Professional Documents
Culture Documents
Λαρυγγική Θεωρία
Λαρυγγική Θεωρία
Νικόλαος Παντελίδης
Τομέας Γλωσσολογίας
Τμήμα Φιλολογίας
ΕΚΠΑ
1
Η ονομασία «λαρυγγικοί» οφείλεται στον δανό γλωσσολόγο Möller (1912), ειδικό επί των σημιτικών
γλωσσών (στην οικογένεια αυτή ανήκαν ή ανήκουν η φοινικική, η αραμαϊκή, η εβραϊκή, η αραβική κ.λπ.), ο
οποίος πίστευε στην απώτερη γενετική συγγένεια της ινδοαευρωπαϊκής και της σημιτικής οικογένειας
γλωσσών. Πίστευε δηλαδή ότι η Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή και η Πρωτο-Σημιτική αποτελούν θυγατέρες μίας
ακόμη παλαιότερης γλώσσας-κοινού προγόνου των δύο αυτών. Στα πλαίσια αυτής του της θεωρίας
ονόμασε τους νέους φθόγγους που προστέθηκαν στο φωνολογικό σύστημα της Ινδοευρωπαϊκής
λαρυγγικούς θεωρώντας ότι αντιστοιχούσαν στους (όντως) λαρυγγικούς φθόγγους που περιλαμβάνονται
στα φωνολογικά συστήματα των σημιτικών γλωσσών.
2
Ας σημειωθεί ότι ο Saussure, στον οποίο οφείλεται η πρώτη διατύπωση της θεωρίας περί των
λαρυγγικών, τους θεωρούσε φωνήεντα.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
Ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία περί της ύπαρξης αυτών των φθόγγων ήταν ο
Saussure το 1879. Το αξιοσημείωτο είναι ότι στηρίχτηκε αποκλειστικά σε δεδομένα από το
σύστημα των μεταπτώσεων και τη δομή της ρίζας στην Ινδοευρωπαϊκή, ενώ σε καμία από τις
τότε γνωστές αρχαίες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (Αρχαία Ινδική, Αρχαία Ελληνική, Λατινική
κ.λπ.) δεν σωζόταν έστω και ένας από τους λαρυγγικούς. Πρόκειται δηλαδή για μία σύλληψη, η
οποία υπήρξε καρπός της επιστημονικής σκέψης του Saussure και η ορθότητα της οποίας
επιβεβαιώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, όταν είχε πλέον αποκρυπτογραφηθεί η σφηνοειδής
γραφή των Χετταίων (στη Μικρά Ασία) και αποδείχτηκε ότι η Χεττιτική ήταν γλώσσα
ινδοευρωπαϊκή που διέσωζε μάλιστα έναν ή δύο από τους αρχικούς λαρυγγικούς.
Στοιχεία που οδήγησαν στην πρώτη διατύπωση της θεωρίας από τον SAUSSURE:
Οι λεγόμενες «μακρόφωνες» ρίζες: Εκτός από το γνωστό και ευρέως διαδεδομένο στην
Ινδοευρωπαϊκή μεταπτωτικό σχήμα, στο οποίο ένα στοιχείο (π.χ. ρίζα) περιλάμβανε στην
απαθή βαθμίδα (στις περισσότερες περιπτώσεις) το φωνήεν ĕ, ενώ στην ασθενή βαθμίδα
χαρακτηριζόταν από την απουσία φωνήεντος, υπήρχε και άλλο μεταπτωτικό σχήμα. Οι ρίζες, οι
οποίες ακολουθούσαν αυτό το μεταπτωτικό σχήμα, εμφάνιζαν (στην Αρχαία Ελληνική) στην
απαθή βαθμίδα μακρό φωνήεν (ē ā ō, δηλ. η ᾱ ω), ενώ στην ασθενή βαθμίδα το
αντίστοιχο βραχύ φωνήεν:
ΑΠΑΘΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ
Ρίζα θη- *θί – θη – μι > τί – θη – μι τί – θε – μεν, θε-τός
Ρίζα στᾱ- *σί – στᾱ - μι > ἵ - στη – μι *σί - στᾰ - μεν > ἵ - στᾰ - μεν
Ρίζα φᾱ- φᾱ - μί > φη - μί φᾰ-μέν, -φᾰ-τος (ρηματικό
επίθετο, πρβλ. θέσ-φατος)
Ο χαρακτηρισμός της βαθμίδας θη- στᾱ- φᾱ- δω-, που εμφανίζεται στον ενικό, ως απαθούς, και
της βαθμίδας θε- στᾰ- φᾰ- δο- που εμφανίζεται στον πληθυντικό ως ασθενούς, στηρἰζεται στην
ανάλυση της δομής άλλων αντίστοιχων αθέματων ενεστώτων, στους οποίους στον ενικό η ρίζα
είναι στην απαθή βαθμίδα με το φωνήεν ĕ ενώ στον πληθυντικό η ρίζα είναι στην ασθενή
Αρχαία Ελληνική εἶμι – Αρχαία Ινδική émi ( < *eimi, στην Αρχαία Ινδική όλες οι δίφθογγοι
με υποτακτικό στοιχείο το i, μονοφθογγίστηκαν σε ē). Η ρίζα είναι στην απαθή βαθμίδα *ei-
και στην ασθενή *i- :
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΑ ΙΝΔΙΚΗ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
Κατά τον ίδιο τρόπο είναι σχηματισμένοι και οι αθέματοι ενεστώτες από τις ρίζες θη- στᾱ- φᾱ-
δω-, που είδαμε πιο πάνω (εκτός του αναδιπλασιασμού). Επομένως η βαθμίδα στην οποία
βρίσκονται οι ρίζες αυτές στον ενικό του ενεστώτα είναι η απαθής, ενώ στον πληθυντικό η
ασθενής:
θη- στᾱ- φᾱ- δω- : ΑΠΑΘΗΣ
θε- στᾰ- φᾰ- δο- : ΑΣΘΕΝΗΣ
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
Από την προσπάθεια να ερμηνευθεί ικανοποιητικά το μεταπτωτικό σχήμα αυτών των ριζών και
να ενταχθεί στο κατά πολύ πιο διαδεδομένο μεταπτωτικό σχήμα ΑΠΑΘΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ ĕ :
ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ Ø (=ΑΠΟΥΣΙΑ ΦΩΝΗΕΝΤΟΣ) ξεκίνησε ο SAUSSURE.
Παλαιότερα επανασυνέθεταν για την Ινδοευρωπαϊκή ένα σύστημα έξι βραχέων φωνηέντων,
δηλαδή τα *a *e *o *i *u, και ένα ακόμη, το λεγόμενο schwa (indogermanicum), το οποίο
συμβολιζόταν ως *∂. Το φωνήεν αυτό (μέσο κεντρικό) εθεωρείτο ότι αντιστοιχεί περίπου στο
φωνήεν που ακούγεται π.χ. στη δεύτερη συλλαβή της αγγλικής λέξης meter ή της γερμανικής
λέξης lesen. Η ύπαρξη αυτού του φωνήεντος στην Ινδοευρωπαϊκή είχε υποτεθεί για να
ερμηνευθούν περιπτώσεις, κατά τις οποίες σε ένα ă των άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν
αντιστοιχούσε στην Αρχαία Ινδική ă, αλλά ένα i. Έτσι η λέξη για την έννοια ‘πατέρας’ (αρχαία
ελληνικά πατήρ, λατινικά pater, αλλά αρχαία ινδικά pitar-) επανασυντίθετο για την
Ινδοευρωπαϊκή ως *p∂tēr. Το *∂ θα εξελίχθηκε στη μεν Αρχαία Ινδική σε i, ενώ σε άλλες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες σε ă.
Επειδή λοιπόν στην Αρχαία Ινδική στην ασθενή βαθμίδα όλων αυτών των ριζών εμφανιζόταν το
φωνήεν i, και στην Λατινική το φωνήεν ă, θεωρούσαν ότι στην Ινδοευρωπαϊκή το φωνήεν της
ασθενούς βαθμίδας θα ήταν αρχικά το schwa (*∂). Δηλαδή το μακρό φωνήεν της απαθούς
βαθμίδας των ριζών αυτών στην ασθενή βαθμίδα θα συστελλόταν σε ένα schwa (*∂):
Παράδειγμα: Ρίζα *dō- = δίνω
Αρχαία Ινδική: ‘απαθής βαθμίδα dā- (από παλαιότερο *dō-) ~ ασθενής βαθμίδα di- ’
Λατινική: ‘απαθής βαθμίδα dō- ~ ασθενής βαθμίδα dă- ’
Με βάση δεδομένα σαν αυτά επανασυνέθεταν την απαθή βαθμίδα της ρίζας ως *dō-, ενώ την
ασθενή βαθμίδα –εφόσον σε αυτήν η Αρχαία Ινδική έχει i, και η Λατινική ă - την
επανασυνέθεταν ως *d∂-. Το ίδιο ακριβώς γινόταν και με τις υπόλοιπες μακρόφωνες ρίζες:
ΑΠΑΘΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ
* d h ē - (θη-) *dh∂-
* s t ā - (στᾱ- > στη-) *st∂-
h
* b ā - (φᾱ- > φη-) *bh∂-
* d ō - (δω-) *d∂-
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
Έτσι όμως παρέμενε ανερμήνευτη η κατάσταση στην Αρχαία Ελληνική. Αν δεχτούμε δηλαδή ότι
η ασθενής βαθμίδα όλων των μακρόφωνων ριζών εμφάνιζε αρχικά στην Ινδοευρωπαϊκή το
ίδιο φωνήεν, δηλαδή το schwa, τότε δεν ερμηνεύεται επαρκώς πώς από το ίδιο αυτό φωνήεν
προέκυψαν στην Αρχαία Ελληνική τρία διαφορετικά, δηλαδή τα βραχέα a e και ο, και μάλιστα
στα ίδια περιβάλλοντα. Κανονικά στην Ελληνική θα έπρεπε στην ασθενή βαθμίδα όλων αυτών
των ριζών να εμφανίζεται το ă (από το αρχικό ινδοευρωπαϊκό *∂) και να είχαμε π.χ. *τί-θᾰ-μεν /
*θᾰ-τός, *δί-δᾰ-μεν / *δᾰ-τός (όπως έχουμε π.χ. πᾰτήρ από ινδοευρωπ. *p∂tēr). Οι
μαρτυρούμενοι τύποι όμως είναι τίθεμεν / θετός και δίδομεν / δοτός. Στο πρόβλημα αυτό δινόταν
συνήθως λύση αμηχανίας, όπως π.χ. αναλογία ως προς το ποιόν του φωνήεντος με την απαθή
βαθμίδα, που εμφανιζόταν στον ενικό, π.χ. δί – δο – μεν με φωνήεν της ποιότητας ο κατ’
αναλογία προς τον ενικό (δίδωμι), αντί του αναμενόμενου *δί - δᾰ - μεν. Αυτή η υπόθεση όμως
δεν ήταν χωρίς προβλήματα.
Η λύση:
Η λύση που έδωσε ο SAUSSURE αποτέλεσε τον πυρήνα της λεγόμενης «λαρυγγικής θεωρίας»:
Ανέλυσε το μακρό φωνήεν της απαθούς βαθμίδας των ριζών ως το αποτέλεσμα εξέλιξης από
παλαιότερο συνδυασμό ενός βραχέος e, όπως αυτό που εμφανίζεται ως φωνήεν πλήθους
άλλων ριζών (π.χ. λεγ-, τρεπ-, φερ-, στρεφ-, τεκ-, τεν-, θεν-, μεν-, νεμ-, ει-, εσ- κ.λπ.), και ενός
ακόμη υποθετικού φθόγγου. Με άλλα λόγια, μία παλαιότατη ακολουθία ενός βραχέος e και ενός
υποθετικού φθόγγου θα εξελίχτηκε στις επιμέρους ινδοευρωπαϊκές γλώσσες στα μακρά
φωνήεντα που εμφανίζουν οι ρίζες αυτές στην απαθή βαθμίδα. Ο SAUSSURE συμβόλισε
αρχικά τους υποθετικούς αυτούς φθόγγους ανάλογα με το αποτέλεσμα της εξέλιξης στην
3
Ελληνική (μακρό α ή μακρό ο) με κεφαλαία Α και Ο και τους ονόμασε «ημιφωνικούς
συντελεστές» (coéfficients sonantiques). Έτσι η απαθής βαθμίδα των ριζών δω- και στᾱ-
μεταγράφηκαν από τον SAUSSURE ως εξής:
*steA-
*deO-
Οι ακολουθίες *eA και *eO εξελίχθηκαν σε ā και ō αντίστοιχα: *stā- *dō-.
3
Ας σημειωθεί πως ο SAUSSURE θεωρούσε πως επρόκειτο για φωνήεντα (βλ. πιο πάνω υποσημ.2). Σήμερα γίνεται
πλέον καθολικά δεκτό ότι επρόκειτο για σύμφωνα.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
Στην ασθενή βαθμίδα, όπου απουσιάζει το φωνήεν ĕ, οι ρίζες θα έπαιρναν αρχικά την εξής
μορφή:
*stA-
*dO-
Οι «ημιφωνικοί συντελεστές» Α και Ο, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή δεν συνοδεύονταν από
το ĕ, θα εξελίχθηκαν στην Ελληνική σε βραχέα a και ο αντίστοιχα και έτσι οι ρίζες έχουν στην
ασθενή βαθμίδα τη μορφή στᾰ- και δο-. Στην Αρχαία Ινδική οι «ημιφωνικοί συντελεστές»
εξελίχθηκαν και οι δύο στην μεν Αρχαία Ινδική σε ῐ, στη δε Λατινική σε ă 4.
Οι «ημιφωνικοί συντελεστές» ονομάστηκαν αργότερα από τον MÖLLER λαρυγγικοί, και παρότι
η ονομασία αυτή δεν είναι, ή είναι πιθανόν εν μέρει σωστή, τελικά καθιερώθηκε, και έκτοτε οι
φθόγγοι αυτοί ονομάζονται στην Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσολογία λαρυγγικοί. Συμβολίζονται δε
σήμερα πλέον με το λατινικό γράμμα h μαζί με αριθμητικό δείκτη για τη διάκρισή τους: h2 h3:
*steh2- *deh3-. Όταν δεν χρειάζεται ή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί για ποιον ακριβώς
λαρυγγικό φθόγγο πρόκειται, τότε συχνά χρησιμοποιείται το κεφαλαίο Η.
Σε ό,τι αφορά ρίζες, των οποίων η απαθής βαθμίδα περιλάμβανε το φωνήεν η (ē) (π.χ. θη-: τί-
θη-μι), ο SAUSSURE δεν τις είχε αρχικά συμπεριλάβει στην υπόθεσή του. Περιλήφθηκαν όμως
αργότερα, οπότε το φωνήεν ē αναλύθηκε ως eh1. Δηλαδή, το ē της ρίζας *dhē- > αρχ.ελλ. *thē-
(=θη-) θεωρείται ότι προέκυψε από παλαιά ακολουθία ĕ + λαρυγγικό, ο οποίος με την αποβολή
του δεν μετέβαλε το ποιόν του φωνήεντος αλλά μόνο την ποσότητά του. Ο λαρυγγικός αυτός
συμβολίζεται ως h1: *dheh1- > *dhē-. Στην ασθενή βαθμίδα η ρίζα παίρνει τη μορφή *dh h1-, η
οποία σε περιπτώσεις όπως π.χ. του ρηματικού επιθέτου *dh h1 – tos εξελίχθηκε στην Ελληνική
σε θε-: θε-τός.
Έτσι η Ελληνική με τα τρία διαφορετικά αποτελέσματα (η ~ ε, ᾱ ~ ᾰ, ω ~ ο), υπήρξε ο βασικός
«μάρτυρας» για την ύπαρξη των τριών αρχικών «λαρυγγικών» φθόγγων. Στην Ελληνική στη
θέση μετά από το φωνήεν ĕ εξαφανίστηκαν, ενώ μακρύνθηκε το ĕ. Οι λαρυγγικοί h2 και h3
μάλιστα μετέβαλαν επιπλέον την ποιότητα του φωνήεντος:
* ĕ h1 > ē (η)
* ĕ h2 > ᾱ
* ĕ h3 > ō (ω)
4
Η ασθενής βαθμίδα των ριζών αυτών στην Αρχαία Ινδική είναι st(h)i- και d(i)-, ενώ στη Λατινική stă- και
dă- αντίστοιχα.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
κ.λπ.
Αλλά και οι λεγόμενες «μακρόφωνες» ρίζες που είδαμε πιο πάνω απέκτησαν με την υπόθεση
περί λαρυγγικών ανάλογη δομή:
*dh e h1 - (1 σύμφωνο + ĕ + 1 σύμφωνο)
*s t e h2 - (2 σύμφωνα + ĕ + 1 σύμφωνο)
*d e h3 - (1 σύμφωνο + ĕ + 1 σύμφωνο)
Με τον τρόπο αυτό, όπως γίνεται εμφανές, οι δυνατοί τύποι δομής των ριζών της
Ινδοευρωπαϊκής περιορίζονται και το σύστημα των ριζών αποκτά πιο ενιαίο χαρακτήρα.
Επιπλέον, ειδικά σε ό,τι αφορά το σύστημα των μεταπτώσεων, καταργούνται εν πολλοίς οι
υποπεριπτώσεις εντός του συστήματος των μεταπτώσεων και οι «αποκλίσεις» από το γνωστό
και διαδεδομένο μεταπτωτικό σχήμα «ΑΠΑΘΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ με ĕ : ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ χωρίς
φωνήεν», που εμφανίζουν οι διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ερμηνεύονται πλέον ως το
αποτέλεσμα φωνολογικών μεταβολών που διατάραξαν τον αρχικά ενιαίο χαρακτήρα του
συστήματος των μεταπτώσεων δημιουργώντας, όπως είδαμε πιο πάνω, ένα νέο τύπο ριζών και
εισάγοντας ένα νέο «υποσύστημα» μετάπτωσης (π.χ. θη- : θε-, στᾱ- : στᾰ-, δω- : δο-).
Η Χεττιτική σε ορισμένες περιπτώσεις επιβεβαιώνει την ύπαρξη λαρυγγικού στην αρχή λέξεων,
των οποίων οι ετυμολογικά αντίστοιχες σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αρχίζουν από
φωνήεν:
ἀργ-ής ‘φωτεινός, λαμπερός’, αρχ.ινδ. arj- : ινδοευρωπ. *h2erg- (χεττιτ. hark-)
ἀντί ‘έναντι, απέναντι’, αρχ.ινδ. anti, λατιν. ante: ινδοευρωπ. *h2ent- ‘μπροστινή όψη’
(χεττιτ. hant-)
ὀστ-έον > ὀστ-οῦν, λατιν. os oss-is (<*ost-is) : ινδοευρωπ. *h3est- (χεττιτ. hast-)
ὄFις > οἶς ‘πρόβατο’, αρχ.ινδ. avis, λατιν. ovis : ινδοευρ. *Ηοu̯is ή *h3eu̯ is (χεττιτ. hawi-)
Στις περιπτώσεις αυτές υποθέτουμε την παλαιότερη ύπαρξη λαρυγγικών στην αρχή της
λέξης, οι οποίοι στη μεν Αρχαία Ινδική σιγήθηκαν χωρίς άλλη μεταβολή, στη δε Αρχαία
Ελληνική τράπηκαν σε βραχέα φωνήεντα: Ο h1 σε ĕ, ο h2 σε ă και ο h3 σε ŏ. Έτσι οι
παραπάνω λέξεις θα πρέπει να επανασυντίθενται για την ινδοευρωπαϊκή πρωτογλώσσα
ως εξής:
* h2 n ē r
* h1 r e gw o s
* h3 bh r u H s
* h2 w e h1 – t i 5
Ειδικά για την περίπτωση του ρήματος που σημαίνει ‘φυσάω’ υπάρχει η επιβεβαίωση
της παλαιότερης ύπαρξης του λαρυγγικού στη Χεττιτική, η οποία διασώζει τους *h2 και
*h3 (αν και τους δηλώνει στη γραφή με τον ίδιο τρόπο):
χεττ. h(u)want-s = άνεμος (πιθ. παλαιά μετοχή, παρατηρήστε τη γραφή λαρυγγικού στην
αρχή της λέξης πριν από το w, πρβλ. επίσης λατιν. ventus = άνεμος).
(2) Περιπτώσεις βραχέων φωνηέντων μεταξύ συμφώνων στο μέσον της λέξης:
Όπως και στην περίπτωση της ασθενούς βαθμίδας των μακρόφωνων ριζών που είδαμε
πιο πάνω, και σε αυτές τις περιπτώσεις η υπόθεση περί παλαιότερης ύπαρξης
λαρυγγικών ερμηνεύει καλύτερα το γεγονός ότι στην Αρχαία Ελληνική έχουμε τρία
διαφορετικά αποτελέσματα, δηλ. ĕ ă και ŏ. Σε ετυμολογικά συγγενείς λέξεις και τύπους
της Αρχαίας Ινδικής έχουμε μόνο ῐ , το οποίο παλαιότερα ανήγαγαν σε ινδοευρωπαϊκό
schwa (∂):
5
Όπως είδαμε πιο πάνω η ακολουθία *e h1 εξελίχθηκε στην Ελληνική σε ē, επομένως *ἄFητι > ἄησι, με απώλεια του
F και τροπή της συλλαβής ti σε si στην ιωνική διάλεκτο.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
δεύτερη συλλαβή και ασθενή η πρώτη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις εμφάνιζαν ασθενή
βαθμίδα και οι δύο συλλαβές. Το φωνήεν της δεύτερης συλλαβής (το μακρό) στην
ασθενή βαθμίδα θεωρούσαν ότι συστελλόταν στο φωνήεν schwa (όπως και στις
μακρόφωνες «μονοσύλλαβες» ρίζες θη- στᾱ- δω- κ.λπ., βλ. πιο πάνω). Έτσι αυτές οι
ρίζες είχαν τις εξής μεταπτωτικές βαθμίδες6:
ΑΠΑΘΗΣ 1 : *gen∂-
ΑΠΑΘΗΣ 2 : *g nē-
AΣΘΕΝΗΣ : *g n∂-
ETEΡΟΙΩΜΕΝΗ 1 : *gon∂-
ETEΡΟΙΩΜΕΝΗ 2 : *g nō-
EKTETAMENH 1 : *gēn∂-
EKTETAMENH 2 : *gōn∂-
κ.λπ.
Έτσι π.χ. ο τύπος γένος ήταν σχηματισμένος από την απαθή βαθμίδα 1:
* gen∂-os > *gen-os
To φωνήεν schwa θεωρούσαν ότι στη θέση αυτή (μεταξύ συμφώνου και φωνήεντος)
σιγήθηκε νωρίς δίνοντας τον τύπο γένος.
Το ίδιο και στον τύπο γόνος (από την ετεροιωμένη βαθμίδα): *gon∂-os > *gonos.
Το ίδιο και στο γί-γν-ομαι (από την ασθενή βαθμίδα): *gi-gn∂-o- > gi-gn-o-.
Σε ότι αφορά τα ρηματικά επίθετα από τέτοιες ρίζες (όπως π.χ. το –γνη-τος πιο πάνω),
τα οποία σχηματίζονταν από την ασθενή βαθμίδα των ριζών, για να ερμηνευθεί η μορφή
που έπαιρναν οι ρίζες στην Ελληνική (αλλά και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες)
υπέθεταν την ύπαρξη στην Ινδοευρωπαϊκή και μακρών συλλαβικών υγρών και ερρίνων.
Τα τελευταία θα προήλθαν από «συναίρεση» της παλαιότερης ακολουθίας συλλαβικών
υγρών / ερρίνων + schwa που θα προέκυπτε στην ασθενή βαθμίδα (θεωρία του
Léjeune, βλ. Μπαμπινιώτης 1985:113):
*ḹ *ṝ *ṃ̄ *ṇ̄ (από παλαιότερα *ḷ ∂ *ṛ ∂ * ṃ ∂ *ṇ ∂)
Στην περίπτωση δηλαδή του –γνη-τος, το –νη- θα υπήρξε αποτέλεσμα στην Ελληνική
αρχικού μακρού συλλαβικού ερρίνου, το οποίο προέκυπτε στην ασθενή βαθμίδα της
«δισύλλαβης» ρίζας *genē-, στη θέση μεταξύ συμφώνων:
6
Και στην περίπτωση αυτών των ριζών, δεν μαρτυρούνται ιδιαίτεροι τύποι σχηματισμένοι από κάθε
μεταπτωτική βαθμίδα.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
Σε ό,τι αφορά τους τύπους από «απαθή βαθμίδα 1», αυτοί ερμηνεύονται ως εξής:
* g e n h1 t ō r > γ ε ν έ τ ω ρ (αρχ.ινδ. j a n i – t a r - , λατιν. *g é n ă – t ō r > g é n i t ŏ r)
* k e r h2 s - > κ ε ρ ά σ α ι
Οι λαρυγγικοί εξελίχθηκαν στην Ελληνική μεταξύ συμφώνων, όπως είδαμε και πιο πάνω,
στα βραχέα φωνήεντα ĕ ă και ŏ.
Άλλες περιπτώσεις:
(1) Επίθετα με στερητικό πρόθημα ινδοευρ. *ṇ- (όταν ακολουθούσε σύμφωνο έγινε στην
Ελληνική ᾰ- (π.χ. *ṇ- g ṇ h3 – t o s > ἄ-γνω-τος = άγνωστος)
Ρήμα *ἐγερ-i̯ ω > ἐγείρω, Ρίζα *ἐγερ- → στερητικό επίθετο νήγρετος ‘αξύπνητος’
Η ρίζα μπορεί επανασυντεθεί στην Ινδοευρωπαϊκή ως *h1 g e r - (όπου ο λαρυγγικός
τρέπεται σε ἐ-, βλ. πιο πάνω την παράγραφο σχετικά με τα «προθετικά» φωνήεντα
της Ελληνικής) και στην ασθενή βαθμίδα, από την οποία σχηματίζονται τα ρηματικά
επίθετα σε –τος, ως *h1 g r -. Οπότε:
7
Η συγκεκριμένη ρίζα δεν ανήκει στις παλαιότερα λεγόμενες «δισύλλαβες», αλλά στις «μακρόφωνες»:
*gnō- < *gneh3-.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
ὄφελ-ος ὀφέλλω (επίσης ὠφελῶ κ.λπ.), ρίζα ὀφελ-. Η ρίζα μπορεί να επανασυντεθεί
για την Ινδοευρωπαϊκή ως *h3bhel-. Στην Ελληνική ο λαρυγγικός στην αρχή της λέξης
πριν από σύμφωνο έδωσε ŏ (βλ. πιο πάνω), ενώ το ηχηρό δασύ *bh τράπηκε σε
ἀηχο (ph = f). Με το στερητικό πρόθημα *ṇ - σχηματίστηκε επίθετο *ṇ - h3 bh e l – ē s.
H ακολουθία *ṇ h3 εξελίχθηκε στην Ελληνική σε νω (βλ. πιο πάνω). Έτσι το επίθετο
πήρε τη μορφή νωφελής. Με τη μορφή αυτή μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: a-mo-ta no-
pe-re-a2 (ἅρμοτα νωφελέhα = τροχοί άχρηστοι). Στη μεταγενέστερη Ελληνική
προσαρτήθηκε το στερητικό πρόθημα με τη μορφή ἀ- σε ἀνωφελής8.
1.ΕΝΙΚ. * h1 s - i̯ e h1 – m
2.ΕΝΙΚ. * h1 s - i̯ e h1 – s
3.ΕΝΙΚ. * h1 s - i̯ e h1 – t
1.ΠΛΗΘ. * h1 s – i h1 – m e -
2.ΠΛΗΘ. *h1 s – i h1 – t e
3.ΠΛΗΘ. *h1 s – i h1 – e n t
8
Ετυμολογικά δηλαδή ο τύπος ἀνωφελής περιέχει δύο φορές το παλαιό στερητικό πρόθημα, το οποίο
πήρε στην Ελληνική διαφορετικές μορφές ανάλογα με το περιβάλλον. Το παλαιότερο νωφελής έγινε
αντιληπτό ως αδιαφανές ως προς την άρνηση και γι’ αυτό προσαρτήθηκε το στερητικό πρόθημα ἀ-.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
Στη Λατινική ο λαρυγγικός στην αρχή της λέξης σιγήθηκε χωρίς περαιτέρω
συνέπειες, ενώ οι ακολουθίες *i̯ e h1 και *i h1 (απαθής και ασθενής βαθμίδα του
επιθήματος της ευκτικής) πριν από σύμφωνα τράπηκαν σε i ē και ī. Στο 3.ΠΛΗΘ. ο
λαρυγγικός μεταξύ φωνηέντων σιγήθηκε χωρίς άλλη μεταβολή. Έτσι προέκυψαν οι
τύποι της «υποτακτικής» ενεστώτα του esse9:
s i ē m > s i ĕ m10
siēs
siēt > siĕt
sīmus
sītis
sĭent
Οι τύποι του ενικού και του 3.ΠΛΗΘ. sim sis sit sint δημιουργήθηκαν αναλογικά
προς τους τύπους του 1-2.ΠΛΗΘ.
Στην Αρχαία Ινδική ο λαρυγγικός στην αρχή της λέξης σιγήθηκε χωρίς περαιτέρω
συνέπειες, ενώ η ακολουθία *i̯ e h1 τράπηκε σε i̯ ē και κατόπιν σε i̯ ā (στην Αρχαία
Ινδική τα μακρά ή βραχέα a e o τράπηκαν σε μακρό ή βραχύ a, ενώ το i̯ της Αρχαίας Ινδικής
Ενικός:
s–yā–m
s-yā–s
s-yā–t
9
Στην έγκλιση που στην λατινική γραμματική ονομάζεται υποτακτική (coniunctivus) συγχωνεύτηκαν οι
παλαιές εγκλίσεις της Ινδοευρωπαϊκής υποτακτική και ευκτική.
10
Στη Λατινική τα μακρά φωνήεντα στη θέση πριν από τα ληκτικά σύμφωνα t m n l r βραχύνθηκαν, π.χ.
pătēr > pătĕr, animāl > animăl κ.λπ.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
Ρήμα *ἐγερ-i̯ ω > ἐγείρω, Ρίζα *ἐγερ-, η οποία μπορεί επανασυντεθεί στην
Ινδοευρωπαϊκή ως *h1 g e r - (ο λαρυγγικός τρέπεται σε ἐ-, βλ. πιο πάνω την
παράγραφο τη σχετική με τα «προθετικά» φωνήεντα της Ελληνικής). Ο
παρακείμενος από αυτή τη ρηματική ρίζα θα είχε αρχικά την εξής δομή:
Ρίζα στην ετεροιωμένη βαθμίδα: *h1 g ο r -
Αναδιπλασιασμός: *h1 g e -
Επομένως ο παρακείμενος θα ήταν αρχικά *h1 g e - h1 g ο r - . Ο λαρυγγικός *h1
τράπηκε στην αρχή της λέξης πριν από σύμφωνο σε ĕ (βλ. πιο πάνω την
παράγραφο σχετικά με τα «προθετικά» φωνήεντα). Η ακολουθία * e h1 (=το e του
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(οι πλήρεις βιβλιογραφικές παραπομπές υπάρχουν στο φάκελο ‘βιβλιογραφία’ στο e-class
Szemerényi 1999: 121-130, Meier-Brügger 2003: 106-124, Βeekes 2004: 216-223, Fortson
2004: 56-58, 75-76, Clackson 2007: 53-62).
Γενική εισαγωγή στη θεωρία και πολλά ζητήματα που σχετίζονται με αυτήν αποτελεί το βιβλίο
του Fredrik Otto Lindeman, Introduction to the Laryngeal Theory, σειρά: Innsbrucker Beiträge
zur Sprachwissenschaft, τόμ.91, Innsbruck 1997.
11
Βλ. H.Rix et al. 2001, Lexikon der indogermanischen Verben (Wiesbaden: Dr.Ludwig Reichert Verlag),
σελ.245-246.