You are on page 1of 224

Φωτ. εξωφύλλου : Αγία Τριάδα Αυλώνα και κορυφή Αρμενιά.

— 2 —
Πάρνηθα

— 3 —
Σημείωμα του επιμελητή
Στη σύνθεση και ολοκλήρωση αυτού του βιβλίου συνέβαλαν σημαντικά δύο άν-
θρωποι: ο Νομάρχης Ανατολικής Αττικής Λεωνίδας Κουρής και ο Δασάρχης Πάρ-
νηθας Γιώργος Αμοργιανιώτης. Ο Λεωνίδας Κουρής, με γνώση και ενδιαφέρον
για το περιβάλλον, ήταν παρών από την επεξεργασία της αρχικής ιδέας μέχρι
την υλοποίησή της. Ο Γιώργος Αμοργιανιώτης, με εμπειρία και πλούσιο έργο,
παρείχε σε κάθε στάδιο πληροφορίες και χρήσιμα στοιχεία για την ολοκλήρωσή
της. Χωρίς τη συμβολή τους η έκδοση είτε δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, είτε θα
ήταν φτωχότερη.

Παραγωγή - Διάθεση
Εκδόσεις ΑΝΑΒΑΣΗ
Στοά Αρσακείου 6Α, 105 64 Αθήνα
Τηλ./fax 210-3218104

Σελιδοποίηση : Δ. Μπινιάρης για την ΑΛΦΑΒΗΤΟ Α.Ε.Β.Ε.


Διαχωρισμοί, μοντάζ, φιλμς : ΑΛΦΑΒΗΤΟ Α.Ε.Β.Ε.

Οι φωτογραφίες είναι του Ν. Νέζη, εκτός από τις σημειούμενες με Δ.Γ. που είναι
του Δ. Γιώτα.

Copyright αντίστοιχων κειμένων και φωτογραφιών


Νίκος Νέζης και Δημήτρης Γιώτας

ISBN 960-8195-87-X

— 4 —
ΝΙΚΟΣ ΝΕΖΗΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΩΤΑΣ

Πάρνηθα
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΑΘΛΗΣΗ - ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ - ΜΝΗΜΕΙΑ

Eπιμέλεια - Επίμετρο
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Αθήνα 2006

— 5 —
— 6 —
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Λεωνίδας Κουρής) .................................... 11

ΤΟ ΟΡΟΣ ΠΑΡΝΗΘΑ (Νίκος Νέζης)


Γεωγραφία - Ορεογραφία - Τοπογραφία
Θέση - Όρια - Έκταση - Μορφολογία - Οικισμοί ................................ 17
Φυσικό περιβάλλον
Γεωλογία - Υδρολογία - Καρστικές μορφές ......................................... 25
Κλίμα .................................................................................................. 37
Χλωρίδα - Βλάστηση........................................................................... 39
Πανίδα ................................................................................................ 53
Διαχείριση - Προστασία ...................................................................... 61
Αθλήματα - Δραστηριότητες
Περιήγηση - Πεζοπορία - Ορειβασία ................................................... 67
Καταφύγια - Αναρρίχηση - Χιονοδρομία ............................................. 75
Ορεινή ποδηλασία - Αγώνες δρόμου & περιπέτειας ............................ 85
Γλωσσολογικά - Τοπωνυμικά
Το ορεώνυμο Πάρνης .......................................................................... 87
Τοπωνύμια Πάρνηθας ......................................................................... 92
Βιβλιογραφία για την Πάρνηθα .............................................................. 149

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ - ΜΝΗΜΕΙΑ (Δημήτρης Γιώτας)


Αρχαία εποχή .................................................................................... 169
Φρούρια - Οχυρώσεις - Υδραγωγεία ................................................. 177
Αρχαίοι Δήμοι ................................................................................... 186
Εποικισμός - Ελληνική Επανάσταση ................................................. 193
Χριστιανικά μνημεία ......................................................................... 199

ΕΠΙΜΕΤΡΟ (Διαμαντής Μπασαντής)


Οι άνθρωποι ...................................................................................... 209
Η Πολιτεία ........................................................................................ 214

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ε.Ο.Σ. Αχαρνών ................................................................................. 219
Σύνδεσμος Πάρνηθας ........................................................................ 220
Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού ............................................... 221
— 7 —
— 8 —
— 9 —
— 10 —
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η ανάδειξη και προβολή της Αττικής προϋποθέτει την προσέγγιση των


μοναδικών ορεινών και παράλιων ενοτήτων που συνθέτουν τις πτυχές του
αττικού τοπίου. Με στόχο αυτή ακριβώς την προσέγγιση η Νομαρχιακή
Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής απεφάσισε την έκδοση μιας σειράς
μονογραφιών για τα σημαντικά βουνά της Αττικής.

Με την παρούσα έκδοση επιχειρείται η γνωριμία με το μεγαλύτερο βουνό


της Αττικής που απετέλεσε διαχρονικά αγαπημένο τόπο αποδράσεων. Μια
γνωριμία που στηρίζεται στη γνώση και στην εμπειρία ανθρώπων που έχουν
ασχοληθεί συστηματικά με την Πάρνηθα, την έχουν ζήσει και την έχουν
αγαπήσει.

Σε μια εποχή που ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας κάνει, πολλές φορές, να
απομακρυνόμαστε από τη φύση μπορεί το βιβλίο αυτό να αποτελέσει το
έναυσμα που θα ανοίξει το δίαυλο επικοινωνίας με τη μητέρα – φύση. Αν
το καταφέρει θα έχει δικαιώσει τις προσπάθειες όλων όσων συνέβαλαν στην
έκδοση αυτή και ήταν πολλοί. Θα είναι η επιβράβευσή τους από την κοινωνία
των πολιτών για την πολυσήμαντη προσπάθειά τους.

Λεωνίδας Κουρής
Νομάρχης Ανατολικής Αττικής

— 11 —
— 12 —
Μονή Κλειστών
— 13 —
Άποψη της Πάρνηθας από το Κρυονέρι

Ο Προφήτης Ηλίας στο Σταμάθι - Πηγάδι Παπά (βόρεια Πάρνηθα)

— 14 —
Η κορυφή Άρμα

Το καταφύγιο Μπάφι από τα ανατολικά

— 15 —
Η Πέτρα Βαρυμπόπης και οι κορυφές Μαυροβούνι και Φλαμπούρι

Ο οικισμός Αυλών

— 16 —
ΤΟ ΟΡΟΣ ΠΑΡΝΗΘΑ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΟΡΕΟΓΡΑΦΙΑ - ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

ΘΕΣΗ: Η Πάρνηθα βρίσκεται στη Στερεά Ελλάδα και συγκεκριμένα στη βό-
ρεια πλευρά του Νομού Αττικής, σε απόσταση 20 χλμ. (ευθεία γραμμή) ή 36
χλμ. (οδικώς) βόρεια της πόλης των Αθηνών. Ένα μικρό τμήμα της στα Δ-ΒΔ
εκτείνεται στο Νομό Βοιωτίας.

Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της κορυφής της είναι :


σύμφωνα με το Παγκόσμιο Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (W.G.S. 84)
γεωγραφικό πλάτος (φ) 380 10΄ 29΄΄ βόρεια του Ισημερινού και γεωγραφι-
κό μήκος (λ) 230 43΄ 02΄΄ανατολικά του Μεσημβρινού του Greenwich και
σύμφωνα με το νέο Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (Ε.Γ.Σ.Α.
87) ψ = 4.224.961 μ. βόρεια του Ισημερινού και χ = 475.072 μ. ανατολικό
μήκος {ήτοι 24.928 μέτρα δυτικά του κεντρικού (24ου) μεσημβρινού}.

ΟΡΙΑ: Σε γενικές γραμμές, ο ορεινός όγκος της Πάρνηθας ορίζεται :


Βόρεια από τους οικισμούς Αυλών (180μ.), Σφενδάλη (300μ.) και Μαλακάσα
(250μ.).
ΒΑ-Α από τους οικισμούς Αφίδναι (380μ.), Σταθμός Αφιδνών (295μ.) και
Κοκκινόβραχος (320μ.).
Α-ΝΑ από τους οικισμούς Δροσοπηγή (525μ.), Κοσμοθέα (400μ.) και Κρυο-
νέρι (380μ.).
ΝΑ από τους οικισμούς Βαρυμπόμπη (305μ.) και Θρακομακεδόνες (365μ.).
Νότια από τους οικισμούς Αχαρναί (180μ.), Άνω Λιόσια (180μ.) και Φυλή
(340μ.).
ΝΔ από την πεδιάδα του Ασπροπύργου και τον ποταμό Σαρανταπόταμο.
Δυτικά από τον ποταμό Σαρανταπόταμο, το ρέμα Κόρτσι, το οροπέδιο των
Δερβενοχωρίων και τους οικισμούς Στεφάνη (580μ.) και Σκούρτα (550μ.).
ΒΔ από τους οικισμούς Κλειδί (220μ.) και Άγιος Θωμάς (240μ.).

— 17 —
ΕΚΤΑΣΗ: Η ψηλή περιοχή της Πάρνηθας, με βάση την ισοϋψή (υψομετρική)
καμπύλη των 1.000μ., έχει μήκος (Α-Δ) 8 χλμ., πλάτος (ΒΑ-ΝΔ) 7 χλμ. και
περίμετρο 55 χλμ. περίπου. Οι διαστάσεις όλου του ορεινού όγκου, δηλαδή
από εκεί που αρχίζουν να υψώνονται οι πλαγιές του, είναι : μέγιστο μήκος
(Α-Δ) 30 χλμ., μέγιστο πλάτος (Β-Ν) 20 χλμ., περίμετρο 150 χλμ. περίπου και
έκταση γύρω στα 450 τετρ. χλμ. Είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και ψηλότερο
βουνό της Αττικής.

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ: Η Πάρνηθα είναι ένα μεγάλο ορεινό συγκρότημα, με διεύ-


θυνση Α-Δ, που υψώνεται μόνο του στη γύρω περιοχή και μόνο στα δυτικά
και ΒΔ ενώνεται με τον ορεινό όγκο της Πάστρας με το μεγάλο οροπέδιο των
Δερβενοχωρίων (μέσου ύψ. 520μ.). Χωρίζεται, κατά κάποιο τρόπο, σε τέσ-
σερα μεγάλα τμήματα, την κεντρική-νότια Πάρνηθα, όπου και οι ψηλότερες
κορυφές, την ανατολική Πάρνηθα με τους πολλούς οικισμούς και το κτήμα
Τατοΐου, τη βόρεια Πάρνηθα με τα χαμηλά υψώματα και τις μεγάλες λάκκες
και τη δυτική Πάρνηθα με κύρια μορφολογικά στοιχεία το οροπέδιο των Δερ-
βενοχωρίων (Σκούρτων), αλλά και τις απότομες ΝΔ κορυφές της.
Όλος ο ορεινός όγκος της Πάρνηθας παρουσιάζει τέτοια ποικιλόμορφη
δομή που ικανοποιεί τόσο τον απλό πεζοπόρο, όσο και τον εξασκημένο ορει-
βάτη και αναρριχητή.
Έχει αρκετές ομαλές πλαγιές, μικρά οροπέδια, λιβάδια, όμορφες κοιλάδες
και λάκκες (Πράρι, Ντούσκεζα, Γκορίτσα, Ντράσιζα, Παλιοχώρι, Βούντιμα,
Μπόρσι, Κλημέντι, Λημικό, Μόλα, Σαλονίκι, Ξερολίβαδο, Μακρυχώραφο,
Τσιγκουράτι, Μαζαραίϊκα κ.ά.), αλλά και κατακερματίζεται από πολλές μεγά-
λες και βαθιές χαράδρες και ρέματα, όπως είναι το μεγάλο Μαυρόρεμα (παλ.
Μπάθεζα) μήκ. 12 χλμ., ο Χάραδρος μήκ. 12 χλμ. δηλ. το ρέμα που τελικά κα-
ταλήγει στη Λίμνη Μαραθώνα, η χαράδρα Παλιομήλεσι - Αγίου Μερκουρίου
- Σφενδάλης μήκ. 5 χλμ., η χαράδρα Χούνη μήκ. 5 χλμ. η χαράδρα της Αγίας
Τριάδας μήκ. 3 χλμ., το ρέμα του Αγίου Γεωργίου μήκ. 4 χλμ., η χαράδρα της
Θοδώρας μήκ. 6 χλμ. και η περίφημη ρεματιά της Γκούρας - Γιαννούλας μήκ.
10 χλμ. που ένα κομμάτι της μήκ. 3 χλμ., από την τοποθεσία Μεσονύχτι μέχρι
τη Μονή Κλειστών είναι ένα δύσβατο φαράγγι.
Άλλα μικρότερα ρέματα είναι το Ξερόρεμα, το Σούσι, του Κυριάκου, το
Γιοργαντίλι, του Κόνιαρη, το Πλατανάκι, η ρεματιά της Ντουσκέζας, το ρέμα
Καμπέρα - Μποντιά κ.ά.
Η Πάρνηθα έχει κορυφές ομαλές αλλά και απόκρημνες βραχώδεις κορυφο-
γραμμές όπως είναι η Καραβόλα, το Μαυροβούνι, το Άρμα, η Κυρά, η Δάφνα,

— 18 —
η Κακή Ράχη, η Αλογόραχη, το Φλαμπούρι, το Κασούμπι, η Αρμενιά κ.ά. Οι
135 κορυφές και ράχες της Πάρνηθας είναι (σε παρένθεση οι ονομασίες που
αναφέρονται, ή αναφέρονται ως ανώνυμες, στους νέους χάρτες της Γ.Υ.Σ.) :

Κορυφή : Καραβόλα (Κορυφή) ύψ. 1.413μ.

Ψηλές κορυφές (20) : Αγόρο (Βούλιασμα) 1.091μ., Αέρας (ανώνυμη) 1.127μ.,


Αυγό (ανώνυμη) 1.201μ., Δένδρα 1.009μ., Κακή Ράχη (ανώνυμη) 1.261μ.,
Καψάλα 1.027μ., Κορακόβραχος (ανώνυμη) 1.057μ., Κορομηλιά (ανώνυμη)
1.058μ., Κούκος (ανώνυμη) 1.145μ., Κουμαρόρραχη 1.082μ., Κυρά (Κορυ-
φή Κυράς) 1.160μ., Λαγός 1.151μ., Μαυροβούνι 1.094μ., Μπάφι (ανώνυμη)
1.162μ., Ξεροβούνι 1.120μ., Όρνιο 1.350μ., Πλατύ Βουνό (Άλογο) 1.171μ.,
Στατήρι (Πλατύ Βουνό) 1.032μ., Φλαμπουράκι (Φλαμπούρι) 1.074μ. και Φλα-
μπούρι (Φλάμπουρο) 1.158μ.

Χαμηλές κορυφές (114) : Αγελαδίτσα ή Λιόπεζα (Γελαδοκορυφή) 723μ.,


Αετός 774μ., Αλογόπετρα (Αλογόρραχη) 726μ., Αραλάλα (Μύτη) 845μ.,
Άρμα (Ομαλή) 884μ., Αρμενιά ή Μεγάλο Αρμένι 759μ., Ασπροβούνι 675μ.,
Άσπρο Λιθάρι (ανώνυμη) 609μ., Ασφάκα (ανώνυμη) 950μ., Βελανιδιές
676μ., Βέλασμα 655μ., Βένιζα 518μ., Βερόρι 658μ., Βίλλια 546μ., Βουνό Αγί-
ου Νικολάου (Κορυφή) 636μ., Βουνό Φυλής 912μ., Βουνό Χασιάς 556μ.,
Βουρλιώτες 708μ., Βράχος 581μ., Βράχος Θοδώρας (Θεοδώρα) 548μ., Γκα-
μήλα 450μ., Γκούριζι (Μαύρη Πέτρα) 877μ., Δάφνα 698μ., Δραμπάλα 787μ.,
Ελαφοβούνι (Στεφάνια) 428μ., Ζυγός 591μ., Καθίγκαρι (Λυκόρραχη) 800μ.,
Κακή Ράχη 739μ., Καλπατσάκι (Χορταριά) 584μ., Καμάριζα (ανώνυμη)
624μ., Καραμανλή (Κορυφή Καραμανλή) 931μ., Καραούλι (Κορυφή) 529μ.,
Κασούμπι (Κορυφή) 826μ., Καστρί 572μ., Καστρίζα (Πυργάκι) 907μ., Κά-
στρο 520μ., Κάστρο (ανώνυμη) 418μ., Κατσιμίδι 849μ., Κατσουλιέρι (Κα-
τσουλιέρης) 763μ., Κεραμίδι 984μ., Κεραμίδι (ανώνυμη) 972μ., Κιάφα (ανώ-
νυμη) 556μ., Κιάφα Τέρμι (ανώνυμη) 612μ., Κιθάρα 711μ., Κικίλιζα (Κικίδα)
611μ., Κοκκινόβραχος (ανώνυμη) 718μ., Κοκκινόβραχος (ανώνυμη) 408μ.,
Κορακοβούνι 701μ., Κορακοφωλιά 581μ., Κορομηλιά 983μ., Κοτρόνι (Πε-
τροκορυφή) 641μ., Κουκουράκος (ανώνυμη) 679μ., Κούκουρας (Μεγάλος
Κούκουρας) 817μ., Κουκουρέτσιζα (ανώνυμη) 798μ., Κούμπουλα (ανώνυ-
μη) 978μ., Κούμπουλα (Σταυρός) 884μ., Κουτρούλιεζα (Στρογγυλά) 863μ.,
Κουτσομύτης 607μ., Κουτσούρι (Ράχη Κουτσούρη) 732μ., Κράκουρα (ανώ-
νυμη) 964μ., Κρισιγιώνα (ανώνυμη) 962μ., Κρύου Πηγαδιού Ράχη 814μ.,

— 19 —
Λέντριζα (Βελανιδιές) 902μ., Λιόπα (Γελαδοκορυφή) 795μ., Λουκά Ράχη
715μ., Λούτζι (ανώνυμη) 610μ., Λύκαινα 735μ., Μάλια Μουλούθι (Μηλιές)
708μ., Μάσκαρη (Λάσκαρη) 804μ., Μαύρη (ανώνυμη) 985μ., Μαύρο Λιθάρι
(ανώνυμη) 545μ., Μεγάλη Βίγλα 674μ., Μεγάλο Βουνό 885μ., Μεσοβούνι
862μ., Μηλιά (Μηλέα) 745μ., Μικρή Αρμενιά ή Μικρό Αρμένι 652μ., Μνή-
μα 854μ., Μουγκουλτός (Μουγγουλιός) 959μ., Μπελέτσι (Κορφή) 840μ.,
Μπρέντεζι (Κορυφή) 671μ., Μύτικας 525μ., Νταβέλη 793μ., Ντάρδιζα (ανώ-
νυμη) 571μ., Ντάρδιζα (Αχλαδιά) 567μ., Ντράσιζα (Πλάκα) 593μ., Ντρέρα
(Πέρδικες) 726μ., Ντρίζα (Δρίζα) 759μ., Ξύλο (Ρέμα) 921μ., Παλαιόκαστρο
506μ., Παλαιόκαστρο (Ρέμα) 318μ., Πελεκούσιζα (Νεροτριβή) 448μ., Πέτρα
Βαρυμπόπης (Πέτρα) 661μ., Πέτρα Εβραίου 556μ., Πέτρα Γκαμήλας (Πέτρα
Σταύρου) 842μ., Πλαγιά 841μ., Πλαγιάδα 657μ., Πλάτωμα 448μ., Προφήτης
Ηλίας 890μ., Προφήτης Ηλίας 418μ., Πυργάρι 737μ., Πυργάρι 508μ., Ράχα
722μ., Σάββα 579μ., Σκίμθι (Σκίμη) 933μ., Σκληρό 868μ., Σούμπασι (Με-
γάλο Σούμπασι) 608μ., Σούτα (Ίσωμα) 902μ., Σουφλερό 662μ., Σταματάς
693μ., Στεφάνια 559μ., Στρογγυλή (ανώνυμη) 771μ., Ταμίλθι (Κορυφούλα)
898μ., Τσαούσι (Κορφούλα) 861μ. και Ψήλωμα 789μ.

Ο οικισμός Φυλή (Χασιά)

— 20 —
ΟΙΚΙΣΜΟΙ: Γύρω από τα όρια του ορεινού όγκου της Πάρνηθας, στους πρό-
ποδες και στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων, έχουν αναπτυχθεί οι εξής οικι-
σμοί:

Δήμος Άνω Λιοσίων: Εκτείνεται στη νότια πλευρά της Πάρνηθας σε ύψ.
150μ.-250μ. Αρχικά υπαγόταν στο Δήμο Αχαρνών (1835) ως συνοικισμός
Λιόση και αργότερα ως Παλαιά Λιόσια και Επάνω Λιόσια. Αναγνωρίστηκε
ως ανεξάρτητη Κοινότητα Άνω Λιοσίων το 1912 και στην απογραφή του 1920
είχε 1.019 κατοίκους. Σήμερα είναι Δήμος και στην απογραφή του 2001 εμ-
φανίζεται με 27.305 μόνιμους κατοίκους. Υπάγεται στη Νομαρχία Δυτικής
Αττικής.

Δήμος Αυλώνος: Εκτείνεται στη βόρεια πλευρά της Πάρνηθας σε ύψ. 120μ.-
220μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Κακοσάλεσι, με 327 κατοίκους, στο
Δήμο Τανάγρας (1835) και αργότερα στο Δήμο Περαίας (Ωρωπίων). Αναγνω-
ρίστηκε ως ανεξάρτητη Κοινότητα Σάλεσι το 1912 και μετονομάστηκε Αυλών
το 1927. Στην απογραφή του 1920 είχε 1.562 κατοίκους (1.427 το Σάλεσι & 135
η Μπούγα). Σήμερα είναι Δήμος (από το 1991) και στην απογραφή του 2001 εμ-
φανίζεται με 5.085 μόνιμους κατοίκους (4.980 η Αυλώνα & 105 το Ασπροχώρι).
Υπάγεται στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής.

Δήμος Αχαρνών: Εκτείνεται στη νότια πλευρά της Πάρνηθας σε ύψ. 150μ.-
350μ. Πρωτοαναγνωρίστηκε ως Δήμος Αχαρνών το 1835 με έδρα το Μενίδι,
που είχε τότε 1.219 κατοίκους και όλος ο δήμος 2.452 κατ. Το διάστημα 1840-
1858 συγχωνεύθηκε στο Δήμο Φυλής. Αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα Μενι-
δίου το 1912 και ως Κοινότητα Αχαρνών το 1915. Στην απογραφή του 1920
είχε 5.012 κατοίκους (4.492 το Μενίδι, 355 το Τατόϊ, 70 η τότε Βαρυμπόπι,
60 η Μπίλιζα & 35 το Σανατόριο Πάρνηθας). Σήμερα είναι Δήμος (από το
1946) και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 77.679 μόνιμους κατοί-
κους (77.670 οι Αχαρνές και 9 η Πάρνηθα, ενώ ο πληθυσμός της σημερινής
Βαρυμπόμπης είναι ενσωματωμένος στις Αχαρνές). Υπάγεται στη Νομαρχία
Ανατολικής Αττικής.

Δήμος Φυλής: Εκτείνεται στη Ν-ΝΔ πλευρά της Πάρνηθας σε ύψ. 300μ.-
350μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Χασιά στο Δήμο Αχαρνών (1835).
Πρωτοαναγνωρίστηκε ως Δήμος Χασιάς το 1836 και μετά ως Δήμος Φυλής
το 1840, ως Κοινότητα Χασιάς το 1912 και ως Κοινότητα Φυλής το 1915.

— 21 —
Στην απογραφή του 1920 είχε 1.264 κατοίκους (1.252 η Φυλή & 12 η Μονή
Κλειστών). Σήμερα είναι Δήμος και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με
2.702 μόνιμους κατοίκους (2.698 η Φυλή & 4 η Μονή Κλειστών). Υπάγεται
στη Νομαρχία Δυτικής Αττικής.

Κοινότητα Αφιδνών : Εκτείνεται στη ΒΑ πλευρά της Πάρνηθας σε ύψ.


280μ.-420μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Κιούρκα στο Δήμο Μαραθώ-
νος (1845). Αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη Κοινότητα Κιούρκα το 1912 και
μετονομάστηκε Αφίδνη το 1919. Στην απογραφή του 1920 είχε 903 κατοίκους
(821 τα Κιούρκα & 82 το Λιοσάτι). Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με
2.422 μόνιμους κατοίκους (1.653 οι Αφίδνες, 323 ο Σταθμός Αφιδνών, 170 ο
Κοκκινόβραχος, 143 η Δροσοπηγή, 84 η Αγία Τριάδα και 49 η Κοσμοθέα).
Στις διάφορες απογραφές αναφερόταν και ως Αφίδνη και ως Άφιδναι. Υπάγε-
ται στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής.

Κοινότητα Θρακομακεδόνων : Εκτείνεται στη Ν-ΝΑ πλευρά της Πάρνηθας


σε ύψ. 250μ.-600μ. Αρχικά υπαγόταν στο Δήμο Αχαρνών και στην απογρα-
φή του 1961 είχε 183 κατοίκους. Αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη Κοινότητα
το 1980. Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 4.876 μόνιμους κατοίκους.
Υπάγεται στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής.

Κοινότητα Κρυονερίου : Εκτείνεται στην ανατολική πλευρά της Πάρνη-


θας σε ύψ. 340μ.-400μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Μπάφι, με 192
κατοίκους, στην Κοινότητα Αχαρνών (1928). Αναγνωρίστηκε ως ανεξάρ-
τητη Κοινότητα Μπάφι το 1947 και μετονομάστηκε Κρυονέρι το 1954.
Στην απογραφή του 1951 είχε 493 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001
εμφανίζεται με 2.708 μόνιμους κατοίκους. Υπάγεται στη Νομαρχία Ανατο-
λικής Αττικής.

Κοινότητα Μαλακάσης : Εκτείνεται στη ΒΑ πλευρά της Πάρνηθας, σε ύψ.


240μ.-310μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Μαλακάσης στο Δήμο Ωρω-
πίων (Περαίας) μετά τη σύστασή του (1835) και αργότερα στην ιδρυθείσα
το 1912 Κοινότητα Μαρκόπουλου Ωρωπού. Αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη
Κοινότητα το 1934. Στην απογραφή του 1940 είχε 752 κατοίκους (476 η Μα-
λακάσα & 276 το Μήλεσι). Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 1.405
μόνιμους κατοίκους (670 το Μήλεσι/Μιλέσιον, 622 η Μαλακάσα & 113 η
Σφενδάλη). Υπάγεται στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής.

— 22 —
Δημοτικό Διαμέρισμα Αγίου Θωμά : Εκτείνεται στη ΒΔ πλευρά της Πάρνη-
θας, σε ύψ. 230μ.-250μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Λιατάνι στο Δήμο
Τανάγρας μετά τη σύστασή του (1835). Στην απογραφή του 1928, ως Άγιος
Θωμάς, είχε 1.180 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 1.425
μόνιμους κατοίκους. Υπάγεται στο Δήμο Οινοφύτων του Νομού Βοιωτίας.

Δημοτικό Διαμέρισμα Κλειδίου : Εκτείνεται στη ΒΔ πλευρά της Πάρνηθας,


σε ύψ. 200μ.-240μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Κλεινδέτι (Κλειδέτι)
στο Δήμο Τανάγρας μετά τη σύστασή του (1835). Στην απογραφή του 1928,
ως Κλειδί, είχε 377 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 365
μόνιμους κατοίκους. Υπάγεται στο Δήμο Οινοφύτων του Νομού Βοιωτίας.

Δημοτικό Διαμέρισμα Σκούρτων : Εκτείνεται στη δυτική πλευρά της


Πάρνηθας, σε ύψ. 530μ.-570μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Σκούρτα
στο Δήμο Τανάγρας μετά τη σύστασή του (1835). Στην απογραφή του 1928
είχε 664 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 907 μόνιμους
κατοίκους. Υπάγεται στο Δήμο Δερβενοχωρίων (έδρα Πύλη) του Νομού
Βοιωτίας.

Δημοτικό Διαμέρισμα Στεφάνης : Εκτείνεται στη δυτική πλευρά της


Πάρνηθας, σε ύψ. 560μ.-600μ. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός Κρόρα
(Κρώρα) στο Δήμο Τανάγρας μετά τη σύστασή του (1835). Στην απογραφή
του 1928, ως Στεφάνη, είχε 474 κατοίκους (414 η Κρόρα & 60 το Κοκκίνι).
Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 261 μόνιμους κατοίκους. Υπάγεται
στο Δήμο Δερβενοχωρίων (έδρα Πύλη) του Νομού Βοιωτίας.

— 23 —
Η λίμνη στο Μπελέτσι και οι ψηλές κορυφές της Πάρνηθας
— 24 —
ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ

Α πό γεωλογική άποψη η Πάρνηθα είναι δημιούργημα των αλπικών


ορογενετικών και τεκτονικών διεργασιών που άρχισαν στην αρχή
σχεδόν του Μεσοζωϊκού αιώνα (πριν από 230.000.000 χρόνια - Τριαδικό)
στην πανάρχαια ωκεάνια θάλασσα (πανθάλασσα) της Τηθύος και συνεχί-
στηκαν μέχρι το τέλος σχεδόν του Καινοζωϊκού αιώνα (πριν από 1.000.000
χρόνια - Πλειστόκαινο).
Η Πάρνηθα ανήκει στη γεωτεκτονική Υποπελαγονική Ζώνη ή Ζώνη της
Ανατολικής Ελλάδας και τα πετρώματά της, που είναι ιζηματογενή, αποτε-
λούνται κυρίως από δολομιτικούς ασβεστόλιθους, σχιστόλιθους και φλύσχη.
Ο φλύσχης αυτός, που είναι ένας σχηματισμός αργιλικού σχιστόλιθου και
ψαμμιτών, είναι γνωστός ως αθηναϊκός σχιστόλιθος. Ανάμεσα στις μεγάλες
μάζες ανοικτού χρώματος ασβεστόλιθου προβάλλουν και αμμοαργιλικά πε-
τρώματα, καθώς και αμμουδερά με μαύρους ασβεστόλιθους.
Η ιζηματογένεση των πετρωμάτων δεν ολοκληρώθηκε μέσα στο αρχικό
υδάτινο περιβάλλον, αλλά συνεχίστηκε και όταν όλη η περιοχή της Πάρ-
νηθας ήταν έξω από τη θάλασσα. Έτσι σχηματίστηκαν, σε συνδυασμό και
με άλλους παράγοντες, όπως τεκτονικές αναστατώσεις, ατμοσφαιρικές
συνθήκες, διάβρωση από τα ρέοντα ύδατα κ.ά. διάφοροι σχιστολιθικοί -
ασβεστολιθικοί σχηματισμοί και ηφαιστειακοί τόφοι (Παλαιοζωϊκός αιώ-
νας - Λιθανθρακαφόρο) με μεταλλοφόρα κοιτάσματα χρωμιονικέλιου στα
ΝΑ και λίγα κοιτάσματα βωξίτη στα ΝΔ.
Όλη η διαδικασία σχηματισμού των πετρωμάτων της Πάρνηθας διήρ-
κεσε, σε πολύ γενικά όρια, 300.000.000 χρόνια και τελείωσε πριν από
60.000.000 χρόνια περίπου. Το κέντρο σχεδόν της Πάρνηθας και συγκε-
κριμένα η περιοχή μεταξύ καταφυγίου Μπάφι, κορυφής Μαυροβούνι και
Αγίας Τριάδας έχει τα αρχαιότερα πετρώματα του βουνού, ηλικίας περίπου
340.000.000 ετών.
Στη βόρεια πλευρά της Πάρνηθας υπάρχουν πολλά καρστικά έγκοιλα
(δολίνες, κοιλώματα, λάκκοι κ.ά.) που σχηματίστηκαν κατά τη φάση της
καρστοποίησης της Βόρειας Αττικής (Τριαδικό - πριν 200.000.000 χρό-
νια), από καταβυθίσεις του γεμάτου ρήγματα ασβεστολιθικού της πετρώ-
ματος, εξαιτίας της δράσης υπόγειων ρευμάτων νερού, όπως στη Λάκκα
— 25 —
Λεβέντη, στη Γκιόλα, στις Γκρούπες, στο Ξερολίβαδο, στα Τσογγάνια, στη
Μακρυλάκκα, στο Βύθισμα κ.α. Κατά την περίοδο των βροχών συσσωρεύ-
εται στον πυθμένα των κοιλωμάτων αυτών αργιλλούχος άμμος, από τη
διάβρωση των πλευρών της δολίνης και έτσι εμποδίζεται η άμεση απορ-
ρόφηση των υδάτων, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται, για λίγο διάστημα,
μικρές λιμνούλες, οι κοινώς λεγόμενες λούτσες. Πολλές βαθιές και χαρα-
κτηριστικές δολίνες υπάρχουν στην Κούμπουλα και στο Ταμίλθι, καθώς
και στα υψώματα Μουγκουλτός και Κουτρούλιεζα στη δυτική Πάρνηθα
και Ντρίζα, Κούκουρας και Νταβέλη στα ανατολικά.
Λόγω των ολισθήσεων των λιθοσφαιρικών πλακών Ευρώπης (Ν. Αι-
γαίου) και Αφρικής προκαλούνται ρήγματα στους γεωλογικούς σχημα-
τισμούς και τάσεις σύνθλιψής τους, διεγείροντας έτσι σεισμικά κύματα
προκαλώντας σεισμούς. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει δύο σεισμοί με
επίκεντρο την Πάρνηθα, στις 20-7-1938 στα Β-ΒΑ με μέγεθος 6 βαθμούς
της κλίμακας Richter και στις 7-9-1999 στα Ν-ΝΑ με μέγεθος 5,9 βαθμούς
της κλίμακας Richter.

Πηγάδι στο Λημικό Κανάλι Μόρνου (ΝΔ Πάρνηθα)

— 26 —
ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ

Ε ξαιτίας της ποιότητας και της διάταξης των πετρωμάτων της Πάρνηθας,
σχεδόν παράλληλα στρώματα ασβεστόλιθου και σχιστόλιθου, υπάρχουν
πάρα πολλές πηγές. Αυτό συμβαίνει, σε γενικές γραμμές, γιατί τα πετρώματα
του ασβεστόλιθου που είναι πορώδη (υδροφόρα) διατρέχονται από τα νερά
της βροχής, τα οποία όταν συναντήσουν κεκλιμένα στρώματα σχιστόλιθου,
που είναι συμπαγή και αδιαπέραστα (υδατοστεγή), βγαίνουν στην επιφάνεια
με τη μορφή πηγών, στο σημείο επαφής των δύο πετρωμάτων. Πριν μερικά
χρόνια υπήρχαν (πάνω από τα 600μ.) περίπου 70 πηγές, βρύσες και πηγάδια
και σε όλη την Πάρνηθα πάνω από 120, αλλά δυστυχώς σήμερα έχουν «κλεί-
σει» αρκετές. Μερικών πλούσιων πηγών τα νερά έχουν δεσμευτεί, είτε για
ύδρευση οικισμών, είτε για τις ανάγκες των πολλών στρατιωτικών μονάδων
που εδρεύουν στην Πάρνηθα.
Οι υπάρχουσες σήμερα ψηλές πηγές και βρύσες της Πάρνηθας είναι :
Η Σκίπιζα (ή Αετόβρυση) 1.200μ., το Κανταλίδι 1.180μ., στο Μπάφι 1.160μ.,
η Κυρά 1.090μ., η Κατάρα 1.080μ., η Πλατάνα 1.075μ., η Μόλα (1-2) 1.060μ.,
το Μεσανό Νερό 1.060μ., το Κρυφονέρι 1.060μ., η Κιούση 1.060μ., του Πλα-
τανάκου 1.050μ., η Κορομηλιά 1.040μ., η Γαϊδουρόβρυση 1.020μ., η Γούρνα
1.020μ., της Αγίας Τριάδας 1.000μ., του Παλιοχωριού 1.000μ., το Βιλλιάνι
1.000μ., Ανώνυμη στην Κούμπουλα 900μ., το Κεραμίδι 850μ., η Ρουμάνι 840μ.,
η Γκούρα 835μ., της Ντράσιζας 830μ., η Κρυόβρυση 820μ., της Καλύβας Κα-
λόγερου 800μ., η Κρόνιζα 800μ., η Λευκόβρυση 800μ., η Μπίκεζα 790μ., στο
Ταμίλθι 790μ., η Ντράσιζα 780μ., η Κατσιγιάννη 760μ., ο Πόρος 740μ., του
Πάνα 740μ., της Αγ. Παρασκευής Μπόρσι 720μ., η Φάλκο 720μ., η Τσαού-
σι 710μ., της Φυλής 700μ., της Ντάρντιζας 680μ., η Καμάριζα 660μ., ο Βά-
τος ή Φέρι 660μ., η Σπηλιά 640μ., η Γκαστρωμένη 620μ., η Μπαχούνια 600μ.,
της Αγίας Τριάδας στο Μπελέτσι 600μ., στο Παλιομήλεσι 600μ., η Καμάριζα
590μ., η Πλατάνι 585μ., η Χωνί (παλ. Μπρέσκεζα ή Συκιά) 560μ., η Ζιπούνι
550μ., η Κιθάρα 550μ., η Πέλγεζι 525μ., του Άγιου Μερκούριου 520μ., η Κρόϊ-
ρι 520μ. και η Κρόνιεζι 500μ. Χαμηλότερες πηγές και βρύσες είναι η Γκούρι-
ζα, η Μυρτελούπι, η Μπελούσι, η Μπίνιζα, στο Λογοστάρι, η Μεγάλη Βρύση
Αυλώνα, η Μύρτεζα, της Μονής Κλειστών, στο Βούντιμα, η Ασπρόβρυση, η
Ράπι, η Κινέτα, η Κολομπίθεζα, η Κοντίτα, το Κοντίτο, της Αγίας Μαρίνας, η
Στέρνα, η Σταμάθι, η Ξερόβρυση, η Κροϊρίζισι, η Μεγάλη και Μικρή Βρύση
στα Μαζαραίϊκα κ.ά.
— 27 —
Ρυάκι στο Μαυρόρεμα Πηγή Κυράς

Λιμνούλα στο Βούντιμα

— 28 —
Οι παλιές γνωστές πηγές που σήμερα έχουν στερέψει ή εμφανίζονται πε-
ριοδικά είναι : η Μελκινούλα, η Κατάρα, ή Μεγάλη Γκούρα, η Γκουρούλα, το
Χαλίκι, η Θέριζα, η Κακούρι, η Φέριζα, η Πράπα, η Καμπέρα, η Μπίμπισι, η
Στατήρι, η Κρυόβρυση, η Χήνα κ.ά.
Τα υπάρχοντα σήμερα πηγάδια της Πάρνηθας είναι: του Κυριάκου 770μ.,
το Αρμάδε 740μ., στο Λημικό 740μ., η Μαρίστα 720μ., το Βροκόλι 720μ., το
Κρύο Πηγάδι 720μ., στην Πύρεζα (1-2) 720μ., στο Σαλονίκι (1-2) 690μ.- 680μ.,
στη Βίγλα (Βίγλια) 640μ., το Σάπιο Πηγάδι 620μ. στο Παλιομήλεσι 560μ.,
το Μάτσι 560μ., ο Πόρος 560μ., στον Άγ. Δημήτριο (1-2) 560μ., το Καζάκι
560μ., στον Άγ. Νικόλαο 520μ., στο Τσιγκουράτι 520μ., της Ντάρδιζας 500μ.,
στα Μαζαραίϊκα 470μ., η Μύρτεζα 460μ., του Μπασταλιά 450μ., του Αβράμη
390μ., στα Βίλια 380μ., το Ράπι 380μ., της Αγ. Τριάδας Αυλώνα 380μ., το Φίχτι
380μ. και της Αγ. Σωτήρας 380μ.
Στην Πάρνηθα υπάρχουν και δύο μικρές λίμνες σε ύψ. 600μ. περίπου. Βρί-
σκονται Ν-ΝΑ και ΝΔ της κορυφής Μπελέτσι, που φημίζεται για τις πολλές
πηγές της, κοντά στην Αγία Τριάδα του ομώνυμου οικισμού των Αφιδνών. Η
λίμνη στα Ν-ΝΑ είναι μικρή και έχει σχηματιστεί κυρίως από την πηγή Κρό-
νιεζι (σήμερα βρίσκεται σε μεγάλο ιδιόκτητο κτήμα). Η λίμνη στα ΝΔ είναι
αρκετά μεγαλύτερη, έχει διαστάσεις περίπου 100x50μ. και βάθος 5-6μ. και
σχηματίστηκε μετά τη διάνοιξη του δασικού δρόμου που συνδέει τον Άγιο
Μερκούριο με τα Κιούρκα.
Με τη δέσμευση πολλών πηγών, τη μείωση των ετήσιων χιονοπτώσεων, το
άνοιγμα πολλών δασικών δρόμων που αλλοίωσαν εντελώς το τοπίο, το κλεί-
σιμο των τελικών διεξόδων των περισσοτέρων μικρορεμάτων, δεν κατορθώ-
νουν να σχηματιστούν πια όλοι οι ορμητικοί χείμαρροι που παλαιότερα τρο-
φοδοτούσαν στα βόρεια τον Ασωπό ποταμό, στ’ ανατολικά τη Λίμνη Μαρα-
θώνα, στα νότια τον Αττικό Κηφισσό και στα δυτικά το ποτάμι της Γκούρας
- Γιαννούλας (αρχ. Κελάδων ποταμός), καθώς και το Σαρανταπόταμο (παλ.
Ελευσίνιος Κηφισός).
Σήμερα λίγα μόνο ρέματα κατεβάζουν νερό κατά το τέλος του χειμώνα και
την άνοιξη, όπως είναι το Μαυρόρεμα, ο Χάραδρος, η Γκούρα-Γιαννούλα, η
Θοδώρα, η Καμπέρα, η Χούνη, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Μερκου-
ρίου.

— 29 —
Καταβόθρα Σκούρτων Σπηλιά Μπατάκα

Σπηλιά Αγ. Τριάδας Αυλώνα Σπηλιά Χάραδρου στα Κιούρκα


— 30 —
ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Σ την Πάρνηθα υπάρχουν αρκετά σπήλαια και βάραθρα, με πιο ενδιαφέ-


ροντα τα παρακάτω :

1. Το ονομαστό σπήλαιο Πανός ή Άντρο Πανός (Α.Σ.Μ. 90) και κατά τους αρ-
χαίους Νυμφαίο, γιατί λατρεύονταν παρά τον Πάνα και οι Νύμφες. Λέγεται ακό-
μα και Λυχνοσπηλιά γιατί, εκτός από τα θραύσματα προϊστορικών λατρευτικών
αγγείων, βρέθηκαν και πάνω από 2.000 λυχνάρια στο εσωτερικό του κατά τη
συστηματική αρχαιολογική έρευνα που έκανε το 1900 ο καθηγητής Α. Σκιάς.
Το σπήλαιο βρίσκεται σε ύψ. 675μ., στην άγρια χαράδρα-φαράγγι της Γκού-
ρας και στην ανατολική της πλαγιά κοντά στην τοποθεσία Μεσονύχτι και στη
συμβολή με το ρέμα Μποντιά. Αποτελείται από δύο θαλάμους που συνδέο-
νται μεταξύ τους μ’ ένα πολύ στενό και χαμηλό πέρασμα. Ο πρώτος θάλαμος
έχει μήκος (βάθος) 70μ., πλάτος 15μ. και ύψος 4μ. και ο δεύτερος που εξε-
ρευνήθηκε μόλις το Νοέμβριο του 1960 από τον Ι. Ιωάννου, έχει αντίστοιχες
διαστάσεις 20x9x4μ.
Στην πηγή που υπάρχει στο τέλος του κύριου θαλάμου του, καθώς και στις
μικρές λεκάνες στο δάπεδό του, από σταλακτικό υλικό και που περιοδικά
έχουν νερό, ζούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια τα σπάνια Νιφαργκούς (μικρά
υδρόβια ζώα). Ο δεύτερος θάλαμος έχει μια θαυμάσια διακοσμημένη με στα-
λακτιτικό υλικό λεκάνη που έχει μήκος 10μ. και βάθος 1μ.
Το σπήλαιο ήταν πολύ γνωστό στους αρχαίους και η κωμωδία «Δύσκολος»,
που γράφτηκε το 317 π.Χ. από τον εξοχότερο ποιητή της νέας αττικής κωμωδί-
ας Μένανδρο, διαδραματίζεται ολόκληρη στην περιοχή του Άντρου Πανός.

2. Βάραθρο κορυφής Κεραμίδι. Βρίσκεται σε ύψ. 960μ. περίπου, πολύ κοντά


στην κορυφή Κεραμίδι, πάνω από τα χαρακτηριστικά βράχια. Έχει συνολικό
βάθος 27μ. και εξερευνήθηκε στις 21-2-1937 και 10-10-1943. Περιγράφεται
στην επετηρίδα του Ε.Ο.Σ. «το βουνό», 1947-48, σ. 35-37. Πιθανώς να έχει
κλείσει η είσοδός του.

3-4. Βάραθρα Ταμιλθιού (1-2). Βρίσκονται σε ύψ. 650μ. περίπου, στα ΒΔ της
κορυφής Ταμίλθι και μεταξύ της πηγής Συκιάς (Χώνι) και του μονοπατιού
Ταμίλθι-Κιάφα Πίνη. Τα επτά ανοίγματά τους (είσοδοι) είναι σε παράλληλη
διεύθυνση με το φαράγγι της Γκούρας. Το πρώτο βάραθρο με διαστάσεις 75μ.
μήκος, 35μ. βάθος και 5μ. πλάτος, εξερευνήθηκε στις 21-4-1946 και το δεύτε-
— 31 —
Σπηλιές στο Βράχο Μαζαραίϊκων

ρο με συνολικό βάθος 35μ. εξερευνήθηκε στις 9-3-1947. Περιγράφονται στην


επετηρίδα του Ε.Ο.Σ. «το βουνό», 1947-48, σ. 39-41 και 56-57.

5. Βάραθρο Γκούρας ή Μεσονυχτιού. Βρίσκεται σε ύψ. 720μ. περίπου, στη δυ-


τική πλαγιά του φαραγγιού της Γκούρας, απέναντι ακριβώς από το σπήλαιο
Πανός δίπλα σχεδόν στο μονοπάτι που πηγαίνει προς Καλαμαρά ή Καλύ-
βα Καλόγερου. Έχει άνοιγμα 3μ. και βάθος 10μ. και αναφέρεται ως βάραθρο
Γκούρας στην επετηρίδα του Ε.Ο.Σ. «Το Βουνό», 1946, σ. 125. Είναι το ίδιο
με το ονομαζόμενο βάραθρο του Μεσονυχτιού (Α.Σ.Μ. 117) που αναφέρεται
στο Δελτίο της Ε.Σ.Ε. 1950-52.

6. Βάραθρο Μονής Κλειστών (Α.Σ.Μ. 101). Βρίσκεται σε ύψ. 410μ., στην


αυλή της Μονής Κλειστών και έχει βάθος 11μ., μήκος 8μ. και πλάτος 3μ. Πε-
ριγράφεται στο «Δελτίο» της Ε.Σ.Ε. 1950-52.

7. Σπηλαιοβάραθρο - καταβόθρα Δεκέλειας (Α.Σ.Μ. 2983). Βρίσκεται κοντά


στα πρώην βασιλικά κτήματα Τατοΐου δίπλα σ’ ένα χωματόδρομο, παρακλάδι
του κεντρικού δημόσιου δρόμου που οδηγεί στον Άγιο Μερκούριο. Πιθανώς
να έχει κλείσει η είσοδός του.
Έχει κατακόρυφο βάθος 23μ. Στα 10μ. βάθος ανοίγονται αριστερά και δε-
ξιά του κεντρικού κατακόρυφου πηγαδιού δύο θάλαμοι, που ο ένας έχει ένα
μεγάλο σταλαγμίτη ύψους 2μ. και ο άλλος έχει στην οροφή του πολλούς λευ-

— 32 —
κούς σταλακτίτες. Εξερευνήθηκε τον Αύγ.-Σεπτ. 1964 από τον Ι. Ιωάννου και
περιγράφεται αναλυτικά στο περιοδ. «Περιηγητική» το Φεβρ. 1965.

8. Σπηλαιοβάραθρο Νταβέλη. Βρίσκεται σε ύψ. 760μ., στη Ν-ΝΔ ράχη της


κορυφής Νταβέλη. Το άνοιγμά του έχει διεύθυνση Α-Δ και διαστάσεις στην
επιφάνεια 6x3,5μ. Μετά από κατακόρυφο βάθος 5μ. αρχίζει μία μεγάλη κατη-
φορική αίθουσα 40x10μ. περίπου, καθώς και μία μικρότερη που επικοινωνεί
με ένα μικρό άνοιγμα. Εξερευνήθηκε το 2001.
Αν και το στόμιό του είναι ανάμεσα σε μεγάλες κουμαριές και πουρνάρια
βρίσκεται σχετικά εύκολα, γιατί είναι 20μ. περίπου στα δυτικά της μεγάλης
νότιας δολίνης της κορυφής. Κορυφή Νταβέλη - σπηλαιοβάραθρο - κορυφή
Ξεροβούνι βρίσκονται σ’ ευθεία γραμμή.

9. Σπήλαιο Αγίας Τριάδας. Βρίσκεται σε ύψ. 1.000μ. και σε απόσταση 350μ.


από το «Ξενία» και στα δεξιά της πρώτης μεγάλης αριστερής στροφής του
δρόμου που πηγαίνει στην Αγία Τριάδα. Τα χώματα από τη διάνοιξη του δρό-
μου, έκλεισαν τη μεγάλη είσοδό του και έχουν αφήσει μόνο δύο μικρά κάθετα
ανοίγματα. Η μεγάλη αίθουσα, που εκτείνεται κάτω από το δρόμο, είναι όπως
υπολογίστηκε διαστάσεων 50x10μ. Άγνωστο αν υπάρχει συνέχεια.

10. Σπηλιά Καμάριζας (500μ.) στα βόρεια της κορυφής Δάφνα προς το Φίχθι.

11. Σπηλιές ρέματος Θοδώρας (400μ.-380μ.) στην ανατολική πλευρά του


υψώματος Κασούμπι. Παλαιότερες τοπικές ονομασίες «σπηλιά του ασκητή»
και «σπηλιά του κουρσάρου ή σπέλα κουρσάριτ».

12. Σπηλιά στο νότιο Άρμα, στη θέση Παγανιά (680μ.), βόρεια της Μονής
Κλειστών. Τοπική ονομασία σπηλιά της Παγανιάς.

13. Σπηλιά Καλόγερου, βόρεια της Χασιάς, στη ρίζα της Αλογόπετρας (600μ.).

14. Σπηλιά ανώνυμη, στη δυτική πλευρά της Αλογόπετρας (480μ.).

15. Σπηλιά Πρέμη (680μ.), μεταξύ του Ταμιλθιού και της Αλογόπετρας, δίπλα
σχεδόν στο μονοπάτι Ταμίλθι-Αβράμη-Φυλή.

16. Σπηλιά σε ύψ. 550μ. περίπου, στην ανατολική πλευρά του φαραγγιού της
Γκούρας και δυτικά της πηγής Ταμίλθι.

17. Σπηλιά Σαρρή σε ύψ. 700μ. περίπου, στη ΒΑ άκρη του Άρματος και πάνω
(δυτικά) από το φαράγγι της Γκούρας. Η προσέγγισή της απαιτεί γνώσεις

— 33 —
αναρρίχησης. Έχει Α.Σ.Μ. 329 και περιγράφεται στο περιοδ. «Το βουνό»
Απρίλ. 1935.

18. Σπηλιά Μπατάκα σε ύψ. 740μ., στη συμβολή του δασικού δρόμου Αγία Τρι-
άδα - Κλημέντι με τη ρεματιά της Γκούρας. Από το δάπεδο της μικρής σπηλιάς
το χειμώνα αναβλύζει νερό, μάλλον της παρακείμενης πηγής Πόρος.

19. Σπηλιά σε ύψ. 950μ., στη δυτική πλευρά της κορυφής Πλατύ Βουνό, πάνω
από το μονοπάτι Γκούρα - Κρόνιζα, όπου χαρακτηριστικά βράχια. Έχει δια-
στάσεις στην είσοδο 15x10μ. ύψ. και βάθος 20μ. περίπου. Περιγράφεται στο
περιοδ. «Παν», Δεκ. 1935, σ. 458

20. Σπηλιά Κόρπη σε ύψ. 540μ., βόρεια της Μονής Γενεσίου Θεοτόκου Ντάρ-
διζας. Στην είσοδό της έχει κτιστεί εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.

21. Σπηλιά Κιούση σε ύψ. 900μ., ανατολικά από το Φλαμπουράκι και δίπλα
από το μονοπάτι.

22. Σπηλιά Αγίας Τριάδας Αυλώνα σε ύψ. 420μ., νότια από το ομώνυμο ερη-
μοκκλήσι. Έχει διαστάσεις 8x5μ. και ύψ. 10μ. περίπου.

23. Σπηλιά σε ύψ. 440μ., στη στενή ρεματιά στα Δ-ΒΔ της κορυφής Ντάρ-
διζα, πάνω (νότια) από το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Έχει
Α.Σ.Μ. 339 και περιγράφεται ως σπήλαιο Βιλλίων στην επετηρίδα του Ε.Ο.Σ.
«το βουνό», 1947-48, σ. 33

24. Σπηλιά σε ύψ. 350μ., στη βόρεια πλευρά της κορυφής Αγελαδίτσα, πάνω (νό-
τια) από τη σιδηροδρομική γραμμή. Έχει Α.Σ.Μ. 326 και περιγράφεται ως σπή-
λαιο κορυφής Λιόπεσι στην επετηρίδα του Ε.Ο.Σ. «το βουνό», 1947-48, σ. 33

25. Βάραθρο στην κορυφή σχεδόν της Αγελαδίσας (650μ.) Εξερευνήθηκε το


1991 από ομάδα του ΣΠΕΛΕΟ και έχει συνολικό βάθος 50μ.

26. Καταβόθρα στο ρέμα Παλιομήλεσι και στη συμβολή με το ρέμα Αγίου Μερ-
κουρίου (Μήλεσι) στη θέση «Σπηλιά». Έχει Α.Σ.Μ. 826 και περιγράφεται στο
«Δελτίο» της Ε.Σ.Ε. 1954. Πιθανώς να έχει κλείσει με τη διάνοιξη του ορεινού
δρόμου Σφενδάλης - Αυλώνα και την κατασκευή ανασχετικών φραγμάτων.

27. Εντυπωσιακή σπηλιά σε ύψ. 480μ. περίπου, πάνω (βόρεια) από την κοίτη
του Χάραδρου, στην ορθοπλαγιά της κορυφής Στεφάνια. Η προσέγγισή της
απαιτεί γνώσεις αναρρίχησης.
— 34 —
Η μεγάλη σπηλιά στο Πλατύ Βουνό

28. Χαμηλή σπηλιά, σε ύψ. 355μ., στο βράχο της Αγίας Μαρίνας. Μπροστά
από τη σπηλιά έχει κτιστεί το ομώνυμο εκκλησάκι στο Μαυρόρεμα.

29-30. Δύο σπηλιές, σε ύψ. 400μ., δίπλα στο μονοπάτι Αγία Μαρίνα – Βούντι-
μα. Είναι μεγάλα κοιλώματα στο βράχο.

Επίσης στα ΒΔ όρια της Πάρνηθας, στο οροπέδιο των Σκούρτων (Δερβενο-
χωρίων) και δυτικά από τον ομώνυμο οικισμό, σε ύψ. 550μ. υπάρχει το μεγάλο
σπηλαιοβάραθρο - καταβόθρα των Σκούρτων (Α.Σ.Μ. 33).
Η καταβόθρα που το στόμιό της έχει αρχικό κατακόρυφο βάθος 13μ., συνεχί-
ζει σε υπόγεια κοίτη χειμάρρου για να καταλήξει μετά από 56μ. σε μια λίμνη. Το
κοίλωμά της έχει το σχήμα τούνελ με ύψος οροφής 6-10μ. και μέγιστο 20μ.
Ένα τμήμα 210μ. της σπηλαιοκαταβόθρας, που έχει αρκετές μικρές λίμνες, εξε-
ρευνήθηκε από τη σπηλαιολογική ομάδα του Πανός και αναλυτική περιγραφή
της δημοσιεύθηκε στο περιοδ. «Παν», Μάρτ.-Απρ. 1951 (άρθρο Ι. Πετρόχειλου).

— 35 —
Κορυφές της δυτικής Πάρνηθας

Λιβάδι στην ανατολική Πάρνηθα


— 36 —
ΚΛΙΜΑ

Τ ο κλίμα της Πάρνηθας θεωρείται εξαιρετικά υγιεινό, γιαυτό λειτουρ-


γούσε και σανατόριο (το πρώτο κτήριο έγινε το 1914) στο σημερινό
κτήριο του Ε.Ο.Τ. (πρώην Ξενία και Σ.Τ.Ε.). Επίσης τα καλοκαίρια πριν από
τον Πόλεμο και λίγο μετά, που η φυματίωση ήταν σε έξαρση, οι Αθηναίοι κα-
τασκήνωναν στην Πάρνηθα κατά χιλιάδες.
Γενικά στην Πάρνηθα επικρατούν οι παρακάτω τύποι κλίματος :
α. υπο-μεσογειακό, στην περιοχή των ψηλών κορυφών.
β. μεσο-μεσογειακό, στα νότια μέχρι 700μ. και στα βόρεια μέχρι τα 1.000μ.
γ. ασθενές θερμο-μεσογειακό, στις Ν-ΝΔ περιοχές.
δ. έντονο μεσο-μεσογειακό, στις Β-ΒΑ & ΝΑ περιοχές.
Βάσει μακροχρόνιων μετρήσεων των σταθμών που λειτουργούσαν στο Σα-
νατόριο - Ξενία, στην Αγία Τριάδα και στο Τατόϊ, οι κλιματολογικές συνθήκες
που επικρατούν στην ψηλή περιοχή της Πάρνηθας μπορούν να συνοψιστούν
σε γενικές γραμμές ως εξής :

Βροχοπτώσεις : Το μέσο ετήσιο βροχομετρικό ύψος (βροχή, χιόνι, χαλάζι)


ανέρχεται σε 70 εκ. (Αθήνα 40 εκ.). Οι βροχερές ημέρες ανέρχονται σε 110 και
βροχερότεροι μήνες είναι κατά σειρά οι Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Νοέμβριος
και Φεβρουάριος.

Χιονοπτώσεις : Ο μέσος ετήσιος αριθμός ημερών χιονόπτωσης και διατήρη-


σής της ανέρχεται σε 22 ημέρες και ο αριθμός χαλαζόπτωσης σε 5 ημέρες.

Θερμοκρασία : Η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται το χειμώνα μεταξύ -70C και


+130C (μέση +30C) και το καλοκαίρι μεταξύ +120C και +280C (μέση +200C).
Ψυχρότερος μήνας είναι ο Ιανουάριος (μέση θερμοκρασία +20C) και θερμότε-
ρος μήνας είναι ο Ιούλιος (μέση θερμοκρασία +210C).

Άνεμοι : Ειδικές παρατηρήσεις δεν έχουν γίνει στην ψηλή περιοχή της Πάρνη-
θας. Υπολογίζεται όμως βάσει γενικοτέρων παρατηρήσεων στις υπώρειες του
βουνού ότι οι άνεμοι είναι τους περισσότερους μήνες (8-9) βόρειοι και ΒΑ και
τους υπόλοιπους (3-4) νότιοι και ΝΔ, ενώ υπάρχουν και περίοδοι νηνεμίας.

Υγρασία : Η σχετική υγρασία του αέρα έχει μέση ετήσια τιμή 74%. Υγρότεροι
μήνες είναι ο Δεκέμβριος και ο Ιανουάριος (90%) και ξηρότεροι μήνες είναι ο
Ιούλιος και ο Αύγουστος (58%).
— 37 —
Στο Βούντιμα

Στη Ντράσιζα Στο Λημικό

— 38 —
ΧΛΩΡΙΔΑ

Η Πάρνηθα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της ποικιλόμορφης δια-


μόρφωσης ή και σύστασης των εδαφών της και των κλιματολογικών
ή άλλων συνθηκών, έχει πολύ πλούσια χλωρίδα. Πρόσφατες έρευνες του Δα-
σαρχείου Πάρνηθας έδειξαν ότι στην Πάρνηθα υπάρχουν 1.093 είδη και υπο-
είδη, δηλ. το 15% περίπου της αντίστοιχης ελληνικής χλωρίδας. Από αυτά τα
91 είναι ενδημικά και 2 είναι ενδημικά της Πάρνηθας.
Πρώτη συστηματική μελέτη και καταγραφή των διαφόρων ειδών έγινε από
τον καθηγητή Χ. Διαπούλη, ο οποίος μετά από χρόνια μελέτης ανακάλυψε και
κατέγραψε στην Πάρνηθα 818 είδη φυτών (Πτεριδόφυτα - Σπερματόφυτα).
Σύμφωνα με τον καθηγητή Διαπούλη, από τα 818 είδη φυτών της Πάρνηθας
τα 277 είναι μονοετή, τα 60 είναι διετή, τα 297 είναι πολυετή, τα 96 είναι γεώ-
φυτα, τα 70 είναι θαμνώδη και τα 18 είναι δένδρα.
Στην εν λόγω μελέτη ο Χ. Διαπούλης ανέφερε και το ιστορικό των ερευνών
και καταγραφών που είχαν γίνει για την Πάρνηθα. Πρώτος που ασχολήθηκε
για μεγάλο χρονικό διάστημα (30 χρόνια) με τη μελέτη των φυτών και την
περιγραφή της χλωρίδας της Αττικής (και της Πάρνηθας μέχρι τα 600μ.) ήταν
ο Th. Heldreich (Die Pflanzen der attischen Ebene - 1877). Αργότερα, έγινε
αναφορά για 118 φυτά της Πάρνηθας από τον E. Halasky, ο οποίος δημοσίευ-
σε στο μνημειώδες έργο του (Conspectus Florae Graecae. Lipsiae 1901-1912)
τις παρατηρήσεις των Fraas, Spruner, Holzmann, Heldreich, Ορφανίδη και
Τούντα. Άλλοι βοτανολόγοι που ασχολήθηκαν, στο πλαίσιο γενικότερων με-
λετών τους, και με τη μελέτη της χλωρίδας της Πάρνηθας ήταν οι Mattfeld
(1927), Guiol (1928), Rechinger (1929) και Stoyanoff - Jordanoff (1938).
Τα τελευταία χρόνια αρκετοί μελετητές ασχολήθηκαν με την έρευνα, μελέτη
και παρουσίαση της χλωρίδας και της βλάστησης της Πάρνηθας (Κ. Μακρής,
Γ. Μαυρομάτης, Γ. Σφήκας, Π. Ματσούκα, Σ. Παπίκα, Α. Αγγελόπουλος, Ε.
Απλαδά, Γ. Αμοργιανιώτης), δημοσιεύοντας σχετικά βιβλία και άρθρα, πλου-
τίζοντας τη σχετική βιβλιογραφία.
Στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας, εκτός από την κεφαλληνιακή ελάτη και τη
χαλέπιο πεύκη, κυρίαρχα είδη είναι ακόμα τα χρυσόξυλα, οι αγριελιές, τα φιλίκια,
οι κοκκορεβυθιές, οι αγριοκουμαριές, οι κουμαριές, οι μυρτιές, τα πουρνάρια, τα
σχίνα, τα ρείκια, οι δάφνες, οι ασφάκες, τα κυπαρισσόκεδρα, οι κουνουκλιές κ.ά.
Η Πάρνηθα είναι ονομαστή και για τη μεγάλη ποικιλία των αγριολουλου-
διών της, που είναι ανεμώνες, κυκλάμινα, αγριομενεξέδες, κρίνα, κρόκοι, παι-
— 39 —
ώνιες, καμπανούλες, αγριογαρύφαλλα, ορχιδέες κ.ά, πολλά από τα οποία είναι
σπανιότατα και απειλούμενα, όπως η κόκκινη και κίτρινη τουλίπα, ο κόκκινος
κρίνος, η άσπρη παιώνια, η μαύρη φριτιλάρια, το άσπρο λινάρι κ.ά.
Η Πάρνηθα επίσης φημίζεται για το τσάϊ της (κυρίως γιαυτό που φυτρώνει
στις πλαγιές του Όρνιου, της Καραβόλας και της Κακής Ράχης) που είναι η
τρίτη καλύτερη ελληνική ποικιλία τσαγιού (οι άλλες δύο είναι του Ταΰγετου
και του Ολύμπου), αλλά και για τη μεγάλη ποικιλία των μανιταριών της (107
είδη), από τα οποία 1 θανατηφόρο, 8 δηλητηριώδη, 20 μη εδώδιμα, 55 εδώδι-
μα και 23 άγνωστα.
Στις επόμενες σελίδες αναφέρονται, κατά κατηγορία και κατά αλφαβητική
σειρά, ορισμένα χαρακτηριστικά είδη και υποείδη (210) της ανώτερης κατη-
γορίας φυτών, των Σπερματοφύτων, που ευδοκιμούν στον ορεινό όγκο της
Πάρνηθας.

Στο Παλιοχώρι Στη Μόλα

— 40 —
Δέντρα - δέντρα/θάμνοι (38 είδη)
Abies cephalonica - κεφαλληνιακή ελάτη
Cedrus libani - κέδρος του Λιβάνου (φύτ.)
Ceratonia siliqua - χαρουπιά
Cercis siliquastrum - κουτσουπιά
Crataegus heldreichii - (βουνο)τρικουκιά
Crataegus monogyna - (θαμνο)μουρτζιά
Cupressus sempervirens - κυπαρίσσι
Ficus carica - (αγριο)συκιά
Fraxinus ornus - μελιός (φράξος)
Juglans regia - καρυδιά
Juniperus oxycedrus - κέδρο
Juniperus phoenicea - κυπαρισσόκεδρο
Laurus nobilis - δάφνη
Malosorbus florentina - μηλοσορβιά
Olea europaea oleaster - αγριελιά
Ostrya carpinifolia - οστρυά
Phillyrea latifolia - φιλίκι
Pinus halepensis - χαλέπιος πεύκη
Pinus brutia - τραχεία πεύκη (φύτ.)
Pinus nigra - μαύρη πεύκη
Pinus pinea - κουκουναριά (φύτ.)
Pistacia lentiscus - σχίνος
Pistacia terebinthus - κοκκορεβυθιά
Platanus orientalis - πλάτανος
Populus alba - ασημόλευκα
Populus tremula - αγριόλευκα
Prunus divaricata (ceracifera) - κορομηλιά
Prunus cocomilia - αγριοκορομηλιά
Prunus webbii - αγριοροδακινιά
Pyrus amygdaliformis - γκορτσιά
Quercus dalechambii - γρανιτσοβελανιδιά (φύτ.)
Quercus macrolepis (aegilops) - βελανιδιά
Quercus coccifera - πρίνος (πουρνάρι)
Quercus ilex - αριά
Quercus pubescens - χνουδοβελανιδιά
Ramnus alaternus - κιτρινόξυλο (ράμνος)
— 41 —
Salix alba - ασημοϊτιά
Styrax officinalis - αγριοκυδωνιά

Θάμνοι - θαμνοειδή (42 είδη)


Amelanchier chelmea - ίψος ή αμελάγχιο
Arbutus andrachne - αγριοκουμαριά
Arbutus unedo - ήμερη κουμαριά
Berberis cretica - γλυκαγκαθιά
Calycotome villosa - ασπάλαθος
Capparis spinoza - κάπαρη
Cistus creticus - λαδανιά (κουνουκλιά)
Cistus salviifolius - αγριοφασκομηλιά
Clematis cirrhosa - αμπελίνα
Clematis flammula - αγράμπελη
Clematis vitalba - κληματσίδα
Colutea arborescens - φούσκα
Coronilla emerus emeroides - αγριοπήγανος
Cotinus coggygria - χρυσόξυλο
Daphne gnidium - δάφνη
Ebenus sibthorpii - έβενος
Erica arborea - (ανοιξιάτικο) ρείκι
Erica manipuliflora - (φθινοπωρινό) ρείκι
Genista acanthoclada - αφάνα
Hedera helix - κισσός
Hypericum empetrifolium - βαλσάμινο
Linum leucanthum - λευκό λινάρι
Lonicera etrusca - αγριόκλημα
Lonicera implexa - αγιόκλημα
Myrtus communis - μυρτιά
Nerium oleander - πικροδάφνη
Osyris alba - λευκή όσιρι
Phlomis fruticosa - ασφάκα
Prunus prostata - νανοκερασιά
Prunus spinosa - τσαπουρνιά
Rhamnus oleoides graecus - μαυραγκαθιά
Rhus coriaria - ρούδι (σουμάκι)
Rosa canina - αγριοτριανταφυλλιά
— 42 —
Rosa sempervirens - πουρναροτριανταφυλλιά
Rubus canescens (tomentosus) - βατομουριά
Rubus hirtus - βάτος
Salvia pomifera - μηλοσφακιά
Smilax aspera - αρκουδόβατος
Spartium junceum - σπάρτο
Thymelaea hirsuta - θερόκαλο
Thymelaea tartonraira - φινακολιά
Vitex agnus castus - λυγαριά

Ποώδη - φρύγανα (130 είδη)


Aethionema saxatile graecum
Allium sphaerocephalum
Allium subhirsutum
Anchusa variegata
Anemone blanda
Anemone coronaria
Anemone pavonina
Anthemis peregrina heracleotica
Anthemis parnesia
Arenaria guicciardii
Arum maculatum
Asparagus acutifolius
Asperula baenitzii
Asperula pulvinaris
Asperula rigidula
Astragalus hellenicus
Astragalus spruneri
Aubrieta deltoidea
Ballota acetabulosa
Bolanthus graecus
Bromus internedius
Campanula celsii celsii
Campanula celsii parnesia
Centaurea attica attica
Centaurea attica pentelica

— 43 —
Centaurea iberica holzmanniana
Centaurea sibthorpii
Cephalaria flava setulifera
Cerastium candidissimum
Chamomilla recutita
Chrysanthemum coronarium
Cistus incanus creticus
Cistus parviflorus
Cistus salvifolius
Cistus villosus
Colchicum bivonae
Colchicum lingulatum
Consolida tenuissima
Coriaria myrtifolia
Crepis hellenica
Crepis incana
Crocus cancellatus
Crocus laevigatus
Crocus olivieri
Crocus sieberi atticus
Cyclamen graecum
Cyclamen hederifolium
Dianthus serratifolius
Eruca vesicaria
Erysimum atticum
Euphorbia characias
Euphorbia helioscopia
Fritillaria graeca
Fritillaria obliqua
Galium melanantherum
Geranium lucidum
Geranium rotundifolium
Helianthemum hymettium
Helichrysum sicalum
Hieracium halacskyi
Hypericum crispum
Hypericum perforatum

— 44 —
— 45 —
Iberis tenoreana
Inula verbascifolia methanea
Iris germanica
Iris pumilla attica
Iris sintenisii
Lathyrus grandiflorus
Leontodon graecus
Lilium chalcedonicum
Linum leucanthum
Malcolmia graeca
Malva sylvestris
Mentha pulegium
Matricaria chamomilla
Melilotus graecus
Merendera attica
Muscari commutatum
Muscari pulchellum
Nepeta argolica
Onobrychis ebenoides
Onosma kaheirei
Ophrys cretica
Ophrys fusca
Ophrys lutea
Ophrys scolopax
Orchis italica
Orchis laxiflorus
Orchis simia
Orchis tridentala
Ornithogalum atticum
Orobanche baumanniorum
Oxalis pes caprae
Paeonia mascula hellenica
Papaver dubium
Papaver rhoeas
Petrorhagia ochroleuca
Plantago bellandi
Pterocephalus perennis

— 46 —
— 47 —
Ruscus aculeatus
Salvia ringens
Scutellaria rupestris
Sedum laconicum
Serapias lingua
Sideritis romana
Sideritis raeseri attica
Silene colorata
Silene gigantean hellenica
Silene oligantha parnesia
Silene spinescens
Silene vulgaris
Silybum marianum
Sinapis alba
Sinapis arvensis
Smyrnium apiifolium
Stachys spruneri
Taraxacum megalorrhizon
Teucrium polium
Thymus capitatus
Thymus chaubardii
Tordylium apulum
Tulipa hageri ή T. orphanidea
Tulipa sylvestris australis
Verbascum boissieri
Verbascum undulatum
Verbena officinalis
Veronica glauca glauca
Veronica sartoriana
Viola riviniana
Viscum album

— 48 —
— 49 —
ΒΛΑΣΤΗΣΗ

Τ ο κλίμα, το ανάγλυφο και τα πετρώματα της Πάρνηθας σε συνδυασμό


με την μακρόχρονη ανθρώπινη παρουσία και τις διάφορες δραστηρι-
ότητες που κατ’ ανάγκην αναπτύχθηκαν, καθόρισαν τη μορφή και το είδος
της βλάστησης που κυριαρχεί σήμερα στην Πάρνηθα. Έτσι, από άποψης βλά-
στησης η Πάρνηθα χωρίζεται, κατά κάποιο τρόπο, στις εξής βασικές φυτικές
ζώνες (διαπλάσεις) :
Φρύγανα. Στα χαμηλότερα υψόμετρα, σε φτωχά βραχώδη εδάφη ή όπου
το δάσος έχει επανειλημμένα καεί, εμφανίζονται τα φρύγανα δηλαδή μικροί
αγκαθωτοί θάμνοι όπως θυμάρια, κουνούκλες, αφάνες κ.ά. Η διάπλαση αυτή
δεν έχει τη μορφή ζώνης, αλλά διάσπαρτων επιφανειών.
Θαμνώνες. Στα χαμηλά υψόμετρα, αλλά με μεγαλύτερο υψομετρικό εύρος, σε
βραχώδεις πλαγιές ή σε μη γόνιμα εδάφη εμφανίζονται οι μεσογειακοί θάμνοι
ή αείφυλλα πλατύφυλλα (πουρνάρια, κουμαριές, σχίνα, αριές, φιλίκια κ.ά.), είτε
σε αμιγή μορφή, είτε σε μίξη με τη χαλέπιο πεύκη ή ακόμα και με την κεφαλλη-
νιακή ελάτη. Η διάπλαση αυτή καταλαμβάνει μεγάλη έκταση (35.000 στρ.).
Πευκοδάση. Εκτείνονται από τα χαμηλότερα υψόμετρα (300μ.) και φθάνουν
έως τα 900μ. στις νότιες πλαγιές του βουνού, καταλαμβάνοντας μεγάλη έκτα-
ση (95.000 στρ.). Η χαλέπιος πεύκη, που λόγω της αντοχής της στην ξηρασία
και της ανάπτυξής της και σε φτωχά εδάφη, αποτελεί το κυρίαρχο είδος της
Πάρνηθας. Συγκροτεί είτε αμιγή δάση, είτε μικτά με αείφυλλα πλατύφυλλα.
Ελατοδάσος. Ο κεντρικός ορεινός όγκος της Πάρνηθας, από τα 800μ. και
πάνω, καλύπτεται από το δάσος της κεφαλληνιακής ελάτης. Το δάσος αυτό,
παρά τα διάφορα προβλήματα (ξήρανση, γήρανση, αναγέννηση) συγκροτεί
αμιγείς συστάδες καλής ανάπτυξης.
Εκτός από τις παραπάνω βασικές φυτικές διαπλάσεις, στην Πάρνηθα υπάρ-
χουν και άλλες μορφές βλάστησης που μπορεί να καταλαμβάνουν μικρές εκτά-
σεις, συμπληρώνουν όμως με χαρακτηριστικό τρόπο τη γενική εικόνα της κα-
τάφυτης κυριολεκτικά Πάρνηθας. Οι μικρότερες αυτές διαπλάσεις είναι :
Παραρεμάτια βλάστηση. Αποτελείται από πλατάνια, ιτιές, λεύκες, μυρτιές,
πικροδάφνες κ.ά. και εκτείνεται κατά μήκος των πολλών ρεμάτων της Πάρ-
νηθας.
Δρυοδάση. Αποτελούνται κυρίως από χνουδοβελανιδιές που βρίσκονται σε
μικρές συστάδες στην ανατολική και βόρεια Πάρνηθα, ενώ μερικά υπεραιωνό-
βια άτομα δρυός (στο Μετόχι, Λημικό, Βροκόλι) αποτελούν μνημεία της φύσης.
— 50 —
Χασμόφυτα. Αποτελούνται κυρίως από τα ονομαστά αγριολούλουδα, βό-
τανα και άλλα συναφή φυτά της Πάρνηθας που βρίσκονται σε απόκρημνες
πλαγιές, σχισμές βράχων και ορθοπλαγιές.
Στην Πάρνηθα υπάρχουν ακόμα και μικρές συστάδες (φυσικές ή τεχνητές, κυ-
ρίως στο Τατόι) από μαύρη πεύκη, τραχεία πεύκη, κουκουναριές και κυπαρίσσια.

Πευκοδάσος στο Λιοσάτι

Κέδρα και ελατοδάσος στις ψηλές κορυφές

— 51 —
Ελάφι στα βόρεια της Μόλας

— 52 —
ΠΑΝΙΔΑ

Γ ια το σύνολο της πανίδας της Πάρνηθας δεν είχε γίνει, μέχρι πριν λίγα
χρόνια, μία πλήρης και συστηματική μελέτη (όπως π.χ. έχει γίνει για τη
γεωλογία και τη χλωρίδα) που να μας δίνει σαφείς πληροφορίες για την κα-
τανομή και την ποικιλότητα των διαφόρων ειδών. Οι λίγες επιστημονικές πα-
ρατηρήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα αφορούσαν κυρίως τα θηλαστικά και
στο πλαίσιο γενικότερων μελετών για τα θηλαστικά της Ελλάδος (π.χ. Th.
Heldreigh - 1878), ενώ σκόρπιες πληροφορίες αναφέρονταν στα έργα ξένων
περιηγητών.
Οι καθηγητές Α. Κανέλλης και Χ. Χατζησαράντος σε μία μελέτη τους «Τα
θηλαστικά της Ελλάδος» που δημοσιεύθηκε στο περιοδ. του Ε.Ο.Σ. «Το
Βουνό», τ. 230, Ιαν. 1963, σ. 6-21, αναφέρονταν πιο συστηματικά και στα 30
είδη θηλαστικών που είχαν επισημανθεί στην ευρύτερη περιοχή της Πάρνη-
θας. Σήμερα, μετά από μελέτες και παρατηρήσεις ετών (Β. Χατζηρβασάνης,
Σ. Παπίκα) ο αριθμός των θηλαστικών που έχουν επισημανθεί πρόσφατα
έχει φθάσει τα 40 είδη, με πιο χαρακτηριστικό είδος το ελάφι (υπολογίζο-
νται γύρω στα 500 άτομα από τα 120 άτομα το 1994). Στον εθνικό δρυμό
είχαν εισαχθεί παλαιότερα ζαρκάδια (Capreolus capreolus), αγριοκάτσικα
(Capra aegagrus), καθώς και μικρά αγριογούρουνα (Sus scrofa) που μάλλον
δεν επιβίωσαν. Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα υπήρχαν ακόμα στην
ψηλή περιοχή της Πάρνηθας, αλλά και στα πρώην βασιλικά κτήματα στο
Τατόϊ, λύκοι, ζαρκάδια, λύγκες, αγριόγατοι, αγριογούρουνα (μέχρι το 1920
τουλάχιστον) και όπως αναφέρει ο Παυσανίας (Ι, 32,1) στην αρχαιότητα
υπήρχαν ακόμα και αρκούδες (υπήρχαν μέχρι και το 18ο αι. σύμφωνα με
αφηγήσεις περιηγητών).
Για την ορνιθοπανίδα και για τα ερπετά της Πάρνηθας δεν είχαν γίνει σοβα-
ρές μελέτες και ελάχιστα ήταν γνωστά μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και αυτά
από πληροφορίες που υπήρχαν σε γενικά άρθρα ορειβατικού, οικολογικού ή
ορνιθολογικού περιεχομένου. Ένας πρώτος συστηματικός κατάλογος με 113
είδη πουλιών (συντάκτες : Α. Δημητρόπουλος, Μ. Γκαίτλιχ, Φ. Δραγούμης, Α.
Βλάμης, Μ. Μαλακού) και ένας μικρός κατάλογος με 14 είδη ερπετών (συντά-
κτης : Α. Δημητρόπουλος) δημοσιεύθηκαν στην «Έκθεση για την προστασία
και διαχείριση του εθνικού δρυμού Πάρνηθας» - έκδοση της Πρωτοβουλίας
για τη Σωτηρία της Πάρνηθας (1985). Σήμερα, μετά από μελέτες και παρατη-
ρήσεις ετών (Β. Χατζηρβασάνης - πουλιά και Γ. Βαβίζος - ερπετά/αμφίβια) ο
— 53 —
αριθμός των πτηνών που φωλιάζουν ή είναι εποχιακοί επισκέπτες έχει φθάσει
τα 132 είδη, ενώ ο αριθμός των ερπετών και των αμφιβίων φθάνει τα 34 είδη.
Οι μελέτες αυτές αποτελούν τμήμα του «Σχεδίου Διαχείρισης του Εθνικού
Δρυμού Πάρνηθας» - έκδοση Δασαρχείου Πάρνηθας (1997).
Από τα χιλιάδες είδη του ζωϊκού βασιλείου που υπάρχουν στην Πάρ-
νηθα, αναφέρονται στις επόμενες σελίδες, κατά κατηγορία και κατά αλφαβη-
τική σειρά, 164 είδη των ανώτερων κατηγοριών (ομοταξιών) των σπονδυλό-
ζωων.

Οχιά

Αγριογούρουνα

— 54 —
Θηλαστικά (40 είδη)
Canis aureus - τσακάλι
Cervus elaphus - ελάφι
Cricetulus migratorius - νανοκρικετός (μικροκρικετός)
Crocidura leucodon - διχρωμομυγαλή (χωραφομυγαλή)
Dryomys nitedula - δενδρομυωξός (δρυομυωξός)
Eptesicus serotinus - ευρυπτερυγονυχτερίδα
Erinaceus concolor (europaeus) - σκαντζόχοιρος
Glis glis - δασομυωξός
Lepus europaeus (capensis) - λαγός
Martes foina - πετροκούναβο (κουνάβι)
Meles meles - ασβός
Miniopterus schreibersi - μακροπτερυγονυχτερίδα
Mus musculus - σταχτοποντικός (κατοικίδιος ποντικός)
Mustela nivalis - νυφίτσα
Myotis emarginatus - βλεφαριδομυωτίδα
Myotis myotis - τρανομυωτίδα
Nyctalus leisteri - μικροπτερυγιστής (μικρονυχτοβάτης)
Nyctalus noctula - μεγαλοπτερυγιστής (μεγαλονυχτοβάτης)
Pipistrellus kuhli - λευκονυχτερίδα
Pipistrellus pipistrellus - νανονυχτερίδα
Pipistrellus savii - βουνονυχτερίδα
Pitymys savii - σκαπτοποντικός
Plecotus auritus - μακρόωτη νυχτερίδα ή ωτονυχτερίδα
Rattus rattus - μαυροποντικός
Rhinolophus euryale - μεσορινόλοφη νυχτερίδα
Rhinolophus ferrumequinum - τρανορινόλοφη νυχτερίδα
Rhinolophus hipposideros - μικρορινόλοφη νυχτερίδα
Sciurus vulgaris - σκίουρος
Sorex minutus - μικρομυγαλή
Spalax (Microspalax) leucodon - μικροτυφλοποντικός
Spalax microphthalmus graecus - μεγαλοτυφλοποντικός
Suncus etruscus - νανομυγαλή
Sylvaemus (Apodemus) flavicollis - κιτρινοθαμνοποντικός
Sylvaemus (Apodemus) mystacinus - πετροθαμνοποντικός
Sylvaemus (Apodemus) sylvaticus - δασοθαμνοποντικός

— 55 —
Tadarida teniotis - μολοσσονυχτερίδα
Talpa caeca - τυφλασπάλακας
Talpa europaea - ασπάλακας
Vesrertilio murinus - παρδαλονυχτερίδα
Vulpes vulpes - αλεπού

Πτηνά (90 είδη)


Accipiter gentilis - διπλοσάϊνο
Accipiter nisus - τσιχλογέρακο (ξεφτέρι)
Alectoris graeca - πετροπέρδικα
Apus apus - σταχτάρα (μαυροσταχτάρα)
Apus melba - σκεπαρνάς (βουνοσταχτάρα)
Apus pallidus - ωχροσταχτάρα
Aquila chrysaetos - χρυσαετός
Asio otus - νανόμπουφος
Athene noctua - κουκουβάγια
Bubo bubo - μπούφος
Buteo buteo - γερακίνα (ποντικοβαρβακίνα)
Calandrella brachydactyla - μικρογαλιάντρα
Caprimulgus europaeus - γιδοβύζι (γιδοβυζάτρα)
Carduelis carduelis - καρδερίνα
Carduelis chloris - φλώρος
Certhia brachydactyla - καμποδεντροβάτης
Certhia familiaris - βουνοδεντροβάτης
Ciconia ciconia - πελαργός
Cinclus cinclus - νεροκότσυφας
Circaetus gallicus - φιδαετός
Columba livia - αγριοπερίστερο
Corvus corax - κοράκι
Corvus corone - κουρούνα
Corvus monedula - κάργια
Cuculus canorus - κούκος
Delichon urbica - σπιτοχελίδονο (λευκοχελίδονο)
Dendrocopos major - παρδαλοτσικλιτάρα
Emberiza calandra - καμποτσίχλονο
Emberiza cia - βουνοτσίχλονο

— 56 —
Emberiza cirlus - σιρλοτσίχλονο
Emberiza citrinella - χρυσοτσίχλονο
Emberiza hortulana - βλάχος
Emberiza melanocephala - κρασοπούλι
Erithacus rubecula - κοκκινολαίμης
Falco peregrinus - πετρίτης
Falco subbuteo - δενδρογέρακο
Falco tinnunculus - βραχοκιρκίνεζο
Fringilla coelebs - σπίνος
Fringilla montifringilla - χειμωνόσπινος
Galerida cristata - κατσουλιέρης
Garrulus glandarius - κίσσα
Hippolais pallida - ωχροστριτσίδα
Hirundo rustica - χελιδόνι
Jynx torquilla - στραβολαίμης
Σπίνος φωτ. Ανάβαση
Lanius collurio - αετομάχος
Lanius minor - γαϊδουροκεφαλάς
Lanius senator - κοκκινοκεφαλάς
Loxia curvirostra - (ελατο)σταυρομύτης
Lullula arborea - δενδροσταρήθρα
Luscinia megarhynchos - αηδόνι
Melanocorypha calandra - γαλιάντρα
Merops apiaster - μελισσοφάγος
Miliaria calandra - τσιφτάς
Monticola saxatilis - πετροκότσυφας
Monticola solitarius - γαλαζοκότσυφας
Muscicapa striata - (σταχτο)μυγοχάφτης
Oenanthe hispanica - ασπροκωλίνα
Oenanthe oenanthe - σταχτοπετρόκλης
Oriolus oriolus - συκοφάγος
Otus scops - γκιώνης
Parus ater - ελατοπαπαδίτσα
Parus caeruleus - γαλαζοπαπαδίτσα
Parus lugubris - κλειδωνάς
Parus major - καλόγερος
Parus montanus - βουνοπαπαδίτσα
Passer domesticus - σπιτοσπουργίτης Χελώνα φωτ. Ανάβαση

— 57 —
Passer montanus - δενδροσπουργίτης
Phylloscopus collybita - δενδροφυλλοσκόπος
Pica pica - καρακάξα
Picus viridis - πρασινοτσικλιτάρα
Prunella modularis - θαμνοψάλτης
Regulus ignicapillus - (πυρρο)βασιλίσκος
Regulus regulus - χρυσοβασιλίσκος
Saxicola torquata - μαυρολαίμης
Scolopax rusticola - μπεκάτσα
Serinus serinus - σκαρθάκι
Sitta neumayer - βραχοτσοπανάκος
Streptopelia decaocto - δεκοκτούρα
Streptopelia turtur - τρυγόνι
Strix aluco - χουχουριστής
Sturnus vulgaris - ψαρόνι
Sylvia atricapilla - μαυροσκούφης
Sylvia cantillans - κοκκινοτσιροβάκος
Sylvia melanocephala - μαυροτσιροβάκος
Sylvia rueppelli - μουστακοτσιροβάκος
Troglodytes troglodytes - τρυποφράχτης
Turdus merula - κότσυφας
Turdus philomelos - τσίχλα (κελαδότσιχλα)
Tyto alba - τυτώ (πεπλόγλαυκα)
Upupa epops - τσαλαπετεινός

Ερπετά (26 είδη)


Ablepharus kitaibelii – αβλέφαρος
Anguis fragilis - κονάκι
Chalcides ocellatus - λιακόνι ή σαύρα
Coluber caspius - έφιος
Coluber gemonensis (laurenti) - δενδρογαλιά
Coluber najadum - σαΐτα
Cyrtopodion kotschyi - κυρτοδάκτυλος
Elaphe quatuorlineata - λαφίτης
Elaphe situla - σπιτόφιδο
Eryx jaculus - έρυξ (ερημόφιδο)
Hemidactylus turcicus - σαμιαμίδι
— 58 —
Lacerta trilineata - τρανόσαυρα
Lacerta viridis - πράσινη σαύρα
Malpolon monspessulanus - σαπίτης
Natrix natrix - νερόφιδο
Ophiomorus punctatissimus - οφιόμορος
Ophisaurus apodus - τυφλίτης
Podarcis erhardii - σιλιβούτι ή σαύρα
Podarcis muralis - τοιχογουστέρα
Podarcis taurica - ταυρική γουστέρα
Telescopus fallax - αγιόφιδο
Testudo graeca - ελληνική χελώνα
Testudo hermanni - μεσογειακή χελώνα
Testudo marginata - κρασπεδωτή χελώνα
Typhlops vermicularis - τυφλίνος ή σκουληκόφιδο
Vipera ammodytes - οχιά

Αμφίβια (8 είδη)
Bufo bufo - μπράσκα (φρύνος)
Bufo viridis - πράσινος φρύνος
Hyla arborea - δενδροβάτραχος
Rana dalmatina - ευκίνητος βάτραχος
Rana graeca - ελληνικός βάτραχος
Rana ridibunda - λιμνοβάτραχος (μπάκακας)
Salamandra salamandra - σαλαμάνδρα
Triturus vulgaris - κοινός τρίτωνας

— 59 —
Πεζοπόροι στο Πλατύ Βουνό
— 60 —
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Α πό το 1931 που τελείωσε ο κύριος δρόμος της Πάρνηθας (Μετόχι


- Αγία Τριάδα) και άρχισε η μαζική επίσκεψη ομάδων πληθυσμού,
ξεκίνησε τόσο η αρθρογραφία σε περιοδικά και εφημερίδες και η θέσπιση
διαφόρων νόμων και διατάξεων για την προστασία του βουνού, όσο και η
άλλης άποψης αρθρογραφία που παρακινούσε χιλιάδες κατοίκους του λε-
κανοπεδίου να επισκεφθούν το βουνό και να απολαύσουν αυτά που, κατά
τη γνώμη των αρθρογράφων (δημοσιογράφων ή στελεχών του τουρισμού),
προσφέρει η Πάρνηθα (ξενοδοχείο, καζίνο, καφετέριες, χώρους αναψυχής
και ψησίματος, δρόμους για αγώνες μηχανοκίνητου αθλητισμού, κατασκη-
νώσεις κ.ά.). Όλα αυτά βέβαια και σε συνδυασμό με τη νοοτροπία δημιουρ-
γίας και διαφόρων άλλων εγκαταστάσεων (στρατιωτικών, τηλεπικοινωνι-
ακών, αθλητικών) είχαν ως αποτέλεσμα τις διάφορες καταστροφές (μερι-
κές μη ανατρέψιμες) που γινόντουσαν και γίνονται αναπόφευκτα από τους
εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, κατασκηνωτές και εκδρομείς σε όλο τον
ορεινό όγκο (κυκλοφορία αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών σε δευτερεύο-
ντες δασικούς δρόμους, κοπή ελάτων και σπάνιων λουλουδιών, φωτιές για
εκχέρσωση ή από αμέλεια, παράνομη βοσκή και κυνήγι, ανεξέλεγκτη ρίψη
σκουπιδιών κ.ά.).
Το 1961, μια έκταση 38.120 στρεμμάτων ανακηρύχθηκε Εθνικός Δρυμός με
το Β.Δ. 644/31-8-61 (Φ.Ε.Κ. 155Α/61). Το διάταγμα όμως αυτό εξαιρούσε από
την υπαγωγή στον πυρήνα του εθνικού δρυμού όλης σχεδόν της ψηλής πε-
ριοχής και συγκεκριμένα τις χρησιμοποιούμενες από τρίτους εκτάσεις στην
Αγία Τριάδα, Καραβόλα, Όρνιο, καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. στο Μπάφι, Κανταλίδι,
Φλαμπούρι, Μαυροβούνι, Καραούλι (Αέρας), Μάλια Ζώνια (Κυρά) και Σανα-
τόριο. Το 1963 μια μεγάλη περιοχή (1.200 στρέμματα) κοντά στο Παλιοχώρι,
περιφράχτηκε για τη φιλοξενία και την καλύτερη προστασία και παρακολού-
θηση των ζώων που εισήχθηκαν εκεί (15 ελάφια, 15 ζαρκάδια, 45 αγριοκάτσι-
κα) για αναπαραγωγή και εμπλουτισμό της ευρύτερης περιοχής.
Επίσης με τις αποφάσεις του Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως
25638/23-11-68 (Φ.Ε.Κ. 669Β/68) και 25683/27-3-69 (Φ.Ε.Κ. 236Β/69) κηρύ-
χθηκαν «τοπεία των ορέων Πάρνηθας, Πεντέλης, Υμηττού, Αιγάλεω και Κο-
ρυδαλλού ως ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, χάριν της διατηρήσεως και προ-
στασίας του χαρακτήρος αυτών εκ της ασυδότου λατομήσεως και ατάκτου
οικοδομήσεως».
— 61 —
Το 1974, μια έκταση 42.230 στρεμμάτων, σχεδόν όλο το δημόσιο δάσος Τα-
τοΐου, ανακηρύχθηκε εθνικός δρυμός με το Προεδρικό Διάταγμα 107/8-2-74
(Φ.Ε.Κ. 34Α/74). Δυστυχώς το διάταγμα αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Με σκοπό την προστασία και διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς
και τη διατήρηση, ανάπτυξη και εκμετάλλευση του θηραματικού πλούτου και
της άγριας πανίδας, οι περιοχές (110.000 στρέμματα) γύρω από τον εθνικό
δρυμό χαρακτηρίστηκαν ως καταφύγια θηραμάτων (Φ.Ε.Κ. 691Β/76, 615Β/77
κ.ά.). Το 1964-65 ο Ε.Ο.Σ. Αθηνών περιέφραξε (με άδεια του Υπουργείου Γε-
ωργίας) μία έκταση, δίπλα στο καταφύγιό του στο Μπάφι και έκανε τα σχε-
τικά έργα υποδομής για την ίδρυση ενός ορεινού βοτανικού κήπου. Όμως η
ωραία αυτή προσπάθεια (ιδέα του καθηγητή Χ. Διαπούλη πριν από τον Πόλε-
μο και επιθυμία του Ε.Ο.Σ. από το 1946, περιοδ. «Το Βουνό», Σεπτ. 1946) δεν
ολοκληρώθηκε, όπως και μία άλλη απόπειρα που έγινε το 1972. Το 1975-76
άρχισαν πάλι οι εργασίες από τον Ε.Ο.Σ. Αθηνών και τελικά δημιουργήθηκε
ο ορεινός βοτανικός κήπος στον οποίο υπάρχουν διάφορα δέντρα αυτοφυή
ή όχι, όπως μαυρόπευκα, κεφαλλονίτικα έλατα, πεύκα, αγριόκεδροι, μεγάλα
φυλλοβόλα, θάμνοι, καθώς και διάφορα φυτώρια. Σήμερα, οι διάφοροι επι-
σκέπτες της Πάρνηθας, έχουν καταστρέψει και ποδοπατήσει την περίφραξη
και το βοτανικό κήπο, στη θέση του οποίου οι εκδρομείς «φυσιολάτρες» κα-
τασκηνώνουν, ψήνουν και παίζουν μπάλα!
Με την απόφαση του Υπουργού Γεωργίας 164975/2850/20-5-1985 (Φ.Ε.Κ.
344Β/85) εγκρίθηκε, μετά από 24 χρόνια από την ίδρυσή του, ο κανονισμός
λειτουργίας του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. Ο κανονισμός αυτός περιλαμ-
βάνει 15 περιπτώσεις δραστηριοτήτων που απαγορεύονται.
Για την προστασία και ορθολογιστική διαχείριση του εθνικού δρυμού και
όλης της Πάρνηθας, το αρμόδιο Δασαρχείο Πάρνηθας εκπόνησε το 1997
«Σχέδιο Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας», το οποίο θέτει υπό ενι-
αία διαχείριση όλο τον ορεινό όγκο της Πάρνηθας, ανεξάρτητα από το ιδι-
οκτησιακό καθεστώς των επί μέρους εκτάσεων. Το σχέδιο έχει ήδη εγκριθεί
και υλοποιείται σταδιακά, παρά τα διάφορα προβλήματα εφαρμογής του, τα
οποία είναι :
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επί μέρους εκτάσεων. Εκτός από τα 94.604
στρέμματα που έχουν χαρακτηρισθεί οριστικά ως δημόσια δάση (πυρήνας
εθνικού δρυμού 38.120 στρ., δάσος Τατοΐου 42.612 στρ. και δάσος στο Βού-
ντιμα 13.872 στρ.), υπάρχουν και 33.518 στρέμματα που χαρακτηρίζοναται
ως δημόσια διακατεχόμενα δάση (Λημικό 13.140 στρ., Σαλονίκι 13.940 στρ.,
Μήλεσι 6.438 στρ.) στα οποία η κυριότητα ανήκει στο Δημόσιο, αλλά η κάρ-

— 62 —
Στο Κατσιμίδι Στη Μόλα

Σκαρίφιμα μονοπατιών Κοντά στο Μεσιανό Νερό

— 63 —
πωση των προϊόντων (βοσκή, ξύλευση) ανήκει σε ιδιώτες. Υπάρχουν ακόμα
4.013 στρέμματα ιδιωτικά δάση (του πρώην Ε.Ο.Τ. 2.813 στρ. στην Αγία Τρι-
άδα - Μαυροβούνι, των κληρονόμων Σούτσου-Γκούρα 1.200 στρ. βόρεια από
το Ξεροβούνι), το μοναστηριακό δάσος της Μονής Κλειστών (1.200 στρέμ-
ματα), και το δημόσιο δάσος της Φυλής (39.782 στρέμματα) με δικαιώματα
ρητίνευσης από ιδιώτες.
Οι διάφορες στρατιωτικές και τουριστικές εγκαταστάσεις, καθώς και οι
εγκαταστάσεις του Ο.Τ.Ε. και οι διάφορες κεραίες ιδιωτικών ραδιοτηλεο-
πτικών σταθμών, καθώς και οι ετήσιες κατασκηνώσεις του Δήμου Αχαρνών
στο Παλιοχώρι, δεν συμβαδίζουν με τους σκοπούς ίδρυσης του δρυμού και
πρέπει να υπάρξει ανάλογη πρόνοια και αντιμετώπιση στο διαχειριστικό
σχέδιο.
Ο υπερβολικός αριθμός επισκεπτών που αυξάνεται χρόνο με το χρόνο (υπο-
λογίζονται γύρω στα 300.000 άτομα το χρόνο), η έλλειψη κατάλληλης παι-
δείας και η κακή χρήση των χώρων αναψυχής, επηρεάζουν αρνητικά τα ευαί-
σθητα οικοσυστήματα και δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση
του δρυμού, ώστε να είναι αναγκαία η εφαρμογή ενός τρόπου διαχείρισης και
ενημέρωσης των επισκεπτών.
Η ένταξη σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο έκτασης 7.500 στρεμμάτων
συμπαγούς πευκοδάσους στην ανατολική Πάρνηθα και η σταδιακή εγκα-
τάσταση 15.000 κατοίκων στη «Διεθνή Ιπποκράτειο Πολιτεία» (σήμερα οι-
κισμός Αγία Τριάδα Αφιδνών), αλλά και η «νόμιμη» επέκταση του οικισμού
των Θρακομακεδόνων μέχρι τα 650μ., δημιουργούν ήδη δυσμενέστατες επι-
πτώσεις στον εθνικό δρυμό.
Επίσης, ο εθνικός δρυμός της Πάρνηθας επειδή έχει χαρακτηριστεί ως ση-
μαντική περιοχή για την άγρια ορνιθοπανίδα (κωδ. 088), έχει ενταχθεί στο
ειδικό καθεστώς προστασίας που προβλέπεται από την Οδηγία 79/409/ΕΕ.
Η Πάρνηθα, κυρίως λόγω της μεγάλης ποικιλίας της χλωρίδας της, που πε-
ριλαμβάνει 1.093 είδη και υποείδη, εκ των οποίων 93 είναι ενδημικά (σπά-
νια-απειλούμενα-προστατευόμενα) και της άγριας πανίδας της, έχει ενταχθεί
(κωδ. 300.000.1) στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων φυσικών περιοχών,
γνωστό ως Natura 2000 (Οδηγία 92/43/ΕΕ). Σκοπός της ένταξης στο δίκτυο
αυτό είναι η διατήρηση, η βιώσιμη διαχείριση και η ανάδειξη της χλωρίδας,
της πανίδας και των φυσικών οικοτόπων της Πάρνηθας.
Η υλοποίηση του διαχειριστικού σχεδίου του εθνικού δρυμού, αλλά και των
αρχών και των σκοπών του προγράμματος Natura 2000, απαιτεί τη λήψη θε-
σμικών και διαχειριστικών μέτρων.

— 64 —
Στα θεσμικά μέτρα περιλαμβάνεται η ίδρυση Φορέα Διαχείρισης του Εθνι-
κού Δρυμού Πάρνηθας. Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει δραστηριοποιηθεί, λόγω
μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών λειτουργίας του, πιστεύεται ότι θα συμ-
βάλλει στη σωστή διαχείριση και ανάπτυξη του δρυμού, σε συνδυασμό με την
επικείμενη έκδοση προεδρικού διατάγματος με το οποίο θα καθορίζονται οι
χρήσεις γης στην ευρύτερη περιοχή.
Προβλέπεται ακόμα η επέκταση των ορίων του εθνικού δρυμού, η απαλλο-
τρίωση των υφισταμένων δικαιωμάτων τρίτων στο δρυμό και η απομάκρυνση
των εγκαταστάσεων που δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς ίδρυσης.
Στα διαχειριστικά μέτρα περιλαμβάνεται η ολοκλήρωση μιας σειράς έργων
αντιπυρικής προστασίας, όπως είναι η διαπλάτυνση του δασικού περιφερει-
ακού δρόμου Μετόχι - Φυλή, η κατασκευή σύγχρονων πυροφυλακείων (Κα-
τσιμίδι, Κυρά, Βουνό Φυλής, Σκίπιζα) και ο καθαρισμός της υποβλάστησης
κατά μήκος του δασικού οδικού δικτύου.
Επίσης, η συνέχιση της καταγραφής, αναγνώρισης και ταξινόμησης της
αυτοφυούς χλωρίδας, η χαρτογράφηση των βιοτόπων των ενδημικών, απει-
λούμενων και προστατευόμενων φυτικών ειδών, η καταγραφή της άγριας πα-
νίδας και η χαρτογράφηση των βιοτόπων των σπουδαιοτέρων ειδών της, η
διεξαγωγή βιοκλιματικών ερευνών κ.ά. περιλαμβάνονται στα διαχειριστικά
μέτρα που πρέπει να ληφθούν άμεσα.
Βασική βέβαια προϋπόθεση επιτυχίας όλων αυτών των μέτρων είναι η σω-
στή ενημέρωση του κοινού για τα διάφορα θέματα ερμηνείας του περιβάλλο-
ντος. Για το λόγο αυτό άρχισε να υλοποιείται η ίδρυση Κέντρου Ενημέρωσης
των επισκεπτών στην Αγία Τριάδα, στο οποίο, εκτός των άλλων, θα ξεναγεί
ομάδες επισκεπτών (σχολεία κ.ά.) στον εθνικό δρυμό από ειδικευμένους ξε-
ναγούς.

— 65 —
— 66 —
ΑΘΛΗΜΑΤΑ - ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

M ία πρώτη γνωριμία με το ορεινό συγκρότημα της Πάρνηθας, ή η με-


τάβαση σε σημεία έναρξης πεζοπορικών διαδρομών, μπορεί να γίνει
με αυτοκίνητο (κοινό ή τετρακίνητο), ή με μοτοσυκλέτα (δρόμου ή εντούρο)
ή με ποδήλατο (κοινό ή βουνού) μέσα από ένα πυκνό δίκτυο δρόμων (ασφαλ-
τοστρωμένων ή δασικών/χωμάτινων). Η τέτοιου είδους περιήγηση γίνεται
μόνο σε ορισμένους δρόμους στους οποίους επιτρέπεται η κίνηση τροχοφό-
ρων. Παρακάτω αναφέρονται μερικές ενδιαφέρουσες διαδρομές που μπορούν
να γίνουν με αυτά τα μέσα στην Πάρνηθα και γύρω από αυτήν.

Περιήγηση μέσω ασφαλτοστρωμένων δρόμων


Αχαρνές - Μετόχι - Αγία Τριάδα - Μόλα.
Αχαρνές - Θρακομακεδόνες - Βαρυμπόμπη - Άγιος Μερκούριος - Μαλακάσα.
Αχαρνές - Άνω Λιόσια - Φυλή - Στεφάνη * - Σκούρτα - Κλειδί (* ή - Μαγούλα).
Αφίδνες - Αγία Τριάδα - Άγιος Μερκούριος - Μαλακάσα - Αυλώνας.

Περιήγηση μέσω και ορεινών/δασικών δρόμων


Φυλή - Αγία Παρασκευή Φυλής - Κλημέντι - Μπόρσι - Βούντιμα - Αυλώνας.
Αχαρνές - Μετόχι - Αγία Τριάδα - Παλιοχώρι - Κλημέντι - Αγία Παρασκευή
- Φυλή.
Αυλώνας - Αγία Τριάδα - Προφήτης Ηλίας Σταμάθι - Πηγάδι Παπά - Άγιος
Θωμάς.
Αφίδνες - Αγία Τριάδα - Κατσιμίδι - Κοκκινόβραχος (Λιοσάτι) - Κρυονέρι.

ΠΕΖΟΠΟΡΙΑ - ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΑΒΑΣΕΩΝ : Δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για το πότε


κατά την αρχαιότητα ανέβηκαν για πρώτη φορά στην κορυφή της Πάρνηθας.
Σύμφωνα με αυτά που γράφτηκαν στην εφημ. «Η Καθημερινή» της 7-8-1960
για τα αρχαιολογικά ευρήματα της Καραβόλας, τότε υπάρχουν ενδείξεις για
αναβάσεις που γινόντουσαν γύρω στο 1.000 π.Χ. Επίσης, οι «Αχαρνείς ανθρα-
κείς» ή οι έφηβοι Αθηναίοι που εκτελούσαν τις «περιπολίες» στις οχυρωμένες
θέσεις του βουνού, ίσως ανέβαιναν και στην κορυφή.
— 67 —
Επί Φραγκοκρατίας, οι Ιταλοί άρχοντες των Αθηνών που επιδίδονταν στο
κυνήγι, μάλλον είχαν ανέβει στις ψηλές κορυφές. Οπωσδήποτε όμως, επί Τουρ-
κοκρατίας, οι Αρβανίτες (Αρναούτηδες) ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή
ή οι μοναχοί της Μονής της Αγίας Τριάδας είχαν επισκεφθεί την Καραβόλα.
Ο Άγγλος περιηγητής W. Leake αναφέρει στο οδοιπορικό του για μια επί-
σκεψη στην Πάρνηθα, στη Μονή Αγίου Νικολάου (Μετόχι της Αγίας Τριά-
δας) και στην περιοχή της κορυφής κατά τον Ιανουάριο του 1806.
Ο Γερμανός αρχαιολόγος L. Ross καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών και
Χάλλης ανέβηκε στην κορυφή στις 18 Μαΐου 1833. Περιγραφή της ανάβα-
σης υπάρχει στο βιβλίο του «Αναμνήσεις και ανταποκρίσεις από την Ελλάδα
1832-1833», Βερολίνο 1863 και Αθήνα 1976 (σ. 257-265).
Η πρώτη «επίσημη» (δηλ. εκδρομή/πεζοπορία για ευχαρίστηση και όχι από
ανάγκη) αναφερόμενη ομαδική ανάβαση (10 άτομα) στην κορυφή Καραβό-
λα, όπου και διανυκτέρευση, έγινε τον Ιούνιο του 1890 από μαθητές του Γ΄
Γυμνασίου της Πλάκας, που είχαν σχηματίσει μία εκδρομική ομάδα (1888-
1892) που ονόμαζαν «Περιπατητικό Σύλλογο Εκδρομών». Στην ομάδα αυτή
συμμετείχε και ο αργότερα καθηγητής-γεωγράφος-χαρτογράφος Ι. Σαρρής
που έκανε και τη σχετική περιγραφή της ανάβασης, που δημοσιεύθηκε στο
περιοδ. «Εκδρομικά» (Οκτ. 1932, σ. 266-267).
Όπως φαίνεται από την περιγραφή του Σαρρή, είχαν προηγηθεί προ πολλού
συστηματικές επισκέψεις στην κορυφή, γιατί στην Καραβόλα και γύρω από
αυτήν υπήρχαν οι γκρούπες, δηλαδή οι λάκκοι όπου φυλαγόταν το χιόνι σκε-
πασμένο με κλαριά και χώμα, για να μεταφέρεται στην Αθήνα (παγοποιεία
δεν υπήρχαν τότε).
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ανέβαιναν συστηματικά στην Πάρνηθα και οπωσ-
δήποτε και στην Καραβόλα, για επιστημονικές εργασίες, οι βοτανολόγοι Θ.
Ορφανίδης και Th. Heldreich, ο χαρτογράφος J.A. Kaupert, ο αρχαιολόγος Α.
Σκιάς, ο αστρονόμος-φυσικός Δ. Αιγινήτης, οι γυμναστές Σ. Αρβανίτης, Α.
Πικιός, Ι. Χρυσάφης κ.ά. Επίσης ανέβαιναν στην κορυφή και οι σκηνίτες Σα-
ρακατσαναίοι (βοσκοί και τυροκόμοι) που ανέβαζαν και έβοσκαν τα κοπάδια
τους στη Ντράσιζα, στο Παλιοχώρι, στην Αγία Τριάδα-Κανταλίδι και αλλού,
καθώς και οι διάφοροι πεζοπόροι, κυνηγοί και ληστές που υπήρχαν τότε στην
Πάρνηθα.
Γύρω στο 1900 τοποθετείται στην κορυφή το πρώτο ξύλινο υψόμετρο (υψο-
δείκτης). Το 1903 ανεβαίνει στην κορυφή ο Ν. Καρβούνης (περιοδ. «το βου-
νό», Ιαν. 1936, σ. 10-13), το Μάϊο του 1904 ανεβαίνει ο Θ. Κόντερης (περιοδ.
«Ελληνικό Ύπαιθρο», Αύγ.-Σεπτ. 1945), ενώ τον Ιούλιο του 1905 οι Β. Λεο-

— 68 —
ντόπουλος, Α. Λευκαδίτης και άλλοι τρεις, πραγματοποίησαν ανάβαση στην
Καραβόλα (περιοδ. «Εκδρομικά», Αύγ. 1935, σ. 217).
Ο Τηλ. Καββαδίας στο άρθρο του με τίτλο «Πρωτοχρονιά στην Πάρνηθα»,
που δημοσιεύθηκε στο περιοδ. «το βουνό», Ιαν. 1946, σ. 63-66, αναφέρει ότι την
Πρωτοχρονιά του 1917 ανέβηκαν στην Καραβόλα μαζί με τον Εμ. Μπαμιέρο. Σε
ανάμνηση αυτής της ανάβασης καθιερώθηκε το 1930, από τον Ε.Ο.Σ. Αθηνών, το
κόψιμο της πίτας, να γίνεται κάθε Πρωτοχρονιά στην κορυφή της Πάρνηθας.
Παλαιά άρθρα για αναβάσεις και διαδρομές στην Πάρνηθα έχουν δημοσιευθεί
ακόμα στο περιοδ. «Εθνικόν Εγερτήριον» της 6-9-1915 (άρθρο Χρ. Ενισλείδη),
στο βιβλίο «Αττικοί Περίπατοι» του Κ. Πασαγιάννη το 1922, στο «Ημερολόγιο»
του Οδοιπορικού Συνδέσμου το 1926, στον «Οδηγό της Αττικής» του Ε.Ο.Τ. το
1930, στο περιοδ. «Εκδρομικά» το Φεβρ. 1930 και το Σεπτ. 1931, στο περιοδ. «Ο
γύρος της Ελλάδος» έκδ. «Ακρόπολις» τον Ιαν. 1936 και αλλού.

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ - ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ : Επειδή στις κορυφές Καραβόλα, Όρνιο και


Κακή Ράχη υπάρχουν διάφορες εγκαταστάσεις ΝΑΤΟ, Στρατού, Αεροπορίας,
Ναυτικού και ΟΤΕ η ανάβαση σ’ αυτές είναι απαγορευμένη. Οι μόνες προ-
σπελάσιμες ψηλές κορυφές είναι η Κυρά, ο Αέρας, ο Λαγός, το Ξεροβούνι, το
Αυγό, το Πλατύ Βουνό, το Φλαμπούρι και το Μαυροβούνι, στο οποίο όμως
είναι κτισμένο το ξενοδοχείο/καζίνο με την τεράστια έκτασή του και τις διά-
φορες εγκαταστάσεις του.
Μπορούν όμως να γίνουν σε όλο το ορεινό συγκρότημα της Πάρνηθας
πάρα πολλές θαυμάσιες και ποικιλόμορφες διαδρομές από ωραιότατα μονο-
πάτια που ξεκινούν είτε από τις πολλές «εισόδους» του βουνού προς αυτό,
είτε από «μέσα» από το βουνό προς διάφορες κατευθύνσεις. Τα περισσότερα
μονοπάτια είναι καλοδιατηρημένα και σηματοδοτημένα με διάφορα χρώμα-
τα, ενώ σε καίρια σημεία υπάρχουν κατατοπιστικές πινακίδες για κατεύθυνση
ή ώρες πορείας. Προσοχή : αν πινακίδες αναφέρουν την απόσταση σε μέτρα,
να μην λαμβάνεται υπόψη η πληροφορία αυτή για τον υπολογισμό της διάρ-
κειας της πορείας (στο βουνό η διάρκεια μιας πορείας είναι πολλαπλάσια από
αντίστοιχη σε ομαλό έδαφος γιατί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες).
Επειδή η Πάρνηθα είναι χαμηλό βουνό και βρίσκεται τόσο κοντά στην
Αθήνα, πολλές φορές ξεγελά τους αρχάριους και χωρίς εμπειρίες πεζοπόρους
που δεν υπολογίζουν ούτε το μέγεθος του βουνού, αλλά ούτε τις καιρικές
συνθήκες που επικρατούν και σε συνδυασμό με τον ακατάλληλο εξοπλισμό
τους έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα διάσωσης, αλλά και ατυχήμα-
τα. Δυστυχώς 4 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους γιατί δεν ακολούθησαν

— 69 —
Αγία Μαρίνα στο Μαυρόρεμα

Πεζοπόροι στο Κλημέντι

— 70 —
βασικούς κανόνες και δύο πέθαναν από το κρύο (Μάρτ. 1939 & Φεβρ. 1976),
άλλος πνίγηκε στη ρεματιά της Γκούρας (Δεκ. 1998) και άλλος σκοτώθηκε
από άγνωστη αιτία (Αύγ. 1964).

Παρακάτω αναφέρονται μερικές συνήθεις πεζοπορικές διαδρομές της Πάρ-


νηθας. Η εμπειρία, ή φαντασία, αλλά και η διάθεση για εξερεύνηση του πεζο-
πόρου μπορούν να τις πολλαπλασιάσουν και να τις ποικίλλουν π.χ. συνδυα-
σμός διαδρομών ή τμημάτων διαδρομών, πορεία εκτός μονοπατιών, διάβαση
ρεματιών, πέρασμα ή ανάβαση απόκρημνων πλαγιών κ.ά.

1. Διαδρομές με αφετηρία - τέρμα τον οικισμό Θρακομακεδόνες


α. Θρακομακεδόνες - χαράδρα Χούνη - καταφύγιο Μπάφι* - και επιστροφή (* ή
- μονοπάτι για Αγία Τριάδα - Γούρνα - χαράδρα Χούνη - Θρακομακεδόνες).
β. Θρακομακεδόνες - χαράδρα Χούνη* - καταφύγιο Μπάφι - πηγή Κανταλίδι
- κορυφή Αυγό - πηγή Κυρά - καταφύγιο Φλαμπούρι - Φλαμπουράκι - Πέτρα
Βαρυμπόπης - Θρακομακεδόνες (* ή - διάσελο Αυγού - πηγή Κυράς - καταφύ-
γιο Φλαμπούρι - Φλαμπουράκι - Πέτρα Βαρυμπόπης - Θρακομακεδόνες).
γ. Θρακομακεδόνες - Πέτρα Βαρυμπόπης - Φλαμπουράκι - καταφύγιο Φλα-
μπούρι - πηγές Κυράς και Κορομηλιάς - κορυφή Ξεροβούνι και επιστροφή
στο δασικό δρόμο - ράχη Ασφάκα - Πέτρα Βαρυμπόπης - Θρακομακεδόνες.

2. Διαδρομές με αφετηρία - τέρμα το Μετόχι


α. Μετόχι - ρέμα Αγίου Γεωργίου - Άγιος Γεώργιος - διάσελο και κορυφή Κυ-
ράς - Αγία Τριάδα - Μαυροβούνι – χαράδρα Χούνη - Μετόχι.
β. Μετόχι - ρέμα Αγίου Γεωργίου - Άγιος Γεώργιος - ράχη Κούμπουλα - Κιάφα
Πίνη - Ταμίλθι - και επιστροφή.

3. Διαδρομές με αφετηρία - τέρμα το καταφύγιο Μπάφι


α. Καταφύγιο Μπάφι - δρόμος - πηγή Σκίπιζα - βόρεια πλαγιά Καραβόλας*
- πηγή Μόλα και ερημοκκλήσι Άγιος Πέτρος - Β-ΒΑ πλαγιά ράχης Σαμάρι -
καταφύγιο Μπάφι (* ή - διάσελο Όρνιου/Καραβόλας - καταφύγιο Μπάφι).
β. Καταφύγιο Μπάφι - δρόμος - πηγή Σκίπιζα - βρύση Παλιοχώρι - Αγία Τρι-
άδα - δρόμος - μονοπάτι για καταφύγιο Μπάφι.

4. Διαδρομές με αφετηρία - τέρμα το καταφύγιο Φλαμπούρι


α. Καταφύγιο Φλαμπούρι - πηγές Κυράς και Κορομηλιάς - κορυφή Ξεροβούνι
- και επιστροφή.

— 71 —
Προφ. Ηλίας στο Μουγκουλτό Από Κεραμίδι για Κυρά

Μονοπάτι για Σπήλαιο Πανός Στην πηγή Κατάρα

— 72 —
β. Καταφύγιο Φλαμπούρι - πηγή Κανταλίδι - καταφύγιο Μπάφι - πηγή Σκίπι-
ζα - βόρειες πλαγιές Καραβόλας και Όρνιου - πηγές Μεσιανό Νερό, Κρυφο-
νέρι, Κορομηλιά, Κυρά - καταφύγιο Φλαμπούρι.

5. Διαδρομές με αφετηρία - τέρμα την Αγία Τριάδα


α. Αγία Τριάδα - δρόμος - μονοπάτι για καταφύγιο Μπάφι - διάσελο Όρνιου
- βόρεια πλαγιά Καραβόλας - πηγή Σκίπιζα - βρύση Παλιοχώρι - δρόμος
- Αγία Τριάδα.
β. Αγία Τριάδα - δρόμος - πηγή Γούρνα - Χούνη - πηγή Θέριζα - διάσελο Αυ-
γού - πηγή Κυράς - καταφύγιο Φλαμπούρι – διάσελο Αυγού - πηγή Καντα-
λίδι - καταφύγιο Μπάφι - μονοπάτι για Αγία Τριάδα.

6. Διαδρομές με αφετηρία την Αγία Τριάδα και τέρμα τον Αυλώνα


α. Αγία Τριάδα - δρόμος - βρύση Παλιοχώρι - ρέμα και ανατολ. πλαγιά Λαγού
- πηγή Σκίπιζα - βόρεια πλαγιά Καραβόλας - πηγή Μόλα και ερημοκκλήσι
Άγιος Πέτρος - δασικός δρόμος Μακρυλάκκας - Λημικό (πηγάδι και ερη-
μοκκλήσι Άγιος Γεώργιος) - αρχαίος πύργος - Άγιος Νικόλαος (πηγάδι και
ερημοκκλήσι) - ρεματιά - λάκκα Γκιώνα - δρόμος - Αγία Τριάδα - Μεγάλη
Βρύση - Αυλώνας.
β. Αγία Τριάδα - δρόμος - βρύση Παλιοχώρι - δρόμος για Βιλιάνι - ρέμα - διά-
σελο Πανός - Ζιρέλι - Λημικό - Σαλονίκι - διάσελο - Βίλια - Αυλώνας.

7. Διαδρομές με αφετηρία την Αγία Τριάδα και τέρμα τη Φυλή (Χασιά)


α. Αγία Τριάδα - δρόμος - βρύση Παλιοχώρι - δρόμος για Βιλιάνι - ρέμα
- διάσελο Πανός - πηγές Γκούρα και Κρόνιεζα - Αγία Παρασκευή -
χαράδρα Γκούρας - πηγή Ταμίλθι - χωράφια Γκιώκα - Αλογόπετρα -
Φυλή.
β. Αγία Τριάδα - Παλιοχώρι - δασικός δρόμος - ρέμα Μποντιά - Μεσονύχτι
- σπήλαιο Πανός - φαράγγι Γκούρας - Μονή Κλειστών - Φυλή.
Προσοχή : Για το πέρασμα του φαραγγιού της Γκούρας απαιτούνται γνώσεις
και εξοπλισμός αναρρίχησης.

8. Διαδρομές με αφετηρία - τέρμα τη Φυλή (Χασιά)


α. Φυλή - Σκάλιεζα - ρέμα Θοδώρας - πηγάδι Φίχθι - Κατσουλιέρι - Βελανι-
διές - αγωγός Μόρνου - Σκάλιεζα - Φυλή.
β. Φυλή - Αλογόπετρα - πηγή Ταμίλθι - σπήλαιο Πανός - πηγάδι Μαρίστα
- Καλαμαρά - Άρμα - Μονή Κλειστών - Φυλή.

— 73 —
9. Διαδρομές με αφετηρία τέρμα την Αγία Παρασκευή Φυλής.
α. Αγία Παρασκευή και πηγή Φυλής - δασικός δρόμος για Κλημέντι - πηγή
Μπίκεζα - Μεγάλη Λάκκα - Προφήτης Ηλίας - Μουγκουλτός - Κρύο Πηγά-
δι - δρόμος - Αγία Παρασκευή και πηγή Φυλής.

10. Διαδρομές με αφετηρία τη Μαλακάσα και τέρμα τον Αυλώνα


α. Σ. Σ. Σφενδάλης - δασικός δρόμος - Προφήτης Ηλίας - ρέμα Παλιομήλεσι
- πηγάδι Παλιομήλεσι - Σαλονίκι - Άγιος Νικόλαος (ερημοκκλήσι και πηγάδι)
- ρεματιά - λάκκα Γκιώνα - Αγία Τριάδα - Μεγάλη Βρύση - Αυλώνας.
β. Σ. Σ. Σφενδάλης - δασικός δρόμος - Προφήτης Ηλίας - ρέμα Παλιομήλεσι*
- πηγάδι Παλιομήλεσι - Σαλονίκι - διάσελο - Βίλια - Αυλώνας (* ή - δασικός
δρόμος - Μεταμόρφωση Σωτήρος - Μάλια Αέρας - Αυλώνας).

11. Διαδρομές με αφετηρία τους Θρακομακεδόνες και τέρμα τη Μαλακάσα


α. Θρακομακεδόνες - Πέτρα Βαρυμπόπης - ράχη Ασφάκας - πηγές Κορομη-
λιά και Μεσιανό Νερό - Άγιος Πέτρος - Μόλα - Ντρέη – Ξούλιζα* - πηγάδι
Παλιομήλεσι - ρέμα Παλιομήλεσι - δρόμος - Προφήτης Ηλίας - Σ.Σ. Σφεν-
δάλης (* ή - Βροκόλι - λάκκα Μηλιάς - Άγιος Μερκούριος - δρόμος - Προ-
φήτης Ηλίας - Σ.Σ. Σφενδάλης.

12. Διαδρομές με αφετηρία - τέρμα τον Αυλώνα


α. Αυλώνας - δρόμος - Μεγάλη Βρύση - Αγία Τριάδα - λάκκα Γκιώνα - ρεμα-
τιά - Άγιος Νικόλαος (ερημοκκλήσι και πηγάδι)* - Αραλάλα - Δραμπάλα
- Μεγάλο και Μικρό Αρμένι - Αγία Τριάδα - Μεγάλη Βρύση - Αυλώνας (* ή
- Σαλονίκι - διάσελο - Βίλια - Αυλώνας).
β. Αυλώνας - δρόμος - Μεγάλη Βρύση - Αγία Τριάδα - Λογοστάρι - Σταμάθι -
Προφήτης Ηλίας - Αγία Μαρίνα - Βούντιμα - δρόμος - Αγ. Τριάδα - Αυλώνας.

ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΗ ΘΕΑ : Από το διάσελο Καραβόλας - Όρνιου και από τις κορυ-
φές Κυρά και Αέρας μπορούμε να δούμε, όταν υπάρχει διαύγεια στην ατμό-
σφαιρα, τα παρακάτω βουνά :
Βόρεια : Πυξαριά, Δίρφη, Ξεροβούνι και Όλυμπο Ευβοίας.
Α-ΝΑ : Πεντέλη και Όχη.
Σχεδόν νότια : Υμηττό.
ΝΔ : Δίδυμο, Τραπεζώνα, Αραχναίο και Πάρνωνα.
Δυτικά : Ζήρια, Χελμό, Γεράνεια, Πατέρα, Κιθαιρώνα και Πάστρα.
ΒΔ-Β : Ελικώνα, Ζαγαρά, Παρνασσό, Χλωμό, Κτυπά και Καντήλι.

— 74 —
ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

Στην Πάρνηθα λειτουργούν σήμερα τα παρακάτω 2 καταφύγια :

1. Στη θέση Μπάφι, σε ύψ. 1.160μ. βρίσκεται το καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. Αθηνών
που διαθέτει 50 κρεββάτια. Είναι ένα μεγάλο διώροφο οίκημα που κατασκευ-
άστηκε κατά το 1937-39, στον εκεί ιδιόκτητο χώρο του Ε.Ο.Σ. και ανακαι-
νίστηκε αρκετά κατά τα τελευταία χρόνια (1978 & 2001). Πληροφορίες για
το καταφύγιο στον Ε.Ο.Σ. Αθηνών, τηλ. 210-3212355. Τηλέφωνο καταφυγίου
210-2469050.

2. Στη ράχη της κορυφής Φλαμπούρι, σε ύψ. 1.158μ. βρίσκεται το καταφύγιο


του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών που διαθέτει συνολικά 50 κρεββάτια. Αποτελείται από δύο
κτίσματα, που παλαιότερα χρησιμοποιούσε ο Στρατός και τα οποία ανήκαν στο
Υπουργείο Γεωργίας, που τα παραχώρησε στον Ε.Ο.Σ. Αχαρνών, ο οποίος διευ-
θέτησε τη γύρω περιοχή και ανακαίνισε το ένα οίκημα που από την 17-5-1981
λειτουργεί ως καταφύγιο. Το 1986 ανακαινίστηκε και το άλλο κτίσμα στο οποίο
προστέθηκε και δεύτερος όροφος. Πληροφορίες για το καταφύγιο στον Ε.Ο.Σ.
Αχαρνών τηλ. 210-2461528. Τηλέφωνο καταφυγίου 210-2464666.

Σημείωση : Η ίδρυση και διαχείριση των ορειβατικών καταφυγίων διέπεται


από τις διατάξεις του άρθρου 40 του Νόμου 3105/2003 (Φ.Ε.Κ. 29Α/10-2-
2003), ενώ ο κανονισμός λειτουργίας τους εγκρίθηκε με την Υ.Α. 2868/2004
(Φ.Ε.Κ. 39Β/27-2-2004).

Στη ΝΑ άκρη της κορυφής Όρνιο (ύψ. 1.350μ.) λειτουργούσε για πολλά χρό-
νια (1946-1955) ένα καταφύγιο 20 θέσεων του Ε.Ο.Σ. Για καταφύγιο χρησι-
μοποιήθηκε, αφού ανακαινίστηκε πλήρως, ένα μικρό οίκημα που είχαν κα-
τασκευάσει για παρατηρητήριο οι Γερμανοί στον Πόλεμο. Σήμερα στο χώρο
αυτό υπάρχει στρατιωτική βάση και κεραίες.

Επίσης στη θέση Πέτρα Βαρυμπόπης, σε ύψ. 500μ., υπήρχε καταφύγιο του
Ε.Ο.Σ. Αθηνών για την εξυπηρέτηση των αναρριχητών που εκπαιδεύονται
στους εκεί βράχους. Το καταφύγιο ήταν ένα μικρό ξύλινο πυροφυλάκιο που
παραχώρησε το Υπουργείο Γεωργίας στον Ε.Ο.Σ. το 1975 και λειτούργησε
μέχρι το 1992 που καταστράφηκε ολοσχερώς από αγνώστους.
— 75 —
Το καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. Αθηνών και η κορυφή Όρνιο

Αίθουσα του καταφυγίου στο Μπάφι

— 76 —
Καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών στο Φλαμπούρι

Πριν την εκκίνηση για τον 5ο Άθλο της Πάρνηθας

— 77 —
Οι ορθοπλαγιές στο Φλαμπουράκι από τα δυτικά

Οι ορθοπλαγιές του Άρματος από το Ταμίλθι

— 78 —
ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ

ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ : Στην Πάρνηθα υπάρχουν οι παρακάτω περιο-


χές που χρησιμοποιούνται από τους ορειβάτες και τους απλούς αναρριχητές
για την εξάσκησή τους στο βράχο. Στα αναρριχητικά πεδία αυτά λειτουργούν
αναρριχητικές σχολές βράχου διαφόρων ορειβατικών συλλόγων.

1. ΑΡΜΑ : Το Άρμα είναι ένα μεγάλο βράχινο συγκρότημα, με ύψ. 884μ.,


στη Ν-ΝΔ πλευρά της Πάρνηθας και στα Δ-ΒΔ του φαραγγιού της Γκούρας,
πάνω (βόρεια) από τη Μονή Κλειστών. Χωρίζεται κατά κάποιο τρόπο σε τρία
κύρια τμήματα (νότιο - κεντρικό - βόρειο), έχει συνολικό μήκος ορθοπλαγιών
περίπου 900μ. και οι πάνω από 70 διαδρομές που έχουν ανοιχτεί (από 15-
6-1947), βαθμών δυσκολίας από ΙΙΙ μέχρι ΙΧ-, έχουν υψομετρικές διαφορές
35-140μ. Θεωρείται το καλύτερο αναρριχητικό πεδίο της Αττικής που ικανο-
ποιεί τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τόσο των εκπαιδευομένων, όσο και των
υψηλής τεχνικής αναρριχητών.

2. ΦΛΑΜΠΟΥΡΙ : Το Φλαμπούρι βρίσκεται στη νότια πλευρά της Πάρ-


νηθας, βόρεια του οικισμού Θρακομακεδόνες και στην ανατολική πλευρά
της χαράδρας Χούνη. Για αναρριχήσεις χρησιμοποιείται κυρίως η δυτική
πλευρά του υψώματος Φλαμπουράκι που έχει δύο κορυφές με ύψ. 1.074μ.
και 864μ. και που οι αναρριχητές τις λένε βόρειο και νότιο Φλαμπούρι ή
επάνω και κάτω συγκρότημα. Έχει ορθοπλαγιές με συνολικό μήκος 500μ.
περίπου και οι πάνω από 50 διαδρομές που έχουν ανοιχτεί (από 26-5-
1946), βαθμών δυσκολίας από ΙΙΙ μέχρι VΙΙΙ+, έχουν υψομετρικές διαφο-
ρές 50-120μ.

3. ΠΕΤΡΑ ΒΑΡΥΜΠΟΠΗΣ : Η περιοχή αυτή βρίσκεται στη νότια πλευρά


της Πάρνηθας και στη ΒΑ άκρη του οικισμού Θρακομακεδόνες. Αποτελεί-
ται από ένα συγκρότημα βράχων, πολύ μικρού ύψους αλλά με μεγάλη ποι-
κιλία αναρριχητικών περασμάτων (πάνω από 300) στις τρεις οργανωμένες
πίστες (πράσινη, κόκκινη, μπλε) που έχουν σχεδόν όλη την κλίμακα των
δυσκολιών.
Οι αναρριχητικές εκπαιδευτικές «διαδρομές» (10-45μ.) που έχουν ανοιχτεί
στα βράχια αυτά ξεπερνούν τις 120 και έχουν επισημανθεί με έγχρωμα βέλη,
ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας τους, σύμφωνα με τα πρότυπα των ξένων
πεδίων.
— 79 —
4. ΜΕΓΑΛΟ ΑΡΜΕΝΙ : Το Μεγάλο Αρμένι είναι ένα ύψωμα (759μ.) στη βό-
ρεια πλευρά της Πάρνηθας, πάνω (Ν-ΝΔ) από τον Αυλώνα. Αναρριχήσεις
έχουν γίνει στις βραχώδεις πλαγιές του που βρίσκονται ανατολικά της Αγίας
Τριάδας και του δασικού δρόμου που πηγαίνει στο Βούντιμα. Οι «ορθοπλα-
γιές» του έχουν υψομετρικές διαφορές μέχρι 200μ. και οι λίγες διαδρομές που
έχουν ανοιχτεί (από την 16-2-1958), είναι μέσης δυσκολίας (μέχρι IV).

5. ΑΛΟΓΟΠΕΤΡΑ : Στην κορυφή αυτή της Ν-ΝΔ Πάρνηθας, ύψ. 726μ., που
βρίσκεται ανατολικά του δρόμου Φυλής - Μονής Κλειστών, έχουν γίνει (από
το 1993) στις Ν-ΝΑ βραχώδεις πλαγιές της, που έχουν υψομετρικές διαφορές
μέχρι 120μ., λίγες αναρριχήσεις μεγάλου βαθμού δυσκολίας (μέχρι VIII+).

6. ΚΟΡΑΚΟΦΩΛΙΑ : Αναρριχήσεις έχουν γίνει στις μικρές ορθοπλαγιές που


βρίσκονται στην είσοδο του ρέματος του Αγίου Γεωργίου και πάνω από την
πηγή Ράπι (πλατάνι). Οι ορθοπλαγιές αυτές, που είναι στη Β-ΒΑ πλευρά της
κορυφής Κορακοφωλιά (581μ.), έχουν υψομετρικές διαφορές μέχρι 35μ. και
οι λίγες διαδρομές που έχουν ανοιχτεί (από το 1995) είναι μεγάλου βαθμού
δυσκολίας (μέχρι VIII-).

7. ΠΕΤΡΑ ΕΒΡΑΙΟΥ : Στις ενδιαφέρουσες νότιες και δυτικές ορθοπλαγιές,


με υψομετρικές διαφορές μέχρι 100μ., της κορυφής Πέτρα Εβραίου (556μ.)
του Βουνού της Χασιάς, έχουν γίνει διάφορες εκπαιδευτικές αναρριχητικές
ασκήσεις από το 1953, ενώ από το 1995 έχουν ανοιχτεί λίγες διαδρομές μεγά-
λου βαθμού δυσκολίας (μέχρι VIII+).

8. ΒΡΑΧΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ : Ο βράχος της Θεοδώρας, ύψ. 548μ., βρίσκεται στη


ΝΔ Πάρνηθα, στην ανατολική πλαγιά της ομώνυμης χαράδρας και σχεδόν στη
συμβολή με τη ρεματιά της Ντουσκέζας. Αναρριχήσεις γίνονται στις ορθοπλα-
γιές προς τη ρεματιά, που έχουν υψομετρικές διαφορές μέχρι 150μ. Από το 1995
έχουν ανοιχτεί λίγες διαδρομές μεγάλου βαθμού δυσκολίας (μέχρι VII-).
Υπάρχουν ακόμα στην Πάρνηθα και ορισμένα βράχια που κατά καιρούς
έχουν γίνει διάφορες αναρριχητικές ασκήσεις και διαδρομές, όπως είναι ο
βράχος κάτω από τη Μονή Κλειστών (1951), ο βράχος κοντά στο ερημοκ-
κλήσι του Αγίου Μερκουρίου (1960), ο Κάτω Πύργος στη Χούνη (1965), τα
βράχια κοντά στο Μπάφι (1966), τα βράχια στο ρέμα Πλατανάκι (1978), τα
βράχια στην είσοδο της Χούνης (1996), τα βράχια στη βόρεια πλευρά του
υψώματος Πλάτωμα-Γκιούρμιζα της Φυλής (1994) κ.ά.

— 80 —
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΕΩΝ : Πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν εί-
χαν γίνει καθόλου καθαρά αναρριχητικές διαδρομές βράχου στην Πάρνηθα.
Σε ορισμένες μόνο ορειβατικές διαδρομές χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία αναρ-
ριχητικής τεχνικής, όπως στα «πρώτα» περάσματα του φαραγγιού της Γκού-
ρας την 11-11-1928 και στις 20 και 27-7-1930 (περιοδ. «Εκδρομικά» Σεπτ.
1930), στη διαδρομή Ταμίλθι - φαράγγι - διάσελο - Μαρίστα την 21-6-1931
(περιοδ. «Εκδρομικά», Ιούν.1931), στην ανάβαση στη σπηλιά πάνω από την
πηγή Συκιά, που από τότε (11-11-1934) ονομάστηκε σπηλιά Σαρρή (περιοδ.
«το βουνό», Απρ. 1935), καθώς και στις αναβάσεις από τη Μονή Κλειστών
στην κορυφή του Άρματος από τον εύκολο αναρριχητικό δρόμο.
Μαθήματα και επιδείξεις αναρριχητικής τεχνικής στα μέλη κυρίως του
Ε.Ο.Σ. Αθηνών, έγιναν το Μάϊο του 1929 στην Πέτρα Βαρυμπόπης από το Ν.
Τσόρη, σε βράχια της διαδρομής Αγία Τριάδα - Παλιομήλεσι την 20-10-1929
από τους D. Baud Bovy και Η. Ιωαννίδη, στην Πέτρα Βαρυμπόπης την 20-10-
1935 από τον Κ. Νάτση και στο Φλαμπούρι την 1-11-1936.
Μετά τον Πόλεμο αρχίζει η αναρριχητική εξερεύνηση της Πάρνηθας από
την Ομάδα Αναρριχητών του Ε.Ο.Σ. Αθηνών, που την 16-9-1945 πραγματο-
ποίησε μία διαδρομή από την πηγή Συκιά - σπηλιά Σαρρή - κορυφή Άρμα-
τος (περιοδ. «το βουνό», Νοέμ.1945), ενώ έγινε και η πρώτη αναρριχητική
διαδρομή (ΙΙΙ) στο Άρμα, την 15-6-1947, από τον Ι. Πετρόχειλο και την Α.
Πετροχείλου.
Από τη δεκαετία του 1950 αρχίζει η συστηματική αναρριχητική δραστηριό-
τητα στα διάφορα αναρριχητικά πεδία της Πάρνηθας με τη συμμετοχή αναρ-
ριχητών από διάφορους συλλόγους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

— 81 —
Πέτρα Εβραίου Κορακοφωλιά

Αλογόπετρα

— 82 —
ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΑ

ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ : Στη θέση Παλιοχώρι, σε ύψ. 1.050μ., λειτουρ-


γούσε από το 1961 και μέχρι πριν λίγα χρόνια, 1 μικρό σκι-λιφτ με διαδρομή
200μ.
Το πρώτο σκι-λιφτ στην Πάρνηθα είχε εγκατασταθεί στη Λάκκα Μπάφι και
πρωτολειτούργησε στις 24/25-3-1951. Στην αρχή λειτούργησε δοκιμαστικά
και τέλος, το Δεκέμβριο του 1952 τοποθετήθηκε λίγο ψηλότερα όπου λει-
τούργησε για αρκετά χρόνια στη θέση αυτή (εκεί που ήταν ο ορεινός βοτανι-
κός κήπος).

ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ : Οι πρώτοι αγώνες σκι στην Ελλάδα, προκρι-


ματικοί των Πανελληνίων, έγιναν στην Πάρνηθα την 31 Ιανουαρίου 1932 σε
μια διαδρομή 1.500μ. από Αγία Τριάδα - Παλιοχώρι με επιστροφή. Οι αγώνες
αυτοί αποτέλεσαν και το 1ο τοπικό πρωτάθλημα χιονοδρομίας Αθηνών. Περι-
γραφές των αγώνων δημοσιεύθηκαν στο περιοδ. «Εκδρομικά», Ιαν. 1932 και
Απρ. 1932.
Οι πρώτες όμως ομαδικές χιονοδρομικές εκδηλώσεις (ασκήσεις) έγιναν στο
Παλιοχώρι στις 10-3-1929 και 23-2-1930 (περιοδ. «Εκδρομικά» Μάρτ. 1930
και επετηρίδα του Ε.Ο.Σ. «Το Βουνό», 1947-48, σ. 12-16). Επίσης στις 10 Φε-
βρουαρίου 1946 έγιναν αγώνες ελεύθερης κατάβασης από την κορυφή Καρα-
βόλα στις Λάκκες και αγώνες σλάλομ στις 24 Φεβρουαρίου 1946.
Στην Αγία Τριάδα έγιναν την 6 Μαρτίου 1932 οι 1οι Πανελλήνιοι αγώνες
χιονοδρομίας. Η διαδρομή ήταν 6.000μ. από Αγία Τριάδα - Κανταλίδι με επι-
στροφή. Έκτοτε οι αγώνες γίνονται σε ψηλότερα βουνά με καλύτερες και με-
γαλύτερες πίστες, όπως Παναχαϊκό, Ζήρια, Βέρμιο, Όλυμπο, Πήλιο, Τυμφρη-
στό κ.α.

— 83 —
Από αγώνα ορεινής ποδηλασίας
— 84 —
ΟΡΕΙΝΗ ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ

Το μεγάλο δίκτυο δασικών δρόμων και μονοπατιών στην Πάρνηθα επιτρέπει


τη διεξαγωγή αγώνων ορεινής ποδηλασίας, αλλά και τη χρησιμοποίησή τους
από αθλητές, είτε για προπόνηση, είτε για την εξάσκησή τους στο ποδήλατο
βουνού (mountain bike). Οι διαδρομές που μπορούν να γίνουν είναι κάθε εί-
δους από τις πολύ εύκολες για αρχάριους μέχρι μεγάλης δυσκολίας για απαι-
τητικούς αγώνες.
Το κορυφαίο γεγονός ήταν η διεξαγωγή αγώνων mountain bike στους Ολυμπι-
ακούς Αγώνες του 2004 στην περιοχή δυτικά από το Μετόχι. Παλαιότερα αγώνες
γινόντουσαν και στους δασικούς δρόμους της Βαρυμπόμπης – Τατοΐου.
Εκτός από τους αγώνες mountain bike γίνονται και αγώνες ανάβασης Πάρ-
νηθας με ποδήλατα κούρσας (διαδρομή Μετόχι – Αγία Τριάδα).

ΑΓΩΝΕΣ ΔΡΟΜΟΥ & ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ

Οι αγώνες δρόμου στην Πάρνηθα ξεκίνησαν το 1983 από τον Ε.Ο.Σ. Αχαρ-
νών ο οποίος διοργάνωσε για πρώτη φορά (16-10-1983) τον ονομαζόμενο
Γύρο της Πάρνηθας. Οι αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία αφού οι επίσημες συμ-
μετοχές ήταν 1.019 και οι ανεπίσημες περίπου 200. Οι ενήλικες έτρεξαν μία
διαδρομή 16 χλμ. (Αγία Τριάδα - Μόλα - Πλατάνα - Αγία Τριάδα) και τα παι-
διά μία διαδρομή 4 χλμ. Σήμερα ο Γύρος της Πάρνηθας έχει καθιερωθεί και
διεξάγεται κάθε Φθινόπωρο (εκτός του 1999 που δεν έγινε λόγω του σεισμού
της 7-9-99).

Οι αγώνες περιπέτειας στην Πάρνηθα ξεκίνησαν το 1999 από τον Ε.Ο.Σ.


Αχαρνών και το περιοδ. «0-300» που διοργάνωσαν για πρώτη φορά (23-5-
1999) τον ονομαζόμενο Άθλο της Πάρνηθας στον οποίο έλαβαν μέρος 28
ομάδες των 2 ατόμων. Σήμερα ο Άθλος της Πάρνηθας έχει καθιερωθεί και γί-
νεται από τον Ε.Ο.Σ. Αχαρνών. Έχουν διεξαχθεί 6 αγώνες (23-5-99, 15-10-00,
20-4-02, 19-10-03, 23-5-04 και 17-4-05). Ο Άθλος της Πάρνηθας περιλαμβά-
νει διαδρομές πολλών χλμ. που απαιτούν πεζοπορία/τρέξιμο, προσανατολι-
σμό, κατάβαση φαραγγιού ή ραπέλ και ποδήλατο βουνού.

— 85 —
Στιγμιότυπο από τον 5ο «Άθλο της Πάρνηθας» (2004)

— 86 —
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΑ - ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ

ΤΟ ΟΡΕΩΝΥΜΟ ΠΑΡΝΗΣ

H Πάρνηθα στην καθαρεύουσα λέγεται Πάρνης. Η λέξη Πάρνης είναι


πανάρχαιη, έχει προέλευση πελασγική και η ετυμολογία της είναι πολύ
δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθοριστεί. Έχει ρίζα (πελασγική) συγγενή με τα
ορεώνυμα Παρνασσός ή Παρνησός, Πάρνων και ίσως Παρνιάς.
Σύμφωνα με τον Ιάκωβο Θωμόπουλο («Πελασγικά» - Αθήνα, 1912, σ. 258) η
ονομασία Πάρνης αντιστοιχεί με την πελασγική Παρνέhε που σημαίνει το όρος
το θεωρούμενο ως πρώτο, το λογιζόμενο ως υψηλότερο (πιθανώς να είναι σχε-
τική η ονομασία Μεγάλο Βουνό που δίνεται σε όλο το δυτικό τμήμα της Πάρ-
νηθας). Κατά μία άλλη εκδοχή η ρίζα παρν σημαίνει μέρος με πυκνό δάσος.
Ο Κώστας Δούκας («Ελληνική γλωσσογένεσις» - Αθήνα 1995, σ. 29-33)
υποστηρίζει ότι η ερμηνεία των πελασγικών γραμμάτων και του φθόγγου της
λέξης Π-αρ-ν-η-ς σημαίνει περιφραστικά : «το όρος που δέχεται την πνοή του
βοριά και προσφέρεται για ασφαλή κατοικία θεών και ανθρώπων και όπου ο
ήλιος οδεύει προς τη δύση».
Στα αρχαία κείμενα η Πάρνηθα (πρωτο)εμφανίζεται το 423 π.Χ. στις Νεφέ-
λες (στ. 323) του μεγάλου σατυρικού ποιητή Αριστοφάνη: «βλέπε νυν δευρί
προς την Πάρνηθ, ήδη γαρ ορώ κατιούσας ησυχή αυτάς».
Ο Ρόδιος κωμικός ποιητής Αντιφάνης (405-333 π.Χ.) την ονομάζει ο Πάρ-
νης στο έργο του Πυραύνω (1) : «ήξω φέρων τε δεύρο τον Πάρνηθ’ όλον».
Ο φιλόσοφος Θεόφραστος (371-287 π.Χ.), που μετά το θάνατο του Αρι-
στοτέλη (323 π.Χ.) διεύθυνε την «Περιπατητική Σχολή», στο βιβλίο του «Περί
σημείων, υδάτων και πνευμάτων και χειμώνων και ευδιών», γράφει (ΙΙΙ, 43)
«Επί Πλειάδι δυομένη εάν λάμψη κατά Πάρνηθα και Βρίληττον και Ύμηττον,
εάν μεν άπαντα καταλάμψη μέγαν χειμώνα σημαίνει ..... » και (ΙΙΙ, 47) «Της
Πάρνηθος εάν τα προς ζέφυρον άνεμον και τα προς Φύλης φράττηται νέφεσι
βορείων όντων χειμέριον το σημείον».
Ο ιστορικός και γεωγράφος Στράβων (1ος π.Χ. αι.) στα «Γεωγραφικά» του
(Θ - Ι, 23) γράφει «Των δ’ ορών τα μεν εν ονόματι μάλιστά εστιν ο τε Υμηττός
και Βριλησσός και Λυκαβηττός, έτι δε Πάρνης και Κορυδαλλός ..... ».
Αργότερα, ο ονομαστός περιηγητής Παυσανίας, γύρω στο 150 μ.Χ. την
αναφέρει στα «Αττικά» του (32,1-2) η Πάρνης : «Όρη δε αθηναίοις εστί Πε-
ντελικόν ένθα λιθοτομίαι, και Πάρνης παρεχομένη θήραν συών αγρίων και
— 87 —
άρκτων, και Υμηττός ος φύει μελίσσαις επιτηδειοτάτας πλην της αλαζώνων».
Το βουνό αναφέρει και ο σοφιστής Λουκιανός (120-180 μ.Χ.) στο έργο του
(Ικαρο) Μένιππος, το πρώτο ίσως μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας
στον κόσμο : «από Πάρνηθος ή από Υμηττού μέχρι Γερανείας επετόμην».
Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (5ος αι.) αναφέρει στο λεξικό του «Πάρνηθος
όχθος-όρος», ο λεξικογράφος Στέφανος ο Βυζάντιος (6ος αι.) αναφέρει στα
«Εθνικά» του: Πάρνης - όρος της Αττικής, αλλά και Παρνήθιος και Παρνηθίς
και το λεξικό Σούδα ή Σουΐδα (10ος αι.) αναφέρει Πάρνης-Πάρνηθος, καθώς
και Παρνήθιον όρος.
Ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, Πρωτονοτάριος του Οικουμενικού Πατριαρχεί-
ου, αναφέρει στις επιστολές του, των ετών 1575 και 1581, για τον Υμηττό
που τον αποκαλεί «Κήπον Αδώνιδος», την Πάρνηθα και τον Κορυδαλλό (Δ.
Καμπούρογλους: Ιστορία των Αθηναίων - 1889, σ. 84-86).
Στους νεότερους χρόνους αρχίζει να εμφανίζεται και η ονομασία Οζάς («από
το μέρος του Οζά») για το βουνό, όπως σ’ ένα Ταπί (τούρκικος κτηματικός
τίτλος) του 1615. Σε ένα Σιγίλλιο του 1796 (εκκλησιαστικό έγγραφο σε μεμ-
βράνη με υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη Γεράσιμου) που αφορούσε
τις Μονές Ασωμάτων (σήμερα Μονή Πετράκη) και Αγίας Τριάδας Πάρνηθας,
εμφανίζεται η Πάρνηθα με την ονομασία Οζέου («εις το όρος Οζέου»). Λίγο
αργότερα σ’ ένα Φιρμάνι του Σουλτάνου Σελμή αναφέρεται το βουνό ως όρος
Οζά («τα κείμενα επί του όρους Οζά»). Το Ταπί, το Σιγίλλιο και το Φιρμάνι τα
δημοσιεύει ο Δ. Καμπούρογλους στο βιβλίο του «Μνημεία της ιστορίας των
Αθηναίων» τόμ. Α, έκδ. Εστίας - Αθήνα 1889 σελ. 355-360 και 369-371.
Από τους ξένους περιηγητές, ο Γάλλος S.D. Loir το 1639 και οι Άγγλοι J. Spon
και R. Wheler το 1675, ο R. Chandrler το 1765 και W. Leake το 1806 αναφέρουν
στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις τους το βουνό μόνο ως Πάρνηθα. Ο Γάλλος περι-
ηγητής Fr. Pouqueville το 1801 αναφέρει το χωριό Νοζέα ή Ζοφρέα.
Ο γεωγράφος Barbie du Bocage στο χάρτη «L’ Attique, la Megaride et partie
de l’ isle d’ Eubee» (1785) αναγράφει Mont Parnes, ενώ ο χαρτογράφος Ch. Lapie
στο χάρτη του «Grece moderne» (1827) αναγράφει την Πάρνηθα M. Ozia.
Οι Δ. Φιλιππίδης - Γ. Κωνσταντάς στο βιβλίο τους «Νεωτερική Γεωγραφία»,
Βιέννη 1791, εμφανίζουν λανθασμένα τα βουνά της Αττικής, αλλά αναφέρουν
καθαρά «ο Πάρνης ή Παρνέθη και κοινώς Οξειάς». Πιθανώς είναι ένα ακόμα
λάθος τους και πρόκειται για τις ονομασίες Πάρνης ή Πάρνηθα και Οζιάς.
Ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος το 1807 στη «Γεωγραφία» του (τ. Β, σ.
354) αναφέρει εντελώς λανθασμένα τα βουνά «Πάρνης, όπερ και Παρνέθη υπό
Αθηναίου λέγεται και κοινώς Πεντέλη» ενώ ονομάζει τον Βριλησσό Οζειά.

— 88 —
Σε έγγραφο του 1826 της Διοικητικής Επιτροπής της Κυβέρνησης προς
οπλαρχηγό της Χασιάς αναφέρεται : «Η κατά το Νοζιά, περί το μοναστήριον
ισχυρά θέσις ονομαζομένη Κλειστά …».
Ο Γερμανός αρχαιολόγος L. Ross στο βιβλίο του «Αναμνήσεις και ανταπο-
κρίσεις από την Ελλάδα 1832-1833», Βερολίνο 1863 και Αθήνα 1976, αναφέ-
ρει πολλές φορές το βουνό, αλλά μόνο με την ονομασία Πάρνηθα. (Ο L. Ross
ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μάλιστα είχε ανέβει και στην
κορυφή της Πάρνηθας στις 18-5-1833).
Ο Δ. Σουρμελής στο βιβλίο του «Ιστορία των Αθηνών», Β΄ έκδ. 1853, σ. 260
γράφει ο Πάρνης. Την ονομασία Οζά δεν την αναφέρει καθόλου.
Ο Ιάκωβος Ραγκαβής στο βιβλίο του «Τα Ελληνικά», τ. Α, Αθήνα 1853, σ.
155 αναγράφει Πάρνης και κοινώς Νουζάς.
Το «Λεξικό Ιστορίας - Γεωγραφίας» του Σ. Βουτυρά, τ. 5 - Κωνσταντινούπο-
λη 1888, αναφέρει το βουνό Πάρνης και κοινώς Νουζής.
Οι E. Curtius - J.A. Kaupert - A. Milchhoefer στο έργο τους Karten von
Attika (1881-1900) και στο τεύχος «Φυλή» - 1894 αναφέρουν το βουνό Πάρ-
νης και την κορυφή Οζέα.
Το «Λεξικό Ιστορίας - Γεωγραφίας» του M. Boillet (μετ.-διασκ. Η. Οικο-
νομόπουλου - έκδ. Γ. Φέξη - Αθήνα 1900) αναφέρει Πάρνης και κοινώς Οζιά.
Το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης των H. Liddel - R. Scott - Α. Κωνσταντι-
νίδου, Αθήνα, 1907, αναφέρει μόνο ο Πάρνης.
Ο Δ. Καμπούρογλους στο βιβλίο του «Ο Αναδρομάρης της Αττικής» έκδ.
Μ. Ζηκάκης - Αθήνα 1920, αναφέρει την Πάρνηθα και με τις ονομασίες Νο-
ζιά, Καρά οζ και Όζεον όρος. Η ονομασία Καρά οζ εμφανίζεται στο Φιρμά-
νι του Σουλτάνου Σελμή, αλλά δεν είναι εξακριβωμένο αν αναφέρεται στην
Πάρνηθα ή το μοναστήρι («εις το ειρημένον μοναστήριον υποκείμενον και
καλούμενον Καρά Οζ»), γιατί το έγγραφο παρουσιάζει πολλές ελλείψεις (δεν
βρέθηκε πλήρες).
Έτσι η Πάρνηθα κατά καιρούς εμφανίστηκε και με τις ονομασίες Οζάς -
Οζιάς - Όζεου ή Όζεον όρος - Νουζής - Οζέα - Νοζιά και Οζά που τελικά επι-
κράτησε και λεγόταν κυρίως για την ψηλότερη κορυφή, την Καραβόλα, από
τον αλβανόφωνο πληθυσμό των γύρω της Πάρνηθας οικισμών.
Όμοια ή παρεμφερή τοπωνύμια υπάρχουν στο νησί Κέα ή Τζιά και σε παλιό
χάρτη Ζια (κόλπος Οτζιά), στο νησί Παξοί (κόλπος και ύψωμα Οζιά, καθώς
και οικισμός Οζιάς στο Γάϊο), στο νησί Νάξος (βουνό Ζας ή ο Ζας ή Ζιάς)
και στο νησί Σύρο (του Ζια το βουνί). Για την εξήγηση της ονομασίας αυτής
υπάρχουν οι παρακάτω εκδοχές, που νομίζω δεν ευσταθούν, γιατί έχουν γί-

— 89 —
νει αρκετές αυθαιρεσίες στα ιστορικά γεγονότα, αλλά και στη χρήση τόσο
της τούρκικης όσο και της αλβανικής γλώσσας, για να προσαρμοστούν στην
κάθε εκδοχή.

α. Ο Κ. Μπίρης στο βιβλίο του «Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων
των Αθηνών» - Αθήνα 1971 δίνει την εξήγηση ότι η μεσαιωνική ονομασία
Οζά, προέρχεται από την τουρκική Καρά οζ που, κατά τη γνώμη του, «σή-
μαινε μαυροζούμης και προφανώς ήταν εμπνευσμένη από την παρατήρηση
ότι όταν προμηνύεται μεγάλη βροχή συγκεντρώνονται στην κορυφή μαύρα
σύννεφα».

β. Ο Κ. Ρόδης στο βιβλίο του «Ουμπόρα» - Αθήνα 1980, που αναφέρεται στην
κάθοδο των Αρβανιτών στην Αττική γράφει σε περίληψη : «Όταν οι δύο αρ-
χηγοί των Αρβανιτών ο Λιόσης (Πέτρος Λιώσας) και ο Σπάτα (Γκίνης Μπούα
ή Σπάτα), έφτασαν με τους δικούς τους στην Αττική, κοντά στο Τατόϊ, γύρω
στο 1350, σταμάτησαν και αποφάσισαν να χωριστούν οι δύο ομάδες, ορίζο-
ντας ταυτόχρονα και την πορεία τους με τη φράση : από το σημείο αυτό θα
πιάσουμε (o-ze) και θα κατευθυνθούμε προς τα δυτικά (Λιόσης) και προς τ’
ανατολικά (Σπάτα). Έτσι το άγνωστο γι αυτούς βουνό, που στους πρόποδές
του έγινε ο χωρισμός των ομάδων και η διανομή της περιοχής που έβλεπαν
εμπρός τους, ονομάστηκε Οζέα».

γ. Η ονομασία Οζά προέρχεται από το Ζας παραφθορά της λέξης Ο Ζευς ή Ω


Ζευς. Αν και ο ιστορικός Φερεκύδης (5ος π.Χ. αι.) γράφει «Ζας μεν και Κρόνος
ήσαν αεί και Χθονίη», η εξήγηση αυτή δε φαίνεται να ευσταθεί, γιατί η λέξη Ζας
είναι ο δωρικός τύπος της λέξης Δίας, όπου το Δι γίνεται Ζ (π.χ. Δίας - Ζας, δια-
βολιά - ζαβολιά, διάστανο - ζάστανο κ.ά.) και δεν έχει καμιά σχέση με τους Αρ-
βανίτες της Αττικής, που το πιθανότερο είναι ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ τους
για τον περιηγητή Παυσανία, που έγραφε ότι στην Πάρνηθα υπήρχε άγαλμα
του Παρνήθιου Δία, αν υποτεθεί ότι αυτοί έδωσαν την ονομασία Οζά.
Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους κατοίκους της Αττικής και των Αθη-
νών, που όπως φαίνεται από μαρτυρίες όλων των περιηγητών της εποχής,
που πιθανόν εμφανίστηκε η ονομασία αυτή, είχαν αρκετή άγνοια της αρχαίας
ιστορίας ώστε ξαφνικά να ονομάσουν την κορυφή της Πάρνηθας Ζας - Ο Ζας
- Οζά. Για την ερμηνεία πάντως αυτή δεν υπάρχει καμιά γραπτή μαρτυρία
(παλιά έγγραφα - λεξικά - αναφορές ταξιδιωτών και αρχαιολόγων κ.ά.) που
να το επιβεβαιώνει.

— 90 —
Τη σωστή εξήγηση νομίζω ότι δίνει ο Σωκράτης Λιάκος (τοπογράφος, μη-
χανικός και συγγραφέας, ερμηνευτής των τοπωνυμίων της Βαλκανικής χερ-
σονήσου και γνώστης όλων των γλωσσών αυτής) ο οποίος σε σχετική επιστο-
λή μου απάντησε ότι «η ονομασία Οζιά - Οζά προέρχεται από την αρβανίτικη
λέξη Xeixa (προφ. χέϊζα) ή Heiga που δηλώνει το κορφοβούνι, την κορυφο-
γραμμή, τη ράχη κάθε βουνού».
«Η λέξη αυτή είναι δάνειο της αρβανίτικης από τη μεσαιωνολατινική, η
οποία ονόμαζε το βουνό, το λόφο και γενικά το ύψωμα Heisa - Hogium και
επίσης Heisa - Heisia τα τμήματα του δάσους που συνήθως περιφράζονταν με
ψηλούς και γερούς φράκτες για να διατηρούν σε αυτά θηράματα οι γαιοκτή-
μονες (όπως π.χ. οι άρχοντες των Αθηνών Ιταλοί Ατσαγιόλι - π.χ. ο Δούκας
των Αθηνών Fransesco Acciajuoli). Άρα το όνομα Οζιά - Οζά είναι κληροδό-
τημα των χρόνων της Ρωμαιοκρατίας ή της Φραγκοκρατίας».
«Δεν αποκλείεται τέλος η προέλευσή της και από τη λέξη του Ησύχιου αί-
ζεος - αιζέα - αίζεον = υψηλός (βλ. αιζέων = υψηλών ορέων) που συγγενεύει
ετυμολογικά με τη λέξη Hoge = λόφος - βουνό της παλαιογαλλικής και με τις
ονομασίες των βουνών Όσσα της Θεσσαλίας και Ouzon, Iazza, Uzia, Auzzo
κ.τ.λ. της Γαλλίας και Ιταλίας».
Σήμερα έχει επικρατήσει μόνο η αρχαία ονομασία του βουνού, δηλαδή Πάρ-
νηθα. Με την ονομασία αυτή δεν υπάρχει άλλο τοπωνύμιο στην Ελλάδα.

— 91 —
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΠΑΡΝΗΘΑΣ

Αβράμη : Πηγάδι, σε ύψ. 390μ., στους δυτικούς πρόποδες της κορυφής Αλογόπετρα και
δίπλα στό δρόμο Φυλής - Μονής Κλειστών. Αναφέρεται σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1929 &
1936).
Αγγέλων Μονή : Νέο γυναικείο μοναστήρι στα ΒΑ της κορυφής Βερόρι, σε ύψ. 480μ.
Στην αρχή (1973) η εκκλησούλα ήταν αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, ενώ το νέο καθολι-
κό είναι αφιερωμένο στους Αγγέλους. Ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο.
Αγελαδίτσα : Ύψωμα (723μ.-659μ.) στη βόρεια Πάρνηθα Δ-ΝΔ της Σφενδάλης. Η κο-
ρυφή λέγεται και Λιόπεζα ή και Λιόπεσι, αλλά και Λιόπα, πιθανώς από το αρβαν. lope
ή ljopa = η αγελάδα. Κατά μία άλλη εκδοχή προέρχεται επίσης από το αρβαν. ljoshi =
ομαλή ορεινή τοποθεσία γεμάτη χόρτο. Αναφέρεται Αγελαδίτσα (Λιόπεζα) στο χάρτη
Σαρρή (1928) και Λιόπεσι στο χάρτη Σαρρή/Σιδέρη (1930). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936)
αναφέρεται Μαλιολόπα. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Γελαδοκορυφή.
Αγία Άννα : Ερημοκκλήσι, σε ύψ. 360μ., στον Κοκκινόβραχο (Λιοσάτι), νότια του Σταθ-
μού Αφιδνών.
Αγία Κυριακή : Εκκλησάκι, σε ύψ. 340μ., ΒΑ της Φυλής, στην περιοχή του αρχαίου δή-
μου Χαστιέων. Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ.Σ. (1908).
Αγία Κυριακή : Ερημοκκλήσι, σε ύψ. 320μ., στο ρέμα της Κρύας Βρύσης ή Άμπουλθι
μεταξύ Βαρυμπόμπης και Θρακομακεδόνων. Σημειώνεται στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928)
και αναφέρεται σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).
Αγία Μαρίνα : Ερημοκκλήσι, σε ύψ. 440μ., στα Δ-ΝΔ των Αφιδνών, στο ομώνυμο ύψωμα
που ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. αναφέρει Μύτικας. Δίπλα υπάρχει πηγή. Αναφέρεται στο
γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Αγία Μαρίνα : Ερημοκκλήσι, σε ύψ. 345μ., στη βόρεια Πάρνηθα στο Μαυρόρεμα και
ανάμεσα στις κορυφές Βράχος και Σούμπασι. Το εκκλησάκι είναι κτισμένο στο βράχο και
στην είσοδο χαμηλής σπηλιάς. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Αγία Παρασκευή : Ερημοκκλήσι,
1. στη θέση Παλιοχώρι - Ρουμάνι σε ύψ. 765μ. Δίπλα υπάρχει πηγή. Στο γερμ. χάρτη
Phyle (1894) σημειώνονται ερείπια εκκλησίας Αγίου Νικολάου. Στην περιοχή έχουν
βρεθεί ίχνη αρχαίας κατοίκησης. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
2. στη θέση Μπόρσι σε ύψ. 700μ. Κοντά υπάρχει πηγή «κλειστή». Αναφέρεται σε χάρτες
της Γ.Υ.Σ. (1974) και του Υπ. Γεωργίας (1985).
3. νότια του βουνού της Φυλής, σε ύψ. 690μ. Απέναντι υπάρχει πηγή. Στο γερμ. χάρτη
Phyle (1894) σημειώνονται ερείπια εκκλησίας. Στην περιοχή έχουν βρεθεί ίχνη αρχαίου
οικισμού, νεκροταφείου και ναού. Αναφέρεται στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925), στο χάρτη
Σαρρή (1928) και στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929).

— 92 —
Αγίας Παρασκευής Μονή : Γυναικείο μοναστήρι (ιδρ. το 1930) σε ύψ. 310μ., στην πε-
ριοχή Γκατζανά βόρεια των Αχαρνών. Ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο.
Αγία Σωτήρα : Κοινή ονομασία για τα εκκλησάκια της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.
Αγία Τριάδα : Οικισμός στη ΒΑ Πάρνηθα σε μέσο ύψ. 600μ. Υπάγεται στην Κοινότητα
Αφιδνών και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 84 μόνιμους κατοίκους. Αρχική
ονομασία Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία.
Αγία Τριάδα : Ερημοκκλήσι,
1. στο κέντρο σχεδόν της ψηλής περιοχής της Πάρνηθας, σε ύψ. 1.000μ. Δίπλα υπάρχει
πηγή. Επί Τουρκοκρατίας υπήρξε μικρομονάστηρο, μετόχι της Μονής Ασωμάτων (Πε-
τράκη) και λεγόταν και Μονή της μεγάλης καρυδιάς από το τεράστιο ομώνυμο δέντρο
που βρισκόταν δίπλα της (κόπηκε για τη διάνοιξη του δρόμου). Στο γερμ. χάρτη Phyle
(1894) αναφέρεται η Μονή Αγίας Τριάδας εγκαταλειμμένη. Σε περιγραφή ανάβασης
του 1903 αναφέρεται ότι δίπλα διέμεναν τα καλοκαίρια Σαρακατσαναίοι κτηνοτρόφοι.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο (Φ.Ε.Κ.
863Β/30-11-1988).
2. στη νότια πλευρά της κορυφής Μπελέτσι, σε ύψ. 600μ., όπου πηγή/βρύση και πηγάδι.
Βρίσκεται δίπλα στο δασικό δρόμο Αφιδνών - Αγίου Μερκουρίου. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928).
3. στη δυτική πλευρά της κορυφής Μεγάλο Αρμένι, σε ύψ. 380μ., όπου βρύση και πηγάδι.
Βρίσκεται δίπλα στο δασικό δρόμο Αυλώνα - Βούντιμα. Αναφέρεται στο Ημερολόγιο
Ο.Σ. (1925) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Αγίας Τριάδας Ρέμα : Μεγάλη ρεματιά που ξεκινά από την Αγία Τριάδα, περνά από το
τελεφερίκ και τον οικισμό Θρακομακεδόνες για να καταλήξει στον Κηφισό ποταμό. Ανα-
φέρεται σε γεωλογικό άρθρο και χάρτη (1964).
Αγίας Τριάδας σπήλαιο : Βρίσκεται στα δυτικά της κορυφής Μεγάλο Αρμένι και νότια
από την Αγία Τριάδα Αυλώνα, σε ύψ. 420μ. Έχει διαστάσεις 8x5μ. και ύψος 10μ. και
χρησιμοποιείται κυρίως για στάνη. Έχει σχήμα τέλειας αψίδας. Αναφέρεται στο χάρτη
Σαρρή (1928).
Άγιος Αθανάσιος : Μικρό ύψωμα (452μ.) ΝΑ του Παλαιόκαστρου και ΒΔ του οικισμού
Κρυονέρι, που έχει πάρει την ονομασία από παλιά ερείπια ομώνυμου βυζαντινού εκκλησι-
δίου. Στην κορυφή παλιό παρατηρητήριο πυρκαγιών (πυροφυλάκιο). Αναφέρεται σε αρ-
χαιολογικό άρθρο (1874), στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Άγιος Αθανάσιος : Μικρό εκκλησάκι, σε ύψ. 450μ., πίσω ακριβώς (βόρεια) από τη Μονή
Κοιμήσεως Θεοτόκου στους Θρακομακεδόνες, όπου και δεσμευμένη πηγή και βρύση.
Άγιος Αθανάσιος : Εκκλησάκι με περίβολο και διάφορα κτίσματα (μάλλον παλιά κελιά),
σε ύψ. 400μ., στη ΒΔ Πάρνηθα και βόρεια των Σκούρτων, δίπλα στο νέο ησυχαστήριο
Αναλήψεως Χριστού, ανατολικά του δρόμου για οικισμό Κλειδί.
Άγιος Αντώνιος : Νέο εκκλησάκι στη νότια πλευρά, σε ύψ. 550μ., βόρεια της Μονής
Γενεσίου Θεοτόκου Ντάρδιζας. Βρίσκεται στην είσοδο της σπηλιάς Κόρπη.

— 93 —
Άγιος Γεώργιος : Παλιό εκκλησάκι (δεν υπάρχει σήμερα) στη ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 560μ.,
ΒΔ του Αγίου Δημητρίου. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Άγιος Γεώργιος : Ερημοκκλήσι,
1. σε ύψ. 1.280μ., στο διάσελο μεταξύ των κορυφών Καραβόλας και Όρνιου. Αναφέρεται
σε ορειβατικό άρθρο (1981).
2. σε ύψ. 845μ., μεταξύ των κορυφών Κορομηλιά και Κυρά, στη θέση Κεραμίδι. Δίπλα υπάρ-
χει πηγή. Αναφέρεται στους χάρτες Σαρρή (1928) και Γ.Υ.Σ. (1929).
3. σε ύψ. 760μ., στο Λημικό και ΝΑ του αρχαίου πύργου. Κοντά υπάρχει πηγάδι. Αναφέ-
ρεται στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
4. σε ύψ. 430μ., στην περιοχή Θρακομακεδόνες. Σήμερα είναι μισοκατεστραμμένο από
το σεισμό της 7-9-1999. Αναφέρεται στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893), σε χάρτη της Χ.Υ.
(1912) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
5. σε ύψ. 420μ., στην περιοχή Θρακομακεδόνες, έξω από τον περίβολο της Μονής Κοι-
μήσεως Θεοτόκου.
6. σε ύψ. 320μ., στη ΒΔ Πάρνηθα.
7. σε ύψ. 220μ., στην περιοχή του Αυλώνα προς τη Βένιζα. Κτίστηκε το 1832.
Άγιος Δημήτριος : Ερημοκκλήσι στη ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 560μ., βόρεια του Μουγκουλ-
τού. Δίπλα (ΝΑ) υπάρχει πηγάδι. Αναφέρεται σε χάρτες της Χ.Υ. (1912), της Γ.Υ.Σ. (1928)
και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Άγιος Ηλίας : Παλιά πηγή στα νότια της κορυφής Τσαούσι σε ύψ. 700μ. περίπου. Ανα-
φέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) αναφέρονται ερείπια εκ-
κλησίας Αγίου Νικολάου.
Άγιος Ηλίας : Παλαιότερη λανθασμένη ονομασία του Αγίου Νικολάου στο Βούντιμα.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Άγιος Θωμάς : Οικισμός στη ΒΔ Πάρνηθα σε μέσο ύψ. 240μ. Υπάγεται στο Δήμο Οινο-
φύτων του Νομού Βοιωτίας και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 1.425 μόνιμους
κατοίκους. Αρχικά υπαγόταν με την ονομασία Λιατάνι στο Δήμο Τανάγρας. Έχει αναφερ-
θεί και ως Λιάτανη. Στην απογραφή του 1928, ως Άγιος Θωμάς, είχε 1.180 κατοίκους.
Άγιος Ιωάννης Βαπτιστής : Νέο εκκλησάκι στη ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 540μ., βόρεια του
Μουγκουλτού, στο ρέμα Μπαλικέμπα και δίπλα στις εκεί στάνες.
Άγιος Ιωάννης (Θεολόγος) : Παλιό μικρομονάστηρο μεταξύ Άνω Λιοσίων και Φυλής, σε
ύψ. 225μ. Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ.Σ. (1908).
Άγιος Κωνσταντίνος και Ελένη : Μικρό εκκλησάκι, σε ύψ. 500μ., ανατολικά της Πέτρας
Βαρυμπόπης και δίπλα στο δρόμο για Ντάρντιζα.
Άγιος Μερκούριος : Μικρός συνοικισμός με 95 κατοίκους (απογραφή 1928) που υπαγό-
ταν στις Αφίδνες (Κιούρκα). Σε μεταγενέστερες απογραφές δεν αναφέρεται καθόλου.
Άγιος Μερκούριος : Ερημοκκλήσια στη βόρεια Πάρνηθα, σε ύψ. 600μ., δίπλα στο δρόμο Βα-
ρυμπόμπης - Σφενδάλης (αναφέρεται σε αγγλ. χάρτη του 1838) και σε ύψ. 520μ., μέσα στη
ρεματιά Μήλεσι (αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή - 1928). Δίπλα υπάρχει «κλειστή» πηγή.
— 94 —
Άγιος Μηνάς : Εκκλησάκι, σε ύψ. 425μ., στους Θρακομακεδόνες, έξω από τον περίβολο
της Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου.
Άγιος Νεκτάριος : Μικρό εκκλησάκι, σε ύψ. 420μ., έξω από τη Μονή Κλειστών.
Άγιος Νικόλαος : Ερημοκκλήσι,
1. στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 520μ., στη μικρή κοιλάδα που σχηματίζεται μεταξύ των
υψωμάτων Αραλάλα, Μικρό Αρμένι και Αγίου Νικολάου. Κοντά υπάρχει πηγάδι. Ανα-
φέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
2. στη νότια Πάρνηθα, σε ύψ. 500μ., και στην τοποθεσία Μετόχι, κάτω από τον κεντρικό
δρόμο που ανεβαίνει στην Πάρνηθα. Επί Τουρκοκρατίας ήταν μικρομονάστηρο και
μετόχι της Μονής της Αγίας Τριάδας Πάρνηθας. Σήμερα είναι μισογκρεμισμένο από το
σεισμό της 7-9-1999. Αναφέρεται στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και στο βιβλίο του Κ.
Πασαγιάννη «Αττικοί περίπατοι» (1922) ως ερειπωμένο.
3. στη νότια πλευρά σε ύψ. 430μ., στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στους Θρακομακεδό-
νες. Βρίσκεται στο κοιμητήριο της Μονής και έχει χαρακτηριστεί βυζαντινό (13ος αι.).
Αναφέρεται στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893), στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και στο χάρτη
Σαρρή (1928).
4. στην περιοχή Βούντιμα, σε ύψ. 420μ. Αναφέρεται λανθασμένα ως Άγιος Ηλίας ερειπωμέ-
νος στο χάρτη Σαρρή (1928) ή Προφήτης Ηλίας σε άλλους χάρτες. Στην περιοχή έχουν
βρεθεί ίχνη αρχαίας κατοίκησης. Αναφέρεται ως Άγιος Νικόλαος σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936).
5. στο Κρυονέρι, σε ύψ. 400μ., έξω από τη Μονή Κοσμοσωτήρα. Σημειώνεται ερειπωμένο
στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893).
6. στη Ν-ΝΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 360μ., βόρεια της Φυλής (Χασιά), όπου και ίχνη του αρ-
χαίου δήμου Χαστιέων. Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ.Σ. (1908).
Άγιος Νικόλαος : Αναφέρονται ερείπια εκκλησίας στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) στη θέση που
βρίσκεται σήμερα ο Άγιος Πέτρος στη Μόλα. Αναφέρεται και σε χάρτη της Χ.Υ. (1912).
Άγιος Νικόλαος : Αναφέρονται ερείπια εκκλησίας στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) στη
θέση που βρίκεται σήμερα η Αγία Παρασκευή στο Παλιοχώρι - Ρουμάνι.
Άγιος Πέτρος : Ερημοκκλήσι στη βόρεια πλευρά της κορυφής Όρνιο, σε ύψ. 1.060μ. και
στην τοποθεσία Μόλα όπου βρύση και πηγή. Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) σημειώνονται
μόνο ερείπια εκκλησίας Αγίου Νικολάου. Σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) αναφέρεται Άγιος
Νικόλαος. Αναφέρεται Άγιος Πέτρος στο χάρτη Σαρρή (1928).
Αγίου Γεωργίου ρέμα : Μεγάλη ρεματιά στη νότια Πάρνηθα, νότια της Κυράς. Αναφέρε-
ται Ράπι χείμαρρος στο χάρτη Σαρρή (1928) και Αγίου Γεωργίου ρέμα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936), ενώ στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρυση Ε.Δ.) αναφέρεται Μεγάλο Πλατάνι ρεύμα.
Αγίου Ευσταθίου Μονή : Γυναικείο μοναστήρι, σε ύψ. 375μ., στο Κρυονέρι. Ιδρ. το 1980
και ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο.
Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Μονή : Παλιό μοναστήρι στα ΝΑ της Φυλής, σε ύψ. 225μ.,
στα ανατολικά της κορυφής Πλάτωμα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).

— 95 —
Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης Μονή : Αντρικό μοναστήρι (ιδρ. 1961), στη ΝΔ Πάρνη-
θα, σε ύψ. 470μ. και ΒΑ της Φυλής. Aκολουθεί το παλαιό ημερολόγιο.
Αγόρο(ς) : Μικρό ύψωμα, βόρεια των ψηλών κορυφών της Πάρνηθας και Β-ΒΔ του Αγ.
Πέτρου και της πηγής Μόλα, με ύψ. 1.091μ. Στην περιοχή υπάρχουν πολλές δολίνες.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Αγώρος,
ενώ στο νέο χάρτη της αναφέρεται Βούλιασμα.
Αέρας : Κορυφή στην ψηλή περιοχή της Πάρνηθας, ύψ. 1.127μ. Όλη τη νότια πλευρά της
κορυφής διασχίζει ο κεντρικός δρόμος που ανεβαίνει στην Πάρνηθα. Αναφέρεται (Korifi
tis Aeras) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και Κορυφή Αέρας στο χάρτη Σαρρή (1928).
Αναφέρεται Μαληαέρας σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και Μάλι Αέρας σε χάρτη του Ε.Δ.
του Υπ. Γεωργίας (1976). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη.
Αετόβρυση : Άλλη ονομασία της πηγής Σκίπιζα. Αναφέρεται Αετόβρυση (Σκίπιζα) στον
αναθεωρημένο χάρτη του Σαρρή (1936).
Αετός : Κορυφή (774μ.) στη δυτική Πάρνηθα στα ΝΔ της κορυφής Κούμπουλα. Στο γερμ.
χάρτη Megalo Vuno (1894) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Κουρορέμι (βλ. λέξη).
Αλεμάνι : Παλαιότερη ονομασία της λάκκας Παλιοχώρι. Αναφέρεται σε περιγραφή ανά-
βασης του 1890.
Άλογο : Παράξενη και λανθασμένη ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για
το Πλατύ Βουνό (βλ. λέξη).
Αλογόπετρα : Κορυφή (726μ.) στη Ν-ΝΔ Πάρνηθα, βόρεια της Φυλής (Χασιάς). Στη
νότια άκρη της Αλογόπετρας και στην αρχή της μικρής χαράδρας, βρίσκεται η σπηλιά
Καλόγερου. Μία μεγαλύτερη σπηλιά, που χρησιμοποιείται για στάνη, βρίσκεται στη δυ-
τική πλευρά της. Στις ορθοπλαγιές που βρίσκοναι στη νότια πλευρά της γίνονται αναρ-
ριχήσεις. Σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908) αναφέρεται Κόκκινη Πέτρα.
Αναφέρεται Αλογόπετρα στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).
Αναφέρεται Μπετουγιάννη σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) και σε χάρτη του Δασαρχείου
(1967). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Αλογόρραχη.
Αλογόρραχη : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την Αλογόπετρα.
Αλωνάκι : Έτσι αναφέρεται (Alonaki) η πηγή Πλατάνα και το ρέμα Καμπέρα-Μποντιά
στο γερμ. χάρτη Phyle (1894).
Αλωνάκι : Μικρή λάκκα στα νότια της κορυφής Στατήρι. Αναφέρεται στο βιβλίο «Αι πηγαί
της Πάρνηθος» του Ι. Σαρρή (1926). Οι σημερινοί χάρτες το αναφέρουν Πετράλωνα.
Αλώνι ή Αλωνάκι : Μικρή λάκκα, σε ύψ. 760μ., μεταξύ των ρεμάτων Αγίου Γεωργίου και
Πλατανάκι στη νότια Πάρνηθα. Αναφέρεται Αλώνι στο χάρτη Σαρρή (1928), στο χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1929) και στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρυση Ε.Δ.). Αναφέρεται Αλωνάκι σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1936) και σε χάρτη του Δασαρχείου (1967).
Αλώνι Νίκα : Έτσι αναφέρεται η Κουμαρόρραχη στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) και στο
χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995).

— 96 —
Αμμουδιά : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την περιοχή Λιούγκου
που παλαιότερος της Γ.Υ.Σ. (1936) ανέφερε Άμμος.
Άμπουλθι : Παλαιά τοπική ονομασία του ρέματος της Κρύας Βρύσης. Πιθανώς προέρχε-
ται από το αρβαν. ambule-ι = πηγή που αναβλύζει και υποκοριστικό ambul-thi. Αναφέ-
ρεται Άμπολη σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Αμυγδαλέζα : Έτσι αναφέρεται σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985) η περιοχή Αμυγδα-
λιές.
Αμυγδαλιές : Περιοχή βόρεια των Αχαρνών σε ύψ. 330μ.-300μ. Αναφέρεται και Αμυγδα-
λέζα.
Αναλήψεως Χριστού : Γυναικείο ησυχαστήριο, σε ύψ. 405μ., στη ΒΔ Πάρνηθα, βόρεια
των Σκούρτων και δίπλα στο δρόμο για οικισμούς Κλειδί και Άγιο Θωμά.
Αναστάσεως : Εκκλησία, σε ύψ. 506μ., στην κορυφή Παλαιόκαστρο (βλ. λέξη) που υπήρ-
ξε παρεκκλήσι των πρώην ανακτόρων Τατοΐου. Θεμέλιος λίθος 1899, περάτωση 1952.
Αναφέρεται στο βιβλίο της Θ. Αρβανιτοπούλου «Δεκέλεια» (1958). Αναφέρεται Μετα-
μόρφωση στο χάρτη Σαρρή (1928).
Άντρο Πανός : Άλλη ονομασία του σπηλαίου Πανός.
Άνω Λιόσια : Κωμόπολη στη νότια πλευρά της Πάρνηθας σε μέσο ύψ. 180μ. Αναγνωρί-
στηκε ως Κοινότητα το 1912 και στην απογραφή του 1920 είχε 1.019 κατοίκους. Σήμερα
είναι Δήμος και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 27.305 μόνιμους κατοίκους. Η
ονομασία προέρχεται από την αρβανίτικη φάρα των Λιόσηδων. Παλαιότερες ονομασίες
(από το 14ο αι.) Λιόσ(σ)η και Παλαιά Λιόσια που ανήκαν στο Δήμο Αχαρνών (1835). Στο
γερμ. χάρτη Pyrgos (1893) αναφέρονται Επάνω Λιόσια (Epano Liossia). Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928).
Αραλάλα : Κορυφή (845μ.) στη βόρεια Πάρνηθα. Βρίσκεται ΒΔ της κοιλάδας Σαλονί-
κι και σημαίνει στ’ αρβαν. χωράφι του Λάλα. Αναφέρεται Μάλεζα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936) και σε χάρτη του Δασαρχείου (1967). Σε χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995) ανα-
φέρεται Λάλα. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Μύτη.
Άρμα : Κορυφή (884μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά του φαραγ-
γιού της Γκούρας, πάνω (βόρεια) από τη Μονή Κλειστών. Το Άρμα έχει εκτεταμένες
ορθοπλαγιές συνολικού μήκους 900μ. περίπου, στις οποίες έχουν ανοιχτεί αξιόλογες
αναρριχητικές διαδρομές. Οι Α-ΝΑ πλευρές του Άρματος, όπου και οι ορθοπλαγιές, λέ-
γονται Kαλιακoύδα. Η Δ-ΝΔ ραχούλα από την κορυφή λέγεται Παγανιά, η λάκκα στα
βόρεια του Άρματος λέγεται Καλαμαρά, και το κατηφορικό οροπέδιο δυτικά της κορυ-
φής λέγεται Στράτι. Αναφέρονται στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) οι ονομασίες Καλαμαρά
(Kala-mara) και Βράχος Άρματος (Harmafelsen). Αναφέρεται στον αλφαβητικό οδηγό
της Αττικής (1923), στο χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1929 & 1936) και σε
χάρτη του Δασαρχείου (1967). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Ομαλή, ονομασία
τελείως άγνωστη στην περιοχή και άσχετη με τη μορφολογία της κορυφής. Άρμα είναι
και η αρχαία ονομασία της κορυφής.

— 97 —
Αρμάδε : Τοποθεσία με πηγάδι, σε ύψ. 470μ., βόρεια της Μονής Αγ. Κυπριανού και μεταξύ
των κορυφών Κεραμίδι - Κορομηλιά - Αλογόπετρα. Σημαίνει στ’ αρβαν. μεγάλο χωράφι.
Αρμενιά : Δίκορφο ύψωμα (759μ.-722μ.) στη βόρεια πλευρά, πάνω (νότια) από τον Αυ-
λώνα. Οι βραχώδεις ΒΔ πλαγιές του έχουν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για αναρριχητική
σχολή βράχου. Δίπλα στην κορυφή υπάρχει εικονοστάσι και ένας μεγάλος σταυρός, ορα-
τός από μακριά. Σε χάρτη του 1838 αναφέρεται Αρμένι (Mt. Armeni), όπως και σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1948). Αναφέρεται Μεγάλο Αρμένι στο χάρτη Σαρρή (1928) και Αρμενιά στο
Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925).
Άσπρη Βρύση : Παλιά βρύση, σε ύψ. 380μ., στο χωριό Κοκκίνι και στο μονοπάτι για Στε-
φάνη (Κρόρα). Αναφέρεται στο βιβλίο «Αι πηγαί της Πάρνηθος» του Ι. Σαρρή (1926).
Άσπρη Βρύση : Άλλη ονομασία των πηγών Ασπρόβρυση.
Ασπροβούνι : Κορυφή (675μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα, δυτικά από το Ξερόρεμα και τα εκεί
λατομεία. Αναφέρεται Λιάλιε Μπάρδι σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Ασπρόβρυση : Πηγή στο Βούντιμα σε ύψ. 480μ. Παλαιά τοπική ονομασία Κρούα Μπάρ-
δα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Ασπρόβρυση : Πηγή βόρεια από το Μετόχι, σε ύψ. 600μ. Αναφέρεται σε χάρτες της Γ.Υ.Σ.
(1928), του Δασαρχείου (1967) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).
Άσπρο Λιθάρι : Μικρό ύψωμα (609μ.) στη ΒΑ Πάρνηθα, βόρεια από το Κατσιμίδι και
μετά το Χάραδρο. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την
έχει ανώνυμη.
Ασπρόες : Τοποθεσία, σε ύψ. 1.060μ., ΒΑ της Αγίας Τριάδας, δίπλα στον περιφερειακό
δρόμο για Μπάφι-Μόλα, όπου και παλιό λατομείο. Αναφέρεται σε χάρτη του Ε.Δ. του
Υπ. Γεωργίας (1976).
Ασφάκα : Ονομασία της ράχης (950μ.-850μ.) ΝΑ της κορυφής Φλαμπούρι. Αναφέρεται
στο χάρτη Σαρρή (1928). Τοπική ονομασία Σφάκα.
Αυγό (ή Αβγό) : Κορυφή ύψ. 1.201μ., μεταξύ των κορυφών Όρνιο και Φλαμπούρι. Στην
ανατολική πλευρά υπάρχουν οι πηγές Κατάρα και Κορομηλιά. Στο γερμ. χάρτη Tatoi
(1893) αναφέρεται Σκίπιζα (Skipesa). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928) και σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει
ανώνυμη.
Αυλών : Κωμόπολη στη βόρεια πλευρά της Πάρνηθας σε μέσο ύψ. 180μ. Παλαιότερη
ονομασία (1912-1927) Σάλεσι και ακόμα παλαιότερη Κακοσάλεσι (1835-1912). Στην
απογραφή του 1920 είχε 1.427 κατοίκους και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με
4.980 μόνιμους κατοίκους.
Αυχένας Πάνα : Διάσελο (995μ.) μεταξύ των κορυφών Καραβόλα και Πλατύ Βουνό. Από
το σημείο αυτό αρχίζουν το Μαυρόρεμα και το ρέμα Καμπέρα. Λέγεται και Διάσελο Πα-
νός. Αναφέρεται σε χάρτη του Δασαρχείου (1967). Σε ορειβατικά άρθρα της δεκαετίας
1930 αναφέρεται ως Κιάφα ή Αυχένας Γαϊδουρόβρυσης.

— 98 —
Αφίδναι : Οικισμός στη ΒΑ Πάρνηθα σε μέσο ύψ. 380μ. Παλαιότερη ονομασία (μέχρι το
1919) Κιούρκα. Στην απογραφή του 1920, ως Κοινότητα Αφίδνης είχε 821 κατοίκους και
στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 1.653 μόνιμους κατοίκους. Σε διάφορες απο-
γραφές αναφερόταν και ως Αφίδνη και ως Άφιδναι. Κοινή ονομασία Αφίδνες.
Αχαρναί : Κωμόπολη στη νότια πλευρά της Πάρνηθας σε μέσο ύψ. 180μ. Παλαιότερη ονο-
μασία (μέχρι το 1914) Μενίδι. Στην απογραφή του 1920 είχε 4.492 κατοίκους και στην απο-
γραφή του 2001 εμφανίζεται με 77.670 μόνιμους κατοίκους. Το 1835 πρωτοαναγνωρίστηκε
ως Δήμος Αχαρνών με έδρα το Μενίδι που είχε 1.219 κατοίκους. Το διάστημα 1840-1858
υπαγόταν στο Δήμο Φυλής. Το 1912 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα Μενιδίου, το 1915 ως
Κοινότητα Αχαρνών και το 1946 ως Δήμος Αχαρνών. Κοινή ονομασία Αχαρνές.
Αχλαδιά : Έτσι αναφέρεται στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. η κορυφή Ντάρδιζα (567μ.).
Βαϊφόρος του Κυρίου : Γυναικείο μοναστήρι, σε ύψ. 560μ., ΒΑ από το Κατσιμίδι. Ακολουθεί
το παλαιό ημερολόγιο.
Βαρδί Βουνί : Έτσι αναφέρεται (Vardi Vuni) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) το Πλατύ
Βουνό και από αντιγραφή Βαρδιβούνι στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929).
Βαρυμπόμπη : Ονομασία που αναφέρουν οι νεότεροι χάρτες της Γ.Υ.Σ. και η Ε.Σ.Υ.Ε. για
το νέο οικισμό στη ΝΑ Πάρνηθα σε ύψ. 305μ. (η πλατεία), ανατολικά των Θρακομακε-
δόνων, που υπάγεται στο Δήμο Αχαρνών. Στην απογραφή του 1961 είχε 575 κατοίκους
και σε αυτή του 1991 είχε 1.354 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 δεν εμφανίζεται
γιατί έχει ενσωματωθεί ο πληθυσμός του οικισμού στο Δήμο Αχαρνών.
Βαρυμπόπη : Τοποθεσία στη ΝΑ Πάρνηθα και ΒΑ των Θρακομακεδόνων προς την
Πέτρα Βαρυμπόπης. Αναφέρεται (Varibopi) σε κατάλογο οικισμών του 1570, στο
γερμ. χάρτη Tatoi (1893), σε χάρτη της Χ.Υ. (1912), σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1928 &
1936) και στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρυση Ε.Δ.). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. δεν ανα-
φέρεται. Πιθανή ανομασία από την αρβανίτικη στρατιωτική οικογένεια Βαρυμπόπη
(υπάρχει τοπωνύμιο Baribopi στην Αλβανία). Βαρυμπόπη λεγόντουσαν παλαιότερα
η Μακρακώμη Φθιώτιδας, η Δάφνη Αυλωναρίου Ευβοίας και το Μοναστήρι Μεσση-
νίας (βλ. Βαρυμπόπι).
Βαρυμπόπι : Παλιός οικισμός, στα ΒΑ των Θρακομακεδόνων σε ύψ. 350μ. περίπου,
που αναφέρεται στη σύσταση του Δήμου Αχαρνών το 1835 και της Κοινότητας Μενι-
δίου το 1912. Από το 17ο αιώνα αναφερόταν ότι ανήκε στο Μενίδι. Στην απογραφή του
1920 είχε 70 κατοίκους. Μετά ερημώνει και δεν ξαναεμφανίζεται στις απογραφές (βλ.
Βαρυμπόμπη). Αναφέρεται ως Βαρυμπόπη - εγκαταλειμμένο χωρίο στο χάρτη Σαρρή
(1928).
Βατοκομείο : Λόφος (476μ.) στη ΝΑ Πάρνηθα δυτικά από το Κρυονέρι. Αναφέρεται ως
Λόφος Βατοκομείου σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και ως Λόφος Προβατοκομείου στο νέο
χάρτη της Γ.Υ.Σ.
Βατοπόρια : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας για τοποθε-
σία ΒΔ της κορυφής Κυρά.

— 99 —
Βάτος : Παλιά πηγή, σε ύψ. 660μ. περίπου, στο Μαυρόρεμα, βόρεια της Κρισιγιώνας. Στο
χάρτη Σαρρή (1928) αναφέρεται Φέρη (στα αρβαν. σημαίνει βάτος), ενώ σε ορειβατικό
άρθρο και αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936) αναφέρεται Βάτος.
Βατουριώνας ρέμα : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την πασίγνωστη
ρεματιά Χούνη. Η ονομασία Βατουριώνας είναι τελείως άγνωστη. Πιθανή παραφθορά
του αρβαν. ferreze = βάτα (βλ. Θέριζα).
Βελανιδιά ρέμα : Ονομασία που αναφέρεται στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. για το ρέμα Ντού-
σκεζα.
Βελανιδιές : Κορυφή (676μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα προς το Θριάσιο Πεδίο. Στο γερμ. χάρτη
Phyle (1894) αναφέρεται Κατζουλιέρι (Katzulieri), όπως και σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ.
Στρατιωτικών (1908), ενώ σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) αναφέρεται Κατζουλέρι. Στο χάρτη
Σαρρή (1928) αναφέρεται Κατσουλιέρι.
Βελανιδιές : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Λέντριζα
(βλ. λέξη).
Βέλασμα : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. για μία κορυφή
655μ., ΝΔ του οικισμού Στεφάνη και δίπλα στο δρόμο για Μαγούλα.
Βένιζα : Κορυφή (518μ.) στη Β-ΒΔ Πάρνηθα και δυτικά του Αυλώνα. Πιθανώς από το
αρβαν. venje = κέδρος. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Κορυφή.
Βερόρι : Κορυφή (658μ.) στην ανατολική Πάρνηθα και ΒΑ των πρώην ανακτόρων Τατο-
ΐου. Αναφέρεται Verori στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και Verrori σε αγγλ. χάρτη (1944).
Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και ως Βερώρι στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε
χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1945).
Βίγλα : βλ. Μεγάλη Βίγλα (674μ.).
Βίγλια : Πηγάδι, σε ύψ. 640μ., στη ΝΔ Πάρνηθα, δίπλα στο δρόμο για τα Δερβενοχώρια
και μετά τη διασταύρωση για το φρούριο της Φυλής. Αναφέρεται στους χάρτες Σαρρή
(1928) και Γ.Υ.Σ. (1929).
Βιλατούρι : Παλαιά τοπική ονομασία της κορυφής Κορομηλιά (983μ.) στη νότια Πάρνη-
θα. Σημαίνει σκοπιά, φυλάκιο. Αναφέρεται Κορομηλιά (Βιλλατούρι) στην επετηρίδα του
Ε.Ο.Σ. «Το Βουνό 1947-48», σ. 35
Βίλεζα : βλ. Μπίλιζα.
Βίλια : Τοποθεσία στη βόρεια πλευρά της κορυφής Αραλάλα, προς τον Αυλώνα και τη
μικρή κορυφή Μάλια Αέρα. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Βίλλια : Κορυφή (546μ.), στην Α-ΒΑ Πάρνηθα, βόρεια του οικισμού Δροσοπηγή.
Γράφεται και Βίλια. Πιθανώς από το vile-a, vilje-a = ψηλό μέρος. Στο γερμ. χάρτη
Tatoi (1893) αναφέρεται Μικρά Βίγλα (Mikra Vigla). Αναφέρεται Βίλλια στο χάρτη
Σαρρή (1928) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).

— 100 —
Βίλλια : Μικρός οικισμός στην ανατολική Πάρνηθα, που το 17ο αιώνα ανήκε στο Με-
νίδι. Πιθανώς βόρεια του σημερινού οικισμού Δροσοπηγή γύρω από το ύψωμα Βίλλια
(546μ.).
Βίλλια : Κλειστή πηγή, σε ύψ. 500μ., ανατολικά της Πέτρας Βαρυμπόπης, όπου και μικρή
ιδιωτική δεξαμενή, κοντά στο εκεί εκκλησάκι. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Βίλεζα.
Βιλ(λ)ιάνι : Πηγή/βρύση σε ύψ. 980μ. στη δυτική πλευρά της κορυφής Λαγός και δίπλα
στον περιφερειακό δασικό δρόμο. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Σε έγγραφο του
Υπ. Γεωργίας (1933) αναφέρεται Μπιλιάνη.
Βιρόϊ : Ρεματιά στη Β-ΒΑ Πάρνηθα δυτικά της Μαλακάσας. Λέγεται και Βιρός ή Βυρός
και είναι η συνέχεια του ρέματος Παλιομήλεσι-Σφενδάλης. Πιθανή ονομασία από το αρ-
βαν. viro-ι = πηγή, κεφαλάρι χειμάρρου. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Βλάχας πηγή : Πηγή, σε ύψ. 830μ., βόρεια της τοποθεσίας Ντράσιζα/Πλάκα. Αναφέρεται
στο χάρτη της Ανάβασης (2003). Ο χάρτης Σαρρή (1928) την έχει ανώνυμη.
Βοθέα : Τοποθεσία στην έξοδο του Χάραδρου προς την κοιλάδα των Κιούρκων. Αναφέ-
ρεται σε αγγλ. χάρτη (1944).
Βουκόλι : Έτσι αναφέρεται (Vukoli) από το γερμ. χάρτη Tatoi (1893) το ύψωμα Καψάλα
(1.027μ.) και από αντιγραφή στο χάρτη Αττικής (1923), ενώ σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928)
αναφέρεται Βουκόλι ή Καψάλας.
Βούλιασμα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για το ύψωμα Αγόρο.
Βουναλάκι : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για τη μικρή κορυφή Μά-
λια Αέρα (371μ.) ΝΑ του Αυλώνα.
Βουνό Αγίου Νικολάου : Κορυφή (636μ.) στη βόρεια πλευρά της Πάρνηθας και δυτικά
από το ερημοκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Αναφέ-
ρεται Μάλε Νικόλα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει
Κορυφή.
Βουνό Λυκόβρυσης : Παλιά λανθασμένη ονομασία της κορυφής Πέτρα Γκαμήλας (βλ.
λέξη). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928), ενώ στον αναθεωρημένο (1936) χάρτη του
αναφέρεται Γκαμήλα.
Βουνό Φυλής : Ύψωμα (912μ.) στη Δ-ΝΔ Πάρνηθα, Β-ΒΑ του φρουρίου της Φυλής
και πάνω από την πηγή της Φυλής / Αγίας Παρασκευής, όπου πιθανώς ήταν κτισμέ-
νο το πρώτο φρούριο της Φυλής (6ος αι. π.Χ.). Στην κορυφή υπάρχει παρατηρητή-
ριο πυρκαγιών (πυροφυλάκιο). Στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) αναφέρεται Μεγάλο
Βουνό της Φυλής (Megalo Vuno tis Phylis) και Βουνό της Φυλής στο χάρτη Σαρρή
(1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Βουνό Χασιάς : Μεγάλο ύψωμα στη ΝΔ άκρο της Πάρνηθας και δυτικά της Φυλής.
Έχει τρεις κύριες κορυφές (535μ., 556μ. και 556μ.) Η δυτικότερη, η Πέτρα Εβραίου,
(556μ.) έχει ενδιαφέρουσες ορθοπλαγιές όπου γίνονται αναρριχήσεις. Χωρίζεται από

— 101 —
τον κύριο όγκο της Πάρνηθας με τη Ρεματιά της Γιαννούλας. Αναφέρεται (Vuno tis
Chasias) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και Βουνό της Χασιάς σε χάρτες της Γ.Υ.Σ.
(1929 & 1936). Σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908) αναφέρεται Καμι-
λαύκι.
Βούντιμα : Κοιλάδα στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 450μ.-400μ., μεταξύ των κορυφών Σού-
μπασι και Ζυγός. Λέγεται και Βούντημα (έγγραφο του 1938) και παλαιότερα Μπούντι-
μα (έγγραφο του 1837). Σε καταγραφή του 1885 αναφερόταν ότι υπήρχε καλοκαιρινός
οικισμός (μάλλον κτηνοτρόφων) που προσαρτήθηκε στον τότε Δήμο Τανάγρας μαζί με
τη Μαλακάσα και άλλους εκτός Πάρνηθας οικισμούς. Έχουν βρεθεί κομμάτια από αρ-
χαία κεραμίδια και αγγεία. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Βούτημα.
Βουρλιώτες : Η νότια απόληξη (708μ.) της ράχης Κουκουρέτσιζα (βλ. λέξη). Αναφέρεται
σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και σε τοπογραφικό χάρτη και γεωλογικό άρθρο (1961).
Βούτημα : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κοιλά-
δα Βούντιμα.
Βράχος : Κορυφή (581μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα δυτικά από το Μαυρόρεμα και την Αγ. Μα-
ρίνα.
Βράχος Θοδώρας : Απόκρημνος βράχος (548μ.), στη ΝΔ Πάρνηθα νότια του φρουρί-
ου της Φυλής. Στις ορθοπλαγιές της προς τη χαράδρα γίνονται αναρριχήσεις. Πιθανώς
στην απότομη αυτή βράχινη κορυφή υπήρχε στην αρχαιότητα το φρούριο Φάλεμι. Ανα-
φέρεται Θοδώρα στους χάρτες Σαρρή (1928) και Γ.Υ.Σ. (1929). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ.
την αναφέρει Θεοδώρα, όπως ο γερμ. χάρτης Phyle (1894) και ο χάρτης της Χ.Υ. του Υπ.
Στρατιωτικών (1908). Λέγεται και Πέτρα Θοδώρας.
Βροκόλι : Τοποθεσία στη Β-ΒΑ Πάρνηθα, όπου και πηγάδι σε ύψ. 720μ., δυτικά της κο-
ρυφής Κούκουρας. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Βύθισμα : Τοποθεσία με πολλές δολίνες, στην ανατολική Πάρνηθα, μεταξύ των κορυ-
φών Τσαούσι και Ντρίζα βόρεια του Χάραδρου. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Βυθίσματα : Τοποθεσία με πολλές δολίνες Β-ΒΔ της κορυφής Καραβόλα. Λέγεται και
Γκιόλα ή Γκιόλες. Αναφέρεται Λάκκα Λεβέντη στο χάρτη Σαρρή (1928).
Βυρός : Άλλη ονομασία της ρεματιάς Βιρόϊ.
Γαϊδουρόβρυση : Πηγή σε ύψ. 1.020μ., Β-ΒΑ της κορυφής Πλατύ Βουνό και σχεδόν δυ-
τικά του αυχένα Πάνα. Αναφέρεται σε έγγραφο του 1851 και σε έγγραφο του 1852 (ως
περιοχή προς το Στατήρι), στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Γελαδόβρυκο : Έτσι αναφέρεται μία κορφούλα (1.074μ.) βόρεια της κορυφής Μαυρο-
βούνι, σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Γελαδοκορυφή : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Αγε-
λαδίτσα στη ΒΑ Πάρνηθα και για την κορυφή Λιόπα στη ΝΔ Πάρνηθα. Σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Κορυφή Αγελάδος.

— 102 —
Γενεσίου Θεοτόκου Ντάρδιζας Μονή : Γυναικείο μοναστήρι (ιδρ. το 1969/1981) στη
νότια Πάρνηθα, ΒΔ των Αχαρνών, σε ύψ. 510μ.
Γεωργαντίλη ρέμα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για το ρέμα Γιορ-
γαντίλι.
Γιαννούλας ρέμα : Είναι η συνέχεια της ρεματιάς/φαραγγιού της Γκούρας. Αρχίζει σχε-
δόν δυτικά της Αλογόπετρας, στη συμβολή με το ρέμα Κόνιαρη, ενώνεται στη θέση Σκά-
λιεζα με το ρέμα της Θοδώρας και καταλήγει στον κόλπο της Ελευσίνας. Είναι ο αρχαίος
Κελάδων ποταμός. Πιθανώς από την τοπική αρχόντισσα Γιαννούλα που είχε κατασκευ-
άσει υδραγωγείο για ύδρευση της πεδιάδας. Σε γαλλ. χάρτη (1841) αναφέρεται το ερει-
πωμένο υδραγωγείο της Γιαννούλας (Jannoula – Aqueduc). Αναφέρεται στο χάρτη της
Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908).
Γιαούρτι : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρεται (Yaourti) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893)
και από αντιγραφή στο χάρτη Αττικής (1923) για την κορυφή Ξεροβούνι. Στο χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται ως θέση βόρεια της κορυφής. Σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωρ-
γίας αναφέρεται Γιαούρτι-Ξεροβούνι.
Γιοργαντίλι ρέμα : Ρεματιά στη Δ-ΝΔ Πάρνηθα. Αρχίζει από την Κακή Ράχη, Γκούριζι
και Μάσκαρη και καταλήγει στο Ξερόρεμα. Αναφέρεται Γεωργαντίλη ρέμα σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1936).
Γκαμήλα : Άλλη ονομασία της Πέτρας Γκαμήλας (βλ. λέξη).
Γκαμήλα : Ράχη (450μ.-350μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα ανατολικά του Σαρανταπόταμου.
Γκαστρωμένη : Παλιά πηγή σε ύψ. 620μ. (σήμ. «δεσμευμένη» για τις ανάγκες του οικι-
σμού Θρακομακεδόνες) δυτικά της Πέτρας Βαρυμπόπης. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928), σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και σε γεωλογικό άρθρο (1961). Σε τοπικό βιβλίο του
1940 αναφέρεται Γαστρομένθη.
Γκατζανά : Τοποθεσία στη νότια πλευρά στα βόρεια των Αχαρνών. Ο νέος χάρτης
της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Καζανάς. Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) αναφέρεται Γκαϊτα-
νά (Gaitana). Στο χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908) αναφέρεται Κατζα-
νάς, ενώ αναφέρεται Γαϊτανά σε τοπογραφικό χάρτη (1926) και στο χάρτη Σαρρή
(1928).
Γκιόλες : Περιοχή με δολίνες και μικρές λάκκες, Β-ΒΔ της κορυφής Καραβόλα. Αναφέ-
ρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας. Στο νέο χάρτη
της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Βυθίσματα.
Γκιούρμιζα : Παλιά ονομασία της δυτικής κορυφής (442μ.) του υψώματος Πλάτωμα, νό-
τια της Φυλής (Χασιάς). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ.
Στρατιωτικών (1908) αναφέρεται Γκούρμεζα.
Γκιώνα : Μικρή λάκκα στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, μεταξύ των κορυφών Μικρό και Μεγάλο Αρμένι,
ανατολικά του δασικού δρόμου για Βούντιμα και της πηγής Μύρτεζα. Πιο σωστή ονομασία
Λάκκα Γκιώνα (δηλ. η λάκκα του Γκιώνη/Γιάννη).

— 103 —
Γκορίτζα : βλ. Γκούριζι και Μαύρη Πέτρα.
Γκούρα : Η αφθονότερη σε ποσότητα νερού πηγή της Πάρνηθας. Βρίσκεται σε ύψ.
835μ., στη δυτική πλευρά της κορυφής Πλατύ Βουνό, προς τη ρεματιά. Προέρχεται
από το αρβαν. gurre - gurra που σημαίνει πηγή με πολύ νερό που βγαίνει από βράχο.
Το νερό της κύριας πηγής διοχετεύεται για ύδρευση της Φυλής από το 1951. Ανα-
φέρεται στο γερμ. χάρτη Phyle (1894), στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925) και στο χάρτη
Σαρρή (1928).
Γκούρα : Κοινή ονομασία της ρεματιάς/φαραγγιού της Γκούρας. Έχει επικρατήσει να λέ-
γεται Γκούρα, το στενό φαράγγι που σχηματίζεται μεταξύ των κορυφών Άρμα και Ταμίλθι
(από την τοποθεσία Μεσονύχτι μέχρι τη συμβολή με το ρέμα Κόνιαρη). Ο νέος χάρτης
της Γ.Υ.Σ. αναφέρει όλη τη ρεματιά/φαράγγι ως Ρέμα Γιαννούλας και την αρχή του ως Ρε-
ματάκι που ο παλαιότερος χάρτης της Γ.Υ.Σ. (1936) και ο χάρτης του Υπ. Γεωργίας (1985)
ανέφερε ρέμα Γκούρας.
Γκούρα : Παλιές πηγές ΒΑ του Όρνιου προς το Χάραδρο που λεγόντουσαν Μεγάλη Γκού-
ρα και Μικρή Γκούρα ή Γκουρούλα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Ο χάρτης της
Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρει λανθασμένα Γκούρα την κορυφή.
Γκούρας ρέμα : Μεγάλη ρεματιά που αρχίζει λίγο βορειότερα της πηγής Γκούρα από τη
Ντράσιζα/Πλάκα και το Πλατύ Βουνό για να συνεχίσει ως φαράγγι Γκούρας (αναφέρεται
στο γερμ. χάρτη Phyle – 1894) και ρέμα Γιαννούλας. Η αρχή της ρεματιάς αναφέρεται
στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. Ρεματάκι.
Γκούρι : Παλιά τοπική ονομασία για το Μαύρο Λιθάρι (βλ. λέξη).
Γκούριζα : Παλιά πηγή, σε ύψ. 350μ., στη Β-ΒΑ πλευρά της κορυφής Μπελέτσι, προς τη
σιδηροδρομική γραμμή. Πιθανώς από το αρβαν. gur = πέτρα και guriza = μικρή πέτρα.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Γκούριζι : Τοπική ονομασία της κορυφής Μαύρη Πέτρα. Προέρχεται από το αρβαν. guri-
i-zi που σημαίνει μαύρη πέτρα. Αναφέρεται Γκούριτζα (Guritza) στο γερμ. χάρτη Phyle
(1894), Γκορίτζα σε χάρτη της Αττικής (1923), Γορίτσα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και
Γκούριζι στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948).
Γκούρι Κούκι : Έτσι αναφέρεται (Guri Kuki) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) η κορυφή Κοκ-
κινόβραχος (408μ.) στην ανατολική Πάρνηθα. Λέγεται και Κοκκινοβούνι. Στα αρβαν.
guri kuqi σημαίνει βράχος κόκκινος.
Γκούρι Κούκι : Έτσι αναφέρεται σε τοπογραφικό χάρτη (1928), σε αγγλ. χάρτη (1944) και
σε γεωλογικό άρθρο (1961) η ανατολική κορυφή (718μ.) της ράχης Λύκαινα. Αναφέρεται
Κοκκινόβραχος στον Οδηγό Αττικής του Ε.Ο.Τ. (1930). Τοπική ονομασία της ανατολι-
κής απόληξης Κόκκινος Βράχος (βλ. λέξη).
Γκούρμεζα : Πιθανή σωστή ονομασία για τη Γκιούρμιζα (βλ. λέξη).
Γκρούπες : Παλιά ονομασία τοποθεσίας, ανατολικά της κορυφής Καραβόλα, όπου υπήρ-
χαν λάκκοι που φυλαγόταν το χιόνι (χιονόλακκοι). Πιθανώς προέρχεται από το αρβαν.

— 104 —
grope = λάκκος, γούβα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1928)
και του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας αναφέρεται Χιονίστρες.
Γορίτσα : βλ. Γκούριζι.
Γούβα : Λανθασμένη ονομασία της κορυφής Μαυροβούνι που αναφέρεται σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928), σε χάρτη του Δασαρχείου (1967) και του Υπ. Γεωργίας για τον Εθνικό Δρυ-
μό (1976). Υπάρχει το τοπωνύμιο Γούρνα 500μ. βορειότερα.
Γουμαρόβρυση : Έτσι αναφέρεται η πηγή Νίκα ή Κιούση στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1926) και
σε ορειβατικό άρθρο (1936).
Γούρνα : Πηγή, σε ύψ.1.020μ., βόρεια της κορυφής Μαυροβούνι στο μονοπάτι για τη
Χούνη. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Δάφνα : Κορυφή (698μ.) στη ΝΔ πλευρά της Πάρνηθας. Χωρίζεται από το Βουνό της
Χασιάς με το ρέμα της Γιαννούλας. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Δεκέλεια : Περιοχή γύρω από τα πρώην ανάκτορα Τατοΐου και από το Παλαιόκα-
στρο έως το Κατσιμίδι. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα εικάζεται ότι είναι η αρχαία
Δεκέλεια.
Δεκέλεια ή Τατόϊ : Οικισμός που αναφέρεται το 1835 στη σύσταση του Δήμου Αχαρ-
νών και το 1912 ως συνοικισμός της Κοινότητας Μενιδίου. Το Τατόϊ υπήρχε ως μικρός
οικισμός το 17ο αιώνα που ανήκε στο Μενίδι. Το 1935 αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη
Κοινότητα Τατόϊον (Δεκέλεια) στην οποία υπάγονταν οι οικισμοί Μπάφι και Βαρυμπόπι.
Το 1920 είχε 355 κατοίκους. Στην περιοχή υπήρχαν τα ανάκτορα των τότε βασιλέων, η
φρουρά, ένα ξενοδοχείο και εστιατόριο. Στην απογραφή του 1940 αναφέρεται μόνο ως
Δεκέλεια με 1.299 κατοίκους, ενώ στην απογραφή του 1971 εμφανίζεται για τελευταία
φορά με 2.666 κατοίκους.
Δένδρα : Ύψωμα, βόρεια των ψηλών κορυφών της Πάρνηθας, ύψ. 1.009μ., όπου και πολ-
λές δολίνες. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Δενδρόλακκα : Η μεγάλη λάκκα νότια της κορυφής Πλατύ Βουνό. Αναφέρεται σε ανα-
θεωρημένο χάρτη του Σαρρή (1936). Σε χάρτη του Δασαρχείου (1967) αναφέρεται Ξε-
ρόλακκες.
Δέντριζα : Έτσι αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) η κορυφή Λέντριζα.
Δερβενοχώρια : Περιοχή με μικρούς οικισμούς στη δυτική Πάρνηθα. Έτσι λέγονται τα
χωριά που βρίσκονται στη διαδρομή κάποιου δερβενιού.
Διάσελο Πανός : Η λιγότερο γνωστή ονομασία για τον Αυχένα Πάνα (995μ.) μεταξύ
των κορυφών Καραβόλα και Πλατύ Βουνό.
Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία : Η αρχική ονομασία του οικισμού Αγία Τριάδα της
Κοινότητας Αφιδνών. Στην απογραφή του 1991 είχε 40 κατοίκους.
Δικλισιά : Τοπική ονομασία για δύο ερημοκκλήσια στη ΒΔ Πάρνηθα μεταξύ Αγίας Μαρί-
νας και Μαζαραίϊκα, στο ύψωμα Βράχος. Το ένα εκκλησάκι (520μ.) είναι ο Ευαγγελισμός

— 105 —
της Θεοτόκου και το άλλο που είναι ερειπωμένο είναι άγνωστο (560μ.). Κοντά υπάρχουν
δύο πηγές η Στέρνα και η Ράπι. Παλαιότερη τοπική ονομασία Κλίσα Μπινιάρα που στα
αρβαν. σημαίνει δίδυμη εκκλησία. Αναφέρεται Παναγία στο χάρτη Σαρρή (1928) και Εκ-
κλησιά Μπινιάρα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Δραμπάλα : Κορυφή (787μ.) στη βόρεια πλευρά της Πάρνηθας, μεταξύ των κορυφών
Αραλάλα και Μεγάλο Αρμένι. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Δράσιζα : Έτσι αναφέρεται σε έγγραφο του 1851 η Ντράσιζα (βλ. λέξη).
Δρίζα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Ντρίζα. Ο
χάρτης της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρει Δρίζα τη λάκκα δυτικά της κορυφής.
Δροσοπηγή : Οικισμός στην ανατολική Πάρνηθα, σε μέσο ύψ. 525μ., που υπάγεται στην
Κοινότητα Αφιδνών. Στην απογραφή του 1981 που πρωτοαναφέρεται είχε 39 κατοίκους,
ενώ σε αυτή του 2001 εμφανίζεται με 143 μόνιμους κατοίκους.
Εβραιόπετρα : Έτσι αναφέρεται σε γεωλογικό άρθρο (1979) η Πέτρα Εβραίου.
Εισόδια Θεοτόκου (Παναγία) : Ερημοκκλήσι, σε ύψ. 570μ., στα Μαζαραίϊκα.
Ελαφοβούνι : Κορυφή (428μ.) στη ΒΔ άκρη της Πάρνηθας. Ανήκει στο Ν. Βοιωτίας.
Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Στεφάνια.
Ελευσίνιος Κηφισός : βλ. Σαρανταπόταμος.
Ελληνικό ή Λημικό : Έτσι αναφέρεται σε ορειβατικά άρθρα της δεκαετίας 1930 το Λη-
μικό (βλ. λέξη).
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου ή Ευαγγελίστρια : Ερημοκκλήσι, σε ύψ. 520μ., στην τοποθεσία
Δικλισιά (βλ. λέξη) στο ύψωμα Βράχος. Αναφέρεται Παναγία στο χάρτη Σαρρή (1928).
Ζαστάνι : Παλιά τοπική ονομασία της χαράδρωσης στα Α-ΝΑ της Αλογόπετρας.
Ζευγολατειό : Τοποθεσία στην ανατολική Πάρνηθα που αναφερόταν και ως Λιόσσια
(βλ. λέξη).
Ζιπούνι : Παλιά πηγή, σε ύψ. 550μ., Ν-ΝΑ της κορυφής Μπελέτσι. Αναφέρεται στο χάρ-
τη Σαρρή (1928).
Ζιρέλι : Μικρό ξέφωτο σε ύψ. 800μ., ΒΔ του αυχένα Πάνα και δίπλα στο Μαυρόρεμα.
Λέγεται και Λάκκα Ζιρέλι, ονομασία που έδωσαν οι Σαρακατσάνοι κτηνοτρόφοι. Αναφέ-
ρεται στον αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936). Στα αρβαν. λέγεται Λούτσα Σκίνι (ανα-
φέρεται σε άρθρο του 1936).
Ζυγός : Ύψωμα (591μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα, νότια της κοιλάδας Βούντιμα. Αναφέρεται
Πράρι σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Ζωοδόχος Πηγή : Εκκλησάκι στη ΝΑ Πάρνηθα, σε ύψ. 380μ., στα ΒΔ της Βαρυμπόμπης,
λίγο βορειότερα από αρχαίο ταφικό τύμβο (του Σοφοκλή;) στην περιοχή Μεγάλη Βρύ-
ση. Αναφέρεται Παναγία σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928). Λέγεται και Παναγίτσα. Αναφέρεται
σε αρχαιολογικό σχεδιάγραμμα (1893).

— 106 —
Ζωοδόχος Πηγή : Παλιό βυζαντινό εκκλησάκι του 12ου αι., σε ύψ. 375μ., δυτικά του Σταθμού
των Αφιδνών στην περιοχή Μπελούσι. Αναφέρεται Παναγίτσα στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925)
και Παναγία στο χάρτη Σαρρή (1928) και στο βιβλίο «Εκκλησίες της Αττικής – 1969».
Ζωοδόχος Πηγή : Εκκλησάκι βόρεια των Αχαρνών στην περιοχή Γκατζανά, σε ύψ. 300μ.
Αναφέρεται Παναγία (Panagia) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και Ζωοδόχος Πηγή σε
χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908).
Ζωοδόχος Πηγή : Εκκλησάκι στη ΝΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 260μ., στον παλιό οικισμό Κοκ-
κίνι, δίπλα ακριβώς στο κανάλι του Μόρνου. Έχει αναφερθεί και ως Παναγία. Σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1928) σημειώνεται απλά το εκκλησάκι. Το πρώτο εκκλησάκι είχε καταστραφεί
με το σεισμό της 24-2-1981
Θέριζα : Περιοδική πηγή, σε ύψ. 1.000μ., νότια της πηγής Κανταλίδι. Στο χάρτη Σαρρή
(1928) και σε γεωλογικό χάρτη και άρθρο (1964) Θέριζα αναφέρεται και η ρεματιά από την
πηγή μέχρι σχεδόν την έξοδο της Χούνης. Πιθανή παραφθορά του αρβαν. ferreze = βάτα.
Θεοδώρα : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την απόκρημνη κορυφή Βρά-
χος Θοδώρας (548μ.). Στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) αναφέρεται Θεοδώρα (Theodora),
όπως και σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908), ενώ σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929)
αναφέρεται Θοδώρα.
Θέρκιζι : Ονομασία που αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.) για μία κορυφή του
υψώματος Κρισιγιώνα (βλ. λέξη).
Θοδώρας ρέμα : Μεγάλη ρεματιά - χαράδρα στη ΝΔ Πάρνηθα. Αρχίζει λίγο πιο πάνω
από το φρούριο της Φυλής και καταλήγει στο ρέμα της Γιαννούλας στη θέση Σκάλιεζα.
Στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) αναφέρεται φαράγγι Φυλής. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. το
αναφέρει Συκόρρεμα.
Θρακομακεδόνες : Οικισμός στη Ν-ΝΑ Πάρνηθα σε ύψ. 365μ. (η πλατεία) που υπαγό-
ταν στο Δήμο Αχαρνών το 1961 με 183 κατοίκους. Στην απογραφή του 1991 αναφέρεται
ως Κοινότητα με 3.135 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 4.876 μόνι-
μους κατοίκους.
Θρόνος : Περίεργη και λανθασμένη ονομασία της κορυφής Σκίμθι (933μ.) που αναφέρε-
ται σε χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995).
Ιπποκράτειος Πολιτεία : βλ. Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία και Αγία Τριάδα.
Ίσωμα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Σούτα.
Καβάκι : βλ. Κακάβι.
Καζάκι : Πηγάδι στα ΒΑ της Φυλής σε ύψ. 560μ. Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ.
Στρατιωτικών (1908). Αναφέρεται Κοζάκι σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929).
Καζανάς : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την τοποθεσία Γκατζανά στα
βόρεια των Αχαρνών. Σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908) και σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Κατζανάς.

— 107 —
Καθίγκαρι : Η κορυφή (882μ.) στα ανατολικά της κορυφής Κεραμίδι στη νότια Πάρ-
νηθα. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) και ως Καθιγκάρη ή Καθηγκάρι ράχη σε
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) και του Δασαρχείου (1967). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται
Λυκόρραχη η συνέχεια της κορυφής προς στα ΝΑ.
Κακάβι : Τοποθεσία και μικρή ρεματιά βόρεια της Πέτρας Βαρυμπόπης. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928) και σε γεωλογικό χάρτη και άρθρο (1964). Σε τοπικό βιβλίο του
1940 αναφέρεται Καβάκι.
Κακή Ράχη : Κορυφή, ύψ. 1.261μ., μεταξύ Αγ. Τριάδας και κορυφής Καραβόλα. Αναφέρε-
ται στο χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη.
Κακή Ράχη : Κορυφή (739μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα δυτικά της κορυφής Κατσουλιέρι, προς
το Θριάσιο Πεδίο. Στο χάρτη Phyle (1894) αναφέρεται (Pagoni) και Παγώνι σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1928). Παλιά τοπική ονομασία Πεύκα Παγώνη. Στο χάρτη Αττικής (1923)
και στο χάρτη Σαρρή (1928) αναφέρεται ανατολικότερα, εκεί που αναφέρεται σήμερα η
κορυφή Κατσουλιέρι. Στο χάρτη Σαρρή/Σιδέρη (1930) αναφέρεται Παγάνι. Αναφέρεται
Κακή Ράχη σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Κακοσάλεσι : Η παλαιότερη ονομασία (μέχρι το 1912) του χωριού Σάλεσι που από το
1927 λέγεται Αυλών. Το 1835 είχε 327 κατοίκους και υπαγόταν στον τότε Δήμο Τανά-
γρας και αργότερα στο Δήμο Περαίας (Ωρωπίων).
Κακούρι : Πηγή, σε ύψ. 870μ., ΝΑ της κορυφής Ξεροβούνι. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928) και ως θέση στο Φ.Ε.Κ. 34/1974. Αναφέρεται Κακούρθι από τον Αιγινήτη (1908).
Καλαμαρά : Τοποθεσία βόρεια της κορυφής Άρμα, όπου διασταύρωση μονοπατιών.
Αναφέρεται (Kala-mara) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και στους χάρτες Σαρρή (1928)
και Γ.Υ.Σ. (1929).
Καλιακούδα : Ονομασία της απόκρημνης ανατολικής πλευράς του Άρματος. Αναφέρε-
ται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στον αλφαβητικό οδηγό Αττικής (1923) αναφέρεται όλη η
κορυφή Άρμα ή Καλιακούδα.
Καλιμπατσάκι : Έτσι αναφέρεται στο γεωλογικό χάρτη του Βορεάδη (1952) και σε γεω-
λογικό χάρτη και άρθρο (1961) η κορυφή Καλπατσάκι (βλ. λέξη).
Καλογεροστρούγγα : Παράξενη ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και
σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας (1976) για τη ράχη Φλαμπούρι.
Καλόγερου σπηλιά : Σπηλιά στη νότια άκρη της Αλογόπετρας σε ύψ. 600μ. Αναφέρεται
στο χάρτη Σαρρή (1928).
Καλπατσάκι : Λοφώδης περιοχή (584μ.) στη ΒΑ άκρη της Πάρνηθας, βόρεια των Κιούρ-
κων. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Έχει αναφερθεί και ως Καλμπατσάκι στον
Οδηγό Αττικής του Ε.Ο.Τ. (1930) και ως Καλιμπατσάκι (1961). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ.
αναφέρεται Χορταριά.
Καλύβα Καλόγερου : Τοποθεσία με πηγή σε ύψ. 800μ., μεταξύ της ρεματιάς της Γκούρας
και της τοποθεσίας Παλαιοχώρι στα ΝΔ του υψώματος Πλατύ Βουνό. Αναφέρεται Κα-

— 108 —
λύβια (Kalyvia) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και
σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).
Καμάρα ή Καμάριζα : Πηγή, σε ύψ. 680μ., βόρεια της Ντράσιζας προς το Μαυρόρεμα.
Αναφέρεται σε ορειβατικό άρθρο και σε αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936). Στην αρχι-
κή έκδοση του χάρτη (1928) αναφέρεται Λυκόβρυση.
Καμάρι : Περιοχή, όπου παλιά βρύση στη ΝΔ Πάρνηθα και στη διακλάδωση του κύριου
δρόμου Μαγούλας-Δερβενοχωρίων προς Άγιο Βλάσιο. Αναφέρεται στο βιβλίο «Αι πηγαί
της Πάρνηθος» του Ι. Σαρρή (1926) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Καμάριζα : Παλιά πηγή σε ύψ. 590μ., ΒΔ της κορυφής Μπελέτσι. Αναφέρεται στο χάρτη
Σαρρή (1928) και στον Οδηγό Αττικής του Ε.Ο.Τ. (1930) ως Καμάρεζα.
Καμάριζα : Η βόρεια απόληξη (624μ.) της κορυφής Δάφνα, προς το πηγάδι Φίχθι, όπου
και σπήλαιο σε ύψ. 500μ.
Καμβέζα : Περιοχή Δ-ΒΔ του οικισμού Βαρυμπόμπη σε ύψ. 350μ., όπου βρίσκεται και ο
φερόμενος ως ταφικός τύμβος του Σοφοκλή. Λέγεται και Τύμβος Καμβέζας. Αναφέρεται
(Kambesa) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και λανθασμένα Κεμπέζι (Μαυροπόδι) σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1928).
Καμιλαύκι : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908)
για το Βουνό Χασιάς.
Καμπέρα : Μεγάλη ρεματιά, ανατολικά και νότια από το Πλατύ Βουνό. Αρχίζει νότια
από τον αυχένα Πάνα και στη συνέχεια με το ρέμα Μποντιά καταλήγει στη ρεματιά -
φαράγγι της Γκούρας. Έχει αναφερθεί και ως Μεγάλο Ρέμα. Αναφέρεται ως ποτάμι της
Μποντιάς στο βιβλίο «Αι πηγαί της Πάρνηθος» του Ι. Σαρρή (1926).
Κανταλίδι : «Κλειστή» πηγή και δεξαμενή σε ύψ. 1.180μ., μεταξύ των κορυφών Αυγό και
Όρνιο. Αναφέρεται Καντάλι (kandali) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893). Αναφέρεται στο Ημε-
ρολόγιο Ο.Σ. (1925) και στο χάρτη Σαρρή (1928). Στον αλφαβητικό οδηγό Αττικής (1923)
αναφέρεται η πηγή, αλλά και ο γύρω χώρος ως διαμονή παραθεριστών σε καλύβες.
Καραβόλα : Η κορυφή της Πάρνηθας ύψ. 1.413μ. Κατά μία εκδοχή η σωστή ονομασία
της είναι Καραβόλακα. Μέχρι το 1922 που πρωτοεμφανίστηκε η ονομασία αυτή, λεγό-
ταν Οζά. Αναφέρεται Οζέα (Ozea) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894). Αναφέρεται Καραβόλα
στο βιβλίο του Κ. Πασαγιάννη «Αττικοί περίπατοι» (1922), στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925),
στο χάρτη Σαρρή (1928) και Οζά - Καραβόλα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) και Καραμπόλα
σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1948) και του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την
αναφέρει Κορυφή.
Καραβόλακκα : Έτσι αναφέρεται η Καραβόλα σε ορειβατικό άρθρο (1939).
Καραβόλακκας : Έτσι αναφέρεται το διάσελο μεταξύ των κορυφών Καραβόλα και Όρνιο
σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Καραγκουφόλεζα : Έτσι αναφέρεται (Karagufolesa) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) ή κο-
ρυφή Κορακοφωλιά.

— 109 —
Καρακοφώλεζα : Έτσι αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) η Κορακοφωλιά.
Καρακοφωλιά : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Κο-
ρακοφωλιά, που αναφέρεται Καραγκουφόλεζα (Karagufolesa) στο γερμ. χάρτη Tatoi
(1893).
Καραμανλή : Δίκορφο ύψωμα (931μ.-920μ.) στη δυτική Πάρνηθα. Αναφέρεται Κορυφή
Καραμανλή σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1958).
Καραμπόλα : Άλλη ονομασία της κορυφής Καραβόλα (βλ. λέξη).
Καραούλι : Τοποθεσία, σε ύψ. 1.040μ., Α-ΝΑ της κορυφής Αέρας. Σε περιγραφή ανά-
βασης του 1904 αναφέρεται Καραούλι του Νταβέλη. Αναφέρεται στο Ημερολόγιο Ο.Σ.
(1925), στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928). Στο βιβλίο του Κ. Πασα-
γιάννη «Αττικοί περίπατοι» (1922) αναφέρεται Καραούλι όλη η κορυφή Αέρας.
Καραούλι : Κορυφή (529μ.) στη ΝΑ Πάρνηθα και ΒΑ της Πέτρας Βαρυμπόπης. Αναφέ-
ρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Κορυφή.
Κασούμπι : Κορυφή (826μ.) στη ΝΔ πλευρά της Πάρνηθας. Βρίσκεται μεταξύ της κορυ-
φής Γκούριζι και ρέματος Θοδώρας, ΝΔ του φρουρίου της Φυλής. Αναφέρεται (Kassumbi)
στο γερμ. χάρτη Phyle (1894), στο χάρτη Αττικής (1923) και στο χάρτη του Σαρρή (1928)
και σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1929 & 1936). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Κορυφή.
Καστρί : Μικρή έξαρση (572μ.) ανατολικά των Σκούρτων. Ανήκει στο Ν. Βοιωτίας.
Κάστριζα : Κορυφή (907μ.) ΒΔ από την πηγή Γκούρα. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1928). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Πυργάκι. Σωστή ονομασία Καστρίζα.
Κάστρο : Έτσι αναφέρεται στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936
& 1948) η Κορακοφωληά (581μ.). Στη θέση αυτή, όπου και ίχνη κυκλικής οχύρωσης,
τοποθετείται το αρχαίο φρούριο Λειψύδριο.
Κάστρο : Κορυφή (520μ.) στη δυτική Πάρνηθα, όπου ερείπια του αρχαίου κάστρου του
Κορυνού. Τα σωζόμενα ερείπια μιας πλευράς του τείχους έχουν μήκος γύρω στα 40μ. και
ύψ. 1,5-2μ. Κοντά στην κορυφή μεγάλη δολίνη/σχίσμα. Λέγεται και Κάστρο Κορυνού
ή Κορυνός. Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Μέλαινας, πιθανώς από το αρχαίο
φρούριο των Μελαίνων.
Κάστρο : Κορυφή (418μ.) στη βόρεια Πάρνηθα βόρεια από το ερημοκκλήσι της Αγίας
Μαρίνας. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).
Σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) αναφέρεται Μάλε Μέσι. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει
ανώνυμη.
Κάστρο : Κορυφή (224μ.) ΒΑ της Μαγούλας (έξω από τα όρια της Πάρνηθας), πάνω από
το Χάνι Καμπόλη, όπου ερείπια αρχαίου τείχους (ύψ. 2μ.) και πύργου (διάμ. 6,5μ.). Λέγε-
ται και Πλακωτό, καθώς και Χτήριο. Στα γερμ. χάρτη Megalo Vuno (1894) αναφέρεται το
Πλακωτό (Plakoto), καθώς και το Χάνι (Chani). Σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών
(1908) αναφέρεται Καστράκι.

— 110 —
Κάστρο Φυλής : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για το αρχαίο Φρού-
ριο Φυλής.
Καταβόθρα Σκούρτων : Μεγάλο σπηλαιοβάραθρο - καταβόθρα σε ύψ. 550μ., στο ορο-
πέδιο των Δερβενοχωρίων, δυτικά των Σκούρτων. Έχει αρχικό κατακόρυφο βάθος 13μ.
και συνεχίζει σε υπόγεια κοίτη χειμάρρου, με ύψος οροφής 6-10μ. Παρουσιάζει διαδοχι-
κές πτώσεις και μικρές λίμνες. Έχει Α.Σ.Μ. 33 και ανήκει στο Ν. Βοιωτίας.
Κατάρα : Περιοδική πηγή σε ύψ. 1.080μ. στα ανατολικά της κορυφής Αυγό.
Καταφύγια Πάρνηθας :
1. στη θέση Μπάφι, σε ύψ. 1.160μ. Ανήκει στον Ε.Ο.Σ. Αθηνών.
2. στη ράχη Φλαμπούρι, σε ύψ. 1.158μ. Ανήκει στον Ε.Ο.Σ. Αχαρνών.
Κατερίνιζα : Κοιλάδα στη Ν-ΝΔ Πάρνηθα ανατολικά της Φυλής, όπου και η ομώνυ-
μη ρεματιά. Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908) και της Γ.Υ.Σ.
(1929).
Κατζουλιέρι : Έτσι αναφέρεται (Katzulieri) η κορυφή Βελανιδιές (676μ.) στη ΝΔ Πάρνη-
θα από το γερμ. χάρτη Phyle (1894), καθώς και από χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών
(1908). Αναφέρεται Κατζουλέρι στο χάρτη Αττικής (1923) και Κατσουλιέρι στο χάρτη
Σαρρή (1928).
Κατηφόρι : Περιοχή στην ανατολική Πάρνηθα όπου ο οικισμός Δροσοπηγή. Αναφέρεται
(Katifori) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και Ρίμπες στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο χάρτη
της Χ.Υ. (1912) και στο χάρτη Σαρρή (1928) σημειώνεται λίγο ανατολικότερα, εκεί που ο
νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. αναφέρει Νεροφαγώματα.
Κατζανάς : βλ. Γκατζανά.
Κατουντίστεζα : Ονομασία τοποθεσίας (Katudistesa) που αναφέρει ο γερμ. χάρτης Tatoi
(1893) βόρεια του σημερινού οικισμού Βαρυμπόμπη και νότια από το Παλαιόκαστρο. Πι-
θανώς προέρχεται από το αρβαν. katunt-i = μικρός οικισμός. Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928)
αναφέρεται ως Πρωτοφυλακή (πιθανώς από τα μικρά κτίσματα των φυλάκων του κτήμα-
τος των τότε ανακτόρων Τατοΐου).
Κατσιγιάννη : Πηγή σε ύψ. 760μ., δίπλα στο ερημοκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στη
θέση Παλιοχώρι - Ρουμάνι.
Κατσίκι : Άλλη ονομασία της κορυφής Μηλιά. Αναφέρεται σε γεωλογικό χάρτη του Βο-
ρεάδη (1952) και στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου).
Κατσιμίδι : Κορυφή (849μ.) στην ανατολική πλευρά της Πάρνηθας. Στην κορυφή με-
γάλο παρατηρητήριο πυρκαγιών ή πυροφυλάκιο (κατασκευάστηκε το 1928), καθώς και
ερείπια αρχαίου τείχους, ίσως του φρουρίου ή της ακρόπολης της αρχαίας Δεκέλειας.
Στη βόρεια πλευρά βρύση και χώρος αναψυχής σε ύψ. 600μ. Αναφέρεται Κατσιμύτη
(Katsimyti) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στον αλ-
φαβητικό οδηγό Αττικής (1923) αναφέρεται Κατσιμίδι η κορυφή, αλλά και η τοποθεσία
με το τότε πανδοχείο, που το 18ο αι. αναφερόταν ως χάνι.

— 111 —
Κατσουλέρια : Έτσι αναφέρεται, σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας, η ράχη μεταξύ των
ρεμάτων Αγίου Γεωργίου και Πλατανάκι.
Κατσουλιέρι : Κορυφή (763μ.) στη ΝΔ πλευρά της Πάρνηθας. Είναι η ψηλότερη κορυ-
φή του τμήματος που περικλείεται από τα ρέματα Γιοργαντίλι, Ντούσκεζα, Θοδώρα και
Γιαννούλα και το Θριάσιο Πεδίο. Αναφέρεται Κακή Ράχη (Kaki rachi) στο γερμ. χάρ-
τη Phyle (1894) και από αντιγραφή στο χάρτη Αττικής (1923) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1928). Αναφέρεται Κατσουλιέρι σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ.
αναφέρεται Κατσουλιέρης.
Κατσουλιέρι : Έτσι αναφέρεται στο χάρτη του Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928)
η κορυφή Βελανιδιές (676μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα. Αναφέρεται Κατζουλιέρι στο γερμ. χάρτη
Phyle (1894) και Κατζουλέρι στο χάρτη Αττικής (1923).
Καψάλα : Μικρό ομαλό ύψωμα με δολίνες, ύψ. 1.027μ., βόρεια των ψηλών κορυφών,
Β-ΒΑ του Αγίου Πέτρου και της Μόλα. Αναφέρεται Βουκόλι (Vukoli) στο γερμ. χάρτη
Tatoi (1893). Στο χάρτη Σαρρή (1928) αναφέρεται δυτικότερα και βόρεια από το Αγόρο.
Σε χάρτη του Δασαρχείου (1967) αναφέρεται λανθασμένα Κρεββάτια Ευζώνων, ενώ στο
Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου) αναφέρεται Καψάλα.
Κελάδων : Η αρχαία ονομασία της ρεματιάς της Γκούρας-Γιαννούλας.
Κεμπέζι : Έτσι αναφέρεται η περιοχή Καμβέζα (βλ. λέξη) σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Κεραμίδι : Κορυφή (984μ.) στη νότια πλευρά της Πάρνηθας και ΒΑ της Φυλής. Αναφέ-
ρεται (Keramidi) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894). Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. (1912),
στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Κεραμίδι ή Μοτσάρα : Ράχη και μικρή κορυφή (972μ.) στη νότια Πάρνηθα, μεταξύ της
κορυφής Κορομηλιά και του Αγίου Γεωργίου. Αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.).
Κεραμίδι : Όνομα πηγής. Βρίσκεται σε ύψ. 850μ., δίπλα στο ερημοκκλήσι του Αγ. Γε-
ωργίου, στο ομώνυμο ρέμα που σχηματίζεται μεταξύ των κορυφών Κυρά, Κεραμίδι και
Κορομηλιά. Αναφέρεται στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Κεραμίδι : Τοποθεσία στη ΝΑ Πάρνηθα και ΒΑ από το Κρυονέρι, όπου το εκκλησάκι του
Αγίου Νικολάου. Βρέθηκαν πιθάρια και ερείπια μεγάλου οικοδομήματος, πιθανώς βυζα-
ντινών χρόνων, πάνω σε θέση αρχαίου δήμου. Αναφέρεται (Keramidi) στο γερμ. χάρτη
Tatoi (1893). Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. (1912), στο χάρτη Σαρρή (1928) και ως ρέμα
Κεραμίδι στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου) .
Κεραμιδιού βάραθρο : Βρίσκεται δίπλα (ΝΔ) στην κορυφή Κεραμίδι και έχει συνολικό
βάθος 27μ.
Κιάφα : Μικρό ύψωμα (556μ.) στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, δυτικά από το Μικρό Αρμένι. Προ-
έλευση από το αρβαν. qafe-a που σημαίνει το διάσελο, τον αυχένα, αλλά και τη ράχη.
Αναφέρεται σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948).
Κιάφα : Τοποθεσία μεταξύ του Βουνού της Χασιάς και του υψώματος Πλάτωσι/Γκιούρ-
μιζα. Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908).

— 112 —
Κιάφα Γαϊδουρόβρυση : Η αρχική ονομασία (δεκαετία 1930) του αυχένα Πάνα ή διάσε-
λο Πανός.
Κιάφα Καλαμαρά : Άλλη ονομασία της τοποθεσίας Καλαμαρά βόρεια της κορυφής
Άρμα. Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) αναφέρεται ως Κιάφα Καλαμαρά η κορυφή Μάλι
Τιέρι (875μ.), όπου παλιό κτίσμα πυροφυλάκιου.
Κιάφα Καμπέρα : Η ράχη ανατολικά του σπηλαίου Πανός, όπου και η συμβολή των μο-
νοπατιών για Κιάφα Πίνη ή Ταμίλθι. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Κιάφα Κέρμιζα : Παλιά ονομασία του διάσελου (480μ.) μεταξύ των κορυφών Σταματάς και
Κάστρο, απ’ όπου περνά ο δρόμος για Δερβενοχώρια. Βλ. Κρέμεζα.
Κιάφα Μπόρσι : Έτσι αναφέρεται μία κορυφή (920μ.) βόρεια από το Κλημέντι σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1929), ενώ η τοποθεσία Μπόρσι (βλ. λέξη) είναι βορειότερα.
Κιάφα Μπουκά : Έτσι αναφέρεται η ράχη Κούμπουλα στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.).
Κιάφα Ντελέρι : Το διάσελο (470μ.) ανατολικά του Κάστρου του Κορυνού στη δυτική
Πάρνηθα. Αναφέρεται σε αρχαιολογικά άρθρα (1927-1938) και ως Ντελέρο σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1936).
Κιάφα Πίνη : Το πλάτωμα / αυχένας, σε ύψ. 890μ., μεταξύ των κορυφών Ταμίλθι και Κού-
μπουλα, όπου διασταύρωση μονοπατιών. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1929) σημειώνεται (Κιάφα Πίνι) σε λάθος θέση, ΝΔ της Αλογόπετρας.
Κιάφα Πράρι : Κορυφή (671μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα, βόρεια της Αγίας Παρασκευής στο Μπόρ-
σι. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) και σε χάρτη του Δασαρχείου (1967). Στο νέο χάρ-
τη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Κορυφή. Κατά μία εκδοχή λέγεται και Μπρέντεζι ή Μπρέτι.
Κιάφα Τέρμι : Μικρή κορυφή (612μ.) στα ανατολικά των πρώην ανακτόρων Τατοΐου.
Αναφέρεται (Kiafa termi) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται η ονομασία Κουφοθέρμη δυτικά της κορυφής.
Κιθάρα : Μικρή κορυφή (711μ.) ΒΑ της Πέτρας Βαρυμπόπης πάνω από τη βρύση/δεξα-
μενή Κιθάρα. Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) αναφέρεται Χουβέλι (Chuveli), ενώ σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Κόκκινος Βράχος.
Κιθάρα : Βρύση και πηγή σε ύψ. 550μ. ΒΑ της Πέτρας Βαρυμπόπης. Έχει πάρει την ονομα-
σία αυτή από το σχήμα της εκεί δεξαμενής (σήμερα είναι μισοκατεστραμμένη). Αναφέρεται
Πηγή Παναγίας (Marien Quelle) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και πηγή Μαρίας σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1928). Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. (1912), στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Κιθάρας Ρέμα : Ρεματιά στα ΝΑ της κορυφής Ξεροβούνι που περνά από την ομώνυμη
πηγή. Αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου).
Κικίλιζα : Μικρή έξαρση (611μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα και στην ανατολική άκρη του οροπέ-
διου των Δερβενοχωρίων. Ανήκει στο Ν. Βοιωτίας. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται
Κικίδα.

— 113 —
Κινέτα : Παλιά πηγή, σε ύψ. 370μ. περίπου, δυτικά της κορυφής Βένιζα (518μ.). Αναφέ-
ρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Κιούρκα : Η παλαιότερη (μέχρι το 1919) ονομασία των Αφιδνών. Μέχρι το 1912 που έγι-
νε ανεξάρτητη η Κοινότητα Κιούρκων υπαγόταν ως συνοικισμός στο Δήμο Μαραθώνος
(1840). Λεγόταν και Κιουρκάτι. Η ονομασία προέρχεται από την αρβανίτικη φάρα του
Κιούρκα.
Κιούση : Παλιά πηγή σε ύψ. 1.060μ., δίπλα στον περιφερειακό δρόμο και μεταξύ της
Κουμαρόρραχης και της πηγής Πλατανάκος. Αναφέρεται Νίκα/Νίκη ή Κιούση ή Γουμα-
ρόβρυση σε ορειβατικό άρθρο και αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936).
Κιούση σπήλαιο : Μικρή σπηλιά, σε ύψ. 900μ., ανατολικά της κορυφής Φλαμπουράκι και
μέσα στη ρεματιά. Αναφέρεται σε χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995).
Κιούσι : Άλλη ονομασία του ρέματος Νίκα (βλ. λέξη). Αναφέρεται σε ορειβατικό άρθρο
και αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936).
Κισσού Λάκκα : Λάκκα που αναφέρει το Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.) στη ράχη μεταξύ
των ρεμάτων Αγίου Γεωργίου και Πλατανάκι.
Κλειδί : Η δίοδος-αυχένας (640μ.) μεταξύ των κορυφών Κατσιμίδι και Στρογγυλή. Ανα-
φέρεται από τον C. Bursian (1862). Αναφέρεται Μπακάτι στο χάρτη της Αττικής (1923)
και με την παράξενη ονομασία Μπύρα ή Κατσιμίδι στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατο-
ΐου).
Κλειδί(ον) : Οικισμός στη ΒΔ Πάρνηθα σε μέσο ύψ. 220μ. Υπάγεται στο Δήμο Οινοφύ-
των του Νομού Βοιωτίας και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 365 μόνιμους κα-
τοίκους. Αρχικά υπαγόταν με την ονομασία Κλεινδέτι (τοπ. ονομ. Κλειντέτι) στο Δήμο
Τανάγρας (1835). Στην απογραφή του 1928 ως Κλειδί είχε 377 κατοίκους.
Κλεινδέτι : Η αρχική ονομασία του οικισμού Κλειδί. Λεγόταν και Κλειντέτι.
Κλειστά : Τοποθεσία στη Ν-ΝΔ Πάρνηθα στην έξοδο του φαραγγιού της Γκούρας, όπου
και η Μονή Κλειστών. Η ονομασία Κλειστά αναφέρεται σε έγγραφο του 1826.
Κλεμέντι : Λανθασμένη ονομασία που έχει αναφερθεί σε παλιούς χάρτες για την Πέτρα
Γκαμήλας (βλ. λέξη).
Κλημέντι : Μεγάλη λάκκα - κοιλάδα μεταξύ της κορυφής Λέντριζα, του Βουνού Φυλής
και του δασικού δρόμου Αγία Παρασκευή-Κλημέντι-Μπόρσι-Βούντιμα. Στη ΒΔ άκρη
της λάκκας υπάρχει η πηγή Μπίκεζα και στα ανατολικά η διασταύρωση για Βούντιμα ή
Γκούρα. Τοπωνύμιο Κλημέντι υπήρχε και στην Κορινθία. Η ονομασία προέρχεται από
την αρβανίτικη στρατιωτική οικογένεια Κλημέντη. Αναφέρεται Κλημέντη στο βιβλίο
«Αττικοί περίπατοι» (1922), Κλημέντι στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925) και στο χάρτη Σαρρή
(1928) και Κλιμέντι στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929).
Κλημέντι : Έτσι αναφέρεται (Klementi) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) η Πέτρα Γκαμήλας
και από αντιγραφή Κλεμέντι στο χάρτη της Αττικής (1923).

— 114 —
Κλήσιζα : Τοποθεσία στα βόρεια της κορυφής Σταματάς, όπου παλιό εκκλησάκι/εικονο-
στάσι. Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) αναφέρεται Παναγία.
Κλίσα Μπινιάρα : Στ’ αρβαν. σημαίνει, δίδυμη εκκλησία. Klishe = εκκλησία. Βλ. Δικλισιά.
Κοζάκι : βλ. Καζάκι.
Κοιμήσεως Θεοτόκου : Μικρό εκκλησάκι, σε ύψ. 275μ., στον Αυλώνα.
Κοιμήσεως Θεοτόκου «Κλειστών» Μονή : βλ. Μονή Κλειστών.
Κοιμήσεως Θεοτόκου Μονή : Γυναικείο μοναστήρι σε ύψ. 430μ., στον οικισμό Θρακο-
μακεδόνες. Ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο.
Κόκκινη Πέτρα : Ονομασία που αναφέρει χάρτης της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908)
για την Αλογόπετρα.
Κοκκίνι : Παλαιός οικισμός σε ύψ. 260μ., που ανήκε στην Κοινότητα Στεφάνη (Κρόρα ή
Κρώρα), δίπλα στο δρόμο Μαγούλα – Δερβενοχώρια και στη συμβολή με το κανάλι του
Μόρνου. Στην απογραφή του 1928 είχε 60 κατοίκους. Το 1940 είχε 42 κατοίκους και το 1981
3 κατοίκους. Είχε αναφερθεί και ως Κοκκίνη(ς).
Κοκκινοβούνι : Άλλη ονομασία της κορυφής Κοκκινόβραχος (408μ.). Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928).
Κοκκινόβραχος : Έτσι αναφέρεται (Kokinovracho) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) η ΝΑ
ράχη (910μ.) της κορυφής Ξεροβούνι. Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Κόκκινος
Βράχος η ράχη Κιθάρα (711μ.).
Κοκκινόβραχος : Η ανατολική κορυφή (718μ.) της ράχης Λύκαινα. Αναφέρεται στον
Οδηγό Αττικής του Ε.Ο.Τ. (1930). Αναφέρεται Γκούρι Κούκι σε χάρτες του 1928, 1944
και 1961. Βλ. Κόκκινος Βράχος.
Κοκκινόβραχος : Κορυφή (408μ.) στην ανατολική Πάρνηθα, νότια του Σταθμού Αφιδ-
νών. Λέγεται και Κοκκινοβούνι. Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) αναφέρεται Γκούρι Κούκι
(Guri Kuki).
Κοκκινόβραχος : Μικρός οικισμός στην ανατολική Πάρνηθα, σε μέσο ύψ. 320μ., που
υπάγεται στην Κοινότητα Αφιδνών. Μέχρι το 1927 λεγόταν Λιοσάτι (βλ. λέξη). Στην
απογραφή του 1928 είχε 123 κατοίκους και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 170
μόνιμους κατοίκους. Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) αναφέρεται ως κτήμα Λιόσια (Liossia
Gut).
Κοκκινόβραχου Ρέμα : Ρεματιά στα ΝΑ της κορυφής Ξεροβούνι που ξεκινά από την
ομώνυμη ράχη και συνεχίζει προς Βαρυμπόμπη, αφού ενωθεί με το ρέμα Κιθάρας. Ανα-
φέρεται στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου).
Κόκκινος Βράχος : Τοπική ονομασία της ανατολικής απόληξης (590μ.) της κορυφής
Κοκκινόβραχος 718μ. (βλ. λέξη). Στο χάρτη Σαρρή (1928) αναφέρεται Κόκκινος Βρά-
χος η νότια απόληξη (674μ.) της κορυφής, που σε άλλους χάρτες αναφέρεται Μεγάλη
Βίγλα.

— 115 —
Κοκορίτσα : Έτσι αναφέρεται η κορυφή Κουκουρέτσιζα (βλ. λέξη) σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1928) και σε τοπογραφικό χάρτη και γεωλογικό άρθρο (1961).
Κολοπίεζα : Παλιά πηγή, σε ύψ. 320μ., στη βόρεια πλευρά της κορυφής Μπελέτσι. Ανα-
φέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Σωστή ονομασία Κολομπίθεζα.
Κονιάρη ρέμα : Ρεματιά στη ΝΔ Πάρνηθα, μεταξύ των κορυφών Ταμίλθι και Κορομηλιά,
που καταλήγει στο ρέμα Γκούρας-Γιαννούλας περνώντας βόρεια της Αλογόπετρας. Ανα-
φέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και στον οδηγό του Ε.Ο.Τ. (1930).
Κονιζός Ρέμα : Ρεματιά στη δυτική Πάρνηθα που αρχίζει από τις κορυφές Μουγκουλτός
και Βουνό της Φυλής για να συνεχίσει ως Ρέμα Θοδώρας ή Φίχτι ή Συκόρρεμα. Αναφέ-
ρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Κοντίτα : Παλιά πηγή, σε ύψ. 360μ. περίπου, νότια του Κοκκινόβραχου (408μ.) Αναφέ-
ρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Κοντίτα ή Κοντίτο : Πηγή/βρύση, σε ύψ. 460μ., ΝΑ της Πέτρας Βαρυμπόπης. Ση-
μαίνει και ήταν μικρό υδραγωγείο, κλάδος του Αδριάνειου συστήματος ύδρευσης
των Αθηνών. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργί-
ας (1985). Παλαιότερη και πιο σωστή ονομασία Κοντίτο Βαρυμπόπης (του παλιού
οικισμού) που αναφέρεται από τον Κορδέλλα (1879) και από τον Αιγινήτη (1908).
Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) σημειώνεται η πηγή Kondito βορειότερα, σε ύψ. 500μ.
περίπου, στη ρεματιά που σήμερα ονομάζεται Κρύα Βρύση, δυτικά της κορυφής Κα-
ραούλι.
Κορακοβούνι : Κορυφή (701μ.) δυτικά της κορυφής Μπελέτσι. Αναφέρεται σε γεωλογι-
κό χάρτη (1961) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1976). Στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τα-
τοΐου) αναφέρεται Λιοπάρι, ενώ σε χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995) αναφέρεται Ράχη
Λαγού.
Κορακόβραχος : Η ΒΔ ράχη (1.057μ.) του υψώματος Πλατύ Βουνό, πάνω (ανατολικά)
από την πηγή Γκούρα. Αναφέρεται σε χάρτη του Δασαρχείου (1967).
Κορακοφωλιά : Ράχη (581μ.) μεταξύ των ρεμάτων Πλατανάκι και Αγίου Γεωργίου. Στη
θέση αυτή, όπου και ίχνη κυκλικής οχύρωσης, τοποθετείται το αρχαίο φρούριο Λειψύδριο.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Αναφέρεται Κάστρο σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 &
1948) και Κορακοφωληά στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την
αναφέρει Καρακοφωλιά. Αναφέρεται Καραγκουφόλεζα (Karagufoleza - Kastro) στο γερμ.
χάρτη Tatoi (1893).
Κορομηλιά : Κορυφή (1.058μ.) ΒΑ της κορυφής Φλαμπούρι προς το Ξεροβούνι. Ανα-
φέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928), ενώ ο χάρτης της Χ.Υ. και Ελευθερουδάκη/Μπάρτ
(1912) αναφέρει Κορομηλιά την κορυφή Ξεροβούνι.
Κορομηλιά : Πηγή σε ύψ. 1.040μ. στην ανατολική πλευρά της κορυφής Αυγό. Αναφέρε-
ται στον αλφαβητικό οδηγό Αττικής (1923), στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925) και στο χάρτη
Σαρρή (1928).

— 116 —
Κορομηλιά : Κορυφή (983μ.) στη νότια Πάρνηθα, μεταξύ των κορυφών Κεραμίδι και
Κούμπουλα. Αναφέρεται σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1929 & 1936). Παλαιά τοπική ονομασία
Βιλατούρι ή Βελατούρι.
Κορορέμι : Έτσι αναφέρεται (μάλλον λανθασμένα) σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) η κορυφή
Παλαιόκαστρο (318μ.). Άγνωστο τι σημαίνει. Πιθανώς από τις αρβαν. ονομασίες kurore
= στεφάνι, rryme = ρέμα. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται λανθασμένα Ρέμα (βλ.
και Κουρορέμι).
Κόρμπι : Τοποθεσία στη νότια Πάρνηθα, σε ύψ. 500μ.-600μ.,, βόρεια της Ντάρδιζας.
Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908).
Κόρπη σπήλαιο : Σπηλιά, σε ύψ. 550μ., βόρεια της Μονής Γενεσίου Θεοτόκου Ντάρδι-
ζας. Στην είσοδό της έχει κτιστεί εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Αναφέρεται η τοποθεσία
Κόρμπι σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908).
Κορυνός : Άλλη ονομασία της κορυφής Κάστρο ή Κάστρο Κορυνού (520μ.).
Κορυφή : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για τις κορυφές Βένιζα, Βου-
νό Αγίου Νικολάου, Καραβόλα, Κασούμπι και Κιάφα Πράρι ή Μπρέντεζι.
Κορυφή Καραμανλή : βλ. Καραμανλή.
Κορυφούλα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Ταμίλ-
θι.
Κορφή : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Μπελέτσι.
Κορφούλα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Τσαούσι
ή Τσαούση.
Κοσμοθέα : Οικισμός, σε μέσο ύψ. 400μ., στην ανατολική Πάρνηθα, δίπλα στη Δροσοπη-
γή. Υπάγεται στην Κοινότητα Αφιδνών. Στην απογραφή του 1991 είχε 26 κατοίκους και σε
αυτή του 2001 εμφανίζεται με 49 μόνιμους κατοίκους.
Κοτρόνι : Κορυφή (641μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα, πάνω (νότια) από το ρέμα Γιοργαντίλι,
όπου και λατομεία. Αναφέρεται Κοτρώνι σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1928 & 1936). Στο νέο
χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Πετροκορυφή.
Κοτρόνι : Οι ανατολικές απολήξεις (262μ.-241μ.) του λόφου Μύτικας του Αυλώνα. Σε
αγγλ. χάρτη του 1838 όλο το βουνό (340μ.) αναφέρεται Κοτρόνι (Mt. Kotroni). Αναφέ-
ρεται Κοτρώνι στο χάρτη Σαρρή (1928).
Κουκίστα : Λανθασμένη ονομασία της ρεματιάς Μπάθεζα ή Μαυρόρεμα.
Κούκος : Η μικρότερη κορυφή/ράχη (1.145μ.) της κορυφής Λαγός (1.151μ.). Στη νότια
πλευρά της, γνωστής σαν πλαγιά Κούκου υπάρχει η πηγή Παλιοχώρι. Στη δυτική πλευρά
της υπάρχει η πηγή Βιλλιάνι. Αναφέρεται σε χάρτη του Δασαρχείου (1967).
Κουκουράκος : Μικρό ύψωμα (679μ.) στα νότια της κορυφής Νταβέλη και στα ΝΑ της
κορυφής Κούκουρας. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).

— 117 —
Κούκουρας : Κορυφή (817μ.) στη ΒΑ περιοχή της Πάρνηθας. Νότια της κορυφής υπάρ-
χουν πολλές δολίνες. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Μεγάλος Κούκουρας.
Κουκουρέτσιζα : Ύψωμα (798μ.) στην ανατολική Πάρνηθα, νότια της κορυφής Κατσιμίδι.
Ίσως πιο σωστή ονομασία Κοκορέτσεζα που στα αρβανίτικα σημαίνει τόπος με αγριοφυ-
στικιές. Αναφέρεται (Kukuretzesa) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893). Αναφέρεται στο χάρτη
Σαρρή (1928) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985) αλλά λίγο νοτιότερα. Ο νέος χάρτης
της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη.
Κούμα Λάκκα : Λάκκα που αναφέρει το Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.) στη ράχη μεταξύ των
ρεμάτων Αγίου Γεωργίου και Πλατανάκι.
Κουμαρόρραχη : Ράχη (1.082μ.) Δ-ΒΔ της κορυφής Καραβόλα και δίπλα στον περιφε-
ρειακό δρόμο. Αναφέρεται σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1976). Αναφέρεται ράχη Νίκα στο
χάρτη της Ανάβασης (2003). Στον αναθεωρημένο χάρτη του Σαρρή (1936) Νίκα αναφέ-
ρεται το ρέμα στα Ν-ΝΔ της ράχης, ενώ Αλώνι Νίκα αναφέρεται η αρχή του ρέματος στο
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) και στο χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995).
Κουμέσκεζα : Μικρό ρέμα βόρεια της κορυφής Καραμανλή που καταλήγει στο μεγαλύ-
τερο ρέμα Μπαλικέμπα. Παλιά τοπική ονομασία.
Κούμπουλα : Κορυφή (978μ.) δυτικά της κορυφής Κυρά. Περισσότερο γνωστή σάν
Ράχη Κούμπουλα. Νότια της κορυφής υπάρχουν αρκετές δολίνες. Αναφέρεται Ταμίλ-
θι (Tamilthi) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο
Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.) αναφέρεται Κιάφα Μπουκά και σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ.
Γεωργίας (1976) Ράχη Κούμπλα. Κατά μία εκδοχή λέγεται Λεπούσα (βλ. λέξη). Ο νέος
χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη.
Κούμπουλα : Κορυφή (884μ.) στη δυτική Πάρνηθα. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Σταυρός.
Κουρορέμι : Έτσι αναφέρεται (Kuroremi) στο γερμ. χάρτη Megalo Vuno (1894) και σε
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) η περιοχή δυτικά της κορυφής Κούμπουλα – Κουτρούλιεζα προς
το Ξερόρεμα, στη ράχη που ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. αναφέρει Αετός. Στο χάρτη της Ατ-
τικής (1923) αναφέρεται Κορορέμι. Άγνωστο τι σημαίνει. Πιθανώς από τις αρβαν. ονο-
μασίες kurore = στεφάνι, rryme = ρέμα.
Κουσίζα : Τοποθεσία μεταξύ των κορυφών Φλαμπουράκι και Πέτρα Βαρυμπόπης. Πιθα-
νώς προέρχεται από το αρβαν. kusi = καζάνι. Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) αναφέρεται
Kousisa η κορυφή Φλαμπουράκι, ενώ σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Κρουσίζα η
ράχη νότια από το Φλαμπουράκι.
Κουσίζον : Αναφέρεται ότι προσαρτήθηκε στο Δήμο Αχαρνών μετά τη σύστασή του
(1835) και αργότερα ως συνοικισμός της Κοινότητας Μενιδίου (1912). Στην απογραφή
του 1920 δεν αναφέρεται. Άγνωστο που βρισκόταν.
Κουτάλα : Έτσι αναφέρεται στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. ένα μικρό ύψωμα (338μ.) βόρεια
των Άνω Λιοσίων.

— 118 —
Κουτρούλιεζα : Κορυφή (863μ.) στη δυτική Πάρνηθα. Στην περιοχή υπάρχουν πολλές
δολίνες. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Αναφέρεται Κουτρουλέζα σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928) και Κουτρούλεζα σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948). Στο νέο χάρτη της
Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Στρογγυλά.
Κουτσομύτης : Μικρή έξαρση (607μ.) ΝΑ από τα Σκούρτα (560μ.). Ανήκει στο Ν. Βοιω-
τίας. Αναφέρεται Κουτσομύτη σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Κουτσούρι : Κορυφή (732μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1945).
Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Ράχη Κουτσούρη.
Κουφοθέρμη : Έτσι αναφέρεται η ράχη Κιάφα Τέρμι σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Κράκουρα : Η ράχη-αντέρεισμα (794μ.) στα Α-ΝΑ της κορυφής Αέρας, πάνω (νότια)
από το ρέμα Αγίας Τριάδας. Αναφέρεται σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1928) και του Δασαρχείου
(1967).
Κράκουρα : Μία από τις κορυφές της Κρισιγιώνας (βλ. λέξη).
Κρεββάτια Ευζώνων : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρουν χάρτες του Δασαρχείου
(1967) και του Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. (1976) για την περιοχή Καψάλα, βόρεια των
ψηλών κορυφών.
Κρέμεζα : Άλλη ονομασία της Κιάφα Κέρμιζα.
Κρίκι : Έτσι αναφέρεται σε γεωλογικό χάρτη του Βορεάδη (1952) και σε γεωλογικό άρ-
θρο (1961) η κορυφή Χορταριά (βλ. λέξη) στη ΒΑ Πάρνηθα.
Κρισιγιώνα : Τρικόρυφο ύψωμα (964μ.-962μ.-957μ.) δυτικά της Ντράσιζας (Πλάκα).
Μία από τις κορυφές λέγεται Κράκουρα και η άλλη Θέρκιζι. Αναφέρεται Κρισιγιώνα στο
χάρτη Σαρρή (1928) και Κρισιγιώνα-Κράκουρα στον αναθεωρημένο χάρτη του (1936).
Αναφέρεται Θέρκιζι στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. το έχει
ανώνυμο.
Κροϊβιλιές : Τοποθεσία με πηγή ΝΑ των κορυφών Βερόρι και Βίλλια, εκεί που βρίσκεται
σήμερα ο οικισμός Δροσοπηγή. Αναφέρεται σε αγγλ. χάρτη (1944) και σε γεωλογικό
άρθρο (1961).
Κρόϊρι : Παλιά πηγή, σε ύψ. 520μ., ΒΑ της κορυφής Μπελέτσι. Αναφέρεται στο χάρτη
Σαρρή (1928).
Κρόϊ Ρίζισι : Πηγή στους πρόποδες (ριζά) της κορυφής Πυργάρι της ΒΔ Πάρνηθας. Πι-
θανώς από το αρβαν. krua-kroi = βρύση.
Κρόνιεζι : Πηγή, σε ύψ. 500μ., στη ΝΑ πλευρά της κορυφής Μπελέτσι. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928). Αναφέρεται Κρόνιζα σε γεωλογικό άρθρο (1961). Πιθανώς από το
αρβαν. kronje = βρύσες. Λέγεται και Κρόνιζα.
Κρόνιζα : Πηγή, σε ύψ. 800μ. στη ρεματιά της Γκούρας βόρεια της σπηλιάς Μπατάκα.
Πιθανώς από το αρβαν. kronie-ze = βρυσούλες. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).

— 119 —
Κρόρα ή Κρώρα : Η παλαιότερη (μέχρι το 1928) ονομασία του οικισμού Στεφάνη.
Κρούα Μπάρδα : Τοπική ονομασία της πηγής Ασπρόβρυση στο Βούντιμα.
Κρουσίζα : Έτσι αναφέρεται η περιοχή νότια από το Φλαμπουράκι προς την πηγή Γκα-
στρωμένη σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Κρύα Βρύση : Ρεματιά ανατολικά της Πέτρας Βαρυμπόπης. Παλιά τοπική ονομασία
Άμπουλθι. Έχει αναφερθεί και ως Άμπολη/Αμπολή.
Κρυόβρυση : Παλιά πηγή, σε ύψ. 820μ., στα δυτικά της λάκκας Ζιρέλι. Αναφέρεται σε
ορειβατικό άρθρο και αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936).
Κρυονέρι : Οικισμός στην ανατολική Πάρνηθα σε μέσο ύψ. 390μ. Παλαιότερη ονομασία
(μέχρι το 1954) Μπάφι (βλ. λέξη). Στην απογραφή του 1961 είχε 422 κατοίκους και σε αυτή
του 2001 εμφανίζεται με 2.708 μόνιμους κατοίκους.
Κρύο Πηγάδι : Πηγάδι σε ύψ. 720μ., στη δυτική Πάρνηθα Ν-ΝΑ του Μουγκουλτού και
δίπλα στο δρόμο για τα Δερβενοχώρια. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτες
της Γ.Υ.Σ. (1929 & 1936). Συνηθίζεται να λέγεται Κρύο Πηγάδι και όλη η γύρω περιοχή.
Κρύου Πηγαδιού Ράχη : Η ράχη (814μ.) δυτικά του Κρύου Πηγαδιού και νότια του Μου-
γκουλτού. Αναφέρεται σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).
Κρυφονέρι : Πηγή σε ύψ. 1.060μ. βόρεια της κορυφής Αυγό.
Κρώρα : βλ. Κρόρα.
Κυρά : Κορυφή, ύψ. 1.160μ., Β-ΒΔ των Αχαρνών, όπου παρατηρητήριο πυρκαγιών (πυ-
ροφυλάκιο). Παλαιότερη ονομασία Μάλια Ζόνια. Αναφέρεται Ζόνια – Κόνια (Zonia
– Konia) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894). Αναφέρεται Κορυφή Κυράς (Μάλια Ζώνια) στο
χάρτη Σαρρή (1928), Κυρά σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985) και Μάλι Ζώνια σε άλλο
χάρτη του Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Κορυφή
Κυράς.
Κυρά : Πηγή/βρύση, σε ύψ. 1.090μ., μεταξύ των κορυφών Αυγό και Φλαμπούρι. Αναφέ-
ρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Κυριάκου πηγάδι : Πηγάδι, σε ύψ. 770μ., στο ρέμα Κυριάκου.
Κυριάκου ρέμα : Μικρή ρεματιά. Αρχίζει δυτικά της Λάκκας Λεβέντη και καταλήγει στο
Μαυρόρεμα.
Λαγοπάτημα : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. για
τοποθεσία δυτικά της κορυφής Πλατύ Βουνό.
Λαγός : Κορυφή, ύψ. 1.151μ., ΒΔ της πηγής και δεξαμενής Παλιοχώρι. Η μικρότερη κο-
ρυφή/ράχη λέγεται Κούκος (βλ. λέξη). Αναφέρεται σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1929 & 1936),
ενώ σε χάρτη του Δασαρχείου (1967) αναφέρεται λανθασμένα Λόγγος.
Λαγοστάρι : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) για την
πηγή Λογοστάρι (βλ. λέξη).

— 120 —
Λαγού Ράχη : Έτσι αναφέρεται η κορυφή Κορακοβούνι, δυτικά από το Μπελέτσι, σε
χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995).
Λαγού Ρέμα : Μικρή ρεματιά που αρχίζει από τις νότιες απολήξεις της κορυφής Πλατύ
Βουνό και καταλήγει στο ρέμα Μποντιά, βόρεια της Ράχης Κούμπουλα. Αναφέρεται στο
Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.).
Λάκκα Γκορίτσα : Μικρή λάκκα, σε ύψ. 540μ., νότια από το Βούντιμα. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928).
Λάκκα Λεβέντη : Λάκκες - δολίνες, βόρεια της κορυφής Καραβόλα. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ.
αναφέρεται Βυθίσματα.
Λάκκα Μάσκαρη : βλ. Μάσκαρη. Λέγεται και Χωράφια Μάσκαρη.
Λάκκα Ντρίζα : Μικρή λάκκα, σε ύψ. 750μ.-720μ., δυτικά της ομώνυμης κορυφής.
Αναφέρεται Drisa στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928).
Λάκκα Πράρι : Μικρή λάκκα στη ΒΔ Πάρνηθα, Ν-ΝΑ της κορυφής Πυργάρι. Ανήκει στο
Ν. Βοιωτίας. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Λάκκα Τσαούσι : Μικρή λάκκα δυτικά της κορυφής Τσαούσι, σε ύψ. 760μ.-720μ.
Λάλα : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995) για την κορυφή
Αραλάλα.
Λάσκαρη : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Μάσκαρη,
που παλαιότερος χάρτης της Γ.Υ.Σ. (1936) ανέφερε Νάσκαρη.
Λειψύδριο : Αρχαίος αμυντικός πύργος, πιθανώς στή θέση Κορακοφωλιά όπου και ίχνη
κυκλικής οχύρωσης. Σε γαλλ. χάρτη (1841) αναφέρεται Leipsydrion. Αναφέρεται στον
Οδηγό Αττικής του Ε.Ο.Τ. (1930) και ως Λιψύδριο στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο γερμ.
χάρτη Tatoi (1893) σημειώνεται το Κάστρο (Kastro) και σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1928 &
1948) αναφέρεται η κορυφή Κάστρο.
Λέμασι : Έτσι αναφέρεται η κορυφή Μύτικας (525μ.) στις Αφίδνες στους χάρτες της
Γ.Υ.Σ. (1936 & 1945).
Λέντριζα : Κορυφή (902μ.) στη δυτική Πάρνηθα, Δ-ΒΔ από το Κλημέντι. Πιθανώς η
ονομασία προέρχεται από το αρβαν. lende-lendja = βελανίδι-ια. Αναφέρεται στο χάρτη
Σαρρή (1928) και στον οδηγό του Ε.Ο.Τ. (1930). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) αναφέρεται
Δέντριζα. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Βελανιδιές.
Λεπούσα : Παλιά τοπική ονομασία της κορυφής Ταμίλθι. Αναφέρεται στην επετηρίδα
του Ε.Ο.Σ. «Το Βουνό 1947-48», σ. 35. Κατά μία άλλη εκδοχή Λεπούσα λέγεται η Ράχη
Κούμπουλα.
Λευκόβρυση : Παλιά πηγή, σε ύψ. 800μ., στη λάκκα Ζιρέλι. Αναφέρεται σε ορειβατικό
άρθρο και αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936).

— 121 —
Λημικό : Λάκκα με πηγάδι στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, νότια από ερείπια αρχαίου πύργου
(8x8μ.). Πιθανή αρβαν. παραφθορά της λέξης Ελληνικό (Liniko-Limiko). Σύμφωνα με
μαρτυρίες παλιών ορειβατών (της ομάδας των Κούκων και του Σαρρή) μερικοί ντόπιοι
τη δεκαετία του 1920 ανέφεραν τη διπλανή περιοχή, όπου ο αρχαίος πύργος, Ελληνι-
κό. Πιθανώς όμως να προέρχεται, λόγω των νερών που κρατά η λάκκα, από τη λέξη
λημνικό-λιμνικό και από παραφθορά λημικό-λιμικό, ή από τη λατινική limes-limitis
= όρια σε ιερό τόπο ή και οχυρό (τα λίμιτα των χρόνων της Φραγκοκρατίας). Αναφέ-
ρεται Λιμικό ή Λημικό σε χάρτη της Αττικής (1923), Λημικό στο χάρτη Σαρρή (1928)
και Λυμικό σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Λοιμικό
(βλ. λέξη).
Λημικού ρέμα : Ρεματιά που αρχίζει από τη Μακρυλάκκα της Μόλας και καταλήγει στο
Μαυρόρεμα. Αναφέρεται Λυμικός ρέμα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Λιάλιε Μπάρδι : Κορυφή (675μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα δυτικά από το Ξερόρεμα. Αναφέ-
ρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Στα αρβαν. bardhi σημαίνει άσπρη. Στο νέο χάρτη της
Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Ασπροβούνι.
Λιατάνι ή Λιάτανη : Η αρχική ονομασία (1836) του οικισμού Άγιος Θωμάς.
Λιμικό : Άλλη γραφή του τοπωνυμίου Λημικό-Λοιμικό (βλ. λέξεις).
Λιμέρια : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. (1976) για
τοποθεσία νότια της κορυφής Κυρά, μέσα στο ρέμα Αγίου Γεωργίου.
Λιόπα : Κορυφή (795μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα. Πιθανώς από το αρβαν. ljopa ή lope = αγε-
λάδα. Στο γερμ. χάρτη Megalo Vuno (1894), στο χάρτη Αττικής (1923) και στο χάρτη
Σαρρή/Σιδέρη (1930) αναφέρεται Ρούδι (Rudi). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται
Κορυφή Αγελάδος και Ρούδι αναφέρεται η ράχη νότια της κορυφής. Αναφέρεται Μάλια
Λιόπα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) και Λιόπα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1948). Στο νέο χάρτη
της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Γελαδοκορυφή.
Λιοπάρι : Κορυφή (701μ.) δυτικά από το Μπελέτσι. Αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ.
Ε.Δ. Τατοΐου), ενώ σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985) αναφέρεται Κορακοβούνι. Αν η
ονομασία είναι σωστή, πιθανώς προέρχεται από το αρβαν. lopari = γελαδάρης, γελαδο-
βοσκός.
Λιόπεζα : Άλλη ονομασία της κορυφής Αγελαδίτσα (723μ.).
Λιόπεσι : Η παλιότερη ονομασία της Αγελαδίτσας. Σε αγγλ. χάρτη του 1838 αναφέρεται
Λιόπεσι (Mt. Liopesi). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή/Σιδέρη (1930), σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1948) και σε γεωλογικό χάρτη του Βορεάδη (1952).
Λιόπεσι : Συνοικισμός που αναφέρεται στη σύσταση του Δήμου Αχαρνών το 1835. Βρι-
σκόταν στην περιοχή του κτήματος Τατοΐου, σε ύψ. 400μ., εκεί που σημειώνει την το-
ποθεσία Liopesi ο γερμ. χάρτης Tatoi (1893). Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και
στο χάρτη Σαρρή (1928), Α-ΝΑ του Παλαιόκαστρου. Η ονομασία προέρχεται από την
αρβανίτικη φάρα του Λιόπεση. Τοπωνύμιο Λιόπεσι υπήρχε και στην επαρχία Καλαβρύ-
των και στην Αττική.
— 122 —
Λιοσάτι : Παλαιότερη (μέχρι το 1927) ονομασία του Κοκκινόβραχου, συνοικισμού της
Κοινότητας Αφιδνών. Στην απογραφή του 1920 είχε 82 κατοίκους. Στο γερμ. χάρτη Tatoi
(1893) αναφέρεται το κτήμα Λιόσια (Liossia Gut) που υπαγόταν ως συνοικισμός στην
Κοινότητα Κιούρκων το 1912. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Η γραφή Λιοσσάτη
που υπάρχει σε άρθρα (1961) είναι λανθασμένη.
Λιόση ή Λιόσια : Οι πρώτες επίσημες ονομασίες (1835 και μετά) των Άνω Λιοσίων. Σε
γαλλ. χάρτη (1841) αναφέρεται Liosi.
Λιόσια : Τοποθεσία στην ανατολική Πάρνηθα, πιθανώς στη μετέπειτα θέση Λιοσάτι. Στο
γερμ. χάρτη Tatoi (1893) αναφέρεται το κτήμα Λιόσια (Liossia Gut), ενώ το 1912 εμφανίζεται
ως συνοικισμός της Κοινότητας Κιούρκων (Αφιδνών). Στην απογραφή του 1920 δεν αναφέ-
ρεται, ενώ αναφέρεται ο συνοικισμός Λιοσάτι. Το 1842 η τοποθεσία αναφερόταν και ως Ζευ-
γολατειό ή Λιόσσια που αποσπάστηκε από το Δήμο Περαίας (Ωρωπίων) για να προσαρτηθεί
στο Δήμο Μαραθώνος. Η ονομασία προέρχεται από την αρβανίτικη φάρα των Λιόσηδων.
Λιούγκου : Περιοχή στα Β-ΒΔ των Άνω Λιοσίων. Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Αμ-
μουδιά. Πιθανώς έχει πάρει την ονομασία από τη λίμνη που σχηματιζόταν σε περίοδο
βροχοπτώσεων. Πιθανώς από το αρβαν. ljug = κοίλωμα με νερό ή αρδευτικό κανάλι.
Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908). Αναφέρονται Λιούγκο και
Άμμος σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Λιψύδριο : βλ. Λειψύδριο.
Λογοστάρι : Τοποθεσία με πηγή, σε ύψ. 400μ., στη Β-ΒΔ πλευρά της Πάρνηθας, δυτικά
της Αγ. Τριάδας Αυλώνα. Η γραφή Λαγοστάρι που αναφέρει ο χάρτης Σαρρή (1928)
είναι λάθος.
Λοιμικό : Αναφέρεται το 1912 ως συνοικισμός της Κοινότητας Μενιδίου. Στην απογραφή
του 1920 δεν αναφέρεται. Σε έγγραφο του 1843 αναφέρεται ότι η περιοχή/κτήμα Λοιμικό
ανήκε στο Μενίδι. Κατά μία εκδοχή η σωστή γραφή είναι Λοιμικό (θανατηφόρα μεταδοτι-
κή ασθένεια) γιατί αποτελούσε το χώρο όπου εύρισκαν καταφύγιο οι κάτοικοι των γύρω
περιοχών σε περιπτώσεις λοιμών και όχι Λημικό (βλ. λέξη) που μάλλον προέρχεται από το
Ελληνικό (Liniko-Limiko) ή από το λημνικό-λιμνικό. Το πιθανότερο είναι η γραφή Λοι-
μικό να είναι μία από τις συνηθισμένες ανορθογραφίες των παλιών κρατικών εγγράφων,
αλλά και των νεότερων χαρτών. Αναφέρεται Λιμικό ή Λημικό σε χάρτη της Αττικής (1923),
Λημικό στο χάρτη Σαρρή (1928) και Λυμικό σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Αναφέρεται Λοι-
μικό ή δάσος Λοιμικού στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.), σε χάρτη του Δασαρχείου, αλλά σε
λάθος θέση (1967), σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας και στους νεότερους χάρτες της Γ.Υ.Σ.
Λουκά Ράχη : Η ράχη (717μ.) δυτικά της Αγίας Παρασκευής στο Μπόρσι, που πέφτει στο
οροπέδιο των Σκούρτων, στον Άγιο Δημήτριο. Αναφέρεται Μπόρσι σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936).
Λούτζα ή Λούτζι : Ράχη (610μ.-550μ.) δυτικά της Κακής Ράχης στη ΝΔ Πάρνηθα. Ανα-
φέρεται (Ludje) στο γερμ. χάρτη Megalo Vuno (1894) και από αντιγραφή στο χάρτη
Αττικής (1923). Αναφέρεται Λούτζα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).

— 123 —
Λούτσα Σκίνι : Παλιά τοπική ονομασία της Λάκκας Ζιρέλι ή Ζιρέλι (βλ. λέξη).
Λόφος Βατοκομείου ή Λόφος Προβατοκομείου : βλ. Βατοκομείο ή Προβατοκομείο.
Λύκαινα : Πολυκόρυφο ύψωμα (735μ.) στην ανατολική Πάρνηθα και ανατολικά της κο-
ρυφής Κατσιμίδι. Αναφέρεται Στρογγυλή (Strongili) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και
σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928), Βορινό σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και Λύκαινα σε χάρτες της
Γ.Υ.Σ. (1974) και του Υπ. Γεωργίας (1985).
Λυκόβρυση : Λανθασμένη ονομασία της πηγής Καμάρα ή Καμάριζα (βλ. λέξη).
Λυκόβρυση : Περιοχή με μικρές υδαρείς λάκκες βόρεια της Κρισιγιώνας και ΝΔ της Πέ-
τρας Γκαμήλας. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) και σε ορειβατικό άρθρο και ανα-
θεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936).
Λυκόρραχη : Ράχη (800μ.-600μ.) στη ΝΑ άκρη της κορυφής Κεραμίδι, μεταξύ του ρέ-
ματος Πλατανάκι και του υψώματος Ντάρδιζα. Είναι η συνέχεια στα ΝΑ της κορυφής
Καθίγκαρι.
Λυμικό : Λανθασμένη ονομασία της κορυφής Δένδρα (βλ. λέξη) που αναφέρει χάρτης
της Γ.Υ.Σ. (1929).
Λυμικός ρέμα : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) για το ρέμα Λη-
μικού.
Λυχναρότρουπα : Άλλη ονομασία για το σπήλαιο Πανός που αναφέρεται στο Ημερολό-
γιο του Ο.Σ. (1925).
Λυχνοσπηλιά : Ονομασία που λεγόταν παλαιότερα για το σπήλαιο Πανός.
Μαβούνια : βλ. Μπαχούνια.
Μαζαραίϊκα : Περιοχή στη ΒΔ Πάρνηθα. Η ονομασία προέρχεται από την αρβανίτικη
φάρα των Μαζαρακαίων που ήρθαν στην περιοχή το 14ο αι. Τοπωνύμιο Μαζαράκι
υπήρχε και στην επαρχία Πατρών. Ανήκει στο Ν. Βοιωτίας. Αναφέρεται Μαζαρέκα στο
χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1948) και Μαζαρέϊκα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936).
Μακρυλάκκα : Ονομασία μεγάλης λάκκας στη βόρεια πλευρά των ψηλών κορυφών και
ΒΔ του Αγίου Πέτρου και της Μόλας.
Μακρυχώραφο : Ονομασία της λάκκας Β-ΒΔ της κορυφής Κατσιμίδι, μετά το Χάραδρο
σε ύψ. 570μ.-600μ. Αναφέρεται Μακροχώραφο (Makrochorapho) στο γερμ. χάρτη Tatoi
(1893) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και Μακρυχώραφο στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μαλακάσα : Οικισμός στη ΒΑ Πάρνηθα, σε μέσο ύψ. 250μ. Η ονομασία προέρχεται από
την αρβανίτικη φάρα των Μαλακασαίων. Αρχικά υπαγόταν ως συνοικισμός στο Δήμο
Ωρωπίων (Περαίας) μετά τη σύστασή του (1835), ενώ το 1912 ανήκε στην ιδρυθείσα Κοι-
νότητα Μαρκόπουλου Ωρωπού. Στην απογραφή του 1920 είχε 247 κατοίκους. Αναγνω-
ρίστηκε ως ανεξάρτητη Κοινότητα το 1934. Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 622
μόνιμους κατοίκους.

— 124 —
Μάλεζα : Παλαιότερη ονομασία της κορυφής Αραλάλα. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936) και σε χάρτη του Δασαρχείου (1967).
Μαληαέρας ή Μάλι Αέρας : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και
στο χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας για την κορυφή Αέρας (1.127μ.).
Μάλια Αέρα ή Μαλιαέρα : Κορυφή (371μ.) ΝΑ του Αυλώνα. Αναφέρεται Μάλια Έρα σε
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Βουναλάκι.
Μάλια Μουλούθι : Κορυφή (708μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα, πάνω (ΒΑ) από τον οικισμό
Σκούρτα. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Σύμφωνα με τους ντόπιους λέγεται
έτσι γιατί στην κορυφή υπήρχε παλαιότερα ανεμόμυλος. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την
αναφέρει Μηλιές.
Μάλια Φυλής : Παλαιά τοπική ονομασία του Βουνού της Φυλής. Αναφέρεται στο χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1929).
Μάλι Γκέρι : Παλαιότερη ονομασία της κορυφής Πλατύ Βουνό. Παραφθορά του αρβαν. mali
ή malje gjere = πλατειά κορυφή. Αναφέρεται λανθασμένα Μαλιγέρι στο Ημερολόγιο Ο.Σ.
(1926), Μαληγέρι στο χάρτη Σαρρή (1928) και Μαλήγκερι στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929).
Μάλι(α) Ζόνια : Παλαιότερη αρβανίτικη (Mali i Zonjes) ονομασία της κορυφής Κυρά.
Αναφέρεται σε χάρτες του Σαρρή (1928) και της Γ.Υ.Σ. (1929).
Μάλι Τιέρι : Ονομασία (Mali tyeri) που αναφέρει ο γερμ. χάρτης Phyle (1894) για την
κορυφή (875μ.) στα ΝΑ του Βουνού Φυλής.
Μαούνια : Συνοικισμός που αναφέρεται στη σύσταση του Δήμου Αχαρνών το
1835. Κατά μία εκδοχή η σωστή ονομασία είναι Μαχούνια (σε έγγραφο αναφέρεται
Mahoya) που ήταν από το 17ο αιώνα μικρός οικισμός που ανήκε στο Μενίδι. Ανα-
φέρεται Μαχούνια (Machunia) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και σε χάρτη της Χ.Υ.
(1912).
Μαρίστα : Πηγάδι σε ύψ. 720μ. βόρεια της κορυφής Άρμα. Πιθανώς προέρχεται από
το αρβαν. mare, mareja = κουμαριά, κουμαριές και marista = τόπος γεμάτος κουμαριές.
Αναφέρεται στους χάρτες Σαρρή (1928) και Γ.Υ.Σ. (1929).
Μάσκαρη : Κορυφή (804μ.) στη δυτική Πάρνηθα, μεταξύ Μαύρης Πέτρας και Κουτρού-
λιεζας. Αναφέρεται Μάσκα (Maska) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) η λάκκα ΝΔ της κο-
ρυφής. Στους χάρτες του Σαρρή (1928) και Γ.Υ.Σ. (1928) η λάκκα αναφέρεται χωράφια
Μάσκαρη. Αναφέρεται λανθασμένα Νάσκαρη σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Στο νέο χάρτη
της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Λάσκαρη.
Μάστορα σπηλιά : Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) βόρεια της κορυφής Μου-
γκουλτός, σε ύψ. 840μ. περίπου. Πιθανώς να πρόκειται για τα εκεί βράχια που μοιάζουν
με στεφάνια/στέγαστρα.
Μάτσι : Πηγάδι σε ύψ. 570μ., μεταξύ των κορυφών Ντάρδιζα και Λυκόρραχη, στη νότια
Πάρνηθα, απέναντι από τη Μονή Γενεσίου Θεοτόκου.

— 125 —
Μαύρη : Κορυφή (985μ.) βόρεια από το Πλατύ Βουνό και νότια της Ντράσιζας. Αναφέ-
ρεται στον αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936). Παλαιότερη ονομασία Ξυλοζέζα. Ανα-
φέρεται Ρόγα σε χάρτη του Δασαρχείου (1967) και σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας.
Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη.
Μαυρηνόρας ρέμα : Ρεματιά στα ΝΑ του υψώματος Πλάτωσι, νότια της Φυλής. Αναφέ-
ρεται Μαύρης Ώρας ρέμα στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Μαύρη Πέτρα : Έτσι αναφέρεται στους νέους χάρτες της Γ.Υ.Σ. η κορυφή Γκούριζι (877μ.)
στη ΝΔ Πάρνηθα.
Μαυροβούνι : Κορυφή, ύψ. 1.094μ., μεταξύ των δύο χαραδρών, Χούνη και Αγ. Τριάδας. ΝΑ
της κορυφής (σε ύψ. 1.070μ.) είναι κτισμένο το ξενοδοχείο/καζίνο Μον Παρνές. Ο χάρτης
της Γ.Υ.Σ. και η Ε.Σ.Υ.Ε. το αναφέρουν Πάρνης. Αναφέρεται (Mavro vuni) στο γερμ. χάρτη
Tatoi (1893), σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και στο χάρτη Σαρρή (1928). Σε χάρτη του Δασαρ-
χείου (1967) και σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας αναφέρεται λανθασμένα Γούβα.
Μαύρο Λιθάρι : Μικρή κορυφή (545μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα και στα ΝΔ της κορυφής Δάφ-
να. Αναφέρεται σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908). Παλιά τοπική ονομασία
Γκούρι.
Μαυρόρεμα : Μεγάλη ρεματιά στη βόρεια πλευρά της Πάρνηθας. Έχει μήκος 12 χιλ.
και η παλαιότερη ονομασία του ήταν Μπάθεζα. Αρχίζει από τον αυχένα Πάνα και κα-
ταλήγει στο Βοιωτικό Ασωπό. Αναφέρεται σε έγγραφο του 1852 και στο χάρτη Σαρρή
(1928).
Μαύρο ρεύμα : Έτσι αναφέρεται (Mavro reuma) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) το ρέμα
που έρχεται από τη νότια πλευρά της κορυφής Ξεροβούνι μέχρι τη σημερινή πηγή
Κιθάρα.
Μαύρος Λόγγος : Το πάνω μέρος (η αρχή) του Μαυρορέματος, προς τον αυχένα Πάνα.
Αναφέρεται σε ορειβατικό άρθρο και αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936).
Μαχούνια : Πιθανή σωστή ονομασία του παλιού οικισμού Μαούνια (βλ. λέξη). Ανα-
φέρεται (Machunia) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893), σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και σε
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) που σημειώνεται δυτικά της Μεγάλης Βίγλας, εκεί που βρί-
σκεται και σήμερα η τοποθεσία αυτή που ορισμένοι την αναφέρουν Μπαχούνια ή
Μαβούνια.
Μεγάλη Βίγλα : Κορυφή (674μ.) στην ανατολική Πάρνηθα στα ΒΑ των πρώην ανακτό-
ρων Τατοΐου. Αναφέρεται (Megali Vigla) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και στο Φ.Ε.Κ.
34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου). Πιθανή προέλευση από τη λέξη vigilia = σκοπιά. Αναφέρεται
Κόκκινος Βράχος στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μεγάλη Βρύση : Παλιά πλούσια πηγή/βρύση, σε ύψ. 275μ., έξω από τον Αυλώνα προς
την Αγία Τριάδα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μεγάλη Βρύση : Παλιά πηγή στη ΝΑ Πάρνηθα που αναφέρεται (Megalibrisi) στο γερμ.
χάρτη Tatoi (1893) ανατολικά της Ζωοδόχου Πηγής. Αναφέρεται και σε αρχαιολογικό

— 126 —
άρθρο (1893) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928). Έχουν βρεθεί ίχνη αρχαίου οικισμού και
τύμβος με 4 σαρκοφάγους.
Μεγάλη Λάκκα : Λάκκα, σε ύψ. 865μ., δυτικά της κορυφής Καραμανλή. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928).
Μεγάλο Αρμένι : Έτσι συνηθίζεται να λέγεται η κορυφή Αρμενιά. Αναφέρεται Mt.
Armeni σε χάρτη του 1838 και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1948) και Μεγάλο Αρμένι στο χάρτη
Σαρρή (1928).
Μεγάλο Βουνό : Κορυφή (885μ.) στη δυτική Πάρνηθα στα νότια του οροπεδίου των
Δερβενοχωρίων. Έτσι λέγεται γενικά και όλη η δυτική Πάρνηθα. Αναφέρεται στο γερμ.
χάρτη Megalo Vuno (1894) και σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948).
Μεγάλο Ρέμα : Έτσι αναφερόταν παλαιότερα σε διάφορα έντυπα το ρέμα Καμπέρα (βλ.
λέξη).
Μεγάλο Σούμπασι : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή
Σούμπασι.
Μεγάλος Κούκουρας : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή
Κούκουρας.
Μεγάλο Χωράφι : Τοποθεσία βόρεια της Μονής Κυπριανού. Αναφέρεται στο χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1929). Τοπική ονομασία Αρμάδε (βλ. λέξη).
Μελέα : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης Σαρρή (1928) για την κορυφή Μηλέα.
Μελίσσι : Η αρχή της ρεματιάς στα ΝΔ της κορυφής Μπελέτσι, εκεί που έχει σχημα-
τιστεί τα τελευταία χρόνια μικρή λίμνη. Αναφέρεται σε γεωλογικό χάρτη του Βορεάδη
(1952), ενώ σε γεωλογικό άρθρο (1961) αναφέρεται Πλεσιά.
Μελκινούλα : Περιοδική μικρή πηγή, σε ύψ. 1.220μ., νότια της κορυφής Καραβόλα, δί-
πλα στο μονοπάτι για Σκίπιζα.
Μελκινούλες : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) για την περιοχή
βόρεια της κορυφής Καραβόλα.
Μενίδι : Η παλαιότερη (μέχρι το 1914) ονομασία των Αχαρνών. Αναφέρεται ως Μενίδι
σε χρυσόβουλο του 1209 του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’, δηλαδή πριν την εγκατάσταση των
Αρβανιτών στην Αττική. Πιθανή προέλευση από το όνομα Μενίδης. Τοπωνύμιο Μενίδι
υπάρχει και στην Ακαρνανία.
Μέρτεζα : Τοποθεσία με πηγή και πηγάδι, σε ύψ. 460μ., δίπλα στο δασικό δρόμο Αυλώνα
- Βούντιμα και Β-ΒΔ της κορυφής Μικρό Αρμένι. Πιθανώς προέρχεται από αρβαν. παρα-
φθορά της λέξης Μυρτιά. Αναφέρεται Μύρτιζα στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μεσανό Νερό : Πηγή σε ύψ. 1.060μ., στην ανατολική πλευρά της κορυφής Όρνιο και
βόρεια του Αυγού. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) ανα-
φέρεται Μεσειανό Νερό.
Μεσ(ε)ιανό Νερό : Άλλη γραφή για το Μεσανό Νερό.

— 127 —
Μεσοβούνι : Κορυφή (862μ.) νότια της κορυφής Σκίμθι και της τοποθεσίας Παλιομή-
λεσι. Αναφέρεται Κορυφή Μέση στο χάρτη Σαρρή (1928). Αναφέρεται σε χάρτη του Υπ.
Γεωργίας (1985).
Μεσονύχτι : Τοποθεσία στη συμβολή του ρέματος Μποντιά με το φαράγγι της Γκούρας
και κοντά στο σπήλαιο του Πανός. Αναφέρεται στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925) και στο
χάρτη Σαρρή (1928).
Μεταμόρφωση : Έτσι αναφέρεται ο λόφος Παλαιόκαστρο και το εκκλησάκι της Αναστά-
σεως των πρώην ανακτόρων Τατοΐου στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μεταμόρφωση Σωτήρος : Ερημοκκλήσι στη βόρεια Πάρνηθα, σε ύψ. 320μ., δυτικά της
κορυφής Ντάρδιζα. Κοντά (ΝΔ) υπάρχει πηγάδι (360μ.).
Μεταμόρφωση Σωτήρος : Μικρό εκκλησάκι, σε ύψ. 320μ., νότια του Σταθμού Αφιδνών.
Μετόχι : Τοποθεσία στους νότιους πρόποδες της Πάρνηθας, όπου το ερημοκκλήσι του Προ-
φήτη Ηλία και το ερειπωμένο (σήμερα) εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, που ήταν μετόχι της
Μονής της Αγίας Τριάδας επί Τουρκοκρατίας. Αναφέρεται (Metochi) στο γερμ. χάρτη Tatoi
(1893) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μηλέα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Μηλιά.
Μήλεσι : Η ρεματιά ανατολικά της κορυφής Μηλιά που περνά από τον Άγιο Μερκούριο
και καταλήγει στη Σφενδάλη. Αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου).
Μηλιά : Ράχη (745μ.-745μ.) στη ΒΑ Πάρνηθα. Βρίσκεται βόρεια της κορυφής Κούκου-
ρας και δυτικά του Άγιου Μερκούριου. Αναφέρεται Μελέα στο χάρτη Σαρρή (1928).
Αναφέρεται Κατσίκι στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ.
την αναφέρει Μηλέα.
Μηλιές : Έτσι αναφέρεται η κορυφή Μάλια Μουλούθι (708μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα, στο νέο
χάρτη της Γ.Υ.Σ.
Μικρά Βίγλα : Ονομασία (Mikra Vigla) που αναφέρει ο γερμ. χάρτης Tatoi (1893) για
την κορυφή Βίλλια (546μ.)
Μικρή Αρμενιά : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Μικρό
Αρμένι.
Μικρό Αρμένι : Κορυφή (652μ.) στη βόρεια πλευρά, ΝΔ της κορυφής Αρμενιά ή Με-
γάλο Αρμένι και ανατολικά του δασικού δρόμου Αυλώνα - Βούντιμα. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928). Ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Μικρή Αρμενιά.
Μνήμα : Ράχη 854μ.-750μ. στη ΒΑ πλευρά της Πάρνηθας μεταξύ των κορυφών Μεσοβού-
νι και Κούκουρας. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Μνήματα : Τοποθεσία νότια από το Παλιομήλεσι στα δυτικά της ράχης Μνήμα.
Μόλα : Περιοχή βόρεια της κορυφής Όρνιο. Πιθανώς προέρχεται ή από το αρβαν. mοlle
ή mοlla που σημαίνει μηλιά, ή από την αρβανίτικη στρατιωτική οικογένεια Μόλα του
15ου-16ου αι. Σε αγγλ. χάρτη του 1838 αναφέρεται το δάσος της Μόλας (Forest of Mola).

— 128 —
Στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) αναφέρεται Mola και η περιοχή βόρεια της Καραβόλας.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στη Μόλα υπάρχουν πηγές/βρύσες, το εκκλησάκι
Άγιος Πέτρος και μεγάλος χώρος αναψυχής. Σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται βρύ-
σι Μόλα. Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη.
Μόλα : Λανθασμένη ονομασία (Mola) που αναφέρει ο γερμ. χάρτης Phyle (1894) για την
περιοχή νότια της σημερινής κορυφής και πηγής Ταμίλθι. Ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. (1929)
αναφέρει λανθασμένα Μόλα την κορυφή Ταμίλθι.
Μόλας ρέμα : Ονομασία της αρχής της μεγάλης ρεματιάς Χάραδρος, ανατολικά του Αγί-
ου Πέτρου.
Μονή Κλειστών : Γυναικείο μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου, στη ΝΔ Πάρνηθα, σε
ύψ. 410μ., στη νότια άκρη του Άρματος και μέσα στο φαράγγι της Γκούρας. Αναφέρεται
στη σύσταση του Δήμου Φυλής το 1840 ως Μονή Κλειστών. Αναφέρεται Παναγία των
Κλειστών (Panagia ton Kliston) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894).
Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλειστών : Η πλήρης ονομασία της Μονής Κλειστών (βλ.
λέξη) που στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 4 μοναχές.
Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου : Γυναικεία μονή στους Θρακομακεδόνες, σε ύψ. 430μ.
Στην απογραφή του 1991 εμφανιζόταν με 67 μοναχές. Στο σεισμό της 7-9-1999 έπαθε
μεγάλες ζημιές. Ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο.
Μοτσάρα : Άλλη ονομασία της ράχης και κορυφής Κεραμίδι (βλ. λέξη). Αναφέρεται στο
Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.).
Μουγγουλιός : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την
κορυφή Μουγκουλτός.
Μουγκουλτός : Κορυφή (959μ.) στη δυτική Πάρνηθα, βόρεια από το Κρύο Πηγάδι. Αναφέ-
ρεται (Mungultos) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και στο χάρτη Σαρρή (1928). Σε χάρτες της
Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Μουγγουτός (1929) και Μουγγουλτός (1936) και στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ.
Μουγγουλιός. Αναφέρεται παραδόξως Μουλοχτός σε χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995).
Μουλοχτός : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών
(1995) για την κορυφή Μουγκουλτός.
Μούρτεζα : Περιοχή πάνω (βόρεια) από την πηγή Πλατάνι στο ρέμα Αγίου Γεωργίου.
Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Μπάθεζα : Παλαιά τοπική ονομασία του Μαυρορέματος. Πιθανώς από την αρβαν. λέξη
vatheze = μαντριά ή από την batheza = αγριολάχανα (κουκιά). Αναφέρεται στο χάρτη
Σαρρή (1928) και σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948).
Μπακάτι : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Αττικής (1923) για τη δίοδο Κλειδί στο
Κατσιμίδι.
Μπαλικέμπα : Ρεματιά στη Β-ΒΔ Πάρνηθα. Αρχίζει από τις κορυφές Προφήτη Ηλία και
Καραμανλή και καταλήγει στο Μαυρόρεμα. Αναφέρεται σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 &

— 129 —
1948) και σε χάρτες του Δασαρχείου (1967/1976). O νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. το αναφέρει
Ρέμα.
Μπαλούκια : Έτσι αναφέρεται μικρό υψωματάκι στη Μόλα, βόρεια του Αγίου Πέτρου, σε
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Μπαμπακιά Ρέμα : Ρεματιά στη Β-ΒΔ Πάρνηθα που διασχίζει το Βούντιμα. Αναφέρεται
σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1974) και του Υπ. Γεωργίας (1985).
Μπασταλιά : Πηγάδι, σε ύψ. 450μ., στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, Α-ΒΑ της κορυφής Σούμπασι.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μπατάκα σπήλαιο : Μικρή σπηλιά σε ύψ. 740μ., στη συμβολή του δασικού δρόμου Αγίας
Τριάδας - Κλημέντι, με τη ρεματιά της Γκούρας. Μέσα στη σπηλιά αναβλύζει νερό το
χειμώνα, μάλλον της πηγής Πόρος. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μπάφι : Τοποθεσία (λάκκα και μικρή κορυφή – ύψ. 1.162μ.), σχεδόν νότια της κορυφής Όρνιο
και δυτικά της κορυφής Κακή Ράχη. Στο Μπάφι υπάρχει πηγή, καθώς και το καταφύγιο του
Ε.Ο.Σ. Αθηνών σε ύψ. 1.160μ. Πιθανώς από την αρβανίτικη οικογένεια Μπάφι ή Μπάφη (Baf-
i). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928). Ο νέος χάρτης της
Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη.
Μπάφι : Η παλαιότερη ονομασία (μέχρι το 1954) του οικισμού Κρυονέρι. Το 1928 υπαγό-
ταν στην Κοινότητα Αχαρνών και είχε 192 κατοίκους, το 1935 υπαγόταν στην Κοινότητα
Τατοΐου, ενώ το 1947 αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη Κοινότητα. Αναφέρεται (Baffi) στο
γερμ. χάρτη Tatoi (1893), σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μπαχούνια : Τοποθεσία και πηγή σε ύψ. 600μ. στην ανατολική Πάρνηθα, δυτικά της κο-
ρυφής Μεγάλη Βίγλα και βόρεια των πρώην ανακτόρων Τατοΐου. Λέγεται και Μαβούνια.
Πιο σωστή ονομασία Μαχούνια (βλ. λέξη). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε
χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).
Μπελέτσι : Κορυφή (840μ.), σχετικά ανεξάρτητη, στη ΒΑ Πάρνηθα. Η αρχαία ονομασία
της ήταν Φελλεύς. Στην κορυφή έχει πολλά αρχαία κεραμίδια. Αναφέρεται από τον C.
Bursian (1862), στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1925), στο χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1936) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται
Κορφή.
Μπέλιζα : Αναφέρεται ότι προσαρτήθηκε στο Δήμο Αχαρνών μετά τη σύστασή του
(1835) και αργότερα ως συνοικισμός της Κοινότητας Μενιδίου (1912). Το 1920 είχε 60
κατοίκους. Στις επόμενες απογραφές δεν αναφέρεται καθόλου. Πιθανώς να βρισκόταν
στην τοποθεσία Bileza που αναφέρεται στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) στην περιοχή των
Θρακομακεδόνων. Σωστή ονομασία Μπίλιζα.
Μπελούσι : Πλούσια πηγή σε ύψ. 390μ. στους βόρειους πρόποδες της κορυφής Βερόρι
πάνω (νότια) από το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής. Σημειώνεται (Belusi) στο γερμ.
χάρτη Tatoi (1893) και αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Από τους ντόπιους λέγεται
Μπελούσι όλη η γύρω περιοχή.

— 130 —
Μπιθισάκκουλι : Ρεματιά/χαράδρα στη ΒΔ Πάρνηθα. Αρχίζει από το οροπέδιο των Δερ-
βενοχωρίων, ανατολικά των Σκούρτων και καταλήγει στον Ασωπό ποταμό. Αναφέρεται
σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. αναφέρει ρέμα Μπιθοσακ-
κούλι.
Μπίκεζα : Πηγή/δεξαμενή σε ύψ. 790μ. στην ανατολική άκρη της κορυφής Λέντριζα και
στη ΒΔ άκρη της λάκκας Κλημέντι. Πιθανώς προέρχεται από το αρβαν. pike = σταγόνα.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μπιλιάνη : Έτσι αναφέρεται η πηγή Βιλιάνι σε έγγραφο του Υπ. Γεωργίας (1933).
Μπίλιζα : Τοποθεσία στην περιοχή Θρακομακεδόνων που αναφέρεται (Bileza) στο γερμ.
χάρτη Tatoi (1893). Πιθανώς είναι η Μπέλιζα (βλ. λέξη) που αναφέρεται ως συνοικισμός
του Δήμου Αχαρνών και αργότερα της Κοινότητας Μενιδίου. Αναφέρεται Μπίλεζα στο
χάρτη Σαρρή (1928). Σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Βίλεζα (1928) και Μπίλιζα (1936),
όπως και στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. δεν αναφέρεται
Μπίμπισι : Παλιά πηγή στη ΒΔ Πάρνηθα, μέσα στο Μαυρόρεμα και δυτικά από την
Ασπρόβρυση στο Βούντιμα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Σε ορειβατικό άρθρο
(1936) αναφέρεται Μπίμπιση.
Μπίνιζα : Πηγή σε ύψ. 440μ. στη βόρεια Πάρνηθα, μεταξύ της κορυφής Αγελαδίτσα και
του Αγίου Μερκουρίου. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Μπογαδούλι : βλ.Πηγαδούλι.
Μποντιά : Τμήμα του ρέματος Καμπέρα. Καταλήγει στο φαράγγι της Γκούρας στην το-
ποθεσία Μεσονύχτι. Αναφέρεται Αλωνάκι (Alonaki) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894). Στο
χάρτη Σαρρή (1928) αναφέρονται μέσα στη ρεματιά δύο βρύσες (Μποντιά και Καμπέρα).
Αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.). Έχει αναφερθεί και ως Ποντιά σε διάφορα
παλιά έγγραφα. Αναφέρεται όλο το ρέμα ως ποτάμι της Μποντιάς στο βιβλίο «Αι πηγαί
της Πάρνηθος» του Ι. Σαρρή (1926).
Μπόρσι : Τοποθεσία με πηγή και εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής δίπλα στο δασικό
δρόμο Κλημέντι – Βούντιμα. Στο Μπόρσι υπήρχε αρχαίος οικισμός. Πιθανώς από την
αρβανίτικη στρατιωτική οικογένεια Μπόρση ή Μπόρσα. Τοπωνύμιο Μπόρσι υπήρχε
στην Αλβανία (ΝΑ από τη Χειμάρα) και στην Αρκαδία, καθώς και Μπόρση στην Ηλεία.
Στα νεότερα χρόνια υπήρχε καλοκαιρινή εγκατάσταση Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων.
Αναφέρεται σε έγγραφο του 1841 και στο χάρτη Σαρρή (1928), ενώ σε χάρτες της Γ.Υ.Σ.
(1929 & 1936) αναφέρεται Μπόρσι/Μπόρσυ ή διπλανή ράχη Λουκά.
Μπούντιμα : Ονομασία για το Βούντιμα που αναφερόταν σε έγγραφο του 1837.
Μπρέντεζι : Κορυφή (671μ.) στη ΒΔ πλευρά της Πάρνηθας, βόρεια της Αγίας Παρα-
σκευής στο Μπόρσι. Σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) αναφέρεται Κιάφα Πράρι. Αναφέρεται
σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1958). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Κορυφή.
Μπρέσκεζα : Παλαιά ονομασία της πηγής Χώνι. Παλαιότερη ονομασία Συκιά. Στ’ αρβαν.
breskeza σημαίνει τόπος με χελώνες.

— 131 —
Μπύρα : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου)
για τον αυχένα (640μ.) Κλειδί στο Κατσιμίδι.
Μπύρεζα : Λανθασμένη ονομασία τοποθεσίας στη βόρεια Πάρνηθα μεταξύ του Βουνού
Αγίου Νικολάου και της ομώνυμης εκκλησίας (βλ. Πύρεζα). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρ-
ρή (1928).
Μύκαρη σπηλιά : Μικρή σπηλιά στη βόρεια πλευρά του υψώματος Πλάτωσι σε ύψ.
350μ., δίπλα στο δρόμο για Φυλή. Αναφέρεται σε έγγραφο του Δασαρχείου σχετικά με
τις αναρριχήσεις που γίνονται στις μικρές ορθοπλαγιές δίπλα στη σπηλιά.
Μυρτελούπι : Παλιά πηγή, σε ύψ. 420μ. περίπου, δυτικά των Αφιδνών. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928).
Μύτη : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Αραλάλα που
παλαιότερος χάρτης της Γ.Υ.Σ. (1936) ανέφερε Μάλεζα.
Μύτικας : Κορυφή (525μ.) στην Α-ΒΑ πλευρά της Πάρνηθας και ΝΔ των Αφιδνών. Ανα-
φέρεται Λέμασι σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) και Lemasi σε αγγλ. χάρτη (1944). Τοπική
ονομασία Αγία Μαρίνα, από το ομώνυμο εκκλησάκι.
Μύτικας : Λόφος (340μ.) μεταξύ Μαλακάσας και Αυλώνα και βόρεια της κορυφής Αγε-
λαδίτσα. Παλαιότερη ονομασία Μάλιζι ή Μάλιζα (Μαυροβούνι). Σε αγγλ. χάρτη του
1838 αναφέρεται Κοτρόνι (Mt. Kotroni), όπως και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Νεροτριβή : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κο-
ρυφή Πελεκούζιζα.
Νεροφαγώματα : Τοποθεσία στην ανατολική Πάρνηθα ανατολικά του οικισμού Δροσο-
πηγή. Στο χάρτη Σαρρή (1928) αναφέρεται Κατηφόρι.
Νίκα ρέμα : Μικρή ρεματιά στα Ν-ΝΔ της Κουμαρόρραχης που καταλήγει στο Μαυρό-
ρεμα. Λέγεται και Κιούση ή Κιούσι. Αναφέρεται σε ορειβατικό άρθρο και αναθεωρημένο
χάρτη Σαρρή (1936).
Νίκη : Μάλλον λανθασμένη ονομασία της πηγής Νίκα ή Κιούση.
Νοζιά : Παραφθορά της λέξης Οζά, που ήταν η παλαιότερη ονομασία της κορυφής Κα-
ραβόλα. Αναφέρεται σε έγγραφο του 1826. Σε γαλλ. χάρτη του 1817 αναφέρεται Nozea.
Νταβέλη : Ράχη (793μ.) στη ΒΑ Πάρνηθα και ΝΔ από τον Άγιο Μερκούριο. Αναφέρε-
ται στο χάρτη Σαρρή (1928). Αναφέρεται Νταβέλι σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1945).
Νταβέλη σπήλαιο : Βρίσκεται σε ύψ. 760μ., Ν-ΝΔ της ομώνυμης κορυφής Νταβέλη.
Είναι σπηλαιοβάραθρο με άνοιγμα στην επιφάνεια 6x3,5μ. περίπου, βάθος 5μ. και μία
μεγάλη κατηφορική αίθουσα 40x10μ. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Ντάρδιζα : Κορυφή (571μ.) στη βόρεια Πάρνηθα, βόρεια της κορυφής Σκίμθι. Ο νέος
χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη. Λέγεται και Ντάρδεζα.
Ντάρδιζα : Κορυφή (567μ.) στη νότια Πάρνηθα, ανατολικά της Φυλής (Χασιάς). Στη
βόρεια πλαγιά της υπάρχει η Μονή Γενεσίου Θεοτόκου, ενώ δίπλα στη ρεματιά υπάρ-

— 132 —
χει πηγάδι. Σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908) αναφέρεται Νταρδίζα η
περιοχή βόρεια της κορυφής εκεί που είναι σήμερα το μοναστήρι. Αναφέρεται Ντάρ-
ντιζα στο χάρτη Σαρρή (1928) και Ντάρδεζα σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1929 & 1936). Στο
νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Αχλαδιά. Η ονομασία Ντάρδιζα πιθανώς προέρχε-
ται από την αρβαν. λέξη darde που σημαίνει αχλαδιά, δηλ. τόπος με αχλαδιές.
Ντάρντιζα : Περιοχή με πηγή σε ύψ. 680μ., στα ΝΑ της κορυφής Φλαμπούρι, όπου και
κτίσματα. Αναφέρεται (Dardesa) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893), στον αλφαβητικό οδηγό
Αττικής (1923) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Ντάρντιστα : Έτσι αναφέρεται στο βιβλίο του Κ. Πασαγιάννη «Αττικοί περίπατοι» (1922)
η περιοχή Ντράσιζα.
Ντελέρο : βλ. Κιάφα Ντελέρι.
Ντούσκεζα : Περιοχή στη δυτική Πάρνηθα, απ’ όπου αρχίζει το ομώνυμο ρέμα.
Πιθανώς προέρχεται από την αρβαν. λέξη dushqe-a = βελανιδιά-ιές. Αναφέρεται
(Duskeza) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894), στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928).
Ντούσκεζα ρέμα : Ρεματιά στη δυτική Πάρνηθα, μεταξύ Μαύρης Πέτρας (Γκούριζι)
και Κατσουλιέρι. Αναφέρεται (Duskeza) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1936). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Βελανιδιάς ρέμα.
Ντράσιζα : Μικρό ύψωμα (593μ.) στη ΒΑ Πάρνηθα, ανατολικά της κορυφής Νταβέλη
και στα δεξιά του δρόμου Κατσιμίδι - Άγιος Μερκούριος. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. ανα-
φέρεται Πλάκα.
Ντράσιζα : Ονομασία περιοχής, Β-ΒΔ της κορυφής Μαύρη και ανατολικά της Κρισιγιώ-
νας. Παλαιότερα υπήρχε μικρός καλοκαιρινός οικισμός Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων,
καθώς και τυροκομεία. Πιθανώς προέρχεται από το αρβαν. drasse = πλάκα ή drassare
ze που σημαίνει περίπου πετρώδες έδαφος με πλάκες. Στη βόρεια πλευρά της υπάρχει η
πηγή Βλάχας (830μ.) Αναφέρεται Δράσιζα σε έγγραφο του 1851 και Ντράσιζα σε έγγρα-
φο του 1852, στο χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948) και σε χάρτη
του Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Πλάκα.
Ντράστιζα : Στην απογραφή του 1940 αναφέρεται ως συνοικισμός της Κοινότητας Φυ-
λής με 36 κατοίκους. Στις επόμενες απογραφές δεν αναφέρεται καθόλου. Πιθανώς πρό-
κειται για τη Ντράσιζα (βλ. λέξη).
Ντρέη : Τοποθεσία, βόρεια των κορυφών Αγόρο και Καψάλα και στη συμβολή του δασι-
κού δρόμου Μόλα - Σαλονίκι με το μονοπάτι για το Παλιομήλεσι. Πιθανώς προέρχεται
από την αρβαν. λέξη dreu = ελάφι. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Ντρέρα : Μεγάλη ράχη (726μ.-474μ.) στη δυτική Πάρνηθα. Αναφέρεται σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1936). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Πέρδικες.
Ντρίζα : Μικρό ύψωμα (759μ.) και λάκκα βόρεια της κορυφής Ξεροβούνι, από την οποία
χωρίζεται με το Χάραδρο. Στην περιοχή υπάρχουν πολλές δολίνες. Πιθανώς προέρχεται

— 133 —
από το αρβαν. driza που σημαίνει φρύγανα. Αναφέρεται Driza στο γερμ. χάρτη Tatoi
(1893) η λάκκα που βρίσκεται δυτικά της κορυφής, όπως και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Δρίζα.
Ξενία Πάρνηθας: Κτηριακό συγκρότημα στην καρδιά της Πάρνηθας σε ύψ. 1.020μ. που
χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1983 που έκλεισε ως Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και
ως ξενοδοχείο (Πάσχα & Χριστούγεννα). Παλαιότερη χρήση και ονομασία (μέχρι το
1957) Σανατόριο/Σανατώριο Πάρνηθας. Περιήλθε στην ιδιοκτησία του Ε.Ο.Τ. το 1958.
Ξεροβούνι: Κορυφή, ύψ. 1.120μ., ΒΑ της κορυφής Αυγό. Αναφέρεται Γιαούρτι (Yaourti)
στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και Κορομηλιά σε χάρτη της Χ.Υ. (1912). Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1928 & 1936).
Ξερόλακκες: Οι λάκκες μεταξύ των κορυφών 1.171μ. και 1.117μ. στο Πλατύ Βουνό.
Αναφέρεται σε χάρτη του Δασαρχείου (1967). Παλαιότερα (1936) αναφερόταν Δενδρό-
λακκα (βλ. λέξη).
Ξερολίβαδο: Λάκκα, βόρεια του διάσελου της Σκάλας που βρίσκεται μεταξύ των κορυ-
φών Αέρας και Κυρά, όπου σήμερα οι αθλητικές εγκαταστάσεις του Σ.Ε.Γ.Α.Σ. Αναφέρε-
ται Ξερολιβάδι από τον Ross (1833), Ξηρολείβαδο από τον Αιγινήτη (1908) και σε χάρτη
του Δασαρχείου (1967) και Ξερολίβαδο σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929).
Ξεροπήγαδο: Πηγάδι σε ύψ. 400μ. στην περιοχή Μαζαραίϊκα. Αναφέρεται σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1936).
Ξερόρεμα : Μεγάλη ρεματιά στη δυτική Πάρνηθα που αρχίζει από το Μεγάλο Βουνό
και καταλήγει στο Σαρανταπόταμο. Αναφέρεται (Xero Rhevma) στο γερμ. χάρτη Megalo
Vuno (1894) και Ξερόρρεμα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. ανα-
φέρεται Ξηρόρρεμα.
Ξούλιζα: Τοποθεσία σε ύψ. 800μ., στη ΒΑ Πάρνηθα, νότια από το Μεσοβούνι, όπου πα-
λαιότερα κατασκεύαζαν κάρβουνα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Ξύλο: Η κορυφή (921μ.) νότια της θέσης Ξούλιζα. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928)
και στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει λαν-
θασμένα Ρέμα.
Ξυλοζέζα: Άλλη ονομασία της κορυφής Μαύρη. Αναφέρεται σε ορειβατικό άρθρο (1936).
Αναφέρεται Ξυλόζεζα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929).
Οζά: Παλαιότερη ονομασία της κορυφής Καραβόλα. Λεγόταν και Οζιά ή και Οζάς. Πι-
θανώς η ονομασία Οζά προέρχεται από την αρβαν. Xeixa ή Heiga που δηλώνει το κορ-
φοβούνι, την κορυφογραμμή, τη ράχη κάθε βουνού και η οποία είναι δάνειο (της αρβαν.)
από τη μεσαιωνολατινική, που ονόμαζε το λόφο και γενικά το ύψωμα Heisa - Hogium.
Δεν αποκλείεται η προέλευσή της και από τη λέξη του Ησύχιου αίζεος - αιζέα - αίζεον
που σημαίνει ψηλός. Αναφέρεται Οζιά σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και Οζά σε χάρτες της
Γ.Υ.Σ. (1929 & 1936). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Κορυφή.
Οζάς ρέμα : Άλλη ονομασία της ρεματιάς Χάραδρος.

— 134 —
Όζεον όρος : Εκκλησιαστική παλαιότερη ονομασία της Πάρνηθας. Αναφέρεται σ’ ένα
σιγίλλιο του 1796.
Όρνιο : Κορυφή ύψ. 1.350μ. όπου και χαρακτηριστικός πύργος του Ο.Τ.Ε. και κεραί-
ες. Αναφέρεται (Ornion) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893), σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και
στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Όρνιο (Λυκόρ-
νιο).
Οροπέδιο Δερβενοχωρίων : Η πιο σωστή ονομασία του Οροπεδίου Σκούρτων.
Οροπέδιο Σκούρτων : βλ. Σκούρτων οροπέδιο.
Ούγι Μπουρούαν : Περίεργη παλαιά ονομασία περιοχής νότια του Μεγάλου Βουνού
της δυτικής Πάρνηθας που αναφέρεται (Uje Buruan) στο γερμ. χάρτη Megalo Vuno
(1894). Αναφέρεται στην περιοχή η πηγή «Ανδρειωμένο νερό (Ούγι Μπουρούαμ)» στο
βιβλίο «Αι πηγαί της Πάρνηθος» του Ι. Σαρρή (1926). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) ανα-
φέρεται Ούγι Μπουρούαμ. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Ψήλωμα - Πέρδικες.
Παγάνα : Έτσι αναφέρεται το Άρμα στο βιβλίο του Κ. Πασαγιάννη «Αττικοί περίπατοι»
(1922). Βλ. Παγανιά.
Παγάνι : βλ. Παγώνι.
Παγανιά : Τοποθεσία στη ΝΔ άκρη της κορυφής Άρμα, πάνω από τη Μονή Κλειστών,
όπου και μικρή σπηλιά. Αναφέρεται στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1926) και στους χάρτες Σαρ-
ρή (1928) και Γ.Υ.Σ. (1929).
Παγώνι : Έτσι αναφέρεται (Pagoni) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928) η κορυφή Κακή Ράχη (739μ.). Παλαιά τοπική ονομασία Πεύκα Παγώνη.
Αναφέρεται Παγάνι στο χάρτη Σαρρή/Σιδέρη (1930).
Παλαιόκαστρο : Λόφος (506μ.) στην ανατολική Πάρνηθα, νότια των πρώην ανακτόρων
Τατοΐου. Έχουν βρεθεί ίχνη αρχαίου πολυγωνικού τείχους. Πιθανώς να ήταν η ακρόπολη
της αρχαίας Δεκέλειας. Σήμερα υπάρχουν εκεί οι βασιλικοί τάφοι, καθώς και εκκλησάκι
της Αναστάσεως (από το 1899). Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) σημειώνεται μόνο ο αρ-
χαιολογικός χώρος. Αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928). Αναφέρεται Μεταμόρφωση
στο χάρτη Σαρρή (1928).
Παλαιόκαστρο : Κορυφή (318μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα, όπου ερείπια αρχαίου οχυρωματικού
πύργου (διάμετρος εσωτ. 12,70, εξωτ. 16,70). Αναφέρεται (Palaeo Kastro) στο γερμ. χάρ-
τη Megalo Vuno (1894), σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908) και σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928). Αναφέρεται, μάλλον λανθασμένα, Κορορέμι (βλ. λέξη) σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936) και Ρέμα στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ.
Παλαιόπυργος : Παλιός τετράγωνος πύργος (αμυντικός ή παρατηρητήριο), σε ύψ.
470μ., στα ΒΑ του Παλαιόκαστρου Τατοΐου. Αναφέρεται ως μεσαιωνικός πύργος στο
γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και ως Παλαιόπυργος στο χάρτη Σαρρή (1928).
Παλαιοχώρι : βλ. Παλιοχώρι.

— 135 —
Παλιομήλεσι : Τοποθεσία στην Α-ΝΑ άκρη της κορυφής Σκίμθι, όπου πηγή σε ύψ. 600μ.
και πηγάδι σε ύψ. 570μ. Παλιομήλεσι συνηθίζεται να λέγεται και η υπερκείμενη κορυ-
φή Σκίμθι, καθώς και η ρεματιά που καταλήγει στη Σφενδάλη, συνεχίζοντας ως Βιρόϊ.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου) η ρεματιά
λέγεται Μήλεσι.
Παλιοχώρι : Τοποθεσίες,
1. σε ύψ. 1.040μ., Δ-ΝΔ της Αγίας Τριάδας. Αναφέρεται από τον Αιγινήτη (1908). Παλαι-
ότερη ονομασία Αλεμάνι (αναφέρεται σε περιγραφή ανάβασης του 1890). Στις αρχές του
20ου αι. διέμεναν τα καλακαίρια Σαρακατσαναίοι κτηνοτρόφοι. Στη θέση του σημερινού
δασικού φυλακίου υπήρχε τυροκομείο.
2. σε ύψ. 820μ., ΒΔ της Αγίας Παρασκευής και πηγής Ρουμάνι. Στην περιοχή αυτή
υπήρχε αρχαίος αγροτικός οικισμός, καθώς και βυζαντινός. Στα νεότερα χρόνια
υπήρχε καλοκαιρινή εγκατάσταση Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων. Αναφέρεται Πα-
λαιοχώρι σε έγγραφο του 1852 και (Palaiochori) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894), ενώ
αναφέρεται Παληοχώρι στο χάρτη Σαρρή (1928).
3. σε ύψ. 570μ., νότια της κορυφής Πυργάρι στη ΒΔ Πάρνηθα. Αναφέρεται Παληοχώρι
(Τσουγκράτι) σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
4. σε ύψ. 300μ., ανατολικά από το Παλαιόκαστρο (318μ.). Αναφέρεται (Palaeochori) στο
γερμ. χάρτη Megalo Vuno (1894), σε χάρτη της Χ.Υ. (1912) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Παλιοχώρι : Πηγή και μεγάλη δεξαμενή νερού δυτικά της Αγίας Τριάδας, σε
ύψ.1.000μ. δίπλα στον περιφερειακό δρόμο. Στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) σημειώνε-
ται η πηγή. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και ως Παλαιοχώρι από το L. Ross
(1833) και σε έγγραφο του Υπ. Γεωργίας (1933).
Παλούκα : Ονομασία που αναφέρεται στο χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας (1976) για
τοποθεσία μεταξύ Αγίου Πέτρου στη Μόλα και κορυφής Καψάλα.
Πάνα αυχένας : Διάσελο σε ύψ. 995μ. μεταξύ των κορυφών Καραβόλα και Πλατύ
Βουνό.
Παναγία : Έτσι αναφέρεται στους χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1928, 1936, 1948) η τοποθεσία
Κλήσιζα στη δυτική Πάρνηθα, όπου και παλιό εκκλησάκι/εικονοστάσι σε ύψ. 620μ.
Παναγία ή Παναγίτσα : Κοινή ονομασία της Ζωοδόχου Πηγής (βλ. λέξεις).
Παναγία Μυρτιδιώτισσα : Γυναικείο ησυχαστήριο, σε ύψ. 390μ., στην περιοχή Κοκκι-
νόβραχος (Λιοσάτι) των Αφιδνών. Ιδρ. το 1970 και ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο.
Παναγία Μυρτιδιώτισσα : Γυναικείο μοναστήρι, σε ύψ. 360μ., στο Κρυονέρι. Ιδρ. το
1959 και ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο.
Παναγίας πηγή : βλ. Κιθάρα.
Πάνα πηγή : Πηγή, σε ύψ. 740μ., στη ΝΔ Πάρνηθα, δίπλα στο δασικό δρόμο Παλιοχώρι - Κλη-
μέντι, και πριν τη συμβολή με τη ρεματιά της Γκούρας. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).

— 136 —
Πανός σπήλαιο : Λέγεται και Άντρο Πανός ή και Λυχνοσπηλιά. Βρίσκεται σε ύψ. 675μ.
στην ανατολική πλευρά του φαραγγιού της Γκούρας, κοντά στην τοποθεσία Μεσονύχτι.
Αποτελείται από δύο θαλάμους διαστάσεων 70x15μ. και 20x9μ. Έχει Α.Σ.Μ. 90. Αναφέ-
ρεται στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Παπά πηγάδι : Πηγάδι στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 360μ., βόρεια της κορυφής Βράχος.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Πάρνηθα : Το μεγαλύτερο σε έκταση και ψηλότερο βουνό της Αττικής. Είναι κυριολεκτι-
κά κατάφυτο από πεύκα και έλατα. Κορυφή Καραβόλα ύψ. 1.413μ.
Πάρνης : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. και η Ε.Σ.Υ.Ε. για την τοποθεσία
και το κτηριακό συγκρότημα του ξενοδοχείου/καζίνου Μον Παρνές σε ύψ. 1.070μ. Στην
απογραφή του 2001 εμφανίζεται με πληθυσμό 9 άτομα.
Πάτημα : Μεγάλη λάκκα, σε ύψ. 560μ., στη ΒΔ Πάρνηθα, Ν-ΝΔ της κορυφής Πυργάρι.
Αναφέρεται λίγο νοτιότερα σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Πέλγεζι : Παλιά πηγή σε ύψ. 525μ. στη ΝΑ πλευρά της κορυφής Μπελέτσι. Αναφέρεται
στο χάρτη Σαρρή (1928).
Πελεκούζιζα : Κορυφή (448μ.) στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, δυτικά της κορυφής Βένιζα. Αναφέ-
ρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Νεροτριβή.
Πέρδικες : Μεγάλη ράχη (726μ.-474μ.) στη δυτική Πάρνηθα. Αναφέρεται Ούγι Μπου-
ρούαν (Uje Buruan) στο γερμ. χάρτη Megalo Vuno (1894). Αναφέρεται Ντρέρα σε χάρτη
της Γ.Υ.Σ. (1936).
Περδικόβραχος : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας (1976)
για τη ράχη ΝΔ της κορυφής Καραβόλα.
Πέτρα : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την Πέτρα Βαρυμπόπης.
Πέτρα Βαρυμπόπης : Συγκρότημα βράχων στη νότια Πάρνηθα, με μεγαλύτερο ύψ.
661μ. Στα μικρά αυτά βράχια έχουν γίνει πάρα πολλές αναρριχητικές εκπαιδευτικές
«διαδρομές». Αναφέρεται (Petra tou Varibopi) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) γιατί
εκεί κοντά ήταν η παλιά Βαρυμπόπη. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρ-
τη της Γ.Υ.Σ. (1928) και σε γεωλογικό άρθρο (1964). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την
αναφέρει Πέτρα.
Πέτρα Γκαμήλας : Δίκορφο ύψωμα (842μ.-842μ.) μεταξύ του Μαυρορέματος και του αρ-
χαίου πύργου στο Λημικό. Στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) αναφέρεται λανθασμένα Κλη-
μέντι (Klementi) και από αντιγραφή Κλεμέντι στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) η μία κορυφή
ενώ η άλλη αναφέρεται Πέτρα Γκαμήλας. Αναφέρεται Βουνό Λυκόβρυσης στο χάρτη
Σαρρή (1928) και Πέτρα Γκαμήλας σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) και σε χάρτη του Δασαρ-
χείου (1967). Σε άρθρο του περιοδ. «Το Βουνό», Σεπτ. 1936, σ. 201 αναφέρεται ότι η ονο-
μασία Βουνό της Λυκόβρυσης είναι λάθος και η σωστή ονομασία είναι Πέτρα Γκαμήλας,
ενώ στο δημοσιευόμενο αναθεωρημένο χάρτη του Σαρρή αναφέρεται μόνο ως Γκαμήλα.
Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. όλο το ύψωμα αναφέρεται λανθασμένα Πέτρα Σταύρου.

— 137 —
Πέτρα Εβραίου : Κορυφή (556μ.) του Βουνού Χασιάς στη ΝΔ Πάρνηθα. Στις ορθοπλα-
γιές της γίνονται αναρριχήσεις. Αναφέρεται (Judenstein) στο γερμ. χάρτη Pyrgos (1893)
και Πέτρα Εβραίου σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908) και στο χάρτη Σαρρή
(1928). Αναφέρεται Εβραιόπετρα σε γεωλογικό άρθρο (1979).
Πέτρα Θοδώρας : Άλλη ονομασία για το Βράχο Θοδώρας. Ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. την ανα-
φέρει μόνο Θεοδώρα.
Πετράλωνα : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη του Δασαρχείου (1967) για την κορυ-
φή Στατήρι, ΝΑ από το Πλατύ Βουνό. Σε διάφορους χάρτες ως Πετράλωνα σημειώνεται
η μικρή λάκκα νότια της κορυφής Στατήρι. Παλιά τοπική ονομασία Αλωνάκι (βλ. λέξη).
Πέτρα Σταύρου : Λανθασμένη ονομασία που αναγράφει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την
Πέτρα Γκαμήλας (842μ.).
Πετροκορυφή : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Κο-
τρόνι (641μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα.
Πηγαδούλι : Πηγάδι σε ύψ. 740μ. περίπου, βόρεια της κορυφής Ξεροβούνι προς το Χά-
ραδρο. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται
Μπογαδούλι, ενώ σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1945 & 1948) και του Δασαρχείου (1967) αναφέ-
ρεται Πηγαδάκι.
Πίκεζα : Άλλη ονομασία της πηγής Μπίκεζα (βλ. λέξη).
Πλαγιά : Έτσι αναφέρεται στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. μία κορυφή (841μ.) στη δυτική Πάρ-
νηθα ΝΔ της κορυφής Μεγάλο Βουνό.
Πλαγιάδα : Έτσι αναφέρεται στους νέους χάρτες της Γ.Υ.Σ. η κορυφή (657μ.) προς το
ρέμα Κόρτσι στα ΝΔ του οικισμού Στεφάνη.
Πλάκα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για τις τοποθεσίες Ντράσιζα
(βλ. λέξεις).
Πλακωτό : Έτσι αναφέρεται (Plakoto) στο γερμ. χάρτη Megalo Vuno (1894) η κορυφή
Κάστρο (224μ.), όπου ερείπια αρχαίου φρουρίου. Βρίσκεται έξω από τα ΝΔ όρια της
Πάρνηθας, στην ανατολική απόληξη του λόφου Αγίου Βλασίου.
Πλατάνα : Πηγή σε ύψ. 1.075μ., στη δυτική πλευρά της κορυφής Καραβόλα. Ανα-
φέρεται στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1926), στο χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1936) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει
Πλατάνου βρύση.
Πλατανάκι : Ονομασία δύο ρεμάτων,
1. στη νότια Πάρνηθα, μεταξύ των αντερεισμάτων Κορακοφωλιά και Λυκόρραχη.
2. στη βόρεια Πάρνηθα, μεταξύ των κορυφών Σούμπασι και Πελεκούζιζα. Αναφέρεται
Πρόϊ Ντέρα στο χάρτη Σαρρή (1928).
Πλατανάκι : Παλιά πηγή, σε ύψ. 500μ., νότια της Πέτρας Βαρυμπόπης. Αναφέρεται βρύ-
σι Πλατανάκι σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).

— 138 —
Πλατανάκος : Πηγή, σε ύψ. 1.050μ., ΒΔ της Καραβόλας και δίπλα στον περιφερειακό
δρόμο. Αναφέρεται σε ορειβατικό άρθρο και στον αναθεωρημένο χάρτη Σαρρή (1936).
Πλατάνι : Πηγή σε ύψ. 690μ., στο ρέμα Πλατανάκι, νότια από το Αλωνάκι.
Πλατάνι : Πηγή σε ύψ. 520μ. στο ρέμα Αγίου Γεωργίου. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928). Παλαιότερη τοπική ονομασία Ράπι. Αναφέρεται Μικρό Πλατάνι σε χάρτη της
Γ.Υ.Σ. (1928).
Πλατάνου βρύση : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την πηγή Πλα-
τάνα.
Πλατύ Βουνό : Κορυφή, ύψ. 1.171μ., στα δυτικά της ψηλής περιοχής της Πάρνηθας. Πα-
λαιότερη τοπική ονομασία Μάλι Γκέρι (Μαληγέρι στο χάρτη Σαρρή - 1928). Στο γερμ.
χάρτη Phyle (1894) αναφέρεται Βαρδί Βουνί (Vardi Vuni) και σε χάρτη της Αττικής (1923)
λανθασμένα Ταρδιβούνι. Αναφέρεται σε έγγραφο του 1852, στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.) αναφέρεται Πλατοβούνι. Στο νέο
χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται με την περίεργη και τελείως άγνωστη στην περιοχή ονομασία
Άλογο, ενώ η ονομασία Πλατύ Βουνό αναφέρεται σε μία μικρότερη κορυφή 1.117μ. 500μ
στα ΝΑ.
Πλάτωμα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για το λόφο Πλάτωσι
(448μ.).
Πλάτωσι : Ύψωμα (448μ.) νότια της Φυλής (Χασιάς). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Πλεσιά : Η αρχή της ρεματιάς που ξεκινά ΝΔ της κορυφής Μπελέτσι για να καταλήξει
στο Χάραδρο, εκεί που έχει σχηματιστεί τα τελευταία χρόνια μικρή λίμνη. Αναφέρεται
σε τοπογραφικό χάρτη και γεωλογικό άρθρο (1961). Ο γεωλογικός χάρτης του Βορεάδη
(1952) την αναφέρει Μελίσσι.
Ποντιά : Έτσι αναφερόταν παλαιότερα σε διάφορα έντυπα το ρέμα Μποντιά.
Πόρος : Πηγή σε ύψ. 740μ. στη ΝΔ Πάρνηθα, πάνω ακριβώς από τη σπηλιά Μπατάκα.
Τα νερά της περνούν από τη σπηλιά ή αναβλύζουν από αυτή.
Πόρτα ή Πόρτες : Παλαιότερη ονομασία του διάσελου Σκάλα. Αναφέρεται σε περιγραφή
ανάβασης του 1890.
Πράπα : Παλιά πηγή ανατολικά του Αγίου Πέτρου Μόλας. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Πράρι : Ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) για την κορυφή Ζυγός.
Πρέμη σπήλαιο : Σπηλιά, σε ύψ. 680μ., μεταξύ του Ταμιλθιού και της Αλογόπετρας, δί-
πλα στο μονοπάτι για Φυλή. Αναφέρεται στον οδηγό του Ε.Ο.Τ. (1930).
Προβατοκομείο : Έτσι αναφέρεται ο λόφος (476μ.) στη ΝΑ Πάρνηθα μεταξύ Κρυονερί-
ου και πρώην ανακτόρων Τατοΐου στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. Αναφέρεται Λόφος Βατοκο-
μείου σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).

— 139 —
Πρόϊ Ντέρα : Παλαιότερη τοπική ονομασία για το ρέμα Πλατανάκι στη βόρεια Πάρνη-
θα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Προφήτης Ηλίας : Ύψωμα (890μ.) στη δυτική Πάρνηθα ΒΑ της κορυφής Μουγκουλτός,
όπου και ομώνυμο εκκλησάκι στην κορυφή. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε
χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Προφήτης Ηλίας : Λόφος (418μ.) ανατολικά της Φυλής (Χασιά). Αναφέρεται Ηλίας
(Elias) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και Προφήτης Ηλίας σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ.
Στρατιωτικών (1908) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Προφήτης Ηλίας : Ερημοκκλήσι,
1. ΒΑ της κορυφής Μουγκουλτός, στο ομώνυμο ύψωμα, σε ύψ. 890μ. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
2. στη νότια Πάρνηθα, στην περιοχή Μετόχι, σε ύψ. 500μ. Αναφέρεται Ηλίας (Elias) στο
γερμ. χάρτη Tatoi (1893). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
3. στη ΒΑ Πάρνηθα, σε ύψ. 460μ., ΒΑ της κορυφής Βερόρι. Κοντά υπάρχει βρύση.
4. στον ομώνυμο λόφο ανατολικά της Φυλής (Χασιά), σε ύψ. 418μ. Αναφέρεται στο χάρ-
τη Σαρρή (1928).
5. στη ΒΑ Πάρνηθα, σε ύψ. 390μ., ΝΔ της Σφενδάλης, δίπλα στο δασικό δρόμο Αγίου
Μερκουρίου – Σφενδάλης. Δίπλα υπάρχει βρύση και εικονοστάσι.
6. στην περιοχή Σταμάθι στο Μαυρόρεμα, σε ύψ. 210μ. Αναφέρεται Αγία Παρασκευή στο
χάρτη Σαρρή (1928).
Προφήτης Ηλίας : Παλιό ερημοκκλήσι στα νότια της κορυφής Τσαούσι σε ύψ. 700μ.
περίπου που σημειώνονται τα ερείπιά του στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893). Αναφέρεται η
πηγή Προφ. Ηλίας από τον Αιγινήτη (1908) και η πηγή Άγιος Ηλίας στο χάρτη Σαρρή
(1928). Αναφέρεται ως θέση σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ.
Τατοΐου).
Πυργάθι : βλ. Πυργάρι (508μ.).
Πυργάκι : Έτσι αναφέρεται η κορυφή Καστρίζα (907μ.) στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ.
Πυργάρι : Κορυφή (737μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα Στην κορυφή ερείπια αρχαίου πύργου που
σημειώνονται στο χάρτη Σαρρή (1928). Ανήκει στο Ν. Βοιωτίας. Αναφέρεται σε χάρτες
της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948). Σε αγγλ. χάρτη (1944) αναφέρεται Pirgos.
Πυργάρι : Κορυφή (508μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα. Παλαιότερη τοπική ονομασία Πυργάρθι.
Ανήκει στο Ν. Βοιωτίας. Αναφέρεται Πυργάθι σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948) και στο
χάρτη της Ε.Σ.Υ.Ε. (1963).
Πύρεζα : Περιοχή μεταξύ της τοποθεσίας Λημικό και αρχαίου πύργου. Ίσως από το αρ-
χαίο Πύρα.
Ράπι : Παλιά ονομασία του ρέματος Αγίου Γεωργίου. Αναφέρεται σε γεωλογικό άρ-
θρο (1964). Έχει πάρει την ονομασία από την πηγή Πλατάνι, που βρίσκεται στην εί-
σοδό του. Στ’ αρβαν. το πλατάνι γράφεται rrapi (ράπε ή ράπι) και τα πλατάνια rapesi
(ράπσι -ράσι).
— 140 —
Ράπι : Ονομασία πηγών και πηγαδιού. Από το αρβαν. rrapi = πλατάνι.
1. πηγή στη νότια Πάρνηθα σε ύψ. 520μ., στην είσοδο του ρέματος Αγ. Γεωργίου.
2. πηγή στη ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 360μ., στο Μαυρόρεμα, δυτικά της Αγ. Μαρίνας.
3. πηγάδι στη ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 360μ., στο ρέμα Πλατανάκι, νότια της κορυφής Πε-
λεκούζιζα.
Ράχα : Κορυφή (722μ.) στο ΒΔ άκρο της Πάρνηθας. Ανήκει στο Ν. Βοιωτίας. Αναφέρεται
σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Ράχη Γκαμήλας : βλ. Γκαμήλα (450μ.).
Ράχη Κούμπουλα : βλ. Κούμπουλα (978μ.).
Ράχη Κουτσούρη : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή
Κουτσούρι.
Ράχη Κρύου Πηγαδιού : Η ράχη (814μ.-735μ.) απέναντι (δυτικά) του Κρύου Πηγαδιού
και νότια του Μουγκουλτού. Αναφέρεται σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985).
Ράχη Λουκά : Ονομασία που αναφέρει ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Λουκά.
Ράχη Νίκα : βλ. Κουμαρόρραχη.
Ρέμα : Λανθασμένη ονομασία που αναγράφει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για μία ράχη
921μ.-906μ. στη ΒΑ Πάρνηθα, νότια των κορυφών Μεσοβούνι και Μνήμα. Αναφέρεται
Ξύλο στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου).
Ρέμα : Λανθασμένη ονομασία που αναγράφει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή
Παλαιόκαστρο (318μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα.
Ρημάνι ή Ριμένι : Έτσι αναφέρεται η περιοχή μεταξύ των θέσεων Ντράσιζα, Πλατύ Βου-
νό και Παλιοχώρι σε έγγραφο του 1851 & 1842 (βλ. Ρουμάνι).
Ρίμπες : Περιοχή στην ανατολική Πάρνηθα, εκεί που είναι σήμερα ο οικισμός Δροσοπηγή.
Πιθανή προέλευση από το αρβαν. remb-es = ρυάκια. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Ρόγα : Έτσι αναφέρεται η κορυφή Μαύρη (985μ.) στους χάρτες του Δασαρχείου (1967)
και του Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. (1976).
Ρούδι : Έτσι αναφέρεται (Rudi) στο γερμ. χάρτη Megalo Vuno (1894) η κορυφή Λιόπα
(795μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα, σε χάρτη της Αττικής (1923) και στο χάρτη Σαρρή/Σιδέρη
(1930). Σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρεται Κορυφή Αγελάδος και ως Ρούδι η ράχη
νότια της κορυφής.
Ρουμάνι : Περιοχή και πηγή, σε ύψ. 840μ., στη νότια πλευρά της κορυφής Πλα-
τύ Βουνό, ΒΑ της Αγίας Παρασκευής. Αναφέρεται Ριμένι σε έγγραφο του 1842 και
Ρημάνι (βλ. λέξη) σε έγγραφο του 1851. Αναφέρεται στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1926)
και στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο Φ.Ε.Κ. 155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.) αναφέρεται η ρεματιά
Φλέβα-Ρουμάνι.
Σάββα : Κορυφή (579μ.) στη ΒΔ Πάρνηθα, Β-ΒΔ από τα Μαζαραίϊκα. Ανήκει στο Ν.
Βοιωτίας. Αναφέρεται σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1936 & 1948).

— 141 —
Σάλεσι : Η προηγούμενη ονομασία (1912-1927) του Αυλώνα. Παλαιότερα (μέχρι το
1912) λεγόταν Κακοσάλεσι και υπαγόταν αρχικά στον τότε Δήμο Τανάγρας και αργότε-
ρα στο Δήμο Περαίας (Ωρωπίων).
Σαλονίκη : Άλλη γραφή του τοπωνυμίου Σαλονίκι. Αναφέρεται σε έγγραφο του 1843 η
περιοχή/κτήμα Σαλονίκη, σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) αλλά σε λάθος θέση, στο Φ.Ε.Κ.
155/1961 (ίδρ. Ε.Δ.) και σε χάρτη του Δασαρχείου (1967) και σε όλους τους νεότερους
χάρτες της Γ.Υ.Σ.
Σαλονίκι : Ονομασία κοιλάδας, μεταξύ των κορυφών Δέντρα, Μεσοβούνι και Σκίμθι.
Από το Σαλονίκι, όπου πηγαίνει δασικός δρόμος από τη Μόλα, αρχίζει το ρέμα Σού-
σι που καταλήγει στο Μαυρόρεμα. Στην περιοχή υπάρχουν δύο πηγάδια (690μ.-680μ.).
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Σαλονίκι : Αναφέρεται το 1912 ως συνοικισμός της Κοινότητας Μενιδίου. Στην απο-
γραφή του 1920 δεν αναφέρεται. Στα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρεται ότι ο οικισμός
Σαλονίκη προσαρτήθηκε στο Δήμο Αχαρνών. Στον αλφαβητικό οδηγό Αττικής (1923)
αναφέρεται ως περιοχή με καλοκαιρινές καλύβες κτηνοτρόφων Σαρακατσαναίων.
Σαμάρι : Ονομασία της Α-ΝΑ ράχης της κορυφής Όρνιο. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928).
Σανατόριο Πάρνηθας : Κτηριακό συγκρότημα, σε ύψ. 1.020μ., νότια της Αγίας Τριάδας. Λει-
τούργησε ως σανατόριο-νοσοκομείο των Γ. Σταύρου – Γ. Φούγκ. Το διάστημα 1913-1934
ήταν ξύλινο περίπτερο και το 1934 έγινε λιθόκτιστο. Στο χάρτη Αττικής (1923) αναφέρεται
Φθισιατρείον. Στην απογραφή του 1920 είχε 35 άτομα και υπαγόταν στην Κοινότητα Αχαρ-
νών. Στην απογραφή του 1940 αναφέρεται ως Σανατόριο Αγίας Τριάδας με 332 άτομα. Έκλει-
σε το 1957 και το 1958 περιήλθε στην ιδιοκτησία του Ε.Ο.Τ. (βλ. Ξενία Πάρνηθας).
Σάπιο πηγάδι : Πηγάδι, σε ύψ. 620μ., στη δυτική Πάρνηθα, δίπλα στο δρόμο που
πηγαίνει στα Δερβενοχώρια. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Σαρανταπόταμος : Ποτάμι στην Αττική, που αρχίζει να σχηματίζεται από το βαθύπεδο
της Οινόης και τροφοδοτείται από πολλά ρέματα (σαράντα;) του οροπεδίου των Δερ-
βενοχωρίων, της Πάρνηθας, της Πάστρας, του Κιθαιρώνα και του Πατέρα. Λέγεται και
Ελευσίνιος Κηφισός.
Σαρρή σπηλιά : Απόκρημνη σπηλιά στην περιοχή του βόρειου Άρματος, πάνω (βό-
ρεια) από την πηγή Χώνι (παλ. ονομ. Συκιά και Μπρέσκεζα). Η σπηλιά λεγόταν στην
αρχή σπηλιά της Συκιάς, αλλά από το 1934 πήρε την ονομασία Σαρρή, προς τιμήν
του πρωτοπόρου ορειβάτη – γεωγράφου Ι. Σαρρή.
Σέσι : Παλιά πηγή, σε ύψ. 550μ. περίπου, ΝΑ της κορυφής Μπελέτσι. Αναφέρεται στο
χάρτη Σαρρή (1928).
Σέσι : Έτσι αναφέρεται η κορυφή Στρογγυλή (771μ.) σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928), σε γε-
ωλογικό άρθρο (1961) και στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου). Στα αρβαν. sheshi
σημαίνει επίπεδο μέρος. Στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) αναφέρεται Sessi η ομαλή περιοχή
Ν-ΝΑ της κορυφής Στρογγυλή.
— 142 —
Σκάλα : Ο αυχένας (1.040μ.) μεταξύ των δύο κορυφών Αέρας και Κυρά. Λέγεται και
Πόρτα ή Πόρτες. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Σκάλεζα : Τοποθεσία στη ΝΔ Πάρνηθα, στη συμβολή των δύο ρεμάτων Θοδώρας
και Γιαννούλας και στην Α-ΝΑ άκρη της κορυφής Δάφνα. Αναφέρεται στο χάρτη
Σαρρή (1928) και ως Σκάλιζα σε γεωλογικό άρθρο (1964).
Σκάλες : Μικρό ρέμα στη ΒΑ Πάρνηθα, από το Βροκόλι μέχρι τη ρεματιά Παλιομήλεσι
ή Μήλεσι. Αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου).
Σκίμη : Λανθασμένη ονομασία που αναγράφει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή
Σκίμθι (933μ.).
Σκίμθι : Μεγάλο ύψωμα στη βόρεια Πάρνηθα. Έχει ψηλότερη κορυφή 933μ. και μία μι-
κρότερη ύψ. 899μ. Πιθανώς προέρχεται από το αρβαν. skempthi που δηλώνει μικρό από-
τομο βράχο. Λέγεται και κορυφή Παλιομήλεσι. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Στο χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995) αναφέρεται παραδόξως Θρόνος και η μικρότερη
κορυφή Συνάντηση. Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται Σκίμη.
Σκίπιζα : Η ψηλότερη διαρκούς ροής πηγή της Πάρνηθας. Βρίσκεται σε ύψ. 1.200μ. στη
δυτική πλευρά της κορυφής Καραβόλα. Λέγεται και Αετόβρυση. Πιθανώς προέρχεται
από την αρβαν. λέξη skipje = αετός. Αναφέρεται στο Ημερολόγιο Ο.Σ. (1926), στο χάρτη
Σαρρή (1928) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985). Πιο σωστή γραφή Σκιπίεζα.
Σκίπιζα : Έτσι αναφέρεται (Skipesa) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) η κορυφή Αυγό.
Σκληρό : Η κορυφή (868μ.) του υψώματος Σκίμθι στη βόρεια Πάρνηθα.
Σκούρτα : Οικισμός, σε μέσο ύψ. 550μ., στη ΒΔ Πάρνηθα. Αρχικά υπαγόταν στο Δήμο
Τανάγρας (1835). Στην απογραφή του 1928 είχε 654 κατοίκους. Σήμερα υπάγεται στο
Δήμο Δερβενοχωρίων (έδρα Πύλη) του Νομού Βοιωτίας και στην απογραφή του 2001
εμφανίζεται με 907 μόνιμους κατοίκους.
Σκούρτων οροπέδιο : Μεγάλο οροπέδιο-πόλγη (καρστική λεκάνη) μεταξύ Πάρνηθας
και Πάστρας. Έχει μέσο ύψ. 520μ. και ανήκει στο Ν. Βοιωτίας. Πιθανώς από το αρβαν.
shkurta = ορτύκι και shkurtanje = τόπος με ορτύκια. Πιο σωστή ονομασία Οροπέδιο
Δερβενοχωρίων.
Σούμπασι : Κορυφή (608μ.) στη Β-ΒΔ Πάρνηθα, βόρεια από το Βούντιμα. Αναφέρεται
στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την
αναφέρει Μεγάλο Σούμπασι.
Σούσι : Ρεματιά στη Β-ΒΔ Πάρνηθα. Αρχίζει από το Σαλονίκι και καταλήγει στο Μαυρόρε-
μα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Ο νέος χάρτης της
Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Ρεματιά. Παλαιά τοπική ονομασία Πρόϊ Σούσι, δηλ. ρέμα Σούσι.
Σούτα : Κορυφή (902μ.), μεταξύ της κορυφής Κρισιγιώνα και της Αγ. Παρασκευής
Μπόρσι, και στα δεξιά του δασικού δρόμου Κλημέντι - Βούντιμα. Κατά μία εκδοχή λέγε-
ται Σούσα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρτες της Γ.Υ.Σ. (1929 & 1936) και
σε χάρτη του Δασαρχείου (1967). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την αναφέρει Ίσωμα.

— 143 —
Σούτσου : Έτσι αναφέρεται σε χάρτη του Δασαρχείου (1967) και στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ.
Ε.Δ. Τατοΐου) η περιοχή βόρεια του Ξεροβουνιού μέχρι το Κατσιμίδι. Πιθανώς από το
παλιό δάσος ιδιοκτησίας Σούτσου.
Σουφλερό : Κορυφούλα (662μ.) δυτικά της κορυφής Αγελαδίτσα.
Σπηλιά : Κλειστή πηγή, σε ύψ. 640μ., ΒΑ της Πέτρας Βαρυμπόπης στον ορεινό δρόμο
για Ντάρντιζα. Πιθανώς πήρε την ονομασία από το μικρό κοίλωμα (σαν σπηλιά) της
πηγής. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Σταθμός Αφιδνών : Οικισμός σε ύψ. 295μ. στην ανατολική Πάρνηθα, γύρω από το σι-
δηροδρομικό σταθμό, που υπάγεται στην Κοινότητα Αφιδνών. Στην απογραφή του 1961
που πρωτοεμφανίζεται είχε 138 κατοίκους, ενώ σε αυτή του 2001 εμφανίζεται με 323
μόνιμους κατοίκους.
Σταμάθι : Τοποθεσία με πηγή, σε ύψ. 230μ., στη ΒΔ Πάρνηθα στο Μαυρόρεμα. Αναφέ-
ρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Σταματάς : Κορυφή (693μ.) στη δυτική Πάρνηθα, ΝΔ από το Μεγάλο Βουνό. Αναφέρε-
ται σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Στατήρι : Κορυφή ύψ. 1.032μ. Ν-ΝΑ της κορυφής Πλατύ Βουνό. Παλαιότερα υπήρχε
βόρεια της κορυφής ομώνυμη πηγή/βρύση. Αναφέρεται σε έγγραφα του 1851 & 1852 και
στο χάρτη Σαρρή (1928). Αναφέρεται Πετράλωνα σε χάρτη του Δασαρχείου (1967). Ο
νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη.
Σταυρός : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Κούμπουλα
(884μ.) στη δυτική Πάρνηθα.
Σταυρός : Ερημοκκλήσι, σε ύψ. 480μ., στον οικισμό Αγία Τριάδα Αφιδνών.
Στέρνα : Πηγή στη ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 420μ., στην ανατολική πλευρά της κοιλάδας
Μαζαραίϊκα.
Στεφάνη : Οικισμός, σε μέσο ύψ. 570μ., στη δυτική Πάρνηθα. Παλαιότερη (μέχρι το 1928)
ονομασία Κρόρα ή Κρώρα. Αρχικά υπαγόταν στο Δήμο Τανάγρας (1835). Στην απογραφή
του 1928 είχε 414 κατοίκους. Σήμερα υπάγεται στο Δήμο Δερβενοχωρίων (έδρα Πύλη) του
Νομού Βοιωτίας και στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 261 μόνιμους κατοίκους.
Στεφάνια : Έτσι αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την κορυφή Ελαφοβούνι στη ΒΔ
Πάρνηθα.
Στεφάνια : Κορυφή (559μ.), ανατολικά από το Κατσιμίδι προς το Χάραδρο.
Στράτι : Ονομασία του μικρού κατηφορικού οροπέδιου πάνω στο Άρμα. Στα αρβαν.
strat-i σημαίνει στρώμα. Στα χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1929) αναφέρεται Στράτη.
Στρογγυλά : Έτσι αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την κορυφή Κουτρούλιεζα στη δυ-
τική Πάρνηθα, που παλαιότερος (1936) ανέφερε Κουτρούλεζα.
Στρογγυλή : Κορυφή (771μ.), απέναντι από την κορυφή Κατσιμίδι, από την οποία χω-
ρίζεται με τον αυχένα Κλειδί (640μ.) όπου περνά και ο δρόμος Βαρυμπόμπης - Άγιου

— 144 —
Μερκούριου. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και στον Οδηγό Αττικής του Ε.Ο.Τ.
(1930). Στο Φ.Ε.Κ. 34/1974 (ίδρ. Ε.Δ. Τατοΐου) αναφέρεται λανθασμένα Σέσι (βλ. λέξη).
Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την έχει ανώνυμη. Στο γερμ. Χάρτη Tatoi (1893) αναφέρεται
Strongili η διπλανή ράχη Λύκαινα και Στρογγύλη στο χάρτη Αττικής (1923), Στρογγυλή
σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και Στρογγυλό σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1948).
Συκόρρεμα : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για το ρέμα Θοδώρας.
Συνάντηση : Λανθασμένη ονομασία της μικρότερης κορυφής (899μ.) του υψώματος
Σκίμθι (933μ.) που αναφέρεται σε χάρτη του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών (1995).
Σφάκα : Άλλη ονομασία της ράχης Ασφάκα (βλ. λέξη).
Σφάκιζα : Ονομασία της περιοχής ανατολικά της κορυφής Φλαμπούρι που αναφέρεται
σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. Πιθανώς πρόκειται
για τη ράχη Ασφάκα (βλ. λέξη) λίγο νοτιότερα.
Σφενδάλη : Μικρός οικισμός στη ΒΑ Πάρνηθα σε μέσο ύψ. 300μ., γύρω από το σιδηρο-
δρομικό σταθμό. Στην απογραφή του 1961 πρωτοαναφέρεται ως συνοικισμός της Κοι-
νότητας Μαλακάσας με 198 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 εμφανίζεται με 113
μόνιμους κατοίκους.
Σχιστό : Τοποθεσία στη ΝΔ Πάρνηθα στα βόρεια της Μονής Κυπριανού.
Ταμίλθι : Έτσι αναφέρεται στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) η ράχη Κούμπουλα (978μ.).
Ταμίλθι : Κορυφή (898μ.) στη ΝΔ Πάρνηθα. Χωρίζεται από το Άρμα με το φαράγγι της
Γκούρας. Έχει αναφερθεί και ως Λεπούσα (βλ. λέξη). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται
Κορυφούλα.
Ταμίλθι : Πηγή, σε ύψ. 790μ., στα δυτικά της κορυφής Ταμίλθι, δίπλα στο μονοπάτι για
Φυλή. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) αναφέρεται
λανθασμένα Mola.
Ταρδιβούνι : Λανθασμένη ονομασία που αναφέρεται σε χάρτη της Αττικής (1923), ίσως
από κακή μετάφραση ή απόδοση της λέξης Vardivuni που αναφέρεται στο γερμ. χάρτη
Phyle (1894) για το Πλατύ Βουνό.
Τατόϊ : Περιοχή, όπου η αρχαία Δεκέλεια (βλ. λέξη), στην ανατολική Πάρνηθα. Η ονο-
μασία προέρχεται πιθανώς από την αρβανίτικη φάρα ορθόδοξων χριστιανών του Αρτίκη
Τατόη του 14ου-15ου αι.
Τατόϊ ή Δεκέλεια : Οικισμός που αναφέρεται το 1835 στη σύσταση του Δήμου Αχαρνών
και το 1912 ως συνοικισμός της Κοινότητας Μενιδίου. Το Τατόϊ υπήρχε ως μικρός οικισμός
το 17ο αιώνα που ανήκε στο Μενίδι. Στην απογραφή του 1920 αναφερόταν ως Τατόϊον
ή Δεκέλεια με πληθυσμό 355 κατοίκους. Στην περιοχή υπήρχαν από το 1886 τα ανάκτο-
ρα των τότε βασιλέων, η φρουρά, ξενοδοχείο και εστιατόριο. Το 1935 αναγνωρίστηκε ως
ανεξάρτητη Κοινότητα Τατόϊον (Δεκέλεια) στην οποία υπάγονταν οι οικισμοί Μπάφι και
Βαρυμπόπι. Στην απογραφή του 1940 αναφέρεται μόνο ως Δεκέλεια με 1.299 κατοίκους,
ενώ στην απογραφή του 1971 εμφανίζεται για τελευταία φορά με 2.666 κατοίκους.

— 145 —
Τζεβά πηγάδι : Έτσι αναφέρεται (Pigadi tu Zevas) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) και
Πηγάδι του Τζεβά σε χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908), καθώς και Πηγάδι
του Τσεβά σε χάρτη της Αττικής (1923) το σημερινό πηγάδι Φίχτι (380μ.). Στο χάρτη του
Σαρρή (1928) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) το πηγάδι Τζεβά αναφέρεται δυτικότερα, σε
ύψ. 680μ., στην κοιλάδα Ντούσκεζα, βόρεια της Κακής Ράχης και της τοποθεσίας Πεύκα
Παγώνη. Μάλλον πιο σωστή ονομασία Τσεβά πηγάδι.
Τουρτούλιες : Θέση «βραχώδης και γυμνή» στην περιοχή Ρημένι (βλ. λέξη). Αναφέρεται
σε έγγραφο του 1852.
Τσαούση : Άλλη γραφή του τοπωνυμίου Τσαούσι.
Τσαούσι : Κορυφή (861μ.), ΒΑ από το Ξεροβούνι και δυτικά από το Κατσιμίδι. Στα δυ-
τικά ομώνυμη λάκκα και στα νότια ομώνυμη πηγή σε ύψ. 710μ. Αναφέρεται (Tsaousi)
στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) η κορυφή και σημειώνεται η
πηγή. Αναφέρεται η λάκκα και η πηγή στο χάρτη Σαρρή (1928). Στο νέο χάρτη της Γ.Υ.Σ.
αναφέρεται Κορφούλα.
Τσεβά πηγάδι : Μάλλον η σωστή ονομασία για το πηγάδι Τζεβά (βλ. λέξη).
Τσιγκουράτι : Περιοχή στη ΒΔ Πάρνηθα, σε ύψ. 540μ.-500μ., Ν-ΝΔ της κορυφής Πυρ-
γάρι, όπου και αρκετά πηγάδια. Ανήκει στο Νομό Βοιωτίας. Αναφέρεται Τσουκράτι στο
χάρτη της Αττικής (1923), Τσουγουράτι στο χάρτη Σαρρή (1928) και Παληοχώρι (Τσου-
γκράτι) σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936).
Τσογγάνια : Τοποθεσία βόρεια των κορυφών Καραβόλα και Όρνιο. Αναφέρεται στο χάρ-
τη Σαρρή (1928). Ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. (1928) αναφέρει Τσουγγάνη μία ράχη (1.208μ.)
βόρεια του Όρνιου.
Τσουγκράτι - Τσουγουράτι : Έτσι αναφέρεται η περιοχή Τσιγκουράτι (τοπική ονομασία)
σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) και στο χάρτη Σαρρή/Σιδέρη (1930), καθώς και στο χάρτη
Σαρρή (1928).
Φαλακρό βουνό : Λανθασμένη ονομασία που δόθηκε κάποια εποχή, σε μία κορυφή της
Πάρνηθας (Ξεροβούνι ή Κακή Ράχη).
Φάλεμι : Αρχαίο τοπωνύμιο στη ΝΔ Πάρνηθα. Μάλλον πρόκειται για το βράχο της Θο-
δώρας, όπου τοποθετείται και το αρχαίο ομώνυμο φρούριο.
Φάλκο : Πηγή σε ύψ. 720μ., δυτικά της κορυφής Σούτα και δίπλα στο δασικό δρόμο
Κλημέντι - Βούντιμα. Πιθανώς από το αρβαν. falco = γεράκι.
Φελεύς : Η αρχαία ονομασία της κορυφής Μπελέτσι.
Φέρη ή Φέρι : Παλιά ονομασία της πηγής Βάτος (βλ. λέξη) που αναφέρεται στο χάρτη
Σαρρή (1928).
Φέριζα : Παλιά πηγή στην ανατολική Πάρνηθα στα ΒΑ του οικισμού Δροσοπηγή.
Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928). Πιθανώς προέρχεται από το αρβαν. ferreze =
βάτα.

— 146 —
Φίχτι : Τοποθεσία, όπου και πηγάδι σε ύψ. 380μ., μεταξύ των κορυφών Κασούμπι, Κα-
τσουλιέρι και Δάφνα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) και στο χάρτη της Γ.Υ.Σ.
(1929) ως Φύχτι. Λέγεται και Φίχθι. Πιθανώς προέρχεται από το αρβαν. fik = συκιά -
σύκο και υποκορ. fikthi. Αναφέρεται σε παλιούς χάρτες ως πηγάδι του Τζεβά (βλ. λέξη).
Σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936) αναφέρεται Φίχτι η ρεματιά της Θοδώρας.
Φλαμπουράκι : Κορυφή, ύψ. 1.074μ., νότια της κορυφής Φλαμπούρι. Στις ορθοπλαγιές
της κορυφής που βρίσκονται προς τη χαράδρα Χούνη έχουν γίνει πολλές αναρριχητικές
εκπαιδευτικές διαδρομές. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928) Φλαμπούρι όλη η ράχη
1.158μ.-1.074μ., όπως και σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1936). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την ανα-
φέρει Φλαμπούρι και την ψηλότερη Φλάμπουρο. Αναφέρεται Φλαμπουράκι σε χάρτη του
Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. Αναφέρεται Κουσίζα (Kousisa) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893).
Φλαμπούρι : Ονομασία που αναφέρουν οι παλαιοί χάρτες του Σαρρή (1928), της Γ.Υ.Σ.
(1936 & 1948) και του Δασαρχείου (1967) για την κορυφή Φλαμπουράκι, αλλά και για
όλη τη ράχη 1.158μ.-1.074μ.
Φλαμπούρι : Ράχη ύψ. 1.158μ. Στην κορυφή ακριβώς βρίσκεται το καταφύγιο του Ε.Ο.Σ.
Αχαρνών. Αναφέρεται σε χάρτη του Υπ. Γεωργίας (1985). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. την
αναφέρει Φλάμπουρο.
Φλάμπουρο : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για την κορυφή Φλαμπούρι.
Φλέβα – Ρουμάνι : Μικρή ρεματιά στα ΝΔ του υψώματος Πλατύ Βουνό που περνά από
την πηγή Ρουμάνι και καταλήγει στο ρέμα Μποντιά. Αναφέρεται στο Φ.Ε.Κ. 155/1961
(ίδρ. Ε.Δ.) και σε χάρτη του Δασαρχείου (1967). Αναφέρεται Φλέβα του Ρουμάνι σε χάρ-
τη της Γ.Υ.Σ. (1929).
Φούρνοι : Τοποθεσία στα ΒΑ-Α του Παλιόκαστρου Τατοΐου, στην αρχή του ρέματος.
Αναφέρεται στο αρχαιολογικό βιβλίο «Δεκέλεια» (1958).
Φούρνος : Τοποθεσία στη ΝΔ Πάρνηθα, βόρεια της κοιλάδας Κατερίνιζα. Αναφέρεται σε
χάρτη της Χ.Υ. του Υπ. Στρατιωτικών (1908).
Φρούριο Φυλής : Αρχαίο φρούριο, του 4ου π.Χ. αι. σε ύψ. 640μ., στη ΝΔ Πάρνηθα,
μεταξύ των κορυφών Κασούμπι και Φυλή, και σε θέση όπου δεσπόζει της ρεματιάς της
Θοδώρας και της διόδου προς το οροπέδιο των Σκούρτων. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928). Ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. το αναφέρει Κάστρο Φυλής.
Φυλή : Κωμόπολη στη ΝΔ Πάρνηθα σε μέσο ύψ. 340μ. Παλαιότερη ονομασία (μέχρι το
1915) Χασιά. Το 1920 είχε 1.252 κατοίκους. Σήμερα είναι Δήμος και στην απογραφή του
2001 εμφανίζεται με 2.698 μόνιμους κατοίκους. Αναγνωρίστηκε ως Δήμος Χασιάς το
1836 και μετά ως Δήμος Φυλής το 1840 με έδρα τη Χασιά.
Φυλής πηγή : Μεγάλη πηγή, σε ύψ. 690μ., στη νότια πλευρά του Βουνού Φυλής, απένα-
ντι από την Αγία Παρασκευή, όπου και χώρος αναψυχής. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή
(1928).
Φυλής φαράγγι : Έτσι αναφέρεται στο γερμ. χάρτη Phyle (1894) το ρέμα Θοδώρας.

— 147 —
Χαλίκι : Ονομασία παλιάς πηγής, ΒΑ του Αγίου Πέτρου στη Μόλα, μέσα στο Χάραδρο.
Αναφέρεται από τον Αιγινήτη (1908) και στο χάρτη Σαρρή (1928).
Χαλικοδάρες : Έτσι αναφέρεται στο χάρτη του Ε.Δ. του Υπ. Γεωργίας (1976) για τοποθε-
σία βόρεια του ξενοδοχείου/καζίνου Μον Παρνές, όπου το ελικοδρόμιο.
Χαράδρα : Έτσι αναφέρεται (Charadra) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) και στον αλφαβη-
τικό οδηγό Αττικής (1923) ο Χάραδρος ή ρέμα Οζάς.
Χάραδρος : Μεγάλη ρεματιά, ίσως η μεγαλύτερη της Αττικής, που αρχίζει ΒΑ της κο-
ρυφής Όρνιο και καταλήγει στη Λίμνη Μαραθώνα. Λέγεται και Οζάς ρέμα. Αναφέρεται
(Charadra) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893).
Χασιά : Η παλαιότερη ονομασία (μέχρι το 1915) της Φυλής. Αναφέρεται Κασά σε
χρυσόβουλο του 1209 του Πάπα Ιννοκέντιου Γ. Έχει αναφερθεί και ως Χασσιά. Ανα-
φέρεται (Chasia) στο γερμ. χάρτη Phyle (1894). Σημαίνει βασιλική ιδιοκτησία σύμ-
φωνα με την Επιτροπή Τοπωνυμίων (1915), ενώ κατά τον Μπίρη (1971) πρέπει να
σημαίνει το «χάσιμο» του χωριού από το βλέμμα του ταξιδιώτη, λόγω της μορφολο-
γίας του χώρου.
Χήνα : Παλιά πηγή με στρογγυλή δεξαμενή σε ύψ. 540μ., στην ανατολική Πάρνηθα, Β-
ΒΑ της πηγής Κιθάρα. Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928), σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928)
και σε τοπογραφικό χάρτη (1961).
Χιονίστρες : Έτσι αναφέρονται οι Γκρούπες (βλ. λέξη) ανατολικά της Καραβόλας σε χάρ-
τες της Γ.Υ.Σ. (1928) και του Υπ. Γεωργίας για τον Ε.Δ. (1976).
Χορταριά : Ονομασία που αναφέρει ο νέος χάρτης της Γ.Υ.Σ. για τη λοφώδη περιοχή
Κρίκι - Καλπατσάκι ή Καλιμπατσάκι στη ΒΑ Πάρνηθα.
Χουβέλι : Έτσι αναφέρεται (Chuveli) στο γερμ. χάρτη Tatoi (1893) η κορυφή Κιθάρα
(711μ.).
Χούνη : Ονομασία ρεματιάς - χαράδρας, στη Ν-ΝΑ Πάρνηθα. Αναφέρεται σε χάρτη του
Υπ. Γεωργίας (1976). Στο χάρτη της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται με την τελείως άγνωστη ονομασία
Βατουριώνας.
Χώνι : Έτσι αναφέρεται ή στενή έξοδος της Χούνης στο χάρτη Σαρρή (1928). Πιθανώς
προέρχεται από το αρχαίο χοάνη. Σε χάρτη της Γ.Υ.Σ. (1928) και σε γεωλογικό άρθρο
(1964) αναφέρεται Χώνη.
Χώνι : Τοποθεσία με πηγή, σε ύψ. 560μ., ΒΔ του Ταμιλθιού προς το φαράγγι της Γκούρας.
Παλαιότερη ονομασία Μπρέσκεζα.
Ψηλό Αλώνι : Λιβάδι, σε ύψ. 750μ., στη ΝΔ Πάρνηθα, ΒΑ της Αλογόπετρας, όπου και το
Μεγάλο Χωράφι ή Αρμάδε (βλ. λέξη). Αναφέρεται στο χάρτη Σαρρή (1928).
Ψήλωμα : Κορυφή (789μ.) στη δυτική Πάρνηθα, νότια του Μεγάλου Βουνού.

— 148 —
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΝΗΘΑ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΟΡΕΟΓΡΑΦΙΑ - ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

Χάρτες
Kaiserlich Deutschen Archaeologischen Institute
Χάρτες J.A. Kaupert, κλ. 1:25.000
Megalo Vuno 1894, Pyrgos 1893, Phyle 1894, Tatoi 1893
(επανεκτ. 1994, Τροχαλία / Δήμος Γλυφάδας, κλ. 1:27.500)
Χαρτογραφική Υπηρεσία Υπ. Στρατιωτικών
Γενικαί ασκήσεις (ΒΔ Αττική), κλ. 1:75.000, 1908
Χαρτογραφική Υπηρεσία & Ελευθερουδάκης/Μπαρτ
Χάρτης Αθηνών & Περιχώρων, κλ. 1:75.000, 1912
Ελευθερουδάκης
Τοπογραφικός χάρτης Αττικής, χαρτ. Ι. Σαρρής, κλ. 1:100.000, 1923
Σαρρής Ιωάννης
Πάρνης. Έκδοση Οδοιπορικού Συνδέσμου, κλ. 1:50.000, 1927/1928;
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Γ.Υ.Σ.)
Μεγάλο Βουνό, Φυλή, Τατόϊον, κλ. 1:20.000, 1928
Σαρρής Ιωάννης
Αττική. Έκδοση Ι. Σιδέρης, κλ. 1:150.000, 1930;
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Γ.Υ.Σ.)
Αθήναι - Χαλκίς και Αθήναι - Ερέτρια, κλ. 1:100.000, 1936
512 Field Survey Coy. RE & Γ.Υ.Σ.
Stamata, κλ. 1:20.000, 1944
514 Field Survey Coy. RE & Γ.Υ.Σ.
Χαλκίς και Νέα Ψαρά, κλ. 1:100.000, 1945
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Γ.Υ.Σ.)
Αθήναι, κλ. 1:200.000, 1948
Δασαρχείο Προτύπου Δασοπονίας Εθνικού Δρυμού
Πάρνηθα, κλ. 1:20.000, 1967
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Γ.Υ.Σ.)
Αθήναι - Ελευσίς 1975/1992 & Κηφισιά 1974/1988, κλ. 1:50.000
Υπουργείο Γεωργίας
Ο Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας, κλ. 1:50.000, 1976;
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Γ.Υ.Σ.)
Χαλκίς, κλ. 1:100.000, 1978
Νέζης Νίκος
Πάρνηθα, κλ. 1:50.000, 1983
Υπουργείο Γεωργίας (συντ.: Δ. Γιώτας)
Πάρνηθα, κλ. 1:50.000, 1985

— 149 —
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Γ.Υ.Σ.)
Άγ. Στέφανος 1991, Αγία Τριάς 1992, Αθήναι 1994,
Αυλών 1990, Ελευσίς 1993, Σκούρτα 1990, κλ. 1:25.000
Ε.Ο.Σ. Αχαρνών
Πάρνηθα, κλ. 1:50.000, 1995
Ανάβαση
Πάρνηθα - πεζοπορικός χάρτης, κλ. 1:25.000, 2003, ISBN 960-8195-55-1

Βιβλία - Φυλλάδια
Αδαμακόπουλος Τριαντάφυλλος - Χατζηρβασάνης Βασίλης -
Ματσούκα Πηνελόπη. Τα βουνά της Ρούμελης (Πάρνηθα: σ. 48-61).
Αθήνα, Πιτσιλός, 1986, σχ. 20,5x14, σ. 176
Κόντερης Θεόδωρος
Έρευνα και οδηγός της Αττικής (Πάρνης : σ. 99-106+1 σχεδ.).
Αθήνα, (1935), σχ. 21x14, σ. 200+6 χάρτ.
Ματσούκα Πηνελόπη - Αδαμακόπουλος Τριαντάφυλλος
Πάρνηθα. Οδηγός στη φύση και τα μονοπάτια - Mount Parnitha. A guide to the nature and
footpaths. Αθήνα, Ανάβαση, 2000, σχ. 23x12, σ. 31+1 χάρτ. (1:35.000), ISBN 960-90866-0-8
Μπαλτουμάς Αντώνιος
Η Αττική και τα βουνά της (Πάρνης: σ. 63-87).
Αθήνα, 1939, σχ. 21x14, σ. 96
Νέζης Νίκος
Τα βουνά της Αττικής. Γεωγραφία - Φύση - Μνημεία - Τοπωνύμια - Βιβλιογραφία.
(Πάρνηθα: σ. 87-119+χάρτ.). Αθήνα, Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη - Ανάβαση, 2002,
σχ. 24x17, σ. 302+5 χάρτ., ISBN 960-8195-16-0 (αρχική έκδοση 1983, σ. 166).
Σαρρής Ιωάννης
Αλφαβητικός οδηγός της Αττικής αρχαίας και νέας.
Αθήνα, Ζηκάκης, 1923, σχ. 15x11, σ. 75

Συλλογικά
Αθήνα. Μια οικοτουριστική αφετηρία
(Αμοργιανιώτης Γιώργος - Χατζηρβασάνης Βασίλης. Το όρος Πάρνηθα: σ. 26-69)
Αθήνα, Υπουργείο Τουρισμού, 2004, σχ. 20x12, σ. 224, ISBN 960-6600-00-9
Αναμνηστικό λεύκωμα παραθεριστών Πάρνηθος. Αθήνα, 1940.
Ανατ. Αχαρνές, Σύλλογος Παραθεριστών και Φίλων της Πάρνηθος του Δήμου Αχαρ-
νών, 1993, σχ. 21x14, σ. 32
Κεντρική Ένωσις Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος
Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των δήμων και κοινοτήτων. Νομός Αττικής
(από της εφαρμογής του Νόμου ΔΝΖ’ του έτους 1912 και εφεξής).
Αθήνα, Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., 1962, σχ. 25,5x18, σ. 399
Οδηγός της Αττικής. Αλφαβητικόν ευρετήριον τοπογραφικού χάρτου Αττικής 1:100.000.
Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1923, σχ. 17,5x13, σ. 51

— 150 —
Πάρνηθα. Αθήνα, Ημερησία, 2005, σχ. 23x14,5, σ. 64
Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Αττικής
Αττική. Δήμοι & Κοινότητες - Attica. Municipalities & Communities.
Αθήνα, Τ.Ε.Δ.Κ.Ν.Α., 2005, σχ. 30x22 (δεμ.), σ. 303, ISBN 960-88337-0-1

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Αγγέλου Ναούμ: Παρνήθιαι έρευναι. Ο Μαύρος Λόγγος και το άνω τμήμα του Μαυρο-
ρεύματος. Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 33, Σεπτ. 1936, σ. 201-207
Αδαμόπουλος Θέμης: Πάρνηθα. Τα βόρεια τείχη της Αττικής.
Περιοδ. «Ελληνικό Πανόραμα», τ. 12, Άνοιξη 1999, σ. 182-207
Αδαμόπουλος Θέμης - Συκάς Βασίλης: Ο πράσινος πνεύμονας της Αττικής.
Περιοδ. «Οξυγόνο», Σεπτ. 2001, σ. 42-60
Μπρόφας Γεώργιος: Η Πάρνηθα. Περιοδ. «Κορφές», τ. 54, Ιούλ. 1985, σ. 26-31
Νέζης Νίκος: Πάρνηθα. «Δελτίο Ε.Ο.Σ. Αθηνών», τ. 137, Νοέμ. 1981, σ. 40-45
Ντούρος Γεώργιος: Νεότερη κατοίκηση. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες. Αφιέ-
ρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 24-25
Σαχίνης Γεώργιος: Πάρνηθα. Περιοδ. «Κορφές»,
τ. 27, Ιαν. 1981, σ. 14-15 & τ. 28, Μάρτ. 1981, σ. 6-11 & τ. 29, Μάϊ. 1981, σ. 14-15
Σταματόπουλος Κώστας: Το κτήμα Τατοΐου. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες.
Αφιέρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 26-27

ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
ΓΕΩΛΟΓΙΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Βορεάδης Γεώργιος
Η λιγνιτοφόρος τριτογενής λεκάνη Μαλακάσας - Ωρωπού.
Αθήνα, Ι.Γ.Ε.Υ., 1952, σχ. 28x22, σ. (40)+3 πίν/σχεδ.+1 χάρτ.
Μηστάρδης Γάσπαρης
Έρευναι επί των εις τα όρη της Αττικής τεταρτογενών επιφανειακών σχηματισμών.
Αθήνα, Ε.Γ.Ε., 1964, σχ. 24x17 (ανάτ. από το Δελτίο Ε.Γ.Ε., τ. VI, σ. 147-195).
Παπαδέας Γεώργιος
Γεωλογικές έρευνες στην Αττική.
Αθήνα, Ε.Κ.Π.Α., 2002, σχ. 28x20,5, σ. 156+2 χάρτ.

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Μηστάρδης Γάσπαρης: Investigations on the Karst of North Attica.
Δελτίο Ε.Σ.Ε., τ. XVI, 1979, σ. 81-103
Ρουμπάνης Βασίλειος: Γεωμορφολογικαί έρευναι επί της οροσειράς της Πάρνηθος (δι-
δακτορική διατριβή). Επετ. Πανεπιστημίου Αθηνών A.G.P.H., τ. XII, 1961, σ. 18-104

— 151 —
ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Σαρρής Ιωάννης
Αι πηγαί της Πάρνηθος.
Αθήνα, Οδοιπορικός Σύνδεσμος, 1925, σχ. 18x12, σ. 18+1 χάρτ.

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Βίγλας Ιωάννης: Πηγές Πάρνηθας. Περιοδ. «Κορφές», Μάρτ. 1993, σ. 29-31

ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Βιβλία - Φυλλάδια
Λελούδας Νίκος
Εξερευνώντας την υπόγεια Ελλάδα (για σπήλαια Πάρνηθας: σ. 46-50 & 75-76).
Αθήνα, Ελεύθερη Σκέψις, 2005, σχ. 24x17, σ. 224, ISBN 960-8352-48-7

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Δεληγιώργη-Αλεξοπούλου Χάρη: Η σπηλιά, ναός του θεού Πάνα, σπήλαια της Αττικής αφι-
ερωμένα στη λατρεία του θεού (Σπηλιά Πάρνηθας: σ. 132-140).
Δελτίο Ε.Σ.Ε., τ. XVII, 1980, σ.113-176
Ιωάννου Ιωάννης: Το σπήλαιο Πανός της Πάρνηθος.
Περιοδ. «Περιηγητική», Απρ. 1961, σ. 33
Ιωάννου Ιωάννης: Σπηλαιοκαταβόθρα «Δεκέλεια».
Περιοδ. «Περιηγητική», Φεβρ. 1965, σ. 32-35
Πετρόχειλος Ιωάννης: Σπηλαιοϋδρολογικές έρευνες στο οροπέδιο των Σκούρτων.
Περιοδ. «Παν», Μάρτ. 1951, σ. 56-58
Παπαδόπουλος Γρηγόρης: Ιστορικά σπήλαια. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες.
Αφιέρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 30-31
Πετρόχειλος Ιωάννης: Σπήλαιον Πανός ή Λυχνοσπηλιά.
Δελτίον Ε.Σ.Ε., τ.4/1952, σ. 149-153 & τ. 1/1953, σ. 1-3
Σαντοριναίος Ιάκωβος - Μπρούσαλης Πέτρος: Σπηλαιολογικές έρευνες της Σπηλαιολογι-
κής Ομάδος του Τμήματος Αθηνών του Ε.Ο.Σ. 1932-1946 & 1947
Επετ. του Ε.Ο.Σ. «Το Βουνό 1947-48» (για Πάρνηθα: σ. 33-37 & 39-41 & 56-57)
Σκιάς Ανδρέας: Το παρά την Φυλήν Άντρον Πανός.
Αρχαιολογική Εφημερίς, 1918, σ. 1-28

ΚΛΙΜΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Αιγινήτης Δημήτριος
Το κλίμα της Ελλάδος. Μέρος Β. Το κλίμα της Αττικής.
Αθήνα, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, 1908, σχ. 25x17,5, σ. 488
— 152 —
Κρητικός Ν.
Αι επί της Πάρνηθος κλιματικαί συνθήκαι κατά το θέρος. Αθήνα, Υπ. Γεωργίας, 1938

ΧΛΩΡΙΔΑ - ΒΛΑΣΤΗΣΗ
Βιβλία - Φυλλάδια
Απλαδά Ειρήνη - Αμοργιανιώτης Γεώργιος
Σπάνια και ενδημικά φυτά εθνικού δρυμού Πάρνηθας.
Αθήνα, Δασαρχείο Πάρνηθας, 2005, σχ. 24x17, σ. 191, ISBN 960-88921-0-4
Παπίκα Σίλβια - Αμοργιανιώτης Γεώργιος - Αγγελόπουλος Αθανάσιος
Μονοπάτια στη Νοτιοανατολική Πάρνηθα.
Αθήνα, Τεχνική Εκπαιδευτική / Σ.Υ.Ν.Π.Α. / Ε.Ο.Σ. Αχαρνών / ΕΥΡΩΚΟΜ, 2000, σχ.
19,5x13,5, σ. 90+1 χάρτ. (και ξεχωριστός κατάλογος φυτών, σ. 20+1 χάρτ.)

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Απλαδά Ειρήνη: Ζουν μόνο στην Πάρνηθα. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες. Αφι-
έρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 15
Διαπούλης Χαράλαμπος: Από την χλωρίδα της Πάρνηθος.
Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 205, Νοέμ. 1958, σ. 163-188
Σφήκας Γιώργος: Με χίλια αγριολούλουδα. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες. Αφι-
έρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 12-13

ΠΑΝΙΔΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Καϊλίδης Δημήτριος - Georgevits Radmila
Επιδημία φλοιοφάγων εντόμων επί της ελάτης της Πάρνηθος (παρατηρήσεις 1962-
1966). Αθήνα, Υπ. Γεωργίας, 1968, σχ. 24x17, σ. 64

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Απλαδά Ειρήνη: Με πρωταγωνιστή το ελάφι. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες.
Αφιέρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 9-11

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Αμοργιανιώτης Γιώργος
Σχέδιο διαχείρισης εθνικού δρυμού Πάρνηθας.
Αθήνα, Δασαρχείο Πάρνηθας, 1997, σχ. 29,5x21, τόμοι 7
Δασαρχείο Πάρνηθας
Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας. Αθήνα, χ.χ., σχ. 24x16,5, σ. 16

— 153 —
Πρωτοβουλία για τη σωτηρία της Πάρνηθας
Έκθεση για την προστασία και διαχείριση του εθνικού δρυμού Πάρνηθας.
Αθήνα, 1985, σχ. 29,5x21, σ. 76
Στεφάνου Αναστάσιος (Τάσος)
Ιστορία της Πάρνηθας. Αθήνα, Φ.Σ. «Οι Φίλοι της Πάρνηθας», 1983, σχ. 21x14, σ. 78

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Αμοργιανιώτης Γεώργιος: Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας & Η Πάρνηθα ζητά τη φροντίδα
μας. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες. Αφιέρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα»,
1-2 Ιαν. 2005, σ. 2-5 & 6-8
Δουκίδου Λένα: Η Πάρνηθα αργοσβήνει στη θανάσιμη αγκαλιά της Αθήνας.
Εφημ. «Το Βήμα», 8-1-1984, σ. 4-5
Ελευθερουδάκης Κώστας: Πάρνηθα. Περιοδ. «Περιηγητική», Απρ. 1959, σ. 20-21
Ζάππας Τάσος: Σχέδια για τη σύνδεση της Αθήνας με την Πάρνηθα με ηλεκτροκίνητο
σιδηρόδρομο (το 1917). Περιοδ. «Εκδρομικά Χρονικά», τ. 12, Ιούλ. 1982, σ. 14-15
Ζάππας Τάσος: Η σύνδεση της Αθήνας με την Πάρνηθα.
Περιοδ. «Εκδρομικά Χρονικά», τ. 13, Οκτ. 1982, σ. 22-23
Καλλιαγκόπουλος Φ.: Καταστρέφονται τα αττικά βουνά με τα έργα αναψυχής.
Ανοικτή επιστολή 87 Αθηναίων προς τον Υπουργό Γεωργίας.
Εφημ. «Η Καθημερινή», 24-12-1983
Καλίνσκης Αλέξανδρος: Πάρνηθα. Περιοδ. «Περιηγητική», Μάϊ. 1959, σ. 19
Λαμπροπούλου Ντ.: Πάρνηθα. Οικοδομείται με … πυρκαγιές.
Εφημ. «Ριζοσπάστης», 9-10-1980
Λεοντόπουλος Βασίλης: Πάρνης. Περιοδ. «Περιηγητική», Απρ. 1959, σ. 24
Ντούρος Γιώργος: Φυσικό περιβάλλον υπό πίεση. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέ-
ρες. Αφιέρωμα: Αττική φύση», 31Ιαν. 1999, σ. 8-11
Ντούρος Γιώργος - Χατζημπίρος Κίμων: Επικίνδυνη η παραπληροφόρηση για τις πυρ-
καγιές. Περιοδ. « Η Νέα Οικολογία», Σεπτ. 1989, σ. 12-15
Οδοιπορικός Σύνδεσμος Αθηνών: Τι πρέπει να γίνει στην Πάρνηθα.
Περιοδ. «Εκδρομικά», Αύγ. 1930, σ. 12-14
Σκεύης Σωτήρης: Δυναμική αντίδραση της Περιφέρειας (για το σπήλαιο Πανός).
Περιοδ. «Κορφές», τ. 171, Ιαν. 2005, σ. 14
Σταματάκης Γιώργος - Σταματάκη Ελένη: Η Πάρνηθα πάσχει.
Περιοδ. «Κορφές», Μάρτ. 1993, σ. 24 & 27-28
Στύλου Χριστιάνα: Η Πάρνηθα όπως δεν τη γνωρίζουμε.
Εφημ. «Η Καθημερινή», 1-7-2001, σ. 32
Συλλογικό: Πάρνηθα. Χθες - σήμερα - αύριο.
Περιοδ. «Περιηγητική», Φεβρ. 1959, σ. 12-17
Σφήκας Γιώργος: Ο ορεινός βοτανικός κήπος της Πάρνηθας.
Δελτίο Ε.Ο.Σ. Αθηνών, τ. 112 Σεπτ. 1977, σ. 20-22 & τ. 113 Νοέμ. 1977, σ. 16-17
Σφήκας Γιώργος: Η άρρωστη Πάρνηθα.
Περιοδ. «Ταξιδεύοντας», τ. 25, Δεκ. 1979, σ. 10-11

— 154 —
Σφήκας Γιώργος: Λαθροκυνηγοί, σκουπίδια και υπέρμετρη οδοποιΐα εναντίον Πάρνη-
θας. Περιοδ. «Οικολογία & Περιβάλλον», τ. 14, Ιούν. 1984, σ. 10
Χιλιαδάκης Στέλιος: Μια ανοικτή επιστολή. Περιοδ. «Εκδρομικά», Οκτ. 1930, σ. 10

ΑΘΛΗΜΑΤΑ - ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ - ΠΕΖΟΠΟΡΙΑ - ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Δεμέστιχας Ιωάννης
Από τα τοπεία της Αττικής στις κορυφές του Ολύμπου και της Πίνδου.
Προσωπικές εντυπώσεις. Αθήνα, χ.χ., σχ. 20x15, σ. 95 (Η Πάρνης: σ. 18-23).
Ενισλείδης Χρήστος (Θαλασσινός - Στρατοκόπος)
Αττικά - Τεύχος Δεύτερον. Πεζοπορικά θαλασσώματα στους κάμπους, στα βουνά, στα
ακρογιάλια της Αττικής (για την Πάρνηθα το 1915-1916: σ. 135-145).
Αθήνα, 1982, σχ. 21x14,5, σ. 319
Καλογήρου Αντώνης
Περπατώντας στην Ελλάδα. Τα μονοπάτια της Πάρνηθας.
Αθήνα, Road, 1999, σχ. 19x12, σ. 190+3 χάρτ., ISBN 960-8481-78-3
Κουγιουμτζέλης Χαράλαμπος
Μεγάλο οδοιπορικό στην Πάρνηθα. Πεζοπορικός οδηγός.
Αθήνα, Πύρινος Κόσμος, 1998, σχ. 20x13, σ. 207, ISBN 960-430-068-7
Πασαγιάννης Κώστας
Αττικοί περίπατοι (Πάρνηθα: σ. 86-92 & 125-133).
Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1922, σχ. 16x12, σ. 146+1 χάρτ.
Χιλιαδάκης Στέλιος (κείμ.) - Σαρρής Ιωάννης (χάρτ.)
Οδηγός Αττικής (Πάρνης: σ. 81-86+χάρτ.)
Αθήνα, Ε.Ο.Τ., 1930, σχ. 17,5x12,5, σ. 134+16 χάρτ.

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Αδαμακόπουλος Τριαντάφυλλος: Πάρνηθα
Περιοδ. «Ανάβαση», τ. 13, σ. 4-6
Αγραφιώτη Κατερίνα: Μονή Κλειστών και η γύρω περιοχή.
Περιοδ. «Ταξιδεύοντας», τ. 24, Νοέμ. 1979, σ. 24-29
Ζέρβας Μίλτος: Πάρνηθα, ήσυχα και απλά.
Περιοδ. «Ανεβαίνοντας» τ. 17, Άνοιξη 2002, σ. 44-52
Καρβούνης Νίκος: Ορειβασία μετ’ εμποδίων (1903).
Ενημ. Δελτίο Ε.Ο.Σ. Αθηνών, τ. 134, Μάϊ. 1981, σ. 35-38
Καρζής Κώστας: Μαγιάτικη Πάρνης.
Ημερολόγιον Οδοιπορικού Συνδέσμου 1926, σ. 115-120
Κρίσπης Κ.: Η ρεμματιά της Γκούρας. Περιοδ. «Εκδρομικά», Σεπτ. 1930, σ. 4-5
Ματσούκα Πηνελόπη: Μικρές αποδράσεις. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες. Αφι-
έρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 16-20
— 155 —
Μ.Γ.: Η πρώτη επισήμανσις της Πάρνηθος. Περιοδ. «Ζήνων», Οκτ. 1953, σ. 4
Ντάνος Παναγιώτης - Καλλίτσης Δημήτρης: Η Γκούρα της κούρασης.
Περιοδ. «No Limits», τ. 2, Μάϊ 1998, σ. 112-117
Πετρόχειλος Ιωάννης: Τα μονοπάτια της Πάρνηθος. Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 89, σ.
21-22

ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ
Άρθρα - Ανακοινώσεις
Ε.Ο.Σ. Αχαρνών: Το καταφύγιό μας.
Περιοδ. «Κορφές», τ. 29, Μάϊ. 1981, σ. 7-11
Ε.Ο.Σ. - Τμήμα Αθηνών: Ειδικός κανονισμός καταφυγίου Πάρνηθος.
Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 72, Δεκ. 1939, σ. 275
Μακάρωφ Μιχ.: Το καταφύγιο του Όρνιου.
Επετ. Ε.Ο.Σ. «Το Βουνό 1946», σ. 166-169
Μεταξάς Πλάτων: Μπάφι, η προτεινόμενη τοποθεσία για καταφύγιο στην Πάρνηθα.
Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 23, Νοέμ. 1935, σ. 399-400
Νίκας Επαμεινώνδας: Το καταφύγιό μας.
Περιοδ. «Κορφές», τ. 59, Μάϊ 1986, σ. 22-23
Σ.: Το καταφύγιο Πάρνηθος. Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 38, Φεβρ. 1937, σ. 39
Τ.: Το καταφύγιον Πάρνηθος. Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 41, Μάϊ. 1937, σ. 118

ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ
Βιβλία - Φυλλάδια
Κορρές Δημήτριος
Αναρρίχηση κοντά στην Αθήνα - Climbers guide to Athens area.
Αθήνα, (1983), σχ. 13,5x10, σ. 47
Τιτόπουλος Δημήτρης
Αναρρίχηση δίπλα στο σπίτι σας. Climbing in Athens.
Αθήνα, Ανάβαση - Ε.Ο.Σ. Αθηνών, 2004, σχ. 16,5x12, σ. 287, ISBN 960-8195-61-6
Τιτόπουλος Δημήτριος - Bailey Paul
Αναρριχητικός οδηγός Αττικής - Attica rock, a climbing guide to the Attica area.
Αθήνα, Ε.Ο.Σ. Αθηνών, 1996, σχ. 20,5x14, σ. 203, ISBN 960-85930-0-Χ

ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΑ
Άρθρα - Ανακοινώσεις
Κοντογιάννης Γ.: Οι πρώτοι αγώνες σκι στην Ελλάδα.
Περιοδ. «Εκδρομικά», τ. 32-33, Ιαν.-Φεβρ. 1932, σ. 29-31

— 156 —
ΟΡΕΙΝΗ ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ
Άρθρα - Ανακοινώσεις
Ζέρβας Μίλτος: Mountain Bike. Ποδήλατο βουνού.
Περιοδ. «Φύση & Περιπέτεια», τ. 1, Φεβρ. 1991, σ. 24-27
Ζέρβας Μίλτος: Με MtB στην Αττική.
Περιοδ. «Cliff», τ. 3, Καλοκ. 1995, σ. 68-72
Θεοχαρόπουλος Ιωάννης: Flambouri Mtb Cup 2005
Περιοδ. «Κορφές» τ. 177, Ιαν. 2006, σ. 48-91
Σταμούλης Κώστας: Ορεινή ποδηλασία - «Άξιον Εστί».
Περιοδ. «Κορφές»τ. 125, Μάϊ. 1997, σ. 40-41

ΑΓΩΝΕΣ ΔΡΟΜΟΥ & ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ


Άρθρα - Ανακοινώσεις
Ε.Ο.Σ. Αχαρνών: (1ος) Γύρος της Πάρνηθας.
Περιοδ. «Κορφές», τ. 44, Νοέμ. 1983, σ. 29-31
Κωστόπουλος Νίκος: 3ος Άθλος Πάρνηθας.
Περιοδ. «Κορφές», τ. 156, Ιούλ. 2002, σ. 74-76
Κωστόπουλος Νίκος: 4ος (5ος) Άθλος Πάρνηθας.
Περιοδ. «Κορφές», τ. 168, Ιούλ. 2004, σ. 69-71

ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΑ - ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Δούκας Κώστας
Ελληνική γλωσσογένεσις. Από την εποχή των σπηλαίων στην εποχή του άστεως.
Αθήνα, Ελεύθερη Σκέψις, 1995, σχ. 20,5x14, σ. 174, ISBN 960-7199-49-9
Μπίρης Κώστας
Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών.
Αθήνα, Γεν. Δ/νσις Αρχαιοτήτων & Αναστηλώσεως, 1971, σχ. 21x14, σ. 121+χάρτ.

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Γκινοσάτης Παναγιώτης: Συμβολή στο τοπωνυμικό της Αυλώνας.
Βιβλίο «Α Συμπόσιο Ιστορίας - Λαογραφίας Β. Αττικής» - Αχαρνές 1989, σ. 57-65
Σαρρής Ιωάννης: Τα τοπωνύμια της Αττικής.
Περιοδ. «Αθηνά», τ. 40, 1928, σ. 117-160
Φουρίκης Πέτρος: Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Αττικής.
Περιοδ. «Αθηνά», τ. 41, 1929, σ. 77-178 & τ. 42, 1930, σ. 111-136

— 157 —
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ - ΜΝΗΜΕΙΑ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Αρβανιτοπούλου Θεοφανώ
Δεκέλεια.
Αθήνα, 1958, σχ. 24x16, σ. 76+7 εικ. (παράρτημα αρχαιολ. περιοδ. «Πολέμων»).
Αρβανιτοπούλου Θεοφανώ - Σοφία και Ειρήνη Βασιλόπαιδες
Αρχαιολογικά ποικίλα.
Αθήνα, 1960, σχ. 29,5x21, σ. 63
Βασιλάτος Νίκος
Κάστρα και οχυρώσεις της Αττικής (Φυλή - Πάνακτο: σ. 35-41 & 106-121).
Αθήνα, Κλασσικές εκδόσεις, 1995, σχ. 29x21, σ. 142, ISBN 960-85528-1-8
Λουκοπούλου Λουΐζα
Αττική. Από την προϊστορική ως την ρωμαϊκή περίοδο (Πάρνηθα: σ. 39-40).
Αθήνα, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1973, σχ. 21x13, σ. 80
Πλάτωνος-Γιώτα Μαρία
Αχαρναί. Ιστορική & τοπογραφική επισκόπηση των αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών
δήμων και των οχυρώσεων της Πάρνηθας. Αχαρνές, Δήμος Αχαρνών, 2004, σχ. 30x21,5
(δεμ.), σ. 539+1 χάρτ., ISBN 960-86687-2-7

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Βαλάκης Παναγιώτης: Η Πάρνης κατά την αρχαιότητα.
Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 54, Ιούν. 1938, σ. 129-134 και τ. 55, Ιούλ. 1938, σ. 166-172
Κάτανος Αντώνης: Αττική - Οχυρά της Κλασσικής Εποχής. Περιοδ. «Ελληνικό Πανόρα-
μα», τ. 20, Μάρτ. 2001, σ. 106-135 (Φρούριο Φυλής: σ. 130-135)
Κοντολέοντος-Βολανάκη Ευρυδίκη: Ελευθερές - Φυλή - Δεκέλεια.
Περιοδ. «Ο Παν», Μάρτ. 1950, σ. 47-50
Πατρινάκου-Ηλιάκη Αλεξάνδρα
Αρχαιολογικές έρευνες στο Δήμο Αχαρνών. Βιβλίο «Α Συμπόσιο Ιστορίας - Λαογραφί-
ας Βορείου Αττικής» - Αχαρνές 1989, σ. 269-286
Πλάτωνος Μαρία
Είδη τάφων και τρόποι ταφής στα νεκροταφεία των Αχαρνών. Βιβλίο «Α Συμπόσιο Ιστο-
ρίας - Λαογραφίας Βορείου Αττικής» - Αχαρνές 1989, σ. 241-259
Πλάτωνος Μαρία
Αρχαίοι Δήμοι και οχυρά. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες.
Αφιέρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 21-23
Ρωμαίος Κώστας: Ευρήματα ανασκαφής του επί της Πάρνηθος άντρου.
Αρχαιολογική Εφημερίς, 1905, σ. 99-158 και 1906, σ. 83-116
Σαλκιτζόγλου Τάκης: Τα αρχαία φρούρια της Πάρνηθας.
Περιοδ. «Κορφές», τ. 137, Μάϊ. 1999, σ. 50-54 και τ. 138, Ιούλ. 1999, σ. 50-52

— 158 —
Σαρρής Ιωάννης: Οχυρώματα επί της Πάρνηθος. Συμβολή εις την αρχαίαν τοπογραφίαν
της Πάρνηθος. Περιοδ. «Το Βουνό», τ. 20, Αύγ. 1935, σ. 217-222
Σκιάς Ανδρέας: Ανασκαφή παρά την Φυλήν.
Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1900, σ. 38-50

ΙΣΤΟΡΙΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Γιώτας Δημήτρης
Οι Μενιδιάτες κατά τον 18ο αιώνα και την Επανάσταση του ’21.
Αχαρνές, Ιστορική & Λαογραφική Εταιρεία Αχαρνών, 1990, σχ. 24x17, σ. 517
Γιώτας Δημήτρης
Συμβολή στην ιστορική έρευνα της Αττικής 1821-1833. Μενίδι - Χασιά.
Αθήνα, 2002, σχ. 24x17, σ. 333, ISBN 960-91833-0-1
Ενισλείδης Χρήστος (Θαλασσινός – Στρατοκόπος)
Αττικά. Τεύχος τέταρτον. Φυλές και Δήμοι της Αττικής.
Αναδρομή ιστορική, τοπογραφική, φιλολογική. Αθήνα, 1984, σχ. 20x14, σ. 479
Ιστορική - Λαογραφική Εταιρεία Αχαρνών
Α Συμπόσιο Ιστορίας Λαογραφίας Βορείου Αττικής. Αχαρνές 22-25 Μαρτίου 1988.
Πρακτικά. Αχαρνές, Ι.Λ.Ε.Α., 1989, σχ. 24x17, σ. 342
Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Δήμου Αμαρουσίου
Πρακτικά 8ου Συμποσίου Ιστορίας και Λαογραφίας Αττικής.
Μαρούσι, 28-31 Μαΐου 1999. Μαρούσι, Ι.Λ.Μ.Δ.Α., 2001, σχ. 24x17, σ. 581
Λιάκουρης Δημήτρης
Αυλώνας Αττικής (Σάλεσι ή Κακοσάλεσι). Ανατρέχοντας στις ρίζες μας. Ιστορία, λαογρα-
φία, αναμνήσεις, φυσικό περιβάλλον. Αθήνα, 1997, σχ. 24x17, σ. 263
Μουζάκης Στέλιος
Σχεδίασμα ιστορίας χωρίων λεκανοπεδίου Αττικής. Ιστορία χωρίου Κουκουβάουνες
(4000 π.Χ.-1821). Αθήνα, 1994, σχ. 23,5x17, σ. 332, ISBN 960-220-521-0
Πέππας Ιωάννης
Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής.
Αθήνα, 1990, σχ. 24x17, σ. 368+84 σχεδ.+84 φωτ.+4 χάρτ.
Ρόδης Κωνσταντίνος
Ουμπόρα. Το αρχείον της αρβανίτικης καθόδου το 1350 μ.Χ. στην Αττική.
Αθήνα, 1980, σχ. 20,5x13,5, σ. 95
Στριφτού-Βάθη Ματούλα - Γιώτας Δημήτριος
Αχαρνές. Αθήνα, Ε.Ο.Σ. Αχαρνών - Ιστορική & Λαογραφική Εταιρεία Αχαρνών, 1982,
σχ. 24x17, σ. 63

— 159 —
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
Βιβλία - Φυλλάδια
Βιτάλης Φιλάρετος
Το μοναστήρι της Παναγίας Ντάρδιζας Πάρνηθος.
Αθήνα, Ι. Μ. Παναγίας Νταρδίζης Πάρνηθος, 1987, σχ. 20,5x14, σ. 155
Γιώτας Δημήτρης
Παλιά μοναστήρια της Πάρνηθας.
Αχαρνές, Δήμος Φυλής, 2004, σχ. 24x17, σ. 269, ISBN 960-88059-0-2
Γιώτας Δημήτρης
Σεισμόπληκτες εκκλησίες του Δήμου Αχαρνών. Ιστορική μελέτη.
Αχαρνές, Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης του Δήμου Αχαρνών, 2004, σχ. 24x17,
σ. 144+1 χάρτ., ISBN 960-86687-3-5
Μίχας Ιωάννης
Η ιερά Μονή Κλειστών. Αθήνα, 1937, σχ. 19x13, σ. 30
Τιμαγένης Ιωάννης
Ιερά Μονή της Θεοτόκου των Κλειστών.
Αθήνα, Σαλίβερος, (1952), σχ. 24x17, σ. 29
Τσιάκος Ταξιάρχης – Σακελλαρόπουλος Σπυρίδων
Τα μοναστήρια της Αττικής. Πλήρης προσκυνηματικός οδηγός των Ιερών Μονών,
ησυχαστηρίων, μετοχίων, σκήτεων και προσκυνημάτων Αττικής και Αργοσαρωνικού.
Αθήνα, 1995, σχ. 20,5x14, σ. 197, ISBN 960-90233-0-4
Φουντένεκας Γεώργιος
Το χρονικό της Μονής Κλειστών.
Αθήνα, Ιερά Μητρόπολις Αττικής, 1990
Notton Andree – Notton Tavy
Μοναστήρια της Αττικής και της Βοιωτίας. Κείμ. A. Notton, χαρακτ. T. Notton
Εισ. Α. Ορλάνδος, απόδ. Φώντας Κονδύλης Αθήνα, Εκάτη, 1996, σχ. 33x24,5 (δεμ.),
σ. 153, ISBN 960-7437-25-Χ (Μονή Κλειστών: σ. 15-21).

Άρθρα - Ανακοινώσεις
Γιώτας Δημήτρης
Η Μονή Κλειστών στην Επανάσταση του «21» και μετά την Απελευθέρωση. Βιβλίο «Α
Συμπόσιο Ιστορίας - Λαογραφίας Βορείου Αττικής» - Αχαρνές 1989, σ. 309-324
Γιώτας Δημήτρης
Χριστιανικά μνημεία της Πάρνηθας. Περιοδ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες. Αφιέρωμα:
Περπατώντας στην Πάρνηθα», 1-2 Ιαν. 2005, σ. 28-29
Λαμπάκης Ζαχαρίας
Μονή Κλειστών.
Περιοδ. της Ο.Ε.Σ.Ε. «Εκδρομικά», 1970, σ. 94-95 & 120-122 & 166-168 & 197-200
Ναυπλιώτου Ευσταθία
Η Μονή Κλειστών. Περιοδ. «Γυναίκα», σ. 39-46
— 160 —
Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλειστών στη Φυλή (Χασιά)

Μονή Γενεσίου Θεοτόκου Ντάρδιζας (μεταξύ Αχαρνών και Άνω Λιοσίων)

— 161 —
Λιβάδι στο Λημικό

Χωράφια στο Βούντιμα


— 162 —
Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στους Θρακομακεδόνες

Μονή Παναγίας «Άξιον Εστί» στη Βαρυμπόμπη


— 163 —
Το εκκλησάκι της Παναγίας στα Μαζαραίικα

Άγιος Αθανάσιος στη ΒΔ Πάρνηθα

— 164 —
Άγιος Γεώργιος στον Αυλώνα (κτίστηκε το 1832) Φωτ. Δ. Μπασαντής

Προφήτης Ηλίας στο Μετόχι Εκκλησάκι του Σταυρού στις Αφίδνες

— 165 —
Ρυάκι στο Κλημέντι Κρήνη Μεσιανό Νερό

Πηγή Σκίπιζα Ρέμα Γκούρας

— 166 —
Αγία Τριάδα στο Μπελέτσι

Χρυσόξυλο Στο καταφύγιο Μπάφι

— 167 —
Ζωοδόχος Πηγή στα Κιούρκα Αγία Τριάδα στον Αυλώνα

Αγία Παρασκευή στο Παλιοχώρι Ευαγγελισμός της Θεοτόκου στο Βράχο

— 168 —
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΑ –
ΜΝΗΜΕΙΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ

Β όρεια του λεκανοπεδίου των Αθηνών, υψώνεται ο ορεινός όγκος της


Πάρνηθας. Το ορώνυμο Πάρνης έχει συγγενή ρίζα (παρν) – με το Πάρ-
νων και Παρνασσός. Parna στη λουβική (νεκρή γλώσσα της Ανατολίας) ση-
μαίνει ναός, οίκος. Η Πάρνηθα ήταν αφιερωμένη στον Δία, που κατοικούσε
επάνω στα όρη, όπου μαζεύονται τα σύννεφα των καταιγίδων. Έτσι η Πάρ-
νηθα ήταν ίσως ο «ναός» με την ευρύτερη έννοια του ύψιστου θεού και προ
πάντων του θεού της βροχής και της καταιγίδας. Η ρίζα του ονόματός Δίας
υπάρχει στα λατινικά deus: «θεός», dies: «ημέρα», και στα ελληνικά ευδία:
«καλός καιρός». Ο Ζευς ήταν ο ουράνιος Πατέρας, ο λαμπρός ουρανός της
ημέρας. Ο περιηγητής Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Και εν Πάρνηθι παρνήθιος Ζευς χαλκούς έστι και βωμός σημαλέου Διός.. έστι
δε εν τη Πάρνηθι και άλλος βωμός, θύουσι δε επ’ αυτού τοτέ μεν όμβριον τοτέ
δε απήμιον καλούντες Δία».
Η σύντομη αναφορά του Παυσανία στην Πάρνηθα, προφανώς γιατί δεν την
είχε ο ίδιος επισκεφθεί, είναι αρκετή να αποδείξει ότι πραγματικά στο υψηλότερο
βουνό της Αττικής κυριαρχούσε η θεϊκή παρουσία του πατέρα των θεών και των
ανθρώπων. Άλλωστε σε όλη την Ελλάδα είναι γνωστή η λατρεία του Δία στις
κορυφές των βουνών. Σε περιόδους ξηρασίας γίνονταν λιτανείες προς τα ορεινά
ιερά και θυσίες για να στείλει ο θεός βροχή: «Ύσον, ύσον, ω φίλε Ζεύ, κατά της
αρούρας των Αθηναίων και των πεδίων» (μτφ. Στείλε βροχή, στείλε βροχή αγα-
πημένε Δία στους καλλιεργημένους αγρούς και στις πεδιάδες των Αθηναίων).
Στην Πάρνηθα ο Δίας λατρευόταν σύμφωνα με τον Παυσανία ως Παρ-
νήθιος, σημαλέος, όμβριος και απήμιος. Όπλο του το αστροπελέκι, απο-
κλειστική του διάθεση, που τον καθιστά ακατανίκητο και τον τρέμουν θεοί

— 169 —
και άνθρωποι. Το επίθετο απήμιος έχει σχέση με αυτό το όπλο του Δία, ο
οποίος ως «καταιβάτης» υπό την μορφή κεραυνού ή και ως «όμβριος» (της
καταρρακτώδους βροχής) μπορούσε να προξενήσει «πήματα» (ζημιές ή δυ-
στυχήματα). Λογικό ήταν λοιπόν οι Αθηναίοι που τον παρακαλούσαν ως
όμβριο (για να στείλει βροχή), συγχρόνως ήθελαν να εξασφαλίσουν και την
«απημοσύνη» του προφυλάσσοντας τους εαυτούς τους και τις περιουσίες
τους από την κακοκαιρία. Είναι φυσικό ο θεός των καιρικών μεταβολών να
στέλνει στους ανθρώπους τα σημάδια του, τις «διοσημίες» – με την αστρα-
πή, την βροντή και τον κεραυνό, με το ουράνιο τόξο – που άλλοτε είναι
καλό σημάδι και άλλοτε κακό. Αυτός είναι ο Σημαλέος Δίας.
Ο φιλόσοφος Θεόφραστος στην πραγματεία του «Περί σημείων υδάτων και
πνευμάτων και χειμώνων και ευδιών» (Γ43) γράφει: Όταν κατά τις νύκτες που
δύει ο αστερισμός της Πλειάδος φανούν συγχρόνως λάμψεις κατά την Πάρνη-
θα, τον Βριλησσό (Πεντέλη) και τον Υμηττό, αυτό είναι σημείο βαρυχειμωνιάς.
Εάν οι λάμψεις φανούν στα δύο πρώτα όρη, η κακοκαιρία θα είναι μικρότερη,
εάν δε λάμψει μόνον κατά την Πάρνηθα, τότε ο χειμώνας θα είναι καλός (ευδι-
εινός).
Στην ίδια πραγματεία ο Θεόφραστος αναφέρει και άλλο καιρικό σημείο
της Πάρνηθας που παρατηρούσαν οι Αθηναίοι (Γ47): «Της Πάρνηθος εάν
τα προς ζέφυρον άνεμον και τα προς Φυλής φράττηται νέφεσι βορείων όντων
χειμέριον το σημείον».
Ο γεωγράφος Στράβων (1ος αι. π.Χ.) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εντεύθεν δε
η παροιμία την αρχήν έσχεν η λέγουσα “οπόταν δι Άρματος αστράψη”, αστραπήν
τινα σημειουμένην κατά χρησμόν των λεγομένων Πυθαϊστών, βλεπόντων ως επί
Άρμα και τότε πεμπόντων την θυσίαν εις Δελφούς όταν αστράψαντα ίδωσιν».
Οι Πυθαϊστές, που αναφέρει ο Στράβων, ήταν σύλλογος Αθηναίων που
συμβουλεύονταν τον Απόλλωνα, δηλαδή το μαντείο των Δελφών, και οι
οποίοι παρατηρούσαν επί τρεις ημέρες και νύκτες κάθε μήνα ενός τριμήνου
από το ιερόν του «αστραπαίου Διός»στην Αθήνα προς την βραχώδη κορυ-
φή «Άρμα» πάνω από την μεταγενέστερη μονή Κλειστών. Όταν έβλεπαν το
αναμενόμενο σημάδι της αστραπής ξεκινούσαν εν πομπή για τους Δελφούς.
Από τους Δελφούς μετά από τη θυσία επέστρεφαν φέρνοντας στην Αθήνα
καινούργια αμόλυντη φωτιά για τα ιερά.
Τα αναφερόμενα από αρχαίους συγγραφείς επιβεβαιώνουν εντυπωσιακά
ευρήματα προερχόμενα από την ψηλότερη κορυφή της Πάρνηθας Καραβό-
λα. Από λατρευτικό σπήλαιο, διαστάσεων 2,50 Χ 5 μ. με σχεδόν κατακόρυ-
φα τοιχώματα προέρχεται ένας αξιόλογος αριθμός ευρημάτων. Ο έφορος

— 170 —
αρχαιοτήτων που πραγματοποίησε τις σωστικές ανασκαφές το 1959 σημει-
ώνει: Στο σπήλαιο υπήρχε βωμός, στον οποίο οδηγούσε πομπική οδός, που
τμήμα της είναι λαξευμένο μέσα στο φυσικό βράχο. Το βάθος του σπηλαίου
ήταν 2,20 μ. από την επιφάνεια του εδάφους, είχε στρωθεί με ακατέργαστες
αργές και μέτριου μεγέθους πέτρες και προχωρούσε σε βάθος, όπως συμπε-
ραίνεται από τους υδρατμούς που έβγαιναν από το στρώμα των αργολίθων.
Στο δάπεδο του σπηλαίου εντοπίστηκαν όστρακα (κομμάτια αγγείων), που
καλύπτονταν από ένα λεπτό στρώμα στάχτης καθώς και λίθινα και χάλκι-
να εργαλεία. Τα όστρακα ανήκαν σε οινοχόες πρωτοελλαδικής εποχής, που
έφεραν εγχάρακτη διακόσμηση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα μετά από ένα χρονικό κενό η λατρεία αρχίζει πάλι
να τελείται στους πρώιμους γεωμετρικούς χρόνους και συνεχίστηκε στους υστε-
ρογεωμετρικούς και στους αρχαϊκούς. Από αυτό το δεύτερο στρώμα ευρημάτων
προέρχονται σκύφοι, μικρές οινοχόες, σφαιρικοί αρύβαλλοι και άλλα διάφορα.
Τα αγγεία του σπηλαίου ήταν καθαρά λατρευτικής χρήσης, και σε πολλές οινο-
χόες είχε ανοιχτεί στη βάση μια οπή για την εκροή των σπονδικών υγρών. Τα πε-
ρισσότερα όστρακα έφεραν χαραγμένα ονόματα «επί τα λαιά» δηλαδή γράμματα
από τα δεξιά προς τα αριστερά. Ένα όστρακο φέρει την ονομασία ενός δήμου της
Αττικής «Εροϊάδες». Σε αλάβαστρο από βοιωτικό πηλό διακρίνεται η επιγραφή
«Αρχίλοχος ανέθηκε» σε βοιωτικό αλφάβητο. Όσον αφορά την ονομασία της λα-
τρευόμενης θεότητας, αυτή αναγράφεται επάνω σε πολλά όστρακα. Πρόκειται
για τον Παρνήθιο Δία, που αναφέρει ο Παυσανίας. Το χάραγμα στο χείλος ενός
λέβητα αποτελεί απόδειξη γι’ αυτό. «Διός Πα]ρνεσίο ονε…» Ένας ληκυθοειδής
αρύβαλλος φέρει την επιγραφή: (επί τα λαιά) «Καλλιτέλης Διί hικεσίοι / ανέθε-
κεν». Τα σπουδαιότερα όμως ευρήματα του σπηλαίου ήταν ένα μεγάλο πλήθος
σιδερένιων μαχαιριών, περίπου 3.000, καθώς και πέντε ορειχάλκινα. Πρόκειται
για αναθήματα αγροτών της Αττικής και δεν είχαν καμία σχέση με πολεμικούς
σκοπούς. Σύμφωνα με αναφορά του Παυσανία, όσοι λάτρευαν τον Δία απέφευ-
γαν την θυσία ζώων που ήταν χρήσιμα για τις αγροτικές εργασίες και με τελε-
τές ανάλογες των «Διιπολείων» εξάγνιζαν το μαχαίρι που το θεωρούσαν φονικό
όργανο και ένοχο για τη σφαγή. Στην περιοχή της Καραβόλας πιστεύεται, κατά
επικρατούσα εκδοχή, ότι πρέπει να τοποθετηθεί το ιερό του Παρνήθιου Δία,
όπου ήταν στημένο το χάλκινο λατρευτικό άγαλμα του θεού, που αναφέρει ο
Παυσανίας. Δεν αποκλείεται να υπήρχε κάποια σχέση της κορυφής του Άρματος
με τα Σημαλέα, μια γιορτή προς τιμήν του Σημαλέου Δία.
Εκτός από τον «νεφεληγερέτη» και «Υψιβρεμέτη» Δία στην Πάρνηθα είχε
το άντρο του ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας και οι Νύμφες. Στη χαράδρα

— 171 —
Σπήλαιο του Πανός Φωτ.: Δ.Γ.

— 172 —
της Γκούρας, στην ανατολική πλαγιά της, βρίσκεται ένα σπήλαιο που φέρει
την ονομασία «Λυχνοσπηλιά», λόγω των 1.000 και πλέον λυχναριών που
βρέθηκαν εκεί κατά τις αρχαιολογικές έρευνες. Οι ντόπιοι την ονομάζουν
«λυχναρίτε» ή «λυχναρίτεζα» ή «λυχναρότρυπα». Βρίσκεται σε υψόμετρο
670 μ. στη ΝΔ πλευρά της Πάρνηθας και 35 μ. πάνω από το ρείθρο της
χαράδρας. Το σπήλαιο είναι κυρίως προσβάσιμο από το φρούριο της Φυλής
ή από μονοπάτι επισημασμένο από ορειβάτες, που ξεκινά από τη συμβολή
του ρέματος Μποντιάς και ενός δασικού δρόμου. Γεωλογικές μεταβολές,
γεωτεκτονική δράση, παρατηρούνται στον περιβάλλοντα χώρο, με αποτέ-
λεσμα την δημιουργία της χαράδρας του αρχαίου ποταμού «Κελάδωνα». Η
είσοδος της σπηλιάς σκιάζεται από ένα πλάτανο και στα κάθετα βράχια έξω
από το σπήλαιο αναρριχάται κισσός.
Το σπήλαιο είναι επίσης γνωστό ως «Άντρο του Πανός» και ως «Νυμφαί-
ον». Εδώ λατρευόταν ο τραγοπόδαρος Πάνας, ο προστάτης των βοσκών,
των ποιμνίων, των δασών και των σπηλαίων. Στο σπήλαιο αυτό διαδραματί-
ζεται μία κωμωδία του ποιητή της νέας αττικής κωμωδίας Μένανδρου (342-
291 π.Χ.). Στην αρχή του έργου του «Δύσκολος» παρουσιάζεται ο Πάνας
και λέει: «Της Αττικής νομίζετ’ είναι τον τόπον Φυλήν, το νυμφαίον δ’ όθεν
προέρχομαι Φυλασίων και των δυναμένων τας πέτρας ενθάδε γεωργείν ιερόν
επιφανές πάνυ ……». Σύμφωνα με τον Μένανδρο η σπηλιά ήταν αφιερω-
μένη στον Πάνα και τις Νύμφες και εδώ οι Φυλάσιοι τιμούσαν επιπλέον με
«κοινή θυσία» τον Διόνυσο και την Αφροδίτη. Σπηλαιολατρεία ευρίσκεται
και σε άλλα μέρη της Αττικής (Βάρη, Μαραθώνας) της Ελλάδας γενικότερα
και κυρίως στην Κρήτη. Ορισμένα προϊστορικά όστρακα που βρέθηκαν στο
σπήλαιο δηλώνουν ότι πριν την εισαγωγή της λατρείας του Πάνα υπήρχε
παλαιότερο ιερό στον ίδιο χώρο.
Το σπήλαιο είχε μήκος 65 μ. περίπου και πλάτος 15 μ. Ένα υπερυψωμένο
στενό πέρασμα οδηγεί σε ένα δεύτερο μικρό χώρο μήκους 20 μ., πλάτους
9 μ. και ύψους 4 μ.. Η ανασκαφή του ήταν εξαιρετικά επίπονη, γιατί είχε
σχηματιστεί με την υγρασία επίπαγος από ασβεστολιθικές ύλες. Το νερό
που έτρεχε είχε σχηματίσει σταλακτίτες στην οροφή και στα πλάγια, ενώ
στο έδαφός του είχαν δημιουργηθεί μεγαλύτερες και μικρότερες κοιλότη-
τες, από τις οποίες, αυτές που βρίσκονται στο εσώτερο μέρος του σπηλαίου
ήταν γεμάτες από αναρίθμητα λυχνάρια, που το μεγάλο πλήθος τους έδωσε
και την ονομασία στο σπήλαιο.
Στο σπήλαιο εισέρχεται κανείς από μικρά σκαλοπάτια σκαλισμένα πρό-
χειρα στο βράχο. Στην είσοδό της υπάρχουν ημισφαιρικές κόγχες για την

— 173 —
τοποθέτηση των αφιερωμάτων και χαραγμένες επιγραφές. Η πιο σημαντική
είναι αυτή που βρίσκεται δεξιά στην είσοδο, όπου διαπιστώνεται ότι το πο-
τάμι του Οζά (όπως λέγεται η χαράδρα της Γκούρας διαφορετικά) έφερε την
ονομασία Κελάδων, και η λατρευόμενη θεότητα ήταν ο Πάνας.
Αγαθή[ι) Τ[ύχη(ι)]
Τ[υ]χ[ανδ]ρο[ς ε-
κέλ[ευσε] Κε-
λαδόνταδε
τέκ[το]νας θ[ε-
σθαι [τ]ήν εικώ
του Πανός. Ο
θύων δ’ ήν
Τ[ρ]οφιμιανός
Κατά τον Ανδρ. Κορδέλλα που επισκέφθηκε το σπήλαιο το 1878, μεταξύ
της όχθης της χαράδρας και της εισόδου του σπηλαίου «φαίνεται μέγας ση-
κός» (σκαλισμένη αναθηματική κοιλότητα) και πάνω απ’ αυτόν και αριστερά
με μεγάλα γράμματα διάβασε: ΙΕ. ΠΑΝ.
Οι υπόλοιπες χαραγμένες επιγραφές φέρουν κυρίως τα ονόματα των πι-
στών και τα αφιερώματά τους. Στο σπήλαιο εντοπίστηκαν τρία αλλεπάλληλα
στρώματα, που περιείχαν μεγάλη ποσότητα στάχτης και κομμάτια αγγείων
διαφόρων εποχών. Το επάνω στρώμα ανήκε στους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς
και τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.
Τα ευρήματα των δύο άλλων προϊστορικών στρωμάτων αποδεικνύουν την
ύπαρξη αρχαιότατης λατρείας και ίσως ενός προϊστορικού ιερού. Η κεραμική
του σπηλαίου ανήκει σε αγγεία χειροποίητα από τραχύ πηλό, πρωτοελλαδι-
κών, μυκηναϊκών και γεωμετρικών χρόνων.
Από το μεσαίο στρώμα του σπηλαίου προέρχονται δώδεκα μαρμάρινα ανα-
θηματικά ανάγλυφα, εννέα επιγραφές και μερικά μικρά αντικείμενα, που ανά-
μεσά τους ξεχωρίζει μια μικρή χρυσή αναθηματική κλίνη και μία χρυσή πόρπη
σε μορφή τζιτζικιού. Υπήρχαν αρκετά αγγεία με μελανόμορφη και ερυθρό-
μορφη διακόσμηση, κυρίως ληκύθια του 5ου αι. π.Χ. Ανάμεσα στις καλύτερα
διατηρημένες παραστάσεις είναι μάχη οπλίτη με κένταυρο, ο Διόνυσος και
η Αριάδνη κ.α. Σε ένα μικρό κομμάτι από ερυθρόμορφο αγγείο διασώθηκε η
εικόνα του θεού Πάνα και έτσι επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά ότι το σπήλαιο
ήταν αφιερωμένο στον τραγοπόδη θεό.
Στο σπήλαιο βρέθηκαν επίσης χάλκινα και χρυσά δαχτυλίδια με ανάγλυφες
παραστάσεις, καθώς και μικρά ελάσματα από λεπτό φύλλο ασημιού, που χρη-

— 174 —
σίμευαν σαν επένδυση μιας ξύλινης πυξίδας (κοσμηματοθήκης). Ο αριθμός
των πήλινων ειδωλίων είναι μικρός. Το πιο ενδιαφέρον είναι αυτό του θεού
Πάνα, που κάθεται οκλαδόν και παίζει αυλό.
Από τα σημαντικότερα ανάγλυφα είναι το λεγόμενο, του Τηλεφάνους, που
βρέθηκε στο ποτάμι κοντά στο σπήλαιο. Παριστάνεται ψηλά ο Πάνας που παί-
ζει αυλό, ενώ ο Ερμής οδηγεί τον χορό των Νυμφών. Σε άλλο ανάγλυφο παρι-
στάνεται πάλι ο Ερμής, που ακολουθείται από τρεις Νύμφες. Η όλη παράσταση
βρίσκεται μέσα σε κυματιστό πλαίσιο. Τμήμα ενός άλλου ανάγλυφου από πε-
ντελικό μάρμαρο παριστά γενειοφόρο άντρα με αυτιά ταύρου. Ίσως πρόκειται
για ταυρόμορφη μορφή του Αχελώου, θεού όλων των νερών που ρέουν. Σε ένα
ωραίο ανάγλυφο με πολλές μορφές που είναι αρκετά κατεστραμμένο, εικονίζε-
ται ο Πάνας, οι Νύμφες, ο Αχελώος και άλλα πρόσωπα. Αποτελεί το σπουδαιό-
τερο ανάγλυφο που βρέθηκε στο σπήλαιο και χρονολογείται στον 2ο π.Χ. αι.
Στο ανώτατο στρώμα της επίχωσης του σπηλαίου βρέθηκαν πάρα πολλά λυ-
χνάρια που έδωσαν και την ονομασία στην σπηλιά. «Λυχναρίτεζα». Από τον
μεγάλο αριθμό των χριστιανικών λυχναριών συμπεραίνεται ότι το σπήλαιο
ήταν σημαντικός τόπος χριστιανικής λατρείας από τον 4ο αι. μ.Χ. και μετά.
Επίσης βρέθηκαν χάλκινα νομίσματα και ιατρικά εργαλεία, που οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι στο σπήλαιο λατρευόταν και ο θεός της Ιατρικής, Ασκληπιός.
Επιγραφή εντοιχισμένη στη μονή Κλειστών του γυμνασίαρχου Πρόκλου
«την λαμπάδα ανέθηκεν» αναφέρεται σε άγνωστη αγωνιστική εορτή.
Η λατρεία όμως στην Πάρνηθα δεν σταματά εδώ. Στους πρόποδες του λό-
φου Υακίνθου, βόρεια προέκταση του ορεινού όγκου της Πάρνηθας, τιμού-
νταν οι Υακινθίδες Πρωτογέννα και Πανδώρα, οι οποίες παραδόθηκαν με την
θέλησή τους στο θάνατο για να δώσουν την νίκη στους Αθηναίους εναντίον
των Βοιωτών. Στην Ανατολική πλευρά της Πάρνηθας στις αρχαίες Αφίδνες
είχαν το ιερό τους οι Διόσκουροι και ο κατ’ εξοχήν Αθηναίος ήρωας Θησέας.
Όλες αυτές οι λατρείες καθιστούν την Πάρνηθα ένα πραγματικό ιερό βουνό
την αρχαία εποχή. Εκτός από τον ιερό του χαρακτήρα αποτελούσε επίσης
το ισχυρό σύνορο μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας. Από όλα τα ελληνικά βου-
νά η Πάρνηθα έχει τα περισσότερα αρχαία οχυρά. Το Αθηναϊκό κράτος είχε
ανεγείρει μια σειρά οχυρωματικών έργων που καθιστούσαν πραγματικά την
Πάρνηθα μια δυσκολοδιάβατη πύλη στα βόρεια της Αθήνας. Πολλά από αυτά
είναι σήμερα κατεστραμμένα, σωριασμένα σε σωρούς ερειπίων και γνωστά
κυρίως από φιλολογικές πηγές, ενώ άλλα ήσαν συγχρόνως κέντρα αρχαίων
δήμων της Αττικής. Για να τα γνωρίσει κανείς πρέπει να ακολουθήσει τις αρ-
χαίες οδούς και τα διάφορα μονοπάτια του βουνού.

— 175 —
Ερείπια πύργου στο Πυργάρι (737μ.)

Ερείπια πύργου στο Κορορέμι (318μ.)

— 176 —
ΦΡΟΥΡΙΑ – ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ

Στην κοιλάδα Καμπόλη, στην δυτική πλευρά της Πάρνηθας και στις τελευταίες
πλαγιές της υψώνεται φρούριο με την ονομασία «Κορορέμι» (ύψ. 318μ.). Πρόκει-
ται για μικρό αμυντικό έργο με ιδιότυπη κατασκευή, χτισμένο κατά το ισοδομικό
σύστημα με ωοειδές σχήμα. Σε πολλά σημεία το πάχος του τείχους είναι 1,90 μ.
έως 2,30 μ. Η εσωτερική διάμετρος είναι 12 μ. και η εσωτερική περιφέρειά του 60
μ. Μία πύλη πλάτους 1,10 – 1,30 βρίσκεται ΝΔ προς το χάνι Καμπόλη.
Απέναντι από το Κορορέμι βρίσκεται σύμφωνα με τον Milchhofer ένα φρού-
ριο του δήμου Οίου, γνωστό σήμερα ως «Κάστρο ή Χτήριο» και ανάγεται στον
5ο αι. Είναι κτισμένο σε απότομο βράχο (ύψ. 532μ.) και φέρει κεντρικό κυκλι-
κό πύργο διαμέτρου 6 μ. Το φρούριο σήμερα βρίσκεται σε ερείπια και με βάση
αυτά συμπεραίνεται ότι το πάχος του εσωτερικού τείχους είναι 2 περίπου μέτρα
και έχει πολυγωνικό σχήμα, ενώ τα εξωτερικά τείχη κτισμένα με αργολιθοδομή
έχουν πλάτος 2,50 – 3 μ. Το συνολικό μήκος του εξωτερικού τείχους είναι 120 μ.
Αφήνοντας κανείς το Χάνι του Καμπόλη που βρίσκεται κοντά στη δεξιά
όχθη του Ελευσίνιου Κηφισού ή Σαρανταπόταμου και κατευθυνόμενος προς
το οροπέδιο της Οινόης και την εκκλησία τους Αγίου Βλασίου, σε λόφο στην
βόρεια πλευρά, υπάρχει ένα αρχαίο φρούριο με την σημερινή ονομασία «Βι-
λατούρι», χτισμένο κατά τον ισοδομικό τρόπο (ύψ. 532μ.). Έχει κυκλικό σχή-
μα, ενώ το ύψος του λόγω της κλίσης του εδάφους δεν είναι παντού το ίδιο.
Σε ορισμένα σημεία φθάνει μέχρι τα 4 μέτρα ενώ στην κορυφή του βράχου το
ύψος είναι μόλις 1 μέτρο. Η περίμετρός του είναι περίπου τα 30 μέτρα και δεν
διακρίνεται εξωτερική είσοδος.
Μετά την επιστροφή στο Χάνι Καμπόλη και παίρνοντας την οδό η οποία
οδηγεί στα Δερβενοχώρια συναντάμε το «Κάστρο του Κορυνού», κτισμέ-
νο 1 χιλιόμετρο ΒΔ του χωριού Κοκκίνι και δυτικά της θέσης «Κρέμεζα».
Είναι κτισμένο σε τοποθεσία της Πάρνηθας η οποία ονομάζεται Μεγάλο
Βουνό σε υψόμετρο 520 μ. Έχει μήκος 90 μ. και βρίσκεται κτισμένο σε
απότομο βράχο.
Στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων και δυτικά του χωριού Πράσινο (παλαιό-
τερα Καβάσιλα) σώζονται τα ερείπια του σημαντικού φρουρίου του Πανάκτου
(ύψ. 714μ.). Ο ευρύτερος χώρος του οροπεδίου που σήμερα ανήκει στο Νομό
Βοιωτίας, αποτέλεσε σημείο τριβής μεταξύ Αθηναίων και Θηβαίων. Χαρακτη-
ριστικά αναφέρει ο Θουκυδίδης για το Πάνακτο: « … Ήσαν ποτε Αθηναίοις
και Βοιωτοίς εκ διαφοράς περί αυτού όρκοις, μηδετέρους οικείν το χωρίον αλλά
κοινή νέμειν …».
— 177 —
Αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Παυσανίας, Δημοσθένης, Στράβων κ.ά. αναφέ-
ρονται στο σημαντικό φρούριο Πάνακτο. Το μήκος του φρουρίου υπολογίζε-
ται κατά τον Ι. Σαρρή σε 280μ. και το πλάτος 70μ.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο το φρούριο κατελήφθη από τους Θη-
βαίους με προδοσία και υπήχθη στην περιοχή Τανάγρας. Το 421 π.Χ. με την
ειρήνη του Νικία επεστράφη στους Αθηναίους, αφού όμως προηγουμένως οι
Θηβαίοι το κατεδάφισαν. Από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα υπολογίζεται ότι
τα τείχη του φρουρίου χρονολογούνται στον 6ο π.Χ. αι., ενώ ένας μεταγενέ-
στερος πύργος (4ος π.Χ. αι.) που υψώνεται στην κορυφή, τα ερείπια παλαιο-
χριστιανικής βασιλικής και νεότερα όστρακα βεβαιώνουν ότι ο χώρος χρησι-
μοποιήθηκε συνεχώς μέχρι το μεσαίωνα.
Υπάρχει αντιγνωμία μεταξύ των ιστορικών αν το φρούριο της Πανάκτου
τοποθετείται στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων ή κοντά στο δρόμο της Κά-
ζας, εκεί που το διατηρούμενο σήμερα σε καλή κατάσταση εντυπωσιακό
φρούριο των Ελευθερών έλεγχε τον αρχαίο δρόμο Αθηνών – Θηβών και
ταυτίζεται με την αρχαία πόλη των Ελευθερών (διαστ. 280x150μ. περίπου),
όπως οι αρχαίοι συγγραφείς και παλιοί χάρτες του 17ου αι. βεβαιώνουν. Ίσως
οι διαφωνούντες με την πραγματική θέση του φρουρίου Πάνακτο στο ορο-
πέδιο των Δερβενοχωρίων εντυπωσιάστηκαν από το διατηρούμενο σε καλή
κατάσταση φρούριο των Ελευθερών και ταυτόχρονα αγνοούσαν το κατε-
στραμμένο από τους Θηβαίους Πάνακτο, του οποίου σήμερα λίγα ερείπια
σώζονται.
Δυτικά του δρόμου προς φρούριο Φυλής, στην άκρη απότομου βράχου, σε
ύψ. 548μ., διακρίνεται σήμερα και ένα φρούριο στη θέση «Φάλεμι». Υπάρχουν
μόνο τα θεμέλια του χτισμένα με αργολιθοδομή. Έχει μήκος μόνον 27 μ. και η
κατασκευή του φαίνεται αρχαιότερη του φρουρίου της Φυλής, το οποίο βρί-
σκεται σε ύψος 687 μ. πάνω από την πηγή της Αγ. Παρασκευής, στους νότι-
ους πρόποδες της Πάρνηθας, στα Β-ΒΔ της σημερινής Χασιάς. Τα τείχη του
φρουρίου αυτού είναι κτισμένα με ακατέργαστους και πολυγωνικούς λίθους
και εκτείνονται μέχρι το φρύδι της κορυφής, ακολουθώντας το έδαφος στη
βόρεια, ανατολική και μέρος της νότιας πλαγιάς του λόφου. Η δυτική πλευρά
και μέρος της νότιας δεν είχαν τειχιστεί, γιατί οι απότομοι βράχοι αποτελού-
σαν από μόνοι τους μια ισχυρή φυσική οχύρωση.
Λόγω της καταστροφής του τείχους είναι δύσκολος ο ακριβής καθορισμός του
σχήματος και του μεγέθους του. Άγνωστη επίσης είναι η ακριβής χρονολογία της
ίδρυσής του, και επομένως άγνωστο και ποιοι το κατασκεύασαν. Ο σκοπός του
φρουρίου ήταν να δεχθεί μια μόνιμη φρουρά για τον έλεγχο του ορεινού περά-

— 178 —
σματος, όπως σκοπός του μεγαλύτερου φρουρίου της Πανάκτου ήταν να φυλάσ-
σει το πέρασμα προς την Βοιωτία. Δεν είναι βέβαιο αν υπήρχε στην Φυλή τον 5ο
αι. π.Χ. φρούριο παρόμοιο με το σημερινό διατηρούμενο, το οποίο τοποθετείται
χρονικά τον 4ο αι. π.Χ. την εποχή των πολέμων εναντίον των Μακεδόνων. Είναι
φανερό όμως ότι στη θέση αυτή βρίσκεται το τείχος των πρώτων ιστορικών χρό-
νων και ένα ακόμα παλαιότερο που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο αθηναϊκό
κράτος. Από εδώ ξεκίνησαν οι αντίπαλοι του Πεισίστρατου τον 6ο π.Χ. αι. Την ίδια
οχυρή τοποθεσία κατέλαβε και ο Θρασύβουλος, τον χειμώνα του 404 π.Χ., όταν
εξεστράτευσε κατά της αρχής των τριάκοντα τυράννων. Ξεκίνησε από την Θήβα
και μέσω του ορεινού δρόμου της Πάρνηθας έσπευσε να καταλύσει το καθεστώς
που οι Λακεδαιμόνιοι είχαν επιβάλει στην Αθήνα (Ξεν. Ελλ. 2.4.2). Οι τύραννοι
κινήθηκαν εναντίον του αλλά δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το φρούριο, παρόλο
που προσπάθησαν να το αποκλείσουν καταλαμβάνοντας τα γύρω υψώματα και
το βόρειο πέρασμα προς την Βοιωτία. Οι χιονοπτώσεις και η κόπωση των στρα-
τευμάτων τους ανάγκασαν τελικά να υποχωρήσουν.
Αμέσως μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας πρέπει να χτίστηκε το
σωζόμενο σήμερα φρούριο. Τριακόσια περίπου μέτρα μετά τη διασταύρωση
πηγή Φυλής (Αγ. Παρασκευή) και δρόμου προς Δερβενοχώρια, χωματόδρο-
μος με κατεύθυνση νότια οδηγεί στο φρούριο (ύψ. 640μ.). Η χρονολόγησή
του συμπεραίνεται από τα μελαμβαφή όστρακα που βρέθηκαν στις ανασκα-
φές και ένα ερυθρόμορφο κρατήρα που χρονολογείται περίπου το 374 π.Χ.
Μία επισκευή του είναι επιγραφικά μαρτυρημένη ότι έγινε το έτος 236 π.Χ.
Το σωζόμενο σήμερα φρούριο της Φυλής, το ωραιότερο της Πάρνηθας, έχει
πλάτος περίπου 30 μέτρα και μήκος περίπου 100 μ. Έχει ακανόνιστο ελλει-
πτικό σχήμα και οι τοίχοι του σε μερικά σημεία διατηρούνται σε μεγάλο
ύψος. Το πάχος των τοίχων είναι 2,75 μ. Το φρούριο έχει έξι τετράγωνους
πύργους και ένα στρογγυλό στη βόρεια γωνία του. Ο στρογγυλός είναι ο
επιβλητικότερος όλων με διάμετρο λίγο μεγαλύτερη των 6 μέτρων. Διαθέτει
ωραία ισοδομική τοιχοδομία. Μερικά θεμέλια τοίχου διακρίνονται στο εσω-
τερικό του φρουρίου. Η αρχιτεκτονική και η τοιχοποιία του θυμίζουν το βό-
ρειο τείχος της αρχαίας Μεσσήνης, την οχύρωση της Ελευσίνας, ένα τμήμα
του τείχους του Σουνίου και το Κονώνειο Τείχος του Πειραιά. Οι τέσσερεις
πηγές βόρεια του φρουρίου το τροφοδοτούσαν σε περίοδο ειρήνης, ενώ σε
περίπτωση πολέμου θα υπήρχαν δεξαμενές για αποθήκευση πόσιμου νερού.
Ορατά είναι σήμερα τα ερείπια μιας από αυτές. Το φρούριο δεν προδίδει μό-
νιμη εγκατάσταση κατοίκων. Το κοινωνικό κέντρο του δήμου Φυλής ήταν
πιο μακριά και κοντά στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής.

— 179 —
Φρούριο Φυλής

Πύργος Λοιμικού

— 180 —
Τμήμα οχύρωσης στο Κατσιμίδι

Ο «Τύμβος του Σοφοκλή» στη Βαρυμπόμπη

— 181 —
Το φρούριο της Φυλής είναι ένα μοναδικό από αμυντική άποψη έργο. Μπο-
ρούσε να χρησιμεύσει ως φράγμα του δρόμου προς την Βοιωτία και σαν κα-
ταφύγιο του πληθυσμού σε καιρό πολέμου. Σύμφωνα με τον Milchhofer είχε
ιδρυθεί εναντίον του αθηναϊκού πεδίου. Πράγματι η θέα προς το «αθηναϊκόν
πεδίον» από εκεί είναι εξαιρετική.
Στα νότια και στα ανατολικά του σωζόμενου φρουρίου της Φυλής, υπήρχαν
μέχρι τις αρχές του αιώνα, τα ερείπια τριών πύργων, πάνω στους χαμηλούς
λόφους, που φθάνουν μέχρι τη θέση «Καλαμαρά». Οι πύργοι αυτοί θα πρέπει
να χρησίμευαν κυρίως σαν αντερείσματα του παλαιότερου φρουρίου του 5ου
αι. π.Χ., με το οποίο θα αποτελούσαν ένα ενιαίο αμυντικό σύστημα.
Μεταξύ των θέσεων Τσουγκράτι και Μαζαρέκα υψώνεται σε κορυφή ύψους
737 μ. πύργος, ο οποίος φέρει την ονομασία «Πυργάρι». Είναι τετράγωνος
κτισμένος κατά τον ισοδομικό τρόπο με διαστάσεις 8,00 Χ 8,00 μ. Βρίσκεται
σε δύσβατη τοποθεσία και είναι ερειπωμένος. Ένα μέρος του σώζεται στην
βόρεια πλευρά του. Ο πύργος διαιρείται με εσωτερικούς τοίχους σε τέσσερεις
άνισους τετράπλευρους χώρους και δεν διακρίνεται είσοδος.
Περίπου 8,5 χλμ. Β-ΒΑ από το φρούριο της Φυλής, σε υψόμετρο 814 μ. βρί-
σκεται ένας πύργος ίδιων διαστάσεων με το «Πυργάρι». Πρόκειται για τον
πύργο του Λοιμικού, την ονομασία του οποίου φέρει η ομώνυμη κοιλάδα και
η ευρύτερη δασική περιοχή διακατεχόμενη από τους Μενιδιάτες. Είναι πα-
ραλληλόγραμμος 8,85 Χ 6,10 μ. και σώζεται σε έξι σειρές ισοδομικής τοιχο-
ποιίας. Αποτελείται από πέτρες λαξευμένες ή ελαφρά λειασμένες.
Το ύψος του φθάνει τα 3,5 μ. και η είσοδός του είναι από την ανατολική
πλευρά. Είναι χωρισμένος εσωτερικά σε τρία άνισα τμήματα, που το ένα είναι
γεμισμένο με πέτρες. Στο μικρότερο από αυτά παρατηρείται είσοδος σε ύψος
1,30 από το έδαφος. Από εδώ εισέρχεται κανείς στο διπλανό και μεγαλύτερο
τετράπλευρο χώρο που βρίσκεται σε ύψος 2,50 μ. Ο Vanderpool υποστηρίζει
ότι είναι φρυκτωρία (πύργος από όπου στέλλονταν σήματα). Πράγματι με-
μονωμένοι πύργοι υπήρχαν αρκετοί στην ύπαιθρο της Αττικής. Εκεί υπήρχαν
τοποθετημένες μόνιμες φρουρές, οι οποίες μετέδιδαν με πυρές στις μεγάλες
στρατιωτικές βάσεις ότι αφορούσε την ασφάλεια της χώρας.
Η ανέγερση του πύργου του Λοιμικού τοποθετείται στον 4ο αι. π.Χ. και η
θέα από την τοποθεσία αυτή είναι πανοραμική μέχρι τον πορθμό του Ευρίπου
καθώς και προς τις κορυφές Αρμένι, Λιόπεζα, το οροπέδιο των Δερβενοχω-
ρίων και τα Βοιωτικά πεδία. Στον πύργο αυτό είναι αξιοθαύμαστη η οχύρωση
και η ευκολία με την οποία θα μπορούσαν να κινηθούν σε διάφορες θέσεις, οι
ευρισκόμενοι μέσα σε αυτό σε περίπτωση επίθεσης ή άμυνας.

— 182 —
Ένα γνωστό από αρχαίες πηγές φρούριο του Αθηναϊκού κράτους είναι το
«Λειψύδριο». Βρίσκεται πιθανότατα στην περιοχή Μετόχι της Πάρνηθας. Ο
Ηρόδοτος αναφέρει ότι «υπέρ Παιόνης εστι» δηλαδή πάνω από τον αρχαίο δήμο
των Παιονιδών. Από το φρούριο αυτό σώζονται ελάχιστα οικοδομικά λείψανα
από ακατέργαστες πέτρες, σε μια εξαιρετικά δύσβατη τοποθεσία με την ονομα-
σία «Κορακοφωλέζα» και πάνω από τη νότια όχθη του ρέματος Αγ. Γεωργίου
(ύψ. 581μ.). Οι τοίχοι του φρουρίου διατηρούνται σε μερικά σημεία σε ύψος
3-4 δόμων και είναι κτισμένοι πρόχειρα. Γενικά το «Λειψύδριο» φέρει τον χαρα-
κτήρα της προσωρινότητας και κατασκευάστηκε για ειδικό σκοπό σε ορισμένη
περίπτωση. Το μήκος του είναι 41,5 μ. από τα ανατολικά προς τα δυτικά και
το πλάτος του 65 μ. Πολλά πήλινα κομμάτια καλύπτουν το έδαφος του φρου-
ρίου που όπως δηλώνει και το όνομά του, είναι κτισμένο σε άνυδρη περιοχή.
Στην τοποθεσία αυτή, που ελέγχει οπτικά μεγάλο μέρος του Αττικού πεδίου, οι
Αλκμεωνίδες και άλλοι ευπατρίδες, φυγάδες με αρχηγό τον Κλεισθένη το 513
π.Χ., οργάνωσαν ένα κίνημα ενάντια στο τυραννικό καθεστώς. Οι μισθοφόροι
όμως των Πεισιστρατιδών τους εξετόπισαν με πολλές απώλειες. Η αττική μού-
σα δεν υμνεί την σπουδαιότητά του αλλά θρηνεί για την καταστροφή του. Είναι
χαρακτηριστικό το «σκόλιον» (επιτραπέζιο άσμα):

«αίαι Λειψύδριον προδωσέταιρον Αλίμονο Λειψύδριο, προδότη των συντρόφων


οίους άνδρας απώλεσας, μάχεσθαι τι άνδρες έχασες
αγαθούς τε και ευπατρίδας, καλούς πολεμιστές και άρχοντες
οι τοτ’ έδειξαν οίων πατέρων έσαν». που απέδειξαν από ποιους πατέρες ήσαν
γεννημένοι.

Ο αρχικός προορισμός του φρουρίου θα ήταν να φυλάσσει την πλούσια ιδιο-


κτησία, που ανήκε στους συγγενείς των Αλκμεωνιδών, τους Παιονίδες.
Ένα άλλο εξαιρετικής σπουδαιότητας φρούριο ήταν το «Παλαιόκαστρο», που
βρίσκεται σε ύψ. 506 μ. στην περιοχή της Δεκέλειας, 21 περίπου χιλιόμετρα βό-
ρεια της Ακρόπολης των Αθηνών. Ελάχιστα ερείπια σώζονται σήμερα σε ένα χα-
μηλό λόφο και περιβάλλουν μια επιμήκη ελλειψοειδή έκταση στην κορυφή ενός
λόφου, διαστάσεων 400 Χ 150 μ., πρόκειται για πρόχειρη κατασκευή. Ορισμένα
κεραμικά κατάλοιπα δείχνουν ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε κατά τους Ελληνι-
στικούς και κλασσικούς χρόνους. Το φρούριο Παλαιόκαστρο συνδέεται με τον
Πελοποννησιακό πόλεμο, και πιθανότατα αποτέλεσε τη βάση των Σπαρτιατών
και οχυρώθηκε από αυτούς το 413 π.Χ. Πρόκειται για μια τοποθεσία όχι μόνο
σημαντική από στρατιωτική άποψη, αλλά και εξαιρετικής ομορφιάς, γεγονός

— 183 —
που ανάγκασε τους εφόρους της Σπάρτης να δώσουν εντολή τους στρατιώτες
του φρουρίου της Δεκέλειας «μην περιπατείτε». Προφανώς η περιοχή είχε ελεύ-
θερο αρκετό χώρο προς τα ΝΔ κυρίως (περιοχή Βαρυμπόμπης και νοτιότερα),
όπου όμως καραδοκούσαν Αθηναϊκές προφυλακές, που προσέβαλαν τους περι-
πατητές.
Το φρούριο του Παλαιόκαστρου βρίσκεται σε επίκαιρη θέση επάνω από το
δρόμο που οδηγούσε από τον Ωρωπό προς την Αθήνα. Η ύπαρξη του φρου-
ρίου από τα προϊστορικά ήδη χρόνια είναι πιθανή, εφόσον η Δεκέλεια είναι
μια φιλολογικά μαρτυρημένη προϊστορική εγκατάσταση και υπήρξε μια από
τις 12 επικράτειες που ίδρυσε ο μυθικός βασιλιάς των Αθηνών Κέκροπας. Τα
δείγματα οψιανού, αρκούν για να υποστηρίξουν αυτήν την άποψη. Το φρούριο
αυτό πρώτος το επισήμανε ο Τιμολέων Βάσος το 1874, ο οποίος συνέταξε και
σχετικό σχεδιάγραμμα.
Το φρούριο «Κατσιμίδι» είναι άλλο ένα οχυρωματικό έργο που βρίσκεται σε
ύψος 849 μ. 3,7 χλμ. βόρεια από το Παλαιόκαστρο. Πολλοί ταύτιζαν το Κατσι-
μίδι με το φρούριο της Δεκέλειας που είχε τειχίσει το 413 π.Χ. ο βασιλιάς των
Λακεδαιμονίων Άγις. Πρόκειται για ένα σχετικά μικρό οικοδόμημα με διαστά-
σεις 8,5 Χ 7,5 που χρησίμευε προφανώς σαν παρατηρητήριο. Όλη η περιοχή
είναι σήμερα διάσπαρτη με κεραμικά και μελαμβαφείς κεραμίδες οροφής. Κτι-
σμένο σε επίκαιρη θέση, είχε θέα προς τον Ωρωπό, τον Πορθμό του Ευρίπου, το
πέρασμα της Δεκέλειας και ήταν «επιφανές μέχρι της πόλεως».
Φαίνεται ότι κατασκευάστηκε για τον έλεγχο του περάσματος των Κοριο-
κλειδών (πέρασμα της Δεκέλειας), που χρησιμοποίησε κατά τα Μηδικά και ο
στρατηγός Μαρδόνιος. Οπωσδήποτε το φρούριο Κατσιμίδι δεν μπορεί να ταυ-
τιστεί με το φρούριο της Δεκέλειας. Χτισμένο σε άνυδρη τοποθεσία και μικρό
σε μέγεθος ήταν πιθανότατα φρυκτωρία ή παρατηρητήριο.
Ένα μακρύ αρχαίο τείχος με αφετηρία την περιοχή Χασιάς (Ύψωμα «Πλάτωσι»
ύψ. 448μ.), αμέσως αριστερά του δρόμου πριν μπούμε στη Χασιά, προχωρώντας
νότια και καταλήγοντας κατά ορισμένους ιστορικούς στην κορυφή του Αιγάλεω
και κατ’ άλλους ακόμα μακρύτερα στο Δαφνί (χάρτης Ad. Sommer 1841), οχύ-
ρωνε τη δίοδο (αυχένα) μεταξύ Πάρνηθας και Αιγάλεω που είναι γνωστή με την
ονομασία «Δέμα». Το τείχος φθάνει σε ύψος τα 2 έως 3 μέτρα. Σε ορισμένα τμή-
ματα είναι κατασκευασμένο από πελεκητούς ογκώδεις, κατά το πλείστον συναρ-
μολογημένους ασβεστόλιθους. Αποτελούσε ένα σπουδαίο Αθηναϊκό αμυντικό
έργο, που προστάτευε και έλεγχε την είσοδο στο Αθηναϊκό πεδίο από τα δυτικά.
Έξαιτίας όμως του μεγάλου μήκους του (10 χλμ. περίπου) το Δέμα δεν χρησι-
μοποιήθηκε κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, μάλιστα ο βασιλιάς της Σπάρ-

— 184 —
της Αρχίδαμος το βρήκε αφύλακτο, εφόσον ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει σύ-
γκρουση με τους Αθηναίους, όταν δια του δήμου Κρωπιάς έφτασε καίγοντας
και λεηλατώντας στο δήμο Αχαρνών και στη συνέχεια στη Δεκέλεια (431 π.Χ.).
Σήμερα σώζεται ένα μεγάλο μέρος του τείχους εκατέρωθεν του δρόμου που
οδηγεί από τα Λιόσια στο Θριάσιο πεδίο (παλαιότερα δρόμος Μεγάρων). Το
τείχος χρονολογείται στον 5ο π.Χ. αιώνα.

ΑΡΧΑΙΑ ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΑ

Τα νερά της Αττικής ήταν πάντα λιγοστά γι’ αυτό από την αρχαιότητα οι κάτοι-
κοί της κατασκεύασαν ένα θαυμαστό υδραγωγικό δίκτυο για τη μεταφορά των
πηγαίων νερών της Πάρνηθας. Το δίκτυο αυτό επεκτάθηκε και τελειοποιήθηκε
επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, γι’ αυτό και το υδραγωγείο ονομά-
στηκε Αδριάνειο.
Δύο ήταν οι βασικοί κλάδοι στη δυτική Αττική και ξεκινούσαν από την πε-
ριοχή της Φυλής: α) το υδραγωγείο της Θοδώρας και β) το υδραγωγείο της
Γιαννούλας.
Είναι γνωστό ότι το ρέμα της «Θοδώρας» διευθετήθηκε επί του Ρωμαίου αυ-
τοκράτορα Αδριανού σε υδραγωγείο, που μετέφερε το νερό στην πάσχουσα
από λειψυδρία Ελευσίνα. Πιθανά ένα αρχαιότερο υδραγωγείο που μετέφερε
νερό από το ρέμα της Γιαννούλας συνδέθηκε με αυτό το Αδριάνειο υδραγω-
γείο. Παλαιοί χάρτες (A. Sommer, J. Kaupert) σημειώνουν το υδραγωγείο, που
σε ευθεία γραμμή διέσχιζε το Θριάσιο. Σώζονται σήμερα ίχνη του.
Ένα άλλο σημαντικό υδραγωγείο ήταν ο αγωγός μεταφοράς των νερών του
ρέματος Γιαννούλας στον ελαιώνα της Αθήνας. Ο αγωγός αυτός μετέφερε τα
νερά του ρέματος από ένα μικρό φράγμα κοντά στη Μονή Κλειστών και ακο-
λουθώντας τη διαδρομή Χασιά, Λιόσια, Πύργος Βασιλίσσης, ενώνονταν με
άλλο υδραύλακα του Κηφισού και κατέληγε στον Ελαιώνα των Αθηνών. Κατά
τον Α. Κορδέλα («Αι Αθήναι υπό υδραυλικήν έποψιν, 1879») πιθανολογείται ότι
είναι έργο της Ενετοκρατίας (1204-1456 μ.Χ.).
Διάφοροι θρύλοι και παραδόσεις που ακόμα διατηρούνται στη Χασιά, λένε
για την αρχόντισσα «Γιαννούλα» και το υδραγωγείο της καθώς και για την «Θο-
δώρα» που έδωσε κι αυτή το όνομά της στο ομώνυμο ρέμα και το υδραγωγείο.
(Σχετική αναφορά κάνει ο Dodwel).
Την περιοχή Αχαρνών διέτρεχαν βασικοί κλάδοι του Αδριάνειου υδραγωγείου
ξεκινούσαν από την Πάρνηθα και δια μέσου του Κηφισού έφταναν μέχρι την Αθή-

— 185 —
να που ύδρευαν, ενώ παρακλάδια τους ύδρευαν και τον αρχαίο δήμο Αχαρνών,
όπως αρχαιολογικές έρευνες έχουν αποδείξει. Στις νότιες υπώρειες της Πάρνηθας
στην ίδια περιοχή επισημάνθηκε ένα αρχαιότερο αρδευτικό δίκτυο του 4ου π.Χ. αι.,
ο «Αχαρνικός οχετός» με κατεύθυνση Β-Ν (Βαρυμπόμπη-Ψωρίλα, Δήμογλι, Αγ.
Σωτήρα, Κόκκινος Μύλος κ.ε.). Βλ. Μαρ. Πλάτωνος-Γιώτα: «ΑΧΑΡΝΑΙ…..».

ΑΡΧΑΙΟΙ ΔΗΜΟΙ

Επισκεπτόμενος κανείς την Πάρνηθα και περπατώντας στα μονοπάτια της,


συναντά σημάδια που αποδεικνύουν την κατοίκηση του χώρου από τους αρ-
χαιοτάτους χρόνους. Στις ήμερες πλαγιές στις υπώρειές της δημιουργήθηκαν
πλούσιες εγκαταστάσεις ήδη από την προϊστορική εποχή. Το βουνό έδινε τα
αγαθά του απλόχερα στους γύρω οικισμούς. Ο Παυσανίας αναφέρει χαρακτη-
ριστικά: «Πάρνης παρεχομένη θήραν συών αγρίων και άρκτων». Αλλά η κυριό-
τερη πλουτοπαραγωγική πηγή της Πάρνηθας ήταν το κάρβουνο, που επωλείτο
στην αγορά της Αθήνας. Ο χορός της κωμωδίας του Αριστοφάνη «Αχαρνής»
αποτελείται από ηλικιωμένους Αχαρνείς, που εργάζονταν και παρήγαν κάρβου-
νο στην γειτονική Πάρνηθα.
Από τους αρχαιότερους δήμους των υπωρειών της Πάρνηθας ήταν ο δήμος
της Δεκέλειας, ο οποίος σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς οφείλει την
ονομασία στον ήρωα Δέκελο, ο οποίος αποκάλυψε στους Διόσκουρους ότι ο
Θησέας είχε κρύψει την αδελφή τους Ελένη στις γειτονικές Αφίδνες (Ηρόδο-
τος ΙΧ 73). Αυτή είναι η πρώτη απαγωγή της ωραίας Ελένης. Τη δεύτερη έκανε
ο Πάρις και υπήρξε η αφορμή του Τρωικού πολέμου. Ο κλασικός δήμος της
Δεκέλειας τοποθετείται κοντά στους στάβλους, μέσα στο πάρκο του πρώην
βασιλικού κτήματος, όπου βρέθηκε και η επιγραφή της φρατρίας των Δημο-
τιωνιδών «απέχει δε η Δεκέλεια σταδίους μάλιστα της των Αθηναίων πόλεως
είκοσιν και εκατόν, παραπλήσιον δε (ου πολλώ πλέον) και από της Βοιωτίας». Ο
προϊστορικός οικισμός, μία από τους δώδεκα επικράτειες που δημιούργησε ο
μυθικός βασιλιάς Κέκροπας, βρισκόταν πιθανότατα στο λόφο Παλαιόκαστρο,
όπου σήμερα βρίσκονται οι βασιλικοί τάφοι. Αιώνες αργότερα μετά την κατά-
λυση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, όταν ο Κλεισθένης ίδρυσε τις δέκα
φυλές, απαντά η Δεκέλεια, ως ένας από τους Αττικούς δήμους, ο οποίος ανήκε
στην Ιπποθοωντίδα φυλή.
Η θέση της Δεκέλειας ήταν ανέκαθεν στρατηγική, εφόσον βρισκόταν στη
μέση του δρόμου από την Αθήνα στη Βοιωτία. Κατά τα μηδικά, ο στρατηγός

— 186 —
Μαρδόνιος με τον στρατό του υποχώρησε μέσω Δεκέλειας. Κατά το 18ο έτος
Πελοποννησιακού πολέμου οι Λακεδαιμόνιοι με υπόδειξη του Αλκιβιάδη, κα-
τέλαβαν και τείχισαν την Δεκέλεια. Εγκατέστησαν μόνιμη φρουρά υπό την
αρχηγία του βασιλιά Άγι, η οποία παρέμεινε συνολικά εννέα χρόνια, μέχρι
το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου το 404 π.Χ. Με τον επιτειχισμό της
Δεκέλειας κατορθώθηκε από τους Λακεδαιμόνιους η διακοπή της επικοινω-
νίας δια ξηράς των Αθηνών με τον Ωρωπό και την Εύβοια, η οποία δυσκόλε-
ψε πολύ τον ανεφοδιασμό των Αθηναίων και τους ανάγκασε να οχυρώσουν
το Σούνιο το οποίο περιέπλεαν. Τα μόνιμα εγκαταστημένα στρατεύματα των
Λακεδαιμονίων λεηλατούσαν διαρκώς την Αττική και προσείλκυαν αυτομο-
λήσαντες δούλους, ενισχύοντας έτσι το στρατόπεδό τους σε βάρος των Αθη-
ναίων. (Θουκ. VΙΙ 27 κ.ε.) Η κατάληψη της Δεκέλειας, μιας εξαίρετης στρα-
τηγικής θέσης των υπωρειών της Πάρνηθας, λίγους μήνες μάλιστα πριν τη
συμφορά των Αθηναίων στη Σικελία, ήταν αποφασιστικής σημασίας για την
όλη έκβαση του πολέμου. Η χρονική περίοδος του Πελοποννησιακού πολέ-
μου, που συμπίπτει με την κατοχή της Δεκέλειας ονομάζεται στην ιστορία
Δεκελεικός πόλεμος.
Ονομαστός στρατηγός από την Δεκέλεια ήταν ο Σωφάνης, ο οποίος κάποτε
σκότωσε τον Αργείο Ευρυβάτη, νικητή πένταθλου στα Νέμεα, που βοηθούσε
τους Αιγινήτες. «Αθηναίων δε λέγεται ευδοκιμήσαι Σωφάνης ο Ευτυχίδεω, εών
δήμον Δεκελεήθεν» (Ηρόδ. ΙΧ 73).
Από τα προϊόντα της Δεκέλειας ονομαστό ήταν το ξύδι, όπως μας πληροφο-
ρεί ο Αθήναιος (Δειπνοσοφισταί Β 76 e) ο οποίος παραδίδει στίχο του κωμικού
ποιητή Αλέξιδος:

«κοτύλλας τέτταρας
αναγκάσας με μεστάς αυτού σπάσαι
όξους Δεκελεικού δι’ αγοράς μέσης άγεις».

Σε λόγο του ρήτορα Λυσία αναφέρεται ο τόπος όπου συνήθιζαν να συχνά-


ζουν οι Δεκελειείς στην Αθήνα «… Επί το κουρείον το παρά τας Ερμάς ίνα οι
Δεκελειείς προσφοιτώσιν …».
Στη Βαρυμπόμπη κοντά στην Δεκέλεια τοποθετείται και ο τάφος του μεγά-
λου τραγικού ποιητή Σοφοκλή, ο οποίος πέθανε όταν άρχοντας ήταν ο Καλλίας
στην Αθήνα, το 406 π.Χ. Είναι χαρακτηριστικό το επίγραμμα του Σιμμία του
Θηβαίου που σκιαγραφεί και υποδεικνύει ίσως με γλαφυρό τρόπο τον τόπο
ταφής του ποιητή:

— 187 —
«Ηρέμ’ υπέρ τύμβοιο Σοφοκλέος ηρέμα, κισσέ,
ερπύζοις χλοεράς εκπροχέων πλοκάμους,
και πέταλον πάντη θάλλοι ρόδου ή τε φιλορρώξ
άμπελος υγρά πέριξ κλήματα χευαμένη,
είνεκεν ευμαθίης πινυτόφρονος, ήν ο μελιχρός
ήσκησεν Μουσών άμμιγα κάκ χαρίτων».

Ο κισσός, το ιερό φυτό του Διονύσου, πιστευόταν ότι είχε φυτρώσει για πρώ-
τη φορά στις Αχαρνές, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, ενώ το επίγραμμα αναφέ-
ρει ότι γύρω από τον τάφο υπήρχαν άμπελοι, που ανέκαθεν μέχρι πρόσφατα
κάλυπταν μεγάλη έκταση μεταξύ Αχαρνών και Δεκέλειας. Στην ταφή του Σο-
φοκλή αναφέρονται ο Πλίνιος και ο Πτολεμαίος ο Ηφαιστίωνος. Σε ένα άλλο
επίγραμμα για το Σοφοκλή, του Σιμμία του Θηβαίου, αναφέρεται «…… βλαισός
Αχαρνίτης κισσός έρεψε κόμην ……». Κατά τον 19ο αι. διατυπώθηκαν αντιρρή-
σεις αν ο Σοφοκλής τάφηκε στον πατρώο τάφο κοντά στο φρούριο της Δεκέ-
λειας ή στο τείχος των Αθηνών καθώς ο ανώνυμος αρχαίος βιογράφος έγραφε:
«…… Και επί τον πατρώον τάφον ετέθη τον επί τη οδώ τη κατά την Δεκέλειαν
φερούση, κείμενον προ του τείχους ια σταδίων ……». Το 1888 ο L. Munter διευ-
θυντής των βασιλικών κτημάτων, έκανε ανασκαφή τύμβου στην περιοχή Βα-
ρυμπόμπης όπου απεκάλυψε «ηρίον» με σαρκοφάγους και υποστήριξε ότι εκεί
ήταν ο τάφος του Σοφοκλή. (Das Grab des Sophokles, 1893).
Ο αρχαίος δήμος του Οίου του Δεκελεικού αποσπάστηκε από τον δήμο της
Δεκέλειας την εποχή του Κλεισθένη. Βρισκόταν κοντά στο Κρυονέρι ή πιθανόν
στην περιοχή του Αγ. Στεφάνου.
Μια άλλη αξιόλογη προϊστορική εγκατάσταση στις υπώρειες της Πάρνηθας
είναι η «Αφίδνα» ή αι «Αφίδναι». Περιλαμβάνεται και αυτή στις δώδεκα πόλεις,
που ίδρυσε ο βασιλιάς Κέκροπας. Ως ακρόπολη των Αφιδνών εκλαμβάνεται ο
λόφος Κοτρώνι, ανατολικά της σημερινής κοινότητας Αφιδνών, αλλά η ονο-
μασία σε πληθυντικό αριθμό (Αφίδναι), δηλώνει περισσότερους του ενός οικι-
σμούς. Στην οχυρωμένη Ακρόπολη της Αφίδνας κρατούσε ο Θησέας την Ελένη,
που είχε απαγάγει από την Σπάρτη με την βοήθεια του φίλου του Πειρίθου. Οι
Διόσκουροι κατέλαβαν την Άφιδνα και μετέφεραν στην Σπάρτη εκτός από την
Ελένη και την μητέρα του Θησέα Αίθρα. Από την Αφίδνα κατάγονταν επίσης
ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, οι περίφημοι τυραννοκτόνοι, οι οποίοι σκότω-
σαν τον Ίππαρχο, γιο του Πεισίστρατου, τυράννου των Αθηνών. (Αριστοτέλους
Αθ. Πολιτεία 18, 3, 1). Από τις Αφίδνες καταγόταν επίσης ο πολέμαρχος της
μάχης του Μαραθώνα Καλλίμαχος, ο οποίος έπεσε κατά την διάρκεια της μά-

— 188 —
χης. Η Αφίδνα κατά την ιστορική εποχή ήταν από τους μεγαλύτερους δήμους
της Αττικής.
Στους νότιους δήμους της Πάρνηθας ανήκε ο δήμος της «Όης» που συμπε-
ριλήφθηκε στους ιστορικούς χρόνους στην Οινηίδα φυλή. Η θέση του δήμου
τοποθετείται δυτικά του υψώματος Καλιστήρι Φυλής. Στη θέση αυτή έχουν πα-
ρατηρηθεί ερείπια αρχαίων κτηρίων κλασικής και Ρωμαϊκής εποχής και μικρή
γέφυρα κτισμένη με μεγάλες απελέκητες πέτρες, κατά τον εκφορικό τρόπο. Η
περιοχή γύρω από ένα υπάρχον μικρό ιερό είναι γεμάτη όστρακα και θεμέλια
τοίχων σπιτιών ή άλλων δημοσίων κτιρίων. Φαίνεται ότι ο αρχαίος δήμος κά-
λυπτε μια αρκετά εκτεταμένη περιοχή, αφού ερείπια κτισμάτων διακρίνονται
σκόρπια μέχρι το ρέμα της Γιαννούλας προς τα δυτικά και σε ακτίνα 500 μ.
περίπου από το ιερό προς τα νότια.
Το έδαφος της περιοχής είναι εξαιρετικά πετρώδες, αλλά η κατοίκηση του χώ-
ρου δεν είναι παράδοξη εφόσον τα εδάφη αυτά ήταν εύφορα εξαιτίας των συχνών
βροχών και των ορμητικών χειμάρρων, που κατέβαιναν από το βουνό. Επομένως
υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να συντηρηθεί ένας πολυάριθμος πληθυσμός. Πρό-
σφατες έρευνες επιβεβαιώνουν την θέση του αρχαίου δήμου, που τοποθετείται με
βεβαιότητα στα ΝΔ του Καλιστηρίου, κοντά στο ρέμα της «Μαύρης Ώρας» στη
θέση με την τοπωνυμία «Σπηλιές» (βλ. Μαρ. Πλάτωνος-Γιώτα: «ΑΧΑΡΝΑΙ….»
σελ. 339). Ο δήμος της Όης είναι γνωστός και ως πατρίδα του στρατηγού Λάμα-
χου. Ο Αριστοφάνης τον παρουσιάζει ως γενναίο αλλά βίαιο στρατιωτικό (Αριστ.
Αχαρνής 270 και 591). Ήταν μεταξύ των Αθηναίων απεσταλμένων που συνήψαν
την Νικίειο ειρήνη με τους Λακεδαιμόνιους (Θουκ. 5, 19, 2 και 24).
Η «Κρωπία» ένας άλλος μικρός δήμος φαίνεται ότι έλκει την ονομασία της
από το κρώπιον που σημαίνει δρεπάνι. Ίσως η ονομασία της είναι δηλωτική της
κύριας απασχόλησης των κατοίκων. Βρισκόταν κοντά στον αυχένα που χωρίζει
την Πάρνηθα από το Αιγάλεω (Δέμα).
Πλησίον του χωριού Χασιά ήταν ο δήμος «Χαστιέων», ο οποίος ανήκε στην
Λεοντίδα φυλή. Βρισκόταν στην περιοχή «Γκούριζα», βορειοανατολικά του ση-
μερινού χωριού, στους πρόποδες του όρους Κεραμίδι, και ανήκε στους δήμους
της Μεσογαίας. Αναμφισβήτητα ερείπια του δήμου διακρίνονται στους πρόπο-
δες του όρους Κεραμίδι, κοντά στις μικρές εκκλησίες της Αγ. Κυριακής και του
Αγ. Νικολάου. Ολόκληρος ο λόφος, που βρίσκεται η εκκλησία της Αγ. Κυρια-
κής είναι διάσπαρτος από αρχαία ίχνη. Η θέση του αρχαίου δήμου Χαστιέων
είναι καταλληλότερη για οικισμό από την θέση της σημερινής Χασιάς, γιατί
είναι περισσότερο προφυλαγμένη από τους ισχυρούς βόρειους ανέμους, καθώς
περιβάλλεται από λόφους (Wrede 1924, 157-161).

— 189 —
Ένας άλλος αρχαίος δήμος της Πάρνηθας, ο δήμος «Φυλής», βρισκόταν επάνω
στον κύριο δρόμο από την Θήβα προς την Αθήνα. Ο γεωγράφος Στράβων ανα-
φέρει ότι η περιοχή του δήμου Φυλής γειτόνευε με την περιοχή της Τανάγρας.
Ερείπια του αρχαίου δήμου αναγνωρίστηκαν (J. Wheler, A. Journex into Greece
1682, 334) κοντά στα πανδοχεία που υπήρχαν επί Τουρκοκρατίας, σε απόσταση
δύο περίπου ωρών πεζοπορίας από την Χασιά, με κατεύθυνση προς τα βορειο-
δυτικά, στο λόφο της Αγ. Παρασκευής. Σύμφωνα με τον Ησύχιο η ονομασία του
δήμου προέρχεται από είδος πρινοειδούς φυτού, που φέρει την ονομασία φυλή.
Υπάρχουν αρκετές επιγραφικές μαρτυρίες του 4ου και ιδιαίτερα του 3ου π.Χ. αι.,
που αναφέρονται στην ονομασία του φρουρίου και το δήμο της Φυλής. Το κέ-
ντρο του εντοπίστηκε στα βορειοανατολικά του αρχαίου ομώνυμου φρουρίου
στη θέση που φέρει την προσωνυμία «Μάλλια Φυλί», δηλαδή βουνό της Φυλής.
Η θέση του αρχαίου δήμου περιβάλλεται από υψώματα εκτός της δυτικής πλευ-
ράς, και βρίσκεται επάνω σε στενό πέρασμα προς τη Βοιωτία. Στην τοποθεσία
αυτή ανασκάφηκαν πολλά οικοδομήματα, δημόσια και ιδιωτικά, που πολλά από
αυτά χρονολογήθηκαν στον 5ο και στον 4ο αι. π.Χ. Ο χώρος του δήμου προφυ-
λαγμένος από τους βόρειους ανέμους διέθετε αρκετή καλλιεργήσιμη γη για την
παραγωγή σιτηρών, κρασιού και λαδιού. Η χρονολογία του οικισμού ανάγεται
στην προϊστορική εποχή, αν και δεν υπάρχουν αρκετές ασφαλείς ενδείξεις.
Επί Κλεισθένη αποσπάστηκαν από τον δήμο Φυλής, οι δήμοι «Υπώρεια» στην
βορινή πλευρά της Πάρνηθας πλησίον του σημερινού δήμου Αυλώνα και ο δή-
μος των «Ευνοστιδών».
Σαν λαός οι Φυλάσιοι, οι δημότες της Φυλής, ήσαν τραχείς και ανταγωνι-
στικοί. Από τον σχολιαστή του Αριστοφάνη αντλούμε την πληροφορία ότι οι
Φυλάσιοι συνήθιζαν να ντύνονται με λευκά ρούχα. Το κέντρο της λατρείας των
Φυλασίων βρισκόταν στην κορυφή Άρμα, όπως μας διηγείται ο Αιλιανός. Είναι
άγνωστες όμως γενικά οι λατρευόμενες θεότητες, αν και ορισμένα ευρήματα
φανερώνουν λατρεία της «Αρτέμιδας Αγροτέρας» και των Νυμφών.
Λείψανα αρχαίων τοίχων παρατηρήθηκαν προς τα ανατολικά του δήμου, που
λόγω του μεγάλου μήκους τους θεωρήθηκε ότι ανήκαν σε φρούριο μεγάλης
σπουδαιότητας, ισάξιο με αυτό της Φυλής. Αυτό είναι βέβαιο ότι είναι το φρού-
ριο που κατέλαβε ο Θρασύβουλος εφόσον το γνωστό σήμερα σαν φρούριο της
Φυλής χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αι. Είναι δηλαδή αρκετά νεότερο. Το παλαι-
ότερο φρούριο χρονολογείται με βάση τα ευρήματα στον 5ο αι. π.Χ.
Ένα μικρό κτίσμα που βρίσκεται στο διάσελο ανάμεσα στον αρχαίο δρόμο
προς το Θριάσιο πεδίο και το μονοπάτι που οδηγεί στο φρούριο είναι πιθανόν
να χρησιμοποιήθηκε σαν μικρός ναΐσκος.

— 190 —
Η νοτιότερη κορυφή της Πάρνηθας, επάνω από τη Μονή Κλειστών, ονομά-
ζεται Άρμα, γιατί από μακριά φαίνεται σαν «άντυγα» άρματος. Στην περιοχή
δυτικά από το Άρμα, μέχρι το ρέμα της Θοδώρας πρέπει να βρισκόταν ο δήμος
των Αρματέων. Ελάχιστες ανασκαφικές και επιγραφικές μαρτυρίες υπάρχουν
για τον αρχαίο δήμο. Στην περιοχή του Άρματος υπήρχε κατά μία εκδοχή το
ιερό του Παρνήθιου Δία, όπου ήταν στημένο το χάλκινο λατρευτικό άγαλμά
του και δύο βωμοί, ένας του Ομβρίου ή Απημίου Δία και ένας του Σημαλέου.
Στην περιοχή ΒΔ της Βαρυμπόμπης μεταξύ του Αγ. Νικολάου και του Αγ.
Γεωργίου του Βουρδουμπά τοποθετείται ο σπουδαιότατος δήμος των «Παιονι-
δών» που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και τον Αριστοτέλη. Με βάση όμως τα
νεώτερα ευρήματα ο δήμος των Παιονιδών, ένας από τους μικρούς, αλλά σημα-
ντικούς αρχαίους δήμους της Αττικής θα μπορούσε να τοποθετηθεί δυτικότερα
γύρω από την περιοχή Μετόχι στην Πάρνηθα, ενώ τα ερείπια στην περιοχή
μεταξύ του Αγ. Γεωργίου και του Αγ. Νικολάου είναι δυνατόν να ανήκουν σε
ένα άλλο μεγαλύτερο δήμο της Πάρνηθας.
Ένας άλλος δήμος των «Αιθαλιδών» πρέπει σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις να
τοποθετηθεί στο ΝΑ τμήμα των Αχαρνών, στην περιοχή της Αγ. Σωτήρας στις
όχθες του Κηφισού και όχι στα ΒΔ των Αχαρνών, όπως αρχικά είχε υποτεθεί. Ο
δήμος προφανώς έλαβε την ονομασία του από την αιθάλη δηλαδή την στάχτη,
επειδή οι κάτοικοί του ήταν ανθρακείς, όπως ένα τμήμα του πληθυσμού των
Αχαρνών (βλ. Μαρ. Πλάτωνος-Γιώτα: «ΑΧΑΡΝΑΙ….» σελ. 353).
Ένας αγνώστου ονόματος δήμος πρέπει να βρισκόταν βορειότερα από τον
λεγόμενο τύμβο του Σοφοκλή στους νοτιοανατολικούς πρόποδες της οροσει-
ράς της Πάρνηθας, κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγίτσα).
Γύρω από την εκκλησία οι αγροί είναι κατάσπαρτοι από κομμάτια αγγείων οι-
κιακής χρήσης. Παλαιότερα ευρήματα μυκηναϊκών και γεωμετρικών χρόνων
επιβεβαιώνουν την χρήση της θέσης αυτής ως νεκροταφείου του δήμου.
Σε απόσταση 150 μ. στα ΒΑ του ναού εντοπίστηκαν τα ερείπια ενός ρωμαϊ-
κού λουτρού. Πιθανότατα όλα αυτά τα αρχαιολογικά κατάλοιπα ανήκαν στον
αρχαίο δήμο του «Κήττου» ή «Κηττού».
Το πλήθος των αρχαίων φρουρίων και των δήμων στην περιοχή της Πάρνη-
θας αποδεικνύει πόσο είχαν εκτιμηθεί από την αρχαιότητα τα πλεονεκτήματα
και η στρατηγική σημασία του υψηλότερου Αττικού βουνού.
Η περιήγηση στην Πάρνηθα δεν σταματά στην απλή απαρίθμηση των φρου-
ρίων και των κατοικημένων θέσεων. Πολλές αρχαίες θέσεις και φρούρια παρα-
μένουν αταύτιστα ή ταυτισμένα υποθετικά. Η Πάρνηθα κρύβει ακόμα αρκετούς
αρχαιολογικούς θησαυρούς και μυστικά.

— 191 —
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Martin W. Ruiperez – Jose L. Melena: «Οι μυκηναίοι Έλληνες». Εκδ. Καρδα-


μίτσα.

Walter Byrkert: «Αρχαία Ελληνική Θρησκεία». Εκδ. Καρδαμίτσα, μετφ. Ν.


Μπεζαντάκος – Αφροδίτη Αβαγιανά 1993.

Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα: «ΑΧΑΡΝΑΙ. Ιστορική & Τοπογραφική Επισκόπη-


ση των Αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών Δήμων και των οχυρώσεων της
Πάρνηθας». Εκδ. Δήμου Αχαρνών, Αχαρναί 2004.

Α. Βαλάκη: «Η Πάρνης κατά την αρχαιότητα» περιοδικό «το βουνό» – Ιού-


νιος 1938, αρ. 54.

Μ. Παρασκευαΐδη: «Αναθήματα βωμού Παρνηθίου Διός». Εφημερίδα «Κα-


θημερινή», 7 Αυγούστου 1960.

American journal of Archaeology, Parnes, Ιούλιος 1960.

Σαρρή Ι.: «Οχυρώματα επί της Πάρνηθος, περιοδικό «το βουνό». Αύγουστος
1935, αρ. 20

Σκιά Α: «Ανασκαφαί παρά την Φυλήν». Πρακτικά Α.Ε. του 1900.

Αρβανιτοπούλου Θ.Α.: « Δεκέλεια». Αθήναι 1958.

Μαστροκώστα Ευθ.: «Αλάβαστρα του 700 π.Χ. εκ της ανασκαφής του βωμού
του Διός επί της κορυφής της Πάρνηθος». Roma “L’erma” Di Bretschneider,
1984.

H. G. Lolling: «Das Nymphaion auf dem Parnes……», σελ. 291-293, 1980.


Archaeology institute J. Athen.

Παυσανίου: «Ελλάδος περιήγησις – Αττικά». Μετάφ. Σχόλια Νικ. Δ. Παπαχα-


τζή, «ΕΚΔΟΤΙΚΗ» Αθήνα 1974.

Βασιλάτου Νίκ.: «Κάστρα και οχυρώσεις της Αττικής».Κλασικές Εκδόσεις


1995
— 192 —
EΠΟΙΚΙΣΜΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τ ο 1205 οι Φράγκοι κατακτητές ήλθαν και στην Αττική καταλύοντας


οριστικά τη βυζαντινή κυριαρχία. Εκκλησίες και μοναστήρια περιήλθαν
στον καθολικό επίσκοπο της Αθήνας και ακολούθησε μια επίμονη προσπά-
θεια των κατακτητών να στρέψουν τους ορθοδόξους κατοίκους της Αττικής
στο δυτικό δόγμα. Ένα χρυσόβουλο του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, του 1209, κα-
ταγράφει χωριά της Αττικής όπως: Χασιά, Μενίδι, Δεκέλεια, Μαραθώνα κ.λπ.
και είναι ένα μοναδικό για την εποχή τεκμήριο της ύπαρξής τους.
Το 1383 άρχισε ο εποικισμός της Αττικής με αρβανίτες, που αφετηρία είχαν
τη σημερινή κεντρική και ιδίως νότια Αλβανία. Οι επήλυδες, δίγλωσσοι από
αιώνες όπως αναφέρει ο Στράβων, και ομόθρησκοι–ορθόδοξοι, εγκαταστά-
θηκαν στη βόρεια ορεινή ζώνη (Κιθαιρώνα, Πάστρα, Πάρνηθα – Καπανδρί-
τι – Μαραθώνα) προστατεύοντας το Αθηναϊκό πεδίο από ληστοσυμμορίες
Τουρκαλβανών κ.λπ. Εγκαταστάθηκαν δηλαδή στα «Δερβένια» ή «κλεισώ-
ρειες» των βυζαντινών και για τον έλεγχο των περασμάτων αυτών τους δό-
θηκε γη να καλλιεργούν και διετή ασυδοσία (αφορολογησία). Τα χωριά που
σχηματίστηκαν ήταν τα λεγόμενα «κατούντι» ορεινά δηλαδή χωριά και ίχνη
τους υπάρχουν μέχρι σήμερα, τα δε μεγαλύτερα κατοικούνται. Παρόμοια
εγκατάσταση αρβανιτών έγινε και στη ΝΑ Αττική για την προστασία της
περιοχής από τις λεγόμενες πειρατικές «φούστες» που επί αιώνες λυμαίνο-
νταν την Αττική. Χαρακτηριστικά επώνυμα αλλά και σωζόμενα τοπωνύμια
βεβαιώνουν για την προέλευση των επήλυδων αρβανιτών.
Τα λεγόμενα «χωριά της Αθήνας» δεν εποικίστηκαν αρχικά (Κηφισιά, Μα-
ρούσι, Χαλάνδρι, Κουκουβάουνες, Μενίδι κ.α. μικρότερα), καθώς διατη-
ρούσαν ισχυρό αυτόχθονα πληθυσμό και δεν είχαν στρατηγική σημασία.
Δύο αιώνες αργότερα χαρακτηρίζονται στις τουρκικές απογραφές για τον
κεφαλικό φόρο (χαράτσι), που επέβαλαν από το 1456 οι νέοι κατακτητές,
ως «Greek village», κατά τις πολυετείς έρευνες του Dr. M. Kiel στα Οθωμα-
νικά Αρχεία, και όπως χαρακτηριστικά γράφει για το γηγενές στοιχείο της
Αττικής: «…… επέζησαν δια μέσου των αιώνων ……» (βλ. Δ. Καρύδη – M.
Kiel: «Το Σαντζάκι του Ευρίπου ……»).
Αξιοσημείωτη στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας είναι και η παρουσία των
Σαρακατσάνων νομάδων, που από αιώνες μετακινούσαν τα ποίμνιά τους
την Άνοιξη στα δροσερά λιβάδια του βουνού και το χειμώνα τα κατέβαζαν
στα γύρω χειμαδιά.
— 193 —
Τέλος οι παραδασόβιοι παλαιοί κάτοικοι ασχολούμενοι με δασικές εργα-
σίες (υλοτομία – κάρβουνο) και λιγότερο την κτηνοτροφία και γεωργία,
είχαν κι αυτοί ανάλογη δραστηριότητα στην Πάρνηθα.
Η διασπορά των Αρβανιτών σ’ ολόκληρο τον Αττικό χώρο έγινε υπο-
θέτουμε αργότερα με την αλλαγή των κλιματολογικών και κοινωνικών
συνθηκών. Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίστηκε π.χ. «μικρός παγωμένος αιώνας»
σε όλα τα Βαλκάνια. Φυσικό επακόλουθο ήταν να εγκαταλείψουν πολλοί
από τους κατοίκους των ορεινών «κατούντι» τα χωριά αυτά, κατευθυνόμε-
νοι σε λιγότερο ψυχρά μέρη για να επιβιώσουν, λόγω της παρατεταμένης
διάρκειας του ψύχους. Εγκαταλειμμένα χωριά – οικισμοί στην Πάρνηθα,
επιβεβαιώνουν το γεγονός αυτό, όπως και τα απογραφικά στοιχεία των
Οθωμανικών πηγών, όσο είναι δυνατόν προς το παρόν να αξιοποιηθούν.
Αργότερα οι αγώνες των Ελλήνων για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυ-
γού απελευθέρωσαν γόνιμα εδάφη στα πεδινά, με αποτέλεσμα να μετα-
κινηθούν οι κάτοικοι των ορεινών «κατούντι», πολλοί από τους οποίους
με την ομαλοποίηση των καιρικών συνθηκών φαίνεται ότι είχαν εν τω με-
ταξύ επιστρέψει εκεί, προς ευφορότερα εδάφη, έχοντας ταυτόχρονα την
απόλαυση της ελευθερίας, αλλάζοντας ακόμα και τον επαγγελματικό τους
προσανατολισμό (από κτηνοτροφία σε γεωργία) ως αποτέλεσμα της δια-
φοροποίησης των κοινωνικών συνθηκών.
Το τέλος του 18ου αιώνα δεν βρίσκει ερημωμένη από κατοίκους την Πάρ-
νηθα. Οι Σαρακατσάνοι ζούσαν εκεί σε μόνιμους ή περιστασιακούς οικι-
σμούς και οι κολίγες των μοναστηριών εξακολουθούσαν να καλλιεργούν
τα μοναστηριακά σταροχώραφα, όπως αρχειακές μελέτες έχουν αποδείξει.
Έσπερναν μια ποικιλία σταριού το «διμήνι», κατά το μήνα Μάρτιο και σε
δύο μήνες αλώνιζαν. Διατηρούνται ίχνη από τα παλιά αλώνια ακόμα και
σήμερα.
Αξιόλογα στοιχεία από ιστορικά κείμενα και αρχειακές μελέτες έχουν
αποδείξει ότι από τη Βυζαντινή εποχή τα μοναστήρια της Πάρνηθας
(Μονή Κλειστών, Αγ. Ιωάννης Θεολόγος, Αγ. Τριάδα και το Μετόχι της)
δεν έπαυσαν να λειτουργούν στους δύσκολους αιώνες της Τουρκοκρατίας,
η δε μοναστηριακή περιουσία στην Πάρνηθα ανέρχονταν σε αρκετές χιλιά-
δες στρεμμάτων.
Η αίσθηση της ελευθερίας που είχαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μακριά από
την Τουρκική σκλαβιά, εφόσον δεν κατοικούσαν Τούρκοι στην Πάρνηθα,
ούτε άλλωστε και στα κεφαλοχώρια Χασιά και Μενίδι, ήταν φυσικό να ευ-
νοήσει τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες το 1821 στην Αττική.

— 194 —
Βασικοί συντελεστές – οργανωτές, μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, ήταν ο
Καπετάνιος (Δερβεντζής) Μελέτης Βασιλείου, από τη Χασιά και Αναγνώ-
στης Τσουρκατιώτης ή Κιουρκατιώτης, από το Μενίδι.
Μετά τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες, στις 25 Απριλίου του 1821,
1.200 περίπου χωρικοί επαναστάτες της Αττικής, ξεκινώντας από το στρα-
τόπεδο του Μενιδίου απελευθέρωσαν την Αθήνα κλείνοντας τους Τούρ-
κους στην Ακρόπολη.
Τα επόμενα χρόνια επάνδρωσαν τα άτακτα Ελληνικά σώματα δίνοντας
ό,τι πολυτιμότερο είχαν, πολλοί απ’ αυτούς ακόμα και τη ζωή τους στον
μεγάλο Αγώνα. Αναφέρονται οι Μενιδιάτες αδελφοί Λέκκα, Τσεβάδες από
Χασιά, Σκουρτανιώτιδες, Πανούσης Πάντος, Λιόσηδες, Καμπόλιδες, Μή-
τρος Κιούσης, Ν. Τζελεπής, Γιάνης Χατζη Μελέτης, Αναγν. Στέφας και ιε-
ρωμένοι των χωριών και των μοναστηριών.
Μετά την απελευθέρωση, όσοι επέζησαν τιμήθηκαν με αριστεία ανδρεί-
ας, που θέσπισαν ο Όθωνας και οι Κυβερνήσεις, ανάλογα ο καθένας με την
συμμετοχή του.
Η ιστορική αρχειακή έρευνα των τελευταίων χρόνων έχει αποκαλύψει
ηρωικές σελίδες της ιστορίας των μαχητών αυτών, ανασύροντας από τη
λησμονιά τα ονόματά τους.
Μετά την απελευθέρωση στην περιοχή κυριαρχούσε η ληστεία καθόλο
τον 19ο μ.Χ. αιώνα, με συνέπεια να ερημώσει το βουνό και τα μοναστήρια
με εξαίρεση τη μονή Κλειστών. Άλλωστε τα πεδινά μέρη της Αττικής ήταν
αρκετά για τις γεωργικές δραστηριότητες των κατοίκων στο ελεύθερο πλέ-
ον Ελληνικό Κράτος. Μόνο οι ξυλοκόποι και οι Σαρακατσάνοι νομάδες με
τα ποίμνιά τους συνέχιζαν τη δραστηριότητά τους στο βουνό. Οι τελευταί-
οι μάλιστα είχαν και στενές συγγενικές σχέσεις με τους ληστές, όπως είναι
γνωστό και αρχειακές έρευνες έχουν αποκαλύψει. Τη δραστηριότητα των
νομάδων αυτών βεβαιώνουν και τα απογραφικά στοιχεία του 19ου αιώνα,
μέχρι τις αρχές του 20ου.

— 195 —
Χορευτικό του Λυκείου Ελληνίδων Αχαρνών στην Αγία Τριάδα (1989) Φωτ. Δ. Γ.

Χορευτικό του Πολιτιστικού Συλλόγου «Γρίζα» Άνω Λιοσίων στον Άγιο Γεώργιο
Κεραμιδίου (2001) Φωτ. Δ. Γ.
— 196 —
Χωρικός των περιχώρων της Αθήνας του 18ου αι. H. Gunter X.A. Φωτ. Δ. Γ.

— 197 —
Ο Οπλαρχηγός Μελέτης Βασιλείου Μονή Κλειστών Φωτ. Δ. Γ.
Ελαιογραφία Φ. Κόντογλου. Φωτ. Δ. Γ.

Μεσαιωνικός πύργος στο Τατόϊ Φωτ. Δ. Γ.


— 198 —
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

Την αρχαιότητα διαδέχθηκε η Βυζαντινή εποχή, οι λατρευόμενοι θεοί άλλαξαν


μορφή, ο φυσικός όμως χώρος της Πάρνηθας πάντοτε ενέπνεε τον άνθρωπο
να ενατενίζει στο θείο μέσα στη μαγική ατμόσφαιρα του απέραντου δάσους. Ο
Γερμανός L. Ross, πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
διατύπωσε την άποψη, που στη συνέχεια έγινε αποδεκτή, ότι η διάδοση του Χρι-
στιανισμού στην Αττική άρχισε από την ύπαιθρο. Στο θέμα αυτό συγκατανεύει
και ο Γ. Κονιδάρης στην “Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος”, γράφοντας για
τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες.
Κατά τον 10ο αιώνα ο όσιος Μελέτιος «τα της Αττικής περιενόστει χωρία ……»
κτίζοντας εκκλησίες. Σωζόμενο μνημείο η εκκλησία του και μοναστήρι στο συνε-
χόμενο της Πάρνηθας όρος Πάστρα, κοντά στον παλιό δρόμο για τη Θήβα.
Ο θεός Πάνας «έκανε χώρο» στο άντρο του στο φαράγγι της Γκούρας, για να
λατρευτούν από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού τα νέα σύμβολα της Χριστι-
ανοσύνης. Αρχαιολογικά ευρήματα στη “Λυχνοσπηλιά” το βεβαιώνουν. Υπάρχει
αναμφίβολα μια συνέχεια της ανθρώπινης παρουσίας στο χώρο της Πάρνηθας
μέσα στο χρόνο. Σε αιώνες δύσκολους για την ανθρώπινη επιβίωση οι ξωμάχοι
της περιοχής όρθωσαν τα ταπεινά προσευχητάριά τους στο χώρο αυτό που ζού-
σαν. Δίπλα στα ταπεινά ερημοκλήσια τέσσερα μοναστήρια υπήρξαν εστίες της
ορθοδοξίας στον τόπο αυτό.
Από το 1205 μ.Χ. που οι Φράγκοι κατακτητές ήρθαν στην Αττική και ένα από
τα κύρια μελήματά τους ήταν να στρέψουν τους κατοίκους στο Δυτικό δόγμα, τα
μοναστήρια και τα ερημοκλήσια της Πάρνηθας υπήρξαν η καταφυγή των ορθό-
δοξων κατοίκων της Αττικής. Λίγο νωρίτερα ο Ακομινάτος, ο τελευταίος ορθό-
δοξος μητροπολίτης της Αττικής, καταγράφοντας στα κείμενά του το φόβο των
πειρατών έγραφε ότι «…… εκ των παραθαλαττιδίων επαύλεων εις τας αποτομω-
τέρας των ορών κορυφάς ως στρουθία μεταναστεύομεν ……». Και σε άλλο σημείο:
«…… Και των ορών αι κορυφαί τοις πειρατεύουσι βάσιμαι, ανάγονται γαρ κακεί
κατά πολλήν του είργοντος ερημίαν και τους αυτού που καταδεδυκότας, ως δεινοί
κυνηγέται συλλαμβάνοντες, κατάγουσι επί θάλατταν ……».
Αργότερα στο Αναργύριο χρονικό που πλαστογράφησε ο πολύς Φαλμεράϊερ,
αναφέρεται «…… Οι τα χωρία κατοικούντες εις την Φυλήν την παραχειμασίαν
εποιήσαντο, βραδύνειν εν εκείνοις τοις χρόνοις την ταραχήν νομίσαντες ……».
Το 1209 ο πάπας Ιννοκέντιος ο Γ΄ στην περίφημη βούλα του σημειώνει χωριά
και μοναστήρια, που θα φορολογούσε στο εξής ο καθολικός επίσκοπος της Αθή-
— 199 —
νας. Μέσα σ’ αυτά αναφέρεται και το “Κυριομονάστηρο”. Η σειρά καταγραφής
δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για το μοναστήρι της Χασιάς, τη Μονή Κλει-
στών, και αν η εξήγηση των γλωσσολόγων δεν δέχεται ότι το “Kuriomonaster”
σημαίνει “της Kυράς το μοναστήρι”, αλλά «χωριομοναστήρι», τότε συνάγεται ότι
γύρω από το παμπάλαιο μοναστήρι υπήρχε ένα χωριό χριστιανών, κυνηγημένων
από τους αδίστακτους πειρατές. Τα σπήλαια στην ευρύτερη περιοχή του μονα-
στηριού βεβαιώνουν με τις ονομασίες τους, που διατηρήθηκαν στους αιώνες, την
ιστορία του χώρου. «Σπηλιά Καλογέρου», «Παγανιά», «Σπηλιά του Κουρσάρου»
στο Κασούμπι κ.α.
Η αρχαιότητα του μοναστηριού είναι δεδομένη. Οι επιφανειακές τοιχογραφίες
δεν είναι αρκετές να προσδιορίσουν την χρονολόγησή του, γι’ αυτό ο καθηγητής
και ακαδημαϊκός Αναστ. Ορλάνδος γράφει ότι «…… Ως χρόνοι της κατασκευής
του ναού δύνανται να θεωρηθούν οι προ της Αλώσεως ……» αναφέρεται δηλαδή
στους πριν το 1453 χρόνους.
Και ο βυζαντινός ανάγλυφος αετός που είδε ο Καμπούρογλου και υπάρχει μέχρι
σήμερα, παραπέμπει στη Βυζαντινή εποχή. Ο ερευνητής των Οθωμανικών Αρχεί-
ων Dr. Kiel, σημειώνει στις έρευνές του για τον 16ο αι. «Monastery Hasia».
Οι απανωτές καταστροφές, που δέχθηκαν εκκλησίες και μοναστήρια στο χώρο
αυτό κατά την Τουρκοκρατία, δυσκολεύουν το έργο και του πλέον ειδικού ερευ-
νητή, στην προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας τους.
Ίσως όμως είναι προτιμότερη η ομίχλη του θρύλου, καθώς ο επισκέπτης του
μοναστηριού των Κλειστών, ενός από τα μοναστήρια της Πάρνηθας, βρίσκεται
μέσα σε ένα περιβάλλον θεϊκό, άγριο, κυριαρχούμενο από τις φωνές της φύσης
που συνοδεύονται από τις ψαλμωδίες των καλογραιών. Το μοναστήρι είναι αφι-
ερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και ονομάζεται «Παναγία των Κλειστών».
Το καθολικό ανήκει στον τύπο των δικιονίων εγγεγραμμένων σταυροειδών με
τρούλο και προς βορρά έχει συνεχόμενο παρεκκλήσι με τετράγωνη αψίδα ιερού.
Το καθολικό φέρει ίχνη τοιχογραφιών, ενώ εμφανείς είναι οι συνέπειες της πυρ-
πολήσεώς του από τους Τούρκους το 1821. Οι καλόγηροι τότε του μοναστηριού
είχαν ένθερμη συμμετοχή στον Αγώνα και μετά την απελευθέρωση κρίθηκε δια-
τηρητέο – ανδρικό. Σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο με 12 μοναχές υπό την ηγου-
μένη Μαριάμ.
Στον ίδιο χώρο της Χασιάς υπήρχε το “Παλαιομονάστηρο” αφιερωμένο στον
Άγιο Γιάννη το Θεολόγο. Ήταν πάνω στο δρόμο προς τη Χασιά (στην κλεισώ-
ρια ή δερβένι). Η χρονολόγησή του ασαφής παραπέμπει μαζί με το όνομά του
και έγγραφα ντοκουμέντα σε αιώνες της Τουρκοκρατίας ή και παλαιότερα. Ο
Pouqueville σημειώνει το 1815 στο δρόμο του για τη Χασιά το μοναστήρι, υπάρ-

— 200 —
χουν όμως έγγραφα με αρχαιότερες αναφορές. Οι τελευταίες του αναλαμπές, ως
μοναστική οντότητα, αναφέρονται στο τέλος της Τουρκοκρατίας και τελευταίος
ηγούμενός του ο Συμεών. Υπήρξε το στρατηγικό κέντρο του Βάσου Μαυροβου-
νιώτη, που το 1829 έδωσε δύο νικηφόρες μάχες κατατροπώνοντας τους Τούρ-
κους, οι οποίοι άφησαν εκεί κανόνια, σημαίες, νεκρούς και αιχμαλώτους. Αυτές
ήταν οι τελευταίες μάχες στην Αττική. Ερειπωμένο εμφανίζεται το μοναστήρι το
1834 στο χάρτη του Sommer. (έκδ. 1841). Το 1834 ελλείψει μοναχών κρίθηκε δυ-
αλυόμενο και η περιουσία του περιήλθε στο κράτος.
Το 1920 ανακατασκευάστηκε η εκκλησία του μοναστηριού με πρωτοβουλία
του μπάρμπα Ανδρέα Γκρίτζαλη, του κοσμοκαλόγερου και έκτοτε υπάρχει για
χάρη της ευλάβειας των πιστών, με μια προσπάθεια του Δήμου Άνω Λιοσίων να
εξωραϊστεί ο περιβάλλων χώρος. Ο σεισμός του 1999 προκάλεσε σοβαρές ρωγ-
μές στο καθολικό και το Υπ. Πολιτισμού τις αποκατέστησε. Λειτουργεί σήμερα η
εκκλησία ως ενοριακός Ναός των Άνω Λιοσίων. Ανήκει στον τύπο του ελεύθερου
σταυρού με προσθήκη διαμερίσματος, βορειοανατολικά.
Μέσα στην καρδιά της Πάρνηθας και κάτω από την Καραβόλα την ψηλότερη
κορυφή της, σ’ ένα απάνεμο τόπο με υψόμετρο 1000μ. με την πηγή “αγίασμα” και
τη χιλιόχρονη καρυδιά που ξεράθηκε το 1955, σώζεται ακόμα το καθολικό του
παλιού μοναστηριού της Αγ. Τριάδας. Μετόχι της μονής Πετράκη από το 1796,
με σουλτανικό φιρμάνι και πατριαρχικό σιγγίλιο, χαρακτηρισμένο «σταυροπήγιο»
για να αποφευχθεί η εξαφάνισή του, είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο, που απέ-
μεινε εκεί ψηλά στη Μονή Πετράκη. Ήδη με το Ν. 3028/2002 αρθρ. 7 η εκκλησία,
όπως και όλα τα Βυζαντινά μνημεία, ανήκει κατά νομή και κυριότητα στο Κρά-
τος, ενώ από το 1998 έχει κριθεί διατηρητέο μνημείο. (ΦΕΚ 863 Β, 30/11/1988).
Η αρχαιότητα της μονής Αγ. Τριάδας επισημαίνεται αλλά δεν ολοκληρώνεται
από ένα έγγραφο του 1761, που οι πρόκριτοι της Αθήνας απευθύνουν στην Τουρ-
κική εξουσία, ζητώντας να επιτραπεί η επισκευή της ετοιμόρροπης εκκλησίας Αγ.
Τριάδας. Αναφέρουν χαρακτηριστικά, ότι υπήρχε η εκκλησία “από της Αλώσεως
……” δηλ. 1453. Η άδεια δόθηκε και η εκκλησία επισκευάσθηκε “άνευ προσθήκης
και προσαυξήματος”, όπως προέβλεπε ο Τουρκικός νόμος. Το 1615 ένα μεγάλο
μέρος της Πάρνηθας πουλήθηκε ως νομή στο μοναστήρι της Αγ. Τριάδας.
Ιχνηλατώντας στο χρόνο, βρίσκουμε ένα άλλο ενδιαφέρον έγγραφο του 1811,
όπου ο ηγούμενος της Αγ. Τριάδας Χατζηπαπα Ιωσήφ συνεταιρίζεται με τον ηγού-
μενο του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου της Χασιάς Κυρ Σεραφείμ, βάζοντας τα χωράφια
των μοναστηριών τους ως κοινά και συμφωνώντας να νέμονται τα εισοδήματα
«…… εάν ήθελε δίδη ο Θεός ……».
Κατά το σεισμό του 1999 η εκκλησία υπέστη φθορές. Μετά από έρευνα των

— 201 —
Αγία Τριάδα (το καθολικό του βυζαντινού μοναστηριού)

Άγιος Μερκούριος Τοιχογραφίες Αγ. Τριάδας Φωτ. Δ. Γ.


— 202 —
Ερείπια Αγίου Νικολάου στο Μετόχι Φωτ. Δ. Γ.

αρμοδίων αρχαιολόγων ανακοινώθηκε ότι: οι τοιχογραφίες από τις οποίες η εκ-


κλησία είναι κατάγραφος χρονολογούνται στο 17ο αιώνα «…… ενώ διακρίνεται
και στρώμα υστεροβυζαντινών χρόνων σε αρκετά τμήματα του ναού, που με την
παρουσία βυζαντινών εντοιχισμένων αρχιτεκτονικών μελών του τέμπλου, σε συν-
δυασμό με δείγμα τοιχοποιίας, της αψίδας κ.λπ. αποτελούν ενδείξεις για τη χρο-
νολόγηση του Ναού στην Βυζαντινή περίοδο ……». Δυστυχώς οι ζημιές από το
σεισμό δεν έχουν ακόμα αποκατασταθεί στο καθολικό του παλιού μοναστηριού,
το οποίο ανήκει στον τύπο των μονόκλιτων σταυρεπίστεγων ναών με νάρθηκα.
Στις νότιες προσβάσεις της Πάρνηθας ήταν το Μετόχι της Αγ. Τριάδας ή «Γε-
ρεδοκάρ Μπαμπανί», όπως το ονόμαζαν οι Τούρκοι, με δυο εκκλησίες τον Προφ.
Ηλία και το καθολικό «Αγ. Νικόλαος ο νέος», με τις σημαντικές του τοιχογραφίες
του 17ου αιώνα όπως τις χρονολόγησε ο Ορλάνδος. Δυστυχώς ο σεισμός κατέ-
στρεψε την εκκλησία του Αγ. Νικολάου και τραυμάτισε σοβαρά την εκκλησία του
Προφ. Ηλία, η οποία “επισκευάστηκε” αυθαίρετα. Διατηρούνται σ’ αυτήν τρεις
τοιχογραφίες νεοτέρων χρόνων. Και οι δύο εκκλησίες είναι μονόκλιτες καμαρο-
σκέπαστες βασιλικές με ημιεξαγωνική αψίδα ιερού. Πριν την Επανάσταση του ’21
κατά τον WIL. LEAKE γινόταν το Μάιο πανηγύρι με επισκέπτες από την Αθήνα
και τα γύρω χωριά.
Κατά την Τουρκοκρατία σημειώνονται εκεί αλώνια και υποστατικά και αρχοντα-
ρίκι με φωτογωνιά. Ήταν πάντα ο τελευταίος σταθμός ξεκούρασης για τον οδοι-
πόρο προς τις κορφές του βουνού με την πηγή και την πλούσια δασική βλάστηση.
(Περιηγητικές αναφορές έχουν κάνει: WIL. LEAKE 1806 και L. ROSS 1832).
— 203 —
Τελειώνοντας, αναφέρονται εντελώς συνοπτικά οι εκκλησίες της Πάρνηθας.
Στην περιήγηση ενδιαφέρει κυρίως η τοπογραφική τους επισήμανση και η δεδομέ-
νη αρχαιότητά τους, σημειώνοντας ότι παραλείπονται οι νεότερες εκκλησίες και
μοναστήρια που ανεγέρθηκαν τον περασμένο αιώνα, και δεν απετέλεσαν αντικεί-
μενο της ιστορικής αυτής έρευνας, εφόσον δεν έχουν μνημειακό χαρακτήρα.
Ξεκινώντας από τις εξαφανισμένες σήμερα εκκλησίες σημειώνω την εκκλησία
του Αγ. Αθανασίου στο δασόκτημα Τατοΐου, που καταστράφηκε σε πυρκαγιά στη
δεκαετία του 70. Η αρχαιολόγος Θεοφ. Αρβανιτοπούλου αναφέρει ενδιαφέρου-
σες παλιές τοιχογραφίες.
Υπήρχε στη Βαρυμπόμπη, δίπλα στη μεγάλη πηγή “Κοντίτα”, η εκκλησία του
Αγ. Ιωάννη, με τους αράβδωτους κίονες που βρίσκονται πεταμένοι στο χώρο,
όπου έχει μείνει σήμερα ένα πρόχειρο εικονοστάσι. Σ’ αυτήν εκκλησιάζονταν οι
κάτοικοι του χωριού Βαρυμπόμπη, που ήταν τσιφλίκι του Κιαμήλ Μπέη στην τε-
λευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στο διακατεχόμενο δασόκτημα «Σαλονίκη»
υπήρχαν στις αρχές του περασμένου αιώνα δύο εκκλησίες οι Αγ. Θεόδωροι και η
Αγία Παρασκευή. Σ’ αυτές εκκλησιάζονταν οι Σαρακατσάνοι βλαχοποιμένες της
Πάρνηθας τους καλοκαιρινούς μήνες που ανέβαζαν τα ποίμνιά τους στο βουνό.
Σήμερα έχουν απομείνει σωροί από πέτρες.
Στην τοποθεσία «πέτρα μεσονύχτι» – Πηγή Κατσιγιάννη και κοντά στο ρέμα
της Γκούρας υπήρχε η εκκλησία της Αγ. Παρασκευής. Ο Γερμανικός χάρτης του
1889 τη σημειώνει ως εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Αρχαιολογικά ευρήματα στον
περιβάλλοντα χώρο δείχνουν την αρχαιότητα της εκκλησίας σε συνδυασμό με
ερείπια βυζαντινού οικισμού με την ονομασία “Παλιοχώρι”, τόπος δυσπρόσιτος
ανά τους αιώνες και καταφυγή των ραγιάδων, είτε από το φόβο των πειρατών, είτε
σε επιδημίες λοιμών, που από αιώνες ταλάνιζαν την Αττική. Διατηρείται σήμερα
επισκευασμένη η εκκλησία, πρόχειρα με τσιμεντόλιθους, από ευσεβείς Χασιώτες.
Ανατολικά της Πάρνηθας σημειώνεται ακόμα το παλιό μετόχι της Φανερωμέ-
νης στο Μπάφι (σήμερα Κρυονέρι). Κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρα-
τίας ηγούμενός του ήταν ο Μενιδιάτης Χατζη Διονύσιος Μπάφης. Είναι μάλιστα
γνωστό ότι ο ζωτικός χώρος του Μενιδίου έφτανε μέχρις εκεί.
Από τις διατηρούμενες εκκλησίες σημειώνεται αυτή του Αγ. Μερκουρίου στο
πέρασμα – δερβένι προς την «Ωρωπίαν γήν». Αναφορά σχετικά με την εκκλησία
κάνει ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα το 1774 J. Girand, που την ονομασία της
τη συνδέει με την άφιξη εκεί των Αρβανιτών, από το 1383 μ.Χ. κ.ε. Πάνω από τις
Αφίδνες βρίσκεται η Μεταβυζαντινή εκκλησία της Αγ. Τριάδας στο χώρο της πο-
λυσυζητημένης Ιπποκράτειας Πολιτείας. Ο χώρος των Αφιδνών (Κιούρκων) έχει
αρκετές εκκλησίες των οποίων η αρχαιότητα είναι φανερή. Οι περισσότερες είναι

— 204 —
Άγ. Πέτρος στη Μόλα Φωτ. Δ. Γ. Άγ. Γεώργιος στο Κεραμίδι (1983)
Φωτ. Δ. Γ.

ανακαινισμένες αλλά διατηρούν εμφανή στοιχεία που καθορίζουν την παλαιότη-


τά τους. Ο Άγ. Νικόλαος στην ομώνυμη περιοχή, με εντοιχισμένες αρχαιότητες, η
Ζωοδόχος Πηγή (Παναγίτσα) θέση Λιοσάτι, νότια του Χάραδρου, με εντοιχισμέ-
νες αρχαιότητες και Ανατολικότερα πάνω στις παρειές της Πάρνηθας τα ξωκλή-
σια Αγ. Σωτήρα με βρύση, ο Προφ. Ηλίας μέσα σε ειδυλλιακό δασικό περιβάλλον
και βορειότερα οι Αγ. Σαράντα, ο Αγ. Αθανάσιος, η Αγ. Μαρίνα και τα ερείπια της
εκκλησίας του Αγ. Μελετίου. Αξιόλογη είναι και η Εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων
μέσα στο χωριό με παλιές τοιχογραφίες. Θεωρείται ότι είναι αναγκαία η αρχαιο-
λογική έρευνα στο χώρο των Αφιδνών που μέχρι σήμερα είναι ανύπαρκτη τόσο
για την αρχαιότητα όσο και για τη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, αφού
το διάσπαρτο αρχαιολογικό υλικό σ’ όλη την περιοχή προκαλεί τις αρμόδιες Αρ-
χές αλλά και τους αρχαιοκαπήλους.
Στο χώρο της Βαρυμπόμπης σώζεται η εκκλησία της Ζωοδόχου πηγής ή “Πα-
ναγίτσα”. Γύρω της έχει εντοπιστεί αρχαιολογικός χώρος, όπου με ιδιαίτερη επιμέ-
λεια έσκαβαν επί χρόνια συνεργεία, υπό την επίβλεψη των βασιλόπαιδων Σοφίας
και Ειρήνης.
Στη ΒΑ πλευρά των Θρακομακεδόνων η εκκλησία του Αγ. Νικολάου ένας μι-
κρός σταυρόσχημος ναός με οκταγωνικό τρούλο χρονολογούμενος πρόχειρα
από τον Ορλάνδο στον 16ο αιώνα, βρίσκεται στο χώρο ενός νεότερου μοναστη-

— 205 —
ριού παλαιοημερολογιτών, που ως νεότερο δεν αφορά την έρευνα αυτή. Μετά το
σεισμό η εκκλησία υπέστη φθορές και από την έρευνα που ακολούθησε από στε-
λέχη του ΥΠ.ΠΟ ανακοινώθηκε ότι αποκαλύφθηκε τοιχογραφικός διάκοσμος
του 13ου αιώνα, κατατάσσοντας το μνημείο στα Βυζαντινά.
Δυτικά των Θρακομακεδόνων η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου του «Βουρδουμπά»
στην περιοχή του Δήμου Αχαρνών, καμαροσκέπαστος βασιλική με ημικυκλική
αψίδα ιερού, στην αρχή του φαραγγιού της Χούνης. Οι διαστάσεις της 4,50 Χ 6,20
σημειώνονται για ιστορικούς λόγους, γιατί ο σεισμός του 1999 την έχει καταστή-
σει εντελώς ετοιμόρροπη. Ουδεμία μέχρι σήμερα μέριμνα για την τύχη της έχει
επιδειχθεί, ενώ πυρκαγιά το 2004 αποστέρησε τον περιβάλλοντα χώρο της από
το πράσινο.
Στο ρέμα του Αγ. Γεωργίου, πάνω ψηλά εκεί που αρχίζουν τα έλατα, (ύψ. 840 μ.)
βρίσκεται ανακαινισμένο τα τελευταία χρόνια από το Δήμο Άνω Λιοσίων στη ζω-
τική περιοχή του οποίου ανήκει, το ερημοκλήσι του Αγ. Γεωργίου του Κεραμιδιού.
Είναι μικρή μονόκλιτη βασιλική με ημικυκλική αψίδα ιερού και χωρίς τοιχογραφί-
ες, ανατολικά της οποίας διατηρείται και παλιό αλώνι. Η παρακείμενη πηγή και η
πλούσια βλάστηση από φυτεμένες λεύκες, πεύκα και έλατα συμπληρώνουν το ει-
δυλλιακό τοπίο. Λίγο νοτιότερα της εκκλησίας περνάει ο δασικός δρόμος Μετόχι
– Ρέμα Αγ. Γεωργίου - Αυχένας Μποντιάς - Παλιοχώρι - Αγ. Τριάδα μήκους 10
χιλιομ. Το 1995 ο Δήμος Άνω Λιοσίων ανακαίνισε την εκκλησία. Κατά τις εργα-
σίες διευθέτησης του χώρου ΝΔ της εκκλησίας αποκαλύφθηκε ένας χριστιανικός
τάφος. Μετά από ραδιοχρονολόγηση των οστών, που έγινε στο «Δημόκριτο»,
διαπιστώθηκε ότι χρονολογούνται μεταξύ του 900 και του 1017 μ.Χ. με πιθανό-
τητα 95,4%. Σημειώνεται το γεγονός για την επισήμανση εκεί της ανθρώπινης
παρουσίας, που χρονολογεί πιθανά και το ερημοκλήσι. Κάθε χρόνο του Αγίου
Γεωργίου γίνεται εδώ ωραίο πανηγύρι.
Νοτιότερα στα πρόβουνα της Πάρνηθας βρίσκεται η παλιά εκκλησία της
Ζωοδόχου πηγής στο Γκατζανά και ακόμη νοτιότερα ο Προφήτης Ηλίας, οι 40
Μάρτυρες και η Ανάληψη στα ομώνυμα υψώματα – πρόβουνα, όπου πλούσια αρ-
χαιολογικά ευρήματα του προηγουμένου αιώνα πιθανολογούν ανάλογες θέσεις
αρχαίων ναών του δήμου Αχαρνών, του πολυανθρωπότερου δήμου της υπαίθρου
Αττικής κατά το Θουκυδίδη.
Βαθιά στο δάσος της Πάρνηθας στη θέση Μόλα, από όπου περνάει ο περιφε-
ρειακός δρόμος της Πάρνηθας, βρίσκεται ανακαινισμένο από το Υπ. Γεωργίας
το ερημοκλήσι του Αγ. Πέτρου (μονόκλιτος καμαροσκέπαστος βασιλική, 3,80 Χ
8,10), με ημικυκλική αψίδα ιερού και ορθογώνιο πρόσκτισμα από τη νότια πλευ-
ρά που η ανακαίνιση διατήρησε. (ύψ. 1060μ.).

— 206 —
Κατά την διάρκεια των εργασιών βρέθηκαν κεραμίδες βυζαντινές, ίχνη από κου-
ρασάνι στο παλιό επίχρισμα και χριστιανικός τάφος στη βόρεια πλευρά του. Χρο-
νολογείται οπωσδήποτε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ίσως παλαιότερα και
δεν έχει τοιχογραφίες. Βρίσκεται σε ειδυλλιακό περιβάλλον με πηγαίο νερό και
πλούσια βλάστηση. Το Υπ. Γεωργίας κατασκεύασε στη δεκαετία του 80 χώρο ανα-
ψυχής συνεχόμενο της εκκλησίας και εκτεινόμενο σε όλο το υψίπεδο της Μόλας.
Από τη Μόλα ξεκινούν δύο δρόμοι, ο ένας δυτικά προς Λοιμικό και ο δεύτερος
Α-ΒΔ προς Σαλονίκη, τα δυο μεγάλα διακατεχόμενα από Μενιδιάτες δασοκτή-
ματα.
Στο Λοιμικό σώζεται μια μικρή εκκλησούλα του Αγ. Γεωργίου με νότιο πρό-
σκτισμα-δωμάτιο για τους ξυλοκόπους, που διανυκτέρευαν εδώ. (ύψ. 770μ.). Ο
σεισμός του 1999 έσπρωξε ένα τεράστιο βράχο ο οποίος ράγισε το βόρειο τοίχο
της εκκλησίας. Σώζεται δύο φορές ανακαινισμένη από τους Χασιώτες το 1990,
και το 2004 από τους Μενιδιάτες. Η όλη περιοχή εκεί θεωρείται διακατεχόμενη
των Μενιδιατών. Αξιοσημείωτος ο παρακείμενος ΒΔ αρχαίος πύργος φρυκτωρία.
Η ονομασία «Λοιμικό» συνδέει την ευρύτερη περιοχή με πιθανό χώρο καταφυγής
των κατοίκων των γύρω χωριών σε περιπτώσεις λοιμού.
Ακόμα βορειότερα σώζεται μέσα στο ίδιο δασόκτημα του Λοιμικού η εκκλησία
του Αγ. Νικολάου στα «πηγαδάκια». Παμπάλαια κι αυτή παραμένει όρθιο ορόση-
μο της μενιδιάτικης γης που αποτερματίζεται εκεί, (ύψ. 530μ.). Δυτικότερα είναι
η Αγ. Τριάδα στο χώρο του Κακοσάλεσι (Αυλώνα), ο Άγ. Γεώργιος πάνω από το
χωριό και Αγ. Μαρίνα σε μια δύσβατη βραχώδη περιοχή, βορειότερα από τη θέση
«Βούντημα» και ανατολικά από το «Μαυρόρεμα».
Στο χώρο της Χασιάς σημειώνονται δυο εκκλησίες τιμώμενες στο όνομα της
Αγ. Παρασκευής. Η μία στο Μπόρσι και η άλλη στην πηγή Φυλής, ορμητήριο του
Θρασύβουλου κατά την αρχαιότητα, εφόσον βορειοανατολικά της πηγής υπήρχε
το ξακουσμένο φρούριο.
Ανατολικά του χωριού βρίσκεται στο ομώνυμο ύψωμα η εκκλησία του Προφ.
Ηλία. (ύψ. 418μ.).
Σημειώνεται ακόμα στις έρευνες του Ορλάνδου ο Αγ. Νικόλαος, βόρεια του
χωριού, ξυλόστεγος βασιλική (4,60 Χ 6,80) με ημιεξαγωνική αψίδα ιερού, η Αγ.
Κυριακή, θολοσκεπής βασιλική με ημιεξαγωνική αψίδα ιερού, και μέσα στο χω-
ριό ο Αγ. Νικόλαος, ο Αγ. Αθανάσιος, η Αγ. Παρασκευή, η Αγ. Άννα, και η σημα-
ντικότερη Αγ. Πέτρος τρίκλιτη βασιλική, που χρονολογείται στον 15ο αιώνα.
Τελειώνοντας αναφέρονται στις όχθες του Κηφισού η Παναγία Χελιδονού (πα-
λιό μοναστήρι), ο Άγ. Δημήτριος στη δυτική όχθη, στη θέση Μονομάτι, που την
κατέστρεψε ο σεισμός, ο Αγ. Νικόλαος ή Αγ. Σωτήρα (παλιό μοναστήρι), καθώς

— 207 —
και η Αγ. Άννα στην ανατολική όχθη και στο χώρο των Κουκουβαούνων (Μετα-
μόρφωση).
Οι εκκλησίες αυτές, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ως μνημεία και με την δεδομένη
αρχαιότητά τους, έχουν αποτελέσει αντικείμενα επισταμένης έρευνας, από αξιό-
λογους ερευνητές. Τα ερημοκλήσια και μοναστήρια της Πάρνηθας και της πεδιά-
δας αποτελούν όχι μόνο ορόσημα της ιστορίας του τόπου αλλά και τόπους ιερούς
και καθαγιασμένους από αιώνες, χώρους προσευχής και επικοινωνίας με το Θεό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κορδέλλα Ανδρ.: «Αι Αθήναι εξεταζόμεναι υπό υδραυλικήν έποψιν». Αθήνησι


1879.

Καμπούρογλου Δημ.: «Μνημεία της ιστορίας των Αθηνών» τόμ. Α, Β, Γ. Εν


Αθήναις 1891.

Καμπούρογλου Δημ.: «Ο αναδρομάρης της Αττικής» 1914-1920 τόμ. Α, Β.


(Επανέκδοση Διον. Καραβίας).

Μίχα Ι.: «Η ιερά μονή Κλειστών» ΕΛΛΑΣ Αθήναι 1937.

Ορλάνδου Αν.: «Μεσαιωνικά μνημεία της πεδιάδος Αθηνών και των κλιτύων
Υμηττού Πάρνηθος και Αιγάλεω» Εν Αθήναις 1933.

Κοκκίνη Σπ.: «Τα Μοναστήρια της Ελλάδος» Εκδ. ΕΣΤΙΑ 1976.

Καρύδη Δ. – Kiel M.: «Το Σαντζάκι του Ευρίπου, 15ος – 16ος αι.». Ανάτυπο από
περιοδικό «Τετράμηνα» Άμφισσα 1985.

Γιώτα Δημ.:
α) «Συμβολή στην ιστορική έρευνα της Αττικής 1821-1833». Αυτοέκδοση,
Αθήνα 2002.
β) «Παλιά Μοναστήρια της Πάρνηθας» Έκδ. Δήμου Φυλής, 2004.
γ) «Σεισμόπληκτες Εκκλησίες του Δήμου Αχαρνών». Εκδ. Δ.Ε.Α.Δ.Αχαρνών,
2004.
δ) «Η μονή Κλειστών στην Επανάσταση του ’21 και μετά την απελευθέρωση»,
Α΄ Συμπόσιο Ιστορίας-Λαογραφίας Βορείου Αττικής. Αχαρνές 1988. Εκδ.
Πρακτικών: Ι.Λ.Ε.Αχαρνών 1989. σελ. 309-324.

— 208 —
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του έγραφε πως «τα βουνά της Αττικής είναι πρό-
σωπα». Σήμερα τα «πρόσωπα» που είδε κάποτε ο ποιητής έχουν αλλοιωθεί
σημαντικά από ανθρώπινες παρεμβάσεις, που συνέβησαν στη διάρκεια των τε-
λευταίων δεκαετιών. Παρεμβάσεις που σε ελάχιστες περιπτώσεις σχεδιάστηκαν ή
έλαβαν υπόψη τους τη μοναδικότητα του Αττικού τοπίου και κλίματος.
Κι όμως, παρά τις συχνά καταστροφικές αλλαγές τα βουνά της Αττικής εξα-
κολουθούν να διατηρούν εκείνη τη μοναδική προσωπικότητά τους, την οποία
«είδε» ο Σεφέρης στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Μια προσωπικότητα συ-
νήθως άγνωστη στον κάτοικο της Αθήνας, που συνήθισε είτε να τα βλέπει από
μακριά είτε να τα επισκέπτεται βιαστικά με το αυτοκίνητο.
Το ενδιαφέρον των κατοίκων της Αθήνας στράφηκε κυρίως στα ακρογιάλια της
Αττικής. Σε αυτό συνέβαλε η εύκολη πρόσβαση προς τη θάλασσα και η γοργή
και χωρίς σχεδιασμό ανάπτυξη της μεταπολεμικής τουριστικής βιομηχανίας. Έτσι,
η πόλη άπλωσε σταδιακά. Και κάποια στιγμή ήρθε και η ώρα να «αξιοποιηθούν»
και τα γύρω βουνά. Και άρχισαν τα σπίτια να σκαρφαλώνουν, συχνά χωρίς σχεδι-
ασμό, στον Υμηττό, στο Αιγάλεω, στο Ποικίλο όρος, στην Πεντέλη. Το ένα μετά
το άλλο τα βουνά του λεκανοπεδίου άλλαξαν «πρόσωπο». Κάποια στιγμή αυτή η
«ανάπτυξη» έφτασε και στην Πάρνηθα. Όμως, πάρα την μεγάλη και αυξανόμενη
οικιστική πίεση που δέχτηκε κάποια στιγμή και η Πάρνηθα, όλα δείχνουν πως
εξακολουθεί να διατηρεί πολλά από εκείνα που την έκαναν διάσημη στη μακραίω-
νη ιστορία της. Και παρά την εγγύτητά της με την πόλη εντούτοις εξακολουθεί να
παραμένει σχετικά απρόσιτη στον μέσο «έποικο» της Αττικής. Το παράδοξο είναι
πως οι κάτοικοι, οι μέτοικοι ή οι εσωτερικοί μετανάστες, που ζουν στην Αθήνα,
για πάρα πολλά χρόνια ελάχιστα έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα γύρω βουνά.
Παρ’ όλο που οι περισσότεροι προέρχονται ή κατάγονται από την ορεινή Ελλάδα
η κάθοδός τους στην Αθήνα μοιάζει σα να απέκοψε τον ομφάλιο λώρο με την
προγενέστερη ζωή τους. Σήμερα ολοένα και λιγότεροι από αυτούς συνηθίζουν πια

— 209 —
ακόμα και να επιστρέφουν ως επισκέπτες στις ορεινές εστίες τους. Κι όταν αυτό
συμβαίνει είναι μέσα από μια σύντομη καλοκαιρινή διαδρομή. Κάτι σαν ένα πέρα-
σμα αναφοράς σε μια ζωή και μια κουλτούρα που χάθηκε πίσω ανεπιστρεπτί.
Οι λόγοι της απομάκρυνσης είναι πολλοί κι έχουν να κάνουν με ένα νέο τρόπο
ζωής. Στις μέρες μας η εύκολη πρόσβαση στην παραλία έχει αντικαταστήσει την
όποια έξοδο προς το βουνό. Άλλωστε είναι γεγονός πως δεν χρειάζονται πολλά
πράγματα ή ιδιαίτερος εξοπλισμός για να προσεγγίσει κανείς μια παραλία. Αντι-
θέτως, χρειάζεται προετοιμασία, εξοπλισμός, κόστος και συχνά φυσική προσπά-
θεια για να προσεγγίσει ή να διατρέξει, ακόμα και το καλοκαίρι, ένα βουνό.
Εκτός από την ευκολία της πρόσβασης σημαντικό ρόλο παίζει και η αλλαγή της
κουλτούρας που συντελέσθηκε στην Ελλάδα στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα.
Το σπάσιμο του νήματος που συνέδεε, ακόμα και εκείνους τους Έλληνες που προ-
έρχονται από ορεινά μέρη, με το βουνό σχετίζεται με την ιδιότυπη «ανάπτυξη»
που συντελέσθηκε στη χώρα την ίδια περίοδο. Ο μέσος νεοέλληνας προσχώρησε
σχετικά εύκολα στο μαζικό τουριστικό μοντέλο μιας παραθαλάσσιας ανάπτυξης
και «απαλλάχτηκε» πολύ γρήγορα από μια προγενέστερη κουλτούρα, που, σε
πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας, είχε βιωματική σχέση με το βουνό. Όλα αυτά δεν
είναι άμοιρα με το γεγονός ότι η «προσαρμοστικότητα» στην «έξωθεν» θεώρη-
ση της «καλοκαιρινής» παραθαλάσσιας Ελλάδας συνέβη μέσα από οικονομικούς
όρους που είχαν σχέση με την βιοποριστική καθημερινότητα για μεγάλο μέρος
του πληθυσμού. Ή, για άλλους πως με την απομάκρυνση αυτή από τα βουνά θα
διέγραφαν και τη μιζέρια που βίωσαν κάποτε οι πρόγονοί τους στις ορεινές εστί-
ες τους. Κι όμως είναι πανθομολογούμενο πως τα ελληνικά βουνά σχηματίζουν
ένα από τα ωραιότερα φυσικά ανάγλυφα που υπάρχουν στην Ευρώπη. Παρ’ όλα
αυτά, όχι μόνο εγκαταλείφθηκαν για πολλές δεκαετίες, αλλά συχνά θεωρήθηκαν
και περιοχές χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνο στις δύο τελευταίες δεκα-
ετίες του 20ου αιώνα άρχισαν σιγά-σιγά κυρίως οι νεότεροι να τα ξαναανακαλύ-
πτουν, να ενδιαφέρονται γι’ αυτά, αναζητώντας την ξεχασμένη γοητεία τους.
Σε αυτή τη στροφή συνετέλεσε και πάλι μια νέα επιρροή από τη Δύση. Κάποιοι
από νεώτερους που έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς αυτά το έκαναν γιατί
έζησαν ή εργάστηκαν στις προηγμένες δυτικές κοινωνίες και ενέσκηψαν στις
ομορφιές του ορεινού τοπίου μέσα από τις διαφορετικές εμπειρίες άλλων χωρών.
Άλλοι γιατί σπούδασαν έξω νεώτερες επιστήμες και ασχολήθηκαν επιστημονικά
με τη διάσωση του περιβάλλοντος. Εδώ ήταν οι αναζητήσεις της σύγχρονης παι-
δείας που τους οδήγησαν στην εκ νέου ανακάλυψη των βουνών. Τέλος, κάποιοι
άλλοι γιατί έψαξαν στα παλιά ξεχασμένα ορεινά μονοπάτια τις λαϊκές διαδρομές
μιας ιστορίας και παράδοσης των προγενεστέρων τους. Εδώ η σύγχρονη οικολο-

— 210 —
γία πέρασε μέσα από την εθνολογική και λαογραφική μελέτη του παραδοσιακού
τρόπου ζωής και την αρμονία που συχνά αυτός είχε με τη φύση.
Το παράδοξο ήταν πως η εγκατάλειψη και η λησμονιά, η έλλειψη «αξιοποίησης»
μέχρι τα τελευταία χρόνια των ελληνικών βουνών συνέβαλε στο να διατηρήσουν
τα «πρόσωπά» τους. Έτσι, όταν ξαναανακαλύφθηκαν, στις περισσότερες των πε-
ριπτώσεων, οι νεότεροι βρέθηκαν μπροστά στην αλώβητη σπάνια ομορφιά τους.
Σήμερα οι νεότερες αντιλήψεις για τα ελληνικά βουνά απέχουν πλέον πολύ
από τον παραδοσιακό πολιτισμό που άφησαν πίσω όσοι σωρεύτηκαν παλαιό-
τερα στις μεγάλες πόλεις. Οι νεότεροι, που σκαρφαλώνουν ή περπατούν στα
βουνά, φέρνουν μαζί τους ένα νέο πολιτισμό που έχει σχέση με αναζήτηση νέων
πρότυπων ζωής, με νέα αξιακά και αισθητικά πρότυπα. Κάποτε οι παλαιότεροι
ζούσαν από το βουνό. Σήμερα αναπτύσσεται μια νέα κουλτούρα που αναζητά
διεξόδους στο βουνό. Και σε αυτή τη νέα κουλτούρα ολοένα και περισσότεροι
προσχωρούν τα τελευταία χρόνια. Συνήθως είναι οι πιο νέοι και ριψοκίνδυ-
νοι, οι πιο ανήσυχοι και ευαίσθητοι, που δημιουργούν αυτή τη νέα σχέση με τα
ελληνικά βουνά. Το αποδεικνύουν ο πολλαπλασιασμός και οι δραστηριότητες
των δεκάδων ορειβατικών και περιπατητικών συλλόγων, ο πολλαπλασιασμός
των ειδικών εκδόσεων και χαρτών. Για τον σημερινό κάτοικο της Αθήνας τα
υπέροχα φυσικά περιπατητικά μονοπάτια της Πάρνηθας αποτελούν σημαντική
διέξοδο μιας και είναι σε απόσταση μόνο μερικών δεκάδων χιλιομέτρων από το
σπίτι του. Πόσοι όμως τα αξιοποιούν για να διασχίσουν πεζή το εξαιρετικό αυτό
βουνό; Πόσοι ξέρουν πως παρά τα όποια προβλήματα το φυσικό περιβάλλον
της Πάρνηθας έφτασε μέχρι τις μέρες μας διατηρώντας πολλά από εκείνη τη
διαχρονική γοητεία που ανέδειξε το βουνό σαν κατοικία των θεών της Αττι-
κής γης; Πόσοι διασχίζοντας κάποια από τα πολλά και υπέροχα μονοπάτια του
βουνού βλέπουν να διαγράφονται πάνω τους τα «πρόσωπα» που σμίλεψε στο
τοπίο ο χρόνος, η φύση, ο άνθρωπος;
Παρά την γειτνίαση του βουνού με την Αθήνα ο μέσος επισκέπτης ελάχιστα
γνωρίζει για την ιστορία του, το κλίμα του, την πανίδα και τη χλωρίδα του, τη
φυσική δύναμη ανανέωσής του, τα νερά του, τους ανέμους του, την εναλλαγή
των εποχών του. Οι περισσότεροι που το προσεγγίζουν είναι επισκέπτες κάποιας
χειμωνιάτικης Κυριακής σε μια σύντομη μεσημεριάτικη έξοδο με το αυτοκίνητο.
Το δεύτερο παράδοξο είναι πως αυτός ο τύπος επίσκεψης στην Πάρνηθα κυρι-
άρχησε και σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Ακόμη και τις εποχές που η Αθήνα
σκαρφάλωνε οικιστικά στα άλλα βουνά, πολύ συχνά και χωρίς σχέδιο. Πρακτι-
κά το μόνο οικιστικό σχέδιο για τα άλλα βουνά που εφαρμόστηκε στην πράξη
ήταν πως οι ευκατάστατοι Αθηναίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Πεντέλη και

— 211 —
— 212 —
Απόσπασμα χάρτη Υπ. Γεωργίας (σύντ. Δ. Γιώτας) με τις περιοχές του κτήματος Τατοΐου και του εθνικού δρυμού
στις υπώρειές της (Παλαιά Πεντέλη, Νέα Πεντέλη, Κηφισιά, Εκάλη, Διόνυσος,
Πολιτεία, κλπ), τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα στις πλαγιές του Υμηττού
(Χολαργός, Παπάγου, Καισαριανή, Ηλιούπολη, Αργυρούπολη, κλπ) και οι οικο-
νομικά ασθενέστερες τάξεις στις πλαγιές του Αιγάλεω και του Ποικίλου όρους
(Πέραμα, Κερατσίνι, Αιγάλεω, Πετρούπολη, κλπ). Σε αντίθεση με όλα τα παρα-
πάνω η Πάρνηθα τόσο στην εποχή της γοργής μεταπολεμικής «ανάπτυξης» όσο
και αργότερα αυτή της ανοικοδόμησης της μεταπολιτευτικής περιόδου, δέχθηκε
περιορισμένα οικιστικά πλήγματα παραμένοντας μια κοντινή-μακρινή αναφορά.
Και μόνο οι κάτοικοι των γύρω οικισμών και χωριών που την περιέβαλαν είχαν
(και εξακολουθούν σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν) σχέση ζωής μαζί της.
Κι όμως ο «εποικισμός» της είχε ξεκινήσει σχετικά νωρίς. Για παράδειγμα η Βα-
ρυμπόμπη απέκτησε σχέδιο πόλης από το 1941 και οι Θρακομακεδόνες τη δεκα-
ετία του1950. Αλλά και οι δύο αυτοί σημαντικοί οικισμοί οικοδομήθηκαν κυρίως
μετά τη δεκαετία του 1970. Έκτοτε κυρίως οι Θρακομακεδόνες «αναπτύχθηκαν»
σταδιακά σκαρφαλώνοντας σήμερα μέχρι τα 650 περίπου μέτρα υψόμετρο (!)
στις νότιες πλαγιές της Πάρνηθας.
Το επόμενο οικιστικό πλήγμα το δέχεται η Πάρνηθα στα μέσα της δεκαετίας
του 1970. Τότε εγκρίθηκε το διάταγμα για τη δημιουργία της Διεθνούς Ιπποκρά-
τειου Πολιτείας, στις ανατολικές πλαγιές, πάνω από τις Αφίδνες (Κιούρκα). Με
τη δημιουργία της Ιπποκράτειου Πολιτείας ο αθηναϊκός εποικισμός είχε φτάσει
ήδη στα όρια του Εθνικού Δρυμού. Ήταν η τελευταία άδεια κατάτμησης μέσα σε
δάσος, που δόθηκε πριν την εφαρμογή του νέου συντάγματος του 1975, με το
οποίο απαγορεύτηκαν εντελώς οι κατατμήσεις.
Παρ’ όλα αυτά μια κάπως συστηματική οικοδομική δραστηριότητα στην Ιππο-
κράτειο Πολιτεία, που σήμερα έχει αλλάξει όνομα και λέγεται οικισμός της Αγίας
Τριάδας, άρχισε πρακτικά στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Παρ΄ όλα αυτά η
απογραφή του 2001 έδειξε πως υπήρχαν ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι.
Από το γεγονός αυτό καθίσταται προφανές πως ο αθηναϊκός «εποικισμός»
για την Πάρνηθα ήρθε πρακτικά στο τέλος του μεγάλου κύκλου εξάπλωσης της
πόλης. Και παρά τις σοβαρές περιβαλλοντικές αλλοιώσεις ή καταστροφές που
συνέβησαν, λόγω της οικιστικής εξάπλωσης, συγκριτικά με τα άλλα βουνά της
Αττικής η Πάρνηθα παραμένει η τελευταία πηγή ανάσας ακόμα και σήμερα.
Τέλος, η περιορισμένη οικιστική ανάπτυξη στις βόρειες πλαγιές του βουνού
τόσο στον περιορισμένο οικιστικό ιστό της Σφενδάλης-Μαλακάσας (τα τελευ-
ταία σπίτια φτάνουν στα 400 περίπου μέτρα), αλλά και του μεγαλύτερου οικισμού
του Αυλώνα (τα τελευταία σπίτια φτάνουν στα 280 μέτρα) ελάχιστα επηρέασαν
το πλούσιο οικοσύστημα της περιοχής.

— 213 —
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Η πρώτη ουσιαστική παρέμβαση της πολιτείας στην Πάρνηθα έγινε το 1931.


Τότε ολοκληρώθηκε ο δρόμος από Μετόχι για Αγ. Τριάδα. Μέχρι τότε οι
επισκέπτες της ήταν ελάχιστοι μιας και χρειαζόταν περπάτημα για να ανέβει
κανείς στο βουνό. Έτσι, η Πάρνηθα παρέμεινε μια γνωστή άγνωστη γη για
τους Αθηναίους της εποχής μιας και τα μεν αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα το δε
οδικό δίκτυο περιορισμένο.
Οι πρώτοι που γνώρισαν καλά το βουνό εκτός των κατοίκων των γύρω
χωριών, που ήξεραν και το χρησιμοποιούσαν, για γεωργικούς και κτηνοτρο-
φικούς λόγους, ήταν οι αντάρτες κατά τη γερμανική κατοχή. Η Πάρνηθα
υπήρξε στρατηγικό ορμητήριο των Ελλήνων ανταρτών κατά των γερμανικών
δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Μεταπολεμικά ήρθε μια δεύτερη σημαντική παρέμβαση της πολιτείας, 30
περίπου χρόνια μετά την πρώτη, με τη λειτουργία το 1960 του καζίνο-ξενο-
δοχείου Μον Παρνές. Η λειτουργία του καζίνο άλλαξε την εικόνα του βουνού
και έδωσε την ώθηση σε χιλιάδες επισκέπτες να ανέβουν μαζικά στην Πάρ-
νηθα.
Τότε σε μια προσπάθεια η πολιτεία να απαλύνει την πίεση αυτής της χρή-
σης στην Πάρνηθα όρισε, το 1961, μια έκταση 38.120 στρεμμάτων ως Εθνικό
Δρυμό και τους περιβάλλοντες χώρους ως ζώνη προστασίας της. Πρακτικά
με την ανακήρυξη του Εθνικού Δρυμού δημιουργήθηκε ο πρώτος σημαντικός
φραγμός σε κάθε είδους ατασθαλία που θα μπορούσε να γίνει στον κεντρικό
πυρήνα του βουνού.
Το διάταγμα του 1961 λειτούργησε αποφασιστικά λόγω και της άμεσης
γειτνίασης του Εθνικού Δρυμού στα ανατολικά με το ιδιωτικό βασιλικό δά-
σος του Τατοΐου, το οποίο ήταν ιδιαίτερα φρουρούμενο. Έτσι, διαμορφώθηκε
μια πολύ μεγάλη και καλά προστατευμένη περιοχή, από το Δασαρχείο της
Πάρνηθας, συνολικής εκτάσεως 80.350 στρεμμάτων (38.120 χιλ. στρέμματα
του πυρήνα και 42.230 χιλ. στρέμματα του Τατοΐου). Το καθεστώς της αυστη-
ρής προστασίας που επιβλήθηκε συνέβαλε αποφασιστικά στη διάσωση του
μεγαλύτερου μέρους του βουνού σε μια περίοδο έντονης οικιστικής ανάπτυ-
ξης σε όλα τα άλλα βουνά του λεκανοπεδίου των Αθηνών.
Στη συνέχεια η ελληνική πολιτεία με διάφορα διατάγματα προσπάθησε να
συμβάλλει περαιτέρω στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Έτσι, το
1968 κηρύχθηκαν ορισμένες περιοχές της Πάρνηθας «ως ιδιαίτερου φυσικού
κάλλους». Το διάταγμα αυτό είχε στόχο να σταματήσει την αλόγιστη επέκτα-
— 214 —
ση λατομείων και άλλων αυθαίρετων χρήσεων γης. Το 1974, με την έκπτωση
της βασιλείας, ορίστηκαν τα 42.230 στρέμματα του Τατοΐου ως Εθνικός Δρυ-
μός.
Ακολούθως, το 1975 έγινε μια τρίτη παρέμβαση από την πολιτεία. Πριν την
έγκριση του νέου συντάγματος της χώρας δημιουργήθηκε με υπουργική από-
φαση η Ιπποκράτειος Πολιτεία σε έκταση 7.500 στρεμμάτων. Με την ενέργεια
αυτή, που επικρίθηκε από τους ειδικούς, δημιουργήθηκε ένας εκτεταμένος οι-
κισμός μέσα σε πυκνό πευκοδάσος στα όρια του Εθνικού Δρυμού φτάνοντας
ακόμα και στα 700 περίπου μέτρα υψόμετρο!
Σε αντιστάθμισμα αυτής της παρέμβασης η πολιτεία, προσπάθησε με μια
σειρά διαταγμάτων και παρεμβάσεων να απαλύνει την όχληση που είχε προ-
καλέσει και να διασώσει το υπόλοιπο φυσικό περιβάλλον. Έτσι, το 1976 και
το 1977 όρισε περιοχές 110.000 στρεμμάτων, γύρω από τον εθνικό δρυμό, ως
καταφύγια θηραμάτων. Τέλος, δέκα χρόνια αργότερα, το 1986, ενέκρινε για
πρώτη φορά κανονισμό λειτουργίας του Εθνικού Δρυμού.
Είναι χαρακτηριστικό πως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού αυτή η γε-
νικευμένη αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας, αλλά και της ελληνικής κοι-
νωνίας, προς τα ελληνικά βουνά και προς την Πάρνηθα, αποτυπώθηκε στην
περίπτωση του κτήματος Τατοΐου. Όσο υπήρχαν τα ανάκτορα το κτήμα φυ-
λασσόταν αυστηρά. Και μαζί με αυτό φυλασσόταν και ένα σημαντικό μέρος
του Εθνικού Δρυμού. Με την οριστική κατάργηση της βασιλείας στην Ελλά-
δα, στο τέλος του 1974, άρχισε μια σταδιακή εγκατάλειψη των παλαιών βα-
σιλικών ανακτόρων αλλά και του πολύ εκτεταμένου περιβάλλοντος χώρου.
Η εγκατάλειψη αυτή πήρε τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα εξαι-
ρετικά μεγάλες διαστάσεις και οδήγησε τόσο στην καταστροφή όσο και στον
βανδαλισμό των πρώην ανακτόρων και του περιεχομένου τους. Δυστυχώς
ένας χώρος που θα μπορούσε να είναι περιβαλλοντικό πάρκο και ένα πάρκο
ιστορίας μεταβλήθηκε από τη γενικευμένη αδιαφορία σε ερείπια, τα οποία
πρέπει κάποτε να αποκατασταθούν και να βρουν μια χρήση σύμφωνα με τις
απαιτήσεις της εποχής.
Συγχρόνως, η πλήρης εγκατάλειψη της τεράστιας έκτασης του κτήματος
Τατοΐου επέτρεψε σε αρκετούς διεκδικητές να αξιώσουν διάφορα τμήμα-
τά του. Έτσι, όταν εκδόθηκε η απόφαση της οριστικής απαλλοτρίωσης της
βασιλικής περιουσίας το 2003 από το ευρωπαϊκό δικαστήριο από τα 42.230
στρέμματα υπήρχαν μόνο 40.670! Τα υπόλοιπα είχαν με διάφορους τρόπους
εξαιρεθεί από το καθεστώς της απολύτου προστασίας και είχαν αποδοθεί σε
διάφορους άλλους ιδιοκτήτες και σε άλλες χρήσεις.

— 215 —
Έκτοτε και κατά καιρούς συνεχίστηκαν οι ασυλλόγιστες παρεμβάσεις της
πολιτείας στην Πάρνηθα. Έτσι, π.χ. το 1996 το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., μετά από διά-
φορες πιέσεις επιχείρησε να χωροθετήσει χωματερή σε περιοχή όμορη τόσο
του καταφυγίου θηραμάτων της Βόρειας Πάρνηθας όσο και του διευρυμένου
Εθνικού Δρυμού σε 360-400 περίπου μέτρα υψόμετρο και πάνω από σειρά
μεγάλων γεωτρήσεων της Ε.ΥΔ.Α.Π., που χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματι-
κά στην περίοδο της μεγάλης λειψυδρίας της Αθήνας (1989-1992). Την κακή
αυτή επιλογή του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. απέτρεψε οριστικά το Συμβούλιο της Επι-
κρατείας το 1997.
Αλλά και οργανισμοί της πολιτείας επέδειξαν απερισκεψία έναντι του «βου-
νού των θεών της Αττικής». Ενδεικτική είναι π.χ. η στάση της ΔΕΗ που έστη-
σε τους τεράστιους πυλώνες υψηλής τάσης με τρόπο που να διασχίζουν τα
μεγάλα και πυκνά δάση του Εθνικού Δρυμού. Εκτός της αισθητικής απαξίας
και της ανάγκης συντήρησης και επιτήρησης από μεγάλα συνεργεία οι πυ-
λώνες αυτοί αποτελούν συνεχή κίνδυνο για δασικές πυρκαγιές. Αλλά και η
στάση της Ε.ΥΔ.Α.Π. ως προς τα σημαντικά υπόγεια υδάτινα αποθέματα της
Βόρειας Πάρνηθας είναι εξίσου χαρακτηριστική. Έτσι, παρά τη χρήση των
υδάτων αυτών τις χρονιές της μεγάλης λειψυδρίας στην Αθήνα στη συνέχεια
υπήρξαν περίοδοι που η διοίκηση της Ε.ΥΔ.Α.Π. έμοιαζε να αδιαφορεί για τα
«στρατηγικής σημασίας υπόγεια αποθέματα της Πάρνηθας».
Ευτυχώς όμως μετά το 1997 το Υπουργείο Γεωργίας επέκτεινε τον Εθνικό
Δρυμό διευρύνοντάς τον σημαντικά και εκπονώντας «Σχέδιο Διαχείρισης
Εθνικού Δρυμού» με σκοπό την προστασία και ορθολογική διαχείριση της
Πάρνηθας. Με το σχέδιο αυτό το μεγαλύτερο μέρος της Πάρνηθας επιλέ-
χθηκε και εντάχθηκε στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών
Natura 2000.

— 216 —
Η ΠΑΡΝΗΘΑ ΣΗΜΕΡΑ
Είναι εμφανές πως η πολιτεία πολύ λίγες φορές ενέσκηψε με κάποιο ολοκλη-
ρωμένο σχέδιο στην Πάρνηθα. Όποτε παρενέβη το έκανε αποσπασματικά και
κατά κανόνα αφού είχε προκαλέσει από τη μεριά της μια σημαντική όχληση
στο βουνό. Ερχόταν, λοιπόν, αμέσως μετά με μια σειρά νομοθετικών παρεμ-
βάσεων που είχαν στόχο να απαλύνουν την όχληση που προκάλεσε.
Χαρακτηριστικό της σχετικής αδιαφορίας που συχνά κυριάρχησε ως προς
την Πάρνηθα (αλλά και τα άλλα ελληνικά βουνά), είναι το γεγονός πως πολ-
λές από τις σχεδιασθείσες παρεμβάσεις για την αναστροφή καταστροφών, που
κατά καιρούς συνέβησαν, ελάχιστα προχώρησαν. Αλλά και όταν προχώρησαν
(π.χ. δρόμοι, διαμόρφωση ξέφωτων, κλπ) έγιναν με τον ευκαιριακό στόχο της
προσέλκυσης μαζικά επισκεπτών. Χωρίς όμως να έχουν ληφθεί προηγουμέ-
νως μέτρα και για τα προβλήματα που δημιουργούν αυτές οι μαζικές επισκέ-
ψεις (πυρκαγιές, σκουπίδια, αλλά και απίστευτο κυκλοφοριακό (!), κλπ) στο
ωραιότερο βουνό της Αττικής.
Ακόμα και οι αναδασώσεις που εξαγγέλθηκαν μετά από σειρά μεγάλων
πυρκαγιών, οι οποίες έπληξαν κατά καιρούς την Πάρνηθα ελάχιστα έγιναν.
Το ευτύχημα για το φυσικό περιβάλλον της Πάρνηθας είναι πως η τεράστια
δύναμη αναζωογόνησης του βουνού πέτυχε, σε μεγάλο βαθμό, να καλύψει τις
όποιες πληγές άφησε πίσω η ασυλλόγιστη δράση των ανθρώπων. Ενδεικτικό
είναι πως σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του δασαρχείου Πάρνηθας όλες οι
καμένες εκτάσεις προηγούμενων δεκαετιών έχουν με φυσικό τρόπο αναδα-
σωθεί. Με τον ίδιο τρόπο τείνουν σιγά-σιγά να καλυφθούν από τη φύση και
τα προβλήματα που δημιούργησαν οι καταστροφικές πυρκαγιές της τελευταί-
ας δεκαετίας του 20ου αιώνα. Ενδεικτικό της καλής κατάστασης της Πάρνη-
θας σήμερα, σύμφωνα με το δασαρχείο, είναι πως μόνο το 5% των δασών της
Πάρνηθας, που είναι προς τη μεριά της Αθήνας θεωρούνται κατεστραμμένο
από φωτιά. Από αυτή την άποψη η Πάρνηθα είναι σε εξαιρετική κατάσταση,
σε σχέση με τα άλλα βουνά της Αττικής (π.χ. την Πεντέλη κλπ).
Σε αυτό συνέβαλε, εκτός της προαναφερθείσας μεγαλύτερης απόστασης
της Πάρνηθας από την πόλη, το ιδιότυπο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ιδιω-
τικών και δημοσίων δασών της. Είναι ενδεικτικό πως η ύπαρξη του εκτενέ-
στατου βασιλικού κτήματος γύρω από τα δεσμευμένα δημόσια και ιδιωτικά
δάση (Εθνικός Δρυμός, δάση Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Αυλώνα, εκτά-
σεις στρατού, διακατεχόμενες εκτάσεις Σαλονίκης και Λοιμικού, κλπ) δεν
επέτρεψε τις παράνομες καταπατήσεις ή κατατμήσεις, όπως συνέβη στα άλλα

— 217 —
βουνά της Αττικής. Ακόμα, στη διάσωση, επίσης συνέβαλε και η άμεση απαλ-
λοτρίωση των εκκλησιαστικών εκτάσεων της Πάρνηθας με την ίδρυση του
Δρυμού το 1961. Τέλος, η οριστική επίλυση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος
των βασιλικών κτημάτων του Τατοΐου, το 2003, με την τελεσίδικη απόφαση
του ευρωπαϊκού δικαστηρίου, οριστικοποίησε ένα πολύ μεγάλο και αδιαφι-
λονίκητο δημόσιο δάσος, που μαζί με τον προηγούμενο πυρήνα του Εθνικού
Δρυμού στα 80.000 στρέμματα.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως ο «λογγομένος Πάρνης», όπως απο-
κάλεσε την Πάρνηθα ο Παλαμάς, κατάφερε να διασωθεί χωρίς μεγάλες απώ-
λειες. Στη διάσωσή του συνέβαλαν με τον τρόπο τους τόσο οι κάτοικοι των
περιμετρικών οικισμών όσο και η πολιτεία. Κι αυτό γιατί οι μεν κάτοικοι δια-
τήρησαν το δάσος αφού από αυτό έζησαν. Έτσι, διασώθηκαν μεγάλες δασικές
εκτάσεις όπως, το Λοιμικό, το Σαλονίκη, το δάσος της Γκούρας, το Μήλεσι-
Τσαπόχθι, η Βαρυμπόμπη και το δάσος Χασιάς. Η δε πολιτεία, παρά τα λάθη
της, συνέβαλε έχοντας από πολύ νωρίς θεσπίσει προστατευτικά μέτρα. Ήδη
τα πρώτα προστατευτικά μέτρα για τα δάση στην Ελλάδα χρονολογούνται
από την εποχή της ανάρρησης στο θρόνο του Όθωνα.

Τέλος, εκεί που υπάρχει προβληματισμός τις τελευταίες δεκαετίες είναι το κλί-
μα. Η σταδιακή υπερθέρμανση της Αττικής λόγω των πολλών ανθρωπογενών
δραστηριοτήτων έχει αυξήσει τη θερμοκρασία και έχει μειώσει την υγρασία
στο βουνό. Η κλιματολογική μεταβολή έχει εξασθενήσει το ελατοδάσος. Τα
φλοιοφάγα έντομα βρίσκουν εξασθενημένα τα έλατα και συμπληρώνουν την
καταστροφή. Έτσι, την τελευταία εικοσαετία πολλές χιλιάδες έλατα ξεράθη-
καν. Παρ’ όλα αυτά το βουνό δείχνει μια αξιοθαύμαστη αντοχή και ανανέωση.
Και συνεχίζει να χαρίζει στην Αθήνα κάτι από την αστείρευτη φυσική δύναμή
του διαφυλάσσοντας με το δικό της τρόπο μερικά από εκείνα τα μοναδικά
«πρόσωπα» που πήρε κι άφησε μέσα στους αιώνες η γη της Αττικής.

— 218 —
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Γύρω από την Πάρνηθα και για την Πάρνηθα έχουν δραστηριοποιηθεί μέχρι σή-
μερα πολλοί δημόσιοι (δασαρχείο, υπουργεία, Οργανισμός Αθήνας, δήμοι, κοινό-
τητες, κλπ), αλλά και ιδιωτικοί φορείς (ορειβατικοί σύλλογοι Αχαρνών, Αθηνών,
Φυλής κλπ). Όλοι είχαν ως στόχο την προστασία και διατήρηση του μοναδικού
βουνού της Αττικής που μοίρα αγαθή έφερε να έχει διασωθεί σε γενικές γραμμές.
Οι προσπάθειες όλων αυτών έφεραν σε πολλές περιπτώσεις αποτελέσματα.
Επιχειρώντας να δώσουμε στον αναγνώστη μια εικόνα της συλλογικής αυτής
προσπάθειας αποδελτιώνουμε εδώ ενδεικτικά τους τρεις μεγαλύτερους συλ-
λόγους. Από τους τρεις πρώτος χρονολογικά είναι ο Ε.Ο.Σ. Αχαρνών. Ακο-
λουθούν ο Σύνδεσμος Πάρνηθας και ο Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού.

Ε.Ο.Σ. ΑΧΑΡΝΩΝ
Ο Ορειβατικός Σύλλογος Αχαρνών ιδρύθηκε το 1976. Πρώτος πρόεδρος
ανέλαβε ο Νώντας Νίκας που με μεράκι προσέφερε πολλά στην υπόθεση
της Πάρνηθας. Η προσφορά του αναγνωρίστηκε και έτσι παρέμεινε πρόε-
δρος του Συλλόγου επί 28 ολόκληρα χρόνια. Σήμερα ο Ε.Ο.Σ. Αχαρνών εί-
ναι η μεγαλύτερή εθελοντική οργάνωση πολιτών που δραστηριοποιείται για
την Πάρνηθα έχοντας 2500 μέλη περίπου. Στεγάζεται σε μεγάλο ιδιόκτητο
κτίριο στις Αχαρνές όπου υπάρχει και η μεγαλύτερη κλειστή πίστα αναρ-
ρίχησης στην Ελλάδα, στην οποία διεξάγονται εθνικοί και διεθνείς αγώνες.

Ανάμεσα στις πολλές και αξιόλογες παρεμβάσεις του Ορειβατικού Συλλόγου


για την Πάρνηθα συμπεριλαμβάνονται η δημιουργία δύο ορειβατικών κατα-
φυγίων στη θέση Φλαμπούρι, το πρώτο το 1981 και το δεύτερο το 1986, το
ετήσιο «πανηγύρι της Ανθρωπιάς» (εθελοντική αιμοδοσία), που διεξάγεται
κάθε άνοιξη, καθώς και η ετήσια διοργάνωση του Γύρου της Πάρνηθας (16
χιλ. τρέξιμο στον Εθνικό Δρυμό) κάθε Σεπτέμβρη, από το 1983.

Στην πλούσια δραστηριότητα του Συλλόγου σημαντική θέση έχουν οι εκδό-


σεις. Ο Σύλλογος εκδίδει, κατά καιρούς, βιβλία για την ορειβασία. Από την
ίδρυση του εκδίδει και το διμηνιαίο ορειβατικό περιοδικό «Κορφές». Η απή-
χηση του Συλλόγου και έξω από τα όρια της περιοχής αποτυπώνεται τόσο
στις κυκλοφορίες των επιτυχημένων βιβλίων του (περίπου 3000 αντίτυπα
ανά τίτλο) όσο και του περιοδικού του (3000 περίπου συνδρομητές και αρκε-
τές χιλιάδες τεύχη στα περίπτερα).
— 219 —
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΑΡΝΗΘΑΣ
Η αυξημένη ευαισθητοποίηση για την Πάρνηθα των δήμων και των κοινο-
τήτων που την περιβάλουν οδήγησε το 1996 στη δημιουργία του Συνδέσμου
Πάρνηθας με έδρα τις Αχαρνές. Σκοπός του Συνδέσμου είναι η προστασία,
αποκατάσταση και ανάπτυξη του δασικού οικοσυστήματος της Πάρνηθας,
καθώς και η δημιουργία χώρων πολιτισμού και αναψυχής.

Τα κύρια προβλήματα, στα οποία έχει εστιάσει την προσοχή του ο Σύνδεσμος
μέχρι σήμερα είναι η συχνά αντικρουόμενη στόχευση των πολλών και δια-
φορετικών συναρμόδιων αρχών για την Πάρνηθα (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Υπουργείο
Γεωργίας, Περιφέρεια, Δήμοι, Οργανισμός Αθήνας, κλπ), οι αμφιλεγόμενες
χρήσεις του βουνού (κεραίες, καζίνο, Τατόϊ, οικισμοί κλπ), το ιδιότυπο ιδι-
οκτησιακό καθεστώς πολλών εκτάσεων (διακατεχόμενα κλπ) και η πλήρης
απουσία δασικού κτηματολογίου.

Ο Σύνδεσμος επικεντρώνει τη δραστηριότητά του στη δημιουργία ενιαίας


αρχής συντονισμού και διαχείρισης του βουνού, στη λύση του ιδιότυπου ιδι-
οκτησιακού καθεστώτος, στη δημιουργία δασικού κτηματολογίου, καθώς και
στην εκπόνηση μελετών και προτάσεων που θα αξιοποιήσουν με ευαισθησία
το πλούσιο οικοσύστημα της Πάρνηθας προς όφελος του λεκανοπεδίου που
ασφυκτιά.

Στο Σύνδεσμο συμμετέχουν οι Δήμοι Αχαρνών, Αυλώνος, Ζεφυρίου, Κηφι-


σιάς, Άνω Λιοσίων, Μεταμόρφωσης, Νέας Ερυθραίας, Φυλής, και οι Κοινό-
τητες Αφιδνών, Θρακομακεδόνων, Κρυονερίου, Πολυδενδρίου. Από τους
εκπροσώπους των παραπάνω Ο.Τ.Α. έχει εκλεγεί, κατ’ αναλογία με τον πλη-
θυσμό τους 30μελές Συμβούλιο. Κάθε δύο χρόνια εκλέγεται Πρόεδρος και
Εκτελεστική Επιτροπή του Συνδέσμου.

— 220 —
ΦΟΡΕΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΡΥΜΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ
Η συνειδητοποίηση της συνεχιζόμενης υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλο-
ντος, η διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας και η συρρίκνωση των οικο-
συστημάτων και η καταστροφή των τοπίων ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τη
χώρα στη λήψη μέτρων για την Πάρνηθα. Με τη θεσμοθέτηση προστατευό-
μενων περιοχών στο Παρνηθαϊκό όρος το 1961 έγινε η αρχή για τη δημιουρ-
γία του Εθνικού Δρυμού, που ολοκληρώθηκε μετά την οριστική επίλυση του
ιδιοκτησιακού καθεστώτος του κτήματος του Τατοΐου. Έτσι, το 2002 συγκρο-
τήθηκε από την πολιτεία ο Φορέας, ο οποίος έχει ως σκοπό τη διοίκηση και
διαχείριση έκτασης 200.000 στρεμμάτων του Εθνικού Δρυμού (εκ των οποίων
τα 38.000 αποτελούν τον πυρήνα).

Τον Απρίλιο του 2003 καθορίστηκε με υπουργική απόφαση ο αριθμός των


μελών του Δ.Σ. και τον Ιούνιο του ιδίου έτους συγκροτήθηκε το πρώτο Δ.Σ.
στο οποίο συμμετέχουν οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και οι Νομάρχες της
περιοχής (Νομαρχίες Ανατολικής και Δυτικής Αττικής), η κεντρική κυβέρνη-
ση (Υπουργεία Γεωργίας, Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Ανάπτυξης), ειδικευμένες υπηρεσίες
(Δασαρχείο, περιβαλλοντικές οργανώσεις, Πανεπιστήμιο), και οι αμέσως εν-
διαφερόμενοι Ο.Τ.Α. (Αχαρνών, Αυλώνα, Κρυονερίου, Άνω Λιοσίων, Φυλής,
Ασπροπύργου). Από τότε μέχρι το 2005 ο Φορέας λειτούργησε με πολλές
δυσκολίες κάνοντας κυρίως κανονιστικό έργο, το οποίο έβαλε τις βάσεις της
περαιτέρω λειτουργίας του. Από το 2005 ο φορέας έχοντας λύσει τα προβλή-
ματα λειτουργίας του έχει ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια για τον αποτελε-
σματικό συντονισμό όλων αυτών των ενεχόμενων φορέων για την καλύτερη
διαχείριση του Δρυμού.

— 221 —
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Ο Νίκος Νέζης γεννήθηκε το 1940 στον Πειραιά. Το διάστημα 1966-1995 ερ-
γάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Είναι παντρεμένος από το 1975
και έχει δύο παιδιά.
Με την ορειβασία ασχολείται από το 1970, ως μέλος του Φ.Ο. Πειραιώς,
του Ε.Ο.Σ. Αθηνών και του Α.Ο.Σ. Τη διετία 1989-1990 διετέλεσε Πρόεδρος
του Αθηναϊκού Ορειβατικού Συλλόγου (Α.Ο.Σ.). Το διάστημα 1994-2004 δι-
ετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας Αναρ-
ρίχησης (Ε.Ο.Ο.Α.) που υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Υπήρξε
αθλητής του Πανελληνίου Γ.Σ. στο Ju-jitsu (2 χρόνια) και του Samuraikan
J.C. στο Judo (5 χρόνια).
Έχει γράψει 1 βιβλίο για το Judo, 5 βιβλία για Βουνά Αττικής, Όλυμπο και
Ελληνικά Βουνά, 1 βιβλίο για το περιβάλλον, 2 ποιητικές συλλογές, 2 βιβλία
για ιστορία Ε.Ο.Ο.Α. και Ε.Ο.Σ. Αθηνών και 1 Βιβλιογραφικό οδηγό για τη
γεωγραφία, τη φύση και τα μνημεία της Ελλάδος.
Παράλληλα με την έκδοση των βιβλίων του δημοσιεύει και άρθρα περί Judo
σε αθλητικά περιοδικά, καθώς και άρθρα για την ορειβασία και τα ελληνικά
βουνά σε ορειβατικά και φυσιολατρικά περιοδικά. Πολλές φωτογραφίες του
έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες.

Ο Δημήτρης Γιώτας γεννήθηκε στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας το 1937 και από


το 1946 εγκαταστάθηκε στις Αχαρνές (Μενίδι), όπου και αποφοίτησε από το
Γυμνάσιο. Εισήχθη στην Πάντειο Α.Σ.Π.Ε. το 1955. Από το 1961 εργάστηκε
ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπ. Γεωργίας (Δ/νση Δασών). Συνταξιοδοτή-
θηκε το 1988 ως τοπογράφος υπομηχανικός. Είναι παντρεμένος και έχει δύο
παιδιά.
Ασχολήθηκε με τη μελέτη της ιστορίας και λαογραφίας της Αττικής και με
τη διάσωση και ανάδειξη της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Έχει πραγματο-
ποιήσει πολυετείς έρευνες στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και άλλες Αρχεια-
κές πηγές, σχετικά με τη νεότερη ιστορία της Αττικής συνεργαζόμενος στενά
με την τοπική αυτοδιοίκηση.
Διετέλεσε στέλεχος πολιτιστικών και φυσιολατρικών φορέων, όπως : Ελλη-
νική Λαογραφική Εταιρεία (από το 1993), Ορειβατικός Σύλλογος Αχαρνών
(από το 1980), Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Αχαρνών (ιδρυτικό μέλος
από το 1981 και επί σειρά ετών Πρόεδρος), Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελε-
τών και Πολιτιστικός Σύλλογος Άνω Λιοσίων «Η Γρίζα» (επίτιμο μέλος).
— 222 —
Παράλληλα ασχολείται και με άλλες δραστηριότητες, με τη φωτογράφη-
ση και μελέτη της χλωρίδας της Πάρνηθας και με αναβάσεις στα ελληνικά
βουνά. Έχει δημοσιεύσει άρθρα, μελέτες και χάρτες για τα ελληνικά βουνά
και έχει διατελέσει υπεύθυνος σύνταξης του ορειβατικού περιοδικού «Κορ-
φές» (1981-83). Αρθρογραφεί στον αθηναϊκό, επαρχιακό και περιοδικό τύπο
με θέματα ιστορικά και πολιτιστικά και έχει δημοσιεύσει πέντε σχετικά βιβλία
του. Ανάλογες και οι ανακοινώσεις του στα «Συμπόσια Ιστορίας Λαογραφίας
Αττικής» (1988-2004).

Ο Διαμαντής Μπασαντής σπούδασε Οικονομία (ΒΑ) και Επικοινωνία (Ph.


D.). Υπήρξε Visiting Fellow στο Princeton University (1988), Υπεύθυνος Έρευ-
νας Τηλεθέασης στην ΕΤ1 (1992-1994), μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Έρευνας Ακροατηρίου της EBU (1993-1994), μέλος του Broadcast Education
Association των ΗΠΑ (1998-2003). Δίδαξε Επικοινωνία στο Πάντειο Πανεπι-
στήμιο (1991-1994) και ως επισκέπτης καθηγητής στο Washburn University
(Kansas, 1998) και Park University (Missouri, 2006). Συνεργάστηκε σε θέμα-
τα παιδείας με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1995-2000).
Έχει αρθρογραφήσει από το 1988 έως το 2005 στις εφημερίδες Αυγή, Νέα,
Ελεύθερος Τύπος, Ακρόπολις, Ελευθεροτυπία, Απογευματινή, Ισοτιμία και
στο περιοδικό Οικονομικός Ταχυδρόμος (1994-1999). Ως συγγραφέας ή επι-
μελητής έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία για θέματα επικοινωνίας, ένα πολιτικό,
τρία για θέματα παιδείας με το Ε.Μ.Π. και τρία λογοτεχνικά.
Από το 1995 δραστηριοποιήθηκε για την Πάρνηθα και έγραψε σειρά άρ-
θρων για την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Απότο-
κος της δραστηριότητας αυτής είναι και η συνεργασία στην παρούσα έκδοση
με τη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής.

— 223 —

You might also like