You are on page 1of 6

Ἡ προσευχή τοῦ µετανοοῦντος ἁµαρτωλοῦ

Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός µπορεῖ νά προσεγγίση τόν Θεό µέ τά µέσα πού


ἔχει στήν διάθεσί του, δηλαδή µέ τήν µνήµη τοῦ Θεοῦ, τήν µελέτη τῶν θείων
Γραφῶν καί λογίων, καί τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τῶν ἀρετῶν. Ἀλλά
µπορεῖ καί µέ τήν τελωνική προσευχή, πού εἶναι τό κύριο ἐργαλεῖο τῆς
µετανοίας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θελήση νά κάνη προσευχή, πού νά εἶναι ὅµως
εὐάρεστη καί εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό, τότε θά πρέπη νά προετοιµασθῆ γι᾽
αὐτό. Πῶς; Ἀφοῦ πρῶτα µεταµεληθῆ γιά ὅλα ὅσα τόν κατακρίνει ἡ
συνείδησή του καί ἔχη µετανοήσει, ἀφοῦ δηλαδή ἔχη ἀλλάξει τρόπο ζωῆς
καί προσπαθῆ νά ζῆ κάθε στιγµή σύµφωνα µέ τό θέληµα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
ἔχη ἐξοµολογηθῆ ἐνώπιον πνευµατικοῦ πατρός τίς ἁµαρτίες καί τούς
λογισµούς του καί ἔχη λάβει συγχώρηση, ἀφοῦ ἔχη συγχωρήσει καί κατά τό
δυνατόν φιλιωθῆ µέ τούς ἐχθρούς του καί δέν τούς κατακρίνη, ἀλλά,
ἀντίθετα, ἔχη πάρει ὅλο τό βάρος καί τό φταίξιµο γιά ὅ,τι κακό ἔχει συµβῆ
στήν ζωή του ἐπάνω του, ἀφοῦ δηλαδή δέν αὐτοδικαιώνεται ἀλλά, ἀντίθετα,
λογίζεται τόν ἑαυτό του ὑπεύθυνο γιά ὅλα καί χειρότερο ἀπό ὅλους τούς
ἀνθρώπους, τότε, ὅταν προετοιµασθῆ ἔτσι, µπορεῖ νά γονατίση ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ καί νά κάνη προσευχή πού νά φτάση µέχρι τόν Θεό.
Καί θά προετοιµασθῆ ἀκόµη καλύτερα γι᾽ αὐτήν τήν προσευχή, ἄν, πρίν
ξεκινήση τήν προσευχή, διαβάση γιά προθέρµανση, ἀλλά καί γιά νά ἔλθη σέ
κατάνυξη, λίγο ἀπό ἕνα δυνατό πνευµατικό βιβλίο (π.χ. τό Εὐαγγέλιο ἤ τόν
βίο κάποιου Ἁγίου ἤ Ἁγίας, ἤ κάποιο κοµµάτι ἀπό ἕνα ἀσκητικό κείµενο). Ἄν
ἔτσι κάνη καί φθάση µέ τήν ἐνέργεια τῆς Χάριτος νά ἔλθη σέ κατάνυξη, τότε
γονατίζει µπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας, πιάνει τό
κοµποσχοίνι στό ἕνα του χέρι καί, κάνοντας τόν σταυρὀ του µέ τό ἄλλο,
ἀρχίζει νά λέη τήν εὐχή, ἐπικαλούµενος τό ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, Υἱέ Θεοῦ, ἐλέησόν µε τόν ἁµαρτωλό», ἤ «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον
µε».
Κάνοντας ἔτσι, σταυρωτά δηλαδή κοµποσχοίνια καί προφέροντας τήν
εὐχή καί συγκεντρώνοντας τήν προσοχή του στίς λέξεις τῆς εὐχῆς καί στήν
ἀναπνοή του, θά πρέπη νά µή φαντάζεται τίποτε ἀπολύτως, οὔτε νά φέρνη
στόν νοῦ του εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, ἤ τῶν Ἁγίων, ἀλλά ὅλη ἡ
προσοχή τοῦ νοῦ του θά πρέπη νά µένη συγκεντρωµένη καί στραµµένη στά
2

λόγια τῆς προσευχῆς πού βγαίνουν ψιθυριστά ἀπό τά χείλη του, µέ


συναίσθησι ὅσο γίνεται µεγαλύτερη τῆς ἁµαρτωλότητας καί ἀναξιότητάς
του, γιά νά τύχη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἔτσι ξεκινήση καί ἄν, κάποια
στιγµή βάλη κάποιο λογισµό αὐτοµεµψίας πού νά ἑλκύση τήν Χάρι τοῦ
Θεοῦ, τότε, ἀµέσως, τοῦ ἔρχεται κατάνυξη καί ἀρχίζουν τά δάκρυα τῆς
µετανοίας νά τρέχουν ἀπό τά µάτια του καί νά καθαρίζουν τήν ψυχή του.
Ἄν ξεκινᾶ τήν προσευχή, ἀλλά ἡ καρδιά του εἶναι κρύα καί παγωµένη καί
ἀναίσθητη, δέν θά πρέπη νά σταµατᾶ τό κοµποσχοίνι καί τήν ἐπίκληση τοῦ
ὀνόµατος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά συνεχίζη τήν προσευχή µέ τά χείλη ἤ µέ τόν
ἐνδιάθετο λόγο (νά τήν λέη δηλαδή ἀπό µέσα του), ἔστω κι ἄν ὁ λογισµός
τοῦ λέη νά σταµατήση τήν προσευχή, διότι θά εἶναι µάταιος ὁ κόπος του. Καί
δέν θά πρέπη νά σταµατᾶ τήν προσπάθεια νά ἑλκύση τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ,
ἄν βλέπη ὅτι ἡ καρδιά του εἶναι κρύα καί δέν ἔρχεται σέ κατάνυξη. Διότι, ἄν
βάλη ταπεινό λογισµό αὐτοµεµψίας ἤ, ἄν θυµηθῆ µία µεγάλη του ἁµαρτία,
πού εἶναι καί ἡ ἀχίλλειός του πτέρνα, τότε ἀµέσως µπορεῖ νά τοῦ ἔλθη
κατάνυξη, καί ἔτσι νά ξεκινήση τήν τελωνική του προσευχή, πού εἶναι
ἐκείνη πού προσφέρεται στόν Θεό µέ δάκρυα µετανοίας, αὐτοµεµψίας καί
ἐξοµολογήσεως.
Ἄν, παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅµως, ὁ µετεωρισµός τοῦ νοῦ συνεχίζεται καί δέν
µπορεῖ ὁ νοῦς του νά συγκεντρωθῆ καί νά τοῦ ἔλθη κατάνυξη, ὅπερ εἶναι τό
ζητούµενο, τότε βάζει σέ ἐνέργεια τά µεγάλα µέσα. Ἀποφασίζει δηλαδή νά
κάνη προσευχή ὅπως ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής ἐπάνω στόν σταυρό, νά τά παίξη
δηλαδή ὅλα γιά ὅλα, σάν µελλοθάνατος, καί νά ζητήση ἀπό τόν Θεό τό
ἔλεός Του χωρίς νά ἔχη ἐκεῖνος νά δώση στόν Θεό τίποτε παρά µόνο τίς
ἁµαρτίες του. Ἴσως ἔτσι νά ἑλκύση τήν Χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού θά
φανῆ, ἄν τοῦ ἔλθουν κατάνυξη καί δάκρυα µετανοίας.
Αὐτή εἶναι λοιπόν ἡ προσευχή τοῦ σοφοῦ ἀπελπισµένου. Γονατίζει νοερά
µπροστά καί κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, καί ὡς κατάδικος, ἀπό τίς
πολλές του ἁµαρτίες καί ἀνάξιος τῆς Χάριτος καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ,
σηκώνει λίγο τό βλέµµα καί ἀτενίζει νοερῶς τά πόδια τοῦ Ἐσταυρωµένου,
ἐκεῖ πού εἶχε τά καρφιά καί ἔσταζε τό Αἷµα... Καί βλέποντας αὐτό,
συγκλονίζεται στήν σκέψι ποιός εἶναι Αὐτός πού εἶναι µπροστά του
Ἐσταυρωµένος, δηλαδή ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός του µέ ἀνθρώπινο σῶµα,
ἀλλά συνάµα καί στήν σκέψι, ὅτι σταυρώθηκε αὐτός ὁ Θεός του, ὁ
Ἀναµάρτητος, γι᾽ αὐτόν, ἐπειδή τόν ἀγαποῦσε ὑπερβολικά, γιά νά νικήση
3

τόν θάνατο πρός χάρη του, ὥστε, µέσα ἀπό τόν δικό Του θάνατο καί τήν
τριήµερή Του Ἀνάσταση, νά τοῦ χαρίση καί τήν δική του ἀνάσταση, τῆς
ψυχῆς καί τοῦ σώµατος.
Καί µετά, συλλογίζεται ἀπό ποιόν σταυρώθηκε. Καί συνειδητοποιεῖ, ὅτι
σταυρώθηκε ἀπό τόν ἴδιο...! Καί ὅταν ὅλα αὐτά τά συλλογίζεται, τότε δέν
ἀντέχει ἄλλο ἡ καρδιά του, καί σπάει καί, µέ συντριβή πιά καρδίας,
κατεβάζει τόν νοῦ στήν καρδιά, στρέφεται δηλαδή πρός τό µέρος τῆς
καρδιᾶς καί, σάν νά βγαίνη ἡ προσευχή µέσα ἀπό τήν καρδιά του, µέ πολύ
πόνο ἀρχίζει νά λέη ἀπό µέσα του, µέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, σιωπηρά, τήν
προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ Θεοῦ, ὁ σαρκωθείς καί
σταυρωθείς δι᾽ ἐµέ, ἐλέησόν µε τόν ἁµαρτωλό»...
Καί ἀρχίζει νά αἰσθάνεται ὅπως ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής, πού, µή ἔχοντας
τίποτε νά προσφέρη στόν Χριστό παρά µόνο τήν συντριπτική του µετάνοια,
καί λέγοντας µέ συντριβή µόνο τό «Μνήσθητι µου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ
Σου», κατάφερε νά ἀκούση τό «Σήµερον, µετ᾽ ἐµοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσῳ».
Ἔτσι καί αὐτός, αἰσθάνεται τότε σάν κάποιος πού δέν ἔχει τίποτε τό
ἀξιόλογο νά προσφέρη στόν Θεό, οὔτε ἔργα µετανοίας καί ἀρετῆς, οὔτε
καθαρή ψυχή καί καρδιά, οὔτε ἔργα ὑπακοῆς, οὔτε καρδιά πονετική, οὔτε
ἀγαθή προαίρεση... Καί τότε, λέει κι αὐτός, ὅπως ὁ ληστής, µπροστά στόν
Ἐσταυρωµένο τό δικό του «Μνήσθητί µου, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».
Καί ὁ Θεός, ὡς ἀγαθός καί ἐλεήµων πού εἶναι, µπροστά στήν συντριβή
τοῦ προσευχοµένου, στέλνει τήν Χάρι Του καί γίνεται ἡ ἀλλαγή. Καί ἐκεῖ
πού ὁ προσευχόµενος ἦταν ἀκατάνυκτος καί ἄγονος καί ἄκαρπος καί
ψυχρός, ἔρχεται ἡ συντριβή, ἔρχεται ἡ κατάνυξις στήν καρδιά του, καί, σέ
στιγµή χρόνου, γεµίζουν δάκρυα τά µάτια του καί κλαίει ἡ ψυχή του, καί
ἀρχίζει ἡ προσευχή νά γίνεται καρδιακή, νά σταµατάη ὁ µετεωρισµός, καί τά
δάκρυα νά τρέχουν ποτάµι ἀπό τά µάτια του, γιατί ἔγινε ἡ προσευχή του
ἀποδεκτή ἀπό τόν Θεό, γιά τήν ταπείνωση καί τήν συντριβή του.
Καί συνεχίζοντας τώρα τά σταυρωτά κοµποσχοίνια µέ σκυµµένο τό
κεφάλι, ὡς κατάδικος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὡς ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων,
προσεύχεται µέ τά δάκρυα νά τρέχουν ποτάµι ἀπό τά µάτια του, λέγοντας
µέ αἴσθηση ψυχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν κόσµο σου, καί
τελευταῖον ἐµένα τόν ἁµαρτωλό. Ἐµένα, πού εἶµαι ὀ ἁµαρτωλότερος καί
ἀναξιότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνάξιος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς,
ἀνάξιος τῆς Χάριτός σου, ἀνάξιος τῆς Βασιλείας σου, πολύ χειρότερος ἀπό
4

τόν ἐκ δεξιῶν ληστή σου». Αὐτά ὅµως, νά τά λέη, νά τά αἰσθάνεται καί νά τά


ἐννοῆ.
Καί ἐπειδή αἰσθάνεται ἔτσι κατά ἀλήθειαν, καί τό πιστεύει ὅτι εἶναι ὁ
χειροτερος τῶν ἀνθρώπων, καί τό ζεῖ, γι᾽ αὐτό ὁ Χριστός, ὅπως στόν ἐκ
δεξιῶν ληστή, ἔτσι καί σ᾽ αὐτόν, τοῦ στέλνει τήν Χάρη Του καί τόν
ἀγκαλιάζει, ὅπως ὁ πατέρας ἐκεῖνος τόν ἄσωτο υἱό του, καί δέχεται τήν
µετάνοιά του καί παίρνει ἐπάνω Του τόν πόνο του. Καί µέ τό πού θά
σταµατήσουν τά δάκρυα τῆς προσευχῆς του, τοῦ στέλνει τήν γαλήνη καί τήν
εἰρήνη Του, καί αἰσθάνεται ὁ προσευχόµενος µετά τήν προσευχή µιάν
ἀνακούφισι, µιάν ἡρεµία, µιά γαλήνη, γιατί µίλησε στόν Πατέρα Του, στόν
Θεό Του, καί ὁ Θεός του ἄκουσε τήν προσευχή του, πῆρε τό µήνυµά του, καί
τοῦ ἔστειλε σάν ἀπάντηση τήν εἰρήνη Του. Σάν δηλαδή νά τοῦ λέη: «Ἐν
τάξει, ἄκουσα τήν προσευχή σου, ἄκουσα ὅσα µέ πόνο µοῦ εἶπες, εἰρήνευε
τώρα, ἡσύχασε, γιατί πλέον ἀναλαµβάνω ἐγώ τά ὑπόλοιπα».
Ἔτσι αἰσθάνεται ὁ προσευχόµενος µετά ἀπό µία τέτοια προσευχή,
φιλιωµένος µέ τόν Θεό, γαληνεµένος καί ἥσυχος. Καί αὐτή ἡ προσευχή εἶναι
καί ἡ καταλληλότερη προετοιµασία γιά τήν Θεία Κοινωνία, σύµφωνα µέ τόν
Ἅγιο Συµεών τόν Νέο Θεολόγο, πού συνιστᾶ νά µή προσέρχεται κάποιος
στήν Θεία Κοινωνία, ἄν δέν ἔχουν προηγηθῆ δάκρυα µετανοίας. Καί φυσικά,
ἄν δέν ἔχη καθαρή τήν συνείδησή του, προϋπόθεση πού θέτει ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος γιά τήν Θεία Κοινωνία.
Καί ἀποµένει τώρα σ᾽ αὐτόν πού ἔτσι προσεύχεται, ἀπό ἐδῶ καί πέρα,
ἀφοῦ πῆρε ὁ Θεός πιά τά ἡνία καί ἀνέλαβε τήν ἐξέλιξη τῆς πορείας τῆς ζωῆς
του, νά ἀφήση τόν Θεό νά τοῦ δείξη τόν δρόµο πρός τήν Βασιλεία Του. Νά
ἐµπιστευθῆ τόν Θεό, ὅτι µεριµνᾶ Ἐκεῖνος πλέον, γιά τήν σωτηρία του, καί νά
διώξη ἀπό µέσα του καί ἀπό πάνω του κάθε ἄγχος καί κάθε στενοχώρια καί
ἀµφισβήτηση γιά τήν ἀπό ἐδῶ καί πέρα πορεία τῆς ζωῆς του, καί νά πιστεύη
ὅτι τήν ἔχει πιά ἀναλάβει ὁ Θεός, στόν ὁποῖον τήν ἐµπιστεύθηκε. Καί τοῦτο,
γιατί πλέον, ἀπό ἐδῶ καί πέρα, θέλει νά βαδίζη µέ τήν πίστι. Ὄχι µέ τήν
γνώση, ὄχι µέ τήν λογική, ὄχι κατά τόν πλανεµένο του λογισµό, ἀλλά µέ
ὑπακοή σέ ἔµπειρο καί ἅγιο πνευµατικό ὁδηγό. Μόνον ἡ πίστις καί ἡ ὑπακοή
λυτρώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ἄγχος καί τόν φόβο τοῦ θανάτου, γιατί ὁ
φόβος τοῦ Θεοῦ, διά τῆς µετανοίας καί ταπεινώσεως, ἀπαλείφει ἀπό τήν
ψυχή τοῦ µετανοοῦντος ἁµαρτωλοῦ τόν φόβο τοῦ θανάτου καί τήν αἴσθηση
τῆς κολάσεως.
5

Ἡ µετάνοια λοιπόν καί τά δάκρυα τῆς προσευχῆς, καθαρίζουν, µέρα µέ


τήν µέρα, τήν ψυχή του ἀπό τόν ρύπο τῆς ἁµαρτίας καί τά πάθη, καί σέ λίγο
καιρό ἀρχίζει νά ἀνατέλλη µέσα του τό νοερό φῶς, πού εἶναι τό προοίµιο γιά
τήν ἀνατέλλουσα ἀνάσταση τῆς ψυχῆς του, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά
ἡ πρόγευση ἀπό ἐδῶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ µέσα του.
Ἔτσι εἰσέρχεται σταδιακά, ὁ ἁµαρτωλός πού µετανοεῖ καί προσεύχεται,
στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι κρυµµένη µέσα του ἀπό τό Ἅγιο
Βάπτισµα, ἀλλά µπαζωµένη ἀπό τά πάθη καί τίς ἁµαρτίες, καί ἡ ὁποία
ἀποκαλύπτεται σιγά-σιγά διά τῆς µετανοίας, τῆς Ἐξοµολογἠσεως, τῆς
ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, τῆς προσευχῆς καί τῆς µετοχῆς στό Μυστήριο τῆς
Θείας Κοινωνίας, µετά ἀπό µία προετοιµασία ὅπως αὐτήν πού καταθέσαµε
ἐδῶ, καί πού νοµίζοµε ὅτι εἶναι µία σωστή προετοιµασία. Ὅχι ἡ µόνη, ἀλλά
πού νοµίζοµε ἀποτελεσµατική. Καί ἄν συνηθίση νά προσεύχεται ἔτσι, καί ἄν
δέν κάνη πίσω, ὁ µετανοηµένος ἁµαρτωλός βαδίζει πιά σταθερά πρός τήν
Ἀγάπη, δηλαδή πρός τόν Θεό.
Ὅταν γίνεται µέθεξη ἀκτίστου καί κτιστοῦ, δηλαδή τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ
µέ τόν ἄνθρωπο, ἡ Χάρις ἑνώνεται µέ τό σῶµα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ νοῦς
ἁρπάζεται, Χάριτι Θεοῦ, στόν Παράδεισο καί βλέπῃ τά ἄρρητα τοῦ
Παραδείσου, τότε ἀποκαλύπτεται στόν κτιστό νοῦ ἡ ἄκτιστη
πραγµατικότητα τοῦ Παραδείσου καί γίνεται κρᾶσις τοῦ κτιστοῦ µέ τό
ἄκτιστο. Ὁ νοῦς τότε βιώνει µία ἄλλη πραγµατικότητα, ἄγνωστη σ᾽ αὐτόν
µέχρι τότε, ἐκείνη τοῦ Παραδείσου, καί βλέπει καί ἀκούει ἄρρητα λόγια, πού,
ὅταν ἐπανέλθη στήν γήινη πραγµατικότητα, δέν µπορεῖ νά τά ἐκφράση, νά
τά διατυπώση, διότι δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινες λέξεις νά περιγράψουν τό
ἄκτιστο. Οὔτε καί τό κατανοεῖ, γιατί τοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητο καί
ἀκατάληπτο. Τό βλέπει, τό θαυµάζει, ἀλλά µέχρις ἐκεῖ. Γι᾽ αὐτό λένε οἱ
θεολόγοι ὅτι ''τό γνωρίζει ἀγνώστως'', δηλαδή τό γνωρίζει, ἀλλά εἶναι σάν
νά µή τό γνωρίζη, γιατί δέν τό κατανοεῖ. Αὐτό βίωσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
ὅταν τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Παράδεισος καί ἔφθασε µέχρι τρίτου οὐρανοῦ.
Εἶδε, ἄκουσε, ἀλλά δέν κατάλαβε, οὔτε µπόρεσε µετά νά περιγράψη ὅσα εἶδε
καί ἄκουσε, ἤ νά µιλήση γι᾽ αὐτά.
Στούς βίους κάποιων Ἁγίων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ διά Χριστόν
σαλοῦ, ἤ τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτη, ἔχοµε περιγραφές τοῦ
Παραδείσου. Αὐτές ὅµως οἱ περιγραφές εἶναι µόνο προσεγγιστικές, διότι τά
ζῶα καί τά φυτά πού ἔβλεπαν ἐκεῖ οἱ Ἅγιοι δέν ἦταν ὅπως εἶναι ἐδῶ στήν γῆ.
6

Τούς ἔδωσε ὁ Θεός κάποιες γήινες εἰκόνες, µέ πραγµατική αἴσθηση, ὅµως


ἁπλᾶ γιά νά τούς βεβαιώση γιά τήν ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεως τοῦ Παραδείσου.
Ὄχι ὅτι ὁ Παράδεισος ἔχει ὄµορφα ζῶα καί πουλιά ἑνός ἄλλου κόσµου. Ὁ
Παράδεισος εἶναι µόνο τό Φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, καί τίποτε ἄλλο.
Αὐτό, τό ἄφατο σέ ὡραιότητα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅµως εἶναι τό πᾶν, γιατί
τό Φῶς πού πηγάζει ἀπό αὐτό προσφέρει σέ ἐκεῖνον πού τό βλέπει κάθε
εἴδους νοητή ἡδονή, ἄπειρα µεγαλύτερη τῶν ἡδονῶν αὐτοῦ τοῦ κόσµου.
Ὅταν λοιπόν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν θεωρία, ἁρπάζεται στόν
Παράδεισο, οἱ φυσικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος
ἀναστέλλονται, µέχρις ὅτου ἐπανέλθη ὁ ἄνθρωπος στήν ἐπίγεια κατάσταση,
µετά ἀπό αὐτήν τήν θεωρία.
Ὅταν ἡ νοερή ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργῇ στήν καρδιά, τότε ἡ
προσευχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πιό ἀποδεκτή καί εὐάρεστη στόν Θεό ἀπ᾽ ὅ,τι
ἡ λογική του προσευχή, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἑνοποιηµένος ἐσωτερικά.
Διάνοια καί καρδιά ἐνεργοῦν ταυτόχρονα, µέ τήν ἴδια νοερή ἐνέργεια. Λέµε
ὅτι ''ὁ νοῦς ἔχει κατεβεῖ στήν καρδιά''. Δηλαδή ἡ ἐνέργεια τῆς διανοίας
ἐνεργεῖ ἑνοποιηµένα µέ τήν ἐνέργεια τῆς καρδιᾶς. Δέν σκέπτεται ἄλλα ὁ
νοῦς (µετεωρισµός) καί ἄλλα διαλογίζεται ἡ καρδιά.
Ὅταν τό Πνεῦµα τό Ἅγιο ἔλθῃ καί ἐγκατασταθῇ στήν καρδιά τοῦ
ἀνθρώπου - ὅταν θελήσῃ ὁ Θεός -, τότε τό Πνεῦµα τό Ἅγιο προσεύχεται γιά
λογαριασµό τοῦ ἀνθρώπου ''στεναγµοῖς ἀλαλήτοις'', µέ ἄρρητα ρήµατα,
καθ᾽ ὅ,τι ἄκτιστο, καί ἡ νοερή ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐνεργεῖ στήν
καρδιά του, γίνεται ἕνα µέ τήν Χάρι, τήν ἐνέργεια, τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος -
µέθεξις. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος κινεῖ τότε τήν νοερή ἐνέργεια τῆς
καρδιᾶς καί συµψάλλουν καί συµπροσεύχονται. Ἡ διάνοια τότε, µπορεῖ νά
κινῆται ταυτόχρονα καί ἀνεξάρτητα, µέ τήν δική της νοερή ἐνέργεια, καθ᾽ ὅν
χρόνον ἡ καρδιά προσεύχεται µέ τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος πού
ἐνεργεῖται στήν καρδιά. Αὐτή εἶναι ἡ κατάστασις τῆς κατά Χάριν υἱοθεσίας,
καί µακάριος ὅποιος δεχθῆ αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ.

You might also like