You are on page 1of 14

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ: ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΠΜΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ: ΥΓΕΙΑ, ΝΟΣΟΣ


ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ

«ΦΥΣΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ


ΥΦΑΣΜΑΤΙΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟΥ
ΔΕΡΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΦΕΣ»

ΣΙΩΜΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΛΕΝΗ


Α.Ε.Μ. : 72
e-mail: evansiom@auth.gr

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2023
2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ................................................................................................................................3

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ.........................................................................................................................4

ΥΦΑΣΜΑΤΙΝΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ............................................................................................4
Γενικά.................................................................................................................................4
Φυσική αποδόμηση υφασμάτινων καταλοίπων.................................................................5
Παράγοντες διατήρησης υφασμάτινων καταλοίπων.........................................................7

ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟ ΔΕΡΜΑ.................................................................................................9
Γενικά.................................................................................................................................9
Φυσική αποδόμηση κατεργασμένου δέρματος................................................................10
Παράγοντες διατήρησης κατεργασμένου δέρματος........................................................12

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ................................................................................................................13

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.....................................................................................................................14
3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα αρχαιολογικά υφάσματα αποτελούν σημαντικές μαρτυρίες για την καθημερινή ζωή, τη
γεωργία, το εμπόριο, τη μετανάστευση των λαών, τις θρησκευτικές τελετουργίες, την τέχνη
και τον τεχνικό πολιτισμό. Ο κύριος λόγος για τον οποίο γνωρίζουμε πολύ λίγα γι' αυτά είναι
διότι τα υφάσματα είναι ιδιαίτερα εύθραυστα και μπορούν να διατηρηθούν καλά μόνο σε
πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Τα περισσότερα από αυτά καταστρέφονται σχεδόν
ολοκληρωτικά λόγω της γήρανσης σε ένα εξαιρετικά σκληρό αρχαιολογικό περιβάλλον.
Επιπλέον, τα δερμάτινα τεχνουργήματα που ανασκάπτονται από χερσαία και ξηρά
περιβάλλοντα και υποβρύχιες ανασκαφές προσφέρουν ιδιαίτερες προκλήσεις για τη
διατήρησή τους, η οποία εξαρτάται από πολύπλοκες περιβαλλοντικά καθοδηγούμενες
χημικές αλληλεπιδράσεις και διαδικασίες βιολογικής και μικροβιακής φθοράς. Στην παρούσα
εργασία παρουσιάζονται αναλυτικά τόσο η διαδικασία της φυσικής αποδόμησης όσο και οι
παράγοντες διατήρησης υφασμάτινων καταλοίπων και κατεργασμένων δερμάτων σε
αρχαιολογικές ταφές.
4

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
ΥΦΑΣΜΑΤΙΝΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ

Γενικά
Το ύφασμα είναι ένα τεχνούργημα του ανθρώπου και αποτελεί υλικό το οποίο τον
συντροφεύει σε ποικίλες εκφάνσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του κοινωνικού βίου του. Οι
περισσότερες πληροφορίες για τα υφάσματα και την υφαντική τέχνη προέρχονται από
γραπτά κείμενα, παραστάσεις αγγείων και τοιχογραφίες παρά από τα ίδια τα υφάσματα
καθώς, είναι μία ευαίσθητη οργανική δομή και κατά συνέπεια αποτελούν σπάνια
ανασκαφικά ευρήματα. (Ρέτσα, Μωραΐτου & Κουσουλού, 2012) 1
Η ιστορία των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και τεχνολογιών ξεκινά πολλά χρόνια
πίσω. Έχει αποδειχθεί πως ήδη από την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, τα ινώδη υλικά ήταν
γνωστά. Η πρώτη απόδειξη ύπαρξης κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων είναι το αγαλματίδιο
της Αφροδίτης του Λεσπύγκ από ελεφαντόδοντο μαμούθ, στο πίσω μέρος του οποίου
παρατηρήθηκαν κάθετες ραβδώσεις, παράλληλες μεταξύ τους που ξεκινούν από μία
οριζόντια γραμμή στο κάτω μέρος των γλουτών. (Εικόνα 1) Το αγαλματίδιο αυτό
χρονολογείται περίπου στο 20000 π.Χ. (Barber, 1994)2
Τα υφασμάτινα αρχαιολογικά ευρήματα είναι κυρίως κλωστές, πλεκτές και υφαντές δομές
κατασκευασμένες από φυσικές ίνες ζωικής και φυτικής προέλευσης (μαλλί, τρίχες, μετάξι,
βαμβάκι, λινάρι, γιούτα, κάνναβη, τσουκνίδα, γρασίδι κ.λπ.). Μπορούν να βρεθούν ως
άθικτες κλωστοϋφαντουργικές δομές ή αποσπασματικά τμήματα υφασμάτων (το πιο
σύνηθες), ψευδομορφές (δηλαδή ένα φυσικό ίχνος μιας προηγούμενης ίνας, κλωστής ή άλλης
υφαντικής δομής) και εντυπώσεις (μορφή έμμεσου υφασμάτινου ίχνους). (Cybulska, 2007)3

1
Ρέτσα, Μ., Μωραΐτου Σ. & Κουσουλού Τ. (14 Μαΐου, 2012). Ανασκαφικά υφασμάτινα κατάλοιπα στον
ελλαδικό χώρο: μύθος ή πραγματικότητα. Ανακτήθηκε 10 Ιανουαρίου, 2023, από
https://www.archaiologia.gr/blog/2012/05/14/ανασκαφικά-υφασμάτινα-κατάλοιπα-στο/.
2
Barber, E. (1994). Women's Work: The First 20,000 Years Women, Cloth, and Society in Early Times. New
York: W. W. Norton & Company.
3
Cybulska, M. (2007). Archaeological Textiles–A Need for New Methods of Analysis and Reconstruction.
Fibres and Textiles in Eastern Europe. 15, (5-6), 64-65.
5

Εικόνα 1: Η Αφροδίτη του Λεσπύγκ στο Μουσείο του Ανθρώπου, Παρίσι.

Φυσική αποδόμηση υφασμάτινων καταλοίπων


Όπως προαναφέρθηκε, τα υφάσματα αποτελούν οργανικές δομές γεγονός το οποίο καθιστά
τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα ιδιαίτερα εύθραυστα και ευαίσθητα σε ποικίλες συνθήκες.
Οι φθορές που μπορούν να υποστούν τα υφασμάτινα αντικείμενα έχουν διάφορες μορφές.
Αυτές είναι, η βιοαποικοδόμηση των ινών (προκαλεί ευθραυστότητα και αποσύνθεση), ο
αποχρωματισμός ή η χρώση και αλλοιώσεις από έντομα, μικροοργανισμούς και το φως
(μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, προκαλούν σημαντική απώλεια των ελαστικών ιδιοτήτων των
υφασμάτων). (Cybulska, 2007)4
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα δύο καινοτόμων μελετών, του Dan Morse και των
συνεργατών του (1983) και του Walter Rowe (1997), οι παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν
στην αποσύνθεση του οργανικών δομών είναι οι ίδιοι με αυτούς στους οποίους οφείλεται η
φυσική φθορά όλων των υλικών. Την πρώτη θέση κατέχει ο παράγοντας της θερμοκρασίας
διότι, ευνοείται η ανάπτυξη των βακτηρίων η οποία εν συνεχεία επιταχύνεται από την
υγρασία, τον τύπο του εδάφους και την ηλιοφάνεια. Επιπλέον, σημαντική επιρροή στην
αποσύνθεση των υφασμάτινων καταλοίπων έχουν η οξύτητα του εδάφους και η ύπαρξη
εντόμων. (Byers, 2011)5

4
Cybulska, M. (2007). Archaeological Textiles–A Need for New Methods of Analysis and Reconstruction.
Fibres and Textiles in Eastern Europe. 15, (5-6), 64-65.
6

Πρέπει να σημειωθεί πως και η ίδια η φύση των ινών των υφασμάτων επηρεάζει το βαθμό
και το ρυθμό φθοράς τους. Η περιεκτικότητα των υφασμάτων σε κυτταρίνη, λιγνίνη και άλλα
οργανικά συστατικά καθορίζουν την ευαισθησία στη βιολογική φθορά και την αντίσταση
των υφασμάτων σε αυτή. Τα μάλλινα υφάσματα και το μετάξι συνήθως διατηρούνται σε
καλή κατάσταση, σε αντίθεση με τα λινά και βαμβακερά υφάσματα. (Εικόνα 2) Αυτό
συμβαίνει διότι το μαλλί και το μετάξι, προέρχονται από ζωικές ίνες ενώ τα λινάρι και το
βαμβάκι αποτελούν φυτικές ίνες. Οι ζωικές ίνες αποτελούνται κυρίως από πρωτεΐνες,
γεγονός το οποίο τις καθιστά λιγότερο ευαίσθητες από τις φυτικές ίνες οι οποίες
αποτελούνται από κυτταρίνη. Ωστόσο, ακόμα και οι ζωικές ίνες μπορούν να προσβληθούν
από μικροοργανισμούς εάν αποθηκεύονται σε θερμές και υγρές συνθήκες. (Cybulska, 2007)6
Παρόλα αυτά, υπάρχουν ορισμένα υφάσματα τα οποία παρουσιάζουν χαμηλό βαθμό φθοράς,
όπως τα ακρυλικά (μικρή φθορά ακόμα και μετά από 3 έτη), το νάιλον (μέτρια φθορά μετά
την πάροδο 4 ετών), ο πολυεστέρας και οι ίνες triacetate (δεν παρουσιάζουν φθορές ακόμα
και μετά από 9 μήνες ενταφιασμού) είτε ανευρεθούν θαμμένα είτε στην επιφάνεια του
εδάφους. (Byers, 2011)7

Εικόνα 2: Υφασμάτινο τμήμα από μαλλί και λινό. Τα μάλλινα νήματα φαίνονται καλά διατηρημένα, ενώ τα
λινά σχεδόν πλήρως αλλοιωμένα.

Ένας ακόμα παράγοντας φθοράς των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων είναι η δομή


τους. Υφάσματα με χαμηλό σπείρωμα και χαλαρή ύφανση τείνουν να συγκρατούν

5
Byers, S. (2011). Εισαγωγή στη Δικαστική Ανθρωπολογία. (Κ. Μωραΐτης & Χ. Σπηλιοπούλου, μεταφρ.).
Αττική: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 2011).
6
Cybulska, M. (2007). Archaeological Textiles–A Need for New Methods of Analysis and Reconstruction.
Fibres and Textiles in Eastern Europe. 15, (5-6), 64-65.
7
Byers, S. (2011). Εισαγωγή στη Δικαστική Ανθρωπολογία. (Κ. Μωραΐτης & Χ. Σπηλιοπούλου, μεταφρ.).
Αττική: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 2011).
7

περισσότερους μικροοργανισμούς μεταξύ των ινών, σε αντίθεση με τα σφιχτά υφασμένα


υφάσματα τα οποία είναι πιο ανθεκτικά στη διείσδυση βακτηρίων και εντόμων.
Επιπροσθέτως, τα περισσότερα αρχαιολογικά ευρήματα υφασμάτων, παρουσιάζουν
διάφορες αποχρώσεις του καφέ λόγω της βύθισής τους στο έδαφος. Εκτός από τη φυσική
βλάβη που μπορεί να προκαλέσει αυτή η χρώση, μπορεί επίσης να οδηγήσει στη διάλυση
των χρωστικών ουσιών του υφάσματος. Η έκθεση στο υπεριώδες φως μπορεί να προκαλέσει
τη λεγόμενη φωτοχημική αποικοδόμηση των ευαίσθητων χρωστικών ουσιών. Τέλος, ο
χρόνος ακόμα και σε κανονικές ατμοσφαιρικές συνθήκες αποτελεί σημαντικό παράγοντα
φθοράς. (Cybulska, 2007)8

Παράγοντες διατήρησης υφασμάτινων καταλοίπων


Όπως έγινε κατανοητό, ο κίνδυνος φθοράς των υφασμάτινων αντικειμένων είναι ιδιαίτερα
σημαντικός. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες συνθήκες οι οποίες συμβάλλουν στη διατήρησή
τους. Αυτές είναι, τα πολύ ξηρά ή πολύ υγρά περιβάλλοντα, οι παγωμένες περιοχές, η
οξύτητα ή η αλκαλικότητα του περιβάλλοντος, το υγρό ή ξηρό αναερόβιο περιβάλλον και τα
υλικά με τα οποία έρχονται σε επαφή τα υφάσματα.
Πιο αναλυτικά, τα ιδιαίτερα ξηρά περιβάλλοντα (π.χ. έρημος) χαρακτηρίζονται από
χαμηλά ποσοστά υγρασίας, απουσία νερού, έντονη δράση διαλυτών και αδιάλυτων αλάτων,
σκοτεινό περιβάλλον κάτω από τη λεπτή άμμο και υψηλή θερμοκρασία. Αυτές οι συνθήκες
συνήθως ευνοούν τη διατήρηση του αρχικού χρώματος των ινών, του σχήματος, του
μεγέθους και του σχεδίου του υφάσματος.
Στα εξαιρετικά υγρά περιβάλλοντα (π.χ. βάλτοι, λίμνες, θάλασσες) περιορίζεται η
βιολογική δράση η οποία οφείλεται στη παρουσία οξυγόνου, λόγω του αναερόβιου
περιβάλλοντος που δημιουργείται σε μεγάλα βάθη και κάτω από τα στρώματα λάσπης. Το
χουμικό οξύ και η τύρφη στο υπέδαφος των βάλτων, δημιουργεί ένα όξινο περιβάλλον
γεγονός το οποίο ευνοεί τη διατήρηση ιδίως των μάλλινων ινών. Τέλος, Ο υδατοκορεσμός
των ινών δεν επιτρέπει την εισχώρηση του οξυγόνου στο εσωτερικό των ινών με αποτέλεσμα
τη διατήρηση του σχήματος και της δομής τους. (Cybulska, 2007)9 Σύμφωνα με τον Cronyn
(1990)10, υφάσματα όπως το μαλλί και το μετάξι μπορούν να βρεθούν σε εξαιρετικά καλή

8
Cybulska, M. (2007). Archaeological Textiles–A Need for New Methods of Analysis and Reconstruction.
Fibres and Textiles in Eastern Europe. 15, (5-6), 64-65.
9
Cybulska, M. (2007). Archaeological Textiles–A Need for New Methods of Analysis and Reconstruction.
Fibres and Textiles in Eastern Europe. 15, (5-6), 64-65.
10
Cronyn, J. M. (1990). The Elements of Archaeological Conservation. London: Routledge.
8

κατάσταση, όμως αποδυναμωμένα λόγω της αργής υδρόλυσης, το ίδιο και τα υφάσματα από
κάνναβη εξαιτίας της ξυλώδους φύσης του και αυτό οφείλεται στις υγρές/υδατοστεγείς
αποθέσεις.
Η χαμηλή θερμοκρασία και υγρασία είναι χαρακτηριστικά των παγωμένων περιοχών και
ανασταλτικοί παράγοντες για την ανάπτυξη των μικροοργανισμών που αποτελούν βασικό
παράγοντα φθοράς των υφασμάτων. Αυτά διατηρούνται είτε λόγω της πλήρωσης των πόρων
τους με νερό είτε λόγω της ψύξης που υφίστανται, καθώς όλο το νερό, στη δεύτερη
περίπτωση, αδρανοποιείται και μετατρέπεται σε πάγο, χωρίς όμως να χάνεται. Για αυτό το
λόγο, τα υλικά παραμένουν ανεπηρέαστα. Τέλος, σε αυτά τα περιβάλλοντα συνήθως
συμβαίνουν αποθέσεις ζωικών λιπών οι οποίες εμποτίζουν με λίπη τις ίνες προκαλώντας
μείωση της απορρόφησης της υγρασίας και σχηματισμό υδρόφοβων στρωμάτων στο
εξωτερικό τους. Το φαινόμενο αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα υφάσματα να προστατεύονται
από την υγρασία.
Στα όξινα περιβάλλοντα ευνοείται η διατήρηση των πρωτεϊνικών ινών ενώ ταυτόχρονα
επιταχύνεται η υδρόλυση των κυτταρινικών ινών. Αντιθέτως, στα αλκαλικά περιβάλλοντα
διατηρούνται τα κυτταρινικά συστατικά και υδρολύονται οι πεπτιδικοί δεσμοί των
πρωτεϊνικών ινών. Έτσι, τα μάλλινα υφάσματα είναι περισσότερο ευαίσθητα στα αλκαλικά
περιβάλλοντα ενώ, το μετάξι παρουσιάζει ευαισθησία τόσο στα αλκαλικά όσο και στα όξινα
περιβάλλοντα.
Τα υγρά ή ξηρά αναερόβια περιβάλλοντα (π.χ. σαρκοφάγοι), χαρακτηρίζονται από
συνθήκες υγρασίας η οποία αφενός υδρολύει τις ίνες, αφετέρου βοηθάει στην ανάπτυξη
αναερόβιων μικροοργανισμών και κατά συνέπεια, η διάβρωση πραγματοποιείται με
περισσότερο αργούς ρυθμούς. Έτσι, τα πρωτεϊνικής φύσης υφάσματα, όπως τα μάλλινα ή τα
μεταξωτά, διατηρούνται καλύτερα σε υγρό και αναερόβιο περιβάλλον. Αντιθέτως, τα
κυτταρινικής προέλευσης υφάσματα αποσυντίθενται γρηγορότερα.
Τα υλικά με τα οποία έρχονται σε επαφή τα υφάσματα κατά την παραμονή τους στο
έδαφος και κυρίως το μέταλλο μπορούν να ευνοήσουν τη διατήρησή τους. (Εικόνα 3)
(Cybulska, 2007)11 Σύμφωνα με τη μελέτη του Chen και των συνεργατών του (1998)12 οι
καλύτερα συντηρημένες ίνες που βρέθηκαν σε ταφές, ήταν εκείνες που σχετίζονταν άμεσα με
χάλκινα τεχνουργήματα.

11
Cybulska, M. (2007). Archaeological Textiles–A Need for New Methods of Analysis and Reconstruction.
Fibres and Textiles in Eastern Europe. 15, (5-6), 64-65.
12
Chen, H. L., Jakes, K. A. & Foreman, D. W. (1998). Preservation of Archaeological Textiles Through Fibre
Mineralization. Journal of Archaeological Science. 25, 1015-1021.
9

Εικόνα 3: Δείγμα λινού υφάσματος του 17ου αιώνα που βρέθηκε σε χώρο ταφής κοντά στη Rawa
Mazowiecka, Πολωνία. Το ύφασμα διασώθηκε καθώς ερχόταν σε επαφή με κάποιο μεταλλικό αντικείμενο -
νόμισμα ή κουμπί.

ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟ ΔΕΡΜΑ

Γενικά
Κάθε δέρμα το οποίο προέρχεται από οποιοδήποτε ζώο, μπορεί να υποστεί επεξεργασία
(δέψη). Τα ζώα, το δέρμα των οποίων χρησιμοποιείται ήδη από την αρχαιότητα μέχρι και τις
μέρες μας, είναι κυρίως η αγελάδα, το μοσχάρι, η κατσίκα, το πρόβατο και ο χοίρος. Το
δέρμα του κάθε ζώου εμφανίζει δική του χαρακτηριστική δομή ως προς το πάχος, τις
διαστάσεις των ινών του κολλαγόνου και το μέγεθος των πόρων που αφήνουν οι τρίχες όταν
αφαιρεθούν. Η επεξεργασία της δοράς των ζώων αποτελεί παλαιά τέχνη με τα πρώτα ίχνη να
εμφανίζονται κατά την Παλαιολιθική εποχή (για προστασία του σώματος από τις καιρικές
συνθήκες και άλλες καθημερινές χρήσεις) και έκτοτε αναπτύσσεται.(Εικόνα 4)
(Ανδρεοπούλου-Μάγκου & Μαριολόπουλος, 2005)13

13
Ανδρεοπούλου-Μάγκου, Ε. & Μαριολόπουλος, Θ. (2005). ΤΟ ΔΕΡΜΑ. Αθήνα: ΙΩΝ.
10

Εικόνα 4: Βυρσοδέψης

Φυσική αποδόμηση κατεργασμένου δέρματος


Η αρχαιολογική προέλευση επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα ζωικά δέρματα και τα
δερμάτινα τεχνουργήματα αλλοιώνονται χημικά. (Smith, 2014)14 Όντας οργανικό υλικό, το
δέρμα υφίσταται φθορά με το πέρασμα του χρόνου από την επίδραση των περιβαλλοντικών
συνθηκών. Οι κύριοι εξωτερικοί παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στη φθορά του δέρματος
είναι η υγρασία, η θερμοκρασία, οι ατμοσφαιρικοί ρύποι και το φως.
Η υγρασία και η θερμοκρασία αποτελούν δύο παράγοντες που συμμετέχουν, είτε
μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό, στη φθορά των δερμάτινων αντικειμένων. Σε συνθήκες
υψηλής σχετικής υγρασίας και μέτριας έως υψηλής θερμοκρασίας παρατηρείται σταδιακή
υδρολυτική αποδόμηση του κολλαγόνου οδηγώντας στην απώλεια της μηχανικής αντοχής
του δέρματος. Ενισχύεται η ανάπτυξη μυκήτων και άλλων μικροοργανισμών οι οποίοι με τη
σειρά του συμβάλλουν στη βιολογική αποσύνθεση του δέρματος. Έτσι, το δέρμα χάνει την
ελαστικότητά του διότι τόσο οι ίνες κολλαγόνου όσο και η επιφάνειά του γίνονται εύθρυπτες.
(Εικόνα 5) (Ανδρεοπούλου-Μάγκου & Μαριολόπουλος, 2005)15
14
Smith, C.W. (2014). Leather, Archaeological: Conservation and Preservation. In: Smith, C. (eds)
Encyclopedia of Global Archaeology. Springer, New York, NY. https://doi.org/10.1007/978-1-4419-0465-
2_483
15
Ανδρεοπούλου-Μάγκου, Ε. & Μαριολόπουλος, Θ. (2005). ΤΟ ΔΕΡΜΑ. Αθήνα: ΙΩΝ.
11

Εικόνα 5: Τμήματα δερμάτινου υποδήματος από το ναυάγιο La Therese (Εφορία Εναλίων


Αρχαιοτήτων)

Τα δέρματα τα οποία εκτίθενται σε ατμοσφαιρικούς ρύπους (διοξείδιο του θείου (SO2),


μονοξείδιο του άνθρακα (CO), όζον (O3), μόλυβδος (PB), διοξείδιο του αζώτου (NO2),
σωματιδιακή ρύπανση, μεθάνιο (CH4), διοξείδιο του αζώτου (NO2), διοξείδιο του άνθρακα
(CO) και άλλα ίχνη ρύπων) σε συνδυασμό με την υγρασία και το οξυγόνο, παράγουν στην
επιφάνεια τους ανεπιθύμητα οξέα με κυριότερο το θειικό οξύ. Τα οξέα αυτά κατεβάζουν το
pH του δέρματος και όταν αυτό φτάσει υπό του 3,0 τότε, ξεκινά η σταδιακή αποδόμηση του
κολλαγόνου και ως αποτέλεσμα έχει τη μείωση της συνοχής και της αντοχής του δέρματος.
(Smith, 2014)16
Κάτω από έντονο και συνεχές φως, το δέρμα χάνει την ελαστικότητά του, λόγω της
δημιουργίας νέων παράπλευρων δεσμών μεταξύ των πρωτεϊνικών αλυσίδων του κολλαγόνου
και αλλοιώνεται το χρώμα του καθώς αυτό ξεθωριάζει και σκουραίνει εξαιτίας της φωτο-
οξείδωσης των πρωτεϊνικών αλυσίδων του κολλαγόνου από τη UV ακτινοβολία. Η συμβολή
των ακτινοβολιών στη φθορά του δέρματος έχει εκτιμηθεί κατά προσέγγιση ως εξής: 50 %
υπεριώδης, 25% υπέρυθρη και 25% ορατή. (Ανδρεοπούλου-Μάγκου & Μαριολόπουλος,
2005)17

16
Smith, C.W. (2014). Leather, Archaeological: Conservation and Preservation. In: Smith, C. (eds)
Encyclopedia of Global Archaeology. Springer, New York, NY. https://doi.org/10.1007/978-1-4419-0465-
2_483
17
Ανδρεοπούλου-Μάγκου, Ε. & Μαριολόπουλος, Θ. (2005). ΤΟ ΔΕΡΜΑ. Αθήνα: ΙΩΝ.
12

Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στη φθορά του κατεργασμένου δέρματος διαδραματίζει το


ποσοστό της περιεχόμενης υγρασίας του κατά την ανασκαφή και χωρίζεται σε δύο
κατηγορίες, ξηρό και υγρό δέρμα. Τα ξηρά δέρματα συνήθως έχουν επιβιώσει από την
αποξήρανση και, επομένως, μια απότομη αύξηση της υγρασίας του περιβάλλοντος θα
προκαλέσει μετακίνηση των ινών και κατ’ επέκταση πιθανή βλάβη. Όσο αφορά τα υγρά
δέρματα, εάν αυτά αφεθούν να στεγνώσουν, το νερό που θα υποχωρήσει θα παρασύρει τις
ίνες κολλαγόνου που βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Αυτό οδηγεί σε συρρίκνωση
του δέρματος και ευθραυστότητα. Εάν από την άλλη, το δέρμα παραμείνει υγρό θα
παρατηρηθεί ανάπτυξη μυκήτων στο αποσυντεθειμένο κολλαγόνο και στα υπολείμματα από
την εναπόθεση εντός των ινών γεγονός το οποίο θα οδηγήσει σε αποδυνάμωση και χρώση.
(Cronyn, 1990)18

Παράγοντες διατήρησης κατεργασμένου δέρματος


Τα δερμάτινα τεχνουργήματα τα οποία ανασκάπτονται από αρχαιολογικούς χώρους μπορούν
να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση όμως αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες οι οποίες
επικρατούν στο περιβάλλον στο οποίο είναι ενταφιασμένα. Πιο συγκεκριμένα, η υγρασία
πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 55% και 65%, και η θερμοκρασία να μην υπερβαίνει τους 22 οC.
Επιπλέον, ευνοείται η διατήρηση των δερμάτινων αντικειμένων εάν τόσο η ακτινοβολία του
φωτός όσο και η υπεριώδης ακτινοβολία διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα (150 Lux και
75μW/lm αντίστοιχα). Η απουσία των πιο επικίνδυνων ρύπων, δηλαδή του διοξειδίου του
θείου (SO2), του διοξειδίου του αζώτου (NO2), του όζοντος (O3), της αιθάλης και της
σκόνης ευνοούν τη καλή διατήρηση του δέρματος. Τέλος, η έλλειψη τριβής και άλλων
μηχανικών φθορών όπως τα σκισίματα, τα γδαρσίματα, ο διαχωρισμός της επιφάνειας του
δέρματος από το χόριο, επιμηκύνουν τη ζωή ενός δερμάτινου τεχνουργήματος.
(Ανδρεοπούλου-Μάγκου & Μαριολόπουλος, 2005)19

18
Cronyn, J. M. (1990). The Elements of Archaeological Conservation. London: Routledge.
19
Ανδρεοπούλου-Μάγκου, Ε. & Μαριολόπουλος, Θ. (2005). ΤΟ ΔΕΡΜΑ. Αθήνα: ΙΩΝ.
13

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Παρά τη σημασία των υφασμάτων για την καθημερινή ζωή, τη γεωργία, την τέχνη, το
εμπόριο, την οικονομία, τη μαρτυρία που φέρνουν στην τεχνολογική και οικονομική
ανάπτυξη των περιοχών, τη μετανάστευση φυλών και εθνών, εξακολουθεί να υπάρχει
έλλειψη και διασπορά πληροφοριών στον τομέα αυτό διότι τα κλωστοϋφαντουργικά
ευρήματα είναι συνήθως πολύ σπάνια. Τα αρχαιολογικά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα
αντιπροσωπεύουν μια ποικιλία δομών, υλικών και τεχνολογιών, μερικές φορές πολύπλοκων
και συχνά παραμορφωμένων, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την ανάλυσή τους.
Λόγω των διάχυτων δεδομένων σχετικά με τα αρχαιολογικά υφάσματα, η πρόσβαση και η
ανταλλαγή γνώσεων σχετικά με αυτά είναι πολύ δύσκολη. Ομοίως, τα αντικείμενα από
κατεργασμένο δέρμα που ανασκάπτονται διατηρούνται υπό πολύ συγκεκριμένες
περιβαλλοντικές συνθήκες. Παρόλα αυτά, όταν ανευρεθούν, αποτελούν μια πολύ σημαντική
πηγή πληροφόρησης στον τομέα της ανθρώπινης τέχνης, τεχνικής, μεθόδων επεξεργασίας
και των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων των τεχνικών της εκάστοτε περιόδου.
14

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρεοπούλου-Μάγκου, Ε. & Μαριολόπουλος, Θ. (2005). ΤΟ ΔΕΡΜΑ. Αθήνα: ΙΩΝ.

Ρέτσα, Μ., Μωραΐτου Σ. & Κουσουλού Τ. (14 Μαΐου, 2012). Ανασκαφικά υφασμάτινα
κατάλοιπα στον ελλαδικό χώρο: μύθος ή πραγματικότητα. Ανακτήθηκε 10 Ιανουαρίου, 2023,
από https://www.archaiologia.gr/blog/2012/05/14/ανασκαφικά-υφασμάτινα-κατάλοιπα-στο/.

Barber, E. (1994). Women's Work: The First 20,000 Years Women, Cloth, and Society in
Early Times. New York: W. W. Norton & Company.

Byers, S. (2011). Εισαγωγή στη Δικαστική Ανθρωπολογία. (Κ. Μωραΐτης & Χ.


Σπηλιοπούλου, μεταφρ.). Αττική: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε
2011).

Chen, H. L., Jakes, K. A. & Foreman, D. W. (1998). Preservation of Archaeological Textiles


Through Fibre Mineralization. Journal of Archaeological Science. 25, 1015-1021.

Cronyn, J. M. (1990). The Elements of Archaeological Conservation. London: Routledge.

Cybulska, M. (2007). Archaeological Textiles–A Need for New Methods of Analysis and
Reconstruction. Fibres and Textiles in Eastern Europe. 15, (5-6), 64-65.

Smith, C.W. (2014). Leather, Archaeological: Conservation and Preservation. In: Smith, C.
(eds) Encyclopedia of Global Archaeology. Springer, New York, NY.
https://doi.org/10.1007/978-1-4419-0465-2_483

You might also like