγωνιστεί (πρωτοπρόσωπος,
ομοδιηγητικός αφηγητής, εσωτερική εστίαση).

Η γλώσσα είναι απλή δημοτική, λαϊκή, διανθισμένη με τύπους του κρητικού ιδιώματος («σφαγάρι»,
«αντρειευούμουν», «τυλιγαδίζουν», κ.λπ.). Το κείμενο χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και
γλαφυρότητα και ο λόγος του αφηγητή είναι μικροπερίοδος, με πολλά επίθετα και στοιχεία
προφορικότητας.

Το ύφος είναι λιτό, φυσικό, ανεπιτήδευτο. Ο παρατακτικός λόγος και οι σύντομες προτάσεις
προσδίδουν γοργότητα και ζωντάνια στην αφήγηση. Τέλος, ο συγγραφέας στη δεύτερη ενότητα
χρησιμοποιεί τα στοιχεία της ειρωνείας και του χιούμορ.
Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς
1η ενότητα: Η επιστολή της Βερόνικας
Πλαγιότιτλος: Το παράπονο του κοριτσιού για την επιθετική στάση των γειτόνων της

2η ενότητα: Η επιστολή της Ελένης


Πλαγιότιτλος: Η προσπάθεια της Ελένης να παρηγορήσει τη φίλη της

Περιληπτική απόδοση κειμένου

Στην επιστολή της η Βερόνικα εκφράζει τη λύπη της για τη στάση των καινούργιων γειτόνων, οι
οποίοι την αντιμετωπίζουν εχθρικά λόγω της αλβανικής της καταγωγής. Αποκαλύπτει στη φίλη της
ότι η οικογένειά της δέχεται ρατσιστικές επιθέσεις καθημερινά. Οι ένοικοι τους επιτίθενται, τους
αποκαλούν κακοποιούς και θέλουν να τους διώξουν από την πολυκατοικία. Κλείνοντας το γράμμα
της η Βερόνικα δηλώνει απογοητευμένη από την αδικία και τον κοινωνικό αποκλεισμό που
υφίσταται, ενώ παράλληλα εκφράζει τον φόβο ότι η Ελένη δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει τη
θλίψη της, γιατί δεν αντιμετωπίζει αντίστοιχα προβλήματα. Η τελευταία απαντά με λόγια
παρηγορητικά. Δείχνει κατανόηση και εκφράζει με έμμεσο και υπαινικτικό τρόπο το δικό της
παράπονο. Εμφανώς προβληματισμένη από τη στάση του κόσμου, συμβουλεύει τη Βερόνικα να είναι
αισιόδοξη, καθώς διατηρεί την ελπίδα ότι κάποια στιγμή τα πράγματα θα καλυτερεύσουν.

Αφηγητής – γλώσσα και ύφος

Το απόσπασμα περιλαμβάνει δύο επιστολές και δύο αφηγήτριες (τη Βερόνικα και την Ελένη),
δραματοποιημένες, οι οποίες καταγράφουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους σε α΄ πρόσωπο
(«Έλαβα», «στενοχωρήθηκα » κ.ο.κ.) και εξιστορούν τα γεγονότα μέσα από τη δική τους ματιά
(εσωτερική εστίαση).

Η γλώσσα είναι απλή δημοτική, φυσική, καθημερινή, χωρίς καμία εκζήτηση. Προσιδιάζει στον τρόπο
έκφρασης και ομιλίας των εφήβων.

Το ύφος είναι απλό και κατανοητό, ο τόνος εξομολογητικός και ο λόγος των αφηγητριών
συναισθηματικά φορτισμένος.
Τα κόκκινα λουστρίνια
 
1η ενότητα: «Το είχε βάλει από καιρό […] και παραμόνευε την ώρα.»

Πλαγιότιτλος: Το μυστικό σχέδιο του τσαγκάρη για την κατασκευή των λουστρινιών

2η ενότητα: «Η κόρη του δασκάλου […] κι άμα τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει…»
Πλαγιότιτλος: Ο έρωτας του νεαρού για την κόρη του δασκάλου και το σχέδιο να της δωρίσει τα παπούτσια

3η ενότητα: «Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια […] κι έπιασε τη φαλτσέτα με το τραγούδι.»


Πλαγιότιτλος: Η τελική απόφαση του ήρωα να δώσει τα παπούτσια στην αδερφή

 
Περιληπτική απόδοση κειμένου

Ο κεντρικός ήρωας του διηγήματος προέρχεται από φτωχή οικογένεια και είναι τσαγκάρης. Κάποια
μέρα αποφασίζει να κατασκευάσει ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρίνια και να τα χαρίσει στην κοπέλα
που έχει ερωτευτεί, για να προσελκύσει τη συμπάθειά της. Χωρίς να αποκαλύψει το σχέδιό του σε
κανέναν, αγοράζει τα δέρματα, φτιάχνει τα παπούτσια και, ενώ περιμένει με ανυπομονησία να τα
δωρίσει στην όμορφη, πλούσια κόρη του δασκάλου, αποφασίζει να τα προσφέρει στη φτωχή
αδερφή του, που θα τα εκτιμούσε περισσότερο.

 
Αφηγητής – γλώσσα και ύφος

Ο αφηγητής είναι αμέτοχος, διηγείται την ιστορία σε γ΄ πρόσωπο («ήταν», «ήξερε» κ.ο.κ.) και
περιγράφει τα γεγονότα ως παντογνώστης (ετεροδιηγητικός αφηγητής, μηδενική εστίαση).

Η γλώσσα του ποιήματος είναι απλή δημοτική, διανθισμένη με ιδιωματικούς τύπους/φράσεις («είχε
κάνει το κουμάντο του», «θα τον παίρναν στο μεζέ», «φακιδερός», «βιδάνι», «κουτσοφτέρνια») και
λέξεις από τη γλώσσα των τσαγκάρηδων («ταμπάκης», «καλαπόδια», «φόντι», «ψίδι» κ.λπ.). Η
έκφραση είναι λιτή και ο λόγος πυκνός. Τα εκφραστικά μέσα είναι ελάχιστα και τα καλολογικά
στοιχεία απουσιάζουν.

Το ύφος είναι απλό, λιτό, φυσικό και προς το τέλος συγκινητικό.


Το μαύρο κύμα

1 ενότητα: «Η Κενγκά άνοιξε τις φτερούγες […] να πεθάνει από την πείνα.»
Πλαγιότιτλος: Η παγίδευση της Κενγκά και οι σκέψεις της για τον φριχτό θάνατο

2η ενότητα: «Μπροστά στην εφιαλτική προοπτική […] ούτε να τις κουνήσει.»


Πλαγιότιτλος: Οι απέλπιδες προσπάθειες της Κενγκά να σωθεί

Περιληπτική απόδοση κειμένου

Ένας θηλυκός γλάρος, η Κενγκά, παγιδεύεται σε μία θαλάσσια πετρελαιοκηλίδα και αγωνίζεται να
σωθεί. Προσπαθεί να ελευθερωθεί από το «μαύρο κύμα» και κατόπιν να καθαρίσει τα φτερά της και
να πετάξει ψηλά, για να γλυτώσει τον θάνατο. Οι πρώτες απόπειρες είναι αποτυχημένες, τελικά
όμως τα καταφέρνει και φτάνει πάνω από το Αμβούργο. Η Κενγκά έχει χάσει πλέον όλες της τις
δυνάμεις και είναι έτοιμη να πέσει στο έδαφος από την εξάντληση.

Αφηγητής – γλώσσα και ύφος

Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Είναι αμέτοχος στα γεγονότα και περιγράφει τις
ενέργειες της Κενγκά σε γ΄ πρόσωπο («άνοιξε», «να πετάξει» κ.λπ.) ως παντογνώστης
(ετεροδιηγητικός). Ωστόσο, η εστίαση είναι εσωτερική, καθώς παρακολουθεί από κοντά τη
γλαροπούλα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της.

Το κείμενο είναι μεταφρασμένο στη νεοελληνική. Η γλώσσα είναι απλή, κατανοητή και εκφραστική.

Το ύφος είναι απλό, λιτό, φυσικό και παραστατικό. Ο τόνος της αφήγησης είναι συναισθηματικός και
στοχαστικός ανά σημεία.

You might also like