You are on page 1of 1

«Ὅταν ἤμουν ἀκόμη στόν κόσμο, τότε πού εἶχα ξεκινήσει νά κάνω

κομποσχοίνι (1982), ἦλθα στό Ἅγιον Ὄρος, πῆγα στόν Γέροντα Παΐσιο
καί τόν ρώτησα τό ἑξῆς: «Παππούλη, πῶς καταλαβαίνει κανείς ὅτι ἡ
προσευχή του εἰσακούσθηκε ἀπό τόν Θεό; Γιατί, κάνω προσευχή, ἀλλά
δέν εἶμαι σίγουρος, ἄν εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό».
Καί μοῦ ἀπαντᾶ: «Κάθε προσευχή πού γίνεται μέ ταπείνωση καί πόνο
καρδίας, εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό. Ἀπόδειξη εἶναι ἡ γαλήνη πού ἔρχεται
στήν ψυχή μετά τήν προσευχή».
Δηλαδή, ἐδῶ βλέπομε ὅτι, ὅταν ἡ προσευχή εἶναι καρδιακή (σημεῖο τοῦ
ὅτι ἡ προσευχή εἶναι καρδιακή εἶναι τά δάκρυα τῆς μετανοίας, τοῦ
καρδιακοῦ πόνου καί τῆς συντριβῆς, πού ἐκχέει ἡ ψυχή ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ), τότε αὐτή ἡ προσευχή πάντα εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ
εἶναι δῶρο Θεοῦ.
Ἡ προσευχή γίνεται καρδιακή, ὅταν ὁ προσευχόμενος στρέφη τήν
προσοχή του στήν καρδιά του, χωρίς νά μετεωρίζεται (νά γυρίζη δηλαδή
τό μυαλό του ἐδῶ κι ἐκεῖ), καί αἰσθάνεται ὅτι ἡ προσευχή πηγάζει ἀπό
τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς του. Τότε λέμε ὅτι ὁ ''νοῦς κατεβαίνει στήν καρδιά''
καί πρός στιγμήν ἐπανέρχεται στήν φυσική του κατάσταση. Ὁπότε,
ἑνοποιημένος πιά ὁ ἄνθρωπος, ἐκχέει τόν καρδιακό του πόνο μέσῳ αὐτῆς
τῆς προσευχῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».

You might also like