You are on page 1of 10

«Λοιπόν», άρχισα. «Πες μου τι συμβαίνει και για ποιο λόγο γύρισες».

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς», απάντησε. Τότε σήκωσε τη μπλούζα της και


είδα μια φουσκωμένη κοιλίτσα. Αναφώνησα: «Νάντια, τι ευχάριστα νέα».
«Περιμένουμε κοριτσάκι», μου είπε.
«Και γιατί δεν μείνατε στην Αμερική; Δεν κατάλαβα;».
Η Νάντια αναστέναξε. «Άκουσε, δεν γύρισα, γιατί είμαι έγκυος. Απλώς
συνειδητοποίησα ότι δεν μου άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής».
«Δηλαδή;»
«Δεν ήθελα να γίνω σαν τη Λύντια. Ξιπασμένη και δήθεν».
«Γιατί; Στην Αμερική πιστεύεις ότι θα ήσουν ξιπασμένη και δήθεν;».
«Λάουρα, μιλάμε για το Broadway. Εκεί παίζουν πολλά λεφτά. Ναι, μου άρεσε
αυτό που έκανα, μου άρεσε το ότι έπαιρνα πολλά λεφτά. Αλλά δεν ήθελα να
γίνω κι εγώ ντίβα, σαν τόσες άλλες που γνώρισα. Ξέρεις τι είδαν τα μάτια μου
εκεί;».
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
«Αυτά που είδες εσύ στο θέατρο δεν ήταν τίποτα. Πιο διεστραμμένους
ανθρώπους δεν έχω ξαναγνωρίσει, στο ορκίζομαι».
«Δεν πιστεύω να σου έκανε κανείς τίποτα».
Γέλασε «Αστειεύεσαι; Σιγά μην τολμούσε. Αλλά για αυτό έφυγα και για τους
λόγους που σου εξήγησα. Δεν μου ταιριάζει εμένα το να είμαι σταρ. Εξάλλου,
ήθελα να συνεχίσω την καριέρα μου ως αρχαιολόγος».
«Είναι δύσκολο να τα συνδυάσεις και τα δύο. Η αρχαιολογία έχει μεγάλο
φόρτο εργασίας. Ανασκαφές και άλλα τέτοια πράγματα».
«Μόνο ανασκαφές;», είπε. «Μου φαίνεται πως δεν ξέρεις πολλά πράγματα».
«Δεν ξέρω τίποτα απολύτως για την αρχαιολογία. Μόνο δύο πράγματα που
μου έχει πει ο πατέρας μου, αν και εκείνος σπούδασε εθνολογία».
«Επιπλέον», συνέχισε. «Προτιμώ να παίζω κιθάρα σε ακουστικά πρότζεκτ.
Μου αρέσει να αλληλεπιδρώ με το κοινό».
«Και εμένα», είπα. «Δε με ενθουσιάζει ιδιαίτερα η ιδέα ότι μπορεί στο μέλλον
να παίζω με τους Mostly Autumn σε μεγάλα στάδια. Οι μικροί χώροι μου
ταιριάζουν καλύτερα. Μετά μιλάω με τον κόσμο λίγο».
«Και πώς πας με το συγκρότημα;».
«Ετοιμαζόμαστε να κυκλοφορήσουμε άλμπουμ στα τέλη του Απρίλη».
«Και για πες! Τι να περιμένουμε;».
Χαμήλωσα τη φωνή μου. «Σχετίζεται με το Ολοκαύτωμα και το Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο».
«Γιατί ρε Λάουρα τέτοια καταστροφολογία; Συνέβη κάτι;».
Έσκασα στα γέλια. «Αν συνέβαινε κάτι, θα έγραφα για την καρδιά μου που
πονάει, όχι για ένα ιστορικό θέμα. Απλώς διάβασα ένα βιβλίο σχετικά με το
Ολοκαύτωμα, το οποίο με σόκαρε τόσο πολύ, που ήθελα να το αποτυπώσω
στη μουσική».
«Κανένα βιβλίο γράφεις;».
«Πριν λίγο καιρό, η Τζέσικκα κι εγώ εκδώσαμε ένα βιβλίο με ιστορίες
τρόμου».
«Ουυ, τρομακτικό. Δεν με ενημέρωσες σχετικά μ’ αυτό. Για πες».
«Η Τζέσικκα είχε την ιδέα να καταφύγουμε στο εξοχικό μου στην Ελλάδα και
να γράψουμε δύο-τρεις ιστορίες για το Orchidea’s Tales. Όμως
αποκλειστήκαμε λόγω ενός κυκλώνα, οπότε μέσα σε ένα τρίμηνο γράψαμε
καμιά εικοσιπενταριά ιστορίες. Μόλις άνοιξαν οι πτήσεις, επιστρέψαμε στη
Νορβηγία και εκδώσαμε το βιβλίο. Ονομάζεται Ιστορίες από την Κρύπτη».
«Και πώς πήγατε με τη συγγραφή;».
«Η Τζέσικκα με βοήθησε πολύ. Αν και είμαι συγγραφέας, συνήθως γράφω
μυθιστορήματα και ψυχογραφήματα. Δεν είμαι σίγουρη ότι έχω τις
κατάλληλες δεξιότητες για να γράψω ιστορίες τρόμου ή επιστημονικής
φαντασίας. Με τη φαντασία, ειδικά, δεν το έχω καθόλου. Και η Τζέσικκα πολύ
συχνά τραβούσε τα μαλλιά της με τον τρόπο που έγραφα».
Η Νάντια γέλασε. «Τουλάχιστον τώρα έμαθες πώς να γράφεις τέτοιες
ιστορίες».
«Ναι, κάπως», απάντησα. «Μπορώ να κάνω την ιστορία να έχει περισσότερη
δράση».
«Τέλεια. Να το ξανακάνεις και μόνη σου».
«Δε νομίζω», απάντησα. «Προτιμώ να γράφω γενικά μυθιστορήματα. Και
φέτος δεν προλαβαίνω να αρχίσω να γράφω κάτι άλλο. Ήδη τελειώσαμε τα
γυρίσματα για την ταινία».
«Ποια ταινία;», ρώτησε η Νάντια.
«Δεν σου το είπα; Ένας φίλος μου πρότεινε να παίξω σε ταινία».
«Αυτό είναι υπέροχο. Και πότε θα κυκλοφορήσει;».
«Γύρω στο Μάιο», απάντησα.
«Θα τη δω σίγουρα. Θα τη δούμε παρέα», είπε γελώντας.
Το τελευταίο δεν μου άρεσε. Δεν ξέρω τι μου συνέβαινε, αλλά κάτι άσχημο
ένοιωθα με τη Νάντια. Έχω ξαναπεί ότι η Νάντια είναι η καλύτερη φίλη που
θα ήθελε να έχει ποτέ κανείς. Πάντα την αγαπούσα, σαν να ήταν αδελφή μου.
Αλλά όταν την είδα μετά από δυόμιση χρόνια, ένοιωσα το στομάχι μου να
ανακατεύεται. Μου ήρθαν στο μυαλό οι άσχημες μνήμες, που είχαμε με τη
Λύντια. Και δεν ήθελα να επιστρέψω σ’ αυτές. Μου ράγισε η καρδιά, γιατί
ήξερα ότι ποτέ πια δεν θα ήμουν τόσο δεμένη με τη Νάντια. Και αυτό γιατί
ποτέ πια δεν θα μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια. Κάθε φορά θα ένοιωθα
πικρία γιατί θα θυμόμουν όσα άσχημα γεγονότα ζήσαμε. Θα θυμόμουν ότι
έκανα απόπειρα αυτοκτονίας και ότι ήμουν σε τόσο άσχημη κατάσταση που
κανείς δεν θα ήθελε να είναι. Είχα ξεφύγει από αυτές τις καταστάσεις και η
παρουσία της Νάντιας μου θύμιζε όλη αυτή την σκοτεινή περίοδο.
Για να αποφύγω τις κακές σκέψεις, δεν περνούσα συνέχεια χρόνο μόνη μου.
Δούλευα τα κομμάτια για το landscape-music.org στο σπίτι, όπου περνούσα
χρόνο με την κόρη μου, τη Γιοχάννα και τον σύντροφό μου, τον Στέφαν. Η
Γιοχάννα είχε μεγαλώσει αρκετά, οπότε πλέον μπορούσαμε να έχουμε
διάφορες κοινές ασχολίες. Ακόμα φτιάχναμε παζλ στο πάτωμα, αλλά τώρα τα
κομμάτια ήταν μεγαλύτερα και άρμοζαν στην ηλικία της. Συνεχίζαμε να
παίζουμε παιχνίδια -- αγαπούσαμε τα παιχνίδια και τα βράδια τα περνούσαμε
είτε με παιχνίδια είτε με ταινίες. Αν και ήταν μικρή, της άρεσε να μαθαίνει να
μαγειρεύει (μάλλον έμοιασε στον πατέρα της σ’ αυτό). Αλήθεια, ήξερε να
φτιάχνει μερικά φαγητά. Και εννοείται βοηθούσε στις δουλειές και σε
πράγματα που χρειάζονταν στο σπίτι.
Μου άρεσε να περνάω δημιουργικό χρόνο με την οικογένειά μου. Πάντα
φοβόμουν πως δεν θα μπορέσω να βρω ισορροπία, συνδυάζοντας την
δουλειά και την οικογένεια. Αλλά τώρα, όπως φάνηκε, και τα δύο βρίσκονταν
στο ίδιο επίπεδο. Επιπλέον, δεν μπορούσα να ξαναπώ ότι μου λείπουν οι
γονείς μου. Από τότε που μετακόμισα πίσω στο Κίρκενες, έβλεπα πάρα πολύ
συχνά τη μαμά και το μπαμπά μου. Κι εκείνοι δεν έκαναν τόσο συχνά
περιοδείες. Ο μπαμπάς είχε διαβήτη και οι γιατροί του συνιστούσαν να μην
κάνει μεγάλα ταξίδια. Επομένως το ότι γύρισα πίσω ήταν επίσης θετικό, γιατί
δεν θα χρειαζόταν να με επισκέπτονται στην Ιρλανδία.
Δούλευα εντατικά μέχρι τον Απρίλιο του 2009. Το μιξάρισμα και το mastering
τα έκανα μόνη μου στο σπίτι. Έτσι στις 8 Απριλίου του 2009 ανέβασα τα
δεκαέξι τραγούδια που είχα γράψει στο landscape-music.org. Κανείς δεν το
έμαθε, διότι δεν το ανακοίνωσα πουθενά, γιατί δεν ήθελα. Θεωρώ ότι είναι
πάρα πολύ υποκριτικό το να κάνεις δωρεές και μετά να το διατυμπανίζεις.
Είναι σαν να κάνεις μια καλή πράξη, μόνο και μόνο για να σε χειροκροτήσουν.
Και αυτό είναι πάρα πολύ συχνό φαινόμενο, όσον αφορά τους καλλιτέχνες.
Πολλοί καλλιτέχνες κάνουν δωρεές και μπορεί να δώσουν και εκατομμύρια,
αλλά μετά το ανακοινώνουν δημόσια, ώστε να πάρουν φήμη. Όλο αυτό
αμέσως ακυρώνει την καλή σου πράξη. Αν θες να κάνεις κάτι καλό, κάνε το
χωρίς να πρέπει να το ανακοινώσεις. Αυτή είναι η έννοια του αλτρουισμού,
δηλαδή να κάνεις μια καλή πράξη, χωρίς αντάλλαγμα (που στην προκειμένη
το αντάλλαγμα είναι η φήμη, οπότε παραπάνω έσοδα, αν είσαι καλλιτέχνης).
Επίσης το αρνητικό με τις δωρεές είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις που πηγαίνουν τα
χρήματά σου. Πολλές οργανώσεις δεν στέλνουν τα χρήματα εκεί που πρέπει,
αλλά τα κρατούν οι ίδιες για τη δική τους επιβίωση. Το landscape-music.org
δεν ήταν έτσι. Αυτό ήταν κάτι που γνώριζα από πρώτο χέρι. Αν ήσουν
καλλιτέχνης, έγραφες μουσική για τις περιοχές (και όχι μόνο), των οποίων το
φυσικό περιβάλλον προσπαθούσε να διασώσει αυτή η εταιρεία. Τα έσοδα
από τα άλμπουμ τα έστελναν κατευθείαν εκεί για αυτή τη συντήρηση και η
εταιρεία δεν κρατούσε τίποτα. Για αυτό το λόγο την εμπιστευόμουν. Ναι,
προφανώς και είχα μιλήσει για αυτήν σε άλλα άτομα, αλλά ποτέ δεν
ανακοίνωσα ότι έκανα δωρεές και έγραφα τραγούδια για αυτή.
Εντωμεταξύ είχαμε αρχίσει να ηχογραφούμε το άλμπουμ εδώ και μερικούς
μήνες, οπότε πηγαινοερχόμουν από την Νορβηγία στην Ουαλία. Αυτή τη φορά
δεν πήγαμε στο Μπρίστολ καθόλου, γιατί το άλμπουμ δεν είχε τόσο φολκ
στοιχεία, ώστε να χρησιμοποιήσουμε παραδοσιακά όργανα. Είχε πιο βαρύ
ήχο από ότι οι προηγούμενοί μας δίσκοι και αυτό οφείλεται κυρίως στη
θεματική του άλμπουμ. Ένας δίσκος που πραγματεύεται τόσο σοβαρά
ζητήματα, όπως η βία και ο πόλεμος, χρειάζεται και έναν κατάλληλο ήχο.
Ο δίσκος μας, λοιπόν, κυκλοφόρησε στις 19 Απριλίου του 2009 και είχε τον
τίτλο Carpe Diem. Ξεκινήσαμε την περιοδεία μας αμέσως μετά την
κυκλοφορία του δίσκου. Αυτή η περιοδεία ήταν λίγο διαφορετική και αυτό
γιατί δεν ήμασταν μόνοι μας πάντα. Σε γενικές γραμμές, κρατούσαμε την
προσωπική μας ζωή αρκετά κρυφή από τον κόσμο και για αυτό και πριν λίγα
χρόνια έβαλα χέρι στους γονείς μου, που είχαν την πόρτα τους συνέχεια
ανοιχτή. Όμως, σε κλειστές κοινότητες, όπως το Γιόρκσαϊρ ή το Κίρκενες
ήμασταν λίγο πιο ανοιχτοί με τον κόσμο. Πολύ συχνά, όταν τύχαινε να
παίζουμε στο Blakey Ridge στο Γιόρκσαϊρ, παίζαμε μαζί με τους Raglan Road.
Και αυτό, όχι μόνο επειδή είχα οικογένεια με τον Στέφαν. Ο Μπράιαν ήταν
αρραβωνιασμένος με την τραγουδίστρια των Raglan Road, την Λίββυ, η οποία
είχε αγγελική φωνή. Οπότε πολύ συχνά, είχαμε κοινές εμφανίσεις με το
συγκρότημα στην Αγγλία.
Η περιοδεία μας θα κρατούσε μέχρι το καλοκαίρι, γιατί είχαμε πάρα πολλές
καινούριες ιδέες και θέλαμε να κυκλοφορήσουμε επόμενο άλμπουμ. Δεν
θέλαμε να περιμένουμε καθόλου, αλλά να κάνουμε μια τεράστια περιοδεία
τον επόμενο χρόνο, όταν θα κυκλοφορούσε και το επόμενο άλμπουμ.
Εντωμεταξύ, η ταινία κυκλοφόρησε το Μάιο του 2009 και η Νάντια με πήρε
τηλέφωνο, για να με συγχαρεί. Επιπλέον μου έκανε μια πρόταση. «Θέλεις να
έρθεις μαζί μου σε μια ανασκαφή το καλοκαίρι;».
«Πού», ρώτησα.
«Στην Τενερίφη, στα Κανάρια νησιά. Στην Ισπανία».
Ήθελα πραγματικά; Ένοιωθα πάρα πολύ άσχημα με τον εαυτό μου, γιατί η
Νάντια με το που γύρισε από την Αμερική, προσπαθούσε να επανασυνδεθεί
μαζί μου. Κι εγώ δεν ήθελα. Δεν μπορούσα να είμαι πια κολλητή μαζί της για
όλους τους λόγους που ανέφερα παραπάνω. Αλλά, από την άλλη τα έβαλα με
τον εαυτό μου, ότι δηλαδή εκείνη έχει ακόμα βαθιά συναισθήματα για εμένα,
ενώ εγώ είμαι αυτή που είναι ψυχρή. Για αυτό τον λόγο, δέχτηκα να πάω μαζί
της στην Ισπανία και από το τηλέφωνο πετούσε από τη χαρά της. Ένας άλλος
λόγος που ένοιωθα άσχημα, γιατί της φερόμουν άδικα.
Είχα αρκετό χρόνο, διότι η ανασκαφή θα ξεκινούσε τον Ιούλιο και η περιοδεία
μας τελείωνε τον Ιούνιο. Τον Ιούνιο παίξαμε την τελευταία μας συναυλία σε
μια μικρή πόλη της Λαπωνίας, που ονομάζεται Sodankylä. Ποτέ μου δεν
κατάλαβα, για ποιο λόγο ονομάζεται έτσι αυτή η πόλη. Στα Φινλανδικά
σημαίνει το χωριό του πολέμου. Από εκεί, πήρα το Εξπρές λεωφορείο που
ξεκινάει από το Ροβανιέμι και φτάνει στο Μούρμανσκ. Είναι ένα αρκετά άνετο
λεωφορείο και φτάνει πολύ γρήγορα στο Κίρκενες. Οι θέσεις πάντα είναι
αριθμημένες, γιατί αυτό το λεωφορείο πάντα γεμίζει, οπότε κάποιος θα
καθίσει πάντα δίπλα μου. Στο λεωφορείο, συνέβη κάτι τελείως παράξενο,
αλλά υπέροχο. Κάποια στιγμή, κατάλαβα ότι κάποια γυναίκα κάθισε δίπλα
μου. Πάντοτε, στα ταξίδια έχω ένα βιβλίο μαζί μου, έτσι ώστε αυτές τις οκτώ
ώρες μπορώ είτε να κοιμάμαι είτε να διαβάζω. Επίσης, αν κάποιος καθίσει
δίπλα μου και με δει να διαβάζω, δεν θα μου πιάσει ψιλή κουβέντα.
Η γυναίκα που κάθισε δίπλα μου, όμως, κάποια στιγμή ρώτησε: «Τι
διαβάζεις;»
Για μια στιγμή, ενοχλήθηκα, γιατί δεν μου αρέσει να μου μιλούν άγνωστοι στο
λεωφορείο. Με κάνει να νοιώθω άβολα και να μην ξέρω τι να τους πω.
Ωστόσο, σταμάτησε να με ενοχλεί, όταν σήκωσα τα μάτια μου. Ήταν μια
ξανθιά γυναικούλα, που μου χαμογελούσε και πρέπει να ήταν περίπου δέκα
χρόνια μεγαλύτερή μου.
«Διαβάζω Το Όνομα του Ρόδου του Ουμπέρτο Έκο», της είπα ανταποδίδοντας
το χαμόγελο. «Το έχεις διαβάσει;».
«Χμμ, όχι, αλλά σίγουρα έχω διαβάσει βιβλία αυτού του συγγραφέα. Επί τη
ευκαιρία, είμαι η Τζοάννα», είπε και μου έδωσε το χέρι της. «Εσύ;». Κοίτα
σύμπτωση. Την έλεγαν Τζοάννα, σαν την αδελφή μου και πρόφερε μάλιστα το
όνομά της με αγγλικό τρόπο.
«Λάουρα», είπα. «Ταξιδεύω μακριά. Στο Κίρκενες».
«Εγώ στην Άλτα», απάντησε.
Ενώ, λοιπόν, συζητούσαμε στο λεωφορείο, κάποια στιγμή με διέκοψε και
αναφώνησε. «Μα ναι, είσαι η Λάουρα! Πώς δεν το είχα καταλάβει;».
«Τι εννοείς;», είπα γελώντας.
«Είσαι η μικρή Λάουρα. Σε θυμάμαι τώρα πολύ καλά. Είμαι κολλητή φίλη με
την αδελφή σου, τη Τζοάννα και παίζουμε μουσική μαζί πολύ συχνά».
Συνοφρυώθηκα για λίγο, αλλά μετά συνειδητοποίησα ποια μπορεί να είναι.
«Μισό λεπτό», έκανα «μην μου πεις ότι είσαι η Τζοάννα, που είχε έρθει στο
σπίτι πριν από δεκαπέντε χρόνια. Τότε που εγώ και η αδελφή μου είχαμε
φτιάξει τους Ιέρνις».
«Και εμείς σε βάζαμε να κοιμηθείς, για να παίζουμε Skyrim, χωρίς να σε
έχουμε στα πόδια μας», γέλασε.
«Και μαζεύαμε μανιτάρια οι τρεις μας με τα καλάθια και τις κοτσίδες,
χοροπηδώντας και τραγουδώντας Κέλτικα στο δρόμο!».
«Δεν το πιστεύω!», αναφώνησε.
«Ούτε εγώ. Μετά από τόσα χρόνια».
Με αγκάλιασε. «Ξέρεις ότι σε έψαχνα; Ρωτούσα την αδελφή σου για σένα και
μου έλεγε ότι έχεις γίνει εξαιρετική συνθέτρια, ηθοποιός και συγγραφέας».
Γέλασα. «Η αδελφή μου ξέρει πάντα να υπερβάλλει όποτε μιλάει για μένα».
«Σε χρειαζόμουν να πω την αλήθεια. Χρειαζόμουν τη φωνή σου».
«Πώς κι έτσι;», ρώτησα.
«Θα φτιάξω ένα ηλεκτρονικό άλμπουμ και πιστεύω ότι η φωνή σου ταιριάζει
σ’ αυτό. Τι λες; Θέλεις να έρθεις στο στούντιο να ηχογραφήσεις;».
Το σκέφτηκα. «Δεν στο υπόσχομαι. Μόλις τελείωσε η περιοδεία μας και θα
ξεκινήσουμε αμέσως να γράφουμε το επόμενο άλμπουμ. Αν προλάβω, θα σε
ενημερώσω».
«Πάντως, δεν θα πάρει πολύ. Ούτε έναν μήνα, γιατί θα έχουμε κι άλλες
φωνές».
«Εντάξει, τότε», είπα. «Αν γίνει προς το τέλος του χρόνου, τότε πάρε με
τηλέφωνο και θα είμαι εκεί».
Όταν έφτασα στο σπίτι μου, τηλεφώνησα στην αδελφή μου και της τα είπα
όλα. «Πώς τα φέρνουν οι καταστάσεις», μου είπε «και ξαναβρέθηκες με την
Τζοάννα. Είναι υπέροχος άνθρωπος».
Στο σπίτι, θα περνούσα χρόνο με τη Γιοχάννα και τον Στέφαν για ένα μήνα.
Ύστερα θα πήγαινα στην ανασκαφή με τη Νάντια και θα επέστρεφα πάλι
πίσω. Ο Στέφαν κι εγώ πηγαίναμε συνέχεια για περπάτημα στο δάσος.
Κάποιες φορές παίρναμε τη Γιοχάννα μαζί. Όταν δεν την παίρναμε, την
πηγαίναμε στους γονείς μου ή την κρατούσε η Τζέσικκα. Με τη Τζέσικκα είχε
μάθει να παίζει D&D, για αυτό πολλά απογεύματα στήναμε κι εμείς D&D. Μας
άρεσαν πάρα πολύ τα παιχνίδια και ήταν ένας πολύ ωραίος τρόπος να
περάσουμε λίγο χρόνο μαζί ως οικογένεια.
Κάποια μέρα, ο Στέφαν κι εγώ πήγαμε για περπάτημα, χωρίς να πάρουμε μαζί
το παιδί. Ενώ καθόμασταν σε μια πέτρα μέσα στο δάσος, με αγκάλιασε και
μου είπε: «Ήθελα να σου πω κάτι εδώ και λίγο καιρό».
«Τι;», τον ρώτησα.
Ξεφύσηξε. «Δεν θέλω να ακούγομαι χαζορομαντικός, αλλά σ’ αγαπάω και
νομίζω ότι είναι ολοφάνερο πως είμαστε οικογένεια. Θα μπορούσαμε να
πάμε ένα βήμα παραπέρα».
«Δηλαδή;», ρώτησα.
«Να παντρευτούμε, ίσως;».
Μόνο αυτή η σκέψη με έκανε να παγώσω. Αγαπούσα πάρα πολύ και τον
Στέφαν και τη Γιοχάννα, αλλά δεν μπορούσα να παντρευτώ. Δεν το ήθελα. Δεν
μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου νυφούλα με φόρεμα. Φρίκαρα μόνο
στη σκέψη.
«Άκουσε», απάντησα. «Κι εγώ σ’ αγαπάω, αλλά…δεν ξέρω…η ιδέα του γάμου
με φρικάρει».
«Μα γιατί;», μου είπε και μου χάιδεψε το χέρι.
«Εγώ με το νυφικό στην εκκλησία…Χριστέ μου!».
«Μα ποιος σου είπε να ντυθείς νυφούλα στην εκκλησία;», είπε γελώντας.
«Φαντάσου τη Λάουρα με νυφικό».
«Ε, τότε;».
«Αγάπη μου, ο γάμος δεν είναι πάντοτε θρησκευτικός. Και, αν δεν θέλεις
καθόλου γάμο, τότε μπορούμε να κάνουμε σύμφωνο συμβίωσης».
«Θα είμαστε ομοφυλόφιλο ζευγάρι», είπα και έσκασα στα γέλια.
Με κοίταξε περίεργα. «Δεν κάνουν μόνο τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια σύμφωνο
συμβίωσης».
«Το ξέρω», είπα. «Αστειεύομαι».
«Πότε;»
«Πότε», επανέλαβα.
«Πότε παντρευόμαστε;», ρώτησε.
«Όσο πιο γρήγορα γίνεται. Σήμερα, αύριο, σε ένα μήνα».
«Το Σεπτέμβριο», απάντησε. «Για να έχουμε μεγαλύτερο περιθώριο για να
ετοιμαστούμε».
«Ναι, τέλεια».
«Σ’ αγαπάω», μου είπε.
«Κι εγώ».
Για φαντάσου. Μέσα σε πέντε λεπτά, εγώ η Λάουρα Σπάρνενν, που ορκίστηκα
να πεθάνω ανύπαντρη (και κάποτε έλεγα ότι δεν θέλω παιδιά), μεταπείστηκα
και πέρα από το ότι ήμουν μητέρα, θα γινόμουν και σύζυγος. Ποιος θα το
σκεφτόταν;
Δεν είπαμε τίποτα προς το παρόν. Εξάλλου το σύμφωνο συμβίωσης δεν είναι
σαν τον γάμο με κόσμο και νταβαντούρια. Το ζευγάρι πηγαίνει σε ένα
αστυνομικό τμήμα με τις ταυτότητες και μέσα σε ένα δεκαήμερο βγαίνει και
το πιστοποιητικό. Βεβαίως και υπήρξε δαχτυλίδι, όχι για το τυπικό. Απλώς ο
Στέφαν είναι ένας άνθρωπος, που θέλει να δώσει ζεστασιά στα άτομα που
αγαπάει. Και σ’ αυτό του έχει μοιάσει πολύ και η Γιοχάννα. Και βεβαίως ο
γάμος χωρίς δαχτυλίδι φαίνεται λίγο περίεργος, ακόμα κι αν θα κάναμε ένα
απλό σύμφωνο συμβίωσης.
Το καλοκαίρι, όπως είχα υποσχεθεί, πήγα στην Ισπανία με τη Νάντια. Η
Νάντια είχε ξανακάνει ανασκαφή σε εκείνο το μέρος, οπότε γνώριζε ισπανικά
και μιλούσε πάρα πολύ καλά. Κουραζόμουν μόνο να τη βλέπω. Εγώ έβγαζα τα
χόρτα από τον κήπο μου και πέθαινα, κι εκείνη έσκαβε ώρες κάτω από τον
ήλιο και δεν καταλάβαινε τίποτα. Τελικά η δουλειά του αρχαιολόγου ήταν
πολύ πιο δύσκολη από ότι περίμενα. Αν και πέρασα καλά μαζί της, ήταν η
τελευταία φορά που περάσαμε τόσο πολύ χρόνο μαζί. Και ήταν κρίμα, γιατί
για χάρη της Λύντιας, εγώ έχασα την κολλητή μου για πάντα.
Γυρνώντας από την Ισπανία, πήγα στους γονείς μου. Εκείνη τη μέρα ο
μπαμπάς μου είχε βγει έξω, οπότε εγώ ήμουν με τη μαμά στην κουζίνα. «Το
κορίτσι σου έχει ένα πολύ καλό νέο».
«Είσαι έγκυος!», είπε.
Το χαμόγελό μου έσβησε. Δεν ήμουν και δεν ήθελα να ξαναμείνω. Είχα τη
Γιοχάννα. «Όχι βρε μαμά. Έχουμε ήδη την κόρη μας».
Σήκωσα την παλάμη μου. Η μαμά με αγκάλιασε: «Πόσο ευχάριστο! Πότε με το
καλό ο γάμος;».
Γέλασα. «Τον Σεπτέμβριο. Και μην με φανταστείς νυφούλα στην εκκλησία. Δεν
θα έρθει κανείς, ούτε καν εσείς».
«Τι εννοείς;», είπε η μαμά απογοητευμένη.
«Εννοώ ότι θα κάνουμε σύμφωνο συμβίωσης».
«Α, τέλεια τότε! Να σου πω την αλήθεια, δεν θα μπορούσα να σε φανταστώ
με νυφικό».
«Ούτε εγώ εμένα», απάντησα.
Η κόρη μας έμαθε για το νέο -- έπρεπε να της εξηγήσουμε ακριβώς τι θα ήταν
αυτό που θα κάναμε. Στην αρχή, φοβόμουν ότι θα το πάρει αρνητικά, γιατί
στα παιδάκια δεν αρέσουν μη συνηθισμένα πράγματα, επειδή φοβούνται
μήπως τα κατακρίνουν οι συμμαθητές τους. Η Γιοχάννα, όμως, δεν ήταν έτσι.
Αν ήμασταν χαρούμενοι εμείς, τότε κι εκείνη ήταν χαρούμενη με την
απόφασή μας.
Σειρά είχαν οι πολύ καλοί μου φίλοι. Όταν ξανασυναντήθηκα με το
συγκρότημα, με ρώτησαν: «Πού χάθηκες εσύ;».
«Δε χάθηκα», απάντησα.
«Ε τότε;».
Σήκωσα το αριστερό μου χέρι. «Παντρεύομαι σε ένα μήνα».

You might also like