You are on page 1of 5

18

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ)

Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο John Turner και οι συνεργάτες του
(Turner, 1985, Turner et al. 1987), θεωρητικοί και ερευνητές της Θεωρίας της
Κοινωνικής Ταυτότητας, έθεσαν ένα καίριο ερώτηµα που δεν είχε απαντηθεί από τη
Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας. Ποιες είναι οι διαδικασίες µέσω των οποίων
οι άνθρωποι οδηγούνται να αντιληφθούν τους εαυτούς τους µε όρους κοινωνικών
κατηγοριών; Με άλλα λόγια, µέσω ποιών διαδικασιών αποκτούν οι κοινωνικές
κατηγορίες ψυχολογική οντότητα;
Η Θεωρία της Αυτο-Κατηγοριοποίησης (βλ. επίσης Hogg & McGarty, 1990,
Oakes, Haslam & Turner, 1994) στηρίζεται στις βασικές έννοιες της κοινωνικής
κατηγοριοποίησης και της κοινωνικής ταυτότητας και «ασχολείται µε τις
προϋποθέσεις, τη φύση και τις συνέπειες της ψυχολογικής διαµόρφωσης της οµάδας:
(δηλαδή) πώς ένα σύνολο ατόµων οδηγούνται να ορίσουν και να νιώσουν τους εαυτούς
τους ως κοινωνική οµάδα και πώς η κοινή οµαδική υπαγωγή επηρεάζει τη
συµπεριφορά τους;» (Turner, 1985, σελ. 78).
Κεντρική θέση στη Θεωρία της Αυτο-Κατηγοριοποίησης κατέχει η γνωστική
διαδικασία της κατηγοριοποίησης, η οποία χαρακτηρίζεται από την αρχή της
επίτασης: η κατηγοριοποίηση οδηγεί στην επίταση τόσο των οµοιοτήτων µεταξύ
των ερεθισµάτων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, όσο και των διαφορών
µεταξύ των ερεθισµάτων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες. Η επίταση
των οµοιοτήτων εντός, και των διαφορών µεταξύ, κατηγοριών αφορούν εκείνες τις
διαστάσεις που είναι σχετικές µε την κατηγοριοποίηση, τα δε ερεθίσµατα τα οποία
υφίστανται κατηγοριοποίηση µπορεί να είναι φυσικά αντικείµενα ή άτοµα.
Η Θεωρία της Αυτο-Κατηγοριοποίησης ξεκινά µε την παραδοχή ότι η
αυτοαντίληψη αντανακλά την αυτο-κατηγοριοποίηση, δηλαδή τη γνωστική
διαδικασία κατάταξης του εαυτού σε µια κατηγορία µε βάση τις οµοιότητές του
µε αυτούς που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία και τις διαφορές του από αυτούς
που ανήκουν σε άλλες κατηγορίες.
Η θεωρία προβλέπει τρία επίπεδα αφαίρεσης στην αυτο-κατηγοριοποίηση,
που το καθένα περιλαµβάνει τα προηγούµενα.
19

Το υποτεταγµένο (subordinate) επίπεδο, είναι το διαπροσωπικό επίπεδο,


όπου ο εαυτός εκλαµβάνεται ως άτοµο, και εκφράζει την προσωπική ταυτότητα.
Το ενδιάµεσο επίπεδο, είναι το διοµαδικό επίπεδο, όπου ο εαυτός
εκλαµβάνεται ως µέλος µιας οµάδας, και εκφράζει την κοινωνική ταυτότητα.
Τέλος, το υπερτεταγµένο (superordinate) επίπεδο, είναι το επίπεδο της
ανθρωπότητας, όπου ο εαυτός εκλαµβάνεται ως ανθρώπινο ον, και εκφράζει την
ανθρώπινη ταυτότητα.
Το επίπεδο αυτο-κατηγοριοποίησης εξαρτάται από το πλαίσιο. Η ίδια
διάσταση, π.χ. αλτρουϊστής, µπορεί να λειτουργήσει ως βάση αυτο-
κατηγοριοποίησης, στο διαπροσωπικό, στο διοµαδικό ή στο επίπεδο της
ανθρωπότητας, δηλαδή να ενεργοποιήσει την προσωπική, την κοινωνική ή την
ανθρώπινη ταυτότητα, ανάλογα µε το πλαίσιο (βλ. Oakes et al., 1994, σελ. 95).
Πώς όµως διαµορφώνονται οι κατηγορίες;
Σύµφωνα µε την αρχή της µετα-αντίθεσης, ένα σύνολο αντικειµένων θα
αποτελέσει κατηγορία, αν οι διαφορές µεταξύ των αντικειµένων αυτού του
συνόλου είναι µικρότερες από τις διαφορές µεταξύ αυτού του συνόλου και άλλων
συνόλων, σε ένα συγκεκριµένο πλαίσιο σύγκρισης. Με άλλα λόγια "οι κατηγορίες
διαµορφώνονται έτσι ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι διαφορές µεταξύ τους είναι
µεγαλύτερες από τις διαφορές εντός τους" (Oakes et al., 1994, σελ. 96).
Η έννοια της µετα-αντίθεσης εκφράζεται µε το λόγο µετα-αντίθεσης που
προκύπτει από τη διαίρεση της µέσης διαφοράς µεταξύ δυο κατηγοριών µε τη
µέση διαφορά εντός της µιας κατηγορίας. Όσο µεγαλύτερος είναι αυτός ο λόγος,
τόσο πιθανότερο είναι τα µέλη της κατηγορίας να εκληφθούν µε όρους της
κατηγορίας. Για παράδειγµα, αν σε ένα δεδοµένο πλαίσιο σύγκρισης (π.χ. συνέλευση
της Σχολής Θετικών Επιστηµών) οι διαφορές µεταξύ µαθηµατικών και βιολόγων
είναι µεγαλύτερες από τις διαφορές εντός των µαθηµατικών (ή των βιολόγων), οι
µαθηµατικοί (ή οι βιολόγοι) θα προσληφθούν µε όρους της ειδικότητάς τους. Σε ένα
άλλο πλαίσιο σύγκρισης (π.χ. συνέλευσης της Συγκλήτου του Πανεπιστηµίου) αν οι
διαφορές µεταξύ θετικών και θεωρητικών επιστηµόνων είναι µεγαλύτερες από τις
διαφορές εντός των θετικών (ή των θεωρητικών) επιστηµόνων, οι θετικοί (ή οι
θεωρητικοί) επιστήµονες θα εκληφθούν µε όρους του ευρύτερου επιστηµονικού τους
πεδίου. Είναι φανερό ότι οι µαθηµατικοί και οι βιολόγοι, στο ένα πλαίσιο ανήκουν σε
διαφορετικές κατηγορίες, ενώ στο άλλο ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Με άλλα
λόγια, η κατηγοριοποίηση δεν εξαρτάται µόνο από τα χαρακτηριστικά των υπό
20

κατηγοριοποίηση ερεθισµάτων, αλλά κυρίως από το συγκριτικό πλαίσιο στο


οποίο γίνεται.
Η αρχή της µετα-αντίθεσης χρησιµεύει επίσης και για τον ορισµό της
πρωτοτυπικότητας των µελών µιας κατηγορίας. Όσο λιγότερο διαφέρει ένα µέλος
από τα άλλα µέλη της κατηγορίας και όσο πιο πολύ διαφέρει από τα µέλη των άλλων
κατηγοριών, τόσο πιο πολύ θεωρείται αυτό το µέλος ως πρωτοτυπικό της
κατηγορίας. Με άλλα λόγια το πρωτοτυπικό µέλος µιας οµάδας δεν φτάνει µόνο να
συγκεντρώνει τα κοινά χαρακτηριστικά των µελών της ενδοοµάδας, πρέπει
παράλληλα να εκπροσωπεί και εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την
ενδοοµάδα από την εξωοµάδα.
Μέχρι τώρα εξετάσαµε τις αρχές βάσει των οποίων διαµορφώνονται οι
κατηγορίες. Πώς όµως καθίστανται αυτές οι κατηγορίες ευκρινείς σε ένα
δεδοµένο πλαίσιο; Σύµφωνα µε τη Θεωρία της Αυτο-Κατηγοριοποίησης, η ευκρίνεια
µιας κατηγορίας είναι συνάρτηση του βαθµού στον οποίο η κατηγορία είναι
προσβάσιµη (δηλαδή του βαθµού ετοιµότητας του ατόµου να χρησιµοποιήσει αυτή
την κατηγορία, βάσει των προθέσεών του στο συγκεκριµένο πλαίσιο και των
προηγούµενων εµπειριών του) και του βαθµού στον οποίο η κατηγορία ταιριάζει µε
την πραγµατικότητα (δηλαδή του βαθµού στον οποίο τα ερεθίσµατα ταιριάζουν µε τις
προδιαγραφές της κατηγορίας στο δεδοµένο πλαίσιο) (Oakes et al., 1994, σελ. 97).
Η κατηγοριοποίηση λοιπόν στηρίζεται στην συγκριτική αξιολόγηση των
διαφορών µεταξύ και εντός κατηγοριών. Όµως για να είναι εφικτή η σύγκριση µεταξύ
δυο κατηγοριών, αυτές οι κατηγορίες πρέπει να ανήκουν σε µια κοινή υπερτεταγµένη
κατηγορία, αλλιώς η σύγκριση δεν θα είχε νόηµα. Για παράδειγµα, η σύγκριση
µεταξύ ανθρώπων και ζώων έχει νόηµα µόνον επειδή και οι δυο κατηγορίες ανήκουν
στην υπερτεταγµένη κατηγορία των έµβιων όντων. Έτσι οι κατηγοριοποιήσεις σε
κάποιο επίπεδο αφαίρεσης (µαθηµατικοί - βιολόγοι) στηρίζονται σε συγκρίσεις
µεταξύ κατηγοριών που συνυπάρχουν σε ένα υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης (θετικοί
επιστήµονες).
Με τον ίδιο τρόπο, η προσωπική ταυτότητα εξαρτάται από την κοινωνική
ταυτότητα. Για παράδειγµα, το πώς θα αντιληφθούν τις διαπροσωπικές τους
διαφορές δυο άτοµα (π.χ. δυο Ελληνίδες γυναίκες) εξαρτάται από το διοµαδικό
πλαίσιο που καθορίζει µέσα σε ποια κατηγορία θα γίνει η σύγκριση (π.χ. αν το
διοµαδικό πλαίσιο είναι άνδρες - γυναίκες, η µια µπορεί να θεωρηθεί λιγότερο
συναισθηµατική από την άλλη, γιατί η διαφοροποίηση γίνεται εντός της κατηγορίας
21

γυναίκες, ενώ αν το διοµαδικό πλαίσιο είναι Έλληνες - ξένοι, η µια µπορεί να


θεωρηθεί περισσότερο φιλόξενη από την άλλη, γιατί η διαφοροποίηση γίνεται εντός
τις κατηγορίας Ελληνίδες).
Πότε γίνεται η αυτο-κατηγοριοποίηση σε διαπροσωπικό και πότε σε
διοµαδικό επίπεδο, δηλαδή πότε ενεργοποιείται η προσωπική και πότε η κοινωνική
ταυτότητα; Βάσει της αρχής της µετα-αντίθεσης, η αυτο-κατηγοριοποίηση γίνεται σε
διαπροσωπικό επίπεδο, όταν µειώνοται οι διοµαδικές διαφορές και αυξάνονται οι
ενδοοµαδικές διαφορές (δηλαδή όταν µειώνεται ο λόγος µετα-αντίθεσης), οπότε και
ενεργοποιείται η προσωπική ταυτότητα, ενώ η αυτο-κατηγοριοποίηση γίνεται σε
διοµαδικό επίπεδο, όταν αυξάνονται οι διοµαδικές διαφορές και µειώνονται οι
ενδοοµαδικές διαφορές (δηλαδή όταν αυξάνεται ο λόγος µετα-αντίθεσης), οπότε
και ενεργοποιείται η κοινωνική ταυτότητα.
Σύµφωνα µε τη Θεωρία της Αυτο-Κατηγοριοποίησης, το κατάλληλο επίπεδο
αυτο-κατηγοριοποίησης στο συνεχές µεταξύ προσωπικής και κοινωνικής
ταυτότητας υπαγορεύεται από το εκάστοτε πλαίσιο, που άλλοτε καθιστά ευκρινή την
προσωπική και άλλοτε την κοινωνική ταυτότητα. Η αυτο-κατηγοριοποίηση στο
κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή η ενεργοποίηση της κοινωνικής ταυτότητας, οδηγεί σε
αποπροσωποποίηση της αυτο-αντίληψης του ατόµου και καθιστά εφικτή την
οµαδική συµπεριφορά. Σ' αυτή τη θεωρία ο όρος αποπροσωποποίηση δεν έχει
αρνητική έννοια, δηλαδή δεν σηµαίνει απώλεια της ταυτότητας, αλλά σηµαίνει
µετακίνηση από την προσωπική στην κοινωνική ταυτότητα. Επίσης σηµαίνει «αυτο-
στερεοτυποποίηση, δηλαδή αντίληψη αυξηµένης ταύτισης µεταξύ του εαυτού και των
µελών της ενδοοµάδας και αυξηµένης διαφοράς από τα µέλη της εξωοµάδας» (Oakes
et al., 1994, σελ. 100). Με άλλα λόγια, η ενεργοποίηση της κοινωνικής ταυτότητας
σηµαίνει αντίληψη του εαυτού ως πρωτοτυπικού µέλους της οµάδας πράγµα που
οδηγεί σε οµαδική συµπεριφορά.
Από τα παραπάνω καθίσταται φανερή η στενή σχέση της Θεωρίας της
Αυτο-Κατηγοριοποίησης µε τη Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας. Όµως, όπως
επισηµαίνει ο Turner (βλ. Turner et al., 1987) οι δυο θεωρίες διαφέρουν σε δυο
βασικά σηµεία.
(α) Ενώ η Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας θεωρεί την κοινωνική
ταυτότητα ως εκείνες τις όψεις της αυτο-εικόνας ενός ατόµου που προέρχονται από
τις κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες το άτοµο θεωρεί ότι ανήκει, η Θεωρίας της
22

Αυτο-Κατηγοριοποίησης θεωρεί την κοινωνική ταυτότητα ως µηχανισµό που


καθιστά εφικτή την οµαδική συµπεριφορά.
(β) Επιπλέον, ενώ Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας στην ουσία εξετάζει
µόνο την κοινωνική ταυτότητα και θεωρεί την ατοµική και την οµαδική συµπεριφορά
ως τα δυο άκρα ενός συνεχούς, η Θεωρίας της Αυτο-Κατηγοριοποίησης δίνει έµφαση
τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική ταυτότητα θεωρώντας την ατοµική και
την οµαδική συµπεριφορά ως εκφράσεις του εαυτού που λειτουργεί σε διαφορετικά
επίπεδα αφαίρεσης.

Ο εαυτός και η κοινωνική ταυτότητα


Πηγές:
Ellemers, N., Spears, R., & Doosje, B. (2002). Self and social identity. Annual Review
of Psychology, 53, 161-186.
Η Ellemers και οι συνεργάτες της (2002) χρησιµοποιώντας τη Θεωρία της
Κοινωνικής Ταυτότητας (ΘΚΤ) και τη Θεωρία της Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ)
εστιάζουν στις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θέµατα που αφορούν τον
εαυτό και την ταυτότητα επηρεάζονται από τις οµάδες στις οποίες ανήκουν τα
άτοµα..
Βασικές αρχές
(Α) Ο Προσωπικός έναντι του Συλλογικού Εαυτού
Οι έννοιες του προσωπικού εαυτού και η προσωπική ταυτότητα έχουν
χρησιµοποιηθεί σε µεγάλο βαθµό για την ερµηνεία της κοινωνικής συµπεριφοράς,
ακόµα κι’ όταν το αντικείµενο µελέτης ήταν οι διαδικασίες στην οµάδα ή οι
διοµαδικές σχέσεις. Για παράδειγµα, η συνοχή της οµάδας έχει θεωρηθεί ότι
οφείλεται στους διαπροσωπικούς δεσµούς µεταξύ των µελών της, και η τάση
προσεταιρισµού ή αποστασιοποίησης ενός ατόµου προς ή από µια οµάδα έχει
αποδοθεί στην ωφελιµότητα ή µη της ιδιότητας του µέλους για το άτοµο.
Οι ∆υτικές κοινωνίες στις οποίες έχουν αναπτυχθεί οι περισσότερες από αυτές
τις θεωρίες και έχουν διεξαχθεί οι αντίστοιχες έρευνες µπορούν να χαρακτηριστούν
ως πολιτισµικά πλαίσια µε έντονη έµφαση στην προσωπική ταυτότητα και τα
προσωπικά επιτεύγµατα (διακρίνονται από έµφαση στον ατοµικισµό).
Όµως υπάρχει και ένας σηµαντικός αριθµός ερευνών που δείχνουν την ισχυρή
επίδραση της κοινωνικής ταυτότητας των ανθρώπων πάνω στις αντιλήψεις, στα

You might also like