You are on page 1of 6

Ο θάνατος του πατέρα μου ήταν για μένα το μεγαλύτερο χτύπημα, που είχα

λάβει ποτέ. Κάθε βράδυ που έπεφτα να κοιμηθώ, έρχονταν μνήμες στο νου
μου. Θυμόμουν εκείνο το καλοκαίρι του 2003, που με είχε επισκεφτεί στην
Αγγλία. Είχε έρθει χωρίς τη μαμά, γιατί όπως είπε ήθελε να κάνει κάποιες
κουβέντες με έναν επιχειρηματία, που σκόπευε να ανοίξει ένα ροκ μπαρ. Δεν
ξέρω περί τίνος επρόκειτο οι κουβέντες, διότι όπως έχω ξαναπεί, τον πατέρα
μου τον ήξερα πάντα ως ηθοποιό και απόφοιτο εθνολογίας. Ποτέ δεν μου είχε
πει τι είχε κάνει στο παρελθόν σε άλλους τομείς, πέρα από τις φαινομενικά
φανταστικές ιστορίες που μου αφηγούταν έως το τέλος της ζωής του.
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, είχε έρθει και μπαίνοντας στο σπίτι μου, άνοιξε
το ψυγείο και είπε: «Για να δούμε τι τρώει η μικρή μου πριγκίπισσα». Είχε
πάντα τη συνήθεια να με αποκαλεί μικρή πριγκίπισσα. Όταν ήμουν παιδί, με
ενοχλούσε λίγο, γιατί το θεωρούσα πολύ μωρουδίστικο. Μεγαλώνοντας,
όμως, κάθε φορά που με έλεγε έτσι, ένοιωθα βαθιά συγκίνηση. «Για αυτό
έχεις αδυνατίσει, έτσι», έλεγε. «Γιατί έχεις άδειο ψυγείο». Και εγώ του
απαντούσα: «Τρώω βρε μπαμπά. Να, ορίστε, ξέρω να μαγειρεύω και σχεδόν
κάθε μεσημέρι τρώω με τους φίλους μου εδώ».
Εκείνο τον καιρό, που είχε έρθει, ανέβαζα ένα θεατρικό με την ομάδα, οπότε
είχα καλέσει το μπαμπά μου στις πρόβες, για να μας λέει τη γνώμη του, ως
έμπειρος ηθοποιός που ήταν. Όλοι είχαν μείνει άφωνοι. Ήταν τόσο ήρεμος και
γλυκομίλητος και μας έδινε συμβουλές για τη στάση του σώματός μας, όταν
παίζουμε, ή για τις εκφράσεις μας. Καμία σχέση με εμένα, που τους έβαζα τις
φωνές. Όποτε μας συμβούλευε, τον ακούγαμε με προσοχή, σαν να ήταν
δάσκαλος. Κατά κάποιον τρόπο ήταν, τουλάχιστον για μένα. Γιατί, όπως έχω
ξαναπεί, χάρη σ’ εκείνον και στη μαμά μου, κατάφερα κι εγώ να γίνω
ηθοποιός, χωρίς να έχω σπουδάσει υποκριτική ή κάτι τέτοιο.
Σκεφτόμουν όλες αυτές τις ιστορίες, κλαίγοντας. Μου έλειπε ο μπαμπάς μου
τόσο πολύ και θα μου έλειπε για πάντα. Ο Στέφαν προσπαθούσε να με
παρηγορήσει και μου έλεγε να θυμάμαι τις όμορφες στιγμές μας. Αυτό ήταν
που με πονούσε περισσότερο. Το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν θα ξαναζούσαμε
ποτέ αυτές τις όμορφες στιγμές. Τότε, ο Στέφαν μου είπε και κάτι άλλο.
«Σκέψου ότι υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που χάνουν τους γονείς τους και
δεν κατάφεραν ποτέ να τους προσεγγίσουν ή πάντοτε σκέφτονται ότι δεν
πρόλαβαν να τους πουν πόσο σημαντικοί είναι για αυτούς». Ο Στέφαν είχε
δίκιο. Βέβαια, όσο για μένα, δεν μπορώ να πω ότι του τα είχα πει αυτά με
λόγια. Αλλά νομίζω πως του είχα δείξει πόσο τον αγαπάω και εκείνος το ίδιο
εμένα.
Αν και ήμουν θλιμμένη, το καλό σ’ όλη αυτή την ιστορία είναι ότι τα πράγματα
δεν ήταν όπως το 2005, ας πούμε. Καταρχάς δεν ήμουν αυτοκτονική. Και
επιπλέον υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στα γεγονότα του 2005 και
στα τωρινά. Εκείνο τον καιρό όλη η ζωή μου ήταν σκατά και ήμουν τελείως
χαμένη. Ζούσα μια ζωή στην Αγγλία που δεν ήθελα, οπότε γενικά τα
πράγματα είχαν πάει τελείως λάθος.
Τώρα τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Ζούσα τη ζωή που ήθελα με τον άντρα μου
και το παιδί μας και πλέον πραγματοποιούσα τα όνειρά μου. Ήμουν ψυχικά
υγιής. Η ζωή μου ήταν μια χαρά, αλλά πονούσε η καρδιά μου. Και όταν πονάει
η καρδιά, δεν πρέπει να την παραμελούμε, αλλά να γιατρεύουμε τον πόνο.
Για αυτό το λόγο και εγώ δεν προτίμησα να είμαι μόνη μου σ’ αυτές τις
δύσκολες στιγμές, όπως ήμουν τότε. Ήμουν συνέχεια με το Στέφαν και τη
Γιοχάννα, παίζαμε παιχνίδια μαζί, βλέπαμε ταινίες και βέβαια περνούσα πολύ
χρόνο με τη μαμά. Χωρίς να θέλω να καταστροφολογώ, θέλω να πω ότι
σκεφτόμουν ότι τα αγαπημένα μας πρόσωπα δεν θα τα έχουμε για πάντα.
Όλοι μας έχουμε μια ημερομηνία λήξης. Ζούμε μερικές δεκαετίες και ύστερα
γινόμαστε καστανόχωμα. Ήθελα να έχω τη μαμά μου, όσο περισσότερο
γινόταν, τώρα που μπορούσα. Γιατί κι εκείνη δε θα ζούσε αιώνια.
Εντωμεταξύ, λόγω της κατάστασης του μπαμπά, είχα και εγώ μερικά
σωματικά προβλήματα. Ήδη από το Δεκέμβριο, είχα τρομερούς πόνους στα
κόκαλα, διότι σχεδόν κάθε βράδυ κοιμόμουν στην καρέκλα του νοσοκομείου.
Και οι πόνοι αυτοί με έπιαναν, όταν πήγαινα να ξαπλώσω και όταν ξυπνούσα.
Δεν είχα πάει σε κάποιο γιατρό, διότι θεωρούσα ότι δεν είναι κάτι σημαντικό
και θα περάσει.
Δέκα μέρες, αφού έφυγε ο μπαμπάς, μου τηλεφώνησε μια δεύτερή μου
ξαδέλφη, που μένει στο Τρόντχαϊμ, για να με ειδοποιήσει για ένα δυσάρεστο
νέο. Μου είπε ότι πέθανε η μαμά της, η οποία ήταν πρώτη ξαδέλφη του
πατέρα μου. Δεν την ήξερα πολύ καλά, αν και είχε έρθει κάποια καλοκαίρια
στο Κίρκενες. Αποφάσισα να πάω στην κηδεία, αν και είχα σιχαθεί τις κηδείες
πια. Εκείνη τη μέρα συζητούσα με την ξαδέλφη μου για την κατάσταση του
μπαμπά και ότι από τον Αύγουστο τρέχαμε οικογενειακά στα νοσοκομεία. Της
είπα επίσης ότι είχα πόνους στα κόκαλα, επειδή κοιμόμουν στην καρέκλα για
μήνες. Τότε η ξαδέλφη μου, μού πρότεινε να ξεκινήσω φυσιοθεραπεία. Ήξερα
κάποιον φυσιοθεραπευτή, ο ίδιος, μάλιστα, που ερχόταν για τον μπαμπά μου.
Πρώτα, όμως ήθελα να κλείσω ένα ραντεβού στο νοσοκομείο, για να κάνω
κάποιες εξετάσεις.
Θυμάμαι ότι η κηδεία της θείας έγινε Πέμπτη και εγώ έκλεισα ραντεβού για τη
Δευτέρα. Πήγα, λοιπόν, στο νοσοκομείο του Κίρκενες τη Δευτέρα και έκανα
γενικές εξετάσεις. Μου είπαν ότι θα με ειδοποιούσαν τηλεφωνικά σε μερικές
ημέρες για τα αποτελέσματα. Δύο ημέρες αργότερα, μου τηλεφώνησε ο
γιατρός και μου είπε: «Κυρία Σπάρνενν, θα μπορούσατε να ξαναπεράσετε για
να δούμε ξανά μερικά πράγματα;».
«Τι συμβαίνει;», ρώτησα τρομοκρατημένη. Είχα κάτι;
«Τίποτα σοβαρό, μάλλον. Πιθανόν να έχουμε κάνει κάποιο λάθος. Για αυτό θα
θέλαμε να σας ξαναδούμε. Μπορείτε να περάσετε αύριο το πρωί;».
«Μπορώ», απάντησα. Τι στο διάολο συνέβαινε; Από τη μια με έπιανε τρόμος
ότι μπορεί να έχω κάτι σοβαρό και από την άλλη καθησύχαζα τον εαυτό μου
με το να σκέφτομαι ότι οι ιατρικές γνωματεύσεις είναι συχνά λανθασμένες για
αυτό χρειάζεται και μια δεύτερη επίσκεψη.
Το επόμενο πρωί ξαναπήγα στο νοσοκομείο. «Τι βρήκατε;», ρώτησα. Ο
γιατρός μου απάντησε: «Μην ανησυχείτε, όλα είναι υπό έλεγχο. Απλώς
κάναμε κάποιο λάθος. Δεν χρειάζεται να σας τρομοκρατούμε χωρίς λόγο».
Ήταν ο ίδιος γιατρός που μου είχε πει ότι ο μπαμπάς είχε δύο μήνες ζωής.
Πήγα σπίτι ανακουφισμένη. Όλα θα πήγαιναν καλά και δεν είχα τίποτα. Θα
ξεκινούσα φυσιοθεραπείες, θα πήγαινα να μαζεύω μανιτάρια με τον Στέφαν
(ή και τη μαμά μου) και η Γιοχάννα του χρόνου θα ξεκινούσε το Γυμνάσιο. Με
το Στέφαν μπορεί να κάναμε και δικά μας παιδιά και έτσι να έπαιρνα κι εγώ τη
χαρά ότι θα γίνω η βιολογική μητέρα κάποιου παιδιού. Το ίδιο βράδυ, ο
Στέφαν μου είπε: «Όλα καλά; Πώς και ξαναπήγες στο γιατρό;».
«Έκανε λάθος», απάντησα. «Οπότε κάναμε πάλι τις εξετάσεις».
Το ίδιο βράδυ, είδα έναν τρομερό εφιάλτη. Περπατούσα, λέει, σε ένα ποτάμι
μαζί με τη Γιοχάννα. Εκεί υπήρχε μια γέφυρα, που περνούσε στην απέναντι
πλευρά του ποταμού. Όπως πήγαμε να διασχίσουμε με τη Γιοχάννα τη
γέφυρα, ξαφνικά είδαμε το μπαμπά μου στο τέλος της. Μας χαιρετούσε
χαρούμενα και φώναζε: «Λάουρα, Λάουρα! Έλα! Επιτέλους
ξανανταμώσαμε!». Τότε αναφώνησα: «Γιοχάννα, κοίτα. Ο παππούς! Πάμε να
τον χαιρετήσουμε». Όμως, όταν φτάσαμε στο τέλος, ξαφνικά με τράβηξε
κοντά του και μου είπε: «Μόνο εσύ θα έρθεις. Κανένας άλλος». Και τότε
ξαφνικά ότι υπήρχε πίσω μου, μαζί και η Γιοχάννα, εξαφανίστηκαν και στη
θέση του υπήρχε ένα θολό τζάμι. «Γιοχάννα! Γιοχάννα!», φώναξα.
«Δεν σε ακούει», μου είπε ο μπαμπάς. «Τώρα είσαι εδώ μαζί μου».
«Θέλω το παιδί μου!», φώναξα.
«Συγγνώμη, πριγκίπισσά μου», μου είπε ο μπαμπάς μου και με πήρε αγκαλιά.
Τότε πετάχτηκα από το κρεβάτι. Ο Στέφαν ήταν δίπλα μου και μου κρατούσε
το χέρι. «Ηρέμησε, πριγκίπισσα», μου ψιθύρισε.
«Πώς με είπες;», είπα μπερδεμένα.
«Πριγκίπισσα», απάντησε. «Αφού είσαι σαν πριγκίπισσα, όταν κοιμάσαι».
Χαμογέλασα. Μόνο ο μπαμπάς μου με έλεγε πριγκίπισσα.
Ύστερα κουκούλωσα το κεφάλι μου στα σεντόνια. Ο Στέφαν με χάιδεψε: «Τι
έβλεπες;».
«Τον μπαμπά».
«Έχεις άγχος για τις εξετάσεις σου».
«Βλακείες», έκανα. «Γιατί να έχω άγχος; Όλα θα πάνε καλά. Το ξέρω».
«Κι εγώ, γλυκιά μου». Κάτι στη φωνή του, με έκανε να σκεφτώ ότι κάτι δε θα
πήγαινε καλά.
Πήγα στο νοσοκομείο να παραλάβω τις εξετάσεις. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, ο
γιατρός έδειχνε ανήσυχος.
«Καλημέρα, κυρία Σπάρνενν. Οι εξετάσεις σας είναι έτοιμες».
«Και…τελικά τι δείχνουν;», ρώτησα.
Αναστέναξε: «Άκουσε, Λάουρα, λυπάμαι που θα στο πω, αλλά έχεις πολλά
κοινά προβλήματα υγείας με τον πατέρα σου. Ίσως σχετίζεται με την
κληρονομικότητα, αλλά…»
«Γιατρέ, πείτε μου τι έχω», είπα κοφτά.
«Εμμ, βρήκαμε κάποιον όγκο στα οστά…».
«Έχω καρκίνο στα κόκαλα», απάντησα. «Για αυτό το λόγο έχω πόνους».
«Με συγχωρεις που είμαι εγώ αυτός που στο λέει».
«Γνωρίζω, γιατρέ. Πριν λίγους μήνες, εσείς ήσασταν που μου είπατε ότι ο
μπαμπάς μου έχει δύο μήνες ζωής».
«Ναι, οπότε καταλαβαίνεις. Το θετικό είναι ότι βρίσκεται σε αρχικό στάδιο,
οπότε με χημειοθεραπείες ίσως καταφέρουμε να κάνουμε κάτι».
«Δεν θέλω να μου πείτε πόσο μου μένει ακόμα να ζήσω. Γιατί θα ζήσω και το
ξέρω. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά έχω έναν άντρα, μια εντεκάχρονη κόρη
και μια μάνα που μόλις έχασε τον άντρα της. Θα ζήσω, γιατί δεν έχω άλλη
επιλογή. Αυτό το πράγμα πήρε τρεις ανθρώπους από τη ζωή μου, δεν θα
πάρει κι εμένα».
Και μ’ αυτά τα λόγια, αφού έβαλα τις εξετάσεις στην τσάντα μου, πήγα σπίτι.
Αμέσως, ο Στέφαν με ρώτησε τι έδειξαν οι εξετάσεις. Αμέσως σκέφτηκα Έχω
καρκίνο και μπορεί κι εγώ να πεθάνω, αλλά απλώς χαμογέλασα και είπα:
«Λάθος έγινε τελικά. Όλα είναι μια χαρά».
Ο Στέφαν με πήρε αγκαλιά. «Αχ μπράβο, αγάπη μου», είπε. «Δεν ξέρεις πόσο
χαρούμενο με κάνεις».
Ήθελα να κλάψω, πραγματικά. Έλεγα ψέμματα στον άντρα μου, ενώ ήξερα ότι
είχα καρκίνο. Μπορεί να με έχανε για πάντα, όπως έχασε και την πρώτη του
γυναίκα, και του έλεγα ψέμματα. Αλλά δεν ήξερα και τι άλλο να κάνω. Έπρεπε
να ξεκινήσω χημειοθεραπείες, αλλά δεν ήξερα πώς και πού.
Το ίδιο απόγευμα, μου ήρθε μια ιδέα. Ο πρώτος μου ξάδελφος, ο Βίγκο,
δηλαδή ο γιος της θείας μου της Κίρστεν, ήταν χειρούργος με ειδίκευση σε
περιπτώσεις καρκίνου των οστών στο νοσοκομείο του Σίντνεϊ. Ίσως θα
μπορούσε να με βοηθήσει κάπως. Κλειδώθηκα στο μπάνιο του δεύτερου
ορόφου, ώστε να μη μ’ ακούει κανείς και σήκωσα το ακουστικό.
«Καλησπέρα Βίγκο», είπα. «Είμαι η Λάουρα. Πώς είσαι;».
«Καλά, ξαδερφούλα. Πολλή δουλειά. Εσύ;».
Καθάρισα το λαιμό μου. «Εγώ δεν είμαι καλά».
«Λόγω του θείου, ε;».
Έμεινα σιωπηλή για λίγο. «Όχι, όχι μόνο για αυτό».
«Τι συμβαίνει;».
«Θα σου πω κάτι, επειδή είσαι γιατρός. Και θέλω να διατηρήσεις το ιατρικό
απόρρητο και στην περίπτωσή μου».
«Πες μου».
«Βίγκο, έκανα κάποιες εξετάσεις στο νοσοκομείο», είπα. «Διαγνώστηκα με
καρκίνο στα κόκαλα. Δεν το ξέρει κανείς, ούτε ο άντρας μου».
«Έχεις ξεκινήσει χημειοθεραπείες; Σε τι στάδιο βρίσκεται; Είναι
μεταστατικός;».
«Άκουσε», έκανα. «Σήμερα το πρωί το έμαθα και βρίσκεται σε αρχικό στάδιο.
Μπορώ να το ξεπεράσω, το ξέρω. Δεν θα το αφήσω να με νικήσει, γιατί δε
μπορώ να το κάνω αυτό στους ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπούν. Κοίτα
τι πόνο έχουμε εμείς με την απώλεια του μπαμπά. Γιατί να δώσω εγώ τέτοιο
πόνο στους δικούς μου; Στον άντρα μου, που ήδη έχει μείνει μια φορά χήρος,
στο παιδί μου που θα χάσει τη μαμά του για δεύτερη φορά και στη μαμά μου,
που μετά τον άντρα της χάνει και την κόρη της. Ας μη μιλήσω για τα αδέλφια
μου».
«Καταλαβαίνω», είπε. «Και θα σε βοηθήσω τελείως. Άκουσε τι θα κάνουμε.
Μπορείς να αφήσεις τη Νορβηγία για κάποιο καιρό;».
«Ε…», ψέλλισα. «Αν πρόκειται για την υγεία μου, εννοείται».
«Θα πρέπει να μετακομίσεις στο Σίντνεϊ. Έτσι θα σε παρακολουθώ εγώ, θα
κάνεις εδώ τις χημειοθεραπείες και μάλλον θα σε εγχειρήσω κιόλας. Τι λες;».
«Θα κάνεις κάτι τέτοιο για μένα;», είπα.
«Για την οικογένεια θυσιάζεις τα πάντα, Λάουρα. Το βλέπεις κι εσύ, σωστά;».
«Σωστά. Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να ενημερώσω την οικογένειά μου για την
κατάστασή μου, έτσι;».
«Αυτό, αργά ή γρήγορα θα γινόταν».
Αναστέναξα. «Καλώς».
«Κράτα με ενήμερο», είπε. «Κι όλα θα πάνε καλά, εντάξει».
«Εντάξει».

You might also like