You are on page 1of 69

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΤΟΜΕΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΦΕΡΟΥΣΑΣ ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑΣ

Μέθοδος βελτιστοποιημένου σχεδιασμού προεντεταμένου καταστρώματος γέφυρας


με τη χρήση εξελικτικών αλγορίθμων

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Κεχαγιάς Ευθύμιος

Επιβλέπων: Παπανικολάου Βασίλειος


Επίκουρος Καθηγητής (Τ.Ε.Τ.Κ.)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΛΙΟΣ 2019


Πρόλογος
Περιεχόμενα

Κεφάλαιο 1ο
1.1 Ο ρόλος των γεφυρών
1.2 Σκοπός της εργασίας
1.3 Διάρθρωση της εργασίας

Κεφάλαιο 2ο
2.1 Διαστασιολόγηση του φορέα
2.2 Εξελικτικοί Αλγόριθμοι
2.3 Υπολογισμός κόστους λύσης

Κεφάλαιο 3ο
3.1 Δεδομένα προβλήματος
3.2 Ιδιότητες υλικών
3.3 Ιδιότητες κατασκευής
3.4 Χαρακτηριστικά διατομής
3.5 Υπολογισμός φορτίων
3.6 Χαρακτηριστικά προέντασης
3.7 Υπολογισμός τάσης σκυροδέματος
3.8 Στιγμιαίες απώλειες
3.9 Προένταση μετά την επιρροή των στιγμιαίων απωλειών
3.10 Υπολογισμός τάσης σκυροδέματος μετά τις στιγμιαίες απώλειες
3.11 Απώλειες συστολής του σκυροδέματος
3.12 Απώλειες ερπυσμού
3.13 Απώλειες χαλάρωσης τένοντα
3.14 Αλληλεπίδραση των φαινομένων
Κεφάλαιο 4ο
4.1 Αντικειμενικές συναρτήσεις εξελικτικού αλγόριθμου
4.2 Περιορισμοί
4.3 Γενικές παρατηρήσεις
4.4 Παραδοχές και δεδομένα
4.5 Αποτελέσματα
4.6 Σχολιασμός

Κεφάλαιο 5ο
5.1 Συμπεράσματα
5.2 Επεκτασιμότητα
5.3 Προτάσεις

Ευρετήριο όρων
Παράρτημα
Βιβλιογραφία
Κεφάλαιο 1ο

1.1 Ο ρόλος των γεφυρών


Ως γέφυρα ορίζεται η κατασκευή που επιτυγχάνει τη ζεύξη δύο σημείων υπεράνω ενός
μεσολαβούντος εμποδίου, όπως είναι για παράδειγμα ένα ποτάμι, μία κοιλάδα, ένας δρόμος
κλπ, χωρίς να παρεμποδίζεται η από κάτω διέλευση. Σκοπός της είναι να δημιουργήσει μία
δίοδο και να ξεπεράσει το εμπόδιο, το οποίο είναι πιθανό να μην μπορεί να διασχισθεί με
διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν διάφοροι τύποι γεφυρών, ικανοί να υπερνικήσουν κάθε είδους
εμπόδιο. Η διαφορετικότητά τους οφείλεται και εξαρτάται από το λειτουργικό σκοπό της
γέφυρας, το ανάγλυφο της περιοχής όπου η γέφυρα κατασκευάζεται και θεμελιώνεται, τα
διαθέσιμα για την κατασκευή υλικά, αλλά και τον προϋπολογισμό του έργου. Δεδομένης της
κρίσιμης σημασίας τους για την ομαλή λειτουργία των μεταφορών επιφέρουν ισχυρό
οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο σε περίπτωση αστοχίας τους και για αυτό και πρέπει να
σχεδιάζονται με την απαιτούμενη προσοχή.

Εικόνα 1.1: Η γέφυρα ως μέσο σύζευξης.


Η αρχαιότερη, ίσως, γέφυρα που έχει ανακαλυφθεί είναι η Γέφυρα των Μάγια στο Yaxchilan του
Μεξικό, με άνοιγμα στα 63 μέτρα, και χρονολογείται ότι κατασκευάστηκε περί τον 7ο αιώνα. Από
τότε, τα ανοίγματα των γεφυρών έχουν αυξηθεί θεαματικά, με τη γέφυρα Akashi Kaikyō στην
πόλη Kobe της Ιαπωνίας να φτάνει το 1998 τα 1.991 μέτρα. Την ίδια στιγμή η μεγαλύτερη
απόσταση που συνδέεται από γέφυρα είναι 164.800 μέτρα, ρεκόρ που κατέχει η Μεγάλη
Γέφυρα της Danyang–Kunshan, στο Πεκίνο της Κίνας, η οποία ολοκληρώθηκε το 2010. Είναι
εμφανές ότι η πρόοδος που σημειώθηκε στον τομέα της κατασκευής γεφυρών είναι θεαματική.
Καθοριστικό παράγοντα στην πρόοδο αυτή έπαιξε αφενός η μετάβαση από τη στατικής της
μορφής στη στατική του υλικού και αφετέρου η εκμετάλλευση του χάλυβα στις κατασκευές, ένα
υλικό τόσο ανθεκτικό όσο και ελαφρύ.

Εικόνα 1.2: Αναπαράσταση της γέφυρας στο Yaxchilan.

Εικόνα 1.3: Η Μεγάλη Γέφυρα της Danyang–Kunshan στο Πεκίνο της Κίνας.
Αναλόγως με το χρησιμοποιούμενο υλικό, οι γέφυρες μπορούν να ταξινομηθούν σε ξύλινες,
λίθινες, χαλύβδινες, από σκυρόδεμα ή και σύμμικτες. Με βάση τη χρήση, ταξινομούνται σε
πεζογέφυρες, οδικές και σιδηροδρομικές. Με βάση τη στατικής τους λειτουργία διακρίνονται σε
τοξωτές, κρεμαστές, καλωδιωτές ή πλαισιωτές γέφυρες οι οποίες μπορεί να είναι
κατασκευασμένες με επιφανειακούς φορείς, με συμβατικές δοκούς ή κιβοτειοειδή διατομή
καταστρώματος. Με κριτήριο το στατικό τους σύστημα διακρίνονται σε γέφυρες με συνεχή και
με αμφιέρειστο φορέα. Τέλος, βάση του τρόπου σύνδεσης της ανωδομής με την υποδομή
ταξινομούνται σε μονολιθικές και με σύνδεση μέσω εφεδράνων.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση εξετάζεται μια πλαισιωτή γέφυρα, με φορέα συμβατικών δοκών
διατομής διπλού ταυ (Ι), κατασκευασμένη από προεντεταμένο σκυρόδεμα, που αποτελείται
από αμφιέρειστα τμήματα, τα οποία στηρίζονται με εφέδρανα στην υποδομή.

Εικόνα 1.4-7: Γέφυρες από ξύλο, πέτρα, σκυρόδεμα και χάλυβα.


Εικόνα 1.8-11: Πλαισιωτή, κρεμαστή, καλωδιωτή και πλαισιωτή γέφυρα.

Εικόνα 1.12-13: Κιβωτιοειδής διατομή και φορέας από αμφιέρειστες δοκούς.


1.2 Σκοπός της εργασίας
Η γέφυρα, ως κατασκευή, αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα για τον πολιτικό μηχανικό, ακόμα
και όταν αυτή εξετάζεται απλώς για μόνιμα και κινητά φορτία, χωρίς να υπεισέρχεται η ανάγκη
για τυχηματικά φορτία, όπως αυτά του σεισμού. Ειδικότερα, λόγω της χρήσης προέντασης, οι
άγνωστοι που πρέπει να ληφθούν υπόψιν αυξάνονται αρκετά, δυσκολεύοντας το μελετητή να
αναπτύξει μια κλειστή λύση για το πρόβλημα και αναγκάζοντας τον να προβεί σε επαναληπτικές
δοκιμές.

Εικόνα 1.14: Δομή επαναληπτικού βρόγχου.

Εάν, λοιπόν, λάβει κανείς υπόψιν το διττό ρόλο του πολιτικού μηχανικού ως σχεδιαστή και
κατασκευαστή, αντιλαμβάνεται ότι η δυσκολία αυξάνεται περαιτέρω. Αφενός, σκοπός του
μηχανικού είναι να σχεδιάσει μια κατασκευή η οποία θα μπορεί με ασφάλεια να φέρει τα
απαιτούμενα φορτία, χωρίς να κινδυνεύει από κατάρρευση. Αφετέρου, οφείλει να
κατασκευάσει αυτήν την κατασκευή με όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος. Εάν ιεραρχηθούν
λοιπόν οι προτεραιότητες, σε πρώτο επίπεδο τοποθετείται η καταλληλόλητα της λύσης και σε
δεύτερο η οικονομική βιωσιμότητά της. Επομένως, ο μηχανικός δεν ψάχνει απλά μία λύση
αρκετά ανθεκτική για να μεταβιβάσει τα φορτία σχεδιασμού, αλλά ανάμεσα στις διαθέσιμες
λύσεις αναζητεί την οικονομικά βέλτιστη. Προφανώς, η διαδικασία αυτή απαιτεί ο μηχανικός να
γνωρίζει άριστα το αντικείμενο που μελετάει, αλλά να κατέχει επίσης γνώσεις οικονομικής
θεωρίας, ενώ η διαδικασία που ακολουθείται είναι αρκετά χρονοβόρα, επίπονη και μονότονη.
Εικόνα 1.15-16: Ο διπλός ρόλος του πολιτικού μηχανικού.

Στο σημείο αυτό έρχεται να δώσει λύση ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής (Η/Υ). Χάρης την ταχύτητα
εκτέλεσης υπολογισμών αλλά και την ιδιαίτερη αποδοτικότητά του να υλοποιεί επαναληπτικές
διαδικασίες με ευχέρεια πολλαπλάσια αυτής των ανθρώπων, ο Η/Υ αναδείχθηκε τις τελευταίες
δεκαετίες αρχικά ως εργαλείο χρήσιμο και στη συνέχεια ως εργαλείο απαραίτητο για κάθε
επαγγελματία μηχανικό. Τα παραδείγματα χρήσης του είναι πολυάριθμα, από τη στατική
επίλυση σύνθετων υπερστατικών φορέων, στη σχεδίαση πολύπλοκων κατόψεων και την
αυτόματη εξαγωγή όψεων και τομών, την έκδοση πιστοποιητικών (ενεργειακής απόδοσης κ.α.),
έως τη διατήρηση των βιβλίων εσόδων-εξόδων του ελεύθερου επαγγελματία. Με τον Η/Υ ο
μηχανικός δεν αναλώνεται στη μαθηματική επίλυση των προβλημάτων του και τον έλεγχο των
πράξεων. Αντ’ αυτού, σχεδιάζει το μοντέλο που επιθυμεί να λυθεί με τρόπο κατάλληλο για τον
Η/Υ και ο ίδιος περιορίζεται στην επαλήθευση των αποτελεσμάτων που λαμβάνει από τη
μηχανή. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει άριστη γνώση της δομής του προβλήματος, ώστε να
μπορεί να επαληθεύσει ότι αυτό δόθηκε σωστά στον Η/Υ, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει ο
μηχανικός να είναι σε θέση να μπορεί να αξιολογήσει εμπειρικά και ποιοτικά τα αποτελέσματα
που του επιστρέφει ο υπολογιστής.

Εικόνα 1.17-18: Παραδείγματα εφαρμογής του Η/Υ στο επάγγελμα του μηχανικού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια γύρω από ένα συγκεκριμένο είδος
γενετικών αλγορίθμων, τους εξελικτικούς αλγόριθμους. Η οικογένεια των γενετικών
αλγορίθμων προσπαθεί να εφαρμόσει στοιχεία της βιολογίας στην επίλυση σύνθετων
προβλημάτων της καθημερινότητας, τα οποία μπορούν να υπάγονται στους τομείς άλλων
επιστημών (π.χ. της μηχανικής). Οι εξελικτικοί αλγόριθμοι, συγκεκριμένα, βασίζονται στη
θεωρία της εξέλιξης. Αντί να εξετάζονται όλες οι δυνατές λύσεις, επιλέγονται κάποιες τυχαίες
αρχικές λύσεις, κρατούνται συγκεκριμένα στοιχεία από την κάθε μία και δημιουργούνται
καινούργιες λύσεις, απόγονοι των αρχικών. Δεδομένου ότι η τελικά βέλτιστη λύση προκύπτει
από έλεγχο όχι του συνόλου των δυνατών, αλλά από συγκεκριμένα απιλεγμένο μέρους του,
κατά τη διαδικασία επιλογής εφαρμόζονται αρχές της στατιστικής, ώστε η λύση που προκύπτει
να έχει ένα βαθμό εμπιστοσύνης ότι είναι όντως η βέλτιστη (πχ η λύση είναι κατά 99,9% η
βέλτιστη, το οποίο αποτελεί ικανοποιητικό βαθμό για τους σκοπούς του μηχανικού, χωρίς όμως
αυτό να είναι απολύτως, μαθηματικά, βέβαιο).

Εικόνα 1.19: Ο τρόπος λειτουργίας του εξελικτικού αλγορίθμου.

Στη συγκεκριμένη εργασία αναπτύχθηκε ένα φύλλο εργασίας στο Excel. Αρχικά λαμβάνονται
κάποια δεδομένα του προβλήματος που θα επιλυθεί (πόσα μέτρα θα είναι για παράδειγμα το
άνοιγμα της γέφυρας, τι σκυρόδεμα θα χρησιμοποιηθεί κλπ). Στη συνέχεια δίνονται κάποιες
αυθαίρετες τιμές στις μεταβλητές της λύσης (δύναμη προέντασης, εκκεντρότητα κλπ). Το
υπολογιστικό φύλλο επιλύει από μόνο του το συγκεκριμένο φορέα, προκειμένου να υπολογίσει
τις τελικές αναπτυσσόμενες τάσεις σε κάθε απαιτούμενο σημείο του φορέα. Από τη λύση, με
βάση τιμές που λήφθηκαν από Τιμολόγια του Ελληνικού Κράτους, υπολογίζεται το συνολικό
κόστος της συγκεκριμένης κατασκευής. Εάν κάποια προϋπόθεση σχεδιασμού δεν τηρείται
(αναπτυχθούν εφελκυστικές τάσεις σε κάποια διατομή ή ο τένοντας τοποθετηθεί εκτός της
διατομής) τότε εφαρμόζεται ένας πολλαπλασιαστικός συντελεστής, ο οποίος αυξάνει δραστικά
το κόστος της λύσης, καθιστώντας την μη οικονομικά βιώσιμη. Πάνω στο φύλλο εργασίας
εφαρμόζεται το πρόγραμμα XLOptimizer, το οποίο με επαναληπτικές δομικές καταλήγει στην
οικονομικά βέλτιστη λύση.

Εικόνα 1.20: Λογική δομή του προβλήματος.


1.3 Διάρθρωση της εργασίας
Η συγκεκριμένη εργασία αποτελείται από 5 Κεφάλαια και διαρθρώνεται ως εξής:

Στο 1ο Κεφάλαιο αναλύεται γενικά τι είναι γέφυρα, τι μορφές γεφυρών υπάρχουν και πώς αυτές
ταξινομούνται. Παρουσιάζεται ο σκοπός της εργασίας και ο τρόπος που αυτή διαρθρώνεται.

Στο 2ο Κεφάλαιο αναπτύσσεται η μεθοδολογία επίλυσης του φορέα της γέφυρας, βάση της οποίας
σχεδιάστηκε το υπολογιστικό φύλλο εργασίας στο Excel. Παρουσιάζονται και επεξηγούνται οι Εξελικτικοί
Αλγόριθμοι και αναπτύσσεται ο τύπος για τον υπολογισμό του κόστους της προτεινόμενης λύσης.

Στο 3ο Κεφάλαιο αναπτύσσονται λεπτομερώς τα συστατικά στοιχεία του προβλήματος (τι είναι η
εκκεντρότητα, πώς υπολογίζονται οι στιγμιαίες απώλειες κλπ).

Το 4ο Κεφάλαιο επικεντρώνεται στους Εξελικτικούς Αλγορίθμους και το πρόγραμμα XLOptimizer.


Περιγράφονται οι συναρτήσεις που χρησιμοποιήθηκαν, οι περιορισμοί και οι παραδοχές που λήφθηκαν
υπόψιν, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που προέκυψαν και γίνεται σχολιασμός επί αυτών.

Στο 5ο Κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της εργασίας που προέκυψαν, διερευνάται κατά
πόσο οι Εξελικτικοί Αλγόριθμοι μπορούν να επεκταθούν και άλλα προβλήματα και γίνονται προτάσεις
για περαιτέρω διερεύνηση του προβλήματος.
Κεφάλαιο 2ο

2.1 Διαστασιολόγηση του φορέα


Για τη συγκεκριμένη περίπτωση έχει επιλεγεί ο φορέας της γέφυρας να αποτελείται από
πολλαπλές αμφιέρειστες δοκούς, οι οποίες θα εδράζονται με εφέδρανα πάνω στα βάθρα και το
ακρόβαθρο. Λόγω της στατικής απλότητας που προσφέρει η επιλογή αυτή, δεν είναι
απαραίτητη η πλήρης στατική επίλυση του φορέα (κάτι που ενδεχομένως θα ήταν αδύνατο να
γίνει σε επίπεδο λογιστικού φύλλου και θα απαιτούσε συνέργεια μεταξύ στατικού
προγράμματος και λογιστικού φύλλου, το οποίο ξεφεύγει κατά πολύ των σκοπών της παρούσας
εργασίας), αλλά απαιτούνται μόνο τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του υπό μελέτη ανοίγματος
της γέφυρας και ορισμένοι τύποι, γνωστοί από την Αντοχή των Υλικών και τη Στατική
Ιστοστατικών Φορέων.
Τα δεδομένα που απαιτείται να δοθούν από το χρήστη αφορούν τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά
της γέφυρας (μήκος και πλάτος ανοίγματος, πάχος καταστρώματος που καλείται να «σηκώσει»
ο φορέας), τις συνθήκες περιβάλλοντος (υγρασία, η οποία επηρεάζει τις χρόνιες απώλειες) και
τις συνθήκες φόρτισης (ημέρα που ξεκινάει να επιβάλλεται η φόρτιση μετά τη χύτευση,
παράγοντας που επίσης επηρεάζει τις χρόνιες απώλειες).
Κατόπιν, επιλέγονται τα χαρακτηριστικά των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν (αντοχή
σκυροδέματος και χάλυβα κ.α.), καθώς και χαρακτηριστικά όπως η ελάχιστη απαιτούμενη
κάλυψη των οπλισμών, ο συντελεστής τριβών και καμπυλοτήτων και η εκτιμωμένη ολίσθηση
του τένοντα μετά την εφαρμογή της προέντασης.
Στο σημείο αυτό, η επίλυση στο χέρι χρησιμοποιεί τους τύπους για προέλεγχο της προέντασης
ή ελέγχους για την κατασκευή του Διαγράμματος Magnel.

Εικόνα 2.1: Τυπικό διάγραμμα Magnel.


Το κατανεμημένο φορτίο που εφαρμόζεται στην κατασκευή μετατρέπεται σε μέγιστη ροπή
ανοίγματος μέσω του τύπου:
𝑝𝑝 ∙ 𝑙𝑙 2
𝑀𝑀 =
8
όπου: Μ η αναπτυσσόμενη ροπή στο μέσο του ανοίγματος
p το κατανεμημένο φορτίο
l το άνοιγμα της δοκού

Εικόνα 2.2: Διάγραμμα ροπής σε αμφιέρειστη δοκό με ομοιόμορφο κατανεμημένο φορτίο.

Η ελάχιστη ροπή αντίστασης στην επάνω ίνα θα πρέπει να είναι:


𝑀𝑀𝑔𝑔+𝑞𝑞 − 𝜔𝜔 ∙ 𝛭𝛭𝑔𝑔
𝑊𝑊1 ≥
0,6 ∙ 𝜔𝜔 ∙ 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐
όπου: W1 η ροπή αντίστασης στην επάνω ίνα
Mg+q η ροπή λόγω μόνιμων και κινητών φορτίων

Μg η ροπή λόγο μόνιμων φορτίων

ω ο λόγος παραμένουσας προέντασης προς την αρχική


fck η χαρακτηριστική αντοχή του σκυροδέματος
Αντίστοιχα, η ελάχιστη ροπή αντίστασης στην κάτω ίνα θα πρέπει να είναι:
𝑊𝑊2 ≥ 𝜔𝜔 ∙ 𝑊𝑊1
Η ροπή αδράνειας της διατομής συνδέεται με τη ροπή αντίστασης μέσω του τύπου:
𝛪𝛪 = 𝑊𝑊 ∙ ℎ
όπου: I η ροπή αδράνειας
h η απόσταση του σημείου που εξετάζεται από τον κεντροβαρικό άξονα της διατομής
Είναι προφανές ότι η διατομή μπορεί να έχει μόνο μία ροπή αδράνειας I, αλλά η ροπή
αντίστασης W μπορεί να μεταβάλλεται, καθώς το σημείο αναφοράς απομακρύνεται από τον
κεντροβαρικό άξονα. Επιλέγεται, επομένως, η διατομή που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για
ελάχιστη ροπή αντίστασης επάνω και κάτω. Η ροπή αδράνειας μπορεί να υπολογιστεί είτε
αναλυτικά, είτε να παρθεί από έτοιμους πίνακες τυποποιημένων διατομών.

Εικόνα 2.3: Η τομή των αξόνων x και y αποτελεί το κέντρο βέρους της διατομής.

Με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της διατομής, προεκτιμάται η ελάχιστη δύναμη προέντασης:


𝑀𝑀𝑔𝑔+𝑞𝑞 − 𝜔𝜔 ∙ 𝑀𝑀𝑔𝑔
𝑃𝑃0 =
𝜔𝜔 ∙ (𝑘𝑘1 + 𝑘𝑘2 )
όπου: P0 η εφαρμοζόμενη δύναμη προέντασης
W2
k1 =
Ac
W1
k2 =
Ac
Ac το εμβαδό σκυροδέματος στην επιλεχθείσα διατομή
Κατόπιν, υπολογίζονται τα όρια της εκκεντρότητας του τένοντα:
𝑀𝑀𝑔𝑔+𝑞𝑞 𝑀𝑀𝑔𝑔
− 𝑘𝑘2 ≤ 𝑦𝑦𝑝𝑝 ≤ + 𝑘𝑘1
𝜔𝜔 ∙ 𝑃𝑃0 𝑃𝑃0
όπου: yp η εκκεντρότητα του τένοντα

Με βάση αυτά τα όρια, ο μηχανικός μπορεί να επιλέξει οποιαδήποτε τιμή εκκεντρότητας


επιθυμεί. Από την τιμή που θα επιλέξει προκύπτει η τελική δύναμη προέντασης, μέσα στα όρια:
𝑀𝑀𝑔𝑔+𝑞𝑞 𝑀𝑀𝑔𝑔
≤ 𝑃𝑃0 ≤
𝜔𝜔 ∙ �𝑦𝑦𝑝𝑝 + 𝑘𝑘2 � 𝑦𝑦𝑝𝑝 − 𝑘𝑘1

Η επιλεγείσα δύναμη προέντασης μετατρέπεται σε ισοδύναμη τάση και, εφόσον ο επιλεγμένος


χάλυβας μπορεί να φέρει αυτήν την τάση με ασφάλεια η επίλυση έχει ολοκληρωθεί.
Διαφορετικά, επιλέγεται διαφορετική διάσταση διατομής, εκκεντρότητα ή δύναμη προέντασης,
μέχρις ότου προκύψουν ανεκτά αποτελέσματα.

Εικόνα 2.4: Σχηματική απεικόνιση των αναπτυσσόμενων τάσεων σε δοκό διπλού ταυ (Ι).

Σημειώνεται ότι, σε περίπτωση που η διπλή ανισοϊσότητα της εκκεντρότητας και της δύναμης
προέντασης δεν μπορεί να ικανοποιηθεί (𝑎𝑎 ≤ 𝛽𝛽 ≤ 𝛾𝛾 με 𝛼𝛼 > 𝛾𝛾) θεωρείται ότι το κριτήριο δεν
πληρείται και επιλέγεται διαφορετική διάσταση διατομής, εκκεντρότητα ή δύναμη προέντασης,
μέχρις ότου προκύψουν ανεκτά αποτελέσματα.
Δεδομένου ότι η επίλυση σε υπολογιστικό φύλλο εναπόκειται σε επαναληπτικές δοκιμές
διαφορετικών συνδυασμών, επιλέχθηκε να ακολουθηθεί μια διαφορετική δόμηση του
προβλήματος, ώστε να είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη από το χρήστη.
Στις ιδιότητες κατασκευής δίνονται το πλήθος των δοκών που θα χρησιμοποιηθούν για να
φέρουν το κατάστρωμα, το πλήθος των τενόντων που η κάθε δοκός θα έχει αλλά και το πλήθος
των καλωδίων μέσα σε κάθε τένοντα. Αυτόματα υπολογίζονται χαρακτηριστικά, όπως η
απαιτούμενη διάμετρος του τένοντα κλπ.
Στα χαρακτηριστικά της διατομής δίνονται το ύψος και πλάτος της δοκού, το ύψος των
πελμάτων και το πλάτος του κορμού και υπολογίζεται η ροπή αδράνειας και αντίστασης, καθώς
και η επιφάνεια της διατομής.
Τα φορτία που επιβάλλονται προκύπτουν από την επιφάνεια της διατομής και του
καταστρώματος, τα κινητά από τον κυκλοφοριακό φόρτο της οδού που βρίσκεται πάνω στη
γέφυρα, ενώ λαμβάνονται υπόψιν συντελεστές ασφαλείας και υπολογίζεται η μέγιστη ροπή
ανοίγματος.
Στα χαρακτηριστικά της προέντασης δίνεται η συνολική δύναμη προέντασης που εφαρμόζεται
ανά δοκό και η εκκεντρότητα του τένοντα. Υπολογίζεται η μέγιστη δυνατή εκκεντρότητα, βάση
γεωμετρικών χαρακτηριστικών της διατομής, αλλά και η δύναμη και τάση προέντασης ανά
τένοντα και καλώδιο τένοντα αντιστοίχως.
Κατόπιν, υπολογίζονται οι αναπτυσσόμενες τάσεις σε διάφορες διατομές και θέσεις, οι
στιγμιαίες απώλειες προέντασης, η προένταση και οι αναπτυσσόμενες τάσεις μετά των
στιγμιαίων απωλειών, οι απώλειες λόγο συστολής ξήρανσης, ερπυσμού, χαλάρωσης τένοντα και
οι συνολικές απώλειες του τένοντα λόγω αλληλεπίδρασης των χρόνιων φαινομένων.
Η αντικειμενική συνάρτηση υπολογισμού του κόστους αναλύεται στην τελευταία ενότητα αυτού
του κεφαλαίου, ενώ οι περιορισμοί που λήφθηκαν υπόψιν και ο τρόπος εφαρμογής αυτών στο
πρόβλημα αναλύονται στο 4ο Κεφάλαιο.
Σημειώνεται ότι στον προέλεγχο της βιβλιογραφίας ο συντελεστής ω παίρνει εμπειρικές τιμές,
οι οποίες χρησιμοποιούνται για την προεκτίμηση των χαρακτηριστικών της διατομής, συνήθως
μεταξύ 0,8-0,9. Στη συγκεκριμένη εργασία ο συντελεστής ω υπολογίζεται στο τέλος των χρόνιων
απωλειών και αποτελεί την πραγματική τιμή και όχι κάποια θεωρητική. Ιδιαίτερη σημασία
πρέπει να δοθεί στην περίπτωση που κατά την επίλυση στο χέρι υποεκτιμηθεί ο παράγων των
απωλειών και αφού υπολογισθούν οι τελικές τιμές της προέντασης ο συντελεστής ω αποκλίνει
από τον αρχικά θεωρημένο. Σε αυτήν την περίπτωση είναι προφανές ότι η επιλεγμένη διατομή
ενδέχεται να μην επαρκεί και άρα θα απαιτείται επίλυση ξανά από την αρχή, κάτι το οποίο
αυξάνει πολλαπλασιαστικά το φόρτο εργασίας του μηχανικού.
Εξαιτίας του παραπάνω, η παρούσα εργασία μπορεί να ληφθεί ως πηγή για την εξαγωγή ενός
συνόλου εμπειρικών τιμών ω, οι οποίες θα ανταποκρίνονται κατά περίπτωση στα δεδομένα του
προβλήματος και θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με αξιοπιστία από το μελετητή μηχανικό.
2.2 Εξελικτικοί Αλγόριθμοι
Στον τομέα της επιστήμης των υπολογιστών, οι εξελικτικοί αλγόριθμοι αποτελούν μια
οικογένεια αλγορίθμων συνολικής βελτιστοποίησης, οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι από τη
βιολογική θεωρία της εξέλιξης και εξετάζονται από τον υποτομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Σε
τεχνικούς όρους αποτελούν την οικογένεια των αλγορίθμων που επιλύουν προβλήματα
βασιζόμενοι σε πληθυσμούς και επαναληπτικές δοκιμές, ενώ έχουν χαρακτήρα στοχαστικής
βελτιστοποίησης.
Στην επίλυση με εξελικτικούς αλγορίθμους δημιουργείται ένας αρχικός πληθυσμός από
μονάδες ο οποίος διαδοχικά ανανεώνεται με καινούργιες οντότητες. Κάθε νέα γενιά
δημιουργείται με τη στοχαστική αφαίρεση λύσεων με μη επιθυμητά χαρακτηριστικά, αλλά και
την ταυτόχρονη εισαγωγή μικρών τυχαίων αλλαγών. Σε όρους βιολογίας, ο πληθυσμός των
αρχικών λύσεων υποβάλλεται σε φυσική (ή τεχνητή) επιλογή (επικράτηση του ικανότερου) και
μετάλλαξη. Σαν αποτέλεσμα, ο πληθυσμός σταδιακά θα εξελιχθεί και θα βελτιώσει την
καταλληλόλητά του, βασιζόμενος στη συνάρτηση καταλληλόλητας που έχει δοθεί στον
αλγόριθμο.
Με τη χρήση των εξελικτικών αλγορίθμων μπορούν να προκύψουν αρκετά βελτιστοποιημένες
λύσεις σε προβλήματα με μεγάλο πλήθος μεταβλητών, γεγονός που τους καθιστά ιδιαίτερα
δημοφιλείς στον τομέα της επιστήμης των υπολογιστών. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές του
βασικού αλγορίθμου, οι οποίες εφαρμόζονται λιγότερο ή περισσότερο σε διαφορετικά είδη
προβλημάτων.

Εικόνα 2.5: Δόμηση εξελικτικού αλγορίθμου διαφορικής εξέλιξης.


Το είδος του εξελικτικού αλγορίθμου που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα εργασία είναι αυτό
της διαφορικής εξέλιξης (Differential evolution, DE). Βασικό πλεονέκτημα των αλγορίθμων
διαφορικής εξέλιξης είναι ότι δεν απαιτούν η αντικειμενική συνάρτηση να είναι παραγωγίσιμη.
Για την ακρίβεια δεν απαιτείται καν η αντικειμενική συνάρτηση να είναι συνεχής και, επομένως,
μπορούν με ευκολία να τεθούν περιορισμοί όπως οι τιμές των μεταβλητών να είναι ακέραιοι
αριθμοί.
Ο αρχικός πληθυσμός του προβλήματος διατηρείται και από αυτόν δημιουργείται μια νέα
ομάδα λύσεων, κατόπιν συνδυασμών μεταξύ των αρχικών λύσεων. Από τον αρχικό πληθυσμό
και τη νέα ομάδα διατηρούνται οι λύσεις με τα καλύτερα χαρακτηριστικά, τα οποία εξαρτώνται
από τη χαρακτηριστική συνάρτηση που έχει ορίσει ο χρήστης. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται,
έως ότου ο πληθυσμός πετύχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο, ολοκληρωθεί ένας
προκαθορισμένος αριθμός επαναλήψεων ή ο χρήστης αποφασίσει να τερματίσει τη διαδικασία
και να διατηρήσει το αποτέλεσμα.

Για παράδειγμα, ας υποτεθεί η συνάρτηση της σφαίρας:


Θεωρείται συνάρτηση f, η οποία είναι το άθροισμα των τετραγώνων των n μεταβλητών. Έτσι:
𝑛𝑛

𝑓𝑓(𝑥𝑥1 , 𝑥𝑥2 , … , 𝑥𝑥𝑛𝑛 ) = 𝑥𝑥12 + 𝑥𝑥22 + ⋯+ 𝑥𝑥𝑛𝑛2 = � 𝑥𝑥𝑖𝑖2


𝑖𝑖=1

Ας υποτεθεί ότι οι μεταβλητές της συνάρτησης είναι μόλις 5, δηλαδή n = 5. Κάθε μία από αυτές
παίρνει τιμές στο κλειστό διάστημα [−5,5]. Σκοπός είναι να ελαχιστοποιηθεί η τιμή της
παραπάνω συνάρτησης. Δεδομένου ότι η συνάρτηση αποτελεί άθροισμα τετραγώνων (τα οποία
στο σύνολο των πραγματικών αριθμών μπορούν να δώσουν μηδενικές ή θετικές τιμές) είναι
προφανές ότι η ελάχιστη τιμή της συνάρτησης είναι 0, όταν όλες οι μεταβλητές της πάρουν την
τιμή 0. Δηλαδή:
𝑓𝑓(𝑥𝑥1 , 𝑥𝑥2 , 𝑥𝑥3 , 𝑥𝑥4 , 𝑥𝑥5 )𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 = 𝑓𝑓(0,0,0,0,0) = 0
Προκειμένου να γίνει αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο εξελικτικός αλγόριθμος
διαφορικής εξέλιξης αναπτύχθηκε φύλλο εργασίας στο Excel που μοντελοποιεί το παραπάνω
πρόβλημα. Στην πρώτη στήλη ορίστηκαν οι μεταβλητές 𝑥𝑥1 − 𝑥𝑥5 . Στη δεύτερη δόθηκαν
αυθαίρετες αρχικές τιμές στην κάθε μία μεταβλητή. Στην τρίτη στήλη υπολογίζοντα τα
τετράγωνα των μεταβλητών (𝐶𝐶𝑖𝑖 = 𝐵𝐵𝑖𝑖 ^2). Στη βάση της τρίτης στήλης υπολογίζεται το άθροισμα
των τετραγώνων (𝐶𝐶7 = 𝑠𝑠𝑠𝑠𝑠𝑠(𝐶𝐶2 : 𝐶𝐶6 ). Τα παραπάνω φαίνονται στο σχήμα 2.6.
Σχήμα 2.6: Υπολογιστικό φύλλο για τον υπολογισμό της συνάρτησης σφαίρας.
Πάνω στο υπολογιστικό φύλλο εκτελείται το xlOptimizer. Ως στόχος επιλέγεται το κελί C7 να
ελαχιστοποιηθεί.

Σχήμα 2.7: Θέσπιση στόχου για την ελαχιστοποίηση της τιμής της αντικειμενικής συνάρτησης.
Ως μεταβλητές ορίζονται τα κελιά B2-B6. Η ελάχιστη τιμή κάθε μεταβλητής ορίζεται ως -5 και η
μέγιστη ως 5.

Σχήμα 2.8: Ορισμός μεταβλητών προβλήματος.


Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός που πρέπει να πληρείται,
οπότε τα Constraints δεν έχουν κάποια χρησιμότητα.
Δημιουργείται το σενάριο που θα επιλυθεί. Ο αλγόριθμος επίλυσης ορίζεται ως Differential
Evolution (standard). Η σύγκριση των αποτελεσμάτων γίνεται μόνο βάση της χαρακτηριστικής
συνάρτησης που θεσπίστηκε ως στόχος. Οι επαναλήψεις συνίσταται να ορίζονται τουλάχιστον
στο 30. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω απλότητας, ορίστηκαν στο 1. Ο πληθυσμός καθώς
και οι συντελεστές F και Cr κράτησαν τις προεπιλεγμένες τιμές του προγράμματος, 50, 0,5 και
0,9 αντίστοιχα. Δόθηκε σαν περιορισμός στον αλγόριθμο να τερματίσει μετά από 20000
αξιολογήσεις της συνάρτησης ή εάν παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος των 10 λεπτών.

Σχήμα 2.9: Ορισμός σεναρίου.


Το σενάριο εκτελείται.

Σχήμα 2.10: Εκτέλεση σεναρίου.


Και τα αποτελέσματα που προκύπτουν είναι:

Σχήμα 2.11: Αποτελέσματα εκτέλεσης.

Παρατηρείται ότι τα τελικά αποτελέσματα είναι αρκετά κοντά στα θεωρητικά που
υπολογίστηκαν. Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει διερεύνηση εάν το αποτέλεσμα που
υπολογίστηκε είναι ικανοποιητικά κοντά στο επιζητούμενο ή εάν η προκύπτουσα απόκλιση
συνιστά λόγο να ακυρωθούν τα αποτελέσματα. Δεδομένου ότι η απόκλιση είναι της τάξης του
3ου δεκαδικού ψηφίου, μπορεί να θεωρηθεί ότι για τους σκοπούς του μηχανικού το αποτέλεσμα
είναι ικανοποιητικό και μπορεί να ληφθεί υπόψιν ως σωστό. Στην περίπτωση που μεγαλύτερη
ακρίβεια είναι επιθυμητή, μπορούν να αυξηθούν οι τιμές της αντικειμενικής συνάρτησης που
θα εξεταστούν (στο συγκεκριμένο παράδειγμα εξετάστηκαν 20.000 τιμές, θα μπορούσαν να
οριστούν 40.000 ή 100.000, με ταυτόχρονη, όμως αύξηση και τοθ υπολογιστικού χρόνου) ή να
αυξηθεί ο αριθμός των επαναλήψεων (στη συγκεκριμένη περίπτωση μια δεύτερη επανάληψη
πιθανώς να έδινε τις μαθηματικά ακριβείς τιμές, αυτό ωστόσο είναι άνευ ουσίας).
Βασικό στοιχείο της διαδικασίας αποτελεί το γεγονός ότι το όλο πρόβλημα δομήθηκε και
επιλύθηκε χωρίς να απαιτείται καμία απολύτως γνώση από το χρήστη σχετικά με τους
εξελικτικούς αλγορίθμους. Τα 5 συνολικά παράθυρα που χρησιμοποιούνται (μαζί με τους
Περιορισμούς που δεν χρησιμοποιήθηκαν εδώ) απαιτούν ελάχιστες ενέργειες από το χρήστη.
Ακόμα και στις σύνθετες λειτουργίες, υπάρχει αναδυόμενο παράθυρο με πληροφορίες για το
πώς να το συμπληρώσει ο χρήστης.

Σχήμα 2.12: Αναδυόμενο παράθυρο πληροφόρησης του χρήστη.

Από τα παραπάνω φαίνεται ο βαθμός στον οποίο μπορεί το συγκεκριμένο εργαλείο να βοηθήσει
το χρήστη, από τον οποίο απαιτείται μόνο βασική κατανόηση του προς επίλυση προβλήματος,
ώστε να μπορεί να το διατυπώσει σε φύλλο εργασίας του Excel.
2.3 Υπολογισμός κόστους λύσης
Για τον υπολογισμό του κόστους της λύσης ελήφθησαν τιμές από τα Περιγραφικά Τιμολόγια
Έργων, μέσω της ιστοσελίδας του Ελληνικού Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
Συγκεκριμένα, για το σκυρόδεμα χρησιμοποιήθηκε ο αριθμός τιμολογίου 32.01.07 για έργα άνω
των 2 εκατ. ευρώ (παραδοχή λογική για τη διαδικασία κατασκευής μιας γέφυρας), όπου η τιμή
είναι ίση με 100 ευρώ/κυβικό για σκυρόδεμα C30/37. Δεδομένης της έλλειψης τιμών για τις
μεγαλύτερες κατηγορίες αντοχής, δημιουργήθηκε συσχέτιση των διαθέσιμων τιμών στις
χαμηλότερες κατηγορίες, η οποία επεκτάθηκε στις κατηγορίες της εργασίες, για να προκύψουν
οι τιμές ανά κυβικό στις κατηγορίες C35/45 και άνω. Για τον χάλυβα χρησιμοποιήθηκαν δύο
αριθμοί τιμολογίου: Για την ποιότητα S1770/1860 ο αριθμός Β-31.2 και για την κατηγορία
S1670/1770 ο αριθμός Β-31.1. Δεδομένου ότι τα τιμολόγια έδιναν τιμές ανά μονάδα μάζας,
θεωρήθηκε πυκνότητα χάλυβα ίση με 8 kg⁄m3 , προκειμένου να εξαχθούν τιμές ανά κυβικό. Για
κόστος έργου μεγαλύτερο των 10 εκατ. ευρώ, ο χάλυβας κατηγορίας S1770/1860 κόστιζε
6,3 ευρώ/κιλό και ο χάλυβας S1670/1770 6,2 ευρώ/κιλό. Οι τιμές αυτές ισοδυναμούν με
50,4 ευρώ/κυβικό και 49,6 ευρώ/κυβικό αντίστοιχα. Για τους σωλήνες, χρησιμοποιήθηκαν οι
κωδικοί 12.13.04.01 , 12.13.04.02 , 12.13.04.03 , 12.13.04.04 , 12.13.04.05 και 12.13.04.06.
Δεδομένου ότι οι διάμετροι του τιμολογίου δεν αντιστοιχούσαν πλήρως με τις διαμέτρους του
προβλήματος, έγινε γραμμική παρεμβολή για τον υπολογισμό των τιμών ανά μέτρο σωλήνα του
προβλήματος. Πάλι, θεωρήθηκε έργο αξίας μεγαλύτερης των 5 εκατ. ευρώ. Τελικά
υπολογιστήκαν οι εξής τιμές: 4,1 ευρώ/μέτρο για 56mm διάμετρο, 5,1 ευρώ/μέτρο για 67mm,
5,9 ευρώ/μέτρο για 77mm, 7,2 ευρώ/μέτρο για 90mm, 7,7 ευρώ/μέτρο για 95mm,
8,6 ευρώ/μέτρο για 105mm, 10,1 ευρώ/μέτρο για 115mm, 12,1 ευρώ/μέτρο για 125 mm και
14,4 ευρώ/μέτρο για 137mm διάμετρο. Λόγω της έλλειψης τιμών τιμολογίου, θεωρήθηκε
αυθαίρετα ότι το κόστος για την τάνυση κάθε σωλήνας είναι ίσο με 150 ευρώ.

Σχήμα 2.13: Περιγραφικά Τιμολόγια έργων του Υπουργείου Υποδομών.


Στη συνέχεια έγινε αναγωγή των παραπάνω τιμών, με βάση τα πραγματικά χαρακτηριστικά της
κατασκευής, σε τιμές κόστους/μέτρο ανοίγματος. Το κόστος σκυροδέματος ανά κυβικό
πολλαπλασιάστηκε με την επιφάνεια σκυροδέματος της διατομής (επιφάνεια διατομής –
επιφάνεια σωλήνα προέντασης) επί τον αριθμό των δοκών του φορέα. Έτσι:
€ € 2 2
= 3 ∙ �𝑚𝑚𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿ή𝜍𝜍 − 𝑛𝑛𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎ή𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈 ∙ 𝑚𝑚𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎ή𝜈𝜈𝜈𝜈 � ∙ 𝑛𝑛𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿ώ𝜈𝜈
𝑚𝑚 𝑚𝑚
2
όπου: 𝑚𝑚𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿ή𝜍𝜍 η επιφάνεια της διατομής διπλού ταυ

𝑛𝑛𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎ή𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈 το πλήθος των σωλήνων προέντασης


2
𝑚𝑚𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎ή𝜈𝜈𝜈𝜈 η επιφάνεια της κάθε σωλήνας

𝑛𝑛𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿ώ𝜈𝜈 το πλήθος των προεντεταμένων δοκών που συνιστούν το φορέα

Αντίστοιχα, το κόστος του χάλυβα ανά μέτρο ισούται με το κόστος ανά κυβικό επί το πλήθος των
δοκών επί το πλήθος των σωλήνων επί το πλήθος των καλωδίων επί την επιφάνεια του
καλωδίου. Έτσι:
€ € 2
= 3 ∙ 𝑛𝑛𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿ώ𝜈𝜈 ∙ 𝑛𝑛𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎ή𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈 ∙ 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅ί𝜔𝜔𝜔𝜔 ∙ 𝑚𝑚𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅ί𝜔𝜔𝜔𝜔
𝑚𝑚 𝑚𝑚
όπου: 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅ί𝜔𝜔𝜔𝜔 το πλήθος των καλωδίων σε κάθε σωλήνα προέντασης
2
𝑚𝑚𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅ί𝜔𝜔𝜔𝜔 η επιφάνεια του κάθε καλωδίου προέντασης

Το κόστος των σωλήνων είναι ήδη υπολογισμένο ανά τρέχον μέτρο.

Για το κόστος τάνυσης, διαιρείται το κόστος τάνυσης ανά σωλήνα με το μήκος του ανοίγματος
και πολλαπλασιάζεται με το πλήθος των δοκών και το πλήθος των σωλήνων. Έτσι:
€ € 𝑛𝑛𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿ώ𝜈𝜈 ∙ 𝑛𝑛𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎ή𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈
= ∙
𝑚𝑚 𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎ή𝜈𝜈𝜈𝜈 𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼𝛼𝛼ί𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾

όπου: 𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼𝛼𝛼ί𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 το άνοιγμα της γέφυρας

Τα παραπάνω υπολογισμένα κόστη αθροίζονται, ώστε να προκύψει το συνολικό κόστος της


γέφυρας ανά τρέχον μέτρο ανοίγματος
Το συνολικό κόστος προκύπτει με πολλαπλασιασμό του κόστους ανά τρέχον μέτρο με το
συνολικό μήκος του ανοίγματος.
Στη συνέχεια υπεισέρχεται ο περιοριστικός συντελεστής, ο οποίος εξαρτάται από το εάν
πληρούνται οι στατικοί περιορισμοί του προβλήματος. Ο αναλυτικός τρόπος υπολογισμού του
αναλύεται στο 4ο Κεφάλαιο. Συνοπτικά, εάν πληρούνται όλοι οι περιορισμοί, ο συντελεστής
παίρνει τιμή μονάδα, ενώ εάν δεν πληρούνται παίρνει τιμές πολλαπλάσιες του 1000.
Το τελικό κόστος προκύπτει από πολλαπλασιασμό του συνολικού κόστους με τον περιοριστικό
συντελεστή.

Σχήμα 2.14: Καρτέλα υπολογισμού κόστους λύσης.


Κεφάλαιο 3ο

3.1 Δεδομένα προβλήματος


Ως δεδομένα του προβλήματος λαμβάνονται το μήκος ανοίγματος 𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼 , το πλάτος ανοίγματος
𝑑𝑑𝛼𝛼𝛼𝛼 , το πάχος του καταστρώματος ℎ𝜅𝜅 , η υγρασία του περιβάλλοντος 𝑤𝑤 και η ημέρα έναρξης
επιβολής της φόρτισης στην προεντεταμένη δοκό 𝑡𝑡. Τα δεδομένα του προβλήματος εισάγονται
από το χρήστη και εξαρτώνται από τις συνθήκες του προβλήματος, δηλαδή τις απαιτήσεις και
τους περιορισμούς του έργου.
Το μήκος του ανοίγματος 𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼 είναι ίσως η σημαντικότερη από τις παραπάνω παραμέτρους,
καθώς η μέγιστη αναπτυσσόμενη ροπή στη δοκό (και άρα η ορθή τάση που καλείται να καλύψει
η προένταση) συνδέεται μέσω πολυωνύμου δεύτερης τάξης με το μήκος ανοίγματος. Συνεπώς,
εάν για παράδειγμα επέλθει διπλασιασμός του μήκος ανοίγματος της γέφυρας, η μέγιστη
αναπτυσσόμενη ροπή (και άρα η τάση) θα τετραπλασιαστεί.
Το πλάτος του ανοίγματος 𝑑𝑑𝛼𝛼𝛼𝛼 είναι η δεύτερη σημαντική παράμετρος που χαρακτηρίζει τη
γέφυρα. Δεδομένου, όμως, ότι αύξηση του πλάτους συνεπάγεται αύξηση του διαθέσιμου
χώρου για τοποθέτηση περισσοτέρων παράλληλων δοκών που μπορούν να φέρουν το
κατάστρωμα, η αυξομείωση αυτής της παραμέτρου δεν επιφέρει δραστικές αλλαγές στις
απαιτήσει σχεδιασμού του φορέα.
Το πάχος του καταστρώματος ℎ𝜅𝜅 αποτελεί, ουσιαστικά, το οδόστρωμα που θα φέρει την
κυκλοφορία μαζί με τις ενδιάμεσες (συνδετικές) στρώσεις μέχρι το φορέα της γέφυρας.
Η υγρασία του περιβάλλοντος 𝑤𝑤 είναι μια σημαντική παράμετρος που επηρεάζει τις συνθήκες
ωρίμανσης του σκυροδέματος και κατ’ επέκταση τις απώλειες προέντασης λόγω συστολής
ξήρανσης και ερπυσμού. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί, ότι όσο υψηλότερη τιμή έχει η υγρασία του
περιβάλλοντος, τόσο λιγότερες είναι οι απώλειες του σκυροδέματος σε νερό και τόσο μικρότερη
είναι η τελική απώλεια σε δύναμη προέντασης.
Τέλος, η ημέρα επιβολής της φόρτισης 𝑡𝑡 αφορά τις απώλειες προέντασης λόγω του φαινομένου
του ερπυσμού.

Σχήμα 3.1: Δεδομένα του προβλήματος (κατασκευής).


3.2 Ιδιότητες υλικών
Οι ιδιότητες των υλικών αφορούν τα μηχανικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν το σκυρόδεμα
και ο χάλυβας που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή του έργου. Ορισμένα επιλέγονται
από το χρήστη, μέσω επιλογής λίστας, ενώ άλλα προκύπτουν αυτόματα, βάση των επιλογών
που έγιναν.
Η ποιότητα του σκυροδέματος 𝐶𝐶 είναι η μία από τις δύο βασικότερες παραμέτρους αυτής της
κατηγορίας (η άλλη είναι η ποιότητα του τένοντα). Σκυρόδεμα υψηλότερης ποιότητας
συνεπάγεται αφενός υψηλότερη θλιπτική αντοχή και άρα μπορούν να εφαρμοστούν
υψηλότερες τάσεις προέντασης, αφετέρου η υψηλότερη εφελκυστική αντοχή που παρουσιάζει
δίνει μεγαλύτερα περιθώρια για την επιλογή της επιβαλλόμενης δύναμης (σε περίπτωση που
επιλεγεί να γίνει χρήση μερικής προέντασης, κάτι το οποίο δεν εξετάζεται στην παρούσα
εργασία). Οι ποιότητες σκυροδέματος που επελέγησαν για την παρούσα εργασία είναι C30/37,
C35/45, C40/50, C45/55, C50/60, C55/67, C60/75, C70/85, C80/95 και C90/105.
Η χαρακτηριστική αντοχή του σκυροδέματος 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 αποτελεί την πρώτη τιμή της κατηγορίας
σκυροδέματος. Εκφράζει την αντοχή (τουλάχιστον) που αναπτύσσει υπό θλίψη κυλινδρικό
δοκίμιο σκυροδέματος με διάμετρο 150 𝑚𝑚𝑚𝑚 και ύψος 300 𝑚𝑚𝑚𝑚 στο 95% των δοκιμών. Για τους
σκοπούς της εργασίας, το Excel κάνει αναζήτηση την επιλεχθείσα ποιότητα σκυροδέματος σε
πίνακα, από τον οποίο λαμβάνει την χαρακτηριστική αντοχή που αντιστοιχεί στην ποιότητα
σκυροδέματος που επιλέχθηκε, μέσω της συνάρτησης HLOOKUP.
Η μέση αντοχή του σκυροδέματος 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 εκφράζει τη μέση τιμή που ανέπτυξαν τα δοκίμια κατά τη
δοκιμή θλίψης. Συνδέεται με τη χαρακτηριστική αντοχή με τη σχέση:
𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 = 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 + 8 [𝑀𝑀𝑀𝑀𝑀𝑀]
Για τους σκοπούς της εργασίας λαμβάνεται μέσω της συνάρτησης HLOOKUP, βάση της
επιλεχθείσας ποιότητας σκυροδέματος.
Το μέτρο ελαστικότητας του σκυροδέματος 𝐸𝐸𝑐𝑐𝑐𝑐 εκφράζει την τάση που πρέπει να εφαρμοστεί
σε ένα δοκίμιο σκυροδέματος μήκους 1 𝑚𝑚 προκειμένου να μεταβάλλει το μήκος του κατά 1 𝑚𝑚
(δηλαδή να αναπτύξει τροπή ίση με τη μονάδα), με τη θεώρηση ότι αγνοείται το όριο διαρροής
και θραύσης του υλικού (δηλαδή το υλικό λειτουργεί πλήρως ελαστικά και δεν
αποδιοργανώνεται εσωτερικά). Όσο μεγαλύτερο είναι το μέτρο ελαστικότητας ενός υλικού,
τόσο μεγαλύτερη τάση πρέπει να του ασκηθεί για να αναπτυχθεί μια συγκεκριμένη
παραμόρφωση. Αντίστοιχα, όσο μεγαλύτερο είναι το μέτρο ελαστικότητας του υλικού, τόσο
μικρότερη παραμόρφωση θα αναπτυχθεί για την ίδια εφαρμοζόμενη τάση. Γενικά, το μέτρο
ελαστικότητας εξαρτάται από την αντοχή του σκυροδέματος. Στη συγκεκριμένη εργασία, το
μέτρο ελαστικότητας προκύπτει μέσω της συνάρτησης HLOOKUP από την ποιότητα του
σκυροδέματος.
Η ποιότητα του τένοντα 𝑆𝑆 είναι η δεύτερη σημαντική παράμετρος της κατηγορίας αυτής (μαζί
με την ποιότητα του σκυροδέματος). Από αυτήν εξαρτάται η μέγιστη επιτρεπόμενη τάση που
δύναται να φέρει το κάθε καλώδιο και, επομένως, το πλήθος των καλωδίων και τενόντων που
θα χρησιμοποιηθούν. Κατ’ επέκταση, από την παράμετρο αυτή εξαρτάται και το κόστος της
κατασκευής, καθώς το κόστος του χάλυβα είναι πολλαπλάσιο αυτού του σκυροδέματος.
Υπάρχουν δύο δυνατές τιμές για την ποιότητα του τένοντα, μέσω της επιλογής από λίστα, η
S1770/1860 και η S1670/1770.
Η ελάχιστη τάση 𝑆𝑆𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 είναι η πρώτη τιμή που αναγράφεται στην ποιότητα του τένοντα. Εκφράζει
τη συμβατική αντοχή του χάλυβα σε εφελκυσμό. Υπολογίζεται μέσω της συνάρτησης HLOOKUP,
βάση της ποιότητας του τένοντα.
Η μέγιστη τάση 𝑆𝑆𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 είναι η δεύτερη τιμή που αναγράφεται στην ποιότητα του τένοντα.
Εκφράζει το συμβατικό όριο διαρροής του χάλυβα για παραμένουσα ανηγμένη παραμόρφωση
(τροπή) της τάξης του 0,1%. Υπολογίζεται μέσω της συνάρτησης HLOOKUP, βάση της ποιότητας
του τένοντα.
Η τάση διαρροής του χάλυβα σ𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 εκφράζει τη μέγιστη δυνατή τάση που μπορεί να λάβει ο
τένοντας προέντασης κατά το σχεδιασμό. Υπολογίζεται συναρτήσει της ελάχιστης και μέγιστης
τάσης από τον τύπο:
𝜎𝜎𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 = min[0,8 ∙ 𝑆𝑆𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 , 0,9 ∙ 𝑆𝑆𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 ]
Το μέτρο ελαστικότητας του χάλυβα 𝐸𝐸𝑝𝑝 εκφράζει, κατά αντιστοιχία με τον μέτρο ελαστικότητας
του σκυροδέματος, την τάση που πρέπει να εφαρμοστεί σε ένα δοκίμιο μήκους 1 𝑚𝑚
προκειμένου να μεταβληθεί το μήκος του κατά 1 𝑚𝑚 (δηλαδή να αναπτύξει τροπή ίση με τη
μονάδα), με τη θεώρηση ότι αγνοείται το όριο διαρροής και θραύσης του υλικού. Θεωρείται
σταθερό και ίσο με 195 𝐺𝐺𝐺𝐺𝐺𝐺 για όλες τις ποιότητες του χάλυβα.
Από την κατηγορία του τένοντα κ.τ. εξαρτάται ο βαθμός χαλάρωσης που θα επέλθει στον
τένοντα μετά το πέρας μεγάλου χρονικού διαστήματος (χρόνιες απώλειες). Η Κατηγορία 1
αφορά σύρματα ή συρματόσχοινα συνήθους χαλάρωσης. Η Κατηγορία 2 σύρματα ή
συρματόσχοινα μικρής χαλάρωσης (και άρα μικρότερων απωλειών). Η Κατηγορία 3 αφορά
ράβδους θερμής έλασης και επεξεργασμένες ράβδους. Γενικά, η Κατηγορία είναι εμφανίζει τις
μεγαλύτερες χρόνιες απώλειες, μετά η Κατηγορία 3 και η Κατηγορία 2 εμφανίζει τις μικρότερες.
Η κατηγορία του τένοντα επιλέγεται από το χρήστη, μέσω λίστας.
Το ποσοστό χαλάρωσης 𝜌𝜌1000 εκφράζει το εναπομείναν ποσοστό της προέντασης (συναρτήσει
της αρχικής επιβληθείσας) μετά την πάροδο 1000 ωρών, σε σταθερή θερμοκρασία 20°𝐶𝐶, για
αρχική τάση χάλυβα ίση με το 70% της εφελκυστικής του αντοχής, δηλαδή 0,7 ∙ 𝑆𝑆𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 . Προκύπτει
από την κατηγορία του τένοντα μέσω της συνάρτησης HLOOKUP.
Η ταχύτητα πήξης του σκυροδέματος τ.π. αφορά το χρόνο που απαιτεί το σκυρόδεμα, μετά τη
σκυροδέτηση, για να αναπτύξει την αντοχή του. Επιδρά στις χρόνιες απώλειες λόγω ερπυσμού.
Ο χρήστης μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στις κατηγορίες S (Slow), N (Normal) και R (Rapid).
Η επικάλυψη 𝑐𝑐 εκφράζει την ελάχιστη απαιτούμενη απόσταση του κέντρου βάρους του τένοντα
από την εξωτερική επιφάνεια του σκυροδέματος. Η απαίτηση σε επικάλυψη επηρεάζει το
διαθέσιμο χώρο που υπάρχει για την τοποθέτηση των τενόντων και καθιστά κάποια πάχη
κορμού της δοκού απαγορευτικά. Η απαίτηση σε επικάλυψη ορίζεται από το χρήστη, ενώ για
τους σκοπούς της παρούσας εργασίας λήφθηκε ίση με 50 𝑚𝑚𝑚𝑚.
Ο συντελεστής τριβής μ εκφράζει τις απώλειες προέντασης λόγω τριβής του τένοντα με το
περιβάλλον του. Επιλέγεται από το χρήστη. Για τους σκοπούς της εργασίας, ελήφθη ίσος με 0,25.
Ο συντελεστής καμπυλών k εκφράζει τις απώλειες προέντασης λόγω εκτροπής του τένοντα από
την ευθυγραμμία. Επιλέγεται από το χρήστη. Για τους σκοπούς της εργασίας ελήφθη ίσος με
0,015.
Η ολίσθηση του τένοντα δ εκφράζει το μήκος που θα ολισθήσει το άκρο του τένοντα για να
σφηνωθεί στην αγκύρωση και να αγκυρωθεί Επιλέγεται από το χρήστη. Για τους σκοπούς της
εργασίας ελήφθη ίση με 2,5 𝑚𝑚𝑚𝑚.

Σχήμα 3.2: Ιδιότητες των υλικών.


3.3 Ιδιότητες κατασκευής
Οι ιδιότητες της κατασκευής αφορούν το πλήθος των δοκών, των τενόντων και των καλωδίων
που θα χρησιμοποιηθούν, τη διάμετρο των τενόντων και των καλωδίων, αλλά και την επιφάνεια
των καλωδίων. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα χαρακτηριστικά της διατομής (ύψος, πλάτος,
ροπή αδράνειας κλπ) αποτελούν επίσης κομμάτι αυτής της ενότητας. Δεδομένης, ωστόσο, της
πολυπλοκότητας που αναπτύσσει μια διατομή τύπου διπλού ταυ (Ι), θεωρήθηκε αποδοτικότερο
να εξεταστεί αυτή ως ξεχωριστή ενότητα.
Το πλήθος των δοκών 𝑛𝑛𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 εκφράζει πόσες δοκοί θα χρησιμοποιηθούν για να φέρουν το βάρος
του καταστρώματος και των φορτίων κυκλοφορίας. Επιλέγεται από το χρήστη. Το πλήθος τους
πρέπει να είναι ακέραιο.
Το πλήθος των τενόντων 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 εκφράζει πόσοι τένοντας προέντασης θα περικλείονται από τη
διατομή κάθε δοκού. Δεν πρέπει να υπάρξει σύγχυση μεταξύ του συνολικού αριθμού τενόντων
που υπάρχουν στο σύνολο των δοκών, που προκύπτει από το γινόμενο του πλήθους δοκών επί
του πλήθους τενόντων. Επιλέγεται από το χρήστης. Το μέγεθος αυτό πρέπει, επίσης, να είναι
ακέραιος αριθμός.
Το πλήθος καλωδίων προέντασης 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜆𝜆 εκφράζει πόσα καλώδια θα περιέχονται μέσα σε κάθε
τένοντα προέντασης. Επιλέγεται από το χρήστης. Και αυτό το μέγεθος πρέπει να είναι ακέραιος
αριθμός.
Η διάμετρος του σωλήνα (ή τένοντα) 𝐷𝐷 εκφράζει την εξωτερική διάμετρο που πρέπει να έχει ο
τένοντας, προκειμένου να μπορεί να περικλείσει τα επιλεγμένα καλώδια προέντασης.
Προκύπτει συναρτήσει της ποιότητας των καλωδίων (μέσω της συνάρτησης IF) και του πλήθους
των καλωδίων (μέσω της συνάρτησης HLOOKUP). Παίρνει συγκεκριμένες τιμές από πίνακα
δεδομένων.
Η διάμετρος των καλωδίων 𝑑𝑑 προκύπτει βάση της επιλεγμένης ποιότητας χάλυβα που θα
χρησιμοποιηθεί στα καλώδια προέντασης, μέσω της συνάρτησης HLOOKUP, από πίνακα τιμών.
Η επιφάνεια των καλωδίων 𝛢𝛢𝜅𝜅 εκφράζει την επιφάνεια σε χάλυβα που διαθέτει κάθε ένα
καλώδιο προέντασης. Προκύπτει από τον τύπο:
𝜋𝜋 ∙ 𝑑𝑑2
𝛢𝛢𝜅𝜅 =
4

Σχήμα 3.3: Ιδιότητες της κατασκευής.


3.4 Χαρακτηριστικά διατομής
Τα χαρακτηριστικά της διατομής αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των ιδιοτήτων της
κατασκευής, που εξετάζεται ξεχωριστά για λόγους σπουδαιότητας και καλύτερης κατανόησης.
Στην ενότητα αυτή εξετάζονται τα γεωμετρικά και μηχανικά χαρακτηριστικά της διατομής
διπλού ταυ (Ι) που αποτελεί το φέρον οργανισμό της κατασκευής.
Το ύψος της δοκού 𝐻𝐻 εκφράζει την απόσταση από την κάτω ίνα έως την άνω ίνα αναφοράς της
διατομής. Επιλέγεται από το χρήστη.
Το πλάτος της δοκού 𝐵𝐵 εκφράζει τη συνολική διάσταση που καταλαμβάνει η διατομή στον άξονα
κάθετα του ύψους της. Επιλέγεται από το χρήστη.
Το ύψος των πελμάτων ℎ εκφράζει την απόσταση από την κάτω ίνα έως την άνω ίνα αναφοράς
των πελμάτων. Η διάσταση αυτή συμπεριλαμβάνεται στο ύψος της δοκού. Για να προκύψει το
ύψος του κορμού πρέπει να αφαιρεθεί το διπλάσιο του ύψους των πελμάτων από το ύψος της
δοκού. Το ύψος των πελμάτων επιλέγεται από το χρήστη.
Το πλάτος του κορμού 𝑏𝑏 εκφράζει τη συνολική διάσταση που καταλαμβάνει ο κορμός στον
άξονα κάθετα στο ύψος της διατομής. Περιλαμβάνεται μέσα στο πλάτος της δοκού. Για να
προκύψει το καθαρό πλάτος των πελμάτων πρέπει να αφαιρεθεί το πλάτος του κορμού από το
πλάτος της δοκού. Το πλάτος του κορμού επιλέγεται από το χρήστη.
Η επιφάνεια της διατομής 𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 εκφράζει τη συνολική επιφάνεια της επιλεγμένης διατομής.
Προκύπτει από τον παρακάτω τύπο:
𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 = 2 ∙ ℎ ∙ 𝐵𝐵 + (𝐻𝐻 − 2 ∙ ℎ) ∙ 𝑏𝑏
Η ροπή αδράνειας της διατομής 𝐼𝐼 εκφράζει την αντίσταση που προβάλει η διατομή σε κάμψη
περί τον άξονα 3. Σε στοιχεία δοκού, ο άξονας 1 είναι ο διαμήκης άξονας, ο άξονας 2 είναι
παράλληλος με την κατακόρυφο (φορτία βαρύτητας) και ο άξονας 3 είναι κάθετος στο επίπεδο
που ορίζουν οι άξονες 1 και 2. Λόγω της σύνθετης μορφής της διατομής, δεν γίνεται να
υπολογιστεί η ροπή αδρανείας της απευθείας. Αρχικά, υπολογίζεται η ροπή αδράνειας καθενός
ορθογωνίου που συνιστά της διατομή στο κεντροβαρικό του σύστημα και, κατόπιν, γίνεται
μεταφορά, μέσω του θεωρήματος Steiner, στο κεντροβαρικό σύστημα της διατομής.
Η ροπή ανίστασης ενός σημείου 𝑊𝑊𝑖𝑖 εκφράζει το πηλίκο της διαίρεσης της ροπής αδράνειας της
διατομής με την προσημασμένη απόσταση του συγκεκριμένου σημείου από το κέντρο βάρους
τη διατομής. Έτσι, η ροπή αντίσταση άνω 𝑊𝑊2 εκφράζει το πηλίκο της διαίρεσης της ροπής
αδράνειας με το αρνητικό ημιύψος της διατομής, ενώ η ροπή αντίστασης κάτω 𝑊𝑊1 το πηλίκο
της ροπής αδράνειας με το θετικό ημιύψος της διατομής. Προφανώς, τα ενδιάμεσα σημεία
έχουν διαφορετική ροπή αντίστασης, λόγω διαφορετικής απόστασης από το κέντρο βάρους της
διατομής. Λόγω συμμετρίας της διατομής περί τον άξονα 3, η ροπή αντίστασης άνω και κάτω
είναι ίση.
Σχήμα 3.4: Χαρακτηριστικά της διατομής.
3.5 Υπολογισμός φορτίων
Στην ενότητα των φορτίων αναλύονται όλες οι καταπονήσεις που επιβάλλονται στο φορέα της
γέφυρας, εκτός της προέντασης. Περιλαμβάνεται το ίδιο βάρος της κατασκευής του φέροντος
οργανισμού, τα μόνιμα και κινητά φορτία. Επί των χαρακτηριστικών τιμών των φορτίων
επιβάλλονται τυπικοί πολλαπλασιαστικοί συντελεστές ασφαλείας. Βάση των φορτίων
υπολογίζονται οι αναπτυσσόμενες ροπές που χρησιμοποιούνται για τη διαστασιολόγηση των
δοκών.
Το ίδιο βάρος του καταστρώματος 𝑔𝑔 εκφράζει το βάρος που καταπονεί την κατασκευή και
οφείλεται στο κατάστρωμα που επιτρέπει τη ροή της κυκλοφορίας. Προκύπτει ως το γινόμενο
του ίδιου βάρους του σκυροδέματος (25 𝑘𝑘𝑘𝑘⁄𝑚𝑚3) επί το πλάτος του ανοίγματος της γέφυρας
επί το πάχος του καταστρώματος.
Τα κινητά κατανεμημένα (επιφανειακά) φορτία 𝑞𝑞𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 προκύπτουν από τη διέλευση οχημάτων
και πεζών επί του καταστρώματος της γέφυρας. Μεγάλη σημασία στον υπολογισμό των κινητών
επιφανειακών φορτίων παίζει το πλάτος του ανοίγματος της γέφυρας. Για γέφυρα με πλάτος
μέχρι 3 μέτρα, το κινητό επιφανειακό φορτίο είναι 9 𝑘𝑘𝑘𝑘⁄𝑚𝑚2 . Για πλάτος μεγαλύτερο των 3
μέτρων είναι 9 𝑘𝑘𝑁𝑁⁄𝑚𝑚2 στα πρώτα 3 μέτρα και 2,5 𝑘𝑘𝑘𝑘⁄𝑚𝑚2 στα υπόλοιπα.
Τα κινητά σημειακά φορτία 𝑞𝑞𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎 λειτουργούν με αντίστοιχη λογική. Για πλάτος μέχρι 3 μέτρα,
το φορτίο είναι 600 𝑘𝑘𝑘𝑘. Για πλάτος μέχρι 6 μέτρα, είναι 600 𝑘𝑘𝑘𝑘 + 400 𝑘𝑘𝑘𝑘. Για πλάτος
μεγαλύτερο των 6 μέτρων, είναι 600 𝑘𝑘𝑘𝑘 + 400 𝑘𝑘𝑘𝑘 + 200 𝑘𝑘𝑘𝑘. Τα κινητά σημειακά φορτία, σε
αντίθεση με τα κατανεμημένα, δεν εφαρμόζεται καθ’ όλο το μήκος του ανοίγματος, αλλά
μονάχα σε ένα σημείο. Προκειμένου να γίνει διαστασιολόγηση για τη δυσμενέστερη δυνατή
κατάσταση, επιλέχθηκε το σημείο αυτό να είναι στο μέσο του ανοίγματος.
Το ίδιο βάρος καταστρώματος ανά δοκό 𝑔𝑔𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 προκύπτει ως το πηλίκο του ίδιου βάρους του
καταστρώματος, προς το πλήθος των δοκών του φορέα της γέφυρας.
Τα κινητά κατανεμημένα φορτία ανά δοκό 𝑞𝑞𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 προκύπτουν ως το πηλίκο των κινητών
κατανεμημένων φορτίων προς το πλήθος των δοκών.
Τα κινητά σημειακά φορτία ανά δοκό 𝑞𝑞𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 προκύπτουν ως το πηλίκο των κινητών σημειακών
φορτίων προς το πλήθος των δοκών.
Το ίδιο βάρος της δοκού ι.β. προκύπτει ως το γινόμενο του ίδιου βάρους του σκυροδέματος με
την επιφάνεια της διατομής. Λόγω της μικρής επιφάνειας που καταλαμβάνουν οι τένοντες
προέντασης συναρτήσει της συνολικής επιφάνειας, δεν γίνεται απομείωση κατά τον
υπολογισμό του ίδιου βάρους σκυροδέματος (παραδοχή προς την πλευρά της ασφάλειας).
Ο συντελεστής μόνιμων φορτίων 𝛾𝛾𝑔𝑔 τίθεται ως συντελεστής ασφαλείας για τα μόνιμα φορτία
και είναι ίσος με 1,35.
Αντίστοιχα, ο συντελεστής κινητών φορτίων 𝛾𝛾𝑞𝑞 είναι ίσος με 1,5.
Η μόνιμη φόρτιση 𝐺𝐺 προκύπτει από το άθροισμα του ίδιου βάρους του καταστρώματος ανά
δοκό και το ίδιο βάρος της δοκού, πολλαπλασιασμένο με το συντελεστή μόνιμων φορτίων.
Η κινητή κατανεμημένη φόρτιση 𝑄𝑄𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 προκύπτει από τα κινητά κατανεμημένα φορτία ανά δοκό,
πολλαπλασιασμένα με το συντελεστή κινητών φορτίων.
Η συνολική φόρτιση 𝐺𝐺 + 𝑄𝑄𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 προκύπτει ως το άθροισμα της μόνιμης φόρτισης και της κινητής
κατανεμημένης φόρτισης.
Η κινητή σημειακή φόρτιση 𝑄𝑄𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎𝜎 προκύπτει από τα κινητά σημειακά φορτία ανά δοκό,
πολλαπλασιασμένα με το συντελεστή κινητών φορτίων.
Η αρχική μόνιμη ροπή ανοίγματος 𝑀𝑀𝑔𝑔𝑔𝑔𝑔𝑔𝑔𝑔 εκφράζει τη μέγιστη αναπτυσσόμενη ροπή στο μέσο
της δοκού, λόγω μόνο της μόνιμης φόρτισης από το ίδιο βάρος της δοκού.
Η τελική μόνιμη ροπή ανοίγματος 𝑀𝑀𝑔𝑔𝑔𝑔𝑔𝑔𝑔𝑔 εκφράζει τη μέγιστη αναπτυσσόμενη ροπή στο μέσο
της δοκού, λόγω της συνολικής μόνιμης φόρτισης, από το ίδιο βάρος της δοκού και το μόνιμο
βάρος του καταστρώματος.
Η συνολική ροπή ανοίγματος 𝑀𝑀𝑔𝑔+𝑞𝑞 εκφράζει τη μέγιστη αναπτυσσόμενη ροπή στο μέσο της
δοκού, λόγω των κινητών φορτίων αλλά και των κινητών επιφανειακών και σημειακών φορτίων.

Σχήμα 3.5: Υπολογισμός φορτίων.


3.6 Χαρακτηριστικά προέντασης
Τα χαρακτηριστικά της προέντασης αφορούν τη δύναμη προέντασης που θα ασκήθει στους
τένοντες, την εκκεντρότητα των τενόντων αλλά και την αναπτυσσόμενη στα καλώδια τροπή.
Η δύναμη προέντασης δοκού 𝑃𝑃0 εκφράζει τη συνολική θλιπτική δύναμη που θα εφαρμοστεί στη
δοκό. Επιλέγεται από το χρήστη.
Η δύναμη προέντασης τένοντα 𝑃𝑃0𝜏𝜏 εκφράζει τη θλιπτική δύναμη που θα αναλάβει έκαστος
τένοντας. Προκύπτει ως το πηλίκο της διαίρεσης της δύναμης προέντασης με το πλήθος των
τενόντων της δοκού.
Η μέγιστη δυνατή εκκεντρότητα 𝑒𝑒𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 εκφράζει τη μέγιστη δυνατή θέση που δύναται να
τοποθετηθεί ο άξονας του τένοντα, λαμβάνοντας υπόψιν της διάμετρό του, αλλά και τις
απαιτήσεις σε επικάλυψη. Προκύπτει ως το ημιύψος της δοκού, απομειωμένο κατά τις
απαιτήσεις σε επικάλυψη και το μισό της διαμέτρου της σωλήνας του τένοντα.
Η εκκεντρότητα του τένοντα 𝑒𝑒 εκφράζει τη θέση που θα τοποθετηθεί ο άξονας του τένοντα.
Οφείλει να είναι μικρότερη της μέγιστης δυνατή εκκεντρότητας. Σε περίπτωση πολλαπλών
τενόντων, ως εκκεντρότητα λαμβάνεται η μέση (ή ισοδύναμη) εκκεντρότητα όλων των τενόντων.
Για παράδειγμα, εάν ο 1ος τένοντας βρίσκεται στη θέση +1 𝑚𝑚 και ο δεύτερος στη θέση +2 𝑚𝑚,
η ισοδύναμη εκκεντρότητα λαμβάνεται στο +1,5 𝑚𝑚. Δεδομένου ότι για τον υπολογισμό των
τάσεων, η εκκεντρότητα λαμβάνεται υπόψιν σε πολυώνυμο 1ου βαθμού, η απλοποιητική
παραδοχή αυτή δεν επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα. Για τον υπολογισμό των στιγμιαίων
απωλειών λόγω παραμόρφωσης του σκυροδέματος και των χρόνιων απωλειών λόγω ερπυσμού,
η απλοποιητική παραδοχή αυτή επίσης δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα.
Η τάση καλωδίου του τένοντα 𝜎𝜎 εκφράζει το πηλίκο της διαίρεσης της δύναμης προέντασης του
τένοντα δια το πλήθος των καλωδίων της δοκού και δια τη επιφάνεια εκάστου καλωδίου.
Υπολογίζεται:
𝑃𝑃0𝜏𝜏
𝜎𝜎 =
𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅
Η τροπή 𝜀𝜀 εκφράζει την ανηγμένη παραμόρφωση (επιμήκυνση) που υφίσταται το καλώδιο,
λόγω του επιβαλλόμενου φορτίου, και είναι ίση με το πηλίκο της τάσης του καλωδίου προς το
μέτρο ελαστικότητας του χάλυβα.

Σχήμα 3.5: Χαρακτηριστικά της προέντασης.


3.7 Υπολογισμός τάσης σκυροδέματος
Ο υπολογισμός της αναπτυσσόμενης τάσης στο σκυρόδεμα είναι, ίσως, το σημαντικότερο
κομμάτι της διαστασιολόγησης της προέντασης. Στο στάδιο αυτό εξετάζεται εάν όντως το
σκυρόδεμα αναπτύσσει μόνο θλιπτική εντατική κατάσταση ή εάν υπάρχουν διατομές με
αισθητή εφελκυστική εντατική κατάσταση, καθώς επίσης και εάν η αναπτυσσόμενη θλιπτική
τάση μπορεί να αναληφθεί από το χρησιμοποιούμενο τύπο σκυροδέματος. Αντίστοιχα, με βάση
αυτό το στάδιο, αναπτύχθηκε το αναλυτικό τυπολόγιο προελέγχου , στο οποίο βασίστηκε και το
Διάγραμμα Magnel. Υπάρχουν 3 χαρακτηριστικά σημεία, στα οποία ενδιαφέρει ο υπολογισμός
της προέντασης:
Το πρώτο σημείο είναι το άκρο της δοκού. Το δεύτερο σημείο, το οποίο ονομάζεται σημείο 𝑥𝑥0 ,
βρίσκεται εκεί που σταματούν να υφίστανται απώλειες λόγω ολίσθησης των καλωδίων. Το τρίτο
σημείο είναι το μέσο της δοκού.
Για τον υπολογισμό της τελικής εντατικής κατάστασης κάθε διατομής χρειάζονται κάποια
δεδομένα:
Αφενός χρειάζεται η θέση της διατομής, δηλαδή η απόσταση της από το άκρο της δοκού
(απόσταση στον άξονα 1). Αφετέρου χρειάζεται η (ισοδύναμη) θέση στην οποία βρίσκεται ο
τένοντας στη συγκεκριμένη διατομή (απόσταση στον άξονα 2). Στην παρούσα εργασία γίνεται η
παραδοχή ότι ο τένοντας ακολουθεί παραβολική τροχιά (πολυώνυμο 2ου βαθμού) και ότι στα
άκρα έχει μηδενική εκκεντρότητα. Με βάση αυτά τα δεδομένα μπορεί να υπολογιστεί η τελική
εντατική κατάσταση για κάθε σημείο κάθε διατομής, χωρίς βέβαια αυτό να είναι απαραίτητο,
αλλά ούτε και πρόσφορο.
Οι αναπτυσσόμενες τάσεις σε κάθε διατομή μπορεί να οφείλονται σε τρεις παράγοντες:
Πρώτον, στην θλιπτική τάση που προκαλεί η προένταση του τένοντα. Δεύτερον, στην τάση λόγω
εκκεντρότητας του τένοντα, η οποία μπορεί να είναι είτε θλιπτική, είτε εφελκυστική. Τρίτον,
στην τάση λόγω της αναπτυσσόμενης από τα φορτία ροπής. Το άθροισμα των επιμέρους τάσεων
δίνει την τελική εντατική κατάσταση της συγκεκριμένης διατομής.
Στο άκρο της δοκού ο τένοντας βρίσκεται σε μηδενική απόσταση από το κέντρο βάρους της
διατομής. Η θλιπτική τάση του τένοντα είναι κοινή για όλες τις διατομές και ίση με:
𝑃𝑃0
𝜎𝜎𝑝𝑝 = −
𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿
Η τάση λόγω εκκεντρότητας στη συγκεκριμένη διατομή είναι ίση με 0. Επίσης, λόγω του
στατικού συστήματος που είναι αμφιέρειστης δοκού, η ροπή είναι επίσης 0 στο άκρο και, άρα,
το ίδιο ισχύει και για την τάση λόγω ροπής. Συνεπώς:

𝛼𝛼
𝑃𝑃0
𝜎𝜎 𝛼𝛼 = 𝜎𝜎𝑝𝑝𝛼𝛼 + 𝜎𝜎𝑒𝑒𝛼𝛼 + 𝜎𝜎𝛭𝛭 = 𝜎𝜎𝑝𝑝 = −
𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿
Ειπώθηκε προηγουμένως ότι η θέση 𝑥𝑥0 είναι το σημείο στο οποίο μηδενίζονται οι απώλειες
λόγω ολίσθηση του καλωδίου προέντασης. Παρότι δεν έχει υπολογιστεί ακόμα η ακριβής
συντεταγμένη του σημείου, είναι δυνατόν να εκφρασθεί η αναπτυσσόμενη σε αυτό τάση,
συναρτήσει του 𝑥𝑥0 .
Σε ενδιάμεσο σημείο της παραβολής, η εκκεντρότητα 𝑒𝑒𝑥𝑥0 είναι:
4 ∙ 𝑒𝑒 4 ∙ 𝑒𝑒
𝑒𝑒𝑥𝑥0 = ∙ 𝑥𝑥0 − 2 ∙ 𝑥𝑥02
𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼 𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼
Η τάση του τένοντα είναι γνωστή.
Η τάση εκκεντρότητας υπολογίζεται:
𝑃𝑃0 ∙ 𝑒𝑒 2
𝜎𝜎𝑒𝑒 = −
𝐼𝐼
Η τάση λόγω ροπής είναι:
𝛭𝛭 ∙ 𝑒𝑒
𝜎𝜎𝛭𝛭 =
𝛪𝛪
Λόγω της ταυτόχρονης ύπαρξης κατανεμημένων και σημειακών φορτίων, ο ακριβής
υπολογισμός της εξίσωσης της ροπής παραλείπεται. Έτσι, η αναπτυσσόμενη τάση στο 𝑥𝑥0 είναι:

𝑥𝑥 𝑥𝑥 𝑥𝑥 𝑃𝑃0 𝑃𝑃0 ∙ 𝑒𝑒𝑥𝑥20 𝛭𝛭𝑥𝑥0 ∙ 𝑒𝑒𝑥𝑥0


𝜎𝜎 𝑥𝑥0 = 𝜎𝜎𝑝𝑝 0 + 𝜎𝜎𝑒𝑒 0 + 𝜎𝜎𝛭𝛭0 = − − +
𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 𝐼𝐼 𝛪𝛪
Λόγω του ότι η εκκεντρότητας στο μέσο, αλλά και η αναπτυσσόμενη ροπή, είναι γνωστές, η
αναπτυσσόμενη τάση στο μέσο είναι:

𝜇𝜇 𝜇𝜇 𝜇𝜇 𝑃𝑃0 𝑃𝑃0 ∙ 𝑒𝑒𝜇𝜇2 𝛭𝛭𝑥𝑥0 ∙ 𝑒𝑒𝜇𝜇


𝜎𝜎 𝜇𝜇 = 𝜎𝜎𝑝𝑝 + 𝜎𝜎𝑒𝑒 + 𝜎𝜎𝛭𝛭 = − − +
𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 𝐼𝐼 𝛪𝛪

Σχήμα 3.6: Υπολογισμός τάσης σκυροδέματος στη θέση του τένοντα.


3.8 Στιγμιαίες απώλειες
Αμέσως μετά το πέρας της τάνυσης των καλωδίων προέντασης και την αγκύρωσή τους στον
τένοντα παρατηρείται πτώση της δύναμης προέντασης που αρχικά είχε επιβληθεί. Η πτώση
αυτή χαρακτηρίζει τις στιγμιαίες απώλειες και δεν είναι σταθερή σε όλο το μήκος του τένοντα,
αλλά μεταβάλλεται από θέση σε θέση και κατά μήκος της τροχιάς του. Οι στιγμιαίες απώλειες
οφείλονται στην ανάπτυξη τριβής κατά την τάνυση μεταξύ του τένοντα και του περιβάλλοντος
σκυροδέματος, στην ολίσθηση του τένοντα κατά την αγκύρωση και τις απώλειες λόγο ελαστικής
βράχυνσης του σκυροδέματος, σε περίπτωση που υπάρχουν 2 ή και περισσότεροι τένοντες.
Η γωνία εκτροπής 𝛼𝛼 εκφράζει την γωνία που σχηματίζει η εφαπτομένη στον παραβολικό τένοντα
στο άκρο της δοκού με τον άξονα της δοκού. Εξαρτάται από την εκκεντρότητα του τένοντα και
το μήκος του ανοίγματος.
4 ∙ 𝑒𝑒
𝛼𝛼 = arctan
𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼
Οι απώλειες λόγω τριβών στο μέσον 𝛥𝛥𝑃𝑃𝜇𝜇 υπολογίζονται υπό την παραδοχή ότι το μήκος επιρροής
𝑥𝑥0 θα είναι μικρότερο από το μισό του μήκους ανοίγματος, κάτι το οποίο στην πλειονότητα των
περιπτώσεων ισχύει. Το ύψος των απωλειών εξαρτάται από το συντελεστή τριβής 𝜇𝜇 και το
συντελεστή καμπυλών 𝑘𝑘 που ορίστηκαν, τη γωνία εκτροπής του τένοντα 𝛼𝛼 καθώς και το μήκος
του ανοίγματος 𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼 . Έτσι, υπολογίζεται:
𝑙𝑙𝛼𝛼𝛼𝛼
𝛥𝛥𝑃𝑃𝜇𝜇 = exp �−𝜇𝜇 ∙ �𝛼𝛼 + 𝑘𝑘 ∙ ��
2
Η προεκτίμηση του μήκους επιρροής 𝑥𝑥0′ χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του συντελεστή
𝑘𝑘𝑥𝑥 . Θεωρείται ίση με το μισό του μήκους ανοίγματος.
Ο συντελεστής 𝑘𝑘𝑥𝑥 χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του μήκους επιρροής της ολίσθησης του
τένοντα 𝑥𝑥0 . Εξαρτάται από την προεκτίμηση που έγινε, τη γωνία εκτροπής του τένοντα και το
συντελεστή καμπυλών. Υπολογίζεται:
𝛼𝛼
𝑘𝑘𝑥𝑥 = 𝜇𝜇 ∙ � + 𝑘𝑘�
𝑥𝑥0′

Το μήκος επιρροής της ολίσθηση 𝑥𝑥0 είναι η περιοχή που θα επηρεαστεί από την ολίσθηση των
καλωδίων προέντασης εντός του τένοντα κατά την αγκύρωσή τους. Εξαρτάται από το
συντελεστή 𝑘𝑘𝑥𝑥 , το μήκος ολίσθησης των καλωδίων 𝛿𝛿 και την ανηγμένη τροπή του
σκυροδέματος 𝜀𝜀. Έτσι, υπολογίζεται:

1 𝑘𝑘𝑥𝑥 ∙ 𝛿𝛿
𝑥𝑥0 = − ∙ ln �1 − � �
𝑘𝑘𝑥𝑥 𝜀𝜀
Οι απώλειες στο σημείο x0 , 𝛥𝛥𝑃𝑃𝑥𝑥0 , εξαρτώνται μόνο από τις απώλειες λόγω εκτροπής του
τένοντα, καθώς στο σημείο αυτό δεν υπάρχουν πλέον απώλειες λόγο ολίσθησης. Υπολογίζεται:
𝛥𝛥𝑃𝑃𝑥𝑥0 = exp[−𝜇𝜇 ∙ (𝛼𝛼 + 𝑘𝑘 ∙ 𝑥𝑥0 )]

Οι απώλειες λόγω ολίσθησης στην αρχή της δοκού 𝛥𝛥𝑃𝑃𝑎𝑎 εξαρτώνται από τις απώλειες στο 𝑥𝑥0 και
τη θέση του 𝑥𝑥0 . Υπολογίζονται ως εξής:
2
𝛥𝛥𝑃𝑃𝛼𝛼 = �𝛥𝛥𝑃𝑃𝑥𝑥0 � = exp(2 ∙ [−𝜇𝜇 ∙ (𝛼𝛼 + 𝑘𝑘 ∙ 𝑥𝑥0 )])

Ο συντελεστής στιγμιαίας παραμόρφωσης σ.π. χαρακτηρίζει τις απώλειες λόγω ελαστικής


βράχυνσης του σκυροδέματος. Επειδή οι απώλειες λόγω ελαστικής βράχυνσης εξαρτώνται από
την αναπτυσσόμενη στο σκυρόδεμα τάση (η οποία διαφέρει σε κάθε διατομή), υπολογίζεται
αρχικά ο συντελεστής στιγμιαίας παραμόρφωσης, που είναι κοινός για όλες τις διατομές, και
κατόπιν γίνεται υπολογισμός βάση αυτού των απωλειών σε κάθε θέση. Ο συντελεστής
υπολογίζεται:
𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 − 1 𝛦𝛦𝑝𝑝
𝜎𝜎. 𝜋𝜋. = ∙
2 ∙ 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 𝐸𝐸𝑐𝑐

Σχήμα 3.7: Υπολογισμός στιγμιαίων απωλειών.


3.9 Προένταση μετά την επιρροή των στιγμιαίων απωλειών
Μετά το πέρας της τάνυσης η δύναμη προέντασης μειώνεται, όπως φάνηκε παραπάνω, η δε
μείωση που υφίσταται κάθε διατομή είναι διαφορετική. Τα κύρια σημεία ενδιαφέροντος
είναι 3: Το άκρο της δοκού, το σημείο 𝑥𝑥0 που μηδενίζονται οι απώλειες λόγω ολίσθησης και το
μέσο της δοκού.
Η δύναμη μετά των απωλειών στο άκρων 𝑃𝑃𝛼𝛼𝛼𝛼 και η αντίστοιχη τάση 𝜎𝜎𝜏𝜏𝛼𝛼 υπολογίζονται:
𝑃𝑃𝛼𝛼𝛼𝛼 = 𝑃𝑃0 ∙ 𝛥𝛥𝑃𝑃𝛼𝛼 − 𝜎𝜎. 𝜋𝜋.∙ 𝜎𝜎 𝛼𝛼 ∙ 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅
𝑃𝑃𝛼𝛼𝛼𝛼
𝜎𝜎𝜏𝜏𝛼𝛼 =
𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅 ∙ 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏
𝑥𝑥
Στο σημείο 𝑥𝑥0 η δύναμη μετά των απωλειών 𝑃𝑃𝑥𝑥0 𝜏𝜏 και η τάση 𝜎𝜎𝜏𝜏 0 υπολογίζονται:

𝑃𝑃𝑥𝑥0 𝜏𝜏 = 𝑃𝑃0 ∙ 𝛥𝛥𝑃𝑃𝑥𝑥0 − 𝜎𝜎. 𝜋𝜋.∙ 𝜎𝜎 𝑥𝑥0 ∙ 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅

𝑥𝑥 𝑃𝑃𝑥𝑥0 𝜏𝜏
𝜎𝜎𝜏𝜏 0 =
𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅 ∙ 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏
𝜇𝜇
Στο μέσο της δοκού η δύναμη μετά των απωλειών 𝑃𝑃𝜇𝜇𝜇𝜇 και τη τάση 𝜎𝜎𝜏𝜏 υπολογίζονται:

𝑃𝑃𝜇𝜇𝜇𝜇 = 𝑃𝑃0 ∙ 𝛥𝛥𝑃𝑃𝜇𝜇 − 𝜎𝜎. 𝜋𝜋.∙ 𝜎𝜎 𝜇𝜇 ∙ 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅

𝜇𝜇 𝑃𝑃𝜇𝜇𝜇𝜇
𝜎𝜎𝜏𝜏 =
𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅 ∙ 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏

Σχήμα 3.8: Προένταση μετά τις στιγμιαίες απώλειες.


3.10 Υπολογισμός τάσης σκυροδέματος μετά τις στιγμιαίες απώλειες
Δεδομένης της μείωσης της ασκούμενης δύναμης από τον τένοντα, είναι φυσικό να υπάρξει
μείωση στη συνολική θλιπτική τάση που αναπτύσσεται σε κάθε διατομή. Δεδομένου ότι το
φορτίο που ασκείται (και το οποίο προκαλεί εφελκυστικές τάσεις) παραμένει σταθερό,
διατηρείται σταθερή και η αναπτυσσόμενη τάση λόγω ροπής. Η μείωση της δύναμης
προέντασης οδηγεί σε μειωμένη θλιπτική τάση λόγω του τένοντα. Ταυτόχρονα, η μειωμένη
δύναμη προκαλεί μειωμένη θλιπτική τάση λόγω εκκεντρότητας στη θέση του τένοντα. Συνεπώς,
μετά τον υπολογισμό των στιγμιαίων απωλειών, η αναπτυσσόμενη τάση σε κάθε διατομή θα
είναι μειωμένη, συναρτήσει της αρχικής.
Δεδομένου ότι οι αρχές υπολογισμού παραμένουν οι ίδιες, το μόνο που αλλάζει είναι η
αριθμητική τιμή της τελικής αναπτυσσόμενης δύναμης 𝑃𝑃𝜏𝜏 σε σχέση με τη δύναμη 𝑃𝑃0 , δεν
χρειάζεται να γίνει ξανά αναλυτική αναφορά στον τρόπο υπολογισμού της τάσης σε κάθε
σημείο. Ισχύουν κανονικά όσα αναφέρθηκαν στην ενότητα 3.7 περί υπολογισμού τάσης στο
σκυρόδεμα.

Σχήμα 3.9: Υπολογισμός τάσης σκυροδέματος μετά τις στιγμιαίες απώλειες.


3.11 Απώλειες συστολής του σκυροδέματος
Μετά τη χύτευση του σκυροδέματος και όταν αυτό έρχεται σε επαφή με τον εξωτερικό αέρα
παρατηρείται το φαινόμενο της μείωσης του όγκου του (συστολή). Η συστολή του
σκυροδέματος μπορεί να ταξινομηθεί σε δύο διαφορετικά φαινόμενα:
Το πρώτο αφορά τη συστολή ξήρανσης και οφείλεται στην μετακίνηση μικροποσότητας νερού
από το εσωτερικό του σκυροδέματος (όπου βρίσκεται σε υψηλή συγκέντρωση) προς το
περιβάλλον (όπου το νερό βρίσκεται σε χαμηλότερη συγκέντρωση). Η απομάκρυνση αυτή του
νερού έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών στο εσωτερικό του σκυροδέματος και τη
μείωση του όγκου (και, ενδεχομένως, τη δημιουργία μικρορωγμών σε ορισμένες περιπτώσεις).
Το δεύτερο αφορά την αυτογενή συρρίκνωση του σκυροδέματος, που αναπτύσσεται κατά τη
διάρκεια σκλήρυνσης του σκυροδέματος. Το μεγαλύτερο μέρος της συστολής αυτής
παρατηρείται κατά τις αρχικές μέρες της σκυροδέτησης, σε αντίθεση με τη συστολή ξήρανσης,
που εξελίσσεται σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Η συνολική συστολή του σκυροδέματος εξαρτάται από παράγοντες, όπως οι συνθήκες υγρασίας
του περιβάλλοντος, οι διαστάσεις του στοιχείου και η επιφάνειά του που είναι εκτεθειμένη στο
περιβάλλον, τη σύνθεση του σκυροδέματος και τη χαρακτηριστική του αντοχή.
Η χαρακτηριστική τιμή ℎ0 αποτελεί γεωμετρικό χαρακτηριστικό της διατομής του σκυροδέματος
και εξαρτάται από την επιφάνειά του και εκτεθειμένη στο περιβάλλον περίμετρό του. Έτσι,
υπολογίζεται:
2 ∙ 𝐴𝐴𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿
ℎ0 =
𝑢𝑢
όπου: 𝑢𝑢 η περίμετρος του στοιχείου σε επαφή με τον αέρα.
Ο ειδικός συντελεστής 𝑘𝑘ℎ εξαρτάται από την χαρακτηριστική τιμή ℎ0 και προκύπτει από τον
παρακάτω πίνακα:

𝛵𝛵𝛵𝛵𝛵𝛵ή ℎ0 𝛵𝛵𝛵𝛵𝛵𝛵ή 𝑘𝑘ℎ


100 1,00
200 0,85
300 0,75
≥ 500 0,70
Πίνακας 3.1: Τιμές του συντελεστή 𝑘𝑘ℎ

Για ενδιάμεσες τιμές της τιμής ℎ0 γίνεται γραμμική παρεμβολή στα στοιχεία του πίνακα.
Ο συντελεστής 𝛽𝛽𝑅𝑅𝑅𝑅 εξαρτάται από τις συνθήκες υγρασίας και υπολογίζεται:
𝛽𝛽𝑅𝑅𝑅𝑅 = 1,55 ∙ [1 − 𝑤𝑤 3 ]
όπου: 𝑤𝑤 η υγρασία του περιβάλλοντος, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.1
Οι συντελεστές ταχύτητας πήξης 𝛼𝛼𝑑𝑑𝑑𝑑1 και 𝛼𝛼𝑑𝑑𝑑𝑑2 εξαρτώνται από την ταχύτητα πήξης του
σκυροδέματος και λαμβάνονται από πίνακα, μέσω της συνάρτησης HLOOKUP.
Η αναμενόμενη μέση τιμή παραμόρφωσης 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐,0 υπολογίζεται από τους παραπάνω συντελεστής
ως εξής:
𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐
𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐,0 = 0,85 ∙ �(220 + 110 ∙ 𝑎𝑎𝑑𝑑𝑑𝑑1 ) ∙ exp �−𝑎𝑎𝑑𝑑𝑑𝑑2 ∙ �� ∙ 10−6 ∙ 𝛽𝛽𝑅𝑅𝛨𝛨
10
όπου: 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 η μέση αντοχή του σκυροδέματος, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.2
Η παραμόρφωση ξήρανσης 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 εξαρτάται από την αναμενόμενη μέση τιμή παραμόρφωσης και
τον ειδικό συντελεστή 𝑘𝑘ℎ . Υπολογίζεται:
𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 = 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐,0 ∙ 𝑘𝑘ℎ

Η παραμόρφωση αυτογενούς συρρίκνωσης 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 εξαρτάται μόνο από την χαρακτηριστική αντοχή
του χρησιμοποιούμενου σκυροδέματος και υπολογίζεται:
𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 = 2,5 ∙ (𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 − 10) ∙ 10−6
όπου: 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 η χαρακτηριστική αντοχή του σκυροδέματος, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.2
Οι απώλειες συστολής 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 προκύπτουν ως το άθροισμα των απωλειών συστολής και
παραμόρφωσης, δηλαδή:
𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 = 𝑒𝑒𝑐𝑐𝑐𝑐 + 𝑒𝑒𝑐𝑐𝑐𝑐
Η προκύπτουσα απώλεια τάσης λόγω (μόνο) συστολής 𝛥𝛥𝜎𝜎𝑠𝑠 υπολογίζεται:
𝛥𝛥𝜎𝜎𝑠𝑠 = 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 ∙ 𝐸𝐸𝑝𝑝

Και, άρα, η απώλεια δύναμης προέντασης λόγω (μόνο) του φαινομένου 𝛥𝛥𝑃𝑃𝑠𝑠 υπολογίζεται:
𝛥𝛥𝑃𝑃𝑠𝑠 ∙ 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 ∙ 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅

Σχήμα 3.10: Υπολογισμός απωλειών συστολής του σκυροδέματος.


3.12 Απώλειες ερπυσμού
Με τον όρο ερπυσμό εννοείται η παρατηρούμενη με την πάροδο του χρόνου αύξηση της
παραμόρφωσης του σκυροδέματος, λόγω της υποβολής αυτού σε ένταση (θλίψη). Εξαιτίας των
θλιπτικού φορτίου που ασκείται στο σκυρόδεμα, το νερό που βρίσκεται στους πόρους της
τσιμεντόπαστας εξαναγκάζεται να μετακινηθεί και τελικά να διαφύγει από το σκυρόδεμα,
προκαλώντας αποτελέσματα αντίστοιχα της συστολής ξήρανσης, αυτή τη φορά όμως εξαιτίας
της εξωγενούς φόρτισης. Το φαινόμενο του ερπυσμού εξαρτάται από μια πληθώρα
μεταβλητών, όπως η σχετική υγρασία του περιβάλλοντος, η χαρακτηριστική τιμή ℎ0 που
αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, την θλιπτική αντοχή του σκυροδέματος και την ημέρα
που ξεκίνησε να επιβάλλεται η φόρτιση.
Οι συντελεστές αντοχής 𝛼𝛼1 και 𝛼𝛼2 εξαρτώνται από τη μέση αντοχή του σκυροδέματος:

35 0,7 35 0,2
𝛼𝛼1 = � � 𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 𝛼𝛼2 = � �
𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐
Ο συντελεστής υγρασίας 𝜑𝜑𝑅𝑅𝑅𝑅 εξαρτάται από τη σχετική υγρασία του περιβάλλοντος, τη
χαρακτηριστική τιμή ℎ0 και τους συντελεστές αντοχή 𝛼𝛼1 και 𝛼𝛼2 . Υπολογίζεται:
1 − 𝑤𝑤
𝜑𝜑𝑅𝑅𝑅𝑅 = 1 + 3
𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 ≤ 35 𝑀𝑀𝑀𝑀𝑀𝑀
0,1 ∙ �ℎ0

1 − 𝑤𝑤
𝜑𝜑𝑅𝑅𝑅𝑅 = �1 + ∙ 𝑎𝑎1 � ∙ 𝑎𝑎2 𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 > 35 𝑀𝑀𝑀𝑀𝑀𝑀
0,1 ∙ 3�ℎ0

Δεδομένου ότι για την κατασκευή γεφυρών χρησιμοποιείται τουλάχιστον σκυρόδεμα


𝐶𝐶30/37
κατηγορίας 𝐶𝐶30/37, το οποίο έχει μέση αντοχή 𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 = 38 𝑀𝑀𝑀𝑀𝑀𝑀, είναι προφανές ότι για τους
σκοπούς της παρούσας εργασίας χρησιμοποιείται μόνο ο δεύτερος τύπος του συντελεστή
υγρασίας.
Ο συντελεστής αντοχής ερπυσμού 𝛽𝛽𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 λαμβάνει υπόψη την επιρροή της αντοχής του
σκυροδέματος και υπολογίζεται:
16,8
𝛽𝛽𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 =
�𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐
Ο συντελεστής ηλικίας λαμβάνει υπόψη την επιρροή που έχει η ημέρα επιβολής της φόρτισης
επί της κατασκευής. Υπολογίζεται:
1
𝛽𝛽𝑡𝑡0 =
0,1 + 𝑡𝑡 0,2
όπου: 𝑡𝑡 η ημέρα επιβολής της φόρτισης, όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 3.1
Η ονομαστική τιμή του ερπυσμού 𝜑𝜑0 εξαρτάται από τους συντελεστές υγρασίας, αντοχής
ερπυσμού και ηλικίας και υπολογίζεται ως εξής:
𝜑𝜑0 = 𝜑𝜑𝑅𝑅𝑅𝑅 ∙ 𝛽𝛽𝑓𝑓𝑐𝑐𝑐𝑐 ∙ 𝛽𝛽𝑡𝑡0

Η ανηγμένη παραμόρφωση σε κάθε σημείο 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐 υπολογίζεται βάση της ονομαστικής τιμής του
ερπυσμού ως εξής:

𝜎𝜎𝜏𝜏𝑖𝑖
𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐 = (1 + 0,8 ∙ 𝜑𝜑0 ) ∙
𝐸𝐸𝑐𝑐𝑐𝑐
Οι τιμές 𝜎𝜎𝜏𝜏𝑖𝑖 έχουν υπολογιστεί στην ενότητα 3.9.
Οι απώλειες τάσης λόγω (μόνο) ερπυσμού σε κάθε σημείο 𝛥𝛥𝜎𝜎𝑐𝑐𝑐𝑐 υπολογίζονται:
𝛥𝛥𝜎𝜎𝑐𝑐𝑐𝑐 = 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐𝑐 ∙ 𝛦𝛦𝑝𝑝

Οι απώλειες δύναμης προέντασης σε κάθε σημείο λόγω (μόνο) ερπυσμού 𝛥𝛥𝑃𝑃𝑐𝑐𝑐𝑐 υπολογίζονται:
𝛥𝛥𝑃𝑃𝑐𝑐𝑐𝑐 = 𝛥𝛥𝜎𝜎𝑐𝑐𝑐𝑐 ∙ 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 ∙ 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅

Σχήμα 3.11: Υπολογισμός απωλειών ερπυσμού του σκυροδέματος.


3.13 Απώλειες χαλάρωσης τένοντα
Με τον όρο χαλάρωση του χάλυβα προέντασης εννοείται η παρατηρούμενη με την πάροδο του
χρόνου μείωση της τάσης του χάλυβα, παρότι αυτός βρίσκεται μονίμως υπό σταθερή
εφελκυστική παραμόρφωση.
Ο συντελεστής προέντασης 𝜇𝜇 εκφράζει το λόγο της αναπτυσσόμενης τάσης στο άκρο του
τένοντα, μετά τον υπολογισμό των στιγμιαίων απωλειών, ως προς την χαρακτηριστική τάση του
χάλυβα (η οποία εξαρτάται από την ποιότητα του χάλυβα που επιλέχθηκε). Υπολογίζεται:
𝜎𝜎𝜏𝜏𝛼𝛼
𝜇𝜇 =
𝑠𝑠𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚
Η συνάρτηση χρόνου-χαλάρωσης 𝛥𝛥𝛥𝛥⁄𝜎𝜎 χρησιμοποιείται για να υπολογιστούν οι απώλειες
χαλάρωσης. Υπολογίζεται:

𝛥𝛥𝛥𝛥⁄𝜎𝜎 = 5,39 ∙ 𝜌𝜌1000 ∙ 𝑒𝑒 6,7∙𝜇𝜇 ∙ 10−5 𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 𝜏𝜏έ𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈 𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅ί𝛼𝛼𝛼𝛼 1


𝛥𝛥𝛥𝛥⁄𝜎𝜎 = 0,66 ∙ 𝜌𝜌1000 ∙ 𝑒𝑒 9,1∙𝜇𝜇 ∙ 10−5 𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 𝜏𝜏έ𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈 𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅ί𝛼𝛼𝛼𝛼 2
𝛥𝛥𝛥𝛥⁄𝜎𝜎 = 1,98 ∙ 𝜌𝜌1000 ∙ 𝑒𝑒 8∙𝜇𝜇 ∙ 10−5 𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾𝛾 𝜏𝜏έ𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈𝜈 𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅ί𝛼𝛼𝛼𝛼 3
όπου: 𝜌𝜌1000 το ποσοστό χαλάρωσης του τένοντα, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.2
𝜇𝜇 ο συντελεστής τριβής, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.2
Για τους σκοπούς της εργασίας, υπολογίζονται οι τιμές και των τριών συναρτήσεων
χρόνου-χαλάρωσης σε ξεχωριστό πίνακα και η τιμή λαμβάνεται τελικά μέσω της συνάρτησης
HLOOKUP.
Οι απώλειες τάσης λόγω (μόνο) της χαλάρωσης του τένοντα 𝛥𝛥𝜎𝜎𝑝𝑝 υπολογίζονται:

𝛥𝛥𝜎𝜎𝑝𝑝 = 𝛥𝛥𝛥𝛥⁄𝜎𝜎 ∙ 𝜎𝜎𝜏𝜏𝛼𝛼

Οι απώλειες δύναμης προέντασης λόγω (μόνο) της χαλάρωσης του τένοντα 𝛥𝛥𝑃𝑃𝑝𝑝 υπολογίζονται:

𝛥𝛥𝑃𝑃𝑝𝑝 = 𝛥𝛥𝜎𝜎𝑝𝑝 ∙ 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 ∙ 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅

Σχήμα 3.12: Υπολογισμός απωλειών χαλάρωσης του τένοντα.


3.14 Αλληλεπίδραση των φαινομένων
Δεδομένου ότι έχει προηγηθεί υπολογισμός όλων των χρόνιων απωλειών ξεχωριστά, θα
μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η τελική προένταση που θα παραμείνει στην κατασκευή μετά
το πέρας μεγάλου χρονικού διαστήματος υπολογίζεται εάν αθροίσουμε γραμμικά τις επιμέρους
χρόνιες απώλειες και τις αφαιρέσουμε από την τιμή της προέντασης μετά το πέρας τον
στιγμιαίων απωλειών.
Κάτι τέτοιο είναι λάθος, καθώς κάθε μία χρόνια απώλεια επιδρά θετικά ή αρνητικά στις
υπόλοιπες. Για παράδειγμα, η συστολή του σκυροδέματος και ο ερπυσμός έχουν ως
αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του σκυροδέματος. Αυτό συνεπάγεται βράχυνση του τένοντα
προέντασης και άρα ανάπτυξη χαμηλότερων τάσεων. Έτσι, το φαινόμενο των απωλειών λόγω
χαλάρωσης του τένοντα επιβραδύνεται.
Είναι ξεκάθαρο, επομένως, ότι δεν μπορεί να γίνει γραμμική άθροιση των υπολογισμένων
απωλειών, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε υπερδιαστασιολόγηση της κατασκευής, με
αυξημένο κόστος και, ενδεχομένως, υπέρβαση του ορίου θλιπτικής αντοχής στην άνω ίνα του
σκυροδέματος. Οι χρόνιες απώλειες λόγω αλληλεπίδρασης των φαινομένων της συστολής, του
ερπυσμού και της χαλάρωσης του τένοντα υπολογίζονται:
𝐸𝐸𝑝𝑝
(𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 ∙ 𝐸𝐸𝑝𝑝 + 0,8 ∙ 𝛥𝛥𝜎𝜎𝑝𝑝 + 𝐸𝐸 ∙ 𝜑𝜑0 ∙ 𝜎𝜎𝜏𝜏 )
𝑐𝑐𝑐𝑐
𝛥𝛥𝜎𝜎𝑠𝑠+𝑐𝑐+𝑟𝑟 =
𝐸𝐸𝑝𝑝 𝑛𝑛 ∙ 𝑛𝑛 ∙ 𝛢𝛢 𝛢𝛢
(1 + 𝐸𝐸 ∙ 𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 𝛢𝛢 𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 𝜅𝜅 ∙ �1 + 𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 2 (1 )
𝑐𝑐𝑐𝑐 𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 𝛪𝛪 ∙ 𝑒𝑒𝑖𝑖 � ∙ + 0,8 ∙ 𝜑𝜑0
όπου: 𝜀𝜀𝑐𝑐𝑐𝑐 οι απώλειες συστολής, όπως υπολογίστηκαν στην ενότητα 3.11

𝐸𝐸𝑝𝑝 το μέτρο ελαστικότητας του χάλυβα, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.2

𝛥𝛥𝜎𝜎𝑝𝑝 η απώλεια τάσης λόγω χαλάρωσης, όπως υπολογίστηκε στην ενότητα 3.13

𝐸𝐸𝑐𝑐𝑐𝑐 το μέτρο ελαστικότητας του σκυροδέματος, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.2

𝜑𝜑0 η ονομαστική τιμή του ερπυσμού, όπως υπολογίστηκε στην ενότητα 3.12

𝜎𝜎𝜏𝜏 η αναπτυσσόμενη τάση στο εξεταζόμενο σημείο μετά τις στιγμιαίες απώλειες,

διαφορετική για το άκρο, 𝑥𝑥0 και μέσο, όπως υπολογίστηκαν στην ενότητα 3.10

𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 το πλήθος των τενόντων προέντασης, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.3

𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 το πλήθος των καλωδίων ανά τένοντα, όπως ορίστηκε στην ενότητα 3.3

𝛢𝛢𝜅𝜅 η επιφάνεια κάθε καλωδίου, όπως υπολογίστηκε στην ενότητα 3.3

𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 η επιφάνεια της διατομής, όπως υπολογίστηκε στην ενότητα 3.4

𝛪𝛪 η ροπή αδράνειας της διατομής, όπως υπολογίστηκε στην ενότητα 3.4

𝑒𝑒𝑖𝑖 η (ισοδύναμη) εκκεντρότητα του τένοντα στη συγκεκριμένη θέση, ενότητα 3.6
Σημειώνεται ότι, κανονικά, όπου αναγράφεται η επιφάνεια της διατομής 𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 πρέπει να
χρησιμοποιηθεί η επιφάνεια του σκυροδέματος 𝛢𝛢𝑐𝑐 που είναι ίση με:
𝛢𝛢𝑐𝑐 = 𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 − 𝛢𝛢𝑝𝑝

Δεδομένου, όμως, ότι η διαφορά μεταξύ 𝛢𝛢𝑐𝑐 και 𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 είναι σχεδόν μηδαμινή, γίνεται η
απλοποιητική παραδοχή ότι:
𝛢𝛢𝑐𝑐 = 𝛢𝛢𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿
Και, για αυτό, χρησιμοποιείται η επιφάνεια της συνολικής διατομής, στη θέση της επιφάνειας
του σκυροδέματος.
Οι απώλειες δύναμης 𝛥𝛥𝑃𝑃𝑖𝑖𝜏𝜏 εκφράζουν την απώλεια προέντασης λόγω αλληλεπίδρασης των
χρόνιων φαινομένων. Υπολογίζονται:
𝛥𝛥𝑃𝑃𝑖𝑖𝜏𝜏 = 𝛥𝛥𝜎𝜎𝑠𝑠+𝑐𝑐+𝑟𝑟 ∙ 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 ∙ 𝑛𝑛𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 ∙ 𝛢𝛢𝜅𝜅
Το ποσοστό απωλειών (1 − 𝜔𝜔) εκφράζει το πηλίκο της δύναμη προέντασης που απωλέσθη
λόγω στιγμιαίων και χρόνιων φαινομένων προς της αρχική δύναμη που εφαρμόσθηκε. Για κάθε
σημείο της δοκού υπολογίζεται:
𝛥𝛥𝑃𝑃𝑖𝑖𝜏𝜏 + 𝑃𝑃0 − 𝑃𝑃𝑖𝑖𝜏𝜏
(1 − 𝜔𝜔)𝑖𝑖 =
𝑃𝑃0
όπου: 𝛥𝛥𝑃𝑃𝑖𝑖𝜏𝜏 οι χρόνιες απώλειες

𝑃𝑃0 η αρχική δύναμη προέντασης


𝑃𝑃𝑖𝑖𝜏𝜏 η δύναμη προέντασης μετά τις στιγμιαίες απώλειες
Ο συντελεστής απωλειών 𝜔𝜔 εκφράζει το λόγο της τελικής δύναμης προέντασης ως προς την
αρχική εφαρμοσμένη. Δεδομένου ότι οι απώλειες μεταβάλλονται από διατομή σε διατομή, ο
συντελεστής απωλειών είναι προφανές ότι επίσης θα διαφέρει. Ως συντηρητική λύση,
επιλέγεται να λαμβάνεται υπόψιν ο χαμηλότερος συντελεστής απωλειών που προκύπτει από
την ανάλυση. Υπολογίζεται:

𝜔𝜔 = 1 − max� (1 − 𝜔𝜔)𝛼𝛼 , (1 − 𝜔𝜔)𝑥𝑥0 , (1 − 𝜔𝜔)𝜇𝜇 �

Σχήμα 3.13: Υπολογισμός απωλειών λόγω αλληλεπίδρασης χρόνιων φαινομένων.


Κεφάλαιο 4ο

4.1 Αντικειμενικές συναρτήσεις εξελικτικού αλγόριθμου


Προκειμένου να μπορέσει ο εξελικτικός αλγόριθμος να υλοποιήσει το έργο που θέλει ο χρήστης,
θα πρέπει να του δοθούν ορισμένες κατευθυντήριες οδηγίες. Οι οδηγίες αυτές δίνονται υπό τη
μορφή στόχων, περιορισμών, διαθέσιμων μεταβλητών και σεναρίων. Στη συνέχεια θα
αναπτυχθούν διεξοδικά κάθε μία από τις παραπάνω λειτουργίες.
Οι στόχοι (Objectives) του εξελικτικού αλγορίθμου αποτελούν το σκοπό για τον οποίο
αναπτύχθηκε ο αλγόριθμος. Βασικός στόχος του αλγορίθμου είναι να ελαχιστοποιήσει το
κόστος κατασκευής. Ωστόσο, θα μπορούσε να τεθεί κάποιος διαφορετικός στόχος, όπως η
ελαχιστοποίηση ενός υλικού που βρίσκεται σε έλλειψη, κατά περίπτωση, όπως το σκυρόδεμα ή
ο χάλυβας προέντασης. Θα μπορούσε να επιλεγεί να ελαχιστοποιηθεί το πλήθος των
χρησιμοποιούμενων τενόντων ή η χρησιμοποιούμενη διάμετρός τους.

Σχήμα 4.1: Οι στόχοι του αλγορίθμου (ενεργοί και ανενεργοί).

Οι μεταβλητές (Variables) εκφράζουν τους αγνώστους του προβλήματος. Ή, προκειμένου να


τεθεί καλύτερα, τους «γνωστούς» με τους οποίους ο αλγόριθμος πειραματίζεται, προκειμένου
να υπολογίσει τη βέλτιστη λύση. Όσο μεγαλύτερο είναι το πλήθος τους, τόσο δυσκολότερη είναι
η εύρεση της επιθυμητής λύσης και τόσο μεγαλύτερος είναι ο υπολογιστικός χρόνος που
απαιτείται.
Σχήμα 4.2: Οι μεταβλητές του προβλήματος.

Οι περιορισμοί (Constraints) αποτελούν τα όρια που θέτει ο χρήστης στον αλγόριθμο,


προκειμένου να εξασφαλίσει ότι το τελικό αποτέλεσμα θα πληροί τα λογικά, για το χρήστη,
κριτήρια. Οι περιορισμοί λειτουργούν ως ένα σύστημα τιμωρίας και επιβράβευσης. Εάν δεν
πληρούνται, το σύστημα τιμωρείται με αύξηση της τιμής της χαρακτηριστικής συνάρτησης. Εάν
πληρούνται, τότε δεν επιβάλλεται κάποιου είδους συντελεστής στην τιμή. Λόγω της
σπουδαιότητας των περιορισμών για τη στατική κατανόηση του προβλήματος, αυτοί
αναπτύχθηκαν μέσα στο υπολογιστικό φύλλο, αναλυτικά, και επεξηγούνται στην επόμενη
ενότητα.

Σχήμα 4.3: Η καρτέλα των περιορισμών.


Τα σενάρια (Scenaria) αποτελούν το «στατιστικό σκελετό» του αλγορίθμου. Μέσω των σεναρίων
τίθενται οι παράμετροι με τις οποίες εξασφαλίζεται η ακρίβεια του αποτελέσματος και,
επομένως, το κατά πόσο αυτό μπορεί να γίνει δεκτό, αναλόγως της περίσταση. Προφανώς, η
επιθυμητή ακρίβεια για μια κατασκευή που πρόκειται να κατασκευαστεί σε σύντομο χρονικό
διάστημα είναι μικρότερη από μια προγραμματισμένη στο μακρινό μέλλον ή μια θεωρητικά
μελετώμενη κατασκευή.

Σχήμα 4.4: Το σενάριο εκτέλεσης.


4.2 Περιορισμοί
Κατά τη διαδικασία εύρεσης της βέλτιστης οικονομικά λύσης πρέπει να εξασφαλιστεί ότι το
προκύπτουν αποτέλεσμα θα είναι στατικά αποδεκτό. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση
περιορισμών μέσα στο υπολογιστικό φύλλο, των οποίων η λογική είναι η εξής:
Έστω ο περιορισμός Α, ο οποίος εξασφαλίζει την στατική ευστάθεια της λύσης. Δημιουργείται
μια αριθμητική παράσταση η οποία παίρνει θετικές τιμές ή μηδενική εάν ο περιορισμός ισχύει,
αρνητικές εάν δεν ισχύει. Κατόπιν γίνεται ένας λογικός έλεγχος για την τιμή της παράστασης.
Ένα η παράσταση είναι θετική ή μηδέν, ο έλεγχος επιστρέφει τιμή μονάδα. Εάν είναι αρνητική,
επιστρέψει τιμή 1000. Η διαδικασία αυτή γίνεται για κάθε περιορισμό. Στο τέλος υπολογίζεται
το γινόμενο από τις τιμές που επέστρεψαν οι λογική έλεγχοι. Το γινόμενο αυτό αποτελεί το
συντελεστή κόστους, στον οποίο έγινε αναφορά στην ενότητα 2.3. Ο συντελεστής κόστους
πολλαπλασιάζει το συνολικό κόστος της λύσης, για να προκύψει το τελικό κόστος, το οποίο
αποτελεί και τη μεταβλητή βελτιστοποίησης του εξελικτικού αλγορίθμου.
Κατά αυτόν τον τρόπο, εάν το πρόγραμμα αποπειραθεί να δώσει λύση, η οποία είναι οικονομικά
επιθυμητή, αλλά δεν ευσταθεί στατικά, ο συντελεστής κόστους πολλαπλασιάζει αυτήν τη λύση,
καθιστώντας την μη συμφέρουσα. Λόγω της τάξης μεγέθους του συνολικού κόστους (χιλιάδες
ευρώ) η τιμή 1000 που επιλέχθηκε είναι ικανοποιητική. Εάν το κόστος υπολογιζόταν σε
μεγαλύτερα ποσά (δις ευρώ), ενδεχομένως να χρειαζόταν μεγαλύτερη τιμή, γεγονός που
υποδηλώνει ότι ο τελικός χρήστης είναι αυτός που επιλέγει το είδος της ποινής που θα
επιβάλλεται, εάν δεν ικανοποιείται κάποιος έλεγχος.
Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνεται στο γεγονός ότι πράγματα τα οποία είναι ανθρωπίνως
φυσιολογικά και αυτονόητα, δεν είναι με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσιμα από τον υπολογιστή.
Για παράδειγμα, είναι προφανές ότι εάν το ύψος της διατομής είναι 0,1 m, είναι αδύνατο το
πέλμα να έχει ύψος 0,15 m. Ωστόσο, εάν δεν δοθεί ο αντίστοιχος περιορισμός, είναι πολύ
πιθανό ο υπολογιστής να καταλήξει σε λύση η οποία θα είναι κενή κατασκευαστικού νοήματος.
Στη συνέχεια αναλύονται οι περιορισμοί που ελήφθησαν υπόψη:
1. Το ύψος της διατομής 𝐻𝐻 πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το διπλάσιο του ύψους των
πελμάτων ℎ.
2. Το πλάτος της διατομής 𝐵𝐵 πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το πλάτος του κορμού 𝑏𝑏.
3. Οι 5 εξισώσεις της διαδικασίας του προελέγχου πρέπει να πληρούνται.
4. Η αναπτυσσόμενη τάση στο χάλυβα προέντασης 𝜎𝜎 πρέπει να είναι μικρότερη από τη
μέγιστη επιτρεπτή 𝜎𝜎𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 .
5. Το πλάτος του κορμού 𝑏𝑏 απομειωμένο κατά το διπλάσιο της απαίτησης σε
επικάλυψη 𝑐𝑐 πρέπει να είναι μεγαλύτερο από την εξωτερική διάμετρο του σωλήνα 𝐷𝐷.
6. Το συνολικό πλάτος των δοκών 𝑛𝑛𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿𝛿 ∙ 𝐵𝐵 πρέπει να είναι μικρότερο από το πλάτος του
ανοίγματος 𝑑𝑑𝛼𝛼𝛼𝛼 .
7. Η επιλεγμένη εκκεντρότητα 𝑒𝑒 πρέπει να είναι μικρότερη από τη μέγιστη επιτρεπτή 𝑒𝑒𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚𝑚 .
8. Το πλήθος των δοκών, τενόντων και καλωδίων προέντασης 𝑛𝑛 πρέπει να είναι θετικό.
9. Το πλήθος των δοκών, τενόντων και καλωδίων προέντασης 𝑛𝑛 πρέπει να είναι ακέραιο.
10. Η αναπτυσσόμενη τάση στο σκυρόδεμα 𝜎𝜎 πρέπει να είναι θλιπτική.
11. Το συνολικό ύψος των τενόντων με την απαιτούμενη μεταξύ τους απόσταση
𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 ∙ (𝐷𝐷 + 𝑐𝑐) προσαυξημένο κατά την απαίτηση σε επικάλυψη 𝑐𝑐 πρέπει να είναι
μικρότερο από το μισό του ύψους της δοκού 𝛨𝛨.
12. Το ύψος της ισοδύναμης εκκεντρότητας 𝑒𝑒, σε περίπτωση περισσοτέρων των 2 τενόντων,
πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε οι τένοντας που βρίσκονται κάτω από αυτό να είναι εντός
του ύψους της διατομής και καλύπτεται η απαίτηση σε επικάλυψη 𝑐𝑐. Αυτό
επιτυγχάνεται:
𝐻𝐻 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏𝜏 𝑛𝑛𝜏𝜏𝜏𝜏𝜈𝜈
𝑒𝑒 ≤ − 𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟𝑟 � � ∙ 𝐷𝐷 − � + 0,5� ∙ 𝑐𝑐
2 2 2
13. Η εκκεντρότητα 𝑒𝑒 πρέπει να είναι θετική.

Σχήμα 4.5: Οι περιορισμοί του προβλήματος.


4.3 Γενικές παρατηρήσεις
4.4 Παραδοχές και δεδομένα
Η βελτιστοποίηση έγινε για τρεις ομάδες δεδομένων που ορίσθηκαν από το χρήστη και
συγκεκριμένα:

1𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿 2𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿 3𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿


Μήκος ανοίγματος 20 𝑚𝑚 100 𝑚𝑚 20 𝑚𝑚
Πλάτος ανοίγματος 10 𝑚𝑚 10 𝑚𝑚 10 𝑚𝑚
Πάχος καταστρώματος 0,50 𝑚𝑚 0,50 𝑚𝑚 0,50 𝑚𝑚
Υγρασία περιβάλλοντος 0,70 0,70 0,40
Ημέρα φόρτισης 28 28 7
Πίνακας 4.1: Ομάδες δεδομένων του προβλήματος.

Η πρώτη ομάδα δεδομένων αποτελεί την ομάδα αναφοράς. Στη δεύτερη ομάδα αυξάνεται το
μήκος του ανοίγματος, ενώ τα υπόλοιπα δεδομένα διατηρούνται στις τιμές της ομάδας
αναφοράς. Στην τρίτη ομάδα μειώνεται η υγρασία του περιβάλλοντος και η ημέρα επιβολής της
φόρτισης στη δοκό.
Με τον τρόπο αυτό εξετάζεται η λειτουργία του προγράμματος για διαφορετικά μήκη
ανοίγματος και μεταβολές στους παράγοντες που επηρεάζουν τις χρόνιες απώλειες.
Η συνάρτηση βελτιστοποίησης που ορίσθηκε αφορά το συνολικό κόστος του φορέα και ως
στόχος της διαδικασίας βελτιστοποίησης τέθηκε η ελαχιστοποίηση της αντικειμενικής
συνάρτησης.
Το πρόγραμμα που χρησιμοποιήθηκε είναι το XLOptimizer για το Microsoft Excel.

Ο επιλεγμένος αλγόριθμος είναι Διαφορικής Εξέλιξης (Differential Evolution DE/Rand/1/Bin


standard), λόγω των πλεονεκτημάτων που αναφέρθηκαν στην ενότητα 2.2. Όλες οι συγκρίσεις
γίνονται μόνο βάση της αντικειμενικής συνάρτησης.
Για τη δημιουργία τυχαίων αριθμών επιλέχθηκε ο (προεπιλεγμένος από το πρόγραμμα)
Mersenne Twister Generator. Ο αρχικός πληθυσμός δημιουργήθηκε τυχαία και ορίστηκαν 30
επαναλήψεις, αριθμός στατιστικά ικανοποιητικός.
Ο αρχικός πληθυσμός ορίστηκε στις 50 μονάδες, ο συντελεστής F ίσος με 0,5 και ο συντελεστής
Cr ίσος με 0,9. Οι βελτιωμένες λύσεις θα αντικαθιστούν τις παλαιότερες στο τέλος του εκάστοτε
βρόγχου.
Τα κριτήρια τερματισμού ορίστηκαν στις 20.000 συγκρίσεις ή την εκτέλεση για 10 τουλάχιστον
λεπτά.
Σχήμα 4.6: Χαρακτηριστικά του σεναρίου.

Για την επίλυση του προβλήματος έγινε η παραδοχή της ισοδύναμης εκκεντρότητας του τένοντα
προέντασης. Λόγω της δυσκολίας που εμπεριέχεται στην εξέταση των διαφορετικών σεναρίων
ύπαρξης 1 ή περισσοτέρων τενόντων, αλλά και τον υπολογισμός της τροχιάς καθενός εξ αυτών,
καθώς και των αντίστοιχων τάσεων στις θέσεις ενδιαφέροντος, επιλέχθηκε να θεωρηθεί ότι όλοι
οι τένοντες συμπεριφέρονται με μια μέση τιμή. Αυτό συνεπάγεται ότι η αναπτυσσόμενη τάση
του σκυροδέματος (που αφορά τις απώλειες βράχυνσης του σκυροδέματος και τις χρόνιες
απώλειες χαλάρωσης του τένοντα) δεν υπολογίζεται ξεχωριστά σε κάθε θέση, αλλά λαμβάνεται
μία ενιαία και κοινή τιμή (η οποία αναφέρεται στη θέση του ισοδύναμου τένοντα). Χωρίς αυτήν
την απλοποιητική παραδοχή η εκπόνηση της παρούσας εργασίας θα περιορίζονταν στη μελέτη
φορέα με έναν τένοντα.
Ως χρησιμοποιούμενα υλικά επιλέχθηκαν το σκυρόδεμα 𝐶𝐶30/37, C40/50 και 𝐶𝐶50/60, καθώς
και ο χάλυβας 𝑆𝑆1770/1860 και 𝑆𝑆1670/1770. Ως κατηγορία χαλάρωσης ορίστηκε η δεύτερη. Η
ταχύτητα πήξης του σκυροδέματος ορίστηκε κανονική (Normal).
4.5 Αποτελέσματα
Για την πρώτη ομάδα δεδομένων ισχύει:

Μήκος ανοίγματος 20 𝑚𝑚
Πλάτος ανοίγματος 10 𝑚𝑚
Πάχος καταστρώματος 0,50 𝑚𝑚
Υγρασία περιβάλλοντος 0,70
Ημέρα φόρτισης 28
Πίνακας 4.2: Πρώτη ομάδα δεδομένων.

Από την εκτέλεση του αλγορίθμου προέκυψε το κόστος για την κατασκευή της κάθε λύσης.
Παρακάτω παρουσιάζονται αναλυτικά οι λύσεις που προέκυψαν συναρτήσει των
χρησιμοποιούμενων, κάθε φορά, υλικών.
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶30/37 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 2.634,86 €
Για σκυρόδεμα C40/50 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 3.062,32 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶50/60 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 3.657,42 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶30/37 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 2.686,52 €
Για σκυρόδεμα C40/50 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 3.080,03 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶50/60 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 3.658,84 €
Για τη δεύτερη ομάδα δεδομένων ισχύει:

Μήκος ανοίγματος 100 𝑚𝑚


Πλάτος ανοίγματος 10 𝑚𝑚
Πάχος καταστρώματος 0,50 𝑚𝑚
Υγρασία περιβάλλοντος 0,70
Ημέρα φόρτισης 28
Πίνακας 4.3: Δεύτερη ομάδα δεδομένων.

Από την εκτέλεση του αλγορίθμου προέκυψε το κόστος για την κατασκευή της κάθε λύσης.
Παρακάτω παρουσιάζονται αναλυτικά οι λύσεις που προέκυψαν συναρτήσει των
χρησιμοποιούμενων, κάθε φορά, υλικών.
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶30/37 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 44.943,86 €
Για σκυρόδεμα C40/50 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 52.831,00 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶50/60 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 64.723,91 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶30/37 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 46.608,71 €
Για σκυρόδεμα C40/50 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 53.368,95 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶50/60 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 65.620,20 €
Για την τρίτη ομάδα δεδομένων ισχύει:

Μήκος ανοίγματος 20 𝑚𝑚
Πλάτος ανοίγματος 10 𝑚𝑚
Πάχος καταστρώματος 0,50 𝑚𝑚
Υγρασία περιβάλλοντος 0,40
Ημέρα φόρτισης 7
Πίνακας 4.4: Τρίτη ομάδα δεδομένων.

Από την εκτέλεση του αλγορίθμου προέκυψε το κόστος για την κατασκευή της κάθε λύσης.
Παρακάτω παρουσιάζονται αναλυτικά οι λύσεις που προέκυψαν συναρτήσει των
χρησιμοποιούμενων, κάθε φορά, υλικών.
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶30/37 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 2.736,45 €
Για σκυρόδεμα C40/50 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 3.118,82 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶50/60 και χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 3.677,14 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶30/37 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 2.798,12 €
Για σκυρόδεμα C40/50 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 3.162,12 €
Για σκυρόδεμα 𝐶𝐶50/60 και χάλυβα 𝑆𝑆1670/1770 το βέλτιστο κόστος υπολογίστηκε:
Κόστος φορέα γέφυρας: 3.757,88 €
Συγκεντρωτικά, τα αποτελέσματα είναι:

Ομάδα 1𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿 2𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿 3𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿


Μήκος ανοίγματος 20 𝑚𝑚 100 𝑚𝑚 20 𝑚𝑚
Πλάτος ανοίγματος 10 𝑚𝑚 10 𝑚𝑚 10 𝑚𝑚
Πάχος καταστρώματος 0,50 𝑚𝑚 0,50 𝑚𝑚 0,50 𝑚𝑚
Υγρασία περιβάλλοντος 0,70 0,70 0,40
Ημέρα φόρτισης 28 28 7
Κατηγορία χάλυβα Κατηγορία σκυροδέματος Κόστος
𝐶𝐶30/37 2.634,86 44.943,86 2.736,45
𝑆𝑆1770/1860 C40/50 3.062,32 52.831,00 3.118,82
𝐶𝐶50/60 3.657,42 64.723,91 3.677,14
𝐶𝐶30/37 2.686,52 46.608,71 2.798,12
𝑆𝑆1670/1770 C40/50 3.080,03 53.368,95 3.162,12
𝐶𝐶50/60 3.658,84 65.620,20 3.757,88
Πίνακας 4.5: Συγκεντρωτικά αποτελέσματα κόστους.

Δύναμη προέντασης
Πλήθος καλωδίων
Πλήθος τενόντων

Ύψος πελμάτων

Πλάτος κορμού
Πλήθος δοκών

Πλάτος δοκού

Εκκεντρότητα
Ύψος δοκού

𝐶𝐶30/37 1 2 27 4,06 2,45 0,05 0,21 10.651 1,80


𝑆𝑆1770/1860 C40/50 1 2 36 3,96 2,03 0,07 0,21 13.998 1,13
1𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿 𝐶𝐶50/60 1 2 37 3,93 2,57 0,05 0,21 14.595 1,01
𝐶𝐶30/37 1 2 24 4,00 1,90 0,08 0,21 11.922 1,55
𝑆𝑆1670/1770 C40/50 1 2 24 3,92 2,42 0,06 0,21 11.842 1,50
𝐶𝐶50/60 1 3 14 4,49 1,75 0,06 0,19 10.503 1,81
𝐶𝐶30/37 1 21 15 17,13 7,99 0,08 0,17 61.620 7,29
𝑆𝑆1770/1860 C40/50 1 21 15 17,33 8,37 0,07 0,17 61.720 7,23
𝐶𝐶50/60 1 22 15 17,24 4,13 0,15 0,17 64.944 6,58
2𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿
𝐶𝐶30/37 1 21 12 17,58 7,59 0,08 0,19 62.940 7,38
𝑆𝑆1670/1770 C40/50 1 35 7 18,22 9,36 0,06 0,16 61.240 7,14
𝐶𝐶50/60 1 29 9 17,54 8,14 0,07 0,17 64.780 6,64
𝐶𝐶30/37 1 3 18 4,58 2,17 0,06 0,19 10.660 1,95
𝑆𝑆1770/1860 C40/50 1 2 27 4,26 2,37 0,06 0,21 10.565 1,92
𝐶𝐶50/60 1 3 18 4,39 2,14 0,06 0,19 10.629 1,78
3𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿
𝐶𝐶30/37 1 2 24 4,32 2,23 0,06 0,21 11.993 1,63
𝑆𝑆1670/1770 C40/50 1 3 15 4,43 2,59 0,05 0,19 11.250 1,69
𝐶𝐶50/60 1 3 14 4,33 2,56 0,05 0,19 10.397 1,91
Πίνακας 4.6: Συγκεντρωτικά αποτελέσματα μεταβλητών.
4.6 Σχολιασμός
Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων προκύπτουν πολύ γρήγορα κάποια συμπεράσματα.
Αυτά είναι:
1) Η αύξηση της ποιότητας του χρησιμοποιούμενου σκυροδέματος (με τις υπόλοιπες
μεταβλητές να παραμένουν σταθερές, ceteris paribus) συνεπάγεται αύξηση του τελικού
κόστους της λύσης.
2) Η αύξηση της ποιότητας του χάλυβα προέντασης (ceteris paribus) οδηγεί σε μείωση και
όχι σε αύξηση του κόστους της λύσης. Στο αποτέλεσμα αυτό συντελεί κυρίως το γεγονός
ότι η διαφορά στην τιμή που ελήφθη από το Αναλυτικό Τιμολόγιο είναι ελάχιστη
(μικρότερη από 2%), ενώ η διαφορά στην αντοχή είναι αισθητά μεγαλύτερη
(περίπου 5%) και, συνεπώς ο χάλυβας υψηλότερης αντοχής καθίσταται de facto πιο
οικονομικός.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ξανά το γεγονός ότι η έλλειψη πραγματικών τιμών για
ποιότητες σκυροδέματος κατηγορίας 𝐶𝐶35/45 συνεπάγεται ότι τα αποτελέσματα δεν βασίζονται
σε πραγματικά στοιχεία της αγοράς, αλλά σε θεωρητικές τιμές, η αξιοπιστία των οποίων μπορεί
να κριθεί ικανοποιητική, λόγω της μεθόδου υπολογισμού τους, που αναλύθηκε στην
ενότητα 2.3.
Από την άλλη, η ελάχιστη διαφορά στην τιμή των διαφορετικών χαλύβων οδηγεί σε
συμπεράσματα τα οποία, ενδέχεται να μην είναι ακριβή. Ίσως να ήταν προσφορότερη η χρήση
των τιμών για έργα αξίας μικρότερης των 1,5 εκατ. ευρώ (5,40 και 7,70 €⁄𝑘𝑘𝑘𝑘 για χάλυβα
𝑆𝑆1670/1770 𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅𝜅 𝑆𝑆1770/1860 αντίστοιχα). Ωστόσο, δεδομένου ότι το κόστος κατασκευής μιας τυπικής
γέφυρας ανέρχεται σε δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατ. ευρώ, οι τιμές που χρησιμοποιήθηκαν κρίνονται
αποδεκτές.

Με περαιτέρω ανάλυση των αποτελεσμάτων, διακρίνεται εύκολα ότι, ανάμεσα στις συνθήκες
που ορίζονται από το χρήστη και οριοθετούν το πρόβλημα, το μήκος του ανοίγματος που
επιζητείται να γεφυρωθεί είναι και αυτό που επηρεάζει περισσότερο την τελική λύση. Σε
αντιπαραβολή των αποτελεσμάτων μεταξύ της 1ης και της 2ης ομάδας δεδομένων προκύπτει ότι
η αύξηση του πλάτους στο 500% (από 20 m σε 100 m) οδηγεί σε αύξηση του κόστους (κατά μέσο
όρο) στο 1743,62% ή αύξηση κατά 348,72% της αρχικής τιμής για κάθε 20 m επιπλέον
ανοίγματος. Αντιθέτως, μεταξύ της 1ης και της 3ης ομάδας δεδομένων προκύπτει ότι η μείωση
της υγρασίας του περιβάλλοντος στο 57,14% και της ημέρας επιβολής της φόρτισης στο 25%
συνεπάγεται αύξηση στο κόστος μόλις κατά 2,781% (κατά μέσο όρο).
Είναι ξεκάθαρο, επομένως, ότι η συντήρηση του σκυροδέματος σε ικανοποιητικές συνθήκες
παίζει καθοριστικό παράγοντα στην ανάπτυξη των αντοχών του και τη μείωση των απωλειών
προέντασης λόγω χρόνιων φαινομένων. Την ίδια στιγμή, καθοριστικό παράγοντα διαδραματίζει
το άνοιγμα μεταξύ των βάθρων, το οποίο συνηγορεί στη χρήση όσο των δυνατών πυκνότερων
βάθρων και άρα ανάπτυξη μικρότερων τάσεων λόγω ροπής στο άνοιγμα. Στο σημείο αυτό
καθίσταται σαφές πώς θα μπορούσε η συνέργεια μεταξύ υπολογιστικού φύλλου και στατικού
επιλυτή να οδηγήσει σε μια συνολικά βέλτιστη λύση. Αφενός, το κατάστρωμα της γέφυρας
«επιθυμεί» όσο το δυνατόν μικρότερα ανοίγματα (η πρώτη λύση της 1ης ομάδας κοστίζει μόλις
131,7 €⁄𝑚𝑚, ενώ η πρώτη λύση της 2ης ομάδας κοστίζει 449,4 €⁄𝑚𝑚), το οποίο συνεπάγεται
περισσότερα βάθρα, το κόστος των οποίων είναι αρκετά μεγάλο. Το ιδανικό αποτέλεσμα
προκύπτει από συνδυασμό των δύο, το οποίο βέβαια απαιτεί συνεργασία μεταξύ
υπολογιστικού φύλλου και προγράμματος στατικής επίλυσης, κάτι που ξεφεύγει κατά πολύ από
τα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας.
Όσον αφορά το σχεδιαστικό κομμάτι, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλες οι λύσεις που
επελέγησαν από τον αλγόριθμο περιλάμβαναν τη χρήση μίας και μόνο δοκού για το φορέα. Το
πιθανότερο είναι ότι οι υψηλές απαιτήσεις για αυξημένη ροπή αδράνειας οδήγησαν σε ανάγκη
για υψηλούς κορμούς (και άρα μεγάλη ποσότητα υλικού που δεν συνεισφέρει ουσιαστική
αδράνεια) οι οποίοι ήταν ασύμφορο να χρησιμοποιηθούν εις διπλούν.
Το πλήθος των τενόντων δεν προσφέρει κάποια ουσιαστική πληροφορία, καθώς εξαρτάται
άμεσα από το πλήθος των καλωδίων που χρησιμοποιήθηκαν. Από τον πίνακα 4.6 γίνεται
εμφανές ότι για τις λύσεις μικρών ανοιγμάτων απαιτήθηκαν 2 ή 3 τένοντες, ενώ για τις λύσεις
του μεγάλου ανοίγματος από 20 έως και 35 τένοντες. Αντίστοιχα, το πλήθος των καλωδίων είναι
άμεσα συνδεδεμένο με την απαίτηση για δύναμη προέντασης, λόγω της μέγιστης
επιτρεπόμενης τάσης που δύναται να αναλάβει ο χάλυβας.
Η απαίτηση σε προένταση εξαρτάται από τις αναπτυσσόμενες ροπές, οι οποίες ως επί το
πλείστον εξαρτώνται από το άνοιγμα της δοκού. Παρατηρείται αμέσως, εξάλλου, ότι η απαίτηση
για προένταση στη δοκό 100 m είναι περίπου 6 φορές μεγαλύτερη από αυτή της δοκού των
20 m. Αντίστοιχα, η εκκεντρότητα είναι η μέγιστη δυνατή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εάν
ληφθεί υπόψιν η απαίτηση για επικάλυψη του τένοντα και η χρήση περισσοτέρων του ενός
τένοντα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το μεγαλύτερο κομμάτι στη διαστασιολόγηση επαφίεται στην
επιλογή της διατομής του σκυροδέματος. Σε γενικές γραμμές, το ύψος και το πλάτος της δοκού
παραμένει σε περίπου σταθερά επίπεδα, μεταξύ των τριών ποιοτήτων του σκυροδέματος
(ceteris paribus). Το ίδιο παρατηρείται και μεταξύ των δύο διαφορετικών ποιοτήτων χάλυβα
(ceteris paribus). Εξαίρεση αποτελεί το πλάτος δοκού για τη 2η ομάδα λύσεων, στην ποιότητα
χάλυβα 𝑆𝑆1770/1860 και ποιότητα σκυροδέματος 𝐶𝐶50/60, το οποίο φτάνει στα 4,13 m , ενώ τα
υπόλοιπα πλάτη είναι μεταξύ 7,5-9,5 m. Πιθανότατα πρόκειται για στατιστική ανωμαλία, δηλαδή μια
μεμονωμένη λύση που βρέθηκε στη συγκεκριμένη αναζήτηση και που, εάν γίνονταν πλήρης έλεγχος των
λύσεων και στις υπόλοιπες ομάδες πιθανώς να εντοπιζόταν κάτι αντίστοιχο. Το ύψος των πελμάτων και
το πάχος του κορμού είναι περίπου το ίδιο, για όλες τις λύσεις που προέκυψαν.

Η μεγάλη διαφοροποίηση, επομένως, αφορά το ύψος και το πλάτος της δοκού, συναρτήσει του μήκους
του ανοίγματος της γέφυρας. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο διπλασιασμός του ανοίγματος επιφέρει
τετραπλασιασμό της αναπτυσσόμενης ροπής. Προκυμμένου να μπορέσει η διατομή να ανταποκριθεί,
απαιτείται αυξημένη ροπή αδράνειας, η οποία προκύπτει ως επί το πλείστο από τα πέλματα της
διατομής (την επιφάνεια τους και την απόσταση από το κέντρο βάρους). Ως εκ τούτου, είναι λογική η
αύξηση που παρατηρείται, τόσο στο ύψος της δοκού (αύξηση της απόστασης της ακραίας ίνας αναφοράς
από το κέντρο βάρους) όσο και του πλάτους (αύξηση της επιφάνειας που συνεισφέρει ροπή αδράνειας).

Δύναμη προέντασης
Πλήθος καλωδίων
Πλήθος τενόντων

Ύψος πελμάτων

Πλάτος κορμού
Πλήθος δοκών

Πλάτος δοκού

Εκκεντρότητα
Ύψος δοκού
𝐶𝐶30/37 1 2 27 4,06 2,45 0,05 0,21 10.651 1,80
𝑆𝑆1770/1860 C40/50 1 2 36 3,96 2,03 0,07 0,21 13.998 1,13
1𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿 𝐶𝐶50/60 1 2 37 3,93 2,57 0,05 0,21 14.595 1,01
𝐶𝐶30/37 1 2 24 4,00 1,90 0,08 0,21 11.922 1,55
𝑆𝑆1670/1770 C40/50 1 2 24 3,92 2,42 0,06 0,21 11.842 1,50
𝐶𝐶50/60 1 3 14 4,49 1,75 0,06 0,19 10.503 1,81
𝐶𝐶30/37 1 21 15 17,13 7,99 0,08 0,17 61.620 7,29
𝑆𝑆1770/1860 C40/50 1 21 15 17,33 8,37 0,07 0,17 61.720 7,23
𝐶𝐶50/60 1 22 15 17,24 4,13 0,15 0,17 64.944 6,58
2𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿
𝐶𝐶30/37 1 21 12 17,58 7,59 0,08 0,19 62.940 7,38
𝑆𝑆1670/1770 C40/50 1 35 7 18,22 9,36 0,06 0,16 61.240 7,14
𝐶𝐶50/60 1 29 9 17,54 8,14 0,07 0,17 64.780 6,64
𝐶𝐶30/37 1 3 18 4,58 2,17 0,06 0,19 10.660 1,95
𝑆𝑆1770/1860 C40/50 1 2 27 4,26 2,37 0,06 0,21 10.565 1,92
𝐶𝐶50/60 1 3 18 4,39 2,14 0,06 0,19 10.629 1,78
3𝜂𝜂 𝜊𝜊𝜊𝜊ά𝛿𝛿𝛿𝛿
𝐶𝐶30/37 1 2 24 4,32 2,23 0,06 0,21 11.993 1,63
𝑆𝑆1670/1770 C40/50 1 3 15 4,43 2,59 0,05 0,19 11.250 1,69
𝐶𝐶50/60 1 3 14 4,33 2,56 0,05 0,19 10.397 1,91
Βιβλιογραφία
https://en.wikipedia.org/wiki/Bridge
https://en.wikipedia.org/wiki/Maya_Bridge_at_Yaxchilan
https://en.wikipedia.org/wiki/Akashi_Kaiky%C5%8D_Bridge
https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_longest_bridges
https://en.wikipedia.org/wiki/Differential_evolution
https://en.wikipedia.org/wiki/Evolutionary_computation
https://www.ggde.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=964:%CF%80%CE%B5%CF%81
%CE%B9%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CE%AC-
%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%B1-
%CE%AD%CF%81%CE%B3%CF%89%CE%BD-%CF%83%CE%B5-
%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%BE%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BC
%CE%B7-%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CE%AE-2017&Itemid=326

You might also like