You are on page 1of 18

N.

Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ


Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Νικόλαος Παντελίδης
Τομέας Γλωσσολογίας
Τμήμα Φιλολογίας
ΕΚΠΑ

Τα «λαρυγγικά» της Ινδοευρωπαϊκής

και η εξέλιξή τους στην Ελληνική


Εισαγωγή:
Σειρά συμφώνων που επανασυντίθεται για το φωνολογικό σύστημα της ινδοευρωπαϊκής
πρωτογλώσσας. Παρά το ότι παραδοσιακά και συμβατικά ονομάζονται «λαρυγγικά»1, η ακριβής
φωνητική υφή τους είναι αντικείμενο υποθέσεων και δεν έχει επιτευχθεί απόλυτη συμφωνία επί
του ζητήματος αυτού. Φαίνεται όμως πως τουλάχιστον ορισμένα από αυτά ήταν οπωσδήποτε
τριβόμενα (fricatives), και μάλιστα ως προς τον τόπο άρθρωσής του υπερωικά, φαρυγγικά κ.λπ.
Επίσης δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς τον αριθμό τους, αν και βάσει πρωτίστως των
δεδομένων της Ελληνικής οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν πλέον στο ότι οι «λαρυγγικοί»
της Ινδοευρωπαϊκής ήταν τρεις. Συμβολίζονται διεθνώς με το γράμμα h συνοδευόμενο από έναν
αριθμητικό δείκτη: h1 h2 h3. Και τούτο επειδή δεν υπάρχει βεβαιότητα για τη φωνητική υφή των
φθόγγων αυτών. Στην παλαιότερη κυρίως βιβλιογραφία μπορεί όμως να συναντήσει κανείς και
άλλους συμβολισμούς όπως Η1 Η2 Η3 ή ∂1 ∂2 ∂3. Ο τελευταίος συμβολισμός έχει πλέον
εγκαταλειφθεί καθώς, επειδή το ∂ είναι σύμβολο του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου που
αποδίδει φωνήεν, θα παρέπεμπε σε φωνηεντική φύση των λαρυγγικών2. Σήμερα όμως γίνεται
πλέον καθολικά δεκτό ότι επρόκειτο για σύμφωνα. Όταν δεν είναι δυνατόν ή απαραίτητο να
προσδιοριστεί για ποιον ακριβώς λαρυγγικό πρόκειται, τότε συχνά σημειώνεται ένα κεφαλαίο Η
χωρίς αρίθμηση.

1
Η ονομασία «λαρυγγικοί» οφείλεται στον δανό γλωσσολόγο Möller (1912), ειδικό επί των σημιτικών
γλωσσών (στην οικογένεια αυτή ανήκαν ή ανήκουν η φοινικική, η αραμαϊκή, η εβραϊκή, η αραβική κ.λπ.), ο
οποίος πίστευε στην απώτερη γενετική συγγένεια της ινδοαευρωπαϊκής και της σημιτικής οικογένειας
γλωσσών. Πίστευε δηλαδή ότι η Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή και η Πρωτο-Σημιτική αποτελούν θυγατέρες μίας
ακόμη παλαιότερης γλώσσας-κοινού προγόνου των δύο αυτών. Στα πλαίσια αυτής του της θεωρίας
ονόμασε τους νέους φθόγγους που προστέθηκαν στο φωνολογικό σύστημα της Ινδοευρωπαϊκής
λαρυγγικούς θεωρώντας ότι αντιστοιχούσαν στους (όντως) λαρυγγικούς φθόγγους που περιλαμβάνονται
στα φωνολογικά συστήματα των σημιτικών γλωσσών.
2
Ας σημειωθεί ότι ο Saussure, στον οποίο οφείλεται η πρώτη διατύπωση της θεωρίας περί των
λαρυγγικών, τους θεωρούσε φωνήεντα.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία περί της ύπαρξης αυτών των φθόγγων ήταν ο
Saussure το 1879. Το αξιοσημείωτο είναι ότι στηρίχτηκε αποκλειστικά σε δεδομένα από το
σύστημα των μεταπτώσεων και τη δομή της ρίζας στην Ινδοευρωπαϊκή, ενώ σε καμία από τις
τότε γνωστές αρχαίες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (Αρχαία Ινδική, Αρχαία Ελληνική, Λατινική
κ.λπ.) δεν σωζόταν έστω και ένας από τους λαρυγγικούς. Πρόκειται δηλαδή για μία σύλληψη, η
οποία υπήρξε καρπός της επιστημονικής σκέψης του Saussure και η ορθότητα της οποίας
επιβεβαιώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, όταν είχε πλέον αποκρυπτογραφηθεί η σφηνοειδής
γραφή των Χετταίων (στη Μικρά Ασία) και αποδείχτηκε ότι η Χεττιτική ήταν γλώσσα
ινδοευρωπαϊκή που διέσωζε μάλιστα έναν ή δύο από τους αρχικούς λαρυγγικούς.
Στοιχεία που οδήγησαν στην πρώτη διατύπωση της θεωρίας από τον SAUSSURE:
Οι λεγόμενες «μακρόφωνες» ρίζες: Εκτός από το γνωστό και ευρέως διαδεδομένο στην
Ινδοευρωπαϊκή μεταπτωτικό σχήμα, στο οποίο ένα στοιχείο (π.χ. ρίζα) περιλάμβανε στην
απαθή βαθμίδα (στις περισσότερες περιπτώσεις) το φωνήεν ĕ, ενώ στην ασθενή βαθμίδα
χαρακτηριζόταν από την απουσία φωνήεντος, υπήρχε και άλλο μεταπτωτικό σχήμα. Οι ρίζες, οι
οποίες ακολουθούσαν αυτό το μεταπτωτικό σχήμα, εμφάνιζαν (στην Αρχαία Ελληνική) στην
απαθή βαθμίδα μακρό φωνήεν (ē ā ō, δηλ. η ᾱ ω), ενώ στην ασθενή βαθμίδα το
αντίστοιχο βραχύ φωνήεν:
ΑΠΑΘΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ
Ρίζα θη- *θί – θη – μι > τί – θη – μι τί – θε – μεν, θε-τός
Ρίζα στᾱ- *σί – στᾱ - μι > ἵ - στη – μι *σί - στᾰ - μεν > ἵ - στᾰ - μεν
Ρίζα φᾱ- φᾱ - μί > φη - μί φᾰ-μέν, -φᾰ-τος (ρηματικό
επίθετο, πρβλ. θέσ-φατος)

Ρίζα δω- δί – δω – μι δί – δο – μεν, δο–τός

Ο χαρακτηρισμός της βαθμίδας θη- στᾱ- φᾱ- δω-, που εμφανίζεται στον ενικό, ως απαθούς, και
της βαθμίδας θε- στᾰ- φᾰ- δο- που εμφανίζεται στον πληθυντικό ως ασθενούς, στηρἰζεται στην
ανάλυση της δομής άλλων αντίστοιχων αθέματων ενεστώτων, στους οποίους στον ενικό η ρίζα

είναι στην απαθή βαθμίδα με το φωνήεν ĕ ενώ στον πληθυντικό η ρίζα είναι στην ασθενή

βαθμίδα, οπότε το φωνήεν απουσιάζει:


N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Π.χ. Αρχαία Ινδική: ás-mi ‘εἰμί’ < ινδοευρ. *és-mi


(στην Αρχαία Ινδική τα αρχικά φωνήεντα e a o, βραχέα ή μακρά,
συνέπεσαν σε βραχύ ή μακρό a αντίστοιχα).
Η ρίζα είναι στην απαθή βαθμίδα *es- και στην ασθενή
*s-.
1.ENIK. ás - mi *é s – m i
2.ENIK. ási *é s i < *é s – s i
3.ENIK. ás- ti *é s - t i
1.ΠΛΗΘ. s- más *s – m é s
2.ΠΛΗΘ. s–thá *s – t é
3.ΠΛΗΘ. s–ánti *s – é n t i

Αρχαία Ελληνική εἶμι – Αρχαία Ινδική émi ( < *eimi, στην Αρχαία Ινδική όλες οι δίφθογγοι
με υποτακτικό στοιχείο το i, μονοφθογγίστηκαν σε ē). Η ρίζα είναι στην απαθή βαθμίδα *ei-
και στην ασθενή *i- :
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΑ ΙΝΔΙΚΗ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ

1.ENIK. εἶ-μι ē–mi *e i – m i


2.ENIK. ε ἶ ( < *ε ἶ - ι < *ε ἶ - σ ι) ē–si *e i – s i
3.ENIK. εἶ-σι < εἶ-τι ē–ti *e i – t i
1.ΠΛΗΘ. ἴ - μ ε ν (στη δωρική ἴ-μες) i-más *i - m é s
2.ΠΛΗΘ. ἴ - τε i-thá *i - t é
3.ΠΛΗΘ. ἴ-ᾱσι y–ánti *i̯ - é n t i

Κατά τον ίδιο τρόπο είναι σχηματισμένοι και οι αθέματοι ενεστώτες από τις ρίζες θη- στᾱ- φᾱ-
δω-, που είδαμε πιο πάνω (εκτός του αναδιπλασιασμού). Επομένως η βαθμίδα στην οποία
βρίσκονται οι ρίζες αυτές στον ενικό του ενεστώτα είναι η απαθής, ενώ στον πληθυντικό η
ασθενής:
θη- στᾱ- φᾱ- δω- : ΑΠΑΘΗΣ
θε- στᾰ- φᾰ- δο- : ΑΣΘΕΝΗΣ
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Από την προσπάθεια να ερμηνευθεί ικανοποιητικά το μεταπτωτικό σχήμα αυτών των ριζών και
να ενταχθεί στο κατά πολύ πιο διαδεδομένο μεταπτωτικό σχήμα ΑΠΑΘΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ ĕ :
ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ Ø (=ΑΠΟΥΣΙΑ ΦΩΝΗΕΝΤΟΣ) ξεκίνησε ο SAUSSURE.

Παλαιότερα επανασυνέθεταν για την Ινδοευρωπαϊκή ένα σύστημα έξι βραχέων φωνηέντων,
δηλαδή τα *a *e *o *i *u, και ένα ακόμη, το λεγόμενο schwa (indogermanicum), το οποίο
συμβολιζόταν ως *∂. Το φωνήεν αυτό (μέσο κεντρικό) εθεωρείτο ότι αντιστοιχεί περίπου στο
φωνήεν που ακούγεται π.χ. στη δεύτερη συλλαβή της αγγλικής λέξης meter ή της γερμανικής
λέξης lesen. Η ύπαρξη αυτού του φωνήεντος στην Ινδοευρωπαϊκή είχε υποτεθεί για να
ερμηνευθούν περιπτώσεις, κατά τις οποίες σε ένα ă των άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν
αντιστοιχούσε στην Αρχαία Ινδική ă, αλλά ένα i. Έτσι η λέξη για την έννοια ‘πατέρας’ (αρχαία
ελληνικά πατήρ, λατινικά pater, αλλά αρχαία ινδικά pitar-) επανασυντίθετο για την
Ινδοευρωπαϊκή ως *p∂tēr. Το *∂ θα εξελίχθηκε στη μεν Αρχαία Ινδική σε i, ενώ σε άλλες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες σε ă.
Επειδή λοιπόν στην Αρχαία Ινδική στην ασθενή βαθμίδα όλων αυτών των ριζών εμφανιζόταν το
φωνήεν i, και στην Λατινική το φωνήεν ă, θεωρούσαν ότι στην Ινδοευρωπαϊκή το φωνήεν της
ασθενούς βαθμίδας θα ήταν αρχικά το schwa (*∂). Δηλαδή το μακρό φωνήεν της απαθούς
βαθμίδας των ριζών αυτών στην ασθενή βαθμίδα θα συστελλόταν σε ένα schwa (*∂):
Παράδειγμα: Ρίζα *dō- = δίνω
Αρχαία Ινδική: ‘απαθής βαθμίδα dā- (από παλαιότερο *dō-) ~ ασθενής βαθμίδα di- ’
Λατινική: ‘απαθής βαθμίδα dō- ~ ασθενής βαθμίδα dă- ’
Με βάση δεδομένα σαν αυτά επανασυνέθεταν την απαθή βαθμίδα της ρίζας ως *dō-, ενώ την
ασθενή βαθμίδα –εφόσον σε αυτήν η Αρχαία Ινδική έχει i, και η Λατινική ă - την
επανασυνέθεταν ως *d∂-. Το ίδιο ακριβώς γινόταν και με τις υπόλοιπες μακρόφωνες ρίζες:
ΑΠΑΘΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ
* d h ē - (θη-) *dh∂-
* s t ā - (στᾱ- > στη-) *st∂-
h
* b ā - (φᾱ- > φη-) *bh∂-
* d ō - (δω-) *d∂-
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Έτσι όμως παρέμενε ανερμήνευτη η κατάσταση στην Αρχαία Ελληνική. Αν δεχτούμε δηλαδή ότι
η ασθενής βαθμίδα όλων των μακρόφωνων ριζών εμφάνιζε αρχικά στην Ινδοευρωπαϊκή το
ίδιο φωνήεν, δηλαδή το schwa, τότε δεν ερμηνεύεται επαρκώς πώς από το ίδιο αυτό φωνήεν
προέκυψαν στην Αρχαία Ελληνική τρία διαφορετικά, δηλαδή τα βραχέα a e και ο, και μάλιστα
στα ίδια περιβάλλοντα. Κανονικά στην Ελληνική θα έπρεπε στην ασθενή βαθμίδα όλων αυτών
των ριζών να εμφανίζεται το ă (από το αρχικό ινδοευρωπαϊκό *∂) και να είχαμε π.χ. *τί-θᾰ-μεν /

*θᾰ-τός, *δί-δᾰ-μεν / *δᾰ-τός (όπως έχουμε π.χ. πᾰτήρ από ινδοευρωπ. *p∂tēr). Οι
μαρτυρούμενοι τύποι όμως είναι τίθεμεν / θετός και δίδομεν / δοτός. Στο πρόβλημα αυτό δινόταν
συνήθως λύση αμηχανίας, όπως π.χ. αναλογία ως προς το ποιόν του φωνήεντος με την απαθή
βαθμίδα, που εμφανιζόταν στον ενικό, π.χ. δί – δο – μεν με φωνήεν της ποιότητας ο κατ’
αναλογία προς τον ενικό (δίδωμι), αντί του αναμενόμενου *δί - δᾰ - μεν. Αυτή η υπόθεση όμως
δεν ήταν χωρίς προβλήματα.
Η λύση:
Η λύση που έδωσε ο SAUSSURE αποτέλεσε τον πυρήνα της λεγόμενης «λαρυγγικής θεωρίας»:
Ανέλυσε το μακρό φωνήεν της απαθούς βαθμίδας των ριζών ως το αποτέλεσμα εξέλιξης από
παλαιότερο συνδυασμό ενός βραχέος e, όπως αυτό που εμφανίζεται ως φωνήεν πλήθους
άλλων ριζών (π.χ. λεγ-, τρεπ-, φερ-, στρεφ-, τεκ-, τεν-, θεν-, μεν-, νεμ-, ει-, εσ- κ.λπ.), και ενός
ακόμη υποθετικού φθόγγου. Με άλλα λόγια, μία παλαιότατη ακολουθία ενός βραχέος e και ενός
υποθετικού φθόγγου θα εξελίχτηκε στις επιμέρους ινδοευρωπαϊκές γλώσσες στα μακρά
φωνήεντα που εμφανίζουν οι ρίζες αυτές στην απαθή βαθμίδα. Ο SAUSSURE συμβόλισε
αρχικά τους υποθετικούς αυτούς φθόγγους ανάλογα με το αποτέλεσμα της εξέλιξης στην
3
Ελληνική (μακρό α ή μακρό ο) με κεφαλαία Α και Ο και τους ονόμασε «ημιφωνικούς
συντελεστές» (coéfficients sonantiques). Έτσι η απαθής βαθμίδα των ριζών δω- και στᾱ-
μεταγράφηκαν από τον SAUSSURE ως εξής:
*steA-
*deO-
Οι ακολουθίες *eA και *eO εξελίχθηκαν σε ā και ō αντίστοιχα: *stā- *dō-.

3
Ας σημειωθεί πως ο SAUSSURE θεωρούσε πως επρόκειτο για φωνήεντα (βλ. πιο πάνω υποσημ.2). Σήμερα γίνεται
πλέον καθολικά δεκτό ότι επρόκειτο για σύμφωνα.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Στην ασθενή βαθμίδα, όπου απουσιάζει το φωνήεν ĕ, οι ρίζες θα έπαιρναν αρχικά την εξής
μορφή:
*stA-
*dO-
Οι «ημιφωνικοί συντελεστές» Α και Ο, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή δεν συνοδεύονταν από
το ĕ, θα εξελίχθηκαν στην Ελληνική σε βραχέα a και ο αντίστοιχα και έτσι οι ρίζες έχουν στην
ασθενή βαθμίδα τη μορφή στᾰ- και δο-. Στην Αρχαία Ινδική οι «ημιφωνικοί συντελεστές»
εξελίχθηκαν και οι δύο στην μεν Αρχαία Ινδική σε ῐ, στη δε Λατινική σε ă 4.
Οι «ημιφωνικοί συντελεστές» ονομάστηκαν αργότερα από τον MÖLLER λαρυγγικοί, και παρότι
η ονομασία αυτή δεν είναι, ή είναι πιθανόν εν μέρει σωστή, τελικά καθιερώθηκε, και έκτοτε οι
φθόγγοι αυτοί ονομάζονται στην Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσολογία λαρυγγικοί. Συμβολίζονται δε
σήμερα πλέον με το λατινικό γράμμα h μαζί με αριθμητικό δείκτη για τη διάκρισή τους: h2 h3:
*steh2- *deh3-. Όταν δεν χρειάζεται ή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί για ποιον ακριβώς
λαρυγγικό φθόγγο πρόκειται, τότε συχνά χρησιμοποιείται το κεφαλαίο Η.
Σε ό,τι αφορά ρίζες, των οποίων η απαθής βαθμίδα περιλάμβανε το φωνήεν η (ē) (π.χ. θη-: τί-
θη-μι), ο SAUSSURE δεν τις είχε αρχικά συμπεριλάβει στην υπόθεσή του. Περιλήφθηκαν όμως
αργότερα, οπότε το φωνήεν ē αναλύθηκε ως eh1. Δηλαδή, το ē της ρίζας *dhē- > αρχ.ελλ. *thē-
(=θη-) θεωρείται ότι προέκυψε από παλαιά ακολουθία ĕ + λαρυγγικό, ο οποίος με την αποβολή
του δεν μετέβαλε το ποιόν του φωνήεντος αλλά μόνο την ποσότητά του. Ο λαρυγγικός αυτός
συμβολίζεται ως h1: *dheh1- > *dhē-. Στην ασθενή βαθμίδα η ρίζα παίρνει τη μορφή *dh h1-, η
οποία σε περιπτώσεις όπως π.χ. του ρηματικού επιθέτου *dh h1 – tos εξελίχθηκε στην Ελληνική
σε θε-: θε-τός.
Έτσι η Ελληνική με τα τρία διαφορετικά αποτελέσματα (η ~ ε, ᾱ ~ ᾰ, ω ~ ο), υπήρξε ο βασικός
«μάρτυρας» για την ύπαρξη των τριών αρχικών «λαρυγγικών» φθόγγων. Στην Ελληνική στη
θέση μετά από το φωνήεν ĕ εξαφανίστηκαν, ενώ μακρύνθηκε το ĕ. Οι λαρυγγικοί h2 και h3
μάλιστα μετέβαλαν επιπλέον την ποιότητα του φωνήεντος:
* ĕ h1 > ē (η)
* ĕ h2 > ᾱ
* ĕ h3 > ō (ω)

4
Η ασθενής βαθμίδα των ριζών αυτών στην Αρχαία Ινδική είναι st(h)i- και d(i)-, ενώ στη Λατινική stă- και
dă- αντίστοιχα.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Οι λαρυγγικοί στη θέση πριν από το φωνήεν ĕ:


Όπως προκύπτει από την επανασύνθεση της Ινδοευρωπαϊκής, τα φωνήεντα ĕ ă και ŏ (το
τελευταίο όταν δεν είναι σε ετεροιωμένη μεταπτωτική βαθμίδα) φαίνεται να ήταν αρκετά
σπάνια. Για παράδειγμα, οι ρίζες που άρχιζαν από τα παραπάνω φωνήεντα είναι ελάχιστες σε
σύγκριση με τις ρίζες που άρχιζαν από ένα (ή δύο, σπανιότερα και τρία) σύμφωνα και έχουν ως
φωνήεν το ĕ, π.χ.:
*ag- (π.χ. ἄγ-ω, λατιν. ag-o)
*od- (π.χ. *ὄδ-jω > ὄζω, ὀδ-μή > ὀσμή, λατιν. od-or =μυρωδιά)
*οkw- (π.χ. *ὄkw-μα > *ὄπ-μα > ὄμμα, λατιν. oculus < *okw-ulos = μάτι)
*es- (π.χ. ἐσ-τί, λατιν. es-t)
*ei- (π.χ. εἶ-μι, λατιν. ī-s < *ei-si = πηγαίνεις)
Αυτές τις περιπτώσεις οι περισσότεροι πλέον ερευνητές τις ανάγουν σε παλαιότερες ακολουθίες
λαρυγγικού + βραχέος e:
*h2 e g- > a g-
*h3 e d- > o d-
*h3 e k w- > o k w –
*h1 e s- > e s-
*h1 e i- > e i-
Mε άλλα λόγια θεωρείται ότι αρκετές περιπτώσεις βραχέων a και o στην αρχή λέξης, επίσης και
βραχέος e, μπορούν να αναχθούν σε παλαιότερη ακολουθία «λαρυγγικός + ĕ». Οι λαρυγγικοί
θα σιγήθηκαν χωρίς επιπτώσεις στην ποσότητα του φωνήεντος, ενώ από αυτούς ο h2 και ο h3
θα μετέβαλαν και την ποιότητα του φωνήεντος. Αυτό σημαίνει ότι ρίζες σαν τις παραπάνω
αποκτούν με τον τρόπο αυτό την ίδια δομή με το πλήθος των άλλων ριζών που έχουν τη δομή
«1 (ή 2) σύμφωνα» ή «1 σύμφωνο+1 ημίφωνο» + ĕ + «1 (ή 2) σύμφωνα» ή «ημίφωνο» ή
«ημίφωνο+σύμφωνο»:
*bher- (1 σύμφωνο + ĕ + ημίφωνο), πρβλ. φέρ-ω
*tek- (1 σύμφωνο + ĕ + 1 σύμφωνο), πρβλ. τέκ-νον, ἔ-τεκ-ον
*trep- (1 σύμφωνο+1 ημίφωνο + ĕ + 1 σύμφωνο), πρβλ. τρέπ-ω
κ.λπ.
Έτσι και:
*h1 e s- (1 σύμφωνο + ĕ + 1 σύμφωνο)
*h2 e g- (1 σύμφωνο + ĕ + 1 σύμφωνο)
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

κ.λπ.
Αλλά και οι λεγόμενες «μακρόφωνες» ρίζες που είδαμε πιο πάνω απέκτησαν με την υπόθεση
περί λαρυγγικών ανάλογη δομή:
*dh e h1 - (1 σύμφωνο + ĕ + 1 σύμφωνο)
*s t e h2 - (2 σύμφωνα + ĕ + 1 σύμφωνο)
*d e h3 - (1 σύμφωνο + ĕ + 1 σύμφωνο)
Με τον τρόπο αυτό, όπως γίνεται εμφανές, οι δυνατοί τύποι δομής των ριζών της
Ινδοευρωπαϊκής περιορίζονται και το σύστημα των ριζών αποκτά πιο ενιαίο χαρακτήρα.
Επιπλέον, ειδικά σε ό,τι αφορά το σύστημα των μεταπτώσεων, καταργούνται εν πολλοίς οι
υποπεριπτώσεις εντός του συστήματος των μεταπτώσεων και οι «αποκλίσεις» από το γνωστό
και διαδεδομένο μεταπτωτικό σχήμα «ΑΠΑΘΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ με ĕ : ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑ χωρίς
φωνήεν», που εμφανίζουν οι διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ερμηνεύονται πλέον ως το
αποτέλεσμα φωνολογικών μεταβολών που διατάραξαν τον αρχικά ενιαίο χαρακτήρα του
συστήματος των μεταπτώσεων δημιουργώντας, όπως είδαμε πιο πάνω, ένα νέο τύπο ριζών και
εισάγοντας ένα νέο «υποσύστημα» μετάπτωσης (π.χ. θη- : θε-, στᾱ- : στᾰ-, δω- : δο-).

Η Χεττιτική σε ορισμένες περιπτώσεις επιβεβαιώνει την ύπαρξη λαρυγγικού στην αρχή λέξεων,
των οποίων οι ετυμολογικά αντίστοιχες σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αρχίζουν από
φωνήεν:
ἀργ-ής ‘φωτεινός, λαμπερός’, αρχ.ινδ. arj- : ινδοευρωπ. *h2erg- (χεττιτ. hark-)
ἀντί ‘έναντι, απέναντι’, αρχ.ινδ. anti, λατιν. ante: ινδοευρωπ. *h2ent- ‘μπροστινή όψη’
(χεττιτ. hant-)
ὀστ-έον > ὀστ-οῦν, λατιν. os oss-is (<*ost-is) : ινδοευρωπ. *h3est- (χεττιτ. hast-)
ὄFις > οἶς ‘πρόβατο’, αρχ.ινδ. avis, λατιν. ovis : ινδοευρ. *Ηοu̯is ή *h3eu̯ is (χεττιτ. hawi-)

Περιπτώσεις που ερμηνεύονται καλύτερα με τη βοήθεια των λαρυγγικών:


Με την εξέλιξη της λεγόμενης «λαρυγγικής θεωρίας» κατέστη φανερό ότι πολλές περιπτώσεις
μεταβολών της παλαιότατης Ελληνικής ερμηνεύονται καλύτερα με τη βοήθεια των λαρυγγικών:
(1) Τα λεγόμενα «προθετικά» φωνήεντα της Αρχαίας Ελληνικής:
Συγγενείς ετυμολογικά λέξεις με άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εμφανίζουν στην
Ελληνική τα λεγόμενα «προθετικά» φωνήεντα:
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΑ ΙΝΔΙΚΗ


ἀνήρ, ἀνερ- *nēr > *nār > nā, *ner- > nar-
ἔρεβος *regwos > rájas
ὀφρῡς bhrūs
ἄησι = φυσάει (<*ἄFη-τι) *wē-ti > vā-ti

Στις περιπτώσεις αυτές υποθέτουμε την παλαιότερη ύπαρξη λαρυγγικών στην αρχή της
λέξης, οι οποίοι στη μεν Αρχαία Ινδική σιγήθηκαν χωρίς άλλη μεταβολή, στη δε Αρχαία
Ελληνική τράπηκαν σε βραχέα φωνήεντα: Ο h1 σε ĕ, ο h2 σε ă και ο h3 σε ŏ. Έτσι οι
παραπάνω λέξεις θα πρέπει να επανασυντίθενται για την ινδοευρωπαϊκή πρωτογλώσσα
ως εξής:
* h2 n ē r
* h1 r e gw o s
* h3 bh r u H s
* h2 w e h1 – t i 5
Ειδικά για την περίπτωση του ρήματος που σημαίνει ‘φυσάω’ υπάρχει η επιβεβαίωση
της παλαιότερης ύπαρξης του λαρυγγικού στη Χεττιτική, η οποία διασώζει τους *h2 και
*h3 (αν και τους δηλώνει στη γραφή με τον ίδιο τρόπο):
χεττ. h(u)want-s = άνεμος (πιθ. παλαιά μετοχή, παρατηρήστε τη γραφή λαρυγγικού στην
αρχή της λέξης πριν από το w, πρβλ. επίσης λατιν. ventus = άνεμος).

(2) Περιπτώσεις βραχέων φωνηέντων μεταξύ συμφώνων στο μέσον της λέξης:
Όπως και στην περίπτωση της ασθενούς βαθμίδας των μακρόφωνων ριζών που είδαμε
πιο πάνω, και σε αυτές τις περιπτώσεις η υπόθεση περί παλαιότερης ύπαρξης
λαρυγγικών ερμηνεύει καλύτερα το γεγονός ότι στην Αρχαία Ελληνική έχουμε τρία
διαφορετικά αποτελέσματα, δηλ. ĕ ă και ŏ. Σε ετυμολογικά συγγενείς λέξεις και τύπους
της Αρχαίας Ινδικής έχουμε μόνο ῐ , το οποίο παλαιότερα ανήγαγαν σε ινδοευρωπαϊκό
schwa (∂):

5
Όπως είδαμε πιο πάνω η ακολουθία *e h1 εξελίχθηκε στην Ελληνική σε ē, επομένως *ἄFητι > ἄησι, με απώλεια του
F και τροπή της συλλαβής ti σε si στην ιωνική διάλεκτο.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΑ ΙΝΔΙΚΗ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ


ἄνε-μος áni-ti = αναπνέει *h2én h1 – mos
* h2én h1 – ti
πᾰτήρ pitár- *p h2 tēr
ἄρο-τρον *h2 ér h3 – trom

(3) Η περίπτωση της ασθενούς βαθμίδας των λεγόμενων «δισύλλαβων» ριζών:


Παράδειγμα: Η ρίζα *ten- = τεντώνω (άλλες βαθμίδες: *ton-, *tn-, πρβλ. ελλ. *τέν- i̯ ω >
τείνω τόν-ος, λατιν. ten-do = τεντώνω). Τα ρηματικά επίθετα σχηματίζονταν στην
Ινδοευρωπαϊκή από την ασθενή βαθμίδα της ρηματικής ρίζας με την προσθήκη του
επιθήματος *-tós. Έτσι το ρηματικό επίθετο από τη ρίζα *ten- θα ήταν αρχικά *tṇ-tós
(ασθενής βαθμίδα *tn- της ρίζας με συλλαβικό n). Στην Ελληνική το *tṇ-tós εξελίχθηκε σε
τᾰ-τός, στην Αρχαία Ινδική σε tă-tás και στη Λατινική σε ten-tus (στις δύο πρώτες το
συλλαβικό n εξελίχθηκε σε ă, ενώ στη Λατινική σε en).
Σε άλλη ρίζα: Τύποι όπως γέν-ος γόν-ος γί-γν-ομαι μοιάζουν να περιέχουν ρίζα *gen-
*gon- *gn- (πρβλ.αρχ.ινδ. ján-as = γένος = λατιν. gen-us. Το ρηματικό επίθετο όμως δεν
είναι *γᾰ-τός αλλά –γνη-τος (πρβλ. κασί-γνη-τος). Στην Αρχαία Ινδική το ρηματικό
επίθετο δεν είναι *jă – tás αλλά jā – tás. Ομοίως στη Λατινική το ρηματικό επίθετο έχει τη
μορφή (g)nā – tus:

Ρηματικό επίθετο από την ασθενή βαθμίδα της ρίζας:


ΡΙΖΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΑ ΙΝΔΙΚΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ
*ten-/ton-/tn- (tṇ-) τᾰ-τός tă-tás ten-tus
*gen-/gon-/gn- (gṇ-) (κασί-) γνη-τος jā – tás (g)nā – tus

Παλαιότερα υπέθεταν την ύπαρξη των λεγόμενων «δισύλλαβων» ριζών (βλ.


Μπαμπινιώτης 1985:107-117). Η βασική μορφή αυτών των ριζών (με πλήρη βαθμίδα και
στις δύο συλλαβές) δινόταν π.χ. για τη ρίζα των γένος κ.λπ. ως *genē-. Η μορφή αυτή
της ρίζας ήταν βέβαια ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, καθότι η ρίζα δεν εμφάνιζόταν ποτέ
(σε κανένα τύπο) στην πλήρη βαθμίδα και στις δύο συλλαβές. Αλλού εμφάνιζε πλήρη
βαθμίδα η πρώτη συλλαβή και ασθενή η δεύτερη, αλλού εμφάνιζε πλήρη βαθμίδα η
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

δεύτερη συλλαβή και ασθενή η πρώτη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις εμφάνιζαν ασθενή
βαθμίδα και οι δύο συλλαβές. Το φωνήεν της δεύτερης συλλαβής (το μακρό) στην
ασθενή βαθμίδα θεωρούσαν ότι συστελλόταν στο φωνήεν schwa (όπως και στις
μακρόφωνες «μονοσύλλαβες» ρίζες θη- στᾱ- δω- κ.λπ., βλ. πιο πάνω). Έτσι αυτές οι
ρίζες είχαν τις εξής μεταπτωτικές βαθμίδες6:
ΑΠΑΘΗΣ 1 : *gen∂-
ΑΠΑΘΗΣ 2 : *g nē-
AΣΘΕΝΗΣ : *g n∂-
ETEΡΟΙΩΜΕΝΗ 1 : *gon∂-
ETEΡΟΙΩΜΕΝΗ 2 : *g nō-
EKTETAMENH 1 : *gēn∂-
EKTETAMENH 2 : *gōn∂-
κ.λπ.
Έτσι π.χ. ο τύπος γένος ήταν σχηματισμένος από την απαθή βαθμίδα 1:
* gen∂-os > *gen-os
To φωνήεν schwa θεωρούσαν ότι στη θέση αυτή (μεταξύ συμφώνου και φωνήεντος)
σιγήθηκε νωρίς δίνοντας τον τύπο γένος.
Το ίδιο και στον τύπο γόνος (από την ετεροιωμένη βαθμίδα): *gon∂-os > *gonos.
Το ίδιο και στο γί-γν-ομαι (από την ασθενή βαθμίδα): *gi-gn∂-o- > gi-gn-o-.
Σε ότι αφορά τα ρηματικά επίθετα από τέτοιες ρίζες (όπως π.χ. το –γνη-τος πιο πάνω),
τα οποία σχηματίζονταν από την ασθενή βαθμίδα των ριζών, για να ερμηνευθεί η μορφή
που έπαιρναν οι ρίζες στην Ελληνική (αλλά και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες)
υπέθεταν την ύπαρξη στην Ινδοευρωπαϊκή και μακρών συλλαβικών υγρών και ερρίνων.
Τα τελευταία θα προήλθαν από «συναίρεση» της παλαιότερης ακολουθίας συλλαβικών
υγρών / ερρίνων + schwa που θα προέκυπτε στην ασθενή βαθμίδα (θεωρία του
Léjeune, βλ. Μπαμπινιώτης 1985:113):
*ḹ *ṝ *ṃ̄ *ṇ̄ (από παλαιότερα *ḷ ∂ *ṛ ∂ * ṃ ∂ *ṇ ∂)
Στην περίπτωση δηλαδή του –γνη-τος, το –νη- θα υπήρξε αποτέλεσμα στην Ελληνική
αρχικού μακρού συλλαβικού ερρίνου, το οποίο προέκυπτε στην ασθενή βαθμίδα της
«δισύλλαβης» ρίζας *genē-, στη θέση μεταξύ συμφώνων:

6
Και στην περίπτωση αυτών των ριζών, δεν μαρτυρούνται ιδιαίτεροι τύποι σχηματισμένοι από κάθε
μεταπτωτική βαθμίδα.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Ρίζα *genē- → Aσθενής βαθμίδα *g ṇ ∂- : Ρηματικό επίθετο (από την ασθενή


βαθμίδα της ρίζας) * g ṇ ∂- t ó s > *g ṇ̄ - t ó s > -γνη-τος.
Αντιθέτως από ρίζα *ten- → Aσθενής βαθμίδα * t ṇ - → Ρηματικό επίθετο (σχημα-
τισμένο από την ασθενή βαθμίδα της ρίζας) *t ṇ - t ó s > τᾰ-τός
Ο ίδιος φθόγγος θα έδωσε στην Αρχαία Ινδική ā (βλ. jā – tás), ενώ στη Λατινική nā (βλ.
(g)nā-tus).
Έτσι όμως τα δεδομένα της Ελληνικής δεν ερμηνεύονταν επαρκώς, καθώς υπήρχαν
άλλες «δισύλλαβες» ρίζες, στην ασθενή βαθμίδα των οποίων το «μακρό συλλαβικό υγρό
/ έρρινο» εξελίχθηκε στην Ελληνική στα μακρά φωνήεντα ā και ō. Δηλαδή, οι ίδιοι
υποτιθέμνοι αρχικοί φθόγγοι της Ινδοευρωπαϊκής μπορούσαν να εξελιχθούν με
διαφορετικούς τρόπους, και μάλιστα στα ίδια περιβάλλοντα:
*g ṇ̄ - t o s > -γνη-τος (από τη «δισύλλαβη» ρίζα *genē-, πρβλ. γέν-ος κ.λπ.)
*k ṝ - t o s > (ἄ-)κρᾱ-τος (από τη «δισύλλαβη» ρίζα *kerā-, πρβλ. επίσης κρᾶ-σις,
ἐ-κέρα-σα κ.λπ.)
Επίσης δεν ερμηνεύονταν επαρκώς τύποι σχηματισμένοι από την απαθή βαθμίδα 1. Σε
αυτούς το schwa, δηλαδή το αποτέλεσμα της συστολής του μακρού φωνήεντος της
δεύτερης συλλαβής της ρίζας, εξελισσόταν ανάλογα με τη ρίζα διαφορετικά:
*gen∂-tōr > γενέτωρ
*ker∂-s- > ἐ-κέρα-σα
Στην Αρχαία Ινδική σε ανάλογες περιπτώσεις είχαμε εξέλιξη «όλων» των schwa σε ῐ.
Στην Ελληνική όμως, όπου ανάλογα με τη ρίζα είχαμε και διαφορετική εξέλιξη;
Τη λύση έδωσαν και σε αυτή την περίπτωση οι λαρυγγικοί:
Τα μακρά συλλαβικά υγρά και έρρινα καταργήθηκαν από την επανασύνθεση του
φωνολογικού συστήματος της Ινδοευρωπαϊκής και αντικαταστάθηκαν από ακολουθίες
συλλαβικών υγρών και ερρίνων + λαρυγγικών. Οι ακολουθίες αυτές εξελίχθηκαν στην
Ελληνική μεταξύ συμφώνων σε ακολουθίες υγρού / ερρίνου + μακρού φωνήεντος,
διαφορετικού ανάλογα με τον λαρυγγικό. Π.χ.:
* ṇ h1 > n ē (ν η) : * g ṇ h1 – t o s > - γ ν η – τ ο ς
* ṇ h3 > n ō (ν ω) : * g ṇ h3 – t o s > - γ ν ω – τ ο ς (πρβλ. ἄγνωτος)
* ṛ h2 > r ā (ρᾱ) : * k ṛ h2 – t o s > (ἄ-) κ ρ ᾱ - τ ο ς
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

* ḷ h2 > l ā (λᾱ) : * t ḷ h2 – t o s > τ λ ᾱ - τ ό ς (τλάω), πρβλ. και λατιν. *t l ā – t o s


> l ā t u s (μετοχή παθητικού παρακειμένου του
ferre)
* ṇ h3 > n ō (ν ω) : * g ṇ h3 – t o s > - γ ν ω – τ ο ς (πρβλ. ἄγνωτος)7

Σε ό,τι αφορά τους τύπους από «απαθή βαθμίδα 1», αυτοί ερμηνεύονται ως εξής:
* g e n h1 t ō r > γ ε ν έ τ ω ρ (αρχ.ινδ. j a n i – t a r - , λατιν. *g é n ă – t ō r > g é n i t ŏ r)
* k e r h2 s - > κ ε ρ ά σ α ι
Οι λαρυγγικοί εξελίχθηκαν στην Ελληνική μεταξύ συμφώνων, όπως είδαμε και πιο πάνω,
στα βραχέα φωνήεντα ĕ ă και ŏ.

Σε τύπους, στους οποίους τη ρίζα ακολουθούσε φωνήεν οι λαρυγγικοί σιγήθηκαν:


* g e n h1 – o s > γ έ ν – ο ς
* g i – g n h1 – o - > γ ί – γ ν – ο -
Τέλος, οι λεγόμενες στην παλαιότερη ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία «δισύλλαβες» ρίζες
μεταγράφηκαν ως εξής:
* g e n h1 - / * g o n h1 - / * g ṇ h1 - / * g n h1 -
* k e r h2 - / * k ṛ h2 –
* t e l h2 - / * t l h2 - / * t ḷ h2 –

Άλλες περιπτώσεις:
(1) Επίθετα με στερητικό πρόθημα ινδοευρ. *ṇ- (όταν ακολουθούσε σύμφωνο έγινε στην
Ελληνική ᾰ- (π.χ. *ṇ- g ṇ h3 – t o s > ἄ-γνω-τος = άγνωστος)

Ρήμα *ἐγερ-i̯ ω > ἐγείρω, Ρίζα *ἐγερ- → στερητικό επίθετο νήγρετος ‘αξύπνητος’
Η ρίζα μπορεί επανασυντεθεί στην Ινδοευρωπαϊκή ως *h1 g e r - (όπου ο λαρυγγικός
τρέπεται σε ἐ-, βλ. πιο πάνω την παράγραφο σχετικά με τα «προθετικά» φωνήεντα
της Ελληνικής) και στην ασθενή βαθμίδα, από την οποία σχηματίζονται τα ρηματικά
επίθετα σε –τος, ως *h1 g r -. Οπότε:

7
Η συγκεκριμένη ρίζα δεν ανήκει στις παλαιότερα λεγόμενες «δισύλλαβες», αλλά στις «μακρόφωνες»:
*gnō- < *gneh3-.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Επίθετο *ṇ - h1 g r – e t o s. H ακολουθία *ṇ h1 εξελίχθηκε στην Ελληνική σε νη (βλ.


πιο πάνω), οπότε προκύπτει το νήγρετος.

ὄφελ-ος ὀφέλλω (επίσης ὠφελῶ κ.λπ.), ρίζα ὀφελ-. Η ρίζα μπορεί να επανασυντεθεί
για την Ινδοευρωπαϊκή ως *h3bhel-. Στην Ελληνική ο λαρυγγικός στην αρχή της λέξης
πριν από σύμφωνο έδωσε ŏ (βλ. πιο πάνω), ενώ το ηχηρό δασύ *bh τράπηκε σε
ἀηχο (ph = f). Με το στερητικό πρόθημα *ṇ - σχηματίστηκε επίθετο *ṇ - h3 bh e l – ē s.
H ακολουθία *ṇ h3 εξελίχθηκε στην Ελληνική σε νω (βλ. πιο πάνω). Έτσι το επίθετο
πήρε τη μορφή νωφελής. Με τη μορφή αυτή μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: a-mo-ta no-
pe-re-a2 (ἅρμοτα νωφελέhα = τροχοί άχρηστοι). Στη μεταγενέστερη Ελληνική
προσαρτήθηκε το στερητικό πρόθημα με τη μορφή ἀ- σε ἀνωφελής8.

(2) H ευκτική του ρήματος εἰμί:


Ρίζα: *h1 e s -, και στην ασθενή βαθμίδα *h1 s -.
Η ευκτική σχηματιζόταν στα αθέματα ρήματα από την ασθενή βαθμίδα της ρίζας και
ένα επίθημα * - i̯ e h1 – (στην απαθή βαθμίδα) / *- i h1 - (στην ασθενή βαθμίδα, χωρίς
το φωνήεν ĕ):
*h1 s - i̯ e h1 – m (=ρίζα στην ασθενή βαθμίδα + επίθημα ευκτικής + κατάληξη
1.ΕΝΙΚ.)
Το επίθημα εμφάνιζε μετάπτωση στην ενεργητική φωνή μεταξύ ενικού και
πληθυντικού: Στον ενικό το επίθημα ήταν στην απαθή βαθμίδα, ενώ στον πληθυντικό
στην ασθενή:

1.ΕΝΙΚ. * h1 s - i̯ e h1 – m
2.ΕΝΙΚ. * h1 s - i̯ e h1 – s
3.ΕΝΙΚ. * h1 s - i̯ e h1 – t
1.ΠΛΗΘ. * h1 s – i h1 – m e -
2.ΠΛΗΘ. *h1 s – i h1 – t e
3.ΠΛΗΘ. *h1 s – i h1 – e n t

8
Ετυμολογικά δηλαδή ο τύπος ἀνωφελής περιέχει δύο φορές το παλαιό στερητικό πρόθημα, το οποίο
πήρε στην Ελληνική διαφορετικές μορφές ανάλογα με το περιβάλλον. Το παλαιότερο νωφελής έγινε
αντιληπτό ως αδιαφανές ως προς την άρνηση και γι’ αυτό προσαρτήθηκε το στερητικό πρόθημα ἀ-.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Η εξέλιξη των τύπων της κλίσης της ευκτικής ήταν η εξής:


Στον ενικό:
-Ο λαρυγγικός *h1 στην αρχή της λέξης πριν από σύμφωνο τράπηκε σε ĕ (βλ. πιο
πάνω την παράγραφο σχετικά με τα προθετικά φωνήεντα). Όπως γίνεται φανερό, η
Ελληνική μάλλον φαινομενικά μόνο εμφανίζει απαθή βαθμίδα της ρίζας, εφόσον το
ελλην. ĕ μπορεί να αναχθεί σε απλό λαρυγγικό σε αρκτική θέση πριν από σύμφωνο.
Άλλβστε, όπως μαρτυρούν οι τύποι της Αρχαίας Ινδικής και της Λατινικής (βλ.πιο
κάτω), αλλά και άλλες αντίστοιχες ευκτικές της Ελληνικής (π.χ. δω- : δο-ίη-ν, θη- : θε-
ίη-ν κ.λπ.), η ρίζα σε αυτές τις περιπτώσεις εμφανιζόταν στην ασθενή βαθμίδα.
-Η ακολουθία *e h1 (πριν από σύμφωνο) τράπηκε σε ē (η).
-Το *s μεταξύ φωνηέντων αποβλήθηκε.
-Το *m στο τέλος της λέξης τράπηκε σε n (1.ENIK.), το *s στο τέλος της λέξης
διατηρήθηκε (2.ΕΝΙΚ.), ενώ το *t στο τέλος της λέξης σιγήθηκε (3.ΕΝΙΚ.). Έτσι
προκύπτουν οι ελληνικοί τύποι του ενικού εἴην εἴης εἴη.
Στον πληθυντικό:
-Ο λαρυγγικός *h1 στην αρχή της λέξης πριν από σύμφωνο τράπηκε σε ĕ.
-Το *s μεταξύ φωνηέντων αποβλήθηκε.
-Η ακολουθία * i h1 πριν από σύμφωνο τράπηκε σε ī.
-Στο 3.ΠΛΗΘ., όπου η ακολουθία * i h1 βρέθηκε πριν από φωνήεν, ο λαρυγγικός
σιγήθηκε μεταξύ των φωνηέντων i και e χωρίς περαιτέρω συνέπειες.
Με τις παραπάνω μεταβολές προέκυψαν στον πληθυντικό οι εξής τύποι:
*ἐ – ī – μ ε ν
*ἐ – ī – τ ε
*ε – ἶ – ε ν τ > ε ἶ ε ν (με αποβολή του *t στο τέλος της λέξης)
Στο 1. και 2.ΠΛΗΘ. στην ακολουθία ε ī το μακρό i βραχύνθηκε και έτσι προέκυψε
γνήσια δίφθογγος ει. Οι δύο αυτοί τύποι κατέληξαν έτσι στη μορφή ε ἶ μ ε ν και
ε ἶ τ ε (οι τύποι εἴημεν εἴητε εἴησαν είναι μεταγενέστεροι και δημιουργήθηκαν κατ’
αναλογία των τύπων του ενικού εἴην εἴης εἴη).
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

Στη Λατινική ο λαρυγγικός στην αρχή της λέξης σιγήθηκε χωρίς περαιτέρω
συνέπειες, ενώ οι ακολουθίες *i̯ e h1 και *i h1 (απαθής και ασθενής βαθμίδα του
επιθήματος της ευκτικής) πριν από σύμφωνα τράπηκαν σε i ē και ī. Στο 3.ΠΛΗΘ. ο
λαρυγγικός μεταξύ φωνηέντων σιγήθηκε χωρίς άλλη μεταβολή. Έτσι προέκυψαν οι
τύποι της «υποτακτικής» ενεστώτα του esse9:
s i ē m > s i ĕ m10
siēs
siēt > siĕt
sīmus
sītis
sĭent

Οι τύποι του ενικού και του 3.ΠΛΗΘ. sim sis sit sint δημιουργήθηκαν αναλογικά
προς τους τύπους του 1-2.ΠΛΗΘ.

Στην Αρχαία Ινδική ο λαρυγγικός στην αρχή της λέξης σιγήθηκε χωρίς περαιτέρω
συνέπειες, ενώ η ακολουθία *i̯ e h1 τράπηκε σε i̯ ē και κατόπιν σε i̯ ā (στην Αρχαία
Ινδική τα μακρά ή βραχέα a e o τράπηκαν σε μακρό ή βραχύ a, ενώ το i̯ της Αρχαίας Ινδικής

μεταγράφεται σε λατινικό αλφάβητο με το y):

Ενικός:
s–yā–m
s-yā–s
s-yā–t

(3) Περιπτώσεις του λεγόμενου «αττικού αναδιπλασιασμού»:


Ο παρακείμενος σχηματιζόταν με αναδιπλασιασμό με το φωνήεν ĕ και τη ρίζα στην
ετεροιωμένη βαθμίδα στον ενικό και στην ασθενή βαθμίδα στον πληθυντικό. Ο

9
Στην έγκλιση που στην λατινική γραμματική ονομάζεται υποτακτική (coniunctivus) συγχωνεύτηκαν οι
παλαιές εγκλίσεις της Ινδοευρωπαϊκής υποτακτική και ευκτική.
10
Στη Λατινική τα μακρά φωνήεντα στη θέση πριν από τα ληκτικά σύμφωνα t m n l r βραχύνθηκαν, π.χ.
pătēr > pătĕr, animāl > animăl κ.λπ.
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

αναδιπλασιασμός περιλάμβανε το σύμφωνο (ή τα σύμφωνα) με το οποίο/τα οποία


άρχιζε η ρηματική ρίζα.

Ρηματική ρίζα *h1 l e u dh - > ελλ. ἐ λ ε υ θ – (π.χ. *ἐλεύθ-σομαι > ἐλεύσομαι).


Ασθενής βαθμίδα *h1 l u dh - , πρβλ. αόριστο β΄ ἤ λ υ θ ο ν (=ἦλθον).
Ετεροιωμένη βαθμίδα: *h1 l ο u dh -, πρβλ. παρακείμενο ἐλήλουθα, ο οποίος
μαρτυρείται στον Όμηρο ως εἰλήλουθα (με εἰ- ως αποτέλεσμα μετρικής έκτασης). Ο
παρακείμενος ἐλήλουθα (στην κλασική αττική διάλεκτο ἐλήλυθα) εμφανίζει το
λεγόμενο «αττικό αναδιπλασιασμό». Όπως όμως θα φανεί, πρόκειται για τον ίδιο
αναδιπλασιασμό που έχουμε και σε άλλα ρήματα.
Στον αναδιπλασιασμό επαναλαμβάνεται/-ονται το αρχικό φωνήεν/τα αρχικά
φωνήεντα της ρηματικής ρίζας:
Ρίζα (στην ετεροιωμένη βαθμίδα): *h1 l ο u dh –
Αναδιπλασιασμός: *h1 l e –
Επομένως ο παρακείμενος θα ήταν αρχικά *h1 l e – h1 l ο u dh –. Ο λαρυγγικός *h1
τράπηκε στην αρχή της λέξης πριν από σύμφωνο σε ĕ (βλ. πιο πάνω την
παράγραφο σχετικά με τα «προθετικά» φωνήεντα). Η ακολουθία * e h1 (=το e του
αναδιπλασιασμού + ο λαρυγγικός με τον οποίο αρχίζει η ρίζα) τράπηκε (στη θέση
πριν από σύμφωνο) σε ē (η). Έτσι παρακείμενος εξελίχθηκε στην Ελληνική σε
ἐλήλουθα

Ρήμα *ἐγερ-i̯ ω > ἐγείρω, Ρίζα *ἐγερ-, η οποία μπορεί επανασυντεθεί στην
Ινδοευρωπαϊκή ως *h1 g e r - (ο λαρυγγικός τρέπεται σε ἐ-, βλ. πιο πάνω την
παράγραφο τη σχετική με τα «προθετικά» φωνήεντα της Ελληνικής). Ο
παρακείμενος από αυτή τη ρηματική ρίζα θα είχε αρχικά την εξής δομή:
Ρίζα στην ετεροιωμένη βαθμίδα: *h1 g ο r -
Αναδιπλασιασμός: *h1 g e -
Επομένως ο παρακείμενος θα ήταν αρχικά *h1 g e - h1 g ο r - . Ο λαρυγγικός *h1
τράπηκε στην αρχή της λέξης πριν από σύμφωνο σε ĕ (βλ. πιο πάνω την
παράγραφο σχετικά με τα «προθετικά» φωνήεντα). Η ακολουθία * e h1 (=το e του
N. Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής: Λαρυγγική Θεωρία

αναδιπλασιασμού + ο λαρυγγικός με τον οποίο αρχίζει η ρίζα) τράπηκε (στη θέση


πριν από σύμφωνο) σε ē (η). Έτσι παρακείμενος εξελίχθηκε στην Ελληνική σε
*ἐ γ ή γ ο ρ α
Το αναμενόμενο *ἐγήγορα (=είμαι ξύπνιος) μεταβλήθηκε στο μαρτυρούμενο
ἐγρήγορα αναλογικά, πιθανόν προς τον αόριστο ἔγρετο ‘ξύπνησα’ 11.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(οι πλήρεις βιβλιογραφικές παραπομπές υπάρχουν στο φάκελο ‘βιβλιογραφία’ στο e-class
Szemerényi 1999: 121-130, Meier-Brügger 2003: 106-124, Βeekes 2004: 216-223, Fortson
2004: 56-58, 75-76, Clackson 2007: 53-62).

Γενική εισαγωγή στη θεωρία και πολλά ζητήματα που σχετίζονται με αυτήν αποτελεί το βιβλίο
του Fredrik Otto Lindeman, Introduction to the Laryngeal Theory, σειρά: Innsbrucker Beiträge
zur Sprachwissenschaft, τόμ.91, Innsbruck 1997.

11
Βλ. H.Rix et al. 2001, Lexikon der indogermanischen Verben (Wiesbaden: Dr.Ludwig Reichert Verlag),
σελ.245-246.

You might also like