You are on page 1of 86

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ δυτικής αττικής

Δυτική
Αττική
Δυτική Αττική

Western Attica
Ιστορία - Πολιτισμός
History - Culture
Πολιτισμός
Ιστορία

Δείγμα τελικού αποτελέσματος (ασημί - πορτοκαλί)


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Δρ Αναστασία Λερίου
Αρχαιολόγος-Μουσειολόγος

ΚΕΙΜΕΝΑ
Δρ Αναστασία Λερίου

Βασιλική Αθανασάκου
Αρχαιολόγος

Άννα Μουρουγκλού
Ιστορικός

Μαρία Γκίνη ACADEMIC SUPERVISION


Επικοινωνιολόγος-Δημοσιογράφος
Dr Anastasia Leriou
Archaeologist-Museologist
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ
Σπύρος Παναγιωτόπουλος TEXTS
Dr Anastasia Leriou
ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ
Κώστας Σταμούλης
Vassiliki Athanassakou
Ιστορικός
Archaeologist
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ Anna Mourouglou
Historian
Δημιουργικό Τμήμα
Ε.Ε.-Ελληνικών Εκδόσεων Α.Ε.
Maria Ghini
Communication specialist-Journalist
οργάνωση παραγωγής:
PHOTOGRAPHS
Spyros Panagiotopoulos

ILLUSTRATIONS COLLECTION
Kostas Stamoulis
Historian
Φειδίου 14-16, Τ.Κ. 10678, Αθήνα
Τηλ.: 210 3634330, Fax: 210 3645608 EDITING MANAGEMENT-ENGLISH
RENDERING-IMAGE PROCESSING-
Πολυτεχνείου 31, Τ.Κ. 54626 Θεσσαλονίκη
Τηλ.: 2310 272720, Fax: 2310 243609
DTP MANAGEMENT
Atelier E.Ε.-Ellinikes Ekdoseis S.A.

production Design:
E.Ε.-Ellinikes Ekdoseis S.A.
14-16, Feidiou Str., GR-10678, Athens, Greece
Tel.: 210 3634330, Fax: 210 3645608
31, Polytechniou Str., GR-54626, Thessaloniki, Greece
Tel.: 2310 272720, Fax: 2310 243609

© 2010 ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ISBN: 978-960-93-2040-5


© 2010 PREFECTURE of WESTERN ATTICA

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, στο σύνολο


ή τμημάτων του, με οποιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2121/1993
και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης – Παρισιού, που κυρώθηκε με τον Ν. 100/1975.
Τέλος, απαγορεύεται η αναπαραγωγή της συνολικής αισθητικής εμφάνισης
του βιβλίου (στοιχειοθεσίας, εξωφύλλου κ.λπ.) με φωτοτυπίες ή άλλες μεθόδους,
σύμφωνα με το άρθρο 51 του Ν. 2121/1993 • All rights reserved
Χάρτης
της Δυτικής
Αττικής

14
Κεφάλαιο I

Αν α σ τ α σ ί α Λε ρ ί ο υ Η Δυτική Αττική
κατά την αρχαιότητα

Γνωριμία με την αρχαία γεωγραφία


της Δυτικής Αττικής

Τ α εδάφη που κ αταλαμβάνουν οι σύγ-


χρονοι δήμοι και κοινότητες που εντάσσονται στη Νο-
μαρχία Δυτικής Αττικής αποτέλεσαν περιοχές μεγάλης
οικονομικής και στρατιωτικής σημασίας κατά την αρχαιότητα.
Αυτό οφειλόταν αφενός μεν στον στενό τους συσχετισμό με το
κέντρο των Αθηνών και αφετέρου στη γεωφυσική τους διαμόρ-
φωση, η οποία περιλαμβάνει εκτεταμένους ορεινούς όγκους,
εύφορες πεδινές εκτάσεις, καθώς και μια μακριά ακτογραμμή
με πολλαπλούς ευλίμενους κόλπους.
Η Δυτική Αττική ορίζεται στα βόρεια από το όρος Πάστρα
και τον Κιθαιρώνα, ο οποίος στα ανατολικά, στην περιοχή του
Δήμου Φυλής, συναντά τους ορεινούς όγκους της δυτικής Πάρ-
νηθας. Τα βουνά αυτά αποτέλεσαν ουσιαστικά ένα φράγμα, το
οποίο αναχαίτιζε, κατά κάποιον τρόπο, τη μετάβαση από τους
χερσαίους δρόμους της κεντρικής και της δυτικής Ελλάδας
στην πόλη των Αθηνών, αλλά και στα σημαντικά κέντρα της
Ελευσίνας και των Μεγάρων, που εντοπίζονται στα δυτικά της
πρωτεύουσας και εντός των ορίων της Δυτικής Αττικής. Χαρα-
κτηριστικό είναι το γεγονός ότι στις πλαγιές των βουνών αυτών
έχει εντοπιστεί αξιόλογος αριθμός σημαντικών αρχαίων φρου-
ρίων, όπως αυτά στα Αιγόσθενα, στις Ελευθερές, στη Φυλή και
αλλού, για τα οποία θα γίνει αναλυτικά λόγος σε επόμενη ενό-
τητα. Στα δυτικά, η Δυτική Αττική ορίζεται από τον Κορινθιακό
κόλπο, τον κόλπο των Αλκυονίδων και τα Γεράνεια όρη, στα
δυτικά των Μεγάρων, ενώ ο Σαρωνικός κόλπος αποτελεί το νό-
τιο όριο της υπό εξέταση περιοχής. Στα ανατολικά, την περιοχή
«φράζει» το όρος Αιγάλεω, που συναντά την Πάρνηθα στα Άνω
Λιόσια.
Οι παραπάνω ορεινοί όγκοι κυκλώνουν τη Δυτική Αττική,
πλαισιώνοντας μια κεντρική πεδινή έκταση, η οποία μοιάζει να
χωρίζεται στα δύο από το όρος Πατέρας, που ξεκινάει από το
δυτικό τμήμα του Κιθαιρώνα με κατεύθυνση νοτιοανατολική.
Το ανατολικό τμήμα της πεδιάδας είναι το Θριάσιο Πεδίο, συν-
δεδεμένο με αρχαίες παραδόσεις, ενώ στα δυτικά απλώνεται η

15
Κεφάλαιο I

Πάρνηθα. Η Πάρνηθα αποτελεί εκτεταμένο


ορεινό συγκρότημα μήκους 30 χιλιομέτρων και
μέγιστου πλάτους 20 χιλιομέτρων στη βορειοδυ-
τική πλευρά της Αττικής. Ένα μέρος της ανήκει
στον νομό Βοιωτίας, ενώ το νοτιοδυτικό κομμά-
τι της Πάρνηθας εμπίπτει στα διοικητικά όρια
της Δυτικής Αττικής. Η υψηλότερη κορυφή της
εντοπίζεται στη θέση Καραβόλα (1.413 μέτρα). Η
βλάστηση είναι ιδιαίτερα πυκνή. Στα ψηλότερα
τμήματα είναι καλυμμένη από ελατοδάση, ενώ
στα μεσαία και χαμηλότερα επίπεδα υπάρχουν
πεύκα και ποικιλία θαμνωδών φυτών. Η χλωρί-
δα της Πάρνηθας περιέχει πάνω από 1.000 είδη,
ενώ η πανίδα της περιλαμβάνει ελάφια, τσακά-
λια, αλεπούδες, λαγούς, νυφίτσες και πάνω από
130 είδη πτηνών. Ο Παυσανίας (Ι, 32, 1) αναφέρει
ότι στην Πάρνηθα μπορούσε κανείς να κυνηγήσει
αρκούδες και αγριογούρουνα.
Η Πάρνηθα χαρακτηρίζεται από έντονο ανά-
γλυφο, το οποίο περιλαμβάνει απότομες πλα-
γιές, εντυπωσιακές χαράδρες, κοιλάδες και ορο-
πέδια. Επίσης, υπάρχουν πολλά σπήλαια· το πιο
γνωστό από αυτά είναι η Λυχνοσπηλιά, στην πε-
ριοχή της Φυλής, σε υψόμετρο 675 μέτρων, όπου
λατρευόταν ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας και οι
Νύμφες.
Κατά την αρχαιότητα, στην Πάρνηθα υπήρχαν
πολυάριθμα φρούρια, καθώς το βουνό αποτε-
λούσε το φυσικό σύνορο της πόλης των Αθηνών
με τους γείτονές της στα βορειοδυτικά. Το πιο ση-
μαντικό φρούριο στο δίκτυο των οχυρώσεων της
Πάρνηθας είναι το επιβλητικό φρούριο της Φυ-
λής, στα βορειοδυτικά της Μονής Κλειστών. Επί-
σης, στην ευρύτερη περιοχή της Πάρνηθας εντο-
Άποψη πεδιάδα των Μεγάρων. Αυτές οι εκτάσεις τροφο- πίζονται και αρκετοί αρχαίοι δήμοι, όπως αυτοί
της Πάρνηθας δότησαν με δημητριακά τις πόλεις των Μεγάρων της Φυλής, των Αχαρνών και των Κρωπιδών.
(φωτογραφικό
και της Ελευσίνας, αλλά και της Αθήνας από τα Η Πάρνηθα αποτέλεσε έδρα σημαντικής λα-
αρχείο Νομαρχίας
Δυτικής Αττικής) προϊστορικά χρόνια και για πάρα πολλούς αιώ- τρείας του Δία. Ο Παυσανίας (Ι, 32, 2) μιλάει για
νες. Επιπλέον, οι ομαλές ακτές της Δυτικής Ατ- την ύπαρξη χάλκινου αγάλματος του Παρνήσιου
τικής ευνόησαν τη δημιουργία λιμανιών, όπως Δία, βωμού του Δία Σημαλέου, δηλαδή αυτού
της Ελευσίνας και των Μεγάρων. Σε συνδυασμό που σχετίζεται με τα προμηνύματα της βροχής,
με τη συστηματική γεωργική παραγωγή και την καθώς και βωμού, όπου θυσίαζαν άλλοτε στον
κτηνοτροφία, που ευνοήθηκε από την παρουσία Όμβριο Δία και άλλοτε στον Δία Απήμιο. Το επί-
εκτεταμένων ορεινών και ημιορεινών εκτάσεων, θετο «απήμιος» έχει να κάνει με την ιδιότητα του
τα λιμάνια αυτά οδήγησαν στην ανάπτυξη σημα- Δία να προκαλεί κεραυνούς και καταιγίδες και
ντικών αστικών κέντρων, τα οποία καθόρισαν και έτσι να γίνεται πρόξενος «πημάτων», δηλαδή ζη-
την ανάπτυξη της περιοχής από την αρχαιό­τητα μιών ή δυστυχημάτων. Καθώς η δραστηριότητα
μέχρι σήμερα. Έτσι, κρίθηκε σκόπιμο να ξεκινή- ενός καιρικού θεού πιστευόταν ότι εκδηλωνόταν
σουμε την επισκόπηση της ιστορίας και του πο- στις πιο ψηλές κορυφές, η λατρεία του Δία ως
λιτισμού των εδαφών της Δυτικής Αττικής ρίχνο- εξουσιαστή των νεφών και της βροχής στις κο-
ντας μια εμπεριστατωμένη ματιά στα κυριότερα ρυφές των βουνών υπήρξε αρκετά συνηθισμέ-
στοιχεία που συνθέτουν το φυσικό περιβάλλον νο φαινόμενο σε ολόκληρη την Ελλάδα. Έτσι, η
της περιοχής. απλή δήλωση μιας κορυφής, όπου λατρευόταν ο

16
Αρχαιότητα

Ο χάρτης
στο φύλλο VI
από το έργο
Karten von Attika
των Γερμανών
Ιωάννη Κάουπερτ
και Ερνέστου
Κούρτιους,
που εκδόθηκε
για πρώτη φορά
στο Βερολίνο
το 1881· είναι
σχεδιασμένος
από τον
τοπογράφο-
χαρτογράφο
Κάουπερτ
και απεικονίζει
το όρος Αιγάλεω
και το νότιο
τμήμα της
Πάρνηθας
(συλλογή
Ιωάννη Ιγγλέση)

Δίας, π.χ. Υμήττιος, Παρνήσιος, Ιδαίος, Ολύμπι- Κιθαιρώνας. Καλυμμένος από πυκνά δάση
ος, αρκούσε για να σημάνει την ιδιότητά του ως πεύκων και ελάτων, ο Κιθαιρώνας απλώνεται
καιρικού θεού. Το ιερό του Παρνήσιου Δία, που στα βορειοδυτικά της Αττικής, στα σύνορα της
αναφέρει ο Παυσανίας στο παραπάνω απόσπα- Μεγαρίδας και της Βοιωτίας, και αποτελεί τμή-
σμα, τοποθετείται από κάποιους ερευνητές στην μα της οροσειράς που συνδέει την Πάρνηθα με
περιοχή του Άρματος, κορυφής που υψώνεται τον Παρνασσό. Ξεκινάει στα δυτικά από τον όρμο
στα ανατολικά του φρουρίου της Φυλής και στα Λιβαδόστρου, βαίνει παράλληλα προς την ακτή
βόρεια της Μονής Κλειστών. Επίσης, ευρήματα του κόλπου των Αλκυονίδων και, ενωμένος με
σε άλλο ύψωμα, που εντοπίζεται ανατολικά του τον ορεινό όγκο της Πάστρας, φθάνει στο ορο-
Άρματος, πιθανώς να ανήκουν στο ιερό του Δία πέδιο της Σκούρτας, στην περιοχή των Δερβενο-
Παρνήσιου. χωρίων. Προς τη μεγαρική πεδιάδα, ο Κιθαιρώ-
Εκτός από τον Παυσανία, την Πάρνηθα ανα- νας εκτείνεται μέχρι το όρος Πατέρας. Το μήκος
φέρουν και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο του είναι περίπου 32 χιλιόμετρα και το μέγιστο
Αριστοφάνης (Νεφέλαι, 323), ο φιλόσοφος Θεό- πλάτος του περί τα 6 χιλιόμετρα. Η υψηλότερη
φραστος (Περί σημείων, υδάτων και πνευμάτων, κορυφή του είναι ο Προφήτης Ηλίας ή Ελατιά
Γ 43 και Γ 47), ο Λουκιανός (Ικαρομένιππος, 11) (1.409 μέτρα) και εντοπίζεται μεταξύ Πλαταιών
και άλλοι. Στους νεότερους χρόνους, η Πάρνηθα και Αιγοσθένων.
αναφέρεται συχνά με το όνομα «Οζάς» ή «Οζέον O ορεινός όγκος της Πάστρας βρίσκεται μετα-
όρος». ξύ των Ερυθρών και του οικισμού των Σκούρτων.

17
Κεφάλαιο I

Τοπίο με έλατα
στον Κιθαιρώνα,
1938· στο βάθος
διακρίνεται
ο Κορινθιακός
κόλπος
(φωτογραφικό
αρχείο Ελληνικού
Λογοτεχνικού
και Ιστορικού
Αρχείου)

Χαρακτηρίζεται από απότομες πλαγιές και με- ή νεότερα, τα διέσχισαν πολλοί από τους Ευρω-
γάλες ρεματιές. Μεταξύ του Κιθαιρώνα και της παίους περιηγητές, οι οποίοι ταξίδευαν από τη
Πάστρας υπάρχει το πέρασμα της Κάζας, από Βοιωτία προς την Αττική ή αντιστρόφως. O πε-
όπου διέρχεται η παλαιά εθνική οδός Αθηνών- ρίφημος Γάλλος συγγραφέας Γουσταύος Φλω-
Θηβών. Από εκεί περνούσε και ο δρόμος «δι’ μπέρ, ο οποίος ταξίδεψε από την Αθήνα στους
Ελευθερών» ή Δρυός Κεφαλών ή Τριών Κεφα- Δελφούς τον Ιανουάριο του 1851, περιγράφει τη
λών, ο οποίος συνέδεε τη Θήβα με την Ελευσίνα διαδρομή από την Κάζα προς το Κριεκούκι, δη-
κατά την αρχαιότητα και αποτελούσε το κύριο λαδή τις σημερινές Ερυθρές:
πέρασμα προς τη Βοιωτία. Στα ανατολικά του «Ο δρόμος στην ανατολική πλευρά του Κι-
δρόμου, λίγο πάνω από την Κάζα, αμέσως βόρεια θαιρώνα ακολουθεί μια ξερή χαράδρα, ένας πα-
της διασταύρωσης προς Βίλια, σε μεμονωμένο γωμένος άνεμος φυσάει στο πρόσωπό μας, είμαι
ύψωμα, δεσπόζουν τα εντυπωσιακά ερείπια του αναγκασμένος, παρά το τριπλό μου ντύσιμο, να
φρουρίου των Ελευθερών, που είναι γνωστό και χτυπιέμαι με τα μπράτσα μου όπως κάνουν οι
ως Γυφτόκαστρο. Πρόκειται για θέση εξαιρετι- αμαξάδες στο Παρίσι. Ο δρόμος είναι αμαξιτός ή
κής στρατηγικής σημασίας, καθώς επόπτευε το σχεδόν· κάθε τόσο, στις στροφές, πέτρινες γέφυ-
σημαντικό πέρασμα, αλλά και την εύφορη πεδιά- ρες πάνω στο χείμαρρο.
δα της Οινόης. Στους πρόποδες αυτού του βουνού ο δρόμος
Εκτός από τον «δι’ Ελευθερών» δρόμο, υπήρχε χάνεται, κατεβαίνουμε ανάμεσα στις πέτρες στην
και δεύτερη δίοδος, πιο απότομη, που οδηγούσε κατεβασιά. Από το σημείο αυτό απλώνεται
από τα Μέγαρα ή την Ελευσίνα (μέσω Βιλίων) στις μπροστά σου όλη η πεδιάδα των Πλαταιών· αρι-
Πλαταιές μέσω του Κιθαιρώνα. Επιπλέον, έχουν στερά, πολύ κοντά, και δεσπόζοντας από πάνω
εντοπιστεί και άλλοι μικρότεροι δρόμοι, που δεν σου, ο Κιθαιρώνας σκεπασμένος με χιόνια που
αποτελούσαν κύρια περάσματα, στα ανατολικά στοιβάζονται και ενοποιούνται όσο το μάτι ανε-
του δρόμου Μεγάρων-Πλαταιών. Αυτοί φαίνεται βαίνει προς την κορυφή, στεφανωμένη, σε ολό-
πως χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα μέ- κληρο το μακρόστενο σχήμα της, μ’ ένα σκουφί
χρι τα νεότερα χρόνια και μπορεί κανείς να τους κάτασπρα σύννεφα που θα έλεγες από μακριά
διακρίνει ακόμη και σήμερα στις πλαγιές του Κι- πως είναι παγετώνας. […] Στα πόδια μας, στο τέ-
θαιρώνα, πάνω από τις Ερυθρές. λος της κατηφοριάς, λίγο δεξιά, το μικρό χωριό
Τα ορεινά μονοπάτια του Κιθαιρώνα, αρχαία Κριεκούκι. Στο βάθος του ορίζοντα και κλείνο-

18
Αρχαιότητα

Η δυτική
απόληξη
του όρους
Πατέρα
με τον κόλπο
της Ψάθας
στον Κορινθιακό
στο βάθος
(φωτογραφικό
αρχείο Νομαρχίας
Δυτικής Αττικής)

ντας τη μεγάλη πεδιάδα, ο Ελικώνας αριστερά θεοί μεταμόρφωσαν τα δύο αδέλφια στα ομώνυ-
και ο Παρνασσός δεξιά: ο πρώτος, με μυτερό μα βουνά: ο Ελικών, εξαιτίας της πραότητας του
τρούλο ή γωνία με απαλή κορυφή· ο δεύτερος χαρακτήρα του, έγινε ενδιαίτημα των Μουσών,
απλώνεται πιο πολύ και τον σκεπάζουν περισ- ενώ ο ασεβής Κιθαιρών των Ερινυών.
σότερα χιόνια απ’ όσα το γείτονά του. Τη δεξιά
πλευρά της πεδιάδας (την ανατολική) την κρύ- Πατέρας. Το όρος Πατέρας, με υψηλότερη κο-
βουν από τα μάτια μας ο ποικιλόμορφος τοίχος ρυφή το Λεοντάρι (1.132 μέτρα), καταλαμβάνει
των βουνών της Εύβοιας· ο τοίχος που σχηματί- το βορειοδυτικό τμήμα της Δυτικής Αττικής. Οι
ζεται βρίσκεται στη μέση· στα δύο άκρα, βουνά πλαγιές του είναι απότομες, αυλακωμένες από
που προχωρούν σ’ ένα πιο κοντινό επίπεδο. μεγάλες ρεματιές και καλυμμένες με πεύκα, σκί-
Μας δείχνουν τη μύτη της Χαλκίδας, κορυφή να, κουμαριές και έλατα. Στις βορειοανατολικές
εντελώς χιονισμένη και που γυαλίζει στον ήλιο, υπώρειες του Πατέρα, κοντά στο Παλαιοχώρι,
δεξιά, σχεδόν ολότελα πίσω μας» (Flaubert 2000, έχει εντοπιστεί τειχισμένη ακρόπολη με ίχνη κα-
σελ. 32-33). τοίκησης από τη Γεωμετρική περίοδο έως τα ρω-
Ο Παυσανίας (ΙΧ, 1, 2) αναφέρει ότι ο Κι- μαϊ- κά χρόνια, η οποία έχει ταυτιστεί από κά-
θαιρών ήταν παλαιός βασιλιάς των Πλαταιών, ποιους ερευνητές με αυτήν της αρχαίας Ερένειας.
από τον οποίο πήρε το όνομά του το γειτονικό
βουνό. Ο Ψευδοπλούταρχος (Περί ποταμών, ΙΙ, Γεράνεια. Τα Γεράνεια όρη, οροσειρά κατάφυ-
2) παραδίδει μια διαφορετική εκδοχή, κατά την τη από πεύκα και έλατα με σχετικά απόκρημνες
οποία ο Κιθαιρών ήταν ένας όμορφος βοσκός, πλαγιές, εκτείνονται από τα Μέγαρα μέχρι το
τον οποίο ερωτεύθηκε η Τισιφόνη, μία από τις Λουτράκι και την Περαχώρα στον νομό Κοριν-
Ερινύες. Καθώς, όμως, την περιφρόνησε, η Ερι- θίας. Ουσιαστικά, αποτελούν το φυσικό όριο με-
νύα έστειλε εναντίον του Κιθαιρώνα φίδι από ταξύ της Μεγαρίδας και της Κορινθίας. Οι νοτιο-
την κόμη της, το οποίο σκότωσε τον βοσκό. Σύμ- ανατολικές παρυφές της οροσειράς καταλήγουν
φωνα με τον Ψευδοπλούταρχο (ό.π.), υπάρχει και στις Σκιρωνίδες Πέτρες, τη σημερινή Κακιά Σκά-
μία τρίτη παράδοση, η οποία θέλει τον Κιθαιρώ- λα, από όπου ο Αθηναίος ήρωας Θησέας γκρέμι-
να άπληστο και σκληρό άνδρα, που σκότωσε τον σε τον διαβόητο ληστή Σκίρωνα.
πατέρα του και αποπειράθηκε να γκρεμίσει τον Το όνομα του βουνού απαντά στους αρχαί-
αδελφό του, τον μειλίχιο Ελικώνα, από βράχο. Οι ους συγγραφείς ως θηλυκό, δηλαδή η Γεράνεια.

19
Κεφάλαιο I

μέτρα). O Γάλλος διανοούμενος Φραγκίσκος


Πουκεβίλ, που περιηγήθηκε την Αττική αλλά και
ολόκληρη την Ελλάδα κατά την περίοδο 1805-
1815, διάβηκε τα Γεράνεια όρη στην πορεία του
από την Αθήνα προς την Κόρινθο:
«Ξαφνικά μπήκαμε στο πέρασμα της Κακής
Σκάλας. Αυτή η κάθοδος, που δεν έχει απολύ-
τως τίποτε το άσχημο, μας έφερε σ’ έναν ωραίο
δρόμο, χαραγμένο στην πλαγιά του όρους Μα-
κρυπλάγι, το οποίο βλέπει τον όρμο του Σάρου
[σσ: εννοεί τον Σαρωνικό]. Κάποιοι κυνηγοί με
πληροφόρησαν πως υπάρχει μία λίμνη στα από-
κρημνα σημεία αυτού του όρους, καθώς και αρ-
κετά ελάφια, ζαρκάδια και αγριογούρουνα. Τρι-
γύρω σ’ αυτούς τους βράχους είδα να πετούν
αετοί, μιλάνοι και μπόλικα αγριοπερίστερα. Πα-
ρατήρησα εκτεταμένες καταστροφές στα πευκο-
δάση, που οι βοσκοί τα καίνε απλά και μόνο για
την απόλαυση της καταστροφής κι αν ήταν πε-
ρισσότερα θα τα εξαφάνιζαν τελικά» (Pouqueville
1995, σελ. 458).

Αιγάλεω. Η οροσειρά Αιγάλεω αποτελεί ένα


από τα πλέον χαρακτηριστικά γεωγραφικά στοι-
χεία του τοπίου στα δυτικά της πόλης των Αθη-
νών, την οποία χωρίζει από την πεδιάδα της
Ελευσίνας. Πρόκειται για οροσειρά-προέκταση
της Πάρνηθας, η οποία ξεκινάει από τα Άνω
Λιόσια και φθάνει έως το στενό της Σαλαμίνας.
Έχει πλάτος γύρω στα 5 χιλιόμετρα και μήκος
περίπου 20. Το Αιγάλεω δεν διέθετε ποτέ επαρ-
κή πηγαία νερά, πράγμα που οδήγησε σε ιδιαίτε-
ρα αραιή βλάστηση, αποτελούμενη κυρίως από
πεύκα. Η έλλειψη υδάτων οφείλεται στην ασβε-
Άποψη Ο Παυσανίας (Ι, 40, 1) αναφέρει ότι η ονομασία στολιθική γεωλογική σύνθεση του εδάφους.
των Γερανείων
αυτή σχετίζεται με τους γερανούς, υδρόβια που- Η οροσειρά του Αιγάλεω είναι δικόρυφη· ανα-
ορέων·
τα Γεράνεια, λιά με μακρύ λαιμό. Σύμφωνα με μια παράδοση, πτύσσεται σε δύο όγκους, που χωρίζονται από
ή η Γεράνεια ο Μέγαρος, γιος του Δία και μίας από τις Σιθνίδες φυσική στενωπό. Η στενωπός αυτή, την οποία
των αρχαίων
νύμφες, που ζούσαν στην περιοχή των Μεγάρων, διέσχιζε η Ιερά Οδός, βρίσκεται στο ύψος της
συγγραφέων,
είναι οροσειρά επιβίωσε του κατακλυσμού που έγινε την εποχή Μονής Δαφνίου. Το ανατολικό τμήμα της οροσει-
κατάφυτη από του Δευκαλίωνα, ανεβαίνοντας στην κορυφή των ράς, δηλαδή αυτό που ξεκινά από το Δαφνί και
πεύκα και
Γερανείων. Ο Μέγαρος κατάφερε να κολυμπήσει φθάνει μέχρι τα Λιόσια και το Δέμα, ήταν γνωστό
έλατα, που
εκτείνεται από μέχρι εκεί, οδηγούμενος από τις κραυγές των κατά την αρχαιότητα ως Κορυδαλλός. Η υψηλό-
τα Μέγαρα μέχρι γερανών που πετούσαν πάνω από το βουνό. Πά- τερη κορυφή του σχηματίζεται πάνω από το Κα-
το Λουτράκι και
ντως, το όνομα της οροσειράς πιθανώς να σχετί- ματερό, έχει ύψος 453 μέτρα και ονομάζεται Ζα-
την Περαχώρα,
αποτελώντας ζεται και με το μακρόστενο σχήμα της. Σύμφωνα χαρίτσα. Με το πέρασμα του χρόνου, η ονομασία
το φυσικό με αρχαίο σχόλιο στον Θουκυδίδη (Ι, 105), η Γε- του βουνού παραφράστηκε σε «Σκορδαλλός» ή
όριο μεταξύ
ρανία ήταν ακρωτήριο της Μεγαρίδας, το οποίο «Σκορδιλό». Η ονομασία αυτή έχει συνδεθεί με
Μεγαρίδας
και Κορινθίας είχε ονομαστεί έτσι εξαιτίας του μακρόστενου τον αρχαίο δήμο των Κορυδαλλέων της Ιπποθωο­
(φωτογραφικό σχήματός της. Η έννοια της μακρόστενης ορο- ντίδας φυλής, ο οποίος τοποθετείται από τους
αρχείο Νομαρχίας
σειράς ή κορυφογραμμής είναι σύμφωνη και με περισσότερους ερευνητές στους νοτιοανατολι-
Δυτικής Αττικής)
το νεότερο όνομα της υψηλότερης κορυφής των κούς πρόποδες της οροσειράς.
Γερανείων, που ονομάζεται Μακρυπλάγι (1.369 Ο δυτικός όγκος της οροσειράς, με άλλα λό-

20
Αρχαιότητα

Χάρτης της
Δυτικής Αττικής,
που εκδόθηκε
από τη
Γεωγραφική
Υπηρεσία
Στρατού
το 1936

21
Κεφάλαιο I

για το τμήμα που ξεκινά από το Δαφνί και φθά- νη πόλη του Ασπροπύργου, ενώ στο δυτικό η
νει στην ακτή του Σκαραμαγκά, ήταν γνωστός Μάνδρα και στο νοτιοδυτικό η Ελευσίνα.
ως «Αιγάλεως» και το μέγιστο ύψος του είναι τα Το Θριάσιο Πεδίο συνδεόταν με την Αθήνα
468 μέτρα. Διακρίνεται σε τρεις μάζες: το Τρίκορ- μέσω δύο δρόμων. Ο πρώτος ήταν η Ιερά Οδός,
φο, που βρίσκεται κατά μήκος της νότιας ακτής που διέσχιζε το παράκτιο νότιο τμήμα του έως
και σχηματίζει το ακρωτήριο του Περάματος, το την Ελευσίνα. Για τον λόγο αυτόν, το Δίπυλο, η
Δαφνοβούνι, πάνω και γύρω από τη Μονή Δαφ- αφετηρία της Ιεράς Οδού, ήταν γνωστό και ως
νίου, και το βουνό του Σκαραμαγκά, που υψώνε- «Θριάσιαι Πύλαι». Ο δεύτερος δρόμος ξεκινού-
ται στα δυτικά, πλησίον του Ελευσινιακού κόλ- σε από την πόλη με βορεινή κατεύθυνση και,
που. Η λέξη «Αιγάλεως» είναι σύνθετη και σημαί- αφού διέσχιζε τις Αχαρνές, στρεφόταν δυτικά
νει τον μεγάλο ορεινό όγκο (λᾶας, λᾶς και λᾶος, ὁ και περνούσε μέσα από το στενό πέρασμα που
= σκόπελος, βράχος, αλλά και πέτρα που ρίπτε- σχηματίζεται μεταξύ του Ποικίλου όρους και της
ται από πολεμιστή), πάνω στον οποίο σπάνε τα Πάρνηθας. Από εκεί περνούσε στο βόρειο τμήμα
κύματα (αἰγίς, ἡ = ορμητική καταιγίδα, θύελλα). του ανατολικού Θριάσιου Πεδίου, που απλωνό-
Το όρος είναι γνωστό μεταξύ των αρχαιομαθών ταν προς τα νότια μέχρι τη θάλασσα. Το Θριάσιο
ως ο τόπος που επέλεξε ο Ξέρξης, προκειμένου Πεδίο θεωρείτο από τους αρχαίους κατοίκους
να παρακολουθήσει την περίφημη ναυμαχία της της Αττικής ως η πιο εύφορη πεδιάδα τους, διό-
Σαλαμίνας. τι, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, εκεί
Με τον όρο «Ποικίλο όρος», ο οποίος για αναπτύχθηκε για πρώτη φορά η γεωργία με την
πρώτη φορά απαντά στον Παυσανία, οι αρχαίοι καθοδήγηση της θεάς Δήμητρας. Η πεδιάδα αρ-
Αθηναίοι κατά πάσα πιθανότητα εννοούσαν το δευόταν από τον ελευσινιακό Κηφισό (Σαραντα-
τμήμα της οροσειράς όπου ενώνονταν οι ορεινοί πόταμο) και παρήγε δημητριακά, λάδι και κρασί.
όγκοι του Αιγάλεω και του Κορυδαλλού, δηλα- Η συστηματική καλλιέργεια του Θριάσιου Πεδί-
δή την περιοχή στο ύψος της Μονής Δαφνίου ου συνεχίστηκε, σχεδόν χωρίς διακοπή, έως τις
και του ιερού της Αφροδίτης. Η ονομασία «Ποι- πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν ξεκίνησε
κίλον» προέρχεται πιθανότατα από τον «ποικι- η εκβιομηχάνιση και η συνακόλουθη περιβαλλο-
λόν», ο οποίος, σύμφωνα με τον λεξικογράφο ντική επιβάρυνση της περιοχής.
Ησύχιο, «είναι πτηνόν φέρον στίγματα και τρώ- Η ετυμολογία της ονομασίας του Θριάσιου
γον τα αυγά του κορυδαλλού». Αν έτσι έχουν τα Πεδίου σχετίζεται με τις Θρίες. Σύμφωνα με τις
πράγματα, η ονομασία αυτή αποτελεί ακόμη μια μυθολογικές παραδόσεις, οι Θρίες ήταν φτερω-
έκφραση της πασίγνωστης σκωπτικής διάθεσης τές νύμφες, τροφοί του Απόλλωνα, που κατοι-
των Αθηναίων. κούσαν στον Παρνασσό και μπορούσαν να μα-
Πάντως, υπέρ των ξεχωριστών ονομάτων για ντεύουν το μέλλον από την κίνηση των χαλικιών
διάφορα τμήματα της οροσειράς είναι και το μέσα στο νερό. Έτσι, τα μικρά χαλίκια που χρη-
σχόλιο του αθηναιολόγου Δημητρίου Καμπού- σιμοποιούνταν στη μαντική ονομάστηκαν θριές.
ρογλου στον Αναδρομάρη της Αττικής (1920): Άλλες παραδόσεις αναφέρουν ότι οι Θρίες δίδα-
«Καυχάται λοιπόν ο Αιγάλεως με όλον του το ξαν τη μαντική τέχνη με χαλίκια στην Αθηνά, ενώ
δίκιο, εις το σημείον που αποφασίζει να μας άλλες ότι η Αθηνά ήταν αυτή που την επινόησε.
αφίση ένα στενόν, το οποίον μας οδηγεί εις την Ο ερευνητής της ελληνικής μυθολογίας Ζαν Ρι-
ωραίαν θάλασσαν, και να λάβη εκεί δεξιά και σπέν (Richepin 1975, σελ. 95-96) μας πληροφορεί
αριστερά του διάφορα τμηματικά ονόματα, καυ- σχετικά με μια παράδοση που υποστηρίζει ότι ο
χάται διά το ένα και καλόν του Μοναστήρι, διά Απόλλων ενοχλήθηκε με τη μαντική δραστηριό­
την ψηφιδωτήν αίγλην του Δαφνιού» (Καμπού- τητα της Αθηνάς, καθώς ήθελε να κρατήσει για
ρογλου 1920α, σελ. 86). τον εαυτό του το προνόμιο του αποκλειστικού
διερμηνέα των βουλών του Δία. Έτσι, παραπο-
Θριάσιο Πεδίο. Αμέσως δυτικά του όρους Αι- νέθηκε στον τελευταίο, ο οποίος τον δικαίωσε. Η
γάλεω απλώνεται η μεγάλη πεδιάδα του Θριάσι- Αθηνά, ενοχλημένη, πέταξε τα χαλίκια στον κά-
ου. Στα δυτικά και βορειοδυτικά κλείνεται από μπο, που από τότε ονομάστηκε Θριάσιο Πεδίο.
τους ορεινούς όγκους του Πατέρα, στα βόρεια Μια άλλη ετυμολογική ερμηνεία συσχετίζει το
από τον Κιθαιρώνα και στα βορειοανατολικά Θριάσιο Πεδίο με το δέντρο της συκιάς, καθώς
από την Πάρνηθα. Στα νότια βρέχεται από τη θά- «θρίον» σημαίνει φύλλο συκής. Την πρώτη συκιά
λασσα του κόλπου της Ελευσίνας. Στο ανατολικό της Αττικής τη χάρισε η θεά Δήμητρα στον Φύτα-
τμήμα του Θριάσιου Πεδίου βρίσκεται η σύγχρο- λο, προκειμένου να τον ευχαριστήσει για τη φι-

22
Αρχαιότητα

Η Ιερά Οδός
κατά μήκος
της παραλίας
στην περιοχή
των Ρειτών,
δεκαετία 1930
(Πρακτικά της
Αρχαιολογικής
Εταιρείας 1937,
σελ. 40, εικ. 19)

λοξενία που της προσέφερε στο σπίτι του, στις στην παλιά εποχή αποτελούσαν το σύνορο της
όχθες του αθηναϊκού Κηφισού. Επίσης, υπάρχουν χώρας των Ελευσινίων προς τους άλλους Αθη-
μαρτυρίες για τη λατρεία του ήρωα Θριάσιου ναίους» (για τη μετάφραση, βλ. Παπαχατζή 1994,
στην περιοχή του ανατολικού Θριάσιου Πεδίου. σελ. 471-472).
Το όνομά του αναφέρεται ότι έχει εντοπιστεί σε Οι Ρειτοί ήταν δύο μικρές τεχνητές λίμνες που
επιγραφή αφιερωματικής στήλης με αετωματική σχηματίστηκαν από ομάδα πηγών στις δυτικότα-
επίστεψη, που ανασκάφηκε στον Ασπρόπυργο τες παρυφές του όρους Αιγάλεω και γύρω στα
και χρονολογείται στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. 300 μέτρα βόρεια της ακτής. Οι πηγές βρίσκονταν
Έχει γραφτεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μιμείται σε φυσικά βαθουλώματα του εδάφους, τα οποία
το μέτρο των χρησμών της Κλασικής εποχής και φράχτηκαν προς την πλευρά της θάλασσας κατά
το περιεχόμενό της προτρέπει τους περαστικούς την αρχαιότητα. Τα ρεύματα που περιγράφει ο
να λατρεύουν τον ήρωα Θριάσιο. Παυσανίας είναι οι εκροές των φραγμάτων προς
τον κόλπο της Ελευσίνας. Αυτές ήταν γεφυρωμέ-
Ρειτοί (.λίμνη Κουμουνδούρου). Στο νοτιοδυ- νες, προκειμένου να διευκολύνεται η διέλευση
τικό άκρο της Δυτικής Αττικής βρίσκεται η λίμνη των ταξιδιωτών. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η
Κουμουνδούρου, στο σημείο όπου εντοπίζονταν διαμόρφωση των λιμνών και των διαρροών των
οι λιμνούλες των Ρειτών κατά την αρχαιότητα. Σε υδάτων προς τη θάλασσα έγινε στα κλασικά χρό-
αυτές αναφέρεται ο Παυσανίας (Ι, 38, 1-2) αμέ- νια. Νωρίτερα, η διέλευση από το σημείο αυτό θα
σως μετά την περιγραφή του ιερού της Αφροδί- πρέπει να ήταν αδύνατη, εξαιτίας των ρευμάτων
της στην Αφαία Σκαραμαγκά, στην πορεία του και των ελών που τα τελευταία θα σχημάτιζαν·
από την πόλη των Αθηνών προς την Ελευσίνα: έτσι, η Ιερά Οδός θα πρέπει αρχικά να έκανε πα-
«Οι λεγόμενοι Ρειτοί μόνο που ρέουν όπως ράκαμψη προς τα βόρεια, ώστε να περάσει πίσω
τα ποτάμια· το νερό τους είναι θαλασσινό. Θα από τις πηγές. Το νερό των Ρειτών ήταν υφάλμυ-
μπορούσε να πιστέψει κανείς πως από τον Εύ- ρο, λόγω της μικρής απόστασης που τους χώριζε
ριπο της Χαλκίδας ρέουν κάτω από το έδαφος από τη θάλασσα.
σε μια θάλασσα χαμηλότερη. Οι Ρειτοί από πα- Η βόρεια λίμνη ήταν αφιερωμένη στη θεά
ράδοση θεωρούνται αφιερωμένοι στην Κόρη και Δήμητρα, ενώ η «προς το άστυ» στην κόρη της,
τη Δήμητρα, και ψάρια από αυτούς μπορούν να Περσεφόνη. Μόνον οι ιερείς των θεοτήτων αυτών
πιάνουν μόνο οι ιερείς. Οι Ρειτοί, όπως μαθαίνω, είχαν το δικαίωμα να ψαρεύουν εκεί. Η νότια λί-

23
Κεφάλαιο I

μνη της Περσεφόνης διατηρείται μέχρι σήμερα, αντικειμένων της θεάς ήταν υποχρεωμένοι να εί-
είναι γνωστή ως λίμνη Κουμουνδούρου και εντο- ναι πεζοί. Η επιγραφή επιστέφεται από ανάγλυ-
πίζεται στα σύνορα του σύγχρονου Δήμου Χαϊ­ φη παράσταση που απεικονίζει τις ελευσινιακές
δαρίου με τον Ασπρόπυργο. Αντίστοιχα, στην και τις αθηναϊκές θεότητες. Στην αριστερή άκρη
αρχαιότητα οι Ρειτοί αποτελούσαν το όριο μετα- έχουμε τη Δήμητρα και δίπλα της την Περσεφό-
ξύ Αθηνών και Ελευσίνας. Στο κέντρο περίπου νη, που κρατά δάδες, ενώ στα δεξιά εικονίζεται η
της λίμνης Κουμουνδούρου ο Ιωάννης Τραυλός θεά Αθηνά πάνοπλη να δίνει το δεξί χέρι σε νεα-
εντόπισε μακρύ τοίχο, ο οποίος προφανώς απο- ρό άνδρα που στέκεται μπροστά της, δίπλα στην
τελούσε μέρος του φράγματος που συγκρατούσε Περσεφόνη. Αυτός έχει ταυτιστεί από κάποιους
τα ύδατα και διαμόρφωνε τη λίμνη. Ο Τραυλός αρχαιολόγους με τον Ελευσίνιο ήρωα Τριπτόλε-
αναγνώρισε ότι οι λίθοι που είχαν χρησιμοποιη­ μο, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για προσω-
θεί στο φράγμα ήταν σε δεύτερη χρήση και βάσει ποποίηση του δήμου των Ελευσινίων.
της μορφολογίας τούς συνέδεσε με το δομικό υλι- Παρ’ όλο που ο Παυσανίας αναφέρει μόνο
κό του ελευσινιακού τελεστηρίου, που είχε ανε- τα ρεύματα, είμαστε βέβαιοι πως είδε και τις λι-
γείρει ο Πεισίστρατος και κατακάηκε από τους μνούλες, οι οποίες, σύμφωνα με διάφορους πε-
Πέρσες στα 479 π.Χ. ριηγητές, διατηρούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια του
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελευσίνας 19ου αιώνα μ.Χ. Μάλιστα, οι εκροές των λιμνών
υπάρχει επιγραφή με τμήμα ψηφίσματος της προς τη θάλασσα χρησιμοποιούνταν για να θέ-
αθηναϊκής βουλής, σχετικά με τη γεφύρωση ενός τουν σε κίνηση δύο παράλιους υδρόμυλους, που
από τα δύο ρεύματα των Ρειτών. Η επιγραφή είχαν κτιστεί κοντά στις λίμνες στις αρχές του πε-
χρονολογείται στα 421 π.Χ. και αναφέρει ότι οι ρασμένου αιώνα, αν όχι νωρίτερα. Ο Φραγκίσκος
Αθηναίοι είχαν αποφασίσει να κατασκευάσουν Πουκεβίλ επισκέφτηκε την περιοχή κατά το α΄
λίθινη γέφυρα πλάτους πέντε ποδών, δηλαδή μισό της δεκαετίας του 1810:
περίπου 1,5 μέτρου, προκειμένου οι ιερείς που «Αφού πήρα μερικά δείγματα του εδάφους
μετέφεραν τα ιερά της Δήμητρας στην Αθήνα να (μετά το στενό πέρασμα μεταξύ Ποικίλου και
περνούν με ασφάλεια τα ρεύματα. Παράλληλα, Αιγάλεω), επέστρεψα στην Ιερά Οδό και την
το μικρό πλάτος της γέφυρας απαγόρευε την ακολούθησα ως τους Ρειτούς ή αλμυρές πηγές
έλευση τροχοφόρων, καθώς οι συνοδοί των ιερών αφιερωμένες στη Δήμητρα και την Περσεφόνη,
δίπλα στις οποίες έχουν κτίσει μύλους. Απ’ αυτό
το σημείο έχασα τα ίχνη τροχών που είχαν σχη-
ματίσει οι ρόδες των κάρων και τα οποία ακο-
λουθούσαμε από το ναό της Φίλης Αφροδίτης
(ιερό Αφροδίτης Σκαραμαγκά)» (Pouqueville
1995, σελ. 429).
Ο Φλωμπέρ, στα τέλη του 1850, ακολούθησε
ανάλογη πορεία με τον Πουκεβίλ:
«Μονομιάς, στο τέλος της κατεβασιάς (αμέ-
σως μετά το πέρασμα μεταξύ Ποικίλου και Αι-
γάλεω), στρίβουμε δεξιά, οι βράχοι είναι κομμέ-
νοι ίσια, ο δρόμος έχει κατασκευαστεί απάνω
τους: είναι δίχως αμφιβολία ο αρχαίος δρόμος. Ο
δρόμος περνάει ανάμεσα στη θάλασσα και τις
λίμνες Ρειτοί, ένα γεφύρι σου επιτρέπει να πε-
ράσεις το μικρό αυλάκι που τις ενώνει. Οι λίμνες
Ρειτοί θυμίζουν τους ορμίσκους που διαμορφώ-
νει η παλίρροια. Λένε οι λίμνες· εγώ βλέπω μόνο
μία ή μάλλον κάτι σαν πλημμυρισμένο βάλτο»
(Flaubert 2000, σελ. 25).
Το ψηφισματικό
Όταν πέρασε από τους Ρειτούς ο Γάλλος πε-
ανάγλυφο των
Ρειτών, γύρω ριηγητής Ερρίκος Μπελ, κατά τη δεκαετία του
στο 420 π. Χ. 1860, η περιοχή παρουσίαζε εικόνα εγκατάλει-
(Αρχαιολογικό
ψης, ενώ οι δύο λίμνες θύμιζαν βάλτους. Η καλ-
Μουσείο
Ελευσίνας) λιέργεια των πεδινών εκτάσεων γύρω από τις

24
Αρχαιότητα

Η λίθινη γέφυρα
του Ελευσινιακού
Κηφισού
(Σαρανταπόταμου)
στα ανατολικά
της Ελευσίνας,
1ος αιώνας μ.Χ.

λίμνες ήταν σαφώς υποβαθμισμένη, εξαιτίας της βάλλονταν από ψηλούς καλαμιώνες, όπου έβρι-
έλλειψης επαρκών πόρων και αποτελεσματικής σκαν καταφύγιο πολλά πουλιά και αποτελούσαν
οργάνωσης: πραγματικούς υδροβιότοπους. Η ονομασία της
«Περνάμε δίπλα από δύο μεγάλους βάλτους νότιας λίμνης, δηλαδή της λίμνης Κουμουνδού-
με πέτρινα φράγματα και γεμάτους αλμυρό νερό ρου, ανάγεται είτε στο όνομα οικογένειας γαιο-
[σσ: εννοεί τις λίμνες των Ρειτών], και δια- σχί- κτημόνων, στους οποίους ανήκε η περιοχή κατά
ζουμε το Θριάσιο Πεδίο που είχε καταστεί τόσο τον 19ο αιώνα, είτε στον πρωθυπουργό Αλέξαν-
εύφορο, όταν η Δήμητρα δίδαξε στον Τριπτόλε- δρο Κουμουνδούρο, στη θητεία του οποίου, κατά
μο την καλλιέργεια της γης. Η περιοχή είναι σή- το β΄ μισό της δεκαετίας του 1860, έγιναν έργα
μερα πολύ παραμελημένη. Η αμέλεια των κατοί- επιχωμάτωσης και οδοποιίας μεταξύ της ακτής
κων άφησε τ’ αυλάκια της αποστράγγισης να του Σκαραμαγκά και της λίμνης. Μετά τον Β΄
βουλώσουν, και τα νερά έχουν καταλάβει κατά Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιφάνεια της λίμνης Κου-
τα τρία τέταρτα τα προσχώματα που θα μπο- μουνδούρου μειώθηκε σημαντικά εξαιτίας της δι-
ρούσαν να παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες απλάτυνσης της εθνικής οδού Αθηνών-Κορίνθου.
φυτών καλλιέργειας. Υπάρχει εδώ μία πηγή Η βόρεια λίμνη, γνωστή ως Κεφαλάρι, απο-
πλούτου γι’ αυτούς τους αδιάφορους και κακο- στραγγίστηκε και επιχωματώθηκε κατά τη δεκαε­
ντυμένους Αρβανίτες που βλέπουμε να τρυγούν τία του 1950 ως συνέπεια της εγκατάστασης δι-
μερικά αμπελάκια στις όχθες των βάλτων. Έχουν υλιστηρίων στην παράκτια περιοχή του Ασπρο-
βέβαια αποστραγγίσει κάποιες περιοχές, μα δεν πύργου. Σήμερα, η θέση της λίμνης αυτής υποδη-
έχει γίνει κανένα έργο ούτε καν προγραμματι- λώνεται από βάλτο που σχηματίζεται μεταξύ των
σμός, για ν’ απαλλαγεί η πεδιάδα από τους πυ- Ελληνικών Διυλιστηρίων Ασπροπύργου (ΕΛ.Δ.Α.)
ρετούς και τα νερά. Η κοινότητα είναι πολύ και της λίμνης Κουμουνδούρου.
φτωχή και το κράτος πολύ αδιάφορο» (Belle
1993, σελ. 160-161). Ο ελευσινιακός Κηφισός. Η μετά τους Ρειτούς
Παλαιοί κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν ότι πορεία προς τα δυτικά, επί του παραλιακού τμή-
και οι δύο λίμνες υπήρχαν μέχρι και τη δεκαε- ματος της Ιεράς Οδού, οδήγησε τον Παυσανία (I,
τία του 1950. Τις περιγράφουν με καθαρά, συνε- 38, 5-6) στην όχθη του ελευσινιακού Κηφισού:
χώς ανανεούμενα ύδατα, γεμάτες ψάρια, κυρίως «Κηφισός ποταμός ρέει και κοντά στην Ελευ-
κέφαλους, αλλά και λαβράκια, χέλια κ.ά. Περι- σίνα με ρεύμα πιο ορμητικό από τον Κηφισό

25
Κεφάλαιο I

που ανέφερα πριν. Κοντά σε αυτόν είναι ένας εκτός από τη γέφυρα του Κηφισού, φρόντισε για
τόπος που τον ονομάζουν Ερινεό και λένε πως ο την κατασκευή πολλών έργων για χάρη των Ελευ-
Πλούτων, όταν άρπαξε την Κόρη, κατέβηκε απ’ σινίων. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να τοποθε-
αυτού. Κοντά σε αυτόν τον Κηφισό ο Θησεύς τηθεί και η επισκευή της Ιεράς Οδού, καθώς και
σκότωσε το ληστή που ονομάζονταν Πολυπή- της προέκτασής της προς την Κόρινθο.
μων, επικαλούνταν όμως Προκρούστης» (για τη Η λίθινη γέφυρα του Κηφισού ανασκάφηκε
μετάφραση, βλ. Παπαχατζή 1994, σελ. 474-476). από τον Ιωάννη Τραυλό κατά το 1950. Στη διάρ­
Ο ποταμός που αναφέρει ο περιηγητής δεν εί- κεια της έρευνας, εντοπίστηκε επιγραφή των
ναι σήμερα τίποτα περισσότερο από έναν ξερο- τελών του 3ου αιώνα π.Χ. από πεντελικό μάρ-
πόταμο, ο οποίος είναι γνωστός ως Σαρανταπότα- μαρο, εντοιχισμένη σε μεσαιωνικό οχυρωματικό
μος. Στην αρχαιότητα, όμως, ο ποταμός ήταν ορ- πύργο που είχε κτιστεί δίπλα στη γέφυρα. Στην
μητικός, καθώς σχηματιζόταν από τα πολλαπλά επιγραφή αναφέρονται έξι πρόσωπα, πέντε εκ
ρέματα της δυτικής Πάρνηθας και του ανατολι- των οποίων κατάγονταν από τον αρχαίο δήμο
κού Κιθαιρώνα. Περνούσε μέσα από το Θριάσιο Κόπρου. Η επιγραφή ανήκε πιθανότατα σε κά-
Πεδίο και κατά τους χειμερινούς μήνες πλημμύ- ποιο ταφικό μνημείο στημένο στην περιοχή γύρω
ριζε τη νοτιοδυτική περιοχή της πεδιάδας, κατα- από τη γέφυρα. Στον ίδιο χώρο θα πρέπει να το-
στρέφοντας καλλιέργειες, αλλά και τις ανατολι- ποθετηθεί και ο δήμος Κόπρου, που ανήκε στην
κές παρυφές της αρχαίας πόλης της Ελευσίνας. Ιπποθοωντίδα φυλή.
Ο Παυσανίας πέρασε τον ελευσινιακό Κηφισό Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Γουσταύος
από μεγάλη λίθινη γέφυρα στο σημείο συνάντη- Φλωμπέρ πέρασε από την περιοχή, η γέφυρα δεν
σης του ποταμού με την Ιερά Οδό. Η θέση αυτή εί- ήταν ορατή. Στην περιοχή είδε μόνο ένα κτιστό
ναι σήμερα γνωστή ως «Καλό Πηγάδι» και απέχει πηγάδι:
περί το 1 χιλιόμετρο από το ιερό της Ελευσίνας. «Στην είσοδο του χωριού [σσ: της Ελευσίνας]
Η γέφυρα, μήκους 50 και πλάτους 5,5 μέτρων, ένα αρχαίο πηγάδι: μεγάλος δίσκος από πέτρες,
σώζεται σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση δίπλα τοποθετημένες σαν σε πλακόστρωτο και που
στη σύγχρονη γέφυρα. Είναι κατασκευασμένη ανεβαίνουν ως το κεντρικό σημείο, ως τον ομφα-
από καλολαξευμένους πειραϊκούς πωρόλιθους, λό θα λέγαμε, όπου βρίσκεται το ίδιο το πηγάδι,
συναρμοσμένους με εξαιρετική ακρίβεια. Απο- δηλαδή το στόμιο. Πρασινόχρωμες οι πέτρες στο
τελείται από τέσσερα χαμηλά τόξα, που πατούν εσωτερικό. Στο βυθό το νερό ρυτιδώνεται σε
σε τρεις ισχυρούς πεσσούς, θεμελιωμένους στην αδιάκοπα ημικύκλια, από μια χοντρή σταλαγμα-
κοίτη του ρέματος. Η κοίτη κάτω από τη γέφυρα τιά νερό που πέφτει ανάμεσα στις πέτρες 5 ή 6
είναι στρωμένη με μεγάλες ορθογώνιες πλάκες δάχτυλα πιο ψηλά» (Flaubert 2000, σελ. 26).
από ελευσινιακό λίθο, ώστε τα θεμέλια της γέφυ- Το πηγάδι αυτό αναφέρεται και από τον Που-
ρας να είναι πιο ανθεκτικά. Πιθανότατα, οι πλά- κεβίλ (Pouqueville 1995, σελ. 430)· πιθανότατα
κες αυτές προέρχονταν από αρχαιότερα κτήρια ταυτίστηκε από τον Φλωμπέρ με το Καλλίχορο
του ελευσινιακού ιερού. Τα σημεία όπου η γέφυ- φρέαρ, το οποίο βρισκόταν στην πραγματικότη-
ρα πατά στις όχθες του ποταμού είχαν ενισχυθεί τα στα ανατολικά των Μεγάλων Προπυλαίων του
με ισχυρούς επικλινείς αναλημματικούς τοίχους, ελευσινιακού ιερού.
προκειμένου να αποτραπεί η κατάρρευσή τους
εξαιτίας πιθανής ορμητικής πλημμύρας. Πριν Σαρωνικός κόλπος. Μετά το στενό πέρασμα
από τη γέφυρα αυτή θα υπήρχε κάποια άλλη ξύ- μεταξύ του Αιγάλεω και του Ποικίλου όρους, οι
λινη ή λίθινη κατασκευή. ταξιδιώτες της Ιεράς Οδού έβλεπαν τη γαλάζια
Η πρωτοβουλία για την κατασκευή της λίθινης επιφάνεια του Σαρωνικού κόλπου να απλώνε-
γέφυρας αποδίδεται στον Αδριανό, ο οποίος είχε ται μπροστά τους. Αν και σήμερα το τοπίο έχει
μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια κατά τη διάρ­ επιβαρυνθεί από τις πολυάριθμες βιομηχανικές
κεια πολύμηνης επίσκεψής του στην Αθήνα το μονάδες που έχουν συγκεντρωθεί κατά μήκος της
124 μ.Χ. Φαίνεται ότι μια καταστροφική πλημμύ- ακτής, ο Σαρωνικός κόλπος χάριζε μια εξαιρετικά
ρα του ελευσινιακού Κηφισού το φθινόπωρο του ειδυλλιακή θέα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του
έτους αυτού ώθησε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα να 20ού αιώνα. Οι εντυπώσεις που παρατίθενται στο
διατάξει την αντικατάσταση της υπάρχουσας γέ- παρακάτω απόσπασμα ανήκουν στον Γάλλο Ερ-
φυρας με τη στιβαρή κατασκευή που περιγράψα- ρίκο Μπελ και ανάγονται στη δεκαετία του 1860:
με παραπάνω. Ως ιδιαίτερα ευλαβής πιστός της «Φεύγοντας από το Δαφνί, ακολουθεί κανείς
Δήμητρας και των Μυστηρίων της, ο Αδριανός, μια κατηφοριά ως την ακτή του κόλπου της

26
Αρχαιότητα

Ελευσίνας· ο δρόμος κατεβαίνει, έχοντας δεξιά κότερο σημείο του Σαρωνικού κόλπου βρίσκεται Ο Σαρωνικός
κόλπος
τις ασβεστολιθικές πλαγιές του Ικάριου όρους ο Ισθμός της Κορίνθου. Το ανατολικό του όριο με το νησί
[σσ: εννοεί τον Κορυδαλλό] και αριστερά τους είναι η νοητή γραμμή που ενώνει το ακρωτήριο της Σαλαμίνας
απότομους βράχους του Κορυδαλλού [σσ: εννοεί Σκύλλαιο στην Τροιζηνία με αυτό του Σουνίου στο βάθος
(φωτογραφικό
το Αιγάλεω], σκεπασμένους με χαμηλή, μα ακ- στο νοτιότατο άκρο της Αττικής, η οποία είναι αρχείο Νομαρχίας
μαία βλάστηση. γύρω στα 27 ναυτικά μίλια. Δυτικής Αττικής)
Στην ακτή του κόλπου ο δρόμος είναι σκαμ- Τα μεγαλύτερα νησιά εντός του Σαρωνικού
μένος στο βράχο και τα τοιχία στήριξης έχουν τα είναι η Αίγινα, ο Πόρος και η Σαλαμίνα, ενώ το
πόδια τους μέσα στη θάλασσα. Η θέα αυτής της Αγκίστρι, το Γαϊδουρονήσι (νήσος Πατρόκλου),
μεγάλης, ήρεμης και σιωπηλής κυκλικής παραλί- οι Φλέβες, η Κυρά (Πιτυόνησος), οι Λαγούσες, οι
ας που περιβάλλεται από ψηλά βουνά, είναι Διαπόριες νήσοι και στο ανατολικότερο άκρο το
πραγματικά αξιοθαύμαστη. Οι καθαρές κορυφο- νησάκι του Αγίου Γεωργίου είναι σαφώς μικρό-
γραμμές διαγράφονται στο λαμπερό ουρανό και τερα. Η Σαλαμίνα βρίσκεται πολύ κοντά στο λι-
αντικατοπτρίζονται μέσα στη γαλάζια θάλασσα. μάνι του Πειραιά και ακριβώς απέναντι από τον
Απέναντι οι κιτρινωποί βράχοι της Σαλαμίνας πέ- κόλπο της Ελευσίνας. Έτσι, το νησί ήταν ορατό
φτουν απότομα μέσα στον κόλπο· δεξιά, οι πλα- και από την Ιερά Οδό αμέσως μετά το στενό πέ-
γιές του Κιθαιρώνα και της Πάρνηθας περιορίζο- ρασμα μεταξύ Αιγάλεω και Ποικίλου όρους, δη-
νται σε ζεστούς και φωτεινούς γκρίζους τόνους· λαδή από την περιοχή του Σκαραμαγκά έως την
στα πόδια τους απλώνεται η ιερή πεδιάδα της Ελευσίνα. Αυτό το τμήμα της πορείας της Ιεράς
Δήμητρας, λουσμένη από το φως του ήλιου, χω- Οδού ήταν σχεδόν παραθαλάσσιο. Το ακρωτήριο
ρισμένη από τη γαλάζια ακίνητη θάλασσα με μια που σχηματίζεται από τον Σκαραμαγκά, βιομη-
στενή παραλία από άσπρα και τριανταφυλλιά χανική περιοχή στα νοτιοανατολικά του κόλπου
βότσαλα» (Belle 1993, σελ. 158-160). της Ελευσίνας, και το γειτονικό Πέραμα ήταν γνω-
Ο Σαρωνικός κόλπος, γνωστός και ως κόλπος στό στην αρχαιότητα με την επωνυμία Αμφιάλη,
της Αίγινας, αποτελεί τμήμα (εγκόλπωση) του Αι- από το επίθετο «αμφίαλος», που σήμαινε αυτόν
γαίου πελάγους και εντοπίζεται μεταξύ της Ατ- που βρέχεται από τη θάλασσα και από τις δύο
τικής και του βορειοδυτικού τμήματος της Πελο- πλευρές (ἀμφί + ἅλς). Έτσι, ο σημερινός όρμος
ποννήσου. Στα βόρεια και στα βορειοανατολικά Σκαραμαγκά ονομαζόταν στο παρελθόν όρμος
ορίζεται από τα νότια παράλια της Αττικής, ενώ της Αμφιάλης (Στράβωνα Γεωγραφικά ΙΧ, 14).
στα βορειοδυτικά και στα δυτικά τον «κλείνουν» Μεταξύ του ακρωτηρίου της Αμφιάλης και της
οι ακτές της Κορινθίας και του Άργους. Στο δυτι- Σαλαμίνας πραγματοποιήθηκε το 480 π.Χ. η πε-

27
Κεφάλαιο I

Χάρτης-
αναπαράσταση
της ναυμαχίας
της Σαλαμίνας
από επανέκδοση
(1835) του
τετράτομου έργου
του Γάλλου Ζαν-
Ζακ Μπαρτελεμύ
με τίτλο
Voyage du jeune
Anacharsis
en Grèce,
που εκδόθηκε
για πρώτη φορά
το 1787 στο
Παρίσι (συλλογή
Ιωάννη Ιγγλέση)

ρίφημη ναυμαχία μεταξύ Περσών και Ελλήνων. λο, και απ’ αυτόν ονόμασαν την εκεί θάλασσα
Ο Σαρωνικός αποτελεί τον σημαντικότερο Σαρωνίδα αντί Φοιβαίας» (για τη μετάφραση, βλ.
κόλπο της Ελλάδας, ως πεδίο σημαντικής ναυ- Παπαχατζή 1976, σελ. 244).
τιλιακής και βιομηχανικής δραστηριότητας. Οι Η Φοιβαία λίμνη, γνωστή και ως Ψιφαία, απο-
περιοχές κατά μήκος της ακτής του Σαρωνικού τελούσε εκτεταμένο βάλτο στα βόρεια της Τροι-
από τον Σκαραμαγκά έως την Ελευσίνα γνώρισαν ζήνας και στα δυτικά του Πώγωνα έως τα υψώμα-
ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη, ήδη από τα χρό- τα πριν από τον Ισθμό των Μεθάνων. Η Φοιβαία
νια του Μεσοπολέμου. Το όνομα του Σαρωνικού λίμνη επικοινωνεί με την Ψιφαία θάλασσα στα
κόλπου οφείλεται στον μυθολογικό βασιλιά της νοτιοδυτικά του παραπάνω ισθμού, που αποτε-
Τροιζήνας Σάρωνα, ο οποίος πνίγηκε στη θάλασ- λεί μέρος του Σαρωνικού κόλπου.
σα κυνηγώντας ένα ελάφι. Ο Παυσανίας (ΙΙ, 30,
3-5) διηγείται: Κόλπος Αλκυονίδων. Ο κόλπος των Αλκυο-
«Μετά τον Άθληπο έγινε βασιλιάς ο Σάρων, ο νίδων αποτελεί το ανατολικότερο τμήμα του Κο-
οποίος έλεγαν πως ίδρυσε το ιερό για την Άρτε- ρινθιακού κόλπου και βρέχει τις δυτικές ακτές
μη σαρωνίδα κοντά σε μία θάλασσα μάλλον, τελ- της Δυτικής Αττικής, δηλαδή αυτές που εκτείνο-
ματώδη και ρηχή, η οποία γι’ αυτό λεγόταν και νται ανάμεσα στον Κιθαιρώνα και τα Γεράνεια.
Φοιβαία λίμνη. Ο Σάρων, ο οποίος αγαπούσε Εκεί βρίσκονται οι Αλκυονίδες νήσοι, γνωστές
πολύ το κυνήγι, συνέβη, καταδιώκοντας ένα ελά- και ως «Καλά νησιά». Ουσιαστικά, πρόκειται
φι που φεύγοντας έπεσε στη θάλασσα, να πέσει για τις τέσσερις κορυφές (Δασκαλειό, Ζωοδόχος
κι αυτός μαζί του· το ελάφι κολυμπούσε απομα- Πηγή, Γλαρονήσι και Πρασονήσι) υφαλονήσου,
κρυνόμενο από τη στεριά, και ο Σάρων δεν άφη- που βρίσκεται σε βάθος 190 μέτρων περίπου.
νε το κυνήγι μέχρις ότου από το πείσμα του Στα νησιά αυτά, που είναι ακατοίκητα, έχουν
έφτασε στο πέλαγος· εκεί κουράστηκε, σκεπά- εντοπιστεί ίχνη αρχαίων κτισμάτων. Το όνομά
στηκε από τα κύματα και πνίγηκε. Το σώμα του τους προέρχεται από τις πολυάριθμες αλκυόνες
που εκβράστηκε στη Φοιβαία λίμνη, το έθαψαν που μαζεύονται στα σπήλαια και στις σχισμές
στο άλσος της Άρτεμης, μέσα στον ιερό περίβο- των απόκρημνων ακτών των νησιών.

28
Αρχαιότητα

Αρχαία φρούρια και πύργοι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Άγις. Η κατασκευή αυτών


στη Δυτική Αττική των οχυρωματικών έργων τοποθετείται στα κλα-
σικά χρόνια, με εξαίρεση το φρούριο στο Λειψύ-

Η Αττική και η Μεγαρίδα χωρίζονται από τη δριο, που ίσως ανάγεται στα τέλη της Αρχαϊκής
Στερεά Ελλάδα με την Πάρνηθα και τη δυτι- περιόδου. Καθώς αυτές οι οχυρώσεις βρίσκονται
κή της προέκταση, τον Κιθαιρώνα. Οι εκτεταμένοι εκτός των ορίων της Δυτικής Αττικής, δεν θα γί-
ορεινοί όγκοι που φράσσουν τα σύνορα προς τη νει αναλυτική αναφορά σε αυτές παρακάτω.
Βοιωτία περιελάμβαναν διάφορα περάσματα και
δρόμους που οι αρχαίοι Αθηναίοι επιδίωξαν να Αιγόσθενα. Η θέση βρίσκεται σε λόφο, τμήμα
προστατεύσουν, κατασκευάζοντας ισχυρά φρού- των νοτιοανατολικών υπωρειών του Κιθαιρώνα,
ρια. Επιπλέον, προκειμένου να εξασφαλίσουν τον που δεσπόζει στον μικρό όρμο του Πόρτο Γερ-
αποτελεσματικό έλεγχο αυτής της συνοριακής μενό, στο ανατολικότερο άκρο του Κορινθιακού
γραμμής, είχαν εγκαταστήσει εκτεταμένο σύστη- κόλπου. Το φρούριο, που αποτελεί ένα από τα
μα επικοινωνίας μέσω φρυκτωριών. Στην ουσία, πιο χαρακτηριστικά δείγματα της οχυρωματικής
επρόκειτο για δίκτυο υψηλών πύργων, από όπου τέχνης του 4ου αιώνα, διατηρείται σε εξαιρετικά
μεταδίδονταν σήματα μέσω καπνού και φωτιάς καλή κατάσταση. Αυτό αποδίδεται από τον Πα-
από πυρσούς (φρυκτός = πυρσός), ένα σύστημα παχατζή (1994, σελ. 512) στο ότι κατά τα χρόνια
επικοινωνίας πολύ διαδεδομένο στην αρχαία Ελ- της Τουρκοκρατίας ο όρμος του Πόρτο Γερμενό Ένας από τους
16 σωζόμενους
λάδα. Στον Αγαμέμνονα (280-316), ο Αισχύλος, παρέμενε σχεδόν έρημος, εξαιτίας της απουσίας τετράπλευρους
μέσω του στόματος της Κλυταιμνήστρας, αναφέ- κάποιου μεγάλου κέντρου στην άμεση ενδοχώρα. πύργους
ρει πώς έφτασε η είδηση της άλωσης της Τροίας Έτσι, το αρχαίο οικοδομικό υλικό, το οποίο σί- του φρουρίου
των Αιγοσθένων,
στις Μυκήνες μέσα σε μία νύχτα, μέσω του δικτύ- γουρα θα εκμεταλλεύονταν οι κάτοικοι ενός πι- που υψώνεται
ου των φρυκτωριών. Πολλές από τις φρυκτωρίες θανού μεταβυζαντινού οικισμού στην ευρύτερη στη νοτιανατολική
της αρχαιότητας χρησιμοποιήθηκαν, χωρίς δια- περιοχή του φρουρίου, παρέμεινε στην αρχική γωνία
του περιβόλου
κοπή, κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου του θέση. (φωτ. Σπύρος
και της Τουρκοκρατίας. Η αρχαία οχύρωση έχει στενόμακρο σχήμα, Παναγιωτόπουλος)
Οι διαδοχικές πολεμικές συγκρούσεις, στις
οποίες ενεπλάκησαν οι Αθηναίοι, αλλά και οι
υπόλοιποι κάτοικοι της Αττικής, καθώς και αυ-
τοί της Μεγαρίδας κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα,
αντικατοπτρίζονται στις πολλαπλές οχυρώσεις
που οικοδομήθηκαν ή/και επισκευάστηκαν κατά
την περίοδο αυτή εντός των ορίων της Δυτικής
Αττικής. Στην οχυρωματική ζώνη που προστά-
τευε τα βορειοδυτικά σύνορα της Αττικής και
της Μεγαρίδας εντάσσονται τα αρχαία φρούρια
των Αιγοσθένων στο Πόρτο Γερμενό, των Ελευ-
θερών στο πέρασμα της Κάζας, της Οινόης, του
Πανάκτου κοντά στο χωριό Πράσινο, του Κορυ-
νού, της Φυλής, του Δέματος στα Άνω Λιόσια,
του Πλακωτού και του Παλαιόκαστρου στη Μα-
γούλα, της θέσης που ταυτίζεται με την Ερένεια
κοντά στη Μάνδρα και άλλα. Επίσης, εδώ θα
πρέπει να ενταχθούν και οι πύργοι στην Οινόη,
στο Βελατούρι, στα Βαθυχώρια και στο Πυργάθι
κοντά στο Δέμα, που πρέπει να λειτουργούσαν
ως φρυκτωρίες, αλλά και ως παρατηρητήρια.
Τέλος, στην Πάρνηθα εντοπίζονται και τα ση-
μαντικά φρούρια στις θέσεις Λειψύδριο (Κορα-
κοφωλιά), Λοιμικό, Παλαιόκαστρο, στην περιοχή
του Τατοΐου, και Κατσιμίδι στον Δήμο Δεκελείας,
το οποίο κατά πάσα πιθανότητα ταυτίζεται με το
τείχος της αρχαίας Δεκελείας, που έκτισε το 413

29
Κεφάλαιο I

Το φρούριο
των Αιγοσθένων,
κτισμένο κατά
το ισόδομο
σύστημα, αποτελεί
ένα από τα πιο
χαρακτηριστικά
δείγματα
της οχυρωματικής
τέχνης
του 4ου αιώνα
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος)

με τις στενές πλευρές (μήκους 200 μέτρων πε- οποίες έχουν εντοπιστεί στο βόρειο σκέλος του.
ρίπου) στα ανατολικά και στα δυτικά. Οι μα- Η ακριβής χρονολογία οικοδόμησης του
κρές πλευρές (μήκους 450 μέτρων περίπου) φρουρίου των Αιγοσθένων παραμένει άγνωστη.
κατηφορίζουν μέχρι την παραλία στα δυτικά. Βάσει αρχιτεκτονικών μελετών, έχουν προταθεί
Το φρούριο είναι κτισμένο σύμφωνα με το ισό- οι αρχές και τα τέλη του 4ου, καθώς και οι αρ-
δομο σύστημα. Το καλύτερα διατηρημένο τμήμα χές του 3ου αιώνα. Το φρούριο κατασκευάστηκε
βρίσκεται στην ανατολική πλευρά, όπου και η από τους Μεγαρείς, ίσως με τη βοήθεια των Αθη-
ακρόπολη, η οποία χωρίζεται από τον υπόλοιπο ναίων. Μια εναλλακτική υπόθεση συνδέει την
οχυρωμένο χώρο με εσωτερικό τείχος. Αντίθετα, ανέγερση του φρουρίου των Αιγοσθένων με τον
το νότιο και το δυτικό σκέλος είναι σχεδόν ολο- Μακεδόνα βασιλιά Δημήτριο Α΄, στο πλαίσιο της
κληρωτικά κατεστραμμένα. Μάλιστα, το τείχος εκστρατείας του εναντίον του Κασσάνδρου. Πά-
της νότιας πλευράς μπορεί να μην ολοκληρώθη- ντως είναι βέβαιο ότι κάποιο οχυρωματικό οικο-
κε ποτέ, καθώς η ισχυρή οχύρωση της ακρόπο- δόμημα προϋπήρχε του 4ου αιώνα, αφού έχουν
λης είχε πιθανότατα κριθεί επαρκής. Επιπλέον, αποκαλυφθεί τμήματα τείχους με πολυγωνική
παράλληλα προς τη νότια πλευρά του φρουρί- τοιχοποιία στο εσωτερικό της οχύρωσης.
ου κυλούσε ρέμα, η κοίτη του οποίου είχε εκβα- Η κατοίκηση στα Αιγόσθενα ανάγεται στον 8ο
θυνθεί σημαντικά· το χώμα είχε χρησιμοποιηθεί αιώνα, αν όχι νωρίτερα. Κατά τη διάρκεια των
στη δημιουργία αναχώματος, το οποίο παρακο- αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, ο οικισμός ανή-
λουθούσε την πορεία του ρέματος και παρείχε κε στα Μέγαρα και αποτελούσε έναν από τους
περισσότερη ασφάλεια. Σώζονται 16 από τους συνοριακούς προμαχώνες τους. Στους γύρω λό-
τετράπλευρους πύργους του φρουρίου, με πιο φους έχουν εντοπιστεί νεκροταφεία, ενώ στα βό-
καλοδιατηρημένο αυτόν στη νοτιοανατολική ρεια και στα ανατολικά του φρουρίου εκτείνο-
γωνία του περιβόλου. Ο πύργος αυτός έχει σχή- νται χωράφια που κατά την αρχαιότητα θα χρη-
μα τετράγωνο με πλευρά 8 μέτρων και, έως τον σιμοποιούνταν πιθανότατα για την καλλιέργεια
σεισμό του 1981, σωζόταν σε ύψος 15 μέτρων, του περίφημου Αιγοσθενίτη οίνου.
δηλαδή μέχρι τις επάλξεις. Κτισμένος από ασβε- Ελάχιστες είναι οι αναφορές που γίνονται στα
στόλιθο και κροκαλοπαγή λίθο, ο οχυρωματικός Αιγόσθενα από τις γραπτές πηγές. Οι πιο σημα-
πύργος διέθετε δύο ορόφους με ξύλινα δάπε- ντικές από αυτές βρίσκονται στα Ελληνικά του
δα. Το φρούριο είχε τουλάχιστον δύο πύλες, οι Ξενοφώντα, όπου αναφέρεται ότι οι Σπαρτιάτες

30
Αρχαιότητα

πέρασαν από τα Αιγόσθενα το 378 (V, 4, 16-18) και είναι σήμερα γνωστό και ως «Γυφτόκαστρο».
και το 371 (VI, 4, 26), μετά την ήττα τους στα Περιλαμβάνει τειχισμένο χώρο ακανόνιστου ορ-
Λεύκτρα από τους Θηβαίους. Ήταν ένας ιδιαίτε- θογώνιου σχήματος (300 x 125 μέτρα). Το τείχος,
ρα δύσβατος δρόμος. Στην πρώτη περίπτωση, οι που διατηρείται σχεδόν ανέπαφο στη βόρεια
πολεμιστές, βαδίζοντας σε ιδιαίτερα επικίνδυνο πλευρά του κάστρου, είναι κατασκευασμένο με
μονοπάτι του Κιθαιρώνα, που περνούσε δίπλα ιδιαίτερη επιμέλεια κατά το ισόδομο σύστημα.
στους γκρεμούς των απότομων βορειοανατολι­ Έχει δύο όψεις με ορθογώνιους ογκόλιθους από Το φρούριο
κών ακτών του Κορινθιακού, αντιμετώπισαν ασβεστόλιθο, ενώ το κενό ανάμεσά τους έχει γε- στο πέρασμα
ιδιαί­τερα αντίξοες καιρικές συνθήκες. Φυσούσε μίσει με μικρούς, ακατέργαστους λίθους. Πρό- της Κάζας,
στην παλαιά
δυνατός άνεμος, που παρέσυρε πολλά από τα κειται για ένα από τα πιο αξιόλογα παραδείγμα- εθνική οδό
υποζύγια και τις ασπίδες των οπλιτών στα βάθη τα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής του 4ου αιώνα Αθηνών-
της ανταριασμένης θάλασσας. Καθώς ήταν εξαι- στον ελλαδικό χώρο. Θήβας, γνωστό
σήμερα και ως
ρετικά δύσκολο να προχωρήσουν με τις βαριές Κατά μήκος της βόρειας πλευράς σώζονται επτά «Γυφτόκαστρο»·
ασπίδες στα χέρια, οι άντρες αποφάσισαν να τριώροφοι, ιδιαίτερα ισχυροί, τετράπλευροι πύρ- χρονολογείται
αφήσουν όσες είχαν απομείνει στερεωμένες με γοι. Οι σειρές οπών στους τοίχους είχαν γίνει για στο β΄ τέταρτο
του 4ου αιώνα
πέτρες στο χώμα, ώστε να μπορέσουν να κατέ- τα δοκάρια που υποστήριζαν τα ξύλινα δάπεδα. και ταυτίζεται
βουν στα Αιγόσθενα, για να περάσουν τη νύχτα. Οι τοξότες έριχναν τα βέλη τους από τις τοξοθυ- από τους
Το πρωί, αφού η θύελλα είχε περάσει, επέστρε- ρίδες (παράθυρα-σχισμές) του δεύτερου ορόφου, περισσότερους
ερευνητές
ψαν στο βουνό, μάζεψαν τις παρατημένες ασπί- ενώ τα παράθυρα του τρίτου χρησιμοποιούνταν με την ακρόπολη
δες και συνέχισαν τον δρόμο τους. σαν καταπέλτες. Υπήρχαν δύο μεγάλες πύλες με των αρχαίων
Τα Αιγόσθενα έγιναν μέλος της Αχαϊκής Συ- εσωτερική αυλή στη νοτιοανατολική και στη νοτι- Ελευθερών
(φωτογραφικό
μπολιτείας το 243, ενώ αργότερα τέθηκαν υπό οδυτική γωνία της οχύρωσης. Επιπλέον, στο τείχος αρχείο Νομαρχίας
τον έλεγχο της Βοιωτίας. Ο Παυσανίας (Ι, 44, 5) είχαν ανοιχτεί τέσσερις μικρότερες πύλες. Δυτικής Αττικής)
μας πληροφορεί ότι:
«Στα Αιγόσθενα υπάρχει ιερό του Μελάμπο-
δα, του γιου του Αμυθάονα, και παράσταση
ενός άνδρα, όχι μεγάλη, σκαλισμένη πάνω σε
στήλη. Για το Μελάμποδα υπάρχει θυσία και
μία εορτή που γίνεται κάθε χρόνο. Αυτός λένε
πως δεν προμηνύει το μέλλον ούτε με όνειρα
ούτε με κανένα άλλο τρόπο» (για τη μετάφραση,
βλ. Παπαχατζή 1994, σελ. 511-514).
Τα αρχαία Αιγόσθενα ήταν το κέντρο της λα-
τρείας του μάντη και θεραπευτή Μελάμποδα.
Ο Ηρόδοτος (ΙΙ, 49) θεωρεί ότι ο Μελάμπους
υπήρξε ο εισηγητής της λατρείας του Διονύσου,
είχε την ικανότητα να μιλάει με τα ζώα, ήταν πο-
λυμαθής και διέθετε μαντικές δυνάμεις. Τα της
λατρείας του Διονύσου τα είχε μάθει από τον
Κάδμο τον Τύριο, που με άλλους Φοίνικες είχε
εγκατασταθεί στη Βοιωτία. Το δημοφιλές ιερό
του ήρωα έχει εντοπιστεί κάτω από μνημειώδη
πεντάκλιτη βασιλική των παλαιοχριστιανικών
χρόνων, η οποία ανασκάφηκε κοντά στον πέμ­
πτο από τους πύργους της βόρειας πλευράς της
οχύρωσης.

Ελευθερές. Το εντυπωσιακό αρχαίο φρούριο


που δεσπόζει στην κορυφή υψώματος στο πέρα-
σμα της Κάζας, στην παλαιά εθνική οδό Αθήνας-
Θήβας, ταυτίζεται από τους περισσότερους ερευ-
νητές με την ακρόπολη των αρχαίων Ελευθερών.
Χρονολογείται στο β΄ τέταρτο του 4ου αιώνα

31
Κεφάλαιο I

Ελευθεραί,
Ακρόπολη, 1923
(φωτ. Dorothy
Burr Thompson,
Αμερικανική
Σχολή Κλασικών
Σπουδών)

Η βορεινή
πλευρά
του φρουρίου
στην Κάζα (φωτ.
Α. Γκινάκος,
φωτογραφικό
αρχείο Μουσείου
Μπενάκη)

32
Αρχαιότητα

Εντός των ορίων του τειχισμένου χώρου, κοντά


στο βόρειο σκέλος της οχύρωσης, έχει εντοπιστεί
κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης, το οποίο χωρίζεται
στα δύο από κεντρικό διάδρομο. Εκεί στεγαζό-
ταν, πιθανότατα, το αρχηγείο της φρουράς που
διέμενε στην ακρόπολη, ενώ οι στρατιώτες θα
πρέπει να διέμεναν σε αντίσκηνα ή ξύλινα παρα-
πήγματα. Στα δυτικά του κτίσματος αυτού έχουν
ανασκαφεί ερείπια κατοικιών. Όταν το φρούριο
έπαψε να χρησιμοποιείται ως στρατιωτική βάση,
στον χώρο δημιουργήθηκε μικρός συνοικισμός.
Μάλιστα, στο κτίσμα με τον κεντρικό διάδρομο
έχουν βρεθεί βαρίδια αργαλειού, πράγμα που
υποδεικνύει μια σαφώς οικιστική εγκατάσταση.
Η τελευταία πρέπει να πραγματοποιήθηκε κατά
τα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια. Πάντως, όταν ο Παυ-
σανίας πέρασε από εκεί, το φρούριο ήταν εντε-
λώς ερημωμένο (Ι, 38, 9). Κατά τη δεκαετία του
1860, ο Ερρίκος Μπελ είδε τα ερείπια στην κατά-
σταση, περίπου, που σώζονται σήμερα:
«[…], ο δρόμος προχωρεί ανάμεσα σε μεγάλα
κοφτά βράχια και μπαίνει σε ένα άγριο φαράγγι
όπου δεσπόζουν τα επιβλητικά ερείπια του αρ-
χαίου κάστρου των Ελευθερών, που προστά-
τευε το πέρασμα από τις επιδρομές των Βοιω-
τών στην Αττική. Επτά μεγάλοι τετράγωνοι πύρ-
γοι, αρκετά καλά διατηρημένοι, υψώνουν τους
τοίχους τους στην κορυφή ενός απότομου λό- κάτω από την αθηναϊκή Ακρόπολη, φυλασσόταν Τα ερείπια
του ναού
φου. Δημιουργούν ένα γραφικό σύνολο, ιδίως το ξόανο του θεού, που είχε έρθει από τις Ελευ-
του Διονύσου
όταν προσπεράσει κανείς το λόφο και γυρίσει θερές, προφανώς στο πλαίσιο της παραπάνω Ελευθερέως,
πίσω του να δει, καθώς προχωρεί στις κορδέλες συμμαχίας. Με ανάλογο τρόπο είχε μεταφερθεί που έχουν
εντοπιστεί,
του βουνού, που περνούν πολλές φορές πάνω στην Αθήνα η ελευσινιακή λατρεία της Δήμητρας
εξαιρετικά
από τη στενή κοίτη του χειμάρρου» (Belle 1993, και της Κόρης μέσω της ίδρυσης του Εν Άστει αποσπασματικά,
σελ. 167). Ελευσινίου, αμέσως μετά την τελική προσάρτηση στα νότια
του οχυρού
Το οχυρό των Ελευθερών βρισκόταν σε εξαι- της Ελευσίνας τον 6ο αιώνα. Ο Παυσανίας (Ι, 38,
των Ελευθερών
ρετικά στρατηγική θέση, καθώς φρουρούσε ση- 8-9) αναφέρει σχετικά:
μαντικό πέρασμα στον δρόμο που συνέδεε την «Πρωτύτερα τα σύνορα της Βοιωτίας προς
Αθήνα με τη Θήβα. Οικοδομήθηκε είτε από τους την Αττική ήταν στις Ελευθερές. Επειδή όμως
Θηβαίους, είτε από τους Αθηναίους ως μέρος οι Ελευθερείς προσχώρησαν στους Αθηναίους,
ενός ευρύτερου δικτύου μεθοριακών οχυρώσεων, σύνορο της Βοιωτίας είναι πλέον ο Κιθαιρών.
που είχαν ως στόχο την αναχαίτιση των εισβολέ- Οι Ελευθερείς προσχώρησαν χωρίς να εξανα-
ων. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα, γκασθούν με πόλεμο, αλλά γιατί θέλησαν να γί-
το φρούριο επισκευάστηκε και ενισχύθηκε, προ- νουν πολίτες Αθηναίοι και γιατί μισούσαν τους
φανώς εν όψει της απειλής του Φιλίππου Β΄. Θηβαίους. Στην πεδιάδα των Ελευθερών υπάρ-
Οι Ελευθερές αρχικά ανήκαν στη Βοιωτία. χει ναός του Διονύσου, από όπου το αρχαίο ξό-
Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ήταν η γενέτει- ανο μεταφέρθηκε στην Αθήνα· εκείνο που
ρα του Διονύσου, ο οποίος λατρευόταν εκεί με το υπάρχει στις Ελευθερές σήμερα έχει γίνει κατ’
προσωνύμιο «Ελευθερεύς». Κάποια στιγμή, κατά απομίμηση του αρχαίου.
τη διάρκεια του 6ου αιώνα, κατά πάσα πιθανό- Σε μικρή απόσταση από το ναό υπάρχει μία
τητα επί Πεισιστράτου, τάχθηκαν στο πλευρό σπηλιά, όχι μεγάλη, και κοντά σ’ αυτήν πηγή
των Αθηναίων, εξέλιξη που θα πρέπει να συνδε- κρύου νερού. Υπάρχει παράδοση σχετικά με τη
θεί με τη μεταφορά της λατρείας του Διονύσου σπηλιά πως η Αντιόπη γέννησε και άφησε μέσα
Ελευθερέως στην Αθήνα. Στο ιερό του Διονύσου, σ’ αυτή τα παιδιά της, και σχετικά με την πηγή

33
Κεφάλαιο I

τιστεί με σπήλαιο στη θέση Κισσός, στα δυτικά


του φρουρίου, ή με σπηλαιόμορφο βαθούλωμα
που έχει εντοπιστεί στα ανατολικά της οχύρωσης
από τον ανασκαφέα Ε. Στίκα.

Οινόη. Στα νότια του σύγχρονου χωριού της Οι-


νόης, που είναι γνωστό και ως Μάζι, υψώνονται
τα ερείπια τετράπλευρου οχυρωματικού πύργου
του 4ου αιώνα. Το οικοδόμημα υπολογίζεται ότι
είχε τέσσερις ορόφους, ενώ το ύψος του θα πρέ-
πει να έφτανε τα 16 μέτρα. Μία από τις γωνίες
του πύργου διατηρείται σχεδόν σε ολόκληρο το
ύψος της. Στις πλευρές των σωζόμενων τοίχων
υπάρχουν σειρές οπών, στις οποίες τοποθετού-
νταν τα ξύλινα δοκάρια για τη στήριξη των δαπέ-
δων, καθώς και στενά παράθυρα, που επέτρεπαν
τον έλεγχο του παρακείμενου δρόμου. Επιπλέον,
ο πύργος της Οινόης πρέπει να εντασσόταν σε
δίκτυο φρυκτωριών, δηλαδή σημείων από όπου
εκπέμπονταν μηνύματα με τη χρήση πυρσών. Η
φρυκτωρία της Οινόης ήταν κτισμένη σε ακατοί-
κητη περιοχή και συνδεόταν με γειτονική οχύρω-
ση στα βορειοανατολικά του σύγχρονου χωριού,
καθώς και με το φρούριο των Ελευθερών. Φαίνε-
ται πως παρέμεινε σε χρήση μέχρι τα χρόνια της
Τουρκοκρατίας.
H οχύρωση στα βορειοανατολικά της σύγ-
χρονης Οινόης, σε θέση γνωστή ως «Μυούπολη»,
ταυτίζεται από κάποιους ερευνητές με τα ερεί-
πια της αρχαίας Οινόης. Το φρούριο, που επό-
πτευε την ομώνυμη εύφορη πεδιάδα, περιλαμ-
βάνει οχυρωματικό περίβολο μικρού μεγέθους,
Ο αρχαίος πύργος πως ο βοσκός που βρήκε τα παιδιά, τα ελευθέ- περίπου τετράγωνου σχήματος, ενισχυμένο από
της Οινόης· τετράπλευρους, ισοδομικά κτισμένους πύργους.
ρωσε από τα σπάργανά τους και εδώ πρώτη
διατηρείται
η βορειοδυτική φορά τα έλουσε. Διατηρείται ακόμα ένα μέρος Τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό του
γωνία του τείχους των Ελευθερών, καθώς και ερείπια φρουρίου έχουν εντοπιστεί ίχνη κτισμάτων, τα
τετράπλευρου οποία θα πρέπει να ανήκαν στην πολίχνη που
σπιτιών. Απ’ αυτά είναι φανερό πως η πόλη
οχυρωματικού
πύργου του 4ου ήταν χτισμένη προς τον Κιθαιρώνα, λίγο ψηλό- υπήρχε δίπλα στο αρχαίο κάστρο.
αιώνα, που πρέπει τερα από την πεδιάδα» (για τη μετάφραση, βλ.
να εντασσόταν Πάνακτο. Το φρούριο που κατά την αρχαιότητα
Παπαχατζή 1994, σελ. 482-484).
σε δίκτυο
φρυκτωριών, Στις Ελευθερές, στα νότια του φρουρίου, ήταν γνωστό ως Πάνακτο έχει ταυτιστεί με οχύ-
δηλαδή σημείων έχουν εντοπιστεί, εξαιρετικά αποσπασματικά, ρωση που έχει ανασκαφεί στη θέση Καβασάλα,
από όπου κοντά στο χωριό Πράσινο. Πρόκειται για μεγάλο
τα ερείπια του ναού του Διονύσου Ελευθερέως.
εκπέμπονταν
σήματα Πρόκειται για ναό δωρικού ρυθμού του 4ου αι- φρούριο των μέσων του 5ου αιώνα, κτισμένο σε
με τη χρήση ώνα, γύρω από τον οποίο εντοπίστηκαν και ίχνη λόφο που δεσπόζει πάνω από την πεδιάδα των
πυρσών Σκούρτων, το οποίο αποτέλεσε το ισχυρότερο
οικισμού. Ο τελευταίος υπήρχε κατά τα χρόνια
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος) του Παυσανία. Επιπλέον, στα ανατολικά του προπύργιο του βορειοδυτικού συνόρου της Ατ-
λόφου ανασκάφηκαν τα θεμέλια δύο παλαιο- τικής. Παρ’ όλο που το Πάνακτο υπέστη σοβαρές
χριστιανικών βασιλικών, που υποδεικνύουν συ- ζημιές κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-
νέχιση της κατοίκησης στους πρώτους μεταχρι- 404), σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (V, 3, 5 και 39,
στιανικούς αιώνες. Η σπηλιά με την πηγή κρύου 3), επισκευάστηκε και παρέμεινε σε χρήση κατά
νερού, όπου λεγόταν ότι η Αντιόπη γέννησε τους τη διάρκεια του 4ου και του 3ου αιώνα.
γιους του Δία, Ζήθο και Αμφίονα, μπορεί να ταυ- Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, διάφο-

34
Αρχαιότητα

ροι ερευνητές, μεταξύ των οποίων και ο Παπαχα- θεί χώρος αρκετά επίπεδος για να φιλοξενήσει
τζής (1994, σελ. 484-485), σχολιαστής του Παυσα- οικοδομήματα. Πρόκειται για καταλύματα και
νία, ταύτιζαν το αρχαίο Πάνακτο με το Γυφτόκα- κτήρια, τα οποία εξυπηρετούσαν τις καθημερι-
στρο. Αυτή η υπόθεση έχει πλέον εγκαταλειφθεί· νές ανάγκες της φρουράς που κατοικούσε εκεί σε
η ταύτιση του οχυρού στο Πράσινο με το Πάνακτο μόνιμη βάση. Από τα κτίσματα αυτά έχουν δια-
είναι πλέον αδιαμφισβήτητη, καθώς βασίζεται σε σωθεί μόνο τα θεμέλια.
επιγραφή που αποκαλύφθηκε σε ανασκαφές της Ο οχυρωμένος χώρος είναι σχετικά περιορι-
περιοχής κατά τη δεκαετία του 1990. σμένος (30 x 100 μέτρα). Το τείχος έχει πλάτος 2,5
μέτρα κατά μέσο όρο και επιστέφεται από επάλ-
Κορυνός. Το φρούριο του Κορυνού βρίσκεται ξεις. Είναι κατασκευασμένο από καλοδουλεμέ-
στα ανατολικά της Οινόης και νότια του Πανά- νους ορθογώνιους ογκόλιθους από ντόπιο γκρίζο
κτου, γύρω στα 3 χιλιόμετρα νοτίως της Καβασά- ασβεστόλιθο. Διαθέτει τέσσερις πύργους, τρεις
λας και της πεδιάδας των Σκούρτων. Καταλαμβά- ορθογώνιας κάτοψης και έναν κυκλικής. Ο κυκλι-
νει την κορυφή υψώματος, το οποίο δεσπόζει δί- κός πύργος, με διάμετρο περί τα 6 μέτρα, είναι
πλα στον δρόμο που οδηγεί από την πεδιάδα των ο ισχυρότερος. Βρίσκεται στη βορειοανατολική
Σκούρτων στο Θριάσιο Πεδίο μέσω Πάρνηθας. γωνία, η οποία είναι και η πλέον ευπρόσβλητη, Η κύρια πύλη
Τα κατάλοιπα του κάστρου του Κορυνού πε- καθώς εκεί το έδαφος είναι πολύ πιο ομαλό. Στην της οχύρωσης
ριλαμβάνουν αποσπασματικά σωζόμενο οχυρω- ανατολική πλευρά του τείχους, κοντά στον κυκλι- στη Φυλή
ματικό περίβολο ακανόνιστου πολυγωνικού σχή- (φωτογραφικό
κό πύργο, υπάρχει η κύρια πύλη του κάστρου. αρχείο Νομαρχίας
ματος. Το τείχος, το πιο καλοδιατηρημένο τμή- Μια δεύτερη πύλη βρίσκεται στη νότια πλευρά. Δυτικής Αττικής)
μα του οποίου εντοπίζεται στα δυτικά, έχει δύο
όψεις από αργούς λίθους μεσαίου μεγέθους και
γέμισμα από μικρότερους. Η πύλη τοποθετείται
στην ανατολική πλευρά, η οποία έχει καταρρεύ-
σει σχεδόν ολοκληρωτικά. Καθώς δεν έχουν εντο-
πιστεί ερείπια κτισμάτων, κεραμικά όστρακα ή
άλλα ευρήματα στο εσωτερικό της οχύρωσης, οι
ερευνητές πιστεύουν ότι δεν φιλοξενούσε φρου-
ρά σε μόνιμη βάση, όπως για παράδειγμα τα
φρούρια των Ελευθερών και της Φυλής. Πιθανώς
οικοδομήθηκε βιαστικά, ως αποτέλεσμα κάποιας
επείγουσας κατάστασης, μιας απειλούμενης επί-
θεσης, διαρκών επιδρομών στα σύνορα κ.ά.

Φυλή. Το αρχαίο οχυρό της Φυλής εντοπίζεται


στη βορειοδυτική πλαγιά της Πάρνηθας, σε υψό-
μετρο 850 μέτρων, γύρω στα 10 χιλιόμετρα βο-
ρειοδυτικά του σύγχρονου οικισμού της Φυλής.
Πρόκειται για ένα από τα πολυάριθμα παραμε-
θόρια φρούρια που είχαν κατασκευάσει οι Αθη-
ναίοι, προκειμένου να ελέγχουν τους δρόμους
που οδηγούσαν στην αττική ενδοχώρα. Το φρού-
ριο της Φυλής, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα,
κατέχει στρατηγική θέση, καθώς βρίσκεται πάνω
στον πιο άμεσο, αν και όχι τον ευκολότερο, δρό-
μο που συνέδεε την Αθήνα με τη Θήβα.
Το ακανόνιστου σχήματος τείχος αγκαλιάζει
την ανατολική πλευρά του υψώματος. Η δυτική
πλευρά του υψώματος είναι τόσο απόκρημνη,
ώστε δεν χρειάστηκε να περιβληθεί με τείχος.
Η κορυφή του υψώματος προσφέρει μία εξαι-
ρετική θέα της πόλης των Αθηνών. Τα απότομα
βράχια εκεί εξομαλύνθηκαν, ώστε να δημιουργη-

35
Κεφάλαιο I

36
Αρχαιότητα

Άγνωστο παραμένει αν υπήρξε προγενέστε-


ρη οχύρωση στην περιοχή. Τμήματα τοίχων πο-
λυγωνικής τοιχοδομίας, τα οποία εντοπίστηκαν
στα βορειοανατολικά του φρουρίου του 4ου αι-
ώνα, στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής, έχουν
αποδοθεί από κάποιους ερευνητές σε αρχαιότε-
ρη οχύρωση. Πιθανώς να πρόκειται για το οχυ-
ρό που, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, κατέλαβε ο
Θρασύβουλος το 404. Ήταν τη χρονιά που, μετά
την ήττα των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες στη
Θήβα, η Αθήνα βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Τριά­
κοντα Τυράννων. Ο Θρασύβουλος, ηγούμενος μι-
κρής ομάδας πολεμιστών, έσπευσε στην πόλη με
στόχο την κατάλυση του νέου καθεστώτος και
την απομάκρυνση της σπαρτιατικής φρουράς
που το προάσπιζε (Ξενοφώντα Ελληνικά II, 4,
2-7). Κινήθηκε, λοιπόν, από τη Θήβα προς την
Αθήνα, χρησιμοποιώντας τον ορεινό δρόμο της
Πάρνηθας που προαναφέρθηκε.
Το πρώτο φρούριο των Φυλασίων θα πρέπει
να συνδεόταν με τρεις πύργους, τα ερείπια των
οποίων σώζονταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα
σε χαμηλούς λόφους στα νότια και στα ανατολι-
κά της οχύρωσης του 4ου αιώνα. Δύο από αυτούς
απείχαν γύρω στα 500 μέτρα από την πηγή, ενώ
ο τρίτος εντοπιζόταν κάτω από τα ερείπια της
εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, περίπου 1.000
μέτρα ανατολικά. Ο τέταρτος πύργος υπήρχε σε
ύψωμα στη θέση Βίγλα ή Άρμα, που βρίσκεται
100 μέτρα νοτιοδυτικά της Φυλής. Το οικοδόμη-
μα αυτό θα πρέπει να αποτελούσε παρατηρητή-
ριο-φρυκτωρία, καθώς προσέφερε ανεμπόδιστη
θέα στον παρακείμενο δρόμο.
Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι τα τμήματα
πολυγωνικής τοιχοποιίας στα βορειοανατολι-
κά του φρουρίου του 4ου αιώνα δεν ανήκουν
σε οχυρό, αλλά σε οικισμό. Αν αυτή η ερμηνεία
ισχύει, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Θρασύ-
βουλος κατέλαβε αυτό το χωριό και το χρησι- Άποψη
της Πάρνηθας
μοποίησε ως ορμητήριο εναντίον του Πειραιά.
από το φρούριο
Πάντως, ανεξάρτητα από την ύπαρξη φρουρίου, της Φυλής·
και η θέση του αρχαίου δήμου της Φυλής εντο- λιθογραφία
από το Views
πίζεται κάπου μεταξύ αυτής της τοποθεσίας και
and descriptions
πηγής άφθονου νερού στα ανατολικά της οχύρω- of Cyclopian or
σης του 4ου αιώνα. Η ανέγερση της τελευταίας Pelasgic remains
in Greece and Italy
εντάχθηκε σε ένα γενικότερο πρόγραμμα κατα-
του Ιρλανδού
σκευής οχυρώσεων, που πραγματοποίησαν οι ζωγράφου-
Αθηναίοι μετά την ήττα τους στον Πελοποννησι- συγγραφέα
Εντουαρντ
ακό Πόλεμο.
Ντόντγουελ,
Το φρούριο της Φυλής αναφέρεται σε επιγρα- που εκδόθηκε
φές και ψηφίσματα του 4ου αιώνα. Χρησιμοποιή- στο Λονδίνο
το 1819
θηκε συστηματικά στους πολέμους εναντίον των
(Εθνικό Ιστορικό
Μακεδόνων, κατά τον 3ο αιώνα. Το 304 πολιορκή- Μουσείο Αθηνών)

37
Κεφάλαιο I

Ερείπια
του Δέματος
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος)

θηκε και καταλήφθηκε από τον Κάσσανδρο στο


πλαίσιο της σύγκρουσής του με τον Δημήτριο Α΄
τον Πολιορκητή και παρέμεινε στην κατοχή του
μέχρι το 283. Η τελευταία επιγραφική μαρτυρία
σχετίζεται με επισκευές που πραγματοποιήθη-
καν στο τείχος και χρονολογείται το 236.

Δέμα. Στα βορειοανατολικά του Ασπροπύρ-


γου, γύρω στα 2,5 χιλιόμετρα δυτικά των Άνω
Λιοσίων, στο στενό πέρασμα μεταξύ Αιγάλεω και
Πάρνηθας, βρίσκεται εκτεταμένο αρχαίο τείχος
γνωστό ως «Δέμα» ή «Δέσις». Η ονομασία αυτή
δεν είναι αρχαία· την επινόησαν οι κάτοικοι της
περιοχής κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο, πι-
θανότατα στις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς το
τείχος «έδενε» τα δύο βουνά, κλείνοντας τη μετα-
ξύ τους δίοδο. Το Δέμα είχε μήκος γύρω στα 4,5
χιλιόμετρα και είχε οικοδομηθεί προκειμένου να
προστατεύει το μεγάλης στρατηγικής σημασίας
πέρασμα, που οδηγούσε από τις Αχαρνές στο
Θριάσιο Πεδίο. Από εκεί είχαν εισβάλει οι Σπαρ-
τιάτες, υπό τις διαταγές του Αρχίδαμου, στο
Αχαρνικό Πεδίο κατά το 431 π.Χ., το πρώτο έτος
του Πελοποννησιακού Πολέμου· από τότε, το εν
λόγω πέρασμα, το οποίο ο Θουκυδίδης (ΙΙ, 19)
ονόμασε «Κρωπειά», αποτέλεσε τη βασικότερη
δίοδο εισβολής των πελοποννησιακών δυνάμεων

38
Αρχαιότητα

στην Αττική. Σήμερα από το πέρασμα αυτό διέρ­ Πυργάθι. Στον λόφο Πυργάθι, στα ανατολι-
χονται σιδηροδρομική γραμμή και αυτοκινητό- κά του Δέματος, υπάρχει πύργος κυκλικής δια­
δρομος, που συνδέουν τα βόρεια προάστια των τομής με διάμετρο 7,5 μέτρων. Το οικοδόμημα
Αθηνών με το Θριάσιο Πεδίο. σώζεται σε ύψος 2 μέτρων. Προφανώς, πρόκει-
Το τείχος είχε κτιστεί από αδρά λαξευμένους ται για φρυκτωρία-παρατηρητήριο σχετιζόμενο
πολυγωνικούς ογκόλιθους χωρίς συνδετική ύλη, με το κυρίως τείχος, καθώς η θέση του επέτρεπε
ενώ τα κενά είχαν γεμιστεί από μικρότερους λί- στον «βιγλάτορα» ανεμπόδιστη επισκόπηση ολό-
θους. Η οχύρωση δεν είναι ενιαία· αποτελείται κληρου του τείχους και του πεδίου μπροστά από
από πολλαπλά μικρά, επικαλυπτόμενα τμήματα, αυτό. Ο ανασκαφέας του κυκλικού πύργου έχει
που δημιουργούν στενούς διαδρόμους και εισό- τοποθετήσει την οικοδόμησή του στην τρίτη δε-
δους με επικλινείς ράμπες πίσω τους, για εύκολη καετία του 4ου αιώνα.
πρόσβαση στην επίπεδη κορυφή του. Το πάχος
των τειχών κυμαίνεται μεταξύ των 1,5 και 2,8 μέ- Οχύρωση Λάγκερ. Σε ύψωμα που δεσπόζει
τρων. Στη μέση, περίπου, του μήκους του Δέμα- πάνω από το Θριάσιο Πεδίο, γύρω στα 3 χιλιό-
τος ανοίγονταν δύο πύλες. Η βορειότερη οδηγού- μετρα νοτιοδυτικά του Δέματος, έχει εντοπιστεί
σε στον δήμο Οίης και η νοτιότερη στο Θριάσιο μεγάλο οχυρό. Αποτελείται από φρούριο ακα-
Πεδίο. Ίσως υπήρχε και τρίτη πύλη. νόνιστου ελλειψοειδούς σχήματος, από όπου
Σε απόσταση 225 μέτρων ανατολικά του τεί- ξεκινάει τείχος που κατεβαίνει την πλαγιά του
χους, έχει εντοπιστεί το Πίσω Τείχος, χαμηλό υψώματος με νοτιοανατολική κατεύθυνση και
φράγμα από αργολιθοδομή μήκους 120 μέτρων συνολικό μήκος γύρω στα 510 μέτρα.
περίπου, το οποίο βαίνει παράλληλα προς το Οι τοίχοι του φρουρίου, που σώζονται σε
κυρίως Δέμα. Το συνολικό του μήκος έχει υπο- εξαιρετικά ερειπωμένη κατάσταση, είχαν όψεις
λογιστεί στα 200 μέτρα. Στόχος του ήταν η παρε- από ακατέργαστες πέτρες μεγάλου μεγέθους, συ-
μπόδιση εχθρικών στρατευμάτων προς την πεδι- ναρμοσμένες επιμελώς, και γέμισμα από μικρό-
άδα των Άνω Λιοσίων, της οποίας την ανατολική τερους λίθους και χώμα. Το ύψος τους υπολογί-
πλευρά έφραζε. Το Πίσω Τείχος οικοδομήθηκε, ζεται ότι ξεπερνούσε τα 2 μέτρα και το πλάτος
κατά πάσα πιθανότητα, την ίδια εποχή με το τους ήταν γύρω στα 2,25 μέτρα. Η οχύρωση είχε
Δέμα ή λίγο αργότερα. Πάντως, οι δύο οχυρώσεις συνολικό μήκος περί τα 380 μέτρα και ήταν κατά
μοιάζουν να αποτελούν μέρη του ίδιου οικοδο- τόπους ενισχυμένη από τετράπλευρους οχυρω-
μικού προγράμματος, καθώς το Πίσω Τείχος ενι- ματικούς πύργους. Οκτώ τέτοιοι πύργοι έχουν
σχύει το Δέμα στο σημείο όπου το δεύτερο είναι εντοπιστεί κτισμένοι σε ακανόνιστα διαστήματα.
πιο εύκολα προσπελάσιμο, και συνεπώς ευπρό- Στο εσωτερικό του φρουρίου έχουν αποκαλυ-
σβλητο, λόγω της ομαλότητας του εδάφους. φθεί τουλάχιστον τρία μεγάλα κτήρια με ορθο-
Αν και η χρονολόγηση της ανοικοδόμησης του γώνια δωμάτια.
Δέματος είναι αρκετά προβληματική, λόγω έλλει- Το τείχος ήταν κτισμένο από ακατέργαστους
ψης δεδομένων, οι περισσότεροι αρχαιολόγοι την λίθους. Είχε πλάτος 1 μέτρο, ενώ το ύψος του
τοποθετούν στο α΄ μισό του 4ου αιώνα. Μάλι- υπολογίζεται πως δεν ξεπερνούσε τα 75 εκατο-
στα, το συνδέουν με τον Βοιωτικό Πόλεμο (378- στά. Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για ισχυρό οχυρωμα-
377 π.Χ.) θεωρώντας ότι κατασκευάστηκε για να τικό τείχος, αλλά για χαμηλό προτείχισμα, που
λειτουργήσει ως προμαχώνας ενός μεγάλου στρα- στόχευε στην προσωρινή κάλυψη των αμυνομέ-
τού, που θα έδινε μάχη σε ελεύθερο πεδίο. Θα το νων πίσω από αυτό.
υπερασπίζονταν πολυάριθμοι οπλίτες, ιππείς Η ανέγερση των οχυρώσεων στη θέση Λάγκερ
και πελταστές. Επιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί τοποθετείται από τους ερευνητές στον 4ο αιώνα
ότι το Δέμα δεν οικοδομήθηκε για να αναχαιτίσει π.Χ., κατά πάσα πιθανότητα στο β΄ μισό του. Βέ-
τους εχθρούς που θα κινούνταν προς την πόλη των βαια, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η χρονολό-
Αθηνών, αλλά για να τους καθυστερήσει. Έτσι, ο γηση αυτή δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένη, καθώς
αθηναϊκός στρατός, ενημερωμένος για την εχθρι- ο χώρος δεν έχει ανασκαφεί συστηματικά. Έτσι,
κή επέλαση μέσω του ταχύτατου συστήματος των τα κινητά ευρήματα που έχουμε στη διάθεσή μας
φρυκτωριών, θα προλάβαινε τους επιτιθέμενους είναι ελάχιστα. Επιπλέον, τόσο τα τείχη, όσο και
πριν φτάσουν στην πόλη. Επιπλέον, το Δέμα δεν τα κτήρια εντός αυτών σώζονται σε ιδιαίτερα
θα επέτρεπε τη διάβαση μιας μεγάλης στρατιάς αποσπασματική κατάσταση και δεν είναι δυνατό
σε πλήρη σχηματισμό, διευ­κολύνοντας, έτσι, τις να προκύψουν αξιόπιστα χρονολογικά τεκμήρια
δολιοφθορές, ιδίως στην οπισθοφυλακή. από την τοιχοδομία χωρίς συστηματική μελέτη.

39
Κεφάλαιο I

Πλακωτό. Η θέση Πλακωτό, όπου υπάρχει ρά, ενώ στα βόρεια της πύλης υπάρχουν τα κα-
ακόμη ένα αρχαίο φρούριο, εντοπίζεται γύρω τάλοιπα πέτρινης κλίμακας. Η χρονολόγηση του
στα 13 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ελευσί- οικοδομήματος στο Παλαιόκαστρο είναι ασαφής,
νας, εντός των ορίων της κοινότητας Μαγούλας. ενώ η χρήση του είναι δύσκολο να προσδιοριστεί.
Τα αρχαία ερείπια εντοπίζονται στην κορυφή χα- Αν και το μεγάλο μέγεθός του υποδεικνύει ότι
μηλού λόφου, κοντά στη σύγχρονη πόλη της Μα- δεν στεγαζόταν, δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά
γούλας. Η θέση έχει μεγάλη στρατηγική σημασία, της αττικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής των
καθώς επιτρέπει τον απρόσκοπτο έλεγχο του κλασικών χρόνων. Επιπλέον, η έκτασή του δεν
Θριάσιου Πεδίου στα νότια, από την Ελευσίνα θα επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες μιας
έως το όρος Αιγάλεω, και της κοιλάδας του Σα- φρουράς. Τέλος, η υπερυψωμένη θέση του προ-
ρανταπόταμου στα βόρεια. Μαζί με το φρούριο σφέρει εξαιρετική θέα της γύρω περιοχής, αλλά
στο Παλαιόκαστρο, που παρουσιάζεται αμέσως καθιστά το κτίσμα ιδιαίτερα ευάλωτο σε επιθέ-
μετά, το Πλακωτό πλαισίωνε τον δρόμο που οδη- σεις. Καθώς τα κατάλοιπα στο Παλαιόκαστρο
γούσε από τα Σκούρτα στο Θριάσιο Πεδίο μέσω δεν έχουν ερευνηθεί ακόμη συστηματικά, τόσο η
Πάρνηθας, πάνω στο βόρειο τμήμα του οποίου ταύτιση του κτίσματος, όσο και η χρονολόγησή
συναντάμε το αρχαίο κάστρο του Κορυνού. του θα πρέπει για την ώρα να περιμένουν.
Η οχύρωση στο Πλακωτό είναι ορθογώνιας
κάτοψης και μικρού μεγέθους (25 x 33 μέτρα), Βελατούρι. Στα νότια της Οινόης και γύρω στα
με καλοκτισμένους τοίχους από επιμελώς λα- 10 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Πλακωτού εντο-
ξευμένους λίθους. Στο κέντρο της οχυρωμένης πίζεται η κορυφή Βελατούρι (532 μέτρα) του
έκτασης υψώνεται εντυπωσιακός, κυλινδρικός όρους Πατέρας, όπου υπάρχουν τα ερείπια πύρ-
πύργος. Οι ισχυροί του τοίχοι είχαν πάχος γύρω γου. Πρόκειται για κτίσμα κυκλικής διατομής,
στο 1,1 μέτρο και ήταν κατασκευασμένοι με την κτισμένο από προσεκτικά συναρμοσμένους ορθο-
ίδια επιμέλεια με αυτούς του κάστρου. Το κτίσμα γώνιους λίθους κατά τον 4ο αιώνα. Η προνομια­
σώζεται σε ύψος μεγαλύτερο των 3 μέτρων, ενώ κή του θέση, που επιτρέπει στον επισκέπτη την
το πεσμένο δομικό υλικό γύρω από αυτό υποδει- απρόσκοπτη θέα ολόκληρης της Μεγαρίδας και
κνύει ότι ήταν πολύ υψηλότερο. Περιμετρικά της του Θριάσιου Πεδίου μέχρι το Αιγάλεω, υποδει-
ορθογώνιας οχύρωσης υπάρχουν εξωτερικά τεί- κνύει ότι ο πύργος χρησιμοποιείτο ως φρυκτω-
χη που περιβάλλουν την ανατολική, τη νότια και ρία και παρατηρητήριο.
τη δυτική πλευρά της. Πρόκειται για κατασκευές
ακανόνιστου σχήματος, σαφώς προχειρότερες, Βαθυχώρια. Το Μεγάλο Βαθυχώρι εντοπίζεται
από μικρούς, σχεδόν ακατέργαστους, λίθους. σε οροπέδιο στα νότια του Πόρτο Γερμενό και
Το συγκρότημα θα πρέπει να λειτούργησε στα βόρεια της κορυφής Κορώνα (761 μέτρα),
τόσο ως παρατηρητήριο, όσο και ως αμυντικό στο βορειοδυτικό τμήμα του Πατέρα. Γύρω στο
οχυρό. Η εξαιρετική ποιότητα της κατασκευής 1 χιλιόμετρο βορειοανατολικά του Μεγάλου Βα-
του εσωτερικού φρουρίου και του πύργου υπο- θυχωρίου υψώνεται εντυπωσιακός πύργος κυ-
δεικνύει οργανωμένο σχεδιασμό, με στόχο τη μό- κλικής διατομής. Το μνημείο σώζεται σε ύψος 12
νιμη εγκατάσταση κάποιας φρουράς. Η εξωτερι- μέτρων και διατηρείται σχεδόν ακέραιο, καθώς
κή οχύρωση, αντιθέτως, κατασκευάστηκε σε δεύ- λείπει μόνο η ανώτατη σειρά των δόμων. Διέθετε
τερη φάση και αρκετά πρόχειρα. Αυτό έγινε, πι- τρεις ορόφους και στενά παράθυρα-τοξοθυρίδες.
θανώς, σε κάποια χρονική στιγμή κατά την οποία Είναι κατασκευασμένο με επιμέλεια από καλο-
κάποια έκτακτη ανάγκη επέβαλε την ταχεία διεύ­ λαξευμένους ορθογώνιους ντόπιους ασβεστό-
ρυνση του αρχικού περιβόλου. Η ανέγερση του λιθους. Ο πύργος, που περιβαλλόταν από ορ-
τελευταίου τοποθετείται στην Κλασική περίοδο, θογώνιο περίβολο, πρέπει να χρησιμοποιήθηκε
αλλά τα ανασκαφικά δεδομένα δεν επαρκούν για ως φρυκτωρία-παρατηρητήριο και φαίνεται πως
μια πιο ακριβή χρονολόγηση. συνδεόταν με κάποιο αγρόκτημα, όπως προκύ-
πτει από το παρακείμενο κτηριακό συγκρότημα.
Παλαιόκαστρο. Το Παλαιόκαστρο ή Παλαιοχώ- Η ύπαρξη τοξοθυρίδων υποδεικνύει και την πι-
ρι βρίσκεται στα βορειοανατολικά του Πλακωτού. θανή παρουσία ένοπλης φρουράς.
Πρόκειται για κτίσμα κυκλικής κάτοψης με διά- Κοντά στον πύργο έχουν εντοπιστεί τμήμα-
μετρο 20 μέτρα, κατασκευασμένο από ημίεργους τα αρχαίου δρόμου, που οδηγούσε από τα Αι-
λίθους. Το πλάτος των τοίχων είναι 1,9-2,1 μέτρα. γόσθενα στα Μέγαρα, διασχίζοντας τα διάσελα
Η είσοδος εντοπίζεται στη βορειοδυτική πλευ- του όρους Πατέρα και την πεδιάδα των Βαθυ-

40
Αρχαιότητα

χωρίων. Κατά τόπους έχουν διατηρηθεί τα ίχνη κοκρατίας. Η περιοχή τοποθετείται στο δυτικό Πύργος κυκλικής
διατομής στα
από τις ρόδες των κάρων που θα τον διέσχιζαν άκρο της πεδιάδας των Κουνδούρων και χωρίζε-
βορειανατολικά
σε καθημερινή βάση. Πρόκειται για τον «δρόμο ται από τη Μεγαρίδα με τον επιμήκη ορεινό όγκο του Μεγάλου
των πύργων», την πιο σύντομη και προστατευμέ- του Πατέρα. Τα οικοδομικά κατάλοιπα περιτρέ- Βαθυχωρίου.
Το μνημείο σώζεται
νη οδό που συνέδεε τη Μεγαρίδα με τη Βοιωτία, χουν τη νότια πλαγιά του υψώματος· πρόκειται
σε ύψος 12 μέτρων
παρακάμπτοντας την Αττική. Σε σχέση με τον για ισχυρό οχυρωματικό τείχος πλάτους 3,2-3,5 και διατηρείται
αρχαίο δρόμο, υπάρχουν πέντε ακόμα πύργοι μέτρων, με όψεις από μεγάλους πολυγωνικούς σχεδόν ακέραιο.
Περιβάλλεται
στην ευρύτερη περιοχή των Βαθυχωρίων. Ένας λίθους και γέμισμα από μικρότερους. Σώζεται σε από ορθογώνιο
από αυτούς σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση μήκος περίπου 50 μέτρων, ενώ κατά τόπους έχει περίβολο
και μεγάλο ύψος. Εντοπίζεται στο οροπέδιο του διατηρηθεί σε ύψος 3,5 μέτρων. Τρεις πύργοι ενι- και πρέπει να
χρησιμοποιήθηκε
Μικρού Βαθυχωρίου. Το οικοδόμημα, γνωστό σχύουν την οχύρωση. Ένα δεύτερο τείχος περι- ως φρυκτωρία-
ως «Πύργος του Γερμενού», είναι τετράπλευ- τρέχει τη βόρεια πλευρά του υψώματος. Πρόκει- παρατηρητήριο
ρης διατομής, κατασκευασμένο από επιμελώς ται για κατασκευή μόνο με εξωτερικό πρόσωπο (φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος)
λαξευμένους λίθους κατά το ισόδομο σύστημα. πάχους 1-2 μέτρων, από καλοδουλεμένους λί-
Ο πύργος εντασσόταν σε συγκρότημα που πε- θους. Μεταξύ αυτού του τείχους και της πλαγιάς
ριελάμβανε διάφορα κτήρια και μία δεξαμενή. έχουν σωρευτεί μικροί λίθοι. Το βόρειο τείχος
Ομοίως προς το μνημείο στο Μεγάλο Βαθυχώρι, σώζεται σε ύψος 1-1,5 μέτρου.
ο Πύργος του Γερμενού πρέπει να λειτουργούσε Εντός του οχυρωμένου χώρου, στην ουσία
ως παρατηρητήριο, φρυκτωρία και πιθανότατα έχουμε να κάνουμε με μια ακρόπολη, έχουν
σταθμός φρουράς, ενώ, παράλληλα, εντασσόταν εντοπιστεί τα κατάλοιπα κάποιων οικοδομη-
σε αγρόκτημα. μάτων απροσδιόριστης χρήσης. Η χρονολόγησή
τους, καθώς και των τειχών, είναι προβληματική.
Ερένεια. Γύρω στα 17 χιλιόμετρα βορειοδυτι- Διάσπαρτα κτηριακά κατάλοιπα μπορεί να δει
κά της Μάνδρας, στους βόρειους πρόποδες του κανείς σε ολόκληρη την έκταση της βόρειας πλα-
όρους Πατέρα, υπάρχει ύψωμα με αρχαία ερεί- γιάς που βρίσκεται εκτός οχύρωσης, δηλαδή του
πια, κοντά στο οποίο εντοπίζεται ναΐσκος αφι- χαμηλότερου τμήματος, καθώς και στην περιοχή
ερωμένος στον Άγιο Γεώργιο, καθώς και μικρό μεταξύ του υψώματος και του εξωκκλησιού του
τρουλωτό οικοδόμημα από τα χρόνια της Τουρ- Αγίου Γεωργίου. Αυτά είναι τα κατάλοιπα του

41
Κεφάλαιο I

42
Αρχαιότητα

οικισμού που φρουρούσε η ακρόπολη. Τα κινη- φικής και θρησκευτικής κατάστασης, σε ένα ομοι- Αριστερά:
Χάρτης
τά ευρήματα υποδεικνύουν ότι ο χώρος τόσο της ογενές σύνολο, αποτελούμενο από πολίτες όμοι-
της Αττικής
ακρόπολης, όσο και του οικισμού κατοικείτο από ους και ίσους, ο Κλεισθένης διαίρεσε τους Αθη- σχεδιασμένος
τα γεωμετρικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Η οχύρω- ναίους σε δέκα φυλές με αποκλειστικά τοπική από τον Άρθουρ
Μιλχόφερ από
ση της ακρόπολης θα πρέπει, κατά πάσα πιθα- σημασία. Αυτές αντικατέστησαν τις τέσσερις πα-
το Karten von Attika
νότητα, να τοποθετηθεί στην Κλασική περίοδο. λαιές φυλές που είχαν οικογενειακό-κληρονομικό (Curtius und Kaupert
Κάποιοι ερευνητές ταυτίζουν τον οικισμό χαρακτήρα. Τα ονόματα των νέων φυλών σχετίζο- 1881)· εκτός
από τα γεωφυσικά
με την αρχαία Ερένεια, την οποία ο Παυσανίας νταν με μυθολογικούς ήρωες της Αττικής και ορί- στοιχεία,
(Ι, 44, 5) αναφέρει ως κώμη των Μεγάρων. Η ταύ- στηκαν από το μαντείο των Δελφών (Επώνυμοι έχει καταγραφεί
τιση αυτή βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο Ήρωες). Επιπλέον, ο Κλεισθένης μοίρασε την Ατ- το οδικό δίκτυο,
αρχαίο και νεότερο,
γεγονός ότι ο αρχαίος περιηγητής κάνει λόγο για τική σε τρεις γεω­γραφικές περιφέρειες: το άστυ, και παρέχονται
την Ερένεια σε χωρίο, όπου εξετάζει άλλες πόλεις την παραλία και τη μεσογαία. Κάθε φυλή έπρεπε τα αρχαία
της βόρειας Μεγαρίδας, όπως τα Αιγόσθενα. Η να περιλαμβάνει δήμους (οικισμούς και χωριά) τοπωνύμια

εναλλακτική ταύτιση της αρχαίας Ερένειας με τα και από τις τρεις αυτές περιφέρειες. Οι δήμοι
Ακέφαλο
Κούνδουρα είναι προφανώς λανθασμένη, καθώς μιας φυλής που βρίσκονταν στην ίδια γεωγραφική γυναικείο άγαλμα
στην περιοχή δεν έχουν βρεθεί καθόλου αρχαία περιφέρεια συναπάρτιζαν μία τριττύ. Έτσι, κάθε που εντοπίστηκε
στη χωματερή
κατάλοιπα. Πάντως, η πεδιάδα των Κουνδούρων φυλή αποτελείτο από τρεις τριττύς: του άστεως,
των Λιοσίων,
πρέπει να ανήκε στην Αττική και όχι στη Μεγα- την παραλιακή και τη μεσόγεια. 4ος αιώνας π. Χ.
ρίδα, καθώς οι ορεινοί όγκοι στα νότια, δυτικά Στο ανατολικότερο άκρο της Δυτικής Αττικής, (Αρχαιολογικό
Μουσείο Πειραιά,
και βόρεια σύνορά της την απέκοπταν από την στην περιοχή του σύγχρονου Δήμου Άνω Λιοσί-
Πλάτωνος-Γιώτα
τελευταία. Αντίθετα, η επαφή με την Αττική γινό- ων, εντοπίζεται ο δήμος των Ευπυριδών. Η ταύ- 2004, σελ. 50,
ταν ομαλά, χωρίς εμπόδια. Υπό αυτό το πρίσμα, η τιση αυτή βασίζεται σε επιγραφικά δεδομένα (IG εικ. 11)

ταύτιση των αρχαιολογικών καταλοίπων που ανα- II2, 6146), καθώς και σε αρχαιολογι-
σκάφηκαν κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωρ- κά κατάλοιπα που έχουν ανασκα-
γίου με την Ερένεια δεν είναι βεβαιωμένη. Πάντως, φεί στα Άνω Λιόσια. Τα ευρήμα-
οι υπάρχουσες πληροφορίες δεν μας επιτρέπουν, τα αυτά εντοπίζονται στο νότιο
προς το παρόν τουλάχιστον, να ταυτίσουμε την και στο νοτιοδυτικό τμήμα του
εν λόγω θέση με κάποιον άλλο οικισμό με ακρό- σύγχρονου δήμου. Περιλαμβά-
πολη, γνωστό από τις γραπτές πηγές. νουν τάφους από την Κλασική περί-
οδο έως τα ρωμαϊκά χρόνια, καθώς
Αρχαίοι δήμοι, πόλεις και κώμες και κατάλοιπα αρχαίου ναού και
άλλων μεγάλων οικοδομημάτων.

Κ ατά την αρχαιότητα, τα 1.059.824 στρέμματα Στην Άνω Λίμνη Ζωφριάς, στο ση-
γης που αποτελούν τη σύγχρονη Νομαρχία μερινό Ζεφύρι, έχει αποκαλυφθεί
Δυτικής Αττικής ανήκαν στην αρχαία Αττική και αγροικία και λουτρικό συγκρό-
στη Μεγαρίδα, ενώ ένα μικρό τμήμα στα βόρεια τημα που χρονολογείται στη Ρω-
των Ελευθερών εντασσόταν στη Βοιωτία. Τα εδά- μαϊκή περίοδο και φαίνεται πως
φη αυτά εκτείνονται στα δυτικά του κέντρου των έχει κτιστεί στη θέση αρχαιότερου
Αθηνών και χαρακτηρίζονται από αξιοσημείωτη τεμένους, πιθανότατα με ναϊκό οι-
μορφολογική ποικιλία, καθώς περιλαμβάνουν κοδόμημα. Η ονομασία του δήμου,
ορεινούς όγκους και λόφους, απότομους ή πιο που έχει προκύψει από το επίθε-
ομαλούς, δασώδεις περιοχές, καλλιεργήσιμες πε- το «εύπυρος», δηλαδή εύφορος
διάδες και εκτεταμένες ακτές. Μέσα σε αυτό το ως προς τα σιτηρά, υποδηλώνει
περιβάλλον αναπτύχθηκαν οι σημαντικές πόλεις την ευφορία του τόπου, καθώς
της Ελευσίνας και των Μεγάρων, αλλά και μικρό- και τις γεωργικές δραστηριότητες
τερα κέντρα, κώμες και χωριά. Επιπλέον, κατά τα των ανθρώπων του.
κλασικά και τα ελληνιστικά χρόνια, η Δυτική Ατ- Ο δήμος των Ευπυριδών απο-
τική υπήρξε η κοιτίδα αρκετών δήμων, οι οποίοι τελούσε μέρος τρικωμίας, όπου
παρουσιάζονται στην επόμενη ενότητα. εντάσσονταν και οι δήμοι Κρωπιδών
και Πηλήκων. Τα σχετικά αρχαιο­
Αττική. Με στόχο τη συνένωση των ανθρώπινων λογικά δεδομένα είναι μηδαμι-
ομάδων, που παρέμεναν χωρισμένες, λόγω της νά. Ο πρώτος τοποθετείται στα
δια­φορετικής τους κοινωνικής, οικονομικής, εδα- δυτικά των Άνω Λιοσίων, στην

43
Κεφάλαιο I

ευρύτερη περιοχή του Δέματος και ανατολικά στεί στην περιοχή Γκούριζα, κοντά στη σημερινή
του αρχαίου δήμου Όης ή Οίης, ο οποίος, όπως Χασιά. Η ταύτιση αυτή βασίζεται σε επιφανεια-
θα δούμε παρακάτω, βρισκόταν στα βορειοανα- κά ευρήματα. Στην ίδια περιοχή υπήρχε και φρυ-
τολικά του Ασπροπύργου, στους πρόποδες του κτωρία-παρατηρητήριο, που σχετιζόταν με το
όρους Καλιστήρι. Το συμπέρασμα αυτό βασίζε- αρχαιότερο φρούριο της Φυλής.
ται σε επιφανειακές ενδείξεις, καθώς και στο γε- Ένας από τους μεγαλύτερους αρχαίους δή-
γονός ότι ο Θουκυδίδης (ΙΙ, 19) ονομάζει «Κρω- μους της Πάρνηθας ήταν αυτός της Φυλής, η
πειά» το πέρασμα που φράζεται από το αρχαίο θέση του οποίου εντοπίζεται γύρω στα βορειοα-
τείχος Δέμα. νατολικά του φρουρίου του 4ου αιώνα, στην πε-
Πολύ κοντά στο Δέμα έχει ανασκαφεί εντυ- ριοχή της Αγίας Παρασκευής. Αυτή η θέση είναι
πωσιακό οικοδόμημα των κλασικών χρόνων, η γνωστή μεταξύ των ντόπιων ως «Μάλλια Φυλί»,
λεγόμενη «Οικία του Δέματος», που πρέπει να δηλαδή Βουνό της Φυλής. Τα όρια του αρχαίου
ενταχθεί στον αρχαίο δήμο των Κρωπιδών. Κτί- δήμου ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένα και, σύμφω-
στηκε στις αρχές του 4ου αιώνα, ενώ οι ανασκα- να με τον Στράβωνα (ΙΧ, 404), κατά τη Ρωμαϊ-
φείς εντόπισαν δεύτερη φάση χρήσης, η οποία κή περίοδο υπολογίζεται ότι έφταναν μέχρι την
τοποθετείται στο γ΄ τέταρτο του ίδιου αιώνα. Τανάγρα στα βόρεια και μέχρι την Ελευσίνα στα
Πρόκειται για κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης και δυτικά. Εκτός από τα ερείπια στιβαρών τοίχων
μεγάλων διαστάσεων (16 x 22 μέτρα), που περι- από ακατέργαστους ή πολυγωνικούς λίθους, τα
λαμβάνει εννέα δωμάτια τοποθετημένα σε σχήμα οποία έχουν αμυντικό χαρακτήρα και αναφέρ-
Γ γύρω από ορθογώνια ανοιχτή αυλή. Η αυλή κα- θηκαν στην ενότητα για το φρούριο της Φυλής
ταλάμβανε περίπου το ένα τρίτο του συνολικού του 4ου αιώνα, στο Φυλί έχουν ανασκαφεί από
εμβαδού του οικοδομήματος και διέθετε «παστά- τον Α. Σκιά πολυάριθμα οικοδομήματα και τά-
δα», δηλαδή ανοικτή στοά τοποθετημένη κατά φοι του 5ου και του 4ου αιώνα. Επιπλέον, σε
μήκος της νότιας πλευράς της, απέναντι από το χαράδρα κοντά στην πηγή της Αγίας Παρασκευ-
σύμπλεγμα των δωματίων. Στη δεύτερη φάση ής αποκαλύφθηκαν ίχνη σημαντικής κατοίκησης
χρήσης της Οικίας του Δέματος προστέθηκε βοη- που ανάγεται στα ύστερα ρωμαϊκά και στα βυζα-
θητικός χώρος στα ανατολικά. ντινά χρόνια. Προφανώς, οι κάτοικοι της Φυλής
Η Οικία του Δέματος είχε πλίνθινους τοίχους, μετακινήθηκαν σε αυτήν τη θέση προκειμένου να
που στηρίζονταν σε θεμέλια από ακατέργαστους είναι πιο ασφαλείς.
λίθους. Διέθετε δεύτερο όροφο και είχε δίρριχτη Οι Φυλάσιοι, άνθρωποι τραχείς, πολεμικοί
στέγη καλυμμένη από κεραμίδια. Τόσο ως προς και ανταγωνιστικοί, ανήκαν στην Οινηίδα φυλή.
τη μορφή, όσο και ως προς τα υλικά της δομής Σύμφωνα με επιγραφικά δεδομένα από την Ελευ-
της, ακολουθεί σαφώς την αττική οικιστική πα- σίνα (Πλάτωνος-Γιώτα 2004, σελ. 348 και 397), η
ράδοση των κλασικών χρόνων. Παρ’ όλα αυτά, η πιο σημαντική λατρεία των Φυλασίων ήταν αυτή
ακριβής χρήση της Οικίας του Δέματος δεν έχει της Αρτέμιδος Αγροτέρας, την οποία τιμούσαν
ακόμη αποσαφηνιστεί με βεβαιότητα. Τα πολλα- με μεγάλη γιορτή με θυσίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν
πλά δωμάτια υποδεικνύουν ότι ίσως έχουμε να έχουν ακόμη εντοπιστεί αρχαιολογικά κατάλοι-
κάνουμε με κάποιον ξενώνα ή με την κατοικία πα που να πιστοποιούν τα δεδομένα της επιγρα-
των λειτουργών κάποιου κοντινού ιερού, που φής. Ιδιαί­τερα σημαντική για τους Φυλασίους
δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί· τέλος, δεδομένου θα πρέπει να ήταν και η λατρεία του Παρνήσιου
του έντονου γεωργοκτηνοτροφικού χαρακτήρα Δία, αν αποδεχτούμε την ταύτιση της κορυφής
της περιοχής, είναι πιθανό η Οικία του Δέματος του Άρματος, στα ανατολικά του φρουρίου της
να ήταν, απλώς, μια πλούσια αγροτική κατοικία. Φυλής και στα βόρεια της Μονής Κλειστών, με τη
Ο δήμος των Πηλήκων τοποθετείται πιθανό- θέση του ιερού. Εκεί, σύμφωνα με τον Παυσανία
τατα στην ευρύτερη περιοχή της Χασιάς, στα νο- (Ι, 32, 2), υπήρχαν βωμοί και χάλκινο άγαλμα του
τιοδυτικά του δήμου Παιονιδών (περιοχή Θρα- Δία. Ως εστία της λατρείας του Παρνήσιου Δία
κομακεδόνων) και στα νοτιοανατολικά του δή- φέρεται πάντως και το σπήλαιο κάτω από την
μου Φυλασίων. Οι δύο τελευταίοι εντοπίζονται κορυφή Καραβόλα, στα ανατολικά του Άρματος.
επί του ορεινού όγκου της Πάρνηθας. Οι δήμοι Τα ευρήματα από το σπήλαιο προέρχονται από
Ευπυριδών, Κρωπιδών, Πηλήκων και Παιονι- δύο φάσεις χρήσης: η πρώτη τοποθετείται στην
δών ανήκαν στη μεσόγεια τριττύ της Λεοντίδος Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και η δεύτερη από
φυλής. Στην ίδια τριττύ εντασσόταν και ο μικρός τις αρχές της Γεωμετρικής περιόδου μέχρι τον
δήμος Χαστιέων, η θέση του οποίου έχει εντοπι- 6ο αιώνα. Το νεότερο στρώμα, που είναι και το

44
Αρχαιότητα

Άποψη
της «Οικίας
του Δέματος»
από τα ανατολικά
(Πλάτωνος-Γιώτα
2004, σελ. 102,
εικ. 21)

Λίθινο
αναθηματικό
ανάγλυφο
του Τηλεφάνους
από το σπήλαιο
του Πάνα
στην Πάρνηθα·
απεικονίζεται
ο Ερμής να οδηγεί
χορό Νυμφών,
ο Παν να παίζει
αυλό καθισμένος
οκλαδόν
στην πάνω
αριστερά γωνία,
πιο εκτεταμένο, περιλαμβάνει κεραμικά αγγεία, η λατρεία του Πανός αποτελεί τη «συνέχεια» κά- και κάτω
αριστερά
στάχτη από έμπυρες θυσίες και πάνω από 3.000 ποιας πανάρχαιας λατρείας, πιθανότατα σχετι- η προτομή
σιδερένιες αιχμές δοράτων. ζόμενης με τη φύση. Περαιτέρω έρευνα ενδέχεται του Αχελώου,
Αναμφισβήτητα ίχνη λατρείας αφιερωμένης να φωτίσει το ζήτημα. ποτάμιας
θεότητας
στον Πάνα και στις Νύμφες έχουν ανακαλυφθεί Το σπήλαιο του Πανός και των Νυμφών συνε- που λατρευόταν
σε σπήλαιο στην Πάρνηθα, στη χαράδρα της χίστηκε να χρησιμοποιείται και κατά τους πρώ- στο σπήλαιο
Γκούρας, γύρω στα 3 χιλιόμετρα βόρεια της Μο- τους μεταχριστιανικούς αιώνες, από τους οποί- του Πάνα
(Πλάτωνος-Γιώτα
νής Κλειστών. Η λατρεία του Πανός στο σπήλαιο ους προέρχεται μεγάλος αριθμός πήλινων λυχνα- 2004, σελ. 399,
της Πάρνηθας τοποθετείται στα κλασικά, ελληνι- ριών, περίπου 1.000. Για τον λόγο αυτόν, το σπή- εικ. 177)
στικά και ρωμαϊκά χρόνια και θεμελιώνεται από
τα κινητά ευρήματα: επιγραφές, μαρμάρινα ανά-
γλυφα και αγάλματα που απεικονίζουν τον Πάνα
ή/και τις Νύμφες, καθώς και πήλινα ειδώλια του
Σειληνού. Επίσης, στο σπήλαιο ανασκάφηκαν
νομίσματα, κοσμήματα και κεραμικά αγγεία.
Κάτω από το κλασικό-ρωμαϊκό στρώμα, οι ανα-
σκαφείς εντόπισαν δύο προϊστορικές φάσεις: η
αρχαιότερη χρονολογείται στην Πρωτοελλαδική
περίοδο, αν όχι νωρίτερα, και η υστερότερη στα
μυκηναϊκά χρόνια. Τα προϊστορικά ευρήματα πε-
ριλαμβάνουν κυρίως κεραμικά αγγεία· έτσι, δεν
είναι εύκολο να καθορίσουμε τον χαρακτήρα της
χρήσης του σπηλαίου κατά τις περιόδους αυτές.
Πάντως, δεδομένης της δυσπρόσιτης θέσης του,
καθώς και της στενής σύνδεσης των σπηλαίων με
λατρευτικές δραστηριότητες ήδη από τη Νεολι-
θική εποχή, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι

45
Κεφάλαιο I

Γενική άποψη
της ανασκαφής
στον χώρο
του αρχαίου
δήμου Οίης
από νοτιοδυτικά
(Λαμπηδόνα 7,
σελ. 8)

λαιο του Πανός έγινε γνωστό μεταξύ των ντόπιων στον φυσικό βράχο. Το κτίσμα, που ανασκάφη-
Αρβανιτών ως «Σπέλα Λυχναρίτε» ή «Λυχναρί- κε κατά τη δεκαετία του 1910 από τον Α. Σκιά,
τεζα». Η παρουσία των λυχναριών υποδεικνύει ονομαζόταν από τους ντόπιους «Πελεκητόν» ή
τη χρήση του σπηλαίου ως κέντρου χριστιανικής στα αρβανίτικα «Γκουρ-ί-κελεπίσσμ». Ο Σκιάς
λατρείας. (1919, σελ. 36) το ερμήνευσε ως «τάφο εις σχήμα
Στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της Πάρνη- ναΐσκου ή ηρώου κατεσκευασμένο», προφανώς
θας, εκεί που ξεκινάει το Θριάσιο Πεδίο και βο- αφιερωμένο σε κάποιον επιφανή άνδρα ή τοπι-
ρειοανατολικά της σύγχρονης πόλης του Ασπρο- κό ήρωα. Οι νεότεροι ανασκαφείς, από την άλλη
πύργου, τοποθετείται ο μεγάλος αγροτικός δή- πλευρά, πιστεύουν ότι πρόκειται για το κεντρι-
μος της Όης ή Οίης. Ανήκε στην παράλια τριττύ κό ιερό του οικισμού.
της Οινηίδος φυλής. Εντοπίστηκε στη θέση Σπη- Τα αρχαία κατάλοιπα εκτείνονται μέχρι το
λιές, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του όρους ρέμα της Γιαννούλας προς τα δυτικά και 1 χιλιό-
Καλιστήρι, κοντά στο ρέμα της Μαύρης Ώρας, μετρο προς τα νότια του ιερού. Συνεπώς, η κατοί-
όπου έχουν ανασκαφεί (1996-1999) εκτεταμένα κηση στην περιοχή θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα
οικιστικά κατάλοιπα, που χρονολογούνται από εκτεταμένη. Ο Σκιάς περιγράφει:
τους ελληνιστικούς έως τους ύστερους ρωμαϊ- «Τα πλησίον εν τω πεδίω φαινόμενα λείψανα
κούς χρόνους, δηλαδή από τον 4ο π.Χ. μέχρι τον αρχαίου συνοικισμού τα σημειούμενα εν τω χάρ-
5ο μ.Χ. αιώνα. τη έχουσιν ικανήν έκτασιν, πολυάριθμοι δε είναι
Τα ευρήματα περιλαμβάνουν πολλαπλούς οι υπό τυμβωρύχων ανεσκαμμένοι αρχαίοι τά-
τοίχους οικιών και μεγάλες ποσότητες θραυσμά- φοι, ώστε φαίνεται ότι έκειτο αυτόθι δήμος τις
των χρηστικής κεραμικής και κεραμιδιών ορο- όχι ασήμαντος. Η ύπαρξις τοιούτου συνοικι-
φής. Οι οικίες είχαν κτιστεί εκατέρωθεν χειμάρ- σμού εν μικρά από της Θρίας αποστάσει δεν εί-
ρου, που είχε κατεύθυνση από τον βορρά προς ναι παράδοξος, διότι ως έμαθον, οι αυτόθι αγροί
τον νότο και σήμερα είναι αποξηραμένος. Πάνω καίπερ πλήρεις πετρών όντες είνε λίαν εύφοροι,
στον χείμαρρο είχε τοποθετηθεί μικρή γέφυρα ένεκα των δαψιλέστερον πιπτουσών βροχών
κατασκευασμένη από μεγάλους αργούς λίθους και των εκ του όρους κατερχομένων χειμάρρων.
συναρμοσμένους με το εκφορικό σύστημα. Στα Όθεν υπήρχον αυτόθι ικανά τα μέσα της συντη-
ανατολικά του συγκροτήματος των οικιών έχει ρήσεως πληθυσμού ικανώς πολυαρίθμου. Το μέ-
εντοπιστεί σχετικά μικρό οίκημα, λαξευμένο γεθος του αυτόθι κειμένου αρχαίου συνοικισμού

46
Αρχαιότητα

Τα ερείπια
του αρχαίου
ιερού
της Ελευσίνας
σε επιστολικό
δελτάριο
που απεστάλη
το 1904
(φωτογραφικό
αρχείο Ελληνικού
Λογοτεχνικού
και Ιστορικού
Αρχείου)

δεικνύουσιν και τα πολλά εν τω βράχω λελαξευ- χαίου οικισμού. Ο δήμος Θρίας εντοπίζεται από
μένα κωνοειδή φρέατα» (Σκιάς 1919, σελ. 36). τους ερευνητές κοντά στην παραλία, στο νοτιο-
Τα κωδωνόσχημα πηγάδια, που αναφέρονται ανατολικό τμήμα του Θριάσιου Πεδίου. Αμέσως
από τον Σκιά, είναι ορατά μέχρι σήμερα. Πρέπει μετά τη Θρία, στην περιοχή του ελευσινιακού
να ερευνηθούν με ιδιαίτερη προσοχή, διότι είναι Κηφισού βρισκόταν και ο δήμος του Κόπρου της
πιθανό κάποια από αυτά να μην κατασκευάστη- Ιπποθωοντίδας φυλής. Στην περιοχή της αρχαί-
καν κατά την αρχαιότητα, αλλά από τους Αρβα- ας Ελευσίνας εντοπίζεται ο μεγάλος δήμος των
νίτες που ζούσαν στις γειτονικές Ομπόρες. Τα Ελευσινίων, ο οποίος ανήκε στην παράλια τριττύ
αρβανίτικα πηγάδια έχουν κατά κανόνα σφαιρο- της Ιπποθωοντίδας φυλής. Στην Ιπποθωοντίδα
κωνικό σχήμα και είναι γνωστά ως «γκρόπες». φυλή εντασσόταν και ο μικρός δήμος Ελαιούντα,
Ο αρβανίτικος οικισμός Ομπόρες ιδρύθηκε καθώς και ο δήμος Οινόης. Με τον πρώτο συσχε-
μετά τον 14ο αιώνα, σε θέση κοντινή προς τον αρ- τίζονται κατάλοιπα αρχαίου οικισμού γύρω στα
χαίο δήμο Οίης. Οι κύριοι λόγοι επιλογής της συ- 4 χιλιόμετρα βόρεια της Ελευσίνας· η θέση του
γκεκριμένης θέσης από τους Αρβανίτες πιθανό- δεύτερου τοποθετείται στα σύνορα της Αττικής
τατα ήταν η εύφορη, επαρκώς αρδευόμενη γη, σε με τη Βοιωτία και για κάποιους ερευνητές ταυτί-
συνδυασμό με την παρουσία πλούσιου οικοδομι- ζεται με τα ερείπια οχύρωσης και πολίχνης στη
κού υλικού από τα ερείπια του αρχαίου δήμου. θέση Μυούπολη, κοντά στη σύγχρονη Οινόη, ενώ
Εκτός από την Οίη, στην παράλια τριττύ της για άλλους παραμένει άγνωστη. Ο αρχαίος δήμος
Οινηίδος φυλής ανήκε και ο δήμος Θρίας, και, Οινόης εντάχθηκε γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα
κατά πάσα πιθανότητα, οι δήμοι Κοθωκιδών στην Πτολεμαΐδα φυλή, μία από τις πέντε μετα-
και Ιπποτομάδων· και οι τρεις εντοπίζονται στο κλεισθένειες φυλές της Αττικής.
ανατολικό Θριάσιο Πεδίο. Ο δήμος των Ιπποτο-
μάδων ήταν σχετικά μικρός· πιθανώς βρισκόταν Ελευσίνα. Τα ερείπια της αρχαίας Ελευσίνας και
στα βορειοδυτικά του λόφου του Κυρίλλου, του φημισμένου ιερού της, γύρω στα 19 χιλιόμετρα
στα βόρεια του Ασπροπύργου, όπου είναι ορα- δυτικά της Αθήνας, αποτελούν χωρίς αμφιβολία
τά τα κατάλοιπα αρχαίων κτισμάτων. Ο δήμος τον πιο σημαντικό αρχαιολογικό χώρο της Δυτικής
των Κοθωκιδών τοποθετείται στην περιοχή της Αττικής. Ο αρχαιολογικός χώρος και το Αρχαιολο-
Γκορυτσάς ή κοντά στον λόφο Δεμερτζή, καθώς γικό Μουσείο Ελευσίνας βρίσκονται σε λόφο που
και στις δύο θέσεις έχουμε επιφανειακά ίχνη αρ- υψώνεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της σύγχρονης

47
Κεφάλαιο I

Λεπτομέρεια
του χάρτη
στο φύλλο ΧΧVI
του Karten von
Attika (Curtius
und Kaupert
1881), όπου
εικονίζεται
η παραλία της
Ελευσίνας,
ενώ προς
το εσωτερικό
του κάμπου
σημειώνεται
ο νεότευκτος
σιδηρόδρομος
Αθηνών-
Πελοποννήσου

πόλης, σε μικρή απόσταση από την ακτή. δέθηκε με τον βασιλιά Κελεό, κατά τη βασιλεία
Κάτοψη, όπου
απεικονίζονται τα
Οι πρωιμότερες μαρτυρίες για ανθρώπινη πα- του οποίου οικοδομήθηκε το πρώτο ιερό της
Τελεστήρια που ρουσία στην ευρύτερη περιοχή ανάγονται στην θεάς Δήμητρας, σύμφωνα με τον Ομηρικό ύμνο.
οικοδομήθηκαν Πρωτοελλαδική περίοδο, αλλά είναι λιγοστές. Η Το πρώτο ιερό έχει ταυτιστεί με μεγαροειδές κτί-
στο ελευσινιακό
ιερό διαδοχικά
Ελευσίνα κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά τη σμα που βρέθηκε κάτω από το Τελεστήριο, στη
από τα αρχαϊκά Μεσοελλαδική περίοδο, όπως προκύπτει από τα βορειοανατολική του γωνία, ανάγεται στον 15ο
μέχρι τα κατάλοιπα οικισμού, τα οποία έχουν εντοπιστεί αιώνα και είναι γνωστό ως «Μέγαρο Β΄». Το εύ-
ρωμαϊκά χρόνια
(φωτογραφικό
στην κορυφή του λόφου που καταλαμβάνει ο αρ- ρημα αυτό υποδεικνύει την ύπαρξη κάποιου εί-
αρχείο χαιολογικός χώρος. Κατά τη διάρκεια της Υστε- δους λατρείας στον χώρο που μετέπειτα κατέλα-
Γερμανικού ροελλαδικής περιόδου, ο οικισμός επεκτάθηκε βε ο ναός της θεάς Δήμητρας, το Τελεστήριο, ήδη
Αρχαιολογικού
Ινστιτούτου
σημαντικά, καλύπτοντας ολόκληρο τον λόφο. από τα προϊστορικά χρόνια. Σε αυτή τη φάση, η
Αθηνών) Πρόκειται για τη φάση που παραδοσιακά συν- λατρεία θα είχε τοπικό χαρακτήρα.
Κατά τον 12ο αιώνα, εγκαταστάθηκαν στην
Ελευσίνα ο Εύμολπος και οι άντρες του από τη
Θράκη. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση,
οι Θράκες πήγαν στην Ελευσίνα, προκειμένου να
βοη­θήσουν τον βασιλιά της στον αγώνα του ενα-
ντίον του Αθηναίου βασιλιά Ερεχθέα. Ο τελευ-
ταίος επιθυμούσε να καταλάβει το γειτονικό βα-
σίλειο λόγω της εύφορης γης, αλλά και της στρα-
τηγικής θέσης του, καθώς εκεί κατέληγαν όλοι οι
δρόμοι που οδηγούσαν από την Πελοπόννησο,
τη Στερεά και την κεντρική Ελλάδα στην Αθήνα.
Προφανώς, αυτοί είναι και οι λόγοι για τη σημα-
ντική ανάπτυξη του οικισμού της Ελευσίνας κατά
τα μυκηναϊκά χρόνια. Στη μυθική μάχη εναντίον
του Ερεχθέα οι Ελευσίνιοι ηττήθηκαν. Οι απόγο-
νοι του Ευμόλπου παρέμειναν στην περιοχή και
αποτέλεσαν το ιερό γένος των Ευμολπιδών, από
όπου προέρχονταν οι ιεροφάντες, οι ανώτατοι
λειτουργοί των Mυστηρίων. Τα αρχαιολογικά δε-
δομένα υποδεικνύουν ότι υπήρξε σημαντική μεί-

48
Αρχαιότητα

Μερική άποψη
της Ελευσίνας και
του αρχαιολογικού
χώρου από
τα δυτικά, 1900
(φωτογραφικό
αρχείο Γερμανικού
Αρχαιολογικού
Ινστιτούτου Αθηνών)

Τα Μικρά
Προπύλαια
από τα νότια
(φωτ. Fred Boissonas,
© Αρχείο Fred
Boissonnas,
Οργανισμός
Προβολής Ελληνικού
Πολιτισμού /
Θεματοφύλακας:
Μουσείο
Φωτογραφίας
Θεσσαλονίκης)

49
Κεφάλαιο I

Άποψη
του αρχαιολογικού
χώρου
της Ελευσίνας
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος)

Το Πλουτώνιο,
σπήλαιο,
από όπου,
σύμφωνα
με τη μυθολογική
παράδοση,
είχε εμφανιστεί
ο Πλούτωνας,
για να αρπάξει
την Περσεφόνη
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος)

50
Αρχαιότητα

ωση των κατοίκων της Ελευσίνας κατά τον 12ο ριο, η μεγάλη τετράγωνη υπόστυλη αίθουσα που Ο χώρος
της εισόδου
και τον 11ο αιώνα, εποχή ταραγμένη, συνδεδεμέ- φιλοξενούσε τις μυστηριακές τελετές. Στα πρώι­
στο ελευσινιακό
νη με καταστροφές και μετακινήσεις πληθυσμών μα αρχαϊκά χρόνια, ο οικισμός της Ελευσίνας ιερό, μπροστά
σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Ίχνη σημαντι- καταλάμβανε τον λόφο της ακρόπολης. Κατά τις στα Μεγάλα
Προπύλαια
κής κατοίκησης έχουμε ξανά από τον 10ο αιώνα επόμενες περιόδους, η πόλη επεκτάθηκε σε τόσο
(φωτ. Σπύρος
και εξής· προέρχονται από εκτεταμένη νεκρόπο- μεγάλο βαθμό, ώστε στους ρωμαϊκούς χρόνους Παναγιωτόπουλος)
λη στους νότιους πρόποδες του λόφου της ακρό- είχε φτάσει στην ακτή.
πολης, η οποία παρέμεινε σε χρήση καθ’ όλη τη Επί Πεισιστράτου και των διαδόχων του, η
διάρκεια της αρχαιότητας. προσάρτηση της Ελευσίνας στην πόλη των Αθη-
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θησέα, νών παγιώθηκε, ενώ το ιερό της Δήμητρας λα-
οι Ελευσίνιοι υποτάχθηκαν στους Αθηναίους και μπρύνθηκε με μεγαλοπρεπή οικοδομήματα και
εντάχθηκαν στην Ιπποθoωντίδα φυλή. Τόσο η κα- η αίγλη του κορυφώθηκε. Επιπλέον, το ιερό και
τοίκηση στην περιοχή, όσο και η λατρεία στο Μέ- η πόλη οχυρώθηκαν πίσω από ισχυρό τείχος. Το
γαρο Β΄ συνεχίστηκαν κατά τη Γεωμετρική περίο­ ελευσινιακό ιερό καταστράφηκε από τον Ξέρξη
δο. Μάλιστα, γύρω στο 760, δελφικός χρησμός και τον Μαρδόνιο κατά τα Μηδικά (499-448). Οι
καθιέρωνε γιορτή πριν τη σπορά, προς τιμήν της επισκευές του ξεκίνησαν αμέσως μετά το τέλος
θεάς στην Ελευσίνα, όπου θα συμμετείχαν όλες των Περσικών Πολέμων, αλλά γενικεύθηκαν και
οι ελληνικές πόλεις. Τα διάφορα κτίσματα που πήραν τη μορφή οργανωμένου οικοδομικού προ-
οικοδομήθηκαν στην περιοχή του Τελεστηρίου σε γράμματος επί Περικλή. Έτσι, το ιερό επεκτάθη-
αυτή τη φάση υποδηλώνουν τη σταδιακή αύξηση κε σημαντικά. Η λατρεία είχε λάβει πλέον πανελ-
της σημασίας της λατρείας της Δήμητρας. λήνιο χαρακτήρα, καθώς άνθρωποι από ολόκλη-
Περί το γ΄ τέταρτο του 7ου αιώνα, η Ελευ- ρο τον ελλαδικό χώρο κατέφθαναν στην Ελευσίνα
σίνα ανέκτησε την ανεξαρτησία της, αλλά μόνο για να μυηθούν στα φημισμένα Μυστήρια.
για ένα σύντομο χρονικό διάστημα· στα τέλη του Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πο-
ίδιου αιώνα, επί Σόλωνα, πέρασε και πάλι στα λέμου, οι Σπαρτιάτες σεβάστηκαν το ιερό της
χέρια των Αθηναίων. Η γιορτή της Δήμητρας κα- Δήμητρας. Στις ταραχές που ακολούθησαν το τέ-
θιερώθηκε να γιορτάζεται ως ενιαία και στις δύο λος αυτού του πολέμου, η περιοχή της Ελευσί-
πόλεις. Τότε ανεγέρθηκε και το πρώτο Τελεστή- νας αποχωρίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα

51
Κεφάλαιο I

Σελίδες από
τα σημειωματάρια
του Ουίλιαμ
Τζελ,
που φυλάσσονται
στη Βρετανική
Αρχαιολογική
Σχολή Αθηνών
με τον τίτλο
Travel Notes and
Sketches και Book
of Marble.
Ο Τζελ
ήταν Άγγλος
περιηγητής,
αρχαιολόγος
και τοπογράφος.
Είχε αξιόλογη
κλασική παιδεία
και επισκέφθηκε
αρκετές φορές
την Ελλάδα
κατά τις πρώτες
δεκαετίες
του 19ου
αιώνα. Έκανε
τοπογραφικές
μελέτες
και κατέγραψε
χρήσιμες
πληροφορίες
για τον ταξιδιώτη

52
Αρχαιότητα

53
Κεφάλαιο I

Στις σελίδες των


σημειωματαρίων
του, ο Ουίλιαμ
Τζελ κατέγραφε
την ακριβή
διαδρομή που
ακολουθούσε στις
περιηγήσεις του,
τις αποστάσεις
που διήνυε
και τα ευρήματά
του κατά
τις επισκέψεις
του σε γνωστούς
και άγνωστους
αρχαιολογικούς
χώρους.
Γνώριζε καλά
τον Παυσανία και
αντιπαρέβαλλε
συχνά τις
παρατηρήσεις
του με αυτές
του αρχαίου
περιηγητή

54
Αρχαιότητα

από την Αθήνα και αποτέλεσε σημαντικό κέντρο


στρατιωτικών επιχειρήσεων. Εκεί κατέφυγαν οι
ηττημένοι από τον Θρασύβουλο Τριάκοντα Τύ-
ραννοι (403-400), εξολοθρεύοντας όσους από
τους Ελευσινίους δεν εμπιστεύονταν. Μετά την
τελική πτώση των Τριάκοντα, η Ελευσίνα ενώθη-
κε, για μία ακόμη φορά, με την Αθήνα και παρέ-
μεινε ένα από τα ισχυρότερα αθηναϊκά φρούρια
μέχρι τα χρόνια των Μακεδόνων.
Τον 4ο αιώνα, ιδίως κατά το β΄ μισό του, το
ιερό της Ελευσίνας αποτέλεσε εστία σημαντικής
οικοδομικής δραστηριότητας. Κατά την Ελληνι-
στική περίοδο, στο ιερό είχε εγκατασταθεί μα-
κεδονική φρουρά, ενώ στην κορυφή του λόφου
είχε κτιστεί κάστρο. Πάντως, η πιο εντυπωσιακή
οικοδομικά φάση του ιερού της Δήμητρας ήταν
στα αυτοκρατορικά χρόνια, όταν ο Αδριανός, ο
Αντωνίνος ο Ευσεβής και ο Μάρκος Αυρήλιος
πραγματοποίησαν εκτεταμένες επισκευές και
προσέθεσαν μνημειώδη κτήρια, όπως θριαμβικές
αψίδες, προπύλαια και άλλα. Τότε ήταν που το
δικαίωμα μύησης στα Μεγάλα Μυστήρια, απο-
κλειστικό προνόμιο των Ελλήνων, επεκτάθηκε
σε όλους τους υπηκόους της Ρωμαϊκής Αυτοκρα-
τορίας. Έτσι, χιλιάδες ανθρώπων από όλες τις
άκρες της αχανούς αυτοκρατορίας των Ρωμαίων
συνέρρεαν στην Ελευσίνα.
Το 170 μ.Χ., η Ελευσίνα δέχτηκε τη βάρβαρη
επίθεση των Κοστοβώκων, λαού σκυθικής κατα-
γωγής που κατοικούσε στα ανατολικά παράλια φές στον χώρο, που τραβούσε σαν μαγνήτης τους Το Τελεστήριο
και αργότερα στα βόρεια της Δακίας. Τα οικοδο- στον αρχαιολογικό
Ευρωπαίους περιηγητές της Αττικής από τον
χώρο
μήματα του ιερού υπέστησαν σοβαρές ζημιές, οι 17ο αιώνα, αν όχι νωρίτερα, ξεκίνησαν το 1812. της Ελευσίνας,
οποίες όμως επισκευάστηκαν και δεν ανέστειλαν Πραγματοποιήθηκαν με χρηματοδότηση της αρ- με τη θάλασσα
τη λειτουργία του. Αυτό έγινε λίγο αργότερα, με του Σαρωνικού
χαιόφιλης βρετανικής εταιρείας των Ντιλετάντι
στο βάθος·
τη σταδιακή επικράτηση του χριστιανισμού και και δεν διήρκεσαν πολύ. Από το 1882 μέχρι σή- πίνακας του Πωλ
τα αυστηρότατα διατάγματα εναντίον των εθνι- μερα, η Ελευσίνα ανασκάπτεται συστηματικά Μπρε στο έργο
κών, που εξέδωσαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες του Καμίλ
από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία.
Μωκλαίρ με τίτλο
κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., παράγοντες που οδήγη- Κατά την αρχαιότητα, η είσοδος στο ιερό γι- Athènes,
σαν στην παρακμή των ιερών της Ελευσίνας. Η νόταν, όπως και σήμερα, από τη μεγάλη πλακό- που εκδόθηκε
χαριστική βολή δόθηκε από τους Βησιγότθους στο Παρίσι
στρωτη αυλή (2ος αιώνας μ.Χ.) στα βόρεια, όπου
το 1935 (συλλογή
του Αλάριχου, οι οποίοι το 395 μ.Χ. εισέβαλαν κατέληγε η Ιερά Οδός από την Αθήνα, ο δρόμος Ιωάννη Ιγγλέση)
στον ιερό χώρο και τον καταλεηλάτησαν, μετα- των Μεγάρων και η οδός του λιμανιού. Η αυλή
τρέποντάς τον σε ερείπια. πλαισιωνόταν από δύο στοές και δύο θριαμβι-
Τα μεσαιωνικά χρόνια η αίγλη της Ελευσίνας κές αψίδες, αντίγραφα της αψίδας του Αδριανού
είχε μειωθεί σημαντικά και η αρχαία πόλη είχε στην Αθήνα. Οι τελευταίες είχαν τοποθετηθεί
καταλήξει μικρό χωριό με διαρκώς μειούμενο στα σημεία κατάληξης των οδών των Μεγάρων
πληθυσμό, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών. και του λιμανιού. Στο κέντρο της αυλής μπορεί
Έτσι, κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο είχε ερη- κανείς να δει την κρηπίδα του μικρού δωρικού
μώσει εντελώς. Μόνιμη κατοίκηση στην περιοχή ναού της Προπυλαίας Αρτέμιδος και του Πατρός
δεν εμφανίστηκε πριν από τις αρχές του 18ου αι- Ποσειδώνος (2ος αιώνας), καθώς και τους μαρ-
ώνα, ενώ τα χρόνια της Επανάστασης η Ελευσίνα μάρινους βωμούς τους. Τα κτήρια πίσω από την
φιλοξένησε για πολλούς μήνες το στρατόπεδο ανατολική αψίδα είχαν οικοδομηθεί κατά τα ρω-
του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Οι πρώτες ανασκα- μαϊκά χρόνια, για να καλύψουν τις ανάγκες των

55
Κεφάλαιο I

ξοχή πίσω από την εξέδρα ταυτίζεται από αρκε-


τούς ερευνητές με την «αγέλαστη πέτρα», όπου,
σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, κάθισε η
θλιμμένη Δήμητρα, για να ξαποστάσει.
Το πιο σημαντικό κτήριο του ελευσινιακού ιε-
ρού ήταν το περίφημο Τελεστήριο, με αρχιτεκτο-
νική μορφή σε άμεση σχέση με τον μυστηριακό
χαρακτήρα των όσων τελούνταν στο εσωτερικό
του. Πρόκειται για ένα περίπου τετράγωνο οι-
κοδόμημα με 42 εσωτερικούς κίονες για τη στή-
ριξη της στέγης. Βαθμίδες περιέτρεχαν και τους
τέσσερις τοίχους και προσέφεραν κάθισμα στους
Κιβωτιόσχημος μυημένους που παρακολουθούσαν τα Μυστή-
τάφος στον
ρια. Στο κέντρο βρισκόταν το ανάκτορο με τα
λόφο Πυργάρι,
ανατολικά ιερά σύμβολα της θεάς. Ο χώρος, κατά πάσα πι-
της ακρόπολης θανότητα, δεν είχε παράθυρα· υπήρχε μόνο ένα
των Παγών
άνοιγμα στην οροφή για εξαερισμό. Ο φωτισμός
στο σημερινό Κάτω
Αλεποχώρι· θα γινόταν από αναμμένους δαυλούς, οι οποίοι
στο βάθος θα δημιουργούσαν μια ιδιαίτερα μυσταγωγική
διακρίνονται
ατμόσφαιρα μέσα στο δάσος των κιόνων.
οι υπώρειες
των Γερανείων Τα ερείπια του Τελεστηρίου που αντικρίζει
και ο Κορινθιακός ο σημερινός επισκέπτης ανήκουν στον 4ο αιώνα.
κόλπος
Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει και αρχαιότερες
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος) φάσεις, που ανάγονται στον 5ο και στον 6ο αιώ-
να. Διακεκριμένοι αρχιτέκτονες εργάστηκαν κατά
επισκεπτών (λουτρά, καπηλεία, πανδοχεία). καιρούς στον σχεδιασμό του, όπως ο Iκτίνος, ο
Στον χώρο του ιερού μπαίνει κανείς από δω- Kόροιβος, ο Mεταγένης και ο Ξενοκλής. Ο Φίλω-
ρικό πρόπυλο, γνωστό ως «Μεγάλα Προπύλαια» νας προσέθεσε στοά στην ανατολική πλευρά του
(2ος αιώνας μ.Χ.), που αποτελεί ακριβές αντίγρα- Τελεστηρίου κατά τον 4ο αιώνα.
φο των Προπυλαίων της Ακρόπολης των Αθη- Στα νότια του λατρευτικού συγκροτήματος
νών. Στα ανατολικά των Μεγάλων Προπυλαίων έχουν ανασκαφεί διάφορες στοές, δεξαμενές και
εντοπίζεται το Καλλίχορο φρέαρ (6ος αιώνας), αποθήκες, το βουλευτήριο (4ος αιώνας), το ρω-
το πηγάδι όπου, σύμφωνα με την παράδοση, μαϊκό γυμνάσιο, ένας ναός προς τιμήν της αυτο-
κάθισε περίλυπη και κατάκοπη η θεά Δήμητρα κράτειρας Φαυστίνας (ναός L) και ένα Μιθραίο.
μόλις έφτασε στην Ελευσίνα (βλ. παρακάτω). Τα
Μεγάλα Προπύλαια ακολουθεί μικρή αυλή στα Μεγαρίδα. Η Μεγαρίδα, εκτεινόμενη στα δυ-
νότια, η οποία οδηγεί διά μέσου των λεπτοφτιαγ- τικά της Αττικής, στα βορειοδυτικά της Κορινθί-
μένων Μικρών Προπυλαίων (1ος αιώνας) στον ας και στα νότια της Βοιωτίας, αποτέλεσε πεδίο
κυρίως χώρο του ιερού. Στα δυτικά των Μεγάλων στρατηγικής σημασίας και συχνά το μήλον της
Προπυλαίων έχουν ανασκαφεί αποθήκη σιτηρών έριδος στις συγκρούσεις της Αττικής με τα γει-
(6ος αιώνας), το ρωμαϊκό πρυτανείο και η ιερή τονικά κράτη καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότη-
οικία των Kηρύκων (2ος αιώνας μ.X.). τας. Η περιοχή της αρχαίας Μεγαρίδας οριζόταν
Στο κυρίως ιερό, στα νοτιοδυτικά των Μικρών στα βόρεια από τον Κιθαιρώνα, στα νότια από
Προπυλαίων, υπάρχει ο τριγωνικός περίβολος τον Σαρωνικό κόλπο και στα ανατολικά από το
που περιέβαλλε το Πλουτώνιο, δηλαδή σπήλαιο όρος Τρικέρατο ή Κέρατα, τη νοτιοανατολική
από όπου είχε εμφανιστεί ξαφνικά ο Πλούτωνας, απόληξη του όρους Πατέρα, που αποτελούσε
για να αρπάξει την Περσεφόνη (βλ. παρακάτω). και το σύνορο με την Αττική. Από τα μέσα του
Εντός του περιβόλου υπάρχει μικρό ναϊκό οικο- 6ου αιώνα και εξής, τα Γεράνεια όρη και ο Κο-
δόμημα του 4ου αιώνα, που έχει κτιστεί πάνω σε ρινθιακός κόλπος αποτελούσαν τα μεγαρικά δυ-
αρχαιότερο ναό (6ος αιώνας). Στα νοτιοανατολικά τικά σύνορα· πιο πριν, η Μεγαρίδα εκτεινόταν
του ναΐσκου εντοπίζονται βαθμιδωτή εξέδρα για προς τα δυτικά έως τον Ισθμό. Το δυτικό τμήμα
τελετουργικά δρώμενα και τα θεμέλια του ναού της Μεγαρίδας, δηλαδή τα εδάφη ανάμεσα στον
της Eκάτης πάνω στον βράχο. Η βραχώδης προε- Ισθμό και τα Γεράνεια, κατακτήθηκε από την Κό-

56
Αρχαιότητα

Νεκροταφείο με
κιβωτιόσχημους
τάφους
λαξευμένους
στον ψαμμίτη,
που εντοπίστηκε
στον λόφο
Πυργάρι, 4ος-2ος
αιώνας π.Χ.

ρινθο την Αρχαϊκή εποχή. Έτσι, η αρχική έκταση εντοπιστεί ίχνη οχυρωμένου οικισμού των ελλη-
της Μεγαρίδας μειώθηκε από 650 σε 420 τετρα- νιστικών χρόνων.
γωνικά χιλιόμετρα. Τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας
Πρόκειται για περιοχή ορεινή, δασώδη και στη Μεγαρίδα ανάγονται στην Παλαιολιθική πε-
δύσβατη, με λίγες καλλιεργήσιμες εκτάσεις: την ρίοδο: στην περιοχή της Κακιάς Σκάλας έχουν
πεδιάδα των Μεγάρων, καθώς και εκτάσεις στα ανακαλυφθεί αρκετά σπήλαια, με πιο γνωστό το
παράλια, σε οροπέδια και σε πλαγιές βουνών. σπήλαιο Ζαΐμη, που διασώζουν κατάλοιπα κα-
Ξεχωριστής σημασίας ήταν η Οργάδα, η ιερή πε- τοίκησης από τα παλαιολιθικά, αλλά και τα νεο­
διάδα της Δήμητρας (Παυσανία ΙΙΙ, 4, 2), που το- λιθικά χρόνια. Η σημαντικότερη πόλη της Μεγα-
ποθετείται στα σύνορα Αττικής και Μεγαρίδας, ρίδας ήταν τα Μέγαρα, με συνεχή κατοίκηση από
δηλαδή μεταξύ του Θριάσιου και της μεγαρικής τον 8ο αιώνα μέχρι σήμερα. Για αυτά γίνεται ανα-
πεδιάδας. Για την Οργάδα υπήρχε έριδα μεταξύ λυτική συζήτηση στην επόμενη ενότητα. Άλλες
Ελευσίνας και Μεγάρων, η οποία αποτέλεσε και μεγαρικές πόλεις και κώμες ήταν τα Αιγόσθενα,
μία από τις αιτίες του Μεγαρικού Ψηφίσματος η Πάνορμος, η Ερένεια, ο Τριποδίσκος και η Κυ-
(432) των Αθηναίων. Το τελευταίο επέβαλε σκλη- νόσουρα, ενώ η περιοχή ήταν κατάσπαρτη από
ρό οικονομικό αποκλεισμό στα μεγαρικά προϊό- μικρότερους οικισμούς. Τέλος, η Μεγαρίδα διέ-
ντα σε ολόκληρη την επικράτεια της Αθηναϊκής θετε και δύο σημαντικά λιμάνια, τις Παγές στον
Συμμαχίας, με την αιτιολογία ότι οι Μεγαρείς Κορινθακό και τη Νίσαια, το επίνειο των Μεγά-
προστάτευαν φυγάδες που είχαν δραπετεύσει ρων, στον Σαρωνικό κόλπο.
από την Αθήνα και καλλιεργούσαν τα ιερά εδά- Έχει ήδη γίνει αναφορά στα Αιγόσθενα, τη βο-
φη της Οργάδας στην Ελευσίνα, τα οποία δεν ρειότερη πόλη της Μεγαρίδας, όπου λατρευόταν
έπρεπε να καλλιεργούνται και, επιπλέον, ανή- ο μάντης και θεραπευτής Μελάμπους, και στον
καν στην Αθήνα. Το Μεγαρικό Ψήφισμα θεωρεί- οικισμό που ταυτίζεται από κάποιους με την αρ-
ται ως μία από τις αφορμές του Πελοποννησια- χαία Ερένεια στα βορειοδυτικά της Μάνδρας. Ο
κού Πολέμου. Η ακριβής θέση της Οργάδος θα Τριποδίσκος τοποθετείται γύρω στα 10 χιλιόμε-
πρέπει να τοποθετηθεί, κατά πάσα πιθανότητα, τρα δυτικά των Μεγάρων, στους πρόποδες των
στην κοιλάδα που βρίσκεται στους βορειοανα- Γερανείων, ενώ η θέση της Κυνόσουρας παραμέ-
τολικούς πρόποδες του Τρικέρατου. Εκεί έχουν νει ασαφής. Η Πάνορμος, γνωστό λιμάνι κατά την

57
Κεφάλαιο I

Ίχνη οχύρωσης
στην Πάνορμο,
γνωστό λιμάνι
της αρχαιότητας,
που ταυτίζεται με
τη σύγχρονη Ψάθα
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος)

αρχαιότητα, βρίσκεται στα νότια των Αιγοσθένων αιώνα μέχρι τη Μέση Ελληνιστική περίοδο.
και ταυτίζεται με τη σύγχρονη Ψάθα. Οι Παγές υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικές για
Τα ερείπια των Παγών, του δυτικού λιμα- την πόλη των Μεγάρων, καθώς μαζί με τη Νίσαια
Μεγαρικό
νόμισμα των
νιού των Μεγάρων, βρίσκονται στην περιοχή του εξυπηρέτησαν την έντονη εμπορική και αποικι-
αυτοκρατορικών Κάτω Αλεποχωρίου, περί τα 20 χιλιόμετρα βο- στική δραστηριότητα των Μεγαρέων καθ’ όλη
χρόνων, στο οποίο ρειοδυτικά των Μεγάρων. Εκεί, σε χαμηλό λόφο τη διάρκεια της αρχαιότητας. Όταν τα Μέγαρα
απεικονίζεται
λυσίππειος Ζευς
που υψώνεται πάνω από τον σύγχρονο οικισμό, μπήκαν στην Αθηναϊκή Συμμαχία (461), οι Πα-
με κεραυνό υπάρχει οχυρωμένη ακρόπολη του β΄ μισού του γές έγιναν το ορμητήριο των Αθηναίων στον Κο-
στο υψωμένο δεξί 4ου αιώνα. Ίχνη κατοίκησης, ιερά, νεκροταφεία ρινθιακό κόλπο, με στόχο να χτυπούν τους Κο-
χέρι του·
καθώς η παράσταση
και οικιστικά σύνολα, που χρονολογούνται από ρινθίους και από τα δυτικά. Όταν οι Μεγαρείς
προέρχεται από τη Γεωμετρική περίοδο μέχρι τον 5ο αιώνα, έχουν επέστρεψαν στην Πελοποννησιακή Συμμαχία
ονομαστό χάλκινο εντοπιστεί στην πεδιάδα που απλώνεται δυτικά (446), οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν
λατρευτικό άγαλμα
των Μεγαρέων, ο
της ακρόπολης, από τους πρόποδες των Γερα- τις Παγές. Παρέμειναν κύριοι του λιμανιού μέ-
Ζευς απεικονίζεται νείων μέχρι την ακτή του Κορινθιακού. Στη θέση χρι την υπογραφή της τριακονταετούς ειρήνης
στημένος στο Μπούρι, στις υπώρειες του λόφου της ακρό- το 445, ένας από τους όρους της οποίας ήταν να
βάθρο του. Φέρει
την επιγραφή
πολης και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, αποσυρθούν από τις Παγές. Με την προσχώρησή
ΜΕΓΑΡΕΩΝ έχει ανασκαφεί πλούσιο αρχαϊκό ιερό (τέλη 7ου- τους στην Αχαϊκή Συμπολιτεία (234), οι Παγές
μέσα 5ου αιώνα). Βάσει των χιλιάδων έγιναν ανεξάρτητη πόλη. Σε νομίσματα που έκο-
πήλινων ειδωλίων που βρέθηκαν ψαν το 192 υπάρχει η επιγραφή «Αχαιών Παγαί-
στο ιερό, οι ανασκαφείς θεω- ων», ενώ κατά τα ρωμαϊκά χρόνια τα νομίσματα
ρούν ότι ήταν αφιερωμένο σε των Παγών, που παρέμεναν ανεξάρτητες, έφεραν
γυναικεία θεότητα με θερα- την επιγραφή «Παγαίων».
πευτικές ικανότητες, κατά Ίχνη σημαντικής κατοίκησης αγρο - κτηνοτρο-
πάσα πιθανότητα στη Δή- φικού χαρακτήρα έχουν εντοπιστεί και στα δύο
μητρα. Περίπου 150 μέτρα εύφορα οροπέδια των Βαθυχωρίων, που κατα-
ανατολικά της ακρόπολης, λαμβάνουν το δυτικό τμήμα του όρους Πατέρα,
στον λόφο Πυργάρι, έχει στα νότια του Πόρτο Γερμενό. Από εκεί περνού-
εντοπιστεί νεκροταφείο με σε και ο συντομότερος και ασφαλέστερος δρό-
βαθείς, κιβωτιόσχημους τά- μος που συνέδεε τη Στερεά Ελλάδα και την Πε-
φους, λαξευμένους στον ψαμ- λοπόννησο. Δύο ακόμα σημαντικοί δρόμοι ήταν η
μίτη. Χρονολογείται από τον 4ο παραλιακή Σκιρωνία οδός, που έβαινε περίπου

58
Αρχαιότητα

παράλληλα με την παλαιά εθνική οδό Ελευσί- λοποννήσου, όταν ήταν βασιλιάς ο μυθικός Κό-
νας-Κορίνθου, καθώς και συνοριακός δρόμος δρος (11ος αιώνας):
γνωστός ως «πέρασμα Καντήλι», ο οποίος ξεκι- «Όταν αργότερα ήταν βασιλιάς ο Κόδρος, οι
νούσε από τη μεγαρική πεδιάδα με ανατολική πελοποννήσιοι έκαμαν εκστρατεία κατά των
πορεία και έστριβε προς τα βόρεια στην περιο- Αθηνών· και καθώς, χωρίς καμιά εξαιρετική επι-
χή της Αγίας Τριάδας, ακολουθώντας ρέμα που τυχία, γύριζαν πίσω, αφαίρεσαν από τους αθη-
ταυτίζεται με τον αρχαίο ποταμό Ίαπι. Εκτός ναίους τα Μέγαρα και έδωσαν την άδεια να
από τους παραπάνω δρόμους, η Μεγαρίδα διέ- εγκατασταθούν εκεί όσοι ήθελαν από τους κο-
θετε πυκνό οδικό δίκτυο σε σχεδόν ολόκληρη την ρίνθιους και από τους άλλους συμμάχους. Έτσι
έκτασή της, πολλά τμήματα του οποίου παρα- οι μεγαρείς άλλαξαν τις συνήθειες και τη διάλε-
μένουν ορατά μέχρι σήμερα. Το δίκτυο αυτό, σε κτό τους και έγιναν δωριείς» (για τη μετάφραση,
συνδυασμό με τις πολυάριθμες μεγαρικές οχυ- βλ. Παπαχατζή 1994, σελ. 487).
ρώσεις-παρατηρητήρια, υποδεικνύει την έντονη Για την ετυμολογία του ονόματος της πόλης
κινητικότητα των ανθρώπων, ντόπιων και ξένων, των Μεγάρων, που ήταν γνωστή ως «Μάγαρα»
που περνούσαν από τη Μεγαρίδα, προκειμένου κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, ο Παυσανίας (Ι, 39,
να πάνε στην Αττική, στη Στερεά Ελλάδα ή στην 5) αναφέρει τα εξής:
Πελοπόννησο, καθώς και τη μεγάλη στρατηγική «Η πόλη λένε πως ονομάστηκε έτσι, όταν
σημασία της περιοχής. ήταν βασιλιάς στο τόπον αυτόν ο Κάρας, γιος
του Φορωνέα. Τότε λένε πως πρώτη φορά έκα-
Μέγαρα. Τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης πα- μαν αυτοί ιερά της Δήμητρας, τότε οι άνθρωποι
ρουσίας στα Μέγαρα περιλαμβάνουν κεραμική χρησιμοποίησαν το όνομα Μέγαρα· αυτά λένε οι
που ανάγεται στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, μεγαρείς για τον εαυτό τους» (για τη μετάφραση,
δηλαδή στα μέσα της 3ης χιλιετίας. Εντοπίστη- βλ. Παπαχατζή 1994, σελ. 487).
καν στον λόφο του Αγίου Γεωργίου, στην περιο­ Τα ιερά που αναφέρει ο Παυσανίας, γνωστά
χή της σύγχρονης Πάχης, στα νοτιοανατολικά και ως «μέγαρα της Δήμητρας» ή «κατάγεια βά-
των Μεγάρων. Στη θέση αυτή έχει εντοπιστεί και ραθρα», ήταν κοιλότητες τριγωνικές, τετράγωνες,
μεγάλο φρούριο του 5ου αιώνα, ενισχυμένο με ορθογώνιες ή τραπεζιόσχημες, σκαμμένες στον
διπλά προτειχίσματα και τετράπλευρους πύρ- βράχο. Έχουν εντοπιστεί πάνω από 100 τέτοιες
γους. Η Πάχη ταυτίζεται με τη Νίσαια, το αρχαίο κατασκευές εντός της αρχαίας πόλης. Εδώ, οι Νόμισμα των
λιμάνι των Μεγάρων. Κατάλοιπα από την Πρω- Μεγαρείς πετούσαν γουρουνάκια και ζυμαρένια αυτοκρατορικών
τοελλαδική περίοδο έχουμε και από τον μικρό ομοιώματα φαλλών, τα οποία συμβόλιζαν την ευ- χρόνων, που
απεικονίζει την
λόφο Παλαιόκαστρο, στο δυτικό άκρο της Νί- γονία. Άφηναν τις προσφορές να αποσυντεθούν Αρτέμιδα σώτειρα
σαιας. Εδώ, ίσως, βρισκόταν και το τέμενος του (θεσμά ή θεσμοί) και μετά από αρκετό καιρό, το των Παγών
Ποσειδώνα, που αναφέρεται από τον Θουκυδίδη φθινόπωρο, κατά τις τελετές των Θεσμοφορίων μέσα σε ναΐσκο·
η παράσταση
(IV, 117). Τόσο στον Άγιο Γεώργιο, όσο και στο για την ευλογία της σποράς, τις μάζευαν οι θε- αντιγράφει
Παλαιόκαστρο υπάρχουν ενδείξεις για κατοίκη- σμοφόρες γυναίκες και τις τοποθετούσαν σε βω- λατρευτικό
ση από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. μούς της θεάς. Από εκεί, οι αγρότες έπαιρναν τα άγαλμα των
Μεγαρέων. Φέρει
Στο Παλαιόκαστρο έχει εντοπιστεί και μεσαιω- θεσμά και τα ανακάτευαν με το σιτάρι της σπο- την επιγραφή
νικό κάστρο, στο οποίο, προφανώς, οφείλεται η ράς, προκειμένου να υπάρξει πλούσια συγκομι- ΠΑΓΑΙΩΝ
ονομασία της θέσης. δή. Τα αρχαιότερα μέγαρα ανάγονται στον
Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι 7ο αιώνα. Αρχικά κυκλικοί λάκκοι
αρχαιότεροι κάτοικοι των Μεγάρων ήταν οι Λέ- από αργούς λίθους, κατά την
λεγες. Μάλιστα, ο Παυσανίας (Ι, 44, 3) αναφέρει Κλασική περίοδο έλαβαν μνη-
τον τάφο του μυθικού Λέλεγα, γενάρχη των Λε- μειώδη μορφή και μετατρά-
λέγων, κοντά στην ακρόπολη της Νίσαιας. Ο Λέ- πηκαν σε υπόγειους θαλά-
λεγας, γιος του Ποσειδώνα και της Λιβύης, μετα- μους με κλιμακοστάσιο και
κινήθηκε από την Αίγυπτο στον ελλαδικό χώρο λίθινη στέγη στηριγμένη σε
και έγινε βασιλιάς των Μεγάρων (Παυσανία Ι, 44, κεντρικούς πεσσούς. Ένα
3 και Οβιδίου Metamorphoses, VII, 443 και VIII, από τα μέγαρα της Δήμη-
567 και 617). Αργότερα, στα Μέγαρα εγκαταστά- τρας είχε διατηρηθεί μέχρι
θηκαν Ίωνες. Ο Παυσανίας (Ι, 39, 4) υποστηρί- τα χρόνια του Παυσανία (Ι,
ζει ότι τα Μέγαρα ανήκαν στους Αθηναίους, από 40, 6), ο οποίος το τοποθετεί
τους οποίους τα απέσπασαν οι Δωριείς της Πε- στην ακρόπολη της Καρίας. Το

59
Κεφάλαιο I

Το Παληόκαστρο, μέγαρο που είδε ο Παυσανίας ταυτίζεται με τη της Σαλαμίνας (480) και 3.000 οπλίτες στη μάχη
Μέγαρα Αττικής,
περίπου 1930
σπηλιά του Μουρμούνη, στη νότια πλαγιά της των Πλαταιών (479). Κατά τη διάρκεια του Πε-
(φωτ. Περικλής ακρόπολης της Καρίας. λοποννησιακού Πολέμου, η πόλη των Μεγάρων
Παπαχατζιδάκης, Η πόλη των Μεγάρων προέκυψε από τη συνέ- ταλαιπωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Έχει γίνει ήδη
φωτογραφικό
αρχείο Μουσείου
νωση των κωμών Ηραίας, Περαίας, Τριποδίσκου, αναφορά στο Μεγαρικό Ψήφισμα, το οποίο εξέ-
Μπενάκη) Κυνοσούρας και Νίσαιας, γύρω στα μέσα του δωσαν οι Αθηναίοι εναντίον των Μεγαρέων και
8ου αιώνα ή λίγο αργότερα. Από αυτήν την πε- αποτέλεσε μία από τις αφορμές της πολύχρονης
ρίοδο έχουν διασωθεί τα θεμέλια μεγάλου οικο- πολεμικής διαμάχης των Ελλήνων. Παρ’ όλα αυτά,
δομήματος στο νότιο τμήμα της αρχαίας αγοράς ο 4ος αιώνας βρήκε τα Μέγαρα να ευημερούν οι-
στην πλατεία Ηρώων, καθώς και ομάδα κιβωτιό- κονομικά και πολιτισμικά. Χαρακτηριστικό πα-
σχημων τάφων. Στις τελευταίες δεκαετίες του 8ου ράδειγμα της πνευματικής άνθησης των Μεγαρέ-
και κατά τον 7ο αιώνα, τα Μέγαρα ανέπτυξαν ων υπήρξε η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Ευ-
αξιοσημείωτη αποικιστική δράση, ιδρύοντας τα κλείδης και είναι γνωστή ως «Μεγαρική Σχολή»
Υβλαία Μέγαρα (728) και τον Σελινούντα (651 ή (βλ. παρακάτω).
628) στη Σικελία, καθώς και τον Αστακό (684), τη Κατά την Ελληνιστική περίοδο, τα Μέγαρα
Χαλκηδόνα (680), τη Σηλυβρία (662), το Βυζάντιο εντάχθηκαν στο βασίλειο του Κασσάνδρου, ενώ
(658) και την Ηράκλεια (558) στην Προποντίδα. το 307 τα κατέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής.
Η Αρχαϊκή περίοδος σηματοδότησε την αρχή Ο Μακεδόνας στρατηγός πήρε ως λάφυρο όλους
των προστριβών με τις γειτονικές Κόρινθο και τους δούλους των Μεγαρέων, προκαλώντας σο-
Αθήνα, που κράτησαν μέχρι και τον 4ο αιώνα. βαρή ζημιά στην παραγωγική δραστηριότητα και
Ο 6ος αιώνας, στις αρχές του οποίου δέσποσε η στην οικονομία της πόλης. Κατά τα επόμενα χρό-
μορφή του τυράννου Θεαγένη, χαρακτηρίστηκε νια, οι Μεγαρείς εντάχθηκαν στην Αχαϊκή (243),
από την εσωτερική διαμάχη μεταξύ δημοκρατι- στη Βοιωτική (224) και ξανά στην Αχαϊκή Συμμα-
κών και ολιγαρχικών, αλλά και από σημαντι- χία (190), με στόχο τη διατήρηση της αυτονομίας
κή οικοδομική δραστηριότητα. Έτσι, κτίστηκαν τους. Κυριεύθηκαν από τους Ρωμαίους το 146·
εντυπωσιακά κτήρια και κατασκευάστηκαν ση- γύρω στα 100 χρόνια αργότερα, καταστράφηκαν
μαντικά δημόσια έργα, όπως το υδραγωγείο στον από τον Ιούλιο Καίσαρα στο πλαίσιο του εμφυ-
ελαιώνα, στα βόρεια της πόλης. Υπήρξε έργο του λίου πολέμου των Ρωμαίων. Στα αυτοκρατορικά
διά- σημου Μεγαρέα μηχανικού Ευπαλίνου, για χρόνια, τα Μέγαρα, υποστηριζόμενα κυρίως από
τον οποίο γίνεται λόγος παρακάτω. τον φιλέλληνα Αδριανό, κατάφεραν να ανακτή-
Οι Μεγαρείς πήραν μέρος στους Περσικούς σουν ένα μέρος της παλαιότερης αίγλης τους. Η
Πολέμους, στέλνοντας 20 πλοία στη ναυμαχία πόλη καταλεηλατήθηκε το 395 μ.Χ. από τους Βη-

60
Αρχαιότητα

σιγότθους του Αλάριχου, που, όπως στην Ελευσί- τα συναισθήματα προσώπων αγαπημένων στους Όρμος Πάχης,
Μέγαρα Αττικής,
να, άφησαν μόνο συντρίμμια στο πέρασμά τους. αναθέτες υπέρ των τελευταίων. Τέλος, η λειτουρ- περίπου 1930
Τα Μέγαρα διέθεταν δύο τειχισμένες ακρο- γία του μαντείου της Νύχτας θα πρέπει να βα- (φωτ. Περικλής
πόλεις, οι οποίες εντοπίζονται στην κορυφή των σιζόταν στην παρατήρηση ουρανίων φαινομένων Παπαχατζιδάκης,
φωτογραφικό
λόφων της Καρίας στο ανατολικό τμήμα της αρ- κατά τη διάρκεια της νύχτας (σελήνης, αστεριών, αρχείο Μουσείου
χαίας πόλης και του Αλκάθου στο δυτικό. Μόνο μετεωριτών κ.λπ.), ή σε θυσίες που τελούνταν τη Μπενάκη)
η οχύρωση στον λόφο του Αλκάθου έχει διασω- νύχτα προς τιμή χθονίων θεοτήτων.
θεί, και μάλιστα σε αποσπασματική μορφή. Εδώ Στην περιοχή ανάμεσα στις δύο ακροπόλεις
έχουν εντοπιστεί δύο αρχαία ναϊκά οικοδομήμα- εντοπίζεται η περίφημη κρήνη του Θεαγένη.
τα, ενώ υπάρχουν αρκετά εκκλησάκια με εντοι- Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες και πιο
χισμένο άφθονο αρχαίο υλικό. Ο Παυσανίας (Ι, καλοδιατηρημένες αρχαίες κρήνες σε ολόκληρη
42, 4-6) αναφέρει ότι στην ακρόπολη Αλκάθου την Ελλάδα. Αποτελείται από μία δεξαμενή και
είδε τρεις ναούς-ιερά αφιερωμένα στην Αθηνά, μία ορθογώνια λεκάνη στην πρόσοψή της. Αν και
αρχαίο ναό του Απόλλωνα, πρόσφατα ανακαινι- οι αρχαιολόγοι τοποθετούν την κρήνη στις αρ-
σμένο από τον Αδριανό, και ιερό της Δήμητρας χές του 5ου αιώνα, βάσει της τοιχοδομίας της, η
Θεσμοφόρου. κατασκευή της αποδίδεται από τον Παυσανία (Ι,
Στην ακρόπολη της Καρίας, ο αρχαίος περιη­ 40, 1) στον τύραννο Θεαγένη, ο οποίος κυβέρνη-
γητής (Ι, 40, 6) συνάντησε τέμενος αφιερωμένο σε τα Μέγαρα κατά το διάστημα 640-580:
στον Δία, ναό του Διονύσου Νυκτελίου, ιερό της «Στην πόλη τους έχουν οι μεγαρείς μία κρήνη
Επιστροφίας Αφροδίτης, μαντείο της Νύχτας, που τους την έχτισε ο Θεαγένης, για τον οποίο
ναό του Δία Κονίου, αγάλματα του Ασκληπιού και πριν ανέφερα, για την κόρη του που την πά-
και της Υγείας φιλοτεχνημένα από τον Βρύαξι, ντρεψε με τον Αθηναίο Κύλωνα. Αυτός ο Θεαγέ-
γνωστό Αθηναίο γλύπτη του 4ου αιώνα, καθώς νης, όταν ήταν τύραννος, έχτισε την κρήνη που
και το μέγαρο της Δήμητρας. Το τελευταίο ταυτί- είναι αξιοθέατη για το μέγεθός της και για το διά-
ζεται με τη σπηλιά Μουρμούνη, που αναφέρθηκε κοσμο και για το πλήθος των κιόνων της. Το νερό
παραπάνω. Ο ναός του Διονύσου Νυκτελίου ήταν που τρέχει μέσα στην κρήνη αυτή λέγεται των
το κέντρο της μεγάλης μεγαρικής εορτής των Νυ- Σιθνιδών νυμφών» (για τη μετάφραση, βλ. Παπα-
κτελίων, που περιελάμβανε νυκτερινά δρώμενα. χατζή 1994, σελ. 490-491).
Ο Δίας Κόνιος είχε ενδεχομένως σχέση με τον Οι Σιθνίδες νύμφες, στις οποίες έχει γίνει
καιρό (κονίη=σκόνη) ή με την ευγενή άμιλλα στην αναφορά σε προηγούμενη ενότητα, κατοικούσαν,
κονίστρα του γυμναστηρίου. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με την παράδοση, στην περιοχή των
η Επιστροφία Αφροδίτη ετιμάτο για να στρέφει Μεγάρων. Η δεξαμενή της κρήνης του Θεαγένη

61
Κεφάλαιο I

62
Αρχαιότητα

Το μέγαρο
της Δήμητρας,
το οποίο
ταυτίζεται
με τη σπηλιά
Μουρμούνη
στη νότια πλευρά
της ακρόπολης
της Καρίας
των Μεγάρων
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος)

συγκέντρωνε το νερό, που έφτανε μέσω αγωγών λωνα, στην Αγροτέρα Αρτέμιδα και στην Ίσιδα
από τα βόρεια και τις υπώρειες των Γερανείων (Παυσανία Ι, 41, 3).
στα δυτικά. Στην κεντρική περιοχή της αγοράς κατέληγαν
Σε μικρή απόσταση από την κρήνη του Θεα­ οι δρόμοι από την Ελευσίνα στα ανατολικά, από
γένη, στην περιοχή της σύγχρονης πλατείας την Ερένεια και τη Θήβα στα βόρεια, από τις Πα-
Ηρώων, έχει ανασκαφεί η αρχαία αγορά των Με- γές και τον Τριποδίσκο στα βορειοδυτικά, από
γάρων, όπου κατά τα ρωμαϊκά χρόνια οικοδο- την Κόρινθο στα νότια και από τη Νίσαια στα νο-
μήθηκε εκτεταμένο λουτρικό οικοδόμημα. Γύρω τιοανατολικά· ο τελευταίος ήταν γνωστός ως «Ευ-
από την αγορά, οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει ηρώα θεία οδός», καθώς η διαδρομή του ήταν απόλυτα
αφιερωμένα σε παλιούς βασιλείς και ήρωες. Στην ευθεία, ενώ η ακανόνιστη πορεία των υπολοίπων
περιοχή της αγοράς βρισκόταν και το βουλευτή- δρόμων υποδεικνύει ότι η πόλη των Μεγάρων δεν
ριο, το πρυτανείο, το αρχείο, καθώς και οι ναοί διέθετε κανονικό πολεοδομικό σύστημα.
της Αφροδίτης, της Τύχης και του Διονύσου Πα- Τα Μέγαρα ήταν προστατευμένα από ισχυ-
τρώου. Στα δυτικά της αγοράς έχει εντοπισθεί το ρό τείχος, το οποίο είχε κατασκευαστεί κατά τη
ιερό του Απόλλωνα Προστατηρίου, όπου υπήρ- διάρ­­κεια του γ΄ τετάρτου του 5ου αιώνα. Διέθετε
χαν τα λατρευτικά αγάλματα του Απόλλωνα, της έξι πύλες, από τις οποίες διέρχονταν οι δρόμοι
Αρτέμιδας και της Λητούς, έργα του Πραξιτέλη που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το 461 οι Αθη-
(Παυσανία Ι, 44, 2). Κοντά στην κρήνη του Θεα- ναίοι κατασκεύασαν τα Μακρά Τείχη, που συνέ-
γένη, κατά μήκος της διαδρομής προς την ακρό- δεαν τα Μέγαρα με τη Νίσαια, καλύπτοντας μια
πολη της Καρίας, υπήρχε το ιερό της Αρτέμιδας απόσταση περίπου 1,5 χιλιομέτρου. Οι Αθηναίοι
Σωτείρας και το Ολυμπείο. Το πρώτο φιλοξενού- εγκατέστησαν φρουρά στα Μακρά Τείχη με στόχο Αριστερά:
σε αγάλματα των 12 ολύμπιων θεών φιλοτεχνη- να ελέγχουν τους Μεγαρείς. Οι τελευταίοι αντιλή- Η κρήνη
μένα από τον Πραξιτέλη, καθώς και άγαλμα της φθηκαν το σχέδιο των Αθηναίων και κατεδάφι- του Θεαγένη
στα Μέγαρα,
Αρτέμιδος φτιαγμένο από τον Αθηναίο γλύπτη σαν τα τείχη κατά το 8ο έτος του Πελοποννησια- αρχές 5ου αιώνα·
Στρογγυλίωνα, ενώ στο Ολυμπείο βρισκόταν μι- κού Πολέμου (424). Τα Μακρά Τείχη ξανακτίστη- πρόκειται
σοτελειωμένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα του καν από τον Αθηναίο στρατηγό Φωκίωνα το 340. για μια από
τις αρχαιότερες
Δία, έργο του Μεγαρέα Θεοκόσμου, που, όπως Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η και πιο
θα δούμε σε επόμενη ενότητα, είχε μαθητεύσει οχύρωση της πόλης των Μεγάρων ενισχύθηκε με καλοδιατηρημένες
κοντά στον Φειδία (Παυσανία Ι, 40, 2-5). Τέλος, στιβαρούς πύργους ημικυκλικής κάτοψης. κρήνες
στην Ελλάδα
στην ευρύτερη περιοχή της μεγαρικής αγοράς Οι νεκροπόλεις των Μεγαρέων βρίσκονταν (φωτ. Σπύρος
υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι στον Αγραίο Απόλ- εκτός των τειχών, γύρω από την πόλη. Τα πιο Παναγιωτόπουλος)

63
Κεφάλαιο I

τη πόλη· αναφέρονται για πρώτη φορά από τον


Όμηρο (Β, 499), στον Νηών Κατάλογο, ως μία
από τις βοιωτικές πόλεις που πήραν μέρος στον
Τρωικό Πόλεμο. Η αρχαιότητα των Ερυθρών στά-
θηκε αφορμή να θεωρηθούν λανθασμένα ως η
μητρόπολη των ιωνικών Ερυθρών (Στράβωνα ΙΧ,
404). Ο Παυσανίας (ΙΙΙ, 7), όμως, αναφέρει πως
οι Ερυθραίοι της Ιωνίας θεωρούσαν ότι η πόλη
τους ήταν κρητική αποικία. Τόσο οι Ερυθρές, όσο
και οι Υσιές ήταν ερειπωμένες όταν τις επισκέ-
φτηκε ο Παυσανίας (ΙΧ, 2, 1-2).
Τέλος, στη Βοιωτία ανήκαν αρχικά και οι
Ελευθερές, το κέντρο της δημοφιλούς λατρείας
του Διονυσίου Ελευθερέως. Κατά τη διάρκεια
του 6ου αιώνα, πιθανότατα όσο κυβερνούσε ο
Πεισίστρατος, οι κάτοικοι των Ελευθερών προ-
Το περίφημο σχώρησαν στους Αθηναίους. Κάπως έτσι θα πρέ-
ελευσινιακό
ανάγλυφο,
πει να μεταφέρθηκε η λατρεία του Διονύσου
όπου απεικονίζεται Ελευθερέως στην Αθήνα.
η θεά Δήμητρα
στα αριστερά,
ο βασιλιάς Ελευσίνια Μυστήρια
της Ελευσίνας

Η λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης, σημα-


Τριπτόλεμος
και η Περσεφόνη
στα δεξιά, μέσα του
ντικότερη έκφανση της οποίας ήταν τα πε-
5ου αιώνα (Εθνικό ρίφημα Ελευσίνια Μυστήρια, αποτέλεσε στοιχείο
Αρχαιολογικό καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη όχι μόνο
Μουσείο)
της ίδιας της Ελευσίνας, αλλά και ολόκληρης της
παραλιακής ζώνης κατά μήκος της Ιεράς Οδού. Ο
α­­ξιόλογα νεκροταφεία εντοπίζονται εντός των συσχετισμός της λατρείας της με την ευκαρπία και
Μακρών Τειχών, καθώς και έξω από τις πύλες τη βλάστηση έκανε τη Δήμητρα ιδιαίτερα αγαπη-
της Κορίνθου και του Τριποδίσκου. τή σε μια περιοχή, η οικονομία της οποίας βασι-
ζόταν κατά κύριο λόγο στη γεωργική παραγωγή,
Βοιωτία. Οι Ερυθρές και οι Υσιές ήταν αρ- όπως το νοτιοδυτικό τμήμα της Δυτικής Αττικής.
χαίες βοιωτικές πόλεις, οι οποίες εντοπίζονται Τα Ελευσίνια Μυστήρια σχετίζονταν με τη μυθική
στα όρια των νομαρχιών Δυτικής Αττικής και αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και
Βοιωτίας. Οι Ερυθρές βρίσκονταν στους πρό- την ακόλουθη προσπάθεια που κατέβαλε η θεά,
ποδες του Κιθαιρώνα, σε απόσταση περίπου προκειμένου να ξαναβρεί το παιδί της.
4,5 χιλιομέτρων βορειοανατολικά του Κριεκου-
κίου, το οποίο αργότερα πήρε την ονομασία Ο μύθος. Σύμφωνα με τον Ομηρικό ύμνο στη
«Ερυθρές». Η ακριβής θέση της πόλης πρέπει Δήμητρα (7ος αιώνας), η θεά ζούσε στο Θριάσιο
να τοποθετηθεί δίπλα στον σύγχρονο αγροτικό Πεδίο, το πιο εύφορο μέρος της Αττικής, μαζί με
δρόμο, που οδηγεί από το Κριεκούκι στο βοιω- την αγαπημένη κόρη της, την Περσεφόνη. Μια
τικό χωριό Δάφνη, κοντά στην Αγία Τριάδα. Οι μέρα, ενώ η Κόρη έπαιζε με τις κόρες του Ωκεα­
Υσιές τοποθετούνται γύρω στα 2,5 χιλιόμετρα νού σε ολάνθιστο αγρό, ο άρχοντας του Κάτω
νοτιοδυτικά των αρχαίων Ερυθρών, στο ύψω- Κόσμου, Πλούτωνας, άρπαξε τη νέα και την έσυ-
μα της Παντάνασσας. Το συμπεράσματα αυτά ρε στο σκοτεινό του βασίλειο, με σκοπό να την
βασίζονται στην παρουσία αρχαίων λειψάνων, κάνει γυναίκα του. Η Δήμητρα συντετριμμένη,
ιχνών τοίχων και διάσπαρτων αρχιτεκτονικών όταν πληροφορήθηκε τα συμβάντα, ξεκίνησε την
μελών στις παραπάνω θέσεις, αλλά και κατά μή- περιπλάνησή της, προκειμένου να βρει το χαμένο
κος του αγροτικού δρόμου. Επαναχρησιμοποιη­ παιδί της. Την ένατη ημέρα της μάταιης αναζήτη-
μένο αρχαίο οικοδομικό υλικό υπάρχει και σε σης, μεταμορφωμένη σε γριά και εξουθενωμένη,
κάποια νεότερα οικοδομήματα στο Κριεκούκι. η θεά έφτασε στην Ελευσίνα. Κάθισε να ξεκου-
Οι Ερυθρές ήταν γενικά γνωστές ως αρχαιότα- ραστεί δίπλα στο Καλλίχορο φρέαρ, από όπου

64
Αρχαιότητα

έπαιρναν νερό οι νεαρές Ελευσίνιες. Εκεί τη συ- ση των σιτηρών μαρτυρείται στην Ελευσίνα ήδη
νάντησαν οι όμορφες κόρες του βασιλιά Κελεού, από τα μυκηναϊκά χρόνια. Η στενή σύνδεση της
που τη λυπήθηκαν και της προσέφεραν φιλοξε- Ελευσίνας με την Αθήνα ήδη από τον 7ο αιώνα,
νία στο ανάκτορο. Έτσι, η Δήμητρα έμεινε κοντά αν όχι νωρίτερα, αντικατοπτρίζεται στην τοποθέ-
στην οικογένεια του Κελεού ως παραμάνα. τηση μέρους των μυστηριακών τελετουργιών σε
Προκειμένου να εκφράσει την ευγνωμοσύνη αθηναϊκούς χώρους. Επί Σόλωνα, η ελευσινιακή
της, η θεά της γεωργίας αποφάσισε να χαρίσει λατρεία εντάχθηκε επισήμως στις ιερές αθηναϊκές
την αθανασία στον μικρό γιο του Κελεού, τον τελετές, ενώ κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα οι-
Δημοφώντα, που είχε αγαπήσει πολύ και, κατά κοδομήθηκε το Εν Άστει Ελευσίνιον στα ανατολι-
κάποιον τρόπο, είχε τοποθετήσει στη θέση της κά κράσπεδα της οδού των Παναθηναίων, βόρεια
χαμένης Περσεφόνης. Κάθε βράδυ άλειφε τον του βράχου της Ακρόπολης. Το Εν Άστει Ελευσί-
μικρό Δημοφώντα με αμβροσία και πέρναγε το νιον αποτέλεσε το αθηναϊκό κέντρο της λατρείας
κορμί του πάνω από φλόγες, για να γίνει αθά- της Δήμητρας και βασική εστία τελετουργιών στο
νατος. Το αγόρι μεγάλωνε εντυπωσιακά γρήγορα πλαίσιο των Ελευσινίων Μυστηρίων.
και γινόταν τόσο δυνατό και όμορφο, που κίνησε Στα κλασικά χρόνια, τα Μεγάλα Μυστήρια
την περιέργεια της μητέρας του, Μετάνειρας. Ένα τελούνταν κάθε φθινόπωρο· εκτός από αυτά,
βράδυ, η βασίλισσα παραφύλαξε τη Δήμητρα, και υπήρχαν και τα Μικρά ή Εν Άγραις Μυστήρια,
όταν την είδε να βάζει τον γιο της στη φωτιά έβα- που πραγματοποιούνταν σε ετήσια βάση στις
λε τις φωνές και έδιωξε την τροφό. Ενοχλημένη η αρχές της άνοιξης, δηλαδή κατά τον μήνα Ανθε-
Δήμητρα, αποκάλυψε την πραγματική ταυτότητά στηριώνα του αττικού ημερολογίου. Τα Μικρά
της λάμποντας μέσα σε θεϊκό μεγαλείο. Διέταξε Μυστήρια αποτελούσαν το πρώτο στάδιο μύη­
τον Κελεό να της κτίσει ναό κάτω από την πόλη σης και διεξάγονταν στην ανατολική όχθη του
και το τείχος, σε ύψωμα πάνω από το Καλλίχο- Ιλισού, σε θέση γνωστή ως Άγρα ή Άγραι. Κατά
ρο φρέαρ, όπου απομονώθηκε. Οργισμένη με τη διάρκεια των Μικρών Μυστηρίων, οι ιερείς
τους θεούς και αποφασισμένη να αφανίσει το προετοίμαζαν τους υποψήφιους μύστες με τε-
ανθρώπινο γένος, προκάλεσε ξηρασία και λιμό, λετουργικούς καθαρμούς στα νερά του Ιλισού,
καθώς και την ανησυχία των υπόλοιπων θεών. Με προκειμένου να δεχθούν τη μύηση στα Μεγάλα
την παρέμβαση των τελευταίων, συμφωνήθηκε η Μυστήρια. Τα τελευταία διαρκούσαν εννέα ημέ-
Κόρη να παραμένει με τη Δήμητρα για έξι μήνες,
ενώ το υπόλοιπο έτος να το περνάει με τον Πλού-
τωνα στον Κάτω Κόσμο. Χαρούμενη τότε η Δήμη-
τρα, κάλυψε το ξερό χώμα με φύλλα και άνθη και
δίδαξε στους Ελευσίνιους, που τη φιλοξένησαν,
την καλλιέργεια της γης για την υλική τους ευημε-
ρία και τα λεγόμενα «σεμνά όργια» για την ηθική
τους εξύψωση. Απαράβατος όρος για την τέλεση
της λατρείας της ήταν η απόλυτη μυστικότητα.

Η λατρεία και οι τελετές. Οι τελετές στο


πλαίσιο των Ελευσινίων Μυστηρίων πραγματο-
ποιούνταν για να τιμηθεί η θεά Δήμητρα, αλλά
είχαν να κάνουν και με την επιλογή και τη μύη­
ση πιστών στη λατρεία της. Πριν ξεκινήσει η κα-
τήχησή τους, οι υποψήφιοι πιστοί δεσμεύονταν
με όρκο να κρατήσουν μυστικά όσα θα έβλε-
Πήλινος πίνακας
παν και θα άκουγαν κατά τη διάρκεια των τελε- με ερυθρόμορφη
τουργιών. Για τον λόγο αυτόν, οι πληροφορίες διακόσμηση
του αγγειογράφου
που διαθέτουμε σήμερα σχετικά με το περιε­
Νιννίου, η οποία
χόμενό τους είναι ελάχιστες και περιορίζονται απεικονίζει σκηνές
στις εξωτερικές, φανερές πράξεις των τελετών. από την ελευσινιακή
λατρεία, α΄ μισό
Η λατρεία της Δήμητρας στην Ελευσίνα ανάγεται
4ου αιώνα ( Εθνικό
στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ενώ τοπική λα- Αρχαιολογικό
τρεία γυναικείας θεότητας σχετικής με τη βλάστη- Μουσείο)

65
Κεφάλαιο I

66
Αρχαιότητα

ρες. Ξεκινούσαν στις 14 του μήνα Βοηδρομιώνα μητρας έκαναν στάσεις για να ξεκουραστούν ή να Αριστερά:
Αποθήκη
(μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου), με θυ- τελέσουν ιερουργίες ή προσφορές σχετιζόμενες
του Αρχαιολογικού
σίες που τελούνταν στην εσχάρα και στους βω- με τα Μυστήρια. Τέτοια ορόσημα υπήρξαν ο ναός Μουσείου Ελευσίνας·
μούς της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα του Απόλλωνα, στη θέση όπου βρίσκεται σήμε- στα δεξιά διακρίνεται
η Καρυάτις-
(«προθύματα»). Κατόπιν, σχηματιζόταν πομπή με ρα η Μονή Δαφνίου, το ιερό της Αφροδίτης στο
Κιστοφόρος,
επικεφαλής το ελευσινιακό ιερατείο, πλαισιωμέ- Χαϊδάρι και οι λίμνες των Ρειτών, όπου σήμερα ένα από τα δύο
νο από τιμητική φρουρά, η οποία μετέφερε στην βρίσκεται η λίμνη Κουμουνδούρου. γυναικεία αγάλματα
που υποστήριζαν
Αθήνα μέσω της Ιεράς Οδού τα ιερά αντικείμενα Η μεγαλοπρεπής πομπή κατέληγε στην εξω-
την προς το Τελεστήριο
της Δήμητρας σε ειδικό κιβώτιο. Τα αντικείμενα τερική αυλή του ελευσινιακού ιερού, όπου την πλευρά της στέγης
αυτά, που φυλάσσονταν στην Ελευσίνα όλο τον υποδέχονταν οι ιερείς, καθώς και οι αμύητοι που των Μικρών
Προπυλαίων.
χρόνο και δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς περιελάμ- είχαν φτάσει στην Ελευσίνα δύο ημέρες νωρίτε-
Χρονολογείται
βαναν, τοποθετούνταν στο Εν Άστει Ελευσίνιον. ρα. Ολονύχτιοι χοροί προς τιμήν της Δήμητρας από τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια αυτής της πομπής, η Ιερά Οδός λάμβαναν χώρα στο Καλλίχορο φρέαρ, ενώ την (φωτ. Fred Boissonas,
© Αρχείο Fred
ήταν στρωμένη με καρπούς και λουλούδια. επομένη ξεκινούσε στο Τελεστήριο το δεύτερο
Boissonnas, Οργανισμός
Την επόμενη ημέρα, ο ιεροκήρυκας κήρυτ- στάδιο της μύησης. Το περιεχόμενο των τελετουρ- Προβολής Ελληνικού
τε επισήμως στην Ποικίλη Στοά την έναρξη των γιών παραμένει άγνωστο και πρέπει να περιε- Πολιτισμού /
Θεματοφύλακας:
εορτασμών στην Αθήνα («πρόρρησις»). Καλού- λάμβανε ένα είδος αναπαράστασης («δρώμενα»),
Μουσείο Φωτογραφίας
νταν να συμμετάσχουν όλοι όσοι επιθυμούσαν, πιθανώς της αρπαγής της Κόρης, ενώ ακούγο- Θεσσαλονίκης)
εκτός από αυτούς που είχαν διαπράξει φόνο, νταν μυστικιστικές φράσεις («λεγόμενα») και κά-
ήταν ιερόσυλοι ή δεν μιλούσαν Ελληνικά. Οι τε- ποια ιερά αντικείμενα φανερώνονταν («δεικνύ-
λετές περιελάμβαναν καθαρμούς στη θάλασσα μενα»). Στις 21 του Βοηδρομιώνα λάμβανε χώρα
του Φαλήρου ή του Πειραιά, θυσίες χοιριδίων η «εποπτεία», το τρίτο και τελευταίο στάδιο της
Η Ιερά Οδός
και προσφορές στο Εν Άστει Ελευσίνιο. Στις 17 μύησης στην ελευσινιακή λατρεία. Σε αυτό μπο- με τον Σαρωνικό
του Βοηδρομιώνα, οι υποψήφιοι μύστες ξεκινού- ρούσαν να πάρουν μέρος πιστοί οι οποίοι είχαν κόλπο στο βάθος·
υδατογραφία
σαν για την Ελευσίνα, στην οποία έφταναν μέσω μυηθεί πριν, τουλάχιστον, έναν χρόνο. Την επο-
του Γάλλου
της Ιεράς Οδού, ενώ οι παλαιοί μύστες της θεάς μένη τελούνταν οι «πλημοχόαι», σπονδές προς Φραγκίσκου Περιλλά
παρέμεναν στην Αθήνα και συνέχιζαν τους τελε- τιμήν των νεκρών, ενώ στις 23 του Βοηδρομιώνα από το έργο του
με τίτλο Daphni: le
τουργικούς εορτασμούς. οι μύστες επέστρεφαν στην Αθήνα γαληνεμένοι,
monastère, l’église,
Κατά την πέμπτη ημέρα των Μεγάλων Μυστη- έχοντας εξασφαλίσει μια ευτυχισμένη μεταθανά- l’histoire, les mosaïques,
ρίων, τα ιερά αντικείμενα της Δήμητρας επέστρε- τια ζωή. Η επιστροφή τους γινόταν και πάλι μέσω που εκδόθηκε
στη Θεσσαλονίκη
φαν στην Ελευσίνα συνοδευόμενα από πολυ- της Ιεράς Οδού, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε
το 1928 (συλλογή
πληθή πομπή πιστών, που είχαν ήδη μυηθεί στη οργανωμένη πομπή. Ιωάννη Ιγγλέση)
λατρεία της Δήμητρας. Με επικεφαλής το ελευ-
σινιακό ιερατείο, που μετέφερε τα ιερά κιβώτια,
η πομπή ξεκινούσε από το Εν Άστει Ελευσίνιον,
ακολουθούσε την οδό των Παναθηναίων, διέσχι-
ζε την Αγορά και τον Κεραμεικό και έφθανε στην
περιοχή του Διπύλου, της μνημειώδους πύλης
στο δυτικό τμήμα των αθηναϊκών τειχών. Εκεί πι-
θανότατα βρισκόταν και το Ιακχείο, δηλαδή το
ιερό του θεού Ιάκχου, παρέδρου της Δήμητρας
και της Κόρης. Από το Ιακχείο οι μύστες παρα-
λάμβαναν το στεφανωμένο ξόανο του Ιάκχου, το
τοποθετούσαν σε άρμα στην κορυφή της πομπής
και έμπαιναν στην Ιερά Οδό με κατεύθυνση προς
την Ελευσίνα.
Η πορεία από την Αθήνα προς την Ελευσίνα
είχε μήκος περίπου 19 χιλιόμετρα. Η διαδρομή
περνούσε μέσα από αγρούς και καλλιεργημένα
χωράφια, τον Ελαιώνα και δροσερές δασώδεις
εκτάσεις, ενώ ιερά και εντυπωσιακά ταφικά μνη-
μεία κοσμούσαν τις παρυφές της Ιεράς Οδού. Σε
κάποια από τα παρόδια ιερά, οι πιστοί της Δή-

67
Κεφάλαιο I

Ιερά Οδός διαμόρφωση της Ιεράς Οδού, που, μέσω πολλα-


πλών επισκευών, παρέμεινε σε χρήση καθ’ όλη τη

Ο δρόμος που ένωνε την πόλη των Αθηνών με διάρκεια της αρχαιότητας.
την Ελευσίνα συμβόλιζε την ένωση του άστε- Η αρχαία Ιερά Οδός των Αθηνών πλαισιώθη-
ως με το σημαντικότατο ιερό στα σύνορα Αττικής κε από διάφορα θρησκευτικά μνημεία, τα οποία
και Μεγαρίδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά σχετίζονταν κυρίως με την ελευσινιακή πομπή,
την αρχαιότητα, κάθε δρόμος που ένωνε μια πόλη καθώς και από πολυάριθμα νεκροταφεία και
με ένα μεγάλο περιφερειακό ιερό έπαιρνε την ταφικά μνημεία. Η συνήθεια των Αθηναίων να
ονομασία «Ιερά Οδός». Από επιγραφές και αρ- θάβουν τους νεκρούς εκτός των τειχών σχετίζε-
χαία ορόσημα γνωρίζουμε ότι η επίσημη ονομασία ται με παλαιό νόμο, που απαγόρευε την ίδρυ-
της αθηναϊκής Ιεράς Οδού ήταν «Ελευσινιακή». ση νεκροταφείων σε κατοικημένες περιοχές και
Χάρτης Υποθέτουμε πως διαμορφώθηκε κατά την Υστε- που τέθηκε ξανά σε ισχύ αμέσως μετά την οι-
της Δυτικής κοδόμηση του Θεμιστόκλειου τείχους (478). Για
ροελλαδική περίοδο από κατοίκους της Αθήνας
Αττικής,
όπου σημειώνεται που ήθελαν να φτάσουν στον σημαντικό οικισμό τα νεκροταφεία, λοιπόν, επιλέγονταν κοντινές
η πορεία της Ελευσίνας, αλλά και αντιστρόφως. Η έναρξη περιοχές γύρω από την πόλη, ώστε οι συγγενείς
της Ιεράς Οδού· των νεκρών να μπορούν να μεταβαίνουν εκεί με
της λατρείας της Δήμητρας στην περιοχή χρονο-
επιχρωματισμένη
λιθογραφία λογείται από τους περισσότερους ερευνητές στον ευκολία για τις απαραίτητες τελετουργίες και
από το έργο του 11ο αιώνα ή και νωρίτερα. Γύρω στα μέσα του προσφορές. Επιπλέον, οι Αθηναίοι επιθυμούσαν
λόγιου Άγγλου οι τάφοι τους, ιδίως οι πιο μνημειώδεις, να βρί-
8ου αιώνα, όταν οι εορτασμοί και οι θυσίες στην
αιδεσιμότατου
Κρίστοφερ Ελευσίνα καθιερώθηκαν επίσημα, βάσει δελφικού σκονται σε κοινή θέα, σε περιοχές με αυξημένη
Γουορντσγουόρθ χρησμού, η πορεία της Ιεράς Οδού πρέπει να είχε κίνηση και κατά μήκος δρόμων που αποτελού-
με τίτλο Greece: σαν κύρια περάσματα. Έτσι, θα μπορούσαν όλοι
παγιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Κατά το β΄ μισό του
pictorial,
descriptive and 6ου αιώνα, δηλαδή επί του τυράννου Πεισιστρά- να αντιληφθούν πόσο τιμήθηκε ο νεκρός από την
historical, του και των γιων του, η Ελευσίνα προσαρτήθηκε οικογένειά του, αλλά και την οικονομική επιφά-
που εκδόθηκε νεια της τελευταίας. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι
οριστικά στο αθηναϊκό κράτος και το ιερό λα-
το 1839 στο
Λονδίνο (συλλογή μπρύνθηκε με νέα κτίσματα και προβλήθηκε σε αυτονόητο ότι οι περιοχές κατά μήκος της πο-
Ιωάννη Ιγγλέση) πανελλήνιο επίπεδο. Τότε ολοκληρώθηκε και η λυσύχναστης Ιεράς Οδού αποτέλεσαν ιδιαίτερα
δημοφιλείς τόπους ταφής.
Η επικράτηση του χριστιανισμού προκάλεσε
την παρακμή του ελευσινιακού ιερού κατά τον
4ο αιώνα μ.Χ., ενώ η καταστροφική επιδρομή των
Βησιγότθων (395 μ.Χ.) σήμανε το οριστικό κλείσι-
μό του. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση της Ιεράς Οδού
συνεχίστηκε επί πολλούς αιώνες, καθώς ο δρό-
μος εξυπηρετούσε την επικοινωνία του οικισμού
της Ελευσίνας και των γύρω χωριών με την Αθή-
να. Επιπλέον, ήταν η κύρια οδική αρτηρία, στην
οποία κατέληγαν οι δρόμοι από την Πελοπόννη-
σο και τη Στερεά Ελλάδα. Κατά τον 19ο αιώνα
πολλά τμήματα της αρχαίας οδού ήταν ορατά ή
ακόμα και σε χρήση, αρκετές φορές επισκευα-
σμένα στα νεότερα χρόνια. Η Ιερά Οδός παρέ-
μεινε ο κύριος δρόμος μετάβασης από την Αθήνα
στη Δυτική Αττική έως τον Νοέμβριο του 1962,
όταν παραδόθηκε στην κυκλοφορία η ταχείας
κυκλοφορίας εθνική οδός Αθηνών-Κορίνθου,
γνωστή και ως λεωφόρος Καβάλας ή Αθηνών. Στο
11ο χιλιόμετρό της, δηλαδή στο ύψος της Μονής
Δαφνίου, αυτή η ταχείας κυκλοφορίας λεωφόρος
συναντά την Ιερά Οδό και συνεχίζει ακολουθώ-
ντας χονδρικά την πορεία του αρχαίου δρόμου.
Όσον αφορά στο τμήμα της Ιεράς Οδού πριν τη
συμβολή με την εθνική οδό Αθηνών-Κορίνθου,

68
Αρχαιότητα

παρέμεινε στα χνάρια της αρχαίας διαδρομής, αν


και διαπλατύνθηκε σημαντικά, λόγω αυξημένης
κυκλοφορίας.
Οι έρευνες για την Ιερά Οδό ξεκίνησαν με
αφορμή τις σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύ-
ψεις στην Ελευσίνα και στον χώρο του αθηναϊκού
Κεραμεικού, λόγω του στενότατου συσχετισμού
του αρχαίου δρόμου με τα δύο μεγάλα αττικά
κέντρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ανασκαφές
που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές της δεκαε-
τίας του 1930 κατά μήκος της Ιεράς Οδού, από
τον λόφο του Προφήτη Ηλία μέχρι τη λίμνη Κου-
μουνδούρου, στα σύνορα των σύγχρονων δήμων
Χαϊδαρίου και Ασπροπύργου, οφείλονταν στην
επιθυμία του τότε διευθυντή της αρχαιολογικής
υπηρεσίας, Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη. Έχο-
ντας ερευνήσει διεξοδικά τον αρχαιολογικό χώρο
της Ελευσίνας, ο Κουρουνιώτης επιδίωξε να επε-
κτείνει τις ανασκαφές και στην Ιερά Οδό, προ-
κειμένου να ολοκληρώσει τη μελέτη των ελευσι-
νιακών ιερών. Επιπλέον, πολλά τμήματα της Ιε-
ράς Οδού ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια έργων
διαπλάτυνσης της σύγχρονης οδού και σωστικών
ανασκαφών σε οικόπεδα επ’ αυτής, καθώς και
κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εργασιών για
την επέκταση της γραμμής 3 του Μητροπολιτι-
κού Σιδηροδρόμου Αθηνών στην περιοχή του
Μοναστηρακίου, της Γεωπονικής Σχολής και των
σταθμών του Ελαιώνα και του Αιγάλεω. τμήματα διαπιστώθηκαν πολλαπλά οδοστρώμα- Η επιγραφή
Τμήματα της Ιεράς Οδού έχουν ανασκαφεί του Στράτωνα
τα, τα οποία υποδεικνύουν συνεχή χρήση έως τον
στα ερείπια
εντός των ορίων του αρχαιολογικού χώρου του 2ο αιώνα μ.Χ. ή και πολύ αργότερα, σε κάποιες του Άσπρου Πύργου
Κεραμεικού, αλλά και κατά μήκος του σύγχρο- περιπτώσεις μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατί- (φωτ. Σπύρος
νου ομώνυμου δρόμου, από τη συμβολή του με Παναγιωτόπουλος)
ας. Τα οδοστρώματα αποτελούνται από τη λεια-
την οδό Πειραιώς έως τη Γεωπονική Σχολή. Εκεί σμένη επιφάνεια του φυσικού βράχου (κιμηλιά)
έχουν ανασκαφεί και εκτεταμένες νεκροπόλεις, ή είναι κατασκευασμένα από χαλίκια ή βότσαλα
που χρονολογούνται από τις αρχές του 7ου αι- και μικρούς αδούλευτους λίθους, μπηγμένους σε
ώνα έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Μεγάλα και καλο- σκληρό χωμάτινο υπόστρωμα ή λιθόστρωτα. Το
διατηρημένα τμήματα του αρχαίου δρόμου έχουν πλάτος του δρόμου ορίζεται από αναλημματι-
αποκαλυφθεί στο ύψος της Γεωπονικής Σχολής, κούς τοίχους μικρού ύψους, κατασκευασμένους
όπου ανασκάφηκε και ιερό της Δήμητρας, στον από μεγαλύτερους λίθους. Σε βραχώδεις πλα-
χώρο του σταθμού Αιγάλεω του Μητροπολιτικού γιές, όπως στον λόφο της Ηχούς (λόφος Καψα-
Σιδηρόδρομου Αθηνών, μπροστά από το 9ο Δη- λώνας, βορειοανατολικές υπώρειες του Ποικί-
μοτικό Σχολείο Χαϊδαρίου και μπροστά στο ιερό λου όρους), γίνονταν λαξεύσεις ή εκβραχισμοί,
της Αφροδίτης στην Αφαία Σκαραμαγκά, στο προκειμένου να χαραχθεί η πορεία της οδού, ενώ
Χαϊδάρι. Από το σημείο αυτό έως την Ελευσίνα στις κατηφοριές ο δρόμος υποστηριζόταν από
έχουν αποκαλυφθεί πολλά μικρότερα τμήματα, κτιστά αναλημματικά τοιχάρια. Σε αμμώδεις πε-
ενώ εκτεταμένο κομμάτι συναντά ο επισκέπτης ριοχές, όπως στα περίχωρα της λίμνης Κουμουν-
και στην αρχή του αρχαιολογικού χώρου της δούρου, το υπόστρωμα αποτελείτο από μικρές
Ελευσίνας. Πρόκειται για την κατάληξη της Ιεράς πέτρες και χώμα. Στο οδόστρωμα του τμήματος
Οδού, που σηματοδοτούσε την ολοκλήρωση της της Ιεράς Οδού που περνά μπροστά από το
ελευσινιακής πομπής. ιερό της Αφροδίτης έχουν διατηρηθεί αυλακιές-
Το πλάτος της Ιεράς Οδού συχνά ξεπερνούσε αποτυπώματα από τις ρόδες των διερχόμενων
τα πέντε μέτρα. Σε κάποια από τα ανεσκαμμένα αρμάτων και αμαξιών.

69
Κεφάλαιο I

Ο Άσπρος Πύργος χρονολογηθεί από τους ερευνητές στα μεσαιωνι-


και ο τάφος του Στράτωνα κά χρόνια, αλλά ο τάφος του Στράτωνα ανάγεται
στην Κλασική εποχή.

Έ να από τα πολυάριθμα αρχαία μνημεία που


είχαν ανεγερθεί δίπλα στην πολυσύχναστη
Ιερά Οδό ήταν ο τάφος του Στράτωνα, που σχε-
Το Αδριάνειο υδραγωγείο

τίζεται με μεσαιωνικό πύργο στην περιοχή του


Ασπροπύργου, λίγα μέτρα ανατολικά της σύγχρο- Ι διαίτερα σημαντικά ευρήματα, που χρονολο-
γούνται στα ρωμαϊκά χρόνια, αποτελούν τα
τμήματα υπόγειου αγωγού του Αδριάνειου υδρα-
νης διασταύρωσης για Ασπρόπυργο. Πρόκειται για
τον λεγόμενο «Άσπρο Πύργο», που έδωσε και το γωγείου, καθώς και τα ερείπια δεξαμενής, που
όνομά του στον σύγχρονο οικισμό. Το τετράπλευ- εντοπίστηκαν στον χείμαρρο της Γιαννούλας, στα
ρο πυργοειδές κτίσμα δεν είναι καθόλου ορατό βόρεια και στα βορειοανατολικά του λόφου του
σήμερα, καθώς η θέση του έχει εξ ολοκλήρου κα- Κυρίλλου. Ο αγωγός αυτός συνδεόταν με υπέργειο
λυφθεί με άσφαλτο, λόγω της διαπλάτυνσης της κτιστό αγωγό, που υδροδοτούσε την Ελευσίνα.
Ιεράς Οδού. Το μεγαλύτερο μέρος του δομικού Επίσης, έχει εντοπιστεί μικρό τμήμα υπόγειου
υλικού έχει τοποθετηθεί εν είδει λιθοσωρού πα- αγωγού στην πλαγιά του χειμάρρου, νοτιότερα
ραπλεύρως του δρόμου. της παλαιάς γέφυρας του Αγίου Γεωργίου Ασπρο-
Ο πύργος ήταν κτισμένος από πωροπλίνθους πύργου. Πιθανότατα, το τμήμα αυτό ανήκε σε επι-
και μαρμάρινες πλίνθους, το λευκό χρώμα των μέρους διακλάδωση του παραπάνω αγωγού, προ-
οποίων χάρισε την ονομασία «Άσπρος Πύργος» κειμένου να υδροδοτηθεί η παράκτια περιοχή του
στο μνημείο. Μέρος αυτού του οικοδομικού ανατολικού Θριάσιου Πεδίου. Τμήματα υπέργειων
υλικού ήταν σε δεύτερη χρήση και πιθανότατα αγωγών έχουν αποκαλυφθεί και στην Ελευσίνα,
προερχόταν από τη διάλυση του κτίσματος του παράλληλα με τη σύγχρονη οδό Δήμητρας, κοντά
τάφου του Στράτωνα, που υπήρχε σε κάποιο στο Πομπιείο και στην απόληξη της Ιεράς Οδού.
σημείο στη γύρω περιοχή. Το συμπέρασμα αυτό Το Αδριάνειο υδραγωγείο ήταν ένα μεγαλεπή-
προκύπτει από επιγραφή που εντοπίστηκε σε βολο έργο, που στόχευε να καλύψει τις αυξανό-
μία από τις μαρμάρινες πλίνθους. Το μνημείο έχει μενες ανάγκες υδροδότησης της Αθήνας. Το έργο
ξεκίνησε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός,
στα πλαίσια των εκτεταμένων έργων που διενήρ-
γησε, προκειμένου να αναβαθμίσει και να κοσμή-
σει την πόλη των Αθηνών, την ιστορία και τον
πολιτισμό της οποίας θαύμαζε. Το υδραγωγείο
του Αδριανού ολοκληρώθηκε από τον διάδοχό
του, Αντωνίνο τον Ευσεβή. Ως προς τον ακριβή
χρόνο κατασκευής του υδραγωγείου, υπάρχουν
διαφωνίες. Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι
αυτό είχε ξεκινήσει να κατασκευάζεται ήδη από
το 117 μ.Χ. και ότι αποπερατώθηκε το 161 μ.Χ.,
άλλοι κάνουν λόγο για το διάστημα μεταξύ 125
και 140 μ.Χ. και άλλοι προσδιορίζουν τον χρόνο
κατασκευής του μεταξύ 134 και 140 μ.Χ.
Το Αδριάνειο υδραγωγείο αποτέλεσε την κύ-
ρια πηγή υδροδότησης των Αθηνών για 18 αιώ-
νες περίπου. Κατά τα βυζαντινά χρόνια, τη Φρα-
γκοκρατία και την Τουρκοκρατία, όχι μόνο δεν
κατασκευάστηκε κάποιο άλλο αξιόλογο έργο
υδροδότησης, αλλά και το ήδη υπάρχον δίκτυο
έμεινε ασυντήρητο και σε αρκετά σημεία κατα-
Υπέργειο τμήμα
του Αδριάνειου
στράφηκε. Ο 19ος αιώνας βρήκε την Αθήνα να
υδραγωγείου αντιμετωπίζει έντονο υδροδοτικό πρόβλημα, κα-
στην Ελευσίνα θώς το λιγοστό νερό που ανάβλυζε από κάποια
(φωτογραφικό
αρχείο Νομαρχίας
σημεία ήταν βρώμικο ή μολυσμένο. Οι αγωγοί του
Δυτικής Αττικής) Αδριάνειου υδραγωγείου είχαν αποφραχθεί στο

70
Αρχαιότητα

μεγαλύτερο μέρος τους από λάσπη ή κατάρρευση αποτελεί τμήμα του κλάδου της Πάρνηθας προς Τα υδραγωγείο
του Αδριανού·
των τοιχωμάτων τους, με αποτέλεσμα οι περισ- τα δυτικά, προκειμένου να μεταφερθεί νερό στη χαλκογραφία
σότεροι κάτοικοι να καταφεύγουν στην άντληση Φυλή και στην Ελευσίνα. από το έργο
νερού από πηγάδια. Ο πεντελικός κλάδος ξεκινούσε από την περιο­ Les ruines des plus
beaux monuments
Το υδραγωγείο ήταν εξαιρετικά εκτεταμένο χή της Παλαιάς Πεντέλης με κατεύθυνση προς de la Grèce,
και είχε σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να Χαλάνδρι, ενωνόταν με τον κλάδο της Πάρνηθας considérées
συγκεντρώνει τα νερά από τις πηγές των νοτιοα- και κατέληγε και αυτός στη δεξαμενή του Λυκα- du côté de l’histoire
et du côté de
νατολικών κλιτύων του όρους Πάρνηθα και των βηττού. Καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής των l’architecture
βορειοδυτικών της Πεντέλης και να τα διοχετεύει κύριων κλάδων είχαν κατασκευαστεί μικρότερα του Γάλλου
προς την πόλη των Αθηνών. Για τον σκοπό αυ- βοηθητικά υδραγωγεία, που συνεισέφεραν ύδα- αρχιτέκτονα
και αρχαιολόγου
τόν, κατασκευάστηκε ένα δίκτυο από αγωγούς, τα στους κεντρικούς αγωγούς. Η δεξαμενή στον Ζουλιέν-Νταβίντ
υπόγειους και υπέργειους, συνολικού μήκους Λυκαβηττό είχε χωρητικότητα γύρω στα 500 κυ- Λε Ροΰ,
άνω των 25 χιλιομέτρων. Ο κλάδος της Πάρνηθας βικά μέτρα και βρισκόταν σε υψόμετρο 136 μέ- που εκδόθηκε
το 1758
πιθανότατα είχε δύο σκέλη: το δυτικό, που ξεκι- τρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Η πρόσο- στο Παρίσι
νούσε από το Μετόχι της Αγίας Τριάδας, και το ψή της, στραμμένη προς την πόλη, ήταν πλούσια
βόρειο, που ξεκινούσε από το φαράγγι Αμπούλ- διακοσμημένη με μαρμάρινο προστώο και ιωνικούς
θι στη Δεκέλεια. Το υδραγωγείο κατέβαινε μέσα κίονες, οι οποίοι σώζονταν μέχρι τον 18ο αιώνα.
από την περιοχή της Βαρυμπόμπης προς το Με- Ο τρόπος κατασκευής των αγωγών ήταν σχετι-
νίδι και προχωρούσε παράλληλα με την κοίτη κά απλός και ιδιαίτερα αποτελεσματικός: αρχικά
του Κηφισού ποταμού (Αγ. Σωτήρα – Κόκκινος διανοίγονταν, ανά 35-40 μέτρα, κατά μήκος της
Μύλος), συνέχιζε προς τη Μεταμόρφωση, διέσχι- χαραγμένης διαδρομής, κατακόρυφα πηγάδια
ζε το Νέο Ηράκλειο, περνούσε τους Αμπελοκή- (φρέατα). Στη συνέχεια, από κάθε τέτοιο πηγάδι
πους και κατέληγε σε μεγάλη δεξαμενή, που είχε ξεκινούσε η διάνοιξη της σήραγγας και προς τις
κατασκευαστεί στη νότιο κλιτύ του Λυκαβηττού. δύο κατευθύνσεις, μέχρι το τμήμα που ξεκινούσε
Ο αγωγός που εντοπίστηκε στον Ασπρόπυργο από το ένα πηγάδι να συναντήσει το τμήμα που

71
Κεφάλαιο I

διανοιγόταν από το επόμενο, προς την αντίθετη του φιλότεχνου τύραννου Ιέρωνα, όπου λέγεται
κατεύθυνση. Η μέθοδος αυτή επιτάχυνε κατά πως παρουσίασε για δεύτερη φορά τους Πέρσες.
πολύ τους ρυθμούς διάνοιξης των σηράγγων, ενώ Πέθανε στη Γέλα της Σικελίας το 456. Το ποιη-
τα φρέατα παρείχαν αερισμό και φωτισμό, διευ- τικό έργο του συνέχισε ο γιος της αδελφής του,
κολύνοντας ταυτόχρονα και την απομάκρυνση Φιλοκλής, ο γιος του Φιλοκλή, Μόρσιπος, καθώς
των προϊόντων της εκσκαφής. Η διαδρομή των και ο γιος του Μορσίπου, Αστυδάμας.
σηράγγων φυλασσόταν μυστική, ενώ τα στόμια Οι σωζόμενες τραγωδίες του Αισχύλου είναι:
των φρεάτων σκεπάζονταν και παραλλάσσονταν Πέρσες, Ικέτιδες, Προμηθέας Δεσμώτης, Επτά
μετά τη διάνοιξη κάθε τμήματος, ώστε να μη δια- επί Θήβας, Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες. Η
κρίνονται εύκολα, ακόμα και από μικρή απόστα- συνεισφορά του αισχύλειου έργου στην εξέλιξη
ση. Κατά τον τρόπο αυτόν, λαμβάνονταν προφυ- της τραγικής ποίησης, αλλά και στην αρχαία ελ-
λάξεις για το ενδεχόμενο εσκεμμένης μόλυνσης ληνική διανόηση εν γένει υπήρξε τεράστια.
του νερού, είτε ως αποτέλεσμα δολιοφθοράς, Μία ακόμα σημαντική μορφή της Δυτικής Ατ-
είτε κατά τη διάρκεια τυχόν πολιορκίας της πό- τικής είναι ο γλύπτης Μύρων, ο οποίος καταγό-
λης από κάποιον εχθρό. ταν από τις Ελευθερές. Η καλλιτεχνική δραστη-
Ανάλογα με τον τύπο του υπεδάφους, οι αγω- ριότητα του Μύρωνα, με πιο διάσημο έργο τον
γοί αλλού ήταν λαξευμένοι μέσα στον φυσικό Δισκοβόλο, τοποθετείται στην περίοδο 480-440.
βράχο και αλλού πλινθόκτιστοι, προκειμένου να Είναι γνωστός για τα αγάλματα αθλητών, κατά
εμποδίζεται η κατάρρευση των μαλακών χωμά- κανόνα μπρούτζινα, τα οποία χαρακτηρίζονταν
τινων τοιχωμάτων εντός του αυλού. Διέρχονταν από τον συνδυασμό δυναμικότητας και αρμονίας
σε βάθη 10 έως 40 μέτρων από την επιφάνεια της φόρμας.
του εδάφους και η διατομή τους είχε σχήμα όρ- Πολλές σημαντικές προσωπικότητες των
θιου ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, με το άνω γραμμάτων και των τεχνών της αρχαιότητας έλ-
τμήμα αποστρογγυλεμένο (ύψος 1,60 μέτρα και κουν την καταγωγή τους από την πόλη των Με-
πλάτος 70 εκατοστά). γάρων. Πριν όμως προχωρήσουμε σε αυτές, πρέ-
πει να αναφερθούμε στον Θεαγένη, τον διάσημο
Οι άνθρωποι της αρχαίας τύραννο των Μεγάρων. Η δράση του, που τοπο-
Δυτικής Αττικής θετείται στο β΄ μισό του 7ου και στις πρώτες δε-
καετίες του 6ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από τη

Χ ωρίς αμφιβολία, ο πιο διάσημος «γόνος» των συστηματική υποστήριξη των λαϊκών τάξεων εις
περιοχών που εντάσσονται στο πλαίσιο της βάρος των ευγενών. Επιπλέον, ο Θεαγένης έμεινε
Δυτικής Αττικής είναι ο τραγικός ποιητής Αισχύ- γνωστός και ως προστάτης των τεχνών. Η κατα-
λος, ο οποίος γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 524 και σκευή του αρχαίου υδραγωγείου της πόλης απο-
ήταν γιος του πλούσιου γαιοκτήμονα Ευφορίω- δίδεται σε δική του πρωτοβουλία.
να. Κατά τη διάρκεια της 70ής Ολυμπιάδας (499- Ένας από τους πιο διάσημους αρχαίους Με-
496), όταν ο Αισχύλος ήταν σε νεαρή ηλικία, έκανε γαρείς υπήρξε ο αρχιτέκτων Ευπαλίνος, γιος
την πρώτη του εμφάνιση σε δραματικούς αγώνες. του Ναυστρόφου. Θεωρείται ο δημιουργός της
Το 490 πολέμησε ως οπλίτης στη μάχη του Μαρα- σήραγγας του υδραγωγείου της Σάμου, του γνω-
θώνα, και, λίγα χρόνια αργότερα, στις μάχες της στού «Ευπαλίνιου ορύγματος», που κατασκευά-
Σαλαμίνας (480) και των Πλαταιών (479) εναντίον στηκε γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα, επί τυραν-
των Περσών. Γνωστός για την ανδρεία που επέδει- νίας Πολυκράτη.
Δεξιά: ξε στη μάχη του Μαραθώνα είναι και ο αδελφός Ο Σουσαρίων, γιος του Φιλίνου από τη μεγα-
Χάλκινος
του Αισχύλου, Κυναίγειρος. Ο Ηρόδοτος (VI, 114) ρική κώμη του Τριποδίσκου, συστηματοποίησε
ανδριάντας
του μεγάλου αναφέρει ότι, όταν οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα τα σκωπτικά πειράγματα των γλεντοκόπων και
τραγικού ποιητή πλοία τους για να υποχωρήσουν, ο Κυναίγειρος θεωρείται από κάποιους ερευνητές ως ο πατέρας
Αισχύλου·
βρήκε ηρωικό θάνατο, προσπαθώντας να συγκρα- της αττικής κωμωδίας, ενώ άλλοι τον συγκαταλέ-
πρόκειται για έργο
του γλύπτη τήσει ένα από αυτά με τα χέρια του. γουν μεταξύ των θεμελιωτών του έμμετρου κωμι-
Γιάννη Παρμακέλη Η συμμετοχή του Αισχύλου στους αγώνες ενα- κού λόγου. Κατά το β΄ μισό του 6ου αιώνα έζησε
(1977)
ντίον των Περσών καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη ο ελεγειακός ποιητής Θέογνις, ο οποίος ανήκε
και βρίσκεται
στην είσοδο σκέψη και το έργο του. Επίσης, πιθανολογείται στη μεγαρική αριστοκρατική τάξη. Στις τελευταί-
της πόλης ότι ήταν μυημένος στα Ελευσίνια Μυστήρια. Σε ες δεκαετίες του επόμενου αιώνα τοποθετείται η
της Ελευσίνας
ώριμη ηλικία, καλλιτεχνικά καταξιωμένος πλέον, καλλιτεχνική δραστηριότητα του γλύπτη Θεοκό-
(φωτ. Σπύρος
Παναγιωτόπουλος) ο Αισχύλος ταξίδεψε στις Συρακούσες, στην αυλή σμου, ο οποίος είχε φιλοτεχνήσει το χρυσελεφά-

72
Αρχαιότητα

ντινο άγαλμα του Δία για τον ναό του θεού στα
Μέγαρα. Τόσο ο γιος του Θεοκόσμου, Καλλικλής,
όσο και ο εγγονός του, Απελλάς, υπήρξαν σημα-
ντικοί γλύπτες.
Ο Διευχίδας ο Μεγαρεύς ήταν ιστορικός που
έζησε τον 4ο αιώνα και συνέγραψε εκτενές έργο
αφιερωμένο στην ιστορία των Μεγάρων με τον
τίτλο Μεγαρικά. Λίγες δεκαετίες μετά τον Διευ-
χίδα έδρασε ο ιστορικός Ηρέας, η ύπαρξη του
οποίου μαρτυρείται μόνο από τον Πλούταρχο
στον Θησέα (ΧΧ, 2).
Στα Μέγαρα είχε αναπτυχθεί και φιλοσοφική
σχολή, με ιδρυτή και σημαντικότερο εκπρόσωπο
τον Ευκλείδη. Έχοντας φοιτήσει στην Ελεατική
Σχολή και διατρίψει κοντά στον Σωκράτη, ο Ευ-
κλείδης συνδύαζε τις διδαχές του μεγάλου φιλο-
σόφου με τα δόγματα των Ελεατών, κυρίως του
Παρμενίδη και του Ζήνωνα. Υποστήριζε ότι το
«Αγαθόν» ταυτίζεται με το «Εν» των Ελεατών και
αποτελεί τη μόνη πραγματικότητα, ενώ ονόμαζε
το ανώτατο αγαθό σοφία, θεό και νου.
Από τον Φαίδωνα (59, b-c) του Πλάτωνα προ-
κύπτει ότι ο Ευκλείδης ήταν παρών στον θάνατο
του Σωκράτη. Μετά το γεγονός αυτό, πολλοί από
τους μαθητές του μεγάλου φιλοσόφου, μεταξύ
των οποίων και ο Πλάτων, κατέφυγαν στα Μέγα-
ρα. Εκεί φιλοξενήθηκαν από τον Ευκλείδη.
Διάδοχοι του Ευκλείδη στη Μεγαρική Σχολή
ήταν ο Ευβουλίδης από τη Μίλητο, ο Διόδωρος, ο
Κρόνος και ο Στίλπων. Ο τελευταίος αντιτάχθηκε
στην πλατωνική θεωρία των Ιδεών και οι διδαχές
του προσέγγισαν σε μεγάλο βαθμό αυτές των Κυ-
νικών. Μαθητής του Στίλπωνα υπήρξε ο Ζήνων ο
Κιτιεύς, ο ιδρυτής του στωικισμού. Η δραστηριό­
τητα της Μεγαρικής Σχολής σταμάτησε κάποια
στιγμή κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα.
Ο πιο σημαντικός επώνυμος δημότης της Οίης
ήταν ο φιλόσοφος Πολέμων, γιος του Φιλόστρα-
του και διακεκριμένος μαθητής του Πλάτωνα.
Ως μαθητής του Ξενοκράτη, πίστευε ότι η φιλο-
σοφία πρέπει να εφαρμόζεται και όχι απλά να
σπουδάζεται, ενώ θεωρούσε ως υπέρτατο αγαθό
το να ζει κανείς σύμφωνα με τη φύση. Ο Πολέ-
μων διαδέχθηκε τον Ξενοκράτη στη διεύθυνση
της Ακαδημίας Αθηνών κατά το 314. Παρέμεινε
σε αυτή τη θέση μέχρι το 276, οπότε και πέθανε.
Αξίζει να αναφερθεί ότι τον διαδέχθηκε ο Κρά-
της, ο γιος του Αντιγένους, ο οποίος προερχόταν
από τον δήμο Θρίας.
Τέλος, ο φιλομακεδόνας ρήτορας Αισχίνης, ο
μεγάλος πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη,
καταγόταν από τον δήμο των Κοθωκιδών, στο νο-
τιοανατολικό Θριάσιο Πεδίο.

73
Panoramic view
of the Psatha
beach with
the snowy slopes
of mount Pateras
in the background
( Prefecture
of Western Attica
photo archive)

74
CHAPTER I

by A n a s t a s i a L e r i o u Western Attica
during antiquity

An introduction to Western Attica’s


ancient geography

Τ he t erritories o ccupied by the mod-


ern municipalities and communities of the Prefecture of
Western Attica were areas of great economic and military
significance during ancient times. This was partly due to their close
association to the centre of Athens, as well as their geophysical
characteristics, which include extensive mountain ranges, fertile
plains, and a long coastline with multiple favourable bays.

Mount Parnes. Parnes is an extensive, 30 km long mountain


range with a maximum width of 20 km. It is located in the north-
western section of Attica. Mount Parnes’ highly rugged relief fea-
tures steep slopes, spectacular gorges, valleys, and plateaus. There
are also several caves, the most famous being Lychnospelia in
Phyle, at an altitude of 675 m, where the goat-footed god Pan and
the Nymphs were worshipped.
In antiquity, Parnes accommodated several fortresses, as it
constituted the natural boundary between the territory of Athens
and that of its northwestern neighbours. Moreover, a major shrine View of mount
Pateras ( Prefecture
dedicated to the cult of Zeus, as well as many ancient towns and of Western Attica
villages have been identified across Parnes. photo archive)

Mount Cithaeron. Covered by dense


forests of pines and firs, Mount Cithaeron
stretches to the northwest of Athens, along
the border between Boeotia and the Meg-
arid, and belongs to the mountain range
connecting Parnes to Mount Parnassus. It
begins to the west of Livadostros bay, runs
along the coast of the Alkyonides gulf and,
united with Mount Pastra, reaches the Sk-
ourta plain, in the Dervenochoria region.
Pastra, characterised by steep slopes
and deep valleys, is to be found between
Erythres and the town of Skourta. The

75
Chapter I

Beacon- mountainous massifs of Cithaeron and Pastra are


watchtower
separated by the Kaza passage, which is crossed by
in the region
of Megalo the old national road from Athens to Thebes. To the
Vathychori, east of the road, just above Kaza, stand the impres-
to the east
sive ruins of the Eleutheres fortress, also known as
of Psatha
( Prefecture Gyftokastro.
of Western Attica
photo archive)
Mount Pateras. Mount Pateras occupies the
northwestern section of Western Attica. It features
steep slopes and deep gorges covered with pine and
fir trees, lentisks, and arbuti. On the northeastern
slopes of Mount Pateras, near Palaiochori, a walled
citadel with traces of habitation from the Geometric
until the Roman period has been found; it has been
identified by some researchers with that of ancient
Ereneia.

Mount Geraneia. Geraneia, a mountain range


with relatively steep slopes covered with pine and
fir trees, stretches from Megara to Loutraki and
Perachora, in the Prefecture of Corinth. In fact, it
constitutes the natural boundary between Corinth
View of lake
Koumoundourou and the Megarid. The southeastern end of Geraneia
( photo by Spyros meets the Skironian Rocks, a site currently known
Panagiotopoulos) as Kakia Skala. It is off this steep and dangerous
coast that the Athenian hero Theseus toppled the
notorious bandit Skiron.

Mount Aigaleo. The mountain range of Aigaleo


is one of the most prominent geographical features
of the landscape to the west of Athens, separating
the latter from the Eleusinian plain. It is, essential-
ly, an extension of Parnes starting from Ano Lio-
sia and running southwards to the Salamis strait.
Mount Aigaleo, about 5 km wide and 20 km long,
has never had adequate spring waters and, thus, its
vegetation has been rather thin, mainly consisting
of pine trees.
Aigaleo features two peaks, as it consists of two
large mountainous massifs connected by means of
a narrow neck; the latter was crossed by the Sacred
Way, in the vicinity of the famous Dafni monastery.
The range’s eastern section, i.e. that from Dafni to
Liosia and Dema, was known in antiquity as “Co-
rydallus”; the western part of the mountain range,
namely the section from Dafni to the Scaramangas
coast, was called “Aigaleos”. Aigaleo is generally
considered as the place chosen by the Persian king
Xerxes to watch the sea battle of Salamis.

Thriasian Plain. The large Thriasian Plain stret­


ches to the west of Mount Aigaleo. To the west and
northwest it is flanked by Mount Pateras, to the

76
Antiquity

north by Cithaeron and to the northeast by Parnes; southern to Persephone. The latter has been pre- Panoramic view
of Alepochori
the Eleusinian coast runs along its southern boun­ served until the present day and is currently known
with the Alkyonides
dary. In the plain’s eastern section, the modern city as “lake Koumoundourou”. It marks the border islands and
of Aspropyrgos is to be found, whereas Mandra and between the modern towns of Haidari and Aspro- the Corinthian gulf
in the background
Eleusis are located to the western and the south- pyrgos. Similarly, in ancient times the Reitoi lakes
( photo by Spyros
western regions respectively. constituted the boundary separating Athens and Panagiotopoulos)
The ancient inhabitants of Attica regarded the Eleusis.
Thriasian Plain as their most fertile piece of land, as Old residents of the area have reported that du­ring
it was there, where agriculture was practiced for the the 1950s both lakes existed; they had clear, perpetu-
very first time. According to mythological tradition, ally changing waters with natural fish reserves. The
this was done under the godly guidance of Demeter. enlargement of the Athens-Corinth national road,
The plain was irrigated by the Eleusinian Cephis- which took place after World War II, reduced the
sus (Sarantapotamos river) and produced grain, surface of lake Koumoundourou significantly. The
oil, and wine. The systematic cultivation of the northern lake, known as “Kephalari”, was drained
Thriasian Plain continued, with almost no inter- and filled with earth during the construction of the
ruption, until the first decades of the 20th century, Aspropyrgos oil refinery in the 1950s.
when industrialisation and the consequent environ-
mental damage initially occurred. The Eleusinian Cephissus. While travelling
westwards from the Reitoi lakes, on the coastal
Reitoi ( lake Koumoundourou). The modern lake section of the Sacred Way, Pausanias (I, 38, 5-6)
Koumoundourou, in the southern region of the reached the bank of the Eleusinian Cephissus,
Municipality of Aspropyrgos, is identified with the which is currently a mere brook known as “Saran-
site of the ancient twin ponds of Reitoi. The Rei- tapotamos”. In antiquity, however, Cephissus was a
toi were small artificial lakes created by the waters fast flowing river consisting of several streams from
of a group of springs on the western foot of Mount western Parnes and eastern Cithaeron. It passed
Aigaleo, about 300 m north of the coast. The nor- through the Thriasian Plain and would often flood
thern lake was devoted to Demeter, whereas the its southwestern region during the winter, thus de-

77
Chapter I

The temple stroying crops, as well as the eastern section of the


of Venus,
town of Eleusis. Pausanias crossed the Eleusinian
the Sacred Way,
and the Saronic Cephissus by means of a large stone bridge, which
gulf in had been erected at the point where the river met
the background;
the Sacred Way. The construction of the bridge had
painting
by the Scot been commissioned by the Roman emperor Hadri-
painter James an, who had been initiated into the Eleusinian Mys-
Skene, 1840
teries during his long stay in Athens, in AD 124.

Saronic gulf. After the narrow Aigaleo-Poikilo


passage, the traveller moving along the Sacred Way
would sight the blue surface of the Saronic gulf
stretching right ahead. Although today the region
has been considerably burdened by the large number
of industrial units concentrated along the coast, the
Saronic gulf used to offer a magnificent view until
the first decades of the 20th century.
The largest islands in the Saronic gulf are Aegi-
na, Poros, and Salamis, while Agistri, Gaidouronisi
(Patroklos island), Fleves, Kyra (Pityonisos), La-
gouses, Diapories islands and the island of Saint
George are considerably smaller. Salamis is very
close to the port of Piraeus, just across Eleusis bay.

Alkyonides gulf. Alkyonides gulf constitutes the


easternmost part of the Corinthian gulf; it is sur-
The Aigosthena
fortress, 1924 rounded by the western coast of Western Attica, i.e.
( photo by Dorothy that stretching between the mountainous massifs of
Burr Thompson, Cithaeron and Geraneia. This is where the Alkyo-
American School
of Classical nides islands, also known as “Kala Nisia” (=Good
Studies at Athens) Islands), are located.

78
Antiquity

Contemporary view
of the Aigosthena
fortress
( photo by Spyros
Panagiotopoulos)

Ancient fortifications in Western Attica An alternative hypothesis associates the Aigosthe-


na fort with the Macedonian king Demetrius I, who

A ttica and the Megarid are separated from main- is thought to have had Aigosthena erected during
land Greece through Mount Parnes and its wes- his military campaign against Cassander.
tern extension, Cithaeron. The extensive mountain Habitation in Aigosthena dates from the 8th
ranges that mark the Attic border to Boeotia included century, if not earlier. During the Archaic and Clas-
several passages and roads that the ancient Athe- sical periods, the settlement was attached to Megara
nians sought to protect by means of fortifications. as one of its borderline forts. Moreover, ancient Ai-
Moreover, in order to ensure the effective control of gosthena was the centre of Melampus’ cult; Melam-
the Attica-Boeotia borderline, they had installed an pus, a renowned diviner and healer, was though to
extensive communication system employing watch- have introduced the cult of Dionysus.
towers-beacons. The successive military conflicts, in
which the Megarians, the Athenians and other Attic Eleutheres. The impressive ancient fortress,
populations were involved during the 5th and 4th standing out on the hilltop overlooking the Kaza
centuries, are reflected in the numerous fortifica- passage, is identified by most researchers with the
tions that were constructed and/or repaired during citadel of ancient Eleutheres. Currently known as
this period all over Western Attica. “Gyftokastro”, its erection dates from the 2nd quar-
ter of the 4th century; it includes a walled space of
Aigosthena. The site is located on a hill attached irregularly rectangular shape. The walls were me-
to the southeastern foot of Mount Cithaeron, which ticulously constructed according to the isodomic
stands over the little bay of Porto Germeno. The system. Along the northern side, seven particular-
fort, which is one of the most typical examples of ly strong, three-storied towers of rectangular plan
4th century military architecture, is excellently pre- have been preserved.
served. The ancient fortress is of rectangular shape, The fortress of Eleutheres was located in a high-
built according to the isodomic system. Sixteen tow- ly strategic position overlooking the significant pas-
ers have been preserved. sage on the road connecting Athens to Thebes. It
The exact date of the Aigosthena fortress con- was built either by the Thebans or the Athenians,
struction remains unclear; on the basis of the archi- as part of a wider network of frontier forts aiming
tecture, it could be placed within the late 4th or the at stopping the advance of invaders.
early 3rd century. The fort was built by the Megar- Eleutheres belonged initially to Boeotia. Accor-
ians, perhaps with some help from the Athenians. ding to some traditions, it was the birthplace of the

79
Chapter I

The Eleutheres god Dionysus, who was worshiped there as “Eleu-


fortress at Kaza,
thereus”. During the 6th century, the people of Eleu-
a strategic
location theres took the side of the Athenians, a fact that
on the road should be associated with the transmission of the
connecting Athens
cult of Dionysus Eleuthereus to Athens. The remains
to Thebes;
it dates from the of a temple dedicated to Dionysus Eleuthereus have
4th century been identified to the south of the fort.
( photo by Spyros
Panagiotopoulos)
Oenoe. The ruins of a 4th century rectangular
fortification tower have been identified in the area
to the south of the modern village of Oenoe. It has
been estimated that the building had four storeys
and must have been over 16 m in height. The tow-
er of Oenoe, erected in an uninhabited area, must
The well-known
“Pyrgos have been part of a network of towerlike beacons.
tou Germenou” It was connected to the Eleutheres fort, as well as a
(=Tower of Germeno)
nearby fortress situated to the northeast of the mod-
at Mikro Vathychori,
to the east ern village. The latter, located at a site known as
of Psatha; “Myoupolis”, is identified by some researchers with
made of well-hewn
stone, this structure
the ruins of the ancient settlement of Oenoe.
is of square section.
It was most
Panakto. The fortress known as “Panakto” in an-
probably used
as a watchtower, tiquity has been identified with a fortification exca-
a beacon, and vated at the site of Kavassala, near Prasino village.
a garrison station
This is a major mid-5th century fortress built atop a
( Kostas Stamoulis
collection) hill overlooking the valley of Skourta; it constituted

80
Antiquity

the most significant stronghold of the northwestern conflict with Demetrius I. The latest related epi- Lithograph
depicting
Attic frontier. graphic evidence dates from 236 and is associated
the ancient
with repairs. castle of Phyle,
19th century
Korynos. The fort of Korynos is situated to the
east of Oenoe and to the south of Panakto, about Dema. The extensive wall known as “Dema” or
3 km to the south of Kavassala and the Skourta “Desis” is located to the northeast of Aspropyrgos
plain. Its remains, a poorly preserved fortification and about 2.5 km to the west of Ano Liosia, in the
wall of polygonal shape, are to be found on the top narrow passage between Aigaleo and Parnes. Dema,
of a hill near the road leading from the Skourta plain built to protect the strategic passage between Ach-
to the Thriasian Plain via the Parnesian passage. arnes and the Thriasian Plain, was almost 4.5 km in
length. It was constructed of rough-hewn polygonal
Phyle. The ancient fortress of Phyle is located blocks. Its erection is generally placed in the first
on the northwest slope of Mount Parnes, at an al- half of the 4th century.
titude of 850 m, and about 10 km to the northwest
of the modern settlement of Phyle. Its construction Pyrgathi. On the hill of Pyrgathi, to the east of
dates from the 4th century. It occupies a strategic Dema, a circular tower with a diameter of 7.5 m is
location, as it is situated on the most direct, though to be found. It is preserved to a height of 2 m and
definitely not the easiest, road connecting Athens dates from the third decade of the 4th century. The
with Thebes. The fortification is of irregular plan Pyrgathi structure, apparently a tower-beacon, was
featuring four towers; it was constructed of well- directly connected to the wall of Dema.
hewn rectangular blocks of local grey limestone.
The fortress of Phyle is mentioned on 4th cen- Lager fortification. Atop a hill overlooking the
tury inscriptions and decrees. It was systematically Thriasian Plain, about 3 km to the southwest of
in the war against the Macedonians, which took Dema, a major fortress has been identified. It con-
place in the 3rd century. Between 304 and 283 the sists of an inner enclosure of irregularly oval plan,
fortress was occupied by Cassander, during his from which a 510 m long wall running down across

81
Chapter I

The almost
intact circular tower
at Megalo Vathychori;
sections of the “road
of the towers”,
an ancient pathway
connecting Aigosthena
to Megara,
has been identified
in the tower’s vicinity
( photo by Spyros
Panagiotopoulos)

82
Antiquity

the slope with a southeastern direction begins. Ar- Velatouri. The peak called Velatouri (532 m) on The Dema wall
( photo by Spyros
chaeologists place the construction of the Lager Mount Pateras, where the remains of a 4th century Panagiotopoulos)
fortification in the 4th century BC, probably in its tower have been identified, is located to the south of
second half. Oenoe and about 10 km to the northwest of Plakoto.
This privileged location allowing the unhindered
Plakoto. The site of Plakoto site, where an an- view of the greatest section of the Megarid and the
cient fortification is to be found, is located about Thriasian Plain as far as to the west as Aigaleo,
13 km to the northeast of Eleusis, within the mod- suggests that the tower was used both as a watch-
ern Community of Magoula. The ancient remains tower and a beacon.
are located atop a hill. This location is of great
strategic importance, as it allows the unhindered Vathychoria. Megalo Vathychori is located in
view of the region defined by the Thriasian Plain to a plateau to the south of Porto Germeno and to the
the south and Eleusis, the Sarantapotamos valley north of the Korona peak (761 m), on the north-
and Mount Aigaleo to the north. The structure was western section of Mount Pateras. An impressive
erected during the Classical period to be used both tower of circular plan, most probably a beacon, is
as a fortress, and an observation post. to be found about 1 km to the northeast of Mega-
lo Vathychori. A second tower, known as “Pyrgos
Palaiokastro. The site of Paleokastro or Pale- tou Germenou” (=Tower of Germeno) has been pre-
ochori, located to the northeast of Plakoto, fea- served in the Mikro Vathychori plateau.
tures a circular building with a diameter of 20 m
made of semi-hewn stones. As the archaeologi- Ereneia. Ancient remains that have been iden-
cal remains in Paleokastro are yet to be system- tified by some researchers with the settlement of
atically investigated, both the identification Ereneia have been unearthed on the slope of a
and the dating of the building will have to wait. hill near a church dedicated to Saint George and

83
Chapter I

a small domed building dating from the Ottoman Attica. The location of the ancient deme of Eupy-
period, about 17 km to the northwest of Mandra, on rides is placed in the eastern end of Western Attica,
the northern foot of Mount Pateras. They include a near the modern Municipality of Ano Liosia. This
walled cit­adel and a fortified settlement; the exca- identification is based on epigraphic data, as well
vated finds indicate that both the citadel and the as several archaeological remains that have been
settlement were inhabited from the Geometric until excavated at Ano Liosia. The deme of Eupyrides
the Roman period, whereas the citadel fortification belonged to a trikomia (=three-deme community),
should probably be placed in the Classical period. where the demes of Kropides and Pelikes were also
included. The associated archaeological evidence
Ancient demes, cities, and towns is minimal. The Kropides deme was located to the
west of the Ano Liosia region, in the general area

D uring antiquity, the 1,059,824,000 m2 of land of Dema, and to the east of the ancient deme of Oe.
of the Prefecture of Western Attica were divided The deme of Pelikes was most probably situated in
between Attica and the Megarid, while a small sec- the region of Chasia, to the southwest of the deme
tion to the north of Eleutheres belonged to Boeotia. of Paeonides (Thrakomakedones area), and to the
This territory, stretching to the west of Athens, is southeast of the deme of Phyle; the last two were
characterised by significant geo-morphological di- located on Mount Parnes. The demes of Eupyrides,
versity, as it includes mountainous massifs and hills, Kropides, Pelikes, and Paeonides belonged to the
forested lands, arable fields, and an extended coast- inland trittys of the Leontis tribe. This is also where
line. It was within this versatile environment that the small deme of Chastieis also belonged; its lo-
the important centres of Eleusis and Megara, as well cation has been identified with Gkouriza, near the
as smaller towns and villages developed. Moreover, modern settlement of Chasia. One of the oldest Par-
Western Attica accommodated several ancient demes nesian demes was that of Phyle, which was located
during the Classical and the Hellenistic period. near the 4th century fortress, in the site of Saint
Paraskevi. The rough Phylasians, renowned warri-
ors, belonged to the Oeneis tribe.
The large rural deme of Oe was located on the
southwestern slope of Mount Parnes, where the
Thriasian Plain begins, and to the northeast of the
modern town of Aspropyrgos. Its extensive remains
have been excavated at the site of Spilies, on the
southwestern foot of Mount Kallistiri. They date
from the Hellenistic to the Late Roman period. Oe,
together with the demes of Thria, Kothokides and
Hippotomades, belonged to the coastal trittys of the
Oeneis tribe. All of them were located in the eastern
section of the Thriasian Plain. Immediately to the
west of Thria, near the Eleusinian Cephissus, the
deme of Kopros of the Hippothoontis tribe was to
be found. The deme of Eleusis was included in the
coastal trittys of the Hippothoontis tribe. The demes
of Elaious and Oenoe belonged to this tribe, as well.

Eleusis. Though very limited, the earliest ev­


idence of human presence in the region dates from
the Early Helladic period but is scarce. Eleusis was
inhabited as early as the Middle Helladic period.
Column
During the Late Helladic period, the settlement ex-
of Hymettian
marble bearing panded considerably, covering the entire hill. This
the inscription is the phase which is traditionally associated with
ΔΟΚΙΜΟΣ
the legendary king Celeus; according to the Homer-
ΕΥΠΥΡΙΔΗΣ
(Epigraphical ic Hymn, it was during his reign that the very first
Museum) temple of Demeter was built.

84
Antiquity

Classical
architectural
members encased
in the walls
of a Late Roman
building
at the site
of Tsouklidi,
Ano Liosia
( Πλάτωνος-Γιώτα
2004, p. 78,
fig. 8b)

Marble votive
relief depicting
the god Pan
in the upper
right corner,
Priapus,
the river
Achelous
and the Nymphs,
The archaeological data suggest that a signifi- Aurelius sponsored major construction and repair 2nd century
cant population decrease occurred during the 12th projects. It was then that the right to become ini- BC ( National
and 11th centuries, a period of upheaval and tur- tiated into the Great Mysteries of Eleusis, an ex- Museum,
Πλάτωνος-Γιώτα
bulence associated to the disasters and population clusively Greek privilege until then, was offered to 2004, p. 403,
movements attested all over the Greek world. The subjects of the Roman Empire. fig. 181)
earliest evidence for a more substantial habitation
at Eleusis dates from the 10th century. During The-
seus’ reign, the Eleusinians were conquered by the
Athenians and were included in the Hippothoontis
tribe. Around 760, a Delphic oracle imposed the es-
tablishment of a festival honouring Demeter at Eleu-
sis, where all Greek city-states would participate.
During the 3rd quarter of 7th century, Eleusis
resumed its autonomy; however, it was only for a
short period of time. By the end of the century, that
is during the rule of Solon, the town was once more
occupied by the Athenians. The celebrations in hon-
our of Demeter in Athens and Eleusis would take
place during the same time of the year. During the
rule of Peisistratus and his successors, the Athe-
nian dominance over Eleusis was stabilised, where-
as the Eleusinian shrine was adorned through the
erection of impressive buildings.
In the time of Pericles, the worship of Demeter
had developed into a Panhellenic cult and people
from all over the Greek world would travel as far
as Eleusis in order to be initiated into the Myster-
ies. The Eleusinian shrine’s most impressive ar-
chitectural phase occurred during the Imperial pe-
riod, when Hadrian, Antoninus Pius and Marcus

85
Chapter I

View of Eleusis
from the west
with the mountainous
massif of Parnes
in the background

General plan
of the archaeological
site of Eleusis

86
Antiquity

The Telesterion
of Eleusis ( photo
by Fred Boissonas,
© Fred Boissonnas
Archive,
Hellenic Culture
Organization /
Thessaloniki
Museum
of Photography)

In AD 170, Eleusis suffered the brutal Kostovok Megara, which was continuously inhabited from
attack. As the badly damaged temple buil­dings were the 8th century onwards. Other Megarian towns
repaired very soon after the attack, the sanctuary’s were Aigosthena, Panormos, Ereneia, Tripodiskos,
did not cease. This happened slightly later, as a re- and Kynosoura, while several ancient villages have The court
sult of Christianity’s eventual predominance and the been identified. Finally, the Megarid had two har- of the Archaeological
Museum of Eleusis
decrees against the Dodecatheon cults issued by the bours, Pages on the Corinthian and Nisaia, the port ( photo by Spyros
Byzantine emperors during the 4th century AD. The of Megara, on the Saronic coast. Panagiotopoulos)
final blow was provided by Alaric’s Visigoths, who
plundered the Eleusinian sanctuary in AD 395.

The Megarid. The Megarid, stretching to the west


of Attica, northwest of Corinth and south of Boeo-
tia, was an area of strategic importance and often
the apple of discording Athens’ conflicts with the
neighbouring city-states. The region of the ancient
Megarid was defined by Cithaeron to the north, the
Saronic gulf to the south, and Mount Trikeraton
or Kerata, the southeastern end of Mount Pateras,
to the east. A mountainous land with several for-
ested areas, the Megarid boasted very limited ar-
able fields: the Megara plain and the fertile lands in
coastal a­reas, highland plateaus, and across moun-
tain slopes.
The earliest traces of human presence in the
Megarid date from the Paleolithic period: in Ka-
kia Skala area several caves preserving traces of
Paleaolithic and Neolithic occupation have been
discovered. The major town of the Megarid was

87
Chapter I

Theagenes’
fountain at Megara
( photo by Spyros
Panagiotopoulos)

Columns
in the courtyard
of the Archaeological
Museum of Megara
( photo by Spyros
Panagiotopoulos)

88
Antiquity

Megara. The earliest traces of human presence in Karyatis


from the Lesser
Megara include pottery dating from the Early Hel- Propylaea
ladic II period. According to mythology, the Leleges at Eleusis
were the earliest inhabitants of Megara. Later, Io- ( photo by Spyros
Panagiotopoulos,
nians settled here. Pausanias (I, 39, 4) maintains Archaeological
that Megara initially belonged to the Athenians; Museum
later, during the reign of the mythical Codrus (11th of Eleusis)

century), the Peloponnesian Dorians occupied the


town, thus detaching it from the Athenians.
The establishment of the town of Megara result-
ed from the unification of Heraia, Peraia, Tripodis-
kos, Kynosoura, and Nisaia around the mid-8th
century, or later. During the last decades of the 8th
and throughout the 7th century, Megara developed
considerable colonial activity in Sicily and the Pro-
pontis. The 6th century, an era characterised by
the rule of the tyrant Theagenes, witnessed inter-
nal conflict between democratic and oligarchic ele-
ments, as well as significant architectural develop-
ment. Despite the ordeals that the Megarians went
through during the Peloponnesian war (431-404),
during the 4th century the town of Megara enjoyed
remarkable economical and cultural prosperity.
During the Hellenistic period, Megara joined the
kingdom of Cassander, while in 307 it was captured
by Demetrius the Besieger. It was conquered by the
Romans in 146; about 100 years later it was de-
stroyed by Julius Caesar during the civil war of the
Romans. In imperial times, Megara, having been
supported mainly by the philhellene Hadrian,
managed to regain some of their earlier
glory. The city was looted in AD 395 by
Alaric and his Visigoths who reduced it to
rubble, as they did in Eleusis, as well.

Boeotia. Erythres and Ysies, located


on the borderline between the Prefectures
of Western Attica and Boeotia, belonged to
Boeotia during antiquity. Erythres was located
at the foot of Mount Cithaeron, approximately
4.5 km to the northeast of Kriekouki, which la­
ter became known as “Erythres”. Ysies was located
about 2.5 km to the southwest of the site of ancient
Erythres, on the hill of Pantanassa.

The Eleusinian Mysteries

T he worship of Demeter and Persephone, its most


important manifestation being the renowned
Eleusinian Mysteries, was a significant factor for the
development not only of Eleusis itself, but also of the
entire coastline along the Sacred Way. The associa-
tion of this cult with vegetation and fruitfulness made

89
Chapter I

it very popular among the people of a region with an The Hadrianic aqueduct
almost exclusively agricultural economy, such as the
southwestern part of Western Attica. The Eleu­sinian
Mysteries were associated with the mythological rape
of Persephone by Pluto and the subsequent struggle
T he sections of the built underground pipeline
and the cistern’s remains near the Giannoula
stream, to the northeast of the Kyrillos hill, belonged
of Demeter to find her daughter. to the extended aqueduct sponsored by the emperor
Hadrian. The pipeline was connected to the exposed
The Sacred Way (=Iera Odos) Eleusinian pipe. Furthermore, a small section of
an underground pipeline run along a stream to the

T he route of the Sacred Way of Athens must south of the old Saint George bridge, in Aspropyrgos.
have been established during the Late Helladic This was most probably a branch supplying water to
period by Athenians wishing to travel to the impor- the coastal area of the eastern Thriasian Plain. More
tant settlement of Eleusis, and vice versa. The road’s exposed pipes have been excavated in Eleusis, along
formation must have been finalised by the second Dimitra Street, near the Pompeion and the end of
half of the 6th century, when Eleusis was perma- the Sacred Way.
nently attached to the Athenian city-state. A highly
popular road, the Sacred Way was adorned by vari- The people of ancient Western Attica
ous shrines and cultic areas, mostly related to the
Eleusinian procession, as well as numerous cemeter-
ies and burial monuments. Although the Eleusinian U ndoubtedly, the most renowned “offspring” of
the people of Western Attica was the tragic
poet Aeschylus, who was born in Eleusis in 524, as
sanctua­ry was closed du­ring the 4th century AD, the
use of the Sacred Way continued for several centu- the son of the rich landowner Euphorion. The active
ries, as it facilitated the communication of Eleusis participation of Aeschylus in the struggle against the
and the surrounding villages with Athens. Moreover, Persians determined greatly his way of thinking, as
it constituted the main traffic artery, where the roads well as his works to a large extent. Additionally, it is
from the Peloponnese and Central Greece met. Du­ possible that he had been initiated into the Eleusin-
ring the 19th century, many parts of the ancient road ian Mysteries. Philocles, son of Aes­chylus’ sister,
The Sacred Way
were still visible or in use having been extensively Morsipos, son of Philocles, and Astydamas, son of
with the Saronic sea
in the background repaired. The Sacred Way remained the main road Morsipos, continued their ancestor’s poetic tradition.
on a postcard issued connecting Athens to Western Attica until Novem- The preserved tragedies of Aeschylus are the fol-
by Pallis and Gotzias
ber 1962, when the Athens-Corinth national road lowing: The Persians, The Suppliants, Prometheus
( Ioannis Inglesis
collection) was inaugurated. Bound, Seven Against Thebes, Agamemnon, The
Libation Bearers, and The Eumenides. The con-
tribution of Aeschylus’ work to the development of
tragic poetry and ancient Greek thought has been
enormous.
One more distinguished personality of Western
Attica is the sculptor Myron, who originated from
Eleutheres. The artistic work of Myron, whose most
famous work was the Discobolus, is placed between
480 and 440. Myron was famous for his statues,
usually of bronze, that depicted athletes and were
characterised by dynamism, balance, and harmony.
Many important personae of ancient arts and
letters originated from Megara. One of the most
famous Megarians was the architect Eupalinos,
son of Naustrophos. He is considered to have been
the designer of the homonymous tunnel in Samos,
which was built in the mid-6th century.
Susarion, son of Philinos from the Megarian vil-
lage of Tripodiskos, is considered by some research-
ers as the founder of Attic comedy, whereas others
classify him among the creators of metrical comedy.

90
Antiquity

The elegiac poet Theognis, a member of the Meg- School by Eubulides of Miletus, Diodorus Cronus, Map of Athens
and its surroundings
arian aristocracy, lived during the second half of and Stilpo, the teacher of Zeno of Citium, the found-
created by the Bavarian
the 6th century. The artistic activity of the sculptor er of the Stoic School. The activity of the Megarian cartographer Johann
Theokosmos, who created the gold and ivory statue School ceased sometime during the 3rd century. Adolph Sommer from
Ferdinand Stademann’s
of Zeus for the god’s temple in Megara, is placed The most important citizen of Oe was the phi-
Panorama von Athen,
in the last decades of the 5th century. Both Calli- losopher Polemon, son of Philostratus and a di­ which was published
cles and Apellas, Theokosmos’ son and grandson stinguished student of Plato. Polemon succeeded in 1841 in Munich

respectively, were distinguished sculptors. Xenokrates in the administration of the Athenian


Dieuchidas of Megara, a 4th century historian, Academy in 314. He retained this position until his
wrote an extensive work on the history of Megara. death, in 276 and was succeeded by the Thriasian
Another Megarian historian, Hereas, lived a few Crates, son of Antigenes. Lastly, the great orator
decades after Dieuchidas. Moreover, Megara boast- Aeschines, a member of the pro-Macedonian fac-
ed a school of philosophy, which had been estab- tion and the great political rival of Demosthenes,
lished Euclid, who combined Eleatic philos­ ophy originated from the deme of Kothokides in the
with Socratic ideas, was succeeded in the Megarian southeastern Thriasian Plain.

91
Βιβλιογραφία

Ελληνικοί τίτλοι κτονικής ιδιοτυπίας. Αθήνα: Αλεξάνδρου


ΔΡΑΓΑΤΣΗΣ, Ι.Χ. 1884. Εκδρομή εις Ελευσίνα. Αθήνα
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ, Α. 1907. «Εργασίαι Μυστρά και Δαφνίου», Πρακτι- δρουλια, Λ., κουμαριανου, α., φραγκισκος, ε.ν., μουλ-
κά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 129-146 λας, π., σαββιδης, γ.π., αγγελου, α. 1968. Περιη-
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Ι. 2003. Εθνική Αντίσταση, ονόματα Μεγα- γήσεις στον ελληνικό χώρο (επιλεγόμενα Κ.Θ. Δημαρά),
ριτών και η δράση των 1941-1944. Μέγαρα: Π.Ε.Α.Ε.Α. Αθήνα
Μεγάρων ΕΝΙΣΛΕΙΔΗΣ (ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ – ΣΤΡΑΤΟΚΟΠΟΣ), Χ.Μ. 1984. Ατ-
ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ-ΜΠΑΓΙΑ, Π. 1985. Ιστορία της Ελευσίνας. Από τικά, τ. 4, Φυλαί και δήμοι. Αθήνα
την Προϊστορική μέχρι τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ελευσίνα: ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, Δ. 1934. «Ειδήσεις περί της εμπορικής κινήσεως των
Δήμος Ελευσίνας λιμένων της Αττικής κατά τα μέσα του ΙΖ΄ αιώνος», Ελ-
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ε. 1999. «Οχυρωματικά έργα κατά την αρ- ληνικά 7, σ. 256
χαιότητα και την Ενετοκρατία στην Πάρνηθα και τις νό- ΖΗΒΑΣ, Δ. και ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, Κ.Σ. 1970. Βυζαντινά μνη-
τιες υπώρειες της», στα Πρακτικά Ζ΄ Συμποσίου Ιστο- μεία: εκκλησίαι περιοχής Αττικής. Αθήνα: Εθνικό Με-
ρίας & Λαογραφίας Αττικής, Ελευσίνα 28 Μαϊου-1 τσόβιο Πολυτεχνείο
Ιουνίου 1997. Αθήνα: Δήμος Ελευσίνος, 72-87 ΖΟΡΙΔΗΣ, Π. 2008. «Μέγαρα», στο Αρχαιολογία, Εύβοια και Στε-
ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ-ΠΕΛΕ, Δ. 1993. Δρόμοι και διακίνηση στον ελλαδι- ρεά Ελλάδα [επιμ. Α. Βλαχόπουλος]. Αθήνα: Μέλισσα,
κό χώρο τον 18ο αιώνα. Αθήνα: Παπαζήσης 200-205
ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΤΖΑΚΑ, Π. 1998. Σύνταγμα παλαιοχρι- ΘΡΕΨΙΑΔΗΣ, Ι. και ΤΡΑΥΛΟΣ, Ι. 1934. «Ανασκαφικαί έρευναι εν
στιανικών ψηφιδωτών Ελλάδος, τ. Β΄, Πελοπόννη- Μεγάροις», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής
σος-Στερεά Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Εταιρείας, 39-57
Ερευνών Καιροφύλας, Γ. 1995. Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και
Βακαλόπουλος, Α. 1975. «Η Επανάσταση κατά το 1826», στην των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Η Ελληνική Καλλιβρετάκης, Λ. 1996. «Η Αθήνα του 19ου αιώνα. Από
Επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους. επαρχιακή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρω-
Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 408-434 τεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου», στο Αρχαιολογία
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α. 2005. Νέα ελληνική ιστορία, 1204-1985. της πόλης των Αθηνών [επιμ. Ε. Γραμματικοπούλου].
Θεσσαλονίκη: Βάνιας Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 173-96
ΓΑΡΔΙΚΑΣ, Γ.Κ. 1920. «Οι αρχαίοι της Αττικής δήμοι», Πρακτικά ΚΑΛΛΙΕΡΗΣ, Δ. 1992. «Επώνυμα των κατοίκων της δυτικής Ατ-
Αρχαιολογικής Εταιρείας, 61-64 τικής τον 19ο αιώνα που περιλαμβάνονται στα μητρώα
ΓΕΡΟΝΤΑΣ, Α.Η. 1984. Οι Αρβανίτες της Αττικής. Αθήνα: Ιστορι- αρρένων των δήμων», στα Πρακτικά Β΄ Συμποσίου
κή και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος Ιστορίας & Λαογραφίας Βόρειας-Δυτικής Αττικής,
Γιαννακόπουλος, Γ. 2003. «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες. Η Ασπρόπυργος 20-23 Σεπτεμβρίου 1989. Αθήνα: Δήμος
δύσκολη προσαρμογή στις νέες συνθήκες», στην Ιστορία Ασπροπύργου, 117-65
του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 7, Ο Μεσοπόλεμος, ΚΑΛΛΙΕΡΗΣ, Δ. 1996. «Συγκρούσεις στο Θριάσιο πεδίο κατά τη
1922-1940 [επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος]. Αθήνα: Ελληνι- διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τον Κιου-
κά Γράμματα, 89-100 ταχή», Λαμπηδόνα 2, 7-9
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ι. 1971. Η διοικητική οργάνωσις της Στερεάς ΚΑΛΛΙΕΡΗΣ, Δ. 1999α. «Καταγραφή των αρχαιολογικής και ιστο-
Ελλάδος κατά την Τουρκοκρατίαν (1393-1821). Συμ- ρικής σημασίας λειψάνων του ανατολικού Θριάσιου
βολή εις την μελέτην της επαρχιακής διοικήσεως του που εξαφανίστηκαν στην εκπνοή του εικοστού αιώνα»,
κυριάρχου οθωμανικού κράτους. Αθήνα: Βιβλιοθήκη στα Πρακτικά Ζ΄ Συμποσίου Ιστορίας & Λαογραφίας
Σοφίας Ν. Σαριπόλου Αττικής, Ελευσίνα 28 Μαϊου-1 Ιουνίου 1997. Αθήνα:
Γιαννόπουλος, Ι. 2003. «Τα πολεμικά γεγονότα: η κρίσιμη τρι- Δήμος Ελευσίνος, 388-406
ετία, 1825-1826», στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού ΚΑΛΛΙΕΡΗΣ, Δ. 1999β. «Ασπρόπυργος: η εκατονταετηρίδα της
1770-2000, τ. 3, Η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο μετονομασίας», Λαμπηδόνα 14, 1-11
αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού ΚΑΛΛΙΕΡΗΣ, Δ. 2000. «Ασπροπύργιοι μετανάστες στην Αμερική
κράτους [επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος]. Αθήνα: Ελληνικά στις αρχές του 20ού αιώνα», Λαμπηδόνα 31, 18-21
Γράμματα, 103-118 ΚΑΛΛΙΕΡΗΣ, Δ. 2001α. «Εθελοντική παρουσία Ελλήνων Αρβανι-
ΓΙΩΤΑΣ, Δ. 1990. Οι Μενιδιάτες κατά τον 18ο αιώνα και την τών στο Μακεδονικό αγώνα (1904-1908), στους Βαλκα-
Επανάσταση του ’21. Αχαρνές: Ιστορική και Λαογρα- νικούς Πολέμους (1912-1913) και στο Βορειοηπειρωτι-
φική Εταιρεία κό αγώνα (1914)», Λαμπηδόνα 21, 15-22
ΓΙΩΤΑΣ, Δ. 1992. «Οι Χασιώτες στον αγώνα του 1821 και ο καπε- Καλλιέρης, Δ. 2001β. «Επιρροές και επιδράσεις στον Ασπρό-
τάν Μελέτης Βασιλείου», στα Πρακτικά Β΄ Συμποσί- πυργο από την εγκατάσταση προσφύγων στην Αττική»,
ου Ιστορίας & Λαογραφίας Βόρειας-Δυτικής Αττικής, Λαμπηδόνα 20, 18-21
Ασπρόπυργος 20-23 Σεπτεμβρίου 1989. Αθήνα: Δήμος ΚΑΛΛΙΕΡΗΣ, Δ. 2006. Στο δρόμο προς την εθνεγερσία. Τα προ-
Ασπροπύργου, 21-55 νόμια του δερβενίου της Χασιάς, ο αγώνας της ανε-
ΓΙΩΤΑΣ, Δ. 2002. Συμβολή στην ιστορική έρευνα της Αττικής ξαρτησίας και η συμμετοχή των Χασιωτών. Ασπρόπυρ-
1821-1833. Αθήνα: Γιώτας γος: Καλλιέρης
ΓΙΩΤΑΣ, Δ. 2004. Παλιά Μοναστήρια της Πάρνηθας. Φυλή: Δήμος ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ν.Δ. 1935. «Βυζαντινά Μνημεία Μεγαρι-
Φυλής κής», Νέα Εστία 18, 758-767
ΓΚΗΤΑΚΟΣ, μ. 1953. Ο εν ελαιώνι των Μεγάρων βυζαντινός ΚΑΛΟΜΕΝΙΔΗΣ, Γ., ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ, Λ. και ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ,
ναός του Σωτήρος Χριστού. Αθήνα Γ. 2006. Βιομηχανικές αναμνήσεις: 67 συμπολίτες μας
ΓΚΙΝΗΣ, Σ. 1987. Τα Μέγαρα, 1676-1897. Μέγαρα εξιστορούν βιώματα και περιστατικά από την επαγ-
ΓΚΙΟΛΕΣ, Ν. 2002. «Οι δέκα άγιοι μάρτυρες των Μεγάρων, η επο- γελματική τους ζωή στις βιομηχανίες της περιοχής μας.
χή επανεμφάνισής τους και τα κατάλοιπα των παλαι- Ελευσίνα: Δήμος Ελευσίνας
οχριστιανικών μαρτυριών τους», Δελτίο Χριστιανικής ΚΑΛΟΝΑΡΟΣ, Π.Π. 1940. Το χρονικόν του Μορέως, Αθήνα
Αρχαιολογικής Εταιρείας, 83-97 ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ. 1889. Ιστορία των Αθηναίων: Τουρκοκρα-
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Δ. 1965. Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης. Αθήνα τία. Αθήνα: Παπαγεωργίου
ΔΗΜΗΤΣΑΝΤΟΥ-ΚΡΕΜΕΖΗ, Α. 1986. Το καμαρόσπιτο της Αττι- ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ. 1889-1892. Μνημεία της ιστορίας των
κής. Προέλευση και αντιστοιχίες μιας βασικής αρχιτε- Αθηναίων. Αθήνα: Παπαγεωργίου

339
Βιβλιογραφία

Καμπούρογλου, Δ. 1920α. Ο Αναδρομάρης της Αττικής. Αθή- πλαίσιο των πρώτων βηματισμών», στην Ιστορία του
να: Ζησάκης Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 4, Το ελληνικό κράτος,
Καμπούρογλου, Δ. 1920β. Το Δαφνί. Αθήνα: Εστία 1833-1871. Η εθνική εστία και ο ελληνισμός της Οθω-
ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ. 1920γ. Τοπωνυμικά παράδοξα. Αθήνα: μανικής Αυτοκρατορίας [επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος].
Εστία Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 9-26
ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ. 1922. Αι παλαιαί Αθήναι. Αθήνα: Βασιλείου Μακρυγιάννης 1977 [α΄ έκδοση: 1907]. Στρατηγού Μακρυ-
ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ. 1923-1925. Μελέται και έρευναι. Αθήνα: γιάννη απομνημονεύματα. Αθήνα: Μπάυρον
Εστία ΜΑΛΤΕΖΟΣ, Γ.Θ. 1960. Μνημεία Τουρκοκρατίας Αθηνών. Αθήνα:
ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ. 1931. Αι Αθήναι κατά τα έτη 1775-1795 Σπανός
(επί τη βάσει των πηγών και ιδίως της αυτοβιογραφι- ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Γ. 2003α. «Η εμπόλεμη Ελλάδα: Βαλκανικοί πόλε-
κής χρονογραφίας του Παναγή Σκουζέ). Αθήνα: Εστία μοι, Μακεδονικό μέτωπο, Ουκρανία», στην Ιστορία του
ΚΑΝΤΑ, Κ. 1993. Ελευσίνα. Ο αρχαιολογικός χώρος και το μου- Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 6, Η εθνική ολοκλήρω-
σείο της. Μυθολογία – Μυστήρια – Ιστορία. Αθήνα: ση (1909-1922). Από το κίνημα στο Γουδί ως τη Μι-
Ινστιτούτο του Βιβλίου – Μ. Καρδαμίτσα κρασιατική Καταστροφή [επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος].
καρινου-κολοβου, φ. 1979. Ιστορικός και αρχαιολογικός οδη- Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 63-82
γός των Μεγάρων. Αθήνα Μαργαρίτης, Γ. 2003β. «Ο πόλεμος του 1940-1941. Ιταλική επί-
ΚΑΡΥΔΗΣ, Δ.Ν. 1981. Πολεοδομικά των Αθηνών της Τουρκοκρα- θεση και γερμανική εισβολή», στην Ιστορία του Νέου
τίας [διατριβή επί διδακτορία]. Αθήνα Ελληνισμού 1770-2000, τ. 8, Η εμπόλεμη Ελλάδα,
ΚΑΡΥΔΗΣ, Δ.Ν. και KIEL, M. 1985. «Το Σαντζάκι του Ευρίπου, 1940-1949. Αλβανικό έπος – Κατοχή και Αντίσταση –
15ος – 16ος αι.», Τετράμηνα 28-29, 1859-1903 Εμφύλιος [επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος]. Αθήνα: Ελληνικά
ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ, Ν. 1939-1942. Ενθυμήματα στρατιωτικά της Γράμματα, 9-32
επαναστάσεως των Ελλήνων μετά μακράς εισαγωγής Μαργαρίτης, Γ. 2003γ. «Η ένοπλη αντίσταση. Κατακτήσεις και
περί κλεφτών και αρματωλών, 1821-1833 [εισαγ. Γ. συγκρούσεις», στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
Βλαχογιάννης]. Αθήνα: Βάρτσος 1770-2000, τ. 8, Η εμπόλεμη Ελλάδα, 1940-1949. Αλ-
ΚΟΚΚΟΥ, Α. 1970. «Αδριάνεια έργα εις τας Αθήνας», Αρχαιολογι- βανικό έπος – Κατοχή και αντίσταση – Εμφύλιος
κό Δελτίο 25 Α΄, 150-173 [επιμ. Β. Παναγιωτόπουλος]. Αθήνα: Ελληνικά Γράμμα-
ΚΟΚΛΑ, Ι. 1999. «Αναφορά στην ετυμολογία, ονοματοθεσία Ελευ- τα, 111-158
σίνος και Θριάσιου πεδίου», στα Πρακτικά Ζ΄ Συμποσί- Μεθενίτης, Α. 1971. Το χρονικό της Λεψίνας από την κα-
ου Ιστορίας & Λαογραφίας Αττικής, Ελευσίνα 28 Μαϊ- τάργηση της αρχαίας λατρείας ως το 1925. Αθήνα:
ου-1 Ιουνίου 1997. Αθήνα: Δήμος Ελευσίνος, 174-184 Κουλουφάκος
ΚΟΛΛΙΑΣ, Α. 1983. Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων: ΜΙΧΑΗΛ-ΔΕΔΕ, Μ. 1995. Τουρκαλβανοί και Έλληνες Αρβανίτες.
ιστορική, λαογραφική, πολιτιστική, γλωσσολογική επι- Ιωάννινα: Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών
σκόπηση. Αθήνα: Ράλλης ΜΟΣΧΟΝΑΣ, Ν.Γ. 1996. «Η τοπογραφία της Αθήνας κατά τη βυζα-
ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗΣ, Σ. 1871. Αττικής επιγραφαί επιτύμβιοι. Αθήνα: ντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο», στο Αρχαιολογία
Αντωνιάδης της πόλης των Αθηνών. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ, Κ. 1923. «Ελευσινιακά», Αρχαιολογικόν Δελτί- – Δήμος Αθηναίων, Πνευματικό Κέντρο, 137-156
ον 8, 155-174 ΜΟΣΧΟΝΑΣ, Ν.Γ. 1997α. «Το Δουκάτο της Αθήνας», στο Αθήνα
ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ, Κ. 1934. Ελευσίς, οδηγός των ανασκαφών και (Παρθενώνας – Πλάκα – Βυζαντινά μνημεία – Ομό-
του μουσείου. Αθήνα: Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία νοια). Αθήνα: Η Καθημερινή, 142-144
ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ, Κ. 1937. «Ελευσινιακή δαδουχία», Αρχαιολογι- ΜΟΣΧΟΝΑΣ, Ν.Γ. 1997β. «Η Αθήνα στη μεσοβυζαντινή περίοδο»,
κή Εφημερίς, 223-253 στο Αθήνα (Παρθενώνας – Πλάκα – Βυζαντινά μνημεία
ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ, Κ. και ΤΡΑΥΛΟΣ, Ι. 1936. «Ανασκαφαί Ιεράς – Ομόνοια). Αθήνα: Η Καθημερινή, 133-135
οδού», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εται- ΜΟΥΖΑΚΗΣ, Σ. 1992. «Οι μεταβυζαντινές εκκλησίες της περιο-
ρείας, 28-36 χής Ασπροπύργου και η σημασία τους για την ιστορι-
ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ, Κ. και ΤΡΑΥΛΟΣ, Ι. 1938. «Ανασκαφαί Ιεράς κή έρευνα του χώρου», στα Πρακτικά Β΄ Συμποσίου
οδού», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εται- Ιστορίας & Λαογραφίας Βόρειας-Δυτικής Αττικής,
ρείας, 39-41 Ασπρόπυργος 20-23 Σεπτεμβρίου 1989. Αθήνα: Δήμος
ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ, Κ. και ΤΡΑΥΛΟΣ, Ι. 1939. «Ανασκαφαί Ιεράς Ασπροπύργου, 517-590
οδού», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εται- ΜΟΥΖΑΚΗΣ, Σ. 1994. Σχεδίασμα ιστορίας χωριών λεκανοπεδίου
ρείας, 39-41 Αττικής: ιστορία χωρίου Κουκουβάουνες, 4000 π.Χ.-
κραντονελλη, α. 1991. Ιστορία της πειρατείας στους μέσους 1821. Αθήνα: Τεχνική Εκδοτική
χρόνους της Τουρκοκρατίας 1538-1699. Αθήνα ΜΟΥΡΙΚΗ Ν. 1978. Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλε-
ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, Β.Ν. 1972. Το εμπόριο της Πελοποννήσου στον ποχώρι Μεγαρίδος. Αθήνα
18ο αιώνα (1715-1792) με βάση τα γαλλικά αρχεία ΜΟΥΡΙΚΗ, Ν. 1978. «Ο ζωγραφικός διάκοσμος του τρούλλου του
[επιμ. Ε.Ι. Μοσχονάς]. Αθήνα Αγίου Ιερόθεου κοντά στα Μέγαρα», Αρχαιολογικά
Λαζαρίδης, Π. 1977. Μονή Δαφνίου. Σύντομος εικονογραφημέ- Ανάλεκτα εξ Αθηνών 11, 115-142
νος αρχαιολογικός οδηγός. Αθήνα: Hannibal ΜΟΥΣΤΟΞΥΔΗΣ, Α. 1843. Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα ελληνικά,
ΛΑΖΑΡΟΥ, Ν. 1999. «Τα χάνια της Δυτικής Αττικής», στα Πρακτι- τ. 1, Αθήνα
κά Ζ΄ Συμποσίου Ιστορίας & Λαογραφίας Αττικής, ΜΠΑΖΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΒΑΝΗ, Ε. 2008α. Μεγαρίς. Τόποι,
Ελευσίνα 28 Μαϊου-1 Ιουνίου 1997. Αθήνα: Δήμος μνημεία, διαδρομές. Αθήνα
Ελευσίνας, 38-71 ΜΠΑΖΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΒΑΝΗ, Ε. 2008β. «Μεγαρίδα», στο
ΛΑΜΠΑΚΗΣ, Γ. 1889. Χριστιανική αρχαιολογία της μονής Δαφ- Αρχαιολογία, Εύβοια και Στερεά Ελλάδα [επιμ. Α. Βλα-
νίου. Αθήνα: Παπαγεωργίου χόπουλος]. Αθήνα: Μέλισσα, 206-211
ΛΑΜΠΑΚΗΣ, Γ. 1899. Η μονή Δαφνίου μετά τας επισκευάς. ΜΠΕΝΑΡΔΗΣ, Μ. 1936α. Ψήγματα Μεγαρικών, τ. 1, Μυθολογικά,
Αθήνα: Κωνσταντινίδης ιστορικά. Μέγαρα: Δήμος Μεγάρων
ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, Α.Θ. 2002. Λατρευτικά σπήλαια του Πανός. ΜΠΕΝΑΡΔΗΣ, Μ. 1936β. Ψήγματα Μεγαρικών, τ. 2, Μεγαρείς και
Αθήνα: Σεμέλη Δερβενοχωρίται. Μέγαρα: Δήμος Μεγάρων
ΛΑΜΠΡΟΣ, Σ. 1878. Αι Αθήναι περί τα τέλη του ΙΒ΄ αιώνος ΜΠΙΡΗΣ, Κ. 1940. Αι εκκλησίαι των παλαιών Αθηνών. Αθήνα:
κατά πηγάς ανεκδότους. Αθήνα Εστία
ΛΑΜΠΡΟΣ, Σ. 1880. Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτου τα σωζό- ΜΠΙΡΗΣ, Κ. 1960. Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεώτερου ελληνισμού.
μενα, τ. Β΄. Αθήνα: Παρνασσός Ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών. Αθήνα: Μπιγούμης
ΛΕΡΙΟΥ, Α. 2008. Ιερά Οδός. Αναζητώντας το ίχνος. Αθήνα: Δήμος ΜΠΙΡΗΣ,Κ. 1971. Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων
Αιγάλεω των Αθηνών. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού – Γενική Δι-
ΛΟΥΒΗ, Λ. 2003. «Το ελληνικό κράτος 1833-1871. Το πολιτικό εύθυνση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως

340
Bibliography

ΜΠΟΥΡΑΣ, Χ. 1979-1982. Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλω- στορικών χρόνων έως της εποχής του Ιησού Χριστού.
ση. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθήνα: Γράμμα
Μπούρας, Χ. 1991. Μαθήματα ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, τ. ΠΙΚΟΥΛΑΣ, Γ.Α. 2002. Οίνον ιστορώ ΙΙ, Μεγαρίς, η αμπελοοινι-
Α΄. Αθήνα: Συμμετρία κή της ιστορία, επιστημονικό συμπόσιο. Αθήνα: Κτήμα
ΜΠΟΥΡΑΣ, Χ., ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, Α. και ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Ρ. 1969. Εύχαρις
Εκκλησίες της Αττικής. Αθήνα: Μακρής ΠΛΑΤΩΝΟΣ-ΓΙΩΤΑ, Μ. 2004. Αχαρναί. Αθήνα: Δήμος Αχαρνών
Μπουτσίνης, Γ. («Νικήτας») 1979. Το αντάρτικο στην Αττική ΠΛΑΤΩΝΟΣ-ΓΙΩΤΑ, Μ. 2005. «Κυκλικός περίβολος στη θέση Σπη-
1941-1945. Αθήνα: Νεόκοσμος λιές-Καλιστήρι του Δήμου Φυλής», στο Αττικής Οδού
ΜΩΛΟΣ, Θ. 1993. Λαογραφία των Μεγάρων. Μέγαρα: Πολιτιστι- περιήγηση [επιμ. Γ. Σταϊνχάουερ]. Αθήνα: Αττική Οδός,
κός Σύλλογος Μεγάρων 22-23
ΝΕΖΗΣ, Ν. και ΓΙΩΤΑΣ Δ. 2006. Πάρνηθα: γεωγραφία, φυσικό ΠΛΑΤΩΝΟΣ-ΓΙΩΤΑ, Μ. και ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. 1997.
περιβάλλον, άθληση, τοπωνύμια, βιβλιογραφία, πολι- «Πρόσφατες ανασκαφές στον αρχαίο δήμο της Όης»,
τισμός, ιστορία, μνημεία. Αθήνα: Νομαρχιακή Αυτοδιοί- Λαμπηδόνα 7, 6-9
κηση Ανατολικής Αττικής ΠΟΛΙΤΗΣ, Α. 1993. Ρομαντικά χρόνια: ιδεολογίες και νοοτροπί-
ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2005. ες στην Ελλάδα, 1830-1880. Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης
Οδηγός Δυτικής Αττικής 2006. Ελευσίνα: Νομαρχιακή Νέου Ελληνισμού
Αυτοδιοίκηση Δυτικής Αττικής ΠΡΕΚΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ, Κ. 32003 [α΄ έκδοση 1991]. Ελευσίς. Αθή-
ΝΤΟΚΟΣ, Κ. 1975. Η Στερεά Ελλάς κατά τον Ενετοτουρκικόν να: Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πό-
πόλεμον, 1684-1699, και ο Σαλώνων Φιλόθεος. Αθήνα: ρων και Απαλλοτριώσεων
Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών ΡΗΓΑΣ, Κ. 1986. Η ιστορία των Μεγάρων: περίοδος 1821-1826.
ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΗΣ, Κ. 1981. Το φωτάναμμα της βυζαντινής μονής Αθήνα
Αγίου Ιερόθεου Μεγάρων. Αθήνα: Εταιρεία Παραδοσι- ΡΟΔΗΣ, Κ.Σ. 1980. Ουμπόρα. Το αρχείον της αρβανίτικης καθό-
ακών Σπουδών δου το 1350 μ.Χ. στην Αττική. Αθήνα: Ρόδης
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. 2007. Φύση, τεχνολογία και κοινωνία στις ορει- ΡΟΥΜΠΑΝΗΣ, Δ. 1996. Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Αττικής.
νές κοινότητες του Κιθαιρώνα. Αθήνα: Οδυσσέας Αθήνα: Μπαρτζουλιάνος
ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Α. 1935. «Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος», Αρ- ΡΩΜΑΣ, Γ. 2003. Πέντε δίκλιτοι ναοί στο λόφο Αλκάθου των
χείο Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος 1, 40-50 Μεγάρων: ιστορική, αρχαιολογική και θεολογική προ-
ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Α.Κ. 1933. Μεσαιωνικά μνημεία της πεδιάδας των σέγγιση. Αθήνα
Αθηνών και των κλιττύων Υμηττού – Πεντελικού, Πάρ- ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, Μ. και ΦΑΡΑΚΛΑΣ, Ν. 1972. Μεγαρίς, Αιγόσθε-
νηθος και Αιγάλεω. Αθήνα: Υπουργείο Παιδείας και να, Ερένεια. Αθήνα: Αθηναϊκόν Κέντρον Οικιστικής
Θρησκευμάτων ΣΓΟΥΡΙΔΗΣ, Γ.Α. 21999 [α΄ έκδοση 1968]. Η Πέραμος της Κυζί-
ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Α.Κ. 1952. Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασι- κου. Νέα Πέραμος: Σύλλογος Περαμίων Κυζικηνών
λική της μεσογειακής λεκάνης. Αθήνα: Εν Αθήναις Αρ- σιμόπουλος, Κ. 1973. Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-
χαιολογική Εταιρεία 1800, Αθήνα
ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Α.Κ. 1955-1956. «Νεώτερα ευρήματα εις την μονήν ΣΚΙΑΣ, Α. 1919. «Γ΄ Αττικής: Το λεγόμενο Δέμα και άλλα ερεί-
Δαφνίου», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελ- πια». Αρχαιολογική Εφημερίς, 35-37
λάδος 8, 68-99 ΣΟΥΡΜΕΛΗΣ, Δ. 1834. Ιστορία Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερί-
Ορλάνδος, Α.Κ. 21958 [α΄ έκδοση: 1926]. Μοναστηριακή αρχιτε- ας αγώνα αρχομένη από της επαναστάσεως μέχρι της
κτονική. Αθήνα: Εστία αποκαταστάσεως των πραγμάτων. Αίγινα: Κορομηλάς
Ορλάνδος, Α.Κ. 22000. Η εν Ελλάδι εκκλησιαστική αρχιτεκτο- ΣΟΥΡΜΕΛΗΣ, Δ. 1854. Αττικά ή περί δήμων Αττικής εν οις και
νική επί της Τουρκοκρατίας. Αθήνα: Εν Αθήναις Αρχαι- περί τινών μερών του άστεως. Αθήνα
ολογική Εταιρεία ΣΤΑΘΑΣ, Ν. και ΚΡΑΒΑΡΤΟΓΙΑΝΝΟΥ Δ. 1974. Spon Jacob. Περι-
ΠΑΛΑΙΟΚΡΑΣΣΑ, Λ. 2008. «Ιερά της Αττικής», στο Αρχαιολογία, ηγήσεις στη Στερεά Ελλάδα Ι: η αφήγηση του γιατρού
Εύβοια και Στερεά Ελλάδα [επιμ. Α. Βλαχόπουλος]. Σπον. Άμφισσα
Αθήνα: Μέλισσα, 174-199 ΣΤΑΪΝΧΑΟΥΕΡ, Γ. 2008. «Αττικοί δήμοι», στο Αρχαιολογία, Εύ-
ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ, Κ. 2002. Ελευσίνα. Ο αρχαιολογικός χώρος και το βοια και Στερεά Ελλάδα [επιμ. Α. Βλαχόπουλος]. Αθή-
μουσείο. Αθήνα: EFG Eurobank Ergasias να: Μέλισσα, 156-173
ΠΑΠΑΦΡΑΓΚΟΣ, Β. 2005. Μεγαρείς στον πόλεμο της Μέσης ΣΤΑΜΟΥ, Χ. 2005. Οι Αρβανίτες στη Δυτική Αττική. Μάνδρα
Ανατολής 1941-1945. Μέγαρα: Νάστος ΣΤΕΡΓΙΟΥ, ΓΡ. 1998. Μεγαρέων ψυχής καταφύγια. Οδοιπορικό
Παπαχατζής, Ν.Δ. 1976. Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, τ. 2, στα εξωκκλήσια και παρεκκλήσια των Μεγάρων. Μέ-
Κορινθιακά και Λακωνικά. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών γαρα: Ενημέρωση
Παπαχατζής, Ν.Δ. 1994. Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, τ. 1, ΣΤΟΥΦΗ-ΠΟΥΛΗΜΕΝΟΥ, Ι. 2005. «Οι ναοί του Αγίου Γεωργίου
Αττικά. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών και Αγίου Δημητρίου Καρδατά Μεγάρων», στο Πρό-
Παπαχατζής, Ν.Δ. 2002. Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, τ. 5, γραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσε-
Βοιωτικά και Φωκικά. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών ων 25ου Συμποσίου Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής
ΠΑΠΠΑΣ, Α. 1999. Η ύδρευσις των αρχαίων Αθηνών. Αθήνα: Αρχαιολογίας. Αθήνα: Χριστιανική Αρχαιολογική Εται-
Ελεύθερη Σκέψις ρεία, 126
ΠΑΡΑΡΑ, Α. 1960. Ο εν Ασπροπύργω ανέκδοτος ναός του Αγίου ΣΤΟΥΦΗ-ΠΟΥΛΗΜΕΝΟΥ, Ι. 2007. Βυζαντινές εκκλησίες στον
Ιωάννου του Νηστευτού. Αθήνα Κάμπο των Μεγάρων. Αθήνα: Αρμός
ΠΑΣΑΓΙΑΝΝΗΣ, Κ. 1922. Αττικοί περίπατοι. Αθήνα: Ελευθερου- ΣΥΡΚΟΣ, Χ. 2009. Μεγαρικόν λαόν επικαλούμαι. Η πορεία μας
δάκης ως συνδυασμός και διοίκηση. Τα έργα υποδομής της
ΠΕΠΠΑΣ, Γ. 2003. Αρβανίτες: ενδεικτική εισαγωγή σε μιαν ανα- τετραετίας 2003-2006. Μέγαρα
τρεπτική ερευνητική οπτική της ως τώρα αντιμετώπι- ΣΦΥΡΟΕΡΑΣ, Β. 1985. Ιστορία της Ελευσίνας, από τη Βυζαντινή
σής τους. Βαρνάβας Αττικής: Ιστορικό και Λαογραφικό περίοδο μέχρι σήμερα. Ελευσίνα: Δήμος Ελευσίνας
Μουσείο Σφυρόερας, Β. 1997. «Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελευσί-
Περραιβός, Χ. 1956 [α΄ έκδοση 1836]. Απομνημονεύματα πο- να: η προσαρμογή και η ανάπτυξη», στα Πρακτικά Ζ΄
λεμικά: διαφόρων μαχών συγκροτηθεισών μεταξύ Ελ- Συμποσίου Ιστορίας & Λαογραφίας Αττικής, Ελευσί-
λήνων και Οθωμανών κατά τε το Σούλιον και Ανατ. να 28 Μαϊου-1 Ιουνίου 1997. Αθήνα: Δήμος Ελευσίνας,
Ελλάδα από του 1820 μέχρι του 1829 έτους [επιμ. Ε.Γ. 512-518
Πρωτοψάλτης]. Αθήνα: «Βιβλιοθήκη» Γ. Τσουκαλά ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ, Ι. 1952. Ιερά Μονή της Θεοτόκου των Κλειστών.
Πετροπουλάκου, Μ. και Πεντάζος, Ε. 1973. Αττική, οικιστι- Αθήνα: Σαλίβερος
κά στοιχεία – Πρώτη έκθεση. Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις ΤΟΠΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ 2005.
21. Αθήνα: Δοξιάδης Αττική, Δήμοι και Κοινότητες. Αθήνα: Τοπική Ένωση
ΠΗΛΙΛΗΣ, Ι. 1991. Γενική ιστορία των Μεγάρων από των προϊ- Δήμων και Κοινοτήτων Αττικής

341
Βιβλιογραφία

ΤΡΑΥΛΟΣ, Ι. 1937α. «Ανασκαφαί Ιεράς Οδού», Πρακτικά της εν Παρισίους, τ. α΄– τχ. 2 [μτφρ. Εμμ. Ροΐδης]. Αθήνα: Αφοί
Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 25-41 Τολίδη
Τραυλός, Ι. 1937β. «Σπήλαιον του Πανός παρά το Δαφνί», Αρχαι- Dakin, D. 1983. Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία,
ολογική Εφημερίς, 391-409 1821-1833 [μτφρ. Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου]. Αθήνα: Μορ-
ΤΡΑΥΛΟΣ, Ι. 1962. Χριστιανικαί Αθήναι. Αθήνα φωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
ΤΡΑΥΛΟΣ, Ι. 1971. Μέγαρα. Αθήνα: Δομή DUCELLIER, A. 1994. Οι Αλβανοί στην Ελλάδα 13ος-15ος αι.:
Τραυλός, Ι. 21993 [α΄ έκδοση 1960]. Πολεοδομική εξέλιξις των η μετανάστευση μίας κοινότητας [μτφρ. Κ. Νικολάου].
Αθηνών. Αθήνα: Εκδόσεις Καπόν Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν
ΤΣΕΛΕΜΠΗ, ΕΒΛΙΑ. 1959. Τα Αττικά του Εβλιά Τσελεμπή: αι Flaubert, G. 52000 [α΄ έκδοση 1989]. Το ταξίδι στην Ελλάδα
Αθήναι και τα περίχωρά των κατά τον 17ον αιώνα [μτφρ. Π.Α. Ζάννας]. Αθήνα: Ολκός
[σχολ. Κ. Μπίρης]. Αθήνα: Πιγκουίνος Graves, R. 1979. Οι ελληνικοί μύθοι [μτφρ. Λ. Ζενάκος]. Αθήνα:
ΤΣΙΓΚΟΣ, Α.Σ. 1991. Κείμενα για τους Αρβανίτες. Αθήνα: Τσί- Πλειάς – Ρούγκας
γκου-Κολυβά LESKY, A. 51990 [α΄ έκδοση 1964]. Ιστορία της αρχαίας ελληνι-
ΤΣΙΓΚΟΥ-ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Σ. και ΤΣΙΓΚΟΥ-ΚΟΛΥΒΑ, Ν. 1999. κής λογοτεχνίας [μτφρ. Α. Τσοπανάκης]. Θεσσαλονίκη:
«Ασπροπυργιώτες δήμαρχοι τ. Δήμου Φυλής, πρόεδροι Αφοί Κυριακίδη
Κοινότητος & δήμαρχοι Ασπροπύργου», Λαμπηδόνα MEE, C. και SPAWFORTH, A. 2001. Αρχαιολογικός οδηγός της
12, 19-23 Αττικής [μτφρ. Ι. Κράλλη]. Αθήνα: Leader
Τσικούρα, Α. και Γεωργίνης, Δ. 1997. 40 Χρόνια ΕΛ.Δ.Α., Ελ- MILLER, W. 1908. Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα,
ληνικά Διυλιστήρια Ασπροπύργου. Αθήνα: Καπόν 1204-1566 [μτφρ. Σπ. Λάμπρος]. Αθήνα
ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ-ΔΡΑΚΩΤΟΥ, Ι. 1992. «Η πορεία της Ιεράς Οδού και η OSTROGORSKY, G. 1989. Ιστορία του βυζαντινού κράτους [μτφρ.
σημασία της». Αρχαιολογία 43, 28-32 Ι. Παναγόπουλος]. Αθήνα: Βασιλόπουλος
ΤΣΟΡΒΑΣ, Π. 1971. Τα δίκλιτα ναΰδρια των Μεγάρων και η Ιερά POUQUEVILLE, F.-C.-H.-L. 1995. Ταξίδι στην Ελλάδα: Στερεά-
Μονή Αγ. Ιεροθέου: συμβολή εις την Μεγαρικήν Εκ- Αττική-Κόρινθος [μτφρ. Μ. Σκάρα]. Αθήνα: Αφοί Τολίδη
κλησίαν. Αθήνα: Λεοντιάδης Richepin, J. 1975. Μεγάλη ελληνική μυθολογία [μτφρ. Κ. Πολίτης
ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΥΣ, Θ.Ν. 1902. Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκο- και Ά. Αλεξάνδρου]. Αθήνα: Κουτσούμπος
κρατίας, από του 1400 μέχρι του 1800. Αθήνα: Σα- Ross, L. 1976. Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα
κελλαρίου (1832-1833) [μτφρ. A. Σπήλιος]. Αθήνα: Αφοί Τολίδη
ΦΙΛΗΜΩΝ, Ι. 1859-1861. Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής RUBIO Y LLUCH, A. 1912. Περί των καταλανικών φρουρίων της
Επαναστάσεως. Αθήνα: Κτενάς & Σούτσας ηπειρωτικής Ελλάδος [μτφρ. Γ.Ν. Μαυράκης]. Αθήνα:
ΦΙΛΙΟΣ, Δ. 1892. «Ανασκαφαί Ελευσίνος», Πρακτικά της εν Αθή- Εστία
ναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 31-41 VON MAURER, G.L. 1976. Ο ελληνικός λαός: δημόσιο, ιδιωτικό
ΦΙΛΙΟΣ, Δ. 1906. Ελευσίς, μυστήρια, ερείπια και μουσείον αυτής. και εκκλησιαστικό δίκαιο από την έναρξη του αγώνα
Αθήνα: Σακελλαρίου για την ανεξαρτησία ως την 31 Ιουλίου 1834 [μτφρ. Ο.
ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Δ. και ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΣ, Γ. 1970 [α΄ έκδοση: 1791]. Ρομπάκη]. Αθήνα: Αφοί Τολίδη
Γεωγραφία νεωτερική της Ελλάδος [επιμ. Αικ. Κουμα-
ριανού]. Αθήνα: Ερμής Ξενόγλωσσοι τίτλοι
ΦΟΥΝΤΕΝΕΚΑΣ, Γ. 1984. Το χρονικό της Μονής των Κλειστών.
Το πολύπαθο μοναστήρι στην αρχαία Φυλή. Αθήνα: ADAM, J.-P. 1982. L’ architecture militaire Grecque. Paris: Picard
Μητρόπολη Αττικής BARTHÉLEMY, J.-J. 1787. Voyage du jeune Anacharsis en Grèce.
ΦΟΥΡΙΚΗΣ, Π. 1929. «Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Αττικής», Paris: Sanson
Αθηνά 41, 77-178 Bouras, Ch. 1998. “The Daphni monastic complex reconsidered”, in
ΦΟΥΡΙΚΗΣ, Π. 1930. «Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Αττικής», Studies in honour of Cyril Mango presented on April 14,
Αθηνά 42, 111-136 1998 [ed. by I. Ševčenco and I. Hutter]. Stuttgart & Leipzig:
ΦΩΚΑ, Ι. και ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ, Π. 1994. Περίπατοι στην Αθήνα και Teubner, 1-14
την Αττική: τόποι – θεοί – μνημεία. Αθήνα: Κέδρος BURKERT, W. 1987. Ancient mystery cults. Cambridge, Massachu-
ΦΩΤΕΙΝΑΚΗΣ, Κ. 2002. «Από τον αρχαίο δήμο Έρμο στο σύγχρο- setts: Harvard University Press
νο Χαϊδάρι», Εννεάδα 10-11, 46-51 CHANDLER, L. 1926. “The northwest frontier of Attica”, Journal
Φωτιάδης, Δ. 1977. Η Επανάσταση του Εικοσιένα. Αθήνα: Βότσης of Hellenic Studies 46, 1-21
ΦΩΤΙΑΔΗΣ, Δ. 141995 [α΄ έκδοση 1956]. Καραϊσκάκης. Αθήνα: Ζα- CHANDLER, R. 1776. Travels in Greece or an account of a tour
χαρόπουλος made at the expense of the Society of Dilettanti. Dublin:
ΧΑΣΙΩΤΗΣ, Ι. 1975. «Οι Έλληνες και οι πόλεμοι μεταξύ Οθωμα- Price, Whitestone and others
νικής Αυτοκρατορίας και ευρωπαϊκών κρατών, 1669- Chatzidakis, M. 1956. Byzantine monuments in Attica and Boe-
1792. Η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως», στην Ιστο- otia: architecture – mosaics – wallpaintings. Athens
ρία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ΄, Ο ελληνισμός υπό Chatzidakis, M. 1965. Byzantine Athens. Athens: Pechlivanides
ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669-1821). Τουρκοκρατία- CHOISEUL-GOUFFIER, A. 1782. Voyage pittoresque de la Grèce.
Λατινοκρατία. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 8-51 Paris
ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Π.Φ. 1971-1972. «Η περί τον Κορινθιακόν περι- CORONELLI, V. 1686. Memorie istoriografiche de regni della Mo-
οχή κατά τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος», Επετηρίς Εταιρείας rea, Negroponte, e littorali fin’ a Salonichi, accresciute
Στερεοελλαδικών Μελετών 3, 458-474 in questa seconda edizione. Venice
ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Π.Φ. 1992. «Δέμα και Κατάδεμα», στα Πρακτι- CURTIUS, E. und KAUPERT, J.A. 1881. Karten von Attika. Berlin:
κά Β΄ Συμποσίου Ιστορίας & Λαογραφίας Βόρειας- Reimer
Δυτικής Αττικής, Ασπρόπυργος 20-23 Σεπτεμβρίου DAKYNS, H.G. 1890. The works of Xenophon, vol. I. London: Mac-
1989. Αθήνα: Δήμος Ασπροπύργου, 465-477 millan
ΧΡΥΣΟΛΟΓΗΣ, Α. 1877. Νικόλαος Κριεζώτης: διατριβή αναγνω- Diez, E. and Demus, O. 1931. Byzantine mosaics in Greece, Ho-
σθείσα εν τω Φιλολογικώ συλλόγω Βύρωνι εν δυσί sios Loukas and Daphni. Cambridge, MA: Harvard Uni-
συνεδριάσει τω 1873. Αθήνα: Αφοί Βαρβαρρήγου versity Press
Dodwell, E. 1819. A classical and topographical tour through
Andersen, H.C. 21999 [α΄ έκδοση 1974]. Οδοιπορικό στην Ελ- Greece during the years 1801, 1805 an 1806. London:
λάδα [μτφρ. Allan Lund]. Αθήνα: Εστία Rodwell and Martin
BELLE, H. 1993. Ταξίδι στην Ελλάδα, 1861-1874, τ. Α΄, Ύδρα – DODWELL, E. 1834. Views and descriptions of Cyclopian or Pelas-
Πειραιάς – Αθήνα – Αττική – Βοιωτία – Εύβοια [μτφρ. gic remains in Greece and Italy. London: Richter
Λ. Σταματιάδη]. Αθήνα: Ιστορητής DOW, S. 1942. “The Aigaleos-Parnes wall”, Hesperia 11, 193-211
Chateaubriand, F.-R. 1979 [α΄ έκδοση 1860]. Οδοιπορικόν εκ DU MONCEL, TH. 1845a. Excursion par terre à Athènes et à Nau-
Παρισίων εις Ιεροσόλυμα και από Ιεροσολύμων εις plie. Paris: Claye & Taillefer

342
Bibliography

DU MONCEL, TH. 1845b. Vues pittoresques des monuments LOWE, C.G. 1936. “Fauvel’s first trip through Greece”, Hesperia,
d’Athènes. Paris: Fournier 206-224
FRAZER, J.G. 1898. Pausanias’ description of Greece. London: Mac- McCREDIE, J. 1966. Fortified military camps in Attica. Hesperia
millan Supplement 11. Princeton, New Jersey: American School of
GALT, J. 1813. Letters from the Levant, containing views of the Classical Studies at Athens
state of society, manners, opinions and commerce in Millet, G. 1899. Le monastère de Daphni. Histoire, architecture,
Greece and several of the principal islands of the Archi- mosaïques. Paris: Leroux
pelago. London: T. Cadell & W. Davies MUNN, M.H. 1993. The defence of Attica. The Dema wall and the
GELL, W. 1810. The itinerary of Greece, with a commentary on Boiotian war of 378-375 BC. University of California
Pausanias and Strabo and an account of the monuments Press: Berkeley, Los Angeles & Oxford
of antiquity at present existing in that country; compiled MYLONAS, G.E. 1942. The hymn to Demeter and her sanctuary at
in the years 1801-06. London: Payne Eleusis. St. Louis: Washington University Studies
GOETTE, H.R. 2001. Athens, Attica and the Megarid; an archaeo- MYLONAS, G.E. 1961. Eleusis and the Eleusinian Mysteries. Princ-
logical guide. London & New York: Routledge eton, New Jersey: Princeton University Press
HAMMOND, N.G.L. 1954. “The main road from Boeotia to the Pelo- OBER, J. 1985. Fortress Attica. Defence of the Athenian land fron-
ponnese through the northern Megarid”, The Annual of tier 404-322 BC. Brill: Leiden
the British School at Athens 49, 103-122 OBER, J. 1987. “Pottery and miscellaneous artifacts from fortified
HIGHBARGER, E.L. 1927. The history and civilisation of ancient sites in Northern and Northwestern Attica”, Hesperia 56,
Megara. Baltimore: John Hopkins University Press 197-227
HOBHOUSE, J. 1817. A journey through Albania and other prov- OLIVIER, G.-A. 1801. Voyage dans l’Empire Othoman, l’Egypte et
inces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, la Perse. Paris: Agasse
during the years 1809 and 1810. London: Cawthorn Osborne, R. 1985. Demos: the discovery of classical Attica. Cam-
HOLDT, H. 1922. Griechenland: Baukunst, Landschaft, Volksleben. bridge: Cambridge University Press
Berlin: Wasmuth OSBORNE, R. 1996. Greece in the making, 1200-479 BC. London
HOLLAND, H. 1815. Travels in the Ionian Isles, Albania, Thes- and New York: Routledge
saly, Macedonia, &c. During the years 1812 and 1813. PARKE, H.W. 1977. Festivals of the Athenians. London: Thames
London: Longman, Hurst, Rees, Orme & Brown and Hudson
JOHNSON, A.C. 1913. “The creation of the tribe Ptolemais at Ath- PERILLA, F. 1928. Daphni: le monastère, l’église, l’histoire, les
ens”, American Journal of Philology 34: 4, 381-417 mosaïques. Salonique
JONES, J.E. 1974. “Two Attic country houses”, Αρχαιολογικά REINGANUM, H. 1825. Das alte Megaris: ein Beitrag zur Alter-
Ανάλεκτα Αθηνών 7, 293-313 tumskunde Griechenlands. Berlin: Reiner
JONES, J.E., SACKETT, L.H., and ELIOT, C.W.J. 1957. “Το Δέμα: a SCRANTON, R.L. 1941. Greek walls. Cambridge, MA: Harvard Uni-
survey of the Aigaleos-Parnes wall”, The Annual of the versity Press
British School at Athens 52, 152-189 SHEAR, L.T. 1982. “The demolished temple at Eleusis”, in Studies
JONES, J.E., SACKETT, L.H., and GRAHAM, A.J. 1966. “The Dema in Athenian architecture, sculpture and topography pre-
house in Attica”, The Annual of the British School at sented to Homer A. Thompson. Hesperia Supplement XX.
Athens 57, 75-114 Princeton, New Jersey: American School of Classical Stud-
KERENYI, K. 1962. Die Mysterien von Eleusis. Zürich: Rhein ies at Athens, 128-140
Verlag SOCIETY OF DILETTANTI 1817. The unedited antiquities of At-
KIEL, M. 1987. “Population growth and food production in 16th cen- tica: comprising the architectural remains of Eleusis,
tury. Athens and Attica according to the Ottoman Tahrir Rhamnus, Sunium and Thoricus. London: Longman,
Defters”, in Comité International d’Études Pré-Ottomanes Hurst, Rees, Orme & Brown
et Ottomanes VI Symposium, Cambridge, 1-4 July 1984. SOMMER, J.A. 1841. Répertoire analytique et descriptif pour la
Varia Turcica 4. Istanbul: Institut Français d’Études Ana- carte d’Athènes et ses environs. Munich
toliennes, 115-133 SPON, J. and WHELER, G. 1678. Voyage d’Italie, de Dalmatie, de
Kitsiki-Panagopoulos, B. 1979. Cistercian and Mendicant Grèce et du Levant: fait aux années 1675 et 1676. Lyon:
monasteries in Medieval Greece. Chicago & London: The Cellier
University of Chicago Press STACKELBERG, Ο.Μ. 1831. Trachten und Gebräuche der Neu-
KURUNIOTIS, K. 1935. “Das eleusinische Heiligtum von den Anfän- griechen. Berlin: Reimer
gen bis zur vorperiklischen Zeit”, Archiv für Religionswis- Traill, J.S. 1986. Demos and trittys: epigraphical and topographi-
senschaft 32, 52-78 cal studies in the organisation of Attica. Toronto: Athe-
Kyriacopoulou, E. and Petronotes, A. 1956. The Daphni nians, Victoria College
monastery: history – architecture – mosaics. Athens: Pho- TRAVLOS, J. 1971. Pictorial dictionary of ancient Athens. London:
tiades Thames and Hudson
LACOUR, J.L. 1834. Excursions en Grèce pendant l’occupation de TRAVLOS, J. 1988. Bildlexicon zur Topographie des antiken Attika.
la Morée par l’armée française dans les années 1832 et Tübingen: Ernst Wasmuth Verlag
1833. Paris: Bertrand VAN DE MAELE, S. 1980. “Le site d’Ereneia et la frontière Atticome-
LANGDON, M.K. 1994. “A Cyclopean bridge and rutted road in the Thria- garienne”, Phoenix 34:2, 153-159
sian plain”, Studi Micenei ed Egeo-Anatolici 34, 51-60 VANDERPOOL, E. 1953. “New evidence for the location of the Attic
LAUTER, H., LAUTER-BUFE, H., und LOHMANN, H. 1989. At- deme Kopros”, Hesperia 22, 175-176
tische Festungen, Beiträge zum Festungswesen und zur VANDERPOOL, E. 1978. “Roads and forts in northwestern Attica”,
Siedlungsstruktur vom 5. bis zum 3. Jh. v. Chr. Marburger California Studies in Classical Antiquity 11, 227-245
Winckelmann Programm. Marburg WHELER, J. 1682. A journey into Greece. London: Cademan
LE ROY, D. 1758. Les ruines des plus beaux monuments de la Whitehead, D. 1986. The demes of Attica 508/7, a political and
Grèce, considérées du côté de l’histoire et du côté de social study. Princeton: Princeton University Press
l’architecture. Paris: Delatour WILLIAMS, H.W. 1829. Select views in Greece: with classical illus-
LEAKE, W.M. 1841. The Topography of Athens with some remarks trations. London: Longman, Rees, Orme, Brown & Green
on its antiquities. London WORDSWORTH, C. 1836. Athens and Attica: journal of a resi-
LEGON, P.P. 1981. The political history of a Greek city-state to dence there. London: Murray
336 BC. Ithaca, NY: Cornell University Press WORDSWORTH, C. 1839. Greece: pictorial, descriptive and histori-
LENORMANT, F. 1862. Recherches archéologiques à Éleusis. Paris: cal. London: Orr & Co
Librairie de L. Hachette zakythinos, D. 1939. “Corsaires et pirates dans les mers greques
LENORMANT, F. 1864. Monographie de la voie sacrée éleusini- au temps de la domination turque”, L’ Hellenisme Contem-
enne. Paris: Librairie de L. Hachette porain, Athènes, 695-738

343

You might also like