You are on page 1of 65

Οι βρικόλακες…...

…...το χαλάκι
και…η εκδίκησή του

Κώστας
2022
Η ιδέα που είχα για βραδινή ‘παραγγελία’
ήταν εξαιρετική.
Δίπλα μου μια μαγική εικόνα με περιμένει.
Δίπλα μου, η ‘εικόνα γίνεται....πραγματικότητα...

Όλα γίνονται σήμερα,


ακόμα και τα όνειρα που γίνονται
πραγματικότητα….

Πάντως ότι και να σκέφτομαι,


θα πρέπει να σηκωθώ.
Είμαι πρωϊνός στη δουλειά.
και θα πρέπει να διώξω
τους νυχτερινούς βρικόλακες,
και να αρχίσουν να κυκλοφορούν
οι πρωϊνοί βρικόλακες,
οι άνθρωποι δηλαδή.

Όμως είναι ώρα να ‘σηκώνομαι’


και θα πρέπει να ετοιμάζομαι
κι έχει μια υγρασία…..σκέτο άσπρο σεντόνι
καλημέραααααα……
και τα πράσινα ψηφιακά νούμερα στο ρολόϊ
όλο και αλλάζουν ώρα

Και ο ήλιος δεν ανέτειλε φυσικά,


δεν τον αφήνουν τα σύννεφα.
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Η μαγική….εικόνα είναι πραγματικότητα


Σχεδόν μαστουρωμένος απ’ τη μαγική μυρωδιά που εκπέμπει ένας πι-
τόγυρος από γύρο κοτόπουλο, μα απ’ όλα και ρωσική. Κάτι το ξεχωριστό,
κάτι το σπέσιαλ.
Έτοιμος να επέμβω και να αρχίσει η μάχη μαζί του, όταν την προσοχή
μου τραβά έναν ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση.
‘Σας παρουσιάζουμε, κάτι ξεχωριστό’, ανακοίνωσε ο παρουσιαστής.
Κάτι που θα ‘ανεβάσει’ τη μόρφωσή σας, κάτι που θα το θυμάστε για
πάντα…..
Με το χέρι μετέωρο προς το σάντουϊτς και τα μάτια καρφωμένα στην
οθόνη της τηλεόρασης, περιμένω να δω αυτό το ξεχωριστό ντοκιμαντέρ.
Η γυναίκα μου με βλέπει απ’ τον διπλανό καναπέ, χωρίς να μιλά.
Ποιος ξέρει τι σκέφτεται, γιατί δεν μου αρέσει καθόλου η έκφραση του
προσώπου της. Ένα πρόσωπο άχρωμο και ανέκφραστο.
- Τι….συμβαίνει, της λέω.
- Τίποτα, τίποτα. Περιμένω να δω, πότε θα αρχίσεις να τρως, γιατί η
τηλεόραση θα σου κάνει ‘δίαιτα’, λέει και ξεχαρδίζεται.
- Θα κάνω κορμί φέτες, λέω με επίσημο ύφος.
- Ναι ναι, ναι αγόρι μου, ναι φραντζόλα μου εσύ…..

1
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Το ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ και το σάντουϊτς


Βραδάκι σήμερα και κάθομαι αραχτός στην πολυθρόνα, απέναντι απ’
την τηλεόραση, την καινούργια τηλεόραση, της πιο σύγχρονης τεχνολογίας
και το πιο τελευταίο μοντέλο.
Πιο πολύ θαυμάζω την τηλεόραση για την τεχνολογία, παρά βλέπω
αυτό που επέλεξα. Αφού μερικές φορές όταν είναι κλειστή, κάθομαι
απέναντι και την κοιτώ. Ερε τεχνολογία, λέω από μέσα μου…..
- Άκουσες για το ντοκιμαντέρ ; ρωτώ τη γυναίκα μου…
- Εσένα βλέπω, λέει απ’ τον απέναντι καναπέ…
Άλλωστε αυτή τη στιγμή έχει ένα ντοκιμαντέρ σχετικό, με την ανάλυ-
ση των κοπράνων του ελέφαντα, που στο τέλος γίνονται κομποστ !!!!
Αραγμένος στην αγαπημένη μου πολυθρόνα, με το τραπεζάκι δίπλα
μου, που έχει μερικά βιβλία πάνω του. Θα τα ‘βγάλω’
γιατί είναι για διακοσμητικούς λόγους, και θα ακου-
μπήσω τον δίσκο με το πιτόγυρο που παρήγγειλα, θα
ανοίξω και μια μπίρα έτσι για να γλιστρά πιο εύκολα
στον οισοφάγο και ίσως ρίξω μερικά ρεψίματα, να ευ-
χαριστηθώ το απόγευμα και το απίστευτο διδακτικό
αυτό ντοκιμαντέρ.
Σωστή ζωή, σωστές στιγμές. Έτσι πρέπει.
‘Χρόνου φείδου’ έλεγαν κάποτε κάποιοι ‘παλιοί γνω-
στοί μας’. Τώρα εγώ, έχω χρόνο, όσο για φίδια…..τι να πω ; τι τα ήθελαν
τα φίδια !!!
Όμως ξέρω ότι με παρακολουθεί η ‘δικιά’ μου, αλλά δεν ξέρω γιατί
επιμένει. Αυτή έφαγε το δικό της σάντουϊτς, τι περιμένει τώρα. Ωστόσο,
εξακολουθεί να με κοιτά με περιεργαστικό ύφος. Τα μάτια μου στενεύ-
ουν, δηλώνοντας μυστήριο, αλλά η μυρωδιά του σπέσιαλ πιτόγυρου δίπλα
μου, είναι ισχυρότερη και με αποσπά απ’ το μυστήριο παρακολούθησης
που νοιώθω. Έχουμε μέλλον μπροστά μας.
- Πρόσεχε, θα τα κάτω, ακούγεται η μελωδική φωνή της γυναίκας μου
που με παρακολουθεί απ’ τον απέναντι καναπέ. Θα πρέπει πάλι να καθαρί-
ζω και να σφουγγαρίζω….
Ααααα…..ώστε αυτό ήταν. Αυτή με παρακολουθεί. Μμμμμ...
- Προσέχω, λέω με σιγανή και μυστήρια και βελούδινη φωνή.
- Ναι, η απαλή φωνή σου ‘λειπε, λέει. Σε βλέπω. Έτοιμος είσαι, πρόσε-
χεεεεε……
- Προσέχω λέω, ενώ το χέρι μου είναι ακόμα μετέωρο, μεταξύ στόμα-
τος και πιτόγυρου. Άντε να αρχίσει το ντοκιμαντέρ γιατί μου απέσπασε την
προσοχή. Η μυρωδιά μ’ έχει μαστουρώσει και παραλίγο να τα ρίξω όλα
κάτω, στην προσπάθεια να γυρίσω - για να αλλάξω πόδι – γιατί πιάστηκα.
Ρε κάτι πράγματα που συμβαίνουν, περιμένοντας για ‘μόρφωση’.

2
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Βαρέθηκα να περιμένω. Αρχίζω να τρώω με όρεξη αυτή τη θεσπέσια


εικόνα, ενώ μερικά λάδια αρχίζουν να στάζουν απ’ το σαγόνι μου. Τα
δάκτυλα στα χέρια μου, γλιστρούν απ’ το μεθύσι της γεύσης και τη ρωσική
που ξεχείλισε απ’ το σάντουϊτς.
Ωστόσο, ταυτόχρονα, παρακολουθώ αυτό το ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ,
που ευτυχώς τελείωσε, αλλά άρχισε μια σειρά που εξιστορεί τη ζωή στο
φυσικό περιβάλλον τον ασβό και το κουνάβι. Δεν μπορώ τόση μόρφωση
πια…..
Θα παραμορφωθώ απ’ τις τόσες γνώσεις.
Η γυναίκα μου με κοιτά με ειρωνικό βλέμμα. Δεν μου αρέσει όπως με
παρατηρεί, γιατί για παρατήρηση πρόκειται κι όχι για απλό βλέμμα. Την
ξέρω εγώ, την ξέρω.
Την κοιτώ στον καναπέ απέναντι.
Την βλέπω μέσα απ’ τα μισόκλειστα μάτια, που με παρακολουθεί μ’
ένα ειρωνικό χαμόγελο. Τα μάτια της είναι καρφωμένα πάνω, ενώ το
αδιόρατο χαμόγελο ειρωνείας, γίνεται πιο έντονο.
- Γιατί με κοιτάς έτσι, μ’ αυτό το ειρωνικό χαμόγελο και ύφος, της
λέω. Τι σου συμβαίνει, εσύ έφαγες, τελείωσες. Τι σου κάνει τόση εντύπω-
ση σε μένα ;
- Περιμένω να δω πότε θα τελειώσεις, αλλά αν καταφέρεις να πας
μέχρι την κρεβατοκάμαρα.
- Μπα, είμαι σκληρό καρύδι εγώ, λέω. Είμαι εκπαιδευμένος σε τέτοια.
- Να το παίξουμε στοίχημα, λέει ενώ ακούγονται γέλια απ’ τον καναπέ.
Φυσικά εγώ κάνω πως δεν ακούω φυσικά, ε ναι, τι δηλαδή……
- Στην υγειά σου λέω, ενώ αδειάζω το κουτάκι με τη μπίρα.
Τα κατάφερα, έφαγα και πάω για ξάπλες, για οριζοντίωση. Αυτό ήταν.
Προσπαθώ να σηκωθώ, ενώ η κοιλιά μου κουνιέται αριστερά – δεξιά. Ουφ,
αυτά τα ντοκιμαντέρ είναι πολύ κουραστικά και εξαντλητικά. Πολύ κου-
ράστηκα να τα βλέπω…,
- Μπα, κατάφερες να σηκωθείς ; λέει μια φωνή απ’ τον καναπέ. Σοβα-
ρά ε ; μπράβο….
- Καλά, για ποιον με πέρασες, λέω με επιτιμητικό ύφος.
- Μπράβο, λέει ξανά, αλλά πάρτο δεξιά, ακούω τη γυναίκα μου, ίσια
στην πόρτα πας, βλέπε μπροστά σου.
- Το παρακάνεις, λέω. Την βλέπω την πόρτα, την βλέπω…. ενώ ακού-
γεται ένα γκαπ, σημάδι ότι χτύπησα στην πόρτα, ακούστηκε ένας παράξε-
νος ήχος, ενώ νοιώθω έναν πόνο στο κεφάλι.
- Είδες, σου είπα. Στρίψε λίγο δεξιά.
- Αφού είναι κατεβασμένα τα στόρια, δεν έχει φως εδώ μέσα.
- Ναι αγόρι μου, ναι πασάκα μου λέει η ‘δικιά’ μου.

3
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Τα κατάφερα. Εντάξει, άλλη μια μέρα θα ξημερώσει. Πάει σήμερα, αύ-


ριο πάλι. Είμαι σώος, όλα καλά. Πάμε για αύριο. Αυτό το κατάλαβα απ’
την προηγούμενη μέρα, ότι δηλαδή αύριο θα ξημερώσει μια άλλη μέρα.
Πω πω !!!
Τι συλλογισμός ήταν αυτός ; ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν θα πρέπει να
πάρω Νοbel λογοτεχνίας, έρευνας και μυστηρίου. Τόσες σπουδές δεν πή-
γαν χαμένες. Άραγε η NASA με ξέρει ;
- Καλό βράδυ, λέω στο έτερο μου ήμισυ.
- Έρχομαι σε λίγο, λέει κι αυτή. Ευτυχώς που δεν έχουμε πολλά δω-
μάτια.
- Δηλαδή τι εννοείς ; λέω με μυστήριο και αινιγματικό ύφος.
- Σίγουρα θα χανόσουν έτσι όπως είσαι. Άλλη φορά θα βάλω σκοινί,
να το πιάνεις σαν οδηγό, όπως ο Θησέας στον Λαβύρινθο, τότε στην Κρή-
τη με τον Μίνωα…..
- Δεν με παρατάς με τη μυθολογία σου….τι σχέση έχω με τον Μίνωα
και τον λαβύρινθο, δεν καταλαβαίνω….. Λοιπόν πολύ με κουράζεις, το κα-
τάλαβες, της λέω ενώ χτύπησα στην άλλη πόρτα, έξω απ’ την κρεβατο-
κάμαρα.
- Θα βάλω μαξιλάρια στις πόρτες να μην χτυπάς, εκτός…..
- Τι εκτός, ρωτώ με περιέργεια.
- Εκτός κι φοράς κράνος όταν σηκώνεσαι ή…...
- Τι ή, τι ή, λέω. Πάλι βρήκες να πεις κάτι.
- Ναι εκτός κι αν βάλεις λάστιχα αυτοκινήτων πάνω σου, όπως τα ρυ-
μουλκά στο λιμάνι, χαχαχαχα…….
- Γελάσαμε….αστείο…..λέω ντροπιασμένος, ενώ βλέπω ότι το ξύλο
της κάσας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας είναι λίγο γδαρμένο από άλλες
φορές, προσπάθειας να βρω το άνοιγμα της πόρτας.
- Γελάσαμεεεεε, λέω ξανά.
- Πασάκα μου, αγόρι μου εσύ, λέει πάλι ειρωνικά.
Προσπαθώ να την κοιτάξω με απαξιωτικό ύφος, αλλά το ένα μάτι δεν
ανταποκρίνεται. Ούτε για πειρατής δεν κάνω. Δε βαριέσαι λέω μέσα μου.
Δεν καταδέχομαι να απαντήσω και συνεχίζω να προχωρώ προς την κρεβα-
τοκάμαρα. Ευτυχώς που η πόρτα είναι ανοιχτή, ευτυχώς δηλαδή.
Δεν πειράζει.
Ας παραμείνω απλός άνθρωπος.
Αύριο λοιπόν μια άλλη μέρα θα ξημερώσει, άλλη μια μέρα στη δου-
λειά. Όμως το πρόβλημα είναι να ξυπνήσω. Να ξυπνήσω την ώρα των φα-
ντασμάτων. Είναι νωρίς το πρωί που ξυπνώ. Είναι η ώρα που οι βρικόλα-
κες και τα φαντάσματα δεν αποσύρθηκαν ακόμα ‘απ’ την πρωινή’ τους
βάρδια.

4
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Είναι η ώρα που το φως απ’ τις κολώνες, με το ζόρι καταφέρνει να


φτάσει κάτω στο δρόμο, απ’ την ομίχλη και την υγρασία. Είναι η ώρα που
και ο ήλιος βαριέται να βγει. Κι όταν βγαίνει μας κοιτά με ένα μπλαζέ
ύφος, λες και δεν είμαστε άνθρωποι.

5
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Πρωινό ξύπνημα
Ακόμα και ο ήλιος βαριέται να βγει. Είναι χειμώνας και φυσικά έχει
κρύο. Είναι μια συνηθισμένη μέρα, γιατί ο ήλιος που προσπαθεί να βγει,
τον κρύβουν τα βαριά και σκούρα σύννεφα. Πράγματι σήμερα υπάρχουν
πολλά σύννεφα λες και έχουν συνέδριο, όμως έχει πολλή και μπόλικη
υγρασία αλλά και κάτι παράξενες νιφάδες χιονιού. Όλα μαζί δηλαδή που
κάνουν ένα ατμοσφαιρικό σύνολο που σου λέει : στοπ, πάλι μέσα, κάτω
απ’ τα παπλώματα.
Είμαι πρωινός στη δουλειά και πρέπει να αρχίσω να ανοίγω τα μάτια,
να κινούμαι, να κυκλοφορήσει το αίμα, να δώσει εντολές ο εγκέφαλος για
ξύπνημα κλπ., όμως σιγά σιγά. Ένα ένα.
Χειμώνας λοιπόν. Το κρύο διαπεραστικό και η υγρασία στο φουλ.
Όλα τα καλά δηλαδή. Και μέσα σ’ όλα αυτά, όπως είπα, είμαι πρωϊνός στη
δουλειά. Θα πρέπει να κάνω πέρα τους βρικόλακες που κυκλοφορούν
ακόμα τώρα έξω, που όμως σε λίγο θα πάνε να κρυφτούν τώρα που ξημε-
ρώνει η μέρα (πια μέρα δηλαδή) τώρα δηλαδή που τελειώνει η βάρδια
τους. Σαν νυχτερίδες πετούν εδώ κι εκεί, ψάχνοντας για τη δόση τους, λίγο
αίμα δηλαδή. Οι καημένοι μη μείνουν και νηστικοί !!!
Έτσι είναι οι βρικόλακες. Κυκλοφορούν τη νύχτα, αλλά τώρα που ξη-
μερώνει και αρχίζουν να κυκλοφορούν οι άνθρωποι, μας κάνουν τη ‘χάρη’
να μας παραδώσουν τους δρόμους και την πόλη. Τώρα θα κυκλοφορήσουν
οι άνθρωποι οι άλλοι βρικόλακες της ζωής. Βρικόλακες της μέρας. Η ώρα
των ημερήσιων vampires. Είναι η ώρα των ταλαιπωρημένων ανθρώπων.

6
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Όμως είναι και η ώρα άλλων που άσχετα με τον καιρό, βγαίνουν κάθε πρωί
να κάνουν τη γυμναστική τους, να ανταμωθούν μεταξύ τους και να ανταλ-
λάξουν τα νέα. Είναι η ώρα που οι γριές και οι γέροι μέσα στα γερασμένα
δέρματά τους, μοιάζουν με κερωμένα δέρματα, με το ποίημα του Καβάφη :
Οι ψυχές των ανθρώπων’.
Ακόμα θυμάμαι παλαιότερα, όταν προχωρώντας προς το αυτοκίνητο,
άκουσα φτερουγίσματα. Μπα, τέτοια ώρα περιστέρια και πουλιά, αποκλεί-
εται σκέφτομαι. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ περισσότερο και βλέπω μπρο-
στά μου να πετά μια ‘μεγαλούτσικη’ νυχτερίδα. Νυχτε-
ρίδα ; ε δεν είμαστε καλά. Με αυτό το κρύο, τέτοια
ώρα, μέσα στην πόλη υπάρχουν νυχτερίδες ;
Έλα όμως που δεν ήταν νυχτερίδα, αλλά ένας βρι-
κόλακας, ένας μεγάλος vampire δηλαδή που με είδε
και σκέφτηκε :
- Μμμμ ωραίος πρωινός μεζές, με ζεστό ζεστό
αίμα μου είπε τότε. Μμμμ….τι μεζεδάκι είσαι ‘συ ; Ας πάω να κάνω μια
μικρή ‘ανάληψη’ αίματος… σήμερα δεν θα πιο σαλέπι, σκέφτηκε….
- Σε μένα μιλάς, μυρίζει και η αναπνοή σου, του είπα.
- Μυρίζει η αναπνοή μου ; πω πω ρεζίλιαααα !!!
- Άσε μας ρε φίλε και δεν έχω κέφια σήμερα, λέω ενώ βγάζω από
μέσα μου ένα ασημένιο σταυρό κι ένα ασημένιο παλούκι που είχα στην
τσέπη μου, έτσι από σύμπτωση δηλαδή.
- Ωχ, ποιος είσαι ρε διάολε ; είπε ο ‘ρουφήχτρας’. Είσαι οπλισμένος
ε;
- Λοιπόν, βαρέθηκα του λέω. Φύγε, βρες άλλον….
Έτσι και τις άλλες μέρες που τον συνάντησα, δεν με πλησίαζε, αλλά
αποκτήσαμε φιλίες, είπαμε τα δικά μας, μου είπε για την ανεργία που
υπάρχει, για τις αρρώστιες που κυκλοφορούν, είπε ότι δεν υπάρχει πια
αγνό και καθαρό αίμα κλπ κλπ.
- Μου έκαναν και μια πρόταση, είπε ο βρικόλακας….
- Τι πρόταση, σε σένα ;
- Ναι, ναι παίξω τον Batman στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Το σκέφτομαι, είπε.
- Ευκαιρία, λέω. Και από ‘παραδάκι’ τι λέει ;
- Γύρεψα άλλη αμοιβή, άλλου είδους…
- Μπα, δηλαδή λέω με απορία.
- Ναι, αντί για χρήματα, ζήτησα να με πληρώνουν με κουβάδες αίμα.
Αυτό είναι η τροφή μου, είπε ο βρικόλακας.
- Θέλει σκέψη το πράγμα, απαντώ, θέλει σκέψη…
- Μπα και γιατί ;

7
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Γιατί μπορεί να είναι αίμα από άρρωστο και να κολλήσεις κάποια


αρρώστια….
- Ααααα….αυτό δεν το σκέφτηκα. Δεν το σκέφτηκα….
Έτσι, τόσα χρόνια τώρα, με τις συμβουλές μου, έγινα φίλος τους και
τα ‘κανα ‘πλακάκια’ με τους βρικόλακες της γειτονιάς και δε μ’ ενοχλούν.
Δηλαδή θέλω να πω ότι, τέτοια ώρα που πηγαίνω στη δουλειά, δεν υπάρχει
καθόλου ανθρώπινη κίνηση. Μόνο η σκιά μου, απ’ το φως της κολώνας,
αφήνοντας χώρο στα φαντάσματα και τους βρικόλακες. Συνήθισαν να με
βλέπουν στα άγρια χαράματα. Έγινα ‘δικός’ τους. Βέβαια.
- Βρε καλώς τον, μου λέει ο βρικόλακας της τελευταίας βάρδιας, ενώ
ανοίγει το στόμα του, έτοιμος να ρουφήξει αίμα. Είναι ο βρικόλακας του
οικοδομικού μας τετραγώνου. Έχουν κι αυτοί τις ‘περιοχές’ τους. Όχι παί-
ζουμε.
- Νωρίς πάλι, δουλειά ε ; τυχερός είμαι.
- Είσαι νέος εδώ στην περιοχή μάλλον ε ;
- Ναι, ο άλλος έχει άδεια και ήρθα εγώ για μερικές μέρες.
Στο μεταξύ, οι κουβέντες τράβηξαν το ενδιαφέρον άλλων vampiers
που ήταν λίγο πιο εκεί και πλησίασαν.
- Άστα ρε δικέ μου, λέω του vampire.
- A εσύ είσαι πάλι ; ρε τι θα γίνει με σένα, λέει ένας παλιός εκεί της
περιοχής, νηστικούς θα μας αφήσεις ; Σε είδε ο νέος πρωί πρωί και τον
έπιασε μια ‘λιγούρα’.
- Τα είπαμε αυτά. Σε λίγο ξημερώνει. Πρέπει να φεύγετε.
- Ναι θα φύγουμε, αλλά ρε φιλαράκι, είσαι σκέτο μεζεδάκι.
Γνωριζόμαστε πια. Τόσα χρόνια με περιμένει στην πόρτα. Την πρώτη
φορά ήταν έτοιμος να μου ρουφήξει το αίμα ο κύριος ‘βδέλλας’.
- Πεινάω, μου είχε πει τότε, πιο παλιά δηλαδή. Τι θα ‘λεγες για λίγο
αιματάκι, τι ομάδα είσαι ;
- Σε πρόλαβε άλλος, του είπα.
Έκπληξη ο βρικόλακας.
- Άλλος ; αφού αυτή η γωνιά, αυτό το μέρος είναι δικό μου. Σοβαρά ;
για να κάνω παράπονα στο σύλλογο, δεν κατάλαβα λέει. Ώστε έτσι ε, έρχο-
νται τώρα και άλλοι ;
- Ναι, λέω. Άλλος ήταν, όμως δεν είναι vampire, δεν είναι βρικόλα-
κας, λέω, δηλαδή άλλος είναι…
- Άλλος ; δεν γίνεται, εγώ είμαι εδώ ‘υπεύθυνος’ για αίματα, για αναρ-
ροφήσεις. Αυτή η περιοχή, είναι δική μου. Δε μου λες, πότε ήταν ; μήπως
πριν….τότε που είχα άδεια ; αλλά και πάλι θα με ενημέρωναν απ’ το σύλ-
λογο, είπε ο απορροφητήρας αίματος.
- Μα αφού ο καθένας έχει το χώρο του, λέει αγανακτισμένος ο ‘ρου-
φήχτρας’.

8
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Σοβαρά ; λέω δήθεν έκπληκτος, μόνο και μόνο να απαλλαγώ απ’ τον
προσωπικό και ιδιωτικό βρικόλακα.
- Ναι έτσι τα συμφωνήσαμε στο σύλλογο, είπε. Ο καθένας έχει το
χώρο του, τους ‘πελάτες’ του. Τι δηλαδή, χρειάζεται οργάνωση. Όχι παί-
ζουμε.
- Ξέχασες, του λέω του προσωπικού μου vampier, ξεχνάς.
- Τι ξεχνάω, λέει ο πεινασμένος φτερωτός ληστής αίματος.
- Αφού τα είπαμε και πιο παλιά. Υπάρχει ένας βρικόλακας επίσημος,
εδώ και πολλά χρόνια. Υπάρχει ακόμα και σήμερα, πρωί βράδυ, μέρα νύ-
χτα….
- Δηλαδή ;
- Παντρεμένος είμαι, άρα καταλαβαίνεις πιστεύω έτσι ;
- Ωχ, κατάλαβα, είπε το vampire. Χειρότερα. Έχεις άλλον μόνιμο που
σου ρουφάει το αίμα όλο το 24ωρο. Πολλά χρόνια είσαι παντρεμένος ;
- Αρκετά, λέω με έμφαση.
- Τι τραβάς κι εσύ !!!
- Κάποτε θα στα πω.
- Άσε, είσαι χειρότερα από μένα, λέει το δικό μου vampire.
Και θυμάμαι, όση ώρα μιλούσαμε, μας πλησίαζαν και κάποιες άλλες
‘σκιές’ κάνοντας ουρά, έτοιμες να ρουφήξουν, να πάρουν τη ‘μίζα’ τους.
- Εντάξει παιδιά, λέει στους άλλους βρικόλακες. Δικός μας είναι. Πα-
ντρεμένος είναι. Και χειρότερα μάλλον. Ήρωας είναι.
- Ωχ, είπαν τότε όλες οι ‘ρουφήχτρες’. Παντρεμένος ε ; μας συγχω-
ρείς, είπαν όλοι. Περνάς χειρότερα από εμάς. Δικός μας είσαι. Πες μας αν
χρειάζεσαι κάτι έτσι ;
- Ελάτε τώρα, μη με βάζετε σε πονηρές σκέψεις, ελάτε…..
- Μήπως έχεις να μας ‘συστήσεις’ κανέναν υποψήφιο ;
- Τι υποψήφιο, λέω με περιέργεια.
- Κανέναν υποψήφιο ‘δότη’, πετάγεται ένα νέο vampire. Μάλλον αυτό
δεν είναι ενημερωμένο απ’ τα άλλα, τα γνωστά μου δηλαδή.
- Έχω μια ιδέα, ενώ το μυαλό μου πήγε στην πεθερά μου.
- Μην τον ενοχλείτε, λέει το ‘αφεντικό’ τους. Δικός μας είναι, τα είπα-
με αυτά. Άντε πάμε, ξημερώνει σε λίγο. Πάμε για πατσά, λένε όλοι. Να
βάλουμε και μπόλικο ‘κόκκινο’ μέσα.
Φεύγουν οι βρικόλακες και τα ζόμπι της περιοχής μου. Έτσι σήμερα,
με την παγωνιά και την υγρασία που έχει, πρέπει να πάω για δουλειά.
Ολόκληρη διαδικασία προετοιμασίας όμως. Κρύο σήμερα.
Που να κυκλοφορήσει άνθρωπος με τέτοια παγωνιά και την τόση πη-
χτή πρωινή ομίχλη και υγρασία που μοιάζει με ψιχάλα. Ψυχή
έξω εκτός από μερικούς ταξιτζήδες που με τις αναμμένες τις
‘κουκούλες’ των ταξί, μοιάζουν με μυστήριες επίγειες τε-

9
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

ράστιες πυγολαμπίδες. Φυσικά μέσα σ’ όλο αυτό το μυστήριο, ακούγονται


οι φωνές των σαλεπιτζήδων που σαν ατμομηχανές βγάζουν καπνό καθώς
σπρώχνουν το καροτσάκι με το ‘σαμοβάρι’ γεμάτο με το θεϊκό θερμαντικό
σαλέπι,. Τοπίο και εικόνες θρίλερ. Σαν Jourasik Park, τοπίο στην ομίχλη,
όπως θα έλεγε και ο Αγγελόπουλος.
Ετοιμάζομαι να ξυπνήσω. Δεν κατάλαβα γιατί τα σκέφτηκα όλα αυτά
τώρα. Σκηνές απ’ το παρελθόν που ήρθαν αυτόματα στο μυαλό. Όμως
αυτά συμβαίνουν όταν είμαι πρωινός.
Έτσι και σήμερα, μέρα δουλειάς, ετοιμάζομαι.
Το βιολογικό ρολόι με προετοιμάζει να ξυπνήσω. Συνήθισα τόσα
χρόνια. Δυσκολεύομαι λίγο σήμερα, γιατί χτες ήπιαμε μερικές μπίρες με τη
γυναίκα μου.
Ακόμα θυμάμαι μερικές χτεσινές στιγμές, μόνο και μόνο για να λει-
τουργήσει το μυαλό και να αρχίσει η διαδικασία ξυπνήματος. Πριν πάρω
το δρόμο της κρεβατοκάμαρας χτες, είπα ότι πάω πρώτα στην τουαλέτα.
- Πρόσεχε, στη λεκάνη είπε. Όχι στη μπανιέρα για σιγουριά.
Αυτά και πολλά άλλα συνέβησαν χτες, πράγματα που με στεναχώρη-
σαν και σκέφτομαι άλλη φορά να τρέχω πρώτος στην τουαλέτα, γιατί η γυ-
ναίκα μου, έτρεξε πρώτη.
Θολές εικόνες έρχονται στο μυαλό, ενώ η μυρωδιά απ’ τα σουβλάκια
ακόμα είναι στη μύτη μου. Ένα ρέψιμο μου έρχεται. Αφήνω τον εαυτό
μου….ελεύθερο….
- Τα μοσχάρια είναι πιο ευγενικά, λέει ο προσωπικός ελεγκτής. Έχουν
τακτ, λέει πάλι.
- Ναι, λέω. Κοίτα τώρα να πιεις λίγο λιπαντικό, εντάξει ;
- Δηλαδή ; ακούγεται μια έκπληκτη φωνή απ’ την άκρη του κρεβα-
τιού. Λιπαντικό ;
- Ναι, για το ροχαλητό που θα αρχίσεις, εννοώ γλυκιά μου.
- Εγώ δεν ροχαλίζω. Τραγουδώ και απαγγέλω ποίηση, λέει.
- Ναι λέω, ταυτόχρονα με τρένα που περνούν πάνω σε τενεκέδες και
βαρελότα.
- Δηλαδή εννοείς….ότι εγώ…..
- Δεν εννοώ τίποτα. Καληνύχτα. Σκέψου τι θα φάμε αύριο.
- Όχι δεν σκέφτομαι. Καληνύχτα……..
Αυτά συνέβησαν χτες, είπαμε την καληνύχτα μας και αφού τραβήξαμε
το καζανάκι αρκετές φορές, πέσαμε να κοιμηθούμε συζητώντας για το
απόγευμα που πέρασε. Τα λόγια βγαίνουν με δυσκολία απ’ το στόμα μου,
γιατί ήδη εγώ μάλλον ‘πετώ’ στις αγκάλες του Μορφέα.

10
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Επαναφορά στη….ζωή
Χαράματα της νέας μέρας. Το βιολογικό μου ρολόι, χτυπάει μέσα
μου, όταν έχω πρωινή βάρδια. Αρχίζω και επανέρχομαι στη ζωή και το
δεξί μου μάτι πέφτει στην πράσινη φωτεινή ένδειξη του ψηφιακού ρολο-
γιού στο κομοδίνο, δεξιά απ’ το κρεβάτι μας. Βλέπω την ώρα και δεν πι-
στεύω. Πως πέρασε η ώρα ! Ακόμα χτες κοιμήθηκα και δεν κατάλαβα πως
πέρασε η νύχτα (πρωϊνές σαχλαμάρες και φιλοσοφίες !!!)
Κανονικά πεντέμισι ξυπνάω, αλλά είπαμε, το ‘εσωτερικό’ ρολόι, χτύ-
πησε μισή ώρα νωρίτερα σήμερα. Από τις 5 ήδη άρχισα να να ‘κουνιέμαι’
στο κρεβάτι. Δεν βαριέσαι, για μισή ώρα δεν έγινε και τίποτα. Μάλλον
ακόμα ‘πάω’ με την θερινή ώρα. Να θυμηθώ να ‘ρυθμίσω’ !!
Το ραδιοξυπνητήρι το έχω ρυθμίσει σε έναν σταθμό, που έχει απαλά
και ήρεμα τραγούδια. Τραγούδια κατάλληλα για πρωινό ξύπνημα, τραγού-
δια σαν απαλή χνουδάτη κουβερτούλα, που χαϊδεύει το κορμί. Έτσι ξυπνώ
με κέφι, με χαμόγελα και με χνουδάτη απαλή διάθεση. Τραγούδια κατάλ-
ληλα για ήρεμο πρωϊνό ξύπνημα και δημιουργία χαρούμενης διάθεσης, να
είμαι σε ετοιμότητα για τη μέρα που ξημερώνει.
Όμως μια φορά θυμάμαι, άλλαξα κατά λάθος σταθμό όταν το καθάρι-
ζα και δεν το κατάλαβα. Έτσι εκείνο το πρωινό, εκείνο το δραματικό πρωι-
νό, ‘ξύπνησα’ με τραγούδια πανκ και χέβι μέταλ. Μόνο εγκεφαλικό δεν
έπαθα. Πρωϊνό ξύπνημα και να ακούω τσιρίδες, και άγριες ροκιές μεσ’ τα
άγρια χαράματα ; εκεί να με δεις ταχύτητα και κινήσεις πεινασμένου πάν-
θηρα που κυνηγάει το θύμα του, για να το κλείσω, πριν αρχίσουν περισ-
σότερες τσιρίδες και βασικά να μην ξυπνήσει και το γυναικάκι μου.
Σωστό αιλουροειδές, άμα λάχει. Τσιτάχ. Ο άνθρωπος αστραπή. Μέχρι
και τα φαντάσματα στην κρεβατοκάμαρα τρόμαξαν κι έφυγαν. Οι παλμοί
εκείνο το πρωινό σίγουρα ‘χτύπησαν’ τους 300. Σίγουρα !!

11
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Και φυσικά τότε, εκείνη τη φορά, συνέβησαν αυτά που δεν θέλει κα-
νείς να συμβούν. Δηλαδή δεν τελείωσαν όλα έτσι απλά. Ήταν τότε που
μπερδεύτηκα με τα σκεπάσματα - για να προλάβω να βγάλω τα χέρια να το
κλείσω - και φυσικά τυλίχτηκα περισσότερο σαν κουκούλι, λες και με έδε-
σαν με ζουρλομανδύα, με αποτέλεσμα να μη γίνει τίποτα. Η μουσική χέβι-
μέταλ συνέχιζε να ακούγεται σαν φεστιβάλ ροκ μέσα στα άγρια μεσάνυ-
χτα.
Μέχρι να ελευθερωθώ και να πάρω ανάσα, τέλειωσε και το τραγούδι.
Μου άρεσε που έκαναν και αφιέρωση σε κάποιον, για καλό ξύπνημα. Άσε
που η καρδιά κόντεψε να σπάσει απ’ το ξαφνικό αυτό ξύπνημα. Αν είχα
πιεσόμετρο, η πίεση θα έδειχνε 300 και φυσικά ξύπνησε και η ‘ψυχή’ δί-
πλα μου, σε κατάσταση αμόκ, με μάτια σαν φωτιά μές’ τη νύχτα. Ακόμα
θυμάμαι εκείνα τα μάτια. Σαν διαφήμιση για οφθαλμίατρους για φακούς
επαφής. Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα ‘κάρβουνα’ αντί για μάτια. Τι βρικόλα-
κες και τι Δευτέρα Παρουσία !!! Εδώ να δεις. Φωτιά σκέτη. Μάλλον θα
πρέπει να ψάξω για άλλο σταθμό, πιο ήρεμο, πιο ρομαντικό ή να κάνω
εξορκισμό.
Φυσικά δεν έκανα εξορκισμό, αλλά φρόντισα να αλλάξω σταθμό, για
απαλό και χνουδάτο πρωινό ξύπνημα. Τώρα όλα καλά. Ξυπνώ με χαμόγε-
λο και εύθυμη διάθεση έτοιμος για πρωινό χαρούμενο ξύπνημα. Το πάθη-
μα, γίνεται μάθημα. Έτσι είναι.
Πάει αυτό. Τώρα ξέρω. Αντιδρώ διαφορετικά.
Πεντέμισι και κάτι ψιλά. Ξύπνησα λόγω τουαλέτας, αλλά με τις
σκέψεις αυτές πλησιάζει η ώρα που θα χτυπήσει, να ανοίξει δηλαδή ο
σταθμός που έχω στη μνήμη. Θέλει 3-4 λεπτά για να πάει πεντέμισι, αλλά
θα το προλάβω πριν χτυπήσει. Δεν πειράζει για 3-4 λεπτά δε γίνεται ζήτη-
μα.
Με αέρινες, απαλές, σίγουρες και άνετες κινήσεις, σαν ικανοποιη-
μένη γκόμενα που πηδιόταν όλο το βράδυ, απλώνω το δεξί χέρι να προ-
λάβω να το κλείσω πριν χτυπήσει και ξυπνήσει τη γυναίκα μου που κοι-
μάται δίπλα μου, που σίγουρα βλέπει όνειρο και συζητά ‘κάπως έντονα’ με
τις νεραϊδένιες φιγούρες στα όνειρά της που όπως φαίνεται έχει διαφορές
μ’ αυτούς που ‘συζητά’. Το ροχαλητό είναι έντονο. Μάλλον θα έχει αρκε-
τά μεγάλες διαφορές, ακόμα και στα όνειρα.
Δε λέω κοιμάται ήσυχα, αλλά σήμερα διαφωνεί και ρίχνει κάτι ροχα-
λητά σαν να ανακατεύεις μέταλλα σε παλιά τσίγκινη κατσαρόλα. Έτσι για
να επιβληθεί. Όχι ότι δηλαδή δεν κατάφερα να κοιμηθώ ή ότι έπεσαν οι
σοβάδες απ’ τους τοίχους ή ότι άνοιξαν μόνα τους τα παράθυρα απ’ το συ-
ντονισμό του ροχαλητού. Όοοχχιιιι δεν θα πω τέτοια πράγματα για το γυ-
ναικάκι μου. Το μικρό μου γουτσου γούστου.

12
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Πήγε 5:28 τώρα.


Απλώνω το δεξί χέρι όπως είπα με αέρινες
ονειρεμένες κινήσεις, ακόμα απ’ το χτεσινό όνειρο
που έβλεπα. Ξεσκεπάζομαι και από τα σκεπάσματα
και βρωμοκόπησε το δωμάτιο απ’ τα κλανίδια που
έριξα όλη τη νύχτα. Ρε κάτι ‘θαύματα’ που δη-
μιουργεί η φύση. Ρε τι είναι ο άνθρωπος. Ρε τι είμαι
εγώ, (ας το ξαναπώ), Ρε τι άνθρωπος είμαι εγώ !!!
Οι πράσινες ενδείξεις απ’ το ψηφιακό ρολόι,
δείχνουν ότι πλησιάζει η ‘κρίσιμη’ ώρα. Σχεδόν
χαμογελαστός, έμπειρος πια, απλώνω και τεντώνω
το χέρι να κλείσω το ξυπνητήρι κι ας είναι συντονι-
σμένο σε ‘απαλό σταθμό’, με ρομαντικά τραγούδια.
Τεντώνω όμως κάπως υπερβολικά το δεξί μου
χέρι έτοιμος να πατήσω το κουμπί ακύρωσης, αλλά καθώς απλώνω το χέρι
πιο πολύ απ’ ότι θα πρέπει, γέρνω περισσότερο το κορμί μου, ήμουν και
στην άκρη του κρεβατιού, με αποτέλεσμα να χάσω την ισορροπία μου και
να πέσω απ’ το κρεβάτι ,να σαβουρντιστώ κάτω στο χαλάκι που έχω μπρο-
στά απ’ το κρεβάτι.
- Τι θα γίνει ρε μεγάλε, ακούγεται να λέει αγανακτισμένο το
πατάκι. Πάλι με ξύπνησες. Αυτό θα γίνεται κάθε φορά ;
Παραξενεύομαι στην αρχή, αλλά κατάλαβα. Πάλι διαμαρτύρεται το
πατάκι. Θα πρέπει να το αλλάξω κι αυτό. Βαρέθηκα τα παράπονά του.
Δεν μιλώ, απ’ την έκπληξη και την τσατίλα, πρωί πρωί….
- Αυτό θα γίνεται κάθε φορά που είσαι πρωινός ; συνεχίζει. Άντε σε
βαρέθηκα πια. Ουφ, κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Ούτε να κοιμηθούμε
δεν μπορούμε στο σπίτι αυτό. Φτάνει που με πατάς με τις ποδάρες σου το
βράδυ πριν κοιμηθείς, έχουμε και τα πεσίματα. Άντε, φτάνει πια με
σένα…..….
Ουπς, εξαφανίστηκα. Τι πέσιμο κι αυτό πάλι. Γεμάτος νεύρα τώρα,
χάθηκε η χαλαρή διάθεση και το χαμόγελο, έσβησε απ’ το πρόσωπό μου.
Αρχίζω τα μπινελίκια για την ‘τύχη’ μου, από μέσα μου, γιατί το χειρότερο
είναι να ξυπνήσει η ‘διπλανή’ μου. Εκεί να δεις μετά βρικόλακες και ευ-
γένεια λέξεων και εκφράσεων. Ξαπλωμένος κάτω ακόμα, σιγομουρμουρί-
ζω για την ‘τύχη’ μου όπως είπα. Κι αυτό το πατάκι, όλο παράπονα….
Μοιάζω τώρα έτσι πεσμένος στο πάτωμα, έτσι πεσμένος, μαζί με τα
σκεπάσματα, σαν τεράστιο σουβλάκι πίτας με άνθρωπο μέσα του. Μόνο τα
χέρια μου εξέχουν απ’ τις κουβέρτες και τα σκεπάσματα, προσπαθώντας

13
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

να έχω ανοιχτό το πάνω μέρος για να αναπνέω. Με το ζόρι ακούγονται τα


μπινελίκια, καθώς το στόμα μου, το φράζουν τα σκεπάσματα.
- Τώρα έπρεπε να γίνει αυτό….την τύχη μου μέσα….λέω χαμηλόφω-
να, γεμάτος τσατίλα και αγανάκτηση.
- Ορίστε ; λέει το πατάκι.
- Ρε δεν με παρατάς κι εσύ, κόντεψα να σκοτωθώ.
- Ναι, να σκοτωθείς εσύ, απαντά, αλλά έπεσες πάνω μου. Και να σου
πω και κάτι ;
- Ουφ, κουβέντα θα κάνουμε τώρα, χαράματα ;
- Να σου πω και κάτι ; λέει ξανά το πατάκι.
- Άντε πες να τελειώνουμε….
- Πάχυνες, μου λέει. Το κατάλαβα αμέσως, πάχυνες…
Ωχ, τι ήταν αυτό, τι χαστούκι σήμερα χαράματα ; ωχ ωχ..!!!
Όμως μέσα σε όλο αυτό τον χαμό και την διαπίστωση ότι πάχυνα,
πλησιάζει σε δευτερόλεπτα η ώρα που χτυπήσει και το ρολόι. Πρέπει να το
προλάβω, πριν χτυπήσει. Αυτό σκέφτηκα και πριν και βρέθηκα αιχμάλω-
τος απ’ το πατάκι. Όμως η θέληση, η εμπειρία, η τόλμη και το πείσμα είναι
ισχυρότερα. Θα το προλάβω, λέω μέσα μου. Ευτυχώς, τουλάχιστον ήταν το
χαλάκι μπροστά απ’ το κρεβάτι και δεν έπεσα στα κρύα πλακάκια του πα-
τώματος. Τυχερός σε ένα βαθμό….
Έτσι ξαπλωμένος κάτω, αποφασίζω να σηκώσω το χέρι και να κλείσω
το ξυπνητήρι, πριν με προλάβει. Ουφ πια, τι κατάρα και σήμερα τα χα-
ράματα. Κλείνω το ξυπνητήρι και ετοιμάζομαι να σηκωθώ. Τα πράσινα
ψηφιακά νούμερα της ώρας στο ρολόι με κοιτούν παράξενα. Ειρωνικά θα
έλεγα, γιατί είδαν τι συνέβη πριν λίγο. Όμως συνεχίζουν να δείχνουν την
ώρα και μου φαίνεται ότι προχωρά γρηγορότερα τώρα. Εμ βέβαια, το ρο-
λόι αφού είδε τι έπαθα, τώρα μου κάνει πλάκα, προχωρώντας γρηγορότε-
ρα τώρα την ώρα. Ρε τι παθαίνω με την τεχνολογία. Να θυμηθώ να αγο-
ράσω ένα άλλο ρολόι που να ‘κολλάει’ ή ώρα σταθερά στις 5:30 και να
μην προχωρά παρακάτω. Ε τι δηλαδή !!
Όμως με τις ‘απαλές’ και γρήγορες κινήσεις που κάνω, έριξα κάτω
και ξετυλίχτηκε ένα χαρτί υγείας που έχω στο κομοδίνο για….ώρα
ανάγκης…. Τώρα έπεσε στο πάτωμα και κύλησε όλο μέχρι την πόρτα της
κρεβατοκάμαρας, λες και κάποιος το ξετυλίγει. Σαν άσπρο φίδι, φαίνεται
να κυριαρχεί τώρα στο χολ. Άντε πρωί, πρωί να μαζεύω και να τυλίγω το
χαρτί. Άσταδιάλα, στραβά άρχισε η μέρα. Φτου.
Όμως εμένα δεν θα μου χαλάσουν τη διάθεση τα ρολόγια και το χαρτί
υγείας κι ας έπεσα κάτω και ξεπάγιασε η πλάτη μου. Όχι, εγώ είμαι το αφε-
ντικό εδώ. Όχι παίζουμε.
- Τι θα γίνει, θα σηκωθείς επιτέλους, διαμαρτύρεται το πατάκι. Άντε,
είπα πάχυνες, βάρυνες, άντε σήκω επιτέλους...

14
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Αφήνω να περάσει αυτό το πρωινό μικροατύχημα για να μη συγχυστώ


περισσότερο ώστε να έχω ήρεμο μυαλό. Θα εφαρμόσω ένα σύστημα
ομοιοπαθητικής !!!
Φέρνω στο μυαλό μου εικόνες με πράσινα λιβάδια, γεμάτα λουλούδια,
ρομαντικά ηλιοβασιλέματα και κύματα που σκάνε απαλά και αθόρυβα σε
βραχάκια, για να φτιάξω ακόμα πιο πολύ τη διάθεσή μου, να φύγει η πρωι-
νή κατάρα που με πλάκωσε. Άκου να πέσω απ’ το κρεβάτι ! Φτου, σαν
αστείο μου φαίνεται.
Φέρνω ακόμα και ψησταριές με μπριζόλες, σουβλάκια, κοκορέτσι και
αρκετά παϊδάκις. Αυτές είναι εικόνες για ωραία πρωινή διάθεση. Σωστά
πράγματα…..
- Χα χα χα, ρίχνω κάτι πρωϊνά γέλια. Κοίτα τι συμβαίνει λέω κάπως
δυνατά και ξαναγελάω.
- Καλέ τι έπαθες και γελάς πρωί πρωί, λέει το ‘έτερο ενάμιση’, η χο-
ντρούλα μου, η γλυκιά αναπνοή μου, η προσωπική γκεστάπο μου. Τώρα
που το σκέφτομαι, μάλλον ο Θεός μου πήρε αρκετό υλικό απ’ τα πλευρά
μου, για να την κάνει. Η χοντρούλα μου, το κορίτσι μ ου. Έτσι δε λένε οι
γραφές, ότι η Εύα έγινε απ’ το πλευρό του Αδάμ ;
- Τίποτα, κοιμήσου μικρή μου, της λέω, κοιμήσου…
- Α εντάξει, λέει και συνεχίζει την κουβέντα στα όνειρά της. Ένα συ-
νεχές ροχαλητό δηλαδή.
Στις 7 πιάνω δουλειά, αλλά σηκώνομαι πιο μπροστά, μέχρι να συνέλ-
θω και μετά με τις σχετικές ‘πρωινές υπηρεσίες’ τουαλέτας, θα περάσει
κάποια ώρα. Να θυμηθώ να αλλάξω το περιοδικό που διαβάζω δυο – τρία
χρόνια. Το έμαθα απ’ έξω πια. Θα πρέπει να πάρω καινούργιο σταυρόλεξο.
Όμως επειδή βαριέμαι να λύνω, λέω να πάρω ένα έτοιμο λυμένο. Επί-
σης θέλω και μισή ώρα με το αυτοκίνητο για τη δουλειά και όλα μια χαρά.
Έμαθα πια, τόσα χρόνια. Σχεδόν όλα γίνονται μηχανικά.
Συνήθισα τη διαδικασία αυτή τόσα χρόνια. Στις αρχές μου φαίνονταν
κάπως δύσκολο να σηκώνομαι στις 5.30 το πρωί. Και καλά το καλοκαίρι
που ο ήλιος ανατέλλει εκείνη την ώρα και όλα αμέσως παίρνουν χρώμα.
Ακόμα και η διαδρομή για τη δουλειά, μοιάζει με εκδρομή. Τον χειμώνα
όμως τι γίνεται ; εδώ σε θέλω μάστορα, λέω στον εαυτό μου. Τον χειμώνα
όλα αλλάζουν. Και μόνο το κρύο που υπάρχει, όλα γίνονται πιο αργά.
Ακόμα και το μυαλό αργεί να πάρει μπροστά. Κι όταν πάω στο αυτοκίνη-
το, παγώνουν τα χέρια στο τιμόνι.
Τι θέλω και τα σκέφτομαι όλα αυτά, αφού τίποτα δεν πρόκειται να αλ-
λάξει για τα επόμενα 700 χρόνια μέχρι να βγω σε σύνταξη. Έχω ακόμα
πολλά χρόνια μέχρι τότε και έχω αμέτρητα πρωινά μπροστά μου. Όμως
όπως αποδεικνύεται τελικά, είμαι σκεπτόμενο άτομο. Τς τς τς !!
- Σηκώνομαι, λέω στο πατάκι.

15
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Ναι επιτέλους. Με ξενύχιασες, έφυγαν τα κρόσσια μου. Άντε επι-


τέλους, διαμαρτύρεται έντονα. Θα κάνω παράπονα στο σύνδεσμο χα-
λιών….
- Ρε δεν με παρατάς, συζήτηση θα ανοίξουμε τώρα με τα χαλιά, άντε
και δεν έχω όρεξη. Άντε μη σε πατήσω πάλι, τώρα που πάχυνα. Φτάνει
αυτό που έπαθα, έχω κι σένα τώρα….
- Στο σύνδεσμο χαλιών, στο συνδικαλιστικό όργανο, συνεχίζει το χα-
λάκι, πατάκι που είναι μπροστά στο κρεβάτι.
- Κοίτα, λέω ενώ σηκώνω το πόδι, έτοιμος να πατήσω το χαλάκι, κοί-
τα….
- Ωχ ωχ, λέει το πατάκι – χαλάκι, και φοράς και 45 νούμερο πα-
ντόφλα, ωχ ωχ…..όμως να σε ρωτήσω κάτι ;
- Για ρίξτο, λέω με περιέργεια.
- Είσαι σοβαρός, τι παντόφλες είναι αυτές, είσαι καλά ;
- Είναι οι αγαπημένες μου, λέω. Θέλω να έχω ζεστά πόδια.
- Ενώ τώρα που τις ψάχνεις, τι γίνεται ; άϊντε άϊντε…..

16
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Η ντουλάπα
Σηκώθηκα πια και κοιτώ κοροϊδευτικά το ρολόι και το πατάκι, που εξ
αιτίας του σαβουρντίστικα προηγουμένως. Ευτυχώς δηλαδή που δεν ενο-
χλήθηκε πολύ και το έτερο μου ενάμιση που εξακολουθεί να έχει πολύ ζω-
ντανό διάλογο με τα όνειρά της.
Σκοτάδι στο δωμάτιο, αλλά φυσικά ξέρω το μέρος. Σπίτι μου είναι ρε
διάολε. Αν είναι δυνατό να μην το ξέρω. Με κλειστά μάτια και σαν αίλου-
ρος που είμαι, σηκώνομαι τώρα με κινήσεις που θα ζήλευε και ο καλύτερος
ακροβάτης και ίσως και ο Νουρέγιερ, ψάχνω τις παντόφλες λυγίζοντας τη
μέση και τα γόνατα, κάνοντας ταυτόχρονα και γυμναστική. Ευκαιρία, έτσι
είμαι ‘γω, κάνω ταυτόχρονα δύο πράγματα. Χρόνου φείδου δηλαδή. Έτσι
έλεγαν οι αρχαίοι υμών πρόγονοι. Δηλαδή ποιος θα βγάλει πιο γρήγορα το
φίδι απ’ την τρύπα !!!!
Στηριζόμενος στο ένα πόδι, κουνάω το άλλο, ψάχνοντας για τις πα-
ντόφλες και εδώ πάλι, δυστυχώς, συμβαίνει αυτό που δε θα ήθελα ποτέ να
συμβεί. Βρήκα τη μία, χάνω την ισορροπία μου και σκοντάφτω στο διπλω-
μένο χαλάκι μπροστά στο κρεβάτι. Πέφτω με θόρυβο απέναντι στη ντου-
λάπα.
- Πάλι τα ίδια, τι θα γίνει με σένα, ε ; διαμαρτύρεται πάλι πιο έντονα
το πατάκι, χαλάκι που είναι διπλωμένο απ’ το πρώτο πέσιμο.
- Θα σκάσεις, λέω κάπως έντονα, θα ξυπνήσεις και τη ντουλάπα τώρα
και θα έχουμε ιστορίες. Σκάσε λοιπόν !!!
- Γιατί να σκάσω, πετάγεται η αγαπημένη μου γυναίκα, γιατί την ξύ-
πνησα. Γιατί να σκάσω ε ε γιατί ;
- Τίποτα, όλα καλά, λέω. Κοιμήσου, όλα καλά….

17
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Πως τίποτα. Μου λες να σκάσω. Ακόμα δεν μίλησα…..


Πάει η πρωινή διάθεση, πάει και το τσιτάχ που κρύβω μέσα μου, πάει
και το λύγισμα της μέσης, πάει η γυμναστική. Τώρα ακολουθεί μια αν-
θρώπινη χαλκομανία στην ντουλάπα.
Σαν βροντή ακούστηκε ο θόρυβος, λες και έπεσα σε τύμπανα ή σε
συλλογή από κατσαρόλες. Καλά ρε γαμώτο, τόσος θόρυβος ; ούτε κι εγώ
δεν το περίμενα. Μέσα στην ησυχία της νύχτας έμοιαζε σαν ρεσιτάλ
ντραμς από χεβιμέταλ συγκρότημα.
Καλά ε ; τώρα βρήκε να γίνει κι αυτό ; γίνονται αυτά που δε θέλω με
τίποτα να γίνουν. Μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, όλα άρχισαν στραβά. Και
ειδικά όταν δε θέλω κάτι ρε γαμώτο, συμβαίνει πάντα το αντίθετο. Ήθελα
να μην κάνω θόρυβο και έγινε το αντίθετο. Μόνο τα μεγάφωνα έλειψαν, τα
παλαμάκια και οι δημοσιογράφοι για φωτογραφίες. Τόση φασαρία για το
τίποτα.
- Τι έπαθες ; ρωτά πάλι, ανήσυχη πάλι η δικιά μου με μάτια σαν κάψες
τσιγάρου, μέσα στο σκοτάδι. Πάλι σκόνταψες στο χαλάκι, πάλι ; αμάν πια.
- Αυτό το χαλί, της λέω κοντεύει να με σκοτώσει. Δεν μπορώ να κατα-
λάβω, μαλωμένο είναι μαζί μου ; σαν παγίδα μοιάζει. Και με κοιτάζει μ’
ένα ύφος, λάμπουν τα μάτια του στο σκοτάδι !!! Άντε τέλος. Όλα καλά,
κοιμήσου.
- Και που βλέπεις όλα αυτά, μέσα στο σκοτάδι, είσαι καλά ;
- Έτσι όπως είμαι τώρα, όλα τα βλέπω. Άσε με τώρα. Όλα στραβά ξε-
κίνησαν σήμερα το πρωί.
- Άντε και με ξύπνησες, λέει. Και τα είδες όλα. Και το χαλί και το
ύφος του μεσ’ τα νύχτα. Τόσο καιρό το λες, άντε άλλαξέ το επιτέλους να
ησυχάσουμε. Και το ρολόϊ πριν ; Άντε, καλή δουλειά θα μιλήσουμε μετά.
Στο μεταξύ εγώ, μοιάζω με χαλκομανία στη ντουλάπα.
- Και δε μου λες ; συνεχίζει η γλυκιά μου γκεστάπο.
- Λέγε, της λέω με γαλήνιο ύφος, έτοιμος να ομολογήσω.
- Γιατί δεν άναψες το φως ,γιατί όλη αυτή η παράσταση ;
- Για να μη σε ξυπνήσω γλυκιά μου, λέω με μελιστάλαχτο ύφος, γε-
μάτο άχνη ζάχαρη και μπόλικη σαντιγί.
- Ναι, ευτυχώς δεν με ξύπνησες, ευτυχώς…..
- Έχεις δίκιο, λέω, αλλά όχι και παράσταση, εδώ παραλίγο να μείνω
ανάπηρος, κι εσύ λες για παράσταση. Λοιπόν θα σου εξηγήσω λέω και συ-
νεχίζω θέλοντας να δώσω μια δικαιολογία στην πρωϊνή γκάφα μου. Δεν
ήθελα να σε ξυπνήσω, γλυκιά μου.
- Άστο τώρα. Ετοιμάσου για τη δουλειά και τα λέμε το μεσημέρι.
Περνάει η ώρα, ετοιμάσου.
- Εντάξει, λέω και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Γλίτωσα το δεύτερο
στάδιο ανάκρισης.

18
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Βγάζω την UHU και καταφέρνω να ξεκολλήσω απ’ την ντουλάπα.


Ψάχνω με μανία να βρω και να φορέσω τις παντόφλες για να αρχίσει ‘η
πρωινή διαδικασία’ της ετοιμασίας για τη δουλειά. Αυτή η ντουλάπα, κι αν
δεν έχει γίνει το ‘στήριγμά’ μου αρκετά πρωινά. Έχει ξανασυμβεί αυτό με
το χαλάκι, και πάντα προσέχω την ώρα που σηκώνομαι. Και παρ’ όλο που
ξέρω ότι υπάρχει χαλάκι εκεί στο κρεβάτι και θέλω να το αλλάξω, πάντα
το αφήνω για την άλλη φορά και αρκετές φορές γίνομαι χαλκομανία στη
ντουλάπα.
Ωστόσο, σαν παλιός λοκατζής που ήμουν, πάλι δεν ανάβω φως. Εφαρ-
μόζω το σχέδιο νυχτερινής όρασης. Με το δεξί μάτι ανοιχτό (το άλλο
ακόμα δεν ξύπνησε) ισορροπώ στο ένα πόδι σαν πόζα καράτε και με το
άλλο ψάχνω στο σκοτάδι τις παντόφλες. Βρίσκω τη μία. Η άλλη πήρε ρεπό
σήμερα μάλλον γιατί όσο κι αν ψάχνω, δεν μπορώ να τη βρω. Άντε, καλά
αρχίζει η μέρα σκέφτομαι. Όλα στραβά. Φτου και πάλι φτου.
Στηριγμένος στο ένα πόδι και ψαχουλευτά με το άλλο, εξακολουθώ να
ψάχνω για την άλλη παντόφλα. Είναι χειμώνας και πατώ ξυπόλητος στο
παγωμένο πάτωμα να βρω την παντόφλα, γιατί το χαλάκι το έσπρωξα πιο
εκεί. Αισθάνομαι το παγωμένο πάτωμα στο ένα πόδι. Και για όλα αυτά,
φταίει το καταραμένο χαλάκι.
Με την μία πατούσα δηλαδή, ζεστή μέσα στην παντόφλα και το άλλο
πόδι παγωμένο, γιατί πατώ στο πολύ κρύο πλακάκι του πατώματος, αι-
σθάνομαι σαν να έχω δύο διαφορετικά πόδια. Η πατούσα μου πάγωσε, το
αίμα σχεδόν δεν κυκλοφορεί στο πόδι. Καλά ρε τι γίνεται σήμερα εδώ ;
όλα είναι εναντίον μου. Σχεδόν μούδιασε το πόδι.
- Δε θα με νικήσει εμένα ένα χαλάκι αλλά ούτε και οι παντόφλες, μο-
νολογώ μάλλον λίγο φωναχτά, γιατί ξυπνά πάλι το έτερο ήμισύ μου.
- Τι θα γίνει τελικά ; λέει.
- Ξεροβήχω λίγο, ψάχνω την άλλη παντόφλα λέω. Εντάξει, πέρασε λέω,
κοιμήσου τώρα.
Εντάξει, έβαλα τα πράγματα στη θέση τους. Όχι παίζουμε δηλαδή.
Και η άλλη παντόφλα ; Τίποτα. Που στο διάολο εξαφανίστηκε πρωί χα-
ράματα, δεν μπορώ να καταλάβω, σκέφτομαι και κοντεύω να βγάλω χιονί-
στρες απ’ το παγωμένο πάτωμα που πατώ.
- Άντε χριστιανέ μου τελείωνε πια, ακούγεται σαν κεραυνός ακόμη
μια φορά η γλυκιά φωνή της δικιάς μου, άντε σιγά σιγά θα πάω εγώ για
σένα στη δουλειά σήμερα. Τι έπαθες πάλι ;
- Ψάχνω την άλλη παντόφλα. Που στο διάολο πήγε κι εξαφανίστηκε ;
ρε μπας κι έχω ένα πόδι και δεν το ξέρω ; Θα πάω χοροπηδώντας σαν κα-
γκουρό στην τουαλέτα. Θα ανάψω το φως να τη βρω, λέω.
- Αυτό το χιούμορ σου πια !!

19
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Ενώ το δικό σου που ούτε σαν ανέκδοτο δεν το έχεις, είναι καλύτερο
;
- Μμμμ χιουμορίστα μου εσύ, λέει και γυρνά απ’ την άλλη για να συ-
νεχίσει τις τούφες της, να μπει στα όνειρά της, ενώ αφήνει ένα κι ένα κλα-
νίδι για να ζεστάνει την ατμόσφαιρα.
- Άντε βρες την παντόφλα, περνά η ώρα και θα αργήσεις, ακούγονται
οι τελευταίες λέξεις της πριν το ροχαλητό. Ευτυχώς που δεν είσαι χταπόδι,
να ψάχνουμε για τις άλλες επτά παντόφλες, λέει η μελωδική φωνή της.
Τότε τι θα κάναμε ;
Ναι ευτυχώς, για σκέψου να έψαχνα άλλες 7 παντόφλες. Ναι σωστά,
αλλά με τα μπερδέματα στο χαλί και την παντόφλα ήδη πέρασε ένα τέταρ-
το. Θα πρέπει να βιαστώ. Κοίτα τώρα τι παθαίνω πρωϊ πρωί, λέω φουσκω-
μένος από τσατίλα ψάχνοντας ακόμα για την παντόφλα. Φαντάστηκα την
εικόνα και άρχισα να γελάω.
- Μπράβο ρε Μαίρη λέω, μ’ έκανες να γελάσω πρωί πρωί. Άκου χτα-
πόδι !!
Όμως, μου ήρθε μια φαεινή ιδέα, ένα ερώτημα δηλαδή. Όμως παρ’
όλα αυτά, δεν ανάβω το φως όπως είπα. Το ξέχασα.
Ίσως το μπέρδεμα με το χαλί, μήπως και χώθηκε κάτω απ’ το κρεβάτι,
γι’ αυτό δεν τη βρίσκω ; Ρε κάτι ιδέες που έχω τα χαράματα. Έτσι, χωρίς
να ανάψω φως, στα τυφλά δηλαδή, σκύβω γρήγορα να ψάξω, αλλά βάρεσα
την κεφάλα μου στο ξύλο του κρεβατιού.
- Γκαπ, ακούστηκε ένας ξερός θόρυβος.
Ωχ, λέω δυνατά από μέσα μου. Πάει το κεφάλι μου. Δεν ήξερα ότι το
κεφάλι μου ακούγεται έτσι ξερά.
- Αμάν, τι θόρυβος είν’ αυτός ; έσπασαν την πόρτα, μπήκαν κλέφτες ;
λέει η γλυκιά μου γκεστάπο, που ξύπνησε και άναψε το δικό της πορτατίφ.
Τώρα πια παρακολουθεί τα πάντα με προσοχή αλλά και περιέργεια. Μπα-
αα, τι θέλει κι αυτή
- Τίποτα, τίποτα λέω. Χτύπησα το κεφαλάκι μου. Η πόρτα είναι μια
χαρά, μην ανησυχείς, δηλαδή πιο πολύ σε νοιάζει για το κρεβάτι, παρά για
το κεφαλάκι μου ;
- Το κρεβάτι ; γιατί για να σκύψεις εκεί χτύπησες.
- Και το κρεβάτι μια χαρά είναι, άντε κοιμήσου τώρα.
- Ώστε το κεφάλι σου έκανε έτσι, όσο για το κρεβάτι αν χαλάσει που
θα κοιμόμαστε ; η κεφάλα σου δεν παθαίνει τίποτα, λέει και ετοιμάζεται να
σκάσει στα γέλια, το κεφάλι σου ήταν ; άλλη φορά που θα ξυπνάς, να φο-
ράς αμέσως κράνος !!!
Δεν απαντώ, για να μη δώσω συνέχεια, αλλά κοντεύω να σκάσω απ’
τα νεύρα μου. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα σκοτωθώ πριν καλά καλά
βγω απ’ την κρεβατοκάμαρα. Άντε να δω πότε επιτέλους θα καταφέρω να

20
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

βγω, να πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο να συνέλθω, μετά στην κου-
ζίνα για πρωινό ζεστό αρωματικό καφεδάκο και μετά να την κάνω για τη
δουλειά. Άραγε τι με περιμένει ακόμα. Ποιος ξέρει τι θα μου συμβεί μέχρι
να βγω απ’ το σπίτι. Ίσως θα πρέπει να προσλάβω έναν σεκιουριτά ή έναν
θυρωρό, αλλά ίσως κι έναν ινδιάνο ιχνηλάτη οδηγό, βρε παιδί. Αλλά μάλ-
λον, μετά από σοβαρή σκέψη, μάλλον θα προσλάβω μπάτλερ. Ναι, ένα
μπάτλερ να με φροντίζει το πρωί.
- Θα τελειώσεις κάποια φορά να φύγεις να κοιμηθώ, ακούγεται η απα-
λή φωνή της γυναίκας μου.
- Ναι, έτοιμος είναι, απαντώ.
- Δεν είσαι, μου λέει μέσα στον ύπνο της…
- Σε δέκα λεπτά φεύγω, λέω.
- Δεν είσαι, επαναλαμβάνει. Έχεις ακόμα….
- Θα κοιμηθείς επιτέλους, να ετοιμαστώ, να φύγω. Μη με καθυστερείς
με τις παρατηρήσεις σου, ύπνο τώρα, νάνι νάνι…..
Πάω στην τουαλέτα, μπροστά στον καθρέφτη….

21
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Συνομιλία με τον καθρέφτη


Ξύπνησα πια, αν και πέρασε αρκετή ώρα ψάχνοντας τις παντόφλες.
Προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια για αρχίσω πια τη μέρα. Όλα στραβά σήμε-
ρα.
Όλα έγιναν έστω μετά από λίγα ‘μπερδέματα’. Όλα άρχισαν να παίρ-
νουν τη σειρά τους. Σηκώθηκα και θα πάω προς το μπάνιο, να πλυθώ λίγο
να συνέλθω.
Οι τσίμπλες σαν βράχια με εμποδίζουν να δω καθαρά και δεν μ’ αφή-
νουν να ανοίξω το αριστερό μάτι. Δεν κατάφερα να το ανοίξω ακόμα. Προ-
χωρώ αθόρυβα προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, σαν γάτα που είδε
στρουμπουλό ποντίκι. Με θολό ακόμα βλέμμα στο άλλο μάτι, πάω προς
την τουαλέτα. Ανοιγοκλείνω το μάτι και ως εκ θαύματος, βρίσκω την πόρ-
τα της τουαλέτας χωρίς να πάθω τίποτα άλλο. Αυτόματα το χέρι πάει στο

22
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

διακόπτη και κλικ ανάβω το φως. Σαν αστραπή με τύφλωσε έτσι όπως
ήμουν και με κάνει να οπισθοχωρήσω λίγο. Τι φως κι αυτό πρωί, πρωί ρε
παιδάκι μου ; Με το ένα πόδι παγωμένο, το ένα μάτι κλειστό και την έντο-
νη λάμψη, νομίζω ότι είμαι σε ανάκριση στη Stazi της Ανατ. Γερμανίας.
Με ρομποτικές και εντελώς αυτόματες κινήσεις, ανοίγω τη βρύση. Το
παγωμένο νερό στο πρόσωπο με κάνει να αισθάνομαι σαν ξεβράκωτος
στην ανταρκτική. Τσιτώθηκε το δέρμα, λες κι έκανα μπότοξ. Κουνήθηκα
ασυναίσθητα απ’ το κρύο νερό, σαν θαλάσσιος ελέφαντας που κουνιέται
στην άμμο ψάχνοντας για θηλυκά. Συνέρχομαι απότομα και κοιτώ τον εαυ-
τό μου στον καθρέφτη.
Αυτό που βλέπω, μοιάζει κάτι μεταξύ με χαμαιλέοντα και χταπόδι,
έτσι πολύχρωμος που είμαι ακόμα απ’ τον ύπνο και από τις τσαλάκες του
μαξιλαριού ή με ζέβρα σε οίστρο. Ευτυχώς που δεν υπάρχει κάμερα να
βγω φωτογραφία. Μάλλον για δραπέτης μοιάζω, λερωμένος και τσαλακω-
μένος απ’ τη στοά που έσκαβα όλη νύχτα για να δραπετεύσω.
- Καλημέρα μεγάλε, λέω του ειδώλου μου στον καθρέφτη.
- Καλημέρα αλλήθωρε τσαλακωμένε, μου απαντά το είδωλο στον κα-
θρέφτη. Κατάφερες και ξύπνησες, βρήκες το δρόμο ;
Τον κοιτώ με το ανοιχτό μάτι, μ’ αυτό που μπορώ και βλέπω έστω και
θολά. Το άλλο δεν άνοιξε ακόμα.
- Κι αυτές οι ρίγες τι είναι ; ρωτά ο καθρέφτης.
Ωχ πρωί, πρωί ασχολήσου με τίποτα άλλο, θέλω να του πω, αλλά τι να
λέμε τώρα. Με καθρέφτες θα μιλώ, δεν είμαστε καλά.
Ο καθρέφτης λες και με άκουσε, λέει.
- Μεγάλε, έτσι κεφάτος είσαι κάθε πρωί ; πολλά κέφια έχεις. Τυχερή η
γυναίκα σου να σε βλέπει έτσι το πρωί. Ρε την τυχερή.
Εγώ δεν μιλώ, για να μη δώσω θάρρος στον καθρέφτη, στον γυάλινο
μάγκα που έχω απέναντί μου.
- Δεν μιλάς, συνεχίζει ο γυάλινος όμως. Έχω να σου κάνω ένα δώρο,
ένα δώρο που θα σου αρέσει.
- Δώρο ; τι δώρο λέω παραξενεμένος.
- Ένα χαλάκι, να το βάλεις μπροστά στο κρεβάτι λέει και κοντεύει να
ξεκολλήσει απ’ τα γέλια από το έπιπλο, χαχαχα!!!
- Μωρέ κρυάδες, πρωϊ πρωί, δε με παρατάς κι εσύ.
- Κι αυτές οι μελανιές εκτός απ’ τις ρίγες, τι είναι ; συνεχίζει. Πάλι
στη ντουλάπα έπεσες, κάτι άκουσα πριν, αλλά τώρα που σε βλέπω….
- Θέλεις τίποτα ; άντε πρωϊνιάτικα τώρα, λέω με βαρύ ύφος. Μη μας
πάρει και αέρα ο ‘γυάλινος’.
- Θα σου δώσω μια συμβουλή, λέει το είδωλό μου στον καθρέφτη.
Θέλεις ;

23
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Δεν περιμένω συμβουλή, λέω αποφασιστικά, αλλά για λέγε, είμαι


περίεργος να ακούσω.
- Να φοράς σωσίβιο και μπρατσάκια όταν ξυπνάς.
- Δε μας παρατάς πια πρωί πρωί λέω και απορώ γιατί συνεχίζω να
μιλώ με τον εαυτό μου, να μονολογώ δηλαδή. Μάλλον γιατί ακόμα δεν συ-
νήλθα μετά απ’ όσα πέρασα, χαράματα ακόμα. Μπελάς και βάσανα.
- Να βγάλεις φωτογραφίες να δεις πως είσαι τα πρωϊνά συνεχίζει το
γυάλινο είδωλο. Σαν πειρατής. Μόνο ο γάντζος στο χέρι σου λείπει. Α, και
που είσαι, μην ξεχάσεις το κράνος για την κεφάλα σου. Και κράνος. Να
βάζεις και κράνος μόλις ξυπνάς. Να βγάζεις φωτογραφίες πριν και μετά, να
βλέπεις τη διαφορά. Μόνο να προσέξεις….
- Πολλά είπες, του λέω. Αλλά τι να προσέξω ;
- Μην τυχόν αυτές οι φωτογραφίες δημοσιευθούν ‘προς τα έξω’, θα
είσαι ο πιο καταζητούμενος άνθρωπος της γης, έτσι όπως θα είσαι στη φω-
τογραφία χαχαχα. Τα μπρατσάκια μη ξεχάσεις, εντάξει ;
- Γιατί να φοράω μπρατσάκια ; ρωτώ παραξενεμένος.
- Μήπως δεις όνειρο ότι κολυμπάς και πνιγείς !!! χα χα χα.
Τώρα τι του λες του καθρέφτη. Όλο εξυπνάδες είναι. Του τραβάς μια
να σπάσει ; αλλά πάλι μετά, θα πρέπει να βάλω άλλο καθρέφτη και ποιος
ξέρει ο καινούργιος μέχρι να με συνηθίσει, ειδικά τα πρωϊνά, θα έχουμε
σεμινάρια συμπεριφοράς.
- Μήπως να κάνεις και ασφάλεια ζωής ; συνεχίζει.
Δεν του απαντώ για να μη δώσω συνέχεια. Παρατράβηξε πια.
- Πάντως τώρα που πέρασε λίγη ώρα, φαίνεσαι καλύτερος.
- Ευχαριστώ, λέω του ‘γυάλινου’.
- Ναι, μοιάζεις με χάμστερ.
Το αριστερό μάτι επιτέλους ανοίγει και ωωωωω ! μπορώ και θαυμάζω
τον εαυτό μου σε 3D διαστάσεις, κανονικά πια. Έφυγε ο χαμελαίων κι
έμεινε η ζέβρα, που σιγά σιγά, φεύγει κι αυτή. Μεταμορφώνομαι σε άν-
θρωπο.
Παρατάω τον ‘γυάλινο’ μάγκα και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Λέω
στον εαυτό μου φωναχτά.
- Καλά μεγάλε, είσαι ατέλειωτος, λέω στο είδωλό μου. Είσαι και ο
πρώτος των πρώτων. Τσολιά μου εσύ, γίγαντα, συνεχίζω να λέω στον εαυ-
τό μου και αρχίζω να σιγοσφυρίζω. Φτου σου παίδαρε, ατέλειωτε. Φτου
σου, φτου σου.
- Σταμάτα να με φτύνεις, λέει ο καθρέφτης.
- Γίγαντα, ατέλειωτε, λέω πάλι στον εαυτό μου, δηλαδή στο είδωλο
στον καθρέφτη. Μάγκα μου, ασίκη, τρελογκόμενε, όταν ακούγεται η γυ-
ναίκα μου απ’ την κρεβατοκάμαρα, με αγανακτισμένη φωνή :

24
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Τι θα γίνει πια, θα τελειώσεις επιτέλους ; Άντε θα αργήσεις. Πάλι οι


πρωινές κολακείες ; φτάνει πια τόσα χρόνια. Θα βγάλω τον καθρέφτη απ’
την τουαλέτα να δω τι θα κάνεις όταν ξυπνάς.
Εγώ κάνω πως δεν ακούω.
- Απίθανε, λέω πάλι στο είδωλό μου, εξαίσιε, άπαιχτε !!! όλοι σε ζη-
λεύουν, φτου φτου φτου.
- Θα σηκωθώ και θα σβήσω το φως στην τουαλέτα, λέει η γλυκιά μου
γυναικούλα, το στήριγμά μου στη ζωή, το πλευρό που μου πήρε ο Θεός και
την έκλασε – έπλασε ήθελα να πω.
- Θα σβήσω το φως, επαναλαμβάνει.
Μετά από τέτοιο ωμό εκβιασμό, τελειώνω παίρνω τη ζέβρα και βγαί-
νω.
- Ξέχασες το χάμστερ, φωνάζει ο ‘γυάλινος’.
- Ρε δεν με παρατάς, του λέω.
Όμως η γυναίκα μου έχει δίκιο. Αρκετή ώρα έχασα. Έχει δίκιο,
σκέφτομαι και βγαίνω. Θα πρέπει να ξυριστώ, να ετοιμαστώ. Ετοιμάζομαι
να ξαναμπώ. Έχασα αρκετό χρόνο μ’ όλα αυτά. Ίσως κάνω και καφέ, γιατί
πέρασε η ώρα με τη συζήτηση στον καθρέφτη. Δε βαριέσαι λέω στον εαυ-
τό μου, αύριο ξυρίζομαι, μια μέρα δεν κάνει τίποτα. Όσο για τον καφέ, θα
πιω έναν στη δουλειά. Αύριο λοιπόν.
Αρχίζω να ντύνομαι. Αρκετά καθυστέρησα σήμερα. Έχει κρύο έξω.
Θα ντυθώ ‘γερά’ να αντέξω μέχρι να πάω στη δουλειά, εκεί έχει καλοριφέρ
και θα είναι καλύτερα.
- Βάλε το μπουφάν το χοντρό, ακούγεται η γυναίκα μου, που τώρα ξύ-
πνησε. Δηλαδή την ξύπνησα με τις πρωινές σαχλαμάρες μου. Όμως έτσι εί-
ναι οι ετοιμασίες...
- Ναι, αυτό έβαλα. Σαν μπαούλο αισθάνομαι, λέω.
- Μην το ‘παίζεις’ τζόβενο, μην πας με το φανελάκι και πουκάμισο με
κοντό μανίκι….
- Μα τι λες τώρα, παιδί είμαι, τι έπαθες πρωί πρωί, λέω...
Έτοιμος πια, ντυμένος καλά, χωρίς να ξυριστώ και χωρίς καφέ, βγαί-
νω και πάω κατά το αυτοκίνητο. Θυμάμαι ότι πρέπει να βάλω βενζίνα,
αλλά με την όλη αυτή καθυστέρηση, μάλλον δεν θα προλάβω. Θα μπω στο
αυτοκίνητο και θα κάνω γρήγορα, να πάω έγκαιρα στη δουλειά. Δεν πι-
στεύω να μου συμβεί κάτι άλλο. Ότι ήταν να γίνει, έγινε.
Με το χοντρό μπουφάν, κασκόλ και γάντια, αισθάνομαι σαν Βίκινγκ
πολεμιστής, με πανοπλία, έτοιμος να αντιμετωπίσω το κρύο και την παγω-
μένη ‘ανάσα’ του χειμώνα.

25
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Βγαίνω έξω.
Με το χοντρό μπουφάν, προχωρώ σχεδόν σκυφτός, αξύριστος και με
ένα μάλλινο μαύρο σκουφί στο κεφάλι, μοιάζω με δραπέτη, κατατρεγμένο
της κοινωνίας. Η πάχνη, η υγρασία πάνω στο μπουφάν, έπιασαν κρούστα,
σαν άσπρο σεντόνι. Κολλούν στο πρόσωπο σαν μάσκα απολέπισης έτσι
άσπρη που είναι. Μοιάζω με Λάπωνα την εποχή που κυνηγούν τα καρι-
μπού. Το κρύο διαπεραστικό και η υγρασία στο φουλ. Όλα τα καλά δηλα-
δή. Εντάξει, χειμώνας είναι. Αλλά είναι απ’ τις μέρες που έχει φοβερή
υγρασία. Και μέσα σ’ όλα αυτά, θα πρέπει να πάω στη δουλειά.
Βλέπω τους τελευταίους βρικόλακες. Ένας απ’ αυτούς με πλησιάζει.
- Τι θά ‘λες για λίγο αιματάκι ; μου προτείνει.
- Καλά, πάλι τα ίδια έχουμε ;
- Ο βρικόλακας με πλησιάζει πιο πολύ.
- Α εσύ είσαι. Δεν σε κατάλαβα. Ωχ, ο παντρεμένος είσαι. Εσύ που
έχεις έναν βρικόλακα στο σπίτι σου. Εντάξει συνάδελφε. Πέρνα. Για δου-
λειά ε ;
- Ναι, λέω.
- Εντάξει παιδιά, λέει ο βρικόλακας στους άλλους που άρχισαν να
πλησιάζουν. Αυτός είναι χειρότερος από μας. Εντάξει...
Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, τόσα πρωινά με ομίχλες, πάχνη και υγρα-
σίες. Κάπου κάπου, τα λέμε. Έτσι είμαι εγώ. Κοινωνικός τύπος, δεν κάνω
εξαιρέσεις.
Οι υπόλοιποι βρικόλακες φεύγουν, πάνε να κρυφτούν τώρα που τε-
λειώνει η βάρδια τους και έρχεται η μέρα. Έτσι είναι οι βρικόλακες. Αυτοί
κυκλοφορούν τη νύχτα, αλλά όμως τώρα είναι η ώρα που βγαίνουν οι άν-
θρωποι για τη δουλειά τους. Άλλοι βρικόλακες αυτοί. Η ώρα των vampires.

26
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Απ’ το βάθος φαίνεται μια ατμομηχανή να πλησιάζει και μια φωνή να


ακούγεται :
- Σαλέπι ζεστόόόόόό. Η πρωινή βενζίνη !!!!
Αρχίζει η μέρα, φεύγουν οι βρικόλακες, έρχονται οι άνθρωποι, αρχίζει
η κυκλοφορία, οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, τα βρισίδια για διάφορα ζητή-
ματα και ότι άλλο που δηλώνει τη ζωή.
Στο αυτοκίνητο
Κρύο, υγρασία, πάχνη σήμερα και ο ήλιος ίσως να βγει αργότερα. Η
ΕΜΥ άλλα είπε και μάλλον άλλα θα συμβούν. Βασικά πάντα πιστεύω τα
αντίθετα απ’ αυτά που λέει η ΕΜΥ. Έτσι είμαι πάντα σίγουρος για το τι
καιρό θα κάνει. Έτσι κάνουν όλοι σχεδόν. Σπάνιες φορές ‘πέφτει’ μέσα.
Κατεψυγμένο αυτό το πρωινό. Αυτή την εποχή ξημερώνει αργά. Και ο
ήλιος πουθενά. Συννεφιά. Ε ναι, ή θα βρέξει ή θα χιονίσει ή θα κάνει καλό
καιρό. Έτσι είναι. Και να βγει ο ήλιος, με τόσα σύννεφα που υπάρχουν, δεν
θα καταφέρει να φτάσει μέχρι εμάς.
Σκοτάδι ακόμα έξω, παρ’ όλο που πήγε ήδη 7 η ώρα. Είπαμε, υγρασία
σαν πηχτό άσπρο σύννεφο, εμποδίζει ακόμα και το
φως απ’ τις κολώνες να φτάσει στο δρόμο. Το όλο
σκηνικό, μοιάζει με ατμόσφαιρα Λονδίνου, σε σε-
νάριο Σέρλοκ Χολμς. Οι λάμπες απ’ τις κολώνες ρί-
χνουν όσο φως μπορούν, αλλά δεν φτάνει μέχρι
κάτω το πεζοδρόμιο. Σε λίγο θα σβήσουν κι αυτές.
Σημάδι ότι αρχίζει η μέρα. Τώρα ποια μέρα ; έτσι
και με τη συννεφιά που έχει σήμερα απ’ ότι βλέπω δηλαδή, μάλλον δεν θα
έχουμε μέρα, αλλά μια παράταση της νύχτας. Μια λίγο πιο φωτεινή νύχτα,
κάτι σαν Σκανδιναβία δηλαδή. Μόνο το Σέλας μας λείπει.
Το αυτοκίνητο είναι στο απέναντι πεζοδρόμιο και μοιάζει τυλιγμένο
σε κουκούλι. Λες και το τύλιξε ένας τεράστιος μεταξοσκώληκας. Η υγρα-
σία όλη τη νύχτα, πάγωσε πάνω του και άσπρισε σαν χιόνι. Είναι και
άσπρο, όλα μια χαρά. Θαμπό και παγωμένο, θολά τζάμια και μπόλικη
υγρασία πάνω του.
Με το μπρελόκ του συναγερμού και το χαρακτηριστικό μπι μπι ξε-
κλειδώνω και προσπαθώ να ανοίξω το αυτοκίνητο. Τα πορτοκαλί λα-
μπάκια ‘φλας’ άναψαν, σημάδι ότι είναι ‘ελεύθερο’ το αυτοκίνητο.
Λέω καλημέρα στον εαυτό μου και ετοιμάζομαι να ανοίξω την πόρτα
για να μπω. Όμως με την πρωϊνή δροσιά και την νυχτερινή παγωνιά κόλλη-
σαν οι πόρτες και δεν ανοίγουν.
- Μια χαρά. Ωραία ξεκινάμε. Τώρα μάλιστα. Σκέφτομαι να μην αρχί-
σω τα σχετικά μπινελίκια μήπως και καταφέρω και ανοίξω την πόρτα.

27
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Κάνω θετικές σκέψεις μέσα μου, φέρνω ‘ζεστές’ εικόνες στο μυαλό,
όπως καλοριφέρ, σόμπες, παραλίες καθώς και πιάτα με αχνιστό χοντρο-
κομμένο πατσά περνούν από μπροστά μου.
Μια σιλουέτα που σπρώχνει ένα καροτσάκι που βγάζει καπνούς, με
πλησιάζει γεμάτη μυστήριο. Κοιτώ με υποψία αλλά και περιέργεια. Τι γίνε-
ται εδώ, που βρίσκομαι ; σκέφτομαι.
Έτσι, ενώ είμαι ‘χαμένος’ στα πράσινα λιβάδια και τις ζεστές εικόνες
με χοντροκομμένο πατσά, μια αγριοφωνάρα μου τρυπά τα τύμπανα, εκεί
μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη μαύρη απελπισία που μ’ έπιασε.
Πετάγομαι, λες και με χτύπησε ρεύμα, έτσι απορροφημένος που
ήμουν στα λιβάδια και τον αχνιστό πατσά.
- Σαλέπι, ζεστό σαλέπιιιιιιιιιι.
- Σιγά ρε μεγάλε, με κούφανες. Τι φωνή είναι αυτή ;
- Σαλέπιιιιι, ξαναφωνάζει λες και μιλά απ’ το απέναντι βουνό, να
ακουστεί στα πέρατα της γης.
- Ρε κάτσε καλά, λέω. Ηρέμησε, τι φωνάζεις έτσι δίπλα μου, αφού δεν
είναι κανείς τέτοια ώρα.
- Φωνάζω για να ακούσουν, να πάρουν σαλέπι.
- Ναι, αλλά πιο σιγά ρε δικέ μου.
- ΣΑΛΕΠΙΙΙΙΙ λέει τώρα πιο δυνατά ο τενόρος της λυρικής…
- Ρε θα σκάσεις, λέω. Τι θα γίνει με σένα ;
- Αν δεν φωνάξω, δεν θα με ακούσουν, λέει και ετοιμάζεται να πάρει
μια πιο μεγάλη και βαθιά ανάσα.
- Κάτσε καλά, φτάνει. Με ξεκούφανες…..
- Καλημέρα Κώστα, λέει ο ‘επαγγελματίας’ ηφαιστειολόγος. Πόσα να
βάλω, 2-3 κυπελάκια φτάνουν ;
Μμμμ, σαλέπι. Ότι πρέπει λέω στον εαυτό μου. Ένα σαλέπι τώρα εί-
ναι ότι πρέπει, μέχρι να καταφέρω να ανοίξω την πόρτα. Το πρωινό γιατρι-
κό. Μαγικές στιγμές εκεί μπροστά στο παγωμένο αυτοκίνητό μου.
- Βάλε ένα ποτηράκι σε χοντρό φλιτζάνι και χωρίς αφρό, λέω
αστειευόμενος. Και με μια φούσκα στη μέση.
- Τι έγινε κυρ Κώστα ; πάντα με χιούμορ, λέει ο σαλεπιτζής.
- Πάγωσαν οι πόρτες, δεν ανοίγουν λέω.
- Ρίξε σαλέπι πάνω στην κλειδαριά, λέει ο ‘πρωινός διασώστης του
ΕΚΑΒ’. Το σαλέπι όλα τα γιατρεύει, είναι κατάλληλο για πολλές περι-
πτώσεις, λέει και κλείνει πονηρά το μάτι. Πιες και θα χαρεί η γυναίκα σου
και η γκόμενά σου, κάτι ξέρω εγώ.
- Ναι γιατρέ, εντάξει του λέω, για το αυτοκίνητο μιλάμε.
- Ρίξε λίγο, συνεχίζει ο γιατρός με ειδικότητα σαλεπιτζή.
- Η πόρτα ξεκλείδωσε, λέω αλλά πάγωσαν τα λάστιχα.

28
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Α καλά, τότε ρίξε γύρω γύρω στις πόρτες. Άντε ευκαιρία να κάνω
σεφτέ, να πιάσω την καλή, λέει ο ‘έμπορος’ γελώντας. Να βάλω 4-5 ποτη-
ράκια ; Πιστεύω να με πληρώσεις, όχι πάλι τράκα.
- Δε με παρατάς πρωί, πρωί του λέω, όρεξη έχεις. Πότε ρε δεν σε πλή-
ρωσα ; τι σαχλαμάρες λες ;
- Εντάξει, πλάκα έκανα να γελάσουμε λίγο, να κυκλοφορήσει το αίμα,
λέει ο σαλεπιτζής, ο πρωϊνός πωλητής.
- Έλα έλα έλα, σαλέπιιιιιι, φωνάζει πιο δυνατά και απομακρύνεται.
Μην απελπίζεσαι κε Κώστα. Όλα θα γίνουν, όλα.
- Μάλιστα γιατρέ, του λέω.
- Και δωρεάν η συμβουλή, λέει ο γιατρός.
Όλα θα πάνε καλά, λέω μέσα μου γεμάτος με αισιοδοξία για τη συ-
νέχεια. Αισιοδοξία αλλά γεμάτος από τσατίλα. Η καλή μέρα φάνηκε σήμε-
ρα. Προσπαθώ να τραβήξω την πόρτα του οδηγού, αλλά φοβάμαι μην ξε-
κολλήσουν και σκιστούν τα λάστιχα που υπάρχουν στην πόρτα και τα χα-
λάσω. Δοκιμάζω την πόρτα του συνοδηγού. Τα ίδια κι εκεί. Τα ίδια και
στις άλλες πίσω πόρτες. Μόνο η 5 η πόρτα του πορτμπαγκάζ είναι εντάξει
και ανοίγει. Τυχερός είμαι. Ωραία, αλλά πως θα γίνει τώρα ; η ώρα κοντεύ-
ει εξήμισι κι εγώ θα κάνω στον ακροβάτη, τον ζογκλέρ για να μπω στο αυ-
τοκίνητο ;
Ουφ, τουλάχιστον θα τα καταφέρω να μπω από εκεί. Ευτυχώς. Είμαι
ευλύγιστος, γατόνι σκέτο, αίλουρος και σβέλτος, αλλά δεν είμαι και χέλι
να γλιστρήσω ανάμεσα στα πράγματα του πορτμπαγκάζ και τις πίσω
θέσεις. Φοράω κι αυτό το χοντρό μπουφάν, λες και πηγαίνω να κατακτήσω
το Έβερεστ.
Στέκομαι ακίνητος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου να σκεφτώ
τρόπους ‘γλυστρίματος’ ώστε να φτάσω στη θέση του οδηγού. Θέλει
σκέψη το πράγμα.
- Δεν έχεις κι άλλη λύση, μου λέει ο εαυτός μου. Καλά να πάθεις που
δεν έβαλες λίγη σιλικόνη στα λάστιχα, όπως συμβουλεύεις τους άλλους,
να μην παγώσει και να ανοίξει.
- Θα σκάσεις καμιά ώρα ; λέω τσατισμένος πια. Όλα στραβά άρχισαν
σήμερα.
- Γιατί με βρίζεις ; λέει ο σαλεπιτζής, που ξαναγύρισε για να δει τη
συνέχεια του πρωινού σίριαλ της ζωής μου, μιας και δεν κυκλοφορεί ψυχή
έξω ακόμα.
- Δε λέω εσένα, με τον εαυτό μου τα ‘χω. Μ’ αυτόν μιλώ. Όλο κόντρα
μου πάει.
- Πιες το σαλέπι και όλα θα πάνε καλά, λέει ο σαλεπιτζής. Και πάρε
άλλα 2-3 ποτηράκια να ρίξεις στις πόρτες. Θα ζεσταθούν και θα ανοίξουν.
Άκου που σου λέω.

29
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Καλά γιατρέ, καλά λέω. Να ανοίξεις συνεργείο.


Τραβώ μια γερή ρουφηξιά.
ΑΑΑΑΑΑ, βοήθειαααα !!! θέλω να φωνάξω.
- Τι έπαθες κυρ Κώστα ; ρωτά έκπληκτος ο ‘γιατρός’.
- Τι να πάθω, κάηκα, ζεματίστηκα λέω.
- Ναι το σαλέπι αργεί να κρυώσει, βαστάει αρκετά έτσι όπως είναι,
θέλει λίγο υπομονή και…..είναι και τονωτικό….. !!!
- Τι λες τώρα, λες και κατάπια λιωμένο σίδερο.
Τόσο κάψιμο δεν έχω νιώσει ξανά. Σκέτη λάβα. Όσοι έχουν πιει σα-
λέπι το ξέρουν. Δεν κρυώνει με τίποτα. Παραμένει καυτό για πολλή ώρα.
Το ήξερα, αλλά υπολόγισα ότι θα κρύωσε όση ώρα μιλούσα με τον ‘γιατρό
σαλεπιτζή’.
Σχεδόν δεν μπορώ να μιλήσω. Η γλώσσα μου δε χωρά στο στόμα και
με τα πρησμένα χείλια που έκανα είμαι σαν ηθοποιός σε ταινία πορνό. Πε-
ριμένω να κρυώσει λίγο το σαλέπι για τη δεύτερη ρουφηξιά, ενώ το μυαλό
μου γυρίζει για να βρω λύση για τις πόρτες.
- Δοκίμασε να μπεις από πίσω, λέει ο σαλεπιτζής, λες και δεν το ήξε-
ρα εγώ ότι δεν υπάρχει άλλη λύση.
- @#$@#$@$ λέω, προσπαθώντας να μιλήσω με την πρησμένη γλώσ-
σα που έχω.
- Τι έπαθες, κατάπιες μεγάλη δόση ; αφού ξέρεις ότι το σαλέπι αργεί
πολύ να κρυώσει. Χειρότερο και από λάβα.
Σε λίγο επιτέλους συνήλθα και καταφέρνω να μιλήσω στον ‘γιατρό’
που μου παρέλυσε τη γλώσσα.
- Θα δω, λέω και ετοιμάζομαι να βγάλω το μπουφάν για να γίνω πιο
λεπτός, πιο ‘γλιστερός’ για να καταφέρω να μπω.
Με την πίσω πόρτα ανοιχτή σαν στόμα από φαλαινοκαρχαρία έτοιμος
να με κατασπαράξει, ετοιμάζομαι να μπω στο αυτοκίνητο. Με όλη την
προσπάθεια και το καυτό σαλέπι, άρχισα να ιδρώνω. Μοιάζω σαν λαδω-
μένος ποντικός.
- Ώπα, κάνουμε και στριπ-τιζ ; λέει ο σαλεπ-ντοκτόρ.
- Δε με παρατάς, λέω.
- Σαλέπιιιιι, φωνάζει πάλι ο ‘γιατρός’.
- Ρε θα σκάσεις, λέω, θέλεις να μαζευτεί κόσμος….
- Τουλάχιστον να κάνω και λίγο τζίρο, λέει.
- Αφού δεν κυκλοφορεί ψυχή, τι στο διάολο φωνάζεις ;
- Τώρα που φωνάζω, θα έρθει κόσμος. Σαλέπιιιιι…..!!!!
- Σκάσε ρε, σκάσε.
- Μα δεν γίνεται, είμαι επαγγελματίας….
- Καλά, δώσε άλλα δύο ποτηράκια.

30
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Τώρα είσαι σωστός κυρ Κώστα, λέει ο ντόκτορ, ενώ ετοιμάζεται να


πάρει βαθιά ανάσα, για να φωνάξει, να τον ακούσουν εκεί στο Έβερεστ.
- Θα φας τη μανιβέλα στο κεφάλι του λέω, κάτσε καλά…
Έτσι, μετά απ’ αυτή την απλή και αποτελεσματική λύση, αρχίζει η
πραγματοποίηση ‘εισόδου’ στο αυτοκίνητο.
Με την πίσω πόρτα ανοιχτή όπως είπα, βλέπω τα διάφορα δεκάδες
πράγματα που είναι μέσα. Όλο λέω να πετάξω αρκετά απ’ αυτά, αλλά μετά
σκέφτομαι ότι ίσως κάποτε να τα χρειαστώ. Έτσι τώρα βλέπω ένα βουνό
διαφόρων άχρηστων πραγμάτων. Δηλαδή τώρα χειμώνα, δεν χρειάζομαι
την ομπρέλα, ούτε την ξαπλώστρα, ούτε και την πτυσσόμενη πισίνα, αλλά
ούτε και την άγκυρα.
Άγκυρα, παράξενο. Αφού δεν έχω βάρκα, ούτε φουσκωτό, τι μου
χρειάζεται η άγκυρα. Έχει κι άλλα εκεί, αλλά δεν είναι τώρα η ώρα να ξα-
ναβλέπω. Τώρα με νοιάζει να μπω στο αυτοκίνητο και να καταφέρω να
φτάσω στη θέση του οδηγού.
Αν και αισθάνομαι πιο ‘λαστιχένιος’, άραγε θα μπορέσω να μπω ;
Γιατί όπως είπα, θα πρέπει να καβαλήσω πάνω απ’ τα πράγματα, σαν στί-
βος εκπαίδευσης ΛΟΚ, που κουβαλάμε μόνιμα και χωρίς λόγο στο πορ-
τμπαγκάζ, να ρίξω τις πλάτες των πίσω θέσεων, να περάσω απ’ τις πίσω
θέσεις, να φτάσω στις μπροστινές, να κατεβάσω την πλάτη του συνοδηγού
για να είναι πιο εύκολη η πρόσβαση στη θέση του οδηγού. Μα θα πρέπει
να γίνω χέλι, για να γίνουν όλα αυτά. Λες και περνώ στίβο καταδρομέων,
μοιάζει η κατάσταση. Και μόνο η σκέψη με κούρασε.
- Τι θα γίνει τώρα, θα συνεχίσεις, θα περιμένω πολλή ώρα ;
- Δεν κατάλαβα, λέω στον ‘γιατρό’. Κι εσένα τι σε νοιάζει ;
- Ε τι, τζάμπα περιμένω τόση ώρα εδώ ; καθυστερώ την επιχείρηση
για σένα. Άντε να σε δω πως θα χωθείς εκεί, ανάμεσα στα πράγματα που
έχεις. Έλα ντε, αν και…..
- Τι αν και ; ρωτώ.
- Μήπως να με πληρώσεις για διαφυγόντα κέρδη ;
- Τρελός είσαι, τι είναι πάλι αυτό ;
- Ναι, τόση ώρα που περιμένω να σε δω, χάνω απ’ τη δουλειά μου.
Χάνω πελατεία δηλαδή. Κι όλα αυτά εξ αιτίας σου.
- Ρε δεν με παρατάς πρωινιάτικα. Άκου διαφυγόντα κέρδη.
- Σαλέπιιιιι φωνάζει πάλι.
- Ρε τι σου είπα, άντε σκάσε ή πάνε πιο εκεί…
- Εντάξει, μη χάσω και τους πελάτες, λέει αλλά δεν κουνιέται απ’ τη
θέση του, σχεδόν δίπλα μου.

31
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Το περιπολικό
Όμως σε ένα πράγμα έχει δίκιο. Έχω
υπερβολικά αρκετά πράγματα στο πορτμπα-
γκάζ. Θα πρέπει να τα ξεφορτώσω, αλλά βα-
ριέμαι. Σκέφτομαι να πω του σαλεπιτζή να
μπει αυτός, μιας και είναι πιο λεπτός από
μένα.
- Τι θα ‘λεγες αν με βοηθούσες ;
- Δηλαδή ; λέει. Να αφήσω την επιχείρηση, να κρυώσει το σαλέπι, να
παρατήσω τους πελάτες για σένα ; αυτό θα σου κοστίσει, λέει.
- Σιγά ρε Αλ Καπόνε, του λέω. Ποιοι πελάτες, ούτε φαντάσματα δεν
έχει τέτοια ώρα. Καλά που με βρήκες και έκανες σεφτέ. Σιγά πια.
- Εγώ….την επιχείρηση. Πόσα μου δίνεις ; λέει με επιχειρηματικό
αλλά και εμπορικό πνεύμα.
- Ρε δε με παρατάς, λέω. Από αύριο τέρμα το σαλέπι, λέω και τη στιγ-
μή που αρχίζω και ξεντύνομαι σαν στριπτιζέζ σε νυχτερινό κέντρο. Ετοι-
μάζομαι να σηκώσω το πόδι για να μπω στο πορτμπαγκάζ, όμως ακούγο-
νται πίσω μου πόρτες από αυτοκίνητο να ανοίγουν και βαριά ποδοβολητά
να πλησιάζουν. Έρχεται μια άλλη έκπληξη.
- Ώπα, λέει ο σαλέπ-ντοκτόρ. Τι….κινήσεις είναι αυτές. Μήπως δου-
λεύεις τα βράδια σε στριπτιτζάδικο ; τι σπαγκάτα είναι αυτά κυρ-Κώστα,
μμμμ….ανοίγεις ωραία τα πόδια….. !!!!
- Γιατρέ, φύγε μην αρπάξω τη μανιβέλα, όπως είπα. Φύγε… λέω, όταν
ακούγεται μια ‘τρίτη’ φωνή, εδώ στο σκηνικό επέμβασης στο αυτοκίνητο.
- Τι συμβαίνει εδώ ; ακούω μια αυστηρή φωνή και ταυτόχρονα βλέπω
κι ένα μπλε φως να αναβοσβήνει πίσω μου. Αλλά και το φως ενός δυνατού
φακού μου στραβώνει τα μάτια, τα μάτια που κατάφερα να ανοίξω με τόσο
κόπο εδώ και μια ώρα πριν.
- Τι συμβαίνει εδώ ; ακούγεται πιο αυστηρή η φωνή πάλι.
Τώρα αυτό μου έλειπε.
Ένα περαστικό περιπολικό σταμάτησε πίσω μου και παραξενεμένοι οι
αστυνομικοί βλέπουν το θέαμα και μου κάνουν αυτές τις ερωτήσεις.
Ξαφνιάζομαι, έτσι σε θέση σχοινοβάτη που μετάνιωσε για το ακροβα-
τικό του, γιατί είμαι μισός στο πορτμπαγκάζ και μισός έξω, με το μπουφάν
να κρέμεται στα χέρια μου, ενώ τα πόδια μου εξέχουν απ’ το πορτ μπα-
γκάζ, λες και το αυτοκίνητο έχει πόδια...
Αυτό έλειπε τώρα.
- Τι να συμβεί λέω. Πάγωσαν και κόλλησαν οι πόρτες. Δεν ανοίγουν
και δεν μπορώ να μπω να πάω στη δουλειά. Σαν τι άλλο να συμβαίνει. Ευ-

32
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

τυχώς που μπορώ να μπω από πίσω, λέω ξαναμμένος και σχεδόν ιδρω-
μένος απ’ την προσπάθεια να μετατραπώ σε χέλι.
- Είναι δικό σας το αυτοκίνητο ; με ρωτούν κάπως επιφυλακτικά και
ύποπτα.
- Ναι, δικό μου λέω και άργησα για τη δουλειά.
- Άδεια, δίπλωμα ταυτότητα μου λένε, να διαπιστώσουν ότι δεν είμαι
κλεφτρόνι, παρ’ όλο που είμαι τζέντλεμαν.
- Τι είπατε ; λέω. Άδεια, δίπλωμα ; ελάτε, αν καταφέρετε να μπείτε,
εκεί στο ντουλαπάκι είναι τα χαρτιά. Άντε να σας δω, λέω. Ελάτε να γίνου-
με πολλές, λέω με χιούμορ.
- Τι πολλές κύριε, δεν είναι αστείο.
- Ποιος μίλησε για αστείο, λέω. Μα δε βλέπετε, τι ερωτήσεις είναι αυ-
τές, δεν βλέπετε λέω πάλι.
- Είναι το τυπικό της υπόθεσης, λένε οι αστυνομικοί. Αυτά πάντα τα
ζητάμε, έτσι γίνεται.
Στο μεταξύ, είμαι μισός μέσα στο πορτμπαγκάζ και μισός έξω. Αστεία
κατάσταση τώρα με το περιπολικό δίπλα μου και τους αστυνομικούς ο
ένας να προσπαθεί να τραβήξει να ανοίξει την πόρτα και ο άλλος να με
φέγγει με το φακό.
- Μην τραβάς την πόρτα λέω, θα σκιστούν τα λάστιχα.
- Εγώ του είπα να ρίξει λίγο σαλέπι, πετάγεται ο σαλεπιτζής, που είναι
ακόμα εκεί.
Ο αστυνομικός το κατάλαβε και άρχισε να ξύνει το κεφάλι του, προ-
σπαθώντας να κατεβάσει ιδέες, αυτό το παγωμένο πρωί εκεί μπροστά στο
σπίτι μου, στη γειτονιά μου.
- Σαλέπι ε, καλή λύση. Το δοκιμάσατε κύριε ;
Ρε που μπλέξαμε. Λες και ο αστυνομικός είναι συνέταιρος με τον σα-
λεπιτζή. Καλά, τρελές καταστάσεις.
Στο μεταξύ, με τις φωνές του σαλεπιτζή, τα φώτα του περιπολικού,
ήταν αφορμή να μαζευτούν κάποιοι περίεργοι περαστικοί, που σταματούν
και σχολιάζουν την κατάσταση. Είναι η ώρα που οι γέροι, ντυμένοι σαν
ντολμαδάκια, σκέτοι πιγκουΐνοι δηλαδή, βγαίνουν για περπάτημα, να ξανα-
γίνουν νέοι.
- Α εγώ Χαρίλαε, πάντα τέτοια ώρα βγαίνω. Ο κρύος αέρας είναι ότι
πρέπει, αισθάνομαι σαν παιδί….
- Συμφωνώ Αρίσταρχε, έχεις δίκιο, μόνο να θυμηθώ όταν πάω σπίτι,
να αλλάξω την πάνα που φορώ, έχω λίγη ακράτεια, ξέρεις. Κι αν παγώσει
πάνω μου……όταν τη βγάλω, θα ξεκολλήσουν κι άλλα πράγματα !!!!
- Δε βαριέσαι, δεν είναι τίποτα αυτό, λέει ο Χαρίλαος. Μόνο πρόσεξε
να την αλλάξεις γρήγορα, γιατί έχει κρύο και θα παγώσουν, κι αν πα-
γώσουν θα παγώσουν και τ’ αρχίδια σου.

33
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Ναι Αρίσταρχε, αυτό πήγα να πω. Με πρόλαβες, έχεις δίκιο. Λες να


παγώσουν και να πάθω τίποτα ;
Ταυτόχρονα με τον Χαρίλαο και τον Αρίσταρχο, καταφθάνουν και με-
ρικές γριές φώκιες, ρυτιδιασμένες σαν ξεραμένα δαμάσκηνα.
- Αχ Μυρσίνη μου, το κρύο τσιτώνει και ανανεώνει το δέρμα. Για δες,
δεν έχω δίκιο ;
- Που να σε δω μωρή ; μήπως έχει φώτα πουθενά για να σε δω ; μόνο
ρυτίδες βλέπω.
- Να φας τη γλώσσα σου, λέει η φώκια. Πάντα με την ‘καλή’ κου-
βέντα. Καλέ πάμε πιο εκεί, βλέπω φώτα και κόσμο, λέει η άλλη. Για πάμε
να δούμε τι συμβαίνει, ας πλησιάσουμε. Βλέπω κι ένα περιπολικό. Αχ,
πάμε να δούμε, έχει και φώτα, θα δεις και τις ρυτίδες που δεν έχω, πάμε…..
Τώρα, με περιτριγυρίζουν ένα σωρό ‘όντα’ εκτός τους αστυνομικούς.
Τώρα βρήκαν να συμβούν όλα αυτά ; Τώρα βρήκαν όλοι αυτοί να πε-
ράσουν ; σταμάτησαν και παρατηρούν με περιέργεια. Άλλωστε δεν έχουν
και τίποτα να κάνουν.
- Έτσι δεν είναι Κικίτσα μου ;
- Και ανα-ζω-ζωο-νεί το δέρμα, λέει μια ‘φώκια’ συλλαβίζοντας τη
λέξη. Μια φώκια απ’ την παρέα των ‘ετοιμοθάνατων’. Ούτε να μιλήσει δεν
μπορεί απ’ το κρύο, αλλά το δέρμα, δέρμα. Παγώνουν οι λέξεις στο στόμα.
Ακόμα και το σκυλάκι που τραβά μαζί της, δεν μπορεί να γαβγίσει.
Μοιάζει με μαλλιαρή πορδή.
- Ναι, ναι τσιτώνει και το δέρμα, επιβεβαιώνει μια άλλη καρέτα κα-
ρέτα που έτσι που είναι ντυμένη είναι σαν χελωνονιτζάκι. Μόνο το καβού-
κι της λείπει.
- Είναι ωραία, λέει ένας άλλος ετοιμοθάνατος που προσπαθεί να γλι-
τώσει απ’ το δρεπάνι του χάρου. Το πρωινό περπάτημα είναι ότι πρέπει.
Δίνει ζωή.
Βλέπω τον ανθρώπινο κλοιό και αναρωτιέμαι αν βγήκε εκδρομή το
ΚΑΠΗ της περιοχής μου. Που βρέθηκαν όλοι αυτοί τέτοια ώρα ; μερικοί
άλλοι πλησιάζουν με ‘γρήγορο βήμα’ να δείξουν στους άλλους ότι είναι
τζόβενα ακόμα.
- Εγώ Χαρίλαε, συνεχίζει ο πρώτος, όταν ήμουν πιο νέος, έτρεχα και
σε Μαραθώνιο.
- Αλήθεια Αρίσταρχε ; και τι θέση έπαιρνες ;
- Δεν πήρα ποτέ καλή θέση, έτρεχα μόνο και μόνο για τη δόξα και το
όνομα. Για την υγεία δηλαδή.
- Κι εκείνο το ασθενοφόρο, εσένα περίμενε ; είπε ο Αρίσταρχος κάνο-
ντας πρωινό, παγωμένο χιούμορ.
- Για τη δόξα, είπα, δεν άκουσες ;

34
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Ποια δόξα, λες, την Δόξα την κόρη του κυρ Γιάννη ; αααα σε κα-
τάλαβα τώρα Αρίσταρχε, σε κατάλαβα. Ώστε εσύ ήσουν που κυνηγούσε ο
κυρ Γιάννης τότε ; τώρα το θυμάμαι.
- Όχι Χαρίλαε, όχι……εγώ…..
- Τι όχι βρε παιδεραστή, είχαν ακουστεί τότε κάποια λόγια για σένα,
ότι κυνηγούσες εκείνη τη μικρούλα !!
Φυσικά όλοι αυτοί, δε κοιτάζουν λίγο πιο ψηλά τον Μιχαλάκη, τον
Αρχάγγελο ντε, που έχει ανοίξει το μπλοκάκι ‘επειγόντων περιστατικών’
να δει ποιον θα φωνάξει ‘επάνω’.
Και φυσικά δεν παραλείπουν να ρωτήσουν τους αστυνομικούς. Έσκα-
σαν απ’ την περιέργεια. Αυτοί έλειπαν τώρα. Η περιέργεια των γέρων είναι
ότι χειρότερο. Κάθονται και κοιτάνε λες και βλέπουν την Ανάσταση του
Λαζάρου ή μπορεί να ονειρεύονται κι αυτοί τα ίδια με τον Λάζαρο. Ποιος
ξέρει ; μπορεί στην επόμενη ζωή τους να γίνουν Λάζαροι.
- Ναι, ναι κι εγώ μια φορά έτσι την έπαθα και αναγκάστηκα να πάρω
ταξί, λέει ένας περαστικός, ανάμεσα σε πρωινό βήχα και γρήγορες ανάσες,
ενώ πιάνει τον καρπό του να μετρήσει τους σφυγμούς.
- Καλά πότε έγινε αυτό ; αφού είσαι συνταξιούχος.
- Πριν πολλά χρόνια, θα ‘ναι τώρα πάνω από 50.
- Και γιατί μιλάς έτσι λαχανιασμένα ; τον ρωτά ένας άλλος ‘υποψή-
φιος’ Λάζαρος.
- Τίποτα Χαρίλαε, απ’ το κρύο είναι. Αλλά δε θέλει να πει ότι πλη-
σιάζει έμφραγμα και ότι πάγωσαν τα ούρα στην πάνα που έχει ακράτεια
και πάγωσαν και τ’ αρχίδια του στην πάνα.
- Ευτυχώς εμείς είχαμε δύο αυτοκίνητα, λέει ο άλλος, τότε που έπαθα
τα ίδια με το κρύο και πήρα το αυτοκίνητο της γυναίκας μου, λέει ένας άλ-
λος.
- Μα καλά, πότε έγινε αυτό, ρωτά πάλι ο Χαρίλαος.
- Εεεεε, πάνε τώρα 50 χρόνια αν θυμάμαι…….
- Τι θες και θυμάσαι, λέει το νιάτο, τι τα θες γκουχ γκουχ…..
Και παρ’ όλο το κρύο και την παγωνιά, να ‘σου τώρα που πλησιάζουν
όλο και περισσότερες κι άλλες σκατόγριες-μούμιες, με τα σκυλιά τους που
βγήκαν για περπάτημα. Ντυμένες σαν αρκούδες, αλλά η πρωινή γυμναστι-
κή δε χάνεται με τίποτα. Δηλαδή τι γυμναστική. Αυτό είναι η πρωινή ενη-
μέρωση, τα κουτσομπολιά για να ενημερωθούν και οι υπόλοιπες που δεν
τα ‘μαθαν ακόμα.
- Και που λες χρυσή μου, συζητούν μεταξύ τους, τά ‘μαθες για την
Σίση εκεί στην απέναντι πολυκατοικία ;
- Πάψε Μίτση μου, έλα να δούμε τι γίνεται εκεί με τους αστυνομι-
κούς, τα λέμε μετά. Καλέ βλέπω κι άλλες εκεί, για πάμε, για πάμε. Ας πάμε
να πούμε μια καλημέρα και να μάθουμε τι συμβαίνει.

35
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Αχ καλέ, έχεις δίκιο Πιπίτσα μου, λέει μια απ’ αυτές που θέλουν να
τα ξέρουν όλα, αυτές που θέλουν να κάνουν τις έξυπνες και που θα πρέπει
να ενημερώσουν τη γειτονιά μετά στον πρωϊνό καφέ. Ας πλησιάσουμε να
μάθουμε.
- Καλέ τι γίνεται εδώ ; ρωτάει μια καρέτα στις άλλες φώκιες.
- Τίποτα χρυσή μου, απαντά μια άλλη που έφτασε πρώτη. Ευτυχώς οι
αστυνομικοί έπιασαν ένα κλέφτη στα πράσα και προσπαθούν να τον
βγάλουν απ’ το αυτοκίνητο τώρα.
- Α το κάθαρμα, α τον αλήτη, γεμίσαμε πια, που είναι οι μέρες που
κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα ;
- Και με ανοιχτά πόδια, λέει η άλλη. Θυμάσαι ; δεν είχαμε πρόβλημα,
δεν φοβόμασταν όπως τώρα !!
- Επάνω του Λάσι, λέει του σκύλου της, δηλαδή τι σκύλος, που είναι
σαν πορδή με τρίχες. Επάνω του, στον παλιοκλέφτη :!
- Αχ ναι χρυσή μου, κινδυνεύουμε να μας βιάσουν τώρα, συνεχίζει η
άλλη, ο απόγονος του Τουταγχαμόν, με τόσες δίπλες και ζάρες στα μού-
τρα, χειρότερη και κώλο μαϊμούς. Αυτή μόνο ταριχευμένη θα δείξει καλύ-
τερη.
- Καλέ τι λες τώρα, είπες να μας βιάσουν, να αφήσω την πόρτα ανοι-
χτή τότε.
Και λέγοντας αυτά, με πλησιάζουν και αρχίζουν να βρίζουν και να με
κοπανάνε με τις τσάντες τους, ενώ η Λάση γρυλίζει, νομίζοντας ότι είναι
σκύλος.
- Καλέ να τον βαρέσουμε και μερικές τσαντιές ;
- Ναι, ναι.
Έτσι, αρχίζουν να με βαράνε με τις τσάντες του ή με ότι έχουν, εμένα
τον κλέφτη, τον ληστή αυτοκινήτων, ενώ οι αστυνομικοί κοιτούν κοκαλω-
μένοι. Δεν ξέρουν τι να κάνουν.
- Μπράβο Λάσι μπράβο, πάνω του, μπράβο.
Το κωλόσκυλο τώρα γαυγίζει σαν λυσσασμένο, ενώ ταυτόχρονα, τρα-
βάει το παντελόνι μου με μανία.

36
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Το σκουλήκι
- Αχ, αχ κάνει η άλλη με ονειροπόλο βλέμμα.
- Τι έπαθες και αναστενάζεις μωρή, λέει ο Τουταγχαμών.
- Που τέτοια τύχη πια Ελπινίκη μου.
- Ποια τύχη, να μας κλέψουν το αυτοκίνητο Κίτσα ;
- Όχι καλέ, να μας βιάσουν. Αχ αχ, πάνε αυτά, αχ αχ αχ !!!
- Τι θυμάσαι κι εσύ τώρα, πέρασαν εκείνα τα χρόνια ; Λοιπόν έλα να
σου πω για τη Σίση, συνεχίζει η σεφ της ενημέρωσης.
- Καλέ άσε τη Σίση και κάτσε εδώ να δούμε τι γίνεται με τον κλέφτη.
Πάμε να τον ξαναβαρέσουμε με τις τσάντες μας, πάμε να βοηθήσουμε την
αστυνομία, πάμε Κίτσα.
Στο μεταξύ εγώ σαν σκουλήκι που μαζεύει και
τεντώνει το σώμα του, συνεχίζω και προσπαθώ να
γλιστρήσω και να κάνω σλάλομ ανάμεσα στα πίσω
καθίσματα ώστε να φτάσω μπροστά να βάλω
μπρος, μήπως και καταφέρω και ξεκινήσω, αλλά
έτσι όπως έγινε η κατάσταση, δεν ξέρω τι θα προ-
κύψει. Γιατί σφήνωσα τώρα.
Στην προσπάθειά μου αυτή, σπρώχνει κι ένας απ’ τους αστυνόμους,
με αποτέλεσμα να σφηνώσει κι αυτός μαζί μου μέσα στο πορτμπαγκάζ.
Έτσι τώρα δύο άτομα κολλητά σε μικρό χώρο, ιδρώσαμε και σχεδόν δεν
κάνουμε τίποτα, σαν ζευγάρι σε ταινία τσόντας. Ο άλλος αστυνόμος τρα-
βάει τον συνάδελφό του, ενώ εγώ σαν σκουλήκι είπαμε, προσπαθώ να μπω
πιο μέσα.
Μοιάζουμε με σκηνή από ταινίες ‘αισθησιακού περιεχομένου’ ο αστυ-
νομικός κι εγώ, που σχεδόν είμαι μισόγυμνος.
- Α τον ξετσίπωτο, λένε οι προβιές αρκούδας με πόδια. Για δες, για
δες. Πρωί πρωί και…..αααα τον ανώμαλο. Ούτε ντρέπεται καν, άντρας με
άντρα και μάλιστα ο ένας είναι αστυνομικός. Φτου σας και τους δύο. Και
αρχίζουν τώρα να μας βαράνε με τις τσάντες τους και τους δύο μας.
- Τι κάνετε εκεί κυρίες μου, φωνάζει ο ‘έξω’ αστυνόμος. Γιατί βαράτε
το όργανο ;
- Γιατί σε λίγο θα φανούν τα όργανά του και σιγά το όργανο, τον
ανώμαλο, θα το πούμε στον διοικητή σας, φτου σας. Όλοι ανώμαλοι είστε
τελικά. Φτου φτου…..
Και πάνω που είμαι γαντζωμένος ανάμεσα στις θέσεις, δέχομαι βροχή
από τσαντιές απ’ τις γριές που ήρθαν να βοηθήσουν την αστυνομία. Μπαπ,
μπουπ, γκαπ, γκουπ πέφτουν σαν χοντρό χαλάζι οι τσαντιές απ’ όλες τις
εθελόντριες που θέλουν να βοηθήσουν την αστυνομία, αλλά προπαντός για
να ακούσουν συγχαρητήρια και να τους δείξει μετά η τηλεόραση, ότι βοή-

37
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

θησαν δηλαδή. Ναι, αλλά μαζί με μένα, τρώει και τσαντιές και ο αστυ-
νόμος.
- Κυρίες μου τι κάνετε εκεί, λέει πάλι ο ‘άλλος’ αστυνόμος. Τι πάθα-
τε ; γιατί τον βαράτε τον άνθρωπο, αφού σας εξήγησα...
- Καλέ τίποτα, θέλαμε να σας βοηθήσουμε με τον κλέφτη, τον ανώμα-
λο, τον ξεβράκωτο.
- Δεν είναι κλέφτης λέει ο αστυνομικός και εξηγεί το περιστατικό στις
φώκιες, ενώ εγώ ακόμα να συνέλθω απ’ το ξαφνικό ‘τσαντικό’ που μου
‘ρθε. Ρε κακό που έπαθα, τι γίνεται τέλος πάντων ;
- Κρίμα, κι εμείς θέλαμε να βοηθήσουμε. Αχ με τις τσαντιές που του
ρίξαμε, λες να χάλασε η τσάντα μου ; για δες Κίτσα, να χάλασε το χερούλι.
Α τον παλιάνθρωπο, μας χάλασε τις τσάντες. Και δώστου μερικές, νταπ
ντουπ πάλι.
- Θα σταματήσετε ; φωνάζει ο αστυνομικός, άντε στη βόλτα σας κι
αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας. Έλα κι ‘συ ρε συνάδελφε, άντε
βγες από εκεί, θα σε σαπίσουν στο ξύλο οι φώκιες εδώ.
- Ποιες λες φώκιες, φούντωσαν τώρα απ’ την τσατίλα οι φώκιες.
Ξέρεις ποια είμαι εγώ, ε ξέρεις ;
- Άντε κυρά μου στη βόλτα σου, άντε να τελειώνουμε.
- Κυρά να πεις τη μάνα σου, σαν δε ντρέπεσαι, είσαι και αστυνομικός.
Αλλά θα έρθω στον διοικητή σου να κάνω παράπονα, θα δεις εσύ, θα σου
δείξω εγώ.
Δεν θά ‘χουμε καλά ξεμπερδέματα, σκέφτεται ο policeman, και αλ-
λάζει ‘τακτική’.
- Λάθος και συγνώμη ωραίες μου κυρίες. Άντε πηγαίνετε τώρα στη
βόλτα σας. Φτάνει η βοήθειά σας. Ευχαριστούμε.
- Ααααα τώρα ναι. Πάντα στη διάθεσή σας…..
Απομακρύνονται οι καρέτα καρέτα, με τις μονάχους μονάχους. Επι-
τέλους πια. Έφαγα τόσες τσαντιές που ούτε κατάλαβα πόσες. Μαζί μου,
έφαγε και μερικές ο αστυνομικός.
Μετά απ’ όλα αυτά, ο άλλος αστυνομικός, ρωτάει πάλι.
- Τι θα γίνει με τα χαρτιά σας ;
- Αυτό προσπαθώ να κάνω, λέω. Να σας φέρω τα χαρτιά.
- Καλέ τι του μιλάτε έτσι, πετάγεται η μία φώκια που δεν έφυγε μαζί
με τις άλλες, πιάστε τον και κλείστε τον μέσα, τον αλήτη, σα δε ντρέπεται,
αχ καλά να είστε λένε του αστυνομικού. Πιάστε τον τον βιαστή. Αχ παρα-
λίγο να μας βιάσει. Φυλακή, μπουντρούμι του χρειάζεται του προδότη !!!
- Μα τι λέτε, αρχίζει και αναρωτιέται το όργανο. Σας πείραξε το κρύο,
πάγωσε το μυαλό σας ;
- Στο μπουντρούμι, στο μπου-ντρού-μι, στο μπου-ντρού-μι λένε τώρα
σαν χορωδία όλοι οι πιγκουΐνοι και οι φώκιες, λες και τους ζήτησαν τη

38
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

γνώμη τους. Στο μπουντρούμι να ησυχάσουμε απ’ αυτούς. Αχ που είναι οι


εποχές που……..
- Καλέ Κίτσα, λέει το ένα ντολμαδάκι με πόδια, για δες τον αστυνομι-
κό ; ωραίος δεν είναι ; που να ήξερα να χτενιστώ !!!!
- Καλά λες μωρή, λέει η Κίτσα, όμως περίμενε λίγο, θέλω κάτι να τον
ρωτήσω με την ευκαιρία.
Η Κίτσα πλησιάζει τον αστυνομικό…………..
- Και δε μου λέτε, μιας και βρεθήκαμε τώρα, είστε παντρεμένος ;
- Καλέ τι του λες τώρα ; τι σε νοιάζει εσένα ο αστυνομικός ;
- Μωρή, για τη Λίτσα την ανιψιά μου που δε βρίσκει γαμπρό στις
μέρες μας. Όλοι άνεργοι είναι. Άσχημα είναι να πάρει αστυνομικό με σί-
γουρη δουλειά και μισθό ; ε τι λες ; ευκαιρία τώρα.
- Μμμμ καλή ιδέα. Ρώτησε τον πάλι, λέει η άλλη.
Εγώ απ’ τη μεριά μου, με την υπερένταση και την προσπάθεια που κα-
ταβάλω, ιδρώνω περισσότερο κι ας έχει παγωνιά. Κοντεύω να σκάσω απ’
την προσπάθεια. Αφού θάμπωσαν εσωτερικά τα τζάμια στο αυτοκίνητο.
- Ακόμα τα χαρτιά σας ; λέει ο όργανο.
- Μα καλά, δε βλέπετε την όλη κατάσταση ; λέω στους αστυνομικούς,
για τα χαρτιά γίνεται όλο αυτό.
- Ναι κύριε το βλέπουμε, όμως αργείτε χαρακτηριστικά. Δεν μπορού-
με να περιμένουμε και όλη μέρα.
- Αντί να βλέπετε, δεν βάζετε ‘χέρι’ να ανοίξω τις πόρτες ; πάρτε 2-3
ποτηράκια σαλέπι, να ρίξουμε στις πόρτες.
- Ναι σιγά, λένε οι αστυνομικοί, σιγά μην πληρώσουμε ένα σωρό λε-
φτά για ένα σαλέπι.
- Δεν θα είναι ένα, πετάγεται ο σαλεπιτζής. Ο κυρ Κώστας είπα να
πάρετε 3-4 ποτηράκια. Σωστά κυρ Κώστα ;
- Εγώ είπα, αλλά κανείς δεν βοηθάει.
- Σαλέπιιιιι, φωνάζει τώρα ο ‘επαγγελματίας’ στους αστυνομικούς.
- Ρε θα σκάσεις, του λένε. Θα σε συλλάβουμε για διατάραξη κοινής
ησυχίας.
- Κι εγώ πώς θα διαλαλήσω το εμπόρευμα...σαλέπιιιι !!!!
- Λοιπόν κοίτα, οι χειροπέδες σε περιμένουν, εντάξει ;
- Εντάξει λέει, ο πρωινός επαγγελματίας.
Οι αστυνομικοί τώρα γυρνούν προς εμένα, λέγοντας :
- Μήπως να σας συλλάβουμε σαν κλέφτη αυτοκινήτων να τελειώνου-
με, να γυρίσουμε στη δουλειά μας ; να φωνάξουμε μια οδική βοήθεια, να
σας πάρει έτσι όπως είστε, άντε φτάνει, άντε κρυώσαμε εδώ τόση ώρα και
μας είπατε να αγοράσουμε και 4-5 ποτηράκια σαλέπι. Γιατί ; βγάζετε μεσι-
τεία ; έχουμε κι άλλο αδίκημα τώρα. Έχετε άδεια μεσίτη ; μμμμμ για να το
ελέγξουμε, λένε.

39
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Μα τι ανοησίες ακούω, λέω πλήρως τσατισμένος. Είστε καλά, τι με-


σίτης και άλλες σαχλαμάρες λέτε τώρα ;
- Αααα ώστε έτσι ε ; λοιπόν που είναι η άδεια μεσίτη ; ε ε ε ;
Στο μεταξύ όλοι τώρα σταμάτησαν και περιμένουν την εξέλιξη της
υπόθεσης. Και πάνω που τελειώνει αυτή η ανόητη κουβέντα, πετάγεται ένα
όρθιο μπουφάν, λέγοντας.
- Ώστε μεσίτης είναι ο κύριος. Ενδιαφέρομαι για ένα διαμέρισμα. Για
πείτε μου κύριε ή μάλλον δώστε μου ένα τηλέφωνο να μιλήσουμε.
Εντάξει ;
- Καλά ε, παλαβώσατε όλοι εδώ. Δεν εξηγείται….
- Λοιπόν, λέει ο ενδιαφερόμενος για διαμέρισμα. Θα ήθελα να μου
βρείτε ένα διαμέρισμα…..
- Ρε δεν με παρατάτε, τι σαχλαμάρες ακούω, μάλλον το κρύο σας
πάγωσε τα μυαλά και δεν σκέφτεστε….
Καλά, κοντεύω να ανατιναχτώ απ’ τα νεύρα μου. Όλα τα είχα, τώρα
δέχομαι και προτάσεις πωλήσεως ακινήτων. Σιγά σιγά θα μου γυρέψουν
και για νοίκι αυτοκινήτων.
- Μήπως νοικιάζετε και αυτοκίνητα ; λέει ένα άλλο ‘μπουφάν’, γιατί
χάλασε το αυτοκίνητό μου. Τι μάρκες έχετε.
- Ρε δεν πάτε στο διάολο, λέω ενώ βγάζω ατμούς απ’ τα νεύρα μου.
Δεν με παρατάτε…
- Δεν είστε ευγενικός, πετάγεται ένας άλλος, καθόλου μάλιστα. Δεν εί-
στε καθόλου, τώρα που οι πελάτες ενδιαφέρονται για ακίνητα και αυτοκί-
νητα. Δεν θα σας προτιμήσω.
- Σκασίλα μου, σκασίλα μου σε όλους λέω.
Και πάνω που όλα μπερδεύονται περισσότερο, όλα γίνονται τόσο γε-
λοία, πλησιάζει ένα ακόμα περιπολικό. Ένα δεύτερο περιπολικό δηλαδή.
- Τι συμβαίνει εδώ, λένε οι ‘δεύτεροι’.
- Τίποτα, απαντούν οι ‘πρώτοι’ αστυνομικοί. Βοηθάμε τον κύριο να
μπει στο αυτοκίνητό του, γιατί πάγωσαν οι κλειδαριές…
- Ε τότε, να βοηθήσουμε όλοι μαζί, να τελειώνουμε πιο γρήγορα,
άντε…
Και λέγοντας αυτά, χώνονται άλλοι δύο αστυνομικοί στο πορτμπα-
γκάζ προσπαθώντας να βοηθήσουν, με αποτέλεσμα, τώρα πια να κολλή-
σουμε τέσσερα άτομα, στο μικρό άνοιγμα της πίσω πόρτας.
Σταματάμε και κοιταζόμαστε.
- Τι γίνεται τώρα, λέμε όλοι μαζί.
- Να ρίξω μερικά κυπελάκια σαλέπι ; λέει ο σαλέπ-ντόκτορ.
Όλοι, αρχίσαμε να κουνιώμαστε, σαν ταινία πορνό, δίνοντας περισ-
σότερη λαβή για σχόλια στις γριές που κοιτούν με περιέργεια όλα όσα γί-
νονται.

40
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Ευτυχώς, οι δύο καινούργιοι αστυνομικοί, κατάφεραν και ξέφυγαν κι


έτσι μείναμε οι δυο μας τώρα πάλι.
- Λοιπόν λένε οι ‘δεύτεροι’ αστυνομικοί. Θα φύγουμε, αλλά θα σας
δώσουμε κλήση για παρεμπόδιση κυκλοφορίας.
- Και σε μας, λένε έκπληκτοι οι ‘πρώτοι’ αστυνομικοί.
- Γιατί εσείς τι είστε, δεν έχετε αυτό το αυτοκίνητο, δείχνοντας το πε-
ριπολικό. Δηλαδή αυτό δεν εμποδίζει την κυκλοφορία ;
- Τρελαθήκατε, φωνάζω. Τρελαθήκατε όλοι ε ;
- Ε τότε να φύγουμε, λένε οι αστυνομικοί και μάλιστα θα σας δώσου-
με και κλήση για παρεμπόδιση κυκλοφορίας !!!
- Παρεμπόδιση κυκλοφορίας ; μα τι τρελοί είστε ;
- Βέβαια, αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε κι έτσι εμποδίζεται η κυ-
κλοφορία, δεν βλέπετε.
- Ας μη σταματούσατε φωνάζω εγώ, ας φεύγατε.
- Και πώς θα σας βοηθούσαμε, λένε τώρα όλα τα όργανα.
- Σιγά τη βοήθεια, λέω.
- Αααα, εντάξει λοιπόν. Δεν είστε ευγενικός, αλλά μας προσβάλετε
κιόλας. Πάνω που θα βοηθούσαμε, τώρα θα φύγουμε. Λοιπόν, γεια σας και
καλά να πάθετε, λένε τα όργανα.
- Πάμε κι εμείς Αρίσταρχε, δεν μας χρειάζεται ο κύριος.
- Πάμε κι εμείς κορίτσια, λένε οι φώκιες.
- Περίμενε λίγο μωρή, λέει η μία φώκια. Θέλω κάτι να ρωτήσω τον
αστυνομικό. Είναι μια ερώτηση που μπορεί να αλλάξει η τύχη της ανηψιάς
μου, περίμενε να φύγουν οι άλλοι και θα ρωτήσω τον αστυνομικό. Πάω.
- Τι θα ρωτήσεις μωρή, λέει η άλλη καρέτα καρέτα.
- Δεν σου λέω, είναι για μένα και την ανιψιά μου.

41
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Ωστόσο η Κίτσα φαίνεται σαν κάτι να την ‘τρώει’.


- Τι έχεις μωρή, τη ρωτά η φίλη της, η άλλη καρέτα καρέτα...
Περίμενε μωρή, λέει η Κίτσα. Θέλω να ρωτήσω κάτι τον αστυνομικό,
μια ερώτηση που ίσως αλλάξει η ζωή της ανηψιάς μου. Περίμενε…..
- Καλέ κύριε αστυνομικέ, εσείς με το μουστάκι, λέει η Κίτσα. Ναι
καλέ, εσείς.
Τα όργανα ήταν έτοιμα να φύγουν, αλλά….
Γυρίζει παραξενεμένο το όργανο της τάξης.
- Ορίστε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω ;
- Εμένα όχι, αλλά την ανιψιά μου…..
- Δεν καταλαβαίνω, τι έχει η ανιψιά σας και θέλει εξυπηρέτηση, γιατί
δεν ρωτά η ίδια αντί για σας κυρία μου ;
- Κύριε αστυνομικέ, λέει ξανά η Κίτσα.
- Ορίστε ωραία μου κυρία, λέει απευθυνόμενος στη γριά, χωρίς να
ξέρει ότι έχει ελεύθερη ανιψιά.
Αυτό το ‘ωραία κυρία’ έδωσε παραπάνω θάρρος στη γριά.
- Ξέρετε, να... να σας ρωτήσω κάτι ;
- Παρακαλώ, ορίστε.
- Ρωτώ πάλι, είστε παντρεμένος ;
Μένει έκπληκτος ο αστυνομικός. Προσωπική ερώτηση.
- Όχι, αλλά άκουσα μια συζήτηση που είχατε με την άλλη κυρία, πως
έχετε ανύπαντρη ανιψιά ; λέει ο αστυνομικός. Ενδιαφέρον ακούγεται, για
πείτε μου περισσότερα.
- Μήπως βιάζεστε να φύγετε….μήπως…..
- Δεν πειράζει, πείτε μου τι θέλετε...
- Λοιπόν η ανιψιά μου…….και είναι καλό κορίτσι, ήσυχο, από σπίτι,
όχι απ’ αυτά που τρέχουν στα κλάμπια και στις δισκοτέκες και ξενυχτούν
από δω και από ‘κει.
- Μπράβο, λέει ο αστυνομικός εντυπωσιασμένος.
- Και δεν καπνίζει, λέει η γριά.
- Ααα πολύ καλό αυτό, ώστε δεν καπνίζει !!!
- Ναι καλέ, άκου που σας λέω.
- Και φοράει και κανονικό βρακί, όχι απ’ αυτά τα ξέκωλα, τους πορ-
δοκόφτες !!!!
- Αχά, μμμμ….κανονικό βρακί, σημαντικό αυτό, λέει με έμφαση και
επαγγελματισμό ο ενδιαφερόμενος αστυνομικός. Μεγάλη υπόθεση το βρα-
κί λοιπόν. Για δώστε μου κι άλλες πληροφορίες, κάποιο τηλέφωνο !
Στο μεταξύ, βλέπω ότι ο αστυνομικός δίνει περισσότερη σημασία
στην καρέτα καρέτα και το βρακί της ανηψιάς της, αντί για μένα που
μοιάζω με χύτρα ταχύτητας που θα σκάσει. Στην κατάσταση που είμαι μι-
σός έξω και μισός μέσ’ το αυτοκίνητο, ιδρωμένος απ’ την προσπάθεια και

42
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

να βλέπω και να ακούω τώρα προξενιά ; Τώρα βρήκε κι αυτός να κάνει


γνωριμία, τώρα τους ήρθε να κάνουν προξενιά ; τι γίνεται ρε παιδί, εδώ ο
κόσμος χάνεται και ο αστυνομικός παντρεύεται. Και τόση εντύπωση του
έκανε ένα βρακί ;
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται στον ασύρματο μια διαταγή να πάνε σε
κάποιο σημείο που γίνεται φασαρία. Θα πρέπει να φύγει το περιπολικό και
οι….αστυνομικοί μαζί, φυσικά.
- Θα φύγετε, ρωτά η Κίτσα τον ‘γαμπρό’ της.
- Πρέπει κυρία μου, μας καλεί το καθήκον, η υπηρεσία….
- Όμως πρέπει να μιλήσουμε πρώτα, λέει η Κίτσα.
- Κυρία μου, πρέπει να φύγουμε.
- Λοιπόν θα ήθελα…..
- Γρήγορα κυρία μου, γρήγορα…...

43
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Επιτέλους λύεται η παρεξήγηση


Αρχίζει λοιπόν, μια συζήτηση σχετική με την οικογενειακή κατάσταση
του αστυνόμου, συζήτηση που η Κίτσα ‘αποθηκεύει’ στο μυαλό της για να
τα μεταφέρει στην ανεψιά. Όμως το χειρότερο είναι ότι, στη συζήτηση
μπαίνουν τώρα και άλλες μονάχους-μονάχους πιο πολύ από περιέργεια.
Έτσι είναι. Πρέπει να μάθουν για να συζητήσουν αύριο στο καφεδάκι.
Κάπου κάπου, ρίχνουν και σε μένα κάποια ματιά, με βλέμμα οίκτου και
συμπόνιας.-
- Ο καημένος, κοιτάξτε τον, ακόμα εκεί είναι, προσπαθεί να βγει, να
ανοίξει την πόρτα, να…..
- Ναι, ναι λένε τώρα όλοι όσοι είναι εκεί…..
- Και με μένα τι θα γίνει, φωνάζω για να διακόψω το προξενιό, ενώ τα
χνώτα μου θαμπώνουν περισσότερο τα τζάμια.
- Σαν τι να γίνει ; λέει ο ανύπαντρος ενδιαφερόμενος αστυνομικός.
Εδώ προσπαθώ να δημιουργήσω οικογένεια, να πάει μπροστά η πατρίδα
μας, να αυξήσουμε τον πληθυσμό, κι εσείς έχετε παράπονα ; αααα κύριε,
δεν τρώγεστε με τίποτα. Που είναι τα χαρτιά σας ; γρήγορα.
- Μα εσείς δεν βιαζόσασταν να φύγετε, τι κάνετε τώρα με τη γριά ;
- Ποιάν είπες γριά, ρε αλήτη, κλέφτη, ανώμαλε, ληστή, λέει η Κίτσα,
ενώ μου ρίχνει και μερικές τσαντιές.
- Μα τι λέτε, διαμαρτύρομαι έντονα. Σφήνωσα εδώ, προσπαθώ να
φτάσω να σας δώσω τα χαρτιά μου κι εσείς συζητάτε για προξενιές ; Δεν
είμαστε καθόλου καλά, ελάτε, βάλτε ένα χεράκι, άντε να τελειώσουμε επι-
τέλους, βοηθήστε, τραβήξτε να βγω αφού δεν μπορώ να μπω. Κι
ύστερα…..λέω με νόημα…
- Τι ύστερα, ρωτά ο αστυνόμος.
- Θέλω να πω, ότι για να προσπαθεί να σε παντρέψει με την ανιψιά
της, ποιος ξέρει τι μούμια θα είναι. Γιατί μέχρι τώρα κάτι συμβαίνει και
δεν παντρεύτηκε. Λες να είσαι εσύ ο τυχερός ;
Αυτά τα λόγια μου, βάζουν σε σκέψεις τώρα τον αστυνομικό. Ξύνει το
πηγούνι του, ενώ κοιτά μια εμένα και μια την Κίτσα.
- Εδώ έχεις δίκιο, λέει ο αστυνόμος τώρα. Σωστός. Έχεις δίκιο. Ούτε
που το σκέφτηκα ότι ίσως είναι ‘παγίδα’ η ανιψιά της.
- Και δεν μου λέτε κυρία μου, γιατί μέχρι τώρα δεν παντρεύτηκε η
ανιψιά σας, γιατί πιστεύω ότι δεν θα είναι και μικρή. Έχει δίκιο ο κυρ
Κώστας. Μου έδωσε μια σωστή ιδέα. Λοιπόν, ε ;
Η θεία, με την ανύπαντρη ανιψιά, πλησιάζει και μου ρίχνει ακόμα με-
ρικές τσαντιές. Λες και έπεσε ο ουρανός πάνω μου. Μα τι έχει μέσα η
τσάντα της,πέτρες !! Τόσο μίσος και κακία….

44
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Τι κάνετε εκεί κυρία μου. Για να χτυπάς τον κυρ Κώστα, άρα έχει δί-
κιο. Λοιπόν τι έχει η ανιψιά σου και είναι ακόμα ελεύθερη ; πόσων χρονών
είναι ;
- Ε, δεν είναι και μεγάλη, λέει η θεία.
- 42 πετάγεται μια άλλη φώκια από πίσω απ’ τη θεία. 42 είναι και λένε
ότι είναι 32 για να την ξεφορτωθούν.
Η θεία, γυρίζει με ένα βλέμμα λες και είδε δεινόσαυρο. Και με την
πρωινή ατμόσφαιρα, την πάχνη και τον παγωμένο αέρα, μοιάζει με κέρινο
ομοίωμα του Τουταγχαμών.
- Τι είπες μωρή ξεβράκωτη, σας ξέρουμε κι εσάς. Όλη η γειτονιά ξέρει
τι είστε. Η ανιψιά μου σε πείραξε. Και δεν είναι 42, ούτε 32.
- Πόσο είναι, έβγαλε το Δημοτικό ; γιατί την είδα με τσάντα και μαθη-
τική ποδιά, εκτός κι αν έτσι τη θέλουν εκεί στο ‘σπίτι’ με την κόκκινη
λάμπα απ’ έξω. Σωστά ;
Αυτό ήταν. Μόνο σε ντοκιμαντέρ είδα μάχη μεταξύ μονάχους μο-
νάχους και καρέτα καρέτα. Τώρα βλέπω και στην πραγματικότητα. Ξε-
χάστηκα και χαζεύω το θέαμα.
- Σταματήστε, φωνάζει ο μέλλον γαμπρός. Να είσαι καλά κυρ Κώστα,
με έσωσες. Λοιπόν θα σε βοηθήσω. Πες τι να κάνω για να βγεις απ’ τη δύ-
σκολη θέση.
- Να σας πω μια ιδέα ; λέω.
- Σαν τι δηλαδή ; λένε τα όργανα της τάξεως, που ήταν έτοιμοι να φύ-
γουν πριν, αλλά έκατσαν γιατί προέκυψε ‘προξενιό’.
Κάτι μου ‘ρθε στο μυαλό, έτσι σαν ιδέα δηλαδή, αλλά δεν ξέρω πως
θα το πάρουν τα όργανα.
- Όταν καταφέρω να βγω και μιας που είναι έτσι η κατάσταση, δε με
πετάτε στη δουλειά με το περιπολικό, να προλάβω, γιατί ήδη άργησα ; θα
πάω πιο γρήγορα νομίζω.
- Δε γίνονται αυτά κύριε.
- Άντε ρε παιδιά, άντε με το περιπολικό όταν βγω, θα πάω πιο γρήγο-
ρα, γιατί νομίζω ότι δεν έχω και βενζίνα, αλλά και με το λεωφορείο, δεν θα
καταφέρω να φτάσω έγκαιρα. Είμαστε τόση ώρα εδώ και δεν πέρασε κα-
νείς εκτός απ’ τις προξενήτρες, ούτε καν αυτοκίνητο. Άντε, βοηθήστε να
πάω στη δουλειά.
- Ναι, εδώ έχετε δίκιο. Αλλά πως θα διαπιστώσουμε ότι δεν είστε
κλέφτης ;
- Καλά αν ήμουν απατεώνας, θα σε βοηθούσα στο προξενιό πριν λίγο,
του λέω.
Ρε κάτι καταστάσεις, πως έμπλεξα έτσι. Τώρα βρήκαν να γίνουν όλα
αυτά ;
- Σωστά, όμως, τα τυπικά του νόμου….

45
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Ωχ αμάν, πάλι τα ίδια, λέω. Πάρτε την ταυτότητά μου εκεί στο μπου-
φάν, δείτε τον αριθμό του αυτοκινήτου, κάντε μια επιβεβαίωση στοιχείων
τώρα και τέλος, όλα καλά δηλαδή.
- Σωστά, λένε, πώς δεν το σκεφτήκαμε πριν….
Και πάνω που φτάσαμε σε μια άκρη, σε μια συμφωνία, επεμβαίνουν
οι γριές φώκιες, που σταμάτησαν να τσακώνονται.
- Καλέ τι κάνετε τώρα ; εδώ συζητάμε για την ανιψιά μου κι εσείς τον
βοηθάτε τον κλέφτη, τον απατεώνα ;
- Ένα λεπτό κυρία μου, ένα λεπτό. Έχουμε και υπηρεσίες εδώ να εκτε-
λέσουμε.
- Καλά, λέει το ζωντανό ενυδρείο. Θα περιμένω να μου απαντήσετε, τι
θα γίνει με την ανιψιά μου.
- Τι να απαντήσω, λέει θυμωμένα ο αστυνομικός. Δεν καταλάβατε
πριν λίγο τι έγινε ;
Στο μεταξύ, ο αστυνομικός ψάχνει και βρίσκει όλα όσα ήθελε για
μένα. Όλα καλά. Έτσι σε μερικά λεπτά, έγινε κι αυτό.
- Ναι κύριε, εντάξει. Σας ζητούμε συγνώμη για όλη τη φασαρία που
τυχόν προέκυψε. Εντάξει. Ελάτε θα σας πάμε στη δουλειά. Έτσι κι αλλιώς
στο δρόμο μας είναι η δουλειά σας. Ελάτε να σας τραβήξουμε, να βγείτε
απ’ το πορτμπαγκάζ. Ελάτε, όλοι μαζί, εεόοοπ !! εεοοοππ ! φωνάζουν
τώρα όλοι σχεδόν και με τραβάνε, λες και τραβάνε δίχτυα σε τράτα. Σιγά
σιγά, θα χορέψουν και μπάλο εκεί, χαράματα με το κρύο και την υγρασία.
- Καλέ τι κάνετε εκεί ; φωνάζουν πάλι οι γριές που βλέπουν ότι ο
αστυνομικός ξέχασε την ανιψιά της. Τον βοηθάτε κιόλας ; εδώ περιμένω
απάντηση για την ανιψιά μου.
- Δεν με παρατάς κι εσύ και η ανιψιά σου, άντε από ‘δω…. Και δεν
βοηθάμε τον κύριο. Αυτός είναι εντάξει. Δεν είναι κλέφτης απλά του έτυχε
ένα ‘πρωινό’ ατύχημα με το αυτοκίνητο. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
Ξημέρωσε πια, δηλαδή τι ξημέρωσε, λίγο παραπάνω φως, όσο δηλαδή
μπορεί να φτάσει ανάμεσα απ’ τα σύννεφα. Στο μεταξύ όλο και περισσότε-
ροι μαζεύτηκαν γύρω μας από περιέργεια δηλαδή.
Οι ‘εθελόντριες’ γριές συνεχίζουν, γιατί δεν τους άρεσε η απάντηση
του ‘οργάνου’. Άλλο περίμεναν, ειδικά η θεία.
- Αυτό σας έλειπε να τον βοηθήσετε κιόλας, λέει η άλλη η γκιόσα,
ενώ έρχεται κρυφά, κρυφά και μου δίνει πάλι μια τσαντιά. Μπαπ !
- Κυρία μου, λέει ο όργανο, προσέξτε τώρα εσείς. Είπαμε ότι είναι
εντάξει ο κύριος, απλά έγινε ένα πρόβλημα με το αυτοκίνητό του. Δικό του
είναι, δεν είναι κλέφτης.
- Ααα μπα ; έτσι γρήγορα αλλάζετε γνώμη, έτσι γίνεται ; αλλά κι εσύ
έτσι εύκολα τον πίστεψες ; καλός είσαι του λόγου σου, λέει η προξενήτρα.
- Μα κυρία μου………

46
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Τίποτα, τίποτα, λέει πάλι η προξενήτρα, σιγά μη σου δώσω την ανι-
ψιά μου. Καλός φαίνεσαι κι εσύ. Αν είναι να βοηθάτε τους αλήτες, τους
κλέφτες και τους βιαστές, σκέψου τι θα κάνεις στο κορίτσι μου, την καη-
μένη τη Λίτσα, την ανιψούλα μου όταν παντρευτείτε. Σιγά μην στη δώσω.
Μωρέ, καλός είσαι και του λόγου σου. Τώρα σε κατάλαβα. Αχ τι έχει να
τραβήξει στα χέρια σου, κι ας είσαι και αστυνόμος. Παπαπα !!!
- Ποιος μίλησε για γάμο, λέει εκνευρισμένος ο αστυνομικός. Εγώ μια
γνωριμία θέλω και….. αν ‘κάτσει’ η κατάσταση, τότε βλέπουμε. Εξ άλλου
άκουσα τόσα για την ανιψιά σου….
- Μπα σοβαρά, μωρέ τι μας λες, θέλεις να σου κάτσει η ανιψιά μου ;
ακόμα δεν τη γνώρισες και θέλεις να σου κάτσει ; καλός είσαι του λόγου
σου, ξαναλέει. Να τραβολογάς το κορίτσι μου και στο τέλος να μην το πα-
ντρευτείς ; μπαααα, δεν στο δίνω, δεν στο δίνω. Δεν είμαστε καλά. Με τι
‘κούτελο’ θα κυκλοφορεί στο δρόμο ; Θα πάω να το πω στο διοικητή σου.
- Τι θα πείτε στο διοικητή μου ; ρωτά παραξενεμένος ο αστυνομικός.
- Ότι θέλεις την ανιψιά μου για να την ταλαιπωρείς κι όχι να την πα-
ντρευτείς. Σαν δε ντρέπεσαι, κι είσαι και όργανο της τάξης.
- ……….!!!!!!
Και πάνω που τα λέμε αυτά, δοκιμάζει ο ένας την πόρτα και ωωωω !
του θαύματος, ανοίγει.
- Κοίτα γκαντεμιά, λέω. Στο μεταξύ είχα χωθεί σχεδόν μέχρι τη μέση
και σφήνωσα στα καθίσματα πριν. Άντε τώρα να κάνω τις αντίθετες κινή-
σεις για να βγω, ενώ ταυτόχρονα με τραβάνε οι ‘περιπατητές’.
- Σας το έλεγα εγώ, πετάγεται ο σαλεπιτζής που γύρισε πάλι πίσω. Πιο
πολύ αξίζει όλο αυτό το ‘σκηνικό’ παρά να πουλήσει το σαλέπι του. Έτσι
κι αλλιώς, δεν πούλησε τίποτα.
- Τι μας λέγατε, ρωτάμε τώρα όλοι μαζί, γυρίζοντας προς το μέρος
του.
- Να ρίξετε μερικά ζεστά ποτήρια στην πόρτα, να μαλακώσει και να
χαλαρώσει ο πάγος στα λάστιχα.
- Σιγά πια με το σαλέπι σου.
- Ναι, αλλά δεν με είδατε που έριξα σαλέπι στην πόρτα πριν. Εσείς
τσακωνόσασταν με τη γριά και δεν με είδατε…..
- Σοβαρά, ρωτούν με έκσταση οι αστυνομικοί, σοβαρά ;
- Μα και βέβαια, να ορίστε. Δείτε, μυρίστε εδώ στην πόρτα…
Οι αστυνομικοί μυρίζουν και βλέπουν τα ‘ζουμιά’ του σαλεπιού, στην
πόρτα με επαγγελματικό ύφος. Σε λίγο θα φωνάξουν και τη σήμανση για
αποτυπώματα σαλεπιού….
Αυτό ήταν. Τρελαθήκαμε όλοι. Ένα σαλέπι λύνει τα πάντα.

47
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Βοηθήστε να ξεκολλήσω, να βγω τους λέω. Τραβήξτε το πόδι μου,


σφήνωσε ανάμεσα στα πίσω καθίσματα. Τραβήξτε. Κουράστηκα, ίδρωσα
απ’ την προσπάθεια. Φτάνει πρωί πρωί.
Τώρα που όλα ξεκαθάρισαν, όλοι μαζί έρχονται να βοηθήσουν. Αστυ-
νομικοί και περαστικοί, σαν σμάρι από μέλισσες γύρω από λουλούδια.
Τώρα όλοι έγιναν εθελοντές. Τώρα όλοι ακόμα και οι περαστικοί με τρα-
βάνε να με βγάλουν και να ξεμπλοκάρουν δηλαδή.
- Εντάξει ένα λεπτό, λέει ο αστυνομικός. Με το σύνθημα. Λοιπόν,
ένα, δύο…..
- Σιγά, προσέξτε φωνάζω, θα σκίσετε το μπατζάκι, το παντελόνι, προ-
σέξτεεεεε…….
Και αρχίζουν όλοι να τραβούν. Αρχίζουν να τραβούν και οι περαστι-
κοί τώρα που ησύχασαν ότι δεν είμαι κλέφτης.
Με το τρία, εεεοοπ, εεεοππ…..
Θα αρχίσουν τώρα και τραγούδια σπιρίτσουαλ…..
Όλο το αυτοκίνητο κουνιέται, θα αναποδογυρίσει σε λίγο. Τι ρεζίλια
είναι αυτά ; ο ένας τραβάει πιο πολύ, ο άλλος πιάνει απ’ όπου τον βολεύει
και ένα χέρι με χουφτώνει σε απόκρυφα και ακατάλληλα σημεία. Ένα χέρι
που στην ‘άκρη’ του είναι μια γριά. Βρήκε ευκαιρία τώρα. Ρε κάτι πράγμα-
τα που συμβαίνουν απ’ έξω απ’ το σπίτι μου. Κόσμος αρχίζει και βγαίνει
στα μπαλκόνια να δουν τι συμβαίνει έξω στο δρόμο.
- Σιγά, σιγά φωνάζει ένας, μην τραβάτε από ‘κει, θα του ξεριζώσετε
‘την οικογένεια’, σιγά θα του σκίσετε το παντελόνι, θα….χρατς !!!
- Καλέ Ευτέρπη, κοίτα την Κίτσα, κοίτα.
- Τι να δω ;
- Για δες από που τραβάει, για δες.
- Αχ ναι, τώρα το πρόσεξα. Πάμε να ‘βοηθήσουμε’ κι εμείς. Πάμε
έλα. Έλα να ‘τραβήξουμε’ κι εμείς. Ευκαιρία τώρα….
- Τι λες καλέ Αριστέα, δεν είσαι καλά.
- Βρε πάμε μωρή, μπας και χουφτώσουμε τίποτα πάνω στο τράβηγμα.
- Ωραία ιδέα, λέει μια άλλη, η Πιπίτσα που άκουσε.
Κι έτσι όλες μαζί τώρα, με τραβάνε να βγω, αλλά νοιώθω πολλά χέρια
σε απόκρυφα σημεία, που δεν καταλαβαίνω γιατί με τραβάνε από εκεί. Σε
λίγο θα ακουστεί η κραυγή του Ταρζάν, πιο πολύ από πόνο !! και απ’ ότι
καταλαβαίνω, έτσι βγήκε αυτή η τρομερή φωνή του Ταρζάν. Σε κάποια πα-
ρόμοια περίπτωση….
- Αχ Κίτσα, έπιασα κάτι ‘κατά λάθος’.
- Ναι, σε ξέρουμε, ξέρουμε τα λάθη σου.
- Πάνε κι εσύ μωρή, να βοηθήσεις, εκεί, ανάμεσα στα πόδια. Ξέρεις
εσύ, αν θυμάσαι ακόμα δηλαδή.
- Ξέρω, ξέρω θυμάμαι. Πάω και θα σου πω.

48
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Έτσι ένα χέρι ακόμα χουφτώνει ‘την οικογένεια’ κανονικά τραβώντας


για να με βγάλουν έξω.
- Σιγά την ‘οικογένεια’ φωνάζει ο Χαρίλαος που βλέπει.
- Αχ ναι καλέ, λένε οι ικανοποιημένες φώκιες. Τα καταφέραμε, βγήκε
ο άνθρωπος. Ναι όμως του σκίσαμε το παντελόνι.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει και χρατς, πάει το παντελόνι, το ένα μπα-
τζάκι. Ευτυχώς είναι σε θέση ‘που δε φαίνονται διάφορα’ και δεν θα
ντρέπομαι. Όμως διάφορα χέρια εξακολουθούν να ‘ψάχνουν’ κατά λάθος
φυσικά.
- Καλέ φτάνει, λέει η μια. Σε βλέπουν.
- Άντε καλέ, που θα βρω άλλη τέτοια ευκαιρία.
Τώρα τι να πω ; απ’ τη μια κοντεύω να βγω κι απ’ την άλλη, κάποια
χέρια μου χαϊδεύουν την οικογένεια. Ευτυχώς το σπίτι είναι απέναντι και
θα πάω γρήγορα. Φυσικά πρέπει πρώτα να απαλλαγώ απ’ τα χέρια που
ακόμα με χαϊδεύουν.
- Κορίτσια ελάτε, ευκαιρίααααα
Ένα κοπάδι χέρια με βοηθάει να βγω απ’ το αυτοκίνητο, απ’ το πορ-
τμπαγκάζ δηλαδή. Ένα κοπάδι χέρια και δεκάδες μάτια που βλέπουν σε
ένα σημείο.
- Εντάξει Ευτέρπη ;
- Ναι Σίτσα, ναι. Τον ‘βοήθησα’. Αχ να μπορούσα να τον βοηθώ κάθε
μέρα, γιατί κατά λάθος το χέρι μου πήγε και αλλού.
- Λοιπόν, λέει η Ευτέρπη.
- Μια χαρά είναι ο κυρ Κώστας, αν να μπορούσαμε να του χαλάμε το
αυτοκίνητο κάθε μέρα, για να τον βοηθάμε…..
Μια παράξενη εικόνα, διφορούμενη θα έλεγα, αυτό το παγωμένο και
υγρό πρωινό. Ο καθένας τα βλέπει διαφορετικά, η κατάσταση είναι κωμι-
κοτραγική. Να βλέπει κανείς αστυνομικούς και πρόθυμες γριές να τραβούν
έναν από ένα αυτοκίνητο. Και γενικά ένα αυτοκίνητο να κουνιέται σαν σε
150 βαθμούς Richter σεισμό !!

49
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Επιτέλους, τέλος
Η μέρα άρχισε να φωτίζει, οι περαστικοί γίνονται πιο πολλοί, οι αστυ-
νομικοί να με τραβούν για να με βγάλουν απ’ το αυτοκίνητο, οι γριές να
‘χουφτώνουν’ κανονικά, οι κουτσομπόλες της γειτονιάς να ενημερώνονται
για τα συμβάντα, τα σκυλιά τους σαν πορδές με τρίχες που άρχισαν να γα-
βγίζουν. Πανδαιμόνιο με λίγα λόγια.
Όμως ότι και να γίνεται, όλα κάποτε τελειώνουν. Βγήκα επιτέλους αρ-
τιμελής. Ευτυχώς. Τώρα προσπαθώ να ξεγλιστρήσω ανάμεσα στο πλήθος,
να πάω απέναντι κατά το σπίτι, να αλλάξω παντελόνι.
- Καλέ που πάει, πιάστε τον, θέλει κι άλλη βοήθεια, λένε οι φώκιες
τώρα. Να κοιτάξτε, κουτσαίνει….πάμε να τον βοηθήσουμε. Πάμε, τρέξτε.
Εγώ κατάλαβα τι πρόκειται να συμβεί και τρέχω έτσι με το σκισμένο
παντελόνι, το ένα μπατζάκι να λείπει και τις γριές φώκιες να με ακολου-
θούν….
- Καλέ γρήγορα, θα μπει στο σπίτι, λένε ενώ κάποιες με πρόλαβαν και
τράβηξαν και το άλλο μπατζάκι.
Έτσι τώρα, με το χοντρό μπουφάν από πάνω και με το βρακί από
κάτω, μοιάζω με μπουφάν με πόδια, τρέχω να χωθώ στο σπίτι μου, ενώ
κάποιοι άλλοι περαστικοί που δεν πρόλαβαν όλα όσα έγιναν, με βλέπου να
τρέχω ξεβράκωτος, ακούνε τις γριές να φωνάζουν, ‘πιάστε τον, πιάστε τον’
και τρέχουν κι αυτοί να με πιάσουν.
Είμαι με το χοντρό μπουφάν όπως είπα και από κάτω είμαι χωρίς πα-
ντελόνι, με το βρακί. Κάποιοι που δεν πρόλαβαν το σκηνικό, νομίζουν ότι
είμαι δραπέτης από τρελάδικο. Άλλοι βλέπουν και γελούν, για την εμφάνι-
σή μου. Η υγρασία και η πάχνη υπάρχουν ακόμα. Όλα μοιάζουν με σε-
νάριο του Αγγελόπουλου, τοπίο στην ομίχλη δηλαδή. Κανείς δεν ξέρει γί-
νεται, ούτε κι εγώ πια. Σαν εικόνα μοιάζω, σαν να έπιασαν στα πράσα
έναν κλέφτη και τον τραβούν να τον συλλάβουν. Τώρα αρκετοί περίεργοι
με κοιτούν και σχολιάζουν.
- Τι έπαθε αυτός ; με μπουφάν αλλά μόνο με το βρακί από κάτω, τι
συμβαίνει ;
- Τίποτα δεν συμβαίνει, φωνάζει το όργανο. Αφήστε τον. Τελειώσαμε
πια. Άντε στις δουλειές σας τώρα.
- Αχ καλέ, εμείς ήρθαμε να βοηθήσουμε λένε οι πρόθυμες γριές. Ερ-
χόμαστε !!
Στο μεταξύ, οι άλλες πρωινές φώκιες με τα σκυλιά τους που μοιάζουν
με κουράδες με πόδια, μάλλον ‘έχασαν σκηνές’ κι έμειναν στην κλοπή αυ-
τοκινήτου.
- Καλέ γιατί τον βοηθάτε τον αλήτη. Βάλτε του χειροπέδες, τον
κλέφτη.

50
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Κλέφτη, κλέφτη, κλέφτη λένε ρυθμικά, κάποιες απ’ τις ‘καινούργιες’


φώκιες, που δεν ξέρουν τι έγινε. Καλέ φωνάξτε τα κανάλια, πιάσαμε
κλέφτη στα πράσα. Καλέ θα μας πάρει και η τηλεόραση ; περιμένετε να
φτιαχτούμε λίγο, τόσος κόσμος θα μας δει.
- Καλέ Πανωραία μου πως είμαι, θα φαίνομαι καλή ;
- Ναι Ελπινίκη μου, καλή είσαι. Άσε θα σου πω….
- Τι θα μου πεις μωρή, λέει με ενδιαφέρον η άλλη.
- Να, πριν που τον βοηθήσαμε, κατά λάθος ‘πιάσαμε’…..
Αμέσως μπήκε στο νόημα η Πανωραία. Αμέσως.
- Και γιατί δεν φώναξες μωρή να βοηθήσω κι εγώ ; τέλος πάντων. Ας
τακτοποιηθούμε λίγο, ίσως έρθουν τα κανάλια, άντε να μας δει η γρουσού-
ζα η Νίκη.
- Εγώ είμαι καλή, θα είμαι καλή στην κάμερα ; λέει μια άλλη φώκια.
- Ναι κι εσύ καλή είσαι, Θέκλα μου. Άντε να μας δει και η γουρσούζα
η Νίκη, αχ και θα σκάσει.
- Καλέ εμείς τον βοηθήσαμε να βγει και…..πιάσαμε και κάτι κατά
‘λάθος’.
Ρε που έμπλεξα, καλά ποιος με καταράστηκε πρωί σήμερα ; λες και με
έχεσε ελέφαντας.
Στο μεταξύ οι περαστικοί που ήρθαν τώρα και δεν ξέρουν τι συνέβη,
φωνάζουν για να με κλείσουν στη φυλακή.
- Στη φυλακή, στη φυλακή. Όλους αυτούς στη φυλακή, ισόβια του
χρειάζεται, εξακολουθούν να φωνάζουν. Ακούς εκεί να κλέβει αυτοκίνητα,
σαν δε ντρέπεται και μοιάζει με κύριο, εδώ στη γειτονιά μας. Ευτυχώς που
τον πιάσαμε. Στη φυλακή, στο μπουντρούμι, με τις κατσαρίδες και τις αλο-
γόμυγες !!!
- Έτσι μοιάζουν αυτοί, έτσι σε ξεγελάνε Πανωραία μου, λέει μία στην
άλλη που έχει τη Λίτσα την ανύπαντρη ανιψιά.
- Μωρέ ευτυχώς που πέρασαν τα παιδιά και τον έπιασαν στα πράσα.
- Φτου σου, κλέφταρε μου φωνάζει άλλος περαστικός. Καλά σου έκα-
ναν και σε τσάκωσαν. Θα ησυχάσει η κοινωνία από ένα ρεμάλι, φυλακή
φυλακή. Βούρδουλας σου χρειάζεται.
Όταν ξαφνικά λέει μια άλλη :
- Καλέ ‘κορίτσια’, αυτός δεν είναι ο κος Κώστας που κάθεται εκεί
απέναντι, ο άντρας της Καίτης, ο δημόσιος υπάλληλος ; Καλέ τι έπαθε ο
άνθρωπος και είναι έτσι ;
- Ναι, ναι λένε όλες μαζί, σαν χορωδία Τυπάλδου. Αυτός είναι. Ας τον
ρωτήσουμε μην θέλει τίποτα ο άνθρωπος. Αχ καλέ και τον βαρούσαμε με
τις τσάντες, αχ πάμε να βοηθήσουμε πάλι.
Έτσι και εντελώς ξαφνικά, τώρα έγινε ‘αναγνώριση’ όλα άλλαξαν.
Στο δευτερόλεπτο δηλαδή.

51
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Καλημέρα κε Κώστα, τι πάθατε πρωί πρωί και είστε σ’ αυτή την κα-
τάσταση ;
- Κόλλησαν οι πόρτες του αυτοκινήτου και δεν μπορούσα να μπω,
λέω. Με βοήθησαν οι αστυνομικοί τώρα να βγω γιατί σφήνωσα. Αυτό εί-
ναι, λέω.
- Καλέ κε Κώστα, συγνώμη για τις τσαντιές που σας βαρούσαμε, δεν
ξέραμε ότι ήσασταν εσείς, σας περάσαμε για κλέφτη. Συγνώμη, λένε πάλι,
αλλά γιατί είστε χωρίς παντελόνι ;
- Εσείς μου σκίσατε, με τραβούσατε όλοι μαζί για να ξεκολλήσω από
δω και μου σκίσατε το παντελόνι.
- Καλά κε Κώστα, αλλά δεν ‘φαίνονται’ τίποτα πράγματα. Μην ανη-
συχείτε, αλλά έχετε πράγματα να φαίνονται ; ή μήπως σας τα έφαγε η
γάτα ; χαχαχαχα !!! λένε και απομακρύνονται.
- Ρε άϊ στο διάολο από ‘δω, λέω, άντε φώκιες. Ποια από σας με χού-
φτωνε ;
Απορημένος κοιτώ γύρω μου. Δεν κατάλαβα και πολλά με την όλη
κατάσταση γιατί ήμουν απορροφημένος στο ξεκόλλημα και στην προ-
σπάθεια να βγω απ’ το αυτοκίνητο. Και οι αστυνομικοί που με
τραβούν……ωχ τώρα κατάλαβα. Ε δεν είμαστε καλά. Τσαλακωμένος, με
ένα σκισμένο παντελόνι, δε μοιάζω και πολύ με σοβαρό άνθρωπο, με κύ-
ριο. Θα πρέπει να ανέβω να αλλάξω.
- Φυλακή, στα κάτεργα φωνάζουν κάποιοι πάλι, νεοφερμένοι, που δεν
πρόλαβαν ‘να ενημερωθούν’, οι περίεργοι. Ευτυχώς είναι η αστυνομία
εδώ. Στη φυλακή τώρα, ο αλήτης !!
Και φυσικά δε λείπουν και τα σχετικά σχόλια με συγγενείς και φίλους
που έπαθαν τα ίδια απ’ κλεφτρόνια αυτοκινήτων.
- Να καλέ, ο μπατζανάκης και η συννυφάδα μου έπαθαν κάτι πα-
ρόμοιο πριν λίγες μέρες.
- Ώστε και η συννυφάδα σου ; ρωτά μια.
- Καλέ, αφού ήταν άλλη κατάσταση με τη συννυφάδα σου στο αυτοκί-
νητο, αφού ξέρεις…..με τον ‘άλλο’ τους έπιασε στα πράσα ο άντρας της,
έλα τώρα κάνεις πως δε θυμάσαι ; όλη η γειτονιά το έμαθε.
- Καλά τώρα, λεπτομέρειες, σιγά το πράμα. Ήταν της μοίρας γραφτό
να γίνει τότε. Εμείς τώρα εδώ λέμε για τις πόρτες που δεν άνοιγαν, όχι τα
ανοιχτά πόδια της συννυφάδας μου. Κι εσύ πάλι τι πας και θυμάσαι πρωί
πρωί ;
Οι αστυνομικοί σταμάτησαν προς στιγμή, να δούνε τι θα κάνουνε, ενώ
εγώ σιγά σιγά σαν σκουλήκι πριν, με παλμικές κινήσεις, αφού βγήκα απ’
το πορτμπαγκάζ, χωρίς παντελόνι, που μοιάζει με σορτς. Μούσκεμα στον
ιδρώτα, σκέφτομαι να ανέβω στο σπίτι να αλλάξω, τόσο χάλια δηλαδή.
Ετοιμάζομαι να πεταχτώ στο σπίτι να αλλάξω, όταν…..

52
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Που πάτε κύριε, μην απομακρύνεστε, λένε τα όργανα της τάξης. Τα


χαρτιά σας παρακαλώ, τώρα που άνοιξαν οι πόρτες.
- Μα αφού έγινε η επιβεβαίωση στοιχείων πριν, τι έχουμε τώρα πάλι ;
άντε και ξεπάγιασα, άντε.
- Δεν πειράζει, τυπικά πράγματα, λένε.
- Ορίστε, λέω και τους τα δίνω.
Μετά τον τυπικό έλεγχο και αφού όλα τα βρήκαν εντάξει, με χαιρέτι-
σαν και συνέχισαν την υπηρεσία τους.
- Μας συγχωρείται για το μπέρδεμα, λένε. Θέλετε να σας πετάξουμε
στη δουλειά σας ;
- Όχι ευχαριστώ λέω, πρέπει να πάω σπίτι να αλλάξω παντελόνι
πρώτα. Γεια σας.
- Καλέ που πάτε, φωνάζει η προξενήτρα. Γιατί τον αφήνετε, θα μας
βιάσει, βοήθειαααα. Και η ανιψιά μου ; τι θα γίνει με την ανιψιά μου ; συ-
νεχίζει η γριά. Αααα, φεύγετε ε ; πάει την έχασες την ανιψιά μου, καλά να
πάθεις κι είσαι και ανύπαντρος. Τώρα φάνηκε ποιος είσαι, σα δε ντρέπεσαι
κι είσαι και αστυνομικός. Σιγά μη σου δώσω την ανιψιά μου.
- Κυρία μου τώρα δεν είναι ώρα για προξενιά, λέει το όργανο. Άλλη
φορά. Θα το σκεφτώ. Έχω το τηλέφωνό της.
- Όχιιιι, σκίστο το χαρτί, όχι μην την πάρεις. Θα της πω να μη το ση-
κώσει. Αχ η ανιψούλα μου η καημένη.
- Καλέ, αφήστε την ανιψιά της, πετάγεται η άλλη γριά.
- Ευχαριστώ κυρία μου, λέει ο παρ’ ολίγον γαμπρός.
- Ναι, γιατί έχω την κόρη μου εγώ, ανύπαντρη…..
- Ε όχι, λέει αγανακτισμένος ο αστυνόμος. Τι μέρα κι αυτή…
- Ναι, συνεχίζει η ‘μητέρα’ της ανύπαντρης κόρης. Μορφωμένη, μιλά
αγγλικά και επίσης μιλάει ποντιακά και ξέρει και πιάνο. Ξέρει και γραφο-
μηχανή. Αφήστε και τα διπλώματα που έχει. Μορφωμένη σας λέω κύριε
όργανο. Τελείωσε και το γυμνάσιο, όχι όμως το λύκειο γιατί από μικρή
δουλεύει. Είναι ‘δουλευτάρα’. Έχει και Lower στα αγγλικά.
- Σιγά τη γεροντοκόρη, επεμβαίνει η πρώτη γριά. Καλέ μην την ακούς,
λέει στο όργανο, είναι μεγάλη για σένα κι έχει και τρίχες. Σαν πίθηκας
μοιάζει. Έχει και μια ελιά μεγάλη στη μύτη. Είναι η αιτία που δεν παντρεύ-
εται. Ποιος θα πάρει μία γυναίκα με μια ελιά στη μύτη !!
- Ποια είπες πίθηκα μωρή ξεμωραμένη ; την κόρη μου που έχει και
δύο διαμερίσματα κι ένα εξοχικό ; ενώ η ανιψιά σου που ξέχασε να κλείσει
τα πόδια της ; όλη η γειτονιά λέει για τα πόδια της ανιψιάς σου. Σαν σή-
ραγγα τρένου είναι το …..
- Σιγά τον ουρακοτάγκο, που έχει κάτι φρύδια σαν μαϊμού. Όλοι
ξέρουμε πως τα ‘πήρε τα διαμερίσματα’, ας είναι καλά ο κυρ-Τάκης ο ερ-
γολάβος που τον ξεζούμισε πριν μερικά χρόνια. Τον πλήρωνε σε είδος.

53
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Όλοι το ξέρουμε πια αυτό. Γι’ αυτό χώρισε ο εργολάβος την γυναίκα του.
Τζάμπα χάλασε την οικογένειά του. Ας είναι καλά η κόρη σου, η αντροχω-
ρίστρα, η αντροτραγανίστρα. Τον τραγάνισε τον άνθρωπο.
Λόγο στο λόγο, κουβέντα με την κουβέντα αρπάχτηκαν για τα καλά οι
αγαπημένες γειτόνισσες, αυτές που κάθε πρωϊ βγαίνουν βόλτα με τα σκυ-
λιά, μαθαίνουν τα νέα της γειτονιάς και τα ξαναλένε λίγο μετά στον πρωι-
νό καφέ τους.
- Πάμε να φύγουμε γρήγορα, λένε οι αστυνομικοί. Αν μπλέξουμε
τώρα σε γυναικοκαυγά, τη βάψαμε, δεν τελειώνουμε με τίποτα. Πάμε,
πάμε !
- Και θα αφήσεις τα προξενιά, τον πειράζει ο συνάδελφος !!
- Βρε πάμε, βάλε και σειρήνα να ξεφύγουμε. Δυσκόλεψε το πράγμα
εδώ. Τρέχα να φύγουμε, γρήγορα…..
Στο μεταξύ, οι φώκιες συνεχίζουν την ‘ανάγνωση’ βιογραφικών.
- Α ώστε έτσι ; λέει αυτή που έχει την ανιψιά. Τώρα θα δεις εσύ, τώρα
θα ακούσεις όλα όσα ξέρει όλη η γειτονιά για την κόρη σου την μαϊμού,
τώρα θα τα ακούσεις όλα.
- Τι είπες μωρή αλλήθωρη που θα μιλήσεις εσύ για την κόρη μου.
Τώρα θα ακούσουν όλοι για την ανιψιά σου, που θέλει κούρεμα να φύγουν
οι τρίχες για να δούμε αν είναι άνθρωπος ή πίθηκος. Τώρα. Λοιπόν…...
Οι αστυνομικοί, μπαίνουν με αστραπιαίες κινήσεις στο περιπολικό,
ανάβουν και τη σειρήνα, ενώ ο φάρος ήδη άναψε. Φεύγουν για να μη
μπλέξουν χειρότερα, σε καβγά που μόλις άρχισε. Φεύγουν για να μη μπλε-
χτούν στο νέο καυγά που αρχίζει. Βέβαια έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί τώρα
θα μάθει ο κόσμος για τα ‘μεγάλα’ μυστικά των οικογενειών. Κανονικό
ληξιαρχείο δηλαδή.
- Φασαρία στην οδό….ακούγεται στον ασύρματο του περιπολικού.
- Ωχ, ωχ λένε οι αστυνομικοί, πάμε να φύγουμε, πάμε…..

54
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Πάω για δουλειά επιτέλους…..


Στο δρόμο, μπροστά απ’ το σπίτι, γίνεται χαμός. Τσακώνονται οι μη-
τέρες με τις θείες, ενώ αρκετοί περαστικοί πήραν άλλοι το μέρος της μιας
κι άλλοι το μέρος της άλλης. Ένα σκηνικό που όσο πάει και μεγαλώνει και
αγριεύει.
Στα περιπολικά ακούγεται η εντολή να πάνε εκεί για να δουνε τι συμ-
βαίνει. Άλλα περιπολικά πλησιάζουν, ενώ ένα, απομακρύνεται με ιλιγ-
γιώδη ταχύτητα.
- Τρέχα να ξεφύγουμε, τρέχα. Πάτα γκάζι. Τη γλυτώσαμε.
Φτάνω στην πόρτα μου, κοιτώ πίσω και βλέπω όλο το χαμό. Κι όλο
αυτό έγινε επειδή κάποιες γριές ήθελαν προξενιό ενώ άλλες με ‘βοηθού-
σαν’ να βγω απ’ το αυτοκίνητο, πιάνοντας διάφορα σημεία στο σώμα μου,
σκίζοντας έτσι και το παντελόνι.
Όμως πάει κι αυτό, ότι ήταν να γίνει έγινε. Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο,
σκισμένος, χωρίς μπατζάκια, ιδρωμένος και πιο πολύ τσατισμένος γι’ αυτό
το πρωινό συμβάν. Ένα συμβάν που το έμαθε σχεδόν όλη η περιοχή.
Ανεβαίνω σπίτι, με ανάλαφρα βήματα. Ανοίγω την πόρτα και με αρ-
γές και σιγανές κινήσεις αλλάζω παντελόνι. Η γυναίκα μου δεν ξύπνησε,
κοιμάται του καλού καιρού.
Έτοιμος πια για τη δουλειά, επιστρέφω στο αυτοκίνητο. Βάζω το κλει-
δί διστακτικά στη μίζα και…όλα καλά. Εντάξει. Αυτό ήταν. Είναι μερικοί
ακόμα στο σημείο, συζητώντας έντονα γι’ αυτό που συνέβη, εξηγώντας σε
άλλους με πολλές ‘σάλτσες’ γι’ αυτό που είδαν και άκουσαν. Μόνο για συ-
νεργάτης του Αλ - Καπόνε δεν βγήκα.
Βάζω μπροστά και ξεκινώ. Ευτυχώς χωρίς πρόβλημα, λίγο αργοπορη-
μένος βέβαια, αλλά δικαιολογημένος και ευτυχώς αρτιμελής. Θυμήθηκα
ότι θα πρέπει να βάλω και βενζίνα. Λίγο παρακάτω είναι ένα βενζινάδικο.
Ευκαιρία να πω μια κρύα καλημέρα στο φίλο μου τον Γιάννη.
- Καλημέρα του λέω.
- Καλημέρα Κώστα, λέει. Άργησες σήμερα. Πόσες σταγόνες να βάλω
σήμερα ; Να στο γεμίσω ; ούτε αναπτήρας να ήταν.
- Ναι, βάλε δώδεκα σταγόνες, λέω γελώντας.
- Μπα, θα κάνεις το γύρω του κόσμου, για σαφάρι θα πας ;
- Έλα ρε Γιάννη, βάλε να πάω στη δουλειά, άντε και άργησα
- Τι έγινε εκεί παρακάτω ; ρωτά. Σαν να πήρε το μάτι περιπολικά,
κόσμο, φωνές. Ξέρεις τίποτα, από κει πέρασες μόλις τώρα Κώστα.
- Μπα, δεν κατάλαβα κάτι, δεν πρόσεξα τίποτα, λέω. Βιαζόμουν για
τη δουλειά. Σοβαρά, άραγε τι έγινε ; θα μάθουμε.
- Δε βαριέσαι, λέει ο Γιάννης ο βενζινάς. Κάποιοι περαστικοί είπαν
για πρεζόνι που τον έπιασαν ‘στα πράσα’. Μάλλον για τη δόση του, κα-

55
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

νένας αλήτης, κάποιο απόβρασμα της κοινωνίας, ίσως και κανένας δρα-
πέτης, κάθαρμα, κάποιο τομάρι της κοινωνίας, ίσως ένα σάπιος άνθρωπος,
ένα απόβρασμα….
- Δε σταματάς, του λέω. Σιγά σιγά θα τον εκτελέσεις κιόλας τον άν-
θρωπο, άντε πολλά λες. Τέλειωσες ;
- Τελειώνω, λέει ο βενζινάς. Είμαι στην έβδομη σταγόνα. Τυχερέ,το
γέμισες πάλι. Μου έκανες τζίρο πρωί πρωί. Τι έπαθες και σε νοιάζει αυτός
που πήγε να κλέψει αυτοκίνητα, το κάθαρμα, τον αλήτη, τον
πρεζάκια…….
- Ωχ, θα σταματήσεις επιτέλους ; τι τον βρίζεις τον άνθρωπο, λες και
τον ξέρεις.
- Γιατί, εσένα τι σε νοιάζει, λέει ο βενζινάς. Σαν να δείχνεις ότι τον
ξέρεις, επιμένει. Μήπως μου κρύβεις τίποτα, ε για λέγε ;
- Άντε, έλα να σε πληρώσω. Θα βρω μπελά με σένα.
- Ναι, σήμερα έκανες χοντρική αγορά, για τον γύρω του κόσμου, λέει
ο Γιάννης ο βενζινάς. Έχεις ‘πακέτο’ να με πληρώσεις ή….αύριο ;
- Έλα ρε να τελειώνουμε, με μετρητά θα πληρώσω….
- Πω πω, μετρητά, φοβερός πρωϊνός τζίρος στο μαγαζί μου
Ο σκύλος του βενζινάδικου με κοιτά παράξενα.
Έρχεται κοντά μου, με μυρίζει, κουνώντας την ουρά του και πάει να
σηκώσει το πόδι του έτοιμος για ‘μαρκάρισμα’. Πάνω στην κουβέντα με
τον Γιάννη, δεν κατάλαβα τι γίνεται αλλά ευτυχώς πρόλαβα.
- Ουστ από ‘δω, εμένα βρήκες ;
Απογοητευμένος ο σκύλος, πάει στις ρόδες και τις μαρκάρει κανονι-
κά. Ικανοποιημένος με κοιτά κοροϊδευτικά.
- Σ’ αγαπάει, λέει ο βενζινάς γελώντας.
- Ναι σκέψου και να με μισούσε.
Μετά απ’ αυτά τα ευχάριστα γεγονότα με το σκύλο, επιτέλους ξεκινώ
για τη δουλειά. Στο δρόμο σκέφτομαι να τους πω την αιτία της αργοπορίας
μου. Θα φροντίσω να μην πω πολλά και σκάσουν στα γέλια. Ήδη πέρασε
σχεδόν μια ώρα απ’ το κανονικό ωράριο.
Φτάνω στη δουλειά, αλλά στην πόρτα βλέπω πολύ κόσμο και φασαρί-
ες. Τι έγινε πάλι ; γιατί όλος αυτός ο κόσμος έξω απ’ το κτίριο που δου-
λεύω ;
Παρκάρω λίγο πιο εκεί, και ξαφνικά θυμάμαι. Φτου σου, λέω μέσα
μου, φτου και το ξέχασα. Σήμερα έχουμε απεργία. Φτου, λέω πάλι. Σήμερα
δεν υπήρχε λόγος να έρθω στη δουλειά και να τραβήξω όλα όσα τράβηξα.
Κοίτα ατυχία. Φτου φτου !!
Μπράβο μαλάκα, λέω στον εαυτό μου, μπράβο που δε θυμήθηκες ότι
σήμερα έχουμε απεργία, μπράβο μου, μπράβο.

56
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Και δε με νοιάζει τίποτα, παρά τώρα που θα γυρίσω σπίτι, σκέφτομαι


τα γέλια της γυναίκας μου, όταν της αφηγηθώ αυτά που συνέβησαν, τις
προσπάθειες για το αυτοκίνητο και γενικά όλη την πρωινή κατάσταση.
Μα καλά πως ξέχασα, τι έπαθα. Σήμερα ειδικά που συνέβησαν όλα
αυτά. Μα τόσο πια…...

Η επιστροφή
Γυρίζω στο αυτοκίνητο γεμάτος τσατίλα, για τα μυαλά μου, σήμερα.
Απ’ το πρωί όλα ξεκίνησαν στραβά, απ’ το χαλάκι στο κρεβάτι, μετά στο
αυτοκίνητο, ύστερα με τις γριές και όλα όσα ακολούθησαν. Γενικά με τη
βλακεία που ξέχασα σήμερα. Ε ναι, όλα έγιναν επειδή με τιμώρησε η
‘τύχη’ μου. Φτάνω στο αυτοκίνητο και διστάζω να ανοίξω την πόρτα.
Σκέφτομαι να συμβεί πάλι αυτό που μου συνέβη πριν 1-2 ώρες πριν.
Κάνω μια προσευχή πριν μπω στο αυτοκίνητο, για να μην μου βγάλει
καμιά άλλη βλάβη. Σήμερα όλα μπορούν να συμβούν.
Ευτυχώς όλα καλά. Ξεκινώ για το σπίτι, ενώ σκέφτομαι τι δικαιολογία
θα βρω. Όχι, δε θα πω τίποτα, λέω μέσα μου. Θα φανώ σκληρό καρύδι. Θα
κάνω τον αδιάφορο και όλα θα περάσουν. Καλά τώρα, παίζουμε δηλαδή ;
Κι αν ρωτήσει γιατί γύρισα τι να πω ; Όχι δεν θα πω λέξη. Όμως σί-
γουρα θα το μάθει απ’ τη φίλη της που ο άντρας της δουλεύει μαζί μου. Θα
της το πει εκείνη. Άρα δεν γλιτώνω την ανάκριση. Ρε κάτι μπελάδες που
βρήκα χωρίς λόγο. Αστείες καταστάσεις δηλαδή. Επιστρέφω σπίτι. Μπρος
γκρεμός και πίσω ρέμα.

57
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Μπαίνω μέσα μ’ ένα εντελώς φυσικό (ηλίθιο) ύφος, προσπαθώντας να


κρύψω την σημερινή αποτυχία αλλά και για να δείξω ότι δεν συμβαίνει τί-
ποτα.
- Καλώς τον, γύρισες τι έπαθες και γυρίζεις τόσο νωρίς, συμβαίνει
κάτι, μήπως ήρθες να αλλάξεις το χαλάκι στο κρεβάτι ;
Δεν μου άρεσε αυτή η ‘σφήνα’. Τι δουλειά έχει το χαλάκι τώρα στην
κουβέντα. Κάτι συμβαίνει. Θα μάθω όμως.
- Γύρισα, της λέω. Τι νέα ; λέω για να δώσω έναν τόνο αδιαφορίας
αλλά και να προλάβω ίσως τα σύννεφα που μάλλον θα προκύψουν. Βλέπω
ότι η ατμόσφαιρα ‘βαραίνει’.
- Εντάξει, αλλά γιατί δεν είσαι στη δουλειά ; επιμένει η Γκεστάπο του
σπιτιού μου. Αλλά γιατί επιμένει όμως ;
- Πήγα μέχρι το καφενείο, να πιω έναν καφέ με τα παιδιά λέω και
απορώ που βρήκα τέτοια δικαιολογία. Ωραία ήταν, μια χαρά δηλαδή.
- Ναι βλέπω ότι γύρισες, τι έπαθες ; ρωτά. Σήμερα δεν είχατε
απεργία ; και βασικά γιατί ξύπνησες τόσο πρωί και έφυγες ; Μάλλον ξέχα-
σες. Τι έπαθες ; ρωτάει πάλι. Έχουμε Αλτσχάϊμερ ;
- Σου είπα, πήγα στο καφενείο να δω τα ‘παιδιά’ για έναν καφέ. Ήξε-
ρα για την απεργία και είπαμε να πιούμε ένα πρωινό καφεδάκι και να συ-
ζητήσουμε λίγο.
- Μήπως μου κρύβεις κάτι Κώστα ; εσύ δεν πας ποτέ στο καφενείο
και ειδικά σήμερα, πρωί πρωί, για λέγε……
- Μπα, τίποτα, όλα καλά, απαντώ με ύφος σουπιάς….
- Αλλού αυτά. Ποτέ δεν πας στο καφενείο.
Περνούν μερικά λεπτά, αμήχανης και επικίνδυνης ησυχία….
- Λοιπόν, τι έγινε με την απεργία ;
ΜΠΑΜ, ακούγονται κανόνια στο κεφάλι μου.
- Απεργία, τι απεργία λες, απαντώ ενώ κοιτώ μια αράχνη πάνω ψηλά
στη γωνία, στην κουζίνα.
- Μια αράχνη λέω……
- Βρε άσε τα σάπια, για λέγε. Εξ άλλου μου τηλεφώνησε η γυναίκα
του Δημήτρη. Κάτι πήρε το αυτί μου δηλαδή…..
Μπαμ, έσκασε η βόμβα. Το έμαθε ή μάλλον το ήξερε.
Άντε τώρα να εξηγώ τι έγινε
Τώρα τι να πω ; Θα πω ότι απλά πήγα μια πρωινή βόλτα και εύχομαι
να μην τη βρει η κουτσομπόλα της γειτονιάς και της τα πει χαρτί και καλα-
μάρι δηλαδή. Και φυσικά θα βάλει και μπόλικη σάλτσα όταν θέλει να κα-
τηγορήσει κάποιον.
- Που λες γλυκιά μου……αρχίζω να λέω σαν παρθένα γεροντοκόρη,
γεμάτη ενοχές που…. για πρώτη φορά βόλτα, όταν…..
Ντρίνννννν το κουδούνι του τηλεφώνου.

58
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Καλημέρα Κικίτσα μου, ακούω τη γυναίκα μου να λέει.


- Κλείσε, κλείσε να σου πω, λέω για να προλάβω τα ‘νέα’.
Ωχ, η Κικίτσα είναι μια απ’ τις πρωινές κουτσομπόλες. Χειρότερη και
από δελτίο τηλεόρασης. Στήνω αφτί και ακούω..
- Σώπααα…. αλήθειααα ; μη μου το λες… σοβαρά ; χα χα χα, ώστε
έτσι ε ; βρε τον καημένο….. ναι ….. ; ; ; ;
Αυτό ήταν. Το γεγονός μαθεύτηκε. Τίποτα δεν κρύβεται στον κόσμο
αυτό. Κι εγώ σήμερα βρήκα να πάω στη δουλειά ;
Τελειώνει το τηλεφώνημα, έρχεται.
- Λοιπόν, για πες μου για το καφενείο που πήγες, γιατί κάτι ακούστη-
κε ότι έγινε το πρωί εδώ έξω, λέει η γυναικούλα μου ανάμεσα σε μια ρου-
φηξιά καφέ κι ένα σκαστό γέλιο, που ετοιμάζεται να ακούσει τώρα και τη
δική μου εκδοχή.
- Που λες γλυκιά μου……….αρχίζω να λέω.
-Άσε τις γλύκες και λέγε ‘γλυκέ μου’. Απ’ την αρχή.
- Απ’ την αρχή ; αμέσως. Λοιπόν, στην αρχή ήταν το χάος….!!!!
- Όχι αυτή την αρχή της Γένεσης, προχώρα παρακάτω, μερικά εκα-
τομμύρια χρόνια πιο μπροστά. Άσε τη δημιουργία του κόσμου και το χάος.
Φτάσε στο σήμερα. Για σήμερα λέγε. Λοιπόν ;
- Και μετά το χάος, έγινε το φως… λέω αδιάφορα…(μέχρι να φτάσω
στο σήμερα έχω αρκετά χρόνια μπροστά μου, να βρω δικαιολογία δηλαδή).
- Ναι, ναι τα ξέρω αυτά, λέει η ενημερωμένη σύζυγος για τη δημιουρ-
γία του κόσμου. Και μη μου πεις για τον Αδάμ και την Εύα. Έλα στο σήμε-
ρα, στο τώρα. Για λέγε για τα προξενιά με τους αστυνόμους, γι’ αυτόν που
νόμιζαν ότι ήταν κλέφτης, για λέγε ‘γλυκέ’ μου.
Πολύ προχώρησε, απ’ τη δημιουργία του κόσμου, την αρχή δηλαδή
σκέφτομαι. Έχει πλήρη ενημέρωση. Μάλλον θέλει επιβεβαίωση γεγο-
νότων. Ωχ ωχ
- Που λες γλυκιά μου…………
- Γιατί το παντελόνι σου είναι άλλο, γιατί άλλαξες και γιατί είναι σκι-
σμένο και χωρίς μπατζάκια ;
Αυτό ήταν. Βρήκε τις αποδείξεις.
- Που λες μικρή μου αγαπούλα……
- Βρε άσε τις ‘γλύκες’, κι έλα στο σήμερα, λέει η δικιά μου.
- Αυτό το χαλάκι πότε θα το αλλάξουμε ; ρωτώ αδιάφορα.
- Όταν αρχίσεις να μου λες τι έπαθες σήμερα το πρωί.
- Μα τι εννοείς μικρό μου αγγελούδι ; λέω με φανερή αίσθηση
αγάπης. Τι συμβαίνει μικρό μου γούτσου γούτσου ;
- Εννοώ ότι, …… ντρίννννν πάλι το τηλέφωνο.
- Α εσύ είσαι…. ; ναι ; σοβαρά ; ε μη μου το λες Πίτσα μου, ε
όχι….σοβαρά….όλοι μαζί…..σώπα καλέ…...αααααα !!!

59
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Ποιος ήταν ; λέω και έσκασες στα γέλια, τι ήταν αυτό το τόσο
αστείο ;
Εκείνη την ώρα χτυπάει και το κουδούνι της πόρτας.
- Ποιος είναι λέει η δικιά μου, ενώ πάει να ανοίξει.
- Καλημέρα, καλώς τον. Τι συμβαίνει ;
- Ήρθα να δω αν είναι καλά ο κυρ Κώστας, ακούω μια πολύ γνωστή
φωνή.
- Καλά είναι, μια χαρά. Γιατί ρωτάς, λέει η γυναίκα μου.
Ακούγονται μερικοί ψίθυροι και μισόλογα. Εγώ προσπαθώ να κατα-
λάβω ποιανού είναι αυτή η γνωστή φωνή.
- Κώστα, έλα λίγο, σε θέλουν, έρχεσαι ;
Πάω πιο πολύ από περιέργεια, να δω ποιος με ζητά πρωί πρωί, ειδικά
σήμερα. Και τι να δω : ο σαλεπιτζής !!!
Φτου, λέω μέσα μου. Και να θέλω να κρυφτώ, δεν μπορώ…..
- Τι συμβαίνει, τι θέλεις ρε μεγάλε ; του λέω.
- Τίποτα, να δω αν είσαι καλά. Όλα καλά Κώστα ;
- Γιατί σε ρωτάει αν είσαι καλά ; ρωτά η γυναίκα μου που είναι δίπλα
μας και παρακολουθεί τη συζήτηση.
- Ένας περαστικός κάτι θέλει να ρωτήσει.
- Ξέρω ποιος είναι, λέει. Αλλά γιατί σε ρωτάει ; λέει πάλι.
- Βρε καλώς τον, σαλέπι τέτοια ώρα ; λέει. Τι έγινε, θα κεράσεις σα-
λέπι και ήρθες ; λέω αδιάφορα, ενώ του κλείνω το μάτι για να καταλάβει
να μην μιλήσει.
- Τι έπαθε το μάτι σου κυρ Κώστα, έπαθες τίποτα απ’ το πρωί ; χτύπη-
σες ;
- Γιατί τι έγινε το πρωί ; ρωτά ο αγαπημένος μου ανακριτής.
- Μα δεν μάθατε ; λέει ο κάρφαρος. Ήρθα να δω αν είναι καλά ο
άντρας σου με όλο αυτό που του συνέβη.
Φτου, καμπάνες άρχισαν να χτυπούν στο κεφάλι μου. Τώρα βρήκε να
ενδιαφερθεί για μένα, δεν μπορούσε να με ρωτήσει αύριο ; αφού κάθε μέρα
τα λέμε το πρωί. Σήμερα βρήκε να έρθει από κοντά αυτός που ούτε με χαι-
ρετά αν δεν θέλει να πουλήσει σαλέπι. Ρε κάτι γκαντεμιές που μου συμβαί-
νουν.
Καλά που ήθελα να το κρατήσω μυστικό. Μόνο στο internet δεν βγή-
κε. Όλοι το έμαθαν. Ο κόσμος το έχει τούμπανο, κι εγώ κρυφό καμάρι που
λέει και μια παροιμία. Στο μεταξύ, με πλάγια βήματα ‘την κάνω’ κατά το
σαλόνι, να φύγω απ’ το βεληνεκές του σαλεπιτζή και της γυναίκας μου,
που ενημερώνεται κανονικά και με μεγάλο ενδιαφέρον μάλιστα, λες και
θέλει να γράψει έκθεση μετά.
- Σαν τι να μάθω, λέει η ‘δικιά’ μου, ενώ ψάχνει να με βρει με το
βλέμμα της. Για λέγε και τι σχέση έχουμε εμείς ;

60
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Και του είπα να ρίξει…..


- Ναι, και μετά…..ρωτάει συνέχεια η ‘δικιά μου’.
Πήγα στο καθιστικό και ανοίγω την τηλεόραση για να ξεχαστώ,
ωστόσο η ενημέρωση συνεχίζεται στην πόρτα απ’ τον ενημερωμένο σαλε-
πιτζή. Και πάνω που με πιάνει ένας γλυκός σχεδόν ύπνος, ακούω στις ειδή-
σεις.
- Και τώρα ένα αστείο συμβάν που συνέβη λίγο πριν σε μια γειτονιά,
με έναν άτυχο οδηγό, ο οποίος…….
Αυτό ήταν. Γίνεται αυτό που δεν ήθελα να συμβεί. Ακούω ακίνητος
άγαλμα. Ρεζίλι έγινα.
Έρχεται η γυναίκα μου, ικανοποιημένη και φουσκωμένη απ’ τις ειδή-
σεις και τα κουτσομπολιά.
- Ήταν ο σαλεπιτζής…..
- Σαλεπιτζής, μπα ; έχουμε και σαλεπιτζή εδώ στη γειτονιά ;
- Ναι, ο φίλος σου….. ξέρεις τώρα….. μήπως να σε ρωτήσω τι έγινε
σήμερα ή…...; λέει η γυναικούλα μου.
- Ναι, μπα και τι ήθελε αυτός ; καμιά φορά δεν ήρθε σπίτι μας, ποτέ.
Τι του συνέβη σήμερα και ήρθε ;
- Α, δεν ξέρεις ε ;
- Μα τι εννοείς ‘άγγελε μου’, λέω με παρθενικό ύφος.
- Ξέρεις λέει, ένα σαλέπι το πρωί…….4-5 κυπελάκια….
- Ναι ξέρω, ανοίγει και πόρτες, χα χα χα χα….
Δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Την έπιασε νευρικό γέλιο. Μα σοβαρά ;
όλα όσα ακούστηκαν σε σένα έγιναν ;
- Ώστε έτσι ε ; και τραβούσαν όλοι να σε βγάλουν ; χα χα χα κι εσύ
σφήνωσες ανάμεσα στα καθίσματα ; και……
- Μα τι εννοείς, λέω πάλι εντελώς χαζό ύφος. Ξέρεις εγώ πήγα στο κα-
φενείο και γύρισα, εγώ….
- Άσε ρε Κώστα τώρα. Μέχρι και στην τηλεόραση το είπαν, λέει. Αλλά
το χειρότερο είναι ότι, το έμαθε και το ‘αναμεταδίδει’ η Κίτσα. Ξέρεις. Αν
πέσεις στο στόμα της, καλύτερα να πάρεις δικηγόρο.
- Για να τα ακούσω από ‘πρώτο’ χέρι, λέει η Μαίρη μου και κάθεται
αναπαυτικά απέναντί μου. Λοιπόν ;
Και πάνω που πήρα ανάσα, χτυπά το κουδούνι πάλι. Είναι η Κίτσα, το
δελτίο ειδήσεων της γειτονιάς.
Ωχ, δεν τη γλυτώνω με τίποτα.
- Καλέ μην κλείνεις την πόρτα, λέει η Κίτσα, έρχονται και τα κορίτσια
να πιούμε καφεδάκο. Καλέ τα έμαθες τα πρωινά νέα ;

61
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

Επίλογος
Λοιπόν, να μη σας κουράζω, στο εξής να σημειώνετε στο ημερολόγιο
πότε έχετε απεργία, να αποφεύγεται τους σαλεπιτζήδες και πάντα προσοχή
στο παντελόνι σας. Επίσης να ψεκάζετε με σπρέι σιλικόνης τα λάστιχα στις
πόρτες, για να μην παγώνουν. Δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να συμβεί.
Το βράδυ που ήρθε, βλέπω το χαλάκι.
- Εντάξει, είσαι ικανοποιημένο τώρα ; του λέω.
- Ώστε δεν άνοιγαν οι πόρτες ; λέει το χαλάκι ειρωνικά
- Θα σε αλλάξω, λέω.
- Μπα, αφού μ’ αγαπάς. Μαζί μεγαλώσαμε, δεν σ’ αρέσει να πατάς το
πρωί, στα ζεστά και να μην παγώνουν τα πόδια σου ;
Πάω στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου.
- Μπα, καλώς τον. Για να σε δω, λέει ο καθρέφτης. Φοράς παντελόνι ;
χαχαχα, γελάει και κοντεύει να φύγει απ’ τη βάση του. Ρε κάτι πράγματα.
Αυτό ήταν. Θα τα αλλάξω όλα, εκτός κι αν πάρω κράνος. Είναι κι
αυτή μια λύση. Αλλά θα πρέπει όταν ξυπνώ το πρωί, να φορώ το κράνος,
μετά να το βγάζω για να ξυριστώ, να πλυθώ κλπ. Θέλει σκέψη το πράγμα.
- Που είσαι, ακούγεται η γυναίκα μου.
- Τι θέλεις λέω ;
- Δεν θα πας στη δουλειά ; λέει και ξεκαρδίζεται, ενώ μαζί της ακού-
γονται γέλια και χάχανα απ’ τις κάργιες που ήρθαν το απόγευμα για καφέ
και έγινε αρμένικη βίζιτα.
- Μμμμ, χιούμορ λέω. Δεν φταίει κανείς. Εγώ φταίω.
- Γιατί, λέει παρεξενεμένη.
- Επειδή πήγα για καφέ, λέω για να αλλάξω θέμα.
- Ναι σίγουρα, λέει. Άντε άλλη φορά να ξέρεις. Άντε έλα να πιούμε
έναν καφεδάκο όλοι μαζί.
Πάω προς το δωμάτιο, αλλά βλέπω τις γκιόσες να με κοιτούν, κρα-
τώντας με το ζόρι τα γέλια τους.
- Μπα όχι, ευχαριστώ, λέω με αγέρωχο ύφος, βράδυ είναι, δεν θα με
πιάνει ύπνος.
- Βρε άντε έλα, έλα. Έτοιμος είναι.
Τι να κάνω ; έχει ατράνταχτα και ακλόνητα στοιχεία. Εξ άλλου το είπε
και η Κίτσα. Αυτό ήταν. Αποδεδειγμένα πράγματα δηλαδή. Δεν υπάρχει
άλλοθι.
- Άντε Μαίρη, που είναι τα καφεδάκια ; λένε οι πρωινοί δημοσιο-
γράφοι.
- Έρχομαι, λέει η γυναίκα μου. Εσύ ; με ρωτά.
- Θα πάω για καφέ έξω της λέω.
- Τώρα, τέτοια ώρα….καφέ εσύ ;
Δεν απαντώ.

62
Το χαλάκι και η εκδίκησή του

- Μήπως θα πας για δουλειά αύριο ; λένε όλες μαζί τώρα.


- Ρε δεν με παρατάτε, λέω και πάω στο σαλόνι πάλι.
- Όχι, δεν θα πάω για καφέ, λέω.
- Μπα, μήπως έχετε απεργία αύριο ;
- Τώρα τι να πω ; λέω και κλείνω την πόρτα πίσω μου.

Άντε τα λέμε.
Γειαααααααααααααααααααααααα

63

You might also like