You are on page 1of 3

ΔΙΕΚ ΑΓ.

ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: Βοηθός Βρεφονηπιοκόμων, Μάθημα: Γενική Ψυχολογία
Εξάμηνο: Α’ 7ο Μάθημα

Το πρόβλημα της ικανοποίησης των ορμών και αναγκών.


Ενώ η μάθηση προσδιορίζει την απάντηση του οργανισμού στα ερεθίσματα, δεν εξηγεί το λόγο
για τον οποίον ξεκινά η εκδήλωση της συμπεριφοράς. Την κινητοποίηση της συμπεριφοράς
προκαλούν οι ανάγκες, οι οποίες δημιουργούν ορμή για την ικανοποίησή τους.
Η ορμή είναι πάντα απόρροια βιολογικών αναγκών, π.χ. της πείνας, της δίψας, της
διατήρησης της θερμοκρασίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη, τόσο μεγαλύτερη η ορμή που
απορρέει από αυτήν. Η ικανοποίηση της ορμής επιφέρει μείωση των αναγκών, και αυτό
αποτελεί μείωση για τον οργανισμό. Η αύξηση της ορμής πολλαπλασιάζει την πιθανότητα
εμφάνισης της μαθημένης αντίδρασης.
Παράδειγμα:
Συνήθεια: αφορά στη σχέση, στη σύνδεση ενός ερεθίσματος και μιας αντίδρασης (Ε
[ερέθισμα] – Α [αντίδραση])
Ορμή: κινητήριος δύναμη της συμπεριφοράς, π.χ. πείνα (ορμή)  σάντουϊτς (ερέθισμα) 
τρώμε (αντίδραση).
Η συνήθεια, δηλαδή η σύνδεση ενός ερεθίσματος – αντίδρασης γίνεται πιο ισχυρή, όταν
ακολουθείται από μία ενίσχυση. Η ενίσχυση είναι αποτέλεσμα της μείωσης της έντασης που
προκαλεί η ορμή. Μαθαίνουμε δηλαδή μία συνήθεια (τη σχέση ερεθίσματος-αντίδρασης),
επειδή αυτή επιτρέπει τη μείωση της έντασης που προκαλεί η ορμή. Άρα η μάθηση εξαρτάται
απ’ τη σωστή κινητοποίηση του οργανισμού. Εάν δεν υπάρχει ορμή δεν παρατηρείται η
αντίδραση, οπότε δεν υπάρχει η ενίσχυση και ένα βήμα πιο εκεί δεν υπάρχει η μάθηση. Η
πείνα κινητοποιεί τη συμπεριφορά (π.χ. τοποθετώ ένα σάντουϊτς στην τσάντα). Η συνήθεια
λειτουργεί ενισχυτικά (σε περίπτωση πείνας επαναλαμβάνεται η συμπεριφορά). Η δύναμη της
συμπεριφοράς είναι συνάρτηση της συνήθειας και της ορμής.
Οι βασικές ανάγκες δεν παρωθούν το άτομο σε ορισμένους συγκεκριμένους τρόπους
συμπεριφοράς αλλά στην επιλογή μιας σειράς συμπεριφορών που ικανοποιούν την κάθε
ανάγκη ειδικά.
Οι βασικές ανάγκες έχουν πέντε χαρακτηριστικά:
 Αποτυχία ικανοποίησης μιας βασικής ανάγκης οδηγεί σε δυσλειτουργία, είτε
φυσιολογική, είτε ψυχολογική, π.χ., η έλλειψη τροφής οδηγεί σε αβιταμίνωση και
ασθένειες ενώ η έλλειψη αγάπης σε κατάθλιψη.
 Αποκατάσταση της έλλειψης ικανοποίησης θεραπεύει τη δυσλειτουργία.
 Η συνεχιζόμενη ικανοποίηση προλαβαίνει τη δυσλειτουργία και επιφέρει υγεία και
αύξηση.
 Όπου είναι δυνατή η ελεύθερη επιλογή, η ικανοποίηση μιας ανάγκης προτιμάται από
την ικανοποίηση μιας άλλης ανάγκης, π.χ., η πείνα προηγείται στην ικανοποίηση από
το παιχνίδι.
 Η παρατεταμένη ικανοποίηση μιας βασικής ανάγκης περιορίζει τις απαιτήσεις της.
Συγκρούσεις
Η σύγκρουση είναι μια διαδικασία όπου η συμπεριφορά ενός ανθρώπου εμποδίζει τις πράξεις
κάποιου άλλου. Συγκρούσεις εμφανίζονται σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Υπάρχουν πολλά
είδη συγκρούσεων που θα μπορούσαν όμως να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις γενικές
κατηγορίες:
 Ορισμένες συγκρούσεις δημιουργούνται από κάποιες μορφές συμπεριφορές των
άλλων που μας ενοχλούν

1
 Άλλες συγκρούσεις σχετίζονται με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που
απορρέουν από κάποιο ρόλο. Οι συγκρούσεις τέτοιου είδους συνήθως προκαλούνται
από την αθέτηση υποσχέσεων ή την παραβίαση συμφωνιών και κανόνων.
 Ορισμένες συγκρούσεις αφορούν τα κίνητρα ή την προσωπικότητα του άλλου ατόμου
με την οποία σχετίζεται (π.χ. δείγματα ασυνέπειας του άλλου απέναντί μας).
Ένας άλλος ορισμός της σύγκρουσης είναι αυτός που περιγράφει τις εσωτερικές συγκρούσεις.
Έτσι, το άτομο είναι σε σύγκρουση όταν η επιλογή μιας κατεύθυνσης ανάμεσα σε πολλές τον
υποχρεώνει να παραιτηθεί από άλλες εξίσου επιθυμητές επιλογές. Ένα άτομο μπορεί να
βιώνει σύγκρουση ανάμεσα σε δύο επιθυμίες, δύο αξίες, ή σε δύο σκοπούς που επιδιώκει. Το
βασικό χαρακτηριστικό της σύγκρουσης είναι η ιδέα ότι λαμβάνονται μια απόφαση θα
στερηθούμε την
ικανοποίηση μιας άλλης επιθυμίας. Υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι συγκρούσεων:
Α) η σύγκρουση που προκαλείται από την ταυτόχρονη προσέγγιση και αποφυγή του ίδιου
σκοπού. Το άτομο θέλει και δεν θέλει να επιλέξει την επιλογή που του παρουσιάζεται
Β) τη σύγκρουση που προκαλείται από την ταυτόχρονη προσέγγιση δύο αλληλοσυγκρουόμενων
επιθυμητών σκοπών. Το άτομο δηλαδή βρίσκεται μπροστά σε δυο προοπτικές ή διεξόδους
που του προσφέρονται και δεν ξέρει ποια να επιλέξει γιατί επιδιώκει συγχρόνως δυο
επιθυμητούς σκοπούς που όμως ο ένας αναιρεί τον άλλο
Γ) τη σύγκρουση που προκαλείται από την αποφυγή και των δυο σκοπών.
Η δυσκολία επιλογής οδηγεί το άτομο στο να αποφεύγει να επιλέξει οποιαδήποτε από τις
προοπτικές που έχει μπροστά του, όταν κανένας από τους δυο στόχους δεν του είναι
αρεστός.
Τέλος, ο όρος σύγκρουση από την οπτική της ψυχαναλυτικής θεωρίας δεν αναφέρεται στη
σύγκρουση που αφορά τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, αλλά σε μια εσωτερική σύγκρουση
μεταξύ ασυνείδητων επιθυμιών που πιέζουν τον ψυχισμό μας για ικανοποίηση και του
συνειδητού που κρίνοντας λογικά και με βάση την πραγματικότητα δεν επιτρέπει την
ικανοποίησή τους.
Τα κίνητρα είναι αποτέλεσμα τόσο των αναγκών του ατόμου όσο και της αξίας των στόχων
που υπάρχουν στο περιβάλλον.
Οι άνθρωποι διαθέτουν πολλές διαφορετικές περιοχές στόχων. Ο κάθε στόχος, κίνητρο, ως
παρωθητική δύναμη, χαρακτηρίζεται από:
α) το σθένος, θετικό ή αρνητικό, ανάλογα με το αν τα αντικείμενα – στόχοι έλκουν ή απωθούν
το άτομο,
β) την απόσταση, το διάστημα ανάμεσα στο άτομο και το στόχο του και εξαρτάται από τον
τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται το στόχο του,
γ) την ένταση, η οποία σχετίζεται με τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις προθέσεις του
ατόμου, αλλά και το πόσο ισχυρές είναι αυτές.
Οι άνθρωποι διαθέτουν πολλές περιοχές στόχων, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα το άτομο να
βρεθεί σε κατάσταση σύγκρουσης. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν είναι ενεργοποιημένοι δύο
επιθυμητοί στόχοι, δύο στόχοι με απωθητικά στοιχεία και όταν το άτομο βρεθεί ανάμεσα σε
ένα θελκτικό και ένα απωθητικό στόχο, οπότε συγκρούονται μέσα του η τάση προσέγγισης
και αποφυγής.
Διακρίνονται τρία είδη συγκρούσεων κατά τον Lewin (πηγή: Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1999):
Α) Σύγκρουση προσέγγισης-προσέγγισης: Αφορά στην περίπτωση που το άτομο βρίσκεται
μεταξύ δύο επιθυμητών στόχων. Η σύγκρουση λύνεται όταν το άτομο πράξει κάτι που το
κινεί ελαφρώς κοντύτερα προς τον έναν από τους δύο στόχους, οπότε μειώνεται η απόσταση
και αυξάνεται η δύναμη προς αυτόν.
Παραδείγματα:
1) Εάν βρίσκεται ένα άτομο σε μια δεξίωση και υπάρχουν εμπρός του δύο εξίσου νόστιμα
εδέσματα. Αν κάποιος σπρώξει το άτομο προς την κατεύθυνση όπου βρίσκεται το ένα από τα

2
δύο θελκτικά εδέσματα, επειδή η χωρική και η ψυχολογική απόσταση προς αυτό μειώνεται,
αυξάνει η ελκτική του δύναμη και διαλέγει αυτό.
2) Θέλουμε να αγοράσουμε ένα δώρο για μία φίλη μας και έχουμε δύο επιλογές: ένα ακριβό
κόσμημα και ένα άρωμα που είναι φθηνότερο. Απέναντι σε αυτές τις επιλογές, που έχουν την
ίδια ισχύ, αδυνατούμε να αποφασίσουμε ποια επιλογή να προτιμήσουμε. Η διαφοροποίηση της
ισχύς μπορεί να πραγματοποιηθεί αν π.χ. το άτομο δεί μια διαφήμιση για ένα άρωμα, γεγονός
που του μειώνει την απόσταση από αυτό. Ή αν μία φίλη συνεισφέρει οικονομικά στα έξοδα,
γεγονός το οποίο μειώνει την απόσταση από αυτή την επιλογή. Επίσης η σύγκρουση μπορεί να
λυθεί αν αλλάξουμε την επιθυμία μας, οπότε μειώνεται η θετική ισχύς των επιλογών και
αποφασίσουμε να αγοράσουμε, π.χ. ένα βιβλίο, ή να μην πάρουμε κανένα δώρο.
Β) Σύγκρουση αποφυγής – αποφυγής: Η σύγκρουση αυτή παρατηρείται όταν το άτομο
προσπαθεί να αποφύγει δύο πράγματα ταυτόχρονα. Μόλις το άτομο κινηθεί προς τον έναν
από τους δύο στόχους, αυξάνει η απωθητική δύναμη. Αν το άτομο δεν καταφέρει να
απομακρυνθεί από τη σύγκρουση, μπορεί είτε να επαναξιολογήσει το ένα ή και τα δύο
απωθητικά αντικείμενα (στόχους) και να διαλέξει αυτό με τη μικρότερη αρνητική δύναμη.
Παράδειγμα: Ένα παιδί που δεν αγαπά το σχολείο, ούτε το διάβασμα, βρίσκεται αντιμέτωπο
με την επιλογή να καθήσει στο σπίτι και να διαβάσει ή να συνοδεύσει τους γονείς σε μία
βαρετή επίσκεψη και να παίξει με ένα παιδί που δε συμπαθεί καθόλου. Αρχικά δε μπορεί να
αποφασίσει. Στη συνέχεια όμως σκέφτεται ότι το διάβασμα είναι κάτι που δε μπορεί να
αποφύγει καθώς αν δεν το κάνει, θα αντιμετωπίσει την τιμωρία του δασκάλου. Άρα αν
επιλέξει την επίσκεψη, θα προκαλέσει την τιμωρία, και αυτό απομακρύνει το παιδί από την
επιλογή αυτή. Η επιλογή του διαβάσματος έχει μικρότερη απωθητική δύναμη από αυτή που
φαινόταν στην αρχή και το παιδί πλησιάζει προς αυτή. Θα μπορούσε όμως να γίνει
επανεκτίμηση της κατάστασης, αν λ.χ. ήταν Σάββατο απόγευμα, οπότε η απειλή του σχολείου
και της τιμωρίας μειώνεται και αυξάνεται η θελκτικότητα του παιχνιδιού.
Γ) Σύγκρουση προσέγγισης-αποφυγής: Η σύγκρουση εκδηλώνεται όταν το ίδιο το αντικείμενο
ασκεί θελκτική και απωθητική δύναμη ταυτόχρονα.
Παράδειγμα: το δίλημμα ενός παιδιού ανάμεσα στην τιμωρία του σχολείου, στην περίπτωση
που δεν έχει διαβάσει και την ευχαρίστηση που θα αντλήσει από το παιχνίδι με το φίλο του.
Το παιδί σκέφτεται ότι το παιχνίδι με το φίλο του ενδέχεται να μην είναι τόσο ευχάριστο,
γιατί θα υπάρχουν και άλλα παιδιά μαζί ή ότι το παιχνίδι θα αυξήσει την πιθανότητα τιμωρίας
στο σχολείο, άρα δεν πρέπει να το επιλέξει.

You might also like