Professional Documents
Culture Documents
…...το χαλάκι
και…η εκδίκησή του
Κώστας
2022
Η ιδέα που είχα για βραδινή ‘παραγγελία’
ήταν εξαιρετική.
Δίπλα μου μια μαγική εικόνα με περιμένει.
Δίπλα μου, η ‘εικόνα γίνεται....πραγματικότητα...
1
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
2
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
3
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
4
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
5
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Πρωινό ξύπνημα
Ακόμα και ο ήλιος βαριέται να βγει. Είναι χειμώνας και φυσικά έχει
κρύο. Είναι μια συνηθισμένη μέρα, γιατί ο ήλιος που προσπαθεί να βγει,
τον κρύβουν τα βαριά και σκούρα σύννεφα. Πράγματι σήμερα υπάρχουν
πολλά σύννεφα λες και έχουν συνέδριο, όμως έχει πολλή και μπόλικη
υγρασία αλλά και κάτι παράξενες νιφάδες χιονιού. Όλα μαζί δηλαδή που
κάνουν ένα ατμοσφαιρικό σύνολο που σου λέει : στοπ, πάλι μέσα, κάτω
απ’ τα παπλώματα.
Είμαι πρωινός στη δουλειά και πρέπει να αρχίσω να ανοίγω τα μάτια,
να κινούμαι, να κυκλοφορήσει το αίμα, να δώσει εντολές ο εγκέφαλος για
ξύπνημα κλπ., όμως σιγά σιγά. Ένα ένα.
Χειμώνας λοιπόν. Το κρύο διαπεραστικό και η υγρασία στο φουλ.
Όλα τα καλά δηλαδή. Και μέσα σ’ όλα αυτά, όπως είπα, είμαι πρωϊνός στη
δουλειά. Θα πρέπει να κάνω πέρα τους βρικόλακες που κυκλοφορούν
ακόμα τώρα έξω, που όμως σε λίγο θα πάνε να κρυφτούν τώρα που ξημε-
ρώνει η μέρα (πια μέρα δηλαδή) τώρα δηλαδή που τελειώνει η βάρδια
τους. Σαν νυχτερίδες πετούν εδώ κι εκεί, ψάχνοντας για τη δόση τους, λίγο
αίμα δηλαδή. Οι καημένοι μη μείνουν και νηστικοί !!!
Έτσι είναι οι βρικόλακες. Κυκλοφορούν τη νύχτα, αλλά τώρα που ξη-
μερώνει και αρχίζουν να κυκλοφορούν οι άνθρωποι, μας κάνουν τη ‘χάρη’
να μας παραδώσουν τους δρόμους και την πόλη. Τώρα θα κυκλοφορήσουν
οι άνθρωποι οι άλλοι βρικόλακες της ζωής. Βρικόλακες της μέρας. Η ώρα
των ημερήσιων vampires. Είναι η ώρα των ταλαιπωρημένων ανθρώπων.
6
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Όμως είναι και η ώρα άλλων που άσχετα με τον καιρό, βγαίνουν κάθε πρωί
να κάνουν τη γυμναστική τους, να ανταμωθούν μεταξύ τους και να ανταλ-
λάξουν τα νέα. Είναι η ώρα που οι γριές και οι γέροι μέσα στα γερασμένα
δέρματά τους, μοιάζουν με κερωμένα δέρματα, με το ποίημα του Καβάφη :
Οι ψυχές των ανθρώπων’.
Ακόμα θυμάμαι παλαιότερα, όταν προχωρώντας προς το αυτοκίνητο,
άκουσα φτερουγίσματα. Μπα, τέτοια ώρα περιστέρια και πουλιά, αποκλεί-
εται σκέφτομαι. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ περισσότερο και βλέπω μπρο-
στά μου να πετά μια ‘μεγαλούτσικη’ νυχτερίδα. Νυχτε-
ρίδα ; ε δεν είμαστε καλά. Με αυτό το κρύο, τέτοια
ώρα, μέσα στην πόλη υπάρχουν νυχτερίδες ;
Έλα όμως που δεν ήταν νυχτερίδα, αλλά ένας βρι-
κόλακας, ένας μεγάλος vampire δηλαδή που με είδε
και σκέφτηκε :
- Μμμμ ωραίος πρωινός μεζές, με ζεστό ζεστό
αίμα μου είπε τότε. Μμμμ….τι μεζεδάκι είσαι ‘συ ; Ας πάω να κάνω μια
μικρή ‘ανάληψη’ αίματος… σήμερα δεν θα πιο σαλέπι, σκέφτηκε….
- Σε μένα μιλάς, μυρίζει και η αναπνοή σου, του είπα.
- Μυρίζει η αναπνοή μου ; πω πω ρεζίλιαααα !!!
- Άσε μας ρε φίλε και δεν έχω κέφια σήμερα, λέω ενώ βγάζω από
μέσα μου ένα ασημένιο σταυρό κι ένα ασημένιο παλούκι που είχα στην
τσέπη μου, έτσι από σύμπτωση δηλαδή.
- Ωχ, ποιος είσαι ρε διάολε ; είπε ο ‘ρουφήχτρας’. Είσαι οπλισμένος
ε;
- Λοιπόν, βαρέθηκα του λέω. Φύγε, βρες άλλον….
Έτσι και τις άλλες μέρες που τον συνάντησα, δεν με πλησίαζε, αλλά
αποκτήσαμε φιλίες, είπαμε τα δικά μας, μου είπε για την ανεργία που
υπάρχει, για τις αρρώστιες που κυκλοφορούν, είπε ότι δεν υπάρχει πια
αγνό και καθαρό αίμα κλπ κλπ.
- Μου έκαναν και μια πρόταση, είπε ο βρικόλακας….
- Τι πρόταση, σε σένα ;
- Ναι, ναι παίξω τον Batman στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Το σκέφτομαι, είπε.
- Ευκαιρία, λέω. Και από ‘παραδάκι’ τι λέει ;
- Γύρεψα άλλη αμοιβή, άλλου είδους…
- Μπα, δηλαδή λέω με απορία.
- Ναι, αντί για χρήματα, ζήτησα να με πληρώνουν με κουβάδες αίμα.
Αυτό είναι η τροφή μου, είπε ο βρικόλακας.
- Θέλει σκέψη το πράγμα, απαντώ, θέλει σκέψη…
- Μπα και γιατί ;
7
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
8
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Σοβαρά ; λέω δήθεν έκπληκτος, μόνο και μόνο να απαλλαγώ απ’ τον
προσωπικό και ιδιωτικό βρικόλακα.
- Ναι έτσι τα συμφωνήσαμε στο σύλλογο, είπε. Ο καθένας έχει το
χώρο του, τους ‘πελάτες’ του. Τι δηλαδή, χρειάζεται οργάνωση. Όχι παί-
ζουμε.
- Ξέχασες, του λέω του προσωπικού μου vampier, ξεχνάς.
- Τι ξεχνάω, λέει ο πεινασμένος φτερωτός ληστής αίματος.
- Αφού τα είπαμε και πιο παλιά. Υπάρχει ένας βρικόλακας επίσημος,
εδώ και πολλά χρόνια. Υπάρχει ακόμα και σήμερα, πρωί βράδυ, μέρα νύ-
χτα….
- Δηλαδή ;
- Παντρεμένος είμαι, άρα καταλαβαίνεις πιστεύω έτσι ;
- Ωχ, κατάλαβα, είπε το vampire. Χειρότερα. Έχεις άλλον μόνιμο που
σου ρουφάει το αίμα όλο το 24ωρο. Πολλά χρόνια είσαι παντρεμένος ;
- Αρκετά, λέω με έμφαση.
- Τι τραβάς κι εσύ !!!
- Κάποτε θα στα πω.
- Άσε, είσαι χειρότερα από μένα, λέει το δικό μου vampire.
Και θυμάμαι, όση ώρα μιλούσαμε, μας πλησίαζαν και κάποιες άλλες
‘σκιές’ κάνοντας ουρά, έτοιμες να ρουφήξουν, να πάρουν τη ‘μίζα’ τους.
- Εντάξει παιδιά, λέει στους άλλους βρικόλακες. Δικός μας είναι. Πα-
ντρεμένος είναι. Και χειρότερα μάλλον. Ήρωας είναι.
- Ωχ, είπαν τότε όλες οι ‘ρουφήχτρες’. Παντρεμένος ε ; μας συγχω-
ρείς, είπαν όλοι. Περνάς χειρότερα από εμάς. Δικός μας είσαι. Πες μας αν
χρειάζεσαι κάτι έτσι ;
- Ελάτε τώρα, μη με βάζετε σε πονηρές σκέψεις, ελάτε…..
- Μήπως έχεις να μας ‘συστήσεις’ κανέναν υποψήφιο ;
- Τι υποψήφιο, λέω με περιέργεια.
- Κανέναν υποψήφιο ‘δότη’, πετάγεται ένα νέο vampire. Μάλλον αυτό
δεν είναι ενημερωμένο απ’ τα άλλα, τα γνωστά μου δηλαδή.
- Έχω μια ιδέα, ενώ το μυαλό μου πήγε στην πεθερά μου.
- Μην τον ενοχλείτε, λέει το ‘αφεντικό’ τους. Δικός μας είναι, τα είπα-
με αυτά. Άντε πάμε, ξημερώνει σε λίγο. Πάμε για πατσά, λένε όλοι. Να
βάλουμε και μπόλικο ‘κόκκινο’ μέσα.
Φεύγουν οι βρικόλακες και τα ζόμπι της περιοχής μου. Έτσι σήμερα,
με την παγωνιά και την υγρασία που έχει, πρέπει να πάω για δουλειά.
Ολόκληρη διαδικασία προετοιμασίας όμως. Κρύο σήμερα.
Που να κυκλοφορήσει άνθρωπος με τέτοια παγωνιά και την τόση πη-
χτή πρωινή ομίχλη και υγρασία που μοιάζει με ψιχάλα. Ψυχή
έξω εκτός από μερικούς ταξιτζήδες που με τις αναμμένες τις
‘κουκούλες’ των ταξί, μοιάζουν με μυστήριες επίγειες τε-
9
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
10
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Επαναφορά στη….ζωή
Χαράματα της νέας μέρας. Το βιολογικό μου ρολόι, χτυπάει μέσα
μου, όταν έχω πρωινή βάρδια. Αρχίζω και επανέρχομαι στη ζωή και το
δεξί μου μάτι πέφτει στην πράσινη φωτεινή ένδειξη του ψηφιακού ρολο-
γιού στο κομοδίνο, δεξιά απ’ το κρεβάτι μας. Βλέπω την ώρα και δεν πι-
στεύω. Πως πέρασε η ώρα ! Ακόμα χτες κοιμήθηκα και δεν κατάλαβα πως
πέρασε η νύχτα (πρωϊνές σαχλαμάρες και φιλοσοφίες !!!)
Κανονικά πεντέμισι ξυπνάω, αλλά είπαμε, το ‘εσωτερικό’ ρολόι, χτύ-
πησε μισή ώρα νωρίτερα σήμερα. Από τις 5 ήδη άρχισα να να ‘κουνιέμαι’
στο κρεβάτι. Δεν βαριέσαι, για μισή ώρα δεν έγινε και τίποτα. Μάλλον
ακόμα ‘πάω’ με την θερινή ώρα. Να θυμηθώ να ‘ρυθμίσω’ !!
Το ραδιοξυπνητήρι το έχω ρυθμίσει σε έναν σταθμό, που έχει απαλά
και ήρεμα τραγούδια. Τραγούδια κατάλληλα για πρωινό ξύπνημα, τραγού-
δια σαν απαλή χνουδάτη κουβερτούλα, που χαϊδεύει το κορμί. Έτσι ξυπνώ
με κέφι, με χαμόγελα και με χνουδάτη απαλή διάθεση. Τραγούδια κατάλ-
ληλα για ήρεμο πρωϊνό ξύπνημα και δημιουργία χαρούμενης διάθεσης, να
είμαι σε ετοιμότητα για τη μέρα που ξημερώνει.
Όμως μια φορά θυμάμαι, άλλαξα κατά λάθος σταθμό όταν το καθάρι-
ζα και δεν το κατάλαβα. Έτσι εκείνο το πρωινό, εκείνο το δραματικό πρωι-
νό, ‘ξύπνησα’ με τραγούδια πανκ και χέβι μέταλ. Μόνο εγκεφαλικό δεν
έπαθα. Πρωϊνό ξύπνημα και να ακούω τσιρίδες, και άγριες ροκιές μεσ’ τα
άγρια χαράματα ; εκεί να με δεις ταχύτητα και κινήσεις πεινασμένου πάν-
θηρα που κυνηγάει το θύμα του, για να το κλείσω, πριν αρχίσουν περισ-
σότερες τσιρίδες και βασικά να μην ξυπνήσει και το γυναικάκι μου.
Σωστό αιλουροειδές, άμα λάχει. Τσιτάχ. Ο άνθρωπος αστραπή. Μέχρι
και τα φαντάσματα στην κρεβατοκάμαρα τρόμαξαν κι έφυγαν. Οι παλμοί
εκείνο το πρωινό σίγουρα ‘χτύπησαν’ τους 300. Σίγουρα !!
11
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Και φυσικά τότε, εκείνη τη φορά, συνέβησαν αυτά που δεν θέλει κα-
νείς να συμβούν. Δηλαδή δεν τελείωσαν όλα έτσι απλά. Ήταν τότε που
μπερδεύτηκα με τα σκεπάσματα - για να προλάβω να βγάλω τα χέρια να το
κλείσω - και φυσικά τυλίχτηκα περισσότερο σαν κουκούλι, λες και με έδε-
σαν με ζουρλομανδύα, με αποτέλεσμα να μη γίνει τίποτα. Η μουσική χέβι-
μέταλ συνέχιζε να ακούγεται σαν φεστιβάλ ροκ μέσα στα άγρια μεσάνυ-
χτα.
Μέχρι να ελευθερωθώ και να πάρω ανάσα, τέλειωσε και το τραγούδι.
Μου άρεσε που έκαναν και αφιέρωση σε κάποιον, για καλό ξύπνημα. Άσε
που η καρδιά κόντεψε να σπάσει απ’ το ξαφνικό αυτό ξύπνημα. Αν είχα
πιεσόμετρο, η πίεση θα έδειχνε 300 και φυσικά ξύπνησε και η ‘ψυχή’ δί-
πλα μου, σε κατάσταση αμόκ, με μάτια σαν φωτιά μές’ τη νύχτα. Ακόμα
θυμάμαι εκείνα τα μάτια. Σαν διαφήμιση για οφθαλμίατρους για φακούς
επαφής. Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα ‘κάρβουνα’ αντί για μάτια. Τι βρικόλα-
κες και τι Δευτέρα Παρουσία !!! Εδώ να δεις. Φωτιά σκέτη. Μάλλον θα
πρέπει να ψάξω για άλλο σταθμό, πιο ήρεμο, πιο ρομαντικό ή να κάνω
εξορκισμό.
Φυσικά δεν έκανα εξορκισμό, αλλά φρόντισα να αλλάξω σταθμό, για
απαλό και χνουδάτο πρωινό ξύπνημα. Τώρα όλα καλά. Ξυπνώ με χαμόγε-
λο και εύθυμη διάθεση έτοιμος για πρωινό χαρούμενο ξύπνημα. Το πάθη-
μα, γίνεται μάθημα. Έτσι είναι.
Πάει αυτό. Τώρα ξέρω. Αντιδρώ διαφορετικά.
Πεντέμισι και κάτι ψιλά. Ξύπνησα λόγω τουαλέτας, αλλά με τις
σκέψεις αυτές πλησιάζει η ώρα που θα χτυπήσει, να ανοίξει δηλαδή ο
σταθμός που έχω στη μνήμη. Θέλει 3-4 λεπτά για να πάει πεντέμισι, αλλά
θα το προλάβω πριν χτυπήσει. Δεν πειράζει για 3-4 λεπτά δε γίνεται ζήτη-
μα.
Με αέρινες, απαλές, σίγουρες και άνετες κινήσεις, σαν ικανοποιη-
μένη γκόμενα που πηδιόταν όλο το βράδυ, απλώνω το δεξί χέρι να προ-
λάβω να το κλείσω πριν χτυπήσει και ξυπνήσει τη γυναίκα μου που κοι-
μάται δίπλα μου, που σίγουρα βλέπει όνειρο και συζητά ‘κάπως έντονα’ με
τις νεραϊδένιες φιγούρες στα όνειρά της που όπως φαίνεται έχει διαφορές
μ’ αυτούς που ‘συζητά’. Το ροχαλητό είναι έντονο. Μάλλον θα έχει αρκε-
τά μεγάλες διαφορές, ακόμα και στα όνειρα.
Δε λέω κοιμάται ήσυχα, αλλά σήμερα διαφωνεί και ρίχνει κάτι ροχα-
λητά σαν να ανακατεύεις μέταλλα σε παλιά τσίγκινη κατσαρόλα. Έτσι για
να επιβληθεί. Όχι ότι δηλαδή δεν κατάφερα να κοιμηθώ ή ότι έπεσαν οι
σοβάδες απ’ τους τοίχους ή ότι άνοιξαν μόνα τους τα παράθυρα απ’ το συ-
ντονισμό του ροχαλητού. Όοοχχιιιι δεν θα πω τέτοια πράγματα για το γυ-
ναικάκι μου. Το μικρό μου γουτσου γούστου.
12
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
13
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
14
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
15
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
16
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Η ντουλάπα
Σηκώθηκα πια και κοιτώ κοροϊδευτικά το ρολόι και το πατάκι, που εξ
αιτίας του σαβουρντίστικα προηγουμένως. Ευτυχώς δηλαδή που δεν ενο-
χλήθηκε πολύ και το έτερο μου ενάμιση που εξακολουθεί να έχει πολύ ζω-
ντανό διάλογο με τα όνειρά της.
Σκοτάδι στο δωμάτιο, αλλά φυσικά ξέρω το μέρος. Σπίτι μου είναι ρε
διάολε. Αν είναι δυνατό να μην το ξέρω. Με κλειστά μάτια και σαν αίλου-
ρος που είμαι, σηκώνομαι τώρα με κινήσεις που θα ζήλευε και ο καλύτερος
ακροβάτης και ίσως και ο Νουρέγιερ, ψάχνω τις παντόφλες λυγίζοντας τη
μέση και τα γόνατα, κάνοντας ταυτόχρονα και γυμναστική. Ευκαιρία, έτσι
είμαι ‘γω, κάνω ταυτόχρονα δύο πράγματα. Χρόνου φείδου δηλαδή. Έτσι
έλεγαν οι αρχαίοι υμών πρόγονοι. Δηλαδή ποιος θα βγάλει πιο γρήγορα το
φίδι απ’ την τρύπα !!!!
Στηριζόμενος στο ένα πόδι, κουνάω το άλλο, ψάχνοντας για τις πα-
ντόφλες και εδώ πάλι, δυστυχώς, συμβαίνει αυτό που δε θα ήθελα ποτέ να
συμβεί. Βρήκα τη μία, χάνω την ισορροπία μου και σκοντάφτω στο διπλω-
μένο χαλάκι μπροστά στο κρεβάτι. Πέφτω με θόρυβο απέναντι στη ντου-
λάπα.
- Πάλι τα ίδια, τι θα γίνει με σένα, ε ; διαμαρτύρεται πάλι πιο έντονα
το πατάκι, χαλάκι που είναι διπλωμένο απ’ το πρώτο πέσιμο.
- Θα σκάσεις, λέω κάπως έντονα, θα ξυπνήσεις και τη ντουλάπα τώρα
και θα έχουμε ιστορίες. Σκάσε λοιπόν !!!
- Γιατί να σκάσω, πετάγεται η αγαπημένη μου γυναίκα, γιατί την ξύ-
πνησα. Γιατί να σκάσω ε ε γιατί ;
- Τίποτα, όλα καλά, λέω. Κοιμήσου, όλα καλά….
17
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
18
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
19
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Ενώ το δικό σου που ούτε σαν ανέκδοτο δεν το έχεις, είναι καλύτερο
;
- Μμμμ χιουμορίστα μου εσύ, λέει και γυρνά απ’ την άλλη για να συ-
νεχίσει τις τούφες της, να μπει στα όνειρά της, ενώ αφήνει ένα κι ένα κλα-
νίδι για να ζεστάνει την ατμόσφαιρα.
- Άντε βρες την παντόφλα, περνά η ώρα και θα αργήσεις, ακούγονται
οι τελευταίες λέξεις της πριν το ροχαλητό. Ευτυχώς που δεν είσαι χταπόδι,
να ψάχνουμε για τις άλλες επτά παντόφλες, λέει η μελωδική φωνή της.
Τότε τι θα κάναμε ;
Ναι ευτυχώς, για σκέψου να έψαχνα άλλες 7 παντόφλες. Ναι σωστά,
αλλά με τα μπερδέματα στο χαλί και την παντόφλα ήδη πέρασε ένα τέταρ-
το. Θα πρέπει να βιαστώ. Κοίτα τώρα τι παθαίνω πρωϊ πρωί, λέω φουσκω-
μένος από τσατίλα ψάχνοντας ακόμα για την παντόφλα. Φαντάστηκα την
εικόνα και άρχισα να γελάω.
- Μπράβο ρε Μαίρη λέω, μ’ έκανες να γελάσω πρωί πρωί. Άκου χτα-
πόδι !!
Όμως, μου ήρθε μια φαεινή ιδέα, ένα ερώτημα δηλαδή. Όμως παρ’
όλα αυτά, δεν ανάβω το φως όπως είπα. Το ξέχασα.
Ίσως το μπέρδεμα με το χαλί, μήπως και χώθηκε κάτω απ’ το κρεβάτι,
γι’ αυτό δεν τη βρίσκω ; Ρε κάτι ιδέες που έχω τα χαράματα. Έτσι, χωρίς
να ανάψω φως, στα τυφλά δηλαδή, σκύβω γρήγορα να ψάξω, αλλά βάρεσα
την κεφάλα μου στο ξύλο του κρεβατιού.
- Γκαπ, ακούστηκε ένας ξερός θόρυβος.
Ωχ, λέω δυνατά από μέσα μου. Πάει το κεφάλι μου. Δεν ήξερα ότι το
κεφάλι μου ακούγεται έτσι ξερά.
- Αμάν, τι θόρυβος είν’ αυτός ; έσπασαν την πόρτα, μπήκαν κλέφτες ;
λέει η γλυκιά μου γκεστάπο, που ξύπνησε και άναψε το δικό της πορτατίφ.
Τώρα πια παρακολουθεί τα πάντα με προσοχή αλλά και περιέργεια. Μπα-
αα, τι θέλει κι αυτή
- Τίποτα, τίποτα λέω. Χτύπησα το κεφαλάκι μου. Η πόρτα είναι μια
χαρά, μην ανησυχείς, δηλαδή πιο πολύ σε νοιάζει για το κρεβάτι, παρά για
το κεφαλάκι μου ;
- Το κρεβάτι ; γιατί για να σκύψεις εκεί χτύπησες.
- Και το κρεβάτι μια χαρά είναι, άντε κοιμήσου τώρα.
- Ώστε το κεφάλι σου έκανε έτσι, όσο για το κρεβάτι αν χαλάσει που
θα κοιμόμαστε ; η κεφάλα σου δεν παθαίνει τίποτα, λέει και ετοιμάζεται να
σκάσει στα γέλια, το κεφάλι σου ήταν ; άλλη φορά που θα ξυπνάς, να φο-
ράς αμέσως κράνος !!!
Δεν απαντώ, για να μη δώσω συνέχεια, αλλά κοντεύω να σκάσω απ’
τα νεύρα μου. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα σκοτωθώ πριν καλά καλά
βγω απ’ την κρεβατοκάμαρα. Άντε να δω πότε επιτέλους θα καταφέρω να
20
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
βγω, να πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο να συνέλθω, μετά στην κου-
ζίνα για πρωινό ζεστό αρωματικό καφεδάκο και μετά να την κάνω για τη
δουλειά. Άραγε τι με περιμένει ακόμα. Ποιος ξέρει τι θα μου συμβεί μέχρι
να βγω απ’ το σπίτι. Ίσως θα πρέπει να προσλάβω έναν σεκιουριτά ή έναν
θυρωρό, αλλά ίσως κι έναν ινδιάνο ιχνηλάτη οδηγό, βρε παιδί. Αλλά μάλ-
λον, μετά από σοβαρή σκέψη, μάλλον θα προσλάβω μπάτλερ. Ναι, ένα
μπάτλερ να με φροντίζει το πρωί.
- Θα τελειώσεις κάποια φορά να φύγεις να κοιμηθώ, ακούγεται η απα-
λή φωνή της γυναίκας μου.
- Ναι, έτοιμος είναι, απαντώ.
- Δεν είσαι, μου λέει μέσα στον ύπνο της…
- Σε δέκα λεπτά φεύγω, λέω.
- Δεν είσαι, επαναλαμβάνει. Έχεις ακόμα….
- Θα κοιμηθείς επιτέλους, να ετοιμαστώ, να φύγω. Μη με καθυστερείς
με τις παρατηρήσεις σου, ύπνο τώρα, νάνι νάνι…..
Πάω στην τουαλέτα, μπροστά στον καθρέφτη….
21
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
22
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
διακόπτη και κλικ ανάβω το φως. Σαν αστραπή με τύφλωσε έτσι όπως
ήμουν και με κάνει να οπισθοχωρήσω λίγο. Τι φως κι αυτό πρωί, πρωί ρε
παιδάκι μου ; Με το ένα πόδι παγωμένο, το ένα μάτι κλειστό και την έντο-
νη λάμψη, νομίζω ότι είμαι σε ανάκριση στη Stazi της Ανατ. Γερμανίας.
Με ρομποτικές και εντελώς αυτόματες κινήσεις, ανοίγω τη βρύση. Το
παγωμένο νερό στο πρόσωπο με κάνει να αισθάνομαι σαν ξεβράκωτος
στην ανταρκτική. Τσιτώθηκε το δέρμα, λες κι έκανα μπότοξ. Κουνήθηκα
ασυναίσθητα απ’ το κρύο νερό, σαν θαλάσσιος ελέφαντας που κουνιέται
στην άμμο ψάχνοντας για θηλυκά. Συνέρχομαι απότομα και κοιτώ τον εαυ-
τό μου στον καθρέφτη.
Αυτό που βλέπω, μοιάζει κάτι μεταξύ με χαμαιλέοντα και χταπόδι,
έτσι πολύχρωμος που είμαι ακόμα απ’ τον ύπνο και από τις τσαλάκες του
μαξιλαριού ή με ζέβρα σε οίστρο. Ευτυχώς που δεν υπάρχει κάμερα να
βγω φωτογραφία. Μάλλον για δραπέτης μοιάζω, λερωμένος και τσαλακω-
μένος απ’ τη στοά που έσκαβα όλη νύχτα για να δραπετεύσω.
- Καλημέρα μεγάλε, λέω του ειδώλου μου στον καθρέφτη.
- Καλημέρα αλλήθωρε τσαλακωμένε, μου απαντά το είδωλο στον κα-
θρέφτη. Κατάφερες και ξύπνησες, βρήκες το δρόμο ;
Τον κοιτώ με το ανοιχτό μάτι, μ’ αυτό που μπορώ και βλέπω έστω και
θολά. Το άλλο δεν άνοιξε ακόμα.
- Κι αυτές οι ρίγες τι είναι ; ρωτά ο καθρέφτης.
Ωχ πρωί, πρωί ασχολήσου με τίποτα άλλο, θέλω να του πω, αλλά τι να
λέμε τώρα. Με καθρέφτες θα μιλώ, δεν είμαστε καλά.
Ο καθρέφτης λες και με άκουσε, λέει.
- Μεγάλε, έτσι κεφάτος είσαι κάθε πρωί ; πολλά κέφια έχεις. Τυχερή η
γυναίκα σου να σε βλέπει έτσι το πρωί. Ρε την τυχερή.
Εγώ δεν μιλώ, για να μη δώσω θάρρος στον καθρέφτη, στον γυάλινο
μάγκα που έχω απέναντί μου.
- Δεν μιλάς, συνεχίζει ο γυάλινος όμως. Έχω να σου κάνω ένα δώρο,
ένα δώρο που θα σου αρέσει.
- Δώρο ; τι δώρο λέω παραξενεμένος.
- Ένα χαλάκι, να το βάλεις μπροστά στο κρεβάτι λέει και κοντεύει να
ξεκολλήσει απ’ τα γέλια από το έπιπλο, χαχαχα!!!
- Μωρέ κρυάδες, πρωϊ πρωί, δε με παρατάς κι εσύ.
- Κι αυτές οι μελανιές εκτός απ’ τις ρίγες, τι είναι ; συνεχίζει. Πάλι
στη ντουλάπα έπεσες, κάτι άκουσα πριν, αλλά τώρα που σε βλέπω….
- Θέλεις τίποτα ; άντε πρωϊνιάτικα τώρα, λέω με βαρύ ύφος. Μη μας
πάρει και αέρα ο ‘γυάλινος’.
- Θα σου δώσω μια συμβουλή, λέει το είδωλό μου στον καθρέφτη.
Θέλεις ;
23
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
24
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
25
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Βγαίνω έξω.
Με το χοντρό μπουφάν, προχωρώ σχεδόν σκυφτός, αξύριστος και με
ένα μάλλινο μαύρο σκουφί στο κεφάλι, μοιάζω με δραπέτη, κατατρεγμένο
της κοινωνίας. Η πάχνη, η υγρασία πάνω στο μπουφάν, έπιασαν κρούστα,
σαν άσπρο σεντόνι. Κολλούν στο πρόσωπο σαν μάσκα απολέπισης έτσι
άσπρη που είναι. Μοιάζω με Λάπωνα την εποχή που κυνηγούν τα καρι-
μπού. Το κρύο διαπεραστικό και η υγρασία στο φουλ. Όλα τα καλά δηλα-
δή. Εντάξει, χειμώνας είναι. Αλλά είναι απ’ τις μέρες που έχει φοβερή
υγρασία. Και μέσα σ’ όλα αυτά, θα πρέπει να πάω στη δουλειά.
Βλέπω τους τελευταίους βρικόλακες. Ένας απ’ αυτούς με πλησιάζει.
- Τι θά ‘λες για λίγο αιματάκι ; μου προτείνει.
- Καλά, πάλι τα ίδια έχουμε ;
- Ο βρικόλακας με πλησιάζει πιο πολύ.
- Α εσύ είσαι. Δεν σε κατάλαβα. Ωχ, ο παντρεμένος είσαι. Εσύ που
έχεις έναν βρικόλακα στο σπίτι σου. Εντάξει συνάδελφε. Πέρνα. Για δου-
λειά ε ;
- Ναι, λέω.
- Εντάξει παιδιά, λέει ο βρικόλακας στους άλλους που άρχισαν να
πλησιάζουν. Αυτός είναι χειρότερος από μας. Εντάξει...
Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, τόσα πρωινά με ομίχλες, πάχνη και υγρα-
σίες. Κάπου κάπου, τα λέμε. Έτσι είμαι εγώ. Κοινωνικός τύπος, δεν κάνω
εξαιρέσεις.
Οι υπόλοιποι βρικόλακες φεύγουν, πάνε να κρυφτούν τώρα που τε-
λειώνει η βάρδια τους και έρχεται η μέρα. Έτσι είναι οι βρικόλακες. Αυτοί
κυκλοφορούν τη νύχτα, αλλά όμως τώρα είναι η ώρα που βγαίνουν οι άν-
θρωποι για τη δουλειά τους. Άλλοι βρικόλακες αυτοί. Η ώρα των vampires.
26
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
27
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Κάνω θετικές σκέψεις μέσα μου, φέρνω ‘ζεστές’ εικόνες στο μυαλό,
όπως καλοριφέρ, σόμπες, παραλίες καθώς και πιάτα με αχνιστό χοντρο-
κομμένο πατσά περνούν από μπροστά μου.
Μια σιλουέτα που σπρώχνει ένα καροτσάκι που βγάζει καπνούς, με
πλησιάζει γεμάτη μυστήριο. Κοιτώ με υποψία αλλά και περιέργεια. Τι γίνε-
ται εδώ, που βρίσκομαι ; σκέφτομαι.
Έτσι, ενώ είμαι ‘χαμένος’ στα πράσινα λιβάδια και τις ζεστές εικόνες
με χοντροκομμένο πατσά, μια αγριοφωνάρα μου τρυπά τα τύμπανα, εκεί
μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη μαύρη απελπισία που μ’ έπιασε.
Πετάγομαι, λες και με χτύπησε ρεύμα, έτσι απορροφημένος που
ήμουν στα λιβάδια και τον αχνιστό πατσά.
- Σαλέπι, ζεστό σαλέπιιιιιιιιιι.
- Σιγά ρε μεγάλε, με κούφανες. Τι φωνή είναι αυτή ;
- Σαλέπιιιιι, ξαναφωνάζει λες και μιλά απ’ το απέναντι βουνό, να
ακουστεί στα πέρατα της γης.
- Ρε κάτσε καλά, λέω. Ηρέμησε, τι φωνάζεις έτσι δίπλα μου, αφού δεν
είναι κανείς τέτοια ώρα.
- Φωνάζω για να ακούσουν, να πάρουν σαλέπι.
- Ναι, αλλά πιο σιγά ρε δικέ μου.
- ΣΑΛΕΠΙΙΙΙΙ λέει τώρα πιο δυνατά ο τενόρος της λυρικής…
- Ρε θα σκάσεις, λέω. Τι θα γίνει με σένα ;
- Αν δεν φωνάξω, δεν θα με ακούσουν, λέει και ετοιμάζεται να πάρει
μια πιο μεγάλη και βαθιά ανάσα.
- Κάτσε καλά, φτάνει. Με ξεκούφανες…..
- Καλημέρα Κώστα, λέει ο ‘επαγγελματίας’ ηφαιστειολόγος. Πόσα να
βάλω, 2-3 κυπελάκια φτάνουν ;
Μμμμ, σαλέπι. Ότι πρέπει λέω στον εαυτό μου. Ένα σαλέπι τώρα εί-
ναι ότι πρέπει, μέχρι να καταφέρω να ανοίξω την πόρτα. Το πρωινό γιατρι-
κό. Μαγικές στιγμές εκεί μπροστά στο παγωμένο αυτοκίνητό μου.
- Βάλε ένα ποτηράκι σε χοντρό φλιτζάνι και χωρίς αφρό, λέω
αστειευόμενος. Και με μια φούσκα στη μέση.
- Τι έγινε κυρ Κώστα ; πάντα με χιούμορ, λέει ο σαλεπιτζής.
- Πάγωσαν οι πόρτες, δεν ανοίγουν λέω.
- Ρίξε σαλέπι πάνω στην κλειδαριά, λέει ο ‘πρωινός διασώστης του
ΕΚΑΒ’. Το σαλέπι όλα τα γιατρεύει, είναι κατάλληλο για πολλές περι-
πτώσεις, λέει και κλείνει πονηρά το μάτι. Πιες και θα χαρεί η γυναίκα σου
και η γκόμενά σου, κάτι ξέρω εγώ.
- Ναι γιατρέ, εντάξει του λέω, για το αυτοκίνητο μιλάμε.
- Ρίξε λίγο, συνεχίζει ο γιατρός με ειδικότητα σαλεπιτζή.
- Η πόρτα ξεκλείδωσε, λέω αλλά πάγωσαν τα λάστιχα.
28
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Α καλά, τότε ρίξε γύρω γύρω στις πόρτες. Άντε ευκαιρία να κάνω
σεφτέ, να πιάσω την καλή, λέει ο ‘έμπορος’ γελώντας. Να βάλω 4-5 ποτη-
ράκια ; Πιστεύω να με πληρώσεις, όχι πάλι τράκα.
- Δε με παρατάς πρωί, πρωί του λέω, όρεξη έχεις. Πότε ρε δεν σε πλή-
ρωσα ; τι σαχλαμάρες λες ;
- Εντάξει, πλάκα έκανα να γελάσουμε λίγο, να κυκλοφορήσει το αίμα,
λέει ο σαλεπιτζής, ο πρωϊνός πωλητής.
- Έλα έλα έλα, σαλέπιιιιιι, φωνάζει πιο δυνατά και απομακρύνεται.
Μην απελπίζεσαι κε Κώστα. Όλα θα γίνουν, όλα.
- Μάλιστα γιατρέ, του λέω.
- Και δωρεάν η συμβουλή, λέει ο γιατρός.
Όλα θα πάνε καλά, λέω μέσα μου γεμάτος με αισιοδοξία για τη συ-
νέχεια. Αισιοδοξία αλλά γεμάτος από τσατίλα. Η καλή μέρα φάνηκε σήμε-
ρα. Προσπαθώ να τραβήξω την πόρτα του οδηγού, αλλά φοβάμαι μην ξε-
κολλήσουν και σκιστούν τα λάστιχα που υπάρχουν στην πόρτα και τα χα-
λάσω. Δοκιμάζω την πόρτα του συνοδηγού. Τα ίδια κι εκεί. Τα ίδια και
στις άλλες πίσω πόρτες. Μόνο η 5 η πόρτα του πορτμπαγκάζ είναι εντάξει
και ανοίγει. Τυχερός είμαι. Ωραία, αλλά πως θα γίνει τώρα ; η ώρα κοντεύ-
ει εξήμισι κι εγώ θα κάνω στον ακροβάτη, τον ζογκλέρ για να μπω στο αυ-
τοκίνητο ;
Ουφ, τουλάχιστον θα τα καταφέρω να μπω από εκεί. Ευτυχώς. Είμαι
ευλύγιστος, γατόνι σκέτο, αίλουρος και σβέλτος, αλλά δεν είμαι και χέλι
να γλιστρήσω ανάμεσα στα πράγματα του πορτμπαγκάζ και τις πίσω
θέσεις. Φοράω κι αυτό το χοντρό μπουφάν, λες και πηγαίνω να κατακτήσω
το Έβερεστ.
Στέκομαι ακίνητος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου να σκεφτώ
τρόπους ‘γλυστρίματος’ ώστε να φτάσω στη θέση του οδηγού. Θέλει
σκέψη το πράγμα.
- Δεν έχεις κι άλλη λύση, μου λέει ο εαυτός μου. Καλά να πάθεις που
δεν έβαλες λίγη σιλικόνη στα λάστιχα, όπως συμβουλεύεις τους άλλους,
να μην παγώσει και να ανοίξει.
- Θα σκάσεις καμιά ώρα ; λέω τσατισμένος πια. Όλα στραβά άρχισαν
σήμερα.
- Γιατί με βρίζεις ; λέει ο σαλεπιτζής, που ξαναγύρισε για να δει τη
συνέχεια του πρωινού σίριαλ της ζωής μου, μιας και δεν κυκλοφορεί ψυχή
έξω ακόμα.
- Δε λέω εσένα, με τον εαυτό μου τα ‘χω. Μ’ αυτόν μιλώ. Όλο κόντρα
μου πάει.
- Πιες το σαλέπι και όλα θα πάνε καλά, λέει ο σαλεπιτζής. Και πάρε
άλλα 2-3 ποτηράκια να ρίξεις στις πόρτες. Θα ζεσταθούν και θα ανοίξουν.
Άκου που σου λέω.
29
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
30
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
31
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Το περιπολικό
Όμως σε ένα πράγμα έχει δίκιο. Έχω
υπερβολικά αρκετά πράγματα στο πορτμπα-
γκάζ. Θα πρέπει να τα ξεφορτώσω, αλλά βα-
ριέμαι. Σκέφτομαι να πω του σαλεπιτζή να
μπει αυτός, μιας και είναι πιο λεπτός από
μένα.
- Τι θα ‘λεγες αν με βοηθούσες ;
- Δηλαδή ; λέει. Να αφήσω την επιχείρηση, να κρυώσει το σαλέπι, να
παρατήσω τους πελάτες για σένα ; αυτό θα σου κοστίσει, λέει.
- Σιγά ρε Αλ Καπόνε, του λέω. Ποιοι πελάτες, ούτε φαντάσματα δεν
έχει τέτοια ώρα. Καλά που με βρήκες και έκανες σεφτέ. Σιγά πια.
- Εγώ….την επιχείρηση. Πόσα μου δίνεις ; λέει με επιχειρηματικό
αλλά και εμπορικό πνεύμα.
- Ρε δε με παρατάς, λέω. Από αύριο τέρμα το σαλέπι, λέω και τη στιγ-
μή που αρχίζω και ξεντύνομαι σαν στριπτιζέζ σε νυχτερινό κέντρο. Ετοι-
μάζομαι να σηκώσω το πόδι για να μπω στο πορτμπαγκάζ, όμως ακούγο-
νται πίσω μου πόρτες από αυτοκίνητο να ανοίγουν και βαριά ποδοβολητά
να πλησιάζουν. Έρχεται μια άλλη έκπληξη.
- Ώπα, λέει ο σαλέπ-ντοκτόρ. Τι….κινήσεις είναι αυτές. Μήπως δου-
λεύεις τα βράδια σε στριπτιτζάδικο ; τι σπαγκάτα είναι αυτά κυρ-Κώστα,
μμμμ….ανοίγεις ωραία τα πόδια….. !!!!
- Γιατρέ, φύγε μην αρπάξω τη μανιβέλα, όπως είπα. Φύγε… λέω, όταν
ακούγεται μια ‘τρίτη’ φωνή, εδώ στο σκηνικό επέμβασης στο αυτοκίνητο.
- Τι συμβαίνει εδώ ; ακούω μια αυστηρή φωνή και ταυτόχρονα βλέπω
κι ένα μπλε φως να αναβοσβήνει πίσω μου. Αλλά και το φως ενός δυνατού
φακού μου στραβώνει τα μάτια, τα μάτια που κατάφερα να ανοίξω με τόσο
κόπο εδώ και μια ώρα πριν.
- Τι συμβαίνει εδώ ; ακούγεται πιο αυστηρή η φωνή πάλι.
Τώρα αυτό μου έλειπε.
Ένα περαστικό περιπολικό σταμάτησε πίσω μου και παραξενεμένοι οι
αστυνομικοί βλέπουν το θέαμα και μου κάνουν αυτές τις ερωτήσεις.
Ξαφνιάζομαι, έτσι σε θέση σχοινοβάτη που μετάνιωσε για το ακροβα-
τικό του, γιατί είμαι μισός στο πορτμπαγκάζ και μισός έξω, με το μπουφάν
να κρέμεται στα χέρια μου, ενώ τα πόδια μου εξέχουν απ’ το πορτ μπα-
γκάζ, λες και το αυτοκίνητο έχει πόδια...
Αυτό έλειπε τώρα.
- Τι να συμβεί λέω. Πάγωσαν και κόλλησαν οι πόρτες. Δεν ανοίγουν
και δεν μπορώ να μπω να πάω στη δουλειά. Σαν τι άλλο να συμβαίνει. Ευ-
32
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
τυχώς που μπορώ να μπω από πίσω, λέω ξαναμμένος και σχεδόν ιδρω-
μένος απ’ την προσπάθεια να μετατραπώ σε χέλι.
- Είναι δικό σας το αυτοκίνητο ; με ρωτούν κάπως επιφυλακτικά και
ύποπτα.
- Ναι, δικό μου λέω και άργησα για τη δουλειά.
- Άδεια, δίπλωμα ταυτότητα μου λένε, να διαπιστώσουν ότι δεν είμαι
κλεφτρόνι, παρ’ όλο που είμαι τζέντλεμαν.
- Τι είπατε ; λέω. Άδεια, δίπλωμα ; ελάτε, αν καταφέρετε να μπείτε,
εκεί στο ντουλαπάκι είναι τα χαρτιά. Άντε να σας δω, λέω. Ελάτε να γίνου-
με πολλές, λέω με χιούμορ.
- Τι πολλές κύριε, δεν είναι αστείο.
- Ποιος μίλησε για αστείο, λέω. Μα δε βλέπετε, τι ερωτήσεις είναι αυ-
τές, δεν βλέπετε λέω πάλι.
- Είναι το τυπικό της υπόθεσης, λένε οι αστυνομικοί. Αυτά πάντα τα
ζητάμε, έτσι γίνεται.
Στο μεταξύ, είμαι μισός μέσα στο πορτμπαγκάζ και μισός έξω. Αστεία
κατάσταση τώρα με το περιπολικό δίπλα μου και τους αστυνομικούς ο
ένας να προσπαθεί να τραβήξει να ανοίξει την πόρτα και ο άλλος να με
φέγγει με το φακό.
- Μην τραβάς την πόρτα λέω, θα σκιστούν τα λάστιχα.
- Εγώ του είπα να ρίξει λίγο σαλέπι, πετάγεται ο σαλεπιτζής, που είναι
ακόμα εκεί.
Ο αστυνομικός το κατάλαβε και άρχισε να ξύνει το κεφάλι του, προ-
σπαθώντας να κατεβάσει ιδέες, αυτό το παγωμένο πρωί εκεί μπροστά στο
σπίτι μου, στη γειτονιά μου.
- Σαλέπι ε, καλή λύση. Το δοκιμάσατε κύριε ;
Ρε που μπλέξαμε. Λες και ο αστυνομικός είναι συνέταιρος με τον σα-
λεπιτζή. Καλά, τρελές καταστάσεις.
Στο μεταξύ, με τις φωνές του σαλεπιτζή, τα φώτα του περιπολικού,
ήταν αφορμή να μαζευτούν κάποιοι περίεργοι περαστικοί, που σταματούν
και σχολιάζουν την κατάσταση. Είναι η ώρα που οι γέροι, ντυμένοι σαν
ντολμαδάκια, σκέτοι πιγκουΐνοι δηλαδή, βγαίνουν για περπάτημα, να ξανα-
γίνουν νέοι.
- Α εγώ Χαρίλαε, πάντα τέτοια ώρα βγαίνω. Ο κρύος αέρας είναι ότι
πρέπει, αισθάνομαι σαν παιδί….
- Συμφωνώ Αρίσταρχε, έχεις δίκιο, μόνο να θυμηθώ όταν πάω σπίτι,
να αλλάξω την πάνα που φορώ, έχω λίγη ακράτεια, ξέρεις. Κι αν παγώσει
πάνω μου……όταν τη βγάλω, θα ξεκολλήσουν κι άλλα πράγματα !!!!
- Δε βαριέσαι, δεν είναι τίποτα αυτό, λέει ο Χαρίλαος. Μόνο πρόσεξε
να την αλλάξεις γρήγορα, γιατί έχει κρύο και θα παγώσουν, κι αν πα-
γώσουν θα παγώσουν και τ’ αρχίδια σου.
33
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
34
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Ποια δόξα, λες, την Δόξα την κόρη του κυρ Γιάννη ; αααα σε κα-
τάλαβα τώρα Αρίσταρχε, σε κατάλαβα. Ώστε εσύ ήσουν που κυνηγούσε ο
κυρ Γιάννης τότε ; τώρα το θυμάμαι.
- Όχι Χαρίλαε, όχι……εγώ…..
- Τι όχι βρε παιδεραστή, είχαν ακουστεί τότε κάποια λόγια για σένα,
ότι κυνηγούσες εκείνη τη μικρούλα !!
Φυσικά όλοι αυτοί, δε κοιτάζουν λίγο πιο ψηλά τον Μιχαλάκη, τον
Αρχάγγελο ντε, που έχει ανοίξει το μπλοκάκι ‘επειγόντων περιστατικών’
να δει ποιον θα φωνάξει ‘επάνω’.
Και φυσικά δεν παραλείπουν να ρωτήσουν τους αστυνομικούς. Έσκα-
σαν απ’ την περιέργεια. Αυτοί έλειπαν τώρα. Η περιέργεια των γέρων είναι
ότι χειρότερο. Κάθονται και κοιτάνε λες και βλέπουν την Ανάσταση του
Λαζάρου ή μπορεί να ονειρεύονται κι αυτοί τα ίδια με τον Λάζαρο. Ποιος
ξέρει ; μπορεί στην επόμενη ζωή τους να γίνουν Λάζαροι.
- Ναι, ναι κι εγώ μια φορά έτσι την έπαθα και αναγκάστηκα να πάρω
ταξί, λέει ένας περαστικός, ανάμεσα σε πρωινό βήχα και γρήγορες ανάσες,
ενώ πιάνει τον καρπό του να μετρήσει τους σφυγμούς.
- Καλά πότε έγινε αυτό ; αφού είσαι συνταξιούχος.
- Πριν πολλά χρόνια, θα ‘ναι τώρα πάνω από 50.
- Και γιατί μιλάς έτσι λαχανιασμένα ; τον ρωτά ένας άλλος ‘υποψή-
φιος’ Λάζαρος.
- Τίποτα Χαρίλαε, απ’ το κρύο είναι. Αλλά δε θέλει να πει ότι πλη-
σιάζει έμφραγμα και ότι πάγωσαν τα ούρα στην πάνα που έχει ακράτεια
και πάγωσαν και τ’ αρχίδια του στην πάνα.
- Ευτυχώς εμείς είχαμε δύο αυτοκίνητα, λέει ο άλλος, τότε που έπαθα
τα ίδια με το κρύο και πήρα το αυτοκίνητο της γυναίκας μου, λέει ένας άλ-
λος.
- Μα καλά, πότε έγινε αυτό, ρωτά πάλι ο Χαρίλαος.
- Εεεεε, πάνε τώρα 50 χρόνια αν θυμάμαι…….
- Τι θες και θυμάσαι, λέει το νιάτο, τι τα θες γκουχ γκουχ…..
Και παρ’ όλο το κρύο και την παγωνιά, να ‘σου τώρα που πλησιάζουν
όλο και περισσότερες κι άλλες σκατόγριες-μούμιες, με τα σκυλιά τους που
βγήκαν για περπάτημα. Ντυμένες σαν αρκούδες, αλλά η πρωινή γυμναστι-
κή δε χάνεται με τίποτα. Δηλαδή τι γυμναστική. Αυτό είναι η πρωινή ενη-
μέρωση, τα κουτσομπολιά για να ενημερωθούν και οι υπόλοιπες που δεν
τα ‘μαθαν ακόμα.
- Και που λες χρυσή μου, συζητούν μεταξύ τους, τά ‘μαθες για την
Σίση εκεί στην απέναντι πολυκατοικία ;
- Πάψε Μίτση μου, έλα να δούμε τι γίνεται εκεί με τους αστυνομι-
κούς, τα λέμε μετά. Καλέ βλέπω κι άλλες εκεί, για πάμε, για πάμε. Ας πάμε
να πούμε μια καλημέρα και να μάθουμε τι συμβαίνει.
35
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Αχ καλέ, έχεις δίκιο Πιπίτσα μου, λέει μια απ’ αυτές που θέλουν να
τα ξέρουν όλα, αυτές που θέλουν να κάνουν τις έξυπνες και που θα πρέπει
να ενημερώσουν τη γειτονιά μετά στον πρωϊνό καφέ. Ας πλησιάσουμε να
μάθουμε.
- Καλέ τι γίνεται εδώ ; ρωτάει μια καρέτα στις άλλες φώκιες.
- Τίποτα χρυσή μου, απαντά μια άλλη που έφτασε πρώτη. Ευτυχώς οι
αστυνομικοί έπιασαν ένα κλέφτη στα πράσα και προσπαθούν να τον
βγάλουν απ’ το αυτοκίνητο τώρα.
- Α το κάθαρμα, α τον αλήτη, γεμίσαμε πια, που είναι οι μέρες που
κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα ;
- Και με ανοιχτά πόδια, λέει η άλλη. Θυμάσαι ; δεν είχαμε πρόβλημα,
δεν φοβόμασταν όπως τώρα !!
- Επάνω του Λάσι, λέει του σκύλου της, δηλαδή τι σκύλος, που είναι
σαν πορδή με τρίχες. Επάνω του, στον παλιοκλέφτη :!
- Αχ ναι χρυσή μου, κινδυνεύουμε να μας βιάσουν τώρα, συνεχίζει η
άλλη, ο απόγονος του Τουταγχαμόν, με τόσες δίπλες και ζάρες στα μού-
τρα, χειρότερη και κώλο μαϊμούς. Αυτή μόνο ταριχευμένη θα δείξει καλύ-
τερη.
- Καλέ τι λες τώρα, είπες να μας βιάσουν, να αφήσω την πόρτα ανοι-
χτή τότε.
Και λέγοντας αυτά, με πλησιάζουν και αρχίζουν να βρίζουν και να με
κοπανάνε με τις τσάντες τους, ενώ η Λάση γρυλίζει, νομίζοντας ότι είναι
σκύλος.
- Καλέ να τον βαρέσουμε και μερικές τσαντιές ;
- Ναι, ναι.
Έτσι, αρχίζουν να με βαράνε με τις τσάντες του ή με ότι έχουν, εμένα
τον κλέφτη, τον ληστή αυτοκινήτων, ενώ οι αστυνομικοί κοιτούν κοκαλω-
μένοι. Δεν ξέρουν τι να κάνουν.
- Μπράβο Λάσι μπράβο, πάνω του, μπράβο.
Το κωλόσκυλο τώρα γαυγίζει σαν λυσσασμένο, ενώ ταυτόχρονα, τρα-
βάει το παντελόνι μου με μανία.
36
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Το σκουλήκι
- Αχ, αχ κάνει η άλλη με ονειροπόλο βλέμμα.
- Τι έπαθες και αναστενάζεις μωρή, λέει ο Τουταγχαμών.
- Που τέτοια τύχη πια Ελπινίκη μου.
- Ποια τύχη, να μας κλέψουν το αυτοκίνητο Κίτσα ;
- Όχι καλέ, να μας βιάσουν. Αχ αχ, πάνε αυτά, αχ αχ αχ !!!
- Τι θυμάσαι κι εσύ τώρα, πέρασαν εκείνα τα χρόνια ; Λοιπόν έλα να
σου πω για τη Σίση, συνεχίζει η σεφ της ενημέρωσης.
- Καλέ άσε τη Σίση και κάτσε εδώ να δούμε τι γίνεται με τον κλέφτη.
Πάμε να τον ξαναβαρέσουμε με τις τσάντες μας, πάμε να βοηθήσουμε την
αστυνομία, πάμε Κίτσα.
Στο μεταξύ εγώ σαν σκουλήκι που μαζεύει και
τεντώνει το σώμα του, συνεχίζω και προσπαθώ να
γλιστρήσω και να κάνω σλάλομ ανάμεσα στα πίσω
καθίσματα ώστε να φτάσω μπροστά να βάλω
μπρος, μήπως και καταφέρω και ξεκινήσω, αλλά
έτσι όπως έγινε η κατάσταση, δεν ξέρω τι θα προ-
κύψει. Γιατί σφήνωσα τώρα.
Στην προσπάθειά μου αυτή, σπρώχνει κι ένας απ’ τους αστυνόμους,
με αποτέλεσμα να σφηνώσει κι αυτός μαζί μου μέσα στο πορτμπαγκάζ.
Έτσι τώρα δύο άτομα κολλητά σε μικρό χώρο, ιδρώσαμε και σχεδόν δεν
κάνουμε τίποτα, σαν ζευγάρι σε ταινία τσόντας. Ο άλλος αστυνόμος τρα-
βάει τον συνάδελφό του, ενώ εγώ σαν σκουλήκι είπαμε, προσπαθώ να μπω
πιο μέσα.
Μοιάζουμε με σκηνή από ταινίες ‘αισθησιακού περιεχομένου’ ο αστυ-
νομικός κι εγώ, που σχεδόν είμαι μισόγυμνος.
- Α τον ξετσίπωτο, λένε οι προβιές αρκούδας με πόδια. Για δες, για
δες. Πρωί πρωί και…..αααα τον ανώμαλο. Ούτε ντρέπεται καν, άντρας με
άντρα και μάλιστα ο ένας είναι αστυνομικός. Φτου σας και τους δύο. Και
αρχίζουν τώρα να μας βαράνε με τις τσάντες τους και τους δύο μας.
- Τι κάνετε εκεί κυρίες μου, φωνάζει ο ‘έξω’ αστυνόμος. Γιατί βαράτε
το όργανο ;
- Γιατί σε λίγο θα φανούν τα όργανά του και σιγά το όργανο, τον
ανώμαλο, θα το πούμε στον διοικητή σας, φτου σας. Όλοι ανώμαλοι είστε
τελικά. Φτου φτου…..
Και πάνω που είμαι γαντζωμένος ανάμεσα στις θέσεις, δέχομαι βροχή
από τσαντιές απ’ τις γριές που ήρθαν να βοηθήσουν την αστυνομία. Μπαπ,
μπουπ, γκαπ, γκουπ πέφτουν σαν χοντρό χαλάζι οι τσαντιές απ’ όλες τις
εθελόντριες που θέλουν να βοηθήσουν την αστυνομία, αλλά προπαντός για
να ακούσουν συγχαρητήρια και να τους δείξει μετά η τηλεόραση, ότι βοή-
37
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
θησαν δηλαδή. Ναι, αλλά μαζί με μένα, τρώει και τσαντιές και ο αστυ-
νόμος.
- Κυρίες μου τι κάνετε εκεί, λέει πάλι ο ‘άλλος’ αστυνόμος. Τι πάθα-
τε ; γιατί τον βαράτε τον άνθρωπο, αφού σας εξήγησα...
- Καλέ τίποτα, θέλαμε να σας βοηθήσουμε με τον κλέφτη, τον ανώμα-
λο, τον ξεβράκωτο.
- Δεν είναι κλέφτης λέει ο αστυνομικός και εξηγεί το περιστατικό στις
φώκιες, ενώ εγώ ακόμα να συνέλθω απ’ το ξαφνικό ‘τσαντικό’ που μου
‘ρθε. Ρε κακό που έπαθα, τι γίνεται τέλος πάντων ;
- Κρίμα, κι εμείς θέλαμε να βοηθήσουμε. Αχ με τις τσαντιές που του
ρίξαμε, λες να χάλασε η τσάντα μου ; για δες Κίτσα, να χάλασε το χερούλι.
Α τον παλιάνθρωπο, μας χάλασε τις τσάντες. Και δώστου μερικές, νταπ
ντουπ πάλι.
- Θα σταματήσετε ; φωνάζει ο αστυνομικός, άντε στη βόλτα σας κι
αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας. Έλα κι ‘συ ρε συνάδελφε, άντε
βγες από εκεί, θα σε σαπίσουν στο ξύλο οι φώκιες εδώ.
- Ποιες λες φώκιες, φούντωσαν τώρα απ’ την τσατίλα οι φώκιες.
Ξέρεις ποια είμαι εγώ, ε ξέρεις ;
- Άντε κυρά μου στη βόλτα σου, άντε να τελειώνουμε.
- Κυρά να πεις τη μάνα σου, σαν δε ντρέπεσαι, είσαι και αστυνομικός.
Αλλά θα έρθω στον διοικητή σου να κάνω παράπονα, θα δεις εσύ, θα σου
δείξω εγώ.
Δεν θά ‘χουμε καλά ξεμπερδέματα, σκέφτεται ο policeman, και αλ-
λάζει ‘τακτική’.
- Λάθος και συγνώμη ωραίες μου κυρίες. Άντε πηγαίνετε τώρα στη
βόλτα σας. Φτάνει η βοήθειά σας. Ευχαριστούμε.
- Ααααα τώρα ναι. Πάντα στη διάθεσή σας…..
Απομακρύνονται οι καρέτα καρέτα, με τις μονάχους μονάχους. Επι-
τέλους πια. Έφαγα τόσες τσαντιές που ούτε κατάλαβα πόσες. Μαζί μου,
έφαγε και μερικές ο αστυνομικός.
Μετά απ’ όλα αυτά, ο άλλος αστυνομικός, ρωτάει πάλι.
- Τι θα γίνει με τα χαρτιά σας ;
- Αυτό προσπαθώ να κάνω, λέω. Να σας φέρω τα χαρτιά.
- Καλέ τι του μιλάτε έτσι, πετάγεται η μία φώκια που δεν έφυγε μαζί
με τις άλλες, πιάστε τον και κλείστε τον μέσα, τον αλήτη, σα δε ντρέπεται,
αχ καλά να είστε λένε του αστυνομικού. Πιάστε τον τον βιαστή. Αχ παρα-
λίγο να μας βιάσει. Φυλακή, μπουντρούμι του χρειάζεται του προδότη !!!
- Μα τι λέτε, αρχίζει και αναρωτιέται το όργανο. Σας πείραξε το κρύο,
πάγωσε το μυαλό σας ;
- Στο μπουντρούμι, στο μπου-ντρού-μι, στο μπου-ντρού-μι λένε τώρα
σαν χορωδία όλοι οι πιγκουΐνοι και οι φώκιες, λες και τους ζήτησαν τη
38
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
39
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
40
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
41
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
42
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
43
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
44
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Τι κάνετε εκεί κυρία μου. Για να χτυπάς τον κυρ Κώστα, άρα έχει δί-
κιο. Λοιπόν τι έχει η ανιψιά σου και είναι ακόμα ελεύθερη ; πόσων χρονών
είναι ;
- Ε, δεν είναι και μεγάλη, λέει η θεία.
- 42 πετάγεται μια άλλη φώκια από πίσω απ’ τη θεία. 42 είναι και λένε
ότι είναι 32 για να την ξεφορτωθούν.
Η θεία, γυρίζει με ένα βλέμμα λες και είδε δεινόσαυρο. Και με την
πρωινή ατμόσφαιρα, την πάχνη και τον παγωμένο αέρα, μοιάζει με κέρινο
ομοίωμα του Τουταγχαμών.
- Τι είπες μωρή ξεβράκωτη, σας ξέρουμε κι εσάς. Όλη η γειτονιά ξέρει
τι είστε. Η ανιψιά μου σε πείραξε. Και δεν είναι 42, ούτε 32.
- Πόσο είναι, έβγαλε το Δημοτικό ; γιατί την είδα με τσάντα και μαθη-
τική ποδιά, εκτός κι αν έτσι τη θέλουν εκεί στο ‘σπίτι’ με την κόκκινη
λάμπα απ’ έξω. Σωστά ;
Αυτό ήταν. Μόνο σε ντοκιμαντέρ είδα μάχη μεταξύ μονάχους μο-
νάχους και καρέτα καρέτα. Τώρα βλέπω και στην πραγματικότητα. Ξε-
χάστηκα και χαζεύω το θέαμα.
- Σταματήστε, φωνάζει ο μέλλον γαμπρός. Να είσαι καλά κυρ Κώστα,
με έσωσες. Λοιπόν θα σε βοηθήσω. Πες τι να κάνω για να βγεις απ’ τη δύ-
σκολη θέση.
- Να σας πω μια ιδέα ; λέω.
- Σαν τι δηλαδή ; λένε τα όργανα της τάξεως, που ήταν έτοιμοι να φύ-
γουν πριν, αλλά έκατσαν γιατί προέκυψε ‘προξενιό’.
Κάτι μου ‘ρθε στο μυαλό, έτσι σαν ιδέα δηλαδή, αλλά δεν ξέρω πως
θα το πάρουν τα όργανα.
- Όταν καταφέρω να βγω και μιας που είναι έτσι η κατάσταση, δε με
πετάτε στη δουλειά με το περιπολικό, να προλάβω, γιατί ήδη άργησα ; θα
πάω πιο γρήγορα νομίζω.
- Δε γίνονται αυτά κύριε.
- Άντε ρε παιδιά, άντε με το περιπολικό όταν βγω, θα πάω πιο γρήγο-
ρα, γιατί νομίζω ότι δεν έχω και βενζίνα, αλλά και με το λεωφορείο, δεν θα
καταφέρω να φτάσω έγκαιρα. Είμαστε τόση ώρα εδώ και δεν πέρασε κα-
νείς εκτός απ’ τις προξενήτρες, ούτε καν αυτοκίνητο. Άντε, βοηθήστε να
πάω στη δουλειά.
- Ναι, εδώ έχετε δίκιο. Αλλά πως θα διαπιστώσουμε ότι δεν είστε
κλέφτης ;
- Καλά αν ήμουν απατεώνας, θα σε βοηθούσα στο προξενιό πριν λίγο,
του λέω.
Ρε κάτι καταστάσεις, πως έμπλεξα έτσι. Τώρα βρήκαν να γίνουν όλα
αυτά ;
- Σωστά, όμως, τα τυπικά του νόμου….
45
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Ωχ αμάν, πάλι τα ίδια, λέω. Πάρτε την ταυτότητά μου εκεί στο μπου-
φάν, δείτε τον αριθμό του αυτοκινήτου, κάντε μια επιβεβαίωση στοιχείων
τώρα και τέλος, όλα καλά δηλαδή.
- Σωστά, λένε, πώς δεν το σκεφτήκαμε πριν….
Και πάνω που φτάσαμε σε μια άκρη, σε μια συμφωνία, επεμβαίνουν
οι γριές φώκιες, που σταμάτησαν να τσακώνονται.
- Καλέ τι κάνετε τώρα ; εδώ συζητάμε για την ανιψιά μου κι εσείς τον
βοηθάτε τον κλέφτη, τον απατεώνα ;
- Ένα λεπτό κυρία μου, ένα λεπτό. Έχουμε και υπηρεσίες εδώ να εκτε-
λέσουμε.
- Καλά, λέει το ζωντανό ενυδρείο. Θα περιμένω να μου απαντήσετε, τι
θα γίνει με την ανιψιά μου.
- Τι να απαντήσω, λέει θυμωμένα ο αστυνομικός. Δεν καταλάβατε
πριν λίγο τι έγινε ;
Στο μεταξύ, ο αστυνομικός ψάχνει και βρίσκει όλα όσα ήθελε για
μένα. Όλα καλά. Έτσι σε μερικά λεπτά, έγινε κι αυτό.
- Ναι κύριε, εντάξει. Σας ζητούμε συγνώμη για όλη τη φασαρία που
τυχόν προέκυψε. Εντάξει. Ελάτε θα σας πάμε στη δουλειά. Έτσι κι αλλιώς
στο δρόμο μας είναι η δουλειά σας. Ελάτε να σας τραβήξουμε, να βγείτε
απ’ το πορτμπαγκάζ. Ελάτε, όλοι μαζί, εεόοοπ !! εεοοοππ ! φωνάζουν
τώρα όλοι σχεδόν και με τραβάνε, λες και τραβάνε δίχτυα σε τράτα. Σιγά
σιγά, θα χορέψουν και μπάλο εκεί, χαράματα με το κρύο και την υγρασία.
- Καλέ τι κάνετε εκεί ; φωνάζουν πάλι οι γριές που βλέπουν ότι ο
αστυνομικός ξέχασε την ανιψιά της. Τον βοηθάτε κιόλας ; εδώ περιμένω
απάντηση για την ανιψιά μου.
- Δεν με παρατάς κι εσύ και η ανιψιά σου, άντε από ‘δω…. Και δεν
βοηθάμε τον κύριο. Αυτός είναι εντάξει. Δεν είναι κλέφτης απλά του έτυχε
ένα ‘πρωινό’ ατύχημα με το αυτοκίνητο. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
Ξημέρωσε πια, δηλαδή τι ξημέρωσε, λίγο παραπάνω φως, όσο δηλαδή
μπορεί να φτάσει ανάμεσα απ’ τα σύννεφα. Στο μεταξύ όλο και περισσότε-
ροι μαζεύτηκαν γύρω μας από περιέργεια δηλαδή.
Οι ‘εθελόντριες’ γριές συνεχίζουν, γιατί δεν τους άρεσε η απάντηση
του ‘οργάνου’. Άλλο περίμεναν, ειδικά η θεία.
- Αυτό σας έλειπε να τον βοηθήσετε κιόλας, λέει η άλλη η γκιόσα,
ενώ έρχεται κρυφά, κρυφά και μου δίνει πάλι μια τσαντιά. Μπαπ !
- Κυρία μου, λέει ο όργανο, προσέξτε τώρα εσείς. Είπαμε ότι είναι
εντάξει ο κύριος, απλά έγινε ένα πρόβλημα με το αυτοκίνητό του. Δικό του
είναι, δεν είναι κλέφτης.
- Ααα μπα ; έτσι γρήγορα αλλάζετε γνώμη, έτσι γίνεται ; αλλά κι εσύ
έτσι εύκολα τον πίστεψες ; καλός είσαι του λόγου σου, λέει η προξενήτρα.
- Μα κυρία μου………
46
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Τίποτα, τίποτα, λέει πάλι η προξενήτρα, σιγά μη σου δώσω την ανι-
ψιά μου. Καλός φαίνεσαι κι εσύ. Αν είναι να βοηθάτε τους αλήτες, τους
κλέφτες και τους βιαστές, σκέψου τι θα κάνεις στο κορίτσι μου, την καη-
μένη τη Λίτσα, την ανιψούλα μου όταν παντρευτείτε. Σιγά μην στη δώσω.
Μωρέ, καλός είσαι και του λόγου σου. Τώρα σε κατάλαβα. Αχ τι έχει να
τραβήξει στα χέρια σου, κι ας είσαι και αστυνόμος. Παπαπα !!!
- Ποιος μίλησε για γάμο, λέει εκνευρισμένος ο αστυνομικός. Εγώ μια
γνωριμία θέλω και….. αν ‘κάτσει’ η κατάσταση, τότε βλέπουμε. Εξ άλλου
άκουσα τόσα για την ανιψιά σου….
- Μπα σοβαρά, μωρέ τι μας λες, θέλεις να σου κάτσει η ανιψιά μου ;
ακόμα δεν τη γνώρισες και θέλεις να σου κάτσει ; καλός είσαι του λόγου
σου, ξαναλέει. Να τραβολογάς το κορίτσι μου και στο τέλος να μην το πα-
ντρευτείς ; μπαααα, δεν στο δίνω, δεν στο δίνω. Δεν είμαστε καλά. Με τι
‘κούτελο’ θα κυκλοφορεί στο δρόμο ; Θα πάω να το πω στο διοικητή σου.
- Τι θα πείτε στο διοικητή μου ; ρωτά παραξενεμένος ο αστυνομικός.
- Ότι θέλεις την ανιψιά μου για να την ταλαιπωρείς κι όχι να την πα-
ντρευτείς. Σαν δε ντρέπεσαι, κι είσαι και όργανο της τάξης.
- ……….!!!!!!
Και πάνω που τα λέμε αυτά, δοκιμάζει ο ένας την πόρτα και ωωωω !
του θαύματος, ανοίγει.
- Κοίτα γκαντεμιά, λέω. Στο μεταξύ είχα χωθεί σχεδόν μέχρι τη μέση
και σφήνωσα στα καθίσματα πριν. Άντε τώρα να κάνω τις αντίθετες κινή-
σεις για να βγω, ενώ ταυτόχρονα με τραβάνε οι ‘περιπατητές’.
- Σας το έλεγα εγώ, πετάγεται ο σαλεπιτζής που γύρισε πάλι πίσω. Πιο
πολύ αξίζει όλο αυτό το ‘σκηνικό’ παρά να πουλήσει το σαλέπι του. Έτσι
κι αλλιώς, δεν πούλησε τίποτα.
- Τι μας λέγατε, ρωτάμε τώρα όλοι μαζί, γυρίζοντας προς το μέρος
του.
- Να ρίξετε μερικά ζεστά ποτήρια στην πόρτα, να μαλακώσει και να
χαλαρώσει ο πάγος στα λάστιχα.
- Σιγά πια με το σαλέπι σου.
- Ναι, αλλά δεν με είδατε που έριξα σαλέπι στην πόρτα πριν. Εσείς
τσακωνόσασταν με τη γριά και δεν με είδατε…..
- Σοβαρά, ρωτούν με έκσταση οι αστυνομικοί, σοβαρά ;
- Μα και βέβαια, να ορίστε. Δείτε, μυρίστε εδώ στην πόρτα…
Οι αστυνομικοί μυρίζουν και βλέπουν τα ‘ζουμιά’ του σαλεπιού, στην
πόρτα με επαγγελματικό ύφος. Σε λίγο θα φωνάξουν και τη σήμανση για
αποτυπώματα σαλεπιού….
Αυτό ήταν. Τρελαθήκαμε όλοι. Ένα σαλέπι λύνει τα πάντα.
47
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
48
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
49
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Επιτέλους, τέλος
Η μέρα άρχισε να φωτίζει, οι περαστικοί γίνονται πιο πολλοί, οι αστυ-
νομικοί να με τραβούν για να με βγάλουν απ’ το αυτοκίνητο, οι γριές να
‘χουφτώνουν’ κανονικά, οι κουτσομπόλες της γειτονιάς να ενημερώνονται
για τα συμβάντα, τα σκυλιά τους σαν πορδές με τρίχες που άρχισαν να γα-
βγίζουν. Πανδαιμόνιο με λίγα λόγια.
Όμως ότι και να γίνεται, όλα κάποτε τελειώνουν. Βγήκα επιτέλους αρ-
τιμελής. Ευτυχώς. Τώρα προσπαθώ να ξεγλιστρήσω ανάμεσα στο πλήθος,
να πάω απέναντι κατά το σπίτι, να αλλάξω παντελόνι.
- Καλέ που πάει, πιάστε τον, θέλει κι άλλη βοήθεια, λένε οι φώκιες
τώρα. Να κοιτάξτε, κουτσαίνει….πάμε να τον βοηθήσουμε. Πάμε, τρέξτε.
Εγώ κατάλαβα τι πρόκειται να συμβεί και τρέχω έτσι με το σκισμένο
παντελόνι, το ένα μπατζάκι να λείπει και τις γριές φώκιες να με ακολου-
θούν….
- Καλέ γρήγορα, θα μπει στο σπίτι, λένε ενώ κάποιες με πρόλαβαν και
τράβηξαν και το άλλο μπατζάκι.
Έτσι τώρα, με το χοντρό μπουφάν από πάνω και με το βρακί από
κάτω, μοιάζω με μπουφάν με πόδια, τρέχω να χωθώ στο σπίτι μου, ενώ
κάποιοι άλλοι περαστικοί που δεν πρόλαβαν όλα όσα έγιναν, με βλέπου να
τρέχω ξεβράκωτος, ακούνε τις γριές να φωνάζουν, ‘πιάστε τον, πιάστε τον’
και τρέχουν κι αυτοί να με πιάσουν.
Είμαι με το χοντρό μπουφάν όπως είπα και από κάτω είμαι χωρίς πα-
ντελόνι, με το βρακί. Κάποιοι που δεν πρόλαβαν το σκηνικό, νομίζουν ότι
είμαι δραπέτης από τρελάδικο. Άλλοι βλέπουν και γελούν, για την εμφάνι-
σή μου. Η υγρασία και η πάχνη υπάρχουν ακόμα. Όλα μοιάζουν με σε-
νάριο του Αγγελόπουλου, τοπίο στην ομίχλη δηλαδή. Κανείς δεν ξέρει γί-
νεται, ούτε κι εγώ πια. Σαν εικόνα μοιάζω, σαν να έπιασαν στα πράσα
έναν κλέφτη και τον τραβούν να τον συλλάβουν. Τώρα αρκετοί περίεργοι
με κοιτούν και σχολιάζουν.
- Τι έπαθε αυτός ; με μπουφάν αλλά μόνο με το βρακί από κάτω, τι
συμβαίνει ;
- Τίποτα δεν συμβαίνει, φωνάζει το όργανο. Αφήστε τον. Τελειώσαμε
πια. Άντε στις δουλειές σας τώρα.
- Αχ καλέ, εμείς ήρθαμε να βοηθήσουμε λένε οι πρόθυμες γριές. Ερ-
χόμαστε !!
Στο μεταξύ, οι άλλες πρωινές φώκιες με τα σκυλιά τους που μοιάζουν
με κουράδες με πόδια, μάλλον ‘έχασαν σκηνές’ κι έμειναν στην κλοπή αυ-
τοκινήτου.
- Καλέ γιατί τον βοηθάτε τον αλήτη. Βάλτε του χειροπέδες, τον
κλέφτη.
50
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
51
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Καλημέρα κε Κώστα, τι πάθατε πρωί πρωί και είστε σ’ αυτή την κα-
τάσταση ;
- Κόλλησαν οι πόρτες του αυτοκινήτου και δεν μπορούσα να μπω,
λέω. Με βοήθησαν οι αστυνομικοί τώρα να βγω γιατί σφήνωσα. Αυτό εί-
ναι, λέω.
- Καλέ κε Κώστα, συγνώμη για τις τσαντιές που σας βαρούσαμε, δεν
ξέραμε ότι ήσασταν εσείς, σας περάσαμε για κλέφτη. Συγνώμη, λένε πάλι,
αλλά γιατί είστε χωρίς παντελόνι ;
- Εσείς μου σκίσατε, με τραβούσατε όλοι μαζί για να ξεκολλήσω από
δω και μου σκίσατε το παντελόνι.
- Καλά κε Κώστα, αλλά δεν ‘φαίνονται’ τίποτα πράγματα. Μην ανη-
συχείτε, αλλά έχετε πράγματα να φαίνονται ; ή μήπως σας τα έφαγε η
γάτα ; χαχαχαχα !!! λένε και απομακρύνονται.
- Ρε άϊ στο διάολο από ‘δω, λέω, άντε φώκιες. Ποια από σας με χού-
φτωνε ;
Απορημένος κοιτώ γύρω μου. Δεν κατάλαβα και πολλά με την όλη
κατάσταση γιατί ήμουν απορροφημένος στο ξεκόλλημα και στην προ-
σπάθεια να βγω απ’ το αυτοκίνητο. Και οι αστυνομικοί που με
τραβούν……ωχ τώρα κατάλαβα. Ε δεν είμαστε καλά. Τσαλακωμένος, με
ένα σκισμένο παντελόνι, δε μοιάζω και πολύ με σοβαρό άνθρωπο, με κύ-
ριο. Θα πρέπει να ανέβω να αλλάξω.
- Φυλακή, στα κάτεργα φωνάζουν κάποιοι πάλι, νεοφερμένοι, που δεν
πρόλαβαν ‘να ενημερωθούν’, οι περίεργοι. Ευτυχώς είναι η αστυνομία
εδώ. Στη φυλακή τώρα, ο αλήτης !!
Και φυσικά δε λείπουν και τα σχετικά σχόλια με συγγενείς και φίλους
που έπαθαν τα ίδια απ’ κλεφτρόνια αυτοκινήτων.
- Να καλέ, ο μπατζανάκης και η συννυφάδα μου έπαθαν κάτι πα-
ρόμοιο πριν λίγες μέρες.
- Ώστε και η συννυφάδα σου ; ρωτά μια.
- Καλέ, αφού ήταν άλλη κατάσταση με τη συννυφάδα σου στο αυτοκί-
νητο, αφού ξέρεις…..με τον ‘άλλο’ τους έπιασε στα πράσα ο άντρας της,
έλα τώρα κάνεις πως δε θυμάσαι ; όλη η γειτονιά το έμαθε.
- Καλά τώρα, λεπτομέρειες, σιγά το πράμα. Ήταν της μοίρας γραφτό
να γίνει τότε. Εμείς τώρα εδώ λέμε για τις πόρτες που δεν άνοιγαν, όχι τα
ανοιχτά πόδια της συννυφάδας μου. Κι εσύ πάλι τι πας και θυμάσαι πρωί
πρωί ;
Οι αστυνομικοί σταμάτησαν προς στιγμή, να δούνε τι θα κάνουνε, ενώ
εγώ σιγά σιγά σαν σκουλήκι πριν, με παλμικές κινήσεις, αφού βγήκα απ’
το πορτμπαγκάζ, χωρίς παντελόνι, που μοιάζει με σορτς. Μούσκεμα στον
ιδρώτα, σκέφτομαι να ανέβω στο σπίτι να αλλάξω, τόσο χάλια δηλαδή.
Ετοιμάζομαι να πεταχτώ στο σπίτι να αλλάξω, όταν…..
52
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
53
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Όλοι το ξέρουμε πια αυτό. Γι’ αυτό χώρισε ο εργολάβος την γυναίκα του.
Τζάμπα χάλασε την οικογένειά του. Ας είναι καλά η κόρη σου, η αντροχω-
ρίστρα, η αντροτραγανίστρα. Τον τραγάνισε τον άνθρωπο.
Λόγο στο λόγο, κουβέντα με την κουβέντα αρπάχτηκαν για τα καλά οι
αγαπημένες γειτόνισσες, αυτές που κάθε πρωϊ βγαίνουν βόλτα με τα σκυ-
λιά, μαθαίνουν τα νέα της γειτονιάς και τα ξαναλένε λίγο μετά στον πρωι-
νό καφέ τους.
- Πάμε να φύγουμε γρήγορα, λένε οι αστυνομικοί. Αν μπλέξουμε
τώρα σε γυναικοκαυγά, τη βάψαμε, δεν τελειώνουμε με τίποτα. Πάμε,
πάμε !
- Και θα αφήσεις τα προξενιά, τον πειράζει ο συνάδελφος !!
- Βρε πάμε, βάλε και σειρήνα να ξεφύγουμε. Δυσκόλεψε το πράγμα
εδώ. Τρέχα να φύγουμε, γρήγορα…..
Στο μεταξύ, οι φώκιες συνεχίζουν την ‘ανάγνωση’ βιογραφικών.
- Α ώστε έτσι ; λέει αυτή που έχει την ανιψιά. Τώρα θα δεις εσύ, τώρα
θα ακούσεις όλα όσα ξέρει όλη η γειτονιά για την κόρη σου την μαϊμού,
τώρα θα τα ακούσεις όλα.
- Τι είπες μωρή αλλήθωρη που θα μιλήσεις εσύ για την κόρη μου.
Τώρα θα ακούσουν όλοι για την ανιψιά σου, που θέλει κούρεμα να φύγουν
οι τρίχες για να δούμε αν είναι άνθρωπος ή πίθηκος. Τώρα. Λοιπόν…...
Οι αστυνομικοί, μπαίνουν με αστραπιαίες κινήσεις στο περιπολικό,
ανάβουν και τη σειρήνα, ενώ ο φάρος ήδη άναψε. Φεύγουν για να μη
μπλέξουν χειρότερα, σε καβγά που μόλις άρχισε. Φεύγουν για να μη μπλε-
χτούν στο νέο καυγά που αρχίζει. Βέβαια έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί τώρα
θα μάθει ο κόσμος για τα ‘μεγάλα’ μυστικά των οικογενειών. Κανονικό
ληξιαρχείο δηλαδή.
- Φασαρία στην οδό….ακούγεται στον ασύρματο του περιπολικού.
- Ωχ, ωχ λένε οι αστυνομικοί, πάμε να φύγουμε, πάμε…..
54
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
55
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
νένας αλήτης, κάποιο απόβρασμα της κοινωνίας, ίσως και κανένας δρα-
πέτης, κάθαρμα, κάποιο τομάρι της κοινωνίας, ίσως ένα σάπιος άνθρωπος,
ένα απόβρασμα….
- Δε σταματάς, του λέω. Σιγά σιγά θα τον εκτελέσεις κιόλας τον άν-
θρωπο, άντε πολλά λες. Τέλειωσες ;
- Τελειώνω, λέει ο βενζινάς. Είμαι στην έβδομη σταγόνα. Τυχερέ,το
γέμισες πάλι. Μου έκανες τζίρο πρωί πρωί. Τι έπαθες και σε νοιάζει αυτός
που πήγε να κλέψει αυτοκίνητα, το κάθαρμα, τον αλήτη, τον
πρεζάκια…….
- Ωχ, θα σταματήσεις επιτέλους ; τι τον βρίζεις τον άνθρωπο, λες και
τον ξέρεις.
- Γιατί, εσένα τι σε νοιάζει, λέει ο βενζινάς. Σαν να δείχνεις ότι τον
ξέρεις, επιμένει. Μήπως μου κρύβεις τίποτα, ε για λέγε ;
- Άντε, έλα να σε πληρώσω. Θα βρω μπελά με σένα.
- Ναι, σήμερα έκανες χοντρική αγορά, για τον γύρω του κόσμου, λέει
ο Γιάννης ο βενζινάς. Έχεις ‘πακέτο’ να με πληρώσεις ή….αύριο ;
- Έλα ρε να τελειώνουμε, με μετρητά θα πληρώσω….
- Πω πω, μετρητά, φοβερός πρωϊνός τζίρος στο μαγαζί μου
Ο σκύλος του βενζινάδικου με κοιτά παράξενα.
Έρχεται κοντά μου, με μυρίζει, κουνώντας την ουρά του και πάει να
σηκώσει το πόδι του έτοιμος για ‘μαρκάρισμα’. Πάνω στην κουβέντα με
τον Γιάννη, δεν κατάλαβα τι γίνεται αλλά ευτυχώς πρόλαβα.
- Ουστ από ‘δω, εμένα βρήκες ;
Απογοητευμένος ο σκύλος, πάει στις ρόδες και τις μαρκάρει κανονι-
κά. Ικανοποιημένος με κοιτά κοροϊδευτικά.
- Σ’ αγαπάει, λέει ο βενζινάς γελώντας.
- Ναι σκέψου και να με μισούσε.
Μετά απ’ αυτά τα ευχάριστα γεγονότα με το σκύλο, επιτέλους ξεκινώ
για τη δουλειά. Στο δρόμο σκέφτομαι να τους πω την αιτία της αργοπορίας
μου. Θα φροντίσω να μην πω πολλά και σκάσουν στα γέλια. Ήδη πέρασε
σχεδόν μια ώρα απ’ το κανονικό ωράριο.
Φτάνω στη δουλειά, αλλά στην πόρτα βλέπω πολύ κόσμο και φασαρί-
ες. Τι έγινε πάλι ; γιατί όλος αυτός ο κόσμος έξω απ’ το κτίριο που δου-
λεύω ;
Παρκάρω λίγο πιο εκεί, και ξαφνικά θυμάμαι. Φτου σου, λέω μέσα
μου, φτου και το ξέχασα. Σήμερα έχουμε απεργία. Φτου, λέω πάλι. Σήμερα
δεν υπήρχε λόγος να έρθω στη δουλειά και να τραβήξω όλα όσα τράβηξα.
Κοίτα ατυχία. Φτου φτου !!
Μπράβο μαλάκα, λέω στον εαυτό μου, μπράβο που δε θυμήθηκες ότι
σήμερα έχουμε απεργία, μπράβο μου, μπράβο.
56
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Η επιστροφή
Γυρίζω στο αυτοκίνητο γεμάτος τσατίλα, για τα μυαλά μου, σήμερα.
Απ’ το πρωί όλα ξεκίνησαν στραβά, απ’ το χαλάκι στο κρεβάτι, μετά στο
αυτοκίνητο, ύστερα με τις γριές και όλα όσα ακολούθησαν. Γενικά με τη
βλακεία που ξέχασα σήμερα. Ε ναι, όλα έγιναν επειδή με τιμώρησε η
‘τύχη’ μου. Φτάνω στο αυτοκίνητο και διστάζω να ανοίξω την πόρτα.
Σκέφτομαι να συμβεί πάλι αυτό που μου συνέβη πριν 1-2 ώρες πριν.
Κάνω μια προσευχή πριν μπω στο αυτοκίνητο, για να μην μου βγάλει
καμιά άλλη βλάβη. Σήμερα όλα μπορούν να συμβούν.
Ευτυχώς όλα καλά. Ξεκινώ για το σπίτι, ενώ σκέφτομαι τι δικαιολογία
θα βρω. Όχι, δε θα πω τίποτα, λέω μέσα μου. Θα φανώ σκληρό καρύδι. Θα
κάνω τον αδιάφορο και όλα θα περάσουν. Καλά τώρα, παίζουμε δηλαδή ;
Κι αν ρωτήσει γιατί γύρισα τι να πω ; Όχι δεν θα πω λέξη. Όμως σί-
γουρα θα το μάθει απ’ τη φίλη της που ο άντρας της δουλεύει μαζί μου. Θα
της το πει εκείνη. Άρα δεν γλιτώνω την ανάκριση. Ρε κάτι μπελάδες που
βρήκα χωρίς λόγο. Αστείες καταστάσεις δηλαδή. Επιστρέφω σπίτι. Μπρος
γκρεμός και πίσω ρέμα.
57
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
58
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
59
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
- Ποιος ήταν ; λέω και έσκασες στα γέλια, τι ήταν αυτό το τόσο
αστείο ;
Εκείνη την ώρα χτυπάει και το κουδούνι της πόρτας.
- Ποιος είναι λέει η δικιά μου, ενώ πάει να ανοίξει.
- Καλημέρα, καλώς τον. Τι συμβαίνει ;
- Ήρθα να δω αν είναι καλά ο κυρ Κώστας, ακούω μια πολύ γνωστή
φωνή.
- Καλά είναι, μια χαρά. Γιατί ρωτάς, λέει η γυναίκα μου.
Ακούγονται μερικοί ψίθυροι και μισόλογα. Εγώ προσπαθώ να κατα-
λάβω ποιανού είναι αυτή η γνωστή φωνή.
- Κώστα, έλα λίγο, σε θέλουν, έρχεσαι ;
Πάω πιο πολύ από περιέργεια, να δω ποιος με ζητά πρωί πρωί, ειδικά
σήμερα. Και τι να δω : ο σαλεπιτζής !!!
Φτου, λέω μέσα μου. Και να θέλω να κρυφτώ, δεν μπορώ…..
- Τι συμβαίνει, τι θέλεις ρε μεγάλε ; του λέω.
- Τίποτα, να δω αν είσαι καλά. Όλα καλά Κώστα ;
- Γιατί σε ρωτάει αν είσαι καλά ; ρωτά η γυναίκα μου που είναι δίπλα
μας και παρακολουθεί τη συζήτηση.
- Ένας περαστικός κάτι θέλει να ρωτήσει.
- Ξέρω ποιος είναι, λέει. Αλλά γιατί σε ρωτάει ; λέει πάλι.
- Βρε καλώς τον, σαλέπι τέτοια ώρα ; λέει. Τι έγινε, θα κεράσεις σα-
λέπι και ήρθες ; λέω αδιάφορα, ενώ του κλείνω το μάτι για να καταλάβει
να μην μιλήσει.
- Τι έπαθε το μάτι σου κυρ Κώστα, έπαθες τίποτα απ’ το πρωί ; χτύπη-
σες ;
- Γιατί τι έγινε το πρωί ; ρωτά ο αγαπημένος μου ανακριτής.
- Μα δεν μάθατε ; λέει ο κάρφαρος. Ήρθα να δω αν είναι καλά ο
άντρας σου με όλο αυτό που του συνέβη.
Φτου, καμπάνες άρχισαν να χτυπούν στο κεφάλι μου. Τώρα βρήκε να
ενδιαφερθεί για μένα, δεν μπορούσε να με ρωτήσει αύριο ; αφού κάθε μέρα
τα λέμε το πρωί. Σήμερα βρήκε να έρθει από κοντά αυτός που ούτε με χαι-
ρετά αν δεν θέλει να πουλήσει σαλέπι. Ρε κάτι γκαντεμιές που μου συμβαί-
νουν.
Καλά που ήθελα να το κρατήσω μυστικό. Μόνο στο internet δεν βγή-
κε. Όλοι το έμαθαν. Ο κόσμος το έχει τούμπανο, κι εγώ κρυφό καμάρι που
λέει και μια παροιμία. Στο μεταξύ, με πλάγια βήματα ‘την κάνω’ κατά το
σαλόνι, να φύγω απ’ το βεληνεκές του σαλεπιτζή και της γυναίκας μου,
που ενημερώνεται κανονικά και με μεγάλο ενδιαφέρον μάλιστα, λες και
θέλει να γράψει έκθεση μετά.
- Σαν τι να μάθω, λέει η ‘δικιά’ μου, ενώ ψάχνει να με βρει με το
βλέμμα της. Για λέγε και τι σχέση έχουμε εμείς ;
60
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
61
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Επίλογος
Λοιπόν, να μη σας κουράζω, στο εξής να σημειώνετε στο ημερολόγιο
πότε έχετε απεργία, να αποφεύγεται τους σαλεπιτζήδες και πάντα προσοχή
στο παντελόνι σας. Επίσης να ψεκάζετε με σπρέι σιλικόνης τα λάστιχα στις
πόρτες, για να μην παγώνουν. Δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να συμβεί.
Το βράδυ που ήρθε, βλέπω το χαλάκι.
- Εντάξει, είσαι ικανοποιημένο τώρα ; του λέω.
- Ώστε δεν άνοιγαν οι πόρτες ; λέει το χαλάκι ειρωνικά
- Θα σε αλλάξω, λέω.
- Μπα, αφού μ’ αγαπάς. Μαζί μεγαλώσαμε, δεν σ’ αρέσει να πατάς το
πρωί, στα ζεστά και να μην παγώνουν τα πόδια σου ;
Πάω στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου.
- Μπα, καλώς τον. Για να σε δω, λέει ο καθρέφτης. Φοράς παντελόνι ;
χαχαχα, γελάει και κοντεύει να φύγει απ’ τη βάση του. Ρε κάτι πράγματα.
Αυτό ήταν. Θα τα αλλάξω όλα, εκτός κι αν πάρω κράνος. Είναι κι
αυτή μια λύση. Αλλά θα πρέπει όταν ξυπνώ το πρωί, να φορώ το κράνος,
μετά να το βγάζω για να ξυριστώ, να πλυθώ κλπ. Θέλει σκέψη το πράγμα.
- Που είσαι, ακούγεται η γυναίκα μου.
- Τι θέλεις λέω ;
- Δεν θα πας στη δουλειά ; λέει και ξεκαρδίζεται, ενώ μαζί της ακού-
γονται γέλια και χάχανα απ’ τις κάργιες που ήρθαν το απόγευμα για καφέ
και έγινε αρμένικη βίζιτα.
- Μμμμ, χιούμορ λέω. Δεν φταίει κανείς. Εγώ φταίω.
- Γιατί, λέει παρεξενεμένη.
- Επειδή πήγα για καφέ, λέω για να αλλάξω θέμα.
- Ναι σίγουρα, λέει. Άντε άλλη φορά να ξέρεις. Άντε έλα να πιούμε
έναν καφεδάκο όλοι μαζί.
Πάω προς το δωμάτιο, αλλά βλέπω τις γκιόσες να με κοιτούν, κρα-
τώντας με το ζόρι τα γέλια τους.
- Μπα όχι, ευχαριστώ, λέω με αγέρωχο ύφος, βράδυ είναι, δεν θα με
πιάνει ύπνος.
- Βρε άντε έλα, έλα. Έτοιμος είναι.
Τι να κάνω ; έχει ατράνταχτα και ακλόνητα στοιχεία. Εξ άλλου το είπε
και η Κίτσα. Αυτό ήταν. Αποδεδειγμένα πράγματα δηλαδή. Δεν υπάρχει
άλλοθι.
- Άντε Μαίρη, που είναι τα καφεδάκια ; λένε οι πρωινοί δημοσιο-
γράφοι.
- Έρχομαι, λέει η γυναίκα μου. Εσύ ; με ρωτά.
- Θα πάω για καφέ έξω της λέω.
- Τώρα, τέτοια ώρα….καφέ εσύ ;
Δεν απαντώ.
62
Το χαλάκι και η εκδίκησή του
Άντε τα λέμε.
Γειαααααααααααααααααααααααα
63