You are on page 1of 14

Δήμητρα Κούκουρα

Καθηγήτρια Ομιλητικής
Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.

Ιερός Χρυσόστομος
και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γλώσσης του 1

Ο Ιερός Χρυσόστομος και οι Καππαδόκες μεγάλοι διδάσκαλοι της


Εκκλησίας καθόρισαν με τρόπο μεγαλοφυή τη γλωσσική τοποθέτηση της
ελληνόφωνης Εκκλησίας κατά τον 4ο αιώνα.
Μέσα σε μία περιρρέουσα πολιτιστική ατμόσφαιρα, όπου η
«μίμηση 2» (imitatio) των κλασικών προτύπων υπήρξε το ζητούμενο για
κάθε πνευματική δημιουργία, οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας
παρέκαμψαν την προφορική Ελληνιστική Κοινή των Γραφών και
απρόσκοπτα υιοθέτησαν στον γραπτό λόγο τον αττικισμό. Ακολούθησαν
τα παραγγέλματα της Β’ Σοφιστικής στο γλωσσικό τους ύφος και
καθιέρωσαν ένα κώδικα αποδεκτό από τους διανοούμενους της εποχής
τους, ώστε εκ των προτέρων να μην απορρίπτεται το μήνυμα του
Ευαγγελίου. Με αυτόν τον τρόπο επέτυχαν τη μαθητεία των λογίων
εθνικών και προ πάντων τον εκχριστιανισμό της θύραθεν φιλοσοφικής
σκέψης.
Όπως είναι αυτονόητο ένας επιτυχής διάλογος προϋποθέτει
πάντοτε κοινό κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο συνομιλητές,
ώστε η αποκωδικοποίηση του μηνύματος και η γλωσσική τουλάχιστον
πρόσληψή του να είναι ασφαλής. 3 Η προφορική Ελληνιστική Κοινή, στην
οποία καταγράφηκαν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και νωρίτερα είχε
μεταφραστεί η Παλαιά, υπήρξε ο αποδιοπομπαίος τράγος των
αλεξανδρινών φιλολόγων.
Η καινούρια μορφή της ελληνικής, οφειλόμενη στη δυναμική μιας
συνεχώς ομιλούμενης ζωντανής γλώσσας, θεωρήθηκε ως ένοχη για την
πνευματική παρακμή της εποχής τους, σε σχέση με το περίλαμπρο
κλασικό παρελθόν. Το δέος μπροστά στα υψηλά λογοτεχνικά

1
Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο Διεθνές Επιστημονικόν Συμπόσιον, «Άγιος Ιωάννης
Χρυσόστομος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως» Επί τη 1600η Επετείω από της
κοιμήσεώς του (407-2007), Πόλις 13-18 Σεπτεμβρίου 2007 και οργανώθηκε από το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον,
2
Ἑρμογένους, περί Ύψους 13,2 « καί ἄλλη τις …ὁδός ἐπί τά ὑψηλά τείνει, ποία δέ καί τίς αὕτη; Ἡ τῶν
ἔμπροσθεν μεγάλων συγγραφέων καί ποιητῶν μίμησίς τε καί ζήλωσις». Επίσης Herbert Hunger, On
the Imitation (Μίμησις) of the Antiquity in the Byzantine Literature, DOP, 23-24 (1969-1970) p.17-38.
3
Η αποδοχή του περιεχομένου της πίστεως παραμένει πάντοτε θέμα της ανθρώπινης
συνεργίας με την εξαγιαστική χάρη του Παναγίου Πνεύματος

1
δημιουργήματα του 5ου αιώνα οδήγησε στον παραλογισμό ότι η απουσία
παρόμοιων έργων οφείλεται στην εγκατάλειψη της αττικής διαλέκτου,
ενώ η επιστροφή στους γλωσσικούς της τύπους θα απέδιδε ισάξια
λογοτεχνικά αριστουργήματα.
Σε αυτήν την περίπτωση παραγνωρίστηκε το αξίωμα ότι η ζωντανή
ομιλούμενη γλώσσα είναι εκείνη που θα εκφράσει την πνευματική
αναζήτηση των ανθρώπων σε κάθε εποχή, όπως επίσης και τη
λογοτεχνική τους δημιουργία. Αυτό σημαίνει ότι η λογοτεχνική γλώσσα
ανήκει στο ίδιο γλωσσικό σύστημα με την προφορική, ενώ εκείνο που τη
διαφοροποιεί είναι η χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρει η ίδια η
γλώσσα, δηλαδή το καλλιεργημένο ύφος.
Ωστόσο από τους αλεξανδρινούς χρόνους και εξής, η μίμηση της
αττικής γλώσσας στον γραπτό λόγο ήταν μία αδιαπραγμάτευτη
προϋπόθεση για κάθε έργο περιωπής και ο αναγκαίος όρος για την
ενασχόληση των διανοούμένων με το περιεχόμενό του. Ως εκ τούτου οι
Πατέρες αφ’ ενός κλήθηκαν να υπερασπιστούν τη γλώσσα και το ύφος
των βιβλικών κειμένων και αφ’ ετέρου να ερμηνεύσουν το Ευαγγέλιο της
χάριτος και της αληθείας σε αποδεκτό γλωσσικό κώδικα.
Η εκτίμηση των ρητόρων απέναντι στη βιβλική διδασκαλία ήταν
υποτιμητική. Εφόσον οι Γραφές είχαν καταγραφεί σε απαράδεκτη
γλώσσα (Kleinsprache), το περιεχόμενό τους εξ ορισμού είχε χαμηλή αξία
(Kleinliteratur). Αντιθέτως, οι υψηλές έννοιες, όπως είναι ο Θεός και η
αλήθεια ανήκουν, κατά τη δεσπόζουσα Ρητορική, στην υψηλή λογοτεχνία
(Hochliteratur) και ως εκ τούτου διατυπώνονται μόνον στην υψηλή
γλώσσα (Hochsprache).
Η στάση αυτή ήταν άκρως επικίνδυνη για το ιεραποστολικό έργο
της Εκκλησίας 4, διότι οι ολίγιστοι φιλόλογοι, οι ρήτορες και οι σοφιστές, με
τις δημόσιες αγορεύσεις τους διαμόρφωναν το γενικότερο πνευματικό
κλίμα της εποχής τους. Εξάλλου με τη διδασκαλία τους καθόριζαν εν
πολλοίς και τη σκέψη των μαθητών τους, οι οποίοι στη συνέχεια
αναδεικνύονταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στον διοικητικό μηχανισμό
του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους.
Μέσα σε μία πολυφωνική αυτοκρατορία με ποικίλες τοπικές
παραδόσεις και εθνικές γλώσσες, η προβολή του κλασικού ιδεώδους με τη
χρήση της κλασικής αττικής και η γλωσσική ευγλωττία υπήρξαν μαζί με
την ορθόδοξη πίστη οι σταθερότεροι παράγοντες συνοχής.
Η αρχαία πολιτιστική κληρονομιά διαφυλάχθηκε με την εγκύκλιο
παιδεία 5 (γραμματική, ρητορική, διαλεκτική/ γεωμετρία, αριθμητική,

4
Περισσότερα για τη γλωσσική πολιτική των πατέρων του Δ’ μ. Χ. αιώνα βλέπε Δήμητρας Κούκουρα,
Η Ρητορική και η Εκκλησιαστική Ρητορική, Διαχρονική Μελέτη, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 139 και εξής.
5
Για το εκπαιδευτικό σύστημα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων βλέπε σχετικά , Henri – Irénée
Marrou, Ιστορία της Εκπαιδεύσεως στην Αρχαιότητα, μτφρ. Θ. Φωτεινοπούλου, Αθήνα 1981,
Quintiliani, Institutio oratoriae1,10, 1 “orbis ille doctrinae, quam Graeci ἔγκυκλον παιδείαν vocant” .(

2
αστρονομία, μουσική). Με την τρικτύ και τετρακτύ, το γνωστό αργότερα
trivium και quadrivium, ο αττικισμός και η ρητορική τέχνη εμπεδώθηκαν
και απετέλεσαν τον ισχυρότερο παράγοντα ανάδειξης των
πεπαιδευμένων, ανεξαρτήτως της εθνικής τους καταγωγής ή της τοπικής
πολιτιστικής τους καταβολής.
Οι Καππαδόκες Πατέρες, οι ίδιοι βαθύτατοι γνώστες της θύραθεν
σοφίας, χρησιμοποίησαν την υφολογική θεωρία του Ερμογένη «περί
Ιδεών 6» και έδωσαν απάντηση στο πρέπον 7 των Γραφών. Δηλαδή, στο
θεωρητικό πρόβλημα πώς είναι δυνατόν υψηλά νοήματα – ο
αποκαλυπτικός Λόγος στο προκείμενο- να διατυπωθούν σε μη υψηλή
γλώσσα, δηλαδή στην Ελληνιστική Κοινή και όχι στην Αττική. Το
απέριττο γλωσσικό ύφος της Γραφής καλύφθηκε από την Ιδέα της
σαφήνειας και της καθαρότητας 8 και το μεγαλειώδες περιεχόμενό της από
τη σεμνότητα. 9
Με αυτόν τον τρόπο το γλωσσικό ένδυμα των Γραφών διεσώθη από
την απαξίωση των περίτεχνων ρητορικών απαιτήσεων και το περιεχόμενό
του απετέλεσε το αντικείμενο μαθητείας και των ισχυρών λογίων
εθνικών.
Η προφορική Ελληνιστική Κοινή υπήρξε η συνεχής εξέλιξη της
Αρχαίας Ελληνικής, η οποία στους κλασικούς χρόνους απαντούσε με τη
μορφή των τεσσάρων διαλέκτων, της αττικής, ιωνικής, δωρικής και
αιολικής. Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και εξής, γνωστή ως προφορική δημώδης
του Βυζαντίου, εξακολουθεί να είναι η μητρική γλώσσα των
ελληνοφώνων και η γλώσσα της επικοινωνίας για τις καθημερινές
συναλλαγές στα αστικά κέντρα της ελληνόφωνης Ανατολής. Από τον 11ο
αιώνα παρουσιάζει έντονα τα γνωρίσματα της σύγχρονης Νεοελληνικής
Κοινής και αρχίζει να χρησιμοποιείται στη Λογοτεχνία.
Η γλωσσική λοιπόν πολιτική των διδασκάλων του 4ου αιώνα ήταν η
καταξίωση της γλώσσας των Γραφών και συγχρόνως η υιοθέτηση του
αττικισμού και των ρητορικών παραγγελμάτων στον γραπτό λόγο. Το

Ο Κοϊντιλιανός εκ παραδρομής απέδωσε την εγκύκλιον παιδείαν ως έγκυκλον, λάθος το οποίο


συνεχίστηκε και στην παραγωγή της λέξης εγκυκλοπαιδεία..
6
Οι Ἰδέες (μορφές) είναι επτά και με τις υποδιαιρέσεις τους φτάνουν τις είκοσι: 1. σαφήνεια, 1α
καθαρότης, 1β ευκρίνεια,1 αξίωμα λόγου και μέγεθος, 2α σεμνότης, τραχύτης, 2γ σφοδρότης 2δ
λαμπρότης 2ε ακμή 2στ περιβολή και μεστότης, 3 επιμέλεια και κάλλος, 4 γοργότης, 5 ήθος, 5α
ἀφέλεια, 5β γλυκύτης, 5γ δριμύτης και οξύτης 5δ ἐπιέικεια 6 αλήθεια 6α βαρύτης 7 δεινότης (= η
σωστή χρήση όλων των δυνατοτήτων)
7
Το πρέπον(decorum) κατά τον Αριστοτέλη (1408a «τό δε πρέπον ἕξει ἡ λέξις, ἐάν ἡ παθητική τε καί
ἠθική καί τοῖς ὑποκειμένοις πράγμασιν ἀνάλογον) είναι η ισορροπία ανάμεσα στο ύφος και το θέμα με
την κατάλληλη επιλογή και σύνθεση των ρητορικών σχημάτων- για τα ασήμαντα πράγματα το ύφος
οφείλει να είναι απλό , ενώ για τα σπουδαία μεγαλόπρεπο , σε αντίθεση με τους σοφιστές που στα
τετριμμένα θέματα προσέδιδαν επιτηδευμένο βαρύγδουπο ύφος.
8
Η σαφήνεια αποτελεί την πρωταρχική Ἰδέα (ζητούμενο του γλωσσικού ύφους) στον κατάλογο του
Ερμογένη και συγχρόνως αρετή. Επιτυγχάνεται με την καθαρότητα που σχετίζεται με τη γλωσσική
έκφραση (λέξις = το λεξιλόγιο θα πρέπει να είναι απλό και οικείο)
9
Η σεμνότητα και η περιβολή αναφέρονται στο υψηλό θέμα (έννοια) με την οποία ασχολείται ο λόγος.

3
θέμα ευθύς εξ αρχής που τίθεται είναι η δυνατότητα της γλωσσικής
κατανόησης του μηνύματος του Ευαγγελίου από τους πολυπληθέστατους
άμοιρους της εγκυκλίου παιδείας, εφόσον τούτο το αγαθό ήταν προνόμιο
μόνον των ολίγων και μάλιστα μόνον των ανδρών, εκτός ελαχίστων
γυναικείων περιπτώσεων.
Μία αβασάνιστη σκέψη θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι
διδάσκαλοι της Εκκλησίας «λαλοῦσαν εἰς ἀέρα». 10 Και τούτο διότι η μορφή
των γραπτών κειμένων τους τα οποία είναι γνωστά σε μας εκ προοιμίου
είναι απρόσιτη στους πιστούς που δεν είχαν κλασική παιδεία. Ωστόσο το
θέμα της μετάδοσης και της αποδοχής του μηνύματος του Ευαγγελίου και
η εδραίωση της χριστιανικής πίστης στην ελληνόφωνη Ανατολή είναι
θέμα περισσότερο πολύπλοκο και χρειάζεται τη συνδρομή πολλών
συνθέτων ερευνητικών εργασιών για να απαντηθεί. 11
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος υπήρξε πολυγραφώτατος 12 κήρυκας του
Ευαγγελίου και ακαταμάχητος συγγραφέας ερμηνευτικών κυρίως
συγγραμμάτων, με στόχο την κατήχηση και την πνευματική οικοδομή
των Χριστιανών αλλά και την προστασία του εκκλησιαστικού
πληρώματος από την απειλή των αιρέσεων.
Ειδική εμπεριστατωμένη μελέτη για τη γλώσσα των έργων του δεν
έχει γίνει. Ίσως ένα παρόμοιο εγχείρημα, το οποίο παλαιότερα θα
απαιτούσε συλλογική μακροχρόνια και πολύμοχθη προσπάθεια, να είναι
ευχερέστερο με τα σύγχρονα προγράμματα των ηλεκτρονικών
υπολογιστών.
Η «γλώσσα» είναι όρος πολυσήμαντος και η σημασία του
φορτίζεται ανάλογα με το περιβάλλον που απαντά. Στην περίπτωσή μας
γλώσσα σημαίνει ένα σύστημα σημείων και κανόνων, το οποίο γνωρίζει ο
ομιλητής μιας γλωσσικής κοινότητας. Το διδάσκεται από τη μητέρα του,
από το περιβάλλον που ανατρέφεται και από το σχολείο του και το
διαφυλάσσει στον εγκέφαλό του. Αυτός ο θησαυρός του επιτρέπει να
παράγει και να κατανοεί προτάσεις, ώστε να επικοινωνεί με τους
συνομιλητές τους της ίδιας κοινότητας, που γνωρίζουν το ίδιο σύστημα
γραμματικών και συντακτικών κανόνων και αντιλαμβάνονται το ίδιο
λεξιλόγιο.
Στην ελληνόφωνη Αντιόχεια η μητρική γλώσσα του Ιωάννου
Χρυσοστόμου θα πρέπει να ήταν η όψιμη μορφή της Ελληνιστικής Κοινής,
εφόσον το όνομα της μητέρας του Ανθούσα είναι ελληνικό. Ο Ιωάννης
πρέπει να γνώριζε τα συριακά που ήταν η τοπική γλώσσα της γενέτειράς

10
Α’ Κορ. 14,9
11
Βλέπε σχετική μελέτη μας Εκκλησία και γλώσσα, Θεσσαλονίκη 2006, και ειδικότερα σελ. 145-185.
12
Για τα έργα του Χρυσοστόμου βλέπε Στυλιανού Παπαδοπούλου, Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος,
Τόμος Α’ Η ζωή του, η δράση του , οι συγγραφές του, Αποστολική Διακονία, Έκδοση Α΄1999, όπου
συμβατική κατάταξη των έργων του με σχόλια, επίσης κατάλογος νόθων και αμφιβόλων έργων του.
Σελ. 127-171.

4
του και πιθανόν τα λατινικά που τότε αποτελούσαν τη γλώσσα της
Διοίκησης. Σε αυτόν το γλωσσικό θησαυρό προστέθηκε η άψογη γνώση
της αρχαίας αττικής διαλέκτου.
Ωστόσο στους ελληνορωμαϊκούς χρόνους το ρεύμα του αττικισμού
ταυτίστηκε με την παντοδυναμία της ρητορικής τέχνης που επεβλήθη
από την Β’ Σοφιστική 13 και το «ἑλληνίζειν» με το «ῥητορεύειν».
Η τακτική των διδασκάλων της Εκκλησίας απέναντι στην
παντοδύναμη ρητορική τέχνη απέρριπτε ασυζητητί τα ανθρώπινα μέσα
πειθούς14 και τη λογική επιχειρηματολογία (λόγος, ratio), ως προς την εξ
αποκαλύψεως αλήθεια (fides). Απέρριπτε ως ανήθικη την αντιλογία των
σοφιστών, οι οποίοι καυχώμενοι παρουσίαζαν το ίδιο θέμα ως θετικό ή ως
αρνητικό με τον ίδιο πειστικό τρόπο (δισσοί λόγοι). Απέρριπτε τέλος τον
λεκτικό στόμφο, τον θεαματικό τρόπο της απαγγελίας και την εκζήτηση
των χειροκροτημάτων.
Ο Ιερός Χρυσόστομος υπεραμύνεται της θύραθεν παιδείας για
λόγους ποιμαντικούς και αντιρρητικούς, (δεῖ εἶναι τόν ἐπίσκοπον
ἀντεχόμενον τοῦ κατά διδαχήν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατός ῇ καί τούς
ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν, PG 48,672), όμως καυτηριάζει την κενότητα, τη
ρηχότητα και την τεχνητή επιτήδευση των ρητόρων και σοφιστών. 15
Ωστόσο, όπως οι Καππαδόκες πατέρες, από τη ρητορική παράδοση
υιοθέτησε και ο ίδιος το επιδεικτικό πανηγυρικό είδος και τα ρητορικά
σχήματα. 16 Κοινός στόχος παρέμενε πάντοτε η ανταπόκριση στις
υφολογικές απαιτήσεις της εποχής και ο προσεταιρισμός του
εκκλησιάσματος κατ’ αρχάς στην Αντιόχεια και στη συνέχεια στην
Κωνσταντινούπολη, το οποίο ήταν εθισμένο στις περίτεχνες δημόσιες
αγορεύσεις των ρητόρων. 17
Στα γλωσσικά λοιπόν χαρακτηριστικά του Ιωάννου του
Χρυσοστόμου αναγνωρίζουμε τους γλωσσικούς κανόνες της κλασικής
αττικής, ωστόσο η γλώσσα των κειμένων του, παρ’ όλη την τήρηση των
γραμματικών και των ρητορικών κανόνων ουδαμώς θυμίζει ένα
αντίστοιχο έργο του 5ου π. Χ αιώνα.
Η απάντηση είναι αυτονόητη. Ο Ιωάννης είναι γέννημα του 4ου μ. Χ
αιώνα, το φυσικό γλωσσικό του αισθητήριο είναι η προφορική όψιμη
13
Για την Α΄ και Β΄ Σοφιστική, το ρεύμα του ασιανισμού και του αττικισμού στους ελληνορωμαϊκούς
χρόνους και τη στάση των Πατέρων, βλέπε τα εισαγωγικά κεφάλαια Α΄ και Β΄ σελ. 1-19 στην
ενδιαφέρουσα για το θέμα μας διδακτορική διατριβή του James Marshall Campbell A.M. The Influence
of the Second Sophistic on the Style of the Sermons of St Basil the Great, Reprinted 1983, John T.
Zubal. Inc. Cleveland, Ohio.
14
«΄Ἔστω δή ἡ ῥητορική δύναμις περί ἕκαστον τοῦ θεωρῆσαι τό ἐνδεχόμενον πιθανόν» Ἀριστοτέλους
Ῥητροική 1355 b (η ικανότητα να διακρίνει κανείς τα υπάρχοντα πειστικά επιχειρήματα.
15
Εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, PG 60, 226, 12
16
Για τη σχέση του Ιερού Χρυσοστόμου με τη Β’ Σοφιστική, την προτίμηση του εγκωμιαστικού ή
πανηγυρικού ρητορικού είδους, τις επιδράσεις από τη διατριβή των Στωϊκών και τις αντιδράσεις των
ακροατών απέναντι στους δημόσιους αγορητές βλέπε τεκμηριωμένο άρθρο Harry M. Hubbell,
Chrysostom and Rhetoric, Classical Philology, XIX, July 1924 261-276.
17
Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ὁμιλία 32 PG,24, 488 Β «οὐ γάρ ζητοῦσιν ἱερείς, ἀλλά ῥήτορας»

5
Ελληνιστική Κοινή και το ύφος των γραπτών του κειμένων επηρεάζεται
άμεσα από το προσωπικό του κριτήριο ως προς την επιλογή των
ρητορικών σχημάτων, τα οποία επιμελώς είχε διδαχτεί.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η ενασχόληση με τα χαρακτηριστικά της
γλώσσας του παραπέμπει περισσότερο στα χαρακτηριστικά του
γλωσσικού του ύφους, για το οποίο μέχρι την εποχή μας έχουν γίνει
αρκετές γενικές παρατηρήσεις, αλλά ελάχιστες εξειδικευμένες μελέτες. 18
Κατά τον Ερμογένη το ύφος ενός συγγραφέα οφείλεται στη μίξη
των Ιδεών, δηλαδή στις προσωπικές επιλογές του κάθε δημιουργού από
τις δυνατότητες τις οποίες του προσφέρει η γλώσσα, ώστε να επιτύχει ένα
επιθυμητό αισθητικό αποτέλεσμα. Οι νεώτεροι θεωρητικοί της
Λογοτεχνίας ταυτίζουν το ύφος με τον ίδιο τον άνθρωπο, «Le style est l’
home même». 19 Ως εκ τούτου όσο ανερμήνευτη είναι η ανθρώπινη ύπαρξη,
άλλο τόσο δυσερμήνευτο παραμένει και το γλωσσικό ύφος του κάθε
δημιουργού: «δυσχερές τήν μῖξιν τῶν ἰδεῶν εὑρεῖν καί εὑρόντα φράσαι 20»
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος είχε εξαιρετική ευφυΐα, έμφυτες
ικανότητες και προσεγμένη ρητορική παιδεία, που την έλαβε από τον
περιώνυμο διδάσκαλο της εποχής του Λιβάνιο. 21 Γεννήθηκε και έζησε τον
περισσότερο χρόνο του σύντομου επίγειου βίου του στην Αντιόχεια, μία
πολυσύχναστη μεγαλούπολη της Ανατολικής Μεσογείου, πολιτικό
στρατιωτικό και πολιτιστικό κέντρο των ελληνορωμαϊκών χρόνων. Οι
κάτοικοί της είχαν έντονα ρητορικά ακούσματα από δημόσιους αγορητές
και ανάλογες απαιτήσεις από τους κήρυκες του Ευαγγελίου εντός και
εκτός των ιερών ναών 22. Ο ίδιος τέλος διακατεχόταν από τον ένθεο ζήλο
της διδασκαλίας του Ευαγγελίου.
Ήδη έχουν απαριθμηθεί ορισμένοι βασικοί παράγοντες που
επέδρασαν στο γλωσσικό του ύφος. Στην πραγματικότητα όμως αυτό το
θαυμαστό αισθητικό αποτέλεσμα που αναδύεται από τα έργα του

18
Πολύτιμη πάντοτε παραμένει η διδακτορική εργασία του Thomas Ameringer, A Study in Greek
Rhetoric: The Stylistic Influence of the Second Sophistic on the Panegyrical Sermons of St. John
Chrysostom, Catholic University of America, Washington D.C. 1921.
19
Ορισμός του Buffon, 18oς αιώνας. Περισσότερα βλέπε Pierre Guiraud , Lq Stylistiaue, P.U.F, Paris
1975.
20
H. Rabe, Hermogenis,Opera. Rhetores graeci, Leipzig, Teubner, 1913, p. 216.16. Πρόκειται για
παράφραση από τον Τίμαιο του Πλάτωνα, 28c για την παντελή δυσχέρεια καθορισμού του θεού:
«εὑρεῖν τε ἔργον καί εὑρόντα εἰς πάντας ἀδύνατον λέγειν»
21
A. J. Festugière, Antioche paienne et chrétienne. Libanius, Chrysostomos et les moines de Syrie,
Paris 1959, σελ.97-100 και Alain Natali, Christianisme et cité a Antioche, à la fin du iv ème siècle d’
après Jean Chrysostome, Jean Chrysostome et Augustin, Actes du Colloque de Chantilly, 22-24
Septembre 1974, édités par Charles Kannengiesser, Beauchesne, Paris 19773, p.43-59
22
Για τον τόπο και το χρόνο της εκφωνήσεως και τους ακροατές των ομιλιών του Ιωάννου
Χρυσοστόμου στην Αντιόχεια βλέπε τεκμηριωμένα σχόλια στο έργο του Frans Van de Paverd, St John
Chrysostom, The Homilies on the Statues, An Introduction, Pont. Institutum Studiorum Orientalium,
Roma 199, όπως επίσης Wendy Mayer, John Chrysostom: An Extraordinary Preacher, Ordinary
Audience, in Preacher and Audience, Studies in Christian and Byzantine Homiletics, edited by Mary
B. Cunningham and Pauline Allen, Brill, 1998, p. 105-137.

6
Ιωάννου διαφεύγει από τις ανθρώπινες μετρήσεις και τους
επιστημονικούς προσδιορισμούς.
Η κοινή περί του ωραίου αίσθηση του εκκλησιαστικού πληρώματος
του απέδωσε το προσωνύμιο Χρυσόστομος, Χρυσολόγος, Χρυσορρήμων,
Χρυσορρόας, ενώ στην υμνολογία της εορτής του 23 αυτά τα προσωνύμια
αναλύονται και στις ισοδύναμες περιφράσεις, όπως χρυσήλατος ή
χρυσοειδής σάλπιγξ, στόμα χρυσεμφανές ή χρυσίπνοον, χρυσαυγές
όργανον κ.ο.κ.
Είναι γνωστό ότι ο χρυσός είναι πολύτιμο μέταλλο με απαράμιλλη
λαμπρότητα και καθαρότητα. Η συνείδηση της Εκκλησίας του
ανεγνώρισε και τα δύο. Τη λαμπρότητα του γλωσσικού ύφους και την
καθαρότητα της χριστιανικής διδασκαλίας. Αμφότερα αγαθά αμύθητης
αξίας που τον κατέστησαν τον κατ’ εξοχήν πρώτο μετά τον Απ. Παύλο 24
και το πρότυπο των ιεροκηρύκων όλων των εποχών.
Τα ρητορικά σχήματα που χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι κλασικοί
ρήτορες στα έργα τους και ανακεφαλαίωσαν οι ρητοροδιδάσκαλοι της Β΄
Σοφιστικής διακρίνονται στις υφολογικές επιλογές που επιδρούν στην
ακουστική εικόνα των λέξεων ή των προτάσεων και σ’ εκείνες που
σχετίζονται με το περιεχόμενό τους.
Μία διδακτορική εργασία 25 των αρχών του 20ου αιώνα, η οποία
εξετάζει με επιμέλεια τις επιδράσεις της Β΄ Σοφιστικής στους
πανηγυρικούς Λόγους του Ιωάννου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι
ουδέποτε οι ρητορικές εξάρσεις λειτούργησαν εις βάρος της χριστιανικής
διδασκαλίας, η οποία αποτελούσε την πρωταρχική του προτεραιότητα.
Παρ’ όλα αυτά και μόνον τα παραδείγματα που απαριθμούνται
αφήνουν στον αναγνώστη μία εξαίρετη αίσθηση από τη λάμψη ενός
κομψού χρυσού κοσμήματος. Για παράδειγμα:

Σχήμα πλεονασμού :
«τά παρ’ ἑαυτῆς πάντα ἐπεδείκνυτο, τήν προθυμίαν, τό φρόνημα,
τό γενναῖον, τό βουληθῆναι, τό προελέσθαι, τό σπεῦσαι, τό ἐπαχθῆναι (
50, 580, 22)

Κατ’ άρσιν και θέσιν: 52,396, 10


Ἀλλ’ ὁ δικαστηρίου καιρός νῦν, ἀλλ’ ἐλέους
Οὐκ εὐθύνης, ἀλλά φιλανθρωπίας

23
Μηναίον μηνός Νοεμβρίου
24
Ο Χρυσόστομος κατανοούσε το κήρυγμα του Απ. Παύλου, επειδή τον αγαπούσε ιδιαίτερα:
«ἅπαντας μέν φιλῶ τούς ἁγίους, μάλιστα δέ τόν μακάριον Παῦλον» ((Hom. in 2 Cor. 11:1, PG51.301) ,
«καθάπερ εἴ τις πυρός λάβοι στόμα, οὕτως ὁ Παῦλον εἰδώς στομοῦται» (Hom. in Gen. 34.6 PG 53.320
. Περισσότερα για τη σχέση του Ιερού Χρυσοστόμου με τον Απ. Παύλο βλέπε, Margaret Mitchell, The
Archetypal Image: John Chrysostom’s Portraits of Paul, McCormick Theological Seminary, 1955, by
the University of Chicago.
25
Βλέπε ανωτέρω υποσημ. 17.

7
Οὐκ ἐξετάσεως, ἀλλά συγχωρήσεως
Οὐ ψήφου καί δίκης, ἀλλά οἴκτου καί χάριτος

Επαναφορά:
ποῦ ὁ πλοῦτος, ποῦ τά ἀργυρώματα, ποῦ …8 φορές 52,399,12

Κύκλος :
ἀπῆλθεν ἡ νηστεία ἀλλά μενέτω ἡ εὐλάβεια. Μᾶλλον δέ οὐδέ ἡ
νηστεία ἀπῆλθε (50, 433, 15)

Υπερβατό:
τάς ἐν τοσούτοις ἔτεσι τοῦ Παύλου μάστιγας (50,476,53)
ἵνα τῆς ἀναστάσεως τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ διά τῶν ἔργων
παράσχωνται ἀπόδειξιν (50,593.30)
δαψιλής ἡ τοῦ Πνεύματος ἐξεχύθη εἰς αὐτόν δωρεά (50,474, 19)

Παρήχηση
αὕτη ἀνάστασις ἀπαλλαγή ἁμαρτημάτων (50,439,9)
τῶν ἡμετέρων ὀφθαλμῶν τῷ τεθολῶσαι τῆς ἀθυμίας (49,36,22)
σφαττομένων, καιομένων, κρημνιζομένων, καταποντιζομένων
(50,573,18)

Παρονομασία
α) παραλλαγή ίδιας ρίζας
ἅγιος γάρ ἐστί καί πανάγιος καί ἁγίων ἁγιώτερος (51,45,27)
β) πολύπτωτο
τῷ φονεύοντι παραδούς τόν φονεύεσθαι μέλλοντα
αύτός τόν φόνον είργάσατο (50,637,30)

γ) παρήχηση
διά μικράν ἡδονήν διηνεκῆ τήν ὀδύνην ὑπομένετε (56,267,43)
ὁπλίζου μή καλλωπίζου/ ἀνδρίζου μή ὡραϊζου (50, 682,43)

Οξύμωρον
ἐν ἑορταῖς ἀνέορτοι εἰσίν (50,663,4)
καί τό πῦρ ἐνυγραίνοντες καί τό πῦρ ἐμπιπλῶντες πυρός (50,700,43)
καί τόν ἅδην ἐποίησεν ούρανόν (50,648,23)

Παραδείγματα από τα ρητορικά σχήματα που ακροθιγώς


αναφέρθηκαν απαντούν οπωσδήποτε πάμπολλα όχι μόνο στους
πανηγυρικούς λόγους του Χρυσοστόμου, αλλά σε όλο το έργο του, εφόσον
η επαρκής ρητορική του παιδεία αυτομάτως υπαγόρευε τη χρήση τους. Το
αισθητικό αποτέλεσμά τους εξετάζεται πάντοτε και σε σχέση με τη

8
γλωσσική συνάφεια που ανευρίσκονται και όχι μόνον ως μεμονωμένες
αποσπασματικές περιπτώσεις.
Βεβαίως και πάλι επισημαίνεται ότι η ποικιλία όλων των
ρητορικών σχημάτων σε κάθε έργο του, το μέγεθος και η συχνότητα της
εμφάνισής τους δεν έχουν μελετηθεί.
Παρ’ όλα αυτά η μεγαλοφυΐα του Ιωάννου κρίθηκε στη χρήση των
καλουμένων Γοργιείων σχημάτων, τα οποία πρώτος χρησιμοποίησε ο
Γοργίας από τον Ακράγαντα της Σικελίας στην εκκλησία του δήμου των
Αθηνών τον 5ο π.Χ και καταγοήτευσε τους ακροατές του. Στη συνέχεια
τα επεξεργάστηκε ο μαθητής του Ισοκράτης στους πανηγυρικούς του
λόγους, αργότερα τα χρησιμοποίησαν καθ’ υπερβολήν οι ασιάτες ρήτορες,
ενώ η Β’ Σοφιστική τα προέβαλε με πλήρη μεγαλοπρέπεια.
Τα Γοργίεια σχήματα αναφέρονται στη συμμετρία της περιόδου και
επιτυγχάνονται ειδικότερα με το πάρισον, την αντίθεση και το ομοιοτέ-
λευτο. Παραδείγματα:

Πάρισο: δύο ή περισσότερα διαδοχικά κώλα περιόδου έχουν την ίδια


δομή, καταλήγουν σε ομοιοτέλευτο, ενώ συγχρόνως χρησιμοποιούνται
και άλλα επικουρικά σχήματα.
Π.χ. ὁ βουλόμενος ἀποτεμνέτω
ὁ βουλόμενος λιθαζέτω
ὁ βουλόμενος μισείτω ( 52,339, 49 επαναφορά + ομοιοτέλευτο)

ἐάν μή πειρασμός, οὐδέ στέφανος


ἐάν μή παλαίσματα, οὐδέ βραβεῖα
ἐάν μή σκάμματα, οὐδέ τιμαί
ἐάν μή θλίψις, οὐδέ ἄνεσις
ἐάν μή χειμών, οὐδέ θέρος (49,59,54 παραλληλισμός με συνωνυμία)

οὐ δύνασαι διά παρθενίας εἰσελθεῖν; Εἴσελθε διά μονογαμίας


οὐ δύνασαι διά μονογαμίας; Κἄν διά δευτερογαμίας
οὐ δύνασαι διά σωφροσύνης εἰσελθεῖν; Εἴσελθε διά ἐλεημοσύνης
οὐ δύνασαι διά ἐλεημοσύνης; Εἴσελθε διά νηστείας
οὐ δύνασαι ταύτην; Δεῦρο ἐκεῖ. Οὐ δύνασαι ἐκείνη; Δεῦρο ταύτην.
( 49,59,54 διπλή επαναφορά και κλίμαξ)

ὅπως ἥσωμεν, οὐχ ὅπως ὠφελήσωμεν


ὅπως θαυμασθῶμεν, οὐχ ὅπως διδάξωμεν
ὅπως τέρψωμεν, οὐχ ὅπως κατανύξωμεν
ὅπως κροτηθῶμεν καί ἐπαίνου τυχόντες ἀπέλθωμεν, οὐχ ὅπως τά
ἤθη ρυθμίσωμεν.
( 60, 226, 12 ομοιοτέλευτα, ρυθμός και ποιητικότητα)

9
Η συμμετρία στις περιόδους, τα γοργίεια σχήματα, σε συνδυασμό
και με άλλα σχήματα που επιδρούν στο επίπεδο της φωνητικής, της
μορφολογίας, της σύνταξης αλλά και στη σημασία των λέξεων και των
προτάσεων, προσδίδουν στον πεζό λόγο ρυθμό και κάλλος εξαιρετικό,
ώστε να εγγίζει τα κράσπεδα της ποίησης. Με αυτόν τον τρόπο η γλώσσα,
εκτός από τη μετάδοση των σκέψεων και τα συναισθημάτων, εξυπηρετεί
την αίσθηση του κάλλους προκαλώντας συναισθήματα θαυμασμού.
Αυτή η αίσθηση του ωραίου ποικίλλει ανάλογα με τις τάσεις κάθε
εποχής. Ο Ιωάννης εξετάζεται σε σχέση με την εποχή και ως προς τις
δικές της απαιτήσεις ανεδείχθη όντως Χρυσόστομος. Βεβαίως όχι μόνον
για το εξαίρετο ύφος των λόγων του, αλλά προ πάντων για την
απαστράπτουσα αλήθεια του περιεχομένου τους. Ο Ιωάννης είναι ο άγιος
του Θεού που αποδείχτηκε αγαθός δέκτης των πλουσίων δωρεών του, τις
οποίες πρόσφερε αντίδωρο, αψηφώντας τη ζωή του, δια την του κόσμου
σωτηρίαν.
Στην εποχή του ο διδάσκαλος του Λιβάνιος όπως και άλλοι
ελαφρώς προγενέστεροι ρήτορες ήταν όντως απαράμιλλοι τεχνίτες του
γλωσσικού ύφους. Ο Ιωάννης όμως έδωσε στην αποκαλυπτική αλήθεια
λαμπρή ρητορική εσθήτα ή ακόμη φόρτισε τα μεγαλοπρεπή ρητορικά
σχήματα με τον καθαρό χρυσό της πίστεως. Με αυτόν τον τρόπο
ανεδείχθη ο πρώτος χριστιανός ρήτορας.
Η ευχή της αναφοράς της θείας λειτουργίας που φέρει το όνομά του
και βάσει των τελευταίων ερευνών οπωσδήποτε έχει γραφεί από τον ίδιο 26
πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τη διαπίστωση αυτήν:

«Ἄξιον καί δίκαιον σέ ὑμνεῖν, σέ εὐλογεῖν, σέ αἰνεῖν, σοί


εὐχαριστεῖν, (ασύνδετο, ομοιοτέλευτο, επαναφορά, πολύπτωτο) ἐν παντί
τόπῳ τῆς δεσποτείας σου (παρήχηση). Σύ γαρ εἶ Θεός ἀνέκφραστος,
ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, (ομοιοκάταρκτο, ομοιοτέλευτο,
ασύνδετο) ἀεί ὤν, ὡσαύτως ὤν, σύ καί ὁ μονογενής σου Υιός καί τό
Πνεῦμα σου τό Ἄγιο. Σύ (επαναφορά) ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡμᾶς
παρήγαγες (αντίθεση) καί παραπεσόντας οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν
(παρήχηση), ἕως ἡμᾶς εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγες καί τήν βασιλείαν σου
ἐχαρίσω (παρήχηση) τήν μέλλουσαν (κλίμαξ). Ὑπέρ τούτων ἁπάντων
εὐχαριστοῦμεν σοι καί τῷ μονογενεῖ σου Ὑιῷ καί τῷ Πνεύματί σου τῷ
ἁγίῳ, ὑπέρ πάντων ὧν ἴσμεν καί ὧν οὐκ ἴσμεν τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν
εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημέων (παρήχηση, επαναφορά, άρση και
θέση). Εὐχαριστοῦμεν καί ὑπέρ τῆς λειτουργίας ταύτης ἥν ἐκ τῶν χειρῶν
ἡμῶν δέξασθαι κατηξίωσας καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ἀγγέλων,

26
R. F. Taft, The Authenticity of Chrysostom Anaphora Revised. Determining the Authorship of
Liturgical Texts by Computer, OCP. 56 (1990) 5-51, reprinted with corrections and further notes in
R.F. Taft, Liturgy in Byzantium and Beyond (Variorum Collected Studies Series, London 1995) ch. III.

10
(διαίρεση) τά χερουβείμ, καί τά Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα,
μετάρσια, πτερωτά (ομοιοτέλευτο, ασύνδετο)»

Τα ρητορικά σχήματα που απαντούν ( ασύνδετο, ομοιοτέλευτο,


ομοιoκάταρκτο, κλίμακα, αντιθέσεις, οξύμωρο, επαναφορά, διαίρεση) μ’
έναν εξαιρετικό συνδυασμό προσδίδουν στο κείμενο ρυθμό και
μεταβάλλουν τον πεζό αφηγηματικό λόγο σε ποιητικό.
Ωστόσο η αξία του κειμένου απορρέει περισσότερο από το
περιεχόμενό του. Τέσσερις λέξεις με τρόπο αποφατικό και δύο εκφράσεις
με καταφατικό αποκρυσταλλώνουν την Τριαδολογία
(ἀνέκφραστος…ἅγιο), ενώ τρεις σειρές, με παρηχήσεις, σύνδεση
παρατακτική, αντιθέσεις και κλίμακα εννοιών, περιγράφουν το μυστήριο
της θείας οικονομίας (σύ ἐκ τοῦ μή ὄντος…..μέλλουσαν). Η μοναδική
θεμιτή απάντηση των πιστών στη θεία οικονομία είναι η ευχαριστία που
επαναλαμβάνεται δύο φορές για τους εξής λόγους: α) για τις ευεργεσίες
που παρουσιάζονται με δύο ζεύγη κατ΄ άρσιν και θέσιν: ὑπέρ πάντων ὧν
ἴσμεν καί οὐκ ἴσμεν /τῶν φανερῶν καί τῶν ἀφανῶν εὐεργεσιῶν και β)
για τη θεία λειτουργία που τελείται από τη λατρεύουσα κοινότητα, σε
αντίθεση προς τις μυριάδες των συλλειτουργούντων και
συνδοξολογούντων αγγέλων και αρχαγγέλων.
Η ευχή της αναφοράς επαναλαμβάνεται από τα χείλη των
ορθοδόξων λειτουργών εκ μέρους της ευχαριστιακής κοινότητας εδώ και
δεκαέξι περίπου αιώνες σε πάμπολλες γλώσσες ανά την Οικουμένη. Τα
έργα του Ιερού Χρυσοστόμου, αξιοθαύμαστα ως προς τη μορφή και το
περιεχόμενο, πιθανόν πολλοί πιστοί να τα αγνοούν. Η ευχή όμως της
αναφοράς από μόνη της αρκεί να αποδείξει αληθινό το εγκώμιό του και
τον υμνογράφο της εορτής του απαλλαγμένο από οποιαδήποτε τάση
υπερβολής:
«Σάλπιγξ χρυσοειδής, λαμπρῶς ἀναβοῶσα τά θεῖα μεγαλεῖα
ἀνεδείχθης, Ἰωάννη, εἰς τά τοῦ κόσμου πέρατα!» 27

Κωνσταντινούπολη -Σεπτέμβριος 2007

27
Μηναίον Νοεμβρίου, εσπερινός της εορτής του αγίου.

11
12
13
14

You might also like