You are on page 1of 27

N.

Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ


Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Nικόλαος Παντελίδης
Τομέας Γλωσσολογίας
Τμήμα Φιλολογίας
ΕΚΠΑ

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ
της Αρχαίας Ελληνικής
(Συμπλήρωμα)
ΚΛΙΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

Με χαρακτήρα *–o/e- («β΄ κλίση»):


Στο πλαίσιο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα της Αρχαίας Ελληνικής, αριστερά με αστερίσκο
παρατίθενται τα δεδομένα της Ινδοευρωπαϊκής. Στο πλαίσιο, στο οποίο παρατίθενται τα δεδομένα της
Λατινικής, δίνεται και η παλαιότερη μορφή τους, η οποία σε πολλές περιπτώσεις μαρτυρείται σε
παλαιότερα επιγραφικά μνημεία της Λατινικής.
Το ίδιο ισχύει και για τον πίνακα της «β΄ κλίσης».
Αρχαία Ελληνική Λατινική
ΕΝΙΚΟΣ:

Αρσενικό Ουδέτερο Αρσενικό Ουδέτερο


*-o-s > –ος *-o-m > –ον –os > -us –οm > -um
α. *-o-si̯o > -ο-ιο (πρβλ.αρχ.ινδ. ( -ī )
νεωτερισμός της Λατινικής
-a-sya)
β. *-o-sο > -ο-ο > -ου/-ω
*-o-ei > *-ōi > -ωι (-ῳ) -ōi > -ō
*-o-m > -ον -om > -um
*-e-Æ > -ε -e
Τοπική: π.χ. οἴκ-ο-ι (επίρρ.) π.χ. επίρρ. dom-ī < *dom-o-i
-ōd > -ō

1
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ:

Αρσενικό Ουδέτερο Αρσενικό Ουδέτερο


–ο-ι
–o-i > -ī –ᾰ
(νεωτερισμός της *-ā ® -ᾰ
Ελληνικής κατά την (νεωτερισμός της
αντων. , αντί ινδοευρ. Λατινικής κατά την
*-o-es > *-ōs αντων., αντί ινδο-
ευρ. *-o-es > *-ōs
*-o-om > *-ōm > -ων *- ōm > -um → -ōrum
α. -o-ι-σι
(αρχικά ‘τοπική᾽, ινδοευρ. *-o-i-su) -ois > -īs
β. -οις (αρχικά ‘οργανική᾽, ινδοευρ. *-ōis)
(αρχικά ‘οργανική᾽, ινδοευρ. *-ōis)

Aρσενικό Ουδέτερο Αρσ. *-o-ns > -ōs Ουδ. -ă


Ινδοευρ. *-o-ns *-ā ® -ᾰ
Ελλην.:
-ονς (σε μερικές
διαλέκτους)
-ος (χωρίς
αντέκταση, σε
μερικές δια΄λεκτους)
-ους, -ως (με
αντέκταση, στις
περισσότερες
διαλέκτους)
-οις (στην
Αιολική της Λέσβου)

2
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Με χαρακτήρα *–ā/ᾰ- («α΄ κλίση»):


Στην Αρχαία Ελληνική δημιουργία ιδαίτερων τύπων για τα αρσενικά, μόνο στην
ονομαστική και τη γενική ενικού με την προσθήκη καταλήξεων από τη «β΄κλίση»:
Αρχικά: Στην Ελληνική:
Θηλυκά:
ΟΝΟΜ.ΕΝΙΚ. -ᾱ

Θηλυκό-αρσενικό: ΓΕΝ.ΕΝΙΚ. -ᾱς


ONOM.ENIK. *-ā Αρσενικά:
ΓΕΝ.ΕΝΙΚ. *-ās ΟΝΟΜ.ΕΝΙΚ. -ᾱ-ς (πρβλ. «β΄ κλίση»: –ο-ς)

ΓΕΝ.ΕΝΙΚ. -ᾱ-ο (πρβλ. «β΄ κλίση»: –ο-ο) >


Συναίρεση σε -ᾱ στη δωρική διάλεκτο, π.χ. τοῦ ταμίᾱ
Τροπή σε -ηο > -εω (ιωνική διάλεκτος), στην αττική διάλεκτο
αντικατάσταση από το –ου της β΄ κλίσης, π.χ.
τοῦ ταμί-ου, τοῦ πολίτ-ου).

Αρχαία Ελληνική Λατινική


ΕΝΙΚΟΣ:

*-ā > -ᾱ *-ā > -ᾰ


*-ā-os > *-ās > -ᾱς -ās (π.χ. pater familias) → -ai > -ae (κατά
τη β΄ κλ.)

*-ā-ei > *-āi > -ᾱι (-ᾳ) *- āi > -ai > -ae
*-ā-m > -ᾱν *-ām > -ᾰm
-ᾰ (παλαιότ. στα θηλ., αργότερα και σε -ᾰ
ορισμένα αρσενικά), -ᾱ

Τοπική: π.χ. Νεμέᾱι, Θηβαι- π.χ. Rōmae < *Rōmai

γενής
Αφαιρετική: -ād > -ā (νεωτερισμός της
Λατιν. κατά τον τύπο της β΄ κλίσης -ōd > -ō)

3
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ:

–αι (κατά τη β΄κλ. σε -οι), -ae < -ai


αντί του ινδοευρ. *-ā-es > -ās (κατά τη β΄ κλ. σε –ο-i > -ī,
αντί του ινδοευρ. *-ā-es > -ās)

*-ᾱσων *-āsōm > -ārum


(νεωτερισμός της Ελληνικής, πορέρχεται από
την αντωνυμική κλίση) > (νεωτερισμός της Λατινικής, προέρχεται από
την αντωνυμική κλίση)
-άων > -ᾶν (δωρ.)
-ήων, -έων (ιων.) / -ῶν (αττ.)
-ᾱ-σι (αρχικ. ‘τοπική᾽, πρβλ. επίρρ. Αθήν-ησι, α. *–ais (κατά τη β΄ κλίση σε *-ois) >
αλλά και παλαιά δοτ. ταμί-ᾱσι, δίκ-ησι κ.λπ.) > -eis > -īs
→ (κατά τη «β΄κλ.» σε -ο-ι-σι/-ο-ις): β. –ā-bus (π.χ. filiābus, deābus)
α. –η-ι-σι(ν)
β. –α-ι-σι
γ. –η-ις
δ. –α-ις
*-ᾱ-νς > *-ᾰνς (με βάση το νόμο του *-ā-ns > -ās
Osthoff) >

-ανς (σε επιγραφές από διαλέκτους)


-ᾱς (με αντέκταση)
-ᾰς (χωρίς αντέκταση σε μερικές διαλέκτους)
–αις (στην Αιολική της Λέσβου)

Ιδιαίτερος τύπος «πρωτόκλιτων»: Σχηματισμένα με επίθημα *-i̯ᾱ/i̯ă. Το επίθημα σχημάτιζε θηλυκά


ουσιαστικά ή επίθετα και εμφάνιζε μεταπτωτική εναλλαγή μεταξύ βραχέος και μακρού /a/ (βλ. πιο κάτω):
*μόρ-i̯ᾰ > μοῖρᾰ (με οι από επένθεση), *σφάρ-i̯ᾰ > σφαῖρᾰ (με /ai/ από επένθεση)

Επίθετο αρσενικό: *σFᾱδ-ύ-ς, ουδέτερο (ακατάληκτο): *σFᾱδ-ύ-Æ > ἡδύς ἡδύ


γενική ενικού *σFᾱδ-έF-oς > ἡδέος
θέμα: *σFᾱδ-υ/εF- (πρβλ. λατιν. *suād-v-is > suāvis) → θηλυκό: *σFᾱδ-έF-i̯ᾰ > ἡδεῖᾰ.

4
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Το σχηματιστικό του θέματος εμφανίζει μεταπτωτική εναλλαγή μεταξύ *–eu- (ελλ. –εF-) στην απαθή
βαθμίδα, και –u- (ελλ. –υ-) στην ασθενή βαθμίδα.

μέλι, γενική μέλιτ-ος, θέμα *μελιτ- → θηλυκό ουσιαστικό *μέλιτ-i̯ᾰ > μέλισσᾰ/μέλιττᾰ

μέλᾱς, γενική μέλαν-ος, θέμα *μελαν- → θηλυκό *μέλαν-i̯ᾰ > μέλαινᾰ (με αι από επένθεση)

Μετοχές: ουδέτερο φέρον < *φέροντ-Æ, γενική φέροντ-ος, θέμα *φεροντ- → θηλυκό *φέρ-οντ-i̯ᾰ >
φέρονσᾰ > φέρουσᾰ/φέρωσᾰ/φέροισᾰ (ανάλογα με τη διάλεκτο)

ὁ Κρής, γενική τοῦ Κρητ-ός, θέμα *Κρητ- → θηλυκό *Κρητ-i̯ᾰ > Κρῆσσᾰ

Ειδικές περιπτώσεις: ἧττᾰ, ἔρευνᾰ, μέριμνᾰ, δίαιτᾰ. Μεταγενέστεροι -σε σχέση με τους γνήσιους-
σχηματισμοί.

Κλίση: Διαφορά από τα άλλα «πρωτόκλιτα» μόνο στον ενικό. Αρχική κλίση: Με μετάπτωση: *-i̯ᾰ, *-i̯ᾱς,

*-i̯ᾱι, *-i̯ᾰν.

*μέλαν-i̯ᾰ > μέλαινᾰ, *μόρ-i̯ᾰ > μοῖρᾰ

*μελαν-i̯ᾱς > μελαίνᾱς > μελαίνης, αλλά *μόρ-i̯ᾱς > μοίρᾱς

*μελαν-i̯ᾱι > μελαίνᾱι > μελαίνηι, αλλά *μόρ-i̯ᾱι > μοίρᾱι

*μέλαν-i̯ᾰν > μέλαινᾰν, *μόρ-i̯ᾰν > μοῖρᾰν

« γ΄ κ λ ί σ η » :
Στην Ινδοευρωπαϊκή υπήρχε ποικιλία τύπων κλίσης ανάλογα:
· με το χαρακτήρα του θέματος (κλειστό σύμφωνο, έρρινο, συριστικό κ.λπ.)
· με το τονικό σχήμα → μεταπτώσεις της ρίζας, μεταπτώσεις του επιθήματος
Στην Ελληνική σε πολλές περιπτώσεις σταθεροποιήθηκε ο τόνος είτε στη ρίζα είτε στο επίθημα, και
υποχώρησε η παλαιά μεταπτωτική εναλλαγή. Στα μονοσύλλαβα του τύπου πούς ποδ-ός η εναλλαγή του
τόνου μεταξύ ρίζας και κατάληξης είναι παλαιά, «κληρονομημένη» από την Ινδοευρωπαϊκή.

Οι καταλήξεις: Οι περισσότερες καταλήξεις ήταν αρχικά κοινές με αυτές των υπολοίπων κλίσεων (βλ.
παραπάνω). Τα ουδέτερα ήταν στον ενικό αριθμό ακατάληκτα, ο τύπος αποτελείτο δηλαδή μόνο από το
θέμα. Ακατάληκτη ήταν επίσης η κλητική στον ενικό αριθμό σε όλα τα γένη. Στην Ελληνική σε πολλές
περιπτώσεις ο τύπος της ονομαστικής αντικατέστησε τον αρχικό τύπο της κλητικής.

5
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Πίνακας των αρχικών καταλήξεων της «γ΄ κλίσης»:

ΕΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ

*-s *-es
*-es / *-os / *-s *-ŏm
(στην Ελληνική με μακρό φωνήεν κατά τις
άλλες κλίσεις)
*-ei *-bhos
(στην Ελληνική διατηρήθηκε πιθανόν στη (διατηρήθηκε μόνο στη Λατινική: -(i)bus)
Μυκηναϊκή)

*-m (μετά από φωνήεν) *-ns (μετά από φωνήεν)

*- (μετά από σύμφωνο) *-n̥s (μετά από σύμφωνο)

*-Ø *-es
Τοπική πτώση: *-i (στην Ελλ. κατάλη- Τοπική πτώση: *-su
ξη δοτικής) (-σι στην Ελλ. με φωνήεν /i/ ίσως κατά τον
ενικό, κατάληξη δοτικής)
(επίσης σε μερικές περιπτώσεις αρχικά ακατά-
ληκτη, πρβλ. στο ους. πόλις πιο κάτω)

Παράδειγμα: ελλ. ὁ πούς, λατιν. *ped-s > pēs

Αρχαία Ελληνική: Λατινική:


ΕΝΙΚΟΣ:
*πόδ-ς → πούς/πώς *ped-s > pēs
ποδ-ός ped-is < *ped-es
ποδ-ί (αρχικά κατάληξη τοπικής), παλαιότερη pedī < *ped-ei
κατάληξη –εί, πρβλ. ονομ. ΔιFεί-φιλος (Κύπρος)

πόδ-α (<*-) ped-em (<*-)

ποδ-ί (παλαιά τοπική → δοτική) αφαιρετική ped-ĕ < *ped-ĭ (αρχικά τύπος
τοπικής)

6
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ:
πόδ-ες ( ped-ēs, με κατάληξη -ēs από την αιτιατική )
ποδ-ῶν ped-um (<*ped-m)
(αντί της αρχικής κατάληξης *-ŏm, αναλογικά
προς τις άλλες κλίσεις)
*ποδ-σί > πο(σ)σί (αρχικά τύπος τοπικής) ped-ibus (*-bhos)

πόδ-ᾰς (<*-n̥s) ped-ēs < *ped-ĕns < *ped-n̥s

Στο συγκεκριμένο ουσιαστικό στην Αρχαία Ελληνική γενικεύτηκε η ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας, ενώ
στη Λατινική η απαθής. Επίσης η κατάληξη της γενικής εμφάνιζε μεταπτωτική εναλλαγή *-es / *-os. Στην
Αρχαία Ελληνική επικράτησε το αλλόμορφο *-os, ενώ στη Λατινική το αλλόμορφο *-es > -is. Στην
αρχαϊκή Λατινική σώζονται όμως ακόμη τύποι με το αλλόμορφο *-os, π.χ. nomin-us < *-os (παλαιά γενική
ενικού του ουδετέρου ουσιαστικού nōmen).

Με χαρακτήρα κλειστό σύμφωνο:


1. Χειλικό, υπερωικό, χειλοϋπερωικό:
φλέψ (< *φλεβ-ς), φλεβ-ός
φύλακ-ς, φύλακ-ος
ἅρπαξ (*ἅρπαγ-ς), ἅρπαγ-ος
*Αἰθί-οkw-ς, *Αἰθί-οkw-ος > Αἰθίοψ, γενική Αἰθίοπ-ος (μυκην. ai-ti-jo-qo)
2. Φατνιακό (οδοντικό):
*νεFό-τᾱτ-ς > νεό-της, λατιν. *nevo-tāt-s > novitās, γενική *νεFό-τᾱτ-ος > νεό-τητ-ος, λατιν. novi-tāt-is
*Fελπίδ-ς > ἐλπίς ἐλπίδ-ος
*μέλιτ- > μέλι μέλιτ-ος

Με χαρακτήρα *-nt- :
(α) Μετοχές (π.χ. φέρων φέροντ-ος, λύσᾱς λύσᾰντ-ος κ.λπ.)
(β) πᾶς πᾰντ-ός
(γ) επίθετα του τύπου χαρί-εις χαρί-εντ-ος (< *χαρί-Fεντ-ς, *χαρί-Fεντ-ος). Το επίθημα *-Fεντ-
εμφάνιζε αρχικά μετάπτωση. Έτσι στο θηλυκό το επίθημα εμφανιζόταν αρχικά στην ασθενή βαθμίδα: *-u̯ n̥ t-i̯ᾰ

> *-Fᾰτ-i̯ᾰ, όπου το /a/ αντικαταστάθηκε από /e/ κατά το αρσενικό: *-Fετ-i̯ᾰ > -Fεσσᾰ, π.χ. χαρί(F)εσσα.
3. Με χαρακτήρα συριστικό:
1. Επίθετα του τύπου εὐγενής :
ΟΝΟΜ.ΕΝΙΚ.ΑΡΣ.-ΘΗΛ. εὐ-γεν-ής-Æ, ΟΝΟΜ.-ΑΙΤ.ΕΝΙΚ.ΟΥΔ. εὐ-γεν-ές-Æ
ΓΕΝ.ΕΝΙΚ. *εὐ-γεν-έσ-ος > εὐ-γεν-έ-ος > εὐ-γεν-οῦς (με συναίρεση εο > ου)

7
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

ΔΟΤ.ΕΝΙΚ. *–έσ-ι > -έ-ι > -εῖ


ΑΙΤ.ΕΝΙΚ. *–έσ-ᾰ > -έ-ᾰ > -ῆ (με συναίρεση εᾰ > η)
ΟΝΟΜ.ΠΛΗΘ.ΑΡΣ.-ΘΗΛ. *-έσ-ες > -έ-ες > -εῖς (με συναίρεση εε > ει)
ΟΝΟΜ.ΠΛΗΘ.ΟΥΔ. *-έσ-ᾰ > -έ-ᾰ > -ῆ (με συναίρεση εα > η)
ΓΕΝ.ΠΛΗΘ. *-έσ-ων > -έ-ων > -ῶν (με συναίρεση εω > ω)
2. Ουδέτερα του τύπου γένος:
γέν-ος-Æ, *γέν-εσ-ος > γέν-ε-ος > γένους κ.λπ..
Λατιν. *gen-os-Æ > gen-us, *gen-es-es > gen-er-is (με ρωτακισμό του μεσοφωνηεντικού /s/),
ΔΟΤ.ΕΝΙΚ.*gen-es-ei > generī κ.λπ.
3. *κρέF-ᾰς-Æ > κρέᾰς
*κρέF-ᾰσ-ος > *κρέᾰος > κρέως
*κρέF-ᾰσ-ᾰ > *κρέᾰᾰ> κρέᾱ
4. αἰδ-ώς-Æ , ΓΕΝ. *αἰδ-όσ-ος > *αἰδ-ό-ος > αἰδοῦς, AIT. *αἰδ-όσ-α > *αἰδ-ό-α > αἰδῶ κ.λπ.
4. Με χαρακτήρα έρρινο:
1. ποι-μήν-Æ ποι-μέν-ος κ.λπ. παρουσίαζε αρχικά και ποιοτική μετάπτωση.
2. τέκτ-ων-Æ τέκτ-ον-ος, ἡγε-μών-Æ ἡγε-μόν-ος, εμφανίζει μόνο ποσοτική μετάπτωση.
Την παλαιά ασθενή βαθμίδα του επιθήματος που εμφανιζόταν στη δοτική πληθυντικού διέσωσε ο τύπος τέκτ-ᾰ-

σι που μαρτυρείται σε μυκηναϊκή πινακίδα: *τέκτ-n̥-σι > τέκτ-ᾰ-σι. Ο τύπος τέκτοσι είναι αναλογικός προς

άλλους τύπους του κλιτικού παραδείγματος (π.χ. τέκτ-ον-ες).


3. ἀγ-ών-Æ ἀγ-ῶν-ος, χωρίς μετάπτωση.
4. κύ-ων, κυ-ν-ός, κύ-ν-α, κ.λπ.

5. Ουδέτερα σε ελλ. –μα -ματ-ος (π.χ. ὄνομα- ὀνόματ-ος). Αρχικά: *-mn̥ , γενική *-mn-os.

Πρβλ. λατιν. nōmen-Æ


*nōmen-es > nōmin-is
6. *χθώμ-Æ > χθών-Æ, ΓΕΝ.ΕΝΙΚ. *χθομ-ός → χθον-ός (με /n/ κατά την ΟΝΟΜ.ΕΝΙΚ.)
*σέμ-ς > *ἕν-ς > εἷς και ΟΥΔ. *σέμ-Æ > ἕν, ΓΕΝ.ΕΝΙΚ. *σεμ-ός > *ἑμ-ός → ἑν-ός (με /n/ κατά την
ΟΝΟΜ.ΕΝΙΚ.), ρίζα *sem-/som-, πρβλ. ὁμ-οῦ, ὅμ-οιος, ἅμ-α, λατιν. sem-el ‘μία φορά᾽, sim-plex, sim-
ilis.

5. Με χαρακτήρα υγρό:
1. γενέ-τωρ-Æ γενέ-τορ-ος (μόνο ποσοτική μετάπτωση). Πρβλ. λατιν. geni-tor- < *genĕ-tōr, με
γενίκευση του μακρού ο σε ολόκληρο το κλιτικό παράδειγμα: genitōr-is genitōr-ī, genitōr-em,
genitōr-e, genitōr-ēs, genitōr-um κ.λπ.
2. πατήρ-Æ πατρ-ός πατέρ-α πατρά-σι κ.λπ.

8
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

3. ἀνήρ-Æ ἀν(δ)ρ-ός ἀν(δ)ρά-σι ἀνέρ-ες (ομηρ.) κ.λπ.


4. ἅλ-ς ἁλ-ός

6. Με χαρακτήρα ημίφωνο *i / ei ή *u / eu:


1. Με χαρακτήρα *-i-:
1α. Τύπος πόλ-ι-ς, βά-σ-ι-ς (αρχικά με μετάπτωση *-i- ~ *-ei- στο σχηματιστικό του θέματος επίθημα).
Αρχική κλίση στην Ελληνική:
ΕΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΟΝΟΜ. *-ι-ς > -ις *-εi̯-ες > -εες > -εις
ΓΕΝ. *-εi̯-ος *-ι-ων > δωρ. –ί-ων, στην Ιων.-
Αττ. αντικατάσταση από -ε-ων
ΔΟΤ. *-εi̯-ει > -εει > -ει *-ι-σι > δωρ. –ι-σι, στην Ιων.-Αττ.
αντικατάσταση από –ε-σι
ΑΙΤ. *-ι-ν > -ιν *-ι-νς > διαλ. -ῑς (με αντέκταση)
διαλ. –ι-ᾰς
ιων.-αττ. *-ε-νς > -εις
ΤΟΠ. *-ηι-Æ
(παλαιά ‘τοπική᾽, με εκτεταμένη
βαθμίδα του επιθήματος, και
χωρίς κατάληξη)
Το –ι στην τοπική ‘επανερμηνεύθηκε᾽ ως κατάληξη και το –η ως χαρακτήρας του θέματος: *πόλη-ι. Πάνω στο
«νέο» θέμα *πόλη- πλάστηκε η γενική πόλη-ος (μαρτυρείται στον Όμηρο) > πόλεως (με αμοιβαία αλλαγή
ποσοτήτων ή αντιμεταχώρηση). Νέο θέμα : πολε- (ιων.-αττ. πόλε-σι, πόλε-ων, *πόλε-νς > πόλεις).

1β. Χωρίς μετάπτωση στο επίθημα: *ὄF-ι-ς, *ὀF-i̯-ος > οἶς (ομηρ. και ὄις), οἰός (ομηρ. και ὄιος), πρβλ.
λατιν. ovis, αρχ. ινδ. ávis.
1γ. Με ποσοτική μετάπτωση μόνο:
*ἠχ-ώ(ι)-Æ > ἠχώ
*ἠχ-όi̯-ος > *ἠχό-ος > ἠχοῦς

*ἠχ-όi̯-ᾰ > *ἠχό-ᾰ > ἠχῶ


2. Με χαρακτήρα *-u-:
2α. Με μετάπτωση στο σχηματιστικό επίθημα –u- ~ -eu-:
Επίθετα σε –ύ-ς (π.χ. ἡδ-ύ-ς), ουσιαστικά όπως π.χ. ὁ πῆχυς :
ΑΡΣ. –ύ-ς, ΟΥΔ. –ύ-Æ
ΔΟΤ.ΕΝ. –έF-ι > -εῖ
ΟΝΟΜ.ΠΛΗΘ. –έF-ες > -έ-ες > -εῖς

9
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

ΑΙΤ.ΕΝΙΚ. –ύ-ν
2γ. Χωρίς μετάπτωση (π.χ. τὸ δόρυ, τὸ γόνυ):
δόρ-υ-
*δορ-F-ός > δουρ-ός (ομηρ. ιων., με αντέκταση) → μεταπλασμός σε δόρατ-ος
*δορ-F-ί > δουρ-ί (ομηρ.ιων., με αντέκταση)
*δόρ-F-α > δοῦρ-α (με αντέκταση)1
2δ. *gwασιλ-ηύ-ς > βασιλ-εύ-ς (με βράχυνση του ē βάσει του νόμου του Osthoff), πρβλ. μυκην. qa-si-re-u.
*gwασιλ-ῆF-ος > βασιλ-ῆ-ος > βασιλέως (με αντιμεταχώρηση) κ.λπ.
2ε. *νᾱυ-ς > ναῦ-ς (με βράχυνση του ā βάσει του νόμου του Osthoff).
*νᾱF-ός > νηFός > νηός > νεώς (με αντιμεταχώρηση).
2στ. *di̯-ēu-s > Ζεύς (με εκτεταμένη βαθμίδα του επιθήματος, στην Ελληνική βράχυνση του ē βάσει του
νόμου του Osthoff)
*di-u̯-ós > ΔιFός > Διός (με ασθενή βαθμίδα του επιθήματος)

7. «Ετερόκλιτα»:
· Ουδέτερα.
· Ανάγονται ως τύπος κλίσης στην Ινδοευρωπαϊκή. Μαρτυρούνται σε όλες τις αρχαίες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: Χεττιτική, Αρχαία Ινδική, Αρχαία Ελληνική, Λατινική.
· Παρουσίαζαν εναλλαγή στο χαρακτήρα μεταξύ *–r- στην ΟΝΟΜ./ΑΙΤ./ΚΛΗΤ.ΕΝΙΚ. και *–n-
στoυς υπόλοιπους πτώσεις. Στην Ελληνική το αλλόμορφο σε –n- του θέματος μεταπλάστηκε σε
θέμα σε –t- κατ᾽ αναλογία προς άλλα ουδέτερα:
ὕδωρ-Æ : *ὕδ(α)ν-ος → ὕδατ-ος
ἧπαρ-Æ : *ἥπ(α)ν-ος → ἥπατ-ος
· Άλλα: ἔαρ, εἷαρ, ὄναρ, ὄνειαρ, ἧμαρ, οὖθαρ, ἄλειφαρ, κέαρ/κῆρ κ.λπ. Σε ορισμένα έχει
επικρατήσει το θέμα σε /r/, π.χ. τὸ ἔαρ-Æ, τοῦ ἔαρ-ος.
· Σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες:
λατιν. femur-Æ, γενική: femin-is ‘μηρός᾽
χεττιτική: watar ‘νερό᾽ γενική: weten-as
γοτθική: watō ‘νερό᾽ γενική: watin-s

1
Αρχικά τα ουσιαστικά του τύπου αυτού εμφάνιζαν μετάπτωση τόσο στη ρίζα όσο και στο επίθημα,
η οποία στην Αρχαία Ελληνική δεν διατηρήθηκε:
ΟΝΟΜ.ΕΝΙΚ. *dór-u-Æ, *gón-u-Æ (ρίζα στην κανονική βαθμίδα, επίθημα στην ασθενή, απουσία
κατάληξης).
ΓΕΝΙΚ.ΕΝΙΚ. *dr-éu-s, *gn-éu-s (ρίζα στην ασθενή βαθμίδα, επίθημα στην απαθή, κατάληξη –s)
Πρβλ. αρχ.ινδ. ONOM.ENIK. dār-u-, jān-u-, ΓΕΝΙΚ.ΕΝΙΚ. dr-ó-s jñ-ó-s.

10
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

αρχ.ινδ. γενική ud-n-ás ‘του νερού᾽.

ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ
· Αρχικά εμφάνιζε αρκετές ιδιορρυθμίες στην κλίση. Στην Αρχαία Ελληνική σώζεται η διαφορά (σε
σχέση με τα ουσιαστικά-επίθετα) στο ουδέτερο, όπου η κατάληξη της ΟΝΟΜ.-ΑΙΤ.ΕΝΙΚ. ήταν
αρχικά *-d, το οποίο στην Ελληνική σιγήθηκε (ως κλειστό σε ληκτική θέση).

· Αντωνυμία *so, *sā, *tod > ὁ,  (> ἡ), τό. ΘΕΜΑ: *so-/to-.

Πρβλ., αρχ.ινδ. sa sā tad, λατιν. ουδέτερο αντωνυμίας is-tud, αγγλ. that).


ONOM.ΠΛΗΘ.ΑΡΣ. *toi > αρχ.ελλ. (δωρ.) τοί
Στα αρσενικά ουσιαστικά η ονομαστική πληθυντικού έληγε αρχικά σε *-ōs, το οποίο είχε προκύψει από
παλαιότατη συναίρεση του φωνήεντος –ο- με την κατάληξη *-es της ονομαστικής πληθυντικού των ουσιαστικών:
π.χ. αρχ.ινδ. devās ‘θεοί᾽ από ινδοευρ. *deiu̯ōs < *deiu̯o-es), βλ. τη σχετική παράγραφο.
ΟΝΟΜ.ΠΛΗΘ.ΘΗΛ. *tās → αντικατάσταση στην Αρχ.Ελλ. από τύπο ταί (έτσι στη δωρική
διάλεκτο), με δίφθογγο /ai/ κατά τον αντίστοιχο αρσενικό τύπο *toi > αρχ.ελλ. (δωρ.) τοί.
ΓΕΝ.ΠΛΗΘ.ΘΗΛ. * tāsōm > τάων > τῶν. Κατά τον τύπο αυτό σχηματίστηκε η γενική πληθυντικού
της «α΄ κλίσης» τόσο στην Αρχαία Ελληνική όσο και στη Λατινική (βλ. σχετικά πιο πάνω).
Στην Ιωνική-Αττική: Τύποι οἱ και αἱ χωρίς αρκτικό /t/ αλλά με δασύ πνεύμα (/h/) κατ᾽ αναλογία προς
τους αντίστοιχους τύπους του ενικού (ὁ, ἡ ® οἱ, αἱ).
Στην ΟΝΟΜ.ΕΝΙΚ.ΑΡΣ. υπήρχε και παράλληλος τύπος *so-s > ὅς ‘αυτός᾽, πρβλ. ἦ δ᾽ ὅς (=είπε
αυτός), ή το ὅς στην αρχή της πρότασης.
· Αντωνυμία με θέμα *kwi- ~ *kwe-/kwo-:
ONOM.AΡΣ.-ΘΗΛ. *kwi-s, ΟΥΔ. *kwi-d > τίς τί (πρβλ. λατιν. quis quid)
ΓΕΝΙΚΗ: *kwe-so > τέο > τοῦ
w
Η μεταπτωτική βαθμίδα *k o- σε λέξεις όπως ποῦ, πό-θεν, πῶς κ.λπ., καθώς και σε παράγωγες
w
αντωνυμίες όπως πότερος. Πρβλ. στη λατιν. τον αντωνυμικό τύπο quo-d (με θέμα *k o- και
κατάληξη –d στο ουδέτερο των αντωνυμιών).
ΑΙΤ.ΕΝΙΚ.ΑΡΣ-ΘΗΛ.: *kwi-m > *τίν ® τίν-α (πρβλ. πόδ-α, ἄνδρ-α) ® νέο θέμα τιν-: τίν-ος, τίν-ι
κ.λπ. Πρβλ. και λατιν. quem < *kwi-m.

· Aντωνυμία *i̯os *i̯ā *iod: Aρχ.ελλ. ὅς  > ἥ ὅ, πρβλ. αρχ. ινδ. yas yā yad.

· Αντωνυμία ΑΡΣ.-ΘΗΛ. *i-s, ΟΥΔ. *i-d.


Διατηρήθηκε στη Λατινική (εκεί δημιουργήθηκε και ιδιαίτερος τύπος θηλυκού *ei̯-ā > eᾰ, από την
απαθή βαθμίδα και την κατάληξη –ā των θηλυκών).

11
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Στην Ελληνική διατηρούνται μόνο υπολείμματα, π.χ. κυπρ. ἴν . αὐτὸν αὐτήν (αιτιατική ενικού *i-m >
ἴ-ν, ο τύπος μαρτυρείται στον Ησύχιο, θέμα *i- και κατάληξη αιτιατικής ενικού *-m). Επίσης ο
αντωνυμικός τύπος νιν.
· Προσωπικές αντωνυμίες: Εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία τύπων στις διάφορες αρχαίες ελληνικές
διαλέκτους.
1.ΕΝΙΚ. ἐγώ : λατιν. ego. Σε πλάγιες πτώσεις θέμα *me-: αρχ.ελλ. με μου (< μεο < *με-σο). Σε τμήμα
της ιωνικής ομάδας διαλέκτων έχουμε τροπή της διφθόγγου εο σε ευ (μεο > μευ)
Λατιν. mēd > mē
Αρχ.ινδ. ma- κ.λπ.
Πρβλ. επίσης αγγλ. me, γερμαν. mi-ch mi-r (αιτιατική – δοτική αντίστοιχα)

2.ΕΝΙΚ. τ (δωρ.), σ (ιων.-αττ.)

Πρβλ. λατιν. tū, αγγλ. thou, γερμαν. du, αρχ.ινδ. tv-am.


Στις πλάγιες πτώσεις θέμα *te- ή *tu̯e- (πιθανόν με –u- κατά την ΟΝΟΜ.):

ΑΙΤ. *te > τέ (δωρ.) ή *tu̯e > τFέ (διαλ.), σέ (ιων.-αττ.).

ΔΟΤ. *toi > τοί (δωρ., ομηρ., λεσβ.) ή *tu̯oi > σοί.

«3.ΠΡΟΣ.» (αυτοπαθής): Θέμα *se- ή *su̯e-/su̯o-:


Λατιν. sēd > sē, sibī.
ΓΕΝ. *σFε-σο > ομηρ. ἕο (αττ. οὗ)
ΔΟΤ. *σFοι > Fοι (διαλ.), αττ. οἱ (πρβλ. λατιν. κτητική αντωνυμία su-us) κ.λπ.

1.ΠΛΗΘ.: Θέμα *nes-/nos-/ n̥s-:

Λατιν. nōs (με εκτεταμένη και ετεροιωμένη βαθμ.), πρβλ. και την κτητική αντωνυμία nos-ter.

Στην Αρχ.Ελλ. με ασθενή βαθμίδα (* n̥s-) και στοιχείο *–sm(e)-: * n̥s-sme- > *ᾰσμε- > ᾱμε- (με

αντέκταση) > ιων. ἡμε-: ἡμέ-ες ἡμέ-ων ἡμέ-ᾰς (με προσάρτηση των καταλήξεων της γ΄ κλίσης
στο θέμα ἡμε-).
Στην αττική διάλεκτο οι τύποι αυτοί συναιρέθηκαν σε ἡμεῖς ἡμῶν ἡμᾶς.

Στη δωρική διάλεκτο έχουμε ΟΝΟΜ.  μέ-ς (με /ā/ από αντέκταση), ΓΕΝ.  μέ-ων, ΑΙΤ.  μέ

(ο τελευταίος τύπος χωρίς κατάληξη).


Στην αιολική της Λέσβου-Θεσσαλίας: ἄμμες ἀμμέων ἄμμε (με βραχύ α –χωρίς αντέκταση-
και αφομοίωση του αρχικού συμπλέγματος *sm σε mm και αιολική βαρυτονία)

2.ΠΛΗΘ.: Θέμα *u̯es-/ u̯os-/us-:


Λατιν. vōs (με εκτεταμένη και ετεροιωμένη βαθμ.), πρβλ. την κτητική αντωνυμία ves-ter.

12
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Στην Αρχ. Ελλ. με ασθενή βαθμίδα (*us-) και στοιχείο *–sm(e)-: *us-sme- > ῠσμε- > ῡμε- (με

αντέκταση) → ιων. μέ-ες μέ-ων μέ-ᾰς > στην Αττική με συναιρέσεις μεῖς μῶν μᾶς.

Στη Δωρική έχουμε μές μέων μέ.

Στην Αιολική Λέσβου-Θεσσαλίας: ὔμμες ὐμμέων ὔμμε (με βραχύ υ –χωρίς αντέκταση- και
αφομοίωση του αρχικού συμπλέγματος σε mm, αιολική βαρυτονία και ψίλωση)

· Άκλιτες αντωνυμίες της Ινδοευρωπαϊκής:


*toti ‘τόσοι᾽ και *kwoti ‘πόσοι᾽. Πρβλ. λατιν. tot και quot (με αποκοπή του άτονου ληκτικού /i/).
Στην Αρχαία Ελληνική κατέστησαν κλιτές: *τοτi̯-ος *kwοτi̯-ος > το(σ)σος πό(σ)σος.

· Αρχ.Ελλ. τᾱλίκος > τηλίκος, πρβλ. λατιν. tālis.

· Νεωτερισμούς της Ελληνικής αποτελούν οι εξής αντωνυμίες:


Mε επανάληψη του θέματος και στοιχείο –u-: ο-ὗ-το-ς, *hᾱ-υ-τᾱ > αὕτ-η (βράχυνση του ᾱυ βάσει του
νόμου του Οsthoff), το-ῦ-το.
αὐ-τός, από το επίρρημα αὖ και το θέμα της αντωνυμίας *so-/to- (του «άρθρου»).
(ἐ)κεῖνος (από παλαιά δεικτική αντωνυμία *eno-, δωρ. κεῖνος / κῆνος / τῆνος)

ὅ-δε, -δε> ἥ-δε, τό-δε

ἑαυτοῦ ἐμαυτοῦ κ.λπ.

ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
1. Συγκριτικός βαθμός:
1.α. Αρχαιότερος τρόπος σχηματισμού: Με επίθημα *-i̯os- προσαρτώμενο απευθείας στη ρίζα του
επιθέτου και όχι στο θέμα του θετικού βαθμού. Αυτό σημαίνει ότι στον συγκριτικό δεν εμφανίζονταν
τυχόν σχηματιστικά του θέματος του θετικού βαθμού, π.χ. κρατ-ύ-ς (θέμα αποτελούμενο από: ρίζα
κρατ- + σχηματιστικό επίθημα –υ-), αλλά συγκριτικός *κρέτ-i̯ων > (ιων.) κρέσσων (ρίζα κρετ- +
επίθημα του συγκριτικού –i̯ων).

1.β. Η κλίση εμφάνιζε μετάπτωση πιθανόν τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική στο επίθημα2. Από αυτό
το σχηματισμό σώζονται στην Αρχαία Ελληνική υπολείμματα, στα μυκηναϊκά κείμενα όμως ο
σχηματισμός αυτός με συριστικόληκτο θέμα φαίνεται να είναι ακόμη σε ζωντανή χρήση.

2
Πρβλ. τα λατινικά mā-ies-tās (συνδέεται ετυμολογικά με το επίθετο mag-nus και περιέχει το επίθημα
στην απαθή βαθμίδα) και το επίρρημα mag-is ‘περισσότερο, μάλλον᾽, το οποίο περιέχει το επίθημα στην
ασθενή βαθμίδα.

13
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Μερικοί αρχικοί τύποι:


ΟΝΟΜ.ΕΝΙΚ.ΑΡΣ.-ΘΗΛ.: *-i̯ōs-Æ (εκτεταμένη βαθμίδα του επιθήματος).

ΑΙΤ.ΕΝΙΚ.ΑΡΣ.-ΘΗΛ.: *-i̯os-

ONOM.ΠΛΗΘ.ΑΡΣ.-ΘΗΛ.: *-i̯os-es
ONOM.ΕΝΙΚ.ΟΥΔ.: *-i̯os-Æ
ONOM.ΠΛΗΘ.ΟΥΔ.: *-i̯os-ă

1γ. Στη Λατινική έχουμε γενίκευση του μακρού φωνήεντος στο επίθημα (εκτός από την ΟΝΟΜ.-
ΑΙΤ.ΕΝΙΚ. του ΟΥΔ., όπου διατηρήθηκε η αρχική μορφή του επιθήματος σχεδόν αυτούσια: –ius <
*-i̯os):
-iōr-em, -iōr-ēs, -iōr-ᾰ κ.λπ.
Το επίθημα στην ονομαστική ενικού του αρσενικού-θηλυκού είχε αρχικά τη μορφή *-i̯ōs-Æ (με
μακρό φωνήεν και χωρίς κατάληξη, πρβλ. τα επίσης συριστικόληκτα επίθετα του τύπου ἀληθ-ής).
Κατόπιν μεταβλήθηκε σε *-iōr, με /r/ κατ᾽ αναλογία προς τους υπόλοιπους τύπους του κλιτικού
παραδείγματος, και, τέλος, το ō βραχύνθηκε.

1.δ. Στην Αρχαία Ελληνική έχουμε τις εξής εξελίξεις:


ΑΙΤ.ΠΛΗΘ.ΑΡΣ.-ΘΗΛ.: *μέγ-i̯οσ-ᾰ > *με(ί)ζοα > αττ. μείζω (με συναίρεση ο+α > ω)
ΟΝΟΜ.ΠΛΗΘ.ΑΡΣ.-ΘΗΛ.: *μέγ-i̯οσ-ες > *με(ί)ζοες > αττ. μείζους (με συναίρεση ο+ε > ου)
ΟΝΟΜ.ΠΛΗΘ.ΟΥΔ.: *μέγ-i̯οσ-α > *με(ί)ζοα > αττ. μείζω

1.ε. Μερικοί αρχαϊκοί τύποι από τα μυκηναϊκά κείμενα:


me-zo-e = μέζο(h)-ε δυϊκός, ή μέζο(h)-ες πληθυντικός, από παλαιότερο *μέγ-i̯οσ-ες.
a-ro2-a = ἄρ-i̯ο(h)-a ή ἄρρο(h)-α (με αφομοίωση *ri̯ > rr), από παλαιότερο *ἄρ-i̯οσ-a. Σημασία:
‘καλύτερα σε ποιότητα᾽. Πρβλ. και τον συγκριτικό ἀρείων ‘ευγενέστερος, καλύτερος᾽ και τον
υπερθετικό ἄρ-ιστος.
me-u-jo και me-wi-jo = πιθανόν μείF- i̯ως (πιθανόν η παλαιά ονομαστική ενικού του αρσενικού-
θηλυκού με εκτεταμένη βαθμίδα του επιθήματος *-i̯ōs και απουσία κατάληξης).

ka-zo-e = kaki̯ο(h)es ή katso(h)es < *kak-i̯οs-es, παλαιός συγκριτικός του επιθέτου κακός. Ο
τύπος είναι ονομαστική πληθυντικού αρσενικού-θηλυκού.

1.στ. Στην Αρχαία Ελληνική δημιουργήθηκε και νέο επίθημα –ιων (< *-ισ-ων; πιθανόν ασθενής

βαθμίδα *–is- του παλαιού επιθήματος + -ων), το οποίο εμφανίζεται με διάφορες μορφές: -ων (π.χ.

ομηρ. κακίων), *-i̯ων (*μέγ-i̯ων > μέζων, *θαχ-i̯ων > θσσων/θττων) και –ων (π.χ. ἡδ–ων).

14
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

1.ζ. Το επίθημα του συγκριτικού βαθμού προσαρτάτο στη ρίζα και όχι στο θέμα του θετικού: ἡδ-ύ-ς

(ρίζα *σFᾱδ- > ἡδ-, θέμα ἡδ-υ-) → ἡδ–ων. Πρβλ. και λατιν. mag-nus (επίθετο σχηματισμένο στο

θετικό βαθμό με επίθημα *-no-) αλλά συγκριτικός *mag-i̯ōs ® māiŏr (χωρίς το επίθημα *-no-, και με
το επίθημα σχηματισμού του συγκριτικού προσαρτημένο απευθείας στη ρίζα *mag-).

2. Υπερθετικός βαθμός:
Αρχικά με επίθημα *-istó-, το οποίο πιθανώς τονιζόταν, ενώ η ρίζα του επιθέτου ήταν στην ασθενή
βαθμίδα:

συγκριτ. *κρέτ-i̯ων > κρέσσων, αλλά υπερθ. *kt-istό-s > κράτ-ιστος.

Το επίθημα προσαρτάτο τη ρίζα του επιθέτου και όχι στο θέμα του θετικού βαθμού (όπως συνέβαινε
και στο συγκριτικό βαθμό).

3. Στην Ελληνική επικράτησαν σταδιακά τα επιθήματα –τερος και –τατος προσαρτώμε-να στο θέμα του
θετικού: δίκαιο-ς → δικαιό-τερος δικαιό-τατος, γλυκ-ύ-ς (θέμα γλυκ-υ-) → γλυκύ-τερος γλυκύ-τατος
(πρβλ. το παλαιότερο συγκριτικό γλύσσων < *γλύκ-i̯ων με προσάρτηση του επιθήματος απευθείας
στη ρίζα γλυκ-), ἀληθής (θέμα ἀληθ-εσ-) → ἀληθέσ-τερος ἀληθέσ-τατος κ.λπ.

ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΚΛΙΣΗ
1. Διακρίνεται ιστορικά σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

Α. Θεματική: Το θέμα λήγει στο φωνήεν * -e/o- (θεματικό φωνήεν, π.χ. φέρ-ο-μεν, ἐ-λάβ-ε-τε, ἔρχ-ε-σθε,
ἐρχ-ό-μεθα). Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν: Θεματικοί ενεστώτες (των «συνηρημένων»
συμπεριλαμβανομένων), θεματικοί αόριστοι.
Β. Αθέματη: Δεν εμφανίζει το θεματικό φωνήεν. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν: Αθέματοι ενεστώτες
και αόριστοι.

2. ΟΙ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

· Δύο σειρές καταλήξεων: Βασικές (“primary”) και δευτερεύουσες (“secondary”).


· Οι «βασικές» χρησιμοποιούνταν για το μη παρελθόν. Διέφεραν κατά το στοιχείο *-i από τις όχι ορθώς
ονομαζόμενες «δευτερεύουσες», αφού οι τελευταίες θεωρούνται ιστορικά παλαιότερες (βλ. 1.-2.-
3.ΕΝΙΚ. και 3.ΠΛΗΘ. στην ενεργητική, 2.3.ΕΝΙΚ. και 3.ΠΛΗΘ. στη μέση φωνή):

15
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Ενεργητική φωνή (και παθητικός αόριστος):


ΒΑΣΙΚΕΣ (“primary”) ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ (“secondary”)
-μι -ω *-m > -ν
(*-σι) (-εις) -ς
-τι > -σι (-ει) *-t > -Ø
-μεν/-μες -μεν / -μες
(-μες στη δωρική διάλεκτο, πρβλ. λατιν. (-μες στη δωρική διάλεκτο)
–mus, αρχ.ινδ. –mas)
-τε -τε
-ντι > -νσι *-nt > -ν
__ __
-τον -τον (πρβλ. αρχ.ινδ. –tam < *-tom)
-τον -τᾱν > (ιων.-αττ.) –την
(πρβλ. αρχ.ινδ. –tām)

Μέση φωνή (και παθητικός μέλλων):


-μαι -μᾱν > -μην (ιων.-αττ.)
*-σοι → -(σ)αι -(σ)ο
(κατά το 1.ΕΝΙΚ.)
*-τοι > → -ται -το
(κατά το 1.ΕΝΙΚ.)
-με(σ)θα -μεθα
-σθε -σθε
*-ντοι → -νται -ντο
(κατά το 1.ΕΝΙΚ.) (-ᾰτο)
(-ᾰται)
__ __
-σθον -σθον
-σθον -σθᾱν > -σθην (ιων.-αττ.)

· Οι καταλήξεις του 2-3.ΕΝΙΚ. και 3.ΠΛΗΘ. της μέσης φωνής –(σ)οι –τοι και –ντοι διατηρήθηκαν με τη
μορφή αυτή στη Μυκηναϊκή (π.χ. e-u-ke-to εὔχετοι = εὔχεται) και στην Αρκαδοκυπριακή (π.χ.
διαδικάσωντοι). Στις υπόλοιπες διαλέκτους μεταβλήθηκαν σε –(σ)αι –ται –νται αναλογικά προς το
1.ΕΝΙΚ. σε –μαι, η κατάληξη του οποίου εξαρχής είχε /ai/.

16
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

· Στο 3.ΠΛΗΘ. της μέσης φωνής σώζονται σε παλαιότερα κείμενα τύποι με καταλήξεις -ᾰται -ᾰτο. Η

παλαιότερη μορφή αυτών των καταλήξεων ήταν *-n̥toi (με –οι, βλ. πιο πάνω) και *- n̥to αντίστοιχα. Τα

αλλόμορφα αυτά προέκυπταν όταν των καταλήξεων προηγείτο σύμφωνο (π.χ. σε αθέματους τύπους,
βλ. πιο κάτω), οπότε το έρρινο /n/ βρισκόμενο σε περιβάλλον μεταξύ συμφώνων καθίστατο συλλαβικό,
το οποίο εξελίχθηκε στην Ελληνική περαιτέρω σε ᾰ. Σε ορισμένες διαλέκτους (π.χ. Ιωνική) υπήρξε
τάση να επεκταθούν οι καταλήξεις με τη μορφή αυτή και σε ρήματα, η ρίζα των οποίων έληγε σε
φωνήεν (π.χ. 3.ΠΛΗΘ. παρακ. βε-βλή-αται στον Όμηρο, δι-δό-αται στον Ηρόδοτο). Μαρτυρούνται
μάλιστα και τύποι 3.ΠΛΗΘ. ευκτικής σε –οί-ᾰτο αντί των μεταγενέστερων σε –οι-ντο):

*ēs-n̥tai ‘κάθονται᾽ > *ēs-ătai > ἥ-ᾰται (ομηρ.)

*δέχ- n̥ tai (=δέχονται) > δέχ-ᾰται (ομηρ.) (το 1.ΕΝΙΚ. *δέχ-μαι > *δέγ-μαι, δε μαρτυρείται)

Οι καταλήξεις είχαν τη μορφή αυτή και στο 3.ΠΛΗΘ. μέσων παρακειμένων (και υπερσυντελίκων),
ακόμη και στην παλαιά αττική διάλεκτο:
γε-γράφ-ᾰται
ἐ-γε-γράφ-ᾰτο
Οι τύποι αυτοί αντικαταστάθηκαν αργότερα από περίφραση αποτελούμενη από τη μέση μετοχή
παρακειμένου και το ρήμα εἰμί:
γεγραμμένοι εἰσί
γεγραμμένοι ἦσαν
· Στο 3.ΠΛΗΘ. αθέματων κατηγοριών με «ενεργητικές» καταλήξεις, επικράτησε στην Ιωνική-Αττική η
κατάληξη –σαν:
ἔ-στη-σαν (αθέματος αόρ. ἔ-στη-ν)
ἔ-γνω-σαν (ἔ-γνω-ν)
ἐ-τί-θε-σαν (τί-θη-μι)
ἔ-θε-σαν, ἔ-δο-σαν (αθέματος αόρ.)
ἐ-φάν-η-σαν, ἐ-λύ-θη-σαν (παθητ. αόρ. ἐ-φάν-η-ν, ἐ-λύ-θη-ν)
Σε άλλες διαλέκτους διατηρήθηκε η παλαιά κατάληξη, π.χ. Δωρική:
ἔ-θεν, ἔ-γνον < *ἔθεντ, *ἔγνωντ
Σε άλλες (π.χ. αρκαδική, βοιωτική) εμφανίζεται η κατάληξη –αν, π.χ. ἔ-θε-αν, ἔ-δο-αν.

3. ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ:

«Ρηματική όψη» ή «άποψη» (aspect): μη συνοπτική, συνοπτική, τετελεσμένη (σύστημα παρακειμένου).

3.1. ΕΝΕΣΤΩΤΙΚΑ (μη συνοπτική ρηματική όψη):

3.1.1. Ριζικοί αθέματοι ενεστώτες:


*és-mi, 1.ΠΛΗΘ.: *s-més (πρβλ. αρχ.ινδ. ás-mi, s-más)

17
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

εἶ-μι, ἴ-μεν (πρβλ. αρχ.ινδ. é-mi, i-más, ινδοευρ. *éi-mi : *i-més)


φᾱ-μί > φη-μί, φᾰ-μέν
Αρχικό σχήμα: "Τονισμός στην απαθή βαθμίδα της ρίζας στον ενικό του ενεργητικού ενεστώτα" :
"Τονισμός στην κατάληξη και ασθενής βαθμίδα της ρίζας στους υπόλοιπους τύπους (πρβλ. ἰ-ών, ἰ-
έναι κ.λπ.)"
Ιδιαίτερος τύπος ριζικών αθέματων ενεστώτων με σταθερό τονισμό στη ρίζα χωρίς μετάπτωση σε
ολόκληρο το κλιτικό παράδειγμα: κεῖ-μαι κεί-μεθα κεῖ-νται (και παλαιότερο 3.ΠΛΗΘ. κέ-ᾰται)
κ.λπ, ἧ-μαι (σύνθετο με την πρόθεση κατά: κάθημαι).
3.1.2. Αθέματος ενεστώτας με αναδιπλασιασμό:
Αρχικά το ίδιο τονικό σχήμα με τον προηγούμενο τύπο και μετάπτωση:
ἵ-στᾱ-μι > ἵ-στη-μι : ἵ-στα-μεν (πρβλ. λατιν. si-sto, στη Λατινική δεν έχει όμως διατηρηθεί η αθέματη κλίση)
δί-δω-μι : δί-δο-μεν
ἵ-η-μι : ἵ-ε-μεν
τί-θη-μι : τί-θε-μεν
κ.λπ.
3.1.3. Ενεστώτες με έρρινο πρόσφυμα:
α. Αθέματοι:
δάμ-νᾱ-μι (δάμνημι) : δάμ-νᾰ-μεν (πρβλ. αρχ.ινδ. –nā-mi)
κίρ-νη-μι : κίρ-νᾰ-μεν (ομηρ.)
σκίδ-νη-μι κ.λπ.
Ποσοτική μετάπτωση στο πρόσφυμα: -νā- ~ -νᾰ-.
Ενεστώτες άγνωστοι στην αττική διάλεκτο.

ὄμ-νῡ-μι : ὄμ-νῠ-μεν
δείκ-νῡ-μι : δείκ-νῠ-μεν
Αρχικά μεταπτωτική εναλλαγή *-neu/nu- στο επίθημα (αρχ.ινδ. –nó-mi –nu-más). Η εναλλαγή
αυτή αντικαταστάθηκε από εναλλαγή μακρού και βραχέος u, αναλογικά προς τον προηγούμενο
τύπο ενεστώτων (βλ. πιο πάνω δάμ-νᾱ-μι ~ δάμ-νᾰ-μεν). Στην αττική διάλεκτο παραγωγικοί,
πρβλ. κεράννυμι, πετάννυμι, σκεδάννυμι, κρεμάννυμι κ.λπ.

β. Θεματικοί:

κάμ-ν-ω : ἔ-καμ-ον
τέμ-ν-ω / τάμ-ν-ω : ἔ-ταμ-ον / ἔ-τεμ-ον
δάκ-νω : ἔ-δακ-ον
(ἁμαρτ-άν-ω : ἥμαρτ-ον)

18
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Τύπος με ένθημα (infix) και επίθημα (suffix), παράλληλα με θεματικό αόριστο:


μα-ν-θ-άν-ω : ἔ-μαθ-ον
λα-μ-β-άν-ω : ἔ-λαβ-ον
λα-γ-χ-άν-ω : ἔ-λαχ-ον
πυ-ν-θ-άν-ομαι : ἐ-πυθ-όμην

3.1.4. Απλοί θεματικοί ενεστώτες:


Η ρίζα στην απαθή βαθμίδα: φέρω, ἄγω, λέγ-ω, λείπ-ω, ῥέ-ω (<*σρέF-ω), τρέπ-ω, τρέφ-ω, στρέφ-
ω, σπεύδω, φεύγω, δέρκομαι κ.λπ.
Και τύπος με τη ρίζα στην ασθενή βαθμίδα: γλύφ-ω, γράφ-ω (ρίζες: *gleubh-/glubh- και *gerbh-

/gṛbh- αντίστοιχα) κ.λπ.

3.1.5. Θεματικοί ενεστώτες με αναδιπλασιασμό:


Αναδιπλασιασμός με φωνήεν /i/ + ρίζα στην ασθενή βαθμίδα:
Ρίζα *sed-: (πρβλ. λατιν. sed-eo, αγγλ. sit) → ασθενής βαθμίδα *sd- (zd-): ενεστώτας *si-sd-ō > ἵζω
(πρβλ. λατιν. *si-sd-ō > sīdō)
Ρίζα *gen-: Ενεστώτας γί-γν-ομαι (πρβλ. λατιν. gi-gn-o, πρβλ. ἐ-γεν-όμην, γέν-ος, γόν-ος κ.λπ.)
Ρίζα *tek-: Ενεστώτας*τί-τκ-ω > τίκτω (πρβλ. ἔ-τεκ-ον, τέκ-νον, τόκ-ος κ.λπ.)
Ρίζα *pet-: Ενεστώτας πί-πτ-ω (πρβλ. δωρικ. αόριστο β΄ ἔ-πετ-ον) (το /i/ του αναδιπλ. στο συγκε-
κριμένο ρήμα εμφανίζει μη ετυμολογική μακρότητα)

3.1.6. Θεματικοί ενεστώτες με επίθημα *-i̯e/i̯o-: Ιδιαίτερα παραγωγικό επίθημα. Πολυάριθμοι


σχηματισμοί.

α. Παράγωγοι από ονόματα:

Από ονόματα με βάση σε φωνήεν:


φιλο-/φιλε- (φίλος) → *φιλέ-i̯ω > φιλέω/ῶ
δουλο- (δοῦλος), δηλο- (δῆλος) → δουλόω/ῶ, δηλόω/ῶ
τīμᾱ- (τῑμ > τῑμή), νῑκᾱ- (νίκᾱ > νίκη) → *τιμ-i̯ω > τιμά-ω/ῶ, *νῑκ-i̯ω > νικά-ω/ῶ

Πρόκειται για τα λεγόμενα "συνηρημένα" ρήματα.

Στις αιολικές διαλέκτους και την Αρκαδοκυπριακή κλίνονται όπως στα ρήματα εις –μι, π.χ.
3.ΠΛΗΘ. ενεστώτα χόλ-αισι (1.ΕΝΙΚ.: *χόλα(ι)-μι) = αττ. χαλῶσι (<*-ά-οντι), ποέντω

19
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

(προστακτική αττ. ποιούντων < ποιεόντων), στραταγέντος (ΓΕΝ.ΕΝΙΚ. μετοχής ενεστώτα, αττ.
στρατηγοῦντος), ἀξίωμι κ.λπ.

Ενεστώτες με επίθημα *-i̯e/i̯o- παράγωγοι από βάσεις σε σύμφωνο:

φυλακ- (φύλαξ) → *φυλακ-i̯ω > φυλάσσω/-ττω

τελοσ-/τελεσ- (το τέλος) → *τελεσ-i̯ω > τελέω > τελῶ (πρβλ. αόρ. ἐ-τέλεσ-σα)

ἐριδ-, ἐλπιδ- (ἔρις ἔριδ-ος, ἐλπίς ἐλπίδ-ος) → *ἐρίδ-i̯ω, *ἐλπίδ-i̯ω > ἐρίζω, ἐλπίζω → νέο
παραγωγικό επίθημα -ίζω
*εὐ-φραν-i̯ω (ἡ φρήν τῆς φρεν-ός, ασθενής βαθμίδα: *φρα(ν)-) > *εὐφραίνω → νέο παραγωγικό
επίθημα –αίνω)

β. Παράγωγοι από ρήματα:


Το επίθημα προσαρτάται απευθείας στη ρηματική ρίζα:
*spek-i̯o- > λατ. spec-io, αρχ.ελλ. (με αμοιβαία μετάθεση των /p/ και /k/) *σκεπ-i̯ομαι > σκέπτομαι

*θεν-i̯ω > θείνω

*τεν-i̯ω > τείνω

*κοπ-i̯ω > κόπτω

*κλέπ-i̯ω > κλέπτω, πρβλ. λατιν. clepo

*θαφ-i̯ω > θάπτω

3.1.7. Θεματικοί ενεστώτες με επίθημα -σκ-:


Η ρίζα αρχικά ήταν στην ασθενή βαθμίδα:
ομηρ. μίσγω < *μίγ-σκω (ρίζα *meig-, πρβλ. μείγ-νῡ-μι, λατιν. misceo ‘αναμειγνύω᾽)
πένθ-ος πέ-πονθ-α, ασθενής βαθμίδα: παθ- (πρβλ. πάθ-ος) → *πάθ-σκω > πάσχω
Επίσης:
· ἡβάσκω, γηράσκω (εναρκτικά)
· Παραλλαγή -ισκ- του επιθήματος: εὑρ-ίσκω, ἁλ-ίσκομαι
· Με αναδιπλασιασμό (+αθέματο αόριστο): γι-γνώ-σκω (πρβλ. λατ. nōscō < *gnōscō, πρβλ.
co-gnosco) : ἔ-γνω-ν, δι-δρά-σκω : ἔ-δρᾱ-ν, βι-βρώ-σκω : ἔ-βρω-ν κ.λπ.
· Ομηρικοί παρατατικοί με επαναληπτική έννοια: ἔσκε (<ἔσ-σκε), κάλεσκε κ.λπ.

3. 2. ΑΟΡΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (συνοπτική ρηματική όψη):

3.2.1. Ριζικός αθέματος αόριστος:

20
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Ο αρχαιότερος αοριστικός σχηματισμός. Η ρίζα αρχικά ήταν στην απαθή βαθμίδα στον ενικό της
ενεργητικής οριστικής και στην ασθενή βαθμίδα στην υπόλοιπη κλίση:
1.ΕΝΙΚ. ἔ-βᾱ-ν (ιων.-αττ. ἔ-βη-ν), δυϊκός (ομηρ.) β-την (αλλά και βή-την)

μέσος αόριστος ἔ-φθῐ-το (ρίζα φθει-)


ἔ-κτᾰ-το (ρίζα κτεν-, εδώ στην ασθενή βαθμίδα *κ τ -)

κ.λπ.

Στην (κλασική) Ελληνική όμως η ρίζα είναι στην απαθή βαθμίδα σε ολόκληρη την οριστική (στην
ενεργητική φωνή):
ἔ-βη-ν : ἔ-βη-μεν
ἔ-στᾱ-ν (> ιων.-αττ. ἔ-στη-ν) : ἔ-στᾱ-μεν (>ἔ-στη-μεν)
ἔ-φῡ-ν : ἔ-φῡ-μεν
ἔ-γνω-ν : ἔ-γνω-μεν κ.λπ.

Παραλλαγή του ριζικού αθέματου αορίστου: Αόριστος με το στοιχείο -κ- (άγνωστης προέλευσης,
μόνο στον ενικό της ενεργητικής οριστικής):
ἔ-θη-κ-α : ἔ-θε-μεν, ἐ-θέ-μην, θε-ίη-ν
ἔ-δω-κ-α : ἔ-δο-μεν, ἐ-δό-μην, δο-ίη-ν κ.λπ.
Σε ορισμένες διαλέκτους από νωρίς επέκταση του στοιχείου στον πληθυντικό: ἔθηκαν, ἔδωκαν
(αντί κλασικών αττικών ἔθεσαν, ἔδοσαν). Αργότερα στην Αλεξανδρινή Κοινή.

3.2.2. Θεματικός αόριστος:


Η ρίζα ήταν αρχικά στην ασθενή βαθμίδα:
*Fειδ- → *ἔ-Fιδ-ετ > εἶδε
*σεχ- → ἔ-σχ-ον (ενεστώτας *σέχω > ἔχω)

δέρκ-ομαι : ἔ-δρακ-ον (<*e-d-o-m, πρβλ. αρχ. ινδ. á-dś-a-m)

φεύγ-ω : ἔ-φυγ-ον
πείθ-ω : ἔ-πιθ-ον
λείπ-ω : ἔ-λιπ-ον

Θεματικός αόριστος με αναδιπλασιασμό (στον Όμηρο και την Αρχ. Ινδ.):


Π.χ. από τη ρίζα θεν-/φον-/φν- (σχετικά με τη διαφορά θ ~ φ βλ. στη φωνολογία την παράγραφο σχετικά
με τους χειλοϋπερωικούς): αόριστος *φέ-φν-ετ (χωρίς αύξηση) > πέ-φν-ε (ομηρ.).
από τη ρίζα πειθ-/πιθ-/ποιθ- (πρβλ. πείθω, πέποιθα): αόριστος πε-πιθ-εῖν (απαρέμφατο).

3.2.3. Σιγματικός αόριστος:

21
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Αρχικά αθέματος με τη ρίζα στην εκτεταμένη βαθμίδα (έτσι στην Αρχαία Ινδική και τη Λατινική,
πρβλ. λατιν. –lĕgo : –lēxī, -rĕgo : -rēxī):

1.ENIK. *-s- > αρχ.ελλ. –σα. Κατά το 1.ΕΝΙΚ. σχηματίστηκαν και τα υπόλοιπα πρόσωπα π.χ.

–σας –σαμεν -σατε κ.λπ. (με –σᾰ- αντί των αναμενόμενων *-σ-ς *-σ-μεν *-σ-τε κ.λπ.).
Στα ρήματα με χαρακτήρα υγρό ή έρρινο απουσία του /s/ και αντέκταση: ἔ-μεινα (<*ἔ-μεν-σα)
μείνᾱς (μετοχή) μεῖναι (απαρέμφατο), ἔ-φθειρα (< *ἔ-φθερ-σα) φθείρᾱς φθεῖραι. Στην αιολική
διάλεκτο: ἔ-μεννα, φθέρραι κ.λπ. (με αφομοίωση του s προς τα υγρά/έρρινα χωρίς αντέκταση).

4. ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ (στην Αρχαία Ελληνική: τετελεσμένο):

Αρχικός σχηματισμός:
· Αναδιπλασιασμός με το φωνήεν /e/, π.χ. λέ-λοιπ-α (λείπ-ω)
· Ρίζα στην ετεροιωμένη βαθμίδα στον ενικό.: τρέπω : τέτροφα, λείπ-ω : λέλοιπα, κλέπ-τω : κέκλοφα,
ρίζα πενθ- : πέπονθα, ρίζα ἐλευθ- : εἰλήλουθα (ομηρικός παρακείμενος με εἰ- από μετρική έκταση αντί
ἐ-), πειθ- : πέποιθα, ἐλπ-ίζω : ἔ-ολπ-α κ.λπ. Αυτό δεν διατηρήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις: φεύγω
πέ-φευγ-α (όχι *πέ-φουγ-α), τί-θη-μι τέ-θη-κα (όχι *τέ-θω-κα) κ.λπ.
· Ρίζα στην ασθενή βαθμίδα στους υπόλοιπους τύπους:
(F)οῖδ-α : (F)ίδ-μεν > ἴσ-μεν
πέ-ποιθ-α : (ἐ-)πέ-πιθ-μεν (ομηρ., υπερσυντέλικος.)
δέ-δοι-κα : δέ-δι-μεν (δε-δι-έναι, δε-δι-ώς κ.λπ.)
ἕ-στᾱ-κα (> ιων.-αττ. ἕ-στη-κα) : ἕ-στᾰ-μεν
(*θέ-θνᾱ- >) τέ-θνη-κα : τέ-θνᾰ-μεν

μέ-μον-α ‘επιθυμώ έντονα᾽ : 1.-2.ΠΛΗΘ. (ομηρ.) μέ-μᾰ-μεν μέ-μᾰ-τε (< *me-m-)

ρίζα Fεικ-: Fέ-Fοικ-α > ἔοικα ‘μοιάζω᾽ : 2.ΔΥΪΚ. *Fέ-Fικ-τον > ἔϊκτον (ομηρ.)
· Ιδιαίτερη σειρά καταλήξεων (μόνο υπολείμματα στην Αρχ.Ελλ.):
*Foῖδ-α, *Fοῖδ-θα, *Fοῖδ-ε, *Fίδ-μεν, *Fίδ-τε, 3.ΠΛΗΘ. -ᾱσι < *-ᾰντι, λατιν. όμως vīdē-re (και -runt).

Το –ᾰ- από το 1.ΕΝΙΚ. σε –ᾰ αλλά και το 3.ΠΛΗΘ. σε *-ᾰ(ν)τι εισχώρησε στο 2.ΕΝΙΚ. και στο 1.
και 2.ΠΛΗΘ. σε ρήματα, των οποίων η ρίζα τελειώνει σε σύμφωνο: –ας –αμεν –ατε. Στον Όμηρο
σώζονται ακόμη ορισμένοι παλαιότεροι τύποι χωρίς το -ᾰ-, π.χ. εἰλήλουθ-μεν (παρακ.), ἐ-πέ-πιθ-
μεν (υπερσ.), αττικ. ἐληλύθαμεν πεποίθαμεν.
· Αρχικά δεν ήταν χρόνος, αλλά μία ιδιαίτερη κατηγορία που δήλωνε κατάσταση του υποκειμένου
και δεν διέκρινε φωνές (π.χ. οἶδ-α 'γνωρίζω', πέποιθα 'έχω την πεποίθηση', δέδοικα ‘φοβάμαι᾽,
ἕστηκα ‘στέκω᾽, τέθνηκε ‘είναι νεκρός᾽, μέμονα ‘επιθυμώ έντονα᾽, ἔοικα ‘μοιάζω᾽ κ.λπ.). Σταδιακά
αρχίζει να διακρίνει χρονικές βαθμίδες (παρελθόν: υπερσυντέλικος, μέλλον: τετελεσμένος μέλλων)

22
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

και φωνές (ενεργητική ~ μέση : πέποιθ-α 'έχω την πεποίθηση' → ΕΝΕΡ. πέ-πει-κα, ΜΕΣ. πέ-πεισ-
μαι).
· Νεωτερισμοί της Ελληνικής: Ο παρακείμενος με χαρακτήρα δασύ κλειστό σύμφωνο (πέπραχ-α,
κεκήρυχ-α, κέκλοφ-α, τέτροφ-α κ.λπ.) και το στοιχείο -κ-, το οποίο, όπως και στον αόριστο,
περιοριζόταν αρχικά στον ενικό:
δέ-δοι-κα : δέ-δι-μεν, δε-δι-ώς, δε-δι-έναι
ἕ-στᾱ-κα (> ιων.-αττ. ἕ-στη-κα) : ἕ-στᾰ-μεν, (μετοχή) *σε-στα-Fώς ἑ-στά-ναι
τέ-θνη-κα : τέ-θνᾰ-μεν, *θε-θνᾱ-Fώς (μετοχή), τε-θνά-ναι.

5. ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
· Οι σχηματισμοί μέλλοντα της Αρχαίας Ελληνικής απαντώνται και σε άλλες αρχαίες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. Αρχαία Ινδική) και ανάγονται σε παλαιούς «εφετικούς» /
«βουλητικούς» ενεστώτες (‘θέλω να...᾽). Ο μέλλοντας της Λατινικής σε –bo (π.χ. amābō, delēbō)
είναι νεωτερισμός της γλώσσας αυτής. Υπολείμματα μέλλοντα σε –sō διασώζει η παλαιότερη (η
λεγόμενη «αρχαϊκή») Λατινική: capsō, faxō (των capio και facio αντίστοιχα).
· Οι μέλλοντες του τύπου ἐρῶ τεμῶ κ.λπ., δηλαδή ρημάτων, των οποίων οι ρίζες περιλαμβάνουν
υγρό ή έρρινο, εξηγούνται από το γεγονός ότι στις ρίζες αυτών των ρημάτων το υγρό ή έρρινο
ακολουθούσε φωνήεν (το οποίο ανάγεται σε ακόμη παλαιότερο λαρυγγικό φθόγγο):
ινδοευρ. ρίζα *u̯erh1- > ελλ. *Fερε- → μέλλων *Fερέ-σω > ἐρέ-ω (με σίγηση του μεσοφωνηεντικού
/s/ > ἐρῶ (με συναίρεση)
ρίζα *temh1- > ελλ. *τεμε- → μέλλων *τεμέ-σω > τεμέ-ω > τεμῶ

6. ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ:
6.1. ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ:
· Σχηματιζόταν με το στοιχείο *-e/o-, το οποίο στη θεματική κλίση συναιρέθηκε πρώιμα με το
ομόηχο θεματικό φωνήεν *-e/o- δίνοντας *-ē/ō- (-η/ω-).:
φέρωμεν φέρητε, φύγωμεν φύγητε
· Επομένως στην αθέματη κλίση (του σιγματικού αορίστου συμπεριλαμβανομένου) αρχικά η
υποτακτική θα περιλάμβανε απλό βραχύ φωνήεν *-e/o- ως δείκτη της υποτακτικής. Υπολείμματα
σώζονται στην παλαιότερη ποίηση και σε διαλέκτους:
φθί-ε-ται (ομηρ.) (οριστική αορίστου: ἔ-φθι-το, αθέματο)
ἴ-ο-μεν (ομηρ.) (οριστική ενεστώτα: ἴ-μεν, αθέματο)
ἀμείψ-ε-ται (ομηρ., υποτακτική του αορίστου ἤμειψα)
χαλάσσ-ο-μεν (λεσβ.αιολ., υποτακτική του αορίστου ἐχάλασ(σ)α)

23
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

θή-ο-μεν, τραπή-ο-μεν (ομηρ. υποτακτικές: αθέματου αορίστου ἔθηκα –βλ. πιο πάνω- και
του αθέματα σχηματιζόμενου παθητικού αορίστου ἐτράπη-ν ἐτράπη-ς ἐτράπη-μεν κ.λπ),
περαιτέρω εξέλιξη: θέ-ωμεν > θῶμεν, τραπέωμεν > τραπῶμεν.
· Με την πάροδο του χρόνου γενικεύεται το μακρό φωνήεν -η/ω- ως στοιχείο δηλωτικό της
υποτακτικής: ἴ-ω-μεν, δεικ-νύ-η-τε, ἀμείψ-η-ται, χαλάσ-ω-μεν κ.λπ.
· Αρχικά η υποτακτική εμφάνιζε "δευτερεύουσες" καταλήξεις, κατάσταση, ελάχιστα υπολείμματα
της οποίας σώζονται στην Αρχαία Ελληνική (π.χ. σε διαλέκτους). Στην κλασική αττική διάλεκτο
χρησιμοποιούνται μόνο οι λεγόμενες «βασικές» καταλήξεις.

6.2. ΕΥΚΤΙΚΗ:
· Στη θεματική κλίση (στην Αρχ.Ελλ. και στα αθέματα σε –νῡ-μι, π.χ. δεικ-νύ-οι-μι): Με το επίθημα -
οι- και "δευτερεύουσες" καταλήξεις (εκτός από το 1.ΕΝΙΚ. σε -οι-μι, π.χ. φέρ-οι-μι, φύγ-οι-μι). Το
επίθημα –οι- θεωρείται ότι προέκυψε από το θεματικό φωνήεν *–ο- και την ασθενή βαθμίδα του
επιθήματος, το οποίο χρησιμοποιείτο για το σχηματισμό της ευκτικής της αθέματης κλίσης (βλ. πιο
κάτω): *-ο-ῑ- > -οι- :
φέρ-οι-ς, *-οι-τ > -οι κ.λπ.
Με βάση το σχήμα αυτό θα σχηματίστηκε και η ευκτική του σιγματικού αορίστου:
λύ-σαι-μι λύσ-αις λύ-σαι λύ-σαι-μεν λύ-σαι-τε λύ-σαι-εν
Η προέλευση των τύπων ευκτικής, που για απροσδιόριστο λόγο ονομάστηκαν από τους αρχαίους
γραμματικούς «αιολικοί» (π.χ. λύσειας λύσειε λύσειαν) είναι διαφιλονικούμενη.
· Στην αθέματη κλίση: Με ασθενή βαθμίδα της ρίζας και επίθημα -ιη/ῑ- (-ιη- στον ενικό, -ῑ- στους
υπόλοιπους τύπους, το οποίο βραχύνεται και δίνει διφθόγγους /ei/, /oi/, /ai/)3 :
εσ- : *εσ-ίη-ν, *εσ-ῑ-μεν, *εσ-ι-εντ > εἴην, εἶμεν, εἶεν
φᾱ/φă- : φα-ίη-ν φα-ῖ-μεν
δω/δο- : δο-ίη-ν δο-ῖ-μεν (στον ΕΝΕΣ. με αναδιπλασιασμό: δι-δο-ίη-ν)
θη/θε- : θε-ίη-ν θε-ῖ-μεν (στον ΕΝΕΣ. με αναδιπλασιασμό: τι-θε-ίη-ν)
στᾱ/στă- : στα-ίη-ν στα-ῖ-μεν (στον ΕΝΕΣ. με αναδιπλασιασμό: ἱ-στα-ίη-ν).

Τύποι πληθυντικού όπως π.χ. εἴημεν, δοίημεν, σταίησαν αναλογικά προς τον ενικό.

3
Το επίθημα αυτό πιθανόν χρησιμοποείτο αρχικά και στην ευκτική του σιγματικού αορίστου, ο οποίος
ανήκει και αυτός ιστορικά στην αθέματη κλίση, πρβλ. τους τύπους ευκτικής αορίστου της κρητικής
Δωρικής:
3.ΕΝΙΚ. δικακσ-ίη (=αττικ. δικάσαι ή δικάσειε)
3.ΠΛΗΘ. Fέρκσ-ι-εν (=αττικ. –σαιεν ή –σειαν).

24
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

6.3. ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ:

· Θεματική κλίση:
Το 2.ΕΝΙΚ. σχηματιζόταν μόνο από το θέμα χωρίς κατάληξη:

Π.χ. ινδοευρ. *a-e-Ø (το *–e- είναι ιστορικά το θεματικό φωνήεν): αρχ.ινδ. áj-a, αρχ.ελλ. ἄγ-ε,

λατιν. ag-e

2.ΠΛΗΘ.: ινδοευρ. *a-e-te : αρχ.ινδ. ájata, αρχ.ελλ. ἄγετε, λατιν. agite

Το 3.ΕΝΙΚ. ἀγέτω έχει το αντίστοιχό του σε τύπους της αρχαιότερης Ινδικής (ajatāt) και της

Λατινικής (agitō) και ανάγεται σε ινδοευρ. σχηματισμό *a-e-tōd (στην Αρχαία Ελληνική –τω με

σίγηση του ληκτικού κλειστού /d/).

Στο 3.ΠΛΗΘ. η Ιωνική-Αττική διάλεκτος έχει –ό-ντων, άλλες διάλεκτοι όμως έχουν –ό-ντω.
· Αθέματη κλίση:
Ο τύπος του 2.ΕΝΙΚ. ήταν ακατάληκτος, αποτελούμενος μόνο από το θέμα:
Ρίζα *es- ‘είμαι᾽, λατιν. προστακτική 2.ΕΝΙΚ. es-Ø
Ρίζα *ei- / *i- ‘πηγαίνω᾽ (πρβλ. αρχ.ελλ. εἶ-μι, ριζικός αθέματος ενεστώτας) → *ei-Ø ‘πήγαινε᾽: λατιν.
ī (< *ei), πρβλ. αρχ.ελλ. ἔξ-ει ‘βγες᾽ (του σύνθετου ρήματος ἔξ-ειμι, Αριστοφάνους, Νεφέλαι, 633).

Υπήρχε επίσης και σχηματισμός με κατάληξη –θι < ινδοευρ. *-dhi:


Αρχ.ελλ. ἴσ-θι (του εἰμί), πρβλ. αρχ.ινδ. s-dhi.
Αρχ.ελλ. ἴ-θι ‘πήγαινε᾽, αρχ.ινδ. i-hí, από ινδοευρ. *i-dhí.
Πρβλ. επίσης τις (αθέματες) προστακτικές φά-θι, γνῶ-θι, βῆ-θι, *λύ-θη-θι > λύθητι κ.λπ.

· Μέση φωνή: Τύποι προστακτικής μέσης φωνής δύσκολα επανασυντίθενται για την Ινδοευρωπαϊκή,
αφού ακόμη και οι αρχαιότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εμφανίζουν τελείως διαφορετικούς
σχηματισμούς. Σε ό,τι αφορά το 2.ΕΝΙΚ. φαίνεται πως ο τύπος ταυτιζόταν με τον τύπο του
παρατατικού χωρίς αύξηση:
ινδοευρ. *bhér-e-so : αρχ.ινδ. bháras(v)a, ελλ. *φέρ-ε-σο > φέρεο > φέρου, λατιν. τύπος σε –ĕre (<
*-eso?).
Oι τύποι σε –σθω και –σθων είναι αναλογικοί σχηματισμοί της Ελληνικής.

· Στην Ιωνική-Αττική επικράτησαν σταδιακά τύποι 3.ΠΛΗΘ. σε –τωσαν (ΕΝΕΡΓ.) και –σθωσαν
(προέκυψαν με την προσθήκη της χαρακτηριστικής ιωνικής-αττικής κατάληξης –σαν). Στην
Αττική, παρότι μαρτυρούνται ήδη από τον 5ο π.Χ. αι., πυκνώνουν στις επιγραφές μόλις από τα τέλη
του 4ου π.Χ.αι.

25
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

7. ΜΕΤΟΧΕΣ:

7.1. Ενεργητικές:
· Στον ενεστώτα και τον αόριστο σχηματίζεται με επίθημα *-nt- (*-ent-):
Αρχικός σχηματισμός: ΑΡΣ. *-ντ-ς, ΘΗΛ. *-ντ-i̯ă, ΟΥΔ. *-ντ-Æ (ακατάληκτο):

ΑΡΣ. φέρων φυγών, αντί των αναμενόμενων *φέρους *φυγούς από αρχικά *φέρ-ο-ντ-ς *φυγ-ό-
ντ-ς), ΘΗΛ. *φέρ-ο-ντ-i̯ă *φυγ-ό-ντ-i̯ă > φέρουσă φυγοῦσă, ΟΥΔ. *φέρ-ο-ντ-Æ *φυγ-ό-ντ-Æ >
φέρον φυγόν
ΑΡΣ. *λύ-σᾰ-ντ-ς, ΘΗΛ. *λύ-σᾰ-ντ-i̯α, ΟΥΔ. *λύ-σᾰ-ντ-Æ > λσᾱς λσᾱσᾰ λῦσᾰν

ΑΡΣ. *(τι-)θέντ-ς *(δι-)δόντ-ς, ΘΗΛ. *(τι-)θέντ-i̯α *(δι-)δόντ-i̯α, ΟΥΔ. *(τι-)θέντ-Æ *(δι-)δόντ-Æ


> (τι)θείς (δι)δούς, (τι)θεῖσα (δι)δοῦσα, (τι)θέν (δι)δόν

Σε διαλέκτους μαρτυρούνται τύποι που διασώζουν παλαιές μεταπτωτικές βαθμίδες του


επιθήματος, που δεν διέσωσε η αττική διάλεκτος:
Δωρικό ἔᾰσσᾰ (=οὖσα, θηλυκή μετοχή του εἰμί) από παλαιότερο *es-ᾰt-i̯ᾰ < *es-t- i̯ᾰ, δηλαδή

«ρίζα *es- + επίθημα σχηματισμού μετοχής στην ασθενή βαθμίδα *-t- + επίθημα -i̯ᾰ σχηματισμού

του θηλυκού της μετοχής».


Επίθετο ἑκών, αρχικά μετοχή ενός παλαιού ρήματος *Fέκ-μι ‘θέλω᾽ (πρβλ. αρχ.ινδ. vaś-mi ‘θέλω,

επιθυμώ᾽, ρίζα *u̯e-). Μαρτυρείται στη δωρική διάλεκτο θηλυκό Fέκ-ᾰσσᾰ (=αττικ. ἑκοῦσᾰ), από

παλαιότερο *Fέκ-ᾰτ-i̯ᾰ < *u̯e-t-i̯ᾰ, δηλαδή «ρίζα *u̯e- + επίθημα σχηματισμού μετοχής στην

ασθενή βαθμίδα *-t- + επίθημα -i̯ᾰ σχηματισμού του θηλυκού της μετοχής».

· Στον παρακείμενο: Με επίθημα με μεταπτωτική εναλλαγή *-u̯ōs-/-u̯os-/-us-. Το θέμα δηλαδή της


μετοχής είχε αρχικά χαρακτήρα συριστικό (/s/):
Π.χ.:
Από τη ρηματική ρίζα στᾱ-/στă- ‘στήνω, στέκομαι᾽ (πρβλ. ἵστημι, ἵστăμαι):
ΑΡΣ.: *σε-στᾰ-Fώς-Æ , ΟΥΔ.ΠΛΗΘ. *σε-στᾰ-Fόσ-α, ΑΡΣ.ΠΛΗΘ.: *σε-στᾰ-Fόσ-ες (πρβλ. εὐγεν-
ής-Æ, *εὐγεν-έσ-α, *εὐγεν-έσ-ες > εὐγενής, εὐγενῆ, εὐγενεῖς)
ΟΥΔ.ΕΝΙΚ.: *σε-στᾰ-Fός-Æ (πρβλ. εὐγεν-ές-Æ)
ΘΗΛ.: *-υσ-i̯ă > -υῖα (με το επίθημα σχηματισμού της μετοχής στην ασθενή βαθμίδα *-us- +

επίθημα -i̯ᾰ σχηματισμού του θηλυκού της μετοχής).

26
N.Παντελίδης, Τομέας Γλωσσολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής : Μορφολογία (συμπλήρωμα)

Στην Ελληνική προστέθηκε, όπως και στην οριστική του παρακειμένου, το στοιχείο -κ- (π.χ. ἑ-
στη-κ-ώς), ενώ το θέμα της μετοχής μετατράπηκε σε θέμα με χαρακτήρα φατνιακό (/t/): -ώς -ότ-ος
-ότ-α -ότ-ες κ.λπ. Στη Μυκηναϊκή, όπως μαρτυρούν τύποι μετοχής ενεργητικού παρακειμένου
που διασώζουν τα κείμενα της Γραμμικής Β, ο μεταπλασμός του θέματος σε θέμα με χαρακτήρα
/t/ δεν έχει ακόμη συμβεί: τύποι πληθυντικού του ουδετέρου σε –wo-a / -wo-ha < *-Fόσ-α αντί του
μεταγενέστερου –Fότ-α.

· Μέσες:
-μενος -μένη -μενον, στη Λατινική μόνο υπολείμματα: alumnus < *alomenos ‘τρόφιμος,
κηδεμονευόμενος᾽, fēmina ‘γυναίκα᾽ (ετυμολογικά: ‘η θηλάζουσα᾽).
Στον παρακείμενο: -μένος, μένη, -μένον (με τονισμένο επίθημα)

8. ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ: Με επίθημα -τός, αρχικά με ασθενή βαθμίδα της ρίζας, π.χ. τă-τός, φθăρ-
τός, ἄ-φθι-τος, πισ-τός κ.λπ. Στη Λατινική τα ρηματικά επίθετα σε *-tos απέκτησαν τη λειτουργία της
μετοχής μέσου παρακειμένου. Οι μετοχές παρακειμένου των γερμανικών γλωσσών (πρβλ. αγγλ. kep-t
slep-t walk-ed, γερμαν. ge-mach-t ge-sag-t) έλκουν επίσης την καταγωγή τους από το σχηματισμό αυτό.

9. ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΑ:
· «Απολιθωμένες» πτώσεις παλαιών ρηματικών ουσιαστικών.
· Στην Αρχαία Ελληνική:

Καταληξη –(ε)ναι (Ιωνική-Αττική, Αρκαδική) ή –μεν (στη Δωρική και μέρος της Αιολικής),
σπανιότερα –μεναι) στις αθέματες κατηγορίες με «ενεργητικές» καταλήξεις (αθέματοι ενεργητικοί
ενεστώτες και αόριστοι, παθητικός αόριστος)

Κατάληξη -ειν (< *-εσεν) στις θεματικές κατηγορίες με «ενεργητικές» καταλήξεις.

Στη μέση φωνή: –σθαι.

Παραδείγματα:
φέρ-ω (θεματικός ενεστώτας) → φέρειν
ἔλαβ-ο-ν (θεματικός αόριστος) → λαβεῖν
εἰ-μί (αθέματος ενεστώτας) → *ἔσ-εναι > *ἐ-εναι > εἶναι (ιων.) / ἦναι (αρκαδ.), *ἔσ-μεν > εἶ-μεν / ἦ-
μεν (δωρ.)
ἔγνω-ν (αθέματος αόριστος) → γνῶ-ναι (ιων.-αττ.), γνῶ-μεν (δωρ.)
ἐ-λύ-θη-ν (παθητικός αόριστος) → λυ-θῆ-ναι (ιων.-αττ.), λυ-θῆ-μεν (δωρ.)

27

You might also like