You are on page 1of 21

«Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση»

BΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 1η
«Ψυχοπαθολογία Βρέφους, Παιδιού και Εφήβου»

ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 1η
«Θεμελιώδη ζητήματα Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας»

ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ©


ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................................................... 2

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ......................................................................... 4

ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ................................................................................. 6

ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΥΛΟ ...................................................................................................... 6

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ..................................................................................................................... 7

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ................................................................................................... 9

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΗΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ.................................................. 10

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑΣ.......................................................................................................... 12

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ............................................... 13

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ......................................... 15

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ .......................................................................................... 19

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................................................................. 20

1
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Εισαγωγή
Το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μάθησης και συμπεριφοράς ενός
παιδιού είναι η αναγνώριση τους από τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς και η παραπομπή του
παιδιού στον ειδικό. Ωστόσο, η αναγνώριση των αναπτυξιακών δυσκολιών προϋποθέτει
διάκριση της φυσιολογικής από την παθολογική συμπεριφορά, η οποία όμως δεν είναι πάντα
σαφής. Ακόμη όμως και όταν οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί εντοπίζουν τις δυσκολίες, δε
σημαίνει απαραίτητα ότι θα παραπέμψουν το παιδί στον ειδικό. Επιπλέον, με βάση την
ισχύουσα νομοθεσία ο εκπαιδευτικός προκειμένου να προχωρήσει στην παραπομπή του
παιδιού, θα πρέπει να λάβει την έγγραφη συγκατάθεση των γονέων, οι οποίοι συχνά διαφωνούν
με τις διαπιστώσεις του εκπαιδευτικού.

Σκοπός:

Στόχος της παρούσας συνεδρίας είναι να αποσαφηνιστούν βασικά ζητήματα και έννοιες της
Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας, οι οποίες καθορίζουν τόσο τη διάγνωση όσο και την
αντιμετώπιση των αναπτυξιακών διαταραχών. Τέτοιου είδους ζητήματα είναι η διάκριση
φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς, οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διάκριση
φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς, όπως το πολιτισμικό πλαίσιο και το φύλο, οι
παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση των γονέων και των εκπαιδευτικών για την
παραπομπή ενός παιδιού στον ειδικό, η διαδικασία διάγνωσης των αναπτυξιακών διαταραχών,
τα συστήματα κατηγορικής και παραγοντικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών διαταραχών και
η συννοσηρότητα των αναπτυξιακών διαταραχών.

Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα:

Να κατέχουν οι επιμορφούμενοι/ες βασικές γνώσεις σχετικά με τα ακόλουθα ζητήματα:

- Διάκριση φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς


- Παράγοντες που επηρεάζουν τη διάκριση φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς,
όπως το πολιτισμικό πλαίσιο και το φύλο.
- Παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση των γονέων και των εκπαιδευτικών για την
παραπομπή ενός παιδιού στον ειδικό
- Διαδικασία διάγνωσης των αναπτυξιακών διαταραχών
- Συστήματα κατηγορικής και παραγοντικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών διαταραχών.
- Συννοσηρότητα των αναπτυξιακών διαταραχών

2
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Έννοιες κλειδιά: παθολογική συμπεριφορά, κατηγορική ταξινόμηση, παραγοντική


ταξινόμηση, διάγνωση, συννοσηρότητα, επιγένεση

Μέλη Συγγραφικής Ομάδας Βασικού Κειμένου Μελέτης


ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

3
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Κείμενο Αναφοράς
Η Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία εξετάζει τις απαρχές και τη φύση παθολογικών συμπεριφορών, τις
ποικίλες εκδηλώσεις τους, τις μεταβολές κατά την πορεία της ανάπτυξης, τις συμπεριφορές που
προηγούνται και έπονται μιας διαταραγμένης συμπεριφοράς και τη σχέση με τη φυσιολογική
συμπεριφορά.

Sroufe, A.L. & Rutter, M. (1984). The Domain of Developmental Psychopathology. Child
Development, 55, 17 – 29.

Διάκριση φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς


Η ψυχοπαθολογία προσδιορίζεται από την εμφάνιση ενός συνόλου συμπτωμάτων, δηλαδή
ασυνήθιστων μορφών συμπεριφοράς, οι οποίες παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

1. Υποδηλώνουν ότι το άτομο δεν έχει αναπτύξει επαρκώς, ορισμένες τουλάχιστον,


γνωστικές, κοινωνικές και συναισθηματικές ικανότητες ανάλογες με την ηλικία του.
Παρόλο που κατά την τυπική ανάπτυξη παρατηρούνται σημαντικές ατομικές διαφορές, τα
περισσότερα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά στις διάφορες φάσεις ανάπτυξης παρουσιάζουν
συγκεκριμένα επιτεύγματα. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται ορισμένες ικανότητες που
εμφανίζονται σε κάθε φάση ανάπτυξης καθώς και τα αντίστοιχα προβλήματα που είναι
πιθανό να εκδηλωθούν.
2. Δεν αποτελούν αντίδραση σε κάποια δυσμενή συνθήκη π.χ. θάνατος προσώπου με το οποίο
το παιδί είχε στενή συναισθηματική σχέση.
3. Εμφανίζονται με τέτοια διάρκεια, ένταση και συχνότητα, οι οποίες επιφέρουν τα ακόλουθα
αποτελέσματα (α) Περιορισμένη λειτουργικότητα: το παιδί δυσκολεύεται να προσαρμοστεί
στις συνήθειες και τις απαιτήσεις του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος. Στις δυτικές
κοινωνίες η λειτουργικότητα ενός παιδιού αξιολογείται συνήθως με βάση τις σχέσεις με
τους συνομηλίκους και τις σχολικές επιδόσεις, (β) Δυσθυμία: το παιδί βιώνει διαρκώς
έντονα δυσάρεστα συναισθήματα, όπως άγχος ή θλίψη, (γ) Έκθεση σε κίνδυνο: το παιδί
μπορεί να βλάψει τον εαυτό του ή τους άλλους π.χ. προβαίνει σε ριψοκίνδυνες πράξεις ή
εκδηλώνει αυτοκτονικές τάσεις και έντονη επιθετικότητα.

4
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Πίνακας 1: Βασικές ικανότητες που εκδηλώνονται σε κάθε φάση ανάπτυξης και πιθανά
προβλήματα.
Βρεφική ηλικία (γέννηση – 1 Εμπιστοσύνη / Δυσπιστία
έτος)
Ασφαλής / Ανασφαλής δεσμός
Διαφοροποίηση του εαυτού από τους άλλους
Ικανότητα αλληλεπίδρασης με άλλα άτομα
Μονιμότητας του αντικειμένου (τα αντικείμενα υπάρχουν
ακόμη και όταν δεν είναι ορατά)
Απαρχές της κοινωνικής μίμησης και της ενσυναίσθησης
Πρώτα βήματα
Πρώτες λέξεις
Νηπιακή ηλικία (1 – 2½ έτη) Αυτονομία, αυτοπεποίθηση, υπερηφάνεια / Ντροπή,
αμφιβολία
Απαρχές του αυτοελέγχου
Συμβολική σκέψη
Αύξηση της κινητικότητας και της εξερεύνησης
Σημαντική αύξηση του λεξιλογίου
Προσχολική ηλικία (2½ - 6 έτη) Πρωτοβουλία / ενοχή
Η επίλυση προβλημάτων βασίζεται στην άμεση αντίληψη
Ρύθμιση του συναισθήματος
Αυξημένη ανάγκη για δομημένο περιβάλλον και κανόνες
Εκδήλωση άγχους και φόβων
Σχολική ηλικία (6 – 11 έτη) Αίσθημα υπεροχής / αίσθημα κατωτερότητας
Αίσθημα ικανότητας και αυτό-αποτελεσματικότητας
Συγκεκριμένες νοητικές λειτουργίες
Ηθική συνείδηση
Πραγματικοί φόβοι (π.χ. τραυματισμού, αποτυχίας) και
παράλογοι φόβοι (π.χ. εφιάλτες)
Εφηβεία (12+ έτη) Ταυτότητα / σύγχυση ρόλων
Αφαιρετική σκέψη
Προσδιορισμός του εαυτού σε σχέση με τους συνομηλίκους

Κείμενο Αναφοράς
Ένα κλινικά σημαντικό συμπεριφορικό ή ψυχολογικό σύνδρομο ή μοτίβο που εμφανίζει
κάποιος, το οποίο συνδέεται με δυσφορία (π.χ. ένα επώδυνο σύμπτωμα) ή με αναπηρία (δηλαδή
μείωση της λειτουργικότητας σε έναν ή περισσότερους σημαντικούς τομείς της ζωής του
ατόμου) ή με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο οδύνης, θανάτου, πόνου, αναπηρίας ή με σημαντική
μείωση της ελευθερίας του ατόμου. Επιπλέον, το συγκεκριμένο σύνδρομο ή μοτίβο δεν πρέπει
να αποτελεί απλώς μία αναμενόμενη και πολιτισμικά αποδεκτή αντίδραση σε ένα γεγονός,
όπως για παράδειγμα, στον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Όποια και αν είναι η αρχική
του αιτία, πρέπει στην παρούσα φάση να θεωρείται εκδήλωση συμπεριφορικής, ψυχολογικής
ή βιολογικής δυσλειτουργίας του ατόμου (Αμερικανικός Ψυχολογικός Σύλλογος (APA), 2000).

Ο ορισμός της παθολογικής συμπεριφοράς επηρεάζεται επίσης και από το πολιτισμό πλαίσιο
αλλά και από το φύλο του παιδιού.

5
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Παιδική ψυχοπαθολογία και πολιτισμικό πλαίσιο


Η κοινωνική συμπεριφορά των παιδιών νοηματοδοτείται από τις αξίες που κυριαρχούν στην
εκάστοτε κουλτούρα για την ανατροφή τους. Σύμφωνα με τον Kagitcibasi (1997) τα πρότυπα
ανατροφής μπορούν να ταξινομηθούν σε ένα συνεχές, στους δύο πόλους τους οποίου
βρίσκονται η ανεξαρτησία και η αλληλεξάρτηση. Στις κοινωνίες όπου στόχος της ανατροφής
είναι η διάπλαση ανεξάρτητων ατόμων, προάγονται οι αξίες της αυτονομίας, της αυτάρκειας,
της μοναδικότητας, της αυτοεκπλήρωσης και της δραστηριοποίησης για την κατάκτηση του
ελέγχου, ενώ θεωρείται ότι η εκπαίδευση αποτελεί το μέσο για την επίτευξη των προσωπικών
στόχων. Αυτό το πρότυπο ανατροφής κυριαρχεί κατά κύριο λόγο στη μεσαία τάξη των δυτικών
κοινωνιών. Από την άλλη πλευρά, στις κοινωνίες όπου στόχος της ανατροφής είναι η
προσαρμογή του ατόμου σε ένα πλαίσιο αλληλεξάρτησης, προάγεται η υπακοή, η αποδοχή των
αξιών και της ιεραρχίας και η αναζήτηση της αρμονίας σε ένα πλέγμα στενών οικογενειακών
σχέσεων. Στην Ελλάδα οι στόχοι της κοινωνικοποίησης περιλαμβάνουν ταυτόχρονα την
υπακοή και το σεβασμό αλλά και την ανεξαρτησία και την ανάδειξη της μοναδικότητας, η
οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της εκπαίδευσης.

Παρόλο, λοιπόν, που τα ίδια τα συμπτώματα, ορισμένων τουλάχιστον αναπτυξιακών


διαταραχών, δε διαφέρουν από το ένα πολιτισμικό πλαίσιο στο άλλο, μεταβάλλεται ο τρόπος
με τον οποίο οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί αντιδρούν στα συμπτώματα αυτά (π.χ. αδιαφορία,
τιμωρία, επιβράβευση, παραπομπή σε ειδικό) ανάλογα με το πρότυπο ανατροφής που
υιοθετούν. Έτσι, ένα δειλό ή υπερευαίσθητο παιδί συχνά απορρίπτεται σε μία δυτική κοινωνία,
αλλά φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει ηγετική μορφή με υψηλές σχολικές επιδόσεις σε
ορισμένες τουλάχιστον Ασιατικές κοινωνίες. Ομοίως, έχει καταδειχθεί ότι τα παιδιά από τη
Τζαμάικα εκδηλώνουν περισσότερα εσωτερικευμένα προβλήματα (π.χ. κατάθλιψη, άγχος) σε
σύγκριση με τα παιδιά από τις Η.Π.Α. και το εύρημα αυτό είναι σύμφωνο με την Αφρο-
Βρετανική Τζαμαϊκανή κουλτούρα, η οποία αποθαρρύνει την επιθετικότητα καθώς και άλλες
συμπεριφορές που δηλώνουν απώλεια ελέγχου, ενώ ενισχύει την εγκράτεια και τον
αυτοέλεγχο.

Συνεπώς, τα συμπεράσματα που αφορούν στη φύση και την εξέλιξη μίας διαταραχής και
προκύπτουν από έρευνες σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο δε θα πρέπει να
γενικεύονται άκριτα σε άλλα πολιτισμικά πλαίσια.

Παιδική ψυχοπαθολογία και φύλο


Σημαντικός αριθμός ερευνών σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια καταδεικνύει ότι τα αγόρια
εμφανίζουν πιο συχνά, σε σύγκριση με τα κορίτσια, νευροψυχιατρικές διαταραχές με έναρξη

6
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

κατά τη νηπιακή ηλικία, όπως ο αυτισμός, η ΔΕΠ-Υ και οι αναπτυξιακές γλωσσικές


διαταραχές. Από την άλλη πλευρά, τα κορίτσια εμφανίζουν πιο συχνά συναισθηματικές
διαταραχές με έναρξη στην εφηβεία, όπως κατάθλιψη και διαταραχές διατροφής. Οι
διαταραχές αντικοινωνικής συμπεριφοράς αρχίζουν να εκδηλώνονται κατά την εφηβεία στα
κορίτσια, ενώ είναι ήδη εμφανείς κατά την παιδική ηλικία στα αγόρια. Αυτό ίσως συμβαίνει
γιατί οι αντικοινωνικές συμπεριφορές αποτελούν συχνά δευτερογενές σύμπτωμα άλλων
αναπτυξιακών διαταραχών που εμφανίζονται συχνότερα στα αγόρια.

Οι πιθανές αιτίες που έχουν προταθεί σχετικά με τις διαφυλικές διαφορές στην εκδήλωση
ψυχοπαθολογίας αφορούν γενετικούς, βιολογικούς αλλά και κοινωνικούς παράγοντες.
Ειδικότερα, έχει καταδειχθεί ότι η βιολογική ωρίμανση είναι πιο αργή στα αγόρια, τα οποία
επιπλέον είναι πιο ευάλωτα στους φυσικούς κινδύνους. Επίσης, οι διαφορές στην έκκριση
ορμονών, οι οποίες παρατηρούνται κατά την προγεννητική περίοδο επηρεάζουν αντίστοιχα την
ανάπτυξη του εγκεφάλου, αλλά και τις αλλαγές που συμβαίνουν κατά την εφηβεία, ενώ το κάθε
φύλο είναι βιολογικά προκαθορισμένο να βιώσει συγκεκριμένες εμπειρίες (π.χ. εγκυμοσύνη
και τοκετός για τις γυναίκες). Οι παράγοντες που προσδιορίζονται από το πολιτισμικό πλαίσιο
σχετίζονται με το βαθμό συμμετοχής στην ανατροφή των παιδιών, την επαγγελματική εξέλιξη,
τις σχέσεις με τους συνομηλίκους, την εκδήλωση συναισθημάτων και τη σύναψη
διαπροσωπικών σχέσεων. Ακόμη, φαίνεται ότι τα δύο φύλα έχουν την τάση να εμπλέκονται σε
διαφορετικές συνθήκες, οι οποίες μπορεί να αυξάνουν τους κινδύνους ή να λειτουργούν
προστατευτικά για το άτομο. Έτσι, για παράδειγμα, τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης
κατάθλιψης στα κορίτσια ίσως οφείλονται στο γεγονός ότι κάποιες φορές δεν κατορθώνουν να
ελέγξουν συνθήκες αυξημένης δυσκολίας, στις οποίες όμως εξακολουθούν να παραμένουν.
Αντίθετα, οι διασπαστικές συμπεριφορές των αγοριών τα οδηγούν συχνά σε διαφυγή από
τέτοιες καταστάσεις.

Ζητήματα παραπομπής
Την πρωτοβουλία για την παραπομπή ενός παιδιού με προβληματική συμπεριφορά στον ειδικό
αναλαμβάνουν συνήθως οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί. Όπως προαναφέρθηκε, ο εκπαιδευτικός
μπορεί να εισηγηθεί την παραπομπή του παιδιού, ωστόσο η τελική πράξη απαιτεί την έγγραφη
συγκατάθεση του γονέα. Ωστόσο, οι αντιδράσεις των γονέων και των εκπαιδευτικών
εξαρτώνται όχι μόνον από την ένταση και την έκταση του ίδιου του προβλήματος, αλλά και
από τις στάσεις που έχουν διαμορφώσει για αυτό. Με τη σειρά τους οι στάσεις απέναντι στις
δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές επηρεάζονται από τις πεποιθήσεις της συγκεκριμένης

7
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

κουλτούρας για την ανατροφή των παιδιών και την ψυχοπαθολογία. Σύμφωνα με τους Poulou
& Norwich (2002), η παραπομπή ενός παιδιού στον ειδικό αλλά και η επιλογή του πλαισίου
παραπομπής (π.χ. λογοθεραπευτής, ψυχολόγος, εργοθεραπευτής, διεπιστημονική ομάδα)
εξαρτάται τόσο από την πρόθεση των γονέων και των εκπαιδευτικών να προσφέρουν βοήθεια,
όσο και από τις αντιλήψεις τους για την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα των παρεχόμενων
υπηρεσιών. Με τη σειρά της, η πρόθεση για βοήθεια επηρεάζεται από τα συναισθήματά τους
απέναντι στο παιδί, από τις αντιλήψεις τους για τη φύση του προβλήματος, από το βαθμό στον
οποίο οι ίδιοι αισθάνονται ικανοί και υπεύθυνοι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αλλά και από
το βαθμό στον οποίο πιστεύουν ότι οι άλλοι προσδοκούν από αυτούς να αντιμετωπίσουν το
πρόβλημα. Επιπλέον, αυτού του είδους οι γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις
καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από το αίτιο στο οποίο αποδίδεται το πρόβλημα (π.χ.
προσωπικότητα του παιδιού, υποκείμενη νευρολογική διαταραχή, οικογενειακό και κοινωνικό
περιβάλλον). Για παράδειγμα, εάν οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι τα προβλήματα στη
γλώσσα είναι παροδικά και θα ξεπεραστούν από μόνα τους καθώς το παιδί μεγαλώνει, τότε
είναι πιθανό να μην παραπέμψουν το παιδί σε κάποιον ειδικό. Εάν πάλι οι γονείς ή οι
εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι τα προβλήματα αυτά είναι ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη
αναπτυξιακή διαταραχή, τότε είναι πιθανό να παραπέμψουν το παιδί σε λογοθεραπευτή
θεωρώντας ότι η αξιολόγηση από ψυχολόγο είναι περιττή.

Οι Poulou & Norwich (2002) διερεύνησαν μέσω ερωτηματολογίων τις αντιδράσεις


εκπαιδευτικών Α/βαθμιας εκπαίδευσης στα συναισθηματικά προβλήματα και τα προβλήματα
συμπεριφοράς παιδιών σχολικής ηλικίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί
εκδηλώνουν την πρόθεση να βοηθήσουν το παιδί, όταν οι ίδιοι αισθάνονται υπεύθυνοι και
ικανοί να το βοηθήσουν και δεν έχουν αρνητικά συναισθήματα απέναντί του, ενώ τελικά
αποφασίζουν την παραπομπή του, όταν θεωρούν ότι θα υπάρξει αποτελεσματική βοήθεια από
αρμόδιες υπηρεσίες.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

8
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Διάγνωση αναπτυξιακών διαταραχών


Η διάγνωση είναι μία διττή έννοια, η οποία περιλαμβάνει (α) τη διαδικασία συλλογής
πληροφοριών για το είδος των συμπτωμάτων που εκδηλώνει το παιδί, την έκτασή τους και τις
συνθήκες στις οποίες εμφανίζονται (εκλυτικοί παράγοντες) αλλά και τον προσδιορισμό των
δυνατοτήτων του παιδιού, και (β) την ταξινόμηση των συμπτωμάτων με βάση ένα κοινά
αποδεκτό σύστημα. Η διάγνωση είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί καθορίζει σε πολύ μεγάλο
βαθμό τη διαμόρφωση του προγράμματος αντιμετώπισης.
Η διάγνωση πραγματοποιείται από κλινικό ψυχολόγο1, αλλά για να είναι όσο το δυνατόν
ακριβέστερη θα πρέπει να βασίζεται σε πληροφορίες από πολλές και διαφορετικές πηγές, οι
οποίες μάλιστα συλλέγονται με διαφορετικές μεθόδους. Ειδικότερα, οι πληροφορίες που
προέρχονται από γονείς και εκπαιδευτικούς μπορούν να συλλεγούν με τις ακόλουθες
μεθόδους2: (1) περιγραφή της συμπεριφοράς και των δυσκολιών του παιδιού στο οικογενειακό
και σχολικό περιβάλλον, (2) σταθμισμένα ερωτηματολόγια και (3) δομημένη παρατήρηση της
συμπεριφοράς του παιδιού με βάση τις κατευθύνσεις που δίνει ο κλινικός ψυχολόγος. Ο
κλινικός ψυχολόγος μπορεί να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση του παιδιού με τις
ακόλουθες μεθόδους: (1) κατά τη διάρκεια της συνέντευξης στο γραφείο του. Στο σημείο αυτό
χρειάζεται να τονιστεί ότι ο ειδικός πρέπει να έχει την ικανότητα να προκαλεί την εκδήλωση
των συμπτωμάτων, ώστε να μπορεί να τα διερευνήσει, δεδομένου ότι τα παιδιά πολλές φορές
επιχειρούν (και συχνά καταφέρνουν) να καλύψουν ορισμένα από τα συμπτώματά τους, και (2)
με τη χορήγηση σταθμισμένων δοκιμασιών (π.χ. σχολικής επίδοσης, νοημοσύνης, γλωσσικής
ανάπτυξης, νευρολογικής λειτουργικότητας).

Όσον αφορά την ταξινόμηση των συμπτωμάτων, μέχρι σήμερα υπάρχουν δύο διαδεδομένα
είδη συστημάτων ταξινόμησης: τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης και τα συστήματα
παραγοντικής ταξινόμησης.

ΟΡΙΣΜΟΣ 1
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ο όρος μπορεί να αναφέρεται (1) στη διάγνωση ως διαδικασία συλλογής
δεδομένων και δημιουργίας υποθέσεων, η οποία βελτιώνει την κατανόησή μας για τη φύση
μίας συγκεκριμένης διαταραχής και μας επιτρέπει να αποκλείσουμε ενδεχόμενα που δεν

1
Πολλές φορές κυριαρχεί εσφαλμένα άποψη ότι διάγνωση μπορεί (ή ζητείται) να γίνει από τους εκπαιδευτικούς.
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών γενικής αλλά και ειδικής αγωγής είναι να εντοπίζουν τα προβλήματα του παιδιού, να
προωθούν την παραπομπή του στον ειδικό και να συνδράμουν στη διαδικασία της διάγνωσης παρέχοντας
πληροφορίες για τη λειτουργικότητά του.
2
Τα εργαλεία ανίχνευσης και διάγνωσης των αναπτυξιακών διαταραχών θα αναλυθούν στην 6η Διδακτική
Ενότητα. Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη διάγνωση.

9
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

ισχύουν (διαφορική διάγνωση) ή (2) στη διάγνωση ως αποτέλεσμα της διαδικασίας λήψης
κλινικής απόφασης, η οποία καταλήγει στην ταξινόμηση της διαταραχής σε ένα οργανωτικό
πλαίσιο (π.χ. διαταραχή της διάθεσης), πράγμα που παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες
σχετικές με την πιθανή αιτιολογία, την πρόγνωση και τις εναλλακτικές θεραπευτικές
προσεγγίσεις (Wilmshurst, 2009).

Συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών


διαταραχών
Τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης προέρχονται από το ιατρικό μοντέλο και βασίζονται
στην υπόθεση ότι κάθε διαταραχή έχει μία σαφή αιτία και είναι ριζικά διαφορετική από κάθε
άλλη διαταραχή. Συνεπώς, κάθε περίπτωση μπορεί να ταξινομηθεί σε μία και μόνο κατηγορία.
Τα πιο γνωστά συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης είναι το Διαγνωστικό και Στατιστικό
Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders –
DSM) και η Διεθνής Ταξινόμηση των Νοσημάτων (International Classification of Diseases –
ICD)

To DSM εκδίδεται από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρία και αναθεωρείται με βάση νέα
ερευνητικά δεδομένα. Το DSM 5 εκδόθηκε το 2013 και αντικατέστησε την ισχύουσα έκδοση
DSM-IV (APA, 2000). Το DSM αποτελείται από 5 άξονες, καθένας από τους οποίους
αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πεδίο πληροφοριών, το οποίο είναι απαραίτητο στον κλινικό
ψυχολόγο για το σχεδιασμό του προγράμματος αντιμετώπισης. Οι άξονες αυτοί είναι οι
ακόλουθοι: Ι) Κλινικές διαταραχές – ή άλλες συνθήκες που χρήζουν παρέμβασης, ΙΙ)
Διαταραχές προσωπικότητας – νοητική υστέρηση, ΙΙΙ) Γενική ιατρική κατάσταση, ΙV)
Ψυχοκοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα και V) Αξιολόγηση της συνολικής
λειτουργικότητας.

Το ICD εκδίδεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Η πρώτη έκδοση
δημοσιεύθηκε το 1900, ενώ η τελευταία, το ICD 11, ολοκληρώθηκε το 2018 αλλά θα τεθεί
επίσημα σε ισχύ από το 2022. Το ICD 11 παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα: (α)
διατίθεται σε ηλεκτρονική πλατφόρμα, (2) επιδέχεται παρεμβάσεις από ειδικούς και
ανανεώνεται διαρκώς, (3) παρέχει σαφείς ορισμούς, (4) επιτρέπει τον έλεγχο αξιοπιστίας και
εγκυρότητας μέσα από κλινικές έρευνες, (5) έχει μεταφραστεί ως τώρα σε 43 γλώσσες. Στο
εγχειρίδιο οι ψυχικές διαταραχές περιγράφονται στο κεφάλαιο V.

Τόσο στο DSM-5 όσο και στο ICD 11 εμφανίζεται για πρώτη φορά η κατηγορία
Νευροαναπτυξιακές Διαταραχές. Πρόκειται για διαταραχές οι οποίες οφείλονται σε εγκεφαλικές
δυσλειτουργίες που εμφανίζονται νωρίς στη ζωή (προγενετικά ή μεταγενετικά) και επηρεάζουν
με ποικίλους τρόπους τη γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη και τη συμπεριφορά. Σύμφωνα με

10
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

τους Rutter και συνεργάτες (2006), οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές μοιράζονται 8 κοινά


χαρακτηριστικά: καθυστέρηση ή απόκλιση από τη φυσιολογική ανάπτυξη, σταθερή εμφάνιση
των συμπτωμάτων, άμβλυνση των συμπτωμάτων καθώς το άτομο μεγαλώνει, παρουσία
ειδικών ή γενικών γνωστικών ελλειμμάτων, αλληλοεπικάλυψη συμπτωμάτων, ισχυρή γενετική
βάση, επιδράσεις περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου και μεγαλύτερη αναλογία αγοριών
σε σύγκριση με τα κορίτσια. Στον Πίνακα 2 αντιπαραβάλλονται οι πιο συχνά εμφανιζόμενες
διαταραχές που ταξινομούνται στην κατηγορία των νευροαναπτυξιακών διαταραχών στο
DSM-5 και στο ICD 11.

ΟΡΙΣΜΟΣ 2
ΝΕΥΡΟΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ: Σοβαρά ελλείμματα στην κοινωνική, γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη
που οφείλονται σε εγκεφαλικές δυσλειτουργίες, οι οποίες εμφανίζονται νωρίς στη ζωή.

Πίνακας 2: Νευροαναπτυξιακές διαταραχές στο DSM-5 και στο ICD 11.

DSM-5 ICD 11

Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος

Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής –


Υπερκινητικότητα Υπερκινητικότητα

Διαταραχές Επικοινωνίας Αναπτυξιακές Διαταραχές Ομιλίας και Γλώσσας

Αναπτυξιακή Διαταραχή Συντονισμού Αναπτυξιακή Διαταραχή Κινητικού


Συντονισμού

Ειδική Μαθησιακή Διαταραχή Αναπτυξιακή Διαταραχή Μάθησης

Νοητική Αναπηρία Διαταραχές Νοητικής Ανάπτυξης

Τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης θεωρείται ότι συμβάλλουν στην επικοινωνία μεταξύ


των επαγγελματιών ψυχικής υγείας διεθνώς καθώς και στη διαμόρφωση ερευνητικών
υποθέσεων. Ωστόσο, παρουσιάζουν σημαντικά μειονεκτήματα:

• Δε διαφοροποιούν τα συμπτώματα ανάλογα με το φύλο ή την ηλικία του παιδιού

• Δεν ερμηνεύουν φαινόμενα συννοσηρότητας

Ως συννοσηρότητα ορίζεται η συνύπαρξη δύο ή περισσότερων διαφορετικών διαταραχών σε


ένα άτομο. Η συννοσηρότητα είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στην παιδική

11
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

ψυχοπαθολογία. Για παράδειγμα, η ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει συννοσηρότητα μεγαλύτερη του 60%


με τις γλωσσικές διαταραχές, τις μαθησιακές δυσκολίες, την εναντιωματική προκλητική
διαταραχή και τις διαταραχές διαγωγής και περίπου 35% με τις αγχώδεις διαταραχές. Η
συννοσηρότητα μπορεί να αποτελεί «παραπροϊόν» του τρόπου με τον οποίο είναι
κατασκευασμένα τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης ή πραγματικό φαινόμενο.

Η έννοια της συννοσηρότητας


Η συννοσηρότητα ως «παραπροϊόν» των συστημάτων κατηγορικής ταξινόμησης

Α. Στα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης παρατηρείται συχνά αλληλοεπικάλυψη


διαγνωστικών κριτηρίων, με άλλα λόγια το ίδιο σύμπτωμα αποτελεί διαγνωστικό κριτήριο
διαφορετικών διαταραχών. Για παράδειγμα, η ευερεθιστότητα αποτελεί διαγνωστικό
κριτήριο για τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα, την κατάθλιψη
αλλά και την αγχώδη διαταραχή.

Β. Μία διαταραχή μπορεί να υποδιαιρείται σε πολλές υποκατηγορίες, ανάλογα με τις


επιμέρους εκφάνσεις της. Για παράδειγμα, η αγχώδης διαταραχή χωρίζεται σε
υποκατηγορίες ανάλογα με το αντικείμενο του άγχους π.χ. αγοραφοβία, ειδικές φοβίες,
γενικευμένη αγχώδης διαταραχή.

Η συννοσηρότητα ως πραγματικό φαινόμενο

Α. Μία διαταραχή μπορεί να αποτελεί πρώιμη εκδήλωση μίας άλλης διαταραχής, η οποία θα
εμφανιστεί αργότερα. Για παράδειγμα, η εναντιωματική προκλητική διαταραχή συνήθως
αποτελεί πρώιμη εκδήλωση της διαταραχής διαγωγής, ενώ η διαταραχή άγχους
αποχωρισμού αποτελεί πρώιμη εκδήλωση της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής.

Β. Μία διαταραχή δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση μίας άλλης διαταραχής. Για
παράδειγμα, σε μία αναδρομική μελέτη οι Robins and McEvoy (1990) έδειξαν ότι η
διαταραχή διαγωγής αποτελεί ισχυρό προγνωστικό δείκτη της κατάχρησης ουσιών, σε
συνδυασμό βέβαια με παράγοντες, όπως οι ψυχοπιεστικές συνθήκες ή η έκθεση σε ουσίες.
Επίσης, διαχρονικές μελέτες παιδιών με διαταραχή διαγωγής καταδεικνύουν αυξημένα
ποσοστά ανεργίας και διαζυγίων στην ενήλικη ζωή. Οι συνθήκες αυτές με τη σειρά τους
αποτελούν συχνά παράγοντες επικινδυνότητας για την εμφάνιση κατάθλιψης.

12
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Γ. Μία διαταραχή μπορεί να αποτελεί μέρος ή δευτερογενή εκδήλωση μίας άλλης διαταραχής.
Για παράδειγμα, η διάσπαση προσοχής συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα
της διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής.

Δ. Δύο διαταραχές μπορεί να μοιράζονται τον ίδιο (ή τους ίδιους) αιτιακούς παράγοντες.

Ε. Μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αιτιακοί παράγοντες δύο διαταραχών είναι


ανεξάρτητοι, μπορεί να σχετίζονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η γονεϊκή κατάθλιψη
συχνά μεταβιβάζεται γενετικά και προκαλεί παιδική κατάθλιψη. Επίσης, η διαταραχή
διαγωγής πολλές φορές προκαλείται από τη διάλυση της οικογένειας, ενώ ο κίνδυνος για
ένα τέτοιο γεγονός είναι αυξημένος όταν ένας εκ των δύο γονέων παρουσιάζει κατάθλιψη.
Τελικά οι ερευνητές θα πρέπει να αναζητήσουν αν συγκεκριμένα πρότυπα συννοσηρότητας
αποτελούν ανεξάρτητες διαταραχές.

ΟΡΙΣΜΟΣ 3
ΣΥΝΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ: Η συνύπαρξη δύο ή περισσοτέρων διαταραχών σε ένα άτομο.

Συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών


διαταραχών

Λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες των συστημάτων κατηγορικής ταξινόμησης, πολλοί


μελετητές υποστήριξαν ότι η διάκριση μεταξύ φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς
δεν είναι κατηγορική, αλλά προκύπτει από ποσοτικές διαφορές σε συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά τα οποία παρατηρούνται σε όλα τα παιδιά. Τέτοιου είδους ποσοτικές διαφορές
προκύπτουν από έρευνες σε μεγάλα δείγματα και διαφοροποιούνται ανάλογα με το φύλο ή την
ηλικία. Έτσι, στα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης μία διαταραχή ορίζεται ως ένα
σύνολο συγκεκριμένων αρνητικών χαρακτηριστικών τα οποία εμφανίζονται σε αυξημένο
βαθμό. Στον Πίνακα 2 παρουσιάζονται ορισμένα από τα χαρακτηριστικά αυτά ομαδοποιημένα
σε διαφορετικές διαστάσεις.

Τα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης έχουν τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:

• Ερμηνεύουν τη συννοσηρότητα,

• Λαμβάνουν υπόψη την ηλικία των παιδιών,

• Χρησιμοποιούν πολλές πηγές πληροφόρησης.

13
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

• Ερμηνεύουν αναπτυξιακά φαινόμενα όπως τα παρακάτω: (α) διαφορετικές αναπτυξιακές


πορείες μπορεί να οδηγήσουν σε παρόμοιες προβληματικές συμπεριφορές, εφόσον
διαφορετικοί παράγοντες επιδρούν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε άτομο, (β) η ίδια
αναπτυξιακή πορεία μπορεί αργότερα να οδηγήσει σε διαφορετικές διαταραχές ή επιτυχή
προσαρμογή, (γ) η μεταβολή της αναπτυξιακής πορείας προς ψυχοπαθολογία ή επιτυχή
προσαρμογή είναι δυνατή σε οποιοδήποτε φάση της ανάπτυξης, (δ) οποιαδήποτε μεταβολή
της αναπτυξιακής πορείας καθορίζεται από προγενέστερες επιτυχείς ή ανεπιτυχείς
προσπάθειες προσαρμογής.

Τα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης χαρακτηρίζονται από έντονο στοιχείο


υποκειμενισμού και δεν είναι καθολικά αποδεκτά. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα
της παραγοντικής προσέγγισης τόσο το DSM όσο και το ICD στις τελευταίες εκδόσεις τους
επισημαίνουν διαφοροποιήσεις στη σοβαρότητα των διαταραχών αλλά και στην εκδήλωσή
τους ανάλογα με την ηλικία και το φύλο.

Πίνακας 3: Χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν ψυχοπαθολογική συμπεριφορά.


(Προσαρμογή από Achenbach, 1993).

Απόσυρση Κοινωνικά προβλήματα Άγχος / κατάθλιψη


Προτιμά να είναι μόνο του Συμπεριφέρεται σαν πιο Είναι δυστυχισμένο και
μικρό από την ηλικία του λυπημένο
Αρνείται να μιλήσει Είναι πολύ εξαρτημένο από Είναι ανήσυχο
τους άλλους
Είναι μυστικοπαθές Δεν έχει καλές σχέσεις με Αισθάνεται άχρηστο
τους συνομηλίκους του
Είναι ντροπαλό Οι συνομήλικοί του το Είναι νευρικό και έχει
πειράζουν υπερένταση

Σωματικά προβλήματα Προβλήματα σκέψης Επιθετική συμπεριφορά


Αισθάνεται ζαλάδες Ακούει θορύβους που δεν Μαλώνει
υπάρχουν
Αισθάνεται υπερβολική Βλέπει πράγματα που δεν Είναι κακό με τους άλλους
κούραση υπάρχουν
Έχει πόνους ή ενοχλήσεις Έχει παράξενη συμπεριφορά Επιτίθεται στους άλλους
Έχει πονοκεφάλους Έχει παράξενες ιδέες Καταστρέφει τα πράγματα
των άλλων

Προβλήματα προσοχής Παραβατική συμπεριφορά


Είναι απρόσεκτο Δεν έχει αίσθημα ενοχής
Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί Κάνει κακές παρέες
Δεν μπορεί να κάτσει σε μία Λέει ψέματα
θέση
Βρίσκεται σε σύγχυση Το σκάει από το σπίτι

Βασικά χαρακτηριστικά μίας έγκυρης και αξιόπιστης διάγνωσης

14
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Προκειμένου μία διάγνωση να είναι έγκυρη και αξιόπιστη, θα πρέπει να έχει τα ακόλουθα
χαρακτηριστικά:

• Να διαχωρίζει το πυρηνικό πρόβλημα από τα συνoδά και τα δευτερογενή προβλήματα. Η


αντιμετώπιση του πυρηνικού προβλήματος μπορεί να οδηγήσει σε πρόληψη των συνοδών
και των δευτερογενών προβλημάτων.

• Να περιγράφει τα χαρακτηριστικά του παιδιού αναλυτικά ανά τομέα και όχι να δίνει
γενικόλογες περιγραφές π.χ. μία διάγνωση γλωσσικής διαταραχής δε θα πρέπει να
εξαντλείται σε όρους «γλωσσικά προβλήματα», αλλά να προσδιορίζει τη γλωσσική
ανάπτυξη του παιδιού στους επιμέρους τομείς της γλώσσας, δηλαδή τη φωνολογία, το
λεξιλόγιο, το συντακτικό, τη μορφολογία και την πραγματολογία.

• Να προσδιορίζει όχι μόνο τις αδυναμίες αλλά και τις δυνατότητες του παιδιού

• Να αποφεύγει προβλήματα υπερδιάγνωσης (overdiagnosis) και υποδιάγνωσης


(underdiagnosis). Όταν ο αριθμός των συμπτωμάτων ή ο βαθμός της σοβαρότητάς τους
που προσδιορίζει μία διαταραχή είναι χαμηλός, τότε τα περισσότερα παιδιά που
παρουσιάζουν τη διαταραχή θα ταξινομηθούν σωστά. Όμως στην ομάδα των παιδιών με τη
διαταραχή θα συμπεριληφθούν και πολλά τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Από την άλλη
πλευρά, αν ο αριθμός των συμπτωμάτων ή ο βαθμός της σοβαρότητάς τους που
προσδιορίζει μία διαταραχή είναι υψηλός, τότε τα περισσότερα τυπικά αναπτυσσόμενα
παιδιά θα ταξινομηθούν σωστά, αλλά πολλά παιδιά που παρουσιάζουν τη διαταραχή θα
ταξινομηθούν ως τυπικά αναπτυσσόμενα.

Επισήμανση

Σε αντίθεση με το εξιδανικευμένο πορτρέτο του παντογνώστη κλινικού, η έρευνα έχει δείξει ότι
η κλινική κρίση ενδέχεται στην πραγματικότητα να αντανακλά ενδότερες προσωπικές
προκαταλήψεις σχετικά με το φύλο, την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, τη φυλή και την
ηλικία (Baker & Bell, 1999).

Σύγχρονες απόψεις για την αιτιοπαθογένεια των αναπτυξιακών


διαταραχών
Όπως προαναφέρθηκε, ένας σημαντικός παράγοντας για τον εντοπισμό, τη διάγνωση και την
αντιμετώπιση των αναπτυξιακών διαταραχών αποτελεί και η απόδοση της αιτίας τους. Σχετικά
με το ζήτημα αυτό, παραδοσιακά κυριάρχησαν δύο ακραίες θεωρητικές τοποθετήσεις, ο

15
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

νατιβισμός (nativism) και ο εμπειρισμός (empiricism). Σύμφωνα με το νατιβισμό, πολλές


αναπτυξιακές διαταραχές (π.χ. ΔΕΠ-Υ, Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος) είναι άμεση
συνέπεια γενετικών ανωμαλιών ή εγκεφαλικών βλαβών, οι οποίες επηρεάζουν συγκεκριμένες
λειτουργίες, ενώ ο ρόλος του περιβάλλοντος είναι μηδαμινός. Οι απόψεις των νατιβιστών
έλκουν την καταγωγή τους από τον 19ο αιώνα, οπότε και παρατηρούνται οι πρώτες
συστηματικές προσπάθειες από νευρολόγους να εντοπιστούν συγκεκριμένες περιοχές του
εγκεφάλου που επιτελούν συγκεκριμένες γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες. Η
κατεύθυνση αυτή ενισχύθηκε και από τη ραγδαία ανάπτυξη της γενετικής τα τελευταία 20
χρόνια. Αν υιοθετήσει κανείς τη νατιβιστική άποψη, αυτομάτως αμφισβητεί την
αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε παιδαγωγικής προσέγγισης και θεραπευτικής παρέμβασης
να βελτιώσει τη γνωστική, την κοινωνική και τη συναισθηματική λειτουργικότητα του παιδιού
με αναπτυξιακές διαταραχές. Από την άλλη πλευρά, οι ακραίοι εμπειριστές υποστηρίζουν ότι
οι αναπτυξιακές διαταραχές απορρέουν αποκλειστικά από περιβαλλοντικά αίτια.

Ωστόσο, τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα καταλύουν τη διάκριση νατιβισμού – εμπειρισμού


και υποστηρίζουν ότι ο φαινότυπος οποιασδήποτε αναπτυξιακής διαταραχής διαμορφώνεται
από τη δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα γονίδια, τον εγκέφαλο και το περιβάλλον. Σε
αυτό το πλαίσιο δεν εξετάζονται πλέον τα συμπτώματα μίας διαταραχής σε μία συγκεκριμένη
ηλικία αλλά η επιγένεσή τους. Ο όρος επιγένεση αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία οι
νέες μορφές συμπεριφοράς προέρχονται από τις παλιές, ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης
βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, μία
διαταραχή έχει τις απαρχές της σε ένα γενετικό έλλειμμα το οποίο προκαλεί περισσότερο ή
λιγότερο εκτεταμένες βλάβες στον εγκέφαλο, ανάλογα με τη χρονική στιγμή πρόκλησης της
αρχικής βλάβης (όσο πιο νωρίς αυτή συμβαίνει τόσο πιο εκτεταμένες οι βλάβες). Οι
εγκεφαλικές βλάβες επηρεάζουν τη συμπεριφορά του παιδιού, η οποία με τη σειρά της επιδρά
στη συμπεριφορά των ατόμων του περιβάλλοντος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα παιδί που
παρουσιάζει αναπτυξιακή διαταραχή να δέχεται σημαντικά διαφορετικά ερεθίσματα σε
σύγκριση με ένα τυπικά αναπτυσσόμενο παιδί. Για παράδειγμα, ανέκδοτες παρατηρήσεις
βρεφών και νηπίων με γενετικές διαταραχές και των γονέων τους καταδεικνύουν ότι οι γονείς
τα παρεμποδίζουν από το να μπουσουλάνε ή να περπατούν ελεύθερα, ώστε να εξερευνήσουν
το περιβάλλον τους. Η αντίδραση αυτή ίσως οφείλεται σε αυξημένο φόβο των γονέων για
ατυχήματα, αλλά έχει ως αποτέλεσμα τα βρέφη να προσλαμβάνουν λιγότερα ερεθίσματα. Ένα
δεύτερο σχετικό παράδειγμα προέρχεται από την εκμάθηση του λεξιλογίου. Οι γονείς των
τυπικά αναπτυσσόμενων νηπίων συνήθως δε διορθώνουν τις σημασιολογικές γενικεύσεις, οι
οποίες είναι πολύ συχνές σε αυτήν την ηλικία (π.χ. ένα νήπιο μπορεί να χρησιμοποιεί τη λέξη

16
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

«γάτα», όταν αναφέρεται είτε σε μία γάτα είτε σε ένα σκύλο, εφόσον και τα δύο είναι μικρά
ζώα), γιατί θεωρούν ότι μεγαλώνοντας θα μάθουν να χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη λέξη
σωστά. Αντίθετα, οι γονείς των παιδιών με αναπτυξιακές διαταραχές τείνουν να διορθώνουν
τέτοιου είδους γενικεύσεις, ίσως γιατί θεωρούν ότι εξαιτίας της διαταραχής, το παιδί δε θα
μάθει τη σωστή σημασία των λέξεων. Όμως, το φαινόμενο της γενίκευσης που παρατηρείται
κατά τα αρχικά στάδια ανάπτυξης του λεξιλογίου φαίνεται ότι διευκολύνει τη διαμόρφωση
κατηγοριών. Άρα, η αντιδράσεις των γονέων στις περιπτώσεις παιδιών με αναπτυξιακή
διαταραχή μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμό των γλωσσικών ερεθισμάτων.

Η αλληλεπίδραση εγκεφαλικών βλαβών και αντίδρασης του περιβάλλοντος προκαλεί αρχικά


έναν πυρήνα πρωτογενών συμπτωμάτων, τα οποία με τη σειρά τους επιφέρουν και
δευτερογενείς δυσκολίες. Κεντρική θέση στο συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο κατέχει η
έννοια της πλαστικότητας του εγκεφάλου. Η πλαστικότητα θεωρείται βασική ιδιότητα του
εγκεφάλου και συνίσταται στην ικανότητά του να τροποποιείται τόσο μορφολογικά όσο και
λειτουργικά, ως αντίδραση σε μεταβολές του περιβάλλοντος. Η πλαστικότητα του εγκεφάλου
είναι αυξημένη στα νεαρότερα άτομα. Με βάση τα δεδομένα αυτά, υποστηρίζεται πως αν μία
διαταραχή διαγνωστεί έγκαιρα και το άτομο λάβει τα κατάλληλα περιβαλλοντικά ερεθίσματα,
είναι δυνατό να τροποποιηθούν μορφολογικά χαρακτηριστικά του εγκεφάλου και σε ορισμένες
περιπτώσεις μάλιστα να διορθωθούν ανωμαλίες του εγκεφάλου (όταν αυτές δεν είναι
εκτεταμένες και σοβαρές). Με άλλα λόγια, η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να μεταβάλει τις
βιολογικές διεργασίες οι οποίες προκαλούν τα πρωτογενή συμπτώματα μίας διαταραχής και
τελικά να οδηγήσει στον περιορισμό των πυρηνικών συμπτωμάτων. Με τη σειρά του ο
περιορισμός των πυρηνικών συμπτωμάτων μπορεί να οδηγήσει στην πρόληψη της εκδήλωσης
περισσότερο περίπλοκων προβλημάτων αργότερα.

ΟΡΙΣΜΟΣ 4
ΕΠΙΓΕΝΕΣΗ: διαδικασία κατά την οποία οι νέες μορφές συμπεριφοράς προέρχονται από τις παλιές, ως
αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Επισήμανση

Άλλος ένας σημαντικός τρόπος με τον οποίο τα γονίδια παίζουν ρόλο στην ψυχοπαθολογία αφορά το
ότι μπορεί να προάγουν συγκεκριμένους τύπους περιβάλλοντος…..Η βασική υπόθεση είναι ότι τα
γονίδια πιθανώς μας προδιαθέτουν να αναζητούμε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, τα οποία στη

17
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

συνέχεια αυξάνουν τον κίνδυνο που διατρέχουμε να εμφανίσουμε μία συγκεκριμένη διαταραχή…[Για
παράδειγμα] η γενετική ευαλωτότητα στην κατάθλιψη μπορεί να προάγει συγκεκριμένα γεγονότα
ζωής, όπως είναι ο τερματισμός ερωτικών σχέσεων ή οι δυσκολίες με τους γονείς, τα οποία αποτελούν
εκλυτικούς παράγοντες της κατάθλιψης στα κορίτσια εφηβικής ηλικίας (Kring et al., 2007).

18
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Ανακεφαλαίωση Αντικειμένου Συνεδρίας

• Η φυσιολογική και η παθολογική συμπεριφορά αξιολογούνται με βάση ορισμένα


κριτήρια, όπως ο βαθμός εμφάνισης της συμπεριφοράς (ένταση, συχνότητα, διάρκεια),
ο βαθμός απόκλισης, δυσλειτουργίας, δυσφορίας και κινδύνου και η διάχυση της
συμπεριφοράς σε διάφορες καταστάσεις.

• Μία διάγνωση επηρεάζεται από υποκειμενικές εντυπώσεις, πολιτισμικές αξίες, το φύλο


του κλινικού ψυχολόγου αλλά και του παιδιού καθώς και από τα συστήματα
ταξινόμησης των διαταραχών (κατηγορικά ή παραγοντικά).

• Ο κλινικός ψυχολόγος θα πρέπει να διαχωρίζει την πρωτογενή διαταραχή από τις


δευτερογενείς διαταραχές, προκειμένου να διαμορφώσει ένα αποτελεσματικό
πρόγραμμα αντιμετώπισης.

• Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι υπεύθυνοι για τη διάγνωση μίας αναπτυξιακής διαταραχής.


Ωστόσο, διευκολύνουν σημαντικά στην αντιμετώπισή της όταν την εντοπίζουν,
κατορθώνουν να πείσουν τους γονείς να παραπέμψουν το παιδί σε ειδικό, δίνουν
πληροφορίες στον ειδικό για τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του παιδιού στο σχολικό
πλαίσιο και ακολουθούν τις οδηγίες του κλινικού ψυχολόγου για την αντιμετώπιση της
διαταραχής.

• Η παραπομπή ενός παιδιού με προβλήματα από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς
επηρεάζεται από τις αντιλήψεις τους για τη φύση της διαταραχής, την ικανότητά τους
να την αντιμετωπίσουν και την αποτελεσματικότητα των αρμόδιων υπηρεσιών.

19
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ cpapailiou@uniwa.gr

Βιβλιογραφία
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2002). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αθήνα:
Τυπωθήτω.
Wenar, C. & Kerig , P.K. (2008). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Aπό τη βρεφική ηλικία στην
εφηβεία. Μτφρ/Επιμ. Δ. Μαρκουλής & Ε. Γεωργάκα. Αθήνα: Gutenberg.
Wilmshurst, L. (2009). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Μία αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα:
Gutenberg.

20

You might also like