You are on page 1of 62

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών • Φιλοσοφική Σχολή

Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης

Μάθημα κατεύθυνσης ΙΑ 44:


Ο ελληνικός κόσμος μετά την Άλωση: αρχαιολογία και τέχνη,
15ος - 18ος αι.

Σημειώσεις για τη μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική

Διδάσκων: αναπληρωτής καθηγητής Γιώργος Πάλλης

Αθήνα 2024
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

-2-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Περιεχόμενα

Εισαγωγή 4

1. Oι οικισμοί του ελλαδικού χώρου 8


2. Το οδικό δίκτυο 13
3. Η αρχιτεκτονική των οχυρώσεων 16
4. Τα δημόσια κτήρια 24
5. Οι κατοικίες 29
6. Η μοναστηριακή αρχιτεκτονική 35
7. Η οθωμανική αρχιτεκτονική 42
8. Η ναοδομία 49

* Οι παρούσες σημειώσεις προορίζονται αποκλειστικά για τη χρήση των


φοιτητών/ητριών του μαθήματος ΙΑ44. Δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή και η
διακίνησή τους για άλλους σκοπούς.
** Ως εποπτικό υλικό για τη μελέτη χρησιμοποιούνται οι προβολές (power point)
των παραδόσεων που είναι αναρτημένες στο e-class του μαθήματος (ARCH649).

-3-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Εισαγωγή

Αντικείμενο του μαθήματος αποτελούν η αρχιτεκτονική και οι τέχνες στον ελληνικό


κόσμο κατά τους χρόνους μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ως συμβατικά
όρια της περιόδου τίθενται αφενός η Άλωση (1453) και αφετέρου οι αρχές του 19ου
αιώνα. Ο όρος «μεταβυζαντινός» δεν ανταποκρίνεται ασφαλώς στα ιστορικά
δεδομένα της εποχής αυτής, κατά την οποία ο ελλαδικός χώρος βρίσκεται υπό
οθωμανική και βενετική κυριαρχία, ωστόσο προσδιορίζει εύστοχα τον πολιτισμό
των χριστιανικών πληθυσμών οι οποίοι εξακολούθησαν να καλλιεργούν τη
βυζαντινή παράδοση, για πολύ μεγάλο διάστημα μετά το τέλος του Βυζαντίου ως
κρατικής οντότητας. Τα μνημεία και οι καλλιτεχνικές εξελίξεις που εξετάζονται
έχουν ως επίκεντρο τον σημερινό ελλαδικό χώρο, αλλά συχνά γίνονται αναφορές σε
μεγάλα κέντρα του ελληνισμού της περιόδου, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Κύπρος
και η Βενετία.
Η αρχιτεκτονική και οι άλλες τέχνες εντάσσονται πάντοτε στο ιστορικό
πλαίσιο της κάθε εποχής και επηρεάζονται βαθιά από αυτό. Κατά την εξεταζόμενη
περίοδο η αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική παραγωγή στον ελλαδικό χώρο
καθορίστηκε αποφασιστικά τόσο από την κληρονομιά του βυζαντινού παρελθόντος
όσο και από τη σύγχρονη διαίρεση της περιοχής στα εδάφη όπου κυριαρχούσαν οι
Οθωμανοί και στις κτήσεις των Βενετών. Σε αυτές τις δύο ενότητες η αρχιτεκτονική
ακολούθησε διαφορετική εξέλιξη, γνώρισε διαφορετικές επιρροές και κατέληξε σε
διαφορετικά σχήματα και μορφές. Επάνω στον καμβά της βυζαντινής παράδοσης, οι
επιδράσεις αφενός της ανατολής και αφετέρου της δύσης, οδήγησαν σε διαφο-
ρετικά αποτελέσματα, για να διασταυρωθούν εντέλει, τον 18ο αιώνα, με την λαϊκή
αρχιτεκτονική και την ενοποιητική της δύναμη.

-4-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Ιστορικό περίγραμμα
1453 Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
1454 Ο Μεχμέτ Β΄ ο Πορθητής επιλέγει τον Γεννάδιο Σχολάριο ως νέο
πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τον αναδεικνύει σε πνευματικό
ηγέτη όλων των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
1460 Ολοκληρώνεται η οθωμανική κατάκτηση της Πελοποννήσου.
1463-1470 Α΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Η Βενετία χάνει την Εύβοια και τις
θεσσαλικές της κτήσεις.
1499-1503 Β΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Η Βενετία χάνει τη Ναύπακτο, τη
Μεθώνη, την Kορώνη και την Πύλο, αλλά αποκτά την Κεφαλλονιά.
1537-1540 Γ΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Η Βενετία χάνει τις Σποράδες, τις
Κυκλάδες (πλην της Τήνου), το Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά, αλλά
αντιστέκεται με επιτυχία στην Κέρκυρα. Ο οθωμανικός στόλος με
επικεφαλής τον πρώην πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατά-
στρέφει πολλά νησιά του Αιγαίου και νικά τους συνασπισμένους
ευρωπαίους στην Πρέβεζα.
1522 Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατακτά τη Ρόδο από τους Ιωαννίτες
Ιππότες.
1568 Ο Σελίμ ο Β΄ κατάσχει την περιουσία των μοναστηριών, τα οποία
αναγκάζονται να την εξαγοράσουν.
1570-1573 Δ΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος («Κυπριακός»). Η Βενετία χάνει την
Κύπρο. Ο οθωμανικός στόλος ηττάται για πρώτη φορά στα ανοιχτά
της Ναυπάκτου (1571).
1611 Επανάσταση του Διονυσίου του «Σκυλοσόφου» στα Ιωάννινα.
1645-1669 Ε΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος («Κρητικός»). Οι Οθωμανοί κατά-
λαμβάνουν την Κρήτη και πολιορκούν τον Χάνδακα (Ηράκλειο), που
αντιστέκεται για 23 χρόνια.
1684-1699 ΣΤ΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Η Βενετία, σε μια στιγμή αδυναμίας
των Οθωμανών, καταλαμβάνει τη Λευκάδα, την Πελοπόννησο και την
Αίγινα – και πρόσκαιρα την Αθήνα. Η Β΄ Βενετοκρατία στην Πελοπόν-
νησο, όπως ονομάστηκε η τριαντάχρονη περίοδος της κυριαρχίας των

-5-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Βενετών, σήμανε μία φάση ανανέωσης στην αρχιτεκτονική της


περιοχής.
1714-1718 Ζ΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος. Στην τελευταία σύγκρουσή της με την
οθωμανική αυτοκρατορία, η Βενετία χάνει την Πελοπόννησο αλλά
καταφέρνει να διατηρήσει τα Επτάνησα.
1718 Συνθήκη του Πασάροβιτς. Η παραχώρηση στους Οθωμανούς
υπηκόους δικαιωμάτων άσκησης εμπορίου στην κεντρική Ευρώπη,
οδηγεί στην οικονομική ανάπτυξη πολλών ελληνικών κοινοτήτων.
1770-1774 Επανάσταση των «Ορλωφικών» στην Πελοπόννησο.
1774 Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Υψηλής Πύλης.
Τα ρωσικά πλοία αποκτούν το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης
και εμπορίας στα οθωμανικά λιμάνια. Ακμή της ελληνικής ναυτιλίας
υπό τη ρωσική σημαία.

Τα κέντρα, οι παράγοντες και οι φορείς της αρχιτεκτονικής παραγωγής


Η αρχιτεκτονική παραγωγή της μεταβυζαντινής περιόδου αναπτύχθηκε στις πόλεις,
στους μικρούς οικισμούς της υπαίθρου και στα μοναστήρια. Όπως και στους
βυζαντινούς χρόνους, τα σημαντικότερα κτίσματα ήταν οι εκκλησίες, οι οποίες
συνδυάζουν σύνθετο σχεδιασμό, οικοδομική τεχνογνωσία, ανθεκτικά υλικά
κατασκευής, γλυπτό και ζωγραφικό διάκοσμο και συμβολικές προεκτάσεις. Η
μελέτη της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής –ή αλλιώς ναοδομίας– συνεισφέρει
πολλές γνώσεις για όλα αυτά τα ζητήματα και ευρύτερα για την κοινωνία και την
ιστορία της εποχής. Μεγάλη σημασία έχουν επίσης η αρχιτεκτονική των
οχυρώσεων, των δημοσίων κτηρίων και των κατοικιών.
Τα κεφάλαια αυτά της αρχιτεκτονικής παραγωγής αναπτύχθηκαν μέσα στο
πλαίσιο που έθεταν τα ιστορικά δεδομένα της περιόδου. Η ναοδομία καλ-
λιεργήθηκε επί το πλείστον στα μοναστήρια, ιδιαίτερα δε στις μεγάλες μονές του
Αγίου Όρους, οι οποίες χάρις στα προνόμια και τις δωρεές που δέχονταν,
προχώρησαν στην ανέγερση μεγάλων καθολικών, κυρίως κατά τον 16ο αι. Από την
άλλη πλευρά, στις πόλεις όπου ήταν έντονα παρόν το οθωμανικό στοιχείο,
εφαρμόζονταν αυστηροί περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα και τον τρόπο
ανέγερσης ενός χριστιανικού ναού, με αποτέλεσμα να οικοδομούνται κτήρια

-6-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ταπεινών προθέσεων και απλοϊκής μορφής. Η οχυρωματική αρχιτεκτονική


εξελίχθηκε κυρίως στις βενετοκρατούμενες περιοχές, για προστασία απέναντι στη
μόνιμη οθωμανική επιθετικότητα. Οι Βενετοί επέλεξαν να οχυρώσουν πρωτίστως
τις μεγάλες παράκτιες πόλεις που είχαν καίρια σημασία για το δίκτυο του εμπορίου
τους. Τα δημόσιου χαρακτήρα κτήρια (διοικητήρια, λέσχες ευγενών, λουτρά, κρήνες
κ.ά.) αναδείχθηκαν αυτή την περίοδο σε μέσα άσκησης προπαγάνδας και επίδειξης
της ισχύος του ιδρυτή τους. Η πορεία της αρχιτεκτονικής των κατοικιών
καθορίστηκε από τις διεθνείς συνθήκες που ευνόησαν από τον 18ο αι. την
ανάπτυξη του εμπορίου των Ελλήνων με την κεντρική Ευρώπη και τον επακόλουθο
πλουτισμό τους.
Η Εκκλησία εξακολούθησε να πρωταγωνιστεί στην αρχιτεκτονική παραγωγή
κυρίως μέσω των μοναστηριών και των οικοδομικών προγραμμάτων που αυτά
ανέπτυξαν. Παράλληλα, οι Οθωμανοί κυρίαρχοι του ελλαδικού χώρου έδειξαν
ιδιαίτερο δυναμισμό στην οικοδομική δραστηριότητα, ιδίως τον 15ο και 16ο αιώνα,
καθορίζοντας μέσω της αρχιτεκτονικής την ταυτότητα των πόλεων που εξουσίαζαν.
Σταδιακά, με την παρακμή της οθωμανικής δύναμης και την υποχώρηση των
Βενετών, ως κινητήριοι μοχλοί αναδείχθηκαν ισχυροί τοπικοί άρχοντες και
κοινότητες εύπορων εμπόρων που συναλλάσσονταν με την Ευρώπη. Τα μεγάλα
μνημεία του 18ου αι. –κυρίως εκκλησίες και αρχοντικά σπίτια– είναι έργα της
ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή κοινοτικά.

-7-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

1. Οι οικισμοί του ελλαδικού χώρου

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο η αρχιτεκτονική αναπτύχθηκε πρωτίστως σε


μεγάλους και μικρούς οικισμούς –πόλεις και χωριά– που εξαπλώνονταν σε όλη τη
γεωγραφική έκταση των υπό οθωμανική και βενετική κυριαρχία περιοχών. Στην
πλειονότητά τους οι οικισμοί αυτοί υπήρχαν ήδη από την προηγούμενη, βυζαντινή
περίοδο (σε πολλές δε περιπτώσεις κατοικούνταν αδιάκοπα ήδη από την
αρχαιότητα). Οι κυρίαρχοι του ελλαδικού χώρου σπάνια ίδρυσαν νέες πόλεις ή
χωριά και αυτό έγινε είτε για στρατιωτικούς λόγους είτε για να τονωθούν
πληθυσμιακά ορισμένες αραιοκατοικημένες περιοχές και να καταστούν έτσι
παραγωγικές. Η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε κυρίως από τους Οθωμανούς, οι
οποίοι εγκατέστησαν συμπαγείς ομάδες μουσουλμάνων σε εύφορες περιοχές που
είχαν κατά την κατάκτηση αραιό πληθυσμό. Τα Γιαννιτσά της Μακεδονίας (Yenice-i
Vardar) αποτελούν το κατεξοχήν παράδειγμα μιας αμιγώς οθωμανικής πόλης, που
ιδρύθηκε με την εγκατάσταση των Τούρκων στη Μακεδονία τη δεκαετία του 1380
και συνδέθηκε με την ολοκλήρωση της κατάκτησής της. Στον θεσσαλικό κάμπο και
τις μικρότερες πεδιάδες της Στερεάς Ελλάδας δημιουργήθηκαν επίσης αρκετά νέα,
αμιγώς τουρκικά χωριά, με στόχο την εκμετάλλευση της γης.

Η πολεοδομική οργάνωση
Η πολεοδομική οργάνωση των oικισμών της περιόδου υπήρξε συνέχεια εκείνης των
μεσαιωνικών χρόνων και καθορίστηκε από ορισμένους βασικούς παράγοντες, όπως
η ασφάλεια, η σύσταση του πληθυσμού και η εμπορική δραστηριότητα. Οι
οχυρώσεις, που εξασφαλίζουν την άμυνα μιας πόλης, συνιστούν στις περισσότερες
περιπτώσεις το όριο εκτός του οποίου δεν μπορεί αυτή να επεκταθεί. Συγχρόνως,
διαγράφουν την έκταση μέσα στην οποία αναπτύσσεται η ζωή της πόλης – μία
έκταση περιορισμένη, όπου δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι, οι δρόμοι είναι στενοί
και ακανόνιστοι και τα κτίσματα καλύπτουν πολύ πυκνά τον χώρο. Ωστόσο, σε
ορισμένες περιπτώσεις αναπτύσσονται συνοικίες εκτός των τειχών, για λόγους

-8-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ασφάλειας του μουσουλμανικού στοιχείου (π.χ. στη Χαλκίδα οι χριστιανοί


εγκαθίστανται υποχρεωτικά εκτός της τειχισμένης πόλης, στην οποία διαμένουν οι
μουσουλμάνοι) ή λόγω αύξησης του πληθυσμού.
Ο πολεοδομικός ιστός διαρθρώνεται σε συνοικίες, κάθε μία από τις οποίες
κατοικείται συνήθως από συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα και έχει ως κέντρο της
μία εκκλησία, ένα τζαμί ή, όταν υπάρχουν Εβραίοι, μία συναγωγή. Τα θρησκευτικά
κτίσματα έχουν καίρια σημασία στη διαμόρφωση του τοπίου και της ταυτότητας
των πόλεων. Οι εκκλησίες, είτε παραμένουν στους χριστιανούς είτε μετατρέπονται
σε τζαμιά, εξακολουθούν να καταλαμβάνουν πάντοτε κεντρικά σημεία. Σε
αντίστοιχα κεντρικές θέσεις ιδρύονται από τους Οθωμανούς τζαμιά, λουτρά και
ευαγή ιδρύματα, που δίνουν στις πόλεις έναν νέο χαρακτήρα. Ανάμεσά τους έχει
ιδιαίτερη βαρύτητα το πρώτο τζαμί κάθε πόλης –νεόκτιστο ή εκκλησία που
καταλαμβάνεται– καθώς συμβολίζει την κατάκτηση και το νέο καθεστώς.
Η απουσία πολεοδομικών κανονισμών και ο προϋπάρχων ακανόνιστος
ιστός, δίνει στις περισσότερες πόλεις μία εικόνα αναρχίας, χωρίς χάραξη κανονικών
δρόμων ή οικοδομικών τετραγώνων. Η ανάπτυξη είναι δυναμική και χωρίς σχέδιο,
μέσα στον περιορισμένο χώρο που οριοθετούν τα τείχη. Η αγορά –το παζάρι–
απλώνεται κατά μήκος των κεντρικότερων δρόμων και διακρίνεται σε σαφείς
ενότητες ανάλογα με το είδος των διακινούμενων αγαθών (αγορά σιτηρών, αγορά
πολύτιμων ειδών κ.ο.κ.). Στις μεγάλες βενετικές πόλεις της Κρήτης και των Ιονίων
Νήσων, η αναδιάταξη των οχυρώσεων οδήγησε και σε κάποιες πολεοδομικές
επεμβάσεις, με πρότυπο τις σχετικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στην Ιταλία:
δημιουργήθηκαν πλατείες με κρήνες, χαράχθηκαν ευθείες οδοί και η δόμηση
ακολούθησε ορισμένες αρχές, σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα.
Η μεγαλύτερη και πιο σημαντική πόλη του νότιου βαλκανικού χώρου και η
μόνη πραγματική μεγαλούπολη στην περιοχή και την περίοδο που εξετάζουμε, η
Θεσσαλονίκη, κατακτήθηκε οριστικά από τους Τούρκους το 1430. Στα βασικά
πολεοδομικά της χαρακτηριστικά περιλαμβάνονται τα σωζόμενα και σήμερα ισχυρά
βυζαντινά τείχη και οι κεντρικοί οδικοί άξονες, με σημαντικότερο την αρχαία
Εγνατία ή Μέση Οδό των βυζαντινών. Τα τείχη που προστατεύουν την πόλη από
στεριά και θάλασσα, συγκροτούν ένα όριο στην ανάπτυξή της, το οποίο δεν
παραβιάστηκε μέχρι τον 19ο αι. Οι οχυρώσεις βελτιώθηκαν και ενισχύθηκαν με την

-9-
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

προσθήκη του Λευκού Πύργου, του πύργου του Τριγωνίου και του φρουρίου του
Βαρδαρίου. Οι νέοι κυρίαρχοι της πόλης, εκτός από τη σταδιακή κατάληψη των
μεγάλων χριστιανικών μνημείων, προχώρησαν στην ανέγερση νέων κοινωφελών και
θρησκευτικών κτισμάτων κατά μήκος των κεντρικών οδών, όπως τα λουτρά Μπέη
Χαμάμ και το λεγόμενο τζαμί Αλκαζάρ στην Εγνατία. Στον βυζαντινό πληθυσμό της
πόλης ήρθαν να προστεθούν μετά την οθωμανική κατάκτηση Τούρκοι έποικοι και
Εβραίοι που διέφευγαν από τους διωγμούς τους στη Δυτική Ευρώπη. Αρχικά δεν
υπήρχε εθνοτικός διαχωρισμός, αλλά μετά από μία μεγάλη πυρκαγιά το 1619/20,
δημιουργήθηκαν αμιγώς εβραϊκές συνοικίες στον ως τότε αδόμητο χώρο της
αρχαίας Αγοράς και τουρκικές στην επίσης αδόμητη ως τότε άνω πόλη. Η άνθηση
του εμπορίου ξεπέρασε τα δεδομένα της βυζαντινής περιόδου, με αποτέλεσμα η
εμπορική κίνηση να επεκταθεί πέραν των παλαιών παραδοσιακών κέντρων της, από
την αρχαία Αγορά προς τα παράκτια τείχη. Μία απογραφή του 1568 καταγράφει 27
αγορές και 15.000 καταστήματα-επιχειρήσεις. Η μέριμνα για την εμπορική ζωή της
πόλης οδήγησε από νωρίς στην κατασκευή μπεζεστενίου, κλειστής αγοράς
πολύτιμων ειδών.
Η περίπτωση της Αθήνας στον νότο, παρουσιάζει άλλες ιδιαιτερότητες. Η
πόλη παραδόθηκε ειρηνικά στους Τούρκους το 1456 και απέκτησε προνόμια που
διατήρησε μέχρι το τέλος της περιόδου. Ο οικισμός αναπτύχθηκε βόρεια της
Ακρόπολης, του κάστρου, στο οποίο εγκαταστάθηκε αμιγώς μουσουλμανικός
πληθυσμός. Τα παλαιά τείχη της πόλης είχαν αχρηστευθεί, καθώς δεν υπήρχε
ανάγκη αμυντικής οχύρωσης. Ο πολεοδομικός ιστός διαιρούνταν σε 32 μαχαλάδες-
ενορίες, με κέντρο μία εκκλησία, οι οποίες εξυπηρετούσαν τη διοίκηση της και το
σύστημα συλλογής των φόρων. Οι μαχαλάδες αυτοί ομαδοποιούνταν σε 8
πλατώματα, με επικεφαλής Έλληνες προεστούς. Ο αριθμός των σπιτιών που
περιλάμβανε κάθε μαχαλάς ποίκιλε, καθώς αλλού υπήρχαν πλουσιότερα σπίτια με
αυλές και κήπους, κι αλλού πυκνή δόμηση. Το παζάρι, η εβδομαδιαία αγορά κατά
την οποία έφερναν προς πώληση τα προϊόντα τους οι χωρικοί της Αττικής, γινόταν
στο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς και προς τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Η θέση ήταν
γνωστή και ως Σταροπάζαρο, λόγω της ετήσιας πώλησης των σιτηρών στο ίδιο
σημείο. Η καθημερινή αγορά βρισκόταν στην περιοχή του τζαμιού του Μοναστη-
ρακίου, μπροστά από την πρόσοψη της Βιβλιοθήκης. Η ανέγερση των τζαμιών του

- 10 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Πορθητή γύρω στο 1670 και του Κάτω Συντριβανιού το 1759, καθώς και του
διοικητικού συγκροτήματος του βοεβοδαλικίου, συνέδεσαν την αγορά με το διοικη-
τικό και θρησκευτικό κέντρο των Οθωμανών.

Οι οχυρωμένοι οικισμοί των νησιών


Στα νησιά, ήδη από την εποχή της εγκατάστασης των Βενετών και ακόμη
παλαιότερα, οι περισσότεροι οικισμοί είναι αποτραβηγμένοι σε θέσεις της
ενδοχώρας, σε απόσταση ασφαλείας από τις ακτές και σε κάποιο υψόμετρο. Την
επιλογή αυτή επέβαλε η μεγάλη έξαρση της πειρατείας, που αποτέλεσε πραγματική
μάστιγα σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε. Οι αιφνιδιαστικές
επιθέσεις των πειρατών, που λεηλατούσαν περιουσίες και άρπαζαν αιχμαλώτους
για να ζητήσουν λύτρα ή να τους πουλήσουν ως σκλάβους, έπρεπε να
αντιμετωπιστούν πρωτίστως από τους ίδιους τους κατοίκους, καθώς στα
περισσότερα νησιά, και ιδίως στα μικρά, δεν υπήρχαν φρουρές για να τα
προστατεύσουν. Στο άγγελμα της εμφάνισης εχθρικών πλοίων στον ορίζοντα, οι
νησιώτες είχαν τον χρόνο να τρέξουν μέσα στην οχυρωμένη Χώρα, να κλείσουν τις
πύλες της και να αμυνθούν πίσω από τα τείχη της, ενώ οι επιδρομείς έπρεπε να
αποβιβαστούν και να καλύψουν την ανηφορική απόσταση από την ακτή μέχρι τον
οικισμό, όπου θα δέχονταν τα πυρά των ντόπιων.
Ο κίνδυνος ερήμωσης των νησιών εξαιτίας της πειρατείας και των κατά
καιρούς συγκρούσεων, αντιμετωπίστηκε και με έναν άλλο τρόπο: ο πληθυσμός της
υπαίθρου συγκεντρώθηκε οργανωμένα σε μικρούς οχυρωμένους οικισμούς, που
κτίστηκαν για αυτό τον σκοπό. Η συγκεκριμένη πρακτική εφαρμόστηκε σε νησιά
υπό βενετική κυριαρχία (Σίφνος, Αντίπαρος, Κίμωλος, Αστυπάλαια κ.ά) και στα
Μαστιχοχώρια της Χίου, που ανήκαν στους Γενουάτες. Οι περισσότεροι οχυρωμένοι
οικισμοί ιδρύθηκαν τον 15ο αι. και συνέχισαν να κατοικούνται με τον ίδιο τρόπο
κατά την οθωμανική περίοδο. Το σχήμα τους είναι κατά κανόνα τετράπλευρο ή
πολυγωνικό, με πύργους στις γωνίες, αλλά δεν λείπουν περιπτώσεις που ακολου-
θούν το φυσικό ανάγλυφο. Τα τείχη σχηματίζονται από την εξωτερική πλευρά των
κατοικιών στις άκρες του οικισμού, οι οποίες παρατάσσονται η μία σε επαφή με την
άλλη και υψώνονται σε δύο ή και τρεις ορόφους. Οι στέγες στον τελευταίο όροφο
είναι επίπεδες, έτσι ώστε να είναι δυνατή η απρόσκοπτη κίνηση επάνω τους σε

- 11 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

περίπτωση κινδύνου – όπως στους περίδρομους των κάστρων. Οι κατοικίες


διαθέτουν εισόδους μόνο στην εσωτερική πλευρά, ενώ στην εξωτερική, που
αποτελεί μέρος του τείχους, ανοίγονται μικρές αμυντικές θυρίδες. Ο χώρος που
διαμορφώνεται στο εσωτερικό των οικισμών καλύπτεται πυκνά με άλλες κατοικίες.
Ανάμεσά τους αναπτύσσονται στενά, δαιδαλώδη σοκάκια. Στο κέντρο υπάρχει
συνήθως ένας ψηλός πύργος, που χρησιμεύει ως τελευταίο καταφύγιο σε
περίπτωση κινδύνου. Κάθε οικισμός διαθέτει μία συνήθως πύλη, που άνοιγε και
έκλεινε με την ανατολή και τη δύση του ήλιου.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα μικρού οχυρωμένου οικισμού
αποτελεί το κάστρο της Αντιπάρου, που κτίστηκε τον 15ο αι. από τον φεουδάρχη
του νησιού Giovanni Loredano. Έχει κανονικό τετράπλευρο σχήμα, διαστάσεων
54Χ54 μ., με κατοικίες που αναπτύσσονται σε ισόγειο και δύο ορόφους,
προσβάσιμους με σκάλες από την εσωτερική πλευρά. Στο κέντρο της εσωτερικής
αυλής, που σταδιακά καλύφθηκε με άλλες κατοικίες, υψωνόταν μεγάλος πύργος. Ο
οικισμός υπολογίζεται ότι μπορούσε να φιλοξενήσει 300-400 κατοίκους, οι οποίοι
εξέρχονταν κάθε μέρα για τις αγροτικές και τις κτηνοτροφικές τους εργασίες.

- 12 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Το οδικό δίκτυο

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι μικροί και μεγάλοι οικισμοί του ελλαδικού χώρου
επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω δικτύου οδών, το οποίο στις περισσότερες
περιπτώσεις ήταν το ίδιο με εκείνο των βυζαντινών χρόνων, που με τη σειρά του
ακολουθούσε συνήθως διαδρομές που είχαν σχηματιστεί και χρησιμοποιούνταν
ήδη από την αρχαιότητα.
Η οθωμανική διοίκηση επέδειξε κατά τους δύο πρώτους αιώνες της
κυριαρχίας της ιδιαίτερη μέριμνα για τη βελτίωση και τη συντήρηση του οδικού
δικτύου στις κατακτημένες περιοχές, όχι μόνον διότι η κίνηση του στρατού
απαιτούσε ένα άρτιο πλέγμα δρόμων, αλλά και επειδή μέσω αυτού γινόταν
ευχερέστερη η είσπραξη και η ασφαλής μεταφορά των φόρων και εφικτή η
διακίνηση εμπορευμάτων. Οι Οθωμανοί συντήρησαν δρόμους, κατασκεύασαν
γέφυρες, χάνια (ξενοδοχεία) για τους ταξιδιώτες και ταχυδρομικούς σταθμούς, ενώ
μερίμνησαν για την ασφάλεια των μεταφορών, εγκαθιστώντας φρουρές ή
αναθέτοντας τη φύλαξη των καίριων περασμάτων (των δερβενίων), σε ένοπλα
σώματα. Με την παρακμή του οθωμανικού κράτους από τον 17ο αι., το οδικό
δίκτυο άρχισε να παραμελείται, πράγμα που διαπιστώνεται στις περιγραφές
πολλών περιηγητών. Η μέριμνα για την κατασκευή έργων αυτής της κατηγορίας
πέρασε κυρίως στις τοπικές κοινότητες και ευκαιριακά σε ισχυρούς Οθωμανούς
διοικητές, όπως ο Αλή πασάς – χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα γεφύρια
της Ηπείρου.
Οι δρόμοι της εποχής προορίζονταν κυρίως για πεζούς και υποζύγια – για
μεταφορικά δηλαδή ζώα, που περιλάμβαναν γαϊδούρια, ημίονους (μουλάρια) και
καμήλες. Άμαξες απαντούσαν σπάνια, σε πεδινές περιοχές και μεγάλα αστικά
κέντρα, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1801 ο λόρδος Έλγιν
χρειάστηκε να παραγγείλει μία άμαξα στη Γαλλία προκειμένου να μπορέσει να
μεταφέρει τα γλυπτά της Ακρόπολης από την Αθήνα στον Πειραιά.

- 13 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Ο κατεξοχήν μεταβυζαντινός δρόμος της υπαίθρου είναι το καλντερίμι, ένα


στενό σε πλάτος λιθόστρωτο μονοπάτι, το οποίο συνέδεε χωριά και πόλεις
διασχίζοντας ακόμα και εξαιρετικά απόκρημνες περιοχές. Ο τύπος αυτός του
λιθόστρωτου δρόμου είχε επικρατήσει ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους και η
τεχνική κατασκευής του άλλαξε ελάχιστα στο πέρασμα των αιώνων, με αποτέλεσμα
να είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολη η χρονολόγηση πολλών από τα σωζόμενα
καλντερίμια. Το στρώσιμο του μονοπατιού με πέτρες και πλάκες –το «καλίγωμα»–
απέβλεπε πρωτίστως στην ασφάλεια των μεταφορών, καθώς χωρίς αυτό τα
μεταφορικά ζώα κινδύνευαν να τραυματιστούν λόγω των ανωμαλιών του εδάφους
ή της λάσπης. Επιπλέον, η χρήση των πετάλων επάνω στο λιθόστρωτο καλντερίμι
επέτρεπε στα ζώα να έχουν πιο σταθερό και γρήγορο βηματισμό.
Το φυσικό ανάγλυφο πολλών ηπειρωτικών και νησιωτικών περιοχών της
Ελλάδας προέβαλε εμπόδια τα οποία αντιμετωπίζονταν με τρόπους που
εφαρμόζονται ακόμα και σήμερα στην οδοποιία: καλντερίμια με συνεχείς,
επάλληλες κλειστές στροφές (τα ζητοειδή «καγκέλια» στην ηπειρωτική χώρα),
ανέρχονταν σε απότομες πλαγιές κερδίζοντας ταχύτατα ύψος, με τη βοήθεια
αναλημμάτων από ξερολιθιές. Τα δύσκολα σημεία, που απαιτούσαν τέτοιου είδους
διαμορφώσεις, ονομάζονταν συχνά «σκάλες». Τα μεταβυζαντινά καλντερίμια είχαν
και βαθμίδες (σε αντίθεση με τα βυζαντινά), που βοηθούσαν στην ανάβαση σε
περιοχές με μεγάλη κλίση.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα κτίστηκαν πολυάριθμες γέφυρες, πολύτοξες στους
πρώτους αιώνες και μεγάλες μονότοξες από τον 18ο και 19ο αι. Ήταν τα
σπουδαιότερα έργα μηχανικής της εποχής τους και ο θαυμασμός που προκαλούσαν
μεταφράστηκε σε θρύλους και δημοτικά τραγούδια. Η ίδρυσή τους ήταν αρχικά
έργο της κρατικής διοίκησης, για να περάσει αργότερα στην ιδιωτική πρωτοβουλία
των κατά τόπους αρχόντων και κοινοτήτων. Ως ένα από τα σημαντικότερα έργα
γεφυροποιίας στον ελλαδικό χώρο θεωρείται το γεφύρι της Άρτας, το οποίο
χρονολογείται στο 1612. Αποτελείται από τέσσερα μεγάλα τόξα, με μικρά
ανακουφιστικά ανοίγματα ανάμεσά τους. Η γέφυρα του Πηνειού στη Λάρισα, η
οποία κατασκευάστηκε πιθανώς στις αρχές του 16ου αι., ήταν μια από τις
μεγαλύτερες, με μήκος 120 μ. Καταστράφηκε τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η μεγάλη

- 14 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

γέφυρα του Σπερχειού ή Αλαμάνας, γνωστή από την ομώνυμη μάχη του 1821,
κτίστηκε από την βαλιδέ σουλτάνα (βασιλομήτορα) μεταξύ του 1648 και 1665.

- 15 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η αρχιτεκτονική των οχυρώσεων

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο ο ελλαδικός χώρος γνώρισε αλλεπάλληλες πολεμικές


συγκρούσεις ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Βενετούς, ενώ οι ακτές και τα
νησιά ζούσαν σχεδόν διαρκώς υπό την απειλή των πειρατών. Το κύριο όπλο
απέναντι σε αυτά τα προβλήματα ήταν οι οχυρώσεις: όπως και στους
προηγούμενους αιώνες, τα τείχη εξακολούθησαν να προστατεύουν τις πόλεις, οι
οποίες διατήρησαν τον χαρακτήρα του κάστρου. Οι Οθωμανοί σπάνια ασχολήθηκαν
με την ίδρυση νέων οχυρώσεων, καθώς δεν αντιμετώπιζαν κάποια σημαντική
απειλή ενώ διέθεταν ανεξάντλητες στρατιωτικές δυνάμεις. Έτσι, περιορίστηκαν
κυρίως στη συντήρηση των τειχών και των κάστρων που είχαν καταλάβει, πολλά
από τα οποία σταδιακά εγκατέλειψαν. Αντίθετα, οι Βενετοί βρίσκονταν μονίμως στη
θέση του αμυνόμενου και υλοποίησαν αμέτρητα μικρά και μεγάλα οχυρωματικά
έργα στις ελληνικές τους κτήσεις: τα μνημεία της μεταβυζαντινής οχυρωματικής
αρχιτεκτονικής που σώζονται σήμερα, είναι κατεξοχήν βενετικά.
Η έναρξη της περιόδου συνέπεσε με μία κομβική αλλαγή στην τεχνική του
πολέμου, η οποία άλλαξε την αρχιτεκτονική των οχυρώσεων. Στην πολιορκία της
Κωνσταντινούπολης το 1453 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλης κλίμακας και άκρως
αποτελεσματική χρήση της τεχνολογίας των πυροβόλων (κανονιών). Το νέο όπλο
τελειοποιήθηκε ταχύτατα και μετέβαλε ριζικά τη μορφή και το μέγεθος των
οχυρώσεων. Οι εξελίξεις αυτές επιταχύνθηκαν στη σύγκρουση μεταξύ της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Δημοκρατίας της Βενετίας, η οποία εκτυλίχθηκε
κυρίως στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο και το Αιγαίο. Για την προάσπιση των
κτήσεών της, η Βενετία επένδυσε ιδιαίτερα στην οχύρωση των κυριότερων λιμανιών
της, την οποία ανέθεσε σε εξέχοντες αρχιτέκτονες και μηχανικούς της εποχής. Οι
μεγάλες βενετικές οχυρώσεις της Κρήτης αποτελούν πρωτοποριακά για την εποχή
τους έργα, τα οποία εξακολουθούν μέχρι σήμερα να εντυπωσιάζουν για τη
σχεδίαση και τον όγκο τους.

- 16 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Το νέο όπλο
Tο όπλο που άλλαξε τα δεδομένα του πολέμου είναι το πυροβόλο – γνωστό
περισσότερο με το όνομα κανόνι. Πρόκειται για έναν επιμήκη και ελαφρά κωνικό
μεταλλικό σωλήνα, με κλειστό το ένα από τα δύο άκρα του. Εκεί τοποθετείται
πυρίτιδα (μείγμα άνθρακα, θείου και νίτρου), η οποία πυροδοτείται με φυτίλι και
με την ανάφλεξη εκτοξεύει σφαιρικό βλήμα (αρχικά λίθινο και αργότερα
μεταλλικό).
Τα πρώτα, «πρωτόγονης» μορφής κανόνια επινοήθηκαν και
χρησιμοποιήθηκαν σε μάχες στην Κίνα τον 12ο αι. και από εκεί πέρασαν στην
ισλαμική Ανατολή. Η πρώτη ευρείας κλίμακας χρήση πυροβολικού σε ευρωπαϊκό
έδαφος, που έκρινε αποφασιστικά την έκβαση μιας αναμέτρησης, έλαβε χώρα στην
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453. Υπό τη διεύθυνση του Ούγγρου
μηχανικού Ορμπάν, ο οθωμανικός στρατός παρέταξε εξήντα οκτώ βομβάρδες που
εκτόξευαν λίθινες μπάλες σε απόσταση ενός μιλίου. Τα κανόνια αυτά μπορούσαν
να πραγματοποιήσουν μόνο λίγες βολές την ημέρα, διότι υπερθερμαίνονταν και
υπήρχε ο κίνδυνος να εκραγούν. Η πυροδότησή τους προκαλούσε εκκωφαντικό
κρότο, που τρομοκρατούσε τους πολιορκημένους.
Σύντομα τα κανόνια τελειοποιήθηκαν και μίκρυναν σημαντικά σε μέγεθος,
ώστε να είναι πιο ευέλικτα. Ως τον 17ο αι. κατασκευάζονταν από ορείχαλκο και
κατόπιν από σίδηρο. Προκειμένου να μετακινούνται με ευκολία, τα κανόνια
τοποθετούνταν επάνω σε κιλλίβαντες, ξύλινες βάσεις με δύο τροχούς. Ένας άλλος,
σταθερός τύπος κανονιού που γνώρισε ευρεία χρήση, είναι οι βομβάρδες, μικρού
μήκους και μεγάλου διαμετρήματος πυροβόλα, που εκτόξευαν μεγάλες μεταλλικές
μπάλες με πυροκροτητή, οι οποίες περιείχαν πυρίτιδα. Η καμπύλη τροχιά που
διέγραφαν τις καθιστούσε ιδιαίτερα κατάλληλες σε πολιορκίες, καθώς έπλητταν τον
αντίπαλο μέσα από τα τείχη του. Με βολή βομβάρδας καταστράφηκε από τους
Βενετούς ο Παρθενώνας το 1687.
Η χρήση των κανονιών δεν περιορίστηκε σε μάχες και πολιορκίες στην ξηρά,
αλλά γρήγορα υιοθετήθηκε και από το ναυτικό. Οι κυρίαρχοι τύποι πολεμικών
σκαφών ήταν κατά τον 15ο και 16ο αι. η μεγάλη κωπήλατη γαλέρα και η μικρότερη
γαλεάτσα. Ο βενετικός στόλος, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) αριθμούσε
20-30 γαλέρες και πολύ λιγότερες γαλεάτσες. Τα μεγάλα, νέου τύπου ιστιοφόρα

- 17 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

που επικράτησαν στις ναυτικές δυνάμεις της Δύσης από τον 17ο αι. δεν ήταν τόσο
διαδεδομένα στη γηρασμένη ιταλική δημοκρατία, η οποία ενοικίαζε τέτοια πλοία
από την Αγγλία και τη Γαλλία. Μια γαλέρα έφερε 7-12 κανόνια, μια γαλεάτσα 20 και
τα μεγάλα ιστιοφόρα 50-80. Οι ναυμαχίες κρίνονταν πλέον από τη δύναμη πυρός
των αντιμαχομένων και οι βυθίσεις πολεμικών πλοίων εξαιτίας βολών του
πυροβολικού συνεπάγονταν εκατόμβες νεκρών.

Η εξέλιξη των οχυρώσεων


Η εισαγωγή των πυροβόλων στον πόλεμο επέφερε μεγάλες αλλαγές στη διάταξη και
τη μορφή των οχυρώσεων. Τα τείχη των πόλεων και τα μικρότερα κάστρα έπρεπε
αφενός να καταστούν ανθεκτικά στις βολές του πυροβολικού και αφετέρου να
εξασφαλίσουν χώρους για την εγκατάσταση κανονιών στους πύργους και τις
επάλξεις τους, ώστε να απαντούν στους επιτιθέμενους με τον ίδιο τρόπο.
Τα ως τότε κατακόρυφα τείχη των κάστρων δεν ήταν ανθεκτικά σε βολές
πυροβόλων, καθώς οι λίθινες ή μεταλλικές μπάλες που εκτόξευαν τα κανόνια
προκαλούσαν ρωγμές, διατρυπούσαν τα τοιχώματα και εντέλει άνοιγαν ρήγματα
από τα οποία μπορούσαν να διεισδύσουν οι επιτιθέμενοι. Η λύση σε αυτό το
πρόβλημα ήταν η αύξηση του πάχους των τειχών και η εξωτερική ενίσχυσή τους με
μία επικλινή λίθινη κατασκευή που ονομαζόταν σκάρπα (scarpa). Οι σκάρπες
αύξαιναν κατά πολύ το πάχος των τειχών, έτσι ώστε, σε συνδυασμό με το κεκλιμένο
επίπεδό τους, οι βολές των κανονιών να προξενούν περιορισμένες βλάβες.
Παράλληλα, προκειμένου οι αμυνόμενοι να εγκαταστήσουν τα δικά τους πυροβόλα,
άρχισε να αυξάνεται το πλάτος του περιδρόμου των τειχών και, κυρίως, το εμβαδόν
των πύργων, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μεγέθυνση του όγκου των οχυρώσεων.
Οι λύσεις αυτές συστηματοποιήθηκαν από μια σειρά προικισμένων
μηχανικών που εργάστηκαν για την Βενετική Δημοκρατία. Σημαντικότερος όλων
ήταν ο βερονέζος Michele Sanmicheli, ο οποίος ανέλαβε να αναμορφώσει τις
οχυρώσεις της Κρήτης και παρέμεινε για αυτό τον λόγο στο νησί από το 1538 ως το
1540, έχοντας προηγουμένως εργαστεί για τον ίδιο σκοπό στην Κέρκυρα. Το έργο
του συνέχισαν και εξέλιξαν περαιτέρω άλλοι μηχανικοί και αρχιτέκτονες: η
οχυρωματική αρχιτεκτονική έγινε πλέον μια υπόθεση «επιστημονική», με ορολογία
–όπως ήταν επόμενο– ιταλική.

- 18 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Τα τείχη των οχυρωμένων πόλεων καλύφθηκαν με τεράστιες σκάρπες,


μπροστά από τις οποίες ανοίγονταν μεγάλες τάφροι και προτάσσονταν
προτειχίσματα. Στο σημείο όπου το επικλινές επίπεδο της σκάρπας συναντούσε το
ανώτερο εμφανές τμήμα του τείχους, έτρεχε ένα πέτρινο γείσο, γνωστό ως cordone.
Επάνω από το επίπεδο αυτό, το τείχος ήταν κατακόρυφο και απέληγε στις επάλξεις.
Η βάση του τείχους, πλάτους πολλών πλέον μέτρων, δεν ήταν συμπαγής, αλλά στο
θεμέλιό της υπήρχε μια στοά, η contramina, που είχε ως στόχο να παρακολουθεί
τυχόν προσπάθειες υπονόμευσης του με υπόγειες σήραγγες και να τις
εξουδετερώνει. Ο περίδρομος στην κορυφή του τείχους πλάτυνε ώστε να
εξασφαλίσει χώρο για βολές κανονιών μέσα από τα ανοίγματα των επάλξεων και να
διευκολύνει τη μετακίνηση των πυροβόλων επάνω στους κιλλίβαντες.
Ριζικά άλλαξε και η μορφή των γωνιακών πύργων, που μεταμορφώθηκαν σε
τεράστιους προμαχώνες (bastioni), η κάτοψη των οποίων θυμίζει καρδιά ή βέλος.
Εκτός από την ανθεκτικότητα στους βομβαρδισμούς, η μεγέθυνση αυτή είχε στόχο
να επιτρέπει στα μεγάλα κανόνια που υπήρχαν επάνω στους πύργους να
μετακινούνται εύκολα για να στοχεύσουν τον αντίπαλο προς κάθε κατεύθυνση.
Κάθε προμαχώνας έφερε συνήθως το όνομα ενός αγίου, του στρατιωτικού διοικητή
που τον υπερασπιζόταν ή του τοπικού διοικητή επί των ημερών του οποίου
ανεγέρθηκε. Οι παραθαλάσσιοι προμαχώνες που προασπίζονταν λιμάνια και
παράκτιες θέσεις έφεραν μεγάλες κανονιοθυρίδες ανοιγμένες λίγο ψηλότερα από
την επιφάνεια της θάλασσας, προκειμένου να βάλουν από εκεί ενάντια σε πλοία.
Οι ακροπόλεις ή ακροπύργια, τα τελευταία καταφύγια των οχυρωμένων
οικισμών, μετατράπηκαν επίσης σε τεράστια φρούρια εντός των πόλεων, με κάτοψη
που, χάρις στους πολλούς περιμετρικά πύργους-προμαχώνες, θύμιζε αστερίσκους.
Η μορφή τους ήταν ίδια τόσο στην εξωτερική πλευρά όσο και σε εκείνη που
στρεφόταν προς την πόλη της οποίας την άμυνα υπηρετούσαν, διότι σε περίπτωση
που αυτή έπεφτε στα χέρια του αντιπάλου, θα αποτελούσαν το καταφύγιο του
πληθυσμού και τη βάση της τελευταίας αντίστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί η Φορτέτζα του Ρεθύμνου, που χτίστηκε μετά την καταστροφή της πόλης
από τους Τούρκους το 1571, σε σχέδια του Sforza Pallavicini. Στο εσωτερικό της,
εκτός από τις απαραίτητες στρατιωτικές εγκαταστάσεις (στρατώνες,
πυριτιδαποθήκες και οπλοθήκες, αποθήκες τροφίμων και πολυάριθμες δεξαμενές),

- 19 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

στεγάστηκαν όλες σχεδόν οι υπηρεσίες και αρχές της βενετικής διοίκησης (η


κατοικία του διοικητή, το κτήριο του συμβουλίου, το επισκοπικό μέγαρο κ.λπ.), με
κέντρο μια μεγάλη πλατεία.
Εκτός από τη στρατιωτική τους αξία, τα νέας τεχνολογίας βενετικά
οχυρωματικά έργα διακήρυτταν την ισχύ της Βενετικής Δημοκρατίας – ήταν δηλαδή
εκτός των άλλων και ένα μέσο πολιτικής και στρατιωτικής προπαγάνδας. Στο
πλαίσιο αυτό, αλλά και σύμφωνα με τις εξελίξεις στην αρχιτεκτονική του 16ου
αιώνα, οι απλές άλλοτε πύλες των τειχών άρχισαν να αποκτούν μνημειακή
διαμόρφωση. Στον Χάνδακα σώζονται οι πύλες του Αγίου Γεωργίου (1565), του
Παντοκράτορα (1567-1570) και του Ιησού (1587), με χαρακτηριστικά που
παραπέμπουν σε πρότυπα από τα εγχειρίδια της αρχιτεκτονικής που
κυκλοφορούσαν ευρέως τότε στην Ιταλία και ήταν γνωστά και στην Κρήτη.
Στο εσωτερικό των νέου τύπου οχυρώσεων της βενετοκρατίας, συναντάμε
κατασκευές που υπήρχαν και στα παλαιότερα φρούρια, όπως τις δεξαμενές, που
τώρα γίνονται περισσότερες και μεγαλύτερες, για να καλύψουν τις αυξημένες
ανάγκες των τεράστιων οχυρωμάτων, αλλά και νέες υποδομές, όπως οι αποθήκες
του πυροβολικού και οι πυριτιδαποθήκες. Στις τελευταίες φυλασσόταν η ιδιαίτερα
εύφλεκτη και καταστροφική πυρίτιδα, το μπαρούτι, και έπρεπε να είναι όσο το
δυνατόν πιο ασφαλείς. Για αυτό τον λόγο κτίζονταν σε απομακρυσμένα σημεία, με
κωνική πέτρινη στέγη, ώστε να αποκρούονται οι βολές του πυροβολικού, και χωρίς
παράθυρα. Η πυριτιδαποθήκη της Μεθώνης μπορούσε να χωρέσει 300 βαρέλια με
μπαρούτι.

Οι οχυρώσεις του Χάνδακα


Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο οχυρωματικό έργο των Βενετών στον ελλαδικό
χώρο αποτέλεσαν τα νέα τείχη του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο), της πρωτεύουσας της
Κρήτης, τα οποία τους απασχόλησαν από το 1462 μέχρι και τον τελευταίο χρόνο της
πολιορκίας της πόλης, το 1669. Η εξαιρετικά μακρά αυτή διάρκεια υλοποίησής τους
οφείλεται στην κλίμακα του έργου αλλά και στην έλλειψη σταθερής
χρηματοδότησης, που είχε ως συνέπεια οι εργασίες να διακόπτονται για μεγάλα
διαστήματα. Εντούτοις, οι οχυρώσεις του Χάνδακα υπήρξαν ένα από τα μεγαλύτερα
και τελειότερα οχυρωματικά έργα της εποχής τους, όπως απέδειξε η επί είκοσι τρία

- 20 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

χρόνια αντοχή τους στην πολιορκία των Οθωμανών – μία από τις πλέον
μακροχρόνιες στην ανθρώπινη ιστορία. Τον γενικό θαυμασμό που προκαλούσαν τα
τείχη μαρτυρούν οι πολυπληθείς απεικονίσεις τους, ακόμα και σε ανάγλυφο χάρτη
που εντοιχίστηκε στα τέλη του 17ου αι. στην εκκλησία Santa Maria Zobenigo στη
Βενετία.
Ο Χάνδακας διέθετε παλαιά, βυζαντινά τείχη, τα οποία δεν επαρκούσαν
πλέον, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης του οικισμού αλλά και της εμφάνισης των
πυροβόλων στην πολεμική πρακτική. Η νέα οχύρωση, μήκους 7 χλμ., περιέβαλε
τριπλάσια έκταση σε σχέση με εκείνη της βυζαντινής πόλης. Στη σχεδίασή τους
εργάστηκαν ο Sanmicheli και κυρίως ο Giulio Savorgnan.
H βόρεια πλευρά των τειχών εκτεινόταν κατά μήκος του παραλιακού
μετώπου της πόλης. Κεντρικό σημείο της αποτελούσε το λιμάνι, το οποίο έκλεινε με
κινητή αλυσίδα. Κύριο οχύρωμα του λιμανιού ήταν ο Κουλές (όπως είναι το
τουρκικό του όνομα), ένα αυτόνομο φρούριο στο άκρο του κεντρικού
λιμενοβραχίονα, με κανονιοθυρίδες που ανοίγονται λίγο ψηλότερα από το επίπεδο
της επιφάνειας της θάλασσας, για να πλήττονται από εκεί τα εχθρικά πλοία. Εντός
του λιμανιού υπήρχαν νεώρια (arsenali) για τη συντήρηση πλοίων, ορισμένα από τα
οποία διατηρούνται ακόμη.
Τα χερσαία τείχη αποτελούν ένα σύστημα από ευθύγραμμα μέρη και
γωνιακούς προμαχώνες, που διακόπτεται από τις κύριες και τις δευτερεύουσες
πύλες. Μπροστά τους εκτείνεται βαθιά, ξηρή τάφρος. Το υλικό από τη διάνοιξή της
χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των τειχών, τα οποία είναι στην πραγματικότητα
πελώρια αναχώματα με λίθινες επενδύσεις στις εξωτερικές όψεις τους. Εκτός από
τις πύλες, τα τείχη διατρυπούν στοές (contramine) και διάδρομοι για την κίνηση του
στρατού.
Οι προμαχώνες είναι συνολικά επτά και φέρουν τα ονόματα α) Σαμπιονάρα
β) Βιτούρι γ) Ιησού δ) Μαρτινένγκο ε) Βηθλεέμ στ) Παντοκράτορα και ζ) Αγίου
Ανδρέα. Το σχήμα τους δεν είναι πανομοιότυπο, καθώς προσαρμόζονται στην
ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνει ο καθένας, αλλά σε γενικές γραμμές έχει τη
μορφή ενός αυτόνομου καρδιόσχημου βέλους που συνδέεται με το κυρίως τείχος
με έναν λαιμό. Εκατέρωθεν του λαιμού αυτού διαμορφώνονται εσωτερικές
πλατείες με θέσεις για κανόνια. Κατασκευαστικά είναι απολύτως όμοιοι με τα τείχη.

- 21 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Ορισμένοι ενισχύονται με επιπρομαχώνες, μικρότερους δηλαδή και


υπερυψωμένους προμαχώνες, που επιτρέπουν την καλύτερη κατόπτευση του
χώρου.
Οι πύλες ανοίγονται συνήθως κοντά σε έναν προμαχώνα, για λόγους
ασφάλειας, και διακρίνονται σε δημόσιες και στρατιωτικές – οι δεύτερες
βρίσκονταν στην αποκλειστική χρήση του στρατού. Εξωτερικά, προς την πλευρά της
υπαίθρου, το άνοιγμά τους είναι συγκριτικά μικρό και δίχως ιδιαίτερη
αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Από εκεί εισέρχεται κανείς σε έναν μακρύ θολωτό
διάδρομο, μήκους ίσου με το πάχος του τείχους. Στην έξοδο του διαδρόμου προς το
εσωτερικό της πόλης, οι δημόσιες πύλες παίρνουν την πλέον επίσημη διαμόρφωση,
με αρχιτεκτονικές συνθέσεις που εμπνέονται ή αντιγράφουν σύγχρονα έργα
μεγάλων αρχιτεκτόνων της Ιταλίας. Η Πύλη του Αγίου Γεωργίου, που ανατινάχθηκε
από Κρήτες εξτρεμιστές τη δεκαετία του 1910, είχε κατασκευαστεί το 1565 και
περιλάμβανε κιονοστήρικτο πλαίσιο, ανάγλυφα μετάλλια και αετωματική επίστεψη
με οβελίσκους. H Πύλη του Παντοκράτορα (1567-1570) διαμορφώνεται με δύο
θύρες και φέρει ανάγλυφη παράσταση του Χριστού Παντοκράτορα. Η Πύλη του
Ιησού είναι έργο του 1587 που μιμείται σχέδιο του Sebastiano Serlio. Η μνημειακή
διαμόρφωση αυτών των πυλών δεν είναι τυχαία: ευρισκόμενες στα πλέον κεντρικά
σημεία της πόλης, απ’ όπου διέρχονταν εκατοντάδες άνθρωποι καθημερινά, οι
πύλες με την επίσημη και περίτεχνη διακόσμηση, που συμπληρωνόταν
απαραιτήτως με το έμβλημα της Βενετίας, μαρτυρούσαν και διακήρυτταν την ισχύ
της μητρόπολης.
Η ζώνη των τειχών και της τάφρου ενισχυόταν με ένα επιπλέον προτείχισμα,
ενώ στην ανατολική πλευρά της οχύρωσης είχε προσαρτηθεί ένα μικρό αυτόνομο
φρούριο, του Αγίου Δημητρίου.
Το Μεγάλο Κάστρο, ο Χάνδακας, χρειάστηκε όπως ήδη σημειώθηκε είκοσι
ένα χρόνια πολιορκίας για να αλωθεί από τους Οθωμανούς. Η αποτελεσματικότητα
των τειχών και η δυνατότητα ανεφοδιασμού από τη θάλασσα ήταν οι κύριοι
παράγοντες για την εκπληκτική αντοχή του. Η πολιορκία γνώρισε διάφορα στάδια
και σε μεγάλο βαθμό εκτυλίχθηκε υπογείως, μέσα σε χαρακώματα και στοές με τις
οποίες οι Τούρκοι προσπάθησαν επανειλημμένως να υπονομεύσουν και να
ανατινάξουν τα τείχη. Το τίμημα της πολιορκίας σε ανθρώπινες ζωές εκτιμάται ότι

- 22 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ξεπέρασε τα 200.000 άτομα, ενώ το χρηματικό κόστος υπήρξε τεράστιο, τόσο για τη
Βενετία, που δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει οικονομικά, όσο και για την
Οθωμανική αυτοκρατορία.

- 23 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Τα δημόσια κτήρια

Η ανέγερση κτηρίων δημοσίου χαρακτήρα είχε ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για τις
διοικητικές, στρατιωτικές και άλλες ανάγκες που έπρεπε να καλύψουν, αλλά και
από την άποψη της συμβολικής τους βαρύτητας, καθώς τα κτήρια αυτά
διακήρυτταν την ισχύ και την υπεροχή του κυρίαρχου, τόσο απέναντι στους
γηγενείς, όσο και στους ταξιδιώτες. Επιπλέον, συνιστούσαν το πεδίο άσκησης της
επίσημης, «κρατικής» αρχιτεκτονικής και κατά συνέπεια μετέδιδαν με αμεσότητα
τις αισθητικές προτιμήσεις της μητρόπολης προς την περιφέρεια.

Περιοχές υπό οθωμανική κυριαρχία


Για τα κτήρια που στέγασαν τις διοικητικές αρχές των Οθωμανών στις πόλεις του
ελλαδικού χώρου έχουμε σαφέστερη εικόνα από τον 18ο αι. και εξής. Τότε – και ως
την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης – ιδρύθηκαν μεγάλα σεράγια (παλάτια) που
φιλοξενούσαν διοικητικές δραστηριότητες, αίθουσες υποδοχής και χώρους
κατοικίας (που ήταν ξεχωριστοί για τους άνδρες και τις γυναίκες, συχνά και
αυτόνομοι ως κτήρια). Τα μεγαλύτερα και πολυτελέστερα σεράγια της νότιας
Ελλάδας ήταν του Κιαμήλ μπέη στην Κόρινθο και του Χαλίλ μπέη στο Ζητούνι
(Λαμία). Στην Αθήνα η διοίκηση έδρευε στο βοεβοδαλίκι (από τον τίτλο του
διοικητή, που ονομαζόταν βοεβόδας), που είχε κτιστεί εντός της Βιβλιοθήκης του
Αδριανού. Διάσημα για την πολυτέλειά τους ήταν τα σεράγια του Αλή πασά στα
Γιάννενα και άλλα σημεία της Ηπείρου. Τα μνημεία αυτά έχουν καταστραφεί και
μας είναι γνωστά μόνο από απεικονίσεις και περιγραφές περιηγητών. Η
αρχιτεκτονική τους ακολουθεί τις εξελίξεις στη μορφή των αρχοντικών κατοικιών
της περιόδου, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω.
Στις μεγάλες πόλεις με έντονη οικονομική ζωή ιδρύθηκαν μπεζεστένια,
κλειστές αγορές πολύτιμων ειδών και όπλων, που διευθύνονταν από κρατικούς
υπαλλήλους. Σε αυτά μπορούσε κανείς να πραγματοποιήσει και κάποιου είδους
«τραπεζικές» εργασίες. Το καλύτερα διατηρημένο μπεζεστένι βρίσκεται στις Σέρρες

- 24 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

και χρονολογείται πριν από το 1494 (σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο της
πόλης). Η μεγάλη ορθογώνια αίθουσα στεγάζεται με έξι τρούλους, με τη βοήθεια
δύο κεντρικών ογκωδών πεσσών. Η τοιχοποιία ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο
σύστημα, με ελάχιστα και μικρά παράθυρα στο άνω μέρος, για λόγους ασφαλείας.
Η πρόσβαση των επισκεπτών γινόταν μέσω τεσσάρων αξονικών πυλών. Πλούσιος
ήταν ο εσωτερικός διάκοσμος, που δείχνει τη σημασία των κτισμάτων αυτών. Άλλα
μπεζεστένια σώζονται στη Θεσσαλονίκη (1455-1459), το οποίο εξακολουθεί να
λειτουργεί ως αγορά, και στη Λάρισα (π. 1484-1506), σε ερειπιώδη κατάσταση.
Από τον 18ο κυρίως αι., σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού των αστικών
κέντρων, κτίστηκαν πύργοι με ωρολόγια, συνήθως κοντά στο κέντρο της αγοράς. Σε
αυτούς οι ώρες σημαίνονταν με καμπάνες, που χτυπούσαν σε κανονικά
διαστήματα, και όχι με μηχανικά ωρολόγια. Το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα αυτής
της κατηγορίας είναι το ρολόι των Γιαννιτσών, που χρονολογείται στο 1753.
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, ιδρύθηκε από τον Αχμέτ Εβρενόσογλου,
απόγονο του κατακτητή της Μακεδονίας Γαζή Εβρενός, ως δώρο στους γονείς του
και τις ψυχές των προγόνων του. Ο ύψους 20 μ. πύργος αποτελείται από λιθόκτιστη
βάση και κορμό εξ ολοκλήρου κτισμένο με πλίνθους (τούβλα). Στην κορυφή
βρίσκεται το στέγαστρο της καμπάνας, με χαρακτηριστική κωνική μορφή. Άλλοι
πύργοι ωρολογίων έχουν σωθεί στην Άρτα (1775) και τη Χαλκίδα (τέλη 18ου-αρχές
19ου αι.). Στην Αθήνα, ο λόρδος Έλγιν δώρισε ένα ευρωπαϊκό μηχανισμό ωρολογίου
ως ανταπόδοση προς τους Αθηναίους για τις αρχαιότητες που πήρε από την πόλη. Ο
πύργος του κτίστηκε το 1814 στον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και σωζόταν
ως το 1884.
Την κατεξοχήν δημόσια κατασκευή της οθωμανικής περιόδου αποτελούν οι
κρήνες, που κτίστηκαν κατά εκατοντάδες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης των
μουσουλμάνων με το νερό. Αν και πρόκειται για κατασκευές μικρής κλίμακας και
απλής τυπολογίας, μεταφέρουν χαρακτηριστικά στοιχεία της οθωμανικής
αρχιτεκτονικής, όπως τα ισλαμικά ή διπλής καμπυλότητας τόξα, και σε ορισμένες
περιπτώσεις φέρουν περίτεχνο ανάγλυφο διάκοσμο. Δύο είναι οι κύριες κατηγορίες
κρηνών που σώζονται στον ελλαδικό χώρο: οι κρήνες-προσόψεις και οι περίοπτες.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τον τοίχο ενός κτίσματος ή μια θολωτή
υδατοδεξαμενή, στη μία πλευρά της οποίας διαμορφώνεται η κρήνη με την οπή

- 25 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

απορροής του νερού (τον κρουνό), το οποίο πέφτει σε λίθινη γούρνα. Το


συνηθέστερο σχήμα είναι ενός τόξου, στο εισέχον τύμπανο του οποίου βρίσκεται ο
κρουνός, συνοδευόμενος συχνά από μια κτιτορική επιγραφή. Στη δεύτερη
περίπτωση, οι κρήνες έχουν τη μορφή μικρών τετράπλευρων ή πολυγωνικών
κτισμάτων, ή ανοικτών δεξαμενών (συντριβανιών) που εντάσσονται σε θολωτή
κατασκευή παρόμοια με τις φιάλες αγιασμού της χριστιανικής αρχιτεκτονικής.
Μία από τις παλαιότερες ακριβώς χρονολογημένες κρήνες του πρώτου
τύπου στην Ελλάδα είναι του Χατζή Μουσταφά στην Κόρινθο, του έτους 1515.
Ακολουθεί και αυτή τον πρώτο τύπο, με κυρίαρχη την παρουσία μαρμάρινου υλικού
σε δεύτερη χρήση. Αν και η κτιτορική επιγραφή μας πληροφορεί ότι αποτελεί
δωρεά ενός Γιουσούφ ράφτη, έχει μείνει γνωστή με άλλο όνομα. Η λεγόμενη
«Καινούργια βρύση» της Χίου, η οποία ιδρύθηκε το 1768 από τον Μελέκ Μεχμέτ
πασά, χιακής καταγωγής μεγάλο αξιωματούχο της Υψηλής Πύλης, ανήκει στον
δεύτερο τύπο. Πρόκειται για τετράπλευρη περίοπτη κατασκευή, που σήμερα
καλύπτεται με κεραμοσκεπή. Κάθε πλευρά, εξολοκλήρου επενδεδυμένη με
μάρμαρο, διαμορφώνεται με αψίδωμα από τόξο διπλής καμπυλότητας, στο
τύμπανο του οποίου υπάρχει επίγραμμα και ανάγλυφος διάκοσμος στο στυλ του
οθωμανικού μπαρόκ. Άλλο παράδειγμα του δεύτερου τύπου αποτελεί η κρήνη του
Χασάν πασά τζαμιού στην Κω (1786). Πρόκειται για περίοπτη κατασκευή με
πολυγωνικό συντριβάνι στεγασμένο κάτω από κιονοστήρικτο θόλο (φιάλη). Οι
κίονες και τα κιονόκρανα αποτελούν spolia από αρχαία κτίσματα. Στην Αθήνα, όπου
υπήρχαν πολυάριθμες κρήνες, σώζεται μόνο αυτή του Χασεκή (τέλη 18ου αι.),
σήμερα μέσα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Η εξολοκλήρου μαρμάρινη πρόσοψή
της ακολουθεί τη συνήθη μορφή, με τόξο διπλής καμπυλότητας.

Βενετοκρατούμενες περιοχές
Οι Βενετοί από την πλευρά τους ανέπτυξαν μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα στις
κτήσεις τους. Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτε από τα κεντρικά κτήρια
διοίκησης, όπως το ανάκτορο του διοικητή-δούκα της Κρήτης στον Χάνδακα
(Ηράκλειο), επί της κεντρικής Ruga Grande που οδηγούσε από το λιμάνι στον ναό
του Αγίου Μάρκου.

- 26 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Μία ιδιαίτερη κατηγορία κτηρίων, σε υψηλή ιεραρχική κατάταξη, είναι οι


λεγόμενες λέσχες ευγενών ή λότζιες (ιταλικά: loggia), που ανεγέρθηκαν στις
σημαντικότερες βενετοκρατούμενες πόλεις. Επρόκειτο για χώρους συνάθροισης
των Βενετών αξιωματούχων και της τοπικής αριστοκρατίας, όπου ενημερώνονταν
για τις αποφάσεις της διοίκησης, πληροφορούνταν διάφορα νέα, έκλειναν
οικονομικές συμφωνίες, αλλά και περνούσαν την ώρα τους παίζοντας διάφορα
παιχνίδια.
Η σημαντικότερη λότζια είναι αυτή του Ηρακλείου, που έχει πλήρως
αναστηλωθεί και στεγάζει σήμερα το Δημαρχείο. Άρχισε να κτίζεται λίγο πριν από
το 1630, σε σχέδια άγνωστου αρχιτέκτονα. Το 1904 κατεδαφίστηκε ο όροφος λόγω
ετοιμορροπίας και κατόπιν το 1937 το ισόγειο, για να αναστηλωθεί ξανά τη
δεκαετία του 1960. Η πρόσοψη, με ανοικτή τοξοστοιχία, διέθετε πλούσιο
αρχιτεκτονικό διάκοσμο με δωρικό θριγκό στο ισόγειο, του οποίου οι μετόπες
έφεραν ανάγλυφους θυρεούς και λέοντες του Αγίου Μάρκου. Η λότζια του
Ρεθύμνου, στην κεντρική πλατεία (piazza) της πόλης, είναι παλαιότερη αυτής του
Ηρακλείου, καθώς κτίστηκε στα μέσα του 16ου αι. Έχει τετράγωνη κάτοψη και
ανοικτές τοξοστοιχίες στις τρεις πλευρές. Η εμφάνισή της είναι έντονα επηρεασμένη
από την αρχιτεκτονική των οχυρώσεων, με ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας και
υποτυπώδη σκάρπα στη βάση. Η στέγη ήταν αρχικά πυραμιδόσχημη.
Στα Ιόνια Νησιά ξεχωρίζει η λότζια της Κέρκυρας, η οποία άρχισε να κτίζεται
το 1663 και λίγες δεκαετίες αργότερα μετατράπηκε σε θέατρο, ενώ σήμερα στεγάζει
το δημαρχείο της πόλης. Το αρχικό κτήριο ήταν ισόγειο, με ανοικτή τοξοστοιχία και
ανάγλυφους θυρεούς στην πρόσοψη.
Σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε τρεχούμενο και πόσιμο νερό στα σπίτια και οι
πόλεις –ιδιαίτερα της Κρήτης– μαστίζονταν από λειψυδρία, οι κρήνες που παρείχαν
το αγαθό αυτό σε κεντρικά σημεία των οικισμών αποτελούσαν σημείο αναφοράς
και αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας της διοίκησης. Οι σημαντικότερες κρήνες της
βενετοκρατίας στον ελλαδικό χώρο κτίστηκαν στην Κρήτη, κυρίως από τον 16ο αι.
και εξής. Οι κρήνες της περιόδου αυτής ανήκουν σε δύο γενικά τύπους: στις
περίοπτες, κυκλικές κατασκευές με ένα κεντρικό αναβρυτήριο και στις επιτοίχιες ή
προσόψεις δεξαμενών, όπου μνημειακές συνθέσεις πλαισιώνουν τον κρουνό.

- 27 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η πιο χαρακτηριστική κρήνη της πρώτης ομάδας, η κρήνη Morosini που


βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Ηρακλείου, κατασκευάστηκε το 1628 από τον
ομώνυμο διοικητή, που έλυσε το πρόβλημα της υδροδότησης της πόλης. Έχει τη
μορφή μιας πολύλοβης δεξαμενής, επάνω σε τρίβαθμη κρηπίδα, με ένα άγαλμα του
Ποσειδώνα στο κέντρο, το οποίο σήμερα δεν σώζεται. Το σχέδιό της αποδίδεται
στον βενετοκρητικό μηχανικό οχυρώσεων Zorzi Corner. Το στηθαίο της δεξαμενής
φέρει πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο με μυθολογικά θέματα, έργο των κρητικών
αδελφών Μπενέτου.
Στη δεύτερη ομάδα υπάρχουν περισσότερα παραδείγματα, τόσο σε
δημόσιους χώρους, όσο και σε μονές. Το 1552-1554 ολοκληρώθηκε από τον
προβλεπτή Bembo το νέο υδραγωγείο του Χάνδακα, το οποίο κατέληγε σε μεγάλη
δεξαμενή με μνημειακή κρήνη στη μία πλευρά, σωζόμενη μέχρι σήμερα. Η
πρόσοψή της, με παραστάδες και κίονες θυμίζει ναό και στο κέντρο της έχει
τοποθετηθεί ρωμαϊκό άγαλμα, από τη βάση του οποίου απορρέει το νερό σε
γούρνα. Τη σύνθεση συμπληρώνουν μετόπες με οικόσημα και λέοντες. Η
κατασκευή είναι πολυτελής, ολομάρμαρη, με χρωματιστά στοιχεία. Η χρήση του
αγάλματος συνδέεται μάλλον με την παιδεία του καλλιεργημένου προβλεπτή και
αποτελεί μοναδική περίπτωση στην Κρήτη. Η κρήνη που έκτισε ο αξιωματικός
Antonio Priuli στο Ηράκλειο το 1666, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του από τους
Τούρκους, είναι μία από τις τελευταίες που κατασκευάστηκαν από τους Βενετούς
στο νησί. Πρόκειται για μία κομψή κατασκευή κορινθιακού ρυθμού, η οποία
αντιγράφει ένα σχέδιο του αρχιτέκτονα Andrea Palladio.
Εκτός από τις λέσχες και τις κρήνες, οι Βενετοί ανήγειραν πολλά ακόμη
κτίσματα διοικητικού, στρατιωτικού ή εμπορικού χαρακτήρα, όπως ήταν οι
νεώσοικοι (arsenali) που σώζονται στα Χανιά και το Ηράκλειο, η Οπλοθήκη του
Ναυπλίου, οι αποθήκες στο Ηράκλειο κ.ά. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
πύργοι ωρολογίων, όπως εκείνος του Ρεθύμνου, που μετέφεραν στην Κρήτη κάτι
από την αστική ζωή των ιταλικών πόλεων.

- 28 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η αρχιτεκτονική των κατοικιών

Oι κατοικίες συνιστούν τα πλέον πολυάριθμα οικοδομήματα που κτίστηκαν κατά τη


διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε. Η μορφή τους μας είναι γνωστή μέσα από
τα σωζόμενα παραδείγματα, που είναι περισσότερα από κάθε προηγούμενη
περίοδο. Στην πλειονότητά τους ανήκουν στις αρχοντικές κατοικίες – τα δείγματα
των απλών, λαϊκών σπιτιών που έχουν διασωθεί είναι πολύ λιγότερα. Αυτή η άνιση
κατανομή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι αρχοντικές κατοικίες ήταν καλύτερης
κατασκευής, τόσο ως προς τα υλικά όσο και ως προς τον τρόπο δόμησης, και κατά
συνέπεια πιο ανθεκτικές.
Η αρχιτεκτονική των κατοικιών παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανάμεσα
στις περιοχές με οθωμανική και βενετική κυριαρχία. Η επισκόπησή της στη συνέχεια
ακολουθεί αυτό το δίπολο και έχει ως κύριο αντικείμενο τα αρχοντικά και τα αστικά
σπίτια, που παρουσιάζουν πιο σύνθετες αρχιτεκτονικές μορφές και πλούσιο
διάκοσμο, προσφέροντας περισσότερες πληροφορίες για τον σχεδιασμό, τις
τεχνικές και τις αισθητικές αντιλήψεις της εποχής.

Οι αρχοντικές κατοικίες στις περιοχές υπό οθωμανική κυριαρχία


Η αρχιτεκτονική των αρχοντικών κατοικιών της οθωμανικής περιόδου στον ελλαδικό
χώρο παρουσιάζει μια βασική ιδιαιτερότητα: είναι κοινή τόσο για τους
μουσουλμάνους, όσο και για τους χριστιανούς. Η ενότητά της, που είναι
ολοκληρωτική από τον 17ο και ιδίως κατά τον 18ο-19ο αι., οφείλεται σε διάφορους
παράγοντες, όπως η επίδραση της βυζαντινής κατοικίας-πύργου στη διαμόρφωσή
της, τα μετακινούμενα συνεργεία οικοδόμων που εργάζονταν και για τις δύο
κοινότητες, τα κοινά πρότυπα από την αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης, η
οικονομική ευρωστία της ανερχόμενης τάξης των εμπόρων, η υιοθέτηση κοινού
τρόπου ζωής στις ανώτερες τάξεις κ.ά.
Κατά την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης, o καθιερωμένος στον ελλαδικό
χώρο τύπος αρχοντικού σπιτιού ήταν η βυζαντινή οχυρή κατοικία, που δεν διέφερε

- 29 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ιδιαίτερα από τους πύργους των κάστρων. Ο τύπος αυτός – το λεγόμενο


πυργόσπιτο – συνεχίστηκε να εφαρμόζεται τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής
κυριαρχίας και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβίωσε ακόμα και μέχρι τον 18ο αι.,
όπου το επέβαλαν οι πολιτικές ή γεωγραφικές συνθήκες, τόσο από Οθωμανούς,
όσο και από χριστιανούς άρχοντες (π.χ. στη Μάνη της Πελοποννήσου). Πρόκειται
για πολυώροφα κτίσματα, αποτελούμενα από ένα δωμάτιο σε κάθε επίπεδο, το
οποίο επικοινωνούσε με τα άλλα με σκάλες – κτιστές ή ξύλινες – και καταπακτές. Η
θύρα εισόδου βρισκόταν για λόγους ασφάλειας στον πρώτο ή τον δεύτερο όροφο,
όπου είχε κανείς πρόσβαση από έξω μέσω κινητής σκάλας. Για τους ίδιους λόγους,
παράθυρα ανοίγονταν μόνο στους τελευταίους ορόφους. Τα πυργόσπιτα μπορεί να
περιβάλλονταν από μικρό περίβολο με βοηθητικούς χώρους.
Η ζωή στα πυργόσπιτα δεν ήταν σε καμία περίπτωση άνετη, ωστόσο προείχε
η ανάγκη της ασφάλειας των ενοίκων. Από τον 17ο αι., καθώς οι πολιτικές,
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες άλλαζαν, η κατοικία-πύργος εξελίχτηκε στο
αρχοντόσπιτο των δύο επόμενων αιώνων, γνωστό και ως «μακεδονίτικο», το οποίο
συναντάμε στην ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα
μικρασιατικά παράλια, ακόμα και στον Πόντο. Η μεταβολή είχε ως κύριο
αντικείμενο τη σταδιακή επέκταση του τελευταίου ορόφου του πύργου με ξύλινες
προεξοχές και τη διάνοιξη μεγάλων παραθύρων, ώστε ο χώρος να γίνει πιο άνετος
και φωτεινός. Έτσι, όλος ο τελευταίος όροφος μετατράπηκε σε μία ελαφριά
κατασκευή από ξύλινο σκελετό, με διπλές σειρές παραθύρων (παρακυπτικά –
ανοιγόμενα– κάτω και φωτιστικά επάνω) και στέγη που προεξέχει έντονα, για να
απομακρύνει τα νερά της βροχής. Τα σαχνισιά, οι ξύλινες προεξοχές που
στηρίζονται με δοκάρια στον πυργοειδή κορμό του σπιτιού, διεύρυναν κατά πολύ
τα κύρια δωμάτια διαμονής, τους οντάδες, τα οποία διαμορφώνονταν με ένα
κεντρικό τζάκι και συνεχόμενα ντιβάνια ολόγυρα. Ο εσωτερικός διάκοσμος έδωσε
τη δυνατότητα επίδειξης καλαισθησίας ή και πλούτου, καθώς οι τοίχοι και οι
οροφές καλυπτόταν με ξύλινες επενδύσεις ή τοιχογραφίες, ενώ από τα βιτρώ των
φωτιστικών παραθύρων το φως δημιουργούσε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Σε αυτό
το περιβάλλον βρήκε άπλετο πεδίο ανάπτυξης το διακοσμητικό λεξιλόγιο του
οθωμανικού μπαρόκ, στην λαϊκή του εκδοχή. Το υπόλοιπο, κάτω τμήμα του σπιτιού,
ήταν λιθόκτιστο και αδιάρθρωτο – διατηρούσε δηλαδή τα χαρακτηριστικά του

- 30 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

πύργου (γυμνούς τοίχους από λιθοδομή, ελάχιστα και μικρά παράθυρα),


φιλοξενούσε βοηθητικούς χώρους αποθήκευσης, υπηρεσίας κ.ά. και προσέφερε
ασφάλεια. Μια ψηλή μάνδρα περιέβαλε την αυλή, παρέχοντας προστασία στην
κατοικία και τα τυχόν βοηθητικά κτίσματα.
Τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα κατοικιών αυτής της κατηγορίας σώζονται
σε οικισμούς της Θεσσαλίας (χωριά του Πηλίου, Αμπελάκια Λάρισας) και της
Δυτικής Μακεδονίας (Κοζάνη, Σιάτιστα, Καστοριά), οι οποίοι γνώρισαν μεγάλη
άνθηση χάρις στην ανάπτυξη του εμπορίου με την κεντρική Ευρώπη. Το πιο γνωστό
αρχοντικό είναι αναμφισβήτητα το σπίτι του Σβάρτς στα Αμπελάκια, που
προσείλκυσε το ενδιαφέρον της έρευνας από πολύ νωρίς και γοήτευσε ακόμα και
τους λογοτέχνες της «Γενιάς του ’30», κατά το κίνημα της αναζήτησης της
ελληνικότητας. Ο Γεώργιος Σβάρτς (γερμανική εκδοχή του ονόματος Μαύρος) ήταν
πλούσιος έμπορος και επικεφαλής του πρώτου συνεταιρισμού που δημιουργήθηκε
σε ελληνικό έδαφος, της Κοινής Συντροφίας και Αδελφότητας των Αμπελακίων, που
συνένωσε εργαστήρια παραγωγής και βαφής νημάτων, τα οποία εξάγονταν στην
Ευρώπη. Το αρχοντικό του κτίστηκε και διακοσμήθηκε μεταξύ των ετών 1787-1798
και αναπτυσσόταν σε τρεις ορόφους. Οι δύο κατώτεροι διατηρούσαν
χαρακτηριστικά των παλαιότερων πύργων και στέγαζαν την έδρα και το ταμείο του
συνεταιρισμού, τους χειμωνιάτικους κοιτώνες της οικογένειας και βοηθητικούς
χώρους. Ο τρίτος αποτελούνταν από μεγάλους οντάδες που προεκτείνονταν με
σαχνισιά έξω από τον πυργοειδή πυρήνα του σπιτιού. Ο εσωτερικός διάκοσμος
περιλάμβανε ξυλόγλυπτες επενδύσεις τοίχων και οροφών, τοιχογραφίες με
απεικονίσεις πόλεων και μπαρόκ διακοσμητικά θέματα, πολύχρωμα βιτρώ στα
φωτιστικά παράθυρα και γυψοτεχνήματα. Χαρακτηριστικά είναι τα πολυτελή
πορσελάνινα τζάκια, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, καθώς είχαν
περισσότερο διακοσμητικό παρά χρηστικό προορισμό. Το αρχοντικό του Σβάρτς
λειτουργεί σήμερα ως μουσείο, όπως επίσης και τα αρχοντικά της Πούλκως στη
Σιάτιστα (1752-1759) και της Βαρελιτζήδαινας στην Πέτρα της Λέσβου (τέλη 18ου-
αρχές 19ου αι.).
Στην οθωμανική Αθήνα υπήρχαν πολυάριθμες αρχοντικές κατοικίες που
ανήκαν σε χριστιανούς και μουσουλμάνους και συνιστούν μία παραλλαγή του
βορειοελλαδίτικου αρχοντόσπιτου. Το μόνο δείγμα που έχει σωθεί είναι το

- 31 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

αρχοντικό των Μπενιζέλων στην οδό Αδριανού στην Πλάκα, το οποίο σχετίζεται με
την οικογένεια της Αθηναίας αγίας Φιλοθέης (†1589). Σύμφωνα με τα δεδομένα
από την τελευταία αποκατάστασή του, το σπίτι χρονολογείται στον 18ο αι., μάλλον
στα μέσα του, αν και είναι πιθανό να περιλαμβάνει παλαιότερες οικοδομικές
φάσεις. Πρόκειται για διώροφο κτίσμα, προστατευμένο από υψηλό μανδρότοιχο,
με εσωτερική αυλή και μικρό κήπο. Το ισόγειο στέγαζε βοηθητικές δραστηριότητες,
ενώ στον όροφο υπήρχαν τρεις χώροι διημέρευσης και διανυκτέρευσης, ένας
κεντρικός ανοικτός οντάς που απολήγει σε σαχνισί στη μια πλευρά και δύο
πλευρικοί, ο καλοκαιρινός και ο χειμωνιάτικος (με τζάκι). Ένα ευρύ ξυλόστεγο
χαγιάτι που έβλεπε προς την αυλή και βασιζόταν στην τοξοστοιχία του ισογείου,
λειτουργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας όλων των χώρων του σπιτιού Οι οντάδες
φωτίζονταν με διπλή σειρά παραθύρων, παρακυπτικών και φωτιστικών. Η
περίκλειστη αυλή με το χαγιάτι αποτελούν βασικό συστατικό των αθηναϊκών
σπιτιών, παρέχοντας ασφάλεια και άνεση κινήσεων στο εσωτερικό τους.
Σημειώνεται ότι την ασφάλεια του σπιτιού ενίσχυαν τυφεκιοθυρίδες στις γωνίες
του, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μέσα από τους οντάδες.

Οι αρχοντικές και αστικές κατοικίες στις βενετοκρατούμενες περιοχές


Στις μεγάλες πόλεις της Κρήτης και των Επτανήσων αναπτύχθηκε μια αστική τάξη με
οικονομική ευμάρεια και πιο αναπτυγμένο επίπεδο ζωής, που αντικατοπτρίζονται
στην αρχιτεκτονική των κατοικιών. Το καλύτερα σωζόμενο σύνολο είναι αυτό του
Ρεθύμνου, παρόλο που ως οικισμός υστερούσε σημαντικά σε μέγεθος από τα
μεγάλα αστικά κέντρα του νησιού, που ήταν ο Χάνδακας και τα Χανιά. Η πόλη του
Ρεθύμνου ανοικοδομήθηκε μετά την πυρπόλησή της από τους Τούρκους το 1571,
οπότε τα περισσότερα σπίτια χρονολογούνται μετά το έτος αυτό.
Τα αστικά σπίτια του Ρεθύμνου είναι διώροφα, με επίπεδες στέγες. Η
πρόσοψή τους προς τους δρόμους είναι η πιο προσεγμένη. Στο ισόγειο ανοίγεται η
κεντρική θύρα εισόδου, και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει και ένα κατάστημα.
Στον όροφο υπάρχει σειρά παραθύρων που φωτίζουν τον κεντρικό, επίσημο χώρο
του σπιτιού, το λεγόμενο piano nobile. Στον ίδιο όροφο αναπτύσσονται οι κοιτώνες
και τα άλλα δωμάτια του σπιτιού. Οι βοηθητικοί χώροι βρίσκονται στο ισόγειο ή σε
μικρά κτίσματα στην εσωτερική αυλή. Η κεντρική είσοδος στο ισόγειο έχει συνήθως

- 32 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

την πιο περίτεχνη διαμόρφωση, με αρχαιοπρεπείς συνθέσεις με θριγκούς και


αετώματα, διακοσμητικά ανάγλυφα και επιγραφές, που προέβαλαν τον πλούτο και
την κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη. Τα περισσότερα από αυτά τα θυρώματα
μιμούνται σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Sebastiano Serlio, ο οποίος είχε εκδώσει
ένα βιβλίο-λεύκωμα με θύρες και οδηγίες για την καλύτερη εκτέλεσή τους, έργο
που έφτασε ως τη βενετική Κρήτη.
Στην Κέρκυρα, μετά την ολοκλήρωση της τείχισης της ως Έξω Πόλης το 1588,
περιορίστηκε δραστικά ο διαθέσιμος χώρος για την ανάπτυξη της οικοδομικής
δραστηριότητας. Οι κατοικίες άρχισαν αναπόφευκτα να επεκτείνονται σε ύψος και
έτσι δημιουργήθηκαν «πολυκατοικίες» που έφταναν σε ύψος αρκετών ορόφων. Οι
πυκνοδομημένες συνοικίες είχαν ως κέντρο τους μια εκκλησία και μπορεί να
διέθεταν και μια μικρή ακανόνιστη πλατεία. Κατά μήκος των κεντρικών εμπορικών
δρόμων στα ισόγεια των κτηρίων διαμορφώνονταν στοές, τα «βόλτα».
Η ύπαιθρος ήταν το μέρος όπου οι κατοικίες μπορούσαν να αναπτυχθούν
χωρίς τις δεσμεύσεις των τειχισμένων πόλεων. Στην Κρήτη, με τη μεγάλη έκταση και
την ασφαλή ενδοχώρα, δημιουργήθηκαν ορισμένα από τα ωραιότερα δείγματα
αγροτικών επαύλεων, οι λεγόμενες βίλλες, που σε ορισμένες περιπτώσεις
διακρίνονται για την περίτεχνη εμφάνισή τους, βάσει αναγεννησιακών προτύπων.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αγροτικής έπαυλης, από τις πολλές που σώζονται στο
νομό Χανίων, είναι η βίλλα Τρεβιζάν, στην τοποθεσία Κόκκινο Μετόχι. Πρόκειται για
κτίσμα με ισόγειο και όροφο με επίπεδη στέγη. Το ισόγειο προοριζόταν για την
αποθήκευση της σοδειάς και άλλων αναγκαίων υλικών για τη διαβίωση της
οικογένειας. Οι ένοικοι διέμεναν στον όροφο, στον οποίο η πρόσβαση γινόταν από
μια πέτρινη σκάλα που δέσποζε στην πρόσοψη του κτηρίου. Η ποιότητα της
κατασκευής είναι εμφανής στα ανάγλυφα πλαίσια των τοξωτών παραθύρων και της
κεντρικής θύρας εισόδου με την αετωματική επίστεψη. Αντίστοιχος διάκοσμος
υπήρχε και στο εσωτερικό του ορόφου. Από τα άλλα μνημεία αυτής της κατηγορίας
αξιοσημείωτη είναι η ημιτελής βίλλα στις Καλάθενες Κισάμου, η οποία αντιγράφει
σε μικρότερη κλίμακα και με πιο λιτά υλικά την περίφημη villa Rotonda του Andrea
Palladio στη Vicenza της Ιταλίας, ένα από τα διασημότερα αρχιτεκτονικά έργα της
Αναγέννησης.

- 33 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Οι λαϊκές κατοικίες
Τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, τόσο στην οθωμανική ηπειρωτική Ελλάδα όσο και
στα βενετοκρατούμενα νησιά, αντιμετώπιζαν πολύ δύσκολες συνθήκες ζωής,
έκδηλες και στη μορφή των κατοικιών τους. Και στις δύο περιοχές κυριαρχεί το
μονόχωρο σπίτι ή αλλιώς μονόσπιτο, το οποίο αποτελούνταν από ένα μόνο
δωμάτιο, συχνά μικρού μεγέθους και κτισμένο από φτωχικά υλικά. Στον ένα και
μοναδικό χώρο του η οικογένεια –που συχνά ήταν πολυμελής– διανυκτέρευε και
περνούσε μεγάλο μέρος της μέρας της, ενώ μπορεί να διατηρούσε και κάποιο
οικόσιτο ζώο, που αποτελούσε πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο. Μονόχωρα σπίτια
απαντούσαν κυρίως στα χωριά της υπαίθρου αλλά και στους οχυρωμένους
οικισμούς των νησιών. Σταδιακά οι φτωχικές αυτές κατοικίες βελτιώθηκαν με την
κατασκευή ξύλινων παταριών και ντουλαπιών που διαιρούσαν στοιχειωδώς τις
λειτουργίες του εσωτερικού χώρου ή με την προσθήκη ενός δεύτερου δωματίου.
Στα χωριά της Αττικής, στην ύπαιθρο της Αθήνας, κυριαρχούσαν δύο τύποι
σπιτιών, τα μακρυνάρια και τα πυργάκια. Τα πρώτα αποτελούνταν από μία σειρά
δωματίων που έβλεπαν σε μία εσωτερική αυλή. Στα δεύτερα ξεχώριζε ένα
υπερυψωμένο δωμάτιο, επάνω σε ημιυπόγειο, με βοηθητικά προσκτίσματα γύρω
από την αυλή. Τοπική ιδιαιτερότητα συνιστούν τα λεγόμενα καμαρόσπιτα,
μονόχωρες κατοικίες στις οποίες ο χώρος διπλασιαζόταν με την κατασκευή ενός
τόξου (καμάρας) που στήριζε την κορυφή της δίριχτης κεραμοσκεπής.

- 34 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η μοναστηριακή αρχιτεκτονική

Οι μονές της μεταβυζαντινής περιόδου παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον ως


αρχιτεκτονικές συνθέσεις που συνδυάζουν διαφόρων ειδών και χρήσεων κτήρια. Το
μέγεθος και η μορφή τους ποικίλει, ανάλογα με τη γεωγραφική θέση, το καθεστώς
λειτουργίας, το ανθρώπινο δυναμικό και τις οικονομικές δυνατότητες κάθε μιας. Η
γενική διάταξή τους ακολουθεί ωστόσο ορισμένες σταθερές αρχές που έχουν
καθοριστεί ήδη από τη βυζαντινή εποχή.
Η θέση των μονών επιδρά σημαντικά στη μορφή τους: αυτές που βρίσκονται
στην ύπαιθρο, έχουν οχυρό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τις εντός πόλεων
(«αστικές»), όπου δεν υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για προφύλαξη. Καίρια
σημασία έχει επίσης το διοικητικό καθεστώς: οι σταυροπηγιακές μονές –αυτές που
υπάγονται απευθείας στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και όχι στον τοπικό
επίσκοπο ή μητροπολίτη– διαθέτουν προνόμια που τους επιτρέπουν να αναπτύξουν
πιο άνετα τα οικοδομικά τους προγράμματα.

Ta μοναστηριακά συγκροτήματα
Τα μοναστήρια έχουν συνήθως τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα, εκτός αν το έδαφος
δεν επιτρέπει αυτή την κανονικότητα. Το σχήμα αυτό ορίζεται εξωτερικά από τείχος
ή μανδρότοιχο, μέσα στο οποίο εντάσσονται τα επιμέρους κτίσματα κάθε
μοναστηριακού συγκροτήματος. Οι πτέρυγες που αναπτύσσονται συνήθως κατά
μήκος του τείχους και σε επαφή με αυτό, περιβάλλουν μιαν αυλή, στο κέντρο της
οποίας βρίσκεται το καθολικό (η κεντρική εκκλησία της μονής).
Στις πτέρυγες στεγάζονται οι χώροι κατοικίας των μοναχών (τα κελιά), η
τράπεζα όπου γευματίζουν, παρεκκλήσια, αποθηκευτικοί και άλλοι βοηθητικοί
χώροι. Η διάταξη αυτή γνωρίζει ποικίλες παραλλαγές ανάλογα με το μέγεθος και τη
θέση της κάθε μονής. Πρόκειται για ένα κλειστό και ενιαίο σύνολο, που έχει ως
στόχο να προστατεύσει και να απομονώσει τους ενοίκους του και στο οποίο πολύ
σπάνια γίνονται εξωτερικές προσθήκες και επεκτάσεις. Παρόμοια διάταξη, σε

- 35 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

μικρότερη κλίμακα και απλουστευμένη μορφή, ακολουθούν τα μετόχια, τα


παραρτήματα δηλαδή των μοναστηριών τα οποία βρίσκονται σε πόλεις ή σε
κτήματα στην ύπαιθρο.

Τα τείχη
Τα περισσότερα μοναστήρια της περιόδου θυμίζουν εξωτερικά μικρά κάστρα,
καθώς δανείζονται πολλά στοιχεία από την αρχιτεκτονική των οχυρώσεων: στην
πλειονότητά τους βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές που απειλούνταν από
ληστές ή πειρατές και η ασφάλεια ήταν κρίσιμη για την επιβίωσή τους.
Τα τείχη –ή αλλιώς ο περίβολος– των μοναστηριών δεν διαφέρουν από
εκείνα των κάστρων και των οχυρώσεων των πόλεων, των χρόνων πριν από την
εμφάνιση των πυροβόλων. Έχουν μεγάλο πάχος και επίπεδες και αδιάρθρωτες
όψεις, οι οποίες διακόπτονται ανά διαστήματα από πύργους. Στην κορυφή τους
απολήγουν άλλοτε σε επάλξεις και άλλοτε ενοποιούνται με τους τελευταίους
ορόφους των κτηρίων που υπάρχουν εσωτερικά. Τα τείχη είναι ελεύθερα και στις
δύο πλευρές τους μόνο στα πολύ μεγάλα μοναστήρια· συνήθως, λόγω της
στενότητας του χώρου, τα εντός του περιβόλου κτίσματα εφάπτονται στα τείχη και
ουσιαστικά τα σχηματίζουν με την εξωτερική τους πλευρά.

Οι πυλώνες
Οι περισσότερες μονές διέθεταν συνήθως μία είσοδο (πυλώνα), για λόγους
ασφαλείας. Οι μικρότερες, βοηθητικές θύρες, ονομάζονταν παραπόρτια. Ο
μοναστηριακός πυλώνας ανοιγόταν στο σημείο όπου κατέληγε ο δρόμος που
οδηγούσε στη μονή και ήταν συνήθως τοποθετημένος στη δυτική πλευρά του
συγκροτήματος, ώστε ο εισερχόμενος να αντικρύζει την πρόσοψη και τη θύρα του
καθολικού. Οι μεταβυζαντινοί πυλώνες έχουν έντονα φρουριακό χαρακτήρα και
ανοίγονται στο ισόγειο μιας από τις πτέρυγες της μονής, ή στο ισόγειο πύργου που
είχε ακριβώς την αποστολή να προστατεύει την είσοδο. Επάνω από το άνοιγμά του
συχνά υπήρχε καταχύστρα ή ζεματίστρα. Τα ξύλινα θυρόφυλλα ήταν επενδεδυμένα
με μεταλλικά φύλλα. Μετά την θύρα ακολουθούσε ένας θολοσκέπαστος
διάδρομος, το διαβατικό, που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή.

- 36 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Στην Κρήτη, όπου δεν υπήρχαν κίνδυνοι αντίστοιχοι με αυτούς της


ηπειρωτικής Ελλάδας, οι μοναστηριακοί πυλώνες που κατασκευάστηκαν στην
τελευταία περίοδο της Βενετοκρατίας είχαν ως κύριο μέλημα τη μνημειακή
διαμόρφωση και την επίδειξη πλούτου, και ακολούθησαν σε ορισμένες περιπτώσεις
δυτικά αρχιτεκτονικά πρότυπα.

Τα κελιά
Τα κελιά αναπτύσσονταν κατά μήκος όλων ή των περισσότερων πλευρών του
περιβόλου, συχνά σχηματίζοντάς τον με την εξωτερική τους πλευρά. Επρόκειτο για
επάλληλες σειρές μικρών δωματίων, που οργανώνονταν σε δύο έως τέσσερις
ορόφους. Κύριο χαρακτηριστικό των οικοδομημάτων αυτών αποτελούσε ο
διάδρομος-στοά που εκτεινόταν μπροστά από κάθε όροφο, στην πλευρά της
εσωτερικής αυλής, ο οποίος εξυπηρετούσε την πρόσβαση στα κελιά (που είχαν
θύρες κατά μήκος του). Ο διάδρομος αυτός ονομάζεται ηλιακός ή έμβολος και ήταν
σκεπαστός, με τόξα ή ξύλινους στύλους που συγκρατούσαν τον άνω όροφο ή την
προέκταση της σκεπής. Η άνοδος στις στοές και τα κελιά γινόταν με σκάλες που
αναπτύσσονταν είτε εξωτερικά τους, είτε μέσα στην πτέρυγα.
Κάθε κελί είχε μικρές διαστάσεις και καλυπτόταν συνήθως με λιθόκτιστη
καμάρα που ακολουθούσε τον άξονα της πτέρυγας ή ήταν κάθετη σε αυτόν. Το
εσωτερικό του ήταν αδιάρθρωτο, με ερμάρια (ράφια ή ντουλάπια) στους τοίχους.
Σε πολύ ορεινές περιοχές μπορούσε να υπάρχει και εστία. Η θύρα εισόδου ήταν
κατά κανόνα χαμηλή και σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε δίπλα της μικρό
παράθυρο. Μεταγενέστερα άρχισαν να ανοίγονται παράθυρα και προς τις
εξωτερικές πλευρές, στους ψηλότερους ορόφους.
Το πιο προβεβλημένο στοιχείο των κτηρίων των κελιών είναι η πρόσοψη των
στοών τους προς την εσωτερική αυλή του μοναστηριού. Σε μεγάλα μοναστήρια, τα
τύμπανα των τοξοστοιχιών διακοσμούνταν με κεραμοπλαστικά κοσμήματα και
πολύχρωμα πινάκια. Από τον 18ο αι. έγινε έντονη η επίδραση της αρχιτεκτονικής
των αρχοντικών κατοικιών, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση στις πτέρυγες των
κελιών ορόφων που προεξείχαν με σαχνισιά.

- 37 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Οι πύργοι
Στις περισσότερες μονές, μικρές και μεγάλες, ανάμεσα στις πτέρυγες δέσποζε ένας
ψηλός πύργος, ο οποίος ήταν απαραίτητος για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων,
για την παρατήρηση τυχόν κινδύνου, για την άμυνα σε περίπτωση επίθεσης, καθώς
και ως ύστατο καταφύγιο σε περίπτωση παραβίασης του περιβόλου.
Οι μοναστηριακοί πύργοι ήταν κτισμένοι είτε σε μία από τις γωνίες του
συγκροτήματος, είτε επάνω από τον πυλώνα εισόδου. Το σχήμα τους ήταν συνήθως
τετράπλευρο –σε λίγες εξαιρέσεις κυκλικό– και το ύψος τους ανερχόταν σε
αρκετούς για τα δεδομένα της εποχής ορόφους. Η πρόσβαση στους ορόφους
γινόταν με εσωτερική σκάλα. Ένας από αυτούς –κατά κανόνα ο τελευταίος– μπορεί
να φιλοξενούσε παρεκκλήσιο.
Κατασκευαστικά οι πύργοι δεν διέφεραν από εκείνους των οχυρώσεων. Οι
τοίχοι τους ήταν παχύτατοι και στους κατώτερους ορόφους δεν έφεραν ανοίγματα.
Στον τελευταίο όροφο προεξείχαν ζεματίστρες, συνεχείς ή μεμονωμένες,
στηριζόμενες σε φουρούσια. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εξωτερικές επιφάνειες
ήταν διαρθρωμένες με τυφλά αψιδώματα. Ο τελευταίος όροφος απέληγε σε
επάλξεις.

Οι τράπεζες
Ένα από τα βασικά στοιχεία στη ζωή των μοναχών είναι τα κοινά γεύματα. Ήδη από
τη βυζαντινή περίοδο, τη δραστηριότητα αυτή στέγασαν ιδιαίτερα κτήρια, οι
τράπεζες, που βρίσκονταν κατά κανόνα κοντά στο καθολικό. Η πρακτική αυτή
συνεχίστηκε κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Σε μεγάλες μονές οι τράπεζες
κτίζονταν ως ανεξάρτητα κτίσματα μέσα στην αυλή, απέναντι ή δίπλα στο καθολικό,
και οι διαστάσεις τους μπορεί να έφταναν και τα 25 μέτρα σε μήκος, καθώς έπρεπε
να φιλοξενήσουν μεγάλο αριθμό μοναχών. Σε μικρότερες μονές, οι τράπεζες
καταλάμβαναν μία πλευρά του περιβόλου ή εντάσσονταν σε μία από τις πτέρυγες
των κελιών.
Βασικό στοιχείο στη διάταξη των τραπεζών ήταν ο ενιαίος επιμήκης
εσωτερικός χώρος, στη μία στενή πλευρά του οποίου ανοίγονταν από μία έως τρεις
κόγχες που εξήραν τη θέση του ηγουμένου. Οι κόγχες αυτές θυμίζουν το τριμερές
ιερό βήμα των ναών και συνήθως προεξέχουν εξωτερικά με τον ίδιο τρόπο. Τα

- 38 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

σωζόμενα παραδείγματα παρουσιάζουν ποικιλία, ανάλογα με τη θέση, το μέγεθος


και τις δυνατότητες κάθε μοναστηριού. Σε μεγάλες μονές του Αγίου Όρους
κτίστηκαν τράπεζες σε σχήμα ανεστραμμένου ταυ. Στο Μεγάλο Μετέωρο και τη
μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, οι τράπεζες διαθέτουν εσωτερική κιονοστοιχία,
κατά τον άξονα του μήκους, η οποία στηρίζει θόλους. Στη μονή Νταού Πεντέλης
στην Αττική, κατά μήκος των πλευρικών τοίχων ανοίγονται ημικυκλικές κόγχες.
Λόγω της μεγάλης σημασίας που έχουν οι τράπεζες στη μοναστηριακή ζωή,
συχνά οι εξωτερικές όψεις τους φέρουν διάκοσμο. Η τράπεζα της μονής Δοχειαρίου
διαρθρώνεται με τυφλά τόξα και κεραμοπλαστικό διάκοσμο με επιγραφή. Η αψίδα
της τράπεζας του Μεγάλου Μετεώρου φέρει διπλή σειρά κογχών. Εσωτερικά οι
τοίχοι καλύπτονταν με ζωγραφικό διάκοσμο, ο οποίος εκτεινόταν σε όλες τις
επιφάνειές τους ή περιοριζόταν στην κόγχη, και αναπαριστούσε θέματα με
συμβολισμούς σχετικούς με τη λειτουργία του χώρου (Μυστικός Δείπνος, Φιλοξενία
του Αβραάμ, μοναστικοί άγιοι). Τα τραπέζια ήταν ξύλινα ή κτιστά, τοποθετημένα
κατά τον άξονα του κτηρίου. Στις τράπεζες των μεγάλων μονών υπήρχαν επίσης
άμβωνες, όπου ένας μοναχός διάβαζε κατά τη διάρκεια του φαγητού περικοπές
ιερών κειμένων.

Οι εστίες
Το φαγητό παρασκευαζόταν σε έναν μικρό χώρο που αποτελούσε συνέχεια της
τράπεζας ή βρισκόταν κοντά της, τη λεγόμενη εστία ή μαγειρείο. Όταν η τράπεζα
εντασσόταν σε πτέρυγα, ανάμεσα σε αυτήν και την εστία μεσολαβούσε για τον
κίνδυνο πυρκαγιάς ένας μικρός αποθηκευτικός χώρος, το οψοφυλάκιο ή
σκευοφυλάκιο. Στις αυτόνομες τράπεζες, η εστία ήταν εντελώς ανεξάρτητη, πάλι για
λόγους ασφαλείας.
Οι εστίες ήταν απλά κτίσματα, με έναν τετράγωνο συνήθως χώρο, στο
κέντρο του οποίου άναβε η φωτιά για την παρασκευή του φαγητού. Είχαν μία
είσοδο, προς την πλευρά της τράπεζας ή της αυλής και λιγοστά παράθυρα. Η
κάλυψη γινόταν με θόλο, ημισφαιρικό ή πυραμιδόσχημο, ο οποίος έφερε στο
κέντρο ψηλή καπνοδόχο. Η φωτιά άναβε σε λίθινη βάση-εσχάρα, κτισμένη στο
κέντρο του κτίσματος. Το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού γινόταν σε
ξεχωριστούς χώρους με φούρνους, τα μαγκιπεία ή αρτοκοπιά.

- 39 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Σε ορισμένα μοναστήρια απαντούν κτίσματα παρόμοια με τις εστίες, τα


οποία όμως εξυπηρετούσαν διαφορετικό σκοπό: πρόκειται για τα λεγόμενα
φωτανάμματα, στα οποία κατέφευγαν οι μοναχοί για να ζεσταθούν τις κρύες νύχτες
του χειμώνα.

Αποθηκευτικοί χώροι
Οι μονές –ιδίως οι μεγαλύτερες– διέθεταν πολυάριθμους αποθηκευτικούς χώρους,
τα λεγόμενα δοχεία, όπου φυλάσσονταν όλα τα απαραίτητα για τη διατροφή των
μοναχών αγαθά (λάδι, κρασί, μέλι, τυρί, σιτηρά κ.λπ.) αλλά και τα προϊόντα από τα
κτήματά τους. Τα δοχεία καταλάμβαναν κυρίως τα ισόγεια και τα υπόγεια των
πτερύγων των κελιών, όπου η θερμοκρασία ήταν πιο δροσερή. Το λάδι φυλασσόταν
σε μεγάλα πιθάρια τοποθετημένα μέσα στο έδαφος. Ομοίως, τα σιτηρά
τοποθετούνταν σε κτιστούς σιρούς. Το κρασί, που δεν έλειπε ποτέ από την τράπεζα
των μοναχών, φυλασσόταν επίσης σε ιδιαίτερους χώρους, τα βαγεναρεία, που
ονομάζονταν έτσι από τα μεγάλα βαρέλια, τα βαγένια. Πολλές μονές διέθεταν έξω
από τον περίβολό τους ιδιαίτερα κτίσματα για την παρασκευή κρασιού και
τσίπουρου, τα κρασαριά ή ρακαριά.
Άλλοι χώροι ήταν αφιερωμένοι στη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων και
επίπλων: τα σκευοφυλάκια ήταν τοποθετημένα συχνά επάνω από τους νάρθηκες
και τις λιτές των ναών, ή στους μοναστηριακούς πύργους. Κύριο μέλημα ήταν η
αποφυγή του κινδύνου της πυρκαγιάς, που ήταν συχνό φαινόμενο στα μοναστήρια.
Στους ίδιους χώρους στεγάζονταν σε πολλές μονές οι βιβλιοθήκες, οι οποίες
αριθμούσαν σε κάποιες περιπτώσεις χιλιάδες χειρόγραφους κώδικες και έντυπα
βιβλία.

Νοσοκομεία - γηροκομεία
Χώροι αφιερωμένοι στη νοσηλεία των γερόντων και των άρρωστων μοναχών
μαρτυρούνται ήδη από την πρώτη περίοδο της ανάπτυξης του μοναχισμού στην
Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Η παράδοση αυτή, που συνεχίστηκε στη βυζαντινή
περίοδο, επιβίωσε και στους μεταβυζαντινούς χρόνους, όπου σε μεγάλες και
εύρωστες οικονομικά μονές κτίστηκαν αυτόνομα κτήρια νοσοκομείων. Δύο από
αυτά διασώθηκαν στα Μετέωρα, στη μονή του Μεγάλου Μετεώρου και στη

- 40 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Βαρλαάμ. Και τα δύο κτίστηκαν πίσω από το ιερό των καθολικών, έχουν
τετράπλευρο σχήμα και μοιάζουν στην κάτοψη με σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό,
με τη διαφορά ότι αντί για τρούλο έχουν θόλο με καπνοδόχο. Η καπνοδόχος
χρησίμευε για να απομακρύνεται ο καπνός της εστίας που άναβε στο κέντρο του
χώρου για να θερμαίνει τους μοναχούς και να παρασκευάζονται γεύματα,
αφεψήματα και φάρμακα. Και τα δύο νοσοκομεία των Μετεώρων διέθεταν
παρεκκλήσια αφιερωμένα στους ιαματικούς αγίους Αναργύρους.
Σημαντικό κτίσμα της ίδιας κατηγορίας αποτελεί το γηροκομείο της μονής
Πεντέλης στην Αττική, το οποίο βρίσκεται έξω από τον περίβολο του μοναστηριού.
Εξωτερικά δεν διαφέρει σε τίποτε από έναν τρουλαίο ναό, με εξαίρεση την απουσία
αψίδας ιερού. Το ίδιο ισχύει και για την εσωτερική κάτοψη, που ακολουθεί τον
τύπο του μεταβατικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με νάρθηκα. Το μήκος
των γωνιακών διαμερισμάτων, που δεν ξεπερνά το μήκος ενός κρεβατιού, μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εκεί φιλοξενούνταν οι γηροκομούμενοι μοναχοί. Στο
κέντρο άναβε η απαραίτητη εστία.

Φιάλες
Στις μεγάλες μονές, απέναντι από την είσοδο του καθολικού, κτίζονταν μικρά
θολωτά κτίσματα, οι φιάλες. Πρόκειται ίσως για τις πιο κομψές και ανάλαφρες
κατασκευές εντός των μοναστηριακών συγκροτημάτων και προορισμός τους ήταν
να στεγάσουν μαρμάρινες λεκάνες στις οποίες γινόταν η τελετή του αγιασμού των
υδάτων. Φιάλες αυτού του είδους υπήρχαν ήδη από τη μέση και την ύστερη
βυζαντινή περίοδο.
Οι περισσότερες μεταβυζαντινές φιάλες κτίστηκαν στα μοναστήρια του
Αγίου Όρους. Το γενικό σχήμα είναι αυτό μιας σειράς κιόνων σε κυκλική διάταξη,
γύρω από τη λεκάνη, οι οποίοι στηρίζουν μέσω τόξων τον ημισφαιρικό θόλο. Οι
περισσότερες φιάλες φέρουν πλούσιο γλυπτό και ζωγραφικό διάκοσμο. Τα μεταξύ
των κιόνων διαστήματα κλείνονται στο κάτω μέρος τους με μαρμάρινες πλάκες
(θωράκια), σε δεύτερη χρήση ή λαξευμένες ειδικά για αυτό το σκοπό.

- 41 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η οθωμανική αρχιτεκτονική

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας οικοδομήθηκαν στον ελλαδικό χώρο


πολυάριθμα κτήρια για τις θρησκευτικές ανάγκες και τον τρόπο ζωής των
Οθωμανών, τα οποία αντιπροσωπεύουν την δική τους αρχιτεκτονική παράδοση και
συγκροτούν ένα ξεχωριστό και πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο στη μνημειακή
κληρονομιά της σύγχρονης Ελλάδας. Η ταύτισή τους με τη συγκεκριμένη ιστορική
περίοδο και τους αρνητικούς συνειρμούς που προκαλεί, είχε ως αποτέλεσμα να
υποστούν πολλές καταστροφές μετά την ίδρυση και τη σταδιακή επέκταση του
ελληνικού κράτους. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει πολύ μεγάλα
βήματα στην επιστημονική έρευνα και τη συντήρηση αυτών των μνημείων.
Η οθωμανική αρχιτεκτονική έχει τις απαρχές στον 13ο-14ο αι. και άντλησε
στοιχεία από διάφορες παραδόσεις –αραβική, περσική, σελτζουκική και βυζαντινή–
τα οποία μορφοποίησε σε ένα νέο, δικό της ιδίωμα. Στον ελλαδικό χώρο έχει να
επιδείξει κυρίως κτήρια θρησκευτικού προορισμού: τζαμιά, τουρμπέδες
(μαυσωλεία), τεκέδες (έδρες ισλαμικών αδελφοτήτων), μενδρεσέδες
(ιεροσπουδαστήρια) και ιμαρέτ (πτωχοκομεία), ενώ τα χαμάμ (λουτρά) συνδέονται
επίσης με τις θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές των μουσουλμάνων.
Τα σπουδαιότερα δείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα
σώζονται στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που κατακτήθηκαν πρώτες και
αποτέλεσαν πεδίο δραστηριότητας σημαντικών αρχιτεκτόνων κατά τον 15ο και 16ο
αι. Στη νότια Ελλάδα, η αρχιτεκτονική αυτή έχει –με λίγες εξαιρέσεις– επαρχιακό
χαρακτήρα. Στη συνέχεια θα γίνει μία επισκόπηση των βασικών τύπων κτηρίων και
των πιο σημαντικών μνημείων.

Τζαμιά
Το τζαμί ή αλλιώς τέμενος είναι μία αίθουσα ομαδικής προσευχής, στην οποία
συγκεντρώνεται η κοινότητα για το κήρυγμα της Παρασκευής. Δεν πρόκειται για
ναό όπου τελούνται μυστήρια και ιεροπραξίες, όπως στις χριστιανικές εκκλησίες.

- 42 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Κάθε τζαμί είναι προσανατολισμένο προς τη Μέκκα και αυτό σημαίνει ότι τα τεμένη
του ελλαδικού χώρου είναι στραμμένα προς τα νοτιοανατολικά.
Ένα τζαμί αποτελείται από τα εξής βασικά μέρη:
1) Τη στοά της πρόσοψης, το ρεβάκ, που αναδεικνύει το κτήριο και στεγάζει τους
πιστούς που δεν χωρούν στην αίθουσα κατά την προσευχή της Παρασκευής.
2) Τον μιναρέ, στο δεξιό συνήθως άκρο της στοάς, ψηλό πυργίσκο με εσωτερική
ελικοειδή κλίμακα που καταλήγει σε εξώστη, απ’ όπου καλούνται οι πιστοί να
προσευχηθούν.
3) Την αίθουσα της προσευχής, που μπορεί να περιλαμβάνει και γυναικωνίτη.
4) Τον τοίχο κίμπλε, τη νοτιανατολική δηλαδή πλευρά της αίθουσας, που στρέφεται
προς τη Μέκκα.
5) Το μιχράμπ, μια κόγχη στο κέντρο του τοίχου κίμπλε, προς την οποία
κατευθύνουν τις προσευχές τους οι πιστοί
6) Το μιμπάρ, έναν ψηλό άμβωνα στα δεξιά του μιχράμπ, απ’ όπου γίνεται το
κήρυγμα.
Η πρόσβαση στο εσωτερικό της αίθουσας γίνεται από μία θύρα που
τονίζεται με μνημειακό ανάγλυφο θύρωμα. Ο φωτισμός του εσωτερικού
επιτυγχάνεται με φυσικά (διπλές ή τριπλές σειρές παραθύρων) και τεχνητά μέσα
(πολυκάνδηλα κ.ά.). Τα υλικά δομής είναι γενικά καλής ποιότητας και διαφέρουν
ανάλογα με τη χρονολογική περίοδο, το γεωγραφικό χώρο και τις δυνατότητες των
κτιτόρων. Κυριαρχεί η λιθοδομή στους πλευρικούς τοίχους και η πλινθοδομή στους
τρούλους.
Τα σημαντικότερα ή καλύτερα διατηρημένα τζαμιά στην Ελλάδα είναι τα
ακόλουθα:
Τζαμί του Μεχμέτ Α’ Τσελεμπί, Διδυμότειχο (1420). Βρίσκεται έξω από τα τείχη του
παλιού βυζαντινού κάστρου, στο οποίο παρέμεινε ο χριστιανικός πληθυσμός της
πόλης. Επιγραφή μας πληροφορεί ότι κτίστηκε με τη φροντίδα του καδή Σεγίτ Αλή
Εφέντη από τους αρχιτέκτονες Νταγάν και Χατζή Ιβάζ. Ίσως ο θάνατος του Μεχμέτ
Α΄ το 1421 ή κάποιο άλλο πρόβλημα, επέβαλε την τροποποίηση του αρχικού
σχεδιασμού, με τρούλο στηριγμένο σε τέσσερις πεσσούς, και τη στέγασή του με
πυραμιδοειδή ξυλοκατασκευή. Με δενδροχρονολόγηση προσδιορίστηκε ότι η
ξυλεία κόπηκε το 1418. Η τοιχοποιία ακολουθεί το ισόδομο σύστημα και

- 43 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

διακρίνεται για την άριστη ποιότητα της κατασκευής της. Τα ανοίγματα φέρουν
τόξα από λευκούς και κόκκινους θολίτες και μαρμάρινα πλαίσια. Η ξύλινη στέγη,
που θεωρούνταν ως η μεγαλύτερη σωζόμενη μεσαιωνική ξυλοκατασκευή στην
Ευρώπη, κάηκε το 2017 στη διάρκεια έργων αναστήλωσης, από αμέλεια υπηρεσιών
του Υπουργείου Πολιτισμού.
Χαμζά μπέη τζαμί (Αλκαζάρ), Θεσσαλονίκη (1467-8). Χτίστηκε το 1467-1468 ως
συνοικιακό τέμενος. Το β΄ μισό του 16ου αι. προστέθηκε περίστωο με μιναρέ και
κατόπιν περίστυλο αίθριο, το μοναδικό στον ελλαδικό χώρο. Οι κιονοστοιχίες
αποτελούνται από υλικό σε β΄ χρήση. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το
1922, το τζαμί στέγασε κινηματογράφο και εμπορικές χρήσεις, μέχρι το 2006, οπότε
άρχισαν τα έργα αποκατάστασής του, που αποκάλυψαν ένα μνημείο μεγάλης
σπουδαιότητας.
Τζαμί Μεχμέτ μπέη, Σέρρες (1492-1493). Ιδρύθηκε σύμφωνα με την επιγραφή του
από τον Μεχμέτ Μπέη, γιό του μεγάλου βεζίρη Αχμέτ πασά και της Σελτζούκ
Χατούν, κόρης του Βαγιαζήτ Β΄. Ανήκει στον τύπο του ανεστραμμένου ταυ
(«Προύσας»). Ο τρούλος εδράζεται στο κεντρικό τετράγωνο μέσω λοφίων. Το
μιχράμπ εξέχει ως κόγχη, πεντάπλευρη εξωτερικά, επηρεασμένο από τις αψίδες των
χριστιανικών εκκλησιών. Ιδιαίτερης ποιότητας είναι η τοιχοποιία, κατά το ισόδομο
σύστημα.
Τζαμί Οσμάν Σαχ (Κουρσούμ τζαμί), Τρίκαλα (π. 1570). Το τζαμί του Οσμάν Σαχ
αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία οθωμανικής αρχιτεκτονικής στον
ελλαδικό χώρο και είναι το μόνο που αποδίδεται στον κορυφαίο εκπρόσωπό της,
τον Σινάν. Το τζαμί ιδρύθηκε από τον Οσμάν Σαχ, ανιψιό του Σουλεϊμάν του
Μεγαλοπρεπούς. Αν και τυπολογικά πρόκειται για ένα απλό κτίσμα, με μία ενιαία
αίθουσα προσευχής, οι αναλογίες και η ποιότητα του σχεδιασμού και των υλικών το
διαφοροποιούν από τα συνήθη τεμένη αυτής της μορφής. Το τετράγωνο σώμα του
τζαμιού διατρυπάται κλιμακωτά από μεγάλα τοξωτά και κυκλικά παράθυρα, με τις
εξωτερικές επιφάνειες κτισμένες με εναλλασσόμενες ζώνες λίθων και πλίνθων. Ο
μεγάλος μολυβδοσκέπαστος τρούλος ενισχύεται με διπλές αντηρίδες στις γωνιακές
πλευρές του. Μεγάλη στοά με υψηλόκορμους κίονες ενοποιεί την πρόσοψη και τη
βάση του μιναρέ.

- 44 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Φετιχιέ τζαμί, Αθήνα (π. 1670). Κτίστηκε στη θέση μεσοβυζαντινής βασιλικής που
είχε ήδη μετατραπεί σε τέμενος. Η ανέγερσή του τοποθετείται γύρω στο 1670,
πιθανώς για να εορταστεί η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους. Ακολουθεί
τον τύπο του απλού τεμένους με στήριξη του τρούλου από τέσσερις κίονες, μέσω
τεταρτοσφαιρίων και λοφίων. Τα γωνιακά διαμερίσματα στεγάζονται με
τρουλίσκους. Δύο σειρές παραθύρων φωτίζουν το εσωτερικό. Στις εξωτερικές όψεις
παρατηρείται πλινθοπερίκλειστο σύστημα μόνο στον τρούλο.

Τουρμπέδες
Οι τουρμπέδες είναι ταφικά μνημεία (μαυσωλεία) ιερών μορφών της ισλαμικής
πίστης ή άλλων επιφανών προσώπων, τα οποία απαντούν δίπλα σε κάποιο μεγάλο
τζαμί, μέσα σε έναν τεκέ, σε κοιμητήρια ή μεμονωμένα. Συνήθως έχουν τη μορφή
περίκεντρου κτίσματος (τις περισσότερες φορές οκταγωνικού) με τρούλο, μέσα στο
οποίο στεγάζεται ο τάφος. Σε ορισμένα υπάρχει και μιχράμπ στον ΝΑ. τοίχο, για τις
ανάγκες της προσευχής των προσκυνητών. Πρόκειται για κτίσματα επιμελημένης
κατασκευής και πλούσιας διακόσμησης, που πολλές φορές δεν υπολείπεται σε
ποιότητα εκείνης των τζαμιών. Στο τζαμί Οσμάν Σαχ των Τρικάλων, ο τουρμπές του
ιδρυτή του βρίσκεται δίπλα στο μεγάλο τέμενος. Είναι ένα κομψό οκταγωνικό
θολοσκέπαστο κτίσμα, από αργολιθοδομή καλυμμένη άλλοτε με επίχρισμα, με τις
ακμές του οκταγώνου να τονίζονται με λίθινα βεργία και κυμάτια.

Τεκέδες
Ο τεκές είναι ο κατεξοχήν ιερός χώρος της ισλαμικής θρησκείας, καθώς
περιλαμβάνει τον τάφο ενός ιερού προσώπου, τον οποίο φροντίζει μια αδελφότητα
δερβίσηδων από τα διάφορα μυστικιστικά τάγματα, με κύριο έργο της την
προσευχή, τη φιλανθρωπία και την εξυπηρέτηση των προσκυνητών. Ένας τεκές
αποτελεί μικρό συγκρότημα κτιρίων διαφόρων χρήσεων με κέντρο τον τουρμπέ και
γύρω μικρά τζαμιά, χώρους διαβίωσης, ξενώνες και βοηθητικά κτήρια.
Ένας από τους παλαιότερους τεκέδες του ελλαδικού χώρου είναι του Χασάν
μπαμπά στα Τέμπη της Θεσσαλίας, που χρονολογείται στα τέλη του 14ου-αρχές
15ου αι. Η ίδρυσή του αποδίδεται σε μπεκτασήδες δερβίσηδες που ακολουθούσαν
τον στρατό του Βαγιαζήτ Α΄ κατά την κατάκτηση της Θεσσαλίας. Από το συγκρότημα

- 45 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

σώζεται ο τουρμπές με τμήμα της μικρής στοάς που οδηγούσε στην είσοδό του, ενώ
το τζαμί, γνωστό από παλαιές απεικονίσεις, έχει καταστραφεί.

Μενδρεσέδες
Οι μενδρεσέδες, τα ιεροσπουδαστήρια, ήταν σχολές όπου με κορμό το κοράνι και
τη θεολογία, διδάσκονταν γενικές γνώσεις σε μικρούς μουσουλμάνους. Οι μαθητές
ήταν εσώκλειστοι και γι’ αυτό τον λόγο οι μενδρεσέδες είχαν συνήθως τη μορφή
συγκροτήματος με χώρους διδασκαλίας, προσευχής και διαμονής, γύρω από μια
κεντρική αυλή. Στα καλύτερα σωζόμενα δείγματα συγκαταλέγονται του Βελή πασά
στο κάστρο της Μυτιλήνης (α΄ μισό του 16ου αι.), με διώροφη στοά γύρω από την
εσωτερική αυλή, του Ασλάν πασά στα Γιάννενα (π. 1618), με μεγάλη στοά που
περιβάλλει δύο από τις πλευρές του κτίσματος, και της Καστοριάς (τέλη του 18ου
αι.).

Ιμαρέτ
Τα ιμαρέτ είναι κατεξοχήν κτίσματα φιλανθρωπικών υπηρεσιών. Στην απλούστερη
μορφή τους περιλαμβάνουν χώρους για αποθήκευση τροφίμων, παρασκευή,
διανομή και κατανάλωση φαγητού. Σε περισσότερο εξελιγμένα σχήματα αποτελούν
συγκροτήματα στα οποία εντάσσονται επίσης μενδρεσέδες και τζαμιά. Το
αρχαιότερο ιμαρέτ είναι αυτό της Κομοτηνής, που ιδρύθηκε το β’ μισό 14ου αι. (π.
1371-1383) από τον Γαζή Εβρενός, τον κατακτητή της Θράκης. Ακολουθεί την
κάτοψη του ανεστραμμένου ταυ και η τοιχοποιία του είναι όμοια με εκείνη που
απαντά σε παλαιολόγεια μνημεία της Θράκης. Το μεγαλύτερο ιμαρέτ στην Ελλάδα
είναι οψιμότερο χρονολογικά και βρίσκεται στην Καβάλα. Κτίστηκε μεταξύ του
1817/8-1820/1 και δεσπόζει μέχρι σήμερα στο λιμάνι της πόλης, στεγάζοντας
πολυτελές ξενοδοχείο. Ιδρυτής του είναι ο Μωχάμετ Άλη, θεμελιωτής της
σύγχρονης Αιγύπτου και γενάρχης της βασιλικής της δυναστείας, ο οποίος είχε
γεννηθεί στην πόλη. Το εμβαδού 4.160 τ.μ. συγκρότημα περιλάμβανε δύο
μενδρεσέδες, δύο χώρους προσευχής, ένα σχολείο, ένα πτωχοκομείο και
βοηθητικούς χώρους.

- 46 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Χαμάμ
Τα λουτρά αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της οθωμανικής αρχιτεκτονικής στην
Ελλάδα, λόγω των αρχιτεκτονικών τους χαρακτηριστικών και του μεγάλου τους
αριθμού. Διαιρούνται σε δημόσια και ιδιωτικά, με τα πρώτα να έχουν μεγάλες
συνήθως διαστάσεις και τα δεύτερα μικρές, ως προσαρτήματα πολυτελών
κατοικιών. Την ανέγερση των μεγάλων δημόσιων λουτρών αναλάμβαναν οι κατά
τόπους κρατικοί αξιωματούχοι. Συχνά είχαν το καθεστώς βακουφίου, ιδρύματος με
δική του περιουσία, ή ανήκαν στο βακούφι ενός μεγάλου τζαμιού. Τα λουτρά
άρχισαν σταδιακά να χρησιμοποιούν και οι χριστιανοί και οι εβραίοι.
Τρία είναι τα βασικά μέρη ενός λουτρού: το αποδυτήριο, το χλιαρό και το
ζεστό. Στο αποδυτήριο ο λουόμενος άφηνε τα ρούχα του, έπαιρνε πετσέτες και
προετοιμαζόταν για τη λούση. Στο χλιαρό εξοικειωνόταν με τη θερμοκρασία και είχε
τη δυνατότητα για περιποιήσεις όπως η αποτρίχωση, σε βοηθητικά δωμάτια. Στο
ζεστό γινόταν η κύρια εφίδρωση και ο καθαρισμός του σώματος με τρίχινα πανιά,
επάνω σε ένα λιθόκτιστο βάθρο, την ομφαλική πέτρα. Κατόπιν ο λουόμενος
επέστρεφε στο χλιαρό και έπειτα στο αποδυτήριο, όπου έπαιρνε στεγνές πετσέτες,
καφέ και κεράσματα. Η θέρμανση των χώρων και του νερού επιτυγχανόταν χάρη
στην εστία, όπου έβραζε νερό σε καζάνια. Ο καπνός της φωτιάς κυκλοφορούσε
κάτω από τα δάπεδα μέσω των υποκαύστων. Το ζεστό νερό και οι υδρατμοί του
περνούσαν μέσω πήλινων σωλήνων στους θαλάμους, τους οποίους παράλληλα
ζέσταιναν. Το χλιαρό και το ζεστό φωτίζονταν μέσω μικρών ανοιγμάτων στο
ημισφαίριο του τρούλου, τα οποία ονομάζονται φεγγίδες. Στα μεγάλα λουτρά
υπήρχαν ξεχωριστές πτέρυγες για τους άνδρες και τις γυναίκες (διπλά λουτρά), με
εκείνες των πρώτων να έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις.
Τον μεγαλύτερο αριθμό λουτρών μεγάλου μεγέθους και σύνθετης
αρχιτεκτονικής διασώζει η πόλη της Θεσσαλονίκης. Σημαντικότερο όλων είναι το
Μπέη χαμάμ, γνωστό και ως «Λουτρά Παράδεισος», που ιδρύθηκε δεκατέσσερα
μόλις χρόνια μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1444, επάνω
στον κεντρικό οδικό άξονα της Εγνατίας Οδού. Πρόκειται για το μεγαλύτερο διπλό
χαμάμ του ελλαδικού χώρου, με τις δύο αυτόνομες πτέρυγες να αναπτύσσονται
παράλληλα. Ο μεγάλος προθάλαμος με τα αποδυτήρια και το χλιαρό έχουν
οκταγωνική κάτοψη και καλύπτονται με τρούλους. Το ζεστό έχει σταυρόσχημη

- 47 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

διάταξη με ιδιωτικά ζεστά δωμάτια στις γωνίες, μεταξύ των οποίων ένα ιδιαίτερα
πολυτελές για τη χρήση του μπέη. Ο εσωτερικός διάκοσμος είναι πλούσιος, με
τοιχογραφίες και πολυεδρικές επιφάνειες. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.

- 48 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η ναοδομία

Η αρχιτεκτονική των εκκλησιών –ή αλλιώς ναοδομία– της μεταβυζαντινής περιόδου


συγκροτεί το πιο σημαντικό κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής παραγωγής της
μεταβυζαντινής περιόδου και περιλαμβάνει πλήθος οικοδομημάτων διαφόρων
τύπων και διαστάσεων, τα οποία εξαπλώνονται σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Όπως
έχει ήδη σημειωθεί, η σημασία της ναοδομίας είναι πολυεπίπεδη, καθώς τα
εκκλησιαστικά μνημεία είναι τα πιο σύνθετα κτίσματα της εποχής τους,
συμπυκνώνουν πολλές τεχνικές πληροφορίες (ικανότητες σχεδιασμού και
μηχανικών υπολογισμών, οικοδομικά υλικά, κατασκευαστική τεχνογνωσία),
αντιπροσωπεύουν τις τάσεις της αρχιτεκτονικής, φέρουν ζωγραφικό και γλυπτό
διάκοσμο, είναι φορείς συμβολικών αξιών και αντικατοπτρίζουν τις ιστορικές,
κοινωνικές, οικονομικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις.
Ο ακριβής αριθμός των μικρών και μεγάλων ναών που κτίστηκαν στον
Ελλαδικό χώρο κατά το εξεταζόμενο διάστημα, δεν έχει προσδιοριστεί. Η ποικιλία
τους είναι μεγάλη και από τόπο σε τόπο παρατηρούνται σημαντικές διαφορές,
σύμφωνα με την υπάρχουσα αρχιτεκτονική παράδοση, τον προορισμό χρήσης του
εκάστοτε ναού (ενοριακός, παρεκκλήσι, εξωκκλήσι, καθολικό μονής κ.ά.), τον βαθμό
επαφής και υιοθέτησης νέων στοιχείων, τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, τα
διαθέσιμα οικοδομικά υλικά, ακόμα και τις κλιματολογικές συνθήκες.
Η μεταβυζαντινή ναοδομία αποτέλεσε συνέχεια της βυζαντινής, αλλά δεν
καθηλώθηκε σε στείρες αντιγραφές και μιμήσεις των προτύπων της δεύτερης.
Αντίθετα, παρουσιάζει σημαντικές εξελίξεις, οι οποίες συντελέστηκαν επί το
πλείστον στον χώρο των μοναστηριών. Καθώς στην οθωμανική Ελλάδα οι αρχές
επέβαλαν πολύ αυστηρούς περιορισμούς στην ανέγερση εκκλησιών στις πόλεις, η
ναοδομική δραστηριότητα βρήκε διέξοδο στα μοναστήρια, μέσα στα τείχη των
οποίων υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για να πραγματοποιηθούν μικρά και
μεγάλα οικοδομικά έργα, χωρίς απαγορεύσεις. Πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος των
μονών του Αγίου Όρους, οι οποίες διέθεταν πολλές ελευθερίες και μεγάλα

- 49 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

χρηματικά κεφάλαια, κυρίως από δωρεές, ώστε να προχωρήσουν σε


ανοικοδομήσεις μεγάλων ναών και άλλα οικοδομικά προγράμματα. Το κύρος και η
ακτινοβολία του Αγίου Όρους σε όλη την ορθόδοξη Ανατολή, συνέβαλαν ώστε
ο,τιδήποτε κτιζόταν εκεί, να έχει την αξία του αδιαμφισβήτητου προτύπου, το οποίο
όλοι επεδίωκαν να μιμηθούν. Έτσι, η αγιορείτικη ναοδομία καθόρισε αποφασιστικά
τις εξελίξεις στο πεδίο αυτό.
Οι περιοχές υπό βενετική κυριαρχία αποκόπηκαν από νωρίς από τη
βυζαντινή παράδοση και ακολούθησαν στη ναοδομία αρχιτεκτονικές επιλογές που
χαρακτηρίζονται γενικά για την τυπολογική απλότητά τους. Υιοθέτησαν ωστόσο
πλήρως το διακοσμητικό λεξιλόγιο της δυτικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτό
εξελισσόταν από τον 14ο αι. και εξής και όπως έφτανε στις βενετικές κτήσεις από τη
μητρόπολη. Η ναοδομία της Κρήτης ειδικά, ως τον 17ο αι., διακρίνεται για την
αποδοχή και δημιουργική εφαρμογή αυτών των ιδεών, σε ένα αναπόφευκτα – με
λίγες εξαιρέσεις – επαρχιακό επίπεδο.

Περίγραμμα της εξέλιξης


Η εξέλιξη της μεταβυζαντινής ναοδομίας μπορεί να συνοψιστεί, στις βασικές της
γραμμές, ως εξής:
- β΄ μισό 15ου-16ος αιώνας
Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αναπτύσσεται κυρίως στα μοναστήρια, με πρώτα
αυτά του Αγίου Όρους, όπου μέσα σε διάστημα 50 περίπου ετών (1513-1568)
ανεγείρονται επτά νέα καθολικά. Η παραγωγή αυτή εμπνέεται άμεσα από τη
βυζαντινή παράδοση, στην οποία επιδιώκει να μείνει πιστή τόσο ως προς τον
αρχιτεκτονικό τύπο όσο και ως προς τα μορφολογικά στοιχεία. Οι κατασκευές είναι
μεγάλης κλίμακας και υψηλής ποιότητας ως προς τον σχεδιασμό, τα υλικά και την
κατασκευή. Ο αρχιτεκτονικός τύπος που κυριαρχεί είναι ο τρίκογχος ή
αγιορείτικος/αθωνικός σταυροειδής εγγεγραμμένος, που θεωρείται ότι
ανταποκρίνεται περισσότερο από όλους στις ανάγκες της λειτουργικής ζωής των
μοναχών.
- 17ος αιώνας
Η οικονομική δυσπραγία την οποία αντιμετωπίζουν τα μοναστήρια και γενικά ο
περιορισμός των διαθέσιμων μέσων επιφέρουν μία υποχώρηση –αλλά όχι

- 50 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

διακοπή– της ναοδομικής δραστηριότητας. Παύουν πλέον να κτίζονται μεγάλα


καθολικά, όπως στην προηγούμενη φάση. Παράλληλα, αρχίζει να κερδίζει έδαφος
μία διάθεση για απλοποίηση των αρχιτεκτονικών μορφών και η αρχιτεκτονική
γίνεται ολοένα και πιο τυποποιημένη, χάνοντας την ποικιλία που παρουσίαζε τον
προηγούμενο αιώνα. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται και από υποχώρηση της
ποιότητας ως προς τα κατασκευαστικά και διακοσμητικά στοιχεία.
- 18ος αιώνας
Η τάση για απλοποίηση εντείνεται, παρά τις προσπάθειες αναβίωσης παλαιών
προτύπων μεγάλης κλίμακας, οι οποίες σημειώνονται στο Άγιο Όρος. Κινητήριο
μοχλό της ναοδομίας αποτελούν τώρα οι εύρωστες οικονομικά ελληνορθόδοξες
κοινότητες σε μικρούς και μεγάλους οικισμούς, οι οποίες επενδύουν τον πλούτο
που τους αποφέρει το εμπόριο στην ίδρυση μεγάλων ενοριακών εκκλησιών. Ο
απαιτητικός κατασκευαστικά τύπος του τρίκογχου αγιορείτικου δεν ανταποκρίνεται
στις ανάγκες αυτών των κοινοτήτων, οι οποίες υιοθετούν την τρίκλιτη βασιλική,
έναν ναό μεγάλης χωρητικότητας που μπορεί να κτιστεί ταχύτατα και, εάν
χρειαστεί, να επεκταθεί. Οι αρχιτεκτονικές μορφές απλοποιούνται ακόμα
περισσότερο και οι νέες βασιλικές μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία με τα
αρχοντικά σπίτια της εποχής, ιδίως στα μέρη που κατασκευάζονται από ξύλο.
Πρόκειται για έργα μιας «λαϊκής» πλέον αρχιτεκτονικής, με ευτελή υλικά, στα οποία
είναι έντονη η αντίθεση της λιτής εξωτερικής όψης με τον πληθωρικό εσωτερικό
διάκοσμο, στον οποίο κυριαρχούν περίτεχνα διακοσμητικά σχέδια του λεγόμενου
οθωμανικού μπαρόκ (ή τουρκομπαρόκ), τοιχογραφίες, μεγάλου ύψους ξυλόγλυπτα
τέμπλα και μία έντονη πολυχρωμία.

Οι αρχιτεκτονικοί τύποι: Ο τρίκογχος αγιορείτικος ναός


Ο τρίκογχος αγιορείτικος ναός, που δεσπόζει στη μεταβυζαντινή ναοδομία αποτελεί
μία παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο. Ο τύπος αυτός δεν
αποτελεί μία νέα επινόηση, καθώς δημιουργήθηκε και χρησιμοποιούνταν ήδη από
τη μέση βυζαντινή περίοδο. Ωστόσο, διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό από τον 16ο αι.
και εξής, ώστε να καθιερωθεί ως ο κατεξοχήν τύπος της μεταβυζαντινής
εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.

- 51 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Η δημιουργία του τύπου έλαβε χώρα στο Άγιο Όρος (εξ ου και αγιορείτικος ή
αθωνικός), το έτος 1002, όταν ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης πήρε την
πρωτοβουλία να προσθέσει δύο επιπλέον κόγχες στο καθολικό της μονής Μεγίστης
Λαύρας. Την επιλογή αυτή μιμήθηκαν στη συνέχεια και άλλα καθολικά του Αγίου
Όρους (μονών Βατοπεδίου, Ιβήρων κ.ά.), ενώ έγινε σταδιακά γνωστή και έξω από τα
όρια της μοναστικής πολιτείας. Στα μέσα του 14ου αι. ο τύπος εφαρμόζεται στον
μεγαλύτερο παλαιολόγειο ναό της Θεσσαλονίκης, τον Προφήτη Ηλία (π. 1360-
1370). Η υιοθέτησή του στα νέα μεγάλα καθολικά του Αγίου Όρους τον 16ο αι.,
υπαγορεύθηκε από τη βούληση να ακολουθηθούν τα βυζαντινά πρότυπα,
εξυπηρετούσε όμως και πρακτικές ανάγκες, καθώς οι μονές άκμαζαν και διέθεταν
μεγάλους αριθμούς μοναχών.
Βασικό συστατικό του τύπου είναι η προσθήκη δύο κογχών, ίσου περίπου
μεγέθους με εκείνη του ιερού βήματος, στη βόρεια και τη νότια πλευρά ενός
σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, και ακριβέστερα στη βόρεια και τη νότια
κεραία του σταυρικού πυρήνα του οικοδομήματος. Οι κόγχες αποτελούν προέκταση
αυτών των δύο κεραιών και ονομάζονται επίσης και χοροί, διότι ο προορισμός τους
ήταν να στεγάζουν τους χορούς των ψαλτών. Έτσι, με την προσθήκη των δύο
κογχών και με εκείνη που υπάρχει στο ιερό βήμα, ο ναός καθίσταται τρίκογχος.
Κατά τ’ άλλα, διατηρεί όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά του σταυροειδούς
εγγεγραμμένου, με τις διάφορες παραλλαγές του (σύνθετος, ημισύνθετος, απλός
κ.λπ.).
Ο μεταβυζαντινός τρίκογχος σταυροειδής εγγεγραμμένος
αποκρυσταλλώθηκε στο Άγιο Όρος τον 16ο αι., όταν ανοικοδομήθηκαν έξι μεγάλα
καθολικά σε αυτό τον τύπο (στις μονές Ιβήρων, 1513, Διονυσίου, 1537-1547,
Κουτλουμουσίου, 1540, Φιλοθέου, γύρω στο 1540, Καρακάλου, 1548-1563, και
Δοχειαρίου, 1568). Ήδη όμως από το β΄ μισό του 15ου αι. είχε αρχίσει η χρήση του
τύπου και σε άλλα μοναστήρια, εκτός Αγίου Όρους, όπως στη μονή Αντινίτσας στη
Φθιώτιδα, όπου ανεγέρθηκε τότε ένα νέο καθολικό, το οποίο καταστράφηκε από τα
γερμανικά στρατεύματα κατοχής το 1944. Ο ναός αυτός παρουσίαζε εντυπωσιακές
ομοιότητες με τον παλαιολόγειο Προφήτη Ηλία της Θεσσαλονίκης, τον οποίο
φαίνεται ότι χρησιμοποίησε ως πρότυπο. Το ίδιο μνημείο της Θεσσαλονίκης

- 52 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

φαίνεται ότι είχε καθοριστική επίδραση στους μεταβυζαντινούς τρίκογχους του


Αγίου Όρους.
Στον Προφήτη Ηλία απαντούν δύο βασικά στοιχεία τα οποία υιοθέτησαν το
καθολικό της Αντινίτσας και οι νέοι ναοί του 16ου αι. στο Άγιο Όρος. Το πρώτο είναι
η λιτή, μία παραλλαγή του νάρθηκα, η οποία έχει ως κύριο χαρακτηριστικό το πολύ
μεγάλο εμβαδόν της. Η λιτή (ο διευρυμένος νάρθηκας δηλαδή) ξεχωρίζει από τον
απλό νάρθηκα ως προς το μέγεθος, το οποίο είναι διπλάσιο του συνήθους, και την
παρουσία κιόνων που στηρίζουν την οροφή της. Οι κίονες μπορεί να είναι από δύο
ως τέσσερις και με τη βοήθεια τόξων συγκρατούν σταυροθόλια ή ημισφαιρικούς
θόλους. Η διεύρυνση του νάρθηκα επιβλήθηκε από την ανάγκη εξασφάλισης
μεγαλύτερου χώρου, λόγω των ακολουθιών που τελούνται στον χώρο αυτό κατά το
μοναστικό τυπικό, με κυριότερη τη λιτή, που του έδωσε και το όνομά της. Η λιτή
χρησιμοποιήθηκε ως το τέλος σχεδόν της περιόδου, σε μοναστηριακό πάντα
περιβάλλον.
Το δεύτερο στοιχείο είναι τα λεγόμενα τυπικαριά, μικροί αυτόνομοι χώροι
εκατέρωθεν της πρόθεσης και του διακονικού, που θυμίζουν –αλλά δεν είναι–
παρεκκλήσια και χρησιμοποιούνται για τη φύλαξη πολύτιμων εγγράφων και
αντικειμένων. Η πρόσβαση σε αυτά γίνεται μόνο μέσα από τα παραβήματα
(πρόθεση και διακονικό), άρα είναι περιορισμένη μόνο στους ιερωμένους. Τα
τυπικαριά είναι συνήθως τρουλαία και με την παρουσία τους εμπλουτίζουν την
εξωτερική εμφάνιση των καθολικών. Αντίθετα με τη λιτή, τα τυπικαριά
υιοθετήθηκαν μόνο σε μεγάλα μνημεία του 16ου αι., και σύντομα εγκαταλείφθηκαν
ως αρχιτεκτονική επιλογή.
Μορφολογικά, οι αγιορείτικοι τρίκογχοι ναοί αρχικά διατήρησαν αρκετά
στοιχεία των παλαιολόγειων προτύπων τους. Οι υψηλόκορμοι, ραδινοί τρούλοι, με
επάλληλα αψιδώματα στις πλευρές του τυμπάνου και δαντελωτές απολήξεις,
καθώς και η διάρθρωση των εξωτερικών όψεων των τοίχων επίσης με τυφλά
αψιδώματα και δαντελωτές απολήξεις, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά που
κληροδότησε η παλαιολόγεια ναοδομία. Σταδιακά όμως, με την πορεία προς την
απλοποίηση, τα χαρακτηριστικά αυτά ατόνησαν και εγκαταλείφθηκαν. Τα
παράθυρα ήταν αισθητά μειωμένα σε αριθμό και διαστάσεις. Ο πλούσιος
κεραμοπλαστικός διάκοσμος των παλαιολόγειων μνημείων δεν επαναλήφθηκε και

- 53 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

οι εξωτερικές όψεις ήταν συνήθως διαμορφωμένες με κάποια εκδοχή του


πλινθοπερίκλειστου συστήματος ή επιχρισμένες. Οι στέγες καλύπτονταν με φύλλα
μολύβδου, που είναι ανθεκτικότερα στις καιρικές συνθήκες.
Με πρότυπο το Άγιο Όρος, ο τρίκογχος αγιορείτικος διαδόθηκε τον 16ο αι.
στα καθολικά των μονών των Μετεώρων, του δεύτερου μεγάλου κέντρου του
μοναχισμού στον ελλαδικό χώρο. Το καθολικό του Μεγάλου Μετεώρου επεκτάθηκε
το 1542-1552 ως τρίκογχος, με λιτή ισομεγέθη με τον κυρίως ναό, ενώ το παλαιό
καθολικό, ένας υστεροβυζαντινός σταυροειδής εγγεγραμμένος, μετατράπηκε
ολόκληρο σε ιερό βήμα. Ο περίτεχνος νέος τρούλος του καθολικού έγινε
αντικείμενο μίμησης σε πολλές μετεωρίτικες μονές. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει το
καθολικό της μονής Βαρλαάμ (1542) για τη λιτή του, που ακολουθεί τη διάταξη ενός
τετράστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο.
Αξιόλογα δείγματα τρίκογχου αγιορείτικου απαντούν επίσης στη Θεσσαλία
(καθολικά μονών Κορώνης και Πέτρας, μέσα 16ου) και την Πελοπόννησο (Κοίμηση
στα Χρύσαφα, 1580-1630, καθολικό μονής Ζερμπίτσας, 1639). Ο απόηχος του τύπου
φτάνει μέχρι και τη βενετική Κρήτη, όπου στις αρχές του 17ου αι. αρχίζει να κτίζεται
το καθολικό της μονής Αγίας Τριάδας Τζαγκαρόλων Χανιά, με αυτή τη διάταξη αλλά
με τελείως διαφορετική εμφάνιση ως προς τα μορφολογικά και διακοσμητικά
στοιχεία, που ακολουθούν το ύφος της βαθιά επηρεασμένης από τη Δύση τοπικής
κρητικής αρχιτεκτονικής.
Ο τρίκογχος εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ως τον 18ο αιώνα, σταδιακά
όμως εκφυλίστηκε στο πλαίσιο της επικράτησης της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Στο
καθολικό της μονής Μεταμόρφωσης στη Βράχα της Ευρυτανίας (1745), οι πλάγιες
κόγχες μόλις εξέχουν από τους πλευρικούς τοίχους, ενώ ο τρούλος θυμίζει
περισσότερο καπνοδόχο. Σε λίγα νέα καθολικά που κτίστηκαν την ίδια περίοδο στο
Άγιο Όρος (μονή Φιλοθέου, 1746, μονή Ξηροποτάμου, 1764), έγινε πάντως μία
συνειδητή και συστηματική προσπάθεια αντιγραφής των μεγάλων τρίκογχων ναών
του 16ου αι.

Ο σταυροειδής εγγεγραμμένος
O πιο σημαντικός και διαδεδομένος τύπος ναού της μέσης βυζαντινής περιόδου, ο
σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και οι παραλλαγές του, δεν έπαψε να

- 54 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

χρησιμοποιείται στη μεταβυζαντινή ναοδομία – εξάλλου, όπως ήδη σημειώθηκε, ο


τρίκογχος αγιορείτικος αποτελεί παραλλαγή του.
Οι μεταβυζαντινοί σταυροειδείς εγγεγραμμένοι απαντούν κυρίως στη νότια
Ελλάδα (αλλά και στο καθολικό της μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, του
1546) και ακολουθούν τις γενικές τάσεις της ναοδομίας της περιόδου. Τον 16ο
αιώνα υπάρχει ακόμα στενή σχέση με τα μεσοβυζαντινά πρότυπα, δίχως όμως την
υψηλή ποιότητα σχεδιασμού και υλικού που παρουσίαζαν εκείνα. Στην Αττική
σώζεται μία ομάδα μοναστηριακών καθολικών που μιμήθηκαν με επιμέλεια
παλαιότερους μεσοβυζαντινούς ναούς, τόσο στη γενική διάταξη όσο και σε
επιμέρους στοιχεία, όπως οι αθηναϊκού τύπου τρούλοι στις μονές Αστερίου και
Αγίου Ιωάννη Θεολόγου Υμηττού). Εντούτοις, η φτώχεια των υλικών, οι γυμνές
εξωτερικές επιφάνειες, τα λιγοστά και μικρά παράθυρα και η ενοποίηση των άλλοτε
κλιμακούμενων στεγών, δείχνουν μία σταδιακή απομάκρυνση από την υψηλή
αρχιτεκτονική των προτύπων.
Η τάση της απλοποίησης εξελίχθηκε περισσότερο μέσα στον 17ο αι., όπως
παρατηρείται – στον ίδιο χώρο – στην Κοίμηση της Θεοτόκου στον Ωρωπό (1619)
και στην ομώνυμη εκκλησία στο Συκάμινο (π. 1610-1630). Οι σταυροειδείς
εγγεγραμμένοι του 18ου αι. θα είναι κτίσματα όπου τα βασικά χαρακτηριστικά του
τύπου άλλοτε θα διατηρούν την υπόστασή τους και άλλοτε θα αποτελούν απλή
δήλωση ή ανάμνηση της αρχικής τους σημασίας.

Ο μονόχωρος τρουλαίος
Η πλήρης στέγαση μίας τετράγωνης αίθουσας (ή η στέγαση μέρους μιας
ορθογώνιας) με τρούλο, αποτελεί μία επιλογή γνωστή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική,
που έγινε αρκετά συχνή σε ορισμένες περιοχές της οθωμανικής και της βενετικής
Ελλάδας. Ο τρόπος που εφαρμόστηκε δείχνει σε αρκετές περιπτώσεις επιρροές από
την αρχιτεκτονική των τζαμιών. Παρά τις θρησκευτικές διαφορές, η υιοθέτηση
στοιχείων από την οθωμανική αρχιτεκτονική δεν συνιστούσε πρόβλημα, ενώ την
ευνοούσε το γεγονός ότι οι κτίστες μπορεί να εργάζονταν πότε σε τζαμιά και πότε
σε εκκλησίες, ανάλογα με την υπάρχουσα ζήτηση. Χαρακτηριστική περίπτωση πολύ
προχωρημένης μίμησης της αρχιτεκτονικής των μικρών επαρχιακών τζαμιών
αποτελεί το παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού στη μονή της Πάτμου (1598). Έχει την

- 55 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

τυπική μορφή τετράγωνης αίθουσας με τρούλο, ο οποίος στηρίζεται στους


πλευρικούς τοίχους. Στο εσωτερικό του ναού, τέσσερις αβαθείς καμάρες
δημιουργούν ένα σταυρικό σχήμα, ενώ στις κορυφές τους και στα σφαιρικά τρίγωνα
εδράζεται το χαμηλό οκταγωνικό τύμπανο του τρούλου.
Οι μονόχωροι τρουλαίοι ναοί γνώρισαν μεγάλη διάδοση στις Κυκλάδες,
ακολουθώντας ποικίλες λύσεις και παραλλαγές σε λεπτομέρειές τους. Από τα
παραδείγματα της ηπειρωτικής Ελλάδας, αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του
καθολικού της μονής Αγνούντος στην Πελοπόννησο (π. 1700), όπου ο τρούλος
στηρίζεται ανατολικά και δυτικά σε δύο τεταρτοσφαίρια, εφαρμόζοντας τη βασική
ιδέα του τρόπου στέγασης της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως (532-537).
Πρόκειται ασφαλώς για μία σύμπτωση και όχι για συνειδητή προσπάθεια μίμησης
της Μεγάλης Εκκλησίας των βυζαντινών· η επιλογή δείχνει όμως την
ευρηματικότητα των ανώνυμων, λαϊκών αρχιτεκτόνων στον συνδυασμό στοιχείων
της βυζαντινής παράδοσης, τα οποία γνώριζαν από ποικίλους διαύλους, ένας από
τους οποίους ήταν τα σύγχρονά τους τζαμιά.

Ο σταυρεπίστεγος
Δημιούργημα του 13ου πιθανότατα αι., οπότε εμφανίζονται τα πρώτα
χρονολογημένα δείγματά του, ο σταυρεπίστεγος ναός συνέχισε να χρησιμοποιείται
στη μεταβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Πρόκειται για κτίσμα μικρής
συνήθως κλίμακας, όπου δύο ανισομεγέθεις, ανισοϋψείς και εγκάρσια
τοποθετημένες καμάρες, σχηματίζουν εσωτερικά και εξωτερικά έναν νοητό σταυρό.
Τα πιο αξιόλογα μνημεία του τύπου ιδρύθηκαν τον 16ο αι. στην Εύβοια. Ο
Άγιος Νικόλαος της Βάθειας παρουσιάζει την ιδιοτυπία της προσθήκης ενός
τρίλοβου (τριών τόξων επί δύο κιόνων) στο εσωτερικό, κάτω από τη δυτική πλευρά
της εγκάρσιας καμάρας, το οποίο εμπλουτίζει την αρχιτεκτονική σύνθεση. Οι
εξωτερικές του όψεις διακρίνονται για τον ασυνήθιστα πλούσιο για την εποχή
κεραμικό και γλυπτό διάκοσμο, που έχει έντονες ισλαμικές επιρροές. Στη Ζωοδόχο
Πηγή στον Αγλέφερο, το τρίλοβο επαναλαμβάνεται και στην ανατολική πλευρά της
εγκάρσιας καμάρας, με αποτέλεσμα να εμπλουτίζονται ακόμα περισσότερο οι
αισθητικές εντυπώσεις στο εσωτερικό του ναού.

- 56 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Από τους άλλους σταυρεπίστεγους της περιόδου, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο


Άγιος Ζαχαρίας της Καστοριάς, που αντιπροσωπεύει την σπάνια παραλλαγή με
τρούλο στο κέντρο της εγκάρσιας καμάρας (16ος αι.).

Ο μονόχωρος δρομικός
Ο τύπος που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από όλους στη μεταβυζαντινή
ναοδομία είναι αναμφίβολα ο μονόχωρος δρομικός ναός – η απλούστερη μορφή
εκκλησίας, που συναντάται κατά εκατοντάδες στα μικρά εξωκκλήσια της υπαίθρου
αλλά και στους οικισμούς όλων των περιοχών. Έχει την απλή διάταξη μιας
ορθογώνιας αίθουσας με δίρριχτη σκεπή και την κόγχη του ιερού να εξέχει στα
ανατολικά.
Επάνω στο απλό αυτό σχήμα δημιουργήθηκαν διάφορες παραλλαγές.
Σύμφωνα με τον τρόπο στέγασης, διακρίνουμε κατ’ αρχάς καμαροσκέπαστους και
ξυλόστεγους μονόχωρους ναούς – αυτούς που στεγάζονται με λιθόκτιστη
ημικυλινδρική καμάρα ή με ξύλινη κεραμοσκεπή. Η εσωτερική διάρθρωση
παρουσιάζει επίσης διάφορες επιλογές, ως προς τη διαμόρφωση των πλάγιων
τοίχων και την ενίσχυση της σκεπής. Έτσι έχουμε μονόχωρους με πλευρικά
αψιδώματα, ημικυκλικά ή οξυκόρυφα (τα δεύτερα κατ’ επίδραση της οθωμανικής
αρχιτεκτονικής), ή με σφενδόνια, δηλαδή τόξα επί παραστάδων τα οποία
υψώνονται μέχρι την καμάρα ή την ξύλινη στέγη, για να την ενισχύσουν. Τα δύο
αυτά στοιχεία –πλευρικά αψιδώματα και σφενδόνια– ενίοτε συνδυάζονται και
συνυπάρχουν, δημιουργώντας μία ζωηρότερη, πλαστική εικόνα στο εσωτερικό των
ναών.
Τα απλά αυτά κτίσματα έχουν αντίστοιχα λιτή εξωτερική εμφάνιση, με
γυμνούς τοίχους, ελάχιστα ή ακόμη και καθόλου παράθυρα, και διάκοσμο που
περιορίζεται σε κάποια υπέρθυρη κόγχη, λίγα κεραμικά πινάκια και spolia αρχαίων
ή βυζαντινών χρόνων. Εντούτοις, η σαφήνεια του όγκου, η μικρή κλίμακα και η
προσαρμογή στο τοπίο, συνιστούν τις κύριες αρετές αυτού του τόσο διαδεδομένου
τύπου.
Ο μονόχωρος δρομικός ναός γνώρισε διαφορετική εξέλιξη στη
βενετοκρατούμενη Κρήτη και ιδίως στα Επτάνησα. Στην Κρήτη υιοθετήθηκαν από
νωρίς δυτικά στοιχεία, όπως η οξυκόρυφες καμάρες –εδώ κατ’ επίδραση της

- 57 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

υστερογοτθικής αρχιτεκτονικής– και τα ανάγλυφα θυρώματα από πωρόλιθο.


Αργότερα, από τον 16ο αι., άρχισε η διάδοση των νέων τάσεων της αρχιτεκτονικής
της Αναγέννησης, σε διακοσμητικά κυρίως στοιχεία, οι οποίες έφταναν στο νησί
μέσω Βενετών αρχιτεκτόνων και βιβλίων αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Στα Επτάνησα ο μονόχωρος δρομικός κατέστη ο κυρίαρχος τύπος ναού, με
κτίσματα μεγαλύτερης κλίμακας από των μικρών εκκλησιών της Κρήτης και της
ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι επτανησιακοί ναοί είναι ογκώδεις και αποτελούνται
συνήθως μόνον από μία μεγάλη ορθογώνια αίθουσα με λίγα παράθυρα και υψηλή
οροφή. Οι εξωτερικές όψεις διακοσμούνται με διάφορους τρόπους –με εναλλάξ
εισέχοντες και εξέχοντες δόμους (Άγιος Νικόλαος του Μώλου, Ζάκυνθος, 17ος αι.)
με ανάγλυφα αρχιτεκτονικά στοιχεία (Φανερωμένη Ζακύνθου, 1659) ή με γραπτά
και εγχάρακτα σχέδια (Παναγία Κρεμαστή Κέρκυρας, 16ος αι.)– αλλά παραμένουν
γενικά λιτοί. Το εσωτερικό παρουσιάζει πιο πλούσιο διάκοσμο, με κυρίαρχη την
«ουρανία», την πολυτελή εσωτερική επένδυση της οροφής, με επιχρυσωμένα
γυψοτεχνήματα και ζωγραφικές παραστάσεις σε μουσαμάδες.
Ένας άλλος τύπος που συνδυάζει δύο μονόχωρους ναούς, ενοποιημένους
στις πλευρές τους που εφάπτονται, γνώρισε διάδοση στην Κρήτη και τις Κυκλάδες.
Πρόκειται για δίκλιτους ναούς που είτε τιμούσαν δύο διαφορετικούς αγίους ή
εορτές (δισυπόστατοι), είτε τα δύο κλίτη μοιράζονταν ανάμεσα σε καθολικούς και
ορθοδόξους. Το πιο γνωστό παράδειγμα αυτής της παραλλαγής είναι το καθολικό
της μονής Αρκαδίου στην Κρήτη (1587). Η πρόσοψή του αποτελεί το πιο
εμβληματικό μνημείο της λεγόμενης «Κρητικής Αναγέννησης» στην αρχιτεκτονική.
Η διάταξή της, με ζεύγη κιόνων τα οποία στηρίζουν έναν εντυπωσιακό θριγκό που
κορυφώνεται σε κωδωνοστάσιο και οβελίσκους, αντλήθηκε από το βιβλίο σχεδίων
του Sebastiano Serlio, που είχε γίνει γνωστό στο νησί. Οι ντόπιοι τεχνίτες έδειξαν
εξαιρετική ευρηματικότητα, προσαρμόζοντας έξυπνα ένα σχέδιο που προέβλεπε
τρεις θύρες και αέτωμα, στην πρόσοψη ενός δίκλιτου ναού.

Η βασιλική
Αν ο τρίκογχος ναός δεσπόζει στον 16ο αι., η τρίκλιτη (ενίοτε και πεντάκλιτη)
βασιλική κυριαρχεί συντριπτικά κατά τον 18ο. Ο τύπος αυτός είχε γνωρίσει την
πρώτη, μεγάλη του διάδοση στην παλαιοχριστιανική/πρωτοβυζαντινή περίοδο,

- 58 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

αλλά κατόπιν η χρήση του ατόνησε και περιορίστηκε κυρίως σε επισκοπικές


εκκλησίες. Η νέα διάδοσή του στη μεταβυζαντινή περίοδο ήταν αποτέλεσμα των
νέων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών από τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο
αι., και όχι τόσο κάποιας συντονισμένης προσπάθειας επιστροφής στα «αρχαία»
πρότυπα, όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα. Εξάλλου ο τύπος εξακολουθούσε να
είναι παρών στην αρχιτεκτονική παραγωγή και στην πρώτη φάση της περιόδου,
όπως για παράδειγμα στις τρίκλιτες βασιλικές του Αγίου Ανδρέα στην Αθήνα και τα
Πατήσια, τον 16ο αι.
Η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των χριστιανών, η ανάπτυξη του
εμπορίου με την Ευρώπη, η βελτίωση της θέσης τους στο οθωμανικό κράτος και η
δημογραφική άνοδος, οδήγησαν στην ανάγκη να κτιστούν μεγαλύτερες εκκλησίες
για τις θρησκευτικές ανάγκες των ορθόδοξων κοινοτήτων, πάντα μέσα στο πλαίσιο
που όριζαν οι απαγορεύσεις της οθωμανικής διοίκησης. Ο καταλληλότερος
αρχιτεκτονικός τύπος ήταν αναμφίβολα αυτός της βασιλικής, που παρείχε
ευρυχωρία, δυνατότητα επέκτασης και γρήγορη και εύκολη κατασκευή, ενώ διέθετε
το κύρος της μακραίωνης χρήσης του. Προς την επιλογή αυτή επέδρασε μάλλον και
το γεγονός ότι ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της
Κωνσταντινούπολης ακολουθούσε από το 1614 τον συγκεκριμένο τύπο, της
τρίκλιτης βασιλικής. Προς το Φανάρι, την ανώτατη αρχή των Ελληνορθοδόξων,
προσέβλεπαν όλοι οι χριστιανοί της αυτοκρατορίας και δεν μπορεί παρά να
λειτουργούσε ως πρότυπο και σε αυτό το επίπεδο.
Η μεταβυζαντινή βασιλική, όπως απαντά στην κεντρική και τη βόρεια
Ελλάδα και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, είναι ένα εξωτερικά βαρύ και
ογκώδες κτήριο, που καλύπτεται με ενιαία δίρριχτη κεραμοσκεπή. Εσωτερικά
διαιρείται σε τρία ή σπάνια σε πέντε κλίτη, με ψηλές κιονοστοιχίες. Οι εξωτερικοί
τοίχοι είναι λιθόκτιστοι, αλλά η υπόλοιπη κατασκευή αποτελείται από έναν ξύλινο
σκελετό, που περιλαμβάνει τους κίονες, τα τόξα ή επιστύλιά τους, τα υπερώα
(γυναικωνίτες) στο δυτικό τμήμα, την επένδυση της οροφής και όλη τη δομή της
κεραμοσκεπής. Το υλικό αυτό καθιστά την οικοδόμηση μίας βασιλικής ταχύτατη,
εύκολη και οικονομική. Σε αντίθεση με τη λιτή εμφάνιση του εξωτερικού, το
εσωτερικό διακοσμείται πληθωρικά: οι κίονες ζωγραφίζονται σε απομίμηση
μαρμάρου, τα τόξα και οι οροφές φέρουν ανάγλυφα και ζωγραφικά σχέδια, το ιερό

- 59 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

φράσσεται με ψηλό ξυλόγλυπτο τέμπλο, συχνά επιχρυσωμένο, ενώ ξυλόγλυπτη


είναι και η υπόλοιπη επίπλωση. Κυρίαρχη είναι η αισθητική του τουρκομπαρόκ, μία
διασταύρωση του ευρωπαϊκού μπαρόκ με την οθωμανική διακοσμητική,
συνδυασμένη με βυζαντινές αναμνήσεις και με την ενοποιητική επίδραση της
τέχνης των λαϊκών μαστόρων και καλλιτεχνών, στους οποίους οφείλουμε αυτά τα
μνημεία.
Οι βασιλικές του 18ου αι. είναι έργα λαϊκής αρχιτεκτονικής, άλλοτε με
υψηλότερες αξιώσεις (όπως εκείνες των μεγάλων πόλεων και των νέων ακμαίων
κέντρων της εποχής) και άλλοτε πιο απλοϊκές. Η παράλληλη κορύφωση της
ανέγερσης των «μακεδονίτικων» αρχοντικών και η χρήση κοινών με αυτά υλικών
στην κατασκευή, τις έφερε κοντά στην αρχιτεκτονική των κατοικιών, περισσότερο
από κάθε άλλη εποχή. Ασφαλώς και σε αυτό το κεφάλαιο απαντούν πλήθος
παραλλαγές σε επιμέρους στοιχεία, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες, τις
κλιματολογικές συνθήκες, την κοινοτική οργάνωση και άλλες ιδιαιτερότητες του
κάθε τόπου.

Οι αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες της Αθήνας


Στην περιοχή της Αθήνας άκμασε ιδιαίτερα η ναοδομία κατά τον 16ο αι. – έγινε ήδη
λόγος για τα καθολικά μοναστηριών που μιμούνται τους μεσοβυζαντινούς
σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς της πόλης. Μία ομάδα εκκλησιών του 16ου αι.
διακρίνεται για τις έντονες επιδράσεις από την αρχιτεκτονική των τζαμιών,
περισσότερο ίσως από κάθε άλλη περιοχή του ελλαδικού χώρου. Πρόκειται για
μικρούς μονόχωρους ναούς ή μεγαλύτερες τρίκλιτες βασιλικές, στις οποίες τα άκρα
της κατά μήκος καμάρας απολήγουν σε τεταρτοσφαίρια που εδράζονται στις γωνίες
με τη βοήθεια σφαιρικών τριγώνων ή ημιχωνίων. Τα σχετικά παραδείγματα
απαντούν στην πόλη και τα περίχωρά της (Άγιοι Ανάργυροι Κολοκύνθη,
Παντάνασσα στο Μοναστηράκι, Άγιος Πέτρος και η Κοίμηση στη Χασιά, ο Άγιος
Ιωάννης στο Μενίδι κ.ά.) και διαγράφουν μία τοπική ιδιαιτερότητα, αποτέλεσμα
μάλλον της ιδιαίτερης άνθισης της Αθήνας λόγω των προνομίων που είχε αποκτήσει
μετά την οθωμανική κατάκτηση. Αφετηρία και πρότυπο αυτής της ιδιαίτερης,
τοπικής τάσης, θεωρείται ότι υπήρξε ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Διονυσίου

- 60 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

του Αρεοπαγίτη, κάτω από τον Άρειο Πάγο, που καταστράφηκε στις αρχές του 17ου
αι.
Στην ίδια περιοχή έχει σημαντική παρουσία μια παραλλαγή του μονόχωρου
τρουλαίου, με κύριο χαρακτηριστικό τον χαμηλό τρούλο που στεγάζει το κεντρικό
τμήμα του κυρίως ναού. Ο τρούλος βασίζεται στα βόρεια και τα νότια στους
πλευρικούς τοίχους, στα δυτικά στον δυτικό τοίχο ή στην κατά τον άξονα του
μήκους καμάρα και στα ανατολικά στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού
βήματος ή στην καμάρα που μεσολαβεί πριν από αυτό. Οι γωνίες γύρω από τον
τρούλο καλύπτονται με σφαιρικά τρίγωνα ή ημιχώνια Ο χαμηλός τρούλος έχει
εξωτερικά οκταγωνικό τύμπανο και συνήθως διατρυπάται από τέσσερα στενά
μονόλοβα παράθυρα. Η ομοιότητα με τους τρούλους των μικρών επαρχιακών
τζαμιών του ελλαδικού χώρου είναι προφανής. Στα σωζόμενα παραδείγματα
ανήκουν ο Άγιος Νικόλαος στην οδό Κολοκυνθούς, ο Άγιος Νικόλαος ο Χωστός στον
Ελαιώνα, ο Άγιος Νικόλαος στο Ρούφ, ο Άγιος Νικόλαος στο παλιό Φθισιατρείο, το
καθολικό της μονής του Κουταλά, ο Άγιος Δημήτριος ο Καβαλάρης στον Ελαιώνα, ο
Άγιος Νικόλαος στα Καλίσια της Πεντέλης κ.ά.
Ακόμη πιο κοντά στην αρχιτεκτονική των τζαμιών βρίσκεται το καθολικό της
μονής Νταού Πεντέλης, το οποίο ιδρύθηκε γύρω στο 1575. Πρόκειται για μεγάλο
τρουλαίο ναό, εξαγωνικής στήριξης, με νάρθηκα, υπερώα και λίγο μεταγενέστερο
υψηλό πύργο στην πρόσοψη. Ο τρούλος παραπέμπει σαφέστατα στους
αντίστοιχους των τζαμιών. Η παρουσία ισλαμικών τόξων και ημιχωνίων, σε
συνδυασμό με τρίλοβα ανοίγματα και βυζαντινά ανάγλυφα σε δεύτερη χρήση,
δείχνουν μια διάθεση εκλεκτικισμού. Οικοδόμημα δαπανηρό και πολύπλοκο, το
καθολικό της Νταού Πεντέλης αποτελεί ένα unicum στη μεταβυζαντινή
αρχιτεκτονική, το οποίο δεν βρήκε μιμητές._

- 61 -
Γ. ΠΑΛΛΗΣ ◦ ΜΑΘΗΜΑ ΙΑ 44 ◦ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

- 62 -

You might also like