Professional Documents
Culture Documents
Αθήνα 2024
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
-2-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Περιεχόμενα
Εισαγωγή 4
-3-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Εισαγωγή
-4-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ιστορικό περίγραμμα
1453 Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
1454 Ο Μεχμέτ Β΄ ο Πορθητής επιλέγει τον Γεννάδιο Σχολάριο ως νέο
πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τον αναδεικνύει σε πνευματικό
ηγέτη όλων των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
1460 Ολοκληρώνεται η οθωμανική κατάκτηση της Πελοποννήσου.
1463-1470 Α΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Η Βενετία χάνει την Εύβοια και τις
θεσσαλικές της κτήσεις.
1499-1503 Β΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Η Βενετία χάνει τη Ναύπακτο, τη
Μεθώνη, την Kορώνη και την Πύλο, αλλά αποκτά την Κεφαλλονιά.
1537-1540 Γ΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Η Βενετία χάνει τις Σποράδες, τις
Κυκλάδες (πλην της Τήνου), το Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά, αλλά
αντιστέκεται με επιτυχία στην Κέρκυρα. Ο οθωμανικός στόλος με
επικεφαλής τον πρώην πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατά-
στρέφει πολλά νησιά του Αιγαίου και νικά τους συνασπισμένους
ευρωπαίους στην Πρέβεζα.
1522 Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατακτά τη Ρόδο από τους Ιωαννίτες
Ιππότες.
1568 Ο Σελίμ ο Β΄ κατάσχει την περιουσία των μοναστηριών, τα οποία
αναγκάζονται να την εξαγοράσουν.
1570-1573 Δ΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος («Κυπριακός»). Η Βενετία χάνει την
Κύπρο. Ο οθωμανικός στόλος ηττάται για πρώτη φορά στα ανοιχτά
της Ναυπάκτου (1571).
1611 Επανάσταση του Διονυσίου του «Σκυλοσόφου» στα Ιωάννινα.
1645-1669 Ε΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος («Κρητικός»). Οι Οθωμανοί κατά-
λαμβάνουν την Κρήτη και πολιορκούν τον Χάνδακα (Ηράκλειο), που
αντιστέκεται για 23 χρόνια.
1684-1699 ΣΤ΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Η Βενετία, σε μια στιγμή αδυναμίας
των Οθωμανών, καταλαμβάνει τη Λευκάδα, την Πελοπόννησο και την
Αίγινα – και πρόσκαιρα την Αθήνα. Η Β΄ Βενετοκρατία στην Πελοπόν-
νησο, όπως ονομάστηκε η τριαντάχρονη περίοδος της κυριαρχίας των
-5-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
-6-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
-7-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η πολεοδομική οργάνωση
Η πολεοδομική οργάνωση των oικισμών της περιόδου υπήρξε συνέχεια εκείνης των
μεσαιωνικών χρόνων και καθορίστηκε από ορισμένους βασικούς παράγοντες, όπως
η ασφάλεια, η σύσταση του πληθυσμού και η εμπορική δραστηριότητα. Οι
οχυρώσεις, που εξασφαλίζουν την άμυνα μιας πόλης, συνιστούν στις περισσότερες
περιπτώσεις το όριο εκτός του οποίου δεν μπορεί αυτή να επεκταθεί. Συγχρόνως,
διαγράφουν την έκταση μέσα στην οποία αναπτύσσεται η ζωή της πόλης – μία
έκταση περιορισμένη, όπου δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι, οι δρόμοι είναι στενοί
και ακανόνιστοι και τα κτίσματα καλύπτουν πολύ πυκνά τον χώρο. Ωστόσο, σε
ορισμένες περιπτώσεις αναπτύσσονται συνοικίες εκτός των τειχών, για λόγους
-8-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
-9-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
προσθήκη του Λευκού Πύργου, του πύργου του Τριγωνίου και του φρουρίου του
Βαρδαρίου. Οι νέοι κυρίαρχοι της πόλης, εκτός από τη σταδιακή κατάληψη των
μεγάλων χριστιανικών μνημείων, προχώρησαν στην ανέγερση νέων κοινωφελών και
θρησκευτικών κτισμάτων κατά μήκος των κεντρικών οδών, όπως τα λουτρά Μπέη
Χαμάμ και το λεγόμενο τζαμί Αλκαζάρ στην Εγνατία. Στον βυζαντινό πληθυσμό της
πόλης ήρθαν να προστεθούν μετά την οθωμανική κατάκτηση Τούρκοι έποικοι και
Εβραίοι που διέφευγαν από τους διωγμούς τους στη Δυτική Ευρώπη. Αρχικά δεν
υπήρχε εθνοτικός διαχωρισμός, αλλά μετά από μία μεγάλη πυρκαγιά το 1619/20,
δημιουργήθηκαν αμιγώς εβραϊκές συνοικίες στον ως τότε αδόμητο χώρο της
αρχαίας Αγοράς και τουρκικές στην επίσης αδόμητη ως τότε άνω πόλη. Η άνθηση
του εμπορίου ξεπέρασε τα δεδομένα της βυζαντινής περιόδου, με αποτέλεσμα η
εμπορική κίνηση να επεκταθεί πέραν των παλαιών παραδοσιακών κέντρων της, από
την αρχαία Αγορά προς τα παράκτια τείχη. Μία απογραφή του 1568 καταγράφει 27
αγορές και 15.000 καταστήματα-επιχειρήσεις. Η μέριμνα για την εμπορική ζωή της
πόλης οδήγησε από νωρίς στην κατασκευή μπεζεστενίου, κλειστής αγοράς
πολύτιμων ειδών.
Η περίπτωση της Αθήνας στον νότο, παρουσιάζει άλλες ιδιαιτερότητες. Η
πόλη παραδόθηκε ειρηνικά στους Τούρκους το 1456 και απέκτησε προνόμια που
διατήρησε μέχρι το τέλος της περιόδου. Ο οικισμός αναπτύχθηκε βόρεια της
Ακρόπολης, του κάστρου, στο οποίο εγκαταστάθηκε αμιγώς μουσουλμανικός
πληθυσμός. Τα παλαιά τείχη της πόλης είχαν αχρηστευθεί, καθώς δεν υπήρχε
ανάγκη αμυντικής οχύρωσης. Ο πολεοδομικός ιστός διαιρούνταν σε 32 μαχαλάδες-
ενορίες, με κέντρο μία εκκλησία, οι οποίες εξυπηρετούσαν τη διοίκηση της και το
σύστημα συλλογής των φόρων. Οι μαχαλάδες αυτοί ομαδοποιούνταν σε 8
πλατώματα, με επικεφαλής Έλληνες προεστούς. Ο αριθμός των σπιτιών που
περιλάμβανε κάθε μαχαλάς ποίκιλε, καθώς αλλού υπήρχαν πλουσιότερα σπίτια με
αυλές και κήπους, κι αλλού πυκνή δόμηση. Το παζάρι, η εβδομαδιαία αγορά κατά
την οποία έφερναν προς πώληση τα προϊόντα τους οι χωρικοί της Αττικής, γινόταν
στο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς και προς τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Η θέση ήταν
γνωστή και ως Σταροπάζαρο, λόγω της ετήσιας πώλησης των σιτηρών στο ίδιο
σημείο. Η καθημερινή αγορά βρισκόταν στην περιοχή του τζαμιού του Μοναστη-
ρακίου, μπροστά από την πρόσοψη της Βιβλιοθήκης. Η ανέγερση των τζαμιών του
- 10 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Πορθητή γύρω στο 1670 και του Κάτω Συντριβανιού το 1759, καθώς και του
διοικητικού συγκροτήματος του βοεβοδαλικίου, συνέδεσαν την αγορά με το διοικη-
τικό και θρησκευτικό κέντρο των Οθωμανών.
- 11 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 12 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Το οδικό δίκτυο
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι μικροί και μεγάλοι οικισμοί του ελλαδικού χώρου
επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω δικτύου οδών, το οποίο στις περισσότερες
περιπτώσεις ήταν το ίδιο με εκείνο των βυζαντινών χρόνων, που με τη σειρά του
ακολουθούσε συνήθως διαδρομές που είχαν σχηματιστεί και χρησιμοποιούνταν
ήδη από την αρχαιότητα.
Η οθωμανική διοίκηση επέδειξε κατά τους δύο πρώτους αιώνες της
κυριαρχίας της ιδιαίτερη μέριμνα για τη βελτίωση και τη συντήρηση του οδικού
δικτύου στις κατακτημένες περιοχές, όχι μόνον διότι η κίνηση του στρατού
απαιτούσε ένα άρτιο πλέγμα δρόμων, αλλά και επειδή μέσω αυτού γινόταν
ευχερέστερη η είσπραξη και η ασφαλής μεταφορά των φόρων και εφικτή η
διακίνηση εμπορευμάτων. Οι Οθωμανοί συντήρησαν δρόμους, κατασκεύασαν
γέφυρες, χάνια (ξενοδοχεία) για τους ταξιδιώτες και ταχυδρομικούς σταθμούς, ενώ
μερίμνησαν για την ασφάλεια των μεταφορών, εγκαθιστώντας φρουρές ή
αναθέτοντας τη φύλαξη των καίριων περασμάτων (των δερβενίων), σε ένοπλα
σώματα. Με την παρακμή του οθωμανικού κράτους από τον 17ο αι., το οδικό
δίκτυο άρχισε να παραμελείται, πράγμα που διαπιστώνεται στις περιγραφές
πολλών περιηγητών. Η μέριμνα για την κατασκευή έργων αυτής της κατηγορίας
πέρασε κυρίως στις τοπικές κοινότητες και ευκαιριακά σε ισχυρούς Οθωμανούς
διοικητές, όπως ο Αλή πασάς – χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα γεφύρια
της Ηπείρου.
Οι δρόμοι της εποχής προορίζονταν κυρίως για πεζούς και υποζύγια – για
μεταφορικά δηλαδή ζώα, που περιλάμβαναν γαϊδούρια, ημίονους (μουλάρια) και
καμήλες. Άμαξες απαντούσαν σπάνια, σε πεδινές περιοχές και μεγάλα αστικά
κέντρα, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1801 ο λόρδος Έλγιν
χρειάστηκε να παραγγείλει μία άμαξα στη Γαλλία προκειμένου να μπορέσει να
μεταφέρει τα γλυπτά της Ακρόπολης από την Αθήνα στον Πειραιά.
- 13 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 14 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
γέφυρα του Σπερχειού ή Αλαμάνας, γνωστή από την ομώνυμη μάχη του 1821,
κτίστηκε από την βαλιδέ σουλτάνα (βασιλομήτορα) μεταξύ του 1648 και 1665.
- 15 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 16 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Το νέο όπλο
Tο όπλο που άλλαξε τα δεδομένα του πολέμου είναι το πυροβόλο – γνωστό
περισσότερο με το όνομα κανόνι. Πρόκειται για έναν επιμήκη και ελαφρά κωνικό
μεταλλικό σωλήνα, με κλειστό το ένα από τα δύο άκρα του. Εκεί τοποθετείται
πυρίτιδα (μείγμα άνθρακα, θείου και νίτρου), η οποία πυροδοτείται με φυτίλι και
με την ανάφλεξη εκτοξεύει σφαιρικό βλήμα (αρχικά λίθινο και αργότερα
μεταλλικό).
Τα πρώτα, «πρωτόγονης» μορφής κανόνια επινοήθηκαν και
χρησιμοποιήθηκαν σε μάχες στην Κίνα τον 12ο αι. και από εκεί πέρασαν στην
ισλαμική Ανατολή. Η πρώτη ευρείας κλίμακας χρήση πυροβολικού σε ευρωπαϊκό
έδαφος, που έκρινε αποφασιστικά την έκβαση μιας αναμέτρησης, έλαβε χώρα στην
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453. Υπό τη διεύθυνση του Ούγγρου
μηχανικού Ορμπάν, ο οθωμανικός στρατός παρέταξε εξήντα οκτώ βομβάρδες που
εκτόξευαν λίθινες μπάλες σε απόσταση ενός μιλίου. Τα κανόνια αυτά μπορούσαν
να πραγματοποιήσουν μόνο λίγες βολές την ημέρα, διότι υπερθερμαίνονταν και
υπήρχε ο κίνδυνος να εκραγούν. Η πυροδότησή τους προκαλούσε εκκωφαντικό
κρότο, που τρομοκρατούσε τους πολιορκημένους.
Σύντομα τα κανόνια τελειοποιήθηκαν και μίκρυναν σημαντικά σε μέγεθος,
ώστε να είναι πιο ευέλικτα. Ως τον 17ο αι. κατασκευάζονταν από ορείχαλκο και
κατόπιν από σίδηρο. Προκειμένου να μετακινούνται με ευκολία, τα κανόνια
τοποθετούνταν επάνω σε κιλλίβαντες, ξύλινες βάσεις με δύο τροχούς. Ένας άλλος,
σταθερός τύπος κανονιού που γνώρισε ευρεία χρήση, είναι οι βομβάρδες, μικρού
μήκους και μεγάλου διαμετρήματος πυροβόλα, που εκτόξευαν μεγάλες μεταλλικές
μπάλες με πυροκροτητή, οι οποίες περιείχαν πυρίτιδα. Η καμπύλη τροχιά που
διέγραφαν τις καθιστούσε ιδιαίτερα κατάλληλες σε πολιορκίες, καθώς έπλητταν τον
αντίπαλο μέσα από τα τείχη του. Με βολή βομβάρδας καταστράφηκε από τους
Βενετούς ο Παρθενώνας το 1687.
Η χρήση των κανονιών δεν περιορίστηκε σε μάχες και πολιορκίες στην ξηρά,
αλλά γρήγορα υιοθετήθηκε και από το ναυτικό. Οι κυρίαρχοι τύποι πολεμικών
σκαφών ήταν κατά τον 15ο και 16ο αι. η μεγάλη κωπήλατη γαλέρα και η μικρότερη
γαλεάτσα. Ο βενετικός στόλος, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) αριθμούσε
20-30 γαλέρες και πολύ λιγότερες γαλεάτσες. Τα μεγάλα, νέου τύπου ιστιοφόρα
- 17 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
που επικράτησαν στις ναυτικές δυνάμεις της Δύσης από τον 17ο αι. δεν ήταν τόσο
διαδεδομένα στη γηρασμένη ιταλική δημοκρατία, η οποία ενοικίαζε τέτοια πλοία
από την Αγγλία και τη Γαλλία. Μια γαλέρα έφερε 7-12 κανόνια, μια γαλεάτσα 20 και
τα μεγάλα ιστιοφόρα 50-80. Οι ναυμαχίες κρίνονταν πλέον από τη δύναμη πυρός
των αντιμαχομένων και οι βυθίσεις πολεμικών πλοίων εξαιτίας βολών του
πυροβολικού συνεπάγονταν εκατόμβες νεκρών.
- 18 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 19 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 20 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
χρόνια αντοχή τους στην πολιορκία των Οθωμανών – μία από τις πλέον
μακροχρόνιες στην ανθρώπινη ιστορία. Τον γενικό θαυμασμό που προκαλούσαν τα
τείχη μαρτυρούν οι πολυπληθείς απεικονίσεις τους, ακόμα και σε ανάγλυφο χάρτη
που εντοιχίστηκε στα τέλη του 17ου αι. στην εκκλησία Santa Maria Zobenigo στη
Βενετία.
Ο Χάνδακας διέθετε παλαιά, βυζαντινά τείχη, τα οποία δεν επαρκούσαν
πλέον, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης του οικισμού αλλά και της εμφάνισης των
πυροβόλων στην πολεμική πρακτική. Η νέα οχύρωση, μήκους 7 χλμ., περιέβαλε
τριπλάσια έκταση σε σχέση με εκείνη της βυζαντινής πόλης. Στη σχεδίασή τους
εργάστηκαν ο Sanmicheli και κυρίως ο Giulio Savorgnan.
H βόρεια πλευρά των τειχών εκτεινόταν κατά μήκος του παραλιακού
μετώπου της πόλης. Κεντρικό σημείο της αποτελούσε το λιμάνι, το οποίο έκλεινε με
κινητή αλυσίδα. Κύριο οχύρωμα του λιμανιού ήταν ο Κουλές (όπως είναι το
τουρκικό του όνομα), ένα αυτόνομο φρούριο στο άκρο του κεντρικού
λιμενοβραχίονα, με κανονιοθυρίδες που ανοίγονται λίγο ψηλότερα από το επίπεδο
της επιφάνειας της θάλασσας, για να πλήττονται από εκεί τα εχθρικά πλοία. Εντός
του λιμανιού υπήρχαν νεώρια (arsenali) για τη συντήρηση πλοίων, ορισμένα από τα
οποία διατηρούνται ακόμη.
Τα χερσαία τείχη αποτελούν ένα σύστημα από ευθύγραμμα μέρη και
γωνιακούς προμαχώνες, που διακόπτεται από τις κύριες και τις δευτερεύουσες
πύλες. Μπροστά τους εκτείνεται βαθιά, ξηρή τάφρος. Το υλικό από τη διάνοιξή της
χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των τειχών, τα οποία είναι στην πραγματικότητα
πελώρια αναχώματα με λίθινες επενδύσεις στις εξωτερικές όψεις τους. Εκτός από
τις πύλες, τα τείχη διατρυπούν στοές (contramine) και διάδρομοι για την κίνηση του
στρατού.
Οι προμαχώνες είναι συνολικά επτά και φέρουν τα ονόματα α) Σαμπιονάρα
β) Βιτούρι γ) Ιησού δ) Μαρτινένγκο ε) Βηθλεέμ στ) Παντοκράτορα και ζ) Αγίου
Ανδρέα. Το σχήμα τους δεν είναι πανομοιότυπο, καθώς προσαρμόζονται στην
ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνει ο καθένας, αλλά σε γενικές γραμμές έχει τη
μορφή ενός αυτόνομου καρδιόσχημου βέλους που συνδέεται με το κυρίως τείχος
με έναν λαιμό. Εκατέρωθεν του λαιμού αυτού διαμορφώνονται εσωτερικές
πλατείες με θέσεις για κανόνια. Κατασκευαστικά είναι απολύτως όμοιοι με τα τείχη.
- 21 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 22 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ξεπέρασε τα 200.000 άτομα, ενώ το χρηματικό κόστος υπήρξε τεράστιο, τόσο για τη
Βενετία, που δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει οικονομικά, όσο και για την
Οθωμανική αυτοκρατορία.
- 23 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Τα δημόσια κτήρια
Η ανέγερση κτηρίων δημοσίου χαρακτήρα είχε ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για τις
διοικητικές, στρατιωτικές και άλλες ανάγκες που έπρεπε να καλύψουν, αλλά και
από την άποψη της συμβολικής τους βαρύτητας, καθώς τα κτήρια αυτά
διακήρυτταν την ισχύ και την υπεροχή του κυρίαρχου, τόσο απέναντι στους
γηγενείς, όσο και στους ταξιδιώτες. Επιπλέον, συνιστούσαν το πεδίο άσκησης της
επίσημης, «κρατικής» αρχιτεκτονικής και κατά συνέπεια μετέδιδαν με αμεσότητα
τις αισθητικές προτιμήσεις της μητρόπολης προς την περιφέρεια.
- 24 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
και χρονολογείται πριν από το 1494 (σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο της
πόλης). Η μεγάλη ορθογώνια αίθουσα στεγάζεται με έξι τρούλους, με τη βοήθεια
δύο κεντρικών ογκωδών πεσσών. Η τοιχοποιία ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο
σύστημα, με ελάχιστα και μικρά παράθυρα στο άνω μέρος, για λόγους ασφαλείας.
Η πρόσβαση των επισκεπτών γινόταν μέσω τεσσάρων αξονικών πυλών. Πλούσιος
ήταν ο εσωτερικός διάκοσμος, που δείχνει τη σημασία των κτισμάτων αυτών. Άλλα
μπεζεστένια σώζονται στη Θεσσαλονίκη (1455-1459), το οποίο εξακολουθεί να
λειτουργεί ως αγορά, και στη Λάρισα (π. 1484-1506), σε ερειπιώδη κατάσταση.
Από τον 18ο κυρίως αι., σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού των αστικών
κέντρων, κτίστηκαν πύργοι με ωρολόγια, συνήθως κοντά στο κέντρο της αγοράς. Σε
αυτούς οι ώρες σημαίνονταν με καμπάνες, που χτυπούσαν σε κανονικά
διαστήματα, και όχι με μηχανικά ωρολόγια. Το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα αυτής
της κατηγορίας είναι το ρολόι των Γιαννιτσών, που χρονολογείται στο 1753.
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, ιδρύθηκε από τον Αχμέτ Εβρενόσογλου,
απόγονο του κατακτητή της Μακεδονίας Γαζή Εβρενός, ως δώρο στους γονείς του
και τις ψυχές των προγόνων του. Ο ύψους 20 μ. πύργος αποτελείται από λιθόκτιστη
βάση και κορμό εξ ολοκλήρου κτισμένο με πλίνθους (τούβλα). Στην κορυφή
βρίσκεται το στέγαστρο της καμπάνας, με χαρακτηριστική κωνική μορφή. Άλλοι
πύργοι ωρολογίων έχουν σωθεί στην Άρτα (1775) και τη Χαλκίδα (τέλη 18ου-αρχές
19ου αι.). Στην Αθήνα, ο λόρδος Έλγιν δώρισε ένα ευρωπαϊκό μηχανισμό ωρολογίου
ως ανταπόδοση προς τους Αθηναίους για τις αρχαιότητες που πήρε από την πόλη. Ο
πύργος του κτίστηκε το 1814 στον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και σωζόταν
ως το 1884.
Την κατεξοχήν δημόσια κατασκευή της οθωμανικής περιόδου αποτελούν οι
κρήνες, που κτίστηκαν κατά εκατοντάδες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης των
μουσουλμάνων με το νερό. Αν και πρόκειται για κατασκευές μικρής κλίμακας και
απλής τυπολογίας, μεταφέρουν χαρακτηριστικά στοιχεία της οθωμανικής
αρχιτεκτονικής, όπως τα ισλαμικά ή διπλής καμπυλότητας τόξα, και σε ορισμένες
περιπτώσεις φέρουν περίτεχνο ανάγλυφο διάκοσμο. Δύο είναι οι κύριες κατηγορίες
κρηνών που σώζονται στον ελλαδικό χώρο: οι κρήνες-προσόψεις και οι περίοπτες.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τον τοίχο ενός κτίσματος ή μια θολωτή
υδατοδεξαμενή, στη μία πλευρά της οποίας διαμορφώνεται η κρήνη με την οπή
- 25 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Βενετοκρατούμενες περιοχές
Οι Βενετοί από την πλευρά τους ανέπτυξαν μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα στις
κτήσεις τους. Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτε από τα κεντρικά κτήρια
διοίκησης, όπως το ανάκτορο του διοικητή-δούκα της Κρήτης στον Χάνδακα
(Ηράκλειο), επί της κεντρικής Ruga Grande που οδηγούσε από το λιμάνι στον ναό
του Αγίου Μάρκου.
- 26 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 27 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 28 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 29 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 30 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 31 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
αρχοντικό των Μπενιζέλων στην οδό Αδριανού στην Πλάκα, το οποίο σχετίζεται με
την οικογένεια της Αθηναίας αγίας Φιλοθέης (†1589). Σύμφωνα με τα δεδομένα
από την τελευταία αποκατάστασή του, το σπίτι χρονολογείται στον 18ο αι., μάλλον
στα μέσα του, αν και είναι πιθανό να περιλαμβάνει παλαιότερες οικοδομικές
φάσεις. Πρόκειται για διώροφο κτίσμα, προστατευμένο από υψηλό μανδρότοιχο,
με εσωτερική αυλή και μικρό κήπο. Το ισόγειο στέγαζε βοηθητικές δραστηριότητες,
ενώ στον όροφο υπήρχαν τρεις χώροι διημέρευσης και διανυκτέρευσης, ένας
κεντρικός ανοικτός οντάς που απολήγει σε σαχνισί στη μια πλευρά και δύο
πλευρικοί, ο καλοκαιρινός και ο χειμωνιάτικος (με τζάκι). Ένα ευρύ ξυλόστεγο
χαγιάτι που έβλεπε προς την αυλή και βασιζόταν στην τοξοστοιχία του ισογείου,
λειτουργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας όλων των χώρων του σπιτιού Οι οντάδες
φωτίζονταν με διπλή σειρά παραθύρων, παρακυπτικών και φωτιστικών. Η
περίκλειστη αυλή με το χαγιάτι αποτελούν βασικό συστατικό των αθηναϊκών
σπιτιών, παρέχοντας ασφάλεια και άνεση κινήσεων στο εσωτερικό τους.
Σημειώνεται ότι την ασφάλεια του σπιτιού ενίσχυαν τυφεκιοθυρίδες στις γωνίες
του, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μέσα από τους οντάδες.
- 32 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 33 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Οι λαϊκές κατοικίες
Τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, τόσο στην οθωμανική ηπειρωτική Ελλάδα όσο και
στα βενετοκρατούμενα νησιά, αντιμετώπιζαν πολύ δύσκολες συνθήκες ζωής,
έκδηλες και στη μορφή των κατοικιών τους. Και στις δύο περιοχές κυριαρχεί το
μονόχωρο σπίτι ή αλλιώς μονόσπιτο, το οποίο αποτελούνταν από ένα μόνο
δωμάτιο, συχνά μικρού μεγέθους και κτισμένο από φτωχικά υλικά. Στον ένα και
μοναδικό χώρο του η οικογένεια –που συχνά ήταν πολυμελής– διανυκτέρευε και
περνούσε μεγάλο μέρος της μέρας της, ενώ μπορεί να διατηρούσε και κάποιο
οικόσιτο ζώο, που αποτελούσε πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο. Μονόχωρα σπίτια
απαντούσαν κυρίως στα χωριά της υπαίθρου αλλά και στους οχυρωμένους
οικισμούς των νησιών. Σταδιακά οι φτωχικές αυτές κατοικίες βελτιώθηκαν με την
κατασκευή ξύλινων παταριών και ντουλαπιών που διαιρούσαν στοιχειωδώς τις
λειτουργίες του εσωτερικού χώρου ή με την προσθήκη ενός δεύτερου δωματίου.
Στα χωριά της Αττικής, στην ύπαιθρο της Αθήνας, κυριαρχούσαν δύο τύποι
σπιτιών, τα μακρυνάρια και τα πυργάκια. Τα πρώτα αποτελούνταν από μία σειρά
δωματίων που έβλεπαν σε μία εσωτερική αυλή. Στα δεύτερα ξεχώριζε ένα
υπερυψωμένο δωμάτιο, επάνω σε ημιυπόγειο, με βοηθητικά προσκτίσματα γύρω
από την αυλή. Τοπική ιδιαιτερότητα συνιστούν τα λεγόμενα καμαρόσπιτα,
μονόχωρες κατοικίες στις οποίες ο χώρος διπλασιαζόταν με την κατασκευή ενός
τόξου (καμάρας) που στήριζε την κορυφή της δίριχτης κεραμοσκεπής.
- 34 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η μοναστηριακή αρχιτεκτονική
Ta μοναστηριακά συγκροτήματα
Τα μοναστήρια έχουν συνήθως τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα, εκτός αν το έδαφος
δεν επιτρέπει αυτή την κανονικότητα. Το σχήμα αυτό ορίζεται εξωτερικά από τείχος
ή μανδρότοιχο, μέσα στο οποίο εντάσσονται τα επιμέρους κτίσματα κάθε
μοναστηριακού συγκροτήματος. Οι πτέρυγες που αναπτύσσονται συνήθως κατά
μήκος του τείχους και σε επαφή με αυτό, περιβάλλουν μιαν αυλή, στο κέντρο της
οποίας βρίσκεται το καθολικό (η κεντρική εκκλησία της μονής).
Στις πτέρυγες στεγάζονται οι χώροι κατοικίας των μοναχών (τα κελιά), η
τράπεζα όπου γευματίζουν, παρεκκλήσια, αποθηκευτικοί και άλλοι βοηθητικοί
χώροι. Η διάταξη αυτή γνωρίζει ποικίλες παραλλαγές ανάλογα με το μέγεθος και τη
θέση της κάθε μονής. Πρόκειται για ένα κλειστό και ενιαίο σύνολο, που έχει ως
στόχο να προστατεύσει και να απομονώσει τους ενοίκους του και στο οποίο πολύ
σπάνια γίνονται εξωτερικές προσθήκες και επεκτάσεις. Παρόμοια διάταξη, σε
- 35 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Τα τείχη
Τα περισσότερα μοναστήρια της περιόδου θυμίζουν εξωτερικά μικρά κάστρα,
καθώς δανείζονται πολλά στοιχεία από την αρχιτεκτονική των οχυρώσεων: στην
πλειονότητά τους βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές που απειλούνταν από
ληστές ή πειρατές και η ασφάλεια ήταν κρίσιμη για την επιβίωσή τους.
Τα τείχη –ή αλλιώς ο περίβολος– των μοναστηριών δεν διαφέρουν από
εκείνα των κάστρων και των οχυρώσεων των πόλεων, των χρόνων πριν από την
εμφάνιση των πυροβόλων. Έχουν μεγάλο πάχος και επίπεδες και αδιάρθρωτες
όψεις, οι οποίες διακόπτονται ανά διαστήματα από πύργους. Στην κορυφή τους
απολήγουν άλλοτε σε επάλξεις και άλλοτε ενοποιούνται με τους τελευταίους
ορόφους των κτηρίων που υπάρχουν εσωτερικά. Τα τείχη είναι ελεύθερα και στις
δύο πλευρές τους μόνο στα πολύ μεγάλα μοναστήρια· συνήθως, λόγω της
στενότητας του χώρου, τα εντός του περιβόλου κτίσματα εφάπτονται στα τείχη και
ουσιαστικά τα σχηματίζουν με την εξωτερική τους πλευρά.
Οι πυλώνες
Οι περισσότερες μονές διέθεταν συνήθως μία είσοδο (πυλώνα), για λόγους
ασφαλείας. Οι μικρότερες, βοηθητικές θύρες, ονομάζονταν παραπόρτια. Ο
μοναστηριακός πυλώνας ανοιγόταν στο σημείο όπου κατέληγε ο δρόμος που
οδηγούσε στη μονή και ήταν συνήθως τοποθετημένος στη δυτική πλευρά του
συγκροτήματος, ώστε ο εισερχόμενος να αντικρύζει την πρόσοψη και τη θύρα του
καθολικού. Οι μεταβυζαντινοί πυλώνες έχουν έντονα φρουριακό χαρακτήρα και
ανοίγονται στο ισόγειο μιας από τις πτέρυγες της μονής, ή στο ισόγειο πύργου που
είχε ακριβώς την αποστολή να προστατεύει την είσοδο. Επάνω από το άνοιγμά του
συχνά υπήρχε καταχύστρα ή ζεματίστρα. Τα ξύλινα θυρόφυλλα ήταν επενδεδυμένα
με μεταλλικά φύλλα. Μετά την θύρα ακολουθούσε ένας θολοσκέπαστος
διάδρομος, το διαβατικό, που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή.
- 36 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Τα κελιά
Τα κελιά αναπτύσσονταν κατά μήκος όλων ή των περισσότερων πλευρών του
περιβόλου, συχνά σχηματίζοντάς τον με την εξωτερική τους πλευρά. Επρόκειτο για
επάλληλες σειρές μικρών δωματίων, που οργανώνονταν σε δύο έως τέσσερις
ορόφους. Κύριο χαρακτηριστικό των οικοδομημάτων αυτών αποτελούσε ο
διάδρομος-στοά που εκτεινόταν μπροστά από κάθε όροφο, στην πλευρά της
εσωτερικής αυλής, ο οποίος εξυπηρετούσε την πρόσβαση στα κελιά (που είχαν
θύρες κατά μήκος του). Ο διάδρομος αυτός ονομάζεται ηλιακός ή έμβολος και ήταν
σκεπαστός, με τόξα ή ξύλινους στύλους που συγκρατούσαν τον άνω όροφο ή την
προέκταση της σκεπής. Η άνοδος στις στοές και τα κελιά γινόταν με σκάλες που
αναπτύσσονταν είτε εξωτερικά τους, είτε μέσα στην πτέρυγα.
Κάθε κελί είχε μικρές διαστάσεις και καλυπτόταν συνήθως με λιθόκτιστη
καμάρα που ακολουθούσε τον άξονα της πτέρυγας ή ήταν κάθετη σε αυτόν. Το
εσωτερικό του ήταν αδιάρθρωτο, με ερμάρια (ράφια ή ντουλάπια) στους τοίχους.
Σε πολύ ορεινές περιοχές μπορούσε να υπάρχει και εστία. Η θύρα εισόδου ήταν
κατά κανόνα χαμηλή και σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε δίπλα της μικρό
παράθυρο. Μεταγενέστερα άρχισαν να ανοίγονται παράθυρα και προς τις
εξωτερικές πλευρές, στους ψηλότερους ορόφους.
Το πιο προβεβλημένο στοιχείο των κτηρίων των κελιών είναι η πρόσοψη των
στοών τους προς την εσωτερική αυλή του μοναστηριού. Σε μεγάλα μοναστήρια, τα
τύμπανα των τοξοστοιχιών διακοσμούνταν με κεραμοπλαστικά κοσμήματα και
πολύχρωμα πινάκια. Από τον 18ο αι. έγινε έντονη η επίδραση της αρχιτεκτονικής
των αρχοντικών κατοικιών, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση στις πτέρυγες των
κελιών ορόφων που προεξείχαν με σαχνισιά.
- 37 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Οι πύργοι
Στις περισσότερες μονές, μικρές και μεγάλες, ανάμεσα στις πτέρυγες δέσποζε ένας
ψηλός πύργος, ο οποίος ήταν απαραίτητος για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων,
για την παρατήρηση τυχόν κινδύνου, για την άμυνα σε περίπτωση επίθεσης, καθώς
και ως ύστατο καταφύγιο σε περίπτωση παραβίασης του περιβόλου.
Οι μοναστηριακοί πύργοι ήταν κτισμένοι είτε σε μία από τις γωνίες του
συγκροτήματος, είτε επάνω από τον πυλώνα εισόδου. Το σχήμα τους ήταν συνήθως
τετράπλευρο –σε λίγες εξαιρέσεις κυκλικό– και το ύψος τους ανερχόταν σε
αρκετούς για τα δεδομένα της εποχής ορόφους. Η πρόσβαση στους ορόφους
γινόταν με εσωτερική σκάλα. Ένας από αυτούς –κατά κανόνα ο τελευταίος– μπορεί
να φιλοξενούσε παρεκκλήσιο.
Κατασκευαστικά οι πύργοι δεν διέφεραν από εκείνους των οχυρώσεων. Οι
τοίχοι τους ήταν παχύτατοι και στους κατώτερους ορόφους δεν έφεραν ανοίγματα.
Στον τελευταίο όροφο προεξείχαν ζεματίστρες, συνεχείς ή μεμονωμένες,
στηριζόμενες σε φουρούσια. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εξωτερικές επιφάνειες
ήταν διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα. Ο τελευταίος όροφος απέληγε σε
επάλξεις.
Οι τράπεζες
Ένα από τα βασικά στοιχεία στη ζωή των μοναχών είναι τα κοινά γεύματα. Ήδη από
τη βυζαντινή περίοδο, τη δραστηριότητα αυτή στέγασαν ιδιαίτερα κτήρια, οι
τράπεζες, που βρίσκονταν κατά κανόνα κοντά στο καθολικό. Η πρακτική αυτή
συνεχίστηκε κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Σε μεγάλες μονές οι τράπεζες
κτίζονταν ως ανεξάρτητα κτίσματα μέσα στην αυλή, απέναντι ή δίπλα στο καθολικό,
και οι διαστάσεις τους μπορεί να έφταναν και τα 25 μέτρα σε μήκος, καθώς έπρεπε
να φιλοξενήσουν μεγάλο αριθμό μοναχών. Σε μικρότερες μονές, οι τράπεζες
καταλάμβαναν μία πλευρά του περιβόλου ή εντάσσονταν σε μία από τις πτέρυγες
των κελιών.
Βασικό στοιχείο στη διάταξη των τραπεζών ήταν ο ενιαίος επιμήκης
εσωτερικός χώρος, στη μία στενή πλευρά του οποίου ανοίγονταν από μία έως τρεις
κόγχες που εξήραν τη θέση του ηγουμένου. Οι κόγχες αυτές θυμίζουν το τριμερές
ιερό βήμα των ναών και συνήθως προεξέχουν εξωτερικά με τον ίδιο τρόπο. Τα
- 38 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Οι εστίες
Το φαγητό παρασκευαζόταν σε έναν μικρό χώρο που αποτελούσε συνέχεια της
τράπεζας ή βρισκόταν κοντά της, τη λεγόμενη εστία ή μαγειρείο. Όταν η τράπεζα
εντασσόταν σε πτέρυγα, ανάμεσα σε αυτήν και την εστία μεσολαβούσε για τον
κίνδυνο πυρκαγιάς ένας μικρός αποθηκευτικός χώρος, το οψοφυλάκιο ή
σκευοφυλάκιο. Στις αυτόνομες τράπεζες, η εστία ήταν εντελώς ανεξάρτητη, πάλι για
λόγους ασφαλείας.
Οι εστίες ήταν απλά κτίσματα, με έναν τετράγωνο συνήθως χώρο, στο
κέντρο του οποίου άναβε η φωτιά για την παρασκευή του φαγητού. Είχαν μία
είσοδο, προς την πλευρά της τράπεζας ή της αυλής και λιγοστά παράθυρα. Η
κάλυψη γινόταν με θόλο, ημισφαιρικό ή πυραμιδόσχημο, ο οποίος έφερε στο
κέντρο ψηλή καπνοδόχο. Η φωτιά άναβε σε λίθινη βάση-εσχάρα, κτισμένη στο
κέντρο του κτίσματος. Το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού γινόταν σε
ξεχωριστούς χώρους με φούρνους, τα μαγκιπεία ή αρτοκοπιά.
- 39 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Αποθηκευτικοί χώροι
Οι μονές –ιδίως οι μεγαλύτερες– διέθεταν πολυάριθμους αποθηκευτικούς χώρους,
τα λεγόμενα δοχεία, όπου φυλάσσονταν όλα τα απαραίτητα για τη διατροφή των
μοναχών αγαθά (λάδι, κρασί, μέλι, τυρί, σιτηρά κ.λπ.) αλλά και τα προϊόντα από τα
κτήματά τους. Τα δοχεία καταλάμβαναν κυρίως τα ισόγεια και τα υπόγεια των
πτερύγων των κελιών, όπου η θερμοκρασία ήταν πιο δροσερή. Το λάδι φυλασσόταν
σε μεγάλα πιθάρια τοποθετημένα μέσα στο έδαφος. Ομοίως, τα σιτηρά
τοποθετούνταν σε κτιστούς σιρούς. Το κρασί, που δεν έλειπε ποτέ από την τράπεζα
των μοναχών, φυλασσόταν επίσης σε ιδιαίτερους χώρους, τα βαγεναρεία, που
ονομάζονταν έτσι από τα μεγάλα βαρέλια, τα βαγένια. Πολλές μονές διέθεταν έξω
από τον περίβολό τους ιδιαίτερα κτίσματα για την παρασκευή κρασιού και
τσίπουρου, τα κρασαριά ή ρακαριά.
Άλλοι χώροι ήταν αφιερωμένοι στη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων και
επίπλων: τα σκευοφυλάκια ήταν τοποθετημένα συχνά επάνω από τους νάρθηκες
και τις λιτές των ναών, ή στους μοναστηριακούς πύργους. Κύριο μέλημα ήταν η
αποφυγή του κινδύνου της πυρκαγιάς, που ήταν συχνό φαινόμενο στα μοναστήρια.
Στους ίδιους χώρους στεγάζονταν σε πολλές μονές οι βιβλιοθήκες, οι οποίες
αριθμούσαν σε κάποιες περιπτώσεις χιλιάδες χειρόγραφους κώδικες και έντυπα
βιβλία.
Νοσοκομεία - γηροκομεία
Χώροι αφιερωμένοι στη νοσηλεία των γερόντων και των άρρωστων μοναχών
μαρτυρούνται ήδη από την πρώτη περίοδο της ανάπτυξης του μοναχισμού στην
Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Η παράδοση αυτή, που συνεχίστηκε στη βυζαντινή
περίοδο, επιβίωσε και στους μεταβυζαντινούς χρόνους, όπου σε μεγάλες και
εύρωστες οικονομικά μονές κτίστηκαν αυτόνομα κτήρια νοσοκομείων. Δύο από
αυτά διασώθηκαν στα Μετέωρα, στη μονή του Μεγάλου Μετεώρου και στη
- 40 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Βαρλαάμ. Και τα δύο κτίστηκαν πίσω από το ιερό των καθολικών, έχουν
τετράπλευρο σχήμα και μοιάζουν στην κάτοψη με σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό,
με τη διαφορά ότι αντί για τρούλο έχουν θόλο με καπνοδόχο. Η καπνοδόχος
χρησίμευε για να απομακρύνεται ο καπνός της εστίας που άναβε στο κέντρο του
χώρου για να θερμαίνει τους μοναχούς και να παρασκευάζονται γεύματα,
αφεψήματα και φάρμακα. Και τα δύο νοσοκομεία των Μετεώρων διέθεταν
παρεκκλήσια αφιερωμένα στους ιαματικούς αγίους Αναργύρους.
Σημαντικό κτίσμα της ίδιας κατηγορίας αποτελεί το γηροκομείο της μονής
Πεντέλης στην Αττική, το οποίο βρίσκεται έξω από τον περίβολο του μοναστηριού.
Εξωτερικά δεν διαφέρει σε τίποτε από έναν τρουλαίο ναό, με εξαίρεση την απουσία
αψίδας ιερού. Το ίδιο ισχύει και για την εσωτερική κάτοψη, που ακολουθεί τον
τύπο του μεταβατικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με νάρθηκα. Το μήκος
των γωνιακών διαμερισμάτων, που δεν ξεπερνά το μήκος ενός κρεβατιού, μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εκεί φιλοξενούνταν οι γηροκομούμενοι μοναχοί. Στο
κέντρο άναβε η απαραίτητη εστία.
Φιάλες
Στις μεγάλες μονές, απέναντι από την είσοδο του καθολικού, κτίζονταν μικρά
θολωτά κτίσματα, οι φιάλες. Πρόκειται ίσως για τις πιο κομψές και ανάλαφρες
κατασκευές εντός των μοναστηριακών συγκροτημάτων και προορισμός τους ήταν
να στεγάσουν μαρμάρινες λεκάνες στις οποίες γινόταν η τελετή του αγιασμού των
υδάτων. Φιάλες αυτού του είδους υπήρχαν ήδη από τη μέση και την ύστερη
βυζαντινή περίοδο.
Οι περισσότερες μεταβυζαντινές φιάλες κτίστηκαν στα μοναστήρια του
Αγίου Όρους. Το γενικό σχήμα είναι αυτό μιας σειράς κιόνων σε κυκλική διάταξη,
γύρω από τη λεκάνη, οι οποίοι στηρίζουν μέσω τόξων τον ημισφαιρικό θόλο. Οι
περισσότερες φιάλες φέρουν πλούσιο γλυπτό και ζωγραφικό διάκοσμο. Τα μεταξύ
των κιόνων διαστήματα κλείνονται στο κάτω μέρος τους με μαρμάρινες πλάκες
(θωράκια), σε δεύτερη χρήση ή λαξευμένες ειδικά για αυτό το σκοπό.
- 41 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η οθωμανική αρχιτεκτονική
Τζαμιά
Το τζαμί ή αλλιώς τέμενος είναι μία αίθουσα ομαδικής προσευχής, στην οποία
συγκεντρώνεται η κοινότητα για το κήρυγμα της Παρασκευής. Δεν πρόκειται για
ναό όπου τελούνται μυστήρια και ιεροπραξίες, όπως στις χριστιανικές εκκλησίες.
- 42 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Κάθε τζαμί είναι προσανατολισμένο προς τη Μέκκα και αυτό σημαίνει ότι τα τεμένη
του ελλαδικού χώρου είναι στραμμένα προς τα νοτιοανατολικά.
Ένα τζαμί αποτελείται από τα εξής βασικά μέρη:
1) Τη στοά της πρόσοψης, το ρεβάκ, που αναδεικνύει το κτήριο και στεγάζει τους
πιστούς που δεν χωρούν στην αίθουσα κατά την προσευχή της Παρασκευής.
2) Τον μιναρέ, στο δεξιό συνήθως άκρο της στοάς, ψηλό πυργίσκο με εσωτερική
ελικοειδή κλίμακα που καταλήγει σε εξώστη, απ’ όπου καλούνται οι πιστοί να
προσευχηθούν.
3) Την αίθουσα της προσευχής, που μπορεί να περιλαμβάνει και γυναικωνίτη.
4) Τον τοίχο κίμπλε, τη νοτιανατολική δηλαδή πλευρά της αίθουσας, που στρέφεται
προς τη Μέκκα.
5) Το μιχράμπ, μια κόγχη στο κέντρο του τοίχου κίμπλε, προς την οποία
κατευθύνουν τις προσευχές τους οι πιστοί
6) Το μιμπάρ, έναν ψηλό άμβωνα στα δεξιά του μιχράμπ, απ’ όπου γίνεται το
κήρυγμα.
Η πρόσβαση στο εσωτερικό της αίθουσας γίνεται από μία θύρα που
τονίζεται με μνημειακό ανάγλυφο θύρωμα. Ο φωτισμός του εσωτερικού
επιτυγχάνεται με φυσικά (διπλές ή τριπλές σειρές παραθύρων) και τεχνητά μέσα
(πολυκάνδηλα κ.ά.). Τα υλικά δομής είναι γενικά καλής ποιότητας και διαφέρουν
ανάλογα με τη χρονολογική περίοδο, το γεωγραφικό χώρο και τις δυνατότητες των
κτιτόρων. Κυριαρχεί η λιθοδομή στους πλευρικούς τοίχους και η πλινθοδομή στους
τρούλους.
Τα σημαντικότερα ή καλύτερα διατηρημένα τζαμιά στην Ελλάδα είναι τα
ακόλουθα:
Τζαμί του Μεχμέτ Α’ Τσελεμπί, Διδυμότειχο (1420). Βρίσκεται έξω από τα τείχη του
παλιού βυζαντινού κάστρου, στο οποίο παρέμεινε ο χριστιανικός πληθυσμός της
πόλης. Επιγραφή μας πληροφορεί ότι κτίστηκε με τη φροντίδα του καδή Σεγίτ Αλή
Εφέντη από τους αρχιτέκτονες Νταγάν και Χατζή Ιβάζ. Ίσως ο θάνατος του Μεχμέτ
Α΄ το 1421 ή κάποιο άλλο πρόβλημα, επέβαλε την τροποποίηση του αρχικού
σχεδιασμού, με τρούλο στηριγμένο σε τέσσερις πεσσούς, και τη στέγασή του με
πυραμιδοειδή ξυλοκατασκευή. Με δενδροχρονολόγηση προσδιορίστηκε ότι η
ξυλεία κόπηκε το 1418. Η τοιχοποιία ακολουθεί το ισόδομο σύστημα και
- 43 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
διακρίνεται για την άριστη ποιότητα της κατασκευής της. Τα ανοίγματα φέρουν
τόξα από λευκούς και κόκκινους θολίτες και μαρμάρινα πλαίσια. Η ξύλινη στέγη,
που θεωρούνταν ως η μεγαλύτερη σωζόμενη μεσαιωνική ξυλοκατασκευή στην
Ευρώπη, κάηκε το 2017 στη διάρκεια έργων αναστήλωσης, από αμέλεια υπηρεσιών
του Υπουργείου Πολιτισμού.
Χαμζά μπέη τζαμί (Αλκαζάρ), Θεσσαλονίκη (1467-8). Χτίστηκε το 1467-1468 ως
συνοικιακό τέμενος. Το β΄ μισό του 16ου αι. προστέθηκε περίστωο με μιναρέ και
κατόπιν περίστυλο αίθριο, το μοναδικό στον ελλαδικό χώρο. Οι κιονοστοιχίες
αποτελούνται από υλικό σε β΄ χρήση. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το
1922, το τζαμί στέγασε κινηματογράφο και εμπορικές χρήσεις, μέχρι το 2006, οπότε
άρχισαν τα έργα αποκατάστασής του, που αποκάλυψαν ένα μνημείο μεγάλης
σπουδαιότητας.
Τζαμί Μεχμέτ μπέη, Σέρρες (1492-1493). Ιδρύθηκε σύμφωνα με την επιγραφή του
από τον Μεχμέτ Μπέη, γιό του μεγάλου βεζίρη Αχμέτ πασά και της Σελτζούκ
Χατούν, κόρης του Βαγιαζήτ Β΄. Ανήκει στον τύπο του ανεστραμμένου ταυ
(«Προύσας»). Ο τρούλος εδράζεται στο κεντρικό τετράγωνο μέσω λοφίων. Το
μιχράμπ εξέχει ως κόγχη, πεντάπλευρη εξωτερικά, επηρεασμένο από τις αψίδες των
χριστιανικών εκκλησιών. Ιδιαίτερης ποιότητας είναι η τοιχοποιία, κατά το ισόδομο
σύστημα.
Τζαμί Οσμάν Σαχ (Κουρσούμ τζαμί), Τρίκαλα (π. 1570). Το τζαμί του Οσμάν Σαχ
αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία οθωμανικής αρχιτεκτονικής στον
ελλαδικό χώρο και είναι το μόνο που αποδίδεται στον κορυφαίο εκπρόσωπό της,
τον Σινάν. Το τζαμί ιδρύθηκε από τον Οσμάν Σαχ, ανιψιό του Σουλεϊμάν του
Μεγαλοπρεπούς. Αν και τυπολογικά πρόκειται για ένα απλό κτίσμα, με μία ενιαία
αίθουσα προσευχής, οι αναλογίες και η ποιότητα του σχεδιασμού και των υλικών το
διαφοροποιούν από τα συνήθη τεμένη αυτής της μορφής. Το τετράγωνο σώμα του
τζαμιού διατρυπάται κλιμακωτά από μεγάλα τοξωτά και κυκλικά παράθυρα, με τις
εξωτερικές επιφάνειες κτισμένες με εναλλασσόμενες ζώνες λίθων και πλίνθων. Ο
μεγάλος μολυβδοσκέπαστος τρούλος ενισχύεται με διπλές αντηρίδες στις γωνιακές
πλευρές του. Μεγάλη στοά με υψηλόκορμους κίονες ενοποιεί την πρόσοψη και τη
βάση του μιναρέ.
- 44 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Φετιχιέ τζαμί, Αθήνα (π. 1670). Κτίστηκε στη θέση μεσοβυζαντινής βασιλικής που
είχε ήδη μετατραπεί σε τέμενος. Η ανέγερσή του τοποθετείται γύρω στο 1670,
πιθανώς για να εορταστεί η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους. Ακολουθεί
τον τύπο του απλού τεμένους με στήριξη του τρούλου από τέσσερις κίονες, μέσω
τεταρτοσφαιρίων και λοφίων. Τα γωνιακά διαμερίσματα στεγάζονται με
τρουλίσκους. Δύο σειρές παραθύρων φωτίζουν το εσωτερικό. Στις εξωτερικές όψεις
παρατηρείται πλινθοπερίκλειστο σύστημα μόνο στον τρούλο.
Τουρμπέδες
Οι τουρμπέδες είναι ταφικά μνημεία (μαυσωλεία) ιερών μορφών της ισλαμικής
πίστης ή άλλων επιφανών προσώπων, τα οποία απαντούν δίπλα σε κάποιο μεγάλο
τζαμί, μέσα σε έναν τεκέ, σε κοιμητήρια ή μεμονωμένα. Συνήθως έχουν τη μορφή
περίκεντρου κτίσματος (τις περισσότερες φορές οκταγωνικού) με τρούλο, μέσα στο
οποίο στεγάζεται ο τάφος. Σε ορισμένα υπάρχει και μιχράμπ στον ΝΑ. τοίχο, για τις
ανάγκες της προσευχής των προσκυνητών. Πρόκειται για κτίσματα επιμελημένης
κατασκευής και πλούσιας διακόσμησης, που πολλές φορές δεν υπολείπεται σε
ποιότητα εκείνης των τζαμιών. Στο τζαμί Οσμάν Σαχ των Τρικάλων, ο τουρμπές του
ιδρυτή του βρίσκεται δίπλα στο μεγάλο τέμενος. Είναι ένα κομψό οκταγωνικό
θολοσκέπαστο κτίσμα, από αργολιθοδομή καλυμμένη άλλοτε με επίχρισμα, με τις
ακμές του οκταγώνου να τονίζονται με λίθινα βεργία και κυμάτια.
Τεκέδες
Ο τεκές είναι ο κατεξοχήν ιερός χώρος της ισλαμικής θρησκείας, καθώς
περιλαμβάνει τον τάφο ενός ιερού προσώπου, τον οποίο φροντίζει μια αδελφότητα
δερβίσηδων από τα διάφορα μυστικιστικά τάγματα, με κύριο έργο της την
προσευχή, τη φιλανθρωπία και την εξυπηρέτηση των προσκυνητών. Ένας τεκές
αποτελεί μικρό συγκρότημα κτιρίων διαφόρων χρήσεων με κέντρο τον τουρμπέ και
γύρω μικρά τζαμιά, χώρους διαβίωσης, ξενώνες και βοηθητικά κτήρια.
Ένας από τους παλαιότερους τεκέδες του ελλαδικού χώρου είναι του Χασάν
μπαμπά στα Τέμπη της Θεσσαλίας, που χρονολογείται στα τέλη του 14ου-αρχές
15ου αι. Η ίδρυσή του αποδίδεται σε μπεκτασήδες δερβίσηδες που ακολουθούσαν
τον στρατό του Βαγιαζήτ Α΄ κατά την κατάκτηση της Θεσσαλίας. Από το συγκρότημα
- 45 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
σώζεται ο τουρμπές με τμήμα της μικρής στοάς που οδηγούσε στην είσοδό του, ενώ
το τζαμί, γνωστό από παλαιές απεικονίσεις, έχει καταστραφεί.
Μενδρεσέδες
Οι μενδρεσέδες, τα ιεροσπουδαστήρια, ήταν σχολές όπου με κορμό το κοράνι και
τη θεολογία, διδάσκονταν γενικές γνώσεις σε μικρούς μουσουλμάνους. Οι μαθητές
ήταν εσώκλειστοι και γι’ αυτό τον λόγο οι μενδρεσέδες είχαν συνήθως τη μορφή
συγκροτήματος με χώρους διδασκαλίας, προσευχής και διαμονής, γύρω από μια
κεντρική αυλή. Στα καλύτερα σωζόμενα δείγματα συγκαταλέγονται του Βελή πασά
στο κάστρο της Μυτιλήνης (α΄ μισό του 16ου αι.), με διώροφη στοά γύρω από την
εσωτερική αυλή, του Ασλάν πασά στα Γιάννενα (π. 1618), με μεγάλη στοά που
περιβάλλει δύο από τις πλευρές του κτίσματος, και της Καστοριάς (τέλη του 18ου
αι.).
Ιμαρέτ
Τα ιμαρέτ είναι κατεξοχήν κτίσματα φιλανθρωπικών υπηρεσιών. Στην απλούστερη
μορφή τους περιλαμβάνουν χώρους για αποθήκευση τροφίμων, παρασκευή,
διανομή και κατανάλωση φαγητού. Σε περισσότερο εξελιγμένα σχήματα αποτελούν
συγκροτήματα στα οποία εντάσσονται επίσης μενδρεσέδες και τζαμιά. Το
αρχαιότερο ιμαρέτ είναι αυτό της Κομοτηνής, που ιδρύθηκε το β’ μισό 14ου αι. (π.
1371-1383) από τον Γαζή Εβρενός, τον κατακτητή της Θράκης. Ακολουθεί την
κάτοψη του ανεστραμμένου ταυ και η τοιχοποιία του είναι όμοια με εκείνη που
απαντά σε παλαιολόγεια μνημεία της Θράκης. Το μεγαλύτερο ιμαρέτ στην Ελλάδα
είναι οψιμότερο χρονολογικά και βρίσκεται στην Καβάλα. Κτίστηκε μεταξύ του
1817/8-1820/1 και δεσπόζει μέχρι σήμερα στο λιμάνι της πόλης, στεγάζοντας
πολυτελές ξενοδοχείο. Ιδρυτής του είναι ο Μωχάμετ Άλη, θεμελιωτής της
σύγχρονης Αιγύπτου και γενάρχης της βασιλικής της δυναστείας, ο οποίος είχε
γεννηθεί στην πόλη. Το εμβαδού 4.160 τ.μ. συγκρότημα περιλάμβανε δύο
μενδρεσέδες, δύο χώρους προσευχής, ένα σχολείο, ένα πτωχοκομείο και
βοηθητικούς χώρους.
- 46 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Χαμάμ
Τα λουτρά αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της οθωμανικής αρχιτεκτονικής στην
Ελλάδα, λόγω των αρχιτεκτονικών τους χαρακτηριστικών και του μεγάλου τους
αριθμού. Διαιρούνται σε δημόσια και ιδιωτικά, με τα πρώτα να έχουν μεγάλες
συνήθως διαστάσεις και τα δεύτερα μικρές, ως προσαρτήματα πολυτελών
κατοικιών. Την ανέγερση των μεγάλων δημόσιων λουτρών αναλάμβαναν οι κατά
τόπους κρατικοί αξιωματούχοι. Συχνά είχαν το καθεστώς βακουφίου, ιδρύματος με
δική του περιουσία, ή ανήκαν στο βακούφι ενός μεγάλου τζαμιού. Τα λουτρά
άρχισαν σταδιακά να χρησιμοποιούν και οι χριστιανοί και οι εβραίοι.
Τρία είναι τα βασικά μέρη ενός λουτρού: το αποδυτήριο, το χλιαρό και το
ζεστό. Στο αποδυτήριο ο λουόμενος άφηνε τα ρούχα του, έπαιρνε πετσέτες και
προετοιμαζόταν για τη λούση. Στο χλιαρό εξοικειωνόταν με τη θερμοκρασία και είχε
τη δυνατότητα για περιποιήσεις όπως η αποτρίχωση, σε βοηθητικά δωμάτια. Στο
ζεστό γινόταν η κύρια εφίδρωση και ο καθαρισμός του σώματος με τρίχινα πανιά,
επάνω σε ένα λιθόκτιστο βάθρο, την ομφαλική πέτρα. Κατόπιν ο λουόμενος
επέστρεφε στο χλιαρό και έπειτα στο αποδυτήριο, όπου έπαιρνε στεγνές πετσέτες,
καφέ και κεράσματα. Η θέρμανση των χώρων και του νερού επιτυγχανόταν χάρη
στην εστία, όπου έβραζε νερό σε καζάνια. Ο καπνός της φωτιάς κυκλοφορούσε
κάτω από τα δάπεδα μέσω των υποκαύστων. Το ζεστό νερό και οι υδρατμοί του
περνούσαν μέσω πήλινων σωλήνων στους θαλάμους, τους οποίους παράλληλα
ζέσταιναν. Το χλιαρό και το ζεστό φωτίζονταν μέσω μικρών ανοιγμάτων στο
ημισφαίριο του τρούλου, τα οποία ονομάζονται φεγγίδες. Στα μεγάλα λουτρά
υπήρχαν ξεχωριστές πτέρυγες για τους άνδρες και τις γυναίκες (διπλά λουτρά), με
εκείνες των πρώτων να έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις.
Τον μεγαλύτερο αριθμό λουτρών μεγάλου μεγέθους και σύνθετης
αρχιτεκτονικής διασώζει η πόλη της Θεσσαλονίκης. Σημαντικότερο όλων είναι το
Μπέη χαμάμ, γνωστό και ως «Λουτρά Παράδεισος», που ιδρύθηκε δεκατέσσερα
μόλις χρόνια μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1444, επάνω
στον κεντρικό οδικό άξονα της Εγνατίας Οδού. Πρόκειται για το μεγαλύτερο διπλό
χαμάμ του ελλαδικού χώρου, με τις δύο αυτόνομες πτέρυγες να αναπτύσσονται
παράλληλα. Ο μεγάλος προθάλαμος με τα αποδυτήρια και το χλιαρό έχουν
οκταγωνική κάτοψη και καλύπτονται με τρούλους. Το ζεστό έχει σταυρόσχημη
- 47 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
διάταξη με ιδιωτικά ζεστά δωμάτια στις γωνίες, μεταξύ των οποίων ένα ιδιαίτερα
πολυτελές για τη χρήση του μπέη. Ο εσωτερικός διάκοσμος είναι πλούσιος, με
τοιχογραφίες και πολυεδρικές επιφάνειες. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.
- 48 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η ναοδομία
- 49 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 50 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 51 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η δημιουργία του τύπου έλαβε χώρα στο Άγιο Όρος (εξ ου και αγιορείτικος ή
αθωνικός), το έτος 1002, όταν ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης πήρε την
πρωτοβουλία να προσθέσει δύο επιπλέον κόγχες στο καθολικό της μονής Μεγίστης
Λαύρας. Την επιλογή αυτή μιμήθηκαν στη συνέχεια και άλλα καθολικά του Αγίου
Όρους (μονών Βατοπεδίου, Ιβήρων κ.ά.), ενώ έγινε σταδιακά γνωστή και έξω από τα
όρια της μοναστικής πολιτείας. Στα μέσα του 14ου αι. ο τύπος εφαρμόζεται στον
μεγαλύτερο παλαιολόγειο ναό της Θεσσαλονίκης, τον Προφήτη Ηλία (π. 1360-
1370). Η υιοθέτησή του στα νέα μεγάλα καθολικά του Αγίου Όρους τον 16ο αι.,
υπαγορεύθηκε από τη βούληση να ακολουθηθούν τα βυζαντινά πρότυπα,
εξυπηρετούσε όμως και πρακτικές ανάγκες, καθώς οι μονές άκμαζαν και διέθεταν
μεγάλους αριθμούς μοναχών.
Βασικό συστατικό του τύπου είναι η προσθήκη δύο κογχών, ίσου περίπου
μεγέθους με εκείνη του ιερού βήματος, στη βόρεια και τη νότια πλευρά ενός
σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, και ακριβέστερα στη βόρεια και τη νότια
κεραία του σταυρικού πυρήνα του οικοδομήματος. Οι κόγχες αποτελούν προέκταση
αυτών των δύο κεραιών και ονομάζονται επίσης και χοροί, διότι ο προορισμός τους
ήταν να στεγάζουν τους χορούς των ψαλτών. Έτσι, με την προσθήκη των δύο
κογχών και με εκείνη που υπάρχει στο ιερό βήμα, ο ναός καθίσταται τρίκογχος.
Κατά τ’ άλλα, διατηρεί όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά του σταυροειδούς
εγγεγραμμένου, με τις διάφορες παραλλαγές του (σύνθετος, ημισύνθετος, απλός
κ.λπ.).
Ο μεταβυζαντινός τρίκογχος σταυροειδής εγγεγραμμένος
αποκρυσταλλώθηκε στο Άγιο Όρος τον 16ο αι., όταν ανοικοδομήθηκαν έξι μεγάλα
καθολικά σε αυτό τον τύπο (στις μονές Ιβήρων, 1513, Διονυσίου, 1537-1547,
Κουτλουμουσίου, 1540, Φιλοθέου, γύρω στο 1540, Καρακάλου, 1548-1563, και
Δοχειαρίου, 1568). Ήδη όμως από το β΄ μισό του 15ου αι. είχε αρχίσει η χρήση του
τύπου και σε άλλα μοναστήρια, εκτός Αγίου Όρους, όπως στη μονή Αντινίτσας στη
Φθιώτιδα, όπου ανεγέρθηκε τότε ένα νέο καθολικό, το οποίο καταστράφηκε από τα
γερμανικά στρατεύματα κατοχής το 1944. Ο ναός αυτός παρουσίαζε εντυπωσιακές
ομοιότητες με τον παλαιολόγειο Προφήτη Ηλία της Θεσσαλονίκης, τον οποίο
φαίνεται ότι χρησιμοποίησε ως πρότυπο. Το ίδιο μνημείο της Θεσσαλονίκης
- 52 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 53 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ο σταυροειδής εγγεγραμμένος
O πιο σημαντικός και διαδεδομένος τύπος ναού της μέσης βυζαντινής περιόδου, ο
σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και οι παραλλαγές του, δεν έπαψε να
- 54 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ο μονόχωρος τρουλαίος
Η πλήρης στέγαση μίας τετράγωνης αίθουσας (ή η στέγαση μέρους μιας
ορθογώνιας) με τρούλο, αποτελεί μία επιλογή γνωστή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική,
που έγινε αρκετά συχνή σε ορισμένες περιοχές της οθωμανικής και της βενετικής
Ελλάδας. Ο τρόπος που εφαρμόστηκε δείχνει σε αρκετές περιπτώσεις επιρροές από
την αρχιτεκτονική των τζαμιών. Παρά τις θρησκευτικές διαφορές, η υιοθέτηση
στοιχείων από την οθωμανική αρχιτεκτονική δεν συνιστούσε πρόβλημα, ενώ την
ευνοούσε το γεγονός ότι οι κτίστες μπορεί να εργάζονταν πότε σε τζαμιά και πότε
σε εκκλησίες, ανάλογα με την υπάρχουσα ζήτηση. Χαρακτηριστική περίπτωση πολύ
προχωρημένης μίμησης της αρχιτεκτονικής των μικρών επαρχιακών τζαμιών
αποτελεί το παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού στη μονή της Πάτμου (1598). Έχει την
- 55 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ο σταυρεπίστεγος
Δημιούργημα του 13ου πιθανότατα αι., οπότε εμφανίζονται τα πρώτα
χρονολογημένα δείγματά του, ο σταυρεπίστεγος ναός συνέχισε να χρησιμοποιείται
στη μεταβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Πρόκειται για κτίσμα μικρής
συνήθως κλίμακας, όπου δύο ανισομεγέθεις, ανισοϋψείς και εγκάρσια
τοποθετημένες καμάρες, σχηματίζουν εσωτερικά και εξωτερικά έναν νοητό σταυρό.
Τα πιο αξιόλογα μνημεία του τύπου ιδρύθηκαν τον 16ο αι. στην Εύβοια. Ο
Άγιος Νικόλαος της Βάθειας παρουσιάζει την ιδιοτυπία της προσθήκης ενός
τρίλοβου (τριών τόξων επί δύο κιόνων) στο εσωτερικό, κάτω από τη δυτική πλευρά
της εγκάρσιας καμάρας, το οποίο εμπλουτίζει την αρχιτεκτονική σύνθεση. Οι
εξωτερικές του όψεις διακρίνονται για τον ασυνήθιστα πλούσιο για την εποχή
κεραμικό και γλυπτό διάκοσμο, που έχει έντονες ισλαμικές επιρροές. Στη Ζωοδόχο
Πηγή στον Αγλέφερο, το τρίλοβο επαναλαμβάνεται και στην ανατολική πλευρά της
εγκάρσιας καμάρας, με αποτέλεσμα να εμπλουτίζονται ακόμα περισσότερο οι
αισθητικές εντυπώσεις στο εσωτερικό του ναού.
- 56 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ο μονόχωρος δρομικός
Ο τύπος που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από όλους στη μεταβυζαντινή
ναοδομία είναι αναμφίβολα ο μονόχωρος δρομικός ναός – η απλούστερη μορφή
εκκλησίας, που συναντάται κατά εκατοντάδες στα μικρά εξωκκλήσια της υπαίθρου
αλλά και στους οικισμούς όλων των περιοχών. Έχει την απλή διάταξη μιας
ορθογώνιας αίθουσας με δίρριχτη σκεπή και την κόγχη του ιερού να εξέχει στα
ανατολικά.
Επάνω στο απλό αυτό σχήμα δημιουργήθηκαν διάφορες παραλλαγές.
Σύμφωνα με τον τρόπο στέγασης, διακρίνουμε κατ’ αρχάς καμαροσκέπαστους και
ξυλόστεγους μονόχωρους ναούς – αυτούς που στεγάζονται με λιθόκτιστη
ημικυλινδρική καμάρα ή με ξύλινη κεραμοσκεπή. Η εσωτερική διάρθρωση
παρουσιάζει επίσης διάφορες επιλογές, ως προς τη διαμόρφωση των πλάγιων
τοίχων και την ενίσχυση της σκεπής. Έτσι έχουμε μονόχωρους με πλευρικά
αψιδώματα, ημικυκλικά ή οξυκόρυφα (τα δεύτερα κατ’ επίδραση της οθωμανικής
αρχιτεκτονικής), ή με σφενδόνια, δηλαδή τόξα επί παραστάδων τα οποία
υψώνονται μέχρι την καμάρα ή την ξύλινη στέγη, για να την ενισχύσουν. Τα δύο
αυτά στοιχεία –πλευρικά αψιδώματα και σφενδόνια– ενίοτε συνδυάζονται και
συνυπάρχουν, δημιουργώντας μία ζωηρότερη, πλαστική εικόνα στο εσωτερικό των
ναών.
Τα απλά αυτά κτίσματα έχουν αντίστοιχα λιτή εξωτερική εμφάνιση, με
γυμνούς τοίχους, ελάχιστα ή ακόμη και καθόλου παράθυρα, και διάκοσμο που
περιορίζεται σε κάποια υπέρθυρη κόγχη, λίγα κεραμικά πινάκια και spolia αρχαίων
ή βυζαντινών χρόνων. Εντούτοις, η σαφήνεια του όγκου, η μικρή κλίμακα και η
προσαρμογή στο τοπίο, συνιστούν τις κύριες αρετές αυτού του τόσο διαδεδομένου
τύπου.
Ο μονόχωρος δρομικός ναός γνώρισε διαφορετική εξέλιξη στη
βενετοκρατούμενη Κρήτη και ιδίως στα Επτάνησα. Στην Κρήτη υιοθετήθηκαν από
νωρίς δυτικά στοιχεία, όπως η οξυκόρυφες καμάρες –εδώ κατ’ επίδραση της
- 57 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η βασιλική
Αν ο τρίκογχος ναός δεσπόζει στον 16ο αι., η τρίκλιτη (ενίοτε και πεντάκλιτη)
βασιλική κυριαρχεί συντριπτικά κατά τον 18ο. Ο τύπος αυτός είχε γνωρίσει την
πρώτη, μεγάλη του διάδοση στην παλαιοχριστιανική/πρωτοβυζαντινή περίοδο,
- 58 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 59 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 60 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
του Αρεοπαγίτη, κάτω από τον Άρειο Πάγο, που καταστράφηκε στις αρχές του 17ου
αι.
Στην ίδια περιοχή έχει σημαντική παρουσία μια παραλλαγή του μονόχωρου
τρουλαίου, με κύριο χαρακτηριστικό τον χαμηλό τρούλο που στεγάζει το κεντρικό
τμήμα του κυρίως ναού. Ο τρούλος βασίζεται στα βόρεια και τα νότια στους
πλευρικούς τοίχους, στα δυτικά στον δυτικό τοίχο ή στην κατά τον άξονα του
μήκους καμάρα και στα ανατολικά στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού
βήματος ή στην καμάρα που μεσολαβεί πριν από αυτό. Οι γωνίες γύρω από τον
τρούλο καλύπτονται με σφαιρικά τρίγωνα ή ημιχώνια Ο χαμηλός τρούλος έχει
εξωτερικά οκταγωνικό τύμπανο και συνήθως διατρυπάται από τέσσερα στενά
μονόλοβα παράθυρα. Η ομοιότητα με τους τρούλους των μικρών επαρχιακών
τζαμιών του ελλαδικού χώρου είναι προφανής. Στα σωζόμενα παραδείγματα
ανήκουν ο Άγιος Νικόλαος στην οδό Κολοκυνθούς, ο Άγιος Νικόλαος ο Χωστός στον
Ελαιώνα, ο Άγιος Νικόλαος στο Ρούφ, ο Άγιος Νικόλαος στο παλιό Φθισιατρείο, το
καθολικό της μονής του Κουταλά, ο Άγιος Δημήτριος ο Καβαλάρης στον Ελαιώνα, ο
Άγιος Νικόλαος στα Καλίσια της Πεντέλης κ.ά.
Ακόμη πιο κοντά στην αρχιτεκτονική των τζαμιών βρίσκεται το καθολικό της
μονής Νταού Πεντέλης, το οποίο ιδρύθηκε γύρω στο 1575. Πρόκειται για μεγάλο
τρουλαίο ναό, εξαγωνικής στήριξης, με νάρθηκα, υπερώα και λίγο μεταγενέστερο
υψηλό πύργο στην πρόσοψη. Ο τρούλος παραπέμπει σαφέστατα στους
αντίστοιχους των τζαμιών. Η παρουσία ισλαμικών τόξων και ημιχωνίων, σε
συνδυασμό με τρίλοβα ανοίγματα και βυζαντινά ανάγλυφα σε δεύτερη χρήση,
δείχνουν μια διάθεση εκλεκτικισμού. Οικοδόμημα δαπανηρό και πολύπλοκο, το
καθολικό της Νταού Πεντέλης αποτελεί ένα unicum στη μεταβυζαντινή
αρχιτεκτονική, το οποίο δεν βρήκε μιμητές._
- 61 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
- 62 -