You are on page 1of 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΝΟΡΒΗΓΙΑ

Γεννήθηκα στις 25 Ιουλίου του 1996, ένα δευτερόλεπτο μετά την


αδερφή μου, τη Μόνικα. Η μητέρα μου αποφάσισε να γεννήσει σε
φυσικό περιβάλλον, έτσι η Μόνικα κι εγώ γεννηθήκαμε μέσα στη
θάλασσα, στον Αρκτικό κύκλο, σε μια μικρή πόλη του Φίννμαρκ, στη
Βόρεια Νορβηγία, που ονομάζεται Κίρκενες και είναι πολύ κοντά στα
σύνορα της Φινλανδίας και της Ρωσίας. Ζούσαμε σε ένα χωριό, το
Έλβενες, που βρίσκεται περίπου 5 χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα της
Ρωσίας και το σπίτι μας ήταν χτισμένο πάνω σε έναν κόλπο, τον
Kongsgambukta* (*bukta σημαίνει κόλπος στα Νορβηγικά), εκεί όπου
δείχνει και η φωτογραφία. Έχω ένα αρκετά πολυπολιτισμικό υπόβαθρο,
καθώς η μητέρα μου, Νίκι, έχει καταγωγή από τη Ρωσία και ο πατέρας
μου, Τομ, έχει προγόνους από την Ελλάδα και τη Ρουμανία. Ωστόσο, οι
ρίζες μου γυρνούν και πάλι στη Νορβηγία, καθώς η προγιαγιά μου, από
την πλευρά της μητέρας μου ήταν από το Νόρντκαππ και το επίθετο του
πατέρα μου είναι Χάλβορσεν. Εξάλλου, και οι δυο μου γονείς
γεννήθηκαν στο Κίρκενες και εκεί γεννήθηκαν και τα άλλα 4 παιδιά
τους.

Πέρα από τη Μόνικα, έχω άλλα δύο μεγαλύτερα αδέρφια: έναν αδερφό
και μια αδερφή. Ο Ντάνιελ είναι 15 χρόνια μεγαλύτερος από μένα και η
Τζοάννα 8,5 χρόνια πιο μεγάλη. Έτσι λοιπόν εγώ είμαι το στερνοπούλι
της οικογένειας, αφού βγήκα τελευταία από την κοιλιά της μαμάς μου.
Νομίζω ότι από όλη την οικογένεια πάντα ήμουν πιο κοντά με τη
Τζοάννα και ακόμα έτσι είμαστε. Έχουμε πολλές ομοιότητες στον
χαρακτήρα και μπορεί να καταλάβει καθαρά το πώς σκέφτομαι. Αλλά,
ούτως ή άλλως, είμαστε μια αρκετά δεμένη οικογένεια, αν και μεταξύ
μας μένουμε πολύ μακριά.

Ο πατέρας μου έχει σπουδάσει ιστορία και εθνολογία και, κατά κάποιο
τρόπο, αυτό το γεγονός άσκησε μεγάλη επίδραση πάνω μου. Η μαμά μου
ήθελε να γίνει εξελικτική βιολόγος και μάλιστα σπούδασε βιολογία.
Ωστόσο και οι δυο τους τελικά έκαναν καριέρα στην υποκριτική και
είχαν εμφανιστεί σε παραστάσεις στο θέατρο. Η μαμά μου είχε πολύ
μακριά ξανθά μαλλιά και πολλοί θεωρούσαν ότι έμοιαζε σε κάτι ανάμεσα
στη Μέριλ Στριπ και τη Λορίνα Μακένιτ. Τώρα πια που έχει σταματήσει
να τα βάφει, μοιάζει περισσότερο με γιαγιούλα, που λέει παραμύθια στα
εγγόνια της γύρω από το τζάκι. Ο μπαμπάς μου έχει ξανθά μακριά
μαλλιά δεμένα σε αλογοουρά. Μου διηγούταν ιστορίες από όλο τον
κόσμο, όταν ήμουν μικρή. Είχε ταξιδέψει σε πολλές εξωτικές χώρες και
εξαιτίας αυτού με έκανε να αποβάλω από πάνω μου κάθε ίχνος
ρατσισμού για άλλους λαούς, ήδη από πολύ μικρή ηλικία.

Και οι δυο μου γονείς, επιπλέον, ήταν εξαίρετοι μουσικοί. Έτσι, είχα
μουσική αίσθηση από όταν ήμουν περίπου 2 ετών. Η μαμά μου με έβαζε
στα γόνατά της και μου μάθαινε τις νότες στο πιάνο, στην αρχή με το
αυτί. Μου άρεσε και να την ακούω να παίζει. Νομίζω ότι κι ο Ντάνιελ
και η Τζοάννα έκαναν το ίδιο μαζί της, αν και ο Ντάνιελ είναι ο
μοναδικός από τα αδέρφια, που ασχολήθηκε περισσότερο με τη μουσική
ταινιών. Μονάχα η Μόνικα δε θέλησε να μάθει πιάνο. Αντίθετα, εκείνη
ξεκίνησε μαθήματα βιολιού, όταν ήταν 5, σε ένα τοπικό ωδείο. Τώρα,
όσο για τη Τζοάννα, της άρεσε πολύ το τραγούδι, πέρα από το να παίζει
πιάνο. Είχε πολύ δυνατή φωνή, σε καλή φόρμα και πάντα
ευχαριστιόμουν να την ακούω. Επιπλέον, έμαθα να παίζω ακορντεόν
από το μπαμπά μου και αργότερα στο σχολείο, έμαθα και άρπα.
Ξεκίνησα να πειραματίζομαι με τα πλήκτρα του πιάνου, όταν ήμουν 2,
όμως στα 4 ξεκίνησα μαθήματα συστηματικά με την Κάτι, την αδερφή
της μαμάς μου. Η Κάτι ήταν δασκάλα πιάνου και δασκάλα μουσικής στο
γυμνάσιο και το Λύκειο του Κίρκενες, ενώ παράλληλα εργαζόταν και σε
ένα ψιλικατζίδικο στο κέντρο. Μοιάζει αρκετά με τη μαμά, όμως είναι
αρκετά μεγαλύτερη με πιο κοντά μαλλιά. Η μαμά μου έχει και 2
μικρότερες αδερφές: τη Λίνα, η οποία είναι ψυχολόγος και ζει στο Όσλο
έτσι την έχω δει λίγες φορές* (*πριν 4 χρόνια γνώρισα για πρώτη φορά
την ξαδέρφη μου την Αστραία, διότι ήταν φαν του συγκροτήματος) και
τη Μάγια, που είναι κωμικός και έχει παίξει και με τους γονείς μου στο
θέατρο.
Το Κίρκενες είναι μικρή πόλη, όμως τίποτα δεν το εμποδίζει από το να
είναι πολυπολιτισμικό. Αρχικά, συνορεύει με το Ίναρι της Φινλανδίας
στα δυτικά και το Μούρμανσκ της Ρωσίας στα ανατολικά, από όπου
κατάγεται και η μαμά μου. Έτσι, οι άνθρωποι μιλούσαν Νορβηγικά,
Φινλανδικά, Ρώσικα, αλλά και Σάμι επίσης, καθώς βρισκόταν κοντά στη
Λαπωνία και το ίδιο το μέρος ήταν το νορβηγικό κομμάτι της Λαπωνίας.
Το γεγονός αυτό πάντα με εντυπωσίαζε και μου έδινε έμπνευση στο να
θέλω να μάθω για άλλους πολιτισμούς του πλανήτη. Από πολύ μικρή
ηλικία μου άρεσε να μαθαίνω πράγματα που συνέβαιναν γύρω μου.
Υποθέτω ότι αυτό σχετίζεται με το υπόβαθρό μου, που είχε μια
πλουσιότατη παιδεία. Ήξερα να διαβάζω από αρκετά μικρή ηλικία,
καθώς τα δώρα που εισέπραττα αποτελούνταν κυρίως από βιβλία. Οι
γονείς μου ήταν εκείνοι, που συνήθως μου αγόραζαν πολλά βιβλία. Και
όταν μεγάλωσα λίγο, μου αγόραζαν παιδικά βιβλία σχετικά με επιστήμη
και ιστορία. Πιστεύω, μάλιστα, ότι αυτός είναι ο κύριος λόγος που
ξεκίνησα να αναρωτιέμαι για πολλές πλευρές της ζωής και τον κόσμο
γύρω μου.

Το χωριό, στο οποίο μεγάλωσα, ήταν πολύ μικρό και σχεδόν 25


χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο. Κάτι που ισχύει για το Φίννμαρκ, και
γενικά για τη Λαπωνία (και στις τρεις χώρες) είναι ότι, ακόμα κι αν
γράφει η ταμπέλα στο δρόμο το όνομα μιας πόλης, αυτό δε σημαίνει ότι
η πόλη εκτείνεται για 2 ή 3 χιλιόμετρα. Μπορεί να οδηγείς για 50
χιλιόμετρα και να βρίσκεσαι ακόμα στο Κίρκενες. Και βλέπεις γύρω στα
πέντε σπίτια κάθε δέκα χιλιόμετρα. Όμως οι πόλεις υποδιαιρούνται σε
'χωριά', τα οποία παίρνουν το όνομά τους από τον κόλπο την λίμνη* (*
Το Φίννμαρκ έχει άπειρες λίμνες). Εκεί πάλι έχει πολύ λίγα σπίτια,
ακριβώς γιατί η Βόρεια Νορβηγία, όπως και η Βόρεια Φινλανδία είναι
αραιοκατοικημένες, χωρίς εθνικές οδούς. Το σπίτι μας βρισκόταν,
λοιπόν, όπως είπα στο Kongsgambukta, στο Έλβενες, το πιο βόρειο
σημείο της Νορβηγίας, γιατί βορειότερα είναι η Ρωσία. Στην
πραγματικότητα, η απέναντι πλευρά της λίμνης Elvenesfjorden βρίσκεται
στη Ρωσία.
Πιστεύω ότι είμαι πολύ τυχερή που ζω σε ένα τέτοιο μέρος. Οι
περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο δώρο είναι να ζεις
στο κέντρο της πόλης. Νομίζουν ότι μπορούν να έχουν ό,τι θέλουν:
καφετέριες, εμπορικά κέντρα, βιβλιοθήκες... Από την άλλη μεριά,
πιστεύω ότι μπορείς σίγουρα να βρεις όλα αυτά τα πράγματα και σε ένα
λιγότερο αστικό μέρος, όμως δε θα βρεις ένα τεράστιο εμπορικό
κατάστημα, αλλά ένα μικρό μαγαζί με ρούχα, όπου και εκεί μπορείς να
αγοράσεις ό,τι θέλεις. Πολύ συχνά, μας αρέσει να κάνουμε μεγάλα
πράγματα σε μεγάλα μέρη, μόνο και μόνο επειδή θέλουμε να θεωρούμε
τους εαυτούς μας σημαντικούς. Νομίζουμε ότι τα πιο σημαντικά
πράγματα στη ζωή θα τα βρούμε στις μεγάλες πόλεις και ότι μόνο γέροι
και συντηρητικοί ζούνε στα χωριά. Όμως, εγώ πιστεύω αυτό που λέει
ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ
στο βιβλίο του Γουώλντεν: Ζήστε μια απλή ζωή. Όλα αυτά τα πολύτιμα
πράγματα δεν σας είναι απαραίτητα για την επιβίωσή σας. Και έχει δίκιο!
Προσωπικά, θαρρώ ότι δεν έχω διαφθαρεί, ακριβώς επειδή ποτέ δεν
άφησα την ύπαιθρο. Δεν εννοώ ότι οι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις
έχουν βρώμικο μυαλό* (*όπως δυστυχώς πιστεύει μια μερίδα γέρων
ανθρώπων του χωριού). Απλώς έχω την εντύπωση ότι είναι έρμαια του
υπερκαταναλωτισμού και θέλουν να αποκτούν όλο και περισσότερα
υλικά αγαθά, τα οποία στο κάτω-κάτω δεν χρειάζονται. Η ζωή στο χωριό
είναι πιο απλή και ουσιαστική. Δεν αποκτάς περισσότερα από όσα
χρειάζεσαι και ανοίγει το μυαλό σου. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πιο
δεμένες, καθώς στο χωριό όλοι σε ξέρουν, και δεν είσαι άγνωστος μεταξύ
αγνώστων. Και φυσικά είναι και γνήσιες, αν είσαι καλλιτέχνης, γιατί στο
χωριό δε σε βλέπουν ως 'διάσημο', αλλά ως το κορίτσι που γνώριζαν από
όταν ήταν μωρό.

Επιπλέον, έμαθα να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου: τις λίμνες, τα


βουνά, το χώμα κτλ., πράγματα, δηλαδή, τα οποία ο άνθρωπος της πόλης
διδάσκεται στο σχολείο στη γεωγραφία και τη βιολογία. Για παράδειγμα,
εγώ δε χρειάστηκε ποτέ να διδαχτώ ότι δεν ρίχνουμε νερό στα φύλλα των
λουλουδιών, κατά το πότισμα την ημέρα, διότι ο ήλιος θα τους κάψει τα
φύλλα* (*που και πάλι στη βιολογία ποτέ δε το μάθαμε αυτό). Θέλω να
πω ότι έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι από πολύ μικρή για το πώς και το
γιατί. Ήθελα απεγνωσμένα να μάθω την απάντηση για τα πάντα. Ως
άτομο, έχω πολύ λιγότερο άγχος από ότι έχει μια γυναίκα στην ηλικία
μου που ζει σε μια πόλη και τρέχει καθημερινά στο σταθμό του μετρό να
προλάβει το τρένο, το οποίο συνήθως είναι γεμάτο με κόσμο και φυσικά
αργεί στη δουλειά της. Φέρνω αυτό το παράδειγμα για να δείξω ότι οι
άνθρωποι των πόλεων είναι πάντοτε απασχολημένοι και βιάζονται να
φτάσουν κάπου στην ώρα τους. Και εγώ, μάλιστα, κάποια στιγμή
σκέφτηκα να μετακομίσω στο Όσλο, διότι δεν ήταν δυνατόν στην ηλικία
μου να ζω σε ένα χωριό. Ωστόσο δεν τα κατάφερα. Έμενα στο σπίτι μιας
φίλης στην αρχή, δηλαδή με φιλοξενούσε, γιατί δεν ήμουν σίγουρη αν θα
έμενα μόνιμα στο Όσλο και ήθελα να κάνω δοκιμή. Πέντε μέρες μετά,
όμως, φρίκαρα με όλη αυτή τη βαβούρα της πόλης, αν και το Όσλο είναι
πανέμορφο και πήγα πίσω στο σπίτι μου στο χωριό. Και πάλι, εγώ ζω πιο
απομονωμένα, γιατί όσα σπίτια έχω (πλην ενός) βρίσκονται εντός
πολεοδομικού σχεδίου, αλλά εκτός κοινότητας, αλλά απομακρυσμένα,
στη μέση του πουθενά, κοντά στα χόρτα και τη φύση. Ο κύριος λόγος,
που αποφάσισα να μην εγκατασταθώ σε οικισμό, ήταν το γεγονός ότι, ως
γνωστόν, στα χωριά υπάρχει πολύ κουτσομπολιό και δε γούσταρα κανείς
να έχει στήσει καρτέρι έξω από το σπίτι μου και να παρακολουθεί τι
κάνω, για να το διαδίδει σε όλους. Σήμερα, μπορώ να πω με υπερηφάνεια
οτι μένω σε 6 διαφορετικές διευθύνσεις: i) στο Γκουίντορ της Ιρλανδίας
ii) στο Κίρκενες της Νορβηγίας iii) στο Γιόρκσαϊρ στην Αγγλία iv) στο
Λάκσελβ της Νορβηγίας v) στην Κεφαλονιά, το νησί της Ελλάδας και vi)
στο Άνναντεϊλ στο Σίντνεϋ, το οποίο είναι το μόνο σπίτι που έχω, που
βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και πολύ συχνά, αστειευόμενη, το
αποκαλώ 'εξοχικό'.

Τέλος πάντων, έχω την εντύπωση ότι μιλάω πολύ για τη ζωή στο χωριό
και την πόλη και δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Αυτό όμως που θέλω να
πω είναι ότι το Κίρκενες είναι πανέμορφο. Φυσικά, οι περισσότεροι το
γνωρίζουν εξαιτίας του Βορείου Σέλατος (Aurora Borealis), του
ξενοδοχείου από πάγο και του Σοβιετικού Μνημείου. Ωστόσο, αν θέλετε
να επισκεφτείτε ένα μέρος για τουρισμό, τότε το Κίρκενες θα ήταν το πιο
ακατάλληλο μέρος για σας. Αλλά, αν θέλετε να πάτε κάπου επειδή
νοιώθετε την αγαλλίαση της φύσης και θέλετε να βρείτε γαλήνη, τότε
είστε ευπρόσδεκτοι στο χωριό μας. Και αν είστε και αρκετά γενναίοι,
μπορείτε να κολυμπήσετε και στη λίμνη. Γενικότερα, είναι τέτοιο μέρος
η Νορβηγία, ως τοπίο αν ξεκινήσεις από τα βορειότερα μέρη, και όσο πιο
νότια ταξιδέψεις, τόσο πιο πυκνοκατοικημένα και εκβιομηχανισμένα
μέρη θα βρεις. Πάντως, κάθε καλοκαίρι οργανώνω ξενάγηση στο
Φίννμαρκ, που περιλαμβάνει κάμπινγκ, ορειβασία και κωπηλασία στις
λίμνες και τα ποτάμια.

Το ότι ζω σε ένα τέτοιο μέρος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο και στη
διαμόρφωση της προσωπικότητάς μου. Ήμουν πάντα ένα συνεσταλμένο
και ήσυχο κορίτσι, που κρυβόταν πίσω από τα όνειρα και τις σκέψεις
του. Ήταν σαν να ήμουν πολύ φοβισμένο άτομο, όμως η αλήθεια είναι
ότι, ως τυπική Σκανδιναβή, κρατούσα τα συναισθήματά μου φυλαγμένα
καλά στο κατώτερο μέρος της καρδιάς μου και δεν άφηνα ούτε μια
απόχρωση τους να χυθεί έξω. Το χαμόγελό μου και ο γλυκός τρόπος που
μιλούσα ήταν το μοναδικό κομμάτι του εαυτού μου, που μπορούσε
κανείς να μάθει. Επιπλέον, δεν υπήρχε και κανείς, με τον οποίο
μπορούσα να μιλήσω. Μέχρι να πάω στο σχολείο, το μοναδικό άτομο, με
το οποίο μπορούσα να παίξω ήταν η Μόνικα, καθώς τα άλλα δύο μου
αδέρφια περίμεναν να μεγαλώσω για να ασχοληθούν κάπως ουσιαστικά
με μένα. Ωστόσο, η Τζοάννα πάντα ήταν για μένα το πιο σημαντικό
πρόσωπο στην οικογένεια και την εμπιστευόμουν περισσότερα κι από
τους γονείς μας.

Το σπίτι μας στο Κίρκενες ήταν διώροφο και στον ψηλότερο όροφο
έμεναν οι γονείς της μαμάς μου, η γιαγιά Κρίστι κι ο παππούς Λάουρι. Ο
παππούς μου ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιρροές στη μετέπειτα ζωή
μου. Ήταν καπετάνιος και είχε ταξιδέψει σε χιλιάδες χώρες. Με έβαζε
στα γόνατά του, τη 'φωλίτσα' μου, και μου μιλούσε για τα ταξίδια του
στην Καραϊβική και τις ακτές της Αφρικής. Είχε γνωρίσει πολλούς
επιφανείς ανθρώπους, π.χ. πρωθυπουργούς, πολιτικούς, Ποιητές που του
είχαν γράψει ποιήματα κτλ. Όσοι τον είχαν γνωρίσει τον θεωρούσαν έναν
από τους πιο γενναιόδωρους ανθρώπους στον κόσμο. Πριν λίγο, βρήκα
μερικά ναυτικά ημερολόγια και απομνημονεύματά του από τα καράβια
και μετά από συνεννόηση με το σόι της μαμάς μου, τα εξέδωσα. Έχασα
τον παππού μου, όταν ήμουν 19 χρονών. Εκείνη την περίοδο είχαμε
τελειώσει την περιοδεία του δεύτερου άλμπουμ μας και θα γράφαμε το
τρίτο. Το επόμενο άλμπουμ, το Kansi (kansi=κατάστρωμα στα
φινλανδικά) σχετιζόταν με παλιά καράβια και τη ζωή του καπετάνιου και
γενικότερα με τους κινδύνους καθώς και την ομορφιά των ταξιδιών στον
αχανή Ωκεανό. Το βιβλιαράκι του Kansi μάλιστα περιείχε ένα Ποίημα
στα Ρώσικα και τα Φινλανδικά, που εγώ προσωπικά είχα γράψει για τον
παππού μου, αλλά και γενικότερα ολόκληρο το άλμπουμ ήταν
αφιερωμένο στη μνήμη του.

Κάπως έτσι εκτυλισσόταν η ζωή μου, μέχρι τα 6 μου χρόνια. Τότε η


οικογένειά μου κι εγώ μετακομίσαμε σε μια άλλη χώρα, όπου ξεκίνησα
το σχολείο. Επιστρέψαμε στη Νορβηγια έξι χρόνια αργότερα, όπου πήγα
στο Γυμνάσιο πίσω στο Κίρκενες.

You might also like