Professional Documents
Culture Documents
ΔΙΑΣΠΩΜΑΙ ΚΛΙΣΗ
ΔΙΑΣΠΩΜΑΙ ΚΛΙΣΗ
διασπάσαι
διασπάται
διασπόμαστε διασπώμεθα (λόγ.)
(προφ.)
διασπάστε (προφ.) διασπάσθε (λόγ.)
διασπώνται
ΧΡΟΝ. ΑΝΤ. & ΑΡΧ. ΧΡΟΝΟΙΝΕΑ ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΚΛΙΣΗΘΕΩΡΙΑ ΓΡΑΜΜ.
μέρο
φωνή χρόνος έγκλιση
ς
ρήμα παθητική ενεστώτας οριστική