You are on page 1of 7

1

Ο ΝΕΥΡΙΚΟΣ ΚΥΡΙΟΣ
του Δημήτρη Ψαθά

Ο Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1907 και


ήλθε στην Αθήνα το 1923, όπου τελείωσε τις σπουδές του και αφιερώθηκε
στη δημοσιογραφία, ευθυμογραφία και το θέατρο.
Το 1937 κυκλοφόρησε το πρώτο χιουμοριστικό βιβλίο του «Η Θέμις έχει
κέφια» κι ευθύς τον επόμενο χρόνο «Η Θέμις έχει νεύρα». Εκείνο, όμως, που
τον έκανε πανελλήνια γνωστό ήταν το χιουμοριστικό μυθιστόρημα « Η
Μαντάμ Σουσού».
Οι κωμωδίες του είναι πολλές και αρκετές από αυτές κατέρριψαν ρεκόρ
παραστάσεων στην Ελλάδα.
«Ο νευρικός κύριος» παίχτηκε για πρώτη φορά τον καιρό της κατοχής, στο
θέατρο Κοτοπούλη (Ρεξ).
Είναι δικαστηριακό σκετς.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κάποιος κύριος, που, όπως φαίνεται από τα γεγονότα, ήταν λιγάκι νευρικός,
έδωσε ένα χαστούκι σε μια κυρία μέσα στο τραμ. Αυτός ίσως να είχε τους
λόγους του, όμως η κυρία, πολύ θυμωμένη γι’αυτό που έπαθε, του έκανε
μήνυση και τον πήγε στο δικαστήριο. Ας δούμε όμως τι έγινε εκεί.

Αφηγητής/τρια : «Σπίθες πετούν τα μάτια της. Και καθώς στρέφει και κοιτά
τον «κύριο», αναταράζεται ολόκληρη. Κρατά μια τσάντα που την κουνά με
τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι.

Πρόεδρος : - Τι συνέβη;

Αφηγητής/τρια : Πεισματώνει:

Κυρία: - Ούτε και γνωρίζω!

Πρόεδρος - Σου 'δωσε ο κύριος χαστούκι;

Αφηγητής/τρια: Φρενιάζει.

Κυρία: - Εντελώς ξαφνικά

Πρόεδρος : - Γιατί;

Αφηγητής/τρια: Τρέμει ολόκληρη:


2

- Κυρία: Ούτε και γνωρίζω.

Πρόεδρος: - Είχατε προηγούμενα;

Αφηγητής/τρια: Παίρνει φόρα:

Κυρία: - Προηγούμενα; Εγώ μ' αυτόν; Αστείο πράγμα. Ούτε τον ξέρω, ούτε με
ξέρει. Ούτε του μίλησα, ούτε μου μίλησε. Ούτε τον κοίταξα, ούτε με κοίταξε.
Αντιλαμβάνεσθε πως συνέβησαν τα πράγματα. Επήγαινα στην κουνιάδα μου
στου Βεΐκου, κ. Πρόεδρε. Εγώ κατοικώ Κολιάτσου. Καθόμουν, λοιπόν, στο
τραμ, κι απέναντι μου φάτσα με φάτσα καθόταν αυτός ο παλαβός.

Αφηγητής/τρια: Τρίζει τα δόντια του «αυτός»:

Κύριος: - Εγώ παλαβός! Με λέει παλαβό!

Πρόεδρος: - Σιωπή εσύ.

Κύριος: - Βρίζει, κ. Δικαστά, ακούτε;

Πρόεδρος: - Είπα σιωπή!

Αφηγητής/τρια: Τρέμει ολόκληρος:

Κύριος: - Με συγχωρείτε. Είμαι λιγάκι νευρικός.

Αφηγητής/τρια: Γυρίζει ο πταισματοδίκης στην κυρία:

Πρόεδρος: - Ορίστε λέγε εσύ.

Αφηγητής/τρια: Φυσά και ξεφυσά:

Κυρία: - Λοιπόν ήλθε ο εισπράκτωρ, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, έβγαλα τα


λεπτά, του τα έδωκα. ´Eκοψε απ' το μπλοκ το εισιτήριο, μου το έδωκε.
Αντιλαμβάνεσθε, κ. Πρόεδρε. Ύστερα ήλθε ο επιθεωρητής, μου ζήτησε το
εισιτήριο μου, του το έδωκα. Το κοίταξε, το έκοψε λιγουλάκι, μου το έδωκε.

Πρόεδρος: - Λοιπόν;

Κυρία: - Ο κύριος με αγριοκοίταξε

Πρόεδρος: - Γιατί;
3

Κυρία: - Ούτε και γνωρίζω

Αφηγητής/τρια: Λυσσά ο «κύριος»:

Κύριος: - Να σας πω εγώ, κ. Πταισματοδίκα.

Πρόεδρος: - Εσύ να πάψεις!

Κύριος: - Λέει, δε γνωρίζει γιατί την αγριοκοίταζα. Και μ' εκνευρίζει.

Πρόεδρος: - Πάψε, σου είπα!

Κύριος: - Με συγχωρείτε, κ. Δικαστά. Είμαι λιγάκι νευρικός...

Αφηγητής/τρια: Ανάβει και κορώνει, ο πταισματοδίκης:

Πρόεδρος: - Αν είσαι λιγάκι νευρικός, σε στέλνω μέσα και σου περνούν τα


νεύρα σου. Σου το λέω για τελευταία φορά, να μην παρεμβαίνεις. Ακούς;

Κύριος: - Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

Πρόεδρος: - Θέλεις να πας μέσα;

Κύριος: - Όχι, κ. Πρόεδρε.

Αφηγητής/τρια: Αγαθός φαίνεται. Στρογγυλοπρόσωπος. Και υποφέρει.


Στέκεται εκεί, λίγο παραπέρα, δαγκώνει τα χείλη, τρώει τα μουστάκια, βγάζει
μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα, στρίβει το μαντίλι, το ανοίγει, το τραβά, το
ξαναστρίβει. Μάλλον κοντός. Μεσόκοπος. «Λιγάκι» νευρικός. Παίζουν τα
μάτια του, παίζουν τα χέρια του, παίζουν οι ώμοι του, παίζουν τα πόδια του.
Μόλις σηκώνει την κουδούνα ο πταισματοδίκης, μαζεύεται. Ύστερα γυρίζει,
βλέπει την κυρία, καρφώνει τα μάτια στο τσαντάκι της και φρίττει. Κάτι
συμβαίνει εκεί! Εκεί, στο τσαντάκι, προφανώς, είναι η αιτία του κακού.

Πρόεδρος: - Εξακολούθει, εσύ

Αφηγητής/τρια: Αναστενάζει η κυρία:

Κυρία: - Και ξαφνικά που λέτε, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμιά, καμιά, καμιά
αιτία, μου αστράφτει ο κύριος ένα χαστούκι. Αντιλαμβάνεσθε! Χαστούκι εμένα,
που ο ίδιος ο σύζυγος μου, κ. Πρόεδρε, δεν τόλμησε ποτέ να μου απλώσει
χέρι. Χέρι; Τι λέω! Μια φορά που τόλμησε να μου πει μισή κουβέντα, έτρεξα
στους δικηγόρους να ζητήσω διαζύγιο. Κι ο Γιάννης έπεσε στα πόδια μου. «
4

Φανίτσα και Φανίτσα!» Αντιλαμβάνεσθε. Χαστούκι εμένα! Που μ' έχει ο


σύζυγος μου μη στάξει και μη βρέξει. Ρωτήστε, παρακαλώ, πλατεία
Κολιάτσου, Φανή Γελαδινού, του μηχανικού. Απαιτώ να κρεμαστεί εις την
Πλατείαν του Συντάγματος! Ούτε πολύ ούτε ολίγον!

Πρόεδρος: - Καλά, καλά.

Κυρία: - Να μάθει τρόπους!

Πρόεδρος: - Πήγαινε!

Κυρία: - Χαστούκι στη Φανή Γελαδινού!

Πρόεδρος: - Στάσου παραπέρα.

Κυρία: - Παρακαλώ, μες στην Πλατεία του Συντάγματος!

Αφηγητής/τρια: Χάνει την υπομονή του ο πταισματοδίκης και χτυπά με


μανία την ανάποδη του μολυβιού στην έδρα του. Σωπαίνει, επιτέλους, η κυρία
και καλείται ο κύριος, που δαγκώνει τα μουστάκια και στρίβει το μαντίλι, για να
κρατήσει την ψυχραιμία και τα νεύρα του.

Πρόεδρος: - Έδωσες, πράγματι, χαστούκι;

Κύριος: - Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

Πρόεδρος: - Την ξέρεις;

Κύριος: - Όχι κ. Πρόεδρε.

Πρόεδρος: - Ώστε ομολογείς;

Κύριος: - Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

Πρόεδρος: - Την έχεις δει άλλη φορά;

Κύριος: - Όχι, κ. Πρόεδρε.

Πρόεδρος: - Τότε λοιπόν;

Κύριος: - Είμαι λιγάκι νευρικός!...

Πρόεδρος: -Ωραία δικαιολογία! Σπουδαία δικαιολογία! Επειδή είναι νευρικός


5

ο κύριος, χαστουκίζει τους ανθρώπους μες στο τραμ! Και μάλιστα κυρίες!
Ομολογώ πως είμαι κατάπληκτος!

Κύριος: - Κι εγώ, κ. Πρόεδρε.

Πρόεδρος: - Σιωπή!

Κύριος: - Είμαι συντετριμμένος, κ. Πρόεδρε. Το ομολογώ. Ήταν μια στιγμή


παραφοράς. Να σας εξηγήσω, κ. Πρόεδρε. Επιτρέπετε να σας εξηγήσω;

Πρόεδρος: - Λέγε.

Αφηγητής/τρια: Αναπνέει βαθιά:

Κύριος: - Ήμαστε μες στο τραμ. Εδώ εγώ, αυτή εκεί. Καθόταν απέναντι μου,
καθόμουν απέναντί της. Ακούστε τώρα! Έρχεται ο εισπράκτωρ, της ζητά το
εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την
μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, τα λεφτά, κλείνει το μικρό τσαντάκι,
ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη
τσάντα, δίνει τα λεφτά της στον εισπράκτορα.

Πρόεδρος: - Λοιπόν;

Κύριος: - Της δίνει ο εισπράκτωρ το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα,


βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι,
βάζει μέσα το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα,
βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.

Πρόεδρος: - Λοιπόν, λοιπόν;

Αφηγητής/τρια: Αναπνέει βαθιά:

Κύριος: - Της δίνει ο εισπράκτορας τα ρέστα. Τα παίρνει. Ανοίγει την μεγάλη


τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό
τσαντάκι, βάζει μέσα τα ρέστα, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη
τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.

Αφηγητής/τρια: Στριφογυρίζει στην καρέκλα του ο πρόεδρος.

Πρόεδρος: - Ουφ!

Κύριος: - Είσθε νευρικός, κ. Πρόεδρε;

Πρόεδρος: - Προχώρει.
6

Κύριος: - Όχι παρακαλώ, είσθε;

Πρόεδρος: - Χωρίς ερωτήσεις.

Κύριος: - Θερμώς παρακαλώ, κ. Πρόεδρε… .

Πρόεδρος: - Όχι! Κι αν ήμουν, δε θα έφθανα ποτέ στο σημείο να χαστουκίσω


μια κυρία μες στο τραμ.

Αφηγητής/τρια: Λέει με συντριβή:

Κύριος: - Τότε καταδικάστε με κ. Πρόεδρε. Δε θα με καταλάβετε ποτέ.

Πρόεδρος: - Αυτό είναι δική μου δουλειά. Λέγε τελείωσες;

Αφηγητής/τρια: Σκουπίζει τον ιδρώτα, στραγγίζει το μαντίλι. Παίζουν


τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, αναστενάζει:

Κύριος: - Όχι, δεν ετελείωσα. Ησύχασα που λέτε για μια στιγμή και έλεγα ότι
τελείωσε αυτό το βάσανο. Μαύρη ησυχία. Έξαφνα η κυρία ανοίγει την μεγάλη
τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό
τσαντάκι, βγάζει ένα καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη
τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Κοιτάζεται
λίγο στο καθρεφτάκι. Κι ύστερα ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό
τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, βάζει μέσα το
καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα
το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.

Αφηγητής/τρια: Θολώνει το μάτι του πταισματοδίκου. Ιδρώτας τρέχει


απ' το μέτωπο του. Αρπάζει την κουδούνα, την αφήνει, στριφογυρίζει, βουτάει
τα χαρτιά, θα σκάσει:

Πρόεδρος: - Ουφ!

Κύριος: - Να σταματήσω, κ. Πρόεδρε;

Πρόεδρος: - Φτάσε στο χαστούκι.

Κύριος: - Είναι παρακάτω.

Πρόεδρος: - Λέγε. Μ' έσκασες!

Κύριος: - Έτσι μ' έσκασε κι εμένα.


7

Πρόεδρος: - Τελείωνε.

Αφηγητής/τρια: Παίρνει βαθιάν ανάσα:

Κύριος: - Ησύχασε πάλι για δυο δευτερόλεπτα. Ησυχάζω κι εγώ. Αλλά πάλι,
μαύρη ησυχία. Έρχεται ο επιθεωρητής, της ζητά το εισιτήριο, ανοίγει την
μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το
μικρό τσαντάκι, δίνει το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη
τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Της
επιστρέφει ο επιθεωρητής το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το
μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι...

Αφηγητής/τρια: - Αναπηδά ο πρόεδρος:

Πρόεδρος: - Φτάνει!

Κύριος: - Βάζει μέσα το εισιτήριο...

Πρόεδρος: - Σώνει!

Κύριος: - Κλείνει το μικρό τσαντάκι...

Πρόεδρος: - Αρκετά!

Κύριος: - Ανοίγει την μεγάλη τσάντα...

Αφηγητής/τρια: Γουρλώνει τα μάτια του:

Πρόεδρος: - Πάψε, σου είπα!

Κύριος: - Βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι...

Αφηγητής/τρια: Έξαλλος τινάζεται επάνω:

Πρόεδρος: -Αθώος ! Αθώος ! Καλά της έκανες!»

You might also like