You are on page 1of 22

Γ3-Γ4

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ-ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


Διδάσκουσα: Ντίνα Αϊδωνά kaidona@yahoo.gr
Κορίτσια και αγόρια, γεια σας.
Για να μη νεκρωθούν, ολοκληρωτικά, οι νοητικές λειτουργίες, σάς στέλνω
τις σημειώσεις για την ενότητα γλώσσα. Κάποιοι προλάβατε και τις πήρατε,
προ εγκλεισμού.

Προσοχή !
 Έχουν γίνει αλλαγές/προσθήκες.
 Σε κάθε υποκεφάλαιο υπάρχουν ασκήσεις τις οποίες θα ήμουν ευτυχής
αν κάνατε. Εντάξει, βαθιά ανάσα, είναι πολλές -όσες μπορέσετε.
 Αυτή την εβδομάδα, θα ασχοληθούμε με τη γλώσσα. Την επόμενη με
τη λογοτεχνία. Και μετά ο κύκλος θα συνεχισθεί, όπως και η ζωή.
Πολλά φιλιά
Ενότητα: ΓΛΩΣΣΑ

Ορισμός: με την ευρύτερη έννοια, συνιστά οποιοδήποτε σύνολο ή σύστημα τυποποιημένων συμβόλων, σημείων,
ήχων ή κινήσεων, που συνθέτει έναν κώδικα επικοινωνίας, που αποτελεί μέσο ανταλλαγής μηνυμάτων.
Ειδικότερα, ο κατά ομάδες, κυρίως έθνη, καθιερωμένος κώδικας επικοινωνίας, που συνίσταται στην απόδοση
συγκεκριμένων σημασιών με λέξεις και εκφράσεις (τόσο ως εσωτερικό οργανωμένο γραμματικό, συντακτικό και
λεξιλογικό σύστημα, ως «λόγος», όσο και ως πράξη, εφαρμογή, δηλαδή ως «ομιλία»).
▪ Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, που ακολουθεί τους νόμους της εξέλιξης. Είναι φαινόμενο, που
βρίσκεται σε δυναμική κατάσταση, καθώς αντικατοπτρίζει τις ιδιαιτερότητες της κοινωνίας, τις μετεξελίξεις της, τον
πολύμορφο χαρακτήρα της, το πνευματικό της επίπεδο αλλά και τις ατομικές ιδιαιτερότητες των ομιλητών της.

Η αξία της γλώσσας

Με τη γλώσσα νοηματοδοτήθηκε και νοηματοδοτείται ο περιβάλλων κόσμος , φυσικός και κοινωνικός, και έτσι
γίνεται δυνατή η εσωτερίκευσή του από τον άνθρωπο. Είναι το μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος συλλαμβάνει τις
παραστάσεις της ζωής, εσωτερικεύει τις αλλαγές και εξωτερικεύει τις προσδοκίες και τους οραματισμούς του.

1) Συμβάλλει στη συγκρότηση του ανθρώπου:

▪. Η γλώσσα είναι το όχημα της σκέψης. Πλούσια γλώσσα σημαίνει πλούσια σκέψη και το αντίστροφο. Η γλώσσα
βοηθά το άτομο να αντιλαμβάνεται, αλλά και να εκφράζει τις λεπτές και δυσδιάκριτες σημασιολογικές αποχρώσεις
μιας έννοιας. Με τη συνδρομή της γλώσσας -κυρίως μέσω του γραπτού λόγου- το άτομο κατορθώνει να έρθει σε
επαφή με τα πνευματικά δημιουργήματα παλαιότερων εποχών, αλλά και με το τρέχον γνωστικό υλικό των διαφόρων
επιστημών, επιτυγχάνοντας τον εμπλουτισμό των γνώσεών του και φυσικά τη γενικότερη πνευματική του
καλλιέργεια.

▪ Η γλώσσα, άλλωστε, αποτελεί το βασικό εργαλείο μετάδοσης γνώσεων, καθώς καθιστά εφικτή, όχι μόνο τη μελέτη
γραπτών κειμένων, αλλά και τη διεξοδική προφορική παρουσίαση των γνωστικών αντικειμένων από τους
διδάσκοντες, με την παράλληλη αποσαφήνιση εννοιών που δυσχεραίνουν το μαθητή.
Η σύνδεση της γλώσσας με τη συνολική ενίσχυση των πνευματικών και διανοητικών λειτουργιών του ατόμου είναι
προφανής, υπό την έννοια πως ο γλωσσικός κώδικας αποτελεί βασικό φορέα σκέψης και συλλογισμών. Η διεύρυνση,
επομένως, της γλωσσικής δεξιότητας του ατόμου, όπως και του λεξιλογίου του, προσφέρει το αναγκαίο υλικό για την
επίτευξη νέων και πιο σύνθετων συλλογισμών, που ενισχύουν την αντιληπτική του ικανότητα. Η γλώσσα ως μέσο
πειθούς ωθεί το άτομο στην ενίσχυση της ικανότητάς του να διαρθρώνει κατά τρόπο λογικό τις σκέψεις του, να
σχηματίζει επιχειρήματα και να επιτυγχάνει έτσι την αποτελεσματικότερη δυνατή επικοινωνία.
.
▪ Ως μέσο έκφρασης συναισθημάτων ευνοεί την ψυχική έκφραση. Οι λέξεις κινητοποιούν τις συγκινησιακές και
νοητικές δυνάμεις του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και παράγουν βιώματα, που αντιστοιχούν στο νόημά τους.
Η γλώσσα επιτρέπει την εξωτερίκευση ενός ακόμη βασικού στοιχείου της ανθρώπινης προσωπικότητας· της
φαντασίας. Έτσι, με τη βοήθεια του γλωσσικού κώδικα το άτομο μπορεί να αποκαλύψει και να διατυπώσει εκείνες τις
σκέψεις του που υπερβαίνουν τα όρια του πραγματικού, και τα οποία συχνά βρίσκουν την ιδανική τους έκφραση στα
έργα της λογοτεχνίας.

2) Στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής


▪ η διαδικασία κοινωνικοποίησης των ατόμων συμπορεύεται με τη γλώσσα, εφόσον είναι ο βασικός επικοινωνιακός
κώδικας.
▪ αποτελεί μέσο επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών και απόψεων · με το διάλογο τα άτομα προσεγγίζουν το
ένα το άλλο συνεννοούνται και επιλύουν τις διαφορές τους. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα όρια ελευθερίας και
δράσης του, γεγονός που διαμορφώνει και τη στάση του στην κοινωνία. Αναγνωρίζει τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα,
τις ευθύνες, που καθορίζουν τη συμπεριφορά του έναντι των άλλων, στο πλαίσιο της οργανωμένης πολιτείας.
Ταυτόχρονα όμως, η γλώσσα τον βοηθά στην προάσπιση και διεκδίκηση των κεκτημένων του, αλλά και στη
δυνατότητά του να προβάλλει τη διαμαρτυρία του σε ό,τι παραβιάζει τα συμφέροντά του.

3) Η γλώσσα συνιστά σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής και εθνικής ταυτότητας ενός λαού
▪ μέσω αυτής (γραπτός και προφορικός λόγος) διασώζεται η πολιτιστική κληρονομιά Στην εποχή της
παγκοσμιοποίησης, αποτελεί όπλο αντίστασης στην πολιτισμική αλλοτρίωση.
▪ τα γράμματα, τα ήθη, έθιμα, η λαϊκή δημιουργία στο σύνολό της αναζητούν στη γλώσσα το μέσο έκφρασης και
μετάδοσής τους. Βοηθά, έτσι, ένα λαό να συνειδητοποιήσει την ιδιοπροσωπία του και αποτελεί, επομένως, μέσο και
πνευματικό θεσμό συνοχής ενός εθνικού συνόλου. Η γλώσσα είναι μέσο προσδιορισμού του πολιτισμού.

4) Σημαντικός ο ρόλος της στην πολιτική ζωή:


▪ με τη γλώσσα οι άνθρωποι ανταλλάσσουν πολιτικές απόψεις, επιχειρηματολογούν, συναινούν σε πολιτικά
ζητήματα ή διαφοροποιούνται
▪ με την ορθή χρήση της οι πολίτες διατυπώνουν τις απόψεις τους με ευκρίνεια και πειθώ.
▪ η βαθιά γνώση των λειτουργιών της βοηθά στην αποκάλυψη της δημαγωγικής πολιτικής και της λαϊκιστικής
ρητορείας.

5) Σημαντική η συμβολή της στη διεθνή ζωή. Με τη γλωσσομάθεια:


▪ διευκολύνεται η επικοινωνία των λαών
▪ υλοποιείται κάθε μορφή συνεργασίας.

ΑΣΚΗΣΗ: « Γλώσσα δεν είναι, καθώς φαντάζονται κάποιοι, αράδιασμα από λέξεις,
τύπους κανόνες, όπως αναγράφονται σε λεξικά και γραμματικές… παρά η έκφραση του
εσωτερικού μας κόσμου, κύμα ζωής, άνοιγμα και επαφή ψυχών, ανταλλαγή αισθημάτων
και σκέψεων μέσα σε συνομιλία, ερώτηση και απόκριση, άρνηση και κατάφαση,
προσταγή, απαγόρευση και παράκληση, μικροεπεισόδια, πεζότητες και ταπεινότητες της
καθημερινής ζωής και έξαρση και κατάνυξη, τραγούδι και κλάμα, χαρά και καημός,
τρικυμία και γαλήνη, αγάπη, πάθος, αγωνία και κατάρα, επιστήμη και ζωή, σκέψη της
μοίρας και φιλοσοφία – όλα αυτά είναι γλώσσα ατομική και εθνική. Γλώσσα είναι
ολόκληρος ο λαός, λέει ένα φλαμανδικό ρητό.» ( Μανόλης Τριανταφυλλίδης ).

Με αφόρμηση τις απόψεις του Μανώλη Τριανταφυλλίδη για τη γλώσσα, αναπτύξτε σε μία
παράγραφο 100 λέξεων τις δικές σας σκέψεις για τη σχέση σας με τη γλώσσα.
Μορφές της γλώσσας:
1) Φυσική-καθομιλουμένη: Είναι το καθημερινό μέσο επικοινωνίας των
2) Τεχνητή-θεωρητική: Είναι κτήμα ειδικών κατηγοριών και χρησιμοποιείται ως ειδικευμένο εργαλείο επικοινωνίας
και ως δείγμα κοινωνικής θέσης.

Οι δύο μορφές γλώσσας εκφράζουν και μια σημαντική βασική αντίθεση στο γλωσσικό επίπεδο, στο πλαίσιο της
ελληνικής πραγματικότητας: Την αντίθεση καθαρεύουσας-δημοτικής. Η δημοτική-νεοελληνική αντιστοιχεί στην
φυσική καθομιλουμένη. Είναι δείγμα λαϊκής ρίζας, δημοκρατικότητας και ενότητας του απλού λαού, που δεν ήταν σε
θέση να κατανοεί την καθαρεύουσα. Η τελευταία αντιστοιχεί στην τεχνητή-θεωρητική. Θεωρείτο δείγμα
ανωτερότητας και υψηλής κοινωνικής θέσης. Είναι το μέσο καταξίωσης των διανοούμενων, πνευματικών, πολιτικών
ηγετών. Ένας βασικός σκοπός είναι να θεραπευτεί κανείς από τη βασικότερη προκατάληψη των μορφωμένων: να
πιστεύουν πως οι ίδιοι ξέρουν τους γλωσσικούς κανόνες, και πως οι λιγότερο μορφωμένοι δεν τους ξέρουν, «επειδή
είναι αγράμματοι». Η προκατάληψη αυτή ξεκινάει από έλλειψη σεβασμού προς τον απλό άνθρωπο.

Ειδικά ισχυρές είναι οι γλωσσικές προκαταλήψεις στην Ελλάδα. Τη χώρα μας τη βάρυνε για πολλές δεκαετίες και τη
βαραίνει ακόμα η καθαρευουσιάνικη νοοτροπία. Διότι μπορεί η καθαρεύουσα να έχει εκτοπιστεί ως προς τους
γραμματικούς τύπους, όμως, σε λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο, ο διαχωρισμός σε ανώτερες και κατώτερες
γεωγραφικές , κοινωνικές και υφολογικές ποικιλίες συνεχίζεται. «Μιλάει σαν βλάχος», «ο λεξιλογικός κώδικας των
νέων, μετά βίας, περιλαμβάνει 100 λέξεις», «Αυτός είναι πολύ μορφωμένος! Όταν μιλάει δεν καταλαβαίνω, τίποτα.»
Οι παραπάνω και άλλες εκφράσεις είναι έκφραση κυρίαρχων στερεοτύπων και αποτελούν μορφές γλωσσικού
ρατσισμού, οι οποίες, βέβαια, παρατηρούνται σε όλες τις γλωσσικές κοινότητες απανταχού της γης και αποδεικνύουν
ότι η γλώσσα έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Δημιουργείται, εξελίσσεται αλλά και αξιολογείται σε ένα δοσμένο
κοινωνικό περιβάλλον.

ΑΣΚΗΣΗ: Έχετε παρατηρήσει μορφές γλωσσικού ρατσισμού, στο σχολικό ή στο


ευρύτερο περιβάλλον και ποιες; 100λ.
Προφορικός και γραπτός λόγος

Ο προφορικός και ο γραπτός λόγος αποτελούν δύο ισότιμες μορφές επικοινωνίας με ιδιαίτερα ωστόσο
χαρακτηριστικά που οριοθετούν επί της ουσίας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Παρά τη γενικότερη
εντύπωση πως ο γραπτός λόγος υπερέχει του προφορικού, λόγω της καλύτερης εκφραστικής ποιότητας που
επιτυγχάνεται σε αυτόν, ο προφορικός λόγος αποτελεί τη συνηθέστερη επικοινωνιακή μορφή, γεγονός που του
προσδίδει ιδιαίτερη αξία και καθιστά καίριας σημασίας την ενίσχυσή του στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Τα θετικά χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου

- Ο προφορικός λόγος είναι λόγος ζωντανός και αυθόρμητος∙ ικανοποιεί με αποτελεσματικότητα τις πλείστες
καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας των ανθρώπων και διακρίνεται για την αμεσότητά του, εφόσον η επικοινωνία
πραγματώνεται μεταξύ ατόμων που συνομιλούν σε πραγματικό χρόνο. Στον προφορικό λόγο, οι συμμετέχοντες/ουσες
συνήθως βρίσκονται στον ίδιο χώρο και χρόνο έτσι ώστε να συνεισφέρουν από κοινού στον λόγο. Επίσης, συχνά
στηρίζονται σε κοινές γνώσεις και εμπειρίες τους για την ερμηνεία όσων λέγονται, οπότε δεν χρειάζεται να δίνουν
πολλές πληροφορίες που είναι ήδη γνωστές. Η αμεσότητα, άλλωστε, του προφορικού λόγου πιστοποιεί κατά τρόπο
σαφή, τις εκφραστικές δυνατότητες του ατόμου, μιας και δεν προσφέρει περιθώρια προετοιμασίας ή σχεδιασμού,
όπως αυτά δίνονται άπλετα στο γραπτό λόγο.

- Ο προφορικός λόγος είναι σαφώς πιο παραστατικός και προσφέρει στον ομιλητή τη δυνατότητα να ενισχύει τη
νοηματική αξία των λέξεών του με τη χρήση παραγλωσσικών στοιχείων, όπως είναι οι εκφράσεις του προσώπου και
οι χειρονομίες. Είναι ιδιαίτερο προνόμιο του προφορικού λόγου πως, με τον επιτονισμό, και μόνο, της φωνής μια
απλή λέξη ή έκφραση μπορεί να λάβει πλήθος νοηματικών προεκτάσεων, πλουτίζοντας έτσι το λόγο με τρόπους που
δεν είναι εφικτοί στο γραπτό κείμενο. Όλο το φάσμα των συναισθημάτων μπορούν να περάσουν στην ομιλία του
ατόμου, μέσω του επιτονισμού, χωρίς να απαιτείται η ρητή, λεκτική δήλωσή τους Στον προφορικό λόγο, οι
συνομιλητές/τριες έχουν κατά κανόνα ακουστική ή/και οπτική επαφή. Μπορούν έτσι ο/η καθένας/καθεμία να
αντιδράσουν άμεσα σε όσα λέει ο/η άλλος/η και να ζητήσουν διευκρινίσεις.

-Ο ομιλητής έχει το σαφές πλεονέκτημα να ελέγχει το επίπεδο κατανόησης των λεγομένων του, τη στιγμή ακριβώς
που τα εκφέρει, κι αυτό του επιτρέπει να επανέρχεται με διευκρινίσεις και περαιτέρω συμπληρωματικά στοιχεία,
προκειμένου να διασφαλίσει πως ο συνομιλητής του έχει κατανοήσει πλήρως το μεταδιδόμενο μήνυμα. Ενώ, ακόμη
κι αν ο ίδιος δεν αντιληφθεί κάποια πιθανή παρανόηση ή ασάφεια, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα του συνομιλητή να
εκφράσει τις απορίες του ή να θελήσει να επιβεβαιώσει πως έχει αντιληφθεί ορθά όσα έχει ακούσει μέχρι εκείνη τη
στιγμή.

-Όπως είναι προφανές, τέτοιου είδους άμεση αλληλεπίδραση μπορεί να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο μιας προφορικής -
συνήθως- συνομιλίας ή τώρα πια ακόμη κι αν η συνομιλία διεξάγεται με την ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων, οπότε η
γραπτή επικοινωνία προσεγγίζει ως ένα βαθμό την προφορική, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τη δυνατότητα παροχής
διευκρινίσεων. Ίσως για αυτό η γλώσσα των γραπτών μηνυμάτων είναι τόσο σύντομη, συνθηματική.

- Η αμεσότητα του προφορικού λόγου επιτρέπει την ουσιαστικότερη γνωριμία μεταξύ των ατόμων, και άρα την
ανάπτυξη της κοινωνικότητας, μιας και παρέχει τη δυνατότητα μιας απρόσκοπτης και ταχύτερης επικοινωνιακής
επαφής. Παρά το γεγονός, λοιπόν, πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούν το γραπτό λόγο για την
επίτευξη μιας ανάλογης επικοινωνίας, δεν μπορούν να προσφέρουν το σαφές κέρδος της δια ζώσης επαφής, της μη
λεκτικής επικοινωνίας που διασφαλίζει η οπτική επαφή των ατόμων, αλλά και όλων εκείνων των παραγλωσσικών
στοιχείων που χρωματίζουν την ομιλία του ατόμου, φανερώνοντας πάντοτε πολύ περισσότερα απ’ όσα οι λέξεις που
χρησιμοποιεί. Η χρήση/κατάχρηση εικονιδίων φαίνεται να υποκαθιστά την αμεσότητα έκφρασης συναισθημάτων,
κατά την προφορική επικοινωνία.

- Ο προφορικός λόγος συνιστά μορφή φυσικής έκφρασης και είναι γι’ αυτό κτήμα όλων των ανθρώπων είτε έχουν
παρακολουθήσει συστηματικές σπουδές είτε όχι. Σε αντίθεση, λοιπόν, με το γραπτό λόγο που προϋποθέτει ένα
ικανοποιητικό επίπεδο σπουδών για την αποτελεσματική του χρήση, ο προφορικός λόγος εξυπηρετεί τις καθημερινές
επικοινωνιακές ανάγκες ακόμη και αναλφάβητων ατόμων. Βέβαια και σε αυτό το επίπεδο λόγου, υπάρχουν
διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, ο προσχεδιασμένος προφορικός λόγος ή μία προφορική διαλογική διαπραγμάτευση
ενός θέματος επιβάλλουν πιο σύνθετες, διευρυμένες γλωσσικές επιλογές

- Ο προφορικός λόγος διακρίνεται , συνήθως για την απλότητα και τη σαφήνειά του, εφόσον δύσκολα αφήνει
περιθώρια για πολύπλοκες συντακτικές δομές, όπως αυτές του γραπτού λόγου. Ο προφορικός λόγος παράγεται
«αυθόρμητα», διαμορφώνεται δηλαδή τη στιγμή που εκφωνείται υπό την πίεση του χρόνου και του/της
ακροατή/τριας. Γι’ αυτό παρουσιάζει διακοπές, επικαλύψεις μεταξύ των συνομιλητών/τριών, δισταγμούς,
(αυτο)διορθώσεις, συντακτικά ατελείς και ανολοκλήρωτες προτάσεις, παρατακτική σύνδεση, ενεργητική σύνταξη,
επαναλήψεις, επανεκκινήσεις και γενικευτικούς όρους.

Τα μειονεκτήματα του προφορικού λόγου

- Ένα βασικό μειονέκτημα του προφορικού λόγου προκύπτει από την αμεσότητα έκφρασής του, που δεν επιτρέπει
πάντοτε τη σχετική προετοιμασία, και αφορά την προχειρότητά του. Παρατηρούνται, έτσι, ασυνταξίες, αστοχίες στην
επιλογή λέξεων, λόγω βιασύνης, νοηματικά κενά, λόγω της αδυναμίας του ομιλητή να ελέγξει αν ολοκλήρωσε τη
νοηματική αλληλουχία των λεγομένων του, άσκοπα γεμίσματα του λόγου για να καλυφθεί ο χρόνος σκέψης, παύσεις,
αλλά και ελλιπής συχνά τεκμηρίωση, εφόσον ο ομιλητής δεν έχει τον αναγκαίο χρόνο να οργανώσει με πληρότητα το
λόγο του.

-Η προχειρότητα του προφορικού λόγου, αν και είναι εύλογη και συνήθως συγχωρητέα, τον καθιστά, εντούτοις,
περισσότερο ανεπίσημο και γι’ αυτό αποφεύγεται η απροσχεδίαστη χρήση του σε επίσημες ή μεγάλης βαρύτητας
εκδηλώσεις, όπως είναι για παράδειγμα οι πολιτικές ομιλίες. Η ελλιπής οργάνωση του προφορικού λόγου ευθύνονται
και για την αδυναμία του να αποδώσει με πληρότητα και ακρίβεια τα μεταδιδόμενα μηνύματα. Είναι σαφές, άλλωστε,
πως κάθε ομιλητής, αν είχε το χρόνο να οργανώσει τις σκέψεις του, όπως αυτό συμβαίνει στο γραπτό λόγο, θα
μπορούσε να αποδώσει πολύ πιο περιεκτικά και με μεγαλύτερη ακρίβεια όσα θα ήθελε να εκφράσει. Η ικανότητα
έκφρασης, λοιπόν, και στον προφορικό λόγο είναι θέμα άσκησης και δημιουργικής εκδίπλωσης της σκέψης.

- Ο προφορικός λόγος είναι προσωρινός και οι συγκεκριμένες διατυπώσεις του ξεχνιούνται πολύ γρήγορα.
Διατηρείται μόνο για περιορισμένο διάστημα στη μνήμη των συνομιλητών το γενικό του περιεχόμενο ή οι προθέσεις
του. Αυτό, όμως, αποτελεί σημαντικό μειονέκτημά του, εφόσον δεν μπορεί να διασφαλίσει τη διαρκή διατήρηση των
ιδεών και των απόψεων, όπως άριστα το επιτυγχάνει ο γραπτός λόγος.

Τα θετικά χαρακτηριστικά του γραπτού λόγου

- Ο γραπτός λόγος παρέχει στο άτομο τη δυνατότητα να επεξεργαστεί με προσοχή τις διατυπώσεις και τα εκφραστικά
του μέσα, επιτυγχάνοντας έτσι υψηλή ποιότητα λόγου. Απουσιάζουν, άρα, από το γραπτό λόγο οι αστοχίες και οι
προχειρότητες του προφορικού, γεγονός που τον καθιστά ιδανικότερο για τις πιο επίσημες μορφές επικοινωνίας.
- Ο γραπτός λόγος προσφέρει στο άτομο το αναγκαίο περιθώριο χρόνου, προκειμένου να οργανώσει κατάλληλα τις
ιδέες και τα επιχειρήματά του. Οργάνωση που προσδίδει τελικά μεγαλύτερη ευστοχία και ακρίβεια στη γραπτή
έκφραση σε σχέση με την αντίστοιχη προφορική. Το γραπτό κείμενο, επομένως, αποδίδει με μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα και πληρότητα τις σκέψεις του ατόμου, εφόσον αυτές είναι οργανωμένες, επαρκώς ανεπτυγμένες
και έχουν επανελεγχθεί, ώστε ο γράφων να είναι βέβαιος πως δεν έχουν παραλειφθεί ουσιώδη επιχειρήματα ή
ζητήματα.

- Ο γραπτός λόγος, εφόσον δεν παρέχει τη δυνατότητα διευκρινήσεων, ωθεί το άτομο σε μια αυστηρά δομημένη
ανάπτυξη των σκέψεών του, με στόχο πάντοτε τη σαφή διατύπωση, ώστε να παρουσιάζεται με τον πληρέστερο τρόπο
το μεταδιδόμενο μήνυμα.

- Σε αντίθεση με την προχειρότητα του προφορικού λόγου και τους συχνούς πλατειασμούς που συναντώνται σε
αυτόν, ο γραπτός λόγος επιτρέπει τη νοηματική πυκνότητα, αλλά και τη διεξοδικότερη προσέγγιση του υπό ανάπτυξη
ζητήματος. Ο γράφων έχει την ευχέρεια να επιλέξει τις κατάλληλες λέξεις και να αξιοποιήσει πληρέστερα τις
εκφραστικές του δυνατότητες, παρουσιάζοντας ένα κείμενο με πιο διευρυμένο λεξιλόγιο και εναλλαγή συντακτικών
δομών. Ο γραπτός λόγος είναι προσχεδιασμένος, καθώς ο/η συγγραφέας έχει άνεση χρόνου για έλεγχο και
διορθώσεις. Γι’ αυτό συνήθως εμφανίζει ολοκληρωμένες συντακτικά προτάσεις, περισσότερη υποτακτική σύνδεση
και παθητική φωνή, πιο εξειδικευμένο λεξιλόγιο .

- Ο γραπτός λόγος διασφαλίζει τη διατήρηση των σκέψεων του ατόμου, ξεπερνώντας χρονικά και τοπικά όρια, όπως
έχει ήδη επιτευχθεί με τη φιλοσοφική σκέψη, τον ποιητικό λόγο , τα ιστορικά και επιστημονικά έργα. Σε αντίθεση,
έτσι, με το εφήμερο του προφορικού λόγου, ο γραπτός λόγος κατορθώνει να διαφυλάξει ακέραιες τις ιδέες και τις
πνευματικές επιτεύξεις των ατόμων.

Τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου

- Ο γραπτός λόγος στερείται εκ των πραγμάτων την αμεσότητα του προφορικού λόγου και όλα εκείνα τα
παραγλωσσικά στοιχεία που τόσο ενισχύουν και εμπλουτίζουν τη διαλογική επικοινωνία. Στο πλαίσιο του γραπτού
λόγου, επομένως, μπορούν μεν να αποδοθούν με πληρότητα οι σκέψεις του ατόμου και χάρη στα σημεία στίξης να
υπονοηθούν στοιχεία, όπως είναι η ειρωνεία, η έκπληξη, η αμφιβολία κ.λπ., δεν μπορούν όμως τα λόγια του
γράφοντος να αποκτήσουν ποτέ τη ζωντάνια και το ποικιλοτρόπως ενισχυόμενο νοηματικό εύρος που παρέχει η
οπτική επαφή και το άκουσμα της φωνής του ομιλητή.

- Στον γραπτό λόγο, οι συμμετέχοντες/ουσες δεν βρίσκονται κατά κανόνα στον ίδιο χώρο και χρόνο ούτε μοιράζονται
πάντα κοινές εμπειρίες , οπότε ο/η παραγωγός του κειμένου χρειάζεται συχνά να περιγράψει αναλυτικά την
κατάσταση στην οποία αναφέρεται, τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτή.Ο γραπτός λόγος δεν προσφέρει στο άτομο
τη δυνατότητα άμεσης λήψης στοιχείων ανατροφοδότησης, όπως είναι οι εκφράσεις του συνομιλητή, οι αντιδράσεις
και οι απορίες του, που χαρακτηρίζουν τη ζωντανή προφορική επικοινωνία. Ο γράφων, επομένως, δεν μπορεί να
γνωρίζει πραγματικά ποιος ήταν ο άμεσος αντίκτυπος των λόγων του, ούτε έχει τη δυνατότητα να δώσει άμεσα
διευκρινίσεις και επεξηγήσεις στον αποδέκτη του κειμένου του. Στοιχείο που τον ωθεί βέβαια να επιδιώκει τη
σαφέστερη και πληρέστερη δυνατή διατύπωση, του στερεί όμως την άμεση αλληλεπίδραση. Οι αποδέκτες/τριες του
γραπτού λόγου είναι απόντες/ούσες και παραλαμβάνουν το κείμενο ύστερα από μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό
διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι μόνο αργότερα μπορούν να αντιδράσουν σε αυτό και μάλιστα χωρίς ο/η παραγωγός του
να είναι πάντα σε θέση να ακούσει ή να διαβάσει όσα έχουν να πουν.

- Ο γραπτός λόγος δεν έχει τη φυσικότητα του προφορικού, ούτε κατακτάται με την ίδια ευκολία από όλα τα άτομα,
γεγονός που τον καθιστά μέσο επικοινωνίας κυρίως των ανθρώπων που έχουν ακολουθήσει συστηματικές σπουδές κι
έχουν αποκτήσει άνεση και ευχέρεια στη χρήση του. Ο γραπτός λόγος θέτει, επομένως, εμπόδια στην επικοινωνία
μεταξύ ατόμων που έχουν σημαντική απόκλιση εκπαιδευτικού υπόβαθρου, εφόσον δεν επιτρέπει πάντοτε την
απλοποίηση ή τις ποικίλες αποσαφηνίσεις που τόσο διευκολύνουν την προφορική επικοινωνία, ακόμη και ανάμεσα σε
άτομα τελείως άνισου γνωστικού επιπέδου.

- Ο γραπτός λόγος είναι ιδιαίτερα χρονοβόρος σε σχέση με τον προφορικό, γι’ αυτό και δεν επιλέγεται για τις
τρέχουσες επικοινωνιακές ανάγκες. Ο γράφων οφείλει να αφιερώσει σημαντικό χρόνο για να δομήσει σωστά το
κείμενό του, να ελέγξει τις εκφραστικές του επιλογές και να διασφαλίσει τη σαφήνεια των διατυπώσεών του, γεγονός
που λειτουργεί αποτρεπτικά για τη συχνή αξιοποίησή του.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΡΑΠΤΟΥ


Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, αλλά
διαβαθμίσεις. Τα προφορικά και γραπτά κειμενικά είδη κατατάσσονται σε ένα συνεχές, στη μια πλευρά του οποίου
έχουμε την προφορικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, ρυθμικότητα και συμμετοχικότητα, και στην
άλλη τη γραφή, η οποία χαρακτηρίζεται από εμμεσότητα, συνθετικότητα και αφαίρεση. Πρόκειται, δηλαδή, για
υφολογικές διαφορές. Για παράδειγμα, στη λογοτεχνία, η προφορικότητα του ύφους, σε διαλογικά και αφηγηματικά
μέρη, μέσω της υπαινικτικότητας, του συμβολισμού, της συνειρμικής γραφής, της συνυποδηλωτικής χρήσης της
γλώσσας και πλήθους λεξιλογικών, εκφραστικών επιλογών και μέσων αποκαλύπτουν ένα διευρυμένο γλωσσικό
κώδικα, παρά το γεγονός ότι το ύφος , κάθε άλλο παρά επίσημο είναι. Επίσης, η ποιητικότητα επιστημονικών
κειμένων-π.χ. Η κώμη της Βερενίκης του Γ.Γραμματικάκη- αλλά και η χρήση του διαλόγου/διαλεκτικής από τον
Σωκράτη ως φιλοσοφικής πρακτικής και της αλληγορίας από φιλοσόφους, όπως ο Πλάτων , ο Νίτσε και Χάιντεγκερ
αποδεικνύουν ότι ο λόγος ως γλώσσα υπακούει σε ατομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές επιλογές και ότι οι επαρκείς
χρήστες είναι αυτοί οι οποίοι μπορούν να κινούνται σε ποικίλα επίπεδα κατανόησης και παραγωγής.

«Εκτιμώ πως η ποίηση (γενικότερα η λογοτεχνία, και ακόμη πιο γενικά οι επιστήμες του ανθρώπου) ωφελείται από
την αναπνοή της προφορικότητας, όταν γράφοντας μιλά και μιλώντας γράφει· υπολογίζοντας κυρίως στην ακρόασή
της, ακόμη και μέσω της ατομικής ανάγνωσης.» Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1.Ποιο είδος λόγου διδάσκεστε, κυρίως, στο σχολείο και με ποιους τρόπους;

2.«Εκτιμώ πως η ποίηση (γενικότερα η λογοτεχνία, και ακόμη πιο γενικά οι επιστήμες
του ανθρώπου) ωφελείται από την αναπνοή της προφορικότητας, όταν γράφοντας μιλά
και μιλώντας γράφει· υπολογίζοντας κυρίως στην ακρόασή της, ακόμη και μέσω της
ατομικής ανάγνωσης.» Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ.

Εκφράστε τη γνώμη σας, με αφετηρία τις απόψεις τις οποίες διατυπώνει ο Μαρωνίτης,
για την αξία του προφορικού λόγου ή της προφορικότητας;

Μορφή και προβλήματα της ελληνικής γλώσσας

Η ελληνική γλώσσα είναι μια ζωντανή γλώσσα. Άμεσα συνδεδεμένη με τους ρυθμούς της κοινωνίας, τις μεταλλαγές
της, τις ανάγκες της, αλλάζει διαρκώς μορφές για να ανταποκριθεί καλύτερα στο γλωσσικό αίσθημα του λαού, να
εξυπηρετεί την παιδεία του, να προάγει τον πολιτισμό του. Υπακούοντας στο νόμο της εξέλιξης, ερχόμενη σε επαφή
με άλλες γλώσσες υιοθετεί και ταυτόχρονα αποβάλλει κάποια στοιχεία.

Γλωσσική ανεπάρκεια:

 Αδυναμία κατανόησης και χρήσης των διαφορετικών γλωσσικών ποικιλιών ανάλογα με τη συγκεκριμένη
επικοινωνιακή κατάσταση με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός αναποτελεσματικού, ασαφούς ή «ανάπηρου»
λόγου αλλά και την πνευματική , κοινωνική, πολιτική αλλοτρίωση .
 Γενική τάση υπεραπλούστευσης των νοημάτων και αδυναμία κατανόησης και παραγωγής σύνθετων
νοημάτων, συντακτικών δομών και εκφράσεων, κειμένων (προφορικών και γραπτών)
 Σημασιολογική σύγχυση – αδυναμία παραγωγής δομημένου , τεκμηριωμένου με συνοχή, αλληλουχία και
σαφήνεια λόγου
 Συρρίκνωση του λεξιλογίου και λεξιπενία
 Λεξιλογικές παραφθορές
 Συντακτικές και γραμματικές παρατυπίες
 Συνθηματολογική, τυποποιημένη χρήση της γλώσσας , ελλειπτικές διατυπώσεις
 Γλωσσικοί ακροβατισμοί-ξύλινη γλώσσα με στόχο την κάρπωση συμβολικής αξίας της εξουσίας
 Γλωσσική εξάρτηση μέσα από την αλόγιστη χρησιμοποίηση ξένων λέξεων και συντακτικών προτύπων.
Γλωσσική ένδεια – Λεξιπενία

Το φαινόμενο κατά το οποίο ένα πρόσωπο ή μια κοινωνική ομάδα χρησιμοποιεί στον καθημερινό λόγο, και
γενικότερα στην επικοινωνία, πολύ περιορισμένο αριθμό λέξεων και εκφραστικών μέσων (κυρίως λόγω άγνοιας). Η
γλωσσική ένδεια, ο περιορισμένος δηλαδή γλωσσικός και εκφραστικός πλούτος αφορά, όχι μόνο τα νέα άτομα, αλλά
και μεγάλο μέρος του ενήλικου πληθυσμού, και υποδηλώνει μια εκτεταμένη ένδειξη αδιαφορίας για επιστημονικά,
κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά θέματα, επομένως και για το μέσο σκέψης και έκφρασης, τη γλώσσα. Πολλοί
ενήλικες περιορίζονται σε όσα έμαθαν, κατά τη διάρκεια της σχολικής τους ζωής και δεν ασχολούνται ακολούθως με
τη διεύρυνση και τον εμπλουτισμό των πνευματικών και των γλωσσικών και γενικότερων εκφραστικών τους
δυνατοτήτων. Συνάμα, πολλοί νέοι αδιαφορούν για τα γλωσσικά μαθήματα, καθώς θεωρούν πως οι βασικές τους
γνώσεις επαρκούν για να καλύψουν τις καθημερινές επικοινωνιακές τους ανάγκες. Αποτέλεσμα αυτής της αδιαφορίας
είναι η αδυναμία πολλών νέων -αλλά και ενηλίκων- να εκφραστούν κατά τρόπο πλήρη και γλωσσικά άρτιο.

ΑΣΚΗΣΗ
Ποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά θεωρείτε ότι αποτελούν δικές σας αδυναμίες;
Να αναφέρετε συγκεκριμένα παραδείγματα και τις δυσκολίες που σάς δημιουργούν;
150 λ.

Ιδιωματική γλώσσα των νέων

Η επιθυμία των νέων να διαφοροποιηθούν από τους ενήλικες και να διεκδικήσουν τη δική τους αυτόνομη πορεία και
ύπαρξη, τους οδηγεί, όχι μόνο σε ενδυματολογικές ή άλλες διαφοροποιήσεις, αλλά και στην υιοθέτηση μιας
γλωσσικής έκφρασης με ποικίλες διαφοροποιήσεις από τον κυρίαρχο γλωσσικό κώδικα. Οι νέοι δημιουργώντας στο
πλαίσιο των κοινωνικών τους συναναστροφών, στις παρέες των συνομηλίκων τους, έναν δικό τους γλωσσικό τρόπο
έκφρασης, εκδηλώνουν τη διάθεση αμφισβήτησης και απόρριψης των ενηλίκων. Χαρακτηριστικά τέτοιας μορφής
επικοινωνίας είναι η ιδιωματική γλώσσα, που παρεκκλίνει από τον κώδικα της κοινής γλώσσας, καταφεύγοντας σε
ευρεία χρήση μεταφορών, εκφραστικών και πεποιημένων (φτιαχτών) λέξεων, κατεξοχήν νεολογισμών, με
περιορισμένη συμβατικότητα στη χρήση τους και γι’ αυτό εφήμερων και παροδικών, εν πολλοίς, γλωσσικών
κατασκευών.

Η γλώσσα των νέων επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις τρέχουσες εξελίξεις στο χώρο της τεχνολογίας και της -
δυτικής προελεύσεως- διασκέδασης. Λέξεις και εκφραστικά σχήματα της αγγλικής διαπλέκονται με νεολογισμούς,
συνθέτοντας έναν ιδιαίτερα πρωτότυπο κώδικα, που μπορεί να παραλλάσσεται από παρέα σε παρέα κι από περιοχή σε
περιοχή. Η επικοινωνία μέσω των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και των γραπτών μηνυμάτων, ωθεί τη
γλωσσική διατύπωση των νέων σε διαρκείς συντομεύσεις, με συχνές παραβιάσεις των κανόνων γραμματικής και
συντακτικού. Οι απλουστευμένες εκφράσεις, οι ελλειπτικές διατυπώσεις τα αρκτικόλεξα, τα γλωσσικά δάνεια και η
χρήση του λατινοελληνικού αλφαβήτου είναι τα κύρια γνωρίσματα της προφορικής, αλλά και γραπτής, επικοινωνίας
των νέων.

Οι νέοι μεταφέρουν στη γλωσσική τους έκφραση την ανάλαφρη διάθεσή τους, το ανεπίσημο -και κάποτε αγενές-
ύφος τους, την ιδιαίτερη ευρηματικότητά τους, αλλά και την εκπληκτική οικειότητα που διακρίνει τις συναναστροφές
τους. Το αποτέλεσμα, αν και απέχει πολύ από τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, ενέχει αρκετές φορές ζωντάνια,
αποτελεσματικότητα, χιούμορ και ευφυΐα που σπάνια συναντάται στη γλώσσα των ενηλίκων. Η γλώσσα των νέων,
άλλωστε, αποτελεί άμεση απόρροια της δυναμικής προσωπικότητάς τους και εκφράζει έτσι όλη την ανανεωτική τους
διάθεση, την αμφισβήτηση, τον δυναμισμό και τη δημιουργικότητά τους. Συνήθως, όπως είναι εύλογο, επικρίνεται για
τους ατυχείς πειραματισμούς και τα ποικίλα λάθη που τη διακρίνουν, αλλά όχι, σπάνια, καθίσταται φορέας
ανανέωσης για την καθιερωμένη γλωσσική έκφραση των ενηλίκων, αφού λέξεις ή εκφράσεις της νεανικής γλώσσας
κατορθώνουν να εδραιωθούν ως δόκιμοι τρόποι απόδοσης νοημάτων, εννοιών ή καταστάσεων της σύγχρονης
πραγματικότητας.

ΑΣΚΗΣΗ

Πιστεύετε ότι η ιδιωματική νεανική γλώσσα είναι ένδειξη γλωσσικής ένδειας; 100 λ.
ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΣ

α. Ο οργανικός αναλφαβητισμός προσδιορίζεται ως πλήρη στέρηση στοιχειωδών γνώσεων γραφής, ανάγνωσης,


βασικών αριθμητικών πράξεων και κατανόησης απλών μορφών προφορικού λόγου σε θέματα της καθημερινής ζωής.
β. γ. Με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας οι ενήλικες απειλούνται διαρκώς από τον τεχνολογικό ή ψηφιακό
αναλφαβητισμό, καθώς δεν μπορούν να χειριστούν ή δεν διαθέτουν πόρους για να προμηθευτούν ηλεκτρονικές,
ψηφιακές ή ηλεκτρικές συσκευές βελτιώνοντας έτσι τις προσωπικές και επαγγελματικές τους δεξιότητες.

Αίτια κρίσης της γλώσσας ή αίτια του λειτουργικού αναλφαβητισμού;

Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός ορίζεται ως απώλεια της ικανότητας ενός ατόμου, που έχει παρακολουθήσει την
υποχρεωτική εκπαίδευση, να κατανοεί με επάρκεια τον προφορικό και γραπτό λόγο, να διατυπώνει με σαφήνεια τη
σκέψη του, να κάνει αφαιρετικούς συνειρμούς, να αναπτύσσει κριτική σκέψη, να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες για
βελτίωση των γνωστικών του δεξιοτήτων (ΕΕΚ, UNESCO, 1987).

Λειτουργικά αναλφάβητος είναι όχι εκείνος που δεν ξέρει, ή δεν μπορεί να συλλαβίσει και πίσω από τους φθόγγους
να αναγνωρίσει τις λέξεις και το σώμα του έναρθρου λόγου, αλλά εκείνος που μολονότι γνωρίζει γραφή και
ανάγνωση δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει, για να λειτουργήσει με αυτάρκεια μέσα στην κοινωνική ομάδα στην
οποία είναι ενταγμένος. Είναι άνθρωπος που έχει αποφοιτήσει από την τυπική βασική εκπαίδευση με ικανοποιητική
και πολλές φορές και με εξαιρετική σχολική επίδοση. Δεν μπορεί όμως: Να επαρκέσει στην εξυπηρέτησή του σε
προβλήματα και απλά ακόμη, όχι από έλλειψη χρόνου, αλλά από αδυναμία να προσεγγίσει το ζητούμενο του
προβλήματός του, να το αναλύσει και να κάμει τις πράξεις που χρειάζονται για να το φέρει σε πέρας. Και για αυτό
χρειάζεται τη μεσολάβηση κάποιου άλλου. Δεν μπορεί να αρθρώσει συνεχή λόγο προκειμένου να παρουσιάσει στο
μέτρο που κατέχει κάποιο πρόβλημα. Δεν έχει την ικανότητα να ελέγξει και να λογικοποιήσει τις σκέψεις του που
είναι γεμάτες χάσματα και αντιφάσεις. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει σωστά τη συλλογιστική του και να την
αντιστοιχίσει με την αντικειμενική πραγματικότητα.

1) Η γενικότερη κρίση και δυσλειτουργία της παιδείας:

Ο εξειδικευτικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης δε συμβάλλει στην ευρύτερη πνευματική καλλιέργεια ( τεχνοκρατικός
χαρακτήρας παιδείας).

Η γνώση έχει μόνο θεωρητικό χαρακτήρα, η μάθηση βασίζεται σε απλή μετάδοση και είναι πάντοτε αφηρημένη και
λογοκρατική, εξωτερική και ρητορική. Μπορούμε άραγε σε μια τέτοια περίπτωση να μιλάμε για μάθηση και για
γνώση; Όλο το σχολικό σύστημα γίνεται με τον τρόπο αυτό ρητορικό και φλύαρο, μνημονικό και παθητικό. Τα νέα
δεδομένα της εποχής μας έχουν συνάμα εκμηδενίσει τις δυνατότητες ουσιαστικού διαλόγου τόσο στο πλαίσιο της
οικογένειας που βάλλεται από συνεχείς οικονομικές ανησυχίες, όσο και στο πλαίσιο της υποβαθμισμένης
εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπου τα πολυμελή τμήματα συνιστούν απαγορευτικό παράγοντα για όποια απόπειρα
ποιοτικής, διαλογικής διερεύνησης ενός ζητήματος ή μιας έννοιας. Το γλωσσικό ενδιαφέρον, όμως, που είναι το
ζητούμενο, δεν είναι δυνατόν να κινητοποιηθεί, όταν καταδικάζουμε το παιδί σε παθητική δεκτικότητα, πράγμα που
εξακολουθεί να συμβαίνει στα σχολεία μας. Ακίνητο το παιδί και συχνά με τα χέρια σταυρωμένα παρακολουθεί μόνο
τυπικά, χωρίς να κάνει τίποτε το ίδιο, χωρίς να γεύεται τη χαρά της ανακάλυψης, χωρίς να χρησιμοποιεί το νου και τη
γλώσσα, χωρίς να δραστηριοποιείται, να εκφράζει σκέψεις και συναισθήματα

Ο ψευτοκλασικισμός, ο λογιοτατισμός και ο σχολαστικισμός που από την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους και
για ένα μεγάλο ιστορικό διάστημα κυριάρχησαν στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα .Ο παπαγαλισμός
(απομνημονευτική παιδεία), συνέπεια ιδιαίτερα του εξετασιοτροπισμού που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη μέση
εκπαίδευση και που μετατρέπει τους μαθητές από αυτάρκεις παραγωγούς λόγου σε αναμηρυκαστικά και παθητικούς
αναμεταδότες τυποποιημένων γνώσεων και λόγων. Η μετατροπή του μαθήματος της έκθεσης σε συνταγολόγιο για τη
συγγραφή ανώδυνων, τυποποιημένων, βαθμολαγνούντων κειμένων.Η φορμαλιστική διδασκαλία της λογοτεχνίας και
η μετατροπή γενικότερα όλων των γλωσσικών μαθημάτων είτε σε στυγνούς κερματοδέκτες βαθμών και
«λογοκριτικών» αξιολογήσεων ( με αποτέλεσμα ο μαθητής να «μισεί» την ίδια του τη γλώσσα και τις δυνατότητες
που η σωστή εκμάθηση όλων των ποικιλιών της του παρέχει ) είτε τη θεώρηση αυτών των μαθημάτων ως
δευτερευόντων παρέργων.

Στο σχολικό θεσμό γενικά κυριαρχεί η λατρεία του γραπτού λόγου και απουσιάζει η πολύ σημαντική διάκριση του
φυσικού λόγου , της ομιλίας από το υποκατάστατό του, τη γραφή. (…) Τη γλωσσική διδασκαλία αντικαθιστά η
προβολή ενός γλωσσικού προτύπου και η προσπάθεια επιβολής του σαν τη μόνη εκδοχή του λόγου. (…)Ο
εκπαιδευτικός θεσμός … ανάγει τη γλωσσική πληρότητα στη γνώση ορισμένων τυποποιημένων προτύπων ,
αποσιωπά την πολύ σημαντική για την επικοινωνία εναλλαγή των γλωσσικών προτύπων. (…) . Οι λόγιες παραλλαγές
θεωρούνται πρότυπο της γλωσσικής «ευγένειας» ή «ανωτερότητας» και οι λογοτεχνικές παραλλαγές πρότυπο της
επικοινωνιακής καλαισθησίας . Δεν μαθαίνουν οι μαθητές τις ποικίλες χρήσεις της φυσικής γλώσσας στις διάφορες
παραλλαγές αρχίζοντας από τη μητρική τους (που δεν είναι η ίδια για όλες τις κοινωνικές τάξεις ) ούτε τις
διαφορετικές λειτουργίες των εντέχνων παραλλαγών. Δεν μαθαίνουν τις παλιότερες μορφές παρακολουθώντας την
εξέλιξη της γλώσσας . Δεν μαθαίνουν τα αρχαία ως αρχαία γλώσσα αλλά ως πρότυπο της πρωτογενούς και
αυθεντικής ελληνικής . Άννα Φραγκουδάκη , Γλώσσα και Ιδεολογία . Στο πλαίσιο της εκπαίδευσης η μελέτη της νέας
ελληνικής γλώσσας δεν έχει την κεντρική θέση που θα έπρεπε, καθώς δίνεται εμφανώς μεγαλύτερη βαρύτητα στην
αρχαία ελληνική, με αποτέλεσμα οι μαθητές να μην εξοικειώνεται στον αναγκαίο βαθμό με τη μορφολογία και το
συντακτικό της νέας ελληνικής. Δεν μαθαίνουν τις παλιότερες μορφές παρακολουθώντας την εξέλιξη της γλώσσας .
Δεν μαθαίνουν τα αρχαία ως αρχαία γλώσσα αλλά ως πρότυπο της πρωτογενούς και αυθεντικής ελληνικής . Ενώ,
ακόμη και η προσδοκία βαθύτερης γνωριμίας με την νεοελληνική μέσω της αρχαίας ελληνικής δεν βρίσκει την
πλήρωσή της, αφού ελάχιστοι νέοι κατορθώνουν να κατανοήσουν επαρκώς την επαφή των δύο γλωσσικών μορφών.

Προφανής είναι, φυσικά, κι η επίπτωση που έχει η μείωση της επαφής των νέων με τη λογοτεχνία και το βιβλίο
γενικότερα. Οι νέοι, άλλωστε, παρασύρονται από το γενικότερο χρησιμοθηρικό/εργαλειακό πνεύμα της εποχής που
έχει προ πολλού απορρίψει την ενασχόληση με το βιβλίο ως οικονομικά ανώφελη, αφού δεν οδηγεί στη διασφάλιση
κάποιας επικερδούς επαγγελματικής ενασχόλησης. Ενώ, η συνεχής επιδίωξη της άμεσης ανταμοιβής και της
ευδαιμονίας, που κατατρέχει την εποχή μας, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για την επαφή με τη μελέτη και την
ανάγνωση, αφού τα πνευματικά τους οφέλη είναι μακροπρόθεσμα και δεν πληρούν την αξίωση της άμεσης
ικανοποίησης και εξαργύρωσης. Υπό την τυραννία της οθόνης στο μεγαλύτερο μέρος του «ελεύθερου» χρόνου τους
(screen time) οι νέοι απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από την ανάγνωση.

2) Τα ΜΜΕ στα οποία κυριαρχούν:

Η υποχώρηση του λόγου έναντι του ήχου και της εικόνας-κυριαρχία του πολιτισμού της εικόνας . Η κακή χρήση της
γλώσσας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στα οποία πολύ συχνά μπορεί κανείς να ακούσει ποικίλους
βαρβαρισμούς . Από την άλλη μεριά η τηλεόραση, συγκεκριμένοι διαδικτυακοί τόποι, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης,
μέσα από την παθητικοποίηση του θεατή/χρήστη και τη μονόδρομη σχέση εξάρτησης στερεί από τον ίδιο τη
δυνατότητα επικοινωνία (είτε μ’ ένα βιβλίο , είτε με άλλους ανθρώπους) που θα του επέτρεπαν την άσκηση,
εξάσκηση και εμπλουτισμό των γλωσσικών του ικανοτήτων. Οι νέοι επηρεάζονται, συνάμα, από τη γλώσσα των
ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως αυτή χρησιμοποιείται στα διαφημιστικά μηνύματα, αλλά και σε
εκπομπές/σελίδες/μέσα νεανικού κοινού. Πρόκειται για μια γλώσσα ατελή, όπου κυριαρχούν τα λογοπαίγνια, η
ανάμειξη ξένων γλωσσικών όρων, οι ελλιπείς διατυπώσεις, τα συντακτικά λάθη, η συνθηματολογία, αλλά και η
χρήση περιορισμένου λεξιλογίου.

- Η επικοινωνία των νέων μέσω των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία για λόγους συντομίας η γλώσσα
αποκτά μια συντομογραφική ελλειπτική απόδοση, με τη χρήση συχνά λατινοελληνικού αλφαβήτου ή ατονικού
συστήματος ή αυτόματης διόρθωσης ενέχει ολέθριες συνέπειες για την ορθογραφία των λέξεων.

3) Η ιεράρχηση αξιών του σύγχρονου ανθρώπου, η ταύτιση του «έχειν» με το «είναι». Η επιδίωξη του υλικού
ευδαιμονισμού συνεπάγεται την έλλειψη του ελεύθερου χρόνου και της διάθεσης για δημιουργική ψυχαγωγία η οποία
θα αναδύει τη σκέψη, την κρίση, την πνευματικότητα, την αισθητική καλλιέργεια, την ιστορική, κοινωνική, πολιτική
συνείδηση, επομένως και τη γλωσσική ικανότητα. Η γλωσσική κρίση είναι κρίση, πνευματική, πολιτισμική και
κοινωνική. Αν συμφωνήσουμε με τον Βιτγκενστάιν ότι τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας,
μήπως πρέπει να αντιληφθούμε ότι, όταν συρρικνώνονται η σκέψη, τα συναισθήματα, οι ανησυχίες , οι
προβληματισμοί μας, η επαφή μας με πνευματικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα,
φτωχαίνει ο κόσμος μας και η γλώσσα μας;

«Λειτουργικώς αναλφάβητος» θα πει: δεν ξέρει να σκεφτεί και να κρίνει, ξέρει μόνο να προσλαμβάνει εικόνες –
αποκόβεται από την πραγματικότητα και ζει στον τεχνητό κόσμο των εντυπώσεων. Ο κοινός βίος στη σημερινή
Ελλάδα, σε κάθε παραμικρή πτυχή του (μάθησης, σπουδής, επιλογής επαγγέλματος και βιοπορισμού, πολιτικής
ευθύνης, ενδιαφερόντων και ψυχαγωγίας) έχει μοναδική αφετηρία και μοναδικό στόχο τις ευάρεστες «εντυπώσεις».
Παρακάμπτεται αυθόρμητα η σκέψη, η κρίση, η σύγκριση, η εγκυρότητα της πληροφόρησης, η αξιοπιστία του
πληροφοριοδότη, ο έλεγχος ρεαλισμού της ανάγκης, η κριτική αξιολόγηση του στόχου.

4) Η ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων: σχέσεις τυπικές, συμβατικές, απρόσωπη επικοινωνία που εξυπηρετεί μόνο
τις αναγκαίες συναλλαγές. Η επικοινωνιακή κρίση οφείλεται και στην έλλειψη ελεύθερου χρόνου και στην
αποξένωση και εξατομίκευση που γεννά η εποχή μας. Το ανταγωνιστικό και ωφελιμιστικό πνεύμα ανθρώπινες δεν
ευνοεί την ανάπτυξη διαλόγου και τη συνακόλουθη εκτεταμένη χρήση ενός διευρυμένου γλωσσικού κώδικα.

5) Η πολιτική ζωή: λαϊκίστικες, συνθηματολογικές εκφράσεις, «ξύλινη» γλώσσα που αντιστοιχεί πλήρως στον
κομματισμό, τον φανατισμό, τη μαζοποίηση , τη χειραγώγηση της σκέψης και της γλώσσας.

6) Η τεχνολογική εξέλιξη και η επίδραση των αναπτυγμένων χωρών έχουν ως συνέπεια τη χρήση ξενικής ορολογίας,
την ξενομανία και το μιμητισμό. Η συνύπαρξη της Ελλάδας με οικονομικά ισχυρότερα κράτη, που ασκούν πολιτικό
έλεγχο και πολιτιστική ηγεμονία, ωθεί προς την παραπάνω τάση( αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης.) με την
εκτεταμένη χρήση ξένων λέξεων και εκφράσεων.

ΛΟΓΟΣ
Πολλοί νέοι, αλλά και ενήλικες, υιοθετούν λέξεις, όρους και εκφράσεις από άλλες γλώσσες -ιδίως από την αγγλική-
σε τομείς που αφορούν κυρίως την τεχνολογία και τη διασκέδαση. Συχνά, ακόμη κι αν υπάρχει ή μπορεί να
δημιουργηθεί αντίστοιχη ελληνική λέξη, παρατηρείται η άκριτη υιοθέτηση του αγγλικού όρου, και η ευρεία χρήση
του στην καθημερινή επικοινωνία, με αποτέλεσμα ο λόγος των νέων ανθρώπων να αποτελείται από ένα κράμα
ελληνικών και ξένων λέξεων. Η υιοθέτηση αυτή των ξένων λέξεων, πέρα από το γεγονός ότι υποτιμά τις
γλωσσοπλαστικές δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας, επιφέρει μια αισθητή υπονόμευση της εκφραστικής
ικανότητας των νέων ανθρώπων που δυσκολεύονται πλέον να συντάξουν ένα κείμενο με καθαρό και ολοκληρωμένο
ελληνικό λόγο, χωρίς να καταφύγουν στη χρήση ξενικών όρων.

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Βέβαια, σε καμία περίπτωση, οι δάνειες λέξεις και εκφράσεις δεν συνιστούν γλωσσικό πρόβλημα. Ο γλωσσικός
συγκριτισμός και ο δανεισμός αποτελεί εγγενές στοιχείο όλων των γλωσσών και, σε καμία περίπτωση, δε
συνεπάγεται γλωσσική αλλοτρίωση. Εξάλλου αποτελεί ακραία υποκρισία να εκθειάζουμε την ελληνική για τα
γλωσσικά δάνειά της στην ανθρωπότητα και, παράλληλα, να θρηνούμε για τα δάνεια από την αγγλική. Ας
αναρωτηθούμε πόσες τουρκικές λέξεις ενσωματώθηκαν στην ελληνική; Μήπως εκτουρκιστήκαμε, λόγω αυτού του
δανεισμού;

7) .Η ιδιάζουσα χρήση της γλώσσας στο λόγο των διανοουμένων: «Ο λογιοτατισμός του έλληνα διανοούμενου (…)
οφείλεται στην ανάγκη του για ξεχώρισμα, διάκριση, για αποστασιοποίηση από τον κοινό θνητό . Εκεί που άλλοτε
λειτουργούσε ο καθαρευουσιανισμός ως μέσο εξασφάλισης της απόστασης, σήμερα λειτουργεί το ακαταλαβίστικο ,
που φυσικά πίσω του κρύβεται και προσωπική και κοινωνική ανασφάλεια και πριν απ’ όλα η συνειδητή γνώση μιας
πνευματικής ρηχότητας , που πρέπει με κάθε θυσία να συγκαλυφθεί με φραστικά επιχειρήματα και λεκτικούς
πομφόλυγες ». Και αυτή τη γλώσσα διδάσκουμε στους νέους μας ως ένδειξη γλωσσικής πληρότητας, με αποτέλεσμα
ένα λόγο ψεύτικο, προκατασκευασμένο, άνευ νοήματος και ψυχής.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1. «Η μετατροπή του μαθήματος της έκθεσης σε συνταγολόγιο για τη συγγραφή


ανώδυνων, τυποποιημένων, βαθμολαγνούντων κειμένων. Η
φορμαλιστική/τυποποιημένη/εργαλειακή διδασκαλία της λογοτεχνίας και η
μετατροπή γενικότερα όλων των γλωσσικών μαθημάτων είτε σε στυγνούς
κερματοδέκτες βαθμών και «λογοκριτικών» αξιολογήσεων ( με αποτέλεσμα ο
μαθητής να «μισεί» την ίδια του τη γλώσσα και τις δυνατότητες που η σωστή
εκμάθηση όλων των ποικιλιών της του παρέχει ) είτε τη θεώρηση αυτών των
μαθημάτων ως δευτερευόντων παρέργων.»

Εκφράστε τη γνώμη σας για τον τρόπο διδασκαλίας των μαθημάτων της έκθεσης
και της λογοτεχνίας στο σχολείο. 200 λ.

2. «Υπάρχουν «πλούσιες» και «φτωχές» γλώσσες· η ελληνική είναι «πλούσια»


γλώσσα. Όρος απαραίτητος για την ανάπτυξη της νέας ελληνικής η γνώση των
αρχαίων· η ταύτιση που επιχειρείται βασίζεται κατά κανόνα στην αναγωγή του
λεξιλογίου της νεοελληνικής γλώσσας, σχεδόν αποκλειστικά στα «αρχαία
ελληνικά». Όσο απομακρυνόμαστε από τα ΑΕ, η γλώσσα, υποτίθεται, φθείρεται,
αφού η εξέλιξη ακριβώς της γλώσσας αντιμετωπίζεται με όρους φθοράς·
συστατικά αλλά και ενισχυτικά της «φθοράς» θεωρούνται τα λάθη, αδιακρίτως,
και ο δανεισμός από άλλες γλώσσες· Σαν απόδειξη για όλα αυτά προσκομίζεται
μια επιφανειακή και προπαντός μονομερής παρατήρηση της γλώσσας των νέων·
Το συμπέρασμα μοιάζει πλέον αβίαστο: η γλώσσα πεθαίνει, ή και πέθανε ήδη, με
την καθιέρωση του μονοτονικού, που καταλύει την απαραβίαστη ως τώρα
ιστορική ορθογραφία· ο προηγούμενος μύθος, για την κατάλυση της ιστορικής
ορθογραφίας, φωτίζεται αν ενταχθεί σ' έναν γενικότερο, βασικό μύθο, που
ταυτίζει τη γλώσσα με τη γραφή της.» Πέτρος Χάρης

«Δεν μαθαίνουν τις παλιότερες μορφές παρακολουθώντας την εξέλιξη της


γλώσσας . Δεν μαθαίνουν τα αρχαία ως αρχαία γλώσσα αλλά ως πρότυπο της
πρωτογενούς και αυθεντικής ελληνικής . Ενώ, ακόμη και η προσδοκία βαθύτερης
γνωριμίας με την νεοελληνική μέσω της αρχαίας ελληνικής δεν βρίσκει την
πλήρωσή της, αφού ελάχιστοι νέοι κατορθώνουν να κατανοήσουν επαρκώς την
επαφή των δύο γλωσσικών μορφών.» Άννα Φραγκουδάκη

Εκφράστε τη γνώμη σας για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο
σχολείο.

Γλωσσομάθεια

Ο όρος γλωσσομάθεια αναφέρεται στην εκμάθηση ξένων γλωσσών είτε από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον είτε για
πρακτικούς λόγους.Είναι σαφές πως το επίπεδο γνώσης μιας ξένης γλώσσας ποικίλει αρκετά από άτομο σε άτομο,
καθώς η άριστη εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας που επιτρέπει την απόλυτα άνετη χρήση του γραπτού και του
προφορικού λόγου δεν είναι εύκολη και απαιτεί μεγάλη αφοσίωση.Η διαφοροποίηση στο επίπεδο γνώσης μιας ξένης
γλώσσας σχετίζεται αφενός με τους λόγους για τους οποίους επιχειρεί ένα άτομο να τη μάθει κι αφετέρου με το είδος
και την ποιότητα εξάσκησης που έχει αφιερώσει στην εκμάθησή της. Ένα άτομο, για παράδειγμα, που πραγματοποιεί
τις σπουδές του σε μια ξένη χώρα και κατόπιν εργάζεται εκεί είναι λογικό να κατακτά τη γλώσσα αυτή σε υψηλότερο
επίπεδο απ’ ό,τι κάποιος που τη μαθαίνει φροντιστηριακά και την εξασκεί περιστασιακά και μόνο.

Λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη γλωσσομάθεια

- Σε ό,τι αφορά τους πολίτες της Ελλάδας, το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
διαμορφώνει ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο δράσης των πολιτών σε σχέση με το παρελθόν, εφόσον κάθε πολίτης
έχει τη δυνατότητα να εργαστεί και να διαμείνει σε όποιο άλλο κράτος μέλος της Ένωσης επιθυμεί. Ενώ, παράλληλα,
έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις εκείνες που καθιστούν επιθυμητή και αναγκαία την οικονομική συνεργασία με
τα άλλα κράτη μέλη, επιτρέποντας σε πλήθος ελληνικές επιχειρήσεις και εταιρείες να διεκδικούν συνεργασίες και
εμπορικές συναλλαγές με αντίστοιχες εταιρείες των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών.

- Οι συνθήκες εμπορικών συναλλαγών και επαγγελματικών αλληλεπιδράσεων με χώρες του εξωτερικού τοποθετούν
τη γνώση ξένων γλωσσών στα σημαντικότερα προσόντα που οφείλει να έχει ένας νέος προκειμένου να απορροφηθεί
από την έντονα ανταγωνιστική αγορά εργασίας.

- Η εκπληκτική διάδοση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής καθιστούν αναγκαία της γνώση της αγγλικής
γλώσσας, ώστε να είναι εφικτή τόσο η αξιοποίηση όλου του εύρους των προσφερόμενων δυνατοτήτων όσο και η
παρακολούθηση των τρεχουσών εξελίξεων στους αντίστοιχους επιστημονικούς κλάδους.

- Το γεγονός ότι ο τουριστικός τομέας είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένος στην Ελλάδα συνδέεται με ευκαιρίες
επαγγελματικής αποκατάστασης για τους νέους ανθρώπους που γνωρίζουν καλά μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες.
Ενώ, καθιστά αναγκαία την εκμάθηση ξένων γλωσσών για εκείνους τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε
περιοχές που εντοπίζεται αυξημένη τουριστική κίνηση.

Τα οφέλη της γλωσσομάθειας

Η δεδομένη οικονομική διασύνδεση μεταξύ των κρατών και οι συνεχείς μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, έχουν
διαμορφώσει εκείνες τις συνθήκες που δεν επιτρέπουν πια την εσωστρέφεια μήτε των λαών μήτε των ατόμων. Η
τεχνολογία, οι πληροφορίες και η εξέλιξη των επιστημών συνιστούν κοινά αγαθά, που φέρνουν τους πολίτες του
κόσμου πολύ πιο κοντά σε σχέση με το παρελθόν. Η γλωσσομάθεια αποτελεί, άρα, τη μόνη απάντηση στην ανάγκη
των ανθρώπων να επωφεληθούν από τις ποικίλες προοπτικές που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση∙ η σταδιακή δηλαδή
δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομικής ζώνης, όπου τα προϊόντα και οι άνθρωποι θα κινούνται ελεύθεραΗ
γλωσσομάθεια συνδέεται με τη δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης και ανέλιξης, με τη διεύρυνση των
γνώσεων και της αντίληψης του ατόμου, αλλά και με τη δυνατότητα πιο ουσιαστικής επικοινωνίας με ανθρώπους
άλλων εθνικοτήτων.

- Η γλωσσομάθεια αποτελεί καίριο προσόν για την επαγγελματική σταδιοδρομία του ατόμου. Οι σύγχρονες
συνθήκες οικονομικής δραστηριοποίησης φέρνουν σε συνεχή επαφή και συνεργασία τις ελληνικές επιχειρήσεις με
αντίστοιχες άλλων κρατών, γεγονός που σημαίνει πως η γνώση ξένων γλωσσών αποτελεί αναγκαίο εφόδιο για τους
νέους ανθρώπους που εισέρχονται στον εργασιακό στίβο. Ιδίως, μάλιστα, για τους νέους που έχουν τη φιλοδοξία να
διεκδικήσουν μελλοντικά υψηλόβαθμες θέσεις ευθύνης, η γνώση ξένων γλωσσών είναι, εύλογα, απολύτως αναγκαίο
προσόν. Πέρα, άλλωστε, από το γεγονός ότι η γλωσσομάθεια μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την αποκατάσταση
στην ελληνική αγορά εργασίας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το πλήθος δυνατοτήτων που προσφέρει για την
επαγγελματική αποκατάσταση σε χώρες του εξωτερικού. Με δεδομένες, άλλωστε, τις περιορισμένες ευκαιρίες που
υπάρχουν στον ελληνικό χώρο για μια ουσιαστικά επιτυχημένη καριέρα, το εξωτερικό αποτελεί πάντοτε σημαντική
επιλογή για τους νέους ανθρώπους που θέλουν για τον εαυτό τους μια προσοδοφόρα, επαγγελματική σταδιοδρομία.

- Η γλωσσομάθεια επιτρέπει την πραγματοποίηση σπουδών σε ξένα πανεπιστήμια. Οι νέοι που γνωρίζουν άριστα
μια ξένη γλώσσα έχουν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σ’ ένα ξένο πανεπιστήμιο και να αποκομίσουν έτσι την
ξεχωριστή εμπειρία της γνωριμίας ενός διαφορετικού τρόπου ζωής και αντίληψης. Ενώ, συνάμα, μπορούν να
επωφεληθούν από τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης που παρέχει το πανεπιστήμιό τους και να
παραμείνουν στη χώρα εκείνη.

- Η γλωσσομάθεια προσφέρει πρόσβαση στη διεθνή βιβλιογραφία. Οι νέοι που θα φοιτήσουν σε ελληνικά
πανεπιστήμια θα διαπιστώσουν πως ένα σημαντικό τμήμα της αναγκαίας βιβλιογραφίας είναι ξενόγλωσσο, χωρίς να
υπάρχουν ανάλογες ελληνικές μεταφράσεις. Η γνώση, επομένως, ξένων γλωσσών αποτελεί ένα πολύτιμο προσόν
ακόμη και για εκείνους που θα προτιμήσουν να πραγματοποιήσουν τις σπουδές τους στην Ελλάδα. Άλλωστε, η
ανάγκη παρακολούθησης των διεθνών εξελίξεων σε κάθε επιστήμη, με τη μελέτη των νέων συγγραμμάτων και
ερευνών, καθιστά τη γλωσσομάθεια απαραίτητη ακόμη και για τους ανθρώπους που έχουν ήδη ολοκληρώσει τις
σπουδές τους.

Η ανάγκη ή η προσωπική επιθυμία παρακολούθησης των εξελίξεων σε διάφορους τομείς της επιστήμης και της
τεχνολογίας, δεν αφορά, βέβαια, μόνο τον κλάδο σπουδών του κάθε ατόμου, εφόσον κάθε σύγχρονος άνθρωπος θέλει
να έχει μια σαφή εικόνα για την συντελούμενη πρόοδο και σ’ άλλους τομείς, όπως είναι φυσικά αυτός της
τεχνολογίας, της επιστήμης, αλλά και της γενικότερης διανόησης, προκειμένου να είναι ενήμερος και να έχει τη
δυνατότητα να επωφελείται από κάθε νέο επίτευγμα. Η γνώση, άρα, ξένων γλωσσών προσφέρει κι εδώ την πολύτιμη
συνεισφορά της, εφόσον μεγάλο μέρος αυτών των ερευνών κι αυτών των μελετών δεν μεταφράζεται στην ελληνική
γλώσσα ή καθυστερεί πολύ να μεταφραστεί.

- Η γλωσσομάθεια επιτρέπει την πληρέστερη ενημέρωση του ατόμου. Ένα βασικό ζητούμενο για τους πολίτες
των σύγχρονων κοινωνιών είναι η όσο γίνεται πιο αντικειμενική και πλήρης ενημέρωση σχετικά με τις οικονομικές
και πολιτικές εξελίξεις. Ζητούμενο που οδηγεί συχνά στην ανάγκη ανάγνωσης ή παρακολούθησης των ειδήσεων από
τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης άλλων κρατών, προκειμένου να συγκριθεί η δική τους οπτική και τα δικά τους στοιχεία
με τα ανάλογα των εγχώριων μέσων ενημέρωσης. Η γνώση ξένων γλωσσών επιτρέπει στο άτομο να επιτύχει
απρόσκοπτα αυτή τη σφαιρικότερη ενημέρωση, εφόσον μπορεί να ανατρέξει απευθείας στο πρωτότυπο υλικό των
διεθνών μέσων ενημέρωσης, χωρίς να βασίζεται στην -κάποτε παραποιημένη- απόδοσή τους από τους Έλληνες
δημοσιογράφους.

- Η γλωσσομάθεια διασφαλίζει τη διεύρυνση της αντίληψης του ατόμου. Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας
φανερώνει στο άτομο τον ιδιαίτερο τρόπο θέασης των πραγμάτων που έχουν οι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας αυτής,
μιας και σε κάθε γλώσσα -στις εκφραστικές και συντακτικές της δομές- αποτυπώνεται η ξεχωριστή αντίληψη του
κάθε λαού. Πλήθος λέξεων και εκφράσεων εμπεριέχουν -πέρα από την πιθανή ερμηνεία τους- μια συγκινησιακή
φόρτιση που μεταφέρει ιστορικές μνήμες, κοινωνικές αντιλήψεις και στάσεις ζωής. Έτσι, όσο το άτομο εμβαθύνει
στη γνώση της συγκεκριμένης γλώσσας τόσο περισσότερο αποκαλύπτει τον ιδιαίτερο χρωματισμό των λέξεων, το
νοηματικό τους φορτίο και τη συγκινησιακή τους αξία. Η γνώση μίας γλώσσας σημαίνει γνώση του πολιτισμού της
γλωσσικής κοινότητας.

Σημαντικό κέρδος, ως προς αυτό, προσφέρει η μελέτη της λογοτεχνίας κάθε λαού, εφόσον μαζί με την καλύτερη
εμπέδωση της χρήσης των λέξεων προκύπτει κι η ανακάλυψη ιδεών και αντιλήψεων που χαρακτηρίζουν τον ξέχωρο
τρόπο σκέψης του εκάστοτε έθνους. Ανάλογα οφέλη, άλλωστε, προκύπτουν από τη συνομιλία με φυσικούς ομιλητές
της κάθε γλώσσας, μιας και το άτομο έρχεται σε άμεση επαφή αφενός με τη ζωντανή χρήση της γλώσσας και
αφετέρου με όσα συνιστούν τις τρέχουσες αντιλήψεις του συγκεκριμένου λαού, αλλά και με τη συλλογική του μνήμη
και γνώση. Η επικοινωνία με άτομα άλλων εθνοτήτων είναι πάντοτε αποκαλυπτική για τον τρόπο με τον οποίο έχουν
μάθει να αντιλαμβάνονται και να ερμηνεύουν την πραγματικότητα, γεγονός που πλουτίζει την κατανόηση του ατόμου
για τις επιμέρους εθνότητες και πολύ περισσότερο του προσφέρει την ευκαιρία να αντικρίσει τον κόσμο μέσα από μια
τελείως διαφορετική οπτική. Η ανεκτικότητα και η κατανόηση διαφορετικών πολιτισμών ευνοεί τη διαπολιτισμική
προσέγγιση , χαρακτηριστικό των πολυπολιτισμικών κοινωνικών και αίρει, σε μεγάλο βαθμό. προκαταλήψεις,
ρατσιστικά στερεότυπα και συμπεριφορές.

- Η επικοινωνία με τους άλλους λαούς επιτρέπει τη βαθύτερη κατανόηση του δικού μας πολιτισμού και των
δικών μας αντιλήψεων. Η άμεση επικοινωνία με άτομα άλλων εθνοτήτων, αλλά και η έμμεση επικοινωνία, όπως
αυτή προκύπτει μέσα από τη μελέτη της λογοτεχνίας τους, φανερώνει κατά τρόπο σαφή τις ιδιαίτερες αντιλήψεις
τους, όπως αυτές είτε δηλώνονται ρητά από τις ιδέες που εκφράζουν είτε αποκαλύπτονται μέσα από τη γλώσσα τους.
Παρέχεται, έτσι, η δυνατότητα στο κάθε άτομο να αντιληφθεί τις αξίες των άλλων λαών και να τις συγκρίνει με αυτές
του δικού του, προχωρώντας άρα σε μια βαθύτερη κατανόηση τόσο των σημείων διαφοροποίησης όσο και των
σημείων που είναι όμοια και λειτουργούν ως παράγοντες ενοποίησης. Το άτομο κατανοεί με αυτό τον τρόπο
καλύτερα κι εκείνες τις αντιλήψεις του δικού του λαού που δεν βρίσκουν το αντίστοιχό τους στους άλλους, κι
αποτελούν άρα τα ιδιαίτερα στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Πιθανά ζητήματα ανησυχίας που σχετίζονται με τη γλωσσομάθεια

Παρά το γεγονός ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών αποτελεί αναγκαιότητα στην εποχή μας, δεν θα πρέπει εντούτοις να
παραγνωρίζουμε το ενδεχόμενο να προκύψουν ορισμένα αρνητικά φαινόμενα από την επίμονη ενασχόληση με τις
ξένες γλώσσες. Ειδικότερα:

- Το νέο άτομο που έρχεται σ’ επαφή με μια ξένη γλώσσα που έχει ιδιαίτερη διάδοση, όπως είναι για παράδειγμα η
αγγλική, ενδέχεται να αρχίσει σταδιακά να τη θεωρεί ανώτερη και σημαντικότερη από τη δική του, παραμελώντας
έτσι την απαιτούμενη προσπάθεια για την άρτια εκμάθηση της μητρικής του γλώσσας. Είναι, δηλαδή, πιθανή μια
διαδικασία μυθοποίησης της ξένης γλώσσας και όσων πολιτιστικών στοιχείων σχετίζονται με αυτή, που μπορεί να
οδηγήσει στην υποτίμηση τόσο της μητρικής γλώσσας όσο και των στοιχείων που σχετίζονται με την εθνική
ταυτότητα του νέου.

Σε πρακτικό επίπεδο, άλλωστε, πολλοί είναι οι νέοι που θεωρούν πως η ξένη γλώσσα έχει να τους προσφέρει
σημαντικότερα οφέλη σε σχέση με την επαγγελματική τους αποκατάσταση απ’ ό,τι η μητρική τους, χωρίς να
αντιλαμβάνονται πως τα πιθανά επαγγελματικά οφέλη δεν αντισταθμίζουν τις απώλειες που σχετίζονται με την
πνευματική τους εξέλιξη, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κατάκτηση της μητρικής τους γλώσσας. Τα
θεμέλια, άλλωστε, της νοητικής τους διάπλασης και εξέλιξης τίθενται στη γλώσσα εκείνη που λειτουργεί ως φορέας
εκπαίδευσης και αγωγής, γεγονός που καθιστά αναγκαία την πληρέστερη δυνατή εκμάθησή της.

- Το να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην ξένη γλώσσα σε συνδυασμό με την αντιμετώπισή της ως ανώτερης από τη
μητρική, ενέχει τον κίνδυνο τόσο της γλωσσικής αλλοίωσης της μητρικής όσο και της πολιτιστικής και εθνικής
αλλοίωσης λόγω της εκτενούς υιοθέτησης ξενικών στοιχείων. Είναι σύνηθες, άλλωστε, στη γλώσσα των νέων να
παρεισφρέουν ξένοι γλωσσικοί τύποι που χρησιμοποιούνται αυτούσιοι, χωρίς κάποια προσπάθεια αντικατάστασής
τους από τους αντίστοιχους ελληνικούς όρους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νόθου γλωσσικού ιδιώματος, που
δεν επιτρέπει ούτε την καλύτερη εκμάθηση της ξένης γλώσσας ούτε και την ζητούμενη κατάκτηση της μητρικής.

- Η ευκολία με την οποία οι νέοι υιοθετούν αγγλικούς γλωσσικούς τύπους και εκφράσεις, που ως ένα βαθμό
δικαιολογείται από την αντίστοιχη διάδοση της αγγλόφωνης μουσικής και λογοτεχνίας και των αγγλόφωνων
κινηματογραφικών ταινιών, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για την ολοένα και μεγαλύτερη εξάπλωση της αγγλικής
γλώσσας. Είναι πλέον προφανές πως οι γλώσσες με μικρότερη διάδοση και μικρότερο αριθμό φυσικών ομιλητών,
όπως είναι η ελληνική, είναι αντιμέτωπες με ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση, εφόσον η αγγλική τείνει να καλύπτει
όλο και περισσότερες επικοινωνιακές ανάγκες του σύγχρονου κόσμου.

Η θεμιτή στάση απέναντι στη γλωσσομάθεια

Σε ό,τι αφορά την ενασχόληση με την εκμάθηση ξένων γλωσσών, όπως άλλωστε και στα περισσότερα ζητήματα, θα
πρέπει να τηρείται το μέτρο, προκειμένου η ξένη γλώσσα να μην αντιμετωπίζεται ως σημαντικότερη από τη μητρική
και να μην θέτει έτσι σε δεύτερη μοίρα την κατάκτηση της φυσικής γλώσσας του κάθε ατόμου. Ειδικότερα:

- Είναι σημαντικό να κατανοήσουν οι νέοι πως η μητρική τους γλώσσα, μέσω της οποίας έρχονται σ’ επαφή με τα
διάφορα αντικείμενα γνώσης, αλλά και επικοινωνούν με το κοινωνικό τους περιβάλλον, αποτελεί το γλωσσικό
κώδικα που τους προσφέρει τα ουσιαστικότερα οφέλη σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο. Η ελλιπής γνώση της
μητρικής γλώσσας λειτουργεί υπονομευτικά στην προσπάθειά τους να διευρύνουν το εύρος των γνώσεών τους,
εφόσον δεν τους επιτρέπει την πλήρη κατανόηση όλων εκείνων των πνευματικών ερεθισμάτων με τα οποία έρχονται
καθημερινά σ’ επαφή. Η αδυναμία κατανόησης ενός κειμένου ή η αδυναμία πρόσληψης του συνόλου των αναγκαίων
πληροφοριών από το άκουσμα μιας ομιλίας ή μιας διδασκαλίας, υποδηλώνει ανεπαρκή κατάκτηση του μητρικού
γλωσσικού κώδικα, και άρα χαμηλότερη απόδοση στην εκπαιδευτική τους προσπάθεια.Αντιστοίχως, στο πλαίσιο των
κοινωνικών συναναστροφών, η ελλιπής γνώση της μητρικής γλώσσας οδηγεί σε περιορισμένες δυνατότητες λεκτικής
έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, που δεν επιτρέπουν στο άτομο να βιώσει στην πληρότητά του την
κοινωνικότητά του, αφού δεν είναι πάντοτε σε θέση να αντεπεξέλθει στις ανάγκες ενός ουσιαστικού διαλόγου.

- Η μητρική γλώσσα είναι ένας από τους σημαντικότερους φορείς πλήθους στοιχείων που συνδέονται με την εθνική
ταυτότητα του ατόμου, αλλά και τη συγκρότηση της ατομικής του ταυτότητας, η οποία έχει, εν πολλοίς, δημιουργηθεί
υπό την επίδραση της γλώσσας του. Οποιαδήποτε σκέψη ή αίσθηση, επομένως, πως μια ξένη γλώσσα υπερέχει έναντι
της μητρικής, λειτουργεί μειωτικά για την ίδια την ταυτότητα του ατόμου. Οι νέοι καλούνται να αντιληφθούν πως η
μητρική γλώσσα είναι όχι μόνο αναντικατάστατο στοιχείο της ταυτότητάς τους, μα και πολύτιμος φορέας γνώσεων∙
και ειδικότερα η ελληνική γλώσσα είναι παγκοσμίως συνδεδεμένη με λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα, που έχουν
επηρεάσει συνολικά την ανθρώπινη διανόηση. Η ξένη γλώσσα μπορεί, επομένως, να προσφέρει πολλά και σημαντικά
οφέλη, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις λειτουργίες της μητρικής γλώσσας που επί της ουσίας διαμορφώνουν
και χτίζουν την πνευματική συγκρότηση και την προσωπικότητα του κάθε ατόμου.

-Αποτελεί, άρα, ευθύνη τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των γονιών να δημιουργήσουν, έγκαιρα, στους νέους βαθιά
εκτίμηση για την αξία της μητρικής γλώσσας, χωρίς βέβαια να χρωματίζουν αυτή την εκτίμηση με εθνικιστικές
αντιλήψεις που μόνο να ζημιώσουν μπορούν την πραγματική συνεισφορά της μητρικής γλώσσας.. Σε ό,τι αφορά τους
φορείς εκπαίδευσης είναι σημαντικό να υπάρξει κατάλληλη μέριμνα για την όσο το δυνατόν πληρέστερη διδασκαλία
της ελληνικής γλώσσας, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται η αξία της γλωσσομάθειας, και άρα η διδασκαλία των
ξένων γλωσσών. Καλείται, επομένως, το εκπαιδευτικό σύστημα να προσφέρει εκσυγχρονισμένη και άρτια διδασκαλία
τόσο της μητρικής γλώσσας όσο και της ξένης, προκειμένου ο κάθε νέος να λαμβάνει από το σχολείο τα αναγκαία
γλωσσικά εφόδια.

Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί πως η εμπειρία του σύγχρονου σχολείου φανερώνει μια εμφανή υποτίμηση από τη μεριά
των μαθητών του μαθήματος της ξένης γλώσσας, μιας και οι περισσότεροι το διδάσκονται από τα φροντιστήρια,
μέσω και των οποίων λαμβάνουν άλλωστε τις αναγκαίες πιστοποιήσεις. Ενώ, η στάση του Υπουργείου Παιδείας
απέναντι σε αυτή την προβληματική κατάσταση είναι να υπονομεύει ακόμη περισσότερο τα ξενόγλωσσα μαθήματα
με το να αξιοποιεί τους καθηγητές ξένων γλωσσών στη διδασκαλία άλλων αντικειμένων, αντί να επιχειρεί να
ενισχύσει την αξία των ξενόγλωσσων μαθημάτων συνδέοντάς τα με πιστοποιήσεις εκμάθησης.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1. Εσείς, γιατί μαθαίνετε ξένες γλώσσες; Ποια είναι τα αληθινά σας κίνητρα;
2. Τι σημαίνει για εσάς μαθαίνω μία ξένη γλώσσα; Τι και μέσα από ποιες
διαδικασίες μαθαίνετε;
3. Πώς αξιολογείτε την εκμάθηση ξένων γλωσσών στο σχολείο; Τι θα έπρεπε να
αλλάξει στη διδασκαλία τους ώστε να επιτυγχάνεται εντός του σχολείου η
εκμάθησή τους;
ΚΕΙΜΕΝΑ
Μύθος 6ος: ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ

10 ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Ιδεολογήματα και δανεισμός ΆΝΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ-


ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ

Είναι γεγονός ότι υπάρχει διάσταση απόψεων όσον αφορά το φαινόμενο του δανεισμού ανάμεσα στα κείμενα που
προορίζονται για το ευρύ κοινό και στα κείμενα των ειδικών.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα πρώτα θυμίζουν ανταποκρίσεις από το μέτωπο του πολέμου: γλωσσική εισβολή,
φθορά, παραφθορά και διαφθορά της γλώσσας μας, γλωσσική υποδούλωση, η γλώσσα μας κατακτιέται από τους
εισβολείς, αφελληνισμός της γλώσσας μας αποτελούν τις πιο συνήθεις εκφράσεις των κειμένων αυτών. Τα
αποτελέσματα της προβαλλόμενης αυτής εισβολής εμφανίζονται τραγικά: μιγαδοποίηση της γλώσσας μας, γλωσσική
υποδούλωση που οδηγεί, κατά τους υποστηρικτές των απόψεων αυτών, σε γενική άλωση της πατρίδας και του
εθνισμού μας, σε εθνική παρακμή. Επιπρόσθετα προβάλλεται το επιχείρημα ότι η αλλοτριωμένη γλώσσα προσβάλλει
τη νόηση και κατ' επέκταση τη συνείδησή μας αλλοτριώνοντάς την, και συνεπώς η γλώσσα που δεν αντιστέκεται στις
δάνειες λέξεις, ιδίως τις αγγλικές, μαρτυρεί αλλοτριωμένη συνείδηση, διαβρωμένη και εκφυλισμένη ψυχή. Είναι όμως
έτσι;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για να μιλούμε για εισβολή πρέπει να υπάρχει μέγα πλήθος ξένων λέξεων
στη γλώσσα μας. Όμως, κάθε τέτοια κρίση ενέχει υποκειμενισμό, αφού δε γνωρίζουμε επακριβώς το ποσοστό, κατά
μέσο όρο, των ξένων λέξεων στα νεοελληνικά κείμενα. Βέβαια, υπάρχει και η λεξικογραφική στατιστική: σε σύνολο
60.000 περίπου λημμάτων γενικού λεξιλογίου της νεοελληνικής ποσοστό 5% είναι οι δάνειες λέξεις από την αγγλική.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με έρευνες ξένων μελετητών, το ποσοστό των λέξεων που η αγγλική δανείστηκε
από τη γαλλική σε παλαιότερες εποχές ανέρχεται σε 65% με 75% του σημερινού λεξιλογίου της, αναρωτιέται αν είναι
δυνατόν ο δανεισμός λέξεων και μόνο να αλλοιώσει μια γλώσσα, να οδηγήσει δηλαδή σε αλλαγή της γενετικής δομής
της. Τυπολογικά η αγγλική, παρά το μαζικό δανεισμό, εξακολουθεί να μην ανήκει στις ρομανικές γλώσσες, στις
οποίες συγκαταλέγεται η γαλλική.

Όσον αφορά τη «μιγαδοποίηση» μιας γλώσσας, αυτή δεν κρίνεται από τη μεταβολή στο λεξιλόγιό της αλλά από τη
μεταβολή στο γραμματικό της σύστημα. Τέτοιου τύπου, όμως, μεταβολή δε διαπιστώνεται για τη νέα ελληνική, η
οποία διατηρεί σταθερό εδώ και πάρα πολλά χρόνια το φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό και σημασιολογικό της
σύστημα. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η γλωσσική υποδούλωση προκαλεί την εθνική υποδούλωση, η Ιστορία μάς
διδάσκει ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η εθνική υποδούλωση έχει ως συνέπεια τη γλωσσική υποδούλωση.
Όμως, οφείλουμε να μη λησμονούμε ότι οι Έλληνες, ακόμη και υποδουλωμένοι για τετρακόσια χρόνια και χωρίς
επίσημη εκπαίδευση, διατήρησαν παρ' όλα αυτά τη γλώσσα τους. Ακόμη, γλώσσα, νόηση, συνείδηση και ψυχή δεν
είναι συγκοινωνούντα δοχεία ούτε και είναι δυνατόν φιλόλογοι να γνωμοδοτούν για θέματα που άπτονται άλλων
ειδικοτήτων. Όπως κι αν έχει το πράγμα, όμως, αφού δε διαπιστώνεται επιστημονικά αλλοίωση της γλώσσας μας, δεν
υφίσταται λόγος για περαιτέρω συζήτηση της σχέσης αυτής.

Υπάρχει όμως και κάτι πιο σημαντικό. Γίνεται έντονη συζήτηση για την αποβολή των δανείων από τη γλώσσα, χωρίς
να έχει οριστεί η έννοια του δανείου. Βέβαια, από τα παραδείγματα που αναφέρονται στα κείμενα που προορίζονται
για το ευρύ κοινό, π.χ. σάντουιτς, ζάπιγκ, πλαζ, οτοστόπ, έμμεσα συνάγεται ότι πρόκειται για το φαινόμενο που από
τους ειδικούς αποκαλείται άμεσος δανεισμός, δηλαδή για το τμήμα εκείνο του δανεισμού που περιλαμβάνει τα
στοιχεία που η μορφή τους προδίδει την ξενική καταγωγή τους. Όμως, αν δάνειο είναι, όπως άλλωστε το λέει η λέξη,
κάθε στοιχείο που μια γλώσσα δανείζεται από μια άλλη, τότε δάνεια είναι και λέξεις όπως τηλέφωνο, μικρόβιο,
οικολογία και πλήθος άλλες, που η ελληνική τις βρήκε έτοιμες σε άλλες γλώσσες και τις υιοθέτησε. Το γεγονός ότι οι
γλώσσες αυτές έπλασαν τις λέξεις του τύπου αυτού με αρχαιοελληνικά στοιχεία δεν ακυρώνει το ότι αναμφίβολα για
τη νέα ελληνική πρόκειται για δάνειες λέξεις! Ίσως να σταματούσε η κινδυνολογία γύρω από το δανεισμό, αν
κυκλοφορούσε ευρύτερα η άποψη των ειδικών ότι λέξεις όπως αντιβιοτικό, αστροναύτης, ελικόπτερο, ένζυμο,
ηλεκτρισμός, θερμόμετρο, θρόμβωση, κυβερνητική, μαγνητόφωνο, μετεωρολογία, σπηλαιολόγος, τεχνολογία,
τηλέγραφος, φωτογραφία και χιλιάδες άλλες είναι δάνειες λέξεις.
Γιατί όμως η κινδυνολογία περιορίζεται στα άμεσα δάνεια; Και ήταν άραγε πάντα τα δάνεια από την αγγλική που
ενοχλούσαν; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι από τα διάφορα είδη δανείων μόνο τα άμεσα δάνεια
ενοχλούν, αφού αυτά προδίδουν αμέσως την ξενική τους καταγωγή, ενώ τα άλλα, επειδή είναι καμουφλαρισμένα,
περνούν για ελληνικές λέξεις. Έτσι, δεν είναι περίεργο που λίγα χρόνια πριν ενοχλούσαν τα δάνεια από την τουρκική
ή άλλες γλώσσες.

Όμως η κινδυνολογία αυτή, που στόχο έχει να προσβάλει την αυτονομία και την αυτάρκεια μιας φυσικής γλώσσας,
όπως είναι η νέα ελληνική, δε στηρίζεται σε επιστημονική βάση, αφού παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο δανεισμός
της νέας ελληνικής δεν οφείλεται σε δομικά κενά της παρά σε μεταβλητές κοινωνιοπολιτιστικής τάξης. Και για το
λόγο αυτό υπάρχουν δάνεια που δεν προσαρμόζονται στο μορφολογικό και φωνολογικό σύστημα της νεοελληνικής.

Ο δανεισμός λέξεων αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο όλων των γλωσσών και συνεπώς δεν πρέπει να εκλαμβάνεται
ως οξεία ασθένεια που πρέπει να σπεύσουμε να τη θεραπεύσουμε. Μόνο μια νεκρή γλώσσα έχει πάψει να δανείζεται.
Ασφαλώς όλοι ευχόμαστε να μη συμβεί αυτό ποτέ στην ελληνική. Επομένως, η άποψη των ειδικών ότι η νεοελληνική
δεν κινδυνεύει από τα δάνεια δεν αποτελεί πράξη εφησυχασμού παρά νηφάλια αντιμετώπιση ενός γεγονότος. Η
νεοελληνική δεν υφίσταται επίθεση από την αγγλική, αλλά καταφεύγει σ' αυτήν από εξωγλωσσικούς λόγους και όχι
λόγω δικής της ανεπάρκειας. Αντίθετα, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να δει την παρουσία των δανείων ως κάτι
θετικό, αφού τα δάνεια χρησιμεύουν ως δείκτες ένταξης του ομιλητή σε κάποια ομάδα, κοινωνική ή άλλη, αλλά και
εμπλουτίζουν τη νεοελληνική δημιουργώντας σημασιολογικές διαφορές, π.χ. έφηβος-τινέιτζερ· διαφορές στο επίπεδο
ύφους, π.χ. εξ ημισείας/μισά μισά-φίφτι φίφτι· στην ένταση, π.χ. γεμάτοςφουλ· διαφορές ανάμεσα σε γενικό λεξιλόγιο
και σε όρο ειδικού λεξιλογίου, π.χ. πιγκπόγκ-αντισφαίριση κτλ.

Ακόμη, το ότι η ελληνική σήμερα δανείζεται κατεξοχήν από την αγγλική δε συνιστά πρωτοτυπία, αφού όλες οι
γλώσσες κάνουν το ίδιο, ούτε όμως και τυχαίο γεγονός, γιατί η αγγλική αποτελεί σήμερα γλώσσα περιωπής. Υπάρχει
δίχως άλλο μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική υπεροχή από τη μια μεριά και στη γλωσσική
από την άλλη. Η επικράτηση της αγγλικής σε παγκόσμια κλίμακα είναι απόρροια της αδιαμφισβήτητης σήμερα
ηγεμονίας των ΗΠΑ. Οι γλωσσικοί λόγοι δεν προπορεύονται αλλά ακολουθούν τους εξωγλωσσικούς. Συνεπώς, αν
θέλαμε να δανείζουμε και να μη δανειζόμαστε, θα έπρεπε να βρισκόμασταν ως έθνος στην κορυφή της οικονομικής
και πολιτικής κλίμακας. Συμπερασματικά αποδεικνύεται ότι η παρουσία των άμεσων δανείων στη νεοελληνική ούτε
μαζική είναι ούτε είναι πρόξενος δομικών αλλαγών.

Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η καλλιέργεια της νεοελληνικής καθώς και μια πολιτική πρόληψης είναι δυνατό να
περιορίσουν το δανεισμό. Αν και είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι είναι ποτέ δυνατό να εξαλειφθεί ο δανεισμός
από μια ζωντανή γλώσσα, θεωρώ ότι το έμπρακτο ενδιαφέρον των Νεοελλήνων για τη γλώσσα τους καθώς και η
προσφορά αρτιότερης γλωσσικής εκπαίδευσης εκ μέρους της πολιτείας αποτελούν ισχυρούς λόγους περιορισμού των
δανείων. Η πρόληψη είναι προτιμότερη από τη θεραπεία.

Η Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


ΤΑ ΝΕΑ , 16-09-2000 , Σελ.: R24 Κωδικός άρθρου: A16845R241

ΑΣΚΗΣΗ

Ποια είναι η θέση της κ.Συμεωνίδη για τον γλωσσικό δανεισμό; Ποια επιχειρήματα και
τεκμήρια παραθέτει για τη στήριξη της θέσης της;

Μύθος 4ος: Η ΦΘΟΡΑ 10 ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Η γλωσσική φθορά και οι
«μεγαλομανείς» γλώσσες ΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ

Ο Φερδινάνδος ντε Σωσσύρ έλεγε για τους προστάτες της γλώσσας ότι μοιάζουν με την «κότα που έκλωσε αυγό
πάπιας». Πράγματι, ο πατέρας της σύγχρονης γλωσσολογίας, στο μοναδικό και κλασικό βιβλίο του Μαθήματα
Γενικής Γλωσσολογίας, γράφει: «Ο άνθρωπος που θα ισχυριζόταν ότι φτιάχνει μιαν αμετάβλητη γλώσσα, ότι οι
μεταγενέστεροι θα όφειλαν να τη δεχτούν όπως την καθιέρωσε, θα έμοιαζε με την κότα που έκλωσε αυγό πάπιας· η
γλώσσα που δημιούργησε θα παρασυρθεί, είτε το θέλει είτε όχι, από το ρεύμα που παρασέρνει όλες τις γλώσσες».
Αυτό το «ρεύμα» που παρασέρνει όλες τις γλώσσες είναι χαρακτηριστικό εγγενές και φυσικό των γλωσσών. Αντίθετα
με όλα τα λοιπά ανθρώπινα, που ο χρόνος με την αλλαγή και αλλοίωση τα φθείρει έως και εξαφανίζει, η γλώσσα είναι
το μόνο κοινωνικό φαινόμενο που έχει την ενδιαφέρουσα ιδιοτυπία να διαρκεί στο χρόνο επειδή αλλάζει και
αλλοιώνεται. Η αλλαγή και αλλοίωση εξασφαλίζουν στις γλώσσες τη διάρκειά τους. Την αλλαγή και αλλοίωση την
προκαλεί η χρήση της γλώσσας, άρα η αλλαγή δεν είναι φαινόμενο συγκυριακό ούτε συμπτωματικό, είναι φυσικό
χαρακτηριστικό των γλωσσών, είναι συστατικό της ζωής, δηλαδή της διάρκειάς τους. «Το σημείο» λέει ο Σωσσύρ
«υποχρεωτικά αλλοιώνεται, επειδή συνεχίζεται», η γλώσσα υποχρεωτικά αλλοιώνεται, εφόσον και επειδή συνεχίζει
να μιλιέται.

Καθώς αλλάζουν οι γενιές και εξελίσσονται οι κοινωνίες, δημιουργούνται νέες ιδέες, νέα αντικείμενα, νέοι τρόποι
σκέψης καθώς και νέες ανάγκες επικοινωνίας, στις οποίες οι γλώσσες ανταποκρίνονται με την αλλοίωση και την
αλλαγή. Αλλάζουν οι γλώσσες, επειδή αλλάζουν οι ιδέες. Όλοι οι σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία των κοινωνιών
που έφερναν καινούρια συστήματα ιδεών επέφεραν θεαματικά μεγάλες αλλαγές στις γλώσσες. Η Αναγέννηση π.χ. ή ο
Διαφωτισμός ή η Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, που έφεραν καινούρια συστήματα ιδεών σε όλους τους τομείς
της κοινωνικής ζωής, νέες πολιτικές αρχές, καινούριες κοινωνικές αξίες, νέες έννοιες και αντιλήψεις του κόσμου,
μεταμόρφωσαν ριζικά τις γλώσσες σε πολύ λίγο χρόνο.

Με αργότερο ρυθμό απ' ό,τι οι αλλαγές που προκαλούν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις, όλες οι γλώσσες
αλλάζουν. Αρκεί να διαβάσει κανείς ένα κείμενο γραμμένο πριν τριάντα χρόνια, για να αναγνωρίσει αμέσως την
αλλαγή. Και αν διαβάσει κείμενο γραμμένο μόλις πριν πενήντα χρόνια, χρειάζεται ειδικές γνώσεις για να το
κατανοήσει πλήρως. Όπως έχει γράψει ο Μιχάλης Σετάτος, η γλώσσα «αναγκαστικά» προσαρμόζεται σε νέες ανάγκες
επικοινωνίας, η χρήση του λόγου εισάγει νέα στοιχεία στη γλωσσική δομή, και έτσι αλλάζουν οι γλώσσες. Κι ακόμα,
η συστατική της ζωής των γλωσσών συνεχής αλλαγή απαιτεί την «περιοδική ανανέωση» της κωδικοποιημένης
γλώσσας, με άλλα λόγια την αλλαγή των κανόνων που διδάσκονται στα σχολεία.

Ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό είναι ότι όλα τα παραπάνω δεν τα αμφισβητεί σήμερα κανένας απολύτως. Θεωρούνται
επιστημονικοί κοινοί τόποι και αντίλογος δεν υπάρχει. Και όμως, συχνά εμφανίζεται στις κοινωνίες ο θρηνητικός
μύθος για τη φθορά και την αλλοίωση της μιας ή της άλλης γλώσσας, συνοδευόμενος από την απειλή για την
εξαφάνισή της. Ο μύθος που ταυτίζει την αλλαγή της γλώσσας με την παρακμή επαναλαμβάνεται ασταμάτητα, παρά
το γεγονός ότι δεν έχει καμία απολύτως στήριξη. Η μεγάλη αυτή αντίφαση περιέχει μηνύματα κοινωνικά και
πολιτικά. Όποια μνεία θρηνητική για τη φθορά μιας γλώσσας κι αν διαβάσει προσεχτικά κανείς, θα διαπιστώσει ότι
συνοδεύεται από μια εξιδανικευμένη αναφορά σε μία ορισμένη γλωσσική μορφή, που περιγράφεται σαν ανώτερη και
αυθεντική.

Στην ιστορία όλες οι γλώσσες που ονομάστηκαν ανώτερες και αυθεντικές ανήκουν σε επεκτατικές και
ιμπεριαλιστικές κοινωνικές ομάδες. Όλες οι γλώσσες που θεωρήθηκαν ιδανικές και τέλειες, η λατινική, η ρωσική, η
γερμανική, η αγγλική (και άλλες), αποχτήσανε τους τιμητικούς αυτούς τίτλους την περίοδο βίαιων επεκτατισμών και
της αποικιοκρατίας. Η τσαρική αριστοκρατία (μολονότι μιλούσε γαλλικά) χρησιμοποίησε τις αρετές της ρωσικής
γλώσσας σαν επιχείρημα επεκτατικών διεκδικήσεων. Ένας στίχος από γερμανικό ποίημα του 1813: «η πατρίδα του
Γερμανού απλώνεται όσο μακριά ηχεί η γερμανική γλώσσα» χρησιμοποιήθηκε αργότερα για ν' «αποδείξει» ότι η
γαλλική Αλσατία και Λωρραίνη «ανήκουν» στο γερμανικό κράτος (ενώ κανένας δε θυμήθηκε ότι η «γερμανική
γλώσσα» είναι κομμάτι της «γερμανικής πατρίδας» όταν εξοντώνονταν οι Εβραίοι Γερμανοί με μητρική τους τη
γερμανική). Τέλος, η Βρετανία ονομάζεται από θεωρητικούς της γλώσσας το 19ο αιώνα «έθνος ικανό να οδηγήσει
τον κόσμο, ιδίως στο μέγα ζήτημα της γλώσσας», της οποίας η φυσική «ανωτερότητα» συνίσταται στην «ικανότητα»
να «αφομοιώνει» άλλες γλώσσες και να τις μετατρέπει σε «αγγλικές».

Σήμερα, μολονότι ζούμε σε άλλες εποχές, στη Γαλλία π.χ. κυκλοφορεί ένα μικρό βιβλίο μεγάλου ακαδημαϊκού με
τίτλο Αναζητώντας τη χαμένη γαλλική, με θρηνητικό περιεχόμενο: «χάνεται» η ωραιοτάτη και αρίστης ποιότητος
γαλλική, ενώ «μέχρι το 1940» έλαμπε στον κόσμο. Το συμπέρασμα είναι τούτο: «η γαλλική γλώσσα, δηλαδή η
πατρίδα, κινδυνεύει». Η χρονολογία της εποχής που η γλώσσα ήταν «ιδανική» είναι ηχηρά αποκαλυπτική, αφορά τη
Γαλλία των αποικιών και τη γαλλική όταν είχε τη θέση της διεθνούς γλώσσας. Άρα, η προφητεία για την παρακμή της
γαλλικής, ο αγώνας ενάντια στην εξαφάνισή της είναι διεκδίκηση της θέσης που κατέχει η αγγλική στην Ευρώπη.
Είναι αλήθεια ότι με τα παραπάνω μένει δυσεξήγητο πώς συνδυάζεται η ιμπεριαλιστική ερμηνεία με τις σύγχρονες
θεωρίες για παρακμή της ελληνικής γλώσσας. Πρόκειται για κρίση της εθνικής ταυτότητας που νιώθουν διάφοροι
διανοούμενοι. Περιγράφουν την ελληνική γλώσσα που μιλιέται σήμερα με τα μελανότερα χρώματα και μέμφονται
την «αποκοπή» της γλώσσας από τις «ρίζες της». Βλέπουν μέσα στον ευρωπαϊκό καθρέφτη «κατώτερη» την εθνική
τους ταυτότητα. Κι επειδή ο ρατσισμός πάντοτε εκδικείται, επειδή η περιφρόνηση προς τη σημερινή ελληνική
γλώσσα (κουλτούρα και κοινωνία γενικότερα) είναι μέρος του ρατσιστικού στερεοτύπου της βορειοευρωπαϊκής
βιομηχανικής ζώνης, που ταξινομεί σαν «κατώτερη» την κουλτούρα του «Νότου» και της «Ανατολής», αυτοί οι
Έλληνες που περιφρονούν εμάς τους Έλληνες και την «παρακμασμένη» ελληνική μας γλώσσα είναι θύματα του
ρατσισμού αλλά και ρατσιστές οι ίδιοι. Βλέπουν την εθνική τους ταυτότητα και γλώσσα μέσα στον καθρέφτη του
βορειοευρωπαϊκού ρατσισμού και νοσταλγούν το μέγα κύρος που έχει στους ισχυρούς του κόσμου και υποτιθέμενους
ανώτερους η κλασική αρχαιότητα. Θρηνούν λοιπόν τη φθορά της ελληνικής, δηλαδή εννοούν ότι εμείς οι Έλληνες
ένα μονάχα πολιτισμικό αγαθό αποδεικτικό «ανωτερότητας» διαθέτουμε, την αρχαία ελληνική γλώσσα. Η προφητεία
για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας, με όποιο επιχείρημα κι αν εμφανίζεται, ανάμεσα στις γραμμές το ίδιο πάντα
εννοεί: φανταστείτε το εθνικό μεγαλείο που... «θα» είχαμε, αν μιλούσαμε αρχαία ελληνικά.

Η Άννα Φραγκουδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ΤΑ ΝΕΑ , 16-
09-2000 , Σελ.: R20 Κωδικός άρθρου: A16845R201

ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1.Ποιος είναι ο αντίλογος της κ.Φραγκουδάκη ως προς τη φθορά της
γλώσσας;
2.Ποια ιστορικά παραδείγματα χρησιμοποιεί η κ.Φραγκουδάκη για να
τεκμηριώσει την άποψή της ότι η γλωσσική «ανωτερότητα» συμπορεύεται
με την οικονομική, πολιτική κυριαρχία;
3. Πώς συνδέεται ο μύθος της γλωσσικής φθοράς με την πρόταξη της
διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών;

Λειτουργικός αναλφαβητισμός (Θέματα Παιδείας τεύχος 1)(απόσπασμα)


Λειτουργικός αναλφαβητισμός

Η γνώση που δεν αφομοιώνεται,

η προσωπικότητα που συμπιέζεται

και η έκφραση που αδυνατεί να ορθοποδήσει

Του ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΜΩΡΑΪΤH

Είναι ο λειτουργικός αναλφαβητισμός προϊόν της σχολικής ζωής; Η απάντηση μπορεί να προκύψει από την
ανάλυση αυτής της ίδιας της σχολικής λειτουργίας. Η μεθοδολογική ανάγκη μας υποχρεώνει να απομονώσουμε τη
διαπαιδαγωγητική διαδικασία του σχολείου, μια πράξη που εντάσσεται στη γενικότερη διαδικασία της
κοινωνικοποίησης του ατόμου η οποία συντελείται και από μια σειρά άλλους παράγοντες εκτός από το σχολείο, την
οικογένεια, τους κύκλους των ομηλίκων και την κοινωνική ομάδα γενικότερα. Και θα περιοριστούμε σε ό,τι
ονομάζεται σχολική πράξη, στο γνωστικό περιεχόμενο του σχολείου, που είναι άλλωστε μια από τις βασικότερες όχι
μόνο λειτουργίες του σχολείου, αλλά και της διαδικασίας κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, Με την έννοια ότι με τις
γνώσεις τοποθετείται το άτομο στο επίπεδο και το πλαίσιο της κοινωνικής ζωής. Άλλωστε βασική κινητήρια δύναμη
του ανθρώπου ως κοινωνικής μονάδας είναι η γνώση, με την έννοια της πληροφορίας και της ανταπόκρισης με το
περιβάλλον.
Η διερεύνηση του προβλήματος πρέπει να γίνει ποσοτικά και ποιοτικά. Το ποσοτικά αναφέρεται στο τι δίνει το
σχολείο σαν γνωστική καλλιέργεια; Αν δει κανείς το «Αναλυτικό πρόγραμμα» δίνει πολλά και μάλιστα με την πρόοδο
του χρόνου προσπαθεί να τα αυξήσει, στην αγωνιώδη του προσπάθεια να παρακολουθήσει την έκρηξη των γνώσεων
της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε σε λεπτομέρειες. Η τάση είναι πασιφανής. Ποιοτικά όμως η κατάσταση δεν είναι
αισιόδοξη. Γιατί εκτός του ότι ένα μεγάλο μέρος των γνώσεων είναι απαρχαιωμένες (αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι το
σχολείο μας σε όλους τους τομείς είναι ιστορικό-φιλολογικό) και η προσαύξηση των γνώσεων που κάθε φορά
επιχειρείται είτε εξ ανάγκης είτε ως ένδειξη εκσυγχρονισμού, ή σκοντάφτει στην ανελαστικότητα του χρόνου
διδασκαλίας και συνεπώς η διδακτέα ύλη ποτέ δεν εξαντλείται (και για άλλους βέβαια λόγους) ή οδηγεί σε
αποσπασματικότητα κατά την πολλαπλή του αντικειμένου αποψίλωση. Ακόμα τα διαφορετικά γνωστικά πεδία, που
θα έπρεπε να συλλειτουργούν, πορεύονται ανεξάρτητα σαν αυτόνομες λειτουργίες με αποτέλέσμα να μην υπάρχει η
σύστοιχη και αρμονική επίδραση στην καλλιέργεια και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και φυσικά της
συνείδησης. Αυτό είναι εκείνο που υποστηρίζουμε όχι μόνον εμείς, ότι στην εκπαίδευσή μας ο αμέσως κατώτερος
κύκλος αποτελεί περίληψη του γνωστικού περιεχομένου του ανώτερου, αρχής γενομένης από τα πανεπιστημιακά
αντικείμενα διδασκαλίας (εγκύκλιες σπουδές, τις λέγαμε κάποτε) και με το αιτιολογικό της σπειροειδούς πορείας
κατά την ανάπτυξη της γνώσης. Αλλά και η μεθοδολογική βάση της εργασίας στο σχολείο δεν διαμορφώνει
λειτουργική αντίληψη των εμπειριών και των γνώσεων. Δεν είναι μόνο ότι οι γνώσεις παρουσιάζονται
αποσπασματικές και αυτόνομες από το σύνολο, επί πλέον μένουν σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο και δεν συνδέονται
με την πραγματικότητα, την πρακτική ζωή και την παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας, έτσι ώστε και εμπέδωση
και δημιουργική αφομοίωση της γνώσης να αποκτάται
Αυτό με τη σειρά του έχει σαν αποτέλεσμα να μένει μόνος δρόμος για τη μάθηση η αποστήθιση των γνώσεων,
αυτό που στην καθημερινή γλώσσα ονομάζουμε παπαγαλία. Εδώ θα πρέπει να κάμουμε μια παρατήρηση που τη
θεωρούμε αναγκαία, γιατί παρουσιάζονται ακρότητες. Δεν μπορούμε να διαγράφουμε την αξία των γνώσεων. Η
γνώση είναι αναγκαία συνθήκη, επειδή είναι η δημιουργική αντανάκλαση της πραγματικότητας στη συνείδηση του
ανθρώπου. Χωρίς αυτές δεν υπάρχει διάνοια, δεν υπάρχει λειτουργία όχι μονάχα γνωστική, αλλά ούτε και
συναισθηματική και βουλητική. Το πρόβλημα είναι τι είδους γνώσεις και πως τις αποκτάμε. Η απομνημόνευση και ο
αποθησαυρισμός των γνώσεων δεν είναι κακό, είναι η προϋπόθεση της διανόησης, είναι οι προσλαμβάνουσες
παραστάσεις απάνω στις οποίες θεμελιώνεται και κάθε καινούργια γνώση και κάθε προσπάθεια, ενώ το κατευθείαν
αρνητικό είναι η αποστήθιση, που και άγονη είναι και σπατάλη δυνάμεων συνιστά, γιατί δεν έχει τη μονιμότητα της
αφομοιωμένης γνώσης και σύνδεση με τις γνώσεις άλλων πεδίων. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι είμαστε αντίθετοι
στην αποστήθιση και θεωρούμε ότι το σχολείο των γνώσεων έχει εξαντλήσει τα όρια του. Το σχολείο δεν μπορεί πια
να καλύψει το σύνολο του γνωστικού πλούτου της ανθρώπινης κοινωνίας και από λόγους αντικειμενικούς έπαψε να
είναι ο μοναδικός δίαυλος του γνωστικού περιεχομένου, ενώ οι γνώσεις που παρέχει, όσο επιστημονικά κι αν είναι
διατυπωμένες, δεν εξασφαλίζουν το εφαλτήριο για την πιο πέρα αυτόνομη δημιουργική προσπάθεια του νέου
ανθρώπου. Αυτό σημαίνει πως όλες οι παρεμβάσεις που συντελούνται στην ανάπτυξη του γνωστικού περιεχομένου
του σχολείου, είναι μηχανικές, γιατί δεν πραγματοποιούνται με βάση κάποιες προοπτικές και επομένως δύσκολη η
χρήση τους. Το επακόλουθο συμπέρασμα αυτής της συλλογιστικής είναι ότι από το σχολείο βγαίνουν στη
συντριπτική τους πλειοψηφία άτομα που διαθέτουν περιορισμένο και αποσπασματικό αριθμό γνώσεων, οι οποίες δεν
έχουν οργανική σύνθεση μεταξύ τους, αλλά είναι χασματικές και χαοτικές.

ΑΣΚΗΣΗ

Πώς συνδέεται ο λειτουργικός αναλφαβητισμός με τη σχολική πράξη από τον


γράφοντα;150λ

Βασιλική Μητσικοπούλου, Ο γραµµατισµός


http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_e1/5.1Basic.htm

Ο γραμματισμός αποτελεί ένα σχετικά νέο όρο στο ελληνικό λεξιλόγιο και, ενώ περιλαµβάνει την έννοια του
αλφαβητισµού, είναι ευρύτερος από αυτόν. Πρόκειται για µετάφραση του αγγλικού όρου literacy, που έχει επίσης
αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα ως εγγραµµατοσύνη (βλ. Ong 1997) [1] και ο οποίος δεν αναφέρεται απλά στην
ικανότητα για ανάγνωση και γραφή. Η έννοια «γραµµατισµός» αφορά τη δυνατότητα του ατόµου να λειτουργεί
αποτελεσµατικά σε διάφορα περιβάλλοντα και καταστάσεις επικοινωνίας, χρησιµοποιώντας κείµενα γραπτού και
προφορικού λόγου, καθώς επίσης µη γλωσσικά κείµενα (λ.χ. εικόνες, σχεδιαγράµµατα, χάρτες κλπ.). Το ερώτηµα
σχετικά µε τις ικανότητες και τις δεξιότητες που πρέπει να έχουν αναπτύξει τα µέλη µιας κοινωνίας για να θεωρηθούν
εγγράµµατα –άτοµα δηλαδή που έχουν κατακτήσει ένα «βασικό», έστω, επίπεδο γραµµατισµού σύµφωνα µε τις
εκάστοτε κοινωνικές απαιτήσεις– δεν είναι διόλου απλό. Εξάλλου, η απάντηση στο ερώτηµα αυτό µπορεί να διαφέρει
από κοινωνία σε κοινωνία και σίγουρα αλλάζει από τη µια ιστορική στιγµή στην άλλη, εφόσον συνεχώς αλλάζουν οι
συνιστώσες της επικοινωνίας.

Είναι γεγονός πάντως ότι ο γραµµατισµός αποτελεί βασικό κριτήριο για κοινωνική καταξίωση και ότι η έλλειψή του
–και ειδικότερα ο αναλφαβητισµός– αποτελεί κριτήριο κοινωνικού στιγµατισµού. Αυτό είναι βεβαίως φυσικό, αφού
η ικανότητα για ανάγνωση και γραφή υπήρξε διαχρονικά στενά συνδεδεµένη µε κοινωνικούς παράγοντες, όπως η
κοινωνική τάξη και η οικονοµική ευρωστία. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ο πολιτικός αλλά και ο ευρύτερα
κοινωνικός χαρακτήρας του γραµµατισµού έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις, στο βαθµό που τίθενται πολιτικά και
ιδεολογικά ζητήµατα για τα είδη γραµµατισµού που απαιτεί µια κοινωνία και προσφέρονται στους πολίτες από το
εκπαιδευτικό σύστηµα µιας χώρας.

Η ανάπτυξη κάποιου βαθµού γραµµατισµού γίνεται µε τρόπο φυσικό µέσα στο οικογενειακό και το κοινωνικό µας
περιβάλλον, καθώς µαθαίνουµε τη µητρική µας γλώσσα και κατορθώνουµε να επικοινωνούµε µε διαφορετικά
πρόσωπα σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις µέσα από διάφορα είδη λόγου και τύπους κειµένων. Παράλληλα,
όµως, είναι απαραίτητη και κάποιου τύπου συστηµατική εκπαίδευση. Και όσο πιο πολύπλοκη γίνεται η επικοινωνία
σε µια κοινωνία, όσο πιο πολύµορφα είναι τα κείµενα που παράγονται στο πλαίσιο της λειτουργίας των θεσµών της
και όσο πιο ισχυρές γίνονται οι πιέσεις και οι απαιτήσεις στην αγορά εργασίας, τόσο αυξάνονται οι απαιτήσεις για την
εκπαίδευση σε είδη γραµµατισµού .Αυτός λοιπόν είναι και ο βασικός σκοπός του σχολείου, το οποίο καλείται να
βοηθήσει τους νέους ανθρώπους να αναπτύξουν το επίπεδο και τα είδη γραµµατισµού που απαιτεί η κοινωνία τους
για το παρόν και το µέλλον. Καλείται δηλαδή να αναπτύξει τον κοινωνικό γραµµατισµό. Παράλληλα, όµως, καλείται
να αναπτύξει και τον σχολικό γραµµατισµό, δηλαδή, τα είδη γραµµατισµού που είναι απαραίτητα για να αποδώσουν
επιτυχώς στα µαθήµατα που περιλαµβάνει το πρόγραµµα σπουδών.

Ο σχολικός γραµµατισµός έχει παραδοσιακά συνδεθεί µε τη διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής, καθώς και µε την
ανάπτυξη γνωσιακών δεξιοτήτων όπως η καλλιέργεια της λογικής σκέψης, η κατανόηση γραµµατικών κανόνων, η
ικανότητα διαχείρισης αφηρηµένων εννοιών και υποθετικών ερωτήσεων, η ανάπτυξη επικοινωνιακών και άλλων
διανοητικών δεξιοτήτων. Ένας αρκετά µεγάλος αριθµός µελετών έχει συνδέσει τη σχολική επιτυχία ή αποτυχία µε το
οικογενειακό και γενικά το στενό κοινωνικό περιβάλλον των µαθητών. Υπάρχουν σηµαντικές ενδείξεις ότι τα παιδιά
που προέρχονται από τα χαµηλότερα κοινωνικά στρώµατα χρησιµοποιούν έναν «περιορισµένο» κώδικα
επικοινωνίας, µε αποτέλεσµα να µην έχουν αναπτύξει τις γνώσεις και επικοινωνιακές δεξιότητες που απαιτεί ο
σχολικός γραµµατισµός, ο οποίος συστηµατικά υιοθετεί έναν «επεξεργασµένο» κώδικα επικοινωνίας (Bernstein
1971-1975· Wells 1986· Cook-Gumpertz 1986· Dickinson 1994). Η σχολική εκπαίδευση συχνά δεν τα βοηθά να
αναπτύξουν τις γνώσεις και τις δεξιότητες αυτές και έτσι, όπως υποστηρίζουν αρκετοί µελετητές, το σχολικό
σύστηµα όχι µόνο δεν αµβλύνει τις κοινωνικές διαφορές µεταξύ παιδιών που προέρχονται από προνοµιούχες και µη
οικογένειες, αλλά συνιστά µέσο αναπαραγωγής τους. Το γεγονός ότι ένας µεγάλος αριθµός µαθητών από τα µη
προνοµιούχα κοινωνικοοικονοµικά στρώµατα απασχολείται µετά την αποφοίτηση στις λιγότερο καλοπληρωµένες
δουλειές ενισχύει την άποψη ότι το σχολείο αναπαράγει τελικά την κοινωνική ιεραρχία.

Πρέπει βεβαίως να τονιστεί ότι η ίδια η µορφή του σχολικού γραµµατισµού µεταβάλλεται, καθώς οι κοινωνικές
ανάγκες αλλάζουν µε γρήγορο ρυθµό. Για παράδειγµα, η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στη ζωή µας απαιτεί πλέον
την ανάπτυξη δεξιοτήτων γραµµατισµού στις νέες τεχνολογίες. Όπως επισηµαίνουν οι Aronowitz & DiFazio (1994),
η εισαγωγή των νέων αυτών µορφών γραµµατισµού έχει επιφέρει σηµαντικές αλλαγές στην ίδια την κατανόηση του
σχολικού γραµµατισµού, όπως αυτή είχε προσεγγιστεί µέχρι πρόσφατα, καθώς και στις παραδοσιακές απόψεις για τις
µορφές του. Σύµφωνα µε την άποψη αυτή, η διαρκώς αυξανόµενη χρήση προηγµένης τεχνολογίας απαιτεί
εξειδικευµένες δεξιότητες γραµµατισµού. Έχει παρατηρηθεί ωστόσο ότι η αυξανόµενη χρήση τεχνολογίας, η οποία
συναντάται κυρίως σε προνοµιούχα σχολεία –συχνά στις πιο εύπορες περιοχές–, οδηγεί συχνά στη µειωµένη
ανάπτυξη δεξιοτήτων που παραδοσιακά σχετίζονταν µε τον σχολικό γραµµατισµό, σε σηµείο ώστε αρκετοί σήµερα
να µιλούν για κρίση του.
∆εν είναι όµως µόνο το σχολείο που χρειάζεται να προσαρµοστεί στις νέες συνθήκες που διαµορφώνονται στη
συνεχώς µεταβαλλόµενη κοινωνία µας. Οι δοµές του καπιταλιστικού κόσµου µεταβάλλονται στη νέα περίοδο που
διανύουµε και η πίεση για διαρκή προσαρµογή των ανθρώπων όλων των ηλικιών είναι γεγονός. Η διά βίου
εκπαίδευση έχει αρχίσει να γίνεται πραγµατικότητα, τόσο στα πλαίσια νέων εκπαιδευτικών προγραµµάτων όσο και
στα πλαίσια της καθηµερινής µας ζωής, όπου απαιτούνται πολλές µορφές γραµµατισµού.

Τα είδη κοινωνικού γραµµατισµού που απαιτούνται από τα µέλη των σύγχρονων κοινωνιών για να είναι παραγωγικά
στην ιδιωτική, την κοινωνική και την επαγγελµατική τους ζωή αυξάνονται µε πολύ γοργούς ρυθµούς, καθώς συνεχώς
αυξάνονται οι ανάγκες για κατανόηση και παραγωγή διαφορετικών ειδών κειµένων. Η παραγωγή και κατανόηση
διαφορετικών ειδών λόγου και κειµένων προϋποθέτει εξοικείωση µε το συγκεκριµένο είδος κειµένων, µε τους
τρόπους γραφής τους και, γενικότερα, γνώση των τρόπων παραγωγής, διακίνησης αλλά και προσέγγισης αυτών των
κειµένων. Συνεπάγεται ότι διαφορετικού είδους κείµενα απαιτούν για την κατανόησή τους τόσο διαφορετικές
τεχνικές «ανάγνωσης» όσο και κατανόηση του συγκειµενικού τους πλαισίου· απαιτούν δηλαδή διαφορετικού είδους
γραµµατισµό, όπως άλλωστε και η παραγωγή διαφορετικού είδους «µονοτροπικών» ή «πολυτροπικών» κειµένων .

Η ανάγνωση, κατανόηση ή συγγραφή ενός κειµένου είναι αποτέλεσµα κοινωνικών και ιστορικών πρακτικών, που
σχετίζονται µε την πρόσβαση του ατόµου σε συγκεκριµένα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία µπορεί να συναντήσει
συγκεκριµένου τύπου κείµενα. Στο πλαίσιο των κοινωνικών θεσµών, βάσει των οποίων λειτουργούν και
επικοινωνούν οι άνθρωποι µεταξύ τους ανταποκρινόµενοι στα προσωπικά, κοινωνικά και επαγγελµατικά τους
ενδιαφέροντα και απαιτήσεις, τα µέλη µιας κοινωνίας «εκπαιδεύονται» σε κοινωνικές πρακτικές και έρχονται σε
επαφή µε διαφορετικά είδη κειµένων. Η γνώση αυτή ενεργοποιείται κατά την ανάγνωση ενός κειµένου και οδηγεί
στην καλύτερη κατανόησή του. Μέσω του σχολείου, οι νέοι άνθρωποι έρχονται σε µια πρώτη επαφή µε τους
κοινωνικούς θεσµούς και τις µορφές γραµµατισµού τους. Στη συνέχεια, η πρόσβασή τους σε συγκεκριµένα
κοινωνικά περιβάλλοντα και οι εµπειρίες τους σε αυτά διαµορφώνουν την κοινωνική τους ταυτότητα που τους
επιτρέπει την κατανόηση διαφόρων ειδών λόγου και κειµένων.

Κατά τον Freire (Freire & Macedo 1987), η ανάγνωση του κόσµου γύρω µας πάντα προηγείται της ανάγνωσης ενός
κειµένου. Ο όρος ανάγνωση χρησιµοποιείται από τον Freire µε ένα σηµαντικό και πρωτότυπο τρόπο για να περιλάβει
την «ερµηνεία» από πλευράς του αναγνώστη. Τονίζεται δηλαδή ο κριτικός χαρακτήρας της ανάγνωσης, ο ενεργητικός
ρόλος του αναγνώστη αλλά και η προηγούµενη γνώση του κόσµου που φέρνει µαζί του ο αναγνώστης κατά την
«ανάγνωση» ενός κειµένου. Από την άλλη πλευρά, η συγγραφή ενός κειµένου προϋποθέτει την εκµάθηση ενός είδους
«τεχνολογίας» µε τη χρήση κάποιων υλικών (όπως χαρτί, µολύβι ή επεξεργαστή κειµένων), όµως σε καµία
περίπτωση δεν αποτελεί µια ουδέτερη διαδικασία µέσω της οποίας απλώς µεταβιβάζονται πληροφορίες. Αντιθέτως,
όπως και η ανάγνωση, η συγγραφή ενός κειµένου είναι αποτέλεσµα µιας περίπλοκης κοινωνικής διαδικασίας, καθώς
συνδέεται µε διάφορες κοινωνικές πρακτικές, µε τη γενικότερη κοινωνική δυναµική, τις διάφορες µορφές και δοµές
εξουσίας, την κοινωνική τάξη, το φύλο, την ταυτότητα κ.ά. (Hasan & Williams 1996· Gee 1996· Street 1995).

Μια τέτοια θεώρηση του γραµµατισµού απέχει πολύ από την παραδοσιακή άποψη που τον θεωρεί απλώς ως
γνωσιακή ικανότητα για ανάγνωση και γραφή. Επίσης, σε αντίθεση µε την παραδοσιακή άποψη, υποστηρίζει την
ύπαρξη ποικίλων µορφών γραµµατισµού που σχετίζονται µε διαφορετικά πολιτισµικά περιβάλλοντα και τη
διαµόρφωση κοινωνικών ταυτοτήτων. Για παράδειγµα, ο ακαδηµαϊκός γραµµατισµός αναφέρεται στις
επικοινωνιακές δεξιότητες που απαιτείται να αναπτύξουν οι νέοι φοιτητές και φοιτήτριες ώστε να αντεπεξέλθουν στις
απαιτήσεις του πανεπιστηµιακού χώρου και να ολοκληρώσουν µε επιτυχία τις σπουδές τους. Συγκεκριµένα έχει
αποδειχθεί ότι η εξοικείωση των φοιτητών µε τον ακαδηµαϊκό λόγο είναι στενά συνδεδεµένη µε την επιτυχία τους
στον ακαδηµαϊκό χώρο (Chafe 1985· Tannen 1985· Ivanič 1998). Ένα πρόγραµµα εκπαίδευσης των νέων φοιτητών
στον ακαδηµαϊκό λόγο, για παράδειγµα, µπορεί να απαρτίζεται από ανάλυση διαφόρων κειµενικών ειδών που
συναντά κανείς σε ακαδηµαϊκά γραπτά ή προφορικά κείµενα και από διδασκαλία γλωσσικών επιλογών όπως η
συστηµατική χρήση µετοχών, δευτερευουσών προτάσεων και παθητικής φωνής, που χαρακτηρίζουν τον γραπτό
ακαδηµαϊκό λόγο (Halliday & Martin 1993). Ένα άλλο παράδειγµα µορφής γραµµατισµού σχετίζεται µε τα νέα
κειµενικά είδη που διαµορφώνονται µε τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Τα γραπτά µηνύµατα µέσω του
ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, για παράδειγµα, αναθεωρούν τη διαφοροποίηση του «ολοκληρωµένου» γραπτού λόγου
από τον «αποσπασµατικό» προφορικό λόγο, καθώς τα κείµενα αυτά αντλούν στοιχεία και από τον προφορικό λόγο
(Graddol & Goodman 1996).
Οι µελέτες στον χώρο του γραµµατισµού συχνά διαφοροποιούνται στη βάση δύο διαφορετικών κατευθύνσεων µέσα
από τις οποίες προσεγγίζεται αυτός. Η πρώτη είναι γνωστή ως λειτουργικός γραµµατισµός και αναφέρεται στις
δεξιότητες εκείνες που χρειάζεται να αναπτύξουν τα άτοµα για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της σηµερινής
αγοράς εργασίας. Εδώ, ο γραµµατισµός είναι µετρήσιµος και ποσοτικός. Σκοπός της εκπαίδευσης είναι η επίτευξη
των κοινωνικών στόχων και η παροχή πρόσβασης σε συγκεκριµένα είδη γραµµατισµού .Η δεύτερη κατεύθυνση, αυτή
του κριτικού γραµµατισµού στοχεύει στην ευαισθητοποίηση των πολιτών στις λειτουργίες των κυρίαρχων µορφών
γραµµατισµού, καθώς και στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης απέναντί τους. Επισηµαίνεται η ιδεολογική πλευρά των
πρακτικών γραµµατισµού και υποστηρίζεται ότι, όπως όλες οι χρήσεις της γλώσσας, έτσι και οι µορφές του
γραµµατισµού διαµορφώνουν αλλά και διαµορφώνονται µέσα από ιδεολογικές θέσεις συνδεδεµένες µε µορφές
κοινωνικής εξουσίας. Όπως και στην περίπτωση του λειτουργικού γραµµατισµού, δίνεται και εδώ έµφαση στην
επίτευξη κοινωνικών στόχων, οι οποίοι όµως δεν αντιµετωπίζονται ως δεδοµένοι αλλά υπόκεινται σε κριτική
ανάλυση ως µέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

ΑΣΚΗΣΗ

1.Πώς ορίζεται ο γραμματισμός και ποια είδη γραμματισμού αναφέρονται στο κείμενο;

2.Συνδέεται η ανάπτυξη του γραμματισμού και πώς με την υπέρβαση της όποιας
γλωσσικής κρίσης; 200λ.

You might also like