You are on page 1of 3

ΔΙΕΚ ΑΓ.

ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: Βοηθός Βρεφονηπιοκόμων, Μάθημα: Γενική Ψυχολογία
Εξάμηνο: Α΄ 3ο Μάθημα
Γνωστική ψυχολογία: Μάθηση
Μάθηση – ορισμός
Είναι η μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά του ανθρώπου που είναι τόσο αποτέλεσμα εμπειρίας
όσο και πράξης. Είναι η γνώση και η εμπειρία ανεξάρτητα από την ανάπτυξη, που είναι
χρήσιμη για αντιδράσεις σε νέα ερεθίσματα. Ενεργοποιείται από τα ερεθίσματα του
περιβάλλοντος που δέχεται το άτομο και ολοκληρώνεται με την πρόσληψη, επεξεργασία,
συγκράτηση και χρησιμοποίηση των πληροφοριών. Αποτελεί εσωτερική διαδικασία, η οποία δε
μπορεί να παρατηρηθεί και να μελετηθεί άμεσα και η πραγματοποίησή της συμπεραίνεται από
αλλαγές που συμβαίνουν στην εξωτερική συμπεριφορά. Οι αλλαγές αυτές αντανακλούν
εσωτερικούς γνωστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι δεν οφείλονται απλώς στην ωρίμανση αλλά
και στην επεξεργασία των πληροφοριών. Οι γνωστικοί μηχανισμοί έχουν διάρκεια και
ποικίλλουν ανάλογα με την ποιότητα μάθησης.
Μπορούμε να διακρίνουμε τη μάθηση σε ωφέλιμη και βλαπτική (η φοβία για παράδειγμα είναι
αποτέλεσμα μάθησης που δεν υπηρετεί τον οργανισμό). Κριτήριο της θετικότητας ή μη είναι η
σχέση της μάθησης με την ικανοποίηση ουσιαστικών αναγκών του ατόμου καθαυτό και ως
μέλους της κοινωνίας.
Β. Θεωρίες Μάθησης
Κάθε θεωρία μάθησης είναι μια ολοκληρωμένη συστηματική άποψη για τη φύση της αλλαγής
της συμπεριφοράς του ατόμου σαν αποτέλεσμα της εμπειρίας και της δράσης του ατόμου.
Κλασική εξαρτημένη μάθηση - Ρavlov: ερέθισμα - αντίδραση.
Είναι γνωστό το πείραμα του Ρavlov (1849-1936) με τον σκύλο στον οποίο παρείχε τροφή και
λίγο πριν από την παροχή της δημιουργούσε ένα «ηχητικό ερέθισμα». Την παροχή τροφής, ο
Ρavlov την ονόμασε φυσικό ερέθισμα, το ηχητικό ερέθισμα «υποκατάστατο» και την έκκριση
σιέλου που προκαλούσε στον σκύλο η θέα της τροφής «φυσική αντίδραση». Ο Ρavlov
παρατήρησε ότι με το πέρασμα του χρόνου ο σκύλος είχε ταυτίσει τη λήψη τροφής με τον
ήχο. Έτσι, όταν ο Ρavlov προκαλούσε το ηχητικό ερέθισμα προκαλούνταν έκκριση σιέλου στον
σκύλο ακόμη και όταν δεν του έδινε τροφή. Το φαινόμενο ονομάσθηκε «εξαρτημένη αντίδραση
ή υποκατάσταση».
Στάδιο 1: Εγγενής, βιολογικά προκαθορισμένη αντανακλαστική αντίδραση
ΤΡΟΦΗ…………………………………….ΕΚΚΡΙΣΗ ΣΑΛΙΟΥ
(μη εξαρτημένο ερέθισμα)………………….(μη εξαρτημένη αντίδραση)
Στάδιο 2: Χωροχρονική σύνδεση μη εξαρτημένο και εξαρτημένου ερεθίσματος
ΤΡΟΦΗ…………………………………….ΕΚΚΡΙΣΗ ΣΑΛΙΟΥ
(μη εξαρτημένο ερέθισμα)
ΗΧΟΣ ΚΟΥΔΟΥΝΙΟΥ
(εξαρτημένο ερέθισμα)
Στάδιο 3: Μάθηση
ΗΧΟΣ ΚΟΥΔΟΥΝΙΟΥ……………………...ΕΚΚΡΙΣΗ ΣΑΛΙΟΥ
(εξαρτημένο ερέθισμα)……………………….(εξαρτημένη αντίδραση)
Συντελεστική μάθηση του Skinner
Ο Skinner είναι κλασικός συμπεριφοριστής, όμως η θεωρία του είναι πιο επεξεργασμένη από
τις υπόλοιπες. Δίνει σημασία στη συμπεριφορά και όχι στο ερέθισμα. Η συμπεριφορά μας
σχετίζεται άμεσα με τις συνέπειές της. Αν κάνουμε κάτι που έχει θετικές συνέπειες τότε
αυτές θα γίνουν κίνητρο για να επαναλάβουμε τη συμπεριφορά
Για τον Skinner η ενίσχυση παίζει τεράστιο ρόλο στη ζωή του ανθρώπου.
Ενισχυτής είναι κάθε ερέθισμα που αυξάνει την πιθανότητα μιας συμπεριφοράς να
επαναληφθεί.

1
Πρωταρχικός ενισχυτής είναι η αμοιβή που ικανοποιεί βασικές ανάγκες, π.χ. πείνα ή δίψα,
και λειτουργεί φυσικά.
Δευτερεύων ενισχυτής είναι εκείνος που σχετίζεται με τον πρωταρχικό, π.χ.: τα λεφτά που
θα μας επιτρέψουν να πάρουμε φαγητό.
Θετικός ενισχυτής είναι εκείνος που θα αυξήσει την πιθανότητα επανάληψης μιας
εξαρτημένης συμπεριφοράς - Αρνητικός ενισχυτής αυτός που θα την καταστείλει. Ο
αρνητικός ενισχυτής διδάσκει στο άτομο ότι αν κάνει μία συγκεκριμένη ενέργεια τότε
απομακρύνεται από ένα αρνητικό ερέθισμα. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η εργασία
μου αμείβεται είναι ένας θετικός ενισχυτής για την συνέχιση της ίδιας εργασίας και τον
επόμενο μήνα. Εάν όμως αντίστοιχα κάθε φορά που δεν εργάζομαι με συνέπεια μου
στερούν ένα μέρος της αμοιβής μου τότε αυτός είναι ένας αρνητικός ενισχυτής.
Ο έπαινος, η αποδοχή, το χαμόγελο, η εκτίμηση κλπ. μπορούν να είναι θετικοί
ενισχυτές ενώ η άρνηση, η απόρριψη, η αποστροφή, η τιμωρία, ο πόνος μπορεί να είναι
αρνητικοί ενισχυτές. Η συνέπεια λοιπόν μπορεί να ενισχύσει μία συμπεριφορά και ο
άνθρωπος κυρίως μαθαίνει από τις συνέπειες των πράξεών του.
Σύμφωνα με τον Σκίνερ, όλες οι πιθανές συμπεριφορές των ανθρώπων μπορούν να
προβλεφθούν αν λάβουμε υπόψη μας το σχήμα: Ερέθισμα => Αντίδραση => Συνέπειες =
Συμπεριφορά. Αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ένα ερέθισμα, π.χ. ο τραυματισμός
από έναν σκύλο στην παιδική μας ηλικία, συνδέεται με την φοβία μας για τα σκυλιά,
τότε η μόνη λύση είναι να μας εξηγήσουν τους λόγους της φοβίας μας. Αν μας
εξηγήσουν λογικά και μας πείσουν ότι το σκυλί εκείνο ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση και
ότι όλα τα σκυλιά είναι, κατά γενική παραδοχή, φιλήσυχα και καλά, τότε το πιο πιθανό
είναι ότι θα πάψουμε να φοβόμαστε τους σκύλους. Αυτό σημαίνει ότι μια ανθρώπινη
συμπεριφορά (ο φόβος για τα σκυλιά) αποβλήθηκε με τον θετικό ενισχυτή της λογικής
εξήγησης και της ανθρώπινης ικανότητας της σκέψης. Ο Σκίνερ έδειχνε εμπιστοσύνη και
στη λογική διάσταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο άνθρωπος έχει τη λογική του, μπορεί να σκέπτεται και να προβλέπει τις συνέπειες
των εξωτερικών ερεθισμάτων και των πράξεων του, γεγονός που επηρεάζει τη
συμπεριφορά του. Η διαφορά του με τους άλλους ερευνητές της ανθρώπινης
συμπεριφοράς αφορά στο ό,τι: Ο άνθρωπος μαθαίνει από τις συνέπειες που μπορεί να
έχουν οι πράξεις του στον εαυτό του και στο περιβάλλον (ΜΑΘΗΣΗ: Ερέθισμα =>
Αντίδραση => Συνέπειες = Συμπεριφορά).
Κοινωνική μάθηση
Η κοινωνική μάθηση αποτελεί εξέλιξη του συμπεριφορισμού, είναι «σκεπτόμενος
συμπεριφορισμός» καθώς λαμβάνει υπόψη του την κοινωνική ζωή του ανθρώπου και τον
σημαντικό ρόλο που μπορούν να παίξουν και παίζουν τα διάφορα πρότυπα στη διαμόρφωση
της συμπεριφοράς του. Για τους υποστηρικτές της κοινωνικής μάθησης, η μάθηση γίνεται
μέσα από την παρατήρηση και το παράδειγμα και όχι μέσα από τις ανταμοιβές.
Ο Αlbert Βandura, που ανέπτυξε ερευνητικά και θεωρητικά τη θεωρία της Κοινωνικής
Μάθησης, επικεντρώνει τη βασική της φιλοσοφία στη διαπίστωση ότι: «ο άνθρωπος μαθαίνει
περισσότερα πράγματα παρατηρώντας συμπεριφορές προτύπων, παρά στην οικογένεια και το
σχολείο».
Τα πρότυπα χρησιμοποιούνται από το άτομο για να αποκτήσει νέες συμπεριφορές. Στη
διαδικασία μίμησης προτύπων τεράστιο ρόλο παίζουν η ποιότητα των προτύπων (γόητρο,
δύναμη, τρόπος αντιμετώπισης καταστάσεων), τα χαρακτηριστικά του παρατηρητή που
επιλέγει ποια πρότυπα μιμείται και πώς τα φιλτράρει.
Η θεωρία του Βandura έχει χρησιμοποιηθεί στη διδασκαλία κυρίως στον συναισθηματικό
τομέα και πιο συγκεκριμένα στη διαμόρφωση συγκεκριμένων στάσεων των μαθητών. Θέση
της θεωρίας της Κοινωνικής Μάθησης είναι το ότι η στάση του μαθητή δεν εδραιώνεται ούτε
αλλάζει με διαλέξεις και μονολογικές παραδόσεις. Αλλάζει ή εδραιώνεται μέσα από την

2
προβολή προτύπων, τα οποία επιλέγει ο μαθητής ως παραδείγματα για να οργανώσει τη δική
του συμπεριφορά.
Επίσης, ο Βandura έδειξε πειραματικά ότι η παρακολούθηση από παιδιά βίαιων
συμπεριφορών από την τηλεόραση τα οδηγεί στη μίμηση αυτών των συμπεριφορών.
Γι΄ αυτό και έχουν τεράστια σημασία στην κοινωνικοποίηση του παιδιού τα πρότυπα που
προβάλλει η τηλεόραση και το σχολείο.

You might also like