You are on page 1of 34

Περπατώντας στην

ΠΑΡΝΗΘΑ
ΣTaMaTIa MaPKETOY
Επιμέλεια αφιερώματος:

TO ONOMa Πάρνης, λέξη πελασγικής προέλευσης ίσως, σημαίνει, κατά μία εκδοχή,
«το όρος που δέχεται την πνοή του βοριά και προσφέρεται για ασφαλή κατοικία θεών
και ανθρώπων και όπου ο ήλιος οδεύει προς τη δύση». Σε κάθε περίπτωση, η
Πάρνηθα είναι το Mεγάλο Bουνό - από μιαν άλλη ετυμολόγησή της, αλλά και από τη
σύγκριση με τα άλλα βουνά της aττικής. Mα είναι και το παλαιό βουνό, όπως
βεβαιώνει η γεωλογική «ανάγνωση» της μορφολογίας της.

Oι παριές της, μαλακωμένες από τον


καιρό και τους καιρούς, στάθηκαν
φιλικές για τους κατοίκους ή τους
επισκέπτες. Γι' αυτό μακρόχρονη υπήρξε
η ανθρώπινη παρουσία στην Πάρνηθα.
aπό χρόνους αρχαίους λάτρεψαν εδώ
θεούς και νύμφες οι άνθρωποι,
δούλεψαν σκληρά ξυλευτές και
καρβουνιάρηδες, καλλιεργητές της γης
στα οροπέδια και στις υπώρειες
πεδιάδες. Στις κορυφές αυτές και τις
χαράδρες περπάτησαν, στα ίδια ετούτα
φαράγγια και σπήλαια αναζήτησαν
κυνήγι και καταφύγιο, στις ίδιες
αστείρευτες πηγές δροσίστηκαν
άνθρωποι συγκαιρινοί με τους
Mυκηναίους. Kαι στο σπήλαιο του
Πάνα, εκεί όπου οι aθηναίοι της
κλασικής εποχής λάτρεψαν τον
τραγοπόδαρο θεό, άναψαν, αιώνες
αργότερα, οι χριστιανοί καντηλάκια και
προσευχές στους δικούς τους αγίους,
διάσπαρτους σ' όλο το Mεγάλο Bουνό
με τα ξωκκλήσια και τα μοναστήρια
τους, μνημεία πίστης και καταφύγια απελπισίας.

H προστάτις Πάρνηθα, φυσικό προπύργιο της aττικής, διέθετε τις περισσότερες


οχυρώσεις από κάθε άλλο ελληνικό βουνό, εξοπλισμένες συχνά με φρυκτωρίες
έτοιμες να ειδοποιήσουν για τον κίνδυνο τους κατοίκους των δήμων στις υπώρειες,
αλλά και τους κατοίκους του aστεως.

Σήμερα η προστασία που προσφέρει η Πάρνηθα στους ενοίκους της πιο


πολυάνθρωπινης και πολυτάλανης πόλης της χώρας είναι διαφορετική, αλλά εξίσου
ζωτική. Tριάντα μόλις χιλιόμετρα από τη χαοτική aθήνα, το δασωμένο βουνό,
πνεύμονας ζωής στην αττική γη, προσφέρεται για μικρές αποδράσεις των κατοίκων
της.
Oταν από τις λίγες πραγματικές γιορτές που μας έχουν απομείνει είναι η μονάκριβη
επαφή με τη φύση, το γιορτινό τραπέζι στρώνεται με τα χρώματα των χίλιων
αγριολούλουδων του Mεγάλου Bουνού - και για τη μουσική φροντίζουν το
κελάρυσμα των πηγών, το τερέτισμα του σπίνου και του κορυδαλλού, το μακρινό
τραγούδι του έλαφου που αναζητάει το ταίρι του την ώρα που «ο ήλιος οδεύει προς
τη δύση».

Eθνικός Δρυμός Πάρνηθας


ΓEΩPΓIOΣ aMOPΓIaNNIΩTHΣ
Δασάρχης

H ΠaPNHΘa, πνεύμονας ζωής στην αττική γη, διαθέτει πολλά στοιχεία που την
καθιστούν καταφύγιο για όσους θέλουν να δραπετεύσουν για λίγο από τον θόρυβο
και το άγχος της πόλης. Tο δασωμένο βουνό απέχει τριάντα μόνο χιλιόμετρα από την
πολυπληθή και φτωχή, όσον αφορά τις ανάσες πράσινου που της έχουν απομείνει,
aθήνα, έχει συνολική έκταση 300.000 στρεμ. και διαθέτει πλούσιο ανάγλυφο με
ευχάριστες εκπλήξεις για τους επισκέπτες του. aνάμεσά τους, δεκάδες κορυφές,
φαράγγια, χαράδρες, ρέματα, ορθοπλαγιές, σπήλαια, βάραθρα και πάνω από 50 πηγές
συνεχούς ροής.

H Πάρνηθα, στο σύνολό της σχεδόν, καλύπτεται από συμπαγή δάση σκληρόφυλλων,
αείφυλλων, πλατύφυλλων και δάση Χαλεπίου Πεύκης, ενώ στις ψηλότερες κορυφές
(από 800 μ. και άνω) συναντάμε μοναδικό δάσος Κεφαλληνιακής Ελάτης. H πλούσια
χλωρίδα της αριθμεί πάνω από 1.000 είδη φυτών, από τα οποία 93 ενδημικά και
σπάνια, ενώ εντυπωσιακή σε μέγεθος είναι και η άγρια πανίδα, με κυριότερο
εκπρόσωπο το κόκκινο ελάφι (Cervos elaphos).

Η παρουσία του ανθρώπου στην


Πάρνηθα είναι παλαιότατη. Αρχαία
κάστρα, βωμοί, μοναστήρια,
εξωκκλήσια και ένα πυκνότατο
δίκτυο μονοπατιών το
επιβεβαιώνουν. Οι Αθηναίοι από
πολύ νωρίς ανακάλυψαν την ομορφιά
του βουνού, ενώ χιλιάδες είναι οι
επισκέπτες του στις μέρες μας.

Ο κεντρικός ορεινός όγκος της


Πάρνηθας κηρύχθηκε Εθνικός
Δρυμός (Β.Δ. 644/61), με πυρήνα
38.000 στρεμμ. και περιφερειακή
ζώνη 212.000 στρεμ. Στον πυρήνα
περιελήφθησαν μόνο τα δημόσια
δάση και οι δασικές εκτάσεις, καθώς
και μια έκταση 12.000 στρεμ. της Ι.
Μ. Πετράκη, η οποία
απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά υπέρ

Tο πανέμορφο οροπέδιο Bούντιμα στα


βορειοδυτικά της Πάρνηθας. Eίναι ένα από
τα λίγα σημεία του βουνού στα οποία
φυτρώνουν νάρκισσοι τον χειμώνα (φωτ.:
Πην. Mατσούκα).
του Δημοσίου και έμειναν εκτός πυρήνα περιοχές όπως τα δάση του Τατοϊου, της
Σαλονίκης και του Λοιμικού.

Οι ανθρώπινες επεμβάσεις στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας προϋπήρξαν


της κηρύξεώς του (στρατιωτικές μονάδες, ορειβατικά καταφύγια, ξενοδοχείο, καζίνο
κ.ά.) και συνεχίστηκαν και μετά την κήρυξή του (περιφερειακός δρόμος, χώροι
αναψυχής, εκτεταμένες εξυγιαντικές υλοτομίες λόγω επιδημιών ξυλοφάγων
εντόμων).

Σήμερα αποτελεί σημαντική περιοχή για τα πουλιά (οδηγία 79/40/ΕΟΚ), έχει


ενταχθεί στο δίκτυο NaToRa 2000 (οδηγία 92/43/ΕΟΚ) και έχει ανακηρυχθεί τοπίο
ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.

Μορφολογία

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ορεινού όγκου της Πάρνηθας είναι το έντονο


ανάγλυφο και η μεγάλη ποικιλομορφία των τοπίων της. Ανάμεσα στις υψηλές
κορυφές, 16 από τις οποίες υπερβαίνουν τα 1.000 μέτρα και 43 τα 700, βρίσκονται
φαράγγια με σπουδαιότερο εκείνο του Κελάδωνα στη δυτική Πάρνηθα μήκους 2,5
χλμ., χαράδρες όπως της Χούνης στην είσοδο του Δρυμού, βαθιά ρέματα όπως το
Μαυρόρεμα στην Β.Δ. Πάρνηθα, ο Χάραδρος στην ανατολική, το ρέμα της Γκούρας
στη δυτική κ.λ.π., ορθοπλαγιές όπως το aρμα στην περιοχή της Φυλής, το Φλαμπούρι
στους Θρακομακεδόνες κ.ά. Αναρριχητικά πεδία όπως της Πέτρας Βαρυμπόμπης,
ανατολικά των Θρακομακεδόνων, το μικρό και μεγάλο Αρμένι στη Β. Πάρνηθα κ.ά.

Ορεινά λιβάδια και λάκες όπως η Σαλωνίκη, το Λοιμικό, το Κλιμέντι κ.ά.


δημιουργούν τοπία εξαιρετικής ομορφιάς, που ικανοποιούν τόσο τον απλό επισκέπτη-
περιπατητή, όσο και τον πλέον απαιτητικό ορειβάτη και αναρριχητή.

Τα πετρώματα της Πάρνηθας είναι ιζηματογενή που σχηματίστηκαν στον


παλαιοζωϊκό, μεσοζωϊκό και καινοζωικό αιώνα. Η κυριαρχία του ασβεστόλιθου που
είναι υδατοδιαπερατός σε συνδυασμό με το έντονο ανάγλυφο του βουνού είχε ως
αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών σπηλαίων με σπουδαιότερο εκείνο του Πανός στο
φαράγγι του Κελάδωνα, καθώς και βάραθρα όπως του Κεραμιδιού, του Ταμιλθιού,
της Γκούρας στη δυτική Πάρνηθα, της Δεκέλειας στην ανατολική Πάρνηθα κ.ά.
Πολλά από αυτά δεν έχουν ακόμη εξερευνηθεί επαρκώς.

Η διαδοχή των επιφανειακών υδατοδιαπερατών πετρωμάτων του ασβεστόλιθου από


τα σχεδόν παράλληλα αδιαπέραστα στρώματα του φλύσχη, έχει ως συνέπεια την
εμφάνιση πάνω από 50 πηγών συνεχούς ροής, στοιχείο απαραίτητο για την επιβίωση
της άγριας πανίδας του Δρυμού και κυρίως των ελαφιών.

Οι πηγές της Kιθάρας στην Ανατολική Πάρνηθα και της Γκούρας στη Δ. Πάρνηθα
τροφοδοτούσαν στην αρχαιότητα τον ανατολικό και δυτικό κλάδο αντίστοιχα του
Αδριάνειου υδραγωγείου, από τους οποίους υδρεύονταν οι πόλεις των Αθηνών και
της Ελευσίνας. Ο ανατολικός κλάδος λειτουργούσε έως πρόσφατα, τροφοδοτώντας
τη δεξαμενή του Κολωνακίου. aλλες σημαντικές πηγές είναι της Αγίας Τριάδας, της
Μόλας, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Μερκουρίου, που
βρίσκονται δίπλα σε όμορφα εξωκλήσια, καθώς και της Πλατάνας, της Σκίπιζας, του
Κανταλιδιού, της Κορομηλιάς κ.ά. μέσα σε πανέμορφες τοποθεσίες.
Στα βαθιά ρέματα της Γκούρας, του Μαυρορέματος, της Αγίας Τριάδας, του Αγίου
Μερκουρίου, αλλά και πολλών άλλων μικρότερων, ρέουν πλούσια διαυγή νερά από
τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο, σχηματίζοντας συχνά μικρούς καταρράκτες και
λίμνες.

Από άποψη κλιματολογικών συνθηκών η Πάρνηθα διαφέρει από τα υπόλοιπα βουνά


της Αττικής: έχει 700 κ.ε. ετήσιο ύψος βροχής, 110 βροχερές ημέρες, 22 ημέρες
χιονόπτωσης, με τον παγετό και την ομίχλη να αποτελούν συχνότατα φαινόμενα. Το
κλίμα της θεωρείται εξαιρετικά υγιεινό και γι' αυτό λειτουργούσε εκεί από το 1914
Σανατόριο, στο κτίριο του σημερινού «Ξενία». Την εποχή που η φυματίωση ήταν σε
έξαρση, χιλιάδες Αθηναίοι κατασκήνωναν στην Πάρνηθα τους θερινούς μήνες.

Βλάστηση

Το κλίμα, το ανάγλυφο και τα


πετρώματα της περιοχής, σε
συνδυασμό με τη μακρόχρονη
ανθρώπινη δραστηριότητα,
καθόρισαν τη μορφή και το είδος
της βλάστησης που κυριαρχεί
σήμερα στην Πάρνηθα.

Στα χαμηλότερα υψόμετρα, σε


φτωχά βραχώδη εδάφη ή όπου το
δάσος έχει επανειλημμένως καεί,
εμφανίζονται τα φρύγανα (θυμάρια,
κουνούκλες, αφάνες κ.ά.). Η
διάπλαση αυτή δεν έχει τη μορφή
ζώνης, αλλά διάσπαρτων
επιφανειών. Στα χαμηλότερα επίσης
υψόμετρα αλλά με μεγαλύτερο
υψομετρικό εύρος εμφανίζονται οι
μεσογειακοί θάμνοι (πουρνάρι,
κουμαριά, σχοίνος, αριά κ.ά.) είτε σε
αμιγή μορφή είτε σε μίξη με τη
Χαλέπιο Πεύκη και πολύ λιγότερο
με την Κεφαλληνιακή Eλάτη.
Στη βαθιά ρεματιά της Γκούρας το νερό,
άφθονο από τον Nοέμβριο μέχρι τον Mάρτιο,
Η μεγάλη ποικιλία ειδών, μορφών
σχηματίζει μικρούς καταρράκτες και
και χρωμάτων δίνει τοπία
λιμνούλες (φωτ.: Eιρ. aπλαδά).
εξαιρετικής ομορφιάς την άνοιξη
και το φθινόπωρο.

Η Χαλέπιος Πεύκη αποτελεί κυρίαρχο είδος στην Πάρνηθα, εκτείνεται από τα


χαμηλότερα υψόμετρα του βουνού (300 μ.) και φθάνει έως και τα 900 μ. στις
θερμότερες Α. Ν.Α. και Ν.Δ. πλαγιές. Συγκροτεί αμιγή δάση ή και μικτά με αείφυλλα
πλατύφυλλα, συνολικής έκτασης 100.000 στρεμμ. περίπου, καλύπτοντας φτωχά και
πετρώδη εδάφη, έχει εξαιρετική αντοχή στην ξηρασία και αναγεννάται εύκολα μετά
την πρώτη πυρκαγιά. Οι επανειλημμένες όμως πυρκαγιές την εξαφανίζουν.
Ο κεντρικός ορεινός όγκος της Πάρνηθας από υψόμετρο 800 μ. και άνω καλύπτεται
από το μοναδικό για την Αττική ελατοδάσος (abies cephalonica). Tο δάσος αυτό,
παρά τα προβλήματά του (ξήρανση, γήρανση, προβλήματα αναγέννησης), δεδομένου
ότι βρίσκεται στα ξηροθερμικά όρια ανάπτυξης της ελάτης, συγκροτεί αμιγείς
συστάδες καλής ανάπτυξης που θυμίζουν αντίστοιχα δάση της βόρειας και κεντρικής
Ελλάδας.

Στην Πάρνηθα βρίσκουμε και άλλες μορφές βλάστησης, όπως η παραρεμάτια


(πλατάνια, ιτιές, λεύκες κ.τ.λ.), τα δρυοδάση μικρής έκτασης (ανατολική Πάρνηθα)
με ορισμένα υπεραιωνόβια άτομα, αποικίες χασμοφύτων σε σχισμές βράχων και
ορθοπλαγιές, καθώς και συστάδες κυπαρισσιών, μαύρης και τραχείας πεύκης και
δενδροστοιχίες από διάφορα είδη που φυτεύτηκαν τεχνητά σε διάφορες θέσεις του
βουνού. Στο βουνό υπάρχουν επίσης κέδρα (joniperos), δρυς, οστριές, αγριελιές,
ιτιές, φυλίκια, φράξοι, κουτσουπιές, αγριοκορομηλιές, σφενδάμια, κουμαριές,
μυρτιές, σχίνα, κράτεγοι κ.ά., που εμπλουτίζουν την άγρια χλωρίδα του. H τελευταία
περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 είδη, μεταξύ των οποίων κρίνοι, κρόκοι,
παιώνιες, καμπανούλες, ορχιδέες κ.ά. Πολλά από αυτά είναι σπάνια και ενδημικά,
όπως η κόκκινη τουλίπα, ο κόκκινος κρίνος, η άσπρη παιώνια, η μαύρη φριτιλάρια
κ.ά. και προστατεύονται από την εθνική κοινοτική και διεθνή νομοθεσία. Tέλος,
παρότι στην περιοχή δεν υπάρχουν επίσημα ανακηρυγμένα Μνημεία της Φύσης,
πολλά υπεραιωνόβια δένδρα δρυός, όπως Βελανιδιές στο μετόχι Πάρνηθας, στο
Βρουκόλι Τατοϊου κ.ά., πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, γι' αυτό.

aνθρώπινη παρουσία

Oπως επιβεβαιώνεται και από αρχαία κείμενα, η βλάστηση της Αττικής δεν διέφερε
από τη σημερινή, με κυρίαρχα είδη τα έλατα, τα πεύκα, τις κουμαριές, τα πουρνάρια,
τις λεύκες και τις τριφυλλιές. Ο αττικός κόσμος προστάτευε τη φύση και όριζε για τα
Iερά aλση «Μη ανθρακεύειν, μηδέ ερείν ξύλα, μηδέ κούρον. Αν δε τις ληφθεί κόπτων
εκ του άλσους, μαστιγωθήσεται πεντήκοντα πληγάς». Οι ανάγκες σε ξυλεία του
πανίσχυρου αθηναϊκού στόλου καλύπτονταν από τα δάση της Μακεδονίας.

Η ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στην Πάρνηθα υπήρξε έντονη από παλιά,
όπως μαρτυρούν οι αρχαιολογικοί και ιστορικοί τόποι της: τα φρούρια (Φυλή,
Πάνακτος, Λειψύδριο), οι φρυκτωρίες (Λοιμικό, Κατσιμίδι), τα παλιά μοναστήρια
και οι εκκλησιές (Ι. Μ. Κλειστών, Αγ. Τριάδα), τα ανάκτορα Τατοϊου κ.ά.

Το φυσικό περιβάλλον δεν έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό, αν εξαιρέσει κανείς τις
έντονες επεμβάσεις σε διάφορες θέσεις του πυρήνα του Δρυμού (στρατιωτικές
εγκαταστάσεις, καζίνο, κεραίες Ρ/Τ μέσων).

Σήμερα, που στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας ζει και δραστηριοποιείται το 40% του
πληθυσμού της χώρας με συνθήκες διαβίωσης συνεχώς επιδεινούμενης, η αναζήτηση
αναψυχής στους γύρω ορεινούς όγκους και ιδιαίτερα στην Πάρνηθα είναι
αυξανόμενη.

Η ζήτηση αυτή καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από τους χώρους δασικής αναψυχής που
δημιούργησε το Δασαρχείο Πάρνηθας σε πολλούς χώρους του Εθνικού Δρυμού
(Μόλα, Μεσιανό Νερό, Πλατάνα, Μπάφι, Αγ. Τριάδα), στο δάσος Τατοϊου,
(Πλάτανος, ανάκτορα, Κατσιμίδι, Μαχούνια) και στο δάσος Φυλής (πηγή Φυλής).
Eνα πυκνό και καλά σηματοδοτημένο δίκτυο μονοπατιών διασχίζει το βουνό προς
όλες τις κατευθύνσεις, προσφέροντας μοναδικές διαδρομές στους επισκέπτες του
Δρυμού. Οι δύο ορειβατικοί σύλλογοι ΕΟΣ Αθηνών, ΕΟΣ Αχαρνών, έχουν
προσφέρει πολλά και εξακολουθούν να συμβάλουν στην εξοικείωση του κοινού με το
βουνό, οργανώνοντας πεζοπορίες, αθλητικούς αγώνες, αναρριχήσεις κ.τ.λ.

Σύμφωνα με έρευνες του δασαρχείου (1991-2001), οι επισκέπτες στον Εθνικό Δρυμό


Πάρνηθας αυξήθηκαν κατά 40% σε μια δεκαετία: από 4.500 την εβδομάδα το 1991,
σε 6.200 το 2001. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι περίπου 2.000 εργαζόμενοι
στο βουνό με καθημερινή πρόσβαση, με αποτέλεσμα οι ετήσιες επισκέψεις στον
Δρυμό σήμερα να υπερβαίνουν τις 1.100.000, αριθμός πολύ μεγάλος για το
συγκεκριμένο οικοσύστημα. Η διαχείριση των επισκεπτών αυτών απαιτεί βαθιά
γνώση της λειτουργίας των οικοσυστημάτων και καθιέρωση αυστηρών κανόνων
συμπεριφοράς, ώστε η Φύση να προσφέρει απλόχερα τα αγαθά της, χωρίς να
υπάρχουν αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον.

Στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης του κοινού, το


Δασαρχείο Πάρνηθας ξεναγεί καθημερινά στον Εθνικό Δρυμό, με υπαλλήλους του,
150-200 μαθητές από διάφορα σχολεία του Λεκανοπεδίου.

Kαι εγεννήθη λίμνη / Σάκης Κουρουζίδης

ΣTON ΔPOMO από τον aγιο Μερκούριο προς τα Κιούρκα, κάπου στη μέση της
διαδρομής, στρίβεις αριστερά και μετά πάλι αριστερά και το θέαμα που αντικρίζεις,
ξαφνιάζει. Μια λίμνη! Στην Πάρνηθα. Χειμώνα καλοκαίρι. Μέγιστη διάμετρος 150
μ., περίπου. Μέγιστο βάθος, τον χειμώνα, 4 μ. Ψάρια πολλά, κάθε τόσο πετάγεται
από τα ήσυχα νερά της ένας κυπρίνος. Ψαράδες λίγοι. Κάποιοι από αυτούς,
πυροσβέστες κατά τα άλλα, μας έφεραν στις όχθες αυτής της λίμνης, αυτοί για
ψάρεμα, εμείς απλώς για να πειστούμε για του λόγου τους το αληθές. Από το φυλάκιο
της δασοπροστασίας στις όχθες της λίμνης. Μικρής, βέβαια, αλλά λίμνης.

Η λίμνη προέκυψε από τύχη. Πριν από 30-35 χρόνια, μας είπαν. Μια επιχωμάτωση
για να περάσει ένας δρόμος (η δημιουργία της διαβόητης «Ιπποκράτειας Πολιτείας»
προκάλεσε μια απίστευτη σε πυκνότητα χάραξη δρόμων στην ευρύτερη περιοχή)
έφραξε τη διέλευση των νερών από τον υπερκείμενο λόφο και, βοηθούντος του μη
υδροπερατού υποστρώματος, μάζεψαν τα νερά της επιφανειακής απορροής και ιδού,
εγεννήθη ημίν λίμνη. Λίγοι την έμαθαν και ακόμη λιγότεροι την επισκέπτονται.
Τοπίο όμορφο, μοναδικό. Παραφωνία στον χώρο οι αυθαίρετες παρεμβάσεις,
αυθαιρετούχων οικιστών μιας κραυγαλέα αυθαίρετης, νομιμοποιημένης όμως από τη
χούντα, «Πολιτείας» σε 10.000 στρέμματα δάσους μέσα στον Εθνικό Δρυμό της
Πάρνηθας.

Σπάνια οι ανθρώπινες επεμβάσεις στη φύση δημιουργούν όμορφα τοπία. Οι τυχαίες,


όμως, ίσως το πετυχαίνουν καλύτερα. Εξάλλου, όλα στη φύση κινούνται «τυχαία» ή
καλύτερα υπόκεινται στην αφανή λειτουργία νόμων, το αποτέλεσμα της οποίας το
εισπράττουμε ως «τυχαίο».

Οι εκδρομές στη λίμνη διατηρούν κάτι από την εποχή που στις όχθες των λιμνών
κάποιοι διάβαζαν ποιήματα στην καλή τους ή έριχναν βότσαλα στα ήσυχα νερά της,
περιμένοντας τη γοργόνα να ξεπροβάλει στο ηλιοβασίλεμα.
Eχουν -είχαν!- και οι λίμνες γοργόνες!

H Πάρνηθα ζητά τη φροντίδα μας


ΓEΩPΓIOΣ aMOPΓIaNNIΩTHΣ
Δασάρχης

OI ΠPOΣTaTEYOMENEΣ περιοχές, όπως είναι και ο Eθνικός Δρυμός Πάρνηθας,


διαχειρίζονται βάσει σχεδιασμού, το πλαίσιο του οποίου καθορίζει ειδική νομοθεσία.
Tο ζητούμενο είναι ο διαχειριστής να συμβιβάσει τα πολύπλοκα βιολογικά και
κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που είναι διαφορετικά σε κάθε περιοχή, ώστε να
επιτευχθούν οι στόχοι ανακήρυξης της περιοχής ως προστατευόμενης.

Στην περίπτωση του Eθνικού Δρυμού Πάρνηθας, τα σημαντικότερα προβλήματα για


την εφαρμογή του ισχύοντος διαχειριστικού σχεδίου είναι τα ακόλουθα:

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επί μέρους εκτάσεων.

Στα 200.000 στρέμ. του ορεινού όγκου περιλαμβάνονται τα δημόσια δάση της
κεντρικής Πάρνηθας και τα δημόσια δάση του Λοιμικού, της Σαλωνίκης και Μήλεσι
- Τσαπόχθι (31.000 στρέμ.) στα οποία η κυριότητα ανήκει στο Δημόσιο, ενώ η
κάρπωση των προϊόντων (βοσκή, ξύλευση) σε ιδιώτες. Eπίσης, το μοναστηριακό
δάσος (ΟΔΔΕΠ) της Ι. Μ. Κλειστών (1.200 στρέμ.), το δάσος του ΕΟΤ (2.700
στρέμ.) στην Αγ. Τριάδα Πάρνηθας και το δημόσιο δάσος Φυλής με δικαιώματα
(δουλείες) ρητίνευσης από τους κατοίκους του Δήμου Φυλής. (60.000 στρέμ.). Τέλος,
το δάσος Τατοΐου (42.000 στρέμ.) στην ανατολική Πάρνηθα έγινε οριστικά δημόσιο
μετά από αντιδικία με την τέως βασιλική οικογένεια που κράτησε 80 χρόνια περίπου.

Το διαχειριστικό σχέδιο του


δρυμού αντιμετώπισε το
ιδιοκτησιακό πρόβλημα των
δασών της περιοχής, καθορίζοντας
ενιαία διαχείριση για το σύνολο
του ορεινού όγκου.

Πριν από την ίδρυση του Εθνικού


Δρυμού, στον πυρήνα του
υπήρχαν και λειτουργούν ακόμη
στρατιωτικές εγκαταστάσεις της
Πολεμικής Αεροπορίας, του
Mελισσοκόμος στην Πάρνηθα. H μελισσοκομία Στρατού και του Ναυτικού, που
είναι μία από τις παραδοσιακές δραστηριότητες βρίσκονται στις ψηλότερες
των κατοίκων της περιοχής, απόλυτα συμβατή κορυφές του βουνού (Καραβόλα,
με τους σκοπούς ίδρυσης του εθνικού δρυμού, Αέρας, Λαγού αντίστοιχα).
καθώς δεν δημιουργεί όχληση στο περιβάλλον Eπίσης, το Καζίνο Πάρνηθας στο
(φωτ.: Bασ. Συκάς). Μαυροβούνι και το «Ξενία»
Πάρνηθας στην Αγ. Τριάδα. Στη
συνέχεια προστέθηκαν οι εγκαταστάσεις του ΟΤΕ στο Oρνιο Πάρνηθας, και με την
ανάπτυξη της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης έγινε εγκατάσταση κεραιών
στην ίδια θέση και ιδρύθηκε το πάρκο κεραιών στη θέση aέρας. Η λειτουργία των
εγκαταστάσεων αυτών δεν συμβαδίζει με τους σκοπούς ίδρυσης του δρυμού, στο
διαχειριστικό σχέδιο του οποίου πρέπει να υπάρχουν ανάλογες πρόνοιες.

Ο υπερβολικός αριθμός επισκεπτών, κυρίως κατά τις αργίες, δημιουργεί προβλήματα


στη διαχείριση του δρυμού. O διαρκώς αυξανόμενος αριθμός επισκεπτών επηρεάζει
αρνητικά τα ευαίσθητα οικοσυστήματα με τη συλλογή σπανίων ειδών χλωρίδας, τη
συμπίεση εδάφους, την ανεξέλεγκτη ρίψη σκουπιδιών, τους υπερβολικούς θορύβους
κ.ά. Eτσι η διαχείριση των επισκεπτών καθίσταται αναγκαία.

Είναι γνωστό ότι στην ανατολική Πάρνηθα, στον καθαρά ορεινό όγκο, έκταση 8.000
στρέμ. συμπαγούς δάσους Χαλεπίου Πεύκης εντάχθηκε σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό
σχέδιο και ήδη αστικοποιείται. Δημιουργείται έτσι μια πολιτεία 10.000 - 15.000
κατοίκων με δυσμενέστατες επιπτώσεις για τον Εθνικό Δρυμό.

Mέτρα

Η υλοποίηση του διαχειριστικού σχεδίου του Εθνικού Δρυμού απαιτεί τη λήψη


θεσμικών και διαχειριστικών μέτρων.

Στα θεσμικά μέτρα περιλαμβάνεται η ίδρυση του Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού
Δρυμού Πάρνηθας. Πρόκειται για νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο Δ.Σ. του
οποίου συμμετέχουν εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πανεπιστημίων,
περιβαλλοντικών οργανώσεων, των υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων, ΠΕΧΩΔΕ και Ανάπτυξης. Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει
δραστηριοποιηθεί, λόγω μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών λειτουργίας του, ως πιο
ευέλικτος φορέας μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη σωστή διαχείριση και
ανάπτυξη του δρυμού. Η επικείμενη έκδοση προεδρικού διατάγματος προστασίας του
ορεινού όγκου της Πάρνηθας, με το οποίο καθορίζονται οι χρήσεις γης στον δρυμό
και την ευρύτερη περιοχή και η εξασφάλιση με το Νόμο 3139/03 του ποσού των
300.000 ευρώ ετησίως για την προστασία και ανάδειξη του δρυμού, θα συμβάλλουν
ουσιαστικά στην επίτευξη των σκοπών ίδρυσής του.

Στα διαχειριστικά μέτρα περιλαμβάνεται η ολοκλήρωση μιας σειράς έργων


αντιπυρικής προστασίας, με σημαντικότερο την ολοκλήρωση της διάνοιξης του
περιφερειακού δασικού δρόμου - αντιπυρικής ζώνης, από το Μετόχι Πάρνηθας στη
Φυλή, μήκους 10 χλμ. για την αποτροπή επέκτασης στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας
των πολλών πυρκαϊών που σημειώνονται στις παρακείμενες των δασών δομημένες
περιοχές των Δήμων Αχαρνών, aνω Λιοσίων και Φυλής. Eπίσης, οι καθαρισμοί της
υποβλάστησης εκατέρωθεν του δασικού οδικού δικτύου και η κατασκευή σύγχρονων
πυροφυλακίων σε επίκαιρες θέσεις (Κατσιμίδι, Κυρά, Βουνό Φυλής, Σκίπιζα).

Σημαντικό διαχειριστικό μέτρο αποτελεί επίσης η συνέχιση της καταγραφής,


αναγνώρισης και ταξινόμησης της χλωρίδας σε εργαστήριο που οργανώθηκε στο
Δασαρχείο και συνεργάζεται με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα. Eως σήμερα
έχουν συλλεχθεί, αναγνωριστεί και ταξινομηθεί 500 περίπου από τα 1.000 είδη του
δρυμού.

Σημαντικός τομέας της διαχείρισης είναι και εκείνος της ερμηνείας του
περιβάλλοντος. Σε αυτόν περιλαμβάνεται η ίδρυση κέντρου ενημέρωσης επισκεπτών
στην Αγ. Τριάδα Πάρνηθας, προϋπολογισμού 2.000.000 ευρώ. Το έργο
δημοπρατήθηκε ήδη και άρχισε η υλοποίησή του. Mέρος της ερμηνείας του
περιβάλλοντος είναι και η ξενάγηση σχολείων και ομάδων επισκεπτών στον Εθνικό
Δρυμό Πάρνηθας από ειδικευμένους ξεναγούς υπαλλήλους του Δασαρχείου
Πάρνηθας. Το τρέχον έτος ξεναγήθηκαν πάνω από 2.500 χιλιάδες μαθητές, πέραν των
οργανωμένων ομάδων.

Προγράμματα Διαχειριστικού Σχεδίου

Για την επίτευξη των στόχων διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού έχουν εκπονηθεί 42
προγράμματα που αφορούν έργα, μέτρα και δράσεις.

Στον τομέα θεσμικών μέτρων, εκτός των προαναφερόμενων, περιλαμβάνονται


επίσης: H επέκταση των ορίων του Δρυμού σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διαχ/κού
Σχεδίου, η απαλλοτρίωση των υφισταμένων δικαιωμάτων τρίτων στον Δρυμό και η
απομάκρυνση των εγκαταστάσεων που δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς ίδρυσης του
δρυμού.

Στον τομέα προστασίας και διαχείρισης των οικοσυστημάτων περιλαμβάνονται: H


απογραφή της αυτοφυούς χλωρίδας του Δρυμού και η χαρτογράφηση των βιοτόπων
των ενδημικών, απειλούμενων και προστατευόμενων ειδών της. H καταγραφή της
άγριας πανίδας και η χαρτογράφηση των βιοτόπων των σπουδαιότερων ειδών της. H
διαχείριση των ιδιαίτερων οικοσυστημάτων του Δρυμού, της ελάτης, της πεύκης, των
αείφυλλων πλατύφυλλων, της παραποτάμιας βλάστησης κ.ά., η διεξαγωγή
βιοκλιματικών ερευνών, η προστασία από παράνομες επεμβάσεις (εκχερσώσεις,
κατατμήσεις κ.ά.).

Στον τομέα της ερμηνείας του περιβάλλοντος περιλαμβάνεται η συντήρηση των


υφιστάμενων χώρων αναψυχής (Μόλα, Μεσσιανό νερό, Μπάφι, Αγ. Τριάδα,
Πλατάνα, Πηγή Φυλής κ.ά.), η ίδρυση νέων στο Τατόι, η λειτουργία κέντρων
ενημέρωσης επισκεπτών στην Αγ. Τριάδα Πάρνηθας, η οργάνωση ειδικών διαδρομών
πεζοπορίας και ορειβασίας στα μονοπάτια της Πάρνηθας και στα αναρριχητικά πεδία
της Βαρυμπόμπης, της Φυλής και του Αυλώνα, η προστασία και ανάδειξη των
αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων της περιοχής κ.ά.

Το Σχέδιο Διαχείρισης αποτελεί και μία μεγάλη βάση δεδομένων σε έντυπη και
ηλεκτρονική μορφή, που θα αποτελέσει την αφετηρία για σύνταξη επιμέρους μελετών
και θα βοηθήσει τους μελετητές στην έρευνα των διαφόρων παραμέτρων του φυσικού
περιβάλλοντος του Δρυμού.

Στόχοι

Παίρνοντας υπόψη τις αξίες, τις ιδιαιτερότητες, τα δεδομένα και τις δυνατότητες που
δημιουργεί η κήρυξη του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας, προσδιορίστηκαν κατά
σειρά σπουδαιότητας οι στόχοι διαχείρισης του δρυμού, οι οποίοι είναι:

Η βελτίωση των συνθηκών διοίκησης, διαχείρισης και λειτουργικής οργάνωσης του


Εθνικού Δρυμού.
Η παράλληλη λειτουργία του φορέα διαχείρισης με το Δασαρχείο Πάρνηθας μπορεί
να συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη διαχείριση του Δρυμού. Αναγκαία επίσης
είναι η επέκταση των ορίων του πυρήνα του Δρυμού ώστε από τα σημερινά 38.000
στρέμμ. να φθάσει τα 180.000 στρέμμ., περιλαμβάνοντας όλα τα σημαντικά
οικοσυστήματα της περιοχής. Τα δικαιώματα τρίτων σε εκτάσεις του Δρυμού πρέπει
να απαλλοτριωθούν εφόσον δεν συμβιβάζονται με τους σκοπούς ίδρυσής του. Πρέπει
να εξασφαλιστεί η προστασία και η διατήρηση των ιδιαίτερων αξιών του Δρυμού
όπως τα σπάνια είδη της χλωρίδας και πανίδας, τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά του
στοιχεία, οι αρχαιολογικοί και ιστορικοί χώροι κ.ά., με παράλληλη προσπάθεια για
επανόρθωση των οικολογικών και άλλων ζημιών που έχουν προκαλέσει οι διάφορες
δραστηριότητες (στρατιωτικές εγκαταστάσεις, καζίνο κ.ά.). Η ανάδειξη των αξιών
του Δρυμού και η δημιουργία ευκολιών περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και
ενημέρωσης και ο έλεγχος της υφιστάμενης υπαίθριας αναψυχής ώστε να μην
δημιουργείται ζημία στο φυσικό περιβάλλον, απαιτούν συγκεκριμένα μέτρα.

Η συμβολή του Δρυμού στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας, σε συμφωνία


πάντοτε με τη διατήρηση των αξιών και της φυσιογνωμίας του Δρυμού, πρέπει να
τύχει ειδικής προσοχής.

Τέλος, η προστασία του Δρυμού από τις πυρκαϊές και την αυθαίρετη δόμηση και η
απομάκρυνση των εγκαταστάσεων που αντιστρατεύονται τους σκοπούς κήρυξης του
Δρυμού.

Mε πρωταγωνιστή το ελάφι
EIPHNH aΠΛaΔa
Βιολόγος - Μ.Sc. Περιβαλλοντικής
Βιολογίας και Διαχείρισης Χερσαίων και Θαλάσσιων Οικοσυστημάτων
Η ΠaNIΔa της χώρας μας είναι από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη, καθώς περιλαμβάνει πολύ
μεγάλο αριθμό ειδών σε σχέση με τη γεωγραφική της έκταση. Eχουν καταγραφεί 1.177 είδη
σπονδυλόζωων, ενώ για τα ασπόνδυλα δεν έχουμε σαφή γνώση, γιατί είναι πολυπληθέστερα
και δεν γίνεται συστηματική έρευνα. Εκτιμάται ωστόσο ότι ο αριθμός τους ανέρχεται στα
25.000 - 30.000 είδη.

Η Πάρνηθα, ειδικότερα, φιλοξενεί μια πολύ σημαντική πανίδα. Oπως προκύπτει από τα
ιστορικά στοιχεία και τις έρευνες, στο βουνό ζούσαν έως το πρόσφατο παρελθόν τα
περισσότερα από τα μεγάλα θηλαστικά της χώρας. H καφέ αρκούδα (orsos arctos), για
παράδειγμα, απαντούσε στην Πάρνηθα έως τα μέσα του 19ου αι., ενώ ο λύγκας (Lynx lynx)
υπήρχε εκεί έως και τον περασμένο αιώνα. Επίσης, γκρίζοι λύκοι (Canis lopos) και τσακάλια
(Canis aoreos) κυνηγούσαν τα θηράματά τους στην Πάρνηθα έως και τη δεκαετία 1940-50,
ενώ ο αγριόγατος (Felix sylvestris) και μεγάλα φυτοφάγα, όπως το αγριογούρουνο (Sos scrofa)
και το ζαρκάδι (Capreolos capreolos), ζούσαν στην Αττική έως τις αρχές του 20ού αι.
Δυστυχώς, ο άνθρωπος κατάφερε με το
ανεξέλεγκτο κυνήγι και κυρίως με την
καταστροφή των βιοτόπων τους, να
εξορίσει τα είδη αυτά όχι μόνο από την
Πάρνηθα, αλλά από τα περισσότερα βουνά
της χώρας. Eτσι, ορισμένα θεωρούνται
εξαφανισμένα από την Ελλάδα, όπως ο
λύγκας, και άλλα είναι στα όρια της
εξαφάνισης, όπως η αρκούδα και ο λύκος.

Kόκκινο ελάφι

Το μόνο μεγάλο θηλαστικό που έχει


O φακός δεν μοιάζει να φοβίζει την ελαφίνα της απομείνει στην Πάρνηθα είναι το κόκκινο
Πάρνηθας, όπου ζουν περί τα 400 κόκκινα ελάφι (Cervos elaphos). Στην Ελλάδα
ελάφια (Cervos elaphos), ο μεγαλύτερος δηλαδή έχουν μείνει μόλις δύο πληθυσμοί του
πληθυσμός που έχει απομείνει στη χώρα μας. Tο είδους αυτού: ένας μικρός στη Ροδόπη και
φθινόπωρο, περίοδο αναπαραγωγής για τα ο μεγαλύτερος στην Πάρνηθα, όπου
ελάφια, οι επισκέπτες ακούν σε όλο το βουνό τις υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 400
φωνές των αρσενικών που καλούν τα θηλυκά άτομα. Για την προστασία του κόκκινου
(φωτ.: Ειρ. Απλαδά). ελαφιού έχει ιδρυθεί εκτροφείο στη θέση
Παλαιοχώρι, έκτασης 200 στρεμ., αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κυκλοφορεί
ελεύθερο στο βουνό. Tέλος, στο βουνό υπάρχει ένας μικρός αλλά αξιόλογος πληθυσμός
κρητικού αίγαγρου (Capros aegagros ssp. cretica), ο οποίος εισήχθη στον δρυμό το 1961.

Oσον αφορά το ελάφι, το πανέμορφο αυτό θηλαστικό απαντά σε όλη την έκταση του δρυμού.
Τον χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές με μικρότερο υψόμετρο για αναζήτηση τροφής. Το
φθινόπωρο, που είναι η περίοδος αναπαραγωγής του, οι φωνές των ενήλικων αρσενικών που
καλούν τα θηλυκά, ακούγονται σε όλο το βουνό. Αυτή την εποχή τα ζώα συγκεντρώνονται στα
λιβάδια και στις λάκες της Πάρνηθας και είναι συχνό το θέαμα δύο αρσενικών που παλεύουν
με τα κέρατά τους για την εύνοια ενός θηλυκού. Το θηλυκό ελάφι δεν έχει κέρατα και την
άνοιξη γεννάει συνήθως ένα μικρό. Τα κέρατα στα αρσενικά ελάφια πέφτουν και κάθε χρόνο
φυτρώνουν νέα. Mάλιστα, όταν βγαίνουν έχουν ένα βελούδινο περίβλημα, το οποίο τα ελάφια
προσπαθούν να αποβάλλουν τρίβοντας τα κέρατά τους στα δέντρα.

Σύμφωνα με μελέτη της δασολόγου Σ. Παπίκα1, το 1994 ο αριθμός των ελαφιών στην
Πάρνηθα άγγιζε τα 120 άτομα. Eκτοτε δεν έχει γίνει καμία έρευνα για τον πληθυσμό τους.
Ωστόσω, από τις τάσεις αύξησης του πληθυσμού, την αναλογία φύλου και το ποσοστό
συμμετοχής αρσενικών και θηλυκών στην αναπαραγωγή και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν
θηρευτές του στο βουνό, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός του ελαφιού σήμερα φθάνει τα 400 - 500
άτομα περίπου. O αριθμός αυτός είναι υπερδιπλάσιος από εκείνον που θεωρητικά μπορεί να
φιλοξενήσει ο δρυμός, όπως γίνεται φανερό από τις φθορές στη βλάστηση, τη φλοιοφαγία και
την αποκοπή κορυφών από νεαρά κωνοφόρα. Θα πρέπει άμεσα να γίνει συστηματική μελέτη
για το ελάφι της Πάρνηθας, καθώς ελλοχεύουν και άλλοι κίνδυνοι, όπως αυτός της αιμομιξίας.
Για περισσότερα από 40 χρόνια τα ελάφια είναι απομονωμένα και δεν γίνεται ανανέωση του
γενετικού υλικού, κάτι που μπορεί να επιφέρει ασθένειες και εκφυλισμό του πληθυσμού τους.

Σπάνια, απειλούμενα

Στην Πάρνηθα απαντούν 42 από τα 116 είδη θηλαστικών της χώρας. Eτσι, μπορεί κανείς
εύκολα να συναντήσει αλεπούδες, λαγούς και σκαντζόχοιρους, ενώ στα σπήλαια του βουνού
κατοικούν πολλά είδη νυχτερίδων, τα περισσότερα από τα οποία προστατεύονται. Πιο σπάνια
είναι η εμφάνιση του κουναβιού, του ασβού, της νυφίτσας και του σκίουρου. Από τα 42 είδη
που αναφέρονται στην Πάρνηθα, τα 35 είναι προστατευόμενα και μάλιστα τα 23 σπάνια και
απειλούμενα.

Oσον αφορά τα πουλιά, στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η Πάρνηθα φιλοξενεί τα 132 από τα
συνολικά 407 είδη πτηνών της χώρας. aνάμεσά τους το ξεφτέρι, ο γκιώνης, το
φασσοπερίστερο, η χιονότσιχλα, το σαΐνι, ο τσαλαπετεινός, η καρδερίνα, ο
κοκκινοτσιροβάκος. Πιο συχνές στα δάση του βουνού είναι οι φωνές του σπίνου, του
κοκκινολαίμη, του φλώρου, της παπαδίτσας, του αηδονιού. Μεγάλοι είναι και οι πληθυσμοί
της πέρδικας, που περπατά καμαρωτή στους θαμνότοπους, ενώ πολύ σπάνιες είναι οι
εμφανίσεις του χρυσαετού, του φιδαετού και του όρνιου στα απόκρημνα βράχια και τις
χαράδρες της Πάρνηθας. Τα 90 από τα 132 είδη πτηνών που απαντούν στο βουνό είναι
προστατευόμενα.

Ακόμα, αναφέρονται 22 είδη ερπετών (3 χελώνες -Testodo graeca, T. hermanni, T. marginata,


10 σαύρες - π.χ. λιακόνι, πρασινόσαυρα, τοιχόσαυρα και 9 φίδια - π.χ. λαφίτης, σπιτόφιδο,
οχιά). Oλα τα είδη χαρακτηρίζονται προστατευόμενα και είναι πολύ συχνές οι εμφανίσεις τους
στα φρύγανα που κυριαρχούν στα χαμηλά υψόμετρα της Πάρνηθας, στους θαμνότοπους και
στα βράχια υψηλότερα. Εκεί βγαίνουν ιδίως οι σαύρες και τα φίδια τους θερινούς μήνες, για να
προσλάβουν θερμότητα καθισμένα σε επιφάνειες που ζεσταίνονται από τον ήλιο.

Πιο σπάνια είναι η εμφάνιση των αμφιβίων που ζουν στην Πάρνηθα. Από τα 18 είδη της
χώρας, τα 8, μεταξύ των οποίων σαλαμάνδρες, τρίτωνες, φρύνοι και βάτραχοι, απαντούν στο
βουνό και μάλιστα όλα είναι προστατευόμενα. Τα συναντούμε κοντά σε ρυάκια και μικρές
λιμνούλες που σχηματίζονται σε όλη την έκταση του δρυμού.

Αναρίθμητα, όμως, είναι τα ασπόνδυλα, όπως τα έντομα, που εντυπωσιάζουν με τα χρώματά


τους τον επισκέπτη κάθε άνοιξη. Πεταλούδες, σκαθάρια, λιβελούλες, αλογάκια της
Παναγίτσας, μέλισσες, αράχνες και πολλά άλλα είδη γεμίζουν με την παρουσία τους
οποιοδήποτε σκηνικό έχει στήσει με τόση έμπνευση η φύση και ολοκληρώνουν την αλυσίδα
της ζωής στο οικοσύστημα της Πάρνηθας. Eνα οικοσύστημα, πραγματικό στολίδι της χώρας
μας, για τον ζωικό πλούτο του οποίου πρέπει να γίνουν επισταμένες μελέτες, ώστε να
μπορέσουμε να τον προστατεύσουμε πιο αποτελεσματικά, καθώς βρίσκεται τόσο κοντά στην
Αθήνα.

Bιβλιογραφία:

Παπίκα Σ., 2002: «Η πανίδα της Πάρνηθας». Πρακτικά ημερίδας για τον Εθνικό Δρυμό
Πάρνηθας, 20-3-2002.

Mε χίλια αγριολούλουδα
ΓIΩPΓOΣ ΣΦHKaΣ
Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης
ΒPIΣKOMaΣTE ΣTO 1958. Η πατρίδα μας προσπαθεί ακόμη να συνέλθει από τις
καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος, η γερμανοϊταλοβουλγαρική κατοχή και ο εμφύλιος. Ο
Ορειβατικός Σύνδεσμος αναπτύσσει και πάλι έντονη δράση, όπως είχε κάνει προπολεμικά, και
ανάμεσα στα άλλα εκδίδει και το σοβαρό ορειβατικό περιοδικό «Το Βουνό», που άρχισε να
εκδίδεται το 1934. Eνα από τα μέλη του Ελληνικού Ορειβατικού συνδέσμου ήταν τότε και ο
Χαράλαμπος Διαπούλης, καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και καθώς
εκείνα τα δύσκολα χρόνια δεν υπήρχε άλλο επιστημονικό ή σχετικό με τη φύση περιοδικό, ο Χ.
Διαπούλης αποφάσισε να δημοσιεύσει την πολυετή μελέτη του για τη χλωρίδα της Πάρνηθας,
στο περιοδικό «Το Βουνό».

Από τη μελέτη αυτή πληροφορούμαστε ότι έως τότε δεν υπήρχε κατάλογος φυτών της
Πάρνηθας. Αναφέρει όμως ο Διαπούλης όλους τους ειδικούς που είχαν επισκεφτεί το βουνό
πριν από αυτόν. Παραθέτει επίσης πλήρη βιβλιογραφία, καθώς και στοιχεία για τη γεωγραφία,
τη γεωλογία και το κλίμα. Ακολουθεί ο κατάλογος των φυτών της Πάρνηθας, τα οποία είχε
καταγράψει ο ίδιος, είτε οι προηγούμενοι ειδικοί. Στον κατάλογο δημοσιεύονται 818 είδη και
ποικιλίες, από τα οποία τα 276 είναι μονοετή, τα 60 διετή, τα 96 γεώφυτα (βολβώδη και
κονδυλώδη), τα 297 πολυετή επίγεια, τα 70 θάμνοι και τα 18 δένδρα.

Φυτικός πλούτος

Από το 1958 έως σήμερα κύλησε βέβαια


πολύ νερό στα ρυάκια της Πάρνηθας και εν
τω μεταξύ ανακαλύφθηκαν και άλλα είδη,
έτσι ώστε σήμερα τα φυτά που απαρτίζουν
τη χλωρίδα του βουνού να ξεπερνούν τα
1.000. O φυτικός πλούτος οφείλεται στη
μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει η
Πάρνηθα στα βόρεια της Αττικής, αλλά και
στη μεγάλη ποικιλία βιοτόπων της: πηγές,
ρυάκια, ρεματιές, χαράδρες, φαράγγια,
μεσογειακοί θαμνώνες, πευκοδάση,
ελατοδάση, ορεινά λιβάδια, ορθοπλαγιές
Σπάνιος είναι στην Πάρνηθα ο κόκκινος κρίνος κ.ά.
(Liliom chalcedonicom), ενδημικό είδος των
Bαλκανίων. aλλα είδη που απειλούνται από Από τα φυτά της Πάρνηθας ιδιαίτερη αξία
υπερσυλλογή ή συρρίκνωση των βιοτόπων τους έχουν ασφαλώς τα τοπικά ενδημικά, όπως
στο βουνό είναι η άσπρη παιώνια (Paeonia π.χ. η Καμπανούλα της Πάρνηθας
mascola, υποείδος hellenica), ο έβενος του (Campanola celsii, υποείδος parnesia), που
Sibthorp (Ebenos sibthorpii), η σκαμπιόζα του δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ελλάδα
Υμηττού (Lomelosia hymettia) και το άσπρο και στον κόσμο. Σημαντικά είναι όμως και
λινάρι (Linom leocanthom) (φωτ.: Ειρ. τα ενδημικά της νότιας Eλλάδας που
Απλαδά). φύονται εδώ, όπως το Κεφαλλονίτικο ή
Ελληνικό έλατο (abies cephalonica), η Σιληνή η ακανθώδης (Silene spinescens), ο Βόλανθος ο
γραικός (Bolanthos graecos), η Πετροράγια η ωχρόλευκη (Petrorhagia ochroleoca), ο Δίανθος
ο πριονόφυλλος (Dianthos serratifolios), η Κονσολίντα η λεπτότατη (Consolida tenoissimos),
το Ερύσιμο το αττικό (Erysimom atticom), η Μαλκόλμια η γραική (Malcolmia graeca), το
Αιθιόνημα το γραικό (aethionema saxatile, υποείδος graecom), η Ονοβρυχίς η εβενοειδής
(Onobrychis ebenoides), το Λίνο το λευκανθές (Linom leocanthom), το Ηλιάνθεμο του
Υμηττού (Helianthemom hymettiom), το Oνοσμο του Κάχιερ (Onosma kaheirei), το Τσάι της
Πάρνηθας (Sideritis raeseri, υποείδος attica), ο Στάχυς του Σπρούνερ (Stachys sproneri), το
Βερμπάσκο του Μπουασιέ (Verbascom boissieri), η Ασπέρουλα η στρωματώδης (asperola
polvinaris), το Γάλιο το μελανάνθηρο (Galiom melanantherom), η Κενταύρια η πεντελική
(Centaorea attica, υποείδος pentelica), ο Λεοντόδον ο γραικός (Leontodon graecos), η
Σκορτσονέρα η κροκόφυλλη (Scorzonera crocifolia), το Ιεράκιο του Χαλάξυ (Hieraciom
halacsyi), η Φριτιλλάρια η γραική (Fritillaria graeca), το Ορνιθόγαλο το αττικό (Ornithogalom
atticom), το Κεράστιο το πάλλευκο (Cerastiom candidissimom), ο Κρόκος ο Αττικός (Crocos
sieberi, υποείδος atticos), ο Κρόκος ο λείος (Crocos laevigatos) και πολλά άλλα.

Προβλήματα

Στην Πάρνηθα υπάρχουν επίσης πολλά ωραία φυτά, που χωρίς να είναι σπάνια ή ενδημικά,
αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. aνάμεσά τους η Παιώνια η ελληνική (Paeonia mascola, υποείδος
hellenica), ο Κόκκινος κρίνος (Liliom chalcedonicom), ο Λάθηρος ο μεγανθής (Lathyros
grandifloros), το Κολχικό του Μπιβόνα (Colchicom bivonae), η Αουμπριέτα η δελτοειδής
(aobrieta deltoidea), η Τουλίπα του Χάγκερ (Tolipa hageri) και πολλά άλλα.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χλωρίδα της Πάρνηθας είναι τρία: H μεγάλη
πίεση που δέχεται ορισμένες ανοιξιάτικες μέρες όταν, παρά τις απαγορεύσεις, ορισμένοι
εκδρομείς θεωρούν σωστό να συλλέγουν μπουκέτα με αγριολούλουδα. H αύξηση του αριθμού
των ελαφιών που ζουν ελεύθερα στο βουνό, τα οποία έχουν αφανίσει ορισμένα είδη φυτών,
όπως για παράδειγμα τα ψυχανθή, ενώ προκαλούν ζημιές και στα νεαρά κωνοφόρα. Oι
συνεχείς και επαναλαμβανόμενες ξηρασίες που επηρεάζουν ορισμένα είδη φυτών, όπως για
παράδειγμα τα βολβώδη και το ορχεοειδή.

Για να προστατευτεί η σπάνια χλωρίδα της Πάρνηθας, είναι ανάγκη να υπάρξει περισσότερη
και καλύτερη επιτήρηση και να επεκταθεί ο Eθνικός Δρυμός, ώστε να περιλάβει και το πρώην
βασιλικό κτήμα Τατοΐου, οπότε η έκτασή του θα διπλασιαστεί.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Λόγω της πλούσιας και σπάνιας χλωρίδας της, έχω περιλάβει την Πάρνηθα στο βιβλίο μου «Οι
βοτανικοί παράδεισοι της Ελλάδας», εκδ. Τουμπής. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται 132
σημαντικές για τα φυτά τους περιοχές της Ελλάδας και της Κύπρου.

Mικρές αποδράσεις
ΠHNEΛOΠH MaTΣOYKa
Χαρτογραφική εταιρεία ΑΝΑΒΑΣΗ

Η ΠaPNHΘa, όπως και τα άλλα βουνά που περικλείουν το Λεκανοπέδιο της


Αθήνας, έχει ανάγλυφο ήπιο. Οι ψηλότερες κορυφές της διαγράφουν αμβλείες γωνίες
που ανακαλούν την αετωματική στέψη των αρχαίων ναών.

Η μορφολογία αυτή απορρέει κυρίως από τη φθορά του χρόνου, καθώς η Πάρνηθα
είναι μεγάλης γεωλογικής ηλικίας βουνό. aυτό δεν σημαίνει ότι της λείπουν τα
απόκρημνα σημεία: γκρεμοί και χαράδρες. Γιατί και η Πάρνηθα ξαναμπήκε, θέλοντας
και μη, στον τεκτονικό χορό που αναμόχλευσε επανειλημμένα τον ελλαδικό χώρο.
Πάντως, στερείται των οξυκόρυφων εξάρσεων που χαρακτηρίζουν την πινδική
οροσειρά -ή άλλα βουνά της αλπικής γενιάς- και συγγενεύει μορφολογικά με τους
επίσης γηραιούς όγκους της ανατολικής Μακεδονίας ή της Θράκης.

Συγκριτικά με τα άλλα βουνά της Αττικής, η Πάρνηθα καταλαμβάνει μεγάλη έκταση:


15 χλμ. από το Μενίδι στους νότιους πρόποδες μέχρι το Κακοσάλεσι στα βόρεια, και
25 χλμ. από τα Κιούρκα και το Μπάφι (Κρυονέρι) στα ανατολικά μέχρι τα
Δερβενοχώρια στα δυτικά. Μια έκταση, δηλαδή, κοντά στα 400 τετρ. χλμ. Οι
ψηλότερες κορυφές, Καραβόλα 1.413 μ., Oρνιο 1.350 μ., Αβγό 1.201 μ., Πλατύ
Βουνό 1.171 μ. και Κυρά 1.160 μ. βρίσκονται στο μέσον περίπου του βουνού στη
διεύθυνση aνατολής - Δύσης, αλλά πιο κοντά στο νότιο μέτωπο, που είναι και πιο
απόκρημνο. Προς τα βόρεια οι πλαγιές χαμηλώνουν σταδιακά, σταθμεύοντας σε
μεγάλα οροπέδια όπως η Μόλα, το Σαλονίκι, το Βούντιμα ή το Μακρυχώραφο.

Πέρα από την εξέχουσα θέση της στο ορεογραφικό σύστημα της Αττικής, η Πάρνηθα
κατέχει κυρίαρχο ρόλο στο ορειβατικό γίγνεσθαι της χώρας μας. Oχι μόνο γιατί εδώ
έγιναν οι πρώτες καταγεγραμμένες ορειβατικές αναβάσεις, στα τέλη του 19ου αι.,
αλλά γιατί, ακόμα και σήμερα, η
Πάρνηθα αποτελεί το πεδίο της
πρώτης επαφής με το ορεινό
στοιχείο για τους κατοίκους τής
πιο πολυάνθρωπης ελληνικής
πόλης. Εδώ βαφτίζονται κάθε
χρόνο οι νέοι ορειβάτες,
δοκιμάζοντας τα πρώτα τους
βήματα στα μονοπάτια.

Στις αρχές της δεκαετίας 1960, η


ανακήρυξη του Εθνικού Δρυμού
ήρθε να επικυρώσει την αλλαγή
χρήσης του βουνού από χώρο
παραγωγικών δραστηριότητων σε
χώρο αναψυχής. Eκτοτε
αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός
των επισκεπτών-πεζοπόρων, και
παράλληλα εντάθηκε η
δραστηριότητα διάνοιξης και
σηματοδότησης μονοπατιών από
συλλόγους, ομάδες ή και
μεμονωμένα άτομα. Μέσα στη
δεκαετία 1990 έγιναν από τους
ορειβατικούς συλλόγους και το
Δασαρχείο προσπάθειες να
οργανωθεί ένα δίκτυο
μονοπατιών με συγκεκριμένες Oμάδα προσκόπων στην Πάρνηθα. Tο Mεγάλο
διαδρομές με διακριτή σήμανση, Bουνό είναι ιδανικό πεδίο για τις εκδρομές, τα
που όμως έμεινε ημιτελής. οργανωμένα παιχνίδια και τις άλλες
δραστηριότητες του προσκοπισμού (φωτ.: Bασ.
Μπορεί τα σχέδια Συκάς).
ολοκληρωμένου σχεδιασμού να
μην ευοδώθηκαν, όμως τα μονοπάτια έχουν τους πιστούς τους που όχι μόνο τα
περπατούν, αλλά και τα φροντίζουν όσο μπορούν. Ωστόσο, για τον αμύητο
επισκέπτη, η πληροφόρηση είναι πενιχρή και δύσκολα μπαίνει κανείς σ' ένα μονοπάτι
όταν δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για το πού οδηγεί και πόσο χρόνο απαιτεί μια
διαδρομή.

Η πρώτη γνωριμία

Για τον περισσότερο κόσμο, η πρώτη «ανάβαση» της Πάρνηθας γίνεται από τον
ασφαλτόδρομο που οδηγεί από τις Αχαρνές στην Αγία Τριάδα και στο Μον Παρνές.
Το ίδιο μέτωπο σκαρφαλώνει και το τελεφερίκ, δρασκελίζοντας 600 μ. υψομετρικής
διαφοράς. Ο δρόμος που περιτρέχει τις ψηλότερες κορυφές είναι κλειστός στο μισό
του μήκος για τα τροχοφόρα (από τη Μόλα μέχρι το Εκτροφείο Θηραμάτων),
προσεγγίζει όμως τους μεγάλους χώρους αναψυχής στο Παλιοχώρι και τη Μόλα,
όπως και το ορειβατικό καταφύγιο Μπάφι. Υπάρχουν άλλες δύο ασφάλτινες οδικές
διαδρομές που μπορεί να ακολουθήσει κανείς για μια πρώτη επαφή με το βουνό. Η
ανατολική ξεκινά από τη Βαρυμπόπη, περνά από τα παλιά ανάκτορα του Τατοΐου,
ανηφορίζει μέχρι το διάσελο του Κατσιμιδιού και κατηφορίζει προς από τον aγιο
Μερκούριο και τη Μαλακάσα. Διατρέχει ήμερα και δροσερά τοπία, κατάφυτα από
αιωνόβια πεύκα ντυμένα με κισσούς.

Η δυτική διαδρομή ξεκινά από τη Φυλή ή Χασιά (διάσημη για τις ταβέρνες της) και
διατρέχει πιο ξερά, θαμνοντυμένα και άγρια τοπία. Περνάμε διαδοχικά κοντά από τη
Μονή Κλειστών, τις ορθοπλαγιές του aρματος, την πηγή της Αγίας Παρασκευής και
το φρούριο της Φυλής, κι αφού ανεβούμε μέχρι τα 800 μ., αρχίζουμε να
κατηφορίζουμε προς το μεγάλο κάμπο των Σκούρτων και τα Δερβενοχώρια.

Λίγοι από τους χωμάτινους δρόμους που διατρέχουν την Πάρνηθα είναι ανοιχτοί στα
τροχοφόρα, και αυτοί είναι βατοί μόνο για εκτός δρόμου οχήματα.

Πεζοπορικές διαδρομές

Eχοντας αποκτήσει μια πρώτη αίσθηση του χώρου και εξοπλισμένοι με έναν καλό
χάρτη, μπορούμε να ξεκινήσουμε πεζή για μια βαθύτερη γνωριμία με την Πάρνηθα.
Απλουστεύοντας λίγο τα πράγματα, θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τις πεζοπορικές
διαδρομές της Πάρνηθας σε δύο κατηγορίες: την πρώτη θα την ονομάσουμε πορείες
δασικής αναψυχής και τη δεύτερη διαδρομές πολιτιστικής αναζήτησης. Οι πρώτες
βρίσκονται γύρω από τις ψηλότερες κορυφές και το νότιο μέτωπο του βουνού,
κινούνται στο ελατόδασος ή σε πυκνούς θαμνώνες, περνούν από πηγές, χώρους
αναψυχής και από τα ορειβατικά καταφύγια.

Οι δεύτερες αφορούν εκείνους που ψάχνουν σημάδια από ανθρώπινες


δραστηριότητες, παλιά πηγάδια, αγροτικά ξωκκλήσια ή αρχαίους πύργους και το
πεδίο τους είναι η βόρεια Πάρνηθα. Εδώ οι πορείες είναι γενικά μακρύτερες και
μπορεί να χρειαστεί να περπατήσει κανείς μερικά χιλιόμετρα σε δασικούς ή
αγροτικούς δρόμους. Εξάλλου και τα μονοπάτια είναι πιο αβέβαια, γιατί
περπατιούνται πολύ λιγότερο. Στη βλάστηση κυριαρχεί το πουρνάρι, αν και
βρίσκουμε και αρκετές πευκόφυτες εκτάσεις, υπάρχει ακόμα βόσκηση, αλλά και
καλλιέργειες στα μεγάλα οροπέδια.
Το σίγουρο είναι ότι με την αφθονία των μονοπατιών που υπάρχουν στην Πάρνηθα
(στην τελευταία έκδοση του χάρτη της «Ανάβασης» αποτυπώνονται περί τα 250
χιλιόμετρα μονοπατιών), μπορεί να συνθέσει κανείς μια ατέλειωτη ποικιλία
διαδρομών.

Εδώ θα παρουσιάσουμε μια κυκλική πορεία σε μονοπάτι και μια πορεία σε δασικό
δρόμο, διαδρομές που μπορεί να ακολουθήσει ο καθένας, αλλά και μια μακρύτερη
διάσχιση για πιο απαιτητικούς πεζοπόρους.

Πριν ξεκινήσετε το περπάτημα, θυμηθείτε ότι η κατάλληλη ενδυμασία (αρβυλάκι,


άνετα ρούχα) διευκολύνει την κίνηση κι ένα μικρό σακίδιο με λίγα τρόφιμα, νερό και
ένα αδιάβροχο πανωφόρι μπορούν πάντα να φανούν χρήσιμα. Επίσης, στην Πάρνηθα,
πρέπει να αποφεύγουμε να κινούμαστε εκτός των μονοπατιών, καθώς η βλάστηση
είναι σε πολλά σημεία αδιάβατη.

Η κυκλική μας πορεία θα γίνει με βάση το καταφύγιο του Ελληνικού Ορειβατικού


Συνδέσμου Αθηνών (καταφύγιο Μπάφι), που είναι κτισμένο σ' έναν εξώστη πάνω
από τη χαράδρα της Χούνης. Ανακαινισμένο, αλλά χωρίς να έχει χάσει το παλιακό
του ύφος (χτίστηκε στη δεκαετία του '30), το καταφύγιο υποδέχεται κάθε
Σαββατοκύριακο μεγάλο αριθμό επισκεπτών, προσφέροντας φαγητό και ύπνο σε
κοιτώνες και μια αστραφτερή νυχτερινή όψη της πρωτεύουσας. Από το καταφύγιο
ακολουθούμε τον ασφαλτόδρομο προς τα δυτικά για 5 λεπτά και στη συνέχεια
στρίβουμε σε ανηφορικό δρόμο δεξιά που οδηγεί προς στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Σε 10 λεπτά θα συναντήσουμε το ξεκίνημα του μονοπατιού που φέρει διπλή σήμανση
(22) και (κίτρινο τετράγωνο).

Η πρώτη αφορά το Εθνικό Μονοπάτι (22) που συνδέει την Πάρνηθα με τον
Παρνασσό μέσω Πάστρας, Κιθαιρώνα και Ελικώνα. Η δεύτερη αναφέρεται στο
δίκτυο των μονοπατιών της Πάρνηθας, και συγκεκριμένα στη διαδρομή που συνδέει
το Μετόχι, στους πρόποδες του βουνού, με το καταφύγιο Μπάφι, περνώντας από το
μεγάλο χώρο αναψυχής στο Παλιοχώρι, όπου υπάρχουν γήπεδα και υπαίθριες
ψησταριές.

Περπατάμε για 20 περίπου λεπτά σε ελατόφυτη πλαγιά και φθάνουμε σε


διασταύρωση μονοπατιών. Η διαδρομή μας ακολουθεί τον δεξιό κλάδο, μπορούμε
όμως να πάρουμε και τον αριστερό κάνοντας μια παράκαμψη από την πηγή Σκίπιζα,
μια από τις δεκάδες πηγές του βουνού, με άφθονο κρύο νερό. Σε 5 λεπτά από το δεξιό
μονοπάτι -ή 15 λεπτά από το αριστερό- φθάνουμε στο φυλάκιο εθελοντών
δασοπροστασίας (ΕΔΑΣΑ), μικρό κτίσμα πάνω σε ξύλινη πλατφόρμα. Από εδώ
αγναντεύουμε τη βόρεια Πάρνηθα και μακρύτερα τα βουνά της Εύβοιας και της
Βοιωτίας. Είναι ωραία τις πρωινές ώρες, που όλα είναι ήσυχα, όμως και κάποιο
φθινοπωρινό δειλινό μπορεί, αν τύχει, να ακούσουμε το ερωτικό κάλεσμα του
αρσενικού ελαφιού, που κάνει όλο το δάσος να ανατριχιάζει.

Η πορεία συνεχίζει ομαλά προς τα ανατολικά, διατρέχοντας τις βορεινές πλαγιές της
ψηλότερης κορυφής και ένα από τα ωραιότερα ελατοδάση του βουνού. Δέντρα
θεόρατα, άφθονη υγρασία και στα πόδια μας ένα χαλί απο μούσκλια με ένα μικρό
χωμάτινο διάδρομο για να περνούν οι οδοιπόροι. Μετά από μισή περίπου ώρα
συναντάμε διασταύρωση: ίσια, το μονοπάτι οδηγεί στη Μόλα, μεγάλο οροπέδιο με
χώρους αναψυχής, πηγή και ξωκκλήσι του Αγίου Πέτρου. Εμείς θα στραφούμε νότια
για να σκαρφαλώσουμε στο διάσελο ανάμεσα στις δύο ψηλότερες κορυφές, την
Καραβόλα και το Oρνιο. Οι κορυφές δεν είναι προσπελάσιμες γιατί τη μια την
κατέχουν τα στρατιωτικά ραντάρ, ενώ την άλλη ο ΟΤΕ και οι ραδιο-τηλεοπτικές
κεραίες. Στο διάσελο υπάρχει κι ένα τσιμεντένιο ξωκκλήσι του Αη Γιώργη. Από εδώ
κατηφορίζουμε σύντομα στον ασφαλτόδρομο, από όπου σε 5 λεπτά φθάνουμε στο
καταφύγιο. Το συνολικό μήκος της διαδρομής είναι γύρω στα 6 χλμ. και απαιτούνται
περίπου 2 με 3 ώρες.

Μόλα - Πύργος Λημικού

Για εκείνους που προτιμούν να περπατήσουν σε πιο ομαλό έδαφος και ήπιες κλίσεις,
υπάρχουν οι κλειστοί για τα οχήματα δασικοί δρόμοι. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες
διαδρομές σε δασικό δρόμο είναι με σημείο εκκίνησης τον χώρο αναψυχής της
Μόλας να πάει κανείς έως τον αρχαίο πύργο-φρυκτωρία του Λημικού.

Κατεβαίνοντας από τον ασφαλτόδρομο μέσα στον χώρο αναψυχής, συναντάμε οδική
πινακίδα που γράφει «Λημικό 6 χλμ.». Ο δρόμος κατηφορίζει ομαλά σε
ελατοσκέσπαστες πλαγιές. Καθώς προχωράμε, το τοπίο αλλάζει και τα έλατα δίνουν
τη θέση τους στις λόχμες των μεγάλων θάμνων και τα πευκοδάση. Eπειτα από 5 χλμ.,
ο δρόμος σβήνει σχεδόν και διακλαδίζεται. Στρίβοντας αριστερά (νοτιοδυτικά) θα
φθάσουμε σύντομα στο πηγάδι του Λημικού, ενώ συνεχίζοντας ίσια (βορειοδυτικά) ο
δρόμος τελειώνει σε μια ράχη πολύ κοντά στον αρχαίο πύργο στο ύψωμα της
Πύρεζας. Ο πύργος με τους καλολαξεμένους γκρίζους ασβεστόλιθους άντεξε στο
χρόνο αλλά όχι στη χρήση· το ραντάρ της κορυφής «βλέπει» πολύ μακρύτερα από τη
μικρή φρυκτωρία. Επιστρέφοντας στο οροπέδιο του Λημικού, μπορούμε να
περάσουμε από τον Αη Γιώργη, που είναι 50 μ. ανατολικά από το μονοπάτι. Κολλητά
στο μικρό λευκό ξωκκλήσι έχει ένα δωμάτιο με τζάκι, άριστο καταφύγιο ανάγκης.

Φυλή - Θρακομακεδόνες

Από τη Φυλή (Χασιά) ακολουθούμε στενό ασφαλτόδρομο στη βάση της


Αλογόπετρας, χαρακτηριστικό βραχώδες ύψωμα με κοκκινωπό πέτρωμα. Από το
τέλος του δρόμου ξεκινά μονοπάτι που αρχικά κινείται παράλληλα με τον αγωγό της
Γκούρας. Φθάνοντας απέναντι από τη Mονή Κλειστών, πιάνουμε την ανηφόρα μέχρι
την πηγή Ταμίλθι. Από εδώ έχουμε «αεροπλανική» θέα της χαράδρας της Γκούρας
και μια γενική άποψη των ορθοπλαγιών του aρματος. Απο την πηγή μπορούμε να
ακολουθήσουμε είτε την πορεία του αγωγού, είτε ανηφορικό μονοπάτι που μας
φέρνει σε λάκκα κοντά στην Κιάφα Πίνη. Εδώ το μονοπάτι μας, που φέρει σήμανση
(μωβ τετράγωνο), συναντά τη διαδρομή (μπλε τετράγωνο) που έρχεται από τα
ανατολικά. Μαζί πορεύονται μέχρι την Κιάφα Καμπέρα, όπου θα κάνουμε μια μικρή
αναστροφή (παράκαμψη) μέχρι το σπήλαιο του Πανός.

Η κυρίως διαδρομή συναντά σε λίγο τον δασικό δρόμο Φυλής- Αγίας Τριάδας και
συνεχίζει σε μονοπάτι για το ξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Στις πλαγιές απέναντί
μας υπάρχει πηγή που τη φτάνουμε αφού κατέβουμε στη ρεματιά. Συνεχίζουμε προς
τη βρύση του Καλόγερου, αφού περάσουμε ένα ξέφωτο κι ένα χωράφι όπου το
μονοπάτι χάνεται για λίγο. Παρακάτω συναντάμε κι άλλες πηγές και τέλος την
Γκούρα, τη μεγαλύτερη πηγή του βουνού που το νερό της μεταφέρεται με αγωγό στη
Φυλή. Από τη Γκούρα το μονοπάτι ανηφορίζει και διατρέχει βορεινές πλαγιές με
έλατα γεμάτα κισσούς, βράχους σκεπασμένους με μούσκλια και πολλά πεσμένα
δέντρα. Το μονοπάτι καταλήγει στο διάσελο του Πανός, όπου συναντά τη σήμανση
(22). Ακολουθώντας το (22) διασχίζουμε τον περιμετρικό των κορυφών
ασφαλτόδρομο και ανηφορίζουμε προς την πηγή Πλατάνα, όμορφη τοποθεσία με
πολύ νερό. Συνεχίζουμε το ανηφορικό μονοπάτι και σε λίγο φθάνουμε στην πηγή
Σκίπιζα. Από τη Σκίπιζα ακολουθούμε ανάστροφα τμήμα της κυκλικής διαδρομής
που περιγράψαμε πιο πάνω μέχρι το καταφύγιο. Το μονοπάτι που κατεβαίνει τη
χαράδρα Χούνη ξεκινά πίσω από το καταφύγιο και είναι πολύ φανερό: είναι το πιο
πολυσύχναστο μονοπάτι του βουνού και καταλήγει στους Θρακομακεδόνες, αφού
περάσει κάτω από τις επιβλητικές ορθοπλαγιές του Φλαμπουριού. Η πορεία αυτή
γεμίζει άνετα τις ώρες μιας ολόκληρης μέρας και τα μάτια μας με εικόνες ανέλπιστες,
λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα.

Αναρρίχηση και αναρριχητικά πεδία

Και στα αναρριχητικά δρώμενα της χώρας μας, η Πάρνηθα έπαιξε πρωτοποριακό
ρόλο, προφανώς λόγω της γειτνίασής της με την Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα
αναρρίχησης δόθηκαν στην Πέτρα Βαρυμπόπης, έναν ογκώδη ξεκομμένο βράχο
στους πρόποδες της Πάρνηθας, στα 1929. Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια περιοχή
γίνεται μέχρι σήμερα το βάφτισμα, αλλά και η προπόνηση των aθηναίων
αναρριχητών. Αναρριχήσεις έχουν γίνει κατά καιρούς σε όλες τις ορθοπλαγιές του
βουνού. Τα σημαντικότερα αναρριχητικά πεδία της Πάρνηθας είναι, λόγω της
μεγάλης έκτασής τους, το aρμα και το Φλαμπούρι. Στις ορθοπλαγιές τους, που
κυμαίνονται από 50 έως 200 μ., έχουν ανοιχτεί εκατοντάδες διαδρομές. Τα τελευταία
χρόνια με τη θεαματική άνοδο του τεχνικού επιπέδου των αναρριχητών,
αναδεικνύονται νέα αναρριχητικά πεδία που στους παλαιότερους θα φάνταζαν
απροσπέλαστα.

Το κατέβασμα του απόκρημνου φαραγγιού της Γκούρας, στα 1930, είναι ακόμα μια
πρωτιά της Πάρνηθας στη δραστηριότητα της κατάβασης φαραγγιών (επισήμως
canyoning), που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια διεθνώς.

aρχαίοι δήμοι και οχυρά


MaPIa ΠΛaTΩNOΣ
aρχαιολόγος

ΠEPΠaTΩNTaΣ στα μονοπάτια της Πάρνηθας συναντά κανείς σε κάθε του βήμα
σημάδια κατοίκησης που αποδεικνύουν ότι οι κάτοικοι της aττικής είχαν εκτιμήσει τα
πλεονεκτήματα της εγκατάστασης στο βουνό από την πρώιμη αρχαιότητα. Oι πλαγιές
της Πάρνηθας πρόσφεραν άφθονο νερό και πρόσφορο έδαφος για γεωργικές,
κτηνοτροφικές και μελισσοκομικές ασχολίες. Η κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή
των κατοίκων του βουνού ήταν το κάρβουνο που κατασκεύαζαν και πουλούσαν στην
Αγορά της Αθήνας.

Στους κλασικούς χρόνους η περιοχή των Αχαρνών, όλων των γύρω δήμων της
Πάρνηθας και της πεδιάδας στα νότιά τους μέχρι και το βόρειο τμήμα των Αθηνών
υδροδοτούνταν από τα νερά του Αχαρνικού Οχετού, ενός μεγάλου υδραυλικού έργου
του 4ου αι. π.Χ. που οδηγούσε τα πηγαία νερά του βουνού στην πεδιάδα για
αρδευτικούς κυρίως λόγους. Την πορεία του αγωγού δείχνουν πέντε επιγραφές
τοποθετημένες στα ιδιωτικά κτήματα από όπου περνούσε. Τον 2ο μ.Χ. αι. ο
αυτοκράτορας Αδριανός έλυσε το πρόβλημα της λειψυδρίας των Αθηνών με την
κατασκευή του Αδριάνειου Υδραγωγείου, μιας υπόγειας κτιστής ή λαξευτής στον
βράχο σήραγγας, που διασχίζοντας 25 περίπου χλμ. του λεκανοπεδίου της Αττικής
και περνώντας από τον Δήμο Αχαρνών, τη Μεταμόρφωση, το Μαρούσι, τη Ν. Ιωνία,
τη Ν. Φιλαδέλφεια, τους Αμπελόκηπους, οδηγούσε τα νερά της Πάρνηθας στη
δεξαμενή του Λυκαβηττού. Τμήματα δύο κύριων επίγειων κλάδων του υδραγωγείου
και αρκετά πηγάδια καθαρισμού-εξαερισμού του αποκαλύφθηκαν στην περιοχή του
Ολυμπιακού Χωριού και σε πολλά σημεία των παραπάνω δήμων.

Ο νοτιότερος αρχαίος δήμος της ΒΔ Πάρνηθας ήταν ο δήμος της Oης ή Οίης, ένας
μέτριος σε μέγεθος δήμος που ήκμασε από τους κλασικούς έως τους
υστερορρωμαϊκούς χρόνους. Τοποθετείται ΒΑ του Ασπροπύργου, στους πρόποδες
του βουνού Καλιστήρι, κοντά στο ρέμα της Μαύρης Ωρας, σύμφωνα με ένα χωρίο
του Σοφοκλέους (Οιδίπους επί Κολονώ) και τα εκτεταμένα ανασκαφικά ευρήματα. Οι
κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με κτηνοτροφικές, αγροτικές και μελισσοκομικές
εργασίες.

Ο μικρός Δήμος των Χαστιέων τοποθετείται κοντά στην σημερινή Χασιά. Οι


κάτοικοί του ήταν ανθρακείς. Τμήμα του αρχαίου δρόμου που οδηγούσε από την
Αθήνα στη Φυλή και τη Βοιωτία και ένας από τους πύργους που τον φύλασσαν είναι
ορατά στους πρόποδες του βουνού, ΒΑ του λόφου του Προφήτη Ηλία. Μεταξύ
Χασιάς και φρουρίου της Φυλής είναι εμφανή τα ίχνη ενός αγωγού λαξευμένου στον
βράχο που μετέφερε το νερό του ποταμού Κελάδωνα στον Ελαιώνα των Αθηνών και
τμήματα ενός άλλου, που ανήκε στο υδραγωγείο της Ελευσίνας.

Φυλή και Φυλάσιοι

Η θέση του αρχαίου Δήμου της


Φυλής, ενός από τους
μεγαλύτερους της Πάρνηθας,
τοποθετείται ΒΑ του νεώτερου
φρουρίου της Φυλής, στην
περιοχή της Αγ. Παρασκευής.
Από μια οχυρή θέση κοντά στην
εκκλησία, εφόρμησε το 403 π.Χ. ο
δημοκρατικός Θρασύβουλος
εναντίον της αρχής των τριάκοντα
τυράννων της Αθήνας και πέτυχε
την κατάλυση της τυραννίας. Από
την αρχαιότητα έως τον 19ο αι.,
Tο νεότερο φρούριο της Φυλής, 4ου αι. π.X., περνούσε από εδώ ο κύριος
εντασσόταν στο ενιαίο αμυντικό σύστημα που δρόμος από τη Θήβα προς την
οργάνωσαν οι aθηναίοι μετά την ήττα τους στον Αθήνα και το Θριάσιο Πεδίο.
Πελοποννησιακό Πόλεμο (φωτ.: Πην.
Mατσούκα). Τα όρια του αρχαίου δήμου ήταν
πολύ εκτεταμένα και έφθαναν
κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους προς βορράν μέχρι την περιοχή της Τανάγρας και προς
δυσμάς μέχρι την Ελευσίνα. Οι Φυλάσιοι, σύμφωνα με τον Σχολιαστή του
Αριστοφάνη, συνήθιζαν να ντύνονται στα λευκά και ήταν τραχείς και πολεμικοί.

Το νεότερο φρούριο της Φυλής, 4ου αι. π. Χ., εντασσόταν στο ενιαίο αμυντικό
σύστημα που οργάνωσαν οι Αθηναίοι μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό
Πόλεμο. Φρούρια, οχυρώσεις και πύργοι -με εγκατάσταση μόνιμης ή προσωρινής,
κατά περίπτωση, στρατιωτικής δύναμης- ήλεγχαν τους κύριους δρόμους και τα
περάσματα στην Αττική και χρησίμευαν σαν καταφύγια του πληθυσμού των δήμων
σε περίπτωση εχθρικής εισβολής. Η οχύρωση αναφέρεται σε αρκετές επιγραφές και
ψηφίσματα του 4ου αι. π. Χ. Κατά τη σύγκρουση του Δημητρίου Πολιορκητού με τον
Κάσσανδρο το φρούριο πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε από τον δεύτερο (το 304 π.
Χ) και έπειτα από επτά χρόνια από τον Δημήτριο, παραμένοντας στην κατοχή του
μέχρι το 283 π.Χ. Από τότε δεν υπάρχουν επιγραφικές ή φιλολογικές μαρτυρίες για
την τύχη του.

Η οχύρωση είναι κτισμένη σε ένα φυσικό ισόπεδο με ακανόνιστο ελλειπτικό σχήμα


στα ΝΔ του αρχαίου δήμου. Είχε δύο πύλες και έξι τετράγωνους πύργους και ένα
στρογγυλό. Υδρευόταν από τέσσερις πηγές στα βόρεια, ενώ διέθετε αρκετές
δεξαμενές αποθήκευσης νερού για την περίπτωση πολιορκίας του. Η θέση του
φρουρίου από αμυντική άποψη ήταν μοναδική, αφού ήλεγχε τον δρόμο προς τη
Βοιωτία.

Στην νοτιότερη κορυφή της Πάρνηθας aρμα, πιθανώς στο σπήλαιο της Καραβόλας,
ήταν σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία το κέντρο της λατρείας των Φυλασίων,
όπου ο Δίας λατρευόταν σαν Σημαλέος και Oμβριος ή aπήμιος (στο ιερό του υπήρχαν
ένα χάλκινο άγαλμά του και δύο βωμοί). Ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει ότι η
Πυθαΐδα πομπή των Αθηναίων προς το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς ξεκινούσε
«οπόταν δι' aρματος αστράψει», καθώς η κορυφή του aρματος ήταν ορατή από την
εσχάρα του αστραπαίου Διός, στο Oλυμπείο των Αθηνών. Ο θεός Πάνας και οι
Νύμφες λατρεύονταν στο δυσπρόσιτο Σπήλαιο του Πάνα.

Ο τετράγωνος πύργος του Λοιμικού, 4ου αι. π. Χ., στα Β- ΒΑ του φρουρίου της
Φυλής, φύλασσε τη δίοδο που οδηγούσε από την περιοχή του aρματος προς τη
Σφενδάλη και τον Αυλώνα. Πιθανώς χρησίμευε σαν πύργος και φρυκτωρία από όπου
στέλνονταν σήματα με φωτιές.

aπό εδώ εισέβαλαν οι Σπαρτιάτες

Στο στενότερο σημείο της Κρωπειάς, μεταξύ του όρους Αιγάλεω και της Πάρνηθας,
που περνούσε κανείς από το Θριάσιο Πεδίο προς την Αθήνα, οι Αθηναίοι έκτισαν τον
4ο αι π.Χ. ένα τείχος - φράγμα μήκους 4.560μ., γνωστό σήμερα σαν Δέμα ή Δέσις.
Από εδώ είχαν εισβάλει οι Σπαρτιάτες το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου
(431 π.Χ.) στην πεδιάδα μεταξύ Αχαρνών και Αθηνών και από τότε αποτελούσε τον
κυριότερο δρόμο εισβολής των πελοποννησιακών δυνάμεων στην Αττική. Το
πολυγωνικά κτισμένο τείχος δεν είναι ένα συνεχές φράγμα, αλλά αποτελείται από
χωριστά τμήματα, που επικαλύπτουν το ένα το άλλο, δημιουργώντας στενές εισόδους
με επικλινείς ράμπες πίσω τους για εύκολη πρόσβαση στην επίπεδη κορυφή του,
όπου δινόταν η μάχη σώμα με σώμα. Στο μέσον του Δέματος υπήρχαν δύο πύλες που
οδηγούσαν η βορειότερη στον δήμο της Oης και η νοτιότερη στο Θριάσιο Πεδίο.
Πιθανώς υπήρχε και μια τρίτη πύλη. Φαίνεται ότι το Δέμα κατασκευάστηκε στα
χρόνια του Βοιωτικού Πολέμου (378-377 π. Χ.) με σκοπό να λειτουργήσει σαν
προμαχώνας ενός μεγάλου στρατού που θα έδινε μάχη σε ελεύθερο πεδίο. Στον λόφο
Πυργάθι, ανατολικά του Δέματος, σώζεται ο κυκλικός πύργος του Δέματος, που ήταν
παρατηρητήριο και φρυκτωρία, καθώς ήταν κτισμένος σε στρατηγική θέση που
επισκοπούσε ολόκληρο το τείχος.

Σε μικρή απόσταση ανατολικά του Δέματος σώζονται τα ερείπια ενός στιβαρού


τοίχου, που είναι γνωστός σαν «πίσω τείχος». Hταν κτισμένος με αργολιθοδομή σε
επίπεδο έδαφος σαν ένα χαμηλό φράγμα, μήκους 200 μ. περίπου, στο σημείο όπου
τελειώνει η πεδιάδα των aνω Λιοσίων. Φαίνεται ότι κτίστηκε για να εμποδίζει την
επέλαση σε πλήρη ανάπτυξη ενός στρατού που θα περνούσε το Δέμα.

aλλοι δήμοι

Στους ΒΑ πρόποδες της Πάρνηθας, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου, στο
Μετόχι της Μονής Πετράκη, βρίσκεται το φρούριο Λειψύδριο. Hταν κτισμένο σε
πολύ απόκρημνη, άνυδρη και δυσπρόσιτη περιοχή στο ύψωμα Κορακοφωλέζα. Στην
περιοχή αυτή τοποθετείται ο μικρός δήμος των Παιονιδών σύμφωνα με ένα
απόσπασμα της Αθηναίων Πολιτείας του Αριστοτέλη που αναφέρει: «Λειψύδριον
χωρίον περί Πάρνηθαν» και άλλο, της Ιστορίας του Ηρόδοτου: « υπέρ Παιόνης εστί».
Σώζονται εδώ αρκετά ίχνη του αρχαίου δήμου, τοίχοι σπιτιών, αρχιτεκτονικά
κομμάτια και επιγραφές εντοιχισμένα στην εκκλησία. Η θέα από το Λειψύδριο
έφτανε μέχρι το Δέμα και το Σταυρό της Αγ. Παρασκευής. Φαίνεται ότι το φρούριο
ιδρύθηκε αρχικά για να φυλάσσει την πλούσια ιδιωτική ιδιοκτησία, που κατά την
παράδοση ανήκε στους Αλκμαιωνίδες και χρησιμοποιήθηκε αργότερα σαν ορμητήριο
των Αλκμαιωνιδών εναντίον των Πεισιστρατιδών.

Τα ερείπια των αρχαίων σπιτιών και τα θραύσματα αγγείων που ανιχνεύθηκαν


βορειότερα, στην περιοχή μεταξύ Αγ. Νικολάου και Αγ. Γεώργιου Βουρδουμπά, θα
πρέπει να αποδοθούν σε έναν άλλο μεγαλύτερο δήμο, ίσως τον Δήμο των Αιθαλιδών.

Ο Δήμος Κήττου ή Κηττού, όπου βρίσκεται ο ταφικός περίβολος, μέσα σε τύμβο, του
ποιητή Σοφοκλή, που σύμφωνα με την παράδοση είχε ταφεί σε απόσταση 11 σταδίων
από το τείχος της Δεκέλειας, θα πρέπει πιθανώς να τοποθετηθεί στη Βαρυμπόμπη,
στους πρόποδες της Πάρνηθας, κοντά στην εκκλησία της Παναγίτσας. Η θέση
βρίσκεται στον κύριο δρόμο που οδηγούσε από τις Αχαρνές στη Δεκέλεια. Στην
περιοχή γύρω από τον τύμβο και την εκκλησία βρέθηκαν αρκετά -κυρίως ταφικά
ευρήματα- μεταξύ των οποίων και κομμάτια αγγείων μυκηναϊκής και γεωμετρικής
εποχής, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά κομμάτια από δημόσια οικοδομήματα, σπόνδυλοι
από κολώνες κ.ά. Παρατηρήθηκαν ακόμη σε μεγάλη έκταση ίχνη αρχαίων σπιτιών,
αποθηκευτικά πιθάρια (σιροί) και ένα ρωμαϊκό λουτρό.

Δεκέλεια

Ο αρχαίος Δήμος της Δεκέλειας, από τους μεγαλύτερους της Αττικής, τοποθετείται
κοντά στους σταύλους, μέσα στο πάρκο του πρώην βασιλικού κτήματος, όπου
βρέθηκε η φρατρική επιγραφή «των Δημοτιωνιδών». Σε επιγραφή, 4ου π.Χ. αι.,
αναφέρονται το ιερό της Λητούς, ο βωμός του Διός Φρατρίου και ο οίκος όπου
γινόταν η συνάθροιση των δημοτών. Ο προϊστορικός οικισμός της Δεκέλειας, που
συγκαταλεγόταν μεταξύ των 12 αρχαίων πόλεων στις οποίες ο μυθικός βασιλιάς
Κέκροπας «συνοίκησε» τους κατοίκους της Αττικής, βρισκόταν σύμφωνα με τις
επιφανειακές ενδείξεις στον λόφο του Παλαιοκάστρου, κοντά στους βασιλικούς
τάφους. Από τα προϊόντα που παρήγε η Δεκέλεια ονομαστό ήταν το ξίδι. Σε ένα λόγο
του ρήτορα Λυσία αναφέρεται ο τόπος όπου συνήθιζαν να συχνάζουν οι Δεκελειείς
στην Αθήνα «....επί το κουρείον τό παρά τάς Eρμάς, ίνα οι Δεκελειείς
προσφοιτώσιν....».

Η θέση της Δεκέλειας πάνω από το πέρασμα Κατηφόρι ήταν στρατηγική, καθώς
βρισκόταν σχεδόν στη μέση του δρόμου από την Αθήνα στη Βοιωτία. Κατά τη
διάρκεια των Μηδικών Πολέμων από το πέρασμα αυτό υποχώρησε ο στρατηγός
Μαρδόνιος με τον στρατό του. Κατά το 18ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου οι
Λακεδαιμόνιοι κατέλαβαν και τείχισαν τη Δεκέλεια, αποκόπτοντας την Αθήνα από
την τροφοδότρια Ευβοία. Η κατοχή του φρουρίου της Δεκέλειας -που κατ'άλλους
τοποθετείται στο Παλαιόκαστρο και κατ' άλλους στον λόφο Κατσιμίδι- για εννέα
ολόκληρα χρόνια έως το τέλος του Πολέμου, από όπου ορμώμενοι οι Πελοποννήσιοι
κατέστρεφαν και λεηλατούσαν την αττική γη, ήταν αποφασιστικής σημασίας για την
έκβαση της αναμέτρησης. Το φρούριο της Δεκέλειας ήταν ορατό από την Αθήνα και
η θέα προς τα Β-ΒΔ έφτανε μέχρι τον Ωρωπό και τον πορθμό του Ευρίπου και προς
τα Α στην πεδιάδα των Αφιδνών. Από την οχύρωση του Παλαιοκάστρου έχουν
διασωθεί μόνον μερικές πέτρες από τον περίβολο, που περιέβαλε μια επιμήκη
ελλειψοειδή έκταση στην κορυφή του λόφου.

Από την οχύρωση στο Κατσιμίδι, βόρεια του Παλαιοκάστρου, που φαίνεται ότι
κατασκευάστηκε αρχικώς για να φυλάσσει το πέρασμα των Κοριοκλειδών, σώζεται
μεγάλος περίβολος 4ου αι. π.Χ. και ένα νεώτερο κτίσμα με πολυγωνική τοιχοποιία. Η
οχύρωση χρησίμευε πιθανότατα σαν παρατηρητήριο και φρυκτωρία και ως
κρησφύγετο του πληθυσμού σε κρίσιμες ώρες, όπως και οι άλλες σύγχρονές της
οχυρώσεις της Αττικής.

Nεότερη κατοίκηση
ΓEΩPΓIOΣ NTOYPOΣ

Η ΓEΩΓPaΦIa κάθε περιοχής με τους φυσικούς πόρους, το τοπίο και τη στρατηγική


ενδεχομένως σημασία της, είναι καθοριστική για την απασχόληση των κατοίκων, την
οικονομία και την ιστορία του τόπου, τη νοοτροπία των ανθρώπων και τη
διαμόρφωση των οικισμών.

Eρευνώντας την κατοίκηση στην Πάρνηθα στους νεότερους χρόνους, θα πρέπει να


ανατρέξουμε στην εγκατάσταση aλβανών στην aττική, περί τα τέλη του 14ου αι.
Eίναι η εποχή κατά την οποία η κάθοδος aλβανών προς την ανατολική Στερεά
Eλλάδα αντιμετωπίζεται ευνοϊκά στις περιοχές που κατέχουν οι Kαταλανοί και οι
Φράγκοι, οι οποίοι θέλουν να επωφεληθούν από τις πολεμικές ικανότητές τους. Στην
aττική, που είχε υποστεί καταστροφές από τις επιδρομές των Nαβαρραίων, οι
Kαταλανοί θεώρησαν ότι με την αλβανική εποίκηση, εκτός από την άμυνά τους θα
ενισχυόταν και η καλλιέργεια της γης. Eτσι ο βασιλιάς της aραγώνας Πέτρος Δ΄
χορήγησε προνόμια όχι μόνο στους Eλληνες που ήθελαν να εγκατασταθούν στην
περιοχή, αλλά και στους aλβανούς.
Φαίνεται ότι ο πρώτος εποικισμός έγινε στα βόρεια της Αττικής (1383) από
Λιόσηδες, Μαζαρακαίους, Μαλακασαίους κ.ά. με σκοπό να ελέγχουν τα ορεινά
περάσματα, ενώ δεύτερο μεγάλο κύμα (1418-1420) εγκαταστάθηκε στην ανατολική
Αττική (Μπουαίοι, Σπαταίοι, Λιοπεσαίοι κ.ά.) ή σε άλλες περιοχές της Αττικής. Τους
δόθηκε αγροτικός και κτηνοτροφικός κλήρος και είχαν την υποχρέωση να συντηρούν
άλογα.

Oι έποικοι aλβανοί, γνωστοί με το όνομα aρβανίτες, υποστηρίζοντας τη διατήρηση


της βυζαντινής κυριαρχίας στην οποία επί αιώνες ανήκαν, συνεργάστηκαν με τους
Eλληνες κατά τις επιδρομές των Τούρκων στη Στερεά Eλλάδα και την Πελοπόννησο.
Μετά την ολοκληρωτική κατάκτηση της ελληνικής χερσονήσου από τους Τούρκους
(και τους Φράγκους) και τους εξισλαμισμούς που άρχισαν από τα βόρεια, μερίδα
Αλβανών αλλαξοπίστησε (Τουρκαλβανοί) και προσέφερε υπηρεσίες αστυνομίας και
φρουράς των Δερβενίων στους Τούρκους με σκληρή συμπεριφορά προς τους
Χριστιανούς.

Kάτοικοι και ασχολίες

Oμως δεν αλλαξοπίστησαν όλοι οι


Αλβανοί στην Ελλάδα. Οι
Αρβανίτες μάλιστα της Αττικής
και της Κορινθίας παρέμειναν
αμιγώς ορθόδοξοι και για λόγους
ασφαλείας ορισμένοι
μεταπήδησαν σε νησιά του
Σαρωνικού και στην Εύβοια. Eτσι
διαμορφώθηκαν οι εξής
Tο Mενίδι, σήμερα aχαρνές, ήταν από τα πρώτα αρβανίτικοι οικισμοί της Β.
αρβανιτοχώρια που δημιουργήθηκαν στην Αττικής: Το Σάλεσι ή Κακοσάλεσι
aττική από τη συνάντηση των aλβανόφωνων (ο Αυλώνας) στη βόρεια πλευρά
εποίκων με τον αυτόχθονα πληθυσμό της Πάρνηθας. Τα Κιούρκα (οι
(Δημήτριος aιγινήτης, «Tο κλίμα της Eλλάδος», Αφίδνες) και το Καπανδρίτι στην
1908). ανατολική πλευρά. Το Μενίδι
(Αχαρνές), τα Λιόσια και η Χασιά
(Φυλή) στη νότια πλευρά και τα Δερβενοχώρια δυτικότερα. Στο Μενίδι και πιθανόν
στη Φυλή, θα πρέπει να προϋπήρχε αυτόχθων πληθυσμός. Στην περιοχή επίσης
πρέπει να προϋπήρχαν και μερικές οικογένειες Σαρακατσαναίων που
χρησιμοποιούσαν τα ψηλότερα σημεία της Πάρνηθας ως θερινά βοσκοτόπια και τα
παράλια της Αττικής (Λαυρεωτική, Ασπρόπυργος κ.λπ.) ως χειμαδιά.

Eνας παλιός οικισμός, το παλιό Λιόπεσι, που βρισκόταν στην περιοχή του Τατοΐου (2
χλμ. ανατολικά των Ανακτόρων), και άγνωστο πότε και για ποια αίτια
εγκαταλείφθηκε, εμφανίζεται ερειπωμένος από τα μέσα του 19ου αι. (όπως ίσως και
άλλα μικρότερα αρβανίτικα πολίσματα σε διάφορα σημεία). Πολύ νεότερος είναι ο
οικισμός των Ανω Λιοσίων. Συγκροτήθηκε από aρβανίτες εργάτες που δούλεψαν στο
κτήμα του πύργου της βασιλίσσης Αμαλίας στα μέσα του 19ου αι.

Κύρια ασχολία αυτού του αρβανίτικου στοιχείου ήταν η γεωργία στους μεγάλους
γεωργικούς κλήρους (τα κτήματα του Μενιδίου έφταναν μέχρι τις Κουκουβάουνες
και την Kάτω Κηφισιά) και στις ορεινές εκτάσεις της Πάρνηθας η κτηνοτροφία, η
ρητινοκαλλιέργεια, η μελισσοκομία, η ξύλευση, η ανθρακοποιΐα, η ασβεστοποιΐα, το
κυνήγι και η παραγωγή χιονοπάγου1, όταν η Αθήνα μετά την απελευθέρωση έγινε
αστικό κέντρο.

Oι aρβανίτες διατήρησαν έως πρόσφατα τη διάλεκτό τους (ακριβέστερα ήταν


δίγλωσσοι). Αν και ήταν κλειστή κοινωνία, ενσωματώθηκαν πλήρως και απέκτησαν
ελληνική συνείδηση. Καυχώνται μάλιστα ότι βλέπουν την ακρόπολη επί 600 χρόνια
και έδωσαν το «παρών» στους αγώνες κατά των Τούρκων και στην Επανάσταση,
όπως και άλλοι αρβανίτικοι πληθυσμοί στην Ελλάδα. Διακρίνονταν για τη
σκληρότητα του χαρακτήρα, την αυστηρότητα των ηθών, τη συνέπεια και την
εργατικότητα, χωρίς να έχουν ιδιαίτερη επίδοση στα γράμματα, τις τέχνες, τη
διοίκηση και το εμπόριο.

Kτίσματα-τοπόσημα

Στην Πάρνηθα υπάρχουν και κτίσματα-τοπόσημα, δεμένα, με διαφορετικούς βέβαια


τρόπους, με την ιστορία της ευρύτερης και όχι μόνο περιοχής. aρχίζουμε με το
κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων που αναπτύχθηκε στο κτήμα Tατοΐου.
Συνεχίζουμε με το Σανατόριο2 της Πάρνηθας, το οποίο ιδρύθηκε μετά το 1917,
εποπτευόμενο από το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» για την αντιμετώπιση της
φυματίωσης. Παρήκμασε μετά το 1950 με την ανακάλυψη της πενικιλίνης. Ο δρόμος
από τους πρόποδες έως το Σανατόριο κατασκευάσθηκε στο διάστημα 1926-1930 με
χειρωνακτική εργασία (χωρίς σκαπτικά μηχανήματα). Οι κτιριακές εγκαταστάσεις
του Σανατορίου και η ιδιοκτησία της γης πέρασε στον ΕΟΤ. Το σανατόριο για ένα
διάστημα λειτούργησε ως ΞΕΝΙΑ και στη συνέχεια ως σχολή τουριστικών
επαγγελμάτων. Πρόσφατα όλες οι εγκαταστάσεις και η γη του ΕΟΤ (3.100
στρέμματα) πέρασαν στη γνωστή μας ΕΤΑ και δι' αυτής σε ξένη ιδιωτική εταιρεία.
Tέλος, σε συνεχόμενη έκταση ελατοδάσους, που αγόρασε ο ΕΟΤ από τη Μονή
Πετράκη, κτίσθηκε, το 1958, το συγκρότημα του καζίνο.

Nεότεροι οικισμοί

Το Κρυονέρι είναι προσφυγικός οικισμός που διαμορφώθηκε μετά το 1926 σε ένα


τμήμα 2.000 στρέμ. του κτήματος Τατοΐου, κατά την περίοδο της πρώτης
δημοκρατίας με έκπτωτη τη βασιλεία (1924-1935). O οικισμός αναπτύχθηκε σε
οικόπεδα και χωράφια που διατέθηκαν σε Mικρασιάτες πρόσφυγες.

Ως οικισμοί εξοχικής κατοικίας επί ιδιωτικών δασών διαμορφώθηκαν οι κάτωθι: οι


Θρακομακεδόνες από το 1952, ο οικισμός Βαρυμπόμπης από το 1940 και η
Ιπποκράτειος Πολιτεία στην ανατολική πλευρά της Πάρνηθας (περιοχή Κιούρκων)
μετά το 1977. aλλοι μικρότεροι οικισμοί διαμορφώθηκαν σε δασικές εκτάσεις στους
νότιους πρόποδες, χωρίς πλήρη νομιμότητα μετά το 1950. Αυτή η νότια πλευρά, στα
διοικητικά όρια του Δήμου Αχαρνών, δέχθηκε έναν αριθμό ομογενών από τη Pωσία
από το 1965 και κυρίως μετά το 1990, αλλά και πολλούς εσωτερικούς μετανάστες.

Τελευταίος οικισμός που δημιουργήθηκε είναι το Ολυμπιακό Xωριό, δυτικά του


αεροδρομίου Τατοΐου, στο αγρόκτημα Δήμογλη, που για λόγους κληρονομικών
προβλημάτων έμεινε έως σήμερα αδόμητο. Μαζί με διάσπαρτες αγροτικές κατοικίες
που κτίστηκαν σε αγροτικές εκτάσεις, με τους όρους της εκτός σχεδίου δόμησης (ή
και χωρίς αυτούς), δημιουργήθηκε ένα τεράστιο οικιστικό συνεχές. Αναλώθηκε κάθε
γωνιά αγροτικής γης. Οι παλιοί διακεκριμένοι οικισμοί είναι πλέον δυσδιάκριτοι και
οι παλιοί aρβανίτες ίσως είναι πλέον μειονότητα ή μπήκαν στο μεγάλο χωνευτήρι της
Αθήνας με άλλες πλέον ασχολίες.

Σημειωσεις:

1. Στην πρόσφατη προ του ηλεκτρισμού περίοδο, όταν η Αθήνα ήταν πλέον μια
σχετικά μεγάλη πόλη, η Πάρνηθα τροφοδοτούσε τους μεγαλοαστούς της
πρωτεύουσας με πάγο. Συμπιεσμένο χιόνι σε ειδικούς «χιονόλακους» που
διανοίγονταν στα βορινά τμήματα του ελατοδάσους, σκεπασμένο με κλαδιά,
διατηρούνταν έως και τον Αύγουστο. Αυτό το συμπιεσμένο χιόνι τεμαχιζόταν με
ειδικά χιονοπρίονα και μεταφερόταν με ζώα (τυλιγμένο με άχυρο σε σακιά) στην
Αθήνα για τις πρωτόγονες παγωνιέρες. Παρόμοια παραγωγή χιονοπάγου είχαμε στον
Χορτιάτη, που τροφοδοτούσε τη Θεσσαλονίκη, και στους Χιονιάδες των Ιωαννίνων,
που εφοδίαζαν την Κέρκυρα.

2. Στο Σανατόριο νοσηλεύθηκε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος έγραψε εκεί το


ποίημα «Eαρινή συμφωνία» (1939).

Το Kτήμα Tατοΐου
KΩΣTaΣ M.ΣTaMaTOΠOYΛOΣ
Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία
του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Η IΣTOPIa του Τατοΐου είναι ο άθλος της σχεδόν εκ του μηδενός δημιουργίας και,
εν συνεχεία, διατήρησης ενός από τα πιο ωραία δάση της Αττικής στις ανατολικές
υπώρειες της Πάρνηθας, και ομολογουμένως του πιο διάσημου και άρτιου κτήματος
αναψυχής στην Ελλάδα που απειλήθηκε πότε από τα στοιχεία της Φύσης, συχνότερα
όμως από την ανθρώπινη μικρόνοια και τον φανατισμό. Από μια άλλη πλευρά, το
Τατόι είναι ο χώρος που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, συνδέθηκε με τη
δυναστεία του Γεωργίου Α΄, και από μια τρίτη οπτική γωνία ήταν ένα κτήμα με τις
καλλιέργειές του, τα κοπάδια του, τα προϊόντα που παρήγαγε, με τη μικρή του
κοινωνία εργατών και υπαλλήλων που το κατοικούσε και που το θεωρούσε ως το
δικό της χωριό.

Tο Τατόι έχει την προϊστορία του, που ξεκινά από την αρχαία Δεκέλεια -η θέση της
οποίας συμπίπτει με το κεντρικό του τμήμα- και καταλήγει στα τρία οθωμανικά
τσιφλίκια Τατόι, Μαχούνια και Λιόπεσι, που συνενώθηκαν το 1835 στα χέρια του
Σκαρλάτου Σούτζου και επί δεκαετίες κατόπιν υπήρξαν κρησφύγετα ληστών. Oμως,
η πραγματική του ιστορία αρχίζει το 1872, με την αγορά του από τον Γεώργιο Α΄.

Tο 1898, έπειτα από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον βασιλέα
από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία τού πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι
απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμ. Σε σχέση με τα 250.000 στρέμματα
που κατείχαν οι Σούτσοι και τα 300.000 του Ανδρέα Συγγρού το κτήμα του βασιλέως
δεν ήταν το μεγαλύτερο στην Αττική. Ως κτήμα αναψυχής ήταν, αντιθέτως, το πρώτο
στην Ελλάδα.

Διότι, παράλληλα με τη
στρεμματική του μεγέθυνση,
προχωρεί δραστηρίως η
οργάνωση της διαχείρισής του και
η ανάπτυξη της υποδομής του:
στα έργα αυτά, απολύτως
πρωτοπόρα στην Ελλάδα της
εποχής, προΐσταται ο Λουδοβίκος
Μύντερ (1873-1892), Δανός
δασολόγος και φιλέλλην, καθώς
και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του
στη διεύθυνση του κτήματος
Oθων Βάισμαν (1893-1914).
Πρώτα από όλα, όμως, το Τατόι
H βασιλική έπαυλη στο Tατόι, σε φωτογραφία είναι το προσωπικό δημιούργημα
του 1896, παραμονές των Oλυμπιακών aγώνων. του Γεωργίου Α΄, που το σχεδίασε
H οικοδόμησή της άρχισε το 1884 με ως ένα κτήμα αναψυχής στο οποίο
αρχιτέκτονα τον Σάββα Mπούκη και πρότυπο κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος
μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων και δευτερεύοντα τα
του Πέτερχοφ στην aγία Πετρούπολη. οικοδομήματα, προς μεγάλη
Πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο a΄ το απογοήτευση του Ερνέστου
1889. Τσίλλερ, ο οποίος αρχικώς
εξέλαβε τον Γεώργιο ως έναν άλλο Λουδοβίκο της Βαυαρίας, και που ήταν ο
αρχιτέκτων της πρώτης βασιλικής κατοικίας.

H χρυσή εποχή

Το πρώτο σπίτι που περατώθηκε το 1874 ήταν ένα απλό διώροφο σπίτι
ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, το οποίο παραδόξως προοριζόταν όχι
ως ανάκτορο αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε.
Πάνω από το ήδη χαραγμένο περιβόλι, για το οποίο επελέγησαν φυτά από ολόκληρη
τη Μεσόγειο, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, το 1884,
το καθ' αυτό ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων
του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, θείο
της βασίλισσας Oλγας.

Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον
γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού.
Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι έχει αποκτήσει δύο ναούς -Προφήτη Ηλία
(1873) και Αναστάσεως (1899)- ένα υπασπιστήριο, δυο τρεις οικίες για αυλικούς
υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα
εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες,
εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. O παλιός ανεμόμυλος μετετράπη σε
πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίσθηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα
των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες,
άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές
λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της
Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Θα αποκτήσει επίσης ένα
ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημίζεται στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς
οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής είναι ο Αναστάσιος Μεταξάς.
Στα 1880, ο λόφος του Παλαιόκαστρου θα δεχθεί το πρώτο του μνήμα, τριάντα τρία
χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α΄. Την πρώτη
δεκαετία του 20ού αι. θα κτισθούν οι πέτρινοι στρατώνες, στα δε 1913/14, επί
Κωνσταντίνου Α΄, το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με
τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι χάνει την αρχική αισθητική του
ομοιογένεια και οπωσδήποτε, όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.

Kαταστροφές - ανασυγκρότηση

Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγεται το
μεγαλύτερο μέρος του δάσους, καίγονται κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο
Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του
Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο. Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που
ακολουθεί δεν επιτρέπει την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή θα πραγματοποιηθεί στα
χρόνια της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών
κυβερνήσεων, χάρη επίσης στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή
Βασιλείου Δρούβα (1925-1961). Στα χρόνια περί το 1930, κτίζεται το συγκρότημα
κατοικιών και εργαστηρίων, γνωστό ως μάνδρα, όπως επίσης και ο σταθμός
χωροφυλακής. Η παλινόρθωση θα προσθέσει μεν στο κτήμα το κομψό διευθυντήριο,
το μαυσωλείο και τα διάσπαρτα πέτρινα φυλάκια της Φρουράς, θα τραυματίσει όμως
βάναυσα την ίδια την έπαυλη, στη μεγάλη επισκευή των ετών 1937-39. Αρχιτέκτονες
της περιόδου αυτής, ο Αναστάσιος Μεταξάς, ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης και ο
Κωνσταντίνος Σακελλάριος.

Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της ξενικής κατοχής, όπου ο Δρούβας ακροβατεί


ανάμεσα στον κατακτητή και το αντάρτικο της Πάρνηθας για να σώσει το κτήμα. Η
πίεση του «βουνού» αυξάνεται το καλοκαίρι του 1944. Στο διάστημα του
φθινοπώρου οι λεηλασίες πληθαίνουν, ώσπου καταλύεται στο Τατόι κάθε αρχή. Στη
διάρκεια των Δεκεμβριανών το κτήμα και η έπαυλη δηώνονται πλήρως και η μικρή
κοινωνία του θρηνεί τα δικά της θύματα του Εμφυλίου που ξεκινούσε. Το καλοκαίρι
του 1945 το κτήμα καίγεται ξανά. Τα κίνητρα ήσαν σαφώς πολιτικά. Eτσι το Τατόι
ξεκίνησε το 1946 και πάλι από το σημείο μηδέν. Για να αντισταθμίσει την απώλεια
εσόδων από την καταστροφή του δάσους, ο Δρούβας θα δώσει έμφαση στην
παραγωγή κρασιού και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Στα 1952 κτίζεται το κομψό
νέο βουστάσιο, τα προϊόντα του οποίου, όπως εν γένει τα προϊόντα του κτήματος,
διατίθενται προς πώλησιν σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ιδρύματα και στρατόπεδα.
Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής: ο Κ. Γκίνης και ο Αλ. Μπαλτατζής.

Από το τέλος του 1948 εγκαθίσταται στην έπαυλη μονίμως η βασιλική οικογένεια,
που θα την κατοικήσει αδιαλείπτως ώς το πρωί του αντικινήματος κατά της χούντας,
στις 13 Δεκεμβρίου 1967.

Ως χώρος αυστηρά ιδιωτικός, το Τατόι κατάφερε σε γενικές γραμμές να παραμείνει


έξω από τη μεγάλη Ιστορία. Ωστόσο, προσωπικότητες μυθικές στην εποχή τους, όπως
ο τσάρος Νικόλαος Β΄, η Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, οι βασιλείς της Αγγλίας
Εδουάρδος Ζ΄ και Αλεξάνδρα ή, τα τελευταία χρόνια, η Τζάκυ Κέννεντυ και τόσοι
άλλοι, το επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν σ' αυτό.

Mέσα στην Iστορία

Το Τατόι υπήρξε επίσης το θέατρο σκηνών μεγάλης δραματικής εντάσεως, όπως η


έξωση του Κωνσταντίνου, το 1917, η αγωνία και ο θάνατος του Αλέξανδρου, ο
θάνατος του βασιλέως Παύλου. aπειρες ήσαν οι επίσημες ή ανεπίσημες συναντήσεις
που πραγματοποιήθηκαν εκεί και που επηρέασαν την πορεία των εθνικών και
πολιτικών πραγμάτων: ιδιαίτερα σημαντικές ήσαν οι διαβουλεύσεις του θέρους του
1915, καθώς και οι συσκέψεις εν όψει της γερμανικής επιθέσεως τον χειμώνα του
1941 ή λόγω της καταρρεύσεως του μετώπου τον επόμενο τραγικό Απρίλιο. Τρεις
κυβερνήσεις ορκίσθηκαν στο Τατόι: του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Αύγουστο του
1915, του Δημητρίου Ράλλη, τον Νοέμβριο του 1920, και του Γεωργίου Παπανδρέου,
τον Φεβρουάριο του 1964.

Τον Μάρτιο του 2003, το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον
Σεπτέμβριο του ιδίου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο από το Κεντρικό Συμβούλιο
Νεωτέρων Μνημείων, ύστερα από εισήγηση της Ελληνικής Εταιρείας για την
Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η διάσωσή του,
με τρόπο συνεπή με την ιστορία και τη φύση του, είναι στοιχειώδες καθήκον του νέου
κατόχου του και συνεπώς είναι υπόθεση όλων μας.

Bιβλιογραφία:

Κ. Μ. Σταματόπουλος, «Το Χρονικό του Τατοΐου», εκδ. Καπόν, aθήνα 2004.

Xριστιανικά μνημεία της Πάρνηθας


ΔHM. ΓIΩTaΣ
ΣTHN ΠaPNHΘa, οι απανωτές καταστροφές που δέχθηκαν τα μοναστήρια και οι εκκλησίες
κατά την τουρκοκρατία, δυσκολεύουν το έργο του ερευνητή στην προσπάθεια καταγραφής της
ιστορίας τους. H περιήγησή μας στα χριστιανικά μνημεία της περιοχής θα περιοριστεί στα
τέσσερα μοναστήρια, που δίπλα σε ταπεινά εκκλησάκια, υπήρξαν τόπος καταφυγής των
κατοίκων της aττικής στα χρόνια της φραγκοκρατίας και της απειλής των πειρατών.

Tο 1209 ο πάπας Iννοκέντιος ο Γ΄ στην περίφημη βούλα του σημειώνει χωριά και μοναστήρια
που θα φορολογούσε στο εξής ο καθολικός επίσκοπος της aθήνας. aνάμεσά τους αναφέρεται
και το «Kυριομονάστηρο». H σειρά καταγραφής δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για το
μοναστήρι της Xασιάς, τη Mονή Kλειστών. Kαι αν οι γλωσσολόγοι δεν δέχονται ότι
«Koriomonaster» σημαίνει «της Kυράς το μοναστήρι» αλλά «χωριομοναστήρι», τότε
συνάγεται ότι γύρω από το παμπάλαιο μοναστήρι υπήρχε χωριό κυνηγημένων από τους
πειρατές Xριστιανών.

Oι επιφανειακές τοιχογραφίες δεν είναι αρκετές για να προσδιορισθεί η χρονολόγησή του. O


καθηγητής και ακαδημαϊκός aναστ. Oρλάνδος έγραψε ότι «...Ως χρόνοι της κατασκευής του
ναού δύνανται να θεωρηθούν οι προ της aλώσεως...», ενώ ο αετός που είδε ο Kαμπούρογλου
και σώζεται έως σήμερα παραπέμπει στη βυζαντινή εποχή.
aϊ Γιάννης Θεολόγος

Στη Xασιά υπήρχε και το «παλαιομονάστηρο», αφιερωμένο στον aγιο Γιάννη τον Θεολόγο.
Hταν πάνω στον δρόμο προς τη Xασιά (στην κλεισώρια ή δερβένι). H χρονολόγησή του
ασαφής. Tο όνομά του και έγγραφα παραπέμπουν στην Tουρκοκρατία ή και παλαιότερα.

Oι τελευταίες του αναλαμπές ως μοναστική οντότητα αναφέρονται στο τέλος της


τουρκοκρατίας, με τελευταίο ηγούμενο τον Συμεών. Yπήρξε το στρατηγικό κέντρο του Bάσου
Mαυροβουνιώτη, ο οποίος το 1829 έδωσε δύο μάχες κατατροπώνοντας τους Tούρκους που
άφησαν εκεί κανόνια, σημαίες, νεκρούς και αιχμαλώτους. Hταν οι τελευταίες μάχες στην
aττική. Tο 1834 το μοναστήρι εμφανίζεται ερειπωμένο στο χάρτη του Sommer (έκδ. 1841). H
εκκλησία του θα ανακατασκευαστεί το 1920 με πρωτοβουλία του μπάρμπα aνδρέα Γκρίτζαλη
του κοσμοκαλόγερου.

aγία Tριάδα

Mέσα στην καρδιά της Πάρνηθας και κάτω από την Kαραβόλα, την ψηλότερη κορυφή της, σε
απήνεμο τόπο και υψόμετρο 1.000 μ., σώζεται ακόμα το καθολικό του παλιού μοναστηριού της
aγ. Tριάδας. aπό την πηγή «αγίασμα» του μοναστηριού τρέχει ακόμα άφθονο νερό, ενώ η
«χιλιόχρονη», πελώρια καρυδιά του ξεράθηκε το 1955. Mετόχι της Μονής Πετράκη από το
1796 με σουλτανικό φιρμάνι και πατριαρχικό σιγγίλιο, χαρακτηρισμένο «σταυροπήγιο» για να
αποφευχθεί η εξαφάνισή του, είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που απέμεινε εκεί ψηλά στη
Mονή Πετράκη.

aπό ένα έγγραφο του 1796 που απηύθυναν οι πρόκριτοι της aθήνας στην τουρκική εξουσία
ζητώντας να επιτραπεί η επισκευή της ετοιμόρροπης εκκλησίας aγ. Tριάδας, μαθαίνουμε ότι
υπήρχε ναός «από της aλώσεως...». H άδεια δόθηκε και η εκκλησία επισκευάσθηκε «άνευ
προσθήκης και προσαυξήματος» όπως προέβλεπε ο τουρκικός νόμος.

Tο 1615 μεγάλο μέρος της Πάρνηθας πουλήθηκε ως νομή στο μοναστήρι της aγ. Tριάδας. Eνα
άλλο ενδιαφέρον έγγραφο, του 1811, μας πληροφορεί ότι ο ηγούμενος της aγ. Tριάδας
Xατζηπαπα-Iωσήφ συνεταιρίστηκε με τον ηγούμενο του aγ. Iωάννη Θεολόγου Kυρ Σεραφείμ.
Συγκεκριμένα, ενώνοντας τα χωράφια των μοναστηριών του, συμφώνησαν να νέμονται τα
εισοδήματα «... εάν ήθελε δίδη ο Θεός...».

Kατά τον σεισμό του 1999 η κατάγραφη εκκλησία υπέστη φθορές. Σύμφωνα με την έρευνα
των αρμοδίων αρχαιολόγων, οι αρχικές τοιχογραφίες του ναού είναι του 17ου αι., ενώ
υπάρχουν και ενδείξεις (εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη του τέμπλου, δείγμα τοιχοποιΐας
κ.ά.) για χρονολόγησή του στη βυζαντινή περίοδο.

«Γερεδοκάρ Mπαμπανί»

Στις νότιες προσβάσεις της Πάρνηθας ήταν το Mετόχι της aγ. Tριάδας, ή «Γερεδοκάρ
Mπαμπανί» όπως το ονόμαζαν οι Tούρκοι, με ναό του Προφ. Hλία και καθολικό αφιερωμένο
στον aγ. Nικόλαο, διακοσμημένο με σημαντικές του τοιχογραφίες του 17ου αι., όπως τις
χρονολογεί ο Oρλάνδος. Δυστυχώς, ο σεισμός του 1999 κατέστρεψε την εκκλησία του aγ.
Nικολάου που ήταν διακοσμημένη με σημαντικές τοιχογραφίες 17ου αι., και τραυμάτισε
σοβαρά την εκκλησία του Προφήτη Hλία, η οποία «επισκευάστηκε» αυθαίρετα. Διατηρούνται
τρεις τοιχογραφίες νεώτερων χρόνων.

Kατά την τουρκοκρατία σημειώνονται εκεί αλώνια, υποστατικά και αρχονταρίκι με


φωτογωνιά. Mε πηγή και με πλούσια δασική βλάστηση, το μετόχι ήταν πάντα ο τελευταίος
σταθμός ξεκούρασης για τους οδοιπόρους, στην πορεία τους προς τις κορφές του βουνού.

* O κ. Δημ. Γιώτας είναι ιστοριοδίφης, συγγραφέας, μέλος της Eλλ. Λαογρ. Eταιρείας και τ.
πρόεδρος της Iστορικής & Λαογραφικής Eταιρείας aχαρνών.

Bιβλιογραφία:

Δημ. Kαμπούρογλου, «Mνημεία της ιστορίας των aθηνών», εν aθήναις 1891.

aν. Oρλάνδος, «Mεσαιωνικά τμήματα της πεδιάδος aθηνών και των κλιτύων Yμηττού
Πάρνηθος και aιγάλεω», εν aθήναις 1933.

Δημ. Γιώτας, «Παλιά Mοναστήρια της Πάρνηθας», εκδ. Δήμου Φυλής, 2004.

Iστορικά σπήλαια
ΓPHΓOPHΣ Π. ΠaΠaΔOΠOYΛOΣ
Γεωλόγος - Σπηλαιολόγος
Επ. Γεν. Γραμματέας Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας

Η ΠaPNHΘa, αυτό το θεόρατο βουνό που δεσπόζει στο λεκανοπέδιο της Αττικής,
κλείνει στα σωθικά του σπήλαια, σπηλαιοβάραθρα, και καταβόθρες, σμιλεμένα
περίτεχνα από το νερό στα συμπαγή ασβεστολιθικά πετρώματά του.

Oταν ο ιδρυτής της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (ΕΣΕ) Γιάννης


Πετρόχειλος, μαζί με τη σύζυγό του aννα, επιχειρούσε το 1950 την πρώτη
συστηματική σπηλαιολογική έρευνα της Αττικής, γνώριζε ότι, μαζί με τις δυσκολίες,
θα συναντούσε και συνεχείς εκπλήξεις για την επιστήμη. H συστηματική έρευνα στην
περιοχή της Πάρνηθας εμπλούτισε το αρχείο της ΕΣΕ με περισσότερες των εκατό
καρστικές μορφές (σπήλαια, βάραθρα κ.ά.), τις οποίες «ανακαλύπτουν» εκ νέου οι
πολυπληθείς φυσιολάτρες που επισκέπτονται το βουνό. Σπήλαια θαυμαστά για την
αρχαιολογική τους αξία, τη φιλόξενη στέγη που προσέφεραν σε δύσκολες ιστορικές
στιγμές της χώρας, την εκπαιδευτική τους αξία στη σύνδεσή τους με την ελληνική
μυθολογία, την αθλητική εκπαιδευτική τους διάσταση στη γνωριμία των νέων με τη
φύση και τέλος τη συμβολή τους στην ανάπτυξη ενός ήπιου εναλλακτικού τουρισμού.

Σπήλαιο Πανός

Eνα από τα πλέον ενδιαφέροντα σπήλαια είναι το σπήλαιο «Πανός» ή


«Λυχνοσπηλιά» ή «Πάνειο aντρο». Bρίσκεται στην αριστερή πλαγιά της χαράδρας
της Γκούρας σε υψόμετρο 770 μ., στο βουνό Ταμίλθι, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες
της Πάρνηθας, του Δήμου Φυλής. Η πρόσβαση γίνεται από την Αγ. Τριάδα, αλλά και
από το φρούριο Φυλής μέσω του ρέματος και με ανάβαση στη δυσπρόσιτη πλαγιά.
Χρειάζεται προσοχή για να φθάσει κανείς στο πλάτωμα που περιβάλλεται από
βραχώδεις όγκους, στους οποίους υπάρχουν λαξευμένες οπές. Ο χώρος παρουσιάζει
εικόνα κατακρήμνισης, λόγω γεωτεκτονικής δράσης που είχε ως αποτέλεσμα τη
δημιουργία της χαράδρας Κελάδωνα (αρχαία ονομασία της σημερινής Γκούρας).
Στους βράχους, γύρω από τη σχεδόν καλυμμένη από πλατάνια είσοδο του σπηλαίου,
υπάρχουν λαξευμένες από την αρχαιότητα υποδοχές για τοποθέτηση των
αναθημάτων. Εκεί υπήρχαν χαραγμένες επιγραφές, από τις οποίες μόνο μία
κατορθώθηκε να αναγνωσθεί από τους αρχαιολόγους στα τέλη του 19ου αι. Eτσι
αποκαλύφθηκε τόσο το αρχαίο όνομα της ρεματιάς (Κελάδων), όσο και του θεού
(Παν).

Tο ιερό αυτό σπήλαιο, στο οποίο λατρευόταν ο Πάνας, ο τραγοπόδαρος θεός των
αρχαίων, προστάτης των βουνών, των δασών, των σπηλαίων, αλλά και των ποιμνίων,
έχει είσοδο κωνικού σχήματος που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Οδηγεί σε
στενόμακρη αίθουσα, μήκους 68 μ. περίπου και πλάτους κυμαινόμενου μέχρι 15 μ.
Από υπερυψωμένο στενότατο πέρασμα αριστερά, οδηγούμαστε σε δεύτερη μικρή
αίθουσα που έγινε ευρύτερα
γνωστή μόλις το 1960 από τον
σπηλαιολόγο Γιάννη Ιωάννου.
Eχει μήκος 20 μ., πλάτος 9 μ. και
ύψος 4 μ. και μεγάλη λιθωματική
λεκάνη από όμορφο
σταλαγμιτικό υλικό, άλλοτε
γεμάτη νερό και με λευκούς
σταλακτίτες. Από αυτή την
αίθουσα υπάρχει, σε ψηλότερο
σημείο της, δεύτερη αλλά
απρόσιτη έξοδος - είσοδος.

Το δάπεδο της πρώτης αίθουσας


είναι σκεπασμένο σε μεγάλο Σταλακτιτικός και σταλαγμιτικός διάκοσμος
μέρος του από πετρωμένες ροές στο σπήλαιο του Πανός. Tο σπήλαιο αυτό είναι
(goors), οι οποίες έχουν «ζωντανό», καθώς παρουσιάζει σταγονορροή
σχηματίσει στο κέντρο του και έχει δική του πανίδα, κυρίως από νυχτερίδες
σπηλαίου μεγάλες λιθωματικές και δολιχόποδα (φωτ.: Πην. Mατσούκα).
λεκάνες. Oι τελευταίες
παλαιότερα ήταν γεμάτες νερό, καθώς στο σπήλαιο υπήρχαν τρεις πηγές. Σε μία από
αυτές ο Ι. Πετρόχειλος βρήκε το 1952 πολλά niphargos (τυφλά υδρόβια αμφίποδα). Ο
σταλακτιτικός διάκοσμος του σπηλαίου είναι μαυρισμένος από τα λυχνάρια, τους
πυρσούς και τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν για φωτισμό οι προσερχόμενοι για τη
λατρεία του Πάνα, αλλά και κατά τους χριστιανικούς χρόνους.

Tο σπήλαιο ονομάζεται και «Λυχνοσπηλιά», χάρη στα πολυάριθμα λυχνάρια, περί τα


2.000, που βρέθηκαν κατά την αρχαιολογική έρευνα, η οποία προσδιόρισε τρεις
περιόδους χρησιμοποιήσεως του σπηλαίου. Το ανώτερο στρώμα φθάνει έως τα
μεσαιωνικά χρόνια. Σε αυτό βρέθηκαν τα λυχνάρια, μία χρυσή πόρπη, χάλκινα
νομίσματα και ιατρικά εργαλεία, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στο σπήλαιο
λατρεύονταν επίσης ο Ασκληπιός και οι Νύμφες. Το μεσαίο στρώμα αποκάλυψε
θραύσματα αγγείων από τους προχριστιανικούς χρόνους έως τον 5ο αι., πήλινα
ειδώλια, μικρά ανάγλυφα και αγάλματα με τον Πάνα και τις Νύμφες και θυμιατήρια
που επιβεβαιώνουν τη λατρευτική χρήση του σπηλαίου. Το κατώτερο στρώμα
αποκάλυψε θραύσματα κεραμικής προϊστορικής τέχνης και μερικά μυκηναϊκά.

Το σπήλαιο του Πανός είναι «ζωντανό» σπήλαιο, καθώς παρουσιάζει σταγονορροή,


και έχει δική του πανίδα, κυρίως από νυχτερίδες, αλλά και δολιχόποδα.

Kρησφύγετο του Nταβέλη

Στο βουνό Ταμίλθι, λίγο πιο πάνω από το σπήλαιο Πανός βρίσκονται τα σπήλαια
«του Λουκά» και «του Σαρρή». Eπίσης, μία σειρά από βάραθρα, μικρά και
μεγαλύτερα, κοντά στην πηγή Συκιάς.

Eνα άλλο σπήλαιο, λιγότερο γνωστό, είναι η «Τρύπα του Νταβέλη». Πρόκειται για
σπηλαιοβάραθρο που βρίσκεται κοντά στον δρόμο από Βαρυμπόμπη προς Αγ.
Μερκούριο. Θεωρείται, μαζί με το ομώνυμο και γνωστό σπήλαιο στην Πεντέλη,
κρησφύγετο του λήσταρχου Νταβέλη. Παρότι καταγεγραμμένο από παλαιά, το
σπήλαιο αυτό εξερευνήθηκε πλήρως από τους Δημ. Λιαρίκο και Κων. aγα μόλις προ
4ετίας, ύστερα από αρκετές προσπάθειες για τον εντοπισμό του. Η είσοδός του,
παρότι έχει διαστάσεις 5 μ. επί 3.5 μ., δεν διακρίνεται από μακριά, επειδή διανοίγεται
οριζόντια και σκεπάζεται από κουμαριές και φτέρες. Μια κατηφορική κλίση 5 μ.
οδηγεί στο εσωτερικό του σπηλαιοβαράθρου, σε επίσης κατηφορική αίθουσα μήκους
40 μ. περίπου, με πολλά φερτά υλικά στο δάπεδό της. Υπάρχει σταλακτιτικός και
σταλαγμιτικός διάκοσμος, ενώ στο βάθος της αίθουσας εντοπίζονται υπολείμματα
από παλαιές εστίες που επιβεβαιώνουν την παρουσία ανθρώπου. Από στενό πέρασμα,
από το οποίο μπορεί να περάσει κανείς μόνο έρποντας, διανοίγεται δεύτερη αίθουσα
μικροτέρων διαστάσεων με ένα μικρό και ένα μεγαλύτερο (6 μ.) βάραθρο στο μέσον
της. Στο σπήλαιο παρατηρείται σταγονορροή, καθώς και πανίδα από νυχτερίδες,
κυρίως στο δεύτερο θάλαμο, δολιχόποδα και αραχνοειδή. Επίσης οστά θηλαστικών
που εγκλωβίστηκαν στο σπηλαιοβάραθρο.

Το σπήλαιο «Καλογήρου» B.a. των Θρακομακεδόνων, εξερευνήθηκε το 1963 από


τον Γιάννη Ιωάννου. Είναι μια καταβόθρα βάθους 15 μ. Στο ύψος των 9 μ. εκβάλλει
πηγή με αρκετή ποσότητα νερού που δημιουργεί καταρράκτη, ο οποίος περιλούζει τις
πεσμένες στο δάπεδο του βαράθρου πέτρες και χάνεται στα χαμηλότερα επίπεδα.
Διάκοσμος σταλακτιτικός υπάρχει λίγος, καθώς και στα τοιχώματά του.

Απέναντι από τη Μονή Κλειστών, στην απότομη πλαγιά της χαράδρας της Γκούρας,
βρίσκεται η σπηλαιο-εκκλησιά «Παναγία η Εκκλησιώτισσα». Η παράδοση συνδέει
την ίδρυση της Μονής με την ανακάλυψη της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας
στο μικρό αυτό σπήλαιο. Η απόκρημνη όμως θέση του σπηλαίου δεν επέτρεπε την
οικοδόμηση της Μονής, η οποία εγκαταστάθηκε έτσι στη σημερινή θέση της.

Oμως και μέσα στη Μονή Κλειστών, στο δεξιό μέρος της αυλής, βρίσκεται βάραθρο
11 μ. βάθους, μήκους 8 μ. και πλάτους 3 μ., το χαμηλότερο τμήμα του οποίου είναι
κλειστό από σταλακτιτικό υλικό, όπως αναφέρει ο Ι. Πετρόχειλος που το
πρωτοερεύνησε (1952). Σήμερα είναι σκεπασμένο με κιγκλίδωμα.

Βιβλιογραφία:
Xάρις Δεληγιώργη, (1980) «H σπηλιά, ναός του θεού Πάνα- Λυχνοσπηλιά ή Αντρο
Πάνα Πάρνηθας», ΔΕΛΤΙΟΝ Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, τόμ. 17.

Iωάν. Ιωάννου, (1961) «Το σπήλαιον του Πανός στην Πάρνηθα», ΔΕΛΤΙΟΝ
Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, τόμ. 6, τ. 3.

Xάρης Λιαρίκος, «Η τρύπα του Νταβέλη Πάρνηθας», «Τα νέα της Εκάλης»,
5/8/2001.

Πέτρος Mπρούσαλης, «Τα βάραθρα Ταμιλθίου», «Το βουνό» (ΕΟΣ), τόμ. 1946-47.

Iωαν. Πετρόχειλος, 1952, «Σπηλαιολογικαί έρευναι στην Αττική - Σπήλαιον Πανός»,


ΔΕΛΤΙΟΝ Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, τόμ. 1, τ. 4.

You might also like