You are on page 1of 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Το καλοκαίρι του 2002, οι γονείς μου αποφάσισαν να φύγουμε από το


Κίρκενες και να πάμε να μείνουμε στην Ελλάδα. Ο μπαμπάς μου έχει
καταγωγή από κάποιο χωριό της Βόρειας Κεφαλονιάς. Η Κεφαλονιά
είναι ένα νησί, που τοπογραφικά βρίσκεται στη Δυτική Ελλάδα. Δεν
χρειάστηκε να αγοράσουμε κάποιο σπίτι, καθώς ο μπαμπάς μου είχε ήδη
το παλιό του οικογενειακό του σπίτι, στο οποίο μάλιστα είχε ζήσει για
μερικά χρόνια. Είχαμε ταξιδέψει στην Κεφαλονιά και παλαιότερα, αλλά
δεν πηγαίναμε τόσο συχνά ώστε να θυμάμαι αρκετά πράγματα. Βέβαια η
φύση ήταν υπέροχη και ο καθένας θα ήθελε να πάει για πεζοπορία εκεί.

Από την άλλη, η εγκατάσταση εκεί θα ήταν πολύ δύσκολη, τουλάχιστον


για μένα. Αρχικά ήξερα πολύ λίγες λέξεις στα Ελληνικά, επειδή θυμάμαι
τον πατέρα μου να τις λέει. Όμως στη Νορβηγία μιλούσα συνήθως
Φινλανδικά, Νορβηγικά και σπαστά Ρώσικα, οπότε δεν καταλάβαινα
λέξη στα Ελληνικά. Αλλά θα ξεκινούσα το σχολείο σύντομα και
ευχόμουν να με βοηθούσαν τα παιδιά. Πολλά όνειρα έκανα!

Το σπίτι βρισκόταν στο βορειότερο μέρος της Κεφαλονιάς, όμως δεν


ήταν τόσο μεγάλο όσο το σπίτι στο Κίρκενες. Είχες θέα τη θάλασσα,
όταν καθόσουν στην πίσω αυλή. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι κοντά, όπως
φαίνεται και από τη φωτογραφία, και αυτή είναι η μοναδική ομοιότητα
που είχε με τη Νορβηγία. Δεν είχες γείτονες και κανέναν να τον νοιάζει
για το τι κάνεις. Αυτή η γλυκιά ιδιωτικότητα.

Εκτός από εμένα και τη Μόνικα, η Τζοάννα ήρθε επίσης μαζί μας, καθώς
ήταν μονάχα 14 χρονών. Ποτέ μου δεν έμαθα το λόγο, για τον οποίο
μετακομίσαμε στο νησί. Οι γονείς μου, όμως, είπαν ότι ήθελαν να βρουν
την εσωτερική τους ισορροπία, αλλά αυτό προσωπικά με ενόχλησε. Δεν
μας ρώτησαν καν, εμάς τα παιδιά, για το αν θέλαμε να φύγουμε από το
σπιτάκι μας. Το Κίρκενες ήταν και θα είναι για πάντα το σπίτι μου και η
καρδιά μου ράγισε, όταν με υποχρέωσαν να το αφήσω. Ήμουν σε ένα
μέρος, όπου δεν γνώριζα κανέναν και ένοιωθα τόσο μόνη.
Έζησα για 6 χρόνια στην Κεφαλονιά και ο πρώτος ήταν απόλυτη
καταστροφή για μένα. Ξεκίνησα τη μόρφωσή μου στο τοπικό σχολείο
του χωριού και ευχόμουν να κάνω καινούριους φίλους. Η Μόνικα κι εγώ
δεν ήμασταν στο ίδιο τμήμα της τάξης, γιατί ήταν κάπως άβολο να είσαι
συμμαθήτρια με την αδερφή σου. Μακάρι όμως να είχα διαλέξει να πάω
στο τμήμα της, διότι εκεί τα παιδιά ήταν πολύ φιλικά. Τα πράγματα στο
σχολείο δεν εξελίχθηκαν έτσι ακριβώς όπως είχα προβλέψει. Όταν πήγα
στο σχολείο για πρώτη φορά, κανείς από τους συμμαθητές μου δεν ήθελε
να καθίσω δίπλα του. Όλοι, με το που με έβλεπαν, έβαζαν εμφανώς την
τσάντα τους στη διπλανή άδεια καρέκλα, για να μου δώσουν να
καταλάβω ότι ΔΕ με ήθελαν δίπλα τους. Έτσι, προφανώς πήγα και
κάθισα μόνη μου σε ένα θρανίο στο βάθος. Έβλεπα και κάποια παιδιά να
μου ρίχνουν μια γρήγορη ματιά και μετά να γελούν ή να ψιθυρίζουν κάτι
στο αυτί του διπλανού τους, ενώ μου έριχναν κλεφτές ματιές. Την ώρα
του διαλείμματος, κανείς, προφανώς, δεν ήθελε να είναι μαζί μου. Τον
πρώτο μήνα, τα παιδιά τουλάχιστον δε με ενοχλούσαν, αλλά όλοι τους με
απέφευγαν

Από τον Οκτώβριο, όμως, και μετά, είχα πέσει θύμα άγριου εκφοβισμού.
Μια μέρα η δασκάλα παρατήρησε ότι συνέχεια καθόμουν μόνη μου στο
βάθος. Έτσι, με ρώτησε: "Ίνγκριντ, γιατί δεν κάθεσαι ποτέ με κάποιον;"
Καθώς δεν ήξερα τι να απαντήσω και, για να πω την αλήθεια, δεν
πολυήθελα κιόλας, αποκρίθηκα ξερά: "Είμαι εντάξει". Πολύ σύντομα,
άρχισα να ακούω και τα σχόλια, αλλά και τα ονόματα, με τα οποία με
αποκαλούσαν τα παιδιά. Με φώναζαν γύφτισσα, Βίκινγκ, έλεγαν έχει τα
μαλλιά της άστεγης, μοιάζει σαν να τη δέρνουν και να τη σέρνουν στο
χώμα, βρωμάει απλυσιά, θα σε σφάξει με μαχαίρι και οποιαδήποτε άλλη
παλαβομάρα μπορούσε να κατεβάσει το ξερό τους το κεφάλι.

Ένοιωθα πάρα πάρα πολύ άσχημα και δε μπορούσα και να κάνω κάτι για
αυτό. Κανείς δε με πείραξε ποτέ στο Κίρκενες. Τώρα ήμουν
υποχρεωμένη να αντιμετωπίσω ένα βουνό από προβλήματα και δεν
ήξερα πώς. Δεν μπορούσα να πάρω ούτε όλη την κατάσταση πάνω μου,
να τους πω να σταματήσουν και δεν μπορούσα ούτε καν να αντιδράσω.
Δεν ήταν στο χαρακτήρα μου. Ήμουν υπερβολικά εσωστρεφής και ποτέ
δε θα παραπονιόμουν σε κανέναν. Όμως δεν πρόκειται και να έβαζα και
τα κλάματα. Δε θα τους έκανα τη χάρη να με δουν να υποκύπτω έτσι.

Φοβόμουν ακόμη και να μιλήσω στους γονείς και τους δασκάλους μου γι'
αυτό που γινόταν. Αν το είχα κάνει, ίσως να είχαν αποτρέψει όλο αυτό
που γινόταν από την αρχή. Μάλιστα, η Μόνικα ήξερε τι συμβαίνει στο
σχολείο, διότι όσα έλεγαν για μένα είχαν φτάσει στα αυτιά της. Έτσι την
έπιασα και την απείλησα: ''Αν μάθω ότι έχεις μιλήσει σε κανέναν, για
αυτό που συμβαίνει, δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω ποτέ!". Ωστόσο,
η καημένη η Μόνικα ήταν ακόμα πιο εσωστρεφής από μένα, οπότε δεν
άνοιξε ποτέ το στόμα της. Και ευτυχώς το τμήμα της δεν είχε τόσο κακά
άτομα, οπότε τη συμπαθούσαν. Αλλά εγώ φοβόμουν και ντρεπόμουν να
μη μάθει κανείς τίποτα, διότι θα έμπαινα στο επίκεντρο της προσοχής. Οι
συμμαθητές μου άρχισαν να μου κάνουν πιο σφοδρή επίθεση το
Νοέμβριο και αυτού του είδους η επίθεση κυρίως προκλήθηκε από τη
ζήλεια τους για μένα. Συνειδητοποίησαν ότι αυτή η Ίνγκριντ δεν ήταν
μόνο τόσο σκατένια, αλλά παίζει κιόλας μουσική. Άρα είναι καλύτερη
από εκείνους και αυτό μπορεί να αποβεί επικίνδυνο για τον εγωισμό
τους. Εκείνη την περίοδο ζήτησα από τη δασκάλα μουσικής να με αφήσει
να συμμετάσχω στην ετήσια χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου,
καθώς έπαιζα άρπα, πιάνο και ακορντεόν. Η δασκάλα ήταν πολύ γλυκιά
και αμέσως συμφώνησε. Όμως οι συμμαθητές μου δεν είχαν την ίδια
γνώμη. Όταν συνειδητοποίησαν ποια ήταν στο πιάνο, άρχισαν να
χασκογελούν. Αλλά δεν μπορούσαν, πάλι, να κάνουν και πολλά
παρουσία της δασκάλας. Όμως, όπως λέει και η παροιμία, όταν λείπει η
γάτα, χορεύουν τα ποντίκια. Όταν η δασκάλα έλειπε, εγώ ζούσα μια
κόλαση. Με έβριζαν ή έλεγαν πολύ άσχημα πράγματα για την οικογένεια
και την πατρίδα μου.

Μια μέρα που έλειπε η δασκάλα, με άρπαξαν, μου έδεσαν τα χέρια και τα
πόδια σε μια καρέκλα και με περικύκλωσαν όλοι, αρχίζοντας να πετάνε
πάνω μου πράγματα, κυρίως μυτερά μολύβια. Μου έκλεισαν και το
στόμα, για να μην ουρλιάζω και πάρει κανείς χαμπάρι. Όχι ότι ήμουν και
από τα παιδιά κιόλας που θα φώναζαν. Είχα μάθει ότι, αν σου βγάλουν το
μάτι δεν θα πας να τους το βγάλεις κι εσύ. Θα τους αφήσεις να σε κάνουν
ό,τι θέλουν. Έτσι είχα μάθει. Πάντα άκουγα ότι δεν πολεμάς τη φωτιά με
φωτιά. Πρέπει να μείνεις ήσυχη, το καλό κορίτσι, για να είσαι αρεστή, κι
αν υποφέρεις, τότε δεν πειράζει. Μάλιστα, μου είχαν δέσει και τα μάτια,
για να μη βλέπω τι κάνουν. Δεν ξέρω ποιες ήταν οι προθέσεις τους και τι
άλλο είχαν σκοπό να κάνουν, πάντως κάποια στιγμή ένοιωσα το χέρι
ενός παιδιού να μου τραβάει απότομα τη μπλούζα.

Προς μεγάλη τους έκπληξη, όμως, και για καλή μου τύχη, εκείνη την
ώρα η δασκάλα μπήκε μέσα στην τάξη και συνειδητοποίησε τι συνέβη.
"Τι γίνεται εδώ;", είπε αυστηρά. Ξαφνικά, όλοι κοκάλωσαν περιμένοντας
τις συνέπειες και δεν ακουγόταν κιχ. Φοβόμουν πάρα πολύ αυτή τη
στιγμή, γιατί αν η δασκάλα τιμωρούσε τα παιδιά, το μίσος τους εναντίον
μου θα μεγάλωνε. Όμως, το επόμενο πράγμα που είπαν, ήταν: "Λύστε
την και καθίστε στις θέσεις σας". Την επόμενη ώρα, αντί να κάνουμε
πρόβα, είχαμε μια τεράστια συζήτηση. Η δασκάλα ξεκίνησε λέγοντας:
"Για ποιο λόγο μισείτε όλοι σας τόσο πολύ την Ίνγκριντ;" Η ερώτησή της
προκάλεσε φασαρία και σαματά μέσα στην τάξη. Όλοι άρχισαν να
φωνάζουν άσχημα πράγματα εναντίον μου όπως είναι έτσι, είναι αλλιώς
και όλοι τους με κοιτούσαν με μίσος και θυμό στα μάτια. Ή τουλάχιστον
εγώ νόμιζα ότι το έκαναν ανεξαιρέτως. Τότε η δασκάλα βάρεσε το χέρι
της στην έδρα: "Ησυχία, παρακαλώ! Θα σηκώσετε το χέρι και θα πάρει
ένας το λόγο. Τάξη είμαστε, όχι παιδική χαρά". Μετά από αυτό κανείς
δεν τόλμησε ούτε να κουνηθεί, όχι απλά να τολμήσει να σηκώσει το χέρι.

"Λοιπόν;", ρώτησε η δασκάλα. "Θα περιμένω πολύ;"

Ωστόσο, μετά από πολλή ώρα, όπως φάνηκε, ένα αγόρι σήκωσε το χέρι.
Έβαλα το δικό μου μπροστά από το στόμα μου και ένοιωθα ότι ήθελα να
ξεσπάσω σε κλάμματα. Δεν άντεχα να μου προσάπτουν κατηγορίες
μπροστά σε όλους και να με ξεμπροστιάζουν κατ' αυτόν τον τρόπο. Όμως
αυτό που ακολούθησε ήταν κάτι που ποτέ δεν περίμενα. Τουλάχιστον δεν
περίμενα ότι ένα παιδί εξίμισι ετών, θα είχε τέτοια ωριμότητα.

«Η Ίνγκριντ είναι ένα πολύ ντροπαλό και κλειστό κορίτσι, που είναι πολύ
πιο χαρισματική και όμορφη από όλους μας εδώ μέσα. Τα παιδιά τη
ζηλεύουν και φυσικά τους αρέσει να εκφοβίζουν αδύναμα και ήσυχα
κορίτσια που δεν έχουν τη δύναμη να αντιδράσουν. Δεν μπορούν να τα
βάλουν όμως με ομοίους τους», είπε.
Όλοι μείναμε ήσυχοι για λίγο. Τότε η δασκάλα είπε: «Είναι αλήθεια,
παιδιά; Σωστά μίλησε ο Σόντρε;»

Μετά από αυτό ακολούθησε μια εκτενέστατη συζήτηση σχετικά με τα


αδύναμα παιδιά και το σχολικό εκφοβισμό. Αυτό ήταν μεν προσοδοφόρο
για τους συμμαθητές μου και τους έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι η
συμπεριφορά τους ήταν ανάρμοστη, από την άλλη έκανε εμένα να
νοιώθω άβολα. Όμως έπειτα άκουσα γύρω στις 30 φορές 'συγγνώμη για
όσα σου κάναμε' και άλλα παρόμοια. Απλώς χαμογέλασα και
απομακρύνθηκα. Στο διάλειμμα, πλησίασα τον Σόντρε και του είπα: «Σε
ευχαριστώ που με υποστήριξες. Νοιώθω ευγνωμοσύνη και αν ποτέ
χρειαστείς κάτι, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις».

Ο Σόντρε ήταν ξανθός και οι γονείς του ήταν από τη Σουηδία. Από
εκείνη τη μέρα γίναμε αχώριστοι φίλοι και πολύ συχνά πηγαίναμε ο ένας
στο σπίτι του άλλου. Και οι μαμάδες μας γίναν πολύ καλές φίλες.
Υπήρχε αυτή η μη-ελληνική χημεία. Ο Σόντρε κι εγώ ήμασταν και οι δυο
ντροπαλοί και κλειστοί, έτσι οι χαρακτήρες μας ταίριαζαν. Είχε μεγάλη
έφεση στη μουσική και κάποιες φορές είχαμε μουσικές συναντήσεις,
όπου εγώ έπαιζα πιάνο και εκείνος τραγουδούσε. Μέχρι το τέλος της
πρώτης τάξης, ήταν ο μοναδικός μου φίλος. Δεν κρατούσα κακία στους
συμμαθητές μου, όμως δεν τους είχα συγχωρήσει εντελώς ακόμη.
Ένοιωθα πόσο σκληρά μπορεί να είναι τα παιδιά, έτσι –καθώς και εγώ
ήμουν παιδί—ήθελα να μείνω μακριά τους για λίγο.

Όμως τον επόμενο χρόνο δημιουργήσαμε μια αρκετά στενή φιλία που
κράτησε μέχρι τα 12 μας έτη.

You might also like