Professional Documents
Culture Documents
τόν θάνατο πρός χάρη του, ὥστε, µέσα ἀπό τόν δικό Του θάνατο καί τήν
τριήµερή Του Ἀνάσταση, νά τοῦ χαρίση καί τήν δική του ἀνάσταση, τῆς
ψυχῆς καί τοῦ σώµατος.
Καί µετά, συλλογίζεται ἀπό ποιόν σταυρώθηκε. Καί συνειδητοποιεῖ, ὅτι
σταυρώθηκε ἀπό τόν ἴδιο...! Καί ὅταν ὅλα αὐτά τά συλλογίζεται, τότε δέν
ἀντέχει ἄλλο ἡ καρδιά του, καί σπάει καί, µέ συντριβή πιά καρδίας,
κατεβάζει τόν νοῦ στήν καρδιά, στρέφεται δηλαδή πρός τό µέρος τῆς
καρδιᾶς καί, σάν νά βγαίνη ἡ προσευχή µέσα ἀπό τήν καρδιά του, µέ πολύ
πόνο ἀρχίζει νά λέη ἀπό µέσα του, µέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, σιωπηρά, τήν
προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ Θεοῦ, ὁ σαρκωθείς καί
σταυρωθείς δι᾽ ἐµέ, ἐλέησόν µε τόν ἁµαρτωλό»...
Καί ἀρχίζει νά αἰσθάνεται ὅπως ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής, πού, µή ἔχοντας
τίποτε νά προσφέρη στόν Χριστό παρά µόνο τήν συντριπτική του µετάνοια,
καί λέγοντας µέ συντριβή µόνο τό «Μνήσθητι µου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ
Σου», κατάφερε νά ἀκούση τό «Σήµερον, µετ᾽ ἐµοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσῳ».
Ἔτσι καί αὐτός, αἰσθάνεται τότε σάν κάποιος πού δέν ἔχει τίποτε τό
ἀξιόλογο νά προσφέρη στόν Θεό, οὔτε ἔργα µετανοίας καί ἀρετῆς, οὔτε
καθαρή ψυχή καί καρδιά, οὔτε ἔργα ὑπακοῆς, οὔτε καρδιά πονετική, οὔτε
ἀγαθή προαίρεση... Καί τότε, λέει κι αὐτός, ὅπως ὁ ληστής, µπροστά στόν
Ἐσταυρωµένο τό δικό του «Μνήσθητί µου, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».
Καί ὁ Θεός, ὡς ἀγαθός καί ἐλεήµων πού εἶναι, µπροστά στήν συντριβή
τοῦ προσευχοµένου, στέλνει τήν Χάρι Του καί γίνεται ἡ ἀλλαγή. Καί ἐκεῖ
πού ὁ προσευχόµενος ἦταν ἀκατάνυκτος καί ἄγονος καί ἄκαρπος καί
ψυχρός, ἔρχεται ἡ συντριβή, ἔρχεται ἡ κατάνυξις στήν καρδιά του, καί, σέ
στιγµή χρόνου, γεµίζουν δάκρυα τά µάτια του καί κλαίει ἡ ψυχή του, καί
ἀρχίζει ἡ προσευχή νά γίνεται καρδιακή, νά σταµατάη ὁ µετεωρισµός, καί τά
δάκρυα νά τρέχουν ποτάµι ἀπό τά µάτια του, γιατί ἔγινε ἡ προσευχή του
ἀποδεκτή ἀπό τόν Θεό, γιά τήν ταπείνωση καί τήν συντριβή του.
Καί συνεχίζοντας τώρα τά σταυρωτά κοµποσχοίνια µέ σκυµµένο τό
κεφάλι, ὡς κατάδικος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὡς ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων,
προσεύχεται µέ τά δάκρυα νά τρέχουν ποτάµι ἀπό τά µάτια του, λέγοντας
µέ αἴσθηση ψυχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν κόσµο σου, καί
τελευταῖον ἐµένα τόν ἁµαρτωλό. Ἐµένα, πού εἶµαι ὀ ἁµαρτωλότερος καί
ἀναξιότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνάξιος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς,
ἀνάξιος τῆς Χάριτός σου, ἀνάξιος τῆς Βασιλείας σου, πολύ χειρότερος ἀπό
4