Professional Documents
Culture Documents
01 01 2005 - ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΠΑΡΝΗΘΑ
01 01 2005 - ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΠΑΡΝΗΘΑ
ΠΑΡΝΗΘΑ
ΣTaMaTIa MaPKETOY
Επιμέλεια αφιερώματος:
TO ONOMa Πάρνης, λέξη πελασγικής προέλευσης ίσως, σημαίνει, κατά μία εκδοχή,
«το όρος που δέχεται την πνοή του βοριά και προσφέρεται για ασφαλή κατοικία θεών
και ανθρώπων και όπου ο ήλιος οδεύει προς τη δύση». Σε κάθε περίπτωση, η
Πάρνηθα είναι το Mεγάλο Bουνό - από μιαν άλλη ετυμολόγησή της, αλλά και από τη
σύγκριση με τα άλλα βουνά της aττικής. Mα είναι και το παλαιό βουνό, όπως
βεβαιώνει η γεωλογική «ανάγνωση» της μορφολογίας της.
H ΠaPNHΘa, πνεύμονας ζωής στην αττική γη, διαθέτει πολλά στοιχεία που την
καθιστούν καταφύγιο για όσους θέλουν να δραπετεύσουν για λίγο από τον θόρυβο
και το άγχος της πόλης. Tο δασωμένο βουνό απέχει τριάντα μόνο χιλιόμετρα από την
πολυπληθή και φτωχή, όσον αφορά τις ανάσες πράσινου που της έχουν απομείνει,
aθήνα, έχει συνολική έκταση 300.000 στρεμ. και διαθέτει πλούσιο ανάγλυφο με
ευχάριστες εκπλήξεις για τους επισκέπτες του. aνάμεσά τους, δεκάδες κορυφές,
φαράγγια, χαράδρες, ρέματα, ορθοπλαγιές, σπήλαια, βάραθρα και πάνω από 50 πηγές
συνεχούς ροής.
H Πάρνηθα, στο σύνολό της σχεδόν, καλύπτεται από συμπαγή δάση σκληρόφυλλων,
αείφυλλων, πλατύφυλλων και δάση Χαλεπίου Πεύκης, ενώ στις ψηλότερες κορυφές
(από 800 μ. και άνω) συναντάμε μοναδικό δάσος Κεφαλληνιακής Ελάτης. H πλούσια
χλωρίδα της αριθμεί πάνω από 1.000 είδη φυτών, από τα οποία 93 ενδημικά και
σπάνια, ενώ εντυπωσιακή σε μέγεθος είναι και η άγρια πανίδα, με κυριότερο
εκπρόσωπο το κόκκινο ελάφι (Cervos elaphos).
Μορφολογία
Οι πηγές της Kιθάρας στην Ανατολική Πάρνηθα και της Γκούρας στη Δ. Πάρνηθα
τροφοδοτούσαν στην αρχαιότητα τον ανατολικό και δυτικό κλάδο αντίστοιχα του
Αδριάνειου υδραγωγείου, από τους οποίους υδρεύονταν οι πόλεις των Αθηνών και
της Ελευσίνας. Ο ανατολικός κλάδος λειτουργούσε έως πρόσφατα, τροφοδοτώντας
τη δεξαμενή του Κολωνακίου. aλλες σημαντικές πηγές είναι της Αγίας Τριάδας, της
Μόλας, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Μερκουρίου, που
βρίσκονται δίπλα σε όμορφα εξωκλήσια, καθώς και της Πλατάνας, της Σκίπιζας, του
Κανταλιδιού, της Κορομηλιάς κ.ά. μέσα σε πανέμορφες τοποθεσίες.
Στα βαθιά ρέματα της Γκούρας, του Μαυρορέματος, της Αγίας Τριάδας, του Αγίου
Μερκουρίου, αλλά και πολλών άλλων μικρότερων, ρέουν πλούσια διαυγή νερά από
τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο, σχηματίζοντας συχνά μικρούς καταρράκτες και
λίμνες.
Βλάστηση
aνθρώπινη παρουσία
Oπως επιβεβαιώνεται και από αρχαία κείμενα, η βλάστηση της Αττικής δεν διέφερε
από τη σημερινή, με κυρίαρχα είδη τα έλατα, τα πεύκα, τις κουμαριές, τα πουρνάρια,
τις λεύκες και τις τριφυλλιές. Ο αττικός κόσμος προστάτευε τη φύση και όριζε για τα
Iερά aλση «Μη ανθρακεύειν, μηδέ ερείν ξύλα, μηδέ κούρον. Αν δε τις ληφθεί κόπτων
εκ του άλσους, μαστιγωθήσεται πεντήκοντα πληγάς». Οι ανάγκες σε ξυλεία του
πανίσχυρου αθηναϊκού στόλου καλύπτονταν από τα δάση της Μακεδονίας.
Η ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στην Πάρνηθα υπήρξε έντονη από παλιά,
όπως μαρτυρούν οι αρχαιολογικοί και ιστορικοί τόποι της: τα φρούρια (Φυλή,
Πάνακτος, Λειψύδριο), οι φρυκτωρίες (Λοιμικό, Κατσιμίδι), τα παλιά μοναστήρια
και οι εκκλησιές (Ι. Μ. Κλειστών, Αγ. Τριάδα), τα ανάκτορα Τατοϊου κ.ά.
Το φυσικό περιβάλλον δεν έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό, αν εξαιρέσει κανείς τις
έντονες επεμβάσεις σε διάφορες θέσεις του πυρήνα του Δρυμού (στρατιωτικές
εγκαταστάσεις, καζίνο, κεραίες Ρ/Τ μέσων).
Σήμερα, που στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας ζει και δραστηριοποιείται το 40% του
πληθυσμού της χώρας με συνθήκες διαβίωσης συνεχώς επιδεινούμενης, η αναζήτηση
αναψυχής στους γύρω ορεινούς όγκους και ιδιαίτερα στην Πάρνηθα είναι
αυξανόμενη.
Η ζήτηση αυτή καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από τους χώρους δασικής αναψυχής που
δημιούργησε το Δασαρχείο Πάρνηθας σε πολλούς χώρους του Εθνικού Δρυμού
(Μόλα, Μεσιανό Νερό, Πλατάνα, Μπάφι, Αγ. Τριάδα), στο δάσος Τατοϊου,
(Πλάτανος, ανάκτορα, Κατσιμίδι, Μαχούνια) και στο δάσος Φυλής (πηγή Φυλής).
Eνα πυκνό και καλά σηματοδοτημένο δίκτυο μονοπατιών διασχίζει το βουνό προς
όλες τις κατευθύνσεις, προσφέροντας μοναδικές διαδρομές στους επισκέπτες του
Δρυμού. Οι δύο ορειβατικοί σύλλογοι ΕΟΣ Αθηνών, ΕΟΣ Αχαρνών, έχουν
προσφέρει πολλά και εξακολουθούν να συμβάλουν στην εξοικείωση του κοινού με το
βουνό, οργανώνοντας πεζοπορίες, αθλητικούς αγώνες, αναρριχήσεις κ.τ.λ.
ΣTON ΔPOMO από τον aγιο Μερκούριο προς τα Κιούρκα, κάπου στη μέση της
διαδρομής, στρίβεις αριστερά και μετά πάλι αριστερά και το θέαμα που αντικρίζεις,
ξαφνιάζει. Μια λίμνη! Στην Πάρνηθα. Χειμώνα καλοκαίρι. Μέγιστη διάμετρος 150
μ., περίπου. Μέγιστο βάθος, τον χειμώνα, 4 μ. Ψάρια πολλά, κάθε τόσο πετάγεται
από τα ήσυχα νερά της ένας κυπρίνος. Ψαράδες λίγοι. Κάποιοι από αυτούς,
πυροσβέστες κατά τα άλλα, μας έφεραν στις όχθες αυτής της λίμνης, αυτοί για
ψάρεμα, εμείς απλώς για να πειστούμε για του λόγου τους το αληθές. Από το φυλάκιο
της δασοπροστασίας στις όχθες της λίμνης. Μικρής, βέβαια, αλλά λίμνης.
Η λίμνη προέκυψε από τύχη. Πριν από 30-35 χρόνια, μας είπαν. Μια επιχωμάτωση
για να περάσει ένας δρόμος (η δημιουργία της διαβόητης «Ιπποκράτειας Πολιτείας»
προκάλεσε μια απίστευτη σε πυκνότητα χάραξη δρόμων στην ευρύτερη περιοχή)
έφραξε τη διέλευση των νερών από τον υπερκείμενο λόφο και, βοηθούντος του μη
υδροπερατού υποστρώματος, μάζεψαν τα νερά της επιφανειακής απορροής και ιδού,
εγεννήθη ημίν λίμνη. Λίγοι την έμαθαν και ακόμη λιγότεροι την επισκέπτονται.
Τοπίο όμορφο, μοναδικό. Παραφωνία στον χώρο οι αυθαίρετες παρεμβάσεις,
αυθαιρετούχων οικιστών μιας κραυγαλέα αυθαίρετης, νομιμοποιημένης όμως από τη
χούντα, «Πολιτείας» σε 10.000 στρέμματα δάσους μέσα στον Εθνικό Δρυμό της
Πάρνηθας.
Οι εκδρομές στη λίμνη διατηρούν κάτι από την εποχή που στις όχθες των λιμνών
κάποιοι διάβαζαν ποιήματα στην καλή τους ή έριχναν βότσαλα στα ήσυχα νερά της,
περιμένοντας τη γοργόνα να ξεπροβάλει στο ηλιοβασίλεμα.
Eχουν -είχαν!- και οι λίμνες γοργόνες!
Στα 200.000 στρέμ. του ορεινού όγκου περιλαμβάνονται τα δημόσια δάση της
κεντρικής Πάρνηθας και τα δημόσια δάση του Λοιμικού, της Σαλωνίκης και Μήλεσι
- Τσαπόχθι (31.000 στρέμ.) στα οποία η κυριότητα ανήκει στο Δημόσιο, ενώ η
κάρπωση των προϊόντων (βοσκή, ξύλευση) σε ιδιώτες. Eπίσης, το μοναστηριακό
δάσος (ΟΔΔΕΠ) της Ι. Μ. Κλειστών (1.200 στρέμ.), το δάσος του ΕΟΤ (2.700
στρέμ.) στην Αγ. Τριάδα Πάρνηθας και το δημόσιο δάσος Φυλής με δικαιώματα
(δουλείες) ρητίνευσης από τους κατοίκους του Δήμου Φυλής. (60.000 στρέμ.). Τέλος,
το δάσος Τατοΐου (42.000 στρέμ.) στην ανατολική Πάρνηθα έγινε οριστικά δημόσιο
μετά από αντιδικία με την τέως βασιλική οικογένεια που κράτησε 80 χρόνια περίπου.
Είναι γνωστό ότι στην ανατολική Πάρνηθα, στον καθαρά ορεινό όγκο, έκταση 8.000
στρέμ. συμπαγούς δάσους Χαλεπίου Πεύκης εντάχθηκε σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό
σχέδιο και ήδη αστικοποιείται. Δημιουργείται έτσι μια πολιτεία 10.000 - 15.000
κατοίκων με δυσμενέστατες επιπτώσεις για τον Εθνικό Δρυμό.
Mέτρα
Στα θεσμικά μέτρα περιλαμβάνεται η ίδρυση του Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού
Δρυμού Πάρνηθας. Πρόκειται για νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο Δ.Σ. του
οποίου συμμετέχουν εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πανεπιστημίων,
περιβαλλοντικών οργανώσεων, των υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων, ΠΕΧΩΔΕ και Ανάπτυξης. Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει
δραστηριοποιηθεί, λόγω μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών λειτουργίας του, ως πιο
ευέλικτος φορέας μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη σωστή διαχείριση και
ανάπτυξη του δρυμού. Η επικείμενη έκδοση προεδρικού διατάγματος προστασίας του
ορεινού όγκου της Πάρνηθας, με το οποίο καθορίζονται οι χρήσεις γης στον δρυμό
και την ευρύτερη περιοχή και η εξασφάλιση με το Νόμο 3139/03 του ποσού των
300.000 ευρώ ετησίως για την προστασία και ανάδειξη του δρυμού, θα συμβάλλουν
ουσιαστικά στην επίτευξη των σκοπών ίδρυσής του.
Σημαντικός τομέας της διαχείρισης είναι και εκείνος της ερμηνείας του
περιβάλλοντος. Σε αυτόν περιλαμβάνεται η ίδρυση κέντρου ενημέρωσης επισκεπτών
στην Αγ. Τριάδα Πάρνηθας, προϋπολογισμού 2.000.000 ευρώ. Το έργο
δημοπρατήθηκε ήδη και άρχισε η υλοποίησή του. Mέρος της ερμηνείας του
περιβάλλοντος είναι και η ξενάγηση σχολείων και ομάδων επισκεπτών στον Εθνικό
Δρυμό Πάρνηθας από ειδικευμένους ξεναγούς υπαλλήλους του Δασαρχείου
Πάρνηθας. Το τρέχον έτος ξεναγήθηκαν πάνω από 2.500 χιλιάδες μαθητές, πέραν των
οργανωμένων ομάδων.
Για την επίτευξη των στόχων διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού έχουν εκπονηθεί 42
προγράμματα που αφορούν έργα, μέτρα και δράσεις.
Το Σχέδιο Διαχείρισης αποτελεί και μία μεγάλη βάση δεδομένων σε έντυπη και
ηλεκτρονική μορφή, που θα αποτελέσει την αφετηρία για σύνταξη επιμέρους μελετών
και θα βοηθήσει τους μελετητές στην έρευνα των διαφόρων παραμέτρων του φυσικού
περιβάλλοντος του Δρυμού.
Στόχοι
Παίρνοντας υπόψη τις αξίες, τις ιδιαιτερότητες, τα δεδομένα και τις δυνατότητες που
δημιουργεί η κήρυξη του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας, προσδιορίστηκαν κατά
σειρά σπουδαιότητας οι στόχοι διαχείρισης του δρυμού, οι οποίοι είναι:
Τέλος, η προστασία του Δρυμού από τις πυρκαϊές και την αυθαίρετη δόμηση και η
απομάκρυνση των εγκαταστάσεων που αντιστρατεύονται τους σκοπούς κήρυξης του
Δρυμού.
Mε πρωταγωνιστή το ελάφι
EIPHNH aΠΛaΔa
Βιολόγος - Μ.Sc. Περιβαλλοντικής
Βιολογίας και Διαχείρισης Χερσαίων και Θαλάσσιων Οικοσυστημάτων
Η ΠaNIΔa της χώρας μας είναι από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη, καθώς περιλαμβάνει πολύ
μεγάλο αριθμό ειδών σε σχέση με τη γεωγραφική της έκταση. Eχουν καταγραφεί 1.177 είδη
σπονδυλόζωων, ενώ για τα ασπόνδυλα δεν έχουμε σαφή γνώση, γιατί είναι πολυπληθέστερα
και δεν γίνεται συστηματική έρευνα. Εκτιμάται ωστόσο ότι ο αριθμός τους ανέρχεται στα
25.000 - 30.000 είδη.
Η Πάρνηθα, ειδικότερα, φιλοξενεί μια πολύ σημαντική πανίδα. Oπως προκύπτει από τα
ιστορικά στοιχεία και τις έρευνες, στο βουνό ζούσαν έως το πρόσφατο παρελθόν τα
περισσότερα από τα μεγάλα θηλαστικά της χώρας. H καφέ αρκούδα (orsos arctos), για
παράδειγμα, απαντούσε στην Πάρνηθα έως τα μέσα του 19ου αι., ενώ ο λύγκας (Lynx lynx)
υπήρχε εκεί έως και τον περασμένο αιώνα. Επίσης, γκρίζοι λύκοι (Canis lopos) και τσακάλια
(Canis aoreos) κυνηγούσαν τα θηράματά τους στην Πάρνηθα έως και τη δεκαετία 1940-50,
ενώ ο αγριόγατος (Felix sylvestris) και μεγάλα φυτοφάγα, όπως το αγριογούρουνο (Sos scrofa)
και το ζαρκάδι (Capreolos capreolos), ζούσαν στην Αττική έως τις αρχές του 20ού αι.
Δυστυχώς, ο άνθρωπος κατάφερε με το
ανεξέλεγκτο κυνήγι και κυρίως με την
καταστροφή των βιοτόπων τους, να
εξορίσει τα είδη αυτά όχι μόνο από την
Πάρνηθα, αλλά από τα περισσότερα βουνά
της χώρας. Eτσι, ορισμένα θεωρούνται
εξαφανισμένα από την Ελλάδα, όπως ο
λύγκας, και άλλα είναι στα όρια της
εξαφάνισης, όπως η αρκούδα και ο λύκος.
Kόκκινο ελάφι
Oσον αφορά το ελάφι, το πανέμορφο αυτό θηλαστικό απαντά σε όλη την έκταση του δρυμού.
Τον χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές με μικρότερο υψόμετρο για αναζήτηση τροφής. Το
φθινόπωρο, που είναι η περίοδος αναπαραγωγής του, οι φωνές των ενήλικων αρσενικών που
καλούν τα θηλυκά, ακούγονται σε όλο το βουνό. Αυτή την εποχή τα ζώα συγκεντρώνονται στα
λιβάδια και στις λάκες της Πάρνηθας και είναι συχνό το θέαμα δύο αρσενικών που παλεύουν
με τα κέρατά τους για την εύνοια ενός θηλυκού. Το θηλυκό ελάφι δεν έχει κέρατα και την
άνοιξη γεννάει συνήθως ένα μικρό. Τα κέρατα στα αρσενικά ελάφια πέφτουν και κάθε χρόνο
φυτρώνουν νέα. Mάλιστα, όταν βγαίνουν έχουν ένα βελούδινο περίβλημα, το οποίο τα ελάφια
προσπαθούν να αποβάλλουν τρίβοντας τα κέρατά τους στα δέντρα.
Σύμφωνα με μελέτη της δασολόγου Σ. Παπίκα1, το 1994 ο αριθμός των ελαφιών στην
Πάρνηθα άγγιζε τα 120 άτομα. Eκτοτε δεν έχει γίνει καμία έρευνα για τον πληθυσμό τους.
Ωστόσω, από τις τάσεις αύξησης του πληθυσμού, την αναλογία φύλου και το ποσοστό
συμμετοχής αρσενικών και θηλυκών στην αναπαραγωγή και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν
θηρευτές του στο βουνό, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός του ελαφιού σήμερα φθάνει τα 400 - 500
άτομα περίπου. O αριθμός αυτός είναι υπερδιπλάσιος από εκείνον που θεωρητικά μπορεί να
φιλοξενήσει ο δρυμός, όπως γίνεται φανερό από τις φθορές στη βλάστηση, τη φλοιοφαγία και
την αποκοπή κορυφών από νεαρά κωνοφόρα. Θα πρέπει άμεσα να γίνει συστηματική μελέτη
για το ελάφι της Πάρνηθας, καθώς ελλοχεύουν και άλλοι κίνδυνοι, όπως αυτός της αιμομιξίας.
Για περισσότερα από 40 χρόνια τα ελάφια είναι απομονωμένα και δεν γίνεται ανανέωση του
γενετικού υλικού, κάτι που μπορεί να επιφέρει ασθένειες και εκφυλισμό του πληθυσμού τους.
Σπάνια, απειλούμενα
Στην Πάρνηθα απαντούν 42 από τα 116 είδη θηλαστικών της χώρας. Eτσι, μπορεί κανείς
εύκολα να συναντήσει αλεπούδες, λαγούς και σκαντζόχοιρους, ενώ στα σπήλαια του βουνού
κατοικούν πολλά είδη νυχτερίδων, τα περισσότερα από τα οποία προστατεύονται. Πιο σπάνια
είναι η εμφάνιση του κουναβιού, του ασβού, της νυφίτσας και του σκίουρου. Από τα 42 είδη
που αναφέρονται στην Πάρνηθα, τα 35 είναι προστατευόμενα και μάλιστα τα 23 σπάνια και
απειλούμενα.
Oσον αφορά τα πουλιά, στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η Πάρνηθα φιλοξενεί τα 132 από τα
συνολικά 407 είδη πτηνών της χώρας. aνάμεσά τους το ξεφτέρι, ο γκιώνης, το
φασσοπερίστερο, η χιονότσιχλα, το σαΐνι, ο τσαλαπετεινός, η καρδερίνα, ο
κοκκινοτσιροβάκος. Πιο συχνές στα δάση του βουνού είναι οι φωνές του σπίνου, του
κοκκινολαίμη, του φλώρου, της παπαδίτσας, του αηδονιού. Μεγάλοι είναι και οι πληθυσμοί
της πέρδικας, που περπατά καμαρωτή στους θαμνότοπους, ενώ πολύ σπάνιες είναι οι
εμφανίσεις του χρυσαετού, του φιδαετού και του όρνιου στα απόκρημνα βράχια και τις
χαράδρες της Πάρνηθας. Τα 90 από τα 132 είδη πτηνών που απαντούν στο βουνό είναι
προστατευόμενα.
Πιο σπάνια είναι η εμφάνιση των αμφιβίων που ζουν στην Πάρνηθα. Από τα 18 είδη της
χώρας, τα 8, μεταξύ των οποίων σαλαμάνδρες, τρίτωνες, φρύνοι και βάτραχοι, απαντούν στο
βουνό και μάλιστα όλα είναι προστατευόμενα. Τα συναντούμε κοντά σε ρυάκια και μικρές
λιμνούλες που σχηματίζονται σε όλη την έκταση του δρυμού.
Bιβλιογραφία:
Παπίκα Σ., 2002: «Η πανίδα της Πάρνηθας». Πρακτικά ημερίδας για τον Εθνικό Δρυμό
Πάρνηθας, 20-3-2002.
Mε χίλια αγριολούλουδα
ΓIΩPΓOΣ ΣΦHKaΣ
Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης
ΒPIΣKOMaΣTE ΣTO 1958. Η πατρίδα μας προσπαθεί ακόμη να συνέλθει από τις
καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος, η γερμανοϊταλοβουλγαρική κατοχή και ο εμφύλιος. Ο
Ορειβατικός Σύνδεσμος αναπτύσσει και πάλι έντονη δράση, όπως είχε κάνει προπολεμικά, και
ανάμεσα στα άλλα εκδίδει και το σοβαρό ορειβατικό περιοδικό «Το Βουνό», που άρχισε να
εκδίδεται το 1934. Eνα από τα μέλη του Ελληνικού Ορειβατικού συνδέσμου ήταν τότε και ο
Χαράλαμπος Διαπούλης, καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και καθώς
εκείνα τα δύσκολα χρόνια δεν υπήρχε άλλο επιστημονικό ή σχετικό με τη φύση περιοδικό, ο Χ.
Διαπούλης αποφάσισε να δημοσιεύσει την πολυετή μελέτη του για τη χλωρίδα της Πάρνηθας,
στο περιοδικό «Το Βουνό».
Από τη μελέτη αυτή πληροφορούμαστε ότι έως τότε δεν υπήρχε κατάλογος φυτών της
Πάρνηθας. Αναφέρει όμως ο Διαπούλης όλους τους ειδικούς που είχαν επισκεφτεί το βουνό
πριν από αυτόν. Παραθέτει επίσης πλήρη βιβλιογραφία, καθώς και στοιχεία για τη γεωγραφία,
τη γεωλογία και το κλίμα. Ακολουθεί ο κατάλογος των φυτών της Πάρνηθας, τα οποία είχε
καταγράψει ο ίδιος, είτε οι προηγούμενοι ειδικοί. Στον κατάλογο δημοσιεύονται 818 είδη και
ποικιλίες, από τα οποία τα 276 είναι μονοετή, τα 60 διετή, τα 96 γεώφυτα (βολβώδη και
κονδυλώδη), τα 297 πολυετή επίγεια, τα 70 θάμνοι και τα 18 δένδρα.
Φυτικός πλούτος
Προβλήματα
Στην Πάρνηθα υπάρχουν επίσης πολλά ωραία φυτά, που χωρίς να είναι σπάνια ή ενδημικά,
αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. aνάμεσά τους η Παιώνια η ελληνική (Paeonia mascola, υποείδος
hellenica), ο Κόκκινος κρίνος (Liliom chalcedonicom), ο Λάθηρος ο μεγανθής (Lathyros
grandifloros), το Κολχικό του Μπιβόνα (Colchicom bivonae), η Αουμπριέτα η δελτοειδής
(aobrieta deltoidea), η Τουλίπα του Χάγκερ (Tolipa hageri) και πολλά άλλα.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χλωρίδα της Πάρνηθας είναι τρία: H μεγάλη
πίεση που δέχεται ορισμένες ανοιξιάτικες μέρες όταν, παρά τις απαγορεύσεις, ορισμένοι
εκδρομείς θεωρούν σωστό να συλλέγουν μπουκέτα με αγριολούλουδα. H αύξηση του αριθμού
των ελαφιών που ζουν ελεύθερα στο βουνό, τα οποία έχουν αφανίσει ορισμένα είδη φυτών,
όπως για παράδειγμα τα ψυχανθή, ενώ προκαλούν ζημιές και στα νεαρά κωνοφόρα. Oι
συνεχείς και επαναλαμβανόμενες ξηρασίες που επηρεάζουν ορισμένα είδη φυτών, όπως για
παράδειγμα τα βολβώδη και το ορχεοειδή.
Για να προστατευτεί η σπάνια χλωρίδα της Πάρνηθας, είναι ανάγκη να υπάρξει περισσότερη
και καλύτερη επιτήρηση και να επεκταθεί ο Eθνικός Δρυμός, ώστε να περιλάβει και το πρώην
βασιλικό κτήμα Τατοΐου, οπότε η έκτασή του θα διπλασιαστεί.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Λόγω της πλούσιας και σπάνιας χλωρίδας της, έχω περιλάβει την Πάρνηθα στο βιβλίο μου «Οι
βοτανικοί παράδεισοι της Ελλάδας», εκδ. Τουμπής. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται 132
σημαντικές για τα φυτά τους περιοχές της Ελλάδας και της Κύπρου.
Mικρές αποδράσεις
ΠHNEΛOΠH MaTΣOYKa
Χαρτογραφική εταιρεία ΑΝΑΒΑΣΗ
Η μορφολογία αυτή απορρέει κυρίως από τη φθορά του χρόνου, καθώς η Πάρνηθα
είναι μεγάλης γεωλογικής ηλικίας βουνό. aυτό δεν σημαίνει ότι της λείπουν τα
απόκρημνα σημεία: γκρεμοί και χαράδρες. Γιατί και η Πάρνηθα ξαναμπήκε, θέλοντας
και μη, στον τεκτονικό χορό που αναμόχλευσε επανειλημμένα τον ελλαδικό χώρο.
Πάντως, στερείται των οξυκόρυφων εξάρσεων που χαρακτηρίζουν την πινδική
οροσειρά -ή άλλα βουνά της αλπικής γενιάς- και συγγενεύει μορφολογικά με τους
επίσης γηραιούς όγκους της ανατολικής Μακεδονίας ή της Θράκης.
Πέρα από την εξέχουσα θέση της στο ορεογραφικό σύστημα της Αττικής, η Πάρνηθα
κατέχει κυρίαρχο ρόλο στο ορειβατικό γίγνεσθαι της χώρας μας. Oχι μόνο γιατί εδώ
έγιναν οι πρώτες καταγεγραμμένες ορειβατικές αναβάσεις, στα τέλη του 19ου αι.,
αλλά γιατί, ακόμα και σήμερα, η
Πάρνηθα αποτελεί το πεδίο της
πρώτης επαφής με το ορεινό
στοιχείο για τους κατοίκους τής
πιο πολυάνθρωπης ελληνικής
πόλης. Εδώ βαφτίζονται κάθε
χρόνο οι νέοι ορειβάτες,
δοκιμάζοντας τα πρώτα τους
βήματα στα μονοπάτια.
Η πρώτη γνωριμία
Για τον περισσότερο κόσμο, η πρώτη «ανάβαση» της Πάρνηθας γίνεται από τον
ασφαλτόδρομο που οδηγεί από τις Αχαρνές στην Αγία Τριάδα και στο Μον Παρνές.
Το ίδιο μέτωπο σκαρφαλώνει και το τελεφερίκ, δρασκελίζοντας 600 μ. υψομετρικής
διαφοράς. Ο δρόμος που περιτρέχει τις ψηλότερες κορυφές είναι κλειστός στο μισό
του μήκος για τα τροχοφόρα (από τη Μόλα μέχρι το Εκτροφείο Θηραμάτων),
προσεγγίζει όμως τους μεγάλους χώρους αναψυχής στο Παλιοχώρι και τη Μόλα,
όπως και το ορειβατικό καταφύγιο Μπάφι. Υπάρχουν άλλες δύο ασφάλτινες οδικές
διαδρομές που μπορεί να ακολουθήσει κανείς για μια πρώτη επαφή με το βουνό. Η
ανατολική ξεκινά από τη Βαρυμπόπη, περνά από τα παλιά ανάκτορα του Τατοΐου,
ανηφορίζει μέχρι το διάσελο του Κατσιμιδιού και κατηφορίζει προς από τον aγιο
Μερκούριο και τη Μαλακάσα. Διατρέχει ήμερα και δροσερά τοπία, κατάφυτα από
αιωνόβια πεύκα ντυμένα με κισσούς.
Η δυτική διαδρομή ξεκινά από τη Φυλή ή Χασιά (διάσημη για τις ταβέρνες της) και
διατρέχει πιο ξερά, θαμνοντυμένα και άγρια τοπία. Περνάμε διαδοχικά κοντά από τη
Μονή Κλειστών, τις ορθοπλαγιές του aρματος, την πηγή της Αγίας Παρασκευής και
το φρούριο της Φυλής, κι αφού ανεβούμε μέχρι τα 800 μ., αρχίζουμε να
κατηφορίζουμε προς το μεγάλο κάμπο των Σκούρτων και τα Δερβενοχώρια.
Λίγοι από τους χωμάτινους δρόμους που διατρέχουν την Πάρνηθα είναι ανοιχτοί στα
τροχοφόρα, και αυτοί είναι βατοί μόνο για εκτός δρόμου οχήματα.
Πεζοπορικές διαδρομές
Eχοντας αποκτήσει μια πρώτη αίσθηση του χώρου και εξοπλισμένοι με έναν καλό
χάρτη, μπορούμε να ξεκινήσουμε πεζή για μια βαθύτερη γνωριμία με την Πάρνηθα.
Απλουστεύοντας λίγο τα πράγματα, θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τις πεζοπορικές
διαδρομές της Πάρνηθας σε δύο κατηγορίες: την πρώτη θα την ονομάσουμε πορείες
δασικής αναψυχής και τη δεύτερη διαδρομές πολιτιστικής αναζήτησης. Οι πρώτες
βρίσκονται γύρω από τις ψηλότερες κορυφές και το νότιο μέτωπο του βουνού,
κινούνται στο ελατόδασος ή σε πυκνούς θαμνώνες, περνούν από πηγές, χώρους
αναψυχής και από τα ορειβατικά καταφύγια.
Εδώ θα παρουσιάσουμε μια κυκλική πορεία σε μονοπάτι και μια πορεία σε δασικό
δρόμο, διαδρομές που μπορεί να ακολουθήσει ο καθένας, αλλά και μια μακρύτερη
διάσχιση για πιο απαιτητικούς πεζοπόρους.
Η πρώτη αφορά το Εθνικό Μονοπάτι (22) που συνδέει την Πάρνηθα με τον
Παρνασσό μέσω Πάστρας, Κιθαιρώνα και Ελικώνα. Η δεύτερη αναφέρεται στο
δίκτυο των μονοπατιών της Πάρνηθας, και συγκεκριμένα στη διαδρομή που συνδέει
το Μετόχι, στους πρόποδες του βουνού, με το καταφύγιο Μπάφι, περνώντας από το
μεγάλο χώρο αναψυχής στο Παλιοχώρι, όπου υπάρχουν γήπεδα και υπαίθριες
ψησταριές.
Η πορεία συνεχίζει ομαλά προς τα ανατολικά, διατρέχοντας τις βορεινές πλαγιές της
ψηλότερης κορυφής και ένα από τα ωραιότερα ελατοδάση του βουνού. Δέντρα
θεόρατα, άφθονη υγρασία και στα πόδια μας ένα χαλί απο μούσκλια με ένα μικρό
χωμάτινο διάδρομο για να περνούν οι οδοιπόροι. Μετά από μισή περίπου ώρα
συναντάμε διασταύρωση: ίσια, το μονοπάτι οδηγεί στη Μόλα, μεγάλο οροπέδιο με
χώρους αναψυχής, πηγή και ξωκκλήσι του Αγίου Πέτρου. Εμείς θα στραφούμε νότια
για να σκαρφαλώσουμε στο διάσελο ανάμεσα στις δύο ψηλότερες κορυφές, την
Καραβόλα και το Oρνιο. Οι κορυφές δεν είναι προσπελάσιμες γιατί τη μια την
κατέχουν τα στρατιωτικά ραντάρ, ενώ την άλλη ο ΟΤΕ και οι ραδιο-τηλεοπτικές
κεραίες. Στο διάσελο υπάρχει κι ένα τσιμεντένιο ξωκκλήσι του Αη Γιώργη. Από εδώ
κατηφορίζουμε σύντομα στον ασφαλτόδρομο, από όπου σε 5 λεπτά φθάνουμε στο
καταφύγιο. Το συνολικό μήκος της διαδρομής είναι γύρω στα 6 χλμ. και απαιτούνται
περίπου 2 με 3 ώρες.
Για εκείνους που προτιμούν να περπατήσουν σε πιο ομαλό έδαφος και ήπιες κλίσεις,
υπάρχουν οι κλειστοί για τα οχήματα δασικοί δρόμοι. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες
διαδρομές σε δασικό δρόμο είναι με σημείο εκκίνησης τον χώρο αναψυχής της
Μόλας να πάει κανείς έως τον αρχαίο πύργο-φρυκτωρία του Λημικού.
Κατεβαίνοντας από τον ασφαλτόδρομο μέσα στον χώρο αναψυχής, συναντάμε οδική
πινακίδα που γράφει «Λημικό 6 χλμ.». Ο δρόμος κατηφορίζει ομαλά σε
ελατοσκέσπαστες πλαγιές. Καθώς προχωράμε, το τοπίο αλλάζει και τα έλατα δίνουν
τη θέση τους στις λόχμες των μεγάλων θάμνων και τα πευκοδάση. Eπειτα από 5 χλμ.,
ο δρόμος σβήνει σχεδόν και διακλαδίζεται. Στρίβοντας αριστερά (νοτιοδυτικά) θα
φθάσουμε σύντομα στο πηγάδι του Λημικού, ενώ συνεχίζοντας ίσια (βορειοδυτικά) ο
δρόμος τελειώνει σε μια ράχη πολύ κοντά στον αρχαίο πύργο στο ύψωμα της
Πύρεζας. Ο πύργος με τους καλολαξεμένους γκρίζους ασβεστόλιθους άντεξε στο
χρόνο αλλά όχι στη χρήση· το ραντάρ της κορυφής «βλέπει» πολύ μακρύτερα από τη
μικρή φρυκτωρία. Επιστρέφοντας στο οροπέδιο του Λημικού, μπορούμε να
περάσουμε από τον Αη Γιώργη, που είναι 50 μ. ανατολικά από το μονοπάτι. Κολλητά
στο μικρό λευκό ξωκκλήσι έχει ένα δωμάτιο με τζάκι, άριστο καταφύγιο ανάγκης.
Φυλή - Θρακομακεδόνες
Η κυρίως διαδρομή συναντά σε λίγο τον δασικό δρόμο Φυλής- Αγίας Τριάδας και
συνεχίζει σε μονοπάτι για το ξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Στις πλαγιές απέναντί
μας υπάρχει πηγή που τη φτάνουμε αφού κατέβουμε στη ρεματιά. Συνεχίζουμε προς
τη βρύση του Καλόγερου, αφού περάσουμε ένα ξέφωτο κι ένα χωράφι όπου το
μονοπάτι χάνεται για λίγο. Παρακάτω συναντάμε κι άλλες πηγές και τέλος την
Γκούρα, τη μεγαλύτερη πηγή του βουνού που το νερό της μεταφέρεται με αγωγό στη
Φυλή. Από τη Γκούρα το μονοπάτι ανηφορίζει και διατρέχει βορεινές πλαγιές με
έλατα γεμάτα κισσούς, βράχους σκεπασμένους με μούσκλια και πολλά πεσμένα
δέντρα. Το μονοπάτι καταλήγει στο διάσελο του Πανός, όπου συναντά τη σήμανση
(22). Ακολουθώντας το (22) διασχίζουμε τον περιμετρικό των κορυφών
ασφαλτόδρομο και ανηφορίζουμε προς την πηγή Πλατάνα, όμορφη τοποθεσία με
πολύ νερό. Συνεχίζουμε το ανηφορικό μονοπάτι και σε λίγο φθάνουμε στην πηγή
Σκίπιζα. Από τη Σκίπιζα ακολουθούμε ανάστροφα τμήμα της κυκλικής διαδρομής
που περιγράψαμε πιο πάνω μέχρι το καταφύγιο. Το μονοπάτι που κατεβαίνει τη
χαράδρα Χούνη ξεκινά πίσω από το καταφύγιο και είναι πολύ φανερό: είναι το πιο
πολυσύχναστο μονοπάτι του βουνού και καταλήγει στους Θρακομακεδόνες, αφού
περάσει κάτω από τις επιβλητικές ορθοπλαγιές του Φλαμπουριού. Η πορεία αυτή
γεμίζει άνετα τις ώρες μιας ολόκληρης μέρας και τα μάτια μας με εικόνες ανέλπιστες,
λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα.
Και στα αναρριχητικά δρώμενα της χώρας μας, η Πάρνηθα έπαιξε πρωτοποριακό
ρόλο, προφανώς λόγω της γειτνίασής της με την Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα
αναρρίχησης δόθηκαν στην Πέτρα Βαρυμπόπης, έναν ογκώδη ξεκομμένο βράχο
στους πρόποδες της Πάρνηθας, στα 1929. Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια περιοχή
γίνεται μέχρι σήμερα το βάφτισμα, αλλά και η προπόνηση των aθηναίων
αναρριχητών. Αναρριχήσεις έχουν γίνει κατά καιρούς σε όλες τις ορθοπλαγιές του
βουνού. Τα σημαντικότερα αναρριχητικά πεδία της Πάρνηθας είναι, λόγω της
μεγάλης έκτασής τους, το aρμα και το Φλαμπούρι. Στις ορθοπλαγιές τους, που
κυμαίνονται από 50 έως 200 μ., έχουν ανοιχτεί εκατοντάδες διαδρομές. Τα τελευταία
χρόνια με τη θεαματική άνοδο του τεχνικού επιπέδου των αναρριχητών,
αναδεικνύονται νέα αναρριχητικά πεδία που στους παλαιότερους θα φάνταζαν
απροσπέλαστα.
Το κατέβασμα του απόκρημνου φαραγγιού της Γκούρας, στα 1930, είναι ακόμα μια
πρωτιά της Πάρνηθας στη δραστηριότητα της κατάβασης φαραγγιών (επισήμως
canyoning), που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια διεθνώς.
ΠEPΠaTΩNTaΣ στα μονοπάτια της Πάρνηθας συναντά κανείς σε κάθε του βήμα
σημάδια κατοίκησης που αποδεικνύουν ότι οι κάτοικοι της aττικής είχαν εκτιμήσει τα
πλεονεκτήματα της εγκατάστασης στο βουνό από την πρώιμη αρχαιότητα. Oι πλαγιές
της Πάρνηθας πρόσφεραν άφθονο νερό και πρόσφορο έδαφος για γεωργικές,
κτηνοτροφικές και μελισσοκομικές ασχολίες. Η κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή
των κατοίκων του βουνού ήταν το κάρβουνο που κατασκεύαζαν και πουλούσαν στην
Αγορά της Αθήνας.
Στους κλασικούς χρόνους η περιοχή των Αχαρνών, όλων των γύρω δήμων της
Πάρνηθας και της πεδιάδας στα νότιά τους μέχρι και το βόρειο τμήμα των Αθηνών
υδροδοτούνταν από τα νερά του Αχαρνικού Οχετού, ενός μεγάλου υδραυλικού έργου
του 4ου αι. π.Χ. που οδηγούσε τα πηγαία νερά του βουνού στην πεδιάδα για
αρδευτικούς κυρίως λόγους. Την πορεία του αγωγού δείχνουν πέντε επιγραφές
τοποθετημένες στα ιδιωτικά κτήματα από όπου περνούσε. Τον 2ο μ.Χ. αι. ο
αυτοκράτορας Αδριανός έλυσε το πρόβλημα της λειψυδρίας των Αθηνών με την
κατασκευή του Αδριάνειου Υδραγωγείου, μιας υπόγειας κτιστής ή λαξευτής στον
βράχο σήραγγας, που διασχίζοντας 25 περίπου χλμ. του λεκανοπεδίου της Αττικής
και περνώντας από τον Δήμο Αχαρνών, τη Μεταμόρφωση, το Μαρούσι, τη Ν. Ιωνία,
τη Ν. Φιλαδέλφεια, τους Αμπελόκηπους, οδηγούσε τα νερά της Πάρνηθας στη
δεξαμενή του Λυκαβηττού. Τμήματα δύο κύριων επίγειων κλάδων του υδραγωγείου
και αρκετά πηγάδια καθαρισμού-εξαερισμού του αποκαλύφθηκαν στην περιοχή του
Ολυμπιακού Χωριού και σε πολλά σημεία των παραπάνω δήμων.
Ο νοτιότερος αρχαίος δήμος της ΒΔ Πάρνηθας ήταν ο δήμος της Oης ή Οίης, ένας
μέτριος σε μέγεθος δήμος που ήκμασε από τους κλασικούς έως τους
υστερορρωμαϊκούς χρόνους. Τοποθετείται ΒΑ του Ασπροπύργου, στους πρόποδες
του βουνού Καλιστήρι, κοντά στο ρέμα της Μαύρης Ωρας, σύμφωνα με ένα χωρίο
του Σοφοκλέους (Οιδίπους επί Κολονώ) και τα εκτεταμένα ανασκαφικά ευρήματα. Οι
κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με κτηνοτροφικές, αγροτικές και μελισσοκομικές
εργασίες.
Το νεότερο φρούριο της Φυλής, 4ου αι. π. Χ., εντασσόταν στο ενιαίο αμυντικό
σύστημα που οργάνωσαν οι Αθηναίοι μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό
Πόλεμο. Φρούρια, οχυρώσεις και πύργοι -με εγκατάσταση μόνιμης ή προσωρινής,
κατά περίπτωση, στρατιωτικής δύναμης- ήλεγχαν τους κύριους δρόμους και τα
περάσματα στην Αττική και χρησίμευαν σαν καταφύγια του πληθυσμού των δήμων
σε περίπτωση εχθρικής εισβολής. Η οχύρωση αναφέρεται σε αρκετές επιγραφές και
ψηφίσματα του 4ου αι. π. Χ. Κατά τη σύγκρουση του Δημητρίου Πολιορκητού με τον
Κάσσανδρο το φρούριο πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε από τον δεύτερο (το 304 π.
Χ) και έπειτα από επτά χρόνια από τον Δημήτριο, παραμένοντας στην κατοχή του
μέχρι το 283 π.Χ. Από τότε δεν υπάρχουν επιγραφικές ή φιλολογικές μαρτυρίες για
την τύχη του.
Στην νοτιότερη κορυφή της Πάρνηθας aρμα, πιθανώς στο σπήλαιο της Καραβόλας,
ήταν σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία το κέντρο της λατρείας των Φυλασίων,
όπου ο Δίας λατρευόταν σαν Σημαλέος και Oμβριος ή aπήμιος (στο ιερό του υπήρχαν
ένα χάλκινο άγαλμά του και δύο βωμοί). Ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει ότι η
Πυθαΐδα πομπή των Αθηναίων προς το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς ξεκινούσε
«οπόταν δι' aρματος αστράψει», καθώς η κορυφή του aρματος ήταν ορατή από την
εσχάρα του αστραπαίου Διός, στο Oλυμπείο των Αθηνών. Ο θεός Πάνας και οι
Νύμφες λατρεύονταν στο δυσπρόσιτο Σπήλαιο του Πάνα.
Ο τετράγωνος πύργος του Λοιμικού, 4ου αι. π. Χ., στα Β- ΒΑ του φρουρίου της
Φυλής, φύλασσε τη δίοδο που οδηγούσε από την περιοχή του aρματος προς τη
Σφενδάλη και τον Αυλώνα. Πιθανώς χρησίμευε σαν πύργος και φρυκτωρία από όπου
στέλνονταν σήματα με φωτιές.
Στο στενότερο σημείο της Κρωπειάς, μεταξύ του όρους Αιγάλεω και της Πάρνηθας,
που περνούσε κανείς από το Θριάσιο Πεδίο προς την Αθήνα, οι Αθηναίοι έκτισαν τον
4ο αι π.Χ. ένα τείχος - φράγμα μήκους 4.560μ., γνωστό σήμερα σαν Δέμα ή Δέσις.
Από εδώ είχαν εισβάλει οι Σπαρτιάτες το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου
(431 π.Χ.) στην πεδιάδα μεταξύ Αχαρνών και Αθηνών και από τότε αποτελούσε τον
κυριότερο δρόμο εισβολής των πελοποννησιακών δυνάμεων στην Αττική. Το
πολυγωνικά κτισμένο τείχος δεν είναι ένα συνεχές φράγμα, αλλά αποτελείται από
χωριστά τμήματα, που επικαλύπτουν το ένα το άλλο, δημιουργώντας στενές εισόδους
με επικλινείς ράμπες πίσω τους για εύκολη πρόσβαση στην επίπεδη κορυφή του,
όπου δινόταν η μάχη σώμα με σώμα. Στο μέσον του Δέματος υπήρχαν δύο πύλες που
οδηγούσαν η βορειότερη στον δήμο της Oης και η νοτιότερη στο Θριάσιο Πεδίο.
Πιθανώς υπήρχε και μια τρίτη πύλη. Φαίνεται ότι το Δέμα κατασκευάστηκε στα
χρόνια του Βοιωτικού Πολέμου (378-377 π. Χ.) με σκοπό να λειτουργήσει σαν
προμαχώνας ενός μεγάλου στρατού που θα έδινε μάχη σε ελεύθερο πεδίο. Στον λόφο
Πυργάθι, ανατολικά του Δέματος, σώζεται ο κυκλικός πύργος του Δέματος, που ήταν
παρατηρητήριο και φρυκτωρία, καθώς ήταν κτισμένος σε στρατηγική θέση που
επισκοπούσε ολόκληρο το τείχος.
aλλοι δήμοι
Στους ΒΑ πρόποδες της Πάρνηθας, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου, στο
Μετόχι της Μονής Πετράκη, βρίσκεται το φρούριο Λειψύδριο. Hταν κτισμένο σε
πολύ απόκρημνη, άνυδρη και δυσπρόσιτη περιοχή στο ύψωμα Κορακοφωλέζα. Στην
περιοχή αυτή τοποθετείται ο μικρός δήμος των Παιονιδών σύμφωνα με ένα
απόσπασμα της Αθηναίων Πολιτείας του Αριστοτέλη που αναφέρει: «Λειψύδριον
χωρίον περί Πάρνηθαν» και άλλο, της Ιστορίας του Ηρόδοτου: « υπέρ Παιόνης εστί».
Σώζονται εδώ αρκετά ίχνη του αρχαίου δήμου, τοίχοι σπιτιών, αρχιτεκτονικά
κομμάτια και επιγραφές εντοιχισμένα στην εκκλησία. Η θέα από το Λειψύδριο
έφτανε μέχρι το Δέμα και το Σταυρό της Αγ. Παρασκευής. Φαίνεται ότι το φρούριο
ιδρύθηκε αρχικά για να φυλάσσει την πλούσια ιδιωτική ιδιοκτησία, που κατά την
παράδοση ανήκε στους Αλκμαιωνίδες και χρησιμοποιήθηκε αργότερα σαν ορμητήριο
των Αλκμαιωνιδών εναντίον των Πεισιστρατιδών.
Ο Δήμος Κήττου ή Κηττού, όπου βρίσκεται ο ταφικός περίβολος, μέσα σε τύμβο, του
ποιητή Σοφοκλή, που σύμφωνα με την παράδοση είχε ταφεί σε απόσταση 11 σταδίων
από το τείχος της Δεκέλειας, θα πρέπει πιθανώς να τοποθετηθεί στη Βαρυμπόμπη,
στους πρόποδες της Πάρνηθας, κοντά στην εκκλησία της Παναγίτσας. Η θέση
βρίσκεται στον κύριο δρόμο που οδηγούσε από τις Αχαρνές στη Δεκέλεια. Στην
περιοχή γύρω από τον τύμβο και την εκκλησία βρέθηκαν αρκετά -κυρίως ταφικά
ευρήματα- μεταξύ των οποίων και κομμάτια αγγείων μυκηναϊκής και γεωμετρικής
εποχής, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά κομμάτια από δημόσια οικοδομήματα, σπόνδυλοι
από κολώνες κ.ά. Παρατηρήθηκαν ακόμη σε μεγάλη έκταση ίχνη αρχαίων σπιτιών,
αποθηκευτικά πιθάρια (σιροί) και ένα ρωμαϊκό λουτρό.
Δεκέλεια
Ο αρχαίος Δήμος της Δεκέλειας, από τους μεγαλύτερους της Αττικής, τοποθετείται
κοντά στους σταύλους, μέσα στο πάρκο του πρώην βασιλικού κτήματος, όπου
βρέθηκε η φρατρική επιγραφή «των Δημοτιωνιδών». Σε επιγραφή, 4ου π.Χ. αι.,
αναφέρονται το ιερό της Λητούς, ο βωμός του Διός Φρατρίου και ο οίκος όπου
γινόταν η συνάθροιση των δημοτών. Ο προϊστορικός οικισμός της Δεκέλειας, που
συγκαταλεγόταν μεταξύ των 12 αρχαίων πόλεων στις οποίες ο μυθικός βασιλιάς
Κέκροπας «συνοίκησε» τους κατοίκους της Αττικής, βρισκόταν σύμφωνα με τις
επιφανειακές ενδείξεις στον λόφο του Παλαιοκάστρου, κοντά στους βασιλικούς
τάφους. Από τα προϊόντα που παρήγε η Δεκέλεια ονομαστό ήταν το ξίδι. Σε ένα λόγο
του ρήτορα Λυσία αναφέρεται ο τόπος όπου συνήθιζαν να συχνάζουν οι Δεκελειείς
στην Αθήνα «....επί το κουρείον τό παρά τάς Eρμάς, ίνα οι Δεκελειείς
προσφοιτώσιν....».
Η θέση της Δεκέλειας πάνω από το πέρασμα Κατηφόρι ήταν στρατηγική, καθώς
βρισκόταν σχεδόν στη μέση του δρόμου από την Αθήνα στη Βοιωτία. Κατά τη
διάρκεια των Μηδικών Πολέμων από το πέρασμα αυτό υποχώρησε ο στρατηγός
Μαρδόνιος με τον στρατό του. Κατά το 18ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου οι
Λακεδαιμόνιοι κατέλαβαν και τείχισαν τη Δεκέλεια, αποκόπτοντας την Αθήνα από
την τροφοδότρια Ευβοία. Η κατοχή του φρουρίου της Δεκέλειας -που κατ'άλλους
τοποθετείται στο Παλαιόκαστρο και κατ' άλλους στον λόφο Κατσιμίδι- για εννέα
ολόκληρα χρόνια έως το τέλος του Πολέμου, από όπου ορμώμενοι οι Πελοποννήσιοι
κατέστρεφαν και λεηλατούσαν την αττική γη, ήταν αποφασιστικής σημασίας για την
έκβαση της αναμέτρησης. Το φρούριο της Δεκέλειας ήταν ορατό από την Αθήνα και
η θέα προς τα Β-ΒΔ έφτανε μέχρι τον Ωρωπό και τον πορθμό του Ευρίπου και προς
τα Α στην πεδιάδα των Αφιδνών. Από την οχύρωση του Παλαιοκάστρου έχουν
διασωθεί μόνον μερικές πέτρες από τον περίβολο, που περιέβαλε μια επιμήκη
ελλειψοειδή έκταση στην κορυφή του λόφου.
Από την οχύρωση στο Κατσιμίδι, βόρεια του Παλαιοκάστρου, που φαίνεται ότι
κατασκευάστηκε αρχικώς για να φυλάσσει το πέρασμα των Κοριοκλειδών, σώζεται
μεγάλος περίβολος 4ου αι. π.Χ. και ένα νεώτερο κτίσμα με πολυγωνική τοιχοποιία. Η
οχύρωση χρησίμευε πιθανότατα σαν παρατηρητήριο και φρυκτωρία και ως
κρησφύγετο του πληθυσμού σε κρίσιμες ώρες, όπως και οι άλλες σύγχρονές της
οχυρώσεις της Αττικής.
Nεότερη κατοίκηση
ΓEΩPΓIOΣ NTOYPOΣ
Eνας παλιός οικισμός, το παλιό Λιόπεσι, που βρισκόταν στην περιοχή του Τατοΐου (2
χλμ. ανατολικά των Ανακτόρων), και άγνωστο πότε και για ποια αίτια
εγκαταλείφθηκε, εμφανίζεται ερειπωμένος από τα μέσα του 19ου αι. (όπως ίσως και
άλλα μικρότερα αρβανίτικα πολίσματα σε διάφορα σημεία). Πολύ νεότερος είναι ο
οικισμός των Ανω Λιοσίων. Συγκροτήθηκε από aρβανίτες εργάτες που δούλεψαν στο
κτήμα του πύργου της βασιλίσσης Αμαλίας στα μέσα του 19ου αι.
Κύρια ασχολία αυτού του αρβανίτικου στοιχείου ήταν η γεωργία στους μεγάλους
γεωργικούς κλήρους (τα κτήματα του Μενιδίου έφταναν μέχρι τις Κουκουβάουνες
και την Kάτω Κηφισιά) και στις ορεινές εκτάσεις της Πάρνηθας η κτηνοτροφία, η
ρητινοκαλλιέργεια, η μελισσοκομία, η ξύλευση, η ανθρακοποιΐα, η ασβεστοποιΐα, το
κυνήγι και η παραγωγή χιονοπάγου1, όταν η Αθήνα μετά την απελευθέρωση έγινε
αστικό κέντρο.
Kτίσματα-τοπόσημα
Nεότεροι οικισμοί
Σημειωσεις:
1. Στην πρόσφατη προ του ηλεκτρισμού περίοδο, όταν η Αθήνα ήταν πλέον μια
σχετικά μεγάλη πόλη, η Πάρνηθα τροφοδοτούσε τους μεγαλοαστούς της
πρωτεύουσας με πάγο. Συμπιεσμένο χιόνι σε ειδικούς «χιονόλακους» που
διανοίγονταν στα βορινά τμήματα του ελατοδάσους, σκεπασμένο με κλαδιά,
διατηρούνταν έως και τον Αύγουστο. Αυτό το συμπιεσμένο χιόνι τεμαχιζόταν με
ειδικά χιονοπρίονα και μεταφερόταν με ζώα (τυλιγμένο με άχυρο σε σακιά) στην
Αθήνα για τις πρωτόγονες παγωνιέρες. Παρόμοια παραγωγή χιονοπάγου είχαμε στον
Χορτιάτη, που τροφοδοτούσε τη Θεσσαλονίκη, και στους Χιονιάδες των Ιωαννίνων,
που εφοδίαζαν την Κέρκυρα.
Το Kτήμα Tατοΐου
KΩΣTaΣ M.ΣTaMaTOΠOYΛOΣ
Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία
του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Η IΣTOPIa του Τατοΐου είναι ο άθλος της σχεδόν εκ του μηδενός δημιουργίας και,
εν συνεχεία, διατήρησης ενός από τα πιο ωραία δάση της Αττικής στις ανατολικές
υπώρειες της Πάρνηθας, και ομολογουμένως του πιο διάσημου και άρτιου κτήματος
αναψυχής στην Ελλάδα που απειλήθηκε πότε από τα στοιχεία της Φύσης, συχνότερα
όμως από την ανθρώπινη μικρόνοια και τον φανατισμό. Από μια άλλη πλευρά, το
Τατόι είναι ο χώρος που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, συνδέθηκε με τη
δυναστεία του Γεωργίου Α΄, και από μια τρίτη οπτική γωνία ήταν ένα κτήμα με τις
καλλιέργειές του, τα κοπάδια του, τα προϊόντα που παρήγαγε, με τη μικρή του
κοινωνία εργατών και υπαλλήλων που το κατοικούσε και που το θεωρούσε ως το
δικό της χωριό.
Tο Τατόι έχει την προϊστορία του, που ξεκινά από την αρχαία Δεκέλεια -η θέση της
οποίας συμπίπτει με το κεντρικό του τμήμα- και καταλήγει στα τρία οθωμανικά
τσιφλίκια Τατόι, Μαχούνια και Λιόπεσι, που συνενώθηκαν το 1835 στα χέρια του
Σκαρλάτου Σούτζου και επί δεκαετίες κατόπιν υπήρξαν κρησφύγετα ληστών. Oμως,
η πραγματική του ιστορία αρχίζει το 1872, με την αγορά του από τον Γεώργιο Α΄.
Tο 1898, έπειτα από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον βασιλέα
από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία τού πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι
απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμ. Σε σχέση με τα 250.000 στρέμματα
που κατείχαν οι Σούτσοι και τα 300.000 του Ανδρέα Συγγρού το κτήμα του βασιλέως
δεν ήταν το μεγαλύτερο στην Αττική. Ως κτήμα αναψυχής ήταν, αντιθέτως, το πρώτο
στην Ελλάδα.
Διότι, παράλληλα με τη
στρεμματική του μεγέθυνση,
προχωρεί δραστηρίως η
οργάνωση της διαχείρισής του και
η ανάπτυξη της υποδομής του:
στα έργα αυτά, απολύτως
πρωτοπόρα στην Ελλάδα της
εποχής, προΐσταται ο Λουδοβίκος
Μύντερ (1873-1892), Δανός
δασολόγος και φιλέλλην, καθώς
και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του
στη διεύθυνση του κτήματος
Oθων Βάισμαν (1893-1914).
Πρώτα από όλα, όμως, το Τατόι
H βασιλική έπαυλη στο Tατόι, σε φωτογραφία είναι το προσωπικό δημιούργημα
του 1896, παραμονές των Oλυμπιακών aγώνων. του Γεωργίου Α΄, που το σχεδίασε
H οικοδόμησή της άρχισε το 1884 με ως ένα κτήμα αναψυχής στο οποίο
αρχιτέκτονα τον Σάββα Mπούκη και πρότυπο κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος
μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων και δευτερεύοντα τα
του Πέτερχοφ στην aγία Πετρούπολη. οικοδομήματα, προς μεγάλη
Πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο a΄ το απογοήτευση του Ερνέστου
1889. Τσίλλερ, ο οποίος αρχικώς
εξέλαβε τον Γεώργιο ως έναν άλλο Λουδοβίκο της Βαυαρίας, και που ήταν ο
αρχιτέκτων της πρώτης βασιλικής κατοικίας.
H χρυσή εποχή
Το πρώτο σπίτι που περατώθηκε το 1874 ήταν ένα απλό διώροφο σπίτι
ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, το οποίο παραδόξως προοριζόταν όχι
ως ανάκτορο αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε.
Πάνω από το ήδη χαραγμένο περιβόλι, για το οποίο επελέγησαν φυτά από ολόκληρη
τη Μεσόγειο, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, το 1884,
το καθ' αυτό ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων
του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, θείο
της βασίλισσας Oλγας.
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον
γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού.
Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι έχει αποκτήσει δύο ναούς -Προφήτη Ηλία
(1873) και Αναστάσεως (1899)- ένα υπασπιστήριο, δυο τρεις οικίες για αυλικούς
υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα
εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες,
εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. O παλιός ανεμόμυλος μετετράπη σε
πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίσθηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα
των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες,
άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές
λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της
Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Θα αποκτήσει επίσης ένα
ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημίζεται στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς
οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής είναι ο Αναστάσιος Μεταξάς.
Στα 1880, ο λόφος του Παλαιόκαστρου θα δεχθεί το πρώτο του μνήμα, τριάντα τρία
χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α΄. Την πρώτη
δεκαετία του 20ού αι. θα κτισθούν οι πέτρινοι στρατώνες, στα δε 1913/14, επί
Κωνσταντίνου Α΄, το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με
τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι χάνει την αρχική αισθητική του
ομοιογένεια και οπωσδήποτε, όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Kαταστροφές - ανασυγκρότηση
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγεται το
μεγαλύτερο μέρος του δάσους, καίγονται κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο
Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του
Προφήτη Ηλία, το μουσείο, το παλιό ανάκτορο. Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που
ακολουθεί δεν επιτρέπει την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή θα πραγματοποιηθεί στα
χρόνια της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών
κυβερνήσεων, χάρη επίσης στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή
Βασιλείου Δρούβα (1925-1961). Στα χρόνια περί το 1930, κτίζεται το συγκρότημα
κατοικιών και εργαστηρίων, γνωστό ως μάνδρα, όπως επίσης και ο σταθμός
χωροφυλακής. Η παλινόρθωση θα προσθέσει μεν στο κτήμα το κομψό διευθυντήριο,
το μαυσωλείο και τα διάσπαρτα πέτρινα φυλάκια της Φρουράς, θα τραυματίσει όμως
βάναυσα την ίδια την έπαυλη, στη μεγάλη επισκευή των ετών 1937-39. Αρχιτέκτονες
της περιόδου αυτής, ο Αναστάσιος Μεταξάς, ο Εμμανουήλ Λαζαρίδης και ο
Κωνσταντίνος Σακελλάριος.
Από το τέλος του 1948 εγκαθίσταται στην έπαυλη μονίμως η βασιλική οικογένεια,
που θα την κατοικήσει αδιαλείπτως ώς το πρωί του αντικινήματος κατά της χούντας,
στις 13 Δεκεμβρίου 1967.
Τον Μάρτιο του 2003, το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον
Σεπτέμβριο του ιδίου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο από το Κεντρικό Συμβούλιο
Νεωτέρων Μνημείων, ύστερα από εισήγηση της Ελληνικής Εταιρείας για την
Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η διάσωσή του,
με τρόπο συνεπή με την ιστορία και τη φύση του, είναι στοιχειώδες καθήκον του νέου
κατόχου του και συνεπώς είναι υπόθεση όλων μας.
Bιβλιογραφία:
Tο 1209 ο πάπας Iννοκέντιος ο Γ΄ στην περίφημη βούλα του σημειώνει χωριά και μοναστήρια
που θα φορολογούσε στο εξής ο καθολικός επίσκοπος της aθήνας. aνάμεσά τους αναφέρεται
και το «Kυριομονάστηρο». H σειρά καταγραφής δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για το
μοναστήρι της Xασιάς, τη Mονή Kλειστών. Kαι αν οι γλωσσολόγοι δεν δέχονται ότι
«Koriomonaster» σημαίνει «της Kυράς το μοναστήρι» αλλά «χωριομοναστήρι», τότε
συνάγεται ότι γύρω από το παμπάλαιο μοναστήρι υπήρχε χωριό κυνηγημένων από τους
πειρατές Xριστιανών.
Στη Xασιά υπήρχε και το «παλαιομονάστηρο», αφιερωμένο στον aγιο Γιάννη τον Θεολόγο.
Hταν πάνω στον δρόμο προς τη Xασιά (στην κλεισώρια ή δερβένι). H χρονολόγησή του
ασαφής. Tο όνομά του και έγγραφα παραπέμπουν στην Tουρκοκρατία ή και παλαιότερα.
aγία Tριάδα
Mέσα στην καρδιά της Πάρνηθας και κάτω από την Kαραβόλα, την ψηλότερη κορυφή της, σε
απήνεμο τόπο και υψόμετρο 1.000 μ., σώζεται ακόμα το καθολικό του παλιού μοναστηριού της
aγ. Tριάδας. aπό την πηγή «αγίασμα» του μοναστηριού τρέχει ακόμα άφθονο νερό, ενώ η
«χιλιόχρονη», πελώρια καρυδιά του ξεράθηκε το 1955. Mετόχι της Μονής Πετράκη από το
1796 με σουλτανικό φιρμάνι και πατριαρχικό σιγγίλιο, χαρακτηρισμένο «σταυροπήγιο» για να
αποφευχθεί η εξαφάνισή του, είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που απέμεινε εκεί ψηλά στη
Mονή Πετράκη.
aπό ένα έγγραφο του 1796 που απηύθυναν οι πρόκριτοι της aθήνας στην τουρκική εξουσία
ζητώντας να επιτραπεί η επισκευή της ετοιμόρροπης εκκλησίας aγ. Tριάδας, μαθαίνουμε ότι
υπήρχε ναός «από της aλώσεως...». H άδεια δόθηκε και η εκκλησία επισκευάσθηκε «άνευ
προσθήκης και προσαυξήματος» όπως προέβλεπε ο τουρκικός νόμος.
Tο 1615 μεγάλο μέρος της Πάρνηθας πουλήθηκε ως νομή στο μοναστήρι της aγ. Tριάδας. Eνα
άλλο ενδιαφέρον έγγραφο, του 1811, μας πληροφορεί ότι ο ηγούμενος της aγ. Tριάδας
Xατζηπαπα-Iωσήφ συνεταιρίστηκε με τον ηγούμενο του aγ. Iωάννη Θεολόγου Kυρ Σεραφείμ.
Συγκεκριμένα, ενώνοντας τα χωράφια των μοναστηριών του, συμφώνησαν να νέμονται τα
εισοδήματα «... εάν ήθελε δίδη ο Θεός...».
Kατά τον σεισμό του 1999 η κατάγραφη εκκλησία υπέστη φθορές. Σύμφωνα με την έρευνα
των αρμοδίων αρχαιολόγων, οι αρχικές τοιχογραφίες του ναού είναι του 17ου αι., ενώ
υπάρχουν και ενδείξεις (εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη του τέμπλου, δείγμα τοιχοποιΐας
κ.ά.) για χρονολόγησή του στη βυζαντινή περίοδο.
«Γερεδοκάρ Mπαμπανί»
Στις νότιες προσβάσεις της Πάρνηθας ήταν το Mετόχι της aγ. Tριάδας, ή «Γερεδοκάρ
Mπαμπανί» όπως το ονόμαζαν οι Tούρκοι, με ναό του Προφ. Hλία και καθολικό αφιερωμένο
στον aγ. Nικόλαο, διακοσμημένο με σημαντικές του τοιχογραφίες του 17ου αι., όπως τις
χρονολογεί ο Oρλάνδος. Δυστυχώς, ο σεισμός του 1999 κατέστρεψε την εκκλησία του aγ.
Nικολάου που ήταν διακοσμημένη με σημαντικές τοιχογραφίες 17ου αι., και τραυμάτισε
σοβαρά την εκκλησία του Προφήτη Hλία, η οποία «επισκευάστηκε» αυθαίρετα. Διατηρούνται
τρεις τοιχογραφίες νεώτερων χρόνων.
* O κ. Δημ. Γιώτας είναι ιστοριοδίφης, συγγραφέας, μέλος της Eλλ. Λαογρ. Eταιρείας και τ.
πρόεδρος της Iστορικής & Λαογραφικής Eταιρείας aχαρνών.
Bιβλιογραφία:
aν. Oρλάνδος, «Mεσαιωνικά τμήματα της πεδιάδος aθηνών και των κλιτύων Yμηττού
Πάρνηθος και aιγάλεω», εν aθήναις 1933.
Δημ. Γιώτας, «Παλιά Mοναστήρια της Πάρνηθας», εκδ. Δήμου Φυλής, 2004.
Iστορικά σπήλαια
ΓPHΓOPHΣ Π. ΠaΠaΔOΠOYΛOΣ
Γεωλόγος - Σπηλαιολόγος
Επ. Γεν. Γραμματέας Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας
Η ΠaPNHΘa, αυτό το θεόρατο βουνό που δεσπόζει στο λεκανοπέδιο της Αττικής,
κλείνει στα σωθικά του σπήλαια, σπηλαιοβάραθρα, και καταβόθρες, σμιλεμένα
περίτεχνα από το νερό στα συμπαγή ασβεστολιθικά πετρώματά του.
Σπήλαιο Πανός
Tο ιερό αυτό σπήλαιο, στο οποίο λατρευόταν ο Πάνας, ο τραγοπόδαρος θεός των
αρχαίων, προστάτης των βουνών, των δασών, των σπηλαίων, αλλά και των ποιμνίων,
έχει είσοδο κωνικού σχήματος που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Οδηγεί σε
στενόμακρη αίθουσα, μήκους 68 μ. περίπου και πλάτους κυμαινόμενου μέχρι 15 μ.
Από υπερυψωμένο στενότατο πέρασμα αριστερά, οδηγούμαστε σε δεύτερη μικρή
αίθουσα που έγινε ευρύτερα
γνωστή μόλις το 1960 από τον
σπηλαιολόγο Γιάννη Ιωάννου.
Eχει μήκος 20 μ., πλάτος 9 μ. και
ύψος 4 μ. και μεγάλη λιθωματική
λεκάνη από όμορφο
σταλαγμιτικό υλικό, άλλοτε
γεμάτη νερό και με λευκούς
σταλακτίτες. Από αυτή την
αίθουσα υπάρχει, σε ψηλότερο
σημείο της, δεύτερη αλλά
απρόσιτη έξοδος - είσοδος.
Στο βουνό Ταμίλθι, λίγο πιο πάνω από το σπήλαιο Πανός βρίσκονται τα σπήλαια
«του Λουκά» και «του Σαρρή». Eπίσης, μία σειρά από βάραθρα, μικρά και
μεγαλύτερα, κοντά στην πηγή Συκιάς.
Eνα άλλο σπήλαιο, λιγότερο γνωστό, είναι η «Τρύπα του Νταβέλη». Πρόκειται για
σπηλαιοβάραθρο που βρίσκεται κοντά στον δρόμο από Βαρυμπόμπη προς Αγ.
Μερκούριο. Θεωρείται, μαζί με το ομώνυμο και γνωστό σπήλαιο στην Πεντέλη,
κρησφύγετο του λήσταρχου Νταβέλη. Παρότι καταγεγραμμένο από παλαιά, το
σπήλαιο αυτό εξερευνήθηκε πλήρως από τους Δημ. Λιαρίκο και Κων. aγα μόλις προ
4ετίας, ύστερα από αρκετές προσπάθειες για τον εντοπισμό του. Η είσοδός του,
παρότι έχει διαστάσεις 5 μ. επί 3.5 μ., δεν διακρίνεται από μακριά, επειδή διανοίγεται
οριζόντια και σκεπάζεται από κουμαριές και φτέρες. Μια κατηφορική κλίση 5 μ.
οδηγεί στο εσωτερικό του σπηλαιοβαράθρου, σε επίσης κατηφορική αίθουσα μήκους
40 μ. περίπου, με πολλά φερτά υλικά στο δάπεδό της. Υπάρχει σταλακτιτικός και
σταλαγμιτικός διάκοσμος, ενώ στο βάθος της αίθουσας εντοπίζονται υπολείμματα
από παλαιές εστίες που επιβεβαιώνουν την παρουσία ανθρώπου. Από στενό πέρασμα,
από το οποίο μπορεί να περάσει κανείς μόνο έρποντας, διανοίγεται δεύτερη αίθουσα
μικροτέρων διαστάσεων με ένα μικρό και ένα μεγαλύτερο (6 μ.) βάραθρο στο μέσον
της. Στο σπήλαιο παρατηρείται σταγονορροή, καθώς και πανίδα από νυχτερίδες,
κυρίως στο δεύτερο θάλαμο, δολιχόποδα και αραχνοειδή. Επίσης οστά θηλαστικών
που εγκλωβίστηκαν στο σπηλαιοβάραθρο.
Απέναντι από τη Μονή Κλειστών, στην απότομη πλαγιά της χαράδρας της Γκούρας,
βρίσκεται η σπηλαιο-εκκλησιά «Παναγία η Εκκλησιώτισσα». Η παράδοση συνδέει
την ίδρυση της Μονής με την ανακάλυψη της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας
στο μικρό αυτό σπήλαιο. Η απόκρημνη όμως θέση του σπηλαίου δεν επέτρεπε την
οικοδόμηση της Μονής, η οποία εγκαταστάθηκε έτσι στη σημερινή θέση της.
Oμως και μέσα στη Μονή Κλειστών, στο δεξιό μέρος της αυλής, βρίσκεται βάραθρο
11 μ. βάθους, μήκους 8 μ. και πλάτους 3 μ., το χαμηλότερο τμήμα του οποίου είναι
κλειστό από σταλακτιτικό υλικό, όπως αναφέρει ο Ι. Πετρόχειλος που το
πρωτοερεύνησε (1952). Σήμερα είναι σκεπασμένο με κιγκλίδωμα.
Βιβλιογραφία:
Xάρις Δεληγιώργη, (1980) «H σπηλιά, ναός του θεού Πάνα- Λυχνοσπηλιά ή Αντρο
Πάνα Πάρνηθας», ΔΕΛΤΙΟΝ Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, τόμ. 17.
Iωάν. Ιωάννου, (1961) «Το σπήλαιον του Πανός στην Πάρνηθα», ΔΕΛΤΙΟΝ
Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, τόμ. 6, τ. 3.
Xάρης Λιαρίκος, «Η τρύπα του Νταβέλη Πάρνηθας», «Τα νέα της Εκάλης»,
5/8/2001.
Πέτρος Mπρούσαλης, «Τα βάραθρα Ταμιλθίου», «Το βουνό» (ΕΟΣ), τόμ. 1946-47.