You are on page 1of 65

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ & ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ / ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ


ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ – ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών


ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ, ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Αριστοτέλης-Γεώργιος Πιττάρης

Τα πολιτικά προτάγματα των κοινών και


της αποανάπτυξης (στο αστικό περιβάλλον)
Συμβολές σε μία σύγχρονη θεωρία οικολογικο-κοινωνικού
μετασχηματισμού

Διπλωματική εργασία

Επιβλέπων καθηγητής : Αλέξανδρος Κιουπκιολής

Θεσσαλονίκη 2021

1
ΜΕΛΗ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

1) Αλέξανδρος Κιουπκιολής, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Επιστημών (επιβλέπων


καθηγητής)
2) Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος, επίκουρος καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Επιστημών
3) Ιωάννης Σταυρακάκης, καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Επιστημών

Η υποστήριξη και η έγκριση της διπλωματικής εργασίας έγινε στις 02/11/2021.

2
Περιεχόμενα Σελίδες

1.Εισαγωγή.......................................................................................................................................4

2.Περί αποανάπτυξης.....................................................................................................................8
2.1.Ιστορική αναδρομή και ορισμός της αποανάπτυξης..........................................................8
2.2.Κριτική στην έννοια της ανάπτυξης και στο καπιταλιστικό μοντέλο οικονομίας.............9
2.3.Η αποανάπτυξη του Παγκόσμιου Βορρά ως ένα πρόταγμα μεταξύ άλλων εντός
του πληθυντικού κόσμου.................................................................................................10
2.4.Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο πολλαπλών στρατηγικών...............................11
2.4.1.Η διαγνωστική διάσταση της αποανάπτυξης....................................................12
2.4.2.Η προγνωστική διάσταση της αποανάπτυξης...................................................16
2.4.2.1.Η στρατηγική των “επαναστατικών μεταρρυθμίσεων”.....................17
2.4.2.2.Η στρατηγική των εναλλακτικών εγχειρημάτων των από τα κάτω
στο εδώ και το τώρα...........................................................................18
2.5.Η ανάδυση της αντι-ηγεμονικής δύναμης της αποανάπτυξης.........................................19
2.5.1.Η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας.................................................................20
2.5.2.Συνδυασμός αντι-ηγεμονικών και μετα-ηγεμονικών πολιτικών στρατηγικών.21

3.Περί κοινών.................................................................................................................................23
3.1.Ιστορική αναδρομή: από τον Garrett Hardin στην Elinor Ostrom...................................23
3.2.Τι είναι τα αντικαπιταλιστικά κοινά;................................................................................25
3.2.1.Τρία στοιχεία: κοινός πλούτος, κοινότητα, από κοινού (ανα)παραγωγή..........25
3.2.2.Τα αναπαραγωγικά κοινά και η αναπαραγωγική εργασία.................................27
3.3.Κεφάλαιο, κοινά και αποανάπτυξη..................................................................................28
3.3.1.Η διαδικασία της αέναης “πρωταρχικής συσσώρευσης”..................................28
3.3.2.Τα κοινά εναντίον της προσταγής για αέναη οικονομική μεγέθυνση...............29
3.4.Οι στρατηγικές των κοινών για τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό.................30
3.4.1.Τα κοινά ως προεικονιστικά εγχειρήματα.........................................................31
3.4.2.Η θέση του πολιτικού εντός του προτάγματος των κοινών..............................33
3.4.2.1.Πρώτη γραμμή σκέψης: η εξάπλωση του Ίδιου.................................33
3.4.2.2.Δεύτερη γραμμή σκέψης: η συμπόρευση με το Άλλο........................37

4.Κοινά και αποανάπτυξη στο αστικό περιβάλλον..............................................................39


4.1.Οι κοινοί χώροι και η διαπλαστική τους διάσταση.........................................................40
4.1.1.Παρέκβαση νο.1: Pierre Bourdieu....................................................................42
4.1.2.Παρέκβαση νο.2: J.Κ. Gibson-Graham............................................................44
4.2.Συμπόρευση κοινών και αποανάπτυξης στο επίπεδο της πόλης.....................................46
4.2.1.Το δικαίωμα στην πόλη (των κοινών και της αποανάπτυξης)..........................48

5.Συμπεράσματα...........................................................................................................................52

6.Βιβλιογραφία..............................................................................................................................54

7.Περίληψη/Abstract....................................................................................................................65

3
1.Εισαγωγή
Soy luz y sombra, el sol brillante
Frio beso de nubes, frio beso de nubes
Que acarisia tu piel, que apolla tu andar
La roca bajo tus pies, soy

La voz del buho, que siempre nos canta


"¿Quien podra negarnos, lo que nos falta?"
Todos pasan sus dias entre mis brazos
Tenemos mucho que compartir

Hogar fecundo de arboles viejos


De flores tiernas recien nacidas
Con raices maduras y esperanza futuras
La familia unida

Preguntale al polvo de donde nacimos


Preguntale al bosque que con la lluvia crecimos
Preguntale a las palmas que con el viento se mueven
Escucha el corazon de tu madre y pruebe

Το ποίημα αυτό βρίσκεται χαραγμένο σε μία πλάκα στο Δάσος των σύννεφων στην Κόστα Ρίκα.
Από εκεί ταξίδεψε και βρέθηκε να κλείνει το δίσκο του Ry Cooder, ονόματι Chávez Ravine, που
αφηγείται την ιστορία του αγώνα που δόθηκε τις δεκαετίες του 1950 και 1960 στην ομώνυμη
περιοχή των περιχώρων του Los Angeles ανάμεσα στην μεξικανική κοινότητα κατοίκων και στις
τοπικές αρχές. Για τους πρώτους, η περιοχή εκείνη αποτελούσε τον τόπο κατοικίας, ζωής και
ύφανσης των κοινωνικών τους σχέσεων, ενώ για τους δεύτερους μία καλή ευκαιρία εξευγενισμού
των περιχώρων και ανάπτυξης μέσω της κατασκευής σύγχρονων κατοικιών. Όπως σε πολλούς από
τους διάσπαρτους ανά τον κόσμο αγώνες που δόθηκαν μέσα στα χρόνια, οι κάτοικοι του Chávez
Ravine, ηττήθηκαν, μετακινήθηκαν και είδαν τα επόμενα χρόνια να χτίζεται στον τόπο τους, όχι
τόσο ένα σύμπλεγμα κατοικιών όσο ένα στάδιο του μπέιζμπολ. Ο Cooder αφού έχει αφηγηθεί το
χρονικό, που περιλαμβάνει από στιγμιότυπα της ζωής καθημερινών ανθρώπων της μεξικανικής
κοινότητας μέχρι τις εκ των άνω προσπάθειες επιβολής των σχεδίων εξευγενισμού και ανάπτυξης
της περιοχής περιπεπλεγμένων με το κυνήγι εναντίον των Κόκκινων επί μακαρθισμού, καταλήγει
“να δώσει στη γη το τελευταίο λόγο, ώστε να διηγηθεί την ιστορία από τη δικιά της σκοπιά”. Και
αυτό που εξιστορείται από την πλευρά της, σύμφωνα με το ποίημα, είναι μία ιστορία
αλληλεξάρτησης, συνύπαρξης ανάμεσα στις κοινότητες των ανθρώπων, των ζώων και των
οικοσυστημάτων - “μίας οικογένειας ενωμένης”, καθώς και μία ταυτόχρονη κραυγή - “ποιός μπορεί
να μας αρνηθεί αυτά που έχουμε ανάγκη;” - και πρόσκληση προς τις κοινότητες αυτές, που “όλες
περνούν τις μέρες τους μέσα στην αγκαλιά μου” καθώς εντέλει “έχουμε τόσα πολλά να
μοιραστούμε μεταξύ μας”.

Η ιστορία αυτή συνοψίζει κατά κάποιον τρόπο τις δύο βασικές θεματικές της εργασίας, δηλαδή τα
προτάγματα των κοινών και της αποανάπτυξης. Τόσο η έννοια της κοινότητας ανθρώπων, που ζουν
και θέτουν από κοινού τους όρους της συμβίωσης τους, πολλές φορές σε αντίθεση με άλλες
ισχυρότερες δυνάμεις, όσο και οι αξίες της αλληλεξάρτησης, του μοιράσματος, της φροντίδας για
τους άλλους και τη φύση, που έρχονται σε αντίθεση με την επιδίωξη του κέρδους και την προσταγή
για αέναη οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη είναι ζητήματα τα οποία θα ανακύψουν και θα
μελετηθούν στην παρούσα εργασία. Και μάλιστα θα εξεταστούν κυρίως στα πλαίσια του αστικού

4
περιβάλλοντος, όπου συγκρούονται δύο δυνάμεις που στοχεύουν σε αντικρουόμενες χρήσεις της
πόλης και ευρύτερα σε διαφορετικούς τρόπους συνύπαρξης, συνεργασίας και ύφανσης κοινωνικών
σχέσεων καθώς και διαφορετικές πρακτικές που εμφορούνται από αντιτιθέμενα σύνολα αξιών.

Πιο συγκεκριμένα η θεωρία της αποανάπτυξης, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται κυρίως η
διεπιστημονική ερευνητική ομάδα Research and Degrowth και η θεωρία των κοινών, κυρίως μέσα
από το έργο του Massimo De Angelis, αποτελούν τα δύο αντικείμενα μελέτης της εργασίας. Στόχος
μου είναι να εξετάσω την πολιτική διάσταση των δύο αυτών θεωριών και να προτείνω μια πιθανή
συμπόρευση τους που να αποσκοπεί στον επιθυμητό οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό,
λαμβάνοντας πάντως υπόψιν τις ασυμφωνίες μεταξύ τους και προσπαθώντας να τις επιλύσω
διαμέσου του έργου άλλων στοχαστών. Για να το επιτύχω αυτό αφιερώνω τα δύο πρώτα κεφάλαια
στην παρουσίαση των βασικών στοιχείων της θεωρίας της αποανάπτυξης και της θεωρίας των
κοινών αντίστοιχα, ενώ στο τελευταίο υποκεφάλαιο κάθε κεφαλαίου διατυπώνω ορισμένες
προτάσεις, που κατά τη γνώμη μου ενισχύουν τα δύο προτάγματα. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο
επικεντρώνομαι στο αστικό περιβάλλον, τα αστικά κοινά ή τους κοινούς χώρους σύμφωνα με τον
Σταύρο Σταυρίδη και διατυπώνω την πρόταση μου για τη συμπόρευση των δύο προταγμάτων και
τη δημιουργία μιας αντι-ηγεμονικής δύναμης στο επίπεδο της πόλης.

Για να επιτευχθεί αυτή η συμπόρευση θα πρέπει να εξετάσουμε από τη σκοπιά της πολιτικής
θεωρίας τη συμβατότητα των δύο προταγμάτων και των πολιτικών στρατηγικών τους για τη
μετάβαση σε μία άλλη κοινωνία. Όπως θα δούμε και παρακάτω οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης
τείνουν περισσότερο προς μια γκραμσιανού τύπου θεωρία της ηγεμονίας, ενώ ο De Angelis
επεξεργάζεται μια στρατηγική, που εστιάζει στην εξάπλωση των κοινών και δανείζεται στοιχεία της
μετα-ηγεμονικής θεωρίας. Το γεγονός αυτό θα έθετε εμπόδια στη συμπόρευση και για αυτό το λόγο
κρίνεται σημαντικό να δειχθεί πρώτον ότι το πρόταγμα της αποανάπτυξης, εμπεριέχει μέσα του
στοιχεία της θεωρίας της μετα-ηγεμονίας, ακόμα κι αν δεν έχουν ρητά διατυπωθεί από τα μέλη της
ομάδας Research and Degrowth. Και δεύτερον ότι εντοπίζεται μία δεύτερη γραμμή σκέψης στο
έργο του De Angelis, αυτή της “συμπόρευσης με το Άλλο”, την οποία εάν ακολουθήσουμε θα
μπορέσουμε να υπερβούμε τα εμπόδια και να επιτύχουμε τη συμπόρευση τνω δύο προταγμάτων.
Αφού επιχειρηματολογήσω επί αυτού στα τελευταία υποκεφάλαια των δύο πρώτων κεφαλαίων, θα
εστιάσω στο αστικό περιβάλλον και τα αστικά κοινά. Θα υποστηρίξω πως οι εμπειρίες, οι
κοινωνικές σχέσεις, οι πρακτικές, οι έξεις, το νέο λεξιλόγιο και οι συναισθηματικές επενδύσεις σε
νέες ταυτότητες που ευδοκιμούν εντός των κοινών (χώρων) μπορούν πρώτον να κάνουν ρητή και
άρα να ισχυροποιήσουν τη σύνδεση μεταξύ των κοινών και της αποανάπτυξης. Δεύτερον μπορούν
μέσω της διαπλαστικής τους διάστασης να παρέμβουν σε αυτό που στην γκραμσιανή ανάλυση θα
αποτελούσε το μικροεπίπεδο των καθημερινών διαδράσεων εντός της κοινωνίας των πολιτών και
άρα να συμβάλουν με τον τρόπο τους στη δημιουργία της αντι-ηγεμονικής δύναμης, που θα
επιφέρει τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό.

Πιο αναλυτικά στο δεύτερο κεφάλαιο θα επιχειρήσω αρχικά μια ιστορική αναδρομή στην έννοια
της αποανάπτυξης και θα παραθέσω έναν ορισμό της. Θα εξετάσω έπειτα την κριτική που ασκεί
στις ηγεμονικές έννοιες και προσταγές για αέναη οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη, δείχνοντας
ταυτοχρόνως πως το πρόταγμα αυτό δεν είναι το πρώτο, ούτε το μοναδικό που πραγματοποιεί μια
τέτοια κριτική. Αντιθέτως η θεωρία της αποανάπτυξη, γέννημα του Παγκόσμιου Βορρά, έρχεται να
συμπληρώσει και όχι να υποκαταστήσει παρόμοια ρεύματα σκέψης και δράσης που ευδοκιμούν
στον Παγκόσμιο Νότο, με τα οποία επιδιώκει να συνυπάρξει εντός ενός πληθυντικού κόσμου
(pluriverse). Στη συνέχεια θα προσεγγίσω την έννοια της αποανάπτυξη ως ένα ευρύτερο
ερμηνευτικό πλαίσιο και πολιτικό πρόταγμα που αγκαλιάζει μια ποικιλία αγώνων και που
αποτελείται από μια διαγνωστική και μία προγνωστική διάσταση. Σύμφωνα με την πρώτη, το
πρόταγμα της ανάπτυξης τροφοδοτείται από έξι πηγές σκέψης που καταπιάνονται με ζητήματα

5
οικολογικής καταστροφής, κριτικής στον ατομοκεντρικό ωφελιμισμό, ποιότητας και νοήματος μιας
αξιοπρεπούς ζωής, εναντίωσης στην κατασπατάληση ενέργειας και φυσικών πόρων, έλλειψης
δημοκρατικού ελέγχου και επιδίωξης κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης ανάμεσα στον
Παγκόσμιο Βορρά και Νότο. Ταυτόχρονα η αποανάπτυξη τονίζει τη συμβατότητα τους με τη
βασική της απαίτηση για απεγκλωβισμό από την προσταγή της αέναης οικονομικής μεγέθυνσης,
συναρθρώνει τα αιτήματα τους προς αυτήν την κατεύθυνση με σκοπό να δημιουργηθεί μια αντι-
ηγεμονική δύναμη, ικανή να επιφέρει τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό. Η δεύτερη
διάσταση του ερμηνευτικού πλαισίου της αποανάπτυξης αφορά σε μία πρόγνωση για τη μετάβαση
στην κοινωνία της αποανάπτυξης, η οποία θα συντελεστεί μέσω της συνεργασίας μιας ποικιλίας
στρατηγικών μετάβασης και δρώντων υποκειμένων. Το κέντρο βάρους πέφτει σε δύο στρατηγικές,
τις “επαναστατικές μεταρρυθμίσεις” και κυρίως τα εναλλακτικά εγχειρήματα των από τα κάτω στο
εδώ και το τώρα, στα οποία εντάσσεται και το πρόταγμα των κοινών. Θα μελετήσω λοιπόν στη
συνέχεια τη συνάφεια αποανάπτυξης και κοινών και θα κλείσω το πρώτο κεφάλαιο με την εστίαση
στις δυνατότητες συμπόρευσης των δύο προταγμάτων με στόχο την ανάδυση της αντι-ηγεμονικής
δύναμης της αποανάπτυξης, περνώντας από τη θεωρία του ενιαίου (integral) κράτους του Gramsci
που υιοθετούν οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης στις σύγχρονες αντι-ηγεμονικές και μετα-
ηγεμονικές πολιτικές στρατηγικές, που προτάσσουν την αντιπροσώπευση, τη συγκέντρωση της
εξουσίας σε ένα κέντρο ή την οριζόντια δικτύωση εγχειρημάτων και την αμεσοδημοκατία
αντίστοιχα. Τέλος θα υποστηρίξω πως για την αντιμετώπιση των πολύπλοκων προβλημάτων του
καιρού μας η διατήρηση της έντασης και η προσπάθεια για συνδυασμό των δύο αυτών ρευμάτων
πολιτικής σκέψης και δράσης είναι πιο γόνιμες από την a priori θεωρητική πριμοδότηση ενός εκ
των δύο και την απόρριψη του άλλου.

Στο τρίτο κεφάλαιο θα ανατρέξω εν συντομία στην έννοια των κοινών, έτσι όπως εμφανίστηκε με
αρνητική συνδήλωση στο έργο του Garrett Hardin και με θετική στο έργο της Elinor Ostrom, ώστε
να καταλήξω στην έννοια των αντικαπιταλιστικών κοινών που προτάσσει ο Massimo De Angelis.
Θα αναφερθώ έπειτα στα τρία απαραίτητα στοιχεία που συναποτελούν τα κοινά, δηλαδή στους
κοινούς πόρους προς διαμοιρασμό, στην κοινότητα που τους διαχειρίζεται και συναποφασίζει από
κοινού και στις διαδικασίες από κοινού (ανα)παραγωγής των κοινών, των κοινοτήτων και των
κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό τους καθώς και σε μία ειδική κατηγορία κοινών, τα
αναπαραγωγικά και την αναπαραγωγική εργασία που συντελείται εντός τους. Στο τρίτο
υποκεφάλαιο θα εξετάσω τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ της κοινωνικής δύναμης των κοινών και
του κεφαλαίου και τη διαδικασία της αέναης “πρωταρχικής συσσώρευσης” με την οποία
βρίσκονται αντιμέτωπα τα κοινά, πριν περάσω στη σχέση των κοινών με την αποανάπτυξη,
ιδωμένη υπό τη σκοπιά των θεωρητικών των κοινών και την αντίθεση των πρώτων στην προσταγή
για αέναη οικονομική μεγέθυνση. Το κεφάλαιο θα κλείσει με τη μελέτη των στρατηγικών που
επεξεργάζεται ο De Angelis για τη μετάβαση σε μία διαφορετική κοινωνία. Αφού συνδέσω το
πρόταγμα των κοινών με τα λεγόμενα προεικονιστικά εγχειρήματα θα στραφώ στη διάσταση του
πολιτικού στοιχείου και τη σημαντικότητα ή υποτίμηση του από πλευράς De Angelis. Θα
υποστηρίξω πως υπάρχουν δύο αντικρουόμενες μεταξύ τους γραμμές σκέψης εντός του έργου του,
τις οποίες θα ονομάσω “η εξάπλωση του Ίδιου” και “η συμπόρευση με το Άλλο” και οι οποίες
αφορούν στους στρατηγικούς στόχους του προτάγματος των κοινών, τη νοηματοδότηση και τη
σημαντικότητα του πολιτικού στοιχείου εντός του και τους δρόμους για την επίτευξη των τελικών
του στόχων. Ανάλογα με το ποια γραμμή σκέψης θα διαλέξουμε θεωρώ πως οδηγούμαστε είτε στην
αποκλειστική επιδίωξη της “εξάπλωσης του Ίδιου” μέσω του πολλαπλασιασμού των κοινών,
γεγονός που προκαλεί δυσκολίες στη σύνδεση του προτάγματος των κοινών με αυτό της
αποανάπτυξης, είτε στην “συμπόρευση με το Άλλο” που εν μέρει αίρει αυτές τις δυσκολίες και
προτάσσει μία στάση ανοιχτότητας των κοινών όσον αφορά την πιθανή τους συμπόρευση και
πολιτική συμμαχία με άλλες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και το πρόταγμα της
αποανάπτυξης.

6
Στο τέταρτο κεφάλαιο θα εστιάσουμε στο αστικό περιβάλλον, καθώς οι ρυθμοί αστικοποίησης
ειδικά στον Παγκόσμιο Βορρά εμφανίζονται ιδιαίτερα αυξημένοι και άρα η συμπόρευση των
προταγμάτων της αποανάπτυξης και των κοινών είναι σημαντικό να εξεταστεί και στο επίπεδο της
πόλης. Αρχικά, αντλώντας από το έργο του Σταύρου Σταυρίδη, θα μελετήσουμε τους κοινούς
χώρους και τις τρεις πρακτικές που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό τους και εγγυώνται την
διεύρυνση του μοιράσματος, δηλαδή την σύγκριση και τη μεταφρασιμότητα μεταξύ των
διαφορετικών υποκειμένων και των πρακτικών τους και τον συνεχή επιμερισμό της εξουσίας. Στη
συνέχεια θα στρέψουμε την προσοχή μας στο εσωτερικό των κοινών και στη διαπλαστική τους
διάσταση, δηλαδή στις διαδικασίες τροποποίησης των πρακτικών, των ιδεών, του λεξιλογίου, των
ταυτίσεων και της συναισθηματικής επένδυσης των υποκειμένων που μετέχουν στα αστικά κοινά,
χρησιμοποιώντας στοιχεία από το έργο του Γάλλου κοινωνιολόγου Pierre Bourdieu και των
οικονομικών γεωγράφων Katherine Gibson και Julie Graham. Από το εσωτερικό των κοινών
(χώρων) να μεταβούμε στο εξωτερικό τους ώστε να εξετάσουμε τις ήδη διατυπωμένες προτάσεις
που αφορούν στην ισχυροποίηση των αστικών κοινών και τη σύνδεση τους με άλλες πολιτικές
δυνάμεις στο επίπεδο της πόλης καθώς και τη συνακόλουθη δικτύωση και συμμαχία των πόλεων
αυτών. Ενώ τέλος θα προταθεί η αξιοποίηση της έννοιας αλλά και αιτήματος του δικαιώματος στην
πόλη, που διατυπώθηκε το 1968 από τον Henri Lefebvre. Θα υποστηρίξω πως μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε το έργο του ως συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο ερμηνευτικό πλαίσιο, στο οποίο
ευελπιστεί να εξελιχθεί το πρόταγμα της αποανάπτυξης και την επεκτατική λογική των αστικών
κοινών, έτσι ώστε να διατυπώσουμε το νέο αίτημα του δικαιώματος στην πόλη των κοινών και της
αποανάπτυξης, το οποίο ταυτοχρόνως θα ενδυναμώνει τα κοινά ως εναλλακτικά εγχειρήματα από
τα κάτω στο εδώ και το τώρα και θα προσανατολίζεται προς θεσμικές αλλαγές, “επαναστατικές
μεταρρυθμίσεις” και κινήσεις κατάληψης της εξουσίας στο επίπεδο της πόλης και της τοπικής
αυτοδιοίκησης. Θα μπορούσε δηλαδή να αποτελέσει ένα στοιχείο σύνδεσης μεταξύ της γραμμής
σκέψης του De Angelis που προτάσσει τη συμπόρευση με το Άλλο και της προσπάθειας της
αποανάπτυξης για την ανάδυση μιας αντι-ηγεμονικής δύναμης, η οποία θα ανοίγει ένα δρόμο προς
τον επιθυμητό οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό, παρεμβαίνοντας τόσο στην πολιτική
κοινωνία όσο και στην κοινωνία των πολιτών και διατηρώντας πάντα την ένταση και την ισορροπία
ανάμεσα στην μετα-ηγεμονική απαίτηση για οριζοντιότητα και ποικιλομορφία και στην λογική της
αντιπροσώπευσης και υπό όρους, ανακλητής στήριξης σε πολιτικές δυνάμεις που αποσκοπούν στην
κατάληψη της εξουσίας στο τοπικό επίπεδο.

7
2.Περί αποανάπτυξης
Σε αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με το ένα από τα δύο βασικά μας προτάγματα, αυτό της
αποανάπτυξης. Θα παραθέσουμε αρχικά τον ορισμό και μία σύντομη ιστορική αναδρομή της
έννοιας και στη συνέχεια θα περάσουμε στις δύο διαστάσεις, τη διαγνωστική και τη προγνωστική
του προτάγματος της αποανάπτυξης, ιδωμένου ως ερμηνευτικού πλαισίου μίας ποικιλίας δρώντων
υποκειμένων, αγώνων και στρατηγικών. Ιδιαίτερα στη προγνωστική διάσταση, τονίζεται η
συνδυαστική δράση των στρατηγικών των “επαναστατικών μεταρρυθμίσεων”, των πρακτικών
συγκρουσιακού ακτιβισμού και του χτισίματος εναλλακτικών στο εδώ και το τώρα, οι οποίες
μπορούν να επιφέρουν αλλαγές τόσο στην κοινωνία των πολιτών όσο και στην πολιτική κοινωνία.
Οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης ακολουθούν τη γκραμσιανή ανάλυση του ενιαίου κράτους και
επιδιώκουν την ανάδυση μίας αντι-ηγεμονικής δύναμης, ικανής να επιφέρει τον οικολογικο-
κοινωνικό μετασχηματισμό. Στο τέλος του κεφαλαίου θα υποστηρίξω ότι πέρα από τη θεωρία της
ηγεμονίας, η συμπερίληψη επιχειρημάτων της θεωρίας της μετα-ηγεμονίας ανοίγει το δρόμο για τη
συμπόρευση των προταγμάτων της αποανάπτυξης και των κοινών.

2.1.Ιστορική αναδρομή και ορισμός της αποανάπτυξης

Ο όρος “αποανάπτυξη”, μετάφραση του γαλλικού όρου “décroissance”, που επικράτησε στα
ελληνικά έναντι του ορθότερου απομεγέθυνση, πρωτοδιατυπώθηκε από τον André Gorz το 1972
στα πλαίσια των συζητήσεων που ακολούθησαν την έκδοση της αναφοράς “Τα όρια της
ανάπτυξης” από την Ομάδα της Ρώμης (Asara et al., 2015, σελ. 376). Από τότε, αν και δεν
διατυπώνεται ρητά, μπορούμε να την εντοπίσουμε στη σκέψη ετερόκλητων στοχαστών, όπως ο
Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Ivan Illich, o Nicholas Georgescu-Roegen, ο Allain Caillé και το αντι-
ωφελιμιστικό κίνημα MAUSS· στοχαστών που αποτέλεσαν και προδρόμους του τωρινού κινήματος
της αποανάπτυξης.

Μετά από τριάντα χρόνια απουσίας, ο όρος “αποανάπτυξη” κάνει την επανεμφάνιση του στις αρχές
της δεκαετίας του 2000 ως “λέξη-βόμβα”, που δηλώνει την αντίδραση των Γάλλων ακτιβιστών
στην αμείωτης έντασης προσταγή για οικονομική μεγέθυνση και παίρνει την μορφή
κινητοποιήσεων για πόλεις ριζικά διαφορετικές, όπου θα ευδοκιμούν οι συνεταιρισμοί διάθεσης
τροφίμων, οι συλλογικές κουζίνες και άλλα εναλλακτικά εγχειρήματα και θα είναι ελεύθερες από
αυτοκίνητα και διαφημίσεις. Το 2007 ο ακτιβιστής και ερευνητής François Schneider θα ιδρύσει
την ερευνητική ομάδα Research & Degrowth, η οποία θα διοργανώσει τα οκτώ μέχρι στιγμής
διεθνή συνέδρια αποανάπτυξης: Παρίσι το 2008, Βαρκελώνη το 2010, Βενετία το 2012, Λειψία το
2014, Βουδαπέστη το 2016, Μάλμο το 2018, Βιέννη το 2020 και Χάγη το 2021 (Καλλής κ.ά., 2016,
σελ. 20). Στην πορεία των χρόνων η αποανάπτυξη θα απασχολήσει τόσο τους ερευνητές όσο και τα
κινήματα, θα εμφανιστεί σε ακαδημαϊκά έντυπα, σε δελτία ειδήσεων, στους λόγους πολιτικών και
στο στόμα διαδηλωτών. Καθώς η καθολική βιβλιογραφική επισκόπηση του όρου ξεπερνά τα όρια
της παρούσας εργασίας, θα δοθεί βαρύτητα κατά κύριο λόγο στα ερευνητικά αποτελέσματα και τις
δημοσιεύσεις της διεπιστημονικής ερευνητικής ομάδας Research & Degrowth.

Για τους ερευνητές της αποανάπτυξης η προσταγή για ανάπτυξη και για οικονομική μεγέθυνση δεν
έχει αποικίσει μονάχα το φαντασιακό των ανθρώπων και τις πρακτικές τους, αλλά αποτελεί και
βασικό πυλώνα του θεσμικού πλαισίου, του πολιτικού και οικονομικού συστήματος της κοινωνίας
(Demaria et al., 2013, σελ. 194). Για το λόγο αυτό η αντίδραση πρέπει να είναι διττή, στοχεύοντας
τόσο στον αποαποικισμό του φαντασιακού των ανθρώπων και την αλλαγή των νοοτροπιών και των
συνηθειών τους με την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής λιτής αφθονίας, όσο και στη συστημική
αλλαγή της κοινωνίας και τη δίκαιη αναδιανομή του πλούτου μεταξύ των χωρών του Παγκόσμιου
Βορρά και Νότου αλλά και μεταξύ των τωρινών και των μελλοντικών γενεών (Demaria et al., 2013,
σελ. 209; Kothari et al., 2014, σελ. 369; Latouche, 2008, σελ. 220, 223). Η αμφισβήτηση της

8
ηγεμονίας της ανάπτυξης πρέπει να λάβει χώρα τόσο στο φαντασιακό και συμβολικό επίπεδο,
καλλιεργώντας τις εναλλακτικές αξίες του μοιράσματος, της φροντίδας, της απλότητας, της
συμβιωτικότητας και των κοινών, όσο και στο πολιτικό, οικονομικό και θεσμικό επίπεδο των
καπιταλιστικών κοινωνιών, έτσι ώστε να ξεφύγουμε από το δίλημμα «ανάπτυξη ή καταστροφή» και
την επιδίωξη της αέναης συσσώρευσης πλούτου (Καλλής, 2014, σελ. 114; Καλλής κ.ά., 2016, σελ.
21). Την αμφισβήτηση αυτή έρχεται να εκφράσει η αποανάπτυξη, που ορίζεται ως

η μετάβαση – μέσω της σταδιακής και δίκαιης μείωσης της παραγωγής και
της κατανάλωσης – σε μια ποσοτικά μικρότερη και ποιοτικά διαφορετική
οικονομία, η οποία σέβεται το περιβάλλον, αυξάνει την ανθρώπινη
ευημερία και στοχεύει στην κοινωνική ισότητα (Petridis et al., 2015, σελ.
176).

Πρόκειται λοιπόν για την ταυτόχρονη μείωση της συνολικής παραγωγής και κατανάλωσης της
κοινωνίας και αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και της προστασίας του περιβάλλοντος σε τοπικό
και παγκόσμιο επίπεδο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα (Schneider et al., 2010, σελ.
512). Η ποσοτική μείωση μπορεί να υπολογιστεί με τον δείκτη του Ακαθάριστου Εγχώριου
Προϊόντος (Α.Ε.Π.), που όμως έως σήμερα χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της οικονομικής
μεγέθυνσης, συνυπολογίζοντας ως θετικές για την οικονομία τις φυσικές και κοινωνικές
“καταστροφές”, όπως οι φυλακές και τα ατυχήματα, αλλά αδυνατεί να συλλάβει άλλες πτυχές της
καθημερινότητας, αφήνοντας για παράδειγμα εκτός υπολογισμού την απλήρωτη οικιακή εργασία
και τη μη ποσοτικοποιήσιμη ευχαρίστηση των ανθρώπων από τη συμμετοχή τους στα κοινά (Kallis
et al., 2018, σελ. 294-295; Kallis et al., 2020, σελ. 9). Για τη “μέτρηση” της ποιοτικής αλλαγής, της
προστασίας του περιβάλλοντος και της αύξησης της ευημερίας ο δείκτης του Α.Ε.Π. δεν επαρκεί,
καθώς ορισμένα αγαθά και κοινωνικές σχέσεις δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και να γίνουν
αντικείμενο μέτρησης.

Τέλος, η μετάβαση στην κοινωνία της αποανάπτυξης δεν θα επέλθει, όπως πιστεύουν οι οικο-
μοντερνιστές, κατά οξύμωρο τρόπο μέσω της περαιτέρω ανάπτυξης και της επιτάχυνσης των νέων
τεχνολογιών (Kallis, 2017, σελ. 52-53; Καλλής, 2014, σελ. 114), αλλά ούτε και μέσω της παθητικής
συμμόρφωσης μας με τους νόμους μιας αναλλοίωτης και αρμονικής “μητέρας φύσης”, όπως
ευαγγελίζεται το αποπολιτικοποιημένο ρεύμα της βαθιάς οικολογίας (Καλλής, 2014, σελ. 123-124).
Η μετάβαση αντιθέτως θα είναι το αποτέλεσμα της θεσμικής αλλαγής και ταυτόχρονα της
συνειδητής και συλλογικής πολιτικής απόφασης των ανθρώπων για θέσπιση αυτοπεριορισμών στον
τρόπο ζωής τους, δηλαδή της πραγμάτωσης της καστοριαδικής δημοκρατίας από την ίδια την ρητά
αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία (Asara et al., 2013, σελ. 227; Kallis, 2017, σελ. 58). Πριν
καταπιαστούμε όμως με το σύγχρονο πρόταγμα της αποανάπτυξης, θα πραγματοποιήσουμε μια
μικρή παρέκβαση και θα ασχοληθούμε με την αντίπαλη και ηγεμονική έννοια της ανάπτυξης.

2.2.Κριτική στην έννοια της ανάπτυξης και στο καπιταλιστικό μοντέλο


οικονομίας

Ιστορικά, και κυρίως μετά το 1945, η έννοια της ανάπτυξης έγινε ο κυρίαρχος εξηγητικός
μηχανισμός της εξέλιξης των κοινωνιών, οι οποίες θεωρήθηκε πως ακολουθούν γραμμική πορεία
προόδου, ξεκινώντας απο το υποανάπτυκτο στάδιο, περνώντας από αυτό των αναπτυσσόμενων
χωρών και καταλήγοντας στο στάδιο εκείνων που ήταν πλήρως ανεπτυγμένες. Ο Δυτικός κόσμος
αντιμετώπισε όλους τους υπόλοιπους ως ελαττωματικούς, που χρειάζονται τη βοήθεια του για να
επιτύχουν υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, έννοια συνώνυμη της ευημερίας και της
ισχύος για τη Δύση (Wallerstein, 2009, σελ. 29-30; Σμπώκος, 2015, σελ. 139-140). Όπως σημειώνει
και ο Καστοριάδης (όπως αναφέρεται στο Λατούς, 2014, σελ. 82-83) οι δυτικές κοινωνίες

9
αυτοπροτάθηκαν ως υπόδειγμα προς μίμηση και στην πραγματικότητα επέβαλλαν το πολιτιστικό
και οικονομικό τους μοντέλο στον υπόλοιπο κόσμο, ο οποίος έπρεπε να “σωθεί” από την
ανωριμότητα του, να υπερβεί τα “εμπόδια στην ανάπτυξη” και να εισέλθει στη “φάση της
απογείωσης”, την κατάσταση δηλαδή της συνεχούς εκθετικής μεγέθυνσης.

Αντιδράσεις υπήρξαν προφανώς και πριν την διατύπωση της θεωρίας της αποανάπτυξης, οι οποίες
οδήγησαν σε μία αναδίπλωση, που κατέληξε όμως στην επικράτηση του όρου της “βιωσιμότητας”
και της “βιώσιμης ανάπτυξης” στο Συνέδριο Κορυφής της Γης το 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Το
πρόταγμα της αποανάπτυξης στέκεται κριτικά απέναντι στην νέα αυτή έννοια, που ως στόχο της
έχει την αποπολιτικοποίηση της διαμάχης ανάμεσα στην ανάπτυξη και το περιβάλλον, την
απόκρυψη των βλαβερών οικολογικο-κοινωνικών συνεπειών της πρώτης και την προστασία, όχι
τόσο της φύσης όσο του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου (Escobar, 2018, 43; Kallis, 2017,
σελ. 20). Είναι ενδεικτικό πως οι οικολογικές καταστροφές εντείνονται με τα χρόνια, καθώς οι νέες
“περιβαλλοντικές” τεχνολογίες του επονομαζόμενου “πράσινου” καπιταλισμού που εισήχθησαν,
όπως το σχέδιο εμπορίας ρύπων αποτελούν μηχανισμούς της αγοράς για περαιτέρω αύξηση κερδών
και άρα υπακούουν στην ίδια λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που προκάλεσε εξαρχής το
πρόβλημα. Έτσι για παράδειγμα αντί να οδηγήσουν στη μείωση των ρύπων, είχαν ως αποτέλεσμα
την αύξηση τους κατά 1% στην Ευρώπη από το 2005 και μετά (Fournier, 2008, σελ.530; Harvey,
2011, σελ. 106; Αντρεούτσι & Μακντόνοου, 2016, σελ. 108; Σμπώκος, 2015, σελ. 48-49).

Το πρόταγμα της αποανάπτυξης λοιπόν αντιμάχεται την προσταγή για αέναη ανάπτυξη, βιώσιμη ή
μη, αναγνωρίζοντας την ως τον κύριο μηχανισμό που προκαλεί τις οικολογικές καταστροφές σε
παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο δεν περιορίζει την κριτική του μονάχα απέναντι σε μια αφηρημένη
“κοινωνία της ανάπτυξης”, αλλά την εξαπολύει και εναντίον του κυρίαρχου καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής (Foster, 2011, σελ. 32), ο οποίος πρόσφατα μετατρέπεται σε αυτό που η Naomi Klein
ονόμασε “καπιταλισμό καταστροφής”, δηλαδή επωφελείται από τις φυσικές καταστροφές που
λαμβάνουν χώρα σε περίοδο κλιματικής κρίσης και τις αντιμετωπίζει ως ευκαιρίες που αποφέρουν
ακόμα μεγαλύτερα κέρδη (Harvey, 2008, σελ 12, 2015, σελ. 402-403). Οι θεωρητικοί της
αποανάπτυξης δέχονται αυτό που τόσο ο Wallerstein (2009, σελ. 52) όσο και ο Harvey (2008, σελ.
12) υποδεικνύουν, δηλαδή το γεγονός πως στον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
βρίσκεται η αέναη συσσώρευση κεφαλαίου, που επιτάσσει ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της
τάξης του 3% ετησίως, ούτως ώστε να αποφευχθούν οι κρίσεις του συστήματος και καταλήγουν
στο συμπέρασμα πως η “αποανάπτυξη, επομένως, σηματοδοτεί μια μετάβαση πέρα από τον
καπιταλισμό” (Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 31; βλ. και Αντρεούτσι & Μακντόνοου, 2016).

Επιπλέον, σύμφωνα με τον Καλλή, η ανάπτυξη δεν είναι επιλογή κάποιων αδηφάγων καπιταλιστών
αλλά προσταγή που πηγάζει από την ίδια τη δομή του συστήματος και αποτελεί την ουσία του
καπιταλισμού (Kallis, 2011, σελ. 875, 2017, σελ. 76, 85). Ή όπως τονίζει αλλού, πρέπει να
εκλάβουμε τον καπιταλισμό ως ένα σύνολο θεσμών, που περιλαμβάνει αλλά δεν εξαντλείται στη
μισθωτή εργασία, το τοκιζόμενο χρήμα, την ιδιωτική ιδιοκτησία και την καπιταλιστική επιχείρηση
και που κινείται βάσει της λογικής της συσσώρευσης πλούτου, της αέναης επέκτασης και
οικονομικής μεγέθυνσης. Τα εναλλακτικά εγχειρήματα και οι ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες που
θα προωθούν και θα εφαρμόζουν την αποανάπτυξη θα είναι κατά βάση λοιπόν μη καπιταλιστικά,
καθώς το πρόταγμα της αποανάπτυξης στοχεύει στη δημιουργία μίας μετα-καπιταλιστικής
κοινωνίας (Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 31).

2.3.Η αποανάπτυξη του Παγκόσμιου Βορρά ως ένα πρόταγμα μεταξύ άλλων


εντός του πληθυντικού κόσμου

Η θεωρία της αποανάπτυξης αναγνωρίζει πως η “οικονομική μεγέθυνση δεν είναι μόνο μια υλική

10
και οικονομική διαδικασία με κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις, αλλά επίσης μια ηγεμονική
ιδέα που αποκρύπτει πιο φιλικές στο περιβάλλον και εξισωτικές εναλλακτικές” (Demaria et al.,
2019, σελ. 432). Αναγνωρίζει επίσης τη βία με την οποία η ανάπτυξη επιβλήθηκε κατά το παρελθόν
και συνεχίζει να επιβάλλεται από τις χώρες του Παγκόσμιου Βορρά, δηλαδή της Βόρειας Αμερικής
και της Ευρώπης, σε αυτές του Παγκόσμιου Νότου και προσπαθεί παράλληλα να μην υποπέσει σε
ένα αντίστοιχο λάθος, όπως η κατάστρωση ενός καθολικού σχεδίου από δυτικούς θεωρητικούς και
η επιβολή του σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι μελετητές της αποανάπτυξης αναγνωρίζουν πως
πρόκειται για μια θεωρία που γεννήθηκε στον Παγκόσμιο Βορρά και σε μεγάλο βαθμό αφορά τις
βιομηχανικές του χώρες, οι οποίες μέσω του αποικισμού και της εκμετάλλευσης του Παγκόσμιου
Νότου αναπτύχθηκαν με ραγδαίους ρυθμούς τους προηγούμενους αιώνες. Δεν επιδιώκουν να την
επιβάλλουν ούτε ως θεωρητικό πρότυπο αλλά ούτε και ως πολιτικό πρόταγμα πάνω στα κινήματα
και τις θεωρητικές παραδόσεις του Παγκόσμιου Νότου. Αντιθέτως μάλιστα, η αποανάπτυξη του
δυτικού κόσμου έρχεται να συνδράμει στον εν εξελίξει διανοητικό αποαποικισμό και στην ανάδυση
εναλλακτικών, αυτοχθόνων κοσμολογιών του Νότου, που αντιστέκονται ήδη στην προσταγή για
αέναη ανάπτυξη και στις καταστρεπτικές της συνέπειες (Kallis, 2017, σελ. 158).

Το πρόταγμα της αποανάπτυξης θα αποτελέσει έτσι το δυτικό συμπλήρωμα, και όχι ένα άνωθεν
επιβεβλημένο πρότυπο, σε άλλες γραμμές σκέψης και δράσης, όπως: Buen Vivir, Pachakuti και
Sumak Kawsay στη Νότια Αμερική, Ecological Swaraj στην Ινδία, Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία
(Gross National Happiness) στο Μπουτάν, Ubuntu στην Αφρική, “η Οικονομία του Μάνα-
Economy of Mana” των Maori στη Νέα Ζηλανδία και τα κινήματα εναντίον των εξορύξεων,
περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και μετα-ανάπτυξης (post-development) (Brand et al., 2017, σελ. 38;
Dengler & Seebacher, 2019, σελ. 251; Perkins, 2019, σελ.188).

Κατ' αυτόν τον τρόπο η αποανάπτυξη εναντιώνεται στο δυτικό επιστομολογικό αποικισμό του
Παγκόσμιου Νότου, συνομιλεί και συμπορεύεται με τους λόγους (discourses) των υποτελών και
των κυριαρχούμενων στα πλαίσια της “επιστημικής διαπολιτισμικότητας” (‘epistemic
interculturality’) (Dengler & Seebacher, 2019, σελ. 250) και μέσω των ενδεχόμενων συμμαχιών με
τα κινήματα του Νότου ευελπιστεί να αναδειχθεί σε μια αντι-ηγεμονική δύναμη, ικανής να επιφέρει
το ριζικό οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό (Asara et al., 2015, σελ. 376 ; Demaria et al.,
2019, σελ. 445). Το πρόταγμα της αποανάπτυξης, σύμφωνα με τον Escobar (2015, σελ. 460),
αποτελεί κομμάτι του πληθυντικού κόσμου, δηλαδή του τρόπου να κοιτάμε και να διαβάζουμε την
πραγματικότητα ως πληθυντική, αποτελούμενη από μια ποικιλία πολιτισμών, τρόπων ζωής,
πρακτικών και φιλοσοφιών, που συνυπάρχουν εντός του ζαπατίστικου “κόσμου που χωράει
πολλούς κόσμους” ενώ εναντιώνεται ταυτόχρονα στην παγκοσμιοποίηση, που προωθεί την
κατάληψη ολόκληρου του πλανήτη από μία και μόνο επιστημολογία και οντολογία, αυτήν της
κυρίαρχης Δύσης.

2.4.Η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο πολλαπλών στρατηγικών

Πέρα όμως από το ότι η αποανάπτυξη δεν αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική πρόταση εντός του
πληθυντικού κόσμου, δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μια ενιαία και αυστηρά καθορισμένη
εναλλακτική λύση απέναντι στην ανάπτυξη, η οποία αναμένει απλώς τη δημιουργία του ιστορικού
εκείνου υποκειμένου που θα φέρει την αλλαγή. Αντιθέτως, απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία
και στο πλήθος των αιτημάτων που αρθρώνονται εντός της και συναρθρώνονται σε ευρύτερες
κοινωνικές συμμαχίες και τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα έχουν ενεργό ρόλο στον
ιστορικό αυτομετασχηματισμό της κοινωνίας (Demaria et al., 2013, σελ. 207-208; Kallis, 2011, σελ.
876). Είναι προτιμότερο λοιπόν να ιδωθεί ως ένα ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο, το οποίο
προσφέρει μια αφήγηση αλλά και ένα πολιτικό όραμα στο πλήθος των ετερόκλητων πρωτοβουλιών,
κινημάτων, ρευμάτων σκέψης και δράσης, που ήδη υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και επιζητούν

11
την αλλαγή της. Ως ερμηνευτικό πλαίσιο αποτελείται από δύο διαστάσεις· αρχικά, η διαγνωστική
διάσταση κατά την οποία η αποανάπτυξη διενεργεί μια διάγνωση της τωρινής κατάστασης και στη
συνέχεια, η προγνωστική διάσταση, κατά την οποία προτείνει μια πιθανή πρόγνωση για το μέλλον
(Demaria et al., 2013, σελ. 194; Petridis et al., 2015, σελ. 184, 196; Καλλής & Πετρίδης, 2014, σελ.
176).

2.4.1.Η διαγνωστική διάσταση της αποανάπτυξης

Η διάγνωση που προτείνει η αποανάπτυξη αφορά στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι
κοινωνικές, οικονομικές και οικολογικές κρίσεις συνδέονται άμεσα με την προσταγή για ατέρμονη
ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση και τροφοδοτείται από γραμμές σκέψης, που εκκινώντας από
ετερόκλητες αφετηρίες, στέκονται επικριτικά και φωτίζουν διαφορετικές πτυχές αυτού του
γεγονότος. Οι κρίσεις αυτές, πέρα από τις προφανείς καταστρεπτικές τους συνέπειες για μεγάλα
τμήματα της κοινωνίας, εμφανίζονται ταυτόχρονα ως ευκαιρία και ως κίνδυνος από τη σκοπιά της
αποανάπτυξης. Ευκαιρία με την έννοια ότι ενδεχομένως αναδύονται νέοι τρόποι οικονομικής και
κοινωνικής συνύπαρξης των ανθρώπων, μέσω του πολλαπλασιασμού των κοινών, της άρνησης των
διαμεσολαβημένων από το εμπόρευμα σχέσεων, του συνειδητού αυτοπεριορισμού της κοινωνίας
και της έμπρακτης υιοθέτησης αποαναπτυξιακών λογικών (Kallis, 2017, σελ. 78; Petridis et al.,
2015, σελ. 196). Κίνδυνος με την έννοια ότι σε περιόδους κρίσης η ανασφάλεια και ο φόβος
μπορούν να οδηγήσουν τον κόσμο σε απόγνωση και να αναζωογονήσουν εκ νέου την προσταγή για
ανάπτυξη, που εμφανίζεται τώρα ως μία ευρέως διαδεδομένη κοινωνική απαίτηση και ως διέξοδος
από μία κρίση, που η ίδια εξαρχής προκάλεσε (Kallis, 2017, σελ. 33, 157).

Σε πρώτο χρόνο λοιπόν και ακολουθώντας τους Demaria et al. (2013, σελ. 196-201) εντοπίζονται
έξι “πηγές”, που τροφοδοτούν τη διάγνωση της αποανάπτυξης· οι εξής:

α) η οικολογία και η διαπίστωση της πως οι τρόποι και οι ποσότητες βιομηχανικής παραγωγής και
κατανάλωσης έχουν καταστροφικές συνέπειες στα οικοσυστήματα. Σύμφωνα με τους Steffen et al.
(2015, σελ. 8) η Γη είναι ένα πολύπλοκο σύστημα, που περιλαμβάνει ένα σύνολο εννέα
διαφορετικών αλλά αλληλοεξαρτώμενων πλανητικών ορίων: κλιματική αλλαγή, ακεραιότητα της
βιόσφαιρας (που χωρίζεται στη γενετική ποικιλότητα ή βιοποικιλότητα και στη λειτουργική
ποικιλότητα), βιογεωχημικές ροές (φωσφόρου και αζώτου), αλλαγή χρήσης γης, οξίνιση των
ωκεανών, ατμοσφαιρικό φορτίο αερολυμάτων, καταστροφή του στρατοσφαιρικού όζοντος, χρήση
γλυκού νερού, χημική ρύπανση εξαιτίας τοξικών και μικροβιακών ουσιών. Από αυτά, τα τέσσερα
έχουν ήδη ξεπεραστεί με πιο σημαντικά τα όρια της κλιματικής αλλαγής και της ακεραιότητα της
βιόσφαιρας, τα οποία συνδέονται με και επιδρούν πάνω σε όλα τα υπόλοιπα, ενώ μπορούν να
οδηγήσουν τα οικοσυστήματα της γης σε μια νέα ασταθή κατάσταση, την ανθρωπόκαινο
(anthropocene). Τα όρια των βιογεωχημικών ροών και της αλλαγής χρήσης γης έχουν επίσης
ξεπεραστεί, ενώ υπάρχει κίνδυνος για την υπέρβαση του ορίου της οξίνισης των ωκεανών σύντομα.

12
Σχήμα 1 Τα εννέα πλανητικά όρια (Πηγή: Steffen et al . (2015, σελ. 7).).

Οι Steffen et al. (2015, σελ. 8) αναγνωρίζουν πως οι αιτίες αλλά και τα κέρδη που προκύπτουν από
τις δραστηριότητες που προκαλούν την υπέρβαση των πλανητικών ορίων είναι άνισα
κατανεμημένα τόσο γεωγραφικά όσο και κοινωνικά. Οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης
συμφωνόντας στην διαπίστωση αυτή έρχονται να ριζοσπαστικοποιήσουν τον οικολογικό λόγο και
να συνδέσουν την υπέρβαση των πλανητικών ορίων με την προσταγή για ανάπτυξη, καθώς για
παράδειγμα οικονομική μεγέθυνση της οικονομίας κατά 1% συσχετίζεται με αύξηση 0.6-1% της
εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, η οποία συμβάλει και στην αύξηση της θερμοκρασίας του
πλανήτη (Foster, 2011, σελ. 26; Kallis et al., 2018, σελ. 297, 2020, σελ. 36; Martínez-Alier, 2012,
σελ. 53, 62; Victor, 2012, σελ. 207; Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 25). Ο Martínez-Alier (2012, σελ. 62,
64) τονίζει πως η τωρινή υπερβολική κατανάλωση των ανώτερων και μικρομεσαίων τάξεων,
αναγκαία για τη διατήρηση των υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, αποστερεί τις
φτωχότερες τάξεις στο παρόν και στο μέλλον από τις πρώτες ύλες και τον αναγκαίο περιβαλλοντικό
χώρο που θα χρειάζονταν για να ευημερεύσουν, συγκρίνοντας ενδεικτικά τους 15 τόνους πρώτων
υλών που καταναλώνει ο μέσος ευρωπαίος πολίτης το χρόνο με το αντίστοιχο ποσό των 4 τόνων
για το μέσο πολίτη της Ινδίας. Αυτό που προτείνεται για την αντιστροφή της υπέρβασης των ορίων
πριν να είναι πλέον αργά αφορά στο συνδυασμό της αποανάπτυξης των κοινωνίων του Παγκόσμιου
Βορρά και της ριζικής αναδιανομής έτσι ώστε οι έως τώρα υποβαθμισμένες χώρες να μπορέσουν να
ευημερεύσουν χωρίς να απειλούνται περαιτέρω τα οικοσυστήματα του πλανήτη (Kothari et al.,
2014, σελ. 365),

β) οι κριτικές στην ανάπτυξη (development) και τον ωφελιμισμό, όπου αναγνωρίζεται πως η δυτική
“κοινωνική φαντασιακή σημασία” της απεριόριστης αύξησης της παραγωγής, και της ανάπτυξης,
που έχει πλέον κυριαρχήσει, διαμορφώνοντας καινούριες στάσεις ζωής, νόρμες και αξίες και που
αποτελεί τον κεντρικό στόχο της ανθρώπινης ζωής, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί (Καστοριάδης,
όπως αναφέρεται στο Λατούς, 2014, σελ. 86; Λατούς, 2014, σελ. 50) καθώς και πως η σύνδεση της
ορθολογικότητας με την ατέρμονη επιδίωξη του κέρδους είναι ιστορικό απότοκο του ωφελιμισμού
και πρέπει να ανατραπεί (Polanyi, 2014, σελ. 26). Το πρόταγμα της αποανάπτυξης συνομιλεί από
τη μία πλευρά με το Αντιωφελιμιστικό Κίνημα των Κοινωνικών Επιστημών (MAUSS), που
δημιουργήθηκε το 1981 στη Γαλλία από τον κοινωνιολόγο Allain Caillé και τον ανθρωπολόγο
Gerald Berthoud και αμφισβήτησε τις κυρίαρχες ατομοκεντρικές θεωρίες, για τις οποίες κάθε
ανθρώπινη δραστηριότητα είχε ως απώτερο στόχο την προσωπική ικανοποίηση και ωφέλεια του
ατόμου (Ρομάνο, 2016α, σελ. 45-46). Ενώ από την άλλη πλευρά η αποανάπτυξη των δυτικών

13
θεωρητικών δεν υποκαθιστά αλλά συμπληρώνει και συνομιλεί με τη θεωρία της μετα-ανάπτυξης
(post-development), που ευδοκιμεί στον Παγκόσμιο Νότο και η οποία αποδομεί την αφήγηση
σύμφωνα με την οποία ο Νότος οφείλει να ακολουθήσει τον αναπτυξιακό δρόμο και το δυτικό
μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Η συμπόρευση των δύο προταγμάτων είναι γόνιμη και θα
επιτρέψει στις χώρες του Νότου να ακολουθήσουν το δρόμο της μετα-ανάπτυξης, επωφελούμενες,
πάντα εντός των περιβαλλοντικών ορίων, από το χώρο και τους πόρους που θα απελευθερωθούν
από έναν Βορρά στην τροχιά της αποανάπτυξης (Escobar,2018, σελ. 150; Schneider et al., 2010,
σελ. 516),

γ) η επιδίωξη της ευημερίας και της εύρεσης νοήματος στη ζωή, που σχετίζεται με την αλλαγή του
τρόπου ζωής του ανθρώπου και την αντικατάσταση της επιταγής για κέρδος και συσσώρευση από
τις αξίες της συμβιωτικότητας, της εθελούσιας απλότητας και της εκ νέου ύφανσης των κοινωνικών
σχέσεων στο επίπεδο της κοινότητας. Πρόκειται για ένα ρεύμα σκέψης με μεγάλη ιστορία, που
περιλαμβάνει τόσο το πάλαι ποτέ διατυπωμένο από τον Lafargue “δικαίωμα στη τεμπελιά”, το
οποίο αντιτίθεται στο “δικαίωμα στη δουλειά”, που είχε κάποτε ενστερνιστεί η εργατική τάξη
(1907, σελ. 24, 29, 56), όσο και την καταγγελία της πριμοδότησης από πλευράς εργατικής τάξης
της μισθωτής εργασίας έναντι της δημιουργικότητας, που αντί για πλούτο εντέλει επιφέρει μονάχα
άγχος, κινδύνους και μιζέρια (De Cleyre, 2019, σελ 83). Καταλήγοντας τέλος στις πιο σύγχρονες
θεωρήσεις, που εστιάζουν στην ψυχολογική βία, το αίσθημα ματαίωσης, την καταπάτηση της
αξιοπρέπειας όσων εργάζονται σε “σκατοδουλειές” (bullshit jobs) και την αποτυχία ακόμα και των
αυξήσεων μισθών και της συνακόλουθης κατανάλωσης αγαθών να φέρουν την ευτυχία που
υπόσχονται οι υπέρμαχοι της ανάπτυξης (Graeber, 2019, σελ.161-162; Schor, 2019, σελ. 142, 149).

Από εδώ εφορμά και ο Latouche (2008, σελ. 223), που προτάσσει την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής
λιτής αφθονίας και τον αποαποικισμό του φαντασιακού από την προσταγή για οικονομική
μεγέθυνση επιφέροντας έτσι μια “αλλαγή αξιών, πεποιθήσεων, νοοτροπιών, συνηθειών ζωής” και
μια “πλήρη αναστάτωση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, καταμερισμού και διανομής”. Πέρα
από τις προσωπικές ποιοτικές αλλαγές υπάρχουν ενδείξεις και για τη σύνδεση της αποανάπτυξης με
άλλους ποσοτικούς δείκτες, όπως στην έρευνα του Victor (2012, σελ. 208-211), όπου συγκρίνονται
τέσσερα σενάρια για τον Καναδά (αποανάπτυξης, μηδενικής ανάπτυξης, ανάπτυξης σε
επιλεγμένους μόνο τομείς και ανάπτυξης με τους τρέχοντες υψηλούς ρυθμούς) καταλήγοντας στο
συμπέρασμα πως μονάχα το σενάριο της αποανάπτυξης επιφέρει ραγδαία πτώση στους δείκτες
φτώχειας, ανεργίας, χρόνου εργασίας και χρέους· παράγοντες που επηρεάζουν άμεσα την ευημερία
και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων,

δ) οι κλάδοι των βιο-οικονομικών και των οικολογικών οικονομικών, που συνεχίζοντας το έργο του
Nicholas Georgescu-Roegen καταπιάνονται με το ζήτημα της ανθρωπογενούς μετατροπής της
ενέργειας και των πρώτων υλών χαμηλής εντροπίας σε μη-επαναχρησιμοποιούμενα απόβλητα
υψηλής και επεξεργάζονται “μη τεχνικούς” τρόπους μείωσης των ενεργειακών ροών. Τονίζουν
επίσης ότι η προσταγή για απεριόριστη μεγέθυνση της παραγωγής και της κατανάλωσης της
πραγματικής οικονομίας συνδέεται κατά αναγκαίο τρόπο με την αύξηση κατανάλωσης ενέργειας
και υλικών πόρων, οι οποίοι σε έναν πεπερασμένο πλανήτη είναι αδύνατο να μας προσφέρονται
απεριόριστα (Μποναϊούτι, 2016, σελ. 52). Η πλήρης αποσύνδεση της ανάπτυξης από τη χρήση
υλικών πόρων είναι αδύνατη και οι τεχνολογικές καινοτομίες που συνεχώς προτείνει το
καπιταλιστικό σύστημα για να αυξήσει την αποδοτικότητα της χρήσης των πρώτων υλών,
καταλήγουν να αυξάνουν συνολικά την κατανάλωση και παραγωγή αντί να τις μειώνουν, όπως μας
κάνει φανερό το “παράδοξο του Τζέβονς” (Alexander & Gleeson, 2019, σελ. 8; Bauwens et al.,
2019, σελ. 69; Σορμάν, 2016, σελ. 76-77). Για τους οικολόγους οικονομολόγους λοιπόν η
αποανάπτυξη έγκειται σε “μια ισότιμη αποκλιμάκωση της παραγωγής και της κατανάλωσης που θα
μειώσει τη δυναμικότητα (throughput) ως προς την ενέργεια και τις πρώτες ύλες των κοινωνιών”
και “σηματοδοτεί μια κοινωνία με χαμηλότερο μεταβολισμό, αλλά κυρίως μια κοινωνία με έναν

14
μεταβολισμό που έχει διαφορετική δομή και εξυπηρετεί νέες λειτουργίες” (Καλλής κ.ά., 2016, σελ.
21; βλ. και Kallis, 2011, σελ. 874),

ε) το ζήτημα της δημοκρατίας και της έκλειψης των δημοκρατικών διαβουλεύσεων γύρω από τα
φλέγοντα κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά ζητήματα, καθώς και την επιδίωξη θέσμισης
αμεσοδημοκρατικών ή έστω πιο συμμετοχικών μορφών δημοκρατίας. Οι Asara et al. (2013, σελ.
228, 232) προσεγγίζουν τη δημοκρατία υπό καστοριαδική σκοπιά και την εννοιολογούν ως το
“κοινωνικό καθεστώς στο οποίο η συλλογική εξουσία είναι κυρίαρχη” και μέσω του οποίου
επιτελείται πρώτον ο αυτοπεριορισμός των πολιτών μέσω πολιτικών αποφάσεων, που λαμβάνονται
αυτόνομα και όχι ετερόνομα βάσει εξωτερικών καταναγκασμών της Φύσης, του Θεού ή της
εκάστοτε εξουσίας. Επιτελείται δεύτερον και η ρητή αυτοθέσμιση της κοινωνίας με απώτερο στόχο
την όσο δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Σημαντική επίσης
κρίνεται η ανάγκη επαναπολιτικοποίησης τόσο της νεοφιλελεύθερης οικονομίας μέσω του
δημοκρατικού ελέγχου που θα ασκείται πάνω της από τους αποκεντρωμένους και ενισχυμένους
δημοκρατικούς θεσμούς, όσο και γενικότερα όλων των ζητημάτων που αφορούν την μελλοντική
κατεύθυνση που θα λάβει η κοινωνία, τα οποία δεν μπορούν να εξετάζονται με ουδέτερο και
τεχνοκρατικό τρόπο (Fournier, 2008, σελ. 533; Kallis, 2017, σελ. 20; Schneider et al., 2010, σελ.
513).

Για να αμφισβητηθεί επιτυχώς η νεοφιλελεύθερη συναίνεση σχετικά με την αναγκαιότητα της


ανάπτυξης θα χρειαστεί η ανάδειξη αντι-ηγεμονικών λόγων και μαζικών δημοκρατικών κινημάτων
(Asara et al., 2015, σελ. 376; Fournier, 2008, σελ. 539), ικανών να ανακτήσουν την εξουσία, που
τώρα σφετερίζονται οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις βάσει του πλούτου, της γέννησης τους ή της
τεχνοκρατικής αυθεντίας τους και να το κάνουν αυτό στο όνομα της δημοκρατίας νοούμενης ως η
“διακυβέρνηση του οποιουδήποτε”, δηλαδή όλων εκείνων που δεν κατέχουν κάποιον ιδιαίτερο
τίτλο διακυβέρνησης (Rancière, 2010, σελ. 66, 130-133). Παράλληλα όμως αναγνωρίζεται η
ένταση που ίσως προκύψει ανάμεσα σε μια τέτοια ανοιχτή δημοκρατική διακυβέρνηση και το
κατεπείγον αίτημα της αποσόβησης της οικολογικής καταστροφής που θέτει το πρόταγμα της
αποανάπτυξης, καθώς και η έλλειψη εγγυήσεων για την πορεία που μπορεί να λάβει ο οικολογικο-
κοινωνικός μετασχηματισμός (Asara et al., 2013, σελ. 235),

στ) το ζήτημα τόσο της κοινωνικής δικαιοσύνης με τη θέσπιση για παράδειγμα μέγιστου
εισοδήματος και βασικού εισοδήματος για όλους, όσο και της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και της
αναδιανομής πλούτου ανάμεσα στον Παγκόσμιο Βορρά και τον Παγκόσμιο Νότο για την
επανόρθωση των αδικιών της αποικιακής εκμετάλλευσης του δεύτερου από τον πρώτο. Η
αποανάπτυξη αναγνωρίζει πως η οικονομική μεγέθυνση του Βορρά είναι άδικη και οικολογικά
ρατσιστική, καθώς βασίστηκε πάνω στην υφαρπαγή των πόρων και των ανθρώπων του Νότου,
στον οποίο στη συνέχεια πωλούσε τα παραγόμενα προϊόντα με σκοπό το κέρδος και εναπέθετε τα
απόβλητα της όλης διαδικασίας, προκαλώντας ταυτόχρονα τη σύγχρονη οικολογική κρίση
(Alexander & Gleeson, 2019, σελ. 17; Asara et al., 2015, σελ. 377; Dengler & Seebacher, 2019,
σελ. 248; Radcliffe, 2016, σελ. 131; Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 23-24). Το οικολογικό χρέος που θα
όφειλε να καταβάλλει ο Βορράς στο Νότο ανερχόταν το 2008 στο ύψος των 2 τρισεκατομμυρίων
δολαρίων σύμφωνα με τον Martínez-Alier (2012, σελ. 60) και θα ήταν ένα πρώτο βήμα για την
επανόρθωση των περασμένων αδικιών. Θα έπρεπε όμως να συμπληρωθεί με την απεμπόληση της
προσταγής για ανάπτυξη στον Παγκόσμιο Βορρά, η οποία αποτελεί συνέχιση της αποικιοκρατίας
με άλλα μέσα καθώς εκμεταλλεύεται οικονομικά και προκαλεί κοινωνική και περιβαλλοντική
υποβάθμιση στις “εμπορευματικές μεθορίους”, δηλαδή στους τόπους όπου λαμβάνει χώρα ακόμα
και σήμερα η αναζήτηση και η εξόρυξη σπάνιων μεταλλευμάτων, πετρελαίου και βιομάζας·
στοιχείων απαραίτητων για την συνέχιση της ατέρμονης οικονομικής μεγέθυνσης (Kallis, 2017,
σελ. 32; Kallis et al., 2020, σελ. 124; Varvarousis, 2019, σελ. 497; Κόντε & Ουόλτερ, 2016, σελ.

15
115).

Η αποανάπτυξη δεν είναι το μοναδικό ούτε το πρώτο πρόταγμα που καταπιάνεται με αυτά τα
ζητήματα. Έρχεται να συμπληρώσει τα κινήματα της μετα-ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής
δικαιοσύνης του Παγκόσμιου Νότου, που μάχονται ενάντια στην κλιματική κρίση, την υφαρπαγή
των γαιών, του ορυκτού πλούτου και του νερού, της υπεραλίευσης, της αποξήλωσης των δασών,
των εξορύξεων και της κατασκευής φραγμάτων, της εκτροπής ποταμών και της μόλυνσης γης και
υδάτων· όλων δηλαδή των καταστρεπτικών συνεπειών της ανάπτυξης που υφίστανται οι τοπικές
κοινότητες και οι κοινωνίες των χωρών του Νότου. Επιθυμεί έτσι να συμπαρασταθεί σε όλους
αυτούς τους αγώνες που σκοπό έχουν την κατάργηση της σύγχρονης εκδοχής της αποικιοκρατίας,
την επανόρθωση των αδικιών και την εγκαθίδρυση πιο δίκαιων και περιβαλλοντικά
ευαισθητοποιημένων κοινωνιών (Escobar, 2018, σελ. 149; Martínez-Alier, 2012, σελ. 57; Perkins,
2019, σελ. 188).

2.4.2.Η προγνωστική διάσταση της αποανάπτυξης

Σε πρώτο χρόνο λοιπόν η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο επιχειρεί μια διάγνωση της
υπάρχουσας κατάστασης και τροφοδοτείται από πηγές σκέψης που καταπιάνονται με ζητήματα
οικολογικής καταστροφής, κριτικής στον ατομοκεντρικό ωφελιμισμό, ποιότητας και νοήματος μιας
αξιοπρεπούς ζωής, εναντίωσης στην κατασπατάληση ενέργειας και φυσικών πόρων, έλλειψης
δημοκρατικού ελέγχου και επιδίωξης κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης ανάμεσα στον
Παγκόσμιο Βορρά και Νότο. Καταλήγει τέλος στο συμπέρασμα πως το αίτημα απεμπόλησης της
προσταγής για αέναη οικονομική μεγέθυνση είναι συναφές με αυτές τις πηγές σκέψης και μπορεί να
συναρθρώσει τα αιτήματα τους ώστε να δημιουργήσει έναν αντι-ηγεμονικό λόγο, που να δώσει
πνοή και επιχειρήματα στα δρώντα υποκείμενα που θα αγωνιστούν για τον οικολογικο-κοινωνικό
μετασχηματισμό (Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 37).

Σε δεύτερο χρόνο σύμφωνα με τους Demaria et al. (2013, σελ. 194, 201-203, 207-208), η
πρόγνωση, δηλαδή οι πρακτικές λύσεις και οι δρόμοι της μετάβασης προς την κοινωνία της
αποανάπτυξης παραμένουν ανοιχτοί και πολλαπλοί. Προτείνουν τρεις στρατηγικές που
συνδυαστικά μπορούν να οδηγήσουν στη μετάβαση: τις πρακτικές συγκρουσιακού ακτιβισμού και
εναντίωσης σε πολιτικές και οικονομικές ελίτ, το χτίσιμο εναλλακτικών στο εδώ και το τώρα και τις
“επαναστατικές μεταρρυθμίσεις”, οι οποίοι αλλάζοντας το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και
διασαλεύοντας τις τωρινές ιεραρχικές δομές διευκολύνουν την ευρύτερη κοινωνική αλλαγή. Στο
σημείο αυτό οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης ακολουθούν το πλάνο του De Souza (2006, σελ. 330)
που καλεί σε ένα συμβιβασμό ανάμεσα στο “αρκετά φιλόδοξο επίπεδο σκέψης και δράσης
('ουτοπική διάσταση', 'ριζοσπαστικός ορίζοντας'), και τις περισσότερο ή λιγότερο μετριοπαθείς
τακτικές νίκες στο εδώ και το τώρα”, ώστε να συνυπάρχουν τα κοινωνικά κινήματα και
εναλλακτικά εγχειρήματα με τις θεσμικές αλλαγές που μπορούν να επιτευχθούν μέσω της
συμμετοχής στο σύστημα διακυβέρνησης και της συνεργασίας με συγκεκριμένες πολιτικές
δυνάμεις.

Η αποανάπτυξη, λοιπόν, αρνείται να προδικάσει τον “σωστό” δρόμο προς τη μετάβαση σε μια άλλη
κοινωνία και θεωρεί εξίσου “ριζοσπαστικές” και αναγκαίες τη συστημική αλλαγή στο
μακροεπίπεδο και την αργή μετατροπή του συλλογικού φαντασιακού και των πρακτικών, που
λαμβάνει χώρα στο μικροεπίπεδο της καθημερινής διάδρασης των δρώντων (Cattaneo et al., 2012,
σελ. 522; D'Alisa et al., 2013, σελ. 221; Kallis, 2017, σελ. 29; Kallis & March, 2015, σελ. 366;
Varvarousis, 2019, σελ. 509; Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 35; Καλλής & Πετρίδης, 2014, σελ. 179 ). Οι
στρατηγικές αυτές δε θα εστιάζουν σε μία μόνο κλίμακα, αλλά θα λαμβάνουν χώρα στο τοπικό, στο
εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο και όλες μαζί, συμβατικές ή συγκρουσιακές, παρεμβαίνοντας στο

16
μακροεπίπεδο ή στο μικροεπίπεδο, θα αμφισβητούν την ηγεμονική προσταγή για οικονομική
μεγέθυνση σε διαφορετικά πεδία και με διαφορετικές μεθόδους, και θα συμβάλουν σε μια
“δημοκρατικά ωθούμενη αναδιανεμητική συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης στις
βιομηχανικές χώρες ως μέσο για την επίτευξη της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, της κοινωνικής
δικαιοσύνης και της ευημερίας” (Demaria et al., 2013, σελ. 209).

Θα υποστηρίζονται επιπλέον από τα ερευνητικά αποτελέσματα του διεπιστημονικού ακαδημαϊκού


τμήματος της αποανάπτυξης, που θα εξετάζει τόσο τις δομές της πολιτικής οικονομίας όσο και τους
πολιτισμικούς παράγοντες αλλαγής ή διατήρησης του υπάρχοντος (Alexander & Gleeson, 2019,
σελ. 109; Demaria et al., 2013, σελ. 204-205). Ο ρόλος των επιστημόνων είναι κομβικής σημασίας
καθώς καταδεικνύουν την εσφαλμένη σύνδεση της προσταγής για οικονομική μεγέθυνση με την
πρόοδο και την ευημερία, φέρνουν στην επιφάνεια τις καταστροφικές συνέπειες της και συμβάλουν
στην ανάδυση των νέων αφηγήσεων και προταγμάτων, που μπορούν να καταστούν κοινοί τόποι και
να εμπνεύσουν τη δράση των κινημάτων. Τέλος και αφού επιδιώκεται η συνομιλία μεταξύ
επιστημόνων και κινημάτων να καταστεί αμφίδρομη, τα αποτελέσματα της έρευνας, οι αναλύσεις
και οι έννοιες, που προέκυψαν μέσα από τη μελέτη των κινημάτων, θα επιστρέφουν πίσω στα ίδια,
ανατροφοδοτώντας τη δράση τους ώστε να δημιουργηθούν χώροι και δίκτυα, όπου να μπορέσει να
ανθίσει το εναλλακτικό παράδειγμα της αποανάπτυξης (Kallis, 2011, σελ. 878; Καλλής κ.ά., 2016,
σελ. 37).

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τις στρατηγικές που αποσκοπούν σε “επαναστατικές μεταρρυθμίσεις”


και κυρίως αυτές που προκρίνουν τα εναλλακτικά εγχειρήματα, καθώς συγκεντρώνουν το
μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την πλευρά των θεωρητικών της αποανάπτυξης και θα μας εισάγουν
στη θεωρία των κοινών, δηλαδή το αντικείμενο μελέτης του δεύτερου κεφαλαίου.

2.4.2.1.Η στρατηγική των “επαναστατικών μεταρρυθμίσεων”

Όσον αφορά τις “επαναστατικές μεταρρυθμίσεις”, το πρόταγμα της αποανάπτυξης έχει υιοθετήσει
παλαιότερες ιδέες, ενώ έχει διατυπώσει και μια ποικιλία νέων προτάσεων: κοινωνικών (εγγύηση
θέσης εργασίας, βασικό εισόδημα για όλους τους πολίτες που παραχωρείται άνευ όρων, μέγιστο
εισόδημα, μείωση εργάσιμων ωρών χωρίς μείωση μισθού, ενίσχυση και προστασία των κοινών,
περιορισμός ή και απαγόρευση των διαφημίσεων που ωθούν στην κατανάλωση), οικονομικών
(έλεγχος του χρέους από τους πολίτες, περιβαλλοντική φορολόγηση, στήριξη της κοινωνικής και
αλληλέγγυας οικονομίας και των συνεργατικών εγχειρημάτων, εναλλακτικά νομίσματα και ηθικές
τράπεζες), περιβαλλοντικών (μη εξαγοράσιμα όρια στη χρήση φυσικών πόρων και στην εκπομπή
διοξειδίου του άνθρακα, περιορισμός της εξορυκτικής δραστηριότητας) (Demaria et al., 2013, σελ.
203; Petridis et al., 2015, σελ. 187; Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 33-34).

Οι προτάσεις αυτές αποσκοπούν τόσο στη δημιουργία συνθηκών αξιοπρεπούς, μη-εκμεταλλευτικής


εργασίας και οικονομικής ασφάλειας για όλους, όσο και στη μεταρρύθμιση του εξαρτημένου από
το χρέος οικονομικού συστήματος, το οποίο επιδιώκοντας την ατέρμονη οικονομική μεγέθυνση
προκαλεί συνεχείς οικονομικές και οικολογικό-κοινωνικές καταστροφές (Petridis et al., 2015, σελ.
195). Πρόκειται λοιπόν για μία ποικιλία προτάσεων, που εάν εφαρμόζονταν θα ανέκοπταν την
πορεία προς την οικολογική καταστροφή, θα υποστήριζαν την προσπάθεια για δημιουργία μιας μη-
καπιταλιστικής οικονομίας και θα καταπολεμούσαν ευρύτερα τις λογικές του κέρδους και της
αέναης ανάπτυξης, που βρίσκονται στην καρδιά του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου. Πιο
πρόσφατα χωρίστηκαν σε πέντε κατηγορίες (πράσινο New Deal χωρίς ανάπτυξη, καθολικό βασικό
εισόδημα και υπηρεσίες, πολιτικές ανάκτησης των κοινών, μείωση των ωρών εργασίας και δημόσια
χρηματοδότηση για την στήριξη των παραπάνω), που συνδυαστικά θα μπορούσαν να βοηθήσουν
στην προσπάθεια μετασχηματισμού της κοινωνίας (Kallis et al., 2020, σελ. 65).

17
Πρέπει να σημειώσουμε όμως πως οι εν λόγω “επαναστατικές μεταρρυθμίσεις”, εκτός του ότι είναι
δύσκολο να εφαρμοστούν ακόμα και από μία κυβέρνηση με τις καλύτερες προθέσεις, αποτελούν
μονάχα μία από τις στρατηγικές της μετάβασης σε μια κοινωνία της αποανάπτυξης· αυτή των
θεσμικών αλλαγών στο μακροεπίπεδο. Στρατηγική, η οποία έρχεται να υποστηρίξει μια δεύτερη,
που κατέχει κεντρικότερη θέση για τους θεωρητικούς της αποανάπτυξης και προσανατολίζεται
στην αλλαγή στο μικροεπίπεδο, στη δημιουργία νέων θεσμών και εγχειρημάτων στο εδώ και το
τώρα.

2.4.2.2.Η στρατηγική των εναλλακτικών εγχειρημάτων των από τα κάτω στο εδώ και το τώρα

Η δεύτερη λοιπόν στρατηγική, η οποία από τη μία πλευρά μπορεί να επωφεληθεί από αυτές τις
μεταρρυθμίσεις και να προσελκύσει τμήματα του πληθυσμού που ασφυκτιούν μέσα στο υπάρχον
ενώ από την άλλη μπορεί να καλλιεργήσει την κουλτούρα της αποανάπτυξης, μαθαίνοντας στον
κόσμο να επιθυμεί ένα διαφορετικό τρόπο ζωής και να απαιτεί τις προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις
είναι η δημιουργία εναλλακτικών εγχειρημάτων στο εδώ και το τώρα και η δικτύωση τους σε
τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο (Alexander & Gleeson, 2019, 27). Και πάλι υπάρχει μια
μεγάλη ποικιλία προτάσεων, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις οικοκοινότητες, τις αγορές
αντιπραγματισμού, τις τράπεζες χρόνου και τα εναλλακτικά νομίσματα, τους αστικούς
λαχανόκηπους, την κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία και τα δίκτυα δίκαιου εμπορίου, τις
κοινοτικές συλλογικές κουζίνες, τα συνεργατικά εγχειρήματα στον τομέα της παιδείας, της υγείας
και της παροχής φροντίδας σε ευπαθείς ομάδες, τα ανοιχτά λογισμικά και τα ψηφιακά κοινά, τα
αποκεντρωμένα δίκτυα παραγωγής και διανομής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (Kallis, 2017,
σελ. 23; Kallis & March, 2015, σελ. 365; Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 32).

Από αυτή την πληθώρα εναλλακτικών εγχειρημάτων θα εστιάσουμε στα κοινά καθώς, πρώτον, σε
αυτά δίνουν βαρύτητα και οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης ενώ δεύτερον τα κοινά, αποτελούμενα
από τρία στοιχεία: τον κοινό πλούτο, την κοινότητα που τον διαχειρίζεται και συναποφασίζει και
την από κοινού (ανα)παραγωγή των κοινών, της κοινότητας και των κοινωνικών σχέσεων των
μελών της (commoning), μπορούν να εξελιχθούν σε κοινωνική δύναμη, αντιτεθέμενη στο κεφάλαιο
και στο κράτος και να παίξουν ένα συμπληρωματικό και προωθητικό ρόλο στη μετάβαση σε μια
κοινωνία της αποανάπτυξης, δείχνοντας μας το πως να ζούμε, να δημιουργούμε εναλλακτικά
οικονομικά συστήματα πέρα από τον καπιταλισμό και να καλλιεργούμε άλλες κοινωνικές σχέσεις
μεταξύ μας (Χέλφριχ & Μπόλιερ, 2016, σελ. 123). Ποια θέση καταλαμβάνουν λοιπόν τα κοινά στο
σχέδιο της αποανάπτυξης; Η απάντηση είναι πως τα κοινά είναι κομβικής σημασίας, ειδικά ως
εγχειρήματα εναλλακτικών τρόπων (ανα)παραγωγής και κοινωνικών σχέσεων στο εδώ και το τώρα
για τρεις λόγους.

Πρώτον, στο βαθμό που βασίζονται στη συλλογική ιδιοκτησία, στην καλλιέργεια σχέσεων
αλληλεγγύης, στην παραγωγή αξιών χρήσης κι όχι ανταλλαγής με στόχο την αναπαραγωγή και την
φροντίδα της κοινότητας, τα κοινά αντιτίθενται από την ίδια τη δομή τους στην καπιταλιστική
λογική της αέναης συσσώρευσης και εξάπλωσης με σκοπό το κέρδος και την ανάπτυξη και είναι
συνήθως λιγότερο κοστοβόρα σε πρώτες ύλες και ενέργεια. Μπορούν επίσης να οδηγήσουν στην
αποϋλοποίηση και τη μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης μέσω της επανατοπικοποίησης
της παραγωγής αλλά και της εντατικοποιημένης χρήσης από κοινού των καταναλωτικών αγαθών
και των υποδομών, αντί της καθαρά ατομικής κατοχής και χρήσης τους (Bauwens & Niaros, 2017,
σελ. 21; Kallis, 2017, σελ. 23, 159; Kallis et al., 2020, σελ. 62; Καλλής κ.ά., 2016, σελ. 32; Καλλής
& Πετρίδης, 2014, σελ. 169; Χέλφριχ & Μπόλιερ, 2016, σελ. 123). Ο Καλλής τονίζει εντούτοις
πως αυτή η τάση των κοινών δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη και θα πρέπει να ελέγχεται κατά
περίπτωση, καθώς υπάρχουν κοινά, όπως η ομότιμη παραγωγή, που απαιτούν μεγάλες ποσότητες
ηλεκτρικής ενέργειας και βασίζονται σε πρώτες ύλες που προέρχονται από εξορυκτικές

18
δραστηριότητες σε χώρες του Παγκόσμιου Νότου ή της περιφέρειας του Παγκόσμιου Βορρά, που
ενδέχεται να είναι βαμμένες με αίμα (Kallis, 2017, σελ. 186; Kallis et al., 2020, σελ. 45-46).

Δεύτερον, οι νέες κοινωνικές σχέσεις και το αίσθημα ισότητας που δημιουργούνται εντός των
κοινών οδηγούν στην υποβάθμιση της ατομικιστικής τάσης για ανταγωνισμό, σύγκριση με τους
άλλους και επιδεικτική κατανάλωση, η οποία γεννά το “προσωπικό αίσθημα της έλλειψης πόρων
και την ανικανοποίητη επιθυμία” (Kallis & March, 2015, σελ. 364; βλ. και Kallis, 2019, σελ. 31).
Έχουμε έτσι και μια σταδιακή αποδόμηση του καταναλωτικού ανθρωπότυπου που έχει επιβάλλει το
καπιταλιστικό μοντέλο οικονομίας, καθώς οι συμμετέχοντες στα κοινά, μέσω της αλληλεγγύης, του
μοιράσματος, της φροντίδας για την κοινότητα, της οικολογικής υπευθυνότητας και των νέων
πρακτικών τους, αποκτούν καινούριες συνήθειες και εμφορούνται από αξίες και νοοτροπίες που
πρεσβεύει η αποανάπτυξη (Demaria et al., 2019, σελ. 444-445; Petridis et al., 2015, σελ. 187;
Ντ'Αλίζα κ.ά., 2016, σελ. 278). Οι νέες συνήθειες σκέψης και πράξης, οι νέες αξίες και κοινωνικές
σχέσεις εντός των κοινών, όπως θα δούμε στο τρίτο κεφάλαιο, διαπλάθουν έναν καινούριο
ανθρωπότυπο, δηλαδή το αναγκαίο δρων υποκείμενο κάθε μεγάλου πολιτισμικού και οικολογικο-
κοινωνικού μετασχηματισμού (Kallis et al., 2020, σελ. 64).

Τρίτον, εξαιτίας της πολιτικής διάστασης της από κοινού λήψης αποφάσεων τα κοινά μπορούν να
συμβάλουν στη θέσπιση αυτοπεριορισμών, ιδωμένων ως ελεύθερη επιλογή των συμμετεχόντων και
όχι ως εξωτερική επιβολή περιβαλλοντικών ή άλλων λόγων. Οι συνειδητοί αυτοπεριορισμοί εντός
των κοινών έρχονται να αμφισβητήσουν την επιβληθείσα από τον καπιταλισμό φυσικοποίηση των
απεριόριστων επιλογών και επιθυμιών καθώς και την υποτιθέμενη “σπάνη” των πόρων που θα
κάλυπταν τις επιθυμίες αυτές (Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 65; Esteva, 2014, σελ. 149, 155-156;
Kallis, 2017, σελ. 75; Kallis, 2019, σελ. 28). Για τους Kallis & March (2015, σελ. 364, 366) ο
συλλογικός αυτοπεριορισμός μέσω των πολιτικών αποφάσεων και του μοιράσματος των αγαθών
εντός των κοινών μπορεί να επιφέρει μια τέτοια διασάλευση στον καπιταλισμό, καταρρίπτοντας το
αφήγημα του περί “σπάνης” και υπέρβασης της υποχρεωτικά μέσω της αύξησης της παραγωγής και
της κατανάλωσης, άρα εντέλει μέσω της αέναης οικονομικής μεγέθυνσης.

Επιπλέον, ο συλλογικός αυτοπεριορισμός είναι μια πολιτική απόφαση που ανοίγει και το ζήτημα
της συλλογικής διαχείρισης του κοινωνικού πλεονάσματος που προκύπτει εντός των κοινών, με
τρόπο τέτοιο ώστε να μην επανεκκινείται η διαδικασία της αέναης συσσώρευσης και οικονομικής
μεγέθυνσης. Η προτεινόμενη έννοια της κοινωνικής δαπάνης (dépense), δάνειο από τον Georges
Bataille, έρχεται να αποδομήσει την φυσικοποίηση της αιώνιας “σπάνης” και της ανάγκης για
ανάπτυξη που βρίσκονται στην καρδιά του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου, και να τονίσει
αντιθέτως πως αυτό που χαρακτηρίζει μια κοινωνία είναι το πως διαχειρίζεται το κοινωνικό της
πλεόνασμα (Kallis, 2017, σελ. 200; Ρομάνο, 2016β, σελ. 132-133). Η συνολική μείωση του και η
αξιοποίηση του μέσω πρακτικών δαπάνης για τη δόμηση μιας συμβιωτικής κοινωνίας δίνει νέο
συλλογικό νόημα στη ζωή των ανθρώπων, τονώνει το αίσθημα της κοινότητας και καλλιεργεί μη-
αποξενωμένες κοινωνικές σχέσεις (Kallis, 2017, σελ. 21-22; Ντ'Αλίζα κ.ά., 2016, σελ. 274). Για
τους θεωρητικούς της αποανάπτυξης οι “πρακτικές της δαπάνης «εξαντλούν» το κεφάλαιο και το
εξωθούν από τη σφαίρα της κυκλοφορίας, επιβραδύνοντας το. Μια τέτοια συλλογική «σπατάλη»
δεν προορίζεται για προσωπικό όφελος ή προς όφελος του κεφαλαίου. Φιλοδοξεί να είναι πολιτική”
(Ντ'Αλίζα κ.ά., 2016, σελ. 274) και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την καπιταλιστική λογική της
συνεχούς απειλής λόγω έλλειψης πόρων και της προστασίας μέσω της παραγωγής και
κατανάλωσης εμπορευμάτων (Kallis & March, 2015, σελ. 366).

2.5.Η ανάδυση της αντι-ηγεμονικής δύναμης της αποανάπτυξης

Είδαμε λοιπόν πως για τη θεωρία της αποανάπτυξης η μετάβαση δεν θα επιτευχθεί από ένα και

19
μοναδικό ιστορικό υποκείμενο ή ακολουθώντας αποκλειστικά μία στρατηγική, αλλά μέσω της
συμπόρευσης και συνδυαστικής κινητοποίησης πολλών δρώντων, που εφαρμόζουν ετερόκλητες
στρατηγικές και δραστηριοποιούνται στο τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Οι “επαναστατικές
μεταρρυθμίσεις”, εκτός του ότι είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν χωρίς την ισχυρή πίεση και
απαίτηση από πλευράς κοινωνίας, από μόνες τους κρίνονται ανεπαρκείς. Το ίδιο ισχύει και για
εναλλακτικά εγχειρήματα των από τα κάτω στο εδώ και το τώρα. Αν δραστηριοποιηθούν τοπικά
χωρίς δικτύωση μεταξύ τους και όραμα για μια ευρύτερη κοινωνική αλλαγή, είναι πολύ πιθανό είτε
να ενσωματωθούν, είτε να κατασταλούν από το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα και να
αξιοποιηθούν ως ιδιωτική ιδιοκτησία για την ανταλλακτική τους αξία με σκοπό την επίτευξη
κέρδους. Οι αποκομμένες νησίδες ελευθερίας, αν και προσφέρουν απόδραση από το υπάρχον,
εντούτοις δε θα μπορέσουν να επιφέρουν τον επιθυμητό οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό
χωρίς τη δημιουργία μίας ισχυρής αντι-ηγεμονικής δύναμης, ικανής να αμφισβητήσει την προσταγή
για οικονομική μεγέθυνση και το καπιταλιστικό μοντέλο οικονομίας (García López, et al., 2017,
σελ. 102; Καλλής, 2014, σελ. 118).

Αυτό που απαιτείται λοιπόν είναι η συνάρθρωση των αιτημάτων όλων αυτών των δρώντων
υποκειμένων και η συμπόρευση των διαφορετικών στρατηγικών κάτω από το ερμηνευτικό πλαίσιο
της αποανάπτυξης, ώστε να δημιουργηθεί μια ισχυρή αντι-ηγεμονική δύναμη, ικανή να
αμφισβητήσει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, να ασκήσει πίεση σε όλους τους τομείς και να επιφέρει
αλλαγές τόσο στο κεντρικό θεσμικό επίπεδο όσο και στο πεδίο της καθημερινότητας, των
πρακτικών, νοοτροπιών και ιδεών των ανθρώπων μέσω της δημιουργίας νέων θεσμών, της
ενίσχυσης των κοινών και της δικτύωση τους (García López et al., 2017, σελ. 102; Petridis et al.,
2015, σελ. 194). Το ερώτημα που προκύπτει αφορά την οργάνωση σε πολιτικό επίπεδο αυτής της
συμπόρευσης ετερόκλητων δρώντων και στρατηγικών καθώς επίσης και τη μορφή που θα λάβει
αυτή η αντι-ηγεμονική δύναμη της αποανάπτυξης. Πρόκειται για ένα ερώτημα με το οποίο θεωρώ
πως δεν ασχολήθηκαν ενδελεχώς οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης, κάτι που όπως θα δούμε
αναγνωρίζουν και οι ίδιοι, ενώ επιπλέον δεν επιδέχεται έτοιμη και εύκολη απάντηση.

2.5.1.Η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας

Οι D'Alisa & Kallis (2020, σελ. 2, 5-6) εξέτασαν το σύνολο του ακαδημαϊκού έργου της
αποανάπτυξης σχετικά με το κράτος και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ενώ στην ανάλυση
πριμοδοτούνται τα εγχειρήματα των από τα κάτω και ταυτόχρονα απαιτείται η άνωθεν θεσμική
επιβολή των “επαναστατικών μεταρρυθμίσεων”, απουσιάζει εντούτοις μια συγκροτημένη
τοποθέτηση σχετικά με τη φύση και το ρόλο του κράτους· γεγονός που δυσχεραίνει και την
διατύπωση ρεαλιστικών πολιτικών στρατηγικών για τη μετάβαση στην κοινωνία της αποανάπτυξης.
Η λύση που προτείνουν είναι η υιοθέτηση της γκραμσιανής έννοιας του ενιαίου (integral) κράτους,
που αποτελείται από την πολιτική κοινωνία, δηλαδή τους κρατικούς θεσμούς της κυβέρνησης, του
στρατού, της γραφειοκρατίας, του δικαστικού και εκπαιδευτικού συστήματος και την κοινωνία των
πολιτών, δηλαδή τους θεσμούς της εκκλησίας, τα εργατικά σωματεία, τις εθελοντικές οργανώσεις
και τις οικογένειες μεταξύ άλλων. Η πρώτη αποτελεί κυρίως τον τόπο του εξαναγκασμού και της
επιβολής μέσω της δύναμης ενώ η δεύτερη τον τόπο της ιδεολογικής πάλης με στόχο την
συναίνεση, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως συναίνεση και εξαναγκασμός απουσιάζουν πλήρως
από την πολιτική κοινωνία και την κοινωνία των πολιτών αντίστοιχα.

Για την επίτευξη λοιπόν της μετάβασης στην κοινωνία της αποανάπτυξης οι D'Alisa & Kallis
(2020, σελ. 5-7) συμπεραίνουν πως απαιτείται η πολιτική οργάνωση της αντι-ηγεμονικής δύναμης,
καθώς η μετάβαση θα έρθει μόνο με την ταυτόχρονη συνεξελικτική (coevolutionary) αλλαγή στην
κοινωνία των πολιτών και στην πολιτική κοινωνία. Η δημιουργία εναλλακτικών θεσμών που θα
εμφορούνται από τις αρχές της αποανάπτυξης και η ανάδυση νέων κοινών νοημάτων, η

20
επανανοηματοδότηση των παλαιών και η αλλαγή της πρόσληψης της κοινωνικής πραγματικότητας
στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών θα πρέπει να συμβαδίσει με την παρέμβαση στους
ισχύοντες πολιτικούς θεσμούς, ώστε να εφαρμοστούν οι απαραίτητες “επαναστατικές
μεταρρυθμίσεις” και έτσι να καταπολεμηθεί σε πρακτικό, ιδεολογικό και θεσμικό επίπεδο η
ηγεμονική προσταγή για οικονομική μεγέθυνση. Σχετικά με την παρέμβαση στην πολιτική
κοινωνία παρ' όλ' αυτά δεν ξεκαθαρίζουν εάν αποβλέπουν σε ένα κόμμα της αποανάπτυξης που θα
αντιπροσωπεύει και καθοδηγεί τα κινήματα, σε πολιτικές παρατάξεις που θα προσπαθήσουν να
εφαρμόσουν το πρόταγμα της αποανάπτυξης σε δήμους και περιφέρειες και να δικτυωθούν
υπερτοπικά μεταξύ τους, σε ομάδες πίεσης που θα προωθούν τις “επαναστατικές μεταρρυθμίσεις”
ή στη διάχυση του προτάγματος της αποανάπτυξης σε τέτοιο βαθμό ώστε να ενταχθεί στο πολιτικό
πρόγραμμα των περισσότερων κομμάτων και παρατάξεων, αν και ο Καλλής (2017, σελ. 36)
παλαιότερα είχε κάνει μάλλον ξεκάθαρο πως απαιτείται η κατάληψη του κράτους για την επιτυχή
μετάβαση στην κοινωνία της αποανάπτυξης.

2.5.2.Συνδυασμός αντι-ηγεμονικών και μετα-ηγεμονικών πολιτικών στρατηγικών

Παρ' όλ' αυτά υπάρχει ένα ζήτημα που δεν έχει εξεταστεί ενδελεχώς και αφορά την ενδεχόμενη
ένταση ανάμεσα σε δύο πολιτικές στρατηγικές, τις οποίες αμφότερες ενστερνίζονται οι θεωρητικοί
της αποανάπτυξης. Από τη μία πλευρά, όπως είδαμε προωθείται η ηγεμονική στρατηγική α λα
Γκράμσι, σύμφωνα με την οποία η επιθυμητή αλλαγή θα έρθει μέσω της δημιουργίας και της
δράσης ενός ευρύτερου πολιτικού μετώπου, που θα συνενώνει τις διάσπαρτες αντιστάσεις
ετερόκλητων τμημάτων της κοινωνίας. Το μαζικό αυτό μέτωπο θα διατηρεί οργανικούς δεσμούς με
την κοινωνία των πολιτών και την ποικιλία των εγχειρημάτων που εναντιώνονται στο υπάρχον ή
δημιουργούν στο εδώ και το τώρα εικόνες και δομές της μελλοντικής κοινωνίας· εγχειρημάτων που
θα συνδέονται και θα συνομιλούν μεταξύ τους χάρη στην κοινή πολιτική πλατφόρμα του μετώπου
αυτού, απώτερος σκοπός του οποίου θα αποτελεί η παρέμβαση στους κεντρικούς θεσμούς του
κράτους (Kioupkiolis, 2019, σελ. 3-4, 140, 2020, σελ. 235). Σύμφωνα με σύγχρονους θεωρητικούς
της ηγεμονίας, η σύνδεση των ετερόκλητων εγχειρημάτων και αιτημάτων, για να γίνει
αποτελεσματική και να επιφέρει τις επιθυμητές αλλαγές πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω της
πολιτικής συνάρθρωσης τους, δηλαδή της εγκαθίδρυσης αλυσίδων ισοδυναμίας μεταξύ τους, της
παραγωγής κενών σημαινόντων και της ανάδειξης ενός μέρους του μετώπου αυτού, που θα
αυτοπαρουσιαστεί ως το όλο, σε αντι-ηγεμονική δύναμη, ικανή να αντιπροσωπεύσει με κάθετο
τρόπο το σύνολο του μαζικού μετώπου, να επιτύχει την ενότητα μέσα από την ετερογένεια των
αντιστάσεων και να καταλάβει την εξουσία (Laclau, 2005, σελ. 241; Stavrakakis, 2014, σελ. 120;
Τhomas, 2020, σελ. 12). Χωρίς την αναγκαία αυτή πολιτική συνάρθρωση και κάθετη
αντιπροσώπευση, το μόνο που απομένει είναι οι ασύνδετες μεταξύ τους και άρα
αναποτελεσματικές τακτικές κινήσεις εναντίωσης στο υπάρχον, με αποτέλεσμα η στρατηγική
μετάβασης σε μια άλλη κοινωνία να εκλείπει και μαζί της να εκλείπει και η ίδια η πολιτική ( Laclau,
2005, σελ. 242).

Από την άλλη πλευρά, όπως θα δούμε πιο λεπτομερώς στο επόμενο κεφάλαιο, τα εναλλακτικά
εγχειρήματα των από τα κάτω και πιο συγκεκριμένα τα κοινά, λειτουργούν με όρους
οριζοντιότητας και αμεσοδημοκρατικής λήψης αποφάσεων, χωρίς ιεραρχίες και
αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Η πολιτική συνάρθρωση τους δεν είναι αναγκαίο να γίνει με τους
όρους της ηγεμονίας, αλλά με τις εναλλακτικές που προσφέρει η θεωρία της μεταηγεμονίας, για την
οποία είναι λάθος να ταυτίζεται η ηγεμονία με την ίδια την πολιτική (Arditi, 2014, σελ. 24). Ως
παραδείγματα εξόδου από το υπάρχον, καλλιέργειας νέων εμμενών καθημερινών συνηθειών και
ριζικής πολιτικής ανυπακοής τα κοινά μπορούν λοιπόν να οργανωθούν μέσω μιας χαλαρής
οριζόντιας δικτύωσης και να αποτελέσουν μία μετα-ηγεμονική εναλλακτική μορφή συλλογικής
δράσης, που ως στόχο της ριζοσπαστικής πολιτικής της θα έχει την απελευθέρωση των ποικίλων

21
εγχειρημάτων και της “εξουσίας τους να” υπάρξουν από την “εξουσίας επί” αυτών, που ασκεί το
κράτος (Arditi, 2014, σελ. 26, 33, 41; Beasley-Murray, 2003, σελ. 123, 2010, σελ. 221-222). Αυτοί
οι άλλοι τρόποι πολιτικής δράσης, σε απόσταση από το κράτος κι ενάντια στις λογικές της
ανάθεσης και της αντιπροσώπευσης είναι ζητήματα που υποτιμήθηκαν από τους θεωρητικούς της
ηγεμονίας, για τους οποίους η ηγεμονία από ενδεχομενική μορφή δράσης στο οντικό επίπεδο
μετατράπηκε σε αναγκαία οντολογική αλήθεια, συνώνυμη της πολιτικής (Arditi, 2014, σελ. 21, 23).

Πως λοιπόν θα συνδυαστεί η αμεσοδημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων και η


αυτοκυβέρνηση των κοινών με την κάθετη ιεραρχία, την καθοδήγηση και τη λογική της ανάθεσης,
που ενδέχεται να επικρατήσει εντός μιας αντι-ηγεμονικής δύναμης που στοχεύει στην παρέμβαση
στους υπάρχοντες θεσμούς; Τα ερωτήματα αυτά παραμένουν ανοιχτά και ίσως είναι πιο γόνιμη η
συνεχής και εκ νέου επεξεργασία τους και η προσπάθεια συνδυασμού των δύο στρατηγικών, καθώς
η απαίτηση του να αποφασίσουμε σε θεωρητικό επίπεδο οριστικά ανάμεσα σε μια ηγεμονική
πολιτική της αντιπροσώπευσης και της στόχευσης στο κράτος και μια μετα-ηγεμονική πολιτική των
οριζόντια δικτυωμένων εγχειρημάτων, που αδιαφορούν για το κράτος, θα μας οδηγούσε σε μια
“μεταφυσική της πολιτικής” (Arditi, 2014, σελ. 37). Σε περιόδους άλλωστε όπου τα προβλήματα
προς αντιμετώπιση είναι πολύπλοκα, η σκέψη και η δράση οφείλουν να αποφεύγουν τις
μεταφυσικές αγκυλώσεις και να μένουν ανοιχτές σε διάφορα ενδεχόμενα, όπως για παράδειγμα στη
γόνιμη συμμαχία μεταξύ ηγεμονικών και μετα-ηγεμονικών πολιτικών στρατηγικών (Chodor, 2014,
σελ. 490; Kioupkiolis, 2020, σελ. 239; Stavrakakis, 2014, σελ. 121; Κιουπκιολής, 2019, σελ. 52).

Μια πιθανή λύση βρίσκεται στο συνδυασμό της οριζόντιας δικτύωσης εγχειρημάτων από τα κάτω
και της κάθετης αλλά ανακλητής και υπό όρους αντιπροσώπευσης τους, όπου όμως θα δίνεται
βαρύτητα στην ισότιμη συμμετοχή, στην αποφυγή της αποκρυστάλλωσης μόνιμων ιεραρχιών και
στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων στο εδώ και το τώρα· πρόταση που έχει ονομασθεί
“ετεραρχεία” (Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 81-82) και “ετεροπολιτική” (Kioupkiolis, 2018, σελ.
109-110). Η έμφαση εδώ δίνεται στην οριζοντιότητα, στην ύπαρξη όχι ενός αλλά πολλών
ομόσπονδων κέντρων εξουσίας, που συνυπάρχουν και δίνουν χώρο στην έκφραση της
διαφορετικότητας, λαμβάνουν συλλογικές αποφάσεις μέσω συνελεύσεων ανοιχτών σε όλους και σε
όλες και διασώζουν “με πολιτικούς μηχανισμούς και δυναμικές πρακτικές την πληθυντικότητα, τον
ανταγωνισμό, την ετερογένεια, τη δημιουργικότητα και την ανοικτότητα” (Κιουπκιολής, 2014, σελ.
177; βλ. και Kioupkiolis, 2014, σελ. 166; Maeckelbergh, 2011, σελ. 11). Όπου, τέλος, αντί να
επιχειρείται μια συχνά άγονη και πολωμένη σύγκρουση μεταξύ αυστηρά καθορισμένων
ιδεολογικών και πολιτικών προγραμμάτων, προτεραιότητα θα έχει ο εποικοδομητικός
πραγματισμός, που στοχεύει στην κατάστρωση στρατηγικών και την επίλυση συγκεκριμένων κάθε
φορά πρακτικών προβλημάτων, που ανακύπτουν ως εμπόδια στις στρατηγικές αυτές (Kioupkiolis,
2018, σελ. 109, 2020, σελ. 238; Κιουπκιολής, 2019, σελ. 60).

Στο επόμενο κεφάλαιο θα στραφούμε στη θεωρία των κοινών, και πιο συγκεκριμένα των
αντικαπιταλιστικών κοινών έτσι όπως θεωρητικοποιήθηκαν κυρίως από τον Massimo De Angelis,
τον George Caffentzis και τη Silvia Federici. Ιδίως μέσα από το έργο του De Angelis θα δούμε τα
κοινά ως κοινωνικό σύστημα, αποτελούμενο από τρία στοιχεία αλλά και ως αναδυόμενη κοινωνική
δύναμη που στοχεύει στην υπέρβαση του καπιταλισμού και το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Θα
εξετάσουμε στη συνέχεια τη συνάφεια κοινών και αποανάπτυξης από τη σκοπιά των θεωρητικών
των κοινών, την έννοια της προεικόνισης και τέλος τη θέση του πολιτικού στο έργο του De Angelis
και τις δύο γραμμές σκέψης που εντοπίζονται στο έργο του και προκρίνουν διαφορετικούς δρόμους
για τη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία.

22
3.Περί κοινών
Στο παρόν κεφάλαιο θα αναφερθούμε αρχικά στην έννοια των κοινών μέσα από το έργο του Garrett
Hardin και της Elinor Ostrom και στη συνέχεια θα εστιάσουμε την προσοχή μας στα
αντικαπιταλιστικά κοινά του Massimo De Angelis, καθώς και στα τρία στοιχεία που τα
συναποτελούν, δηλαδή στους κοινούς πόρους προς διαμοιρασμό, στην κοινότητα που τους
διαχειρίζεται και συναποφασίζει από κοινού και στις διαδικασίες από κοινού (ανα)παραγωγής των
κοινών. Θα εξετάσουμε μέσω του έργου του De Angelis τη σχέση κοινών και κεφαλαίου, την
ανάδυση των πρώτων ως μια κοινωνική δύναμη αντιτιθέμενη στο δεύτερο καθώς επίσης και τη
συνάφεια κοινών και αποανάπτυξης. Στο τελευταίο υποκεφάλαιο θα μελετήσουμε τις στρατηγικές
για τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό που επεξεργάζεται το πρόταγμα των κοινών και τη
συμβατότητα τους με τις στρατηγικές του προτάγματος της αποανάπτυξης. Θα υποστηρίξουμε
τέλος πως στο έργο του De Angelis συνυπάρχουν δύο αντικρουόμενες γραμμές σκέψης: “η
εξάπλωση του Ίδιου”, που υποτιμά την πολιτική διάσταση των κοινών και βασίζεται κυρίως στον
πολλαπλασιασμό τους, ο οποίος θα επιφέρει την κοινωνική επανάσταση και “η συμπόρευση με το
Άλλο”, την οποία θα ακολουθήσουμε καθώς σε αυτήν το στοιχείο του πολιτικού λαμβάνεται
υπόψιν και ανοίγει ο δρόμος για την πιθανή συμπόρευση των προταγμάτων των κοινών και της
αποανάπτυξης.

3.1.Ιστορική αναδρομή: από τον Garrett Hardin στην Elinor Ostrom

Τα κοινά ως παραδείγματα κοινωνικής οργάνωσης και συνεργασίας μεταξύ ανθρώπων υπάρχουν


εδώ και αιώνες, με τη μορφή συλλογικής χρήσης των βοσκοτόπων, των απερίφρακτων χωραφιών
για καλλιέργεια, των λιμνών, ποταμών και θαλασσών για αλιεία, αλλά ως θεωρία
πρωτοεμφανίζονται με αρνητική συνδήλωση το 1968 στο άρθρο του Garrett Hardin “The tragedy of
the commons” στο περιοδικό Science. Εκεί ο Hardin (2009, σελ. 246-247) μας παρουσιάζει το
υποθετικό σενάριο, κατά το οποίο μια ομάδα “ορθολογικά” σκεπτόμενων βοσκών επιδιώκοντας τη
μεγιστοποίηση της ωφέλειας για αυτούς και το κοπάδι τους εκμεταλλεύεται ανεξέλεγκτα ένα
βοσκότοπο ανοιχτής πρόσβασης σε όλους, με αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή του. Το
συμπέρασμα του Hardin (2009, σελ. 246) είναι ξεκάθαρο ήδη από τον τίτλο του άρθρου του· η
τραγωδία των κοινών, καθώς “η ελευθερία εντός των κοινών φέρνει την καταστροφή για όλους”
ενώ η λύση βρίσκεται στην περίφραξη είτε μέσω της ιδιωτικοποίησης τους είτε μέσω της υπαγωγής
τους υπό κρατική διαχείριση και τον καθορισμό δικαιωμάτων εισόδου. Ασκήθηκε μεγάλη κριτική
στην οπτική αυτή, καθώς ο Hardin στην πραγματικότητα περιέγραφε μία ειδική περίπτωση, κατά
την οποία εγωιστές άνθρωποι, χωρίς καμία συνεννόηση μεταξύ τους εκμεταλλεύονται προς ίδιον
όφελος και χωρίς καμία μέριμνα ένα φυσικό πόρο, δηλαδή φυσικοποιούσε μια συγκεκριμένη
κατηγορία ανθρώπου και συμπεριφοράς και την παρουσίαζε ως γενική και αναλλοίωτη. Παρ' ολ'
αυτά για πολλά χρόνια η θεωρία των κοινών, αρνητικά χρωματισμένη, έμεινε στην αφάνεια,
στερώντας μας από μια πολύτιμη παράμετρο κατανόησης του κοινωνικού κόσμου, πράγμα που
αποτέλεσε και την πραγματική τραγωδία όσον αφορά τα κοινά (Blomley, 2008, σελ. 322).

Η γνωστότερη κριτική στην αντίληψη του Hardin για τα κοινά ήρθε το 1990 από την Elinor Ostrom
και το βιβλίο της Governing the commons: The evolution of institutions for collective action. Εκεί
όπως και στο μετέπειτα έργο της, που της χάρισε και το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών το 2009, η
Ostrom (1990, σελ. 26) θα καταπιαστεί με επιτυχημένα και αποτυχημένα παραδείγματα διαχείρισης
πόρων κοινής δεξαμενής (π.κ.δ.) μικρής έκτασης (κυρίως βοσκότοπων, ψαρότοπων, υπόγειων
λεκανών, κοινοτικών δασών) από ομάδες μεταξύ 50 και 15000 ανθρώπων. Θα καταλήξει στη
διατύπωση οκτώ αρχών σχεδιασμού που χαρακτηρίζουν τα επιτυχημένα παραδείγματα, οι οποίες
συνοπτικά είναι οι εξής: ξεκάθαρα καθορισμένα όρια των π.κ.δ., αρμονία των κανόνων

23
οικειοποίησης και παροχής με τις τοπικές συνθήκες, διακανονισμοί συλλογικής επιλογής,
επιτήρηση των συνθηκών των π.κ.δ., κλιμακούμενες κυρώσεις, μηχανισμοί επίλυσης διαμαχών, μια
έστω ελάχιστη αναγνώριση του δικαιώματος οργάνωσης των π.κ.δ. από τις εξωτερικές διοικητικές
αρχές και τέλος για τους π.κ.δ. που είναι τμήματα μεγαλύτερων συστημάτων θα πρέπει οι
προηγούμενες επτά αρχές σχεδιασμού να είναι οργανωμένες όχι κεντρικά αλλά σε πολλά επίπεδα
εμφωλευμένων εγχειρημάτων (Ostrom, 1990, σελ. 90, 99; Ostrom et al., 1999, σελ. 281). Η Ostrom
αποδεικνύει ότι η τραγωδία των κοινών δεν είναι αναπόδραστη, αρκεί οι οικειοποιητές των π.κ.δ.
να έχουν επαρκή ενημέρωση και ένα τόπο όπου να πραγματοποιείται η δημόσια διαβούλευση, η
επιτήρηση και η επιβολή κυρώσεων, έτσι ώστε να μπορούν να διαχειρίζονται επιτυχώς τους π.κ.δ.
(Ostrom et al., 1992, σελ. 414).

Η Ostrom δείχνει επίσης πως το παράδειγμα του βοσκοτόπου με το δικαίωμα ανοιχτής πρόσβασης
σε όλους, που χρησιμοποίησε ο Hardin, απέχει πολύ από τους π.κ.δ.. Οι τελευταίοι είναι αρκετά πιο
πολύπλοκοι, δεν επιτρέπουν την ελεύθερη πρόσβαση αλλά χαρακτηρίζονται από δύο ομάδες
δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Πρώτον, τα επιχειρησιακού επιπέδου δικαιώματα, που περιλαμβάνουν
αυτά της εισόδου και της εξαγωγής πόρων και δεύτερον τα δικαιώματα επιπέδου συλλογικής
απόφασης, που περιλαμβάνουν αυτά της διαχείρισης, του αποκλεισμού άλλων από τους π.κ.δ. και
της εκχώρησης, δηλαδή της πώλησης όλων των παραπάνω δικαιωμάτων (Schlager & Ostrom,
1999, σελ. 251-252). Το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στους π.κ.δ. λοιπόν δεν είναι ένα και απόλυτο,
όπως στην περίπτωση του Hardin, όπου όλοι οι βοσκοί είχαν το αναφαίρετο δικαίωμα πρόσβασης
και εξαγωγής πόρων από το βοσκότοπο, αλλά πρόκειται για πολλαπλά δικαιώματα ιδιοκτησίας που
συνδέουν τους ανθρώπους τόσο μεταξύ τους όσο και με τους π.κ.δ. (Orsi, 2013, σελ. 8).

Στο ύστερο έργο της η Ostrom θα ασχοληθεί και με τα πολυκεντρικά συστήματα, που
περιλαμβάνουν τόσο δημόσιους όσο και ιδιωτικούς οργανισμούς, που συνεργάζονται σε
διαφορετικές κλίμακες, τονίζοντας πως η διατήρηση αυτής της θεσμικής ποικιλομορφίας είναι
κομβικής σημασίας όχι μόνο για την επιβίωση των π.κ.δ. αλλά και για την αντιμετώπιση της
οικολογικής καταστροφής σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο (Dietz et al., 2003, σελ. 1910;
Ostrom, 2012, σελ. 355, 366; Ostrom et al., 1999, σελ. 282). Πρόκειται για μια συλλογιστική στην
οποία θα επιστρέψουμε κυρίως στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας, όπου θα μελετήσουμε τα αστικά
κοινά.

Παρ' όλο που το έργο της Ostrom είναι σημαντικό και άνοιξε σε μεγάλο βαθμό το δρόμο για μια
θετική επαναξιολόγηση των κοινών, δεν έμεινε στο απυρόβλητο. Θα σταθούμε σε δύο ειδών
κριτικές, η πρώτη εκ των οποίων αφορά την ίδια την έννοια των πόρων κοινής δεξαμενής.
Σύμφωνα με τον Esteva (2014, σελ. 48) η έννοια του πόρου είναι το ακριβώς αντίθετο της έννοιας
των κοινών και η χρήση της φανερώνει πως για την Ostrom τα κοινά δεν είναι παρά υλικά
αντικείμενα, τα οποία οι οικειοποιητές εκμεταλλεύονται προς συμφέρον δικό τους και της
κοινότητας τους. Το συμφέρον αυτό όμως δεν θα έπρεπε να νοείται μονάχα με την κυρίαρχη
οικονομική έννοια του δυτικού κόσμου, αλλά να αναγνωριστεί ως πληθυντικό, πολιτισμικά και
ιστορικά καθορισμένο (Varvarousis & Kallis, 2017, σελ. 130). Αντί αυτής της εστίασης στους
υλικούς πόρους τονίζεται πως όταν μιλάμε για τα κοινά, αναφερόμαστε τόσο σε κάποιο κοινό
πλούτο προς μοίρασμα, αλλά και σε μια κοινότητα και κυρίως σε μια δυναμική διαδικασία, αυτή
της από κοινού (ανα)παραγωγής των κοινών (commoning), που λαμβάνει χώρα εντός ενός τόπου
και ενός χρόνου και δημιουργεί ταυτόχρονα νέες υποκειμενικότητες, λεξιλόγια, αξίες και πρακτικές
καθώς και διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνών (commoners) (Blomley, 2016,
σελ. 99; Chatterton, 2010, σελ. 626; De Angelis, 2017, σελ. 11, 119; Federici, 2019, σελ. 94;
Linebaugh, 2008, σελ. 279).

Η δεύτερη κριτική που ασκήθηκε στην Ostrom αφορά την υπαγωγή από πλευράς της των π.κ.δ. στο

24
καπιταλιστικό σύστημα, καθώς θεωρήθηκε πως αποτελούν εναλλακτικά οικονομικά παραδείγματα
που λειτουργούν αρμονικά εντός της αγοράς (Caffentzis, 2010a, σελ. 30). Δεν εξετάστηκε λοιπόν
ιστορικά η σχέση των κοινών τόσο με το κράτος όσο και με το κεφάλαιο, πράγμα που εάν
συνέβαινε θα μας έδινε μια αρκετά διαφορετική εικόνα, περισσότερο σύγκρουσης παρά αρμονικής
συνύπαρξης μεταξύ τους. Οι δύο αυτές κριτικές μας οδηγούν σε μια άλλη θεώρηση των κοινών,
που συνοπτικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αντικαπιταλιστική προσέγγιση των κοινών και η
οποία θα μας απασχολήσει στο υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου.

3.2.Τι είναι τα αντικαπιταλιστικά κοινά;

Αρχικά θα εξετάσουμε τον ορισμό του De Angelis για τα κοινά, αναλύοντας τα τρία στοιχεία που
τα συναποτελούν, ενώ στη συνέχεια θα εστιάσουμε σε μια ειδική κατηγορία, τα αναπαραγωγικά
κοινά, καθώς αυτά καταλαμβάνουν κεντρική θέση στην ανάλυση των θεωρητικών των
αντικαπιταλιστικών κοινών.

3.2.1.Τρία στοιχεία: κοινός πλούτος, κοινότητα, από κοινού (ανα)παραγωγή

Οι θεωρητικοί των αντικαπιταλιστικών κοινών απαντούν στις δύο κριτικές που ασκήθηκαν στην
Ostrom τόσο με τον ορισμό που δίνουν στα κοινά, όσο και με την εξέταση της σχέσης μεταξύ
κοινών, κεφαλαίου και κράτους. Ας δούμε πως ορίζει τα κοινά ο De Angelis, στο έργο του οποίου
θα βασιστούμε σε μεγάλο βαθμό. Τα κοινά λοιπόν για τον De Angelis (2013, σελ. 27) είναι

κοινωνικές δομές σε διάφορα επίπεδα δραστηριότητας όπου οι πόροι


μοιράζονται, και όπου η κοινότητα καθορίζει τους όρους του μοιράσματος,
συνήθως με μορφές οριζόντιων κοινωνικών σχέσεων που βασίζονται στη
συμμετοχική δημοκρατία, σε μια δημοκρατία χωρίς αποκλεισμούς. Τα δύο
αυτά στοιχεία των κοινών γεννιούνται χάρη σε συγκεκριμένες, καθημερινές
πρακτικές, και το σύνολο των αξιών τους είναι αρκετά διαφορετικό από τις
αξίες του κεφαλαίου, γεγονός που αναπτύσσει και αναπαράγει την
κοινωνική δύναμη που είναι απαραίτητη για να στηρίξει και να δώσει
μορφή στη δομή των κοινών. Αυτή την κοινωνική εργασία και τις
αντίστοιχες μορφές συνεργασίας που εντοπίζονται στα κοινά και τα
(ανα)παράγουν, τις ονομάζουμε ≪σχέσεις και δραστηριότητες που
(ανα)παράγουν τα κοινά≫ (commoning).

Σε αυτόν τον ορισμό συνοψίζεται σε μεγάλο βαθμό το σύνολο των εννοιών που θα μας
απασχολήσουν στη συνέχεια. Όπως βλέπουμε, τα κοινά δεν είναι απλά αντικείμενα ή πόροι κοινής
δεξαμενής αλλά κοινωνικά συστήματα που απαρτίζονται από τρία στοιχεία: τους υλικούς και
άυλους κοινούς πόρους ή αλλιώς κοινό πλούτο (commonwealth) που διαμοιράζεται, την κοινότητα
η οποία αποφασίζει δημοκρατικά μέσω οριζόντιων ανοιχτών διαδικασιών, δημιουργεί και
διαχειρίζεται τον πλούτο αυτό και τέλος τις διαδικασίες από κοινού λήψης και υλοποίησης των
αποφάσεων, την κοινωνική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα εντός των κοινών, τη συνεργασία
μεταξύ των κοινωνών και τις κοινωνικές σχέσεις που καλλιεργούνται και (ανα)παράγουν τα κοινά,
την κοινότητα, το συναισθηματικό δέσιμο και την κουλτούρα των κοινών· όλα αυτά που
συνοψίζονται στον δυσμετάφραστο όρο “commoning”, τον οποίο θα αποδώσουμε ως από κοινού
(ανα)παραγωγή (De Angelis, 2017, σελ. 11, 119, 235). Θα αναφερθούμε συνοπτικά σε κάθε ένα
από τα τρία αυτά στοιχεία, πριν περάσουμε στην εξέταση της συγκρουσιακής σχέσης των κοινών,
ιδωμένων ως κοινωνική δύναμη, με το κεφάλαιο και το κράτος.

Πρώτον, ο κοινός πλούτος, είτε υλικός είτε άυλος, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης από

25
κάποιο μεμονωμένο κοινωνό αλλά παραμένει στη διάθεση όλων και μέσω των πρακτικών και της
δράσης της κοινότητας που διαχειρίζεται τα κοινά αναπαράγεται και αυξάνει, όχι κατ' ανάγκη μόνο
με την οικονομική έννοια αλλά και ως πολιτισμική, πνευματική, συμβολική και φυσική αξία. Ο
υλικός κοινός πλούτος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη γη, το νερό, τα δάση, τις υποδομές και τα
εργαλεία, τα μέσα παραγωγής που ανήκουν σε όλη την κοινότητα, ενώ ο άυλος τις δεξιότητες και
ικανότητες, τις γνώσεις, τις διαθέσεις και συνήθειες, τις ποιότητες που αποκτούν οι συμμετέχοντες
στα κοινά (De Angelis, 2017, σελ. 111, 126; Dellenbaugh-Losse et al., 2020, σελ. 172; Federici,
2019, σελ. 93). Σε αντίθεση με το κεφάλαιο που ως αυτοσκοπό έχει την συνεχή οικονομική
μεγέθυνση και τη συσσώρευση της χρηματικής αξίας, ο άυλος κοινός πλούτος, τον οποίο ο De
Angelis δανειζόμενος κριτικά την ανάλυση του Bourdieu διακρίνει σε κοινωνικό, συμβολικό και
πολιτισμικό, δεν επιδιώκει να μετατραπεί εντός των κοινών αναγκαστικά σε οικονομικό κεφάλαιο
αλλά διατηρεί τη μορφή του και διαμοιράζεται ελεύθερα (De Angelis, 2017, σελ. 126-127, 393).

Δεύτερον, η κοινότητα αποτελεί αναγκαίο συστατικό των κοινών, καθώς “χωρίς κοινότητα δεν
υπάρχουν κοινά” (Federici, 2019, σελ. 94). Πρέπει να αποφευχθεί πάντως η νοσταλγία για μια
συντηρητικού τύπου κοινότητα, που έρχεται να επιλύσει τα προβλήματα που προκαλεί ο
νεοφιλελεύθερος ατομοκεντρισμός και ανταγωνισμός, καθώς η κοινότητα που επικαλείται το
πρόταγμα των κοινών δεν εντάσσεται σε αυτές του παραδοσιακού τύπου: ομοιογενείς, περίκλειστες
και αυστηρά χτισμένες πάνω σε κάποιο υποθετικό κοινό παρελθόν ή με βάση τη κοινή θρησκεία,
εθνικότητα, χρώμα ή κάποιες αποκρυσταλλωμένες απόψεις και ιδεολογίες (Amin& Howell,
2016,σελ. 10; Federici, 2019, σελ. 110). Αντιθέτως, πρέπει να γίνει κατανοητή ως ένα πάντα
ανοιχτό επίδικο, μια κοινότητα αλληλέγγυων σχέσεων και πρακτικών, συνεργασίας,
αλληλεξάρτησης και υπευθυνότητας απέναντι στα μέλη της και το περιβάλλον, που (ανα)παράγεται
καθημερινά καθώς (ανα)παράγει τα κοινά (Federici, 2019, σελ. 110; Varvarousis & Kallis, 2017,
σελ. 147; Ψημίτης, 2017, σελ. 367). Δε θα βασίζεται ούτε θα επιδιώκει την εγκαθίδρυση κάποιας
κοινής ταυτότητας αλλά ως συνεχής διαδικασία πολιτικής υποκειμενοποίησης θα στηρίζεται σε
ορισμένες κοινές αξίες, όπως η ισότητα, ο σεβασμός της διαφορετικότητας, η αλληλεγγύη, η κοινή
ευθύνη και θα παραμένει ανοιχτή στους νεοεισερχόμενους και σε συνεχή κίνηση, επινοώντας
διαρκώς τον εαυτό της· δηλαδή θα αποτελεί μια κοινότητα-εν-τω γίγνεσθαι (Σταυρίδης, 2018, 169-
170, 231).

Μια τέτοια κοινότητα θα διαπλάθει τα υποκείμενα που την αποτελούν, στη βάση μιας πολιτικής
κουλτούρας και ενός ήθους σεβασμού των άλλων απόψεων, εμπιστοσύνης, γενναιοδωρίας,
ανοιχτότητας και επικοινωνίας εντός ενός χαλαρού και φιλικού περιβάλλοντος· κουλτούρας που θα
καλλιεργείται τόσο στις καθημερινές δραστηριότητες εντός των κοινών όσο και στις οριζόντιες, μη-
ιεραρχικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων (De Angelis, 2007, σελ. 243;
Federici, 2019, σελ. 95-96; Kioupkiolis, 2018, σελ.108-109; Κιουπκιολης, 2014, σελ. 87). Η
κουλτούρα αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική από τη μία πλευρά για την αναγνώριση των διαφόρων
μορφών εξουσιαστικών σχέσεων, που δεν αποκλείεται να εμφανιστούν μέσα στα κοινά και οι
οποίες θα πρέπει να καταπολεμηθούν εάν θέλουμε, όπως θα δούμε παρακάτω, τα κοινά να
αποτελέσουν ένα προεικονιστικό πρόταγμα. Ενώ από την άλλη πλευρά γιατί μέσω της συνύπαρξης
και σύγκρισης διαφορετικών τρόπων ζωής, νοοτροπιών και πρακτικών επέρχεται η σταδιακή
αποδοχή και ο εναγκαλισμός της ετερότητας, η εμπέδωση της καταστατικής πολλαπλότητας του
κάθε υποκειμένου, η αναγνώριση του ότι ανήκει ταυτόχρονα σε πολλές αναδυόμενες κοινότητες
και συνακολούθως η ενδεχόμενη προσπάθεια επαφής και επικοινωνίας αυτών των κοινοτήτων,
γεγονός που θα άνοιγε τα κοινά ακόμα περισσότερο προς την κοινωνία και θα αύξανε την
κοινωνική δυναμική τους (De Angelis & Stavrides, 2010, σελ. 18; Mouffe, 1995, σελ. 264).

Τρίτον, η από κοινού (ανα)παραγωγή είναι σύμφωνα με τον De Angelis (2017, σελ. 121)

26
η μορφή της κοινωνικής πράξης (κοινωνικής εργασίας) που λαμβάνει χώρα
εντός των κοινών, και άρα χαρακτηρίζεται από τους τρόπους παραγωγής,
διανομής και διακυβέρνησης των κοινών, οι οποίοι είναι συμμετοχικοί και
μη-ιεραρχικοί, εμφορούνται από τις αξίες της (ανα)παραγωγής των κοινών,
της (ανα)παραγωγής του κοινού πλούτου των κοινωνών και της
συναισθηματικής, υλικής, άυλης και πολιτισμικής (ανα)παραγωγής των
κοινωνών και των αναμεταξύ τους σχέσεων.

Πρόκειται για μια μορφή κοινωνικής συνεργασίας, που ωθείται από τις ανάγκες, τις επιθυμίες και
τις φιλοδοξίες των κοινωνών και προσανατολίζεται προς τους κοινούς ορίζοντες και στόχους, οι
οποίοι θα επιτευχθούν μέσα στους χρόνους, στους τόπους και μέσω των τρόπων, που οι κοινωνοί
αυτόνομα και με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες έχουν επιλέξει (De Angelis, 2017, σελ. 205-206;
Federici, 2019, σελ. 95-96). Βασίζεται σε τοπικές γνώσεις, πρακτικές και ρυθμούς, παραδοσιακές
ξεχασμένες τεχνοτροπίες ή και σύγχρονες δανεισμένες από αλλού μεθόδους, οριζόντιες και χωρίς
αποκλεισμούς διαδικασίες και έτσι έρχεται σε αντίθεση με τις χρονικότητες και τους στόχους τόσο
του ιεραρχικού κράτους όσο και του προσανατολισμένου προς το κέρδος κεφαλαίου (Federici,
2019, σελ. 93, 95-96; Linebaugh, 2008, σελ. 45, 2014, σελ. 14). Τονίζεται τέλος η βαθιά
διασύνδεση και ριζική αλληλεξάρτηση τόσο των κοινωνών μεταξύ τους, όσο και των διαφορετικών
κοινοτήτων και κοινών με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον που τους περιβάλλει· γεγονός που
συνδέει, όπως θα δούμε, το πρόταγμα των κοινών με αυτό της οικολογικά ευαισθητοποιημένης
αποανάπτυξης (Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 41; Federici, 2019, σελ. 94).

3.2.2.Τα αναπαραγωγικά κοινά και η αναπαραγωγική εργασία

Τα τρία στοιχεία των κοινών μπορούν να εντοπιστούν σε πολλά παραδείγματα, όπως είναι οι
αστικοί λαχανόκηποι, τα συνεργατικά εγχειρήματα, τα τοπικά νομίσματα, οι τράπεζες χρόνου, η
κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία, οι άδειες Creative Commons και τα ψηφιακά κοινά μεταξύ
άλλων (Federici, 2019, σελ. 89). Παρ' ολ' αυτά στην ανάλυση των θεωρητικών των
αντικαπιταλιστικών κοινών κεντρική θέση κατέχουν τα κοινά στο πεδίο της κοινωνικής
αναπαραγωγής ή αλλιώς τα αναπαραγωγικά κοινά, δηλαδή εκείνα που αφορούν την από κοινού
διαχείριση και παροχή του νερού, της γης, της τροφής, της ενέργειας, της υγείας, της στέγασης, της
φροντίδας και της εκπαίδευσης και τα οποία προσφέροντας την “αυξημένη δυνατότητα της
συλλογικής διακυβέρνησης αυτών των πόρων, του εκδημοκρατισμού της αναπαραγωγής τους, της
υπαγωγής τους υπό τον έλεγχο των κοινών (commonalise) με το να κρατάνε σε απόσταση το
κράτος και την αγορά, αποτελούν τη συνθήκη της χειραφέτησης για όλους και σε όλες τις σφαίρες
της ζωής” (De Angelis, 2017, σελ. 138-139; βλ. και De Angelis, 2013, σελ. 139; De Angelis &
Stavrides, 2010, σελ. 21). Τα κοινά αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αυτονομία των
γενικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων, στη διαφυγή από την κυριαρχία του κράτους και του
κεφαλαίου και άρα στην επίτευξη της κοινωνικής επανάστασης (De Angelis, 2017, σελ. 283).

Τα αναπαραγωγικά κοινά, ίσως περισσότερο από ότι άλλες μορφές κοινών φέρνουν στο προσκήνιο
και τις σχέσεις ανισότητας και καταπίεσης που κυριαρχούσαν και εξακολουθούν να επιβιώνουν
στην κοινωνία σήμερα. Κι αυτό γιατί όπως λέει ο De Angelis (2013, σελ. 140) μας φέρνουν
αντιμέτωπους και αντιμέτωπες με το γεγονός ότι

από τη στιγμή που η αναπαραγωγική εργασία σήμερα εκτελείται κατά κύριο


λόγο από γυναίκες και μετανάστες/στριες, η στρατηγική που εστιάζει στα
κοινά που έχουν να κάνουν με την αναπαραγωγή μάς υποχρεώνει να τα
σκεφτούμε με όρους επανάστασης των κοινωνικών σχέσεων στο πεδίο της
αναπαραγωγής, με όρους ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

27
Η δημιουργία κοινών σε αυτά τα πεδία λοιπόν δίνει τη δυνατότητα της ριζικής αμφισβήτησης και
ανατροπής της έμφυλης καταπίεσης και εκμετάλλευσης εντός του πατριαρχικού καπιταλισμού, ο
οποίος υποτιμά την αναπαραγωγική εργασία, την εργασία δηλαδή για το μεγάλωμα και την
ανατροφή των παιδιών, τη φροντίδα ευπαθών ομάδων, τις καθημερινές υποχρεώσεις εντός του
σπιτιού και γενικώς την αναπαραγωγή των ανθρώπων και ειδικότερα της εργατικής τάξης.
Πρόκειται για μια εργασία που θεωρήθηκε ιστορικά και συνεχίζει να θεωρείται επουσιώδης και μη-
αναγκαία για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, άρα και άμισθη, ενώ ταυτόχρονα
η διεκπεραίωση της επιβλήθηκε στις γυναίκες, καθώς κρίθηκε πως είναι προορισμένες για το έργο
αυτό από την υποτιθέμενη “γυναικεία φύση” τους (Dalla Costa & James, 2018, σελ. 68; Federici,
2019, σελ. 17, 156).

Αναδεικνύεται έτσι στη θεωρία των κοινών η φεμινιστική κριτική, σύμφωνα με την οποία όχι μόνο
η οικιακή εργασία ως μορφή αναπαραγωγικής εργασίας δεν είναι αμελητέα για το καπιταλιστικό
σύστημα, καθώς παράγει υπεραξία και αναπαράγει την εργατική δύναμη, την οποία στη συνέχεια
το σύστημα αυτό εκμεταλλεύεται (Caffentzis, 2010b, σελ. 26; Dalla Costa & James, 2018, σελ. 76;
De Angelis, 2017, σελ. 191; Power, 2019, σελ. 3). Αλλά είναι και απαραίτητη, καθώς καταλαμβάνει
μεγάλο τμήμα επί της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, περίπου 30% με 50% στα τέλη του
20ου αιώνα σε πλούσιες και φτωχές χώρες και περίπου 10,9 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2019,
δηλαδή παραπάνω απ' όσο το άθροισμα των εσόδων των 50 μεγαλύτερων εταιριών στη λίστα του
περιοδικού Fortune (Gibson-Graham, 2006, σελ. 57; Wezerek & Ghodsee, 2020).

Η δημιουργία αναπαραγωγικών κοινών λοιπόν μπορεί να αποτελέσει μια μορφή αγώνα, που
πρώτον θα απελευθερώσει τις γυναίκες από την καταναγκαστική και φυσικοποιημένη επιτέλεση
του ρόλου της παρόχου φροντίδας και υπεύθυνης για την αναπαραγωγική εργασία, ενώ ταυτόχρονα
θα εμποδίζει την αναβάθμιση της κυριαρχίας του κεφαλαίου (Dalla Costa & James, 2018, σελ. 102-
103). Ενώ δεύτερον μέσω της συλλογικοποίησης και της ισοκατανομής των εργασιών ανάμεσα στα
φύλλα θα σπάσει την απομόνωση της οικιακής εργασίας και θα φέρει στο φως την κρυφή και έως
τώρα “αυτονόητη” εκμετάλλευση και ορισμένες φορές και την κακοποίηση των γυναικών εντός της
οικογένειας και του σπιτιού τους (Federici, 2019, σελ. 4, 113, 2020, σελ. 14). Συνεπώς, εκτός από
τον De Angelis και για τη Federici (2019, σελ. 196) τα αναπαραγωγικά κοινά είναι καθοριστικής
σημασίας, μιας και “η αναπαραγωγική εργασία, εφόσον αποτελεί την υλική βάση της ζωής μας και
το πρώτο πεδίο στο οποίο μπορούμε να εξασκήσουμε την ικανότητα μας για αυτοκυβέρνηση,
αποτελεί το 'σημείο μηδέν της επανάστασης'”.

3.3.Κεφάλαιο, κοινά και αποανάπτυξη

3.3.1.Η διαδικασία της αέναης “πρωταρχικής συσσώρευσης”

Όπως είδαμε πιο πριν, η δεύτερη κριτική που ασκήθηκε στην Ostrom αφορά στην υποβάθμιση από
πλευράς της της συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ κοινών και κεφαλαίου και την παρουσίαση τους ως
δύο κοινωνικών συστημάτων που μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά. Για τους θεωρητικούς των
αντικαπιταλιστικών κοινών, η ιστορική αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και περιλαμβάνει τις
διαδικασίες της αέναης “πρωταρχικής συσσώρευσης” και των νέων περιφράξεων. Δανείζονται αλλά
και επεκτείνουν την ανάλυση του Marx, για τον οποίον τα κοινά, με τη μορφή κοινοτικών γαιών,
προϋπήρχαν του καπιταλισμού και προσέφεραν έναν τρόπο επιβίωσης σε πολλούς ανθρώπους στην
εποχή της φεουδαρχίας. Από τα τέλη όμως του 15ου αιώνα, μέσω της διαδικασίας που ονομάστηκε
“πρωταρχική συσσώρευση” οι κοινοτικές γαίες άρχισαν να περιφράσσονται, με αποτέλεσμα οι έως
τότε υφιστάμενοι την φεουδαρχική εκμετάλλευση, να χάσουν την πρόσβαση τους στις γαίες αυτές
και άρα τα μέσα επιβίωσης που είχαν, να μεταφερθούν στα αστικά κέντρα που μόλις τότε

28
δημιουργούνταν και να μετατραπούν σταδιακά σε μισθωτούς εργάτες που θα υφίσταντο πλέον την
καπιταλιστική εκμετάλλευση (Marx, 1976, σελ. 873-876). Η απαλλοτρίωση των κοινοτικών γαιών
λοιπόν ήταν αυτή που οδήγησε στην εξαφάνιση των κοινοτήτων των κοινωνών (Κροπότκιν, 2009,
σελ. 197) και δημιούργησε ταυτόχρονα την απαραίτητη αρχική ποσότητα κεφαλαίου και εργατικού
δυναμικού ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία της αέναης καπιταλιστικής συσσώρευσης (Marx, 1976,
σελ. 873).

Το νέο στοιχείο που εισηγήθηκαν οι θεωρητικοί των αντικαπιταλιστικών κοινών έγκειται στο
γεγονός πως η “πρωταρχική συσσώρευση” δεν είναι απλά μια διαδικασία που συνέβη άπαξ αλλά
συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, για παράδειγμα μέσω των προγραμμάτων διαρθρωτικής
προσαρμογής (SAP) της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δίνοντας
νέα πνοή και χώρο στο κεφάλαιο για κερδοσκοπικές επενδύσεις. Άρα θα πρέπει να εστιάσουμε και
στις νέες περιφράξεις, που αποσκοπούν ακριβώς στο ίδιο πράγμα με τις παλαιές, δηλαδή την
υφαρπαγή των μέσων επιβίωσης από τα χέρια των ανθρώπων, οι οποίοι από κοινωνοί εντός των
κοινών μετατρέπονται σε μισθωτούς εργάτες για το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής (Caffentzis,
2010a, σελ. 33; Collective, Midnight Notes, 1990, σελ. 3-4; Harvey, 2011, σελ. 105, 2015, σελ. 108;
Kratzwald, 2015, σελ. 39). Με αυτή τη διαδικασία που αποτελείται από τρία στάδια, δεν
περιφράζονται μόνο οι φυσικοί πόροι, αλλά περιθωριοποιούνται και οι συνεργατικοί και
αλληλέγγυοι τρόποι κοινωνικής οργάνωσης, οι ηθικές και πρακτικές εναλλακτικές στον
καπιταλισμό. Αρχικά έχουμε την ιδιωτικοποίηση, που ορθώνει περιφράξεις με “φυσικο-νομικό”
τρόπο έναντι κάποιων υλικών πόρων και ακολουθεί η εκδίωξη όσων στηρίζονται σε,
αναπαράγονταν από και (ανα)παράγουν τους πόρους αυτούς, ολοκληρώνοντας τη διαδικασία με
την υπαγωγή τους στο καπιταλιστικό σύστημα μέσω διαδικασιών επανυποκειμενοποίησης, δηλαδή
της εγχάραξης των “εμπορευματικών και αποξενωτικών λογικών της καπιταλιστικής συσσώρευσης
και της ανταγωνιστικής αγοραίας λογικής της νεοφιλελεύθερης ορθολογικότητας” πάνω στους
ανθρώπους, στους τ(ρ)όπους συνύπαρξης, στους ρυθμούς ζωής και στην ευρύτερη κουλτούρα τους
(Hodkinson, 2012, σελ. 509).

Η διαδικασία αυτή είναι συνεχής, αλλά αυτό δε σημαίνει πως η εξέλιξη της είναι νομοτελειακά
προδιαγεγραμμένη. Ένα πεδίο αγώνα ανοίγεται γύρω από τα κοινά καθώς αυτά τα ίδια, η
υπεράσπιση τους και η προσπάθεια υπαγωγής υπό τον έλεγχο τους τομέων που έως τώρα έλεγχε το
κεφάλαιο αποτελούν την άλλη όψη της αέναης πρωταρχικής συσσώρευσης. Για να κατανοήσουμε
καλύτερα τη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και κοινών θα στραφούμε και πάλι στο έργο του
Massimo De Angelis.

3.3.2.Τα κοινά εναντίον της προσταγής για αέναη οικονομική μεγέθυνση

Για τον De Angelis το κεφάλαιο αποτελεί τόσο μια κοινωνική δύναμη όσο κι ένα πεδίο κοινωνικών
σχέσεων και περιλαμβάνει πρακτικές που εμφορούνται από καπιταλιστικές λογικές, με κυρίαρχες
την αέναη “πρωταρχική συσσώρευση” και την προσταγή για οικονομική μεγέθυνση, ελλείψει των
οποίων το όλο σύστημα καταρρέει (De Angelis, 2007, σελ. 37, 2013, σελ. 85; De Angelis &
Harvie, 2014, σελ. 282). Το κεφάλαιο με τη συνεχή του επέκταση δε φέρνει υπό την κυριαρχία του
μονάχα τους τόπους και τρόπους παραγωγής αλλά και τις πρακτικές που εμφορούνται από τις
επιθυμίες, τις ανάγκες, τις επιδιώξεις και τις αξίες των ανθρώπων (De Angelis, 2005, σελ. 237,
2007, σελ. 234). Πρακτικές, επιθυμίες και αξίες που όπως θα δούμε μπορούν να βρουν εύφορο
έδαφος εντός των κοινών. Η απάντηση που προτείνεται λοιπόν είναι η ενίσχυση των κοινών ως
τόπων εναλλακτικών τρόπων συνεργασίας και πρακτικών που εμφορούνται απο αξίες όπως η
αλληλεγγύη, η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η συμβιωτικότητα, η φροντίδα, η κοινωνική δικαιοσύνη,
η οικολογική σταθερότητα και οι οποίες αντιπαρατίθενται με τις αξίες του κεφαλαίου, δηλαδή το
ακατάπαυστο κυνήγι για το κέρδος, τη συσσώρευση και τη συνακόλουθη ανάπτυξη (De Angelis,

29
2007, σελ. 37, 234, 239, 246, 2017, σελ. 31-32, 85). Έτσι, η “αποτροπή των περιφράξεων σε κοινά
που ήδη υπάρχουν, αλλά και ο σχεδιασμός και η διαμόρφωση νέων κοινών”, δηλαδή η σύγκρουση
ανάμεσα στα κοινά και το κεφάλαιο αποτελεί τον κατεξοχήν “αγώνα, που αφορά τον καθορισμό και
τη νοηματοδότηση των αξιών”· αγώνας που είναι κεντρικός στη θεώρηση του De Angelis περί των
κοινών και της δυνατότητας τους να αποτελέσουν “μια κοινωνική δύναμη ικανή να αντιπαρατεθεί
και να ξεπεράσει την ηγεμονία του κεφαλαίου επί της κοινωνικής παραγωγής” (De Angelis, 2013,
σελ. 128).

Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε και την εγγύτητα της θεώρησης του De Angelis με αυτή
των θεωρητικών της αποανάπτυξης. Παρ' όλο που ρητή αναφορά στην αποανάπτυξη εντοπίζεται
μία φορά στο έργο του De Angelis (2017, σελ. 242-243) η εστίαση του και η κριτική στην
προσταγή για αέναη οικονομική μεγέθυνση του καπιταλιστικού συστήματος είναι συνεχής.
Αναγνωρίζει πως η εγγενής τάση του κεφαλαίου για ανάπτυξη έχει ως άμεσο αποτέλεσμα, μεταξύ
άλλων, την αύξηση των εξορύξεων, της κατανάλωσης ενέργειας και της έκλυσης διοξειδίου του
άνθρακα στην ατμόσφαιρα, την οξίνιση των ωκεανών, την εξαφάνιση της βιοποικιλότητας, τη
γενικότερη κλιματική και οικολογική καταστροφή (De Angelis, 2013, σελ. 127, 2017, σελ. 9, 69,
104, 176, 235; De Angelis & Harvie, 2014, σελ. 288-289). Όπως επίσης αναγνωρίζει, συμφωνώντας
με τους θεωρητικούς της αποανάπτυξης, ότι η λύση σε αυτά τα προβλήματα δεν μπορεί να έρθει
μέσα από τις σύγχρονες τεχνολογίες και την κατανάλωση “πράσινων” προϊόντων, όπως προτείνει ο
καπιταλισμός μεταθέτοντας στην πραγματικότητα τις οικολογικές επιπτώσεις είτε στο μέλλον είτε
σε άλλους τόπους και αφήνοντας πάντα ανέγγιχτη την κεντρική προσταγή για οικονομική
μεγέθυνση (Alexander & Gleeson, 2019, σελ. 8; Bauwens et al., 2019, σελ. 69; De Angelis, 2013,
σελ. 89; Euler, 2019, σελ. 164; Kostakis et al., 2016, σελ. 1692; Σορμάν, 2016, σελ. 76-77). Ο De
Angelis ενώ εξετάζει και αντιτίθεται κυρίως στο κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, δεν παραβλέπει
να ασκήσει κριτική στην ευρύτερη προσταγή για οικονομική μεγέθυνση, που ενυπάρχει στον
καπιταλισμό αλλά μπορεί να χαρακτηρίζει και άλλα αντικαπιταλιστικά προτάγματα. Για το λόγο
αυτό αξίζει να εστιάσουμε στη σχέση μεταξύ της θεωρίας των κοινών και της κυρίαρχης αυτής
προσταγής.

Για τον De Angelis (2007, σελ. 241, 2017, σελ. 89, 176, 243, 313) λοιπόν τα κοινά ως κοινωνικά
συστήματα μπορούν να στηριχθούν σε μη-εμπορευματικές συναλλαγές, να προτάξουν την
επανατοπικοποίηση της παραγωγής και της από κοινού χρήσης των αγαθών, να εγκαθιδρύσουν
τους απαραίτητους αυτοπεριορισμούς στην κατανάλωση κι έτσι όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και
να εξαπλωθούν μη υπακούοντας στην προσταγή αυτή, αλλά σεβόμενα και ευρισκόμενα σε άμεση
αλληλεξάρτηση με το φυσικό τους περιβάλλον. Όπως τονίζουν και άλλοι θεωρητικοί των κοινών η
τοπικοποίηση της παραγωγής που μπορεί να συντελεστεί μέσω των κοινών μειώνει την ανάγκη για
εισαγωγές προϊόντων και άρα την οικολογική και οικονομική επιβάρυνση που θα επέφερε η
μεταφορά τους. Μία παραγωγή επίσης, η οποία όταν συντελείται για την κάλυψη των
καταγεγραμμένων αναγκών και όχι με σκοπό το κέρδος και συνδυάζεται με την
επαναχρησιμοποίηση και την επισκευή αγαθών οδηγεί στη μείωση της συνολικής παραγωγής και
άρα της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος (Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 197; Euler, 2019, σελ. 170;
Kostakis & Bauwens, 2019, σελ. 20; Kostakis et al., 2016, σελ. 1685-1686). Η συνάφεια μεταξύ
κοινών και αποανάπτυξης σε θεωρητικό επίπεδο είναι ένα πρώτο θετικό βήμα, αλλά θα πρέπει
όπως θα δούμε και στο τρίτο κεφάλαιο η αποανάπτυξη να αποτελέσει συνειδητή πολιτική απόφαση
των ανθρώπων και να γίνεται πράξη καθημερινά εντός των κοινών.

3.4.Οι στρατηγικές των κοινών για τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό

Το πρόταγμα των κοινών είναι συμβατό με αυτό της αποανάπτυξης και θα μπορούσε να αποτελέσει
τμήμα της προγνωστικής του διάστασης, εάν υιοθετούσε ρητά την οπτική της αποανάπτυξης.

30
Δηλαδή τα κοινά ως εναλλακτικά εγχειρήματα των από τα κάτω στο εδώ και το τώρα θα
μπορούσαν να συμβάλλουν στον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό που προκρίνει η
αποανάπτυξη. Εκρρεμεί όμως η εξέταση της συμβατότητας των στρατηγικών που επεξεργάζονται
τα δύο προτάγματα. Για την αποανάπτυξη, όπως είδαμε οι στρατηγικές είναι πολλαπλές και το
δρων υποκείμενο του μετασχηματισμού δεν είναι μοναδικό και αποκλειστικό. Αντιθέτως, απαιτείται
η συμπληρωματική δράση που στοχεύει τόσο σε αλλαγές στο θεσμικό πεδίο και το μακροεπίπεδο
όσο και στη δημιουργία εναλλακτικών εγχειρημάτων συνεργασίας στο μικροεπίπεδο της
καθημερινής ζωής. Θα εξετάσουμε τώρα το στρατηγικό πλάνο του De Angelis, τις κριτικές που του
ασκήθηκαν και τις τροποποιήσεις του στο χρόνο.

3.4.1.Τα κοινά ως προεικονιστικά εγχειρήματα

Ήδη από το πρώιμο έργο του De Angelis (2005, σελ. 242, 245) κεντρικό διακύβευμα είναι η
οργάνωση των κοινών στο εδώ και το τώρα με τρόπο τέτοιο ώστε τα χρησιμοποιούμενα μέσα να
αντικατοπτρίζουν τους μελλοντικούς στόχους προς επίτευξη. Χωρίς να το διατυπώνει ρητά
αντιλαμβάνεται τα κοινά ως προεικονιστικά εγχειρήματα, στα οποία μέσα και σκοποί ταυτίζονται.
Για τη μορφή της οργάνωσης ο De Angelis (2005, σελ. 244) προτείνει αυτή των δικτυωμένων
κοινών, τα οποία υπερβαίνοντας τα τοπικά σύνορα, συναρθρώνουν μια ποικιλία από δυνάμεις-για
(μέσω μορφών λόγου, πρακτικών, συναισθημάτων, κτλ) και δημιουργούν μια αντίπαλη κοινωνική
δύναμη που αντιτίθεται στην κοινωνική δύναμη του κεφαλαίου ή αλλιώς στην “εξουσία-επί των
κοινών που έχει επιβληθεί με διάφορες μορφές από το κεφάλαιο” (De Angelis, 2007, σελ. 138). Η
θεώρηση αυτή των κοινών ως μιας κοινωνικής δύναμης σε συνεχή αντιπαράθεση με μια άλλη
κοινωνική δύναμη, το κεφάλαιο, που πάντα επιχειρεί να τα περιφράξει ή να τα εκμεταλλευτεί προς
όφελος του, χρησιμοποιώντας τα ως μια “ρύθμιση” (commons fix) για τη διαχείριση των
καταστροφών που το ίδιο το κεφάλαιο προκαλεί, διατρέχει το έργο του De Angelis (2013, σελ. 127-
128, 2017, σελ. 108, βλ. και De Angelis & Harvie, 2014, σελ. 280-281).

Θα εξετάσουμε σε αυτό το σημείο το αίτημα της ταύτισης μέσων και σκοπών, που ασπάζεται τόσο
ο De Angelis (2005, σελ. 245) όσο και άλλοι θεωρητικοί των αντικαπιταλιστικών κοινών που
βρίσκονται σε στενή επικοινωνία με το έργο του, όπως για παράδειγμα ο Σταύρος Σταυρίδης (2018,
σελ. 234, 308), για τον οποίο η μετάβαση σε μια εξισωτική κοινωνία μοιράσματος δεν μπορεί να
επιτευχθεί μέσα από έναν αγώνα που υιοθετεί μορφές ανισότητας και περίφραξης.

Το αίτημα αυτό για μια “δράση που φέρει εντός της τους σκοπούς της” είναι ιδιαίτερα παλιό,
χαρακτηριστικό της αναρχικής σκέψης και εντοπίζεται, παραδείγματος χάριν, τόσο στον
Λαντάουερ (2019, σελ. 42) για τον οποίο το όφελος μιας τέτοιας δράσης “αφενός θα είναι
προσωπικά ευεργετικό και αφετέρου θα συμβάλλει σε μια ζωή με ενότητα και ζωντάνια”, όσο και
στον Βookchin (1996, σελ. 157) για τον οποίο μια τέτοια δράση εντός του σημερινού βασιλείου της
ανελευθερίας μπορεί να επιφέρει σαρωτικές αλλαγές που να ξεφεύγουν από τη γραφειοκρατική
διαχείριση των κοινωνικών ζητημάτων.

Οι σύγχρονες θεωρίες εντάσσουν αυτή την απαίτηση για ταύτιση μέσων και σκοπών στις
επονομαζόμενες προεικονιστικές πολιτικές διάφορων εναλλακτικών εγχειρημάτων και τονίζουν τη
σημαντικότητα των (μικρο)πολιτικών πρακτικών, του τρόπου οργάνωσης και λήψης αποφάσεων,
της αυτοοργάνωσης και συλλογικής αυτονομίας τόσο για τη διάπλαση των υποκειμένων που
συμμετέχουν στα εγχειρήματα όσο και για την ανάδειξη των τελευταίων ως βιώσιμων
αντιπαραδειγμάτων απέναντι στις ιεραρχικές δομές που μεταχειρίζονται ακόμα και ανήθικα μέσα
για την επίτευξη των σκοπών τους (Jeppesen et al., 2014, σελ. 894; Maeckelbergh, 2011, σελ. 8;
Yates, 2015, σελ. 18; Ψημίτης, 2017, σελ. 351). Όπως είδαμε ήδη σχετικά με τα αναπαραγωγικά
κοινά και τη φεμινιστική κριτική υπάρχει ένας αγώνας που πρέπει να δοθεί στο εσωτερικό των

31
κοινών έτσι ώστε να αποτινάξουν από πάνω τους τις εξουσιαστικές λογικές που μπορεί να φέρουν
τα υποκείμενα, τα οποία γαλουχήθηκαν, όπως αναγνωρίζει και ο De Angelis (2017, σελ. 102)
εντός των ιεραρχικών σχέσεων του κράτους και των εκμεταλλευτικών σχέσεων του κεφαλαίου.
Επομένως για να αποτελέσουν τα κοινά προεικονίσεις του μέλλοντος θα πρέπει να
καταπολεμήσουν τις κυριαρχικές σχέσεις που έχει γεννήσει η πατριαρχία, η αποικιοκρατία, η
ετεροκανονική κοινωνία και να αμφισβητήσουν τα προνόμια που φέρουν τα υποκείμενα λόγω του
φύλου, της εθνικότητας, του σεξουαλικού προσανατολισμού, του χρώματος του δέρματος ή της
ηλικίας τους (Jeppesen et al., 2014, σελ. 897; Lorde, 2004, σελ. 855). Εάν οι κοινωνοί δεν
αναγνωρίσουν και από κοινού καταπολεμήσουν αυτά τα προνόμια τους, τότε εντός των κοινών θα
επιβιώνουν οι γνωστές ιεραρχικές σχέσεις ανωτερότητας και ανισότητας καθιστώντας τα κοινά
ακατάλληλα μέσα για το στόχο της μετάβασης σε μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και
δικαιοσύνης, καθώς όπως το διατύπωσε κάποτε και η Lorde (2004, σελ. 859) “τα εργαλεία του
αφέντη δε θα αποσυναρμολογήσουν ποτέ το σπίτι του”.

Ένα δεύτερο σημείο, που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια και στο έργο του De Angelis, αφορά
τη σχέση ανάμεσα στην προεικόνιση και τη στρατηγική. Σύμφωνα με την Maeckelbergh (2011,
σελ. 15) οι προεικονιστικές πολιτικές των εναλλακτικών εγχειρημάτων αποτελούν στρατηγικές
όταν περιλαμβάνουν δύο συμπληρωματικές κινήσεις, την εναντίωση στις υπάρχουσες πολιτικές
δομές και τη δημιουργία εναλλακτικών δομών για να τις αντικαταστήσουν, ενώ για τον Van de
Sande (2015, σελ. 189) τα προεικονιστικά εγχειρήματα αποτελούν ξεκάθαρα στρατηγικές
καταπολέμησης της αδικίας, της ανισότητας και της εκμετάλλευσης που γεννά το καπιταλιστικό
σύστημα και ακολουθώντας το ζαπατίστικο σύνθημα “Ρωτώντας, βαδίζουμε” στοχεύουν σε μια
ριζοσπαστική αλλαγή μέσω μεθόδων “δοκιμής και σφάλματος”.

Αντιθέτως, για τον Smucker (2014, σελ. 80-81) η προεικόνιση δεν αποτελεί στρατηγική και κυρίως
δε θα έπρεπε να αντικαταστήσει τις πολιτικές στρατηγικές που απαιτούνται για την επίτευξη των
στόχων κάθε κινήματος. Υποστηρίζει ότι οι προεικονιστικές πολιτικές μπορεί να δημιουργούν
χώρους ελευθερίας και να τονώνουν το δέσιμο μεταξύ των υποκειμένων αλλά στην καλύτερη
περίπτωση θα έπρεπε να θεωρηθούν ως ένα συμπλήρωμα στις πολύ πιο βασικές πολιτικές
στρατηγικές, που μέσω τακτικών κινήσεων και της γεφύρωσης μεταξύ ομάδων και κινημάτων,
δημιουργούν συμμαχίες που επιδιώκουν την επίτευξη κάποιων καθορισμένων στόχων. Ενώ και ο
Gordon (2018, σελ. 532-533) παρατηρεί πως η προσήλωση της προεικόνισης στο εδώ και το τώρα
και η εναντίωση της στις λενινιστικού τύπου στρατηγικές που καθορίζουν άτεγκτα κάποιους
μελλοντικούς στόχους προς επίτευξη μπορεί να της στοιχίσει με όρους αποτελεσματικότητας.
Ειδικά σε εποχές όπου το μέλλον διαφαίνεται ζοφερό, εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, της
επικείμενης κατάρρευσης των οικοσυστημάτων, της αύξησης των ανισοτήτων και των πολεμικών
συγκρούσεων, τα προεικονιστικά εγχειρήματα θα πρέπει να παράξουν σενάρια σε βάθος χρόνου και
στρατηγικές που να προσφέρουν ένα όραμα, όχι οριστικά καθορισμένο αλλά ανοιχτό και ικανό να
καταπολεμήσει τα αισθήματα άγχους, απογοήτευσης και ματαίωσης που επικρατούν σήμερα.

Τέλος, για τον Yates (2015, σελ. 2, 14, 18) οι προεικονιστικές πολιτικές δεν βασίζονται μονάχα
στην ταύτιση μέσων-σκοπών, αλλά αποτελούν στρατηγικές που για να είναι αποτελεσματικές
οφείλουν να περιλαμβάνουν συνδυαστικά πέντε διαδικασίες: α) το συλλογικό πειραματισμό, β) την
κριτική υπαρχόντων πολιτικών νοημάτων παράλληλα με τη δημιουργία και την κυκλοφορία νέων,
γ) την εγκαθίδρυση νέων κοινωνικών κανόνων και συμπεριφορών, που να εισάγουν την
αναστοχαστικότητα και τη δημιουργική φαντασία στις καθημερινές πρακτικές των ανθρώπων, δ)
την εδραίωση των κανόνων, συμπεριφορών και πρακτικών αυτών σε κινηματικές δομές και
κοινωνικά περιβάλλοντα και τέλος ε) τη διάχυση των εναλλακτικών ιδεών, νοημάτων, πρακτικών,
συμπεριφορών πέρα από τα όρια των ομάδων και των κινημάτων ώστε να εισχωρήσουν και να
αλλάξουν ευρύτερα την κοινωνία.

32
Θεωρώ πως τα κοινά, με το σύνολο αξιών τους που αντιτίθεται στο κεφάλαιο, τις πρακτικές και τις
σχέσεις που δομούν στο εσωτερικό τους στο εδώ και το τώρα, τις νέες μορφές από κοινού
(ανα)παραγωγής και τις οριζόντιες και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων,
μπορούν να θεωρηθούν ως μία μορφή προεικονιστικών πολιτικών. Σύμφωνα με τον Ψημίτη (2017,
σελ. 346) οι πολιτικές αυτές “οικοδομούν με πειθαρχημένες και αυστηρές διαδικασίες σε
μικροκλίμακα και στο σήμερα τους τρόπους εφαρμογής μιας μελλοντικής προοπτικής, δηλαδή της
πραγμάτωσης εδώ και τώρα ορισμένων δεδομένων της επιθυμητής μορφής της κοινωνίας” και
αποτελούν λοιπόν “προπλάσματα του μέλλοντος”. Ταυτίζουν τα χρησιμοποιούμενα μέσα με τον
επιθυμητό σκοπό και το ιδανικό στο οποίο αποβλέπουν με τους αγώνες και τις δράσεις στο παρόν
μέσα από την δημιουργία νέων δομών που αντιμάχονται τις κυρίαρχες (Maeckelbergh, 2011, σελ. 4,
8, 14).

Θα στραφούμε ξανά στο έργο του De Angelis, ώστε ακολουθώντας την ανάγνωση του Yates να
δούμε το κατά πόσο συνδυάζει και τις πέντε διαδικασίες, εστιάζοντας κυρίως στον τρόπο διάχυσης
των ιδεών και πρακτικών των κοινών στην ευρύτερη κοινωνία. Τα κοινά, όπως είδαμε, επιδίδονται
σε έναν συλλογικό πειραματισμό, μια σύλληψη και κυκλοφορία εναλλακτικών αξιών και
νοημάτων, μια δημιουργία νέων κοινωνικών κανόνων και συμπεριφορών και στην εδραίωση τους
εντός των κινηματικών υποδομών. Ο τρόπος της “διάχυση[ς] και μετάδοση[ς] ιδεών, μηνυμάτων
και στόχων σε ευρύτερα δίκτυα και κοινά” (Ψημίτης, 2017, σελ. 351-352) είναι αυτό που θα μας
απασχολήσει στη συνέχεια, καθώς θα υποστηρίξω ότι ο De Angelis ακολουθεί στο έργο του δύο
αντικρουόμενες γραμμές σκέψης. Αναλόγως με το ποια από τις δύο θα επιλέξουμε οδηγούμαστε σε
περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματική μορφή προεικονιστικών πολιτικών, ενώ επίσης θεωρώ
πως το στρατηγικό πλάνο του De Angelis για τη μετάβαση σε μία μετακαπιταλιστική κοινωνία
προσεγγίζει ή απομακρύνεται αντίστοιχα από αυτό του προτάγματος της αποανάπτυξης.

3.4.2.Η θέση του πολιτικού εντός του προτάγματος των κοινών

Ο τρόπος διάχυσης και μετάδοσης αυτών των ιδεών ή οι στρατηγικές που επεξεργάζεται ο De
Angelis ή τέλος η ανοιχτότητα των κοινών όσον αφορά την πιθανή συμπόρευση και πολιτική
συμμαχία τους με άλλες δυνάμεις είναι τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Εξετάζοντας το έργο του De Angelis μπορούμε να εντοπίσουμε δύο γραμμές σκέψης,
αντικρουόμενες μεταξύ τους, που αφορούν στους στρατηγικούς στόχους του προτάγματος των
κοινών, τη νοηματοδότηση και τη σημαντικότητα του πολιτικού στοιχείου εντός τους και τους
δρόμους για την επίτευξη των τελικών στόχων. Σύμφωνα με την πρώτη γραμμή σκέψης, που
διατρέχει το σύνολο του έργου του, το στοιχείο του πολιτικού υποβιβάζεται έναντι του κοινωνικού,
και θα υποστηρίξω πως με αυτόν τον τρόπο ο De Angelis αποδυναμώνει το ίδιο το πρόταγμα των
κοινών. Η δεύτερη γραμμή σκέψης, που εμφανίζεται κυρίως στο τελευταίο έργο του, Omnia sunt
communia, επαναφέρει εν μέρει το ζήτημα του πολιτικού και το συμπεριλαμβάνει στο πρόταγμα
των κοινών με τις όποιες προβληματικές προκύπτουν.

3.4.2.1.Πρώτη γραμμή σκέψης: η εξάπλωση του Ίδιου

Σύμφωνα με την πρώτη γραμμή σκέψης του De Angelis, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “η
εξάπλωση του Ίδιου”, η ανάδυση της κοινωνικής δύναμης των κοινών αποσκοπεί στην έλευση του
κομμουνισμού, δηλαδή της “σταδιακής αποσύνδεσης από το χρηματικό κύκλωμα του κεφαλαίου”
(De Angelis, 2007, σελ. 247), ή αλλιώς της κοινωνικής επανάστασης, την οποία ορίζει ως την

πραγματική παραγωγή μιας διαφορετικής μορφής εξουσίας, η οποία


επομένως συμπίπτει με τη ≪διάλυση≫ της παλιάς κοινωνίας και των

33
παλιών ≪συνθηκών ύπαρξης≫, ή μια αλλαγή στην ≪οικονομική δομή της
κοινωνίας≫ που περιλαμβάνει την ≪ολότητα των [κοινωνικών] σχέσεων
παραγωγής≫ (De Angelis, 2013, σελ. 24).

Αυτό επιτυγχάνεται “μονάχα μέσα από την προοδευτική επέκταση των κοινών και των αντίστοιχων
κοινοτήτων” (De Angelis, 2007, σελ. 247, η έμφαση δική μου), που αποκτούν δύναμη και
αποτελούν πρότυπο ειδικά στη σφαίρα της αναπαραγωγής της ζωής, κυρίως δηλαδή των
αναπαραγωγικών κοινών, τα οποία συντονίζονται και δικτυώνονται μεταξύ τους (De Angelis, 2013,
σελ. 25-26, 2017, σελ. 291). Επομένως, η στρατηγική που προτάσσεται είναι ο πολλαπλασιασμός
των κοινών, ο οποίος θα επιφέρει μια ριζική μεταβολή στην κοινωνικο-οικονομική βάση
αλλάζοντας τον τρόπο παραγωγής με αποτέλεσμα τη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία
(De Angelis, 2017, σελ. 11, 275-276, 281).

Στο πιο πρόσφατο έργο του, Omnia sunt communia, ο De Angelis (2017, σελ. 15, 90, 98-100)
εξελίσσει αυτή τη γραμμή σκέψης και μελετά τα κοινά ως πολύπλοκα κοινωνικά συστήματα που
ανταγωνίζονται τα κοινωνικά συστήματα του κεφαλαίου και του κράτους με στόχο την αυτονόμηση
τους. Ως κοινωνικά συστήματα τα κοινά περιλαμβάνουν όπως είδαμε τρία στοιχεία: τον κοινό
πλούτο, την κοινότητα και την από κοινού (ανα)παραγωγή, αλλά επίσης έχουν και όρια. Μέσω της
από κοινού αναπαραγωγής στα όρια τους (boundary commoning) μπορούν να επικοινωνήσουν και
να συνεργαστούν μεταξύ τους, ώστε να σχηματίσουν δίκτυα κοινών μεγαλύτερης κλίμακας που θα
εισχωρήσουν στον κοινωνικό ιστό με σκοπό να αναδειχθούν σε μια ισχυρή κοινωνική δύναμη,
ικανή να αναπλάσει υπάρχοντες θεσμούς ή να δημιουργήσει νέους, να καλλιεργήσει και να
διατηρήσει μια οικολογία των κοινών (De Angelis, 2017, σελ. 10, 11, 24, 287, 301). Για να
επιτευχθούν όλα αυτά, δηλαδή για να επέλθει η κοινωνική αλλαγή θα πρέπει “οι οικολογίες των
κοινών να εξελιχθούν και να εντείνουν την παρουσία τους στον κοινωνικό ιστό μέχρι το σημείο που
θα αποτελούν μια βιώσιμη εναλλακτική για τον περισσότερο κόσμο. Το σημείο αυτό είναι το
σημείο της κρίσιμης μάζας” (De Angelis, 2017, σελ. 289), δηλαδή το σημείο κατά το οποίο το
παράδειγμα των κοινών, οι αξίες και οι πρακτικές του θα έχουν κυριαρχήσει ευρύτερα στην
κοινωνία και άρα μέσω “της εξάπλωσης του Ίδιου” στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και μόνο
αυτής θα μεταβούμε σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία.

Ο στρατηγικός στόχος είτε έχει ονομασθεί κομμουνισμός είτε κοινωνική επανάσταση διατηρεί ένα
κοινό χαρακτηριστικό: τη διαφοροποίηση του από και κυρίως την ανωτερότητα του σε σχέση με
την πολιτική επανάσταση. Ο De Angelis (2013, σελ. 19) αναφέρεται συγκεκριμένα και ασκεί
κριτική στην “πλάνη του πολιτικού στοιχείου”, σύμφωνα με την οποία θα ήταν αφελές να θεωρούμε
ότι η πολιτική ανασύνθεση θα μπορούσε να φέρει ριζικές ανατροπές στα συστήματα κοινωνικής
(ανα)παραγωγής και στις κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, η πολιτική εκπροσώπηση που μπορεί να
γεννηθεί μέσα από έναν αγώνα και η οποία χαρακτηρίζεται σε ορισμένα σημεία ως αναγκαία, πάρ'
αυτά θεωρείται στην καλύτερη περίπτωση ως μια απλή διατάραξη του καπιταλιστικού συστήματος
και ως εντελώς ανίκανη να επιφέρει τις ριζικές αλλαγές που απαιτούνται. Κι αυτό γιατί από μόνη
της, ακόμα κι αν οδηγούσε στην πολιτική επανάσταση, θα ήταν μάταιη χωρίς την κοινωνική
επανάσταση, την εξάπλωση δηλαδή των κοινών στη βάση της κοινωνίας (De Angelis, 2013, σελ.
12, 2017, σελ. 268). Πόσο μάλλον που για τον De Angelis (2013, σελ. 24-25) η πολιτική
επανάσταση αφορά αποκλειστικά στις αλλαγές που πραγματοποιούνται “από τα πάνω” και
επιβάλλονται στην κοινωνική βάση, ενώ επιπλέον ταυτίζεται με την επιδίωξη της κατάληψης της
εξουσίας από μια πολιτική ελίτ, την κάθετη ιεραρχία και την καθοδήγηση της άβουλης βάσης από
μια πρωτοπορία. Και επιθυμώντας ορθά να αποφύγει αυτή τη λενινιστική λογική, καταλήγει να
υποβιβάζει την πολιτική διάσταση των κοινών και την πολιτική εν γένει, την οποία φαίνεται να
αντιλαμβάνεται με τη στενή της έννοια, δηλαδή ως κρατική πολιτική που δημιουργεί νόμους και
επιβάλλει περιφράξεις (De Angelis, 2017, σελ. 339).

34
Στην πρώτη γραμμή σκέψης λοιπόν ο De Angelis (2013, σελ. 36, 2017, σελ. 11, 278), αντλώντας
από τον πρώιμο Marx, υποτιμά και διαχωρίζει πλήρως το πολιτικό από το κοινωνικό, τοποθετώντας
το στην “υπερδομή”, την καθορισμένη από τις υλικές συνθήκες της οικονομικής βάσης της
κοινωνίας, ενώ δηλώνει πως οποιαδήποτε πολιτική “ιδεολογική έκκληση για ενότητα” δεν μπορεί
να έχει αποτέλεσμα εφόσον υπάρχουν διαιρέσεις του κοινωνικού σώματος, που έχουν τη βάση τους
στις υλικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων (Kioupkiolis, 2019, σελ. 70-71, 73). Ένας τέτοιος
πλήρης διαχωρισμός και η αποπολιτικοποίηση του κοινωνικού και άρα των κοινών από πλευράς De
Angelis αποδυναμώνει τέλος το πρόταγμα του κατά ένα διττό τρόπο. Πρώτον, αφαιρώντας το
πολιτικό από το εσωτερικό των κοινών συγκαλύπτει την ανισοκατανομή της εξουσίας και τις
σχέσεις ανισότητας που μπορεί να επιβιώνουν στο εσωτερικό τους, και άρα την πολιτική μάχη που
πρέπει να δοθεί για την εξάλειψη τους. Πράγμα που οδηγεί σε μια ασθενέστερη έννοια
προεικονιστικών πολιτικών καθώς επίσης και σε μία απομάκρυνση από το πρόταγμα της
αποανάπτυξης, το οποίο εστίαζε στην πολιτική διάσταση των κοινών, τόσο ως διαπλαστικών για τα
υποκείμενα χώρων όσο και ως αντιπαραδείγματος πολιτικής οργάνωσης στη βάση της
οριζοντιότητας και της αμεσοδημοκρατίας. Δεύτερον, ο De Angelis με το να εστιάζει αποκλειστικά
στον πολλαπλασιασμό των κοινών παραγνωρίζει τη σημαντικότητα της ευρύτερης πολιτικής
οργάνωσης και των πολιτικών συμμαχιών για την επίτευξη της μετάβασης σε μια
μετακαπιταλιστική κοινωνία (Kioupkiolis, 2019, σελ. 71; Κιουπκιολής, 2017, σελ. 83, 2019, σελ.
50-51).

Αν ακολουθήσουμε πάντως την πρώτη γραμμή σκέψης του De Angelis θεωρώ πως εγείρονται δύο
ερωτήματα. Πρώτον, είναι αναγκαία η ταύτιση του πολιτικού με την άσκηση μιας άτεγκτης
κυριαρχίας και την καθοδήγηση της μάζας από μια πολιτική ελίτ; Και δεύτερον, δε θα ήταν πιο
γόνιμο και προωθητικό να αναγνωρίσουμε την πολιτική διάσταση των ίδιων των κοινών, υπό τη
μορφή των εναλλακτικών αξίων, πρακτικών και θεσμών που ευδοκιμούν στο εσωτερικό τους και
να επιδιώξουμε στη βάση κάποιων κοινών στόχων την πολιτική τους συνάρθρωση με άλλα
αγωνιζόμενα τμήματα της κοινωνίας;

Απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, θεωρώ πως θα ήταν πιο χρήσιμος ο συνδυασμός της αντίληψης
της Mouffe (1995, σελ. 262-263) περί πολιτικής ως “το σύνολο των πρακτικών, των λόγων, και των
θεσμών που επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν μια συγκεκριμένη τάξη και να οργανώσουν την
ανθρώπινη συνύπαρξη σε συνθήκες, οι οποίες παραμένουν πάντα δυνητικά συγκρουσιακές επειδή
επηρεάζονται από τη διάσταση του πολιτικού”, όπου το πολιτικό αναφέρεται στη “διάσταση του
ανταγωνισμού που είναι εγγενής στην ανθρώπινη κοινωνία” με την καστοριαδική αντίληψη, που
υιοθετεί και η αποανάπτυξη, για την οποία η πολιτική ορίζεται ως η ρητή αυτοθέσμιση της
κοινωνίας μέσω της δημοκρατικής συμμετοχής των υποκειμένων, μακριά από “ειδήμονες” επί των
πολιτικών θεμάτων (Asara et al., 2013, σελ. 228, 233; Kallis, 2017, σελ. 198). Το στοιχείο του
πολιτικού κατ' αυτόν τον τρόπο δεν θα ταυτιζόταν με την ιεραρχική και “από τα πάνω” επιβολή
προειλημμένων αποφάσεων στην κοινωνική βάση. Αντίθετα, αναγνωρίζοντας το ανεκρίζωτο του
ανταγωνισμού και την τάση για εκδημοκρατισμό της λήψης αποφάσεων μέσω αμεσοδημοκρατικών
διαδικασιών ως στοιχεία της πολιτικής διάστασης, θα βλέπαμε ότι το ίδιο το πρόταγμα των κοινών
ήταν εξαρχής πολιτικό πέρα από κοινωνικό. Η άρνηση του De Angelis να αναγνωρίσει την πολιτική
του διάσταση υποβαθμίζει τη σημασία του και το αποδυναμώνει.

Και αυτό μας φέρνει στην απάντηση του δεύτερου ερωτήματος, καθώς το στοιχείο του πολιτικού
ενυπήρχε στα κοινά αν και δεν αναγνωριζόταν ως τέτοιο από τον De Angelis. Όλος ο λόγος περί
εναλλακτικών αξιών των κοινών, μπορεί να ιδωθεί τώρα υπό την σκοπιά αντικρουόμενων
πολιτικών προταγμάτων. Τέτοια προτάγματα όπως η ελευθερία και η ισότητα, η καταπολέμηση των
έμφυλων εξουσιαστικών σχέσεων, η μέριμνα για τα άλλα ανθρώπινα ή μη-ανθρώπινα όντα και τα

35
οικοσυστήματα, η απόρριψη της προσταγής του κέρδους και της αέναης συσσώρευσης δε
διαχωρίζουν μονάχα τα κοινά από το κεφάλαιο, αλλά μπορεί να δημιουργήσουν και εσωτερικούς
πολιτικούς ανταγωνισμούς εντός των κοινών με αντικείμενο τη νοηματοδότηση αυτών των αξιών
και την ιεράρχηση τους. Όπως επίσης μπορούν και να συνδέσουν το πρόταγμα των κοινών με
άλλους εξωτερικούς ως προς αυτά αγώνες, φεμινιστικούς ή οικολογικούς παραδείγματος χάρη, κάτι
το οποίο προκρίνει και η αποανάπτυξη ως ερμηνευτικό πλαίσιο ετερόκλητων αγώνων. Η Federici
(2019, σελ. 5, 166, 2020, σελ. 125-126) φαίνεται να έχει αντιληφθεί την πολιτική διάσταση των
κοινών όταν συνέδεε τη στιγμή της αναπαραγωγικής εργασίας εντός τους με την ανάδυση μιας
άλλης πολιτικής οργάνωσης, που επιφέρει μια επανάσταση στη σχέση μας τόσο με τον εαυτό μας
όσο και με τους/τις άλλους/άλλες, τονώνει το αίσθημα της αλληλεξάρτησης μεταξύ μας και
προσφέρει χαρά και ενδυνάμωση στα υποκείμενα.

Επιπλέον, ο αμεσοδημοκρατικός τρόπος λήψης και υλοποίησης αποφάσεων εντός των κοινών
προεικονίζει μια άλλη συνθήκη στην οποία οι άνθρωποι θα έχουν λόγο και άποψη πάνω στις κοινές
υποθέσεις τους και απαντά με πολιτικό τρόπο στις σημερινές προβληματικές καταστάσεις, όπως η
έλλειψη δημοκρατικού ελέγχου επί των κυβερνώντων, το αίσθημα ετεροκαθορισμού και ματαίωσης
των ανθρώπων ή η απουσία εναλλακτικών στη νεοφιλελεύθερη μεταδημοκρατία. Η έμφαση δίνεται
στην αυτονομία των κοινών, την αυτοκυβέρνηση τους μέσω γενικών συνελεύσεων, οριζόντιων
διαδικασιών και άλλων μορφών άμεσης δημοκρατίας και στο σεβασμό στις διαφορετικές εμπειρίες
και αντιλήψεις των υποκειμένων (Federici, 2019, σελ. 93-96), καλλιεργώντας έτσι ένα κοινό ήθος
ηπιότητας, γενναιοδωρίας, κοινής δέσμευσης και ενσυναίσθησης (Gibson-Graham, 2006, σελ. 158).
Ένας τέτοιος τρόπος οργάνωσης είναι ίσως ικανός να κινητοποιήσει πολιτικά μεγάλα τμήματα της
κοινωνίας, καθώς αυτή η έννοια της δημοκρατίας, που ξεφεύγει από το δίπολο της κρατικής
ολιγαρχικής διαχείρισης και της ατομικής πρωτοβουλίας, φέρνει στο φως δύο πολιτικά
διακυβεύματα, δηλαδή

[την] ύπαρξη μορφών οργάνωσης της υλικής ζωής της κοινωνίας που εκφεύγουν της
λογικής του κέρδους και [την] ύπαρξη τόπων συζήτησης των συλλογικών
συμφερόντων που εκφεύγουν του μονοπωλίου της κυβέρνησης των ειδημόνων
(Rancière, 2009, σελ. 117)

και μπορεί μεν να γεννά το μίσος σε όσους θεωρούν πως δικαιούνται να κυβερνούν λόγω της
καταγωγής, του πλούτου ή της επιστήμης τους, παράλληλα όμως μπορεί να εμφυσήσει “θάρρος,
συνεπώς χαρά” σε “όσους ξέρουν να μοιράζονται με τον οποιονδήποτε την ίση δύναμη της
νοημοσύνης” (ό.π., σελ. 133).

Είναι επίσης φανερό πως τέτοιες αξίες και πρακτικές δεν αποτελούν μονοπώλιο των κοινών αλλά
μπορούν να εντοπιστούν και σε άλλα πολιτικά διεκδικητικά κινήματα ή μικρότερες πρωτοβουλίες,
που δε σχετίζονται με τα κοινά. Η ανησυχία για το πέρασμα σε μια μεταδημοκρατική περίοδο, όπου
οι αποφάσεις παίρνονται από ισχυρά κέντρα εξουσίας, εκτός των τυπικών αντιπροσωπευτικών
θεσμών και η επιθυμία για περισσότερη δημοκρατία εντός των υπαρχόντων θεσμών ή ακόμα η
απαίτηση για άμεση δημοκρατία και λήψη των αποφάσεων από τα κάτω είναι ζητήματα που
απασχολούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κομμάτια της κοινωνίας και μπορούν να
αποτελέσουν αίτημα ή πρακτική πλήθους κινημάτων. Όπως τονίζουν άλλες θεωρητικοί, για
παράδειγμα, οι κινητοποιήσεις κατά των ιδιωτικοποιήσεων και οι αγώνες υπεράσπισης των
δημόσιων αγαθών, αν και δεν ταυτίζονται με τον αγώνα για τα κοινά, δεν θα έπρεπε να
υποτιμούνται και παραγκωνίζονται από το πρόταγμα των κοινών (Federici, 2019, σελ. 96; Mies &
Bennholdt-Thomsen, 2001, σελ. 1021).

Για να επιστρέψουμε τέλος σε μία πτυχή που απασχόλησε και τον ίδιο τον De Angelis στα

36
αναπαραγωγικά κοινά, υπάρχουν φεμινιστικοί αγώνες και αγώνες μεταναστ.ρι.ών για παράδειγμα,
που εφορμούν μεταξύ άλλων από την προβληματικά έμφυλη και φυλετική επιτέλεση της
αναπαραγωγικής εργασίας εντός του ρατσιστικού και πατριαρχικού καπιταλισμού και θα
μπορούσαν να συντονιστούν με τους αγώνες γύρω από τα κοινά για την επίτευξη των στόχων τους.
Τέτοια ζητήματα δεν περνούν απαρατήρητα από τον De Angelis (2013, σελ. 139-140), ο οποίος τα
εξετάζει μόνο ως εσωτερικά του αγώνα των κοινών εναντία στο κεφάλαιο και παραγνωρίζει έτσι
την αυτόνομη δυναμική τους καθιστώντας αδύνατη την πολιτική συνάρθρωση τους με το πρόταγμα
των κοινών.

3.4.2.2.Δεύτερη γραμμή σκέψης: η συμπόρευση με το Άλλο

Η δεύτερη γραμμή σκέψης, αυτή της “συμπόρευσης με το Άλλο” εντοπίζεται κυρίως στο τελευταίο
έργο του De Angelis και λαμβάνει υπόψιν ορισμένες από τις προηγούμενες ενστάσεις. Αν και δεν
υπάρχει κάποια σαφής αναφορά και αναβάθμιση του πολιτικού στοιχείου ή έστω ρητή αναγνώριση
της πολιτικής διάστασης των κοινών, υπάρχει εντούτοις ένα άνοιγμα προς το Άλλο. Η διάχυση των
νέων ιδεών, νοημάτων, πρακτικών και συμπεριφορών, την οποία απαιτούν οι προεικονιστικές
πολιτικές των εναλλακτικών εγχειρημάτων δεν επιτυγχάνεται πλέον αποκλειστικά και μόνο μέσω
του πολλαπλασιασμού των κοινών. Ο De Angelis αναγνωρίζει πως η αυτονομία των κοινών θα
πρέπει να αποτελέσει έναν πολιτικό αγώνα απέναντι στις λογικές και τις αξίες του κράτους και του
κεφαλαίου (De Angelis, 2017, σελ. 201, 226) και θέτει πλέον το ερώτημα σχετικά με το αν ο
αγώνας θα δοθεί αποκλειστικά από τα κοινά ή εάν θα αναζητηθούν σύμμαχοι και ποιοι θα είναι
αυτοί. Εδώ, προφανώς τα κοινά και η εξάπλωση τους βρίσκονται πάλι στο προσκήνιο αλλά αυτή τη
φορά δεν αποτελούν τη μοναδική στρατηγική. Συνυπάρχουν και συμπορεύονται με άλλες δυνάμεις,
εξωτερικές των κοινών και πιο συγκεκριμένα με κοινωνικά κινήματα, τα οποία προκαλούν
ανατροπές στις κυρίαρχες αντιλήψεις και νοοτροπίες, φέρνουν στο φως τις εξουσιαστικές σχέσεις
που δομούν την κοινωνία, αντιτάσσονται στις επιταγές του κράτους και του κεφαλαίου και με
αυτόν τον τρόπο ανοίγουν νέους χώρους για την εξάπλωση των κοινών (De Angelis, 2017, σελ. 19,
25, 369). Τέτοια κοινωνικά κινήματα θα μπορούσαν για παράδειγμα να εξασφαλίσουν το βασικό
εισόδημα για όλους τους πολίτες, μία από τις “επαναστατικές μεταρρυθμίσεις” που προκρίνει και η
αποανάπτυξη, το οποίο εάν ανακατευθυνόταν προς τα κοινά θα τους έδινε μία ισχυρή ώθηση στον
ανταγωνισμό τους με το κράτος και το κεφάλαιο επί της κοινωνικής (ανα)παραγωγής (De Angelis,
2017, σελ. 280-281; βλ. και Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 162).

Αυτή η συμπόρευση κοινών και κοινωνικών κινημάτων, μπορεί να οδηγήσει στην ανάδυση αυτού
που ο De Angelis (2017, σελ. 340) ονομάζει “κίνημα των κοινών”, το οποίο όχι μόνο καταδεικνύει
και αντιτίθεται στις αδικίες που γεννά το κεφάλαιο και τις ιεραρχίες που επιβάλλει το κράτος αλλά
προσπαθεί έμπρακτα να φέρει υπό τον έλεγχο των κοινών (commonalise) λειτουργίες και τομείς
που ανήκουν στο κεφάλαιο και το κράτος, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την οικολογία των κοινών και
την ανθεκτικότητα του οικολογικού συστήματος που τα περιβάλλει. Τα κινήματα των κοινών
λοιπόν ως υβρίδια κοινών και κοινωνικών κινημάτων περιέχουν τόσο την “ποικιλία των
υποκειμένων που εκφράζουν την επιθυμία τους για αλλαγή” όσο και τις πρακτικές που ενισχύουν
την οικολογία των κοινών και παράγουν

θεσμούς των κοινών, ικανούς να αυξήσουν την αυτονομία και την


αυτοποιητική τους δύναμη, να πολλαπλασιάσουν την από κοινού
(ανα)παραγωγή στα όρια των κοινών (boundary commoning), και επομένως
το βαθμό των κυκλωμάτων επικοινωνίας, αλληλοσύνδεσης και δικτύωσης
τους. Τα κινήματα των κοινών μπορούν την ίδια στιγμή να συναρθρώσουν
τους αγώνες εμπροσθοφυλακής και την (ανα)παραγωγή (De Angelis, 2017,
σελ. 385-386).

37
Παρατηρούμε λοιπόν ένα άνοιγμα του De Angelis προς τα διεκδικητικά κοινωνικά κινήματα που
βρίσκονται στο εξωτερικό των κοινών και την επιθυμία για μια συνάρθρωση που θα οδηγήσει στην
πολιτική ανασύνθεση των αγωνιζομένων, στον παραγκωνισμό του κυρίαρχου καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής από αυτόν της από κοινού (ανα)παραγωγής και την εγκαθίδρυση ενός κοινού
ορίζοντα δράσης (common sense-horizon) όχι κάπου στο μακρινό μέλλον, αλλά στις συνθήκες
πολυπλοκότητας και ετερογένειας της σύγχρονης κοινωνίας (De Angelis, 2017, σελ. 386).

Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή σκέψης, τα κοινά ως προεικονιστικά εναλλακτικά εγχειρήματα των


από τα κάτω στο εδώ και το τώρα φαίνεται να μην υποτιμούν τόσο τα πολιτικά αιτήματα άλλων
εξωτερικών προς αυτά αγώνων, αλλά αποδέχονται και αλληλοτροφοδοτούνται από άλλες
στρατηγικές που επιδιώκουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Φαίνεται δηλαδή να αποδέχονται το
αίτημα της αποανάπτυξης για τη συνδυαστική δράση πολλαπλών στρατηγικών και υποκειμένων.
Ανοίγει έτσι ο δρόμος για μια συμπόρευση του προτάγματος των κοινών με άλλα εναλλακτικά
εγχειρήματα στο μικρόεπιπεδο αλλά και πολιτικές δυνάμεις που αποσκοπούν στις “επαναστατικές
μεταρρυθμίσεις” του μακροεπιπέδου. Εάν επίσης αναγνωριστεί η έως τώρα υποτιμημένη πολιτική
διάσταση των κοινών και πραγματοποιηθεί η ρητή και συνειδητή αποδοχή του ερμηνευτικού
πλαισίου που προσφέρει η αποανάπτυξη, τότε τα κοινά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τμήμα της
αντι-ηγεμονικής δύναμης, που όπως είδαμε στοχεύει ταυτόχρονα σε αλλαγές στην πολιτική
κοινωνία και στην κοινωνία των πολιτών. Και αυτό μη καταφεύγοντας σε μια “μεταφυσική της
πολιτικής” αλλά διατηρώντας πάντα την ένταση ανάμεσα στη λογική οριζοντιότητας και άμεσης
δημοκρατίας και τη λογική ανακλητής και υπό όρους αντιπροσώπευσης, πριμοδοτώντας πάντως
την πρώτη από τις δύο. Αυτό θα είναι και το αντικείμενο του τρίτου κεφαλαίου, στο οποίο
στρέφοντας την προσοχή μας στο αστικό περιβάλλον θα μελετήσουμε τα αστικά κοινά ή τους
κοινούς χώρους σύμφωνα με τον Σταύρο Σταυρίδη, τη διαπλαστική τους διάσταση και τη μορφή
που μπορεί να πάρει η συμπόρευση τους με το πρόταγμα της αποανάπτυξης.

38
4.Κοινά και αποανάπτυξη στο αστικό περιβάλλον
Αφού μελετήσαμε τις θεωρίες της αποανάπτυξης και των κοινών σε αυτό το κεφάλαιο θα
εστιάσουμε στο αστικό περιβάλλον και θα εξετάσουμε τα θετικά αποτελέσματα των δύο
προταγμάτων, τη συμπόρευση τους και τις δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης που αναδύονται στο
πλαίσιο της πόλης με στόχο τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό. Την εστίαση αυτή θα την
επιχειρήσουμε για δύο λόγους, ο πρώτος εκ των οποίων είναι κυρίως ποσοτικής φύσης. Όπως
είδαμε ήδη, το πρόταγμα της αποανάπτυξης γεννήθηκε στον και αφορά κυρίως τον Παγκόσμιο
Βορρά και επιδιώκει τη σταδιακή ποσοτική μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης,
παράλληλα με την ποιοτική αλλαγή της οικονομίας, ώστε να σέβεται πλέον το περιβάλλον και να
συμβάλλει στην ανθρώπινη ευημερία και στην κοινωνική ισότητα. Αναφερόμενοι λοιπόν στον
Παγκόσμιο Βορρά γίνεται φανερό πως πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας τους μετασχηματισμούς των
πόλεων και την ευρύτερη τάση αστικοποίησης που έχει κυριαρχήσει τουλάχιστον τις τελευταίες
επτά δεκαετίες και η οποία καταγράφεται από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Chatzinakos,
2020, σελ. 184). Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του 2019, ο πληθυσμός που κατοικεί
παγκοσμίως σε αστικές περιοχές από 30% το 1950, έφτασε το 55% το 2018 και αναμένεται να
αγγίξει το 68% το 2050. Και πιο συγκεκριμένα ο πληθυσμός που διαμένει σε αστικό περιβάλλον
στον Παγκόσμιο Βορρά, δηλαδή στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, από 82.2% και 74.5% το
2018 αντίστοιχα, θα ανέλθει στο 90% και 85% το 2050 (United Nations, 2019, σελ. 1, 5-6). Ο
δεύτερος λόγος είναι κυρίως πολιτικής φύσης, καθώς αναγνωρίζουμε πως για να γίνει εφικτή η
μετάβαση στην κοινωνία της αποανάπτυξης θα πρέπει να καταληφθούν ή έστω να ασκηθούν
πιέσεις στα κέντρα εξουσίας. Οι πόλεις αποτελούν τέτοια κέντρα εξουσίας και για τον λόγο αυτό
μια αλλαγή παραδείγματος εντός τους θα μπορούσε να οδηγήσει, όπως θα δούμε στο τελευταίο
υποκεφάλαιο, στην ανάδυση των πόλεων των κοινών και της αποανάπτυξης. Η δικτύωση και η
συμμαχία των πόλεων αυτών θα ασκούσε μεγαλύτερη πίεση στα ισχυρότερα κέντρα αποφάσεων
και θα μπορούσε να συνδράμει στον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό.

Πέραν τούτου, η διαδικασία της αστικοποίησης ήταν και παραμένει στενά συνδεδεμένη με την
ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, καθώς η πόλη δεν είναι μονάχα ο τόπος μέσα
στον οποίο λαμβάνει χώρα η εμπορευματοποίηση της ζωής και άρα η συσσώρευση του κέρδους
που υπακούει στην προσταγή για αέναη οικονομική μεγέθυνση, αλλά αποτελεί και η ίδια μια πηγή
περαιτέρω ανάπτυξης, μέσω της εκμετάλλευσης του δομημένου περιβάλλοντος της, των χρήσεων
γης και των υποδομών της, καθώς και των δικτύων παραγωγής και διανομής εμπορευμάτων
(Brenner et al., 2009, σελ. 178; Harvey, 2010, σελ. 18-19). Κι ενώ η πόλη είναι το αποτέλεσμα
πρακτικών περίφραξης των κοινών της υπαίθρου, που οδήγησαν τους τότε συμμετέχοντες στα
κοινά προς τα αστικά κέντρα και τους μετέτρεψαν σε μισθωτούς εργάτες, η ιστορική διαδικασία
που τη δημιούργησε δεν είναι τελεολογικά προκαθορισμένη. Η ίδια η πόλη είναι ένα ανοιχτό
επίδικο, καθώς εντός της συγκρούονται κοινωνικές δυνάμεις που εμφορούνται από διαφορετικές
λογικές και αξίες, προσανατολισμένες προς τις ανταλλακτικές αξίες ή τις αξίες χρήσης του αστικού
χώρου και οι οποίες θα μπορούσαν αντίστοιχα να υποστηρίξουν είτε την περαιτέρω μετατροπή της
πόλης αποκλειστικά σε μια μηχανή παραγωγής κέρδους, είτε την υπαγωγή της υπό τον έλεγχο των
κοινών (Brenner et al., 2009, σελ. 178; Linebaugh, 2014, σελ. 40).

Πέρα από τη σημαντικότητα των πόλεων για την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος, την
απρόσκοπτη οικονομική μεγέθυνση και τη συγκέντρωση των κέντρων εξουσίας στο εσωτερικό τους
ένας ακόμα λόγος για τον οποίο εστιάζουμε στο αστικό περιβάλλον έχει να κάνει με την ποιότητα
των σχέσεων που αναπτύσσονται εντός του. Το μέγεθος των σύγχρονων πόλεων με τα υψηλά
επίπεδα ρύπανσης του αέρα και ηχορύπανσης, η γραφειοκρατία, η εμπορευματοποίηση όλο και
περισσότερων πτυχών της ζωής, οι γρήγοροι ρυθμοί, το άγχος και η ιδιώτευση που επικρατούν
εντός των πόλεων γεννούν συχνά στους κατοίκους το αίσθημα της αλλοτρίωσης, αντικαθιστούν

39
βίαια τις κάποτε κοινοτικές σχέσεις γειτονίας με απρόσωπες σχέσεις διαμεσολαβημένες από το
χρήμα και το εμπόρευμα, καθώς και επιδεινώνουν γενικώς την ποιότητα της ζωής. Η πόλη ως
άθροισμα μονάδων μιας άμορφης γκρίζας μάζας ανθρώπων ή ως ο τόπος της αποξένωσης είναι μια
εικόνα γνωστή από τα παλιά που επιμένει έως και σήμερα (Βookchin, 1996, σελ. 88; Huron, 2015,
σελ. 973). Απέναντι σε αυτήν την εικόνα τα αστικά κοινά, φέρνοντας κοντά ανθρώπους μέχρι τότε
άγνωστους μεταξύ τους, διεκδικώντας και απελευθερώνοντας χώρους από την καπιταλιστική
εκμετάλλευση, εμφανίζονται ως μια λύση για την ενίσχυση του αισθήματος του ανήκειν, τη
δημιουργία νέου τύπου μη-εμπορευματικών σχέσεων, που βασίζονται στο συναίσθημα, την
εγγύτητα και τη μέριμνα για τους άλλους και χτίζουν τις βάσεις για τη συλλογική διεκδίκηση ενός
άλλου τρόπου ζωής (Bresnihan & Byrne, 2015, σελ. 48; De Angelis, 2017, σελ. 235; Huron, 2015,
σελ. 963; Stavrides, 2015, σελ. 10).

Το ενδιαφέρον τόσο των θεωρητικών των κοινών όσο και αυτών της αποανάπτυξης για την πόλη
είναι έντονο, ενώ έχει αναγνωρισθεί ήδη η δυναμική της συμπόρευσης των δύο προταγμάτων είτε
για τη μετάβαση σε μια νέα περίοδο αστικοποίησης αποσυνδεδεμένης από τον άνθρακα (Pincetl,
2016, σελ. 239) είτε για τη δημιουργία των “πόλεων της αποανάπτυξης”, που θα προωθούσαν
περαιτέρω την εξάπλωση των κοινών στο εσωτερικό τους και θα αποτελούσαν το πρώτο βήμα στη
διαδικασία δικτύωσης των πόλεων σε επίπεδο βιο-περιφέρειας για έναν ευρύτερο μετασχηματισμό
(Varvarousis & Koutrolikou, 2018, σελ. 4-5). Στη συνέχεια του κεφαλαίου θα εστιάσουμε αρχικά
στα αστικά κοινά και τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό τους, καθώς και τον
τρόπο που διαπλάθουν εκ νέου τα υποκείμενα που συμμετέχουν σε αυτά. Σε δεύτερο χρόνο θα
εξετάσουμε τις δυνατότητες συμπόρευσης κοινών και αποανάπτυξης στο αστικό περιβάλλον και τις
προτεινόμενες πολιτικές για τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό, επιστρέφοντας τέλος σε
ένα γνώριμο πρόταγμα του παρελθόντος, αυτό του δικαιώματος στην πόλη, ιδωμένο όμως πλέον
υπό διαφορετική σκοπιά.

4.1.Οι κοινοί χώροι και η διαπλαστική τους διάσταση

Μιλώντας για τα αστικά κοινά, δεν περιοριζόμαστε μόνο σε εκείνα που σχετίζονται με την
αναπαραγωγή της ζωής, αλλά και σε άλλες μορφές κοινών που εντοπίζονται στο αστικό
περιβάλλον, όπως για παράδειγμα ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι, πάρκα που τα αυτοδιαχειρίζεται η
γειτονιά ή αστικοί λαχανόκηποι. Ο κοινός πλούτος που (ανα)παράγει η κοινότητα σε τέτοιες
περιπτώσεις μπορεί να είναι και ο ίδιος ο χώρος, ο οποίος στα πλαίσια της πόλης γίνεται πολύτιμος,
μιας και ως κοινός χώρος μπορεί να αποτελέσει τον τόπο συνάντησης και επικοινωνίας των
κατοίκων ή διοργάνωσης εκδηλώσεων, συζητήσεων, προβολών χωρίς αντίτιμο, συνελεύσεων
άλλων εγχειρημάτων κτλ.. Καλλιεργείται έτσι εντός τους μία άλλου είδους κοινωνικότητα, που
βασίζεται στην ανοιχτότητα, τη συμμετοχικότητα, την ποικιλομορφία, το σεβασμό και την ισότητα,
ενώ επίσης δομούνται και άλλες αναπαραστάσεις του χώρου, που εκφεύγουν της εμπορευματικής
διάστασης του, μιας και βασίζονται στην αξία χρήσης και όχι στην ανταλλακτική αξία του χώρου
και λειτουργούν με ελεύθερη είσοδο χωρίς ταξικούς ή άλλους φραγμούς (Chatzinakos, 2020, σελ.
205; Eizenberg, 2012, σελ. 781; Federici, 2019, σελ. 105-106; Hodkinson, 2012, σελ. 516;
Kratzwald, 2015, σελ. 39; Pincetl, 2016, σελ. 247). Εντός της πόλης λοιπόν εντοπίζουμε χώρους
μέσα στους οποίους μπορεί να καταπολεμηθεί το αίσθημα αποξένωσης, να δημιουργηθούν
κοινοτικές σχέσεις μεταξύ αγνώστων αλλά και να λάβει χώρα μια διαδικασία, που όπως θα δούμε
παρακάτω περιλαμβάνει το μετασχηματισμό των έξεων, των πρακτικών, του λεξιλογίου και των
συναισθηματικών προσδέσεων των υποκειμένων. Τέλος, καθώς οι χώροι αυτοί συμβάλλουν και στη
ρητή και συνειδητή σύνδεση των κοινών με την αποανάπτυξη, προωθείται και ο αποαποικισμός του
φαντασιακού των υποκειμένων, για τον οποίο έκαναν λόγο οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης.

Για τον Σταύρο Σταυρίδη, τα παραπάνω παραδείγματα τέτοιων τόπων εντάσσονται σε αυτό που

40
ονομάζει “κοινοί χώροι”, δηλαδή “χώροι που παράγονται από τους ανθρώπους στην προσπάθεια
τους να εγκαθιδρύσουν έναν κοινό κόσμο που να στεγάζει, να υποστηρίζει και να εκφράζει τις
κοινότητες στις οποίες συμμετέχουν” (Stavrides, 2015, σελ. 10) και οι οποίοι είναι μεν ανοιχτοί σε
δημόσια χρήση αλλά διαφέρουν από τους δημόσιους χώρους, καθώς δεν ελέγχονται από κάποια
κρατική αρχή αλλά τροποποιούνται διαρκώς και εκφράζουν τις συλλογικές ανάγκες και τα οράματα
των συμμετεχόντων (Σταυρίδης, 2018, σελ. 18, 146). Προφανώς οι κοινοί χώροι διαφέρουν και από
τους ιδιωτικούς, στους οποίους κυριαρχούν οι καθορισμένες χρήσεις και η λογική που αποσκοπεί
στο κέρδος. Απέναντι στα δύο αυτά είδη χώρων και στις σύγχρονες λογικές εξευγενισμού της
πόλης, που περιφράσσουν τμήματα της μετατρέποντας τα σε κλειστές “αστικές σκηνές συλλογικής
κατανάλωσης”, αυξάνουν τα ενοίκια εκτοπίζοντας κατοίκους και καταστρέφοντας κοινότητες και
γειτονιές προς όφελος της ανάπτυξης και των επενδύσεων του κτηματομεσητικού κλάδου, οι κοινοί
χώροι προτάσσουν ένα άλλο όραμα (Σταυρίδης, 2018, σελ. 185-186, 189; Müller, 2015, σελ. 160).
Στοχεύουν σε μία χειραφετημένη κοινωνία και σε μια πόλη των κατωφλιών, στην οποία οι κοινοί
χώροι ως κατωφλιακοί χώροι ανοιχτοί και υπό συνεχής διαμόρφωση από τους κατοίκους, θα
καλύπτουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους μακριά από τις ιεραρχικές δομές του κράτους και τις
κερδοσκοπικές λογικές του κεφαλαίου (Stavrides, 2014a, σελ. 60; Σταυρίδης, 2018, σελ. 147). Κατ'
αυτόν τον τρόπο,

από τη σκοπιά της επανιδιοποίησης της πόλης, οι κοινοί χώροι είναι οι


χωρικοί κόμβοι μέσω των οποίων η μητρόπολη γίνεται ξανά ο τόπος της
πολιτικής, αν ως «πολιτική» θα περιγράφαμε μια ανοιχτή διαδικασία μέσω
της οποίας επερωτώνται και, δυνητικά, μετασχηματίζονται οι κυρίαρχες
μορφές συμβίωσης (Σταυρίδης, 2018, σελ. 85-86).

Βλέπουμε λοιπόν πως, σε αντίθεση με τον De Angelis, εδώ αναγνωρίζεται ρητά η πολιτική
διάσταση των κοινών, τόσο ως ένας εναλλακτικός τρόπος συνύπαρξης που στοχεύει στην υπαγωγή
της πόλης υπό τον έλεγχο των κατοίκων της, όσο και ως ένας τόπος όπου αναβιώνει η παλιά
φεμινιστική διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία “το προσωπικό είναι πολιτικό”. Εντός των κοινών
χώρων λοιπόν οι κυρίαρχες μορφές εξατομικευμένης, αποξενωμένης και ανταγωνιστικής ύπαρξης
και οι εξουσιαστικές και καταπιεστικές λογικές που επιβιώνουν εντός της κοινωνίας δίνουν τη θέση
τους σε μορφές συμβίωσης που προάγουν την από κοινού (ανα)παραγωγή, την αλληλεγγύη και το
μοίρασμα και εδραιώνονται στις πρακτικές του μοιράσματος, ενθαρρύνοντας έτσι τις δημιουργικές
συναντήσεις και την ανάδυση ενός άλλου είδους κοινωνικότητας μεταξύ των κατοίκων.

Για να επιβιώσουν όμως οι κοινοί χώροι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την επεκτατική λογική του
κεφαλαίου και του κράτους και να μην αρκεστούν στη δημιουργία απλώς κάποιων νησίδων
ελευθερίας αλλά να διευρύνουν συνεχώς το δίκτυο του μοιράσματος και της συνεργασίας τους
(Kip, 2015, σελ. 53; Stavrides, 2015, σελ. 13; Σταυρίδης, 2018, σελ. 18, 67, 337). Ο Σταυρίδης
επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε τρεις απαραίτητες πρακτικές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τους
κοινούς χώρους εάν στοχεύουν στη διεύρυνση του μοιράσματος αλλά και στην ενίσχυση της
διαπλαστικής τους δύναμης: τη συγκρισιμότητα υποκειμένων και πρακτικών, τη μεταφρασιμότητα
τους και τον συνεχή επιμερισμό της εξουσίας, τις οποίες θα εξετάσουμε συνοπτικά στη συνέχεια.

Σε αντίθεση λοιπόν με τους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, με την ξεκάθαρη ομοιογενή
ταυτότητα και λειτουργία τους, που καθορίζεται εκ των προτέρων από κάποια αρχή, οι κοινοί χώροι
ως χώροι κατωφλιακοί παραμένουν πάντοτε ανοιχτοί για τις νεοεισερχόμενες και τους
νεοεισερχόμενους. Αυτοί και αυτές θα είναι που από κοινού θα καθορίσουν τις πολλαπλές
ταυτότητες και χρήσεις των κοινών χώρων και για να διατηρηθεί αυτή η ανοιχτότητα και
πολλαπλότητα θα πρέπει να κατοχυρωθεί “το έδαφος των συγκρίσεων ανάμεσα σε διαφορετικά
υποκείμενα δράσης και σε διαφορετικές πρακτικές”, έτσι ώστε να συναντούνται και να

41
επικοινωνούν υποκείμενα και πρακτικές, που σε άλλη περίπτωση θα έμεναν άγνωστα και ίσως
εχθρικά μεταξύ τους (Stavrides, 2014b, σελ. 548; Σταυρίδης, 2018, σελ. 69). Μια τέτοια σύγκριση
θα γίνεται με σεβασμό στη διαφορετικότητα και θα ακολουθείται από αυτό που ο Σταυρίδης
ονόμασε μεταφρασιμότητα μεταξύ υποκειμένων και πρακτικών, που έχει ως στόχο τη γόνιμη
διαπραγμάτευση και συμπόρευση μεταξύ των ετερογενών απόψεων, δράσεων και πρακτικών, χωρίς
τον παραγκωνισμό ή την υποβάθμιση ορισμένων από αυτών στην προσπάθεια εύρεσης των
ελάχιστων κοινών παρονομαστών (Stavrides, 2015, σελ. 14; Σταυρίδης, 2018, σελ. 70). Τέλος, οι
κοινοί χώροι, στην προσπάθεια αποφυγής του κλεισίματος και της παγίωσης κάποιας άτυπης
ιεραρχίας στο εσωτερικό τους, θα πρέπει να στοχεύουν στο συνεχή επιμερισμό της εξουσίας, που
αποτελεί ταυτόχρονα την προϋπόθεση και τον ύστατο σκοπό των πρακτικών του εξισωτικού
μοιράσματος (Stavrides, 2014b, σελ. 549, 2015, σελ. 15; Σταυρίδης, 2018, σελ. 72-73).

Η πολιτική διάσταση των κοινών χώρων και οι τρεις ποιότητες που τους χαρακτηρίζουν μας
ανοίγουν το δρόμο για την εξέταση της διαπλαστικής διάστασης των χώρων αυτών μέσω δύο
παρεκβάσεων στο έργο του Γάλλου κοινωνιολόγου Pierre Bourdieu και των οικονομικών
γεωγράφων Katherine Gibson και Julie Graham.

4.1.1.Παρέκβαση νο.1: Pierre Bourdieu

Για τον Σταυρίδη όπως είδαμε αυτό που χαρακτηρίζει τους κοινούς χώρους και τους διαφοροποιεί
από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους είναι πρώτον το σύνολο των πρακτικών που γίνονται
διαθέσιμες στο εσωτερικό τους, βάσει των οποίων οι χώροι αυτοί λειτουργούν, (ανα)παράγονται
και πολλαπλασιάζονται και δεύτερον η διαφορετική λογική που τους διέπει, η οποία βασιζόμενη
στη σύγκριση, τη μετάφραση των διαφορών και τον επιμερισμό της εξουσίας διευρύνει τις
πρακτικές του μοιράσματος. Επιπλέον ο Σταυρίδης (2018, σελ. 277, 304), ακολουθώντας τον
Bourdieu, εξετάζει τους κοινούς χώρους ως βιωμένους ή κατοικημένους χώρους, που αποτελούν
“μέσο εκμάθησης κοινωνικών ρόλων και συμπεριφορών, όπως και μέσο αναστοχασμού πάνω σε
μια τέτοια μάθηση” ή αλλιώς τον “κύριο τόπο αυτής της εγχάραξης των προδιαθέσεων” καθώς “η
ζωή στην πόλη έγινε το κατεξοχήν σύστημα εκπαίδευσης”. Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε εν
συντομία τις έννοιες του κοινωνικού χώρου, της πρακτικής, των έξεων και (προ)διαθέσεων του
Pierre Bourdieu καθώς θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση της διαπλαστικής διάστασης των
κοινών (χώρων).

Στην κοινωνική θεωρία του Bourdieu τα δρώντα υποκείμενα δεν αποτελούν υπερβατικά όντα, τα
οποία με πλήρη ελευθερία και χωρίς περιορισμούς επιδρούν πάνω στον κοινωνικό κόσμο για να τον
αλλάξουν ή να τον διατηρήσουν ως έχει, αλλά ούτε είναι και όντα πλήρως καθορισμένα από τη
θέση τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση ή την ένταξη τους σε μια κοινωνική τάξη. Κατέχουν μια
θέση μέσα στα διάφορα πεδία στα οποία συμμετέχουν και κατ' επέκταση και στον κοινωνικό χώρο,
σύμφωνα με τα ποσά οικονομικού, πολιτισμικού, κοινωνικού και συμβολικού κεφαλαίου που
διαθέτουν (Βourdieu, 1989, σελ. 17, 1999, σελ. 335). Η θέση τους αυτή δεν γίνεται άμεσα και κατά
κύριο λόγο συνειδητά αντιληπτή αλλά εγγράφεται στο σώμα τους με την μορφή έξεων ή αλλιώς
συστημάτων διαθέσεων (Βourdieu, 2016, σελ. 237). Το ίδιο ισχύει και για την ειδική λογική κάθε
πεδίου, που εμπεδώνεται από τα υποκείμενα με τη μορφή σωματικών έξεων, δηλαδή μιας αίσθησης
του παιχνιδιού που “επιτελείται με τρόπο ανεπίγνωστο, δηλαδή βαθμιαίο, προοδευτικό και
ανεπαίσθητο” (Βourdieu, 2016, σελ. 29-30). Οι έξεις αυτές ταυτοχρόνως ως “σύστημα σχημάτων
παραγωγής πρακτικών και σύστημα αντίληψης και εκτίμησης των πρακτικών” (Βourdieu, 1989,
σελ. 19) βρίσκονται “εγγεγραμμένες στα σώματα μέσω των εμπειριών του παρελθόντος” και
επιτρέπουν στους κοινωνικούς δρώντες “να επιτελούν πράξεις πρακτικής γνώσης” και να
“δημιουργούν αρμόζουσες και διαρκώς ανανεούμενες στρατηγικές, μέσα στα όρια, ωστόσο,
δομικών περιορισμών των οποίων είναι το προϊόν και οι οποίοι τους ορίζουν” (Βourdieu, 2016,
σελ. 251; βλ. και Βourdieu, 2006, σελ. 88, 2016, σελ. 212).

42
Μια τέτοια θεώρηση της έξης θα μας οδηγούσε σε μια αρκετά πεσιμιστική θεώρηση της κοινωνίας,
καθώς οι έξεις ως παράγωγα των εκάστοτε πεδίων και εν γένει του κοινωνικού χώρου τείνουν να
τον αναπαράγουν χωρίς να υπάρχει χώρος για αντίσταση ή για προσπάθειες με στόχο τον κοινωνικό
μετασχηματισμό. Παρ' ολ' αυτά ο Bourdieu μας προσφέρει και μια δεύτερη ανάγνωση, η οποία
αντιτίθεται στην θεώρηση της έξης ως ενός εμμενούς εργαλείου αιώνιας αναπαραγωγής και
διατήρησης του ίδιου και μας ανοίγει ένα δρόμο για την κατανόηση της διαπλαστικής διάστασης
των κοινών (χώρων). Κι αυτό γιατί πρώτον σε περιόδους κρίσης οι δομικοί μετασχηματισμοί του
κοινωνικού χώρου μπορεί να δημιουργήσουν ένα ανοίκειο αίσθημα στα δρώντα υποκείμενα,
κάνοντας τα να αισθάνονται έκθετα ή εκτός τόπου εξαιτίας της ασυμφωνίας μεταξύ των έξεων και
διαθέσεων τους και της μετέωρης θέσης τους στον μεταβαλλόμενο κοινωνικό χώρο (Βourdieu,
2016, σελ. 271, 285, 295). Ενώ δεύτερον, ακόμα και σε οργανικές κοινωνικές συνθήκες, δρώντες
που κατέχουν αντιφατικές μεταξύ τους θέσεις σε διαφορετικά πεδία του κοινωνικού χώρου
υπόκεινται σε δομικούς “διπλούς δεσμούς” και ενσωματώνουν “σπαραγμένες έξεις, παραδομένες
στην αντίφαση και στον εσωτερικό διχασμό, γενεσιουργές βασάνων” (Βourdieu, 2016, σελ. 290).
Έτσι λοιπόν καταλήγει ο Βourdieu (2016, σελ. 120) στο ότι οι έξεις δεν είναι μονολιθικές,
αναλλοίωτες και μοιραίες αλλά ανάλογα με τις οργανικές ή κριτικές κοινωνικές συνθήκες
διαμόρφωσης και άσκησης τους και επιπλέον εξαιτίας της συμμετοχής των υποκειμένων σε πεδία
που κινούνται βάσει διαφορετικών λογικών, μπορεί να είναι συστηματικές και σταθερές,
συμβάλλοντας έτσι στην αναπαραγωγή του κοινωνικού χώρου ή αντιθέτως να είναι διχασμένες,
αντιφατικές και ρευστές, με αποτέλεσμα την εσωτερική σύγκρουση των υποκειμένων. Αυτή η
εσωτερική σύγκρουση όταν γίνει συνειδητή από τα δρώντα υποκείμενα και εάν συνδυαστεί από μια
εργασία αντι-εκγύμνασης με στόχο το μετασχηματισμό των έξεων και των πρακτικών των
υποκειμένων μπορεί να οδηγήσει στην εκ νέου διάπλαση των υποκειμένων, που αποτελεί ένα βήμα
προς την ευρύτερη κοινωνική αλλαγή (Βourdieu, 2016, σελ. 310).

Αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε πως λαμβάνει χώρα εντός των κοινών (χώρων) ιδωμένων ως
πεδίων που κινούνται στη λογική της διεύρυνσης του μοιράσματος και όχι της παραγωγής κέρδους,
όπου επιπλέον τα διαφορετικά είδη κεφαλαίου μετατρέπονται σε κοινό πλούτο διαθέσιμο σε όλους
τους συμμετέχοντες και όπου οι πρακτικές τόσο της (ανα)παραγωγής των κοινών όσο και τις λήψης
και υλοποίησης των αποφάσεων εμφορούνται από αξίες αντίθετες των κυρίαρχων αξιών του
κράτους και του κεφαλαίου: αντί για την εκ των άνω διατύπωση εντολών και την υπακοή των από
τα κάτω, η οριζόντια συναπόφαση στη βάση της ισότητας και της ελευθερίας και αντί για την
προσταγή για αέναη οικονομική μεγέθυνση ή κάλυψη των αναγκών των κοινωνών παράλληλα με
τη δημιουργία σχέσεων εγγύτητας, σεβασμού και φροντίδας, την εξάπλωση της οικολογίας των
κοινών και τη μέριμνα για το οικοσύστημα που την περιβάλλει. Οι παλιές έξεις και διαθέσεις όταν
συναντούν αυτό το νέο κόσμο των κοινών είναι πιθανό να αποσταθεροποιηθούν και να
δημιουργηθεί έτσι το εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια νέων έξεων και νέων πρακτικών
(Beasley-Murray, 2010, σελ. 178; Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 50). Ενώ επίσης σε συνθήκες
κρίσης, επισφάλειας και οικονομικής ή ευρύτερης αβεβαιότητας οι κάτοικοι της πόλης μπορούν να
μετατραπούν σε μεταιχμιακά (liminal) υποκείμενα, τα οποία μετέχοντας στους ενδιάμεσους
κατωφλιακούς χώρους και υιοθετώντας τις νέες πρακτικές μοιράσματος μπορούν να εγχαράξουν
στο σώμα τους καινούριες έξεις και να αυτοδιαπλασθούν εκ νέου (Varvarousis & Kallis, 2017, σελ.
132, 146; Σταυρίδης, 2018, σελ. 147). Τέλος, ορισμένοι θεωρητικοί εντοπίζουν μία συνάφεια
ανάμεσα στη σταδιακή αλλαγή των έξεων και των πρακτικών και στο γκραμσιανό αίτημα για
παρέμβαση στον “κοινό νου” των ανθρώπων, που περιλαμβάνει ένα σύνολο παλαιών εννοιών και
αντιλήψεων, μορφών κοινωνικών σχέσεων και σωματικών συνηθειών που αναπαράγονται συνεχώς
αλλά είναι ανοιχτές και σε τροποποιήσεις (Chodor, 2014, σελ. 493 ; Glassman, 2011, σελ. 32;
Johnson, 2007, σελ. 99-101). Μπορούμε να εντοπίσουμε λοιπόν και μια σύνδεση της διαπλαστικής
διάστασης των κοινών μέσω του μετασχηματισμού των έξεων και των πρακτικών με τη θεωρία της
αποανάπτυξης, η οποία ακολουθεί τη γκραμσιανή ανάλυση, αποσκοπώντας σε παρεμβάσεις όχι

43
μόνο στο μακροεπίπεδο της πολιτικής κοινωνίας και των υπάρχοντων θεσμών αλλά και στο
μικροεπίπεδο των καθημερινών διαδράσεων εντός της κοινωνίας των πολιτών.

Παρ' όλ' αυτά, ο σταδιακός μετασχηματισμός των έξεων και των πρακτικών των υποκειμένων,
αυτή η επαναλαμβανόμενη άσκηση αντι-εκγύμνασης για την οποία μιλάει ο Βourdieu (2016, σελ.
310) ίσως από μόνη της δεν είναι επαρκής. Θα έπρεπε να συμπληρωθεί από μία “γνωστική
ανατροπή” ή αλλιώς μία “μετατροπή της κοσμοθεώρησης” των υποκειμένων, την οποία και
χαρακτηρίζει ως απαραίτητη προϋπόθεση κάθε πολιτικής ανατροπής (Βourdieu, 1999, σελ. 184). Σε
αυτό το σημείο προσεγγίζουμε τη διαπίστωση των Bollier και Helfrich, οι οποίοι πέρα από τις
αλλαγές στις καθημερινές πρακτικές μας τονίζουν την αναγκαιότητα μιας ευρύτερης αλλαγής στον
τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα, μια αναζήτηση που ονομάζουν “οντο-πολιτική”
και που θα μας οδηγήσει στον αποαποικισμό του εαυτού μας από ό,τι η ιστορία και ο πολιτισμός
μας έχει επιβάλει ως αναγκαίο (Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 5, 33). Μια τέτοια έκκληση αντηχεί
επίσης την φουκωικό αίτημα υιοθέτησης ένας φιλοσοφικού ήθους και μιας στάσης ζωής, που θα
μας ωθεί σε μια κριτική οντολογία του εαυτού μας. Δηλαδή μιας “κριτικής αυτού που είμαστε”, η
οποία θα είναι “συγχρόνως η ιστορική ανάλυση των ορίων που έχουν επιβληθεί πάνω μας και ένας
πειραματισμός με την πιθανότητα να τα υπερβούμε”, έτσι ώστε να διαχωρίσουμε “από την
ενδεχομενικότητα που μας κάνει αυτό που είμαστε, την πιθανότητα να μην είμαστε, πράττουμε ή
σκεπτόμαστε πλέον αυτό που είμαστε, πράττουμε ή σκεπτόμαστε” (Foucault, 1988, σελ. 24, 29).

Εάν μια τέτοια προσπάθεια ξεκινούσε συλλογικά εντός των κοινών (χώρων), δε θα περιοριζόταν
μόνο στον μετασχηματισμό έξεων και πρακτικών, αλλά θα κάλυπτε όλο το φάσμα της κουλτούρας,
της γλώσσας, της αίσθησης που έχει το υποκείμενο για τον εαυτό του και τέλος των
συναισθημάτων του και της συναισθηματικής του επένδυσης στις ταυτότητες και στις πρακτικές
του. Όπως προτείνουν οι Bollier & Helfrich (2019, σελ. 50) το πρώτο βήμα σε αυτήν την πορεία
για την εκ νέου διάπλαση των υποκειμένων είναι η γλώσσα, καθώς αυτή εκφράζει και περιορίζει
τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την πραγματικότητα και επηρεάζει τις πράξεις και τις
στρατηγικές μας. Σε αυτό το σημείο όμως θα επιχειρήσουμε μια δεύτερη παρέκβαση, αυτή τη φορά
στο έργο των Katherine Gibson και Julie Graham, γνωστών με το συγγραφικό ψευδώνυμο J.Κ.
Gibson-Graham.

4.1.2.Παρέκβαση νο.2: J.Κ. Gibson-Graham

Η Gibson-Graham στοχεύει επίσης στη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία και


προκρίνει από την πλευρά της την έννοια των “οικονομιών της κοινότητας”, ιδωμένων ως ένα χώρο
όπου λαμβάνονται από τα δρώντα υποκείμενα πολιτικές και ηθικές αποφάσεις πάνω σε πλήθος
κοινωνικο-οικονομικών ζητημάτων, αναγνωρίζοντας πάντα την αλληλεξάρτηση των υποκειμένων
τόσο μεταξύ τους όσο και με το οικοσύστημα που τα περιβάλλει (Gibson-Graham, 2006a, σελ. 97,
192-193, 2014, σελ. 152; Καβουλάκος & Γριτζάς, 2015, σελ. 148). Αποφάσεις, οι οποίες κατά
κύριο λόγο έχουν ως αντικείμενο τους την εύρεση του τι είναι αναγκαίο για την προσωπική και
συλλογική ζωή, του πως θα παραχθεί και διανεμηθεί το κοινωνικό πλεόνασμα της κοινότητας, του
εάν και με ποιον τρόπο θα καταναλωθεί το πλεόνασμα αυτό και τέλος των τρόπων ενδυνάμωσης
και εξάπλωσης των κοινών (Gibson-Graham, 2006a, σελ. 88, 2008, σελ. 623). Χωρίς να
επεκταθούμε σε ολόκληρη την επιχειρηματολογία της Gibson-Graham, θεωρώ πως μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε την ανάλυση της καθώς τα αστικά κοινά, που μας απασχολούν εδώ, αποτελούν
τμήμα των “οικονομιών της κοινότητας”.

Σύμφωνα λοιπόν με την Gibson-Graham (2004, σελ. 32) ο κοινωνικός μετασχηματισμός μπορεί να
επέλθει εάν εστιάσουμε τις προσπάθειες μας στο εδώ και το τώρα και εργαστούμε στο μικρότερο
και πιο οικείο επίπεδο της κοινότητας, μετασχηματίζοντας τόσο τα δρώντα υποκείμενα όσο και τις
συνθήκες της ζωής τους. Για να επιτευχθεί αυτό προτείνεται η διενέργεια μιας έρευνας δράσης που

44
θα συγκεντρώσει τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα και θα καταγράψει τις επίσημες και ανεπίσημες
οικονομικές δραστηριότητες της κοινότητας, καθώς επίσης και τρεις αλληλένδετες πολιτικές, αυτές
της γλώσσας, του υποκειμένου και της συλλογικής δράσης. Στόχος των οποίων είναι η
απελευθέρωση του φαντασιακού και της επιθυμίας των υποκειμένων, έτσι ώστε αυτά συλλογικά να
δημιουργήσουν καινούριους και εναλλακτικούς τύπους οικονομίας (Gibson-Graham, 2006a, σελ.
xxii-xxiii; Καβουλάκος & Γριτζάς, 2015, σελ. 149).

Εντός λοιπόν των κοινών χώρων, οι οποίοι αποτελούν τόπο συνάντησης των κατοίκων και από
κοινού δημιουργίας, θα μπορούσε να λάβει χώρα αρχικά η πολιτική της γλώσσας, η οποία θα
αναδείκνυε την ποικιλία της τοπικής οικονομίας και τις αθέατες μη-καπιταλιστικές μορφές της και
θα διεύρυνε έτσι το λεξιλόγιο, τις δυνατότητες και τους ρόλους που μπορεί να καταλάβει το
υποκείμενο εντός της νέας αυτής ποικιλόμορφης οικονομίας, που απλώνεται πέρα από τα όρια της
κυρίαρχης καπιταλιστικής οικονομίας (Gibson-Graham, 2006a, σελ. xxxiv). Η πολιτική της
γλώσσας εστιάζοντας στις διάφορες μορφές συναλλαγών, εργασίας και αμοιβής τους και
επιχειρήσεων που παράγουν, ιδιοποιούνται και διανέμουν πλεόνασμα και διαχωρίζοντας ανάμεσα
σε καπιταλιστικό, μη-καπιταλιστικό και εναλλακτικά καπιταλιστικό τομέα αναδεικνύει την
ποικιλομορφία των κοινωνικο-οικονομικών τρόπων παραγωγής, επαναπολιτικοποιεί την έως τώρα
φυσικοποιημένη καπιταλιστική οικονομία και ανοίγει το δρόμο για τη δεύτερη πολιτική, που μας
αφορά και πιο άμεσα: την πολιτική του υποκειμένου (Gibson-Graham, 2006a, σελ. 88, 98-99). Τα
δρώντα υποκείμενα εντός των αστικών κοινών καλλιεργούν τέτοιου είδους μη-καπιταλιστικές
οικονομίες και μέσω της συνειδητοποίησης αυτού του γεγονότος αλλά και της αναγνώρισης της
ποικιλομορφίας και δυναμικής αυτών των οικονομιών, που μπορεί να επέλθει από τη δικτύωση και
την επικοινωνία μεταξύ των κοινών, μπορούν να οδηγηθούν στη δεύτερη πολιτική του
υποκειμένου.

Σύμφωνα με αυτήν, οι συμμετέχοντες στα κοινά, πέρα από το νέο λεξιλόγιο που τους επιτρέπει να
κοιτάξουν την πραγματικότητα από διαφορετική, ενδυναμωτική σκοπιά, αυτο-διαπλάθονται,
αποταυτίζονται από τους ρόλους, τις πρακτικές και τις αξίες του κεφαλαίου και στη συνέχεια
επαναταυτίζονται και επενδύουν συναισθηματικά στους νέους ρόλους, πρακτικές και αξίες των
κοινών, τροποποιώντας τους τρόπους με τους οποίους όχι μόνο βλέπουν και μαθαίνουν, αλλά
κυρίως αισθάνονται και πράττουν (Gibson-Graham, 2006, σελ. xxxvi, 56, 130, 152). Σε μεγάλο
βαθμό αυτή η πολιτική περιλαμβάνει και τις ασκήσεις αντι-εκγύμνασης του Bourdieu, το
μετασχηματισμό των σωματικών έξεων και την εκμάθηση νέων πρακτικών που εμφορούνται από
εναλλακτικές του κεφαλαίου αξίες. Η Gibson-Graham αναγνωρίζει όμως επιπλέον πως η καθήλωση
των υποκειμένων σε ταυτότητες και πρακτικές της καπιταλιστικής οικονομίας δεν αίρεται τόσο
εύκολα. Κι αυτό γιατί υποστηρίζεται από τη συναισθηματική επένδυση των υποκειμένων σε αυτές
τις ταυτότητες και πρακτικές. Είναι αναγκαία λοιπόν μια αποεπένδυση του συναισθήματος και της
επιθυμίας από μορφές του κυρίαρχου καπιταλιστικού μοντέλου και επανεπένδυση τους στους
καινούριους ρόλους, πρακτικές και αξίες που προσφέρουν οι κοινοί χώροι, επιτρέποντας έτσι και τη
συναισθηματική πρόσδεση των υποκειμένων στις νέες τους ταυτότητες (Gibson-Graham, 2006a,
σελ. xxxv-xxxvi, 77, 130, 148-151, 155). Αναγνωρίζεται έτσι η ανάγκη απόσυρσης και
επανεπένδυσης της επιθυμίας καθώς και η συναισθηματική διάσταση της αυτο-διάπλασης των
συμμετεχόντων στα κοινά, που έρχεται να συμπληρώσει τις αλλαγές στο επίπεδο της γλώσσας, των
πρακτικών και των έξεων (Σταυρακάκης, 2012, σελ. 45, 200, 215, 218), καθώς “για να κολλήσει
κάτι, χρειάζεται μια ιδιαίτερη μορφή σχέσης ή δεσμού που, από τη σκοπιά της ψυχικής επένδυσης,
είναι πάντα η ίδια: απαιτεί την κινητοποίηση και την καθήλωση του συναισθήματος και της
jouissance” (Σταυρακάκης, 2012, σελ. 201-202).

Τέλος, οι αλλαγές στις πρακτικές, το λεξιλόγιο και το συναισθηματικό δέσιμο ακολουθούνται και
εντείνονται από την πολιτική της συλλογικής δράσης, σύμφωνα με την οποία για να αλλάξει ο
εαυτός απαιτείται και η αλλαγή του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κοινωνικοποιείται και δρα και

45
περιλαμβάνει συντονισμένες εμπρόθετες προσπάθειες για την ανάδυση του νέου (Gibson-Graham,
2006a, σελ. xxxvi, 165, 196). Κάτι τέτοιο γίνεται όντως πραγματικότητα εντός των κοινών χώρων
αφού αποτελούν μεταξύ άλλων και τόπο δράσης. Ο οποίος, όπως είδαμε, παραμένει πάντοτε
ανοιχτός στους νεοεισερχόμενους, διευρύνοντας τις πρακτικές του μοιράσματος και άρα
επιτρέποντας δυνητικά όλο και σε περισσότερους κατοίκους της πόλης να ασκήσουν αλλά και να
διαμορφωθούν από τις πολιτικές της γλώσσας, του υποκειμένου και της συλλογική δράσης.

Και εφόσον εξετάσαμε τη διαπλαστική διάσταση των κοινών (χώρων), που είναι ικανή να
μετασχηματίσει τα υποκείμενα θα περάσουμε στις μορφές συλλογικής δράσης που προτείνονται
από τους θεωρητικούς των κοινών με στόχο την ανάδειξη μιας αντι-ηγεμονικής δύναμης στο αστικό
περιβάλλον, ικανής να επιτύχει τον ευρύτερο οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό.

4.2.Συμπόρευση κοινών και αποανάπτυξης στο επίπεδο της πόλης

Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάσαμε τη σύνδεση αποανάπτυξης και κοινών έτσι όπως την ανέλυσαν
οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης, για τους οποίους τα κοινά από τη δομή τους αντιτάσσονται στην
προσταγή της αέναης οικονομικής μεγέθυνσης, δείχνουν το δρόμο προς τη μείωση της παραγωγής
και της κατανάλωσης μέσω της επανατοπικοποίησης και της από κοινού χρήσης αγαθών και
υποδομών και αντιμάχονται τα καταναλωτικά πρότυπα και την ανταγωνιστική επιδεικτική
κατανάλωση. Αυτοί οι δομικοί παράγοντες έρχονται να συμπληρωθούν από τη συνειδητή θέσπιση
αυτοπεριορισμών εντός των κοινών, γεγονός στο οποίο βλέπουμε πως συνηγορεί και η Gibson-
Graham, για την οποία οι πολιτικές και ηθικές αποφάσεις που παίρνονται εντός των κοινών
αφορούν τα κατεξοχήν ζητήματα της αποανάπτυξης: ποιες είναι οι βασικές ανάγκες, πως θα
διαχειριστούμε το κοινωνικό πλεόνασμα, εάν και πόσο θα καταναλώσουμε από αυτό, πως θα
ισχυροποιήσουμε τα κοινά. Η επικέντρωση ειδικά στο κοινωνικό πλεόνασμα, ξεφεύγει από τη
θεώρηση της οικονομίας ως ενός τρόπου διαχείρισης της φυσικοποιημένης σπάνης, ενώ η εστίαση
στο ζήτημα του κατά πόσο και με ποιον τρόπο καταναλώνουμε το πλεόνασμα, μπορεί να μας
οδηγήσει στην έννοια της κοινωνικής δαπάνης (dépense), που προτάσσει η αποανάπτυξη. Εντός
λοιπόν των κοινών και ύστερα από συλλογική διαβούλευση των κοινωνών μπορούν να υιοθετηθούν
πρακτικές δαπάνης, σύμφωνα με τις οποίες το όποιο πλεόνασμα προκύπτει από μια ποσοτικά
μειωμένη παραγωγή προορισμένη να καλύψει τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων, εξωθείται από
τη σφαίρα της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και επανεπένδυσης και αντ' αυτού κατευθύνεται προς
την ικανοποίηση συλλογικά αποφασισμένων επιθυμιών, χτίζοντας έτσι μια συμβιωτική κοινωνία
της αποανάπτυξης.

Τα ζητήματα αυτά είναι σημαντικά καθώς η συμπόρευση κοινών και αποανάπτυξης θα είναι πιο
γόνιμη εάν αποτελεί συνειδητή απόφαση των ανθρώπων και όχι μια συμπτωματική και
δευτερεύουσας σημασίας εξέλιξη που προκύπτει από την ίδια τη δομή του κοινωνικού συστήματος
των κοινών. Κι αυτό γιατί η ποσοτική μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης θα μπορούσε
να είναι ένα παράπλευρο θετικό αποτέλεσμα της εξάπλωσης των κοινών και της ανάδυσης τους ως
κοινωνική δύναμη, αλλά η μετάβαση σε μία “ποιοτικά διαφορετική οικονομία, η οποία σέβεται το
περιβάλλον, αυξάνει την ανθρώπινη ευημερία και στοχεύει στην κοινωνική ισότητα (Petridis et al.,
2015, σελ. 176) δεν μπορεί παρά να είναι εμπρόθετη, όπως εμπρόθετος θα είναι και ο
αποαποικισμός του φαντασιακού από την προσταγή της αέναης οικονομικής μεγέθυνσης που
ενδέχεται να λάβει χώρα εντός των κοινών. Επιπλέον, ο συνειδητός εναγκαλισμός των
επιχειρημάτων του προτάγματος της αποανάπτυξης από τους συμμετέχοντες στα κοινά, ανοίγει το
δρόμο και για την εύρεση συμμάχων, πέρα των κοινών, που να στοχεύουν εξίσου στη μετάβαση σε
μια κοινωνία της αποανάπτυξης και την ανάδειξη τους ως μία αντι-ηγεμονική δύναμη. Όπως είδαμε
άλλωστε για τους θεωρητικούς της αποανάπτυξης η μετάβαση αυτή δεν θα είναι το έργο μόνο ενός
δρώντος υποκειμένου, αλλά το αποτέλεσμα της συνδυαστικής δράσης πολλών δρώντων, των

46
οποίων οι στρατηγικές μπορεί να αφορούν την κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση
“επαναστατικών μεταρρυθμίσεων”, το συγκρουσιακό ακτιβισμό και την εναντίωση σε πολιτικές
και οικονομικές ελίτ και τέλος το χτίσιμο εναλλακτικών στο εδώ και το τώρα.

Από την πλευρά των κοινών είδαμε πως η μία απάντηση που προτείνεται είναι η δημιουργία
κοινοτήτων αγώνα που θα μπορέσουν να δράσουν τοπικά και να συνεργαστούν σε παγκόσμιο
επίπεδο ώστε να συγκροτήσουν ένα πολιτικό υποκείμενο που θα υπερασπίζεται τα κοινά και θα
αντιμετωπίσει την κοινωνική και οικολογική καταστροφή που επιφέρει ο καπιταλισμός (Collective,
Midnight Notes, 1990, σελ. 9; De Angelis, 2013, σελ. 85; McCarthy, 2005, σελ. 16; Thompson,
2015, σελ. 232-233). Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του κοσμοτοπικισμού,
δηλαδή της δημιουργίας ενός παγκόσμιου δικτύου “μικρών, τοπικών, ανοιχτών και συνδεδεμένων ”
κοινοτήτων που δρουν μεν τοπικά αλλά συνεργάζονται για το κοινό καλό και μοιράζονται μεταξύ
τους γνώσεις, πρακτικές και εμπειρίες, ακολουθώντας τις αρχές της αυτο-οργάνωσης και του
σεβασμού των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και της πολιτισμικής ποικιλομορφίας (Bauwens & Niaros,
2017, σελ. 47; Schismenos et al., 2020, σελ. 670, 678).

Μία δεύτερη απάντηση συζητά την εμπλοκή των κοινών με τους υπάρχοντες θεσμούς καθώς
αναγνωρίζει πως χωρίς την αλλαγή των οικονομικών και πολιτικών θεσμών η εξάπλωση των
κοινών θα είναι είτε αδύνατη είτε ανεπαρκής ( Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 204, 301; Federici,
2019, σελ. 178; p.m., 2010, σελ. 17; Pithouse, 2014, σελ. 42). Την εμπλοκή αυτή θα την
εξετάσουμε στο επίπεδο της πόλης καθώς επίσης και στις διάφορες μορφές που έχει ήδη πάρει, πριν
τη συνδέσουμε με ένα παλιό αίτημα, το οποίο παραμένει επίκαιρο. Μία πρώτη κοινή διαπίστωση
έγκειται στο γεγονός πως η παρέμβαση στο επίπεδο της πόλης διαφυλάσσει καλύτερα την
αυτονομία των κοινών, σε σχέση με την εμπλοκή στο εθνικό επίπεδο, ενώ μπορεί να επιτύχει
μικρές νίκες, οι οποίες να συμβάλλουν στην εξάπλωση των αστικών κοινών της εκάστοτε πόλης
(Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 339; Dellenbaugh-Losse et al., 2020, σελ. 173). Μια λύση που
προτείνεται αφορά τη “διαζευκτική σύζευξη”, δηλαδή την υπό όρους υποστήριξη από πλευράς
κοινών, τα οποία διατηρούν πάντα την αυτονομία τους και το στρατηγικό στόχο της εξάπλωσης
τους, προς κόμματα ή παρατάξεις που προσανατολίζονται στην κατάληψη της εξουσίας· λύση η
οποία μπορεί να έχει θετικότερη έκβαση στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης (Κιουπκιολής,
2017, σελ. 96, 100). Κι αυτό γιατί η κινητοποίηση στο επίπεδο της πόλης κρίνεται πιο
αποτελεσματική, μιας και η φωνή των κινημάτων ακούγεται εκεί πιο εύκολα, παρατηρείται μια
μεγαλύτερη δεκτικότητα των πολιτικών να αφουγκραστούν τις ανάγκες και τα αιτήματα των
κατοίκων, ενώ και οι πολιτικές αποφάσεις περιστρέφονται περισσότερο γύρω από την επίλυση
πρακτικών ζητημάτων παρά γύρω από ιδεολογικές διαμάχες της κεντρικής πολιτικής σκηνής
(Bauwens et al., 2019, σελ. 65; Bollier & Helfrich, 2019, σελ. 206). Μία άλλη εναλλακτική που
εφαρμόστηκε, κυρίως στην Ιταλία, δεν αφορά τόσο την κατάκτηση της τοπικής εξουσίας όσο τη
χρήση της νομικής οδού και της εγκαθίδρυσης Συνεργασιών Κοινών-Δημοσίου, μέσω των οποίων
παρέχεται στα εγχειρήματα των κοινών νομική, οικονομική και τεχνική υποστήριξη, χωρίς να τους
στερείται η ανεξαρτησία και η αυτονομία τους ( Bauwens et al., 2019, σελ. 63; Bollier & Helfrich,
2019, σελ. 339-340; Kioupkiolis, 2020, σελ. 243). Και οι δύο τρόποι αυτοί βλέπουμε πως
στοχεύουν στην παρέμβαση στην πολιτική κοινωνία, η οποία συνδυαστικά με τις αλλαγές στο
επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών μπορεί σύμφωνα με τη γκραμσιανή ανάλυση των D'Alisa &
Kallis (2020, σελ. 5-7) να αμφισβητήσει την ηγεμονία της ανάπτυξης και να διευκολύνει το
πέρασμα σε μια κοινωνία της αποανάπτυξης.

Σε δεύτερο χρόνο, έχει προταθεί η δημιουργία μιας συμμαχίας πόλεων που υποστηρίζουν ενεργά τα
κοινά, οι οποίες θα μπορούσαν να δράσουν σε υπερεθνικό επίπεδο, παρακάμπτοντας τις
ενδεχομένως εχθρικά προσκείμενες εθνικές κυβερνήσεις. Από τη μία πλευρά, μέσω του
μοιράσματος πόρων, τεχνογνωσίας και εμπειριών θα ενίσχυαν τις νέες δομές που τα κοινά χτίζουν
οριζόντια και από τα κάτω, ενώ από την άλλη πλευρά θα αποτελούσαν μια εναλλακτική μορφή

47
οργάνωσης πέρα από τα εθνικά κράτη, που θα μπορούσε να πιέσει με μεγαλύτερη επιτυχία τους
υπερεθνικούς φορείς για περαιτέρω ενίσχυση των κοινών εγχειρημάτων (Bauwens et al., 2019, σελ.
65; Bauwens & Niaros, 2017, σελ. 64; Kioupkiolis, 2020, σελ. 248; Schismenos et al., 2020, σελ.
681). Ένα τέτοιο στρατηγικό πλάνο θα μπορούσε να έχει αποτελέσματα τόσο στο μακροεπίπεδο,
επιδιώκοντας τις “επαναστατικές μεταρρυθμίσεις” που απαιτούν οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης,
όσο και στο μικροεπίπεδο, προωθώντας και ισχυροποιώντας εναλλακτικά εγχειρήματα, όπως τα
κοινά. Ενώ επίσης η εστίαση στο επίπεδο της πόλης, η κατάληψη της εξουσίας στην τοπική
αυτοδιοίκηση και η πολιτική συμμαχία αυτών των πόλεων θα μπορούσε να διατηρήσει την ένταση
και να συνδυάσει τις αντι-ηγεμονικές και τις μετα-ηγεμονικές πολιτικές στρατηγικές πιο
αποτελεσματικά από ότι η προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο ή παρέμβασης
σε υπερεθνικό. Κι αυτό γιατί συνδυάζει τη χαλαρή και οριζόντια δικτύωση των προεικονιστικών
εγχειρημάτων με την ανακλητή και υπό όρους στήριξη σε πολιτικές δυνάμεις που προσβλέπουν
στην κατάληψη της τοπικής εξουσίας και επιτυγχάνει την ανάδυση μιας αντι-ηγεμονικής δύναμης,
η οποία όμως τροφοδοτείται, λογοδοτεί αλλά και ενισχύει τα αστικά κινήματα και τα εναλλακτικά
εγχειρήματα.

4.2.1.Το δικαίωμα στην πόλη (των κοινών και της αποανάπτυξης)

Κλείνοντας το κεφάλαιο και την εργασία, θα ανατρέξουμε σε μια συλλογιστική που έρχεται από
μακριά και παραμένει καίρια ακόμα και σήμερα, χρησιμοποιώντας την ως συνδετικό κρίκο
ανάμεσα στο ερμηνευτικό πλαίσιο, στο οποίο ευελπιστεί να εξελιχθεί το πρόταγμα της
αποανάπτυξης, την επεκτατική λογική των αστικών κοινών και τις ποικιλόμορφες παρεμβάσεις στο
επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αναφέρομαι στην έννοια του δικαιώματος στην πόλη,
διατυπωμένη από τον Henri Lefebvre το 1968, η οποία συνεχίζει να απασχολεί σύγχρονους
θεωρητικούς και κοινωνικά κινήματα ως ένα συλλογικό δικαίωμα παρέμβασης και αλλαγής της
πόλης, δημοκρατικού ελέγχου της κατεύθυνσης που θα πάρει η αστικοποίηση και τελικά
“δημιουργίας της πόλης ως ενός συλλογικού έργου τέχνης” (De Angelis & Stavrides, 2010, σελ.
27). Ειδικά για τον Σταυρίδη το δικαίωμα στην πόλη χωρίς να παραβλέπει την απαίτηση για
πρόσβαση στο δομημένο αστικό χώρο και παραχώρηση στέγασης και όλων των λοιπών αναγκαίων
μέσων επιβίωσης στους κατοίκους της πόλης, έρχεται να συγκεντρώσει και να εκφράσει μια
ποικιλία αιτημάτων πηγαίνοντας ένα βήμα πιο μακριά “με το να δημιουργεί ένα υψηλότερο επίπεδο
των κοινών” μέσω του οποίου η πόλη μπορεί να ξαναγίνει ο τόπος συνάντησης και έκφρασης
“νέων νοημάτων, νέων αξιών, νέων ονείρων, νέων συλλογικών πειραματισμών” (De Angelis &
Stavrides, 2010, σελ. 27; βλ. και Harvey, 2010, σελ. 18, 30-31; Jeffrey et al., 2012, σελ. 1253). Θα
μπορούσαμε να πούμε πως το δικαίωμα στην πόλη μετατρέπεται στα χέρια του Σταυρίδη σε ένα
δικαίωμα στην πόλη των κοινών, διαμέσου των κοινών. Και όντως εάν επιστρέψουμε στο κείμενο
του Lefebvre θα δούμε ότι κάποιες από τις αναλύσεις του έχουν μετασχηματιστεί από τον Σταυρίδη
σε προτάγματα των κοινών χώρων.

'Ετσι η εστίαση του Lefebvre (1977, σελ. 101, 167, 179) στο αστικό περιβάλλον και η
εννοιολόγηση του ως “τόπος συναναστροφών, σημείο σύγκλισης επικοινωνιών και πληροφοριών”
αλλά και ως “τόπος επιθυμίας, μόνιμη ανισορροπία, έδρα κατάλυσης της τυπικότητας και του
καταναγκασμού, στιγμή του παιχνιδιού και του απρόβλεπτου”, η σύνδεση του δικαιώματος στην
πόλη με τα δικαιώματα “στην ελευθερία, στην εξατομίκευση μέσα στην κοινωνικοποίηση, στην
κατοικία και το κατοικείν”, στη χρήση των χώρων (και όχι στην ιδιοκτησία τους) και τέλος στη
συμμετοχική δημιουργία της πόλης ως έργου τέχνης επανεμφανίζονται στο έργο του Σταυρίδη και
πραγματώνονται εντός των κοινών (χώρων). Και αυτοί ως πρόταγμα αποτελούν ανοιχτούς χώρους
συνάντησης και εξάπλωσης των πρακτικών μοιράσματος, που σέβονται πάντα τη διαφορετικότητα
και την ελευθερία των υποκειμένων και τα καλούν να δημιουργήσουν από κοινού και να
αναπλάσουν, μακριά από τις καταναγκαστικές ταξινομίες της εξουσίας, την πόλη έτσι όπως την
ονειρεύονται, καθώς “η πόλη δεν είναι απλώς το περικείμενο των δικαιωμάτων, αλλά το μέσο και
το διακύβευμα μιας εφ' όλης της ύλης προσπάθειας να διαμορφώσουμε συλλογικά έναν κοινό

48
κόσμο” (Σταυρίδης, 2018, σελ. 136).

Επιπλέον, εντός των κοινών (χώρων) κυριαρχούν οι αξίες χρήσης, η παραγωγή για την κάλυψη των
αναγκών και όχι για το κέρδος, ενώ διαμέσου των κοινών (χώρων) η πόλη ξαναγίνεται ο τόπος της
πολιτικής, δηλαδή της συλλογικής διαδικασίας μετασχηματισμού των κυρίαρχων μορφών
συμβίωσης (Stavrides, 2015, σελ. 11; Σταυρίδης, 2018, σελ. 85-86). Δίνεται δηλαδή ο χώρος για
την, κατά τον Lefebvre (1977, σελ. 173-174) διεκδίκηση της αστικής ζωής ως του βασιλείου των
αξιών χρήσης, των αμοιβαίων ανταλλαγών και των συναντήσεων, ενάντια στην κυριαρχία των
ανταλλακτικών αξιών, του εμπορεύματος και της αγοράς. Όπως επίσης και για την ανάκτηση της
πολιτικής δύναμης, η οποία έως τώρα είχε εναποτεθεί στα χέρια των ανθρώπων του κράτους και η
οποία μπορεί πλέον να επιστρέψει στις κοινωνικές δυνάμεις της πόλης ώστε “να υποδείξουν τις
κοινωνικές τους ανάγκες, να κάμψουν τους υπάρχοντες θεσμούς, ν' ανοίξουν τον ορίζοντα και να
διεκδικήσουν ένα μέλλον που θα είναι δικό τους έργο” (Lefebvre, 1977, σελ. 150-151). Κοινωνικές
δυνάμεις, τέλος, που για τον Σταυρίδη (2018, σελ. 69-73) δεν περιορίζονται σε μία τάξη αλλά
τείνουν να συμπεριλάβουν όλο και περισσότερους νεοεισερχόμενους εντός των κοινών χώρων και
να εγκαθιδρύσουν μεταξύ τους τις πρακτικές επιμερισμού της εξουσίας και σύγκρισης και
μετάφρασης των διαφορών τους. Ενώ και για τον Lefebvre περιλαμβάνουν πέρα από την εργατική
τάξη και όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την αθλιότητα της κατοικίας τους
και των γενικών συνθηκών διαβίωσης τους, από τις περιφράξεις και τους διαχωρισμούς που
επιβάλλει η σύγχρονη καταναλωτική και γραφειοκρατική κοινωνία (Lefebvre, 1977, σελ. 129, 178;
Purcell, 2002, σελ. 102).

Πέρα από αυτήν όμως τη συνομιλία μεταξύ του έργου του Lefebvre και του προτάγματος των
κοινών, βάσει της οποίας θα μπορούσαμε να αρθρώσουμε το αίτημα για ένα δικαίωμα στην πόλη
των κοινών, θα ήθελα να δείξω πως υπάρχουν ψήγματα στη θεωρία του πρώτου, που θα μας
επέτρεπαν να μιλήσουμε και για ένα παράλληλο δικαίωμα στην πόλη της αποανάπτυξης. Τρία
σημεία επαφής εντοπίζονται στο έργο του Lefebvre και αφορούν πρώτον την ίδια την έννοια της
πόλης και κατ' επέκταση το δικαίωμα στην πόλη, δεύτερον την αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες
στρατηγικές και ιδεολογίες που υπακούουν στην προσταγή για ανάπτυξη και τέλος τις μορφές που
μπορεί να πάρει αυτή η αντιπαράθεση.

Ξεκινώντας από την πόλη, ο Lefebvre (1996, σελ. 66) τη συνδέει άμεσα με το συλλογικό έργο
(ouevre), το οποίο βασίζεται στις αξίες χρήσης και αντιτίθεται στο εμπόρευμα, την ανταλλαγή
εντός της αγοράς και το χρήμα, καταλήγοντας στη διαπίστωση πως η “κατ' εξοχήν χρήση της
πόλης, δηλαδή των δρόμων και των πλατειών, των κτιρίων και των μνημείων, είναι η Γιορτή (ένας
εορτασμός που καταναλώνει αντιπαραγωγικά μεγάλες ποσότητες χρήματος και αγαθών, χωρίς άλλο
όφελος πέρα από την ευχαρίστηση και την αίγλη)”. Σε άλλο σημείο ανακαλεί την προηγούμενη
ύπαρξη και μας προσκαλεί να εργαστούμε για την εκ νέου επίτευξη της συμβίωσης ανάμεσα στην
παραγωγική εργασία, στο συλλογικό έργο και στις γιορτές εντός της πόλης, έτσι ώστε να
καταργηθούν οι επιβεβλημένοι διαχωρισμοί “καθημερινής ζωής και ελεύθερου χρόνου-εορτασμών”
και να αποκατασταθεί η γιορτή ως η κύρια πτυχή της πόλης, μέσα από την αλλαγή της καθημερινής
ζωής των κατοίκων (Lefebvre, 1996, σελ. 168). Το δικαίωμα στην πόλη επιπλέον, το οποίο
εμφανίζεται ταυτοχρόνως ως μια κραυγή διαμαρτυρίας και μία απαίτηση, έρχεται να αντιπαρατεθεί
σε ένα άλλο ψευδοδικαίωμα, το δικαίωμα στη φύση, που αντιλαμβάνεται όμως τη φύση ως κάτι
ξέχωρο από και αντιθετικό με την πόλη ενώ στην πραγματικότητα εμπορευματοποιεί την ίδια τη
φύση, απομειώνοντας την σε κάποιους βιομηχανοποιημένους και θεσμικά οργανωμένους τόπους
αναψυχής, σε καθορισμένες από τα πάνω στιγμές χαλάρωσης και διακοπών, που διατίθονται προς
αγορά και πώληση. Το δικαίωμα στην πόλη ως το “μετασχηματισμένο και ανανεωμένο δικαίωμα
στη ζωή στο αστικό περιβάλλον”, που εμπεριέχει όχι μόνο την πόλη με τη στενή έννοια αλλά και
την ύπαιθρο που την περιβάλλει, έρχεται λοιπόν να επανανοηματοδοτήσει και τη σχέση μας με τη
φύση, απαλλάσσοντας την από τη διαμεσολάβηση του εμπορεύματος και των ανταλλακτικών
αξιών και αίροντας τους διαχωρισμούς φύσης-πόλης (Lefebvre, 1996, σελ. 157-158).

49
Μπορούμε να εντοπίσουμε συγγένειες ανάμεσα σε αυτή τη συλλογιστική και το αίτημα της
αποανάπτυξης για επαναπολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση του οικολογικού λόγου, ο οποίος
στην συντηρητική εκδοχή του δε ζητά τίποτα παραπάνω από κάποιους επιπλέον χώρους αναψυχής
και πρασίνου, αναγκαία αλλά σίγουρα μη επαρκή αιτήματα απέναντι στην οικολογική καταστροφή.
Η πόλη της αποανάπτυξης αντιθέτως αναγνωρίζει την αλληλεξάρτηση της με την ύπαιθρο σε
επίπεδο βιο-περιφέρειας, που δεν αποτελεί πλέον απλώς τόπο αναψυχής, ενώ πειραματίζεται
ταυτόχρονα με νέους τρόπους αστικής καλλιέργειας μέσω αστικών λαχανόκηπων, τοπικών δικτύων
που συνδέουν παραγωγούς και καταναλωτές έτσι ώστε να “μετασχηματιστεί ολόκληρος ο αστικός
ιστός σε ένα ευρύτερο οικοσύστημα παραγωγής τροφής” (Varvarousis & Koutrolikou, 2018, σελ.
5). Όπως επίσης εντοπίζουμε και τη συνάφεια ανάμεσα στην κριτική της εμπορευματοποίησης
κάθε πτυχής της ζωής, ακόμα και της σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και της
κεντρικής απαίτησης της αποανάπτυξης για την καταπολέμηση της προσταγής για αέναη
οικονομική μεγέθυνση, που βασίζεται και ταυτόχρονα τροφοδοτεί αυτή την τάση
εμπορευματοποίησης των πάντων. Τέλος, η γιορτή ως κατ' εξοχήν χρήση της πόλης, όπου λαμβάνει
χώρα η συλλογική και αντιπαραγωγική κατανάλωση με στόχο όχι την περαιτέρω ωφελιμιστική
ανάπτυξη αλλά την ευχαρίστηση και τη συμβιωτική εγγύτητα των κατοίκων, συγγενεύει με τις
πρακτικές δαπάνης που προτάσσουν οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης, δηλαδή της πολιτικής και
συλλογικής σπατάλης, που δίνει το στίγμα κάθε κοινωνίας καθώς και το νόημα στη ζωή των μελών
της, ενώ ταυτόχρονα επιβραδύνει και «εξαντλεί» το κεφάλαιο (Kallis, 2017, σελ. 21-22; Kallis &
March, 2015, σελ. 366; Ντ'Αλίζα κ.ά., 2016, σελ. 274).

Δεύτερον, αναγνωρίζεται από τον Lefebvre (1977, σελ. 105, 158) πως ο αγώνας αυτός για το
δικαίωμα στην πόλη πρέπει να αντιμετωπίσει τις κυρίαρχες κάθε φορά στρατηγικές και ιδεολογίες,
οι οποίες όχι μόνο κατασκευάζουν τις κοινωνικές φαντασιώσεις του “ελεύθερου χρόνου”, των
“χόμπυ” και την αποστεωμένης “δημιουργικότητας” με τη βοήθεια και της διαφήμισης, αλλά
συντηρούν και ενδυναμώνουν ευρύτερα την “οικονομίστικη και παραγωγιστική λογική που
προσπαθεί να αυξήσει απεριόριστα την παραγωγή προϊόντων ... καταργώντας το έργο”. Απέναντι
σε αυτές τις στρατηγικές και ιδεολογίες οι κοινωνικές ομάδες πρέπει να δημιουργήσουν τις δικές
τους στρατηγικές στη θεωρία αλλά και “πάνω στο έδαφος”, οι οποίες δεν θα πρέπει να αψηφήσουν
τους κυρίαρχους λόγους και γνώσεις, που σήμερα ως στόχο έχουν το σχεδιασμό της οικονομικής
μεγέθυνσης και τον έλεγχο της ανάπτυξης (Lefebvre, 1977, σελ. 137-138). Η συλλογιστική αυτή
πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα και απαιτώντας πέρα από την εστίαση της προσοχής, τώρα πια
την καταπολέμηση αυτών των στρατηγικών και ηγεμονικών λόγων που προστάζουν για αέναη
οικονομική μεγέθυνση, συγγενεύει με την κεντρική θέση της θεωρίας της αποανάπτυξης.

Τέλος, εντοπίζεται μια συγγένεια και στις μορφές που θα μπορούσαν να λάβουν οι στρατηγικές για
τη μετάβαση σε μια άλλη κοινωνία. Για τον Lefebvre (1977, σελ. 138), όπως και για την
αποανάπτυξη οι στρατηγικές είναι πολλαπλές και περιλαμβάνουν τις “επαναστατικές
μεταρρυθμίσεις”, καθώς κάθε στρατηγική που αποσκοπεί στη μεταρρύθμιση και την ανανέωση της
πόλης καταλήγει να αμφισβητεί τις ίδιες “τις δομές της υπάρχουσας κοινωνίας, τις δομές των
άμεσων (ατομικών) και καθημερινών σχέσεων, αλλά και τις δομές που υποτίθεται ότι επιβάλλονται
μέσω της καταναγκαστικής και θεσμικής οδού σ' ό,τι απομένει από την αστική πραγματικότητα”.

Το παλαιό δικαίωμα στην πόλη, ως κραυγή διαμαρτυρίας και θετική απαίτηση που κινητοποιεί
κατοίκους και κινήματα πόλης, ενδυναμώνει τα εναλλακτικά εγχειρήματα από τα κάτω στο εδώ και
το τώρα, προσανατολίζεται ταυτόχρονα και προς θεσμικές αλλαγές, “επαναστατικές
μεταρρυθμίσεις” και κινήσεις κατάληψης της εξουσίας στο επίπεδο της πόλης και της τοπικής
αυτοδιοίκησης, διαπνέεται από μια κριτική στην εμπορευματοποίηση, την ανεξέλεγκτη
παραγωγιστική λογική που υπακούει στην προσταγή για αέναη οικονομική ανάπτυξη, θα μπορούσε
θεωρώ να μετεξελιχθεί σε ένα δικαίωμα στην πόλη των κοινών και της αποανάπτυξης. Και ως
τέτοιο να συνδράμει στην προσπάθεια ώστε να καταστεί η αποανάπτυξη το ερμηνευτικό πλαίσιο

50
μιας ποικιλίας αγώνων που θα συμπεριλαμβάνει τις πολλαπλές στρατηγικές τις οποίες εξετάσαμε,
δίνοντας ιδιαίτερη βάση τόσο στην εξάπλωση και δικτύωση των κοινών (χώρων) ως
προεικονιστικών και διαπλαστικών για τα υποκείμενα εγχειρημάτων, όσο και στη συμπόρευση τους
με άλλες πολιτικές δυνάμεις με απώτερο σκοπό τη δημιουργία μιας αντι-ηγεμονικής δύναμης στο
επίπεδο αρχικά της πόλης. Και αυτό διατηρώντας πάντα την ένταση και ισορροπώντας ανάμεσα
στην μετα-ηγεμονική απαίτηση για οριζοντιότητα, άμεση δημοκρατία, ποικιλομορφία και
ανοιχτότητα των εγχειρημάτων των από τα κάτω και στην αντιπροσώπευση και την υπό όρους και
ανακλητή “διαζευκτική σύζευξη” με πολιτικές δυνάμεις που αποβλέπουν στην κατάληψη της
εξουσίας στο τοπικό επίπεδο. Ενώ τέλος η διασύνδεση των πόλεων που προάγουν και
υποστηρίζουν ποικιλοτρόπως τα κοινά και την αποανάπτυξη θα ήταν ένας τρόπος άσκησης πίεσης
σε ισχυρότερα κέντρα λήψης αποφάσεων και πιθανώς ένας εύφορος δρόμος που θα οδηγούσε στον
επιθυμητό οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό.

51
5.Συμπεράσματα
Στην παρούσα εργασία ασχοληθήκαμε με τα προτάγματα των κοινών και της αποανάπτυξης, τον
μεταξύ τους διάλογο, την πολιτική τους διάσταση, τη συμβατότητα των στρατηγικών τους για τον
οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό και την πιθανή τους συμπόρευση. Ξεκινήσαμε με τη
θεωρία της αποανάπτυξης καθώς αποτελεί το ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο, το οποίο θα
μπορούσε να συναρθρώσει μια ποικιλία αγώνων, στρατηγικών και δρώντων υποκειμένων που
εκκινώντας από και δραστηριοπιούμενα σε διαφορετικά πεδία επιδιώκουν τον οικολογικο-
κοινωνικό μετασχηματισμό.

Παρουσιάσαμε αρχικά την ιστορική αναδρομή και τον ορισμό της έννοιας της αποανάπτυξης,
δηλαδή της διαδικασίας μετάβασης σε μία ποσοτικά μικρότερη και ποιοτικά διαφορετική
οικονομία, ενώ στη συνέχεια την εντάξαμε στον ορίζοντα του πληθυντικού κόσμου, όπου
συνυπάρχει και συνομιλεί με άλλες κοσμοθεωρίες, πρακτικές και φιλοσοφίες ζωής του Παγκόσμιου
Νότου, χωρίς να επιδιώκει να τις καθυποτάξει. Το πρόταγμα της αποανάπτυξης λοιπόν, ως το
απαραίτητο συμπλήρωμα τους, προέρχεται και αφορά κυρίως τον Παγκόσμιο Βορρά και
τροφοδοτείται από έξι γραμμές σκέψης, που καταπιάνονται με ζητήματα οικολογικής καταστροφής,
κριτικής στον ατομοκεντρικό ωφελιμισμό, ποιότητας και νοήματος μιας αξιοπρεπούς ζωής,
εναντίωσης στην κατασπατάληση ενέργειας και φυσικών πόρων, έλλειψης δημοκρατικού ελέγχου
και επιδίωξης κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης ανάμεσα στον Παγκόσμιο Βορρά και
Νότο. Τις προβληματικές που εγείρουν αυτές οι έξι πηγές έρχεται η αποανάπτυξη να τις
συμπληρώσει με το βασικό της αίτημα για απεμπόληση της ηγεμονικής προσταγής για αέναη
οικονομική μεγέθυνση, αναγνωρίζοντας πως οι σύγχρονες κοινωνικές, οικονομικές και οικολογικές
κρίσεις συνδέονται άμεσα με την προσταγή αυτή.

Στραφήκαμε στη συνέχεια στις στρατηγικές που προτείνει η αποανάπτυξη για τη μετάβαση σε μια
διαφορετική κοινωνία και εστιάσαμε την προσοχή μας κυρίως στην ανάγκη θεσμικών αλλαγών στο
μακροεπίπεδο μέσω των “επαναστατικών μεταρρυθμίσεων” και στην παράλληλη δημιουργία του
νέου στο μικροεπίπεδο, μέσω της δράσης των εναλλακτικών εγχειρημάτων των από τα κάτω στο
εδώ και το τώρα. Εντοπίσαμε εκεί τη συνάφεια μεταξύ κοινών και αποανάπτυξης, συνάφεια που
επιτρέπει τη συμπόρευση τους και εξετάσαμε τους τρόπους αυτής της συμπόρευσης. Οι θεωρητικοί
της αποανάπτυξης είδαμε πως ενστερνίζονται την γκραμσιανή ανάλυση του ενιαίου κράτους και
προτείνουν μια συνεπαναστατική αλλαγή στην κοινωνία των πολιτών και την πολιτική κοινωνία.
Αυτή η ανάλυση τους θα ήταν γόνιμο να συμπληρωθεί από τα ζητήματα που θέτει η θεωρία της
μετα-ηγεμονίας, δηλαδή ζητήματα που αφορούν την οριζοντιότητα, την αμεσοδημοκρατική
διαδικασία λήψης αποφάσεων και την αυτοκυβέρνηση των εναλλακτικών εγχειρημάτων. Τέλος
καταλήξαμε στο ότι θα πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα προτάγματα και στην
ηγεμονική πολιτική της αντιπροσώπευσης και της στόχευσης στο κράτος, καθώς στις σύγχρονες
πολύπλοκες συνθήκες η συνύπαρξη, παρά τις εντάσεις, των δύο αυτών λογικών θα μπορούσε να
έχει θετικότερα αποτελέσματα από ότι η a priori αποδοχή της μίας και η πλήρης απόρριψης της
άλλης σε θεωρητικό επίπεδο. Αφήνεται έτσι στα αγωνιζόμενα υποκείμενα και κινήματα να
επιλύσουν την ένταση ανάμεσα στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες των οριζόντιων δικτύων των
εναλλακτικών εγχειρημάτων και στην αντιπροσώπευση και ενδεχόμενη εμφάνιση ιεραρχικών
λογικών εντός μιας αντι-ηγεμονικής δύναμης, καθώς και να αποφασίσουν σχετικά με τον ποιο
δρόμο ή ποιο συνδυασμό τους θα επιλέξουν, μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, για να
αντιμετωπίσουν τις διαφορετικές κάθε φορά προκλήσεις.

Στο επόμενο κεφάλαιο εξετάσαμε τον ορισμό του De Angelis για τα αντικαπιταλιστικά κοινά, και
ειδικότερα για τα αναπαραγωγικά, καθώς επίσης και τη συγκρουσιακή σχέση κοινών και
κεφαλαίου, τη διαδικασία της αέναης “πρωταρχικής συσσώρευσης” και την αντίθεση των κοινών

52
στην προσταγή για αέναη οικονομική μεγέθυνση· γεγονός που τονίζει τη συνάφεια τους με το
πρόταγμα της αποανάπτυξης. Προσεγγίσαμε στη συνέχεια τα κοινά ως μία μορφή προεικονιστικών
εγχειρημάτων και στραφήκαμε στις στρατηγικές που επεξεργάζεται ο De Angelis για τη μετάβαση
σε μία μετα-καπιταλιστική κοινωνία και στην αντίληψη του περί κοινωνικής και πολιτικής
επανάστασης. Αναγνωρίσαμε δύο γραμμές σκέψης στο έργο του, οι οποίες μας οδηγούν είτε στην
υποτίμηση της πολιτικής διάστασης των κοινών και την στρατηγική της εξάπλωσης τους με στόχο
την κοινωνική επανάσταση, είτε σε μια αναγνώριση της πολιτικής τους διάστασης και της
στρατηγικής τους συμμαχίας με άλλες πολιτικές δυνάμεις, εξωτερικές των κοινών, που επιδιώκουν
τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτή η δεύτερη γραμμή σκέψης κρίναμε πως είναι και
η πιο γόνιμη, καθώς επιτρέπει τη συμπόρευση των προταγμάτων των κοινών και της
αποανάπτυξης, την οποία εξετάσαμε στο επόμενο κεφάλαιο στα πλαίσια του αστικού
περιβάλλοντος.

Σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο στρέψαμε την προσοχή μας στο επίπεδο της πόλης, μίας και στο
σύγχρονο αστικοποιημένο Παγκόσμιο Βορρά η μετάβαση σε μια κοινωνία της αποανάπτυξης δε θα
μπορούσε να μην συμπεριλάβει τις αλλαγές που πρέπει να συντελεστούν στα αστικά κέντρα.
Χρησιμοποιήσαμε την ανάλυση του Σταύρου Σταυρίδη περί κοινών χώρων, ως τ(ρ)όπων
επανιδιοποίησης της πόλης και σημείων συνάντησης των κατοίκων όπου λαμβάνει χώρα η
σύγκριση και μετάφραση των διάφορων υποκειμένων, πρακτικών και αντιλήψεων καθώς και ο
συνεχής επιμερισμός της εξουσίας με στόχο τη διεύρυνση του μοιράσματος. Στη συνέχεια,
δανειζόμενοι στοιχεία από το έργο του Pierre Bourdieu και των Katherine Gibson και Julie Graham,
εστιάσαμε στη διαπλαστική διάσταση των κοινών (χώρων), μέσω της οποίας προωθείται ο
αποαποικισμός του φαντασιακού των υποκειμένων και επέρχονται αλλαγές στο μικροεπίπεδο των
καθημερινών διαδράσεων εντός της κοινωνίας των πολιτών, ενώ αντλώντας από το έργο των
τελευταίων εντοπίσαμε καινούρια επιχειρήματα που τονίζουν την ρητή και συνειδητή αποδοχή της
θεωρίας της αποανάπτυξης από τους συμμετέχοντες στα κοινά και άρα ισχυροποιούν τη
συμπόρευση των δύο προταγμάτων.

Παραμένοντας στο χώρο των κοινών αναφερθήκαμε εν συντομία σε ορισμένες προτάσεις, όπως ο
κοσμοτοπικισμός, η “διαζευκτική σύζευξη” και η εγκαθίδρυση Συνεργασιών Κοινών - Δημοσίου,
που τα συνδέουν με άλλες πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούν την εξουσία στο επίπεδο της πόλης.
Ενώ τέλος αξιοποιήσαμε το αίτημα και την έννοια του δικαιώματος στην πόλης του Henri Lefebvre
και εντοπίσαμε τα σημεία σύγκλισης του με τα προτάγματα των κοινών και της αποανάπτυξης, που
μας επιτρέπουν να μιλάμε πλέον για το δικαίωμα στην πόλη των κοινών και της αποανάπτυξης.
Ένα δικαίωμα που θα μπορούσε να αποτελέσει ακόμα ένα δρόμο για την ανάδυση της αντι-
ηγεμονικής δύναμης της αποανάπτυξης με στόχο τον οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό. Ή για
να επιστρέψουμε στο ποίημα του Δάσους των σύννεφων από την Κόστα Ρίκα, ένα δικαίωμα που
αφουγκράζεται τη φωνή της γης όταν προμηνύει “ένα γόνιμο σπίτι ζωντανών δένδρων/με τρυφερά
νεογέννητα λουλούδια/με ώριμες ρίζες, μία ελπίδα κι ένα μέλλον/μία οικογένεια ενωμένη”, όταν
καλεί τις κοινότητας των ανθρώπων να αντισταθούν σε αυτούς που θεωρούν ότι “μπορούν να μας
αρνηθούν αυτά που έχουμε ανάγκη” και να εργαστούν από κοινού για να δομηθεί η συμβιωτική
κοινωνία της αποανάπτυξης και των κοινών, καθώς στην πραγματικότητα “έχουμε τόσα πολλά να
μοιραστούμε μεταξύ μας”.

53
6.Βιβλιογραφία
Alexander, S., & Gleeson, B. (2019). Degrowth in the suburbs: A radical urban imaginary. New
York: Springer.

Amin, A., & Howell, P. (2016). Thinking the commons. In A. Amin & P. Howell (Eds.), Releasing
the Commons. Rethinking the futures of the commons (pp. 1-17). London: Routledge.

Arditi, B. (2014). Post-hegemony: politics outside the usual post-Marxist paradigm. In A.


Kioupkiolis & G. Katsambekis (Eds.), Radical democracy and collective movements today: The
biopolitics of the multitude versus the hegemony of the people. (pp. 17-44). Farnham: Ashgate
Publishing.

Asara, V., Otero, I., Demaria, F., & Corbera, E. (2015). Socially sustainable degrowth as a social-
ecological transformation: repoliticizing sustainability. Sustainability Science, 10(3), 375-384.

Asara, V., Profumi, E., & Kallis, G. (2013). Degrowth, democracy and autonomy. Environmental
Values, 22(2), 217-239.

Baker, P. (2016). (Post) hegemony and the Promise of Populism: Reflections on the Politics of Our
Times. Politica comun, 10, 1-16.

Bauwens, M., Kostakis, V., & Pazaitis, A. (2019). Peer to peer: The commons manifesto. London:
University of Westminster Press.

Bauwens, M., & Niaros, V. (2017). Changing societies through urban commons transitions. P2P
Foundation. [Ηλεκτρονικό βιβλίο]. Διαθέσιμο στο: http://commonstransition.org/changing-
societies-through-urban-commons-transitions/

Beasley-Murray, J. (2000). Value and capital in Bourdieu and Marx. In N. Brown & I. Szeman
(Eds.), Pierre Bourdieu: fieldwork in culture (pp. 100-119). Lanham: Rowman & Littlefield.

Beasley-Murray, J. (2003). On posthegemony. Bulletin of Latin American Research, 22, 117–125.

Beasley-Murray, J. (2010). Posthegemony. Minneapolis & London: University of Minnesota Press.

Blomley, N. (2008). Enclosure, common right and the property of the poor. Social & Legal
Studies, 17(3), 311-331.

Blomley, N. (2016). The right to not be excluded: common property and the struggle to stay put. In
A. Amin & P. Howell (Eds.), Releasing the Commons. Rethinking the futures of the commons (pp.
89-106). London: Routledge.

Bollier, D., & Helfrich, S. (2019). Free, fair, and alive: The insurgent power of the commons.
Gabriola: New Society Publishers.

Bookchin, M. (1996). Τα όρια της πόλης (μτφρ. Γ. Γκλαρνέτατζης). Αθήνα: Εκδόσεις Παρατηρητής
(Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1974).

Bourdieu, P. (1989). Social space and symbolic power. Sociological theory, 7(1), 14-25.

54
Bourdieu, P. (1999). Γλώσσα και συμβολική εξουσία (μτφρ. Κ. Καψαμπέλη) Αθήνα: Εκδόσεις
Καρδαμίτσα.

Bourdieu, P. (2006). Η αίσθηση της πρακτικής (μτφρ. Θ. Παραδέλλης) Αθήνα: Εκδόσεις


Αλεξάνδρεια (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1980).

Bourdieu, P. (2016). Πασκαλιανοί διαλογισμοί (μτφρ. Ε. Γιαννοπούλου) Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη


(Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1997).

Brand, U., Boos, T., & Brad, A. (2017). Degrowth and post-extractivism: two debates with
suggestions for the inclusive development framework. Current opinion in environmental
sustainability, 24, 36-41.

Brenner, N., Marcuse, P., & Mayer, M. (2009). Cities for people, not for profit. City, 13(2-3), 176-
184.

Bresnihan, P., & Byrne, M. (2015). Escape into the city: Everyday practices of commoning and the
production of urban space in Dublin. Antipode, 47(1), 36-54.

Caffentzis, G. (2010a). The future of 'the commons': Neoliberalism's 'plan B' or the original
disaccumulation of capital?. New Formations, 69(69), 23-41

Caffentzis, G. (2010b). Two Themes of Midnight Notes: Work/Refusal of Work and


Enclosure/Commons. In C. Hughes (Ed.), Toward the Last Jubilee: Midnight Notes at Thirty Years
(pp. 24-30). Brooklyn, NY: Autonomedia and Washington, DC: Perry Editions.

Cattaneo, C., D’Alisa, G., Kallis, G., & Zografos, C. (2012). Degrowth futures and
democracy. Futures, 6(44), 515-523.

Chatterton, P. (2010). Seeking the urban common: Furthering the debate on spatial justice. City,
14(6), 625-628.

Chatzinakos, G. (2020). Urban experiments in times of crisis: from cultural production to


neighbourhood commoning. In S. Lekakis (Ed.), Cultural Heritage in the Realm of the Commons:
Conversations on the case of Greece (pp. 183-212). London: Ubiquity press.

Chodor, T. (2014). Not throwing the baby out with the bathwater: A Gramscian response to post-
hegemony. Contemporary Politics, 20, 489–502.

Collective, Midnight Notes (1990). The new enclosures. Midnight Notes, 10, 1-9.

D’Αlisa, G., Demaria, F., & Cattaneo, C. (2013). Civil and uncivil actors for a degrowth
society. Journal of Civil Society, 9(2), 212-224.

D’Alisa, G., & Kallis, G. (2020). Degrowth and the State. Ecological Economics, 169, 1-9.

Dalla Costa, M., & James, S. (2018). Η δύναμη των γυναικών και η κοινωνική ανατροπή (μτφρ. no
woman's land). Αθήνα: μιγάδα & Αρχείο 71 (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1972).

De Angelis, M. (2005). How?!?! An Essay on John Holloway's Change the World Without Taking
Power. Historical Materialism, 13(4), 233-249.

55
De Angelis, M. (2007). The beginning of history: Value struggles and global capital. London: Pluto
Press.

De Angelis, M. (2013). Κοινά, περιφράξεις και κρίσεις (μτφρ. Σ. Παπάζογλου, & Χ.


Τσαβδάρογλου). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις των Ξένων.

De Angelis, M. (2017). Omnia sunt communia: On the commons and the transformation to
postcapitalism. London: Zed Books.

De Angelis, M. & Stavrides, S. (2010). Beyond markets or states: Commoning as collective


practice. Public interview with Massimo De Angelis and Stavros Stavrides. An Architektur, 23, 4-
27.

De Angelis, M., & Harvie, D. (2014). The Commons. In M. Parker, G. Cheney, V. Fournier & C.
Land (Eds.), The Routledge Companion to Alternative Organizations (pp. 280-294). London:
Routledge.

De Cleyre, V. (2019). The dominant idea. In Freedom Press (Ed.), Why work? Arguments for the
leasure society (pp. 81-83). London: Freedom Press.

Dellenbaugh-Losse, M., Zimmermann, N. E., & de Vries, N. (2020). The Urban Commons
Cookbook: Strategies and Insights for Creating and Maintaining Urban Commons. [Ηλεκτρονικό
βιβλίο]. Διαθέσιμο στο: http://urbancommonscookbook.com/

Demaria, F., Kallis, G., & Bakker, K. (2019). Geographies of degrowth: Nowtopias, resurgences
and the decolonization of imaginaries and places. Environment and Planning E: Nature and
Space, 2(3), 431-450.

Demaria, F., Schneider, F., Sekulova, F., & Martinez-Alier, J. (2013). What is degrowth? From an
activist slogan to a social movement. Environmental Values, 22(2), 191-215.

Dengler, C., & Seebacher, L. M. (2019). What about the Global South? Towards a feminist
decolonial degrowth approach. Ecological Economics, 157, 246-252.

De Souza, M. L. (2006). Social movements as ‘critical urban planning’agents. City, 10(3), 327-342.

Dietz, T., Ostrom, E., & Stern, P. C. (2003). The struggle to govern the commons. Science,
302(5652), 1907-1912.

Eizenberg, E. (2012). Actually existing commons: Three moments of space of community gardens
in New York City. Antipode, 44(3), 764-782.

Escobar, A. (2015). Degrowth, postdevelopment, and transitions: a preliminary


conversation. Sustainability Science, 10(3), 451-462.

Escobar, A. (2018). Designs for the pluriverse: Radical interdependence, autonomy, and the making
of worlds. Durham and London Duke: University Press.

Esteva, G. (2014). Commoning in the new society. Community Development Journal, 49(1), i144-
i159.

56
Euler, J. (2019). The commons: a social form that allows for degrowth and sustainability.
Capitalism Nature Socialism, 30(2), 158-175.

Federici, S. (2019). Re-enchanting the World: Feminism and the Politics of the Commons. Oakland:
PM Press.

Federici, S. (2020). Beyond the Periphery of the Skin: Rethinking, Remaking, and Reclaiming the
Body in Contemporary Capitalism. Oakland: PM Press.

Foster, J. B. (2011). Capitalism and degrowth: an impossibility theorem. Monthly Review, 62(8), 26-
33.

Foucault, M. (1988). Τι είναι διαφωτισμός; (μτφρ. Σ. Ροζάνης). Αθήνα: Εκδόσεις Έρασμος (Το
πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1984).

Fournier, V. (2008). Escaping from the economy: the politics of degrowth. International journal of
sociology and social policy, 28(11/12), 528-545.

García López, G. A., Velicu, I., & D’Alisa, G. (2017). Performing counter-hegemonic common (s)
senses: Rearticulating democracy, community and forests in Puerto Rico. Capitalism Nature
Socialism, 28(3), 88-107.

Gibson-Graham, J. K. (2004). The violence of development: two political imaginaries.


Development, 47(1), 27-34.

Gibson-Graham, J. K. (2006). A postcapitalist politics. Minneapolis, MN: University of Minnesota


Press.

Gibson-Graham, J. K. (2008). Diverse economies: performative practices for 'other worlds'.


Progress in Human Geography, 32(5), 613-632.

Gibson-Graham, J. K. (2014). Rethinking the economy with thick description and weak theory.
Current Anthropology, 55(S9), S147-S153.

Gibson-Graham, J. K., Cameron, J., & Healy, S. (2016). Commoning as a postcapitalist politics. In
A. Amin & P. Howell (Eds.), Releasing the Commons. Rethinking the futures of the commons (pp.
192-212). London: Routledge.

Glassman, J. (2011). Cracking hegemony in Thailand: Gramsci, Bourdieu and the dialectics of
rebellion. Journal of Contemporary Asia, 41(1), 25-46.

Gordon, U. (2018). Prefigurative politics between ethical practice and absent promise. Political
Studies, 66(2), 521-537.

Graeber, D. (2019). On the phenomenon of bullshit jobs. In Freedom Press (Ed.), Why work?
Arguments for the leasure society (pp. 159-162). London: Freedom Press.

Hardin, G. (2009). The tragedy of the commons. Journal of Natural Resources Policy Research,
1(3), 243-253.

Harvey, D. (2010). The right to the city: from capital surplus to accumulation by dispossession. In
S. Banerjee-Guha (Ed.), Accumulation by dispossession: Transformative cities in the new global

57
order (pp. 17-32). California: SAGE Publications.

Harvey, D. (2011). The future of the commons. Radical history review, 109, 101-107.

Harvey, D. (2015). Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού (μτφρ. Ε. Αστερίου). Αθήνα:
Εκδόσεις Μεταίχμιο (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Harvey, D. (2018). Why Marx’s capital still matters. Jacobin. Διαθέσιμο στο:
https://www.jacobinmag.com/2018/07/karl-marx-capital-david-harvey

Hodkinson, S. (2012). The new urban enclosures. City, 16(5), 500-518.

Huron, A. (2015). Working with strangers in saturated space: Reclaiming and maintaining the urban
commons. Antipode, 47(4), 963-979.

Jeffrey, A., McFarlane, C., & Vasudevan, A. (2012). Rethinking enclosure: Space, subjectivity and
the commons. Antipode, 44(4), 1247-1267.

Jeppesen, S., Kruzynski, A., Sarrasin, R., & Breton, É. (2014). The anarchist commons. Ephemera:
Theory and Politics in Organisation, 14(4), 879-900.

Johnson, R. (2007). Post-hegemony? I don’t think so. Theory, Culture & Society, 24, 95–110.

Kallis, G. (2011). In defence of degrowth. Ecological Economics, 70(5), 873-880.

Kallis, G. (2017). In defense of degrowth: Opinions and minifestos [Ηλεκτρονικό βιβλίο].


Διαθέσιμο στο: https://indefenseofdegrowth.com/

Kallis, G. (2019). Limits: Why Malthus was wrong and why environmentalists should care.
California Stanford: University Press.

Kallis, G., Kostakis, V., Lange, S., Muraca, B., Paulson, S., & Schmelzer, M. (2018). Research on
degrowth. Annual Review of Environment and Resources, 43, 291-316.

Kallis, G., & March, H. (2015). Imaginaries of hope: the utopianism of degrowth. Annals of the
association of American geographers, 105(2), 360-368.

Kallis, G., Paulson, S., D’Alisa, G., & Demaria, F. (2020). The case for degrowth. Cambridge:
Polity press.

Kioupkiolis, A. (2014). A Hegemony of the Multitude: Muddling the Lines. In A. Kioupkiolis & G.
Katsambekis (Eds.), Radical democracy and collective movements today: The biopolitics of the
multitude versus the hegemony of the people (pp. 149–168). Farnham: Ashgate.

Kioupkiolis, A. (2018). Movements post-hegemony: how contemporary collective action transforms


hegemonic politics. Social Movement Studies, 17(1), 99-112.

Kioupkiolis, A. (2019). The common and counter-hegemonic politics: Re-thinking social change.
Edinburgh: Edinburgh University Press.

Kioupkiolis, A. (2020). The Alternative of the Commons, New Politics and Cities. In S. Lekakis
(Ed.), Cultural Heritage in the Realm of the Commons: Conversations on the case of Greece (pp.

58
229-252). London: Ubiquity press.

Kip, M. (2015). Moving beyond the city: conceptualizing urban commons from a critical urban
studies perspective. In A. K. Müller, M. Schwegmann, M. Dellenbaugh, M. Kip & M. Bieniok
(Eds.), Urban commons: moving beyond state and market (pp. 42-59). Basel: Birkhäuser.

Kostakis, V., & Bauwens, M. (2019). How to create a thriving global commons economy.
[Ηλεκτρονικό βιβλίο]. Διαθέσιμο στο: https://thenextsystem.org/learn/stories/how-create-thriving-
global-commons-economy

Kostakis, V., Latoufis, K., Liarokapis, M., & Bauwens, M. (2016). The convergence of digital
commons with local manufacturing from a degrowth perspective: Two illustrative cases. Journal of
Cleaner Production, 197, 1684-1693.

Kothari, A., Demaria, F., & Acosta, A. (2014). Buen Vivir, degrowth and ecological Swaraj:
Alternatives to sustainable development and the green economy. Development, 57(3), 362-375.

Kratzwald, B. (2015). Urban commons – Dissident practices in emancipatory spaces. In A. K.


Müller, M. Schwegmann, M. Dellenbaugh, M. Kip & M. Bieniok (Eds.), Urban commons: moving
beyond state and market (pp. 26-41). Basel: Birkhäuser.

Laclau, E. (2005). On populist reason. London: Verso.

Lafargue, P. (1907). The right to be lazy and other studies. Chicago: Charles H. Kerr & Company.

Latouche, S. (2008). Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης (μτφρ. Χ. Σαρίκα). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις


Βάνιας (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2006).

Lefebvre, H. (1977). Το δικάιωμα στην πόλη (μτφρ. Π. Τοθρνικιώτης & Κ. Λωράν). Αθήνα:
Εκδόσεις Παπαζήση (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1968).

Lefebvre, H. (1996). Writings on cities (μτφρ. Ε. Kofman & E. Lebas). Oxford: Blackwell (Το
πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1968).

Linebaugh, P. (2008). The magna carta manifesto. California: University of California Press.

Linebaugh, P. (2014). Stop, thief!: The commons, enclosures, and resistance. Oakland: pm Press.

Lorde, Audre (2004). Age, Race, Class, and Sex: Women Redefining Difference. In J. Rivkin, & M.
Ryan (Eds.), Literary theory: An anthology (pp. 854-860). Malden: Blackwell Publishing.

Maeckelbergh, M. (2011). Doing is believing: Prefiguration as strategic practice in the


alterglobalization movement. Social Movement Studies, 10(01), 1-20.

Martínez-Alier, J. (2012). Environmental justice and economic degrowth: an alliance between two
movements. Capitalism Nature Socialism, 23(1), 51-73.

Marx, K. (1976). Capital : a critique of political economy. Volume 1. New York: Penguin Books.

McCarthy, J. (2005). Commons as counterhegemonic projects. Capitalism Nature Socialism, 16(1),


9-24.

59
Mies, M., & Bennholdt-Thomsen, V. (2001). Defending, reclaiming and reinventing the
commons. Canadian Journal of Development Studies/Revue canadienne d'études du
développement, 22(4), 997-1023.

Mouffe, C. (1995). Post-Marxism: democracy and identity. Environment and Planning D: Society
and Space, 13(3), 259-265.

Müller, A. K. (2015). From Urban Commons to Urban Planning–or Vice Versa? “Planning” the
contested Gleisdreieck Territory. In A. K. Müller, M. Schwegmann, M. Dellenbaugh, M. Kip & M.
Bieniok (Eds.), Urban commons: moving beyond state and market (pp. 148-164). Basel:
Birkhäuser.

Orsi, F. (2013). Elinor Ostrom et les faisceaux de droits: l’ouverture d’un nouvel espace pour penser
la propriété commune. Revue de la régulation, 14. Διαθέσιμο στο:
http://journals.openedition.org/regulation/10471

Ostrom, E. (1990). Governing the commons: The evolution of institutions for collective action.
Cambridge: Cambridge university press.

Ostrom, E. (2012). Nested externalities and polycentric institutions: must we wait for global
solutions to climate change before taking actions at other scales?. Economic theory, 49(2), 353-369.

Ostrom, E., Burger, J., Field, C. B., Norgaard, R. B., & Policansky, D. (1999). Revisiting the
commons: local lessons, global challenges. Science, 284(5412), 278-282.

Ostrom, E., Walker, J., & Gardner, R. (1992). Covenants with and without a sword: Self-governance
is possible. The American Political Science Review, 86(2), 404-417.

p.m. (2010). From midnight to dawn: Permutations of a crisis and the comedy of the commons. In
C. Hughes (Ed.), Toward the Last Jubilee: Midnight Notes at Thirty Years (pp. 12-17). Brooklyn,
NY: Autonomedia and Washington, DC: Perry Editions.

Perkins, P. E. (2019). Climate justice, commons, and degrowth. Ecological Economics, 160, 183-
190.

Petridis, P., Muraca, B., & Kallis, G. (2015). Degrowth: between a scientific concept and a slogan
for a social movement. In J. Martinez-Alier & R. Muradian (Eds.), Handbook of ecological
economics (pp. 176-200). Cheltenham: Edward Elgar Publishing.

Pincetl, S. (2016). Post Carbon Cities: Distributed and Decentralized and Demoderinized?. In J.
Evans, A. Karvonen & R. Raven (Eds.), The experimental city (pp. 236-249). London: Routledge.

Pithouse, R. (2014). An urban commons? Notes from south Africa. Community Development
Journal, 49(1), i31-i43.

Polanyi, K. (2014). Η απαρχαιωμένη αγοραία νοοτροπία μας (μτφρ. Γ. Περτσάς). Αθήνα: Εκδόσεις
Στάσει Εκπίπτοντες (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1947).

Power, N. (2019). Beyond waged labour. In Freedom Press (Ed.), Why work? Arguments for the
leasure society (pp. 1-7). London: Freedom Press.

60
Purcell, M. (2002). Excavating Lefebvre: The right to the city and its urban politics of the
inhabitant. GeoJournal, 58(2), 99-108.

Radcliffe, S. A. (2016). The shrinking commons and uneven geographies of development. In A.


Amin & P. Howell (Eds.), Releasing the Commons. Rethinking the futures of the commons (pp. 126-
144). London: Routledge.

Rancière, J. (2010). Το μίσος για τη δημοκρατία (μτφρ. Β. Ιακώβου). Αθήνα: Πεδίο (Το πρωτότυπο
έργο εκδόθηκε το 2005).

Seguín, B. (2013). Posthegemony in times of the pink tide. Postmodern Culture, 23(2).

Schismenos, A., Niaros, V., & Lemos, L. (2020). Cosmolocalism: understanding the transitional
dynamics towards post-capitalism. tripleC, 18(2), 670-684.

Schlager, E., & Ostrom, E. (1992). Property-rights regimes and natural resources: a conceptual
analysis. Land economics, 68(3), 249-262.

Schneider, F., Kallis, G., & Martinez-Alier, J. (2010). Crisis or opportunity? Economic degrowth for
social equity and ecological sustainability. Introduction to this special issue. Journal of cleaner
production, 18(6), 511-518.

Schor, J. (2019). Beyond an economy of work and spend. In Freedom Press (Ed.), Why work?
Arguments for the leasure society (pp. 1135-151). London: Freedom Press.

Smucker, J. M. (2014). Can prefigurative politics replace political strategy?. Berkeley Journal of
Sociology, 58, 74-82.

Stavrakakis, Y. (2014). Hegemony or post-hegemony? Discourse, representation and the revenge(s)


of the real. In A. Kioupkiolis & G. Katsambekis (Eds.), Radical democracy and collective
movements today: The biopolitics of the multitude versus the hegemony of the people (pp. 111–132).
Farnham: Ashgate.

Stavrides, S. (2014a). Open space appropriations and the potentialities of a "city of thresholds". In
M. Mariani & P. Barron (Eds.), Terrain vague: interstices at the edge of the pale (pp. 48-61). New
York: Routledge.

Stavrides, S. (2014b). Emerging common spaces as a challenge to the city of crisis. City, 18(4-5),
546-550.

Stavrides, S. (2015). Common space as threshold space: Urban commoning in struggles to re-
appropriate public space. Footprint, 16, 9-19.

Steffen, W., Richardson, K., Rockström, J., Cornell, S. E., Fetzer, I., Bennett, E. M., ... & Sörlin, S.
(2015). Planetary boundaries: Guiding human development on a changing
planet. Science, 347(6223), 1-10.

Thompson, A. K. (2015). The Battle for Necropolis: Reclaiming the Past as Commons in the City of
the Dead. In A. K. Müller, M. Schwegmann, M. Dellenbaugh, M. Kip & M. Bieniok (Eds.), Urban
commons: moving beyond state and market (pp. 214-235). Basel: Birkhäuser.

United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division (2019). World

61
Urbanization Prospects 2018: Highlights (ST/ESA/SER.A/421). Διαθέσιμο στο:
https://population.un.org/wup/Publications/

Van de Sande, M. (2015). Fighting with tools: Prefiguration and radical politics in the twenty-first
century. Rethinking Marxism, 27(2), 177-194.

Varvarousis, A. (2019). Crisis, liminality and the decolonization of the social


imaginary. Environment and planning E: Nature and space, 2(3), 493-512.

Varvarousis, A., & Kallis, G. (2017). Commoning against the crisis. In M. Castells et al.
(Eds.), Another Economy is Possible: Culture and Economy in a Time of Crisis (pp. 128-159).
Haboken: John Wiley & Sons.

Varvarousis, A., & Koutrolikou, P. (2018). Degrowth and the City. e-flux architecture. Διαθέσιμο
στο: https://www.e-flux.com/architecture/overgrowth/221623/degrowth-and-the-city/

Victor, P. A. (2012). Growth, degrowth and climate change: A scenario analysis. Ecological
Economics, 84, 206-212.

Wallerstein, I. (2009). Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας. Εισαγωγή στην ανάλυση
κοσμοσυστημάτων (μτφρ. Σ. Μαρκέτος). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις θύραθεν (Το πρωτότυπο έργο
εκδόθηκε το 2004).

Wezerek, G., & Ghodsee, K. R. (2020, March 5). Women’s unpaid labor is worth $10,900 000 000
000. The New York Times. Διαθέσιμο στο:
https://www.nytimes.com/interactive/2020/03/04/opinion/women-unpaid-labor.html

Yates, L. (2015). Rethinking prefiguration: Alternatives, micropolitics and goals in social


movements. Social Movement Studies, 14(1), 1-21.

Αντρεούτσι, Ν., & Μακντόνοου, Τ. (2016). Καπιταλισμός (μτφρ. Ο. Καρυώτη). Στο Τ. Ντ'Αλίζα, Φ.
Ντεμάρια, & Γ. Καλλής (Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (σελ. 104-109). Αθήνα: Οι εκδόσεις
των συναδέλφων (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Καβουλάκος, Κ. Ι., & Γριτζάς, Γ. (2015). Εναλλακτικοί οικονομικοί και πολιτικοί χώροι
[Ηλεκτρονικό βιβλίο] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Διαθέσιμο στο:
https://repository.kallipos.gr/handle/11419/6131

Καλλής, Γ. (2014). Αποανάπτυξη: κάλεσμα για την εκ νέου ριζοσπαστικοποίηση της οικολογίας
(μτφρ. Ηλιόσποροι & Γ. Κουτρούλης). Στο Γ. Καλλής, Π. Πετρίδης, & Ηλιόσποροι (Επιμ.), Πέρα
από το δίλλημα λιτότητα ή ανάπτυξη: 11 κείμενα για την αποανάπτυξη (σελ. 114-125). Αθήνα:
Πράσινο Ινστιτούτο (Το πρωτότυπο άρθρο εκδόθηκε το 2011).

Καλλής, Γ., Ντεμάρια, Φ., & Ντ'Αλίζα, Τ. (2016). Εισαγωγή (μτφρ. Ο. Καρυώτη). Στο Τ. Ντ'Αλίζα,
Φ. Ντεμάρια, & Γ. Καλλής (Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (σελ. 18-41). Αθήνα: Οι
εκδόσεις των συναδέλφων (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Καλλής, Γ., & Πετρίδης, Π. (2014). Συμπεράσματα: αποανάπτυξη, Ελλάδα και κρίση. Στο Γ.
Καλλής, Π. Πετρίδης, & Ηλιόσποροι (Επιμ.), Πέρα από το δίλλημα λιτότητα ή ανάπτυξη: 11 κείμενα
για την αποανάπτυξη (σελ. 169-186). Αθήνα: Πράσινο Ινστιτούτο.

Κιουπκιολής, Α. (2014). Για τα κοινά της ελευθερίας. Αθήνα: Εκδόσεις Εξάρχεια.

62
Κιουπκιολής, Α. (2017). O παλιός-και-νέος κόσμος των κοινών: ζητήματα εναλλακτικής πολιτικής
στρατηγικής. το έρμα, 02, 81-107.

Κιουπκιολής, Α. (2019). Η έλλειψη του πολιτικού στα κοινά και η μετα-ηγεμονική στρατηγική, του
κοινωνικού μετασχηματισμού: μαθαίνοντας από τα κινήματα. Στο Σ. Αδάμ & Β. Περράκης (Επιμ.),
Συνθέτοντας οραματικές αφηγήσεις για τον κοινωνικό - οικολογικό μετασχηματισμό ΚΑΛΟ και
κοινά. Αποανάπτυξη και βασικό καθολικό εισόδημα (σελ. 38-68). Θεσσαλονίκη: Heinrich Böll
Stiftung

Κόντε, Μ., & Ουόλτερ, Μ. (2016). Εμπορευματικές μεθόριοι (μτφρ. Ο. Καρυώτη). Στο Τ.
Ντ'Αλίζα, Φ. Ντεμάρια, & Γ. Καλλής (Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (σελ. 115-119).
Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Κροπότκιν, Π. (2009). Αλληλοβοήθεια. Ένας παράγοντας της εξέλιξης (μτφρ. Ε. Στεφανοπούλου).


Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1902).

Λαντάουερ, Γ. (2019). Η κοινότητα ενάντια στο κράτος. (μτφρ. Γ. Περτσάς, & Π. Μανιάτης).
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανοπτικόν.

Λατούς, Σ. (2014). Κορνήλιος Καστοριάδης. Ριζοσπαστική αυτονομία (μτφρ. Θ. Δρίτσας, & Κ.


Σπαθαράκης). Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Ντ'Αλίζα, Τ., Καλλής, Γ., & Ντεμάρια, Φ. (2016). Από τη λιτότητα στη δαπάνη (μτφρ. Ο.
Καρυώτη). Στο Τ. Ντ'Αλίζα, Φ. Ντεμάρια, & Γ. Καλλής (Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης
(σελ. 271-278). Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Μποναϊούτι, Μ. (2016). Βιοοικονομικά (μτφρ. Ο. Καρυώτη). Στο Τ. Ντ'Αλίζα, Φ. Ντεμάρια, & Γ.


Καλλής (Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (σελ. 51-5). Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων
(Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Ρομάνο, Ο. (2016α). Αντιωφελιμισμός (μτφρ. Ο. Καρυώτη). Στο Τ. Ντ'Αλίζα, Φ. Ντεμάρια, & Γ.


Καλλής (Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (σελ. 45-50). Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων
(Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Ρομάνο, Ο. (2016β). Δαπάνη (μτφρ. Ο. Καρυώτη). Στο Τ. Ντ'Αλίζα, Φ. Ντεμάρια, & Γ. Καλλής
(Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (σελ. 132-137). Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων (Το
πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Σμπώκος, Γ. (2015). Η επινόηση της αειφορίας. Πώς επικράτησε το δόγμα της αέναης προόδου.
Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ.

Σορμάν, Α. (2016). Μεταβολισμός (κοινωνιακός) (μτφρ. Ο. Καρυώτη). Στο Τ. Ντ'Αλίζα, Φ.


Ντεμάρια, & Γ. Καλλής (Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (σελ. 73-77). Αθήνα: Οι εκδόσεις
των συναδέλφων (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Σταυρακάκης, Γ. (2012). Η Λακανική Αριστερά: Ψυχανάλυση, θεωρία, πολιτική (μτφρ. Α.


Κιουπκιολής). Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλας (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2007).

Σταυρίδης, Σ. (2018). Κοινός χώρος. Η πόλη ως τόπος των κοινών (μτφρ. Δ. Παπαδάτος-
Αναγνωστόπουλος). Αθήνα: Εκδόσεις Angelus novus (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2016).

63
Χέλφριχ, Ζ., & Μπόλιερ, Ν. (2016). Τα κοινά (μτφρ. Ο. Καρυώτη). Στο Τ. Ντ'Αλίζα, Φ. Ντεμάρια,
& Γ. Καλλής (Επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (σελ. 120-125). Αθήνα: Οι εκδόσεις των
συναδέλφων (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2014).

Ψημίτης, Μ. (2017). Κοινωνικά κινήματα στην καθημερινή ζωή. Ταυτότητα, αλληλεγγύη και
προεικόνιση σε σύγχρονες “κοσμοπολίτικες κοινότητες”. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Τζίολα.

64
7.Περίληψη/Abstract

Σκοπός της διατριβής ήταν η μελέτη των θεωριών των κοινών και της αποανάπτυξης, έτσι όπως
έχουν διατυπωθεί από τον Massimo De Angelis και τη διεπιστημονική ερευνητική ομάδα Research
& Degrowth αντίστοιχα. Εξετάσαμε αρχικά τα βασικά χαρακτηριστικά και την πολιτική διάσταση
των δύο θεωριών και προτείναμε μια πιθανή συμπόρευση τους που να αποσκοπεί στον οικολογικο-
κοινωνικό μετασχηματισμό. Εστιάσαμε στη συνέχεια στο αστικό περιβάλλον όπου μελετώντας τα
αστικά κοινά και τους κοινούς χώρους αναδείξαμε τη διαπλαστική τους διάσταση, σύμφωνα με
την οποία μετασχηματίζονται οι κοσμοθεωρίες, το λεξιλόγιο, οι ταυτίσεις, οι έξεις και οι πρακτικές
των δρώντων υποκειμένων/κοινωνών. Τέλος εξετάσαμε τη δυναμική που θα προέκυπτε από τη
συμπόρευση των δύο προταγμάτων και την ανάδυση μιας αντι-ηγεμονικής δύναμης στο επίπεδο
της πόλης, η οποία, παρεμβαίνοντας τόσο στην πολιτική κοινωνία όσο και στην κοινωνία των
πολιτών, θα άνοιγε ένα δρόμο προς τον επιθυμητό οικολογικο-κοινωνικό μετασχηματισμό.

The aim of the present thesis was the study of the theories of the commons and degrowth, as they
have been formulated by Massimo De Angelis and the interdisciplinary group named
Research & Degrowth respectively. Initially we examined the basic characteristics and the
political dimension of the two theories and we proposed a possible coalition that would aim for the
socio-ecological transformation. We focused then on the urban environment, where by studying the
urban commons and the common spaces we emphasized their molding dimension, which can
transform the worldviews, the vocabulary, the identifications, the habits and the practices of the
agents/commoners. Finally, we examined the dynamic that could have arisen from the coalition of
the two projects and the emergence of a counter-hegemonic power at the city level, which by
intervening in both the political society and the civil society could open up a path for the desired
socio-ecological transformation.

65

You might also like