Ο τό-πος μας εί-ναι κλει-στός, γί-νου-νται αι-νίγ-μα-τα α-νε-
ξή-γη-τα γί-νου-νται αι-νίγ-μα-
Ό-λο βου-νά τα α-νε-ξή-γη-τα για την ψυ-χή που έ-χου-νε σκε-πή το χα-μη- μας. λό ου-ρα-νό Πώς γεν-νή-θη-καν, μέ-ρα και νύ-χτα. / πώς δυ-να-μώ-σα-νε Δεν έ-χου-με πο-τά-μια, δεν έ- τα παι-διά μας; τα παι-διά χου-με πη-γά-δια, δεν έ-χου-με μας; /// πη-γές. Μο-νά-χα λί-γες στέρ- νες, Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε Ά-δειες κι’αυ-τές. / πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, / Δεν έχουμε ποτάμια, δεν άδειες κι αυτές. / έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, / Που ηχούν Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. / άδειες κι αυτές. / Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον Που η-χούν Που η-χούν και που κλεί-νουν οι δυο μαύ-ρες Συ- τις προ-σκυ-νού-με. Ή-χος στε- μπλη-γά-δες. / κά-με-νος, κού-φιος, Στα λι-μά-νια / Ί-διος με τη μο-να-ξιά μας, την Κυ-ρια-κή σαν κα-τε-βού-με Ί-διος με την α-γά-πη μας, ν’α-να-σά-νου-με, / Ί-διος με τα σώ-μα-τά μας. βλέ-που-με να φω-τί-ζου-νται Μας φαί-νε-ται πα-ρά-ξε-νο στο’η-λιό-γερ-μα που κά-πο-τε μπο-ρέ-σα-με σπασ-μέ-να ξύ-λα, να χτί-σου-με τα σπί-τια, α-πό τα-ξί-δια τα κα-λύ-βια που δεν τέ-λειω-σαν και τις στά-νες μας. σώ-μα-τα Και οι γά-μοι μας, τα δρο-σε-ρά που δεν ξέ-ρουν πια στε-φά-νια και τα δά-χτυ-λα, πώς ν’α-γα-πή-σουν.