You are on page 1of 2

Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ

Μου αρπάζει το χέρι. Ακολουθεί προσεκτικά με το μεσαίο της δάχτυλο τις


γραμμές της παλάμης μου. Οριακά γαργαλιέμαι. Στέκεται και με κοιτάζει.
- Έχεις χρήμα βλέπω. Και πολύ ουρανό βλέπω, τι είσαι; Πιλότος είσαι;
- Άστα αυτά, τίποτα άλλο δε βλέπεις;
- Εσύ μόνος σου είσαι αλλά ένα Π σε σκέφτεται.
Μαλακίες. Δεν ήρθα εδώ να μου λύσει τα ερωτικά μου. Άλλο είναι που με καίει. Είχε
εγκατασταθεί στην πλατεία εδώ και ένα χρόνο. Πλήθος κόσμου μαζευόταν γύρω της
καθημερινά, άνθρωποι σαν τρελοί να της δείχνουν τις παλάμες τους περιμένοντας να
ακούσουν κάτι. Κι αυτή να βλέπει ένα μόνο πράγμα, θάνατο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι
δηλαδή έτρεχαν με μανία στην τσιγγάνα να τους πει πώς θα πεθάνουν. Και πάντα η
ίδια απάντηση: Πτώση από παράθυρο.
Μέσα σε ένα χρόνο είχαν πεθάνει πάνω από 80 άνθρωποι όπως ακριβώς το
είχε προβλέψει. Παιδιά από 11 ετών και πάνω, άνδρες, γυναίκες, συνήθως κάτω των
75, ένας γέρος μόνο γύρω στα 100. Όλοι έπεσαν από το παράθυρο, από τι
παράθυρο δεν έχει σημασία. Από παράθυρα υπνοδωματίου, μπάνιου, κουζίνας, από
παράθυρο σχολείου, από παράθυρο που βγάζει σε ακάλυπτο ή παράθυρο που
βγάζει στο δρόμο, ακόμα και από παράθυρο με θέα. Πάνω από 50 πέθαναν μέσα
στο καλοκαίρι και μάλιστα πρωινές ώρες. Οι αιτίες της πτώσης ήταν διαφορετικές.
Άλλοι έπεσαν από ατύχημα, άλλοι αυτοκτόνησαν, κάνας-δυο μεθυσμένοι, έναν λένε
ότι τον έσπρωξαν. Όλοι όμως είχαν τον ίδιο θάνατο. Και μου λέει τώρα εμένα ότι με
σκέφτεται ένα Π.
- Θάνατο δε βλέπεις;
- Βλέπω.
- Και;
- Από καρδιά.
Ορίστε; Μια ολόκληρη πόλη πηδάει από το παράθυρο κι εγώ θα πάθω
έμφραγμα; Κάθομαι μήνες τώρα και κοιτάω τα παράθυρα του σπιτιού μου
φοβισμένος, τα μετράω και τα ξαναμετράω, έντεκα παράθυρα όλα κι όλα, τα ανοίγω
και τα κλείνω σαν να περιμένω κάτι, πάντα από απόσταση ασφαλείας, βγαίνω κάθε
τόσο από το σπίτι κάνοντας το γύρο του τετραγώνου να τα δω κι απ’ έξω, να ‘μαι
σίγουρος ότι είναι κλειστά κι έτσι δε γίνεται να πέσω από πουθενά, και τελικά θα πάω
από καρδιά; Ποια καρδιά; Μου το ‘χε πει και η Μαιρούλα άλλωστε, «εσύ αγόρι μου
δεν έχεις καρδιά», και πολύ καλά μου τα ‘λεγε η Μαιρούλα.
Γύρισα σπίτι. Ανέβηκα τη σκάλα ως το διαμέρισμα με μακρά, αργόσυρτα
βήματα. Άνοιξα την πόρτα. Απόλυτο σκοτάδι. Τα παράθυρα κλειστά, απομεινάρια
του παλιού μου φόβου, δεν αφήνουν ούτε στάλα φως να εισχωρήσει μέσα.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Και τώρα τι; Περιμένω να πεθάνω; Πώς μπορώ να
προστατευτώ από ένα τέτοιο θάνατο, πώς να κάνω την καρδιά μου να μην
σταματήσει να χτυπά; Αν είναι να πεθάνεις πέφτοντας από παράθυρο το ξέρεις,
προστατεύεσαι, τα σφραγίζεις τα γαμημένα τα παράθυρα, δεν τα πλησιάζεις καν,
στην τελική δε μένεις σπίτι, τη βγάζεις κάπου έξω, σε πάρκα και εξοχές. Σηκώνομαι
και ανοίγω αποφασιστικά το παράθυρο του δωματίου μου. Μπαίνει επιτέλους φως
στο δωμάτιο. Είναι καλοκαίρι. Στέκομαι μπροστά στο παράθυρο με τα μάτια κλειστά
και αφήνω τον ήλιο να μου κάψει το πρόσωπο. Ανοίγω τα μάτια μου που και που
αλλά το φως είναι τόσο δυνατό που με τυφλώνει. Μέσα στη θολούρα που μου
δημιουργεί ο μεσημεριανός ήλιος κάθομαι και κοιτάζω όλα αυτά τα κλειστά
παράθυρα στα σπίτια τριγύρω μου. Πόσοι άνθρωποι να κρύβονται από πίσω;
Ξέρουν άραγε ότι έξω έχει καλοκαίρι;
Η σκέψη μου έχει μουδιάσει. Αφού θα πεθάνω από καρδιά, αν πάρω τώρα
φόρα και φουντάρω απ’ το παράθυρο δε γίνεται να πεθάνω; Ίσως μπορώ να
πετάξω! Μπορεί να έχω τέτοιες κρυφές υπερδυνάμεις που πάντα ονειρευόμουν και
ποτέ δεν μπορούσα να δοκιμάσω. Αυτό είναι. Θα πετάξω! Κι αν μου πε ψέματα η
τσιγγάνα; Αποκλείεται, είδε στο χέρι μου πώς θα πεθάνω όπως είδε και κάθε άλλο
θάνατο στην πόλη, λεφτά ήθελε, γιατί να με κοροϊδέψει; Και γιατί εμένα; Βάζω το δεξί
μου πόδι στο περβάζι του παραθύρου. Διστάζω. Στέκομαι έτσι για μερικά λεπτά κι
ύστερα ανεβάζω και το άλλο πόδι. Κάθομαι με τα γόνατα λυγισμένα. Κοιτάω κάτω.
Το ξέρω, δεν έχω το θάρρος να το κάνω. Εκείνη τη στιγμή βλέπω ένα σμήνος
πουλιών να διασχίζει τον ουρανό. Κοίτα τα πως πετάνε προς τον ήλιο. Σηκώνομαι
χωρίς σκέψη στα πόδια μου, κρατάω την αναπνοή μου λες και πρόκειται να κάνω
βουτιά στη θάλασσα και πηδάω στον αέρα. Τα κατάφερα! Αυτό ήταν, πετάω! Είμαι
στον αέρα, έχω το βλέμμα μου στραμμένο στον ήλιο και κουνάω τα χέρια μου σαν
φτερούγες να τον φτάσω. Τίποτα. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα και νιώθω το
σώμα μου να τρέχει με τεράστια ταχύτητα προς τα κάτω, συνεχίζω να χτυπάω τα
χέρια μου νευρικά στο κορμί μου, τα κοπανάω με όση δύναμη έχω προσπαθώντας
να αλλάξω πορεία αλλά το σώμα μου δεν με υπακούει, έχω κάνει σίγουρα μελανιές
χτυπώντας απελπισμένα τα χέρια μου στον αέρα όμως το σώμα μου έχει αποκτήσει
τεράστια φόρα, δεν μπορώ να το ελέγξω πια, τρέχει, τρέχει σαν τρελό, τίποτα δεν
μπορεί να το εμποδίσει, δε θα σταματήσει μέχρι να συναντήσει το άγριο γκρι της
ασφάλτου.
«Ανακοπή» είπαν οι γιατροί. «Λίγο πριν την πρόσκρουση στο έδαφος τον
πρόδωσε η καρδιά του».

You might also like