You are on page 1of 6

ΛΟΓΟΣ ΙΓ' ΛΟΓΟΣ ΙΓ'

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΝΛΣΤΛΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΚαΊ όποlα τlr; eστιv ij πώr; ev ,jμiv y{vεται ,; άvάστασιr; τού Καi πώς είναι η πώς γίνεται μέσα μας ή άνάσταση του Χρι­
Χpιστού καΊ ev αύτjj ,; άvάστασις τijι; ψυχής. Καi τ{ το μυ- στού και με αύτην ή άνάσταση της ψυχής. 'Επίσης ποιό είναι
5 στήpιοv ταύτης τής άvαστάσεως. tό μυστήριο αύτης της άναστάσεως.
Έλtχθη μετd το Πάσχα τjj δευτtpg, τής δευτtpας έβδομά­ Λέχθηκε μετα τό Πάσχα, τη Δευτiρα της δευτέρας έβδομάδος
δος τού Πάσχα. του Πάσχα.

ι �δελφοι και πατέρες, ήδη τό Πάσχα, ή χαρμόσυνος ήμέρα, ή 1 Άδελφοi καi πατέρες, ήδη τό Πάσχα, ή χαρμόσυνη ήμέ-
πάσης εύφροσύνης και θυμηδίας, της του Χριστού άναστάσεως ρα, που προκαλεί κάθε εύφροσύνη καi εύτυχία, καθώς ή άνά­
10 κατά περίοδον του wόνου παραγινομένης άει μάλλον δε καθ' σταση του Χριστού έρχεται την ίδια έποχη του χρόνου πά­
έκάστην και άεννάως γινομένης έν τοίς εfδόσι τό μυστήριον ταύ­ ντοτε, η καλύτερα γίνεται κάθε ήμέρα καi συνεχώς μέσα σ'
της, χαράς και άγαλλιάσεως άφάτου έπλήρωσε τας καρδίας αύτούς που γνωρίζουν τό μυστήριό της, άφου γέμισε τiς καρ­
ήμων, λύσασα έπι τό αύτό τijς πανσέπτου νηστείας τόν κόπον ή, διές μας άπό κάθε χαρα καi άνεκλάλητη άγαλλίαση 1, άφου
μάλλον εfπείν, τελειώσασα και dμα παρακαλέσασα ήμων τας έλυσε μαζί και τόν κόπο άπό την πάνσεπτη νηστεία ή, για να
πώ καλύτερα, άφου τελειοποίησε και συγχρόνως παρηγόρη­
15 ψυχάς, διό και προς άνάπαυσιν και εύχαριστίαν πάντας όμου
σε τiς ψυχές μας, γι' αύτό και μας προσκάλεσε όλους μαζί
τους πιστους προσκαλεσαμένη, ώς όρiiτε, διηλθεν. Εύχαριστή­
τους πιστούς, όπως βλέπετε, σε άνάπαυση κ:αi εύχαριστία,
σωμεν οιJν τιρ Κυρfφ, τφ διαβιβάσαντι ήμας τό πέλαγος τijς πέρασε. 'Άς εύχαριστήσομε λοιπόν τόν Κύριο, που μας δια­
νηστείας και εfς τόν λιμένα της αύτου άναστάσεως άγαγόντι μετ' πέρασε άπό τό πέλαγος2 της νηστείας καi μας όδήγησε με
εύθυμίας ήμας- εύχαριστήσωμεν αύτφ, ο! τε καλως και προθύ- εύθυμία στόν λιμένα της άναστάσεώς του. 'Άς τόν εύχαρι­
20 μως μετα ζεούσης προθέσεως και dγώνων της dpετijς τόν δρό­ στήσομε καi δσοι περάσαμε τό δρόμο της νηστείας με θερμη
μον διανύσαντες της νηστε{ας και oi dσθενήσαντες πεpl ταύτα δι' πρόθεση καi άγώνες άρετης, καi δσοι άσθένησαν στό μεταξυ
όλιγωρίαν και ψυχής dσθένειαν, έπειδη αύτός έστιν ό και τοίς άπό άδιαφορία και άσθένεια ψυχης, έπειδη ό ίδιος είναι που
σπουδαίοις ύπΑp έκ περισσού διδους τους στεφάνους και τους δίνει με τό παραπάνω τα στεφάνια καi τους dξιους μισθους
των fργων τους σ' έκείνους που άγωνίζονται, καi πάλι αύτός

ι. Λουιc:α Ι, Ι 4. 2. Σοφ. Σολ. 10,18.


!08 ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ θΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΙΓ' 1 - 3 109

άξίους μισθους τών έργων αύτών, και συγγνώμην αίJθις τοις είναι που άπονέμει τη συγγνώμη στους άσθενέστερους ώς
άσθενεστέροις, ώς έλεήμων και φιλάνθρωπος, άπονέμων. Όρ{j, έλεήμων και φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολυ περισσότερο
γαρ τάς διαθέσεις ήμών τών ψυχών και τάς προαιρέσεις μαλλον τις διαθέσεις των ψυχών μας και τις προαιρέσεις, παρα τους
η τους κόπους του σώματος, δι' ι:bν γυμνάζομεν προς άρετην έαυ- κόπους του σώματος, με τους όποίους γυμνάζομε τους έαυ­
5 τούς, η πλείον την ασκησιν προθυμίq, ψυχης έπιτείνοντες ij έλατ­ τούς μας στην άρετή, η έπαυξάνοντας την άσκηση λόγω της
τον δι' άσθένειαν σώματος ταύτην τών σπουδαίων ποιούμενοι, προθυμίας της ψυχfjς η έλαττώνοντας αυτην άπό τα σπου­
δαία έξ αιτίας του σώματος, και σύμφωνα με τις προθέσεις
και κατά τάς προθέσεις ήμών άντιμετρει τά έπαθλα και τά του
μας άνταποδίδει τα βραβεία και τα χαρίσματα του Πνεύμα­
Πνεύματος έκάστφ χαρίσματα, ποιών fj περίφημον και ένδοξον
τος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον άπό τους άγωνιζόμε­
τών σπουδαίων τινά fj έών ταπεινον έτι και δεόμενον έπιπονω- νους περίφημο και ένδοξο η άφήνοντάς τον ταπεινό και έχο­
10 τέρας καθάρσεως. ντα άκόμη άνάγκ:η άπό κοπιαστικότερη κάθαρση.
2 :4λλά γαρ i'δωμεν, εf δοκει, και καλώς έξετάσωμεν, τί το μυ- 2 Άλλα ίiς δουμε, έαν νομίζετε, και ας έξετάσο;.ιε καλώς,
στήριον της του Χριστου τού Θεου ήμών άναστάσεως, όπερ άει ποιό είναι τό μυστήριο της άναστάσεως του Χριστου του
τοις βουλομένοις ήμιν μυστικώς γίνεται, και πώς έν ήμίν ό Χρι­ θεου μας, τό όποίο γίνεται μυστικώς πάντοτε σε έμας που
στός ώς έν μνήματι θάπτεται και πώς ένούμενος ταίς ήμετέραις θέλομε, και πώς μέσα μας ό Χριστός θάπτεται σαν σε
15 ψυχαίς έξανίσταται, συνανιστών και ήμας έαυτφ. 'Έστι δε ό μνfjμα, και πώς, άφου ένωθεί με τις ψυχές μας, πάλι άνα­
σκοπός τού λόγου τοιουτος. σταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του και έμας. Αύτός είναι
και ό σκοπός του λόγου.
3 Ό Χριστός και Θεός ήμών, έπι σταυρου κραμασθεις και
προσηλώσας έν αύτφ την άμαρτίαν του κόσμου, θανάτου γευσά­ 3 Ό Χριστός και θεός μας, άφου ύψώθηκε στό σταυρό και
μενος, κατηλθεν έν τοις κατωτάτοις του q.δου. 'Ώσπερ οJν έξ κάρφωσε3 σ' αύτόν την άμαρτία του κόσμου4 και γεύθηκε τό
20 q.δου πάλιν άνελθων εlς το ό:χραντον έαυτου σώμα ε{σηλθεν, οί5 θάνατο5 , κατfjλθε στα κατώτατα μέρη του αδη6 • -οπως λοι­
κατελθων έκείσε ούδαμώς έχωρίσθη, και εύθυς άνέστη έκ τών πόν δταν άνfjλθε πάλι άπό τόν αδη εiσfjλθε στό άχραντό του
σώμα, άπό τό όποίο δταν κατηλθε έκεί δεν χωρίσθηκε καθό­
νεκρών και μετά ταύτα άνijλθεν ε{ς ούρανους μετά δόξης πολλijς
λου, και άμέσως άναστήθηκε άπό τους νεκρους και μετά άπ'
και δυνάμεως, οιJτω δη και νυν έξερχομένων ήμών έκ του κό­
αύτό άνηλθε στους ούρανους μέ δόξα πολλη κq,i δύναμη7,
σμου και εiσερχομένων δια τijς τών παθημάτων του Κυρίου έξο- έτσι και τώρα, δταν έξερχόμαστε έμείς άπό τόν κόσμο κ:αi
25 μοιώσεως έν τφ της μετανοίας και ταπεινώσεως μνήματι, αύτος εiσερχόμαστε μέ τήν έξομοίωση8 των παθημάτων τοϋ Κυ­
έκείνος έξ ούρανών κατερχόμενος, εiσέρχεται ώς έν τάφφ έν τφ ρίου στό μνfjμα της μετάνοιας καi. ταπεινώσεως, αύτός ό
ήμών σώματι, καί ένούμενος ταίς ήμετέραις ψυχαίς έξανιστfj. νε­ ίδιος, κατερχόμενος άπό τους ούρανούς, εtσέρχεται σαν σε
κρας οtJσας όμολογουμένως αύτάς, και τηνικαυτα βλέπειν έμπα- τάφο μέσα στό σώμα μας καί, ένούμενος μέ τi.ς δικές μας ψυ­
χές, τις άνασταίνει, άφοϋ αύτές ηταν όμολογουμένως νεκρές,
3. Κολ. 2,14. 4. Ίω. 1,25. κ:αi τότε δίνει τη δυνατότη τα, σ' αύτόν που άναστήθηκε έτσι
5. Έβρ. 2,9. 6. Έφ. 4,9. Ψαλμ. 85,13.
7. Ματθ. 24,30. Λουκα 21,27. 8. Ρωμ. 6,5. Β' Κορ. 1,5. Φιλ. 3,10.
ι ιο ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ θΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΙΓ' 3 - 4 ιιι
ρέχει τφ οι5τως άναστάντι συν τφ Χριστφ την δόξαν της μυστι­ μαζί με τον Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικης του
κής αύτού άναστάσεως. άναστάσεως.

4 :4νάστασις οιJν Χριστού ή ήμετέρα ύπάρχει άνάστασις, τών 4 'Ανάσταση λοιπόν του Χριστου εiναι ή δική μας άνάστα-
κάτω κειμένων. Έκείνος γαρ μή πεσων εiς άμαρτίαν ποτέ, καθα ση, που βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι έκείνος, άφου
ποτε δεν έπεσε στην άμαρτία9, δπως έχει γραφεί, ούτε άλ­
5 γέγραπται, μηδε άλλοιωθεις της Ιδίας δόξης καν όπωσούν, πώς
λοιώθηκε καθόλου ή δόξα του, πως θ' άναστηθεί ποτε fι θα
άναστήσεταί ποτε η δοξασθήσεται, ό άει ών ύπερδεδοξασμένος δοξασθεί, αύτός που εiναι πάντοτε ύπερδοξασμένος καi που
και ύπεράνω πάσης άρχης και έξουσίας διαμένων ώσαύτως; διαμένει έπίσης πάνω άπό κάθε άρχη και έξουσία 10 ; 'Ανά­
:4νάστασις και δόξα ΧριστοίJ ή ήμετέρα, καθάπερ είρηται, δόξα σταση και δόξα του Χριστου εΙναι, δπως έχει λεχθεί, ή δική
ύπάρχει, ή δια της έν ήμίν αύτοίJ άναστάσεως γινομένη και δει- μας δόξα, που γίνεται μέσα μας με την άνάστασή του, και
10 κνυμένη και όρωμένη ήμίν. ''Απαξ γαρ οfκειωσάμενος τα ήμέτε­ δείχνεται και όραται άπό έμας. Διότι άπό τη στιγμη που έκα­
νε δικά του τα δικά μας, δσα κάμνει μέσα μας αύτός, αύτα
ρα, {1, ποιεί έν ήμίν αύτός, ταύτα έαυτφ έπιγράφεται. :4 νάστασις
άναγράφονται σ' αύτόν. 'Ανάσταση λοιπόν της ψυχης εiναι ή
δε ψυχής ή lνωσίς έστι της ζωής ώσπερ γαρ το νεκρον σώμα, εi ένωση της ζωης. Διότι, όπως τό νεκρό σώμα ούτε λέγεται
μη δέξεται έν έαυτφ την ζώσαν ψυχην και άμίκτως ταύτn μιγfl. δτι ζεί ούτε μπορεί να ζεί, έαν δεν δεχθεί μέσα του τη
ζην ού λέγεται ούδε δύναται, ούτως ούδε ψυχη μόνη ζην αύτη ζωντανη ψυχη και ένωθεί με αύτην χωρiς νά συγχέεται, έτσι
15 καθ' έαυτην δύναται, ε{ μη άρρήτως και άσυγχύτως ένωθfi Θεφ, ουτε ή ψυχη μόνη της καi καθ' έαυτην μπορεί νά ζεί, έάν δεν
τfl 6ντως αiωνίq, ζωfί. Προ γαρ της έν γνώσει και όράσει και αf­ ένωθεί μυστικως και άσυγχύτως με τόν θεό, που είναι ή
πραγματικα αίώνια ζωή 11• Διότι πριν άπό αύτη την ένωση ώς
σθήσει ένώσεως νεκρά έστιν, εi και·νοερα ύπάρχει και τfl φύσει
πρός τη γνώση και δραση και αίσθηση εiναι νεκρή, αν και
άθάνατος. Οι'Jτε γαρ γνώσις δίχα όράσεως, ούτε δρασις δίχα αi­ νοερά ύπάρχει και εiναι ώς πρός τη φύση άθάνατη. Διότι δεν
σθήσεως. ''Έστι δε το λεγόμενον οι5τως δρασις και έν τfi όράσει ύπάρχει γνώση χωρiς δραση, ούτε δραση δίχως αί�θηση.
20 γνώσις και αiσθησις (έν τοίς πνευματικοίς δε τούτό φημι, έν γαρ Αύτό που λέγω σημαίνει τό έξης Ή δραση καi μέσω
τοίς σωματικοίς και δίχα όράσεως αίσθησις γίνεται). Οlόν τι της όράσεως ή γνώση καi ή αίσθηση (αύτό τό άναφέρω γιά
λέγω; Τυφλbς εiς λίθον τον πόδα κρούων αiσθάνεται, ό δε νε­ τα πνευματικά, διότι στά σωματικα και χωρiς δραση ύπάρχει
κρός οι5 · εν τοίς πνευματικοίς δε εi μη εiς θεωpίαν tλθn ό vοϋς αίσθηση). Τί θέλω να πω; Ό τυφλός δταν χτυπα τό πόδι του
σε λίθο αίσθάνεται, ένω ό νεκ:ρός δχι. Στα πνευματικά δμως,
τών ύπεp tvvoιav, της μυστικής έvεpγείας ούκ αiσθάνεται. Ό oJv
έαν δεν φθάσει ό νους σε θεωρία των δσων ύπάρχουν πάνω
25 προ της θεωρlας τώv ύπεp νουν και λόγον και tvvoιav έπαισθά­ άπό την fννοια, δεν αίσθάνεται τη μυστικη ένέργεια. Αύτός
νεσθαι λέγων έν τοίς πνευματικοίς, τφ τας 6ψεις πηpφ tοικεν, δς λοιπόν που λέγει, δτι αίσθάνεται στα πνευματικά πρiν φθά­
σει σε θεωρία αύτων πού εΊναι έπάνω άπό τό νου κ:αi τό λόγο
κ:αi την fννοια, μοιάζει με τόν τυφλό στά μάτια, ό όποίος αί-
9. Ίω. 8,46. Έβρ. 4,15. 7,26.
10. Έφ. 1,21. 11. Α' Ίω. 5,20.
112 ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ θΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑ ΤΗΧΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ lΓ 1 - 2 113

έν οίς μεν πάσχει άγαθοις η κακοις έπαισθάνεται, άγνοει δε τα έν σθάνεται βέβαια τά δσα άγαθά. η κακα παθαίνει, άγνοεί δμως
χερσιν η ποσι και τα παραίτια ζωης η θανάτου τούτφ γενόμενα· τα όσα γίνονται στα πόδια η στα χέρια του καθώς καi τα αί­
τα γαρ έπερχόμενα αύτφ κακα fj άγαθα ούδαμώς άπαισθάνεται τια ζωης η θανάτου του. Διότι τα όσα κακα η άγαθα του συμ­
βαίνουν δεν τα άντιλαμβάνεται καθόλου, έπειδη είναι στερη­
της όπτικης έστερημένος δυνάμεως και αfσθήσεως, όθεν και
μένος άπό την όπτικη δύναμη καi αίσθηση, γι' αύτό, όταν
5 πολλάκις την ράβδον έπάρας προς την τού έχθρού αμυναν, άντ' πολλες φορες σηκώνει την ράβδο του ν' άμυνθει άπό τόν
έκείνου έσθ' ότε τον έαυτού φίλον μάλλον έτύπτησε, τού έχθρού έχθρό, άντi εκείνον μερικες φορές χτυπα μαλλον τόν φίλο
προ των όφθαλμών αύτού ίσταμένου και διαγελώντος αύτόν. του, ένω ό έχθρός στέκεται μπροστά στα
μάτια του καi τόν
περιγελα.
5 :4νάστασιν Χριστού οί πλείονες μεν των άνθρώπων πιστεύ-
ουσιν, όλίγοι δε λίαν εiσιν οί και ταύτην βλέποντες καθαρώς, οί 5 Οί περισσότεροι άπό τους άνθρώπους πιστεύουν στην
10.δέ γε μη θεασάμενοι ούδε προσκυνείν δύνανται, ώς άγιον και Κύ­ ανάσταση του Χριστου, δμως πολυ λίγοι εiναι έκείνοι που
καi την βλέπουν καθαρά, καi αύτοi βέβαια που δεν την είδαν
ριον, τον Χριστόν 1ησουν· «ούδεις» γάρ, φησί, «δύναται είπε'iν
ούτε να προσκυνήσουν μπορουν τόν Ίησου Χριστό ώς άγιο
Κύριον 1ησούν, εi μη έν Πνεύματι άγίφ»· και άλλαχού· «Πνεύμα καi Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δεν μπορει να πεί Κύριο
ό θεός, και τους προσκυνούντας αύτον έν πνεύματι και άληθείq, τόν 'Ιησού, παρά. μόνο με τό Πνευμα τό άγιο» 12• καi άλλου·
δει προσκυνε'iν». Ούδε γαρ λέγει το ίερώτατον λόγιον, δ καθ' «Πνεύμα είναι ό Θεός καi αύτοi που τόν προσκυνούν πρέπει
15 έκάστην έπι στόματος περιφέρομεν, ':4νάστασιν Χριστού πι­ νά τόν προσκυνούν πνευματικά. καi άληθινά:» 13 • Καi άκόμη
στεύσαντες ', άλλα τί; «:4νάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυ­ τό ίερώτατο λόγιο, που τό προφέρομε κάθε ήμέρα, δεν λέγει,
νήσωμεν άγιον Κύριον 1ησούν, τον μόνον άναμάρτητον». Πώς
''Ανάσταση Χριστου πιστεύσαντες', άλλα
τί λέγει; «'Ανάστα­
ση Χριστου θεασάμενοι, ας προσκυνήσομε άγιον Κύριον
οιJν προτρέπεται νυν ήμας το Πνεύμα λέγειν το άγιον (ώς αύτην 'Ιησουν, που εiναι ό μόνος άναμάρτητο9>. Πώς λοιπόν μας
iδόντες, �νπερ ούκ ε(δομεν), «:4νάστασιν Χριστου θεασάμενοι», προτρέπει τώρα τό Πνευμα τό άγιο να λέμε (σάν να είδαμε
20 dπαξ προ χίλίων έτών άναστάντος του Χριστού και μηδε τότε αυτήν που δεν είδαμε) «'Ανάσταση Χριστου θεασάμενοι»,
τούτον άνιστάμενον fδόντος τινός; τΑρα μη ψεύδεσθαι ήμας βού­ ένω αναστήθηκε ό Χριστός μια φορά. πριν άπό χίλια 14 Ετη
λεται ή θεία Γραφή; Απαγε, dλλ' άληθεύειν μαλλον παρεγγυ{f,,
γ
καi ούτε τότε τόν είδε κανένας να άνασταίνεται; ,.. Αραγε
μήπως ή θεία Γραφη θέλει νά ψευδόμαστε; Μαιφια μια τέ­
ώς έν ένι έκάστφ ήμών των πιστών έγγινομ,ένης δηλονότι της
Χριστού άναστάσεως και τούτο ούχ άπλώς, άλλα καθ' ώραν, ώς
τοια σκέψη· άντίθετα συνιστά μαλλον νά λέμε την άλήθεια,
δτι δηλαδη μέσα στόν καθένα άπό μας τους πιστους γίνεται
25 εfπείν, αύτού του Δεσπότου Χριστού έν ήμ,ίν έξανισταμένου, λαμ­ ή άνάσταση του Χριστοϋ καi αύτό δχι μία φορά, άλλα κάθε
πpοφορούντος και άπαστpάπτοντος τας της άφθαpσfας και θεό­ ώρα, δπως θά Ελεγε κανείς, ό ίδιος ό Δεσπότης Χριστός
τητας άστραπάς. Ή φωτοφόρος γαρ παpουσfα τού Πνεύματος άνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καi άπαστράπτο­
ντας τiς άστραπες της άφθαρσίας καi της θεότητας. Διότι ή
12. Α' Κορ. 12,3. 14. Ό Συμεών ό Νέος θεολόγος fζησε τέλη ΙΟου κ:αί άρχές 1 Ιου αiώνος,
13. Ίω. 4,24.
δηλ. χίλια χρόνια π ερίποι> μετα την Άνάσταση τοϋ Κυρίου.
114 ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ θΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΙΓ 5 - 6 115

την dvάστασιv ήμίv, ώς έv πρωί"q,, τοϋ Δεσπότου ύποδεικνύει, φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος μας ύποδεικνύει την
μαλλοv δε αύτοv έκείvοv τον dvαστάντα όραv χαρίζεται. Δια και άνάσταση του Δεσπότη, που έγινε τό πρωί 15 , η καλύτερα μας
λέγομεv· «Θεος Κύριος και έπέφαvεv ήμίv», και την δευτέραν αύ­ έπιτρέπει να βλέπομε τόν ίδιο έκείνον τό άναστάντα. Γι'
αύτό και λέμε· «θεός είναι ό Κύριος καi φανερώθηκε σέ
τοϋ ύποσημαίvοvτες παρουσίαv έπιφέροvτες οί5τω λέγομεv· «εύ-
μας» 16 , και ύποδηλώνοντα\; τη δευτέρα παρουσία του λέμε
5 λογημέvος ό έρχόμεvος έν όvόματι Κυρίου». Οίς oJv έπιφαvfί ό
συμπληρωματικα τα έξης «εύλογημένος είναι αύτός που έρ­
Χριστος έξαvαστάς, πάντως πvευματικως αύτοίς τοις πvευματι­ χεται στό όνομα του Κυρίου» 17 • Σέ δποιους λοιπόν φανερω­
κοίς όμμασι όρώμεvος δείκνυται. 'Όταν γαρ έν ήμιν δια του θεί ό άναστημένος Χριστός, όπωσδήποτε φανερώνεται πνευ­
Πνεύματος γένηται, άνιστ{f, ήμας έκ νεκρων και ζωοποιεί και αύ­ ματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, δταν έλθει μέσα
τον έν ήμίν όλον όραν ζωντα δίδωσι, τον άθάνατον και άνώλε- μας δια του Πνεί)ματος, μας άνασταίνει άπό τους νεκρους
και μας ζωοποιεί καi μας έπιτρέπει να τόν βλέπομε μέσα μας
10 θρον, ού μόνον δέ, άλλα και συνανιστωντα και συνδοξάζοντα
αύτόν τον ίδιο δλον ζωντανό, αύτόν τόν άθάνατο και άφθαρ­
ήμας έαυτφ τρανως γινώσκειν χαρίζεται, καθως πάσα θεία Γρα­ το, και όχι μόνον αύτό, αλλα καi μας δίνει τη χάρη να γνωρί­
φη μαρτυρεί. ζομε εύκρινώς δτι συνανασταίνει 1 8 και συνδοξάζει 19 καi έμας
6 Ταύτα- τοίνυν εiσι τα των Χριστιανων θεια μυστήρια, αύτη ή μαζί του, όπως μαρτυρεί όλη ή θεία Γραφή.
έγκεκρυμμένη της πfστεως ήμων δύναμις, ηv oi άπιστοι η δύσπι- 6 Αύτα λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των Χριστιανών,
15 στοι η μαλλοv είπειν ήμiπιστοι ούχ όρωσιv, ούτε μην ίδείv ούδα­ αύτη εiναι ή κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστεώς μας,
μως δύνανται. "Άπιστοι δέ, δύσπιστοι και ήμίπιστοι, οδτοί είσιν την όποία ό άπιστοι η δύσπιστοι, η καλύτερα να πω ήμίπι­
oi μη δια των lργων την πiστιν έπιδεικνύμενοι. 'Έργων γαρ δίχα στοι, δεν βλέπουν, ούτε βέβαια μπορούν καθόλου να τη
δουν. Καi άπιστοι, δί>σπιστοι και ήμίπιστοι εiναι αύτοi που
και oi δαίμονες πιστεύουσι και Θεον εlναι τον Δεσπότην όμολο­
δεν φανερώνουν την πίστη μέ τα έργα20• Διότι χωρiς έργα πι­
γουσι Χριστόν· «οfδαμεν γάρ σε», φασί, <<τον Υίον του Θεού»· στεύουν καi οί δαίμονες2 1 και όμολογουν ότι είv·αι θεός ό
20 και άλλαχου· «οδτοι οί dνθρωποι δούλοι του Θεοϋ τοϋ 'Υψίστου Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»22 , λένε, «έσένα τόν Υίό
εiσίν». :Λλλ' όμως οtJτε τους δαίμονας οtJτε τους dνθρώπους αύ­ του θεου»23 • καί αλλου· «αύτοi οί άνθρωποι είναι δούλοι του
τους ή τοιαύτη πίστις ώφελήσει. Ούδεν γαρ της πίστεως ταύτης θεου του Ύψίστου»24 • Άλλ' όμως ούτε τους δαίμονες ούτε
όφελος, νεκρα γάρ έστι κατα τον θείον άπόστολον· «ή πίστις» τους άνθρώπους αύτους θα τους ώφελήσει ή τέτοια πίστη.
Διότι δεν ύπέρχει κανένα όφελος άπό τέτοια πίστη, έπειδη
γάρ, φησ(, «δlχα των lργων νεκρα έστιν», rόσπερ και τα lργα
εΙναι νεκρή κατά. τόν θείο άπόστολο. Διότι λέγει, «ή πίστη
25 δiχα πίστεως. Νεκρα δε πώς; ''Ότι τον ζωογονοϋντα θεον ούκ
χωρiς τα έργα είναι νεκρή»25 , δπως καi τα έργα χωρiς την πί­
στη. Πώς εΙναι νεκρή; 'Επειδή δεν έχει μέσα της τόν θεό

15. Ίω. 21,4. 16. Ψαλμ. 117,27. 21. Ίακ:. 2,19. 22. Μάρκ:. 1,24. Λουκ:iί 4,34:
17. Ψαλμ. 117,26. 18. Έφ. 2,6. 23. Ματθ. 8,29. 24. Πράξ. 16,17.
19. Ρωμ. 8,17. 20. Ίακ:. 2,18. 25. Ίακ:. 2,26.
116 ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟ'ι' ΚΑ ΤΗΧΗΤΙ ΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΙΓ' 6 117

έχει έv έαυτfί, δτι τον είπόντα, <<ό άγαπιίJν με τάς έντολάς τας που τη ζωογονεί 26 , έπειδη δέν άπέκτησε μέσα της έκείνον
έμό.ς τηρήσει, και έγcb καί ό Πατήρ έλευσόμεθα και μοvήν παρ· πού εiπε· «αύτός πού μέ άγαπα θα τηρήσει τις έντολές
αύτφ ποιησόμεθα» ούκ έκτήσατο έν έαυτrΊ. ί'να τfl παρουσiq. αιj­ μου»27, «και έγώ καi ό Πατέρας μου θα έλθομε καi θα κατοι­
κήσαμε μέσα του»28 , για να έξαναστήσει μέ την παρουσία
τού έξαvαστήσn τον κεκτημέvοv αύτήν έκ νεκρο)ν και ζωοποι-
του άπό τους νεκρούς αυτόν που την κατέχει και να τόν ζωο­
5 17σn αύτον και τον άναστάντα έν αύτψ και αιjτοv άναστ1jσαντα ποιήσει και να του έπιτρέψει να δεί μέσα του καί αύτόν πού
κατιδείν χαρίσηται. άναστήθηκε και αύτόν πού άνέστησε.
Νεκρα οJν έστιν 17 τοιαι3τη πίστις τούτου γε ενεκα, μάλλον Έξ αίτίας αύτου λοιπόν είναι vεκρ1) ή τέτοια πίστη, η
δέ νεκροι οί ταύτην χωρις των εργων κεκτημένοι είσίν. Ή γαρ καλt'ηερα νεκροί είναι αύτοi πού την κατέχουν χωρίς έργα.
πίστις, ή είς Θεόν, άει ζfj καi ζιίJσα ζωοποιει τούς έκ προθέσεως Διότι ή πίστη στόν Θεό πάντα ζει καί έπειδή είναι ζώσα
ζωοποιεί αυτούς πού προσέρχονται άπό άγαθ11 πρόθεση και
10 άγαθης προσερχομένους και ύποδεχομένους αύτήν. iίτις καί προ
την άποδέχοvται, ή όποία καi έφερε πολλούς άπό τό θάνατο
της έργασίας τιί>ν έντολων πολλους έκ τού θανάτου εiς τiιν ζωήν στη ζωή καi πρiν άπό τήv έργασία των έvτολων καi τούς
άνήγαγε καί τον Χριστον και Θεον ύπέδειξε. Και έμελλαν αν, εί ύπέδειξε τον Χριστό καi Θεό. Καi θα ηταν δυνατό, έάν έμε­
ένέμειναν ταίς αύτου έντολαίς και ταύτας μέχρι θανάτου έφι5λα­ ναν πιστοί στις έντολές του κ:αi τίς φύλαγαν μέχρι θαvάτου29 ,
ξαν, διαφυλαχθηναι και αι5τοί ύπ' αύτων, οiοι δηλονότι γεγόνασιν νά διαφυλαχθούν καi αύτοi άπ' αύτές, όπως δηλαδη έγιναν
15 ύπο μιJνης της πίστεως έπει δε μετεστράφησαν ώς τόξον στρε­ άπό μόνη την πίστη. 'Επειδή όμως μεταστράφηκαν, όπως τό
στραβό τόξο30 , κ:αi άκολούθησαv τις προηγούμενες πράξεις
βλiη1 και ταίς προτέραις αι3των περιεπάρησαν πράξεσιν, εικότως
τους, είJλογα άμέσως βρέθηκαν να έχουν ναυαγήσει ώς πρός
εύθi/ς καί περί την πίστιν εύρέθησαν ναυαγήσαντες και του άλη­ την πίστη11 καi δυστυχώς στέρησαν τούς έαυτούς τους άπό
θινού πλοι5τυυ, δς έστι Χριστος ύ Θεός, έαυτους δυστυχώς άπε­ τόν άληθινό πλούτο, πού είναι ό Χριστός ό Θεός.
στέρησαν. Για να μή πάθομε λοιπόν καi έμείς αύτό τό πραγμα,
10 'Όπερ Κνα μη πάθωμεν και ήμείς, τηρήσωμεν, άξιώ, τό.ς έν- ζητώ να τηρήσαμε μέ όση δύναμη έχομε τις έντολες του
τολάς τοιj Θεοιί δση δι5ναμις. ί'να καi των παρόντων και των μελ­ Θεού, για v' απολαύσαμε καi τα παρόντα καί τά μέλλοντα
άγαθά, έννοω δηλαδή αύτήν τήν ίδια τή θέα του Χριστού,
λόντων άγαθciJν, λέγω δη αύτης ηίς του Χριστου θέας, έπαπο­
τήν όποία είθε να έπιτύχομε όλοι μας μέ τή χάρη του Κυρίου
λαύσωμεν, ης γένοιτο πάντας ήμας έπιτυχείv, χάριτι του Κυρίου μας Ίησου Χριστού, στόν όποίο άνήκ:ει ή δό ξα στους αίω­
,jμών 1ησοϋ Χριστού, φ ή δόξα ε(ς τους αίωνας. 'Αμήν. νες. Γένοιτο.

26. Α' Τιμ. 6,13.


27. Ίω. 14,21 ·23.
28. Ίω. 14,23.
29. Φιλ. 2,8.
30. Ψαλμ. 77,57.
31. Α' Τιμ. 1,19.

You might also like