You are on page 1of 685

Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Τμήμα Γεωγραφίας

Διδακτορική διατριβή

Περιοχές αποστέρησης, ευάλωτες ομάδες και


επίδραση της γειτονιάς. Η περίπτωση της Αθήνας
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος

Αθήνα 2018

1
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Τμήμα Γεωγραφίας

Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος

Περιοχές αποστέρησης, ευάλωτες ομάδες και επίδραση της γειτονιάς. Η περίπτωση


της Αθήνας

Διδακτορική Διατριβή
Αθήνα, 2018

Η Διδακτορική Διατριβή εξετάστηκε από την κάτωθι Επταμελή Επιτροπή:

Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή

Καθηγητής Θωμάς Μαλούτας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Γεωγραφίας


(επιβλέπων)

Καθηγητής Πάυλος-Μαρίνος Δελλαδέτσιμας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα


Γεωγραφίας

Αναπληρωτής Καθηγητής Ιωάννης Σαγιάς, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σχολή


Αργονόμων Τοπογράφων Μηχανικών

Μέλη Επταμελούς Επιτροπής

Καθηγητής Απόστολος Παπαδόπουλος, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα


Γεωγραφίας

Αναπληρωτής Καθηγητής Βασίλης Αράπογλου, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα


Κοινωνιολογίας

Κύριος Ερευνητής Γιώργος Κανδύλης, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών

Επίκουρος Καθηγητής Ιωάννης Φραγκόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο


Θεσσαλόνίκης, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας

© 2018, Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος


© Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τμήμα Γεωγραφίας
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος- all rights reserved

Η έγκριση της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Γεωγραφίας του


Χαροκοπείου Πανεπιστημίου δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέα
(Ν. 5343/1932, άρθρο 202).

2
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος

δηλώνω υπεύθυνα ότι:

1) Είμαι ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων της πρωτότυπης αυτής


εργασίας και από όσο γνωρίζω η εργασία μου δε συκοφαντεί πρόσωπα, ούτε
προσβάλει τα πνευματικά δικαιώματα τρίτων.

2) Αποδέχομαι ότι η ΒΚΠ μπορεί, χωρίς να αλλάξει το περιεχόμενο της εργασίας


μου, να τη διαθέσει σε ηλεκτρονική μορφή μέσα από τη ψηφιακή Βιβλιοθήκη
της, να την αντιγράψει σε οποιοδήποτε μέσο ή/και σε οποιοδήποτε μορφότυπο
καθώς και να κρατά περισσότερα από ένα 087 αντίγραφα για λόγους
συντήρησης και ασφάλειας

3
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου, τον κ. Μαλούτα για την συνολική
βοήθεια που μου έχει προσφέρει και για την υπομονή του, τον κ. Σαγιά για την
σταθερή μας επικοινωνία και τον κ. Δελλαδέτσιμα για τις πολύτιμες εκπαιδευτικές
εμπειρίες που μου παρείχε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Γεωγραφίας
στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Επίσης ευχαριστώ τους Δημήτρη και Έλλη, τους κ.κ.
Ντυκέν, Αράπογλου και Φραγκόπουλο για τον ενδιαφέρον που μου δημιούργησαν,
κατά τα προπτυχιακά μου χρόνια, να ασχοληθώ με την επιστήμη της στατιστικής και
της κοινωνικής γεωγραφίας καθώς και τον κ. Κανδύλη για ορισμένες χρήσιμες
παρατηρήσεις σε ζητήματα κοινωνικής θεωρίας. Τέλος, οφείλω ένα ευχαριστώ στον
κ. Παναγιωτόπουλο για ορισμένες θεωρητικές διευκρινήσεις καθώς και στον κ.
Ξηροπαΐδη για την σημαντικότατη επιρροή που άσκησε στην συγγραφή αυτής της
διατριβής, χωρίς… να το γνωρίζει!

4
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή......................................................................................................................16
Κεφάλαιο 1: Κοινωνικός αποκλεισμός, κοινωνική ανισότητα και αστικός χώρος.....27
1.1 Κοινωνικός αποκλεισμός και φτώχεια: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί.................27
1.2 Κοινωνικός αποκλεισμός, προηγμένη περιθωριοποίηση και αστικός χώρος:
Θεωρητικές παρατηρήσεις....................................................................................35
Κεφάλαιο 2: Η επίδραση της γειτονιάς. Θεωρητική και μεθοδολογική επισκόπηση.48
2.1 Η επίδραση του William Julius Wilson.................................................................48
2.2 Τί είναι η «επίδραση» της «γειτονιάς»; Θεωρητικές αποσαφηνίσεις...................55
2.3 Η επίδραση της γειτονιάς στον επιστημονικό λόγο. Μεθοδολογικές
παρατηρήσεις.............................................................................................................134
Κεφάλαιο 3: Κοινωνικές και χωρικές αλλαγές στην μητροπολιτική περιοχή της
Αθήνας………………………………………………………………………………194
3.1 Εξελίξεις και χαρακτηριστικά μιας νοτιοευρωπαϊκής πρωτεύουσας……..…….194
3.2 Αποτυπώνοντας τις αλλαγές στην κοινωνική οικολογία της Αθήνας…………..204
Κεφάλαιο 4: Η επίδραση της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη……………………351
4.1 Παρουσίαση του εθνογραφικού πεδίου και της δομής της έρευνας....................351
4.2 Ερμηνευτικά εργαλεία ανάλυσης των συνεντεύξεων..........................................414
4.3. Ανάλυση των εθνογραφικών συνεντεύξεων.......................................................450
4.4 Καταληκτικά συμπεράσματα...............................................................................501
Επίλογος-Σκέψεις για την έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς................................515
Βιβλιογραφικές αναφορές..........................................................................................526

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...........................................................................................................598
Πίνακες.......................................................................................................................598
Οδηγός συνέντευξης...................................................................................................628
Συνεντεύξεις...............................................................................................................629

5
Περίληψη

Η παρούσα διατριβή διερευνά την επίδραση της γειτονιάς σε μια κεντρική περιοχή
της Αθήνας, που περιλαμβάνει τμήματα από τα Κάτω Πατήσια, τον Άγιο Νικόλαο και
την Κυψέλη. Η έννοια της επίδρασης της γειτονιάς θέτει το ζήτημα ότι μια φτωχή
γειτονιά επηρεάζει τις ευκαιρίες ζωής των κατοίκων της όπως το εισόδημα, η
απασχόληση, η έκθεση στη βία, η εκπαίδευση, κοκ. Ο όρος έγινε δημοφιλής στο
πεδίο της κοινωνιολογίας και της αστικής γεωγραφίας μετά την έκδοση του βιβλίου
The Truly Disadvantaged του Wilson τo 1987. Από τότε, το ερώτημα εάν οι φτωχές
γειτονιές επιδρούν στις ευκαιρίες ζωής των κατοίκων τους, ιδιαίτερα αυτών που ζουν
σε συνθήκες οικονομικής αποστέρησης, απασχολεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος
των κοινωνικών επιστημόνων.

Η έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς που πραγματοποιήθηκε στην παρούσα
διατριβή, περιλαμβάνει τόσο ποσοτικές μεθόδους όσο και εθνογραφική έρευνα. Με
την χρήση της ανάλυσης αντιστοιχιών και της ανάλυσης συστάδων που αποτελούν τις
δύο βασικές στατιστικές μεθόδους αυτού του βιβλίου, εντοπίστηκε η περιοχή στην
οποία διεξήχθη η εθνογραφίκη έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς. Τα κριτήρια
για τον εντοπισμό της περιοχής, προέρχονται από τις κριτικές που υπάρχουν στην
βιβλιογραφία για την έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς. Ο σκοπός αυτής της
διατριβής είναι: α) η κάλυψη του κενού που υπάρχει στη βιβλιογραφία για την
επιδράση της γειτονιάς στις αστικές κοινωνίες της Νότιας Ευρώπης, β) η ένταξη της
έρευνας της επίδρασης της γειτονιάς στην έρευνα της αστικής χωροκοινωνικής
ανισότητας και του αστικού κοινωνικού αποκλεισμού, γ) η ένταξη της έρευνας της
επιδράσης της γειτονιάς με τον επιστημολογικό προβληματισμο για την σχέση μεταξύ
υποκειμένου και κοινωνικής δομής (ή κοινωνικών συνθηκών) μέσα από τις
προσεγγίσεις του κριτικού ρεαλισμού και της φαινομενολογίας, δ) η θεωρητική
συνεισφορά στην συζήτηση που υπάρχει στην βιβλιογραφία για τους μηχανισμούς με
τους οποίους η περιοχή κατοικίας επιδρά στις ευκαιρίες ζωής των κατοίκων της.

Τα ευρήματα αυτής της διατριβής έρχονται σε αντίθεση με ένα μέρος της ποσοτικής
έρευνας που υπάρχει στη βιβλιογραφία για την επίδραση της γειτονιάς στην Ευρώπη
και στην Αμερική. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι η περιοχή κατοικίας επιδρά στις
ευκαιρίες ζωής του ατόμου, όχι ανεξάρτητα αλλά σε συνδυασμό με την κοινωνική
του τάξη, καταδεικνύοντας την σημασία του χώρου για τις ατομικές διαδρομές ζωής.
Επιπρόσθετα, αναδεικύεται ότι η τροχιά της συγκεκριμένης περιοχής κατοικίας μέσα
στο πεδίο της χωροκοινωνικής ανισότητας της Αθήνας, αποτελεί το πλαίσιο στο
οποίο διαμορφώνονται οι διάφοροι μηχανισμοί με τους οποίους αυτή η περιοχή
κατοικίας επιδρά στις ευκαιρίες ζωής των φτωχών κατοίκων της.

Λέξεις-κλειδιά

επίδραση της γειτονιάς, χωρο-κοινωνική ανισότητα, κριτικός ρεαλισμός,


φαινομενολογία, ανάλυση αντιστοιχιών

6
Abstract

This PhD thesis explores the neighborhood effect on a central area of Athens, which
includes parts of Kato Patisia, Agios Nikolaos and Kipseli. The concept of
neighborhood effect raises the issue that a poor neighborhood affects the life chances
of its inhabitants, such as income, employment, exposure to violence, education, etc.
The term became popular in the field of sociology and urban geography after the
publication of the book The Trully Disadvantaged by Wilson in 1987. Since then, the
question of whether poor neighborhoods affect the life chances of their residents,
particularly those living in conditions of economic deprivation, concerns a great
proportion of social scientists.

The neighborhood effect research which conducted in this dissertation, includes both
quantitative methods and ethnographic research. By using the methods of
correspondence analysis and cluster analysis, which are the two main statistical
methods of this book, it was identified the area in which the ethnographic research on
the neighborhood effect was conducted. The criteria for identifying the area, derive
from the criticisms in the literature on neighborhood effects research. The aim of this
PhD thesis is: a) the coverage of the lacunae that exists in the literature about the
neighborhood effects in urban societies of Southern Europe, b) the integration of
neighborhood effect research into the research of urban socio-spatial inequality and
urban social exclusion, c) to link the research of neighborhood effects with the
epistemological concern about the relation between subject and social structure (or
social conditions) through the approaches of critical realism and phenomenology, d)
the theoretical contribution to the discussion in the existing literature on the
mechanisms by which the residential area affects the life chances of its inhabitants.

The findings of this dissertation contradict some conclusions that exist in the
quantitative literature on neighborhood effects in Europe and USA. In particular, it is
shown that the place of residence affects the life chances of the individual, not
independently but in conjunction with his or social class, demonstrating the
importance of space for individual life trajectories. Furthermore, it is revealed that the
trajectory of that particular area of residence within the field of socio-spatial
inequality of Athens, is the constitutive framework that the various mechanisms with
which this area of residence affects the life chances of its poor inhabitants, are shaped.

Keywords

neighborhood effects, socio-spatial inequality, critical realism, phenomenology,


correspondence analysis

7
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΙΝΑΚΩΝ 2ΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Διάγραμμα 2.2.1: Oυσιοκρατικός (αριστερά) και σχεσιακός (δεξιά) γεωγραφικός


χώρος…………………………………………………………………………….σελ.69
Πίνακας 2.2.2: Οι τρεις τομείς του κόσμου σύμφωνα με τον κριτικό ρεαλισμό..σελ.78
Διάγραμμα 2.2.3: Μοντέλο δομικής μεταμόρφωσης/ αναπαραγωγής στον κριτικό
ρεαλισμό…………………………………………………………………………σελ.85
Διάγραμμα 2.2.4: Η αιτιότητα στις κοινωνικές επιστήμες κατά τον
κριτικό ρεαλισμό………………………………………………………………...σελ.95
Διάγραμμα 2.2.5: Κριτικός ρεαλισμός και χωρικά προσανατολισμένη κοινωνική
έρευνα…………………………………………………………………………..σελ.102
Διάγραμμα 2.2.6: Ο ένθετος χωρικός χαρακτήρας των κοινωνικών
συστημάτων…………………………………………………………………….σελ.131
Διάγραμμα 2.2.7: Θεωρητικό παράδειγμα του διατομεακού χαρακτήρα των
κοινωνικών συνθηκών στην περίπτωση μελέτης της επίδρασης της
γειτονιάς………………………………………………………………………..σελ.133
Διάγραμμα 2.3.1: Η σχέση μεταξύ χωρικής ταξινόμησης και επίδρασης
της γειτονιάς……………………………………………………………………σελ.169

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ, ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ, ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ 3ΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Χάρτης 3.1.1: Η χωρική κατανομή των μεταναστών στην μητροπολιτική περιφέρεια


της Αθήνας το 2001……………………………………………………………σελ.200
Χάρτης 3.1.2: Χωρική κατανομή των Αλβανών στην μητροπολιτική περιοχή της
Αθήνας το 2001………………………………………………………………...σελ.201
Χάρτης 3.1.3: Χωρική κατανομή των Νιγηριανών στην μητροπολιτική περιοχή της
Αθήνας το 2001………………………………………………………………...σελ.201
Χάρτης 3.2.5: Τα 7 δημοτικά διαμερίσματα του δήμου Αθηναίων……………σελ.207
Πίνακας 3.2.6: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής της
μεταβλητής ΕΚΠ. ΥΨ για την περίοδο 1991-2001…………………………….σελ.208
Διάγραμμα 3.2.7: Θηκόγραμμα μεταβολών για την μεταβλητή ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ την
περίοδο 1991-2001……………………………………………………………..σελ.209
Διάγραμμα 3.2.8: Θηκόγραμμα μεταβολών για την μεταβλητή ESEC1 την περίοδο
1991-2001……………………………………………………………………...σελ. 210
Διάγραμμα 3.2.9: Θηκόγραμμα μεταβολών για την μεταβλητή ΕΛΛΗΝΕΣ την
περίοδο 1991-2001……………………………………………………………..σελ.210
Πίνακας 3.2.10: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση όλων
των κατηγοριών για το 2001…………………………………………………...σελ.216
Γράφημα 3.2.11: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση όλες τις κατηγορίες για το
2001 (θέσεις μεταβλητών)……………………………………………………..σελ.217
Πίνακας 3.2.12: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις μεταβλητές
όλων των κατηγοριών για το 2001…………………………………………….σελ. 217
Πίνακας 3.2.13: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση όλων
των κατηγοριών εκτός του καθεστώτος ενοίκησης για το 2001………………σελ. 222
Γράφημα 3.2.14: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση όλες τις κατηγορίες εκτός
του καθεστώτος ενοίκησης για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)………………...σελ. 222
Πίνακας 3.2.15: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις μεταβλητές
όλων των κατηγοριών εκτός του καθεστώτος ενοίκησης για το 2001………...σελ.223

8
Γράφημα 3.2.16: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση όλες τις κατηγορίες εκτός
του καθεστώτος ενοίκησης για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)……………...σελ.223
Πίνακας 3.2.17: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: κατοικία, Esec και καθεστώς ενοίκησης για το 2001 ..…………σελ.227
Γράφημα 3.2.18: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία,
Esec και καθεστώς ενοίκησης για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)……………...σελ.228
Πίνακας 3.2.19: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
κατοικία, Esec και καθεστώς ενοίκησης για το 2001………………………….σελ.228
Γράφημα 3.2.20: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία,
Esec και καθεστώς ενοίκησης για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)…………...σελ.229
Πίνακας 3.2.21: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: εκπαίδευση, Esec και εθνικότητα για το 2001 ………………......σελ.230
Γράφημα 3.2.22: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, Esec και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)………….σελ.230
Πίνακας 3.2.23: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, Esec και εθνικότητα για το 2001 ………………………………...σελ.231
Γράφημα 3.2.24: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, Esec και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)………σελ.231
Πίνακας 3.2.25: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: εκπαίδευση, κατοικία, καθεστώς ενοίκησης και εθνικότητα για το
2001……………………………………………………………………………σελ.232
Γράφημα 3.2.26: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία, καθεστώς ενοίκησης και εθνικότητα για το 2001
(θέσεις μεταβλητών)……………………………………………………………σελ.232
Πίνακας 3.2.27: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία, καθεστώς ενοίκησης και εθνικότητα για το 2001……..σελ.233
Γράφημα 3.2.28: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία, καθεστώς ενοίκησης και εθνικότητα για το 2001
(θέσεις παρατηρήσεων)………………………………………………………...σελ.233
Πίνακας 3.2.29: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: κατοικία και εθνικότητα για το 2001…………………………….σελ.234
Γράφημα 3.2.30: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία
και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)……………………………...σελ.234
Πίνακας 3.2.31: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
κατοικία και εθνικότητα για το 2001…………………………………………..σελ.235
Γράφημα 3.2.32: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία
και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)………………………….σελ.235
Πίνακας 3.2.33: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: εκπαίδευση και εθνικότητα για το 2001…………………………σελ.236
Γράφημα 3.2.34: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση
και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)……………………………..σελ.236
Πίνακας 3.2.35: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και εθνικότητα για το 2001……………………………………….σελ.237
Γράφημα 3.2.36: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση
και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)…………………………..σελ.237
Πίνακας 3.2.37: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: Esec και εθνικότητα για το 2001………………………………...σελ.238
Γράφημα 3.2.38: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: Esec και
εθνικότητα για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)…………..…………………….σελ.238

9
Πίνακας 3.2.39: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
Esec και εθνικότητα για το 2001……………………………………………….σελ.239
Γράφημα 3.2.40: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: Esec και
εθνικότητα για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)………………………………σελ.239
Διάγραμμα 3.2.41: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που
κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση, κατοικία, Esec……………σελ.240
Πίνακας 3.2.42: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση,
κατοικία, Esec…………………………………………………………………..σελ.241
Διάγραμμα 3.2.43: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που
κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: κατοικία, Esec………………………….σελ.241
Πίνακας 3.2.44: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από τις
κατηγορίες: κατοικία, Esec……………………………………………………..σελ.242
Διάγραμμα 3.2.45: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που
κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση, Esec………………………σελ.242
Πίνακας 3.2.46: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση,
Esec……………………………………………………………………………..σελ.243
Διάγραμμα 3.2.47: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που
κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση, κατοικία…………………..σελ.243
Πίνακας 3.2.48: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση,
κατοικία………………………………………………………………………...σελ.244
Διάγραμμα 3.2.49: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που
κατασκευάστηκε από την κατηγορία: κατοικία………………………………..σελ.244
Πίνακας 3.2.50: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από την κατηγορία:
Κατοικία………………………………………………………………………..σελ.245
Διάγραμμα 3.2.51: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που
κατασκευάστηκε από την κατηγορία: εκπαίδευση……………………………..σελ.245
Πίνακας 3.2.52: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από την κατηγορία:
Εκπαίδευση……………………………………………………………………..σελ.246
Διάγραμμα 3.2.53: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που
κατασκευάστηκε από την κατηγορία: Esec…………………………………….σελ.246
Πίνακας 3.2.54: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από την κατηγορία: Esec…...σελ.247
Πίνακας 3.2.55: Συντελεστής εξέλιξη του αθροίσματος των τετραγώνων των
σφαλμάτων για την μέθοδο του Ward στις τρεις κοινωνικές
κατηγορίες το 1991……………………………………………………………..σελ.252
Διάγραμμα 3.2.56: Δενδροδιάγραμμα Ward για τις τρεις κοινωνικές
κατηγορίες το 1991……………………………………………………………..σελ.256
Διάγραμμα 3.2.57: Δενδροδιάγραμμα Ward για τις τρεις κοινωνικές
κατηγορίες το 2001……………………………………………………………..σελ.258
Πίνακας 3.2.58: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τις τρεις κοινωνικές
κατηγορίες για τα έτη 1991 και 2001…………………………………………..σελ.259
Πίνακας 3.2. 59: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις τρεις
κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 1991……………………………………….σελ.262

10
Πίνακας 3.2. 60: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
τρεις κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 1991…………………………………σελ.263
Πίνακας 3.2.61: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις τρεις
κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 2001……………………………………….σελ.264
Πίνακας 3.2. 62: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
τρεις κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 2001…………………………………σελ.265
Διάγραμμα 3.2. 63: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία και Esec για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)…………….σελ.268
Πίνακας 3.2.64: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία και Esec για το 2001……………………………………σελ.269
Διάγραμμα 3.2.65: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία και Esec για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες
Ward…………………………………………………………………………....σελ.269
Διάγραμμα 3.2.66: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία και Esec για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k
means…………………………………………………………………………...σελ.270
Πίνακας 3.2.67: Συντεταγμένες ομάδων με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση,
κατοικία και Esec για το 2001…………………………………………………σελ.270
Πίνακας 3.2.68: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τις κατηγορίες: κατοικία και
Esec, για τα έτη 1991 και 2001………………………………………………...σελ.274
Πίνακας 3.2. 69: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις
κατηγορίες: κατοικία και Esec για το έτος 1991……………………………….σελ.276
Πίνακας 3.2. 70: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
κατηγορίες: κατοικία και Esec για το έτος 1991……………………………….σελ.277
Πίνακας 3.2. 71: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις
κατηγορίες: κατοικία και Esec για το έτος 2001……………………………….σελ.278
Πίνακας 3.2. 72: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
κατηγορίες: κατοικία και Esec για το έτος 2001……………………………….σελ.279
Διάγραμμα 3.2.73: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία
και Esec για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)…………………………………….σελ.280
Πίνακας 3.2.74: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
κατοικία και Esec για το 2001…………………………………………………σελ.280
Διάγραμμα 3.2.75: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία
και Esec για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward………………….σελ.281
Διάγραμμα 3.2.76: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία
και Esec για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means………………σελ.282
Πίνακας 3.2.77: Συντεταγμένες ομάδων με βάση τις κατηγορίες: κατοικία
και Esec για το 2001…………………………………………………………...σελ.283
Πίνακας 3.2.78: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τις κατηγορίες: εκπαίδευση
και Esec, για τα έτη 1991 και 2001…………………………………………….σελ.285
Πίνακας 3.2. 79: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec για το έτος 1991……………………………σελ.288
Πίνακας 3.2. 80: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec για το έτος 1991……………………………σελ.289
Πίνακας 3.2. 81: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec για το έτος 2001……………………………σελ.290
Πίνακας 3.2. 82: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec για το έτος 2001……………………………σελ.291
Διάγραμμα 3.2. 83: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και Esec για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)……………………….σελ.292

11
Πίνακας 3.2. 84: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και Esec για το 2001.……………………………………………...σελ.292
Διάγραμμα 3.2.85: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και Esec για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward……..σελ.293
Διάγραμμα 3.2.86: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και Esec για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means….σελ.294
Πίνακας 3.2.87: Συντεταγμένες ομάδων με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec
για το 2001…....………………………………………………………………...σελ.295
Πίνακας 3.2.88: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τις κατηγορίες: εκπαίδευση
και κατοικία, για τα έτη 1991 και 2001………………………………………...σελ.296
Πίνακας 3.2. 89: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και κατοικία για το έτος 1991………………………..σελ.297
Πίνακας 3.2. 90: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και κατοικία για το έτος 1991………………………..σελ.298
Πίνακας 3.2. 91: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και κατοικία για το έτος 2001………………………..σελ.299
Πίνακας 3.2. 92: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και κατοικία για το έτος 2001………………………..σελ.299
Διάγραμμα 3.2. 93: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και κατοικία για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)……………...……σελ.300
Πίνακας 3.2. 94: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και κατοικία για το 2001…………………………………………..σελ.301
Διάγραμμα 3.2.95: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και κατοικία για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward...σελ.301
Διάγραμμα 3.2.96: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και κατοικία για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k
means…………………………………………………………………………...σελ.302
Πίνακας 3.2.97: Συντεταγμένες ομάδων με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και
κατοικία για το 2001…..………………………………………………………..σελ.302
Πίνακας 3.2.98: Οι 6 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για την κατηγορία: κατοικία, για
τα έτη 1991 και 2001………………………………………………………..….σελ.304
Πίνακας 3.2.99: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: κατοικία για το έτος 1991………………………………………….σελ.305
Πίνακας 3.2. 100: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: κατοικία για το έτος 1991………………………………………….σελ.306
Πίνακας 3.2.101: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: κατοικία για το έτος 2001………………………………………….σελ.306
Πίνακας 3.2. 102: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: κατοικία για το έτος 2001………………………………………….σελ.307
Διάγραμμα 3.2. 103: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
κατοικία για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)…………………………………….σελ.308
Πίνακας 3.2. 104: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
κατοικία για το 2001…………………………………………………………...σελ.308
Διάγραμμα 3.2.105: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία
για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward……………………………σελ.309
Διάγραμμα 3.2.106: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία
για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means………………………...σελ.310
Πίνακας 3.2.107: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: κατοικία για το
2001….………………………………………………………………………...σελ.311

12
Πίνακας 3.2.108: Οι 6 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για την κατηγορία: εκπαίδευση,
για τα έτη 1991 και 2001……………………………………………………….σελ.312
Πίνακας 3.2. 109: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 1991………………………………………σελ.313
Πίνακας 3.2. 110: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 1991………………………………………σελ.314
Πίνακας 3.2. 111: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 2001………………………………………σελ.314
Πίνακας 3.2. 112: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 2001………………………………………σελ.315
Διάγραμμα 3.2. 113: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)…………………………………σελ.316
Πίνακας 3.2. 114: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για το 2001………………………………………………………..σελ.316
Διάγραμμα 3.2. 115: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward………………σελ.317
Διάγραμμα 3.2. 116: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means……………σελ.318
Πίνακας 3.2.117: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία:
Εκπαίδευση για το 2001………………………………………………………..σελ.318
Πίνακας 3.2.118: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για την κατηγορία: Esec για τα
έτη 1991 και 2001………………………………………………………………σελ.320
Πίνακας 3.2. 119: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: Esec για το έτος 1991……………………………………………...σελ.321
Πίνακας 3.2. 120: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: Esec για το έτος 1991……………………………………………...σελ.322
Πίνακας 3.2. 121: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: Esec για το έτος 2001……………………………………………...σελ.323
Πίνακας 3.2. 122: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: Esec για το έτος 2001……………………………………………...σελ.323
Διάγραμμα 3.2. 123: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: Esec
για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)………………………………………………σελ.324
Πίνακας 3.2. 124: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
Esec για το 2001………………………………………………………………..σελ.325
Διάγραμμα 3.2. 125: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: Esec
για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward……………………………σελ.325
Διάγραμμα 3.2. 126: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: Esec
για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means………………………...σελ.326
Πίνακας 3.2.127: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: Esec για το
2001……………………………………………………………………………σελ.326
Πίνακας 3.2.132: Οι 9 χωρικές ομάδες της επαγγελματικής τάξης Esec5 για την
κατηγορία: κατοικία, για τα έτη 1991 και 2001………………………………..σελ.331
Πίνακας 3.2. 133: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων Ward για την
επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: κατοικία για το
έτος 1991……………………………………………………………………….σελ.332
Πίνακας 3.2. 134: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων k means για
την επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: κατοικία για το έτος
1991…………………………………………………………………………….σελ.333

13
Πίνακας 3.2. 135: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων Ward για την
επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: κατοικία για το έτος
2001…………………………………………………..……………………….σελ.334
Πίνακας 3.2. 136: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων k means για
την επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: κατοικία για το
έτος 2001……………………………………………………………………….σελ.335
Διάγραμμα 3.2.137: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία
για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)………...σελ.336
Πίνακας 3.2.138: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
κατοικία για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001……………………...σελ.336
Διάγραμμα 3.2.139: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία
για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)……...σελ.337
Διάγραμμα 3.2.140: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία
για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001: ομάδες Ward………………...σελ.338
Διάγραμμα 3.2.141: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία
για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001: ομάδες k means……………..σελ.339
Πίνακας 3.2.142: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: κατοικία για την
επαγγελματική τάξη Esec5……………………………………………………..σελ.339
Πίνακας 3.2.143: Οι 6 χωρικές ομάδες της επαγγελματικής τάξης Esec5 για την
κατηγορία: εκπαίδευση, για τα έτη 1991 και 2001…………………………….σελ.341
Πίνακας 3.2. 144: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων Ward για την
επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το
έτος 1991……………………………………………………………………….σελ.343
Πίνακας 3.2.145: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων k means για
την επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το
έτος 1991……………………………………………………………………….σελ.343
Πίνακας 3.2.146: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων Ward για την
επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το
έτος 2001……………………………………………………………………….σελ.344
Πίνακας 3.2.147: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων k means για
την επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το
έτος 2001……………………………………………………………………….σελ.344
Διάγραμμα 3.2.148: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001 (θέσεις
μεταβλητών)……………………………………………………………………σελ.345
Πίνακας 3.2.149: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001…………………..σελ.346
Διάγραμμα 3.2.150: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001: ομάδες Ward…...σελ.346
Διάγραμμα 3.2.151: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001: ομάδες k means...σελ.347
Πίνακας 3.2.152: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για την
επαγγελματική τάξη Esec5 για το 2001………………………………………..σελ.347

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ 4ΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Χάρτης 4.1.1: Η γειτονιά κάτω Πατήσια- Κυψέλη……………………………σελ. 352


Χάρτης 4.1.2: Η περιοχή του Αγίου Λουκά…………………………………...σελ. 354
Χάρτης 4.1.3: Η περιοχή της συνοικίας της πλατείας Κολιάτσου…………….σελ. 355

14
Χάρτης 4.1.4: Η περιοχή των κάτω Πατησίων………………………………..σελ. 355
Χάρτης 4.1.5: Η περιοχή του Αγίου Νικολάου………………………………..σελ.356
Χάρτης 4.1.6: Η περιοχή της Αγίας Ζώνης……………………………………σελ.357
Χάρτης 4.1.7: Η περιοχή της συνοικίας της πλατείας Αμερικής………………σελ.358
Χάρτης 4.1.8: Η περιοχή της Κυψέλης………………………………………...σελ.359
Χάρτης 4.1.9: Η περιοχή του Γαλατσίου………………………………………σελ.361
Χάρτης 4.1.10: Η περιοχή της Άνω Κυψέλης………………………………….σελ.361
Χάρτης 4.1.11: Η περιοχή της Λαμπρινής……………………………………..σελ.362
Χάρτης 4.1.12: Η περιοχή της Κυπριάδου……………………………………..σελ.362
Χάρτης 4.1.13: Η περιοχή των Άνω Πατησίων………………………………...σελ.363
Φωτογραφία 4.1.14: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Νικολάου…………...σελ.364
Φωτογραφία 4.1.15: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Νικολάου…………...σελ.365
Φωτογραφία 4.1.16: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Νικολάου…………...σελ.366
Φωτογραφία 4.1.17: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Λουκά………………σελ.367
Φωτογραφία 4.1.18: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Λουκά………………σελ.368
Φωτογραφία 4.1.19: Εικόνα από την πλατεία Κολιάτσου……………………..σελ.369
Φωτογραφία 4.1.20: Εικόνα από την πλατεία Αμερικής………………………σελ.370
Φωτογραφία 4.1.21: Αφίσα στην περιοχή του Αγίου Νικολάου………………σελ.371
Φωτογραφία 4.1.22: Εικόνα από το πάρκο Κύπρου…………………………...σελ.373
Φωτογραφία 4.1.23: Εικόνα από την είσοδο του πάρκου Φυτευτής…………...σελ.374
Φωτογραφία 4.1.24: Εικόνα από το εσωτερικό του πάρκου Φυτευτής………..σελ.375
Φωτογραφία 4.1.25: Κλειστό μίνι μάρκετ στην οδό Δροσοπούλου…………...σελ.377
Φωτογραφία 4.1.26: Εικόνα από την οδό Δροσοπούλου………………………σελ.378
Φωτογραφία 4.1.27: Η είσοδος του 1ου εσπερινού Γενικού Λυκείου
Αθηνών…………………………………………………………………………σελ.383
Φωτογραφία 4.1.28: Η πίσω όψη του 1ου εσπερινού Γενικού Λυκείου Αθηνών
και ο προαύλιος χώρος του σχολικού συγκροτήματος Νομικού……………….σελ.384
Φωτογραφία 4.1.29: Το κλειστό γυμναστήριο του σχολικού συγκροτήματος
Νομικού………………………………………………………………………...σελ.385
Φωτογραφία 4.1.30: Οι εσωτερικοί διάδρομοι του 1ου εσπερινού
Γενικού Λυκείου………………………………………………………………..σελ.386
Φωτογραφία 4.1.31: Κορνίζες με τα πρόσωπα ανθρώπων του πνεύματος που
φοίτησαν στο σχολικό συγκρότημα Νομικού………………………………….σελ.387
Φωτογραφία 4.1.32: Το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας σε πανοραμική
φωτογραφία από τον ομώνυμο λόφο των Πατησίων…………………………..σελ.390
Φωτογραφία 4.1.33: Ο στίβος του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας…...σελ.391
Φωτογραφία 4.1.34: Η είσοδος της «στοάς» του σχολικού συγκροτήματος της
Γκράβας………………………………………………………………………...σελ.392
Φωτογραφία 4.1.35: Εικόνα από τον εσωτερικό χώρο της «στοάς» του σχολικού
συγκροτήματος της Γκράβας…………………………………………………...σελ.393
Φωτογραφία 4.1.36: Ένας από τους διαδρόμους του σχολικού συγκροτήματος της
Γκράβας………………………………………………………………………...σελ.394
Φωτογραφία 4.1.37: Είσοδος στο «θεατράκι» του σχολικού συγκροτήματος της
Γκράβας………………………………………………………………………...σελ.395
Διάγραμμα 4.1.38: Ο τρόπος διατύπωσης των ανοικτών ερωτήσεων των
συνεντεύξεων…………………………………………………………………...σελ.407

15
Εισαγωγή.

Η παρούσα διατριβή ασχολείται με το ζήτημα της επίδρασης της γειτονιάς


(neighbourhood effect) και συγκεκριμένα με τη σχέση μεταξύ προβληματικών
περιοχών και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που ζουν εκεί σε συνθήκες
αποστέρησης. Η επίδραση της γειτονιάς στις ευκαιρίες ζωής των φτωχών στρωμάτων
του πληθυσμού έχει απασχολήσει την κοινωνική γεωγραφία και την αστική
κοινωνιολογία, κυρίως μετά την έκδοση του κλασικού πλέον βιβλίου του Wilson, The
Truly Disadvantaged το 1987. Στην χώρα μας, παρά το γεγονός ότι έχει αναπτυχθεί
πλούσια βιβλιογραφία για την κοινωνική αποστέρηση, δεν έχει δοθεί η απαιτούμενη
προσοχή στο ρόλο που διαδραματίζει η περιοχή κατοικίας στην αναπαραγωγή των
συνθηκών αποστέρησης.

Σύμφωνα με τον Wilson, το έργο του οποίου επηρέασε σημαντικά την


κοινωνιολογική και γεωγραφική έρευνα όσον αφορά τη σχέση μεταξύ περιοχής
κατοικίας και ευκαιριών ζωής, η επίδραση της γειτονιάς είναι αποτέλεσμα της
συγκέντρωσης φτωχών ατόμων σε αστικές γειτονιά και αυτό αναφερόταν αρχικά σε
αυτήν ως επίδραση της συγκέντρωσης, υπονοώντας ότι η επίδραση της γειτονιάς
αποτελεί συνέπεια του μεγάλου αριθμού φτωχών ανθρώπων που ζουν
συγκεντρωμένοι στο χώρο και αποτυπώνεται στις « (...) διαφορές στις εμπειρίες των
χαμηλού εισοδήματος οικογενειών που ζουν στις κεντρικές περιοχές της πόλης (...)
[σ.σ. σε σύγκριση με] τις εμπειρίες εκείνων που ζουν σε άλλες περιοχές της πόλης»
(Wilson 1987: 58). Στις κεντρικές περιοχές των αμερικανικών πόλεων βρίσκει κανείς
συνήθως τις φτωχότερες γειτονιές τους, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό χώρο που οι
φτωχότερες γειτονιές χωροθετούνται συνήθως στις περιφέρειες των πόλεων.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, ο Maloutas (2012a: 20) διατυπώνει το ερώτημα στο οποίο
καλείται να απαντήσει η έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς: «Αυξάνει η
διαβίωση σε μια περιοχή συγκεντρωμένης ένδειας, τις πιθανότητες να μη βρει
κάποιος εργασία ή να μην έχει θετικές επιδόσεις στο σχολείο, σε σχέση με κάποιον,
εξίσου φτωχό, που μένει σε μία κοινωνικά μικτή ή μεσαίας τάξης γειτονιά και σε ποιό
βαθμό;». Το ερώτημα αυτό έχει μια ιδιαίτερη αναφορά στις ευκαιρίες ζωής των νέων,
αφού αναφέρεται στη σχέση μεταξύ μιας περιοχής κατοικίας και των σχολικών
επιδόσεων εκείνων που κατοικούν σε αυτήν. Επιπρόσθετα, τονίζει ότι για να
διαπιστωθεί εάν ο χώρος κάνει την «διαφορά» στις ευκαιρίες ζωής των ατόμων, τότε

16
η σύγκριση πρέπει να αφορά άτομα (ή ομάδες) παρόμοιας θέσης στην κοινωνική
ιεραρχία.

Η ιδιαίτερα αρνητική πλευρά της επίδρασης της γειτονιάς στο ζήτημα της
αναπαραγωγής της φτώχειας, αποτυπώνεται στην αποκλειστική σχεδόν κοινωνική
έκθεση των φτωχών κατοίκων σε άλλους φτωχούς ανθρώπους από την γειτονιά. Ως
εκ τούτου, η έννοια αυτή, τονίζει μια ιδιαίτερη διάσταση της δομής της σύγχρονης
αστικής φτώχειας, ότι τα φτωχά άτομα «βυθίζονται» κοινωνικά (κοινωνικό
ντάμπινγκ) όταν κατοικούν σε μια γειτονιά που αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος
από ανθρώπους που βρίσκονται στην ίδια κοινωνική θέση.

Παρόλα αυτά, ένας σημαντικός αριθμός ερευνών, ιδιαίτερα αυτών που προσεγγίζουν
το φαινόμενο μέσω ποσοτικών/ στατιστικών μεθόδων, υποστηρίζουν ότι το ζήτημα
της επίδρασης της γειτονιάς στις ευκαιρίες ζωής των ανθρώπων, αποτελεί μάλλον μια
υπερβολική διατύπωση που πηγάζει από την «χωρική στροφή» της κοινωνικής
επιστήμης από την δεκαετία του 1980. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι
συγκεκριμένες έρευνες, είναι ότι οι διαδρομές ζωής των ανθρώπων εξαρτώνται μόνο,
ή κυρίως, από την κοινωνική τους θέση ή την κοινωνική θέση των γονέων τους (με
βάση το εισόδημα, την επαγγελματική κατάσταση ή το εκπαιδευτικό επίπεδο).

Στο πλαίσιο της προβληματικής για την επίδραση της γειτονιάς, όπως ορίζεται από τις
διάφορες έρευνες που είτε την αμφισβητούν είτε την αναδεικνύουν, η προσέγγιση
στην παρούσα διατριβή βασίζεται σε διάφορες θεωρητικές οπτικές για την σχέση των
διαδρομών ζωής των ατόμων (που περιλαμβάνουν τις ευκαιρίες ζωής) και στων
δομικών συνθηκών στις οποίες εντάσσονται. Η σχέση μεταξύ δομής και υποκειμένου,
παρά το γεγονός ότι η κατανόησή της είναι καθοριστική για την μελέτη της
επίδρασης της γειτονιάς, δεν έχει ληφθεί υπόψη από την πλειονότητα των σχετικών
ερευνών, με αποτέλεσμα αυτή η θεωρητική έλλειψη να αποτυπώνεται στα
αποτελέματά τους (Allen 2005: 197).

Ταυτόχρονα, η διατριβή αυτή επιχειρεί να συνδέσει την επίδραση της γειτονιάς με


την δομή της χωρο-κοινωνικής ανισότητας στις πόλεις και παράλληλα να αναδείξει
ότι οι κοινωνικές συνθήκες μιας περιοχής κατοικίας αλληλεπιδρούν με την κοινωνική
θέση των ατόμων και μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης παράγονται συγκεκριμένα
αποτελέσματα στις διαδρομές ζωής τους.

17
Όσον αφορά το ζήτημα της μεθόδου, έγινε χρήση τόσο ποσοτικών/στατιστικών
τεχνικών όσο και εθνογραφικών. Με στατιστικές μεθόδους εντοπίστηκε η
γεωγραφική περιοχή ενδιαφέροντος –το 6ο δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου
Αθηναίων– και στη συνέχεια διεξήχθη εθνογραφική έρευνα στη γειτονιά Κάτω
Πατήσια-Κυψέλη (με βάση τον χωρικό προσδιορισμό που έδωσαν οι
συνεντευξιαζόμενοι), η οποία ανήκει κυρίως στο 6ο και πολύ λιγότερο στο 5ο
δημοτικό διαμέρισμα.

Η θεωρητική και μεθοδολογική προσέγγιση της επίδρασης της γειτονιάς, ξεκινά από
το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που γίνεται αναφορά στην έννοια του κοινωνικού
αποκλεισμού καθώς και στην χρησιμότητά του για την κατανόηση του
πολυδιάστατου φαινομένου της κοινωνικής αποστέρησης και περιθωριοποίησης.
Παρά το γεγονός ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός προέρχεται από τον πολιτικό λόγο,
κρίθηκε ότι μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο ανάλυσης και περιγραφής της
γεωγραφίας της αποστέρησης. Στον επιστημονικό λόγο, ο κοινωνικός αποκλεισμός
περιγράφει τις πολυδιάστατες συνέπειες της αποστέρησης (με αρχική αιτία την
οικονομική αποστέρηση, λόγω και της συνεχούς εμπορευματοποίησης της
καθημερινής ζωής, των αγαθών και των καθημερινών πρακτικών), που εκδηλώνεται
στον αποκλεισμό ατόμων (ή ομάδων) από διάφορα κοινωνικά αγαθά όπως το
εισόδημα (ανεργία), η εκπαίδευση (πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου), οι
ικανοποιητικές συνθήκες στεγασης, η καλή ποιότητα υγείας, κ.ά. (Bowring 2000),

Επιπλέον, γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν αποτελεί
μια ενιαία κατάσταση αλλά μια σχεσιακή διαδικασία που στο εσωτερικό των
κοινωνικά αποκλεισμένων υπάρχουν διάφοροι βαθμοί αποκλεισμού, ξεκινώντας από
την κατηγορία των απλώς φτωχών, δηλαδή εκείνων με χαμηλό εισόδημα (κάτω του
60% της διαμέσου του κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος, όπως ορίζεται η φτώχεια
στην Ευρωπαϊκή Ένωση) μέχρι την κατηγορία των αστέγων, την πιο ακραία μορφή
αποκλεισμού (Leisering & Leibfried (1999: 245-249)

Επίσης, επισημαίνονται μέσα από την βιβλιογραφία οι δύο βασικοί ερευνητικοί


άξονες του κοινωνικού αποκλεισμού: η επαγγελματική θέση των ατόμων που
σχετίζεται με το εισόδημά τους καθώς και το επίπεδο εκπαίδευσής τους (Fangen
2010). Η εθνογραφική έρευνα και η στατιστική ανάλυση αναφέρονται σε αυτές τις
δύο διαστάσεις.

18
Παράλληλα, επιχειρείται και μια μικρή επισκόπηση του τρέχοντος προβληματισμού
για τον κοινωνικό αποκλεισμό στις πόλεις στις δύο πλευρές του Ατλαντικού,
τονίζοντας ότι οι ποιοτικές διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών υποβαθμισμένων
γειτονιών και των γκέτο στις ΗΠΑ είναι απότοκο διαφορετικών ιστορικών
διαδρομών, γεγονός που υποδηλώνει ότι ενώ δεν είναι απαραιτήτως πάγιες δεν είναι
και εύκολα αντιστρέψιμες. Η διατήρηση και ενίσχυση των δημόσιων πολιτικών που
εμπνέονται όλο και περισσότερο από νεοφιλελεύθερες ιδέες εντείνει την απομόνωση
και περαιτέρω υποβάθμιση των υποβαθμισμένων γειτονιών της Ευρώπης και θα
επιφέρει δυνητικά περαιτέρω «σύγκλιση» στους τρόπους ζωής των κατοίκων τους με
αυτούς των κατοίκων των υποβαθμισμένων αστικών περιοχών στις ΗΠΑ (Wacquant
2008: 259).

Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται συνοπτικά το έργο του Wilson καθώς και η
συμβολή του στην έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς στις ευκαιρίες ζωής των
ατόμων. Επίσης, παρουσιάζονται ορισμένες βασικές κοινωνιολογικές και άλλες
έννοιες, όπως η «κοινωνική δομή» και ο «πολιτισμός», καθώς και οι βασικές
θεωρητικές προσεγγίσεις για την επίδραση της γειτονιάς.

Σε αυτές περιλαμβάνεται ο κριτικός ρεαλισμός, εργαλεία σκέψης από το έργο του


Bourdieu και ο πολύπλοκος ρεαλισμός. Επίσης, επιχειρείται και μια σύντομη αναφορά
στη συνεισφορά της θεωρίας της δομοποίησης στη γεωγραφική σκέψη. Το θεωρητικό
πλαίσιο του κριτικού ρεαλισμού, αποτέλεσε υπόβαθρο για την κατανόηση της σχέσης
δομής και υποκειμένου, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται τα «κοινά» σημεία μεταξύ
του κριτικού ρεαλισμού, του πολύπλοκου ρεαλισμού και της σκέψης του Bourdieu
όσον αφορά την σχέση υποκειμένου-δομής καθώς και μεταξύ υποκειμένου και
χωρικών κοινωνικο-πολιτισμικών συνθηκών. Η συμβολή του πολύπλοκου ρεαλισμού
στην παρούσα διατριβή, περιορίστηκε στην διεξαγωγή της στατιστικής περιγραφής
της εξέλιξης της χωρο-κοινωνικής ανισότητας στην περιφέρεια Αττικής, καθώς το
συγκεκριμένο ρεύμα αποτελεί τη στατιστική εφαρμογή του θεωρητικού πλαισίου του
κριτικού ρεαλισμού και της θεωρείας των πολύπλοκων συστημάτων.

Επιπρόσθετα, παρουσιάζονται οι 13 βασικοί μηχανισμοί μέσω των οποίων


πραγματοποιείται η επίδραση της γειτονιάς, σύμφωνα με τον Galster (2012: 25-27).
Οι μηχανισμοί αυτοί είναι η κοινωνική μετάδοση, η κοινωνικοποίηση, το κοινωνικό
κεφάλαιο της γειτονιάς, η ύπαρξη κοινωνικής αποδιοργάνωσης (ανομίας) στο

19
δημόσιο χώρο –όπως η διακίνηση και χρήση ναρκωτικών, η πορνεία, οι διάφορες
μορφές σωματικής βίας, η κατανάλωση αλκοόλ, κοκ–, ο ανταγωνισμός των
διαφόρων ατόμων και ομάδων σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά για την πρόσβαση σε
υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, η αποστέρηση με όρους κοινωνικοοικονομικής
σύνθεσης των περιοχών κατοικίας (όπως το ποσοστό των φτωχών ή των ανέργων
στις γειτονιές μιας πόλης), η γονική διαμεσολάβηση ως κρίκος μεταξύ του παιδιού
και των υπόλοιπων μηχανισμών, η έκθεση στη βία, η ποιότητα του υλικού
περιβάλλοντος, η χωρική αναντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς θέσεων εργασίας και
της ζήτησης των κατοίκων για εργασία, ο στιγματισμός μιας περιοχής από τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης και από τους κατοίκους της πόλης που δεν κατοικούν σε αυτή,
οι τοπικοί θεσμικοί πόροι –όπως τα σχολεία ή τα νοσοκομεία της γειτονιάς– καθώς
και οι διάφορες (τυπικές ή άτυπες) τοπικές αγορές οι οποίες μπορούν να ενθαρρύνουν
ή να αποθαρρύνουν ορισμένους τύπους συμπεριφοράς στους κατοίκους της γειτονιάς.

Ορισμένοι από τους παραπάνω μηχανισμούς αλληλεπικαλύπτονται, όπως οι


μηχανισμοί της κοινωνικοποίησης και του κοινωνικού κεφαλαίου ή οι μηχανισμοί της
κοινωνικής αποδιοργάνωσης και των τοπικών αγορών, ενώ κάποιοι από αυτούς
μπορούν να εντοπιστούν μόνο μέσω ποσοτικών ερευνών, όπως ο μηχανισμός της
κοινωνικής μετάδοσης. Η εθνογραφική έρευνα στο πλαίσιο της διατριβής έλαβε
υπόψη τους παραπάνω μηχανισμούς και προσπάθησε να αναδείξει ποιοι από αυτούς
επηρέασαν τις ζωές των ερωτώμενων, όπως αναδείχθηκε από τις αφηγήσεις.

Επίσης, στο ίδιο κεφάλαιο, παρουσιάζεται και μια κριτική επισκόπηση της ποιοτικής
και ποσοτικής έρευνας για την επίδραση της γειτονιάς στις δύο πλευρές του
Ατλαντικού. Όσον αφορά τις μεθόδους ποσοτικής έρευνας, η συντριπτική
πλειονότητα της βιβλιογραφίας, αφορά διάφορες τεχνικές παλινδρόμησης όπως τα
μοντέλα σταθερών παραγόντων ή η ιεραρχική, πολυεπίπεδη παλινδρόμηση. Αυτοί οι
τρόποι ποσοτικής προσέγγισης του ζητήματος της επίδρασης της γειτονιάς,
χαρακτηρίζονται από ορισμένους εγγενείς περιορισμούς στην κατανόηση του
φαινομένου.

Πρώτο περιορισμό αποτελεί το γεγονός ότι στα διάφορα μοντέλα παλινδρόμησης τα


κοινωνικά χαρακτηριστικά των ατόμων, όπως το εισόδημά και η κοινωνική τάξη,
αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητοι παράγοντες σε σχέση με τις διάφορες χωρο-
κοινωνικές μεταβλητές –όπως το ποσοστό φτώχειας μιας γειτονιάς– κάτι που έρχεται

20
σε αντίθεση με την προβληματική για τη (συναφή με την επίδραση της γειτονιάς)
χωρική ταξινόμηση (κατανομή) των ατόμων μέσα στον αστικό χώρο. Η χωρική
κατανομή των ατόμων σε μια πόλη δεν συντελείται ανεξάρτητα από τα κοινωνικά
τους χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μηχανισμό αναπαραγωγής (ή
μετασχηματισμού) της χωρο-κοινωνικής ανισότητας μιας πόλης.

Ο δεύτερο περιορισμός σχετίζεται με τη χρήση των μοντέλων παλινδρόμησης και με


την άρρητη παραδοχή ότι η αιτιότητα έχει προσθετικό χαρακτήρα. Κάθε αιτιώδης
(ανεξάρτητη) μεταβλητή θεωρείται ότι διαθέτει μια αυτόνομη ικανότητα να
επηρεάσει το επίπεδο –δηλαδή την ένταση (εάν πρόκειται για ποσοτική μεταβλητή,
όπως στην περίπτωση της γραμμικής παλινδρόμησης), ή την πιθανότητα (εάν
πρόκειται για κατηγορική-ποιοτική μεταβλητή, όπως στην περίπτωση της λογιστικής
παλινδρόμησης)– της εξαρτώμενης μεταβλητής και κατά συνέπεια το σύνολο αυτών
των μεταβλητών λειτουργούν αθροιστικά στο αποτέλεσμα που ερευνάται και
εκφράζεται από την εξαρτημένη μεταβλητή. Όπως μας υπενθυμίζει ο κριτικός/
πολύπλοκος ρεαλισμός, τα διάφορα γεγονότα που μελετώνται στον κοινωνικό (και
φυσικό) κόσμο δεν καθορίζονται από έναν παράγοντα (μηχανισμό), αλλά από
πολλούς, οι οποίοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Το προϊόν αυτής της αλληλεπίδρασης
δεν είναι απαραίτητα ίσο με το άθροισμα των μεμονωμένων επιδράσεων των
παραγόντων, διότι οι παράγοντες αυτοί, ενδέχεται να ενισχύουν (ή να
εξουδετερώνουν) ο ένας τον άλλο, με μη γραμμικό τρόπο.

Στον τομέα των ποιοτικών ερευνών και συγκεκριμένα της εθνογραφικής προσέγγισης
της επίδρασης της γειτονιάς, η κριτική αφορά την έλλειψη θεωρητικής επεξεργασίας
των διαφόρων εννοιών που αφορούν τους μηχανισμούς επίδρασης της γειτονιάς και
ταυτόχρονα την εξαγωγή συμπερασμάτων με γνώμονα τις προσωπικές πεποιθήσεις
των συγγραφέων για τις γειτονιές που μελετούν, με αποτέλεσμα να παραβλέπουν τις
αφηγήσεις των συνεντευξιαζόμενων.

Ορισμένες εθνογραφικές έρευνες, θεωρούν δεδομένο ότι τα κοινωνικά δίκτυα


(κοινωνικό κεφάλαιο) ενός ατόμου, αποτελούν εξ’ ορισμού θετική παράμετρο, η
οποία βοηθά τα άτομα να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές δυσκολίες καθώς επίσης
και ότι οι υποβαθμισμένες γειτονιές τις οποίες μελετούν αποτελούν το χώρο που
περιέχει (και προσδιορίζεται γεωγραφικά) από αυτά τα δίκτυα.

21
Αποτέλεσμα είναι να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η επίδραση της περιοχής
έρευνας στους κατοίκους της, έχει θετικό χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι τα
δεδομένα της έρευνάς τους, δηλαδή οι αφηγήσεις των ανθρώπων με τους οποίους
ήρθαν σε επαφή για τον σκοπό της έρευνας, μαρτυρούν συχνά το αντίθετο. Μία
εθνογραφική έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς οφείλει να περιλαμβάνει και
ερωτήματα όπως «τί είναι το κοινωνικό κεφάλαιο;», «είναι άραγε πάντα μια θετική
έννοια;», «ποια είναι η σχέση μεταξύ κοινωνικού κεφαλαίου και κοινωνικού
αποκλεισμού/αποστέρησης», «τί προσδιορίζει την ποιότητα ζωής σε μια γειτονιά;»,
κ.ά., δηλαδή ερωτήματα που αφορούν την ίδια την έρευνα (Glynos & Howarth 2007:
109).

Επιπρόσθετα, η εθνογραφική έρευνα, απαιτεί από τον/την εθνογράφο να είναι


απαλλαγμένος/-η από την ανάγκη διατύπωσης ηθικολογικών απόψεων με ιδεολογικό
χαρακτήρα και να αφουγκράζεται τις αφηγήσεις των ερωτώμενων. Μόνο με αυτόν
τον τρόπο, αποφεύγεται η παγίδα της «ακαδημαϊκής πλάνης», κατά την οποία ο/η
ερευνητής/-τρια προβάλλει στα υποκείμενα που συγκροτούν την έρευνά του/της, την
ακαδημαϊκού τύπου «θεωρητική» σχέση που έχει με το αντικείμενο έρευνας, ενώ
αυτά τα υποκείμενα, διατηρούν με αυτό μια πρακτική σχέση, μια σχέση που
συγκροτείται πρωτίστως, μέσα από σωματικές δραστηριότητες και επιτελέσεις
(Bourdieu 1981: 305, Sayer 2011: 14-15, Gilfillan 2009).

Άλλωστε, ο βιωματικός χώρος (της γειτονιάς, του σχολείου, του εργασιακού


περιβάλλοντος, κοκ) είναι ο χώρος της καθημερινής πρακτικής και αλληλεπίδρασης
και όχι ο γεωμετρικός χώρος ενός χάρτη, απαλλαγμένου από εμπειρίες και σωματικές
παρουσίες (Malpas 1999: 59).

Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, αναλύεται το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο
συγκροτήθηκε η κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας. Ιδιαιτερότητα της Αθήνας, καθώς
και των υπολοίπων μεγάλων πόλεων του ευρωπαϊκού Νότου, σε σχέση με τις πόλεις
της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, αποτελεί το μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Στις
κοινωνίες του Νότου, βασικός μηχανισμός κοινωνικής ένταξης στις πόλεις, δεν
υπήρξε η μισθωτή εργασία, αλλά η (συνήθως αυτό-κατασκευαζόμενη) ιδιόκτητη
κατοικία, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη της κουλτούρας της ιδιοκατοίκησης
(Allen et al. 2004: 20, 59-61).

22
Στις πόλεις του Νότου, καθώς και στην ελληνική πρωτεύουσα, τα χαμηλά κοινωνικά
στρώματα, παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης, από ότι τα
αντίστοιχα στρώματα στις πόλεις του Βορρά, γεγονός που αντανακλάται στην
κοινωνική οικολογία των νοτιο-ευρωπαϊκών πόλεων, αφού στην περιφέρεια συνήθως
των πόλεων του νότου συναντώνται οι παραδοσιακές γειτονιές των λαϊκών
στρωμάτων που κυριαρχεί η ιδιοκατοίκηση. Κατά την δεκαετία του 1990, οι
μεταναστευτικές ροές στην πόλη της Αθήνας (σε συνδυασμό με την νέο-
φιλελευθεροποίηση της οικονομίας), επέφεραν αλλαγές στην χωρο-κοινωνική δομή
της πόλης.

Η στατιστική ανάλυση σε αυτό το κεφάλαιο, επιχειρεί να αναδείξει αυτές τις αλλαγές,


περιγράφοντας την εξέλιξη της κοινωνικής οικολογίας της Αθήνας με τη χρήση της
ανάλυσης αντιστοιχιών και της ανάλυσης συστάδων. Οι δήμοι που περιλαμβάνονται
στη μελέτη, επιλέχθηκαν με κριτήριο τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό τους, δηλαδή
τα άτομα ηλικίας 15-64 ετών που εργάζονται ή αναζητούν εργασία, να είναι άνω των
2000 κατοίκων για τις δύο χρονικές στιγμές, εξασφαλίζοντας έτσι τον αστικό
χαρακτήρα των περιοχών αυτών. Επιλέχθηκαν έτσι οι 72 μεγαλύτεροι καποδιστριακοί
δήμοι της Αττικής, ενώ ο δήμος Αθηναίων, λόγω μεγάλου πληθυσμιακού μεγέθους
αλλά και έντονης κοινωνικής ποικιλομορφίας στο εσωτερικό του διαχωρίστηκε» στα
7 δημοτικά διαμερίσματα που τον συγκροτούν, με αποτέλεσμα να σχηματιστούν
συνολικά 79 χωρικές ενότητες.

Οι μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αριθμητικές/ ποσοτικές τιμές, οι οποίες


εκφράζουν ποσοστά ατόμων που ανήκουν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό των
χωρικών ενοτήτων επί του πραγματικού για τα χρονικά έτη 1991 και 2001 και
αφορούν το επίπεδο εκπαίδευσης των ατόμων, τις συνθήκες στέγασης με βάση το
εμβαδό ανά άτομο νοικοκυριού καθώς και την επαγγελματική κατηγοριοποίηση των
απασχολουμένων ατόμων στις 79 χωρικές ενότητες με βάση την ταξινόμηση Esec
(European Socio-economic Classes) σε πέντε βασικές κατηγορίες. Η επιλογή αυτών
των μεταβλητών έγινε με γνώμονα τη βιβλιογραφία του κοινωνικού αποκλεισμού,
όπως παρουσιάζεται στο πρώτο κεφάλαιο.

Οι βασικές στατιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η ανάλυση αντιστοιχιών


και η ανάλυση συστάδων. Η ανάλυση αντιστοιχιών αποτελεί μια μέθοδο με την οποία
το ερευνητικό βλέμμα μπορεί να εστιάσει στις ιεραρχικές δομές που συγκροτούν οι

23
στατιστικές παρατηρήσεις (που στη συγκεκριμένη διατριβή, αποτελούνται από τις 79
χωρικές ενότητες της Αττικής) καθώς και στην ανάδειξη σχέσεων μεταξύ των
μεταβλητών, οι οποίες εμπεριέχονται σε ένα πίνακα δεδομένων και εκφράζουν
διαστάσεις διαφοροποίησης ή/ και ιεραρχίας. Η ανάλυση συστάδων αποτελεί μια
μεθοδο με την οποία οι στατιστικές παρατηρήσεις, με βάση τις τιμές τους στις
διάφορες μεταβλητές, μπορούν να χωριστούν σε ομάδες (τάξεις), αναδείκνυοντας
έτσι περαιτέρω πληροφορίες για τα δομικά τους χαρακτηριστικά και για τις σχέσεις
μεταξύ τους. Οι δύο αυτές μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν συνδυαστικά, αφού αποτελούν
δύο συμπληρωματικούς τρόπους περιγραφής στατιστικών δεδομένων.

Τα αποτελέσματα της στατιστικής επεξεργασίας δείχνουν ότι οι αλλαγές που


συνέβησαν τη δεκαετία του 1990, συμπεριλαμβανομένης και της μετανάστευσης,
είχαν αντίκτυπο σε επιμέρους περιοχές, όπως ο δήμος Αθηναίων. Ο συγκεκριμένος
δήμος, αν και σε πολλές έρευνες θεωρείται ως μια ενιαία χωρική ενότητα, εμφανίζει
σημαντικές μικρο-χωρικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του. Τα δύο δυτικά
δημοτικά διαμερίσματα, το 3ο και το 4ο, παρουσιάζουν (ιδίως το 3ο), διαφορετικές
τροχιές από τα πέντε υπόλοιπα διαμερίσματα.

Επιπλέον, κατά την περίοδο 1991-2001, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα ήταν το μοναδικό


με πορεία υποβάθμισης σε ορισμένα πεδία ή την εντονότερη σε άλλα, ενώ σε άλλες
περιπτώσεις παρουσίασε τη μικρότερη αναβάθμιση στα πεδία εκείνα που υπήρξε
συνολική αναβάθμιση. Οι αλλαγές ήταν δραματικότερες στην περίπτωση της
επαγγελματικής κατηγορίας Esec5 (της κατώτερης επαγγελματικής κατηγορίας που
περιλαμβάνει ανιδίκευτους χειρώνακτες) και στον τομέα της κατοικίας που
μετατοπίστηκε στην τελευταία ιεραρχικά ομάδα. Επιπλέον, το 6ο Διαμέριμα κατέχει
το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ενοικιαστών που ανήκουν στη χαμηλότερη
επαγγελματική κατηγορία και το μεγαλύτερο ποσοστό ενοικιαστών στον οικονομικά
ενεργό πληθυσμό μεταξύ των 79 χωρικών ενοτήτων και στις δύο χρονολογίες (1991
και 2001).

Με βάση τα πορίσματα της στατιστικής ανάλυσης επιλέχθηκε η περιοχή


εθνογραφικής έρευνας για την επίδραση της γειτονιάς. Το 6ο δημοτικό διαμέρισμα
Αθηνών αποτελεί, με βάση την ποιοτική βιβλιογραφία της επίδρασης της γειτονιάς,
μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ενώ αποτελεί περιοχή που συγκεντρώνονται ενοικιαστές
και μη γηγενείς, δεν αποτελεί μια παραδοσιακά υποβαθμισμένη, φτωχή περιοχή, αλλά

24
μια περιοχή έντονων κοινωνικών αλλαγών που επηρέασαν καθοδικά τη θέση της
μέσα στο κοινωνικό πεδίο της χωρικής ιεραρχίας.

Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η περιοχή που διεξήχθηκε η εθνογραφική


έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς. Η επιλογή της ευρύτερης περιοχής Κάτω
Πατήσια-Κυψέλη, κεντρική περιοχή της Αθήνας, έγινε με γνώμονα τα πορίσματα της
στατιστικής ανάλυσης του προηγούμενο κεφαλαίου. Επίσης, ένα βασικό στοιχείο
αυτής της περιοχής ήταν (και συνεχίζει να είναι, αν και λιγότερο ορατό) η έντονη
παρουσία εικόνων κοινωνικής αποδιοργάνωσης, κάτι που αποτελεί βασικό μηχανισμό
αρνητικής επίδρασης της γειτονιάς. Τα γεωγραφικά όρια της περιοχής στην οποία
μελετήθηκε η επίδραση της γειτονιάς καθώς και η θέση της (status) έγινε με βάση
τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς που διατύπωσαν οι κάτοικοι με τους οποίους
πραγματοποιήθηκαν οι συνεντεύξεις. Η περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη αναφέρθηκε
από όλους ως υποβαθμισμένη περιοχή ή «φτωχογειτονιά», καθώς και περιοχή
Αφρικανών και Αλβανών.

Στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζονται, επίσης, ορισμένα θεωρητικά εργαλεία για την
κατανόηση της καθημερινής πρακτικής ζωής, του καθημερινού τρόπου ύπαρξης και
της σχέσης ατόμου και βιωματικού χώρου. Τα θεωρητικά εργαλεία είναι η έξη, ο
βιόκοσμος, η αναστοχαστικότητα και η δόξα.

Οι συγκεκριμένοι όροι παρουσιάζονται μέσα από μια συνδυαστική προσέγγιση της


σκέψης των Bourdieu, Merleau-Ponty, Husserl και Archer. Επίσης, γίνεται αναφορά
και στον όρο «πεδίο του δρόμου», που προέρχεται από την επιρροή της σκέψης του
Bourdieu στην εγκληματολογία και αφορά τη συμμετοχή σε ορισμένες παραβατικές
δραστηριότητες. Τα παραπάνω θεωρητικά εργαλεία, σε συνδυασμό με τη σκέψη
ορισμένων στοχαστών του κριτικού ρεαλισμού αποτέλεσαν το πλαίσιο ανάλυσης των
εθνογραφικών συνεντεύξεων.

Σε αυτό το σημείο, κρίνεται χρήσιμη η αναφορά στο γεγονός πως η σκέψη των
Bourdieu και Merleau-Ponty διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της
εθνογραφικής έρευνας αυτής της διατριβής. Οι συγκεκριμένοι συγγραφείς, παρέχουν
μέσα από το συγγραφικό τους έργο, τους απαραίτητους όρους κατανοήσης της
σχέσης ατόμου και βιόκοσμου, διότι το κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω
συγγραφέων, είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται το ανθρώπινο υποκείμενο ως ένα

25
υποκείμενο «ανεξάρτητο» από τον εξωτερικό κόσμο, που απλώς συγκροτεί
αναπαραστάσεις για τον κόσμο και τα διάφορα πρόσωπα και πράγματα αυτού, αλλά
αντίθετα ως ένα υποκείμενο που είναι πρακτικά προσδεμένο με τον εξωτερικό κόσμο.

Η ανάλυση των συνεντεύξεων ανέδειξε στη συνέχεια, ορισμένους μηχανισμούς


επίδρασης της γειτονιάς αλλά και τη σύνδεση του ζητήματος της επίδρασης της
γειτονιάς με τη δομή της χωρο-κοινωνικής ανισότητας καθώς και μια «κρυφή», από
την βιβλιογραφία, πτυχή της επίδρασης του μηχανισμού της κοινωνικής
αποδιοργάνωσης.

Στον επίλογο διατυπώνονται ορισμένες σκέψεις που προέκυψαν από την μελέτη της
επίδρασης της γειτονιάς, με την ελπίδα ότι μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες για
μελλοντικές έρευνες της σχέσης μεταξύ των περιοχών αποστέρησης και των
ευκαιριών ζωής των κατοίκων τους.

26
Κεφάλαιο 1: Κοινωνικός αποκλεισμός, κοινωνική ανισότητα και αστικός χώρος

1.1 Κοινωνικός αποκλεισμός και φτώχεια: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί.

Η φτώχεια είναι ο γονιός της επανάστασης και του εγκλήματος.

Αριστοτέλης

Ποιό είναι το καλό στο να σου επιτρέπουν να φας σε ένα


εστιατόριο, εάν δεν μπορείς να αγοράσεις ούτε ένα χάμπουργκερ;

Martin Luther King στο Wilson (1978: 162)

Στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται μία θεωρητική αποσαφήνιση της έννοιας του
κοινωνικού αποκλεισμού καθώς και μία παρουσίαση του ευρύτερου, επιστημονικού
προβληματισμού για την εκδήλωση του φαινομένου στον αστικό χώρο, που θα
παρουσιαστεί στην επόμενη ενότητα. Οι παραπάνω παρατηρήσεις, κρίνονται
απαραίτητες για την κατανόηση της επίδρασης της γειτονιάς στον κοινωνικό
αποκλεισμό και στις ευκαιρίες ζωής του ατόμου. Ο κοινωνικός αποκλεισμός καθώς
και η φτώχεια, που αποτελεί «συγγενικό» όρο, ανήκουν στα θέματα που δεσπόζουν
στον σύγχρονο επιστημονικό και πολιτικό λόγο ήδη από την δεκαετία του 1980,
περίοδος που σημαδεύτηκε από την μετάβαση του φορντικού παραδείγματος
παραγωγής στο μεταφορντικό ή δυσλειτουργικό καθεστώς συσσώρευσης όπως το
χαρακτηρίζει η Vidal (2013). Σε ολόκληρο τον δυτικό, αναπτυγμένο κόσμο, αποτελεί
πλέον κοινή παραδοχή ότι υπάρχουν άτομα, νοικοκυριά, κοινωνικές ομάδες καθώς
και ολόκληρες κοινότητες εντός των κοινωνιών αυτών, που δεν μπορούν να
ακολουθήσουν την κοινωνικό-οικονομική εξέλιξη του υπόλοιπου της κοινωνίας και
αποτελούν την άλλη, «σκοτεινή» πλευρά της σύγχρονης Δύσης.

Όμως στον ακαδημαϊκό λόγο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις συγγραφέων που
κατηγορούν τον όρο για ασάφεια (Αλεξίου 2007) καθώς και το ότι είναι απλώς ένας
πολιτικός όρος χωρίς κάποια ιδιαίτερη συμβολή στην επιστημονική συζήτηση για την
φτώχεια (Levitas 1996) και για αυτό τον λόγο, η παρούσα προσπάθεια αποσαφήνισης
και ανάδειξης της πιθανής χρησιμότητάς του από την πλευρά της κοινωνικής

27
επιστήμης και της γεωγραφίας έχει μία πρόσθετη σημασία. Ένας από τους λόγους της
διαμάχης επάνω στην σημασία της χρήσης του όρου, είναι ότι ο κοινωνικός
αποκλεισμός δεν είναι μια έννοια που εισήχθηκε από τις κοινωνικές επιστήμες στον
πολιτικό λόγο, αλλά το αντίθετο, ένα «σχήμα λόγου» που δόθηκε από τον ευρωπαϊκό
πολιτικό λόγο στις κοινωνικές επιστήμες προς το τέλος της δεκαετίας του '80, ως
θέμα για μελέτη (Murard 2002: 41). Συνεπώς απαιτείται η αναφορά του όρου στον
πολιτικό λόγο. για την πιθανή επιστημονική του χρήση. Συγκεκριμένα, στο επίπεδο
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού συνδέεται
στενά με την φτώχεια και την περιθωριοποίηση, όπως αναφέρεται στο Πράσινο
Βιβλίο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που εκδόθηκε το 1994. Πιο
συγκεκριμένα στο ειδικό κεφάλαιο του βιβλίου για τον κοινωνικό αποκλεισμό,
αναφέρονται τα εξής (Τσιάκαλος 2004: 50 -51):

«Ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν σημαίνει μόνο ανεπαρκές εισόδημα.


Υπερβαίνει ακόμα και την συμμετοχή στην εργασιακή ζωή, εκδηλώνεται σε
τομείς όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η υγεία και η πρόσβαση σε
υπηρεσίες. Θίγει όχι μόνο άτομα…αλλά και κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα
σε αστικές και αγροτικές κοινωνίες, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο
διάκρισης, διαχωρισμού ή εξασθένησης των παραδοσιακών μορφών των
κοινωνικών σχέσεων…Τα αίτια του κοινωνικού αποκλεισμού είναι
πολλαπλά: η μόνιμη ανεργία, ιδίως η μακροχρόνια ανεργία, ο αντίκτυπος
της βιομηχανικής αλλαγής σε μη ειδικευμένους εργαζόμενους, η εξέλιξη
των οικογενειακών δομών και η παρακμή των παραδοσιακών μορφών
αλληλεγγύης, η αύξηση του ατομικισμού και η παρακμή των παραδοσιακών
μορφών αντιπροσωπευτικών θεσμών και τέλος οι νέες μορφές
μετανάστευσης, ιδιαίτερα η παράνομη μετανάστευση και οι μετακινήσεις
πληθυσμού. Όλα αυτά τα φαινόμενα συνδέονται μερικές φορές με
παραδοσιακές μορφές φτώχειας που συγκεντρώνονται σε παρακμάζουσες
αστικές περιοχές ή σε αγροτικές περιοχές οι οποίες υπολείπονται της
γενικής προόδου της κοινωνίας».

28
Από τα παραπάνω διαφαίνεται, η σχέση του κοινωνικού αποκλεισμού με την
φτώχεια, τις αλλαγές που σημάδεψαν την μεταφορντική περίοδο1, αλλά και με το
φαινόμενο της μετανάστευσης καθώς και με τον γεωγραφικό χώρο, αφού με βάση το
κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χωρική κατανομή αυτής της νέας φτώχειας δεν
ισοκατενέμεται αλλά συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένες αστικές και αγροτικές
περιοχές.

Στον επιστημονικό λόγο, όπως διατυπώνει ο Bowring (2000), ο κοινωνικός


αποκλεισμός περιγράφει, όχι τόσο τις πολυδιάστατες αιτίες αλλά κυρίως, τις
πολυδιάστατες συνέπειες της αποστέρησης (που η αρχική αιτία είναι η οικονομική
αποστέρηση, λόγω και της συνεχούς εμπορευματοποίησης της καθημερινής ζωής,
των αγαθών και των πρακτικών του καθημερινού βίου), που εκδηλώνεται στον
αποκλεισμό ατόμων (ή ομάδων) από διάφορα κοινωνικά αγαθά όπως το εισόδημα
(ανεργία), η εκπαίδευση (πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου), οι ικανοποιητικές
συνθήκες στεγασης, η καλή ποιότητα υγείας, κ.ά. O Bottero (2005: 227) υποστηρίζει
ότι οι κοινωνικά αποκλεισμένοι αποτελούν μια ειδική κατηγορία φτωχών, που δεν
βιώνουν απλώς ανεπαρκείς συνθήκες διαβίωσης (χαμηλό εισόδημα ή χαμηλό
εκπαιδευτικό επίπεδο), αλλά ταυτόχρονα, δεν συμμετέχουν στους διάφορους
επίσημους κοινωνικούς θεσμούς, καθώς και δεν συγκροτούν διαπροσωπικές σχέσεις
(δίκτυα) με ανθρώπους της μεσαίας εισοδηματικής τάξης, όπως αναμένεται κατά τον
συγγραφέα, με βάση την επικρατούσα «γενική πρόοδο».

Ο όρος «γενική πρόοδος» δεν προσδιορίζεται από τον συγγραφέα (αλλά ούτε και από
το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) αφού δεν είναι
εφικτός ο αυστηρός, θεωρητικός προσδιορισμός της γενικής προόδου ή της ευημερίας
μιας κοινωνίας, αλλά υπάρχει τόσο σε πολιτικό όσο και στο καθημερινό λόγο ως
βιωματικό στοιχείο ή ως πρακτική αίσθηση των ίδιων των αποκλεισμένων ότι έχουν
«μείνει πίσω» από την υπόλοιπη κοινωνία (Bottero 2005: 228- 230, Popp & Schels
2008).

1
Κατά την περίοδο του φορντισμού, τα διάφορα προγράμματα πρόνοιας που αναπτύχθηκαν για να
αντιμετωπίσουν την φτώχεια των εργατικών μαζών καθώς και για να ενσωματώσουν τους
ανειδίκευτους εργαζόμενους και μετανάστες στο πλαίσιο της κοινωνικής συνιστώσας της ιδιότητας του
πολίτη (social citizenship) (Bottomore 1995), σε συνδυασμό με την γρήγορη ανοδική κοινωνική
κινητικότητα που οφειλότανε στην εξάπλωση των μεγάλων βιομηχανιών και στην παράλληλη διάχυση
του μαζικού καταναλωτισμού, δημιούργησε ένα αισιόδοξο κλίμα ότι η φτώχεια μπορεί να
καταπολεμηθεί και δεν αποτελεί έκπληξη ότι λίγα πράγματα ειπώθηκαν εκείνη την περίοδο για την
αστική ένδεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό στις πόλεις.

29
Συγγραφείς όπως ο Atkinson (1998), τονίζουν ότι οι άνθρωποι βιώνουν κοινωνικό
αποκλεισμό, όχι απλώς και μόνο επειδή έχουν χαμηλό εισόδημα λόγω ανεργίας ή
υποαπασχόλησης2 ή ανεπαρκούςς εκπαίδευσης3 αλλά και διότι αισθάνονται ότι έχουν
λιγοστές προοπτικές για το μέλλον να καλυτερεύσουν την ζωή τους, θεωρώντας έτσι,
ότι εκτός από την «αντικειμενική» στατιστική επεξεργασία των αριθμών, οι
ερευνητές οφείλουν να στρέφουν την προσοχή τους στο βιωματικό πεδίο, στην
«υποκειμενική» ερμηνεία του αποκλεισμού που παράγεται από συμβολισμούς
(χαρακτηρισμοί όπως ο «άλλος», ο «διαφορετικός») και πρακτικές (οι πρακτικές των
αποκλεισμένων στον ελεύθερό τους χρόνο).

Επίσης, στο πεδίο της έρευνας, η Fangen (2010), τονίζει ότι αν και ο κοινωνικός
αποκλεισμός έχει πολυδιάστατο χαρακτήρα, είναι προτιμότερο οι βασικοί
ερευνητικοί άξονες, ιδιαίτερα όταν η έρευνα απευθύνεται σε νέους και μετανάστες,
να εστιάζονται στις δύο βασικές του διαστάσεις που είναι η επαγγελματική
κατάσταση του ατόμου που σχετίζεται με το εισόδημα και το επίπεδο εκπαίδευσης.

Οι Leisering & Leibfried (1999: 245-249), αντίθετα από τον Bottero (2005),
υποστηρίζουν ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι μια ενιαία κατάσταση αλλά μια
σχεσιακή4, κλιμακωτή διαδικασία που στο εσωτερικό των κοινωνικά αποκλεισμένων
υπάρχουν διάφοροι βαθμοί αποκλεισμού/ ενσωμάτωσης, ξεκινώντας από την
κατηγορία των απλώς φτωχών, δηλαδή των ανθρώπων που έχουν χαμηλό εισόδημα
(κάτω του 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος, όπως ορίζεται η κατάσταση της
φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση) μέχρι την κατηγορία των αστέγων, που θεωρείται
η πιο ακραία μορφή αποκλεισμού, ενώ στο ενδιάμεσο συναντάμε κατηγορίες ατόμων
και ομάδων που εκτός από το εισόδημα, δεν έχουν πρόσβαση και σε τουλάχιστον, ένα
ακόμη κοινωνικό αγαθό όπως η επαρκής εκπαίδευση. Ο ορισμός των συγγραφέων,
βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ

2
Οι νέες μορφές ευέλικτης, άτυπης εργασίας σχετίζονται άμεσα με το ζήτημα της φτώχειας. Όπως
φαίνεται από διάφορες μελέτες στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εργαζόμενοι που
απασχολούνται ως μερικώς απασχολούμενοι ή υποαπασχολούμενοι εκτίθενται περισσότερο στον
κίνδυνο της φτώχειας από ότι οι εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο και σταθερή σύμβαση
(http://www.inegsee.gr/ekthesi2008/EKTHESH_MEROS_8.pdf).
3
Το εισόδημα και η εκπαίδευση είναι τα δύο βασικά πεδία έρευνας πάνω στο δίπολο φτώχεια/
κοινωνικός αποκλεισμός στον ευρωπαϊκό χώρο.
4
Εξάλλου όπως μας υπενθυμίζει ο Esping-Andersen (1990: 58), σε κάθε κοινωνική ανάλυση όπου
διαπράττουμε, πρέπει να σκεφτόμαστε όχι μόνο με όρους κοινωνικών κατηγοριών αλλά και με όρους
κοινωνικών σχέσεων.

30
ταυτόχρονα εισάγει και κριτήρια διαφοροποίσης της ομάδας των κοινωνικά
αποκλεισμένων, με αποτέλεσμα να κρίνεται κατάλληλος για τον ερευνητικό
προσανατολισμό της παρούσας εργασίας.

Εξίσου σημαντική συμβολή στην επιστημονική συζήτηση για τον κοινωνικό


αποκλεισμό, είναι και η προσέγγιση του Byrne, ο οποίος τονίζει ότι ο κοινωνικός
αποκλεισμός αποτελεί ένα προκύπτον φαινόμενο που συγκροτείται από τη σχέση
μεταξύ των διαδρομών ζωής, ατόμων ή νοικοκυριών τα οποία σε ποικίλες χρονικές
περιόδους καταλαμβάνουν χωριστές θέσεις στον κοινωνικό χώρο των συνθηκών ζωής
που στον κατώτερο πόλο των θέσεων αυτών βρίσκονται οι θέσεις του κοινωνικού
αποκλεισμού με όρους εισοδήματος, εκπαίδευσης, συνθηκών στέγασης, κτλ (Byrne
2005a: 81).

Η προσέγγιση του συγγραφέα, μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να παραβλέπεται η


διάσταση του χρόνου στην μελέτη των κοινωνικών φαινομένων, αφού η κατάσταση
του κοινωνικού αποκλεισμού δεν είναι απαραίτητα μια μόνιμη κατάσταση του
ατόμου/νοικοκυριού, ενώ ταυτόχρονα εισάγει την έννοια του συστήματος ως πλαίσιο
στο οποίο δημιουργείται το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού και ορίζεται από
τις κοινωνικές σχέσεις των ατόμων/ νοικοκυριών μέσα στον κοινωνικό χώρο των
συνθηκών ζωής5 (Byrne 2005a: 79, 82).

Εξίσου σημαντική είναι η υπενθύμιση του συγγραφέα ότι οι κοινωνικά


αποκλεισμένοι δεν είναι μόνιμα άνεργοι, αλλά αντίθετα βρίσκονται στον φαύλο
κύκλο μεταξύ χαμηλόμισθης εργασίας, τυπικής ή άτυπης, και ανεργίας-εξάρτησης
από την πρόνοια (Byrne 2005a: 172) ενώ παράλληλα, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι
ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι μια εγγενής ιδιότητα του κατώτερου πόλου της
κοινωνικό-οικονομικής ανισότητας στον σύγχρονο μεταφορντικό καπιταλισμό και
αποτελεί απαραίτητο συγκροτησιακό στοιχείο του, αφού οι κοινωνικά αποκλεισμένοι
αποτελούν τον σύγχρονο εφεδρικό στρατό εργασίας (Byrne 2005a: 81-82, O’Connor
1981: 316).

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη η έλλειψη αναφοράς στο κράτος πρόνοιας, και στις
αλλαγές που συντελέστηκαν σε αυτό το πεδίο, αφού το κράτος πρόνοιας αποτελεί

5
Όλα τα κοινωνικά φαινόμενα αναδύονται τόσο μέσα από τις σχέσεις και τα δίκτυα των ατόμων στο
μικρο-κοινωνικό επίπεδο, όσο και από το μακρο-κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο τα άτομα και τα
φαινόμενα ανήκουν (Tilly 1998)

31
έναν από τους βασικούς διαμορφωτές των συνθηκών ζωής των ατόμων (Esping-
Andersen & Myles 2009). Η μετάβαση από το κράτος πρόνοιας (welfare state) στο
κράτος ανταποδοτικότητας (workfare state), που υιοθετήθηκε σε διάφορους βαθμούς
από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (με την Αμερική να αποτελεί το πρότυπο μοντέλο
κράτους ανταποδοτικότητας) με σκοπό να εξασκήσουν πίεση στους ανέργους ώστε
να αναλαμβάνουν χαμηλόμισθες εργασίες. Αυτό συμβάλλει στην επαν-
εμπορευματοποίηση της εργασίας με οδυνηρές συνέπειες, ιδιαίτερα για τα κατώτερα
στρώματα της Ευρώπης (Gray 2004), επαναφέροντας τον προβληματισμό για τις
επιπτώσεις της επαν-εμπορευματοποίησης στην ανθρώπινη οδύνη, όπως είχε
διατυπωθεί από τον Polanyi (1944).

Το αποτέλεσμα αυτών των νεοφιλελεύθερων6 διαδικασιών είναι οι αυξανόμενες


κοινωνικοοικονομικές ανισότητες7, οι μειώσεις των επιπέδων παροχής κρατικής
πρόνοιας καθώς και η ιδιωτικοποίηση των σχετικών υπηρεσιών, με αρνητικές
επιπτώσεις στη δημιουργία αποκλεισμένων ατόμων και ομάδων8 (Handler 2003).

Διάφοροι συγγραφείς χρησιμοποιούν διαφορετικούς όρους για να αποδώσουν το


φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού όπως τέταρτος κόσμος (Castells 2010),
καθώς και υποτάξη (underclass), ένας όρος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε, κυρίως, στην
Αμερική την δεκαετία του 1980 και είναι φορτισμένος αρνητικά, αφού ο όρος αυτός
δεν στοχεύει σε μια δομική ανάλυση της «νέας» φτώχειας αλλά στα ηθικά
συναισθήματα των «νέων» φτωχών, οι οποίοι κατηγορούνται ως «ανήθικοι» ή
«πολιτισμικά κατώτεροι» (Kearns 2002, Welshman 2006).

Οι Roelandt & Veenman (1992: 131-132, 134) υποστηρίζουν ότι για μια τελέσφορη
νοηματικά χρήση του όρου, θα πρέπει η υποτάξη να ερμηνεύεται με δομικούς όρους
και να χρησιμοποιείται ως μια άλλη διατύπωση του κοινωνικού αποκλεισμού. Η

6
Ο όρος «νεοφιλελευθερισμός», στην παρούσα εργασία, δεν περιορίζεται μόνο στο θέμα των
ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών ή τις σύγχρονες πολιτικές στην αγορά
εργασίας αλλά αναφέρεται στην επέκταση και διάδοση της λογικής και των αξιών της αγοράς (όπως
είναι ο ανταγωνισμός και η ατομική, σε αντιδιαστολή με την κοινωνική, ευθύνη) στους θεσμούς (και
στις κοινωνικές δράσεις και πρακτικές) που βρίσκονται εντός ή εκτός της σφαίρας του κράτους (Beach
& Sernhede 2012: 943).
7
Ο υψηλός δείκτης των κοινωνικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ μιας χώρας δεν αποτελεί απόδειξη
για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας και της φτώχειας στην χώρα, καθότι
ενδέχεται χώρες με χαμηλότερη δείκτη να έχουν χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας και ανισότητας
(Esping-Andersen & Myles 2009).
8
Οι αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, όπου συντελέστηκαν παράλληλα με τις αλλαγές στην φύση
και λειτουργία του κράτους πρόνοιας, διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στο μετασχηματισμό των ταξικών
σχέσεων και στο σχηματισμό της φτώχειας στο κοινωνικό πεδίο (O’Connor 1973).

32
υποτάξη για τους συγγραφείς, χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια αποκλεισμένους ή
χαμηλόμισθους που απασχολούνται στον τυπικό ή άτυπο και έχουν χαμηλό επίπεδο
εκπαίδευσης που τους αποτρέπει την πιθανή είσοδό τους σε καλοπληρωμένες
εργασίες που απαιτούν πλέον ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, τονίζουν
πως η εθνικότητα διαδραματίζει έναν σημαντικό παράγοντα συγκρότησης της
υποτάξης, αφού οι ρατσιστικές διακρίσεις που υφίστανται οι μετανάστες (πρώτης και
δεύτερης γενιάς) στην αγορά εργασίας, ανατροφοδοτούν τον αποκλεισμό τους από
την αγορά εργασίας. Ιστορικά, ο όρος υποτάξη, διατυπώθηκε από τον Myrdal
(1963:10) για την αμερικάνικη κοινωνία, ο οποίος την ορίζει ως μια «(…) μη
προνομιούχα τάξη ανέργων και υποαπασχολούμενων» που διαχρονικά διαχωρίζονται
όλο και περισσότερο από την πλειονότητα της κοινωνίας με όρους φιλοδοξιών και
ατομικών επιτευγμάτων, όπως είναι η ανοδική κοινωνική κινητικότητα
μεταφρασμένη σε εισόδημα, εκπαίδευση και κύρος.

Η διατύπωση του Myrdal δεν διαφέρει σημαντικά από την διατύπωση της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους κοινωνικά αποκλεισμένους, ενώ ταυτόχρονα δίνει
ιδιαίτερη έμφαση στον δεύτερο συνθετικό του όρου, στην «τάξη». Δυστυχώς όμως, η
«υποτάξη» στον ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο, χρησιμοποιείται σε περιόδους αστικών
εξεγέρσεων για να περιγράψει νέους, δεύτερης γενιάς μεταναστών, όχι ως μια ταξική
κατηγορία αλλά ενοχοποιητικά ως (…) «εγκληματίες» που δεν ακολουθούν τους
κανόνες και τις αξίες της υπόλοιπης κοινωνίας (Hancock & Mooney 2013, Dikeç
2007).

Όχι μόνο η υποτάξη, αλλά και ο κοινωνικός αποκλεισμός επανεισάγει την έννοια της
κοινωνικής τάξης9 στην ευρωπαϊκή κοινωνική έρευνα όπως διατυπώνουν οι Atkinson
& Davoudi (2000: 441- 442) και Scott (2001), δεδομένου ότι απαιτείται για την
μελέτη του φαινομένου μια εξέταση των διαφορών στην δομή της άνισης κατανομής
των ευκαιριών ζωής10 των ατόμων όπως είναι το εισόδημα, η εκπαίδευση, η ανεργία,

9
Σε αντίθεση με την κριτική της Levitas (1996) η οποία υποστηρίζει ότι με την είσοδο του
«κοινωνικού αποκλεισμού» στον ακαδημαϊκό λόγο, η «κοινωνική τάξη» παύει να αποτελεί
αντικείμενο μελέτης των κοινωνικών φαινομένων.
10
Οι βιοτικές ευκαιρίες κατά τον Giddens (1973: 130-131), νοούνται ως «…οι πιθανότητες που έχει
ένα άτομο για μερίδιο στα κοινωνικά δημιουργημένα οικονομικά ή πολιτιστικά αγαθά που
χαρακτηριστικά υπάρχουν σε οποιαδήποτε δεδομένη κοινωνία». Ο παραπάνω ορισμός είναι ευρέως
αποδεκτός στην βιβλιογραφία και περιλαμβάνει κατηγορίες όπως το εισόδημα, η ιδιοκτησία, το
επαγγελμα, η εκπαίδευση, οι συνθήκες στέγασης και γενικότερα αγαθά που σχετίζονται με την
ποιότητα ζωής (Philips 2006).

33
οι στεγαστικές συνθήκες, οι παραβατικές11 ή εγκληματικές δραστηριότητες, κτλ. Η
άνιση κατανομή των βιοτικών ευκαιριών, συνεπάγεται, αλλά και προϋποθέτει, την
συγκρότηση κοινωνικών τάξεων12 (ή ταξικών υποστρωμάτων) (Eder 1995: 12, Breen
2005).

Σε επίπεδο έρευνας, οι κοινωνικές κατηγορίες που θεωρούνται κατηγορίες υψηλού


κινδύνου να βρεθούν στην κατάσταση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στην
ευρωπαϊκή κοινωνιολογική βιβλιογραφία (αλλά και στην κοινωνική πολιτική των
ευρωπαϊκών χωρών) είναι τα άτομα που ζουν μόνα τους, οι μονογονεϊκές οικογένειες
με αρχηγό τη μητέρα, οι νέοι, οι μειονότητες, οι μετανάστες πρώτης γενιάς αλλά και
οι απόγονοί τους, καθώς και οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι (Fortuijn & Ostendorf
2004: 239). Οι παραπάνω κατηγορίες δεν είναι αποκομμένες μεταξύ τους, αλλά
αντίθετα διατέμνονται με ποικίλους τρόπους (ανάλογα την χώρα μελέτης), καθότι οι
μετανάστες δεύτερης γενιάς, έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι ανειδίκευτοι,
χωρίς επαρκείς εκπαιδευτικούς τίτλους, ή/και να προέρχονται από μονογονεϊκές
οικογένειες (Byrne 2005a).

Οι νέοι άνθρωποι αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία ενδιαφέροντος, διότι οι


μεταβαλλόμενες συνθήκες στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας έχουν καταστήσει
δυσκολότερο για αυτούς, να αποκτήσουν ένα στήριγμα μιας σταθερής
καλοπληρωμένης θέσης στον τομέα της εργασίας. Πριν την δεκαετία του 1980 στην
Ευρώπη, η ανεργία ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα και υπήρχε ζήτηση για ανειδίκευτη
εργασία, με αποτέλεσμα η μετάβαση των νέων από την σχολική εκπαίδευση στην
αγορά εργασίας να είναι περισσότερο ομαλή. Στις μέρες μας, σε όλη την Ευρώπη, η
κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά, με αποτέλεσμα η μετάβαση από την εκπαίδευση

11
Ο κοινωνικός αποκλεισμός οδηγεί στον κινδύνο εμπλοκής σε παραβατικές δραστηριότητες, αλλά
την ίδια στιγμή, το έγκλημα και η παραβατικότητα ενισχύουν τη διαδικασία του κοινωνικού
αποκλεισμού μέσα από ποικίλους μηχανισμούς, και καθιστά την σχέση κοινωνικού αποκλεισμού και
εγκληματικότητας ιδιαίτερα σύνθετη. (Lea 2002).
12
Η τάξη ενός ατόμου δεν καθορίζεται μόνο από το επάγγελμά του, αλλά και από το σύνολο των
σχετικών πόρων που διαθέτει (Atkinson 2009). Από μια μαρξιστική οπτική, όπως μας υπενθυμίζουν οι
Αλεξίου (2008: 224) και Ferguson, Lavalette & Mooney (2002: 64-65), η αγοραία κατάσταση του
εργάτη που απολύεται αλλάζει, δεν αλλάζει όμως η ταξική του θέση. Αυτός παραμένει πάντα
προσδεμένος στην δομή της μισθωτής εργασίας, τη μια ως ενεργό τμήμα της και την άλλη ως ανενεργό
ή ως εφεδρεία. Επίσης, η κατανομή των βιοτικών ευκαιριών δεν εξαρτάται μόνο από την ταξική θέση
του ατόμου, αλλά από την διατομή (intersection) της κοινωνικής τάξης με το φύλο, την εθνικότητα/
φυλή, την ηλικία κτλ. (Wilson G., 2007).

34
στην εργασία και κατ’ επέκταση οι διαδρομές ζωής των ανθρώπων να είναι
περισσότερο αβέβαιες και με μεγαλύτερο κίνδυνο (Ohlsson 2007: 57-58).

Οι άνθρωποι (και τα νοικοκυριά) δεν έχουν διαδρομές ζωής που να είναι, κατά
κάποιο τρόπο, διαχωρισμένες από την κοινωνία (και τις αλλαγές αυτής) της οποίας
αποτελούν μέρος και η οποία διαμορφώνει τις συνθήκες στις οποίες εξελίσσονται
αυτές οι διαδρομές ζωής. Οι αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο (αύξηση ανεργίας,
εμφάνιση κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας, κτλ) συνεπάγονται, ότι οι διαθέσιμες
τροχιές που μπορεί να ακολουθήσει ένα άτομο στην ζωή του έχουν αλλάξει (Byrne
2005a: 79).

1.2 Κοινωνικός αποκλεισμός, προηγμένη περιθωριοποίηση και αστικός χώρος:


Θεωρητικές παρατηρήσεις.

Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι ενώ οι σύγχρονες πόλεις συνεχίζουν να


παρέχουν ευκαιρίες για κοινωνική κινητικότητα, ταυτόχρονα ενθυλακώνουν
φαινόμενα φτώχειας και κοινωνικού αποκλιεσμού (Waldinger 1996). Οι παραπάνω
διαδικασίες προσδίδουν αλλαγές στην κοινωνική γεωγραφία της πόλης, νέες
ταυτότητες και συμβολισμούς στον χώρο της, ενώ είναι κοινή παραδοχή ότι ο χώρος
της πόλης αποτελεί προνομιακό πεδίο μελέτης των σύγχρονων κοινωνικών και
πολιτισμικών αλλαγών.

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι πόλεις αποτελούν παράθυρο στο μετασχηματισμό των
κοινωνικών δομών των ευρύτερων κοινωνιών. Στις πόλεις εμφανίζονται πρώτα οι
τάσεις για κοινωνικές αλλαγές με εντατικές και ορατές μορφές. Στις πόλεις κυρίως
εντοπίζονται οι δυσκολίες για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών και είναι
περισσότερο ορατός ο κοινωνικός αποκλεισμός, ενώ η πολυπλοκότητα και
ποικιλομορφία των νέων οργανωτικών μορφών στην εργασία, στην οικογένεια καθώς
και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής, έχει τον πυρήνα της στις πόλεις.
Συγκεκριμένα, ο χωρικός αποκλεισμός, η συγκεντρωμένη φτώχεια σε περιοχές της
πόλης καθώς και η κοινωνική υποβάθμιση περιοχών είναι πιο ορατή και εμφανής
μορφή κοινωνικού αποκλεισμού (Byrne 2005a: 177), λόγω της χωρικής της
διάστασης.

Ο Wacquant (1993, 2008) θεωρεί ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός στις πόλεις


σηματοδοτεί την ανάδυση ενός νέου καθεστώτος που αναδύθηκε μετά την δεκαετία

35
του 1970, το καθεστώς της προηγμένης αστικής περιθωριοποίησης. Η νέα αυτή
αστική περιθωριοποίηση προκύπτει, όχι από κάποια οικονομική στασιμότητα ή
αναπτυξιακή καθυστέρηση αλλά από την γενική οικονομική ανάπτυξη που έχει
επιφέρει την θεαματική υλική βελτίωση για τα πιο προνομιούχα μέλη των κοινωνιών
του Πρώτου Κόσμου. Η πολυτέλεια και η ένδεια, ακμάζουν πλέον παράλληλα.

Για παράδειγμα, η πόλη του Αμβούργου, που σύμφωνα με μετρήσεις της


προηγούμενης δεκαετίας συγκαταλέγεται στις πλουσιότερες πόλεις της Ευρώπης, με
το μεγαλύτερο μερίδιο εκατομμυριούχων στη Γερμανία, είναι ταυτόχρονα και η πόλη
με το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που λαμβάνουν κοινωνική βοήθεια στη Γερμανία.
Η Νέα Υόρκη που συγκεντρώνει σε μεγάλο βαθμό άτομα που ανήκουν στη ανώτερη
εισοδηματική κατηγορία σε παγκόσμιο επίπεδο, ταυτόχρονα κατέχει τον μεγαλύτερο
«στρατό» άστεγων και άπορων στον δυτικό κόσμο. Ο Wacquant (2000: 110),
καταδεικνύει ότι τα δύο παραπάνω αντιφατικά φαινόμενα στις δύο αυτές πόλεις, αλλά
και γενικότερα στις σημερινές κοινωνίες, δεν είναι ασύνδετα. Ο μεταβιομηχανικός
εκσυγχρονισμός (μετα-φορντισμός) μεταφράζεται αφενός σε πολλαπλασιασμό των
υψηλά αμειβόμενων ειδικευμένων εργασιών και αφετέρου σε κατάργηση
εκατομμυρίων θέσεων ανειδίκευτης εργασίας, καθώς και σε διόγκωση των θέσεων
περιστασιακής απασχόλησης για ανειδίκευτους εργαζομένους. Ο συγγραφέας είναι
σχετικά απαισιόδοξος για την εξέλιξη του κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με την
ανάπτυξη του μετα-φορντικού καπιταλισμού αφού και όπως λέει (1999: 111):

«(…) Όσο περισσότερο εξελίσσεται αυτή η βελτιωμένη καπιταλιστική


οικονομία, τόσο ευρύτερη και βαθύτερη γίνεται αυτή η νέα
περιθωριοποίηση, και τόσο πιο άφθονα ρίχνονται [οι άνθρωποι] μέσα στην
δυστυχία με ελάχιστους… πόρους [να ξεφύγουν από αυτή], (…) ακόμη και
όταν η επίσημη ανεργία μειώνεται και το εθνικό εισοδήματος αυξάνεται».

Αυτή η νέα περιθωριοποίηση προέρχεται από τρεις αλληλένδετες αναδιαρθρώσεις


που σχετίζονται με τον μετα-φορντισμό (Wacquant 1999: 111-113):

1. Οικονομική αναδιάρθρωση. Η είσοδος νέων τεχνολογιών που αντικαθιστούν ένα


σημαντικό τμήμα του παραδοσιακού φορντικού εργατικού δυναμικού με αποτέλεσμα
την αύξηση της ανεργίας στα ανειδίκευτα μέλη της κοινωνίας, εκ των οποίων
σημαντικό κομμάτι αποτελούν οι μειονότητες και οι μετανάστες. Όμως η

36
σημαντικότερη οικονομική εξέλιξη σχετίζεται με τις αλλαγές στο τομέα της εργασίας
και των απολαβών από αυτήν. Με την επέκταση της μερικής απασχόλησης, της
ευέλικτης εργασίας και της αυξανόμενης ιδιωτικοποίησης των κοινωνικών αγαθών
(όπως η κάλυψη αναγκών υγείας, παιδείας, κατοικίας, κ.ά.) η ίδια η έννοια του
μισθού έχει γίνει μια πηγή κοινωνικού τεμαχισμού και ανασφάλειας παρά κοινωνικής

ομοιογένειας και ασφάλειας, για εκείνους που βρίσκονται στον περιφερειακό τομέα
της εργασίας που ένα σημαντικό κομμάτι αποτελούν οι μετανάστες και οι
μειονότητες.

2. Πολιτική αναδιάρθρωση. Ο περιορισμός και η απορύθμιση του κράτους πρόνοιας


σε συνδυασμό με το πέρασμα από το κράτος πρόνοιας στο κράτος
ανταποδοτικότητας13, το οποίο λειτουργεί με σκοπό να ωθήσει τους «δικαιούχους»
του σε φτωχογόνες, χαμηλόμισθες εργασίες, οι οποίες έχουν πολλαπλασιαστεί μετά
από την απόρριψη του κοινωνικού συμβολαίου της φορντικής περιόδου (Wacquant
2009: 43).

3. Χωρική παγίωση της φτώχειας στον χώρο της πόλης και ο χωρικός
στιγματισμός των περιοχών αυτών. Η χωρική έκφραση των δύο προηγουμένων
αλλαγών βρίσκεται σε συγκεκριμένες περιοχές των πόλεων οι οποίες δεν είναι οι
παραδοσιακές εργατικές γειτονιές του φορντισμού, αλλά οι γειτονιές που
συγκεντρώνονται μετανάστες και μειονότητες, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για
«αμερικανοποίηση» της φτώχειας στην Ευρώπη. Οι περιοχές αυτές αποτελούν
αντικείμενο στιγματισμού τόσο στο πεδίο των ΜΜΕ όσο και στο πεδίο της
καθημερινής ζωής. Παράλληλα, δεν αποτελούν μια ενιαία ομοιογενή ομάδα, τόσο
μεταξύ των πόλεων όσο και στο εσωτερικό τους, καθώς είναι ανάγκη να διαχωρίσει
κανείς την θέση των γειτονιών μέσα στο σύστημα ιεραρχίας τους με βάση
κοινωνικοοικονομικά κριτήρια ή/και την συμβολική τους αξία, από την λειτουργία
που επιτελούν στο ευρύτερο μητροπολιτικό σύστημα. Κάποιες υποβαθμισμένες
περιοχές λειτουργούν ως δεξαμενές ενός ευέλικτου εργατικού δυναμικού χαμηλού
κόστους, ενώ άλλες χρησιμεύουν ως «αποθήκες» ανέργων, «ανεπιθύμητων»

13
Το κράτος ανταποδοτικότητας στοχεύει στην εγγύηση της ευελιξίας της εργασίας, μέσω
προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας
η οποία συμβαίνει σε διαφορετικούς βαθμούς στις προηγμένες χώρες, είναι μια «προς τα κάτω»
αναθεώρηση των προσδοκιών των ανέργων που τους δημιουργεί ροπές παραβατικότητας ως διέξοδο
από την φτώχεια (Lea 2002: 48).

37
κοινωνικών κατηγοριών και δράσεων που σχετίζονται με παραβατικές
δραστηριότητες14. Αυτές οι περιοχές συνήθως αποτελούν στόχο στιγματισμού, ως
περιοχές που πρέπει κανείς να αποφεύγει να επισκεφθεί και που μόνο το κοινωνικό
«κατακάθι» θα μπορούσε να μένει (Wacquant 2008: 11).

Η συνεισφορά της θεωρίας του Wacquant για το καθεστώς της προηγμένης αστικής
περιθωριοποίησης δεν είναι μόνο επιστημονική, αλλά έχει και προεκτάσεις σε
πολιτικό επίπεδο, καθότι οι υποβαθμισμένες γειτονιές μεταναστών στην Ευρώπη δεν
έχουν καμιά σχέση με τα αμερικάνικα γκέτο των αφρο-αμερικάνων, αλλά και οι δύο
καταστάσεις είναι προϊόν αλλά και λειτουργία του καθεστώτος της προηγμένης
αστικής περιθωριοποίησης.

Ο Wacquant (2008), συγκρίνοντας μια υποβαθμισμένη γειτονιά στην περιφέρεια του


Παρισιού με ένα μαύρο γκέτο στο νότιο Σικάγο, καταλήγει πως, εκτός από κάποιες
ομοιότητες (στιγματισμένες περιοχές), υπάρχουν και σημαντικές διαφορές που
σχετίζονται με την ιστορική δημιουργία των δύο χώρων (χώρος της γαλλικής
εργατικής τάξης όπου περιλαμβάνονται και αρκετοί μετανάστες-κοινωνική διάσταση,
χώρος παραδοσιακά των αφρο-αμερικάνων –φυλετική διάσταση), την φυλετική
σύνθεση τους, (πολυφυλετικός χώρος στην περίπτωση του Παρισιού, μονο-φυλετικός
χώρος στην περίπτωση του Σικάγο, αφρο-αμερικάνοι), τον ρόλο του κράτους ως
ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων αλλά και ως μορφή πρόνοιας στις δύο περιοχές
(εντονότερη παρουσία του γαλλικού κράτους με την μορφή του κράτους πρόνοιας.
όσον αφορά κοινωνικά επιδόματα και παροχές κατοικίας, ενώ στην άλλη πλευρά του
ατλαντικού, το κράτος είναι λιγότερο υπαρκτό ως «κράτος πρόνοιας» και
περισσότερο ορατό ως αστυνομικό κράτος). Επίσης, τόνισε και διαφορές σε τομείς
όπως η φτώχεια (περισσότερο «ακραία» φτώχεια στην αμερικάνικη περίπτωση), η
επαφή με την υπόλοιπη πόλη ( το γκέτο στο Σικάγο είναι περισσότερο «κλειστός»
χώρος για τους κατοίκους του, από ότι τα προάστια του Παρισιού, γεγονός που
αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι οι κάτοικοι του γκέτο στην Αμερική δεν

14
Ο Spitzer (1975: 643), από μια μαρξιστική σκοπιά, παραθέτει πως αυτός ο «προβληματικός»
πληθυσμός, ο οποίος αποτελεί, κατά τον ίδιο, κομμάτι του εφεδρικού στρατού εργασίας που
συμμετέχει στην διατήρηση των μισθών σε ικανοποιητικά επίπεδα για την μέγιστη κερδοφορία του
κεφαλαίου, αποτελεί μια μορφή κοινωνικής δαπάνης, λόγω παραβατικών δράσεων, που πρέπει να να
ελεγχθεί. Ο γεωγραφικός διαχωρισμός αυτού του πληθυσμού, αποτελεί μια μορφή ελέγχου και
διατήρησης της κοινωνικής ευταξίας «…όσο αυτοί παραμένουν στις περιοχές τους» (Spitzer 1975:
649).

38
μετακινούνται ιδιαίτερα έξω από την γειτονιά τους) και οι μορφές βίας (στην γαλλική
περίπτωση, η βία αντικατοπτρίζει εμπρησμούς, μικρο-παραβάσεις, ενώ στην
αμερικάνικη περίπτωση, η βία αντικατοπτρίζει δολοφονίες και παράνομες
δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος).

Επίσης, ανάμεσα στο αμερικάνικο γκέτο και στο παρισινό banlieue υπάρχουν βασικές
δημογραφικές διαφορές. Στο γαλλικό banlieue, 6% των οικογενειών αποτελούνται
από μόνο έναν γονέα σε σύγκριση με 60 έως 80% (ανάλογα την περιοχή) στο γκέτο
του Σικάγου, η μεγάλη πλειονότητα του οποίου ζει κάτω από το μισό του ορίου
φτώχειας που θέτει η πολιτεία του Ιλινόις. Η παιδική θνησιμότητα στο γαλλικό
banlieue είναι ελάχιστα υψηλότερη από αυτή για την περιφέρεια του Παρισιού (8 ανά
1000 παιδιά ) και αυτό το ποσοστό έχει μειωθεί σε σχέσει με την δεκαετία του 1970.
Στο γκέτο του Σικάγου, αντίθετα, η παιδική θνησιμότητα βρίσκεται σε άνοδο για την
ίδια περίοδο (τα στοιχεία και η έρευνα του συγγραφέα, πραγματοποιήθηκαν την
δεκαετία του 1990) και υπερβαίνει τα 30 ανά 1000 παιδιά.

Γενικότερα, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη πως υπάρχουν σημαντικές διαφορές


ανάμεσα στις αμερικάνικες και τις ευρωπαϊκές πόλεις όσον αφορά την δομή τους
αλλά και την ιστορική τους πορεία από το πέρασμα στον μεταφορντισμό. Τα
αποτελέσματα της αποβιομηχανοποίησης και της εισόδου ελαστικών μορφών
εργασίας, είχαν ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις ΗΠΑ όπου οι επιδεινωμένοι όροι
αγοράς εργασίας έχουν ενισχυθεί από τις περικοπές στις παροχές του κράτους στην
κοινωνική πρόνοια και από τις φυλετικές διακρίσεις.

Οι παραπάνω διαδικασίες είναι επίσης εμφανείς στις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά


μετριασμένες όσον αφορά τις κοινωνικές επιπτώσεις λόγω ενός σχετικά ισχυρότερου
κράτους πρόνοιας. Βέβαια, ακόμα και αν η κατάσταση δεν είναι (ακόμα) το ίδιο
ανησυχητική όπως στις ΗΠΑ, υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με τον
κοινωνικό αποκλεισμό ορισμένων μεταναστευτικών πληθυσμών στις ευρωπαϊκές
πόλεις, κάτι που σχετίζεται με την άνοδο της ανεργίας και την έλλειψη προοπτικών
για ασφαλή εργασία σε ορισμένους μεταναστευτικούς πληθυσμούς. (Uitermark &
Duyvendak 2008:1486-1487).

Επίσης, εάν αναλογιστούμε τις εξαρτήσεις μεταξύ των πόλεων της Ευρώπης και του
κεντρικού κράτους στο οποίο ανήκουν, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι

39
ευρωπαϊκές πόλεις, γενικά, έχουν ισχυρότερες σχέσεις με το κεντρικό κράτος από ότι
οι αμερικανικές. Τα ευρωπαϊκά κράτη, γενικά, λόγω του ότι παρέχουν ένα μεγάλο
ποσοστό των δαπανών για την παροχή υπηρεσιών, έχουν περισσότερα κίνητρα για να
επενδύσουν στις πόλεις για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Αντίθετα, οι αμερικανικές πόλεις είναι κατά ένα μεγάλο μέρος αρμόδιες για τις
δαπάνες τους. Κατά συνέπεια, οι επιλογές που έχουν είναι λίγες εκτός από το να
προσελκύσουν επενδυτές, εύπορες οικογένειες και τουρίστες χωρίς να δίνουν τόση
σημασία για τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού τους. Αντίθετα στην Ευρώπη, οι
πόλεις λαμβάνουν κίνητρα για να χειριστούν την κοινωνικοοικονομική σύνθεση των
πληθυσμών τους. Το κεντρικό κράτος υποκινεί τις πόλεις για να αναπτύξουν τις
απαραίτητες πολιτικές ενίσχυσης του κοινωνικοοικονομικού τους προφίλ και η
καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού στις πόλεις αποτελεί βασικό στόχο των
κεντρικών κυβερνήσεων (Alesina & Glaeser 2004).

Επίσης, όσον αφορά την λειτουργική δομή των πόλεων. έχει επισημανθεί ότι οι
δημόσιες συγκοινωνίες, οι πλατείες και οι διάφορες υπηρεσίες είναι περισσότερο
προσιτές από όλες τις κοινωνικές ομάδες από ότι συμβαίνει στις αμερικανικές
μητροπολιτικές περιοχές οι οποίες είναι λιγότερο συμπαγείς όσον αφορά την χωρική
τους δομή, λόγω της έντονης προοαστικοποίησής τους καθώς και του εντονότερου
κοινωνικού και πολιτισμικού τους κατακερματισμού. Κατά συνέπεια, όλα τα είδη
αστικών δυσλειτουργιών (έγκλημα, κυκλοφοριακή συμφόρηση) έχουν περισσότερο,
γεωγραφικά και κοινωνικά, «διάχυτες» επιπτώσεις, λόγω και της περισσότερο μικτής
κοινωνικής δομής των περισσότερων γειτονιών των ευρωπαϊκών πόλεων σε σχέση με
τις αμερικάνικες, με αποτέλεσμα η αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού σε
αστικές περιοχές να καθίσταται σημαντική προτεραιότητα για τις ευρωπαϊκές
κοινωνίες (Uitermark & Duyvendak 2008:1488-1489).

Βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το κράτος πρόνοιας έχει και
ακούσιες, αντιφατικές συνέπειες στην κοινωνική δομή των πόλεων (λόγω της
πολύπλοκης σχέσης του με την αγορά, αλλά και με τις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις)
ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στην ίδια την κοινωνική κατασκευή των υποβαθμισμένων
γειτονιών. Επιπρόσθετα, οι διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών υποβαθμισμένων
γειτονιών και των γκέτο των ΗΠΑ είναι οι ίδιες ένα ιστορικό φαινόμενο, και
επομένως δεν είναι απαραιτήτως πάγιες, αλλά μπορούν να γίνουν αντιστρέψιμες. Οι

40
πολιτικές ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών πρέπει να έχουν υπόψη ότι η συνέχιση των
δημόσιων πολιτικών που εμπνέονται από νεοφιλελεύθερα ιδεώδη 15, ενισχύει την
τυφλή δύναμη των πιέσεων της αγοράς και την άνιση κατανομή των δημόσιων
αγαθών και κοινωνικών τάξεων στο αστικό χώρο. Με τη συμβολή τους στην
απομόνωση και περαιτέρω υποβάθμιση των γειτονιών αυτών στην Ευρώπη, αυτές οι
πολιτικές ενθαρρύνουν τους πληθυσμούς τους να ακολουθήσουν στρατηγικές και
πρακτικές ζωής που ενισχύουν την πολιτισμική τους περιχαράκωση, κατά αντιστοιχία
με αυτές των κατοίκων των αμερικάνικων γκέτο (Wacquant 2008: 259).

Εκτός όμως από τον Wacquant, παρατηρείται πλέον ανοικτά στην βιβλιογραφία μια
«χωρική στροφή» στην μελέτη της φτώχειας, όπου δίπλα στην αστική κοινωνιολογία
της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, αναπτύσσεται παράλληλα και μια
αστική γεωγραφία της μελέτης αυτών των φαινομένων, όχι απλώς συμπληρωματικά
αλλά πολλές φορές καθοδηγώντας την κοινωνιολογική σκέψη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Sassen (1991) που υποστηρίζει ότι η


κοινωνική πόλωση που επέφερε η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών,
με την δημιουργία υψηλόμισθων και χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας, έχει αντίκτυπο
στον αστικό χώρο με την ανάπτυξη της χωρικής πόλωσης, η οποία αναφέρεται στην
εξέλιξη του στεγαστικού διαχωρισμού16, με βάση την δομή της κατανομής των
κοινωνικών στρωμάτων σε ενδο-μητροπολιτική κλίμακα. Η Sassen (1991)
υπερτονίζει την σχέση ανάμεσα στην χωροκοινωνική πόλωση και την οικονομική
αναδιάρθρωση, θεωρώντας την πρώτη απόρροια της δεύτερης. Όμως η σχέση αυτών
των φαινομένων είναι περισσότερο περίπλοκη. Το παράδειγμα της πόλης της
Κοπεγχάγης, δείχνει μια σχετική αυτονομία του χωρικού από το κοινωνικό, αφού η
εξέλιξη της ανισότητας του οικογενειακού εισοδήματος κατά την δεκαετία του 1980
και 1990 δείχνει συγκρατημένη, ενώ αντίθετα η χωρική κατανομή των εισοδηματικών
κατηγοριών έχει παρουσιάσει, κατά τις ίδιες περιόδους, σαφή σημάδια πόλωσης. Ένα

15
Εξάλλου, η «παραδοσιακή» τυπολογία των κρατών πρόνοιας του Esping-Andersen (1990), σε
φιλελεύθερο, κορπορατιστικό και σοσιαλδημοκρατικό, που χρησιμοποιείται στην βιβλιογραφία,
παρουσιάζει μια άκαμπτη, στατική εικόνα, αποκρύπτοντας τις δυναμικές μετάβασης, αναδόμησης και
μεταρρύθμισης που συντελούνται στα διάφορα κράτη μέσα στο χρόνο.
16
Ο στεγαστικός διαχωρισμός, νοείται ως το αποτέλεσμα που προκύπτει μέσα από την μετατόπιση και
ιεράρχηση του πληθυσμού που προκαλεί η στεγαστική κινητικότητα (Μαλούτας 2009: 384, 385). Δεν
αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, αφού ιστορικά υπήρχε και στην προ-καπιταλιστική εποχή. Η διαφορά
έγκειται στην φύση και στους μηχανισμούς που τον δημιουργούν, ενώ πάντα το κράτος διαδραμάτιζε
ένα εξέχοντα ρόλο στην παραγωγή και αναπαραγωγή του (Marcuse 1997).

41
αυξανόμενο ποσοστό περιοχών κατοικίας έγιναν είτε εύπορες είτε φτωχές, ενώ οι
«μεσαίες» περιοχές μειώθηκαν (Andersen 2004).

Τα προηγούμενα τονίζουν την συμβολή της χωρικής ανάλυσης στην κοινωνική


ανισότητα αλλά και τον επαναπροσδιορισμό κοινωνικών όρων από μια γεωγραφική
σκοπιά, καθότι η περίπτωση της Δανίας δείχνει ότι η χωρική πόλωση μπορεί να
αποτελέσει αυτόνομη μορφή πόλωσης. Τα παραπάνω υπενθυμίζουν ότι η κοινωνική
πραγματικότητα μπορεί να ερμηνεύεται διαφορετικά με στατικούς σε σχέση με
δυναμικούς όρους (van Kempen 1994: 997). Η χωρική (αλλά και η κοινωνική)
πόλωση (αλλά και κάθε κοινωνικό «πρόβλημα») δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση,
αλλά μια εξελικτική διαδικασία μέσα στο χρόνο που ο βαθμός πόλωσης αυξάνεται ή
μειώνεται.

Τόσο η θεωρητική διατύπωση της προηγμένης αστικής περιθωριοποίησης όσο και


της χωρικής πόλωσης, αναδεικνύουν τη διαλεκτική σύνδεση της εθνικότητας17 (και
της φυλής) με τον αστικό χώρο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (Logan 2006),
βοηθώντας ρητά, να κατανοήσουμε πώς ο ιστορικός χαρακτήρας της εθνικότητας και
της μετανάστευσης18 σε κάθε περίοδο προσδιορίζει (ή καλύτερα επαναπροσδιορίζει)
την κοινωνική σημασία και χρήση του αστικού χώρου (Neely & Samura 2011).

Για παράδειγμα, στην σχολή της ανθρώπινης οικολογίας, η μετανάστευση


συσχετίζεται με την ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Οι πρόσφατοι, πρώτης γενιάς,
νέοι μετανάστες ξεκινούν από τα χαμηλότερα επίπεδα της κοινωνικής ιεραρχίας στην
κοινωνία υποδοχής καθώς και στις χαμηλότερου κύρους γειτονιές, και στην συνέχεια
βελτιώνουν βαθμιαία την κοινωνική τους θέση, μετακινούμενοι παράλληλα μέσα στο
αστικό χώρο σε υψηλότερου κύρους περιοχές. Σύγχρονες μελέτες όμως που αφορούν
τις πόλεις των ΗΠΑ, και αναλύουν την οικονομική εξέλιξη των παλαιότερων (αρχές
20ου αιώνα) και των πρόσφατων μεταναστευτικών ομάδων (από την δεκαετία του
1970) καταλήγουν σε διαφορετικά, χρονικά συμπεράσματα.

17
Οι όροι «μαύρος» και «μουσουλμάνος», αν και περισσότερο σιωπηρές στην Ευρώπη από ότι στην
Αμερική, καθορίζουν αποφασιστικά τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις, προδιαθέσεις, προκαταλήψεις
αλλά και βιοτικές ευκαιρίες των («νέων») κατοίκων της Ευρώπης (Goldberg 2009: 151-198).
18
Η ένδεια και η μετανάστευση είναι στενά συνδεδεμένες στην ιστορία των πόλεων σε Αμερική και
Ευρώπη. Ταυτόχρονα, η παρουσία των μεταναστών ήταν πάντα ορατή στις φτωχογειτονιές των
πόλεων και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού (Hohenberg & Lees 1996)

42
Όσον αφορά την κοινωνική κινητικότητα και την οικονομική πρόοδο των
μεταναστών διαπιστώνουν ότι στους πρόσφατους μετανάστες των πόλεων (οι οποίοι
προέρχονται κυρίως από την Κεντρική και Νότια Αμερική) οι συνθήκες για
οικονομική και κοινωνική εξέλιξη είναι λιγότερο ευνοϊκές, τόσο λόγω των διαφορών
τους από τους πρώτους μετανάστες στα κοινωνικά και οικονομικά τους
χαρακτηριστικά, όσο και λόγω των διαφορών στο κοινωνικό και οικονομικό
περιβάλλον της σύγχρονης αμερικανικής αστικής κοινωνίας σε σχέση με αυτό
παλαιότερων εποχών. Τα παραπάνω έχουν αντίκτυπο στη γεωγραφική τους
κινητικότητα, καθότι οι πρόσφατοι μετανάστες έχουν γενικά μεγαλύτερη δυσκολία να
ξεφύγουν από τις περιοχές χαμηλού κύρους που διαμένουν ήδη από την είσοδό τους
στην πόλη, σε σχέση με τους παλαιούς μετανάστες των αρχών του 20 ου αιώνα
(Fortuijn, Musterd & Ostendorf 1998: 368-369).

Στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία, η προβληματική για τη σχέση εθνικότητας, φτώχειας


και αστικού χώρου παρουσιάζει μεγαλύτερη ανάπτυξη για τις πόλεις του ευρωπαϊκού
Βορρά παρά το γεγονός ότι οι πόλεις του Νότου δεν είναι ανεπηρέαστες από το
φαινόμενο της μετανάστευσης. Στις αρχές του 2000, υπολογίστηκε ότι οι κάτοικοι
που έχουν προέλευση από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούσαν το 10
έως 30% του πληθυσμού στις πόλεις της βόρειας Ευρώπης, ενώ ο αριθμός αυτών των
κατοίκων για τις νοτιο-ευρωπαϊκές πόλεις όπως η Βαρκελώνη, η Αθήνα, η
Λισσαβώνα και η Ρώμη , ήταν περίπου 5 % έως 10%, αλλά με συνεχώς αυξανόμενες
τάσεις σε σχέση με τη Βόρεια Ευρώπη. Κατά συνέπεια, οι πόλεις που ήταν
πολιτισμικά αρκετά ομοιογενείς, ακόμη και πριν μια δεκαπενταετία, περιέχουν τώρα
μεταναστευτικές κοινότητες, οι οποίες έχουν αρχίσει να έλκουν το βλέμμα
επιστημόνων, πολιτικών και δημοσιογράφων, εν μέρει λόγω του ότι οι παραπάνω
κοινότητες βρίσκονται στις φτωχότερες γειτονιές των πόλεων (Alexander 2003: 411).

Τα παραπάνω μαρτυρούν την αναγκαιότητα παραγωγής επιστημονικού λόγου, επάνω


στην σχέση μετανάστευσης-αστικού χώρου στην Αθήνα, δεδομένου ότι η
μετανάστευση αν και σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, έχει ήδη προσελκύσει το
ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας αλλά και της κοινής γνώμης, με
πολυποίκιλους τρόπους.

Το ζήτημα των φτωχών γειτονιών ως κοινωνικό πρόβλημα δεν απασχολεί μόνο


κοινωνιολόγους και γεωγράφους αλλά και τους ευρωπαίους πολιτικούς σε επίπεδο

43
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει ιδιαίτερη σημασία ο λόγος που διατυπώνουν και ο
προβληματισμός που θέτουν πάνω στο θέμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για
παράδειγμα, διατύπωσε πως (στο Musterd 2003: 625):

«(…)η συγκέντρωση των ανθρώπων με τις χειρότερες εισοδηματικές και


εργασιακές προοπτικές σε αστικές περιοχές με χαμηλή ποιότητα κατοικίας
και φτωχές περιβαλλοντικές συνθήκες, που συχνά εξυπηρετούνται ελλιπώς
από τις δημόσιες μεταφορές(..).έχει οδηγήσει στα κοινωνικά προβλήματα
και εντάσεις. Τέτοιες γειτονιές είναι ουσιαστικά αποκομμένες από τις
ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις»

Ενώ στα προηγούμενα, δεν αναφέρεται πουθενά το ζήτημα της εθνικότητας, στο
κείμενο που ονομάζεται Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου (ΣΑΚΧ) που
εκπονήθηκε το 1991, το οποίο είναι μη δεσμευτικό για την ισόρροπη και αειφόρο
ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τονίζεται το ζήτημα, αναφέροντας ότι
(www.minenv.gr/1/12/123/12305/g1230516.html gr)

«Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά η μετανάστευση από τρίτες


χώρες και από χώρες της ανατολικής Ευρώπης προς τα περισσότερα κράτη
μέλη. Οι μετανάστες εγκαθίστανται στις πιο παραμελημένες συνοικίες του
κέντρου των πόλεων ή σε μεγάλα περιφερειακά συγκροτήματα. Οι
πολιτισμικές και εθνικές διαφορές τείνουν στη συνέχεια να επιταχύνουν τον
κοινωνικό διαχωρισμό, ο αστικός ιστός χάνει τη συνοχή του και
προβλήματα όπως η εγκληματικότητα επεκτείνονται σε ολόκληρη την πόλη,
γεγονός που μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις γενικότερα στην
προσέλκυση επενδυτών. Το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο επειδή
αφορά ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά επειδή τονίζει την κοινωνική διάσταση
της αντίληψης της αστικής αειφορίας»

Τα παραπάνω, δείχουν ότι οι υποβαθμισμένες γειτονιές, νοούμενες ως συγκεντρώσεις


φτωχών (το θέμα που θα μας απσοχολήσει) ή ως γειτονιές μεταναστών αποτελούν
θέμα προβληματισμού στο επίπεδο της Ευρώπης, γεγονός που ενισχύει τη σημασία
οποιασδήποτε έρευνας επάνω στο θέμα. Στο ΣΑΚΧ, το «πρόβλημα» των
υποβαθμισμένων περιοχών των πόλεων συνδέεται με την ανάπτυξη της
εγκληματικότητας, όρος συνυφασμένος με (...) ηθικούς πανικούς (Cohen 2002) η

44
οποία προκαλεί, σύμφωνα με το κείμενο, αρνητικές επιπτώσεις στην προσέλκυση
επιχειρήσεων.

Επίσης, οι αστικές υποβαθμισμένες περιοχές γίνονται συχνά εστίες κοινωνικών


αναταραχών και εξεγέρσεων ως αντίδραση των νέων κατοίκων τους στις συνθήκες
ζωής που βιώνουν (Dikeç 2007). Οι αρχές του 21ου αιώνα, σημαδεύτηκαν από
σημαντικές ταράχες στον ευρωπαϊκό αστικό χώρο και συγκεκριμένα στο Παρίσι, το
φθινόπωρο του 2005, σε μια μεταναστευτική γειτονιά δημόσιων κατοικιών στο
προάστιο19 του Παρισιού Clichy-sous-Bois. Σύμφωνα με τον Dikeç (2007), η χωρική
συγκέντρωση των μεταναστών στο Παρίσι, ιδίως αυτών από χώρες της Αφρικής στα
προάστια της πόλης, συνοδεύεται και από αυξημένα ποσοστά φτώχειας, διότι οι
κάτοικοι σε αυτά τα προάστια βιώνουν δυσκολίες όσον αφορά την εύρεση
αξιοπρεπούς εργασίας, με την ανεργία να είναι είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με την
υπόλοιπη πόλη, αφού οι περιοχές αυτές ήταν εργατικές και επηρεάστηκαν έντονα από
την αποβιομηχάνιση.

Η άσχημη αντιμετώπιση από την αστυνομία, η εγκατάλειψη του σχολείου και η κρίση
του οικογενειακού ιστού, συνέβαλλαν, μαζί με το πρόβλημα της ανεργίας, στην
κοινωνική έκρηξη των προαστίων το 2005. Λίγο αργότερα, το φθινόπωρο του 2009
και τον Μάιο του 2013, εμφανίστηκαν ξανά ταραχές, με επίκεντρο αυτήν την φορά
τις μειονεκτούσες γειτονιές των μεγάλων σουηδικών πόλεων (Schierup & Ålund
2011, Schierup, Ålund & Kings 2014). Τα σουηδικά προάστια έχουν εξελιχθεί σε
χώρους στιγματισμού από τα ΜΜΕ, με μια έντονη αρνητική φήμη για κοινωνικά
προβλήματα που έχουν προκύψει, κυρίως από το πιο φτωχά τμήματα μεταναστών
(πρώτης και δεύτερης γενιάς) καθώς και ένα τμήμα των κοινωνικά
περιθωριοποιημένων σουηδών που κατοικεί εκεί.

Οι δυσμενείς κοινωνικές συνέπειες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα του


μετασχηματισμού του σουηδικού κράτους πρόνοιας σε ένα κράτος
ανταποδοτικότητας, η σταδιακά αυξανόμενη πόλωση στην αγορά εργασίας, οι
εθνοτικές διακρίσεις, συνδυάζονται με το ότι η Σουηδία γνώρισε τη μεγαλύτερη

19
Στις ΗΠΑ, ο όρος προάστιο παραπέμπει γενικά σε πλούσιες περιοχές, δηλαδή περιοχές όπου οι
κάτοικοι ανήκουν στην μεσαία και ανώτερη τάξη. Αντίθετα, σε χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης ο
όρος προάστιο παραπέμπει σε φτωχές, περιοχές κατοικίας, εκτός των ορίων των κεντρικών δήμων,
όπου το κυρίαρχο καθεστώς ενοίκησης είναι η ενοικίαση δημόσιας/ κοινωνικής κατοικίας και όπου
συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς (Schierup, Ålund & Kings
2014: 3).

45
ανάπτυξη της κοινωνικής ανισότητας στις χώρες του ΟΟΣΑ από τα μέσα της
δεκαετίας του 1980 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Όλα τα προηγούμενα
έχουν επηρεάσει ιδιαίτερα τα προάστια των μεγάλων σουδικών πόλεων (Schierup &
Ålund 2011: 51). Οι νέοι που ζουν στις περιοχές αυτές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη
δυσκολία στην αγορά εργασίας από ότι οι υπόλοιποι νέοι στη Σουηδία. Πολλοί νέοι
δεν βρίσκονται ούτε στην εκπαίδευση, ούτε στην επίσημη αγορά εργασίας.
Εκτιμώντας ότι το 2006 αυτό ίσχυε για το 14% των σουηδών ηλικίας 20–25, το
ποσοτό για τους αντίστοιχους νέους στα προάστια της Στοκχόλμης, του Γκέτεμποργκ
και του Μάλμο ήταν διπλάσιο ή και περισσότερο από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ οι
«γκρίζες» πηγές εισοδήματος έχουν φθάσει σε κρίσιμα επίπεδα (Schierup & Ålund
2011: 52).

Οι παραπάνω περιπτώσεις, δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο


γεωγραφικός χώρος, αποτελεί το παθητικό «αποτύπωμα» κοινωνικών φιανομένων,
όπως η ανεργία και η φτώχεια, αλλά αντίθετα, έχει «ενεργό» χαρακτήρα στην
συγκρότησή τους (Soja 1980). Όπως τονίζει ο Room (1995: 238):

«(...) η αποστέρηση προκαλείται όχι μόνο από την έλλειψη προσωπικών


πόρων αλλά και από τις ανεπαρκείς κοινοτικές εγκαταστάσεις, όπως
υποβαθμισμένα σχολεία,... φτωχά δίκτυα δημόσιων συγκοινωνιών, κοκ.,...
όπου ένα τέτοιο περιβάλλον τείνει να ενισχύσει και να διαιωνίσει την
οικογενειακή ένδεια»

Άλλωστε, το φαινόμενο που χαρακτηρίζεται ως «επίδραση της γειτονιάς»


(neighborhood effect), αποτελεί μια ειδική κατηγορία μελέτης της σχέσης του
γεωγραφικού χώρου και του κοινωνικού αποκλεισμού, καταδεικνύοντας, όπως θα
δούμε παρακάτω, τη σημασία της γεωγραφίας στην αναπαραγωγή κοινωνικών
φαινομένων που σχετίζονται με τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπως η ανεργία, η
σχολική διαρροή, η εγκληματικότητα, κ.ά.

Πριν όμως προχωρήσουμε στην μελέτη του φαινομένου της επίδρασης της γειτονιάς,
θα γίνει μια σύντομη αναφορά σε διατυπώσεις συγγραφέων επάνω στο θέμα που θα
μας απασχολήσει, κατά τη διεξοδική έρευνα για την επιδράση της γειτονιάς, για τη
σχέση του αστικού χώρου και της κοινωνικής τάξης, όπως αυτή παρουσιάζεται στους
προβληματισμούς διαφόρων συγγραφέων. Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη

46
ενότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ως έννοια, δεν είναι ασύμβατος με το ζήτημα της
κοινωνικής τάξης.

Στην σκέψη του Giddens (1973), παρατηρούμε ότι η δομοποίηση των κοινωνικών
τάξεων, επιτυχγάνεται και μέσω του γεωγραφικού χώρου, μέσω της «δομοποίησης
της εγγύτητας», στην οποία οι κοινωνικές διαφορές, επιβεβαιώνονται με τη
διατήρηση του κοινωνικού διαχωρισμού στο χώρο. Ο Preteceille (1986), σε ανάλογο
ύφος, θεωρεί ότι ο κοινωνικός διαχωρισμός και η άνιση πρόσβαση στη συλλογική
κατανάλωση, δεν είναι απλές μεταφράσεις της ταξικής δομής, αλλά συμβάλλουν, σε
ορισμένες περιπτώσεις, στην ενίσχυση των ταξικών ταυτοτήτων των ατόμων, ενώ
μπορούν να συμβάλλουν και στον ενδοταξικό κατακερματισμό (και τον
ανταγωνισμό) μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης.

Ο Wilson, ο αφροαμερικάνος κοινωνιολόγος του οποίου το συγγραφικό έργο έθεσε


τις βάσεις για την ανάπτυξη της έρευνας για την επίδραση της γειτονιάς, αναφέρεται
στη σχέση μεταξύ οικονομικής τάξης, με όρους εισοδήματος και βιοτικών ευκαιριών.
«Η οικονομική ταξική θέση ενός ατόμου καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις ευκαιρίες
ζωής του, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συνθηκών ζωής και των
προσωπικών εμπειριών 20
» (Wilson 1978: IX). Με τον όρο «εξωτερικές συνθήκες
ζωής» ο συγγραφέας αναφέρεται στη ποιότητα ζωής του κοινωνικού περιβάλλοντος
της γειτονιάς στο οποίο κατοικεί ένα άτομο (Wilson 1978: X) και υποδηλώνει ότι η
οικονομική τάξη δεν είναι κοινωνικά ανεξάρτητη από την περιοχή κατοικίας.
Ταυτόχρονα, η παραπάνω διατύπωση, μας υπενθυμίζει ότι ο τόπος κατοικίας,
αποτελεί κοινωνικό αγαθό, ως τμήμα των ευρύτερων ευκαιριών ζωής και όχι ένα
κοινωνικά «ουδέτερο» χωρικό πλαίσιο. Έπειτα από μια δεκαετία, ο συγγραφέας,
έχοντας τον παραπάνω ορισμό κατά νου, ασχολήθηκε διεξοδικότερα με τις
εξωτερικές συνθήκες ζωής εισάγοντας τον όρο «επίδραση της συγκέντρωσης», από
όπου και θα ξεκινήσει η έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς στις δύο πλευρές του
Ατλαντικού.

20
Ο Wacquant (1991: 51) ισχυρίζεται ότι οι καθημερινές πρακτικές και εμπειρίες δεν αποτελούν
στοιχεία δευτερεύουσας σημασίας στη μελέτη της ταξικής διαστρωμάτωσης.

47
Κεφάλαιο 2: Η επίδραση της γειτονιάς. Θεωρητική και μεθοδολογική
επισκόπηση

2.1 Η επίδραση του William Julius Wilson.

Είναι κοινή παραδοχή, σύμφωνα με τον Friedrichs (1997), ότι ο προβληματισμός για
το κατά πόσο οι φτωχές γειτονιές κάνουν τους κατοίκους τους «φτωχότερους», στην
διεθνή βιβλιογραφία ξεκίνησε από το κλασσικό πλέον έργο του Wilson με τίτλο The
truly disadvantaged (1987). Θεωρείται αναγκαία λοιπόν μια περιγραφή των ενοοιών
και προβληματισμών που έθεσε ο συγγραφέας, οι οποίες έχουν αποτελέσει
αντικείμενο σχολιασμών τόσο θετικών όσο και επικριτικών.

Ο συγγραφέας σε αυτό το έργο αναφέρθηκε στις περιοχές του κέντρου της πόλης του
Σικάγο, και διατύπωσε μια θεωρία του κοινωνικού μετασχηματισμού του κέντρου των
πόλεων. Δύο από τις σημαντικότερες (και ως ένα βαθμό, αλληλένδετες) έννοιες για
την επεξήγηση του δομικού πλαισίου του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι η
κοινωνική απομόνωση (social isolation) και η επίδραση της συγκέντρωσης φτωχών
(ή/και ανέργων) ατόμων (concentration effects) (Wilson 1987). Σύμφωνα με τον
Wilson, η κοινωνική απομόνωση προκύπτει από την γεωγραφική απόσταση μεταξύ
των χαμηλού εισοδήματος κατοίκων των πόλεων και των διαφόρων θεσμών (δομές
πρόνοιας, καλής ποιότητας σχολεία, δίκτυα που παρέχουν πληροφορίες σε σχέση με
την αγορά εργασίας, κ.α), όπου τα περισσότερο εύπορα άτομα έχουν πρόσβαση και
χρησιμοποιούν στην καθημερινή τους ζωή. Αυτή η κατάσταση αναπαράγεται από την
απουσία συνεχούς επαφής ή κοινωνικής αλληλεπίδρασης όπως το θέτει ο ίδιος, με
άτομα και θεσμούς που αντιπροσωπεύουν την επικρατούσα κοινωνία, δηλαδή άτομα
της μεσαίας τάξης, λόγω της φυγής των τελευταίων από τις περιοχές αποκλεισμού
προς τα προάστια (Wilson 1987: 60). Ο συγγραφέας τονίζει ότι αυτή η απομόνωση
έχει γεωγραφικό αποτύπωμα. Αφορά όχι μόνο τα άτομα ή και τις διάφορες ομάδες
ατόμων, αλλά και το βαθμό στον οποίο οι διάφορες αστικές φτωχές γειτονιές είναι
γεωγραφικά και κοινωνικά αποσυνδεμένες από τις γειτονιές που περιέχουν θεσμικούς
(τυπικούς ή όχι) πόρους. Συνεπώς, δεν είναι μόνο τα φτωχά στρώματα που είναι
απομονωμένα από τα πλουσιότερα, αλλά και οι αστικοί χώροι που καταλαμβάνουν
αυτά τα στρώματα είναι απομονωμένοι από τους θεσμούς εκείνους που βρίσκονται σε
περιοχές υψηλότερου κύρους.

48
Η δεύτερη έννοια, η επίδραση της συγκέντρωσης, περιγράφει περαιτέρω τη δομική
διάσταση της σύγχρονης αστικής ένδειας. Η επίδραση της συγκέντρωσης αποτελεί
συνέπεια του μεγάλου αριθμού φτωχών ανθρώπων που ζουν με όρους γεωγραφικής
εγγύτητας μεταξύ τους (Wilson 1987: 144) και αποτυπώνεται στις « (...) διαφορές
στις εμπειρίες των χαμηλού εισοδήματος οικογενειών που ζουν στις κεντρικές
περιοχές της πόλης (...) [σ.σ. σε σύγκριση με] τις εμπειρίες εκείνων που ζουν σε
άλλες περιοχές της πόλης» (Wilson 1987: 58).

Σε ένα άρθρο του λίγο αργότερα, ορίζει την επίδραση της συγκέντρωσης ως « (…) το
αποτέλεσμα της διαβίωσης σε ένα συντριπτικά φτωχό κοινωνικό περιβάλλον» (Wilson
1992: 651), ενώ σε μια πρόσφατη έρευνα (2013: 136), αναφέρεται ρητά η επίδραση
της γειτονιάς ως « (...) ο αντίκτυπος των διάφορων κοινωνικών, πολιτισμικών και
δημογραφικών συνθηκών της γειτονιάς στους κατοίκους της».

Η ιδιαίτερα αρνητική πλευρά της επίδρασης της συγκέντρωσης είναι η κατάσταση


κορεσμού των κοινωνικών δικτύων και της κοινωνικής έκθεσης με, ως επί το
πλείστον, φτωχούς ανθρώπους από την γειτονιά. Ως εκ τούτου, η έννοια αυτή, τονίζει
μια ιδιαίτερη διάσταση της δομής της σύγχρονης αστικής φτώχειας, ότι τα φτωχά
άτομα «βυθίζονται» κοινωνικά (κοινωνικό ντάμπινγκ) όταν κατοικούν σε μια
γειτονιά που αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος από ανθρώπους που βρίσκονται
στην ίδια κοινωνική θέση.

Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα εντοπίζεται διότι ένας μεγάλος αριθμός των


ανθρώπων που κατοικούν στην γειτονιά είναι άνεργοι ή εκτός αγοράς εργασίας με
αποτέλεσμα, τα κοινωνικά δίκτυα που δημιουργούνται να μη βοηθούν τα άτομα να
ενταχθούν στον κόσμο της εργασίας. Επίσης δεν υπάρχουν ούτε οι διάφοροι τοπικοί
θεσμοί, όπως διάφορα κέντρα εύρεσης εργασίας, που βοηθούν στην εύρεση εργασίας.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η διαβίωση υπό αυτές τις συνθήκες, μειώνει την
ικανότητά κάποιου να αναπτύξει προσανατολισμούς και ικανότητες που απαιτούνται
για την επιτυχή ένταξη στην αγορά εργασίας.

Η επίδραση της γειτονιάς σε συνδυασμό με την κοινωνική απομόνωση συνδέεται,


κατά τον συγγραφέα, με την αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών με «αρχηγό» την
μητέρα, την απόκτηση παιδιών σε νεαρή ηλικία εκτός γάμου, την αρνητική επίδοση
των παιδιών στο σχολείο ή τη μη ολοκλήρωση των σχολικών σπουδών καθώς και με

49
φαινόμενα κοινωνικής αποδιοργάνωσης (social disorganization), όπως η
εγκληματικότητα και η παραβατική συμπεριφορά στο δημόσιο χώρο.

Τα παραπάνω συνδέονται με το γεγονός ότι σε μια γειτονιά που επικρατούν οι


παραπάνω συνθήκες, όπως στα κέντρα των αμερικάνικων πόλεων, δεν υπάρχουν
επαρκή πρότυπα (role models) για τα παιδιά και τους νέους που μεγαλώνουν εκεί,
αφού η πλειονότητα των κατοίκων είναι εκτός αγοράς εργασίας. Η ανεργία αποκτά
μια διαφορετική κοινωνική έννοια στις περιοχές του κέντρου του Σικάγου, καθώς
εκλαμβάνεται ως αποδεκτός τρόπος ζωής. Επίσης, η ανάπτυξη γνωστικών,
γλωσσικών και άλλων εκπαιδευτικών δεξιοτήτων, που απαιτούνται από τη σύγχρονη
αγορά εργασίας για την απόκτηση μιας καλά αμοιβόμενης επαγγελματικής θέσης,
επηρεάζονται αρνητικά, μέσω της αυξημένης σχολικής διαρροής. Ταυτόχρονα, οι
παραπάνω διαδικασίες επιδρούν και στη συγκρότηση της οικογένειας, αφού οι
γεννήσεις εκτός γάμου στις κεντρικές περιοχές είναι αυξημένες σε σχέση με τα
ποσοστά στην υπόλοιπη πόλη, λόγω του ότι το ποσοστό των ανδρών που βρίσκονται
στην επίσημη αγορά εργασίας έχει μειωθεί, δηλαδή έχει μειωθεί το πρότυπο του
άντρα-«στυλοβάτη του σπιτιού» που αναπτύχθηκε κατά την περίοδο του φορντισμού
(Wilson 1987: 53-57). Επίσης, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η διαφορά ανάμεσα
στην τυπική, επίσημη αγορά εργασίας και στην άτυπη και παράνομη οικονομία η
οποία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη στις φτωχές περιοχές του κέντρου του Σικάγου,
όσον αφορά τη συγκρότηση του καθημερινού βίου, είναι ότι η εργασία στην επίσημη
οικονομία χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη συνέπεια και αυστηρότητα, όσον αφορά
τον χρονικό προγραμματισμό της καθημερινότητας του ατόμου καθώς και την
συγκρότηση ευρύτερων πλάνων ζωής που αφορούν το μέλλον του. Με την έλλειψη
της κανονικής, τυπικής απασχόλησης, ένα άτομο στερείται όχι μόνο έναν τρόπο
απόκτησης κανονικού εισοδήματος, αλλά και μιας συνεπούς οργάνωσης του
παρόντος και ενός συνόλου προσδοκιών για το μέλλον. Η κανονική απασχόληση
παρέχει το συγκροτησιακό «στερέωμα» των χωρικών και χρονικών πτυχών της
καθημερινής ζωής. Ταυτόχρονα, καθορίζει το «πού» και το «πότε» πρόκειται να
βρίσκεται το άτομο κατά την διάρκεια μιας ημέρας. Ελλείψει της κανονικής
απασχόλησης, η ζωή, συμπεριλαμβανομένης και της οικογενειακής ζωής, γίνεται
λιγότερο συνεκτική και περισσότερο «χαοτική» και απρόβλεπτη (Wilson 1999: 481-
482).

50
Η σπουδαιότητα της εργασίας του συγγραφέα έγκειται στο ότι για όλα τα παραπάνω,
σημαντικό ρόλο διαδραμάτησαν οι αλλαγές που έγιναν στην αγορά εργασίας, όπως η
μείωση των θέσεων απασχόλησης στην βιομηχανία σε ανειδίκευτο εργατικό
δυναμικό στα κέντρα των πόλεων και οι ευρύτερες επιδράσεις του μεταφορντισμού
στα σύγχρονα αμερικανικά γκέτο, ενώ μέχρι τότε, οι αλλαγές αυτές αντιμετωπίζονταν
από τον κυρίαρχο ακαδημαϊκό και, κυρίως, πολιτικό λόγο ως «ασύνδετες» με τις
αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον των κεντρικών περιοχών των αμερικάνικων
πόλεων, με αποτέλεσμα να κατηγορούνται οι ίδιοι οι κάτοικοι των γειτονιών αυτών
για τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα των περιοχών τους. Αντίθετα, ο Wilson,
εξετάζει μακρο-κοινωνιολογικά τις αλλαγές που έγιναν από την δεκαετία του 1970
στην αγορά εργασίας στην Αμερική, όπως η αύξηση της ζήτησης για υψηλά
καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, η αποβιομηχάνιση που συντελέστηκε κυρίως στα
κέντρα των πόλεων, δηλαδή στα σημερινά αφρο-αμερικάνικα γκέτο, η έξοδος των
μεσαίων αφρο-αμερικάνικων (και μη) οικογενειών από αυτές τις γειτονιές,
καταλήγοντας έτσι στις δύο παραπάνω έννοιες που αναλύθηκαν.

Επιπλέον, υποστήριξε ότι οι συνθήκες ζωής στο αφροαμερικάνικο γκέτο είναι προϊόν
όχι μόνο των αλλαγών στην κοινωνική σύνθεση των περιοχών αυτών, αλλά και του
ταξικού μετασχηματισμού που συντελέστηκε στην πόλη του Σικάγου με την
παγκόσμια αναδιάρθρωση της οικονομίας και την εμφάνιση της μόνιμης, δομικής
ανεργίας (Wilson 1987: 61). Ο συγγραφέας, μετά από την συγγραφή του The Truly
Disadvantaged, απορρίπτει τον όρο «υποτάξη», εισάγοντας τον όρο «φτωχοί του
γκέτο», λόγω της ηθικολογικής (και κατ’επέκταση επιστημονικά παραπλανητικής)
χρήσης του πρώτου όρου (Wilson 2006). Παράλληλα, υποστήριξε ότι οι νόρμες,
συμπεριφορές και πρακτικές των ατόμων δεν είναι ποτέ ανεξάρτητες από τις
κοινωνικές δομές στις οποίες εντάσσονται. Όσο περισσότερο άνιση γίνεται η
κατανομή των κοινωνικών και θεσμικών πόρων (εισόδημα, εκπαίδευση, κ.ά) μεταξύ
των κοινωνικών τάξεων σε μια κοινωνία, τόσο περισσότερο έντονη είναι η
πολιτισμική διαφοροποίηση των τάξεων αυτών. Η διαφορά στις συμπεριφορές και
στις νόρμες των κατοίκων των γκέτο από τους υπόλοιπους αντανακλά, κατά τον
συγγραφέα, την άνιση κατανομή πόρων και προνομίων ως χαρακτηριστικό των
κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνονται στην εκάστοτε χρονική στιγμή (Wilson
1987: 136).

51
Αν και η Αμερική βίωσε σημαντικά το φαινόμενο της συγκεντρωμένης αστικής
φτώχειας, το φαινόμενο μέχρι πρόσφατα δεν φαίνεται να έχει καταπολεμηθεί σε
επίπεδο πολιτικής (Wilson 2013: 135). Ταυτόχρονα, το πρόβλημα της επίδρασης της
συγκεντρωμένης φτώχειας, παραμένει πρόβλημα κυρίως των αφροαμερικάνων, όσον
αφορά την πόλη του Σικάγου. Οι μετανάστες από το Μεξικό, που ζουν
συγκεντρωμένοι σε περιοχές ένδειας στο Σικάγο μέσα σε συνθήκες στεγαστικού
συνωστισμού, περιβάλλονται από μικρές τοπικές επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες
χρησιμοποιούνται ως χώροι εύρεσης εργασίας, ενώ στις περιοχές τους υπάρχει
πληθώρα κοινωνικών υπηρεσιών που απευθύνονται σε αυτούς. Οι γειτονιές της
συγκεντρωμένης ένδειας των αφροαμερικάνων στο Σικάγο είναι περισσότερο
απομονωμένες με όρους προσφοράς εργασίας και με λιγότερες κοινωνικές υπηρεσίες
(Wilson 2013: 140).

Θα ήταν βέβαια ατυχές το συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας ήταν ο πρώτος, στην


ιστορία των κοινωνικών επιστημών, που έθιξε στην αμερικάνικη βιβλιογραφία το
ζήτημα της σχέσης μεταξύ αστικής φτώχειας και του αστικού χώρου. Σύμφωνα με
τους Glazer & Mounihan (1963), οι αφροαμερικάνοι της Νέας Υόρκης ήδη την
δεκαετία του 1940 είχαν τις χειρότερες συνθήκες κατοικίας, το μεγαλύτερο ποσοστό
μονομελών οικογενειών με αρχηγό την μητέρα, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας και
γενικότερα μειονεκτούσαν σε τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της πόλης
(όπως η συμμετοχή στα κοινά και η πρόσβαση σε θέσεις άμεσα συσχετιζόμενες με
την πολιτική) σε σχέση με τις υπόλοιπες εθνότητες της πόλης. Επιλέον, ο
προβληματισμός για το κατά πόσο ο χώρος, επηρεάζει τις ευκαιρίες ζωής των
ατόμων, συναντάται επίσης στις εγκληματολογικές σπουδές της σχολής του Σικάγου.
Οι Shaw & McKay (1969: 614 στη διαχρονική μελέτη τους για τη σχέση μεταξύ
εθνότητας και νεανικής παραβατικότητας στον αστικό χώρο, διαπίστωσαν ότι:

«(...) όσον αφορά τα ποσοστά εγκληματικότητας των μαύρων αγοριών…


[αυτά] ποικίλλουν ανάλογα με τον κοινωνικό τύπο της περιοχής
κατοικίας… Είναι γενικά υψηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά των
λευκών αγοριών, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι υψηλότερα από τα
αντίστοιχα ποσοστά των λευκών αγοριών που κατοικούν σε συγκρίσιμες
κοινωνικά περιοχές».

52
Ο Wilson έθεσε το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ευκαιριών ζωής και αστικής
περιοχής κατοικίας στο σύγχρονο, μεταφορντικό πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας,
δημιουργώντας έναν όρο με ιδιαίτερο συμβολικό φορτίο στην κοινωνική γεωγραφία,
τον όρο «επίδραση της γειτονιάς». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διάφορες
κριτικές που έχει δεχτεί, οι οποίες χρήζουν προσοχής, αφού εμπλουτίζουν τον
προβληματισμό επάνω στην επίδραση της γειτονιάς. Για παράδειγμα η Pattillo
(2003), υποστηρίζει ότι το διαχωρισμένο μαύρο γκέτο στο Σικάγο είναι περισσότερο
πυκνοκατοικημένο και γεωγραφικά μεγαλύτερο από ότι υπστήριξε ο Wilson στο The
truly disadvantaged, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνουν οι κάτοικοι στο Σικάγο για
το ποιες περιοχές ορίζονται ως «γκετο», μετά από εθνογραφική έρευνα που διεξήγαγε
η ίδια, ενώ μέσα σε αυτόν το ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, υπάρχει και μια μεσαία
μαύρη τάξη, καθιστώντας την επίδραση της γειτονιάς περισσότερο πολύπλοκη
διαδικασία από ότι υποστηρίζει η θεωρία της κοινωνικής απομόνωσης του
συγγραφέα. Στην ίδια κατεύθυνση, κινείται και η Newman (1992), η οποία
υποστηρίζει ότι οι κάτοικοι στις γειτονιές με την υψηλότερη συγκέντρωση φτωχών,
όπως στην περίπτωση της πόλης του Σικάγου (που κριτήριο για το χαρακτηρισμό
μιας περιοχής ως «γκέτο» θεωρείται το ποσοστό των φτωχών που είναι μεγαλύτερο ή
ίσο με το 40% του πληθυσμού της γειτονιάς21) δεν είναι ποτέ όλοι φτωχοί, ούτε όλοι
εκτός αγοράς εργασίας και ούτε ακολουθούν όλοι παραβατικά πρότυπα κοινωνικής
συμπεριφοράς.

Ο Wilson (2006), απαντώντας στα παραπάνω, ισχυρίστηκε ότι η θεωρία του


κοινωνικού μετασχηματισμού του κέντρου της πόλης που διατυπωσε, αλλά και κάθε
θεωρητική πρόταση που αφορά κοινωνικές εξελίξεις, δεν αναφέρεται σε παγιωμένες,
«στατικές» συνθήκες, αλλά σε δυναμικές χρονικά διαδικασίες, γεγονός που
συνεπάγεται ότι η έξοδος των μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων του κέντρου είναι
μια διαρκής διαδικασία, ενώ το ότι η συγκεντρωμένη φτώχεια έχει επιπτώσεις στις
βιοτκές ευκαιρίες των ατόμων, δεν συνεπάγεται ότι αυτό ισχύει για κάθε ένα άτομο
ξεχωριστά, με τον ίδιο τρόπο.

O Hughes (1989) κατηγόρησε τον Wilson ότι παραγνωρίζει το γεγονός ότι το γκέτο
στο Σικάγο αποτελεί ταυτόχρονα μια αφροαμερικάνικη κοινότητα, μια εκούσια

21
Σύμφωνα με τους Morenoff & Tienda (1997: 63) το συγκεκριμένο κριτήριο, είναι αυθαίρετο και
μονοδιάστατο, αφού παραβλέπει άλλους κοινωνικοδημογραφικούς παράγοντες που προσδιορίζουν
εξίσου τις κοινωνικές συνθήκες μιας γειτονιάς.

53
επιλογή των αφροαμερικάνων να διαχωριστούν από τους υπόλοιπους με δεσμούς και
δίκτυα αλληλεγγύης που βασίζονται στην φυλή, τα οποία είναι απαραίτητα για την
καθημερινή επιβίωση των κατοίκων22. Στην ίδια κατεύθυνση, η απάντηση στα
παραπάνω διατυπώνεται από τον Smith (1989: 37) υποστηρίζοντας ότι ακόμα και εάν
οι αφρο-αμερικάνοι προτιμούν το διαχωρισμό, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς
γιατί «αυτοί θα πρέπει να το πράττουν στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων,
παρά σε περιοχές που μπορούν να εξασφαλίσουν συμβολικά και οικονομικά οφέλη».
Πράγματι, το αίσθημα οικειότητας και εγγύτητας λόγω φυλετικών ή εθνοτικών
δεσμών σε μια περιοχή, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις συνθήκες διαβίωσης που
επικρατούν στην περιοχή και οι οποίες αφορούν την ευημερία23 ενός ατόμου.

Οι Massey & Denton (1993), συμπληρώνοντας την θεωρία του Wilson για τον
κοινωνικό μετασχηματισμό του κέντρου των αμερικάνικων πόλεων, τόνισαν ότι δεν
είναι μόνο η αποβιομηχάνιση, αλλά και ο ήδη αυξημένος στεγαστικός διαχωρισμός
των αφροαμερικάνων στις αμερικάνικες πόλεις πριν την αποβιομηχάνιση, που
δημιούργησαν συνθήκες χωρικά συγκεντρωμένης φτώχειας. Από την στιγμή που οι
ευρύτερες οικονομικές αλλαγές πλήττουν μια γεωγραφικά διαχωρισμένη ομάδα,
αναπόφευκτα κατά τους συγγραφείς (1993: 2), η κοινωνικοοικονομική αποστέρηση
είναι περισσότερο συγκεντρωμένη στις περιοχές που συγκεντρώνεται αυτή η ομάδα.

Στην βιβλιογραφία, όπως θα δούμε και στα επόμενα κεφάλαια, υπάρχει μερίδα
επιστημόνων, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, που θεωρεί ότι η
επίδρασητης γειτονιάς εάν μελετηθεί σωστά, είτε μέσω στατιστικών τεχνικών είτε
μέσα από εθνογραφική έρευνα, προκύπτει ότι αποτελεί μια υπερβολική διατύπωση
διότι, κατά αυτούς, οι ευκαιρίες ζωής των ανθρώπων καθορίζονται από την κοινωνική
τους τάξη ή την κοινωνική τάξη των γονιών τους, όταν η έρευνα αναφέρεται σε

22
Ο Marcuse (1997) διατυπώνει ότι η βασική εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στα «γκέτο» και στους
εθνοτικούς θύλακες (ethnic enclaves), δηλαδή αστικές περιοχές με έντονη παρουσία μιας ή
περισσοτέρων εθνοτικών ομάδων, είναι ότι οι τελευταίες, δεν «απομονώνουν» κοινωνικά τους
κατοίκους τους αλλά αντίθετα, τους εντάσσουν στο κοινωνικό σώμα, μέσω της συγκρότητσης δικτύων
και τοπικών οικονομιών που έχουν ως βάση την κοινή εθνότητα των κατοίκων. Για την περίπτωση των
κέντρων των αμερικάνικων πόλων, ο συγγραφέας (στο ίδιο), προσδιορίζει τις γειτονιές αυτές ως
«γκέτο» ενώ ο όρος «εθνοτικός θύλακας», προσδιορίζει, όσον αφορά τις αμερικάνικες πόλεις,
γειτονιές μεταναστών από την Λατινική Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία.
23
Ο Bourdieu προειδοποιεί πως η στάση «σεβασμού» απέναντι σε κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες
εντείνει περισσότερο την κοινωνικά μειονεκτική θέση τους μέσω της «μετατροπής» (1998a: 137) «(…)
της αποστέρησης και της οικονομικής δυσκολίας σε μια εκλεκτική επιλογή».

54
νέους, παρά από… τους γείτονές τους (Ellen & Turner 1997, Evans, Oates & Schwab
1992, Furstenberg et al 1999).

Οι ερευνητικές μέθοδοι από όπου απορρέουν τα παραπάνω αποτελέσματα, θα


αναλυθούν στα επόμενα κεφάλαια. Εδώ αναφέρεται μόνο η θέση του Wilson (2010:
206) ότι οι παραπάνω έρευνες αποτυγχάνουν να συλλάβουν το προφανέστερο
εμπειρικό γεγονός που διακρίνεται μέσα από την απλή παρατήρηση στατιστικών
στοιχείων ή μέσα από τον καθημερινό βίο: ότι η διαβίωση σε μια υποβαθμισμένη
γειτονιά έχει δομικές και πολιτισμικές επιρροές πάνω στο άτομο (όπως για
παράδειγμα στην χρήση της γλώσσας, κοκ), οι οποίες συνεισφέρουν στον περιορισμό
των βιοτικών του ευκαιριών.

2.2 Τί είναι η «επίδραση» της «γειτονιάς»; Θεωρητικές αποσαφηνίσεις.

Εάν δεν υπήρχαν υλικά αντικείμενα, δεν θα υπήρχε χώρος και εάν δεν υπήρχαν
γεγονότα ή εξελίξεις, δεν θα υπήρχε χρόνος.
Khamara (1993: 473).

Ορισμοί(…) που δεν προέρχονται από θεωρητικά πλαίσια, είναι αυθαίρετοι.


Wilson (2003: 1106).

Επιστήμη, χωρίς θεωρία, είναι στην πραγματικότητα τυφλή, επειδή στερείται το


στοιχείο εκείνο που είναι σε θέση, από μόνο του, να οργανώσει τα δεδομένα και να
δώσει κατεύθυνση στην έρευνα.
Lewin (1937: 4).

Τα ερωτήματα «τι είναι η γειτονιά» και «τι είναι η επίδραση της γειτονιάς», δεν είναι
απλά, όσον αφορά την εννοιολόγησή τους και δεν προσδιορίζονται ιδιαίτερα στην
βιβλιογραφία της επίδρασης της γειτονιάς. Αξίζει λοιπόν η προσπάθεια μιας
θεωρητικής αποσαφήνισης με στόχο την κατανόηση του φαινομένου αλλά και τον
τρόπο προσέγγισής του.

55
Κάθε γειτονιά είναι ταυτόχρονα μια χωρικά και κοινωνικά προσδιορισμένη περιοχή
που βρίσκεται ενσωματωμένη στον αστικό ιστό. Είναι μια κατασκευή η οποία όμως
είναι «πολλαπλά» κατασκευασμένη–μπορεί να καθοριστεί και να ονομαστεί τόσο από
αρμόδιους θεσμικούς υπαλλήλους σε θέματα άσκησης και χάραξης πολιτικής στον
χώρο της πόλης, όπως πολεοδόμοι, δήμαρχοι, τοπικοί φορείς, κτλ., όσο και από
πολίτες, οι οποίοι είτε κατοικούν, είτε όχι μέσα στον χώρο της γειτονιάς (Martin
D.G., 2003). Κατά συνέπεια, ο προσδιορισμός μιας γειτονιάς δεν είναι αυτονόητος,
ούτε υπάρχει ένας ακριβής τρόπος να μπορούν να καθοριστούν τα ακριβή όριά της.
Δύο άνθρωποι που ζουν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο ή ακόμα και στο ίδιο σπίτι,
είναι πιθανό να έχουν μια διαφορετική άποψη για τα όρια της γειτονιάς τους.

Η χωρική αίσθηση των ανθρώπων για το ποια είναι τα όρια της γειτονιάς τους είναι
πιθανό να ποικίλει ανάλογα με την καθημερινή τους δραστηριότητα. Για παράδειγμα,
η χρήση τοπικών εγκαταστάσεων όπως σχολεία, πάρκα, βιβλιοθήκες, κ.ά, δημιουργεί
διαφορετική αίσθηση για το ποια είναι τα όρια της γειτονιάς από ότι η απλή,
καθημερινή επαφή με «οικείους», «γνωστούς» ανθρώπους. Στη δεύτερη περίπτωση η
γειτονιά αποτελεί συνήθως μικρότερο χώρο από ότι στην πρώτη, όπως τονίζουν οι
Burton & Price-Spratlen (1999), ενώ ενδέχεται τα όρια αυτά να επεκταθούν ή να
συμπτυχθούν με την πάροδο του χρόνου, στα διάφορα στάδια ζωής του ατόμου.

Επιπλέον, η γειτονιά ενδιαφέροντος για μια έρευνα ποικίλλει επίσης, ανάλογα με τα


ερωτήματα και το θέμα της έρευνας. Οι ερευνητές που εξετάζουν την έκβαση της
ανάπλασης που έχει συντελεστεί σε μια περιοχή, χρησιμοποιούν τους επίσημους
χαρακτηρισμούς που δίδονται από θεσμικούς φορείς («αντικειμενική» προσέγγιση),
ενώ εκείνοι που ερευνούν τοπικές διαπροσωπικές σχέσεις βασίζονται κυρίως σε
υποκειμενικές διατυπώσεις των κατοίκων (Lee & Campbell 1997). Όπως τονίζει ο
Martin D.G. (2003: 362), «(…) δεν γνωρίζουμε τις γειτονιές (…), τις
κατασκευάζουμε, για λόγους που αφορούν την έρευνα ή την κοινωνική μας ζωής
(...)Οι γειτονιές που καθορίζουμε μέσω της έρευνας (…) τίθενται πάντα σε
επαναπροσδιορισμό».

Πολλές μελέτες που βασίζονται σε ποιοτική έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς,
εφαρμόζουν έναν «υποκειμενικό» καθορισμό της γειτονιάς μέσα από τις απόψεις των
κατοίκων, ενώ οι ποσοτικές-στατιστικές μελέτες περιορίζονται στα διοικητικά όρια.
Σε αντίθεση με την κοινότητα, η γειτονιά είναι μια χωρικά προσδιορισμένη περιοχή

56
στην οποία οι κάτοικοι μοιράζονται την μεταξύ τους εγγύτητα και τις περιστάσεις που
προκύπτουν από αυτήν την εγγύτητα σύμφωνα με τον Martin D. G. (2003) και ο
συγγραφέας τάσσεται υπέρ της «υποκειμενικής» προσέγγισης της γειτονιάς μέσω των
ορισμών των κατοίκων. Επίσης, οι Reay & Lucey (2000), από τη σκοπιά της
«υποκειμενικής» προσέγγισης, διατυπώνουν ότι κάθε γειτονιά αποτελείται από
διάφορες, επιμέρους τοποθεσίες (σχολεία, πάρκα, τοπική αγορά, κοκ), οι οποίες
συνδέεται μεταξύ τους μέσω της καθημερινής πρακτικής των κατοίκων.

Στην έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς, η γειτονιά συχνά θεωρείται ως ο
διαμεσολαβητικός συγκειμενικός κρίκος μεταξύ του μακρό-επιπέδου (ευρύτερες
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες) και μικρό-επιπέδου (άτομο/νοικοκυριό) (Gotham
2003). Είναι αυτές οι σχέσεις στις οποίες o Wilson (1987) στηρίχθηκε για την έρευνά
του στο γκέτο του Σικάγο: η οικονομική αναδιάρθρωση, με την αποβιομηχάνιση,
έπληξε κυρίως το κέντρο της πόλης όπου βρίσκεται το γκέτο των αφρο-αμερικάνων
και η έξοδος των μεσαίων τάξεων από το γκέτο προς τα προάστια επιδείνωσε, κατά
τον συγγραφέα, τις συνθήκες ζωής για εκείνους που εξακολούθησαν να ζουν στο
κέντρο του Σικάγου.

Επιπρόσθετα, όσον αφορά το ζήτημα του προσδιορισμού της γειτονιάς, σύμφωνα με


τον Galster (1986), o ορισμός της πρέπει να στηρίζεται στους ορισμούς των
ανθρώπων («υποκειμενική» προσέγγιση) που ζουν εκεί, διότι συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά μιας γειτονιάς όπως οι καθημερινές, τοπικές κοινωνικές
αλληλεπιδράσεις, η τοπική κουλτούρα, τα συναισθήματα καθώς και οι διάφοροι
συμβολισμοί που αφορούν την καθημερινή ζωή σε αυτή, είναι αυτά που μπορούν
ενδεχομένως να έχουν επιπτώσεις τόσο στον ορισμό των ατόμων για το ποιός
γεωγραφικός χώρος συγκροτεί την γειτονιά όσο και στην ψυχική και κοινωνική τους
ευημερία και συμπεριφορά. Εάν τα όρια χαραχθούν αυθαίρετα και είναι μεγαλύτερα
ή μικρότερα από τα «γνωστικά» όρια των κατοίκων, ενδέχεται η επίδραση «(…) της
πραγματικής γειτονιάς να υποεκτιμηθεί ή να υπερεκτιμηθεί» (Campbell, Henly, Elliot
& Irwin 2009: 462) και αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται εκτός από τις επίσημες
διευθετήσεις πολιτικών και επιστημόνων, η έρευνα να λαμβάνει υπόψη τους
«υποκειμενικούς» ορισμούς των κατοίκων για τα όρια μιας γειτονιάς.

Επίσης, η υιοθέτηση από τους Campbell, Henly, Elliot & Irwin (2009) της
φαινομενολογικής προσέγγισης του χωρικού προσδιορισμού της γειτονιάς,

57
προσέγγιση που στηρίζεται στις καθημερινές εμπειρίες των κατοίκων, ανήκει στην
«υποκειμενική» προσέγγιση και στοχεύει στην ανάδειξη των παραγόντων που
επηρεάζουν την «υποκειμενική» χάραξη των ορίων της γειτονιάς. Αυτοί οι
παράγοντες, κατά τους συγγραφείς, αποτελούν τμήμα των καθημερινών εμπειριών
των κατοίκων και συνήθως είναι τα φυσικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής
(αρχιτεκτονική κτηρίων, δρόμοι, πάρκα, κοκ), οι διάφοροι θεσμοί όπως το σχολείο
που φοιτούν ή έχουν φοιτήσει οι κάτοικοι στο παρελθόν, η ταξική και εθνοτική
σύνθεση της περιοχής καθώς και οι (συμβολικές) ταυτότητες που εμπεδώνονται σε
αυτήν την περιοχή ή/ και οι διάφορες χαρακτηριστικές συμπεριφορές ατόμων και
κοινωνικών αμάδων στον δημόσιο χώρο. Επιπρόσθετα, θα ήταν σφάλμα να υποθέσει
κανείς ότι τα «υποκειμενικά» όρια ενός τόπου χαράσονται αυθαίρετα ανάμεσα στα
άτομα που κατοικούν, αφού συνήθως παρατηρείται σύγκλιση των υποκειμενικών
ορίων της γειτονιάς ανάμεσα στους κατοίκους, λόγω του ότι αυτά καθορίζονται από
κοινά χαρακτηριστικά και κοινές εμπειρίες (Campbell, Henly, Elliot & Irwin 2009,
Coulton, Korbin, Chan & Su 2001: 382). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν, ότι ο Bourdieu
(1987:15) υποστήριζε ότι κάθε «κοινωνική τάξη», «τόπος» και γενικότερα κάθε
σύνολο ατόμων (κοινωνική ομάδα), είναι υπαρκτό, εάν και μόνο εάν υπάρχει ένα (ή
περισσότερα) υποκείμενο (-α) που μπορει (-ούν) να πείσει (-ουν), ότι είναι η
συγκεκριμένη «κοινωνική τάξη», ο «τόπος», κοκ.

Η σημασία του προσδιορισμού του «υποκειμενικού» γεωγραφικού χώρου της


γειτονιάς, για μια έρευνα που αφορά την τυχόν επίδρασης της γειτονιάς στον
κοινωνικό αποκλεισμό, έγκειται σε τελική ανάλυση στο ότι ο υποκειμενικός χώρος,
είναι ο χώρος των καθημερινών δράσεων, ο βιωματικός χώρος, όπου διαμέσου της
καθημερινότητας, αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα που
σχετίζονται με συγκεκριμένες συμπεριφορές που ενυπάρχουν στο χώρο αυτό.
Αντίθετα, ο αντικειμενικός χώρος, ο χώρος που αναπαριστάται στους χάρτες της
πόλης, όπως για παράδειγμα τα όρια των δήμων της Αθήνας, είναι στην
πραγματικότητα ο μη βιωματικός χώρος, ο χώρος που εμπεριέχει το ίδιο νόημα και
την ίδια σημασία για όλους, ένας γεωμετρικός χώρος. Από την άλλη πλευρά, ο
υποκειμενικός χώρος, δεν έχει απαραίτητα σταθερά όρια μέσα στον χρόνο, όπως ο
αντικειμενικός χώρος ενός χάρτη, αλλά αυτά μεταβάλλονται ανάλογα με τις αλλαγές
που συμβαίνουν στο επίπεδο της εμπειρίας των καθημερινών σχέσεων μέσα σε αυτόν
τον χώρο (Malpas 1999: 52, 56-57, 66).

58
Οι Kearns & Parkinson (2001), υπενθυμίζουν ότι οπουδήποτε και εάν χαραχθούν τα
όρια, το τι συμβαίνει στην γειτονιά και στους ανθρώπους μέσα σε αυτήν, θα
επηρεάζεται όχι μόνο από παράγοντες που δρουν εντός του χώρου που έχει οριστεί
ως γειτονιά, αλλά και από παράγοντες που βρίσκονται έξω από το χώρο της γειτονιάς,
όπως για παράδειγμα, οι απόψεις των κάτοικων άλλων γειτονιών για τη συγκεκριμένη
γειτονιά, κάτι που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε έρευνα για το κατά πόσο
επηρεάζει ο τόπος κατοικίας τις κοινωνικές συνθήκες ζωής των ατόμων/
νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, τονίζουν ότι αν και είναι δύσκολος ο χωρικός
προσδιορισμός της, είναι ταυτόχρονα απαραίτητος και αναγκαίος, αφού απαιτείται
για την μελέτη επίδρασης της γειτονιάς ένας βαθμός «συνοριοποίησης» μέσα στο
χώρο της πόλης.

Εάν ο ορισμός της γειτονιάς, φαίνεται δύσκολος, καθώς ενδέχεται οι προσωπικές


αντιλήψεις να συγκρούονται με τις «επίσημες» οριοθετήσεις της κάθε γειτονιάς, ο
ορισμός της επίδρασης της γειτονιάς είναι, τουλάχιστον φαινομενικά, περισσότερο
σαφής. Εκτός από τις προσεγγίσεις του Wilson που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη
ενότητα για την επίδραση της συγκεντρωμένης φτώχειας, έχουν αναπτυχθεί στην
βιβλιογραφία, με την πάροδο του χρόνου, ορισμοί που χρησιμοποιούν τον όρο
«γειτονιά» ή «περιοχή» αντί για τον όρο «συγκεντρωμένη φτώχεια», χωρίς να
αντικρούονται νοηματικά με την επίδραση της συγκεντρωμένης φτώχειας του
Wilson. Για παράδειγμα, οι Atkinson & Kintrea (2001: 2277-2278) ορίζουν την
επίδραση της γειτονιάς/ περιοχής ως… «η μεταβολή [σ.σ. θετική ή αρνητική] στις
βιοτικές ευκαιρίε που οφείλεται στην κατοίκηση σε μια συγκεκριμένη περιοχή, παρά σε
μια άλλη».

Η παραπάνω διατύπωση, μπορεί να συνοψιστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια στο


ερώτημα που θέτει ο Maloutas (2012a: 20): «Αυξάνει η διαβίωση σε μια περιοχή
συγκεντρωμένης ένδειας, τις πιθανότητες να μη βρει κάποιος εργασία ή να μην έχει
θετικές επιδόσεις στο σχολείο, σε σχέση με κάποιον, εξίσου φτωχό, που μένει σε μία
κοινωνικά μικτή ή μεσαίας τάξης γειτονιά και σε ποιό βαθμό;». Πράγματι, εάν ο
χώρος κάνει την «διαφορά» στον κοινωνικό αποκλεισμό, τότε η σύγκριση πρέπει να
αφορά άτομα (ή ομάδες) τουλάχιστον παρόμοιας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία.

Σε παράλληλο ύφος με τα παραπάνω, βρίσκεται και ο ορισμός που συναντάμε στο


λεξικό της ανθρωπογεωγραφίας, όπου η επίδραση της γειτονιάς χαρακτηρίζεται ως

59
«(…) ένας τύπος συγκειμενικής επίδρασης, με τον οποίο τα χαρακτηριστικά του
τοπικού κοινωνικού περιβάλλοντος των ανθρώπων, επηρεάζουν τους τρόπους με τους
οποίους σκέφτονται και ενεργούν» (Gregory, Johnston, Pratt, Watts & Whatmore,
2009: 495). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάκριση που προτείνεται στο ίδιο βιβλίο
ανάμεσα στις χωρικές αναλύσεις που βασίζεται στην λογική της σύνθεσης και στην
λογική του συγκειμένου, όσον αφορά την επίδραση της γειτονιάς. Πολλές έρευνες
(στην κοινωνική γεωγραφία και στις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα) είναι
βασισμένες στην λογική της σύνθεσης, κατά την οποία, οι νοοτροπίες και οι
συμπεριφορές των ατόμων επηρεάζονται από μη γεωγραφικά χαρακτηριστικά, όπως
για παράδειγμα η κοινωνική τους τάξη, η εθνικότητα, κοκ. Μέσα σε οποιαδήποτε
κοινωνία, οι άνθρωποι με παρόμοιο κοινωνικό υπόβαθρο, υποτίθεται ότι
συμπεριφέρονται (ή τείνουν να συμπεριφέρονται) με παρόμοιους τρόπους,
οπουδήποτε και εάν ζουν. Έτσι, σύμφωνα με αυτήν την οπτική, η επίδραση της
γειτονιάς, ανάγεται στην επίδραση της κοινωνικής τάξης με βάση διάφορα κριτήρια
όπως το εισόδημα. Αντίθετα, σύμφωνα με την συγκειμενική λογική, λόγω του ότι ο
τύπος νοοτροπιών και συμπεριφορών, διδάσκεται, ως ένα βαθμό, μέσω της
κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε συγκεκριμένους χώρους, (όπως η οικογενειακή
κατοικία και η γειτονιά), παρόμοιοι κοινωνικά άνθρωποι που ζουν σε διαφορετικές
γεωγραφικές περιοχές, ενδέχεται να σκέπτονται και να ενεργούν διαφορετικά, ως
αποτέλεσμα διαφορετικών αλληλεπιδράσεων με τους γείτονές τους (Gregory,
Johnston, Pratt, Watts & Whatmore 2009: 110).

Δεν είναι βέβαια λίγες οι φωνές που υποστηρίζουν ότι στην σημερινή εποχή, ο τόπος
κατοικίας (και ο γεωγραφικός χώρος γενικότερα) διαδραματίζει λιγότερο σημαντικό
ρόλο στην πορεία ζωής καθώς και στις βιοτικές ευκαιρίες ενός ατόμου, αφού αυτό
είναι ενταγμένο σε δίκτυα τα οποία υπερβαίνουν συχνά τα όρια της γειτονιάς ή ακόμα
και της χώρας στην οποία βρίσκεται και τα οποία καθορίζουν την κοινωνική εξέλιξη
του ατόμου. Όμως, όπως δείχνουν οι Herz & Johansson (2012) για τη σουηδική
περίπτωση, ο χώρος της πόλης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις εμπειρίες που
σχετίζονται με τον κοινωνικό αποκλεισμό και με το συναίσθημα της απόρριψης στους
μετανάστες δεύτερης γενιάς και συγκεκριμένα η εμπειρία του ελέγχου στο δρόμο από
την αστυνομία. Όπως υπενθυμίζουν οι συγγραφείς, συγκεκριμένα σώματα,
συγκεκριμένοι φαινότυποι, (νέος, άνδρας και μετανάστης) τείνουν να γίνονται

60
ευκολότερα στόχοι αστυνομικού ελέγχου από ότι άλλου τύπου σώματα μέσα στο
αστικό πλαίσιο.

Αυτές οι κοινωνικές και υλικές διαδικασίες ασκούν μεγάλη επίδραση στις


συναισθηματικές πτυχές του ατόμου και εκτός του ότι συμβαίνουν μέσα στο αστικό
χώρο, πηγάζουν μέσα από το χώρο της πόλης ως αίτιο, καθότι σύμφωνα με τους Herz
& Johansson (2012), ο αστυνομικός έλεγχος σε νέους μετανάστες (κυρίως άνδρες)
δεύτερης γενιάς συμβαίνει στις κεντρικές περιοχές των μεγάλων σουηδικών πόλεων,
δηλαδή σε περιοχές μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων, στις οποίες τυχαίνει να
κυκλοφορούν, ενώ αντίθετα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στα υποβαθμισμένα προάστια,
κατεξοχήν χώρους κατοικίας μεταναστών, με αποτέλεσμα κάποιοι νέοι μετανάστες να
βιώνουν τον αποκλεισμό από συγκεκριμένους χώρους της πόλης λόγω του ότι
θεωρούνται από κάποιους αστυνομικούς, ως «ξένα» σώματα σε συγκεκριμένες
περιοχές.

Η σχέση του αστικού χώρου με τον κοινωνικό αποκλεισμό των μεταναστών


αναδεικνύει ορισμένες αντιφάσεις ανάμεσα στην τοπική και στην υπερεθνική
διάσταση των κοινωνικών σχέσεων. Οι μετανάστες που ζουν στα κοινωνικά και
εθνοτικά διαχωρισμένα σουηδικά προάστια για παράδειγμα, έχουν παγκόσμια δίκτυα
λόγω του ότι έχουν συγγενείς σε διάφορες χώρες, ενώ είναι πιθανότερο από τους
«γηγενείς» Σουηδούς να έχουν επισκεφθεί άλλες χώρες για να επισκεφτούν τους
συγγενείς τους. Ταυτόχρονα, μέσα στο σουηδικό πλαίσιο, βιώνουν σε μεγάλο βαθμό
τον κοινωνικό αποκλεισμό και την υλική αποστέρηση λόγω υψηλών ποσοστών
ανεργίας, υποαπασχόλησης αλλά και λόγω στρεσογόνων τοπικών συνθηκών ζωής
στις γειτονιές τους στα προάστια (Listerborn 2013). Η γεωγραφία λοιπόν, παραμένει
παράγοντας διαμόρφωσης επιρροής των συνθηκών ζωής ενός ατόμου, ακόμα και στο
σημερινό πλαίσιο της παγκοσμιότητας (διαδίκτυο, τηλεπικοινωνίες, κτλ) (Furlong &
Cartmel 2007: 143).

Όμως, το βασικό ερώτημα παραμένει: Με ποια λογική καλείται η έρευνα να


προσεγγίσει την επίδραση του τόπου (γειτονιά) στις πρακτικές και στις βιοτικές
ευκαιρίες του ατόμου; Με τη λογική της σύνθεσης ή με την λογική του συγκειμένου
(Elliott et al. 2006: 269); Η απάντηση δεν είναι εύκολη και απαιτείται από τον
ενδιαφερόμενο να ανατρέξει στην κοινωνική θεωρία για το ζήτημα της σχέσης δομής-

61
υποκειμένου24, το οποίο ουσιαστικά βρίσκεται πίσω από τον προβληματισμό για την
επίδραση της γειτονιάς, ενώ όπως παρατηρήσε ο Allen (2005: 197), ένα από τα
βασικά προβλήματα της αρθρογραφίας για την επίδραση της γειτονιάς είναι η
έλλειψη θεωρητικής σύνδεσης του φαινομένου με τον προβληματισμό που διακατέχει
ιστορικά την κοινωνική επιστήμη γύρω από το ζήτημα της σχέσης δομής και
υποκειμένου καθώς και με την σχέση αιτίου και αιτιατού, αφού εξ’ορισμού στην
επίδραση της γειτονιάς, ο χώρος αποτελεί αίτιο για την συμπεριφορά και τις ευκαιρίες
ζωής του ατόμου. Η παραπάνω έλλειψη, κατά τον συγγραφέα, αντανακλάται και στις
διάφορες μεθοδολογικές προσεγγίσεις για την επίδραση της γειτονιάς, γεγονός που
οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα για το πώς και σε ποιους επιδρά ο χώρος
κατοικίας.

Πριν προχωρήσουμε σε ζητήματα θεωρητικού στοχασμού, απαιτείται μια ανάδειξη


ορισμών, μέσα από το χώρο της κοινωνιολογίας/ ανθρωπολογίας, που αφορούν τις
έννοιες «κοινωνική δομή», «πολιτισμός» («κουλτούρα») καθώς και ορισμένες
οντολογικές25 παρατηρήσεις για την εννοιολόγηση του γεωγραφικού χώρου.

Η κοινωνική δομή αναφέρεται, με γενικούς όρους, στον τρόπο με τον οποίο


κοινωνικές θέσεις, κοινωνικοί ρόλοι και δίκτυα κοινωνικών σχέσεων
«ταξινομούνται» μέσα σε θεσμούς όπως η οικονομία, η πολιτική, η εκπαίδευση, η
εκκλησία, η οικογένεια, κ.ά. Ως κοινωνική δομή θα μπορούσε να θεωρηθεί η αγορά
εργασίας που αποτελείται από διάφορες κοινωνικές θέσεις (εργαζόμενοι/ες σε
διάφορα επαγγέλματα) που παρέχουν κάποιο εισόδημα ή ο θεσμός της εκπαίδευσης,
που συγκροτείται από συγκεκριμένους «κοινωνικούς ρόλους»- «θέσεις» όπως για
παράδειγμα, ο ρόλος του εκπαιδευτή και του εκπαιδευόμενου (Wilson 2010: 201-
202).

24
Ο όρος «υποκείμενο» (agent), όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, δεν υπονοεί «παθητικότητα» αλλά
αντίθετα αναφέρεται σε αυτούς ως δρώντα, ενεργά υποκείμενα που κατέχουν εγγενώς την ικανότητα να
πράξουν κάτι ή να γίνουν κάτι (Bhaskar 1994: 100).
25
Ο όρος οντολογία αναφέρεται στη θεωρητική μελέτη του είναι των οντοτήτων του φυσικού και
κοινωνικού κόσμου, δηλαδή της «φύσης» τους. Αυτές οι οντότητες, μπορεί να είναι κοινωνικές δομές,
αντικείμενα, υποκείμενα, θεσμοί, αφηγήσεις κοκ. H επιστημολογία αναφέρεται στην μελέτη της γνώσης
που έχουμε για τις οντότητες του κόσμου και αφορά την πηγή από την οποία προέρχεται η
οποιαδήποτε μορφή γνώσης (πρακτική, θεωρητική) καθώς και την αξιοπιστία αυτής της γνώσης (Smith
2010: 93, Crotty 2003: 3). Παραδείγματος χάρη, σύμφωνα με την θετικιστική σκέψη, η έγκυρη
θεωρητική γνώση για τον κόσμο επιτυγχάνεται μέσω πολλαπλών παρατηρήσεων που χρησιμεύουν
στην ανάδειξη τυχόν κανονικοτήτων μεταξύ φαινομένων (Sayer 2000: 27).

62
Από την άλλη πλευρά, ο πολιτισμός (κουλτούρα) αναφέρεται σε ορισμένες πτυχές της
κοινωνικής πραγματικότητας, όπως οι διάφορες μορφές γνώσης, οι πεποιθήσεις και
αντιλήψεις για τον κόσμο και τα διάφορα πρόσωπα και πράγματα26, οι διάφορες
νόρμες (κανόνες) και αξίες, η γλώσσα, καθώς και οι καθημερινές πρακτικές των
ατόμων (ή κοινωνικών ομάδων). Στην έννοια του πολιτισμού περιλαμβάνονται και τα
υλικά αγαθά που χρησιμοποιούνται από τα άτομα (ή ομάδες), αφού αποτελούν
αναπόσπαστο τμήμα διαφόρων πρακτικών/ δράσεων του καθημερινού βίου (Hays
1994: 65, Ostrow 1981: 283, Swidler 1986: 273). Σύμφωνα με τον Williams (1962:
57), η κουλτούρα, ως όρος, αναφέρεται σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ο οποίος
συγκροτείται από τα παραπάνω.

Οι καθημερινές πρακτικές αποτελούν το πλαίσιο στο οποίο δομείται ο πολιτισμός. Ο


όρος «πρακτική», αναφέρεται τόσο στη καθημερινή ανθρώπινη πράξη (δράση), σε
αυτά που κάνουμε και λέμε καθημερινά, όσο και, συγκεκριμένα, σε έναν τύπο
συμπεριφοράς που συγκροτείται από αλληλοσυσχετιζόμενα στοιχεία όπως: διάφορες
μορφές σωματικών και νοητικών δραστηριοτήτων (όπως σωματικές κινήσεις/
δεξιότητες, η γνώση που χρειάζεται για την ίδια την επίτευξη της πρακτικής, η
συναισθηματική κατάσταση που τυχόν απαιτείται για την επιτέλεσή της, οι μορφές
κατανόησης και τα κίνητρα που τη συνοδεύουν), καθως και τα διάφορα αντικείμενα
που τυχόν χρησιμοποιούνται κατά την διεξαγωγή της (Bhaskar 2005: 44, Schatzki
2002: 73-74, Reckwitz 2002: 249-250, 252, 255). Η έννοια της πρακτικής μπορεί να
αναφέρεται, για παράδειγμα, στον τρόπο που μαγειρεύουμε, στον τρόπο που
χρησιμοποιούμε την γλώσσα (προφορά, συντακτικό, γραμματική, λεξιλόγιο,
νοηματικό περιεχόμενο-γλωσσικές πρακτικές), που αναλίσκουμε τον ελεύθερο χρόνο
μας (ψάρεμα, περίπατος, άθλημα, κινηματογράφος, περιήγηση στο διαδίκτυο, κ.ά.),
που ασκούμε επιστημονική έρευνα, που αποκτούμε εισόδημα, κοκ (Jung 1988: 311,
Reckwitz 2002: 250). Το σύνολο των διαφόρων, επιμέρους πρακτικών ενός ατόμου
(για παράδειγμα, ψάρεμα, οδήγηση, μελέτη επιστημονικών βιβλίων, άθλημα, κοκ),
συγκροτούν τον τρόπο ζωής του, ενώ οι κοινές πρακτικές μεταξύ των μελών μιας
κοινωνικής ομάδας, εκφράζουν τον κοινό τρόπο ζωής της ομάδας. Επίσης, οι
καθημερινές πρακτικές δεν αποτελούν απαραίτητα «στατικούς», χρονικά

26
Ο όρος «πράγματα», στη παρούσα διατριβή, δεν περιλαμβάνει μόνο αντικείμενα και σύμβολα αλλά
και πολιτισμικά αγαθά (όπως η παιδεία, οι διάφορες μορφές τέχνης και επιστήμης, κ.ά), έννοιες,
καταστάσεις, χώρους (γειτονιά, δημόσιοι χώροι, κοκ), καθώς και πρακτικές (συμπεριλαμβανομένων
και των γλωσσικών πρακτικών, προφορικών ή γραπτών) (Sayer 2010a: 57-60, 2011: 124-125).

63
αμετάβλητους τύπους συμπεριφοράς, αλλά τα διάφορα στοιχεία που τις συγκροτούν
μπορούν να τροποποιηθούν (Ginev 2014: 79). Κάθε πρακτική (καθώς και κάθε
σύνολο πρακτικών), έχει μια πολιτισμική διάσταση, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται το
γεγονός ότι η ανθρώπινη πρακτική, αναπτύσσεται πάντοτε σε συγκεκριμένες
κοινωνικές δομές. Επιπρόσθετα, οι καθημερινές πρακτικές δεν (ανα)παράγονται σε
«κενό», αλλά σε συγκεκριμένους χώρους και χρόνους (Reckwitz 2002: 249-250).

Ο πολιτισμός όπως και η κοινωνική δομή έχει την ιδιότητα να θέτει ταυτόχρονα
περιορισμούς και δυνατότητες στο πεδίο της καθημερινής δράσης του ατόμου και των
κοινωνικών ομάδων, αφού δεν (ανά)παράγονται όλοι οι τύποι δράσεων/ πρακτικών
σε όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια (Hays 1994: 65, Young 2003, Wilson
2010: 203-204). Για την κατανόηση των πλαισίων που διαμορφώνουν τη
συμπεριφορά ατόμων και κοινωνικών ομάδων, η πολιτισμική και κοινωνική
διάσταση πρέπει να λαμβάνονται από κοινού υπόψη (Hays 1994: 66). Με τα λόγια
του Willis (1977: 171): «(…) δεν μπορεί να υποτεθεί ότι οι πολιτισμικές μορφές
[αποτελούν]… μια αυτόματη αντανάκλαση μακρο-προσδιορισμών όπως η ταξική
θέση….».

Το πολιτισμικό πλαίσιο δεν αποτελεί απλή «αντανάκλαση» των δομικών ευκαιριών


που προσφέρονται στα άτομα. Οι δομικές ευκαιρίες του ατόμου, όπως οι ευκαιρίες
απασχόλησης, βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση με τα πολιτιστικά γνωρίσματά
του, τα οποία κατά τον Rubinstein (1993) συγκροτούν την κοινωνική ταυτότητα του
ατόμου. Προφανώς, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν συχνά εμπόδια διάφορων ειδών στις
καθημερινές δράσεις τους, εμπόδια που έχουν κοινωνικό χαρακτήρα και που αρκετές
φορές παρουσιάζονται ως στέρεοι, «ακλόνητοι» τοίχοι. Ακόμα και όταν υπάρχει
θέληση για την επιτυχία ενός σκοπού, μπορεί να μην υπάρχει ο τρόπος που να οδηγεί
στην επιτυχία αυτή. Όμως, στον αντίποδα, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι
και ο τρόπος, με την σειρά του, «(…) απαιτεί πάντα έναν βαθμό θέλησης»
(Rubinstein 1993: 278).

Η αμοιβαία σχέση μεταξύ των πολιτισμικών χαρακτηριστικών του υποκειμένου και


της δομής του περιβάλλοντος, εκφράζεται από την έννοια των «προσφερόμενων
δυνατοτήτων (ευκαιριών)» (affordances). Με τον όρο αυτό, εννοούνται τα
χαρακτηριστικά ενός περιβάλλοντος που παρέχουν συγκεκριμένες δυνατότητες για
δράσεις και εμπειρίες. Οι προσφερόμενες δυνατότητες για δράση που ενυπάρχουν σε

64
έναν χώρο, γίνονται πάντοτε αντιληπτές σε σχέση με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά
του ατόμου. Για παράδειγμα, το τί «προσφέρει» ένα σχολείο ως δυνατότητα
παραγωγής ορισμένων δράσεων (καλή σχολική επίδοση, αθλητικές δραστηριότητες,
κ.ά) εξαρτάται, πρωταρχικά, από τα χαρακτηριστικά του σχολείου (υποδομές,
εγκαταστάσεις, εκπαιδευτικό προσωπικό, κοκ). Όμως δεν θα πρέπει να παραβλέπεται
ο ρόλος των αντιλήψεων των ατόμων για το τί παρέχουν τα χαρακτηριστικά αυτά,
διότι μέσω της αντίληψης αυτά τα χαρακτηριστικά «μετατρέπονται» σε κίνητρα
δράσης (Rubinstein 1993: 279).

Τα συσσωρευτικά αποτελέσματα της διαβίωσης στις διαχωρισμένες φτωχές γειτονιές


στο Σικάγο που μελέτησε ο Wilson είναι προϊόντα κοινωνικών δομών (έλλειψη
θέσεων εργασίας στην γειτονιά, κοκ), αλλά και πολιτισμικών διεργασιών, που
αφορούν την παρατεταμένη έκθεση σε συγκεκριμένους τρόπους ζωής που προέρχεται
από τον έντονο κοινωνικό διαχωρισμό μέσα στον χώρο της πόλης.

Αν και το πολιτισμικό πλαίσιο διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στις μειωμένες


βιοτικές ευκαιρίες των ατόμων του αφροαμερικάνου γκέτο, υπάρχουν σαφείς
ενδείξεις ότι, σε τελική ανάλυση, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες οφείλουν
να αποτελούν το υπόβαθρο της έρευνας για την επίδραση της γειτονιάς, αφού αυτές
παρέχουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα διάφορα πολιτισμικά
πρότυπα (Wilson 2010: 216, Byrne 1995: 100). Ο όρος «σε τελική ανάλυση», δεν
υποδηλώνει απαραίτητα κάποια αιτιακή προτεραιότητα του κοινωνικού ως προς το
πολιτισμικό. Ούτε ενθαρρύνει τη μελέτη των δύο επίπέδων ως πλήρως ανεξάρτητα,
καθότι το κοινωνικό και το πολιτισμικό επίπεδο βρίσκονται πάντα σε αλληλεπίδραση
και αποτελούν από κοινού το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο δρά το άτομο
(Byrne 1995: 100). Απλώς, υπενυθμίζει ότι το πολιτισμικό, ως επίπεδο ανάλυσης,
προκύπτει από το κοινωνικό και κατά συνέπεια αποτελεί ένα δαφορετικό επίπεδο
ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας (Lau 2004: 373).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση της έννοιας της κουλτούρας στο έργο του Bourdieu
και συγκεκριμένα, ο όρος «πολιτισμικό κεφάλαιο27», οποίος έχει συνδεθεί στενά με

27
Εκτός από το πολιτισμικό κεφάλαιο, ο Bourdieu ορίζει άλλους δύο βασικούς τύπους κεφαλαίου
(Wacquant 1987: 67):
1. το οικονομικό κεφάλαιο, το οποίο αφορά το εισόδημα καθώς και τις διάφορες μορφές
ιδιοκτησίας (γη, επιχειρήσεις, παραγωγικός εξοπλισμός, κ.ά) που σχετίζονται με την
απόκτηση εισοδήματος.

65
το έργο του. Με τον όρο «κεφάλαιο», νοείται η συσσωρευμένη εργασία, είτε σε
πραγμοποιημένη (υλικά αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένου και του χρήματος) είτε
σε ενσώματη μορφή (διαθέσεις), η οποία αποτελεί ιδιωτική κατοχή, είτε από
μεμονωμένα άτομα είτε από ομάδες ατόμων (Bourdieu 2002: 280). Σε διάφορα
σημεία στο έργο του παρομοιάζει το κεφάλαιο με κοινωνική ενέργεια που καθορίζει
τι είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί, αναλόγα με το «μέγεθος» αυτής της ενέργειας
(Bourdieu 2000: 217). Για παράδειγμα, η αγορά ενός ακριβού αυτοκινήτου απαιτεί
την κατοχή μεγαλύτερου διαθέσιμου εισόδηματος (οικονομικό κεφάλαιο), (ή αλλιώς,
μεγαλύτερη ποσότητα κοινωνικής ενέργειας), από ότι η αγορά ενός φθηνού
αυτοκινήτου.

Εκτός από «ενέργεια», το κεφάλαιο για τον συγγραφέα, παρομοιάζεται και με δύναμη
(δυνατότητα) που εγγράφεται μέσα στην ίδια την αντικειμενικότητα των πραγμάτων,
έτσι ώστε δεν είναι όλα εξίσου δυνατά ή αδύνατα να συμβούν στα διάφορα άτομα ή
κοινωνικές ομάδες (για παράδειγμα, δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να αγοράσουν
ένα ακριβό αυτοκίνητο), τονίζοντας ότι η δομή της κατανομής των διαφόρων τύπων
κεφαλαίων σε μια δεδομένη στιγμή προσδιορίζει τη δομή του κοινωνικού κόσμου
(Bourdieu 2002: 281). O Bourdieu μεταχειρίζεται τη συσσώρευση κεφαλαίου από τα
άτομα ή τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, πρωτίστως ως πράξη που στοχεύει στην
απόκτηση κέρδους, είτε στην υλική (για παράδειγμα, εγχρήματη), είτε στη συμβολική
του μορφή (κοινωνικό γόητρο/ στάτους που μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση
υλικής μορφής κέρδους), ανεξάρτητα από την αξιολόγηση των εγγενών ιδιοτήτων
(αξία χρήσης28) των πραγμάτων που σχετίζονται με τους διάφορους τύπους

2. το κοινωνικό κεφάλαιο, το οποία αφορά τα δίκτυα των ατόμων. Η έννοια του κοινωνικού
κεφαλαίου θα μας απασχολήσει εκτενέστερα στην επόμενη ενότητα καθώς και στην
ανάλυση των εθνογραφικών δεδομένων
Σε διάφορα κείμενά του, κάνει λόγο και για πολιτικό κεφάλαιο, εννοώντας την συμμετοχή σε
κάποιο πολιτικό κόμμα (Bourdieu 1998a), ενώ ο Wacquant (2013) προσδιορίζει το κεφάλαιο ως
οποιοδήποτε πόρο (με την ευρεία έννοια) ή διάθεση, που λειτουργεί ως μια ιδιότητα διάκρισης
(ενσώματη ή πραγμοποιημένη), κάνοντας λόγο για σωματικό κεφάλαιο (δηλαδή το βαθμό ευρωστίας
του σώματος). Συνεπώς, ο όρος δεν πρέπει να χρησιμοποιείται περιοριστικά, μόνο για τις τρεις
προαναφερθείσες κατηγορίες. Διάφοροι τύποι κεφαλαίων κατά τον Wacquant (στο ίδιο) επηρεάζουν
τις βιοτικές ευκαιρίες ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής αμάδας.
28
Η αξιολόγηση αγαθών (για παράδειγμα ταινιών, τροφών, βιβλίων, γεωγραφικών περιοχών, τίτλων
σπουδών, κατοικιών, κ.ά) με βάση την αξία χρήσης τους, αφορά την αξιολόγηση που συντελείται με
κριτήριο τις ιδιότητες των ίδιων των πραγμάτων (όπως για παράδειγμα, η διατροφική ποιότητα ενός
φαγητού ή η «ποιότητα» των ιδεών που παρέχει ένα βιβλιο) και ενδέχεται να έχει συναισθηματικό
χαρακτήρα (Skeggs 2005: 89, Sayer 1999b: 409). Αντίθετα, η αξιολόγηση με βάση την αξία
ανταλλαγής, αφορά την αξιολόγηση που συντελείται με γνώμονα την ποσότητα των χρημάτων με την
οποία «ισοδυναμούν» τα διάφορα πράγματα ή με βάση τα συμβολικά οφέλη (κοινωνικό στάτους) που
παρέχουν στους/ στις κατόχους τους (Sayer 1999b: 409). Ο Sayer (1999b: 421) υποστηρίζει ότι αν και

66
κεφαλαίων (Sayer 2005: 108). Η δομή της κατανομής των διαφορετικών τύπων (και
υπο-τύπων) κεφαλαίου σε μια δεδομένη στιγμή αντιπροσωπεύει την ενυπάρχουσα
δομή του κοινωνικού κόσμου (Bourdieu 2002: 280).

Το πολιτισμικό κεφάλαιο μπορεί να υπάρξει με τρεις μορφές (Bourdieu 2002: 282-


286):

 η ενσώματη μορφή, όπου ο όρος «ενσώματη» αναφέρεται στις διαθέσεις του


νού και του σώματος του ατόμου (Bourdieu 2002: 282). Συγκεκριμένα, το
ενσώματο πολτισμικό κεφάλαιο, σχετίζεται με τον ορισμό της κουλτούρας
όπως ορίστηκε παραπάνω, με την διαφορά ότι ο συγγραφέας, δεν αναφέρεται
στο συνολικό τρόπο ζωής, αλλά σε ορισμένα στοιχεία αυτού που αφορούν το
επίπεδο «καλλιέργειας» όπως η κατοχή γνώσεων των ατόμων (ή κοινωνικών
ομάδων) επάνω σε τομείς που σχετίζονται με αυτή (διάφορα είδη τέχνης,
πολιτική, ιστορία, επιστήμες, ξένες γλώσσες κ.ά), οι γλωσσικές δεξιότητες
που αποτυπώνονται μέσω της προφοράς και του τρόπου χρήσης της γλώσσας
(όπως στην περίπτωση του γλωσσικού ιδιώματος) καθώς και οι διάφορες
νοητικές δεξιότητες που αποτυπώνονται στον τρόπο σκέψης (θεωρητική
σκέψη, εμπειρική σκέψη, κοκ) (Bourdieu 2002: 282-283, Atkinson 2010a:
46). Οι παραπάνω διαθέσεις αντανακλούν σε διάφορους βαθμούς,
διαφορετικές κοινωνικές τάξεις (Bourdieu 1984). Το ενσώματο πολιτισμικό
κεφάλαιο, μπορεί να αποκτηθεί, ανάλογα με την περίοδο και την κοινωνική
τάξη του ατόμου χωρίς την αναγκαία συμμετοχή συναισθημάτων στην
απόκτησή του, ενώ ταυτόχρονα, φανερώνει, με λιγότερη ή περισσότερη
«ευκρίνεια», την μορφή των κοινωνικών συνθηκών στις οποίες αποκτήθηκε
(Bourdieu 2002: 284).

 η πραγμοποιημένη/ αντικειμενοποιημένη μορφή, δηλαδή με την μορφή των


πραγμάτων που κατέχει ένα άτομο ή μια κοινωνική ομάδα, των οποίων η

οι δύο αυτές μορφές αξίας δεν είναι (με γενικούς όρους) ανεξάρτητες μεταξύ τους, εντούτοις οι
αξιολογήσεις που σχετίζονται με αυτές δεν πρέπει να συγχέονται. Το να θέλει κανείς/ καμμιά να
σπουδάσει έχοντας ως κίνητρο το ότι ο πανεπιστημιακός τίτλος θα του/ της προσφέρει χρήματα ή
γόητρο δεν είναι το ίδιο με το να θέλει κάποιος/ κάποια να σπουδάσει επειδή αξιολογεί την
ακαδημαϊκή παιδεία ως κάτι σημαντικό καθ’ εαυτό, ανεξάρτητα από τα οικονομικά ή συμβολικά
οφέλη που ενδεχομένως παρέχει. Στην πρώτη περίπτωση, το άτομο αξιολογεί την εκπαίδευση με βάση
την αξία ανταλλαγής της, λαμβάνοντας υπόψη ιδιότητες που δεν είναι εγγενείς στο αγαθό της παιδείας,
ενώ στη δεύτερη, η αξιολόγηση της εκπαίδευσης γίνεται με μη- ανταλλακτικούς όρους, που μπορεί να
εμπεριέχουν και μία συναισθηματική διάσταση, όπως το συναίσθημα της ευχαρίστησης μετά από την
κατανόηση ενός φαινομένου ή μιας μεθόδου (Sayer 2005: 108).

67
απόκτηση και χρήση, αποτυπώνεται στο ενσώματο πολιτισμικό κεφάλαιο
(όπως για παράδειγμα πίνακες ζωγραφικής, βιβλία, δίσκοι μουσικής, μουσικά
όργανα, κοκ) (Bourdieu 2002: 283).

 η θεσμοποιημένη μορφή, που αποτελεί μια μορφή πραγμοποιημένου


πολιτισμικού κεφαλαίου που πρέπει να διαχωριστεί, λόγω του ότι αφορά τα
επίσημα εκπαιδευτικά προσόντα του ατόμου, όπως πανεπιστημιακοί τίτλοι,
διπλώματα, απολυτήριο Λυκείου, κοκ. Αυτή η μορφή πολιτισμικού κεφαλαίου
είναι εν δυνάμει ή εν ενεργεία μετατρέψιμη29 σε οικονομικό κεφάλαιο
(εισόδημα) καθώς και το αντίστροφο, διότι ένας πανεπιστημιακός τίτλος,
προσφέρει ευκαιρίες για την απόκτηση εργασίας σε υψηλά αμειβόμενη
εργασία ενώ ταυτόχρονα, το υψηλό οικονομικό κεφάλαιο της οικογένειας του
ατόμου, παρέχει την δυνατότητα απόκτησης πανεπιστημιακού τίτλου σε ένα
πανεπιστήμιο με υψηλό κόστος φοίτησης (Atkinson 2010a: 47).

Ο ορισμός του Bourdieu για το πολιτισμικό κεφάλαιο έχει δομικό χαρακτήρα και
κρίνεται χρήσιμος ως μεθοδολογικό εργαλείο, τόσο από πλευράς ποιοτικής όσο και
ποσοτικής έρευνας, για τη μελέτη της αποστέρησης και του κοινωνικού αποκλεισμού,
όπου η εκπαίδευση αποτελεί σημαντική διάσταση. Ταυτόχρονα, εκτός από την
«υλική» μορφή (τίτλοι, πτυχία, κτλ), ο συγγραφέας υπενθυμίζει και την ενσώματη
διάσταση που υπάρχει μέσα στο πολιτισμικό κεφάλαιο και η οποία έχει άμεση σχέση
με την «ποιοτική» αξιολόγηση των ατόμων/ ομάδων μέσα στους κόλπους μιας
κοινωνίας. Όσον αφορά την ενσώματη και συγκεκριμένα, τη γλωσσική μορφή του
πολιτισμικού κεφαλαίου, ο συγγραφέας τονίζει τη σπουδαιότητα του γεωγραφικού
χώρου ως παράγοντα διαμόρφωσής της, υπενθυμίζοντας ότι σε αρκετές περιπτώσεις,
οι διάφορετικές προφορές και γλωσσικά ιδιώματα έχουν χωρική προέλευση.

Δεν προκαλεί βέβαια έκπληξη, το γεγονός ότι τα άτομα με χαμηλή εκπαίδευση,


στιγματίζονται κοινωνικά ως «κατώτεροι», με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η
κοινωνική πορεία της ζωής τους. Όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι οι συμβολισμοί
αυτοί (οι οποίοι δεν αφορούν μόνο μεμονωμένα άτομα, αλλά και ομάδες ατόμων-

29
Μία από τις ιδιότητες των διαφόρων μορφών κεφαλαίου (οικονομικό, πολιτισμικό, κοινωνικό) κατά
τον Bourdieu (2002), είναι η δυνατότητα μετατροπής τους, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, από
την μια μορφή στην άλλη, σε παρόμοιες «ποσότητες». Το υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο μπορεί να
αποδώσει υψηλό οικονομικό κεφάλαιο ενώ το χαμηλό πολιτισμικό κεφάλαιο συνήθως εκφράζεται με
όρους αγοράς εργασίας σε χαμηλό οικονομικό κεφάλαιο (Bourdieu 1984).

68
συλλογικότητες με γεωγραφικούς προσδιορισμούς) λειτουργούν με όρους κυκλικής
αιτιότητας30 ως προς τις βιοτικές ευκαιρίες των ατόμων και τον κοινωνικό τους
αποκλεισμό, όπως για παράδειγμα οι φτωχοί κάτοικοι υποβαθμισμένων συνοικιών
στο Λονδίνο, οι οποίοι στον καθημερινό δημόσιο λόγο, παρουσιάζονται ως
«αδιάφοροι» απέναντι στην εκπαίδευση. Το γεγονός αυτό, επηρεάζει τον τρόπο
διδασκαλίας από την μεριά των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα στους μαθητές των
σχολείων των σχετικών περιοχών να παρέχεται «χαμηλότερης» ποιότητας
διδασκαλία από ότι στα σχολεία περιοχών της μεσαίας τάξης, γεγονός που συμβάλλει
στο χαμηλό ποσοστό εισαγωγής των παιδιών αυτών σε ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα (Archer & Yamashita 2003).

Μετά την παρουσίαση των κοινωνιολογικών/ ανθρωπολογικών εννοιών της


«κοινωνικής δομής» και του «πολιτισμού» είναι απαραίτητη, όπως ειπώθηκε, η
προσπάθεια νοηματικής σύλληψης του γεωγραφικού χώρου. Το παρακάτω διάγραμμα
αναδεικνύει τις δύο βασικές αντιλήψεις για το τί είναι και πώς συγκροτείται ο
γεωγραφικός χώρος. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι παρακάτω αντιλήψεις, δεν
περιορίζονται μόνο στο ζήτημα του προσδιορισμού του γεωγραφικού χώρου, αλλά
αφορούν το σύνολο των οντοτήτων του κοινωνικού και φυσικού κόσμου.

Διάγραμμα 2.2.1: Oυσιοκρατικός (αριστερά) και σχεσιακός (δεξιά) γεωγραφικός


χώρος

Πηγή: Dainton 2010: 2, Ίδια επεξεργασία

Υπάρχουν δύο αντίθετες απόψεις σχετικά με το (οντολογικό) ερώτημα του τί είναι ο


γεωγραφικός χώρος, οι οποίες υπάγονται στην ουσιοκρατική και στην σχεσιακή
άποψη της πραγματικότητας. Η ουσιοκρατική άποψη υποστηρίζει ότι ο κόσμος
αποτελείται από ανεξάρτητα υλικά αντικείμενα και οντότητες, που κατέχουν

30
Κυκλική αιτιότητα ανάμεσα σε δύο γεγονότα Ακαι Β, νοείται η σχέση κατά την οποία το Β αποτελεί
το αιτιατό και ταυτόχρονα το αίτιο του Α ή το αντίστροφο (Castellani et al., 2015: 3).

69
συγκεκριμένες ιδιότητες και ότι ο γεωγραφικός χώρος (καθώς και ο χρόνος) αποτελεί
ένα από αυτά. Συγκεκριμένα ο γεωγραφικός χώρος λειτουργεί ως «δοχείο» που
μεταφέρει υποκείμενα και αντικείμενα (ανθρώπους, ζώα, κτίρια κοκ). Η σχεσιακή
άποψη, αντίθετα, αρνείται την ύπαρξη του γεωγραφικού χώρου ως αυτόνομη
οντότητα. Κατ’ αυτήν ο κόσμος αποτελείται από υλικά αντικείμενα (και υποκείμενα)
καθώς και σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων αυτών (χωροχρονικές, κοινωνικές,
συναισθηματικές, γλωσσικές, κ.ά). Λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη σχέσεων μεταξύ
των διαφόρων οντοτήτων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο γεωγραφικός χώρος (αλλά
και ο χρόνος) δεν είναι αυτόνομη οντότητα, αλλά διαμορφώνεται από τις χωρικές
σχέσεις αυτών (Dainton 2010: 3, Murdoch 2006: 21-22) και για αυτόν τον λόγο τα
όρια του γεωγραφικού χώρου στην σχεσιακή αντίληψη του διαγράμματος 2.2.1,
σχεδιάστηκαν με διακεκομμένες γραμμές, για να τονισθεί πως δεν υπάρχει αυτόνομα
όπως ο «γκρίζος» χώρος στην ουσιοκρατική αντίληψη του ίδιου διαγράμματος, αλλά
καθορίζεται από τις συνολικές, χωρικές σχέσεις των πραγμάτων και υποκειμένων
που βρίσκονται σε αυτόν.

Για τον Murdoch (2006: 20) ο ουσιοκρατικός χώρος αποτελεί μια απλοποίηση του
σχεσιακού χώρου, αφού αφαιρούνται από αυτόν οι οχέσεις μεταξύ των κοινωνικών
και φυσικών αντικειμένων και υποκειμένων. Κατά συνέπεια, ο χώρος μετατρέπεται
απλώς σε ένα άθροισμα οντοτήτων ενώ στην πραγματικότητα ο χώρος είναι κάτι
περισσότερο από το άθροισμα των οντοτήτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν, διότι
μέσα στον χώρο περιλαμβάνονται και οι ίδιες οι σχέσεις μεταξύ τους (Murdoch
2006: 22)

Στην σχεσιακή αντίληψη, ο γεωγραφικός χώρος δεν είναι σταθερός όπως στην
ουσιοκρατική αλλά μεταβάλλεται μέσα στον χρόνο, ανάλογα με την μορφή που
παίρνουν κάθε στιγμή οι χωρικές των οντοτήτων. Ο γεωγραφικός χώρος και οι τόποι
που βρίσκονται μέσα σε αυτόν, δηλαδή οι θέσεις των οντοτήτων, δεν αποτελούν
πάγιες μονιμότητες, αλλά ανακατασκευάζονται διαρκώς. Συνεπώς, ο γεωγραφικός
χώρος, είναι ένα ανοικτό σύστημα, αφού μαζί με τις διαρκώς νέες πολλαπλές σχέσεις,
δημιουργούνται νέα χωρικά σύνορα και νέες χωρικές θέσεις (Murdoch, 2006: 21-22).
Η παραπάνω προσέγγιση διακρίνεται στην εργασία της Pattillo (2003) όπου για τους
κατοίκους του μαύρου γκέτο του Σικάγου, τα όρια της γειτονιάς τους είναι

70
διευρυμένα σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, κάτι που σχετίζεται με τη γεωγραφική
διάχυση των αφρο-αμερικάνων από την δεκαετία του 1980.

Όπως έχει γίνει κατανοητό, οι παραπάνω αντιλήψεις δεν αφορούν μόνο το


γεωγραφικό χώρο, αλλά το σύνολο των πραγμάτων και εννοιών που βρίσκονται στον
κοινωνικό και φυσικό κόσμο και αναπαριστώνται σε θεωρητικά ή μαθηματικά
μοντέλα. Για την ουσιοκρατική αντίληψη, ο κόσμος αποτελείται από ένα
προσδιορισμένο σύνολο διακριτών πραγμάτων. Εάν δεχόμαστε αυτήν την οντολογική
θέση, ταυτόχρονα δεχόμαστε ότι οι σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων πρέπει να είναι
εξωτερικές. Για την σχεσιακή αντίληψη, ο κόσμος συγκροτεί μια συνέχεια μέσα
στην οποία, τα διάφορα αντικείμενα δεν μπορούν να υπάρξουν χωριστά το ένα από το
άλλο ή μεμονωμένα αλλά αντ’ αυτού τα διαπερνά κάποια σχέση.

Από αυτό προκύπτει ότι οι ορισμένες σχέσεις πρέπει να είναι εσωτερικές (δηλαδή
αναγκαίες) και ότι τα «αντικείμενα» δεν είναι ανεξάρτητα, αλλά συγκροτούν
δεσμούς σχέσεων. Για παράδειγμα, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι ή η υποβαθμισμένη
γειτονιά, δεν είναι αυτόνομες οντότητες, αλλά προσδιορίζονται σε σχέση με τις
υπόλοιπες οντότητες του κοινωνικού κόσμου, όπως η ανώτερη τάξη, η μεσαία τάξη, η
εύπορη γειτονιά, η μεσαίας τάξης γειτονιά κοκ. όπου όλες οι παραπάνω έννοιες
συγκροτούν την κοινωνική ή/και χωρική ανισότητα (Byrne 2005a).

Συνδεδεμένοι με αυτές τις δύο οντολογικές θεωρήσεις, είναι και οι δύο παρακάτω
απολογισμοί της έννοιας της αλλαγής. Στην ουσιοκρατική αντίληψη, η αλλαγή
ανάγεται σε αλλαγή σε ποσότητα αμετάβλητων αντικειμένων και αποτελεί
θεμελιώδη αντίληψη του θετικισμού. Έτσι, αποκλείεται ή δεν μπορεί να κατανοηθεί
η ποιοτική διάσταση της αλλαγής. Στον αντίποδα, στη σχεσιακή αντίληψη, εφόσον ο
κόσμος αποτελείται από σχετιζόμενα αντικείμενα και υποκείμενα που
προσδιορίζονται από αυτές τις σχέσεις (για παράδειγμα, η ανώτερη τάξη, η μεσαία
τάξη και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, δεν μπορούν να προσδιοριστούν αυτόνομα,
αλλά μόνο η μια σε σχέση με τις άλλες) (Cassirer 1953: 36, Harvey 1996, Fuchs
2001: 16), η έννοια της αλλαγής πρέπει να είναι ουσιαστικά ποιοτική. Απαραίτητη
προϋπόθεση για την κατανόηση της ποιοτικής αλλαγής, είναι η ιστορική ανάλυση του
υπό μελέτη φαινομένου (Sayer 1985a: 43-44).

71
Η θεωρητική μας αποσαφήνιση για την επίδρασης της γειτονιάς, ξεκινά, κατά βάση,
από την διάκριση ανάμεσα στις δύο παραπάνω αντιλήψεων για το χώρο και την φύση
των πραγμάτων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διατύπωση της Massey (1984: 4-5) για το
τί είναι η επίδραση του χώρου:

«Τι σημαίνει ότι ο χώρος έχει επιδράσεις; Ένα πράγμα που δεν σημαίνει
είναι ότι ο χώρος καθεαυτός ή συγκεκριμένες χωρικές μορφές, ασκούν
επιδράσεις (…) Δεν είναι η χωρική μορφή καθεαυτή (ούτε η απόσταση,
ούτε η κίνηση) που έχει επιδράσεις, αλλά η χωρική μορφή ιδιαίτερων και
συγκεκριμένων κοινωνικών διαδικασιών και κοινωνικών
αλληλεπιδράσεων».

Διακρίνει κανείς ξεκάθαρα τη σχεσιακή οπτική που δίνει η Massey για την επίδραση
της γειτονιάς. Βέβαια, το πρόβλημα στην κοινωνιολογική σκέψη είναι ότι ο
γεωγραφικός χώρος δεν είναι αντικείμενο προβληματισμού. Αρκετοί κοινωνιολόγοι
αγνοούν τις παραπάνω διακρίσεις, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Ενώ
θεωρούν ότι ο χώρος είναι σχεσιακός υπό την έννοια ότι περιέχει κοινωνικές σχέσεις
(που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν) και διαμορφώνεται από αυτές, ταυτόχρονα
θεωρείται και υποστασιακός, με την έννοια ότι ασκεί ανεξάρτητη επιρροή επάνω στις
παρούσες κοινωνικές σχέσεις. Το αποτέλεσμα είναι ο χώρος να εμφανίζεται ως
ανεξάρτητη επιρροή στις κοινωνικές σχέσεις και η επιρροή του μπορεί να επιλεγεί
ξεχωριστά από τις άλλες (ανεξάρτητες) επιρροές. Αλλά εάν ο γεωγραφικός χώρος
προσδιορισθεί με σχεσιακούς όρους, δεν μπορεί ποτέ να έχει ανεξάρτητη επίδραση
στις κοινωνικές σχέσεις και καθημερινές αλληλεπιδράσεις 31. Κάθε κοινωνική σχέση
ενσωματώνεται στον χώρο και δημιουργεί έναν σχεσιακό χώρο. «Κάθε τύπος
κοινωνικής σχέσης έχει την δική του γεωγραφία» (Kesteloot, Loopmans & De Decker
2009: 132).

Για την περαιτέρω διευκρίνηση των παραπάνω εννοιών (εσωτερική σχέση, ποιοτική
αλλαγή, κοινωνική δομή), απαιτείται και μια εισαγωγή στην κοινωνική θεωρία (και
τη σχέση της με τον γεωγραφικό χώρο), καθότι ο προβληματισμός για την σχέση

31
Η αντίληψη ότι ο χώρος έχει ανεξάρτητη επίδραση επάνω στις ευρύτερες κοινωνικές και φυσικές
σχέσεις χαρακτηρίζεται και ως χωρικός φετιχισμός, ως η απόδοση στον «καθαρό» φυσικό χώρο,
ιδιοτήτων οι οποίες προκύπτουν στην πραγματικότητα από τις σχέσεις των «συστατικών» του (Sayer
1985b: 53).

72
δομής και υποκειμένου, είναι στενά συνδεδεμένος με τον προβληματισμό για το εάν
και κατά πόσο ο τόπος κατοικίας επηρεάζει την συμπεριφορά και την κοινωνική
εξέλιξη ενός ατόμου. Η κοινωνική θεωρία, βοηθά τον ερευνητή στην απόδοση μιας
συγκροτημένης ερμηνείας της σχέσης ανάμεσα στη δομή και το υποκείμενο, ενώ
ταυτόχρονα καθοδηγεί και τη μεθοδολογία της έρευνας την οποία ασκεί. Χωρίς
θεωρητικό υπόβαθρο και αναστοχασμό, η έρευνα χάνει την οποιαδήποτε
επιστημονική «πιστοποίηση» καθώς και εγκυρότητα, όσον αφορά τα ευρήματά της.
Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που θα παρουσιαστούν, οι λογικές που πρεσβέυουν
καθώς και η ορολογία που χρησιμοποιούν, επηρέασαν τον τρόπο προσέγγισης της
έρευνας για την επίδραση της γειτονιάς και τη χωρική ανισότητα στην Αθήνα, τόσο
στο ποσοτικό όσο και στο ποιοτικό της μέρος. Η επισκόπηση θα ξεκινήσει από την
θεωρία της δομοποίησης.

Η θεωρία της δομοποίησης [structuration] του Giddens, αντιλαμβάνεται τις δομές ως


τους κανόνες και πόρους (υλικούς και πνευματικούς) που ενσωματώνονται (μέσω
της επανάληψης των δράσεων του ατόμου) στους διάφορους θεσμούς, όπως η
οικονομιά, η εκπαίδευση, κοκ. Οι κανόνες αφορούν τη συγκρότηση του νοήματος της
ανθρώπινης δράσης (Giddens 1984). Ως δομικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα δεν
μπορούν να γίνουν αντιληπτά ξεχωριστά από τους πόρους. Οι πόροι είναι τα μέσα,
μέσω των οποίων ασκείται η κοινωνική δύναμη, ως κοινότυπο στοιχείο της ανάδειξης
της σημασίας της συμπεριφοράς στην κοινωνική αναπαραγωγή (Giddens 1984: 16).

Η θεωρία της δομοποίησης αναφέρεται στη δυναμική διαδικασία με την οποία οι


δομές δημιουργούνται και αναπαράγονται μέσω των κοινωνικών πρακτικών. Οι
πρακτικές αναπαράγουν τις δομές και με τη σειρά τους οι δομές αναπαράγουν τις
πρακτικές ενώ ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι πάντα υπάρχει η δυνατότητα
μετασχηματισμού της δομής. Για τον Giddens (1984), τα κοινωνικά συστήματα,
φανερώνονται εμπειρικά ως συστηματοποιημένα πρότυπα καθημερινής
αλληλεπίδρασης, τα είναι αποτέλεσμα κανόνων και πόρων, οπότε το σύστημα και η
δομή είναι δύο διαφορετικές έννοιες για τη θεωρία της δομοποίησης. Οι δομές
αποτελούνται από κανόνες και πόρους που υπάρχουν έξω και πέρα από
συγκεκριμένους χώρους και χρόνους ενώ τα κοινωνικά συστήματα, ως σύνολα
διαδράσεων, αφορούν συγκεκριμένες πρακτικές των υποκειμένων όπως αυτές
ξετυλίγονται μέσα στο χρόνο και στο χώρο (Mouzelis 1989: 614).

73
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα του χώρου στη θεωρία της δομοποίησης.
Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας αναφέρεται, όχι στον αφηρημένο, γεωμετρικό χώρο,
αλλά στον τόπο (locale), ο οποίος αποτελεί μια φυσική περιοχή, με καθορισμένα
όρια, η οποία αποτελεί τμήμα του πλαισίου της καθημερινής διάδρασης/
αλληλεπίδρασης (Giddens 1984: 315). Το πλαίσιο αυτό δεν είναι απλώς μια χωρική
παράμετρος, ένα υλικό περιβάλλον, στο οποία εμφανίζεται η καθημερινή
αλληλεπίδραση, αλλά είναι αυτό το στοιχείο που ενεργοποιεί την αλληλεπίδραση
στην συγκεκριμένη της μορφή και κατά συνέπεια αποτελεί ενεργό τμήμα της
(Giddens 1979: 206). Κατά συνέπεια, ο τόπος για τον συγγραφέα δεν αποτελεί ένα
παθητικό «δοχείο» που μεταφέρει την καθημερινή ζωή, αλλά αντίθετα αποτελεί
ενεργό συστατικό της.

Επιπλέον, όσον αφορά τον τόπο, ο συγγραφέας αναφέρεται στην περιφερειοποίηση


[regionalisation] ως βασικό χαρακτηριστικό κάθε τόπου, με την οποία γίνεται
αναφορά στο διαχωρισμό του χώρου (και του χρόνου) στο εσωτερικό ενός τόπου, σε
λειτουργικές ζώνες, οι οποίες συνδέονται με συγκεκριμένες κοινότυπες κοινωνικές
πρακτικές. Για παράδειγμα, μία κατοικία είναι ένας τόπος (locale) που ταυτόχρονα
αποτελεί σταθμό για ένα σύνολο διαδράσεων κατά τη διάρκεια μιας ημέρας. Οι
ανθρώπινες κατοικίες όμως ως τόποι περιφερειοποιούνται σε πατώματα, διαδρόμους
και δωμάτια. Τα διάφορα δωμάτια είναι λειτουργικά χωρισμένα σε ζώνες ανάλογα το
χρόνο και τις διάφορες πρακτικές που λαμβάνουν χώρα κατά την διάρκειά του, όπως
για παράδειγμα οι κρεβατοκάμαρες, όπου σε αυτές τα άτομα ξεκουράζονται τη νύχτα,
ή η κουζίνα όπου τα άτομα γευματίζουν νύχτα (Giddens 1984: 119). Αντίστοιχα,
μπορεί κανείς να αναλογιστεί πως κάθε γειτονιά, κάθε τόπος κατοικίας, χωρίζεται με
την σειρά σε διάφορους μικρο-τόπους που καθορίζονται και καθορίζουν τις
καθημερινές πρακτικές όπως για παράδειγμα το σχολείο της γειτονιάς, το πάρκο, το
αναψυκτήριο, κτλ.

Μέσω της περιφερειοποίησης των τόπων, ο Giddens εισάγει μια σχεσιακή σύλληψη
του χώρου. Αυτή η σχεσιακή έννοια του χώρου ως συγκείμενο (context), είναι το
κλειδί για την σύνδεση μίκρο και μάκρο κοινωνιολογικών αναλύσεων, δεδομένου ότι
ο τόπος ως συγκείμενο, συνδέει τμήματα καθημερινών διαδράσεων με πολύ
ευρύτερες ιδιότητες της συγκρότησης της κοινωνικής ζωής (Giddens 1984: 118-119).
Για παράδειγμα, ο τόπος ενός εμπορικού κέντρου σε μια πόλη αποτελεί κομμάτι

74
ευρύτερων θεσμών, όπως της κατανάλωσης και της οικονομίας. Γενικότερα, ο τόπος
στην σκέψη του Giddens θεωρείται ως οποιοσδήποτε γεωμετρικός χώρος που
εσωκλείει τις ανθρώπινες εμπειρίες, τις καθημερινές δράσεις και πρακτικές καθώς και
το νόημα που προκύπτει από αυτές. Η καθημερινή αλληλεπίδραση και πρακτική των
ανθρώπων αποτελούν το πλαίσιο που μετασχηματίζεται ο «φυσικός», γεωμετρικός
χώρος σε βιωματικό χώρο (Seamon 2013: 150-151).

Συμπερασματικά, η σχεσιακή αντίληψη για τον χώρο στη θεωρία της δομοποίησης
αφορά τους διάφορους τόπους ως το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα η καθημερινή
αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης κατά συνέπεια,
γίνεται και η δόμηση της πορείας της ζωής τους, αφού μέσα στους διάφορους τόπους
δομούνται οι εμπειρίες και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ατόμων. Η παραπάνω
θεωρία, κατά συνέπεια, μας υπενθυμίζει ότι αυτή η καθημερινή αλληλεπίδραση δεν
συντελείται στο κεφάλι μιας καρφίτσας, αλλά εντός και διαμέσου των διάφορων
τόπων, από τους οποίους το άτομο διέρχεται καθημερινά. Επίσης, η καθημερινή
αλληλεπίδραση των ατόμων τίθεται ως βασικός σκοπός έρευνας, καθόσον η
ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι ποτέ απλώς μια αντανάκλαση της
«αντικειμενικής» κοινωνικής δομής (ή των δομών) όπου βρίσκεται το άτομο, αλλά
διαμορφώνεται από τις καθημερινές, πρόσωπο με πρόσωπο, αλληλεπιδράσεις μεταξύ
ατόμων ή μεταξύ ατόμων με το περιβάλλον τους (Thrift 1996: 78, 81).

Περισσότερο όμως περιεκτική και με μεγαλύτερο βάθος ανάλυση, όσον αφορά την
έννοια της δομής του υποκειμένου αλλά και του χώρου, είναι η διατύπωση που
προέρχεται από την επιστημονική θεώρηση του κριτικού ρεαλισμού, η οποία έχει
επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την παρούσα εργασία σε θεωρητικό και
μεθοδολογικό επίπεδο. Οι βασικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος είναι ο Bhaskar,
ο Sayer, ο Porpora, ο Elder-Vass και η Archer χωρίς όμως να ταυτίζονται απόλυτα οι
θεωρητικές τους διατυπώσεις. Ο κριτικός ρεαλισμός είναι μια φιλοσοφία των
κοινωνικών και θετικών επιστημών, όχι μια κοινωνική θεωρία, όπως είναι ο
μαρξισμός ή η θεωρία της δομοποίησης του Giddens. Όπως οποιοδήποτε άλλο
φιλοσοφικό ρεύμα, ενώ περιλαμβάνει συστάσεις για το πώς πρέπει να σκεφτούμε και
να προσεγγίσουμε τα διάφορα επιστημονικά θέματα, οι συστάσεις αυτές γίνονται με
πολύ γενικούς όρους (Sayer 2004a: 15).

75
Εισαγωγικά, οι κύριες αρχές του κριτικού ρεαλισμού που είναι σημαντικές για την
κοινωνική επιστήμη είναι η επανεγκαθίδρυση μιας ρεαλιστικής άποψης της ύπαρξης
(το «είναι» των πραγμάτων), σε οντολογικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα αποδέχεται,
μέχρι ενός σημείου, το σχετικισμό της γνώσης ως κοινωνικά και ιστορικά
διαμορφωμένη σε επιστημολογικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, ο επιστημονικός
«οδηγός» ανάλυσης περιλαμβάνει (Bhaskar 1994:109):

1. Οντολογικά, την ύπαρξη δομών, μηχανισμών, γεγονότων και εμπειριών. Οι


διάφορες οντότητες (αντικείμενα, άτομα, ομάδες/ τάξεις) και δομές
εσωκλείουν αιτιώδεις δυνάμεις (causal powers) (ή αλλιώς, τάσεις,
δυνατότητες) και μηχανισμούς (mechanisms) η αλληλεπίδραση των οποίων
οδηγεί στην παρουσία (ή απουσία) συγκεκριμένων γεγονότων. Αυτές οι
δομές μπορούν να είναι φυσικές, κοινωνικές καθώς και πολιτισμικές, ενώ
ενδέχεται να μην είναι παρατηρήσιμες, εκτός από την περίπτωση όπoυ γίνουν
αντιληπτά τα αποτελέσματά τους, δηλαδή τα γεγονότα που παράγουν. Τα
γεγονότα που θα παρατηρηθούν ή βιωθούν αποτελούν κομμάτι των εμπειριών
των ατόμων.

2. Επιστημολογικά, την αποδοχή ότι η γνώση δεν είναι ποτέ οριστικοποιημένη,


ούτε και ιστορικά και πολιτισμικά ανεξάρτητη αφού δεν υπάρχει ανεξάρτητη
σχέση ανάμεσα στον παρατηρητή και στην πρόσβασή που έχει στον
κοινωνικό κόσμο που μελετά, δεδομένου ότι και ο ίδιος αποτελεί κομμάτι
αυτού του κόσμου και έχει επηρεαστεί πολιτισμικά από αυτόν, χωρίς όμως
αυτό να καθιστά όλες τις θεωρίες ή τις πεποιθήσεις εξίσου έγκυρες.
Επιπρόσθετα, ο (/ η) ερευνητής (-τρια) θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι η
φύση του κόσμου δεν εξαρτάται απαραίτητα από τις έννοιες και τη θεωρία
που χρησιμοποιεί και, κατά συνέπεια, ο κόσμος δεν αλλάζει απλώς με την
αλλαγή των εννοιών που προσδίδει σε αυτόν. Άλλωστε, εάν ο κόσμος έκανε
την εμφάνισή του στον (/ στην) ερευνητή (-τρια) πάντα με τον αναμενόμενο
τρόπο που καθορίζεται από την σκέψη του (/ της), δηλαδή από τις έννοιες και
τα θεωρητικά εργαλεία που χρησιμοποιεί, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να
πιστεύει κανείς σε μια εξωτερική πραγματικότητα, αλλά ούτε και να την
μελετά (Sayer 1993).

76
3. Μεθοδολογικά, την άποψη ότι η επιστήμη δεν πρέπει να υπηρετεί την ανάγκη
ανακάλυψης καθολικών νόμων, την πρόβλεψη των γεγονότων ή την απλή
περιγραφή των εννοιών και των πεποιθήσεων που υπάρχουν στον κοινωνικό
κόσμο. Αντίθετα, πρέπει να ενδιαφέρεται κυρίως για την εξήγηση, την
κατανόηση και την ερμηνεία του κοινωνικού κόσμου. Η έρευνα ξεκινά από
κάποιο φαινόμενο/ γεγονός (ή την απουσία του) που έχει παρατηρηθεί και
επιχειρεί να καταλήξει διεξοδικά στη ύπαρξη κάποιου ελλοχεύοντος
μηχανισμού (ή μηχανισμών) που, εφόσον υπάρχει(-ουν), θα παράγει/(-ουν)
αιτιακά το φαινόμενο. Η ανακάλυψη των μηχανισμών δεν έχει μόνο
επιστημονικές (με την αυστηρή έννοια του όρου) αλλά και κοινωνικές
διαστάσεις. Άλλωστε οι κοινωνικές επιστήμες, είναι εγγενώς
μετασχηματιστικές έτσι ώστε, για παράδειγμα, μια κατανόηση των αιτιών,
που μπορεί να αποτελούν κοινωνικά ανεπιθύμητες καταστάσεις, μπορεί να
οδηγήσει στις προσπάθειες να αφαιρεθούν αυτές οι αιτίες.

Αναλυτικότερα, για τον κριτικό ρεαλισμό, η πραγματικότητα, συγκροτείται από τρία


αλληλοεπικαλυπτόμενα επίπεδα, το εμπερικό, το ενεργό και το πραγματικό. Το
εμπειρικό επίπεδο περιλαμβάνει όλα εκείνα τα γεγονότα (ανθρώπινες παρουσίες,
αντικείμενα, πρακτικές, χώροι, πρόσωπα, εικόνες, κ.ά.) που συγκροτούν τον τομέα
της εμπειρίας, δηλαδή τα αντιληπτά πράγματα και πρόσωπα. Tο ενεργό επίπεδο
περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα που ανήκουν ή όχι στο εμπειρικό επίπεδο και τέλος, το
πραγματικό επίπεδο, στο οποίο περιλαμβάνονται τα παραπάνω αλλά ταυτόχρονα,
περιλαμβάνονται, μαζί με τα γεγονότα και τις εμπειρίες και οι δομές καθώς και οι
μηχανισμοί, οι οποίοι ενεργοποιούνται και παράγουν αυτά τα γεγονότα (Danermark
et al. 2002: 28). Ο όρος «μηχανισμός» αναφέρεται τόσο στις αιτίες που βρίσκονται
«πίσω» από την παραγωγή γεγονότων (πρακτικές, κοινωνικές συνθήκες, κυρίαρχες
αφηγήσεις, κ.ά.) που πηγάζουν από τις διάφορες οντότητες (Sayer 2010a: 71,
Vandenberghe 2014: 9), όσο και στον τρόπο λειτουργίας μιας δομής, ο οποίος
ενυπάρχει στην εν λόγω δομή (Bhaskar & Hartwig 2010: 132). Για παράδειγμα,
σύμφωνα με τον Öğütle (2013: 491), ο μηχανισμός της ταξικής εκμετάλλευσης
πηγάζει από την ταξική δομή της κοινωνίας με όρους σχέσεων παραγωγής και
αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο «λειτουργεί», δηλαδή αναπαράγεται, η ταξική
δομή. Παρομοίως, ο έμφυλος μηχανισμός κυριαρχίας αποτελεί τον τρόπο λειτουργίας
της πατριαρχίας, νοούμενη ως μια κοινωνική δομή (Öğütle 2013: 491). Παρόλα αυτά,

77
συγγραφείς όπως οι Sayer (2004b: 108) και Bhaskar (2005: 188), προτείνουν πως ο
όρος «μηχανισμός», μπορεί να αφορά, εκτός από τις αιτιώδεις δυνάμεις των
διαφόρων οντοτήτων και τους τρόπους λειτουργίας των δομών, τις ίδιες τις δομές,
γεγονός που καθορίζεται από το ίδιο το ερώτημα της έρευνας. Για παράδειγμα, η
αγορά ως δομή, αποτελεί και μηχανισμό για την παραγωγή διαφόρων οικονομικών
και κοινωνικών φαινομένων (Bhaskar 2005: 188). Η παρούσα διατριβή, ακολουθεί
τον ορισμό των Sayer και Bhaskar, αφού κρίνεται περισσότερο περιεκτικός.

Οι μηχανισμοί, οι δομές τα γεγονότα και οι εμπειρίες αποτελούν κατά την παραπάνω


ανάλυση τρεις αλληλοεπικαλυπτόμενους τομείς της πραγματικότητας, ο τομέας του
πραγματικού, του ενεργού και του εμπειρικού (Bhaskar 1975: 46). Ο παρακάτω
πίνακας αποδίδει σχηματικά την σχέση των τριών τομέων της πραγματικότητας, την
διακριτότητα τους και την αλληλοεπικάλυψη τους όπως διατυπώθηκε από τον
Bhaskar (1975).

Πίνακας 2.2.2: Οι τρεις τομείς του κόσμου σύμφωνα με τον κριτικό ρεαλισμό

ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΥ


ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΕΝΕΡΓΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ

ΔΟΜΕΣ,
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ Χ

ΓΕΓΟΝΟΤΑ Χ Χ

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Χ Χ Χ

Πηγή: Bhaskar (1975: 47)

Όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα, τα τρία επίπεδα της πραγματικότητας, ενώ
είναι διακριτά, έχουν ταυτόχρονα έναν ένθετο χαρακτήρα, αφού το ενεργό
περιλαμβάνει το εμπειρικό και το ενεργό περιλαμβάνει τα υπόλοιπα δύο, χωρίς
βεβαίως να υπονοείται μια μεθοδολογική ιεραρχία μεταξύ τους, αφού θεωρούνται
εξίσου σημαντικά για την κατανόηση ενός φαινομένου (Bhaskar 1975: 47).

Επίσης, ο παραπάνω πινακας δείχνει ότι οι μηχανισμοί και οι δομές δεν είναι
περισσότερο «πραγματικοί» από τα γεγονότα ή τις εμπειρίες, όπως πολλές φορές

78
υποστηρίζεται λανθασμένα (Collier 2003: 38), αλλά αντιθέτως, είναι εξίσου
πραγματικοί και αυτός είναι ο λόγος που μπορούν οι εμπειρίες ενός ατόμου να
ασκούν επιρροή σε αυτό, επειδή ακριβώς είναι πραγματικές (Collier 2003: 40).
Απλώς, ο κριτικός ρεαλισμός μας υπενθυμίζει ότι στον κόσμο που ζούμε, υπάρχει
κάτι πολύ περισσότερο από τα γεγονότα και τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής και
ότι αυτός έχει οντολογικό βάθος (Groff 2004: 35). Τα γεγονότα προκύπτουν από τις
αλληλεπιδράσεις των μηχανισμών που προέρχονται από δομές και πάντοτε
πραγματοποιούνται μέσα σε συγκεκριμένα χωρο-ιστορικά πλαίσια (Sayer 2000: 15).

Ταυτόχρονα, καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε, λόγω της παραπάνω ταξινόμησης


του κόσμου, ότι δεν υπάρχει κάποια αναγκαία σχέση ανάμεσα στα τρία επίπεδα, αλλά
μια ενδεχόμενη32 σχέση. Το «πραγματικό» ενδέχεται να μη γίνει «ενεργό» επειδή οι
αιτιώδεις μηχανισμοί δεν είναι μονοδιάστατοι αλλά πολύπλοκοι και τα αποτελέσματά
τους, δηλαδή τα παραγόμενα γεγονότα, μπορούν να αποτραπούν λόγω της μεταξύ
τους αλληλεπίδρασης. Το «ενεργό» με την σειρά του, ενδέχεται να μη γίνει
«εμπειρικό» επειδή δεν είναι απαραιτήτως παρατηρήσιμο ή γενικότερα αντιληπτό
(Byrne 1998: 38).

Για παράδειγμα, το εάν ένα παιδί, που κατοικεί με την οικογένεια του σε μια
υποβαθμισμένη συνοικία μιας πόλης –και στην οποία ένα μεγάλο μέρος των
συνομήλικων του σταματούν πρόωρα το σχολείο- θα αποφασίσει ή όχι να διακόψει
την μαθητική του πορεία είναι αποτέλεσμα μηχανισμών οι οποίοι ενδέχεται να
αλληλεπιδρούν αντιφατικά. Η επιρροή από τις παρέες του ενδέχεται να προτρέπει το
άτομο να διακόψει το σχολείο, ενώ ταυτόχρονα η επιρροή από την οικογένειά του
ενδέχεται να το προτρέπει να συνεχίσει και σε μεταδευτεροβάθμιες σπουδές, γεγονός
που τελικά ίσως οδηγήσει το παιδί να τελειώσει το σχολείο και να συνεχίσει τις
σπουδές του με αποτέλεσμα η επιρροή της οικογένειας να υπερνικήσει την επιρροή
της παρέας (Elliott et al. 2006).

Στον αντίποδα βέβαια, αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν υπάρχουν κάποιες
κανονικότητες. Στις υποβαθμισμένες περιοχές των αμερικάνικων πόλεων που

32
Με τον όρο «ενδεχόμενη» σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα αντικείμενα (έννοιες, δομές,
υποκείμενα, κτλ.) εννοείται η σχέση η οποία είναι ούτε απαραίτητη, ούτε απίθανη (Sayer 2010a: 42).
Για παράδειγμα, η σχέση ανάμεσα στην αποστέρηση και στο έγκλημα είναι ενδεχόμενη, αφού η
αποστέρηση είναι ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη της εγκληματικότητας. Χρειάζεται η παρουσία
και άλλων παραγόντων (που βεβαίως σχετίζονται με την αποστέρηση) για να επέλθει το αποτέλεσμα
της εγκληματικότητας (Lea 2002).

79
χαρακτηρίζονται ως γκέτο, οι νέοι εγκαταλείπουν σε μεγαλύτερο ποσοστό το σχολείο
από ότι στις υπόλοιπες. Απλώς οι κανονικότητες αυτές δεν είναι απαραίτητα
καθολικές και επίσης, σε μεθοδολογικό επίπεδο, η ανάλυση αυτών των
κανονικοτήτων δεν οδηγεί απαραίτητα στην ανακάλυψη των μηχανισμών που
προκαλούν τις διάφορες δράσεις και συμπεριφορές.

Για να γίνουν περισσότερο αντιληπτά τα παραπάνω, χρειάζεται να αποδοθεί ένα


εννοιολογικό περιέχόμενο στο τι είναι οι δομές, με τις οποίες ασχολείται η
κοινωνιολογία και η γεωγραφία, για τον κριτικό ρεαλισμό.

Σύμφωνα με τον κριτικό ρεαλισμό η κοινωνική δομή νοείται ως ένα σύστημα


σχέσεων μεταξύ κοινωνικών θέσεων ή ρόλων. Μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όπως
η πατριαρχία και ο ρατσισμός που υπήρχε στη περίοδο του απαρτχάιντ της Ν.
Αφρικής, μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως συστήματα σχέσεων μεταξύ
κοινωνικών θέσεων, αν και εδώ οι κοινωνικές θέσεις θα καθοριστούν με όρους
φύλου και φυλής και όχι με όρους τάξης. Η οικογένεια αποτελεί επίσης μία δομή
(πατέρας- μητέρα- παιδιά). Θεσμοί, όπως η εκπαίδευση, αποτελούν επίσης δομή αφού
συγκροτούνται από τη σχέση ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η αγορά
εργασίας, καθώς και η κοινωνική ανισότητα με εισοδηματικούς ή άλλους όρους,
αποτελεί επίσης μια δομή που τα διάφορα υποκείμενα καταλαμβάνουν διάφορες
θέσεις με βάση το επάγγελμα ή το εισόδημά τους αντίστοιχα, ενώ το σύστημα
σχέσεων αυτών των θέσεων συγκροτείται από τις διάφορες επαγγελματικές
κατηγορίες ή αντίστοιχα το «εισόδημα» ως όρο διαφοροποίησης. Κατά συνέπεια, η
δομή αποτελεί ένα σύστημα το οποίο αποτελεί ένα σύνολο θέσεων/ «τοποθεσιών»
που καταλαμβάνονται από υποκείμενα και ο χαρακτήρας του συστήματος αυτού
προσδιορίζεται από τις ιδιότητες που το συγκροτούν. Για παράδειγμα, η δομή της
κοινωνικής ανισότητας των ατόμων σε μια κοινωνία προσδιορίζεται από τα
κοινωνικά χαρακτηριστικά των ατόμων (εισόδημα, εκπαίδευση, κ.ά) που βάσει
αυτών, τα άτομα καταλαμβάνουν τις διάφορες θέσεις μέσα σε αυτήν τη δομή, με τους
κοινωνικά αποκλεισμένους να καταλαμβάνουν τον χαμηλότερο πόλο της (Porpora
1998: 343, Elder-Vass 2007b: 465). Κατ’ αναλογία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα
αντικείμενα που απεικονίζονται στο Διάγραμμα 2.2.1 στον σχεσιακό χώρο –τα δύο
«πρόσωπα» και το «φύλλο χαρτί»- συγκροτούν μια χωρική δομή. Το σύστημα

80
σχέσεων που τα διέπει είναι η χωρική τους απόσταση, ενώ ταυτόχρονα τα
αντικείμενα αυτά καταλαμβάνουν συγκεκριμένες χωρικές θέσεις (Dainton 2010: 4).

Επιπρόσθετα, ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα καταλαμβάνουν τις διάφορες θέσεις


μέσα στις διάφορες κοινωνικές δομές γίνεται μέσω των καθημερινών τους
πρακτικών. Για παράδειγμα η θέση ενός ατόμου στην επαγγελματική δομή
προσδιορίζεται από τις εργασιακές πρακτικές, οι οποίες όπως μπορούμε να
υποθέσουμε είναι διαφορετικές, για παράδειγμα, ανάμεσα σε έναν υπάλληλο
γραφείου και σε έναν ανειδίκευτο εργάτη. Ανάμεσα στις πρακτικές του ατόμου και
στη θέση που καταλαμβάνει υπάρχει μια αλληλοπροσδιοριστική σχέση, χωρίς αυτή
όμως να έχει ντετερμινιστικό χαρακτήρα, αφού σε κάθε δομική θέση δεν αντιστοιχεί
ένας και μόνο τύπος πρακτικής/ δράσης (Bhaskar 2005: 44).

Σύμφωνα με τον Sayer (2010a: 61- 63), οι δομές μπορούν να οριστούν ως σύνολα
εσωτερικά σχετιζόμενων κοινωνικών υποκειμένων ή πραγμάτων33 (όπως οι πρακτικές
του ελεύθερου χρόνου ή οι γλωσσικές πρακτικές). Κατά αντίστοιχο τρόπο με τις
κοινωνικές ιδιότητες (εισόδημα, κοινωνικοί ρόλοι, κ.ά), οι καθημερινές
δραστηριότητες των ατόμων ή ομάδων συγκροτούν διάφορες (προκύπτουσες) μορφές
σχέσεων (όπως για παράδειγμα. οι διάφοροι τύποι κατανάλωσης), όπως και οι
διάφορες πεποιθήσεις για τον κοινωνικό κόσμο συγκροτούν αντίστοιχα συστήματα
πεποιθήσεων (για παράδειγμα, «προοδευτικές»-«συντηρητικές» πεποιθήσεις). Κατά
τον συγγραφέα, η μελέτη πολιτισμικών δομών, που συγκροτούνται από τις
καθημερινές δραστηριότητες και πεποιθήσεις, είναι εξίσου σημαντική με τη μελέτη
κοινωνικών δομών, όπως η εισοδηματική ανισότητα.

Με τον όρο «εσωτερικά σχετιζόμενα», νοούνται οι οντότητες εκείνες που η μεταξύ


τους σχέση είναι αναγκαία για τον οντολογικό τους προσδιορισμό (Bhaskar 2005:
192). Για παράδειγμα, η σχέση ανάμεσα στην «ανώτερη», «μέση» και «κατώτερη»
εισοδηματική τάξη είναι εσωτερική και αναγκαία, διότι οι παραπάνω τάξεις
συγκροτούν την δομή της εισοδηματικής ανισότητας. Επίσης, η σχέση ανάμεσα στην
κατώτερη εισοδηματική τάξη και στο «χαμηλό» εισόδημα είναι εσωτερική. Το εάν η
κατώτερη εισοδηματική τάξη αποτελείται στην πλειονότητά της από μετανάστες είναι

33
Ο συγκεκριμένος ορισμός της δομής, βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τον ορισμό που δίνει η
μαρξιστική παράδοση για το τί είναι η δομή (Ollman 2003: 26)

81
εξωτερικό χαρακτηριστικό αυτής της τάξης και της εισοδηματικής ανισότητας. Με
άλλα λόγια, η σχέση ανάμεσα στην εισοδηματική τάξη και στην εθνικότητα είναι
εξωτερική, ή αλλιώς ενδεχόμενη, συμπτωματική (Sayer 2010a: 63, Allen 2012).

Το γεγονός ότι μια σχέση είναι εξωτερική δεν συνεπάγεται ότι είναι μικρότερης
σημασίας από μια εσωτερική σχέση, καθότι οι εξωτερικές σχέσεις ενδέχεται να
δημιουργούν προκύπτοντα φαινόμενα (Sayer 2010a: 60), όπως για παράδειγμα
σχέσεις εθνοτικής κυριαρχίας στην περίπτωση της δομής της εισοδηματικής
ανισότητας. Επίσης, οι εξωτερικές σχέσεις δεν είναι τυχαίες, καθότι κάποιοι άλλοι
μηχανισμοί, οι οποίοι πηγάζουν από συγκεκριμένες δομές, δημιούργησαν αυτές τις
εξωτερικές σχέσεις (Sayer 2010a: 123-124). Στην περίπτωση του παραδείγματος της
εισοδηματικής ανισότητας, οι ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντι στους μετανάστες
στον τομέα της εργασίας, νοούμενες ως ένα σύστημα πρακτικών που στοχεύουν στον
αποκλεισμό των μεταναστών από την εργασία, μπορεί να οδηγεί ένα μεγάλο ποσοστό
μεταναστών στη θέση της κατώτερης εισοδηματικής τάξης.

Σύμφωνα με τον Sayer (2010a: 43), κάθε κοινωνική έρευνα, πρέπει να διαχωρίζει τις
εσωτερικές από τις εξωτερικές σχέσεις των αντικειμένων και για να επιτευχθεί αυτό,
θα πρέπει πάντα να προσδιορίζεται ρητά η δομή (η οποία σχετίζεται με το ερευνητικό
ερώτημα) στην οποία αναφέρεται ο (/ η) ερευνητής (-τρια), με βάση τα εσωτερικώς
σχετιζόμενα στοιχεία (ιδιότητες) που τη συγκροτούν, καθώς και τα υποκείμενα34 τα
οποία δημιουργούν αυτήν τη δομή.

Επιπλέον, οι όροι «δομή» και «εσωτερική σχέση» δεν αφορούν μόνο τον υλικό
κόσμο, όπως η εισοδηματική ανισότητα, αλλά επίσης και έννοιες, γεγονός που πρέπει
να λαμβάνεται υπόψη σε μια έρευνα (Sayer 2010a: 62). Για παράδειγμα, η σχέση
ανάμεσα στον κοινωνικό αποκλεισμό και την υλική αποστέρηση είναι αναγκαία
(εσωτερική) καθότι, όπως ειπώθηκε στο πρώτο κεφάλαιο, ο κοινωνικός αποκλεισμός
δεν μπορεί να οριστεί απομονωμένα από την υλική αποστέρηση. Επίσης, τα γκέτο
των αμερικάνικων πόλεων για τον Wilson (1987) και οι φτωχοί των πόλεων αυτών,
δημιουργούν εννοιολογικά μια εσωτερική σχέση, αφού η ύπαρξη του γκέτο
προϋποθέτει την ύπαρξη φτωχών.

34
Στην πραγματικότητα σε κάθε κοινωνική έρευνα το ενδιαφέρον δεν στρέφεται μόνο στα άτομα
καθεαυτά (ή σε ομάδες ατόμων), αλλά και στις δομικές θέσεις που καταλαμβάνουν (επάγγελμα,
εκπαίδευση, κ.ά) και συγκεκριμένα στις δυνατότητες και στους περιορισμούς που πηγάζουν από αυτές
στον τομέα της πρακτικής (Bhaskar 2005: 44).

82
Σε αυτό το σημείο θεωρείται χρήσιμη μία διευκρίνιση που αφορά τον εννοιολογικό
προσδιορισμό της «σχέσης» για τους σκοπούς της έρευνας, αφού αρκετές φορές στη
βιβλιογραφία παρατηρείται να συγχέονται οι έννοιες «σχέση» (relation) και
«κοινωνική αλληλεπίδραση» (social interaction).

Οι παραπάνω «σχέσεις» αφορούν ουσιαστικά θέσεις μέσα σε ένα σύστημα σχέσεων,


σε μια δομή, δηλαδή σχέσεις ατόμων ή ομάδων ατόμων που δεν βρίσκονται κατ’
ανάγκη σε προσωπική επαφή και οι οποίες προσδιορίζουν το χαρακτήρα των θέσεων.
Για παράδειγμα, η «κατώτερη» οικονομική τάξη προσδιορίζεται σε σχέση με τις
υπόλοιπες τάξεις που βρίσκονται εντός της δομής της εισοδηματικής ανισότητας. Η
κοινωνική αλληλεπίδραση, αντίθετα, αναφέρεται σε μια ορισμένης μορφής σχέση, σε
μια σχέση συνύπαρξης μεταξύ ατόμων/ ομάδων και σχετίζεται με τη θέση των
υποκειμένων μέσα στο γεωγραφικό χώρο και στο χρόνο (Giddens 1984: 89). Στη
σημερινή εποχή, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και κυρίως του διαδικτύου, οι
καθημερινές αλληλεπιδράσεις μπορούν να επεκταθούν και πέρα από τα χωρικά όρια
ενός τόπου ή ενός κράτους, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι ο ρόλος του
γεωγραφικού χώρου στη διαμόρφωσή αυτών των αλληλεπιδράσεων παύει να
υφίσταται (Julien 2015). Η έννοια της κοινωνικής αλληλεπίδρασης περιλαμβάνει και
τις διάφορες μορφές έκφρασης που αποκτούν αυτές οι σχέσεις συνύπαρξης, όπως για
παράδειγμα η σύγκρουση, η φιλία, η διαπραγμάτευση, η απλή παρατήρηση, κοκ.
(Castellani & Hafferty 2009: 39). Με άλλα λόγια, η έννοια της σχέσης είναι ευρύτερη
από την έννοια της αλληλεπίδρασης, αφού περιλαμβάνει σχέσεις που δεν έχουν κατ’
ανάγκη το χαρακτήρα της καθημερινής αλληλεπίδρασης (Bhaskar 2005: 45).

Όμως η βασική εννοιολογική διαφορά αφορά το πώς αυτές οι δύο έννοιες


σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα και πρακτική. Η έννοια της σχέσης
περιλαμβάνει τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές και, συνεπώς, τις σχεσιακά
προσδιορισμένες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες (ή κοινωνικούς ρόλους) που
προϋπάρχουν χρονικά της ανθρώπινης πρακτικής (και αλληλεπίδρασης) και
ταυτόχρονα ασκούν επάνω της επιρροή, διότι αποτελούν τις συνθήκες στις οποίες
παράγεται η ανθρώπινη δραστηριότητα35 (Bhaskar 2005: 45). Η έννοια της

35
Για παράδειγμα οι καθημερινές πρακτικές ενός κοινωνικά αποκλεισμένου ατόμου καθορίζονται από
τη θέση του ατόμου αυτού στη δομή της κοινωνικής ανισότητας και συγκεκριμένα από τη θέση του
στη δομική θέση του κοινωνικού αποκλεισμού. Οι κοινωνικά αποκλεισμένοι και γενικότεροι οι
φτωχοί, δεν έχουν τις ίδιες καταναλωτικές (και όχι μόνο) πρακτικές με τα άτομα της μεσαίας τάξης. Σε
καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι οι κοινωνικές και πολιτισμικές δομές και

83
κοινωνικής αλληλεπίδρασης, σχετίζεται με την καθημερινή ροή της ανθρώπινης
δραστηριότητας που πραγματοποιείται «μέσα» στις παραπάνω κοινωνικές και
πολιτισμικές δομές και επιφέρει (ακούσια ή εκούσια) την αναπαραγωγή ή την
τροποποίησή τους μέσα στον χρόνο (Creaven 2000: 143).

Μία από τις βασικές διαφορές ανάμεσα στη θεωρία της δομοποίησης του Giddens και
στον κριτικό ρεαλισμό είναι ότι ενώ στην θεωρία της δομοποίησης το ερευνητικό
ενδιαφέρον στρέφεται στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις, στον κριτικό ρεαλισμό
στρέφεται στις δομές που συγκροτούνται ανάμεσα στα άτομα/ ομάδες (Schatzki
1990). Επιπλέον, οι δομές για τον κριτικό ρεαλισμό θεωρούνται το πλαίσιο εκείνο
στο οποίο καθορίζεται η μορφή αυτών των αλληλεπιδράσεων, αφού για παράδειγμα
δύο άτομα τα οποία κατέχουν «κοντινές» θέσεις μέσα σε μια κοινωνικοπολιτισμική
δομή, είναι πιθανότερο να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις από ότι δύο άτομα που
κατέχουν μακρινές θέσεις. Επίσης, η δομή και συγκεκριμένα οι κοινωνικές, δομικές
θέσεις των υποκειμένων καθορίζουν τη σχέση εξουσίας που τα διέπει και που
εμπεριέχεται σε κάθε αλληλεπίδραση, επηρεάζοντας έτσι τη μορφή της
αλληλεπίδρασης, όπως για παράδειγμα μια συνομιλία που συντελείται ανάμεσα σε
έναν εργαζόμενο και σε έναν εργοδότη είναι συνήθως διαφορετικού χαρακτήρα από
μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο εργαζόμενους (Powell C., 2013: 190). Αυτός είναι
ένας από τους λόγους που σε μια επιστημονική έρευνα οι δομικές σχέσεις αποτελούν
το επίκεντρο της ερευνητικής προσοχής για τον κριτικό ρεαλισμό, διότι
διαμορφώνουν (όχι ντετερμινιστικά) τη μορφή που θα αποκτήσει η αλληλεπίδραση.

Τα παραπάνω, δεν συνεπάγονται ότι ο κριτικός ρεαλισμός αγνοεί πλήρως τις


καθημερινές αλληλεπιδράσεις, ούτε επίσης ότι δεν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των
δύο, καθότι οι δύο αυτές έννοιες συγκροτούν εν τέλει τον κοινωνικό κόσμο που
βρισκόμαστε. Το παρακάτω διάγραμμα αποτυπώνει αυτή τη σχέση, της οποίας
καθοριστικός παράγοντας για τη μορφή της εξέλιξής της είναι ο χρόνος.

συγκεκριμένα οι θέσεις που κατέχουν τα άτομα ή οι διάφορες κοινωνικές ομάδες μέσα σε αυτές,
καθορίζουν ντετερμινιστικά την ανθρώπινη δραστηριότητα. Απλώς θέτουν όρια στο εύρος των
δράσεων που έχει να επιλέξει το άτομο (Byrne 2005a: 11).

84
Διάγραμμα 2.2.3: Μοντέλο δομικής μεταμόρφωσης/ αναπαραγωγής στον
κριτικό ρεαλισμό

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΟΜΗ (Τ1)

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ (Τ2)

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ/
ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ (Τ3)

Πηγή: Archer 1995: 157, Ίδια επεξεργασία

Η σχέση των δύο εννοιών καθορίζεται μέσω του χρόνου. Τη χρονική στιγμή Τ1
υπάρχει μία συγκεκριμένη κοινωνικoπολιτισμική δομή (σχέση) ενώ η αλληλεπίδραση
που συντελείται μετέπειτα κατά τη χρονική στιγμή Τ2, που πάντοτε διεξάγεται εντός
της συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτισμικής δομής (Layder 1990: 161), έχει ως
αποτέλεσμα, είτε την αναπαραγωγή είτε την τροποποίηση αυτής της δομής τη
χρονική στιγμή Τ3. Με άλλα λόγια, οι καθημερινές αλληλεπιδράσεις, μπορούν να
προκαλέσουν δομικές αλλαγές σε μια κοινωνία (Archer 1995: 159), ενώ σε τελική
ανάλυση δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ουσιαστικά ο
καθοριστικός παράγοντας δομικής αναπαραγωγής ή μετασχηματισμού είναι οι ίδιες οι
καθημερινές πρακτικές. Οι διάφορες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων
αποτελούν συγκροτησιακό στοιχείο των διαφόρων πρακτικών (Sayer 2011: 73). Για
παράδειγμα ας αναλογιστούμε τις ποικίλες αλληλεπιδράσεις που έχουμε με
ανθρώπους κατά τη διάρκεια των καθημερινών εργασιακών πρακτικών ή των
πρακτικών του ελεύθερου χρόνου μας. Όπως μας υπενθυμίζει ο Bhaskar (2005: 43),
οι κοινωνικές και πολιτισμικές δομές υπάρχουν και ασκούν επιρροή μόνο μέσω του
ενεργού ανθρώπινου υποκειμένου που δρα μέσα στον κόσμο.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, οι διάφορες κοινωνικές και πολιτισμικές δομές,


σύμφωνα με τον κριτικό ρεαλισμό, έχουν το χαρακτηριστικό ότι είτε αναπαράγονται
συνεχώς (μορφόσταση) είτε μετασχηματίζονται (μορφογέννηση) και λειτουργούν
μόνο μέσω του (ενεργού) κοινωνικού υποκειμένου, της καθημερινής ανθρώπινης
δραστηριότητας/ πρακτικής. Οι δομές αυτές, επειδή είναι σχεσιακές, αποτελούν
προκύπτουσες ιδιότητες (emergent properties), ιδιότητες που προκύπτουν από τις

85
σχέσεις των ατόμων (ή συλλογικοτήτων) και ως προκύπτουσες δεν μπορούν να
αναχθούν στις πρακτικές και δράσεις των ανθρώπων διότι προέρχονται από αυτές.
Επιπλέον, οι δομές δεν μπορούν να αναχθούν στις γενικότερες ιδιότητες των
υποκειμένων από τα οποία προκύπτουν, διότι αυτές αποτελούν οντότητες
διαφορετικού επιπέδου (Archer 1995: 139, Smith 2010: 233-234). Για παράδειγμα, η
δομή της εισοδηματικής ανισότητας μιας κοινωνίας δεν αποτελείται απλώς από το
σύνολο των ατόμων που το καθένα κατέχει κάποιο ορισμένο εισόδημα, αλλά είναι
κάτι περισσότερο από αυτό, διότι συγκροτείται από την εισοδηματική σχέση αυτών.
Εκτός από τις δομές, ως προκύπτουσες ιδιότητες μπορούν να θεωρηθούν κατά τους
Sayer (2000: 14, 2012: 181) και Elder-Vass (2010: 66) και οι μηχανισμοί που
πηγάζουν από τις δομές.

Στον κοινωνικό κόσμο, εκτός από τις διάφορες κοινωνικές και πολιτισμικές
προκύπτουσες ιδιότητες, υπάρχουν και προκύπτουσες ιδιότητες του (ενεργού)
ανθρώπινου υποκειμένου λόγω της θέσης του μέσα στις δομές αυτές. Κάθε μία από
αυτές δεν μπορεί να αναχθεί στις υπόλοιπες, επειδή έχουν μια σχετική αυτονομία και
επίσης μια σχετικη διάρκεια μέχρι να προκύψει η διαδικασία της μορφογέννησης
αυτών. Για παράδειγμα, ένα άτομο που βρίσκεται μέσα στη δομή της εισοδηματικής
ανισότητας ενδέχεται να αλλάξει θέση και να βρεθεί σε καλύτερη ή χειρότερη
οικονομική θέση, για παράδειγμα να βρεθεί στη θέση της μεσαίας εισοδηματικής
τάξης από τη θέση της φτώχειας καθώς και το αντίστροφο, βιώνοντας έτσι ανοδική ή
καθοδική κοινωνική κινητικότητα αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, ενδέχεται να
δημιουργηθούν νέες αντιλήψεις και αξίες στο άτομο που βίωσε την κοινωνική
κινητικότητα στο προηγούμενο παράδειγμα, δηλάδή να αποκτήσει διαφορετικά
πολιτισμικά χαρακτηριστικά (Archer 1995: 174-175).

Οι αλλαγές στο επίπεδο του κοινωνικού υποκειμένου, προκαλούν και τις αλλαγές σε
επίπεδο κοινωνικών και πολιτισμικών δομών καθώς και το αντίστροφο, ή αλλιώς
παρατηρείται μια διπλή μορφογέννηση (Archer 2000: 258, Cox 2013: 12). Με τον όρο
«αλλαγή στο επίπεδο του κοινωνικού υποκείμενο», εννοούμε τόσο την ποιοτική
αλλαγή που μπορεί να προκύψει κατά την διάρκεια του χρόνου στο υπάρχον
κοινωνικό υποκείμενο (άτομο ή συλλογικότητα) (για παράδειγμα, νέες αντιλήψεις ή
νέες βιοτικές συνθήκες) όσο και στην αλλαγή που προέρχεται από «νέα», βιολογικά,
κοινωνικά υποκείμενα, για παράδειγμα με την είσοδο μιας καινούργιας γενιάς

86
ανθρώπων στην κοινωνία ή με την είσοδο μεταναστών σε μια κοινωνία που
παρατηρούνται πολιτισμικές αλλά και κοινωνικές αλλαγές (για παράδειγμα, αλλαγές
στο βαθμό της ταξικής ανισότητας) (Danermark et al 2002: 54-55).

Συμπερασματικά, οι αλλαγές (όσο και οι σταθερότητες) τόσο σε επίπεδο υποκειμένου


όσο και σε επίπεδο δομών προκαλούνται από τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις που
συγκροτούν τις καθημερινές δραστηριότητες. Το κριτήριο όμως για το εάν έχουν
δημιουργηθεί αλλαγές σε επίπεδο δομών ή υποκειμένου, καθορίζεται από το εάν
έχουν παρατηρηθεί αλλαγές είτε στην ίδια τη δομή, είτε αντίστοιχα, στις δομικές
θέσεις των υποκειμένων. Στο παράδειγμα του ατόμου που βίωσε ανοδική
κινητικότητα, μπορούμε κάλλιστα να αναλογιστούμε ότι η αναζήτηση μιας καλύτερα
αμειβόμενης εργασίας και οι επαφές του («αλληλεπιδράσεις») με εργοδότες που
προσφέρουν τέτοιου τύπου εργασία τον/ την οδήγησε να βελτιώσει την εισοδηματική
του κατάσταση, σε βαθμό που να αλλάξει ταξική θέση. Η αλλαγή στη δομική του
θέση μέσα στο σύστημα της εισοδηματικής ανισότητας, είναι που σηματοδοτεί και
την αλλαγή στις (προκύπτουσες) ιδιότητες του ατόμου (Donati 2015: 91).

Τα παραπάνω υπενθυμίζουν ότι, σε επίπεδο έρευνας, δεν είναι τόσο σημαντική η


ανάλυση των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών δομών και των μεμονωμένων
υποκειμένων/ ατόμων αλλά των κοινωνικών δομών και των συλλογικών
υποκειμένων/ κοινωνικών ομάδων (κοινωνικές τάξεις, ομάδες συμφερόντων, κοκ)
λόγω του γεγονότος ότι τόσο ο μετασχηματισμός όσο και η αναπαραγωγή μιας δομής
ή ενός συνόλου δομών, απαιτεί τη συλλογική παρά τη μεμονωμένη, ατομική
δραστηριότητα (Joseph 2002: 33).

Επιπρόσθετα, για τον κριτικό ρεαλισμό, ανάμεσα στο υποκείμενο και στη δομή
υπάρχει μια διαλεκτική σχέση. Όπως τα υποκείμενα συγκροτούν και διαμορφώνουν
δομές, ταυτόχρονα οι δομές διαμορφώνουν τα υποκείμενα ασκώντας επίδραση στις
συμπεριφορές τους, στις εμπειρίες τους και στις δράσεις τους (Elder-Vass 2005).

Η επίδραση αυτή εξαρτάται από την θέση που καταλαμβάνει το υποκείμενο μέσα
στην δομή. Για παράδειγμα, η επίδραση της δομής της εισοδηματικής ανισότητας
είναι διαφορετική για ένα άτομο που ανήκει σε μια «υψηλή» θέση από ότι για ένα
άτομο που ανήκει σε μια «χαμηλή» θέση, αφού ορισμένες από τις καθημερινές
πρακτικές τους (όπως η κατανάλωση) προσδιορίζονται από τις θέσεις που

87
καταλαμβάνουν σε αυτή. Η έννοια της δομής ως σύστημα σχέσεων αφορά
ουσιαστικά την κατανομή πόρων (ή γενικότερα ιδιοτήτων) σε άτομα ή κοινωνικές
ομάδες. Με βάση την κατανομή αυτή, τα υποκείμενα καταλαμβάνουν συγκεκριμένες
θέσεις μέσα στη δομή. Όμως, αυτοί οι πόροι δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι δομικές
συνθήκες στις οποίες λαμβάνει χώρα η ανθρώπινη δαστηρίότητα (Bhaskar 2005: 45).
Χωρίς την ύπαρξη της δομής, για παράδειγμα της εισοδηματικής ανισότητας, οι
άνθρωποι θα είχαν διαφορετική συμπεριφορά (Elder-Vass 2007a: 31-32).

Τα κοινωνικά υποκείμενα, ενώ δεν είναι ελεύθερα να πράττουν όπως πιθανώς θα


επιθυμούσαν, ταυτόχρονα δεν είναι ποτέ πλήρως εξαρτημένα από τις δομικές θέσεις
στις οποίες βρίσκονται. Υπάρχει πάντα ένας βαθμός ελευθερίας στις πρακτικές που
θα ασκήσουν κάθε στιγμή (Fairclough 2003: 22). Οι θέσεις που καταλαμβάνουν στις
διάφορες κοινωνικές δομές καθορίζουν το εύρος των επιλογών που έχουν σε κάθε
χρονική στιγμή όσον αφορά τις πρακτικές τους και κατά συνέπεια το τι είναι πιθανό
να πράξουν ή να βιώσουν. Η αλλαγή δομικής θέσης σηματοδοτεί και αλλαγή στο
εύρος των εφικτών πρακτικών και βιωμάτων (Fairclough 2003: 23-24).

Οι διάφορες δομές, όπως και οι καθημερινές αλληλεπιδράσεις, δεν βρίσκονται στο


«κενό», αλλά έχουν πάντα μια χωρική αναφορά. Για παράδειγμα, η δομή της
εισοδηματικής ανισότητας στην Αττική, συγκροτείται από τα άτομα που διαμένουν
στην Αττική και αφορά τη χωρική ενότητα της Αττικής.

Όμως ταυτόχρονα, σε κάθε ευρύτερο χώρο, παρατηρούνται κάποιες ιδιαίτερες


τοπικές δομές όπως αυτές που αναφέρονται στις διάφορες γειτονιές των πόλεων. Στο
εσωτερικό των γειτονιών, οι άνθρωποι ή οι διαφορετικές ομάδες ανθρώπων (όπως οι
εθνοτικές ομάδες που κατοικούν στη γειτονιά) συγκροτούν διάφορες σχέσεις, τόσο
κοινωνικές όπως η επαγγελματική δομή που υπάρχει σε κάθε γειτονιά όσο και
πολιτισμικές, καταναλωτικές πρακτικές ή πρακτικές του ελεύθερου χρόνου. Ένα ευρύ
φάσμα της καθημερινής μας δραστηριότητας λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένους
τόπους. Άλλωστε, η κάθε γειτονιά δεν αποτελείται μόνο από κτήρια, δρόμους και
εγκαταστάσεις, αλλά και από ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων που όπως
επισημάνθηκε, πάντα καταλαμβάνουν συγκεκριμένες θέσεις μέσα σε διάφορα
συστήματα σχέσεων. Για αυτόν το λόγο, κάθε γειτονιά αποτελεί ταυτόχρονα μια
τοπική δομή (Cox & Mair 1991: 208).

88
Εκτός από δομή, κάθε γειτονιά αποτελεί ταυτόχρονα και ένα συλλογικό υποκείμενο36
αφού οι γειτονιές συνήθως συγκροτούν συλλογικές ταυτότητες, όπως για παράδειγμα
«κάτοικος πλούσιας γειτονιάς», «κάτοικος φτωχής γειτονιά», κ.ά. Κάλλιστα μπορεί
κανείς να υποθέσει, ως απόρροια από τα προηγούμενα, ότι αυτά τα συλλογικά
υποκείμενα συγκροτούν μια δομή, ένα σύστημα σχέσεων, όπως μια χωροκοινωνική
ιεραρχία (γειτονιές της ανώτερης τάξης, μικτές κοινωνικά γειτονιές, φτωχές γειτονιές)
ή μια πολιτισμική δομή με βάση τον τύπο κατανάλωσης (γειτονιές που παρέχουν
πολιτισμική κατανάλωση για ακριβά γούστα όπως η όπερα, γειτονιές που παρέχουν
λαϊκή διασκέδαση, κ.ά) ή ακόμα μια πολιτισμική δομή με βάση τις πρακτικές του
ελεύθερου χρόνου των νέων. Σε ορισμένες γειτονιές παρατηρείται η τάση οι νέοι να
αναλίσκουν το χρόνο τους σε χώρους άθλησης, ενώ σε άλλες σε υπαίθριους χώρους,
όπως οι πλατείες ή τα διάφορα πάρκα (Cox & Mair 1991: 198).

Κατά συνέπεια, οι προκύπτουσες ιδιότητες της κάθε γειτονιάς (υποβαθμισμένη


γειτονιά, «επικίνδυνη» γειτονιά, κοκ) ως συλλογικό υποκείμενο θα καθορίζονται από
τις δομικές της θέσεις, μέσα στις διάφορες δομές/ σχέσεις που συγκροτεί μαζί με τις
υπόλοιπες, ενώ αυτές οι προκύπτουσες ιδιότητες ασκούν επίδραση επάνω στις
συμπεριφορές και πρακτικές των κατοίκων της.

Σκόπιμο θεωρείται να διευκρινιστεί ότι η παραπάνω σχεσιακή αντίληψη της


γειτονιάς, από την οποία προκύπτουν οι κοινωνικές και πολιτισμικές της ιδιότητες,
συγκροτείται από τη σχέση της με τις υπόλοιπες μέσα στο χώρο της πόλης, όπου το
σύστημα σχέσεων μεταξύ τους ορίζεται από τα διάφορα κοινωνικά και πολιτισμικά
τους χαρακτηριστικά, δηλαδή τις δομικές σχέσεις που συγκροτούν οι κάτοικοί τους
(για παράδειγμα, το ποσοστό φτωχών-μη φτωχών που υπάρχει σε κάθε γειτονιά ή η
ταξική και εθνοτική σύνθεση αυτών) (Bhaskar 2011: 7-8). Επίσης, διατυπώσεις όπως
«φτωχή συνοικία» δεν θα πρέπει να οδηγούν εννοιολογικά σε οικολογική πλάνη,
όπου οι ιδιότητες μιας περιοχής ανάγονται σε ιδιότητες των ατόμων. Η έκφραση
«φτωχή συνοικία» δεν υποδηλώνει ότι όλα τα άτομα που κατοικούν σε αυτήν είναι
απαραίτητα φτωχά, αλλά αντίθετα αποτελεί μια χωρική ιδιότητα, ιδιότητα μιας
τοπικής δομής που δεν μπορεί να αναχθεί στα άτομα, διότι προκύπτει από την
κοινωνική της σύνθεσης σε σχέση πάντοτε με την κοινωνική σύνθεση των υπολοίπων
(Spicker 2001: 2-4).
36
Το γεγονός ότι ορίζουμε τη γειτονιά ως «υποκείμενο» δεν σημαίνει ότι προσδίδουμε σε αυτήν
ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά (Cox & Mair 1991: 207).

89
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι οι καθημερινές πρακτικές και
αλληλεπιδράσεις, μπορούν να μετασχηματίσουν αυτές τις ιδιότητες και κατά
συνέπεια, η γειτονιά να αλλάξει δομική θέση μέσα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα
σχέσεων (Cox & Mair 1991: 204).

Με βάση την παραπάνω λογική, η έρευνα των Elliott et al. (2006) για την επίδραση
υποβαθμισμένων γειτονιών σε δύο αμερικάνικες πόλεις κατευθύνθηκε στις ευκαιρίες
που έχουν οι ανήλικοι να εισαχθούν σε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, καθώς
και στην τυχόν ανάμειξή τους με εγκληματικές δραστηριότητες. Οι συγγραφείς
καθιστούν σαφή την κρίσιμη διαφορά μεταξύ της επίδρασης της σύνθεσης της
γειτονιάς (κοινωνικοοικονομική θέση, εθνοτική ταυτότητα) και σε αυτό που
ονομάζουν «πραγματική» επίδραση, που αφορά το πολιτισμικό πλαίσιο το οποίο
συγκροτείται στη γειτονιά, όπως ο βαθμός συναίνεσής των κατοίκων σε κάποιες
κυρίαρχες αξίες για το πώς πρέπει να μεγαλώνει ένα παιδί και γενικότερα οι
καθημερινές (πολιτισμικές) πρακτικές των γονέων που αφορούν την διαπαιδαγώγηση
των παιδιών. Αυτές οι πρακτικές, αποτελούν πολιτισμικές, προκύπτουσες ιδιότητες
της γειτονιάς και κατά τους συγγραφείς, διαδραματίζουν καθοριστικότερο ρόλο στην
επίδραση της διαπαιδαγώγησης των παιδιών από ότι οι ιδιότητες της σύνθεσης.

Ταυτοχρόνως, μέσα από την έρευνά τους η οποία ενσωματώνει τη σχεσιακή


αντίληψη του τόπου όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα, δείχνουν ότι οι
πολιτισμικές προκύπτουσες ιδιότητες της γειτονιάς δεν είναι ανεξάρτητες από την
κοινωνική σύνθεση της γειτονιάς, αφού οι πρακτικές των κατοίκων επηρεάζονται από
την κοινωνικοοικονομική θέση της γειτονιάς, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι σε κάθε
υποβαθμισμένη συνοικία παρατηρούμε τις ίδιες αντιλήψεις και πρακτικές. Απλώς,
ορισμένες δραστηριότητες που τις χαρακτηρίζουν ως παθογόνες, εντοπίζονται σε
ορισμένες υποβαθμισμένες γειτονιές (Elliott et al 2006: 279). Με άλλα λόγια
βλέπουμε ότι ανάμεσα στη σκοπιά της σύνθεσης και στη σκοπιά του συγκειμένου που
διατυπώθηκε στην αρχή αυτής της ενότητας για το ζήτημα της επίδρασης της
γειτονιάς υπάρχει δυνατότητα εννοιολογικής σύνδεσης μέσω του κριτικού ρεαλισμού,
αφού οι συγκειμενικές ιδιότητες, οι ιδιότητες του χώρου κατοικίας, προκύπτουν από
την κοινωνική του σύνθεση, ενταγμένη σε ένα σύστημα σχέσεων.

Όμως δεν είναι μόνο οι πολιτισμικές (προκύπτουσες) ιδιότητες της γειτονιάς που
επηρεάζουν τις βιοτικές ευκαιρίες ενός ατόμου, αλλά και οι κοινωνικές, αφού όπως

90
τονίζει ο Sayer (2012: 184), ένα άνεργο άτομο που κατοικεί σε μια περιοχή με
λιγοστές θέσεις εργασίας είναι λιγότερο πιθανό να βρει εργασία από ότι ένα άνεργο
άτομο που κατοικεί σε μια περιοχή που παρέχονται αρκετές θέσεις εργασίας.

Η εθνογραφική έρευνα της Listerborn (2013) για τις καθημερινές εμπειρίες και τις
βιοτικές ευκαιρίες μεταναστριών που κατοικούν στη Στοκχόλμη και στο Μάλμε στη
Σουηδία, σε περιοχές χαρακτηρισμένες ως «γκέτο» μεταναστών από την κοινή
γνώμη, περιγράφει πως ο χώρος κατοικίας ως συλλογικό υποκείμενο κάνει τη
«διαφορά», σε μια εποχή που, όπως τονίζει στην εισαγωγή της η συγγραφέας,
χαρακτηρίζεται ως αχωρική. Οι μετανάστριες γυναίκες, που ζουν στα στιγματισμένα
σουηδικά προάστια των δύο σουηδικών πόλεων, έχουν παγκόσμια δίκτυα,
αλληλεπιδρούν με ανθρώπους μέσω των διαφόρων μέσων μαζικής επικοινωνίας και
του διαδικτύου τόσο στις χώρες καταγωγής τους όσο και σε άλλες χώρες της
Ευρώπης. Οι εμπειρίες τους, μέσω της μεταναστευτικής τους τροχιάς, έχουν επίσης
έναν παγκόσμιο χαρακτήρα, αφού μέχρι να φτάσουν στη Σουηδία, επισκέφθηκαν
αρκετές χώρες της Ευρώπης.

Την ίδια στιγμή οι γυναίκες αυτές είναι κοινωνικά αποκλεισμένες στο σουηδικό
πλαίσιο, αφού βρίσκονται εγκλωβισμένες μέσα στο φαύλο κύκλο της φτώχειας (από
την ανεργία σε χαμηλόμισθες, προσωρινές εργασίες και το αντίστροφο), ενώ τα
δίκτυά τους στη Σουηδία είναι περιορισμένα μέσα στις γειτονιές τους και
αποτελούνται κυρίως από μετανάστες και μετανάστριες που βρίσκονται στην ίδια
κοινωνικοοικονομική θέση με αυτές.

Το αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση της φτώχεια τους, αφού οι αλληλεπιδράσεις τους


εντός της σουηδικής κοινωνίας –και συγκεκριμένα εντός των περιοχών κατοικίας
τους- ενισχύει το βίωμα της φτώχειας λόγω ανεπαρκούς στήριξης από τα δίκτυα που
διαθέτουν, ελλείψεων σε υποστηρικτικές υποδομές βοήθειας για ανακούφιση από τη
φτώχεια, καθώς και υψηλό αίσθημα ανασφάλειας που προκύπτει από την υψηλή
εγκληματικότητα των περιοχών κατοικίας τους.

Σε αυτό το σημείο, χρήσιμη είναι η υπενθύμιση των Archer (1995:184) και Elder-
Vass (2010) ότι κάθε δομή ή/ και συλλογικό υποκείμενο –όπως για παράδειγμα η
κοινωνική τάξη ή η γειτονιά- δεν λειτουργεί με τη μορφή της υδραυλικής πίεσης, όσον
αφορά την επίδραση της στη δράση που ασκείται «ισόποσα» στα άτομα που

91
περιλαμβάνονται σε αυτή. Αντίθετα, η επιρροή της εξαρτάται από τα υλικά και
νοητικά χαρακτηριστικά των ατόμων που το συγκροτούν, όπως είναι το εισόδημά
τους, τα κοινωνικά τους δίκτυα, τις θέσεις τους μέσα σε άλλες κοινωνικές δομές,
καθώς και το κατά πόσο αντιδρούν (ή συμφωνούν) με κυρίαρχες τοπικές κουλτούρες.
Οι αντιλήψεις του ατόμου απέναντι σε διάφορες τοπικές κουλτούρες της γειτονιάς
στην οποία κατοικεί, διαδραματίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο με τις υλικές του
ιδιότητες, αφού ενώ κάθε κοινωνικοπολιτισμική συνθήκη ασκεί επιρροή στο
υποκείμενο ανεξάρτητα από την στάση του ως προς αυτήν, το αποτέλεσμα αυτής της
επιρροής στο επίπεδο των πρακτικών/ δράσεων που θα παράξει το άτομο, θα
καθοριστεί, εκτός των άλλων, και από την στάση του απέναντι σε αυτήν (Porpora
1993: 215).

Η παραπάνω διατύπωση έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού τα υποκείμενα τα οποία


συγκροτούν μια ομάδα37 (κοινωνική τάξη, γειτονιά, σχολείο, κ.ά), είναι απίθανο να
έχουν, συνολικά, τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά και να επηρεάζονται κατά τον ίδιο
τρόπο από αυτήν, καθώς όπως θα δούμε παρακάτω, οι έρευνες που αφορούν την
τυχόν ύπαρξη της επίδρασης της γειτονιάς, ιδιαίτερα αυτές που βασίζουν τα
συμπεράσματά τους σε ποιοτικές έρευνες, ενώ συνήθως λαμβάνουν υπόψη την
κοινωνική ποικιλία που υπάρχει μέσα σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά, τονίζουν
λιγότερο τις ποικίλες επιδράσεις της γειτονιάς.

Με βάση την ανάλυση που έχει προηγηθεί για τη δομή, το υποκείμενο και το χώρο,
είναι πλέον περισσότερο προσιτή, η κατανόηση της μέσα από την οπτική του
κριτικού ρεαλισμού για την αιτιότητα.

Για τον κριτικό ρεαλισμό, η αιτιότητα στις κοινωνικές (αλλά και στις φυσικές)
επιστήμες δεν βασίζεται στην ανακάλυψη κανονικοτήτων, συσχετίσεων ή συνεχών
συμπτώσεων μεταξύ φαινομένων, όπως θεωρεί ο θετικισμός, καθότι οι συνεχείς
συμπτώσεις προϋποθέτουν ότι τα φαινόμενα που μελετάμε βρίσκονται μέσα σε ένα
κλειστό σύστημα, σε σταθέρες μέσα στο χρόνο συνθήκες ή διαφορετικά σε συνθήκες
εργαστηρίου. Το ζητούμενο είναι η έρευνα να ανακαλύψει τους γενεσιουργούς

37
Όχι μόνο η γειτονιά, αλλά και κάθε κοινωνική ομάδα (ή θεσμός) αποτελεί με την σειρά της, ένα
συλλογικό υποκείμενο αλλά και ταυτόχρονα μία δομή, αφού τα άτομα που την αποτελούν διέπονται
μεταξύ τους από διαφόρες μορφές σχέσεων (για παράδειγμα, σχέσεις ιδιοκτησίας ή οικονομικής
ανισότητας στο εσωτερικό της εργατικής τάξης), ενώ ταυτόχρονα ασκεί επίδραση στις συμπεριφορές
των ατόμων που περιλαμβάνονται σε αυτή (Elder-Vass 2010).

92
μηχανισμούς που παράγουν ένα φαινόμενο ερευνώντας τη δομή του υποκειμένου (η
οποία αφορά την δομική του θέση, τη θέση του σε μια κοινωνική δομή) ή του
φαινομένου που μελετά. Αυτοί οι μηχανισμοί αποτελούν τις αιτιώδεις δυνάμεις του
υποκειμένου (ή φαινομένου) ή εναλλακτικά, εφόσον αναφερόμαστε σε κοινωνικό
υποκείμενο, τις διαθέσεις του (Sayer 2000: 14-15, 89).

H διάθεση (disposition) είναι βασικά μια αιτιώδης δύναμη (δυνατότητα) του


υποκειμένου (Sayer 2000: 97). Η διατύπωση ότι το υποκείμενο S δύναται να γίνει (ή
να πράξει το) Χ, ουσιαστικά αναφέρεται σε μια διάθεση του υποκειμένου S
(ατομικού ή συλλογικού) που προσδιορίζεται από την κοινωνική, δομική του θέση,
εφόσον αναφερόμαστε σε κοινωνικά υποκείμενα, ενώ ταυτόχρονα είναι
συμπτωματικό το εάν τελικά θα πράξει ή θα γίνει Χ, διότι εξαρτάται από τις
συγκειμενικές συνθήκες που θα του επιτρέψουν να ενεργοποιήσει αυτήν την
(προκύπτουσα) ιδιότητα. Οι διαθέσεις μπορούν να γίνουν εννοιολογικά κατανοητές
από ένα ευρύ φάσμα χαρακτηρισμών όπως προθέσεις, ικανότητες, ροπές, κλίσεις
(εφέσεις), τάσεις και δυνατότητες38. Ο όρος σχετίζεται με τους διάφορους τύπους
κοινωνικών συνθηκών και μπορεί να υποστηριχθεί σε επίπεδο έρευνας τόσο με
στατιστικούς, πιθανολογικούς υπολογισμούς όσο και, κυρίως, με ποιοτικές έρευνες,
όπως η εθνογραφία (Bhaskar 2000: 28).

Η διάθεση αποτελεί ουσιαστικά μία προκύπτουσα ιδιότητα του (κοινωνικού)


υποκειμένου η οποία οφείλεται στην δομική του θέση, δηλαδή στην θέση του μέσα σε
ένα σύστημα σχέσεων39 (Sayer 2012: 184). Δεν θα πρέπει όμως να θεωρούμε τις
διαθέσεις των ατόμων (ή ομάδων) μιας κοινωνίας ως…«ισοκατανεμημένες
πιθανότητες». Ο Popper (1990: 18) υποστηρίζει ότι οι διαθέσεις, τις οποίες
χαρακτήρισε και ως ροπές, αποτελούν σταθμισμένες πιθανότητες, δηλαδή

38
Η δυνατότητα, είναι συνώνυμος όρος με την τάση (ή αλλιώς ροπή), όμως μπορεί να αναφέρεται και
σε γενικές ικανότητες του ανθρώπινου υποκειμένου, ανεξάρτητα από τις συνθήκες ύπαρξής του, όπως
για παράδειγμα, η δυνατότητα που έχει κάθε άτομο να αναπτύξει τις εκπαιδευτικές του δεξιότητες,
ανεξάρτητα από το φύλο, την κοινωνική του τάξη ή την εθνικότητά του (Massumi 2002: 9).
39
Για παράδειγμα, η δυνατότητα να εισπράττει ένα άτομο ενοίκιο, οφείλεται στην θέση που κατέχει
στη δομή των σχέσεων ιδιοκτησίας γης, η οποία προσδιορίζεται από το εάν ένα άτομο κατέχει (ή όχι)
γη. Αυτή η δυνατότητα είναι μια προκύπτουσα ιδιότητα που οφείλεται στη δομική του θέση. Όμως η
ενεργοποίηση αυτής της δυνατότητας είναι συμπτωματική, καθώς εξαρτάται από διάφορους
παράγοντες, όπως για παράδειγμα, το εάν θα βρεθεί ενοικιαστής που μπορεί να πληρώσει το ενοίκιο,
εάν επιθυμεί να κατοικήσει στη συγκεκριμένη κατοικία, κ.ά. (Sayer 2012: 186)

93
διαφορετικού βαθμού τάσεις ανάμεσα στα άτομα προς πραγμάτωση40 ενός γεγονότος.
Η σκέψη αυτή δεν οδηγεί σε τελεολογικά συμπεράσματα, αφού το μέλλον είναι
ανοιχτό. Υπάρχουν περισσότερες από μία μελλοντικές καταστάσεις που
κυοφορούνται μέσα σε κάθε δομική θέση, σε κάθε κοινωνικό υποκείμενο, απλώς δεν
είναι όλες εξίσου πιθανές, σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή (Popper 1990: 22).

Η έρευνα των Bowles & Gintis (1976), για παράδειγμα, δείχνει ότι τα παιδιά της
ανώτερης εισοδηματικής τάξης εμφανίζουν μεγαλύτερη τάση να εισέλθουν σε κάποιο
ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα από ότι τα παιδιά της κατώτερης εισοδηματικής τάξης
για λόγους που σχετίζονται με την κοινωνικοοικονομική τάξη των γονέων τους καθώς
και με τον τρόπο δόμησης του αμερικάνικου εκπαιδευτικού συστήματος που ευνοεί
τα παιδιά των εύπορων οικογενειών να εισέλθουν σε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό
ίδρυμα.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι «(…) οι ροπές δεν πρέπει να θεωρούνται ως έμφυτες
ιδιότητες ενός αντικειμένου(…) αλλά πρέπει να θεωρούνται ως έμφυτες σε μια
κατάσταση (της οποίας, φυσικά, το αντικείμενο αποτελεί μέρος)» (Popper 1990: 14).
Η μεγαλύτερη ροπή των παιδιών της ανώτερης εισοδηματικής τάξης να εισέλθουν σε
κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα από ότι τα παιδιά της κατώτερης εισοδηματικής
τάξης, δεν αποτελεί κάποιο έμφυτο, «βιολογικό», χαρακτηριστικό αυτών αλλά
χαρακτηριστικό της κοινωνικής τους κατάστασης, δηλαδή της θέσης τους μέσα στην
κοινωνική δομή. Οι δομικές σχέσεις, ως επεξηγηματική έννοια, είναι κατά συνέπεια,
περισσότερο θεμελιώδεις για την κατανόηση της αιτιότητας από ότι οι συμπεριφορές
ατόμων ή ομάδων, διότι οι αιτιώδεις δυνάμεις, οι διαθέσεις που εξηγούν οποιοδήποτε
παρατηρήσιμο μοτίβο συμπεριφορών βρίσκονται εμπεδωμένες μέσα σε δομές και σε
δομικές θέσεις (για παράδειγμα, κοινωνικές τάξεις) (Porpora 1998: 348).

40
Ο Popper (1990: 10) φέρνει ως παράδειγμα, τις πιθανότητες που υπάρχουν στην φανέρωση αριθμών
κατά την ρίψη ενός ζαριού. Ένα ισοζυγισμένο ζάρι έχει πιθανότητα να φέρει έναν αριθμό από το 1 έως
το 6 κατά την ρίψη του, ίση με 1/6 για κάθε αριθμό από το 1 έως το 6. Τι γίνεται όμως όταν το ζάρι
είναι… «πειραγμένο» από την μια πλευρά; Σε αυτήν την περίπτωση, εξακολουθούν να υπάρχουν έξι
πιθανότητες για κάθε αριθμό, αλλά αυτές είναι δεν είναι ίσες με 1/6 διότι αυτές, είναι πλέον μη
ισόποσες. Επιπλέον ο όρος «διάθεση», για τον συγγραφέα, αφορά τόσο ανθρώπους όσο και φυσικά
αντικείμενα.

94
Διάγραμμα 2.2.4: Η αιτιότητα στις κοινωνικές επιστήμες κατά τον κριτικό
ρεαλισμό

ΓΕΓΟΝΟΣ

ΓΕΝΕΣΙΟΥΡΓΟΣ
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ -
ΔΙΑΘΕΣΗ
ΔΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ
ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ
ΣΥΝΘΗΚΕΣ/ ΑΛΛΟΣ
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ

Πηγη: Sayer 2000: 15, Ίδια επεξεργασία

Το παραπάνω διάγραμμα, αποτυπώνει σχηματικά το πώς μπορούμε να αντιληφθούμε


την αιτιότητα όσον αφορά τις κοινωνικές επιστήμες, υπό το πρίσμα του κριτικού
ρεαλισμού. Η δομική θέση που καταλαμβάνει ένα υποκείμενο μέσα σε μια δομή,
δημιουργεί μια αιτιώδη δύναμη (ή διάθεση), η οποία ενεργοποιείται μέσα σε ένα
συγκεκριμένο πλαίσιο/ συγκείμενο, που με την σειρά του αποτελεί έναν άλλο
μηχανισμό, ο οποίος ενεργοποιεί αυτήν τη διάθεση για να παραχθεί ένα συγκεκριμένο
γεγονός (μια πρακτική ή μια κοινωνική κατάσταση).

Το κρίσιμο σημείο που παρατηρούμε στη παραπάνω αντίληψη της αιτιότητας, με


βάση το παραπάνω σχήμα, είναι ότι αυτή η δύναμη ενεργοποιείται σε ένα
συγκεκριμένο πλαίσιο και όχι καθολικά. Δεν αποτελεί, για παράδειγμα, γενικό
κανόνα ότι κάθε παιδί της κατώτερης τάξης στην Αμερική δεν θα εισαχθεί στην
ανώτερη εκπαίδευση. Όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Sayer (2000: 15) «επειδή τα
γεγονότα δεν προκαθορίζονται προτού συμβούν αλλά εξαρτώνται από ενδεχόμενες
συνθήκες, το μέλλον είναι ανοικτό – τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν με
πολλούς διαφορετικούς τρόπους». Επίσης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψην ότι στο
ίδιο αποτέλεσμα μπορεί κανείς να φτάσει με διαφορετικούς τρόπους. Διαφορετικές
διαθέσεις σε διαφορετικά συγκείμενα, μπορούν να δώσουν το ίδιο αποτέλεσμα, ενώ
όμοιες διαθέσεις, ενεργοποιημένες σε διαφορετικά συγκείμενα ενδέχεται να
αποδώσουν διαφορετικά αποτελέσματα (Sayer 2000: 16). Επίσης, δεν πρέπει να μας

95
διαφεύγει ότι οι παραπάνω διαθέσεις δεν είναι απαραίτητα σταθερές μέσα στο χρόνο,
αλλά μπορούν να μεταβληθούν ακόμα και εάν η δομική θέση του υποκειμένου
παραμείνει σταθερή (Sayer 2000: 97), ενώ η απόκτηση αυτών των διαθέσεων απαιτεί
κάποιο χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, κάθε αιτιολογική ανάλυση κοινωνικών
γεγονότων πρέπει να εμπεριέχει τη διάσταση του χρόνου.

Ο όρος «συγκείμενο», αναφέρεται σε όλα τα πράγματα (αντικείμενα, θεσμοί,


αφηγήσεις, κοκ) που περιβάλλουν ένα υποκείμενο (ή αντικείμενο) και αποτελεί με τη
σειρά του τμήμα μιας άλλης δομής (Schatzki 2002: 61-63, Abbott 1997: 1171). Όμως,
από τη σκοπιά του κριτικού ρεαλισμού, δεν πρέπει να συγχέεται με τον γενεσιουργό
μηχανισμό, όπως δείχνει και το Διάγραμμα 2.2.3, παρά το γεγονός ότι στον
ακαδημαϊκό λόγο οι δύο έννοιες, αρκετές φορές ταυτίζονται όπως για παράδειγμα
στην έρευνα των Elliott et al. (2006), οπότε εφεξής, θα υπάρχει μία διάκριση στο
κείμενο ανάμεσα στην «δομική θέση» και στο «συγκείμενο». Για παράδειγμα, το
γενεσιουργό αίτιο που οδήγησε, τους νέους να εξεγερθούν στα γαλλικά προάστια το
2005 και στα σουηδικά προάστια το 2013, ήταν οι συνθήκες αποστέρησης που
βιώνουν, όπως η ανεργία και οι στεγαστικές συνθηκες. Το συγκείμενο (ή ένα τμήμα
αυτού) που «ενεργοποιήθηκε» η εξέγερση ήταν η αστυνομική βία, δηλαδή μια μορφή
αλληλεπίδρασης με έναν θεσμό (Schneider 2008: 138, Schierup, Ålund & Kings
2014: 7-8). Η αλληλεπίδραση αυτή είναι ενδεχόμενο, δηλαδή συμπτωματικό και όχι
αναγκαίο-δομικό στοιχείο των κοινωνικών συνθηκών των νέων και της κοινωνικής
δομής στην οποία είναι «τοποθετημένοι», χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η
αστυνομική βία είναι τυχαία στις παραπάνω περιοχές ή ότι δεν υπάρχουν κάποιες
άλλες αιτίες που παράγουν προνομιακά την αστυνομική βία σε αυτές τις περιοχές.
Κατά συνέπεια, κάθε παραγόμενο αποτέλεσμα αποτελεί συνδυασμό των διαθέσεων
του υποκειμένου και του πλαισίου στο οποίο ενεργοποιούνται και για τον διαχωρισμό
τους απαιτείται έρευνα. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τον Sayer (2010a: 164),
οι ποιοτικές μέθοδοι είναι οι πλέον κατάλληλες.

Η αιτιολογική εξήγηση για τον κριτικό ρεαλισμό απαιτεί, εκτός από την κατανόηση
των γενεσιουργών μηχανισμών, την ταυτόχρονη ανάδειξη της σχέσης του
συγκειμένου ως μηχανισμού. Η διατύπωση απλώς, ενός καταλόγου παραγόντων δεν
αποτελεί εξήγηση όπως υποστήριξε ο Smith (1996: 56). Πρέπει οι παράγοντες να
διαχωρίζονται σε αναγκαίους και συμπτωματικούς, ενώ την ίδια στιγμή πρέπει να

96
λαμβάνεται υπόψη η συνδυαστική τους σχέση, η αλληλεπίδρασή τους. Ταυτόχρονα,
σύμφωνα με τον κριτικό ρεαλισμό, για την εξήγηση συγκεκριμένων πρακτικών/
δράσεων στις κοινωνικές επιστήμες, δεν αρκεί μόνο η ανάδειξη των διαθέσεων των
ατόμων αλλά επιπλέον, ο (/ η) ερευνητής (-τρια) καλείται να λάβει υπόψη του,
αναστοχαστικά, το τί συμβαίνει στο επίπεδο των κοινωνικών δομών στις οποίες είναι
«τοποθετημένα» τα υποκείμενα και στους μηχανισμούς που υπάρχουν σε αυτές. Με
άλλα λόγια, η ερευνητική σκέψη οφείλει να «κινείται» ανάμεσα στο επίπεδο των
δομών και στο επίπεδο της δράσης, στοχεύοντας επίσης και στο πώς σχετίζονται αυτά
τα δύο (Sayer 2010a: 76). Επιπλέον, μέσα από τη σχέση που συγκροτείται μεταξύ
δομικής θέσης, διάθεσης και δράσης/ πρακτικής, μπορούμε να εντοπίσουμε ποιές
σχέσεις είναι αναγκαίες (εσωτερικές) για την παραγωγή συγκεκριμένων δράσεων και
ποιες σχέσεις είναι συμπτωματικές, βάσει του ερευνητικού ερωτήματος που έχουμε
θέσει (Sayer 2010a: 62)

Για τον κριτικό ρεαλισμό, οι συνεχείς συμπτώσεις και κανονικότητες στις οποίες
αναζητά την αιτιότητα ο θετικισμός, αποτελούν απλώς μια απλοποιημένη μορφή
ανάλυσης του κοινωνικού κόσμου, καθόσον οι κανονικότητες προϋποθέτουν
σταθερές διαθέσεις και σταθερά συγκείμενα. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι
γεμάτος από κανονικότητες αλλά και «εξαιρέσεις» που μέσα από αυτές μπορούμε να
αντιληφθούμε, έστω προσεγγιστικά, πώς λειτουργεί (Outhwaite 1987: 20, Smith
2010: 97).

Αντί λοιπόν η έρευνα να επιδιώκει να ανακαλύψει γενικούς νόμους, είναι


προτιμότερο να περιγράφει και να εξηγεί την επίδραση που οι υλικές περιστάσεις των
ανθρώπων ασκούν στη συμπεριφορά τους, αποφεύγοντας ντετερμινιστικούς
ισχυρισμούς και γενικεύσεις.

Επιπρόσθετα, καλείται να λάβει υπόψη και τον διαμεσολαβητικό ρόλο της


κουλτούρας καθώς και των διαφόρων συμβολικών, κοινωνικών κατασκευών που
διέπουν τις συμπεριφορές και να λαμβάνει υπόψη τη σύνδεση αυτών με τις υλικές
συνθήκες (Porpora 1998: 346-347). Τα φαινόμενα (και οι πρακτικές) με τα οποία
ασχολείται η κοινωνιολογία και η κοινωνική γεωγραφία στο θέμα της επίδρασης της
γειτονιάς (καθώς και η παρούσα διατριβή), αποτελούν κοινωνικές κατασκευές, όπως
ο «κοινωνικός αποκλεισμός», η «υποβαθμισμένη γειτονιά», η «κοινωνική
παρέκκλιση», κ.ά. Άλλωστε, οι λέξεις δεν είναι ποτέ «ουδέτερες», περιέχουν

97
συμβολισμούς (νοήματα) καθώς και συναισθήματα και οι παραπάνω συγκεκριμένες
λέξεις είναι φορτισμένες αρνητικά όσον αφορά το «περιεχόμενό» τους. Αυτή η
φόρτιση είναι προϊόν κοινωνικής διαδικασίας στην οποία συμμετέχει ο κυρίαρχος
λόγος των πολιτικών, των δημοσιογράφων καθώς και των κοινωνικών επιστημόνων
(Bauman 2001:1-3). Κατά συνέπεια και η γνώση που έχει ο (/ η) ερευνητής (-τρια)
για τα παραπάνω φαινόμενα αποτελεί προϊόν κοινωνικής κατασκευής. Όμως η
παραπάνω αναγνώριση, δεν συνεπάγεται ότι τα παραπάνω φαινόμενα μπορούν να
θεωρηθούν απλώς ως… νοητικά «κατασκευάσματα» (Sayer 2000: 91, Danermark et
al. 2002:34-35).

Οι παραπάνω κατασκευές, παράγονται μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά


πλαίσια, τα οποία δεν αποτελούνται απλώς από (προφορικούς ή γραπτούς,
επιστημονικού ή άλλου τύπου) αφηγηματικούς λόγους, αλλά έχουν και μια υλική
διάσταση, όπως συμβαίνει με τον κοινωνικό αποκλεισμό, νοούμενο ως μια δομική
θέση μέσα στο σύστημα κοινωνικής ανισότητας.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η εξέταση της σύνδεσης του
συμβολικού με το κοινωνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, ενώ οι έννοιες οι οποίες
προσδίδονται στα φαινόμενα, έχουν διαμεσολαβητικό χαρακτήρα ανάμεσα στον
ερευνητή και στα φαινόμενα που μελετά, την ίδια στιγμή, τα δομικά χαρακτηριστικά
τους δεν καθορίζονται από αυτές, διότι το γεγονός ότι μπορούμε, σε κάποιες
περιπτώσεις, να αλλάξουμε το όνομα των πραγμάτων, δεν συνεπάγεται απαραίτητα
ότι αλλάζουμε και τις «ιδιότητές» τους (Sayer 1993: 332). Ορισμένες κατασκευές,
παγιωμένες γλωσσικά μέσα σε μία κοινωνία (όπως η «κοινωνική παρέκκλιση», κ.ά),
μπορούν να αποκτήσουν αιτιώδη επιρροή στις βιοτικές ευκαιρίες των υποκειμένων
στα οποία αναφέρονται, γεγονός που χρήζει έρευνας όσον αφορά τον τρόπο της
επίδρασής τους (Sayer 2000: 45).

Ένα επιπλέον πλεονέκτημα στην παραπάνω αντίληψη της αιτιότητας παρατίθεται από
τον Outhwaite (1987: 22):

«Αντίθετα από μια ανάλυση σταθερών συμπτώσεων, η οποία λογικά


προϋποθέτει ότι το σύστημα μέσα στο οποίο παρατηρούνται οι αιτιώδεις
σχέσεις είναι απομονωμένο από εξωτερικές επιρροές, μια ρεαλιστική
ανάλυση αιτιότητας βασίζεται στην αλληλεπίδραση ανάμεσα σε διάφορες

98
αιτιώδεις τάσεις μέσα στα πολύπλοκα και ανοικτά συστήματα στα οποία
ζούμε και υπάρχουμε».

Η επιβεβαίωση της πολυπλοκότητας του κόσμου είναι καθοριστική, εν μέρει του


γεγονότος ότι όλα τα κοινωνικά υποκείμενα, βρισκόμαστε μέσα σε ένα πλέγμα
σχέσεων που έχουν διάφορες μορφές, (κοινωνικές, πολιτισμικές, κ.ά) και όχι σε ένα
και μόνο σύστημα σχέσεων. Κατά συνέπεια, οι διαθέσεις που αναπτύσσουμε μέσα
στο χρόνο, λόγω και του γεγονότος ότι κατέχουμε πολλαπλές θέσεις μέσα σε
διάφορες δομές, δεν είναι μονοδιάστατες, αλλά πολλαπλές. Με δεδομένο το γεγονός
ότι οι διαθέσεις ενεργοποιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συγκειμενικές συνθήκες,
συνεπάγεται ότι σε κάθε χρονική στιγμή οι πράξεις των ατόμων ή κοινωνικών
ομάδων προσδιορίζονται από τις συγκειμενικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται,
καθότι ενδέχεται να κατέχουν διαθέσεις οι οποίες, κάτω από διαφορετικές
συγκειμενικές συνθήκες, θα μπορούσαν να είχαν ενεργοποιηθεί και να παρήγαγαν
διαφορετικά αποτελέσματα (Sayer 2012: 186). Το γεγονός, όμως, ότι στα κοινωνικά
υποκείμενα ενυπάρχουν πολλαπλές διαθέσεις δεν συνεπάγεται ότι όλες έχουν την ίδια
σημασία για την παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Ορισμένες είναι
συνήθως περισσότερο σημαντικές για την παραγωγή συγκεκριμένων γεγονότων από
κάποιες άλλες (Sayer 1993: 333- 334).

Στον παραπάνω προσδιορισμό της αιτιότητας ο γεωγραφικός χώρος δεν είναι


αμέτοχος, όπως εξάλλου αναδείχθηκε από τα προηγούμενα. Όμως, έχει ενδιαφέρον
να γίνει μια αναφορά για την εξέλιξη της σκέψης του κριτικού ρεαλισμού για τον
αιτιώδη ρόλο του γεωγραφικού χώρου στην παραγωγή της ανθρώπινη
δραστηριότητας και συγκεκριμένα του Sayer, ο οποίος ασχολήθηκε διεξοδικά με το
θέμα. Αρχικά, η άποψη του Sayer (1985b: 52) για τον γεωγραφικό χώρο ήταν ότι
αποτελεί το συγκείμενο συνύπαρξης που λαμβάνουν χώρα οι καθημερινές
αλληλεπιδράσεις και πρακτικές. Με βάση την παραπάνω άποψη, ο χώρος ως
συγκείμενο, αποτελεί τον μηχανισμό εκείνο που ενεργοποιούνται οι διάφορες
διαθέσεις του υποκειμένου μέσα στην καθημερινότητά του, διότι η ενεργοποίηση των
διαθέσεων εξαρτάται από την χωρική σχέση του υποκειμένου με άλλα υποκείμενα τα
οποία με την σειρά τους, κατέχουν και αυτά διάφορες διαθέσεις, λόγω των διαφόρων
θέσεων που κατέχουν σε διάφορες δομές.

99
Για παράδειγμα, στην έρευνα των Elliott et al. (2006), διακρίνεται ότι η ενεργοποίηση
της διάθεσης ενός παιδιού που κατοικεί σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά μιας
αμερικάνικης πόλης να διακόψει το σχολείο, ενεργοποιείται εν μέρει και από την
επιρροή από τις παρέες του, οι οποίες ενθαρρύνουν μια τέτοια πράξη. Ο χαρακτήρας
του γεωγραφικού χώρου ως συγκείμενο της καθημερινής πρακτικής είναι ο λόγος που
οι Duncan & Savage (1989: 181, 203) τονίζουν ότι οι χωρικές σχέσεις δεν μπορούν
να αναχθούν εννοιολογικά σε κοινωνικές διότι, ενώ οι δεύτερες προσδιορίζουν το
σύνολο των διαθέσεων του κοινωνικού υποκειμένου με γενικούς, αφηρημένους όρους,
οι πρώτες συγκροτούν το συγκεκριμένο πλαίσιο δράσης που προσδιορίζει ποιές
διαθέσεις θα ενεργοποιηθούν, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργοποιηθούν
(για παράδειγμα, μέσω και της επιρροής της παρέας όσον αφορά τη διάθεση διακοπής
του σχολείου στην έρευνα των Elliott et al. 2006).

Με άλλα λόγια, η ενεργοποίηση των διαθέσεων προϋποθέτει την επιρροή ενός άλλου
αντικειμένου ή υποκειμένου (που μπορεί να είναι άτομο, αμάδα, θεσμός, κοκ),
δηλαδή προϋποθέτει τα υποκείμενα να συγκροτούν μια συγκεκριμένη χωρική δομή41
(Sayer 2000: 101, 111, Sayer 1985b: 52). Όμως ο χώρος δεν αποτελεί απλώς το
πλαίσιο στο οποίο ενεργοποιούνται ορισμένες διαθέσεις. Η παραπάνω άποψη
βασίζεται στην αντίληψη ότι ο γεωγραφικός χώρος δεν είναι τίποτε περισσότερο από
μια γεωμετρικά προσδιορισμένη εδαφική επιφάνεια πάνω στην οποία ορισμένα άτομα
και θεσμοί βρίσκονται «κοντά» με αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται ορισμένες
αιτιώδεις δυνάμεις τους. Σε μια πιο πρόσφατη τοποθέτηση, ο Sayer (2012: 184)
υποστηρίζει ότι ο χώρος δεν είναι απλώς το συγκείμενο στο οποίο εξελίσσεται η
διαδικασία παραγωγής πρακτικών, αλλά συμμετέχει και στην ίδια την συγκρότηση
των διαθέσεων του ατόμου, διότι η ίδια η δομή του χώρου και οι προκύπτουσες
(κοινωνικές και πολιτισμικές) ιδιότητες του χώρου, διευκολύνουν και προωθούν,
συγκεκριμένες μορφές δράσης αλληλεπίδρασης, όπως άλλωστε μας υπενθυμίζει και η
θεωρία της δομοποίησης.

41
Η συμβολή του χώρου, είναι καθοριστική ακόμα και όταν, με πρώτη ματιά δεν φαίνεται να
συμμετέχει σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητάς μας. Η δυνατότητα να αλληλεπιδρούμε με
ανθρώπους που βρίσκονται μακριά από εμάς μέσω τηλεφώνου ή διαδικτύου δεν σημαίνει ότι ο χώρος
είναι αμέτοχος σε αυτήν την λειτουργία, αφού το κατά πόσο μπορούμε να επικοινωνήσουμε από
απόσταση εξαρτάται από επικοινωνιακές υποδομές, οι οποίες έχουν πάντα χωρική υπόσταση (Sayer
2012: 184). Ας αναλογιστούμε τα προβλήματα σύνδεσης με το διαδίκτυο που αντιμετωπίζουμε ιδίως
σε απομονωμένες περιοχές ή τις περιπτώσεις που δεν έχουμε σήμα στο κινητό μας λόγω της χωρικής
μας θέσης εκείνη την στιγμή.

100
Μια αστική γειτονιά, νοούμενη ως συλλογικό υποκείμενο (κοινωνική ομάδα) με
προκύπτουσες ιδιότητες, ασκεί επιρροή επάνω στα άτομα/ ομάδες που τη συγκροτούν
και συγκεκριμένα στις αλληλεπιδράσεις, αντιλήψεις (στάσεις) και πρακτικές τους και
συνεπώς, επάνω στις διαθέσεις τους να πράξουν κάτι. Ταυτόχρονα, χρήσιμο είναι να
έχουμε υπόψη ότι η επιρροή αυτή αλλάζει όταν αλλάζουν οι προκύπτουσες ιδιότητες
του χώρου.

Η παραπάνω θεώρηση για το χώρο, είναι καταλυτικής σημασίας για την έρευνα για
την επίδραση της γειτονιάς στον κοινωνικό αποκλεισμό και στη φτώχεια, αφού το
ζήτημα είναι κατά πόσον ο χώρος κατοικίας συμμετέχει στη συγκρότηση των
κοινωνικά αποκλεισμένων και φτωχών. Όπως μας υπενθυμίζει ο Wilson (1991: 12):

«Το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι (…) οι φτωχοί των γκέτο κατέχουν μια
περιθωριοποιημένη θέση στην αγορά εργασίας, παρόμοια με αυτήν που
κατέχουν άλλες μειονεκτούσες ομάδες, αλλά είναι επίσης ότι η οικονομική
τους θέση ανατροφοδοτείται… από το κοινωνικό τους περιβάλλον»

Αξιοσημείωτο στην παραπάνω διατύπωση είναι ότι για τον συγγραφέα οι φτωχοί των
γκέτο αποτελούν μια κοινωνική ομάδα που κατέχει μια συγκεκριμένη θέση στην
αγορά εργασίας, στην οποία ο χώρος λειτουργεί με ενισχυτικό τρόπο στο να
διατηρούν οι φτωχοί των γκέτο τη μειονεκτική τους θέση στην αγορά εργασίας, κάτι
που μπορεί να μεταφραστεί στο ότι ο χώρος κατοικίας τους αυξάνει τη ροπή αυτής
της ομάδας να διατηρεί την περιθωριοποιημένη θέση της στην αγορά εργασίας.

Εκτός από τον Wilson, ο Hӓgerstrand, ένας από τους βασικούς στοχαστές επάνω στο
χωροχρόνο, διατύπωσε στην ίδια κατεύθυνση, ότι το να είναι κανείς γεωγράφος (στο
Gregory 1989: 188):

«(…) ουσιαστικά σημαίνει να εκτιμά ότι όταν διάφορα γεγονότα


παρατηρούνται μαζί, μέσα σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο,
αναπόφευκτα φανερώνουν σχέσεις, οι οποίες δεν μπορούν να εντοπιστούν
όταν [σ.σ. τα γεγονότα αυτά] αποκοπούν από αυτό το πλαίσιo»

Ο χώρος (και ο χρόνος) δεν είναι αμέτοχος στην συγκρότηση κάποιων γεγονότων
(δράσεις, κοινωνικές καταστάσεις, κ.ά) και η διαφορά του γεωγράφου από έναν «α-

101
χωρικά» σκεπτόμενο κοινωνικό επιστήμονα είναι στη σημασία που αποδίδει στο
χώρο ως συγκροτησιακό στοιχείο αυτών των γεγονότων.

Εάν προσπαθήσουμε να συνενώσουμε τη σκέψη του κριτικού ρεαλισμού με την


χωρικά προσανατολισμένη κοινωνική έρευνα, το αποτέλεσμα πιθανότατα θα έχει την
παρακάτω μορφή, όπως αποτυπώνεται στο επόμενο διάγραμμα.

Διάγραμμα 2.2.5: Κριτικός ρεαλισμός και χωρικά προσανατολισμένη


κοινωνική έρευνα

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΑΙΤΙΩΔΕΙΣ


ΔΥΝΑΜΕΙΣ- ΔΟΜΕΣ)

ΕΝΕΡΓΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΓΕΓΟΝΟΤΑ) ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ


ΧΩΡΟΣ/ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Πηγή: Duncan 1989: 235, Ίδια επεξεργασία

Οι μηχανισμοί, που παράγονται στο δομικό/ πραγματικό επίπεδο παράγουν κάποια


γεγονότα (ενεργό επίπεδο), όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός, η εγκληματικότητα ή
οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό γεγονός. Τα γεγονότα αυτά δεν είναι απαραίτητα
ισοκατανεμημένα στο γεωγραφικό χώρο, αλλά μπορεί να παρουσιάζουν χωρική
διακύμανση σε επίπεδο γειτονιάς, εφόσον το αντικείμενο μελέτης είναι η επίδραση
της γειτονιάς μέσα στο χώρο της πόλης. Η επίδραση της γειτονιάς μπορεί να
υποστηριχθεί από την στιγμή που ο γεωγραφικός χώρος της γειτονιάς δεν αποτελεί
απλώς τον περιβάλλοντα χώρο της εμφάνισης (ή συγκέντρωσης) αυτών των
γεγονότων, δηλαδή το χωρικό τους συγκείμενο, αλλά επιπλέον συμβάλλει στην
(ανα)παραγωγή τους ως αιτιώδης δύναμη, δηλαδή ως ένα συλλογικό υποκείμενο με
κοινωνικές και πολιτισμικές προκύπτουσες ιδιότητες, που ασκούν επίδραση επάνω
στις δράσεις/ συμπεριφορές των ατόμων (Van Kempen 1997: 440).

Ο παραπάνω συλλογισμός, καθιστά σαφές ότι ο χώρος δεν αποτελεί απλώς ένα
αποτύπωμα της καθημερινής, κοινωνικής ζωής, αλλά αφήνεται σε αυτόν το
περιθώριο να συμμετέχει ενεργά στην συγκρότηση αυτής. Εξάλλου, από τη στιγμή

102
που αποδεχόμαστε την πολλαπλότητα, καθώς και την πολύπλοκη αλληλεπίδραση των
μηχανισμών που δημιουργούν τα γεγονότα, θα ήταν ανούσιο να υποστηρίζουμε ότι
όλοι οι μηχανισμοί που συμμετέχουν στην παραγωγή γεγονότων λειτουργούν και
παράγονται μόνο σε καθολικό, μάκρο-επίπεδο. Ορισμένοι από αυτούς, μπορούν
κάλλιστα να έχουν έναν τοπικό χαρακτήρα, χωρίς βεβαίως να ξεχνάμε ότι οι ιδιότητες
του χώρου οι οποίες δημιουργούν μηχανισμούς για παραγωγή δράσης, προκύπτουν
πάντα από τα στοιχεία που τον συγκροτούν (κοινωνικά υποκείμενα, κτήρια, θεσμούς,
κοκ) (Duncan 1989: 235).

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο κριτικός ρεαλισμός μας προτρέπει να


αντιλαμβανόμαστε τις διάφορες κοινωνικές, πολιτισμικές και χωρικές δομές
σχεσιακά, υπενθυμίζοντας διαρκώς ότι καμιά δομή δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς
υποκείμενο, αλλά ούτε μπορούμε να ανάγουμε σε επίπεδο ανάλυσης τη δομή στο
υποκείμενο ή το αντίστροφο, καθότι η δομή, προκύπτει από το υποκείμενο χωρίς να
αποτελεί απλώς το άθροισμα πολλών υποκειμένων. Επιπλέον, ο κριτικός ρεαλισμός
δεν αποτελεί κάποιο αυστηρά διαχωρισμένο ρεύμα σκέψης, αφού διαθέτει αρκετά
κοινά στοιχεία σκέψης με την φαινομενολογική οπτική διαφόρων στοχαστών, όπως ο
Merleau-Ponty (Fade 2004, Collier 2003) του οποίου η σκέψη επηρέασε την
ερμηνευτική ανάλυση των εθνογραφικών συνεντεύξεων της παρούσας διατριβής.

Επίσης, για τον κριτικό ρεαλισμό υπάρχει μια σαφής οντολογική διάκριση ανάμεσα
στη γλώσσα και στις υπόλοιπες μορφές πράξης, διότι ενώ η γλώσσα μας δίνει την
δυνατότητα «(…) αποκοπής από την πραγματικότητα» (όπως όταν «(…) μιλάμε για
πράγματα που δεν γνωρίζουμε τίποτα», όταν «(…) εικάζουμε αβάσιμα», κοκ), οι
υπόλοιπες μορφές πράξης «(…) δεν μπορούν ποτέ να αποβάλλουν τη σχέση τους με
την πραγματικότητα», διότι σε αυτές το υποκείμενο είναι αναγκασμένο να
αλληλεπιδρά με ένα υλικό περιβάλλον που κατέχει συγκεκριμένα δομικά
χαρακτηριστικά (Archer 2000: 159).

Η παραπάνω διάκριση αποτελεί το σημείο τομής που ενώνει τον κριτικό ρεαλισμό με
την φαινομενολογία (Archer 2000: 127) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο (/ η) ερευνητής
(-τρια) οφείλει να αγνοεί την γλωσσική-επικοινωνιακή διάσταση της καθημερινής
ζωής.

103
Άλλωστε, όταν ο κριτικός ρεαλισμός κάνει λόγο για προκύπτουσες ιδιότητες του
ανθρώπινου υποκειμένου στις διαθέσεις του, στην πραγματικότητα αναφέρεται σε
υπαρξιακές ιδιότητες, ιδιότητες που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη (Archer 1995:
51). Η διαφορά μεταξύ κριτικού ρεαλισμού και φαινομενολογίας είναι ότι για τον
πρώτο, δεν είναι αρκετή η μελέτη και ανάδειξη του εμπειρικού κόσμου του
υποκειμένου, αλλά πρέπει σε αυτήν να περιλαμβάνεται και η αναφορά των
αντικειμενικών, κοινωνικών δομών στις οποίες βρίσκονται τα άτομα (Porter 2002:
56-57).

Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι στις υποκειμενικές εμπειρίες της κοινωνικής τάξης
στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες διαμεσολαβούν χαρακτηριστικά όπως το φύλο και
η εθνικότητα, δεν συνεπάγεται ότι αυτά διαμεσολαβούν και σε μηχανισμούς που
συγκροτούν ορισμένες αντικειμενικές, ταξικές συνθηκές ζωής, όπως για παράδειγμα
οι σχέσεις ιδιοκτησίας ή η δομή (και το καθεστώς) της αγοράς εργασίας (Sayer
1999a: 320-321, Judd 2003:131). Ο κόσμος που ζούμε δεν αποτελείται μόνο από
εμπειρίες, αλλά περιλαμβάνει και μηχανισμούς που καθιστούν δυνατές αυτές τις
εμπειρίες, οι οποίοι όμως δεν είναι απαραίτητα αντιληπτοί από την καθημερινή
εμπειρία (Houston 2010: 74).

Αρκετά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι για τον κριτικό ρεαλισμό (καθώς και για
άλλα ρεύματα σκέψης) ο λόγος (discourse) δεν αναφέρεται μόνο στις προφορικές ή
γραπτές γλωσσικές πρακτικές ατόμων και θεσμών, αλλά και σε μη γλωσσικές μορφές
επικοινωνίας και σημασιοδότησης (όπως οι εικόνες, τα σύμβολα ή ακόμα και η
«γλώσσα» του σώματος) (Fairclough, Jessop & Sayer 2002, Fairclough 2003: 24). Ο
λόγος, κατά τον κριτικό ρεαλισμό, αφορά τη θέσπιση της σημειωτικής (semiotic)
διάστασης της καθημερινής ζωής, δηλαδή την παραγωγή νοημάτων που, κατά τον
κριτικό ρεαλισμό, προκύπτουν από τις σχέσεις μεταξύ σημείων/ σημάτων (signs)
(που αποτελούνται από σημαίνοντα42 και σημαινόμενα43) και των πραγμάτων ή
υποκειμένων, στα οποία αναφέρονται τα σημεία44 (Sayer 2000: 36-37). Αυτή η

42
Ο όρος «σημαίνοντα» αναφέρεται στη μορφή με την οποία γίνονται αισθητά τα σημεία όπως
εικόνες, ήχοι, λέξεις, συμπεριφορές, φράσεις, αντικείμενα, κ.ά. (Lewis 1991: 27).
43
Ο όρος «σημαινόμενα» αναφέρεται στην έννοια που αναπαριστά το σημαίνον, δηλαδή σε κάτι
«…πέρα από την εαυτό του» (Lewis 1991: 27), πέρα από τη μορφή του. Για παράδειγμα, η λέξη
«μετανάστης» αποτελεί ένα σημείο που έχει μία συγκεκριμένη γραμματική (ή ηχητική) μορφή, η οποία
αναφέρεται σε κάτι πέρα από την ίδια, στο συλλογικό υποκείμενο «μετανάστης» (Lewis 1991: 26- 28).
44
Ένα παράδειγμα ανάλυσης σημειωτικών σχέσεων, είναι η έρευνα του Lindgren (2009) για το πώς
παρουσίαζε ο έντυπος δημοσιογραφικός λόγος της Σουηδίας την περίοδο 1998-2002 τη νεανική

104
σημειωτική σχέση, δεν αποτελεί απαραίτητα ατομική υπόθεση, αλλά μπορεί να έχει
(και συνήθως έχει) διυποκειμενικό χαρακτήρα, δηλαδή να τη συμμερίζονται, σε
κάποιο βαθμό, μέλη που βρίσκονται στο ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον, με συνέπεια να
εμπεδώνεται στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις των ατόμων.

Η σημειωτική πτυχή των διαφόρων πραγμάτων του κοινωνικού κόσμου, η οποία


μπορεί να έχει και συμβολικό χαρακτήρα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της
κοινωνικής έρευνας, έχοντας πάντα υπόψη ότι ο κοινωνικός κόσμος δεν μπορεί να
νοηθεί απλά ως ένα σύνολο σημειωτικών σχέσεων, καθότι η υλική του διάσταση,
εσωκλείει και μη-σημειωτικές (χρηστικές) σχέσεις, που επίσης ενέχουν ένα ορισμένο
νόημα (Fairclough, Jessop & Sayer 2002, Dant 2005: 136). Επιπρόσθετα, όπως και
στην περίπτωση των κοινωνικών δομών, οι σημειωτικές σχέσεις δεν αποτελούν
«στατικές» οντότητες, αλλά δυναμικές δομές που μεταβάλλονται στο χρόνο και στο
χώρο (Fairclough 2001).

Στο επίπεδο της έρευνας και συγκεκριμένα των ποιοτικών μεθόδων έρευνας όπως η
εθνογραφία, απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι (reasons) που τυχόν
αναφέρουν τα υποκείμενα που μελετώνται (άτομα ή ομάδες) για τις δράσεις και
πρακτικές (ή ακόμα και απόψεις) που έχουν επιλέξει. Οι λόγοι αυτοί δεν αποτελούν
προϊόν ενός «μεμονωμένου» ατόμου, αλλά είναι προϊόντα σχέσεων με άλλα άτομα ή
ομάδες, προϋποθέτουν δηλαδή την ύπαρξη κοινωνικών, πολιτισμικών, κ.ά. δομών
(Bigo 2013: 124). Επίσης, χρήσιμη είναι η διευκρίνιση ότι όταν αναφερόμαστε σε
λόγους δράσης, ουσιαστικά εννοούμε «(…)συμβολικά διαμορφωμένες,…προθέσεις
για δράση» (Harvey 2002: 173). Με βάση την αντίληψη της αιτιότητας για τον
κριτικό ρεαλισμό, οι λόγοι ενός ατόμου να πράξει κάτι κατά έναν συγκεκριμένο
τρόπο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, διότι αυτοί αποτελούν τμήμα των διαθέσεων

παραβατικότητα στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Η αναφορά στη νεανική παραβατικότητα και
συγκεκριμένα στις ληστείες που διαπράττονται από νέους, γίνεται κατά κανόνα συνδέοντας εικόνες
από τα υποβαθμισμένα προάστια των μεγάλων πόλεων της χώρας με λέξεις όπως «μετανάστης», που
προέρχεται από μια «προβληματική οικογένεια των προαστίων» και που το θύμα είναι συνήθως
«Σουηδός», που βρισκόταν σε κάποιο «εμπορικό κέντρο», με «καλή συμπεριφορά» και «καλό
ντύσιμο» και που κατά συνέπεια αποτελεί «εύκολο στόχο», ενώ η πράξη της ληστείας παρουσιάζεται
ως «απειλή για την δημοκρατία». O συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το νόημα που πηγάζει
από τις παραπάνω σχέσεις μεταξύ των λέξεων (και των εικόνων) και των υποκειμένων που
αναφέρονται, είναι η κατασκευή της εικόνας του νεαρού άνδρα μετανάστη των προαστίων ως ενός
«επικίνδυνου εγκληματία», καθώς και η παρουσίαση των σουηδικών προαστίων ως «επικίνδυνων
χώρων» που παράγουν «εγκλήματίες», χωρίς να γίνεται ποτέ αναφορά στη φτώχεια που βιώνουν αυτοί
οι νέοι και οι οικογένειές τους, παρά μόνο στο … χαμηλό επίπεδο ηθικής της οικογένειας του δράστη
(«προβληματική οικογένεια»).

105
του ατόμου, αλλά και της ερμηνείας της δράσης αυτής. Για τον κριτικό ρεαλισμό, η
ερμηνεία (που προϋποθέτει κατανόηση) και η αιτιολογική εξήγηση της καθημερινής
πρακτικής και των κοινωνικών υποκειμένων που την παράγουν, είναι δύο
αδιαχώριστα στοιχεία της κοινωνικής επιστήμης (Sayer 2000: 96, 104).

Η δυσκολία της κοινωνικής έρευνας κατά τον κριτικό ρεαλισμό, έγκειται στο γεγονός
ότι ενώ ο (/ η) ερευνητής (-τρια) καλείται να λαμβάνει υπόψη τους λόγους που του
εκφέρουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια μιας ποιοτικής έρευνας, την ίδια στιγμή
πρέπει να έχει κατά νου ότι οι λόγοι αυτοί δεν εκφράζουν απαραίτητα πλήρως τους
«πραγματικούς» λόγους δράσης, δηλαδή δεν αποτελούν την πλήρη ερμηνεία δράσεων
και συμπεριφορών, λόγω του γεγονότος ότι ενδέχεται στους «πραγματικούς» λόγους
να υπεισέρχονται μηχανισμοί για τους οποίους το άτομο να μην είναι ενήμερο για την
ύπαρξή τους ή/και να μην αντιλαμβάνεται την επιρροή τους σε αυτό (Sayer 2010a:
75).

Κατά συνέπεια, η μελέτη των κοινωνικών φαινομένων και υποκειμένων προϋποθέτει


μια «διπλή ερμηνευτική»: ο (/ η) κοινωνικός (-ή) επιστήμονας καλείται να
ερμηνεύσει ερμηνείες άλλων ανθρώπων, γεγονός που αποτελεί βέβαια μια επίπονη
διαδικασία (Danermark et al. 2002: 32). Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα σε αυτόν
(-ήν) να παρέμβει και να αλλάξει κοινωνικές καταστάσεις (και πιθανώς δομές), αφού
και εφόσον μπορεί να καθιστά ενήμερους τους ανθρώπους για τους πραγματικούς
λόγους των δράσεων και συμπεριφορών τους, με αποτέλεσμα αυτοί να ενδέχεται να
αλλάξουν τον τρόπο που λειτουργούν και σκέφτονται (Sayer 2010a: 75), γεγονός που
στην παρούσα διατριβή, έγινε προσπάθεια να ληφθεί υπόψη.

Εκτός όμως από τον κριτικό ρεαλισμό και τη θεωρία της δομοποίησης, άλλα δύο
θεωρητικά υποδείγματα, επηρέασαν τη θεωρητική και μεθοδολογική κατεύθυνση
αυτής της εργασίας, με συμπληρωματικό τρόπο ως προς τις δύο προηγούμενες.

Η πρώτη είναι η θεωρία του ρεαλιστικού κονστρουκτιβισμού του Bourdieu


(Wacquant 1989b: 173), ο οποίος αποδέχεται οντολογικά την ύπαρξη δομών που δεν
βρίσκονται στο επίπεδο του «εμπειρικού» ή του «ενεργού». Για τον συγγραφέα, όπως
και για τον κριτικό ρεαλισμό, οι δομές/ συλλογικά υποκείμενα, αποτελούν τις
συνθήκες από τις οποίες προέρχεται η απόκτηση της εμπειρίας (Bourdieu 1990a: 26).
Οι ομοιότητες ανάμεσα στη σκέψη του Bourdieu και στον κριτικό ρεαλισμό είναι

106
αρκετές (Potter 2000), ενώ μία από τις διαφορές είναι ότι ενώ ο κριτικός ρεαλισμός
αναφέρεται εξίσου και στις θετικές επιστήμες, ο Bourdieu σε όλη την ακαδημαϊκή
διαδρομή του ασχολήθηκε μόνο με τον κοινωνικό κόσμο.

Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στις πρακτικές αντιλήψεις και δράσεις των υποκειμένων,
οι οποίες ορίζονται πάντα σχεσιακά και συμβάλλουν, τόσο ατομικά όσο και
συλλογικά, στην αλλαγή ή διατήρηση αυτών τών δομών, στην αλλαγή ή
αναπαραγωγή της πραγματικότητας του κοινωνικού κόσμου, ενώ οι όροι που
χρησιμοποίησε –θα τους αναδείξουμε παρακάτω- έχουν μεθοδολογική χρησιμότητα
τόσο για την διεκπεραίωση ποσοτικών, όσο και ποιοτικών ερευνών (Wacquant
1989b: 173-174). Επίσης, τόνισε ότι πρέπει να έχουμε υπόψη πως η κοινωνική
πραγματικότητα υπόκειται σε δύο διαφορετικές ερευνητικές αναγνώσεις που πρέπει
όμως να λαμβάνονται ταυτόχρονα υπόψη: στην ανεύρεση κατάλληλων κατανομών
διαφόρων κοινωνικών ιδιοτήτων/ «κατηγοριών» των ατόμων και στην
αποκρυπτογράφηση εμπειριών, αντιλήψεων και νοητικών λειτουργιών των ανθρώπων
που σχετίζονται με τις παραπάνω κατηγορίες (Bourdieu 2013: 293).

Αξίζει να τονισθεί ότι η ανεύρεση των κατανομών των κοινωνικών ιδιοτήτων,


δηλαδή των δομών που μπορεί να αφορούν ένα σύνολο βιοτικών ευκαιριών, δεν
περιορίζεται μόνο στη χρήση στατιστικών τεχνικών. Εξίσου αποτελεσματική μπορεί
να φανεί και η χρήση ποιοτικών μεθόδων όπως η εθνογραφία, κάτι που ανέδειξε ο
Bourdieu στο συλλογικό του έργο The Weight of the World: Social Suffering in
Contemporary Society. Ταυτόχρονα, υπενθύμισε στους κοινωνικούς επιστήμονες ότι
οι άνθρωποι, ως κοινωνικά υποκείμενα, ενώ κατασκευάζουν την κοινωνική
πραγματικότητα, νοητικά (και γλωσσικά), «(…) δεν κατασκευάζουν τις κατηγορίες
που χρησιμοποιούν κατά την εργασία της κατασκευής» (Bourdieu & Wacquant 1992:
9), διότι αυτές οι κατηγορίες αποτελούν κοινωνικό προϊόν, προσδιορίζονται διαρκώς
μέσα από τις λογικές και αναγκαιότητες του κοινωνικού κόσμου και πρωτίστως της
υλικής του διάστασης (Bourdieu 2000, McNay 2005, 2008). Μία επιπλέον βασική
ομοιότητα με τον κριτικό ρεαλισμό είναι η αποδοχή ότι τα διάφορα πράγματα και
υποκείμενα του κοινωνικού κόσμου, προσδιορίζονται μέσα από τις σχέσεις τους ή
όπως το διατύπωσε ο Bourdieu (1998a: 31) «Το πραγματικό είναι σχεσιακό». Η
πραγματικότητα στην οποία ζούμε, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο σχετικώς

107
σταθερών σχέσεων που είναι συχνά αόρατες, επειδή καλύπτονται από τις
καθημερινές πραγματικότητες των αισθήσεων και των εμπειριών (Bourdieu 1987: 3).

Ο Bourdieu χρησιμοποίησε ως συνώνυμο της δομής, όπως ορίζεται από τον κριτικό
ρεαλισμό, τον όρο πεδίο (Hilgers & Mangez 2015: 2-3). Συγκεκριμένα, όρισε ως
κοινωνικό πεδίο θέσεων (Bourdieu & Wacquant 1992: 97):

«(…) ένα δίκτυο, ή μια διαμόρφωση, αντικειμενικών σχέσεων μεταξύ


θέσεων. Αυτές οι θέσεις είναι αντικειμενικά καθορισμένες, όσον αφορά την
ύπαρξή τους και τους καθορισμούς που επιβάλλουν επάνω στους κατόχους
τους, υποκείμενα ή θεσμοί, από την παροντική και εν δυνάμει τοποθεσία
τους στη δομής της κατανομής των διαφόρων ειδών δύναμης (ή
κεφαλαίου), των οποίων η κατοχή επιτρέπει την πρόσβαση σε
συγκεκριμένα οφέλη που διακυβεύονται στο πεδίο, καθώς και από την
αντικειμενική τους σχέση με άλλες θέσεις (…) ο κοινωνικός κόσμος
αποτελείται από μια σειρά τέτοιων σχετικά αυτόνομων κοινωνικών
μικρόκοσμων, δηλαδή χώρους αντικειμενικών σχέσεων».

Με τον όρο «δίκτυο», ο Bourdieu δεν αναφέρεται στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις,


αλλά σε ένα σύστημα δομικών θέσεων, δηλαδή αντικειμενικά προσδιορισμένων
«τόπων» (Fuchs 2003: 395), διαμέσου της δομικής κατανομής των αντίστοιχων
κεφαλαίων (πόρων) (Bourdieu 1989: 16) στα άτομα (ή συλλογικά υποκείμενα) που
συμμετέχουν στο εκάστοτε πεδίο. Για παράδειγμα, το πολιτισμικό κεφάλαιο, στην
θεσμοποιημένη του μορφή, δημιουργεί το πεδίο της εκπαιδευτικής ανισότητας ή με
τους όρους του Bourdieu, το εκπαιδευτικό πεδίο διάκρισης, αφού κάθε κοινωνικό
πεδίο αποτελεί πεδίο διάκρισης, δηλαδή «διαφοροποίησης» (Bourdieu 1998a: 4-6).
Μπορούμε κάλλιστα να αναλογιστούμε ότι το εκπαιδευτικό πεδίο συγκροτείται από
τις κοινωνικές θέσεις των αποφοίτων βασικής εκπαίδευσης, που βρίσκονται στην
κατώτερη θέση, των αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης, που αντιστοιχούν στη μεσαία
θέση και των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που βρίσκονται στην ανώτερη
θέση. Κατ’ αναλογία, μπορούμε να σκεφτούμε το ίδιο και για το οικονομικό πεδίο, με
αντίστοιχες θέσεις την εύπορη τάξη, την μεσαία εισοδηματική τάξη και την τάξη των
φτωχών, με βάση το βαθμό κατοχής του οικονομικού κεφαλαίου που διαθέτουν. Δεν
είναι βέβαια αναγκαίο ο διαχωρισμός του οικονομικού πεδίου να περιορίζεται μόνο
σε τρεις τάξεις, αλλά μπορεί να αφορά και περισσότερες. Εκτός από το οικονομικό

108
και το εκπαιδευτικό πεδίο, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «πεδίο» και για
διάφορους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής όπως η λογοτεχνία (λογοτεχνικό
πεδίο) (Bourdieu 1996b) και η επιστήμη (επιστημονικό πεδίο) (Bourdieu 1991),
γεγονός που καταδεικνύει ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο
στους θεσμούς της οικονομίας και της εκπαίδευσης.

Επίσης, με τον όρο «πεδίο», ο συγγραφέας, κατά διαστήματα, αναφέρεται και σε


συγκεκριμένους θεσμοποιημένους χώρους όπως για παράδειγμα ένα σχολείο
(Bourdieu 1996a) ή μια ιδιωτική επιχείρηση (Bourdieu 2005a), οι οποίοι συγκροτούν
στο εσωτερικό τους ένα πεδίο σχέσεων (για παράδειγμα, «διευθυντικά στελέχη»-
«εργατικό δυναμικό» στην περίπτωση μιας επιχείρησης) (Atkinson 2011: 341), ενώ
στη συλλογική εθνογραφική του έρευνα για την ζωή διαφόρων φτωχών (και όχι μόνο)
ατόμων στην Γαλλία, φαίνεται καθαρά ότι και η περιοχή κατοικίας μπορεί να
θεωρηθεί, με βάση την σκέψη του, πως συγκροτεί ένα ορισμένο πεδίο σχέσεων
(Bourdieu et al., 1999). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε διάφορα σημεία
του έργου του (Bourdieu 1999a: 125, 1984: 226), τονίζει πως και τα διάφορα
εννοιολογικά ομοειδή (ή κατά την ορολογία του κριτικού ρεαλισμού, εσωτερικά
σχετιζόμενα) πράγματα του κοινωνικού κόσμου (περιοχές κατοικίας, αυτοκίνητα,
ρούχα, αθλήματα, πολιτικά προγράμματα, κ.ά.), καταλαμβάνουν «θέσεις» σε
αντίστοιχα πεδία (για παράδειγμα, οι διάφορες μάρκες αυτοκίνητων που διατίθενται
για πώληση, συγκροτούν το πεδίο της αγοράς αυτοκινήτου ή τα διάφορα πολιτικά
προγράμματα των κομμάτων, συγκροτούν με τη σειρά τους το πεδίο των πολιτικών
προγραμμάτων).

Κάθε τύπος κεφαλαίου (ή τύποι κεφαλαίων), αναφέρεται πάντοτε σε κάποιο πεδίο,


(όπως και το αντίστροφο45), διότι αποτελεί το συγκροτησιακό χαρακτηριστικό
διαφοροποίησης (διάκρισης) ενός πεδίου (ή και περισσοτέρων, όπως συμβαίνει με
την περίπτωση του οικονομικού κεφαλαίου), ανάμεσα στα (ατομικά ή συλλογικά)
υποκείμενα που συμμετέχουν σε αυτό (Grenfell 2009: 20).

Για τον Bourdieu, οι βασικές μορφές διαφοροποίησης (ή εναλλακτικά, «διαστάσεις»)


εντός των σύγχρονων κοινωνιών (πόλεις, χώρες, κoκ) νοούμενων ως πολυδιάστατων
χώρων, που ταυτόχρονα περιγράφουν ορισμένες από τις αντικειμενικές συνθήκες

45
«Ένα κεφάλαιο δεν υπάρχει και δεν λειτουργεί [ ως αρχή διάκρισης] αν δεν έχει σχέση με ένα πεδίο»
(Bourdieu & Wacquant 1992: 101).

109
ύπαρξης των ανθρώπων, είναι το οικονομικό κεφάλαιο (οικονομικό πεδίο) και το
πολιτισμικό κεφάλαιο στη θεσμοποιημένη (ή και ενσώματη) μορφή (εκπαιδευτικό
πεδίο) που αποτελούν τους βασικούς τύπους κεφαλαίων, κατά τον συγγραφέα, που
συγκροτούν τον κοινωνικό κόσμο ή εναλλακτικά, το συνολικό κοινωνικό πεδίο46/
χώρο (Bourdieu 1998a: 6, Fuchs 2003: 393), ενώ σε άλλες περιπτώσεις αναφέρει και
μία τρίτη διάσταση του κοινωνικού κόσμου, το κοινωνικό κεφάλαιο (Bourdieu
1987). Χρήσιμη είναι η παρατήρηση ότι το οικονομικό πεδίο δεν είναι απαραίτητο να
κατασκευάζεται ή να συλλαμβάνεται εννοιολογικά με όρους εισοδήματος και
σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και προσεγγιστικοί όροι,
όπως η θέση των ατόμων μέσα στη δομή της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένης
και της κατάστασης της ανεργίας. Με αυτόν τον τρόπο, παρέχονται πληροφορίες που
αφορούν τόσο την εισοδηματική κατάσταση του ατόμου (με γενικούς όρους), όσο και
το ευρύτερο πλαίσιο των συνθηκών ζωής του, όπως το εργασιακό περιβάλλον, το εάν
κατέχει ή όχι ορισμένα μέσα παραγωγής πλούτου, τον πιθανό τύπο καθημερινών,
κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, κοκ (Bourdieu 1987: 4).

Παρά το γεγονός ότι τα διάφορα πεδία που συγκροτούν τον κοινωνικό κόσμο έχουν
μια σχετική αυτονομία όσον αφορά την λειτουργία τους (δηλαδή τα οφέλη που
διακυβεύονται στο εσωτερικό τους), ο συγγραφέας, ιδιαίτερα στα ύστερα έργα του,
τόνισε την τάση κυριαρχίας της λογικής του οικονομικού πεδίου επάνω στο
εκπαιδευτικό, αλλά και στα υπόλοιπα πεδία του κοινωνικού κόσμου, όπως το πεδίο
της δημοσιογραφίας (Thomson 2008: 73), τόσο από την πλευρά της διείσδυσης του
χρήματος (ή/ και της λογικής της ανταλλακτικής αξίας που σχετίζεται με αυτό) στην
λογική της λειτουργίας των διαφόρων πεδίων, δηλαδή στα οφέλη που διακυβεύονται
σε αυτό, όσο και από το γεγονός ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό όλο και
περισσότερων πεδίων της σημερινής κοινωνίας, είναι η λογική του ανταγωνισμού,
του αγώνα για κυριαρχία μέσω της διαρκούς συσσώρευσης του κεφαλαίου που
προσδιορίζει το εκάστοτε πεδίο (Bourdieu & Eagleton 1994: 270-271, Thomson
2008: 74). Σε διάφορα έργα του παρομοιάζει τα πεδία και ως κοινωνικά παιχνίδια που
ο ανταγωνισμός αποτελεί έναν από τους κανόνες του παιχνιδιού (Maton 2008). Όμως,
η σχετική αυτονομία δεν συνεπάγεται πλήρη ανεξαρτησία, αφού, για παράδειγμα, η

46
Το συνολικό κοινωνικό πεδίο, ως όρος, δεν χρησιμεύει μόνο για να περιγράψει άτομα και
κοινωνικές ομάδες αλλά ταυτόχρονα, μπορεί να περιγράψει και το κύρος διαφόρων θεσμών (πεδίων),
που περιλαμβάνονται μέσα στον κοινωνικό κόσμο (Bourdieu 1996a).

110
ποιότητα της παιδείας που λαμβάνουν τα άτομα στο εκπαιδευτικό πεδίο κατά τη
νεαρή τους ηλικία μπορεί να συντελέσει σημαντικά στο πώς θα κατανεμηθούν στο
οικονομικό πεδίο (Thomson 2008: 70).

Επιπλέον, χρήσιμο είναι να τονισθεί ότι οι ιδιότητες του συνολικού κοινωνικού


πεδίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως το σύνολο των ιδιοτήτων των διαφόρων
επιμέρους πεδίων που βρίκονται σε αυτό (σχολεία, πανεπιστήμια, περιοχές κατοικίας,
κ.ά), διότι το συνολικό κοινωνικό πεδίο προκύπτει από αυτά τα πεδία, επηρεάζεται
από (και επηρεάζει) τις αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτά, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί
το πεδίο εκείνο που περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους πεδία (Bourdieu & Wacquant
1992: 18). Εκτός αυτών, μία επιπρόσθετη διαφοροποίηση ανάμεσα στο συνολικό
κοινωνικό πεδίο και στα επιμέρους πεδία, είναι ότι ενώ το πρώτο περιγράφεται από
τον συγγραφέα με όρους οικονομικού, πολιτισμικού, και σε ορισμένες περιπτώσεις,
κοινωνικού κεφαλαίου, ορισμένα επιμέρους πεδία χαρακτηρίζονται, κατά τον ίδιο,
από συγκεκριμένους τύπους κεφαλαίων, οι οποίοι προσδιορίζουν τη λειτουργία τους.
Για παράδειγμα, το επιστημονικό πεδίο προσδιορίζεται κατά τον συγγραφέα από το
επιστημονικό κεφάλαιο (Bourdieu 1991) καθώς και το γλωσσικό πεδίο, που
προσδιορίζει τους διάφορους τρόπους παραγωγής λόγου (προφορά, συντακτική δομή,
γνώση ξένων γλωσσών, λεξιλόγιο, κ.ά.), χαρακτηρίζεται από το γλωσσικό κεφάλαιο
(Bourdieu 1977b). Παρά το γεγονός ότι το επιστημονικό και το γλωσσικό κεφάλαιο,
αποτελούν τμήμα του πολιτισμικού κεφαλαίου ενός ατόμου (στην ενσώματη ή στην
αντικειμενοποιημένη του μορφή) εντούτοις, συγκροτούν πεδία των οποίων οι
ιδιότητες, οι όροι διάκρισης δεν μπορούν να αναχθούν στο συνολικό κοινωνικό χώρο.

Στον ορισμό του πεδίου, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, όπως είδαμε, τον όρο
«αντικειμενικές σχέσεις», που με αυτόν τον τρόπο θέλει να τις διαχωρίσει από τις
υποκειμενικές σχέσεις της καθημερινής αλληλεπίδρασης, αλλά και από τις
υποκειμενικές αναπαραστάσεις των ανθρώπων για τον κοινωνικό κόσμο, αφού για
τον συγγραφέα, όπως και για τον κριτικό ρεαλισμό, ο κοινωνικός κόσμος έχει και μια
υλική διάσταση πέρα από κάθε νοητική κατασκευή. Όπως το έθεσε ο ίδιος,
(Bourdieu 1968: 692) είναι σφάλμα «(…)να ανάγει κανείς τις κοινωνικές σχέσεις σε
[σ.σ. διαπροσωπικές] σχέσεις μεταξύ υποκειμένων, ή ακόμα χειρότερα, στις
αναπαραστάσεις των υποκειμένων για αυτές τις σχέσεις».

111
Επιπρόσθετα, ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση σκέψης με αυτήν του κριτικού
ρεαλισμού, τόνισε την προτεραιότητα στην έρευνα αυτών των αντικειμενικών
σχέσεων από τις σχέσεις της καθημερινής αλληλεπίδρασης, υπενθυμίζοντας την
πλάνη που μπορεί να δημιουργηθεί στον ερευνητή, εάν επικεντρωθεί μόνο στις
καθημερινές αλληλεπιδράσεις, καθότι το «ορατό» (για παράδειγμα, η αλληλεπίδραση
δύο ατόμων) έχει την τάση να κρύβει το «αόρατο» (τις θέσεις τους μέσα στον κόσμο
και στα πεδία που συμμετέχουν), το οποίο όμως προσδιορίζει (μη ντετερμινιστικά) τη
μορφή που θα λάβει το ορατό (για παράδειγμα, μια συνομιλία) (Bourdieu 1989: 16,
Bourdieu & Wacquant 1992: 256-257).

Το γεγονός αυτό βέβαια δεν θα πρέπει να οδηγεί στη σκέψη ότι οι αλληλεπιδράσεις
δεν χρήζουν σημασίας. Μέσα στο σύνολο του συγγραφικού του έργου, ο Bourdieu
κάνει συχνά αναφορές στο ρόλο των καθημερινών αλληλεπιδράσεων στη
διαμόρφωση του κοινωνικού κόσμου (Fox 2014). Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης
της προσοχής, ότι ο κόσμος του «ορατού», των καθημερινών αλληλεπιδράσεων και
εμπειριών, το εμπειρικό «τμήμα» του κόσμου για τον κριτικό ρεαλισμό, είναι ο μόνος
κόσμος στον οποίο οι κοινωνικοί επστήμονες έχουν άμεση, «εύκολη» πρόσβαση
μέσω των αισθήσεων (Bourdieu 1968: 682-683). Η σημασία της υπενθύμισης της
ύπαρξης αντικειμενικών, «αόρατων» σχέσεων, έγκειται στο ότι η επίδραση ενός
(οποιουδήποτε) κοινωνικού περιβάλλοντος δεν μπορεί να αναχθεί απλουστευτικά σε
επίδραση της άμεσης, «ορατής» δράσης που λαμβάνει χώρα σε κάθε αλληλεπίδραση
μεταξύ ανθρώπων, καθότι έτσι αγνοούνται τα δομικά του χαρακτηριστικά (Bourdieu
1990b:192).

Επιπλέον, με τον όρο «πεδίο», ο συγγραφέας παρομοιάζει τις κοινωνικές δομές με


ένα πεδίο δυνάμεων (field of forces), το οποίο λειτουργεί κατά ανάλογο τρόπο με το
μαγνητικό πεδίο της φυσικής επιστήμης, ασκώντας δυνάμεις σε όλους όσους
βρίσκονται ή εισέρχονται σε αυτό (Bourdieu & Wacquant 1992: 17, 97, Bourdieu
1996b: 9-10).

Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η παραπάνω παρομοίωση, ας φανταστούμε το


οικονομικό πεδίο της κοινωνίας μας, σε παροντικό χρόνο, ως ένα μαγνήτη με δύο
πόλους. Στον έναν πόλο βρίσκεται η φτώχεια και στο άλλο ο πλούτος, ενώ στο
ενδιάμεσο βρίσκεται οι «μεσαίες» εισοδηματκά θέσεις. Οι θέσεις αυτές, καθορίζονται
από τη σχέση τους με τους δύο πόλους, δηλαδή το βαθμό έλξης και απώθησης από

112
τον κάθε πόλο. Κατά ανάλογο τρόπο μπορούμε να φανταστούμε τον κοινωνικό
κόσμο ως δύο «μαγνήτες», κάθετους μεταξύ τους, που ο ένας αντιπροσωπεύει το
οικονομικό πεδίο και ο δεύτερος το εκπαιδευτικό πεδίο, ενώ σε αυτήν την περίπτωση
οι κοινωνικές θέσεις έχουν περισσότερο πολύπλοκη μορφή από ότι πριν, αφού
μπορούμε να συναντήσουμε ανθρώπους με υψηλό εκπαιδευτικό και χαμηλό
οικονομικό κεφάλαιο καθώς και το αντίστροφο (Thomson 2008: 71).

Εκτός από την παραπάνω στατική εικόνα, ο όρος «δύναμη» χρησιμοποιείται από τον
συγγραφέα και για την αιτιολόγηση της κοινωνικής τροχιάς ατόμων ή ομάδων μέσα
στο χρόνο, την αλλαγή θέσεων που παρατηρούνται μέσα στον κοινωνικό κόσμο ή και
εντός των διαφόρων πεδίων που τον συγκροτούν και στα οποία συμμετέχει το άτομο
(όπως για παράδειγμα, η αλλαγή επαγγέλματος που συνεπάγεται αλλαγή θέσης μέσα
στο πεδίο της αγοράς εργασίας), αφού τα πεδία (όπως και οι δομές για τον κριτικό
ρεαλισμό) δεν είναι στατικά, αλλά χαρακτηρίζονται από κίνηση και αλλαγή (Bourdieu
1996b: 258).

Οι άνθρωποι (αλλά και τα διάφορα «συλλογικά υποκείμενα») έλκονται και


απωθούνται κατά την διάρκεια του χρόνου, μέσα σε ένα πεδίο δυνάμεων (ή
εναλλακτικά, κατευθύνονται προς συγκεκριμένους «πόλους») και η τροχιά που
αποτυπώνεται από την κίνησή τους, επηρεάζεται από την σχεσιακή θέση τους κάθε
στιγμή στο πεδίο (δηλαδή από τον βαθμό κατοχής ενός κεφαλαίου σε κάθε χρονική
στιγμή, το οποίο προσδιορίζει τον τύπο του πεδίου ή από το οικονομικό, πολιτισμικό
και κοινωνικό κεφάλαιο που διαθέτουν, εάν αναφερόμαστε στο συνολικό κοινωνικό
χώρο) και τις διαθέσεις τους, δηλαδή τις αιτιώδεις δυνάμεις τους. Με άλλα λογια, ο
Bourdieu μας προσφέρει μια σχεσιακή αντίληψη των βιοτικών ευκαιριών και
δυνατοτήτων των υποκειμένων, διότι το τι μπορεί να κάνει, να αποκτήσει και εν τέλει
να γίνει το κάθε άτομο εξαρτάται από την θέση του σε σχέση με τα υπόλοιπα άτομα
του πεδίου (Sayer 2012: 186). Επιπλέον, χρήσιμη είναι η παρατήρηση του συγγραφέα
ότι η τροχιά ενός ατόμου μέσα στο κοινωνικό κόσμο, αναπαριστά την βιογραφία του
και κατά συνέπεια αφορά και το πέρασμά του από διάφορα πεδία (Bourdieu 1996b:
258-259), όπως για παράδειγμα τη μετάβαση από το σχολείο στην αγορά εργασίας. Η
παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία από την σκοπιά μιας εθνογραφικής
έρευνας, καθότι η μετάβαση αυτή δεν έχει «τυχαίο» χαρακτήρα, αλλά αντίθετα η
θέση ενός ατόμου στην αγορά εργασίας καθορίζεται (εκτός από την οικογένεια) και

113
από την επίδοσή του στο σχολείο καθώς και από την ποιότητα του σχολείου στο
οποίο φοίτησε, γεγονός που σχετίζεται και με τον τόπο κατοικίας του (Bourgois
2003)

Από την σκοπιά του κριτικού ρεαλισμού, το πεδίο δυνάμεων στο οποίο αναφέρεται ο
Bourdieu, απεικονίζει κατά τον Sayer (2012: 184), σε κάθε χρονική στιγμή, την
ενεργοποίηση των αιτιωδών δυνάμεων, δηλαδή των διαθέσεων των υποκειμένων που
συγκροτούν το πεδίο. Η παραπάνω άποψη του Sayer παραπέμπει στον Popper ο
οποίος έχει υποστηρίξει (1990: 12) ότι όταν αναφερόμαστε σε δυνάμεις,
αναφερόμαστε σε ροπές που θέτουν τα σώματα σε κίνηση προς μια ορισμένη
κατεύθυνση. Αντίστοιχα, κάθε πεδίο δυνάμεων εκφράζει ένα πεδίο ροπών και
συγκεκριμένα την κατανομή αυτών των ροπών μέσα στο πεδίο. Με άλλα λόγια, η
θέση στο πεδίο, σηματοδοτεί τη δυνατότητα άσκησης μιας δύναμης στο υποκείμενο,
μιας δύναμης η οποία το επηρεάζει, μέσω της ενεργοποίησης των διαθέσεών του για
δράση (Martin J. L. 2003: 1), γεγονός που μεταφράζεται είτε σε κίνηση, δηλαδή σε
αλλαγή θέσης μέσα στο πεδίο κατά την διάρκεια του χρόνου, είτε στη διατήρηση της
υπάρχουσας θέσης μέσα στο πεδίο (Brogan 2005: 122).

Μέσα από το έργο του συγγραφέα, διακρίνει κανείς ότι χρησιμοποιεί τον όρο
«δύναμη» και για να περιγράψει ευρύτερες επιρροές που ασκούνται στα υποκείμενα
όπως οι διάφορες αφηγήσεις, οι τεχνολογικές εξελίξεις, τα υλικά αντικείμενα, καθώς
και γεγονότα που παράγονται έξω από τα εθνικά σύνορα, όπως οι διεθνείς
οικονομικές αλλαγές και η μετανάστευση (Bourdieu 2005a, Bourdieu et al. 1999,
Schäfer 2015: 158). Άλλωστε, κάθε πεδίο δεν αποτελεί κλειστό σύστημα, αλλά
αντίθετα αλληλεπιδρά με άλλα πεδία και με το «εξωτερικό» του περιβάλλον, και
υπόκειται, ως συνέπεια, σε εξωτερικές δυνάμεις οι οποίες ασκούν επίδραση στις
σχέσεις που διαμορφώνονται μέσα σε αυτό, εφόσον «μεταφραστούν» στη λογική
αυτών των σχέσεων (Bourdieu 2005a: 205). Κάθε πεδίο, επίσης, δεν συγκροτείται
αυστηρά από ένα συγκεκριμένο αριθμό ατόμων, αλλά αντίθετα ο αριθμός αυτός
μπορεί να μειωθεί ή να αυξηθεί με την εισαγωγή νέων «παικτών» μέσα στο πεδίο
αυτό (Bourdieu 2005a: 207)

Συνεπώς, ο όρος «δύναμη», θα χρησιμοποιείται εφεξής στο κείμενο για να περιγράψει


μηχανισμούς, διαθέσεις και συγκειμενικές συνθήκες (Διάγραμμα 2.2.3),
προσδιορίζοντας βεβαίως κάθε φορά σε τι αναφέρεται, ώστε να αποφεύγεται η

114
ταύτιση αυτών των εννοιών. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος όρος, καταδεικνύει ότι για
κάθε αποτέλεσμα/ γεγονός (μια πρακτική/ δράση ή μια κατάσταση που σχετίζεται με
κάποιες εκφάνσεις της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού) υπάρχει μια αιτία
(δύναμη) η οποία το προκαλεί (ή, για την ακρίβεια, ένα σύνολο αιτιών που
αλληλεπιδρούν μεταξύ τους), η οποία δεν αποτελεί προϊόν του ενός ή του άλλου
στοιχείου του πεδίου, αλλά είναι προϊόν του πεδίου ως ολότητας (Martin J. L., 2003:
36), ως συστήματος σχέσεων κατά την ορολογία του κριτικού ρεαλισμού.

Για παράδειγμα, όπως και στο φυσικό κόσμο, η δυνατότητα άσκησης μαγνητικής
δύναμης βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό πεδίο και όχι στο μαγνήτη (που απλώς
«εσωκλείει» το συγκεκριμένο πεδίο). Κατ’ αντιστοιχία, στο επίπεδο της αιτιακής
ανάλυσης στην κοινωνική επιστήμη, η επίδραση μιας δράσης ενός ατόμου Α σε ένα
άτομο Β και η ενεργοποίηση κάποιων διαθέσεων του ατόμου Β, δεν θα πρέπει να
ερμηνεύεται απλοϊκά ως μια δύναμη (επιρροή) που ασκήθηκε από το άτομο Α, αλλά
ως μια δύναμη που εγγράφεται μέσα στο πεδίο που ανήκει το άτομο Α (Martin J. L.,
2003: 7). Επιπλέον, όπως θα γίνει κατανοητό στο τελευταίο κεφάλαιο, η επιρροή του
ατόμου Α στο άτομο Β αποτελεί ικανή, αλλά όχι αναγκαία, συνθήκη για την
παραγωγή οριμένων δράσεων και αντιλήψεων από το άτομο Β. Ταυτόχρονα, η έννοια
του κοινωνικού πεδίου δυνάμεων μας υπενθυμίζει ότι δεν μπορεί να υπάρχει πεδίο
χωρίς υποκείμενα, ενώ για να συγκροτήσουν τα υποκείμενα αυτά ένα κοινωνικό
πεδίο θέσεων, πρέπει να κατέχουν σε διαφορετικούς βαθμούς κάποιους πόρους
(κεφάλαια) που να αποτελούν στοιχείο διάκρισης μεταξύ τους, καθώς και διαθέσεις
που να είναι συμβατές με τη λογική του πεδίου (Martin 2011: 272). Δεν πρέπει επίσης
να λησμονούμε ότι κάθε πεδίο (ή δομή), δεν επηρεάζει όλα τα μέρη που το
συγκροτούν με τον ίδιο τρόπο (Martin J. L., 2003: 4). Τα ίδια τα κοινωνικά
υποκείμενα (άτομα ή ομάδες) κατέχουν πόρους και διαθέσεις, οι οποίες
αλληλεπιδρούν με τις δυνάμεις ενός πεδίου δυνάμεων (είτε ενός επιμέρους πεδίου
όπως το επιστημονικό πεδίο, είτε του κοινωνικού κόσμου) (Sayer 2012: 186).

Επίσης, χρήσιμη θεωρείται η υπενθύμιση ότι για τον συγγραφέα, η κατοχή


κεφαλαίων από ένα άτομο και συγκεκριμένα η δομική του θέση μέσα στο συνολικό
κοινωνικό πεδίο, δεν προσδιορίζει απλώς τις αντικειμενικές συνθήκες στις οποίες
βρίσκεται, αλλά και τη θέση του στο πεδίο των πρακτικών (με μη ντετερμινιστικό
τρόπο) (Bourdieu 2014), ή εναλλακτικά, στο σύστημα σχέσεων μεταξύ πρακτικών,

115
κατά τον κριτικό ρεαλισμό. Οι δομικές θέσεις, οι θέσεις που προκύπτουν από την
άνιση κατανομή κεφαλαίου (-ων), καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό, για τα άτομα
που τις καταλαμβάνουν σε κάθε χρονική στιγμή, το τί μπορούν (και τί δεν μπορούν)
να πράξουν, ποιές πρακτικές είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν και ποιές όχι
(Walther 2014: 9). Όπως διατυπώθηκε παραπάνω, η κατοχή ενός τύπου κεφαλαίου
(για παράδειγμα, οικονομικό κεφάλαιο), υποδηλώνει ότι όλες οι πρακτικές δεν είναι
εξίσου δυνατές.

Το πεδίο των δομικών θέσεων στον κοινωνικό κόσμο είναι μεθοδολογικά


αδιαχώριστο για τον συγγραφέα, από το πεδίο των πρακτικών 47 και κατά συνέπεια
πρέπει να αναλύονται ταυτόχρονα, διότι αυτά τα δύο πεδία εκφράζουν δύο
διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης της κοινωνικής πραγματικότητας (Bourdieu &
Wacquant 1992: 105). Η θέση που καταλαμβάνεται από ένα άτομο (ή κοινωνική
ομάδα) στον κοινωνικό κόσμο, προσδιορίζει τη θέση του στο πεδίο των πρακτικών
και προτιμήσεων (οι οποίες προσδιορίζονται σχεσιακά εξαιτίας και του γεγονότος ότι
συνδέονται με κοινωνικές θέσεις) καθώς και στο πεδίο των αναπαραστάσεων, των
νοητικών κατασκευών του ατόμου που αφορούν τον κοινωνικό κόσμο (Bourdieu
1998a: 12). Με τα λόγια του συγγραφέα (1998a: 13):

«Ο κοινωνικός κόσμος με περικλείει ως σημείο. Αλλά αυτό το σημείο είναι


ένα σημείο οπτικής (…) στον κοινωνικό χώρο [δηλαδή] μιας αντίληψης που
καθορίζεται, στη μορφή και στο περιεχόμενό της, από την αντικειμενική
θέση που αποκτήθηκε. Ο κοινωνικός χώρος είναι (…) η πρώτη και
τελευταία πραγματικότητα, δεδομένου ότι ορίζει τις αναπαραστάσεις που
τα κοινωνικά υποκείμενα μπορούν να έχουν από αυτόν»

Η «οπτική»/ αντίληψη που κατέχουμε για τον (εξωτερικό) κόσμο και για τα διάφορα
πράγματα (και υποκείμενα) που βρίσκονται σε αυτόν, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο
«βλέπουμε» τα προηγούμενα, είναι ένα χαρακτηριστικό που επηρεάζεται από την
κοινωνική θέση μας, μέσα στον συνολικό κοινωνικό πεδίο. Επιπλέον, η
«αντικειμενική θέση» στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας, δεν αφορά απλώς την
ταξική θέση του ατόμου με όρους οικονομικού, πολιτισμικού και κοινωνικού

47
Αξίζει να τονισθεί ότι και το πεδίο των πρακτικών μπορεί κάλλιστα να «διαιρεθεί» σε υποπεδία. Για
παράδειγμα, το ποδόσφαιρο (ή ένα μαχητικό άθλημα) αποτελεί ένα πεδίο πρακτικής/ δράσης που με
τη σειρά του, αποτελεί υποπεδίο στο ευρύτερο πεδίο των αθλητικών πρακτικών, αλλά και των
συνολικών καθημερινών πρακτικών (Skille 2007).

116
κεφαλαίου, αλλά περιλαμβάνει και τη θέση του μέσα στα επιμέρους πεδία που
συμμετέχει και αποτελούν τους διάφορους τομείς48 του κοινωνικού κόσμου (όπως το
σχολείο, ο χώρος εργασίας, ο χώρος κατοικίας, η οικογένεια, κ.ά.). Αυτοί οι τομείς,
συγκροτούν με τη σειρά τους, πεδία διάκρισης εντός του κοινωνικού κόσμου, αφού
όπως αναφέρθηκε, περιλαμβάνονται μέσα σε αυτόν (για παράδειγμα, μπορούμε
κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι ένα πεδίο διάκρισης μεταξύ σχολείων μπορεί να
συγκροτηθεί από το πολιτισμικό κεφάλαιο των οικογενειών των μαθητών του κάθε
σχολείου, ή ακόμα και των ίδιων των μαθητών, εκφρασμένο ως το ποσοστό
επιτυχόντων σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και από το οικονομικό
κεφάλαιο των οικογενειών τους) (Bourdieu 2005a). Όπως διαφαίνεται από τα
παραπάνω, το σχολείο, η οικογένεια, οι επιχειρήσεις ή ακόμα και οι περιοχές
κατοικίας, αποτελούν με την σειρά τους πεδία διάκρισης (οικονομικής,
εκπαιδευτικής, κ.ά) στο εσωτερικό τους (Bourdieu 1996a, Bourdieu et al. 1999,
Atkinson 2013) και χαρακτηρίζονται από τον Bourdieu και ως υποπεδία, σε διάφορα
σημεία στο έργο του, υπονοώντας ότι βρίσκονται «μέσα» σε ένα μεγαλύτερης
κλίμακας πεδίο, στον κοινωνικό κόσμο, κατέχοντας συγκεκριμένες θέσεις εντός
αυτού (Thomson 2008: 73). Ο όρος «υποπεδία» μπορεί επίσης να αποδοθεί σε πεδία
που αποτελούν «διαιρέσεις» ενός ευρύτερου πεδίου (Bourdieu 1993b). Για
παράδειγμα το πεδίο της τέχνης αποτελείται από διάφορα υποπεδία, όπως το πεδίο
της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής, κ.ά.

Τα παραπάνω υπενθυμίζουν την πολυπλοκότητα του κοινωνικού κόσμου και την


ιδιαίτερη προσοχή που καλείται να δείχνει ο (/ η) ερευνητής (-τρια), αφού η
οποιαδήποτε απλοποίησή του ενδέχεται να επιφέρει σημαντική απώλεια πληροφορίας
(Wacquant 1989a: 13, Bourdieu 2001: 102), δεδομένου ότι τα διάφορα επιμέρους
πεδία, συγκροτούν αντίστοιχα πεδία σχέσεων και ιεραρχιών εντός του κοινωνικού
κόσμου, επηρεάζοντας τις πρακτικές που διεξάγονται στο εσωτερικό τους (Bourdieu
48
Γενικότερα, τα διάφορα επιμέρους πεδία θέσεων του κοινωνικού κόσμου που ορίζουν δομικές,
«αόρατες» σχέσεις μεταξύ ατόμων, τόσο σε μάκρο-επίπεδο (για παράδειγμα, το πεδίο της τέχνης, του
αθλητισμού, της επιστήμης, κ.ά) όσο και σε μέσο ή μίκρο επίπεδο (το πεδίο της λογοτεχνίας, των
καταναλωτών αυτοκινήτων, της οικογένειας, κ.ά.), αναφέρονται σε (μάκρο, μέσο ή μίκρο) τομείς του
κοινωνικού κόσμου, που αποτελούν ταυτόχρονα τομείς (πεδία) πρακτικής (για παράδειγμα,
καλλιτεχνικές πρακτικές στην περίπτωση του πεδίου της τέχνης) και χαρακτηριζόνται από μια άνιση
κατανομή κεφαλαίων (πόρων) στους/ στις «συμμετέχοντες» (Atkinson 2010b: 4), ή εναλλακτικά μια
διάκριση «ιδιοτήτων» (κοινωνικών κατηγοριών) συναφών με τη λογική της λειτουργίας του εκάστοτε
τομέα (όπως για παράδειγμα, τα διάφορα μέλη μιας οικογένειας στην περίπτωση του οικογενειακού
πεδίου, οι διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι που συγκροτούν το επιστημονικό πεδίο, όπως η φυσική, η
γεωγραφία, τα μαθηματικά ή ακόμα και οι διάφορες ειδικότητες που συγκροτούν το διδακτικό
προσωπικό ενός συγκεκριμένου πανεπιστημίου (Atkinson 2014).

117
1996a). Η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό πεδίο και στο πεδίο των πρακτικών (ή και
αναπαραστάσεων) δεν είναι μηχανική, αλλά διαμεσολαβούν οι διαθέσεις του ατόμου,
για τις οποίες ο Bourdieu χρησιμοποίησε τον όρο έξη (habitus), που σχετίζεται με τη
συνήθεια (habit) και νοείται ως ένα σύστημα διαθέσεων που δημιουργούνται από τις
κοινωνικές θέσεις (Nash 2003: 53).

Η συγκρότηση της έξης (διάθεσης), δεν πραγματώνεται στιγμιαία, αλλά αντίθετα ο


συγγραφέας τονίζει ότι απαιτείται πάντοτε κάποιο χρονικό διάστημα (Bourdieu &
Wacquant 1992: 13):

«Η συσσωρευτική έκθεση σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες,


ενσταλάζει στα άτομα ένα σύνολο ανθεκτικών και μεταθετών διαθέσεων
που εσωτερικοποιούν τις αναγκαιότητες του υπάρχοντος κοινωνικού
περιβάλλοντος, εγγράφοντας στο εσωτερικό του [σ.σ. ανθρώπινου]
οργανισμού (…) τους περιορισμούς της εξωτερικής πραγματικότητας».

Οι διαθέσεις είναι ανθεκτικές διότι διαρκούν μέσα στο χρόνο (όχι απαραίτητα σε όλη
την διάρκεια ζωής του ατόμου) και μεταθετές, διότι η ενεργοποίησή τους μπορεί να
επιτευχθεί μέσα σε μια πληθώρα καταστάσεων (Maton 2008: 51). Οι κοινωνικές
συνθήκες στις οποίες αναφέρεται ο συγγραφέας αφορούν τόσο την κοινωνική θέση
του ατόμου στον κοινωνικό κόσμου, όσο και μέσα στα πεδία αυτού, στα οποία
συμμετέχει. Το σημαντικότερο όμως, στην παραπάνω διατύπωση, είναι ότι η
απόκτηση αυτών των διαθέσεων απαιτεί κάποιο χρονικό διάστημα στο οποίο
καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η ηλικιακή αφετηρία του ατόμου από την οποία
αρχίζει η έκθεση σε συγκεκριμένες συνθήκες. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που
ένα άτομο είναι έκθετο από νεαρή ηλικία σε συγκεκριμένες συνθήκες, είναι βέβαιο
ότι αυτές θα ασκήσουν ισχυρότερη επιρροή (υπό την μορφή της εγχάραξης
διαθέσεων) στο άτομο, από ότι σε ένα άτομο που απλώς θα βρεθεί στις ίδιες
συνθήκες σε κάποια στιγμή της ενήλικης ζωής του (Wacquant 2014a: 7).

Παρά το γεγονός ότι σε ορισμένα κείμενά του ο συγγραφέας τονίζει ότι η έξη είναι
συνώνυμο της έννοιας της κλίσης, της πρόθεσης και της ροπής (Bourdieu & Passeron
1990: 68), το σύνολο του έργου του φανερώνει ότι η αναγωγή της έξης σε
«στατιστικές» ροπές (πιθανότητες) αποτελεί μάλλον μια απλούστευση του όρου,
καθότι ο συγκεκριμένος όρος προέρχεται από την φαινομενολογική παράδοση και

118
αφορά, όπως θα δούμε παρακάτω, ενσώματες ικανότητες, οι οποίες
«ενεργοποιούνται» μέσα στην καθημερινή εμπειρία του ατόμου και συνεπώς
απαιτούν την κατανόηση της οπτικής του πρώτου προσώπου που κατέχει το
υποκείμενο για την πραγματικότητα. Οι διαθέσεις των ανθρώπων είναι περισσότερο
πολύπλοκες από ότι οι διαθέσεις των φυσικών αντικειμένων. Άλλωστε, όπως μας
υπενθυμίζει ο κριτικός ρεαλισμός, το ζήτημα της διπλής ερμηνευτικής που
χαρακτηρίζει την κοινωνική έρευνα, απαιτεί την κατανόηση της βιωματικής, πρώτου
προσώπου, σχέσης που κατέχει το υποκείμενο με τον κοινωνικό κόσμο, η οποία έχει
διαφορετικό χαρακτήρα από την θεωρητική σχέση που συνάπτει η κοινωνική
επιστήμη με τον κόσμο (Sayer 2011).

Για τους παραπάνω λόγους, η περαιτέρω ανάλυση του όρου, θα γίνει στο τέταρτο
κεφάλαιο που αφορά την ανάλυση των εθνογραφικών συνεντεύξεων, για τις οποίες η
έξη, αποτέλεσε ένα από τα βασικά εργαλεία ανάλυσης. Άλλωστε, η έξη αποτελεί τον
συνδετικό εννοιολογικό κρίκο ανάμεσα στις δομές και συγκεκριμένα στις δομικές
θέσεις των ατόμων (ή των κοινωνικών ομάδων) που ερευνώνται και στις εμπειρίες
αυτών, συνεπώς αποτελεί τον τρόπο προσέγγισης των δομών, διαμέσου των
εμπειριών κατά τη διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας. Οι κοινωνικές δομές τις οποίες οι
έρευνες για την επίδραση της γειτονιάς αποτυπώνουν υπό την μορφή στατιστικών
δεδομένων (όπως το ποσοστά φτώχειας στο χωρικό επίπεδο της γειτονιάς) με σκοπό
να αναδείξουν το ρόλο τους στην πιθανότητα πρόσβασης ενός ατόμου στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση ή στην πιθανότητα εμπλοκής σε παραβατικές
δραστηριότητες, δεν λειτουργούν μηχανιστικά πάνω σε αυτές τις τάσεις (διαθέσεις),
αλλά μέσω των «(…) συγκλινουσών εμπειριών, που προσδίδουν σε ένα κοινωνικό
περιβάλλον τη φυσιογνωμία του» (Bourdieu 1977a: 86). Όλες οι εμπειρίες ενός
ατόμου μπορούν να συμβάλλουν στη συγκρότηση των διαθέσεών του, με
διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την περίπτωση (Popper 1990: 18).

Θα ήταν παράλειψη να διαφύγει της προσοχής ότι στον ορισμό του Bourdieu για το τί
είναι ένα πεδίο, ο συγγραφέας το παρομοιάζει με ένα χώρο αντικειμενικών σχέσεων.
Η μεταφορική έννοια του χώρου γίνεται για να περιγράψει τη διαρθρωτική μορφή
που έχουν τα διάφορα πεδία, καθώς και ο κοινωνικός κόσμος. Τα διάφορα κοινωνικά
πεδία μπορούν να χαρακτηριστούν ως κοινωνικοί χώροι, διότι όσο περισσότερο
«κοντά» βρίσκονται μεταξύ τους τα υποκείμενα που συμμετέχουν σε αυτά (άτομα,

119
κοινωνικές ομάδες, κ.ά) τόσο περισσότερο κοινές είναι οι ιδιότητές τους μέσα στα
πεδία, ή τόσο περισσότερο «όμοια» είναι μεταξύ τους, ενώ όσο περισσότερο
«μακριά» βρίσκονται, τόσο λιγότερο κοινές είναι οι ιδιότητες τους, τόσο περισσότερο
είναι μεταξύ τους «ανόμοια». Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και ανισότητες
μπορούν να αναπαρασταθούν με την μορφή «χωρικών» αποστάσεων, δηλαδή
αποστάσεων μέσα σε ένα κοινωνικό χώρο (Bourdieu 1989: 16).

Η παραπάνω «χωρική» οπτική του κοινωνικού κόσμου, η οποία όπως θα δούμε έχει
και στατιστική εφαρμογή, φέρνει στο νου τον πρώτο κανόνα της γεωγραφίας του
Tobler (1970: 236): «τα πάντα σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά τα κοντινά πράγματα
σχετίζονται περισσότερο από ότι τα μακρινά». Εξάλλου, ως «χώρος» μπορεί να
νοηθεί, σύμφωνα με τον Vandenberghe (1999: 54), οποιοσδήποτε τομέας της
πραγματικότητας (κοινωνικός, γεωγραφικός, κ.ά) που είναι τοπολογικά
διαμορφωμένος ως μια σχεσιακή δομή διάκρισης («διαφορετικότητας»), βάσει
ορισμένων κριτηρίων (κοινωνικών, γεωμετρικών, κ.ά), ή εναλλακτικά, αποτελεί το
μέσο που οι «τόποι», δηλαδή οι «θέσεις» των πραγμάτων (ή των κοινωνικών
υποκειμένων), καθίστανται εφικτοί (Merleau-Ponty 2002: 284).

Δεν θα ήταν υπερβολική η διατύπωση ότι αυτό που διαχωρίζει τη γεωγραφική από τη
μη-γεωγραφική ανάλυση δεν είναι απλώς η αποδοχή της σημασίας του γεωγραφικού
χώρου για την εξήγηση και ερμηνεία γεγονότων, αλλά και η κατανόηση του
κοινωνικού κόσμου ως ένα σύνολο από χώρους, γεωγραφικούς και μη, αλλά και ως
ένας πολυδιάστατος χώρος που οι θέσεις μέσα σε αυτόν μπορούν να προσδιοριστούν
με όρους «συντεταγμένων» που αντιστοιχούν σε τιμές συναφών ιδιοτήτων/
κεφαλαίων των υποκειμένων που τον συγκροτούν. Μέσα σε αυτόν τον πολυδιάστατο
χώρο ο Bourdieu διέκρινε ότι οι σημαντικότερες διαστάσεις αυτού του χώρου είναι το
οικονομικό, πολιτισμικό και (σε ορισμένες περιπτώσεις) το κοινωνικό κεφάλαιο,
χωρίς όμως να τις θεωρεί ως τις μοναδικές διαστάσεις του (Bourdieu 1985: 724).
Γενικότερα, μπορούμε να ισχυριστούμε με βάση την σκέψη του Bourdieu, αλλά και
το ρεύμα του κριτικού ρεαλισμού, ότι η μεταφορική χρήση της λέξης «χώρος» για
την περιγραφή των δομών/ πεδίων αποτελεί τη μόνη δυνατή περιγραφή τους με βάση
τους ορισμούς που τους έχουν αποδοθεί.

Κάθε κοινωνικός χώρος για τον Bourdieu μπορεί να διαιρεθεί σε περιφέρειες-


«γειτονιές» που αποτελούνται από «γειτονικά», κοντινά υποκείμενα. Αυτές οι

120
περιφέρειες απεικονίζουν τις τάξεις του εν λόγω κοινωνικού πεδίου, δηλαδή ομάδες
γειτονικών θέσεων μέσα στο πεδίο. Σε κάθε πεδίο συναντάμε από τη μια πλευρά τους
κυρίαρχους (ανώτερη τάξη) και, από την άλλη, τους κυριαρχούμενους (κατώτερη
τάξη) (Bourdieu 1985: 735, Bourdieu & Thompson 1991: 230). Αυτές οι ομάδες
γειτονικών θέσεων αναδεικνύουν ότι τα υποκείμενα που τις συγκροτούν βρίσκονται
σε παρόμοιες συνθήκες και υπόκεινται σε παρόμοιες επιρροές, έχοντας έτσι κάθε
πιθανότητα να αναπτύξουν παρόμοιες διαθέσεις και κατά συνέπεια, εάν τα
υποκείμενα αυτά αναφέρονται σε άτομα, να πράξουν παρόμοιες πρακτικές και να
υιοθετήσουν παρόμοιες στάσεις ζωής (Bourdieu 1985: 727). Ταυτόχρονα, κάθε τάξη
(ή γενικότερα, κοινωνική ομάδα/συλλογικό υποκείμενο), αποτελεί με τη σειρά της,
ένα πεδίο διάκρισης. Για παράδειγμα, η κυρίαρχη τάξη του συνολικού κοινωνικού
πεδίου διαφοροποιείται εσωτερικά, τόσο με όρους τρόπων ζωής, όσο και με όρους
υλικών πόρων (κεφαλαίων), σε διαφορετικά υποστρώματα, με αποτέλεσμα ο
Bourdieu (1984) να κάνει λόγο για τους κυρίαρχους εντός της κυρίαρχης τάξης,
καθώς και για τους κυριαρχούμενους αυτής.

Ο ορισμός των τάξων του Bourdieu για το συνολικό κοινωνικό πεδίο, αφορά
ουσιαστικά μορφές κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών ύπαρξης. Κάθε
κοινωνική τάξη προσδιορίζεται για τον συγγραφέα, τόσο από την σχεσιακή της θέση
μέσα στον κοινωνικό κόσμο, όσο και από τις εγγενείς συνθήκες αυτής που μία από
αυτές είναι η απόστασή της από την αναγκαιότητα, δηλαδή από τις πιέσεις της ζωής
που προέρχονται από την οικονομική αποστέρηση (Bourdieu 1984: 170-172, 246).

Ο Atkinson (2010a) υποστηρίζει ότι ο συνολικός κοινωνικός χώρος, νοούμενος ως


χώρος τριών διαστάσεων όπου κάθε διάσταση αντιστοιχεί στο οικονομικό,
πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο ατόμων ή ομάδων, προσδιορίζει το βασικό χώρο
της κοινωνικής ανισότητας μιας κοινωνίας. Σε αυτόν το χώρο η χαμηλότερη τάξη, οι
κυριαρχούμενοι, δηλαδή τα υποκείμενα που κατέχουν ιδιαίτερα χαμηλό οικονομικό,
πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο, υπονοώντας ότι τα δίκτυα των ατόμων
αποτελούνται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από άτομα με χαμηλό οικονομικό και
πολιτισμικό κεφάλαιο, αντιστοιχεί στην κοινωνική τάξη των κοινωνικά
αποκλεισμένων, η οποία λόγω του πολιτισμικού και κοινωνικού κεφαλαίου,
διαφοροποιείται από τους «απλώς» φτωχούς, με όρους οικονομικού κεφαλαίου.

121
Ο προσδιορισμός αυτός αποτελεί χρήσιμο εργαλείο περιγραφής του κοινωνικού
αποκλεισμού με βάση τους ορισμούς που παρουσιάστηκαν στο πρώτο κεφάλαιο, ενώ
εισάγει την έννοια της τάξης στη μελέτη του. Όμως, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο
αντίστοιχος όρος του Bourdieu για τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι ο όρος
(κοινωνική) οδύνη (suffering). Με τον όρο αυτό ο συγγραφέας δεν αναφέρεται απλώς
σε αντικειμενικές, «μετρήσιμες» στατιστικά θέσεις, αλλά περιλαμβάνει και τις
εμπειρίες, καθώς επίσης και τα συναισθήματα, που απορρέουν από αυτές τις
αντικειμενικές θέσεις (Frost & Hoggett 2008: 438- 439).

Ο γεωγραφικός χώρος δεν πέρασε απαρατήρητος στη σκέψη του συγγραφέα. Ο


συνολικός κοινωνικός χώρος (πεδίο) μεταφράζεται πάντα, κατά τον συγγραφέα, σε
συμβολικό χώρο, σε χώρο διαφοροποίησης γοήτρου. Ο χώρος κατοικίας αποτελεί μία
συμβολική έκφραση του συνολικού κοινωνικού πεδίου (για παράδειγμα, η «καλή» ή
«πλούσια» γειτονιά είναι η γειτονιά των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων). Δεν
υπάρχει γεωγραφικός χώρος σε μια ιεραρχικοποιημένη κοινωνία «(…)που δεν είναι ο
ίδιος ιεραρχικοποιημένος και που δεν εκφράζει ιεραρχίες και κοινωνικές αποστάσεις,
σε μια μορφή που είναι περισσότερο ή λιγότερο παραμορφωμένη» (Bourdieu 1999a:
124).

Όμως η παραπάνω μετάφραση δεν είναι πάντοτε απόλυτα «επιτυχής». Ο λόγος είναι
ότι ενώ γενικά παρατηρείται μια τάση στεγαστικού διαχωρισμού στις πόλεις, λόγω
του ότι οι άνθρωποι θέλουν να βρίσκονται χωρικά κοντά με τους κοινωνικούς τους
«γείτονες» με τους οποίους είναι περισσότερο πιθανό να αναπτύξουν σχέσεις φιλίας
και να συγκροτήσουν δίκτυα49 λόγω της ανάπτυξης παρόμοιων διαθέσεων που
δημιουργούνται από τις κοινωνικά «γειτονικές» θέσεις, εντούτοις, αυτός ο
διαχωρισμός δεν είναι απόλυτος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση του
συγγραφέα στο επίπεδο της καθημερινής ζωής εντός μιας γειτονιάς ότι εμφανίζεται
μειωμένη δυνατότητα αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε άτομα που δεν βρίσκονται σε
«κοντινές» κοινωνικές θέσεις, αλλά αυτή είναι συνήθως χρονικά σύντομη και έχει το
χαρακτήρα της αδιαφορίας (Bourdieu 1989: 16).

49
Ο συγγραφέας έχει υποστηρίζει ότι η γειτνίαση στο συνολικό κοινωνικό χώρο αποτελεί ικανή, αλλά
όχι αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη σχέσεων αλληλεγγύης. Διαφοροποιήσεις, όπως η εθνικότητα,
μπορούν να αποτρέψουν την ανάπτυξη επαφών ανάμεσα σε άτομα που βρίσκονται σε «γειτονικές»
κοινωνικά θέσεις (Bourdieu 1998a: 10).
.

122
Ο συγγραφέας τόνισε ότι η ατομική οδύνη αυξάνεται μέσω της συνύπαρξης με
ανθρώπους που βιώνουν επίσης κοινωνική οδύνη μέσω μιας διαλεκτικής σχέσης. Μια
στιγματισμένη περιοχή υποβαθμίζει συμβολικά τους κατοίκους της, οι οποίοι, με την
σειρά τους, την υποβαθμίζουν επίσης συμβολικά (Bourdieu 1999a: 129):

«Η συγκέντρωση σε μια περιοχή ενός πληθυσμού που είναι ομοιογενής με


όρους υλικής αποστέρησης, ενισχύει αυτή τη αποστέρηση, ειδικότερα όσον
αφορά την κουλτούρα και τις πολιτισμικές πρακτικές: οι πιέσεις που
ασκούνται στο επίπεδο της κοινωνικής τάξης ή του σχολείου ή της
δημόσιας ζωής από τους κοινωνικά περισσότερο μειονεκτούντες ή από
εκείνους που απέχουν αρκετά από την “κανονική” ύπαρξη, έλκουν τα
πάντα προς τα κάτω, σε μια γενική ισοπέδωση».

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε πολιτισμικές,


προκύπτουσες ιδιότητες της γειτονιάς, στις πρακτικές και στον τρόπο ζωής που
απορρέει από αυτές, περιγράφοντας πώς η συγκέντρωση φτωχών ατόμων δημιουργεί
μια κατάσταση υποβάθμισης της κοινωνικής ζωής στο πεδίο της καθημερινής
αλληλεπίδρασης, η οποία έχει αντίκτυπο και στους μη αποστερημένους κατοίκους,
που κατά τον συγγραφέα (1999a: 130) ωθούνται να φύγουν από την περιοχή για τους
παραπάνω λόγους. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρησή του ότι αυτή η
υποβάθμιση εγγράφεται τόσο στη δημόσια ζωή, όσο και σε χώρους που βρίσκονται
μέσα στη γειτονιά, όπως το σχολείο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Bourdieu για την μέθοδο εκτίμησης της
επίδρασης του γεωγραφικού χώρου στις καθημερινές πρακτικές. Ο μόνος πιθανός
τρόπος, κατά τον συγγραφέα να μπορέσει ο (/ η) ερευνητής (-τρια), εθνογραφικά ή
στατιστικά, να συλλάβει την επίδραση της γειτονιάς, είναι να εντοπίσει το «τμήμα»
εκείνο των παρατηρούμενων φαινομένων/ πρακτικών, που αποτελούν συνάρτηση της
χωρικής γειτνίασης των ατόμων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα κοινωνικά
χαρακτηριστικά τους (Bourdieu 1999a: 127). Ουσιαστικά, ο συγγραφέας μας
υπενθυμίζει ότι η επίδραση του γεωγραφικού χώρου στο επίπεδο των πρακτικών/
δράσεων, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά των
υποκειμένων που τον συγκροτούν.

123
Η χρήση όρων όπως «δύναμη», «έλξη» και «απώθηση» δεν θα πρέπει να οδηγεί στην
άποψη ότι οι άνθρωποι είμαστε απλώς «σωματίδια» μέσα σε πεδία δυνάμεων που
δεχόμαστε «τυφλά» (παθητικά) διάφορες δυνάμεις. Αντίθετα, ως συνειδητά όντα,
έχουμε τη δυνατότητα επίβλεψης των διαφόρων δυνάμεων (Sayer 2012: 182), όπως
θα αναδειχθεί στο τελευταίο κεφάλαιο. Επίσης, ο Bourdieu (1998a: 33) τόνισε ότι το
κράτος, καθώς και οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται (ή όχι) μέσα σε αυτό,
διαδραματίζει έναν ρυθμιστικό ρόλο στη λειτουργία και δομή των διαφόρων πεδίων,
μέσω των πολιτικών που ασκεί, ακόμα και στο πεδίο της χωρικής ανισότητας, κάτι
που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής της έρευνας.

Τέλος, εκτός από τις παραπάνω οπτικές, η παρούσα διατριβή χρησιμοποίησε ως


θεωρητικό οδηγό και τη θεωρία του πολύπλοκου ρεαλισμού, της οποίας βασικοί
εκπρόσωποι είναι οι Byrne, Uprichard και Castellani. Ο πολύπλοκος ρεαλισμός,
αποτελεί «μίξη» των θεωρητικών παραδοχών του κριτικού ρεαλισμού με την
ορολογία της θεωρίας των πολύπλοκων συστημάτων50. Η θεωρία των πολύπλοκων
συστημάτων νοείται ως η διεπιστημονική κατανόηση της πραγματικότητας που
αποτελείται από πολύπλοκα, σύνθετα ανοικτά συστήματα με προκύπτουσες ιδιότητες
και μετασχηματιστικές δυνατότητες (Byrne 2005b: 97). Στις κοινωνικές επιστήμες
ορισμένοι από τους εκπροσώπους της κοινωνικής πολυπλοκότητας είναι ο Ragin και
ο DeLanda.

Η θεωρητική αφετηρία ξεκινά από την παρατήρηση ότι ένας από τους λόγους που η
γνώση την οποία έχουμε για τον κοινωνικό κόσμο δεν αντικατοπτρίζει τον τρόπο
λειτουργίας του, με αποτέλεσμα ο (/ η) ερευνητής να οδηγείται σε λανθασμένα
συμπεράσματα, είναι ότι δεν λαμβάνεται υπόψη ο πολύπλοκος χαρακτήρας του. Οι
κυρίαρχοι τρόποι ποσοτικής ανάλυσης (στατιστικές μέθοδοι), απλώς απλοποιούν τον
κοινωνικό κόσμο σε ένα σύνολο μεταβλητών που σχετίζονται αθροιστικά μεταξύ
τους, χωρίς υποκείμενα, τα οποία όμως, όπως έχει αναδειχθεί, συγκροτούν και
μετασχηματίζουν αυτές τις μεταβλητές-δομές (Castellani et al., 2015: 15). Ο
πολύπλοκος ρεαλισμός και η θεωρία των πολύπλοκων συστημάτων, αντίθετα από τον
κριτικό ρεαλισμό, δείχνει μεγαλύτερη προτίμηση στις ποσοτικές- στατιστικές έρευνες
από ότι στις ποιοτικές, αφού οι ορολογίες που χρησιμοποιεί απευθύνονται κυρίως
στην κατανόηση και χρήση στατιστικών μεθόδων οι οποίες «αντιστοιχούν» στις
50
Η θεωρία του χάους, αναφέρεται στην μελέτη χαοτικών συστημάτων που αποτελούν μια ειδική
κατηγορία των πολύπλοκων συστημάτων (Byrne 1998).

124
οντολογικές παρατηρήσεις του κριτικού ρεαλισμού για τον κοινωνικό κόσμο (Byrne
2002a). Ο πολύπλοκος ρεαλισμός προτείνει τη μετατόπιση σε επίπεδο μεθοδολογίας
από τη γραμμικότητα, δηλαδή την ανεύρεση κανονικοτήτων κατά τις οποίες όταν
συμβαίνει το Χ γεγονός, τότε έχουμε το Υ, στην πολλαπλότητα που οφείλεται στο
γεγονός ότι διαφορετικοί συνδυασμοί μηχανισμών (διαθέσεων και συγκειμένων)
μπορούν να παράξουν το ίδιο αποτέλεσμα, καθώς επίσης και στην πολυπλοκότητα
που οφείλεται στο γεγονός ότι η αιτιότητα δεν είναι, ως επί το πλείστον,
μονοπαραγοντική, αλλά αντίθετα υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί που αλληλεπιδρούν
μεταξύ τους (Byrne 2011a: 133).

Άλλωστε, ο κοινωνικός κόσμος αποτελείται από ένα σύνολο εσωτερικών και


ενδεχόμενων σχέσεων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια παραγωγής
γεγονότων. Κατά συνέπεια, ενώ μπορούμε να διαχωρίσουμε τις διάφορες σχέσεις
(εσωτερικές και συμπτωματικές) του κοινωνικού κόσμου εννοιολογικά (μέσω
νοητικής αφαίρεσης), δεν μπορούμε να τις διαχωρίσουμε «ποσοτικά», κατά την
διάρκεια της στατιστικής ερευνητικής πράξης, ως ανεξάρτητες μεταβλητές, αφού
αυτές σχετίζονται μεταξύ τους και συμμετέχουν στην παραγωγή του συγκεκριμένου
γεγονότος που εξετάζουμε (Danermark et al. 2002: 43, Roberts 2006: 73-74).

Tις παραπάνω σκέψεις, τις συναντά κανείς τόσο στον κριτικό ρεαλισμό, όσο και στον
λόγο του Bourdieu. Μία συνεισφορά του πολύπλοκου ρεαλισμού που μπορεί να
συνδυαστεί με την σκέψη του κριτικού ρεαλισμού και του Bourdieu είναι η ρητή
υπενθύμιση ότι για τον προσδιορισμό της αιτιότητας, εκτός του είναι (being) των
πραγμάτων και των υποκειμένων, απαιτείται από το ερευνητικό βλέμμα να στραφεί
και στο γίγνεσθαι (becoming) αυτών, άποψη που έχει τις ρίζες της στον Ηράκλειτο
(Graeber 2001: 50). Με άλλα λόγια, η τροχιά τους, δηλαδή η ιστορία τους σύμφωνα
με την γλώσσα του πολύπλοκου ρεαλισμού, αποτελεί καθ’ εαυτή αντικείμενο
μελέτης, δηλαδή στις θέσεις που κατείχαν σε διάφορες χρονικές στιγμές, μέσα στα
διάφορα πεδία που μελετώνται (Uprichard 2008). Άλλωστε, όπως ειπώθηκε, η
αλλαγή (ή διατήρηση) του χαρακτήρα των υποκειμένων (ατομικών ή συλλογικών),
δηλαδή των προκυπτουσών ιδιοτήτων τους, πηγάζει από τη μορφή που λαμβάνει η
τροχιά τους μέσα στα διάφορα κοινωνικά πεδία.

Ο πολύπλοκος ρεαλισμός αποδέχεται ότι το παρελθόν δεν καθορίζει ποτέ


ντετερμινιστικά το μέλλον, όπως υποστηρίζουν ορισμένες εκφάνσεις της θεωρίας της

125
τροχιάς εξάρτησης (path dependency) (Mahoney 2000), αφού μπορεί να υπάρξουν
ποιοτικές αλλαγές στο υποκείμενο που μελετάται κατά τη διάρκεια της τροχιάς, ενώ
αυτή η δυνατότητα αλλαγής εγγράφεται μέσα στην εκάστοτε παροντική κατάσταση
του υποκειμένου. Για παράδειγμα, μία υποβαθμισμένη γειτονιά ενδέχεται στο μέλλον
να αναβαθμιστεί και να θεωρείται πλέον «εύπορη» γειτονιά, καθώς και το
αντίστροφο. Αυτές οι αλλαγές προσδιορίζονται τόσο από ευρύτερες αστικές πολιτικές
(όπως οι πολιτικές αστικής ανάπλασης) όσο και από τις δομικές ιδιότητες (κοινωνικά
και φυσικά χαρακτηριστικά) της περιοχής αυτής σε μια δεδομένη στιγμή, που
μπορούν να οδηγήσουν σε μια τέτοιου τύπου ποιοτική αλλαγή (Byrne 2013).

Ο πολύπλοκος ρεαλισμός, αντιτίθεται επίσης ρητά στον αναγωγισμό, που προσπαθεί


να εξηγήσει τις ιδιότητες του συνόλου με βάση τις ιδιότητες των μερών του (Fuchs
2003: 388). Η δυσκολία μελέτης κάθε συνόλου, κάθε συστήματος, (κοινωνική τάξη,
περιοχή κατοικίας, περιφέρεια, χώρα, κoκ) έγκειται στο ότι δεν μπορεί να αναλυθεί
με βάση τις ιδιότητες των μερών του, αλλά μπορούν να περιγραφούν οι δικές του
προκύπτουσες ιδιότητες (Byrne & Uprichard 2012: 115, Merali & Allen 2011: 32,
Byrne 1998: 14). Με τον όρο «πολύπλοκο σύστημα» ο πολύπλοκος ρεαλισμός, όσον
αφορά τις κοινωνικές επιστήμες, αναφέρεται στις περιπτώσεις που μελετώνται κάθε
φορά σε μια ποσοτική ανάλυση. Το άτομο αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα που
συγκροτείται από την εθνικότητα, το φύλο, τις διάφορες κοινωνικές και πολιτισμικές
ιδιότητες, την κατάσταση υγείας του, κ.ά. Η περιοχή κατοικίας αποτελεί επίσης ένα
πολύπλοκο σύστημα το οποίο αποτελείται από άτομα (υποσυστήματα), ενώ και οι
πόλεις με τη σειρά τους αποτελούν πολύπλοκα συστήματα που αποτελούνται από
γειτονιές (Byrne 1998).

Η δομή και οργάνωση της γειτονιάς νοούμενης ως ένα πολύπλοκο, ανοικτό σύστημα,
είναι ένας επιπλέον λόγος που ο προσδιορισμός οποιασδήποτε αιτιότητας της
γειτονιάς, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο τις αλλαγές στο «εξωτερικό» περιβάλλον
αυτής (στις υπόλοιπες γειτονιές της πόλης, στην πόλη ως σύνολο, κοκ), όσο και στις
αλλαγές που αφορούν τις εσωτερικές δομικές σχέσεις ανάμεσα στα άτομα που τη
συγκροτούν (Byrne 2013: 219).

Οι προκύπτουσες ιδιότητες κάθε γεωγραφικής περιοχής προσδιορίζονται, με βάση


τον πολύπλοκο ρεαλισμό, από τη (δομική) σύνθεση των ατόμων που περιλαμβάνει σε
σχέση πάντοτε με τη σύνθεση των υπολοίπων, ενώ ταυτόχρονα, όσον αφορά τον

126
προσδιορισμό της γεωγραφικής περιοχής, η θεωρία των πολύπλοκων συστημάτων
τονίζει την αναγκαιότητα προσδιορισμού των συνόρων αυτών, μια διαδικασία που
όπως ειπώθηκε δεν είναι εύκολη. Όπως τονίζει ο κριτικός ρεαλισμός, οι
προκύπτουσες ιδιότητες αναπαράγονται ή μετασχηματίζονται από τις καθημερινές
αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων, γεγονός στο οποίο, κατά τη θεωρία των
πολύπλοκων συστημάτων, συμμετέχει και η ίδια η χωρική δομή της περιοχής. Μια
περιοχή κατοικίας που είναι πυκνοκατοικημένη, ευνοεί την ανάπτυξη περισσότερων
τύπων αλληλεπιδράσεων από ότι μια αραιοκατοικημένη περιοχή, γεγονός που
συνεπάγεται ότι ο βαθμός πυκνότητας του πληθυσμού αποτελεί κρίσιμο, για μια
κοινωνική έρευνα, δομικό χαρακτηριστικό κάθε χωρικού συστήματος (Cilliers 1998:
3- 4).

Τα διάφορα (πολύπλοκα) συστήματα συγκροτούν διάφορους τύπους δομών ή


εναλλακτικά, πεδίων (Byrne & Callaghan 2014: 116- 117, DeLanda 2002: 30) που ο
αντίστοιχος όρος της δομής/ πεδίου κατά τον πολύπλοκο ρεαλισμό, είναι ο φασικός
χώρος (phase space). Κατά τον πολύπλοκο ρεαλισμό καθώς και για την θεωρία των
πολύπλοκων συστημάτων, ο φασικός χώρος αποτελείται κάθε φορά από έναν
συγκεκριμένο αριθμό διαστάσεων, ο οποίος προσδιορίζεται από τον αριθμό των
ιδιοτήτων («μεταβλητών») που αφορούν τις περιπτώσεις (πολύπλοκα συστήματα)
που μελετώνται (Byrne 1998: 173-174).

Οι διάφοροι φασικοί χώροι, με την σειρά τους, χωρίζονται σε υποσύνολα- «ζώνες»,


που προκύπτουν από τις θέσεις των συστημάτων (περιπτώσεων) μέσα στον φασικό
χώρο σε μια δεδομένη στιγμή. Αυτές οι «ζώνες», αποτελούν ουσιαστικά τις τάξεις (ή
γενικότερα ομάδες/ συλλογικά υποκείμενα) που ενυπάρχουν μέσα σε κάθε πεδίο
(φασικό χώρο), όπως αναφέρθηκε παραπάνω (Byrne 2005a: 65, DeLanda 2002: 76-
77). Οι τάξεις, με βάση την ορολογία του πολύπλοκου ρεαλισμού προσδιορίζουν τους
ελκυστές (attractors), οι οποίοι συγκροτούνται από υποκείμενα που χαρακτηρίζονται
από το συγκεκριμένο ρεύμα και ως κοντινοί γείτονες (near neighbours) εντός ενός
φασικού χώρου, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Αυτοί οι ελκυστές, προσδιορίζουν
τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των περιπτώσεων που περιλαμβάνονται σε αυτούς
(Byrne 2010: 65).

Ταυτόχρονα, ο όρος «ελκυστής», προσφέρει τη δυνατότητα μελέτης της τροχιάς ενός


υποκειμένου (ατομικού ή συλλογικού), νοούμενη ως τη διαδρομή του μέσα σε έναν

127
φασικό χώρο, διότι ο συγκεκριμένος όρος μπορεί να χρησιμεύσει για την περιγραφή
τόσο των διαφόρων δομικών θέσεων (κοινωνική τάξη/ ομάδα) όσο και του
χαρακτήρα της τροχιάς ενός υποκειμένου μέσα σε έναν φασικό χώρο (Uprichard
2005: 45) και συγκεκριμένα το εάν η τροχιά του βρίσκεται σταθερά εντός της
«σφαίρας επιρροής» του ίδιου ελκυστή (DeLanda 2002: 15). Άλλωστε, η έννοια του
φασικού χώρου, όπως και η έννοια του πεδίου και της δομής, αποτελούν εργαλεία με
τα οποία, όσον αφορά την κοινωνική επιστήμη, προσπαθούμε να περιγράψουμε τις
αλλαγές που συμβαίνουν όχι μόνο στο επίπεδο της δομής, αλλά και στο επίπεδο του
υποκειμένου, οι οποίες απεικονίζονται, με βάση τα παραπάνω θεωρητικά εργαλεία ως
τροχιές μέσα στο χρόνο. Επιπλέον, όπως και στην περίπτωση της δομής, μπορούν να
παρατηρηθούν περιπτώσεις (άτομα, γειτονιές, σχολεία, κοκ), οι οποίες, κατά την
διάρκεια του χρόνου, ενδέχεται να βρεθούν σε διαφορετική «ζώνη επιρροής» εντός
ενός φασικού χώρου. Η αλλαγή ελκυστή, που με την ορολογία του πολύπλοκου
ρεαλισμού ορίζεται ως μετατόπιση φάσης (το θεωρητικό ισοδύναμο της
«μορφογέννησης» του κριτικού ρεαλισμού), αντιστοιχεί σε ποιοτική αλλαγή της
κατάστασης του συστήματος που μελετάται, δηλαδή σε αλλαγή προκύπτουσας
ιδιότητας του συστήματος κατά τους Byrne & Uprichard (2012: 115).

Ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, όπως για παράδειγμα μια γειτονιά, μπορεί να
υπόκειται σε αλλαγές, δηλαδή μετακινήσεις μέσα σε ένα φασικό χώρο, αλλά παρ’όλα
αυτά να βρίσκεται διαρκώς στον ίδιο ελκυστή, για παράδειγμα να παραμένει εντός
ενός χρονικού διαστήματος σταθερά στην κατώτερη τάξη και κατά συνέπεια να
ακολουθεί μια τροχιά εξάρτησης μέσα στο πεδίο, με όρους κανονικότητας. Στην
περίπτωση όμως που συμβεί σε αυτό μετατόπιση φάσης, τότε αυτό το γεγονός,
συνεπάγεται ότι το υποκείμενο θα βρεθεί σε μία διαφορετική τάξη (ελκυστή).

Για τον πολύπλοκο ρεαλισμό, καθώς και για τη θεωρία των πολύπλοκων
συστημάτων, οι προκύπτουσες ιδιότητες ενός υποκειμένου προσδιορίζονται, όσον
αφορά τις κοινωνικές επιστήμες, από τις κοινωνικές ή πολιτισμικές συνθήκες στις
οποίες βρίσκεται. Για παράδειγμα, οι ποιοτικές αλλαγές που συμβαίνουν σε ένα
άτομο και αφορούν την ταξική του θέση ή γενικότερα, κάποια ποιοτικά
προσδιορισμένη συνθήκη (επάγγελμα, τύπος περιοχής κατοικίας, κατάσταση υγείας,
κ.ά) στην οποία ανήκει, συνεπάγονται αλλαγές στις προκύπτουσες ιδιότητές του. Η
παρούσα διατριβή υιοθετεί την παραπάνω άποψη ως μία θεωρητική συμπλήρωση στις

128
θέσεις του κριτικού ρεαλισμού στο ζήτημα των προκυπτουσών ιδιοτήτων του
υποκειμένου.

Η μετατόπιση φάσης υπονοεί ότι ο οντολογικός μετασχηματισμός, η δυνατότητα του


υποκειμένου να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν πριν, είναι εφικτός ενώ
αντίθετα η διαρκής παραμονή στην ίδια τάξη, υπονοεί ότι ο οντολογικός
μετασχηματισμός ίσως να μην είναι εφικτός. Η ποσοτική έρευνα της χωρικής
ανισότητας καλείται να προσδιορίσει αυτούς τους ελκυστές που δημιουργούνται μέσα
σε ένα φασικό χώρο (πεδίο) και να εντοπίσει τυχόν μετατοπίσεις στην περίπτωση (ή
στις περιπτώσεις) μελέτης (Byrne & Uprichard 2012: 120- 122).

Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός, ότι στην ορολογία της θεωρίας του πολύπλοκου
ρεαλισμού (Byrne & Callaghan 2014), αλλά και των πολύπλοκων συστημάτων
(DeLanda 2002), ο όρος «δύναμη» αναφέρεται συχνά ως συνώνυμο της έννοιας της
αιτίας, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του κριτικού ρεαλισμού καθώς και του
Bourdieu.

Με βάση τα παραπάνω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι για να προσδιοριστούν με


στατιστικό τρόπο οι τυχόν ποιοτικές αλλαγές στις συνθήκες και στην ταυτότητα ενός
ή περισσοτέρων υποκειμένων, απαιτείται η καταγραφή ατομικών τροχιών, που
περιλαμβάνει την καταγραφή αλλαγής (ή διατήρησης) τάξης (ελκυστή), καθώς και η
περιγραφή των διαφόρων αλλαγών που έχει συμβεί σε αυτές τις τάξεις, εφόσον
κρίνεται απαραίτητο για τις ανάγκες της έρευνας (Byrne 1998: 70). Με αυτόν τον
τρόπο, η διερεύνηση της αιτιότητας ξεκινάει ερευνητικά όχι από το αίτιο, αλλά από
το αιτιατό, δηλαδή από το γεγονός της αλλαγής ή διατήρησης του υποκειμένου στην
ίδια τάξη/ ομάδα. Το αίτιο για την αλλαγή ή διατήρηση, οφείλεται σε κάποιες
δυνάμεις οι οποίες είναι σύνθετες (πολύπλοκες), δηλαδή προϊόν αλληλεπίδρασης
μεταξύ δύο ή περισσοτέρων δυνάμεων και απαιτούν για τον εντοπισμό τους επαρκή
γνώση της περίπτωσης μελέτης (Byrne 2010).

Η έννοια της μετατόπισης φάσης χρησιμοποιήθηκε από τον Byrne (1995) για την
περίπτωση μιας πόλης της βορειοανατολικής Αγγλίας, όπου έδειξε ότι κατά την
περίοδο 1971- 1991, περίοδο απότομης αύξησης της ανεργίας στην πόλη, ο αριθμός
των περιοχών που ανήκαν στη φτωχότερη ομάδα («τάξη») το 1977, αυξήθηκε το έτος
1992, ενώ την ίδια στιγμή, στην ομάδα των φτωχότερων περιοχών κατοικίας, υπήρξε

129
μεγάλη αύξηση του ποσοστού των ανέργων το 1991 σε σχέση με το 1971, κάτι που
δεν συνέβη στον ίδιο βαθμό στις άλλες δύο ομάδες («μεσαία» και «ανώτερη» ομάδα).
Τα παραπάνω ευρήματα καταδεικνύουν ότι οι ελκυστές, δεν έχουν απαραίτητα
σταθερή «μορφή» μέσα στο χρόνο, αλλά ενδέχεται να συμβαίνουν σε αυτούς
αλλαγές, γεγονός που συνεπάγεται, κατά τον Byrne (2002a: 127), αλλαγές .στον ίδιο
τον φασικό χώρο.

Χρήσιμη θεωρείται η διευκρίνιση ότι ο όρος «ελκυστής» δεν αναφέρεται μόνο σε


κοινωνικές τάξεις, αλλά και σε συνθήκες/ καταστάσεις, όπως η εθνικότητα και το
φύλο νοούμενα ως «θέσεις» εντός ενός συστήματατος σχέσεων (Walby 2007).
Επιπλέον, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει διαθέσεις ατόμων ή
κοινωνικών ομάδων να ασκήσουν μια συγκεκριμένη δράση ή να διαγράψουν μια
συγκεκριμένη τροχιά (Cooke 2012: 146). Με τον όρο «μετατόπιση φάσης», επίσης,
μπορούν να περιγραφούν ευρύτερες αλλαγές του κοινωνικοοικονομικού συστήματος.

Ο κοινωνικός αποκλεισμός κατά τον Byrne (2005a: 81) αποτελεί προϊόν της
μετατόπισης φάσης του χαρακτήρα του καπιταλισμού από την κεϋνσιανή στη
μεταβιομηχανική του μορφή. Ο πολύπλοκος ρεαλισμός δίνει προτεραιότητα στη
διερευνητική στατιστική μέθοδο, όπως θα δούμε παρακάτω, για τον εντοπισμό και
την περιγραφή των διαφόρων ομάδων (ελκυστών), ενώ ο εντοπισμός της αιτιότητας
αποτελεί μια σύνθετη και πλουραλιστική ερευνητική διαδικασία, η οποία καλείται να
συνδυάσει διαφορετικές μεθόδους. Για μια πλήρη περιγραφή των συνθηκών
(ελκυστών) που αφορούν άτομα/ κοινωνικές ομάδες και χώρους κατοικίας, καθώς και
τις τυχόν μετατοπίσεις και αλλαγές που μπορεί να συμβούν σε αυτές, ο (/ η)
ερευνητής (-τρια) καλείται να λαμβάνει υπόψη, κατά τον πολύπλοκο ρεαλισμό, τον
ένθετο χαρακτήρα των ατόμων/ κοινωνικών ομάδων και χώρου κατοικίας. Το
παρακάτω διάγραμμα απεικονίζει τη λογική του ένθετου, χωρικού χαρακτήρα των
διαφόρων πολύπλοκων (κοινωνικών) συστημάτων.

130
Διάγραμμα 2.2.6: Ο ένθετος χωρικός χαρακτήρας των κοινωνικών
συστημάτων
ΑΤΟΜΑ/
ΟΜΑΔΕΣ
ΓΕΙΤΟΝΙΑ

ΠΟΛΗ

Πηγή: Byrne 2011b, Ίδια επεξεργασία

Το παραπάνω διάγραμμα, υπενθυμίζει την ιεραρχική φύση του χωροκοινωνικού


κόσμου. Τα άτομα, οι γειτονιές, οι πόλεις, κοκ, δεν βρίσκονται οντολογικά στο ίδιο
επίπεδο, διότι τα άτομα βρίσκονται «τοποθετημένα» σε γειτονιές, οι γειτονιές σε
πόλεις, κοκ, χωρίς όμως αυτό να υπονοεί κάποια αιτιώδη προτεραιότητα, αφού όπως
αναφέρθηκε, υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ του μικροεπιπέδου και του
μακροεπιπέδου στη δημιουργία προκυπτουσών ιδιοτήτων των δύο αντίστοιχων
επιπέδων. Η αιτιότητα έχει κατεύθυνση, τόσο από «πάνω» προς τα «κάτω» όσο και το
αντίστροφο. Επιπλέον, στο επίπεδο της πόλης, της χώρας ή ακόμα και σε διεθνικό
επίπεδο, μπορούν εξίσου να υπάρχουν μηχανισμοί που να επηρεάζουν τη
συμπεριφορά ενός ατόμου, συνδιαμορφωτικά με αυτούς της γειτονιάς, γεγονός που
χαρακτηρίζει τον πολύπλοκο χαρακτήρα του κοινωνικού κόσμου (Byrne 2011b).
Όπως το έθεσε ο Sayer (1985b: 63-64):

«Εφόσον η συνείδησή μας, διαμορφώνεται από τις ιδιαίτερες υλικές


συνθήκες στις οποίες ζούμε, τότε θα πρέπει να διαφέρει χωρικά μαζί με
αυτές τις συνθήκες (…) [σ.σ. παρόλα αυτά] ο καθορισμός της συνείδησης
δεν είναι ποτέ πλήρως τοπικός».

Επιπρόσθετα, ο χώρος συμμετέχει και στην ίδια τη διαδικασία συγκρότησης


κοινωνικών τάξεων και συγκεκριμένα στη συγκρότηση ενδοταξικών
διαφοροποιήσεων. Από τη στιγμή που η κοινωνική τάξη δεν νοείται ως «ατομική»
ιδιότητα, αλλά ως συλλογικός, σχεσιακός σχηματισμός εντός ενός πεδίου, ο χώρος
κατοικίας (που με τη σειρά του συγκροτεί συστήματα σχέσεων) συμμετέχει στο

131
σχηματισμό των εσωτερικών διαφοροποιήσεων των τάξεων, λειτουργώντας έτσι ως
μηχανισμός που επιδρά στη συγκρότηση συγκεκριμένων ενδοταξικών σχηματισμών.
Σύμφωνα με τον Byrne (1995: 97), ο παραπάνω ρόλος της γεωγραφίας οφείλει να
αναδεικνύεται σε μια ποσοτική έρευνα ενδοαστικών χωρικών ανισοτήτων.

Ο ρόλος του γεωγραφικού χώρου στη συγκρότηση ταξικών υποστρωμάτων, έγκειται


στον χωρικά ένθετο χαρακτήρα του κοινωνικού κόσμου (Byrne 1995: 98). Εξάλλου,
διάφορες έρευνες για την αστική φτώχεια, τονίζουν τον ιδιαίτερο ρόλο του χώρου
κατοικίας στο σχηματισμό ταξικών υποστρωμάτων. Σύμφωνα με τον Dangschat
(1994: 1145) στις υποβαθμισμένες γειτονιές των γερμανικών μεγάλων πόλεων, η
μεσαία εισοδηματική τάξη που έχει εγκλωβιστεί εκεί, δεν βιώνει τις ίδιες συνθήκες
ζωής και εμπειρίες με αυτήν των ομολόγων της που κατοικούν σε γειτονιές υψηλού
στάτους.

Ο τρόπος αναζήτησης της αιτιότητας (η οποία είναι συνήθως σύνθετη,


πολυπαραγοντική) στις κοινωνικές επιστήμες και ειδικά στην περίπτωση μελέτης
επίδρασης της γειτονιάς, σύμφωνα με το συγκεκριμένο θεωρητικό ρεύμα, καλείται να
αρθρώνεται με βάση την αρχή του ισομορφισμού ανάμεσα στη μαθηματική
περιγραφή του κόσμου και στον κόσμο. Όταν οι σχέσεις και οι όροι που
περιλαμβάνει μια μαθηματική εξίσωση δεν έχουν κανένα νόημα έξω από την
εξίσωση, δηλαδή δεν χρήζουν ερμηνείας για τις σχέσεις και τους όρους του
πραγματικού κόσμου, τότε η μαθηματική εξίσωση χάνει την χρησιμότητά της για την
περιγραφή αυτού του κόσμου και την απόδοση αιτιότητας (Byrne 1998: 173). Η αρχή
του ισομορφισμού, μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί ως κριτήριο επεξεργασίας
δεδομένων και στις ποιοτικές μεθόδους κοινωνικής έρευνας, αφού δεν πρέπει να
διαφεύγει της προσοχής ότι η περιγραφή του κοινωνικού μας κόσμου δεν
επιτυγχάνεται μόνο μέσω αριθμών, αλλά και μέσω αφηγήσεων, εικόνων, κοκ (Byrne
2009: 107). Εκτός από την ενθετότητα, χρειάζεται να λάβουμε υπόψη ένα επιπλέον
βασικό χαρακτηριστικό της συγκρότησης της πολυπλοκότητας του κόσμου: τη
διατομή μεταξύ των αιτίων καθώς και τη διατομή μεταξύ αιτίων και αιτιατών. Το
παρακάτω διάγραμμα αποτυπώνει σχηματικά αυτήν τη σχέση.

132
Διάγραμμα 2.2.7: Θεωρητικό παράδειγμα του διατομεακού χαρακτήρα των
κοινωνικών συνθηκών στην περίπτωση μελέτης της επίδρασης της γειτονιάς

ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΦΤΩΧΗ ΠΕΡΙΟΧΗ


ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ (Τ1)
ΤΑΞΗ
(Τ1)
ΣΧΟΛΙΚΗ ΔΙΑΡΡΟΗ/
ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
(Τ2)

Πηγή: Byrne 2011b, Wilson 2007, Walby 2007, Ίδια επεξεργασία

Ας υποθέσουμε ότι τα τρία παραπάνω σύνολα συγκροτούνται από παιδιά (σε


απόλυτους αριθμούς) και αντιστοιχούν σε υποθετικές τάξεις/ ομάδες (ελκυστές) μέσα
σε διάφορα πεδία, όπως για παράδειγμα στο πεδίο της κοινωνικής διάκρισης των
οικογενειών των παιδιών μιας πόλης με όρους εισοδήματος και εκπαίδευσης, στο
πεδίο κοινωνικής διάκρισης των διαφόρων γειτονιών που κατοικούν τα παιδιά μαζί με
τις οικογένειές τους στην πόλη με όρους ποσοστού φτώχειας, καθώς και στο πεδίο
που σχηματίζεται από το δίπολο διαρροή ή παραμονή στο σχολείο, ή/και συμμετοχή
ή όχι σε παραβατικές δραστηριότητες.

Ένας (ή μία) ερευνητής (-τρια) καλείται, υποθετικά, να μελετήσει το ρόλο που έχουν
αυτές οι δύο παραπάνω «μεταβλητές», η κατώτερη κοινωνική τάξη της οικογένειας
με όρους εισοδήματος και εκπαίδευσης και η φτωχή περιοχή κατοικίας (νοούμενη,
για παράδειγμα, ως το σύνολο των περιοχών που το ποσοστό των ατόμων που
βρίσκονται κάτω από το όριο της εισοδηματικής φτώχειας, είναι μεγαλύτερο ή ίσο με
40%) τη χρονική στιγμή Τ1 (για παράδειγμα, 2001), στο εάν ένα παιδί θα διακόψει ή
όχι το σχολείο ή/και εάν θα αναμιχθεί σε παραβατικές δραστηριότητες τη χρονική
στιγμή Τ2 (για παράδειγμα, το έτος 2011). Για να γίνει περισσότερο «ευνόητο» το
παράδειγμα, ας υποθέσουμε τη θεωρητικά απλούστερη περίπτωση ότι οι οικογένειες
και οι γειτονιές βρίσκονται και στα δύο χρονικά σημεία Τ1 και Τ2, μέσα στις ίδιες
τάξεις (ελκυστές). Η κατώτερη κοινωνική τάξη διατέμνεται με τον τύπο της περιοχής
κατοικίας που αντιστοιχεί στη φτωχή περιοχή και αυτή η διατομή, αποτυπώνεται
στην τομή των δύο συνόλων που αντιστοιχεί στα παιδιά που κατέχουν ταυτόχρονα
και τις δύο ιδιότητες/ κατηγοριες, δηλαδή την «κατώτερη κοινωνική τάξη της

133
οικογένειας» και την «κάτοικηση σε φτωχή περιοχή κατοικίας». Η λέξη «και» δεν
υποδηλώνει ποσοτικό άθροισμα, αλλά διατομή δύο (ή και περισσοτέρων) ιδιοτήτων,
δηλαδή την ταυτόχρονη παρουσία τους στο ίδιο άτομο και η έρευνα για τη σχέση των
δύο αυτών ιδιοτήτων στην παραγωγή μιας πρακτικής, δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη
τον διατομεακό χαρακτηρα τους.

Η αναγωγή της διατομής («και») σε άθροισμα (+), ενέχει τον κίνδυνο της παραβίασης
της αρχής του ισομορφισμού, καθότι η εξίσωση που προκύπτει, περιγράφει μια
κατάσταση που ενδέχεται να μην αντιστοιχεί σε αυτήν του κοινωνικού κόσμου. Τόσο
ο κριτικός όσο και ο πολύπλοκος ρεαλισμός, τονίζουν ότι οι διάφοροι παράγοντες
(μηχανισμοί), λειτουργούν αλληλεπιδραστικά για την παραγωγή φαινομένων. Αυτή η
αλληλεπίδραση αφορά τους συνδυασμούς (δηλαδή τις διατομές) αυτών, μέσω των
οποίων παράγεται ένα γεγονός, ενώ όπως μας υπενθυμίζουν αυτά τα δύο ρεύματα
σκέψης, ένας παράγοντας ενδέχεται να παράγει διαφορετικά αποτελέσματα,
αναλόγως με ποιόν (ή ποιούς) άλλο παράγοντα θα συνδυαστεί, δηλαδή αναλόγως με
τις συγκειμενικές συνθήκες στις οποίες ενεργοποιείται (Byrne 2002a: 154-155).

2.3 Η επίδραση της γειτονιάς στον επιστημονικό λόγο. Μεθοδολογικές παρατηρήσεις.

Ίσως κανένα άλλο ερώτημα στον τομέα της αστικής ανισότητας δεν έχει δημιουργήσει
περισσότερο ερευνητικό ενδιαφέρον, από το εάν η φτωχή γειτονιά έχει επιπτώσεις στις
ευκαιρίες ζωής των φτωχών.
Small & Newman (2001: 29)

Ο γετονάς μου, στη διπλανή πόρτα, είναι αρχιτέκτονας, σπούδασε σε πανεπιστήμια του
Λονδίνου. Έχει υποβάλει αιτήσεις για περισσότερες από εκατό δουλειές, αλλά καμμιά
δουλειά δεν τον θέλει γιατί είναι ξένος. Αφού και γω είμαι ξένος, γιατί να προσπαθώ να
είμαι καλός στο σχολείο; Δεν θα βρώ ποτέ εργασία με αυτόν τον τρόπο.
Nέος μετανάστης δεύτερης γενιάς, κάτοικος υποβαθμισμένου προαστίου της πόλης
Göteborg στην Σουηδία, στο Sernhede (2007: 463)

Τα αρνητικά στερεότυπα για τις φτωχές γειτονιές, υπήρχαν πολύ νωρίτερα από την
έναρξη των ερευνών για την επίδραση της γειτονιάς.
Bauder (2002: 88)

134
Στην παρούσα ενότητα, καταγράφονται οι προβληματισμοί και μέθοδοι που
αναπτύσσονται στην βιβλιογραφία για την επίδραση της φτωχής γειτονιάς στις
ευκαιρίες ζωής του ατόμου. Η ερευνητική προσέγγιση, τόσο από την σκοπιά
ποσοτικών (στατιστικών) ερευνών όσο και από την σκοπιά των ποιοτικών,
εθνογραφικών ερευνών, εντοπίζεται να συγκροτείται επάνω σε μια διάκριση των
τύπων επιδράσεων της γειτονιάς στις ευκαιρίες ζωής των ατόμων.

Ο Manski (1993, 2000) εντοπίζει τρεις τύπους επιδράσεων ενός οποιουδήποτε


χωρικού πλαισιού (γειτονιά, σχολείο, κοκ):

 Eνδογενής επίδραση (endogenous effect). Η ενδογενής επίδραση της


γειτονιάς είναι παρούσα σε μια γειτονιά, αν η συμπεριφορά ενός άτομο ασκεί
μια άμεση επίδραση στη συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου στην γειτονιά.
Χαρακτηριστική περίπτωση ενδογενής επίδρασης κυρίως στους νεους, είναι η
επίδραση των συνομηλίκων τους μέσα στο πλαίσιο της καθημερινής παρέας.
Λόγω του γεγονότος ότι αυτή η μορφή επίδρασης έχει την μορφή «αλυσίδας»
που κάθε «κρίκος»- άτομο ασκεί επιρροή στον επόμενο, ο συγγραφέας τονίζει
ότι αυτή η μορφή επίδρασης λειτουργεί ως κοινωνικός πολλαπλασιαστής ή
αλλιώς ως μηχανισμός ανάδρασης που η συμπεριφορά μεμονωμένων ατόμων
προκαλεί αλλαγές στην συμπεριφορά ομάδων εντός της γειτονιάς. Oι Dietz
(2002) και van der Laan Bouma-Doff (2008) υποστηρίζουν ότι η
«πραγματική» επίδραση της γειτονιάς, εμφανίζεται μόνο στον εντοπισμό
ενδογενής επίδρασης.

 Επίδραση συσχέτισης (correlated effect), Ο δεύτερος τύπος κοινωνικής


επίδρασης κατά τον Manski είναι η επίδραση συσχέτισης. Η επίδραση
συσχέτισης προκύπτεί λόγω του ότι τα άτομα που κατοικούν σε μια γειτονιά
τείνουν να έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά ή η καθημερινότητά τους
συγκροτείται μέσα σε κοινούς θεσμούς όπως το σχολείο. Αυτή η κοινή
έκθεση σε θεσμούς καθώς και τα κοινά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά,
είναι συχνά το αποτέλεσμα μιας προγενέστερης διαδικασίας κοινωνικής
ταξινόμησης και διαλογής μέσα στον αστικό χώρο (Andersson & Musterd
2010: 27-28). Μια έρευνα για τον αντίκτυπο της συγκέντρωσης της ένδειας
τηε γειτονιάς στις συμπεριφορές και ευκαιρίες ζωής των ατόμων, αποτελεί μια
αναζήτηση επίδρασης συσχέτισης. Επίσης, ο τύπος και η ποιότητα της

135
παροχής υπηρεσιών μέσα σε μια γειτονιά καθώς και η επίδραση της
γεωγραφικής θέσης της γειτονιάς (για παράδειγμα, γεωγραφική απομόνωση) ή
η κοινωνική και περιβαλλοντική ποιότητα ζωής της γειτονιάς, αποτελεούν
παραδείγματα επίδρασης συσχέτισης (Dietz 2002: 541). Σε αυτό το σημείο,
σκόπιμο θεωρείται να τονιστεί το γεγονός ότι ο μεγάλος όγκος της
αρθρογραφίας για την επίδραση της γειτονιάς επικεντρώνεται περισσότερο
στην αναζήτηση ενδογενών μηχανισμών και λιγότερο στον ρόλο που
διαδραματίζουν τοπικοί θεσμοί όπως το σχολείο, η εκκλησία, το κέντρο
νεότητας, κ.ά. στην διαμόρφωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων μιας
γειτονιάς και κατά συνέπεια στην ευημερία τους, με αποτέλεσμα να είναι
ελάχιστα γνωστό το πώς διαμεσολαβούν οι τοπικοί θεσμοί ανάμεσα στο
άτομο και στην γειτονιά (Allard & Small 2013:10).

 Εξωγενής επίδραση (exogenous effect). O τελευταίος τύπος επίδρασης της


γειτονιάς είναι η εξωγενής επίδραση, κατά την οποία, η δράση ενός ατόμου
προκύπτει ως το αποτέλεσμα εξωγενών, δημογραφικών χαρακτηριστικών των
γειτόνων του. Η εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική σύνθεση της γειτονιάς
αποτελούν παραδείγματα εξωγενής επίδρασης. Ο συγκεκριμένος τύπος
επίδρασης δεν αφορά τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του ατόμου
και είναι αμφίβολη η χρησιμότητά του, στην απόδοση αιτιώδης σχέσης
ανάμεσα στην γειτονιά ή το σχολείο και στις βιοτκές ευκαιρίες του ατόμου
(Dietz 2002: 542).

Ο παραπάνω διαχωρισμός των επιδράσεων, χρησιμεύει κατά τον Manski (1993) στον
τρόπο άσκησης πολιτικής για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η σχολική
διαρροή ή η παραβατικότητα. Εάν η σχολική διαρροή οφείλεται στην επίδραση της
παρέας του ατόμου, οι πολιτικές παρέμβασης οφείλουν να έχουν διαφορετικό
χαρακτήρα εν σχέσει με την περίπτωση που η σχολική διαρροή οφείλεται στην
παροχή χαμηλής ποιότητας διδασκαλίας στο σχολείο. Όμως ο συγγραφέας τονίζει ότι
ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι πάντοτε πραγματοποιήσιμος, αφού ενδέχεται
μηχανισμοί συσχέτισης και ενδογενείς μηχανισμοί να συνυπάρχουν και να
αλληλεπιδρούν, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολα αντιληπτός ή μετρήσιμος ο
μεμονωμένεος ρόλος τους στην ευημερία του ατόμου (Gowan 2010: 49, Corcoran
1995: 258).

136
Ένας άλλος τυπος επίδρασης κατά τον Dietz (2002: 542) είναι η επίδραση μεταξύ
γειτονιών. Αυτός ο τύπος επίδρασης αντλεί το θεωρητικό του περιεχόμενο από τη
θεωρία των εξωτερικοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα χαρακτηριστικά μιας γειτονικής
γειτονιάς, έχουν αντίκτυπο στην γειτονιά μελέτης και κατά συνέπεια στις ευκαιρίες
ζωής των ατόμων με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παραβατικότητα η οποία
μπορεί να οφείλεται όχι στους κατοίκους της «γειτονιάς» αλλά στους κατοίκους μιας
«γειτονικής» (ή άλλης) γειτονιάς. Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης, είναι ότι
μας υπενθυμίζει ότι οι γειτονιές μιας πόλης δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως
ανεξάρτητες μονάδες αλλά αντίθετα σχετίζονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους.
Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας τονίζει ότι η επίδραση της γειτονιάς δεν είναι κατ’
ανάγκη η επίδραση της γειτονιάς ως περιοχή κατοικίας, καθότι μηχανισμοί επιρροής
όπως οι παρέες του ατόμου, δεν είναι απαραίτητο να συγκροτούνται αυστήρα στο
χωρικό πλαίσιο της περιοχής κατοικίας, οπότε το άτομο ενδέχεται να έρχεται σε
επαφή (και) με διαφορετικές τοπικές κουλτούρες.

Εντούτοις, αυτός ο τύπος επίδρασης γειτονιάς δεν έχει λάβει σημαντικής προσοχής
στην βιβλιογραφία για την επίδραση της γειτονιάς, παρά το γεγονός ότι αποτέλει
γενική παραδοχή ότι οι γειτονιές των πόλεων, ως περιοχές κατοικίας, αποτελούν
«ανοιχτά», πολύπλοκα συστήματα, που συγκροτούν σχέσεις επιρροής τόσο μεταξύ
τους όσο και με το ευρύτερο εθνικό ή/και παγκόσμιο περιβάλλον στον οποίο
βρίσκονται, ενώ παράλληλα δεν αποτελούν, απαραίτητα, το μοναδικό πεδίο
συγκρότησης κοινωνικών σχέσεων των ατόμων (Dietz 2002: 543, Nolan & Anyon
2004: 117).

Η βιβλιογραφία που αφορά την επίδραση της γειτονιάς, η οποία γνώρισε ιδιαίτερη
αύξηση μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στην Αμερική και σε μικρότερο βαθμό
στην Ευρώπη (van Ham et al. 2012: 4), χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα ερευνών
που δεν περιορίζονται μόνο στον τομέα της αστικής κοινωνιολογίας και γεωγραφίας,
αλλά αντίθετα, επεκτείνεται και στο τομέα της επιδημιολογίας, της ψυχολογίας, κ.ά.,
καταδεικνύοντας έτσι την σπουδαιότητα της επιστήμης της γεωγραφίας από μη-
γεωγράφους (Darcy & Gwyther 2012: 250).

Ωστόσο, παρά το γεγονός της ύπαρξης μια ευρείας θεωρητικής συμφωνίας σχετικά με
τoυς πιθανούς τρόπους επίδρασης της γειτονιάς, απουσίαζε, στην βιβλιογραφία, μια
συστηματική σύνδεση αυτών με την παραπάνω τυπολογία του Manski. O Galster

137
(2012: 25-27), επιχειρώντας την παραπάνω σύνδεση, παραθέτει 13 μηχανισμούς, τους
οποίους προτείνει ως θεωρητικό οδηγό έρευνας τόσο για ποσοτικές, στατιστικές
έρευνες όσο και για εθνογραφικές. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο σκοπός της
έρευνας είναι να αναδείξει ποιοί μηχανισμοί ευθύνονται για το αποτέλεσμα που
μελετάται (σχολική διαρροή, ανεργία, φτώχεια, παραβατική συμπεριφορά, κ.ά.),
μεμονωμένα ή αλληλεπιδραστικά καθώς και το «μέγεθος» της επίδρασης αυτών,
όσον αφορά συγκεκριμένα τις ποσοστικές έρευνες. Ορισμένοι από τους μηχανισμούς,
συσχετίζονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ενώ κάποιοι από αυτούς,
αναδεικνύονται μόνο μέσω ποσοτικής έρευνας όπως ο μηχανισμός της κοινωνικής
μετάδοσης. Οι μηχανισμοί αυτοι, κατά τον συγγραφέα, είναι οι εξής:

A) Μηχανισμοί κοινωνικής αλληλεπίδρασης: Αυτό το σύνολο μηχανισμών


αναφέρεται σe κοινωνικές διαδικασίες που ανήκουν σε ενδογενείς επιδράσεις της
γειτονιάς και περιλαμβάνει:

1) Κοινωνική μετάδοση: Οι διάφορες συμπεριφορές, φιλοδοξίες και στάσεις ζωής


μπορούν να αλλάξουν μέσω της καθημερινής επαφής με γείτονες. Υπό ορισμένους
όρους αυτές οι αλλαγές μπορούν να πάρουν την μορφή κοινωνικής «επιδημίας». Η
μελέτη του Crane (1991) για την εφηβική αποκλίνουσα συμπεριφορά στα
αμερικανικά γκέτο αποτελεί πρωταρχικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης. Ο
συγγραφέας ξεκινά με την υπόθεση ότι τα κοινωνικά προβλήματα «(…) είναι
μεταδοτικά και διαδίδονται μέσω των επιρροών από τις παρέες» (Crane 1991: 1227).
Συγκεκεριμένα, διερεύνησε το φαινόμενο της σχολικής διαρροής και της εφηβικής
εγκυμοσύνης εκτός γάμου, σε σχέση με το ποσοστό υψηλά αμειβόμενων
εργαζομένων σε γειτονιές των αμερικάνικων πόλεων καθώς και σε σχέση διάφορα
κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά των νέων όπως το οικογενειακό εισόδημα, το
εκπαιδευτικό επίπεδο του αρχηγού του νοικοκυριού καθώς και την εθνικότητα.

Μέσω στατιστικής επεξεργασίας, κατέδειξε ότι μέχρι ενός κρίσιμου σημείου της
μεταβλητής που αφορά το ποσοστό υψηλού κύρους εργατών σε μια γειτονιά, η
πιθανότητα εγκυμοσύνης ή διαρροής από το σχολείο, αυξάνεται γραμμικά όσο
μειώνεται το ποσοστό αυτό, ενώ μόλις το ποσοστό αυτό «πέσει» κάτω από ένα
κρίσιμο όριο, η πιθανότητα αυξάνεται απότομα και κατά συνέπεια υπάρχει μια μη
γραμμική σχέση ανάμεσα στο ποσοστό υψηλού κύρους εργατών σε μια γειτονιά και
στην πιθανότητα εκυμοσύνης ή σχολικής διαρροής. Τόνισε επίσης ότι αυτή η

138
κοινωνική «επιδημία» της σχολικής διαρροής και εφηβικής εγκυμοσύνης είναι προϊόν
κοινωνικής αλληλεπίδρασης που δεν χαρακτηρίζει όλες τις φτωχειές γειτονιές, αλλά
μόνο τις περιοχές γκέτο στις οποίες το ποσοστό υψηλού κύρους εργατών βρίσκεται
κάτω από μία κρίσιμη τιμή, ένα κρίσιμο όριο το οποίο υπολογίζεται με βάση το
δεκατημόριο του ποσοστού αυτού στο οποίο ανήκει μια γειτονιά (0-5%, 5-10%, κοκ)
(Crane 1991:1228).

Οι Åberg & Hedström (2011) έδειξαν ότι η πιθανότητα να παραμείνει κάποιος νέος
ηλικίας 21-24 ετών, άνεργος στην πόλη της Στοκχόλμης στην Σουδία για την περίοδο
1992-1999, αυξάνεται κατά μη γραμμικό τρόπο ανάλογα με το ποσοστό ανεργίας
στην περιοχή κατοικίας τους. Επιπλέον, στην βιβλιογραφία, αυτή η μορφή
ενδογενώνν μηχανισμών, χαρακτηρίζεται και ως η επίδραση του κρίσιμου ορίου
(threshold effect) και εκτός από τον παραπάνω τρόπο του Crane, μπορεί να αποδοθεί
και μέσω δευτεροβάθμιων, τριτοβάθμιων, κοκ, συναρτήσεων που προκύπτουν από
την στατιστική μεθοδο της παλινδρομήσης στην οποία η εξαρτημένη μεταβλητή έχει
πσοσοτική μορφή (όπως το εισόδημα του ατόμου ή η σχολική επίδοση) (Galster,
Quercia & Cortes 2000: 703, Hedström & Swedberg 1998: 23). Στην περίπτωση που
αναφερόμαστε σε εξίσωση δευτέρου βαθμού, το κρίσιμο όριο είναι το σημείο καμπής
της παραβολής (Turley 2003). Γενικότερα, η βασική υπόθεση της κοινωνικής
«επιδημίας» είναι ότι η επίδραση της γειτονιάς μπορεί να εμφανιστεί, αφότου ένας
ορισμένος βαθμός συγκεντρωμένης ένδειας ή κάποιας άλλης χωρικής μεταβλητής
επιτευχθεί. Κατά συνέπεια, μια πολιτική που έχει θετικές επιπτώσεις στο μεμονωμένο
άτομο ή νοικοκυριό μπορεί να δημιουργήσει ένα πολλαπλασιαστικό όφελος στους
γείτονες του ατόμου (Galster 2003: 903-904).

Ο εντοπισμός του μηχανισμού της κοινωνικής μετάδοσης, αφορά την ποσοστική


έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς αφού στοχεύει στην απόδειξη ύπαρξης μη
γραμμικής σχέσης ανάμεσα σε δύο μεταβλητές (Galster 2008). Συνδέεται επίσης
στενά με τον μηχανισμό των κοινωνικών δικτύων όπως επισημαίνουν οι Granovetter
& Soong (1983), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η απόφαση ενός ατόμου εαν πρέπει να
συμμετέχει σε μια συλλογική συμπεριφορά, εξαρτάται, εν μέρει, από των αριθμό των
υπολοίπων που συμμετέχουν σε αυτή, ή έχουν αποφασίσει να συμμετέχουν, στο
κοντινό του περιβάλλον, επικεντρώνοντας με αυτό τον τρόπο στην επίδραση της

139
συμπεριφοράς μιας παρέας που μπορεί να προσεγγιστεί εθνογραφικά και όχι μόνο
μέσω χωρικών μεταβλητών ένδειας.

2) Κοινωνικοποίηση: Με αυτόν τον όρο, καταδεικνύεται ότι το άτομο, μπορεί να


ενθαρρυνθεί να συμμετάσχει σε πρακτικές, οι οποίες «μεταβιβάζονται» από διάφορα
κοινωνικά πρότυπα που βρίσκονται στην γειτονιά του καθώς και από άλλες
κοινωνικές πιέσεις, όπως για παράδειγμα οι τοπικές παρέες.

Η επίδραση της γειτονιάς ως επίδραση της κοινωνικοποίησης, χαρακτηρίζεται από


ένα ελάχιστο κατώτατο όριο, μια κρίσιμη μάζα συγκεκριμένων τύπων ατόμων, το
οποίο όταν ξεπεραστεί, έχει πολλαπλασιατικά αποτελέσματα στην συμπεριφορά των
ατόμων και ιδιαίτερα των νέων σε ηλικία. Κατά συνέπεια, σχετίζεται με τον
μηχανισμό της κοινωνική «επιδημίας», από την σκοπιά των ποσοτικών ερευνών για
την επίδραση της γειτονιάς. Οι Parker & Maggard (2009), καταδεικνύουν για την
πόλη του Σικάγο κατά την περίοδο 1990- 2002, ότι υπάρχει ένα κρίσιμο όριο στο
ποσοστό των ενηλίκων που απασχολούνται στην επίσημη αγορά εργασίας, κάτω από
το οποίο αυξάνεται μη γραμμικά, η πιθανότητα σύλληψης ενός νέου κατοίκου της
γειτονιάς, ηλικίας 15-18 ετών, από την αστυνομία για συμμετοχή σε βίαιες ενέργειες,
χρησιμοποιώντας την μέθοδο της διωνυμικής λογιστικής παλινδρόμησης. Οι van der
Klaauw & van Ours (2003: 961), συμπεραίνουν ότι ένας από τους βασικούς
παράγοντες που η μακροχρόνια ανεργία κατανέμεται άνισα ανάμεσα στις γειτονιές
του Ρότερνταμ, είναι και ο μηχανισμός της κοινωνικοποίησης, διότι στις περιοχές με
υψηλή μακροχρόνια ανεργία, οι άνεργοι λειτουργούν και ως αρνητικά πρότυπα που
αποθαρρύνουν την αναζήτηση εργασίας.

Σε θεωρητικό επίπεδο, η κοινωνικοποίηση είναι μια έννοια που αναφέρεται στην


αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων καθώς και στο γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι,
μέσω της αλληλεπίδρασής τους, υιοθετούν συμπεριφορές/ πρακτικές και στάσεις
ζωής (Friedrichs, Galster & Musterd 2003: 803).

Αποτελεί μια συνεχής διαδικασία μέσα στον χρόνο της πορείας ζωής του ατόμου, ενώ
ταυτόχρονα περιλαμβάνει μια πληθώρα κοινωνικών υποκειμένων όπως οι γονείς του
ατόμου, οι φίλοι του, οι συμμαθητές του, οι γείτονες του, οι συνομήλικοι του, κ.ά,
καθώς και μια πληθώρα θεσμών όπως το σχολείο, η οικογένεια, τα διάφορα κέντρα
νεότητας, το διαδίκτυο, ο χώρος εργασίας, κ.ά που μέσω συτών των θεσμών

140
μεταβιβάζονται στους νέους οι διάφορες πεποιθήσεις και δεξιότητες (επαγγελματικές,
αθλητικές, κ.ά) (Grusec & Hastings 2007: 1-9, Coser, Rhea, Steffan & Nock 1983,
Gomberg 2007). Παρά το γεγονός ότι στην σημερινή εποχή, η αλληλεπίδραση των
ατόμων μπορεί να επιτυγχάνεται και μέσω απόστασης, όπως γίνεται με το τηλεφωνο
ή με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, η προσωπική επαφή, η επαφή πρόσωπο-με-
πρόσωπο, εξακολουθεί να κατέχει σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση του
ατόμου (Turner 2002).

Θεωρείται σημαντικό να τονιστεί ότι η αλληλεπίδραση δύο ατόμων, δεν προϋποθέτει


ότι τα άτομα αυτά διατηρούν κάποιας μορφής προσωπική σχέση. Όπως τονίζει ο
Schelling (1998), οι συμπεριφορές και στάσεις ζωής μπορούν να υιοθετηθούν, χωρίς
κάποια άμεση σχέση καθότι ενδέχεται το ένα από τα δύο άτομα να γνωρίζει τις
δράσεις του άλλου, χωρίς να διατηρούν κάποια σχέση, αλλά αντίθετα να είναι απλώς
γείτονες όπως εξάλλου καταδεικνύεται στην αφήγηση του κατοίκου μιας
υποβαθμισμένης περιοχής στην πόλη του Göteborg στην Σουηδία, στην ατχή της
ενότητας. Επιπρόσθετα, το αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης και κατά συνέπεία της
διαδικασίας της κοινωνικοποίησης του ατόμου, δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί με
ακρίβεια, καθότι δεν είναι απαραίτητο η οποιαδήποτε κοινωνική αλληλεπίδραση να
λειτουργεί ενισχυτικά στην μαζική διάδοση μιας συμπεριφοράς, αλλά αντίθετα
μπορεί να λειτουργεί και αποθαρρυντικά ως προς την υιοθέτησή της (Hedström
2005:46).

Ο Bandura (1995: 3-5) τόνισε από την σκοπιά της κοινωνικής ψυχολογίας, ότι οι
πεποιθήσεις ενός ατόμου που αφορούν την αποτελεσματικότητα της επίτευξης
στόχων όπως η είσοδος στην ανώτερη εκπαίδευση, δηλαδή το κατά πόσο θεωρεί το
ατομο ότι μπορεί να καταφέρει να εισαχθεί σε ένα ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα,
εξαρτώνται, εκτός από την προσωπική μαθησιακή εμπειρία του ατόμου, δηλαδή τις
επιτυχείς σχολικές του επιδόσεις, και από τις δοτές εμπειρίες που δέχεται από τα
διάφορα κοινωνικά πρότυπα. Παρατηρώντας ανθρώπους «παρόμοιους», με
κοινωνικά, εθνοτικά ή ακόμα και έμφυλα κριτήρια, να πετυχαίνουν, αυξάνεται η
πεποίθηση της επιτυχίας στο άτομο. Αντίθετα, η αποτυχία αυτών, ενισχύει την
πεποίθηση της μη ικανότητας της επίτευξης του στόχου. Ο αντίκτυπος αυτός,
καθορίζεται έντονα από την αντιληπτή ομοιότητα ανάμεσα στο άτομο και στα
διάφορα πρότυπα. Όσο μεγαλύτερη είναι η υποτιθέμενη ομοιότητα, τόσο πιό

141
«πειστικές» γίνονται οι επιτυχίες (ή αποτυχίες) των προτύπων. Επίσης, τα άτομα στα
οποία έχει λεχθεί προφορικά από την οικογένειά τους (ή άλλα «κοντινά» πρόσωπα)
ότι είναι ικανά να ανταπεξέλθουν σε προκλήσεις στόχων όπως η είσοδος σε ανώτερα
εκπαιδευτικά ιδρύματα, είναι πιθανότερο να καταβάλλουν προσπάθεια για την
επίτευξη του στόχου αυτού, ενώ αντίθετα, τα άτομα στα οποία έχει λεχθεί ότι δεν
είναι ικανά για κάτι τέτοιο, είναι πιθανότερο να αποφύγουν να καταβάλλουν την
οποιαδήποτε προσπάθεια. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η διάσταση της
κοινωνικοποίησης γενικά, καθώς και της επίδρασης των κοινωνικών προτύπων
ειδικότερα, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, όταν η έρευνα έχει ως χρονική αφετηρία την
παιδική ηλικία του ατόμου, κατά την οποία διαμορφώνεται ο χαρακτήρας του.

Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ότι η κοινωνικοποίηση


πραγματοποιείται πάντοτε μέσα σε συγκεκριμένeς κοινωνικές και πολιτισμικές
συνθήκες (συμπεριλαμβανομέων των πρακτικών και των υλικών αγαθών που
εμπεριέχονται σε αυτές) και κατ’ επέκταση, οι παραπάνω διαδικασίες στις οποίες
αναφέρετα ο Bandura (1995), συντελούνται κάτω από την επιρροή ενός
συγκεκριμένου δομικού πλαισίου, ενώ το αποτέλεσμα της διαδικασίας της
κοινωνικοποίησης συμμετέχει στην αναπαραγωγή ή στον μετασχηματισμό αυτού του
πλαισίου (Berger & Luckmann 1967: 183). Όπως ειπώθηκε και στην προηγούμενη
ενότητα, τα άτομα βρίσκονται σε ένα πολλαπλό και πολύπλοκο σύστημα σχέσεων
που συντελείται εντός ορισμένων γεωγραφικών και κοινωνικοπολιτισμικών χώρων.

Ο Oliver (2006) παρατηρεί ότι στην βιβλιογραφία που εστιάζει στις διαδικασίες
κοινωνικοποίησης των νέων των αφροαμερικανικών γκέτο, δίνεται έμφαση κυρίως
στον ρόλο και την λειτουργία των τυπικών, επίσημων, θεσμών (οικογένεια, εκκλησία,
εκπαιδευτικό σύστημα, κέντρα νεότητας, κ.ά) στη διαμόρφωση της ταυτότητας και
της συμπεριφοράς των νέων. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η παραπάνω έμφαση, είναι
ελλιπής για την κατανόηση των συμπεριφορών και ότι παράλληλα με τους επίσημους
θεσμούς απαιτείται και η προσοχή στον ρόλο ανεπίσημων θεσμών εντός της γειτονιάς
όπως είναι η «πιάτσα» (ή «δρόμος») (the streets), ως εναλλακτικό πεδίο
κοινωνικοποίησης για τα νεαρά αγόρια των γκέτο.

Η φράση «πιάτσα», αναφέρεται, κατά τον συγγραφέα, στο δίκτυο που συγκροτούν
τοποθεσίες δημόσιας χρήσης καθώς και σε χώρους αναψυχής που σχετίζονται με
πρακτικές και δράσεις του ελέυθερου χρόνου (δρόμοι, πάρκα, πλατείες, μπαρ, κλαμπ,

142
ψιλικατζίδικα, κ.ά.), στα οποία συναθροίζονται οι νέοι κάτοικοι των γκέτο από τα
χαμηλότερα στρώματα. Οι παραπάνω χώροι συμμετέχουν ενεργά στην
κοινωνικοποίηση των ατόμων, παράλληλα με τους επίσημους θεσμούς, επηρεάζουν
την πορεία ζωής τους και τις μελλοντικές ευκαιρίες ζωής αυτών, ενώ συγκροτούν
τους «χώρους» εντός της γειτονιάς που οι νέοι αναλίσκουν τον ελεύεθρό τους χρόνο,
αφού οι πρακτικές του ελεύθερου χρόνου δεν τελούνται οπουδήποτε μέσα στην
γειτονιά αλλά σε συγκεκριμένους τόπους της γειτονιάς (MacDonald & Shildrick
2007: 341, Small 2009b:15).

Η έννοια της έξης, για την οποία έγινε αναφορά στην προηγούμενη ενότητα, καθώς
και οι διαθέσεις που την συγκροτούν, συνδέεται με την κοινωνικοποίηση, επειδή
μέσω της κοινωνικοποίησης οι κοινωνικές δομές και συγκεκριμένα οι δομικές θέσεις
του ατόμου, ενσωματώνονται σε αυτό, στην μορφή διαθέσεων (Fowler 1996). Όταν ο
μηχανισμός της κοινωνικοποίησης χρησιμοποιείται για να εξηγήσει γιατί οι μαθητές
συμμετέχουν σε μια συγκεκριμένη πρακτική, μέσω μιας ποιοτικής, εθνογραφικής
έρευνας, για να θεωρηθεί ικανοποιητικός, απαιτείται μια περιγραφή των κοινωνικών
δομών στις οποίες τελείται η πρακτική υπό μελέτη καθώς και οι διαθέσεις που
παράγονται, οι οποίες στην συνέχεια παράγουν την συγκεκριμένη πρακτική.

Αντίθετα, είναι ελλιπής η ταυτολογική διατύπωση ότι ένας μαθητής εγκατάλειψε το


σχολείο λόγω της διάθεσης του να το εγκαταλείψει η οποία απεικονίζει τις
αντικειμενικές πιθανότητες της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει ο μαθητής, να
«εγκαταλείψει» το σχολείο. Μόνο εάν υπάρχει μια λεπτομερής εθνογραφική
περιγραφή, η οποία αρθρώνεται μέσα από ένα θεωρητικό πλαίσιο, μπορεί η έξη να
αποτελέσει ένα χρήσιμο θεωρητικό εργαλείο. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν
μπορεί να αποδειχθεί ότι οι εμπειρίες μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας
παράγουν μια κουλτούρα που προδιαθέτει εκείνους που κοινωνικοποιούνται μέσα σε
αυτην τη κουλτούρα να αναπτύξουν συγκεκριμένες και χαρακτηριστικές προτιμήσεις
και αντιλήψεις, τότε οι δράσεις που ακολουθούν αυτές τις προτιμήσεις και αντιλήψεις
(όπως η πρόωρη σχολική εγκατάλειψη ή παραβατική συμπεριφορά) μπορούν να
ερμηνευτούν ως το αποτέλεσμα της έξης (Nash 2003: 55).

Ο Galster (2007a: 23) υπενθυμίζει παράλληλα με τον Bandura (1995), ότι ο


μηχανισμός της κοινωνικοποίησης δεν είναι απαραίτητα καθολικός αλλά μπορεί να
έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, κάνοντας λόγο για επιλεκτική κοινωνικοποίηση κατά την

143
οποία δεν επηρεάζονται όλοι οι κάτοικοι μιας γειτονιάς εξίσου από όλους τους
γείτονες, καθότι η κοινωνική τάξη, το φύλο, η εθνικότητα αλλά και η ηλικία,
καθορίζουν αποφασιστικά «(…) ποιοι επηρεάζονται από ποιους».

Επίσης, ο μηχανισμός της κοινωνικοποίησης, παρά το γεγονός ότι αναφέρεται σε


διαδικασίες που συντελούνται εντος της γειτονιάς, νοούμενης ως η περιοχή κατοικίας
του ατόμου (η οποία δεν ταυτίζεται απαραίτητα χωρικά με κάποια διοικητική ενότητα
όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα), εντούτοις αυτός δεν είναι απαραίτητο
να λαμβάνει χώρα εντός των ορίων αυτής, καθότι η κοινωνικοποίηση του ατόμου από
την παιδική του ηλικία, μπορεί να συντελείται μερικώς η ακομά και εξ’ ολοκλήρου
έξω από την περιοχή κατοικίας. Κατά συνέπεια, από την σκοπιά του μηχανισμού της
κοινωνικοποίησης, είναι σημαντικότερο ο/ η ερευνητής/ -τρια να εστιάζει την
προσοχή του στο πού και στο πώς, ένα παιδί αναλίσκει το χρόνο του, παρά σε ποια
γειτονιά ζει (Gibson, Sullivan, Jones & Piquero 2010: 49), γεγονό που καθιστά την
σχέση ανάμεσα στον τόπο κατοικίας και στον μηχανισμό της κοινωνικοποίησης,
περισσότερο περίπλοκη. Επιπλέον, εντός των ορίων μιας γειτονιάς, υπάρχουν
διάφοροι μικρο-τόποι (πλατείες, πάρκα, αθλξτικά κέντρα, κ.ά), στους οποίους
συντελούνται διαφορετικοί τύποι κοινωνικοποίησης.

Ο μηχανισμός της κοινωνικοποίησης, κατέχει ιδιαίτερη σημασία στην μελέτη για τη


επίδρασης της γειτονιάς, διότι συνδέεται και με μηχανισμούς οι οποίοι αναφέρονται
παρακάτω και δεν έχουν ενδογενή χαρακτήρα. Όπως εύστοχα το έθεσαν οι Forrest &
Kearns (2001: 2134):

«H γειτονιά στην οποία ζούμε, μπορεί να διαδραματίσει έναν σημαντικό


ρόλο στην κοινωνικοποίηση (…) όχι μόνο μέσω της εσωτερικής της
σύνθεσης και δυναμικής αλλά και σύμφωνα με το πώς την βλέπουν τόσο οι
κάτοικοι από άλλες γειτονιές, όσο και οι θεσμοί που διαδραματίζουν έναν
βασικό ρόλο στην διαμόρφωση δομικών ευκαιριών. Κατά συνέπεια, η
ταυτότητα και ο ρόλος της γειτονιάς, συνδέονται στενά μεταξύ τους»

3) Κοινωνικά δίκτυα/ Κοινωνικό κεφάλαιο: Ο όρος «κοινωνικά δίκτυα» ή «κοινωνικό


κεφάλαιο», αναφέρεται, γενικά στην βιβλιογραφία, στις διαπροσωπικές σχέσεις των
ατόμων, μέσω των οποίων διαβιβάζονται πληροφορίες και πόροι ανάμεσα στα άτομα
όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε μια παρέα φίλων ή στο εσωτερικό της οικογένειας

144
(Portes 1998, Donati 2015: 104). Ο Bourdieu, εκτός από το οικονομικό και
πολιτισμικό κεφάλαιο, τονίζει τον ρόλο του κοινωνικού κεφαλαίου στην διαμόρφωση
του ευρύτερου κοινωνικού χώρου, αν και, όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη
ενότητα, δεν μελέτησε ιδιαίτερα διεξοδικά αυτόν τον τύπο του κεφαλαίου όπως
έπραξε για τους άλλους δύο (εξαίρεση αποτελεί η συλλογική του εργασία υπό τον
τίτλο The Weight of the World). Ο συγγραφέας ορίζει το κοινωνικό κεφάλαιο ως
(2002: 286).

«το σύνολο των εν ενεργεία ή εν δυνάμει πόρων που συνδέονται με την


κατοχή ενός ανθεκτικού δικτύου λιγότερο ή περισσότερο θεσμοποιημένων
σχέσεων αμοιβαίας γνωριμίας και αναγνώρισης(…) Αυτές οι σχέσεις
μπορούν να υπάρξουν μόνο στην πράξη, στις υλικές ή/και συμβολικές
ανταλλαγές51 που βοηθούν στην διατήρησή τους(…) Βασιμένες στις
αδιάλυτα υλικές και συμβολικές ανταλλαγές, των οποίων η καθιέρωση και
συντήρηση προϋποθέτει την επαναβεβαίωση της [σ.σ. κοινωνικής]
εγγύτητας, είναι ταυτόχρονα εν μέρει μη αναγώγιμες στις αντικειμενικές
σχέσεις εγγύτητας στο φυσικό (γεωγραφικό) χώρο ή ακόμα και στον
οικονομικό και κοινωνικό χώρο».

Το παραπάνω ανθεκτικό (μόνιμο) δίκτυο σχέσεων είναι, κατά τον συγγραφέα, το


προϊόν στρατηγικής επένδυσης, γεγονός που απαιτεί την κατοχή συγκεκριμένων
διαθέσεων, όπως είναι η συμπεριφορά, η προφορά, κ.ά., οι οποίες μαρτυρούν τις
κοινωνικές ιδιότητες του ατόμου που σχετίζονται με κοινωνικά χαρακτηριστικά όπως
η κοινωνική τάξη, ο τόπο κατοικίας, κ.ά (Bourdieu 2002: 256).

Μέσω της παραπάνω μορφής επένδυσης, ατομικής ή συλλογικής, το άτομο στοχεύει


στην καθιέρωση ή αναπαραγωγή κοινωνικών σχέσεων, άμεσα χρησιμοποιήσιμων.
Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος τύπος επένδυσης, μπορεί να μετασχηματίσει
ενδεχόμενες σχέσεις, όπως είναι οι σχέσεις γειτονιάς, οι εργασιακές σχέσεις, ή ακόμα
και οι συγγενικές, σε σχέσεις που είναι χρηστικές και άμεσα απαραίτητες για την
αναπαραγωγή ή βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης του ατόμου (Bourdieu 2002:

51
Ο όρος «ανταλλαγή», μπορεί να οριστεί ως μια αλληλουχία αλληλεπιδράσεων μεταξύ δύο (ή
περισσότερων) ατόμων κατά την οποία τελείται μια συναλλαγή πραγμάτων (Lin 2001: 143). Με άλλα
λόγια, αποτελεί μια σχέση ατόμων όπου ανάμεσά τους διαμεσολαβούν πράγματα (χρήματα, λέξεις,
ομιλίες, συμπεριφορές, σωματικές στάσεις, κοκ), τα οποία κατέχουν, εκτός από υλική, μια σημειωτική
διάσταση (Eldred 2008: 319).

145
287). Ο συγγραφέας τονίζει τον ρόλο διαφόρων θεσμών, τυπικών ή άτυπων, όπως το
σχολείο, οι διάφοροι σύλλογοι, η περιοχή κατοικίας, κ.ά, στην εν δυνάμει κατοχή
κοινωνικού κεφαλαίου, ενώ διατυπώνει ότι ο γάμος και γενικότερα η δημιουργία
οικογένειας, αποτελεί προϊόν των παραπάνω στρατηγικών (Bourdieu 1996a: 274). Η
οικογένεια αποτελεί σημαντικό θεσμό πηγής κοινωνικού κεφαλαίου για το παιδί,
αφού η οικογένεια έχει την δυνατότητα να επιλέξει τους διάφορους θεσμούς όπως το
σχολείο, στους οποίους το παιδί θα αναπτύξει δίκτυο σχέσεων (Bourdieu 2002: 287).

Ο ορισμός του Bourdieu για το κοινωνικό κεφάλαιο, είναι περισσότερο διευρυμένος


από τις αντίστοιχες των υπολοίπων συγγραφέων, διότι δεν περιορίζεται απλώς στα
δίκτυα των ατόμων, αλλά περιλαμβάνει και την προστιθέμενη αξία, η οποία υπάρχει
μέσα σε κάθε δίκτυο λόγω τον βαθμό κατοχής των μελών του, στους δύο άλλους
τύπους κεφαλαίου, του οικονομικού και του πολιτισμικού, καθώς και του
πληροφοριακού κεφαλαίου, δηλαδή την πληροφόρηση ενός ατόμου σε διάφορους
τομείς που αφορούν την καθημερινή ζωή του όπως για παράδειγμα την τυχόν ύπαρξη
«κενής» εργασίας (Wacquant 1987: 69). Σε περιόδους οικονομικής κρίσης και
αυξημενης ανεργίας, ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων είναι πολύτιμος για την
εύρεση εργασίας του ατόμου, ενώ όπως έδειξε η έρευνα των Behtoui (2008) για την
Σουηδία και Middleton, Murie & Groves (2005: 1716) για την Αμερική, κοινωνικές
ομάδες όπως οι μετανάστες που κατάγονται από αναπτυσσόμενες χώρες όσον αφορά
την σουηδική περίπτωση καθώς και οι αφροαμερικάνοι για την αμερικάνικη
περίπτωση αντίστοιχα, είναι σχετικά αποκλεισμένες από δίκτυα που παρέχουν
πληροφορίες εύρεσης εργασίας.

Επιπλέον, ο ρόλος του κοινωνικού κεφαλαίου στην διαμόρφωση της έξης δεν είναι
αμελητέος, αφού η αλληλεπίδραση που συντελείται σε ένα δίκτυο μπορεί να
αποκτήσει ενσώματη μορφή, όταν επηρεάζει ορισμένες διαθέσεις του ατόμου, όπως
την αντίληψη για το τι είναι εφικτό για το άτομο αυτό (για παράδειγμα, οι
πιθανότητες να εισαχθεί ή όχι ένα άτομο σε ένα ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα,
καθορίζεται και από το εάν στον κοινωνικό κύκλο του ατόμου, υπάρχουν άνθρωποι
που παροτρύνουν το άτομο προς μια τέτοια κατεύθυνση ή/ και έχουν ήδη φοιτήσει σε
κάποιο πανεπιστήμιο) (Atkinson 2010a: 46). Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να διαφεύγει
της προσοχής, ότι τα άτομα που συγκροτούν το δίκτυο ενός ατόμου (οικογένεια,
φίλοι, κ.ά) αποτελούν με κοινωνικούς όρους «ανοικτές πόρτες», δηλαδή ευκαιρίες για

146
συγκεκριμένες επαγγελματικές θέσεις, για αυτό το άτομο. Αυτή η ιδιότητα του
κοινωνικού κεφαλαίου, είναι άμεσα ή δυνητικά μετατρέψιμη σε οικονομικό κεφάλαιο
(Atkinson 2010a: 46).

Εξάλλου, η αλληλεπίδραση που συντελείται ανάμεσα σε ένα δίκτυο, δεν


αντιπροσωπεύει απλώς την «ένωση» δύο ή περισσότερων ατόμων αλλά την «ένωση»
δύο ή περισσότερων κοινωνικών θέσεων που καταλαμβάνουν τα άτομα, μέσα σε ένα
κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα σχέσεων (Lin 2001). Μια διαφορά που υπάρχει
ανάμεσα στο κοινωνικό κεφάλαιο και στους άλλους δύο βασικούς τύπους κεφαλαίων,
είναι ότι ενώ οι άλλοι δύο τύποι προσδιορίζονται μόνο σχεσιακά, εντός ενός πεδίου
«αόρατων» σχέσεων, το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να προσδιοριστεί τόσο σχεσιακά
όσο και μέσω της καταγραφής του δικτύου των «ορατών», διαπροσωπικών σχέσεων52
των ατόμων.

Άλλωστε, όπως έχει αναφερθεί στην προηγούμενη ενότητα, το κοινωνικό κεφάλαιο


αποτελεί μια διάσταση του συνολικού κοινωνικού πεδίου και μπορεί να αναφέρεται
στην κοινωνική θέση (με όρους οικονομικού και πολιτισμικού κεφαλαίου) στην οποία
ανήκουν τα μέλη των δικτύων (συγγενείς, φίλοι, κοκ) των διαφόρων ατόμων/
κοινωνικών ομάδων ή/ και να αντιστοιχεί στο μέγεθος του δικτύων των ατόμων,
δηλαδή στον αριθμό των ατόμων με τους οποίους τα άτομα διατηρούν «ορατές»
σχέσεις (Lin 2001). Μια επιπρόσθετη ιδιαιτερότητα είναι το γεγονός ότι ενώ το
κοινωνικό κεφάλαιο ενός ατόμου δεν είναι ανεξάρτητο από τους δύο άλλους
βασικούς τύπους κεφαλαίου, αφού η κοινωνική εγγύτητα επηρεάζει την μορφή του
δικτύου στην οποία συμμετέχει, εντούτοις, δεν μπορεί να αναχθεί σε αυτούς καθότι
υπάρχει παντα το περιθώριο στα δίκτυα ενός ατόμου να υπερβαίνουν την ταξική του
θέση με όρους οικονομικού και πολιτισμικού κεφαλαίου (Eloire 2014: 175-176). Οι
Granovetter (1973) και Burt (1997: 341), για το εν λόγω ζήτημα, κάνουν λόγο για
«αδύνατους δεσμούς» (weak ties) και μη περιττές επαφές (non-redundant contacts)
αντίστοιχα, υπονοώντας τα κοινωνικά δίκτυα που επεκτείνονται πέρα από την άμεση
κοινωνική ομάδα κάποιου ατόμου και του παρέχουν πληροφορίες, μη διαθέσιμες
στην ομάδα αυτή.

52
Η διάκριση αυτή, έχει αντίκτυπο και στην χρήση στατιστικών μεθόδων, καθότι οι «αόρατες»,
δομικές σχέσεις αποτυπώνονται μέσω της ανάλυσης αντιστοιχιών, ενώ οι «ορατές» σχέσεις και
αλληλεπιδράσεις, μέσω της ανάλυσης κοινωνικών δικτύων (de Nooy 2003).

147
Το κοινωνικό κεφάλαιο, καθώς και τομείς της κουλτούρας όπως η προφορά και η
(σωματική) συμπεριφορά, είναι μεταξύ των ιδιοτήτων που αποκτώνται, μέσω της
παρατεταμένης κατοίκησης σε μια περιοχή (Bourdieu 1999a: 128). Παράλληλα το
κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί, εν μέρει, τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον
γεωγραφικό και στον κοινωνικό χώρο, όσον αφορά την δημιουργία πρακτικών/
δράσεων και διαθέσεων. Με τα λόγια του Bourdieu (1999a: 127): «Η γεωγραφική
εγγύτητα επιτρέπει στην κοινωνική εγγύτητα να επιτύχει όλη της την επίδραση, με τη
διευκόλυνση ή την ενθάρρυνση της συσσώρευσης του κοινωνικού κεφαλαίου».

Ο Portes (2000), επηρεασμένος από τους Granovetter (1973) και Burt (1997),
αναφέρει ότι το κοινωνικό κεφάλαιο που υπάρχει μέσα στις φτωχές γειτονιές των
αμερικάνικων πόλεων, έχει πρωτίστως αναπαραγωγικό χαρακτήρα, δηλαδή βοηθά
τους ανθρώπους απλώς να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές ανάγκες, παρά
μετασχηματιστικό που θα βοηθούσε τα άτομα να ανελιχθούν κοινωνικά.

Επιπλέον διάφοροι συγγραφείς θεωρούν ότι τα κοινωνικά δίκτυα των διαφόρων


μεταναστευτικών και εθνοτικών ομάδων που συγκροτούνται από ομοεθνείς, μπορούν
να χαρακτηριστούν και ως εθνοτικό κεφάλαιο, το οποίο θεωρούν ως έναν ιδιαίτερο
υπο- τύπο του κοινωνικού κεφαλαίου, προτρέποντας τους ερευνητές να λαμβάνουν
υπόψη την εθνοτική διάσταση του κοινωνικού κεφαλαίου και επιπλεον, να
αντιλαμβάνονται την εθνότητα ως άλλο ένα μέσο συσσώρευσης κοινωνικού
κεφαλαίου, παράλληλα με το σχολείο και τον τόπο κατοικίας (Platt 2009, Modood
2004, Royster 2003). Η εθνοτική διάσταση του κοινωνικού κεφαλαίου συνδέεται, εν
μέρει, με την γεωγραφική κατανομή μεταναστών και μειονοτήτων στην πόλη. Η
χωρική τους συγκέντρωση μπορεί να συμβάλλει στη συντήρηση ομοιογενών εθνοτικά
δικτύων, γεγονός που παρατηρείται έντονα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική
(Rydgren 2004, Goode & Schneider 1994).

Παρά το γεγονός ότι το κοινωνικό κεφάλαιο, θεωρείται, γεγικά, ως μια «θετική»


ιδιότητα που προστατεύει το άτομο από τον κοινωνικό αποκλεισμό, παρέχοντάς
παράλληλα και μια συναισθηματική υποστήριξη (Somerville 2000), εντούτοις, μπορεί
να αποτελέσει παράγοντα εγλωβισμού του ατόμου σε δυσμενείς κοινωνικές
συνθήκες και περιορισμένες ευκαιρίες ζωής (Wacquant 1998), όπως για παράδειγμα
στην περίπτωση που το άτομο εντάσσεται σε ένα δίκτυο παραβατικών συμπεριφορών
(Ilan 2012). Όπως έδειξε η εθνογραφική έρευνα της Mckenzie (2012), τα τοπικά

148
δίκτυα φιλίας και αλληλουποστήριξης μιας υποβαθμισμένης βρετανικής αστικής
περιοχής, ενώ κατέχουν μια υψηλή συναισθηματική αξία (χρήσης) για τους
κατοίκους, καθότι αποτελούνται από «παιδικούς φίλους» και από ανθρώπους
πρόθυμους να παρέχουν συναισθηματική και οικονομική στήριξη σε καθημερινές
δυσκολίες, εντούτοις δεν αποτελούν μηχανισμό «διαφυγής» από την υλική
αποστέρηση, λόγω του ότι αυτά τα δίκτυα δεν παρέχουν επαρκή πληροφόρηση για
την αγορά εργασίας.

Ο Osterling (2007:141-142) τονίζει ότι η εξήγηση για την επίδραση της γειτονιάς
είναι ανεπαρκής όταν βασίζεται μόνο στον μηχανισμό του κοινωνικού κεφαλαίου και
δεν λαμβάνει υπόψη τον ένθετο χαρακτήρα του κοινωνικού κόσμου. Εάν οι κάτοικοι
των φτωχών γειτονιών δεν έχουν πρόσβαση σε καλής ποιότητας δημόσια σχολεία που
θα ενθαρρύνουν την είσοδο σε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή εφόσον οι
αλλάγές που συντελούνται σε μακρο- κοινωνικό επίπεδο όπως η αποβιομηχάνιση ή η
οικονομική κρίση έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας που
απευθύνονται σε αυτούς, η ύπαρξη «θετικού» κοινωνικού κεφαλαίου καθίσταται
ανέφικτη, καθότι δεν υπάρχουν εξ’ ορισμού οι δομικές ευκαιρίες που απαιτούνται για
την ευημερία τους.

Επίσης χρήσιμο θεωρείται να τονιστεί, ότι οι συγγραφείς που μελετάνε αυτόν τον
μηχανισμό από την σκοπιά της ποσοτικής ανάλυσης, δίνουν έμφαση στο μέγεθος των
δικτύων στα οποία ανήκουν τα άτομα, καταλήγοντας ότι η συγκεντρωμένη φτώχεια
στον αστικό χώρο, συρρικνώνει τον κοινωνικό κύκλο των ανθρώπων (Tigges, Brown
& Green 1998: 72-73), αγνοώντας την ποιοτική διάσταση των δικτύων αυτών και
κατά συνέπεια τις ευκαιρίες ζωής που παρέχονται από τα δίκτυα, διότι δεν έχει
σημασία μόνο πόσους ανθρώπους ξέρει κανείς αλλά και ποιούς ξέρει (Briggs 1998:
189).

Τέλος, όπως διαφαίνεται από τα προηγούμενα, το κοινωνικό κεφάλαιο, ως


μηχανισμός επίδρασης της γειτονιάς, έχει άμεση σχέση με τον προηγούμενο
μηχανισμό της κοινωνικοποίησης, διότι αποτελεί μέρος αυτής καθώς και της
συγκρότησης της ταυτότητας του ατόμου, γεγονός που δεν πρέπει να διαφεύγει της
προσοχής για μια ποιοτική έρευνα επίδρασης της γειτονιάς (Fernández-Kelly 1994).

149
4) Κοινωνική αποδιοργάνωση: Ο μηχανισμός της κοινωνικής αποδιοργάνωσης
αναφέρεται στον βαθμό κοινωνικής «αταξίας» (social disorder) ή ανομίας που
υπάρχει σε μια περιοχή και που μπορεί να επηρεάσει ποικίλες συμπεριφορές και
δράσεις των κατοίκων. Ο όρος «ανομία» αναφέρεται σε παραβατικές ή αποκλίνουσες
συμπεριφορές στον δημόσιο χώρο όπως η διακίνηση και χρήση ναρκωτικών, η
πορνεία, οι διάφορες μορφές σωματικής βίας, η κατανάλωση αλκοόλ, κοκ ενώ ο όρος
«αταξία» αναφέρεται τόσο στις παραπάνω δραστηριότητες όσο και σε ποιοτικά
χαρακτηριστικά του αστικού περιβάλλοντος της γειτονιάς, όπως η ύπαρξη
σκουπιδιών στους δρόμους, παλαιά και εγκατελείμένα κτιρια, γκραφίτι στους τοίχους
της περιοχής, κ.ά (Raudenbush & Sampson 1999b: 2). Γενικότερα, η θεωρία της
κοινωνικής αποδιοργάνωσης, εστίαζει στις αρνητικές επιδράδεις των ορατών
κοινωνικών και φυσικών «προβλημάτων» των γειτονιών στους κατοίκους της και
ιδίως στος νέους (Ross & Mirowsky 1999), ενώ δεν πρέπει να ταυτίζεται απαραίτητα
με την εγκληματικότητα της περιοχής. Αντίθετα με το έγκλημα, στην περίπτωση της
«αταξίας», το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται στην ύπαρξη μεμονωμένου θύματος, αλλά
στις συλλογικές συνέπειες των συμπεριφορών στον δημόσιο χώρο καθώς και στην
αίσθηση της ανασφάλειας που υπάρχει σε μια περιοχή (Skogan 1990).

Με βάση τον παραπάνω μηχανισμό, οι κάτοικοι στις φτωχές και υποβαθμισμένες


γειτονιές, θεωρείται ότι στερούνται την προθυμία ή την ικανότητα να αναπτύξουν
και να επιβάλουν κοινούς κανόνες συμπεριφοράς στον δημόσιο χώρο της γειτονιάς.
Στην ερευνητική βιβλιογραφία, αναφέρεται επίσης ως έλλειψη συλλογικής
αποτελεσματικότητας (collective efficacy), κοινωνικής συνοχής ή δομικού
κοινωνικού κεφαλαίου της περιοχής, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας,
δεν γίνεται καμία ρητή σύνδεση μεταξύ των διαδικασιών που οδηγούν στην
κοινωνική αποδιοργάνωση και στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση των
κατοίκων της περιοχής (Raudenbusch & Sampson 1999a).

Το ενδιαφέρον της θεωρητικής προσέγγισης της κοινωνικής αποδιοργάνωσης


βρίσκεται, γενικά, σε δημογραφικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του χώρου, όπως
ο βαθμός ασταθής κατοίκησης, δηλαδή η είσοδος και έξοδος ατόμων (ή νοικοκυριών)
σε μια περιοχή, γεγονός που προσδιορίζει το ποσοστό των ατόμων μιας περιοχής που
είναι μακροχρόνιοι κάτοικοι αυτής, ο βαθμός πυκνοκατοίκησης της περιοχής, η

150
εθνοτική σύνθεση της περιοχής53, η δομή των νοικοκυριών όπως η ύπαρξη
μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό την μητέρα, οι καθημερινές δραστηριότητες
που λαμβάνουν χώρα στον δημόσιο χώρο της γειτονιάς καθώς και οι χρήσεις γης της
γειτονιάς στις οποίες λαμβάνουν χώρα οι καθημερινές δραστηριότητες και πρακτικές
(σχολεία, πάρκα, εμπορικά κέντρα, κοκ) (Sampson 2011: 234).

Aρκετές έρευνες τονίζουν την έλλειψη ενδιαφέροντος της θεωρίας της κοινωνικής
αποδιοργάνωσης για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των αστικών περιοχών κατοικίας.
Το μέγεθος54 και η η πυκνότητα του πληθυσμού σε μια γειτονιά, δεν παράγουν
κοινωνική αποδιοργάνωση, «ανεξάρτητα» από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της
περιοχής αλλά αντίθετα, η αλληλεπίδραση αυτών με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά
της περιοχής δημιουργούν φαινόμενα αποδιοργάνωσης, γεγονός που ισχύει τόσο για
την αμερικάνικη (Barnes, Katz, Korbin & O’Brien 2006: 72) όσο και για την
σουηδική περίπτωση (Nilsson & Estrada 2007). Για παράδειγμα οι Sampson &
Wilson (1995) καταδεικνύουν για την περίπτωση της πόλης του Σικάγο, ότι η
ασταθής κατοίκηση σε μια περιοχή, δεν παράγει από μόνη της φαινόμενα ανομίας
αλλά μόνο σε συνδυασμό με την υψηλή φτώχεια, ενώ τόνισαν ότι η ασταθής
κατοίκηση, παρατηρείται σε περιοχές όπως κυριαρχεί η ενοίκηση της κατοικίας,
έναντι της ιδιοκατοίκησης. Η διαπίστωσή αυτή δεν αφορά μόνο την αμερικάνικη
πόλη, διότι στην Ευρώπη οι ιδιοκτήτες κατοικίας έχουν την τάση να κατοικούν
περισσότερο χρόνο στο ίδιο οίκημα και στην ίδια γειτονιά από ότι οι ενοικιαστές
(Harkness & Newman 2002). Όπως έδειξαν οι Blasius & Friedrichs (2007) για την
περίπτωση της πόλης της Κολωνίας στην Γερμανία, φαινόμενα ορατής ανομίας,
παρατηρούνται σε φτωχές περιοχές που κυριαρχεί η ενοικίαση κατοικίας και όχι σε

53
Η εθνοτική σύνθεση, στην αμερικάνικη περίπτωση, που σχετίζεται με την κοινωνική
αποδιοργάνωση, αφορά το ποσοστό αφρο-αμερικάνων ή ισπανόφωνων που κατοικούν σε μια περιοχή
(Elliott & Sims 2001). Ο Putnam (2007: 149), τονίζει ότι και η εθνοτική ποικιλία μιας περιοχής,
αποτελεί παράγοντα που ενισχύει την ανάπτυξη ανομίας και κοινωνικής απομόνωσης, αφού κατά τον
συγγραφέα, η συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτήτων οδηγεί στην αποστροφή σύναψης διαπροσωπικών
σχέσεων και κατά συνέπεια έλλειψη κοινωνικού κεφαλαίου. Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερο
αντίκτυπο για την έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς στον ευρωπαϊκό αστικό χώρο, καθότι οι
περισσότερες υποβαθμισμένες περιοχές στην Ευρώπη, δεν αποτελούνται από μια εθνότητα αλλά από
αρκετές (Musterd 2005). Οι Visser, Bolt & van Kempen (2015), στην εθνογραφική έρευνα που έκαναν
σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της πολης του Ρότερνταμ στην Ολλανδία με έντονα ορατή ανομία και
υψηλα ποσοστά εγκληματικότητας, υπενθυμίζουν πως η έννοια- κλειδί για την κατανοήση της
ανάπτυξης της ανομίας στην περιοχή, δεν είναι η «εθνότητα» αλλά η «αποστέρηση» σε συνδυασμό με
την υποβάθμιση των υποδομών που απευθύνονται στους νέους όπως τα κέντρα νεότητας της περιοχής.
54
Ο Small (2009b: 10), μέσω εθνογραφικής έρευνας, έχει αναδείξει ότι η κοινωνική αποδιοργάνωση,
αναπτυσσεται όταν οι γείτονες τείνουν να μην γνωρίζουν ο ένας τον άλλο.

151
φτωχές περιοχές ιδιοκτητών. Η φτώχεια νοείται κατά τους συγγραφείς ως το ποσοστό
των ανθρώπων που βρίσκονται κάτω από το 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος.

Τα ευρήματα των Sampson & Morenoff (2006) έχουν επιπρόσθετη αξία στις
προηγούμενες παρατηρήσεις, διότι έδειξαν για την πόλη του Σικάγο την περίοδο 1970
- 1990, ότι όσο μεγαλύτερη υπήρξε η αύξηση της φτώχειας σε μια γειτονιά, με βάση
το κριτήριο προσδιορισμού των ΗΠΑ για το τί ορίζεται ως φτώχεια, τόσο εντονότερη
ήταν η ανομία που παρατηρήθηκε στην περιοχή με κοινωνικούς όρους (παραβατικές
δραστηριότητες στον δημόσιο χώρο) όσο και με φυσικούς (έντονη παρουσία
σκουπιδιών στο δρόμο και στα πεζοδρόμια), ενώ ταυτόχρονα η μεγαλύτερη
κοινωνική υποβάθμιση παρατηρήθηκε σε περιοχές που κυριαρχεί η ενοικίαση
κατοικίας. Οι παρατηρήσεις των συγγραφέων είναι σημαντικές, διότι λαβάνουν
υπόψη την χρονική, δυναμική διάσταση της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και της
κοινωνικής υποβάθμισης της περιοχής, σε αντίθεση με αρκετές έρευνες που
βασίζονται σε χρονικώς «στατικά» δεδομένα.

Ο μηχανισμός της κοινωνικής αποδιοργάνωσης μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη


αντι-κοινωνικής και παραβατικής συμπεριφοράς των νέων55, διότι αποτελεί μια
δομική συνθήκη στην οποία συντελείται η κοινωνικοπίηση του ατόμου. Όσο
συχνότερα πραγματώνονται συγκεκριμένες συμπεριφορές σε μια γειτοιά που
θεωρούνται ως παραβατικές, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πιθανότητα, εκ μέρους
μερικών κατοίκων της, να θεωρηθούν αυτές οι συμπεριφορές ως αποδεκτοί τρόποι
ζώης, παρά το γεγονό ότι τα ίδια άτομα, ενδέχεται να συμφωνούν με τις κυρίαρχες
αξίες της κοινωνίας (Wilson 1996: 70). Στην ίδια κατεύθυνση, βρίσκεται και η
ποσοτική έρευνα των Hällsten, Sarnecki & Szulkin (2011) για τα προάστια της
σουηδικής πρωτεύουσας, τονίζοντας ότι όταν το κοινωνικό περιβάλλον, εμπεριέχει
συμπεριφορές που παραπέμπουν συμβολικά ότι τα «νόμιμα» μέσα επίτευξης στόχων
είναι ανεπαρκείς σε αντίθεση με τα «παράνομα», τότε αυξάνεται η πιθανότητα

55
Στην βιβλιογραφία, υπάρχει μια διχογνωμία για την σχέση του φύλου του παιδιού και της επίδρασης
της κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Για παράδειγμα, οι Elliott & Huizinga (1983:169), χρησιμοποιώντας
την μεθοδο της διωνυμικής λογιστικής παλινδρόμησης και μελετώντας ένα δείγμα 32394 παιδιών στο
Σικάγο το 1980, κατάληξαν στο συμπέρασμα ότι εκτός από την κοινωνική τάξη, η κοινωνική
αποδιοργάνωση νοούμενη ως ύπάρξη ανομίας που συνδέεται με την ορατή διακίνηση ναρκωτικών,
επηρεάζει την συμμετοχή του παιδιού σε παραβατικές δραστηριότητες αλλά μόνο στα αγόρια, ενώ οι
Tittle & Meier (1990), χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο σε δείγμα 27973 παιδιών στην ίδια πόλη κατά
το έτος 1988, κατέληξαν ότι τα κορίτσια επηρεάζονται εξίσου από την ύπαρξη κοινωνικής
αποδιοργάνωσης και συγκεκεριμένα από την ορατή διακίνηση ναρκωτικών.

152
ανάπτυξης παραβατικών συμπεριφορών ανάμεσα στους ανήλικους. Παρ’όλα αυτά οι
συγγραφείς τονίζουν ότι το τί θεωρείται «παραβατικό» ή «προβληματικό» δεν είναι
κοινό ανάμεσα στην αμερικάνικη και στην σουηδική κοινωνία, καταλήγοντας ότι
«ανεξάρτητες μεταβλητές» όπως η ύπαρξη γκραφίτι σε μια περιοχή, δεν συνιστούν
παράγοντα ερμηνείας ανάπτυξης αντικοινωνικής συμπεριφοράς στην σουδική
περίπτωση, διότι δεν θεωρούνται σημάδια κοινωνικής αποδιοργάνωσης στην
ευρύτερη κοινωνία.

Επίσης, η κοινωνική αποδιοργάνωση, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την σχολική


επίδοση των νέων, διότι υπάρχει η πιθανότητα να αδιαφορήσουν για το σχολείο,
θεωρώντας ότι δεν θα τους παρέχει τα εφόδια για την οικονομική τους σταδιοδρομία
όπως μπορεί να τους τα παρέχει η παράνομη οικονομία (Simcha- Fagan & Schwartz
1986).

Η κοινωνική αποδιοργάνωση, εκτός από τις ευκαιρίες ζωής του ατόμου, επιδρά
αρνητικά και στο σχηματισμό κοινωνικού κεφαλαίου σε μια περιοχή. Οι Havekes,
Coenders & Dekker (2013), για την περίπτωση του Άμστερνταμ και με την χρήση της
διωνυμικής λογιστικής παλινδρόμησης, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τόσο για
τους γηγενείς όσο και για τους μετανάστες, η αυξημένη ανομία, νοούμενη με όρους
ορατής παρουσίας παράνομων πράξεων, συνδέεται με τη αρνητική στάση απέναντι σε
συγκεκριμένες μεταναστευτικές ομάδες εντός της γειτονιάς, γεγονός που επιδρά
αρνητικά στο σχηματισμό κοινωνικών δικτύων στον χώρο.

Η θεωρία της κοινωνικής αποδιοργάνωσης, αναπτύχθηκε πριν από το ενδιαφέρον για


την επίδραση της γειτονιάς και συγκεκριμένα από την εθνογραφική έρευνα του
Whyte (1943) για μια ιταλική φτωχογειτονιά της Βοστώνης, που διατύπωσε ότι αυτό
που για τον εξωτερικό παρατηρητή, φαίνεται ως αποδιοργάνωση, αποτελεί μια
διαφορετική μορφή οργάνωσης της δημόσιας ζωής στην γειτονιά, «(…) εάν κάποιος
κοιτάξει προσεκτικά» (1943: 273). H Jones (2010) συγκρίνοντας τα πορίσματα της
εθνογραφικής της έρευνας για τις συνθήκες ζωής των κοριτσιών στο γκέτο του
Σικάγο με αυτά του Whyte, διατύπωσε ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα
στην ιταλική φτωχογειτονιά της προπολεμικής περιόδου και το σύγχρονο
αφροαμερικάνικο γκετο, διότι οι ευκαιρίες για κοινωνική ανέλιξη56 είναι πλέον

56
Επιπλέον, όπως τονίζει ο Adamson (2000), το έγκλημα που αναπύσσονταν σε γειτονιές Ευρωπαίων
μεταναστών όπως οι Ιταλοί ή Ιρλανδοί, λειτουργούσε ως μηχανησμός κοινωνικής ανέλιξης στην

153
περιορισμένες σε σχέση με εκείνη την περίοδο ενώ επιπλέον, στην ιταλική
φτωχογειτονιά υπήρχαν ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί, λόγω της δομής των
νοικοκυριών που κυριαρχούσε η πυρηνική οικογένεια, σε αντίθεση με το αφρο-
αμερικάνικο γκέτο στο οποίο ο κυρίαρχος τύπος νοικοκυριού είναι η μονογονεϊκή
οικογένεια, της οποίας τα δίκτυα είναι γενικά μικρότερα σε μέγεθος και φτωχότερα
σε πόρους από ότι αυτά της πυρηνικής οικογένειας (2010: 153).

Ο Wacquant (2008: 50), υιοθετώντας μια παρόμοια στάση με αυτήν του Whyte
διατυπώνει για το γκέτο του Σικάγο:

«Το σύγχρονο γκέτο δεν υποφέρει από «κοινωνική αποδιοργάνωση».


Μάλλον, είναι οργανωμένο διαφορετικά, ως απάντηση στην ανηλεή πίεση
της οικονομικής αναγκαιότητας, της γενικευμένης κοινωνικής
αβεβαιότητας, της φυλετικής εχθρότητας ή αδιαφορίας και της
δυσφήμησης»

Η παράπανω διατύπωσημας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να λησμονούμε τις ευρύτερες


μακρο- κοινωνικές συνθήκες57 (όπως η κοινωνική τάξη των κατοίκων και
κατ΄επέκταση η απόστασή τους από την οικονομική αναγκαιότητα καθώς και το
ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της χώρας), στις οποίες βρίσκεται η οποιαδήποτε γειτονιά
και οι οποίες επηρεάζουν και διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή σε αυτήν.

Τέλος, όπως έχει γίνει αντιληπτό, ο μηχανισμός της κοινωνικής αποδιοργάνωσης


αφορά σημάδια ορατής ανομίας και υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Η εθνογραφική
έρευνα της Pattillo (1998) σε μια μαύρη γειτονιά μεσαίας τάξης ιδιοκτητών, στην Νέα
Υόρκη, καταδεικνύει ότι παρά το γεγονός της έλλειψης ορατής ανομίας και
υποβάθμισης, εντούτοις υπάρχουν καλά οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα, τα οποία
διαπλέκονται με τα δίκτυα των κατοίκων και τοπικών επιχειρηματιών με ποικίλλους
τρόπους (συγγενικούς, επιχειρηματικούς) και έτσι, τα δίκτυα αυτά, καταφέρνουν να

αμερικάνικη μεγαλούπολη, τουλάχιστον προπολεμικά, καθότι οι ευρωπαϊκές συμμορίες είχαν στενούς


δεσμούς, τυπικούς και άτυπους, με πολιτικούς φορείς και οργανώσεις όπως τα διάφορα σωματεία
εργαζόμένων, σε αντίθεση με τις αφρο-αμερικάνικες συμμορίες οι οποίες παραδοσιακά ήταν
αποκλεισμένες από κυρίαρχους θεσμούς και πρόσωπα που κατείχαν κοινωνική δύναμη.
57
Άλλωστε, όπως τονίζει ο Castells (1989: 214), η ανάπτυξη της σύχρονης ναρκο-οικονομίας και των
εισοδημάτων που γεννάει αυτή, δεν περιορίζεται μόνο σε συγκεκριμένα τμήματα των πληθυσμών των
γκέτο και των ευρωπαϊκών υποβαθμισμένων γειτονιών, αλλά αντίθετα συνδέεται στενά με την
ανάπτυξη της μεταφορντικής οικονομίας, με ποικίλους τρόπους.

154
μένουν στην αφάνεια, ενώ παράλληλα, διατηρούν την περιοχή απαλλάγμένη από…
ορατές συμπεριφορές ανομίας.

5) Ανταγωνισμός: Κάτω από την προϋπόθεση ότι ορισμένοι τοπικοί και μη πόροι είναι
περιορισμένοι, ο μηχανισμός του ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι οι διάφορες
κοινωνικές ομάδες μέσα στη γειτονιά θα ανταγωνιστούν για την πρόσβαση αυτών
των πόρων, με αποτέλεσμα να υπάρξουν κερδισμένοι και χαμένοι σε αυτόν τον
ανταγωνισμό. Τυπική περίπτωση αποτελεί η επιλογή του σχολείου από τους γονείς
των φτωχών και υποβαθμισμένων γειτονιών. Συνήθως οι γονείς που κατέχουν υψηλό
οικονομικό κεφάλαιο, στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία μακριά από την
περιοχή κατοικίας ή στέλνουν τα παιδιά τους σε δημόσια σχολεία καλής φήμης εκτός
ή και εντός της περιοχής τους, χρησιμοποιώντας το κοινωνικό τους κεφάλαιο, τα
δίκτυα και τις γνωριμιές τους (Bankston & Caldas 1996). Το αποτέλεσμα είναι οι
μαθητές των οικογενειών που δεν κατέχουν το απαραίτητα οικονομικό ή κοινωνικό
κεφάλαιο για την επιλογή του σχολείου, να συγκεντρώνονται σε σχολεία κακής
φήμης εντός της περιοχής τους, ενισχύοντας έτσι περαιτέρω την κακή φήμη του
σχολείου (Gustafson 2011). Η παραπάνω διαδικασία, αποτελεί προϊόν των ευρύτερων
αλλαγών που έχουν επέλθει στην εκπαιδευτική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών και
συγκεκεριμένα, από την νεοφιλελεύθερη απορύθμισή της, που προτρέπει την σχέση
των γονέων με το σχολείο να είναι η σχέση ενός καταναλωτή με ένα προϊόν (Ball,
Bowe & Gerwitz 1996, Lundahl 2002)

6) Αποστέρηση: Οι περισσότερες ποσοτικές μελέτες για την επίδραση της γειτονιάς


βασίζονται στον παραπάνω μηχανισμό, νοούμενο ως η κοινωνικοοικονομική σύνθεση
της γειτονιάς (όπως το ποσοστό των φτωχών ή ανέργων στις γειτονιές μιας πόλης)
και προσπαθούν να βρούν ότι σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο γεγονός όπως το
εισόδημα του ατόμου, η σχολική διαρροή των παιδιών, η παραβατική συμπεριφορά
των νέων, κ.ά. Ο μηχανισμός της αποστέρησης, χρησιμοποιείται τις περισσότερες
φορές, ως ένας τρόπος προσέγγισης ενδογενών μηχανισμών όπως η διαθεσιμότητα
κοινωνικών προτύπων ή γενικότερα, η κοινωνικοποίηση. Παρ’όλα αυτά, χωρίς
άμεση μέτρηση αυτών των διαδικασιών, είναι μάλλον αδύνατο να αναχθούν
συμπεράσματα για την σημασία τους με βάση το δείκτη της αποστέρησης, γεγονός
που δεν απασχολεί την ποιοτική έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς, διότι σε

155
αυτήν την περίπτωση ο/ η ερευνητής/ -τρια, μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε αυτές
τις διαδικάσίες (Harding 2010: 11).

7) Γονική μεσολάβηση: Η γειτονιά μπορεί να έχει επιπτώσεις (μέσω οποιουδήποτε


μηχανισμού που απαριθμείται σε αυτήν την ενότητα) στην υγεία, στην
κοινωνικοοικονομική κατάσταση και στην συμπεριφορά των γονέων, στις γονικές
τους πρακτικές, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται το γονεϊκό περιβάλλον των παιδιών
το οποιο εμπεριέχεται στον τύπο κοινωνικοποίησης αυτών καθώς και προσδιορίζει
την ταξική τους καταγωγή, αφού τα παιδιά δεν παράγουν εισόδημα αλλά εξαρτώνται
από την οικονομική κατάσταση των γονέων τους (Novak 1997: 14).

Κατά συνέπεια, η επίδραση της γειτονιάς στο παιδί μπορεί να διεξαχθεί έμμεσα μεσω
της επίδρασης της γειτονιάς στους γονείς του (Pinderhughes, Nix, Foster & Jones
2001, Ghate & Hazel 2002). Όμως το γεγονός ότι η οικογένεια διαμεσολαβεί
ανάμεσα στο παιδί και στην περιοχή κατοικίας, δεν συνεπάγεται ότι λειτουργεί
ενισχυτικά στην αρνητική επίδραση της γειτονιάς, διότι ενδέχεται να έχει
«προστατευτικό» χαρακτήρα απέναντι σε μηχανισμούς όπως η κοινωνική
αποδιοργάνωση ή ακόμα και να έχει επιβλεπτικό ρόλο στην συγκρότηση δικτύων
των παιδιών (Moore 2003, Karsten 2011). Η σχέση ανάμεσα στους γονείς και τα
παιδιά και συγκεκριμένα, οι πρακτικές των γονέων στην ανατροφή των παιδιών,
χαρακτηρίζονται από τον Coleman (1988) ως οικογενειακό κοινωνικό κεφάλαιο, που
χαρακτηρίζεται από το κατά πόσο οι γονείς προσέχουν τις δραστηριότητες των
παιδιών τους και ασχολούνται με τις ανάγκες τους. Επίσης η Devine (2004)
υποστηρίζει ότι το οικογενειακό κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί απαραίτητη
προυπόθεση για να δημιουργηθούν στο παιδί οι απαραίτητες προσδοκίες στην
εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας.

Γενικότερα, ο ρόλος της οικογένειας στην επίδραση της γειτονιάς είναι αρκετά
πολύπλοκος, καθότι η αλληλεπίδραση της οικογένειας με τους διαφόρους
μηχανισμούς της γειτονιάς, μπορεί να έχει ποικίλα αποτελέσματα. Η Jarrett (1999:
48-49) διατύπωσε ότι σε γειτονιές με αυξημένη φτώχεια και κοινωνική
αποδιοργάνωση, οι γονείς πρέπει να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες,
ουτοσώστε να επιτύχουν μια συμβατική ανάπτυξη των παιδιών τους, από ότι οι γονείς
που κατοικούν σε περιοχές της μεσαίας τάξης.

156
Β) Περιβαλλοντικοί μηχανισμοί: Αυτή η ομάδα μηχανισμών αναφέρεται στις
ιδιότητες του φυσικού, δομημένου περιβάλλοντος της γειτονιάς όσο και του
κοινωνικού, με τις οποίες αλληλεπιδρούν καθημερινά τα άτομα. Η ομάδα αυτή
αποτελεί μια ιδιαίτερη κατηγορία επιδράσεων συσχέτισης και περιλαμβάνει:

8) Έκθεση στη βία: Η ύπαρξη φυσικής βίας σε μια γειτονιά, μεταξύ ατόμων ή ομάδων,
ενισχύει την κοινωνική αποδιοργάνωση στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί
παράγοντα σχηματισμού βίαιων διαθέσεων στο άτομο ως αμύνα απέναντι σε ένα
βίαιο περιβάλλον. Επιπρόσθετα έχει παρατηρηθεί για την αμερικάνικη περίπτωση,
ότι όταν οι νέοι βιώνουν περιστατικά βίας, αυτό έχει αρνητική επίπτωση στις
σχολικές τους επιδόσεις (Galster, Marcotte, Mandell, Wolman & Augustine 2007)
καθώς και στην ποιότητα των δικτύων που συγκροτούν, τα οποία ενδέχεται να
παροτρύνουν σε παραβατικές συμπεριφορές (Harding 2009).

9) Υλικό περιβάλλον: Η χαμηλή ποιότητα του περιβάλλοντος χώρου μπορεί να έχει


αρνητικές επιδράσεις στο άτομο, όπως για παράδειγμα την δημιουργία του
αισθήματος της αδυναμίας να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της ζωής καθώς και της
απελπισίας, της αρνητικής πεποίθησης για το μέλλον. Το αίσθημα της απελπισίας
μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών και έχει
παρατηρηθεί, στην αμερικάνικη βιβλιογραφία, ότι συνδέεται στενά με την χαμηλή
ποιότητα του περιβάλλοντος χώρου (Bolland et al. 2001).

Γ) Γεωγραφικοί μηχανισμοί: Οι γεωγραφικοί μηχανισμοί αναφέρονται στις πτυχές


εκείνες της γειτονιάς, που μπορούν να έχουν επιπτώσεις στις διαδρομές ζωής των
ατόμων και προκύπτουν από την δομική θέση της γειτονιάς μέσα σε ευρύτερα
συστήματα σχέσεων που λαμβάνουν χώρα στην πόλη. Αυτός ο τύπος επίδρασης,
ανήκει στην κατηγορία των μηχανισμών συσχέτισης και περιλαμβάνει:

10) Χωρική αναντιστοιχία: Ορισμένες γειτονιές, μπορεί να έχουν μικρή δυνατότητα


πρόσβασης, λόγω έλλειψης χωρικής εγγύτητας ή δικτύου μέσων μεταφοράς, σε
θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στις δεξιότητες των κατοίκων τους, συμβάλλοντας
με αυτό τον τρόπο στην αναπαραγωγή της ανεργίας των κατοίκων τους (Ihlanfeldt &
Sjoquist 1998).

157
Δ) Θεσμικοί μηχανισμοί: Η τελευταία κατηγορία μηχανισμών αναφέρεται στις
δράσεις που εκτελούνται από κατοίκους, που δεν κατοικούν απαραίτητα στην
γειτονιά που μελετάται, αλλά επηρεάζουν τις ευκαιρίες ζωής των κατοίκων. Η
κατηγορία αυτή ανήκει στους μηχανσιμούς συσχέτισης και σε αυτήν
περιλαμβάνονται:

11) Στιγματισμός: Ορισμένες γειτονιές μπορεί να έιναι στιγματισμένες, λόγω κοινών


στερεοτύπων που κατέχουν ισχυροί θεσμικοί παράγοντες για αυτές, όπως τα διάφορα
μέσα μαζικής ενημέρωσης (Watt 2008: 347). Αυτή η μορφή στιγματισμού έχει
επίπτωση στην ταυτότητα της γειτονιάς (Robertson, Mcintosh & Smyth 2010), ενώ με
την σειρά της, η ταυτότητα της περιοχής έχει αντίκτυπο στην κοινωνική ταυτότητα
των κατοίκων τους ή τουλάχιστον σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες αυτής όπως
καταδεικνύουν έρευνες τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη (Kefalas 2003,
Jensen & Christensen 2012). Οι Link & Phelan (2001), υπενθυμίζουν ότι η
στιγματισμένη κοινωνική ταυτότητα, αποτελεί έναν επιπρόσθετο μηχανισμό
αναπαραγωγής του κοινωνικού αποκλεισμού ομάδων και ατόμων.

Επίσης ο στιγματισμός μιας γειτονιάς ως «επικίνδυνη», έχει παρατηρηθεί για την


περίπτωση της Μ. Βρετανίας ότι λειτουργεί ως μέσο, με το οποιο νομιμοποιείται ο
περιορισμός πόρων από το κεντρικό ή τοπικό κράτος προς την γειτονιά αυτή (Rhodes
2012). Επιπλέον, συντελεί στην αποφυγή σύναψης σχεσεων και συγκρότητσης
δικτύων από ανθρώπους που κατοικούν σε μη στιγματισμένες γειτονιές με
ανθρώπους που κατοικούν σε στιγματισμένες (Sibley 1995: 14), αλλά ακόμα και στην
αποφυγή σύναψης σχέσεων μεταξύ κατοίκων που ζουν σε στιγματισμένες περιοχές
(Wacquant 1993).

Εκτός όμως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Aalbers (2011) αναφέρει και τον
ρόλο των επιχειρήσεων στον τομέα της στεγαστικής πίστης (τράπεζες), οι οποίες δεν
δανειοδοτούν ακίνητα σε περιοχές που εκτιμούν ότι αντιπροσωπεύουν υψηλό
επενδυτικό κίνδυνο. Η παραπάνω πρακτική ελιναι γνωστή ως redlining και λαμβάνει
χώρα τόσο στις αμερικάνικες όσο και στις ολλανδικές πόλεις ενώ θεωρείται, κατά τον
συγγραφέα, μια μορφή επίδρασης της γειτονιάς. Με αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι
στους οποίους αρνείται η επιχείρηση να χορηγήσεί δάνειο, αποκλείωνται από την
ιδιοκατοίκηση. Η στόχευση του redlining, στην περίπτωση της Ολλάνδίας, αφορά

158
συνήθως περιοχές που έχουν υψηλά ποσοστά ενοικίασης, μεταναστών και
κοινωνικών προβλημάτων όπως η παραβατικότητα.

12) Τοπικοί θεσμικοί πόροι: Σε μερικές γειτονιές, οι κάτοικοι έχουν πρόσβαση σε


χαμηλής ποιότητας ιδιωτικές ή δημόσιες υπηρεσίες όπως νοσοκομεία, κέντρα
νεότητας και σχολεία. Στην περίπτωση του σχολείου, όπως τονίζουν οι Sernhede &
Beach (2011) για την πόλη Γκέτεμποργκ, οι μαθητές που κατοικούν στα
υποβαθμισμένα προάστεια και πηγαίνουν στα σχολεία της περιοχής τους, λαμβάνουν
κατώτερης ποιότητας εκπαίδευση που τους προετοιμάζει περισσότερο για ένα
αβέβαιο μέλλον και λιγότερο για μια βελτίωση της συλλογικής τους κατάστασης,
λόγω των αρνητικών αντιλήψεων που έχουν οι καθηγητές για το ίδιο το μέλλον των
παιδιών. Επιπλέον, ο εδαφικός στιγματισμός, που αναφέρθηκε παραπάνω, προκαλεί
και σχολικό στιγματισμό, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην διδασκαλία και στις
υποδομές των σχολείων, ενώ παράλληλα πυροδοτεί τον μηχανισμό του ανταγωνισμού
μεταξύ των γονέων για πρόσβαση σε καλύτερης φήμης σχολεία (Bunar 2011, Anyon
1997). Η αρνητική σχέση ανάμεσα στο σχολείο και στην γειτονιά είναι
αλληλοτροφοδοτούμενη, καθώς η στιγματισμένη γειτονιά στιγματίζει το σχολείο, ενώ
ταυτόχρονα η αρνητική εικόνα του σχολείου της γειτονιάς ενισχύει την αρνητική
εικόνα της γειτονιάς (Bauder 2001b: 45-46).

13) Τοπικές αγορές: Οι διάφορες τοπικές αγορές, τυπικές και άτυπες, σε μια περιοχή
κατοικίας (εμπορικά κέντρα, κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, «πιάτσες» ναρκωτικών,
κοκ), μπορούν να ενθαρρύνουν ή να αποθαρρύνουν ορισμένους τύπους
συμπεριφοράς στους κατοίκους της γειτονιάς (Sampson, Morenoff & Gannon-
Rowley 2002: 469), γεγονός που εκτιμάται μέσω ποσοτικών μεθόδων.

Οι παραπάνω 13 μηχανισμοί αποτέλεσαν το θεωρητικό οδηγό της εθνογραφικής


έρευνας της παρούσας διατριβής για την επίδραση της γειτονιάς, διότι το
πλεονέκτημα των ποιοτικών ερευνών σε σχέση με τις ποσοτικές, έγκειται στο γεγονός
ότι ενώ δεν μπορούν να «μετρήσουν» το μεγεθος της επίδρασης, μπορούν να
παρέχουν επαρκέστερη πληροφόρηση για το ποιοί μηχανισμοί συμμετέχουν στην
παραγωγή του αποτελέσματος που μελετάται, αλλά και πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ
τους σε σχέση με το υποκείμενο που δέχεται την επίδρασή τους (Small & Feldman
2012).

159
Η επίδραση της γειτονιάς, συνδέεται άμεσα και με το ζήτημα της ένταξης της
δεύτερης γενιάς μεταναστών. Οι Portes & Zhou (1993), κάνουν λόγο για
τμηματοποιημένη αφομοίωση της δεύτερης γενιάς των μεταναστών στις ΗΠΑ, που οι
μετανάστες (κύρίως από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής) των οποίων οι γονείς
εγκλωβίστηκαν σε γειτονιές υψηλής φτώχειας, δεν βίωσαν κοινωνική ανέλιξη αλλά
κοινωνικό αποκλεισμό.

Το γεγονός αυτό βέβαια, δεν οφείλεται μόνο στην περιοχή κατοικίας αλλά και στις
ευρύτερες αλλαγές στην αμερικάνικη αγορά εργασίας μετά την δεκαετία του 1980
(Jargowsky 2009). Οι Mollenkopf & Champeny (2009), χρησιμοποιώντας την
μεθοδο της πολυεπίπεδης, ή αλλιώς ιεραρχικής παλινδρόμησης (multilevel
regression), σε στοιχεία που συνέλεξαν από ερωτηματολόγια σε δείγμα 3.415 νέων
ηλικίας 18 έως 32 ετών βρήκαν ότι οι περιοχές, στις οποίες μεγάλωσαν τα άτομα, με
ποσοστά φτώχειας μεγαλύτερα της τάξης του 40%, ασκούν μια μια ισχυρή αρνητική
επίδραση στο εισόδημα αυτών καθώς και στην εκπαιδευτική τους σταδιοδρομία, ενώ
αυτή η επίδραση παρουσιάζει διακύμανση όταν αλληλεπιδρά με την εθνικότητα.
Συγκεκεριμένα, γίνεται εντονότερη για την περίπτωση των πορτορικάνων.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, υπάρχει μια παρόμοια ανησυχία για την δεύτερη γενιά
μεταναστών λόγω των δυσανάλογα υψηλότερων ποσοστών σχολικής διαρροής και
ανεργίας αυτών στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης (Heath et al. 2008),
ενώ η σύνδεση των παραπάνω φαινόμένων με την επίδραση της γειτονιάς
καταδεικνύει ότι η περιοχής κατοικίας και συγκεκριμένα το ποσοστό φτώχειας, ως
μια χωρική μεταβλητή, επηρεάζει την κοινωνική διαδρομή των νέων μεταναστών58 με
όρους ευημερίας ή αποστέρησης (Gijsberts & Dagevos 2007).

Ένα σημαντικό κομμάτι της βιβλιογραφίας απευθύνεται σε νέους και γενικότερα σε


ανθρώπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μία φτωχή γειτονιά, διότι η επίδραση
της γειτονιάς τείνει να είναι ισχυρότερη στους ανθρώπους που από νεαρή ηλικία
μενουν σε μια γειτονιά, παρά στους ενήλικες που κατοίκησαν πρόσφατα (Small &
Newman 2001: 32), γεγονός που σχετίζεται με τον μηχανισμό της κοινωνικοποίησης
και με την συσσώρευση διαθέσεων οι οποίες απαιτούν για την εγχάραξή τους, όπως

58
Στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία για την επίδραση της γειτονιάς, έχει παρατηρηθεί μια σχετική
έλλειψη ένδιαφέροντος για την σχέση των ευκαιριών ζωής της εθνοτικής ομάδας των τσιγγάνων με την
περιοχή κατοικίας, γεγονός που ενδεχομένως οφείλεται στα ιδιαίτερα πολιτισμικά της ομάδας (Powell
R. 2013)

160
ειπώθηκε, κάποιο χρονικό διάστημα από, συνήθως, νεαρή ηλικία. Επίσης, η
καθημερινή ζωή των παιδιών και των νέων, είναι περισσότερο συνδεδεμένη με
συγκεκριμένους τόπους μιας γειτονιάς από ότι η ζωή των ενηλίκων, οι οποίοι
ενδέχεται λόγω εργασίας, να αλλάζουν περιβάλλον εντός της διάρκειας της ημέρας
(Rankin & Quane 2002: 80).

Οι Rankin & Quane (2002), χρησιμοποιώντας την μέθοδο της πολυεπίπεδης


παλινδρόμησης, ερεύνησαν σε ένα δείγμα 63732 νέων αφροαμερικάνων από 59
γειτονιές του Σικάγο ηλικίας 14-16 ετών,την επίδραση της γειτονιάς, εκφρασμένη
κατά τουε συγγραφείς σε δύο μεταβλητές, στο ποσοστό φτώχειας στην γειτονιά και
στον βαθμό κοινωνικής αποδιοργάνωσης όπως προκύπτει από τα ερωτηματολόγια
που δόθηκαν στους νέους, σε δύο κοινωνικούς δείκτες: στην βαθμολογία των νέων
από το σχολείο καθώς και στον βαθμό αντικοινωνικής συμπεριφοράς, οποίος είναι
ένας σύνθετος δείκτης που προήλθε από την μέθοδο άνάλυσης κυρίων συνιστωσών
(principal component analysis). Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν μεταβλητές που
αποτύπωναν την οικονομική κατάσταση των γονέων, την δημογραγική σύνθεση της
οικογένειας του νέου καθώς και τις πρακτικές των γονέων όσον αφορά την
παρακολούθηση των δράσεων των νέων. Τα ευρήματά τους, δείχνουν ότι ενώ ο
χώρος δεν επηρεάζει άμεσα τις δύο μεταβλητές όπως επηρεάζουν οι κοινωνικές
μεταβλήτες, διότι οι συντελεστές που προκύπτουν από την παλινδρόμηση είναι
στατιστικώς μη σημαντικοί, εντούτοις επηρεάζουν έμμεσα, μέσω της μεταβλητής που
χαρακτηρίζει τις γονικές πρακτικές, εκτελώντας μια δεύτερη πολυεπίπεδη
παλινδρόμηση, με εξαρτημένη μεταβλητή τις γονικές πρακτικές. Επίσης, ανάμεσα
στις δύο μεταβλητές, ισχυρότερη επίδραση, δηλαδή τον μεγαλύτερο συντελεστή σε
απόλυτους όρους κατέχει η μεταβλητή της αποδιοργάνωσης. Η σημασία της έρευνας
των συγγραφέων είναι ότι σύγκριναν ταυτόχρονα δύο μηχανισμούς ενώ παράλληλα
διερεύνησαν το εάν η επίδραση αυτή είναι άμεση ή έμμεση, μέσω άλλων
μηχανισμών, γεγονός που όπως επισημαίνει ο Galster (2012: 28) δεν παρατηρείται
στην ποσοστική βιβλιογραφία. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται οι έρευνες των
Nieuwenhuis et al. (2013) για το Άμστερνταμ, και των Law & Barber (2006) για το
Λονδίνο, ενώ οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν μια σύνθεση της πολυπεπίπεδης
παλινδρόμησης με την ανάλυση διαδρομών (path analysis).

161
O Harding (2003), υιοθετώντας την μέθοδο της αντιστοίχισης βαθμολογίας ροπών
(propensity score matching) για δείγμα 17349 ατόμων ηλικίας 18-20 ετών σε μια
αμερικάνικη πόλη- μια μέθοδος η οποία βασίζεται στην διωνυμική λογιστική
παλινδρόμηση και στοχεύει στην αντιστοίχηση ατόμων με όμοια κοινωνικά και
δημογραφικά χαρακτηριστικά- βρήκε ότι για τα άτομα που στην ηλικία των 10 ετών,
κατοικούσαν σε γειτονιές με ποσοστό φτώχειας μεγαλύτερο του 20%, αυξάνεται
σημαντικά η πιθανότητα να έχουν αφήσει πρόωρα το σχολείο. Συγκεκριμένα η
πιθανότητα αυτή, είναι 12% υψηλότερη για άτομα με όμοια κοινωνικά (εισόδημα
οικογένειας) και δημογραφικά (δημογραφική δομή νοικοκυριού) χαρακτηριστικά. Η
ιδιαιτερότητα της έρευνας αυτής έγκειται στο γεγονός ότι η παραπάνω μέθοδος δεν
χρησιμοποιείται ευρέως στην ποσοτική βιβλιογραφία της επίδρασης της γειτονιάς.

Οι Brattbakk & Wessel (2013), χρησιμοποιώντας πολυεπίπεδη πολυωνυμική


παλινδρόμηση, με διαχρονικά59 δεδομένα σε δείγμα 24000 ατόμων, ηλικίας 29 ετών,
στην πρωτεύσουσα της Νορβηγίας, βρήκαν ότι το ποσοστό ατόμων με πτυχίο
πανεπιστημίου σε μια γειτονιά, είναι ισχυρότερος παράγοντας όσον αφορά την
ολοκλήρωση ανωτάτων σπουδών από ότι το ποσοστό φτώχειας και το ατομικό
εισόδημα σε τρεις χρονικές στιγμές (στην ηλικία 21, 25 και 29 ετών αντίστοιχα) ενώ
γενικά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ατόμων (εκπαίδευση και εισόδημα γονέων,
εθνικότητα και φύλο), έχουν ισχυρότερη επίδραση από τις δύο χωρικές μεταβλητές
(ποσοστό φτώχειας και ποσοστό ατόμων με πτυχίο πανεπιστημίου στο επίπεδο της
γειτονιάς) τόσο στην ολοκλήρωση ανωτάτων σπουδών όσο και στο εισόδημά τους για
τις τρείς χρονικές στιγμές.

Οι van der Laan Bouma-Doff (2007) και Vervoort (2012), χρησιμοποιώντας στοιχεία
από ερωτηματολόγια που απευθύνονταν σε μετανάστες από αναπτυσσόμενες χώρες
σε πόλεις της Ολλάνδίας και υιοθετώντας την πολυεπίπεδη παλινδρόμηση, βρήκαν
ότι το ποσοστό μεταναστών σε μια γειτονιά είναι ισχυρότερος δείκτης από το
ποσοστό φτώχειας, για το εάν το άτομο θα συνάψει σχέσεις με άτομο ολλανδικής
καταγωγής.

59
Ο όρος «διαχρονικά δεδομένα», αναφέρεται σε δεδομένα όπου για κάθε παρατήρηση (άτομα,
γειτονιές, κ.ά), υπάρχουν διαφορετικές χρονικά τιμές σε κάθε μεταβλητή, για παράδειγμα το εισόδημα
ενός ατόμου το 2001 και το εισόδημα του ίδιου ατόμου το 2011 (Treiman 2009: 22)

162
Η Andersson (2004) χρησιμοποιώντας πολυωνυμική παλινδρόμηση, βρήκε ότι για τα
άτομα τα οποία γεννήθηκαν το 1970 και έζησαν τουλάχιστον 5 χρόνια στην ίδια
περιοχή της Στοκχόλμης, ο τύπος κατοικίας, και συγκεκεριμένα το εάν το άτομο
κατοικεί σε δημόσια κατοικία, ασκεί αρνητική επίδραση στις μελλοντικές ευκαιρίες
ζωής του ατόμου κατά το 2001 και συγκεκριμένα στο εισόδημα και στην πιθανότητα
εισόδου σε ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Το ενδιαφέρον αυτής της έρευνας είναι ότι χρησιμοποιεί ως χωρική μεταβλητή τον
τύπο κατοικίας του ατόμου, ενώ ταυτόχρονα η συγγραφέας καταλήγει σε ένα μοντέλο
που περιλαμβάνει και την αλληλεπίδραση του τύπου κατοικίας με το ποσοστό
ατόμων που λαμβάνουν κοινωνική πρόνοια στην γειτονιά, γεγονός που δεν
συναντάται ιδιαίτερα στην ποσοτική βιβλιογραγία της επίδρασης της γειτονιάς, αφού
οι περισσότερες έρευνες αρκούνται στην ανάδειξη μεμονωμένων, άμεσων χωρικών
επίδρασεων (Small & Feldman 2012: 60). Στην ίδια κατευθυνση, είναι και η έρευνα
των Andersson & Subramanian (2006), οι οποίοι βρήκαν σημαντική επίδραση των
κοινωνικοδημογραφικών χαρακτηριστικών της περιοχής κατοικίας του ατόμου το
1990, για το εάν θα εισαχθεί σε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα το 2000 στις
τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Σουηδίας. Συγκεκριμένα, τα ευρήματά τους δείχουν ότι
για τα άτομα πο έζησαν τουλάχιστον 3 χρόνια στην ίδια περιοχή κατοικίας, ο βαθμός
ασταθούςς κατοίκησης σε αλληλεπίδραση με το ποσοστό μεταναστών από
αναπτυσσόμενες, μειώνει δραστικά την πιθανότητα εισόδου σε κάποιο ανώτερο
εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Ένα κομμάτι της ποσοτικής βιβλιογραφίας της επίδρασης της γειτονιάς, παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σχέση της επίδρασης της γειτονιάς με την επίδραση του
σχολείου. Οι Sykes & Musterd (2010), χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της
πολυεπίπεδης παλινδρόμησης και λαμβάνοντας υπόψη τα δύο πλαίσια –το σχολείο
και τη γειτονιά- στα οποία ανήκουν οι μαθητές γυμνασίου του δείγματός τους για
τοΆμστερνταμ, βρήκαν ότι η διακύμανση της βαθμολογίας των μαθητών
μεταξύγειτονιών, μειώνεται δραστικά όταν ληφθεί υπόψη ταυτόχρονα η διακύμανση
της βαθμολογίας ανάμεσα στα σχολεία, στην αρχική φάση της μεθόδου που το
μοντέλο της πολυεπίπεδης παλινδρόμησης είναι «κενό», δηλαδή δεν περιλαμβάνει
ανεξάρτητες μεταβλητές, παρά μόνο την εξαρτημένη και τα δύο πλαίσια (σχολείο και
γειτονιά) στα οποία ανήκουν οι παρατηρήσεις. Το αντίστροφο δεν είναι ισχύει, διότι

163
η διακύμανση της βαθμολογίας των μαθητών ανάμεσα στα σχολεία, παραμένει
σχεδόν σταθερή με την είσοδο του επιπέδου της γειτονιάς.

Η ερμηνεία των συγγραφέων είναι ότι στην Ολλανδία, το σχολείο που φοιτά ένα
παιδί δεν βρίσκεται απαραίτητα στην περιοχή κατοικίας. Επιπλέον, οι μεταβλητές που
αφορούσαν το σχολείο (ποσοστό παιδιών μεταναστών από αναπτυσσόμενες χώρες
και ποσοστό φτωχών μαθητών), είχαν ισχυρότερη επίδραση στην βαθμολογία των
μαθητών από τις μεταβλητές που αφορούσαν την γειτονιά (ποσοστό φτωχών
κατοίκων και ποσοστό μεταναστών), καταλήγοντας ότι το σχολείο, όπως και η
οικογένεια, αποτελεί έναν διαμεσολαβητικό παράγοντα ανάμεσα στο άτομο και στην
γειτονιά. Στην ίδια κατεύθυνση και χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο είναι και οι
έρευνες των Sykes & Kuyper (2009) και Brännström (2008) για την ολλανδική και
σουηδική περίπτωση αντίστοιχα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η σχολική
απόδοση του παιδιού εξαρτάται περισσότερο από την συγκεντρωμένη φτώχεια στο
σχολείο παρά στην γειτονιά. Οι Gordon & Monastiriotis (2006) χρησιμοποιώντας την
μέθοδο της γραμμικής παλινδρόμησης ελαχίστων τετραγώνων (η «απλή» μορφή
γραμμικής παλινδρόμησης), βρήκαν ότι η επίδραση της γειτονιάς για την σχολική
απόδοση των παιδιών, είναι ισχυρότερη για τις εύπορες γειτονιές του Λονδίνου, μέσω
της μεταβλητής του ποσοστού των ανώτερων επαγγελμάτων σε μια περιοχή, παρά για
τις φτωχές, μέσω της μεταβλητής του ποσοστού μονογονεϊκών νοικοκυριών στην
περιοχή. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η θετική επίδραση της «καλής» γειτονιάς
είναι ισχυρότερη από την αρνητική επίδραση της φτωχής, γεγονός που δεν έχει
ερευνηθεί ιδιαίτερα στην βιβλιογραφία, ποσοτική και ποιοτική, αφού το ενδιαφέρον
στρέφεται στην (αρνητική) επίδραση των φτωχών και υποβαθμισμένων περιοχών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και στατιστικές έρευνες για την σχέση της περιοχής
κατοικίας με εγκληματικές και παραβατικές δραστηριότητες. Οι Nieuwbeerta,
McCall, Elffers & Wittebrood (2008), με την μέθοδο τηε πολυεπίπεδης διωνυμικής
παλινδρόμησης βρήκαν ισχυρή επίδραση της συγκεντρωμένης φτώχειας στις
γειτονιές των τεσσάρων μεγαλύτερων πόλεων της Ολλανδίας, στην πιθανότητα
διεξαγωγής φόνου. Ο Oberwittler (2007), χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο, σε ένα
αρκετά μεγάλο δείγμα νέων ηλικίας 18 ετών σε δύο γερμανικές πόλεις, κατέλειξε ότι
το ποσοστό φτώχειας στη γειτονιά, επιδρά θετικά στην διάπραξη αδικήματος
(βανδαλισμοί, χρήση ναρκωτικών) και συγκεκριμένα, αυτή η επίδραση είναι

164
υψηλότερη για τους γηγενείς παρά για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς, ενώ στο
πληθυσμό των γηγενών, η ροπή διάπραξης αδικήματος αυξάνεται για τα κορίτσια,
γεγονός που προκαλεί έκπληξη αφού γενικότερα η διάπραξη βίαιων και παραβατικών
συμπεριφόρών είναι συνηφασμένη με την κουλτούρα της αρρενωπότητας η οποία
συνδέεται με το ανδρικό φύλο (O’Donnell & Sharpe 2000: 82-83).

Οι Brännström & Rojas (2012), με βάση την μέθοδο της πολυωνυμικής λογιστικής
παλινδρόμησης και σε δείγμα 80.000 νέων ανθρώπων που γεννήθηκαν στα τέλη της
δεκαετίας του 1970 στην Στοκχόλμη, βρήκαν ότι το ποσοστό φτώχειας και το
ποσοστό μεταναστών επιδρά θετικά στην πιθανότητα το άτομο το 2001 να έχει
βιώσει ανεργία, αποτυχία εισόδου σε πανεπιστήμιο και αστυνομική σύλληψη, ενώ
επιπλεόν οι συγγραφείς τόνισαν ότι για κάθε μία ξεχωριστά από τις τρεις παραπάνω
κατηγορίες, με την μέθοδο της διωνυμικής λογιστικής παλινδρόμησης, ισχυρότερη
επίδραση υπήρξε στην μεταβλητή «αστυνομική σύλληψη»60, αν και γενικά, η
επίδραση των χωρικών μεταβλητών ήταν πολύ μικρότερη από την επίδραση των
κοινωνικοδημογραφικών χαρακτηριστικών του ατόμου (εθνικότητα, καθεστώς
ενοίκησης και εισοδηματική κατηγορία αρχηγού οικογενειάς). Η έρευνα αυτή κατέχει
την μοναδικότητα ότι οι ερευνητές μελέτησαν ταυτόχρονα διαφορετικές όψεις του
κοινωνικού αποκλεισμού τόσο μεμονωμένα όσο και αλληλεπιδραστικά, όπως
συμβαίνει στις περισσότερες εθνογραφικές έρευνες.

Οι Galster, Andresson & Musterd (2015), με βάση την μέθοδο της παλινδρόμησης
σταθερών επιδράσεων (fixed effects regression) σε δείγμα 124000 ανδρών
παραγωγικής ηλικίας που κατοικούν στην Στοκχόλμη, με διαχρονικά δεδομένα που
αφορούν την περίοδο 1991- 2006, εντόπισαν ότι υπάρχει αρνητική επίδραση του
ποσοστού φτώχειας της περιοχής κατοικίας στο εισόδημα του ατόμου, τόσο ανα
περίοδο όσο και διαχρονικά, ότι η αύξηση του ποσοστού φτώχειας ασκεί μείωση του
εισοδήματος. Επιπλέον, οι συγγραφείς βρήκαν δύο κρίσιμα σημεία, 20% και 40%
ποσοστό φτώχειας, που όταν ξεπεραστούν (ιδιαίτερα στην περίπτωση του δευτέρου),
η αρνητική επίδραση αυξάνεται δραματικά, ενώ χρήσιμο είναι να τονισθεί ότι αυτά
τα δύο κρίσιμα σημεία, δεν αφορούν μια στατική κατάσταση, αλλά την διαχρονική

60
Αρκετοί μελετητές, υποστηρίζουν ότι η αρνητική επίδραση της γειτονιάς είναι ισχυρότερη όταν
μελετάται η παραβατική συμπεριφορά από ότι η εκπαίδευση ή το εισόδημα του ατόμου (Sampson
2008, Vigdor 2006)

165
έκθεση του ατόμου για τουλάχιστον 5 χρόνια. Η διαχρονική έκθεση του ατόμου,
αποτελεί το πλαίσιο στο οποίο ενεργοποιείται ο μηχανισμός της κοινωνικής
μετάδοσης, διότι όπως οι ίδιοι τονίζουν, κάθε μηχανισμός εκτελείται μέσα σε κάποιο
ορισμένο χρόνο. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι και με την μέθοδο της
πολυεπίπεδης παλινδρόμησης με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις, που συνιστάται για
διαχρονικά δεδομένα, η επίδραση των δύο παραπάνω κρίσιμων σημείων είναι
μεγαλύτερη, γεγονός που δείχνει την διαφορά αποτελεσμάτων που μπορεί να
αποδώσει η χρήση διαφορετικών μεθόδων.

Οι Manley & van Ham (2012), χρησιμοποίησαν την μέθοδο της διωνυμικής
παλινδρόμησης σε δεδομένα της βρετανικής στατιστικής υπηρεσίας που αφορούσαν
τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των γειτονιών του Λονδίνου το 1991 και την
εργασιακή κατάσταση των ατόμων των 2001 που κατοικούσαν το 1991 στην ίδια
γειτονιά με αυτήν το έτος 2001. Οι συγγραφείς βρήκαν ότι υπάρχει επίδραση του
ποσοστού ανεργίας της γειτονιάς το 1991 στο εάν το άτομο θα είναι άνεργο το 2001,
αν και αρκετά μικρότερη από την επίδραση που έχει το εκπαιδευτικό του επίπεδο και
επίσης βρήκαν σχεδόν ίδια επίδραση, με βάση τον συντελεστή της παλινδρόμησης
και τους λόγους πιθανοτήτων που προκύπτουν από αυτούς, και του ποσοστού
ενοικιαστών στην πιθανότητα να είναι το άτομο άνεργο το 2001. Η παρατήρηση αυτή
είναι αρκετά σημαντική, διότι γενικότερα ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των
περισσότερων φτωχών γειτονιών των αναπτυγμένων χωρών είναι, εκτός από την
υψηλή συγκέντρωση μεταναστών ή μειονοτήτων, το υψηλό ποσοστό ενοικιαστών
(OECD 1998).

Οι Holloway & Mulherin (2004), χρησιμοπoιώντας την μέθοδο της παλινδρόμησης


Cox (ή διαφορετικά, αναλογική παλινδρόμηση κινδύνου), με διαχρονικά δεδομένα
για την Νεά Υόρκη, από την εθνική στατιστική υπηρεσία των ΗΠΑ, που αφορούσαν
τις χρονιές 1980 και 1990, βρήκαν ότι το να ζεί ένα άτομο, κατά την διάρκεια της
εφηβείας, σε μια γειτονιά με ποσοστό φτώχειας 40% ή μεγαλύτερο, έχει αρνητική
επίδραση στο εάν θα βρει εργασία ως ενήλικας, ακόμα και εάν μετακομίσει σε μια
πιο εύπορη γειτονιά, τονίζοντας ότι η επίδραση της γειτονιάς κατά την εφηβική
ηλικία, αφήνει αποτύπωμα στις ευκαιρίες ζωής του ατόμου.

Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των Hedberg & Tammaru (2012), που
μελέτησαν την επίδραση της γειτονιάς σε πρόσφατους μετανάστες στην πόλη της

166
Στοκχόλμης και του Μάλμο. Η έρευνα αφορούσε μετανάστες που έχουν 10 έως 5
χρόνια στην χώρα πριν από το έτος 2005. Η έρευνα αυτή αποτελεί μία από τις
ελάχιστες έρευνες επάνω στο ζήτημα της σχέσης του χώρου κατοικίας με την ένταξη
στην αγορά εργασίας των νεοαφιχθέντων μεταναστών. Οι συγγραφείς μελέτησαν την
πιθανότητα να έχουν εργασία οι πρόσφατοι μετανάστες, το έτος 2005 και τα
ευρήματά τους, με βάση την μέθοδο της πολυεπίπεδης διωνυμικής παλινδρόμησης,
δείχουν ότι το ποσοστό φτώχειας της γειτονιάς κατά το έτος άφιξης, επιδρά αρνητικά
στην πιθανότητα να έχουν εργασία, ιδιαίτερα στους άνδρες. Επιπλέον, βρήκαν ότι η
επίδραση ατή, είναι ισχυρότερη για την πόλη του Μάλμο, παρά το γεγονός ότι είναι
μικρότερη σε πληθυσμό από την Στοκχόλμη, διατυπώνοντας παράλληλα ότι το
μέγεθος της επίδραση της γειτονιάς δεν είναι απαραίτητα αναλογικό με το μέγεθος
της πόλης.

Η Hedman (2011: 503- 504), ασκεί κριτική στις ποσοστικές έρευνες για την επίδραση
της γειτονιάς που βασίζονται στην υπόθεση ότι οι γειτονιές είναι στατικές. Η θέση
της γειτονιάς μέσα στην δομή της χωροκοινωνικής ανισότητας της πόλης δεν είναι
απαραίτητα στατική. Στην παραγματικότητα, οι γειτονιές μιας πόλης μπορούν να
τίθενται υπό την επίδραση αλλαγών, η οποία ενδέχεται και να μεταβάλλει την
χωροκοινωνική ιεραρχία της πόλης. Οι αλλαγές αυτές μπορούν να αφορούν
δημογραφικές αλλαγές (όπως η γήρανση του πληθυσμού), αλλαγές σε μακρο-
οικονομικό επίπεδο που έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο σε συγκεκριμένες γειτονιές
(αποβιομηχάνιση, απώλεια θέσεων εργασίας), καθώς επίσης και αλλαγές που
οφείλονται στην είσοδο μεταναστών, στην στεγαστική κινητικότητα των κατοίκων
εντός της πόλης και γενικότερα στους μηχανισμούς της χωρικής ταξινόμησης61
(spatial sorting) ατόμων (ή νοικοκυριών) στο χώρο της πόλης. Η έρευνα για την
επίδραση της γειτονιάς, κατά την συγγραφέα, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις
παραπάνω δυναμικές, τόσο στο εσωτερικό της γειτονιάς όσο και στην σχεσιακή της
θέση μέσα στην χωροκοινωνική δομή της πόλης κατά την διάρκεια του χρόνου,

61
Οι Blasius & Friedrichs (2008), ακολουθώντας την σκέψη του Bourdieu, διατύπωσαν ότι η
ταξινόμηση των νοικοκυριών στον αστικό χώρο γίνεται με βάση το οικονομικό τους κεφάλαιο
(εισόδημα, ύπαρξη ιδιόκτητης κατοικίας), το πληροφοριακό τους κεφάλαιο (η γνώση για το ποιές είναι
οι «καλές» γειτονιές στην πόλη) καθώς και το κοινωνικό κεφάλαιο (συγγενείς, φίλοι ή ομοεθνείς εάν
πρόκειται για μετανάστες). Οι συγγραφείς τόνισαν πως η αλληλεπίδραση των τρίων τύπων κεφαλαίου
(και όχι κάθε τύπος μενομωμένα), προσδιορίζει την χωροθέτηση των νοικοκυριών στον αστικό χώρο.

167
διαφορετικά τα αποτελέσματα για την επίδραση της γειτονιάς που προκύπτουν μετά
από στατιστική επεξεργασία, ενδέχεται να είναι υποεκτιμημένα (ή το αντίθετο).

Η παραπάνω διατύπωση βρίσκετα σε πλήρη συμφωνία με την διαλεκτική οπτική του


κριτικού ρεαλισμού για την σχέση ατόμου και χώρου, όπως διατυπώθηκε στην
προηγούμενη ενότητα. Οι σχέσεις (και αλληλεπιδράσεις) των (ίδιων ή διαφορετικών)
ατόμων, αναπαράγουν ή μεταμορφώνουν τις προκύπτουσες ιδιότητες της περιοχής
κατοικίας, δηλαδή την σχεσιακή της θέση μέσα την χωροκοινωνική δομή, ενώ
ταυτόχρονα αυτές οι προκύπτουσες ιδιότητες, επιδρούν πάνω στα άτομα και στις
συμπεριφορές τους, εκδηλωνοντας έτσι την ύπαρξή τους (Elder-Vass 2007a: 31-32).
Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι η χωρική ανισότητα και η επίδραση της
γειτονιάς είναι δύο διαφορετικά ερευνητικά ζητήματα (Buck 2001: 2252), εντούτοις
είναι αλληλένδετα.

Η κατανόηση των δυναμικών διαδικασιών εντός της πόλης που συνδέονται με την
χωρική ταξινόμηση των κατοίκων της, μπορούν να βοηθήσουν την έρευνα για την
επίδραση της γειτονιάς, διότι οι παράγοντες που διαμορφώνουν την επιθυμία (ή την
πράξη) των κατοίκων να εγκαταλείψουν την περιοχής κατοικίας τους, αποτελούν
συνήθως κάποιους από τους δεκατρείς μηχανισμούς με τους οποίους ασκείται η
επίδραση της γειτονιάς, για τους οποίους έγινε αναφορά στην αρχή αυτής της
ενότητας (Bailey, Barnes, Livingston & Mclennan 2013: 24, Permentier, van Ham &
Bolt 2009). Οι Galster & Santiago (2006) παρατήρησαν σε μια μικρή πόλη της
Αμερικής, ότι οι γονείς μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς, στην πλειοψηφία τους
επιθυμούσαν να φύγουν από την περιοχή, διότι ανησυχούσαν ότι η κοινωνική
αποδιοργάνωση στην περιοχή και συγκεκεριμένα η παρουσία συμμοριών, μπορεί να
έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανατροφή των παιδιών τους. Επίσης, η στεγαστική
κινητικότητα συνδέεται με την έκθεση του ατόμου στις συνθήκες ζωής στις γειτονιές
μιας πόλης. Εάν για παράδειγμα, ένα άτομο (ή μια οικογένεια) κατοικήσει για μικρό
χρονικό διάστημα σε μια γειτονιά, η επίδραση των μηχανισμών της γειτονιάς,
ενδέχεται να είναι μικρή ή και αμελητέα (Sharkey 2008: 932). Επιπλέον, η εισροή
και εκροή ατόμων στις γειτονιές μιας πόλης, συνδέεται με το ζήτημα του κοινωνικού
διαχωρισμού μιας πόλης και κατ’ επέκταση με την συγκέντρωση της φτώχειας στον
αστικό χώρο (Musterd, Ostendorf & De Vos 2001, Hedman & van Ham 2012).

168
Σημαντικός παράγοντας αναπαραγωγής (ή μεταμόρφωσης) της χωροκοινωνικής
ιεραρχίας σε μια πόλη, αποτελεί η μετανάστευση. Οι μετανάστες από
αναπτυσσόμενες χώρες, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εγκατασταθούν σε μια
υποβαθμισμένη περιοχή με έντονη, συνήθως, την παρουσία ομοεθνών τους ή άλλων
μεταναστευτικών ομάδων (Bråmå 2008), ενώ έχει παρατηρηθεί σε χώρες όπως η
Ολλανδία, ότι ορισμένες μεταναστευτικές ομάδες έχουν μεγαλύτερη διάρκεια
παραμονής σε υποβαθμισμένες περιοχές με έντονη μεταναστευτική παρουσία, σε
σχέση με άλλες (Bolt & van Kempen 2003). Επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι η
συγκέντρωση μεταναστών σε μια περιοχή, μετά από μια κρίσιμη τιμή, πυροδοτεί την
έξοδο, καθώς και την πρόθεση για έξοδο, των γηγενών από την περιοχή (Bråmå 2006,
Permentier, van Ham & Bolt 2009), ενώ διάφορες μελέτες καταδεινύουν ότι εκτός
από τους γηγενείς, παρατηρούνται τα ίδια φαινόμενα και σε μετανάστες της περιοχής
που ανήκουν στην μεσαία εισοδηματική τάξη (Feijten & van Ham 2009, van Ham &
Clark 2009). Το αποτέλεσμα των παραπάνω διαδικασιών, δηλαδή η είσοδος
μεταναστών που ανήκουν συνήθως στην χαμηλή εισοδηματική τάξη και η έξοδος,
γηγενών και μεταναστών, που ανήκουν στην μεσαία εισοδηματική τάξη, είναι η
αυξανόμενη συγκέντρωση της φτώχειας σε μια περιοχή, καθώς και η διατήρησή της
(Andersson & Bråmå 2004). Η σχέση ανάμεσα στην επίδραση της γειτονιάς και στην
χωρική ταξινόμηση των κατοίκων, που προκύπτεί από την επιλογή κατοικίας στον
χώρο της πόλης, αποτελεί τμήμα του προβληματισμού της ποσοστικής έρευνας για
την επίδραση της γειτονιάς. Το παρακάτω διάγραμμα αποτυπώνει αυτήν την σχέση.

Διάγραμμα 2.3.1: Η σχέση μεταξύ χωρικής ταξινόμησης και επίδρασης της γειτονιάς

Kοινωνικοοικονομικά
Kοινωνικοοικονομικά
χαρακτηριστικά αποτελέσματα και συμπεριφορά
(σχολική διαρροή, ανεργία,
ατόμου/οικογένειας
παραβατικοτητα)

Επιλογή Γειτονιά
γειτονιάς

Συνθήκες περιοχής

Πηγή: Durlauf (2004: 2204-2207)

169
Η παραπάνω σχέση, δημιουργεί προβλήματα στην επιβεβαίωση της ύπαρξης
επίδρασης της γειτονιάς, με βάση τις μεθόδους που βασίζονται σε μοντέλα
παλινδρόμησης, διότι τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του ατόμου,
συνδέονται με την επιλογή της περιοχής κατοικίας, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν
στην παραγωγή των αποτελεσμάτων που ερευνώνται. Ας μην ξεχνάμε ότι τα διάφορα
κοινωνικά φαινόμενα που μελετάμε, είναι πολυπαραγοντικά, δηλαδή δεν οφείλονται
σε έναν, αλλά σε περισσότερους μηχανισμούς που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση,
όπως μας υπενθυμίζει ο πολύπλοκος ρεαλισμός (Byrne 2012: 19).

Η πάγια τακτική που χρησιμοποιείται σε όλες τις ποσοτικές έρευνες που βασίζονται
στην παλινδρόμηση είναι η εισαγωγή μεταβλητών στο μοντέλο της παλινδρόμησης
που αφορούν κοινωνικά χαρακτηριστικά (όπως το φύλο, το εισόδημα, η εθνικότητα,
κοκ). και συγκρίνουν την επίδραση αυτών σε μια εξαρτημένη μεταλητή, σε σχέση με
την επίδραση μεταβλητών που αφορούν τον χώρο. Για παράδειγμα, οι Fieldhouse &
Tranmer (2001), χρησιμοποιώντας την μέθοδο της διωνυμικής λογιστικής
παλινδρόμησης για την περίπτωση του Λονδίνου με βάση στοιχεία από την
στατιστική υπηρεσία της χώρας, τονίζουν ότι η επίδραση της γειτονιάς, νοούμενη ως
το ποσοστό άνεργων σε μια γειτονιά, είναι ανύπαρκτη, λόγω του γεγονότος ότι ο
συντελεστής είναι εξαιρετικά μικρός και στατιστικά ασήμαντος, σε αντίθεση με τις
μεταβλητές που αφορούσαν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ατόμου.

Όμως σύμφωνα με την στατιστική βιβλιογραφία, τόσο για την μέθοδο της
παλινδρόμησης γενικά (Treiman 2009: 388), όσο και για την έρευνα της επίδρασης
της γειτονιάς ειδικότερα (Hedman 2011), υπάρχουν παράγοντες που δεν
παρατηρούνται και κατά συνέπεια, δεν περιέχονται στην εξίσωση της
παλινδρόμησης, γνωστές στην στατιστική ορολογία ως παραλειπόμενες μεταβλητές
(omitted variables), των οποίων οι επιδράσεις μετατίθενται στα κατάλοιπα της
παλινδρόμησης (residuals), δηλαδή στο μέρος εκείνο της διακύμανσης της
εξαρτώμενη μεταβλητής, για μια δεδομένη περίπτωση (για παράδειγμα, για ένα
συγκεκριμένο άτομο από το συνολικό δείγμα που μελετάται) που είναι ανερμήνευτο
από το μοντέλο της παλινδρόμηση (Byrne 2002a: 115). Οι παραλειπόμενες
μεταβλητές, επιδρούν έμμεσα στο μέγεθος και στην στατιστική σημαντικότητα των
συντελεστών μιας παλινδρόμησης και αποτελούν παράγοντα υποεκτίμησης (ή
υπερεκτίμησης) της επίδρασης της γειτονιάς.

170
Επιπλέον, μία βασική υπόθεση στην γραμμική62 αλλά και στην λογιστική (δίτιμη ή
πολυωνυμική) παλινδρόμηση, είναι η ανεξαρτησία των παρατηρήσεων, γεγονός που
δεν ισχύει στην μελέτη της επίδρασης της γειτονιάς, εφόσον λάβουμε υπόψη την
χωρική ταξινόμηση των ατόμων μέσα στον χώρο, αφού από την στιγμή που κάποια
άτομα κατοικούν στην ίδια γειτονιά, συνεπάγεται αυτόματα ότι έχουν κάποια κοινά
χαρακτηριστικά (εισόδημα, εθνότητα, κ.ά.) που σχετίζονται με τον τύπο της γειτονιάς
και συνεπώς καθίστανται μη «ανεξάρτητα» (Oakes 2004: 1933-1934, Oreopoulos
2003: 1535).

Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων, οι O’Regan & Quigley (1996),
προτείνουν, οι έρευνες να βασίζονται σε ένα περιορισμένο δημογραφικά δείγμα και
συγκεκριμένα σε νέους οι οποίοι κατοικούν μαζί με τους γονείς τους. Με αυτό τον
τρόπο, οι συγγραφείς υποστήριζαν ότι η χωρική ταξινόμηση παύει να αποτελεί
πρόβλημα, διότι η επιλογή κατοικίας δεν έγινε από τους ίδιους αλλά από τις
οικογένειές τους. Ο Glaeser (1996) ασκεί κριτική στην παραπάνω μέθοδο, τονίζοντας
ότι το περιορισμένο στους νέους δείγμα, δεν βοηθά στην διεξαγωγή γενικότερων
συμπερασμάτων για την επίδραση της γειτονιάς, ενώ το πρόβλημα της χωρικής
επιλογής υπεισέρχεται έμμεσα, λόγω του γεγονότος ότι τα κοινωνικά και
δημογραφικά χαρακτηριστικά των γονέων, σχετίζονται με την επιλογή κατοικίας η
οποία σχετίζεται με την σειρά της, με τα κοινωνικά αποτελέσματα που μελετώνται
(όπως η σχολική διαρροή).

Στην πλειοψηφία των ποσοτικών ερευνών, ανεξάρτητα από το εάν βασίζονται σε


συλλογή δεδομένων ή σε στοιχεία εθνικών στατιστικών υπηρεσιών, τα παραπάνω
προβλήματα, αντιμετωπίζονται με την χρήση διαφόρων οικονομετρικών τεχνικών,
που μία από τις συνηθέστερες είναι η παλινδρόμηση σταθερών επιδράσεων. Στην
περίπτωση της γραμμικής παλινδρόμησης σταθερών επιδράσεων που τα δεδομένα
των ατόμων (ή οικογενειών) δεν είναι διαχρονικά, η μέθοδος εκτελείται
προσθέτοντας δίτιμες μεταβλητές63 που αναφέρονται στις γειτονιές των ατόμων (ή σε
οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο στο οποίο ανήκουν τα άτομα όπως η οικογένεια,

62
Με τον όρο «γραμμική», γίνεται αναφορά στον τύπο της παλινδρόμησης που έχει την μορφή
εξίσωσης πρώτου βαθμού και η εξαρτημένη μεταβλητή y είναι ποσοτική-αριθμητική όπως για
παράδειγμα το εισόδημα. Στην λογιστική παλινδρόμηση, η εξαρτημένη μεταβλητή είναι ποιοτική-
κατηγορική, όπως για παράδειγμα το εάν ένα παιδί εγκατέλειψε ή όχι το σχολείο.
63
Δίτιμες μεταβλητές, λέγονται εκείνες οι μεταβλητές που λαμβάνουν δύο τιμές, οι οποίες συνήθως
είναι οι αριθμοί 0 και 1 και αντιστοιχούν σε ζεύγη ιδιοτήτων (άνδρας-γυναίκα, κάτοικος της Ζ
περιοχής-μη κάτοικος της Ζ περιοχής, κ.ά) (Hardy 1993: 12).

171
(Vartanian & Buck 2005), εκτός από μία. Εάν για παράδειγμα, το δείγμα (ή ο
πληθυσμός) των ατόμων, συλλέχτηκε από 70 γειτονιές, τότε στον πίνακα δεδομένων
καθώς και στην εξίσωση της παλινδρόμησης, θα περιλαμβάνονται 69 δίτιμες
μεταβλητές που θα έχουν την τιμή 1 (εάν το άτομο κατοικεί στην συγκεκριμένη
γειτονιά) και 0 (εάν δεν κατοικεί στην εν λόγω γειτονιά) (Clarke, Crawford, Steele
&Vignoles 2015). Όταν το μοντέλο γραμμικής παλινδρόμησης σταθερών
παραγόντων, αφορά διαχρονικά δεδομένα των ατόμων-παρατηρήσεων, αυτήν την
φορά, οι δίτιμες μεταβλητές δεν αφορούν τις περιοχές κατοικίας των ατόμων αλλά τα
ίδια τα άτομα και λόγω του ότι ο παραπάνω τρόπος απαιτεί αρκετό χρόνο από τον/
την ερευνητή/ -τρια για να κατασκευάσει τις δίτιμες μεταβλητές, ο εναλλακτικός
τρόπος είναι να εκτελείται η παλινδρόμηση με κεντροποιημένες την εξαρτημένη
μεταβλητή καθώς και τις ανεξάρτητες ποσοτικές μεταβλητές. Η κεντροποίηση
επιτυγχάνεται εάν αφαιρεθούν οι τιμές της εξαρτημένης και των ανεξάρτητων
ποσοτικών μεταβλητών κάθε παρατήρησης, από τον μέσο όρο αυτής για τις χρονικές
περιόδους που έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα (Musterd, Galster & Andersson 2012).
Τα αποτελέσματα αυτού του τρόπου είναι ίδια με αυτά που προκύπτουν από την
χρήση δίτιμων μεταβλητών. Για την περίπτωση που η εξαρτημένη μεταβλητή είναι
κατηγορική και τα δεδομένα είναι διαχρονικά, τα μοντέλα σταθερών παραγόντων
εκτελούνται με περισσότερο σύνθετο τρόπο (Allison 2005), ενώ στην βιβλιογραφία
που αφορά την επίδραση της γειτονιάς δεν παρατηρούνται, ως επί το πλείστον,
μοντέλα αυτής της μορφής (Sampson 2012: 72).

Μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιείται συχνά στην βιβλιογραφία είναι η


πολυεπίπεδη παλινδρόμηση. Η μέθοδος αυτή, χρησιμοποιείται τόσο για ποσοτικές
όσο και για κατηγορικές εξαρτημένες μεταβλητές καθώς και για διαχρονικά δεδομένα
(Luke 2004), ενώ και αυτή λαμβάνει υπόψη ότι οι παρατηρήσεις δεν είναι
ανεξάρτητες, εφόσον ανήκουν στην ίδια ομάδα (σχολείο,γειτονιά, κ.ά) (West, Welch,
Gałecki & Gillespie 2007: 12). Εντούτοις, δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα των
παραλειπόμενων μεταβλητών (Wang, Xie & Fisher 2012), όποτε ο έλεγχος για την
χωρική ταξινόμηση, επαφίεται στις μεταβλητές που αφορούν ατομικά
χαρακτηριστικά. Στον αντίποδα, ένα από τα πλεονέκτημά της, βρίσκεται στο γεγονός
ότι το μοντέλο αυτής, παρέχει απευθείας τον υπολογισμό της διακύμανσης της
εξαρτημένης μεταβλητής (που αφορά τα άτομα) τόσο εντός των γειτονιών (ή κάποιου
άλλου χωρικού πλαισίου όπως το σχολείο) όσο και μεταξύ αυτών χωρίς την εισαγωγή

172
ανεξάρτητων μεταβλητών στο μοντέλο και στην συνέχεια, με βάση αυτήν την
διάκριση, ο/ η ερευνητής/ -τρια μπορεί να υπολογίσει, εκτός από το μέγεθος της
επίδρασης μιας χωρικής μεταβλητής και το ποσοστό συμμετοχής της μεταβλητής
αυτής στην διακύμανση της εξαρτημένης μεταβλητής ανάμεσα στις γειτονιές.
Επιπρόσθετα, η τεχνική αυτή επιτρέπει στον έλεγχο τυχόν διακύμανσης της σχέσης
μεταξύ της εξαρτημένης μεταβλητής της εξίσωσης και μίας (ή και περισσότερες)
ανεξάρτητης μεταβλητής σε σχέση με το χωρικό πλαίσιο αναφοράς, που αφορά τα
κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά του ατόμου, δηλαδή εάν υπάρχει
διακύμανση του συντελεστή αυτής της μεταβλητής ανάμεσα στις γειτονιές. Για
παράδειγμα η σχέση ανάμεσα στο εισόδημα ενός ατόμου (εξαρτημένη μεταβλητή)
και στο φύλο του (ανεξάρτητη μεταβλητή) σε ένα μοντέλο πολυεπίπεδης
παλινδρόμησης, ενδέχεται να μεταβάλλεται ανάλογα την περιοχή κατοικίας, γεγονός
που χρήζει σημασίας όσον αφορά την μελέτη της επίδρασης του χώρου. Επίσης
επιτρέπει και τον έλεγχο τυχόν ύπαρξης συνδιακύμανσης δύο ή περισσότερων
ανεξάρτητων κοινωνικών και δημογραφικών μεταβλητων τόσο μεταξύ τους όσο και
με την εξαρτημένη μεταβλητή (Bartholomew et al. 2008: 342, Bryk & Raudenbush
1992: 120-124).

Οι Hedman & Galster (2013), χρησιμοποίησαν την μέθοδο της γραμμικής


παλινδρόμησης σταθερών επιδράσεων με την χρήση βοηθητικών μεταβλητών
(instrumental variables) για την έρευνα τόσο της επίδρασης της γειτονιάς όσο και της
χωρικής ταξινόμησης για την πόλη της Στοκχόλμης, έχοντας διαχρονικά δεδομένα για
δείγμα 90438 ανδρών παραγωγικής ηλικίας την περίοδο 1995-2006. Για την μελέτη
της επίδρασης της γειτονιάς, χρησιμοποιήθηκε το ατομικό εισόδημα ως εξαρτημένη
μεταβλητή και το ποσοστό ατόμων που ανήκουν στην χαμηλότερο εισοδηματικό
πεντημόριο στις γειτονιές της πόλης ως ανεξάρτητη, ενώ για την μελέτη της χωρικής
ταξινόμησης χρησιμοποιήθηκε η αντίστροφη σχέση. Οι βοηθητικές μεταβλητές,
χρησιμοποιούνται στην στατιστική γλώσσα ως συνώνυμο της παλινδρόμησης
ελαχίστων τετραγώνων δυο σταδίων (two stage least squares regression) και
καλούνται να επιλύσουν, το πρόβλημα της ενδογένειας (endogeneity) που
εμφανίζεται σε διάφορα μοντέλα παλινδρόμησης, δηλαδή της αμοιβαίας αιτιότητας
ανάμεσα στην εξαρτημένη και στην ανεξάρτητη μεταβλητή. Ως βοηθητικές
μεταβλητές, επιλέγονται αυτές, (μία ή συνήθως περισσότερες σε αριθμό) που
εμφανίζουν ισχυρή συσχέτιση με την ανεξάρτητη μεταβλητή ενδιαφέροντος (η οποία

173
πρέπει να είναι οπωσδήποτε αριθμητική, ποσοστική), αλλά ασυσχέτιστη με την
εξαρτημένη. Για την επιλογή αυτών, ο/ η ερευνητής/ -τρια καλείται να
χρησιμοποιήσει και θεωρητικά υποδείγματα, στα οποία πρέπει να καταδεικνύεται ότι
οι βοηθητικές μεταβλητές επηρεάζουν την ανεξάρτητη αλλά όχι την εξαρτημένη,
γεγονός που καθιστά τα αποτελέσματα της μεθόδου αμφισβητήσιμα όσον αφορά την
επίδραση της γειτονιάς, αφού είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν μεταβλητές
τέτοιου τύπου ((Vartanian & Buck 2005: 64)).

Η μέθοδος αυτή εκτελείται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, η ανεξάρτητη (ή οι


ανεξάρτητες) μεταβλητή που στην περίπτωση της επίδρασης της γειτονιάς είναι η
μεταβλητή που αφορά χωρικά χαρακτηριστικά (ποσοστό φτωχών κατοίκων, κ.ά),
παλινδρομείται ως εξαρτημένη από το σύνολο των βοηθητικών μεταβλητών. Στο
δεύτερο στάδιο, οι προβλεφθείσες τιμές για κάθε παρατήρηση που προκύπτουν από
το πρώτο, χρησιμοποιούνται στην έκβαση της παλινδρόμησης, αντί της
«πραγματικής» ανεξάρτητης μεταβλητής που χρησιμοποιήθηκε στο πρώτο στάδιο
(Spencer & Fielding 2000). Η έρευνα των Hedman & Galster (2013) είναι από τις
ελάχιστες στην βιβλιογραφία που χρησιμοποιούν αυτή την μέθοδο (και σε συνδυασμό
με την παλινδρόμηση σταθερών επιδράσεων), ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι
οι συγγραφείς ενσωματώνουν τόσο την έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς όσο και
της χωρικής ταξινόμησης, τονίζοντας ότι αυτή η ενσωμάτωση είναι αναγκαία για την
κατανόηση της σχέσης μεταξύ χωρικής και κοινωνικής ανισότητας.

Οι Galster & Hedman (2013) τάσσονται υπέρ της χρήσης μοντέλων σταθερών
επιδράσεων με βοηθητικές μεταβλητές, για την μελέτη της επίδρασης της γειτονιάς.
Οι Vartanian & Buck (2005) τονίζουν ότι με την χρήση κατάλληλων μεταβλητών
στην γραμμική παλινδρόμηση, το πρόβλημα της χωρικής επιλογής παύει να
υφίσταται και ο συντελεστής της χωρικής μεταβλητής δεν διαφέρει από αυτόν που
προκύπτει από το μοντέλο σταθερών παραγόντων. Αντίθετα οι Oakes (2004) και
Hedman, Manley, van Ham & Östh (2015), υποστηρίζουν για την διεκπεραίωση της
έρευνας της επίδρασης της γειτονιάς, την μέθοδο της πολυεπίπεδης παλινδρόμησης,
με την χρήση κατάλληλων μεταβλητών, λόγω των δυνατοτήτων της για τις οποίες
έγινε αναφορά.

Γενικότερα, στο σύνολο της ποσοτικής βιβλιογραφίας για την ύπαρξη επίδρασης της
γειτονιάς, δεν παρατηρείται σύγκλιση απόψεων για το ποιά μέθοδος είναι η

174
κατάλληλη (Wilson 2013: 148). Η μέθοδος της αντιστοίχισης βαθμολογίας τάσεων
του Harding (2003), αν και αποτελεί έναν αποτελεσματικό στατιστικό τρόπο
αντιμετώπισης του προβλήματος της χωρικής ταξινόμησης στην εκτίμηση της
επίδρασης της γειτονιάς, εντούτοις δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα των
παραλειπόμενων μεταβλητών, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο η εκτίμηση του
συντελεστή μιας μεταβλητής να είναι λανθασμένη (Vigdor 2006: 193).

Σε ένα τμήμα της βιβλιογραφίας που βασίζεται στην ποσοτική, στατιστική έρευνα,
παρατηρείται η διαπίστωση ότι η χωρική ταξινόμηση, δεν είναι απαραίτητο να
θεωρείται ως στατιστικό «πρόβλημα» για την έρευνα της επίδραση της γειτονιάς,
αλλά πρέπει να μελετάται ως μια μορφή επίδρασης της γειτονιάς, διότι οι κοινωνικές
και πολιτισμικές συνθήκες μιας αστικής περιοχής, (όπως για παράδειγμα η φτώχεια, η
κοινωνική αποδιοργάνωση, η ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος, η ποιότητα
του σχολείου της περιοχής, η εθνοτική σύνθεση, οι τιμές ακινήτων και ενοικίων, κ.ά.)
επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την επιλογή της παραμονής ή μετεγκατάστασης
ενός ατόμου (Sampson & Sharkey 2008). Όπως εύστοχα το έθεσε ο Sampson (2012:
327), «(…) οι γειτονιές επιλέγουν τους ανθρώπους, παρά οι άνθρωποι τις γειτονιές»,
υπονοώντας ότι ο χώρος δεν είναι αμέτοχος παρατηρητής στην χωρική ταξινόμηση
των ατόμων, αλλά συμμετέχει ενεργά μέσω δομικών χαρακτηριστικών και συνθηκών
που προκύπτουν σε αυτόν.

Εναλλακτικά, ο Skifter-Andersen (2002: 154), παρομοιάζει τις υποβαθμισμένες,


κοινωνικά και περιβαλλοντικά, περιοχές με μαγνητικούς πόλους, οι οποίοι έλκουν
φτώχεια και κοινωνικά προβλήματα όπως η παραβατικότητα, ενώ παράλληλα
απωθούν άτομα, κυρίως της μεσαίας τάξης, με αποτέλεσμα οι παραπάνω διαδικασίες
που συντελούνται σε αυτές, να επηρεάζουν (καθώς και να επηρεάζονται από) την
κοινωνική σύνθεση άλλων περιοχών. Το αποτέλεσμα των παραπάνω διαδικασιών, σε
συνδυασμό και με την αρνητική εικόνα που προβάλλεται για αυτές τις περιοχές από
τον δημοσιογραφικό λόγο, έχει ως αποτέλεσμα οι υποβαθμισμένες περιοχές, να
εξαιρούνται από τον νοητό χάρτη πιθανής διαβίωσης αρκετών κατοίκων της πόλης,
επιδρώντας με αυτόν τον τρόπο στην επιλογή γειτονιάς για κατοικία (Skifter-
Andersen 2002: 155, Pred 2000:175).

Επίσης, στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία ποσοτικής έρευνας, υπάρχει μια γενικευμένη


εντύπωση ότι η επίδραση της γειτονιάς είναι αρκετά μικρότερη από ότι στις

175
αμερικανικές πόλεις, λόγω του ότι ο βαθμός κοινωνικού διαχωρισμού στις πόλεις
είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο στις αμερικάνικες, καθώς και λόγω του
ιδιαίτερου ρόλου του κράτους πρόνοιας στην καταπολέμηση του κοινωνικού
αποκλεισμού και των παρελκόμενων κοινωνικών προβλημάτων (Musterd, Ostendorf
& de Vos 2003, Musterd 2005, Murie & Musterd 2004). Πράγματι, οι κρατικές
πολιτικές αποτελούν ένα παράγοντα που επηρεάζει την χωρική κατανομή της
φτώχειας (και των διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων) στον χώρο μιας πόλης καθώς
και την συνολική της κατάσταση.

Όμως η συγκριτική έρευνα του Sampson (2012: 20), έδειξε με την χρήση
πολυεπίπεδης λογιστικής παλινδρόμησης ότι ενώ στο Σικάγο υπάρχει μεγαλύτερος
στεγαστικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ευημερία και στην φτώχεια καθώς και πολύ
υψηλότερη εγκληματικότητα συνολικά από ότι στην Στοκχόλμη, εντούτοις, όσο
αυξάνεται η αποστέρηση σε επίπεδο γειτονιάς, αυξάνεται και η πιθανότητα
καταγραφής βίαιου επεισοδίου με παρόμοιο, μη -γραμμικό τρόπο (Sampson 2012:
20). Με άλλα λόγια, η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις δύο πόλεις στον δείκτη της
εγκληματικότητας, είναι διαφορετικής τάξης ζήτημα, από το εάν η περιοχή κατοικίας
επηρεάζει την τέλεση εγκληματικού γεγονότος.

Οι Chen, Myles & Picot (2012) και Scarpa (2015) έδειξαν για τις πόλεις Τορόντο και
Μάλμο αντίστοιχα, ότι η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας των κατοίκων των
αντίστοιχων πόλεων την περίοδο 1991-2010, είχε αντίκτυπο στην αυξημένη
εισοδηματική ανισότητα των γειτονιών των πόλεων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω
συγγραφείς, καταλήγουν στο κοινό συμπέρασμα, μετά από επεξεργασία του δείκτη
εισοδηματικής ανισότητας Gini, ότι η εισοδηματική ανισότητα ανάμεσα στις
γειτονιές οφείλεται περισσότερο στην άυξηση της εισοδηματικής ανισότητας των
ατόμων και λιγότερο στην (σχετικά μικρή) αύξηση του στεγαστικού διαχωρισμού
μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων εισοδηματικών κατηγοριών στις δύο
πόλεις, γεγονός που αποδίδεται κατά τους συγγραφείς στις νεοφιλελεύθερες αλλαγές
που συντελέστηκαν στα δύο κράτη.

Δεν πρέπει να λησμονείται ο ρόλος των πολιτικών αποφάσεων στην διαμόρφωση της
ενδο-αστικής ανισότητας, διότι ανάμεσα στους τέσσερις πυλώνες του κράτους
πρόνοιας (παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση και κατοικία) ο τομέας της κατοικίας
ήταν αυτός που γνώρισε τις μεγαλύτερες, νεοφιλελεύθερες αλλαγές, από τα τέλη της

176
δεκαετίας του 1970 μέχρι και σήμερα (Kemeny 2006), με μειώσεις στην επιδότηση
ενοικίου (Hodkinson & Robbins 2012, Turner & Whitehead 2002), ή/ και με την
ανάπτυξη της ιδιοκατοίκησης και την ταυτόχρονη μείωση παραγωγής δημόσιας
κατοικίας που προορίζεται για ενοικίαση, αφήνοντας τμήματα αυτής σε νοικοκυριά
χαμηλού εισοδήματος που δεν έχουν την δυνατότητα αγοράς κατοικίας (Schutjens,
van Kempen & van Weesep 2002, Harloe 1995, Musterd 2014). Το αποτέλεσμα
αυτών των αλλαγών, είναι ότι σε ορισμένες περιοχές με κυρίαρχη μορφή στέγασης
την δημόσια ενοικιαζόμενη κατοικία, να παρουσιάζεται η διαδικασία του
«φιλτραρίσματος» (filtering) που τα άτομα που φεύγουν από την περιοχή, ανήκουν σε
υψηλότερη κοινωνική τάξη, από ότι τα άτομα που εισέρχονται, με αποτέλεσμα να
(ανα)παράγεται η συγκέντρωση της φτώχειας στην περιοχή (Hedin, Clark, Lundholm
& Malmberg 2012: 454).

Η διαδικασία του «φιλτραρίσματος», δεν αφορά μόνο περιπτώσεις χωρών που ο


ρόλος της δημόσιας κατοικίας στην στέγαση των ατόμων είναι ισχυρός, αλλά
παρατηρείται και σε χώρες όπως το Βέλγιο, που ο ρόλος της δημόσιας κατοικίας είναι
περιορισμένος. Στην περίπτωση της πόλης των Βρυξελλών, o Kesteloot (1998, 2000)
διαπιστώνει ότι από την δεκαετία του 1980, η παραπάνω διαδικασία συντελείται στον
τομέα της ενοικιαζόμενης ιδιωτικής κατοικίας, σε συγκεκριμένες περιοχές του
κέντρου της πόλης.

Οι Lupton (2003: 220) και Musterd (2002), ασκούν κριτική στην έντονη πεποίθηση
που διαφαίνεται στην «ποσοτική» βιβλιογραφία της (αρνητικής) επίδρασης της
γειτονιάς, ότι τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια, η σχολική διαρροή
και η παραβατικότητα αποτελούν χωρικά προβλήματα που, κατά συνέπεια, απαιτούν
χωρικές λύσεις (Galster 2007a: 24, Galster 2007b: 532). Οι πολιτικές αυτές, γνωστές
και ως πολιτικές κοινωνικής μίξης, στην ευρύτερη βιβλιογραφία, στοχεύουν στην
προσέλκυση μεσαίων στρωμάτων σε περιοχές που κυριαρχεί ο δημόσιος τομέας
κατοικίας μέσω της παροχής κατοικιών που προορίζονται για ιδιοκατοίκηση, Με
αυτόν τον τρόπο, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι οι φτωχοί κάτοικοι των
υποβαθμισμένων περιοχών, θα συγκροτήσουν κοινωνικά δίκτυα με ανθρώπους της
μεσαίας τάξης ενώ παράλληλα θα αυξηθούν τα «θετικά» κοινωνικά πρότυπα για τους
νέους (van Kempen & Dekker 2009: 215-216). Όμως οι δύο συγγραφείς
υπενθυμίζουν ότι τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα που παρατηρούνται σε διάφορες

177
υποβαθμισμένες αστικές περιοχές στην Ευρώπη και στην Αμερική, δεν οφείλονται
μόνο σε χωρικούς παράγοντες.

Επίσης, η προσέλκυση μεσαίων στρωμάτων δεν επιτυγχάνεται πάντοτε (Aalbers


2006), ενώ σε κάποιες από τις περιπτώσεις που έχει επιτευχθεί, το αποτέλεσμα είναι
να δημιουργηθούν δύο «παράλληλοι κόσμοι» εντός των ορίων της γειτονιάς, ο
κόσμος της φτώχειας και ο κόσμος της μεσαίας τάξης, χωρίς να υπάρχει επικοινωνία
μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να συγκροτούνται δίκτυα, εντός της γειτονιάς, με βάση
τα κοινωνικά (που πολλές φορές έχουν εθνοτική μορφή) χαρακτηριστικά των
κατοίκων (Butler & Robson 2003, Blokland & van Eijk 2010, Pinkster 2014a).

Οι παραπάνω παρατηρήσεις που συνοδεύουν την ποσοτική βιβλιογραφία, δεν


συναντώνται στις μελέτες που χρησιμοποιούν ποιοτικές μεθόδους (και συγκεκριμένα
την μέθοδο της εθνογραφίας), που οι ερευνητές (-τριες) εστιάζουν στις εμπειρίες και
τις αντιλήψεις των κατοίκων των υποβαθμισμένων γειτονιών. Οι έρευνες αυτές, αν
και μικρότερες σε αριθμό από αυτές που βασίζονται στην στατιστική μέθοδο,
καταλήγουν, γενικά, σε μία έντονα αυξημένη πεποίθηση του αρνητικό ρόλο της
επίδρασης της γειτονιάς (ή τουλάχιστον, περισσότερο αυξημένη από ότι το σύνολο
των ποσοτικών, στατιστικών ερευνών), διότι αυτές στοχεύουν άμεσα στους
μηχανισμούς επίδρασης της γειτονιάς, μέσω των καθημερινών εμπειριών που
αναδύονται από τις συνεντεύξεις των ατόμων ή/ και την παρατήρηση της
καθημερινής ζωής σε μια (ή και περισσότερες) γειτονιά (van Ham et al. 2012: 4).

Στο πεδίο της ποιοτικής έρευνας, παρατηρείται μια ιδιάιτερη πληθώρα προσεγγίσεων
του ζητήματος της έρευνας της επίδρασης της γειτονιάς στις ευκαιρίες ζωής των
ατόμων. O MacLeod (2009), μελέτησε δύο παρέες νέων που ζουν σε μια
υποβαθμισμένη περιοχή δημόσιας κατοικίας της Νέας Υόρκης. Ένα αξιόλογο
χαρακτηριστικό αυτής της εθνογραφικής έρευνας είναι ότι διήρκεσε σχεδόν 20
χρόνια, ακολουθώντας τα άτομα από την εφηβεία τους, μέχρι την ηλικία των 35
περίπου χρόνων. Με αυτήν την διαχρονική παρατήρηση, ο συγγραφέας ανέδειξε ότι η
περιοχή κατοικίας επηρεάζει τις ευκαιρίες ζωής του ατόμου σε συνδυασμό με
παράγοντες όπως η οικογένεια. Οι δύο παρέες που μελέτησε, ήταν παρέες αγοριών
που η μία συγκροτούνταν από λευκά παιδιά και η άλλη από παιδιά αφροαμερικάνων.
Τα πέντε παιδιά της «λευκής» παρέας είχαν σταματήσει το σχολείο πρόωρα,
εξέφραζαν αρνητικές απόψεις για τον ρόλο της εκπαίδευσης στην κοινωνική ανέλιξη

178
και ευημερία του ατόμου, είχαν έντονη ανάμειξη με παραβατικές δραστηριότητες
όπως κλοπές και διακίνηση ναρκωτικών ενώ μέλη των οικογενειών δύο παιδιών από
την «λευκή» παρέα, είχαν καταδικαστεί για εγκληματικές πράξεις. Τα τέσσερα παιδιά
της άλλης παρέας, των αφροαμερικάνων, είχαν ολοκληρώσει τις σχολικές σπουδές
τους, έτρεφαν θετικές απόψεις για την εκπαίδευση ενώ οι τρείς από αυτούς, είχαν
καλύτερη κοινωνική εξέλιξη από ότι τα μέλη της άλλης παρέας. Ένα επιπλέον
χαρακτηριστικό αυτής της εθνογραφικής έρευνας, είναι ότι ο συγγραφέας πρώτα
εισάγει τις συνεντεύξεις των ατόμων, δηλαδή τα πρωτογενή δεδομένα της έρευνας
του και στη συνέχεια παρουσιάζει την ερμηνεία τους, αφήνοντας έτσι περιθώριο
στον/ στην αναγνώστη/ -τρια να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα και να τα
συγκρίνει με αυτά του συγγραφέα. Αυτή η τεχνική, υιοθετήθηκε και στην
εθνογραφική ανάλυση αυτής της διατριβής. Επίσης αξιόλογο είναι το γεγονός ότι η
ερμηνεία των συνεντεύξεων, έγινε με βάση εργαλείων που προκύπτουν από την
κοινωνική θεωρία και συγκεκριμένα την θεωρία της έξης του Bourdieu. Άλλωστε, ας
μην ξεχνάμε ότι η θετική συμβολή της εθνογραφικής έρευνας, αλλά και γενικότερα
των ποιοτικών μεθόδων, στην κοινωνική επιστήμη, επιτυγχάνεται μόνο όταν τα
στοιχεία της έρευνας βρίσκονται σε ανοικτό διάλογο με τα διάφορα ρεύματα της
κοινωνικής θεωρίας (Wilson & Chaddha 2009).

Η εθνογραφική έρευνα του Harding (2010), αφορά την βίαιη συμπεριφορά νεαρών
αφροαμερικάνων στην Βοστώνη σε δύο διαφορετικές γειτονιές, μια φτωχή γειτονιά
δημόσιας κατοικίας και μια κοινωνικά μικτή γειτονιά. Το ενδιαφέρον αυτής της
έρευνας είναι ο συγκριτικός χαρακτήρας της, η ανάδειξη ποιοτικών διαφορών των
μορφών βίας ανάμεσα στην φτωχή και στην κοινωνικά μικτή γειτονιά μορφές βίας
ενώ τονίζει την πολιτισμική ετερογένεια που υπάρχει στην φτωχή γειτονιά, στους
διαφορετικούς τρόπους ζωής που μπορεί να επιλέξει το άτομο και κατά συνέπεια
στον ρόλο του υποκειμένου. Στην ίδια κατεύθυνση, κινείται και η εθνογραφική
έρευνα του Anderson (1999) για δύο γειτονικές περιοχές στην Φιλαδέλφεια, μία
υποβαθμισμένη και μία κοινωνικά μικτή, οι οποίες χωρίζονται από έναν κεντρικό
δρόμο της πόλης, αλλά αποτελούν δύο διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους. Οι δύο
παραπάνω συγγραφείς, τονίζουν ότι η αρνητική επίδραση μιας φτωχής γειτονιάς δεν
έχει τον ίδιο χαρακτήρα σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες των κατοίκων της,
γεγονός που συνάδει και με τις θεωρητικές προτάσεις του κριτκού ρεαλισμού, όπως
αναφέρθηκαν στην ενότητα 2.2.

179
Ο Small (2004), μελέτησε τον ρόλο του κοινωνικού κεφαλαίου σε μια γειτονιά
λατινοαμερικάνων στην Νέα Υόρκη, στην αντιμετώπιση της φτώχειας και των
καθημερινών οικονομικών προβλημάτων. Η έρευνά του αναδεικνύει την διακύμανση
που υπάρχει στην επίδραση της γειτονιάς, ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα
των κοινωνικών δικτύων των ατόμων, παραλληλίζοντας τα ευρήματά του με τα
αποτελέσματα που προκύπτουν από ποσοτικές έρευνες για την επίδραση της
γειτονιάς και βασίζονται σε μοντέλα πολυεπίπεδης παλινδρόμησης. Όπως στην
περίπτωση των ποσοτικών ερευνών, που η διακύμανση σχεδόν οποιασδήποτε
εξαρτώμενης μεταβλητής αποδίδεται περισσότερο στην διακύμανση αυτής εντός των
περιοχών, από ότι μεταξύ αυτών, έτσι και η εθνογραφική έρευνα οφείλει να παίρνει
υπόψη την διακύμανση που υπάρχει στον τρόπο που αντιδρούν τα άτομα στην
επίδραση της γειτονιάς (Small 2004: 11-12). Επίσης, η έρευνα αυτή, αναδεικνύει τον
ρόλο διαφόρων τοποθεσιών και θεσμών εντός της περιοχής (πάρκα, πολιτιστικοί
σύλλογοι, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις) στην συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου,
συνδέοντας τα θεωρητικά εργαλεία του Bourdieu, με την διατύπωση της
περιφερειοποίησης του γεωγραφικού χώρου του Giddens. Ενδιαφέρον παρουσιάζει
και η κριτική του συγγραφέα (2004: 13-15) στις στατιστικές τεχνικές, οι οποίες δεν
λαμβάνουν υπόψη ότι ορισμένοι κάτοικοι μιας γειτονιάς, εντός της καθημερινότητάς
τους, έρχονται σε επαφή με άτομα και θεσμούς που δεν κατοικούν στην γειτονιά και
ότι αυτές οι επαφές επηρεάζουν τις ευκαιρίες ζωής αυτών.

Οι Furstenberg et al. (1999), μελέτησαν τις γονικές πρακτικές σε μια υποβαθμισμένη


γειτονιά στην Φιλαδέλφεια, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η επίδραση της
γειτονιάς είναι λανθασμένος όρος, αφού κατά τους συγγραφείς δεν υπάρχουν
προκύπτουσες πολιτισμικές ιδιότητες στο επίπεδο της γειτονιάς, αλλά απλώς ένα
σύνολο διαφορετικών πρακτικών των γονέων όσον αφορά την ανατροφή των
παιδιών. Η έρευνα βασίστηκε σε συνεντεύξεις 123 ατόμων, γεγονός που είναι
αξιοσημείωτο διότι η πλειοψηφία των εθνογραφικών ερευνών για την επίδραση της
γειτονιάς, βασίζονται σε συνεντεύξεις 15- 50 ατόμων, ενώ παράλληλα αποτελεί μία
περίπτωση κριτικής στάσης απέναντι στην έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς.

Ενδιαφέρουσες είναι και οι εθνογραφικές έρευνες του Bauder (2001a, 2001c), στις
οποίες ο ερευνητής, μελέτησε τις εργασιακές ευκαιρίες των νέων ηλικίας 20-24 ετών
μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς σε μια μικρή πόλη του αμερικάνικου νότου. Οι

180
συνεντεύξεις που συγκέντρωσε, δεν αφορούσαν μόνο τους νέους της περιοχής, αλλά
και ανθρώπους οι οποίοι ενώ δεν κατοικούσαν εκεί, διατηρούσαν επαφή με τους
ανθρώπους της γειτονιάς ως (πιθανοί) εργοδότες ή επισκέπτονταν συχνά την περιοχή,
λόγω εργασίας. Με αυτό τον τρόπο, συνδύασε την επίδραση της γειτονιάς με την
κοινωνική ιεραρχία των γειτονιών (και των ανθρώπων τους) στην αντίληψη των
ανθρώπων και ανέδειξε ότι η αρνητική επίδραση της γειτονιάς στις εργασιακές
ευκαιρίες των νέων, δεν εξαρτάται μόνο από τα κοινωνικά τους δίκτυα, αλλά και από
τις αντιλήψεις των ανθρώπων που δεν κατοικούν εκεί, αλλά μπορούν να καθορίσουν
την επαγγελματική τους αποκατάσταση.

Οι έρευνες των Sernhede (2011) και Bourgois (2003), για τις πόλεις Γκέτεμποργκ και
Νέα Υόρκη αντίστοιχα, είναι από τις ελάχιστες εθνογραφικές έρευνες που οι
συνεντεύξεις τους, περιλαμβάνουν και τις σχολικές εμπειρίες των νέων. Η έρευνα του
πρώτου, αφορά τις εργασιακές ευκαιρίες των νέων μεταναστών δεύτερης γενιάς, ενώ
ο δεύτερος συγγραφέας ασχολήθηκε με την συμμετοχή των νέων στην διακίνηση
ναρκωτικών. Τα ευρήματα των δύο ερευνών καταδεικνύουν ότι το σχολείο, αποτελεί
διαμεσολαβητικό παράγοντα ανάμεσα στο άτομο και στην γειτονιά, όσον αφορά την
κοινωνικοποίηση του ατόμου.

Οι Pinkster & Fortuijn (2009) και Pinkster (2009, 2014b), μελέτησαν τις γονικές
πρακτικές και πρακτικές εύρεσης εργασίας αντίστοιχα, γηγενών και μεταναστών
πρώτης γενιάς, που κατοικούν σε μία υποβαθμισμένη γειτονιά στην πόλη της Χάγης.
Εκτός από το γεγονός ότι ανέδειξαν τον ρόλο της γειτονιάς στην ένταξη (καθώς και
στον αποκλεισμό) των μεταναστών πρώτης γενιάς σε σχέση με την αγορά εργασίας,
χρησιμοποίησαν ως ερευνητικό οδηγό την τυπολογία των μηχανισμών επίδρασης της
γειτονιάς του Galster (2012), οι οποίες αναφέρονται στην αρχή αυτής της ενότητας.
Τα ευρήματα τους καταδεικνύουν ότι οι διάφοροι μηχανισμοί όπως ο στιγματισμός
και τα κοινωνικά δίκτυα, λειτουργούν αλληλεπιδραστικά, ενώ παράλληλα, η
εθνότητα καθορίζει το μέγεθος και την «ποιότητα» των δικτύων. Επίσης, το δείγμα
ατόμων από το οποίο οι συγγραφείς πήραν συνέντευξη, αποτελείται σχεδόν εξ’
ολοκλήρου από γυναίκες και μητέρες, γεγονός όχι και τόσο συνηθισμένο, διότι οι
περισσότερες εθνογραφικές έρευνες για την επίδραση της γειτονιάς, εστιάζουν
κυρίως στον ανδρικό πληθυσμό της γειτονιάς.

181
Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έρευνες του Allen (2005) και της Peterson
(2011), για την αγγλική και σουηδική περίπτωση αντίστοιχα που μελέτησαν την
επίδραση του χώρου στις κοινωνικές διαδρομές νέων με παραβατική συμπεριφόρα,
αναδεικνύοντας την αναστοχαστική σχέση των νέων με τις γειτονιές τους.

Εκτός όμως από τις εθνογραφικές έρευνες που στοχεύουν στην ύπαρξη μηχανισμών
επίδρασης της γειτονιάς,, η εθνογραφική έρευνα του Charlesworth (2000), για την
καθημερινή ζωή των κατοίκων μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς, σε μια μικρή πόλη
της Βορειοανατολικής Αγγλίας, παρουσιάζει αξιόλογα αποτελέσματα για την σχέση
του χώρου και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η επιλογή του δείγματος, έγινε κατά
ένα μέρος από τα κοινωνικά δίκτυα του συγγραφέα, ο οποίος γεννήθηκε και
μεγάλωσε στην συγκεκριμένη περιοχή, με αποτέλεσμα να διατηρεί φιλικές σχέσεις με
κάποιους από τους συνεντευξιαζόμενους, γεγονός που χρήζει σημασίας αφού όπως
τονίζει ο ίδιος, οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες που μελετούν την ζωή
(φτωχών) ανθρώπων από φτωχές γειτονιές, στερούνται συνήθως τη βιωματική
εμπειρία ανάλογων περιοχών, γεγονός που «παραμορφώνει», κατά τον συγγραφέα,
την ερμηνεία των δεδομένων τους (Charlesworth 2000: 4-12). Τα εργαλεία ανάλυσης
και ερμηνείας των συνεντεύξεων που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας, προέρχονται από
τις θεωρητικές διατυπώσεις των Bourdieu, Merleau-Ponty και Heidegger, τις οποίες ο
συγγραφέας συνδύασε για την ανάλυση του. Η έρευνά του αφορά τις συνθήκες ζωής
των φτωχών κατοίκων της περιοχής, ενώ στο 4ο κεφάλαιο του βιβλίου, ο συγγραφέας
κάνει εκτενή θεωρητική ανάλυση (και ερμηνεία) των συνεντεύξεων που
συγκέντρωσε, για το ζήτημα της επίδρασης του χώρου στους τρόπους ζωής και στις
ευκαιρίες ζωής των ατόμων.

Σε αυτό το σημείο της βιβλιογραφικής επισκόπησης, κρίνεται χρήσιμη η παράθεση


μεθοδολογικών64 παρατηρήσεων που αφορούν την ερευνητική προσέγγιση της
επίδρασης της γειτονιάς στην βιβλιογραφία. Άλλωστε, όπως μας υπενθυμίζει ο
κριτικός/ πολύπλοκος ρεαλισμός, οι επιστημολογικές παραδοχές, οι οποίες στην
προκείμενη περίπτωση αφορούν την «ποσοτική» ή «ποιοτική» εγκυρότητα της
απόδειξης της τυχόν επίδρασης της γειτονιάς στις ευκαιρίες ζωής (ή/ και το μέγεθος
της επίδρασης αυτής), δεν είναι ανεξάρτητες από τις οντολογικές θεωρήσεις που

64
Ο όρος «μεθοδολογία», χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο της «μεθόδου». Όμως το νόημα του
όρου, υποδηλώνει την διερεύνηση της οντολογικής και επιστημολογικής θέσης των μεθόδων που
χρησιμοποιούνται σε μια έρευνα (Byrne 2002a: 14).

182
αφορούν τον κοινωνικό κόσμο και τον χώρο (Uprichard 2011: 105, Williams & May
1996: 11). Στις μέρες μας, υπάρχουν δεκάδες βιβλία καθώς και πλούσιο υλικό στο
διαδίκτυο, που επεξηγούν αρκετά αναλυτικά και «πρακτικά», το πώς μπορεί κάποιος/
κάποια να εκτελέσει μια παλινδρόμηση (ή οποιαδήποτε άλλη στατιστική μέθοδο) με
κάποιο στατιστικό πρόγραμμα του υπολογιστή, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η
εντύπωση ότι η έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες είναι ζήτημα «τεχνικής» και όχι
θεωρίας (Sayer 2010a: 125). Όμως πίσω από τις στατιστικές «τεχνικές» και τις
ερμηνείες των εθνογραφικών δεδομένων, υποκρύπτονται συγκεκριμένες οντολογικές
και επιστημολογικές προϋποθέσεις (Sayer 1985a: 43).

Όπως έχει γίνει κατανοητό, η πλειοψηφία των ποσοτικών ερευνών για την επίδραση
της γειτονιάς, βασίζεται σε μοντέλα πολλαπλής65 παλινδρόμησης τα οποία,
ανεξάρτητα από το εάν αναφέρονται σε πολυεπίπεδη ή μη, γραμμική ή λογιστική, με
χρήση ή όχι βοηθητικών μεταβλητών, συνοψίζουν σχηματικά τις σχέσεις των
μεταβλητών στην μορφή y= aX11+bX12 +…cΧ1n + dX21 + eX22 +… fX2k + g,
που y είναι η εξαρτημένη (ή εναλλακτικά, εξαρτώμενη) μεταβλητή, αριθμητική ή
κατηγορική που στην περίπτωση της λογιστικής παλινδρόμησης, εκφράζεται
λογαριθμικά. Οι μεταβλητές Χ11 έως Χ1n είναι οι ανεξάρτητες μεταβλητές που το
γράμμα n συμβολίζει τον αριθμός τους (για παράδειγμα, για τέσσερις μεταβλητές θα
έχουμε Χ11, Χ12, Χ13 και Χ14), οι οποίες αναφέρονται στα κοινωνικά ή/και
δημογραφικά χαρακτηριστικά του ατόμου, σε αριθμητική (ποσοτική) μορφή (όπως το
ετήσιο εισόδημα εκφρασμένο σε ευρώ) ή κατηγορική (όπως το φύλο, η εθνικότητα,
κ.ά.), ενώ οι μεταβλητές Χ2 έως X2k είναι οι ανεξάρτητες χωρικές μεταβλητές που το
γράμμα k συμβολίζει τον αριθμός τους, σε αριθμητική (όπως το ποσοστό φτωχών
ατόμων σε κάθε γειτονιά του πληθυσμού) ή κατηγορική μορφή (όπως ο
χαρακτηρισμός «φτωχή γειτονιά», «μεσαίας τάξης γειτονιά, κ.ά) οι οποίες
αναφέρονται στα χαρακτηριστικά της γειτονιάς και g είναι μια σταθερά που
προκύπτει από την παλινδρόμηση. Τα γράμματα που βρίσκονται δίπλα από τις
μεταβλητές (a, b, c,…), συμβολίζουν τους συντελεστές παλινδρόμησης, οι οποίοι
προκύπτουν από την διαδικασία της μεθόδου και αναφέρονται στην άμεση επίδραση
των ανεξάρτητων μεταβλητών στην εξαρτημένη (VanderWeele 2010). Εάν για
παράδειγμα, η μεταβλητή Χ21 αναφέρεται στο ποσοστό των φτωχών κατοίκων μιας

65
Ο όρος «πολλαπλή», υποδηλώνει ότι το μοντέλο της παλινδρόμησης δεν περιέχει μόνο μία, αλλά
περισσότερες ανεξάρτητες μεταβλητές.

183
γειτονιάς, και το γράμμα y συμβολίζει το εισόδημα του ατόμου εκφρασμένο σε ευρώ
(ποσοτική μεταβλητή), τότε ο συντελεστής d εκφράζει ότι για μία μονάδα αύξησης
του ποσοστού φτώχειας, το εισόδημα του ατόμου αυξάνεται ή μειώνεται (ανάλογα με
το πρόσημα του συντελεστή) κατά d μονάδες, με δεδομένο πάντα ότι οι τιμές στις
υπόλοιπες μεταβλητές είναι σταθερές και ότι η μεταβλητή είναι στατιστικά
σημαντική, δηλαδή η τιμή p, όπως συμβολίζεται στα διάφορα προγράμματα
στατιστικής, είναι μικρότερη ή ίση με 0,05 (5%), διαφορετικά η μεταβλητή δεν είναι
στατιστικά σημαντική και η παλινδρόμηση μπορεί να επανεκτελεστεί χωρίς αυτήν. Σε
κάθε παλινδρόμηση που εκτελείται στον υπολογιστή, δίδονται και οι συντελεστές
παλινδρόμησης που στην περίπτωση της λογιστικής, εκείνοι που χρήζουν σημασίας
και ερμηνείας είναι οι λόγοι πιθανοτήτων. Έτσι, ο/ η ερευνητής/ -τρια συγκρίνει το
μέγεθος της επίδρασης που έχει κάθε ανεξάρτητη μεταβλητή στην εξαρτημένη,
δηλαδή τις τιμές των συντελεστών σε απόλυτους όρους ή τους λόγους πιθανοτήτων
στην περίπτωση της λογιστικής παλινδρόμησης (Stevens 2009: 100-110). Λόγω του
γεγονότος ότι οι τιμές των συντελεστών των χωρικών μεταβλητών, είναι γενικά
μικρότερες από τις τιμές των κοινωνικών χαρακτηριστικών, ένα σημαντικό κομμάτι
της ποσοτικής βιβλιογραφίας καταλήγει ότι η επίδραση της γειτονιάς είναι
μικρότερης σημασίας από την επίδραση των χαρακτηριστικών του ατόμου.

Η πρώτη, εμφανής λογική της παλινδρόμησης είναι ότι υπολογίζει την ανεξάρτητη
συμβολή κάθε μεταβλητής Χ στην διακύμανση της εξαρτημένης. Με άλλα λόγια, η
βασική της παραδοχή είναι ότι τα αίτια είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και για αυτό
τον λόγο άλλωστε, ονομάζονται «ανεξάρτητες μεταβλητές» (Ragin 2008: 178). Όμως
όπως τονίζει ο Bourdieu (1984: 103, 105), οι μεταβλητές που μελετώνται στις
κοινωνικές επιστήμες, δεν είναι ανεξάρτητες, αλλά συγκροτούν ένα δίκτυο
(κοινωνικών και κατ’ επέκταση στατιστικών) σχέσεων (πεδίο), στο οποίο παράγονται
οι διάφορες πρακτικές και γεγονότα (εξαρτημένη μεταβλητή).

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της επίδρασης της γειτονιάς, τα κοινωνικά


χαρακτηριστικά του ατόμου όπως το εισόδημά και η κοινωνική τάξη, δεν είναι
ανεξάρτητοι παράγοντες ως προς τις διάφορες χωρικές μεταβλητές όπως το ποσοστό
φτώχειας μιας γειτονιάς, μια και η χωρική κατανομή των ατόμων σε μια πόλη, όπως
ειπώθηκε, δεν είναι τυχαία, αλλά ούτε και ανεξάρτητη από τα κοινωνικά τους
χαρακτηριστικά. Αυτή η κατάσταση, αποτελεί ένα βασικό πρόβλημα των τεχνικών

184
της παλινδρόμησης, διότι όπως υπενθυμίζουν οι Slater (2013: 381) και Winslow &
Shaw (2007: 208), ενώ η διαλεκτική σχέση ατομικών (κοινωνικών) και χωρικών
χαρακτηριστικών οφείλει να αποτελεί κεντρικό ζήτημα διερεύνησης στην επιστήμη
της κοινωνικής γεωγραφίας, τα ατομικά χαρακτηριστικά ανάγονται, κατά την
εκτέλεση της παλινδρόμησης, σε… μεταβλητές «ελέγχου» για την ορθή εκτίμηση του
μεγέθους και της στατιστικής σημαντικότητας του συντελεστή των χωρικών
μεταβλητών.

Όμως το παραπάνω πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στο θεωρητικό επίπεδο αλλά και
στο επίπεδο της «πρακτικής» της παλινδρόμησης. Η ύπαρξη υψηλής συσχέτισης
ανάμεσα σε δύο ανεξάρτητες μεταβλητές (ή εντός του συνόλου αυτών), δημιουργεί
το γνωστό πρόβλημα της πολυσυγγραμμικότητας (multicollinearity) που όταν αυτή η
συσχέτιση είναι ισχυρή (και συνεπώς, το μέγεθος της πολυσυγγραμμικότητας υψηλό),
η εκτίμηση των συντελεστών των μεταβλητών (καθώς και της στατιστικής
σημαντικότητας αυτών) είναι λανθασμένη, γεγονός που σπάνια αντιμετωπίζεται στην
ποσοτική βιβλιογραφία της επίδρασης της γειτονιάς (Clampet-Lundquist 1998).
Επίσης, η ίδια η διαλεκτική σχέση μεταξύ ατόμου και χώρου, δεν είναι εφικτό να
μελετηθεί με βάση την μέθοδο της παλινδρόμησης, αφού σύμφωνα με την λογική της
μεθόδου, η σχέση της αμοιβαίας αιτιότητας μεταξύ υποκειμένου και χωροκοινωνικής
δομής, αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα ενδογένειας των μεταβλητών που πρέπει να
εξαλειφθεί «στατιστικά» (Mitchell 2001: 1358-1359, Vartanian & Buck 2005: 63).

Η δεύτερη παραδοχή που ακολουθεί, είναι ότι η αιτιότητα έχει προσθετικό


χαρακτήρα. Κάθε αιτιώδης (ανεξάρτητη) μεταβλητή θεωρείται ότι έχει μια αυτόνομη
ικανότητα να επηρεάσει το επίπεδο, δηλαδή την ένταση (εάν πρόκειται για ποσοτική
μεταβλητή, όπως στην περίπτωση της γραμμικής παλινδρόμησης), ή την πιθανότητα
(εάν πρόκειται για κατηγορική-ποιοτική μεταβλητή, όπως στην περίπτωση της
λογιστικής παλινδρόμησης) της εξαρτώμενης μεταβλητής και κατά συνέπεια το
σύνολο αυτών των μεταβλητών, λειτουργούν αθροιστικά στο αποτέλεσμα που
ερευνάται και εκφράζεται από την εξαρτώμενη μεταβλητή. Όπως μας υπενθυμίζει ο
κριτικός/ πολύπλοκος ρεαλισμός, τα διάφορα γεγονότα που μελετώνται στον
κοινωνικό (και φυσικό) κόσμο, δεν καθορίζονται από έναν παράγοντα (μηχανισμό),
αλλά από πολλούς, οι οποίοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Το προϊόν αυτής της
αλληλεπίδρασης δεν είναι απαραίτητα ίσο με το άθροισμα των μεμονωμένων

185
επιδράσεων των παραγόντων, διότι οι παράγοντες αυτοί, ενδέχεται να ενισχύουν (ή
να εξουδετερώνουν) ο ένας τον άλλο, με μη γραμμικό τρόπο (Byrne 1998: 20). Ας
μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι μία βασική μεθοδολογική διαφορά μεταξύ κοινωνικών και
φυσικών επιστημών, είναι ότι στις κοινωνικές επιστήμες δεν υπάρχει η πολυτέλεια
του εργαστηριακού πειράματος, κατά το οποίο ο/ η ερευνητής/ -τρια μπορεί να
απομονώσει τις διάφορες αιτιώδεις δυνάμεις και να ελέγξει τις μεμονωμένες
επιδράσεις τους (Sayer 2010a: 132).

Παρά το γεγονός ότι η μέθοδος της παλινδρόμησης επιτρέπει τον έλεγχο


αλληλεπιδράσεων, εισάγοντας το γινόμενο δύο (ή και περισσότερων) ανεξάρτητων
μεταβλητών (για παράδειγμα,. Χ11*Χ21) και ελέγχοντας την στατιστική
σημαντικότητα του συντελεστή, εντούτοις υπάρχουν εγγενή προβλήματα στην ίδια
την μέθοδο, που δεν την καθιστούν αξιόπιστη για την έλεγχο των αλληλεπιδράσεων
μεταξύ μεταβλητών, διότι ο έλεγχος ύπαρξης αλληλεπιδράσεων μέσω της
παλινδρόμησης είναι αξιόπιστος μόνο όταν η έρευνα αφορά μικρό αριθμό
αλληλεπιδράσεων (καθώς και μικρού αριθμού των τιμών των μεταβλητών για την
περίπτωση που οι αλληλεπιδράσεις συγκροτούνται από ποιοτικές-κατηγορικές
μεταβλητές, όπως για παράδειγμα η μεταβλητή «φύλο» η οποία λαμβάνει μόνο δύο
τιμές που συμβολίζουν τις κατηγορίες «άνδρας»- «γυναίκα» αντίστοιχα), υπάρχει
ανυπαρξία πολυσυγγραμικότητας μεταξύ των αλληλεπιδράσεων καθώς και μεγάλος
αριθμός παρατηρήσεων, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τα προηγούμενα
καθώς και για την ασφαλή εκτίμηση του μεγέθους της ισχύς (δηλαδή του
συντελεστή) της αλληλεπίδρασης (Ragin 1987: 65). Στην περίπτωση, για παράδειγμα,
που ο/ η ερευνητής/-τρια, επιθυμεί να μελετήσει την τυχόν αλληλεπίδραση
περισσότερο από δύο μεταβλητών, σε ένα δείγμα 2000 ατόμων, είναι αρκετά
αμφίβολο εάν θα επιτύχει μία ασφαλή εκτίμηση της στατιστικής σημαντικότητας του
συντελεστή της αλληλεπίδρασης (Ragin 1987: xx).

Ένα επιπλέον ζήτημα, το οποίο έχει προσελκύσει την κριτική διαφόρων ερευνητών,
είναι το γεγονός ότι στην περίπτωση που η εξαρτημένη και η ανεξάρτητη μεταβλητή
είναι αριθμητικές (ποσοτικές), όπως για παράδειγμα το εισόδημα ενός ατόμου και το
ποσοστό φτώχειας στην γειτονιά, η παλινδρόμηση αναπαριστά την σχέση ποσοτικών
αλλαγών ανάμεσα σε δύο σταθερές ποιοτικά οντότητες, το «ατομικό εισόδημα» και
την «χωρική φτώχεια», παραβλέποντας ότι οι ποσοτικές διαφορές οδηγούν σε

186
προκύπτουσες, ποιοτικές (κατηγορικές) αλλαγές. (Abbott 2001: 40, Byrne 2012:18-
19). Μία γειτονιά με ποσοστό φτώχειας ίσο με 10%, είναι απίθανο να χαρακτηρισθεί
ως «γειτονιά κοινωνικύ αποκλεισμού» (προκύπτουσα ιδιότητα), όπως συμβαίνει με
μία γειτονιά που έχει ποσοστό φτώχειας ίσο με 40% (Byrne 2004: 48).

Όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω, ο βασικός περιορισμός της αθροιστικής λογικής


της παλινδρόμησης χωρίς την ύπαρξη αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μεταβλητών,
είναι ότι ο συντελέστης μιας μεταβλητής, δηλαδή η επίδρασης μιας ανεξάρτητης
μεταβλητής στην εξαρτημένη (για παράδειγμα μιας χωρικής μεταβλητής στην
περίπτωση της μελέτης της επίδρασης της γειτονιάς), θεωρείται με βάση την λογική
της μεθόδου, ότι είναι αμετάβλητη, ανεξάρτητα από τις τιμές που λαμβάνουν οι
υπόλοιπες «ανεξάρτητες» μεταβλητές (Abbott 2001: 56, Oberwittler 2007: 784, Ragin
2008: 112), οδηγώντας έτσι τον ερευνητή σε μια γενίκευση που δεν λαμβάνει υπόψη
της, την πολυπλοκότητα του κοινωνικού κόσμου και την ανάγκη κατανόησής της
(Hayles: 12-14). Άλλωστε, η επίδραση της γειτονιάς (συγκεκριμένα, μιας χωρικής
μεταβλητής), δεν αναμένεται να έχει τα ίδια αποτελέσματα για άτομα (ή οικογένειες)
που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις ή που υπόκεινται σε διαφορετικής
έντασης γονικό έλεγχο.

Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων (συμπεριλαμβανομένου και τον


προβληματικό χαρακτήρα της παλινδρόμσης για την εκτίμηση των αλληλεπιδράσεων
μεταξύ των μεταβλητών), οι Byrne (2001, 2002a) και Uprichard (2005), υπό το
πρίσμα του πολύπλοκου ρεαλισμού, προτείνουν την μετατόπιση της ποσοτικής
έρευνας από την στατιστική επεξεργασία των μεταβλητών στην στατιστική
επεξεργασία των περιπτώσεων, δηλαδή των παρατηρήσεων οι οποίες αναπαριστούν
ατομικά (άτομα) ή συλλογικά υποκείμενα (γειτονιές, κοινωνικές τάξεις, σχολεία, κ.ά)
(Abbott 1992: 53).

Αναλυτικότερα, αυτό που έχει σημασία σε μια βάση δεδομένων που προορίζεται για
στατιστική επεξεργασία, δεν είναι οι στήλες της, οι οποίες απεικονίζουν τις
μεταβλητές, αλλά οι γραμμές της, οι οποίες απεικονίζουν τις περιπτώσεις, νοούμενες
ως το αποτέλεσμα αλληλοεξαρτώμενων και διασυνδεδεμένων χαρακτηριστικών
(Castellani et al., 2015: 15), ως σύνθετοι σχηματισμοί (configurations) που
προκύπτουν από τον συνδυασμό (διατομή) αυτών των χαρακτηριστικών, τα οποία
απεικονίζονται με τις τιμές των μεταβλητών (Byrne 2005b: 106, Ragin 1987: 3). Με

187
αυτό τον τρόπο, οι μεταβλητές αντιμετωπίζονται ως τα χαρακτηριστικά των
υποκειμένων66, των πολύπλοκων συστημάτων, τα οποία ενεργούν πάντοτε εντός ενός
συστήματος σχέσεων (δομή) (Byrne 2002a: 32).

Επίσης, όπως ειπώθηκε, οι περιπτώσεις δεν είναι απαραίτητα μεμονωμένα άτομα ή


γειτονιές, αλλά μπορούν να είναι σύνολα ατόμων, σχολείων ή γειτονιών που έχουν τα
ίδια χαρακτηριστικά ή, για την ακρίβεια, τον ίδιο συνδυασμό χαρακτηριστικών
(Byrne 2013: 225).

Επιπρόσθετα, για τον πολύπλοκο ρεαλισμό, η ποσοτική έρευνα χρειάζεται να στραφεί


στην διαχείριση κατηγορικών (ή αλλιώς, ονομαστικών) μεταβλητών, δηλαδή
μεταβλητών που εκφράζουν κατηγορίες («ποιότητες») όπως το φύλο, η κοινωνική
τάξη ή οι χωροκοινωνικές κατηγοριοποιήσεις (εύπορη γειτονιά, μικτή ή «μεση»
γειτονιά, φτωχή γειτονιά). Η αλλαγή κατηγορίας μιας περίπτωσης (ατομικό
/συλλογικό υποκείμενο) μέσα στο χρόνο, σηματοδοτεί μετατόπιση φάσης για την
περίπτωση αυτή με βάση την ορολογία του πολύπλοκου ρεαλισμού και υποδηλώνει,
κατά το συγκεκριμένο ρεύμα σκέψης, μια μη γραμμική αλλαγή κατάστασης. Εάν η
κατηγορία στην οποία ανήκει η περίπτωση, προκύπτει από μία ή περισσότερες
αριθμητικές μεταβλητές, τότε η μη γραμμική αλλαγή που τυχόν έχει συμβεί,
υποδηλώνει ότι έχει ξεπεραστεί ένα κρίσιμο όριο στην τιμή μίας η περισσοτέρων
αριθμητικών μεταβλητών, γεγονός που δεν μπορεί να περιγραφθεί μέσω εξισώσεων
(Kent 2009: 192).

Μπορούμε κάλλιστα να φανταστούμε ως παράδειγμα, ότι η αλλαγή του ποσοστού


φτώχειας μιας γειτονιάς μεσαίου κύρους, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η γειτονιά να
μετατραπεί από «μέση» περιοχή, σε φτωχή, ή εύπορη ή ακόμα και να παραμείνει
στην ίδια κατάσταση/ ομάδα (γραμμική αλλαγή, κατά τον πολύπλοκο ρεαλισμό),
αναλόγως με το τί συνέβη και στις υπόλοιπες γειτονιές της πόλης. Επίσης, η αύξηση
του ποσοστού φτώχειας σε κάποιες γειτονιές μπορεί να οδηγήσει, σε ορισμένες από
αυτές, να εμφανίσουν εικόνες κοινωνικής αποδιοργάνωσης, χωρίς όμως η αύξηση
αυτή να έχει το ίδιο μέγεθος σε κάθε μία από αυτές και χωρίς απαραίτητα το τελικό,

66
Με άλλα λόγια, η αφετηρία της στατιστικής έρευνας, μετατοπίζεται από τις «αφηρημένες»
μεταβλητές στις «συγκεκριμένες» παρατηρήσεις. Το μεθοδολογικό πρόταγμα του πολύπλοκου
ρεαλισμού, απαντά, κατά τον Byrne (2002a: 163), στο αίτημα της φαινομενολογίας για επιστροφή του
ερευνητκού ενδιαφέροντος στα πράγματα (στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένα) καθεαυτά.

188
χρονικά, ποσοστό φτώχειας να είναι κοινό. σε όλες τις γειτονιές (Williamson, Ashby
& Webber 2005).

Η έννοια του κρίσιμου ορίου για τον πολύπλοκο ρεαλισμό, δεν αφορά το σύνολο των
περιπτώσεων, δηλαδή τον πληθυσμό στον οποίο ανήκουν οι περιπτώσεις, αλλά τις
ίδιες τις περιπτώσεις, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την πολλαπλότητα που
υπάρχει στις διάφορες περιπτώσεις, λόγω του γεγονότος ότι οι αλλαγές αυτές είναι
σχεσιακές, παράγονται εντός ενός συγκεκριμένου φασικού χώρου (Byrne 2005a: 105,
107).

Οι μέθοδοι που συμβαδίζουν με τις παραπάνω οπτικές, σύμφωνα με τους Byrne


(2001, 2002a) και Uprichard (2005), είναι σε πρώτο επίπεδο, όλες οι τεχνικές που
βοηθούν τον ερευνητή να περιγράψει και να διερευνήσει τις παρατηρήσεις σε μια
βάση, κατά προτίμηση διαχρονικών, δεδομένων όπως η ανάλυση συστάδων (cluster
analysis), η κατεξοχήν μέθοδος του πολύπλοκου ρεαλισμού (Byrne 2009: 104), η
ανάλυση αντιστοιχιών (correspondence analysis), o πίνακας διπλής εισόδου (cross-
tabulation tables), κ.ά. Για την μελέτη αιτιότητας, η προτεινόμενη μέθοδος κατά τους
συγγραφείς, είναι η ποιοτική συγκριτική ανάλυση (qualitative comparative analysis),
η οποία βασίζεται στους κανόνες της άλγεβρας Μπουλ (Boolean algebra) και
θεωρείται κατάλληλη για την ανίχνευση αλληλεπίδρασης παραγόντων, διότι λαμβάνει
υπόψη τις διατομεακές σχέσεις των μεταβλητών που συγκροτούν τις περιπτώσεις και
όχι την… «ανεξάρτητη» επίδρασή τους.

Ο συνδυασμός των παραπάνω μεθόδων, σε διαχρονικά δεδομένα, προτείνεται για την


έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς από τους Byrne & Uprichard (2007), με
λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο μπορούν να συνδυαστούν. Σε αυτό το
σημείο, χρήσιμο θεωρείται να τονιστεί η έρευνα των Morenoff & Tienda (1997), η
οποία βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση με αυτή των Byrne & Uprichard (2007).

Με την χρήση της ανάλυσης συστάδων και του πινάκα διπλής εισόδου, οι συγγραφείς
μελέτησαν τις αλλαγές που συνέβησαν στην κοινωνική ιεραρχία 825 γειτονιών στην
πόλη του Σικάγο, τις χρονιές 1970, 1980 και 1990. Χρησιμοποίησαν 10 αριθμητικές
μεταβλητές που αφορούσαν κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά των
περιοχών, υποστηρίζοντας έτσι τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της χωρικής
αποστέρησης, ασκώντας παράλληλα κριτική στις έρευνες που βασίζονται σε ένα

189
δείκτη, όπως το ποσοστό φτώχειας. Μέσω της κατασκευής συστάδων στις τρεις
διαφορετικές χρονικές στιγμές και με την βοήθεια της ανάλυσης του πίνακα διπλης
εισόδου, οι συγγραφείς ανάδειξαν την αύξηση της χωρικής πόλωσης στην πόλη, τις
αλλαγές στην ιεραρχία των γειτονιών καθώς και τον ρόλο της μετανάστευσης από
ισπανόφωνες χώρες της Λατινικής Αμερικής, τόσο στο επίπεδο της χωρικής πόλωσης
στο σύνολο της πόλης όσο και στο επίπεδο της ιεραρχίας των γειτονιών.

Όσον αφορά την ποιοτική βιβλιογραφία, παρά το γεγονός ότι η εθνογραφία είναι η
κατεξοχήν μέθοδος διεξοδικής μελέτης περιπτώσεων (Ó Riain 2009: 293), εντούτοις
υπάρχουν σημεία στην βιβλιογραφία που χρήζουν προσοχής.

Η Pinkster (2009: 124), ισχυρίζεται ότι το ζήτημα της χωρικής ταξινόμησης, δεν
αποτελεί πρόβλημα για τις ποιοτικές έρευνες, λόγω του ότι στοχεύουν άμεσα στον
εντοπισμό μηχανισμών επίδρασης της γειτονιάς. Όμως σύμφωνα με τους Blokland
(2008) και Kintrea, Bannister & Pickering (2010), οι μηχανισμοί χωρικής ταξινόμης
και συγκρότησης χωρικής ιεραρχίας, επιδρούν στην συγκρότηση του
«υποκειμενικού», νοητού «χάρτη» της χωρικής ιεραρχίας, τόσο των κάτοικων της
γειτονιάς που επιλέχθηκε για έρευνα όσο και αυτών που κατοικούν εκτός αυτής, και
συνεπώς στην θέση της γειτονιάς σε αυτόν, δηλαδή της ταυτότητάς της. Όπως
ειπώθηκε παραπάνω, η ταυτότητα της γειτονιάς δεν είναι είναι ασύνδετη με τo
ζήτημα της κοινωνικοποίησης του ατόμου (Forrest & Kearns 2001: 2134).

Στην εθνογραφική έρευνα του Anderson (1999), παρατηρεί κανείς την χρήση
κανονιστικών- ηθικών διακρίσεων στην κατηγοριοποίηση των κατοίκων που έδωσαν
συνέντευξη στον συγγραφέα, όπως «αξιοπρεπής»- «αναξιοπρεπής», «νομοταγής»-
«εγκληματίας». Οι αξιολογήσεις, όμως ηθικού χαρακτήρα, δεν αποτελούν εγγύηση
για την εγκυρότητα της κοινωνικής ανάλυσης, συμπεριλαμβανομένου και της
εθνογραφίας, διότι ο στόχος της δεν είναι η δημιουργία συμπάθειας ή εμπάθειας για
τους κοινωνικά αποκλεισμένους, αλλά η ανάδειξη μηχανισμών και νοημάτων που
βρίσκονται πίσω από τις πρακτικές των ατόμων (Wacquant 2002: 1470, Maloutas
2012b: 16). Επιπλέον, η έλλειψη κοινωνικής θεωρίας, οδηγεί ερευνητές όπως ο
Anderson (1999), στο συμπέρασμα ότι το τί συμβαίνει στον μικρόκοσμο της
γειτονιάς, δεν επηρεάζεται από το τί συμβαίνει στον μακρόκοσμο της πόλης και της
χώρας, γεγονός που αντανακλάται στον σχεδιασμό της έρευνας του συγγραφέα
(Wacquant 2002: 1524).

190
Ένα άλλο θέμα που προκύπτει κατά την ανάγνωση των ποιοτικών ερευνών, είναι η
εμμονή ορισμένων ερευνητών στην αντίληψη ότι οι αναπαραστάσεις των ατόμων για
την γειτονιά τους ή για τους γείτονές τους, ως «προβληματική» και «προβληματικές»
αντίστοιχα, βρίσκεται εξολοκλήρου στις πεποιθήσεις των ατόμων (Gilfillan 2009:
252). Ορθά τονίζει ο Bauder (2002: 87, 2001c: 605), ότι οι έννοιες που
προσδιορίζουν ποιές συμπεριφορές είναι παθολογικές και ποιες γειτονιές είναι
κοινωνικά αποδιοργανωμένες, αποτελούν πολιτισμικές κατασκευές που παράγονται
από τον καθημερινό λόγο, τόσο στην δημόσια σφαίρα όσο και εντός των
πανεπιστημίων.

Όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι σε αυτήν την κατασκευή, η πραγματικότητα,


δεν είναι απαθής αλλά συμμετέχει ενεργά (Byrne 2009: 5). Με άλλα λόγια, το εύρος
των πιθανών «κατασκευών», αντικειμένων και υποκειμένων, δεν είναι άπειρο, αλλά
αντίθετα εξαρτάται από τις (κοινωνικές) ιδιότητες των πραγμάτων και υποκειμένων
που τίθενται υπό «κατασκευή» (Sayer 2004b: 103, Sayer 1993: 328). Για παράδειγμα,
ο λόγος που έχει αναπτυχθεί η βιβλιογραφία της επίδρασης του χώρου στον
κοινωνικό αποκλεισμό, είναι ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι μια εξ ορισμού
αρνητική (με κανονιστικούς όρους) κατάσταση, όσον αφορά την ευημερία του
ατόμου (Young 2013). Όπως υπενθυμίζουν oι Davydova & Sharrock (2003), παρά το
γεγονός ότι τα δεδομένα μιας έρευνας και οι κανονιστικές αξίες του ερευνητή για το
αντικείμενο της έρευνας, συγκροτούν δύο διακριτές σφαίρες, εντούτοις, δεν είναι
πλήρως ανεξάρτητες.

Αυτή η αντίληψη, σε συνδυασμό με μια τάση «ρομαντικής ερμηνευτικής», κατά την


οποία το λογοτεχνικό ύφος γραφής, σε συνδυασμό με μια συμπάθεια προς τον φτωχό,
αποτελεί το μέσο παραγωγής της κατανόησης του κόσμου, έχει ως αποτέλεσμα,
ορισμένοι εθνογράφοι να εξάγουν συμπεράσματα που δεν αντικατοπτρίζονται στα
βιώματα των ανθρώπων, με τους οποίους ήρθαν σε επαφή (Gilfillan 2009: 254). Στις
έρευνες της Pinkster (2009, 2014b), είναι ορατή η αντίφαση ανάμεσα στις δηλώσεις
των κατοίκων για την ποιότητα ζωής στην γειτονιά τους και στις δηλώσεις της
συγγραφέα. Ενώ οι κάτοικοι στην περιοχή που έγινε η έρευνα, αναφέρουν την
διακίνηση ναρκωτικών και την καθημερινή βία, ως δύο βασικούς παράγοντες που
τους ωθούν τόσο στην επιθυμία εγκατάλειψης της περιοχής όσο και στον φόβο για
τυχόν αρνητική επιρροή αυτών των φαινομένων στα παιδιά τους, η συγγραφέας

191
τονίζει, με λογοτεχνικό ύφος, ότι το να κατοικεί κανείς στην συγκεκριμένη γειτονιά
δεν είναι τόσο αρνητικό, όσο νομίζει ο «μέσος» κάτοικος της πόλης.

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι τα άτομα με τα οποία ήρθε σε


επαφή, έχουν αναπτύξει ισχυρές σχέσεις αλληλοβοηθείας με φίλους και συγγενείς
που κατοικούν στην γειτονιά, οι οποίοι συγκροτούν τον κύριο όγκο των κοινωνικών
τους δικτύων. Κατά συνέπεια, η συγγραφέας θεωρεί ότι οι άνθρωποι με τους οποίους
συνομίλησε, δεν είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι, καθότι διαθέτουν ισχυρά δίκτυα
προστασίας. Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων
με τους οποίους ήρθε σε επαφή, είναι μετανάστες και μετανάστριες που δηλώνουν
είτε άνεργοι (-ες) είτε υποαπασχολούμενοι (-ες) που αντιμετωπίζουν οικονομικές
δυσκολίες, ενώ τα κοινωνικά τους δίκτυα συγκροτούνται, με βάση τις αφηγήσεις των
ατόμων, κυρίως από άτομα που βρίσκονται σε παρόμοια κοινωνική κατάσταση.

Αυτές οι αντιφάσεις, σχετίζονται με το οντολογικό «βάθος» της έρευνας. Οι Glynos


& Howarth (2007: 108) διακρίνουν γενικά, δύο τύπους ποιοτικής έρευνας, την οντική
και οντολογική. Η οντική έρευνα, εστιάζει σε αντικείμενα και οντότητες, τις οποίες
θεωρεί ότι έχουν συγκεκριμένο χαρακτήρα, ενώ η οντολογική έρευνα αφορά και
όλες εκείνες τις εννοιολογικές προϋποθέσεις των αντικειμένων αυτών, καθώς και της
ίδιας της έρευνάς τους.

Με βάση την παραπάνω διάκριση, η έρευνα που θεωρεί δεδομένο το νόημα των
κοινωνικών δικτύων ενός ατόμου, ως μια «θετική» ιδιότητα που βοηθά τα άτομα να
ανταπεξέλθουν τις καθημερινές δυσκολίες καθώς επίσης και το νόημα της γειτονιάς,
ως ο χώρος εκείνος που περιέχει και προσδιορίζεται γεωγραφικά από αυτά τα δίκτυα
(Pinkster 2009: 128), διεξάγει μια οντική έρευνα. Αντίθετα, όταν η έρευνα
περιλαμβάνει και ερωτήματα όπως «τί είναι το κοινωνικό κεφάλαιο;», «είναι άραγε
πάντα μια θετική έννοια;», «ποια είναι η σχέση μεταξύ κοινωνικού κεφαλαίου και
κοινωνικού αποκλεισμού/ αποστέρησης», «τί προσδιορίζει την ποιότητα ζωής σε μια
γειτονιά;», κ.ά., τότε αποκτά οντολογική διάσταση, διότι η έρευνα δεν στοχεύει μόνο
σε ερευνητικά αντικείμενα, αλλά και στα ερωτήματα που αφορούν τόσο τα
αντικείμενα αυτά, όσο και την ίδια την έρευνα (Glynos & Howarth 2007: 109).

Ο Gilfillan (2009) υπενθυμίζει ότι η εθνογραφική έρευνα, εκτός από την χρήση
θεωρίας, απαιτεί από τον/ την εθνογράφο να είναι απαλλαγμένος/ -η από την ανάγκη

192
διατύπωσης ηθικολογικών απόψεων με ιδεολογικό χαρακτήρα και να αφουγκράζεται
τις αφηγήσεις των ανθρώπων που του παρέχουν τις συνεντεύξεις. Μόνο με αυτόν τον
τρόπο, αποφεύγεται η παγίδα της «ακαδημαϊκής πλάνης», κατά την οποία ο/ η
ερευνητής/-τρια προβάλλει στα υποκείμενα που συγκροτούν την έρευνάς του/ της,
την ακαδημαϊκού τύπου «θεωρητική» σχέση που έχει με το αντικείμενο έρευνας, ενώ
αυτά τα υποκείμενα, διατηρούν μια πρακτική σχέση με αυτό το αντικείμενο, μια
σχέση που συγκροτείται πρωτίστως μέσα από σωματικές δραστηριότητες (Bourdieu
1981: 305, Sayer 2011: 14-15).

Στην περίπτωση μελέτης της επίδρασης της γειτονιάς και της αστικής φτώχειας, το
αντικείμενο έρευνας είναι ο χώρος της γειτονιάς ως βιωματικός χώρος, δηλαδή ως
χώρος καθημερινών πρακτικών και εμπειριών και όχι ως ένας… γεωμετρικός χώρος
ενός χάρτη, απαλλαγμένου από δράσεις και σωματικές παρουσίες (Malpas 1999: 59).
Όπως εύστοχα επισήμανε ο Taylor (1995:12):

«Μπορούμε να χαράξουμε μια χοντρή γραμμή μεταξύ της εικόνας που έχω
για ένα αντικείμενο και του αντικειμένου αυτού, αλλά όχι μεταξύ της
πρακτικής ενασχόλησής μου με το αντικείμενο και αυτό το αντικείμενο
[διότι οι] δράσεις που σχετίζονται [με το αντικείμενο] (…) δεν μπορούν να
γίνουν χωρίς το αντικείμενο, περιλαμβάνουν το αντικείμενο».

Οι αφηγήσεις των ανθρώπων κατά την διάρκεια μιας συνέντευξης, βοηθούν τον
ερευνητή να κατανοήσει τις διαθέσεις τους ακόμα και όταν οι άνθρωποι αυτοί δεν
έχουν θεωρητική γνώση των γεγονότων στα οποία αναφέρονται, ενώ οι
προκαταλήψεις και οι λανθασμένες πεποιθήσεις που πιθανώς έχουν, δεν είναι πάντοτε
δύσκολα εντοπίσιμες (Hammersley & Gomm, 2004: 96–7). Εξάλλου, λόγω ότι οι
πεποιθήσεις είναι μέρος της (πολύπλοκης) αιτίας που βρίσκεται πίσω από τις
ανθρώπινες πρακτικές, ο/ η εθνογράφος οφείλει να προσπαθήσει να κατανοήσει τον
κόσμο στον οποίο βρίσκεται το άτομο με το οποίο συνομιλεί, ουτοσώστε να
προσεγγίσει την δομή από την οποία πηγάζει η λανθασμένη (ή ορθή) πεποίθηση του
ατόμου αυτού (Bhaskar 2005: 89, 101). Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει ο/ η
εθνογράφος να έχει κατά νου ότι θα μπορούσε κάλλιστα, να ήταν στην θέση του
ατόμου με το οποίο συνομιλεί, υπό διαφορετικές συνθήκες (Bhaskar 2007: 201).

193
Ένα κοινό χαρακτηριστικό των εθνογραφικών ερευνών είναι ότι βασίζονται σε
περιοχές που προσεγγίζουν τον ιδεατό τύπο της φτωχής γειτονιάς, δηλαδή περιοχές
που βρίσκονται παραδοσιακά στο κατώτερο άκρο της χωρικής ιεραρχίας εντός των
πόλεων που ανήκουν. Ο Small (2009a: 17-18), τόνισε ότι θα είχε ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, εάν διεξαγόταν μια εθνογραφική έρευνα σε μια μη «ιδεατή» φτωχή
γειτονιά, σε μια περιοχή που συγκεντρώνει μοναδικά χαρακτηριστικά με βάση την
αμερικάνικη και ευρωπαϊκή βιβλιογραφία.

Τέλος, εντύπωση προκαλεί η έλλειψη «μικτών» προσεγγίσεων στην βιβλιογραφία


κατά την οποία ο ερευνητής συνδυάζει ποσοτικές και ποιοτικές μεθόδους (Small
2011). Στην παρούσα διατριβή επιχειρείται μια απόπειρα «μικτής» προσέγγισης.
Συγκεκριμένα τα πορίσματα της ποσοτικής έρευνας για την διαχρονική χωρική
ανισότητα στην Αττική που παρουσιάζονται στο επόμενο κεφάλαιο, χρησίμευσαν ως
οδηγός εντοπισμού περιοχής με μοναδικά χαρακτηριστικά, στην οποία διεξήχθη η
εθνογραφική έρευνα για την επίδραση της γειτονιάς στην φτώχεια και στον κοινωνικό
αποκλεισμό.

Κεφάλαιο 3: Κοινωνικές και χωρικές αλλαγές στην μητροπολιτική περιοχή της


Αθήνας

3.1 Εξελίξεις και χαρακτηριστικά μιας νοτιοευρωπαϊκής πρωτεύουσας.

Στην παρούσα ενότητα, επιχειρείται μια περιγραφή των χαρακτηριστικών του


κράτους πρόνοιας της χώρας αλλά και των εξελίξεων που συντελέστηκαν τις δύο
τελευταίες δεκαετίες στην πόλη της Αθήνας, Η περιγραφή αυτή κρίνεται απαραίτητη,
για την κατανόηση των ποσοτικών και ποιοτικών αποτελεσμάτων της έρευνας, διότι
ο τύπος του κράτους πρόνοιας, οι αλλαγές που έχουν συμβεί σε αυτό και κατ’
επέκταση στο κοινωνικό πεδίο της πόλης, αποτελούν βασικό παράγοντα
διαμόρφωσης του κοινωνικού αποκλεισμού και της χωρο-κοινωνικής ιεραρχίας εντός
των πόλεων (Andersson 2008).

Οι χώρες της νότιας Ευρώπης, (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία),


παρουσιάζουν ορισμένες κοινές, θεσμικές και πολικές πτυχές, τουλάχιστον κατά την
μεταπολεμική περίοδο, των οποίων τα κύρια γνωρίσματα είναι το ιδιαίτερα
κατακερματισμένο και «συντεχνιακό» σύστημα κοινωνικής προστασίας που

194
επιδεικνύει μια ιδιαίτερη γενναιοδωρία σε ορισμένους επαγγελματικούς κλάδους
καθώς και σε τομείς όπως η σύνταξη ορισμένων κλάδων, έναν χαμηλό βαθμό
διείσδυσης της κρατικής πολιτικής στο πεδίο της ευημερίας του ατόμου καθώς και ο
πελατειακός χαρακτήρας του κράτους που λειτουργεί ως μηχανισμός εκλεκτικής
διανομής πόρων, με αντάλλαγμα την υποστήριξη πολιτικών κομμάτων (Ferrera
1996).

Στις χώρες της νότιας Ευρώπης, οι διαδρομές ζωής των ατόμων, εξαρτώνται σε
μεγάλο βαθμό από τους πόρους που διαθέτει η οικογένεια τους (οικονομικό,
πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο). Η εύρεση εργασίας, η ποιότητά της, αλλά και η
γενικότερη ευημερία και υλική υποστήριξη του ατόμου, επαφίεται στην οικογένεια,
λόγω του μεγάλου βαθμού απουσίας τους κράτους σε αυτούς τους τομείς (Mayer
2004: 177-178).

Επιπλέον, ένα βασικό γνώρισμα των νοτιο-ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι το μεγάλο


ποσοστό ιδιοκατοίκησης, σε σχέση με τις κοινωνίες της βόρειας Ευρώπης, γεγονός
που συνδέεται ιστορικά με τους ταχείς ρυθμούς αστικοποίησης αυτών των χωρών
μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ελλιπή ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας
που χαρακτήριζε τις φορντικές κοινωνίες του Βορρά. Στις κοινωνίες του Νότου, ο
βασικός μηχανισμός κοινωνικής ένταξης στις πόλεις, δεν υπήρξε η μισθωτή εργασία,
αλλά η (συνήθως αυτό-κατασκευαζόμενη) ιδιόκτητη κατοικία, γεγονός που οδήγησε
σε μια ανάπτυξη της κουλτούρας της ιδιοκατοίκησης (Allen et al. 2004: 20, 59-61).
Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η ιδιαίτερα αναπτυγμένη
πολυαπασχόληση, όπου συνήθως συνέδεε τον τυπικό με τον άτυπο τομέας της αγοράς
εργασίας, ο οποίος λειτουργούσε ενισχυτικά στο οικογενειακό εισόδημα και κατ’
επέκταση στην δυνατότητα απόκτησης κατοικίας (Allen 2006).

Η ιστορική ανάπτυξη της ιδιοκατοίκησης στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου,


επηρέασε και την μορφή της εισοδηματικής διαστρωμάτωσης των πόλεων σε σχέση
με το καθεστώς ενοίκησης. Στις πόλεις του Νότου, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα,
παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης, από ότι τα αντίστοιχα στρώματα
στις πόλεις του Βορρά, γεγονός που αντανακλάται στην κοινωνική οικολογία των
πόλεων, αφού συνήθως στην δυτική περιφέρεια των πόλεων του νότου συναντώνται
οι παραδοσιακές γειτονιές των λαϊκών στρωμάτων όπου κυριαρχεί η ιδιοκατοίκηση
(Arbaci 2008: 598-599). Το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης των χαμηλών

195
στρωμάτων των νοτιο-ευρωπαϊκών κοινωνιών, οφείλεται και κατά ένα μέρος και σε
προκαπιταλιστικές, οικογενειακές πρακτικές που έχουν διατηρηθεί όπως η προίκα, η
μεταβίβαση κατοικίας από την οικογένεια στο παιδί, γεγονός που δεν παρατηρείται
στον ίδιο βαθμό στην Βόρεια Ευρώπη (Αλεξίου 2008: 203).

Οι πόλεις του ευρωπαϊκού νότου, παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά στεγαστικού


κοινωνικού διαχωρισμού, από ότι οι βορειο-ευρωπαϊκές χώρες, λόγω του γεγονότος
ότι μεταπολεμικά, η παραγωγή κατοικίας συντελέστηκε σε μικρή χωρική κλίμακα
(συνήθως εντός των ορίων ενός οικοδομικού τετραγώνου) από μικρές ή μεσαίες
επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της κατασκευής, Με αυτόν τον
τρόπο, δεν δημιουργήθηκαν κοινωνικά ομοιογενείς περιοχές, όπως στις περιπτώσεις
των βόρειων κοινωνιών και ιδιαίτερα των φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών
κρατών, όπου η παραγωγή κατοικίας ήταν αποτέλεσμα μεγάλων εταιριών που η
δραστηριότητά τους, κάλυπτε μεγαλύτερης κλίμακας χωρικό εύρος,
κατασκευάζοντας περισσότερο κοινωνικά ομοιογενείς περιοχές (Arbaci 2007: 422).

Επιπρόσθετα, στις αστικές κοινωνίες της Νότιας Ευρώπης, η πολυκατοικία, αποτελεί


κυρίαρχη μορφή κατοικίας, σε αντιδιαστολή με τις βορειο-ευρωπαϊκές χώρες, ενώ
ταυτόχρονα αρκετά διαμερίσματα των πολυκατοικιών αυτών, βρίσκονται υπό
καθεστώς ιδιοκτησίας και όχι υπό καθεστώς ενοικίασης όπως συμβαίνει στις βόρειες
πόλεις (Hoekstra 2005). Το γεγονός αυτό, σχετίζεται με την περιορισμένη ανάπτυξη
της δημόσιας κατοικίας στην Ν. Ευρώπη (Castles & Ferrera 1996: 173), η οποία κατά
κανόνα προσφέρεται για ιδιοκατοίκηση συνήθως σε γηγενείς, σε αντίθεση με τις
βορειο- ευρωπαϊκές πόλεις όπου μεγάλο ποσοστό των ενοικιαστών των
διαμερισμάτων των κατοικιών αυτών είναι άτομα μεταναστευτικής καταγωγής
(Musterd 2007: 313).

Συγκεκριμένα, για την περίπτωση της Αθήνας, παρατηρούμε τις παρακάτω


κοινωνικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα τον 20ο αιώνα (Μαλούτας 1992: 75-78):

1. Την σχετικά περιορισμένη κοινωνική πόλωση λόγω ταξικής


διαστρωμάτωσης της ελληνικής κοινωνίας. Στην ελληνική κοινωνία,
υπήρξε έντονη διόγκωση της μεσαίας τάξης λόγω του χαμηλού βαθμού της
μισθωτής εργασίας και αντίστοιχα των υψηλών ποσοστών των
αυτοαπασχολούμενων, των μικροεργοδοτών και των δημοσίων υπαλλήλων.

196
Στην διόγκωση της μεσαίας τάξης, συνέβαλλε και ο ρόλος του πελατειακού
κράτους, παρεμβαίνοντας στους μηχανισμούς της αγοράς εργασίας ως φορέας
«επιλεκτικής» διανομής επαγγελματικών θέσεων που εξασφάλιζαν μια θέση
στην μεσαία τάξη (Esping-Andersen 1990: 39, Maloutas 2007b: 456).

2. Την ιδιαίτερη χωρική «οργάνωση» και μικρή κλίμακα της βιομηχανίας-


βιοτεχνίας στον αθηναϊκό ιστό. Οι μικρές βιομηχανικές- βιοτεχνικές
μονάδες, που αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα των εν λόγω κλάδων,
διαχύθηκαν στον αστικό ιστό της Αθήνας και ιδιαίτερα σε περιοχές όπου
υπήρχαν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Η διάχυση αυτή σε συνδυασμό με
την μικτή χρήση γης, δηλαδή με την χωρική ανάμειξη κατοικίας- επιχείρησης
εντός του ίδιου πολεοδομικού τετραγώνου, την οποία αναπαρήγαγε ο
πολεοδομικός σχεδιασμός (Tsoulouvis 1996: 721-722), δημιούργησε
συνθήκες αποτροπής στεγαστικού διαχωρισμού με βάση το δίπολο
εργαζόμενος– εργοδότης.

3. Την μεγάλη ανάπτυξη της ιδιοκατοίκησης, ειδικά των λαϊκών


στρωμάτων. Η ανάπτυξη της ιδιοκατοίκησης, οφείλεται, όπως και στην
υπόλοιπη Nότια Ευρώπη, τόσο στις άτυπες οικογενειακές πρακτικές
(αυτοστέγαση) οι οποίες ελάμβαναν χώρα κυρίως στην δυτική περιφέρεια της
πόλης, όπου συγκροτήθηκαν οι παραδοσιακές κοινότητες της εργατικής τάξης
όσο και στο σύστημα της αντιπαροχής κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970,
το όποιο είχε αντίκτυπο στην δόμηση των κεντρικών περιοχών της Αθήνας
όπως τα Πατήσια και η Κυψέλη, διότι ένα μεγάλο τμήμα των πολυκατοικιών
των περιοχών αυτών, χτίστηκε μέσω του συστήματος της αντιπαροχής
(Leontidou 1990: 143, Maloutas, Arapoglou, Kandylis & Sayas 2012: 275).
Επίσης, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ιδιοκατοίκησης διαδραμάτισαν
και τα κίνητρα που παρείχε το κράτος σε επαγγελματικές κατηγορίες όπως οι
δημόσιοι υπάλληλοι, που περιλάμβαναν, εντός των άλλων, την απόκτηση
κατοικίας (Guillén & Matsaganis 2000: 122). Αξιοσημείωτo αποτελεί το
γεγονός της απουσία μεγάλων συγκροτημάτων δημόσιας κατοικίας για την
πόλη της Αθήνας, ενώ το σύνολο της δημόσιας κατοικίας παρέχεται προς
ιδιοκατοίκηση (Maloutas, Arapoglou, Kandylis & Sayas 2012: 259).

197
4. Τον ιδιαίτερο ρόλο των άτυπων/ ανεπίσημων διαδικασίες και πρακτικών
στον χώρο της οικονομίας και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Όπως και
στις υπόλοιπες νοτιοευρωπαϊκές κοινωνίες, η κοινωνικά διάχυτη, άτυπη
οικονομία στον αθηναϊκό ιστό, είχε ως αποτέλεσμα την άμβλυνση της
κοινωνικής ανισότητας (Maloutas 1993: 226), ενώ βασιζότανε στα δίκτυα του
νοικοκυριού καθώς και στην ιδιοκτησία γης ή κάποιας μικρής επιχείρησης,
που αποτελούν τους βασικούς άξονες ανάπτυξης της πολυαπασχόλησης
(Tsoulouvis 1996: 723).

5. Την κυριαρχία του μεσοστρωματικού πολιτισμικού πρότυπου κοινωνικής


αναπαραγωγής και ο περιορισμένος διαχωρισμός της πολιτισμικής έκφρασης
ανάμεσα στα χειρωνακτικά και πνευματικά επαγγέλματα, λόγω της αυξημένης
μεταπολεμικής κοινωνικής κινητικότητας, κατά την οποία τα παιδιά των
χειρωνακτών εργατών, πετύχαιναν να εισαχθούν στον χώρο της πνευματικής
εργασίας. Στην ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα από την δεκαετία του 1960 και
μετέπειτα, η εκπαίδευση αποτέλεσε τον βασικό μοχλό ανοδικής κοινωνικής
κινητικότητας με ένα ολοένα αυξανόμενο αριθμό ατόμων από οικογένειες που
ανήκουν στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, να εισέρχονται στα ανώτερα
εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Εντούτοις, ο ταξικός χαρακτήρας της
εισαγωγής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν έχει εξαλειφθεί, αφού κατά
κανόνα, όσοι αποκλείονται από αυτήν, ανήκουν κατά πλειοψηφία σε
νοικοκυριά που βρίσκονται στα λιγότερο μορφωμένα και λιγότερο εύπορα
κοινωνικά στρώματα (Κασιμάτη 2001: 309-314, Mestheneos & Ioannidi-
Kapolou 2002: 182)

Όσον αφορά τον στεγαστικό διαχωρισμό, ο ισχυρός ρόλος του κεντρικού κράτους
στην διανομή και ρύθμιση δημόσιων αγαθών όπως η παιδεία και η υγεία, είχε ως
αποτέλεσμα την ομοιογενή τους λειτουργία εντός των γειτονιών της πόλης και την
αποτροπή του χωρικού διαχωρισμού της ποιότητας παροχής των αγαθών αυτών,
γεγονός που συνέτεινε στον μειωμένο στεγαστικό διαχωρισμό, αφού κατά κανόνα οι
τοπικές διαφοροποιήσεις παροχής δημοσιών αγαθών, αποτελούν βασικό μηχανισμό
χωρικής ταξινόμησης των νοικοκυριών με ταξικούς όρους στην Β. Ευρώπη και
Αμερική (Εμμανουήλ 2007). Επίσης, δεν θα πρέπει να παραληφθεί και το γεγονός ότι
στην δυτική εργατική περιφέρεια της πόλης, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της χωρικά

198
εγκλωβισμένης ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας τόσο ενδογενεακά όσο και
κυρίως διαγενεακά (Maloutas 2004), ενώ στις κεντρικές περιοχές που αναπτύχθηκαν
με το σύστημα της αντιπαροχής, παρατηρήθηκε το φαινόμενο του κάθετου
κοινωνικού διαχωρισμού όπου στους χαμηλούς ορόφους της πολυκατοικίας
κατοικούσαν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και στους υψηλούς ορόφους, τα
ανώτερα και μεσαία (Maloutas & Karadimitriou 2001). Τα παραπάνω φαινόμενα,
συντέλεσαν στην δημιουργία ενός κοινωνικά μικτού αστικού χώρου, παρά την
ανάπτυξη του άξονα ανατολικά-δυτικά προάστια, με τα πρώτα να χαρακτηρίζονται
από εντονότερη παρουσία των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων σε σχέση με τον
μέσο όρο της πόλης, ενώ στα δεύτερα παρατηρείται, αντίθετα, εντονότερη παρουσία
χαμηλών και μεσαίων-χαμηλών στρωμάτων (Maloutas 2004: 199).

Παρά το γεγονός ότι ο αθηναϊκός ιστός δεν παρουσίαζε φαινόμενα έντονου


κοινωνικού διαχωρισμού και κοινωνικής πόλωσης, εντούτοις δεν ήταν πλήρως
απαλλαγμένος από φαινόμενα φτώχειας και αποστέρησης, αφού λόγω του ιδιαίτερου
τρόπου κοινωνικής συγκρότησης, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ελλάδα γενικότερα,
δημιουργήθηκαν κοινωνικές διαιρέσεις ανάμεσα σε διάφορους τομείς εργασίας
(Kanellopoulos 1997). Ταυτόχρονα, η παραδοσιακά ελλιπής κοινωνική πολιτική για
την αντιμετώπιση της ανεργίας, έχει ως αποτέλεσμα η επίλυσή της, να παραμένει
αυστηρά μια «οικογενειακή» υπόθεση (Matsaganis 2011), ενώ δεν πρέπει να
διαφεύγει της προσοχής ότι το πελατειακό κράτος, εκτός από παράγοντα κοινωνικής
ανέλιξης, αποτελεί και παράγοντα φτώχειας για όσους δεν έχουν το απαραίτητο
κοινωνικό κεφάλαιο που ευνοεί την πρόσβαση στους μηχανισμούς του (Maloutas &
Pantelidou- Malouta 2004: 451, Tsoulouvis 1996: 726).

Η ιδιαίτερη συνοχή του ελληνικού κοινωνικού ιστού, άρχισε να παρουσιάζει σημάδια


κρίσης κατά την δεκαετία του 1990. Οι μακροοικονομικές αλλαγές που συνέβησαν
την δεκαετία αυτή, είχαν αρνητικό αντίκτυπο στο οικογενειακό εισόδημα ενώ οι
παραδοσιακά ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί που χαρακτήριζαν την ελληνική
κοινωνία, άρχισαν πλέον να δείχνουν αποδυναμωμένοι. Επίσης, σημαντικός
παράγοντας αναδόμησης του κοινωνικού και πολεοδομικού ιστού της Αθήνας,
υπήρξε και η είσοδος μεταναστών από αναπτυσσόμενες χώρες που ξεκινάει αυτήν
την περίοδο (Vrychea & Golemis 2000:157-158). Ο παρακάτω χάρτης αποτυπώνει

199
την χωρική κατανομή των μεταναστών το 2001 στην μητροπολιτική περιφέρεια, ως
ποσοστό του πραγματικού πληθυσμού στους απογραφικούς τομείς της περιφέρειας.

Χάρτης 3.1.1: Η χωρική κατανομή των μεταναστών στην μητροπολιτική περιφέρεια


της Αθήνας το 2001

Πηγή: Kandylis 2015: 823

Η διακύμανση του γκρίζου χρώματος αντιστοιχεί στην διακύμανση του ποσοστού


των μεταναστών. Όσο πιο σκούρο είναι το χρώμα, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό
των μεταναστών στον απογραφικό τομέα. Διακρίνεται καθαρά ότι στις κεντρικές
περιοχές της Αθήνας, παρατηρούνται υψηλά ποσοστά μεταναστών με βάση τα
στοιχεία του 2001. Η πλειοψηφία των μεταναστών κατάγεται από την Αλβανία με
ποσοστό 63,9 % επί του πληθυσμού των μεταναστών στην περιφέρεια Αττικής
(Κανδύλης, Αράπογλου & Μαλούτας 2007: 39), οι οποίοι παρουσιάζουν μια
μεγαλύτερη διάχυση στον αστικό χώρο από ότι άλλες εθνοτικές ομάδες όπως οι
μετανάστες από την Αφρική που συγκεντρώνονται κυρίως στις κεντρικές περιοχές
της Αθήνας (Kandylis, Maloutas & Sayas 2012: 270). Οι παρακάτω χάρτες
αποτυπώνουν τις διαφορές στην χωρική κατανομή ανάμεσα στους μετανάστες από
την Αλβανία και την Νιγηρία.

200
Χάρτης 3.1.2: Χωρική κατανομή των Αλβανών στην μητροπολιτική περιοχή της
Αθήνας το 2001

Πηγή: ΕΚΚΕ-ΠΑΝΟΡΑΜΑ 2005

Χάρτης 3.1.3: Χωρική κατανομή των Νιγηριανών στην μητροπολιτική περιοχή της
Αθήνας το 2001

Πηγή: ΕΚΚΕ-ΠΑΝΟΡΑΜΑ 2005

201
Οι δύο παραπάνω χάρτες αποτυπώνουν το ποσοστό δύο εθνοτικών ομάδων, των
Αλβανών και των Νιγηριανών, στους απογραφικούς τομείς της μητροπολιτικής
περιφέρειας της Αθήνας το 2001. Όσο περισσότερο σκούρο είναι το χρώμα μπλε,
τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των δύο μεταναστευτικών ομάδων επί του
πραγματικού πληθυσμού το 2001. Οι Αλβανοί, παρουσιάζουν μια τάση διάχυσης
στον αστικό ιστό ενώ οι Νιγηριανοί βρίσκονται συγκεντρωμένοι κυρίως στον
κεντρικό τομέα της Αθήνας και ιδιαίτερα στις περιοχές Πατήσια- Κυψέλη.

Οι μετανάστες από αναπτυσσόμενες χώρες, βρήκαν ευκαιρίες απασχόλησης στον


κατώτερο πόλο της επαγγελματικής ιεραρχίας και συγκεκριμένα στις ανειδίκευτες
θέσεις εργασίας, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο την κοινωνική πόλωση αλλά όχι τον
κοινωνικό διαχωρισμό, λόγω του ότι εγκαταστάθηκαν κυρίως στις περιοχές του
κέντρου, στις πολυκατοικίες της αντιπαροχής, όπου κυριαρχεί ο κάθετος διαχωρισμός
με τους μετανάστες που καταλαμβάνουν τις χαμηλότερες επαγγελματικές θέσεις, να
κατοικούν στους χαμηλούς ορόφους των πολυκατοικιών (ή ακόμα και στα υπόγεια)
ως, επί το πλείστον, ενοικιαστές, ενώ αντίθετα στους υψηλότερους ορόφους,
βρίσκονται κυρίως γηγενείς της μεσαίας τάξης (Maloutas 2007a). Με άλλα λόγια,
τόσο λόγω της ιδιαίτερης μορφής του κράτους πρόνοιας της Ελλάδας, όσο και λόγω
του ιδιαίτερου ιστορικά, τρόπου οργάνωσης της κοινωνικο-χωρικής δομής της πόλης
της Αθήνας, με φαινόμενα όπως ο κάθετος στεγαστικός διαχωρισμός, η πόλη της
Αθήνας δεν αποτελεί «τυπική» περίπτωση του καθεστώτος της προηγμένης αστικής
περιθωριοποίησης (Maloutas 2009: 831-832)

Σε αντίθεση με την αμερικάνικη εμπειρία, οι γειτονιές των μεταναστών όπως τα


Πατήσια και η Κυψέλη, δεν αποτελούνται από μία εθνοτική ομάδα, αλλά αντίθετα
παρατηρεί κανείς ένα μωσαϊκό εθνοτήτων όπου μετανάστες από χώρες των
Βαλκανίων, της Αφρικής αλλά και άλλων γεωγραφικών περιοχών να κατοικούν μαζί
με Έλληνες. Επίσης, η εγκατάστασή τους στον αθηναϊκό ιστό, δεν ακολούθησε το
παράδειγμα της Β. Ευρώπης, όπου οι μετανάστες εγκαθίστανται σε περιοχές με
δημόσια κατοικία, αλλά αντίθετα, κάλυψαν το κενό που δημιουργήθηκε με την
αποχώρηση των γηγενών από τις κεντρικές περιοχές ήδη από την δεκαετία του 1970,
η οποία έγινε παράλληλα με την ανάπτυξη των ανατολικών προαστίων. Παρόλα
αυτά, η μετανάστευση αναπαρήγαγε την διαδικασία του «φιλτραρίσματος», η οποία
είχε ήδη ξεκινήσει από την δεκαετία του 1970 στις κεντρικές περιοχές της

202
αντιπαροχής (Maloutas 2004: 200-201), γεγονός που όπως αναφέρθηκε στην
προηγούμενη ενότητα, παρατηρείται και σε χώρες της Β. Ευρώπης και συγκεκριμένα
σε περιοχές των πόλεων όπου κυριαρχεί η ενοικίαση κατοικίας, δημόσιας ή μη.

Επιπλέον, χρειάζεται να έχουμε κατά νου ότι η κοινωνική μίξη που παρατηρείται στις
κεντρικές περιοχές της Αθήνας, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι θα διατηρηθεί στον
ίδιο βαθμό και στο μέλλον ούτε θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως είναι μια «θετική»
κατάσταση, διότι δίπλα στην μεσαία τάξη, συγκροτείται μια τάξη ατόμων που
βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό και συνθήκες αποστέρησης, η οποία, ως επί το
πλείστον, αποτελείται από μετανάστες (Maloutas & Arapoglou 2011, Kandylis 2015).

Η είσοδος μεταναστών στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας, δεν είχε αντίκτυπο μόνο
στην κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών αυτών, οι οποίες κατά τις δεκαετίες του
1960 και 1970 ήταν περιοχές της μεσαίας τάξης, αλλά και στις δημόσιες υπηρεσίες
τους όπως το σχολείο. Στα σχολεία των περιοχών αυτών, παρατηρείται πλέον ένας
σημαντικός αριθμός μεταναστών δεύτερης γενιάς, στους οποίους παρατηρούνται
προβλήματα όσον αφορά την ένταξή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, που έχουν ως
αντίκτυπο την μείωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε αυτά τα
σχολεία (Maloutas 2007c: 57). Επιπλέον, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι
η σχολική διαρροή μαθητών από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι δυσανάλογα
μεγαλύτερη για τα παιδιά των μεταναστών σε σχέση με τα παιδιά των γηγενών, με
βάση την συμμετοχή τους στον μαθητικό πληθυσμό, ενώ αυτή η δυσαναλογία,
παραμένει ακόμα και όταν λαμβάνεται υπόψη το εκπαιδευτικό επίπεδο του αρχηγού
του νοικοκυριού. Στις οικογένειες των μεταναστών όπου ο αρχηγός είναι απόφοιτος
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρατηρείται σημαντικά υψηλότερο ποσοστό
εγκατάλειψης του σχολείου από τα παιδιά σε σχέση με τις αντίστοιχες οικογένειες
γηγενών (Maloutas 2007c: 59).

Η παραπάνω εικόνα γίνεται πιο ζοφερή, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της ελληνικής
κρίσης που ξεκίνησε το 2009, αναμένονται να είναι ιδιαίτερα οδυνηρές όσον αφορά
την κοινωνική αναπαραγωγή μεταναστών και γηγενών που βρίσκονται στα κατώτερα
στρώματα. H δεύτερη γενιά μεταναστών, ενδέχεται να βιώσει δυσκολότερες
συνθήκες από εκείνες της πρώτης, με δεδομένες και τις διαφορετικές προσδοκίες των
ατόμων της δεύτερης γενιάς για το μέλλον τους σε σχέση με αυτές των γονιών τους.
(Μαλούτας 2011: 67-68), ενώ ο παραδοσιακά ενταξιακός ρόλος της τριτοβάθμιας

203
εκπαίδευσης, είχε αρχίσει να παρουσιάζει εμφανή σημάδια κρίσης (Μαλούτας 2011:
68, Maloutas & Lobato 2015: 812).

3.2 Αποτυπώνοντας τις αλλαγές στην κοινωνική οικολογία της Αθήνας.

Κάθε κινητό αντικείμενο παρέχεται σε ένα πεδίο. Όπως χρειαζόμαστε μια οντότητα σε
κίνηση, χρειαζόμαστε επίσης ένα υπόβαθρο κίνησης.
(Merleau-Ponty 2002: 323).

Αλλά η γεωμετρική ύπαρξη δεν είναι ψυχική ύπαρξη, δεν υπάρχει ως κάτι προσωπικό
μέσα στην προσωπική σφαίρα της συνείδησης. Είναι η ύπαρξη του τί είναι
αντικειμενικά εκεί για τον «καθένα».
Husserl (1989: 160)

H εικονολογική μοντελοποίηση έχει τις ρίζες της στην εικονογραφική μέθοδο, σε


οπτικές αντιστοιχίες παρά σε απαγωγικό67 λογισμό.
Reed & Harvey (1996: 309)

Κατά την δεκαετία του 1990 συνέβησαν, όπως αναφέρθηκε, σημαντικές κοινωνικές
μεταβολές, οι οποίες επέφεραν αλλαγές στην κοινωνική και εθνοτική σύνθεση των
κεντρικών περιοχών της πόλης. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να μελετηθούν οι τυχόν
αλλαγές στην κοινωνική ιεραρχία των διαφόρων περιοχών της Αθήνας, αφού η
είσοδος των μεταναστών, όπως ειπώθηκε στην ενότητα 2.3, αποτελεί τμήμα της
διαδικασίας της χωρικής ταξινόμησης και ιεραρχίας. Η διερεύνηση της εξέλιξης
αυτής της χωρικής ταξινόμησης, αποσκοπεί κατά βάση στην ανάδειξη ύπαρξης τυχόν
ποιοτικών αλλαγών των περιοχών αυτών, δηλαδή των προκυπτουσών ιδιοτήτων τους
εντός της κοινωνικής δομής την οποία συγκροτούν (Byrne 2005a: 126). Για την
διερεύνηση των παραπάνω διαδικασιών στην μητροπολιτική περιοχής της Αθήνας,
χρησιμοποιήθηκαν τα διαθέσιμα, κοινά, δεδομένα για τους δήμους της Αθήνας σε δύο

67
Ο όρος «απαγωγικός λογισμός» (deductive reasoning), αναφέρεται στην διαδικάσια κατά την οποία
ο/η ερευνητής/ -τρια καταλήγει σε ένα πόρισμα που αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις (εμπειρικές
παρατηρήσεις), ξεκινώντας από ένα γενικό συμπέρασμα, μια γενική θεωρητική υπόθεση. Η αντίθετη
διαδικασία ονομάζεται «επαγωγικός λογισμός» (inductive reasoning), κατά την οποία τα γενικά,
θεωρητικά συμπεράσματα, εξάγονται από συγκεκριμένες, εμπειρικές παρατηρήσεις, δηλαδή η
ερευνητική σκέψη ξεκινά από το επιμέρους ειδικό και καταλήγει στο γενικό (Neuman 2007: 29-30)..

204
χρονικές στιγμές, το 1991 και το 2001. Οι δήμοι που περιλαμβάνονται στην μελέτη,
επιλέχθηκαν με κριτήριο τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό τους, δηλαδή τα άτομα
ηλικίας 15-64 ετών που εργάζονται ή αναζητούν εργασία, να είναι άνω των 2000
κατοίκων για τις δύο χρονικές στιγμές, εξασφαλίζοντας έτσι τον αστικό χαρακτήρα
των περιοχών αυτών (Byrne 1995). Επιλέχθηκαν οι 72 μεγαλύτεροι καποδιστριακοί
δήμοι της Αττικής, με βάση το όριο των 2000 οικονομικά ενεργών κατοίκων, ενώ ο
δήμος Αθηναίων, λόγω μεγάλου πληθυσμιακού μεγέθους αλλά και έντονης
κοινωνικής ποικιλομορφίας στο εσωτερικό του «διασπάστηκε» στα 7 δημοτικά
διαμερίσματα που τον συγκροτούν. Στο παράρτημα του βιβλίου, παρουσιάζονται τα
δεδομένα όπου απεικονίζουν αυτές τις επιλογές (Πίνακας 3.2.1, Πίνακας 3.2.2,
Πίνακας 3.2.3, Πίνακας 3.2.4).

Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται είναι αριθμητικές/ ποσοτικές τιμές, οι οποίες


εκφράζουν ποσοστά ατόμων που ανήκουν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό των
χωρικών ενοτήτων επί του πραγματικού, όπου για κάθε παρατήρηση το άθροισμα των
μεταβλητών για κάθε κατηγορία (εκπαίδευση, κατοικία, ESec, καθεστώς ενοίκησης,
εθνικότητα) είναι ίσο με 100. Η χρήση ποσοστών, θεωρείται κατάλληλη για την
μελέτη των προφίλ γεωγραφικών ενοτήτων (Robinson 1950: 351). Η διαίρεση των
πινάκων σε κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, καθώς και η επιλογή των
μεταβλητών που συγκροτούν τους πίνακες, αντικατοπτρίζει τον θεωρητικό
προβληματισμό για τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του κοινωνικό αποκλεισμό, όπως
αναφέρθηκε στο 1ο κεφάλαιο. Άλλωστε, στην ποσοτική έρευνα, οι μεταβλητές που
χρησιμοποιούνται, οφείλουν να επιλέγονται με βάση τις θεωρητικές διατυπώσεις που
αφορούν το περιεχόμενο της έρευνας (Uprichard 2011: 98).

Οι τρεις κοινωνικές κατηγορίες (εκπαίδευση, κατοικία και ESec), αντιπροσωπεύουν


το ανθρώπινο «κεφάλαιο» (κατά την ορολογία του Bourdieu), των χωρικών ενοτήτων
που αφορά το κοινωνικό τους στάτους. Στην εκπαίδευση, ο όρος ΕΚΠ. ΧΑΜ,
αναφέρεται στο ποσοστό των ατόμων με ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης το γυμνάσιο
και κατώτερο την μη ολοκλήρωση του δημοτικού σχολείου. Η μεταβλητή αυτή,
εκφράζει το ποσοστό εκπαιδευτικής αποστέρησης σε μια χωρική ενότητα. Ο όρος
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ, αναφέρεται στο ποσοστό των ατόμων που έχουν ολοκληρώσει το
Λύκειο ή κάποια μεταλυκειακή εκπαίδευση με εξαίρεση τα ανώτερα και ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα, ΤΕΙ και ΑΕΙ. Η κατηγορία ΕΚΠ. ΥΨ, αναφέρεται στο

205
ποσοστό των ατόμων που έχουν ολοκληρώσει ΑΕΙ ή ΤΕΙ ή μεταπτυχιακές και
διδακτορικές σπουδές. Αντίστοιχα, στην κατοικία, ο όρος ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ, αναφέρεται
στο ποσοστό των ατόμων που κατοικούν σε κατοικία με εμβαδόν ανά άτομο
νοικοκυριού, μικρότερο ή ίσο των 20 τετραγωνικών μέτρων. Εάν, για παράδειγμα, 2
άτομα που ανήκουν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, διαμένουν μαζί σε ένα σπίτι
40 τετραγωνικών μέτρων, τότε αυτά τα άτομα ανήκουν στο ποσοστό της μεταβλητής
ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ, διότι αναλογούν για κάθε άτομο 20 τετραγωνικά μέτρα. Αυτή η
μεταβλητή, εκφράζει κατά τους Filandri & Olagnero (2014), την στεγαστική
αποστέρηση με όρους μη επαρκούς κατοικήσιμου χώρου για τις καθημερινές ανάγκες
του ατόμου. Ο όρος ΚΑΤ. ΜΕΣΗ, αναφέρεται στο ποσοστό των ατόμων που
κατοικούν σε κατοικία με εμβαδόν ανά άτομο νοικοκυριού 20 έως 40 τετραγωνικά
μέτρα ενώ για τιμές μεγαλύτερες του αριθμού 40 καλύπτονται από την μεταβλητή
ΚΑΤ. ΜΕΓ. Η κατηγορία Esec (European Socio-economic Classes), αποτελεί έναν
κοινό, ευρωπαϊκό δείκτη επαγγελματικής κατηγοριοποίησης και ιεραρχίας, πέντε η
περισσοτέρων ομάδων (Maloutas 2007b). Στην προκειμένη περίπτωση,
χρησιμοποιήθηκε η κατηγοριοποίηση των πέντε ομάδων. Η μεταβλητή ESEC1
περιλαμβάνει το ποσοστό των ατόμων που ανήκουν στην κατηγορία των μεγάλων
εργοδοτών, δηλαδή αυτών που απασχολούν περισσότερους από 24 εργαζόμενους
(Maloutas 2007b: 452) καθώς και σε υψηλής βαθμίδας διοικητικά και διευθυντικά
επαγγέλματα όπως οι διευθυντές σε δημόσιες υπηρεσίες. Η μεταβλητή ESEC2
περιλαμβάνει το ποσοστό των ατόμων που ανήκουν σε επαγγέλματα υψηλού κύρους,
χαμηλότερου από ότι τα επαγγέλματα στην πρώτη κατηγόρια όπως τα επιστημονικά
και καλλιτεχνικά επαγγέλματα καθώς και οι επιστάτες των επιχειρήσεων και
υπηρεσιών. Η κατηγορία ESEC3 περιλαμβάνει το ποσοστό των ατόμων που ανήκουν
στους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρούς εργοδότες, μια κατηγορία που έχει
ισχυρή παρουσία στον ελληνικό καταμερισμό εργασίας. Η κατηγορία ESEC4
περιλαμβάνει το ποσοστό των ατόμων που αποτελούν τους ειδικευμένους εγάτες
καθώς και τους υπαλλήλους γραφείου, δηλαδή τα επαγγέλματα του «λευκού
κολάρου». Τέλος, η κατηγορία ESEC5, περιλαμβάνει το ποσοστό των ατόμων που
ανήκουν στα επαγγέλματα ρουτίνας, δηλαδή τα ανειδίκευτα επαγγέλματα, τα οποία,
σε ένα σημαντικό βαθμό, το 2001 είχαν καταλειφθεί από τους μετανάστες (Maloutas
2007b: 457).

206
Ενώ οι τρείς παραπάνω κατηγορίες, προσδιορίζουν το κοινωνικοοικονομικό προφίλ
των χωρικών ενοτήτων, οι κατηγορίες «καθεστώς ενοίκησης» και «εθνικότητα»,
προσδιορίζουν το δημογραφικό προφίλ των περιοχών, διότι δεν αφορούν άμεσα το
κοινωνικό τους προφίλ. Στην κατηγορία του καθεστώτος ενοίκησης, η μεταβλητή
ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ, αναφέρεται στο ποσοστό των ατόμων που είναι ενοικιαστές σε μια
δεδομένη χωρική ενότητα, ενώ η μεταβλητή ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ στο ποσοστό των
ιδιοκτητών. Στην κατηγορία ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ, η μεταβλητή ΕΛΛΗΝΕΣ αναφέρεται
στο ποσοστό των ατόμων που έχουν ελληνική υπηκοότητα, ενώ η μεταβλητή
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ, στο ποσοστό των ατόμων που δεν έχουν την ελληνική υπηκοότητα.
Η μεταβλητή ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ, περιλαμβάνει μετανάστες τόσο από αναπτυγμένες, όσο
και από αναπτυσσόμενες χώρες.

Παρακάτω, παρουσιάζεται ένας χάρτες από το διαδίκτυο που τα 7 δημοτικά


διαμερίσματα του δήμου Αθηναίων, του κέντρου της Αθήνας. Η παρουσίαση του
χάρτη, αφορά την διευκόλυνση του «προσανατολισμού» του αναγνώστη.

Χάρτης 3.2.5: Τα 7 δημοτικά διαμερίσματα του δήμου Αθηναίων

Πηγή: https://vavakos.wordpress.com

207
Προτού παρουσιάσουμε την επεξεργασία των δεδομένων καθώς και τις μεθόδους
όπου χρησιμοποιήθηκαν, μπορούμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα όσον αφορά
τις κοινωνικές αλλαγές που συντελέστηκαν στους δήμους την περίοδο 1991-2001,
παρατηρώντας τις μεταβολές των κοινωνικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών
των 79 χωρικών ενοτήτων δήμω, όπως παρουσιάζονται στους πίνακες 3.2.6 και 3.2.7.
στο παράρτημα.

Οι δύο προηγούμενοι πίνακες, προκύπτουν, αφαιρώντας τις τιμές των μεταβλητών


του 1991 (πίνακες 3.2.1 και 3.2.2) από τις τιμές του 2001 (πίνακες 3.2.3 και 3.2.4).
Εάν παρατηρήσεις κανείς προσεκτικά τις διαφορές, παρατηρεί ότι στις μεταβλητές
ΕΚΠ. ΥΨ, ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ, ESEC1, και ΕΛΛΗΝΕΣ, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα
Αθηνών παρουσιάζει τις χαμηλότερες τιμές. Ο επόμενος πίνακας παρουσιάζει τις
υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές για την μεταβλητή ΕΚΠ. ΥΨ και προέκυψε από
την χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS v.20

Πίνακας 3.2.6: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής της


μεταβλητής ΕΚΠ. ΥΨ για την περίοδο 1991-2001
ΔΗΜΟΣ ΤΙΜΗ
ΕΚΠ. ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 10,18
ΥΨ ΤΙΜΕΣ 2 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 9,62
3 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 9,58
4 ΒΟΥΛΑΣ 8,71
5 ΓΕΡΑΚΑ 8,45
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 6o ΔΔ Αθηνών -1,65
ΤΙΜΕΣ 2 1o ΔΔ Αθηνών ,45
3 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ ,59
4 5o ΔΔ Αθηνών ,98
5 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 1,33
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Όπως μπορούμε να διακρίνουμε, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, αποτελεί την μοναδική


περίπτωση, στην οποία παρατηρούμε αρνητική μεταβολή, δηλαδή η τιμή της
μεταβλητής ΕΚΠ. ΥΨ, είναι μεγαλύτερη το 1991 από ότι το 2001, ενώ ταυτόχρονα
το 1ο δημοτικό διαμέρισμα Αθηνών και το 5ο, βρίσκονται στην λίστα με τις 5
χαμηλότερες τιμές. Στις υπόλοιπες μεταβλητές, με την βοήθεια της γραφικής
απεικόνισης του θηκογράμματος (boxplot), παρατηρούμε ότι το 6ο δημοτικό

208
διαμέρισμα, εκτός του γεγονότος ότι κατέχει τις χαμηλότερες τιμές, αποτελεί και
έκτοπο (ή αλλιώς παράτυπο) σημείο (outlier), όπου με τον όρο αυτό, νοείται η
οποιαδήποτε παρατήρηση που παρουσιάζει μια αποκλίνουσα τιμή που την καθιστά
διακριτή, και ιδιαίτερα διαφορετική, από τις υπόλοιπες (Byrne 2002a: 98-99). Τα
παρακάτω διαγράμματα, απεικονίζουν αυτήν την ιδιαιτερότητα του 6 ου δημοτικού
διαμερίσματος, η οποία δεν ισχύει για την μεταβλητή ΕΚΠ. ΥΨ, ενώ η κατασκευή
τους έγινε με την βοήθεια του προγράμματος SPSS.

Διάγραμμα 3.2.7: Θηκόγραμμα μεταβολών για την μεταβλητή ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ την
περίοδο 1991-2001

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

209
Διάγραμμα 3.2.8: Θηκόγραμμα μεταβολών για την μεταβλητή ESEC1 την περίοδο
1991-2001

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.9: Θηκόγραμμα μεταβολών για την μεταβλητή ΕΛΛΗΝΕΣ την


περίοδο 1991-2001

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Το θηκόγραμμα, ως τρόπος γραφικής απεικόνισης των δεδομένων, δείχνει την


κατανομή και το εύρος των τιμών των παρατηρήσεων, χωρίζοντάς τις παρατηρήσεις
σε 4 τεταρτημόρια τα απεικονίζονται στα διαγράμματα. Ο κάθετος άξονας

210
απεικονίζει τις τιμές των παρατηρήσεων για κάθε μεταβλητή, ή για την ακρίβεια, για
κάθε χρονική μεταβολή των μεταβλητών. Η γραμμή που βρίσκεται εντός του
σχήματος που περιβάλεται από ένα «κουτί», απεικονίζει την διάμεσο. Το διάστημα
ανάμεσα στην γραμμή αυτή και του ανώτερου άκρου του «κουτιού», απεικονίζει το
εύρος των τιμών του τρίτου τεταρτημορίου, ενώ το διάστημα ανάμεσα στην γραμμή
αυτή και στο κατώτερο άκρο του «κουτιού», απεικονίζει το εύρος των τιμών του
δευτέρου τεταρτημορίου. Η απόσταση ανάμεσα στο κατώτερο άκρο του σχήματος
και στο κατώτερο άκρο της γραμμής, η οποία διαπερνά κάθετα το σχήμα, απεικονίζει
το εύρος των τιμών του πρώτου τεταρτημορίου, ενώ αντίστοιχα, η απόσταση
ανάμεσα στο ανώτερο άκρο του σχήματος και του ανώτερου άκρου της γραμμής,
απεικονίζει το εύρος των τιμών του τετάρτου τεταρτημορίου. Όμως η βασική
χρησιμότητα του θηκογράμματος, είναι ο εντοπισμός έκτοπων παρατηρήσεων (Tukey
1977: 39-41).

Στα παραπάνω διαγράμματα, τα έκτοπα σημεία αναπαριστώνται ως κύκλοι όπου


ταυτόχρονα αναγράφεται ο κωδικός τους με βάση τους πίνακες 3.2.1 εως 3.2.4. και
3.2.6 εως 3.2.7 στο παράρτημα. Με αστέρι, συμβολίζονται οι περιπτώσεις εκείνες που
αποτελούν τα μακρινά έκτοπα (far outliers) σημεία του συνόλου των δεδομένων
(Byrne 2002a: 98). Το 6ο δημοτικό διαμέρισμα (κωδικός 72) αποτελεί, έκτοπο σημείο
για τις μεταβλητές ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ και ESEC1, καθώς και μακρινό έκτοπο για την
δημογραφική μεταβολή ΕΛΛΗΝΕΣ. Με άλλα λόγια, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα,
παρουσιάζει για τις τρείς αυτές μεταβλητές, μια ιδιαίτερα αρνητική μεταβολή και
ταυτόχρονα, μια διακριτή «συμπεριφορά» σε σχέση με τις υπόλοιπες 78 περιπτώσεις.
Στον αντίποδα, βρίσκεται ο δήμος Γέρακα με τον κωδικό 55 (με βάση τους
αντίστοιχους πίνακες) για τις μεταβλητές ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ και ESEC1 και ο δήμος
Μαραθώνα με τον κωδικό 74 για την μεταβλητή ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ. Αυτές οι δύο χωρικές
ενότητες είχαν την μεγαλύτερη μείωση στην μεταβλητή ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ καθώς και μια
διακριτή συμπεριφορά σε σχέση με τις υπόλοιπες σε αυτήν την μεταβλητή. Ο δήμος
Γέρακα παρουσίζα επίσης την μεγαλύτερη θετική μεταβολή στην μεταβλητή ESEC1,
δηλαδή την μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση.

Επιπλέον, όπως μπορούμε να δούμε, από τους πίνακες που αφορούν τα δημογραφικά
δεδομένα στο παράρτημα για τις δύο χρονικές στιγμές, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα,

211
έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ενοικιαστών στα δύο έτη, ενώ το 2001, κατέχει το
μικρότερο ποσοστό Ελλήνων, μετά το 1ο δημοτικό διαμέρισμα, με μικρή διαφορά.

Σε αυτό το σημείο, θα γίνει αναφορά στις βασικές μεθόδους επεξεργασίας των


δεδομένων. Η συλλογιστική κατά την οποία θα επεξεργασθούν τα στοιχεία, βασίζεται
στις γενικές αρχές του πολύπλοκου ρεαλισμού, όπως παρουσιάστηκε στην ενότητα
2.2. Με βάση τον πολύπλοκο ρεαλισμό, οι 79 χωρικές ενότητες, αποτελούν 79
πολύπλοκα συστήματα, τα οποία βρίσκονται σε έναν φασικό χώρο 15 διαστάσεων,
αριθμός ίσος με τον αριθμό των μεταβλητών, δηλαδή των στηλών, ενώ οι τιμές τους,
εκφράζουν τις «συντεταγμένες» της κάθε παρατήρησης εντός αυτού του φασικού
χώρου, στις δύο χρονικές στιγμές, 1991 και 2001 (Byrne 1998: 173-174). Ο σκοπός
της ποσοτικής έρευνας της παρούσας εργασίας, δεν είναι η εξαγωγή γενικών
συμπερασμάτων από τις μεταβλητές, αλλά η μελέτη των περιπτώσεων, δηλαδή των
γραμμών, όπου οι μεταβλητές (στήλες) περιγράφουν την σχεσιακή κατάσταση στην
οποία βρίσκονται οι περιπτώσεις σε κάθε χρονική στιγμή, κατάσταση που προκύπτει
από τις σχέσεις μεταξύ τους εντός αυτού του φασικού χώρου (πεδίου), ο οποίος με
την σειρά του, αποτελείται από υπο-χώρους (υπο-πεδία) (ο υπο-χώρος της
εκπαίδευσης, της κατοικίας, του καθεστώτος ενοίκησης, κοκ) (Byrne 2002a: 33,
2011a: 135). Με βάση τον παραπάνω συλλογισμό, θα χρειαστούμε μεθόδους, οι
οποίες μπορούν να περιγράψουν την κατάσταση των παρατηρήσεων σε κάθε χρονική
στιγμή, ουτοσώστε να μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την διαδρομή αυτών
των παρατηρήσεων. Λόγω του χαρακτήρα των δεδομένων, δεν είναι εφικτή η
παρατήρηση των διαδρομών σε πραγματικό χρόνο, αλλά στιγμιότυπα αυτών σε δύο
χρονικές στιγμές (Byrne 2001: 68). Επιπλέον, οι μέθοδοι που θα χρειαστούν για την
περιγραφή των 79 περιπτώσεων, πρέπει να μπορούν να διαχειριστούν τον
πολυδιάστατο χαρακτήρα των δεδομένων με τρόπο, που να μπορεί να γίνεται εύκολα
αντιληπτή, η περιγραφή των παρατηρήσεων, αφού καθίσταται πρακτικά δύσκολη η
αντίληψη δεκαπέντε διαστάσεων (Bunge 1996: 25-27).

Μία μέθοδος που συμβαδίζει η λογική της με τα παραπάνω είναι η ανάλυση


αντιστοιχιών, η οποία, στην γλώσσα των κοινωνικών επιστημών, αποκαλείται και ως
η στατιστική μέθοδος του Bourdieu (Le Roux & Rouanet 2010: 4). Για την ακρίβεια,
ο Bourdieu, χρησιμοποίησε κυρίως την πολλαπλή ανάλυση αντιστοιχιών (multiple
correspondence analysis), η οποία συνιστάται για περιπτώσεις μελέτης πολλών

212
κατηγορικών δεδομένων, όπως συμβαίνει στην ανάλυση ερωτηματολογίου. Στην
παρούσα εργασία, χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση αντιστοιχιών για διμεταβλητές
περιπτώσεις, κατά την οποία μπορούμε να μελετήσουμε τις σχέσεις των
παρατηρήσεων και τών κατηγοριών που περιλαμβάνονται στις μεταβλητές και
εκφράζονται ποσοτικά. Η ευελιξία της μεθόδου, βασίζεται στο ότι μπορεί να
διαχειριστεί τόσο απόλυτα νούμερα, όσο και ποσοστά όπως στην παρούσα
περίπτωση. Ο μόνος περιορισμός της, είναι ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί αρνητικές
τιμές (Phillips 1995). Για την εκτέλεση της μεθόδου, χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα
CHIC Analysis, το οποίο διατίθεται δωρεάν στο διαδίκτυο και είναι κατασκευασμένο
στο Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Το
πρόγραμμα αυτό, έχει κατασκευαστεί ειδικά για την εκπόνηση της μεθόδου της
ανάλυσης αντιστοιχιών, διμεταβλητή και πολλαπλή.

Η ανάλυση αντιστοιχιών αποτελεί μια χωρική αναπαράσταση των σχέσεων που


διέπουν τα δεδομένα (Rouanet, Ackermann & Le Roux 2000: 7). Η βασική της
χρήση, είναι η γραφική κατασκευή ενός (συνήθως) δισδιάστατου πεδίου σχέσεων, ή
αλλιώς φασικού χώρου, το οποίο προκύπτει από τις σχέσεις των μεταβλητών και των
παρατηρήσεων. Με αυτόν τον τρόπο, οι κοινωνικές σχέσεις μετατρέπονται σε
χωρικές σχέσεις, σε αποστάσεις εντός του πεδίου που απεικονίζει η μέθοδος (Lebaron
2009: 14). Οι αποστάσεις αυτές, υπολογίζονται από τις συντεταγμένες, τις οποίες
παρέχει η μέθοδος.

Οι άξονες οι οποίοι συγκροτούν το πεδίο, προκύπτουν από την μετατροπή των


δεδομένων σε ιδιοδιανύσματα, όπου με τον όρο αυτό γίνεται αναφορά σε ένα σύνολο
ανεξάρτητων μεταξύ τους διαστάσεων, όπου προκύπτουν από τις σχέσεις μεταξύ
μεταβλητών και παρατηρήσεων. Μια βασική αρχή της μεθόδου είναι ότι οι
γεωμετρικές σχέσεις των μεταβλητών προσδιορίζονται από τις γεωμετρικές σχέσεις
των παρατηρήσεων και το αντίστροφο. Με άλλα λόγια, εάν αφαιρέσουμε μία
παρατήρηση από τους πίνακες δεδομένων ή αλλάξουμε τις τιμές μιας μεταβλητής, το
αποτέλεσμα που θα πάρουμε θα είναι διαφορετικό από αυτό που θα μας δώσει η
επεξεργασία των υπαρχόντων δεδομένων. Οι άξονες που σχηματίζονται,
αντιπροσωπεύουν αυτές τις διαστάσεις και με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται η
μείωση των διαστάσεων των δεδομένων χωρίς να χάνεται σημαντική πληροφορία
(Lebaron 2015: 5). Επίσης, οι παραπάνω άξονες εμφανίζονται ιεραρχικά, από τον

213
πρώτο μέχρι τον τελευταίο, ανάλογα με το ποσοστό της συνολικής διασποράς των
δεδομένων (περιπτώσεων και μεταβλητών) όπου ερμηνεύουν. Συνήθως, οι άξονες οι
οποίοι επιλέγονται, είναι οι δύο (ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τρεις) πρώτοι, οι
οποίοι ερμηνεύουν το μεγαλύτερο πόσοστο της συνολικής διακύμανσης, ενώ το
σύνηθες κριτήριο στην βιβλιογραφία για την ικανοποιητική απεικόνιση των
δεδομένων στους πρώτους άξονες, είναι το αθροιστικό ποσοστό της συνολικής
διασποράς όπου ερμηνεύουν, να είναι μεγαλύτερο ή ίσο με 70% (Benzécri 1992: 32-
42). Οι αποστάσεις μεταξύ των σημείων για την κατασκευή του γραφήματος,
υπολογίζονται από την συγκεκριμένη μέθοδο με βάση το τετράγωνο της κατά
Benzécri χ^2 απόστασης, η οποία αποτελεί μια παραλλαγή της ευκλείδειας
απόστασης. Οι αποστάσεις μεταξύ των δεδομένων στους παραγοντικούς άξονες
(ιδιοδιανύσματα) καθορίζουν το βαθμό ομοιότητας των αντίστοιχων προφίλ. Για
παράδειγμα, δύο αντικείμενα-σημεία με παρόμοιες συντεταγμένες στους
παραγοντικούς άξονες, δηλαδή με παρόμοιο προφίλ, θα βρίσκονται κοντά μεταξύ
τους στο χώρο προβολής. Αντίθετα, δύο αντικείμενα-σημεία με σημαντικά
διαφορετικά προφίλ, θα απέχουν μεταξύ τους σημαντικά (Le Roux & Rouanet 2004).

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μεθόδου είναι ότι δανείζεται αρκετούς όρους από
την φυσική επιστήμη, όπως για παράδειγμα, ο σταθμισμένος μέσος όρος μιας
μεταβλητής (ή παρατήρησης), ορίζεται ως μάζα, ενώ η διασπορά χαρακτηρίζεται ως
αδράνεια (Rees-Jones 2011). Επιπλέον, εκτός από το ποσοστό ερμηνείας των αξόνων,
εξίσου σημαντικός παράγοντας για την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων, αποτελεί και
η τιμή της παρατηρούμενης στάθμης σημαντικότητας του πίνακα ανασύστασης των
αρχικών δεδομένων, ο οποίος αποτελεί τον πίνακα όπου χρησιμοποιείται για τους δύο
άξονες όπου έχουμε επιλέξει. Το κριτήριο για τον πίνακα αυτό, είναι να παρουσιάζει
τιμές μεγαλύτερες του 0,6, με την μέγιστη τιμή να είναι η τιμή 1 (100%). Σε όλα τα
αποτελέσματα που θα παρουσιαστούν στην παρούσα εργασία, η τιμή της
παρατηρούμενης στάθμης σημαντικότητας του πίνακα ανασύστασης είναι 1. Επίσης,
ο τρόπος κανονικοποίησης των συντεταγμένων που επιλέχθηκε είναι η κύρια
κανονικοποίηση κατά την οποία, μπορούμε να συγκρίνουμε τις αποστάσεις μεταξύ
παρατηρήσεων ή μεταβλητών αλλά όχι μεταξύ μιας παρατήρησης και μιας
μεταβλητής (Benzécri 1992).

214
Τα γραφήματα (ή χάρτες, κατά την ορολογία της μεθόδου) που δημιουργούνται από
την ανάλυση αντιστοιχιών αφορούν μία χρονική στιγμή. Η σύγκριση δύο
διαγραμμάτων από δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, δεν οδηγεί σε ασφαλή
συμπεράσματα, λόγω των αλλαγών που προκύπτουν ανάμεσα στις γεωμετρικές
σχέσεις των παρατηρήσεων και των μεταβλητών. Για αυτό το λόγο, ο προτεινόμενος
τρόπος είναι η εισαγωγή των δεδομένων, και στην προκειμένη περίπτωση των
παρατηρήσεων, από διαφορετικό χρονικό έτος ως συμπληρωματικά, σύμφωνα με την
ορολογία της μεθόδου (Byrne 1998: 85-86). Με τον όρο «συμπληρωματικά»,
νοούνται όλα εκείνα τα σημεία, τα οποία δεν συμμετέχουν στην κατασκευή (και κατ’
επέκταση ερμηνεία) των αξόνων (ιδιοδιανυσμάτων), όπως τα ενεργά, αλλά απλώς
προβάλλονται πάνω σε αυτούς. Στην συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνιολογικής
βιβλιογραφίας που χρησιμοποιεί την ανάλυση αντιστοιχιών, εισάγονται ως
συμπληρωματικές οι μεταβλητές που δεν συμμετέχουν στην κατασκευή των αξόνων,
αλλά χρησιμοποιούνται για την περαιτέρω κατανόηση και δομική ανάλυση
(αιτιολόγηση) των ενεργών μεταβλητών (Greenacre 1994: 6-8). Όμως μπορούν να
εισαχθούν ως συμπληρωματικές και οι παρατηρήσεις, όπως έγινε στην παρούσα
εργασία. Με την μέθοδο της ανάλυσης αντιστοιχιών, ο χρόνος δεν αναπαριστάται ως
άξονας, στον οποίο είναι τοποθετημένες οι διάφορες χρονικές στιγμές, αλλά αντίθετα,
είναι «εμπεδωμένος» στις διαδρομές (ή για την ακρίβεια στα στιγμιότυπα των
διαδρομών) των αντικειμένων, μεταθέτοντας έτσι το ερευνητικό ενδιαφέρον από το
«είναι» των περιπτώσεων, στο «γίγνεσθαι» αυτών (Byrne & Uprichard 2012: 124,
Uprichard 2008: 307).

Ένα μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι η εξαγωγή συμπερασμάτων, βασίζεται στην
ερμηνεία που αποδίδεται στους παραγοντικούς άξονες (Manly 1994: 193-196). Αν
και όπως θα δούμε υπάρχουν κριτήρια με τα οποία μπορεί να ερμηνευτεί το
νοηματικό «περιεχόμενο» των (δύο) αξόνων όπου κατασκευάζονται από την μέθοδο,
εντούτοις τα κριτήρια αυτά, περιέχουν έναν βαθμό απροσδιοριστίας (Greenacre 1994:
13). Επιπλέον, λόγω του ότι οι άξονες καθώς και οι ερμηνείες τους, προκύπτουν από
τις σχέσεις των δεδομένων, υπάρχει το ενδεχόμενο να κατασκευαστούν άξονες με
κοινή ερμηνεία, γεγονός που καθιστά αδύνατη την εννοιολογική διάκρισή τους, ή
λόγω της έντονης συσχέτισης των μεταβλητών των διαφόρων κατηγοριών, να
δημιουργούνται «μικτοί», εννοιολογικά, άξονες, γεγονός που δεν είναι πάντα
επιθυμητό. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της παρούσας εργασίας, θα ήταν

215
απογοητευτική, η κατασκευή δύο αξόνων που θα χαρακτήριζαν το
κοινωνικοδημογραφικό προφίλ των 79 χωρικών ενοτήτων, ενώ αντίθετα, το
επιθυμητό θα ήταν ο ένας από τους δύο άξονες, να αναπαριστά το κοινωνικό προφίλ
(στάτους) αυτών και ο άλλος, το δημογραφικό. Με άλλα λόγια, ως επιθυμητή
χαρακτηρίζεται η κατάσταση στην οποία η ερμηνεία των αξόνων, συμβαδίζει με την
θεωρητική επιλογή των μεταβλητών, νοούμενων ως «κεφαλαίων», που αντιστοιχούν
σε συγκεκριμένους τύπους πεδίων (Bourdieu & Wacquant 1992: 108). Εάν εισάγουμε
τα κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα του 2001 (Πίνακας 3.2.3 και Πίνακας 3.2.4)
στο πρόγραμμα CHIC Analysis, θα λάβουμε τα παρακάτω.

Πίνακας 3.2.10: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση όλων
των κατηγοριών για το 2001
Άξονας Αδράνεια %Ερμηνείας Αθρ. %Ερμην
1 0,066 69,115 69,115
2 0,015 15,597 84,712
3 0,009 9,616 94,328
4 0,002 2,518 96,847
5 0,001 1,093 97,94
6 0,001 0,902 98,842
7 0 0,496 99,339
8 0 0,385 99,723
9 0 0,211 99,935
10 0 0,065 100
11 0 0 100
12 0 0 100
13 0 0 100
14 0 0 100
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

216
Γράφημα 3.2.11: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση όλες τις κατηγορίες για το
2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.12: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις μεταβλητές


όλων των κατηγοριών για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,012 1 0,847 0,15 1 0,095 0,075 1
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,001 2 0,054 0 0 0,363 0,036 0
ΕΚΠ. ΥΨ 0,017 1 0,978 0,25 1 0 0 0
ΕΝΟΙΚΙΟ 0,007 2 0,024 0 0 0,945 0,412 2
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ 0,003 2 0,024 0 0 0,945 0,163 2
ESEC1 0,013 1 0,988 0,2 1 0 0 0
ESEC2 0,002 2 0,143 0 0 0,254 0,027 0
ESEC3 0,003 2 0,148 0,01 0 0,43 0,08 2
ESEC4 0,003 1 0,808 0,04 0 0,052 0,012 0
ESEC5 0,007 1 0,741 0,08 0 0,001 0 0

217
ΕΛΛΗΝΕΣ 0,001 2 0,002 0 0 0,237 0,011 0
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ 0,005 2 0,002 0 0 0,237 0,078 2
ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ 0,008 1 0,836 0,1 1 0,08 0,042 0
ΚΑΤ. ΜΕΣΗ 0,002 1 0,107 0 0 0,004 0 0
ΚΑΤ. ΜΕΓ 0,014 1 0,816 0,17 1 0,068 0,063 0
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Ο πίνακας 3.2.10, παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά των αξόνων (ιδιοδιανυσμάτων)


που προκύπτουν από τα κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα τω 79 χωρικών
ενοτήτων το 2001. Με τον όρο «αδράνεια», γίνεται αναφορά στην τιμή (ή ιδιοτιμή, με
βάση την ορολογία της μεθόδου) του κάθε άξονα που εκφράζει το μέγεθος διασποράς
των μεταβλητών και παρατηρήσεων στον συγκεκριμένο άξονα, ενώ ταυτόχρονα,
παρουσιάζεται το ποσοστό ερμηνείας του κάθε άξονα στην συνολική αδράνεια καθώς
και το άθροισμα του ποσοστού ερμηνείας των αξόνων κατά ιεραρχική τάξη. Ο
πρώτος άξονας, ερμηνεύει το 69,115% της συνολικής αδράνειας, ενώ ο πρώτος και ο
δεύτερος άξονας ερμηνεύουν αθροιστικά το 84,712%, γεγονός που συνεπάγεται ότι η
απεικόνιση των μεταβλητών και των παρατηρήσεων στους δύο αυτούς άξονες, είναι
ιδιαίτερα ικανοποιητική ως προς την απόδοση της συνολικής πληροφορίας που
παρέχουν οι 15 μεταβλητές ή, διαφορετικά, οι 14 παραγοντικοί άξονες. Όλα τα
γραφήματα που θα παρουσιαστούν, ικανοποιούν το κριτήριο της ερμηνείας του 80%
της συνολικής αδράνειας, για τους δύο πρώτους άξονες.

Το γράφημα 3.2.11, απεικονίζει τις γεωμετρικές σχέσεις των μεταβλητών, στον χώρο
των δύο διαστάσεων που σχηματίζουν οι δύο πρώτοι παραγοντικοί άξονες. Ο πρώτος
άξονας είναι ο οριζόντιος άξονας, ενώ ο δεύτερος είναι ο κάθετος. Στο εξής, σε όλα
τα γραφήματα που θα παρουσιαστούν, ο πρώτος άξονας αντιπροσωπεύεται από τον
οριζόντιο άξονα του γραφήματος και ο δεύτερος από τον κάθετο. Το κέντρο των
αξόνων, δηλαδή το σημείο με συντεταγμένες (0,0), αντιπροσωπεύει το μέσο προφίλ
των 79 χωρικών ενοτήτων, το οποίο αφορά την μέση τιμή κάθε μεταβλητής με βάση
τις 79 παρατηρήσεις, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των αξόνων. Το
«κουτάκι» που βρίσκεται στην άνω δεξιά πλευρά του γραφήματος, περιέχει το
ποσοστό ερμηνείας των δύο αξόνων, όπως αποτυπώνονται στον πίνακα 3.2.12.

Ο πίνακας 3.2.12, παρουσιάζει την συνεισφορά των μεταβλητών στην κατασκευή και
κατά συνέπεια, στην ερμηνεία των αξόνων, ενώ παράλληλα προσφέρει και κάποια
χαρακτηριστικά αυτών όπως το βάρος, δηλαδή η «μάζα» που έχει η κάθε μεταβλητή
και είναι ίση με το ποσοστό του αθρόίσματος των τιμών της αντίστοιχης μεταβλητής

218
ως προς το γενικό άθροισμα, η αδράνεια η οποία ισούται με την μάζα της μεταβλητής
επί το τετράγωνο της κατά Benzécri χ^2 απόστασης αυτής στο τετράγωνο από το
μέσο προφίλ, καθώς και την ποιότητά της, όπου με τον όρο αυτό γίνεται αναφορά στο
κατά πόσο απεικονίζεται η μεταβλητή ικανοποιητικά στους δύο άξονες, σε σχέση με
την «πραγματική» της θέση σε όλους τους άξονες, δηλαδή στους 14 άξονες που
δημιουργούνται από τα δεδομένα. Οι δείκτες COR, CTR και Best, δείχνουν την
συνεισφορά των μεταβλητών στην κατασκευή και ερμηνεία των αξόνων.

Ο δείκτης CTR, είναι ο βασικός δείκτης που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε την
συνεισφορά της μεταβλητής στην κατασκευή του άξονα, όπου με τον όρο CTR1,
γίνεται αναφορά στην συνεισφορά στον πρώτο άξονα και CTR2 στον δεύτερο. Το
ίδιο ισχύει και για τους άλλους δύο δείκτες. Όσο υψηλότερη είναι η τιμή του
συγκεκριμένου δείκτη, τόσο υψηλότερη είναι και η συνεισφορά του στον άξονα. Μία
μεταβλητή, θεωρείται σημαντική, όταν η τιμή του δείκτη CTR είναι μεγαλύτερη ή ίση
από τον μέσο όρο του δείκτη για το σύνολο των μεταβλητών, δηλαδή από το πηλίκο
1/n όπου n το πλήθος των μεταβλητών, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ίσο με
15, με αποτέλεσμα το πηλίκο να είναι ίσο με 0,067 (Benzécri 1992). Στην προκειμένη
περίπτωση, ο πρώτος άξονας ερμηνεύεται, κυρίως, από τις μεταβλητές ΕΚΠ. ΧΑΜ,
ΕΚΠ. ΥΨ, ESEC1, ESEC5, ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ και ΚΑΤ. ΜΕΓ, ενώ ο δεύτερος άξονας
από τις μεταβλητές ΕΚΠ. ΧΑΜ, ESEC3, ΕΝΟΙΚΙΟ, ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ και
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ, όπως καταδεικνύουν οι αντίστοιχες τιμές των δεικτών CTR1 και
CTR2 οι οποίες εμφανίζονται με έντονη γραφή στον πίνακα 3.2.12. Στο εξής, οι
μεταβλητές οι οποίες συνεισφέρουν στην ερμηνεία των αξόνων που ενδιαφέρουν την
ανάλυση στα επόμενα διαγράμματα της ανάλυσης αντιστοιχιών, θα εμφανίζονται με
έντονη γραφή.

Ο δείκτης COR, μετρά την συμβολή ενός άξονα στην ερμηνεία της απόστασης μιας
μεταβλητής από την αρχή των αξόνων και μπορεί να ερμηνευτεί επίσης ως
συντελεστής συσχέτισης της μεταβλητής με τον άξονα. Όταν η τιμή του δείκτη για
μια μεταβλητή, ξεπερνά την τιμή 0,2, τότε θεωρείται ότι η μεταβλητή αυτή, πρέπει να
ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία του άξονα αν και για τον Benzécri (1992), η ερμηνεία
των πρώτων δύο ή τριών αξόνων, θα πρέπει να δίνεται με βάση τον δείκτη CTR, ενώ
το άθροισμα των επιμέρους αδρανειών των μεταβλητών που θα επιλεχθούν για την
ερμηνεία ενός άξονα, θα πρέπει να είναι ίσο ή μεγαλύτερο με τα 2/3 της ιδιοτιμής

219
του άξονα όπου ερμηνεύουν. Όπως τονίζει ο συγγραφέας (1992), αυτό που
ενδιαφέρει στην συγκεκριμένο μέθοδο, δεν είναι οι μεταβλητές, αλλά οι άξονες όπου
δημιουργούνται και στους οποίους τοποθετούνται επάνω οι παρατηρήσεις Κατά
συνέπεια, η ερμηνεία των αξόνων αποτελεί την βασική λειτουργία της μεθόδου, η
οποία επαφίεται στον ερευνητή.

Ο δείκτης Best είναι ένας σύνθετος δείκτης, ο οποίος περιέχεται στο πρόγραμμα
CHIC Analysis, και λαμβάνει υπόψη τον δείκτη CTR για τον υπολογισμό του. H
στήλη Best, παρουσιάζει μια γενική εικόνα, όπου ο αριθμός 1, σημαίνει ότι η
μεταβλητή χρησιμεύει στην ερμηνεία του πρώτου άξονα, ενώ ο αριθμός 2, σημαίνει
ότι η μεταβλητή χρησιμεύει στην ερμηνεία του δεύτερου (κάθετου) άξονα. Όμως η
αναλυτική εικόνα, φαίνεται στις στήλες Best1 και Best2. Για παράδειγμα, η
μεταβλητή ΕΚΠ. ΧΑΜ, ερμηνεύει τον πρώτο (οριζόντιο) άξονα, στον οποίο
λαμβάνει την τιμή 1, ενώ συμμετέχει, σε μικρότερο βαθμό και στον δεύτερο άξονα,
οπότε κατά συνέπεια λαμβάνει πάλι την τιμή 1. Η μεταβλητή ΕΚΠ. ΜΕΣΗ, ενώ στην
στήλη Best, λαμβάνει την τιμή 2, στις επιμέρους στήλες, παρατηρούμε ότι οι τιμές
της είναι ίσες με 0, γεγονός που σημαίνει ότι δεν συμμετέχει σημαντικά στον
προσδιορισμό τον αξόνων. Αντίθετα, οι μεταβλητές που αντιστοιχούν στα
δημογραφικά δεδομένα και συγκεκριμένα οι μεταβλητές ΕΝΟΙΚΙΟ, ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ
και ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ, συμμετέχουν σχεδόν εξολοκλήρου στον προσδιορισμό της
ερμηνείας του δεύτερου άξονα (www.amarkos.gr/research/chic/).

Με βάση τους τρείς δείκτες68, με βασικότερο τον δείκτη CTR, μπορούμε να


συμπεράνουμε ότι ο πρώτος άξονας είναι ο άξονας που αντιστοιχεί, ικανοποιητικά,
στο συνολικό κοινωνικό στάτους των 79 χωρικών ενοτήτων, δηλαδή το στάτους που
προκύπτει από τις κατηγορίες της εκπαίδευσης, της κατοικίας και του
επαγγελματικού καταμερισμού, ενώ ο δεύτερος άξονας είναι ο άξονας που
αντιστοιχεί, κατά προσέγγιση, στο δημογραφικό τους προφίλ. Σε αυτό το σημείο,
οφείλει να τονισθεί ότι οι δύο αυτοί άξονες, όπως και οι υπόλοιποι που θα
παρουσιαστούν, καθώς και η συμβολή των διαφόρων μεταβλητών σε αυτές,

68
Η ερμηνεία των αξόνων, μπορεί να γίνει και με βάση τους αντίστοιχους δείκτες για τις
παρατηρήσεις, τις 79 χωρικές ενότητες. Όπως ειπώθηκε, στην κατασκευή και ερμηνεία των αξόνων,
συμμετέχουν τόσο οι παρατηρήσεις όσο και οι μεταβλητές. Όμως κρίθηκε περιττή, η προσπάθεια
ερμηνείας των αξόνων με βάση τις παρατηρήσεις, λόγω του γεγονότος πως για να επιτευχθεί αυτό,
απαιτείται a priori γνώση των χαρακτηριστικών των παρατηρήσεων. Όπως τονίζουν οι Benzécri (1992)
και Phillips (1995), είναι προτιμότερο, η ερμηνεία των αξόνων, να γίνεται με βάση τις μεταβλητές, και
στην συνέχεια, να παρατηρούνται οι θέσεις των παρατηρήσεων στους άξονες.

220
προήλθαν από τις σχέσεις μεταξύ των δεδομένων (παρατηρήσεων και μεταβλητών)
και όχι από κάποια «υποκειμενική» υπόθεση και αυτό είναι ένα από τα
πλεονεκτήματα της μεθόδου.

Για την πληρέστερη κατανόηση των αξόνων, ο Benzécri (1992) τονίζει ότι είναι
χρήσιμο να λαμβάνεται υπόψη, όχι μόνο ο δείκτης CTR αλλά και το ίδιο το γράφημα
που απεικονίζει τις γεωμετρικές σχέσεις των μεταβλητών, δηλαδή στην προκειμένη
περίπτωση το γράφημα 3.2.11. Για παράδειγμα, στην αριστερή πλευρά του
οριζόντιου άξονα ως προς το κέντρο των αξόνων, είναι τοποθετημένες οι μεταβλητές
ΕΚΠ. ΥΨ. ΚΑΤ. ΜΕΓ και ESEC1, ενώ στην δεξιά πλευρά του ίδιου άξονα,
βρίσκονται οι μεταβλητές ΕΚΠ. ΧΑΜ, ΚΑΤ. ΜΕΓ και ESEC5, οπότε μπορούμε να
ισχυριστούμε ότι στην αριστερή πλευρά του άξονα, οι χωρικές ενότητες που θα
συναντήσουμε είναι περισσότερο εύπορες από ότι στην δεξιά πλευρά. Σε αυτό το
σημείο, χρήσιμο θεωρείται να τονιστεί ότι δοκιμάστηκε η αντίστοιχη διαδικασία, με
τα δεδομένα του 1991 και η ερμηνεία των αξόνων δεν ήταν σαφής, καθώς και οι δύο
άξονες «περιείχαν» ερμηνευτικά, τόσο κοινωνικές όσο και δημογραφικές μεταβλητές,
γεγονός που προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται μεταξύ τους οι
κοινωνικές και δημογραφικές μεταβλητές για τα δύο έτη. Το έτος 2001, η συσχέτιση
Pearson μεταξύ της μεταβλητής ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ και ΕΝΟΙΚΙΟ ήταν πολύ ισχυρότερη
από ότι το 1991.

Εντούτοις, όπως αναφέραμε, η ερμηνεία των αξόνων, ως αποτέλεσμα της


συνεισφοράς των μεταβλητών στην κατασκευή τους, με βάση τους παραπάνω δείκτες
δεν είναι απόλυτη. Στον πρώτο άξονα, ό οποίος είναι ο κοινωνικός άξονας,
συμμετέχουν, όπως φαίνεται, όλες οι μεταβλητές, απλώς ορισμένες από αυτές, έχουν
μεγαλύτερη βαρύτητα με βάση τους δυο δείκτες, τον δείκτη COR και κυρίως, τον
δείκτη CTR.

Μετά από μερικούς πειραματισμούς, αποδείχθηκε ότι εάν αφαιρεθούν οι μεταβλητές


ΕΝΟΙΚΙΟ και ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ, η ερμηνεία του πρώτου άξονα, γίνεται περισσότερο
σαφής ως προς το κοινωνικό της περιεχόμενο, καθότι οι μεταβλητές της εθνικότητας,
δεν επηρεάζουν σχεδόν καθόλου την κατασκευή και ερμηνεία τους, ενώ ταυτόχρονα
έχει αφαιρεθεί η κατηγορία του καθεστώτος ενοίκησης, η οποία επηρέαζε, έστω
ελάχιστα, τον πρώτο άξονα, όπως καταδεικνύει ο δείκτης COR στον πίνακα 3.2.12.
Τα αποτελέσματα φαίνονται στα παρακάτω.

221
Πίνακας 3.2.13: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση όλων
των κατηγοριών εκτός του καθεστώτος ενοίκησης για το 2001
Άξονας Αδράνεια %Ερμηνείας Αθρ. %Ερμην
1 0,083 76,151 76,151
2 0,012 10,801 86,952
3 0,008 7,361 94,312
4 0,003 2,765 97,077
5 0,001 1,202 98,28
6 0,001 0,97 99,25
7 0 0,439 99,689
8 0 0,235 99,924
9 0 0,076 100
10 0 0 100
11 0 0 100
12 0 0 100
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.14: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση όλες τις κατηγορίες εκτός
του καθεστώτος ενοίκησης για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

222
Πίνακας 3.2.15: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις μεταβλητές
όλων των κατηγοριών εκτός του καθεστώτος ενοίκησης για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,015 1 0,835 0,149 1 0,086 0,109 1
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,002 2 0,06 0,001 0 0,564 0,089 0
ΕΚΠ. ΥΨ 0,021 1 0,976 0,253 1 0,004 0,007 0
ESEC1 0,016 1 0,988 0,195 1 0 0 0
ESEC2 0,002 2 0,136 0,003 0 0,667 0,115 2
ESEC3 0,003 2 0,137 0,006 0 0,056 0,017 0
ESEC4 0,004 1 0,816 0,041 0 0,034 0,012 0
ESEC5 0,009 2 0,741 0,076 0 0,15 0,109 2
ΕΛΛΗΝΕΣ 0,001 2 0,004 0 0 0,406 0,03 0
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ 0,006 2 0,004 0 0 0,406 0,214 2
ΚΑΤ.ΜΙΚΡΗ 0,01 1 0,848 0,1 1 0,002 0,002 0
ΚΑΤ.ΜΕΣΗ 0,002 2 0,107 0,003 0 0,628 0,104 2
ΚΑΤ.ΜΕΓ 0,017 2 0,825 0,173 2 0,13 0,192 2
ΕΝΟΙΚΙΟ (Σ) 0,008 - 0,018 - - 0,03 - -
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ
(Σ) 0,003 - 0,018 - - 0,03 - -
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.16: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση όλες τις κατηγορίες εκτός
του καθεστώτος ενοίκησης για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

223
Με την αφαίρεση των μεταβλητών της κατηγορίας του καθεστώτος ενοίκησης, ο
οριζόντιος άξονας, ο «κοινωνικός» άξονας, αποκτά περισσότερο «καθαρό»
χαρακτήρα, αφού η επίδραση της εθνικότητας, όπως φαίνεται στον πίνακα 3.2.15,
είναι αμελητέα (Benzécri 1992). Η εμφάνιση των μεταβλητών ΕΝΟΙΚΙΟ (Σ) και
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ (Σ), υποδηλώνει ότι οι μεταβλητές αυτές είναι συμπληρωματικές και
όχι ενεργές, απλά προβάλλονται γεωμετρικά στους άξονες και δεν συμμετέχουν
ενεργά στην κατασκευή τους. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τιμή για αυτές στους
δείκτες CTR1 και CTR2, ενώ οι δείκτες COR1 και COR2, εκφράζουν απλώς τον
συντελεστής συσχέτισης των μεταβλητών με τους δύο άξονες (Benzécri 1992).

Επίσης, με βάση το γράφημα 3.2.14, παρατηρούμε ότι οι κοινωνικές μεταβλητές που


σχετίζονται με την χωρική «ευημερία» όπως η ΚΑΤ. ΜΕΓ, ΕΚΠ. ΥΨ, ESEC1 και
ESEC2, βρίσκονται αριστερά από το κέντρο των αξόνων, ενώ οι υπόλοιπες
κοινωνικές κατηγορίες, βρίσκονται προς τα δεξιά από το κέντρο των αξόνων. Κατά
συνέπεια, οι παρατηρήσεις που έχουν μεγαλύτερη ποσότητα «θετικού» συνολικού
κοινωνικού «κεφαλαίου» από ότι «αρνητικού» ως προς το μέσο προφίλ των 79
χωρικών ενοτήτων, θα βρίσκονται προς τα αριστερά του άξονα, με βάση το κέντρο
των αξόνων. Με αυτόν τον τρόπο, προσδιορίζονται οι δομικές θέσεις των
παρατηρήσεων στον πρώτο άξονα, δηλαδή στο κοινωνικό πεδίο Ενδιαφέρον
παρουσιάζει το γεγονός ότι οι «μεσαίου» κύρους κατηγορίες της εκπαίδευσης και της
κατοικίας (ΕΚΠ. ΜΕΣΗ και ΚΑΤ. ΜΕΣΗ αντίστοιχα), βρίσκονται, όπως και στην
προηγούμενη περίπτωση, προς την δεξιά πλευρά του άξονα από το κέντρο των
αξόνων. Η τοποθέτηση αυτή, καθώς και η συνεισφορά των μεταβλητών στην
κατασκευή και ερμηνεία των αξόνων, δεν αποτελεί, όπως αναφέρθηκε, προϊόν
κάποιας a priori υπόθεσης, αλλά προέκυψε από το σύνολο των σχέσεων των
συγκεκριμένων μεταβλητών και των παρατηρήσεων, από τα δεδομένα καθεαυτά. Ένα
από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι ότι αναδεικνύει σχέσεις (δομές) μεταξύ
μεταβλητών ή/ και παρατηρήσεων, που δεν είναι εύκολα διακριτές (Phillips 1995).

Στο γράφημα 3.2.16, παρουσιάζονται οι θέσεις των παρατηρήσεων 69 στους δύο


παραγοντικούς άξονες, στον οριζόντιο- κοινωνικό και στον κάθετο, που είναι

69
Για την περαιτέρω πληροφόρηση του αναγνώστη, αναφέρεται πως οι μάζες των παρατηρήσεων,
ενεργών και συμπληρωματικών, σε όλα τα γραφήματα της ανάλυσης αντιστοιχιών που παρουσιάζονται
στην παρούσα ενότητα, είναι ίσες μεταξύ τους, λόγω του γεγονότος πως το άθροισμα των τιμών των
μεταβλητών σε κάθε γραμμή (πρατήρηση) είναι ίσο ή πολλαπλάσιο του 100.

224
«μικτός», διότι ερμηνεύεται τόσο από τις μεταβλητές της εθνικότητας, όσο και από
κοινωνικές μεταβλητές. Με πράσινο χρώμα, συμβολίζονται τα 7 δημοτικά
διαμερίσματα του δήμου Αθηναίων, με μωβ χρώμα, συμβολίζονται τρεις εύπορες
περιοχές που βρίσκονται στην αριστερή άκρη του διαγράμματος, ο Παπάγος, η
Φιλοθέη και το Ψυχικό ενώ το μαύρο χρώμα, αντιστοιχεί σε τρεις φτωχές περιοχές
που βρίσκονται στην δεξιά άκρη του διαγράμματος, ο Ασπρόπυργος, το Ζεφύρι και ο
Άγιος Ιωάννης Ρέντης, που απεικονίζεται με τον κωδικό αριθμό 54. Οι διαφορετικές
αποχρώσεις αντιστοιχούν στις δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές. Το σκούρο
πράσινο, μωβ και μαύρο, αντιστοιχεί στο έτος 2001, ενώ το ανοιχτό πράσινο, μωβ και
μαύρο (γκρι) αντιστοιχεί στο έτος του 1991. Οι 79 χωρικές ενότητες με βάση τις
μεταβλητές του 1991, έχουν εισαχθεί ως συμπληρωματικές. Όπως και στην
περίπτωση των μεταβλητών, δεν συνεισφέρουν στην κατασκευή και ερμηνεία του
πίνακα, αλλά απλώς, προβάλλονται μέσα στον χώρο που συγκροτούν οι δύο άξονες.

Με δεδομένο ότι οι δύο άξονες, κατασκευάστηκαν από τις μεταβλητές και τις
παρατηρήσεις του 2001, η προβολή των συμπληρωματικών παρατηρήσεων του 1991,
αναπαριστά την θέση των 79 χωρικών ενοτήτων μέσα στον χώρο αυτών, το 2001
(Greenacre 1994). Με άλλα λόγια, το γράφημα 3.2.16, απαντά στο ερώτημα: Ποια
ήταν η κατάσταση των 79 χωρικών ενοτήτων το έτος 1991 με βάση τους όρους
αξιολόγησης και διάκρισης αυτών για το έτος 2001; Με αυτόν τον τρόπο,
παρατηρούμε ταυτόχρονα τις μεταξύ τους αποστάσεις τόσο το 2001, όσο και το 1991,
με βάση το «κοινωνικό» (πρώτος άξονας) και «κοινωνικό-εθνικό» τους στάτους
(δεύτερος άξονας) για το 2001, καθώς και τις μεταβολές αυτών. Στην παρούσα φάση,
μας ενδιαφέρουν οι αποστάσεις και οι μεταβολές στον πρώτο άξονα, που ερμηνευτικά
αποτελεί τον «κοινωνικό» άξονα.

Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι η κοινωνική απόσταση δύο παρατηρήσεων,


αντικατοπτρίζει εξ’ ορισμού, τον βαθμό κοινωνικής ανισότητας αυτών. Όσο
μεγαλύτερη είναι η κοινωνική απόσταση δύο χωρικών ενοτήτων, αλλά και
γενικότερα, δύο υποκειμένων, ατομικών ή συλλογικών, σε οποιοδήποτε πεδίο, τόσο
μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της κοινωνικής ανισότητάς τους (Sorokin 1927: 6-7). Με
άλλα λόγια, η έννοια της κοινωνικής «απόστασης» αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο,
απεικόνισης και διατύπωσης της κοινωνικής ανισότητας.

225
Στο γράφημα 3.2.16, όπως και στα υπόλοιπα γραφήματα που θα παρουσιαστούν,
έχουν διαγραφεί οι θέσεις ορισμένων παρατηρήσεων, αφήνοντας έτσι τις περιοχές
εκείνες που έχουν ένα ιδιαίτερο συμβολικό χαρακτήρα στον καθημερινό μας λόγο και
συμμετέχουν στην συγκρότηση νοητικών πεδίων (χαρτών) χωρικής ιεραρχίας στην
περιφέρεια της Αθήνας. Ο λόγος διαγραφής, οφείλεται στο γεγονός ότι ο χάρτης, με
την εισαγωγή όλων των παρατηρήσεων, ενεργών και συμπληρωματικών, γίνεται
«δυσανάγνωστος», λόγω οπτικού συνωστισμού των δεδομένων.

Αν και ο σκοπός της παρούσας ενότητας είναι η διερεύνηση αλλαγών70 και όχι μια
αιτιολογική ανάλυση, εντούτοις, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η διαφοροποίηση
του 6ου δημοτικού διαμερίσματος, οφείλεται, κατά ένα μέρος, στον ιδιαίτερο
χαρακτήρα των μεταβολών που λαμβάνουν χώρα σε αυτό από ορισμένες μεταβλητές,
όπως παρουσιάστηκαν στα θηκογράμματα. Εάν παρατηρήσουμε στον πίνακα 3.2.17,
τους δείκτες CTR1 και COR1 για τις μεταβλητές όπου συγκροτούν τον πρώτο άξονα,
δηλαδή τις δυνάμεις που είναι ενεργές σε αυτόν (Bourdieu & Wacquant 1992: 101),
τότε θα παρατηρήσουμε ότι η συνεισφορά τους δεν είναι ισομερής. Κατά συνέπεια, η
διαφορά μίας ποσοστιαίας μονάδας, κατά τις δύο χρονικές στιγμές, ανάμεσα στις
μεταβλητές αυτές δεν έχει το ίδιο αντίκτυπο, καθότι , όπως φαίνεται και στον πίνακα
3.2.15, η μεταβλητή ESEC1, για παράδειγμα, έχει μεγαλύτερη συνεισφορά από ότι
υπόλοιπες μεταβλητές της κατηγόριας Esec, στον πρώτο άξονα. Με την σκέψη του
Bourdieu (1984: 69-71), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μεταβλητή ESEC1,
συμμετέχει σε μεγαλύτερο βαθμό στην κοινωνική διάκριση των 79 χωρικών
ενοτήτων, από τις υπόλοιπες επαγγελματικές μεταβλητές, δηλαδή η «κατοχή»
μεγάλης ποσότητας αυτής της μεταβλητής έχει μεγαλύτερη (θετική) «ανταλλακτική»
αξία από ότι η «κατοχή» ίδιας ποσότητας της μεταβλητής ESEC2 Συνεπώς, η
«έκτοπη», αρνητική μεταβολή του 6ου δημοτικού διαμερίσματος στην μεταβλητή
ESEC1, έχει ένα βαθμό συμμετοχής, στην «αρνητική» πορεία του, εντός του πρώτου
άξονα.

70
Άλλωστε, η ανάλυση αντιστοιχιών, διμεταβλητή και πολλαπλή, αποτελεί μια κατεξοχήν
διερευνητική μέθοδο, παρά το γεγονός πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για μελέτες αιτιότητας, λόγω
του γεγονότης πως η μέθοδος μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες μεθόδους όπως η ανάλυση
διακύμανσης (ANOVA) ή η ποιοτική συγκριτική ανάλυση, ενώ ταυτόχρονα, η ίδια η μέθοδος, διαθέτει
αρκετές δυνατότητες επεξεργασίας δεδομένων που βασίζονται στην θεωρία της κλασσικής, ευκλείδιας
γεωμετρίας (Rees-Jones 2011, Le Roux & Rouanet 2004)

226
Όπως ειπώθηκε, ο πρώτος άξονας, ο κοινωνικός άξονας, είναι προϊόν των τριών
κατηγοριών (εκπαίδευση, κατοικία και Esec) που συγκροτούν το συνολικό κοινωνικό
«κεφάλαιο» των 79 χωρικών ενοτήτων. Για τον σκοπό μιας διερευνητικής ανάλυσης,
κρίνεται αναγκαίο, η παρουσίαση των αλλαγών στις επιμέρους κατηγορίες καθώς και
στους συνδυασμούς αυτών. Ο λόγος είναι ότι οι αλλαγές που συντελούνται στον
σύνολο των κοινωνικών μεταβλητών, που συγκροτούν τον πρώτο άξονα, δεν
αποτελούν το άμεσο, γραμμικό αποτέλεσμα των αλλαγών που συντελέστηκαν στις
επιμέρους κατηγορίες και στους συνδυασμούς αυτών. Σε ορισμένα επιμέρους
υποπεδία, οι αλλαγές ενδέχεται να έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, τόσο για το 6 ο
δημοτικό διαμέρισμα, όσο και συνολικά για τις παρατηρήσεις, γεγονός που δεν
μπορούμε να παραβλέψουμε, εάν σκοπεύουμε στην κατανόηση του πολύπλοκου
χαρακτήρα των αλλαγών τόσο στο σύνολο του φασικού χώρου, όσο και στα
υποκείμενα που το συγκροτούν (Byrne 2002a: 106-107, 2002b: 63).

Για τους παραπάνω λόγους, θα παρουσιαστούν οι μεταβολές στους επιμέρους υπο-


χώρους (εκπαίδευση, κατοικία και Esec), καθώς και στους συνδυασμούς αυτών, που
συγκροτούν το συνολικό κοινωνικό πεδίο. Για την διευκόλυνση του αναγνώστη,
τονίζεται ότι στα παρακάτω γραφήματα, ο οριζόντιος άξονας, παραμένει ο
κοινωνικός άξονας ό οποίος προκύπτει από τις κοινωνικές κατηγορίες που
χρησιμοποιούνται κάθε φορά και αναπαριστά τους διάφοτους υποχώρους, τα διάφορα
κοινωνικά υποπεδία των 79 χωρικών ενοτήτων. Η επιλογή των δημογραφικών
μεταβλητών έγινε μετά από αρκετές δοκιμές, ουτοσώστε να επιτευχθεί η μέγιστη
«καθαρή» ερμηνεία του πρώτου άξονα, κατά την οποία τα δημογραφικά
χαρακτηριστικά ασκούν την μικρότερη δυνατή επιρροή στην κατασκευή και
ερμηνεία αυτού.

Πίνακας 3.2.17: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: κατοικία, Esec και καθεστώς ενοίκησης για το 2001
Αθρ.
Άξονας Αδράνεια %Ερμηνείας %Ερμην
1 0,067 66,787 66,787
2 0,02 19,722 86,51
3 0,008 8,015 94,525
4 0,003 2,64 97,165
5 0,001 1,321 98,486
6 0,001 1,047 99,533
7 0 0,467 100

227
8 0 0 100
9 0 0 100
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.18: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία,


Esec και καθεστώς ενοίκησης για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.19: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:


κατοικία, Esec και καθεστώς ενοίκησης για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΝΟΙΚΙΟ 0,011 2 0,002 0 0 0,944 0,522 2
ΙΔΙΟΚΤΗΤΣ 0,004 2 0,002 0 0 0,944 0,206 2
ESEC1 0,022 1 0,962 0,314 1 0,02 0,022 0
ESEC2 0,003 2 0,087 0,003 0 0,363 0,05 0
ESEC3 0,005 2 0,081 0,006 0 0,544 0,128 2
ESEC4 0,006 1 0,842 0,07 0 0,015 0,004 0
ESEC5 0,011 1 0,716 0,122 1 0,023 0,013 0

228
ΚΑΤ.ΜΙΚΡΗ 0,013 1 0,89 0,173 1 0,028 0,018 0
ΚΑΤ. ΜΕΣΗ 0,003 1 0,127 0,005 0 0,006 0,001 0
ΚΑΤ.ΜΕΓ 0,023 1 0,885 0,307 1 0,031 0,036 0
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.20: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία,


Esec και καθεστώς ενοίκησης για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

229
Πίνακας 3.2.21: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: εκπαίδευση, Esec και εθνικότητα για το 2001
Αθρ.
Άξονας Αδράνεια %Ερμηνείας %Ερμην
1 0,082 76,875 76,875
2 0,011 10,665 87,54
3 0,008 7,649 95,189
4 0,004 3,547 98,736
5 0,001 0,752 99,488
6 0 0,408 99,896
7 0 0,104 100
8 0 0 100
9 0 0 100

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.22: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:


εκπαίδευση, Esec και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

230
Πίνακας 3.2.23: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, Esec και εθνικότητα για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,02 1 0,911 0,22 1 0,009 0,016 0
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,002 2 0,021 0,001 0 0,261 0,057 0
ΕΚΠ. ΥΨ 0,029 1 0,964 0,337 1 0,02 0,05 0
ESEC1 0,022 1 0,983 0,262 1 0,004 0,008 0
ESEC2 0,003 2 0,228 0,008 0 0,314 0,075 2
ESEC3 0,005 1 0,204 0,012 0 0,008 0,003 0
ESEC4 0,006 1 0,755 0,051 0 0,03 0,015 0
ESEC5 0,011 2 0,781 0,109 0 0,115 0,115 2
ΕΛΛΗΝΕΣ 0,001 2 0,005 0 0 0,797 0,08 2
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ 0,008 2 0,005 0,001 0 0,797 0,58 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.24: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:


εκπαίδευση, Esec και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

231
Πίνακας 3.2.25: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: εκπαίδευση, κατοικία, καθεστώς ενοίκησης και εθνικότητα για το 2001
Αθρ.
Άξονας Αδράνεια %Ερμηνείας %Ερμην.
1 0,057 66,225 66,225
2 0,017 19,629 85,854
3 0,009 10,442 96,296
4 0,002 1,947 98,243
5 0,001 1,153 99,396
6 0,001 0,604 100
7 0 0 100
8 0 0 100
9 0 0 100
Πηγή: ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.26: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:


εκπαίδευση, κατοικία, καθεστώς ενοίκησης και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις
μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

232
Πίνακας 3.2.27: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία, καθεστώς ενοίκησης και εθνικότητα για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,015 1 0,811 0,212 1 0,08 0,071 1
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,002 2 0,074 0,002 0 0,271 0,03 0
ΕΚΠ. ΥΨ 0,021 1 0,976 0,369 1 0,001 0,001 0
ΕΝΟΙΚΙΟ 0,008 2 0,021 0,003 0 0,956 0,465 2
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ 0,003 2 0,021 0,001 0 0,956 0,184 2
ΕΛΛΗΝΕΣ 0,001 2 0 0 0 0,379 0,019 0
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ 0,006 2 0 0 0 0,379 0,14 2
ΚΑΤ. ΜΙΚΡH 0,01 1 0,836 0,144 0 0,079 0,046 0
ΚΑΤ. ΜΕΣΗ 0,002 1 0,142 0,005 0 0,002 0 0
ΚΑΤ. ΜΕΓ 0,017 1 0,862 0,264 1 0,042 0,044 0
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.28: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:


εκπαίδευση, κατοικία, καθεστώς ενοίκησης και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις
παρατηρήσεων)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

233
Πίνακας 3.2.29: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: κατοικία και εθνικότητα
Αθρ.
Άξονας Αδράνεια %Ερμηνείας %Ερμην
1 0,052 71,665 71,665
2 0,017 23,525 95,189
3 0,003 4,811 100
4 0 0 100
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.30: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία


και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

234
Πίνακας 3.2.31: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
κατοικία και εθνικότητα για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΚΑΤ.ΜΙΚΡΗ 0,019 1 0,87 0,33 1 0,07 0,08 0
ΚΑΤ.ΜΕΣΗ 0,004 2 0,22 0,02 0 0,45 0,1 2
ΚΑΤ.ΜΕΓ 0,035 1 0,98 0,66 1 0,01 0,03 0
ΕΛΛΗΝΕΣ 0,002 2 0 0 0 0,95 0,1 2
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ 0,012 2 0 0 0 0,95 0,69 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.32: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία


και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

235
Πίνακας 3.2.33: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: εκπαίδευση και εθνικότητα για το 2001
Άξονας Αδράνεια %Ερμηνείας Αθρ. %Ερμην
1 0,069 76,159 76,159
2 0,014 15,777 91,936
3 0,007 8,064 100
4 0 0 100
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.34: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:


εκπαίδευση και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

236
Πίνακας 3.2.35: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και εθνικότητα
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ.ΧΑΜ 0,03 1 0,919 0,396 1 0,003 0,007 0
ΕΚΠ.ΜΕΣΗ 0,004 2 0,02 0,001 0 0,045 0,012 0
ΕΚΠ. ΥΨ 0,043 1 0,967 0,603 1 0,002 0,006 0
ΕΛΛΗΝΕΣ 0,002 2 0,001 0 0 0,987 0,118 0
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ 0,012 2 0,001 0 0 0,987 0,858 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.36: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:


εκπαίδευση και εθνικότητα για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

237
Πίνακας 3.2.37: Κατάταξη αξόνων της ανάλυσης αντιστοιχιών με την χρήση των
κατηγοριών: Esec και εθνικότητα για το 2001
Άξονας Αδράνεια %Ερμηνείας Αθρ. %Ερμην
1 0,055 65,857 65,857
2 0,015 18,626 84,483
3 0,007 8,96 93,443
4 0,004 5,211 98,654
5 0,001 1,346 100
6 0 0 100
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.38: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: Esec και
εθνικότητα για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

238
Πίνακας 3.2.39: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
Esec και εθνικότητα
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ESEC1 0,033 1 0,969 0,579 1 0,018 0,039 0
ESEC2 0,004 2 0,244 0,018 0 0,099 0,026 0
ESEC3 0,007 2 0,152 0,019 0 0,073 0,033 0
ESEC4 0,008 1 0,76 0,115 0 0,024 0,013 0
ESEC5 0,017 1 0,839 0,261 1 0,044 0,048 0
ΕΛΛΗΝΕΣ 0,002 2 0,029 0,001 0 0,925 0,102 2
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ 0,012 2 0,029 0,007 0 0,925 0,74 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Γράφημα 3.2.40: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: Esec και
εθνικότητα για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

239
Στην περίπτωση των γραφημάτων που κατασκευάστηκαν με την χρήση των
κατηγοριών «κατοικία» και «εθνικότητα», παρατηρούμε μια αντιστροφή των
κοινωνικών «κατευθύνσεων» του πρώτου άξονα, όπου αυτήν την φορά, οι εύπορες
περιοχές βρίσκονται προς τα δεξιά του χάρτη και οι φτωχές, προς τα αριστερά. Αυτό
το γεγονός, οφείλεται απλά στην λειτουργία του προγράμματος και δεν υποδηλώνει
κάποια ιδιαιτερότητα όσον αφορά την κατηγορία της κατοικίας. Το πρόγραμμα CHIC
Analysis, εκτός από την κατασκευή διαγραμμάτων, παρέχει και τις συντεταγμένες
των παρατηρήσεων στους δύο άξονες. Όπως και στην περίπτωση των μεταβολών των
μεταβλητών, μπορούμε να αναπαραστήσουμε γραφικά, τις μεταβολές των
συντεταγμένων σε όλους τους κοινωνικούς, δηλαδή στους πρώτους/ οριζόντιους
αξόνες με την μορφή θηκογράμματος. Αυτές οι μεταβολές, προκύπτουν εάν
αφαιρέσουμε τις τιμές των συντεταγμένων των παρατηρήσεων για το έτος 1991 από
τις τιμές των ίδιων παρατηρήσεων το 2001. Χρησιμοποιώντας το στατιστικό
πρόγραμμα SPSS, λαμβάνουμε τα παρακάτω:

Διάγραμμα 3.2.41: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που


κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση, κατοικία, Esec

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

240
Πίνακας 3.2.42: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση,
κατοικία, Esec
ΚΩΔ.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΤΙΜΗ
ΕΚΠ_ΚΑΤ_ESEC ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 6o ΔΔ Αθηνών 68,00
ΤΙΜΕΣ 2 5o ΔΔ Αθηνών -48,00
3 2o ΔΔ Αθηνών -67,00
4 7o ΔΔ Αθηνών -67,00
5 4o ΔΔ Αθηνών -76,00
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 ΓΕΡΑΚΑ -389,00
ΤΙΜΕΣ 2 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ -293,00
3 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ -292,00
4 ΦΙΛΟΘΕΗΣ -283,00
5 ΠΑΛΛΗΝΗΣ -256,00

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.43: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που


κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: κατοικία, Esec

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

241
Πίνακας 3.2.44: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: κατοικία, Esec
ΔΗΜΟΣ ΤΙΜΗ
ΚΑΤ_ESEC ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 6o ΔΔ Αθηνών 88,00
ΤΙΜΕΣ 2 5o ΔΔ Αθηνών -37,00
3 ΑΓΙΟΥ -47,00
ΙΩΑΝΝΟΥ
ΡΕΝΤΗ
4 2o ΔΔ Αθηνών -47,00
5 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ -48,00
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 ΓΕΡΑΚΑ -373,00
ΤΙΜΕΣ 2 ΦΙΛΟΘΕΗΣ -322,00
3 ΨΥΧΙΚΟΥ -293,00
4 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ -290,00
5 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ -279,00
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.45: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που


κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση, Esec

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

242
Πίνακας 3.2.46: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση,
Esec
ΔΗΜΟΣ ΤΙΜΗ
ΕΚΠ_ESEC ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 6o ΔΔ Αθηνών 114,00
ΤΙΜΕΣ 2 1o ΔΔ Αθηνών 76,00
3 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 17,00
4 5o ΔΔ Αθηνών -2,00
5 7o ΔΔ Αθηνών -8,00
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 ΓΕΡΑΚΑ -306,00
ΤΙΜΕΣ 2 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ -221,00
3 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ -211,00
4 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ -202,00
5 ΚΑΛΥΒΙΩΝ -187,00
ΘΟΡΙΚΟΥ
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.47: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που


κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση, κατοικία

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

243
Πίνακας 3.2.48: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από τις κατηγορίες: εκπαίδευση,
κατοικία
ΔΗΜΟΣ ΤΙΜΗ
ΕΚΠ_ΚΑΤ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 6o ΔΔ Αθηνών -22,00
ΤΙΜΕΣ 2 5o ΔΔ Αθηνών -91,00
3 2o ΔΔ Αθηνών -109,00
4 7o ΔΔ Αθηνών -112,00
5 4o ΔΔ Αθηνών -117,00
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 ΓΕΡΑΚΑ -375,00
ΤΙΜΕΣ 2 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ -296,00
3 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ -293,00
4 ΦΙΛΟΘΕΗΣ -280,00
5 ΠΑΛΛΗΝΗΣ -269,00
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.49: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που


κατασκευάστηκε από την κατηγορία: κατοικία

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

244
Πίνακας 3.2.50: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από την κατηγορία: κατοικία
ΔΗΜΟΣ ΤΙΜΗ
ΚΑΤ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 ΓΕΡΑΚΑ 441,00
ΤΙΜΕΣ 2 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 438,00
3 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 419,00
4 ΨΥΧΙΚΟΥ 411,00
5 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 405,00
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 6o ΔΔ Αθηνών 35,00
ΤΙΜΕΣ 2 5o ΔΔ Αθηνών 122,00
3 4o ΔΔ Αθηνών 128,00
4 2o ΔΔ Αθηνών 130,00
5 ΑΓΙΟΥ 143,00
ΙΩΑΝΝΟΥ
ΡΕΝΤΗ
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.51: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που


κατασκευάστηκε από την κατηγορία: εκπαίδευση

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

245
Πίνακας 3.2.52: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από την κατηγορία: εκπαίδευση
ΔΗΜΟΣ ΤΙΜΗ
ΕΚΠ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 6o ΔΔ Αθηνών 2,00
ΤΙΜΕΣ 2 1o ΔΔ Αθηνών -26,00
3 ΜΑΡΑΘΩΝΑ -52,00
4 5o ΔΔ Αθηνών -63,00
5 ΠΑΠΑΓΟΥ -64,00
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 ΓΕΡΑΚΑ -325,00
ΤΙΜΕΣ 2 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ -245,00
3 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ -245,00
4 ΚΑΛΥΒΙΩΝ -227,00
ΘΟΡΙΚΟΥ
5 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ -224,00a
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.53: Θηκόγραμμα μεταβολών συντεταγμένων του άξονα που


κατασκευάστηκε από την κατηγορία: Esec

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

246
Πίνακας 3.2.54: Οι 5 υψηλότερες και χαμηλότερες τιμές της μεταβολής των
συντεταγμένων του άξονα που κατασκευάστηκε από την κατηγορία: Esec
ΔΗΜΟΣ ΤΙΜΗ
ESEC ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 6o ΔΔ Αθηνών 251,00
ΤΙΜΕΣ 2 1o ΔΔ Αθηνών 210,00
3 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 120,00
4 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ 112,00
ΡΕΝΤΗ
5 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 112,00
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ 1 ΓΕΡΑΚΑ -183,00
ΤΙΜΕΣ 2 ΦΙΛΟΘΕΗΣ -128,00
3 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ -122,00
4 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ -103,00
5 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ -99,00
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Με βάση τα παραπάνω, διακρίνουμε ότι το 6ο δημοτικό διαμέρισμα (κωδικός 72),


είναι η χωρική ενότητα στην οποία επήλθε η μεγαλύτερη υποβάθμιση ή η μικρότερη
αναβάθμιση όπως, για παράδειγμα στην περίπτωση του άξονα που κατασκευάστηκε
από την κατηγορία της κατοικίας, ενώ ταυτόχρονα σε ορισμένους άξονες, όπως στον
άξονα που εκφράζει το συνολικό στάτους, αποτελεί την μοναδική περίπτωση
υποβάθμισης.

Ταυτόχρονα, σε κάθε άξονα, παρουσιάζεται ως έκτοπο σημείο, γεγονός που


συνεπάγεται ότι η διαδρομή του παρουσιάζει, εκτός από «αρνητική» κλίση, μια
ιδιαίτερη, παράτυπη συμπεριφορά. Το 6ο δημορικό διαμέρισμα, περιλαμβάνει
περιοχές όπως η Άνω Κυψέλη, η Κυψέλη, η πλατεία Αμερικής, η πλατεία Βικτωρίας,
ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Παντελεήμονας καθώς και ένα τμήμα της περιοχής Κάτω
Πατήσια. Οι περιοχές αυτές, με εξάιρεση την περιοχή της Άνω Κυψέλης, όπως θα
δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, αποτελούν περιοχές με έντονη την παρουσία διαφόρων
μεταναστευτικών ομάδων, καθώς επίσης και τις κατεξοχήν περιοχές όπου
αναπτύχθηκε η αντιπαροχή ως τρόπος παροχής κατοικίας (Maloutas, Arapoglou,
Kandylis & Sayas 2012, Kandylis 2015). Επίσης, όπως παρατηρούμε στους πίνακες,
ανάλογες διαδρομές παρουσιάζουν άλλα δύο δημοτικά διαμερίσματα του δήμου της
Αθήνας το 1ο δημοτικό διαμέρισμα (κωδικός 1) και κυρίως το 5ο δημοτικό
διαμέρισμα (κωδικός 71), το οποίο σε όλους τους άξονες όπου κατασκευάζονται από
την κατηγορία της κατοικίας, παρουσιάζει την δεύτερη, σε κατάταξη, «αρνητική»

247
πορεία μετά το 6ο δημοτικό διαμέρισμα. Στον αντίποδα του 6ου δημοτικού
διαμερίσματος, βρίσκεται ο δήμος Γέρακα (κωδικός 55), ο οποίος παρουσιάζει,
έκτοπο χαρακτήρα σε ορισμένους άξονες και αποτελεί την χωρική ενότητα στην
οποία επήλθε η μεγαλύτερη κοινωνική αναβάθμιση σε όλους του άξονες.

Με την βοήθεια της ανάλυσης αντιστοιχιών, παρατηρήθηκαν οι αλλαγές που


συντελέστηκαν ανάμεσα στις δύο χρονικές στιγμές με όρους αποστάσεων, δηλαδή
δομικών θέσεων μέσα στο κοινωνικό πεδίο που συγκροτείται από τις κοινωνικές
κατηγορίες της εκπαίδευσης, κατοικίας και Esec, καθώς και στα επιμέρους υποπεδία.

Όμως όπως ειπώθηκε στην ενότητα 2.2, για την πλήρη κατανόηση της φύσης των
αλλαγών που συντελούνται σε μια παρατήρηση, (ή αλλίως σε ένα πολύπλοκο
σύστημα), απαιτείται και η μελέτη ύπαρξης τυχόν αλλαγής τάξης (ελκυστή) της ίδιας
παρατήρησης μέσα στον φασικό χώρο (πεδίο), εντός του οποίου η παρατήρηση
διαρκώς εξελίσσεται. Το γεγονός ότι το 6ο σημοτικό διαμέρισμα, υποβαθμίστηκε στο
συνολικό κοινωνικό πεδίο με όρους «ατομικής» θέσης, δεν συνεπάγεται απαραίτητα
ότι υποβαθμιστηκε και με όρους τάξης, δηλαδή κατηγορίας (Byrne 2011b: 82), διότι
η αναπαραγωγή της ταξικής θέσης ενός «υποκειμένου», δεν εξαρτάται μόνο από την
ατομική του διαδρομή, αλλά και από τις διαδρομή των υπολοίπων (Bourdieu 1984:
111-112). Χρειαζεται λοιπόν η υιοθέτηση τεχνικών που να μπορούν να αποτυπώσουν
τις ταξικές θέσεις των παρατηρήσεων κατά τις δύο χρονικές στιγμές.

Εάν η ανάλυση αντιστοιχιών, αποτελεί την βασική μέθοδο αποτύπωσης πεδίου


σχέσεων, η ανάλυση συστάδων, αποτελεί την βασική μέθοδο προσδιορισμού τάξεων,
(ελκυστών) (Byrne 2002a, Uprichard 2005). Η βασική λειτουργία της μεθόδου, είναι
η δημιουργία συστάδων (ομάδων) η οποία δίδεται με την μορφή κατηγορικής
μεταβλητής και υποδηλώνει ότι οι παρατηρήσεις οι οποίες έχουν την ίδια τιμή σε
αυτήν μεταβλητή, ανήκουν και στην ίδια κατηγορία/ ομάδα (Williams 2014: 287). Με
αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνται κατηγορικές από ποσοτικές μεταβλητές, ενώ δεν
πρέπει να παραλείφθει το γεγονός ότι η ανάλυση συστάδων μπορεί να
χρησιμοποιηθεί και σε κατηγορικές μεταβλητές (Everitt 1993). Με την ορολογία του
πολύπλοκου ρεαλισμού, η ανάλυση συστάδων αποτυπώνει του εκλυστές οι οποίοι
λειτουργούν σε κάθε φασικό χώρο n διαστάσεων, με n ίσο με τον αριθμό των
μεταβλητών όπου συμμετέχουν στην ανάλυση συστάδων και ταυτόχρονα,
προσδιορίζει τους κοντινούς γείτονες, δηλαδή τις παρατηρήσεις εκείνες όπου

248
ανήκουν στην ίδια ομάδα (ελκυστή). Δεν πρέπει να διαφέυγει της προσοσχής το
γεγονός ότι οι παρατηρήσεις οι οποίες ανήκουν στην ίδια ομάδα, δεν συνεπάγεται ότι
είναι και απαραίτητα πανομοιότυπες ως προς τα χαρακτηριστικά με τα οποία έγινε η
ομαδοποίησή τους. Απλώς, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι παρατηρήσεις
αυτές είναι περισσότερο όμοιες μεταξύ τους, σε σχέση με τις υπόλοιπες (Byrne
2002a: 127).

Αναλυτικότερα, η «τοποθέτηση» των παρατηρήσεων σε συστάδες (ομάδες),


επιτυγχάνεται με βάση δύο βασικών «αξιωμάτων» που συνοδεύουν την μέθοδο. Το
πρώτο, είναι η διακριτότητα των ομάδων και αφορά το γεγονός ότι παρόμοιες, ως
προς τις μεταβλητές που τις προσδιορίζουν, παρατηρήσεις, οφείλουν να
τοποθετούνται μαζί, έτσι ώστε μια «ασυνέχεια» μεταξύ των συστάδων να είναι
αισθητή. Το δεύτερο, αφορά την εσωτερική συνοχή των συστάδων και συγκεκριμένα
το γεγονός ότι μια παρατήρηση, γίνεται αποδεκτή σε μια ομάδα, όταν κρίνεται ότι
είναι αρκετά «όμοια» με αυτήν, βάση ενός κριτηρίου ομοιότητας που τίθεται από την
μέθοδο (Uprichard 2009: 138).

Οι βασικές διάφορες στις διάφορες (υπο)μεθόδους ανάλυσης συστάδων,


εντοπίζόνται στα δύο παραπάνω «αξιώματα». Οι δύο γενικές κατηγορίες που
συναντάμε στην βιβλιογραφία των κοινωνικών επιστημών είναι η ιεραρχική
συσσωρευτική ανάλυση συστάδων (agglomerative hierarchical clustering) και η μη-
ιεραρχική, επαναληπτική ανάλυση (iterative non hierarchical). Κατά την ιεραρχική
συσσωρευτική ανάλυση συστάδων, κάθε παρατηρήση αποτελεί αρχικά μια τάξη από
μόνη της, ενώ στην συνέχεια, «συγχωνεύονται» οι περισσότεο όμοιες παρατηρήσεις
σταδιακά, μεχρι να δημιουργηθεί μία ομάδα. Ονομάζεται «ιεραρχική», λόγω του
ένθετου χαρακτηρά που έχουν οι τάξεις οι οποίες παράγει, όπως θα δούμε παρακάτω.
Μερικά παραδείγματα συσσωρευτικής ιεραρχικής ανάλυσης είναι η μεθοδος single
linkage, η μέθοδος complete linkage, η μέθοδος του Ward, κτλ. Η ιεραρχική
ανάλυση, δεν απαιτεί από τον ερευνητή να προσδιορίσει εξ’αρχής τον αριθμό των
ομάδων στις οποίες θα ταξινομηθούν οι παρατηρήσεις, αλλά αντίθετα, μεσω της
ιεραρχικής ανάλυσης, η έρευνα μπορεί να προσδιορίσει τον αριθμό των ομάδων που
χρειάζονται για ανάλυση.

Το βασικό κριτήριο για το πλήθος των ομάδων είναι ο, όσο το δυνατόν, μικρότερος
αριθμός τους, χωρίς όμως να χάνεται σημαντική πληροφορία από τις παρατηρήσεις,

249
δηλαδή οι ομάδες οφείλουν να παραμένουν όσο το δυνατόν συνεκτικές στο
εσωτερικό τους και διακριτές μεταξύ τους, όπως ειπώθηκε προηγουμένως.
Παρολαυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις όπου η έρευνα απαιτεί την ανάδειξη ενός
συγκεκριμένου αριθμού ομάδων, τότε μπορούμε κάλλιστα να προσδιορίσουμε
εξαρχής τον αριθμό των ομάδων, χωρίς την χρήση κάποιου κριτηρίου. Κατά την μη-
ιεραρχική επαναληπτική ανάλυση συστάδων, οι τάξεις δεν έχουν ένθετο χαρακτήρα,
ενώ η κατασκευη των ομάδων γίνεται με βάση καποιου επαναληπτικού αλγορίθμου, ο
οποίος κατανέμει τις παρατηρήσεις στις ομάδες, των οποίων ο αριθμός πρέπει να
προσδιορίζεται από τον ερευνητή. Ένα παράδειγμα μη- ιεραρχικής επαναληπτικής
μεθόδου είναι η k means (Bowker & Star 1999).

Οι Uprichard (2009: 138) και Milligan (1980) προτείνουν οι δύο αυτοί τρόποι
ανάλυσης συστάδων να χρησιμοποιούνται συνδυαστικά. Συγκεκριμένα, η ιεραρχική
μέθοδος να χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του πλήθους των ομάδων και στη
συνέχεια, η μη- ιεραρχική να χρησιμοποιείται για την δημιουργία περισσότερο
«συνεκτικών» τάξεων, διότι το μειονέκτημα των ιεραρχικών μεθόδων είναι ότι από
την στιγμή που μια παρατήρηση τοπθετηθεί σε μια ομάδα, παραμένει σε αυτήν μέχρι
το τέλος της ομαδοποίησης, δηλαδή μέχρις ότου όλες οι παρατηρήσεις συγκροτήσουν
μία ομάδα. Αντίθετα, κατά την μη- ιεραρχική επαναληπτική μέθοδο, οι παρατηρήσεις
αλλάζουν ομάδα έως ότου τοποθετηθούν στην πλέον «αντιπροσωπευτική» με όρους
ευκλείδιας (ή κάποιας άλλης μορφής) απόστασης. Στην παρούσα εργασία, οι ομάδες
κατασκευάστηκαν τόσο με βάση την ιεραρχική συσσωρευτική μέθοδο όσο και με την
μη-ιεραρχική επαναληπτικη, λόγω ότι η έρευνα επικεντρώνεται στην μελέτη τυχόν
αλλαγή τάξης μιας παρατήρησης, του 6ου δημοτικού διαμερίσματος για τις δύο
χρονικές στιγμές και κατά συνέπεια, κρίνεται αναγκαίο να συγκρίνουμε δύο
διαφορετικούς τρόπους ταξινόμησης και να παρατηρήσουμε την ύπαρξη τυχόν
αλλαγής τάξης του 6ου δημοτικού διαμερίσματος με βάση αυτούς τους δύο τρόπους.
Εάν παρατηρηθεί αλλαγή ομάδας και στους δύο τρόπους ταξινόμησης, τότε
ισχυροποιείται η πεποίθηση ότι έχει συντελεστεί μετατόπιση φάσης της παρατήρησης
ενδιαφέροντος (Byrne 2002a: 127).

Οι δύο μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν είναι η μεθοδος του Ward, για την περίπτωση
της ιεραρχικής και η μέθοδος k means, για την περίπτωση της μη ιεραρχικής.
Γενικότερα, διαφορετικές ιεραρχικές μέθοδοι, αναδεικνύουν διαφορετικές δομές

250
(Uprichard 2009: 140), αν και στην περίπτωση των κοινωνικών δεδομένων, όπου
έκτελέστηκε η μεθοδος, μετά από… μερικές δοκιμές, παρατηρήθηκε ότι διαφορετικές
τεχνικές όπως η complete linkage, η single linkage και η centroid linkage, δεν
παράγουν αποτελέσματα με μεγάλες διαφορές, όσον αφορά την γενική εικόνα της
ταξινόμησης, Η επιλογή71 της μεθόδου του Ward, για την ιεραρχική περίπτωση, έγινε
διότι η μέθοδος αυτή, αναδεικνύει γενικά, λιγότερες τάξεις από ότι οι υπόλοιπες,
γεγονός που ελήφθηκε υπόψη στην παρούσα εργασία, με ικανοποιητικό βαθμό
ομοιογένειας στην περίπτωση όπου τα δεδομένα εκφράζουν ποσοστά πληθυσμού
(Johnson & Wichern 2002: 680-696, Dyer 2006, Morenoff & Tienda 1997). Η
επιλογή της μεθόδου k means, για την μη- ιεραρχική περίπτωση, έγινε διότι η
μέθοδος ενδείκνυται όταν όλες οι μεταβλητές είναι ποσοτικές (Johnson & Wichern
2002: 696-698). Οι ομάδες κατασκευάστηκαν με βάση τις κοινωνικές μεταβλητές και
συγκεκριμένα με βάση τον συνολικό κοινωνικό χώρό όπου περιλαμβάνει όλες τις
κοινωνικές κατηγορίες καθώς και τους επιμέρους υποχώρους, όπως παρουσιάστηκαν
στα διαγράμματα της ανάλυσης αντιστοιχιών καθώς και στα θηκογράμματα. Η
κατασκευή των ομάδων έγινε με την βοήθεια του προγράμματος SPSS. Επίσης,
χρήσιμο θεωρείται να τονιστεί ότι η μέθοδος του Ward, συνδυάζεται αρκετά
ικανοποιητικά με την μέθοδο k means, στην περίπτωση αριθμητικών μεταβλητών,
διότι οι ομάδες που προκύπτουν από τις δύο μεθόδους δεν παρουσιάζουν μεγαλες
αποκλίσεις όσον αφορά τις παρατηρήσεις που τις συγκροτούν (Milligan 1980)

Λόγω του μικρού αριθμού των παρατηρήσεων, οι οποίες έίναι 79 τον αριθμό και
λόγω του ότι χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του Ward, η οποία συγκροτεί τις διάφορες
ομάδες με κριτήριο την μικρότερη διακύμανση εντός των ομάδων ή όπως το έθεσε ο
Ward (1963), το μικρότερο άθροισμα τετραγώνων των σφαλμάτων72, ο
προσδιορισμός των ομάδων, μπορεί να γίνει μέσω της παρατήρησης των
δενδροδιαγραμμάτων, που αποτελούν την πιο διαδεδομένη μορφή απεικόνισης της
διαδικασίας της ομαδοποίησης με την χρήση συσσωρευτικών ιεραρχικών μεθόδων.

71
Παρόλα αυτά, συγγραφείς όπως οι Everitt (1993) και Baxter (1994), τονίζουν πως για την περίπτωση
της ιεραρχικής ταξινόμησης. δεν τπάρχει «σωστή» και «λάθος» μέθοδος, διότι η κάθε μία (single
linkage, centroid linkage, Ward, κ.ά), παράγει διαφορετικά αποτελέσματα, διότι απλά χρησιμοποιούν
διαφορετικό τρόπο ταξινόμησης των παρατηρήσεων.

72
Όσον αφορά το κριτήριο ομοιότητας των παρατηρήσεων για την συγκρότηση ομάδων στο αρχικό
στάδιο, η μέθοδος του Ward, χρησιμοποιεί την ευκλείδια απόσταση στο τετράγωνο για την περίπτωση
αριθμητικών δεδομένων (Ward 1963), γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτέλεση
της μεθόδου μέσω στατιστικών προγράμματων.

251
Στη περίπτωση όμως όπου οι παρατηρήσεις ξεπερνούσαν τις 200 τον αριθμό, ή αν
είχε γίνει χρήση κάποιας άλλης ιεραρχικής μεθόδου, ο συνίστωμενος τρόπος
εντοπισμού του κατάλληλου αριθμού των ομάδων είναι η παρατήρηση των διαφορών
(ή της γραφικής απεικόνισης) ενός συντελεστή, ο οποίος δίδεται τόσο από το SPSS
όσο και από άλλα στατιστικά προγράμματα και εκφράζει την εξέλιξη του
αθροίσματος των τετραγώνων των σφαλμάτων (Byrne 2002a: 101-102). Αυτός ο
τρόπος εντοπισμού του κατάλληλου αριθμού των τάξεων, εισήχθει από τον Mojena
(1977) και θα παρουσιαστεί μία φορά, για λόγους ενημέρωσης του αναγνώστη, διότι
όπως ειπώθηκε, τα δενδροδιαγράμματα απεικονίζουν οπτικά τα ίδια αποτελέσματα με
αυτά του κριτηρίου του Mojena, λόγω του μικρού αριθμού των παρατηρήσεων, ενώ
μπορούν να αναγνωσθούν «οπτικά» με μεγαλύτερη ευκολία.

Με βάση τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 1991, η ιεραρχική μέθοδος του
Ward, αποδίδει τις παρακάτω τιμές για τον συντελεστή εξέλιξη του αθροίσματος των
τετραγώνων των σφαλμάτων.

Πίνακας 3.2.55: Συντελεστής εξέλιξη του αθροίσματος των τετραγώνων των


σφαλμάτων για την μέθοδο του Ward στις τρεις κοινωνικές κατηγορίες το 1991
Συνδυασμένη
ομαδα
Μεταβολές
Στάδιο Ομάδα 1 Ομάδα 2 Συντελεστής συντελεστή
1 3 6 3,223 3,830
2 16 23 7,053 4,483
3 25 41 11,536 7,672
4 16 29 19,208 7,878
5 7 27 27,085 9,171
6 8 51 36,256 9,665
7 9 76 45,921 9,807
8 67 71 55,728 9,990
9 56 66 65,718 10,602
10 20 43 76,320 11,227
11 2 4 87,547 13,133
12 53 54 100,680 13,277
13 16 21 113,958 14,306
14 12 14 128,264 14,614
15 18 77 142,878 15,378
16 3 31 158,255 16,256
17 36 60 174,511 17,699
18 18 24 192,210 18,114

252
19 28 44 210,324 18,447
20 13 69 228,771 19,085
21 64 78 247,855 19,430
22 17 70 267,286 19,691
23 67 68 286,977 20,570
24 22 33 307,547 20,970
25 11 48 328,517 21,683
26 3 5 350,201 22,561
27 7 19 372,762 25,785
28 32 55 398,547 26,175
29 10 73 424,722 27,721
30 20 34 452,443 27,757
31 8 18 480,199 29,192
32 9 46 509,392 38,194
33 67 72 547,586 38,546
34 57 61 586,132 39,509
35 11 12 625,641 41,765
36 2 20 667,407 43,223
37 17 25 710,629 48,139
38 50 74 758,768 49,475
39 9 63 808,243 51,270
40 45 53 859,513 52,933
41 22 30 912,446 53,805
42 28 49 966,251 55,640
43 15 16 1021,891 58,581
44 35 38 1080,473 61,973
45 3 13 1142,446 70,605
46 45 62 1213,051 71,236
47 37 65 1284,287 79,167
48 39 45 1363,454 87,997
49 36 58 1451,451 91,952
50 26 40 1543,403 95,400
51 15 17 1638,803 98,773
52 47 52 1737,576 107,370
53 10 67 1844,946 117,248
54 22 75 1962,194 120,454
55 8 28 2082,648 148,554
56 9 35 2231,202 174,077
57 3 32 2405,279 186,385
58 7 47 2591,664 194,388
59 36 56 2786,052 212,279
60 2 8 2998,331 258,086
61 15 42 3256,417 289,031
62 3 39 3545,449 317,258
63 36 37 3862,706 324,882

253
64 11 22 4187,588 409,957
65 9 79 4597,545 475,031
66 11 26 5072,576 531,547
67 2 57 5604,123 583,978
68 7 10 6188,100 700,294
69 59 64 6888,394 896,501
70 36 50 7784,895 940,494
71 1 7 8725,389 1378,280
72 3 15 10103,668 1901,667
73 1 2 12005,336 3047,108
74 3 36 15052,443 3757,175
75 3 9 18809,619 4645,838
76 11 59 23455,457 13921,048
77 1 11 37376,505 44448,327
78 1 3 81824,832
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Ο παραπάνω πίνακας, απεικονίζει την εξέλιξη συντελεστή από το 1ο στάδιο της


μεθόδου, δηλαδή από τις 78 ομάδες, 77 «ατομικές» παρατηρήσεις και μία ομάδα με 2
παρατηρήσεις, μέχρι το 78ο, κατά το οποίο όλες οι παρατηρήσεις συγκροτούν μία
ομάδα. Η στήλη με την ονομασία «μεταβολές συντελεστή», απεικονίζει την μεταβολή
του συντελεστή ανά στάδιο, δηλαδή την μεταβολή από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο,
από το δεύτερο στο τρίτο, κοκ, ενώ παράλληλα αποτελεί τον τρόπος εντοπισμού του
κατάλληλου αριθμού των τάξεων κατά τον Mojena (1977). Τυπικά, οι μεταβολές του
συντελεστή είναι μικρές στα αρχικά στάδια, στην συνέχεια αυξάνονται και προς τα
τελευταία στάδια, παρουσιάζουν δραματικές αυξήσεις.

Το κρίσιμο στάδιο, δηλαδή ο ελάχιστος αριθμός ομάδων, είναι εκείνο που βρίσκεται
σχετικά κοντά στο τελευταίο στάδιο και δεν έχει προηγηθεί δραματική μεταβολή του
συνετελεστή. Με άλλα λόγια, δεν προηγήθηκε ένωση ανάμεσα σε σημαντικά
ανόμοιες ομάδες (Byrne 2002a: 102). Στην προκειμένη περίπτωση, το κρίσισμο
στάδιο, είναι το στάδιο 72, δηλαδή επτά τάξεις, αφού στο στάδιο 78 έχουμε την
συγκρότηση μίας ομάδας. Η μεταβολή από το στάδιο 72 στο στάδιο 73, παρουσιάζει
απότομη αύξηση (3047,108), σε σχέση με τις προηγούμενες. Εναλλάκτικά, ένας
άλλος τροπος κατά τον Mojena είναι η γραφική αναπαράσταση της εξέλιξης του
συντελεστή, όπου στον κάθετο άξονα του γραφήματος θα απεικονίζονται οι τιμές του
συντελεστή και στον οριζόντιο, ο αριθμός των ομάδων. Κατά κανόνα, η μεταβολή
των τιμών του συντελεστή ανάμεσα στα δύο τελευταία στάδια, θα είναι πάντα η

254
μεγαλυτερη και θα παρουσιάζει την μεγαλύτερη αύξηση, λόγω του ότι στο τελευταίο
στάδιο, συνενώνονται όλες οι παρατηρήσεις, δηλαδή έχουμε την ένωση των δύο
περισσότερο ανόμοιων προηγούμενων ομάδων. Όμως ο μικρός αριθμός των
παρατηρήσεων, μας επιτρέπει το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την κατασκευή επτά
ομάδων, να εξαχθεί από την παρατήρηση του δενδροδιαγράμματος, όπως
παρουσιάζεται παρακάτω.

255
Διάγραμμα 3.2.56: Δενδροδιάγραμμα Ward για τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες το
1991

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

256
Το δενδροδιάγραμμα απεικονίζει οπτικά την εξέλιξη των ομάδων όπως διατυπώνεται
στον πίνακα 3.2.64. Στην δεξιά πλευρά, διακρίνονται οι 7 ομάδες των παρατηρήσεων,
εκφρασμένων με βάση τους κωδικούς τους, οι οποίες εκφράζουν πάντοτε τον
ελάχιστο δυνατό αριθμό, χωρίς να χάνεται σημαντική πληροφορία, με βάση το
κριτήριο του Mojena, όπως είδαμε και στην ανάλυση του πινακα 3.2.64. Η άνω
πλευρά του δενδροδιαγράμματος, παρουσιάζει μια οριζόντια κλιμακα από το 0 έως το
25, όπου αποτελεί έναν δείκτη ανομοιότητας της περαιτέρω συγχώνευσης των
ομάδων. Οι κόμβοι που παρατηρούνται, αντιπροσωπεύουν τον βαθμό ανομοιότητας
όπου συγχωνεύονται οι διάφορες ομάδες.

Το δενδροδιάγραμμα, εκτός από τον ελάχιστο αριθμό τάξεων, προσφέρει και μια
γενική μάκρο-εικόνα για την δομή των παρατηρήσεων ενώ παράλληλα προσφέρει
πληροφορίες και για το μίκρο-επίπεδο των ομάδων, για το ποιες παρατηρήσεις
συγκροτούν τους κοντινούς γείτονων των ομάδων (Everitt 1993: 89). Στο παραπάνω
δενδροδιάγραμμα, διακρίνεται καθαρά ότι οι 7 ομάδες των 79 χωρικών ενοτήτων,
συγκροτούν δύο ευρύτερες ομάδες, μία των 4 τάξεων, στις οποίες ανήκει και το 6ο
δημοτικό διαμέρισμα (κωδικός 72) και μία των τριών τάξεων στις οποίες ανήκει το
Περιστέρι (κωδικός 3) που εμφανίζεται ως η πρώτη παρατηρήση στο
δενδροδιάγραμμα (άνω αριστερά). Στην ομάδα των τεσσάρων τάξεων,
περιλαμβάνεται και η ομάδα των «ευπόρων» χωρικών ενοτήτων που αποτελείται από
το Ψυχικό, τη Φιλοθέη και τον Παπάγος (κωδικός 64, 78 και 59 αντίστοιχα στην
κάτω αριστερή πλαυρά του δενδροδιαγράμματος). Το παρακάτω διάγραμμα,
απεικονίζει τον αριθμό των ομάδων των 79 χωρικών ενοτήτων για το έτος 2001.

Στην παρούσα εργασία, μέσω των δενδροδιαγραμμάτων, αναδείχθηκαν οι ελάχιστες


σε αριθμό, για κάθε (υπο)πεδίο, τάξεις. Όμως στο εξής, δεν θα γίνεται παρουσίαση
των δενδροδιαγραμμάτων για την μελέτη του κάθε επιμέρους υποπεδίου, λόγω του
ιδιαίτερου όγκου που καταλαμβάνουν στο κείμενο. Εντούτοις, κρίνεται χρήσιμη η
υπένθυμιση πως ο αριθμός όμων των ομάδων που θα παρουσιαστούν στην συνέχεια,
αναδείχθηκε με την βοήθεια των δενδροδιαγραμμάτων.

257
Διάγραμμα 3.2.57: Δενδροδιάγραμμα Ward για τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες το
2001

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

258
Το δενδροδιάγραμμα της μεθόδου του Ward, ανέδειξε για τα δεδομένα του 2001,
επτά ομάδες, γεγονός που συνεπάγεται ότι μπορούμε να συγκρίνουμε τις αλλαγές που
συνέβησαν στις ομάδες αυτές αλλά και κυρίως την τυχόν αλλαγή ομάδας του 6 ου
δημοτικού διαμερίσματος. Για να επιτευχθεί αυτό, θα παρουσιαστούν πρώτα οι
ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τα δύο έτη, με βάση τόσο την μέθοδο του Ward,
όσο και την μέθοδο k means, αφού πλέον είναι γνωστός ο αριθμός των ομάδων. Ο
παρακάτω πίνακας, απεικονίζει τις ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τα δύο έτη,
στις τρεις κοινωνικές κατηγορίες, με βάση το στατιστικό πρόγραμμα SPSS.

Πίνακας 3.2.58: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τις τρεις κοινωνικές
κατηγορίες για τα έτη 1991 και 2001
K MEANS WARD K MEANS
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. WARD 1991 1991 2001 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 1 1 1
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2 7 1 5
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 3 4 2 3
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 2 7 1 5
5 ΝΙΚΑΙΑ 3 4 2 3
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 3 4 2 5
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 1 6 3 1
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 2 7 1 1
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 4 3 4 3
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1 7 1 1
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 5 6 3 1
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 5 6 3 4
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 3 4 2 3
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 5 6 3 4
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 3 4 2 5
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 3 4 2 5
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 3 4 2 5
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 2 7 1 1
19 ΦΑΛΗΡΟ 1 6 3 1
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 2 7 1 5
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 3 4 2 5
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 6 3 4
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 3 4 2 5
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2 7 1 1
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 3 7 1 5
26 ΚΗΦΙΣΙΑ 5 6 5 4
27 ΑΛΙΜΟΣ 1 6 3 1
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 2 7 1 5
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 3 4 2 5
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 5 6 3 4
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 3 4 2 5
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 3 4 2 3
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 5 6 3 4
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 2 7 1 5

259
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 4 3 4 3
36 ΚΡΩΠΙΑ 6 4 6 6
37 ΜΕΓΑΡΑ 6 4 6 6
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 4 3 4 3
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 3 4 2 3
40 ΒΟΥΛΑΣ 5 6 5 4
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 3 7 1 5
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 3 4 6 5
43 ΔΑΦΝΗ 2 7 1 5
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 2 7 1 5
45 ΠΕΡΑΜΑ 3 3 2 3
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 4 3 2 3
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 1 6 3 4
48 ΠΕΥΚΗ 5 6 3 4
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 2 7 1 1
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 6 4 2 3
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 2 7 1 1
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 1 6 5 4
53 ΤΑΥΡΟΣ 3 4 4 3
ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ
54 ΡΕΝΤΗΣ 3 4 4 3
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 3 4 1 5
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 6 4 1 5
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 2 7 1 5
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 6 4 1 5
59 ΠΑΠΑΓΟΣ 7 5 7 2
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 6 4 6 6
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 2 7 1 5
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 3 4 2 3
63 ΜΑΝΔΡΑ 4 3 4 3
64 ΨΥΧΙΚΟ 7 2 7 7
65 ΑΙΓΙΝΑ 6 4 6 6
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 6 4 1 5
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 1 7 1 1
68 2o ΔΔ Αθηνών 1 7 1 5
69 3o ΔΔ Αθηνών 3 4 2 3
70 4o ΔΔ Αθηνών 3 4 2 3
71 5o ΔΔ Αθηνών 1 7 1 5
72 6o ΔΔ Αθηνών 1 6 1 5
73 7o ΔΔ Αθηνών 1 7 1 1
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 6 4 6 6
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 5 6 3 4
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 4 3 4 3
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 2 7 1 5
78 ΦΙΛΟΘΕΗ 7 2 7 7
79 ΖΕΦΥΡΙ 4 3 4 6
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

260
Οι ομάδες που απεικονίζονται, αποτελούν ουσιαστικά μια κατηγορική μεταβλητή, η
οποία προέκυψε μετά από επεξεργασία αριθμητικών μεταβλητών και συγκεκριμένα
των ποσοστών των ατόμων που ανήκουν στις 11 κοινωνικές μεταβλητές. Οι 7 τιμές
που υπάρχουν σε κάθε στήλη, αναφέρονται στην ομάδα όπου ανήκει η κάθε
παρατήρηση. Για παράδειγμα, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα (κωδικός 72), ανήκει στην
ομάδα 1 κατά το έτος 1991 και στην ομάδα 6 το 2001, με βάση την μεθοδο το Ward,
ενώ με βάση την μέθοδο k means, ανήκει στην ομάδα 1 για το έτος 1991 και στην
ομάδα 6 για το έτος 2001.

Για να περιγράψουμε ικανοποιητικά τις παραπάνω ομάδες, κατά τα δύο έτη, οι


Morenoff & Tienda (1997) προτείνουν τον υπολογισμό των μέσων όρων κάθε
μεταβλητής (διότι είναι όλες αριθμητικές) για κάθε ομάδα. Με αυτόν τον τρόπο
μπορούμε να διαπιστώσουμε τον χαρακτήρα των ομάδων, δηλαδή την ιεραρχική τους
κατάταξη ανά έτος. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να παρατηρήσουμε τις
αλλάγές που έγιναν σε κάθε τάξη ξεχωριστά κατά τις δύο χρονικές στιγμές, αλλαγές
στις τιμές των μεταβλητών. Άλλωστε, από την στιγμή που γίνεται αναφορά σε τάξεις,
θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη, πώς κάθε τάξη προσδιορίζεται ταυτόχρονα
από δύο ιδιότητες: από τις εγγενείς ως προς αυτήν, δηλαδή τον ποσότητα αγαθών
(«κεφαλαίων») που κατέχει καθώς και από τις σχεσιακές της ιδιότητες, οι οποίες
προκύτπουν από την θέση που κατέχει μέσα σε ένα ή και περισσότερα, συστήματα
σχέσεων (Bourdieu 1984: 172).. Οι παρακάτω πίνακες, παρουσιάζουν τους μέσους
όρους των ομάδων με την μέθοδο Ward και k means, για τα δύο χρονικά έτη.

261
Πίνακας 3.2. 59: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 1991

ΕΚΠ. ΕΚΠ. ΚΑΤ. ΚΑΤ.


Ward 1991 ΧΑΜ ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος 27,9050 48,2525 23,8442 36,8142 47,5233 15,6617 26,5750 24,4958 22,2025 18,0408 8,6842
όρος
Πλήθος 12 12 12 12 12 12 12 12 12 12 12
Τυπική. 2,07770 2,95538 2,65686 7,88269 6,80475 4,19080 2,74160 3,42924 4,03639 1,63220 1,10738
απόκλιση
2 Μέσος 36,1587 47,5587 16,2840 43,8340 46,2593 9,9093 19,2633 23,7840 24,7860 20,9620 11,2040
όρος
Πλήθος 15 15 15 15 15 15 15 15 15 15 15
Τυπική. 2,45461 2,27899 2,14926 3,60006 3,71828 1,30725 1,71715 2,47965 4,44225 2,24834 1,69524
απόκλιση
3 Μέσος 50,7922 40,8530 8,3530 52,1030 41,4391 6,4574 11,6039 19,2335 24,3883 27,5774 17,1991
όρος
Πλήθος 23 23 23 23 23 23 23 23 23 23 23
Τυπική. 5,43606 3,34693 2,51846 4,22931 3,39563 1,00854 2,53275 3,37251 2,63719 3,28915 3,12669
απόκλιση
4 Μέσος 68,2843 27,1829 4,5329 59,8000 34,9957 5,2029 6,5014 12,4486 27,8000 30,9614 22,2886
όρος
Πλήθος 7 7 7 7 7 7 7 7 7 7 7
Τυπική. 5,14240 4,06090 1,42152 4,37867 3,83382 1,34128 1,41696 2,35163 4,33044 1,87106 2,67458
απόκλιση
5 Μέσος 19,1680 47,3360 33,4970 25,1450 54,2730 20,5810 35,3040 23,5900 22,9530 12,7640 5,3880
όρος
Πλήθος 10 10 10 10 10 10 10 10 10 10 10
Τυπική. 2,72641 2,89144 4,11028 3,58564 4,76457 5,28153 3,52491 3,06750 2,65770 1,60033 1,00028
απόκλιση
6 Μέσος 56,7678 34,3444 8,8867 48,2289 41,7033 10,0667 11,2944 13,9856 40,9967 21,9611 11,7611
όρος
Πλήθος 9 9 9 9 9 9 9 9 9 9 9

262
Τυπική. 5,60977 4,39472 1,71911 8,42790 6,44974 2,23112 1,76578 2,60466 3,11236 2,37570 2,93985
απόκλιση
7 Μέσος 6,3600 36,6000 57,0400 12,2333 44,8233 42,9467 53,4733 17,2167 20,5267 6,8867 1,8933
όρος
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. 3,03491 1,93129 2,50162 5,39151 13,35224 7,95591 3,08507 5,23772 5,38641 1,68586 1,01791
απόκλιση
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 60: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 1991
Κ ΜΕΑΝS ΕΚΠ. ΕΚΠ. ΚΑΤ. ΚΑΤ.
1991 ΧΑΜ ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος 26,1700 44,2700 29,5500 56,5000 28,1700 15,3300 31,6300 24,5600 17,7800 16,4400 9,5900
όρος
Πλήθος 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1
Τυπική.
απόκλιση
2 Μέσος 8,1050 36,0500 55,8450 15,3450 37,1150 47,5400 51,9250 14,2100 23,5350 7,8400 2,4800
όρος
Πλήθος 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2
Τυπική. ,38891 2,37588 1,98697 ,20506 ,23335 ,02828 2,15668 ,79196 1,93040 ,48083 ,08485
απόκλιση
3 Μέσος 67,2100 28,3063 4,4838 59,5988 35,2325 5,1663 6,7925 12,8325 26,9538 31,4813 21,9413
όρος
Πλήθος 8 8 8 8 8 8 8 8 8 8 8
Τυπική. 5,64794 4,92252 1,32338 4,09363 3,61206 1,24609 1,54879 2,43297 4,66935 2,27210 2,66393
απόκλιση
4 Μέσος 52,9314 38,7007 8,3666 50,9997 41,4614 7,5386 11,2931 17,5090 29,6283 25,9241 15,6466
όρος
Πλήθος 29 29 29 29 29 29 29 29 29 29 29
Τυπική. 5,55002 4,58852 1,97955 5,92827 4,41847 2,23081 2,03393 3,92438 8,24688 3,68091 4,03416
απόκλιση

263
5 Μέσος 2,8700 37,7000 59,4300 6,0100 60,2400 33,7600 56,5700 23,2300 14,5100 4,9800 ,7200
όρος
Πλήθος 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1
Τυπική.
απόκλιση
6 Μέσος 22,2706 47,7713 29,9594 27,3738 52,7756 19,8488 32,2500 23,0731 23,7669 14,5594 6,3488
όρος
Πλήθος 16 16 16 16 16 16 16 16 16 16 16
Τυπική. 4,83769 3,21554 5,80016 4,28478 4,68719 4,71866 5,03809 3,03107 3,00744 2,79510 1,60535
απόκλιση
7 Μέσος 35,0386 47,6086 17,3541 43,2500 46,5218 10,2305 20,2486 24,4473 23,6068 20,6445 11,0523
όρος
Πλήθος 22 22 22 22 22 22 22 22 22 22 22
Τυπική. 4,43838 2,13404 3,60112 3,87605 3,35624 1,78536 3,21374 2,70655 4,37306 2,25367 1,88830
απόκλιση
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.61: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 2001
ΕΚΠ. ΕΚΠ. ΚΑΤ. ΚΑΤ.
Ward 2001 ΧΑΜ ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 24,5071 54,8011 20,6921 27,5707 51,7639 20,6650 24,6818 19,9704 16,4521 20,9829 17,9129
Πλήθος 28 28 28 28 28 28 28 28 28 28 28
Τυπική. 4,56808 3,12214 4,09641 4,59894 4,34534 4,33668 3,36110 2,98314 4,61950 2,13611 3,24935
Απόκλιση
2 Μέσος όρος 35,2800 53,3537 11,3663 33,7189 52,2237 14,0579 15,9158 17,7800 16,8463 26,4189 23,0347
Πλήθος 19 19 19 19 19 19 19 19 19 19 19
Τυπική. 4,39711 2,67866 2,47238 4,29202 3,60476 1,67193 2,04021 1,94761 2,05511 2,56783 3,36205
Απόκλιση
3 Μέσος όρος 12,5167 50,9975 36,4842 13,6333 54,8050 31,5625 40,5233 21,4708 14,8225 13,8775 9,3025
Πλήθος 12 12 12 12 12 12 12 12 12 12 12

264
Τυπική. 2,52228 3,74495 5,78283 2,43883 2,02115 3,62245 5,72701 1,68218 1,78680 2,65424 1,51381
Απόκλιση
4 Μέσος όρος 48,0038 44,6538 7,3425 39,4213 48,1663 12,4150 10,4275 12,8100 17,0263 24,2313 35,5050
Πλήθος 8 8 8 8 8 8 8 8 8 8 8
Τυπική. 4,81298 4,11376 1,22524 6,34577 4,38542 2,00578 1,71743 2,42228 3,01718 3,16660 4,71318
Απόκλιση
5 Μέσος όρος 12,4833 46,9333 40,5833 10,4033 38,4833 51,1133 43,1933 16,0967 17,7800 12,4367 10,4900
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. 3,61915 2,88261 4,35323 1,98336 2,85633 4,47511 4,17020 ,60517 1,64885 2,42480 1,96364
Απόκλιση
6 Μέσος όρος 45,8917 43,5650 10,5433 28,0850 51,0650 20,8533 14,2167 11,8250 28,7883 21,8933 23,2783
Πλήθος 6 6 6 6 6 6 6 6 6 6 6
Τυπική. 5,31033 4,87099 1,23832 2,12304 2,58720 2,19145 2,11799 1,86403 4,82231 2,96745 2,99228
Απόκλιση
7 Μέσος όρος 3,8267 32,8767 63,2967 2,3000 31,6100 66,0900 62,3533 15,7767 11,0633 4,6767 6,1300
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. 1,70345 ,51326 1,52008 ,28931 11,95492 12,14878 ,56039 3,88721 1,93758 ,52003 2,66479
Απόκλιση
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.62: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες για το έτος 2001
ΕΚΠ. ΕΚΠ. ΚΑΤ. ΚΑΤ.
K MEANS 2001 ΧΑΜ ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 18,6869 54,7254 26,5877 22,0362 53,7192 24,2446 30,2777 21,5077 15,0185 18,6700 14,5269
Πλήθος 13 13 13 13 13 13 13 13 13 13 13
Τυπική. απόκλιση 3,74814 2,88070 3,41817 5,85537 4,84114 5,19095 3,22952 2,52318 2,39901 1,57743 4,10190
2 Μέσος όρος 2,2600 33,4200 64,3200 2,5100 45,4000 52,0900 62,0100 20,2500 9,5600 5,1100 3,0700
Πλήθος 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1
Τυπική. απόκλιση

265
3 Μέσος όρος 41,5822 49,2422 9,1756 37,4744 49,5506 12,9761 13,0611 15,1717 16,3783 25,9133 29,4722
Πλήθος 18 18 18 18 18 18 18 18 18 18 18
Τυπική. απόκλιση 5,56579 4,10473 2,16719 5,25759 4,18745 1,88990 2,53272 2,79749 2,18713 3,34872 6,54933
4 Μέσος όρος 11,8836 48,2073 39,9082 12,0591 50,1909 37,7509 43,5227 20,0318 14,9627 12,3782 9,1009
Πλήθος 11 11 11 11 11 11 11 11 11 11 11
Τυπική. απόκλιση 2,75948 2,13137 4,01385 2,44948 7,86306 9,36310 4,01341 2,84994 2,19740 1,75834 1,63660
5 Μέσος όρος 28,1768 55,0914 16,7318 29,2396 52,1854 18,5746 21,1689 19,0104 17,6461 22,9821 19,1907
Πλήθος 28 28 28 28 28 28 28 28 28 28 28
Τυπική. απόκλιση 4,69739 2,72375 3,83045 3,56161 3,36214 4,12691 3,15102 2,68206 4,37950 2,72226 2,43221
6 Μέσος όρος 48,7450 41,4850 9,7700 29,8267 50,4867 19,6917 12,9800 11,8383 28,6933 21,6200 24,8717
Πλήθος 6 6 6 6 6 6 6 6 6 6 6
Τυπική. απόκλιση 4,99925 3,10229 2,43051 5,21548 2,86248 4,11379 2,34941 1,87445 4,93646 2,59813 3,50710
7 Μέσος όρος 4,6100 32,6050 62,7850 2,1950 24,7150 73,0900 62,5250 13,5400 11,8150 4,4600 7,6600
Πλήθος 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2
Τυπική. απόκλιση 1,45664 ,28991 1,74655 ,31820 ,77075 1,08894 ,67175 ,45255 2,02940 ,50912 ,39598
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

266
Στους παραπάνω πίνακες, εκτός από τον μέσο όρο, παρουσιάζεται και η τυπική
απόκλιση, όπου είναι ένας δείκτης που προκύπτει από την θετική τετραγωνική ρίζα
της διακύμανσης των παρατηρήσεων που ανήκουν στην κάθε ομάδα και ουσιαστικά
υπολογίζει τη «μέση» διασπορά των παρατηρήσεων, την διασπορά τους γύρω από το
μέσο όρο της ομάδας. Κατά συνέπεια, στις περιπτώσεις όπου οι ομάδες αποτελούνται
από μία μόνο παρατήρηση, όπως είναι η ομάδα 1 με την μεθοδο k means, για το
1991, η οποία αποτελείται μόνο από το 1ο δημοτικό διαμέρισμα, η τιμή της τυπικής
απόκλισης είναι ίση με το μηδέν. Επίσης, απεικονίζεται και το πλήθος της κάθε
ομάδας, δηλαδή ο αριθμός των παρατηρήσεων που την συγκροτούν. Όμως όπως
μπορεί κανείς να διακρίνει από τους παραπάνω πίνακες, η εξαγωγή συμπερασμάτων
για τον χαρακτήρα των ομάδων από τους μέσους όρους αυτών, καθίσταται πρακτικά
δύσκολη. Στην περίπτωση των Morenoff & Tienda (1997), οι ομάδες ήταν άμεσα
συγκρίσιμες λόγω του ίδιου του χαρακτήρα των μεταβλητών και των σχέσεων μεταξύ
τους (ποσοστό φτώχειας, ποσοστό μονογονεϊκών οικογενειών, ποσοστό κατόχων
πανεπιστημιακού τίτλου). Στη περίπτωση της παρούσας εργασίας, οι μεταβλητές που
συγκροτούν τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες παρουσιάζουν μία σύνθετη εικόνα, λόγω
του ότι μερικές από αυτές, εκφράζουν «ενδιάμεσες» κοινωνικές καταστάσεις όπως οι
μεταβλητές ΕΚΠ. ΜΕΣΗ, ΚΑΤ. ΜΕΣΗ, ESEC2, ESEC3 και ESEC4.

Σε περιπτώσεις ανάλογες με αυτήν, ο προτεινόμενος τρόπος είναι η συνδυαστική


χρήση των αποτελεσμάτων των μέσων όρων των ομάδων με την ανάλυση
αντιστοιχιών. Σύμφωνα με τον Lebaron (2015: 16), η συνδυαστική χρήση των δύο
μεθόδων, ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου απαιτείται η περιγραφή της
πολυπλοκότητας ατομικών διαδρομών εντός ενός πεδίου. Από μεθοδολογική σκοπιά,
οι δύο τεχνικές είναι συμβατές, διότι η ανάλυση αντιστοιχιών απεικονίζει φασικούς
χώρους ενώ η ανάλυση συστάδων απεικονίζει ελκυστές, δηλαδή συγκεκριμένες
z;onew ενός φασικού χώρου (Byrne 2011b: 82). Για την επίτευξη του συνδυασμού
αυτού, τα βήματα είναι σχεδόν ίδια με αυτά που έγιναν στην περίπτωση της ανάλυσης
αντιστοιχιών όπως παρουσιάστηκε πιο πάνω. Θα εισαχθούν οι 79 χωρικές ενότητες
με βάση τις κοινωνικές τους μεταβλητές για το έτος 2001 και στην συνέχεια θα
εισαχθούν ως συμπληρωματικά τα «κέντρα» (μέσοι όροι) των ομάδων τόσο από την
μέθοδο του Ward όσο και από την μέθοδο k means, για τα δύο έτη. Οι χάρτες που θα
παρουσιαστούν θα περιλαμβάνουν, κατά συνέπεια τα κέντρα των ομάδων, ως
συμπληρωματικά, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα Αθηνών ως ενεργό με βάση τις τιμές

267
των μεταβλητών το 2001 και ως συμπληρωματικό με βάση τις τιμές των ίδιων
μεταβλητών το 1991. Με αυτόν τον τρόπο, θα γίνει απεικόνιση της απόστασής του
από την ομάδα στην οποία ανήκει κάθε έτος καθώς και από τις υπόλοιπες ομάδες
στους δύο άξονες προβολής των παρατηρήσεων, ενώ παράλληλα θα δίνεται η
δυνατότητα εποπτείας των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στον χαρακτήρα των
ομάδων ανάμεσα στα δύο έτη (Byrne 2010: 69). Ό λόγος που θα παρουσιαστεί μόνο
το 6ο δημοτικό διαμέρισμα Αθηνών, είναι ότι στα παρακάτω διαγράμματα, το
ενδιαφέρον της έρευνας, επικεντρώνεται στην συγκεκριμένη παρατήρηση, η οποία
παρουσίασε την περισσότερο «αρνητική», ή σε κάποιες περιπτώσεις την λιγοτερο
«θετική» διαδρομή όπως ανέδειξε μέχρι στιγμής η ανάλυση αντιστοιχιών. Επίσης,
διευκρινίζεται ότι σε όλα τα γραφήματα που θα παρουσιαστούν, οι άξονες που
κατασκευάζουν τα διαγράμματα είναι οι δύο πρωτοι, οι οποίοι κάθε φορά ξεπερνούν
το όριο του 80% της ερμηενίας της συνολικής αδράνειας.

Εάν εισάγουμε τα παραπάνω δεδομένα για τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες στο CHIC
Analysis, τότε θα λάβουμε τα εξής.

Διάγραμμα 3.2. 63: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση, κατοικία
και Esec για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

268
Πίνακας 3.2.64: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση, κατοικία και Esec για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,02 2 0,835 0,149 2 0,147 0,206 2
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,002 2 0,061 0,001 0 0,758 0,134 2
ΕΚΠ. ΥΨ 0,029 1 0,977 0,253 1 0,001 0,002 0
ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ 0,013 1 0,846 0,099 1 0,006 0,006 0
ΚΑΤ. ΜΕΣΗ 0,003 2 0,109 0,003 0 0,422 0,078 0
ΚΑΤ. ΜΕΓ 0,023 2 0,826 0,173 2 0,15 0,247 2
ESEC 1 0,022 1 0,988 0,195 1 0 0,001 0
ESEC 2 0,003 2 0,135 0,003 0 0,758 0,145 2
ESEC 3 0,005 2 0,138 0,006 0 0,226 0,075 0
ESEC 4 0,006 1 0,816 0,041 0 0,055 0,021 0
ESEC 5 0,011 2 0,738 0,076 0 0,106 0,085 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.65: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση,


κατοικία και Esec για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

269
Διάγραμμα 3.2.66: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση,
κατοικία και Esec για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.67: Συντεταγμένες ομάδων με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση,


κατοικία και Esec για το 2001
Μέθοδος Ιεραρχία ομάδων Άξ. Ιεραρχία ομάδων Άξ.
ομαδ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 1 2
6ο ΔΔ 65 33
6ο ΔΔ 1991 (Σ) -5 110
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -2 64 4 6
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 237 33 5 5
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) -390 72 3 7
Ward ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 412 -128 7 4
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -539 -145 2 3
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 244 -183 6 2
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) -971 -237 1 1

270
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -1 86 3 6
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) 191 65 4 5
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 427 -41 6 4
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 614 -229 7 1
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -231 95 2 7
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) 404 -194 5 2
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) -718 -69 1 3
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -150 91 4 7
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) -920 -72 2 3
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 332 -44 7 4
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -472 6 3 5
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) 85 52 5 6
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 284 -202 6 2
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) -996 -320 1 1
k means
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -14 67 4 4
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -700 -149 2 2
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 607 -212 7 1
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 424 -91 6 3
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -753 91 1 7
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -160 79 3 6
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) 168 77 5 5
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Όπως και στα προηγούμενα, εάν παρατηρήσουμε το διάγραμμα 3.2.63 και τον
πίνακα 3.2.64, μπορούμε να ερμηνεύσουμε τους δύο άξονες (ιδιοδιανύσματα). Με
βάση το δείκτη Best καθώς και τον δείκτη CTR, όπου το κρίσιμο όριο είναι 1/11=0,
0909, ο πρώτος άξονας ερμηνεύται κυρίως από τις κοινωνικα «ακραίες» μεταβλητές
(ESEC1, ΕΚΠ, ΧΑΜ, ΕΚΠ. ΥΨ, ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ, ΚΑΤ., ΜΕΓ), αφού η συμμετοχή
των υπολοίπων στην κατασκευή του είναι από ελάχιστη έως και μηδαμινή. Ο πρώτος
άξονας είναι ο άξονας που προσδιορίζει το κοινωνικό στάτους73 των ομάδων και

73
Στην προκειμένη περίπτωση, καθώς και στα επόμενα υποπεδία, ο πρώτος (αλλά και ο δεύτερος)
άξονας, αντιπροσωπεύει μια διάσταση του κοινωνικού χώρου των παρατηρήσεων που προσδιόριζεται
από τις αντίστοιχες, κάθε φορά, μεταβλητές. Με άλλα λόγια, δεν χρησιμεύει για την μέτρηση της
υποβάθμισης ή αναβάθμισης μιας περιοχής όπως έγινε με τους οριζόντιους άξονες στις προηγούμενες
αναλύσεις αντιστοιχιών, αλλά στην περιγραφή της, τυχόν, «ταξικής» αλλαγής του 6 ου δημοτικού
διαμερίσματος. Παρολαυτά, οφείλει να ειπωθεί για ενημερωτικούς λόγους, πως με βάση τις
συντεταγμένες που προκύπτουν από τον πρώτο άξονα, τόσο του συγκεκριμένου συνολικού κοινωνικού
πεδίου όσο και των υπολοίπων υποπεδίων, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, παρουσιάζει ακριβώς την ίδια
συμπεριφορά που έδειξε και στους προηγούμενους χάρτες της ανάλυσης αντιστοιχιών, εφόσον
ακολουθήσουμε την ίδια διαδικάσία (αφαίρεση των συντεταγμένων των παρατηρήσεων του 1991 από
τις αντίστοιχες του 2001, χρήση θηκογράμματος για εντοπισμό έκτοπων σημείων). Επίσης, κρίνεται
χρήσιμη η παρατήρηση πως τόσο στο συγκεκριμένο πεδίο, όσο και στα υπόλοιπα υποπεδία, παρά το
γεγονός πως η ερμηνεία των πρώτων αξόνων, αντιστοιχεί στην ερμηνεία των πρώτων αξόνων των
προηγούμενων χαρτών, εντούτοις οι άξονες δεν είναι «μετρικά» ισοδύναμοι, διότι οι συντελεστές COR

271
ερμηνεύει το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής αδράνειας (Greenacre 1994). Οι
παρατηρήσεις οι οποίες έχουν μεγαλύτερη ποσότητα αθροιστικά σε ESEC1, ΕΚΠ.
ΥΨ και ΚΑΤ. ΜΕΓ ως προς τις μεταβλητές ΕΚΠ, ΧΑΜ και ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ, θα
τοποθετούνται από το κέντρο των αξόνων, το οποίο εκφράζει το μέσο προφίλ των 79
χωρικών ενοτήτων για τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες το έτος 2001. Ο δεύτερος
άξονας, προσδιορίζεται από τις «μεσαίες» κοινωνικά μεταβλητές και κυρίως από την
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ και ESEC2 καθώς και από τις ΕΚΠ. ΧΑΜ, ΚΑΤ. ΜΕΓ και ESEC5.
Εάν παρατηρήσουμε την γεωμετρική τους θέση, θα διακρίνουμε ότι οι «μεσαίες»
κατηγορίες βρίσκονται στην άνω πλευρά του διαγράμματος και οι «ακραίες», στην
κάτω. Ο άξονας αυτός, μπορεί να οριστεί ως ο άξονας που προσδιορίζει την
κοινωνική πόλωση στο εσωτερικό των χωρικών ενοτήτων και κατά συνέπεια των
ομάδων αυτών. Οι παρατηρήσεις οι οποίες βρίσκονται προς την άνω πλευρά,
κατέχουν μεγαλύτερη ποσότητα «μεσαίων» κοινωνικών μεταβλητών από ότι
«ακραίων» με βάση το μέσο προφίλ των 79 χωρικών ενοτήτων για τις τρεις
κοινωνικές κατηγορίες το έτος 2001.

Στα παραπάνω διαγράμματα, παρατηρούμε τις θέσεις των ομάδων με βάση τις δύο
μεθόδους ομαδοποίησης. Με ανοιχτό πράσινο χρώμα, συμβολίζεται το 6 ο δημοτικό
διαμέρισμα καθώς και η ομάδα στην οποία ανήκει κατά το έτος 1991, ενώ με σκούρο
πράσινο, συμβολίζεται η ίδια χωρική ενότητα καθώς και η ομάδα στην οποία ανήκει
το έτος 2001. Ο χρωματισμός αυτός, θα ισχύει και στα επόμενα διαγράμματα.

Η πρώτη εικόνα είναι ότι και στα δύο διαγράμματα, η πλουσιότερη ομάδα καθώς και
η φτωχότερη (με βάση τον πρώτο άξονα), μετατοπίστηκαν προς τα αριστερά, δηλαδή
υπήρξε αναβάθμιση και στις δύο κατηγορίες. Επίσης, όσον αφορά το έτος 2001, και
στα δύο διαγράμματα, η πλουσιότερη ομάδα, δηλαδή η ομάδα που περιλαμβάνει τον
Παπάγο, το Ψυχικό και την Φιλοθέη για την περίπτωση της μεθόδου Ward, και μόνο
το Ψυχικό και την Φιλοθέη για την περίπτωση k means, όπως φαίνεται στον πίνακα
3.2.67, παρουσιάζει το μεγαλύτερο βαθμό πόλωσης όπως εκφράζεται από τον
δεύτερο άξονα. Με άλλα λόγια, η πλουσιότερη ομάδα, είναι ταυτόχρονα και η ομάδα
που παρουσιάζει, για το έτος 2001, την μεγαλύτερη κοινωνική ομοιογένεια, με βάση
τις μεταβλητές που προσδιορίζουν την κοινωνική πόλωση των 79 χωρικών ενοτήτων.

και CTR των μεταβλητών όπου συμμετέχουν στην κατασκευή τους, δεν είναι ίδιοι με αυτούς στους
προηγούμενους χάρτες.

272
Όσαν αφορά την περίπτωση του 6ου δημοτικού διαμερίσματος Αθηνών όπου
μελετάμε, για να αντιληφθούμε την ύπαρξη ποιοτικών, μη γραμμικών, αλλαγών,
δηλαδή την ύπαρξη αλλαγής ομάδας, απαιτείται να παρατηρήσουμε και τον πίνακα
3.2.67. Σε αυτόν τον πίνακα, απεικονίζονται οι συντεταγμένες του 6 ου δημοτικού
διαμερίσματος το 1991 (6ο ΔΔ 1991(Σ)) και το 2001 (6ο ΔΔ). Επιπλέον, στον πίνακα
παρουσιάζονται οι συντεταγμένες των ομάδων Ward και k means για τις δύο
χρονικές στιγμές, ως συμπληρωματικές. Ταυτόχρονα, παρουσιάζεται μια ιεραρχική
κατάταξη των ομάδων στους δύο άξονες, ανά έτος. Η ιεραρχία των ομάδων στον
πρώτο άξονα, λαμβάνει τιμές από 1 έως 7, όπου η τιμή 1 αντιστοιχεί στην
πλουσιότερη ομάδα και η τιμή 7, στην φτωχότερη. Αντίστοιχα, η ιεραρχία των
ομάδων στον δεύτερο άξονα, λαμβάνει τις τιμές από 1, όπου αντιστοιχεί στην
περισσότερο πολωμένη ομάδα, έως 7, όπου αντιστοιχεί στην λιγότερο πολωμένη
ομάδα. Οι ομάδες στις οποίες ανήκει το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, είναι γραμμένες με
έντονα γράμματα, γεγονός που θα διατηρηθεί και στα υπόλοιπα αποτελέσματα που θα
παρουσιαστούν.

Όπως μπορύμε να δούμε, στον πρώτο άξονα, το 6 ο δημοτικά διαμέρισμα,


«μετακινήθηκε» σε ομάδα χαμηλότερου στάτους, ιδιαίτερα στην περίπτωση των
ομάδων k means, όπου από την 3η θέση, βρέθηκε στην 5η. Αντίθετα, στον δεύτερο
άξονα, η «ταξική» του θέση παρέμεινε σταθερή στην 6η θέση και για τους δύο τύπους
ομάδων (Ward και k means). Το γεγονός ότι η «ταξική» του θέση παρέμεινε σταθερή,
δεν συνεπάγεται ότι και η ατομική του θέση παρέμεινε η ίδια, διότι όπως φαίνεται
από τα διαγράμματα, μετακινήθηκε προς τα κάτω, ενώ ταυτόχρονα, η ομάδα στην
οποία ανήκει το 2001, τόσο με την μέθοδο Ward όσο και με την μέθοδο k means,
βρίσκεται πιο «χαμηλά» από την ομάδα στην οποία βρισκόταν το 1991. Απλώς, θα
πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η «ταξική» θέση, που προκύπτει από την ιεραρχία, και η
«ταξική» κατάσταση, που προκύπτει από την ποσότητα «κεφαλαίου», είναι δύο
διαφορετικές έννοιες, όπως επίσης διαφορετικές, είναι οι έννοιες «αλλαγή τάξης» και
«αλλαγή ατομικης θέσης», αφού ενδέχεται να υπάρχει αλλαγή ατομικής θέσης μιας
παρατήρησης μέσα στον χρόνο, χωρίς όμως να έχει συντελεστεί αλλαγή τάξης (Byrne
& Uprichard 2012: 118).

273
Παρακάτω θα συνεχιστεί η ίδια διαδικασία, χωρίς την παρουσίαση
δενδροδιαγραμμάτων, για τους υπόλοιπους κοινωνικούς υποχώρους (υποπεδία),
ουτοσώστε να διερευνηθεί η ύπαρξη τυχόν αλλαγών.

Πίνακας 3.2.68: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τις κατηγορίες: κατοικία και
Esec, για τα έτη 1991 και 2001
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. WARD 1991 K MEANS 1991 WARD 2001 K MEANS 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 1 1 6
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1 5 2 6
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 2 3 3 2
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 1 5 2 2
5 ΝΙΚΑΙΑ 2 3 3 2
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 2 3 3 2
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 3 4 4 7
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 4 5 2 6
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 2 3 5 4
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 4 5 2 6
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 3 4 4 7
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 3 4 4 7
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 2 3 5 2
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 3 4 4 7
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 2 3 3 2
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 1 5 3 6
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 1 5 3 2
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 4 5 2 6
19 ΦΑΛΗΡΟ 3 4 4 7
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 1 5 2 6
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 1 5 3 2
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 3 4 4 7
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 1 5 3 6
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 4 5 2 6
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 1 5 2 6
26 ΚΗΦΙΣΙΑ 3 4 6 1
27 ΑΛΙΜΟΣ 3 4 4 7
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 4 5 2 6
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 1 5 3 2
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 3 4 4 7
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 2 3 3 2
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 2 3 5 2
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 3 4 6 7
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 1 5 2 6
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 2 3 5 4
36 ΚΡΩΠΙΑ 5 2 1 5
37 ΜΕΓΑΡΑ 5 2 1 5
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2 3 5 4
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 2 3 5 2
40 ΒΟΥΛΑΣ 3 4 6 1
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 1 5 2 6

274
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 1 5 1 5
43 ΔΑΦΝΗ 1 5 2 2
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 4 5 2 6
45 ΠΕΡΑΜΑ 2 3 3 2
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 2 3 3 2
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 3 4 4 7
48 ΠΕΥΚΗ 3 4 4 7
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 4 5 2 6
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 6 3 5 2
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 4 5 2 6
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 3 4 6 1
53 ΤΑΥΡΟΣ 2 3 5 4
ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ
54 ΡΕΝΤΗΣ 2 3 5 4
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 2 3 2 6
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 5 2 1 5
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 5 2 1 5
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 5 2 1 5
59 ΠΑΠΑΓΟΣ 7 6 6 1
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 5 2 1 5
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 5 5 1 5
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 2 3 5 2
63 ΜΑΝΔΡΑ 2 3 5 4
64 ΨΥΧΙΚΟ 7 7 7 3
65 ΑΙΓΙΝΑ 5 2 1 5
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 5 2 1 5
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 4 5 2 6
68 2o ΔΔ Αθηνών 4 5 2 6
69 3o ΔΔ Αθηνών 2 3 5 2
70 4o ΔΔ Αθηνών 1 5 5 2
71 5o ΔΔ Αθηνών 4 5 2 6
72 6o ΔΔ Αθηνών 4 4 2 2
73 7o ΔΔ Αθηνών 4 5 2 6
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 6 2 1 5
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 3 4 6 7
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 2 3 5 4
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 4 5 2 6
78 ΦΙΛΟΘΕΗ 7 7 7 3
79 ΖΕΦΥΡΙ 6 3 5 4
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

275
Πίνακας 3.2. 69: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις κατηγορίες: κατοικία και Esec για το έτος 1991
Ward 1991 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 48,6693 42,9747 8,3573 16,5920 23,3060 23,5420 23,3580 13,2033
Πλήθος 15 15 15 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 3,46276 4,79243 2,08445 4,85244 2,92303 2,44625 2,77390 1,82966
2 Μέσος όρος 55,4385 38,8135 5,7465 9,1330 15,8785 24,8975 29,8090 20,2845
Πλήθος 20 20 20 20 20 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 3,55241 2,98762 ,98038 2,21356 2,84677 3,53789 2,29965 2,81625
3 Μέσος όρος 26,8767 53,0233 20,0980 32,6807 22,8500 24,0800 14,2627 6,1247
Πλήθος 15 15 15 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 3,92872 4,74207 4,77401 4,90060 2,99836 2,83018 2,61944 1,37856
4 Μέσος όρος 40,0336 48,7321 11,2379 21,7779 25,4264 21,9914 20,2279 10,5757
Πλήθος 14 14 14 14 14 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 2,43229 1,60640 2,06265 3,43771 2,21576 2,70866 1,92252 1,47077
5 Μέσος όρος 45,1111 43,6044 11,2822 13,6322 14,5589 39,6367 20,7978 11,3733
Πλήθος 9 9 9 9 9 9 9 9
Τυπική. Απόκλιση 3,39554 3,23166 1,31790 4,61819 3,57517 4,17494 3,37596 3,06563
6 Μέσος όρος 64,4433 29,7900 5,7667 8,5367 15,0267 38,4533 25,4533 12,5233
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 3,95073 2,21217 1,73857 3,68714 3,02530 5,19464 6,35265 5,44513
7 Μέσος όρος 12,2333 44,8233 42,9467 53,4733 17,2167 20,5267 6,8867 1,8933
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 5,39151 13,35224 7,95591 3,08507 5,23772 5,38641 1,68586 1,01791
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

276
Πίνακας 3.2. 70: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις κατηγορίες: κατοικία και Esec για το έτος 1991
Κ ΜΕΑΝS 1991 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 56,5000 28,1700 15,3300 31,6300 24,5600 17,7800 16,4400 9,5900
Πλήθος 1 1 1 1 1 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
2 Μέσος όρος 46,8322 42,5244 10,6422 12,4667 14,0678 40,9678 21,3400 11,1567
Πλήθος 9 9 9 9 9 9 9 9
Τυπική. Απόκλιση 6,81708 5,34396 2,00022 3,74467 2,70273 3,14263 2,98695 3,30956
3 Μέσος όρος 56,3345 37,9495 5,7145 8,9855 15,7086 25,8882 29,5936 19,8255
Πλήθος 22 22 22 22 22 22 22 22
Τυπική. Απόκλιση 4,59438 4,03678 1,06241 2,37799 2,86547 4,70716 2,82602 3,17905
4 Μέσος όρος 27,3738 52,7756 19,8488 32,2500 23,0731 23,7669 14,5594 6,3488
Πλήθος 16 16 16 16 16 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 4,28478 4,68719 4,71866 5,03809 3,03107 3,00744 2,79510 1,60535
5 Μέσος όρος 44,5154 46,0754 9,4114 18,4796 24,1450 23,4268 21,9539 11,9950
Πλήθος 28 28 28 28 28 28 28 28
Τυπική. Απόκλιση 4,53325 3,33352 1,99794 4,16960 2,84634 2,90131 2,83267 2,13228
6 Μέσος όρος 6,0100 60,2400 33,7600 56,5700 23,2300 14,5100 4,9800 ,7200
Πλήθος 1 1 1 1 1 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
7 Μέσος όρος 15,3450 37,1150 47,5400 51,9250 14,2100 23,5350 7,8400 2,4800
Πλήθος 2 2 2 2 2 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,20506 ,23335 ,02828 2,15668 ,79196 1,93040 ,48083 ,08485
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

277
Πίνακας 3.2. 71: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις κατηγορίες: κατοικία και Esec για το έτος 2001
Ward 2001 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 27,2067 49,0533 23,7408 18,9842 13,5500 25,6617 20,3750 21,4317
Πλήθος 12 12 12 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 2,76561 3,79731 3,84748 5,91796 2,24179 6,12158 2,65036 3,64947
2 Μέσος όρος 27,9095 53,0518 19,0386 24,9355 21,2509 14,7932 21,5627 17,4568
Πλήθος 22 22 22 22 22 22 22 22
Τυπική. Απόκλιση 4,91320 3,53848 3,06636 3,14979 1,82210 2,34008 1,98929 3,10841
3 Μέσος όρος 31,2908 54,2733 14,4367 16,4008 18,2808 17,4825 26,8550 20,9775
Πλήθος 12 12 12 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 2,11825 1,22475 1,27109 2,33758 1,91741 1,32155 3,10430 1,78821
4 Μέσος όρος 14,4620 55,3420 30,1970 38,8250 21,7800 15,0840 14,6170 9,6910
Πλήθος 10 10 10 10 10 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση 1,35575 1,56066 1,89509 4,49153 1,46711 1,78723 2,22369 1,29215
5 Μέσος όρος 38,7027 48,4200 12,8787 12,6007 14,7287 16,4333 24,9033 31,3313
Πλήθος 15 15 15 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 5,21626 3,93055 2,06533 2,78722 2,97425 2,84578 2,45569 5,88312
6 Μέσος όρος 8,7833 44,1817 47,0350 48,2700 18,0650 14,9883 10,4633 8,2100
Πλήθος 6 6 6 6 6 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 3,57148 7,02796 7,28179 7,85056 2,45232 3,60262 3,23852 3,23409
7 Μέσος όρος 2,1950 24,7150 73,0900 62,5250 13,5400 11,8150 4,4600 7,6600
Πλήθος 2 2 2 2 2 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,31820 ,77075 1,08894 ,67175 ,45255 2,02940 ,50912 ,39598
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

278
Πίνακας 3.2. 72: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις κατηγορίες: κατοικία και Esec για το έτος 2001
Κ ΜΕΑΝS 2001 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 8,4300 40,2125 51,3575 47,8975 17,1350 15,7250 10,6050 8,6350
Πλήθος 4 4 4 4 4 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 4,26599 4,17123 3,68640 10,00552 2,13464 4,32488 4,16410 4,04162
2 Μέσος όρος 34,2475 51,4530 14,2995 16,4385 17,6250 16,1200 26,3950 23,4160
Πλήθος 20 20 20 20 20 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 3,86041 3,77682 2,03407 2,76455 1,79288 2,47371 2,47537 3,03939
3 Μέσος όρος 2,1950 24,7150 73,0900 62,5250 13,5400 11,8150 4,4600 7,6600
Πλήθος 2 2 2 2 2 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,31820 ,77075 1,08894 ,67175 ,45255 2,02940 ,50912 ,39598
4 Μέσος όρος 39,4213 48,1663 12,4150 10,4275 12,8100 17,0263 24,2313 35,5050
Πλήθος 8 8 8 8 8 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 6,34577 4,38542 2,00578 1,71743 2,42228 3,01718 3,16660 4,71318
5 Μέσος όρος 27,0745 49,8182 23,1082 17,9864 13,4055 27,0018 20,5155 21,0927
Πλήθος 11 11 11 11 11 11 11 11
Τυπική. Απόκλιση 2,86060 2,85300 3,31665 5,03810 2,29181 4,18495 2,73248 3,62410
6 Μέσος όρος 27,1991 53,2259 19,5755 25,0986 21,2718 15,1841 21,2395 17,2068
Πλήθος 22 22 22 22 22 22 22 22
Τυπική. Απόκλιση 4,26872 4,03027 3,90949 3,54888 1,95437 2,50023 1,84644 2,84291
7 Μέσος όρος 13,6333 54,8050 31,5625 40,5233 21,4708 14,8225 13,8775 9,3025
Πλήθος 12 12 12 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 2,43883 2,02115 3,62245 5,72701 1,68218 1,78680 2,65424 1,51381
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

279
Διάγραμμα 3.2. 73: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία και Esec για
το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.74: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:


κατοικία και Esec για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ 0,019 1 0,893 0,174 1 0,003 0,004 0
ΚΑΤ. ΜΕΣΗ 0,004 2 0,127 0,005 0 0,539 0,153 2
ΚΑΤ. ΜΕΓ 0,035 1 0,888 0,308 1 0,104 0,261 1
ESEC 1 0,033 1 0,959 0,313 1 0,011 0,027 0
ESEC 2 0,004 2 0,084 0,003 0 0,802 0,235 2
ESEC 3 0,007 2 0,077 0,005 0 0,164 0,083 0
ESEC 4 0,008 1 0,844 0,07 0 0,014 0,009 0
ESEC 5 0,017 2 0,714 0,122 2 0,186 0,229 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

280
Διάγραμμα 3.2.75: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία και Esec
για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

281
Διάγραμμα 3.2.76: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: κατοικία και Esec
για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

282
Πίνακας 3.2.77: Συντεταγμένες ομάδων με βάση τις κατηγορίες: κατοικία και Esec
για το 2001
Μέθοδος
ταξ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 1 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 2
ο
6 ΔΔ -137 -45
ο
6 ΔΔ 1991 (Σ) -27 169
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -67 -122 5 2
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) -27 90 4 6
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) -201 50 6 5
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 322 111 3 7
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -334 -83 7 3
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 598 -56 2 4
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) 1004 -315 1 1
Ward
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -285 102 5 5
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -477 -30 6 3
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 133 144 2 6
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -143 163 3 7
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -272 -61 4 2
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -483 -94 7 1
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) 628 -5 1 4
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) 631 -119 2 4
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) -227 19 6 5
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 1004 -315 1 1
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -382 -138 7 2
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -81 -122 5 3
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) -15 87 4 6
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) 358 104 3 7
k means
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -86 76 4 4
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -299 -72 6 2
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) -481 -37 7 3
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 123 146 3 6
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -226 129 5 5
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) 630 222 1 7
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) 627 -118 2 1
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, ο πρώτος εκφράζει το κοινωνικό στάτους,


εκφρασμένο αυτήν την φορά με όρους κατοικίας και ESec, ενώ ο δεύτερος άξονας,
αποτελεί τον άξονα κοινωνικής πόλωσης, με τις μεταβλητές που τον προσδιορίζουν
κυρίως να είναι ΚΑΤ. ΜΕΣΗ, ΚΑΤ. ΜΕΓ, ESEC2 και ESEC5. Οι «ευπορότερες»
ομάδες ως προς το μέσο προφίλ των 79 χωρικών ενοτήτων για το 2001,
τοποθετούνται προς τα δεξιά από το κέντρο των αξόνων, ενώ οι φτωχότερες προς τα

283
αριστερά. Οι ομάδες που εμφανίζουν μεγαλύτερη πόλωση από ότι το μέσο προφίλ
των 79 χωρικών ενοτήτων για το 2001, τοποθετούνται στον δεύτερο άξονα, κάτω από
το κέντρο των αξόνων. Με βάση τον πίνακα 3.2.77, παρατηρούμε ότι το 6ο δημοτικό
διαμέρισμα, έχει αλλάξει «ταξική» θέση και για τους δύο άξονες, ενώ όσον αφορά
τον πρώτο άξονα, για την περίπτωση των ομάδων k means, η αλλαγή υπήρξε
θεαματική, διότι έχει μετατοπιστεί στην προτελευταία ομάδα ιεραχικά, που
συμβολίζεται με τον αριθμό 6. Για τον δεύτερο άξονα, παρατηρούμε ότι και για τις
δύο μεθόδους, έχει αλλάξει κατάξη, αφού η τάξική του κατάσταση το 2001,
χαρακτηρίζεται από περισσότερη πόλωση από ότι το 1991.

Εάν παρατηρήσουμε τις γεωμετρικές θέσεις των ομάδων στα διαγράμματα 3.2.75 και
3.2.76, θα διακρίνουμε, όσον αφορά το 6ο δημοτικό διαμέρισμα Αθηνών, ότι στην
περίπτωση των ομάδων Ward για το 2001, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, αν και ανήκει
στην ομάδα 2, παρουσιάζει μικρότερη απόσταση από το κέντρο (μέσος όρος) της
ομάδας 3 και της ομάδας 2 σε σχέση με την ομάδα 2 που ανήκει. Το γεγονός αυτό δεν
οφείλεται σε κάποιο… υπολογιστικό λάθος του προγράμματος CHIC Analysis, αλλά
στη ίδια την διαδικασία συγκρότησης ομάδων και στο χαρακτήρα των ελκυστών.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά την μέθοδο Ward, το γεγονός ερμηνεύεται στον τρόπο
ταξινόμησης της μεθόδου, διότι ως ιεραρχική, από την στιγμή που σε καποιο στάδιο
ταξινόμησης η παρατήρηση «τοποθετηθεί» σε κάποια ομάδα, δεν αλλάζει θέση
καθόλη την διάρκεια της ομαδοποίσησης (Everitt 1993: 93-107). Όμως η έννοια του
ελκυστή, υπενθυμίζει ότι οι παρατηρήσεις που τον συγκροτούν, δεν κατέχουν όλες
την ίδια γεωμετρική θέση εντός αυτού, ούτε τον ίδιο βαθμό σαφήνειας (ή αντίθετα,
ασάφειας) ως προς την ιδιότητα μέλους αυτού του ελκυστή. Κάποιες, είναι
περισσότερο «κοντά» στο κέντρο του ελκυστή, δηλαδή στον μέσο όρο της ομάδας
και συνεπώς περισσότερο αντιπροσωπευτικές της κατηγορίας που εκφράζει, ενώ
κάποιες άλλες είναι περισσότερο απομακρυσμένες, λιγότερο αντιπροσωπευτικές
(Byrne & Callaghan 2014: 160). Εκτός αυτών, ο Byrne (1998: 80), προσφέρει μια
επιπλέον θεωρητική ερμηνεία, διατυπώνοντας ότι οι παραπάνω περιπτώσεις,
ουσιαστικά μαρτυρούν ένα χρονικό σημείο στο οποίο η διαδικασία οντολογικού
μετασχηματισμού της παρατήρησης, είναι σε εξέλιξη. Κατά συνέπεια, στην επόμενη
χρονικά ταξινόμηση, είναι πιθανό το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, να έχει αλλάξει
«ταξική» θεσή. Βέβαια, ο όρος «πιθανό» δεν συνεπάγεται βεβαιότητα, διότι το τί θα

284
συμβεί στο επίπεδο της τάξης, εξαρτάται και από την κατεύθυνση της διαδρομής των
υπολοίπων παρατηρήσεων.

Στην περίπτωση του υποπεδίου που κατασκευάστηκε από τις εκπαιδευτικές και
επαγγελματικές μεταβλητές, παρατηρήθηκε στο δενδροδιάγραμμα της μεθόδου του
Ward ότι ο ελάχιστος αριθμός ομάδων δεν είναι κοινός στα δύο έτη διότι το 1991
εμφανίστηκαν 7 ομάδες ενώ το 2001, 5 ομάδες. Στην προκειμένη περίπτωση, για
επιτευχθεί η σύγκριση ανάμεσα στις δύο χρονικές στιγμές, απαιτείται η ομαδοποίηση
να γίνει με 7 ομάδες, δηλαδή με τον ελάχιστο αριθμό του έτους 1991, διότι στην
αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εάν οι 7 ομάδες του 1991 γίνουν 5, αυτό θα είχε ως
αποτέλεσμα σημαντική απώλεια πληροφορίας (Uprichard 2011, Bergman, Nurmi &
von Eye 2012). Η ίδια λογική διατηρήθηκε και σε επόμενες περιπτώσεις, όπου
προκύπτει ανομοιότητα στον αριθμό των ελάχιστων ομάδων κατά τις δύο χρονικές
στιγμές. Παρακάτω εμφανίζονται τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου υποχώρου.

Πίνακας 3.2.78: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τις κατηγορίες: εκπαίδευση
και Esec, για τα έτη 1991 και 2001
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. WARD 1991 K MEANS 1991 WARD 2001 K MEANS 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 5 1 1
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2 4 2 6
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 3 3 3 3
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 2 4 2 6
5 ΝΙΚΑΙΑ 3 3 3 3
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 3 3 3 3
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 1 4 4 1
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 2 4 1 1
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 4 2 5 2
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1 4 1 1
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 5 5 4 1
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 5 5 4 7
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 3 3 3 3
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 5 5 4 7
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 3 3 3 3
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 3 3 2 6
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 3 3 2 6
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 2 4 1 1
19 ΦΑΛΗΡΟ 1 5 4 1
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 2 4 2 6
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 3 3 2 6
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 5 4 7
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 3 3 2 6
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2 4 1 1

285
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 2 3 2 6
26 ΚΗΦΙΣΙΑ 5 5 4 7
27 ΑΛΙΜΟΣ 1 4 4 1
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 2 4 2 6
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 3 3 2 6
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 5 5 4 7
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 3 3 2 3
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 3 3 3 3
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 5 5 4 7
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 2 4 2 6
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 4 2 5 2
36 ΚΡΩΠΙΑ 6 7 6 4
37 ΜΕΓΑΡΑ 6 7 6 4
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 4 2 5 2
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 3 3 3 3
40 ΒΟΥΛΑΣ 5 5 4 7
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 2 4 2 6
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 3 3 3 3
43 ΔΑΦΝΗ 2 4 2 6
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 2 4 2 6
45 ΠΕΡΑΜΑ 3 2 3 3
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 4 2 3 3
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 1 5 4 7
48 ΠΕΥΚΗ 5 5 4 7
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 2 4 1 6
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 6 1 3 3
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 2 4 1 1
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 1 4 4 7
53 ΤΑΥΡΟΣ 3 3 3 3
54 ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ 3 3 5 2
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 4 2 2 6
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 6 1 3 6
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 2 4 1 6
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 6 1 3 3
59 ΠΑΠΑΓΟΣ 7 6 7 5
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 6 7 6 4
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 2 4 1 6
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 3 3 3 3
63 ΜΑΝΔΡΑ 4 2 5 2
64 ΨΥΧΙΚΟ 7 6 7 5
65 ΑΙΓΙΝΑ 6 7 6 4
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 6 1 3 6
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 1 4 1 1
68 2o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 1
69 3o ΔΔ Αθηνών 3 3 3 3
70 4o ΔΔ Αθηνών 3 3 3 3
71 5o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 6
72 6o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 6
73 7o ΔΔ Αθηνών 1 5 1 1
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 6 1 6 4
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 5 5 4 7
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 4 2 5 2

286
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 2 4 1 6
78 ΦΙΛΟΘΕΗ 7 6 7 5
79 ΖΕΦΥΡΙ 4 2 5 4
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

287
Πίνακας 3.2. 79: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec για το έτος 1991
Ward 1991 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 27,9050 48,2525 23,8442 26,5750 24,4958 22,2025 18,0408 8,6842
Πλήθος 12 12 12 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 2,07770 2,95538 2,65686 2,74160 3,42924 4,03639 1,63220 1,10738
2 Μέσος όρος 36,8712 47,2712 15,8582 18,8918 23,6306 24,7906 21,1435 11,5429
Πλήθος 17 17 17 17 17 17 17 17
Τυπική. Απόκλιση 3,07030 2,28210 2,35669 1,91976 2,35996 4,16142 2,16544 1,85275
3 Μέσος όρος 51,1440 40,7785 8,0765 11,3745 19,0240 24,1045 28,0025 17,4970
Πλήθος 20 20 20 20 20 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 4,56754 2,90610 2,17854 2,05179 3,42538 2,58691 3,07949 3,19366
4 Μέσος όρος 67,3625 28,0125 4,6238 6,5875 13,0088 27,9738 30,7438 21,6863
Πλήθος 8 8 8 8 8 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 5,42808 4,43188 1,34095 1,33425 2,69269 4,03921 1,83842 3,00563
5 Μέσος όρος 19,1680 47,3360 33,4970 35,3040 23,5900 22,9530 12,7640 5,3880
Πλήθος 10 10 10 10 10 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση 2,72641 2,89144 4,11028 3,52491 3,06750 2,65770 1,60033 1,00028
6 Μέσος όρος 56,7678 34,3444 8,8867 11,2944 13,9856 40,9967 21,9611 11,7611
Πλήθος 9 9 9 9 9 9 9 9
Τυπική. Απόκλιση 5,60977 4,39472 1,71911 1,76578 2,60466 3,11236 2,37570 2,93985
7 Μέσος όρος 6,3600 36,6000 57,0400 53,4733 17,2167 20,5267 6,8867 1,8933
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 3,03491 1,93129 2,50162 3,08507 5,23772 5,38641 1,68586 1,01791
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

288
Πίνακας 3.2. 80: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec για το έτος 1991
Κ ΜΕΑΝS 1991 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 52,5580 37,4900 9,9500 12,2080 15,5500 40,5100 20,3980 11,3320
Πλήθος 5 5 5 5 5 5 5 5
Τυπική. Απόκλιση 1,94162 1,75585 1,36958 1,76824 1,33718 3,35529 1,36379 3,76722
2 Μέσος όρος 66,5100 28,9189 4,5700 6,8367 13,2878 27,2022 31,2300 21,4444
Πλήθος 9 9 9 9 9 9 9 9
Τυπική. Απόκλιση 5,68523 4,95784 1,26466 1,45480 2,65423 4,43093 2,25506 2,90358
3 Μέσος όρος 50,3170 41,2160 8,4660 11,7280 19,3660 24,3260 27,3635 17,2185
Πλήθος 20 20 20 20 20 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 4,43418 2,83353 2,13362 2,19441 3,39848 2,49793 2,84162 3,25123
4 Μέσος όρος 33,8721 47,8383 18,2913 21,0871 23,9471 24,0513 20,3396 10,5750
Πλήθος 24 24 24 24 24 24 24 24
Τυπική. Απόκλιση 4,42531 2,31023 3,76922 3,37858 2,88529 4,29353 2,19624 1,95810
5 Μέσος όρος 21,2336 47,3543 31,4121 33,6507 23,8914 22,4793 13,7914 6,1843
Πλήθος 14 14 14 14 14 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 4,24943 3,16407 4,99171 4,10200 2,98341 3,05922 2,15613 1,66159
6 Μέσος όρος 6,3600 36,6000 57,0400 53,4733 17,2167 20,5267 6,8867 1,8933
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 3,03491 1,93129 2,50162 3,08507 5,23772 5,38641 1,68586 1,01791
7 Μέσος όρος 62,0300 30,4125 7,5575 10,1525 12,0300 41,6050 23,9150 12,2975
Πλήθος 4 4 4 4 4 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 3,52617 3,20744 1,06763 1,00798 2,55524 3,15162 1,84612 1,85313

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

289
Πίνακας 3.2. 81: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec για το έτος 2001
Ward 2001 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 21,9880 54,1347 23,8780 27,0153 20,1593 14,8787 20,2600 17,6867
Πλήθος 15 15 15 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 2,70703 2,69658 2,57402 2,50987 3,21343 4,08369 1,92176 3,99937
2 Μέσος όρος 27,3881 56,5163 16,0950 20,8944 20,5256 16,4688 23,5744 18,5363
Πλήθος 16 16 16 16 16 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 3,54658 1,94786 2,19802 2,32640 1,47619 1,71453 1,80133 2,02324
3 Μέσος όρος 37,0639 51,9483 10,9883 15,6761 16,4411 18,5078 25,6122 23,7583
Πλήθος 18 18 18 18 18 18 18 18
Τυπική. Απόκλιση 3,43615 2,34785 2,84235 2,86272 1,74337 4,37754 3,90720 3,71167
4 Μέσος όρος 12,5100 50,1847 37,3040 41,0573 20,3960 15,4140 13,5893 9,5400
Πλήθος 15 15 15 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 2,62107 3,87788 5,64473 5,42925 2,68828 2,09675 2,59445 1,61032
5 Μέσος όρος 49,0943 43,6600 7,2457 10,3086 12,2486 17,3243 23,8471 36,2714
Πλήθος 7 7 7 7 7 7 7 7
Τυπική. Απόκλιση 3,99070 3,24446 1,28996 1,81911 1,97571 3,12915 3,21271 4,52039
6 Μέσος όρος 47,4120 41,9600 10,6280 13,6680 11,5880 29,7180 21,1300 23,9000
Πλήθος 5 5 5 5 5 5 5 5
Τυπική. Απόκλιση 4,23248 3,21528 1,36492 1,83018 1,98040 4,75250 2,57626 2,87987
7 Μέσος όρος 3,8267 32,8767 63,2967 62,3533 15,7767 11,0633 4,6767 6,1300
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 1,70345 ,51326 1,52008 ,56039 3,88721 1,93758 ,52003 2,66479

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

290
Πίνακας 3.2. 82: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και Esec για το έτος 2001
Κ ΜΕΑΝS 2001 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 18,4138 54,9085 26,6777 30,1446 21,5662 14,5885 18,9208 14,7800
Πλήθος 13 13 13 13 13 13 13 13
Τυπική. Απόκλιση 3,25249 2,74339 3,30453 3,40069 2,50967 2,43150 1,68801 4,35991
2 Μέσος όρος 48,0417 44,4183 7,5400 10,4367 12,1083 16,2833 23,8100 37,3617
Πλήθος 6 6 6 6 6 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 3,13107 2,79307 1,12664 1,95784 2,12578 1,62721 3,51770 3,81264
3 Μέσος όρος 37,4482 52,0829 10,4694 15,0388 16,6841 17,5276 26,3965 24,3476
Πλήθος 17 17 17 17 17 17 17 17
Τυπική. Απόκλιση 3,14421 2,45026 2,20988 1,79540 1,87148 3,36761 2,94789 3,12213
4 Μέσος όρος 48,7450 41,4850 9,7700 12,9800 11,8383 28,6933 21,6200 24,8717
Πλήθος 6 6 6 6 6 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 4,99925 3,10229 2,43051 2,34941 1,87445 4,93646 2,59813 3,50710
5 Μέσος όρος 3,8267 32,8767 63,2967 62,3533 15,7767 11,0633 4,6767 6,1300
Πλήθος 3 3 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 1,70345 ,51326 1,52008 ,56039 3,88721 1,93758 ,52003 2,66479
6 Μέσος όρος 26,7874 55,4183 17,7939 22,2296 19,4930 17,3400 22,3948 18,5422
Πλήθος 23 23 23 23 23 23 23 23
Τυπική. Απόκλιση 3,36962 2,50698 3,05760 2,62441 2,40895 4,18991 2,67314 2,37244
7 Μέσος όρος 11,8836 48,2073 39,9082 43,5227 20,0318 14,9627 12,3782 9,1009
Πλήθος 11 11 11 11 11 11 11 11
Τυπική. Απόκλιση 2,75948 2,13137 4,01385 4,01341 2,84994 2,19740 1,75834 1,63660

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

291
Διάγραμμα 3.2. 83: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και
Esec (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 84: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και Esec
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,03 1 0,911 0,221 1 0,079 0,177 1
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,004 2 0,022 0,001 0 0,913 0,257 2
ΕΚΠ. ΥΨ 0,043 1 0,965 0,338 1 0,028 0,092 1
ESEC 1 0,033 1 0,983 0,262 1 0,013 0,032 0
ESEC 2 0,004 2 0,225 0,007 0 0,625 0,191 2
ESEC 3 0,007 2 0,205 0,012 0 0,171 0,09 0
ESEC 4 0,008 2 0,755 0,051 0 0,152 0,095 2
ESEC 5 0,017 1 0,777 0,108 0 0,05 0,065 0
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

292
Διάγραμμα 3.2.85: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και
Esec (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

293
Διάγραμμα 3.2.86: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και
Esec (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

294
Πίνακας 3.2.87: Συντεταγμένες ομάδων με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και
Esec
Μέθοδος ταξ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 1 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 2
6ο ΔΔ -137 -45
6ο ΔΔ 1991 (Σ) -27 169
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -67 -122 5 2
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) -27 90 4 6
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) -201 50 6 5
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 322 111 3 7
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -334 -83 7 3
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 598 -56 2 4
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) 1004 -315 1 1
Ward
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -285 102 5 5
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -477 -30 6 3
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 133 144 2 6
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -143 163 3 7
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -272 -61 4 2
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -483 -94 7 1
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) 628 -5 1 4
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) 631 -119 2 4
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) -227 19 6 5
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 1004 -315 1 1
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -382 -138 7 2
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -81 -122 5 3
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) -15 87 4 6
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) 358 104 3 7
K means
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -86 76 4 4
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -299 -72 6 2
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) -481 -37 7 3
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 123 146 3 6
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -226 129 5 5
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) 630 222 1 7
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) 627 -118 2 1
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα βρέθηκε σε


κατώτερη «ταξική» θέση (πίνακας 3.2.87), τόσο στον πρώτο άξονα, του κοινωνικού
στάτους όσο και στον δεύτερο άξονα, της κοινωνικής πόλωσης που συγκροτείται
κυρίως, από τις μεταβλητές όπου λαμβάνουν τις τιμές 1 και 2 στην στήλη Best2 στον
πίνακα 3.2. 84. Οι αλλαγές στον πρώτο άξονα, όσον αφορά την k means, υπήρξαν
έντονες αφού από την 3η θέση, βρέθηκε ιεραρχικά στην 6η .

295
Πίνακας 3.2.88: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για τις κατηγορίες: εκπαίδευση
και κατοικία, για τα έτη 1991 και 2001
WARD K MEANS WARD K MEANS
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. 1991 1991 2001 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 1 1 5
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1 5 2 4
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 2 3 3 3
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 1 5 2 4
5 ΝΙΚΑΙΑ 2 3 3 3
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 2 3 2 3
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 3 7 4 5
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 1 5 2 4
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 4 2 5 2
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 3 5 2 4
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 3 7 4 5
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 3 7 4 5
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 2 3 3 2
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 3 7 4 5
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 5 3 2 4
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 5 3 2 4
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 5 3 2 4
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 1 5 2 4
19 ΦΑΛΗΡΟ 3 7 4 5
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 1 5 2 4
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 5 3 2 4
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 6 7 4 5
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 5 3 2 4
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1 5 2 4
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 5 5 2 4
26 ΚΗΦΙΣΙΑ 6 7 6 6
27 ΑΛΙΜΟΣ 3 7 4 5
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 1 5 2 4
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 5 3 2 4
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 6 7 4 5
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 2 3 2 4
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 2 3 3 2
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 6 7 4 6
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 1 5 2 4
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 4 2 5 2
36 ΚΡΩΠΙΑ 2 3 5 3
37 ΜΕΓΑΡΑ 2 2 5 3
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 4 2 5 2
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 2 3 5 3
40 ΒΟΥΛΑΣ 6 7 6 6
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 5 5 2 4
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 2 3 5 3
43 ΔΑΦΝΗ 1 5 2 4
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 1 5 2 4
45 ΠΕΡΑΜΑ 2 2 5 3
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 4 2 5 3
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 3 7 4 5

296
48 ΠΕΥΚΗ 3 7 4 5
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 1 5 1 4
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 2 3 3 2
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 1 5 2 5
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 3 7 6 6
53 ΤΑΥΡΟΣ 2 3 3 2
ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ
54 ΡΕΝΤΗΣ 2 3 3 2
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 2 3 1 4
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 5 3 1 4
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 1 5 1 4
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 5 3 1 3
59 ΠΑΠΑΓΟΣ 7 4 7 7
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 2 3 5 3
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 1 5 1 4
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 2 3 3 2
63 ΜΑΝΔΡΑ 4 2 5 3
64 ΨΥΧΙΚΟ 7 6 7 1
65 ΑΙΓΙΝΑ 2 3 5 3
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 5 3 1 4
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 3 5 2 4
68 2o ΔΔ Αθηνών 3 5 2 4
69 3o ΔΔ Αθηνών 2 3 3 2
70 4o ΔΔ Αθηνών 5 3 3 2
71 5o ΔΔ Αθηνών 3 5 2 4
72 6o ΔΔ Αθηνών 3 7 2 4
73 7o ΔΔ Αθηνών 3 5 2 4
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 2 2 5 3
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 6 7 4 6
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 4 2 5 3
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 1 5 2 4
78 ΦΙΛΟΘΕΗ 7 6 7 1
79 ΖΕΦΥΡΙ 4 2 5 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 89: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και κατοικία για το έτος 1991
Ward 1991 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 35,5344 47,3531 17,1131 44,6256 45,1288 10,2481
Πλήθος 16 16 16 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 3,44373 2,35022 3,91287 4,70352 5,77541 1,85242
2 Μέσος όρος 55,8135 37,0255 7,1600 53,3790 39,7375 6,8830
Πλήθος 20 20 20 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 4,63760 4,31341 1,47712 5,94921 4,50789 1,97426
3 Μέσος όρος 26,3667 48,6927 24,9427 33,0533 51,0380 15,9080
Πλήθος 15 15 15 15 15 15

297
Τυπική. Απόκλιση 3,47768 2,64276 3,36364 5,54200 4,15228 3,75607
4 Μέσος όρος 68,2843 27,1829 4,5329 59,8000 34,9957 5,2029
Πλήθος 7 7 7 7 7 7
Τυπική. Απόκλιση 5,14240 4,06090 1,42152 4,37867 3,83382 1,34128
5 Μέσος όρος 46,9050 42,3508 10,7417 47,0708 44,4733 8,4550
Πλήθος 12 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 3,42462 3,14469 1,57694 2,82720 1,72153 2,21314
6 Μέσος όρος 17,4783 46,2883 36,2350 23,4867 53,2117 23,3000
Πλήθος 6 6 6 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 1,87712 2,82941 2,49876 3,61926 5,89701 5,24675
7 Μέσος όρος 6,3600 36,6000 57,0400 12,2333 44,8233 42,9467
Πλήθος 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 3,03491 1,93129 2,50162 5,39151 13,35224 7,95591
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 90: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και κατοικία για το έτος 1991
Κ ΜΕΑΝS 1991 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 26,1700 44,2700 29,5500 56,5000 28,1700 15,3300
Πλήθος 1 1 1 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
2 Μέσος όρος 66,0560 28,7300 5,2140 58,5590 35,7210 5,7180
Πλήθος 10 10 10 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση 6,16648 4,96892 1,98473 5,77022 4,67601 1,73368
3 Μέσος όρος 52,3011 39,3137 8,3837 50,7478 41,7419 7,5100
Πλήθος 27 27 27 27 27 27
Τυπική. Απόκλιση 4,96640 3,90756 2,03568 5,61623 4,01886 2,27881
4 Μέσος όρος 2,8700 37,7000 59,4300 6,0100 60,2400 33,7600
Πλήθος 1 1 1 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
5 Μέσος όρος 35,0386 47,6086 17,3541 43,2500 46,5218 10,2305
Πλήθος 22 22 22 22 22 22
Τυπική. Απόκλιση 4,43838 2,13404 3,60112 3,87605 3,35624 1,78536
6 Μέσος όρος 8,1050 36,0500 55,8450 15,3450 37,1150 47,5400
Πλήθος 2 2 2 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,38891 2,37588 1,98697 ,20506 ,23335 ,02828
7 Μέσος όρος 22,2706 47,7713 29,9594 27,3738 52,7756 19,8488
Πλήθος 16 16 16 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 4,83769 3,21554 5,80016 4,28478 4,68719 4,71866
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

298
Πίνακας 3.2. 91: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και κατοικία για το έτος 2001
Ward 2001 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 29,3225 51,0125 19,6650 24,6263 48,9000 26,4725
Πλήθος 8 8 8 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 4,92581 2,10986 5,43380 4,21155 4,80249 2,61537
2 Μέσος όρος 25,0743 56,1361 18,7900 29,1732 53,4250 17,4018
Πλήθος 28 28 28 28 28 28
Τυπική. Απόκλιση 4,71930 1,82180 4,85611 3,75364 3,22509 2,37124
3 Μέσος όρος 38,0740 51,7460 10,1800 39,4270 47,9740 12,5990
Πλήθος 10 10 10 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση 3,47821 1,96803 2,03396 3,78317 3,22831 2,05331
4 Μέσος όρος 12,5167 50,9975 36,4842 13,6333 54,8050 31,5625
Πλήθος 12 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 2,52228 3,74495 5,78283 2,43883 2,02115 3,62245
5 Μέσος όρος 46,5667 44,6267 8,8067 32,5593 51,1013 16,3427
Πλήθος 15 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 5,11044 4,50406 2,12183 5,95623 3,71409 4,20841
6 Μέσος όρος 12,4833 46,9333 40,5833 10,4033 38,4833 51,1133
Πλήθος 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 3,61915 2,88261 4,35323 1,98336 2,85633 4,47511
7 Μέσος όρος 3,8267 32,8767 63,2967 2,3000 31,6100 66,0900
Πλήθος 3 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 1,70345 ,51326 1,52008 ,28931 11,95492 12,14878
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 92: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση τις
κατηγορίες: εκπαίδευση και κατοικία για το έτος 2001
K MEANS 2001 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 4,6100 32,6050 62,7850 2,1950 24,7150 73,0900
Πλήθος 2 2 2 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση 1,45664 ,28991 1,74655 ,31820 ,77075 1,08894
2 Μέσος όρος 42,8575 48,3342 8,8083 40,7150 46,9567 12,3292
Πλήθος 12 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 7,06272 4,87876 2,55919 3,34459 2,69919 1,91493
3 Μέσος όρος 42,4733 47,2633 10,2640 29,7047 52,7140 17,5827
Πλήθος 15 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 5,68451 5,28775 1,97743 3,74205 2,38468 4,48009
4 Μέσος όρος 25,7206 55,3891 18,8903 28,5900 52,5275 18,8828
Πλήθος 32 32 32 32 32 32
Τυπική. Απόκλιση 4,44209 2,28358 4,50032 3,93023 3,56795 3,91952
5 Μέσος όρος 14,5208 52,0175 33,4608 16,0092 54,3092 29,6825

299
Πλήθος 12 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 3,51764 3,90767 5,54100 4,35348 4,57856 2,59337
6 Μέσος όρος 10,9700 46,7840 42,2440 10,0380 43,9380 46,0240
Πλήθος 5 5 5 5 5 5
Τυπική. Απόκλιση 3,30503 2,13690 3,93018 2,03419 7,82911 7,65603
7 Μέσος όρος 2,2600 33,4200 64,3200 2,5100 45,4000 52,0900
Πλήθος 1 1 1 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2. 93: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και
κατοικία για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

300
Πίνακας 3.2. 94: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες:
εκπαίδευση και κατοικία για το 2001
Ποιότητα Βάρος Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,986 0,14 0,03 2 0,794 0,208 2 0,193 0,404 2
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,828 0,254 0,004 2 0,084 0,003 0 0,744 0,196 2
ΕΚΠ. ΥΨ 0,974 0,105 0,043 1 0,973 0,369 1 0,001 0,002 0
ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ 0,85 0,133 0,019 1 0,85 0,146 0 0 0 0
ΚΑΤ. ΜΕΣΗ 0,595 0,253 0,004 2 0,143 0,005 0 0,452 0,125 0
ΚΑΤ. ΜΕΓ 0,985 0,114 0,035 2 0,874 0,268 2 0,111 0,273 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.95: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και
κατοικία για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

301
Διάγραμμα 3.2.96: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και
κατοικία για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.97: Συντεταγμένες ομάδων με βάση τις κατηγορίες: εκπαίδευση και


κατοικία για το 2001
Μέθοδος ταξ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 1 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 2
6ο ΔΔ 38 46
6ο ΔΔ 1991 (Σ) 66 45
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -18 -46 4 4
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 63 98 5 7
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 308 -20 7 5
Ward ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -371 90 3 6
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) 306 -142 6 2
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) -590 -133 2 3
-
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) 1025 -245 1 1

302
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) 268 -5 4 5
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) 548 -223 6 2
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 40 62 3 6
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 686 -378 7 1
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) 421 -117 5 3
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -227 85 2 7
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) -710 -29 1 4
-
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) 1074 -331 1 1
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 356 -78 7 3
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 245 -98 6 2
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 51 75 5 6
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -303 88 4 7
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) -574 -61 3 5
k means ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) -925 -72 2 4
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) 105 -30 4 4
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) 657 -353 7 1
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 499 -180 6 2
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -704 132 2 7
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) 257 5 5 5
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -712 -110 1 3
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) -91 72 3 6
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Στον συγκεκριμένο υποχώρο όπου κατασκεύαστηκε από τις κατηγορίες της


εκπαίδευσης και κατοικίας, παρατηρούμε ότι και για τις δύο μεθόδους, το 6ο
δημοτικό διαμέρισμα, μετακινήθηκε από την 3η θέση το 1991, στην 5η θέση το 2001,
όσον αφορά τον πρώτο άξονα, τον άξονα του κοινωνικού στάτους όπου στην
ερμηνεία του συμμετέχουν οι «ακραίες» μεταβλητές (πίνακας 3.2.97). Το γεγονός
αυτό, αποτελεί ισχυρή ένδειξη της ριζικής, ποιοτικής, μη γραμμικής αλλαγής της
παρατήρησης αυτής στην περίοδο 1991- 2001 (Byrne 2012: 19). Παράλληλα, στον
δεύτερο άξονα, στον άξονα της κοινωνικής πόλωσης με βάση τις μεταβλητές ΕΚΠ.
ΧΑΜ, ΕΚΠ. ΜΕΣΗ, ΚΑΤ. ΜΕΓ και ΚΑΤ. ΜΕΣΗ (πίνακας 3.2. 94), παρατηρείται
αλλαγή μόνο στην μέθόδο του Ward, από την 6η θέση, στην 7η, δηλαδή στην λιγότερο
πολωμένη ομάδα το 2001, παρά το γεγονός ότι η ίδια η παρατήρηση «πολώθηκε» στο
εσωτερικό της ελαφρά, κατά μία μονάδα, όπως φαίνεται από τις συντεταγμένες της.
Όπως ειπώθηκε, το γεγονός αυτό οφείλεται στον ίδιο τον τρόπο ταξινόμησης της
ιεραρχικής μεθόδου, όπου κατασκευάζει ομάδες που είναι λιγότερο συνεκτικές, σε
σχέση με την k means, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι παρατηρήσεις που
συγκροτούν μια ομάδα, δεν είναι όλες το ίδιο αντιπροσωπευτικές ως προς αυτή.

303
Πίνακας 3.2.98: Οι 6 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για την κατηγορία: κατοικία,
για τα έτη 1991 και 2001
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. WARD 1991 K MEANS 1991 WARD 2001 K MEANS 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 2 1 1
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2 6 2 5
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 2 2 2 5
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 2 6 2 5
5 ΝΙΚΑΙΑ 2 6 2 5
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 2 6 2 5
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 3 5 3 6
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 4 6 2 5
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 1 2 2 2
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 2 6 2 5
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 3 5 3 6
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 3 5 3 6
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 2 2 2 2
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 3 5 3 6
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 2 6 2 5
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 2 6 2 5
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 2 6 2 5
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 4 6 2 5
19 ΦΑΛΗΡΟ 3 5 3 6
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 2 6 2 5
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 2 6 2 5
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 3 5 3 6
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 2 6 2 5
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 4 6 2 5
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 2 6 2 5
26 ΚΗΦΙΣΙΑ 5 4 4 3
27 ΑΛΙΜΟΣ 3 5 3 6
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 4 6 2 5
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 2 6 2 5
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 3 5 3 6
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 2 6 2 5
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 2 2 2 2
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 3 5 3 6
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 2 6 2 5
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 1 2 5 2
36 ΚΡΩΠΙΑ 2 6 1 1
37 ΜΕΓΑΡΑ 2 6 2 5
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 1 2 5 2
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 2 2 2 5
40 ΒΟΥΛΑΣ 5 4 4 3
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 2 6 2 5
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 1 2 2 5
43 ΔΑΦΝΗ 2 6 2 5
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 4 6 2 5
45 ΠΕΡΑΜΑ 1 2 2 5
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 1 2 2 5
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 3 5 3 6
48 ΠΕΥΚΗ 3 5 3 6

304
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 4 6 3 6
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 1 2 1 2
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 4 6 3 6
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 5 4 4 3
53 ΤΑΥΡΟΣ 1 2 5 2
54 ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ 1 2 5 2
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 2 2 3 6
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 2 6 1 1
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 2 6 1 1
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 4 6 3 6
59 ΠΑΠΑΓΟΣ 5 1 4 3
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 4 6 1 1
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 2 6 1 1
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 1 2 5 2
63 ΜΑΝΔΡΑ 2 2 2 5
64 ΨΥΧΙΚΟ 6 3 6 4
65 ΑΙΓΙΝΑ 2 6 2 5
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 2 6 1 1
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 4 6 2 5
68 2o ΔΔ Αθηνών 4 6 1 1
69 3o ΔΔ Αθηνών 2 2 5 2
70 4o ΔΔ Αθηνών 2 6 5 2
71 5o ΔΔ Αθηνών 4 6 2 5
72 6o ΔΔ Αθηνών 3 5 1 1
73 7o ΔΔ Αθηνών 4 6 1 1
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 1 2 1 1
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 3 5 3 6
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 1 2 2 5
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 4 6 2 5
78 ΦΙΛΟΘΕΗ 6 3 6 4
79 ΖΕΦΥΡΙ 1 2 5 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.99: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την


κατηγορία: κατοικία για το έτος 1991
Ward 1991 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 59,7021 34,1743 6,1229
Πλήθος 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 3,23846 3,41098 2,91896
2 Μέσος όρος 48,9403 42,9500 8,1091
Πλήθος 32 32 32
Τυπική. Απόκλιση 3,31786 2,39891 2,00715
3 Μέσος όρος 27,8469 54,3177 17,8338
Πλήθος 13 13 13
Τυπική. Απόκλιση 4,26128 3,48866 1,83576
4 Μέσος όρος 40,1329 48,7893 11,0814

305
Πλήθος 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 1,59619 1,49840 1,57976
5 Μέσος όρος 20,4950 49,6300 29,8750
Πλήθος 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 10,35566 7,49936 3,27557
6 Μέσος όρος 15,3450 37,1150 47,5400
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,20506 ,23335 ,02828
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 100: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: κατοικία για το έτος 1991
Κ ΜΕΑΝS 1991 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 6,0100 60,2400 33,7600
Πλήθος 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
2 Μέσος όρος 57,6862 36,1852 6,1276
Πλήθος 21 21 21
Τυπική. Απόκλιση 4,00970 4,07588 2,37306
3 Μέσος όρος 15,3450 37,1150 47,5400
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,20506 ,23335 ,02828
4 Μέσος όρος 25,3233 46,0933 28,5800
Πλήθος 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 4,58068 3,05163 2,45599
5 Μέσος όρος 27,8469 54,3177 17,8338
Πλήθος 13 13 13
Τυπική. Απόκλιση 4,26128 3,48866 1,83576
6 Μέσος όρος 44,9326 45,5385 9,5300
Πλήθος 39 39 39
Τυπική. Απόκλιση 4,17977 3,07716 2,13489
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 101: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: κατοικία για το έτος 2001
Ward 2001 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 29,8800 46,7942 23,3258
Πλήθος 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 4,14339 2,79972 3,82522
2 Μέσος όρος 30,2797 53,6330 16,0884
Πλήθος 37 37 37
Τυπική. Απόκλιση 3,58840 2,14495 2,28797

306
3 Μέσος όρος 15,1400 54,8031 30,0569
Πλήθος 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 3,45098 2,00222 4,22204
4 Μέσος όρος 8,4300 40,2125 51,3575
Πλήθος 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 4,26599 4,17123 3,68640
5 Μέσος όρος 42,3713 46,0275 11,6025
Πλήθος 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 2,81319 2,05449 1,11708
6 Μέσος όρος 2,1950 24,7150 73,0900
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,31820 ,77075 1,08894
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 102: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: κατοικία για το έτος 2001
Κ ΜΕΑΝS 2001 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 29,1036 47,0364 23,8600
Πλήθος 11 11 11
Τυπική. Απόκλιση 3,30579 2,80142 3,51129
2 Μέσος όρος 40,7150 46,9567 12,3292
Πλήθος 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 3,34459 2,69919 1,91493
3 Μέσος όρος 8,4300 40,2125 51,3575
Πλήθος 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 4,26599 4,17123 3,68640
4 Μέσος όρος 2,1950 24,7150 73,0900
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,31820 ,77075 1,08894
5 Μέσος όρος 29,6812 53,9203 16,3997
Πλήθος 34 34 34
Τυπική. Απόκλιση 3,07922 1,98786 2,10925
6 Μέσος όρος 15,1400 54,8031 30,0569
Πλήθος 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 3,45098 2,00222 4,22204
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

307
Διάγραμμα 3.2. 103: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία για το
2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 104: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
κατοικία για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ 0,039 2 0,867 0,326 2 0,133 0,408 2
ΚΑΤ. ΜΕΣΗ 0,008 2 0,224 0,017 0 0,776 0,477 2
ΚΑΤ. ΜΕΓ 0,069 1 0,979 0,657 1 0,021 0,115 0
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

308
Διάγραμμα 3.2.105: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία για το
2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

309
Διάγραμμα 3.2.106: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία για το
2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

310
Πίνακας 3.2.107: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: κατοικία για το
2001
Μέθοδος ταξ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 1 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 2
ο
6 ΔΔ -140 -151
ο
6 ΔΔ 1991 (Σ) -202 -70
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -21 -82 4 3
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) -160 30 5 5
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 242 130 3 6
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 705 -80 2 4
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -357 -161 6 2
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 1171 -307 1 1
Ward
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -620 -452 6 1
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -483 -248 5 2
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) -105 55 3 6
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -346 -103 4 4
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) 189 15 2 5
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) 569 -168 1 3
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -3 -74 4 4
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) -328 -137 6 2
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 705 -80 2 3
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 1171 -307 1 1
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -149 38 5 5
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 242 130 3 6
K means
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) 396 270 2 6
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -601 -408 6 1
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 569 -168 1 3
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 120 -70 3 4
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -105 55 4 5
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -419 -183 5 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Στην περίπτωση του πεδίου της κατοικίας, παρατηρούμε στον πίνακα 3.2.107 ότι και
στις δύο μεθόδους ταξινόμησησης, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, μετατοπίζεται σε
χαμηλότερη τάξη στον δεύτερο άξονα, στον άξονα της πόλωσης, ενώ στον πρώτο
άξονα, στον άξονα του κοινωνικού στάτους που συγκροτείται κυρίως από τις
«ακραίες» μεταβλητές (πίνακας 3.2. 104), η μετατόπιση προς κατώτερη τάξη,
παρατηρείται μόνο στην περίπτωση της μεθόδου Ward.

311
Πίνακας 3.2.108: Οι 6 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για την κατηγορία:
εκπαίδευση, για τα έτη 1991 και 2001
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. WARD 1991 K MEANS 1991 WARD 2001 K MEANS 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 5
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2 2 1 4
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 3 6 2 3
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 2 2 1 4
5 ΝΙΚΑΙΑ 3 6 3 3
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 3 6 3 3
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 1 4 4 5
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 2 2 1 4
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 4 3 2 2
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1 4 1 5
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 1 4 4 5
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 5 1 4 5
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 3 6 2 3
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 1 4 4 5
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 3 6 3 3
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 3 6 3 4
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 3 6 3 4
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 2 2 1 4
19 ΦΑΛΗΡΟ 1 4 4 5
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 2 2 1 4
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 3 6 3 4
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 1 4 6
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 3 6 3 4
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2 2 1 5
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 3 2 1 4
26 ΚΗΦΙΣΙΑ 5 1 4 6
27 ΑΛΙΜΟΣ 1 4 4 5
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 2 2 1 4
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 3 6 3 4
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 5 1 4 6
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 4 6 3 3
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 4 6 2 3
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 5 1 4 6
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 2 2 1 4
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 4 3 5 2
36 ΚΡΩΠΙΑ 4 3 2 3
37 ΜΕΓΑΡΑ 4 3 5 2
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 4 3 5 2
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 4 6 2 3
40 ΒΟΥΛΑΣ 5 1 4 6
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 2 2 1 4
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 3 6 2 3
43 ΔΑΦΝΗ 2 2 1 4
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 2 2 1 4
45 ΠΕΡΑΜΑ 4 3 2 3
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 4 3 2 3
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 1 4 4 5
48 ΠΕΥΚΗ 1 4 4 5

312
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 2 2 1 4
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 3 6 2 3
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 2 2 1 4
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 1 4 4 5
53 ΤΑΥΡΟΣ 4 6 2 3
54 ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ 4 6 2 3
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 4 3 3 3
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 3 6 3 3
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 2 2 1 4
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 3 6 2 3
59 ΠΑΠΑΓΟΣ 6 5 6 1
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 4 3 2 2
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 2 2 1 4
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 3 6 2 3
63 ΜΑΝΔΡΑ 4 3 2 2
64 ΨΥΧΙΚΟ 6 5 6 1
65 ΑΙΓΙΝΑ 4 3 2 2
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 3 6 3 4
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 1 4 1 5
68 2o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 4
69 3o ΔΔ Αθηνών 3 6 3 3
70 4o ΔΔ Αθηνών 3 2 3 3
71 5o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 4
72 6o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 4
73 7o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 5
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 4 6 5 2
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 5 1 4 6
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 4 3 5 2
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 2 2 1 4
78 ΦΙΛΟΘΕΗ 6 5 6 1
79 ΖΕΦΥΡΙ 4 3 5 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 109: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 1991
Ward 1991 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ
1 Μέσος όρος 26,7027 48,4893 24,8093
Πλήθος 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 3,16501 2,86399 3,11334
2 Μέσος όρος 36,4788 47,4181 16,1038
Πλήθος 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 2,69494 2,27235 2,19800
3 Μέσος όρος 49,1068 41,5068 9,3847
Πλήθος 19 19 19
Τυπική. Απόκλιση 3,20864 2,58614 1,83317
4 Μέσος όρος 62,2532 31,8453 5,9011
Πλήθος 19 19 19

313
Τυπική. Απόκλιση 6,22822 5,26644 1,81975
5 Μέσος όρος 18,0000 46,4357 35,5657
Πλήθος 7 7 7
Τυπική. Απόκλιση 2,20029 2,61215 2,88769
6 Μέσος όρος 6,3600 36,6000 57,0400
Πλήθος 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 3,03491 1,93129 2,50162
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 110: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 1991
Κ ΜΕΑΝS 1991 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ
1 Μέσος όρος 18,0000 46,4357 35,5657
Πλήθος 7 7 7
Τυπική. Απόκλιση 2,20029 2,61215 2,88769
2 Μέσος όρος 37,2717 47,1150 15,6139
Πλήθος 18 18 18
Τυπική. Απόκλιση 3,42918 2,31098 2,51037
3 Μέσος όρος 65,1315 29,3785 5,4892
Πλήθος 13 13 13
Τυπική. Απόκλιση 5,41184 4,41288 1,84685
4 Μέσος όρος 26,7027 48,4893 24,8093
Πλήθος 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 3,16501 2,86399 3,11334
5 Μέσος όρος 6,3600 36,6000 57,0400
Πλήθος 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 3,03491 1,93129 2,50162
6 Μέσος όρος 51,3870 40,1039 8,5078
Πλήθος 23 23 23
Τυπική. Απόκλιση 3,67529 2,87314 1,95407
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 111: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 2001
Ward 2001 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ
1 Μέσος όρος 23,0013 55,4067 21,5925
Πλήθος 24 24 24
Τυπική. Απόκλιση 2,67179 2,87286 3,67968
2 Μέσος όρος 41,3406 48,9594 9,7006
Πλήθος 17 17 17

314
Τυπική. Απόκλιση 3,23142 3,08349 2,15058
3 Μέσος όρος 32,1436 54,4586 13,3971
Πλήθος 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 2,05494 2,02096 2,03214
4 Μέσος όρος 12,5100 50,1847 37,3040
Πλήθος 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 2,62107 3,87788 5,64473
5 Μέσος όρος 51,8450 40,3800 7,7750
Πλήθος 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 2,08779 1,84730 1,94236
6 Μέσος όρος 3,8267 32,8767 63,2967
Πλήθος 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 1,70345 ,51326 1,52008
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 112: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 2001
Κ ΜΕΑΝS 2001 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ
1 Μέσος όρος 3,8267 32,8767 63,2967
Πλήθος 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 1,70345 ,51326 1,52008
2 Μέσος όρος 49,3930 42,1510 8,4550
Πλήθος 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση 3,56609 2,76751 2,02568
3 Μέσος όρος 37,5929 51,5914 10,8162
Πλήθος 21 21 21
Τυπική. Απόκλιση 3,66759 2,74320 2,55995
4 Μέσος όρος 25,3132 55,8520 18,8344
Πλήθος 25 25 25
Τυπική. Απόκλιση 3,38168 2,26517 3,30824
5 Μέσος όρος 16,3686 52,5214 31,1107
Πλήθος 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 3,06078 3,36664 4,26440
6 Μέσος όρος 9,6967 47,1683 43,1333
Πλήθος 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 1,17464 2,20268 2,11966
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

315
Διάγραμμα 3.2. 113: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το
2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 114: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,059 1 0,919 0,396 1 0,081 0,324 1
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,007 2 0,02 0,001 0 0,98 0,49 2
ΕΚΠ. ΥΨ 0,086 1 0,968 0,603 1 0,032 0,186 0
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

316
Διάγραμμα 3.2. 115: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το
2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

317
Διάγραμμα 3.2. 116: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το
2001 (θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.117: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το


2001
Μέθοδος ταξ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 1 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 2
ο
6 ΔΔ -56 60
ο
6 ΔΔ 1991 (Σ) -50 -34
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -66 94 3 6
Ward ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 350 -55 5 3
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 181 63 4 5

318
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -459 8 2 4
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) 503 -234 6 2
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) -1009 -313 1 1
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -80 -44 3 6
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) 183 -78 4 4
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 444 -208 5 3
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 655 -412 6 1
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -366 -71 2 5
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -872 -244 1 2
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -1009 -313 1 1
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 463 -196 6 2
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 288 1 5 4
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 8 100 4 6
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -307 48 3 5
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) -592 -46 2 3
K means
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -366 -71 2 5
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) 201 -85 4 4
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 695 -463 6 1
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -80 -44 3 6
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -872 -244 1 2
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) 485 -238 5 3
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Στην περίπτωση του πεδίου της εκπαίδευσης, παρατηρούμε στον πίνακα 3.2.117 ότι
και στις δύο μεθόδους ταξινόμησησης, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, δεν παρουσιάζει
«ταξική» αλλαγή στον δεύτερο άξονα, στον άξονα της πόλωσης, ενώ στον πρώτο
άξονα, του κοινωνικού στάτους (πίνακας 3.2. 114), η μετατόπιση προς κατώτερη
τάξη, παρατηρείται μόνο στην περίπτωση της μεθόδου k means. Παρακάτω
παρουσιάζονται τα αποτελέσματα για τον υποχώρο που έχει κατασκευαστεί από τις
κατηγορίες της μεταβλητής ESec.

319
Πίνακας 3.2.118: Οι 7 ομάδες των χωρικών ενοτήτων για την κατηγορία: Esec για τα
έτη 1991 και 2001
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. WARD 1991 K MEANS 1991 WARD 2001 K MEANS 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 4 1 1
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2 2 1 1
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 3 3 2 4
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 2 2 1 1
5 ΝΙΚΑΙΑ 3 3 2 4
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 3 3 2 4
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 4 4 3 5
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 2 2 4 1
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 5 1 5 6
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1 4 4 1
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 1 4 3 5
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 1 6 3 5
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 3 3 2 4
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 1 6 3 5
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 3 3 2 4
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 3 3 1 7
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 3 2 1 4
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 2 4 4 1
19 ΦΑΛΗΡΟ 4 4 3 5
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 2 2 1 1
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 3 3 1 4
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 1 6 3 5
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 3 2 1 7
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2 4 4 1
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 2 2 1 7
26 ΚΗΦΙΣΙΑ 1 6 3 5
27 ΑΛΙΜΟΣ 4 4 3 5
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 2 2 1 1
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 3 2 1 4
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 1 6 3 5
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 3 3 1 4
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 3 3 2 4
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 1 6 3 5
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 2 2 1 1
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 5 1 5 6
36 ΚΡΩΠΙΑ 6 5 6 2
37 ΜΕΓΑΡΑ 6 5 6 2
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 5 1 5 6
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 5 3 2 4
40 ΒΟΥΛΑΣ 1 6 3 5
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 2 2 1 1
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 2 2 6 2
43 ΔΑΦΝΗ 2 2 1 4
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 2 2 1 1
45 ΠΕΡΑΜΑ 5 3 2 4
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 5 3 2 4
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 1 6 3 5
48 ΠΕΥΚΗ 1 6 3 5

320
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 2 2 4 1
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 6 5 2 4
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 2 2 4 1
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 4 4 3 5
53 ΤΑΥΡΟΣ 5 3 2 4
ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ
54 ΡΕΝΤΗΣ 5 3 5 6
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 3 3 1 7
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 6 5 6 7
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 4 5 6 7
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 6 5 6 2
59 ΠΑΠΑΓΟΣ 7 7 7 3
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 6 5 6 2
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 4 2 6 7
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 5 3 2 4
63 ΜΑΝΔΡΑ 5 1 5 6
64 ΨΥΧΙΚΟ 7 7 7 3
65 ΑΙΓΙΝΑ 6 5 6 2
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 6 5 6 7
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 2 4 4 1
68 2o ΔΔ Αθηνών 2 4 1 1
69 3o ΔΔ Αθηνών 3 3 2 4
70 4o ΔΔ Αθηνών 3 2 2 4
71 5o ΔΔ Αθηνών 2 4 1 1
72 6o ΔΔ Αθηνών 2 4 1 4
73 7o ΔΔ Αθηνών 1 4 4 1
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 6 5 6 2
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 1 6 3 5
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 5 3 5 6
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 2 4 1 1
78 ΦΙΛΟΘΕΗ 7 7 7 3
79 ΖΕΦΥΡΙ 5 1 6 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 119: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: Esec για το έτος 1991
Ward 1991 ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 33,5550 24,2743 21,8936 13,8607 6,4150
Πλήθος 14 14 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 4,26566 3,32797 3,22707 2,25488 1,92683
2 Μέσος όρος 19,3185 24,8735 23,0030 21,3530 11,4520
Πλήθος 20 20 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 3,23858 2,06569 1,99900 1,44707 1,55375
3 Μέσος όρος 11,6593 19,0687 25,2307 27,3167 16,7273
Πλήθος 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 2,08988 2,15411 1,99819 1,53049 1,98809
4 Μέσος όρος 24,8117 20,7067 29,5383 17,2500 7,6900

321
Πλήθος 6 6 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 2,97764 2,80789 4,66138 ,98039 ,84532
5 Μέσος όρος 7,7825 14,0450 25,0850 31,2675 21,8208
Πλήθος 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 2,30202 2,70756 4,94880 2,08257 2,37888
6 Μέσος όρος 11,2944 13,9856 40,9967 21,9611 11,7611
Πλήθος 9 9 9 9 9
Τυπική. Απόκλιση 1,76578 2,60466 3,11236 2,37570 2,93985
7 Μέσος όρος 53,4733 17,2167 20,5267 6,8867 1,8933
Πλήθος 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση 3,08507 5,23772 5,38641 1,68586 1,01791
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 120: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: Esec για το έτος 1991
K MEANS 1991 ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 6,0820 11,5100 29,1560 30,8100 22,4420
Πλήθος 5 5 5 5 5
Τυπική. απόκλιση 1,37752 1,81900 4,35079 1,95927 3,23447
2 Μέσος όρος 16,8589 23,5478 24,3311 22,6728 12,5906
Πλήθος 18 18 18 18 18
Τυπική. απόκλιση 2,73382 2,31895 2,46992 2,26987 1,85564
3 Μέσος όρος 10,1878 17,2467 24,2983 29,3406 18,9289
Πλήθος 18 18 18 18 18
Τυπική. απόκλιση 2,17868 1,82795 2,86490 2,49916 2,69815
4 Μέσος όρος 25,3907 25,1080 22,1527 18,3087 9,0387
Πλήθος 15 15 15 15 15
Τυπική. απόκλιση 3,28846 3,03351 3,56186 1,63708 1,61510
5 Μέσος όρος 12,2940 14,3080 40,6910 21,4160 11,2890
Πλήθος 10 10 10 10 10
Τυπική. απόκλιση 3,57248 2,65898 3,08947 2,82636 3,14822
6 Μέσος όρος 35,3890 23,0440 23,1940 12,8140 5,5570
Πλήθος 10 10 10 10 10
Τυπική. απόκλιση 3,38546 2,92309 2,64675 1,69708 1,26881
7 Μέσος όρος 53,4733 17,2167 20,5267 6,8867 1,8933
Πλήθος 3 3 3 3 3
Τυπική. απόκλιση 3,08507 5,23772 5,38641 1,68586 1,01791
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

322
Πίνακας 3.2. 121: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων Ward με βάση την
κατηγορία: Esec για το έτος 2001
Ward 2001 ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 22,0133 20,0610 15,3610 23,1981 19,3657
Πλήθος 21 21 21 21 21
Τυπική. Απόκλιση 3,11444 1,97600 2,57655 1,94649 2,78796
2 Μέσος όρος 14,5271 16,9336 16,5079 27,0521 24,9736
Πλήθος 14 14 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 1,52776 1,53085 2,31111 2,63231 3,06575
3 Μέσος όρος 41,0573 20,3960 15,4140 13,5893 9,5400
Πλήθος 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 5,42925 2,68828 2,09675 2,59445 1,61032
4 Μέσος όρος 28,3175 22,3588 14,7125 19,5250 15,0875
Πλήθος 8 8 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 2,05104 1,48917 2,26593 1,12921 1,98669
5 Μέσος όρος 10,4367 12,1083 16,2833 23,8100 37,3617
Πλήθος 6 6 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 1,95784 2,12578 1,62721 3,51770 3,81264
6 Μέσος όρος 17,2825 13,3792 26,7158 20,8117 21,8125
Πλήθος 12 12 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 5,38703 2,18705 4,11133 2,80010 4,26110
7 Μέσος όρος 62,3533 15,7767 11,0633 4,6767 6,1300
Πλήθος 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση ,56039 3,88721 1,93758 ,52003 2,66479
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 122: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των ομάδων k means με βάση την
κατηγορία: Esec για το έτος 2001
K MEANS 2001 ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 Μέσος όρος 25,8905 21,3711 14,3921 21,0826 17,2637
Πλήθος 19 19 19 19 19
Τυπική. Απόκλιση 3,03011 2,07288 2,05662 1,88966 3,07600
2 Μέσος όρος 14,0950 12,3063 27,6438 21,9738 23,9825
Πλήθος 8 8 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 2,87593 1,84401 4,60643 2,70095 3,44540
3 Μέσος όρος 62,3533 15,7767 11,0633 4,6767 6,1300
Πλήθος 3 3 3 3 3
Τυπική. Απόκλιση ,56039 3,88721 1,93758 ,52003 2,66479
4 Μέσος όρος 15,9280 17,4040 16,1925 26,5615 23,9085
Πλήθος 20 20 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 2,72899 1,59579 2,41308 2,38719 3,29361

323
5 Μέσος όρος 41,0573 20,3960 15,4140 13,5893 9,5400
Πλήθος 15 15 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 5,42925 2,68828 2,09675 2,59445 1,61032
6 Μέσος όρος 10,4367 12,1083 16,2833 23,8100 37,3617
Πλήθος 6 6 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 1,95784 2,12578 1,62721 3,51770 3,81264
7 Μέσος όρος 22,0438 18,1488 21,6913 20,5300 17,5900
Πλήθος 8 8 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 2,71502 2,87734 3,75262 2,43238 1,28632
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2. 123: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: Esec για το 2001
(θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

324
Πίνακας 3.2. 124: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
Esec για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ESEC 1 0,065 1 0,98 0,59 1 0 0 0
ESEC 2 0,008 2 0,23 0,02 0 0,33 0,18 2
ESEC 3 0,014 2 0,16 0,02 0 0,77 0,72 2
ESEC 4 0,017 1 0,77 0,12 0 0,09 0,1 0
ESEC 5 0,034 1 0,83 0,26 1 0 0,01 0
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2. 125: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: Esec για το 2001
(θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

325
Διάγραμμα 3.2. 126: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: Esec για το 2001
(θέσεις παρατηρήσεων): ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.127: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: Esec για το 2001
Μέθοδος ταξ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 1 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 2
ο
6 ΔΔ 124 -159
ο
6 ΔΔ 1991 (Σ) -157 -11
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) 51 -76 4 1
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 274 -64 6 3
Ward
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) -428 20 2 5
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -132 -74 3 2

326
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) 470 -27 7 4
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 194 231 5 7
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) -862 57 1 6
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -337 115 2 4
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -1 61 4 1
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 248 107 6 2
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -125 275 3 6
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) 411 114 7 3
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) 226 527 5 7
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) -730 225 1 5
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -56 -87 3 1
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 283 246 6 7
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) -862 57 1 5
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 234 -69 5 2
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -428 20 2 4
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 470 -27 7 3
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) 38 95 4 6
k means
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) 463 223 7 5
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) 68 89 4 3
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 314 87 6 2
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -149 71 3 1
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) 199 523 5 7
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -374 163 2 4
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) -730 225 1 6
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Όσον αφορά την περίπτωση του «επαγγελματικού» πεδίου, παρατηρούμε μια μικρή
αλλάγη στην ερμηνεία του δεύτερου άξονα, σε σχέση με τα προηγούμενα (πίνακας
3.2.124). Ο πρώτο άξονας, εκφράζει, όπως και στα προηγούμενα, το κοινωνικό
στάτους, όπου οι μεταβλητές που τον συγκροτούν να είναι, κυρίως, οι δύο «ακραίες»
κοινωνικά (ESEC1 και ESEC5) με την μεταβλητή ESEC4 να επηρεάζει λιγότερο από
ότι η ESEC5, ενώ η επίδραση των υπολοίπων δύο μεταβλητών στην κατασκευή του
άξονα να είναι αμελητέα. Ο δεύτερος άξονας, εκφράζει την εσωτερική επαγγελματική
μίξη των χωρικών ενοτήτων ως προς το «μεσαίο» επαγγελματικό τους κεφαλαίου
δηλαδή την μεταβλητή ESEC3. Συγκεκριμένα, στην άνω πλευρά του κέντρου των
αξόνων, τοποθετούνται οι παρατηρήσεις και οι ομάδες που έχουν μεγαλύτερη
«ποσότητα» ESEC3, από ότι ESEC2 (και δευτερευόντως ESEC4), σε σχέση με το
μέσο προφίλ των χωρικών ενοτήτων για το 2001. Στον πρώτο και δεύτερο άξονα, το
6ο δημοτικό διαμέρισμα, παρουσιάζει αλλαγή μόνο για την μεθοδο k means (πίνακας
3.2.127), όπου η «ταξική» του κατάσταση υποβαθμίζεται στον πρώτο άξονα, ενώ

327
στον δεύτερο, αποκτά περισσότερο «μικτή» μορφή, παρά το γεγονός ότι η ατομική
του διαδρομή, φανερώνει το αντίθετο και συνεπώς υπάρχει ένδειξη ότι δεν αποτελεί
αντιπροσωπευτική74 περίπτωση της ομάδας το 2001. Εν κατακλείδι, μπορούμε να
συμπεράνουμε, με βάση την μελέτη ποιοτικής αλλαγης (ή εναλλακτικά, αλλαγής
ελκυστή) του 6ου δημοτικού διαμερίσματος, ότι παρατηρείται αρνητική αλλαγή της
ταξικής του κατάστασης στους οριζόντιους άξονες των χαρτών, που εκφράζουν την
κοινωνική ιεραρχία των χωρικών ενοτήτων, αν και στις μεμονωμένες κοινωνικές
κατηγορίες επιδεικνύει στασιμότητα σε μία από τις δύο μεθόδους ταξινόμησης. Το
γεγονός αυτό, σχετίζεται με τον τρόπο όπου αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. οι
κοινωνικές μεταβλητές, κατά των σχηματισμό των αξόνων καθώς και με την εξέλιξη
της διαδρομής των υπολοίπων παρατηρήσεων.

Η αστική ανισότητα, καθώς και η εξέλιξή της μέσα στον χρόνο, εκτός από
πολυδιάστατο, έχει και ένθετο χαρακτήρα. Όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.2, εντός
των πόλεων, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, διαιρούνται σε επιμέρους ταξικά
υποστρώματα με βάση την περιοχή κατοικίας, ενώ παράλληλα οι αλλαγές που
συμβαίνουν στο επίπεδο σχέσεων των περιοχών κατοικίας, έχουν επιπτώσεις σε αυτά.
Παρακάτω, θα παρουσιαστούν οι αλλαγές που συνέβησαν στην επαγγελματική τάξη
Esecc5, στο εσωτερικό των 79 χωρικών ενοτήτων. Η επαγγελματική κατηγορία
Esec5, δηλαδή τα ανειδίκευτα επαγγέλματα, αποτελεί σύμφωνα με τους Whelan &
Maître (2010), ομάδα υψηλού κινδύνου όσον αφορά το ζήτημα της φτώχειας και του
κοινωνικού αποκλεισμού με όρους υλικής αποστέρησης, ιδιαίτερα στις
νοτιοευρωπαϊκες κοινωνιες όπως η Ελλάδα, την οποία συμπεριέλαβαν στην ανάλυσή
τους. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμη η παρουσίαση της διαφοροποίησης των
συνθηκών ζωής αυτής της κοινωνικής ομάδας, με βάση τις 79 χωρικές ενότητες
καθώς και οι αλλαγές που συνέβησαν στην δαφοροποίηση αυτή, την περίοδο 1991-
2001. αυτήν την διαφοροποίηση. Άλλωστε, καμμία επαγγελματική (ή άλλης μορφής)
τάξη δεν είναι πλήρως ομογενοποιημένη, αλλά κάθε τάξη παρουσιάζει μια εσωτερική
κοινωνική ιεραρχία που προκύπτει από την σχέση της με τις διάφορες κοινωνικές
δομές όπως η περιοχή κατοικίας (Joseph 2002: 33). Οι πίνακες 3.2. 128 έως 3.2. 131

74
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στους παραπάνω χάρτες ανάλυσης αντιστοιχιών, δεν παρατηρούμε
την συνολική απόσταση του 6ου δημορικού διαμερίσματος από το κέντρο της τάξης στην οποία ανήκει
για κάθε χρονική στιγμή, αλλά την απόσταση του από το κέντρο αυτής μόνο στους δύο άξονες
προβολής όπου προκύπτουν από την μέθοδο με βάση τα στοιχεία του 2001.

328
στο παράρτημα, παρουσιάζουν τα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά της
επαγγελματικής τάξης Esec5, στις 79 χωρικές ενότητες για τα έτη 1991 και 2001.

Οι συγκεκριμένοι πίνακες εκφράζουν ποσοστά ατόμων που ανήκουν στην ομάδα


Esec5, στις 79 χωρικές ενότητες. Όπως και στην περίπτωση του συνολικού
πληθυσμού των 79 περιοχών, τα ποσοστά αυτά, προέκυψαν με βάση τον οικονομικά
ενεργό πληθυσμό επί του παραγματικού, για τα δύο έτη. Οι κοινωνικές και
δημογραφικές μεταβλητές, έχουν την ίδια ερμηνεία με αυτές που χρησιμοποιήθηκαν
για τον συνολικό πληθυσμό των περιοχών. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι το
καθεστώς ενοίκησης, έχει πλέον κοινωνικό χαρακτήρα, αφού σε γενικές γραμμές, δύο
εργαζόμενοι (-ες) που ανήκουν στην ίδια κοινωνική κατηγορία, δεν έχουν το ίδιο
διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση όταν βρίσκονται σε διαφορετικό καθεστώς
ενοίκησης, διότι στην περίπτωση του ενοικιαστή, ένα μέρος του εισοδήματός του/
της, πρέπει να διοχετευθεί στην πληρωμή ενοικίου, γεγονός που δυσχεραίνει
περαιτέρω την κοινωνική κατάσταση του άτομου, ειδικά όταν βρίσκεται στην
χαμηλότερη επαγγελματική τάξη, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση. Μια πρώτη
ανάγνωση, φανερώνει ότι η επαγγελματική τάξη Esec5 του 6ου δημοτικού
διαμερίσματος, έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ενοικιαστών και για τα δύο έτη,
μετά από το 1ο δημοτικό διαμέρισμα, ενώ όσον αφορά την εθνοτική σύνθεση της
συγκεκριμένης τάξης, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα κατέχει την τρίτη χαμηλότερη θέση
όσον αφορά το ποσοστό των Ελλήνων που ανήκουν στην ομάδα Esec5 για το 1991,
και την τέταρτη, το 2001. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι δύο περιοχές
που κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό μη Ελλήνων/ Ελληνίδων της συγκεκριμένης
κατηγορίας για τα δύο έτη, είναι το Ψυχικό και η Φιλοθέη, δύο περιοχές που ανήκουν
στην «πλουσιότερη» τάξη περιοχών όπως αναδείχθηκε στα προηγούμενα, γεγονός
που συνδέεται με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτής της επαγγελματικής ομάδας σε
αυτές τις περιοχές, αφού οι εργαζόμενοι αυτών των περιοχών είναι κατά βάση το
υπηρετικό προσωπικό. Επίσης, για το έτος 2001, το 1ο, 6ο και 7ο δημοτικό
διαμέρισμα, μαζι με το Ψυχικό και την Φιλοθέη, παρουσιάζουν ποσοστά Ελλήνων/
Ελληνίδων κάτω του 50%.

Η επεξεργασία των παραπάνω στοιχείων θα ακολουθήσει την ίδια λογική και τις ίδιες
μεθόδους με αυτές που χρησιμοποιήθηκαν παραπάνω. Δυστυχώς, η ταυτόχρονη
παρουσία όλων των κοινωνικών κατηγοριών (εκπαίδευση, καθεστώς ενοίκησης,

329
κατοικία), καθώς επίσης και οι συνδυασμοί «εκπαίδευση»- «κατοικία»,
«εκπαίδευση»- «καθεστώς ενοίκησης», δεν αποδίδουν διακριτους, ερμηνευτικά,
άξονες στην ανάλυση αντιστοιχιών, οπότε η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε σε δύο
επιμέρους κοινωνικές ιδιότητες, στις κατηγορίες της εκπαίδευσης και της κατοικίας.

Παρακάτω, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της ανάλυσης συστάδων, με βάση τις


δύο μεθόδους, (Ward και k means), σε συνδυασμό με την ανάλυση αντιστοιχιών,
όπως παρουσιάστηκε και στις προηγούμενες περιπτώσεις, για την κατηγορία της
κατοικίας και της εκπαίδευσης. Στην περίπτωση της κατοικίας, έχουν αφαιρεθεί οι
περιοχές Ψυχικό, Παπάγος, Φιλοθέη και Κηφισιά τόσο από την ανάλυση
αντιστοιχιών όσο και από την ανάλυση συστάδων και για τα δύο έτη. Ο λόγος της
συγκεκριμένης αφαίρεσης, είναι το γεγονός ότι και για τις δύο χρονικές στιγμές, οι
τρεις αυτές περιοχές, μετά από δοκιμές, αποτελούν έκτοπα σημεία, όπως αναδείχθηκε
από την ανάλυση αντιστοιχιών για τα δύο έτη, γεγονός που ανέδειξε η οπτική
«παραμόρφωση» του χώρου των παρατηρήσεων. Οι τρεις αυτές παρατηρήσεις ήταν
συγκεντρωμένες στην μία πλευρά του χώρου, ενώ οι υπόλοιπες, ήταν
συγκεντρωμένες στο κέντρο των αξόνων και για τα δύο έτη. Κατά συνέπεια, οι
παρατηρήσεις αυτές που αποτελούν τον ανώτερο της σταγαστικής ιεραρχίας,
αφαιρέθηκαν, ουτοσώστε να αναδειχθούν λεπτομερέστερα οι διαφορές μεταξύ των
υπολοίπων παρατηρήσεων και των ομάδων που συγκροτούν.

Κρίνεται χρήσιμη η υπενύμιση ότι το γεγονός πως οι συγκεκριμένες περιοχές


(Φιλοθέη, Ψυχικό, Κηφισιά και Παπάγος), κατείχαν τις πρώτες θέσεις της
στεγαστικής ιεραρχίας, δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εργαζόμενοι
της κατηγορίας ESec 5 σε αυτές τις περιοχές έχουν γενικά, μεγαλύτερες κατοικίες
από ότι οι ομόλογοι εργαζόμενοι στις υπόλοιπες χωρικές ενότητες. Στις περιοχές
υψηλού κύρους, το υπηρετικό προσωπικό των περιοχών αυτών, κατοικεί στις οικείες
των εργοδοτών τους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ιδιοποιούνται τον χώρο κατοικίας με
τον τρόπο που το κάνουν τα μέλη του νοικοκυριού των εργοδοτών τους

330
Πίνακας 3.2. 132: Οι 9 χωρικές ομάδες της επαγγελματικής τάξης Esec5 για την
κατηγορία: κατοικία, για τα έτη 1991 και 2001
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. WARD 1991 K MEANS 1991 WARD 2001 K MEANS 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 1 1 9
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2 1 2 5
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 2 6 3 5
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 3 6 1 9
5 ΝΙΚΑΙΑ 2 6 3 5
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 4 4 4 8
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 5 2 5 6
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 6 5 6 8
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 7 9 3 5
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 3 6 2 9
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 6 5 6 6
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 5 2 6 6
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 7 9 2 5
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 6 5 6 6
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 4 4 4 8
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 4 4 4 8
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 3 6 2 9
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 4 4 3 5
19 ΦΑΛΗΡΟ 5 2 6 6
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 3 6 3 5
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 4 4 4 8
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 2 6 6
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 4 5 6 6
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 4 4 4 8
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 4 4 4 8
27 ΑΛΙΜΟΣ 6 7 7 7
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 6 5 5 2
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 4 4 3 8
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 6 7 6 8
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 2 6 4 8
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 3 6 2 5
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 8 8 7 7
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 3 9 1 9
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 3 6 1 9
36 ΚΡΩΠΙΑ 2 6 6 6
37 ΜΕΓΑΡΑ 6 5 3 8
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 7 9 2 5
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 4 4 3 5
40 ΒΟΥΛΑΣ 5 2 8 3
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 4 4 3 5
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 4 4 9 1
43 ΔΑΦΝΗ 4 4 2 9
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 4 4 3 5
45 ΠΕΡΑΜΑ 3 6 6 8
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 3 9 4 8
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 4 4 6 6
48 ΠΕΥΚΗ 6 5 5 2
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 4 5 5 2

331
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 3 6 1 9
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 5 2 5 2
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 1 1 8 3
53 ΤΑΥΡΟΣ 3 9 1 4
54 ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ 7 9 1 4
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 4 4 5 2
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 6 5 9 1
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 3 6 9 1
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 6 7 5 2
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 8 8 7 7
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 3 1 9 1
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 3 6 2 5
63 ΜΑΝΔΡΑ 2 6 5 2
65 ΑΙΓΙΝΑ 4 4 6 6
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 6 7 9 1
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 5 2 4 8
68 2o ΔΔ Αθηνών 2 1 1 9
69 3o ΔΔ Αθηνών 7 9 1 9
70 4o ΔΔ Αθηνών 3 9 1 4
71 5o ΔΔ Αθηνών 6 7 1 9
72 6o ΔΔ Αθηνών 4 4 1 4
73 7o ΔΔ Αθηνών 2 1 1 4
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 9 3 9 1
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 5 2 7 7
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 7 9 4 8
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 6 5 1 9
79 ΖΕΦΥΡΙ 3 9 2 5
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 133: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων Ward για την
επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: κατοικία για το έτος 1991
Ward 1991 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 56,1550 34,6250 9,2200
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση ,17678 ,27577 ,09899
2 Μέσος όρος 57,0275 37,4125 5,5613
Πλήθος 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση ,53168 ,80251 1,15722
3 Μέσος όρος 59,6275 35,5231 4,8500
Πλήθος 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 1,27802 ,74237 1,07904
4 Μέσος όρος 53,9042 40,2737 5,8226
Πλήθος 19 19 19
Τυπική. Απόκλιση 1,11290 1,14027 1,14188
5 Μέσος όρος 44,6338 46,5363 8,8288
Πλήθος 8 8 8

332
Τυπική. Απόκλιση 1,47931 1,55625 1,49766
6 Μέσος όρος 49,9931 42,7485 7,2592
Πλήθος 13 13 13
Τυπική. Απόκλιση 1,09587 1,31032 1,55868
7 Μέσος όρος 63,1050 32,1150 4,7817
Πλήθος 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 1,18943 1,13308 ,76721
8 Μέσος όρος 36,6900 54,6300 8,6800
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση 2,12132 2,61630 ,49497
9 Μέσος όρος 68,2500 24,6300 7,1200
Πλήθος 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 134: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων k means για
την επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: κατοικία για το έτος 1991
K MEANS 1991 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 56,6633 35,7033 7,6350
Πλήθος 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση ,70196 1,08447 1,23320
2 Μέσος όρος 44,6338 46,5363 8,8288
Πλήθος 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 1,47931 1,55625 1,49766
3 Μέσος όρος 68,2500 24,6300 7,1200
Πλήθος 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
4 Μέσος όρος 54,0753 40,0300 5,8947
Πλήθος 17 17 17
Τυπική. Απόκλιση 1,04648 ,91514 1,16959
5 Μέσος όρος 50,8400 43,0930 6,0690
Πλήθος 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση 1,20627 1,19296 ,76905
6 Μέσος όρος 58,4480 36,5833 4,9700
Πλήθος 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση ,98109 1,08410 ,72445
7 Μέσος όρος 49,2820 41,8980 8,8200
Πλήθος 5 5 5
Τυπική. Απόκλιση ,96596 ,96577 1,28719
8 Μέσος όρος 36,6900 54,6300 8,6800
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση 2,12132 2,61630 ,49497

333
9 Μέσος όρος 62,2273 33,3309 4,4418
Πλήθος 11 11 11
Τυπική. Απόκλιση 1,43059 1,63950 ,92320
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 135: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων Ward για την
επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: κατοικία για το έτος 2001
Ward 2001 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 53,7643 36,6957 9,5436
Πλήθος 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 2,40746 1,80596 1,79581
2 Μέσος όρος 48,8756 42,0622 9,0611
Πλήθος 9 9 9
Τυπική. Απόκλιση 1,21590 1,15163 ,94445
3 Μέσος όρος 44,7950 45,2940 9,9120
Πλήθος 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση 1,20748 ,77909 ,84672
4 Μέσος όρος 41,0980 48,5500 10,3510
Πλήθος 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση ,69938 1,15005 1,04694
5 Μέσος όρος 34,9500 51,6263 13,4263
Πλήθος 8 8 8
Τυπική. Απόκλιση 1,43909 1,98650 1,55135
6 Μέσος όρος 38,6642 46,9325 14,4025
Πλήθος 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 1,48690 1,32406 1,76859
7 Μέσος όρος 32,2500 48,6100 19,1400
Πλήθος 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 1,03502 1,97985 2,17688
8 Μέσος όρος 38,7400 37,6400 23,6250
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση 1,95161 1,59806 ,36062
9 Μέσος όρος 44,6650 41,0883 14,2467
Πλήθος 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 1,32296 1,55401 1,25782
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

334
Πίνακας 3.2. 136: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων k means για
την επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: κατοικία για το έτος 2001
K MEANS 2001 ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 Μέσος όρος 44,6650 41,0883 14,2467
Πλήθος 6 6 6
Τυπική. Απόκλιση 1,32296 1,55401 1,25782
2 Μέσος όρος 34,8714 51,9929 13,1371
Πλήθος 7 7 7
Τυπική. Απόκλιση 1,53575 1,83016 1,42397
3 Μέσος όρος 38,7400 37,6400 23,6250
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση 1,95161 1,59806 ,36062
4 Μέσος όρος 56,4220 35,3200 8,2600
Πλήθος 5 5 5
Τυπική. Απόκλιση 1,19297 1,72669 ,70232
5 Μέσος όρος 46,5421 44,0486 9,4100
Πλήθος 14 14 14
Τυπική. Απόκλιση 1,85275 1,41295 ,92962
6 Μέσος όρος 37,8970 47,1500 14,9540
Πλήθος 10 10 10
Τυπική. Απόκλιση 1,49965 1,45700 1,65910
7 Μέσος όρος 32,2500 48,6100 19,1400
Πλήθος 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 1,03502 1,97985 2,17688
8 Μέσος όρος 41,1867 47,9067 10,9053
Πλήθος 15 15 15
Τυπική. Απόκλιση 1,10989 1,46018 1,42041
9 Μέσος όρος 51,7092 38,3008 9,9925
Πλήθος 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση 1,59547 1,94136 1,65901
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

335
Διάγραμμα 3.2.137: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία για την
επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.138: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:


κατοικία για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΚΑΤ. ΜΙΚΡH 0,01 1 0,96 0,5 1 0,04 0,07 0
ΚΑΤ. ΜΕΣΗ 0,006 2 0,52 0,15 0 0,48 0,41 2
ΚΑΤ. ΜΕΓ 0,011 2 0,66 0,35 2 0,34 0,53 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

336
Διάγραμμα 3.2.139: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία για την
επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001 (θέσεις παρατηρήσεων)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

337
Διάγραμμα 3.2.140: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία για την
επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001: ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

338
Διάγραμμα 3.2.141: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: κατοικία για την
επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001: ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.142: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: κατοικία για την
επαγγελματική τάξη Esec5 για το 2001
Μέθοδος ταξ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 1 Ιεραρχία ομάδων Άξ. 2
6ο ΔΔ -249 -90
6ο ΔΔ 1991 (Σ) -196 -11
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -197 -59 1 4
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) -121 21 2 6
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) -44 50 3 7
Ward
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) 22 87 5 9
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) 158 76 7 8
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 107 -4 6 5

339
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) 266 -62 9 3
ΟΜΑΔΑ 8 2001 (Σ) 209 -286 8 1
ΟΜΑΔΑ 9 2001 (Σ) 6 -80 4 2
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -240 -82 6 2
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -295 18 4 5
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) -346 5 3 4
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -241 52 5 6
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -54 86 8 8
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -160 61 7 7
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) -404 -40 2 3
ΟΜΑΔΑ 8 1991 (Σ) 76 197 9 9
ΟΜΑΔΑ 9 1991 (Σ) -463 -180 1 1
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) 6 -80 4 2
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 156 86 7 9
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 209 -286 8 1
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -255 -56 1 4
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) -79 42 3 7
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) 126 -10 6 6
ΟΜΑΔΑ 7 2001 (Σ) 266 -62 9 3
ΟΜΑΔΑ 8 2001 (Σ) 27 69 5 8
ΟΜΑΔΑ 9 2001 (Σ) -158 -45 2 5
k means
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) -266 -40 4 2
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) -54 86 8 7
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) -463 -180 1 1
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) -243 48 5 6
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) -187 86 6 7
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -325 17 3 4
ΟΜΑΔΑ 7 1991 (Σ) -131 23 7 5
ΟΜΑΔΑ 8 1991 (Σ) 76 197 9 9
ΟΜΑΔΑ 9 1991 (Σ) -394 -18 2 3
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Όπως παρατηρούμε στον πίνακα 3.2.138 και στο διάγραμμα 3.2.137, ο πρώτος
άξονας, αποτελεί τον βασικό άξονα της κοινωνικής ιεραρχίας στο πεδίο της
κατοικίας, με τις δύο «ακραίες» μεταβλητές να συμμετέχουν πρωτίστως στην
ερμηνεία και κατασκευή του άξονα, ενώ ο δεύτερος άξονας, αποτελεί τον άξονα της
πόλωσης ανάμεσα στο ποσοστό ατόμων που κατοικούν σε μεσαίου εμβαδού ανά
άτομο κατοικία ως προς, με βάση τους δείκτες CTR και Best, το ποσοστό ατόμων
που εκφράζουν οι δύο υπόλοιπες δύο κατηγορίες και κυρίως η ΚΑΤ. ΜΕΓ.

340
Στο συγκεκριμένο διάγραμμα της ανάλυσης αντιστοιχιών, όπως και στο επόμενο, η
κατασκευή των αξόνων έγινε από τα δεδομένα των παρατηρήσεων το 2001, ενώ οι
παρατηρήσεις του 1991 έχουν εισαχθεί ως συμπληρωματικές. Επιπλέον,
παρουσιάζονται οι θέσεις ορισμένων χαρακτηριστικών περιοχών (διάγραμμα
3.2.139). Η παρουσίαση αυτή, έγινε με σκοπό να αποσαφηνιστεί και οπτικά η
εννοιολογική διαφορα της ατομικής από την «ταξική» θέση. Για παράδειγμα, με βάση
την μεθοδο Ward, το έτος 2001, το 6ο και 5ο δημοτικό διαμέρισμα, ανήκουν στην ίδια
ομάδα, όμως οι θέσεις των δύο, εντός του πεδίου διάκρισης, δεν είναι ταυτόσημες. Ο
πίνακας 3.2.142, απεικονίζει τις συντεταγμένες των ομάδων καθώς και την ιεραρχική
τους κατάταξη. Στον δεύτερο άξονα, η τιμή 1 αντιστοιχεί στην ομάδα που έχει
μεγαλύτερο ποσοστό «μέσης» κατοικίας από ότι «μικρής» και «μεγάλης», σε σχέση
με το μέσο προφίλ για το 2001, ενώ αυτήν την φορά, η τιμή 1 στον πρώτο άξονα,
υποδηλώνει την περισσότερο υποβαθμισμένη ομάδα. Η αλλαγή «ταξικής»
κατάστασης του 6ου δημοτικού διαμερίσματος είναι εντυπωσιακή, διότι βρέθηκε στην
κατώτερη τάξη το 2001, όσον αφορά τον πρώτο άξονα, και για τις δύο μεθόδους,
Επίσης, έχει αλλάξει κατάσταση και στον δεύτερο άξονα, λιγότερο όμως θεαματικά
από ότι στον πρώτο άξονα. Παρακάτω παρουσιάζονται τα αποτελέσματα του
υποχώρου της εκπαίδευσης.

Πίνακας 3.2.143: Οι 6 χωρικές ομάδες της επαγγελματικής τάξης Esec5 για την
κατηγορία: εκπαίδευση, για τα έτη 1991 και 2001
ΚΩΔ. ΧΩΡ. ΕΝΟΤ. WARD 1991 K MEANS 1991 WARD 2001 K MEANS 2001
1 1o ΔΔ Αθηνών 1 1 1 6
2 ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1 1 2 5
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 2 5 3 2
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 3 1 4 4
5 ΝΙΚΑΙΑ 2 5 2 5
6 ΙΛΙΟΝ (ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ) 2 5 2 5
7 ΓΛΥΦΑΔΑ 3 1 1 6
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ 3 1 4 4
9 ΑΧΑΡΝΕΣ (ΜΕΝΙΔΙ) 4 3 3 2
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 1 1 4 4
11 ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 5 4 1 6
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙ 3 1 4 4
13 ΑΙΓΑΛΕΩ 4 3 3 2
14 ΜΑΡΟΥΣΙ 1 1 4 4
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ 1 5 2 5
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 2 5 2 5
17 Ν. ΙΩΝΙΑ 2 5 2 5
18 ΒΥΡΩΝΑΣ 3 1 4 4

341
19 ΦΑΛΗΡΟ 3 1 1 6
20 ΓΑΛΑΤΣΙ 1 1 2 4
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 1 1 2 5
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 3 1 1 6
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ 2 5 2 5
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1 1 4 4
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 2 5 2 5
26 ΚΗΦΙΣΙΑ 2 5 4 4
27 ΑΛΙΜΟΣ 3 1 1 6
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ 3 1 4 4
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ 2 5 2 5
30 ΧΟΛΑΡΓΟΣ 3 1 1 6
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 4 3 3 2
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑ 2 5 3 2
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ 5 4 1 6
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 2 5 2 5
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ 4 2 5 2
36 ΚΡΩΠΙΑ 4 3 5 2
37 ΜΕΓΑΡΑ 4 2 5 1
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 4 2 3 2
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑ 4 3 3 2
40 ΒΟΥΛΑΣ 3 1 1 6
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ 2 5 2 5
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑ 2 5 3 2
43 ΔΑΦΝΗ 1 5 4 4
44 ΜΟΣΧΑΤΟ 1 1 4 4
45 ΠΕΡΑΜΑ 4 3 3 2
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟ 4 3 3 2
47 ΜΕΛΙΣΣΙΑ 2 5 4 4
48 ΠΕΥΚΗ 3 1 4 4
49 ΠΑΛΛΗΝΗ 2 5 2 5
50 ΑΡΤΕΜΙΔΑ 4 3 3 2
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟ 3 1 4 4
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑ 1 1 2 5
53 ΤΑΥΡΟΣ 4 3 3 2
54 ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ 4 3 3 2
55 ΓΕΡΑΚΑΣ 4 3 3 2
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ 2 5 3 5
57 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ 1 5 2 5
58 ΠΑΙΑΝΙΑ 4 3 3 2
59 ΠΑΠΑΓΟΣ 6 6 6 3
60 ΚΕΡΑΤΕΑ 4 3 5 2
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 3 1 2 4
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ 2 5 3 2
63 ΜΑΝΔΡΑ 4 3 5 2
64 ΨΥΧΙΚΟ 5 4 6 6
65 ΑΙΓΙΝΑ 4 3 5 2
66 ΚΑΛΥΒΙΑ ΘΟΡΙΚΟΥ 2 5 2 5
67 ΥΜΗΤΤΟΣ 3 1 4 4
68 2o ΔΔ Αθηνών 3 1 4 4
69 3o ΔΔ Αθηνών 2 5 2 5
70 4o ΔΔ Αθηνών 2 5 2 5

342
71 5o ΔΔ Αθηνών 3 1 4 4
72 6o ΔΔ Αθηνών 3 1 1 6
73 7o ΔΔ Αθηνών 3 1 1 6
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 2 5 5 1
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟ 5 4 6 6
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 4 3 5 1
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ 3 1 2 4
78 ΦΙΛΟΘΕΗ 5 4 6 3
79 ΖΕΦΥΡΙ 4 2 5 1
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2. 144: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων Ward για την
επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 1991
Ward 1991 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ
1 Μέσος όρος 71,0150 28,3075 ,6775
Πλήθος 12 12 12
Τυπική. Απόκλιση ,91191 ,85080 ,34702
2 Μέσος όρος 75,3510 24,1348 ,5148
Πλήθος 21 21 21
Τυπική. Απόκλιση 1,11090 1,19007 ,40259
3 Μέσος όρος 67,3545 31,7535 ,8925
Πλήθος 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 1,48512 1,39268 ,51881
4 Μέσος όρος 81,1475 18,5545 ,2985
Πλήθος 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 2,46138 2,44759 ,23645
5 Μέσος όρος 59,4340 38,8680 1,6900
Πλήθος 5 5 5
Τυπική. Απόκλιση ,91708 1,42400 1,20534
6 Μέσος όρος 34,3800 53,1300 12,5000
Πλήθος 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.145: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων k means για


την επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 1991
K MEANS 1991 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ
1 Μέσος όρος 68,3721 30,8000 ,8283
Πλήθος 29 29 29
Τυπική. Απόκλιση 2,00145 1,87088 ,47676
2 Μέσος όρος 85,1075 14,5425 ,3500
Πλήθος 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 1,53111 1,24578 ,32975

343
3 Μέσος όρος 80,1575 19,5575 ,2856
Πλήθος 16 16 16
Τυπική. Απόκλιση 1,40637 1,38291 ,21951
4 Μέσος όρος 59,4340 38,8680 1,6900
Πλήθος 5 5 5
Τυπική. Απόκλιση ,91708 1,42400 1,20534
5 Μέσος όρος 74,9521 24,5163 ,5321
Πλήθος 24 24 24
Τυπική. Απόκλιση 1,50052 1,52014 ,39726
6 Μέσος όρος 34,3800 53,1300 12,5000
Πλήθος 1 1 1
Τυπική. Απόκλιση
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.146: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων Ward για την
επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 2001
Ward 2001 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ
1 Μέσος όρος 40,9945 52,3336 6,6727
Πλήθος 11 11 11
Τυπική. Απόκλιση 1,78648 1,72643 1,55253
2 Μέσος όρος 54,7086 42,4314 2,8590
Πλήθος 21 21 21
Τυπική. Απόκλιση 2,69241 2,15224 1,21559
3 Μέσος όρος 62,3453 35,9682 1,6871
Πλήθος 17 17 17
Τυπική. Απόκλιση 1,45466 1,45229 ,47400
4 Μέσος όρος 47,1576 48,3124 4,5282
Πλήθος 17 17 17
Τυπική. Απόκλιση 1,78871 1,23118 1,21258
5 Μέσος όρος 71,2967 27,6922 1,0122
Πλήθος 9 9 9
Τυπική. Απόκλιση 4,11671 3,96142 ,35615
6 Μέσος όρος 30,9850 56,6250 12,3900
Πλήθος 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 4,87047 2,77143 5,72343
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.147: Περιγραφικά χαρακτηριστικά των χωρικών ομάδων k means για


την επαγγελματική τάξη Esec5, με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για το έτος 2001
K MEANS 2001 ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ
1 Μέσος όρος 75,2900 23,9150 ,8000

344
Πλήθος 4 4 4
Τυπική. Απόκλιση 2,03511 2,24758 ,26546
2 Μέσος όρος 63,8286 34,5819 1,5895
Πλήθος 21 21 21
Τυπική. Απόκλιση 2,79370 2,55938 ,49608
3 Μέσος όρος 27,8850 55,5750 16,5400
Πλήθος 2 2 2
Τυπική. Απόκλιση 5,72049 1,94454 3,77595
4 Μέσος όρος 47,6790 47,8215 4,4980
Πλήθος 20 20 20
Τυπική. Απόκλιση 2,08875 1,67233 1,19222
5 Μέσος όρος 55,6295 41,8289 2,5405
Πλήθος 19 19 19
Τυπική. Απόκλιση 2,42596 2,06651 1,06734
6 Μέσος όρος 39,9315 53,1554 6,9138
Πλήθος 13 13 13
Τυπική. Απόκλιση 3,06471 2,78296 1,90143
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.148: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για
την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001 (θέσεις μεταβλητών)

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

345
Πίνακας 3.2.149: Ερμηνεία αξόνων ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία:
εκπαίδευση για την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001
Αδράνεια Best COR1 CTR1 Best1 COR2 CTR2 Best2
ΕΚΠ. ΧΑΜ 0,022 1 0,973 0,373 1 0,027 0,092 0
ΕΚΠ. ΜΕΣΗ 0,016 2 0,874 0,252 2 0,126 0,321 2
ΕΚΠ. ΥΨ 0,025 2 0,85 0,375 2 0,15 0,587 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Διάγραμμα 3.2.150: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για
την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001: ομάδες Ward

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

346
Διάγραμμα 3.2.151: Χάρτης ανάλυσης αντιστοιχιών με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για
την επαγγελματική τάξη Εsec5 για το 2001: ομάδες k means

Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Πίνακας 3.2.152: Συντεταγμένες ομάδων με βάση την κατηγορία: εκπαίδευση για


την επαγγελματική τάξη Esec5 για το 2001
Ιεραρχία ομάδων Άξ. Ιεραρχία ομάδων Άξ.
Μέθοδος ταξ. Παρατηρήσεις Άξ. 1 Άξ. 2 1 2
6ο ΔΔ -275 -1
6ο ΔΔ 1991 (Σ) 225 -22
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) -270 21 2 4
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 41 28 4 5
Ward ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) 191 -13 5 3
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -120 45 3 6
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) 351 -95 6 2

347
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) -567 -126 1 1
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) 354 -76 4 4
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) 428 -123 5 3
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 291 -39 3 5
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 526 -187 6 1
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) 145 24 2 6
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -515 -175 1 2
ΟΜΑΔΑ 1 2001 (Σ) 420 -136 6 2
ΟΜΑΔΑ 2 2001 (Σ) 217 -27 5 3
ΟΜΑΔΑ 3 2001 (Σ) -716 -286 1 1
ΟΜΑΔΑ 4 2001 (Σ) -111 40 3 6
ΟΜΑΔΑ 5 2001 (Σ) 63 32 4 5
ΟΜΑΔΑ 6 2001 (Σ) -293 23 2 4
k means
ΟΜΑΔΑ 1 1991 (Σ) 308 -49 3 5
ΟΜΑΔΑ 2 1991 (Σ) 588 -240 6 1
ΟΜΑΔΑ 3 1991 (Σ) 510 -174 5 3
ΟΜΑΔΑ 4 1991 (Σ) 145 24 2 6
ΟΜΑΔΑ 5 1991 (Σ) 421 -119 4 4
ΟΜΑΔΑ 6 1991 (Σ) -515 -175 1 2
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

Όπως και στα προηγούμενα διαγράμματα, ο πρώτος άξονας είναι ο άξονας που
εκφράζει το στάτους των περιοχών όπως φαίνεται στον πίνακα 3.2.149 με την
διαφόρά ότι η «μεσαία» κατηγορία, συμμετέχει στην κατασκευή του άξονα και
τοποθετείται γεωμετρικά ως προς το κέντρο των αξόνων μαζί με την κατηγορία της
«υψηλής» εκπαίδευσης (διάγραμμα 3.2.148). Ο δεύτερος άξονας, εκφράζει την
εκπαιδευτική πόλωση στο εσωτερικό της κατηγορίας Esec5 για τις 79 χωρικές
ενοτήτες και κατασκευάζεται από την σχέση της «μεσαίας» με τις «ακραίες»
εκπαιδευτικές μεταβλητές, κυρίως της ΕΚΠ. ΥΨ. όπως δείχνουν οι δείκτες Best και
CTR. Τα αποτελέσματα που παρατηρούμε είναι διαφορετικά από την περίπτωση του
πεδίου της κατοικίας, διότι όπως φαίνεται στον πίνακα 3.2.152, το 6ο δημοτικό
διαμέρισμα, βελτίωσε, με σχεσιακούς όρους, τόσο την ατομική όσο και την «ταξική»
του θέση στον πρώτο άξονα, όπου στην συγκεκριμένη περίπτωση η τιμή 1
ανταποκρίνεται στην τάξη με το υψηλότερο στάτους. Τόσο με την μέθοδο του Ward
όσο και με την μέθοδο k means, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα βρέθηκε στην δεύτερη
ιεραρχικά θέση, ενώ στον δεύτερο άξονα, υπήρξε μια μετατόπιση προς περισσότερο
πολωμένη ομάδα, από την 5η το 1991, στην 4η το 2001 και για τις δύο μεθόδους. Αν
και δεν έχουμε στοιχεία, που να ερμηνεύουν αυτήν την αλλαγή, εντούτοις μπορούμε

348
κάλλιστα να υπωθέσουμε ότι η «θετική», «ταξική» αλλαγή της επαγγελματικής τάξης
Esec5 του 6ου δημοτικού διαμερίσματος στο πεδίο της εκπαίδευσης, οφείλεται και
στην αλλάγή της εθνοτικής σύνθεσης αυτής της επαγγελματικής τάξης. Όπως τονίζει
ο Λαμπριανίδης (2011: 158-160), παρατηρείται μια έντονη αναντιστοιχία ανάμεσα
στην επαγγελματική θέση των μεταναστών και στο εκπαιδευτικό τους επίπεδο.

Εν κατακλείδι, τα συμπεράσματα τα οποία μπορούν να εξαχθούν από αυτήν την


ενότητα είναι τα εξής:

 Οι 79 χωρικές ενότητες, παρουσιάζουν, σε διαφορετικούς βαθμούς, έναν


κοινωνικά μικτό χαρακτήρα, αφού όπως φαίνεται από τα κοινωνικά τους
χαρακτηριστικά, σε κάθε περιοχή, συναντάμε ποσοστά ατόμων από όλες τις
κοινωνικές κατηγορίες.

 Οι αλλαγές που συνέβησαν την δεκαετία του 1990, συμπεριλαμβανομένης


και της μετανάστευσης, είχαν αντίκτυπο σε επιμέρους περιοχές όπως ο
δήμος Αθηναίων. Επίσης, παρατηρήθηκε ότι οι περιοχές Ψυχικό, Φιλοθέη
και Ασπρόπυργος ακολούθησαν μια γραμμική διαδρομή, κατά την ορολογία
του πολύπλοκου ρεαλισμού, στην δεκαετία 1991-2001 σε κάθε πεδίο και για
κάθε μέθοδο ταξινόμησης (Ward, k means). Τόσο για το έτος 1991 όσο και
για το έτος 2001, συναντάμε τις δύο πρώτες περιοχές στην πλουσιότερη
ομάδα της Αττικής, και την τρίτη, στην φτωχότερη ομάδα, στην ομάδα του
χωρικού κοινωνικού αποκλεισμού (ή εναλλακτικά, της χωρικής
αποστέρησης), διότι σε αυτήν την ομάδα έχουμε τον μεγαλύτερο βαθμό
συγκέντρωσης των κοινωνικά «χαμηλών» ομάδων (ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ, ΕΚΠ.
ΧΑΜ, ESEC5) και αντίστοιχα τον μικρότερο, στις κοινωνικά «υψηλές»
ομάδες75 (ΚΑΤ. ΜΕΓ, ΕΚΠ. ΥΨ, ESEC1). Τα παραπάνω συμπεράσματα
εξάγονται επιφυλακτικά, διότι δεν παρατηρήσαμε την διαδρομή των
χωρικών παρατηρήσεων αλλά δύο στιγμιότυπα («καρέ») αυτής (Byrne 1998:
86-87).

75
Οι χαρακτηρισμοί «πλουσιότερη ομάδα» και «ομάδα κοινωνικού αποκλεισμού», έγιναν κατά
αναλογία με τους χαρακτηρισμούς των Morenoff & Tienda (1997) και Byrne (1995) για τις ομάδες που
κατασκεύασαν μέσω της χρήσης της ανάλυσης συστάδων.

349
 Ο δήμος Αθηναίων, αν και σε πολλές έρευνες θεωρείται ως μια ενιαία
χωρική ενότητα, εντούτοις υπάρχουν σημαντικές χωρικές διαφοροποιήσεις
στο εσωτερικό του. Τα δύο δυτικά (με γεωγραφικούς όρους) δημοτικά
διαμερίσματα του δήμου, το 3ο και το 4ο, παρουσιάζουν (ιδίως το 3ο),
διαφορετικές διαδρομές από τα υπόλοιπα πέντε διαμερίσματα, αφού όπως
μπορούμε να δούμε από την ανάλυση συστάδων, σε αρκετά από τα πεδία
διάκρισης όπου μελετήθηκαν, ανήκουν στην ίδια ομάδα με περιοχές όπως το
Περιστέρι τόσο το 1991 όσο και το 2001.

 Κατά την περίοδο 1991-2001, το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, παρουσίασε την


μοναδική υποβάθμιση σε ορισμένα πεδία ή την μεγαλύτερη σε άλλα, ενώ σε
άλλες περιπτώσεις παρουσίασε την μικρότερη αναβάθμιση και συγκεκριμένα
στα πεδία εκείνα όπου όλες οι παρατηρήσεις παρουσίασαν αναβάθμιση, ενώ
υπήρξαν αλλαγές και στην «ταξική» του κατάσταση, οι οποίες ήταν
εντονότερες σε περιπτώσεις όπου χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον 2
μεταβλητές, όπου και για τις δύο μεθόδους ταξινόμησης, παρατηρήθηκε
υποβάθμιση (πρώτοι άξονες). Οι αλλαγές όμως, ήταν δραματικότερες, στην
περίπτωση της επαγγελματικής τάξης ESec5 και συγκεκριμένα στον τομέα
της κατοικίας, όπου σε αυτήν την περίπτωση, μετατοπίστηκε στην τελευταία
ιεραρχικά ομάδα. Επιπρόσθετα, παρατηρούμε ότι και για τα δύο έτη, κατέχει
το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ενοικιαστών που ανήκουν στην
συγκεκριμένη επαγγελματική τάξη και το μεγαλύτερο ποσοστό ενοικιαστών
στον συνολικό πληθυσμό των 79 χωρικών ενοτήτων. Συνεπώς, αποτελεί με
βάση την ποιοτική βιβλιογραφία της επίδρασης της γειτονιάς (ενότητα 2.3),
μια ιδιαίτερη περίπτωση, διότι ενώ αποτελεί περιοχή όπου συγκεντρώνει
ενοικιαστές και μη γηγενείς, εντούτοις η περιοχή αυτή, δεν αποτελεί μια
παραδοσιακά φτωχή περιοχή, αλλά αντίθετα, μια περιοχή έντονων
κοινωνικών αλλαγών που επηρέασαν την θέση της μέσα στο κοινωνικό πεδίο
της χωρικής ιεραρχίας. Η εθνογραφική έρευνα, που αφορά το επόμενο
κεφάλαιο, θα γίνει εντός, ως επί το πλείστον, της περιοχής του 6ου δημοτικού
διαμερίσματος, το οποίο επιλέχθηκε ως πεδίο εθνογραφικής έρευνας, με
βάση τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στην παρούσα ενότητα.

350
Κεφάλαιο 4: Η επίδραση της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη

4.1 Παρουσίαση του εθνογραφικού πεδίου και της δομής της έρευνας.

Το τοπίο αποτελεί το πλαίσιο παραγωγής και αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής. Τα


σπίτια, τα καταστήματα, οι δρόμοι, τα εργοστάσια, …και τα χαντάκια του, είναι τα μέρη
όπου βιώνεται η ζωή.
Schein (1997: 663)

Το κρίσιμο σημείο όσον αφορά τη σχέση μεταξύ τόπου και εμπειρίας, δεν είναι ότι ο
τόπος είναι κάτι που συναντάται στην εμπειρία, αλλά οτί είναι αναπόσπαστο τμήμα της
ίδιας της…δυνατότητας της εμπειρίας.
Malpas (1999: 31-32)

Κάθε κοινωνική ζωή είναι ουσιαστικά πρακτική. Κάθε μυστήριο που οδηγεί τη θεωρία
στο Μυστικισμό, βρίσκει την λογική αναγωγή του στην ανθρώπινη πράξη και
στην κατανόηση αυτής της πράξης.
Marx (2004: 71).

Στο παρόν κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της εθνογραφικής έρευνας σε


μία περιοχή στο δήμο Αθηναίων και στην παρούσα ενότητα, γίνεται γεωγραφική
αναφορά της περιοχής, η οποία αντιπροσωπεύει την γειτονιά έρευνας, καθώς και των
ερμηνευτικών εργαλείων, με τα οποία επεξεργάστηκα τις συνεντεύξεις.
Συγκεκριμένα, ο εντοπισμός της περιοχής έγινε με γνώμονα τα πορίσματα του 3 ου
κεφαλαίου που παρατηρήθηκε. ότι το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, κατά την περίοδο
1991-2001, υποβαθμίστηκε με κοινωνικοοικονομικούς όρους, περισσότερο από κάθε
άλλη χωρική ενότητα. Κατά συνέπεια, το ερευνητικό ενδιαφέρον καθώς και ο
εντοπισμός ατόμων για συνέντευξη, προσανατολίστηκε στην ευρύτερη περιοχή του
6ου δημοτικού διαμερίσματος. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της περιοχής κατά την
οποία θα μελετηθεί η επίδραση της γειτονιάς καθώς και το στάτους αυτής, έγινε με
βάση τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς των κατοίκων με τους οποίους
πραγματοποιήθηκαν οι συνεντεύξεις.

351
Οι κάτοικοι που αφηγήθηκαν την ζωή τους (ή τμήμα αυτής), κλήθηκαν να ορίσουν τα
όρια (σύνορα) της γειτονιάς στην οποία κατοικούν με βάση τις βιωματικές τους
εμπειρίες και αντιλήψεις για το πού χαράσσονται αυτά τα όρια καθώς και με ποιά
αντιληπτικά κριτήρια (εθνικότητα, τάξη, κοκ) χαράσσονται.

Χάρτης 4.1.1: Η γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη

Πηγή: wikimapia.org, Ίδια επεξεργασία

352
Ο παραπάνω χάρτης αποτυπώνει τα όρια της γειτονιάς Κάτω Πατήσια- Κυψέλη με
κίτρινο χρώμα, όπως την αποκαλούν οι κάτοικοι της περιοχής, ενώ με μωβ χρώμα
φαίνονται τα όρια του 6ου δημοτικού διαμερίσματος. Οι δύο κύκλοι, αναδεικνύουν τα
δύο σχολεία στα οποία φοίτησαν (και ορισμένοι, φοιτούν), αρκετοί από τους
συνεντευξιαζόμενους. Ο μικρός κύκλος, αποτυπώνει το σχολικό συγκρότημα
Νομικού, επί της οδού Νικοπόλεως και περιλαμβάνει το 8ο Γυμνάσιο και Λύκειο
Αθηνών, το 1ο εσπερινό Γυμνάσιο και Γενικό Λύκειο Αθηνών και το 4ο ειδικό
Δημοτικό σχολείο Αθηνών. Ο μεγάλος κύκλος αποτυπώνει το σχολικό συγκρότημα
της Γκράβας, το οποίο αποτελείται από αρκετά σχολικά ιδρύματα.

Δεν θα πρέπει όμως η παραπάνω περιοχή, να θεωρηθεί ως μία κοινή, στέρεη


«αναπαράσταση» των υποκειμενικών ορίων της γειτονιάς για κάθε έναν από τους
συνεντευξιαζόμενους, καθότι το όριο που βρίσκεται στα αριστερά της περιοχής, έχει
χαραχτεί με κάποιο βαθμό ασάφειας. Για τους κατοίκους οι οποίοι μεγάλωσαν στην
περιοχή ή/ και φοίτησαν στα δύο αυτά σχολεία, καθώς και για τους επιχειρηματίες, το
όριο βρίσκεται μέχρι την οδό Αχαρνών, ενώ για τους πρόσφατους, Αφρικανούς
μετανάστες, τα σύνορα βρίσκονται μέχρι την οδό Λιοσίων, η οποία αποτελεί το όριο
του 6ου δημοτικού διαμερίσματος στην αριστερή πλευρά. Αντίθετα, οι υπόλοιπες
πλευρές, παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη σύγκλιση στον λόγο των ατόμων, όσον
αφορά την χάραξή τους. Το άνω όριο είναι η οδός Καυταντζόγλου (όπου πολλές
φορές, στον λόγο ορισμένων, ταυτίζεται με την λεωφόρο Γαλατσίου, η οποία
αποτελεί την συνέχειά της προς τα ανατολικά), το οποίο θεωρείται το σύνορο
ανάμεσα στην περιοχή με τις βορειότερες (και με βάση τις αφηγήσεις των ατόμων,
ευπορότερες και με λιγότερο έντονη την παρουσία των μεταναστών) γειτονικές
συνοικίες και αναφέρθηκε από όλους τους συνεντευξιαζόμενους ως το άνω όριο της
περιοχής. Το κάτω όριο, διαχωρίζει την περιοχή, Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, με
κατώτατο άκρο την περιοχή της πλατείας Αμερικής, από τον Άγιο Παντελεήμονα, ο
οποίος θεωρείται διαφορετική περιοχή, όχι τόσο από την σκοπιά του
κοινωνικοοικονομικού γοήτρου, όσο κυρίως από την εθνοτική σύνθεση του
πληθυσμού, όπως αυτή παρατηρείται στο δημόσιο χώρο. Η περιοχή Κάτω Πατήσια-
Κυψέλη, αναφέρθηκε από όλους ως υποβαθμισμένη περιοχή ή «φτωχογειτονιά»,
καθώς και περιοχή Αφρικανών και Αλβανών, ενώ ο Άγιος Παντελεήμονας θεωρείται
επίσης υποβαθμισμένη περιοχή αλλά με ισχυρή παρουσία μεταναστών από την
νοτιοανατολική Ασία («Πακιστάν», «Αφγανιστάν», «Μπαγκλαντές», με τα λόγια των

353
κατοίκων). Επίσης το δεξιό όριο είναι σχετικά ασαφές. Ενώ διαχωρίζει την περιοχή
από την Άνω Κυψέλη, η οποία, όπως και οι βορειότερες συνοικίες, θεωρείται
ευπορότερη και με ισχνή παρουσία μεταναστών, για τους συνεντευξιαζόμενους, τα
όρια της Άνω Κυψέλης, είναι διαφορετικά από τα «επίσημα» όρια της συνοικίας και
συνεπώς δεν ανταποκρίνεται στα επίσημα όρια της Άνω Κυψέλης, όπως
αποτυπώνονται στον ιστότοπο wikimapia.org.

Με βάση τον ιστότοπο wikimapia, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η παραπάνω


περιοχή, η γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη όπως την αποκαλούν οι κάτοικοι,
περιλαμβάνει (εξ’ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος) συνοικίες, στις οποίες κατοικούν
ορισμένοι κάτοικοι όπου παραχώρησαν τις συνεντεύξεις, οι οποίες όμως δεν
αποκαλούνται με τα «επίσημα» ονόματα του ιστότοπου wikimapia, αλλά, αντίθετα
αποκαλούνται με τα ονόματα «Κάτω Πατήσια» ή «Κυψέλη», εκτός από τις
περιπτώσεις όπου το άτομο, κατοικεί κοντά σε κάποια εκκλησιά. Οι περιοχές αυτές
παρουσιάζονται παρακάτω για την πληρέστερη κατανόηση του πεδίου της έρευνας.

Χάρτης 4.1.2: Η περιοχή του Αγίου Λουκά

Πηγή: wikimapia.org

354
Χάρτης 4.1.3: Η περιοχή της συνοικίας της πλατείας Κολιάτσου

Πηγή: wikimapia.org

Χάρτης 4.1.4: Η περιοχή των Κάτω Πατησίων

Πηγή: wikimapia.org

355
Χάρτης 4.1.5: Η περιοχή του Αγίου Νικολάου

Πηγή: wikimapia.org

356
Χάρτης 4.1.6: Η περιοχή της Αγίας Ζώνης

Πηγή: wikimapia.org

357
Χάρτης 4.1.7: Η περιοχή της συνοικίας της πλατείας Αμερικής

Πηγή: wikimapia.org

358
Χάρτης 4.1.8: Η περιοχή της Κυψέλης

Πηγή: wikimapia.org

Συνοπτικά, οι προηγούμενοι τρείς πρώτοι χάρτες (4.1.2, 4.1.3, 4.1.4) απεικονίζουν


τις τρείς συνοικίες (κίτρινο χρώμα) που υπάγονται στο 5 ο δημοτικό διαμέρισμα (μωβ
χρώμα) ενώ οι υπόλοιπες χάρτες (4.1.5, 4.1.6, 4.1.7, 4.1.8), απεικονίζουν συνοικίες,
υπαγόμενες στο 6ο δημοτικό διαμέρισμα (μωβ χρώμα). Στις παραπάνω συνοικίες του
5ου και 6ου δημοτικού διαμερίσματος, κατοικούν ορισμένοι από τους
συνεντευξιαζόμενους. Το πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι, όπως
εξάλλου αναφέρθηκε και την θεωρητική επισκόπηση της ενότητας 2.2, ότι ο
βιωματικός γεωγραφικός χώρος δεν συμπίπτει απαραίτητα με τον «επίσημο»

359
θεσμοποιημένο χώρο. Το όρια της γειτονιάς76 διαπερνούν δύο γειτονικά δημοτικά
διαμερίσματα, το 6ο και το 5ο, ενώ ταυτόχρονα, οι επίσημες ονομασίες των παραπάνω
συνοικιών, δεν ανταποκρίνονται, όπως θα δούμε στις ονομασίες που τους αποδίδουν
οι κάτοικοι. Για παράδειγμα, η περιοχή της Αγίας Ζώνης και το τμήμα της Κυψέλης
που ανήκει στην γειτονιά, χαρακτηρίζονται ως «Κυψέλη», ενώ η περιοχή του Αγίου
Νικολάου και συγκεκριμένα το τμήμα που βρίσκεται ανάμεσα στα όρια των
συνοικιών της πλατείας Κολιάτσου και της πλατείας Αμερικής, χαρακτηρίζεται ως
«Κάτω Πατήσια». Αντίθετα, με τον όρο «Άνω Πατήσια», αρκετοί κάτοικοι, εννοούν
την ευρύτερη περιοχή που βρίσκεται πάνω (με βάση τους χάρτες) από την οδό
Καυταντζόγλου ή με τα λόγια αυτών, κοντά στο Γαλάτσ», διαφοροποιώντας την, από
την γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, τόσο με κοινωνικούς όρους (Είναι καλύτερα
εκεί) όσο και με εθνοτικούς (Βλέπεις λίγους Αλβανούς εκεί). Επίσης, είναι
χαρακτηριστικό ότι και η οδός Καυταντζόγλου, αποκαλείται και οδός «Γαλατσίου»,
γεγονός που υποδηλώνει ότι το «Γαλάτσι», αποτελεί σημείο αναφοράς στον νοητικό
χάρτη της χωρικής ιεραρχίας ορισμένων ατόμων.

Θα ήταν παράλειψη η μη επισήμανση, για τον περαιτέρω προσανατολισμό του


αναγνώστη, ότι στα αριστερά όρια των συνοικιών Αγίας Ζώνης και Κυψέλης,
βρίσκεται η οδός Πατησίων, ένας από τους βασικότερους (και πολυσύχναστους)
κυκλοφοριακούς δρόμους στο δήμο Αθηναίων. Παρακάτω, θα παρουσιαστούν
ορισμένες γειτονικές περιοχές της γειτονιάς Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, οι οποίες, όπως
θα διαπιστωθεί στην επόμενη ενότητα, ενώ δεν ανήκουν στην περιοχή, θα γίνεται
συχνή αναφορά σε αυτές κατά την διάρκεια αρκετών συνεντεύξεων είτε με την
«επίσημη» ονομασία τους είτε με την ονομασία που τους προσδίδουν οι κάτοικοι,
ενώ σε μία από αυτές, στην συνοικία της Κυπριάδου, διεξήχθησαν ορισμένες
συνεντεύξεις.

76
Τα όρια της γειτονιάς, δεν είναι απαραίτητα σταθερά μέσα στο χρόνο, διότι επηρεάζονται από τις
κοινωνικές και εθνοτικές αλλαγές που συμβαίνουν τόσο στο χωρικό πλαίσιο της γειτονιάς όσο και
στον περίγυρο αυτής και οι οποίες γίνονται αντιληπτές στους κατοίκους της. Έτσι, μπορεί στο μέλλον,
το εύρος της περιοχής κάτω Πατήσια- Κυψέλη να μεγεθυνθεί ή το αντίθετο, ή ακόμα και να πάψουν
αυτές οι δύο περιοχές να αποτελούν μια ενιαία γειτονιά (Pattillo 2003)

360
Χάρτης 4.1.9: Η περιοχή του Γαλατσίου

Πηγή: wikimapia.org

Χάρτης 4.1.10: Η περιοχή της Άνω Κυψέλης

Πηγή: wikimapia.org

361
Χάρτης 4.1.11: Η περιοχή της Λαμπρινής

Πηγή: wikimapia.org

Χάρτης 4.1.12: Η περιοχή της Κυπριάδου

Πηγή: wikimapia.org

362
Χάρτης 4.1.13: Η περιοχή των Άνω Πατησίων

Πηγή: wikimapia.org

Η πρώτη εντύπωση της γειτονιάς Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, όσον αφορά το κτιστό
περιβάλλον της περιοχής, είναι η ισχυρή παρουσία της πολυκατοικίας της
αντιπαροχής. Ογκώδη κτίρια, ομοιόμορφα σχεδιασμένα, όπου το κυρίαρχο χρώμα
είναι οι διάφορες αποχρώσεις του γκρι (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις), γεγονός που
συνδέεται και με την υψηλή κίνηση (και συνεπώς τον μεγάλο όγκο καυσαερίων) που
υπάρχει τόσο στους δύο κεντρικούς δρόμους της περιοχής, την οδό Πατησίων και
Αχαρνών, όσο και στους δρόμους που βρίσκονται ανάμεσα στις δύο αυτές οδούς. Οι
παρακάτω φωτογραφίες, αναδεικνύουν την ευρύτερη οικιστική αισθητική της
περιοχής.

363
Φωτογραφία 4.1.14: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Νικολάου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

364
Φωτογραφία 4.1.15: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Νικολάου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

365
Φωτογραφία 4.1.16: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Νικολάου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

366
Φωτογραφία 4.1.17: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Λουκά

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

367
Φωτογραφία 4.1.18: Εικόνα από την περιοχή του Αγίου Λουκά

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

368
Φωτογραφία 4.1.19: Εικόνα από την πλατεία Κολιάτσου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

369
Φωτογραφία 4.1.20: Εικόνα από την πλατεία Αμερικής

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

370
Επιπρόσθετα, σε αρκετά σημεία της περιοχής, τα στενά πεζοδρόμια, τα οποία
καθιστούν δύσκολη την διέλευση δύο (ή, κυρίως, περισσοτέρων) ατόμων εντός του
πεζοδρομιακού πλάτους. Σε διάφορα σημεία, μπορεί να παρατηρήσει κάνεις την
έντονη παρουσία σκουπιδιών όπως χαρτικά είδη, σπασμένα γυάλινα μπουκάλια και
κουτάκια αναψυκτικών, γεγονός που επισημάνθηκε επίσης από ορισμένους
συνεντευξιαζόμενους οι οποίοι ανέφεραν ότι έχουν αντικρίσει και προφυλακτικά,
στην οδό Πατησίων, κοντά στην πλατεία Κολιάτσου και στο πάρκο Κύπρου.

Στο κοινωνικό πεδίο του δημόσιου χώρου, είναι εμφανής η παρουσία μεταναστών
τόσο από την βαλκανική όσο και από αφρικανικές χώρες. Οι μετανάστες από Αφρική,
κάνουν αισθητή την παρουσία τους και από το γεγονός ότι στους τοίχους της
γειτονιάς, υπάρχουν κατά καιρούς αφίσες που ενημερώνουν για την έλευση ενός
πάστορα, όπως δείχνει η παρακάτω φωτογραφία.

Φωτογραφία 4.1.21: Αφίσα στην περιοχή του Αγίου Νικολάου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

371
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της περιοχής, το οποίο την καθιστά πεδίο έρευνας για
την επίδραση της γειτονιάς, είναι η ύπαρξη κοινωνικής αποδιοργάνωσης και ορατής
ανομίας στην περιοχή. Την περίοδο 2010-2012, στα πεζοδρόμια της οδού Πατησίων,
από το ύψος της πλατείας Αμερικής έως και λίγο πριν την οδό «Γαλατσίου» (ή
Καυταντζόγλου), το ανώτατο άκρο της γειτονιάς, υπήρχαν διάσπαρτες Αφρικανές
ιερόδουλες, μετά τις 9 το βράδυ. Ιδιαίτερα τις μεταμεσονύχτιες ώρες, όπου η κίνηση
των περαστικών λιγόστευε, η παρουσία τους ήταν εντονότερη και παρουσίαζαν
συγκέντρωση γύρω από τις δύο μεγάλες πλατείες της περιοχής, την πλατεία
Κολιάτσου και την πλατεία Αμερικής. Επίσης, την ίδια περίοδο, στον δρόμο της
Πατησίων και κυρίως στο πάρκο Κύπρου, που βρίσκεται στην διασταύρωση Κύπρου
με Πατησίων και ανήκει στην περιοχή της Αγίας Ζώνης, τόσο κατά την διάρκεια της
ημέρας αλλά ιδίως τις βραδινές και μεταμεσονύχτιες ώρες, γινόταν διακίνηση
ναρκωτικών. Οι «διακινητές», κυρίως μετανάστες από αφρικανικές χώρες, φώναζαν
στους περαστικούς αν ψάχνουν κάτι, και στη συνέχεια, ακόμα και αν δεν έπαιρναν
απάντηση, ακολουθούσαν για λίγο τον περαστικό, «ενημερώνοντάς» τον για το τί
«ουσίες» μπορούν να του «προσφέρουν». Δίπλα από τους διακινητές, συναντούσε
κανείς μικρές ομάδες 2-4 αστέγων, ξαπλωμένων στα παγκάκια της πλατείας. Εκτός
από το πάρκο Κύπρου, το πάρκο Φυτευτής, όπως το αποκαλούν οι κάτοικοι, κατά την
ίδια περίοδο, αποτελούσε χώρο χρήσης και διακίνησης ναρκωτικών. Το
συγκεκριμένο πάρκο, δεν περιέχεται στον ιστότοπο wikimapaia, βρίσκεται όμως πολύ
κοντά, περίπου 5 λεπτά με τα πόδια, από το σχολικό συγκρότημα Νομικού και ανήκει
στο 5ο δημοτικό διαμέρισμα. Όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, στις αφηγήσεις
των κατοίκων, το συγκεκριμένο πάρκο αποτελούσε και στο παρελθόν χώρο
παραβατικής συμπεριφοράς.

Μετά το 2012, από το έτος 2013 όπου τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες που


παρουσιάζονται στην παρούσα ενότητα, η παρουσία των ιερόδουλων περιορίστηκε
στο ύψος της πλατείας Κολιάτσου ενώ τόσο στο πάρκο Κύπρου όσο και στο πάρκο
της Φυτευτής, έπαψαν να παρατηρούνται παραβατικές δραστηριότητες. Πλέον, η
διακίνηση ναρκωτικών γίνεται διάσπαρτη, στους δρόμους Πατησίων, Αχαρνών και
Δροσοπούλου ενώ μικρές ομάδες διακινητών, μαζεύονται κατά περιόδους, αλλά όχι
συχνά, σε δύο κοντινές πλατείες της πλατείας Αμερικής, την πλατεία Αγίου Ανδρέου
και την πλατεία Καλλιγά ή αλλιώς και πλατεία Καραμανλάκη. Στο πάρκο Κύπρου

372
πλέον, συγκεντρώνονται μόνο άστεγοι, ενώ στο πάρκο της Φυτευτής, παρέες όπου
παίζουν επιτραπέζια παιχνίδια ή χαρτιά στα τραπέζια του πάρκου.

Φωτογραφία 4.1.22: Εικόνα από το πάρκο Κύπρου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

373
Φωτογραφία 4.1.23: Εικόνα από την είσοδο του πάρκου Φυτευτής

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

374
Φωτογραφία 4.1.24: Εικόνα από το εσωτερικό του πάρκου Φυτευτής

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

375
Επίσης, στις οδούς Αχαρνών, Φυλής και Δροσοπούλου, υπάρχουν διάσπαρτοι οίκοι
ανοχής. Η οδός Δροσοπούλου, η οποία διασχίζει την συνοικία της Αγίας Ζώνης και
τελειώνει στο ύψος του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας, αποτελεί έναν δρόμο
(καθώς και οι κάθετοι δρόμοι σε αυτόν) με έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα
από πλευράς μεταναστών, από τα Βαλκάνια και την Αφρική, όπως μίνι-μάρκετ,
ίντερνετ-καφέ, κομμωτήρια, μαγαζιά με ρούχα, είδη αισθητικής, κ.ά., μερικά από τα
οποία έκλεισαν μετά το 2010, γεγονός που ίσως σχετίζεται με τις ευρύτερες
οικονομικές αλλαγές που συνέβησαν στην χώρα. Τόσο στη Δροσοπούλου, όσο και
στους τριγύρω κάθετους δρόμους, εάν παρατηρήσει κανείς τους ανθρώπους που
μπαινοβγαίνουν στις πολυκατοικίες, θα προσέξει την ισχυρή παρουσία μεταναστών
από διάφορες χώρες. Σε αρκετά διαμερίσματα του ισογείου, μπορεί να ακούσεις
κανείς, περνώντας από έξω, αφρικανικά τραγούδια, αλβανικό hip hop ή ομιλίες σε
διάφορες γλώσσες των Βαλκανίων ή διαλέκτους της δυτικής ή ανατολικής Αφρικής.

Επιπλέον, κατά μήκος του συγκεκριμένου δρόμου, παρατηρεί κανείς ελληνικές


σημαίες, έξω από διάφορα διαμερίσματα πολυκατοικιών, ακόμα και κατά τους μήνες,
όπου δεν συντελείται κάποια εθνική εορτή. Η πράξη αυτή, έχει έναν ιδιαίτερο
συμβολισμό, διότι το γεγονός αυτό σηματοδοτεί μια επιλογή διάκρισης, δηλαδή την
ανάληψη μιας διακριτής θέσης με εθνικούς όρους, μέσα στο κοινωνικό πεδίο που
ορίζεται στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο (Bourdieu 1996b: 233). Αν λάβουμε
υπόψη ότι η «σημαία» ως σύμβολο, σχετίζεται σημειωτικά με την εθνική ταυτότητα,
εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η τοποθέτηση αυτή αφορά, πιθανότατα, την
εθνική διάκριση των κατοίκων των συγκεκριμένων διαμερισμάτων, δηλαδή την
«ανάδειξη» της ελληνική καταγωγής τους σε σχέση με τους υπόλοιπους γείτονες, οι
οποίοι, είτε είναι μετανάστες, είτε είναι Έλληνες που δεν θεωρούν απαραίτητο ή,
γενικότερα δεν βρίσκουν νόημα, να τοποθετήσουν την ελληνική σημαία στο
μπαλκόνι τους. Κατά συνέπεια, όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.2, μπορούμε να
συμπεράνουμε ότι ο δημόσιος χώρος του συγκεκριμένου δρόμου, νοούμενος ως ένα
πεδίο πρακτικών, αποτελεί, εκτός από πεδίο πολυπολιτισμικής κατανάλωσης
(εξωτικά τρόφιμα, ρούχα, κοκ) και πεδίο… «εθνικής» διάκρισης μέσα στον χώρο,
γεγονός που, πιθανότατα, δεν προωθεί τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ ορισμένων
Ελλήνων και μεταναστών.

376
Αν και το αίτιο αυτής της πράξης ξεφεύγει από τους σκοπούς της παρούσας έρευνας,
εντούτοις, η πράξη καθεαυτή, αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του
συγκεκριμένου δρόμου, που δεν συναντάται με την ίδια ένταση στους υπόλοιπους. Οι
παρακάτω φωτογραφίες είναι χαρακτηριστικές των όσων ελέχθησαν για τον
συγκεκριμένο δρόμο.

Φωτογραφία 4.1.25: Κλειστό μίνι μάρκετ στην οδό Δροσοπούλου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

377
Φωτογραφία 4.1.26: Εικόνα από την οδό Δροσοπούλου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

Οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, που παρατηρούνται στο
δημόσιο χώρο της γειτονιάς Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, είναι συνήθως άτομα μέσης ή
τρίτης ηλικίας, διότι τα νεαρά άτομο, ιδιαίτερα κάτω της ηλικίας των 25 ετών, είναι
συνήθως μετανάστες. Οι Έλληνες της τρίτης ηλικίας, αποτελούνται, ως επί το
πλείστον, από άτομα που θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να τους κατατάξει στην
μεσαία οικονομική τάξη, από το ντύσιμο, τον τρόπο ομιλίας και γενικότερα τον
τρόπο εμφάνισής τους στον δημόσιο χώρο, στον χώρο της κοινής θέας. Το αντίθετο
ισχύει για τους μετανάστες, ιδίως τους Αφρικάνους, αν και, όπως θα δούμε στην
επόμενη ενότητα, οι παραπάνω παρατηρήσεις αναφέρονται στο σύνηθες, στην γενική
εικόνα και όχι στα επιμέρους στοιχεία, τα οποία συνθέτουν αυτή την εικόνα.

378
Λόγω της χωρικής εγγύτητάς της κατοικίας μου, με την περιοχή Κάτω Πατήσια-
Κυψέλη, είχα την ευκαιρία να περπατώ και να βρίσκομαι σχεδόν καθημερινά, από το
2010 μέχρι 2015, στην γειτονιά αυτή, να έρχομαι σε επαφή με εικόνες, ήχους (κυρίως
των αυτοκινήτων, λόγω της αυξημένης κυκλοφορίας ιδίως στις οδούς Πατησίων και
Αχαρνών) και γεγονότα, τα οποία κατέγραφα πάντα σε τετράδιο. Ορισμένα από τα
γεγονότα που μου προκάλεσαν εντύπωση, είναι το ότι έγινα μάρτυρας δύο βίαιων
επεισοδίων, το 2010 και το 2012, έξω από δύο κλαμπ στα οποία συχνάζουν, κυρίως,
μετανάστες αφρικανικής καταγωγής, Τα επεισόδια έγιναν μεταξύ 10 με 11 η ώρα το
βράδυ. Το ένα βρίσκεται στο ύψος της πλατείας Αμερικής, όσον αφορά το έτος 2010,
και το άλλο στο ύψος της πλατείας Κολιάτσου για το 2012, το οποίο έχει μια κακή
φήμη όσον αφορά τα βίαια επεισόδια, με βάση τις αφηγήσεις ορισμένων
συνεντευξιαζομένων. Στην πρώτη περίπτωση, ο καυγάς αφορούσε δύο άτομα,
αφρικανικής καταγωγής, όπου ο ένας κατέληξε ελαφρά χτυπημένος, με μώλωπες στο
πρόσωπο. Στην δεύτερη περίπτωση, υπήρξαν 2 ομάδες, 4-7 ατόμων η κάθε μία,
αφρικανικής καταγωγής, στις οποίες μερικοί κρατούσαν σπασμένα μπουκάλια
μπύρας και το αποτέλεσμα της συμπλοκής ήταν 3 άτομα να μεταφερθούν στο
νοσοκομείο. Εκτός από αυτά τα δύο περιστατικά, δεν παρατήρησα άλλο βίαιο
γεγονός. Αντίθετα, η εθνογραφική έρευνα του Venkatesh (2008), ο οποίος μελέτησε
την καθημερινή ζωή σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά αφροαμερικάνών στο κέντρο του
Σικάγο, είναι πλούσια σε αναφορές βίαιων περιστατικών, ακόμα και με την χρήση
πυροβόλων όπλων, γεγονός που παραπέμπει σε μία διακριτή διαφορά ανάμεσα στη
γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη και στο γκέτο του Σικάγο.

Επίσης, ένα άλλο γεγονός, όχι φυσικής αλλά δομικής βίας, της αόρατης βίας των
κοινωνικών δομών (Αλεξίου 2009: 237, Bourdieu 1998b: 73), συνέβη το Μάιο του
2015, μεταξύ 9 με 10 η ώρα το βράδυ. Καθώς περπατούσα την πλατεία Αμερικής,
παράλληλα της οδού Πατησίων, με κατεύθυνση προς το ιστορικό κέντρο, παρέα με
τον Μάνο, ο οποίος ανήκει στο δείγμα των συνεντευξιαζομένων, μας σταμάτησε ένα
μικρό αγόρι αφρικάνικής καταγωγής και μας ζήτησε, με άπταιστη ελληνική προφορά,
να του δώσω, εάν μου περισσεύουν, όπως το έθεσε, χρήματα για να αγοράσει κάτι να
φάει. Τον ρώτησα πόσο χρονών είναι και μου απάντησε ότι είναι 12 χρονών και
πηγαίνει έκτη δημοτικού, σε ένα σχολείο κοντά στην πλατεία Αμερικής.. Μένει μαζί
με την μητέρα του στην συνοικία της πλατεία Αμερικής, η οποία είναι από την
Νιγηρία. Ο πατέρας του, Νιγηριανής καταγωγής όπως μας είπε, μένει στην Δανία.

379
Τον ρώτησα εάν η μητέρα του γνωρίζει ότι βρίσκεται έξω και μου απάντησε
καταφατικά. Μου επανέλαβε διαρκώς ότι ήθελε χρήματα για να φάει, όχι για τσιγάρα
ή ναρκωτικά. Η μητέρα του όπως μου είπε δεν εργάζεται. Η στάση του σώματός του
και η έκφραση του προσώπου του έδειχνε ότι ήταν τρομαγμένος. Ο λόγος που μας
πλησίασε, όπως είπε, ήταν γιατί μιλάγαμε καλά ελληνικά. Του αγοράσαμε κάτι για
αυτόν και την μητέρα του, από το κοντινό φούρνο της πλατείας και μας ευχαρίστησε
διπλά. Ταυτόχρονα, φρόντισα να του υπενθυμίσω ότι δεν είναι η κατάλληλη ώρα και
η κατάλληλη περιοχή, για ένα μικρό παιδί να κυκλοφορεί μόνο του. Εκείνος μου
απάντησε ότι το κάνει γιατί πεινούσε και δεν είχαν τίποτα για φαγητό και ότι
προσπαθεί να είναι καλός μαθητής στο σχολείο. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου της
Πατησίων, ήταν μια ομάδα αστυνομικών, οι οποίοι είχαν στρέψει το βλέμμα τους
στην συζήτησή μας με το παιδί και κοίταζαν χαμογελαστοί, ακούγοντας παράλληλα
τις «συμβουλές» που του δίναμε. Δύο αναπάντητα ερωτήματα μου γεννήθηκαν στο
μυαλό; 1) Ποια θα ήταν η στάση των αστυνομικών εαν το παιδί ήταν Έλληνας και
συνομιλούσε με δύο Νιγηριανούς; 2) Σε ποια κοινωνική κατάσταση, θα βρίσκεται το
παιδί μετά από 10 ή 20 χρόνια, και ειδικότερα όσον αφορά την επαγγελματική του
κατάσταση και το εκπαιδευτικό του επίπεδο; Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, μόνο
ο χρόνος μπορεί να απαντήσει. Όμως είναι σίγουρο ότι η διαδρομή ζωής του παιδιού
μέσα στο πεδίο του κοινωνικού κόσμου, δεν ξεκινά από ευνοϊκή κοινωνική θέση.

Εκτός όμως από την γειτονιά, θεωρείται αναγκαία και μια παρουσίαση των δύο
σχολικών συγκροτημάτων, λόγω του γεγονός ότι στα δύο αυτά σχολικά
συγκροτήματα, εκτός του ότι φοίτησαν ορισμένοι από τους ανθρώπους που μου
αφηγήθηκαν τις βιοτικές τους εμπειρίες, αποτελούν και τον χώρο όπου έγιναν
ορισμένες συνεντεύξεις και κατά συνέπεια, επηρέασαν την ροή της συνομιλίας.

Στον ιστότοπο https://www.alfavita.gr/, το οποίο παρουσιάζει διάφορα ζητήματα


όπου αφορούν τους εκπαιδευτικούς, δημοσιεύτηκε ένα ηλεκτρονικό άρθρο με τίτλο:
8ο Γυμνάσιο Αθηνών: Ένα ιστορικό σχολικό συγκρότημα των Πατησίων, στις 29
Οκτωβρίου, το έτος 2012 και γίνεται μία εκτενής αναφορά στην ιστορία και τον
σχεδιασμό του σχολικού συγκροτήματος Νομικού. Επιφανείς άνθρωποι του
πνεύματος όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, έχουν φοιτήσει στο συγκεκριμένο
σχολικό συγκρότημα κατά το παρελθόν. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο, η

380
δεκαετία του 1990, αποτελεί μια περίοδο τομής στην λειτουργία του σχολείου.
Συγκεκριμένα:

«Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στα Πατήσια εγκαθίστανται


οικονομικοί μετανάστες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, τα παιδιά των
οποίων κατακλύζουν τα σχολεία της περιοχής, Δημοτικά, Γυμνάσια και
Λύκεια. Στα σχολεία του συγκροτήματος Νομικού, ο αριθμός των
αλλοδαπών μαθητών αυξάνει σημαντικά, με αποτέλεσμα στις αρχές της
δεκαετίας του 2000 να ξεπερνά το 60%. Οι εκπαιδευτικοί των σχολείων
αντιμετωπίζουν μια σειρά προβλημάτων και δυσκολιών που έχουν σχέση με
το χειρισμό των αλλοδαπών μαθητών (προβλήματα γλωσσικά, μαθησιακά,
προσαρμογής κ.ά.) αλλά και με τους γονείς των αλλοδαπών μαθητών, οι
οποίοι συχνά δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, εργάζονται και λείπουν
από το σπίτι πολλές ώρες την ημέρα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η
επικοινωνία μαζί τους».

Το συγκεκριμένο σχολικό συγκρότημα, εκτός από χώρος διεκπεραίωσης


συνεντεύξεων, ήταν και χώρος όπου παρακολούθησα το μάθημα της Ιστορίας στο
εσπερινό Λύκειο του συγκροτήματος, τον Νοέμβριο του 2013. Δύο από τους
συνεντευξιαζόμενους, τους οποίους γνώρισα από την αρχή της έρευνάς, ο Γιάννης
και ο Αλέξης, 77 οι οποίοι φοιτούσαν τότε στο 1ο εσπερινό Λύκειο στην πρώτη
Λυκείου, μου ζήτησαν να έρθω να παρακολουθήσω το μάθημα που γίνεται εκεί και
κατά συνέπεια να γνωρίσω και ορισμένους συμμαθητές τους με σκοπό να
εμπλουτίσω το δείγμα της έρευνας. Αν και η καθηγήτρια Ιστορίας, την οποία
ενημέρωσα τον σκοπό για τον οποίο θα ήθελα να παρευρίσκομαι κατά την παράδοση
του μαθήματος, με ενημέρωσε εξ΄ αρχής ότι, θα απογοητευτώ με την εικόνα που θα
αντικρίσω, εντούτοις, όπως θα δούμε και στην επόμενη ενότητα, ορισμένοι από τους
μαθητές, εναποθέτουν τις ελπίδες τους και τις προσδοκίες τους για το μέλλον, εξ’
ολοκλήρου πάνω στο συγκεκριμένο σχολείο, αφού το εσπερινό σχολείο αποτελεί για
αυτούς μια δεύτερη ευκαιρία, έναν τρόπο να καλύψουν το εκπαιδευτικό τους
έλλειμμα, με όρους θεσμοποιημένου πολιτισμικού κεφαλαίου, όπως αναφέρθηκε

77
Όλα τα ονόματα που αναφέρονται δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά ονόματα των ατόμων, για
να διατηρηθεί η ανωνυμία τους.

381
στην ενότητα 2.2, δηλαδή να αποκτήσουν ένα δίπλωμα που πιστοποιεί ότι έχουν
ολοκληρώσει την βασική εκπαίδευση ή ακόμα και να εισαχθούν σε κάποιο ανώτατο
εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η αίθουσα είχε 11 άτομα, ηλικίας από 20 έως 34 ετών, όπου 7
άτομα είχαν καταγωγή από την Αλβανία. Οι 9 από τους 11, κατοικούσαν στην
περιοχή έρευνας, Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, Από τα 11 άτομα, τα 4, ήταν γυναίκες, εκ
των οποίων οι 2 από Ρουμανία, ηλικίας 20 και 21 ετών και οι υπόλοιπες από Ελλάδα,
η Γιάννα ηλικίας 25 και η Μαριάννα, 36 ετών, οι οποίες ανήκουν και στο δείγμα των
συνεντευξιαζομένων. Με εξαίρεση την Μαριάννα, οι υπόλοιπες μαθήτριες, ήταν
κάτοικοι της γειτονιάς Κάτω Πατήσια- Κυψέλη την περίοδο όπου διεξήχθηκε η
έρευνα, καθώς και μητέρες από την εφηβική τους περίοδο και συγκεκριμένα από τις
ηλικίες 15- 17 ετών. Ταυτόχρονα, καμία από αυτές δεν ήταν παντρεμένες, ενώ μόνο η
μία, από την Ρουμανία, διατηρούσε κάποιες επαφές με τον πατέρα του παιδιού, ο
οποίος είναι συνομήλικός και γείτονάς της, με καταγωγή από την Αλβανία αλλά μέχρι
εκεί, όπως μου ανέφερε, χωρίς να ήθελε να μιλήσει περισσότερο για αυτόν.

Όλοι οι μαθητές και όλες οι μαθήτριες της συγκεκριμένης τάξης, εκτός από την
Γιάννα, είχαν εργασία, σε ανειδίκευτες δουλειές στον δευτερογενή ή τριτογενή τομέα.
Κατά την διάρκεια του μαθήματος, ένας μαθητής παραλίγο να… κοιμηθεί εντός του
μαθήματος, λόγω κούρασης από την εργασία του σε σούπερ μάρκετ, όπως μου είπε
μετά το μάθημα. Άλλοι μαθητές, όπως αυτοί που μου παραχώρησαν τις συνεντεύξεις,
έδειχναν έντονο ενδιαφέρον, κάνοντας ερωτήσεις επάνω στο μάθημα, το οποίο
αφορούσε την βυζαντινή εποχή της χώρας, ενώ υπήρξαν και μερικά αστεία σχόλια
που αφορούσαν την ευημερία και τον πλούτο των βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Οι παρακάτω φωτογραφίες, αφορούν τον προαύλιο χώρο του σχολικού


συγκροτήματος Νομικού καθώς και τον εσωτερικό χώρο του εσπερινού Λυκείου που
βρίσκεται σε αυτό.

382
Φωτογραφία 4.1.27: Η είσοδος του 1ου εσπερινού Γενικού Λυκείου Αθηνών

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

383
Φωτογραφία 4.1.28: Η πίσω όψη του 1ου εσπερινού Γενικού Λυκείου Αθηνών
και ο προαύλιος χώρος του σχολικού συγκροτήματος Νομικού

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

384
Φωτογραφία 4.1.29: Το κλειστό γυμναστήριο του σχολικού συγκροτήματος
Νομικού

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

385
Φωτογραφία 4.1.30: Οι εσωτερικοί διάδρομοι του 1ου εσπερινού Γενικού Λυκείου

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

386
Φωτογραφία 4.1.31: Κορνίζες με τα πρόσωπα ανθρώπων του πνεύματος που
φοίτησαν στο σχολικό συγκρότημα Νομικού

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

Το δεύτερο σχολικό συγκρότημα, που συμπεριλαμβάνεται στην εθνογραφική έρευνα,


είναι το σχολικό συγκρότημα Γκράβας. Αντίθετα, από το συγκρότημα Νομικού, το
συγκρότημα Γκράβας στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο, παρουσιάζεται ως ένας,
κακόφημος σχολικός χώρος, ιδιαίτερα κατά το παρελθόν, ο οποίος, στον τομέα του
οικιστικού περιβάλλοντος, χρήζει βελτίωσης. Το άρθρο του δημοσιογράφου Γιώργου
Λιάλιου, στην εφημερίδα Καθημερινή στις 14/09/2013, με τίτλο Παρεμβάσεις στο
σχολικό συγκρότημα Γκράβας, είναι ενδεικτικό της αντίληψης του Τύπου για το
σχολικό συγκρότημα, η οποία επιβεβαιώνεται, όπως θα δούμε, από τις αφηγήσεις των
ατόμων που φοίτησαν στο συγκεκριμένο συγκρότημα
(http://www.kathimerini.gr/498569/article/epikairothta/ellada/paremvaseis-sto-
sxoliko-sygkrothma-gkravas):

387
«Γκράβα στα αρβανίτικα σημαίνει γκρεμός. Στη συνείδηση όμως όσων
πέρασαν τη μαθητική τους ζωή σε σχολεία της Αθήνας, η Γκράβα ήταν και
παραμένει το σχολείο με τους «σκληρότερους» μαθητές. Η φήμη αυτή,
άλλοτε δικαιολογημένη και άλλοτε όχι, ξεκινούσε από το ίδιο το μέγεθος
του αχανούς σχολικού συγκροτήματος, που έμοιαζε εξωτερικά με φυλακή
και έφθασε κάποτε να φιλοξενεί μέχρι και 14.000 μαθητές. Έως το τέλος
του έτους, ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων θα πραγματοποιήσει
διαγωνισμό για την ενεργειακή αναβάθμιση όλου του συγκροτήματος, ενώ
εκπονεί μελέτες για την αρχιτεκτονική και λειτουργική του
βελτίωση…Σήμερα, το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας στεγάζει 4.000
μαθητές και 450 εκπαιδευτικούς σε 16 σχολεία»

Στο συγκεκριμένο σχολικό συγκρότημα, φοιτούν (και έχουν φοιτήσει) μαθητές τόσο
από την γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, όσο και από περιοχές που βρίσκονται
πάνω από το συμβολικό όριο της «Γαλατσίου», όπως η Λαμπρινή, η Κυπριάδου και
το Γαλάτσι, ενώ όπως φαίνεται και στον λόγο των συνεντευξιαζομένων, παρατηρείται
ένας γεωγραφικός διαχωρισμός εντός του σχολικού συγκροτήματος με βάση τις
περιοχές κατοικίας. Ορισμένα σχολείο, τείνουν (και έτειναν) να έχουν περισσότερους
μαθητές από την γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη εν σχέσει με τις υπόλοιπες
περιοχές, ενώ σε άλλα, ισχύει (και ίσχυε) το αντίστροφο.

Ορισμένες συνεντεύξεις, διεξήχθηκαν, στον χώρο του συγκεκριμένου σχολικού


συγκροτήματος και συγκεκριμένα στον προαύλιο χώρο του 2 ου ΕΠΑΛ, ο οποίος είναι
κοινός και για το 1ο ΕΠΑΛ, καθώς και στο υπαίθριο αμφιθέατρο του σχολικού
συγκροτήματος, το οποίο αποκαλείται από τους μαθητές (πρώην και νυν) και
καθηγητές, ως «θεατράκι». Ο συγκεκριμένος χώρος, αποτελεί, χώρο συνεύρεσης
μαθητών (πρώην και νυν) κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες. Παρέες ατόμων,
κυρίως αλβανικής καταγωγής, όπου ο μέγιστος αριθμός τους ήταν 12 άτομα, σε
ορισμένες περιπτώσεις, συζητούν για θέματα τόσο προσωπικά, όσο και θέματα της
κοινωνικής επικαιρότητας. Από τα κινητά τηλέφωνα, ακούγονται ήχοι από
ελληνόφωνα, αλβανόφωνα και αγγλόφωνα hip hop τραγούδια, ενώ παράλληλα
ορισμένοι καταναλώνουν κάποιο ρόφημα. Ορισμένοι μαθητές του 2 ου ΕΠΑΛ, οι
οποίοι μου παραχώρησαν μια ομαδική συνέντευξη, μου ανέφεραν ότι στον
συγκεκριμένο χώρο, γίνεται κατανάλωση ναρκωτικών, όταν μαζεύονται διάφορες

388
παρέες, γεγονός όπως που δεν έπεσε στην αντίληψή μου τις φορές που επισκέφθηκα
τον συγκεκριμένο χώρο. Όπως θα δούμε, ο συγκεκριμένος χώρος, κατά το παρελθόν,
υπήρξε χώρος βίαιων επεισοδίων και χρήσης ναρκωτικών, ενώ το σημείο εκείνο που
συγκεντρώνει όλη σχεδόν την αρνητική φήμη του συγκεκριμένου σχολικού
συγκροτήματος είναι η «στοά» (ή «τούνελ»), όπου στο παρελθόν, συγκέντρωνε
χρήστες ηρωίνης, ενώ δεν έλειπαν και τα διάφορα βίαια επεισόδια, με βάση τις
αφηγήσεις ορισμένων πρώην μαθητών της Γκράβας. Σήμερα, η κατάσταση είναι
αρκετά διαφορετική, διότι η στοά είναι απλώς ένας έρημος διάδρομος, γεμάτος με
γκράφιτι. Επίσης, στο σχολικό συγκρότημα, υπάρχει ένας μεγάλος, υπαίθριος, στίβος
για τρέξιμο καθώς και γήπεδο ποδόσφαιρο, στον οποίο τόσο μαθητές όσοι και
κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, κυρίως μετανάστες, συγκεντρώνονται τα
απογεύματα για να αθληθούν, ενώ υπήρχαν περιπτώσεις όπου συνάντησα μέλη
οικογενειών, γονείς με τα παιδιά τους, να αθλούνται στο στίβο. Οι παρακάτω
φωτογραφίες, απεικονίζουν τον χώρο του συγκεκριμένου σχολικού συγκροτήματος
καθώς τις διάφορες «τοποθεσίες» εντός αυτού, στις οποίες έγιναν αναφορά.

389
Φωτογραφία 4.1.32: Το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας σε πανοραμική φωτογραφία από τον
ομώνυμο λόφο των Πατησίων

Πηγή: http://www.schizas.com

390
Φωτογραφία 4.1.33: Ο στίβος του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

391
Φωτογραφία 4.1.34: Η είσοδος της «στοάς» του σχολικού συγκροτήματος της
Γκράβας

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

392
Φωτογραφία 4.1.35: Εικόνα από τον εσωτερικό χώρο της «στοάς» του σχολικού
συγκροτήματος της Γκράβας

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

393
Φωτογραφία 4.1.36: Ένας από τους διαδρόμους του σχολικού συγκροτήματος της
Γκράβας

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

394
Φωτογραφία 4.1.37: Είσοδος στο «θεατράκι» του σχολικού συγκροτήματος της
Γκράβας

Φωτογραφία: Βακαλόπουλος Κ.

395
Η στρατηγική της παρούσας εθνογραφικής έρευνας, όσον αφορά την συλλογή
δεδομένων (φωτογραφιών, χαρτών και συνεντεύξεων) καθώς και την μετατροπή τους
σε κείμενο (Ó Riain 2009: 293), εντάσσεται, μεθοδολογικά, στην προσέγγιση της
διευρυμένης περιπτωσιολογικής μεθόδου (extended case method). Η βασική της αρχή
σύμφωνα με τον Burawoy (1998: 16) είναι η εξής:

«Ξεκινάμε με την προτιμητέα, για εμάς, θεωρία, επιδιώκοντας όχι τις


επιβεβαιώσεις αλλά τις διαψεύσεις που μας εμπνέουν για την εμβάθυνση
αυτής της θεωρίας. Αντί να ανακαλύψουμε μια θεμελιωμένη θεωρία,
διαμορφώνουμε την υπάρχουσα. Δεν ενδιαφερόμαστε τόσο για την
αντιπροσωπευτικότητα [σ.σ. της μελέτης περίπτωσης] όσο για την συμβολή
της στην ανακατασκευή της θεωρίας»

Σε αντίθεση με την θεμελιωμένη θεωρία, όπου τα δεδομένα οδηγούν επαγωγικά στην


συγκρότηση θεωρίας, στην διευρυμένη περιπτωσιολογική μέθοδο, η μελέτη
περίπτωσης την οποία επιλέγει ο/ η ερευνητής/ -τρια καθώς και το δείγμα του/ της,
οδηγούν στην διαμόρφωση και ανακατασκευή ενός ήδη υπάρχοντος θεωρητικού
υποδείγματος. Ένας από τους τρόπους για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, είναι το
ενδιαφέρον του ερευνητή να στραφεί σε περιπτώσεις όπου δεν μπορούν να
χαρακτηριστούν ως απόλυτα αντιπροσωπευτικές, με βάση τις αρχές του θεωρητικού
υποδείγματος του οποίου εξετάζει ο ερευνητής (Tavory & Timmermans 2009: 252,
Small 2009a: 20). Στην προκειμένη περίπτωση, το υπόδειγμα το οποίο θα επιχειρηθεί
να ανακατασκευαστεί είναι ο θεωρητικός οδηγός των 13 μηχανισμών επίδρασης της
γειτονιάς στον οποίο έγινε αναφορά στην ενότητα 2.3.

Η ανακατασκευή του παραπάνω θεωρητικού οδηγού, έχει ως στόχο να αναδείξει την


τυχόν σύνδεση ανάμεσα στους 13 μηχανισμούς επίδρασης της γειτονιάς, ή
τουλάχιστον κάποιων από αυτούς, με το ζήτημα χωρικής ιεραρχίας (βλ. ενότητα 2.3)
και συγκεκριμένα με την θέση της περιοχής στην χωρική ιεραρχία της Αθήνας, τόσο
με βάση τα πορίσματα της ενότητας 3.2 όσο και με βάση την αντίληψη των
συνεντευξιαζόμενων για αυτήν. Όπως αναφέρθηκε, στην ενότητα 2.3, η σχέση
ανάμεσα στην χωρική ιεραρχία και στην επίδραση της γειτονιάς, δεν έχει αποτελέσει
μέχρι στιγμής αντικείμενο προβληματισμού στις ποιοτικές έρευνες. Παράλληλα,
εντός του σκοπού της έρευνας, είναι η προσπάθεια αναδιαμόρφωσης της βασικής

396
παραδοχής που αναπτύσσεται στο μεγαλύτερο μέρος της ποσοτικής βιβλιογραφίας
για την επίδραση της γειτονιάς, (βλ. ενότητα 2.3), ότι τα κοινωνικά χαρακτηριστικά
ενός ατόμου και τα χαρακτηριστικά της περιοχής κατοικίας του, αποτελούν δύο
«ανεξάρτητες» μεταβλητές (μηχανισμούς) που, συνήθως, η πρώτη έχει ισχυρότερη
επίδραση από την δεύτερη στις ευκαιρίες ζωής του. Άλλωστε, όπως μας υπενθυμίζει
το θεωρητικό υπόδειγμα του κριτικού/ πολύπλοκου ρεαλισμού, η δομική θέση μιας
γειτονιάς μέσα σε ένα σύστημα χωρικής ανισότητας και κατά συνέπεια τα κοινωνικά
και πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτής, δηλαδή οι προκύπτουσες ιδιότητές της, δεν
είναι ανεξάρτητες από την καθημερινή ζωή σε αυτήν, δηλαδή τις καθημερινές
αλληλεπιδράσεις που συμβαίνουν εντός αυτής.

Επιπλέον, μέρος της ανακατασκευής του θεωρητικού οδηγού των 13 μηχανισμών,


είναι και η ανάδειξη των μηχανισμών εκείνων που συνεισφέρουν στην παραγωγή και
αναπαραγωγή του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και στο πώς αυτοί αλληλεπιδρούν
μεταξύ τους στην κάθε περίπτωση (υποκείμενο). Η απάντηση στο ερώτημα «πώς
αλληλεπιδρούν», μπορεί να απαντηθεί μόνο εάν στρέψουμε το ερευνητικό μας
ενδιαφέρον στην καθημερινή εμπειρία και στο νόημα που αποδίδουν τα κοινωνικά
υποκείμενα τόσο στις πρακτικές/ δράσεις τους όσο και στην ίδια την γειτονιά,
γεγονός που η ποιοτική έρευνα αποτελεί το εργαλείο πρόσβασης σε αυτό (Peterson
2011: 286). Άλλωστε όπως μας ο υπενθυμίζει ο Bhaskar (2005: 50), το νόημα που
αποδίδουν τα υποκείμενα σε πρακτικές και γεγονότα, δεν μπορεί να μετρηθεί
ποσοτικά, αλλά μόνο να κατανοηθεί ενώ παράλληλα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η
ίδια η ερμηνεία που αποδίδουν οι άνθρωποι για διάφορα γεγονότα του καθημερινού
τους βίου, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πραγματικότητας του κοινωνικού
κόσμου (Bourdieu & Wacquant 1992: 9).

Σύμφωνα με την Sherman (2001: 369), ο βασικός σκοπός της εθνογραφικής


συνέντευξης, είναι η άμεση (πρόσωπο-με-πρόσωπο) επικοινωνία του/ της ερευνητή/-
τριας με τα υποκείμενα που σχετίζονται με το εθνογραφικό πεδίο, (στην
συγκεκριμένη περίπτωση, η γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη), να τον/ την οδηγήσει
στην κατανόηση της υποκειμενικής τους εμπειρίας και των νοημάτων που παράγει
αυτή, δηλαδή με άλλα λόγια να «(…) εισχωρήσει μέσα στα κεφάλια τους».
Παράλληλα, το εθνογραφικό πεδίο, αποτελεί το κοινωνικό και χωρικό συγκείμενο
στο οποίο διεξάγονται οι συνεντεύξεις και ταυτόχρονα καθοδηγεί την ίδια την

397
διαδικασία της συνέντευξης και συγκεκριμένα το τί θα ερωτηθεί, σε ποιούς θα
ερωτηθεί και πώς θα ερμηνευθούν οι απαντήσεις των ερωτώμενων (Marvasti 2004:
22). Όμως από την σκοπιά του κριτικού ρεαλισμού η ανάδειξη της κατανόησης και
αιτιολόγησης των διαφόρων δράσεων από την σκοπιά των υποκειμένων δεν είναι
αρκετό, αλλά επιπρόσθετα, η εθνογραφική έρευνα οφείλει να αναδείξει την σύνδεση
που υπάρχει ανάμεσα στην υποκειμενική κατανόηση και τις αντικειμενικές δομικές
σχέσεις στις οποίες βρίσκονται τα υποκείμενα, γεγονός που συνεπάγεται ότι και το
ίδιο το εθνογραφικό πεδίο, εκτός από το δομικό πλαίσιο στο οποίο παράγονται
δράσεις και εμπειρίες, αποτελεί με την σειρά του, μέρος ενός ευρύτερου συστήματος
σχέσεων (Rees & Gatenby 2014: 132). Όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.2, ο
κοινωνικός κόσμος, κατά τον κριτικό ρεαλισμό, δεν αποτελείται μόνο από δράσεις
και εμπειρίες αλλά και από δομές/ μηχανισμούς που παράγουν τον κόσμο της
εμπειρίας. Κατά συνέπεια, η ανάλυση και επεξεργασία του ποιοτικού υλικού,
στοχεύει στην ανάδειξη των δομών και μηχανισμών που βρίσκονται «πίσω» από τα
γεγονότα καθεαυτά (Lewin 1937: 19). Οι κοινωνικές και πολιτισμικές δομές, δεν
είναι άμεσα παρατηρήσιμες. Όμως μπορούν να ανιχνευθούν έμμεα, από τις
επιδράσεις που ασκούν στις ζωές των ανθρώπων (Rees & Gatenby 2014: 137).

Με αυτό τον τρόπο, η μέθοδος της εθνογραφίας εφοδιάζεται με την ανάγκη της
κατανόησης βαθύτερων μηχανισμών που, τουλάχιστον στην βιβλιογραφία της
επίδρασης της γειτονιάς και της αστικής φτώχειας, αποτελούν αντικείμενο έρευνας
των ποσοτικών ερευνών (Porter 2002: 56-57). Εξάλλου, οι προσωπικές ιστορίες δεν
είναι ποτέ αποκομμένες από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται τα άτομα
που τις εξιστορούν όπως η αφορά εργασίας, το σχολείο ή ακόμα και από το
κοινωνικό υπόβαθρο των οικογενειών τους (Bourdieu & Wacquant 1992: 201).
Επιπλέον, η εθνογραφική μέθοδος, μπορεί να συνεισφέρει στο θεωρητικό υπόδειγμα
του κριτικού ρεαλισμού, αναδεικνύοντας πώς ενεργοποιούνται οι διάφοροι
μηχανισμοί στην κάθε μία ερευνητική περίπτωση και πώς παράγουν συγκεκριμένα
αποτελέσματα και πρακτικές, διότι η πρόθεση που βρίσκεται πίσω από κάθε
δραστηριότητα, δεν είναι απαραίτητο να στοχεύει συνειδητά στην αναπαραγωγή (ή
μεταμόρφωση) των κοινωνικών δομών (Banfield 2004: 59-60). Όπως μας υπενθυμίζει
ο Bhaskar (2005: 38), οι άνθρωποι δεν εργάζονται με σκοπό να αναπαράγουν τον
καπιταλισμό.

398
Ο αριθμός των συνεντεύξεων που διεξήχθησαν συνολικά, ήταν 39 και αποτελούνται
από 36 μεμονωμένα άτομα, όπου η συνέντευξη διεξήχθηκε χωρίς την παρουσία
τρίτου προσώπου, 2 παρέες ατόμων, καθώς και έναν ανήλικο μαθητή δημοτικού
σχολείου με την μητέρα του. Η επιλογή τους έγινε με βάση την μη τυχαία
δειγματοληψία και συγκεκριμένα, με βάση την μέθοδο της επιλεγμένης (ή σκόπιμης)
δειγματοληψίας (purposive sampling). Για την ακρίβεια, χρησιμοποιήθηκαν
συνδυαστικά 3 διαφορετικοί τρόποι, διότι η επιλογή του δείγματος στις ποιοτικές
έρευνες, σε αντίθεση με τις ποσοτικές, πραγματοποιείται και αξιολογείται από τον/
την ερευνητή/-τρια κατά της διαδικασία της έρευνας (Patton 2001: 117).

Η βασική μέθοδος, η οποία αποτέλεσε τον θεωρητικό οδηγό εντοπισμού των ατόμων
(συμπεριλαμβανομένων και των δύο παρεών) του δείγματος έγινε με την μέθοδο της
μέγιστης απόκλισης (maximum variation sampling), που αποτελεί μία κατηγορία
επιλεγμένης δειγματοληψίας, κατά την οποία το δείγμα, οφείλει να αποτελείται από
όσο το δυνατόν διαφορετικές περιπτώσεις (άτομα), ως προς μία ή περισσότερες
ιδιότητες/ «μεταβλητές» (κοινωνική, εθνοτική, κτλ). και ταυτόχρονα να σχετίζονται
με το εθνογραφικό πεδίο (Weiss 1994: 24, Patton 2001: 108-109). Η επιλογή αυτή
της μεθόδου, έγινε με βάση τις υπάρχουσες αναφορές αλλά και ελλείψεις, που
προκύπτουν από την ποσοτική και ποιοτική βιβλιογραφία για την επίδραση της
γειτονιάς, η οποία παρουσιάστηκε στην ενότητα 2.3. Συγκεκριμένα, το δείγμα
αποτελείται από άτομα που μεγάλωσαν (ή μετακόμισαν μαζί με τις οικογένειές τους
από άλλες περιοχές) στην γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη και φοίτησαν στο
συγκρότημα Νομικού ή στο συγκρότημα της Γκράβας, μετανάστες πρώτης γενιάς
που μένουν στην περιοχή καθώς και τοπικοί επιχειρηματίες, διότι σύμφωνα με τους
Reuschke & Houston (2016), η άποψη των τοπικών επιχειρηματιών για την γειτονιά
τους, αποτελεί «δείκτη» οικονομικής ευημερίας αυτής, ενώ είναι αξιοσημείωτο, ότι η
συγκεκριμένη κατηγορία, δεν περιλαμβάνεται στην ποιοτική έρευνα της επίδρασης
της γειτονιάς και της αστικής φτώχειας. Επιπλέον, επιλέχτηκε ένας συνταξιούχος που
μεγάλωσe στην γειτονιά και έχει βιώσει (λόγω ηλικίας) τις διάφορες κοινωνικές
μεταβολές σε αυτήν, δηλαδή την διαδρομή της, μέσα στο πεδίο της χωρικής
ιεραρχίας.

Το δείγμα, αφορά επίσης άτομα που έχουν φύγει από την γειτονιά Κάτω Πατήσια-
Κυψέλη ή δεν έμειναν ποτέ σε αυτή, αλλά σχετίζονται με αυτήν, με διάφορους

399
τρόπους όπως θα δούμε παρακάτω. Η κατηγορία αυτή, κρίθηκε απαραίτητη να
επιλεχθεί, για μια πληρέστερη κατανόηση της σχέσης της ταυτότητας της περιοχής,
δηλαδή της θέσης της μέσα στο (νοητό) πεδίο της χωρικής ιεραρχίας με
«υποκειμενικούς» όρους, και της επίδρασης της γειτονιάς, όπως ειπώθηκε στην
ενότητα 2.3.

Πριν γίνει αναφορά στις άλλες δύο μεθόδους, κρίνεται χρήσιμη η παρουσιάση των
κοινωνικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών των ατόμων του δείγματος..
Συγκεκριμένα, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των μη επιχειρηματιών που μεγάλωσαν
στην γειτονιά και άνω των 18 ετών, αντανακλούν όσον αφορά τον τομέα τις
εκπαίδευσης, διαφορετικές διαδρομές. Κάποιοι (-ες), είχαν καταφέρει να εισαχθούν
(ή έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους) σε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή
ΙΕΚ, ενώ άλλοι απλώς τελείωσαν την βασική εκπαίδευση ή παράτησαν το σχολείο,
κατά την σχολική τους θητεία.

Οι οικογένειες ορισμένων από τους ανθρώπους που μεγάλωσαν στην γειτονιά και
φοίτησαν σε ένα από τα σχολικά συγκροτήματα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν
ως οικογένειες της «μεσαίας τάξης», με ιδιόκτητη κατοικία και με σταθερή εργασία
(και συνεπώς σταθερό εισόδημα), ενώ υπάρχουν και οι περιπτώσεις ατόμων που ζουν
σε ενοικιαζόμενη κατοικία, με γονείς οι οποίοι, υπήρξαν κατά διαστήματα άνεργοι,
ενώ η απασχόλησή τους ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, αλλά και εξακολουθεί να
είναι σε θέσεις ανειδίκευτων εργατών (κατηγορία ESEC5, βλ. ενότητα 3.2). Επίσης,
ορισμένοι από τους συνεντευξιαζόμενους, εργάζονται στην τυπική οικονομιά, ενώ
άλλοι είναι άνεργοι ή εμπλέκονται στην παράνομη οικονομία ή είχαν ανάμιξη με
αυτήν κατά το παρελθόν. Η συγκεκριμένη κοινωνική κατηγορία (ομάδα), ενώ
αναφέρεται συχνά σε όλες τις ποιοτικές έρευνες για την επίδραση της γειτονιάς,
εντούτοις, είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου μέλη αυτής της κατηγορίας, παρέχουν
συνέντευξη στον (-ην) ερευνητή (-τρια).

Με βάση των όσων ειπώθηκαν στην ενότητα 1.1, το δείγμα ανταποκρίνεται σε


διάφορες κοινωνικές κατηγορίες που βρίσκονται εντός ή εκτός της σφαίρας του
κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ παράλληλα ανταποκρίνεται στο αίτημα της παραπάνω
μεθόδου, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόκλιση των χαρακτηριστικών των
ατόμων. Επίσης, στο δείγμα συγκαταλέγονται και 4 εκπαιδευτικοί, 2 από το
νυχτερινό Λύκειο του σχολικού συγκροτήματος Νομικού και 2 από σχολεία της

400
Γκράβας. Η επιλογή αυτή έγινε για να συμπεριληφθούν και οι απόψεις των
εκπαιδευτικών που έχουν βιώσει (μέσα στο χρόνο) τα δύο σχολικά συγκροτήματα και
τα σχολεία, εντός αυτών, όπου διδάσκουν και να αποτυπωθούν έτσι οι τυχόν αλλαγές,
στο επίπεδο της καθημερινής εμπειρίας, που έχουν συντελεστεί σε αυτά, διότι όπως
αναφέρθηκε στην ενότητα 2.3, το σχολείο είναι ένας σχετικά αυτόνομος χώρος, ως
προς την επίδρασή του στην κοινωνικοποίηση και στις ευκαιρίες ζωής του ατόμου.
Παράλληλα, η έρευνα απέδωσε ιδιαίτερη προσοχή στον ρόλο του νυχτερινού
σχολείου στην εξέλιξη της διαδρομής ζωής ορισμένων συνεντευξιαζομένων, καθότι η
σχέση του, όπως θα δούμε παρακάτω, με την επίδραση (και το στάτους) της γειτονιάς
είναι ιδιαίτερος και πολύπλοκος.

Η εθνικότητα των ατόμων του δείγματος, είναι πολυποίκιλη, διότι αποτελείται, όσον
αφορά τις «μεμονωμένες» περιπτώσεις, από άτομα ελληνικής καταγωγής
(συμπεριλαμβανομένων και των 4 εκπαιδευτικών), άτομα δεύτερης γενιάς
μεταναστών των οποίων οι γονείς κατάγονται από την Αλβανία, ενώ οι υπόλοιποι
είναι από Γκάνα, Σιέρα Λεόνε, Τανζανία, Νιγηρία, Πακιστάν και την Βουλγαρία.
Όσον αφορά τις παρέες, η μία αποτελείται εξ’ ολοκλήρου από άτομα δεύτερης γενιάς
μεταναστών με καταγωγή από την Αλβανία, ενώ η δεύτερη αποτελείται από παιδιά
αλβανικής καταγωγής και ένα παιδί που έχει ρίζες από τη Συρία. Ο ανήλικος μαθητής
και η μητέρα του, κατάγονται από την Κένυα. Η συντριπτική πλειοψηφία των
«μεμονωμένων» ατόμων είναι άνδρες, ενώ και η 2 παρέες αποτελούνται εξ’
ολοκλήρου από άνδρες. Η ηλικία των ατόμων του δείγματος, ξεκινά από τα 10 και
φτάνει μέχρι τα 67 χρόνια.

Με βάση την λογική της μέγιστης απόκλισης, θεωρείται απαραίτητο στο δείγμα του
ερευνητή, να περιλαμβάνονται περιπτώσεις, όπου ορισμένα χαρακτηριστικά αυτών,
να αποκλίνουν από τα συνήθη χαρακτηριστικά της ομάδας (κατηγορίας) στην οποία
ανήκουν καθώς και, εάν είναι εφικτό, να αποτελούν ασυνήθιστες, «έκτοπες»
περιπτώσεις της ομάδας της οποιάς ανήκουν (Weiss 1994: 25). Με αυτόν τον τρόπο,
επιτυγχάνεται η ανακατασκευή του θεωρητικού υποδείγματος, σύμφωνα με τον
σκοπό της διευρυμένης περιπτωσιολογικής μεθόδου (Small 2009a: 17, Tavory &
Timmermans 2009: 252). Εκτός από την περιοχή έρευνας, η οποία αποτελεί μια
ιδιαίτερη περίπτωση αφού δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, διαχρονικά, ως περιοχή
αποστέρησης, όπως αναδείχθηκε στην ενότητα 3.2, χρειάστηκαν και ατομικές,

401
«ασυνήθιστες» περιπτώσεις, που δεν συνάδουν με τις «κανονικότητες» που
αναδεικνύονται από την βιβλιογραφία της επίδρασης της γειτονιάς. Ορισμένοι
συνεντευξιαζόμενοι, αποτελούν… τέτοιου τύπου περιπτώσεις, όπως θα δούμε
παρακάτω.

Όπως είναι ήδη ορατό, η μέθοδος της μέγιστης απόκλισης, δεν επαρκεί για την άμεση
συλλογή των περιπτώσεων του δείγματος, αφού αυτή αποτελεί τον θεωρητικό οδηγό
εντοπισμού αυτών. Η δεύτερη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η μέθοδος της
χιονοστιβάδας (snowballing method), κατά την οποία, ο ερευνητής συλλέγει το
δείγμα του, ή ένα τμήμα αυτού, από τις συστάσεις ανθρώπων, οι οποίοι του
παραχωρούν συνεντεύξεις. Κατά αυτόν τον τρόπο, η συλλογή του δείγματος,
αποτελεί μια αλυσιδώτη σχέση, όπου το ένα μέλος του δείγματος, συστήνει τον
ερευνητή στο επόμενο μέλος.

Η συγκεκεριμένη μέθοδος, έχει δεχτεί κριτική από ορισμένους κοινωνικούς


επιστήμονες, λόγω του γεγονότος ότι με αυτόν τον τρόπο, ο ερευνητής συλλέγει
δεδομένα από ανθρώπους, οι οποίοι συγκροτούν ένα κοινωνικό δίκτυο. Κατά
συνέπεια, υποστηρίζεται ότι οι άνθρωποι του δείγματος θα τείνουν να έχουν κοινές
άποψη και κοινά βιώματα με αποτέλεσμα, να επαναλαμβάνονται κοινά δεδομένα
μέσα από τις συνεντεύξεις των ατόμων. Ο Small (2009a: 14-15), ασκώντας κριτική
στην παραπάνω άποψη, υπενθυμίζει ότι τα δίκτυα ενός ατόμου δεν συγκροτούνται
αναγκαστικά μόνο από «φίλους», αλλά και από «γνωστούς», με τους οποίους
ενδέχεται να υπάρχουν ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα, τόνισε ότι
το νόημα της ποιοτικής έρευνας, δεν είναι η ανάδειξη ενός αντιπροσωπευτικού
δείγματος του πληθυσμού του εθνογραφικού πεδίου, αλλά η μελέτη συγκεκριμένων
περιπτώσεων καθώς και οι διάφορες αποκλίσεις εντός αυτών, που ενυπάρχουν
πάντοτε, ακόμη και εντός μιας παρέας.

Επιπλέον, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, τα δίκτυα των ατόμων δεν είναι
απαραίτητα κοινωνικά ομοιογενή, διότι αυτά συγκροτούνται εντός ενός (σχετικώς)
κοινωνικά μικτού χώρου, στην γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, ενώ σε ορισμένες
περιπτώσεις, τα κοινωνικά δίκτυα ξεπερνούν τα όρια του γεωγραφικού πεδίου,
περιλαμβάνοντας άτομα που κατοικούν σε διαφορετικές περιοχές της Αθήνας.

402
Για την πραγμάτωση της μεθόδου της χιονοστιβάδας, απαιτείται από τον ερευνητή να
εντοπίσει ανθρώπους- κλειδιά (Oberhuber & Kryżanowski 2008: 188, Marvasti 2004:
46), που θα τον «συστήσουν» στο εθνογραφικό πεδίο καθώς και στα άτομα αυτού του
πεδίου και των οποίων η προθυμία να βοηθήσουν τον ερευνητή είναι καθοριστική για
την διαδιακασία της έρευνας. Ο βασικός άνθρωπος- κλειδί της παρούσας έρευνας
είναι ο Μάνος, ο οποίος ανέλαβε με σύστησει σε διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων
που απαιτούνταν για την διεκπαιρέωση της έρευνας. Μέσω του Μάνου, γνώρισα
άνθρώπους οι οποίοι με σύστησαν, με την σειρά τους, σε άλλα άτομα, με αποτέλεσμα
να επιτευχθεί η διαφοροποίηση των κοινωνικών χαρακτηριστικών του δείγματος.

Εκτός από την μέθοδο της χιονοστιβάδας, ένας άλλος τρόπος συλλογής του δείγματος
ήταν μέσω της περιπλάνησης και προσεκτικής παρατήρησης στην γειτονιά Κάτω
Πατήσια- Κυψέλη καθώς και στα δύο σχολείο της περιοχής. Σύμφωνα με την
Kusenbach (2003), με αυτόν τον τρόπο, ο/ η ερευνητής/ -τρια εντοπίζει τοποθεσίες
εντός του εθνογραφικού πεδίου, οι οποίες αποτελούν χώρο συνάθροισης ατόμων,
παρατηρώντας παράλληλα τις διάφορες πρακτικές που λαμβάνουν χώρα σε αυτές.
Κατά συνέπεια, εκτός από τον εντοπισμό ατόμων που θα εμπλουτίσουν το
εθνογραφικό δείγμα, η παραπάνω μέθοδος βοηθά και στην αποτύπωση ορισμένων
τόπων εντός του εθνογραφικού πεδίου, που συγκροτούν τις μικρο- γεωγραφικές,
χρηστικές διαφοροποιήσεις του. Οι 2 παρέες του δείγματος καθώς και ορισμένοι από
τους συνεντευξιαζόμενους, εντοπίστηκαν όπως θα αναδειχθεί στην επόμενη ενότητα,
με βάση τον παραπάνω τρόπο.

Η αξιοπιστία των δεδομένων μιας εθνογραφικής έρευνας και συγκεκριμένα των


συνεντεύξεων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αμοιβαία εμπιστοσύνη που
χρειάζεται να αναπτυχθεί ανάμεσα στον/ στην εθνογράφο και στους ανθρώπους με
τους οποίους θα έρθει σε επαφή. Μόνο με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη, ο
ερευνητής συλλέγει πραγματικά και όχι ψευδή δεδομένα, ενώ ταυτόχρονα αποκτά
μεγαλύτερη πρόσβαση στις διάφορες πλευρές της καθημερινής ζωής της περιοχής
(Brewer 2000: 85). Εξάλλου, όσο καλύτερα γνωρίζει ο/ η εθνογράφος το άτομο με το
οποίο συνομιλεί για τον σκοπό της έρευνας, τόσο ακριβέστερη θα είναι και η
απόδοση της αφήγησης αυτού στο κείμενο της έρευνας (Prus 2005: 22). Στην
παρούσα εργασία, σημαντικό ρόλο για την συγκρότηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης,
διαδραμάτισαν οι διάφοροι άνθρωποι- κλειδια καθώς και η προσωπική μου

403
προσπάθεια, να έρθω κοντά στα άτομα, να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους, δείχνοντας
ένα πραγματικό και όχι απλώς «ερευνητικό» ενδιαφέρον για την ζωή τους και για την
σπουδαιότητα που έχει αυτή για την έρευνα και παράλληλα να τους γίνω οικείος, με
την συχνή παρουσία μου στο εθνογραφικό πεδίο καθώς και στους διάφορους τόπους
όπου συχνάζουν τα διάφορα επιμέρους άτομα ή παρέες.

Ο τύπος της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στο δείγμα, είναι αυτός της ημι-
δομημένης συνέντευξης, η οποία συνδυάζει «κλειστές» ερωτήσεις, δηλαδή ερωτήσεις
που έχουν τον χαρακτήρα «ερωτηματολογίου» και στις οποίες το άτομο απαντά με
μία ή λίγες λέξεις (για παράδειγμα, ερώτηση: «Πόσο χρονών είσαι;» απάντηση:
«Είμαι 30 ετών»), καθώς και «ανοικτές» ερωτήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να
απαντηθούν με λίγες λέξεις αλλά αντίθετα «απαιτούν», ως απάντηση, μια αφήγηση
από την πλευρά των συνεντευξιαζομένων. Οι «κλειστές» ερωτήσεις, στην παρούσα
εργασία, σκοπεύουν στην ανάδειξη κοινωνικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών
(ηλικία, δημιουργία ή όχι οικογένειας, εκπαιδευτικό επίπεδο, απασχόληση) των
ατόμων, ενώ οι «ανοικτές», σκοπεύουν στην ανάδειξη γεγονότων (εμπειριών) και
αντιλήψεων, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι δύο παραπάνω τύποι ερωτήσεων,
συγκροτούν το πλαίσιο του οδηγού συνέντευξης της παρούσας εργασίας, όπως
κατατίθεται στο παράρτημα της διατριβής, δηλαδή το πλαίσιο με το οποίο
«κατευθύνεται» η συνομιλία με τους συνεντευξιαζόμενους (-ες), για τον σκοπό της
έρευνας (Brewer 2000: 63, Gerson & Horowitz 2002: 219).

Συγκεκριμένα, στα άτομα που μεγάλωσαν στην γειτονιά ή σε κάποια άλλη περιοχή
της Αθήνας και πήγαν σχολείο είτε σε ένα από τα δύο σχολικά συγκροτήματα είτε
αλλού, η μέθοδος που ακολουθήθηκε όσον αφορά την δομή των «ανοικτών»
ερωτήσεων, ήταν η μέθοδος της ιστορίας ζωής (life history method). Σύμφωνα με
αυτήν την μέθοδο, οι ερωτηθέντες, καλούνται να περιγράψουν την διαδρομή ζωής
τους, δηλαδή την βιο-ιστορία/ βιογραφία τους, τα βιώματά τους, ενώ οι ερωτήσεις,
συνήθως ξεκινούν από μια αρχική περίοδο της ζωής του ατόμου που την ορίζει ο
ερευνητής, μέχρι την χρονική στιγμή όπου γίνεται η συνέντευξη. Το αρχικό σημείο
για την παραπάνω κατηγορία ατόμων, στην περίπτωση των Ελλήνων, ήταν η σχολική
περίοδος και στην συνέχεια η περίοδος της αγοράς εργασίας μέχρι και την στιγμή
όπου διεξαγόταν η συνέντευξη. Στην περίπτωση, όπου τα άτομα είχαν γεννηθεί στο
εξωτερικό, το αρχικό σημείο ήταν τα βιώματά τους στην χώρα όπου γεννήθηκαν

404
καθώς και τον «ταξίδι» τους στην Ελλάδα, ενώ στη συνέχεια, ακολουθούσαν οι
σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες, όπως και στην περίπτωση των Ελλήνων.
Όσον αφορά τα άτομα που δεν φαίτησαν σε κάποιο σχολείο της Αθήνας (όπως
συμβαίνει με 2 επιχειρηματίες της περιοχής καθώς και με τους μετανάστες πρώτης
γενιάς από την Αφρική), η δομή των «ανοικτών» ερωτήσεων, αφορά τα βιώματά τους
στην χώρα καταγωγής όπου αυτά συμπεριλαμβάνουν και τις σχολικές τους εμπειρίες,
το ταξιδι τους στην Ελλάδα καθώς και τις επαγγελματικές τους εμπειρίες στην
Ελλάδα. Ο σκοπός αυτής της επιλογής, έγινε για να επιτευχθεί η ανάδειξη της
γειτονιάς στην εξέλιξη των εμπειριών των υποκειμένων από την χώρα τους, στην
Ελλάδα (Payne & Payne 2004: 23-24).

Όπως ειπώθηκε, οι «ανοικτές» ερωτήσεις του οδηγού συνέντευξης της παρούσας


εργασίας, εκτός από τις σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες, περιλαμβάνει και τις
απόψεις/ αντιλήψεις των ατόμων για την γειτονιά. Εκτός από την προσωπική ιστορία
του κάθε ατόμου, ο σκοπός των συνεντεύξεων ήταν και η ανάδειξη της αντίληψης
των ατόμων (παροντικής και παρελθοντικής) για το σχολείο στο οποίο φοίτησαν, για
την γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, καθώς και το τί πιστεύουν για τον ρόλο της
στην διαδρομή ζωής τους, στην περίπτωση των νέων ατόμων που ζουν σε αυτή και
φοίτησαν σε κάποιο από τα δύο σχολεία της γειτονιάς. Ο όρος «αντίληψη»,
αναφέρεται στον τρόπο που κατανοούμε (ή αλλιώς, το πώς «βλέπουμε») τον εαυτό
μας, τον κόσμο καθώς και τις διάφορες (αισθητηριακές) εμπειρίες της καθημερινής
μας ζωής (αντικείμενα, καταστάσεις, κείμενα, ομιλίες, χώρους, άλλα πρόσωπα,
σωματικές συμπεριφορές, κοκ). Η αντίληψη προσδίδει το νόημα78 στην καθημερινή
εμπειρία (Crossley 2001: 32) και σχετίζεται τόσο με τις αισθήσεις (όραση, ακοή,
κοκ), όσο και με τις πεποιθήσεις του ατόμου (Given 2008: 606), δηλαδή τις
νοηματικές βεβαιότητες που κατέχει το υποκείμενο για το αντιληπτό πρόσωπο,
πράγμα ή τον κόσμο (Smith 2001: 309). Επίσης, μέσω της αντίληψης, συγκροτούνται
οι σημειωτικές πτυχές της καθημερινής ζωής, όπου τα διάφορα αισθητά πράγματα
(πρακτικές, εικόνες, αντικείμενα, ήχοι, λέξεις, κ.ά.) μετατρέπονται σε σημεία/ σήματα
(για παράδειγμα, σήματα οδικής κυκλοφορίας) (Lee 1983).

78 Όπως εύστοχα το έθεσε ο Merleau-Ponty (1964: 25) «(…) η εμπειρία της αντίληψης είναι η
παρουσία μας τη στιγμή που πράγματα, αλήθειες, αξίες συγκροτούνται [σ.σ. νοηματικά] για εμάς»

405
Η εθνογραφική έρευνα για τον αστικό κοινωνικό αποκλεισμό, οφείλει να αποδίδει
ιδιαίτερη σημασία στην κατανόηση των αντιλήψεων ενός ατόμου (ή μιας ομάδας
ατόμων) που αναδύονται μέσα από την εξιστόρηση, διότι μέσω της αντίληψης,
αναδεικνύονται πτυχές του πολιτισμικού πλαισίου του υποκειμένου (ατομικού ή
συλλογικού), όπως το νόημα που αποδίδεται από το υποκείμενο (μέσω της
προσωπικής του ερμηνείας) στις καθημερινές του εμπειρίες καθώς και στις διάφορες
πρακτικές που επιτελεί (Cortazzi 2001: 384, Ostrow 1981: 280).

Οι απόψεις των ατόμων για την γειτονιά (καθώς και οι συναφείς εμπειρίες),
περιλαμβάνονται στον οδηγό συνέντευξης και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην
περίπτωση του συνταξιούχου ο οποίος έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην
γειτονιά, αποτέλεσαν το επίκεντρο της συνέντευξης. Όπως τονίζει η Löw (2016: 178-
180), παράλληλα με την σκέψη του κριτικού ρεαλισμού, μέσω της ανάδειξης της
αντίληψης των ατόμων για την γειτονιά τους, μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα
της χωρικής ιεραρχίας σε μία ποιοτική έρευνα, καθότι η αντίληψη που σχετίζεται με
έναν τόπο, συγκροτείται πάντοτε σχεσιακά, από τα πράγματα (και υποκείμενα) που
τον συγκροτούν σε σχέση με τα πράγματα (και υποκείμενα) που συγκροτούν άλλους
τόπους. Εκτός από τις αντιλήψεις για την γειτονιά, δόθηκε ιδιαίτερη πρόσοχη και στις
αντιλήψεις που αφορούν το σχολείο, τόσο στην περίπτωση των εκπαιδευτικών όσο
και στην περίπτωση των ατόμων που φοίτησαν σε ένα από τα δύο σχολεία της
γειτονιάς, ουτοσώστε να αναδειχθεί η σχέση στο βιωμένο χώρο της γειτονιάς και στο
βιωμένο χώρο του σχολείου.

Οι συνεντεύξεις είχαν διάρκεια 15- 35 λεπτά και η καταγραφή τους έγινε με την
βοήθεια ηλεκτρονικής συσκευής εγγραφής φωνής εκτός από μία περίπτωση, στην
οποία το άτομο, ένιωθε άβολα και χρειάστηκε να κρατώ σημειώσεις σε τετράδιο.
Επιπρόσθετα, σε κάθε συνέντευξη, κρατούσα σημειώσεις, που αφορούσαν τις
αντιδράσεις των συνεντευξιαζομένων κατά την διάρκεια της συνέντευξης, διότι αυτές
αποτελούν μέρος της συνέντευξης, ως μια μορφή μη-λεκτικής επικοινωνίας (Seidman
2006: 90).

Ο τρόπος διατύπωσης των «ανοικτών» ερωτήσεων, εντός του πλαισίου που θέτει ο
οδηγός συνένετευξης, δεν είχε το ίδο ύφος σε κάθε ερωτώμενο διότι σε μια ποιοτική
έρευνα, ο/ η ερευνητής/ -τρια καλείται να «προσαρμόζει» τις ερωτήσεις στο
υποκείμενο με το οποίο έρχεται σε επαφή καθώς και να κατευθύνει την ροή της

406
συνομιλίας, λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις που δέχεται (Seidman 2006: 91).
Επίσης, κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων, απαιτήθηκε από όλους τους
συνετευξιαζόμενους (με εξαίρεση μια παρέα ατόμων για λόγους που θα γίνουν
αντιληπτοί στην επόμενη ενότητα) να παράσχουν μια επιπλέον διευκρίνιση για μια
άποψη ή ένα βίωμα που διατύπωσαν κατά την διάρκεια της συνομιλίας. Το παρακάτω
διάγραμμα, αποτυπώνει σχηματικά τον τρόπο διατύπωσης των «ανοικτών»
ερωτήσεων, όπως διατυπώθηκαν κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων.

Διάγραμμα 4.1.38: Ο τρόπος διατύπωσης των ανοικτών ερωτήσεων των


συνεντεύξεων

«Ανοικτή» ερώτηση:
«Πες μου για…» ή Περιγραφή γεγονότος
«Θα με ενδιέφερε να
μου μιλησεις για…»

Διερεύνηση:
«Προηγουμένως τόνισες
πως… Μίλησέ μου για Περαιτέρω λεπτομερής
αυτό» ή «Τι εννοείς περιγραφή γεγονότος
λέγοντας …;»

Πηγή: Roulston 2010: 14

Μέσω της παραπάνω στρατηγικής, παρέχεται η δυνατότητα για την κατανόηση των
λεπτομερειών των εμπειριών των ατόμων, αλλά και της επίδρασης αυτών στις
διαθέσεις τους, συμπεριλαμβανομένων και των αντιλήψεών τους. Όμως σύμφωνα με
τον Allen (2005: 202), στην περίπτωση της ποιοτικής έρευνας της επίδρασης της
γειτονιάς, αλλά και γενικότερα της αστικής φτώχειας και του κοινωνικού
αποκλεισμού, το ζητούμενο δεν είναι το ερμηνευτικό «βάθος» των απαντήσεων των
συνεντευξιαζομένων, ούτε η απαίτηση μιας «επιστημονικής» αιτιολόγησης
πρακτικών και γενικότερα, γεγονότων από την πλευρά αυτών, αλλά αντίθετα, το
νόημα των βιωμένων εμπειριών των ατόμων καθεαυτών, όπως αναδεικνύεται μέσα
από τις διηγήσεις τους.

Με άλλα λόγια, οι διερευνητικές ερωτήσεις, όπως παρουσιάζονται στο παραπάνω


διάγραμμα, θα πρέπει να γίνονται με σκοπό, όχι την απόσπαση μιας αναλυτικής

407
αφήγησης, αλλά της κατανόησης των στάσεων και αντιλήψεων των ατόμων που
μελετώνται, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα προϊόν αναλυτικής σκέψης και
συνειδητής επιλογής. Όπως θα δούμε παρακάτω, ακόμα και οι «ρηχές» απαντήσεις
του τύπου «έτσι είναι τα πράγματα εδώ», φανερώνουν μια ιδιαίτερη σχέση του ατόμου
με την γειτονιά.

Συνοψίζοντας, ο σκοπός των συνεντεύξεων, ήταν να αναδειχθεί, πρωτίστως, ο ρόλος


της γειτονιάς Κάτω Πατήσια- Κυψέλη (παράλληλα με τον ρόλο του σχολείου), στις
ευκαιρίες ζωής των νέων ανθρώπων και συγκεκριμένα στις δύο βασικές διαστάσεις
του κοινωνικού αποκλεισμού, επάγγελμα και εκπαίδευση (Fangen 2010), όπου αυτές
οι διαστάσεις αφορούν, συγκεκριμένα τα άτομα που μεγάλωσαν στην γειτονιά και
φοίτησαν σε ένα από τα δύο σχολικά συγκροτήματα. καθώς και την αντίληψη των
ατόμων αυτών τόσο για την ταυτότητα της γειτονιάς (συγκεκριμένα, την ποιότητα
ζωής σε αυτήν καθώς και την κοινωνική της φυσιογνωμία), όσο και για την σχέση
της ταυτότητας της γειτονιάς με την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση, με σκοπό
να αναδειχθούν οι υποκειμενικές εκτιμήσεις για τον ρόλο της γειτονιάς στις ευκαιρίες
ζωής τους (Visser, Bolt & van Kempen 2015). Όσον αφορά τα άτομα των υπόλοιπων
κατηγοριών, όπως στην περίπτωση των εκπαιδευτικών, των ατόμων που δεν
κατοικούν στην γειτονιά, ορισμένων τοπικών επιχειρηματιών και του συνταξιούχου,
ο σκοπός είναι η ανάδειξη των αντιλήψεων που έχουν για την συγκεκριμένη γειτονιά
(ή/ και για το σχολείο στο οποίο διδάσκουν, όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς).

Επιλέον, επιχειρήθηκε και μια σύγκριση των βιωμάτων ή/ και αντιλήψεων, με όρους
«ομοιότητας», των μελών του δείγματος, που αφορούν την ταυτότητα της γειτονιάς.
Όπως διατυπώθηκε στην ενότητα 2.3, η αντίληψη τόσο των κατοίκων μιας γειτονιάς
όσο και αυτών που δεν κατοικούν στην γειτονιά αυτή, σχετίζεται άμεσα με τα
κοινωνικά της χαρακτηριστικά και επηρεάζει τις πρακτικές/ δραστηριότητες των
ατόμων που τελούνται μέσα στον χώρο αυτής, όπως το εάν θέλουν ή όχι να
κατοικήσουν σε αυτή, ή να συνεχίσουν να κατοικούν σε αυτήν, ενώ ταυτόχρονα, η
αντίληψη αυτή, σχετίζεται με την κοινωνική ταυτότητα του ατόμου (Forrest &
Kearns 2001: 2134, Wilson 1993, Gotham & Brumley 2002).

Σε αυτό το σημείο, θεωρείται σκόπιμη η υπενθύμιση ότι ένα από τα πλεονεκτήματα


της ποιοτικής έρευνας στην μελέτη του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού ή
αλλιώς της κοινωνικής οδύνης κατά τον Bourdieu, είναι ότι η έρευνα δεν

408
επικεντρώνεται μόνο στην άνιση κατανομή πόρων (κεφαλαίων) αλλά και στην
βιωμένη εμπειρία της φτώχειας καθώς και στις αντιλήψεις (και συναισθήματα) που
δημιουργούνται από αυτήν (Frost & Hoggett 2008: 438- 439). Επιπρόσθετα, όσον
αφορά την σχέση του κοινωνικού αποκλεισμού και του βιωμένου χώρου, η εμπειρία
της κατοίκησης σε μια περιοχή κοινωνικού αποκλεισμού, αποτελεί μέρος της ίδιας
της εμπειρίας του κοινωνικού αποκλεισμού, είτε άμεσα, στην περίπτωση όπου το
άτομο ανήκει στην συγκεκριμένη κατηγορία, είτε έμμεσα, στην περίπτωση όπου το
άτομο, ενώ δεν μπορεί να θεωρηθεί κοινωνικά αποκλεισμένο, έρχεται καθημερινά σε
επαφή με γεγονότα (και ανθρώπους) που σχετίζονται με τον κοινωνικό αποκλεισμό
(Spicker 2001: 1).

Η σχέση μεταξύ του γράφοντα και των συνεντευξιαζομένων, επιχειρήθηκε να λάβει


τα χαρακτηριστικά μιας σχέσης εμπιστοσύνης, ουτοσώστε να αποκτηθεί η επιθυμητή
πρόσβαση στις εμπειρίες αυτών. Ταυτόχρονα, η διαδικασία των συνεντεύξεων,
δομήθηκε με βάση την λογική της ενεργούς και συστηματικής ακρόασης (Bourdieu
1999d: 609), η οποία προϋποθέτει την εμπιστοσύνη καθώς και τον σεβασμό του
ερευνητή απέναντι στο υποκείμενο το οποίο του παρέχει μια αφήγηση, με σκοπό ο
ερευνητής να καταφέρει να αντιληφθεί τις σκέψεις και τα συναισθήματα του
υποκειμένου, να έρθει στην θέση του, να «βυθιστεί» νοητικά στον κόσμο τον οποίο
περιγράφεται από το υποκείμενο και να μπορέσει έτσι, να αποκτήσει μια πρακτική
κατανόηση79 των συνθηκών ζωής στις οποίες ανήκει (Charlesworth 2000: 144).
Άλλωστε, τα παραπάνω υποκείμενα, εκτός από την περιοχή κατοικίας, κατέχουν και
άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι το επάγγελμά τους, το επίπεδο
εκπαίδευσής τους, η κοινωνική κατάσταση των γονιών τους, η εθνότητα στην οποία
ανήκουν καθώς και το και φύλο τους. Όλες αυτές οι ιδιότητες, διατέμνονται με
συγκεκριμένο τρόπο σε κάθε μία περίπτωση (για απράδειγμα, άνδρας, Αλβανός,
άνεργος, απόφοιτος Λυκείου) και η μορφή αυτής της διατομής, είναι προϊόν της
διαδρομής τους μέσα στο κοινωνικό κόσμο.

Με άλλα λόγια, η κάθε ατομική ιστορία καλείται να νοηθεί με όρους


πολυπλοκότητας, η οποία, όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.3, συγκροτείται από

79
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως η κατανόηση, δεν συνεπάγεται συμπάθεια (ή το αντίθετο) από
τον ερευνητή προς το υποκείμενο με το οποίο συνομιλεί, αλλά μια συγκεκριμένης μορφής αντίληψης
του ερευνητή για την σχέση του με το υποκείμενο, μια αντίληψη που στοχεύει στην ορθή ερμηνεία των
λεγομένων αυτού (Katschnig-Fasch 2002: 68).

409
διάφορες «μεταβλητές» (ιδιότητες) (Byrne 2005a: 133), με την διαφορά πλέον ότι τα
δεδομένα που προορίζονται για ανάλυση δεν είναι αριθμοί, όπως συνέβη στην
ενότητα 3.2, αλλά προφορικές ιστορίες που αντανακλούν βιώματα (γεγονότα) και
αντιλήψεις. Το πλάισιο στο οποίο διεξάγοταν, κάθε φορά, η συνομιλία
(αλληλεπίδραση) του γράφοντα με κάποιο (-α) συνεντευξιαζόμενο (-η) και
συγκεκριμένα το εξωτερικό περιβάλλον, καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο τέθηκαν οι
ερωτήσεις (βασικές και διευκρινιστικές), διότι στην μέθοδο της εθνογραφίας, ο χώρος
στον οποίο διεξάγεται η συνέντευξη, συμμετέχει με διάφορους τρόπους στην ίδια την
ροή της συνομιλίας (Venkatesh 2002). Η πρακτική κατανόηση του υποκειμένου,
απαιτεί την εστίαση του (-ης) ερευνητή (-τριας) στις εμπειρίες που καταθέτει ο/ η
ερωτώμενος/-η αλλά και την ενθάρρυνση του/ της για αξιολόγηση αυτών (Smith &
Elger 2014: 130). Η αξιολόγηση των εμπειριών από τον/ την ερωτώμενο/ -η,
αντανακλά την αντίληψή του/ της για αυτές καθώς και την άποψή του για το ποιά
είναι η ταυτότητά του, δηλαδή το «πού» (και σε ποιο βαθμό) θεωρεί ότι ανήκει, ποιός
είναι ο κοινωνικός του «τόπος» (Davies & Harré 1990). Κατ’ επέκταση, σημαντικό
ρόλο διαδραματίζουν, εκτός των άλλων, οι περιγραφές και αντιλήψεις των
συνεντευξιαζομένων που αφορούν άλλα πρόσώπα, που αντιστοιχούν σε άλλους
κοινωνικούς τόπους.

Η επεξεργασία των αφηγήσεων, με την μορφή γραπτού κειμένου, η οποία θα


παρουσιαστεί στην επόμενη ενότητα, δεν περιορίζεται μόνο στην περιγραφή των
γεγονότων που αναδεικνύονται μέσα από τον προφορικό λόγο των ατόμων, αλλά
επιπλεόν, επιχειρεί να συγκροτήσει και μία θεωρητική ανάλυση αυτών, πέρα από το
επίπεδο της εμπειρίας. Ο λόγος αυτής της απόπειρας, είναι το γεγονός ότι τα βιώματα
των ατόμων του δείγματος, αποτυπώνονται πρωτίστως, στις διαθέσεις τους, οι οποίες,
όπως αναφέρθηκε, πηγάζουν μέσα από τις δομές του κοινωνικού κόσμου. Το εύρος
αυτής της θεωρητικής ανάλυσης, εξαρτάται από την χρήση (και ανάπτυξη)
θεωρητικών εργαλείων που να επιτρέπουν την αποσαφήνιση της σχέσης μεταξύ του
εμπειρικού κόσμου και των αντικειμενικών κοινωνικών δομών, από τις οποίες
πηγάζουν όλες οι βιωμένες εμπειρίες (Charlesworth 2000: 28).

Όπως αναφέρθηκε ήδη, τόσο οι ποσοτικές όσο και, κυρίως, οι ποιοτικές έρευνες,
εκτός από την διαμόρφωση και αναδιατύπωση θεωρητικών προτάσεων, όπως η
τυπολογία των 13 μηχανισμών επίδρασης της γειτονιάς, απαιτούν και την χρήση

410
θεωρητικών εργαλείων για την ίδια την επεξεργασία των δεδομένων, όπου στην
συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι αφηγήσεις των ατόμων. Οι Wilson & Chaddha
(2009), τονίζουν ότι ενώ οι περισσότερες εθνογραφικές έρευνες που αφορούν την
αστική φτώχεια, δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο συλλογής δεδομένων,
εντούτοις, είναι λίγες αυτές που προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο
επεξεργασίας αυτών.

Τα θεωρητικά, ερμηνευτικά εργαλεία όπου θα χρησιμοποιουθούν για την ανάλυση,


κατανόηση και ερμηνεία των αφηγήσεων, προέρχονται, κυρίως, από τα συγγραφικά
έργα των Merleau-Ponty και Bourdieu, κάτω από το πρίσμα του κριτικού ρεαλισμού,
ο οποίος έχει την δυνατότητα, όπως αναφέρθηκε, να ενσωματώσει τις προτάσεις των
παραπάνω συγγραφέων. Το κοινό χαρακτηριστικό των θεωρητικών έργων των
παραπάνω συγγραφέων, είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται το ανθρώπινο υποκείμενο ως
ένα υποκείμενο «ανεξάρτητο» από τον εξωτερικό κόσμο, που απλώς συγκροτεί
αναπαραστάσεις για τον κόσμο και τα διάφορα πρόσωπα και πράγματα αυτού, αλλά
αντίθετα ως ένα υποκείμενο που είναι πρακτικά προσδεμένο με τον εξωτερικό κόσμο.
Αυτή η πρόσδεση, αφορά την πρακτική ενασχόληση (ή εναλλακτικά, προσκόλληση)
με ορισμένα πράγματα (και πρόσωπα) του κοινωνικού κόσμου. Επιπλέον, οι
παραπάνω συγγραφείς, θέτουν την πρακτική κατανόηση, δηλαδή την κατανόηση που
προκύπτει από την καθημερινή πρακτική, ως την βάση από την οποία προκύπτουν οι
καθημερινές αναπαραστάσεις μέσω της γλώσσας ή άλλων συμβολικών συστημάτων
(Taylor 1995: 169-170).

Επιπλέον, οι καθημερινές πρακτικές, δεν παράγονται από κάποιους «κανόνες» ενός


θεωρητικού σχήματος, αλλά αυτές έχουν την δική τους λογική, που προκύπτει μέσα
από την καθημερινή εμπειρία με τον κόσμο (Bourdieu 1990a: 86) και αυτός είναι ο
λόγος που ο/ η ερευνητής/ -τρια, οφείλει να είναι προσεχτικός(-ή) στην ερμηνεία
αυτών και στην μεταφορά τους από τον βιωμένο κόσμο της πράξης, στο γραπτό λόγο
της έρευνας (Bourdieu 2000: 185).

Εκτός όμως από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των καθημερινών πρακτικών και της
πρακτικής γνώσης που πηγάζει από αυτές, ο ίδιος ο χώρος της γειτονιάς και εν γένει,
ο γεωγραφικός χώρος, ως προϊόν πρακτικών, αλλά και ως κοινωνικά δομημένο
περιβάλλον με σχεσιακά προσδιορισμένες (προκύπτουσες) ιδιότητες, κατέχει μια μη-
αναπαραστατική σημασία, μια βιωματική σημασία που συγκροτείται κατά την

411
χρονική διάρκεια της δράσης και της καθημερινής εμπειρίας (Marcoulatos 2001: 5,
Thrift 2007: 2). Ο βιωματικός χώρος (και χρόνος) είναι αναπόσπαστα τμήματα της
καθημερινής δραστηριότητας, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν μπορούν να
αφαιρεθούν από αυτήν, στο επίπεδο της έρευνας (Taylor 1995: 176). Η έννοια του
βιωματικού χώρου, μας προτρέπει να συλλάβουμε εννοιολογικά την γειτονιά Κάτω
Πατήσια- Κυψέλη αλλά και τις διάφορες υποδομές και τοποθεσίες (δημόσιοι χώροι,
επιχειρήσεις, κ.ά) που λαμβάνουν χώρα μέσα σε αυτή ως πρωτίστως χώροι δράσης,
χώροι που ορίζονται από την βιωματική, πρακτική σχέση ενός κοινωνικού (και
ταυτόχρονα, κοινωνικοποιημένου κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες) υποκειμένου
με αυτούς και όχι απλώς ως «σημεία» επάνω στον χάρτη της περιοχής (Μαρκουλάτος
2007: 90).

Το «θεατράκι» του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας που απεικονίζεται στην


φωτογραφία 4.1.37, δεν αποτελεί απλώς μια τοποθεσία που λαμβάνει χώρα μέσα στο
σχολικό συγκρότημα, αλλά πρωτίστως, στο εμπειρικό επίπεδο της γεωγραφίας του
βίου, έναν χώρο που παρέχει συγκεκριμένες δυνατότητες για δράση σε συγκεκριμένα
κοινωνικά υποκείμενα που είναι διατεθειμένα να παράξουν μία συγκεκριμένη
πρακτική.

Για παράδειγμα, ο συγκεκριμένος χώρος, αποτέλεσε χώρο συνομιλίας (και


ταυτόχρονα, πεδίο επικοινωνίας) μεταξύ του γράφοντα και ορισμένων
συνεντευξιαζομένων με σκοπό την μελέτη της έρευνας της επίδρασης της γειτονιάς.
Ταυτόχρονα, αποτελεί χώρο ελεύθερου χρόνου, κυρίως νέων ατόμων, που κατέχουν
μια ιδιαίτερη βιωματική σχέση με τον συγκεκριμένο χώρο, όπως θα δούμε παρακάτω.

Έχει καταστεί σαφές ότι η κατανόηση και ερμηνεία της γεωγραφίας της καθημερινής
ζωής και των καθημεριών πρακτικών όπου συγκροτούν, αναπαράγουν ή/ και
μετασχηματίζουν κάθε γεωγραγικό τόπο, απαιτεί σε επίπεδο ποιοτικής έρευνας, την
κατανόηση της οπτικής πρώτου προσώπου, της οπτική του υποκειμένου που βλέπει
και δρα μέσα στον κοινωνικό κόσμο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και όχι μόνο
την υιοθέτηση της οπτική τρίτου προσώπου, της οπτικής του θεατή που παρατηρεί
«από απόσταση» τις δράσεις των άλλων, διότι όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.2, η
διαδικασία της «διπλής ερμηνευτικής» αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση των
κοινωνικών επιστημών. Όπως παρατηρεί ο Sayer (2004b: 93), συχνά, οι κοινωνικοί
επιστήμονες, υιοθετούν μια (συνήθως απλουστευτική) περιγραφή τρίτου προσώπου

412
των κινήτρων και δράσεων των υποκειμένων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα
υποκείμενα πράττουν συγκεκριμένα πράγματα, απλώς και μόνο λόγω της κοινωνικής
τους θέσης.

Αυτή η οπτική, δεν μπορεί να αποδώσει κατά τον συγγραφέα (2004b: 93), έστω και
προσεγγιστικά, το νόημα που αποδίδουν τα υποκείμενα στην πρακτική
καθημερινότητά τους, διότι χρειάζεται και η κατανόηση της οπτικής πρώτου
προσώπου που κατέχουν τα υποκείμενα. Ουσιαστικά, απαιτείται να ληφθούν υπόψη,
οι καθημερινές, βιωματικές σχέσεις των ανθρώπων με τον κοινωνικό κόσμο, όπως οι
αξιολογήσεις που αποδίδουν σε πράγματα και πρόσωπα καθώς και η μέριμνα που
δείχνουν για ορισμένα πράγματα και πρόσωπα στην καθημερινότητά τους (δηλαδή η
εκδήλωση ενός ορισμένου ενδιαφέροντος80) (Sayer 2004b: 93).

Συγκεκριμένα, η ποιοτική κοινωνική έρευνα, καλείται να δώσει ιδιαίτερη προσοχή


στις σχέσεις μέριμνας πέρα από το ενδιαφέρον για τον εαυτό και την κάλυψη των
φυσικών αναγκών, σε αυτές που λαμβάνουν την μορφή της προσκόλλησης,
νοούμενης ως με συγκεκριμένα πράγματα (πρακτικές, χώρους, κ.ά) και πρόσωπα
του κοινωνικού κόσμου (Sayer 2010c: 97, 2011: 124-125). Ορισμένες από τις
προσκολλήσεις, ενδέχεται να εμπεριέχουν μία μορφή συναισθηματικής σχέσης (η
οποία αφορά θετικά συναισθήματα όπως αγάπη, ευχαρίστηση, υπερηφάνεια,
εμπιστοσύση, κοκ) με πράγματα (και πρόσωπα) του κοινωνικού κόσμου (Sayer 2011:
125).

Η ταυτόχρονη συνύπαρξη των δύο οπτικών (πρώτου και τρίτου προσώπου), δεν
αποτελεί μια εύκολα διεξαγώγιμη διαδικασία, αφού ιδιαίτερα στην περίπτωση της

80
Η έννοια της μέριμνας, δεν πρέπει να συγχεέται νοηματικά, με την έννοια της της φροντίδας, καθότι
η φροντίδα αποτελεί απλώς μία συγκεκριμένη μορφή εκδήλωσης μέριμνας. Ο όρος «μέριμνα»,
υποδηλώνει ευρύτερα, μια μορφή ενδιαφέροντος (σύντομη παρατήρηση, πρακτική ενασχόληση/
πρόσδεση, κ.ά.), μια μορφή προσοχής που δείχνει το άτομο για τον εαυτό του και για ορισμένα
πράγματα και πρόσωπα (αθλητικες ομάδες, πολιτική, προσωπική ευημεριά με κοινωνικούς,
ψυχολογικούς και βιολογικούς όρους, ευημερεία φιλικών ή συγγενικών προσώπων, κ.ά), η οποία
προσδίδει στο συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο ένα συγκεκριμένο νόημα (Frankfurt 1988: 92, Sayer
2011: 2- 6, 2005: vii). «Η θεμελιώδης σχέση μας με τον κόσμο είναι η σχέση μέριμνας» (Sayer 2010c:
98). Όπως εύστοχα τονίζει ο Sayer (2011: 158), δεν είμαστε αδιάφοροι μπροστά στην θέα μιας
πιθανής βίαιης επίθεσης (για παράδειγμα, από ένα μεγαλόσωμο σκύλο) εις βάρος μας, διότι φοβόμαστε
το ενδεχόμενο της σωματικής βλάβης, γεγονός που προσδίδει την ιδιαίτερη, αρνητική σημασία που
έχει για μας, το ενδεχόμενο γεγονός της βίαιης επίθεσης καθώς και την θετική σημασία που κατέχει η
προσωπική μας ευημερία. Μέσω της μέριμνας για την προσωπική ευημερεία, μια πιθανή βίαιη
επίθεση, γίνεται αντιληπτή ως ενδεχόμενος «κίνδυνος». Η μέριμνα που δείχνει ένα άτομο για τα
διάφορα πράγματα και πρόσωπα στον καθημερινό του βίο, παρουσιάζει μια μορφή ιεράρχησης.
Ορισμένα πράγματα (και πρόσωπα) είναι περισσότερο σημαντικά από άλλα (Chalari 2009: 151).

413
μελέτης του αστικού κοινωνικού αποκλεισμού, ο/ η ερευνητής/ -τρια καλείται να
έρθει σε επαφή με ανθρώπους που είναι, συνήθως, αρκετά διαφορετικοί από τον/ την
ίδιο/ -α, λόγω ότι κατέχουν διαφορετικά βιώματα από αυτόν/ αυτήν (Sayer 2011: 13)
και διαφορετικές ταξικές θέσεις μέσα στο κοινωνικό κόσμο, με αποτέλεσμα να
καθίσταται δύσκολη η κατανόηση των αξιολογήσεών και προσκολλήσεων που έχουν
διαμορφώσει.

Οι σκέψεις των Merleau-Ponty, Bourdieu καθώς και στοχαστών του κριτικού


ρεαλισμού, μπορούν να συνεισφέρουν στην συνύπαρξη των δύο οπτικών μέσα στα
πλαίσια μια εθνογραφικής έρευνας. Επιπλεόν, μπορούν να αναδείξουν, στην
διαδικασία της ερμηνείας των αφηγήσεων, τις «μεταβλητές» εκείνες (δηλαδή τους
παράγοντες) που συνέβαλαν στην παραγωγή συγκεκριμένων πρακτικών, αφού στην
ποιοτική έρευνα, οι «μεταβλητές» δεν είναι προκαθορισμένες όπως στην περίπτωση
των στατιστικών μεθόδων, αλλά προκύπτουν μέσα από την ίδια την πρακτική της
έρευνας, από την σχέση του/ της ερευνητή/ -τριας με τις ζωές των ανθρώπων και την
(θεωρητική) επεξεργασία αυτών (Muijs 2004: 9). Τα ερμηνευτικά εργαλεία που
αποτελούν το θεωρητικό υπόβαθρο της ανάλυσης και κατανόησης των αφηγήσεων,
παρουσιάζονται στην επόμενη ενότητα.

4.2 Ερμηνευτικά εργαλεία ανάλυσης των συνεντεύξεων.

1) Έξη/ βιόκοσμος/ αναστοχαστικότητα.

Όπως αναφέρθηκε επιγραμματικά στην ενότητα 2.2, η έξη είναι ένα σύνολο χρονικά
ανθεκτικών (τουλάχιστον για μια ορισμένη χρονική περίοδο) και μεταθετών
διαθέσεων. Ο όρος έγινε γνωστός στις κοινωνικές επιστήμες από το έργο του
Bourdieu, αλλά η καταγωγή του όρου προέρχεται από τον Αριστοτέλη (Sayer 2010b:
112), ενώ παράλληλα συναντάται και στο έργο συγγραφέων που επηρέασαν την
σκέψη του Bourdieu όπως ο Husserl. Ο όρος, όπως αναφέρθηκε, είναι συνώνυμος
των όρων «τάση», «πρόθεση», «ικανότητα» και «ροπή», υποδηλώνοντας, εφόσον
αναφέρεται σε ανθρώπινα υποκείμενα, έναν τρόπο ύπαρξης (ή αλλιώς, ένα τρόπο

414
παρουσίας) (Bourdieu & Passeron 1990: 68), μια υπαρκτική στάση81 προς πράγματα
και πρόσωπα (Marcoulatos (2003a: 73). Ουσιαστικά, η έννοια της έξης, αναφέρεται
στην πρακτική προθετικότητα82, δηλαδή τις προθέσεις που δεν είναι κατ’ ανάγκή
συγκροτημένες με σαφήνεια και δεν αποτελούν ελεύθερες επιλογές ενός
«ορθολογικού» ατόμου που δρα χωρίς κοινωνικούς και οικονομικούς περιορισμούς
(Bourdieu & Wacquant 1992: 19- 20).

Ως διαδικασία, η έξη συγκροτείται μέσα από ένα σύνολο ιστορικών σχέσεων,


(οικονομικών, πολιτισμικών, κ.ά), ενσταλλαγμένων στα μεμονωμένα (βιολογικά)
άτομα υπό μορφή διαθέσεων83, οι οποίες αφορούν ενσώματες ικανότητες που
χαρακτηρίζονται ως κινητικά (σωματικά) και νοητικά σχήματα84, δηλαδή σχήματα

81
Για να αντιληφθούμε την έξη, ως μια υπαρκτική στάση, απαιτείται να συλλάβουμε την σχέση
σώματος και νου, περά από την παραδοσιακή διάκριση αυτών ως δύο αυτόνομες οντότητες. Αντίθετα,
σώμα και νους, αποτελούν μια ολότητα, ένα αδιαίρετο σύστημα που εκφράζεται με τον όρο «βιωμένο
σώμα», το σώμα μέσα από την οπτική του πρώτου προσώπου, που κατέχει σκέψεις, αντιλήψεις,
συναισθήματα και δεξιότητες (Sayer 2005: 29).
82
Η έννοια της προθετικότητας δεν αφορά απλώς την ιδιότητα ορισμένων νοητικών περιεχομένων να
αναφέρονται σε στοιχεία του εξωτερικού κόσμου, αλλά, γενικότερα, την εξωστρέφεια ενός τρόπου
ύπαρξης που περιλαμβάνει και την έκφραση του σώματος (Μαρκουλάτος 2007: 83-84).
83
Η έννοια της έξης, υποστηρίζεται από νευρολογικές και ψυχολογικές έρευνες, σε ό,τι αφορά τον
τρόπο συγκρότησης των διαθέσεων ενός ατόμου (Sayer 2011: 76).
84
Το «σχήμα», υποδηλώνει ένα ενσώματο «σχεδιάγραμμα» δράσης και νόησης (Carman 2008: 232).
Με τον όρο, «σωματικό»/ «κινητικό» σχήμα, γίνεται αναφορά σε μια σωματική τεχνογνωσία
(δεξιότητα), στην ικανότητα του σώματος και συγκεκριμένα των διαφόρων μερών/ οργάνων αυτού
(μάτια, χέρια, πόδια, στομα, κοκ) να παράγει μια οποιαδήποτε πρακτική, είτε απλοϊκή (περπάτημα,
ομιλία, παρατήρηση, κ.ά), είτε περισσότερο «απαιτητική» (άθλημα, οδήγηση αυτοκινήτου, παίξιμο
κιθάρας, κ.ά.). Μέσω του σωματικού σχήματος, παρέχεται στο άτομο μια ενσώματη, προ-στοχαστική
κατανόηση του εξωτερικού, αισθητού κόσμου, η οποία δεν απαιτεί κάποια μορφή επιστημονικής,
θεωρητικής γνώσης. Ένα παράδειγμα εκδήλωσης (ενεργοποίησης) κινητικού σχήματος είναι η
πρακτική της οδήγησης αυτοκινήτου, στην οποία οι διάφορες κινήσεις του σώματος, οι οποίες
πηγάζουν από το συγκεκριμένο κινητικό σχήμα της οδήγησης, εκτελούνται χωρίς απαραίτητα να
γνωρίζει ο/ η οδηγός ποιές φυσικές και χημικές διαδικασίες πραγματοποιούνται στο αυτοκίνητο κατά
την τέλεση αυτών των κινήσεων. Παρ’όλα αυτά, ο/η οδηγός γνωρίζει τις κινήσεις που χρειάζεται να
πραγματοποιηθούν για να οδηγήσει το αυτοκίνητο, ενώ τα διάφορα πράγματα του αυτοκινήτου (γκάζι,
φρένο, τιμόνι, κ.ά), γίνονται κατανοητά σε σχέση με αυτη την σωματική τεχνογνωσία της οδήγησης
του αυτοκινήτου. Το κινητικό σχήμα, αποτελεί ένα ενεργό συστατικό του δρώντος υποκειμένου, του
υποκειμένου που ενεργεί μέσα στον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα, δεν αποτελεί μια στατική οντότητα, διότι
μπορεί να «βελτιωθεί» μέσω της έξασκησης (βελτίωσή δεξιοτήτων) ή αντίθετα να «εξασθενήσει»
λόγω έλλειψης εξάσκησης (Crossley 2001: 123-124, Carman 2008: 110, Romdenh-Romluc 2011: 77).
Τα νοητικά σχήματα, περιλαμβάνουν όλες τις αντιληπτικές κατηγοριοποιήσεις/ ταξινομήσεις
(αντιληπτικά σχήματα) που συγκροτούν την αντίληψη για τον κόσμο και τα αισθητά πράγματα και
πρόσωπα (Wacquant 2014a: 8), τις οποίες ο Bourdieu χαρακτηρίζει και ως «αρχες διαφοροποίησης»
(1998a: 8), ή σε άλλες περιπτώσεις, ως «αρχές οπτικής και διαίρεσης» του κόσμου (1998a: 25). Για
παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, όταν γίνεται αισθητό (οπτικά ή ηχητικά), γίνεται κατανοητό ως τέτοιο,
μέσω του αντιληπτικού σχήματος «αυτοκίνητο». Αντίστοιχα, τα διάφορα πράγματα του αυτοκινήτου,
γίνονται κατανοητά (και διακρίνονται μεταξύ τους), με βάση ορισμένα αντιληπτικά σχήματα όπως
«γκάζι», «φρένο», «τιμόνι», κ.ά. (Crossley 2001: 132). Στα αντιληπτικά σχήματα της έξης,
περιλαμβάνονται και τα διάφορα σχήματα αξιολόγησης που εκδηλώνονται στις προτιμήσεις (γούστα)
που έχει ένα υποκείμενο για αγαθά και πρακτικές, διότι όπως μας υπενθυμίζει ο Bourdieu (1984: 466),
αυτό που αποκαλούμε στον καθημερινό λόγο ως «γούστο», δεν είναι τίποτε άλλο παρά «(…) μια

415
δράσης, σκέψης, αντίληψης και αξιολόγησης (Bourdieu & Wacquant 1992: 16,
Bourdieu 1977a: 17, 2005b: 43, 1990a: 53). Μέσω της έξης, παρέχεται στο άτομο μια
πρακτική αίσθηση, όπου με βάση αυτή, γνωρίζει85 πώς να δρα μέσα στις διάφορες
συγκεκριμένες καταστάσεις του καθημερινού του βίου, νοούμενες ως πεδία δράσης/
πρακτικής (όπως η μαγειρική, η παρέα με φίλους, η φροντίδα μελών της οικογένειας,
η εργασία, η ζωγραφική, το ποδόσφαιρο, κ.ά.) (Bourdieu 1998a: 25, Bourdieu &
Thompson 1991: 13, Schatzki 2002: 143, Sayer 2005: 44).

Η πρακτική αίσθηση συγκροτεί (αλλά και διαμομορφώνεται από) την προσκόλληση


του ατόμου σε συγκεκριμένα κοινωνικά πεδία (Bourdieu 1998a: 76-78, Frankfurt
1988: 85), ή ακριβέστερα, σε πράγματα (πρακτικές, αντικείμενα, κοκ) και πρόσωπα
που σχετίζονται με συγκεκριμένα πεδία (όπως το πεδίο της οικογένειας, της
ζωγραφικής, των διαπροσωπικών σχέσεων, κ.ά.) (Wacquant 2014a: 8-9, Sayer 2005:
25). Ο Bourdieu (1998a: 76-86) χρησιμοποίησε τον όρο επένδυση για να περιγράψει
τις σχέσεις προσκόλλησης (Sayer 2010c: 97) καθώς και τον όρο αίσθηση του
παιχνιδιού (feel for the game), αντί του όρου πρακτική αίσθηση (Bourdieu 1998a: 25),
διατυπώνοντας χαρακτηριστικά πως «(…) τα παιχνίδια που σας ενδιαφέρουν είναι
σημαντικά (…) γιατί έχουν επιβληθεί και εισαχθεί στο νου σας, στο σώμα σας, σε μια
μορφή που ονομάζεται αίσθηση του παιχνιδιού» (Bourdieu 1998a: 77).

Η αίσθηση του παιχνιδιού, αποτελεί την ενσωμάτωση του παιχνιδιού (πεδίου δράσης)
στο υποκείμενο και συγκεκριμένα στα σωματικά και νοητικά του σχήματα και
αποκτάται μέσω της πρακτικής ενασχόλησης (και κατά συνέπεια, εξοικείωσης) με
συγκεκριμένα παιχνίδια (Bourdieu 1990b: 61-62, Chia & Holt 2006: 647), γεγονός
που συνεπάγεται ότι το άτομο δεν έχει την ίδια αίσθηση για όλα τα παιχνίδια (Maton
2008: 58). Σύμφωνα με τον Sayer (2010b: 108), η έννοια της έξης υποδηλώνει ότι
«(…) έχουμε (…) ενσώματες κλίσεις [σ.σ προτιμήσεις], αποστροφές [σ.σ. απέχθειες]

επίκτητη διάθεση να “διαφοροποιείς” και να “αξιολογείς”» η οποία οδηγεί στην επιλογή πρακτικών,
προσώπων και αγαθών. Γενικότερα, τα αντιληπτικά και κινητικά σχήματα της έξης, δεν λειτουργούν
«ανεξάρτητα», αφού κάθε πρακτική, δεν αποτελείται μόνο από σωματικές κινήσεις αλλά και από
νοητικές λειτουργίες, όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.2, όπου οι βασικές μορφές αυτών, είναι οι
αντιληπτικές ταξινομήσεις της έξης (Bourdieu 1977a: 97). Επιπρόσθετα, τα νοητικά σχήματα,
περιλαμβάνουν και τους τρόπους σκέψης, τις διάφορες γλωσσικές δεξιότητες και γνώσεις και
γενικότερα, χαρακτηριστικά που περιλαμβάνονται στην έννοια του ενσώματου πολιτισμικού
κεφαλαίου, όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.2 (Nash 2005). Το ενσώματο πολιτισμικό κεφάλαιο, δεν
είναι ανεξάρτητο από τις αντιληπτικές κατηγοριοποιήσεις της έξης. Ας αναλογιστούμε το γεγονός, πως
όταν γνωρίζουμε μια ξένη γλώσσα και αντιληφθούμε ένα κείμενο γραμμένο σε αυτήν, οι λέξεις του
κειμένου δεν αποτελούν για την αντίληψή μας «άγνωστα» πραγματα.
85
Η πρακτική αίσθηση, αποτελεί ταυτόχρονα και πρακτική γνώση (Lau 2004: 377).

416
και δεξιότητες [καθώς και] μια αίσθηση για πολλά οικεία παιχνίδια, και σε ανοίκειες
καταστάσεις όπου δεν έχουμε καμία αίσθηση του παιχνιδιού,(…) νιώθουμε αβέβαιοι,
αμήχανοι,[κοκ]».

Η σπουδαιότητα της έξης για την κατανόηση του υποκειμένου, έγκειται στο γεγονός
ότι οι διαθέσεις που την συγκροτούν, παράγουν όλες τις αντιλήψεις (και ταυτόχρονα,
πεποιθήσεις), δράσεις και σκέψεις (συμπεριλαμβανομένων και των σκέψεων που
αφορούν δράση) (Bourdieu 1977a: 17, Atkinson 2010a: 54), καθώς και κίνητρα
δράσης (Schatzki 1996: 138), δηλαδή την θέληση (επιθυμία) για κάποιο πράγμα
(αντικείμενο, δράση, κατάσταση, κοκ) ή για σύναψη μιας μορφής σχέσης με κάποιο
πρόσωπο, η οποία θέτει το άτομο σε κίνηση προς την εκπλήρωσή της (Frankfurt
1988: 14, Wacquant 2014a: 8-9). Η Romdenh-Romluc (2011: 240), επηρεασμένη από
την σκέψη του Merleau-Ponty, τονίζει ότι τα κίνητρα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα
της αντίληψης και όχι ανεξάρτητα «στοιχεία» αυτής. Επίσης, η έξη παράγει και
συναισθήματα (συναισθηματικές διαθέσεις ή συναισθηματικά σχήματα), τα οποία
επίσης αποτελούν συγκροτητικά στοιχεία ορισμένων αντιλήψεων και σκέψεων ενός
ατόμου στον καθημερινό του βίο (καθώς και κίνητρα ορισμένων δράσεων) (Sayer
2005: 37-38, 2010c: 93-94). Ο Sayer (2005: 43-44, 2010d: 165) αναφέρεται και στην
ηθική διάσταση της έξης, στις ηθικές (ή ανήθικες) διαθέσεις της έξης που παράγουν
ηθικούς86 (ή ανήθικους) τρόπους συμπεριφοράς. Με γενικούς όρους, μπορούμε
κάλλιστα να διατυπώσουμε ότι η έξη συνιστά τον πρακτικό προσανατολισμό του
ατόμου μέσα στον περιβάλλωντα κόσμο, όχι μόνο με την χωρική έννοια αλλά και με
την υπαρκτική (Sayer 2005: 23- 24). Η κατοχή διαθέσεων απέναντι στα πράγματα
(όπως για παράδειγμα, η διάθεση για την παραγωγή ενός άρθρου ή για μελλοντική
είσοδο σε κάποιο πανεπιστήμιο), συνιστά έναν «(…) εγγενώς κατευθυντικό τρόπο

86
H ηθική, ως κλάδος της φιλοσοφίας, μελετά τις ανθρώπινες σχέσεις και συγκεκριμένα πώς οι
άνθρωποι συμπεριφέρονται, ή θα έπρεπε να συμπεριφερόνται, σε σχέση με την ευημερία (κοινωνική,
ψυχολογική, βιολογική) των άλλων (Sayer 2011: 7-9, 2005: 8-11, Frankfurt 1988: 80). Η ηθική, αν και
αποτελεί ένα… παραμελημένο πεδίο προβληματισμού στις κοινωνικές επιστήμες, εντούτοις έχει
ιδιαίτερη σημασία, διότι η ποιότητα ζωής ενός ατόμου, και συνεπώς η ευημερία του, εξαρτάται σε
μεγάλο βαθμό από το πώς του συμπεριφέρονται οι άλλοι (Sayer 2011: 7-8). Οι ηθικές διαθέσεις
παράγουν συμπεριφορές που προάγουν την ευημερία των άλλων όπως συμπεριφορές καλοσύνης,
ευαισθησίας, γενναιοδωρίας, κ.ά. ενώ οι ανήθικές διαθέσεις παράγουν συμπεριφορές που προάγουν
την οδύνη (με κοινωνικούς, ψυχολογικούς ή βιολογικούς όρους) όπως η αναλγησία, η εξαπάτηση, η
ιδιοτέλεια, η αδιαφορία στον πόνο των άλλων, η βία, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, κ.ά (Sayer 2005: 10,
43, 2011: 133). Η έξη ενός ατόμου ενδέχεται να αποτελείται ταυτόχρονα από ηθικές και ανήθικες
διάθεσεις, καθότι μπορεί ένα άτομο να συμπεριφέρεται ηθικά σε κάποιους και ανήθικα σε κάποιους
άλλους (Jackall 1997: 268, Sayer 2011: 130), ενώ θα πρέπει να έχουμε υπόψη πως οι ηθικές (ή
ανήθικες) διαθέσεις της έξης, όπως και οι υπόλοιπες, αποκτώνται κάτω από συγκεκριμένες
κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες (Sayer 2005: 191).

417
ύπαρξης» (Marcoulatos 2003a: 74-75), δηλαδή τον (υπαρκτικό) προσανατολισμό του
ατόμου προς συγκεκριμένα πράγματα (δράσεις, αντικείμενα, χώρους,, κοκ). Ο
κατευθυντικός τρόπος ύπαρξης που παρέχει η έξη, δεν περιλαμβάνει μόνο πράγματα
αλλά και ανθρώπους, όπως «(…) η διάθεση να εξυπηρετείς άλλους ή να σε
εξυπηρετούν οι άλλοι» (Sayer 2005: 24). Εκτός από τον πρακτικό προσανατολισμό, η
έξη συνιστά ταυτόχρονα μια «εσωτερική» δομή (βιωμένων) νοημάτων απέναντι σε
διάφορα πράγματα και πρόσωπα (Ostrow 1981: 294, Μαρκουλάτος 2007: 89).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του Bourdieu (1990a: 69-70, 1984: 474) στην
σωματική έξη (bodily hexis), που αποτελεί την σωματική «έκφραση» της έξης μέσω
του τρόπου παρουσίας (εμφάνισης), στάσης και κίνησης του σώματος. Η σωματική
έξη, αφορά την ενεργοποίηση κινητικών σχημάτων όπως οι διάφορες χειρονομίες και
γκριμάτσες που τυχόν συνοδεύουν την ομιλία, τα διάφορα μοτίβα συνηθειών του
σώματος (ο τρόπος που γευματίζουμε, που χρησιμοποιούμε διάφορα εργαλεία κατά
την επιτέλεση μιας δραστηριότητας, που περπατάμε, που παρατηρούμε, κ.ά). ο τόνος
της φωνής, αλλά και χαρακτηριστικά που αφορούν τον τρόπο εμφάνισης του
σώματος (ντύσιμο, τατουάζ, σωματότυπος, φαινότυπος, η στάση του σώματος όταν
είναι ακίνητο, κ.ά). Η σωματική έξη ενός ατόμου, είναι εφοδιασμένη με ένα ορισμένο
(κοινωνικό) νόημα που εκδηλώνεται στην αντίληψη για το (αντιληπτό) άτομο87
(Bourdieu 1977a: 87, Throop & Murphy 2002: 188, Bourdieu 1993a: 167).

Όσον αφορά τον ρόλο της έξης για την παραγωγή δράσεων, τα αντιληπτικά σχήματα
της έξης, τα οποία αποτελούν το υπόβαθρο για κάθε δράση, λειτουργούν «(…)πέρα
από την εμβέλεια του ενδοσκοπικού ελέγχου» (Crossley 2001: 93), κατευθύνοντας
την δράση «(…) πρακτικά» (Bourdieu 1984: 466). Με άλλα λόγια, το άτομο δρα,
εντός ενός πεδίου δράσης «αυτόματα» («ασυνείδητα») 88 (Bourdieu 2000: 169), ενώ η

87
Αυτή η αντίληψη, αφορά (ρητούς ή άρρητους) χαρακτηρισμούς της σωματικής κίνησης και
παρουσίας ενός ατόμου και μπορεί να λάβει διάφορες μορφές όπως «αρρενωπός τρόπος ομιλίας»,
«ροκ ντύσιμο», «άγαρμπη συμπεριφορά», κ.ά.
88
Ο όρος «ασυνείδητα», υποδηλώνει μια αυτόματη δράση η οποία δεν αποτελεί προϊόν στοχασμού
(Throop & Murphy 2002: 187). Η χρήση της λέξης «ασυνείδητη», ενδέχεται να προκαλέσει
εννοιολογική σύγχυση, κατά την ανάγνωση του κειμένου, οπότε, δεν σκοπευεται να χρησιμοποιηθεί
ξανά. Σύμφωνα με τον Crossley (2001: 46), είναι σφαλμα να συγχέουμε την αυτόματη δράση με την
απουσία συνείδησης (νου), διότι η συνείδηση (νους) είναι πρωταρχικώς μια αντιληπτική συνείδηση η
οποία αφορά την προστοχαστική σχέση του υποκειμένου με πράγματα και πρόσωπα. Ο ρόλος της
αυτόματης δράσης στον καθημερινό βίο δεν είναι αμελητέος, αφού όπως εύστοχα τόνισε ο Sayer
(2010c: 91): «Πολλές από τις δράσεις μας δεν βασίζονται σε αποφάσεις που προκύπτουν από
συστηματική περίσκεψη, σαν να πράτταμε με την βοήθεια μιας λίστας πλεονεκτημάτων και
μειονεκτημάτων κάποιας δράσης».

418
μόνη μορφή στοχασμού που μπορεί να λάβει χώρα κατά την διάρκεια της δράσης
είναι αυτή του πρακτικού στοχασμού89.

Για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τόσο η


απόκτηση όσο και η αναπαραγωγή (ή τροποποίηση) των κινητικών και αντιληπτικών
σχημάτων, συντελούνται πάντοτε εντός ενός πεδίου δράσης (Bourdieu 1990a: 73,
Ingold 2000: 162). Κάθε δράση, περιλαμβάνει κίνηση του σώματος, συγκεκριμένα
των διαφόρων μερών αυτού90, κατά την διάρκεια της οποίας το σώμα κινείται
πρακτικά, με βάση τις απαιτήσεις της ίδιας της δράσης, «(…) κάτω από το όριο
της(…) στοχαστικής [σ.σ. θεωρητικής] γνώσης» (Crossley 2007: 83). Ακόμα και
στην περίπτωση που συντελείται στοχασμός, εντός της διάρκειας της δράσης,
παραμένει στραμμένος στο σκοπό της δράσης (Bourdieu 1990a: 91). Όπως το έθεσε ο
Crossley (2001: 111): «Ο παίκτης, (…) σκέφτεται (…) βαθιά αλλά όχι για τους
κανόνες, την φύση ή τον σκοπό του παιχνιδιου. Όσο διαρκεί το παιχνίδι, ο παίκτης
είναι μέσα σε αυτό». Στην ίδια κατεύθυνση σκέψης βρίσκεται και ο Eagleton (1994:
212- 213), ο οποίος. από μια μαρξιστική σκοπιά, τονίζει πως:

«Το να πράττεις γενικώς, σημαίνει να περιορίζεις ή να αναστέλλεις (..) [τον]


στοχασμό. Οι “πραγματικές” συνθήκες της ύπαρξής μας, πρέπει
απαραιτήτως να απουσιάζουν από την συνείδηση κατά την στιγμή της
δράσης. Αυτή η απουσία είναι,(…), δομική και όχι ένα ζήτημα απροσεξίας»

Σε ορισμένα σημεία στο έργο του, ο Bourdieu δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι


διάφορες πρακτικές να αποτελούν προϊόν στοχασμού που έλαβε χώρα εκτός δράσης
(όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του στοχασμού μας πάνω στις μελλοντικές

89
Ο πρακτικός στοχασμός, αφορά τον στοχασμό που συντελείται εντός της διάρκειας της δράσης και
στοχεύει στην παραγωγή των «ορθών» (ή στην διόρθωση των «λανθασμένων») πράξεων, με σκοπό να
παραχθούν ικανοποιητικά αποτελεσμάτα (Bourdieu 2000: 162, Inglis & Thorpe 2012: 215).
90
Οι καθημερινές δράσεις/ πρακτικές (μελέτη βιβλίων, περίπατος στην εξοχή, συγγραφή κειμένων,
οδήγηση, αγορά αγαθών, ομιλία, στατιστική ανάλυση με την χρήση υπλογιστή, παρατήρηση του
περιβάλλοντα χώρου, κ.ά.) απαιτούν την ενεργοποίηση κινητικών σχημάτων που εκδηλώνονται στις
διάφορες κινήσεις των μερών του σώματος (για παράδειγμα, κίνηση των ποδιών στην περίπτωση του
περιπάτου, κίνηση των δαχτύλων και ματιών στη περίπτωση της συγγραφής κειμένων, κίνηση των
ματιών και του κεφαλιού στην περίπτωση της παρατήρησης του περιβάλλοντα χώρου ή της ανάγνωσης
ενός βιβλίου, κίνηση του στόματος ή και άλλων μερών του σώματος στην περίπτωση της ομιλίας, κ.ά),
χωρίς να χρειάζεται στοχαστική/ θεωρητική γνώση (με κοινωνιολογικούς, βιολογικούς, ή άλλους
όρους) των θεμελιωδών αρχών στις οποίες βασίζονται αυτές οι κινήσεις (Crossley 2007: 86, 2001:
122).

419
μας δράσεις ή πάνω στις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές της κοινωνίας), γεγονός
που πρέπει να το επιτρέπουν οι συνθήκες, ενώ η ίδια η μορφή του στοχασμού
καθορίζεται από την ίδια την δόμηση της έξης, η οποία παράγει τις σκέψεις
(Bourdieu 1990a: 63-64, 1979a: 50, Atkinson 2010a: 52).

Η έξη αποτελεί την βάση της συγκρότησης της σταθερότητας της καθημερινής ζωής,
των καθημερινών τρόπων συμπεριφοράς, γεγονός που υποδηλώνει ότι εντός
συγκεκριμένων χρονικών συνθηκών, το άτομο δρα με συγκεκριμένο, συνήθη τρόπο
(Bourdieu 1990b: 77). Αυτή η σταθερότητα, δεν υποδηλώνει ότι οι συμπεριφορές που
παράγoνται κάτω από ορισμένες συνθήκες, είναι σταθερές και αναλλοίωτες, διότι οι
καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο κάθε φορά το υποκέιμενο δεν είναι
ποτέ ακριβώς οι ίδιες με αυτές που συνάντησε κατά το παρελθόν (Bourdieu 1990b:
78), ενώ και οι διάφορες δεξιότητες που συνοδεύουν τις πρακτικές, μπορούν να
«βελτιωθούν» μέσα από την συνεχή εξάσκηση (Bourdieu 1977a: 81). Η σταθερότητα
που πηγάζει από την έξη, αφορά κυρίως το ύφος, τον γενικότερο τρόπο
συμπεριφοράς, παρά τις επιμέρους δραστηριότητες μιας πρακτικής, όπως για
παράδειγμα τις επιμέρους κινήσεις του σώματος (Bourdieu 1990b: 77-78). Η έξη δεν
πρέπει να ταυτίζεται με την μηχανική επανάληψη, διότι μέσα από τα σχήματά της
παρέχεται η δυνατότητα αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, προσαρμοσμένη στις
ανάγκες της εκάστοτε περίστασης (Bourdieu & Wacquant 1992:19).

Εκτός από την σταθερότητα, η έξη αφορά και την κανονιστικότητα91, την αξιολογική
πτυχή της καθημερινότητας μέσω της αντίληψης (Charlesworth 2007: 15), δηλαδή το

91
Η κανονιστικότητα της καθημερινής ζωής, δεν θα πρέπει να νοείται κατά τον Sayer (2011: 97) ως
ένα σύνολο γενικών κανόνων που ορίζουν το πώς πρέπει να δρούμε, αλλά ως οι αξιολογήσεις του
εαυτού και των διαφόρων αντιληπτών γεγονότων όπως πρακτικές, αγαθά, διαπροσωπικές σχέσεις,
άλλα πρόσωπα, κοκ. Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, μερικές εκ των οποίων
είναι η αισθητική (δηλαδή την αξιολόγηση των αισθητηριακών «ποιοτήτων» ενός εμπειρικού
γεγονότος και αποτυπώνεται σε εκφράσεις όπως «όμορφο»-«άσχημο», «καθαρό»- βρώμικο»,
«εύγευστο»-«άνοστο»-«αηδιαστικό». κ.ά), η επιτελεστική (δηλαδή την αξιολόγηση της συμπεριφοράς
ενός ατόμου εντός ενός πεδίου δράσης με βάση ένα ορισμένο «ποιοτικό» κριτήριο και αποτυπώνεται
σε εκφράσεις όπως «καλή» μαθήτρια-«κακή» μαθήτρια, όσον αφορά τις σχολικές επιδόσεις και την
συμπεριφορά του ατόμου μέσα στην σχολική αίθουσα, «επιδέξια» παίκτρια αντισφαίρισης- «αδέξια»
παίκτρια αντισφαίρισης, «καλός» εκπαιδευτικός- «κακός» εκπαιδευτικός, «αγενής» συνομιλητής-
«ευγενήςς» συνομιλητής, κ.ά) και η ηθική μορφή (με βάση τον τρόπο συμπεριφοράς των ατόμων ή του
εαυτού ως προς την ευημερεία ή την οδύνη των άλλων) (Sayer 2005: 142, 153). Σύμφωνα με τον Sayer
(2011: 2), εάν αγνοήσουμε την κανονιστική πλευρά της ζωής, κατά την διάρκεια της κοινωνικής
έρευνας, θεωρώντας πως αυτή είναι απλώς προϊόν κυρίαρχων αφηγήσεων και κατασκευασμένων
κανόνων, τότε καταλήγουμε σε μια ελλειμματική περιγραφή του κόσμου διότι αγνοούμε ένα βασικό
χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι ο αξιολογικός χαρακτήρας της. «Είμαστε
αξιολογικά όντα: δεν σκεφτόμαστε απλώς(…) αλλά αξιολογούμε πράγματα, συμπεριλαμβανομένου
του παρελθόντος και του μελλοντος. Αξιολογούμε πράγματα διότι(,…) είμαστε ευάλωτοι σε διάφορες

420
πώς αξιολογούμε τον εαυτό μας, τους άλλους, τις διάφορες καθημερινές πρακτικές,
αγαθά, τρόπους ζωής, την συμπεριφορά των άλλων απέναντι σε εμάς και την δική
μας απέναντι σε αυτούς (Sayer 2005: 45, 54, 2011: 2).

Όπως αναφέρθηκε, η έξη αποτελείται από ένα σύστημα διαθέσεων (νοητικών και
κινητικών σχημάτων) και με τον όρο «σύστημα», γίνεται αναφορά σε μια
ενοποιημένη ολότητα (δομή), η οποία συνθέτει μια ανθρώπινη παρουσία
(Marcoulatos 2001: 3). Ουσιαστικά, εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι
διαθέσεις είναι ενοποιημένες (Marcoulatos 2003a: 73). Συνεπώς, όταν αναφερόμαστε
σε μια έξη, τότε αυτή είναι η έξη κάποιου ατόμου. Το θεωρητικό πλεονέκτημα του
όρου, έγκειται στο γεγονός ότι μας υπενθυμίζει ότι η έξη ενός ατόμου, σχετίζεται με
την έξη των άλλων ατόμων που ανήκουν στην ίδια κοινωνική ομάδα92 με αυτό (τάξη,
φύλο, εθνικότητα, επάγγελμα, κοκ) με όρους ομοιότητας (Marcoulatos 2003a:76,
Wacquant 2014b: 120), ή ακόμα και στην βάση των κοινών χαρακτηριστικών που οι
έξεις των μελών μιας ομάδας τείνουν να μοιράζονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο
βαθμό (Atkinson 2011: 338). Σύμφωνα με τον Bourdieu (1987: 5), τα άτομα που
βρίσκονται σε όμοιες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες μέσα στον συνολικό
κοινωνικό πεδίο, λόγω του γεγονότος ότι βιώνουν όμοιες συνθήκες ύπαρξης, έχουν
κάθε πιθανότητα να αναπτύξουν όμοιες διαθέσεις, με αποτέλεσμα να «(…) παράγουν
πρακτικές και αναπαραστάσεις όμοιου τύπου».

Χρήσιμη κρίνεται η υπενθύμιση ότι πέρα από την κοινωνική τάξη, οφείλουμε να
λάβουμε υπόψη, για την διαμόρφωση της έξης, παράγοντες όπως το φύλο, η
εθνικότητα, ο τύπος της περιοχής κατοικίας (φτωχή, πλούσια, κοκ), η θέση στα
διάφορα κοινωνικά πεδία στα οποία συμμέτεχει και γενικότερα όλα τα κοινωνικά και
δημογραφικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν την ταυτότητά του (MacLeod 2009:

μορφές οδύνης» (Sayer 2011: 1). «Ως κατ’ ανάγκη αξιολογικά όντα, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μια
αδιάφορη οπτική του κόσμου» (Sayer 2011: 260). Ας μην ξεχνάμε πως η κοινωνικοποίηση ως
διαδιακασία, όπως παρουσιάστηκε στην ενότητα 2.3, αφορά τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις των
ατόμων που λαμβάνουν χώρα εντός διαφόρων μορφών διαπροσωπικών σχέσεων (όπως οι σχέσεις
φροντίδας, φιλίας, ανταγωνισμού, κ.ά) που ενδέχεται να παράξουν στάσεις ζωής και αξιολογήσεις που
δεν αντιστοιχούν με τις «επίσημες», κυρίαρχες νόρμες της κοινωνίας (Sayer 2011: 148-149).
92
«Μπορεί κανείς/ καμμιά να αναφέρεται σε μια αρρενωπή έξη, μια εθνική έξη, μια έξη της
μπουρζουαζίας κ.ά» (Wacquant 2005: 317).Επιπλέον, μπορεί να γίνει λόγος για την έξη ενός
σερβιτόρου (Bourdieu 1981: 309), μιας τουρίστριας (Edensor & Falconer 2012: 77) και εν γένει, για
την έξη μιας ορισμένης κοινωνικής κατηγορίας. Εκτός όμως από κοινωνικές και δημογραφικές ομάδες,
η έξη μπορεί να αφορά και πολιτικές κατηγορίες, όπως καταδεικνύει η έρευνα του Wolin (1992) για τα
πολιτικά χαρακτηριστικά της συντηρητικής έξης.

421
140). Για παράδειγμα, όσον αφορά τον ρόλο του φύλου στην συγκρότηση της έξης, ο
Sayer (2010b: 109) υποστηρίζει ότι στις σύγχρονες πατριαρχικές κοινωνίες, το κοινό
χαρακτηριστικό των περισσότερων ανδρών είναι ότι στερούνται την αίσθηση των
παιχνιδιών της παιδικής φροντίδας και της μαγειρικής.

Κάθε ατομική έξη, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μια δομική εκδοχή93 της
(συλλογικής) έξης της ομάδας (κοινωνική τάξη, φύλο, κοκ) που ανήκει το άτομο,
εκφράζοντας την μοναδικότητα της θέσης του ατόμου μέσα στην ομάδα, η οποία
αντανακλά την βιογραφία του (Bourdieu 1977a: 86, 2000: 146, 1993b: 65, 1996b:
259). Όπως το έθεσε ο Bourdieu (1979a: 53) για την περίπτωση της κοινωνικής
τάξης, ακόμα και το «(…) πιο ατομικό σχέδιο [για το μέλλον] δεν είναι τίποτε άλλο
από μια όψη των υποκειμενικών προσδοκιών [για το μέλλον]» των μελών της τάξης
του ατόμου.

Κρίνεται χρήσιμο να τονιστεί ότι οι διαθέσεις που συγκροτούν την έξη, δεν
προσδιορίζονται μόνο από την θέση του ατόμου σε μια δεδομένη χρονική στιγμή
μέσα στον συνολικό κοινωνικό χώρο και στα διάφορα πεδία στα οποία συμμετέχει,
αλλά συνάμα και από την διαδρομή ζωής του, η οποία περιλαμβάνει τις
παρελθοντικές του θέσεις μέσα στον κοινωνικό κόσμο και στα διάφορα πεδία στα
οποία συμμετείχε (σχολείο, περιοχή κατοικίας, κ.ά.) καθώς και τις εμπειρίες που
συνοδεύουν αυτές τις θέσεις (Bourdieu 2014: 243).

Στην έξη ενός ατόμου, διατέμνεται συνεχώς το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον και
για αυτόν τον λόγο η δόμηση αυτής, αποτελεί μια συνεχής διαδικασία (Bourdieu
2000: 210). Μέσω της πρακτική αίσθηση της έξης, που συγκροτήθηκε κατά την
διάρκεια μιας ορισμένης διαδρομής ζωής, το άτομο «διαβάζει» στο παρόν το

93
Για να αντιληφθούμε τον όρο «δομική εκδοχή», θα πρέπει να έχουμε υπόψη πως σε κάθε κοινωνική
ομάδα, τα υποκείμενα που την συγκροτούν, ενδέχεται να παρουσιάζουν αποκλίσεις με βάση ορισμένα
χαρακτηριστικα, τόσο μεταξύ τους όσο και από την ίδια την ομάδα στην οποία ανήκουν. Για
παράδειγμα, η θέση του 6ου δημοτικού διαμερίσματος τα έτη 1991 και 2001, στον συνολικό κοινωνικό
χώρο των 79 χωρικών ενοτήτων όσο και στους επιμέρους υποχώρους, όπως παρουσιάστηκαν στην
ενότητα 3.2, δεν ταυτίζεται με την θέση της ομάδας (συστάδας) στην οποία ανήκει στα αντίστοιχα έτη,
ούτε και με την θέση κάποιας άλλης χωρικής ενότητας που ανήκει στην.ίδια ομάδα με αυτό, κατά τα
δύο έτη. Όπως τονίζει σε ορισμένα σημεία στο έργο του ο Bourdieu (1993b: 65), εκτός από τον χώρο
των κοινωνικών θέσεων και των πρακτικών, υπάρχει και ο χώρος των διαθέσεων, νοούμενος ως πεδίο
που συγκροτείται από τις διαθέσεις των ατόμων ενός κοινωνικού συνόλου. Με βάση τα προηγούμενα,
μπορούμε κάλλιστα να αναλογιστούμε πως σε αυτόν τον χώρο, μπορούν να προβληθούν οι διάφορες
θέσεις των ατόμων, που πιθανότατα θα αποκλίνουν τόσο από τις θέσεις των ομάδων στις οποίες
ανήκουν όσο και μεταξύ τους.

422
επερχόμενο μέλλον (ή τις περισσότερες από μία, επερχόμενες μελλοντικές
καταστάσεις) που εγγράφεται μέσα στην εκάστοτε κατάσταση στην οποία βρίσκεται
(Bourdieu & Wacquant 1992: 22). Αυτή η «ανάγνωση», δεν είναι τίποτε άλλο από
την προσδοκία του επερχόμενου («κοντινού» ή «μακρινού») μέλλοντος, η οποία
ανάλογα με την περίσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο, προσδιορίζει και τα
(συναφή με αυτή) «πράγματα που πρέπει να γίνουν» (ή «να ειπωθούν»), δηλαδή τις
απαραίτητες δράσεις/ πρακτικές που χρειάζεται να πραγματοποιηθούν από το άτομο
(Bourdieu 1998a: 25, 2000: 211-212, 1973: 64-65, 1990d: 226). Με τα λόγια του
Bourdieu (2000: 211):

«Αυτή η προσδοκία, στηρίζεται στην πρακτική προκατηγοριοποίηση,


βασισμένη στην εφαρμογή των σχημάτων της έξης τα οποία, προερχόμενα
από την εμπειρία των κανονικοτήτων της ζωής (…) καθιστούν εφικτό το να
προβλέπει κανείς στην πράξη τα πιθανά μέλλοντα ταξινομημένα
προηγουμένως ως καλά ή κακά (…) Αυτή η πρακτική αίσθηση του
επερχόμενου δεν έχει τίποτε κοινό με έναν ορθολογικό υπολογισμό
πιθανοτήτων»

Η «πρακτική προκατηγοριοποίηση» που αναφέρει ο συγγραφέας, η οποία με βάση τις


προηγούμενες εμπειρίες ταξινομεί (και ταυτόχρονα αξιολογεί) τα «πιθανά μέλλοντα»
σε «καλά ή κακά» (με όρους ηθικής, εργαλειακής 94 λογικής, ή κάποιας άλλης μορφής
αξιολόγησης) αποτελεί μέρος των αντιληπτικών σχημάτων της έξης η οποία στοχεύει
στο επερχόμενο μέλλον, σε μια μελλοντική εμπειρία. Επίσης, όπως τονίζει ο
συγγραφέας, αυτή η πρακτική αίσθηση του επερχόμενου, δεν αποτελεί προϊόν ενός
«ορθολογικού» μαθηματικού συλλογισμού, αλλά μια προ-στοχαστική προσδοκία του
επερχόμενου μέλλοντος την οποία ορίζει και ως πρόκτηση (protention) (Bourdieu
2000: 207), όρος που προέρχεται από το έργο του Husserl. Η πρόκτηση αποτελεί

94
Η αξιολόγηση με εργαλειακούς όρους, αφορά πράγματα ή πρόσωπα που κρίνονται ως «καλά»/
«χρήσιμα» ή «κακά»/ «άχρηστα» ως «μέσα» για την επίτευξη ενός «σκοπού» (Sayer 1999c: 56).
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις μελλοντικές επιλογές που σχετίζονται με διάφορα πολιτισμικά αγαθά
(όπως για παράδειγμα, η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ή η αγορά ενός ρούχου), η αξιολόγηση που
γίνεται με εργαλειακούς όρους αφορά την αξιολόγηση του αγαθού με βάση την ανταλλακτική του
αξία, δηλαδή τα οικονομικά ή συμβολικά οφέλη που θα προσφέρει η κατοχή του αγαθού. Αντιθετα, η
αξιολόγηση με βάση την αξία χρήσης αποτελεί μια μη-εργαλειακή αξιολόγηση. Όπως τονίζει ο Sayer
(1999c: 67), η αξία χρήσης ενός αγαθού όπως οι ξένες γλώσσες, εμπεριέχει μεν μια εργαλειακή
διάσταση, διότι αποτελούν το «μέσο» για την επίτευξη της επικοινωνίας με ανθρώπους με διαφορετική
μητρική γλώσσα, όμως δεν έχει εργαλειακό χαρακτήρα διότι αφορά την αξιολόγηση με βάση τις
εγγενείς «ιδιότητες» του αγαθού και όχι με βάση τα εξωγενείς, ως προς αυτό, οφέλη που παρέχει
(χρήμα, κοινωνικό στάτους).

423
αναπόσπαστο στοιχείο της αντίληψης 95 ενός εμπειρικού γεγονότος (Atkinson 2010a:
52, Bourdieu 1990c: 5) και σύμφωνα με τον Husserl (1973: 87) αναφέρεται σε αυτό
που αναμένεται να γίνει αισθητό στην περαιτέρω ροή της αντιληπτικής ενατένισης
ενός αντικειμένου, για παράδειγμα, στην προσδοκία «(…) που αφορά την πισινή
πλευρά του αντικειμένου, η οποία ακόμη δεν έχει ειδωθεί». Παρομοίως, για τον
Bourdieu, η πρόκτηση του επερχόμενου («κοντινού» ή «μακρινού») μέλλοντος,
αφορά ένα μέλλον που είναι «(…) εγγεγραμμένο στο παρόν» (Bourdieu 1990b: 12),
«(…) ως μια παροντική ιδιότητα των πραγμάτων, έως το σημείο εκείνο που να
αποκλείεται το ενδεχόμενο ότι δεν θα συμβεί» (Bourdieu 2000: 207).

Γενικότερα, η πρόκτηση μπορεί να αφορά ένα αναμενόμενο, συγκεκριμένης μορφής,


αντιληπτό γεγονός (είτε ως μια συγκεκριμένη μορφή είτε ως μια γενική κατηγορία
γεγονότος), όπως για παράδειγμα η «πισινή πλευρά του αντικειμένου» κατά την
φράση του Husserl, ή το τί είναι πραγματοποιήσιμο (ή μη πραγματοποιήσιμο),
νοούμενο ως ένα «Μπορώ να…» (ή «Δεν μπορώ να…») (Atkinson 2010a: 54,
Detmer 2013: 124-125) και να συνοδεύεται από διάφορους βαθμούς βεβαιότητας96,

95
«Το “επερχόμενο” είναι ο απτός ορίζοντας του παρόντος και, ως εκ τούτου, δίνεται ως παρουσίαση
και όχι ως αναπαράσταση» (Bourdieu 1990d: 225-226). Με άλλα λόγια, η πρόκτηση αφορά ένα
επερχόμενο μέλλον που εγγράφεται στο παρόν, όπως αυτό δίδεται στην αντίληψη και όχι στην
φαντασία. Σύμφωνα με τον Atkinson (2013: 647-648), απαιτείται να διαχωρίσουμε εννοιολογικά τις
προσδοκίες (προκτήσεις) από τις ονειροπολήσεις, που επίσης πηγάζουν από την έξη, ως μορφές
σκέψης, χωρίς όμως να αποτελούν στοιχεία της αντίληψης αλλά της φαντασίας. Η ονειροπόληση
αφορά ένα επιθυμητό μέλλον που για διάφορους λόγους, το άτομο αντιλαμβάνεται πως δεν εγγράφεται
στο παρόν. Μέσα στην διάρκεια του χρόνου, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ένα επιθυμητό μέλλον να
μετρατραπεί από προσδοκία σε ονειροπόληση καθώς και το αντίστροφο, όταν μεταβάλλoνται οι
συνθήκες στις οποίες βρίσκεται το υποκείμενο.
96
Για παράδειγμα, όταν έχουμε προσκαλέσει κάποιον φίλο μας στο σπίτι μια συγκεκριμένη ώρα και
ακούσουμε τον ήχο του κουδουνιού της πόρτας την ώρα εκείνη, προσδοκούμε να συναντήσουμε πίσω
από την πόρτα τον φίλο μας, δηλαδή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.και όχι γενικά κάποιον επισκέπτη,
ενώ τα συναφή (με αυτή την προσδοκία) «πράγματα που πρέπει να γίνουν» είναι να ανοίξουμε την
πόρτα. Επίσης, όταν επιχειρούμε να αποθηκεύσουμε ένα ηλεκτρονικό έγγραφο σε μια συγκεκριμένη
«τοποθεσία» του ηλεκτρονικού μας υπολογιστή, όπως για παράδειγμα στην επιφάνεια εργασίας, με
σκοπό να το βρίσκουμε εύκολα όταν χρειάζεται να ανατρέξουμε σε αυτό, κατέχουμε ήδη την
προσδοκία ότι είναι πραγματοποιήσιμη η αποθήκευση του εγγράφου στην συγκεκριμένη «τοποθεσία»
(«Μπορώ να το αποθηκεύσω στην επιφάνεια εργασίας») η οποία προσδιορίζει τις απαραίτητες
σωματικές δραστηριότητες που «πρέπει να γίνουν» για να αποθηκευτεί το αρχείο (Detmer 2013: 124).
Αντίθετα, στην θέα ενός απειλητικού σκύλου, συνοδευόμενη από το αίσθημα του φόβου (Bourdieu
2000: 208), η προσδοκία αφορα την βίαιη επίθεση που θεωρούμε πως θα δεχθούμε, δηλαδή μια γενική
κατηγορία γεγονότος και στην συγκεκριμένη περίπτωση, «τα πράγματα που πρέπει να γίνουν» είναι να
απομακρυνθούμε το ταχύτερο δυνατό. Βέβαια, υπάρχει παντοτε το ενδεχόμενο, το αντιληπτό
επερχόμενο μέλλον να μην πραγματοποιηθεί όπως ήταν αναμενόμενο, (για παράδειγμα, να μην
συναντήσουμε τον φίλο μας πίσω από την πόρτα) ή ακόμα και η ίδια η αντίληψη να είναι εσφαλμένη
(για παράδειγμα, ο απειλητικός σκύλος να ήταν απλώς…φοβισμένος). Άλλωστε, όπως μας υπενθυμίζει
ο Detmer (2013: 124), η έκπληξη («θετική» ή «αρνητική») είναι στοιχείο του ανθρώπινου βίου και
εμφανίζεται όταν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της πρόκτησης του επερχόμενου μέλλοντος και του
ίδιου του μέλλοντος, όταν αυτό γίνει πλέον αισθητό (οπτικά, ακουστικά, κ.ά.).

424
από απλώς «πιθανό» έως και «απολύτως βέβαιο» (Ratcliffe 2015: 43-44). Επίσης, η
πρόκτηση μπορεί να αφορά το μέλλον της δράσης ενός άλλου προσώπου, όπως για
παράδειγμα οι προσδοκίες των γονιών για το «μακρινό» μέλλον των παιδιών τους
(για παράδειγμα, στο τομέα της εργασίας ή της οικογενειακής κατάστασης) (Atkinson
2013: 660) ή οι προσδοκίες για το τί θα λεχθεί την «επόμενη» στιγμή («κοντινό»
μέλλον) από μια ομιλήτρια κατά την διάρκεια μιας ακαδημαϊκής διάλεξης (Wagner
1983: 86).

Οι προκτήσεις που αφορούν το τί είναι πραγματοποιήσιμο σε μια δεδομένη χρονική


περίοδο, προκύπτουν μέσα από την διαδρομή ζωής του ατόμου, από την καθημερινή
εμπειρία, ενώ παράλληλα συγκροτούν το (υποκειμενικό) πεδίο των εφικτών
(Bourdieu 1979a: 51), ή εναλλακτικά τον κόσμο των εφικτών (Bourdieu 2014: 241).
Το (υποκειμενικό) πεδίο των εφικτών, αφορά το σύνολο των κοινωνικών θέσεων
(επαγγέλματα, πανεπιστημιακές σπουδές, κ.ά) και δράσεων (όπως η αγορά ενός
ρούχου, η συγγραφή ενός άρθρου, η ανάγνωση ενός βιβλίου, ή οποιαδήποτε άλλη
δράση) που γίνονται κατανοητές, μέσω αντιληπτικών και αξιολογικών σχημάτων, ως
πραγματοποιήσιμες (εφικτές) (Atkinson 2010a: 54). Το πεδίο των εφικτών αποτελεί
την πρακτική αίσθηση των πραγματοποιήσιμων κοινωνικών θέσεων και δράσεων
(«Μπορώ να γίνω…», «Μπορώ να αγοράσω…», «Μπορώ να επισκεφτώ…», κοκ)
(Atkinson 2017: 7). Η εθνογραφική έρευνα του Atkinson (2010a) για την σχέση
μεταξύ κοινωνικής τάξης και ευκαιριών ζωής, καταδεικνύει ότι ο σταχασμός ενός
ατόμου για την μελλοντική του πορεία στον τομέα της εργασίας ή των σπουδών,
συντελείται εντός των ορίων του προ-στοχαστικού πλαισίου που συγκροτείται από το
πεδίου των εφικτών, ενώ παράλληλα τονίζει ότι κατά την περίοδο των σχολικών
χρόνων, η είσοδος σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα δεν ήταν αντιληπτή ως
μια εφικτή επιλογή (ως «τμήμα» του πεδίου των εφικτών) από όλους τους/ τις
συνεντευξιαζόμενους/ -ες με τους οποίους διεξήχθηκε η έρευνα.

Το πεδίο των εφικτών υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα εύρος (ή εναλλακτικά, ορίζοντας)
επιλογών που γίνονται αντιληπτές ως πραγματοποιησίμες, ενώ πέρα από τα όρια του
πεδίου των εφικτών, υπάρχει το πεδίο των ανέφικτων, που περιλαμβάνει όλες τις
δράσεις και κοινωνικές θέσεις που είναι αντιληπτές ως πρακτικά ανέφικτες («Δεν έχω

425
τα χρήματα να αγοράσω…», κοκ) ή ως μη προτιμητέες97 (για ηθικούς, αισθητικούς,
εργαλειακούς. κ.ά. λόγους), καθώς και το πεδίο του αδιανόητου που περιλαμβάνει
όλες τις δράσεις και κοινωνικές θέσεις που δεν «εισέρχονται» καν στην συνείδηση
(Mead 2016: 61-62).

Το (υποκειμενικό) πεδίο των εφικτών, προσδιορίζεται (όχι με ντετερμινιστικό τρόπο)


από το (αντικειμενικό) πεδίο δυνατοτήτων, δηλαδή από το πεδίο των αντικειμενικά
(και συνεπώς, λογικά) εφικτών δράσεων και κοινωνικών θέσεων (Bourdieu 1979a:
50, 53). Το πεδίο δυνατοτήτων για μια δεδομένη χρονική περίοδο, αντανακλά τις
κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες ύπαρξης του ατόμου και συγκεκριμένα από: α)
την ταξική θέση του ατόμου ή της οικογένειάς του με όρους οικονομικού, κοινωνικού
και πολιτισμικού κεφαλαίου (ενσώματου, πραγμοποιημένου, θεσμοποιημένου) και
των αγαθών που το άτομο ή η οικογένειά του, κατέχει (αυτοκίνητο, ιδιόκτητη
κατοικία, ηλεκτρονικός υπολογιστής, κ.ά.) β) τα διάφορα πράγματα και πρόσωπα που
προσφέρονται στο άτομο ως εμπειρίες (αγαθά, υποδομές, πρακτικές άλλων ατόμων,
οικογενειακό περιβάλλον, κ.ά), γ) την ύπαρξη θεσμικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων
λόγω υπηκοότητας, επαγγέλματος, φύλου ή κάποιας άλλης κοινωνικής ιδιότητας, που
καθιστούν αντικειμενικά εφικτές ορισμένες δράσεις ή θέσεις (Atkinson 2010a: 54,
Bourdieu 1984: 110, Schatzki 1996: 162-163).

Όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.3, η έξη παρέχει το υπόβαθρο με το οποίο


αναπτύσσονται οι διάφορες διαπροσωπικές σχέσεις οι οποίες αποτελούν το συστατικό
συγκρότησης του κοινωνικού καφαλαίου,. Οι αντικειμενικές αποστάσεις των ατόμων
στον συνολικό κοινωνικό χώρο (ταξικές θέσεις), «μεταφράζονται» μέσω της
αντίληψης σε υποκειμενικές αποστάσεις οι οποίες αποτελούν το υπόβαθρο για την
ανάπτυξη της διαπροσωπικής έλξης όπως αποτυπώνεται για παράδειγμα στην φιλία
μεταξύ δύο προσώπων, ανάμεσα σε άτομα που καταλαμβάνουν «γειτονικές» θέσεις
στον κοινωνικό χώρο, δηλαδή ατόμων που ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, ή
έστω σε «κοντινές» τάξεις. Στην αντίθετη περίπτωση που υπάρχει μεγάλη απόσταση
μεταξύ των ατόμων στον κοινωνικό χώρο, αυτό τείνει να μεταφράζεται ως
αποστροφή ή ακόμα και ως αντιπάθεια (Bourdieu 1987: 5, Atkinson 2010a: 55).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός της ανάδειξη του γεωγραφικού χώρου στην
97
Δεν θα πρέπει να εξισώνονται νοηματικά το «πρακτικά ανέφικτο» με το «μη προτιμητέο». Όπως μας
υπενθυμίζει ο Sayer (2005: 109), οι φτωχοί δεν διάμενουν σε συνθήκες στεγαστικής αποστέρησης
λόγω γούστου, αλλά λόγω πως οι καλύτερες στεγαστικές συνθήκες γίνονται αντιληπτές ως οικονομικά
απρόσβατες.

426
συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων από τον Bourdieu (1998a: 10), τονίζοντας τον
καθοριστικό ρόλο του γεωγραφικού χώρου στη σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων.

Τα παραπάνω δεν πρέπει να οδηγήσουν στο καθολικό συμπέρασμα ότι άτομα από
διαφορετικές τάξεις, δεν μπορούν να συγκροτήσουν φιλικες σχέσεις μεταξύ τους,
ουτε και στο αντίστροφο, ότι άτομα από την ίδια κοινωνική τάξη, θα συνάψουν
απαραίτητα φιλικές σχέσεις εάν συναντηθούν, διότι οι αρχές οπτικής και διαίρεσης
του κόσμου (αντιληπτικά σχήματα), συμπεριλαμβανομένων και των προσώπων που
τον συγκροτούν, δεν συγκροτούνται μόνο με ταξικά κριτήρια («φτωχός»,
«πλούσιος», κοκ) αλλά και με βάση το φύλο, την εθνότητα, τις πολιτικές
πεποιθήσεις, το θρήσκευμα και γενικότερα από διάφορες αντιληπτικές ταξινομήσεις
που δημιουργούν συναισθήματα έλξης ή αποστροφής (ακόμα και εχθρότητας)
(Bourdieu 1998a: 8, Wacquant 2013: 4).

Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό των διαθέσεων (νοητικών και κινητικών σχημάτων)


που συγκροτούν την έξη, είναι η μεταθετή τους λειτουργία στους διάφορους τομείς
του καθημερινού βίου που παράγονται οι διάφορες πρακτικές (Bourdieu 2014: 252,
1990a: 94). Μέσω της ιδιότητας της μεταθετότητας της έξης, παρέχεται η δυνατότητα
στο υποκείμενο να ανταπεξέρχεται στις «απαιτήσεις» για δράση εντός ενός νέου
περιβάλλοντος98 (πεδίο δράσης) (Hage 2013: 85).

Η συγκρότηση της έξη αποτελεί προϊον της κοινωνικοποίησης του ατόμου, εντός των
διαφόρων κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών, στις οποίες το άτομο είναι
«τοποθετημένο» κατά την διάρκεια του βίου του (Mouzelis 1995: 99). Τα σχήματα
της έξης αναπαράγανται, με την μορφή της ενίσχυσης, ή τροποποιούνται από τις
καθημερινές, αλλεπάλληλες (αισθητηριακές) εμπειρίες και πρακτικές (Bourdieu

98
Παρ’όλα αυτά, δεν πρέπει να λησμονούμε πως η προσαρμογή της έξης ενός ατόμου στις
«απαιτήσεις» της κατάστασης στην οποία βρίσκεται, δεν αποτελεί καθολικό κανόνα (Bourdieu 2000:
159, Hilgers & Mangez 2015: 17). Σε περιπτώσεις όπου υφίστανται ριζικές, δομικές αλλαγές στο
περιβάλλον (ή στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο) ή ακόμα και σε περιπτώσεις όπου το άτομο εισέρχεται
σε ριζικά καινούργια κοινωνικά περιβάλλοντα (ή σε διαφορετικά ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια),
υπάρχει το ενδεχόμενο οι δράσεις που παράγει η έξη να μην αντιστοιχούν στις «απαιτήσεις» της νέας
κατάστασης, διότι αυτή δομήθηκε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες από τις παροντικές. Αυτή η
αναντιστοιχία έξης και κατάστασης (περιβάλλοντος ή ευρύτερων κοινωνικών συνθηκών),
χαρακτηρίζεται και ως υστέρηση (Bourdieu 1977a: 78, 2000: 160), η οποία οδηγεί το άτομο σε
οικονομική ή κοινωνική αποτυχία (όπως όταν δέχεται αρνητικές επιδοκιμασίες λόγω μη
«προσαρμοσμένων» στη περίσταση δράσεων) (Bourdieu 2000: 161). Περιπτώσεις αναντιστοιχίας
μεταξύ της έξης και των συνθηκών δράσης, παρατηρούνται, για παράδειγμα, όταν εμφανίζονται
αποτομες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές (όπως στην περίπτωση μιας οικονομικής κρίσης), ή
όταν το υποκείμενο βρεθεί σε ένα ριζικά διαφορετικό περιβάλλον, από αυτό με το οποίο είναι
εξοικειωμένο (Bourdieu 2000: 160-161, Bourdieu & Wacquant 1992: 134).

427
1990a: 60). Για την διαμόρφωση των σχημάτων της έξης, ιδιαίτερο ρόλο
διαδραματίζουν οι εμπειρίες του ατόμου κατά την νεαρή ηλικία, εντός του
οικογενειακού περιβάλλοντος (Sayer 2005: 24). Όπως το έθεσε ο Bourdieu (1984:75)
«η κουλτούρα της αστικής τάξης [αποκτάται[ προ-λεκτικά, μέσω της πρώιμης
εμβάπτισης σε έναν κόσμο καλλιεργημένων ανθρώπων99, πρακτικών και
αντικειμένων» ενώ παράλληλα τόνισε τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζουν τα
κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της οικογένειας ενός παιδιού,
διατυπώνοντας (1984: στο ίδιο):

«Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα νοικοκυριό στο οποίο η μουσική όχι
μόνο ακούγεται (…) αλλά επίσης παίζεται…και ιδιαίτερα όταν το παιδί
εισάγεται από την νεαρή ηλικία σε ένα (…). όργανο, (…), το αποτέλεσμα
είναι τουλάχιστον να παραχθεί μια πιο οικεία σχέση με τη μουσική, η οποία
διαφέρει από την πάντοτε κάπως απόμακρη,…και συχνά βερμπαλιστική
σχέση εκείνων που έχουν έρθει σε επαφή με τη μουσική μέσω συναυλιών ή
ακόμη και μόνο μέσω δίσκων»

Οι πρώιμες εμπειρίες του οικογενειακού περιβάλλοντος, συγκροτούν την πρωταρχική


έξη του ατόμου, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο στο οποίο αποκτώνται νέα νοητικά
και κινητικά σχήματα κατά την σχολική περίοδο (Wacquant 2014a: 7), ενώ η έξη που
έχει συγκροτηθεί από τις νέες εμπειρίες τις σχολικής περιόδου, αποτελεί με την σειρά
της το υπόβαθρο για την περαιτέρω αναδόμησή της από τις μετέπειτα εμπειρίες στο
εργασιακό περιβάλλον και στην προσωπική ζωή (Bourdieu 1977a: 87).

Οι συχνές, επαναλαμβανόμενες εμπειρίες κατά την διάρκεια του βίου,


διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην συγκρότηση των νοητικών σχημάτων της έξης
(Bourdieu 1977b: 660), χωρίς βέβαια να παραβλέπεται το ενδεχόμενο ότι εμπειρίες
που εμφανίζονται στο άτομο σπάνια ή ακόμα και μία μόνο φορά, μπορεί να

99
Κατά την πρώιμη, παιδική ηλικία, οι κοινωνικές και πολιτισιμικές συνθήκες του οικογενειακού
περιβάλλοντος, διαμορφώνουν την έξη του παιδιού μέσω της καθημερινής εμπειρίας του με αυτές τις
συνθήκες όπως τα αντικείμενα του σπιτιού, τα αγαθά που προσφέρονται για κατανάλωση καθώς
επίσης και τις σχέσεις που αναπτύσσει το παίδι με του γονείς (Bourdieu 1990a: 54). Οι γονείς ενός
παιδιού, αποτελούν τους πρώτους τους πρώτους ανθρώπους στη ζωή του που γίνονται αντιληπτοί ως
«σημαντικοί», διαδραματίζοντας ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της έξης του, διότι ταυτίζεται με
αυτούς και μέσω αυτής της ταύτισης, υιοθετεί τις αντιλήψεις τους και τους τρόπους συμπεριφοράς
τους (Bourdieu 1990a: 74, Berger & Luckmann 1967: 151).

428
επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό την συγκρότηση της έξης (Atkinson 2010a: 59).
Όπως παραδειγματικά αναφέρει ο Sayer (2011: 149):

«(…) κάποιος που γενικά(…) βρήκε έμπιστους ανθρώπους…είναι


αναμενόμενο να αναπτύξει μια διάθεση εμπιστοσύνης, ενώ κάποιος που έχει
εξαπατηθεί συχνά στο παρελθόν δύναται να αναπτύξει μια διάθεση
καχυποψίας(…) Αυτές οι συναισθηματικές διαθέσεις αποτελούν ‘δρώσες
στάσεις απέναντι στον κόσμο’… [και] συνεπώς παράγωγα εμπειρίας»

Ο Bourdieu (1990a: 60- 61), σε ορισμένα σημεία στο έργο του, αναφέρεται στην
τάση των ατόμων προς αναπαραγωγή (και συνεπώς, διατήρηση), τουλάχιστον
ορισμένων, νοητικών σχημάτων η οποία επιτυγχάνεται, κυρίως, με την αποφυγή της
έκθεσης σε αισθητηριακές εμπειρίες που μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την
ίδια την δομή της έξης τους. Ένα παράδειγμα αποφυγής έκθεσης σε τέτοιου τύπου
εμπειρίες, αποτελεί «(…) το εμπειρικά επιβεβαιωμένο γεγονός ότι οι άνθρωποι
τείνουν να μιλούν για πολιτική με ανθρώπους που κατέχουν τις ίδιες απόψεις»
Bourdieu (1990a: 61).

Ωστόσο λόγω του γεγονότος ότι το άτομο υποβάλλεται διαρκώς σε εμπειρίες, υπάρχει
πάντοτε το ενδεχόμενο η συγκρότηση της έξης να λαμβάνει τον χαρακτήρα της
τροποποίησης ή ακόμα και της αναθεώρησης ορισμένων νοητικών σχημάτων
(Bourdieu & Wacquant 1992: 133, Bourdieu 2005b: 45). Όπως αναφέρει ο Sayer
(2005: 7-8), το γεγονός ότι κάποιος έχει συγκροτήσει την αντίληψη ότι ο κοινωνικός
κόσμος είναι ένας αξιοκρατικός κόσμος, δεν σημαίνει ότι καμία εμπειρία δεν θα
μπορούσε ποτέ να τον οδηγήσει σε αμφιβολία σχετικά με αυτό.

Επίσης, δεν πρέπει να λησμονούμε το γεγονός ότι κάθε νέα εμπειρία, δίδεται σε ένα
άτομο που είναι (πρακτικά) προσδεμένο με τον κόσμο και συνεπώς έχει αποκτήσει
εμπειρίες μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις (Ostrow 1981: 285), με αποτέλεσμα
είτε να μπορεί να τροποποιήσει ορισμένα σχήματα αυτής είτε να τα αναπαράγει
«άμεσα» όπως στην περίπτωση του προηγούμενου παραδείγματος που ένα άτομο
έρχεται διαρκώς σε επαφή με έμπιστους ανθρώπους, ή ακόμα και να τα αναπαράγει
«έμμεσα», εφόσον δεν είναι «πρακτικά συμβατή» με τις προηγούμενες εμπειρίες που
αποκτήθηκαν εντός συγκεκριμένων πεδίων πρακτικής (Bourdieu & Thompson 1991:
82). Για παράδειγμα, οι (προφορικές ή γραπτές) κυρίαρχες αφηγήσεις που

429
αναφέρονται στην αξία της «καλής διάθεσης» στις καθημερινές σχέσεις, ενδέχεται να
γίνονται αντιληπτές ως «κούφια λόγια» από άτομα που έχουν βιώσει συχνά την βία ή
την εξαπάτηση από τους άλλους και συνεπώς η έξη τους έχει διαμορφωθεί από αυτές
τις καταστάσεις (Sayer 2011: 130, 149).

Επιπρόσθετα, για την περαιτέρω κατανόηση της πολύπλοκης σχέσης μεταξύ της έξης
και της εμπειρίας, κρίνεται χρήσιμο να τονιστεί ότι η κοινωνικοποίηση του ατόμου,
ενδέχεται να λαμβάνει χώρα σε συνθήκες αρκετά ανομοιογενείς (όσον αφορά τα
κοινωνικά και πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά), με αποτέλεσμα να συγκροτούνται
ανομοιογενείς ή ακόμα και αντιφατικές διαθέσεις, δηλαδή διαθέσεις που παράγουν
δράσεις και πεποιθήσεις αντιφατικές μεταξύ τους (Lahire 2003: 351), δίνοντας στο
άτομο την αίσθηση ότι «(…) έλκεται σε αρκετά διαφορετικές, ασύμβατες
κατευθύνσεις» (Sayer 2005: 26). Παράλληλα, δεν πρέπει να λησμονείται ο ρόλος της
θεμελιώδης, ανθρώπινης ψυχολογικής ανάγκης, της ανάγκης για αναγνώριση
(recognition) στην κοινωνικοποίηση του ατόμου και στην διαμόρφωση της έξης του
(Sayer 2005: 57). Η αναγνώριση δίδεται ως βιωματική εμπειρία μόνο από άλλους
ανθρώπους (Sayer 2005: 56) και αφορά την κατάσταση του «(…) να είσαι
αντιληπτός, θετικά» (Charlesworth 2009: 263), για παράδειγμα, με όρους υπόληψης
και αποδοχής (Sayer 2005: 54). Ο Bourdieu αναφέρεται σε ορισμένες εκδηλώσεις της
αναγνώρισης, όπως το να γίνεται ένα άτομο αντιληπτό ως «(…) σημαντικό» (2000:
240), ή γενικότερα να είναι «(…) ”ορατό” [σ.σ. άξιο προσοχής], διάσημο,
αξιοθαύμαστο, προσκεκλημένο, αγαπητό, κοκ» (2000: 241).

Οι εμπειρίες ενός ατόμου, δεν θα πρέπει να νοούνται ως «ανεξάρτητα» γεγονότα,


αλλά αντίθετα, ως «στοιχεία» που συγκροτούν τον βιόκοσμο (lifeworld) του ατόμου.
νοούμενος ως ο συνολικός κόσμος της εμπειρίας, ο οποίος οριοθετείται από τα
αντικείμενα, πρόσωπα και γεγονότα (καταστάσεις που περιλαμβάνουν τα καθημερινά
πεδία πρακτικής, συμβάντα όπως η απώλεια θέσης εργασίας, κοκ), με τα οποία το
άτομο έρχεται σε επαφή μέσα στο πλαίσιο τη καθημερινής δράσης (Primozic 2001:
28, Pickles 1985: 60). Ο βιόκοσμος, περιλαμβάνει τομείς όπως η κατοικία, η εργασία,
το σχολείο, η γειτονιά, οι διάφοροι χώροι κατανάλωσης και ψυχαγωγίας, κ.ά, οπά
τους οποίους το άτομο διέρχεται κατά την καθημερινή του ζωή, καθώς και τις
διάφορες χωροχρονικές διαδρομές που συντελούνται από το υποκείμενο.

430
Ο βιόκοσμος περιλαμβάνει συγκεκριμένα αντικείμενα (όπως για παράδειγμα, βιβλία,
κτίρια, έπιπλα, τηλεόραση, εφημερίδες, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ρουχα, κ.ά),
γεγονότα και ανθρώπους (φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες, κ.ά), που οι τελευταίοι,
κατέχουν με την σειρά τους συγκεκριμένες έξεις, και συνεπώς «παράγουν»
συγκεκριμένες δράσεις και αντιλήψεις για τον κόσμο και τα διάφορα πράγματα και
πρόσωπα αυτού. Οι δράσεις των άλλων ατόμων με τους οποίους το υποκείμενο
έρχεται σε επαφή, περιλαμβάνουν και τις διάφορες ομιλίες (γλωσσικές πρακτικές)
αυτών που απευθύνονται στο άτομο (με την μορφή της «εξιστόρησης» ενός
γεγονότος, της «συμβουλής», της «παρότρυνσης», της «πληροφόρησης», της
«αποθάρρυνσης», της «διαταγής», κοκ) οι οποίες επίσης επηρεάζουν (ως εμπειρίες)
την συγκρότηση της έξης του. Ορισμένα πράγματα και πρόσωπα εντός του
βιόκοσμου εμφανίζονται συχνά, άλλα έχουν περιφερειακό χαρακτήρα, λόγω της μη
συχνής εμφάνισής τους, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι υπάρχουν
γεγονότα και υποκείμενα, που ενώ βρίσκονται μακρία από τον άμεσα αντιληπτό χώρο
του ατόμου, εντούτοις μέσω των τηλεπικοινωνιών και των μέσων μαζικής
ενημέρωσης (εφημερίδες, τηλεόραση, διαδίκτυο), εισέρχονται στον βιόκοσμο του
ατόμου, υπό την μορφή διαμεσολαβουσών εμπειριών (Atkinson 2010b: 7-8).

Ο βιόκοσμος ενός ατόμου, μπορεί να «διαιρεθεί» χρονικά σε διάφορες περιόδους,


όπως για παράδειγμα η σχολική περίοδος, κατά τις οποίες το άτομο διέρχεται από
συγκεκριμένους χώρους (πεδία), οι οποίοι αποτελούν συγκροτητικά στοιχεία των
κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών ύπαρξής του, προσδιορίζοντας το
(αντικειμενικό) πεδίο δυνατοτήτων του για δράση (Marcoulatos 2003b: 275). Το
γεγονός ότι οι εμπειρίες που συγκροτούν τον βιόκοσμο μιας χρονικής περιόδου,
αποκτώνται εντός συγκεκριμένων πεδίων, υποδηλώνει ότι αυτές δομούνται τόσο από
την κοινωνική τάξη του ατόμου (ή της οικογένειας του, κατά την παιδική και εφηβική
του ηλικία) όσο και από τα ίδια τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των
χώρων στους οποίους δρα. Αυτή η δόμηση, αφορά τους τύπους (κατηγορίες) στους
οποίους ανήκουν τα διάφορα αντικείμενα, γεγονότα και άνθρωποι που συγκροτούν
τον βιόσκοσμο του ατόμου, για μια δεδομένη περίοδο, οι οποίοι είναι σχεσιακά
προσδιορισμένοι (Atkinson 2010a: 59). Ας αναλογίστουμε το παράδειγμα του
Bourdieu (1984:75), όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, που ένα παιδί που μεγαλώνει
σε μία οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης, περιβάλλεται από ορισμένους
τύπους ανθρώπων, από καλλιεργημένους και προφανώς εύπορους ανθρώπους. Κατά

431
ανάλογο τρόπο, ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια της κατώτερης
οικονομικής τάξης, έρχεται σε επαφή με φτωχούς ανθρώπους (Bourdieu &
Champagne 1999: 424).

Εντούτοις, οι εμπειρίες που συγκροτούν τον βιόκοσμο, αποτελούνται από


συγκεκριμένα πράγματα και πρόσωπα, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει, για
παράδειγμα, γιατί ένα άτομο που μεγάλωσε σε μια οικογένεια «πλούσια» με όρους
οικονομικού και πολιτισμικού κεφαλαίου, ασχολήθηκε με (ή έστω, κατέχει γνώσεις
για) την μουσική, ενώ ένα άλλο άτομο που μεγάλωσε σε αντίστοιχες (όμοιες)
κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική. Η έρευνα
του βιόκοσμου των δύο ατόμων, μπορεί να καταδείξει ότι το πρώτο, μεγάλωσε σε ένα
περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μουσικότητα (μουσικός γονέας, μουσικά όργανα
μέσα στο σπίτι), ενώ το δεύτερο, σε περιβάλλον που συγκροτείται από ανθρώπους
και πράγματα που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική. Ομοίως, ένα άτομο που
μεγάλωσε σε οικογενειακό περιβάλλον «φτωχό» με όρους οικονομικού και
πολιτισμικού κεφαλαίου, μπορεί να επιδεικνύει μια προτίμηση για την κλασσική
μουσική, λόγω ενός σημαντικού βιογραφικού γεγονότος (ή της αλληλεπίδρασής του
με κάποιο άτομο) που σχετίζεται με την κλασσική μουσική (Atkinson 2010a: 60,
2010b: 10). Επίσης, μπορούμε να ισχυριστούμε με βάση τα προηγούμενα, ότι η
«κουλτούρα της αστικής τάξης» (Bourdieu 1984: 75), ή η κουλτούρα οποιασδήποτε
άλλης κοινωνικής ομάδας, δεν αποτελεί έναν απόλυτα ομοιογενή τρόπο ζωής,
γεγονός που συνεπάγεται ότι κάθε παιδί100 που μεγαλώνει σε μια οικογένεια της
αστικής τάξης, ενσωματώνει μια δομική εκδοχή αυτής της κουλτούρας. Όπως μας
υπενθυμίζουν οι Berger & Luckmann (1967: 151) «(…) το παιδί της κατώτερης
κοινωνικής τάξης, όχι μόνο [ενσωματώνει] την οπτική της κατώτερης κοινωνικής
τάξης για τον κοινωνικό κόσμο, την [ενσωματώνει] στον ιδιοσυγκρασιακό
χρωματισμό που του παρέχεται από τους γονείς του».

Για την περαιτέρω κατανόηση της σχέσης μεταξύ βιόκοσμου και έξης, κρίνεται
χρήσιμη η αναφορά στην σκέψη του Μerleau-Ponty. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τον
βιόκοσμο ως φαινομενικό πεδίο, ως ο κόσμος της εμπειρίας (2002: 67, Morris 2012:

100
Στην πραγματικότητα, ακόμα και δύο δίδυμα αδέρφια που μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια,
φοίτησαν στο ίδιο σχολείο και ακολούθησαν τις ίδιες σπουδές, είναι απίθανο να έχουν τις ίδιες
εμπειρίες και με την ίδια χρονική σειρά, με αποτέλεσμα οι έξεις τους να παρουσιάζουν απλώς ένα
σημαντικό βαθμό ομοιότητας, χωρίς να είναι πανομοιότυπες (Wacquant 2014b: 120, Bourdieu 1990a:
60).

432
41). Η έννοια του φαινομενικού πεδίου, μας προτρέπει να αντιληφθούμε τον
βιόκοσμο ως ένα πεδίο εμπειρίας (Spurling 1977: 41), ως ένα σύστημα που
συγκροτείται μέσα στο χρόνο από την βιωματική σχέση εαυτού, πραγμάτων και
άλλων ανθρώπων (Μerleau-Ponty 2002: 66).

Αυτή η συγκρότηση, συντελείται από την αντίληψη του ατόμου (Romdenh-Romluc


2011: 24). Μέσω της αντίληψης, δίδεται το νόημα των πραγμάτων και των
υποκειμένων που παρέχονται ως αισθητηριακές εμπειρίες 101, η οποία διαμορφώνεται,
όπως αναφέρθηκε, από τις εμπειρίες του παρελθόντος (Μerleau-Ponty 2002: 328).
Με τα λόγια του Μerleau-Ponty (2002: 60):

«[Η[ αισθητηριακή εμπειρία(…)καταδεικνύει μια εμπειρία στην οποία δεν


μας παρέχονται “νεκρές” ποιότητες αλλά ενεργές. Ένας ξύλινος τροχός
τοποθετημένος στο έδαφος δεν είναι, για το βλέμμα, το ίδιο πράγμα με ένα
τροχό που φέρει ένα φορτίο (…) Η φωτιά ενός κεριού αλλάζει την
εμφάνισή της σε ένα παιδί όταν, μετά από ένα έγκαυμα, σταματήσει να
ελκύει το χέρι του και γίνεται κυριολεκτικά απωθητική. Η όραση
κατοικείται ήδη από ένα νόημα, το οποίο της προσδίδει μια λειτουργία στο
θέαμα του κόσμου και στην ύπαρξή μας»

Οι αισθητηριακές εμπειρίες «κατοικούνται ήδη από ένα νόημα» και αυτή η προ-
στοχαστική νοηματοδότηση την οποία ορίζουμε ως αντίληψη, αποτελεί για τον
Merleau-Ponty το υπόβαθρο102 της δράσης και του στοχασμού (Μerleau-Ponty 2002:
xi, Spurling 1977: 16. 18, 26, Crossley 2001: 3). Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας μας
υπενθυμίζει ότι όλες οι μορφές γνώσης (πρακτική, θεωρητική, κοκ), αποτελούν
συγκροτητικά στοιχεία της αντίληψης (2002: 241), του σημείου οπτικής των
πραγμάτων, ανθρώπων και του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα αποκτώνται από «(…)
κάποια εμπειρία του κόσμου» (2002: ix), δηλαδή από το φαινομενικό πεδίο, τον
βιόκοσμο.

101
«Για να δίδεται κάτι στην άμεση αισθητηριακή εμπειρία ως χρήσιμο, όμορφο, ανησυχητικό,
τρομακτικό, ελκυστικό ή οτιδήποτε άλλο, είναι απαραίτητα να είναι κάτι(…)αισθητά καταληπτό»
(Husserl 1973: 53).
102
Ο στοχασμός συγκροτείται μέσα στο πλαίσιο που ορίζει η αντίληψη (Μerleau-Ponty 2002: 458),
γεγονός που υποδηλώνει πως ο στοχασμός δεν αποτελεί προϊόν «ελεύθερης» επιλογής, διότι έχει τις
ρίζες του στην καθημερινή αισθητηριακή εμπειρία (Spurling 1977: 34).

433
Το φαινομενικό πεδίο, με βάση την σκέψη του Merleau-Ponty, μπορεί να
«διαιρεθεί», για τις ανάγκες της έρευνας, στους διάφορους χωρικούς τομείς από τους
οποίους αποτελείται όπως ο χώρος της γειτονιάς, της κατοικίας, του σχολείου, της
εργασίας, του πάρκου της γειτονιάς, του προαύλιου χώρου του σχολείου, κοκ (Casey
1996, Dant 2005: 93). Για παράδειγμα, ο Merleau-Ponty (1963: 168-169),
χαρακτηρίζει το παιχνίδι του ποδοσφαίρου, ως φαινομενικό πεδίο το οποίο
συντελείται εντός των συγκεκριμενων χωρικών ορίων του γηπέδου. Με άλλα λόγια,
μπορούμε να αντιληφθούμε τον βιόκοσμο, ως ένα πεδίο που, όπως και στην
περίπτωση των πεδίων των κοινωνικών θέσεων του Bourdieu, αποτελείται από
επιμέρους υποπεδία103.

Τα διάφορα φαινομενικά πεδία από τα οποία διέρχεται ένα άτομο κατά την διάρκεια
του βίου του, αποτελούν τους χώρους της εμπειρίας και δράσης, δηλαδή τους χώρους
όπως αυτοί βιώνονται μέσα από την οπτική του πρώτου προσώπου. Ο χώρος (της
γειτονιάς, της κατοικίας, του πάρκου, του σχολείου, της πόλης κοκ) αποτελεί ένα
αντιληπτικό πεδίο (πεδίο όρασης, ακοής, όσφρησης, κοκ) που αποτελείται από
«(…)‘πράγματα’ και ‘διαστήματα’ μεταξύ των πραγμάτων’» (Merleau-Ponty 2002:
18) και μέσω της εξοικείωσης, συγκροτείται ως ένα αντιληπτικά συνεκτικό
περιβάλλον (Carman 2005: 51). Τα πράγματα που συγκροτούν αυτό το οικείο
περιβάλλον, δεν περιορίζονται απαραίτητα σε ό,τι είναι άμεσα αισθητό σε μια
δεδομένη στιγμή. Όπως μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας (2002: 323) «(…)βλέπουμε
ως εκεί που εκτείνεται η κατανόησή μας στα πράγματα, πέρα από την ζώνη της
σαφής όρασης». Για παράδειγμα, η πισινή πλεύρά ενός αντικειμένου δεν αποτελεί για
το βλέμμα κάτι το μη υπαρκτό, καθότι μας διδεται ως πρόκτηση (Merleau-Ponty
1964: 13-14). Παρομοίως, όσον αφορά την χωρική αντίληψη, ας αναλογιστούμε το
γεγονός ότι όταν βρισκόμαστε στο προσωπικό μας δωμάτιο, εντός της κατοικίας μας,
μπορεί να μην βλέπουμε τον χώρο της κουζινάς, όμως αυτός «συμμετέχει» μέσα στο
αντιληπτικό μας πεδίο (Merleau-Ponty 2002: 323), διότι γνωρίζουμε (χωρίς να
χρειάζεται να σκεφτούμε) την τοποθεσία της μέσα στον χώρο της κατοικίας μας (για
παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι βρίσκεται αριστερά, καθώς βγαίνουμε από το προσωπικό
μας δωμάτιο) (Merleau-Ponty 2002: 149). Ο βιωματικός χώρος, ή κατά τον Merleau-

103
Με τον όρο «φαινομενικό πεδίο», μπορούν να περιγραφούν και οι διάφοροι μικρο-«χώροι» στους
οποίους λαμβάνει χώρα η καθημερινή μέριμνα, όπως για παράδειγμα το προσωπικο μας γραφείο ή η
οθόνη του υπολογιστή μας, που με την σειρά τους αποτελούνται από διάφορα «πράγματα» που μας
προσφέρονται στην αισθητηριακη εμπερία (Fele 2008: 303).

434
Ponty (2002: 117) ο σωματικός χώρος, αποτελεί ουσιαστικά ένα προσανατολισμένο
χώρο, μέσω των αντιληπτικών σχημάτων «πάνω/ κάτω», «δεξιά/αριστερά»,
«μπροστά/πίσω» (Bourdieu 1977a: 2). Ταυτόχρονα, κάθε βιωματικός χώρος, γίνεται
αισθητός ως ένας οριοθετημένος104 χώρος (Μerleau-Ponty 2002: 289).

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά του βιωματικού χώρου (ο προσανατολιστικός και ο


οριοθετημένος χαρακτήρας του), τον καθιστούν ένα αντιληπτικά συνεκτικό
περιβάλλον (Μerleau-Ponty 2002: 291-292). Ο βιωματικός/ σωματικός χώρος, εκτός
από αντιληπτικό πεδίο, αποτελεί και πεδίο δράσης (Μerleau-Ponty 2002: 117,
Tiemersma 1987: 428). «Εκτελούμε τις κινήσεις μας σε ένα χώρο οποίος δεν είναι
(…) [σ.σ. νοηματικά] ασυσχέτιστος με αυτές, αλλά αντίθετα, φέρει μια πολύ
συγκεκριμένη σχέση με αυτές» (Μerleau-Ponty 2002: 159). Ας μην ξεχνάμε το
γεγογονός ότι οι διάφοροι χτιστοί χώροι που συναντάμε (ή έχουμε συναντήσει) στην
καθημερινή μας ζωή, αποτελούν εκείνο το χωρικό συγκείμενο στο οποίο λαμβάνουν
χώρα συγκεκριμένες πρακτικές (για παράδειγμα, ο αθλητικός χώρος ενός σχολείου
προσφέρεται για την επιτέλεση αθλητικών πρακτικών) (Reckwitz 2012: 254).

Ο σωματικός χώρος αποτελεί ταυτόχρονα και πεδίο δράσης, μέσω της βασικής
νοητικής δραστηριότητας που χαρακτηρίζουμε ως αντίληψη. Δεν βλέπουμε απλώς
«πράγματα» μέσα σε σε έναν χώρο, αλλά και χρηστικά αντικείμενα, δηλαδή
πράγματα που μας καλούν να τα χειριστούμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο (Merleau-
Ponty 1963: 89) και σχετίζονται με τις πρακτικές που επιτελούμε. Για παράδειγμα, ο
ηλεκτρονικός υπολογιστής που χρησιμοποιούμε καθημερινά στην κατοικία μας ή
στον χώρο εργασίας, γίνεται αντιληπτός ως κάτι χρήσιμο για να επιτελέσουμε
συγκεκριμένες πρακτικές (να γράψουμε κείμενα, να περιηγηθούμε στο διαδίκτυο, να
διαβάσουμε ένα βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή, κοκ) και αυτή η νοηματοδότηση
παρέχει το κίνητρο για την χρήση του (Romdenh-Romluc 2011: 244). Ο σωματικός
χώρος είναι ένας προσανατολισμένος χώρος επειδή μέσα σε αυτόν το άτομο

104
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή της ενότητας, τα όρια της γειτονιάς κάτω Πατήσια-Κυψέλη μέσα από
την αντίληψη των ανθρώπων, δεν είναι χαραγμένα με σαφήνεια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ενός
χάρτη, όμως αυτό δεν συνεπάγεται πως είναι εσφαλμένα ή ανάξια προσοχής από την σκοπιά της
έρευνας, καθότι αποτελούν προϊόν εμπειρίας μέσα στον χώρο της πόλης. Γενικότερα, οι διακρίσεις που
χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ζωή δεν είναι πάντοτε σαφείς, όμως δεν παύουν να είναι χρήσιμες
για τις ανάγκες της καθημερινής μας δράσης. Όπως εύστοχα το έθεσε ο Sayer (2011: 102): «Δεν είμαι
σίγουρος πού να χαράξω την διαχωριστική γραμμή μεταξύ του μπροστινου και του πισινού μέρους του
κεφαλιού κάποιου ανθρώπου, αλλά μπορώ να πω την διαφορά και είναι χρήσιμο να την γνωρίζω»

435
μετακινείται για να εκτελέσει συγκεκριμένες πράξεις105 (Taylor 1995: 23), όπως όταν
μετακινούμαστε, εντός της κατοικίας μας, από το προσωπικό μας δωμάτιο στον χώρο
της κουζίνας με σκοπό να μαγειρέψουμε.

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το φαινομενικό πεδίο


(σωματικός χώρος) ως ένα πεδίο δυνάμεων που μέσω της αντίληψης, ορισμένα
πράγματα (αντικείμενα, χώροι) και πρόσωπα που «συμμετέχουν» σε αυτό έλκουν, το
σώμα ως πόλοι δράσης (ή παρατήρησης) (Merleau-Ponty 1963: 7, 2002: 122), ενώ
άλλα, λειτουργούν ως πόλοι απώθησης ή ως εμπόδια στην παραγωγή συγκεκριμένων
χωρικών δράσεων (Morris 2012: 39-40). Ταυτόχρονα, μέσα από το έργο του
συγγραφέα, διακρίνεται καθαρά ότι η λειτουργία του βιωματικού χώρου ως πεδίου
δράσης, συντελείται μέσω του βιωμένου, κοινωνικοποιημένου σώματος (Marcoulatos
2001: 3), του σώματος που αποτελεί ένα «(…)σύστημα κινητικών ή αντιληπτικών
ικανοτήτων(,..), μια συγκέντρωση βιωμένων νοημάτων» (Merleau-Ponty 2002: 177).
Το κοινωνικοποιημένο σώμα, εκφράζεται από τον Merleau-Ponty (2002: 113) ως
σωματικό σχήμα που με αυτόν τον όρο, ο συγγραφέας δεν αναφέρεται σε κάποιο
συγκεκριμένο κινητικό σχήμα, αλλά στο σύνολο των νοητικών και κινητικών
σχημάτων του ατόμου. Το σωματικό σχήμα του Merleau-Ponty είναι ουσιαστικά η
έξη του Bourdieu (Carman 2008: 199, 217). Μέσω της χωρικής αντίληψης που
πηγάζει από την έξη, ο γεωγραφικός χώρος συγκροτείται ως ένα αντιληπτικά
συνεκτικό περιβάλλον (Carman 2008: 106, 133) αλλά και ως ένας συμπεριφορικός,
πρακτικός χώρος (Merleau-Ponty 2002: 129). Με τα λόγια του συγγραφέα (Merleau-
Ponty 1964: 5):

«Ένα ‘σωματικό (…) σχήμα’ μας δίνει σε κάθε στιγμή μια σφαιρική,
πρακτική και άρρητη αίσθηση της σχέσης μεταξύ του σώματός μας και των
πραγμάτων (…)Ένα σύστημα εφικτών κινήσεων εκπέμπεται από εμάς προς
το περιβάλλον μας. Το σώμα μας δεν είναι στον χώρο όπως τα πράγματα.
Εφαρμόζεται [πρακτικά] στο χώρο όπως ένα χέρι σε ένα μουσικό όργανο».

Το σωματικό σχήμα/ έξη, εκδηλώνεται αλλά και συγκροτείται μέσω της συνήθειας
(Merleau-Ponty 2002: 164, 166). Η συνήθεια δεν πρέπει να νοείται ως μια μηχανική,

105
«Αυτό που μετράει για τον προσανατολισμό του θεάμοτος, δεν είναι το σώμα μου,…ως ένα
πράγμα στον αντικειμενικό χώρο, αλλά ως ένα σύστημα εφικτών δράσεων(…) Το σώμα μου είναι
όπου έχει κάτι να πράξει» (Μerleau-Ponty 2002: 291).

436
αυτόματη λειτουργία του σώματος καθώς μέσω της συνήθειας, της πρακτικής
ενασχόλησης, μπορούν να βελτιωθούν οι σωματικές μας δεξιότητες στα διάφορα
παιχνίδια στα οποία συμμετέχουμε (Marcoulatos 2001: 5, Ostrow 1987: 215).
Σύμφωνα με τον Bourdieu (1996a: 180), οι καθημερινές συνήθειες, αποτελούν την
έκφραση της έξης (Bourdieu 1996a: 180). Ταυτόχρονα, η ίδια η συγκρότηση της
έξης, συντελείται, όπως αναφέρθηκε, μέσω της συνεχούς106 εμπειρίας και πρακτικής
ενασχόλησης (προσκόλλησης) με συγκεκριμένα πράγματα και πρόσωπα (Sayer 2011:
75, Stone, Underwood & Hotchkiss 2012: 67). Επιπλέον, οι καθημερινές συνήθεις
συμπεριφορές (μετακινήσεις ή άλλες δράσεις) μέσα σε έναν γεωγραφικό χώρο,
παρέχουν την εξοικείωση με αυτόν (Leach 2005: 299).

Η έξη, για τον Merleau-Ponty (2002: 94), όπως και για τον Bourdieu, αποτελεί ένα
τρόπο ύπαρξης, ένα τρόπο του είναι-μέσα-στον-κόσμο (being-in-the-world) (Allen
2008: 59), στoν κόσμο στον οποίο ζούμε, στον βιόκοσμο (2002: 502). Ο όρος «είναι-
μέσα-στον-κόσμο», υποδηλώνει ότι ο τρόπος της ανθρώπινης ύπαρξης είναι,
θεμελιωδώς, προ-στοχαστικός και πρακτικός. Οι στοχαστικές ικανότητες έχουν τις
ρίζες τους σε πρακτικές συνήθειες που συντελούνται μέσα στο πλάισιο του
καθημερινού υπαρκτικού προσανατολισμού, καθώς και στις εμπειρίες που
παρέχονται από αυτές107 (Crossley 2001: 62, Schaffer 2004: 16, Matthews 2002: 49,
2006: 83). Για την κατανόηση του είναι-μέσα-στον-κόσμο, θα πρέπει να ληφθούν
υπόψη τόσο τα παιχνίδια (πεδία δράσης) στα οποία συμμετέχει το υποκείμενο σε μια
δεδομένη χρονική περίοδο και οι εμπειρίες που του δίδονται σε αυτά, όσο και οι
δομικές σχέσεις στις οποίες είναι «τοποθετημένο» και μία από αυτές είναι η ταξική
δομή (Crossley 2001: 78, 2004: 92). Όπως το έθεσε ο Merleau-Ponty (2002: 530), το
ανθρώπινο υποκείμενο είναι ένας «(…) κόμβος σχέσεων», βιωματικών και δομικών
(Crossley 2004: 92). Επιπρόσθετα, κάθε ταξικός σχηματισμός, αποτελεί για τον
Merleau-Ponty (2002: 521) έναν τρόπο ύπαρξης, μια συλλογική έξη κατά την
ορολογία του Bourdieu (Wacquant 2014b: 120).
106
Θα πρέπει να τονιστεί πως ο Merleau-Ponty, σε διάφορα σημεία στο έργο του, (1964: 14, 2002:
177), δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις περιπτώσεις όπου καινούργιες εμπειρίες, τροποποιούν
ορισμένες αντιλήψεις.
107
Για παράδειγμα, οι κοινωνικοί επιστήμονες (κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι, κοινωνικοί γεωγράφοι,
κοκ) μπορούν και σκέφτονται/ στοχάζονται θεωρητικά πάνω στις δομές του κοινωνικού κόσμου, διότι
ο βιόκοσμός τους αποτελείται από επιστημονικά βιβλία και άρθρα τα οποία μελετούν καθώς και
άλλους κοινωνικούς επιστήμονες με τους οποίους συνομιλούν και από τους οποίους λαμβάνουν
πληροφορίες επάνω σε θεωρητικά ζητήματα. Με άλλα λόγια, τους παρέχονται εμπειρίες οι οποίες
διαμορφώνουν με συγκεκριμένο τρόπο την σκέψη τους, και πρωτίστως, την αντίληψή τους για τον
κοινωνικό κόσμο (Crossley 2001: 114).

437
Όπως διαφαίνεται από τα προηγούμενα, η σκέψη των Bourdieu και Merleau-Ponty,
μπορεί να συνδυαστεί για την κατανόηση της σχέσης μεταξύ της έξης και του
βιόκοσμου, ενώ παράλληλα η σκέψη του Merleau-Ponty, μας υπενθυμίζει ότι τα
διάφορα πεδία δράσης αποτελούν συγκεκριμένα περιβάλλοντα στα οποία λαμβάνουν
χώρα συγκεκριμένες παρουσίες (πράγματα και πρόσωπα). Για παράδειγμα, το
παιχνίδι της μαγειρικής, διαδραματίζεται πάντοτε σε ένα συγκεκριμένο υλικό
περιβάλλον, με συγκεκριμένα σκεύη και προϊόντα. Επίσης, ο συγγραφέας μας καλεί
να αντιληφθούμε την αντίληψη ως η βασική λειτουργία του τρόπου ύπαρξης (Carman
2008: 3), γεγονός που απαιτεί μια απόπειρα περιγραφής αυτής της λειτουργίας, για
την περαιτέρω κατανόησή της.

Η αντίληψη συγκροτείται από αντιληπτικά σχήματα που ορισμένα από αυτά δομούν
την χωρική αντίληψη ενώ άλλα νοηματοδοτούν τα αντιληπτικά ερεθίσματα
(εμπειρίες), ως εκφράσεις συγκεκριμένων τύπων (κατηγοριών) (Crossley 2001: 132,
Husserl 1973: 36). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Husserl (1973: 331) για την
εμπειρία του φυσικού κόσμου «[Ο] κόσμος της εμπειρίας βιώνεται ως ένας
τυποποιημένος κόσμος. Τα πράγματα [γίνονται αντιληπτά] ως θάμνοι, ζώα, φίδια,
πουλιά [ή συγκεκριμένα], ως πεύκα,(…) σκύλος(,…) χελιδόνι, κοκ». Οι «θάμνοι», τα
«ζώα», τα «πεύκα» και όλες οι κατηγοριοποιήσεις των εμπειριών108 αποτελούν
αντιληπτικά σχήματα (Atkinson 2010a: 63). Αντίστοιχα, το «τραπέζι» της «κουζίνας»
μας γίνεται αντιληπτό ως ένα «βαρύ» (ή «ελαφρύ») αντικείμενο, όταν πρόκειται να το
μετακινήσουμε (Crossley 2001: 131) ή η όψη ενός άλλου «άνδρα», «Αφρικανού»
που συναντάμε μέσα στο αστικό λεωφορείο, φανερώνει ότι είναι «λυπημένος»
(Merleau-Ponty 2002: 27, Berger & Luckmann 1967: 45). Οι λέξεις εντός των
εισαγωγικών στα προηγούμενα παραδείγματα, αποτελούν αντιληπτικά σχήματα ή
εναλλακτικά, αντιληπτικές (προ)κατηγοριοποιήσεις με τις οποίες γίνονται
κατανοητές οι αντίστοιχες αισθητηριακές εμπειρίες (Atkinson 2010a: 63). Μέσω των
σχημάτων αντίληψης, «(…) είμαστε σε θέση να ταξινομούμε» ανθρώπους και
πράγματα που συναντάμε στον βιόκοσμό μας (Wagner 1983: 136) σε οριμένους
τύπους («άνδρας», «λύπημένος», ή οποιαδήποτε άλλη κατηγορία).

108
Οι ονομασίες των διαφόρων εμπειριών δεν σχετίζονται μόνο με την λειτουργία της όρασης αλλά
και με τις υπόλοιπες αισθήσεις. Στην καθημερινή μας ζωή, δεν ακούμε απλά ήχους, αλλά
«αυτοκίνητα» να διασχίζουν το δρόμο, «ομιλίες» που περιγράφουν γεγονότα και υποκείμενα, κοκ
(Sayer 2005: 24).

438
Οι κατηγορίες στις οποίες εντάσσονται τα διάφορα ορατά πρόσωπα, περιλαμβάνουν
και κοινωνικά χαρακτηριστικά, με βάση το πλαίσιο στο οποίο δίδονται στην όραση.
Για παράδειγμα, «(…)ένας άνδρας που στέκεται έξω από ένα νυχτερινό κέντρο
διασκέδασης, φορώντας σακάκι και παπιγιόν, θα γινόταν αντιληπτός ως πορτιέρης»
(Crossley 2001: 131). Με παρόμοιο τρόπο, η αντίληψη κατηγοριοποιεί αξιολογικά109
συμπεριφορές ατόμων εντός συγκεκριμένων καταστάσεων («άγαρμπη» συμπεριφορά,
«αντι-κοινωνική» συμπεριφορά, κ.ά) (Sayer 2005: 196-197) ή ακόμα και τα ίδια τα
άτομα με βάση τον τρόπο συμπεριφοράς τους (Sayer 2005: 143). Ταυτόχρονα, όπως
τονίζει ο Crossley 2001: (131-132) και οι διάφορες μορφές προκατάληψης απέναντι
σε ορατά πρόσωπα της καθημερινότητας, λειτουργούν με τον ίδιο τρόπo:
«Αντιλαμβανόμαστε ανθρώπους ως εκπροσώπους μιας αφηρημένης ομάδας, με βάση
τα σημάδια110 που σχετίζουμε με αυτήν την ομάδα, αποδίδοντας τις υποτιθέμενες
ιδιότητες της ομάδας σε αυτούς».

Παράλληλα με την σκέψη του Merleau-Ponty, o Bourdieu (1984: 470, 1987: 10,
Bourdieu & Nice 1980: 289) διατύπωσε ότι τα σχήματα αντίληψης, οι πρακτικές
ταξινομήσεις111 της καθημμερινότητας, αποτελούν το υπόβαθρο από το οποίο οι
άνθρωποι μπορούν να ανταποκρίνονται στην καθημερινές τους εμπειρίες και να
αναπαριστούν (προφορικά ή γραπτά) τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο, ταξινομώντας
λεκτικά ανθρώπους και πράγματα. Μέσα στο έργο του, έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε
αντιληπτικές (και ταυτόχρονα, αξιολογικές) κατηγοριοποιήσεις που συγκροτούν
νοητικά συστήματα αντιθέσεων (φτωχός-μεσαίος-πλούσιος ή φτωχός-πλούσιος112,
καλό-κακό, αξιοκρατικός-αναξιοκρατικός, νέος-γέρος, παλαιό-νέο, ακριβό-φθηνό,
σημαντικό-ασήμαντο, απειλητικό-ακίνδυνο, ανδρικό-γυναικείο, έμπιστος-
αφερέγγυος, όμορφο-άσχημο, πολυτελές-λιτό, χρήσιμο για-άχρηστο για, δεξιός-
αριστερός, κ.ά) (Bourdieu 1990a: 210, 1984: 468- 473, 1998a: 8, Sayer 2005: 34).

109
Κάθε αντιληπτική κατηγοριοποίηση προσώπων και πραγμάτων του κοινωνικού κόσμου,
«συνοδεύεται» από αξιολόγηση (Marcoulatos 2003a: 94, Bourdieu 1993a: 167), Ακόμα και στην
περίπτωση της «στατιστικής» ταξινόμησης, όπως είδαμε στην περίπτωση της ανάλυσης σε συστάδες
στην ενότητα 3.2, οι κατηγορίες (ομάδες) που προκύπτουν από την ανάλυση, υπόκεινται σε
αξιολογήσεις (εύπορες ομάδες, ομάδες αποστέρησης, κ.ά).
110
Σημάδια όπως το ντύσιμο, ο τρόπος ομιλίας, η προφορά, ο τρόπος κίνησης του σώματος, η φυλή, η
σωματοδομή, οι πολιτικές απόψεις, κ.ά. (Crossley 2001: 152).
111
Αυτές οι ταξινομήσεις, παρέχουν την απαραίτητη λογική για τις ανάγκες της πρακτικής
συμπεριφόρας, μια πρακτική λογική η οποία μπορεί να περιέχει έναν βαθμό ασάφειας, όμως χωρίς
αυτή «(…) η ζωή θα είχε καταστεί [πρακτικά] αδύνατη» (Bourdieu 1990b: 73).
112
«Η κοινή λογική μας λέει ότι κάποιος είναι πάντοτε πλουσιότερος ή φτωχότερος από κάποιον
άλλο,(…) [νεότερος ή γηρεότερος από κάποιον άλλο], περισσότερο δεξιός ή περισσότερο αριστερός
από κάποιον άλλο-αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ένα στοιχειώδη σχετικισμό» (Bourdieu 1984: 473).

439
Επιπρόσθετα, κατέδειξε ότι μέσω των αντιληπτικών κατηγοριοποίησεων, πολιτισμικά
χαρακτηριστικά (αγαθά, πρακτικές, πτυχές της σωματικές έξης, κ.ά) μετατρέπονται
σε σημεία/ σήματα κοινωνικής θέσης εντός της κοινωνικοοικονομικής ιεραρχίας,
δηλαδή σηματοδοτούν συγκεκριμένους τύπους κοινωνικών θέσεων μέσα στο
κοινωνικό κόσμο (οι οποίοι αποδίδονται γλωσσικά με όρους επαγγέλματος,
οικονομικής ευημερίας ή ανέχειας, μόρφωσης, κοκ) και τρόπους ζωής (Schäfer 2015:
171, Marcoulatos 2003b: 253, Atkinson 2010a: 63-64). Για παράδειγμα, όταν
αντικρίζουμε ένα άτομο που φορά «ακριβά» «ρούχα» ή κατέχει ένα «ακριβό»
«αυτοκίνητο», συσχετίζουμε νοηματικά αυτά τα χαρακτηριστικά με μια
συγκεκριμένη κοινωνική θέση («εύπορος», «οικονομικά ευκατάστατος», ή οτιδήποτε
άλλο), την οποία αποδίδουμε στο άτομο113 (Atkinson 2010a: 64). Ο «ταξικός»
χαρακτήρας της αντίληψης, έχει ιδιαίτερη σημασία στην ανάλυση των αφηγήσεων
των ερωτηθέντων καθότι όπως εύστοχα επισημαίνει ο Bourdieu (1989: 19) «(…)
τίποτε δεν ταξινομεί περισσότερο κάποιον, από την τρόπο που αυτός ταξινομεί».
Επιπρόσθετα, εντός των διαφόρων αγαθών που σηματοδοτούν συγκεκριμένους
τύπους κοινωνικών θέσεων, εντάσσεται και η περιοχή κατοικίας, όπως αναδεικνύει η
εθνογραφική έρευνα του Southerton (2002).

Σε αυτό το σημείο, χρήσιμο θεωρείται να τονιστεί ότι η «ταξική», ή οποιασδήποτε


άλλης μορφής (έμφυλη, εθνοτική, κοκ), κατηγοριοποίηση ατόμων και πολιτισμικών
χαρακτηριστικών, δεν είναι απαραίτητα να λαμβάνει την μορφή επίσημων εννοιών
(«φτωχός», «κοινωνικά αποκλεισμένος», κ.ά) αλλά μπορεί να έχει τον χαρακτήρα
οποιασδήποτε γλωσσικής περιγραφής, ακόμα και προσβλητικής (Bourdieu 1993a: 58,
2005c: 38).

Με βάση τα προηγούμενα, μπορούμε κάλλιστα να εξάγουμε τρία βασικά


συμπεράσματα για την λειτουργια των αντιληπτικών σχημάτων τα οποία θα μας
χρησιμεύσουν στην κατανόηση των αφηγήσεων των συνεντευξιαζομένων. Το πρώτο
συμπέρασμα, αφορά τον ρόλο της γλώσσας και συγκεκριμένα του γλωσσικού
κεφαλαίου, στην αντικειμενοποίηση των αντιληπτικών σχημάτων (Crossley 2001:
133). Η αντίληψη παρέχει την κατανόηση του κόσμου και της εμπειρίας μέσω

113
Με τα λόγια του Bourdieu (2013: 298): «Οι ενσώματες ή πραγμοποιημένες ιδιότητες,
λειτουργούν(…) ως ένα είδος πρωταρχικής γλώσσας, μέσω της οποίας είμαστε περισσότερο
ομιλούμενοι, από ότι ομιλητές, παρ’ όλες τις στρατηγικές παρουσίασης του εαυτού».

440
λέξεων114 (Merleau Ponty 1963: 169). Σύμφωνα με τον Bourdieu (1984: 2), «(…) η
ικανότητα να βλέπεις, είναι συνάρτηση(…) των εννοιών, δηλαδή των λέξεων που
είναι διαθέσιμες για την ονομασία των ορατών πραγμάτων». Ταυτοχρόνως, αυτές οι
κατηγοριοποιήσεις (και οι «συνδέσεις» μεταξύ τους) αποτελούν το υπόβαθρο στο
οποίο συγκροτείται ο στοχασμός (σκέψη), θέτοντας όρια στο εύρος που μπορεί να
λάβει (Charlesworth 2000: 30-31, Bourdieu & Wacquant 1992: 40). Συνεπώς, ο
τρόπος σκέψης δεν είναι ανεξάρτητος από τις προ-στοχαστικές κατηγοριοποιήσεις
που έχουν αποκτηθεί (Bourdieu 1984: 418) ενώ παράλληλα, αυτά τα αντιληπτικά
σχήματα προσδιορίζουν και τον τρόπο σκέψης. Ας αναλογιστούμε το γεγονός ότι η
προσκόλληση σε συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία (κοινωνική γεωγραφία,
ανθρωπολογία, κ.ά) παρέχει κατηγοριοποιήσεις («δομή-«υποκείμενο»,
«προκύπτουσα ιδιότητα», «επίδραση της γειτονιάς», «σχέσεις παραγωγής», κ.ά) που
νοηματοδοτούν με συγκεκριμένο τρόπα τα διάφορα κοινωνικά φαινόμενα και
παρέχουν την δυνατότητα ενός θεωρητικού τρόπου σκέψης (Bourdieu & Eagleton,
1994: 273, Bourdieu 2005c: 36-37).

Το δεύτερο, αφορά την υπενθύμιση ότι τα αντιληπτικά σχήματα της έξης (όπως και
τα κινητικά σχήματα αυτής), συγκροτούνται από τον βιόκοσμο του ατόμου, γεγονός
που συνεπάγεται ότι τα σήματα που γίνονται καταληπτά, το συγκεκριμένο νόημα που
τους αποδίδεται και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για την απόδοση του νοήματός
τους, πηγάζουν μέσα από την καθημερινή εμπειρία και πρακτική,
συμπεριλαμβανομένων και των διαμεσολαβούμενων εμπειριών που παρέχονται από
τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Atkinson 2010a: 64). Συνεπώς, ενδέχεται η ίδια
συμπεριφορά, η ίδια κατάσταση ή ακόμα και το ίδιο αγαθό, μπορεί να λάβει
διαφορετικό νόημα (και συνεπώς, διαφορετικό γλωσσικό χαρακτηρισμό) από δύο
άτομα τα οποία κατέχουν διαφορετικές θέσεις εντός του συνολικού κοινωνικού
πεδίου, ή ανήκουν σε διαφορετικά επιμέρους κοινωνικά πεδία εντός του κοινωνικού
κόσμου ή ακόμα και εάν καταλαμβάνουν διαφορετικές θέσεις εντός του ίδιου πεδίου
(Bourdieu 1984: 94, 1998a: 8).

Το τρίτο, είναι ότι ορισμένα αντιληπτικά σχήματα με τα οποία τυποποιείται ο


κοινωνικός κόσμος, αποτελούν ουσιαστικά προϊόν εσωτερίκευσης των κοινωνικών
και δημογραφικών δομών του κόσμου (Bourdieu 1984: 468, 1979b: 84, Atkinson
114
«[ακόμα και] το πιο οικείο πράγμα φαίνεται απροσδιόριστο εφ’ όσον δεν έχουμε ανακαλέσει στην
μνημη μας το όνομά του» (Merleau Ponty 2002:209).

441
2010b: 14). Αντιληπτικές κατηγοριοποιήσεις όπως «νέος»-«γέρος», «πλούσιος»-
«φτωχός», «λευκός-μαύρος», προκύπτουν από την εμπειρία ενός κόσμου που
αποτελείται από αντίστοιχες δομικές σχέσεις, από αντικειμενικές διαιρέσεις μεταξύ
ηλικιακών ομάδων, οικονομικών τάξεων και φυλών. Προφανώς, αυτές οι
κατηγοριοποιήσεις δεν είναι πάντοτε σαφής, ούτε αντικατοπτρίζουν πλήρως τις
αντικειμενικές δομές, ούτε είναι αλάνθαστες καθότι υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο
της εσφαλμένης αντίληψης (Atkinson 2010a: 153). Όμως αυτό δεν συνεπάγεται ότι
οι κοινωνικές δομές του κόσμου είναι αμέτοχες στην συγκρότηση της αντίληψης,
διότι όπως τονίζει ο Crossley (2001: 152), το γεγονός ότι μπορούμε να
αντιλαμβανόμαστε (έστω και λανθασμένα σε ορισμένες περιπτώσεις),
«ευκατάστατους» και «φτωχούς» ανθρώπους, προυποθέτει ότι υπάρχουν
«(…)πραγματικές διαφορές με τις οποίες [αυτές οι κατηγοριοποιήσεις] έχουν
‘συνδεθεί’».

Η περιοχή κατοικίας, αποτελεί αξιολογικό κριτήριο κοινωνικών τύπων μέσα στο


κοινωνικό κόσμο, αλλά και «αντικείμενο» («ταξικών» ή οποιασδήποτε άλλης
μορφής) αξιολογήσεων. Οι αξιολογήσεις που αφορούν έναν τόπο, μπορεί να
αποτελούν αποκλειστικά προϊόν αφηγήσεων από άλλους (συμπεριλαμβανομένων και
των μέσων μαζικής ενημέρωσης) ή να «εμπεριέχουν» και την άμεση, καθημερινή
βιωματική σχέση με αυτόν (Dikeç 2007: 8, Reay 2007: 1195-1197), που η τελευταία
περίπτωση θα μας απασχολήσει στην επόμενη ενότητα, αφού η πλειοψηφία των
συνεντευξιαζομένων έχει μεγαλώσει μέσα στη γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη.

Όπως αναφέρθηκε, η γειτονιά, όπως βιώνεται στην καθημερινή εμπειρία, αποτελείται


από ‘πράγματα’ και ‘διαστήματα’ μεταξύ των πραγμάτων». Μέσα στο πλαίσιο του
πρακτικού βίου σε μια γειτονιά, οι αισθητηριακές εμπειρίες με τα διάφορα πράγματα
που συγκροτούν την χωρική δομή της (δημόσιοι χώροι, υποδομές, κτίρια,
καταναλωτικά αγαθά, κ.ά) ή/ και με τους ανθρώπους που συναντιούνται στον χώρο
της (φίλοι, γείτονες, κοκ), καθιστούν τον χώρο της αισθητό και συνάμα αξιολογήσιμο
(Löw 2008: 44, 2016: 117). Σύμφωνα με την Löw (2016: v, 172), αυτή η καθημερινή
αλληλεπίδρση με ανθρώπους ή/ και πράγματα, αποτελεί το μέσο με το οποίο γίνεται
αντιληπτός ο χώρος και όχι οι μεμονωμένες εμπειρίες πραγμάτων ή/ και προσώπων.
Με άλλα λόγια, η αντίληψη του τόπου, αλλά και γενικότερα κάθε χώρου (σχολείο,

442
κοκ), όταν προέρχεται από την άμεση βιωματική σχέση με αυτόν, προκύπτει από την
εμπειρία του τόπου στο σύνολό της (Reckwitz 2012: 254-255).

Η έξη δεν παράγει μόνο την αντίληψη της κοινωνικής θέσης των άλλων αλλά και του
εαυτού, την οποία ο Bourdieu αποκαλούσε και ως αίσθηση του τόπου, δηλαδή την
αίσθηση της κοινωνικής θέσης115 που καταλαμβάνει ένα άτομο μέσα στον κοινωνικό
κόσμο (Bourdieu & Thompson 1991: 235, Jenkins 1992: 42-43). Αυτή η «ταξική
αίσθηση» του εαυτού και των άλλων (Atkinson 2010a: 134, 149), μας υπενθυμίζει ότι
η κοινωνική τάξη δεν υφίσταται μόνο αντικειμενικά, ως μια «περιφέρεια» εντός του
συνολικού κοινωνικού πεδίου την οποία μπορούμε να περιγράψουμε με την χρήση
στατιστικών μεθόδων, αλλά και υποκειμενικά, στην μορφή αντιληπτικών σχημάτων
(Wacquant 1989a: 13, 15), ως τμήμα της αντίληψης, δηλαδή ως τμήμα εκείνου του
υποβάθρου από το οποίο γίνεται κατανοητός ο κοινωνικός κόσμος και από το οποίο
μπορούμε να τον περιγράψουμε (Taylor 1995: 69). Ας μην ξεχνάμε ότι το συνολικό
κοινωνικό πεδίό στο οποίο είναι «τοποθετημένες» οι διάφορες αντικειμενικές,
κοινωνικές τάξεις, αποτελεί μια θεωρητική αναπαράσταση του κοινωνικού κόσμου,
εντός των οποίον συγκροτούνται οι βιογραφίες των ανθρώπων (Bourdieu 1985: 723-
725). Σύμφωνα με τον Bourdieu (1984: 471), η αίσθηση του τόπου των
κυριαρχούμενων στο συνολικό κοινωνικό χώρο, τους οδηγεί στην απόρριψη των
αγαθών που δεν μπορούν να αποκτήσουν, γεγονός που εκδηλώνεται σε εκφράσεις
του τύπου «Αυτό δεν είναι για μένα» ή «Αυτό δεν είναι για ανθρώπους σαν εμάς».
Όμως η αίσθηση του κυριαρχούμενου τόπου, δεν οδηγεί πάντα στην παραίτηση αλλά
και στον πόθο για αυτό που δεν μπορεί να αποκτηθεί, γεγονός που, όπως τονίζει ο
Sayer (2005: 35), δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, δεδομένου του «(…)αδιάκοπου
πειρασμού των αγαθών [και] του δοξασμού της(…) οικονομικής επιτυχίας», που
χαρακτηρίζουν τις σύχρονες κοινωνίες της αγοράς.

Επιπλέον, ως τμήμα της αντίληψης (και συνεπώς της έξης), μπορούν να


θεωρηθούν και οι διάφορες αξίες που κατέχει το άτομο για τον κόσμο, οι οποίες
αφορούν αξιολογήσεις αφηρημένου χαρακτήρα για το τί είναι σημαντικό και

115
Η αίσθηση του τόπου, δεν πρέπει να ταυτίζεται νοηματικά με μια μαρξικού τύπου ταξική
συνείδηση, η οποία περιλαμβάνει μια γνώση των συλλογικών συμφερόντων που απορρέουν από την
συγκεκριμένη κοινωνική θέση, ούτε με μία επιστημονική θεωρία των κοινωνικών τάξεων που
προϋποθέτει ένα σαφές και λογικά συνεκτικό σύστημα κατηγοριοποιήσεων (Bourdieu & Thompson
1991: 289-290).

443
αποτελούν προϊόν κοινωνικοποίησης (Sayer 2011: 25-26). Με τα λόγια του Sayer
(2011: 26):

«Για παράδειγμα, κάποιος που έχει γνωρίσει το σεβασμό και την ασέβεια
καθώς και την οδύνη που προκαλεί η τελευταία, μπορεί να αποκτήσει την
πεποίθηση ότι το να είσαι σεβαστός έχει μεγάλη σημασία. Αυτή η αξία
βασίζεται σε επαναλαμβανόμενες συγκεκριμένες εμπειρίες και σε
αξιολογήσεις δράσεων, αλλά επίσης, (…) διαμορφώνει τις μετέπειτα
συγκεκριμένες αξιολογήσεις ανθρώπων και των δράσεών τους και
καθοδηγεί τις δράσεις αυτού του ατόμου»

Οι αξίες καθοδηγούν την δράση αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι υπάρχουν και
περιπτώσεις στις οποίες οι άνθρωποι δρουν με κάποιο βαθμό απόκλισης (ακόμα και
αντίθετα) από αυτόν που ορίζεται από τις αξίες που έχουν αποκτήσει και αυτή η
απόκλιση δεν είναι προϊόν παραλογισμού αλλά των καταστάσεων με τις οποίες
έρχονται αντιμέτωποι οι άνθρωποι .(Sayer 2011: 144). «Ζούμε ανάμεσα στο πώς είναι
τα πράγματα και στο πώς θα [θέλαμε] να είναι» (Sayer 2011: 145), γεγονός που
συνεπάγεται ότι οι κατάστασεις με τις οποίες εμπλέκεται το άτομο στην καθημερινή
του ζωή, δεν είναι πάντα οι επιθυμητές για αυτό.

Ένα επιπρόσθετο θεωρητικό εργαλείο που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη για την
κατανόηση των ζωών των συνεντευξιαζομένων είναι και ο ρόλος της
αναστοχαστικότητας (reflexivity) του υποκειμένου. Η αναστοχαστικότητα, ορίζεται
ως η νοητική ικανότητα των ανθρώπων, να στοχάζονται πάνω στους εαυτούς σε
σχέση με ορισμένα θέματα που τους απασχολούν. Η αναστοχαστικότητα λαμβάνει
την μορφή του εσωτερικού διαλόγου, κατά τον οποίο «οι άνθρωποι μιλάνε στο εαυτό
τους» για ορισμένα ζητήματα (Archer 2007: 2).

Η αναστοχαστικότητα, μπορεί να λάβει διάφορες μορφές μέσα στο πλαίσιο της


καθημερινότητας (για παράδειγμα, «Τί νομίζουν οι άλλοι συνάδελφοί μου για μένα;»)
(Archer 2010: 3), αλλά ο αναστοχασμός με τον οποίο ασχολείται η παρούσα έρευνα,
εστιάζεται στην κοινωνικό αναστοχασμό που αφορά κοινωνικά (με την
κοινωνιολογική έννοια) ζητήματα, δηλαδή στον διάλογο «(…) με τους εαυτούς
μας(…)για την κατάστάση μας, την συμπεριφορά μας, τις πεποιθήσεις μας, τους
στόχους μας» (Elder-Vass 2007c: 331, Caetano 2015: 60). Αυτή η μορφή της

444
αναστοχαστικότητας, διαμεσολαβεί στον ρόλο που έχουν οι κοινωνικές και
πολιτισμικές συνθήκες να επηρεάζουν την κοινωνική δράση (Archer 2007: 4), ενώ
παράλληλα αποτελεί το μέσο από το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να τροποποιούν την
έξη τους (Sayer 2010c: 91).

Σύμφωνα με τον Sayer (2011: 117), η κριτική αναστοχαστικότητα, δηλαδή ο


στοχασμός επάνω στην επιρροή που ασκούν στις πεποιθήσεις μας (και κατ’επέκταση
στον τρόπο σκέψης μας) οι κοινωνικές δομές και οι κυρίαρχες αφηγήσεις, αποτελεί
μια ιδιαίτερη μορφή αναστοχαστικότητας για την οποία τονίζει, ότι δεν θα πρέπει να
την θεωρούμε αποκλειστικό προνόμιο των κοινωνικών επιστημόνων. Σε κάθε
περίπτωση, τόσο η μορφή που λαμβάνει η αναστοχαστικότητα, όσο και ο ρόλος της
στην παραγωγή της πρακτικής και στην συγκρότηση των πεποιθήσεων για τον
περιβάλλωντα κόσμο, δεν μπορούν να προβλεφθούν με βάση την κοινωνική τάξη του
ατόμου (ή κάποια άλλη ιδιότητα) και για αυτόν τον λόγο, η ανάδειξή τους απαιτεί την
χρήση ποιοτικών μεθόδων έρευνας (Atkinson 2010a: 11).

Επίσης, η αναστοχαστικότητα μπορεί να «στοχεύει» σε καταστάσεις, δράσεις, και


πεποιθήσεις του «μακρινού», παρελθοντικού εαυτού (Peterson 2011: 279), ενώ θα
πρέπει να τονιστεί ότι η γλώσσα αποτελεί σημαντικό μέσο διεξαγωγής του
εσωτερικού διαλόγου (Chalari 2009: 3-4, 6). Σε αυτό το σημείο, κρίνεται χρήσιμο να
ειπωθούν δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Κατ’ αρχάς, δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι
η αναστοχαστικότητα αποτελεί μια διαρκή νοητική λειτουργία (Caetano 2015: 67,
Sayer 2011: 174). Ο καθημερινός κόσμος της εμπειρίας, αποτελείται από
καταστάσεις που έχουν τον χαρακτήρα του επείγοντος, στις οποίες το άτομο καλείται
να δράσει κάτω από συνθήκες επείγουσας ανάγκης, οι οποίες αποκλείουν κάθε
δυνατότητα αναστοχασμού (Βourdieu 1990a: 82). Γενικότερα, πέρα από εκείνες τις
καταστάσεις που έχουν τον χαρακτήρα του επείγοντος, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη,
όπως αναφέρθηκε, ότι το άτομο δρα σε συγκεκριμένες καταστάσεις (παιχνίδια) που ο
στοχασμός είναι περιορισμένος στις απαιτήσεις της πρακτικής. Η αναστοχαστικότητα
προϋποθέτει την απεμπλοκή από την ίδια την πρακτική, από την ίδια κατάσταση
(πεδίο δράσης) ουτοσώστε ο εαυτός να μπορεί να κάθισταται «αντικείμενο»
παρακολούθησης (Schön 1983: 50-51). Όπως εύστοχα το έθεσε ο Merleau-Ponty
(2002: 444) «Εάν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, είμαστε περιστοιχισμένοι [από
αυτή] και δεν μπορούμε να είμαστε διαφανείς στους εαυτούς μας».

445
Η δεύτερη παρατήρηση, αφορά το γεγονός ότι ο εσωτερικός διάλογος, δεν
συντελείται από ένα αυτόνομο, από τον κοινωνικό κόσμο, υποκείμενο αλλά από ένα
κοινωνικοποιημένο σώμα που έχει αποκτήσει μορφές ταξινόμησης της κοινωνικής
πραγματικότητας μέσα από την καθημερινή εμπειρία και πρακτική (Bourdieu 2000:
136). Το ανθρώπινο υποκείμενο αφορά έναν συγκεκριμένο τρόπο του είναι-μέσα-
στον-κόσμο και κατ’ επέκταση οι λέξεις (και οι «συνδέσεις» τους) που χρησιμοποιεί
για την συγκρότηση του εσωτερικού διαλόγου, πηγάζουν μέσα από την καθημερινή
πρακτική και εμπειρία και όχι ανεξάρτητα από αυτές (Spurling 1977: 31, Luckett
2008: 309, Mutch 2004: 442).

Στον αντίποδα, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ο ρόλος του αναστοχασμού στον


μετασχηματισμό της έξης, όχι μόνο με την έννοια της τροποποίησης ορισμένων
σχημάτων ή της απόκτησης νέων, αλλά και του μετασχηματισμού του ατόμου σε ένα
σε ένα διαφορετικό πρόσωπο με διαφορετικές πρακτικές συνήθειες, αντιλήψεις και
σκέψεις (Sayer A. 2010b: 117, 2010c: 91). Αυτή η περίπτωση, εμφανίζεται όταν το
άτομο βρεθεί εκτεθειμένο σε εμπειρίες που το προτρέπουν να αντιληφθεί ως «μη-
λειτουργικό» ένα τμήμα της έξης του, του τρόπου ύπαρξής του (αντιλήψεις και
συνήθεις πρακτικές), ως αναγκαία την αλλαγή του τρόπου ζωής του και μέσω του
αναστοχασμού που θα προκληθεί, να μετασχηματίσει την έξη του, υιοθετώντας νέες
αντιλήψεις και συνήθειες (Lahire 2003: 340, Chandler 2013: 476, Sayer 2011: 78).

2) Δόξα

Ο όρος «δόξα» (doxa) προέρχεται από το έργο του Husserl και έχει χρησιμοποιηθεί
από τον Bourdieu σε ορισμένα σημεία του συγγραφικού του έργου, αποδίδοντας σε
αυτή διάφορα νοήματα (Myles 2004: 94). Η δόξα αφορά ένα σύνολο πεποιθήσεων
«(…) για τον κόσμο και την ύπαρξη» (Atkinson 2011: 340), βάση των οποίων πτυχές
της κοινωνικής πραγματικότητας εμφανίζονται ως δεδομένες («φυσικές»),
αυτονόητες (Bourdieu 1977a: 156, 1984: 471). Αποτελεί μέρος της αντίληψης, των
αντιληπτικών σχημάτων της έξης (Moran & Cohen 2012: 49, Poupeau 2001: 71-72),
και συνεπώς, συγκροτείται από τις καθημερινές εμπειρίες του βιόκοσμου (Olson
1995: 37).

446
Για παράδειγμα, η δόξα μπορεί να εκδηλωθεί στο γεγονός ότι οι διάφορες κοινωνικά
κατασκευασμένες διαφοροποιήσεις των πραγμάτων (αγαθά, πρακτικές, κ.ά) του
κόσμου, (με βάση το φύλο, την κοινωνική τάξη, κοκ) θεωρούνται ως δεδομένες και
συνεπώς αδιαμφισβήτητες (Bourdieu 2001: 9, Bourdieu & Thompson 1991: 130).
Άλλο ένα παράδειγμα δοξικής πεποίθησης (Crossley 2001: 99) που σύμφωνα με τον
Atkinson (2011: 340) συναντάται στον συγχρονο δυτικό κόσμο, είναι η γενικευμένη
αποδοχή ότι η οικογένεια αποτελεί το «κύτταρο» της κοινωνίας και ότι όλα τα
κοινωνικά προβλήματα είναι προϊόν «προβληματικών» οικογενειών. Επιπρόσθετα η
δόξα περιλαμβάνει και ό,τι χαρακτηρίζεται ως ιδεολογία (Bourdieu & Eagleton
1999: 268).

Η δόξα υποδηλώνει μια μορφή σχέσης με τον κόσμο, μια δοξική σχέση με τον κόσμο
(Bourdieu 1990a: 110), ή εναλλακτικά μια φυσική στάση (natural attitude) απέναντι
στον κόσμο (Bourdieu 2000: 171). Η έννοια της δόξας μπορεί επίσης να χρησιμεύσει
για την περιγραφή και κατανόηση της φυσικής στασής της καθημερινής ζωής, κατά
την οποία ο βιόκοσμος εμφανίζεται ως μια δεδομένη, «φυσική» πραγματικοτήτα
(Bourdieu and Wacquant 1992: 73-74, Charlesworth 2000: 30). Η δοξική σχέση με
τον βιόκοσμο αφορά την αποδοχή των συνθηκών ύπαρξης στις οποίες «κατοικεί» το
άτομο (συνθήκες εργασίας, οικονομική κατάσταση, τρόπους ζωής, κοκ), είτε με την
μορφή της πλήρης αποδοχής, της θετικής στάσης απέναντι σε αυτές (Bourdieu 1981:
308), είτε με την μορφή «(…) της παραίτησης στο αναπόφευκτο» (Charlesworth
2000: 170) κατά τήν οποία το άτομο αισθάνεται ότι δεν έχει άλλες εφικτές επιλογές
διαβίωσης. Η φυσική στάση απέναντι στις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες του
βιόκοσμου, δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας αλλά
της ανθρώπινης ύπαρξης συνολικά, συμπεριλαμβανομένων και των κυριαρχούμενων
του κοινωνικού κόσμου, των ανθρώπουν που ζουν σε συνθήκες κοινωνικού
αποσκλεισμού (Bourdieu 1990b: 130). Η δοξική σχέση των κυριαρχούμενων με τον
κόσμο στον οποίο «κατοικούν» (Bourdieu 2000: 231):

«(…) θέτει [ακόμα και] τις πιο απαράδεκτες συνθήκες ύπαρξης (από το
σημείο οπτικής μιας έξης που συγκροτήθηκε σε άλλες συνθήκες) πέραν
πάσης αμφισβήτησης και πρόκλησης(...) Έχοντας προσαρμοσθεί στις
απαιτήσεις του κόσμου που τους έχει καταστήσει αυτό που είναι, θεωρούν
ως δεδομένο το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής τους»

447
Για παράδειγμα, η ανοχή ορισμένων μεταναστών εργατών απέναντι σε απαράδεκτες
συνθήκες εργασίας αποτελεί μια εκδήλωση φυσικής στάσης απέναντι σε αυτές
(Bourdieu 1981: 315). Τα παραπάνω δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα «(…)
ότι οι κυριαρχούμενοι αποδεχόνται τα πάντα, [απλώς] συναινούν σε πολλά
περισσότερα από ότι πιστεύουμε και από ότι γνωρίζουν» (Bourdieu & Eagleton 1994:
269). Επιπρόσθετα, χρήσιμο θεωρείται να τονιστεί ότι η φυσική στάση της
καθημερινή ζωής, η αποδοχή των προσωπικών συνθηκών ύπαρξης, αφορά την σχέση
του ατόμου με έναν οικείο (για το άτομο) κόσμο, με έναν κόσμο που αποτελείται από
οικεία περιβάλλοντα και παιχνίδια, γεγονός που προϋποθέτει μια πρακτική
εξοικείωση με συγκεκριμένες, επαναλαμβανόμενες πρακτικές και εμπειρίες που
δίδονται στο άτομο κατά την διάρκεια του καθημερινού του βίου (Moran 2011: 67).

Στα πλαίσια μιας εθνογραφικής έρευνας, οι δοξικές πεποιθήσεις του ατόμου για τις
συνθήκες ύπαρξής του, μπορούν να αναλυθούν ως προς τους επιμέρους τομείς του
βιόκοσμού του στους οποίους απευθύνονται. Για παράδειγμα, η εθνογραφική έρευνα
του Allen (2005: 202), κατέδειξε την φυσική στάση νέων ανθρωπων μιας
υποβαθμισμένης γειτονιάς του Μάντσεστερ με υψηλά ποσοστά εγληματικότητας,
απέναντι στις συνθήκες ανομίας και κοινωνικής αποδιοργάνωσης της γειτονιάς, η
οποία αποτυπώθηκε σε «ρηχές» απαντήσεις, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση, του τύπου
έτσι είναι τα πράγματα εδώ, αυτά τα πράγματα είναι πολύ φυσικά εδώ, δηλαδή
απαντήσεις που αναδεικνύουν ότι συγκεκριμένες πρακτικές και γεγονότα, αποτελούν
στοιχεία του καθημερινού, οικείου περιβάλλοντος της γειτονιάς τους (Allen 2005:
199).

3) Πεδίο του δρόμου

Με τον όρο «πεδίο του δρόμου» (street field), γίνεται αναφορά σε ένα πεδίο
πρακτικής (παιχνίδι) που αφορά παράνομες και παρεκκλίνουσες δραστηριότητες και
συγκεκριμένα στην διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Στο εξής, το πεδίο του δρόμου,
θα χρησιμοποιείται στο κείμενο ως συνώνυμο της συμμετοχής στην διακίνηση
ναρκωτικών. Σύμφωνα με τους Sandberg & Shammas (2015: 201), ο συγκεκριμένος
όρος, ο οποίος προέρχεται από την σκέψη του Bourdieu, δεν περιγράφει μόνο ένα
πεδίο πρακτικής, αλλά και ένα κοινωνικό πεδίο θέσεων που αποτυπώνει την ιεραρχία

448
που υπάρχει στον κόσμο της διακίνησης ναρκωτικών («μικροδιακινητές»,
«μεγαλέμποροι», «μεσαίοι παίκτες», κ.ά).

Όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.2, κάθε πεδίο προσδιορίζεται από την κατανομή
ενός αντίστοιχου κεφαλαίου που χαρακτηρίζει την λειτουργία του πεδίου. Το
αντίστοιχο κεφάλαιο του πεδίου του δρόμου είναι το κεφάλαιο του δρόμου, (street
capital) που αφορά από τις διάφορες ναρκωτικές ουσίες που κατέχει ένα άτομο για
ανταλλαγή χρημάτων και των οποίων η ποσότητα καθορίζει και την θέση του μέσα
στο πεδίο Το κεφάλαιο του δρόμου μπορεί να μετατραπεί σε οικονομικό κεφάλαιο
(Sandberg & Shammas 2015: 207, Sandberg 2008: 156).

Με βάση τα παραπάνω θεωρητικά εργαλεία θα αναλυθούν οι συνεντεύξεις στην


επόμενη ενότητα. Μέσα από τον λόγο των συνεντευξιαζομένων, μπορούμε να
ανιχνεύσουμε, όχι μόνο τις πρακτικές τους αλλά και τις αντιλήψεις τους για την
γειτονιά ή οποιοδήποτε άλλο τομέα του κοινωνικού κόσμου. Η γλώσσα που
χρησιμοποιούμε δεν είναι ανεξάρτητη από από την ταυτότητά μας και τον τρόπο με
τον οποίο κατανοούμε την κοινωνική πραγματικότητα (Dilman 1993: 33). Στην
επόμενη ενότητα, θα αναλυθούν οι συνεντεύξεις οι οποίες βρίσκονται στο παράρτημα
και είναι «διαιρεμένες» σε ενότητες που αντιστοιχούν στην δομή του οδηγού
συνέντευξης, κατά αντιστοιχία με την παρουσίαση που έπραξε ο MacLeod (2009)
στην δική του εθνογραφική έρευνα. Οι περισσότερες συνεντεύξεις
πραγματοποιήθηκαν το 2013, ενώ όσες πραγματοποιήθηκαν σε επόμενο έτος θα
γίνεται αναφορά στο κείμενο.

Τέλος, κρίνεται χρήσιμη η υπενθύμιση ότι τα παραπάνω θεωρητικά εργαλεία


σκοπεύουν στην επεξήγηση των ζωών των ατόμων και όχι στην δικαιολόγηση των
αντιλήψεων και πρακτικών τους (Sayer 2005: 191).

449
4.3. Ανάλυση των εθνογραφικών συνεντεύξεων.

Το κοινωνικοποιημένο σώμα (αυτό που αποκαλείται άτομο ή πρόσωπο) δεν βρίσκεται


σε αντιδιαστολή με την κοινωνία: αποτελεί μία από τις μορφές της ύπαρξής της.
Bourdieu (1993a: 15)

Ο κόσμος δεν είναι εκείνο που σκέφτομαι αλλά εκείνο που ζω, είμαι ανοιχτός
στον κόσμο, επικοινωνώ… μαζί του, αλλά δεν τον κατέχω, είναι ανεξάντλητος.
Merlau-Ponty (2002: xviii- xix)

H έννοια της «εμπειρίας» σημαίνει ακριβώς ότι οι «αντικειμενικές δομές» κάνουν κάτι
στη ζωή των ανθρώπων και αυτός είναι ο λόγος που, για παράδειγμα, έχουμε
κοινωνικές τάξεις και όχι μόνο σχέσεις παραγωγής.
Wood (1982: 62)

Οι συνεντεύξεις που παρουσιάζονται στο παράρτημα, θα αναλυθούν ξεχωριστά με


βάση το χωρικό πλαίσιο στο οποίο διεξήχθησαν και στη συνέχεια θα εξαχθούν
ορισμένα συμπεράσματα από το σύνολό τους, όσον αφορά το θεωρητικό πλαίσιο της
επίδρασης της γειτονιάς, με βάση τις αναλύσεις των συνεντεύξεων.

Ξεκινώντας από τις συνεντεύξεις που διεξήχθησαν στο σχολικό συγκρότημα


Νομικού, παρατηρούμε στον λόγο των συνεντευξιαζόμενων (με εξαίρεση τους δύο
καθηγητές) πως ενώ κατά την διάρκεια της ζωής τους αποφάσισαν για διάφορους
λόγους να σταματήσουν το σχολείο, στη συνέχεια επέστρεψαν στο εσπερινό Λύκειο
για να «καλύψουν» το εκπαιδευτικό κενό, που δημιούργησε η απουσία τους από το
σχολείο. Διακρίνεται καθαρά, πως ένας κοινός λόγος που οι περισσότεροι
συνεντευξιαζόμενοι στο σχολικό συγκρότημα Νομικού σταμάτησαν το σχολείο ήταν
η επιρροή της παρέας (οι κακές παρέες όπως τις χαρακτήρισε η Μαριάννα) στην
παρακίνηση για αποχή από τα σχολικά μαθήματα (κοπάνες), στην πλήρη
εγκατάλειψη του σχολείου για την «πλήρη» επένδυση στο πεδίο του δρόμου όπως
καταδεικνύει η περίπτωση του Νίκου ή για την άμεση απόκτηση εργασίας στην
επίσημη οικονομία.

450
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξήγηση που έδωσε ο Γιάννης για το γεγονός που
εγκατέλειψε πρόωρα το σχολείο, λέγοντας ότι ούτε για πανεπιστήμιο είμαστε, ούτε πιο
πολύ μισθό θα πάρεις άμα το τελειώσεις και αυτή η αντίληψη αποτελούσε προϊόν της
κοινωνικοποίησής του με την παρέα του, στην οποία άνηκε και ο Ρενάτος, με παιδιά
από την γειτονιά, διατυπώνοντας ότι όταν είσαι σε μια παρέα που όλοι λέτε τα ίδια, ο
ένας επηρεάζει τον άλλο. Όπως τονίζει ο Bourdieu (1990a: 61), όσον αγορά την τάση
διατήρησης της έξης:

«Μέσω των συστηματικών ‘επιλογών’ που κάνει ανάμεσα σε τόπους,


γεγονότα και ανθρώπους (…), η έξη τείνει να προστατεύει τον εαυτό της
από κρίσεις και κρίσιμες προκλήσεις, παρέχοντας στον εαυτό της ένα
περιβάλλον στο οποίο είναι όσο το δυνατόν περισσότερο προσαρμοσμένη,
δηλαδή ένα σχετικά σταθερό κόσμο καταστάσεων που τείνουν να ενισχύουν
τις διαθέσεις της»

Η προσκόλληση με συγκεκριμένους ανθρώπους στο πλαίσιο των καθημερινών


φιλικών σχέσεων, έχει ως αποτέλεσμα την διατήρηση των αντιληπτικών σχημάτων
της έξης, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι είναι «ορθά» (Bourdieu & Wacquant 1992:
134) όπως το γεγονός ότι το σχολείο δεν είναι κάτι το χρήσιμο116 (Ρενάτος) ή δεν μας
χρειάζεται (Γιάννης) ή παρομοίως, ότι η εργασία είναι κάτι πιο σημαντικό από το
σχολείο (Σοκόλ). Στην περίπτωση του Αλέξη, η εγκατάλειψη του σχολείου δεν
προήλθε από κάποια παρότρυνση από την παρέα του, αλλά από την ίδια την
συμμετοχή του στις κοινές πρακτικές του ελεύθερου χρόνου της παρέας σε βάρος της
μελέτης των σχολικών μαθημάτων (τότε το μυαλό ήταν στο έξω, όχι στο διάβασμα),
γεγονός που είχε αντίκτυπο στις σχολικές του επιδόσεις (είχα μείνει κιόλας στην
Πρώτη Γυμνασίου, μετά ξαναέμεινα και στην Τρίτη).

Ο Αντώνης και η Γιάννα, παρουσιάζουν μια διαφοροποίηση όσον αφορά τα αίτια


εγκατάλειψης από το σχολείο. Στην περίπτωση της Γιάννας, η πρόωρη εγκατάλειψη
του σχολείου, οφείλεται στην εγκυμοσύνη της που συνέβη κατά την περίοδο της
εφηβείας, από την σχέση της με ένα αγόρι της γειτονιάς. Όπως παρατήρησε η
Fernández-Kelly (1994), σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της Βαλτιμόρης, η πρόωρη
εγκυμοσύνη αποτελεί την κύρια αιτία εγκατάλειψης του σχολείου για τις νεαρές
116
Οι λέξεις που εμφανίζονται με πλάγια μορφή σε αυτή την ενότητα, αποτελεούν λέξεις που
χρησιμοποίησαν οι συνενεντρυξιαζόμενοι και οι συνεντευξιαζόμενες στις αφηγήσεις τους.

451
γυναίκες της περιοχής, διότι αλλάζει ριζικά τα σχέδιά τους για το μέλλον, την
συγκρότηση του πεδίου των εφικτών. Αυτό διακρίνεται και στον λόγο της Γιάννας
που ο ερχομός του παιδιού άλλαξε τον ορίζοντα των εφικτών (μου ήρθαν τα πάνω-
κάτω), καθιστώντας την συνέχιση των σχολικών σπουδών ανέφικτη λόγω των
υποχρεώσεων που σχετίζονται με την βρεφική φροντίδα. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να
διαφύγει της προσοχής, ότι η απόκτηση του παιδιού, δεν αποτελούσε προϊόν
συνειδητής επιλογής, αλλά το αποτέλεσμα μιας συναισθηματικής παρόρμησης. Οι
συναισθηματικοί λόγοι δράσης, λόγω ότι είναι δύσκολο να ελεγχθούν, αποτελούν
τους κατεξοχήν λόγους δράσης που ωθούν το άτομο να δρα «αυτόματα» (Sayer
2005: 37).

Στην περίπτωση του Αντώνη, η εγκατάλειψη του σχολείου αποτελεί το αποτέλεσμα


της αναγκαιότητας, των «(…)καθημερινών υλικών, κοινωνικών πιέσεων» (Sayer
2011: 63) που διαμορφώνουν τον τρόπο του είναι-μέσα-στον-κόσμο όσων βρίσκονται
στις κατώτερες «περιφέρειες» του κοινωνικού κόσμου. Όπως τόνισε ο ίδιος,
παράτησε το σχολείο διότι εκείνη την περίοδο το σημαντικό ήταν να μπαίνουν λεφτά
στο σπίτι, το σχολείο μπορούσε να περιμένει, φανερώνοντας ότι οι κοινωνικές
συνθήκες της οικογένειάς του, καθιστούσαν την ανάγκη της οικονομικής στήριξής
της ως πρωταρχικό ζήτημα μέριμνας, ως αντιληπτικά (και ταυτόχρονα, αξιολογικά)
το πιο «σημαντικό» ζήτημα του καθημερινού βίου.

Όπως μας υπενθυμίζει ο Bourdieu (1990b: 79): «Η αντίληψη είναι βασικά διακριτική,
διακρίνει την ‘φιγούρα’ από το ‘υπόβαθρο’, το τί είναι σημαντικό από αυτό που δεν
είναι, το τί είναι κεντρικό από αυτό που είναι δευτερεύον, αυτό που είναι θέμα της
τρέχουσας μέριμνας από αυτό που δεν είναι». Η διακριτική λειτουργία της αντίληψης
(«κεντρικό»-«δευτερεύον») δεν αποτελεί μια «ανεξάρτητη», από τις κοινωνικές
συνθήκες, λειτουργία του νου αλλά αντίθετα διαμορφώνεται από τις θέσεις που
κατέχει το υποκείμενο μέσα σε ένα σύστημα σχέσεων. Η παραμονή του Αντώνη στο
σχολείο έπαψε να αποτελεί μια εφικτή επιλογή, λόγω της ανάγκης για οικονομική
υποστήριξη της οικογενείας του. «Η συνείδηση(…) είναι κατά πρώτο λόγο ένα
ζήτημα του (…)‘Μπορώ’» (Merleau-Ponty 2002: 159), διότι η συνείδηση αφορά ένα
κοινωνικό υποκείμενο, ένα σωματικό σχήμα (έξη) (Merleau-Ponty 2002: 142-143)
που παράγει πρακτικές μέσω (Bourdieu 2000: 217):

452
«της αντίληψης και αξιολόγησης των δυνατοτήτων που εγγράφονται στην
παρούσα κατάσταση. Για να κατανοήσουμε το ρεαλισμό αυτής της
προσαρμογής, πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι οι αυτόματες
επιδράσεις των περιορισμών που επιβάλλονται από τις συνθήκες ύπαρξης
προστίθενται στις(…) παρεμβάσεις της οικογένειας, των συνομηλίκων,
(συμβουλές, διαταγές,…), οι οποίες στοχεύουν ρητά στην(…) προσαρμογή
των προσδοκιών στις αντικειμενικές δυνατότητες»,

Οι συνθήκες ύπαρξης της οικογένειας του Αντώνη, εκφράζονται ρητά στην


παρότρυνση που δέχθηκε για να σταματήσει το σχολείο με σκοπό να συνεισφέρει
οικονομικά στην οικογένειά του. Αυτές οι συνθήκες, προσδιορίζουν το πεδίο
δυνατοτήτων για μια δεδομένη περίοδο, το τι είναι αντικειμενικά εφικτό, ενώ η
παρότρυνση της οικογένειας στοχεύει στην προσαρμογή των προσδοκιών
(προκτήσεων) για το τί είναι εφικτό σε αυτές της συνθήκες.

Ο ρόλος της κοινωνικής τάξης στην διαδρομή ζωής του ατόμου δεν αφορά μόνο την
περίπτωση του Αντώνη. Η επιρροή της παρέας της γειτονιάς στην παραγωγή
δράσεων, όπως η σχολική εγκατάλειψη ή η συμμετοχή σε πρακτικές όπως η χρήση
ναρκωτικών ουσιών για την περίπτωση του Αλέξη και του Νίκου, συντελείται μέσα
σε συγκεκριμένες δομικές συνθήκες. Με εξαίρεση την Γιάννα, οι υπόλοιποι
συνεντευξιαζόμενοι εξέφρασαν με διάφορους τρόπους τις οικονομικές δυσκολίες της
οικογένειάς τους είτε ευθέως (Δεν είχαμε την πολυτέλεια για καθισιό-Σοκόλ, ήμασταν
πέντε άτομα μέσα στο σπίτι, με τον πατέρα μου να μην μπορούσε να δουλεύει πολύ
λόγω ηλικίας- Γιάννης, Δεν κάναμε ξέφρενη ζωή, δεν είχαμε και τα λεφτά, μετανάστες
είμαστε όλοι-Ρενάτος, οι γονείς μου…ήταν…φτωχοί-Νίκος) είτε αναφέροντας την
πολύωρη απουσία των γονιών τους από το σπίτι λόγω συνθηκών εργασίας (Δούλευε
σε έναν φούρνο εδώ κοντά στην Πατησίων, σχεδόν όλη μέρα… είχε το χρόνο να με
ελέγξει; Μετά τον φούρνο θες να ξεκουραστείς, δεν είναι δουλειά γραφείου- Μαριάννα,
Όχι συνέχεια, έτσι, υπήρχε κι η δουλειά στα σπίτια, αλλά όταν ήταν σπίτι, ασχολιότανε-
Αλέξης). Οι γονικές πρακτικές, ή εναλλακτικά το οικογενειακό κοινωνικό κεφάλαιο
κατά τον Coleman (1988), που συνεισφέρουν θετικά στην εκπαιδευτική πορεία και
διαπαιδαγώγηση του παιδιού, (βοήθεια στη μελέτη των σχολικών μαθημάτων,
συζήτηση πάνω σε θέματα της συμπεριφοράς του παιδιού, κοκ), σχετίζονται με την
επαγγελματική θέση των γονέων, διότι απαιτούν ελεύθερο χρόνο και την κατάλληλη

453
σωματική και πνευματική αντοχή για να πραγματοποιηθούν (Atkinson 2017: 158-
159).

Στον λόγο του Αλέξη, διακρίνεται και μια διάκριση μεταξύ της οικογενειακής του
κατάστασης και της κατάστασης της παρέας του κατά την σχολικά χρόνια, με βάση
ορισμένες διαφορές που δεν αποτυπώνονται εύκολα στις στατιστικές καταγραφές
αλλά αποτελούν βιωματικούς δείκτες της καθημερινής ζωής. Η κατάσταση της
οικογένειάς του ήταν καλύτερη από ότι των φίλων του διότι γι αυτούς το καλό
φαγητό, το χαρτζιλίκι και η πληρωμή ενοικίων χωρίς καθυστερήσεις δεν ήταν
στάνταρ, δηλαδή δεν ήταν παγιωμένα γεγονότα μέσα στον βιόκοσμό τους αλλά
αντίθετα εμφανίζονταν με, τουλάχιστον μικρότερη συχνότητα από ότι στον βιόκοσμο
του Αλέξη, λόγω της απασχόλησής του και του πατέρα του στο περίπτερο.

Η καλύτερη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, τον απέτρεψε όπως τόνισε ο
ίδιος, από την συμμετοχή στο πεδίο του δρόμου στο οποίο ανήκαν ορισμένοι από την
παρέα του. Εκτός όμως από την οικονομική κατάσταση, ο Αλέξης ανέφερε και τις
διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στις διαπροσωπικές σχέσεις και συμπεριφορές που
επικρατούσαν στην οικογένειά του και σε αυτές που επικρατούσαν στις οικογένειες
των φίλων του. Η μητέρα του ήταν κοντά του, ασχολιότανε, ενώ σε άλλες οικογένειες,
λόγω οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που αφορούσαν ζητήματα άδειας
παραμονής (με τα χαρτιά, ξέρεις) υπήρχε βία και φασαρίες που στόχευαν και στα
παιδιά. Οι συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες αποτελούν μια από τις εκφράσεις του
κοινωνικού αποκλεισμού (Sandberg 2009), επιδρούν στην ανάπτυξη των παιδιών,
αποτελώντας το ευνοϊκό υπόβαθρο για την ανάπτυξη αντι-κοινωνικής συμπεριφοράς
(Sayer 2005: 192-193). Με τα λόγια του Bourdieu (2000: 233):

«(…) όλες οι ιατρικές, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές έρευνες δείχνουν


ότι η κακομεταχείριση στην παιδική ηλικία… συνδέεται σημαντικά με τις
αυξημένες πιθανότητες χρήσης βίας (…) και άλλες μορφές
επιθετικότητας(…) Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, αν θέλουμε
πραγματικά να μειώσουμε αυτές τις μορφές ορατής και εμφανώς
καταδικαστέας βίας, δεν υπάρχει άλλος τρόπος από τη μείωση της
συνολικής ποσότητας της βίας που ούτε παρατηρείται ούτε τιμωρείται, την
βία που ασκείται καθημερινά στις οικογένειες,(…) στους χώρους

454
εργασίας,(…) ακόμα και στα σχολεία και η οποία, σε τελευταία ανάλυση,
είναι προϊόν της ‘αδρανούς βίας’ των οικονομικών δομών».

Επίσης, με εξαίρεση τους Νίκο, Γιάννα και Μαριάννα, τα υπόλοιπα άτομα με τα


οποία συνομίλησα στο σχολικό συγκρότημα Νομικού, είναι ενοικιαστές και
παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ανάγκη πληρωμής ενοικίου εμφανίζεται ως
τμήμα της αναγκαιότητας των συνθηκών ύπαρξης για τον Ρενάτο και τον Γιάννη, που
ο τελευταίος την αντιλαμβάνεται ως θηλιά, διότι πρέπει να κρατάς λεφτά στην άκρη
για αυτό και μόνο, υποδηλώνοντας ότι η ενοικίαση του σπιτιού απορροφά ένα μέρος
του ήδη περιορισμένου οικογενειακού εισοδήματος.

Όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι στο σχολικό συγκρότημα Νομικού περιέγραψαν την


περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη με φράσεις που καταδεικνύουν συνθήκες κοινωνικής
υποβάθμισης και αποδιοργάνωσης. Ο Σοκόλ και ο Αλέξης ανέφεραν ότι γνωρίζουν
ανθρώπους από το σχολικά τους χρόνια που κατέληξαν στην φυλακή λόγω της
εμπλοκής τους στο πεδίο του δρόμου. Συγκεκριμένα ο Σοκόλ διατύπωσε ότι για τους
νέους κατοίκους της γειτονιάς, δεν είναι απίθανο να ξέρουν κάποιον που να κατέληξε
άσχημα, υποδηλώνοντας ότι ο βιόκοσμος ενός/ μιας κατοίκου της περιοχής είναι
πιθανό να περιλαμβάνει και την εμπειρία της πληροφόρησης της κατάληξης κάποιου
γνωστού ή φίλου σε κάποιο σωφρονιστικό ίδρυμα.

Η Μαριάννα, η οποία κατοικεί στο Γαλάτσι, δήλωσε ότι εκεί η κατάσταση δεν έχει
ξεφύγει όπως εδώ,…, αν και εδώ πάντα… ήταν…, κάπως πιο άγρια, πριν να έρθουνε οι
ξένοι, έπεφτε ξύλο έξω στο δρόμο. Οι συνθήκες κοινωνικής αποδιοργάνωσης στη
γειτονιά, δεν πρόεκυψαν με τον ερχομό των μεταναστών στην περιοχή, αλλά
προϋπήρχε ήδη ένα κλίμα βίας.

Ο Αλέξης εξέφρασε μια κοινωνική διάκριση με βάση την περιοχή κατοικίας, όπως
του δόθηκε στην αντίληψη από τις εμπειρίες του φαινομενικού πεδίου του σχολικού
συγκροτήματος της Γκράβας. Το σχολείο στο οποίο φοίτησε ήταν οι φλώροι, οι
ήσυχοι που δεν προκαλούσαν προβλήματα, οι Γαλατσιώτες να στο πω κι έτσι (γελάει)
ενώ η παρέα του ήταν από τα άλλα σχολεία, τα σκληρά, όπου τα παιδιά εκεί ήταν από
εδώ τριγύρω από τα Πατήσια και την Κυψέλη. Οι «Γαλατσιώτες», οι νέοι από το
Γαλάτσι, που βρίσκεται χωρικά «πάνω» από το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας
ήταν πιο «ήσυχοι». Η χωρική αντιληπτική κατηγοριοποίηση «Γαλατσιώτες» ήταν

455
«συνδεδεμένη» με «ήσυχες» συμπεριφορές, ενώ οι «σκληροί», με τους οποίους έκανε
παρέα, ήταν από την περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη. Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε σε
εμπειρίες στο δημόσιο χώρο της γειτονιάς που σηματοδοτούν συνθήκες κοινωνικής
αποδιοργάνωσης όπως η εικόνα των ιεροδούλων γυναικών.

Ο Γιάννης, ο Νίκος και ο Ρενάτος μίλησαν επίσης για την κοινωνική αποδιοργάνωση
της γειτονιάς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Ρενάτος έθεσε σε σύγκριση
την εμπειρία του δημόσιου χώρου της γειτονιάς με την εμπειρία του δημόσιου χώρου
του χωριού του στην Αλβανία, λέγοντας ότι στο χωριό δεν βλέπεις πόρνες έξω να
κάνουν παρέλαση τα βράδια, ούτε σε φωνάζει κανείς να πάρεις ναρκωτικά, ούτε
περπατάς και σε κοιτάει ο άλλος στραβά χωρίς λόγο και να σε βάζει σε σκέψεις,
εκφράζοντας και μια αίσθηση ανασφάλειας κατά την μετακίνησή του μέσα χώρο της
γειτονιάς. Εκτός από τον δημόσιο χώρο της γειτονιάς, ο Ρενάτος εξέφρασε και μια
«ενοχλημένη» στάση και για την ανομία που έβλεπε στο χώρο του σχολείου (χασίσια
και αλητείες και βλακείες και τσαμπουκάς χωρίς λόγο). Όπως αναφέρθηκε, τα νοητικά
και κινητικά σχήματα έχουν μεταθετό χαρακτήρα, γεγονός που στην συγκεκριμένη
περίπτωση, εκφράζεται με την ενοχλημένη «στάση» απέναντι στην ανομία τόσο στο
χώρο του σχολείου όσο και στο χώρο της γειτονιάς. Αυτή η στάση, προέρχεται από
την πρώιμη κοινωνικοποίηση του με τα μέλη της οικογένειάς του στο χωριό του στην
Αλβανία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να αναπτύξει συναισθηματικούς δεσμούς με
τον συγκεκριμένο τόπο (η περιοχή με την οποία είμαι δεμένος είναι το χωριό μου στην
Αλβανία. Εκεί μεγάλωσα με τους γονείς και τους παππούδες).

Η συναισθηματική σύνδεση με ένα τόπο, αποτελεί προϊόν βιωματικών εμπειριών,


«χρωματισμένων» με θετικά συναισθήματα, που έλαβαν χώρα στον συγκεκριμένο
τόπο (Rubinstein & Parmelee 1992: 139). Όπως διαφαίνεται από τον λόγο του, ο
χώρος του χωριού του, εκτός από τα αγαπημένα του συγγενικά πρόσωπα,
περιλάμβανε και μια φιλική ατμόσφαιρα με τους υπόλοιπους κατοίκους, γεγονός που
δεν βίωσε στον χώρο της γειτονιάς.

Ο Γιάννης αναφέρθηκε σε εικόνες κοινωνικής αποδιοργάνωσης αλλά και σε μορφές


κοινωνικής οδύνης που παρατήρησε μέσα στον πεδίο της γειτονιάς, όπως στην
επαιτεία φτωχών, ηλικιωμένων γυναικών για ψωμί έξω από έναν φούρνο στη
Κολιάτσου, γεγονός που τον επηρεάζει συναισθηματικά με αρνητικό τρόπο. Αυτή η
αναφορά του Γιάννη, έχει σημασία διότι αναφέρεται σε μια ακραία μορφή

456
κοινωνικού αποκλεισμού, η οποία παραβλέπεται από τις στατιστικές μελέτες της
επίδρασης της γειτονιάς και της χωρικής ιεραρχίας. Ταυτόχρονα, ο τρόπος με τον
οποίο αναφέρεται τόσο σε εικόνες αποδιοργάνωσης όσο και σε εικόνες επαιτείας,
καταδεικνύει ότι το φαινομενικό πεδίο της γειτονιάς, όπως βιώνεται από τον ίδιο ως
ένα πεδίο αντιληπτικών φαινομένων (Charlesworth 2000: 191), καθίσταται εφικτό να
επηρεάσει τις ίδιες τις συναισθηματικές του διαθέσεις (σε συνθλίβει, αυτόματα
δημιουργείται μια απογοήτευση). Αυτή είναι μια από τις ιδιότητες του φαινομενικού
πεδίου, διότι όπως τονίζει ο Μerleau-Ponty (2002: 151): «Στο(…) υποκείμενο, το
αντικείμενο ‘μιλά’ και είναι σημαντικό. Αντίστροφα,(…) οι διαθέσεις του
υποκειμένου, αντανακλώνται άμεσα στο αντιληπτικό πεδίο,(…) θέτοντας σε αυτό,
αβίαστα, ένα κύμα σημασίας».

Τόσο ο Γιάννης όσο και ο Αλέξης εξέφρασαν μια λύπη για τις ιερόδουλες και όχι
απλώς δυσφορία όπως ο Ρενάτος, γεγονός που οφείλεται, όπως παρατήρησα από τις
διάφορες συνομιλίες μεταξύ μας, στην πολιτική επιθυμία που εξέφραζαν αυτοί οι δύο
κατά τις συζητήσεις μας, για έναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο, χωρίς κοινωνική
οδύνη και ταυτόχρονα έναν έντονο ενδιαφέρον (μέριμνα) για τις πολιτικές εξελίξεις
στην χώρα μας και στην Ευρώπη. Παράλληλα, διακρίνεται μέσα στον λόγο και των
τριών συνεντευξιαζόμενων (Αλέξης, Γιάννης, Ρενάτος) μια δοξική σχέση με τις
συνθήκες που επικρατούν στην γειτονιά, ως αναπόφευκτες εμπειρίες μέσα στο χώρο
της (Κάθε λογικό άνθρωπο θα τον ενοχλούσε, αλλά τί να κάνεις, έτσι είναι-Αλέξης,
Είναι όλες αυτές οι εικόνες που δεν τις θες αλλά δεν μπορείς και τις αλλάξεις- Γιάννης,
Αλλά συνηθίζεις, εντάξει- Ρενάτος).

Ο Νίκος αναφέρθηκε στους δημόσιους χώρους της γειτονιάς, πλατείες και πάρκα, ως
χώροι διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών ουσιών, κάνοντας λόγο για την αντίθεση
ανάμεσα στους δημόσιους χώρους της γειτονιάς και του Βύρωνα που διαμένει,
τονίζοντας ότι εκεί δεν παρατηρούνται φαινόμενα ορατής ανομίας στους
αντίστοιχους χώρους. Επίσης ανέφερε και προβλήματα χρήσης ναρκωτικών στο χώρο
του σχολείου κατά τις βραδινές ώρες, γεγονός που αναφέρθηκε τόσο από τον Αντώνη
όσο και από την Άννα, την καθηγήτρια του σχολείου. Όπως παρατήρησε κι ο Pitts
(2008: 114-119), για την περίπτωση ορισμένων υποβαθμισμένων περιοχών του
Λονδίνου, κοινωνικά προβλήματα που λαμβάνουν χώρα στο δημόσιο χώρο μιας

457
γειτονιάς όπως η χρήση ναρκωτικών, συχνά μεταφέρονται και στο χώρο των
σχολείων της.

Δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι συνεντευξιαζόμενοι στο σχολικό


συγκρότημα Νομικού, ενώ εγκατέλειψαν κάποια περίοδο την σχολική τους φοίτηση,
κάποια στιγμή της ζωής τους αποφάσισαν να επιστρέψουν στα θρανία.

Η επιστροφή της Γιάννας, με βάση την αφήγησή της, μπορεί να θεωρηθεί και ως
αναμενόμενη διότι η απόφασή της να σταματήσει το σχολείο, ήταν το αποτέλεσμα
της απροσδόκητης εγκυμοσύνης. Η Μαριάννα επέστρεψε με την προσδοκία να
επιτύχει στις πανελλήνιες με σκοπό να βρει, μέσω του πτυχίου, μια καλύτερη θέση
στο πεδίο της εργασίας από το να είναι απλή υπάλληλος σε μαγαζιά, γεγονός που
καταδεικνύει ότι η απόδοση της συνδέεται με τις οικονομικές δυσκολίες που
αντιμετώπιζε. Ο Αντώνης, δήλωσε ότι απλώς θέλει να αποκτήσει γνώσεις, χωρίς
όμως να μου μιλήσει ιδιαίτερα για αυτό.

Αντίθετα, ο Σοκόλ, ο Αλέξης, ο Γιάννης και ο Ρενάτος, επέστρεψαν στο σχολείο


λόγω της εμπειρίας της παραγνώρισης (Taylor 1995: 225) στους χώρους εργασίας και
του συναισθήματος της ντροπής που την συνοδεύει (Sayer 2005: 153). Μέσα από τις
αφηγήσεις τους, διακρίνεται καθαρά ότι βίωσαν υποτιμητικά βλέμματα λόγω του ότι
δεν είχαν απολυτήριο Λυκείου (όσο να ναι βλέπεις το πώς σε κοιτάνε όταν δεν έχεις
χαρτί σχολείου- Σοκόλ, σου λέει μετά ο άλλος από μέσα του, είναι που είναι Αλβανός,
δεν τελείωσε και το σχολείο, άρα μηδέν και το αισθάνεσαι αυτό- Αλέξης, Φαίνεσαι
μίασμα-Γιάννης, χτυπάει άσχημα στο μάτι του άλλου, αν δεν έχεις χαρτί,
καταλαβαίνεις, το έχω ζήσει αυτό, στο βλέμμα του επιστάτη, του συναδέλφου- Ρενάτος).
Όπως εύστοχα τόνισε ο Sayer (2005: 64), τόσο η αναγνώριση όσο και η
παραγνώριση, δεν δίδονται μόνο με λέξεις αλλά και με υλικές δράσεις όπως η βουβή
γλώσσα του σώματος.

Ο Νίκος, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στο δείγμα των


συνεντευξιαζόμενων στο σχολικό συγκρότημα Νομικού, όσον αφορά την βιογραφία
του και την επιστροφή του στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Γεννήθηκε και
μεγάλωσε στο Βόλο, που από νεαρή ηλικία είχε εμπλακεί με το πεδίο του δρόμου,
εγκαταλείποντας το σχολείο στην Τρίτη Γυμνασίου. Ήρθε στην Αθήνα και
συγκεκριμένα στην περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη λόγω της εμπλοκής του με το

458
πεδίο του δρόμου, διότι η Αθήνα προσφέρει περισσότερα λεφτά στους παίκτες του
πεδίου και στις περιοχές του κέντρου, όπως η γειτονιά, τα ναρκωτικά είναι σε
αφθονία. Το πεδίου του δρόμου που υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει στη γειτονιά,
λειτούργησε ως χωρικός πόλος έλξης (Bourdieu 1999c: 512) για τον Νίκο, ο οποίος
είχε ήδη αποκτήσει μια αίσθηση του παιχνιδιού του δρόμου και ταυτόχρονα μια
(ενσώματη) κλίση προς τις αντίστοιχες πρακτικές.

Με άλλα λόγια, λειτούργησε ως ένας μηχανισμός χωρικής ταξινόμησης για την


περίπτωση του Νίκου, ενώ ταυτόχρονα δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι
αποτελεί έναν από τους μηχανισμούς (ανα)παραγωγής της κοινωνικής
αποδιοργάνωσης στην γειτονιά. Επιπλέον, το κοινωνικό του κεφάλαιο,
αποτελούνταν από ανθρώπους που όπως και ο ίδιος, ήταν παίκτες του συγκεκριμένου
παιχνιδιού.

Όμως η εμπειρία του μέσα στον κοινωνικό κόσμο, τον οδήγησαν να αλλάξει
υπαρκτικό προσανατολισμό (έξη) και συνεπώς την ίδια την υποκειμενικότητα του
(Chandler 2013: 469-470). Αυτή η δυνατότητα αλλαγής, ενυπάρχει μέσα στην ίδια
την δομή του κόσμου, λόγω της διαρκούς έκθεσης στις αισθητηριακές εμπειρίες που
προσφέρει, λόγω ότι ο «(…) κόσμος βομβαρδίζει και πολιορκεί συνεχώς την
υποκειμενικότητα όπως τα κύματα της θάλασσας περιβάλλουν ένα ναυάγιο στην
ακτή» (Merleau-Ponty 2002: 241). Οι οδυνηρές εμπειρίες της φυλακής (Στη φυλακή
είχα φτάσει στα πατώματα που λέμε, πολύ σκληρές εμπειρίες), τον ανάγκασαν να
αισθανθεί τον τρόπο ύπαρξής του ως «μη-λειτουργικό», να μιλήσει στον εαυτό του
για τον εαυτό του σε σχέση με την κοινωνική του κατάσταση (αναστοχαστικότητα)
(Sayer 2010b:110) και να αποφασίσει να αλλάξει (έκατσα και σκέφτηκα ότι έκανα
βλακείες στο παρελθόν, έβλεπα τον κόσμο λάθος και έπρεπε να το αλλάξω).

Σύμφωνα Akram & Hogan (2015: 617-618), η αναστοχαστικότητα που προκαλείται


από καταστάσεις που έχουν το χαρακτήρα της προσωπικής κρίσης οδηγεί σε αλλαγή
της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου, δηλαδή σε ένα διαφορετικό άτομο (Όταν
βγήκα από την φυλακή, το 2010, ήμουν διαφορετικός 180 μοίρες). Μετά την φυλακή,
άλλαξε περιοχή κατοικίας και τύπους συναναστροφών, ξεκίνησε να εργάζεται και
στη συνέχεια επανήλθε στο σχολείο για το οποίο αφιερώνει αρκετό χρόνο,
μελετώντας τα μαθήματά του. Αλλάζοντας συνήθειες, ο Νίκος άλλαξε τον τρόπο
ύπαρξής του, συμπεριλαμβανομένου και του πεδίου των εφικτών, διότι η εισαγωγή

459
στο πανεπιστήμιο αποτελούσε, όταν συνομιλήσαμε, μια εφικτή επιλογή, γεγονός που
δεν ίσχυε στο παρελθόν, ενώ όπως μου είπε ο ίδιος, μετά τη λήξη της συνέντευξης,
κατά το παρελθόν δεν γνώριζε καν ότι υπάρχει παιδοψυχολογία. Με άλλα λόγια, η
κοινωνική θέση του παιδοψυχολόγου, πέρασε από το πεδίου του αδιανόητου στο
πεδίο των εφικτών. «Η συνήθεια εκφράζει την δυνατότητά μας να διευρύνουμε το
είναι μας-μέσα-στο-κόσμο ή να αλλάξουμε την ύπαρξή μας» (Merlau-Ponty 2002:
166) και η περίπτωση του Νίκου καταδεικνύει ότι μέσω (νέων) συνηθειών μπορεί να
μετασχηματιστεί ο εαυτός σε ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο με διαφορετικά
πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Άλλωστε, όπως φαίνεται και στο λόγο των δύο καθηγητών του εσπερινού Λυκείου,
της Άννας και του Παναγιώτη, αυτός είναι και ο ρόλος του εσπερινού Λυκείου, να
προσφέρει σε ένα κομμάτι του πληθυσμού της δεύτερης ευκαιρίας (Άννα), σε μαθητές
που αξίζουν πραγματικά μια δεύτερη ευκαιρία (Παναγιώτης), την δυνατότητα αλλαγής
της κοινωνικής τους θέσης μέσα στο κόσμο, δίδοντάς τους το ελάχιστο
θεσμοποιημένο πολιτισμικό κεφάλαιο που απαιτείται από την αγορά εργασίας
(απολυτήριο Λυκείου) ή την ευκαιρία εισόδου σε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό
ίδρυμα.

Οι συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας,


μπορούν να αναδείξουν πρωτίστως τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε μέσα στο
χρόνο το κοινωνικό περιβάλλον του σχολικού συγκροτήματος καθώς και την σχέση
της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη με άλλες περιοχές στο πεδίο της χωρικής
ιεραρχίας, όπως δίδεται στην αντίληψη των συνεντευξιαζόμενων. Ξεκινώντας με την
παρέα στο 2ο ΕΠΑΛ του συγκροτήματος, η οποία αποτελούνταν από μαθητές ηλικίας
14, 16, 17 και 18 ετών, διακρίνεται στον λόγο τους μια διάκριση ανάμεσα στην
γειτονιά και σε άλλες περιοχές με κριτήριο την εθνικότητα, το κοινωνικό κύρος ή τις
συμπεριφορές των νέων, ανάλογα με την περίπτωση. Οι «Γαλατσιώτες», όπως και
στην περίοδο που φοιτούσε ο Αλέξης στο σχολικό συγκρότημα της Γράβας, είναι οι
«φλώροι», οι ήσυχοι ενώ στα παιδιά από τη γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη
υπάρχουν οι «σκληροί» (πηγαίνουν σε άλλες περιοχές για ξύλο, για κλεψιές-Χρήστος)
ενώ ταυτόχρονα οι «Γαλατσιώτες» είναι ήσυχοι γιατί είναι Έλληνες οι πιο πολλοί
(Χρήστος). Ο «Έλληνας» «συνδέεται» στην αντίληψη με τα χωρικό σχήμα
«Γαλατσιώτης», (ο κάτοικος του Γαλατσίου) και τον προσβλητικό χαρακτηρισμό

460
«φλώρος», ενώ ο «Γαλατσιώτης» της παρέας, ο Λάντι είναι μετανάστης δεύτερης
γενιάς με αρνητικές σχολικές επιδόσεις, γεγονός που τον καθιστά, όπως
χιουμοριστικά ανέφερε ο Γιάννης, μέλος της παρέας (Γι αυτό κάνει παρέα μαζί μας!).

Ενδιαφέρον αποτελεί η στιγμή που ο Γιάννης, απευθυνόμενος στο Χρήστο, σύγκρινε


τη γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη με τα Άνω Λιόσια στο ζήτημα της βίας στο
δημόσιο χώρο, λέγοντας ότι η γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη είναι σε καλύτερη
κατάσταση από ότι τα Άνω Λιόσια, λόγω ότι στην πρώτη κατοικούν «ξένοι» ενώ
στην δεύτερη «τσιγγάνοι» (Συγκρίνεις τους τσιγγάνους με μας τους ξένους; Πολύ
χειρότερα είναι εκεί). Η απάντηση του Χρήστου ήταν ότι μπορεί η κατάσταση στα
Άνω Λιόσια να είναι χειρότερη, αλλά η γειτονιάς του είναι χειρότερη από μια
οποιαδήποτε ελληνική γειτονιά, θέτοντας ως «ανώτατο» όριο την περιοχή του
Ψυχικού που εκεί δεν κουνιέται καρφίτσα. Όπως τονίζει η Prince (2014: 701), ένας
γεωγραφικός τόπος μπορεί να αποκτήσει, μέσω της αντίληψης, μια συμβολική (και
ταυτόχρονα, σημειωτική) σχέση με μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, αποτελώντας
έτσι τον τόπο αυτής της ομάδας, την γεωγραφική περιοχή που συναντάται μια
συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Παράλληλα, ο διάλογος μεταξύ του Χρήστου και
του Γιάννη, καταδεικνύει ότι οι αντιληπτικές κατηγοριοποιήσεις της έξης, δεν έχουν
μόνο «ταξικό» χαρακτήρα, όπως ανέδειξε ο Bourdieu, αλλά και εθνοτικό, όπως
καταδεικνύει η «σύνδεσή» εθνοτικών ομάδών («Έλληνες»-«ξένοι»-«τσιγγάνοι») με
συγκεκριμένους τύπους συμπεριφορών στο δημόσιο χώρο. Δεν θα πρέπει όμως να
διαφύγει της προσοχής ότι αυτά τα αντιληπτικά σχήματα, όπως και κάθε άλλη
αντίληψη για τον κοινωνικό κόσμο, προκύπτουν μέσα από τον βιόκοσμο των
συγκεκριμένων παιδιών, δηλαδή των όσων βλέπουν και ακούν σε σχέση με την
συμπεριφορά ατόμων των παραπάνω εθνοτικών ομάδων. Επίσης, μέσα από τον λόγο
τους, παρατηρούμε ότι τα ευρύτερα δίκτυα των παιδιών της συγκεκριμένης παρέας,
όπως αποκάλυψε ο Γιάννης, αποτελούνται εξολοκλήρου από παιδιά μεταναστών,
γεγονός που παρατηρήθηκε και στον λόγο των Αλέξη, Ρενάτο και Γιάννη στο
σχολικό συγκρότημα Νομικού. Επιπρόσθετα, ο Γιάννης, ανέφερε ότι στο 2 ο ΕΠΑΛ
που φοιτά, που αποτελεί σχολείο τεχνικής εκπαίδευσης, οι μαθητές είναι «ξένοι»
(όλοι σε αυτό το σχολείο είμαστε ξένοι. Μόνο ο καθηγητής είναι Έλληνας), χωρίς να
προβεί σε περαιτέρω αναφορά σε αυτό.

461
Οι αφηγήσεις της παρέας των Φλίπερ και Φράνκο διεξήχθησαν στο θεατράκι της
Γκράβας και σε αντίθεση με την προηγούμενη παρέα, η συγκεκριμένη παρέα και για
την ακρίβεια ο Φλίπερ, κατέθεσε μια εξήγηση για την εθνοτική σύνθεση του
σχολείου του 2ου ΕΠΑΛ. Στα σχολεία τεχνικής εκπαίδευσης στου συγκροτήματος της
Γκράβας, οι περισσότεροι μαθητές είναι «ξένοι», από Κάτω Πατήσια και Κυψέλη
διότι οι γονείς τους δεν έχουν να δώσουνε λεφτά για φροντιστήριο να περάσουν κάπου,
ενώ παράλληλα στο ΕΠΑΛ, οι μαθητές εξασφαλίζουν ένα χαρτί για επάγγελμα.
Ουσιαστικά, ο Φλίπερ αναφέρεται στην δυσμενή οικονομική κατάσταση των γονέων
των παιδιών από τη γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, ως ο λόγος που επιλέγουν ένα
σχολείο που δεν παρέχει πρωτίστως μια θέση στο πεδίο της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης, αλλά μια τεχνική ειδίκευση που προσφέρει την δυνατότητα απόκτησης
θέσης στην αγορά εργασίας σε κάποιο τεχνικό επάγγελμα.

Όπως μας υπενθυμίζει ο Bourdieu (1979a: 92), οι αντικειμενικές συλλογικές


πιθανότητες, όπως η πιθανότητα ενός παιδιού από τα «χαμηλά» οικονομικά
στρώματα της κοινωνίας να επιλέξει ένα σχολείο τεχνικής εκπαίδευσης (ή να
εισαχθεί σε κάποιο πανεπιστήμιο), δεν αποτελούν μόνο στατιστικώς μετρήσιμα
γεγονότα (για παράδειγμα, υπό την μορφή της κατανομής συχνοτήτων ή του λόγου
πιθανότητας σε μια λογιστική παλινδρόμηση) αλλά και αισθητηριακές εμπειρίες της
καθημερινής ζωής που στη προκειμένη περίπτωση συγκροτούν την αντίληψη ότι στα
ΕΠΑΛ φοιτούν μαθητές των οποίων οι γονείς τους δεν έχουν να δώσουνε λεφτά για
φροντιστήριο.

Η ταξική κατάσταση του Φλίπερ μπορεί να χαρακτηριστεί αρκετά δυσμενής . εφόσον


ζει μόνο με τον πατέρα του ενώ τόσο ο ίδιος όσο και ο πατέρας του, δεν έχουν μια
σταθερή εργασία. Αν και απέφυγε να μιλήσει αναλυτικότερα για τον τρόπο ζωής
τους, εντούτοις η αίσθηση του τόπου του όπως την εξέφρασε (Ζούμε έτσι, από δω κι
από κει να στο απλά), μαρτυρά τις συνθήκες που τον χαρακτηρίζουν. Η εξήγηση που
μου έδωσε όσον αφορά γιατί παράτησε στο παρελθόν το σχολείο, φανερώνει τις
οδυνηρές συνθήκες δόμησης του παρελθοντικού του βιόκοσμου, όπως η ανάγκη
εύρεσης χρημάτων για τις βασικές ανάγκες της καθημερινής ζωής (έπρεπε να βρω
χρήματα για να ζήσω), η εμπειρία της έξωσης, λόγω οικονομικής ανέχειας, από την
κατοικία την οποία νοικιάζανε στον Άγιο Παντελεήμονα και η ρήξη των δεσμών
μεταξύ των γονιών του (όταν βρέθηκα στον δρόμο με τον πατέρα μου, τότε που μας

462
άφησε η μάνα μου, τα βιβλία δεν μου χρησίμεψαν για να στο πω και χύμα. Πουθενά.
Ένα αμάξι μου χρησίμεψε).

Η αδιαφορία που εξέφρασε για την παροντική σχολική του φοίτηση, σχετίζεται με τις
χαμηλές του σχολικές επιδόσεις (Δεν ήμουνα ποτέ καλός μαθητής, απλά περνούσα τις
τάξεις) διότι η συνεχής, επαναλαμβανόμενη αρνητική επίδοση ενός ατόμου στο πεδίο
της εκπαίδευσης (ή σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο δράσης), συγκροτεί και ενισχύει την
πεποίθηση της έλλειψης των απαραίτητων ικανοτήτων για να ανταπεξέλθει στις
προκλήσεις του πεδίου και συνεπώς συνεισφέρει στην έλλειψη ενδιαφέροντος για
αυτό (Bandura 1995: 3). Η αξιολόγηση του σχολείου ως κάτι το «άχρηστο» για την
μελλοντική του πορεία μέσα στον κόσμο με βάση τις παρελθοντικές του εμπειρίες
(Γιατί να μου χρησιμέψει αύριο; Μήπως θα βρω καμιά καλή δουλειά;), συνοδεύεται
από την πεποίθησή του ότι το μέλλον του θα έχει την ίδια μορφή με το παρελθόν και
το παρόν (Από δω κι από κει θα είμαι και αύριο και μεθαύριο, όπως είμαι τώρα).

Αυτή η «χαμηλή» προσδοκία για το μέλλον αποτελεί προϊόν του βιόκοσμου, των
εμπειριών που απόκτησε εντός οδυνηρών δομικών συνθηκών που προέρχονται από
την ταξική του θέση καθώς και της θέσης του πατερά του. Όπως είχαν επισημάνει οι
Merleau-Ponty (2002: 480-481) και Bourdieu (2000: 210-211), η θέαση του
μέλλοντος, η πρόκτηση του «επερχόμενου», σε μια δεδομένη στιγμή, συγκροτείται με
βάση τις παρελθοντικές εμπειρίες ή με τα λόγια του Ostrow (1981: 296): «Το
παρελθόν ζει στο παρόν...στην…προκτησιακή αίσθηση της προοπτικής μέσω της
οποίας οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πράττουν [ή] να σκέπτονται (…) αυτό ή
εκείνο».

Η επαναλαμβανόμενη εμπειρία ενός (βιωμένου) κόσμου που δεν συγκροτείται από


«καλλιεργημένες» πρακτικές (Bourdieu 1984:75) αλλά από «’κλειστές πόρτες’ [και]
‘αδιέξοδα’» (Bourdieu 1977a: 86), έχει εντυπώσει στην έξη του την προσδοκία ενός
μέλλοντος που έχει την ίδια φυσιογνωμία με το παρόν και το παρελθόν (Bourdieu
1984: 471). Ταυτόχρονα, αυτή η πρακτική εξοικείωση με κοινωνικές καταστάσεις
οδύνης (όπως η αναγκαιότητα της εύρεσης χρημάτων για την κάλυψη βασικών
αναγκών), συγκροτεί μια φυσική στάση απέναντι στην οδύνη «(…) ως ένα
αναπόφευκτό στοιχείο της ύπαρξής» του (Bourdieu 1979a: 61) (Εμείς είμαστε τα
άτομα που κλασσικά, κάθονται στα τελευταία θρανία της κοινωνίας… Σκληρό
ξεσκληρό έτσι είναι).

463
Ο Φράνκο, φίλος του Φλίπερ, μετακόμισε με την οικογένειά του στη γειτονιά Κάτω
Πατήσια- Κυψέλη, προτού γραφτεί στο Λύκειο, λόγω του γεγονότος ότι τα
οικονομικά της οικογένειάς του χειροτέρεψαν και η γειτονιά έχει φθηνά ενοίκια. Το
θεατράκι της Γκράβας, αποτελεί για αυτόν έναν οικείο χώρο στον οποίο εκτελεί μια
συνήθη πρακτική (Merleau-Ponty 2002: 119), την συνομιλία με τον Φλίπερ για
θέματα όπως η μουσική ραπ και η καθημερινότητα.

Ταυτόχρονα, το θεατράκι της Γκράβας, είναι ο χώρος στον οποίο περνάει το χρόνο
του λόγω ότι είναι άνεργος και δεν έχει τα χρήματα για να συχνάζει κάπου άλλου
(Άμα δεν έχεις λεφτά που θα πας;). Επίσης, όπως παρατήρησα μετά το πέρας της
συνέντευξης, τόσο ο Φράνκο όσο και οι υπόλοιποι νέοι που συχνάζουν κατά τις
απογευματινές και βραδινές ώρες στο θεατράκι είναι παιδιά μεταναστών και άνεργοι
ή υποαπασχολούμενοι σε περιστασιακές δουλειές. Ο χώρος του θεάτρου, φαίνεται ότι
αποτελεί τον σωματικό χώρο του ελεύθερου χρόνου των αποκλεισμένων νέων της
γειτονιάς από το παιχνίδι της εργασίας, αυτών που έχουν «έλλειμμα αγαθών και
πλεόνασμα χρόνου» (Bourdieu 2000: 226), δίνοντάς τους την ευκαιρία να
«δραπετεύσουν», για όσο διαρκεί η συναναστροφή με τους άλλους, από τις πιέσεις
των συνθηκών στις οποίες κατοικούν (Bourdieu 1984: 183).

Η άποψη του Φράνκο για την γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη είναι κατά έναν
πλάγιο τρόπο, θετική. Ο χώρος της γειτονιάς, όπως διατύπωσε, παρέχει στην
αισθητηριακή εμπειρία όλες τις πλευρές της ζωής, παρέχει και τα άσχημα πράγματα
όπως η φτώχεια, οι πόρνες, τα ναρκωτικά, σε αντίθεση με την Ηλιούπολη που εκεί τα
παιδιά είναι τυφλά, δεν ξέρουν το τί γίνεται στη αληθινή ζωή. Η θετική αξιολόγηση της
θέασης όλων των πλευρών του κοινωνικού κόσμου (Είναι καλό να ξέρεις όλες τις
πλευρές της ζωής), αποτελεί ταυτόχρονα και μια μορφή αποδοχής αυτών ως μια
«φυσική» πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση η ύπαρξή της (Peters
2011: 75) και κατ’ επέκταση μια αποδοχή του κοινωνικού περιβάλλοντος της
γειτονιάς που «εσωκλείει» τις παραπάνω πλευρές.

Ο Γεράσιμος αποτελεί έναν από τους ανθρώπους που έχουν εμπλοκή με το πεδίο του
δρόμου. Συγκεκριμένα, η εμπλοκή του υπήρξε πριν από την συνέντευξη, ήδη από τα
εφηβικά του χρόνια, διακόπηκε για λίγο μετά την αποφυλάκισή του (που αποτελεί
την χρονική περίοδο που διεξήχθη και η συνέντευξη) ενώ στη συνέχεια, όπως
άκουσα, εμφάνισε «σημάδια» επανα-πρόσδεσης στο συγκεκριμένο πεδίο. Η ταξική

464
κατάσταση της οικογένειά του, όπως φαίνεται από τον λόγο του, ήταν αρκετά
δυσμενής όχι μόνο λόγω της οικονομικής δυσκολίας (Ήταν σκληρά ρε μάγκα, το
ψυγείο πότε μισογεμάτο, πότε μισοάδειο) αλλά και λόγω του χαμηλού εκπαιδευτικού
επιπέδου των γονέων του (του δημοτικού άνθρωποι κι οι δύο), οι οποίοι κατάγονται
από ένα χωριό του νομού Καρδίτσας. Η αφετηρία του Γεράσιμου στον κοινωνικό
κόσμο ξεκίνησε από την χαμηλή «περιφέρεια» αυτού με όρους οικονομικού και
πολιτισμικού κεφαλαίου. (Ασχολείται με μουσική, έχει πτυχία και τέτοια, για όργανα).
Επίσης, όπως διαπίστωσα και αργότερα, η αδερφή του, η οποία είναι μεγαλύτερη σε
ηλικία από τον ίδιο και διαμένει στη Γερμάνια με τον σύζυγό της, δεν έχει συχνές
επαφές επικοινωνίας με τον ίδιο, γεγονός που εκδηλώθηκε κατά την συνέντευξη όταν
δεν γνώριζε την ακριβή της τοποθεσία.

Ο βιόκσομος του Γεράσιμου, διαποτίζεται από την παρουσία βίαιων καταστάσεων,


κυρίως με την μορφή της σωματικής βίας ενώ ανέφερε και ένα παράδειγμα βίαιου
εργατικού ατυχήματος που μετά από αυτό, απολύθηκε από την δουλειά του χωρίς καν
αποζημίωση. Μέσα από τον λόγο του, εκφράζει μια θετική στάση απέναντι στις
συνθήκες τις οποίες διαβίωσε, συμπεριλαμβανομένου και το πεδίο του δρόμου.
Συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια της συνέντευξης αλλά και μετά, μου μιλούσε για
βίαια περιστατικά, τα οποία ως επί τι πλείστον σχετίζονται με το πεδίου του δρόμου,
εκφράζοντας ένα αίσθημα υπερηφάνειας που κατάφερε να τα διαχειριστεί.

Το πεδίο του δρόμου, ή εναλλακτικά ο (μικρο-) κόσμος του δρόμου (Bourdieu 1990b:
21) και γενικότερα ο βιωματικός κόσμος των παραβατικών συμπεριφορών και
δικτύων, του παρείχε μέσα από επαναλαμβανόμενες εμπειρίες γεγονότων και
συνήθεις δράσεις (όπως η διακίνηση ναρκωτικών ή η άσκηση βίας), μια οντολογική
ασφάλεια (Giddens 1991: 92-94), μια σταθερή μέσα στο χρόνο αίσθηση της
ταυτότητάς του, ως μέλος μιας ομάδας που μέτραγε, η οποία του εξασφάλιζε μια
αναγνώριση (με όρους υπόληψης) μέσα στην καθημερινότητά του ως τύπος που
μέτραγε σε φασαρίες για ναρκωτικά, για φέρμες (ληστείες).

Με τα λόγια του Bourdieu (1981: 309), αισθανόταν «(…) επαρκώς σαν στο σπίτι
του» μέσα στον κόσμο που κατοικούσε, διότι ο κόσμος είχε εισαχθεί στην έξη του
μέσω της επένδυσης σε αυτόν. Αυτή η φυσική στάση του Γεράσιμου απέναντι στις
συνθήκες τις οποίες έζησε, αποτυπώνει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η
κοινωνικοποίηση σε τέτοιες συνθήκες που το άτομο αποκτά μια φυσική στάση

465
απέναντι σε αυτές, συνοδευόμενη με θετικά συναισθήματα, χωρίς να τίθενται σε
κριτικό έλεγχο διότι: «Εάν ο νους σου έχει δομηθεί σύμφωνα με…τον κόσμο στον
οποίο παίζεις, όλα θα φαίνονται προφανή και το ερώτημα του αν το παιχνίδι ‘αξίζει
τον κόπο’ δεν θα τεθεί» (Bourdieu 1998a: 77).

Για να τεθεί το ερώτημα εάν το παιχνίδι «αξίζει τον κόπο», θα πρέπει να υπάρξει
κάποια εμπειρία, ικανή να μετασχηματίσει την έξη (Bourdieu 2000: 149) και έτσι
«(…) το παιχνίδι να κατανοηθεί από τα έξω, από το σημείο οπτικής του αμερόληπτου
θεατή, που δεν επενδύει τίποτα στο παιχνίδι» (Bourdieu 1990b: 195), όπως συνέβη
στην περίπτωση του Νίκου.

Οι εμπειρίες του Γεράσιμου στην φυλακή, δεν άλλαξαν την στάση του απέναντι στο
παρελθόν του και απέναντι στο πεδίο του δρόμου, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν
ευχάριστες όλες οι εμπειρίες που αποκόμισε από το πεδίο του δρόμου (στην ζωή μου
μέχρι τώρα, έχω γνωρίσει τι πάει να πει να πεθαίνεις, να είσαι σε κώμα, έχω μπει σε
σκηνικά και με όπλα, έχω δει κάννη να με κοιτάει). Εντούτοις, αποδέχεται και
αποδεχόταν τις συγκεκριμένες συνθήκες ως μέρος της ταυτότητάς του, του εαυτού
του, χωρίς καν να επιθυμεί να είχε βιώσει διαφορετικές συνθήκες ύπαρξης, όπως
φαίνεται από την στάση του απέναντι στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας που
αποτέλεσε την «αφετηρία» για την επένδυσή του στο πεδίο του δρόμου (Δεν θα μ’
άρεσε διαφορετικά). Ίσως να προκαλεί έκπληξη αυτή η δοξική σχέση που είχε
συνάψει με έναν βίαιο και απειλητικό κόσμο (για τα μάτια ενός κοινωνικού
υποκειμένου που έχει συγκροτήσει την έξη του μέσα από διαφορετικά παιχνίδια)
όμως όπως μας υπενθυμίζει ο Bourdieu (2008: 133-134):

«πρέπει να κοιτάξουμε στην(…) κατεύθυνση που υποδείχθηκε από τον


ύστερο Heidegger και από τον Merleau-Ponty: τα κοινωνικά
υποκείμενα,(…), είναι προσδεμένα στον κοινωνικό κόσμο (ακόμα και με
τον πιο απεχθή και αποκρουστικό κοινωνικό κόσμο) μέσω μιας σχέσης
συνέργειας που κάνει ορισμένες πτυχές αυτού του κόσμου να βρίσκονται
πάντοτε πέρα ή πίσω από την δυνατότητα κριτικής αμφισβήτησης»

Η κοινωνικοποίησή του Γεράσιμου με συγκεκριμένους ανθρώπους που


συγκροτούσαν το κοινωνικό του κεφάλαιο, τον κατεύθυνε και σε βίαιες πράξεις
έναντι των άλλων. Μία από αυτές, ήταν το να πηγαίνει με την παρέα του στην

466
Κηφισιά, στο Μαρούσι ή στην Άνω Κυψέλη, με σκοπό να ληστέψουν τα ρούχα ή τα
παπούτσια άλλων παιδιών για έξτρα λεφτά ή για προσωπική χρήση, διότι όπως
εξήγησε ο ίδιος, αυτά τα μπουφάν κάνανε με σημερινά λεφτά 200 ευρώ, ξέρω γω και το
δικά μας είχαν 15 ευρώ, από το Μοναστηράκι. Ο Bourdieu (1999b: 186), διατύπωσε
ότι αυτή η επιθυμία για καταναλωτικά αγαθά που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί
στην έκβαση παράνομων δραστηριοτήτων από ανθρώπους που οι γονείς τους «(…)
δεν έχουν τίποτα να τους προσφέρουν στο παρόν, και ακόμη λιγότερα στο μέλλον»,
αποκτάται από την καθημερινή εμπειρία σε ένα «(…)κόσμο στοιχειωμένο από αγαθά
που είναι ταυτοχρόνως απρόσιτα και παντού», ή με τα λόγια του Ostrow (1981: 294):
«από την πρώιμη ανατροφή μου,σε έναν κόσμο που λειτουργεί για μένα-ως-
καταναλωτή».

Τα προηγούμενα δεν συνεπάγονται ότι όλοι οι νέοι (ή όλοι οι νέοι από οικογένειες
που βιώνουν οικονομική αποστέρηση), διακατέχονται από μια σφοδρή επιθυμία για
καταναλωτικά αγαθά η οποία μπορεί να αποτελέσει το κίνητρο για την διάπραξη
βίαιης συμπεριφοράς με σκοπό την απόκτησή τους, διότι όπως έχει αναφερθεί στην
εισαγωγή της συγκεκριμένης ενότητας, ο κόσμος είναι «εκείνο που ζω», ένα πεδίο
εμπειρίας, ένα σύστημα εμπειριών το οποίο «βιώνεται από εμένα(…) δεν είμαι ο
θεατής του, είμαι μέρος του» (Merlau-Ponty 2002: 354).

Με άλλα λόγια, ο κόσμος, νοούμενος ως ένα πεδίο (σύστημα) εμπειρίας, δεν


λειτουργεί σε όλα τα υποκείμενα με τον ίδιο τρόπο, διότι όπως αναφέρθηκε στην
προηγούμενα ενότητα, δεν παρέχει σε όλα τα υποκείμενα τις ίδιες εμπειρίες. Ο
βιόκοσμος του Γεράσιμου είναι διαφορετικώς από τον βιόσκομο, για παράδειγμα, του
Γιάννη, του Νίκου ή του Ρενάτου που αναλύθηκαν στα προηγούμενα και για αυτόν
τον λόγο έχει συγκροτήσει μια διαφορετική έξη, έναν διαφορετικό υπαρκτικό
προσανατολισμό στον κοινωνικό κόσμο, διότι «μεταφέρει» μαζί του έναν
διαφορετικό βιόκοσμο, ο οποίος έχει συγκροτήσει την έξη του. Αυτή τη πρωταρχική,
βιωματική διάσταση του κοινωνικού κόσμου μας καλεί να λάβουμε υπόψη ο Merlau-
Ponty (2002: 481) για τις ανάγκες μιας κοινωνικής έρευνας, τονίζοντας πως:

«Πρέπει λοιπόν να ανακαλύψουμε εκ νέου,(…), τον κοινωνικό κόσμο όχι


ως ένα αντικείμενο ή ένα σύνολο αντικειμένων αλλά ως το μόνιμο πεδίο
ύπαρξης. Αποτελεί(…) σφάλμα να θέτουμε τους εαυτούς μέσα στην
κοινωνία ως ένα αντικείμενο ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα(…) και το

467
σφάλμα(…) συνίσταται στην μεταχείριση του κοινωνικού ως ένα
αντικείμενο. Πρέπει να επιστρέψουμε στο κοινωνικό κόσμο με τον οποίο
είμαστε σε επαφή μέσω του απλού γεγονότος της ύπαρξής μας και τον οποίο
μεταφέρουμε αναπόσπαστα μαζί με μας»

Η περίπτωση του Γεράσιμου, φανερώνει τον ρόλο του κοινωνικού κεφαλαίου στην
διαδρομή ζωής ενός ατόμου. Η παρέα του, παιδιά ελληνικής καταγωγής που. όπως
και ο ίδιος, μεγάλωσαν σε οικογένειες ενοικιαστών από την γειτονιά Κάτω Πατήσια-
Κυψέλη (πλατεία Αμερικής, Άγιος Νικόλαος) καθόρισαν την πορεία του μέσω των
κοινών δραστηριοτήτων, των «συμβουλών» και «παροτρύνσεων» από τις οποίες
συγκροτούνται τα σχήματα της έξης (Wacquant 2014b: 126). Η συγκρότηση της έξης,
από την παιδική ηλικία, συνδέεται με το κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες στις
οποίες βρίσκεται το άτομο και οι οποίες επιδρούν μέσω των ανθρώπων που φέρουν
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αυτών των συνθηκών και κατέχουν εξέχοντα ρόλο
στην κοινωνικοποίηση του ατόμου, αποτελώντας τους σημαντικούς Άλλους, τους
ανθρώπους που αναγνωρίζονται από το άτομο ως «σημαντικοί», σε βαθμό που να
μπορούν να επηρεάζουν τα συναισθήματά του, τις συμπεριφορές του και την αίσθηση
της ταυτότητάς του (Berger & Luckman 1967: 66-67). Η παρέα ενός ατόμου, μπορεί
να αποτελέσει μέρος των σημαντικών Άλλων κατά την παιδική και εφηβική ηλικία
ενός ατόμου (Berger & Luckman 1967: 167-169) και η περίπτωση του Γεράσιμου,
επιβεβαιώνει τα προηγούμενα εφόσον όπως φαίνεται από τον λόγο του, ξόδευε
αρκετό χρόνο με την παρέα του, κατά τα σχολικά χρόνια, κυρίως στο χώρο του
σχολικού συγκροτήματος.

Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση, η επίδραση της παρέας, ως μηχανισμός


επίδρασης της γειτονιάς, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του πεδίου του δρόμου και
όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.2., η επιρροή ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
σε ένα άλλο άτομο, δεν πρέπει να ερμηνεύεται απλοϊκά ως μια (θετική ή αρνητική)
επιρροή αλλά ως μια δύναμη που εγγράφεται σε ένα συγκεκριμένο πεδίο.
Ουσιαστικά, είναι το πεδίο του δρόμου (μέσω των σημαντικών Άλλων) που άσκησε
επιρροή στον Γεράσιμο και συγκεκριμένα μια «έλξη» προς τα οφέλη που
διακυβεύονται σε αυτό. Όπως διακρίνεται στο λόγο του, το πεδίο του δρόμου, δεν
αποτελεί δική του (ή των φίλων του) «δημιουργία» αλλά μια συνθήκη του σχολικού
περιβάλλοντος την περίοδο που φοιτούσε και η οποία δεν υπήρχε τα χρόνια που

468
φοιτούσε η αδερφή του στο ίδιο σχολικό συγκρότημα (τότε δεν είχαν μπει τα
ναρκωτικά μέσα στην όλη φάση εδώ).

Στην αφήγησή του, διακρίνεται ότι το σχολείο και η γειτονιά διαπλέκονται στον
βιόσκοσμό του ενώ ταυτόχρονα έδειξε ότι έχει στοχαστεί στον εαυτό του σε σχέση με
τις παρελθοντικές καταστάσεις τις οποίες βίωσε. Σύμφωνα με τον ίδιο, το σχολικό
συγκρότημα της Γκράβας, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για την συγκρότηση της
ταυτότητάς του, δηλαδή της έξης του (αυτό που έχω γίνει και με βάση όλα τα σκηνικά
που έχω ζήσει, μπορώ να σου πω πως εδώ η Γκαβά με επηρέασε). Κατά την διάρκεια
της συνομιλίας μας, μου ανέφερε ότι εάν γινόταν πατέρας, θα έστελνε το παιδί του
στη Γκράβα για να γνωρίσει τι πα να πει ζωή. Γιατί δεν είναι μόνο καλή η ζωή,
δείχνοντάς μου το θεατράκι της Γκράβας και αναφέροντας τη σημειωτική διάσταση
που έχει για αυτόν ο συγκεκριμένος χώρος, ως ο χώρος που συμβολίζει την
«άσχημη», οδυνηρή όψη της ζωής (σου δείχνω την ασκήμια που κρύβει το θεατράκι,
τα ξυλίκια, τα ναρκωτικά).

Όπως αναφέρθηκε, οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για την περιγραφή του κόσμου και
των πραγμάτων και προσώπων αυτού, σχήματα αντίληψης για τις προηγούμενες
οντότητες, ή με τα λόγια του Bourdieu (2008: 323): «Ένας αριθμός λέξεων που
χρησιμοποιούμε χωρίς καν να τις σκεφτόμαστε, και ιδιαίτερα όλα αυτά τα ζεύγη
επιθέτων, είναι κατηγορίες αντίληψης» (Bourdieu 2008: 323). Η παραπάνω
σημειωτική διάσταση του θεάτρου του σχολικού χώρου, αποτελεί προϊόν των
εμπειριών που απέκτησε στο συγκεκριμένο χώρο (Scannell & Gifford 2010: 5) ως
αποτέλεσμα της προσκόλλησης σε αυτόν κατά τα εφηβικά του χρόνια.

Όπως και στην αφήγηση του Φράνκο, είναι εμφανής η πεποίθηση που έχει
συγκροτήσει ότι είναι κάτι το θετικό η εμπειρία της «άσχημης» πλευράς της ζωής
καθώς και το να μην έχεις υπάρξει θύμα ληστείας όπως υπήρξανε, από τον ίδιο,
παιδιά από την Κηφισιά (να γυρνάς στο σπίτι σου στη Κηφισιά ξυπόλυτος επειδή σου
έχω πάρει εγώ τα παπούτσια) είναι σημαντικότερο από το να ζεις με όρους ευημερίας
(Τι να το κάνεις που είναι καλά και βολεμένοι στην Κηφισιά, άμα έχεις τέτοια παιδικά
χρόνια, άστο ρε φίλε, δεν θες). Σύμφωνα με τους Bourdieu (1990b: 187, 2000: 232-
233) και Reay (2015), τα αντιληπτικά σχήματα της έξης λειτουργούν και ως
μηχανισμοί άμυνας (όρος που προέρχεται από το έργο του Freud) απέναντι σε
αισθητηριακές εμπειρίες που μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ίδια την δομή

469
της έξης και να επιφέρουν δυσάρεστα συναισθήματα όπως άγχος, απόγνωση, ενοχή,
κοκ. Ένας τύπος μηχανισμού άμυνας είναι η μείωση της σημαντικότητας
συγκεκριμένων κοινωνικών φαινομένων τα οποία εάν γίνουν αντιληπτά ως
«σημαντικά», θα προκαλέσουν δυσάρεστες συναισθηματικές καταστάσεις (Hopper &
Weinberg 2011: xxxiv- xxxv).

Επίσης, είναι άξιο προσοχής η σύνδεση που αναφέρει μεταξύ της γειτονιάς Κάτω
Πατήσια-Κυψέλη και του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας. Λόγω του μεγάλου
όγκου του σχολικού συγκροτήματος, υπάρχει μια πληθώρα ανθρώπων που μέσα σε
αυτήν, κρύβονται και οι κακοί, διότι λόγω ότι η γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψελη είναι
υποβαθμισμένη, υπάρχει κι ο κακός ο κόσμος, ο κόσμος που δεν έχει επιλογές, που δεν
έχει τι να κάνει, τονίζοντας ότι εδώ δεν περνάμε καλά, φαίνεται ότι δεν περνάμε καλά.
Σύμφωνα με τον Sayer (2005: 20, 188), οι καθημερινές, «λαϊκές» κοινωνιολογίες των
ανθρώπων, οι εκλαϊκευμένοι «ταξικοί» τους χαρακτηρισμοί και οι «συνδέσεις»
μεταξύ τρόπων ζωής και «ταξικών» θέσεων, έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι
αντανακλούν το πώς οι άνθρωποι βιώνουν την ταξική τους θέση αλλά και τις
διάφορες μορφές ταξικής ανισότητας.

Οι «κακοί», τα παιδιά που εμπλέκονται σε παραβατικές πρακτικές και με τα οποία


κοινωνικοποιήθηκε κατά τα σχολικά του χρόνια, είναι αυτοί «που δεν έχουν
επιλογές», που «δεν περνούν καλά», δηλαδή που βρίσκονται στις κατώτερες
«περιφέρειες» του συνολικού κοινωνικού πεδίου, θέτοντας και τον εαυτό στις
συγκεκριμένες ταξικές θέσεις, γεγονός που σχετίζεται τόσο με την οικονομική
ανέχεια που βίωσε στο παρελθόν όσο και με την οικονομική κατάσταση που
βρισκόταν όταν έγινε η συνέντευξη, διότι αναζητούσε εργασία. Στον αντίθετο πόλο
της ταξικής ανισότητας, βρίσκονται οι «φλώροι», αυτοί «που περνάν καλά» (Όσο
καλύτερα περνάς τόσο πιο φλώρος θα είσαι) στους οποίους περιλαμβάνονται και όσοι
μένουν πάνω από την Γαλατσίου.

Ο χώρος του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας, υπήρξε ένας χώρος με έντονα
στοιχεία κοινωνικής αποδιοργάνωσης κατά την περίοδο που φοιτούσε ο Γεράσιμος,
γεγονός που όπως φαίνεται δεν ισχύει (τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό) πλέον, όπως
φαίνεται από τις μαρτυρίες των δύο καθηγητών του 1ου ΕΠΑΛ και του ΕΠΑΣ του
σχολικού συγκροτήματος, του Χριστόδουλου και του Μενέλαου αντίστοιχα, ενώ και
η μαρτυρία της Μαριάννας, της μητέρας του Μάριου, δείχνει ότι το σχολικό

470
συγκρότημα προσφέρει δυνατότητες άθλησης και αναψυχής. Τα παραπάνω έχουν
ιδιαίτερη σημασία, καθώς την περίοδο που φοίτησε ο Γεράσιμος στο σχολικό
συγκρότημα, δεν υπήρχε έντονη παρουσία παιδιών μεταναστών. Η αλλαγή της
εθνοτικής σύνθεσης των μαθητών, συνέπεσε με την αλλαγή των πολιτισμικών
γνωρισμάτων του χώρου του σχολικού συγκροτήματος.

Οι συνεντεύξεις που διεξήχθησαν στο χώρο της γειτονιάς Κάτω Πατήσια- Κυψέλη,
εμφανίζουν μια ποικιλομορφία διαδρομών ζωής και ορισμένες από αυτές, μπορούν να
αναλυθούν από κοινού. Ξεκινώντας με τον Άντι, παρατηρούμε ότι στον ελεύθερό του
χρόνο, προτιμούσε να βρίσκεται στο σπίτι με την οικογένειά του (Δεν έβγαινα έξω
μικρός. Ήμουνα σπίτι) ενώ τόνισε τον ρόλο της οικογένειά του στην διαμόρφωση του
χαρακτήρα του και συνεπώς της έξης του (Bourdieu 2005b: 45) (Είμαι ήπιων τόνων
και ο πατέρας μου με έκανε έτσι). Τελείωσε ενιαίο Λύκειο στην Γκράβα και στη
συνέχεια φοίτησε σε σχολή μαγειρικής σε ΙΕΚ. Ο αδερφός του τελείωσε τις σπουδές
του σε ΤΕΙ. Έχει ενδιαφέρον ότι, όπως και ο Σοκόλ, οι εργασίες τις οποίες βρήκε, ως
μάγειρας αλλά και πριν εισαχθεί στην σχολή, αποτέλεσαν το αποτέλεσμα του
κοινωνικού του κεφαλαίου πέρα από την οικογένεια. Σε αντίθεση με τον Σοκόλ,
δήλωσε ότι όχι μόνο Έλληνες αλλά και φίλοι από το σχολείο που κατάγονται από την
Αλβανία, τον βοήθησαν να βρει εργασία. Όσον αφορά το περιβάλλον του σχολικού
συγκροτήματος, ανέφερε την έντονη παρουσία φαινομένων ανομίας στο θεατράκι ως
το στέκι των παρακμιακών ενώ στους χώρους που σύχναζε στα διαλλείματα όπως ο
στίβος ήταν νορμάλ.

Παρατηρούμε στον λόγο του την ύπαρξη μιας περιφερειοποίησης του χώρου του
σχολικού συγκροτήματος σε λειτουργικές ζώνες με βάση τις πρακτικές που
λαμβάνουν χώρα σε αυτές και οι οποίες διακρίνονταν στην αντίληψη του Άντι ως
«παρακμιακές» και «νορμάλ», δηλαδή ως «φυσιολογικές». Το θεατράκι, με βάση τις
εμπειρίες του, ήταν ο τόπος των «παρακμιακών» πρακτικών εντός του χώρου του
σχολικού συγκροτήματος ή με βάση την σκέψη του Schatzki (2002: 64-65), ήταν ο
τόπος που όχι μόνο λάμβαναν χώρα συγκεκριμένες πρακτικές, αλλά ήταν
συνυφασμένος νοηματικά με αυτές τις πρακτικές, ήταν ο τόπος τους.

Ενδιαφέρον επίσης έχει και η άποψή του για την γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη σε
σχέση με την κοινωνική του εξέλιξη, γεγονός που καταδεικνύει ότι έχει στοχαστεί
επάνω στον εαυτό του σε σχέση με την κοινωνική του κατάσταση. Ανέφερε ότι εάν

471
μεγάλωνε στο Περιστέρι θα ήταν γενικά καλύτερα, λόγω ότι οι Αλβανοί που
μεγάλωσαν εκεί είναι πιο ενταγμένοι… και στην ομιλία και στο όλο στυλ, δεν
ξεχωρίζουν, με βάση τις εμπειρίες του στον χώρο εργασίας από Αλβανούς που
μεγάλωσαν στο Περιστέρι. Στον αντίποδα, η άποψή του για την γειτονιά στην οποία
μεγάλωσε, η γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, έχει μεν εγκληματικότητα, αλλά άμα
δεν δεις και κακά πράγματα δεν θα μπορείς να έχεις πλήρη άποψη για την ζωή, να δεις
όλη την εικόνα, την αληθινή ζωή, γεγονός που καταδεικνύει, όπως και στην
περίπτωση του Φράνκο, την φυσική του στάση απέναντι στις συνθήκες της γειτονιάς,
ως κάτι που χρειάζεται κανείς να το δει για να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη εικόνα
της ζωής.

Η περίπτωση του Ντένα, είναι λίγο διαφορετική. Όπως και ο Άντι, φοίτησε σε ΙΕΚ,
σε σχολή μαγειρικής, χωρίς όμως να έχει τελειώσει το σχολείο, αφού το παράτησε
στη δεύτερη τάξη του Λυκείου, στο 1ο ΤΕΕ του σχολικού συγκροτήματος της
Γκράβας. Όπως ανέφερε ο ίδιος, η απόφαση να παρατήσει το σχολείο προήλθε από
την επιρροή των φίλων του από τη γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, οι οποίοι τον
«πληροφόρησαν» ότι η κατεύθυνση που ήθελε να επιλέξει στο Λύκειο, η
πληροφορική, δεν έχει προοπτικές στην αγορά εργασίας, παρά μόνο εάν συνέχιζε τις
σπουδές του στην πληροφορική σε κάποιο ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Ο λόγος που άφησε το σχολείο ήταν η επιρροή της παρέας, του κοινωνικού
κεφαλαίου που είχε στην κατοχή του από την γειτονιά, σε συνδυασμό με το γεγονός
ότι και οι φίλοι του που είχαν τελειώσει το ΤΕΕ, έχοντας ακολουθήσει την
κατεύθυνση της πληροφορικής, δεν έβρισκαν δουλειά επάνω στο συγκεκριμένο
αντικείμενο. Όμως η αφήγησή του, καταδεικνύει και στοιχεία από το αντιληπτικό του
υπόβαθρο στο οποίο επέδρασαν τα λόγια των φίλων του. Όπως μας υπενθυμίζει ο
Bourdieu (2008: 134):

«Οι λέξεις πράγματι ασκούν μια δύναμη που είναι συνήθως μαγική, κάνουν
τους ανθρώπους να βλέπουν, να πιστεύουν, να δρουν. Αλλά(…) πρέπει να
ρωτήσουμε(…) ποιές είναι οι(…) συνθήκες που καθιστούν εφικτή αυτή την
μαγική επίδραση των λέξεων. Η δύναμη των λέξεων βιώνεται μόνο από
αυτούς που είναι διατεθειμένοι(…) να τις πιστέψουν»

Ο λόγος για τον οποίο η ολοκλήρωση του σχολείου πέρασε από το πεδίο των εφικτών
στο πεδίο των ανέφικτων, είναι η αντίληψη ότι η σχολική μόρφωση (πολιτισμικό

472
κεφάλαιο) έχει αξία μόνο εάν παρέχει εξασφάλιση στην αγορά εργασίας (οικονομικό
κεφάλαιο). Στην αντίθετη περίπτωση, η επένδυση στις σχολικές σπουδές κρίνονται
ως τζάμπα χρόνος, όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος, με αποτέλεσμα ο προσανατολισμός
του να στραφεί στην μαγειρική για την οποία έβλεπε, από την παρέα του, ότι έχει
ζήτηση στο πεδίο της αγοράς εργασίας (Και σε αυτό πάλι με επηρέασαν οι φίλοι μου,
τα αδέρφια τους δούλευαν σαν μάγειρες). Στην συνέχεια, εργάστηκε ως μάγειρας,
όπου βρήκε δουλειά με την βοήθεια ενός ομοεθνή φίλο του από την γειτονιά.
Επιπλέον, ανέφερε τον ρόλο των γονέων του στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του
με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην «παρασυρθεί» από παραβατικές δραστηριότητες (με
έκανα έτσι που να μην θέλω να μπλέξω στην αλητεία).

Η διαδρομή ζωής του Πάρη έχει ορισμένα κοινά σημεία με αυτήν του Διονύση και
για αυτό τον λόγο, η αφήγησή του μπορεί να αναλυθεί παράλληλα με αυτή του
Διονύση. Ο Πάρης κι ο Διονύσης φοίτησαν στα ίδια σχολεία του σχολικού
συγκροτήματος της Γκράβας, ενώ χαρακτήρισαν το Λύκειο στο οποίο φοίτησαν, το
22ο Ενιαία Λύκειο, ως το «καλό» σχολείο της Γκράβας, που έβγαζε καλούς μαθητές,
με καλές αποδόσεις στις πανελλαδικές όπως ανέφερε ο Διονύσης, ενώ ο Πάρης
ανέφερε ότι ο λόγος που ήταν καλό σχολείο ήταν ότι είχε πολλούς Έλληνες από τις
γύρω περιοχές, δηλαδή Γαλάτσι, Λαμπρινή, Κυπριάδου, καθώς και αυστηρή διεύθυνση.
Ο Πάρης ζεί σε οικογένεια ενοικιαστών στην οδό Δροσοπούλου, ενώ οι γονείς του
Διονύση αγόρασαν το σπίτι που νοίκιαζαν, στην ίδια οδό. Ο Διονύσης φοίτησε σε
ιδιωτικό σχολείο στο δημοτικό, ενώ ανέφερε επίσης ότι μετά τα 15, λόγω οικονομικής
άνεσης, δεν είχα χρόνο να βγαίνω έξω, πήγαινα φροντιστήρια αγγλικά-γερμανικά,
μαθήματα, γεγονός που καταδεικνύει ότι η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς
του, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κατάσταση «μεσαίας τάξης». Οι γονείς του
Διονύση ήταν από καλές και μορφωμένες οικογένειες ενώ του Πάρη ήταν καθηγητές
σε σχολείο, γεγονός που μαρτυρά ότι είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση.

Τόσο ο Πάρης όσο κι ο Διονύσης, εισήχθησαν σε ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ


τόνισαν τον γονικό, «προστατευτικό» έλεγχο που είχαν ως έφηβοι όσον αφορά τα
κοινωνικά τους δίκτυα καθώς και την εμπειρία της παρότρυνσης από την οικογένειά
τους να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο (οι γονείς μου γενικά, είχαν έναν έλεγχο, επάνω
μου, τι κάνω και με ποιους είμαι. Και από μικρό, μου δίδαξαν την αξία του να περάσεις
στο πανεπιστήμιο-Διονύσης, η δική μου η οικογένεια ας πούμε πάντα έριχνε ένα

473
βλέφαρο σε μένα, τι κάνω και με ποιούς έχω επαφή και ήθελαν να σπουδάσω…παρόλο
που ήμασταν και μεις φτωχοί-Πάρης).

Η περίπτωση του Διονύση, καταδεικνύει ότι το οικονομικό κεφάλαιο της οικογένειάς


του, βοήθησε στην προετοιμασία του για την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο, μέσω
της δυνατότητας πληρωμής φροντιστηρίων, ενώ στην περίπτωση του Πάρη,
σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το κοινωνικό κεφάλαιο της οικογενείας του που τον
βοήθησε να εισαχθεί με διαφορετικές εξετάσεις στο ελληνικό πανεπιστήμιο από ότι
ισχύει στις συνήθεις περιπτώσεις (με στείλανε οι γονείς μου πίσω Αλβανία που έχω τον
θείο μου εκεί, με κάποια πολιτικά κονέ, ε, και δεν έδωσα 9 μαθήματα όπως δίνουν εδώ,
έδωσα 5 μαθήματα και την έκθεση που ουσιαστικά με ρωτάγανε αν ξέρω ελληνικά, που
έτσι κι αλλιώς ήξερα- Πάρης). Η αφήγηση του Πάρη φανερώνει ότι όχι μόνο το
οικονομικό κεφάλαιο της οικογένειας, αλλά και το κοινωνικό κεφάλαιο αυτής
καθορίζει το (αντικειμενικό) πεδίο δυνατοτήτων (Bourdieu 1978: 838), καθιστώντας
ορισμένες δράσεις (όπως οι «ευκολότερες» εισαγωγικές εξετάσεις για την είσοδο στο
πανεπιστήμιο) αντικειμενικά εφικτές.

Ο Διονύσης δεν ανέφερε εμπειρίες από το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας ενώ για
την γειτονιά μίλησε ότι έχει γίνει λίγο κακόφημη, πολλοί μετανάστες, βλέπεις μια
ψιλομιζέρια και ότι θα ήθελε να μείνει στο μέλλον, σε κάποια κοντινή περιοχή όπως
Λαμπρινή, Γαλάτσι, για να παραμείνει «κοντά» στους σχολικούς του φίλους και
ταυτόχρονα να διαμένει σε μια «καλύτερη» περιοχή η οποία παρέχει, ως
αισθητηριακές εμπειρίες, καλύτερα κτίρια και «καλύτερο κόσμο». Η χωρική ιεραρχία
των περιοχών κατοικίας, καθορίζεται στην αντίληψη του Διονύση και με βάση την
αισθητική του χτιστού περιβάλλοντος που τα καλύτερα κτίρια, δηλαδή τα
«ομορφότερα» κτίρια, σηματοδοτούν μια «καλύτερη» θέση στο πεδίο της χωρικής
ανισότητας. Η χαμηλή ποιότητα του περιβάλλοντος χώρου, που αποτελεί έναν
μηχανισμό (αρνητικής) επίδρασης της γειτονιάς, όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 2.3,
αποτελεί ταυτόχρονα, όπως ανέδειξε ο λόγος του Διονύση και αξιολογικό κριτήριο
«ιεράρχησης» των γειτονιών του αστικού χώρου, στην καθημερινή εμπειρία.

Ο Πάρης, μίλησε για εμπειρίες στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας και
συγκεκριμένα για καταστάσεις κοινωνικής ανομίας στο χώρο του συγκροτήματος
αλλά αι γύρω από αυτόν, όπως χρήση ναρκωτικών και ληστείες, τονίζοντας ότι οι
περισσότεροι «δράστες» ήταν παιδιά με καταγωγή από την Αλβανία και κάποιοι

474
Έλληνες που ήτανε τσιράκια τους, από Κάτω Πατήσια, με χωρισμένους γονείς, και σε
ενοίκιο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην περίπτωση των Ελλήνων
«δραστών», ανέφερε ότι δεν αντιπροσωπεύουν τον μέσο Έλληνα, την συνηθισμένη
περίπτωση την οποία μπορούμε να συναντήσουμε στην καθημερινή μας ζωή, σε
αντίθεση με τον συμφοιτητή του από το Περιστέρι που στην αντίληψή του, ήταν ο
μέσος Έλληνας, η μεσαία τάξη που λέμε, με δικό τους σπίτι οι γονείς του. Ο «μέσος
Έλληνας» είναι συνώνυμο της «μεσαίας τάξης», των ανθρώπων που κατοικούν σε
«δικό» τους σπίτι και ταυτόχρονα, η κατοχή ιδιοκτησίας σηματοδοτεί μια ορισμένη
θέση μέσα στο κοινωνικό κόσμο, την θέση της μεσαίας τάξης.

Όμως η εξήγηση που δίνει για τα φαινόμενα κοινωνικής ανομίας που υπήρχαν στο
σχολικό συγκρότημα της Γκράβας, δεν περιλαμβάνει κοινωνικά κριτήρια αλλά την
ηθική των γονέων, «ουδετεροποιημένη» από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες
βρίσκονται. Παράλληλα με τις αφηγήσεις των δύο καθηγητών στο σχολικό
συγκρότημα της Γκράβας, τόνισε τις θετικές αλλαγές όσον αφορά τις πολιτισμικές
συνθήκες στο χώρο του συγκροτήματος (Η στοά ήταν κατά κάποιο τρόπο no-go
περιοχή, να σου δώσω να καταλάβεις, τότε, τώρα μια χαρά. Γενικά η Γκράβα έχει τώρα
ηρεμήσει). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάκριση που επιχειρεί ανάμεσα στις εμπειρίες
βίας που βίωσε ο συμφοιτητής του από το Περιστέρι και στις δικές του. Τα βίαια
πράγματα, είχανε να κάνουνε με ομάδες, ενώ στην γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη,
επειδή είμαστε πιο απόπατος, η βία είχε σχέση με ναρκωτικά, δηλαδή με το πεδίο του
δρόμου. Ταυτόχρονα, ανέφερε ότι η κοινωνική ανομία έχει πάψει να είναι
περιορισμένη στα πάρκα και στα σχολεία όπως η Γκράβα και έχει διαχυθεί και έξω,
μέχρι Γαλατσίου.

Η οδός «Γαλατσίου» αποτελεί συμβολικό σύνορο μεταξύ της κοινωνικής ευταξίας


και της αποδιοργάνωσης, εκφρασμένο στο γεωγραφικό χώρο της πόλης (Lamont &
Molnár 2002: 168), αλλά ταυτόχρονα «συνδέεται» αντιληπτικά με διαφορετικές
συμπεριφορές στο σχολικό συγκρότημα. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Πάρης, τα
παιδιά αλβανικής καταγωγής που έμεναν σε γειτονιές «πάνω» από την «Γαλατσίου»,
όπως η Λαμπρινή και το Γαλάτσι, έκαναν παρέα με παιδιά ελληνικής καταγωγής
τόσο στο σχολείο όσο και εκτός του σχολείου, ενώ τα παιδιά αλβανικής καταγωγής
από την γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, κάνανε παρέα με Αλβανούς μόνο,
δηλώνοντας ότι ήταν πιο ενσωματωμένοι αν θες οι Αλβανοί από εκείνες τις περιοχές.

475
Τα λόγια του Πάρη, καταδεικνύουν ότι όχι μόνο η κοινωνική τάξη ή η εθνικότητα,
αλλά και η περιοχή κατοικίας, συμμετέχει στην συγκρότηση των κοινωνικών δικτύων
ενός ατόμου, «αποκλείοντας» ανθρώπους με την ίδια εθνικότητα να συνάψουν
φιλικές σχέσεις και ταυτόχρονα ευνοώντας ή περιορίζοντας την συγκρότηση ενός
εθνοτικά μικτού κοινωνικού κεφαλαίου.

Ο Γιασίν και ο Μπομπ, επίσης μπορούν να αναλυθούν από κοινού, λόγω ότι και οι
δύο δεν μεγάλωσαν στην περιοχή έρευνας αλλά εγκαταστάθηκαν σε αυτήν, ως
μετανάστες από άλλες χώρες.

Ο Γιασίν, καταγόμενος από το Πακιστάν, βρήκε εργασία μέσω του θείου του ο
οποίος ήταν ήδη στην Ελλάδα, ενώ ο Μπομπ, ο οποίος κατάγεται από την Γκάνα,
βρήκε εργασία μέσω των συμπατριωτών του. Τόσο ο Γιασίν όσο και ο Μπομπ,
ανέφεραν συνθήκες κοινωνικής ανομίας στην περιοχή ενώ ο Μπομπ ερμήνευσε
αυτήν την κατάσταση ως η απόρροια της έλλειψης εργασίας ή των χαμηλών αμοιβών.
Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι τα κοινωνικά δίκτυα του Γιασίν, δεν
περιορίζονται στην γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη αλλά επεκτείνονται πέρα από
αυτήν διότι όπως ανέφερε, οι μετανάστες από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, που
αποτελούν τις κύριες εθνοτικές ομάδες από τις οποίες συγκροτείται το κοινωνικό του
κεφάλαιο, μένουν και αλλού, όχι μόνο εδώ στο κέντρο.

Η αφήγηση του Γιώργου, φανερώνει μια διαδρομή ζωής, με έντονες στιγμές οδύνης
και με έντονες αλλαγές στις κοινωνικές συνθήκες ύπαρξής του. Ενώ μεγάλωσε σε μια
οικογένεια στην Αλβανία με αρκετό οικονομικό κεφάλαιο, η κατάσταση του στην
Αθήνα, χαρακτηρίζεται, όπως ο ίδιος ανέφερε, από οικονομικές δυσκολίες (Ήμουνα
θυμάμαι από τα λίγα παιδάκια για να καταλάβεις που είχα παπούτσια, κανονικά
παπούτσια, ήμουνα ο trendy δηλαδή εκεί, εδώ ήμουνα ο φουκαράς). Οι γονείς του
χώρισαν, πριν πάρουν τον δρόμο της μετανάστευσης από την Αλβανία, ενώ η είσοδός
του στην Ελλάδα, ως ασυνόδευτος ανήλικος, πραγματοποιήθηκε μετά από την
πληρωμή αρκετών χρημάτων σε οδηγό που τον μετέφερε (Το λοιπόν που λες,
πληρώθηκε όχημα για να με φέρει Αθήνα, παράνομα. Πολλά λεφτά λέμε). Κατοίκησε
για λίγο στο Παλαιό Φάληρο, μετά μετακόμισε στην αδερφή του η οποία έμεινε στις
εργατικές κατοικίες Κηφισιάς, μέχρι την Πρώτη Γυμνασίου και στη συνέχεια ήρθε
στη γειτονιά μαζί με την μητέρα του, η οποία έμεινε μαζί του μέχρι την Τρίτη

476
Γυμνασίου. Τα χρόνια που φοιτούσε στο Λύκειο, στο νυχτερινό 3 ο ΤΕΕ της Γκράβας,
έμεινε μόνος του, δουλεύοντας παράλληλα σε καφετέρια και οικοδομή.

Κάποια στιγμή, διέπραξε μια διάρρηξη με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στη φυλακή,


τονίζοντας ότι για αυτήν την επιλογή του, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η
κοινωνικοποίηση με παιδιά που συμμετείχαν σε παραβατικές δραστηριότητες
(αληταρία) καθώς και το αίσθημα της απελπισίας που προέρχεται, όπως τόνισε, από
την εμπειρία της χαμηλής ποιότητας του χτιστού περιβάλλοντος της γειτονιάς
(Βλέπεις ότι δεν υπάρχουνε ελπίδες, βλέπεις αυτά τα γκρίζα κτήρια κάθε μέρα, και
σκέφτεσαι ότι όσο και να προσπαθείς, όσο κι αν δουλεύεις και πηγαίνεις νυχτερινό, όλα
αυτά είναι ρίσκο, οπότε λες θα κάνω μια μπάζα να ξεφύγω). Ο Γιώργος, αποτελεί την
μοναδική περίπτωση που δήλωσε ρητά την επίδραση του υλικού περιβάλλοντος στην
τέλεση παραβατικής δραστηριότητας. Όμως όπως φαίνεται από το λόγο του, αυτός ο
μηχανισμός επίδρασης της γειτονιάς, δεν αποτελεί ένα «ανεξάρτητο», παράγοντα που
επιδρά αυτόνομα στην αύξηση της πιθανότητας τέλεσης μιας δράσης, αλλά έναν
μηχανισμό που αλληλεπιδρά με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του κσι συγκεκριμένα
με την «χαμηλή» ταξική θέση του μέσα στο κοινωνικό κόσμο. Δεν πρέπει να μας
διαφεύγει το γεγονός ότι η αιτιότητα, όπως αναφέρθηκε στα θεωρητικά υποδείγματα
του κριτικού και πολύπλοκου ρεαλισμού, δεν αποτελεί ποτέ προϊόν ενός και μόνου
παράγοντα.

Επίσης, έδωσε μια ενδιαφέρουσα εξήγηση τόσο για την δική του εξέλιξη όσο και
αυτήν των συνομηλίκων του με τους οποίους συναναστράφηκε κατά την εφηβική του
ηλικία. Οι «λάθος» επιλογές, οι επιλογές που οδηγούν σε περαιτέρω οδυνηρές
εμπειρίες, αποτελούν προϊόν έλλειψης κατάλληλης γονικής υποστήριξης, λόγω των
συνθηκών εργασίας των γονέων, η οποία απορροφά ένα σημαντικό τμήμα του χρόνου
τους, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται η δυνατότητα βοήθειας στις σχολικές
υποχρεώσεις ή κάποιας μορφής «προστασίας» (για παράδειγμα, μέσω «συμβουλών»)
από τις «αρνητικές» επιρροές της γειτονιάς (Πολλοί εδώ, μεγάλωσαν σε σπίτια
χαοτικά, οι γονείς όλη την μέρα να δουλεύουνε, οπότε στην ουσία εμείς και για μένα
είναι προφανές όπως σου είπα μέχρι τώρα, μεγαλώσαμε μόνοι μας. Όταν μεγαλώνεις
μόνος σου, ως παιδί, οι επιλογές που κάνεις είναι λάθος. Εδώ ειδικά μόνο λάθος).

Η παιδική αλλά και εφηβική ηλικία, αποτελούν τα κυριότερα διαπλαστικά χρόνια της
ζωής του ατόμου, διότι η «αντίστασή» του στις δυνάμεις του περιβάλλοντός του αλλά

477
και των ευρύτερων συνθηκών ύπαρξής του, βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο
ανάπτυξής της, με αποτέλεσμα η έξη του να διαμορφώνεται από την επιρροή αυτών
των συνθηκών, μέσω των εμπειριών που παρέχουν (Sayer 2005: 212). «Είναι
παράλογο να φανταστούμε ότι θα μπορούσαμε να επιλέξουμε όλες τις επιρροές μας
και τις προσκολλήσεις μας. Γεννιόμαστε σε θέσεις, σχέσεις και περιβάλλοντα, που
δεν επιλέξαμε και μας διαμορφώνουν βαθιά, κατά τα διαπλαστικά μας χρόνια»
(Sayer 2011: 128).

Μέσα από τον λόγο του, διακρίνεται ότι έχει στοχαστεί και μετάνιωσει για την
έκνομη πράξη του και προσπαθεί πλέον να αλλάξει την κοινωνική του θέση,
προσπαθώντας να αποκτήσει επιπρόσθετο πολιτισμικό κεφάλαιο και συγκεκριμένα
πτυχίο Αγγλικών, διότι πλέον έχει συνειδητοποιήσει ότι ένα χαρτί ξένης γλώσσας
μπορεί να μετασχηματίσει το πεδίο δυνατοτήτων, προσφέροντας νέες επιλογές (Την
διάρρηξη την μετάνιωσα πικρά. Τώρα θέλω να πάρω το lower στα αγγλικά, γιατί έχω
καταλάβει ότι χρειάζεται να έχεις ένα χαρτί ξένης γλώσσας, σου παρέχει ευκαιρίες). Τα
προηγούμενα καταδεικνύουν ότι ο υπαρκτικός προσανατολισμός του ατόμου, μπορεί
να αλλάξει μέσα από την καθημερινή εμπειρία που του δίδεται κατά την διάρκεια του
χρόνου. Άλλωστε όπως μας υπενθυμίζει ο Merleau-Ponty (2002: 442): «(…) είναι
αδύνατο να προσποιούμαι ότι πάντα γνώριζα ό,τι γνωρίζω τώρα».

Επιπρόσθετα, ο χαρακτηρισμός που απέδωσε στην γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη


ως «τρίτη γειτονιά» έχει ιδιαίτερο συμβολικό χαρακτήρα (Πώς λέμε τρίτος κόσμος;
Το αντίστοιχο για τις γειτονιές). Όπως τονίζουν οι Archer (2000: 189) και Fairclough
(1993: 194), ένα μέρος της πρακτικής γνώσης μας μπορεί να εκφρασθεί γλωσσικά
μόνο υπό την μορφή μεταφοράς, ενώ σύμφωνα με τον Ricoeur (2003: 278), οι
μεταφορικοί χαρακτηρισμοί αποτελούν αξιολογικά σχήματα. Η «τρίτη γειτονιά»
αποτελεί για τον Γιώργο, μια γειτονιά μεταναστών (Εδώ πέρα έχουν έρθει οικονομικοί
μετανάστες, κατάλαβες; Εμείς είμαστε γενιά οικονομικών μεταναστών), οι οποίοι είναι
«φτωχοί», κατέχοντας χειρότερες θέσεις μέσα στον κοινωνικό κόσμο από ότι οι
«φτωχοί Έλληνες», καθόσον οι «φτωχοί μετανάστες» δεν έχουν ούτε τα ίδια
δικαιώματα στην θρησκεία και στη ψήφο αλλά ούτε και αποτελούν ιδιοκτήτες
κατοικίες όπως οι «φτωχοί Έλληνες» (στις εργατικές στην Κηφισιά, υπήρχε φτώχεια,
καταλαβαίνεις, εργατικές μιλάμε, αλλά τα παιδιά εκεί δεν είναι τρίτης γειτονιάς, έχουν

478
τουλάχιστον ένα σπίτι αν το θες, δεν χρειάζεται να βρουν λεφτά για να πληρώσουν το
σπίτι τους).

Η σχέση «ενοικιαστής-ιδιοκτήτης», η οποία αποτέλεσε στην ενότητα 3.2, μεταβλητή


κοινωνικής διάκρισης της «ανειδίκευτης επαγγελματικής τάξης» (ESEC5) στις 79
χωρικές ενότητες της Αττικής, αποτελεί ταυτόχρονα αντιληπτικό κριτήριο διάκρισης
των συνθηκών μεταξύ του «φτωχού Έλληνα» και του «φτωχού μετανάστη», καθώς
και κριτήριο αντιληπτικής κατηγοριοποίησης περιοχών της πόλης της Αθήνας.
Ταυτόχρονα, η «τρίτη γειτονιά» χαρακτηρίζεται και από την χαμηλή ποιότητα του
περιβάλλοντος καθώς και από συνθήκες κοινωνικής ανομίας, οι οποίες ερμηνεύονται
από το Γιώργο όχι ως το αποτέλεσμα του χαμηλού ήθους αλλά της χαμηλής
οικονομικής θέσης των ατόμων μέσα στο κοινωνικό κόσμο (Εδώ δεν θα δεις πολλούς
ναρκομανείς για παράδειγμα. Δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια εδώ. Εδώ παίζει το
εμπόριο σε αυτά τα θέματα. Θέλουνε χρήμα, πεινάει ο κόσμος), γεγονός που
εκδηλώνεται και στον τρόπο με τον οποίο αναφέρθηκε στις ιερόδουλες, ως
αναγκασμένες να αποκτούν εισόδημα με τον συγκεκριμένο τρόπο (όταν μια γυναίκα
πρέπει να νοικιάσει το σώμα της για να ζήσει, τι άλλο θες για πειστείς ότι εδώ είναι
τρίτη γειτονιά;).

Ο Άντρε ήταν μέλος του πεδίου του δρόμου, ενώ παράλληλα δούλευε και ως
υπάλληλος γραφείου για πολύ λίγα λεφτά το μήνα, ούτε 300 ευρώ, απλώς για να
εξασφαλίζει τα απαιτούμενα ένσημα, για την άδεια παραμονής.

Η πορεία του μέσα στον κόσμο, επηρεάστηκε όπως δήλωσε ο ίδιος, από τις παρέες
στα σχολεία που φοίτησε και συγκεκριμένα το 21ο Γυμνάσιο της Γκράβας και το 1ο
ΤΕΕ στο ίδιο σχολικό συγκρότημα και μέσω της παρέας, από τη γειτονιά, που
βρίσκεται το σχολείο και οι παρέες αυτές. Μέσω της παρέας, παρέσερνε ο ένας τον
άλλον, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ τόνισε ότι και τα παιδιά με τα οποία έκανε
παρέα, που κατάγονταν από την Αλβανία όπως και ο ίδιος, ήταν εξίσου φτωχά με
αυτόν και ταυτόχρονα ενώ ακούγανε από τους γονείς τους για ηθική, έξω στους
δρόμους της γειτονιάς, οι εμπειρίες δεν είχανε την κατάλληλα «πρακτική»
συμβατότητα με αυτά που ακούγανε στο σπίτι, διότι «βλέπανε» από κοινού ότι αυτοί
που δεν είχαν τόσο ηθική είχαν τα λεφτά, ενώ οι γονείς τους που ήταν ηθικοί
μετράγανε τις φέτες το κασέρι στο σουπερ-μάρκετ, υποδηλώνοντας την ύπαρξη
οικονομικής μειονεξίας της οικογένειάς του και των φίλων του, η οποία εκδηλωνόταν

479
στο πεδίο της κατανάλωσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η κοινωνική
αποδιοργάνωση που παρατηρείται στη γειτονιά, χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο ως μια
κατάσταση του ευρύτερου κέντρου της πόλης της Αθήνας (άμα πας σε άλλες περιοχές
στο κέντρο, Εξάρχεια, Άγιο Παντελεήμονα, θα τα δεις και εκεί), σε αντίθεση με μια
γειτονιάς της εργατικής τάξης όπως το Αιγάλεω που είναι πιο αναπτυγμένη περιοχή, με
βάση τις εμπειρίες που έχει για την συγκεκριμένη περιοχή.

Δεν θα πρέπει να παραληφθεί η αναφορά του στο γεγονός ότι ο αδερφός του, παρά
την εμπλοκή του σε παραβατικές δραστηριότητες, τον παρότρυνε να κάνει
φροντιστήριο κινεζικής γλώσσας, γεγονός που όπως αποδείχθηκε, αποτέλεσε χρήσιμη
επένδυση για τις μελλοντικές του ευκαιρίες.

Η αφήγηση του Ζάρα, υποδηλώνει στοιχεία αναστοχασμού κατά την διάρκεια της
ζωής του, ο οποίος επέφερε αλλαγές στο χαρακτήρα του και στον υπαρκτικό του
προσανατολισμό. Τα πρώτα του χρόνια στην Ελλάδα, ήταν ποτισμένα με συνθήκες
οικονομικής αποστέρησης (Φτάναμε πολλές φορές στο σημείο εδώ στην Ελλάδα, να
μην έχουμε ούτε 500 δραχμές, ούτε 2 με 3 ευρώ σημερινά…Ερχόταν φίλοι του πατέρα
μου και μας φέρνανε ρύζια, ψωμί, ερυθρός σταυρός φάση). Φοίτησε στο 21ο Γυμνάσιο
τυο σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας και στη συνέχεια στο 1 ο ΕΠΑΛ του ίδιου
συγκροτήματος, όπου το παράτησε, γεγονός που το έχει μετανοίωσει όπως μαρτυρά ο
λόγος του (Το σχολείο το παράτησα καθαρά από εφηβική βλακεία, ήθελα να δουλέψω
τότε και μου φαινότανε άχρηστο για να δουλέψω. Δεν ήμουνα και τύπος που θα έμπαινε
στο πανεπιστήμιο. Κι αυτά τα λάθη μου βγαίνουν τώρα). Οι γονείς του λόγω των
συνθηκών εργασίας, δεν μπορούσαν να ασκούν γονικό έλεγχο και να τον αποτρέψουν
από την εγκατάλειψη του σχολείου (ο πατέρας μου ερχόταν τα βράδια από δουλειά, θα
μου έλεγε μια κουβέντα αλλά μετά ήθελε να ξεχαστεί, να μιλήσει με την μάνα μου, να
κοιμηθεί, δεν υπήρχε πολύς χρόνος για συμβουλές), με αποτέλεσμα να ακολουθεί την
ροή της παρέας, όπως τόνισε ο ίδιος, αφήνοντας το σχολείο όπως και η παρέα του (Το
άφησαν αυτοί για δουλειά, το άφησα κι εγώ).

Η πορεία του στην αγορά εργασίας δεν ήταν σταθερή, διότι άλλαξε αρκετές δουλειές
σε τομείς ανειδίκευτης εργασίας, ενώ περιστασιακά έχω κάνει και κάποιες
μικροπαρανομίες, με παλιούς σχολικούς φίλους για έξτρα εισόδημα. Οι φίλοι του, ήταν
παιδιά Αλβανών μεταναστών από την γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, διότι τα

480
παιδιά από τις περιοχές του Γαλατσίου και της Λαμπρινής, γινόντουσαν αντιληπτοί
ως «φλώροι» από τον ίδιο και την παρέα του.

Η αλλαγή του τρόπου ζωής του, συνέβη όταν ο πατέρας του, λόγω προβλημάτων
υγείας με την μέση του, έπαψε να εργάζεται και η οικονομική κατάσταση στην
οικογένεια έγινε δυσκολότερη, γεγονός που τον οδήγησε να αναστοχαστεί πάνω
στους στόχους του για το μέλλον και να τους αλλάξει (Είναι η ίδια η ζωή που σε βάζει
να σκεφτείς ότι πρέπει να αλλάξεις, δεν μπορείς να γυρνάς χωρίς σταθερή δουλειά όταν
ο πατέρας σου δεν μπορεί πια να φέρνει τα χρήματα που έφερνε), αλλάζοντας
ταυτόχρονα τα «(…) προθετικά νήματα που [τον] προσδένουν με τον κόσμο»
(Merleau-Ponty 2002: xv), αποκτώντας νέες συνήθειες και σχήματα, όπως η εγγραφή
του σε ΙΕΚ μαγειρικής με σκοπό την απόκτηση νέων δεξιοτήτων. Ενώ κατά το
παρελθόν ένιωθε υπερήφανος μαζί με την παρέα του, όταν οι άλλοι τρομάζανε όταν
άκουγαν «Αλβανοί από την Γκράβα», πλέον νιώθει άσχημα για αυτή την
παρελθοντική συμπεριφορά (Τόσο ηλίθιος ήμουν) καθώς και ενοχές όταν σκέφτεται
την οδύνη που προκάλεσε σε άλλους, επικρίνοντας τον εαυτό του για τις
παρελθοντικές του δράσεις (Είχαμε κάνει φέρμα σε άλλα παιδιά, να τους ληστέψουμε
με το ζόρι κι έτσι, βλακείες δηλαδή, το σκέφτομαι καμιά φορά αυτό και λέω στον εαυτό
μου τι έκανες ρε κάθαρμα;).

Ταυτόχρονα, η επένδυση στην σχολή μαγειρικής, τροφοδοτεί τον μελλοντικό του


στόχο για συνεχή απασχόληση σε μόνο μια θέση του πεδίου εργασίας, στη θέση του
επαγγελματία μάγειρα, χωρίς να χρειάζεται να αλλάζει διαρκώς επαγγελματα (θέλω
να ασχοληθώ με την μαγειρική σοβαρά, γιατί έφτασα 25 και πρέπει κάπου να αράξω, ο
δρόμος στενεύει, δεν μπορώ να αλλάζω συνέχεια δουλειά) ενώ μέσα από το λόγο του
φαίνεται ότι δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σχολή του (Προσπαθώ να γίνομαι
όλο και καλύτερος σαν μάγειρας).

Ο Bourdieu (2000: 141) διατύπωσε πως: «Η σχέση με τον κόσμο είναι μια σχέση(…)
του είναι-μέσα-στον-κόσμο(…) Ο βαθμός στον οποίο το σώμα επενδύεται σε αυτή τη
σχέση είναι αναμφίβολα ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες του ενδιαφέροντος
και της προσοχής που εμπλέκονται σε αυτή». Μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε
ότι η αφήγηση του Ζάρα υποδεικνύει, με βάση την παραπάνω διατύπωση, μια
«ισχυρή» σχέση ενδιαφέροντος με την σχολή του, λόγω της «πλήρης» επένδυσης σε
αυτή τόσο με την συνεχή προσπάθεια για βελτίωση των δεξιοτήτων του ως μάγειρας,

481
όσο και με την παράλληλη εργασία του για να καθίσταται εφικτή η πληρωμή των
απαιτούμενων διδάκτρων της σχολής.

Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι η επιλογή της μαγειρικής ως επάγγελμα, ήρθε


στη σκέψη του λόγω της εμπειρίας του από άλλα άτομα από την γειτονιά Κάτω
Πατήσια-Κυψέλη, οι οποίοι έχουν τελειώσει την συγκεκριμένη σχολή και
απασχολούνται ως μάγειρες. Όσον αφορά την άποψή του για την γειτονιά, απέδωσε
την ύπαρξη κοινωνικής αποδιοργάνωσης στο γεγονός ότι η περιοχή είναι
φτωχογειτονιά, στην οποία κατοικεί ξένος κόσμος, φτωχός κόσμος που τα βγάζει πέρα
πολύ δύσκολα, χωρίς να παραλείψει να αναφέρει ότι ορισμένοι Έλληνες κάτοικοι της
περιοχής, βρίσκονται σε «καλές» θέσεις στο συνολικό κοινωνικό πεδίο
(κρυφοπλούσιοι). Εντούτοις, η εμπειρία της ύπαρξης ορισμένων εύπορων κατοίκων,
δεν αλλοιώνει την «ενοποιημένη εμπειρία» (Merleau-Ponty 2002: 276) της γειτονιάς
ως φτωχογειτονιά, καθότι αυτή αποτελεί προϊόν της συνολικής εμπειρίας των
κατοίκων της γειτονιάς (Löw 2008: 44).

Η Κατερίνα και η Μαριέττα, είναι οι δύο επιχειρηματίες οι οποίες δεν μεγάλωσαν


στην γειτονιά αλλά δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά σε αυτή. Η Κατερίνα είναι
ιδιοκτήτρια μαγαζιού που ασχολείται με επιδιορθώσεις ρούχων και μέχρι το 2012, η
επιχείρησή της βρισκόταν στην οδό Δροσοπούλου ενώ το 2013 που διεξήχθη η
συνέντευξη, η επιχείρησή της βρισκόταν στην περιοχή Κυπριάδου, πάνω από το
σχολικό συγκρότημα της Γράβας. Ο λόγος της μετακόμισης, οφείλεται, όπως δήλωσε
η ίδια, στο γεγονός ότι οι πελάτες της (τουλάχιστον, ένα ποσοστό αυτών),
αισθανόντουσαν φόβο να έρθουν στο μαγαζί, κατά τις βραδινές ώρες, λόγω
διακίνησης εκεί, γεγονός που υποδηλώνει ότι μέχρι ενός βαθμού, υπάρχει μια
αίσθηση του φόβου από κάποιους κατοίκους της περιοχής. Ενδιαφέρον αποτελεί το
γεγονός ότι αρκετοί πελάτες της από τα Κάτω Πατήσια, την πληροφόρησαν ότι δεν
στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία της γειτονιάς Κάτω Πατήσια- Κυψέλη ή στο
σχολικό συγκρότημα της Γκράβας αλλά τα στέλνουν αλλού ή σε ιδιωτικά.

Η Μαριέττα είναι ιδιοκτήτρια της κάβας ποτών που βρίσκεται απέναντι από το πάρκο
Κύπρου και μένει κοντά στην επιχείρησή της, μαζί με τον σύζυγό της, στην περιοχή
της Αγίας ζώνης. Κατοικεί στην περιοχή από τότε που ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον
σύζυγό της. Ανέφερε ότι υπήρξε θύμα ένοπλης ληστείας που ο θύτης ήταν Έλληνας,
από δω από τα Κάτω Πατήσια. Επίσης, με εξαίρεση την έντονη παρουσία σκουπιδιών

482
στον δημόσιο χώρο την οποία αντιλαμβάνεται ως «ενοχλητική», η ύπαρξη
κοινωνικής ανομίας καθώς και η εικόνα των άστεγων ανθρώπων στο πάρκο Κύπρου,
αποτελούν για αυτήν πράγματα που τα συνηθίζεις, προσθέτοντας ότι άμα κοιτάς την
δουλειά σου δεν θα σε μπλέξει κανένας σε τίποτα. Με άλλα λόγια, διακρίνεται καθαρά
ότι η αποδοχή τόσο των διαφόρων παραβατικών καταστάσεων όσο και των διαφόρων
μορφών ακραίας κοινωνικής οδύνης όπως οι άστεγοι, αποτελεί προϊόν εξοικείωσης
με αυτές ως μέρος των συνθηκών του τόπου κατοικίας, του οικείου περιβάλλοντος
της καθημερινής ζωής. Όπως μας υπενθυμίζει ο Merleau-Ponty (2002: 61): «Το
αισθάνεσθαι είναι αυτή η ζωτική επικοινωνία με τον κόσμο, η οποία μας τον καθιστά
παρόντα ως τον οικείο τόπο της ζωής μας»

Ο Μάκης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Άνω Κυψέλη, σε μια οικογένεια με


ιδιόκτητη κατοικία και έχοντας στην κατοχή τους ένα μικρό μίνι μάρκετ στην Άνω
Κυψέλη, μια τυπική ελληνική οικογένεια, όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος. Εργάζεται ως
βοηθός προπονητή ποδοσφαίρου, ενώ όπως δήλωσε, κατέληξε στο συγκεκριμένο
επάγγελμα χάρη στην παρότρυνση ενός οικογενειακού γνωστού, ο οποίος τον
βοήθησε να βρει αμέσως εργασία στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Ενώ δεν του αρέσει
το ποδόσφαιρο, εντούτοις είναι ευχαριστημένος από την εργασία του διότι έχει καλές
οικονομικές απολαβές και είναι καθαρή δουλειά, σε αντίθεση όπως είπε, με την
δουλειά του σκουπιδιάρη, διότι στα σκουπίδια βρωμίζεις.

Μέσα στην αφήγησή του, τόνισε την διαφορά ανάμεσα στην περιοχή Άνω Κυψέλη
και στην περιοχή Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, στο ζήτημα της ασφάλειας,
χαρακτηρίζοντας την περιοχή του ως «ήσυχη». Παράλληλα, μίλησε και για το Λύκειο
που φοίτησε, το 39ο Λύκειο Άνω Κυψέλης, το οποίο το χαρακτήρισε ως ένα καλό
σχολείο που τα παιδιά περνάγανε στις πανελλήνιες και δεν δημιουργούσαν προβλήματα,
σε αντίθεση με τα σχολεία του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας, που εκεί
άκουγε ότι υπήρχαν προβλήματα με συμμορίες. Δεν μπορούμε όμως να παραλείψουμε
το γεγονός ότι η αντίληψή του για τους μετανάστες έχει έντονα ξενοφοβικά στοιχεία,
αποδίδοντας την ύπαρξη παραβατικότητας της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, ως
«μεταναστευτικό πρόβλημα» που οφείλεται στο «ήθος» των μεταναστών (Δεν είναι
όλοι οι ξένοι εγκληματίες, αλλά γενικά έχουν μάθει αλλιώς από μας, έχουν άλλη
κουλτούρα, άλλο ήθος για αυτό και έχεις περισσότερες πιθανότητες να συναντήσεις ένα
ξένο που είναι εγκληματίας από ότι έναν Έλληνα).

483
Ταυτόχρονα, παρατηρούμε στον λόγο του την λανθασμένη αντίληψη ότι η
κατάσταση στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβα είναι πλέον χειρότερη, από την
άποψη της κοινωνικής ανομίας, λόγω της είσοδος παιδιών από μετανάστες γονείς,
ενώ όπως είδαμε στο λόγο των ανθρώπων που βίωσαν το χώρο του σχολικού
συγκροτήματος ως ένα πεδίο εμπειρίας, η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη σε σχέση
με αυτήν που επικρατούσε την δεκαετία του 1990, που η συντριπτική πλειοψηφία του
μαθητικού πληθυσμού του συγκροτήματος, ήταν ελληνικής καταγωγής.

Ο Φανούρης, αποτελεί μια ασυνήθιστη στατιστικά περίπτωση, που δεν εμπίπτει στις
μετρήσιμες κανονικότητες ανάμεσα στην ταξική καταγωγή του ατόμου και στις
ευκαιρίες ζωής του. Ο πατέρας του είχε σπουδάσει οικονομικά και έχει εργαστεί ως
γραμματέας σε υπουργείο και η μητέρα του έχεει εργαστεί ως καθηγήτρια οικιακής
οικονομίας σε ιδιωτικό σχολείο. Η αδερφή του είναι καθηγήτρια πιάνου. Η
οικογένειά του, επίσης έχει δικό της σπίτι και εξοχικό. Τα χαρακτηριστικά της
οικογένειάς του, μαρτυρούν ένα οικογενειακό περιβάλλον με υψηλό οικονομικό και
πολιτισμικό κεφάλαιο και πιθανότατα, η οικογένειά του θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως μια οικογένεια της ανώτερης μεσαίας τάξης. Η πορεία του
Φανούρη υπήρξε αρκετά διαφορετική από αυτήν των γονιών του αλλά και της
αδερφής του (εγώ βγήκα αλανιάρης). Φοίτησε στο σχολικό συγκρότημα Νομικού,
τόσο στο Γυμνάσιο όσο και στο Λύκειο.

Οι γονείς του προσπάθησαν να τον στείλουν στο Γυμνάσιο στο κολλέγιο Deree, αλλά
μετά από μια βδομάδα επέστρεψε, λόγω προβλημάτων που δημιούργησε, στο 8 ο
Λύκειο και συγκεκριμένα στην παρέα της οποίας αισθανόταν ότι ήταν «κομμάτι» της
(γύρισα πίσω στο 8ο, εκεί στους δικούς μου). Οι σχολικές του επιδόσεις υπήρξαν
αρκετά απογοητευτικές (Σαν μαθητής ήμουνα μέτριος και κάτω…Είχα μείνει από
απουσίες μια χρονιά στην Δευτέρα Λυκείου), ενώ μαζί με την παρέα του, απουσιάζανε
από την παρακολούθηση των σχολικών μαθημάτων, συμμετέχοντας εκτός των άλλων
και σε παραβατικές δραστηριότητες (Πηγαίναμε για καφέ, για ξύλο στην Κηφισιά, για
μαστούρες, τέτοια πράγματα, αλητείες).

Η κοινωνικοποίηση με την παρέα του στο σχολείο, περιλάμβανε επίσης ορισμένες


παραβατικές δραστηριότητες (Είχαμε βάλει και φωτιά στο σχολείο για χαβαλέ… Από
το γυμνάσιο αρχίσαμε το τσιγάρο και τις φασαρίες, το ξύλο δηλαδή και μετά πήγαμε στο
χασίς, εκεί στο προαύλιο, θυμάμαι στο Λύκειο, στις μπασκέτες κοντά).

484
Το κοινωνικό του κεφάλαιο, αποτελούνταν από λαϊκά παιδιά, σε χειρότερη
κατάσταση από τον ίδιο, όπως δήλωσε, διότι αρκετοί έμεναν σε ενοίκιο, με
προβλήματα στο σπίτι και ταυτόχρονα ήταν μάγκες, δηλαδή «ζωηροί», γεγονός που το
αξιολογεί θετικά σε αντίθεση με τα καλά παιδιά τους οποίους χαρακτήριζε ως
«φλώρους». Επίσης, οι φίλοι του ήταν από το σχολικό συγκρότημα Νομικού αλλά και
από το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας, που το θεατράκι αποτέλεσε έναν από τους
χώρους κοινωνικοποίησής του (Συχνάζαμε και στην Γκράβα τα βράδια, στο θεατράκι
εκεί, για να κάνουμε κανένα καλό τσιγάρο).

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, οι γονείς του δεν ήταν καθόλου αυστηροί και παρά το
γεγονός ότι ήθελαν να τον στείλουν στην Αγγλία για σπουδές, προτίμησαν να τον
αφήσουν να επιλέξει ότι του αρέσει. Ο Φανούρης επέλεξε να τελειώσει μια σχολή
ΙΕΚ. Στο πεδίο της εργασίας, εργάστηκε ως πωλητής σε κατάστημα ρούχων και στη
συνέχεια σε ένα περίπτερο στην περιοχή των Εξαρχείων, που διεξήχθη η συνέντευξη.
Παράλληλα, το οικονομικό κεφάλαιο της οικογένειάς του, τον βοήθησε τόσο στην
απόκτηση του περιπτέρου, όσο και στην αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων
που σχετίζονται με την διαχείρισή του (με έχουν ξελασπώσει πολλές φορές από χρέη
για το περίπτερο). Η άποψή του για την γειτονιά είναι αρνητική, ανέφερε ότι
αισθάνεται φόβο όταν κυκλοφορεί αργά το βράδυ, αποδίδοντάς αυτό το συναίσθημα
στην παρουσία των μεταναστών.

Ο Μουσταφά είναι από την Τανζανία και ενώ μίλησε λιγότερο σε σχέση με άλλους
συνεντευξιαζόμενους, εντούτοις η αφήγησή του αναδεικνύει ορισμένες πτυχές της
οδύνης που μπορεί να επιφέρει ο κοινωνικός αποκλεισμός. Ο Μουσταφά στην
Τανζανία, κοινωνικοποιήθηκε σε ένα περιβάλλον που απόκτησε τις αξίες της
μουσουλμανικής θρησκείας, ότι το να είσαι καλός μουσουλμάνος είναι κάτι το
ιδιαίτερα σημαντικό.

Στην Ελλάδα εργάστηκε σε ένα αφρικανικό μαγαζί στην γειτονιά. Όταν έκλεισε το
μαγαζί, έψαχνε για δουλειά και όταν δεν μπόρεσε να βρει, προσκόλλησε στο πεδίο
του δρόμου μέσω της βοήθειας ενός ομοεθνή του, διότι έπρεπε να καλύψει τις
βασικές ανάγκες της ζωής (Πρέπει να φας, να πληρώσεις νοίκι, να έχεις ρούχα, με
νιώθεις;). Οι λέξεις που χρησιμοποίησε κατά την διάρκεια της συνομιλίας μας,
φανερώνουν τον τρόπο με τον οποίο έχει δομηθεί κοινωνικά ο βιόκοσμός του στην
πόλη της Αθήνας αλλά και την αίσθηση που κατέχει για τον κοινωνικό του τόπο, ένας

485
τόπος που δεν επικρατούν συνθήκες που να επιτρέπουν την «(…) χαλάρωση των
απαιτήσεων της ζωής» (Merleau-Ponty 2002: 518) αλλά συνθήκες που καθιστούν
την εξεύρεση εισοδήματος για την κάλυψη αναγκών ως μια επείγουσα ανάγκη,
δηλαδή συνθήκες που μαρτυρούν την «(…) εγγύτητα στην αναγκαιότητα» (Allen
2008: 62). Όπως μας υπενθυμίζει ο Sayer (2011: 263), είναι σφάλμα να συγχέουμε
νοηματικά τις «ανάγκες» με τις «προτιμήσεις», διότι η αδυναμία ικανοποίησης των
αναγκών, επιφέρει οδυνηρότερα αποτελέσματα από ότι η αδυναμία ικανοποίησης των
προτιμήσεων.

Εάν λάβουμε υπόψη την τοποθέτηση του Merleau-Ponty (2002: 213), ότι κατά την
διάρκεια μιας συνομιλίας «(…) δεν επικοινωνώ πρωτίστως με ‘αναπαραστάσεις’
αλλά με ένα ομιλούν υποκείμενο που έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης και με
τον ‘κόσμο’ στον οποίο στοχεύει [με τις λέξεις του]», τότε μπορούμε να διακρίνουμε
ότι η αφήγηση του Μουσταφά, περιγράφει τον κόσμο στο οποίο βρίσκεται, ένας
κόσμος από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται και αυτοί σε κατάσταση οικονομικής
αποστέρησης, χωρίς να μπορούν να του παρέχουν την δυνατότητα διαφυγής από αυτή
(Γιατί και οι φίλοι μου είναι άσχημα, προσπαθούν να επιβιώσουν κι αυτοί, δεν μπορούν
να βοηθήσουν πάντα, δεν έχουν πάντα δουλειά).

Παράλληλα με τα παραπάνω, παρατηρούμε στον λόγο του την ύπαρξη αντιφατικών


διαθέσεων που εκδηλώνεται στην αντίφαση μεταξύ των πρακτικών του στο πεδίο του
δρόμου και των πεποιθήσεών του για αυτές τις πρακτικές. Η αξία του να είσαι καλός
μουσουλμάνος, είναι ασύμβατη με την εμπλοκή στο πεδίο του δρόμου διότι το
τελευταίο σηματοδοτεί, όπως δήλωσε ο ίδιος, έναν χαράμ (απαγορευμένο, αμαρτωλό)
τρόπο ζωής. Επιπρόσθετα, παρατηρούμε στην αφήγηση του και την επιθυμία
διαφυγής από το συγκεκριμένο πεδίο πρακτικής (Εγώ κοιτάω και αλλού, για κανονική
δουλειά γιατί ξέρω ότι αυτά τα λεφτά είναι χαράμ λεφτά, το σκέφτομαι κάθε βράδυ,
ξέρω ότι η ζωή μου είναι χαράμ και θέλω να είμαι καλός μουσουλμάνος), λόγω της
αίσθησης της ασυμβατότητάς του με την κατεύθυνση που υποδεικνύουν οι
θρησκευτικές του πεποιθήσεις (οι οποίες αποκτήθηκαν κατά την κοινωνικοποίησή
του στη Τανζανία) όσον αφορά τον τρόπο ζωής.

Ο Sayer (2005: 29, 34-35) υποστήριξε ότι δεν είναι απίθανο οι άνθρωποι να
«κατοικούν» σε περιβάλλοντα ή κοινωνικές θέσεις (όπως οι θέσεις που ορίζονται από
το πεδίο του δρόμου), από τις οποίες να επιθυμούν να ξεφύγουν, αντί να αισθάνονται

486
«επαρκώς σαν στο σπίτι τους». Η περίπτωση του Μουσταφά, καταδεικνύει ότι
ορισμένες θέσεις, αν και ανεπιθύμητες, εμφανίζονται ως αναπόφευκτες επιλογές,
όταν «(…) το πεδίο των εφικτών έχει τα ίδια όρια με το πεδίο των αντικειμενικών
δυνατοτήτων» (Bourdieu 1979a: 50), ένα πεδίο δυνατοτήτων που αντανακλά
συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. Μέσα σε συνθήκες αποστέρησης, δηλαδή
«εγγύτητας» με την αναγακαιότητα, το πεδίο των εφικτών «συρρικνώνεται» στο τι
είναι πρακτικά προσβάσιμο για την κάλυψη των άμεσων αναγκών, χωρίς την
δυνατότητα απόρριψης επιλογών για αισθητικούς ή ηθικούς λόγους (Charlesworth
2000: 192-193). Με τα λόγια του Frankfurt (1988: 86):

«Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ένα άτομο κατανοεί ότι αυτό για το
οποίο μεριμνά δεν έχει αξία για το ίδιο, αλλά είναι αδύνατο να παραιτηθεί
από μια συγκεκριμένη πορεία δράσης(…)’Εδώ που βρίσκομαι, δεν μπορώ
να κάνω κάτι άλλο’. Η συνάντηση με την αναγκαιότητα αυτού του είδους,
επηρεάζει ένα άτομο, όχι τόσο στο να το ωθεί σε μια συγκεκριμένη πορεία
δράσης αλλά καθιστώντας με κάποιο τρόπο προφανές σε αυτό ότι κάθε
εναλλακτική πορεία σε σχέση με την συγκεκριμένη, είναι αδύνατη»

Ο Μάνος, γεννήθηκε στην Αλβανία, από γονείς ελληνικής καταγωγής και μεγάλωσε
στη γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη και συγκεκριμένα στην περιοχή του Αγίου
Νικολάου. Η οικογένειά του κατείχε μια σημαντική ποσότητα πολιτισμικού
κεφαλαίου όχι μονό στην θεσμοποιημένη του μορφή αλλά και στην πραγμοποιημένη,
διότι στο σπίτι του υπήρχαν βιβλία φιλοσοφίας και τέχνης, τα οποία ο πατέρας του
τον παρότρυνε, ήδη από την περίοδο του Λυκείου να τα διαβάσει καθώς και την
αδερφή του. Οι γονείς του έχουν πάρει δάνειο για να αποκτήσουν το διαμέρισμά το
οποίο νοικιάζουν στον Άγιο Νικόλαο.

Οι σχολικές του εμπειρίες, μετά το δημοτικό, έλαβαν χώρα στο σχολικό συγκρότημα
της Γκράβας και συγκεκριμένα στο 22ο Γυμνάσιο και Λύκειο της Γκράβας, στα καλά
σχολεία της Γκράβας, γιατί οι περισσότεροι μαθητές ήταν Έλληνες και Γαλατσιώτες.
Μετά το σχολείο, έδωσε πανελλήνιες εξετάσεις, με σκοπό να περάσει στη
φιλοσοφική αλλά απέτυχε, με αποτέλεσμα να γραφτεί σε μια σχολή γραφιστικής, η
οποία ήταν η δεύτερη εναλλακτική μετά τις πανελλήνιες, υποδηλώνοντας ότι το πεδίο
των εφικτών στο τομέα της εκπαίδευσης, κατά την σχολική του περίοδο, είχε

487
περισσότερες από μία επιλογές. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραφίστας στο κανάλι
MAD, μέχρι που χτύπησε η κρίση, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να
χάσει την δουλειά του όπως και άλλοι συνάδελφοι του και να εργάζεται πλέον στο
φούρνο των γονιών του, στην οδό Πατησίων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι φίλοι του αλλά και οι άνθρωποι με τους
οποίους ερχόταν σε επαφή, δεν ήταν από το σχολείο του αλλά από άλλα σχολεία του
συγκροτήματος, από το σχολείο, διότι όπως ανέφερε, υπήρχε ρατσισμός από την
πλευρά των Ελλήνων μαθητών, τον οποίο δεν εκφράζανε με λέξεις αλλά με την
γλώσσα του σώματος, με την σωματική τους έξη (υπήρχε η απόσταση του τύπου:
αυτός είναι Αλβανός-μακριά. Δεν το λέγανε, το δείχνανε με την στάση τους).

Ο Μάνος, ανέφερε επίσης και καταστάσεις κοινωνικής ανομίας στο χώρο του
σχολικού συγκροτήματος (όπως η χρήση ναρκωτικών ουσιών) καθώς και για
παραβατικές δραστηριότητες που άκουγε για άλλα παιδιά. Επίσης τόνισε ότι τα
παράνομα μονοπάτια που ακολούθησαν αρκετοί γνωστοί του, ήταν προϊόν τόσο της
διάχυτης ιδεολογίας που υπήρχε στο σχολικό συγκρότημα ότι άμα βγάλεις πολλά
λεφτά το σύστημα δεν σε αγγίζει, βγάλε χρήματα για να είσαι χαρούμενος, να ζεις στα
άκρα, να είσαι αληθινός όσο και των συνθηκών που επικρατούσαν στο οικογενειακό
τους περιβάλλον, αντιπαραθέτοντας τις δικές του συνθήκες με αυτές των παιδιών που
ακολούθησαν παρατατικούς ατραπούς. Σε αντίθεση με αυτά τα παιδιά, ο Μάνος
μεγάλωσε σε περιβάλλον που οι γονείς του αφιέρωναν χρόνο σε αυτόν και την
αδερφή του, υπήρχαν κάθε μέρα χρήματα στο σπίτι αλλά και μια καλή επικοινωνία
μεταξύ τους, καθώς ευκαιρίες που σκιαγραφούν ένα διαφορετικό πεδίο δυνατοτήτων
(Δεν έχουνε όλοι οι γονείς από Αλβανία φούρνο ή κάποια επιχείρηση, εργάτες είναι οι
περισσότεροι, που πότε φέρνουν και πότε δεν φέρνουν λεφτά στο σπίτι). Επίσης, όπως
διακρίνεται στο λόγο του, η κοινωνικοποίηση του κατά τα σχολικά χρόνια, ήταν
περιορισμένη χωρικά στο σχολείο, στο σπίτι του ή σε κάποιο σπίτι κάποιου φίλου του
που θα πήγαινε να τον επισκεφθεί, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχε μια
αποστασιοποιημένη σχέση με το χώρο της γειτονιάς ή του σχολικού συγκροτήματος
της Γκράβας.

Όσον αφορά τις απόψεις για την γειτονιά του, χαρακτήρισε τις εικόνες κοινωνικής
αποδιοργάνωσης ως σημάδια παρακμής ενώ ανέφερε και το γεγονός ότι ο λόγος που ο

488
φούρνος δεν πάει τόσο καλά είναι ότι οι πελάτες είναι φτωχός κόσμος, μετανάστες οι
πιο πολλοί, από εδώ Κάτω Πατήσια, με μικρή δυνατότητα κατανάλωσης

Ο Μιχάλης γεννήθηκε στην Νιγηρία και όταν ήρθε στη Ελλάδα το 1998, έμεινε στην
οδό Δροσοπούλου που τρία χρόνια μετά γνώρισε την σύζυγό του, παντρεύτηκε και
μετακόμισε την Γλυφάδα, αλλάζοντας ταυτόχρονα και ταξική θέση μέσα στο
κοινωνικό κόσμο (όταν πρωτοήρθα, κοιμήθηκα σε παγκάκια, εδώ πιο κάτω, στη
Φωκίωνος, μετά έμεινα Δροσοπούλου. Μην κοιτάς τώρα που είμαι καλά). Το πρώτο
πράγμα που ανέφερε ήταν ότι η αστυνομία στην γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη,
κάνει έλεγχο με άγριο τρόπο, σε αντίθεση με την Γλυφάδα που εκεί είναι ευγενικοί,
προσθέτοντας ότι αυτή η συμπεριφορά είναι περισσότερο έντονη στους μαύρους.
Επίσης, ανέφερε ότι η γειτονιά Κάτω Πατήσια- Κυψέλη δεν έχει καλή φήμη με βάση
τις εμπειρίες των απόψεων για αυτή από κατοίκους της Γλυφάδας, τονίζοντας όμως
πολλές φορές λέγονται υπερβολές, όπως το ότι στην γειτονιά σκοτώνουν και βιάζουν.

Επίσης, ανέφερε ότι υπάρχει έντονη παραβατικότητα στην γειτονιά, κυρίως από
Αφρικάνους, γεγονός που το απέδωσε στις κοινωνικές συνθήκες ύπαρξης τους και
συγκεκριμένα στην πίεση του να μην μπορείς να ζήσεις, στην αίσθηση του να είσαι με
την πλάτη στον τοίχο. Αναφέρθηκε σε έναν ομοεθνή γνωστό του που ενώ ήταν νορμάλ
άνθρωπος, μόλις έχασε την δουλειά του στην οικοδομή και δεν έχει να φάει,
μουρλάθηκε τελείως, λέει πράγματα ότι να ναι, για εξωγήινους, για ομάδες από άλλους
πλανήτες, προσθέτοντας χαρακτηριστικά ότι δεν είναι ο μόνος, υπάρχουν κι άλλοι
μετανάστες από την Αφρική στην περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη που καταστράφηκε
η ζωή τους επειδή χάσανε την δουλειά τους.

Τα λόγια του Μιχάλη, περιγράφουν ανθρώπους με έναν συγκεκριμένο τρόπο


ύπαρξης, έναν τρόπο του είναι-μέσα-στον-κόσμο που είναι εκτεθειμένο στις
αρνητικές δυνάμεις της αγοράς, χωρίς να έχει την επιλογή για ένα διαφορετικό τρόπο
ύπαρξης. Τα λόγια του Merleau-Ponty (2002: 515-516), περιγράφουν με σαφήνεια
τον συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης:

«Ας υποθέσουμε ότι έχω ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Είμαι στο έλεος της
ανεργίας(…) Δεν μπορώ να κάνω με την ζωή μου ότι θέλω(…) Έχω
αποκτήσει την συνήθεια να έρχομαι αντιμέτωπος με ένα πεπρωμένο(…_που
δεν σέβομαι αλλά πρέπει να ακολουθήσω(…) [Σ]ε καμιά περίπτωση δεν

489
μπορούμε να μιλήσουμε για επιλογή διότι(…) αρκεί το ότι γεννήθηκα και
υπάρχω για να βιώσω την ζωή μου γεμάτη από δυσκολίες και περιορισμούς-
δεν επιλέγω να την βιώσω με αυτόν τον τρόπο»

Παράλληλα, μέσα από τον λόγο του διακρίνεται μια σύγκριση μεταξύ των σχολείων
της γειτονιάς και των σχολείων της Γλυφάδας, υποστηρίζοντας ότι δεν θα έστελνε
ποτέ τα παιδιά του σε σχολείο της γειτονιάς διότι η συνολική παιδεία που παρέχεται
στα σχολεία της Γλυφάδας είναι ανώτερη από την αντίστοιχη των σχολείων της
γειτονιάς (Τι να μάθουν εδώ ρε φίλε, αλητείες; Συγκρίνεις το σχολείο στη Γλυφάδα με
εδώ;). Επίσης, ανέφερε ότι η συγκέντρωση Αφρικανών μεταναστών στην περιοχή
Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, οφείλεται στο γεγονός ότι ο χώρος παρέχει υποστήριξη
επιβίωσης στους νέους μετανάστες από την Αφρική, λόγω της ύπαρξης παλαιοτέρων
Αφρικανών μεταναστών, ενώ στις «ελληνικές» περιοχές (εκεί που είστε εσείς, οι
Έλληνες), η παρουσία τους θα είναι ανεπιθύμητη (θα τους πουν φύγε από δω, θα
καλέσουν το 100).

Ο Ντόριαν είναι φίλος του Μάνου, ήδη από τα σχολικά χρόνια και έχει ένα ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, γεγονός που οφείλεται, όπως ανέφερε, στην επιρροή
του θείου του, ο οποίος τον ώθησε να επενδύσει το χρόνο του στην ανάγνωση των
προϊόντων του πεδίου της λογοτεχνίας. Μετά την αποτυχία του στις πανελλαδικές
εξετάσεις για φιλόλογος, τελείωσε ηλεκτρολόγος σε ιδιωτικό ΙΕΚ, με την βοήθεια της
οικογένειας του και εργάστηκε ως ηλεκτρολόγος σε συνεργεία ενώ μετά την κρίση,
έπαψε να εργάζεται λόγω έλλειψης ζήτησης.

Η οικογενειακή του μετεγκατάσταση από την Αλβανία στην Ελλάδα και


συγκεκριμένα στην περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη στην οδό Δροσοπούλου,
συνοδεύτηκε και χειροτέρευση της οικονομικής τάξης των γονιών του (Τότε καλά
ήτανε οι δικοί μου. Στην Ελλάδα έχουμε γνωρίσει τι σημαίνει να είναι άδειο το ψυγείο,
καταλαβαίνεις τι εννοώ, να μην μπούνε λεφτά μια μέρα και δύο στο σπίτι). Τα σχολεία
που φοίτησε, το 21ο Γυμνάσιο και 61ο ενιαία Λύκειο της Γκράβας, ήταν τα ενδιάμεσα
σχολεία της Γκράβας, μεταξύ των «ήσυχων», «Γαλατσιώτικων» σχολείων και των
«φασαριόζικων» ΤΕΕ, με μαθητές Αλβανούς κυρίως από τα Κάτω Πατήσια και
Κυψέλη. Ο Ντόριαν ανέφερε ότι παρά το γεγονός ότι ήταν φτωχός, η ενασχόληση των
γονιών του με τον ίδιο, η παρότρυνσή τους να διαβάζει τα μαθήματά του και η

490
ομόνοια που υπήρχε μέσα στο σπίτι, τον κράτησαν μακριά από παραβατικές
δραστηριότητες σε αντίθεση με παιδιά που γνώριζε από το σχολικό συγκρότημα ότι
συμμετέχουν στο πεδίο του δρόμου, τα οποία επίσης δεν είχανε λεφτά αλλά βίωσαν
καβγάδες και ξύλο στο οικογενειακό τους περιβάλλον.

Η περιγραφή που έδωσε για την γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη είναι αρνητική,
αφού την χαρακτήρισε ως μια από τις χειρότερες περιοχές από πολλές πλευρές,
αναφέροντας ότι η ποιότητα φαγητού που παρέχουν οι διάφορες επιχειρήσεις είναι
εξαιρετικά χαμηλή, ενώ παράλληλα μίλησε και για διακίνηση ναρκωτικών που
συντελείται κοντά στο σπίτι του αλλά και για την ύπαρξη βίας στο δημόσιο χώρο
(Έξω από το σπίτι ακούω συχνά βοήθεια η τσάντα μου, φασαρίες, περιπολικά).

Ο Πάνος, ήρθε με την οικογένειά του από την Αλβανία στην Ελλάδα το 1997 και
μετά από μια σύντομη διαμονή στην Γλυφάδα, μετακόμισαν στην οδό Δροσοπούλου,
διότι είχε φθηνά ενοίκια και πολλούς Αλβανούς. Ο πατέρας του εργάστηκε σε
διάφορες ανειδίκευτες θέσεις εργασίας καθώς και πλανόδιος, ενώ τώρα εργάζεται σε
μια αποθήκη. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι θυμάται τον πατέρα του, όλο στο τρέξιμο
από το πρωί μέχρι το βράδυ, υπονοώντας ότι η απόκτηση εισοδήματος ήταν μια
διαρκής ασχολία για τον πατέρα του, η οποία απορροφούσε ένα μεγάλος μέρος του
ελεύθερού του χρόνου. Η μητέρα του πρόσεχε ηλικιωμένα άτομα και επίσης ανέφερε
ότι είναι ένα έντονα θρησκευόμενο άτομο που τον παρότρυνε τόσο τον ίδιο όσο και
την αδερφή του να πηγαίνουν, κατά την νεαρή τους ηλικία, στο κατηχητικό και στην
εκκλησία, γεγονός που το αξιολογεί θετικά διότι μέσω της συμμετοχής του σε
θρησκευτικούς χώρους, απέκτησε την επιθυμία να θέλει να ζήσει κανονικά, όχι με
αλητείες.

Τελείωσε το Γυμνάσιο στο σχολικό συγκρότημα Νομικού και στη συνέχεια πήγε
Λύκειο στο 1ο ΤΕΕ του σχολικού συγκροτήματος Γκράβας, λόγω επιρροής της
παρέας του, οι οποίοι ήθελαν να φοιτήσουν στο συγκεκριμένο σχολικό συγκρότημα.
Δεν ολοκλήρωσε το Λύκειο, καθότι κατά τις ώρες διδασκαλίας βρισκόταν στις
τουαλέτες ή στο θεατράκι, μαζί με την παρέα του, με αποτέλεσμα να συσσωρεύσει
αδικαιολόγητες απουσίες και να μην αποκτήσει το απολυτήριο Λυκείου.

Οι γονείς του, τον παρότρυναν να διαβάζει, αλλά λόγω συνθηκών εργασίας δεν είχαν
τον απαιτούμενο χρόνο και διάθεση για να ασχοληθούν μαζί του (Δεν ήταν συνέχεια

491
μες στο σπίτι, έπρεπε να δουλεύουν, κατάλαβες, δεν είχαν την διάθεση να ασχολούνται
όλη την ώρα με μένα, θέλανε να ξαπλώσουν και να ηρεμήσουν), ούτε και την
προσδοκία ότι μπορεί να εισαχθεί σε κάποιο ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό
ίδρυμα. Όταν σταμάτησε το σχολείο, η απαίτηση των γονέων του, ήταν να ψάξει
αμέσως για δουλειά, για να συνεισφέρει στα έξοδα της οικογένειας που ένα από αυτά
ήταν και το ενοίκιο της κατοικίας τους.

Η παρέα του όπως ανέφερε, ήταν ομοεθνείς του από την περιοχή Κάτω Πατήσια-
Κυψέλη ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά σε ηλικία που τους παρότρυναν σε βίαιες και
παραβατικές δραστηριότητες, ήταν παιδιά με αλβανική καταγωγής και ορισμένοι
«Έλληνες», τους οποίους χαρακτήρισε ως οι μη κλασσικοί Έλληνες, όπου ο
«κλασσικός Έλληνας» ως αντιληπτικό σχήμα, συνδέεται για τον Πάνο νοηματικά με
την θέληση για «σπουδές», για συγκρότηση «οικογένειας» και για απασχόληση στο
«δημόσιο». Ουσιαστικά, ο Πάνος αναφέρεται σε νέους που στο πεδίο τους των
εφικτών δεν περιλαμβάνονται μελλοντικές καταστάσεις που χαρακτηρίζουν την
μεσαία τάξη όπως η τριτοβάθμια εκπαίδευση και η απασχόληση με ικανοποιητικές
απολαβές.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η επιρροή που άσκησαν τα παραπάνω


μεγαλύτερα παιδιά, ήταν κατά κάποιο τρόπο περιορισμένη, διότι αν και αισθανόταν
ότι η παρέα μαζί τους προσέφερε αναγνώριση (έπαιρνες μαγκιά άμα είσαι με αυτούς,
ότι είσαι κάποιος και μετράς), εντούτοις δεν ακολούθησε την δική τους πορεία στο
πεδίο του δρόμου, διότι είχε μάθει από μικρός να θέλει να έχει μια κανονική δουλειά.
Η κοινωνικοποίησή του κατά την παιδική ηλικία, του παρείχε την συγκρότηση
συγκεκριμένων πεποιθήσεων, οι οποίες απέτρεψαν τις πρακτικές του πεδίου του
δρόμου να εισχωρήσουν στο πεδίο του των εφικτών, παρά το γεγονός ότι ήταν
«κοντά» σε ανθρώπους που είχαν ανάμειξη με το συγκεκριμένο πεδίο, κατά την
εφηβική ηλικία. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε στον λόγο του ότι στο επίπεδο της
απασχόλησης, τα κοινωνικά του δίκτυα δεν τον βοήθησαν να βρει εργασία, διότι όλες
τα δουλείες που έχει κάνει, οι οποίες ανήκουν στους ανειδίκευτους τομείς της αγοράς
εργασίας, τις βρήκε από το ιντερνέτ και την εφημερίδα.

Επιπρόσθετα, στην αφήγησή του, διακρίνεται ότι η επιστροφή στο σχολείο, αποτελεί
μια δράση που ανήκει στο πεδίο των ανέφικτων, μια μη προτιμητέα επιλογή, διότι
θεωρεί ότι το να τελειώσει πλέον το σχολείο είναι τζάμπα χρόνος, διότι, όπως είπε ο

492
ίδιος, για να βρεις καλή δουλειά, δεν θέλει μόνο πτυχίο, θέλει και μέσο, ενώ
παράλληλα δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα στο εργασιακό του
περιβάλλον επειδή δεν έχει απολυτήριο Λυκείου.

Με άλλα λόγια, ενώ η επιλογή της ολοκλήρωσης των σχολικών σπουδών, ανήκει στο
πεδίο των δυνατοτήτων του, γνωρίζοντας και ο ίδιος ότι αποτελεί μια αντικειμενικά
εφικτή επιλογή, εντούτοις την απορρίπτει ως κάτι το «άχρηστο» με εργαλειακούς
όρους. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η αντίληψη, διαμορφώνεται πάντοτε μέσα στα
πλαίσια μιας συγκεκριμένης βιογραφίας, με αποτέλεσμα αντικειμενικά εφικτές
επιλογές να τίθενται στο πεδίο των ανέφικτων. Όπως μας υπενθυμίζει ο Maton (2008:
52):

«Είμαστε αντιμέτωποι σε κάθε στιγμή με μια ποικιλία(…) επιλογών δράσης.


Το εύρος αυτών των επιλογών εξαρτάται από τις τρέχουσες συνθήκες(…)
αλλά την ίδια στιγμή, ποιές από αυτές τις επιλογές είναι ορατές και ποιές
δεν βλέπουμε ως εφικτές, είναι το αποτέλεσμα της παρελθοντικής μας
διαδρομής, διότι οι εμπειρίες μας έχουν διαμορφώσει την οπτική μας»

Όσον αφορά την άποψή του για την γειτονιά, δήλωσε ότι δεν την θεωρεί
«επικίνδυνη» παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι συνάδελφοί του στον χώρο
εργασίας έχουν αντίθετη άποψη. Οι εμπειρίες του από την γειτονιά περιλαμβάνουν
εικόνες κοινωνικής αποδιοργάνωσης και ακραίας αποστέρησης όπως άστεγοι,
φασαρίες, διακίνηση ναρκωτικών, ενώ παράλληλα η γιαγιά του υπήρξε θύμα ληστείας
και η μητέρα αυτόπτης μάρτυρας μιας ένοπλης σύλληψης από την αστυνομία, στην
είσοδο της πολυκατοικίας του. Χαρακτηριστικά, ανέφερε ότι είναι πιθανό μια
ηλικιωμένη να γίνει θύμα ληστείας διότι είναι εύκολος στόχος, σε αντίθεση από ότ
ένας νέος άνδρας. Όμως λόγω ότι παρόμοια περιστατικά γίνονται συχνά στην περιοχή,
τα έχει συνηθίσει, τονίζοντας παράλληλα ότι πρέπει να ξέρεις τα καλά και τα κακά της
ζωής για να μπορείς να τα ξεχωρίζεις, αναδεικνύοντας έτσι μια φυσική στάση
απέναντι στις συνθήκες της γειτονιάς καθώς και την πλήρη αποδοχή τους.

Η αφήγηση του Παντελή, παρέχει μια ερμηνεία για την εξέλιξη της κοινωνικής
σύνθεσης της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη. Ο Παντελής κατάγεται από τα
Τρίκαλα και μένει στην γειτονιά από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, με ενοίκιο.

493
Εργάστηκε κατά το παρελθόν ως οικοδόμος και σε ραφτάδικα της περιοχής ενώ
πλέον διατηρεί ένα μαγαζί με υδραυλικά.

Η περιοχή είχε ένα διαφορετικό κοινωνικό προφίλ από το σημερινή, όπως


χαρακτηριστικά ανέφερε, καθώς και μια διαφορετική αισθητική (Η περιοχή τότε δεν
είχε καμιά σχέση κοινωνικά με τώρα. Ούτε το όλο περιβάλλον είναι ίδιο, τότε υπήρχαν
μονοκατοικίες, υπήρχαν οικόπεδα, υπήρχαν οι αλάνες που έπαιζαν τα παιδιά). Μετά
την δεκαετία του 1960, με την πολιτική της αντιπαροχής, χειροτέρευσαν οι συνθήκες
διαβίωσης, λόγω της πυκνής δόμησης στη περιοχή (γέμισε πολυκατοικίες, δεν έχει
μείνει ένα πάρκο της προκοπής να βγει το παιδί σου να παίξει) και τις ατελείς
υποδομές μετακίνησης (Πεζοδρόμια δεν υπάρχουν. Αυτό το στενό πράγμα το λες
πεζοδρόμιο;), τα μεσαία και ανώτερα οικονομικά στρώματα της περιοχής άρχισαν να
γίνονται αισθητά λιγότεροι, λόγω μετεγκατάστασης σε άλλες περιοχές και
ταυτόχρονα να αυξάνεται η παρουσία των χαμηλότερων στρωμάτων (οι Έλληνες που
είχαν λεφτά, παλιά, σιγά-σιγά με τα χρόνια αγοράσανε ένα σπίτι στα ανατολικά, από κει
μεριά (μου έδειξε με το χέρι του προς την κατεύθυνση της Άνω Κυψέλης) και εδώ
μείναμε όσοι δεν μπορούμε να αγοράσουμε ένα σπίτι αλλού κι οι μετανάστες που ήρθαν
αργότερα).

Η ερμηνεία του βρίσκεται σε πλήρη παραλληλισμό με την περιγραφή της κοινωνικής


εξέλιξης των κεντρικών περιοχών της Αθήνας που συναντάμε Maloutas, Arapoglou,
Kandylis & Sayas (2012: 275), οι οποίοι επίσης τονίζουν ότι η υποβάθμιση έγινε πολύ
πιο πριν την μετανάστευση, λόγω της πυκνής δόμησης που ακολούθησε μετά την
πολιτική της αντιπαροχής.

Ο λόγος του Παντελή καταδεικνύει, ότι οι διάφορες χωρικά προσανατολισμένες


πολιτικές επιφέρουν αλλαγές στον χώρο που τον μετατρέπουν σταδιακά σε ένα
διαφορετικό φαινομενικό πεδίο που παρέχει διαφορετικές εμπειρίες από ότι στο
παρελθόν, με αποτέλεσμα να αλλάζει και η ίδια η αντίληψη για το κοινωνικό γόητρό
του. Ενώ κατά το παρελθόν, η γειτονία Κάτω Πατήσια-Κυψέλη ήταν μια καλή,
μεσαία περιοχή, στη συνέχεια φύγανε αυτοί που μπορούσαν να φτιάξουν μια περιουσία
αφήνοντας πίσω τους τα φτωχότερα στρώματα καθώς και κενά διαμερίσματα για τους
μετανάστες, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε φτωχογειτονιά.

494
Τα αντιληπτικά/ αξιολογικά σχήματα «καλή», «μεσαία» περιοχή-«φτωχογειτονιά»,
με τα οποία ο Παντελής αξιολογεί την περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη στο πέρασμα
του χρόνου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εσωτερίκευση της δομής της
χωροκοινωνικής ιεραρχίας της Αθήνας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά τα αντιληπτικά
σχήματα έχουν συγκροτηθεί μετά από επιστημονική έρευνα που αντανακλά όσο το
δυνατόν περισσότερο επαρκώς την πραγματικότητα.

Άλλωστε, «(…) υπάρχει πάντοτε περισσότερη αντικειμενική πραγματικότητα


‘διαθέσιμη’ από αυτήν που έχει εσωτερικευθεί σε κάθε ατομική συνείδηση» (Berger
& Luckman 1967: 153). Απλώς, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αυτά τα σχήματα
αποτελούν προϊόν της εμπειρία ενός κόσμου που εμπεριέχει στην χωροκοινωνική
δομή του «φτωχογειτονιές» και «μεσαίες» γειτονιές (όπως μας υπενθυμίζει η
ποσοτική βιβλιογραφία της αστικής γεωγραφίας) και μέσω της εμπειρίας αυτού του
κόσμου, που αποτελείται από «μεσαίες» και «φτωχές» γειτονιές, καθίσταται εφικτή η
αλλαγή της αξιολόγησης της γειτονιάς. κατά το πέρασμα του χρόνου. Όπως
παραδειγματικά είχε επισημάνει ο Merleau-Ponty (2002: 382):

«(…) μετά από δέκα χρόνια διαβίωσης σε μια γειτονιά, μοιάζει να είναι μια
διαφορετική γειτονιά. Ωστόσο, είναι μόνο η γνώση των πραγμάτων που
μεταβάλλεται…καθώς εκτυλίσσεται η αντίληψη. Ο κόσμος παραμένει ο
ίδιος κόσμος καθ’ όλη τη ζωή μου, γιατί είναι εκείνη η μόνιμη ύπαρξη εντός
της οποίας πραγματοποιώ όλες τις διορθώσεις στη γνώση μου»

Η Σοφία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Βουλγαρία. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής
ζωγραφικής σε σχολείο και η μητέρα της αθλήτρια του χάντμπολ. Στην συνέχεια,
εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην πλατεία Αμερικής. Πέρασε στην σχολή
δημόσιας διοίκησης στο Πάντειο, αλλά συνέβησαν κάποια κακά πράγματα στο χώρο
της γειτονιάς, που θα μπορούσαν βέβαια να είχαν συμβεί οπουδήποτε, που άλλαξαν
τον προσανατολισμό της στην ολοκλήρωση των σπουδών της, κάνοντας την να μην
θέλει να συνεχίσει. Όταν διεξήχθη η συνέντευξη είχε επιστρέψει στις σπουδές της, με
σκοπό να πάρει το πτυχίο της. Έχει μια μεγαλύτερη αδερφή που σπούδασε στην
Ελλάδα και εργάζεται στην Βουλγαρία. Επίσης, ανέφερε ότι έχει εργαστεί σε μαγαζιά
στην περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, και ότι την συγκεκριμένη περίοδο που έγινε η

495
συνέντευξη εργάζεται σε μια καφετέρια, στην οδό Πατησίων, με μεροκάματο μέτριο,
που απλώς μπορεί να συνεισφέρει στις οικογενειακές ανάγκες.

Η άποψή της για την γειτονιά και συγκεκριμένα για την περιοχή γύρω από την
πλατεία Αμερικής, είναι αρνητική, διότι αισθάνεται φόβο, ειδικά το βράδυ, λόγω του
γεγονότος ότι έχει βιώσει ληστεία υπό την απειλή μαχαιριού, μετά την εργασία της.
Χαρακτηριστικά, ανέφερε, ότι άμα είσαι γυναίκα είναι πιο επικίνδυνα, γιατί κλέβουν
κυρίως γυναίκες στο δρόμο, υποδηλώνοντας ότι έχει ακούσει (ή ίσως, γνωρίζει
προσωπικά) και άλλα περιστατικά ληστείας στο δρόμο. Επιπρόσθετα, μίλησε για την
κοινωνική αποδιοργάνωση της γειτονιάς, τονίζοντας ότι ορισμένοι άνθρωποι, υπό την
επήρεια αλκοόλ, φωνάζουνε μπροστά στα παιδιά καθώς και την διακίνηση
ναρκωτικών που επίσης γίνεται μπροστά σε παιδιά, υπονοώντας ότι ο δημόσιος χώρος
της περιοχής δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για την κοινωνικοποίηση ενός παιδιού.

Ο Θανάσης είναι φίλος της Σοφίας και του Διομήδη. Η αφήγηση του Θανάση μπορεί
αναλυθεί συγκριτικά με αυτήν του Διομήδη. Ο Θανάσης είναι ελληνικής καταγωγής
και η οικογένειά του μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια οικογένεια της μεσαίας
οικονομικής τάξης (Μένουμε σε δικό μας σπίτι εδώ κοντά στην πλατεία Αμερικής. Η
μητέρα μου δούλευε στην τράπεζα, είναι σε σύνταξη τώρα, ο πατέρας μου έχει δικό του
βουλκανιζατέρ). Φοίτησε στο 22ο Γυμνάσιο και 22ο ενιαίο Λύκειο του σχολικού
συγκροτήματος της Γκράβας που στη συνέχεια πέρασε στο ΤΕΙ Πελοποννήσου στο
Τμήμα Τεχνολογίας Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών. Δεν ολοκλήρωσε τις
σπουδές του, αποφασίζοντας να γραφτεί σε σχολή μαγειρικής ενώ παράλληλα
εργάζεται σε ένα εστιατόριο στη Γλυφάδα που εκεί γνωρίστηκε με τον Διομήδη.

Οι εμπειρίες του στο σχολείο περιλάμβαναν βία και παραβατικές συμπεριφορές, αλλά
όπως ανέφερε αν αποφεύγεις συγκεκριμένους χώρους, όπως το θεατράκι ας πούμε, και
συγκεκριμένου στυλ ανθρώπους δεν σε πειράζει κανένας. Αντίστοιχα, η μετακίνηση
του στον δημόσιο χώρο της γειτονιάς, βασίζεται στις ίδιες αρχές αντίληψης και
αξιολόγησης, αφού όπως χαρακτηριστικά διατύπωσε: ότι ίσχυε για το σχολείο ισχύει
και εδώ έξω, άμα δεν πας γυρεύοντας και προσέχεις ποιοί είναι δίπλα σου και πού δεν
πρέπει να πας, δεν έχεις πρόβλημα. Τα αντιληπτικά σχήματα «επικίνδυνο»-«ασφαλές»
έχουν μια μεταθετή λειτουργία από το χώρο του σχολικού συγκροτήματος της
Γκράβας στο χώρο της γειτονιάς, παρέχοντας έτσι, μέσω της εμπειρίας, την πρακτική
αίσθηση της ασφαλής μετακίνησης και διαπροσωπικής επαφής. «Όσον αφορά τον

496
σωματικό χώρο,(…) υπάρχει μια γνώση του τόπου η οποία ανάγεται σε ένα είδος
συνύπαρξης με αυτόν τον τόπο» (Merleau-Ponty 2002: 121), που στην περίπτωση του
Θανάση, αυτή η συνύπαρξη περιλαμβάνει μια «απόσταση ασφαλείας» από
συγκεκριμένα μαγαζιά και συγκεκριμένου στυλ ανθρώπων. Ο σωματικός χώρος,
μέσω της έξης του, λειτουργεί ως ένα πεδίο δυνάμεων που ορισμένες τοποθεσίες του
ασκούν μια έλξη σε αυτόν, ενώ άλλες τον απωθούν ως «επικίνδυνες». Βέβαια, η
αντίληψη (και η πρακτική αίσθηση που παρέχει) δεν πρέπει να νοείται «(…) ως ένα
είδος αλάθητου ενστίκτου» (Bourdieu 2000: 159), διότι υπάρχει το ενδεχόμενο ο
Θανάσης να διατηρεί μια εσφαλμένη αντίληψη για ορισμένα μαγαζιά και ορισμένους
τύπους ανθρώπων.

Ο Διομήδης, κατάγεται από την Αλβανία και μένει μαζί με την οικογένειά του από το
1999 στη Γλυφάδα, σε νοικιαζόμενη κατοικία. Μέσω του Διομήδη, τον οποίο
γνώρισε στο εστιατόριο που εργάζονται, γνώρισε και τη Σοφία με την οποία είναι
μαζί ως ζευγάρι και ταυτόχρονα, γνώρισε και την περιοχή (μέσω του Θανάση,
γνώρισα την Σοφία με την οποία είμαστε μαζί και γνώρισα και την περιοχή. Πριν δεν
είχα έρθει ποτέ, ουσιαστικά έχω ένα χρόνο που περπατάω εδώ). Στην αφήγησή του,
παρατηρούμε ότι σε ορισμένα σημεία, αντιπαραθέτει τις εμπειρίες του με τις
εμπειρίες του Θανάση. Στο τομέα των σχολικών εμπειριών και συγκεκριμένα στο
τεχνικό Λύκειο που ολοκλήρωσε στην Γλυφάδα, διατύπωσε χαρακτηριστικά ότι τα
πράγματα ήταν ήσυχα, καμιά σχέση με τις εμπειρίες του Θανάση. Σε μας το πιο αλήτικο
που συνέβαινε ήταν ότι ορισμένοι μαθητές καπνίζανε στις τουαλέτες και κάνανε
κοπάνες για φάνε Goody's και να πιούνε φραπέ.

Επίσης είναι χαρακτηριστική η σύγκριση την οποία παραθέτει ανάμεσα στην δική του
στάση απέναντι στις εικόνες κοινωνικής αποδιοργάνωσης και στην στάση που κρατά
ο φίλος του ο Θανάσης στις ίδιες εικόνες, όταν περπατάνε μαζί στο χώρο της
γειτονιάς.

Για τον Διομήδη, η εικόνα της διακίνησης ναρκωτικών προκαλεί έκπληξη και
απέχθεια, για τον Θανάση αποτελεί μια οικεία συνηθισμένη εμπειρία που δεν
αποτελεί άξια προσοχής (Α, έτσι είναι τα πράγματα εδώ, μην ασχολείσαι δεν σε
πειράζει), αναφέροντας επίσης ότι για κάποιον όπως ο φίλος του ο Θανάσης, που έχει
μεγαλώσει εδώ και έχει γίνει ένα με την περιοχή, παθαίνει ανοσία στις κακές πλευρές
εδώ της περιοχής.

497
Η «ανοσία» στην οποία κάνει λόγο ο Διομήδης δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
εξοικείωση με τη γειτονιά, ως ο τόπος κατοικίας, ως μέρος του παρελθοντικού και
παροντικού βιόκοσμου. Η φυσική στάση απέναντι σε ένα κόσμο, σε ένα πεδίο
δράσης, όπως το περιβάλλον ενός τόπου (Carman 2008: 26), συντελείται «(…) μόνο
στην περίπτωση που τα σχήματα που εφαρμόζονται στον κόσμο είναι το προϊόν του
κόσμου στον οποίο εφαρμόζονται, δηλαδή στην καθημερινή εμπειρία του οικείου
κόσμου (σε αντίθεση με ξένους ή εξωτικούς κόσμους)» Bourdieu (2000: 147)

Για τον Διομήδη, ο χώρος της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη είναι ένας «ξένος»,
«ανοίκειος» κόσμος επειδή κοινωνικοποιήθηκε μέσα σε ένα αρκετά διαφορετικό
περιβάλλον (Bourdieu 2000: 160-161, Sayer 2005: 34), στον οικείο κόσμο της
Γλυφάδας που του έχει «εμφυτεύσει» σχήματα με τα οποία αισθάνεται μια απέχθεια
για το χώρο της γειτονιάς, ως ο χώρος που πρέπει να επισκεφτεί απλά και μόνο
επειδή κατοικεί σε αυτόν η κοπέλα του (προσωπικά, δεν θα έμενα ποτέ εδώ κι εννοείτε
ούτε θα έκανα οικογένεια σε αυτή τη περιοχή, απλά είναι το σπίτι της Σοφίας εδώ και
για αυτό με βρήκες). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφορά στη συνεργάτριά του
στο εστιατόριο που εργάζεται. η οποία μεγάλωσε στη Γλυφάδα και μένει στην οδό
Δροσοπούλου διότι παντρεύτηκε και ο άντρας της είχε δικό του σπίτι εκεί. Όταν
συναντιούνται στο χώρο εργασίας, τον ενημερώνει ότι δεν μπορεί να βρει παρκινγκ,
ότι υπάρχει ένταση, γίνονται πολλές φασαρίες κάτω από το σπίτι της και πολλά
ναρκωτικά και ότι σκέφτεται να γυρίσει στη Γλυφάδα διότι φοβάται και για την κόρη
της, γεγονός που είναι απόλυτα δικαιολογημένο για τον Διομήδη διότι, όπως δήλωσε,
εάν ένα παιδί βλέπει τέτοια, θα πάθει ανοσία και δεν θα μπορεί να τα καταλαβαίνει ως
κάτι κακό. Ενώ για ορισμένους από τους προηγούμενους συνεντευξιαζόμενους, η
εμπειρία της κοινωνικής αποδιοργάνωσης αποτελεί κάτι το «θετικό» διότι παρέχει
την γνώση όλων των πλευρών της ζωής, για τον Διομήδη η ίδια εμπειρία αποτελεί
κάτι το «αρνητικό» διότι δεν παρέχει την ικανότητα της αντίληψης της κοινωνικής
αποδιοργάνωσης ως κάτι «κακό», λόγω εξοικείωσης.

Επιπρόσθετα, αιτιολόγησε την άπταιστη ελληνική προφορά του στο γεγονός ότι όταν
ένα παιδί μεταναστών, μεγαλώνει σε μια περιοχή όπως η Γλυφάδα που δεν έχει τόσους
πολλούς ξένους, λόγω «ακριβότερης ζωής», είναι πιθανότερο να πάρει την ελληνική
γλώσσα και την ελληνική νοοτροπία, ακόμα και όταν δεν έχει σπουδάσει, όπως ο ίδιος.
Η άποψή του βρίσκεται σε πλήρη παραλληλισμό με την άποψη του Γιάννη από το

498
σχολικό συγκρότημα Νομικού και του Άντι, για τον ρόλο της εθνοτικής σύνθεσης της
περιοχής κατοικίας στην απόκτηση του «ορθού» τρόπου ομιλίας της ελληνικής
γλώσσας.

Η Φάτμα ήρθε στην Αθήνα, λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, σαν πρόσφυγας
από την Σιέρρα Λεόνε. Στην αρχή έμεινε στην Κυψέλη και στην συνέχεια
εγκαταστάθηκε στην πλατεία Κολιάτσου σε ενοικιαζόμενη κατοικία. Η Φάτμα
ανέφερε τον ιδιαίτερο ρόλο της γειτονιάς και συγκεκριμένα της πλατείας Αμερικής
ως ο τόπος συνάντησης των πρόσφατων μεταναστών από την Αφρική και το σημείο
της πόλης στο οποίο μπορούν να συγκροτήσουν δίκτυα (Εμείς από την Αφρική, όταν
ερχόμαστε στην Ελλάδα, ξέρουμε από πριν, ότι εάν πας πλατεία Αμερικής θα βρεις
σίγουρα από την χώρα σου). Μέσω των κοινωνικών της δικτύων, βρήκε «κενές»
θέσεις στο πεδίο της εργασίας, σε ανειδίκευτους τομείς όπως η φροντίδα παιδιών και
το πλύσιμο μέσων μαζικής μεταφοράς, για το οποίο εξέφρασε παράπονα όσον αφορά
την καθυστέρηση της πληρωμής του μηνιάτικου μισθού η οποία δυσκολεύει την
καθημερινή διαβίωση (Δεν είναι σωστό όταν κάποιος δουλεύει να αργείς να τον
πληρώσεις, γιατί αυτός έχει ανάγκες, έχει ενοίκιο, θέλει να φάει, τι θα κάνει;).
Παράλληλα, μέσω των κοινωνικών της δικτύων με Αφρικανούς από άλλες χώρες,
εργάζεται και ως πλανόδια έμπορος την ημέρα, γεγονός που της παρέχει περισσότερο
εισόδημα (οικονομικό κεφάλαιο) για την κάλυψη των αναγκών του σπιτιού.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μεταφορές που χρησιμοποιεί για ορισμένες περιοχές


κατοικίας των Αθηνών και οι οποίες ταυτόχρονα υποδηλώνουν την αντίληψη μιας
χωρο-κοινωνικής ιεραρχίας. Το Ψυχικό, χαρακτηρίστηκε μεταφορικά ως Ευρώπη,
που μπορεί κανείς να συναντήσει μεγάλα σπίτια, πλούσιους ανθρώπους και καθαρό
αέρα. Το Περιστέρι, η Καλλιθέα και το Γαλάτσι είναι Ελλάδα που εκεί οι άνθρωποι
δεν είναι ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί. Οι περιοχές Κάτω Πατήσια-Κυψέλη και Άγιος
Παντελεήμονας είναι Αφρική, που εκεί μένουν φτωχοί άνθρωποι που πρέπει να
δουλεύουν όλη την ημέρα. Η «Αφρική», που αποτελεί την φτωχότερη ήπειρο,
παράλληλα λειτουργεί και ως ένα σχήμα αξιολόγησης της θέσης της γειτονιάς Κάτω
Πατήσια-Κυψέλη στην χωρο-κοινωνική ιεραρχία της Αθήνας, υποδηλώνοντας ότι η
γειτονιά περιλαμβάνεται στις φτωχότερες περιοχές της πόλης. Αντίθετα η «Ευρώπη»,
αναφέρεται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες ανήκουν στις πλουσιότερες
χώρες της γης και συμβολίζει τους πλούσιους ανθρώπους ενώ η «Ελλάδα», που

499
βρίσκεται χαμηλότερα στο επίπεδο ανάπτυξης από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης
συμβολίζει, την «μεσαία τάξη» (ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί). Χαρακτηριστικά
πρόσθεσε ότι η γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη είναι Αφρική και όσον αφορά τους
ανθρώπους, διότι συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό Αφρικανών μεταναστών
στην Αττική.

Επίσης, ανέφερε ότι οι εικόνες κοινωνικής αποδιοργάνωσης αποτελούν προϊόν


φτώχειας (Κάποιοι είναι απεγνωσμένοι, ζητάνε δουλειά, αλλά δεν έχουν. Αν είχαν δεν
θα έψαχναν το κακό), καθώς και στην αναπαραγωγή ορισμένων προκαταλήψεων
απέναντι στους Αφρικανούς μετανάστες μέσω της γλώσσας και της αντίληψης που
την συνοδεύει, λέγοντας ότι δεν είναι οι «Αφρικανοί» γενικά που δημιουργούν
προβλήματα, αλλά συγκεκριμένοι άνθρωποι από συγκεκριμένες χώρες. Οι
χαρακτηρισμοί οι οποίοι εντάσσουν ανθρώπους και πράγματα σε συγκεκριμένους
τύπους, όπως ο χαρακτηρισμός «Αφρικανός», έχουν πάντοτε ένα χαρακτήρα
γενίκευσης και μέσω αυτής της ιδιότητας της γλώσσας και της αντίληψης, μπορούν
να αναπαράγονται τα διάφορα αρνητικά στερεότυπα.

Όπως παραδειγματικά είχε διατυπώσει ο Merleu-Ponty (2002: 204): «Το να


ονομάζεις ένα πράγμα σημαίνει να αποκόπτεις τον εαυτό σου από τα ατομικά και
μοναδικά του χαρακτηριστικά, να το βλέπεις ως αντιπροσωπευτικό μιας ουσίας ή
κατηγορίας». Τα αρνητικά στερεότυπα για μια συγκεκριμένη (κοινωνική ή εθνοτική)
κατηγορία ανθρώπων, μπορούν να καταλυθούν είτε μέσω της μόρφωσης είτε όταν το
άτομο που τα κατέχει, έρθει σε καθημερινή επικοινωνία με μέλη της συγκεκριμένης
κατηγορίας και αρχίσει πλέον να διακρίνει «ομοιότητες» ανάμεσα στον εαυτό του και
σε αυτά τα μέλη εαυτό του παρά διαφορές (Arpaly 2003: 56-57). Παράλληλα η
Φάτμα, εξέφρασε μια αρνητική άποψη για τα σχολεία της περιοχής καθώς και για το
σχολικό συγκρότημα της Γκράβας, διότι ο γιος μιας φίλης της που φοιτά εκεί
απόκτησε την παρακατιανή συνήθεια του καπνίσματος.

500
4.4 Καταληκτικά συμπεράσματα.

Με βάση τις αναλύσεις των αφηγήσεων, μπορούμε να εξάγουμε ορισμένα


συμπεράσματα για την επίδραση της γειτονιάς, ανακατασκευάζοντας παράλληλα τον
θεωρητικό οδηγό των 13 μηχανισμών επίδρασης της γειτονιάς.

Σε πρώτο επίπεδο, παρατηρούμε ότι το κοινωνικό κεφάλαιο που διαθέτει η περιοχή,


μπορεί να αποτελέσει μηχανισμό εγκατάλειψης του σχολείου (όπως αναδεικνύουν οι
αφηγήσεις στο σχολικό συγκρότημα Νομικού καθώς και του Πάνου) ή ανάμειξης
ενός ατόμου με το πεδίο του δρόμου, το οποίο, όπως ανέδειξε ο Sandberg (2008:
616) αλλά και οι αφηγήσεις ορισμένων «παικτών» σε αυτό το πεδίο, δεν αποτελεί
απαραίτητα μια μόνιμη διέξοδος από τον κοινωνικό αποκλεισμό. Επίσης, στην
περίπτωση του Άντρε, βλέπουμε ότι εκτός από την επίδραση της παρέας, σημαντικό
ρόλο για την συμμετοχή του στο πεδίο του δρόμου, υπήρξε και η επίδραση της
καθημερινής εμπειρίας μέσα στο χώρο της γειτονιάς που άνθρωποι για τους οποίους
ήταν γνωστό ότι συμμετέχουν στο συγκεκριμένο πεδίο, γινόντουσαν αντιληπτοί ως
κατέχοντες οικονομικά ανώτερες θέσεις από όσους είχαν ηθική. Αυτή η μορφή
επίδρασης, εντάσσεται στο μηχανισμό της κοινωνικοποίησης, ο οποίος δεν
περιλαμβάνει μόνο το κοινωνικό κεφάλαιο αλλά και τα διάφορα κοινωνικά πρότυπα
που ασκούν επιρροή προς συγκεκριμένες πεποιθήσεις και δράσεις.

Όμως δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, οι ταξικές συνθήκες των τεσσάρων
συνεντευξιαζόμενων που αναμείχθηκαν με το συγκεκριμένο πεδίο, διότι όλοι
μεγάλωσαν στην χώρα μας σε συνθήκες αποστέρησης, ή βρέθηκαν σε αυτές κατά την
είσοδό τους σε αυτή όπως η περίπτωση του Μουσταφά. Παρά το γεγονός ότι στη
περίπτωση του Άντρε και του Μουσταφά, η είσοδος στο πεδίο του δρόμου
συντελέστηκε από το εθνοτικό τους κεφάλαιο, εντούτοις το κίνητρο εισόδου δεν
αποτελεί η εθνικότητά τους αλλά οι πιέσεις των ταξικών συνθηκών τους για την
απόκτηση εισοδήματος, ενώ παράλληλα η περίπτωση του τελευταίου, καταδεικνύει
ότι αυτή η είσοδος μπορεί να συνοδεύεται από έντονα αρνητικά συναισθήματα.

Επιπρόσθετα, τα κοινωνικά δίκτυα των τεσσάρων μελών του πεδίου του δρόμου, δεν
έχουν μόνο εθνοτική αλλά και ταξική διάσταση και οι αφηγήσεις τους καταδεικνύουν
ότι συγκροτούνταν από ανθρώπους που βρισκόντουσαν σε όμοιες ταξικές συνθήκες
με τους ίδιους, από παιδιά οικογενειών που βίωναν την οικονομική αποστέρηση και

501
δεν κατείχαν τους απαραίτητους οικονομικούς και κοινωνικούς πόρους για την
επίτρυξη μια διαδρομής προς τις μεσαίες ταξικές θέσεις του κοινωνικού κόσμου.
Όπως μας υπενθυμίζει ο Bourdieu (2000: 225), κάτω από συνθήκες ταξικής
ανισότητας:

«(…) ο οικονομικός και κοινωνικός κόσμος δεν παρουσιάζεται ως ένας


κόσμος εφικτών, ισοδύναμης πρόσβασης για κάθε πιθανό υποκείμενο(…)
αλλά ως ένας σηματοδοτημένος κόσμος, γεμάτος από(…) σήματα
οικειοποίησης και αποκλεισμού, από υποχρεωτικές διαδρομές ή
αδιαπέραστα εμπόδια, εν συντομία, ένας βαθιά διαφοροποιημένος
κόσμος(…) Το κεφάλαιο στις διάφορες μορφές του είναι ένα σύνολο
προνομιούχων δικαιωμάτων για το μέλλον: εγγυάται σε ορισμένους
ανθρώπους το μονοπώλιο ορισμένων δυνατοτήτων παρά το γεγονός ότι
είναι επίσημα εγγυημένες σε όλους»

Εκτός από τις πρακτικές του πεδίου του δρόμου, παραβατικές πρακτικές όπως η
ληστεία επίσης συντελέστηκαν από ανθρώπους που βίωσαν κοινωνικό αποκλεισμό
όπως ο Γεράσιμος και ο Ζάρας. Η περίπτωση του Γεράσιμου, αναδεικνύει ότι η
ύπαρξη του πεδίου του δρόμου στη περιοχή, δεν αποτέλεσε προϊόν της εισόδου των
μεταναστών αλλά προϋπήρχε αυτής, από παίκτες ελληνικής καταγωγής. Επίσης, η
περίπτωση του Νίκου, καταδεικνύει ότι ή ύπαρξη του πεδίου του δρόμου σε μια
περιοχή, μπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης για την κατοίκηση σε αυτήν από
ανθρώπους που είναι ήδη «παίκτες» στο συγκεκριμένο πεδίο σε άλλη περιοχή ή
ακόμα και σε άλλη πόλη. Ο μηχανισμός της κοινωνικής αποδιοργάνωσης, με βάση τα
βιβλιογραφικά πορίσματα για τον τρόπο επίδρασής του στις ευκαιρίες ζωής των νέων
(βλ. ενότητα 2.3), δείχνει ότι επηρέασε τις συγκεκριμένες ευκαιρίες ορισμένων
συνεντευξιαζόμενων μέσω της συγκρότησης δικτύων που εμπλέκονται στις συνθήκες
της κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Όμως το ενδιαφέρον σημείο που αναδεικνύεται από
τις αφηγήσεις τους, είναι το γεγονός ότι αυτή η επίδραση, δεν αποτελεί αποτέλεσμα
της καθημερινής εμπειρίας στο χώρο της γειτονιάς, διότι η κοινωνική αποδιοργάνωση
που παρατηρείται στο δημόσιο χώρο της γειτονιάς, είναι σχετικά πρόσφατο
φαινόμενο. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός επέδρασε μέσα από την καθημερινή
εμπειρία του σχολικού χώρου. Τόσο στη περίπτωση του σχολικού συγκροτήματος
Νομικού (όπως αναδείχθηκε στην αφήγηση του Φανούρη) όσο και, κυρίως, στην

502
περίπτωση όσων φοίτησαν στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας, η παρουσία
συνθηκών κοινωνικής αποδιοργάνωσης ήταν έντονη. Εξαίρεση αποτελεί ο
Μουσταφά που η κοινωνική αποδιοργάνωση του χώρου επηρέασε τις ευκαιρίες ζωής
του, μέσω του κοινωνικού του κεφαλαίου.

Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι το κοινωνικό κεφάλαιο της γειτονιάς, παρέχει και


πληροφόρηση στους πρόσφατους μετανάστες σχετικά με «κενές» θέσεις στην αγορά
εργασίας, συνήθως όμως σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Στην περίπτωση του Μπομπ και της Φάτμα, το κοινωνικό τους κεφάλαιο αποτελείται
από ομοεθνείς τους, ενώ στην αφήγηση του Γιασίν, βλέπουμε ότι τα κοινωνικά του
δίκτυα, αποτελούνται τον θείο του, ο οποίος μένει στον Περισσό και από άλλους
ομοεθνείς του καθώς και μετανάστες από το Μπαγκλαντές, οι οποίοι μένουν στο
Πειραιά.

Εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτή η χωρική διασπορά των δικτύων του,
σχετίζεται άμεσα με τα μοτίβα κατανομής των μεταναστών από το Πακιστάν και
Μπαγκλαντές μέσα στην μητροπολιτική περιοχή της πρωτεύουσας όπως
αναδείχθηκαν από τους Kandylis, Maloutas & Sayas (2012: 274). Επίσης, η επιλογή
του Ζάρα να γραφτεί σε σχολή μαγειρικής, αποτέλεσε προϊόν πληροφόρησης από τα
κοινωνικά του δίκτυα που προέρχονται από το χώρο της γειτονιάς. Επίσης, όπως
αναδείχθηκε στη αφήγηση του Ζάρα αλλά και ορισμένων κατοίκων της γειτονιάς που
φοίτησαν στο νυχτερινό Λύκειο το σχολικού συγκροτήματος Νομικού όπως ο Σοκόλ,
ο Γιάννης, ο Ρενάτος, η Μαριάννα, η Γιάννα κι ο Αλέξης, το κοινωνικό κεφάλαιο της
γειτονιάς, επηρέασε (με διάφορους τρόπους όπως είδαμε στην ανάλυση των
αφηγήσεων τους) στην απόφαση εγκατάλειψης των σχολικών σπουδών.

Μέσα στον λόγο ορισμένων συνεντευξιαζόμενων, παρατηρούμε επίσης την ύπαρξη


του μηχανισμού του ανταγωνισμού και συγκεκριμένα στο ζήτημα της επιλογής του
σχολείου. όπως ανέφερε η Κατερίνα, ορισμένοι γονείς από τα Κάτω Πατήσια,
στέλνουν τα παιδιά τους σε δημόσια σχολεία άλλων περιοχών ή σε ιδιωτικά για να
αποφύγουν την έκθεση στους αρνητικούς μηχανισμούς επίδρασης της γειτονιάς.
Αυτή η στρατηγική αποτελεί συνήθως μια στρατηγική των οικογενειών που
διαθέτουν το απαιτούμενο οικονομικό ή κοινωνικό κεφάλαιο, με το οποίο καθίσταται
εφικτή η παραβίαση των ορίων που θέτει η περιοχή κατοικίας στην επιλογή του
σχολείου (Μαλούτας 2006: 182, 203-204). Επίσης, στις αφηγήσεις του Μάνου, του

503
Διονύση και του Πάρη, παρατηρούμε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο ύπαρξης μηχανισμών
επιλεκτικότητας στα σχολεία του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας αφού τα
σχολεία στο οποίο φοίτησαν ήταν τα «καλά» σχολεία του σχολικού συγκροτήματος,
όπως ανέφεραν οι ίδιοι, των οποίων οι μαθητές ήταν στην πλειοψηφία τους
«Έλληνες» και «Γαλατσιώτες» ενώ οι ομοεθνείς και συντοπίτες τους, φοιτούσαν στα
λιγότερο «καλά» ή «φασαριόζικα» σχολεία.

Ο μηχανισμός της έκθεσης στη βία, φανερώνεται στην αφήγηση του Γεράσιμου, η
οποία συνοδευόταν και από δίκτυα τα οποία τον παρότρυναν και σε πρακτικές του
πεδίου του δρόμου. Ο μηχανισμός του υλικού περιβάλλοντος, φανερώνεται στην
περίπτωση τυο Γιώργου, ο οποίος συνετέλεσε μαζί τις συνθήκες αποστέρησης, στη
δημιουργία του συναισθήματος της απελπισίας και στην τέλεση παραβατικής πράξης.

Ο μηχανισμός του στιγματισμού, δεν φαίνεται να επιδρά στις ευκαιρίες ζωής των
ανθρώπων στης γειτονιάς. Παρά το γεγονός ότι στις αφηγήσεις του Μιχάλη, του
Μάκη και του Διομήδη, παρατηρούμε την ύπαρξη αρνητικών αντιλήψεων για την
γειτονιά από ανθρώπους που δεν μένουν σε αυτή, εντούτοις δεν αναφέρθηκαν
φαινόμενα απόρριψης θέσεων εργασίας από εργοδότες λόγω κατοίκησης στη
συγκεκριμένη γειτονιά, όπως αναδεικνύουν έρευνες στις ΗΠΑ (MacLeod 2009) και
Σουηδία (Sernhede 2007).

Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι τα κοινωνικά δίκτυα των συνεντευξιαζόμενων που


φοίτησαν στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας είχαν έντονη χωρική αναφορά, δεν
διακρίνεται στο λόγο τους να αποτελεί προϊόν στιγματισμού της περιοχής από τους
μαθητές που διέμεναν στο Γαλάτσι ή στις υπόλοιπες «καλές» περιοχές. Αντίθετα,
αυτό που βλέπουμε στο λόγο του Μάνου και του Αλέξη ήταν η ύπαρξη ενός
εθνοτικού στιγματισμού σε βάρος των παιδιών με αλβανική καταγωγή. Επίσης, στο
λόγο του Ζάρα και του Ντόριαν, παρατηρούμε ότι υπάρχει ή τουλάχιστον υπήρχε
κατά το παρελθόν, μια αρνητική φήμη του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας, ως
ένα βίαιο, «σκληρό» σχολείο, χωρίς όμως να μπορεί να διακριθεί μια σχέση κυκλικής
αιτιότητας μεταξύ του στιγματισμού της γειτονιάς και του στιγματισμού του
συγκεκριμένου σχολικού συγκροτήματος.

Επίσης, παρατηρούμε ότι χώροι του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας, όπως το
θεατράκι, υπήρξαν χώροι κοινωνικοποίησης κατά το παρελθόν για παιδιά από την

504
γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, στον οποίο εμπλέκονταν σε παραβατικές
δραστηριότητες όπως η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Η σχέση του σχολικού
συγκροτήματος της Γκράβας και των μηχανισμών (αρνητικής) επίδρασης της
γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη είναι σύνθετος λόγω του γεγονότος ότι στο
συγκεκριμένο συγκρότημα φοιτούσαν και φοιτούν παιδιά που κατοικούν εντός και
εκτός της γειτονιάς. Η αρνητική επίδραση του κοινωνικού κεφαλαίου της γειτονιάς
φαίνεται ότι λαμβάνει χώρα κυρίως στα σχολεία που φοιτούσαν και φοιτούν παιδιά
από την γειτονιά Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, όπως μαρτυρούν οι αφηγήσεις της παρέας
από το 2ο ΕΠΑΛ Γκράβας, τόσο στον τομέα της εμπλοκής σε βίαιες και παραβατικές
δραστηριότητες όσο και στο ζήτημα της χαμηλής σχολικής απόδοσης.

Η σχέση του σχολικού συγκροτήματος Νομικού και των μηχανισμών επίδρασης της
γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον διότι αν και στα
πρωινά σχολεία φαίνεται ότι αποτελεί τον διαμεσολαβητικό κρίκο ανάμεσα στο
άτομο και στην αρνητική επίδραση του κοινωνικού κεφαλαίου της γειτονιάς, με βάση
τις αφηγήσεις του Φανούρη και της Άννας που διδάσκει στο συγκεκριμένο
συγκρότημα, εντούτοις στην περίπτωση του νυχτερινού η σχέση μεταξύ σχολειού και
αρνητικής επίδρασης της γειτονιάς είναι διαφορετική. Το νυχτερινό σχολείο, αποτελεί
κατά κάποιο τρόπο, μηχανισμό αποκατάστασης της κοινωνικής «φθοράς» που
προκαλούν οι οικονομικές συνθήκες ύπαρξης (όπως η περίπτωση του Αντώνη) ή η
διατομή της οικονομικής κατάστασης του ατόμου και της αρνητικής επίδρασης του
κοινωνικού κεφαλαίου.

Όπως είδαμε στην περίπτωση του Νίκου, το νυχτερινό σχολείο, παρέχει την
δυνατότητα πλήρης επένδυσης (προσκόλλησης) στην απόκτηση των κατάλληλων
ικανοτήτων που θα οδηγήσουν στην είσοδο στο πεδίο της πανεπιστημιακής
εκπαίδευσης με σκοπό την συνεισφορά παιδιών, που, όπως και ο Νίκος, δεν είχαν
ευκαιρίες στην ζωή τους λόγω κοινωνικής θέσης και πολιτισμικού περιβάλλοντος.

Σε μια προσωπική ομιλία που είχα με την Άννα, την καθηγήτρια του νυχτερινού
Λυκείου του σχολικού συγκροτήματος Νομικού, μου εξέφρασε τους φόβους της για
μια αρνητική επίδραση της κρίσης στο θεσμό του νυχτερινού Λυκείου,
διατυπώνοντας ότι:

505
Το μέλλον του νυχτερινού είναι πολύ δύσκολο. Στην κρίση, οι πρώτοι που
πετιούνται στα σκουπίδια είναι αυτοί που είναι έτσι κι αλλιώς στο περιθώριο.
Για παράδειγμα, εάν το εξεταστικό γίνει πανελλαδικό και βάλουν τα ίδια
θέματα στα παιδιά των εσπερινών με τα παιδιά των ημερησίων που έχουν
οπωσδήποτε μεγαλύτερη στήριξη από την οικογένεια, οικονομική και
ψυχολογική, δεν θα κάνουν τίποτε άλλο παρά να αποδείξουν ότι, κοιτάξτε, τα
παιδιά από το εσπερινό έχουν λιγότερες γνώσεις και λιγότερη προετοιμασία
από τα παιδιά στο πρωινό. Αυτό όμως είναι δεδομένο. Το θέμα είναι από ποιά
αφετηρία ξεκινά ο καθένας για να φτάσει στο τέρμα. Τα παιδιά στο πρωινό
είναι πιο κοντά στο τέρμα από τα παιδιά στο νυχτερινό.

Ο λόγος της Άννας, μας υπενθυμίζει ότι αποφάσεις που λαμβάνονται σε χώρους που
βρίσκονται «μακριά» (με την γεωμετρική έννοια) από τον χώρο του νυχτερινού
σχολείου, όπως το υπουργείο Παιδείας, μπορούν να επηρεάσουν τις ζωές των
ανθρώπων που μέσα στον βιόκοσμό τους, έχουν επενδύσει στα αγαθά που παρέχει το
συγκεκριμένο σχολείο όπως η προετοιμασία για την είσοδο σε κάποιο
πανεπιστημιακό ίδρυμα, διότι η αξιολόγηση με ίσα κριτήρια για την εισαγωγή στο
πανεπιστήμιο θα εφαρμοστεί σε ανθρώπους με άνισες αφετηρίες. Όπως τόνισε ο
Bourdieu (2000: 135):

«Η [επένδυση] είναι εκείνος ο τρόπος του είναι-μέσα-στο-κόσμο,(…), που


σημαίνει ότι ένα υποκείμενο μπορεί να επηρεαστεί από κάτι πολύ
μακρινό,(...), εφόσον συμμετέχει στο παιχνίδι με το οποίο [το υποκείμενο]
ασχολείται(…) Λόγω της [επένδυσης] που συγκροτεί το πεδίο ως το χώρο
ενός παιχνιδιού, οι σκέψεις και δράσεις μπορούν να επηρεαστούν και να
τροποποιηθούν χωρίς καμιά φυσική επαφή ή ακόμα και οποιαδήποτε
συμβολική αλληλεπίδραση»

Επιπρόσθετα, οι λόγοι των συνεντευξιαζόμενων φανερώνουν ότι δεν τίθενται όλοι


υπό την επιρροή των αρνητικών μηχανισμών της γειτονιάς. Περιπτώσεις όπως ο
Θανάσης, ο Μάνος, ο Πάρης, ο Διονύσης και ο Ντόριαν, δεν επηρεάστηκαν από τις
αρνητικές επιδράσεις του κοινωνικού κεφαλαίου της γειτονιάς. Για την περίπτωση
του Θανάση, δεν έχουμε επαρκή πληροφόρηση για τον βιόκοσμό του κατά τα
σχολικά χρόνια. Όσον αφορά τους επόμενους τρεις ανθρώπους, οι διαδρομές τους
μέσα στο κόσμο, επηρεάστηκαν καθοριστικά από το οικονομικό (Μάνος, Διονύσης)
και κοινωνικό κεφάλαιο (Πάρης) της οικογένειάς τους που όρισε συγκεκριμένες
θέσεις, όπως η είσοδος στο πανεπιστήμιο ή η προσφορά εργασίας στην οικογενειακή
επιχείρηση για την περίπτωση του Μάνου, αντικειμενικά και υποκειμενικά εφικτές.

506
Παράλληλα, στον λόγο τους, διακρίνεται μια ιδιαίτερη «κοντινή» σχέση με τους
γονείς τους καθώς και συνθήκες ομόνοιας μέσα στην οικογένειά τους, χωρίς καβγάδες
καθώς και μια επιτήρηση της συμπεριφοράς τους από τους γονείς.

Επίσης δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι οι σχέσεις των γονέων τους με τους
ίδιους, είχε αντίκτυπο στον ελεύθερό τους χρόνο, στον χρόνο εκτός σχολικής
παρουσίας, διότι όπως διακρίνουμε στα λόγια τους, προτιμούσαν να κάθονται σπίτι
και να διαβάζουν ή σε κάποιες περιπτώσεις να επισκεφτούν το σπίτι κάποιου φίλου
τους και όχι να κοινωνικοποιούνται στο δημόσιο χώρο της γειτονιάς ή του σχολικού
συγκροτήματος της Γκράβας.

Δεν θα πρέπει επίσης να διαφύγει της προσοχής ότι ο Διονύσης και ο Μάνος ζουν σε
οικογένειες με ιδιόκτητη πλέον κατοικία και σύμφωνα με τους Bramley & Karley
(2007) για την βρετανική περίπτωση, τα παιδιά που ζουν σε οικογένειες με ιδιόκτητη
κατοικία σε μια υποβαθμισμένη περιοχή ή που έχουν σκοπό να γίνουν ιδιοκτήτες
κατοικίας σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, τείνουν να μην επηρεάζονται από τους
αρνητικούς μηχανισμούς της επίδρασης της περιοχής κατοικίας, γεγονός που χρήζει
ποσοτικής έρευνας.Στην περίπτωση του Ντόριαν, η προστασία από τις αρνητικές
επιδρώσης του κοινωνικού κεφαλαίου της γειτονιάς και της κοινωνικής
αποδιοργάνωσης του σχολικού συγκροτήματος της Γκράβας, ήταν η «κοντινή» σχέση
με τους γονείς του και την ομόνοια στο σπίτι καθώς και οι σχέσεις του με τον θείο
του, οι οποίες τον οδήγησαν να αισθάνεται μια έλξη προς την τέχνη.

Με άλλα λόγια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ενώ οι προηγούμενοι πέντε


συνεντευξιαζόμενοι ήταν «κοντά» (με γεωμετρικούς όρους) στον αρνητικό
μηχανισμό του κοινωνικού κεφαλαίου της γειτονιάς ως μέρος των βιωματικών τους
εμπειριών στο σχολικό περιβάλλον, καθώς και στην κοινωνική ανομία που υπήρχε
στο σχολικό χώρο, εντούτοις η βιωμένη σχέση τους με αυτούς τους μηχανισμούς δεν
ήταν ικανή να επηρεάσει τις διαδρομές ζωής τους, λόγω της διαμόρφωσης της έξης
τους με τέτοιο τρόπο ώστε να μην «έλκονται» από πρόσωπα και πράγματα
(πρακτικές) που περιλαμβάνονται σε αυτούς τους μηχανισμούς. Αυτή η διάκριση
μεταξύ της γεωμετρικής και βιωμένης σχέσης, δηλαδή της αντικειμενικής απόστασης
και της βιωμένης, πρακτικής «απόστασης» ανάμεσα στο σώμα και στα πράγματα,
αποτυπώνεται εύστοχα στο παρακάτω απόσπασμα (Merleau-Ponty 2002: 333):

507
«Το σώμα μας και η αντίληψή μας, μας καλούν να λαμβάνουμε ως το
κέντρο του κόσμου, το περιβάλλον που μας προσφέρουν(…) [Όμως] πέρα
από την φυσική και γεωμετρική απόσταση ανάμεσα στον εαυτό μου και σε
όλα τα πράγματα, μια ‘βιωμένη’ απόσταση με συνδέει με πράγματα που
υπάρχουν και έχουν σημασία για μένα και τα συνδέει μεταξύ τους. Αυτή η
απόσταση υπολογίζει το πεδία δράσης της ζωής μου σε κάθε στιγμή.
Μερικές φορές ανάμεσα στον εαυτό μου και στα γεγονότα, υπάρχει ένα
συγκεκριμένο περιθώριο κινήσεων(…) Από την άλλη πλευρά, κάποιες
φορές, η βιωμένη απόσταση είναι ταυτόχρονα πολύ μικρή και πολύ
σημαντική:…τα κοντινότερα γεγονότα με κυριεύουν»

Ο μηχανισμός της γονικής μεσολάβησης μεταξύ της γειτονιάς και του παιδιού,
φαίνεται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διαδρομή ζωής των ανθρώπων που
μεγάλωσαν στη γειτονιά και φοίτησαν στα σχολεία της. Όμως οι γονικές πρακτικές,
δεν αποτελούν εγγυημένο μηχανισμό προστασίας διότι οι γονείς δεν βιώνουν πάντοτε
τις απαιτούμενες συνθήκες για να μπορούν να ασχοληθούν με τα παιδιά όπως
φαίνεται στο λόγο διαφόρων συνεντευξιαζόμενων.

Επίσης το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης ορισμένων γονέων, όπως η περίπτωση του


Γεράσιμου, υποδηλώνει ότι η βοήθεια στα μαθήματα στου σχολείου, δεν είναι
πάντοτε εφικτή, καθότι οι γονείς στερούνται το απαιτούμενο ενσώματο πολιτισμικό
κεφάλαιο που χρειάζεται για την διδασκαλία ορισμένων μαθημάτων στην
δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Jarrett 1999: 47-48), ενώ η ύπαρξη ενδοοικογενειακής
βίας η οποία αναφέρθηκε σε ορισμένες αφηγήσεις ως μέρος των οικογενειακών
συνθηκών ορισμένων παιδιών, αποτελεί προϊόν αλληλεπίδρασης διαφόρων
μηχανισμών που ένας από αυτούς είναι και η υλική αποστέρηση καθώς και η
ψυχολογική πίεση για την κάλυψη των αναγκών που πηγάζει από αυτή (Heyman &
Slep 2002).

Επιπρόσθετα, σε περιοχές που επικρατούν συνθήκες κοινωνικής αποδιοργάνωσης,


απαιτείται ισχυρότερος έλεγχος από τους γονείς από ότι σε περιοχές που δεν
χαρακτηρίζονται από αυτού του τύπου τις συνθήκες, ενώ παράλληλα υπάρχει πάντοτε
η πιθανότητα ένα παιδί να δεχθεί την αρνητική επίδραση της γειτονιάς, ακόμα και
όταν η οικογένειά του βρίσκεται στις μεσαίες ταξικές θέσεις του κοινωνικού κόσμου

508
(Moore 2003: 995-998), γεγονός που μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ερμηνεύει
πιθανοκρατικά την αρνητική επίδραση της του κοινωνικού κεφαλαίου της γειτονιάς
στον Φανούρη, που η περίπτωσή του καταδεικνύει την διαλεκτική (και συνάμα
αλληλεπιδραστική) σχέση μεταξύ της ταξικής θέσης και της χωρικής θέσης (Atkinson
2017: 6). Η περιοχή κατοικίας αλληλεπιδρά με την ταξική θέση του ατόμου και το
αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης δεν συνεπάγεται ότι πάντοτε η θετική
επίδραση της κοινωνικής τάξης, θα «εξουδετερώνει» πλήρως την αρνητική επίδραση
της γειτονιάς (Byrne & Uprichard 2007).

Η εμπειρία της κοινωνικής αποδιοργάνωσης στο δημόσιο χώρο, μπορεί να


συγκροτήσει την επιθυμία μετεγκατάστασης κατοικίας ή ακόμα και επιχείρησης,
όπως φαίνεται στην αφήγηση του Διομήδη και της Κατερίνας αντίστοιχα. Η ύπαρξη
κοινωνικής αποδιοργάνωσης στο χώρο, αποτελεί παράγοντα φυγής νοικοκυριών που
βρίσκονται στις μεσαίες θέσεις του κοινωνικού χώρου, με αποτέλεσμα να
αναπαράγεται η διαδικασία του «φιλτραρίσματος» στην περιοχή (Pinkster,
Permentier & Wittebrood 2014, Skifter Andersen 2003: 23), γεγονός που πιθανώς θα
επιδεινώσει την κοινωνική σύνθεση της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη. Ένα
ενθαρρυντικό στοιχείο που καταδεικνύεται από την συγκεκριμένη εθνογραφική
έρευνα, είναι η ανάδειξη περιπτώσεων όπως η Μαριέττα, η οποία διατηρεί επιχείρηση
στην γειτονιά και δεν έχει σκοπό να την εγκαταλείψει διότι πλέον έχει αποκτήσει
οικογένεια με παιδί και δικό της σπίτι μαζί με τον σύζυγο της. Παρόλα αυτά, μόνο ο
χρόνος μπορεί να αναδείξει την εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης της γειτονιάς.

Στις περισσότερες αφηγήσεις, η γειτονιά χαρακτηρίζεται με αρνητικούς όρους και


κυρίως, ως μια περιοχή κοινωνικής ανομίας. Επίσης σε αρκετές αφηγήσεις,
χαρακτηρίζεται και ως «φτωχογειτονιά». Εντούτοις, είναι απίθανο κάποιος από τους
συνεντευξιαζόμενος και τις συνεντευξιαζόμενες να πιστεύει ότι όλοι οι κάτοικοι της
γειτονιάς είναι φτωχοί ή εμπλέκονται σε παραβατικές δραστηριότητες. Άλλωστε, οι
οικογένειες ορισμένων συνεντευξιαζόμενων που κατοικούν στην περιοχή, δεν θα
μπορούσαν να αξιολογηθούν με το σχήμα «φτωχός» και χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια του Φανούρη. Επιπλέον, στην αφήγηση του
Γιώργου, παρατηρούμε ότι η περιοχή της Κηφισιάς, που αποτελεί σήμα ανώτερης
κοινωνικής θέσης για την αντίληψη ορισμένων συνεντευξιαζόμενων, δεν αποτελεί
μια απόλυτα ομοιογενή περιοχή με κοινωνικά κριτήρια.

509
Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η αντίληψη της γειτονιάς ως «φτωχογειτονιά»,
ως «υποβαθμισμένη» ή ως «επικίνδυνη», όπως αναδείχθηκε στον λόγο των διαφόρων
ομιλητών και ομιλητριών, δεν αποτελεί προϊόν παρατήρησης στατιστικών στοιχείων
αλλά της καθημερινής εμπειρίας μέσα στο χώρο της γειτονιάς, που η καθημερινή
«(…)ροή εμπειριών οι οποίες εξηγούν η μία τη άλλη [αλλά] και εμπλέκονται η μία
στην άλλη(…) [καθιστούν τον χώρο] όχι ως ένα πολύπλευρο αντικείμενο ή μια
συλλογή αντιλήψεων, [αλλά ως ένα χώρο που κατέχει] ένα ορισμένο ύφος ή ένα
ορισμένο νόημα» (Merleau-Ponty 2002: 327).

Επιπρόσθετα, η αντίληψη της γειτονιάς, συγκροτείται σε ορισμένες περιπτώσεις, όχι


μόνο από την καθημερινή εμπειρία του δημόσιου χώρου ως ένα αποκομμένο πεδίο
εμπειρίας από την υπόλοιπη καθημερινή ζωή, αλλά και σε συνδυασμό με την
καθημερινή εμπειρία του σχολικού περιβάλλοντος. όπως μπορούμε να διακρίνουμε
στις αφηγήσεις των Ντόριαν, Πάρη, Αλέξη, Γεράσιμου καθώς και της παρέας στο 2 ο
ΕΠΑΛ που η γειτονιά φανερώνεται στην αντίληψη μέσω της αντιληπτής
συμπεριφοράς των μαθητών που κατοικούν σε αυτήν, ως ο χώρος στον οποίο μένουν
οι «μάγκες» του σχολείου.

Οι ιστορίες των ανθρώπων που παρουσιάστηκαν σε αυτήν την ενότητα, μας καλούν
να λάβουμε υπόψη μια βασική θεωρητική διατύπωση του κριτικού ρεαλισμού
(Archer 2000: 10) που συναντάμε και στο έργο του Bourdieu (1991:10-11): τα
κοινωνικά υποκείμενα δεν δημιουργούν την ιστορία τους στο κενό αλλά εντός
συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών ύπαρξης που προσδιορίζουν
το πεδίο των δυνατοτήτων τους και μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οφείλουμε να
συμπεριλάβουμε και το καθημερινό περιβάλλον της γειτονιάς διότι όπως
αναφέρθηκε, η έξη δεν συγκροτείται στο κεφάλι μιας καρφίτσας, σε έναν αφηρημένο
κοινωνικό χώρο με όρους οικονομικού, πολιτισμικού και κοινωνικού κεφαλαίου,
αλλά μέσα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα (Fogle 2011: 86).

Παράλληλα, οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες στις οποίες βρίσκονται οι


άνθρωποι, ορίζουν την θέση των ανθρώπων μέσα σε συγκεκριμένες δομές
(συστημάτων σχέσεων), από τις οποίες προέρχονται οι εμπειρίες του καθημερινού
βιόκοσμου καθώς και οι δυνατότητες δράσης όπως μας υπενθυμίζει ο κριτικός
ρεαλισμός. Μία από αυτές τις δομές είναι το πεδίο της χωρο-κοινωνικής ιεραρχίας
στην Αθήνα. Οι άνθρωποι δεν ανήκουν μόνο σε κοινωνικές τάξεις αλλά και σε

510
συγκεκριμένους χώρους οι οποίοι συγκροτούν το βιόκοσμό τους, παρέχοντας
συγκεκριμένες εμπειρίες, λόγω της θέσης τους στην δομή της χωρο-κοινωνικής
ανισότητας.

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, οι


συγκεκριμένες εμπειρίες ανθρώπων και πραγμάτων που παρέχει η συγκεκριμένη
περιοχή στο δημόσιο χώρο ή στο σχολείο, αποτελούν παράγωγα της υποβαθμισμένης
θέσης της γειτονιάς στο πεδίο της χωρο-κοινωνικής ανισότητας, ήδη από την
δεκαετία του 1970. Όπως αναφέρθηκε στις ενότητες 2.2 και 2.3, η κοινωνική
αποδιοργάνωση, δεν παρατηρείται σε όλες τις περιοχές μιας πόλης, αλλά σε περιοχές
που συγκεντρώνουν φτωχά στρώματα που κατοικούν σε ενοικιαζόμενες κατοικίες.
Παράλληλα, όπως ανέδειξε ο Wilson (1987: 62), η υποβάθμιση μιας περιοχής
αποτελεί προϊόν αλλαγής, τόσο της ταξικής σύνθεσής της όσο και των συνθηκών των
κατώτερων στρωμάτων που κατοικούν σε αυτή. Την περίοδο 1991-2001, η
κατάσταση της επαγγελματικής κατηγορίας ESEC5, στην οποία βρισκόντουσαν οι
περισσότεροι από τους γονείς των συνεντευξιαζόμενων τόσο στο 5 ο δημοτικό
διαμέρισμα όσο και κυρίως στο 6ο δημοτικό διαμέρισμα, επιδεινώθηκε διότι
αυξήθηκε ραγδαία το ποσοστό των ατόμων που κατοικούν σε μικρή κατοικία καθώς
και σε ενοικιαζόμενη κατοικία, που όπως είδαμε στις αφηγήσεις του Γιάννη και του
Γιώργου, το ενοίκιο απορροφά ένα σημαντικό μερίδιο του εισοδήματος του
νοικοκυριού ασκώντας παράλληλα και μια πίεση για την συνεχή πληρωμή του.

Η υποβάθμιση της θέσης της γειτονιάς στην χωρο-κοινωνική ιεραρχία καθώς και η
υποβάθμιση των συνθηκών της κατώτερης επαγγελματικής τάξης, αποτελούν το
υπόβαθρο συγκρότησης του διαθέσιμου κοινωνικού κεφαλαίου της περιοχής. Η
εθνότητα, διακρίνεται μέσα από τις αφηγήσεις ότι αποτελεί παράγοντα διαμόρφωσης
κοινωνικών δικτύων με όρους κοινής «καταγωγής», μέσα στο πλαίσιο υποβάθμισης
της περιοχής και ταυτόχρονα χειροτέρευσης της κατάστασης της κατώτερης
επαγγελματικής τάξης, που αυτά τα δύο φαινόμενα προέρχονται από την διαδικασία
του «φιλτραρίσματος» που έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες στην περιοχή.

Τα παραπάνω δεν συνεπάγονται ότι η εθνότητα δεν αποτελεί παράγοντα


προσδιοριμού των κοινωνικών συνθηκών ενός ατόμου. Η περίπτωση του Μουσταφά
το αναδεικνύει με έναν οδυνηρό τρόπο. Όμως τα κοινωνικά του δίκτυα, μπορεί να
συγκροτούνται με εθνοτικούς όρους, αλλά αποτελούνται από ανθρώπους που ζουν σε

511
συνθήκες αποστέρησης, που βρίσκονται στις χαμηλότερες οικονομικές τάξεις του
κοινωνικού κόσμου. Στην αντίθετη περίπτωση, η εθνότητα του Μουσταφά και των
δικτύων του, δεν θα αποτελούσε παράγοντα επηρεασμού των βιοτικών του
ευακαιριών.

Η σχέση ανάμεσα στην εθνότητα και στην οικονομική αποστέρηση είναι


συμπτωματική, καθότι η τελευταία προέρχεται από τους μηχανισμούς της αγοράς
καθώς και από τις θέσεις που κατέχουν τα άτομα στην δομή της κατοχής μέσων
παραγωγής πλούτου. Το γεγονός ότι η εθνότητα, «ωθεί» ανθρώπους προς ορισμένες
θέσεις, δεν συνεπάγεται ότι αποτελεί δομικό στοιχείο αυτών, διότι αυτές οι θέσεις θα
μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από εθνοτικές διαφορές λόγω της ίδιας της
λογικής της κοινωνίας της αγοράς (Sayer 2005: 85-86). Δυστυχώς, όπως εύστοχα
επισήμανε η Reay (2005: 924), στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, ενώ παρατηρείται
όλο και συχνότερα το φαινόμενο της καταδίκης (τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και
στον καθημερινό λόγο) εθνοτικών ή έμφυλων διακρίσεων ως παράγοντες κοινωνικής
οδύνης, εντούτοις η ταξική διαίρεση της κοινωνίας σε «έχοντες» και «μη έχοντες», σε
ανθρώπους με υψηλό οικονομικό κεφάλαιο (εισόδημα, ιδιοκτησία μέσων παραγωγής
πλούτου) και σε ανθρώπους που είναι αναγκασμένοι να βρίσκονται διαρκώς
εκτεθειμένοι στo έλεος της ανεργίας, αποτελεί μια «φυσική», δεδομένη
πραγματικότητα που ως τέτοια, δεν προκαλεί καμία καταδίκη.

Όμως με βάση τις προηγούμενες διατυπώσεις, καταλήγουμε σε μια άλλη σχέση


μεταξύ των συνθηκών (και συνεπώς, της δομικής θέσης) της γειτονιάς και των
κατοίκων της. Οι (προκύπτουσες) αντιληπτές αλλαγές στην θέση της γειτονιάς από
μια καλή, μεσαία περιοχή (Παντελής) σε μια τρίτη γειτονιά (Γιώργος) ή σε μια
γειτονιά που κατέχει ομόλογη θέση στην χωρο-κοινωνική ιερσρχία με την θέση της
Αφρικής στο παγκόσμιο πεδίο της ανάπτυξης (Φάτμα), αποτελεί προϊόν, σύμφωνα με
το θεωρητικό υπόδειγμα του κριτικού ρεαλισμού, κοινωνικών αλλαγών στο
εσωτερικό της γειτονιάς, των οποίων η αισθητηριακή εμπειρία (μέσω της
διαμεσολάβησης της εθνότητας) παρέχει τις παραπάνω αντιλήψεις για αυτήν την
περιοχή117.

117
Δεν πρέπει να λησμονούμε πως «πίσω» από τον κόσμο της καθημερινής εμπειρίας, «κρύβονται»
συγκεκριμένες δομές (σχέσεις) και μηχανισμοί, από τις οποίες δίδεται η καθημερινή εμπειρία.

512
Όμως, οι κοινωνικές αλλαγές στο εσωτερικό της περιοχής, αποτελούν απόρροια των
μηχανισμών χωρικής ταξινόμησης τόσο των κατοίκων της πόλης της Αθήνας όσο και
των μεταναστών που ήρθαν να κατοικήσουν σε αυτή. Τα φθηνά ενοίκια της περιοχής
(όπως φαίνεται στον λόγο ορισμένων συνεντευξιαζόμενων) καθώς και η ύπαρξη
ομοεθνών, αποτέλεσαν πόλο έλξης για ανθρώπους από το εξωτερικό που στο πεδίο
της ταξικής ανισότητας της αθηναϊκής κοινωνίας, βρίσκονται στα κατώτερα
οικονομικά στρώματα.

Με άλλα λόγια, για την μελέτη της αρνητικής επίδρασης της γειτονιάς, η χωρική
ταξινόμηση δεν αποτελεί κάποιο πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί με τις
κατάλληλες… μεταβλητές ελέγχου ή με τους τύπους παλινδρόμησης, αλλά μέρος της
ίδιας της ανάλυσης, διότι, σε τελευταία ανάλυση, η χωρική ταξινόμηση αποτελεί έναν
«(…) διαφορετικό είδος επίδρασης της γειτονιάς» (Sampson & Sharkey 2008: 26),
που συγκεκριμένες γειτονιές «έλκουν» (και «απωθούν») συγκεκριμένες κοινωνικές
κατηγορίες.

Η στατιστική προσέγγιση που προτείνουν οι Byrne & Uprichard (2007) για την
μελέτη της επίδρασης της γειτονιάς, με την συνδυαστική χρήση της ανάλυσης
συστάδωνv και της ποιοτικής συγκριτικής ανάλυσης, λαμβάνουν υπόψη τη χωρική
ταξινόμηση ως ένα είδος επίδρασης της γειτονιάς, γεγονός που θα μπορούσε να
συνεισφέρει μελλοντικά στην ποσοτική μελέτη της σχέσης μεταξύ της επίδρασης της
γειτονιάς και της χωρικής ταξινόμησης.

Επίσης, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός ότι ο λόγος για τον οποίο η
γειτονιά μπορεί και επιδρά στους κατοίκους της, είναι διότι μέρος των συνθηκών
ύπαρξης των ατόμων, δηλαδή εκείνων των συνθηκών που, όπως επισημαίνει η
φαινομενολογική παράδοση, «(…) δεν είναι απλώς ‘εκεί έξω’ ασκώντας δύναμη,
αλλά είναι ανθρώπινες συνθήκες, εγγενείς στην οργάνωση της εμπειρίας» (Ostrow
1981: 193).

Μέσω των εμπειριών που παρέχονται από μια συγκεκριμένη περιοχή, σε ένα
υποκείμενο με μια ορισμένη έξη, συντελείται η επίδραση της γειτονιάς,
διαμορφώνοντας παράλληλα την έξη του ατόμου. Ταυτόχρονα, η περιοχή κατοικίας,
νοούμενη ως συνθήκη ύπαρξης, συγκροτεί, όπως είδαμε στην παρούσα ενότητα, μιας
ατομική έξη, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη του Sayer (2012: 184), ότι ο

513
χώρος, δεν είναι αποτελεί απλώς το συγκείμενο δράσης και εμπειρίας αλλά
συμμετέχει στην ίδια την συγκρότηση των διαθέσεων του ατόμου. Σε αυτό το σημείο,
μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι εφόσον το κοινωνικό υποκείμενο αποτελεί
το σημείο διατομής κοινωνικών συνθηκών μέσα στον κοινωνικό φασικό χώρο (Byrne
2011b: 89) ή εναλλακτικά, έναν κόμβο σχέσεων μέσα στον κοινωνικό κόσμο
(Merleau-Ponty 2002: 530), τότε ο τύπος της περιοχής κατοικίας αποτελεί μια
απαραίτητη διάσταση του κοινωνικού κόσμου για την κατανόηση της διαδρομής του
ατόμου μέσα στο πεδίο των ευκαιριών ζωής, γεγονός που θα πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη στην έρευνα για τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Οι τύποι των περιοχών κατοικίας στο πεδίο της χωρο-κοινωνικής ιερραρχίας


(«πλούσιες» περιοχές, «φτωχές» περιοχές που κυριαρχεί η ενοίκίαση κατοικίας,
«φτωχές» περιοχές που κυριαρχεί η ιδιόκτητη κατοικία, κοκ) συγκροτούν ένα
σύστημα σχέσεων (πεδίο διάκρισης) μεταξύ των κατοίκων τους (κάτοικος
«πλούσιας» περιοχής, «φτωχής» περιοχής που κυριαρχεί η ενοίκίαση κατοικίας,κοκ).

Πριν το τέλος αυτής της ενότητας, κρίνεται χρήσιμη η επισήμανση δύο


παρατηρήσεων. Η πρώτη αφορά την υπενθύμιση ότι η έξη ενός ατόμου συγκροτείται
πάντοτε μέσω της κοινωνικοποίησης σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα και σε
συγκεκριμένες ταξικές συνθήκες, γεγονός που συνεπάγεται ότι και οι ηθικές
διαθέσεις της αποτελούν προϊόν της ίδιας διαδικασίας (Sayer 2011: 173).

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την ανάδειξη ενός ιδιαίτερου τρόπου που επιδρά ο
μηχανισμός της κοινωνικής αποδιοργάνωσης στην αναπαραγωγή του κοινωνικού
αποκλεισμού για τον οποίο δεν έχει γίνει αναφορά από την βιβλιογραφία. Αυτός ο
τρόπος αφορά την φυσική στάση απέναντι σε συνθήκες κοινωνικής αποδιοργάνωσης
(μέσω της πρακτικής εξοικείωσης με αυτές, ως μέρος του φαινομενικού πεδίου της
γειτονιάς), οι οποίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκφράσεις του κοινωνικού
αποκλεισμού στο χώρο της γειτονιάς (MacDonald, Shildrick, Webster & Simpson
2005: 881).

Παράλληλα, αναδεικνύει την συγκρότηση μιας συλλογικής έξης, της έξης των
κατοίκων μιας τρίτης γειτονιάς, ενός συλλογικού τρόπου του είναι-μέσα-στο-κόσμο
που το στοιχείο που τείνουν να μοιράζονται τα μέλη αυτής της ομάδας είναι η
αποδοχή αυτών των συνθηκών. Σε αυτό το σημείο, o Schaffer (2004: 1-3), μας

514
προτρέπει να διαχωρίζουμε ανάμεσα στην πλήρη αποδοχή ή στην παραίτηση στο
αναπόφευκτο που λαμβάνει το χαρακτήρα της αδιαφορίας απέναντι σε κοινωνικές
συνθήκες ύπαρξης, και στην καταπιεστική παραίτηση που ενώ το άτομο επιζητά
δικαιότερες συνθήκες ύπαρξης, εντούτοις αισθάνεται ότι αυτή η επιθυμία δεν μπορεί
να πραγματοποιηθεί. Η περίπτωση του Γιάννη και του Αλέξη ανήκουν στην
τελευταία κατηγορία.

Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, παρατηρούμε μια αδιαφορία για την ύπαρξη αυτών των
συνθηκών συνθήκες, όπως στη Μαριέττα και στον Θανάση ή μια πλήρη αποδοχή
αυτών ως μια «θετική» εμπειρία από την οποία μπορεί κανείς να αποκτήσει γνώση
για όλες τις πλευρές της ζωής, για την αληθινή ζωή. Αυτές οι μορφές φυσικής στάσης,
υποδηλώνουν παράλληλα και μια αποδοχή αυτής της ζωής, στο σύνολό της, «ως η
μόνη εφικτή ζωή» (Charlesworth 2000: 181), που η συγκεκριμένη αποδοχή με την
σειρά της, καθιστά αδύνατη την συγκρότηση επιθυμίας μιας άλλης ζωής με
(τουλάχιστον) δικαιότερες συνθήκες ύπαρξης για όλους τους ανθρώπους
(Charlesworth 2000: 181-182, 106-107).

Επίλογος-Σκέψεις για την έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς.

Όταν σκεφτόμαστε την έννοια του χώρου, συνήθως η σκέψη μας στοχεύει
πρωταρχικά στον γεωμετρικό χώρο που κατέχει διαστάσεις μήκους, ύψους και
πλάτους και εμπεριέχει πρόσωπα και πράγματα που μπορούν να «μετρηθούν» είτε ως
απόλυτα νούμερα είτε ως ποσοστά. Μπορούμε να συζητάμε με μεγάλη ευκολία για
τις αποστάσεις μεταξύ μεγάλων πόλεων, για τις χωρικές διαστάσεις της κατοικίας
μας, για την χωρική διάταξη των υπηρεσιών που υπάρχουν σε μια γειτονιά, για τις
χρήσεις γης ενός τόπου, για την κοινωνική του σύνθεση, κοκ.

Αλλά ο βιωματικός χώρος, είναι δυσκολότερο να τεθεί σε λέξεις και να περιγραφθεί,


δεδομένου ότι η εμπειρία του βιωματικού χώρου (όπως και του βιωμένου χρόνου)
είναι κατά ένα μεγάλο μέρος προ-λεκτική: δεν στοχαζόμαστε συνήθως πάνω σε
αυτήν.

Εντούτοις, γνωρίζουμε ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόμαστε, επηρεάζει τον


συναισθήματά μας, την σκέψη μας καθώς και την συμπεριφορά μας. Όταν
περπατάμε, για παράδειγμα, το απόγευμα σε έναν εμπορικό δρόμο, αισθανόμαστε

515
διαφορετικά από ότι όταν περπατάμε σε ένα έρημο δρόμο κατά την διάρκεια της
νύχτας. Επίσης, σε κάποιους χώρους (όπως ο χώρος της κατοικίας μας, της γειτονιάς
μας, της εργασίας μας, κοκ) αισθανόμαστε οικεία («σαν στο σπίτι μας»), διότι
αποτελούν τους χώρους στους οποίους έχουμε αφιερώσει ένα μέρος του πρακτικού
μας χρόνου. Αντίθετα, εάν βρεθούμε σε τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα, με
διαφορετικούς τύπους ανθρώπων και πραγμάτων, αισθανόμαστε ανοίκεια, ή ακόμα
και δυσάρεστα, νιώθοντας ότι δεν «ανήκουμε» στο συγκεκριμένο περιβάλλον.

Η παρούσα διατριβή, προσπάθησε να αναδείξει αυτήν την βιωματική διάσταση του


καθημερινού, οικείου χώρου η οποία συγκροτείται στην καθημερινή αλληλεπίδραση
του ατόμου με τον χώρο, τόσο με το υλικό της περιβάλλον στο οποίο το άτομο δρα,
όσο και με τα κοινωνικά υποκείμενα που κατοικούν σε αυτόν τον χώρο και του
προσδίδουν ορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Αυτή η ανάδειξη, δεν μπορεί να επιτευχτεί παρά μόνο με την υπενθύμιση ότι οι
άνθρωποι δεν αποτελούν «στατικές» οντότητες που κατά κάποιο τρόπο επηρεάζονται
από μια εξωτερική κατάσταση όπως το περιβάλλον της γειτονιάς αλλά ενεργά,
δρώντα υποκείμενα που συγκροτούν πρακτικές σχέσεις με πράγματα και πρόσωπα
που λαμβάνουν χώρα σε ένα συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο. Με τα λόγια του
Matthews (2002: 48-49).

«Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε στον κόσμο εάν δεν είχαμε μια θέση μέσα
στο χώρο και σε αυτόν τον βαθμό είμαστε οι ίδιοι αντικείμενα όπως όλοι οι
υπόλοιποι. Όμως ο ‘κόσμος’, για εμάς, είναι κάτι περισσότερο από ένα
χωρικό δοχείο της ύπαρξης μας. Αποτελεί την σφαίρα της ζωής μας ως
ενεργά…όντα: όντα που έχουν σκέψεις για αυτόν, που ανταποκρίνονται
συναισθηματικά…σε αυτόν, που δρουν σε αυτόν, που επηρεάζονται από
αυτόν, κοκ».

Ο ‘κόσμος’ στον οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο
καθημερινός βιόκοσμος, ο κόσμος της βιωματικής εμπειρίας ο οποίος περιλαμβάνει
συγκεκριμένα χωρικά πλαίσια στα οποία λαμβάνει χώρα η καθημερινή δράση και
εμπειρία. Στην καθημερινή ζωή, ο χώρος δεν αποτελεί ένα ουδέτερο νοηματικό
συγκείμενο, στο οποίο απλώς βρίσκονται ορισμένα πράγματα και πρόσωπα.
Αντίθετα, αποτελεί το οικείο περιβάλλον που παράγεται η καθημερινή δράση όπως οι

516
διάφορες μετακινήσεις και οι διάφορες εργασιακές πρακτικές ή οι πρακτικές το
ελεύθερου χρόνου. Ο χώρος της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, καθώς και ο
χώρος των δύο σχολικών συγκροτημάτων αποτελούν πρωτίστως χώρους δράσης και
εμπειρίας, για τους ανθρώπους που ζουν μέσα σε αυτούς.

Με άλλα λόγια, η περιοχή κατοικίας, δεν αποτελεί απλώς μια συμπληρωματική


παράμετρος της μελέτης των ευκαιριών ζωής των ατόμων, «δίπλα» από την
κοινωνική τους τάξης (με εισοδηματικούς ή οποιουσδήποτε άλλους όρους), αλλά
αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της μελέτης, διότι ο καθημερινός βίος συγκροτείται
μέσα στον χώρο.

Παράλληλα, όπως είδαμε στο τέταρτο κεφάλαιο, οι εμπειρίες μέσα στον χώρο, όπως
οι κοινές καταστάσεις με φίλους, δεν αποτελούν απλώς «αισθητηριακά» δεδομένα,
αλλά συμμετέχουν ενεργά στην συγκρότησης της έξης, η οποία καθορίζει τον
υπαρκτικό (και συνάμα κοινωνικοπολιτισμικό) προσανατολισμό του ατόμου και
συγκεκριμένα τις πρακτικές στις οποίες επενδύει τον εαυτό του που μέσω αυτού του
προσανατολισμού, παρέχονται συγκεκριμένες ευκαιρίες ζωής στο άτομο. Αυτή η
καθημερινή έκθεση στον κόσμο, λησμονείται από αρκετές ποσοτικές, αλλά ακόμα
και από ποιοτικές, έρευνες για την επίδραση της γειτονιάς, καταλήγοντας στο
συμπέρασμα ότι ο χώρος κατοικίας δεν διαδραματίζει κάποιο ρόλο στην διαδρομή
ζωής του ατόμου, αλλά μόνο ταξικοί παράγοντες διαβίωσης όπως το μηνιαίο
εισόδημα της οικογένειάς του ή του ίδιου του ατόμου. Όμως όπως μας υπενθυμίζει ο
Bourdieu (2000: 140):

«Με ένα Χαϊντεγκεριανό παιχνίδι λέξεων, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι


είμαστε διατεθειμένοι επειδή είμαστε εκτεθειμένοι. Είναι επειδή το σώμα
είναι (σε άνισους βαθμούς) εκτεθειμένο(…) στον κόσμο,(…) και(…)
υποχρεωμένο να λάβει σοβαρά υπόψη του τον κόσμο,(…) που καθιστά
εφικτή την απόκτηση διαθέσεων»

Αλλά εκτός από την περιοχή κατοικίας, η ίδια η κοινωνική τάξη, είτε με
«μαρξιστικούς» είτε με βεμπεριανούς όρους, όπως στην περίπτωση του ορισμού της
οικονομικής τάξης του Wilson στην ενότητα 1.2, δεν αποτελεί απλά μια ποσοτική ή
ποιοτική μεταβλητή αλλά πρωτίστως συνθήκες ύπαρξης καθώς και μια καθημερινή,
βιωματική σχέση με τον κόσμο και συγκεκριμένα με κοινωνικές δομές τις δομές (ή,

517
εναλλακτικά τους θεσμούς κατά τον Merleau-Ponty (2002: 220) αυτού του κόσμου,
όπως οι δομές εργασίας, η δομή του φορολογικού συστήματος, η δομή της αγοράς
κατοικίας, κοκ.

Η αναπαράσταση αυτών των συνθηκών με την χρήση μεταβλητών από την κοινωνική
επιστήμη, δεν πρέπει να οδηγεί στην παράβλεψη αυτής της βιωματικής σχέσης με τον
κόσμο, δηλαδή στον καθημερινό κόσμο της εμπειρίας (βιόκοσμο), διότι αυτός
αποτελεί το πρωταρχικό (κοινωνικό) πεδίο στο οποίο λαμβάνει χώρα ο καθημερινός
βίος. Η παρατήρηση του Merleau-Ponty (2002: 515) σε ορισμένους μαρξιστές
διανοούμενους της εποχής του, αποτελεί μια χρήσιμη υπενθύμιση της βιωματικής
διάστασης της κοινωνικής τάξης:

«Αυτό που με καθιστά προλετάριο, δεν είναι το οικονομικό σύστημα ή η


κοινωνία νοούμενη ως συστήματα απρόσωπων δυνάμεων, αλλά αυτοί οι
θεσμοί, όπως τους μεταφέρω μέσα στον εαυτό μου και όπως τους βιώνω:
ούτε αποτελεί, για τον ίδιο λόγο, μια νοητική δραστηριότητα χωρίς κίνητρο,
αλλά ο τρόπος μου του είναι-μέσα-στον-κόσμο μέσα σε αυτό το θεσμικό
πλαίσιο»

Το βασικό εμπόδιο για την κατανόηση της επίδρασης της γειτονιάς στις ευκαιρίες
ζωής των ανθρώπων και την αλληλεπίδρασή της με την κοινωνική τους τάξη,
βρίσκεται δυστυχώς στην έντονη παρουσία της ««ακαδημαϊκής πλάνης», κατά την
οποία η αναπαράσταση που κατέχει ο/ η κοινωνικός επιστήμονας για την επίδραση
της υποβαθμισμένης γειτονιάς στις ευκαιρίες ζωής, η οποία συνήθως προέρχεται
σχεδόν αποκλειστικά μέσα από την εμπειρία στατιστικές έρευνες με την
χρήση…»ανεξάρτητων» μεταβλητών χωρίς την συνοδεία της βιωματικής σχέσης με
μια υποβαθμισμένη γειτονιά (Charlesworth 2007: 5), «προβάλλεται» πάνω στους
ανθρώπους που διατηρούν μια «πρακτική» σχέση με μια υποβαθμισμένη γειτονιά,
που μεγάλωσαν «εκεί», που συγκρότησαν δίκτυα «εκεί» και ήρθαν σε καθημερινή,
άμεση επαφή με τις εμπειρίες που παρέχονται «εκεί».

Η κατάσταση της «ακαδημαϊκής πλάνης», επιφέρει και μια οντική πλάνη (Banfield
2004: 61) κατά την οποία το «τί γνωρίζω», ανάγεται στο «τί υπάρχει» στο κόσμο (για
παράδειγμα, το εάν υπάρχει η αρνητική επίδραση της γειτονιάς), χωρίς την ύπαρξη

518
του απαραίτητου στοχασμού επάνω στο πώς προέκυψε η γνώση και συνεπώς στις
μεθόδους από τις οποίες προήλθε η γνώση.

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη χρησιμότητα της θεωρίας και


των εργαλείων σκέψης που παρέχει, που μέσω αυτής καθίσταται εφικτός ο
στοχασμός επάνω στις μεθόδους όπως χρησιμοποιεί ο/ η ερευνητής/ -τρια. Με άλλα
λόγια, η θεωρία μπορεί να διαμορφώσει την ίδια την αντίληψή για την έρευνα του
κοινωνικού κόσμου και κατ’επέκταση το εύρος αυτής της αντίληψης για τον ίδιο τον
κόσμο, ως η «ολότητα των αντιληπτών πραγμάτων» (Merleau-Ponty 1964: 16).

Όπως αναφέρθηκε, η αντίληψη αποτελεί ένα άνοιγμα προς την ολότητα του κόσμου,
διότι εκτείνεται μέχρι το σημείο που φτάνει η κατανόησή μας στα πράγματα αυτού.
Όμως ταυτόχρονα, αυτή η κατανόηση έχει πάντοτε κάποια όρια ή με τα λόγια του
Merleau-Ponty (2002: 323):

«Όταν φτάνουμε στα όρια του οπτικού μας πεδίου, δεν περνάμε από την
όραση στην μη-όραση(…) Από την άλλη πλευρά, αυτό που βλέπουμε είναι
πάντοτε, σε κάποιο βαθμό, απαρατήρητο: πρέπει να υπάρχουν κρυμμένες
πλευρές των πραγμάτων και πράγματα που βρίσκονται ‘πίσω μάς’, εφόσον
υπάρχει η ‘μπροστινή πλευρά’ των πραγμάτων και πράγματα που
βρίσκονται ‘μπροστά μας’, δηλαδή με μια λέξη, αντίληψη»

Τα θεωρητικά εφόδια καθοδηγούν την αντίληψη του/της ερευνητή/ -τριας και


ταυτόχρονα, μπορούν να τροποποιηθούν από τα ευρήματα της ίδιας της έρευνας. Ο
χώρος, για την θεωρία της δομοποίησης καθώς και για την σκέψη του πρώιμου Sayer,
αποτελεί το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται η
καθημερινή αλληλεπίδραση, ως αναπόσπαστο στοιχείο της μορφής που λαμβάνει η
συγκεκριμένη αλληλεπίδραση που ενεργοποιεί αυτήν την αλληλεπίδραση στην
συγκεκριμένη της μορφή, και κατά συνέπεια ως ένα ενεργό συστατικό τη ίδιας της
καθημερινής ζωής.

Ο χώρος αποτελεί εκείνο το συγκείμενο, στο οποίο ενεργοποιούνται οι διάφορες


διαθέσεις δράσης, σκέψης και αίσθησης του υποκειμένου μέσα στην καθημερινότητά
του, μέσω της εγγύτητας με συγκεκριμένα υλικά πράγματα και κοινωνικά
υποκείμενα. Ταυτόχρονα, όπως επισημάνθηκε, σε ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο του,

519
ο Sayer (2012: 184), διατυπώσει ότι ο χώρος, δεν είναι απλώς το συγκείμενο στο
οποίο εξελίσσεται η διαδικασία παραγωγής πρακτικών αλλά συμμετέχει και στην ίδια
την συγκρότηση των διαθέσεων του ατόμου, διότι η ίδια η δομή του χώρου και οι
προκύπτουσες (κοινωνικές και πολιτισμικές) ιδιότητες του χώρου, συμμετέχουν στην
συγκρότηση της έξης του ατόμου και συνεπώς στον υπαρκτικό του προσανατολισμό.

Τα ευρήματα της παρούσας διατριβής, μας καλούν να αντιληφθούμε ότι ο χώρος και
συγκεκριμένα η περιοχή κατοικίας, δεν αποτελεί απλώς το συγκείμενο στο οποίο
εκτυλίσσεται η καθημερινή δράση αλλά και το πλαίσιο στο οποίο συγκροτείται η έξη
του ατόμου, γεγονός που θα ήταν αδύνατο εάν δεν είχε επιτευχθεί η ποιοτική έρευνα
αλλά και εάν δεν είχαν ληφθεί υπόψη ορισμένες ανθρωπολογικές παρατηρήσεις από
την φαινομενολογική παράδοση.

Η ποιοτική μέθοδος, δεν πρέπει να νοείται ως ένας «ανταγωνιστικός» τρόπος έρευνας


σε σχέση με την ποσοτική, στατιστική έρευνα, αλλά αντίθετα μπορεί κάλλιστα να
συνδυαστεί με αυτή και να αναδείξει πτυχές του φαινομένου υπό εξέταση που
παραμένουν «κρυμμένες» από την «στατιστική» οπτική. Αυτή η επισήμανση θα
μπορούσε να χρησιμέψει αρκετά στην περαιτέρω έρευνα για την επίδραση της
γειτονιάς, αφού οι περισσότερες έρευνες δεν έχουν «μικτό» χαρακτήρα.
Επιπρόσθετα, ο διάλογος ανάμεσα στα ευρήματα της έρευνας και στην κοινωνική
θεωρία, μπορεί να συνεισφέρει και στην ίδια την εξέλιξη της κοινωνικής θεωρίας.

Ένας από τους παράγοντες που καθιστά αδύνατη την κατανόηση της αλληλεπίδρασης
του τύπου της περιοχής κατοικίας και της κοινωνικής τάξης του ατόμου στην εξέλιξη
των ευκαιριών ζωής των ατόμων αποτελεί και ο κυρίαρχος τρόπος στατιστικής
προσέγγισης του ζητήματος της επίδρασης της γειτονιάς. Η συντριπτική πλειοψηφία
της ποσοτικής έρευνας, βασίζεται στα πορίσματα μοντέλων παλινδρόμησης των
οποίων οι μεθοδολογικοί περιορισμοί είναι σημαντικοί. Τα μοντέλα παλινδρόμησης,
εκτός από τους εγγενείς περιορισμούς στην ίδια την πρακτική εφαρμογή τους,
αντιμετωπίζουν τις μεταβλητές ως «ανεξάρτητους» παράγοντες που επιδρούν, με
άνισο ποσοτικά τρόπο, στην μεταβλητή ενδιαφέροντος αναδεικνύοντας παράλληλα
ποιές ανεξάρτητες μεταβλητές δεν στατιστικά «σημαντικές» με βάση την λογική από
την οποία κατασκευάζουν συγκεκριμένα μοντέλα.

520
Όμως αυτή η προσέγγιση, δεν προτρέπει στην κατανόηση της πολυπλοκότητας του
κόσμου και στο γεγονός ότι οι κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα
τις συνθήκες ύπαρξης του ατόμου, δεν μπορούν να «αποκοπούν» μεταξύ τους διότι
λειτουργούν αλληλεπιδραστικά μεταξύ τους.

Η στατιστική προσέγγιση που προτείνει ο πολύπλοκος ρεαλισμός (Byrne &


Uprichard 2007) για την μελέτη της επίδρασης της γειτονιάς, με την συνδυαστική
χρήση της ανάλυσης συστάδωνv και της ποιοτικής συγκριτικής ανάλυσης, μπορεί να
συνεισφέρει σημαντικά στην ποσοτική έρευνα της επίδρασης της γειτονιάς και
συγκεκριμένα, στο τρόπο με τον οποίο ο τύπος της περιοχής κατοικίας («φτωχή»
περιοχή, «πλούσια» περιοχή, κοκ) αλληλεπιδρά με την κοινωνική τάξη του, ως
«αναγκαία» ή «ικανή» συνθήκη για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου
αποτελέσματος το οποίο αναπαριστά η μεταβλητή ενδιαφέροντος (σχολική
εγκατάλειψη, ανεργία, συμμετοχή σε παραβατικές δραστηριότητες, κ.ά).

Ταυτόχρονα, η στατιστική προσέγγιση που προτείνει ο πολύπλοκος ρεαλισμός,


ενσωματώνει την διαδικασία της χωρικής ταξινόμησης των ατόμων μέσα στις
περιοχές κατοικίας του αστικού χώρου της πόλης στο τρόπο της ποιοτικής εκτίμησης
της επίδρασης της γειτονιάς, γεγονός που κρίνεται αρκετά σημαντικό διότι η χωρική
ταξινόμηση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα «πρόβλημα» που πρέπει να
επιλυθεί ή να παραβλεφθεί, αλλά ως ανασπαστώ στοιχείο μιας χωρικά
προσανατολισμένης κοινωνικής έρευνας.

Η χωρική κατανομή των ατόμων στον αστικό χώρο και οι αλλαγές που επιφέρει στην
κοινωνική οικολογία της πόλης, αποτελεί (και αποτελούσε) το θεμελιώδες ερευνητικό
ενδιαφέρον της κοινωνικής γεωγραφίας (Slater 2013: 369). Άλλωστε, όπως είδαμε
στην ενότητα 4.3, οι αλλαγές της κοινωνικής σύνθεσης της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-
Κυψέλη, οι οποίες εμφανίζονται «παραμορφωμένες» στην αντίληψη ορισμένων
συνεντευξιαζόμενων, όπως ο Μάκης και η Σοφία, μέσω της διαμεσολάβησης των
αλλαγών της εθνοτικής σύνθεσης της περιοχής, αποτέλεσαν το υπόβαθρο ανάπτυξης
ορισμένων μηχανισμών επίδρασης της γειτονιάς.

Απαραίτητη όμως προϋπόθεση είναι η κατανόηση από την πλευρά των κοινωνικών
ερευνητών/ ερευνητριών των δύο βασικών εννοιών πάνω στις οποίες βασίζεται η
κοινωνική έρευνα κατά τον Byrne (2002a: 163):

521
«Μη γραμμικότητα – η κατανόηση ότι οι ενδιαφέρουσες και σημαντικές
μετατοπίσεις στις διαδρομές και επομένως στους χαρακτήρες των
πολύπλοκων συστημάτων είναι εκείνες που περιλαμβάνουν ριζικές
μετατοπίσεις σε είδος [σ.σ. τύπος](…) Κατηγοριοποίηση – ο προσδιορισμός
των ειδών ως μια κεντρική δραστηριότητα της επιστήμης εφόσον η
κατανόηση των σημαντικών διαδικασιών βασίζεται στην γνώση του πότε
και πώς συμβαίνουν οι μετασχηματισμοί του είδους και η συσταδοποίηση
αποτελεί μια βασική προϋπόθεση για τη χαρτογράφηση αυτών των
μετασχηματισμών»

H εθνογραφική έρευνα της παρούσας διατριβής, ανέδειξε ότι η αρνητική επίδραση


της γειτονιάς, δεν έχει καθολικό χαρακτήρα, γεγονός που έρχεται σε πλήρη
παραλληλισμό με τις θεωρητικές προσεγγίσεις του κριτικού ρεαλισμού, κατά τον
οποίο οι δομές και συγκεκριμένα, οι δομικές θέσεις στις οποίες είναι «τοποθετημένο»
τα άτομα, όπως οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες της γειτονιάς, δεν
λειτουργούν με την μορφή της υδραυλικής πίεσης όσον αφορά την επίδρασή τους
στις ευκαιρίες ζωής τους, διότι η επιρροή τους εξαρτάται από τους υλικούς πόρους,
τις διαθέσεις καθώς και τα κοινωνικά τους δίκτυα. Δεν επηρεάζονται όλοι οι κάτοικοι
από τους αρνητικούς μηχανισμούς της γειτονιάς καθότι μηχανισμοί όπως η
εισοδηματική τάξη ή/ και οι γονικές πρακτικές διαμεσολαβούν ανάμεσα στο άτομο
και στην γειτονιά.

Ταυτόχρονα, μέσα από την παρουσίαση και ανάλυση των εθνογραφικών


συνεντεύξεων, καθίσταται σαφές ότι η διαδρομή ζωής των ανθρώπων δεν είναι
απαραίτητα γραμμική. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι άνθρωποι, λόγω της ίδιας της
εμπειρίας που τους παρέχει ο κοινωνικός κόσμος, αλλάζουν την βιοτική πορεία που
ακολουθούσαν και στην συγκρότηση της οποίας, συμμετείχαν ορισμένοι από τους
μηχανισμούς επίδρασης της γειτονιάς. Παράλληλα, αναδείχθηκε ο θετικός ρόλος του
νυχτερινού σχολείου ως μηχανισμός αποκατάστασης της «φθοράς» που προκαλεί η
αρνητική επίδραση της γειτονιάς, γεγονός που όταν ξεκίνησε η διεξαγωγή της
έρευνας δεν είχε «εισέρθει» καν στη συνείδηση του γράφοντα. Μέσα από την
επεξεργασία των συνεντεύξεων, φανερώθηκε ο (μέχρι πρότινος «κρυμμένος»)
θετικός ρόλος του νυχτερινού σχολείου ως ένα μέσο ριζικής αλλαγής της διαδρομής
ζωής.

522
Με εξαίρεση ορισμένες έρευνες όπως της Peterson (2011), οι περισσότερες
εθνογραφικές έρευνες για την επίδραση της γειτονιάς και γενικότερα τις συνθήκες
ζωής σε περιοχές αποστέρησης, δεν έχουν αναδείξει αυτήν την διάσταση, με
αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι άνθρωποι που
κατοικούν σε αυτού του τύπου τις αστικές περιοχές, είναι «παγιδευμένοι» σε μια
συγκεκριμένη βιογραφία που σκιαγραφείται μέσα σε μια σταθερή κοινωνική θέση
στο κοινωνικό κόσμο με όρους οικονομικού, πολιτισμικού και κοινωνικού
κεφαλαίου. Όμως δεν μπορούμε να διαγράφουμε την πιθανότητα εμφάνισης ενός
σημείου (η ακόμα και αρκετών σημείων) καμπής στην βιογραφία ενός ατόμου, στο
οποιο ορισμένα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή του, επιδρούν σημαντικά στη ζωή
και στην ταυτότητα του, στρέφοντάς το σε νέες διαδρομές (Peterson 2011: 273-274).

Η περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση με βάση την


βιβλιογραφία που ασχολείται με το ζήτημα της επίδρασης της γειτονιάς, καθότι δεν
αποτελεί μια παραδοσιακά υποβαθμισμένη περιοχή. Επίσης, η χώρα μας έχει
ορισμένες ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις ΗΠΑ και της χώρες της Βόρειας και
Δυτικής Ευρώπης, διότι όσον αφορά το ζήτημα του στεγαστικού κοινωνικού
διαχωρισμού που σχετίζεται μα την επίδραση της γειτονιάς, ο ισχυρός ρόλος του
κεντρικού κράτους στην διανομή και ρύθμιση δημόσιων αγαθών όπως η παιδεία και η
υγεία, είχε ως αποτέλεσμα ιστορικά την ομοιογενή τους λειτουργία εντός των
γειτονιών της πόλης και την αποτροπή του χωρικού διαχωρισμού της ποιότητας
παροχής των αγαθών αυτών, γεγονός που συνέβαλε στην μειωμένη κοινωνική
διαφοροποίηση στο εσωτερικό της πόλης της Αθήνας.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί μια τυπική περίπτωση μελέτης της προηγμένης αστικής
περιθωριοποίησης διότι η μετάβαση από την φορντική εποχή στη μεταφορντική,
εγινε με ηπιότερους όρους. Επιπρόσθετα, τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης σε
τύπους κτιρίων όπως η πολυκατοικία, καθώς και περιορισμένη ανάπτυξη της
δημόσιας παροχής κατοικίας, η οποία κατά κανόνα προσφέρεται για ιδιοκατοίκηση,
διαφοροποιεί εντονότερα την χώρα μας από τις βορειο-ευρωπαϊκές χώρες.

Όμως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αποτελούν παράγοντα αποτροπής της


συγκέντρωσης φτωχών ανθρώπων σε ορισμένες αστικές περιοχές, όπως η περιοχή
μελέτης, αλλά αντίθετα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η συγκέντρωση φτωχών
ανθρώπων στον αστικό και η επίδραση αυτής της συγκέντρωσης στις ευκαιρίες ζωής

523
των κατοίκων, συντελέστηκε επάνω στο πλαίσιο κοινωνικής και χωρικής δόμησης
της Αθήνας. Στις χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως και στην Ελλάδα, λόγω του
ισχυρού ρόλου που διαδραματίζει η οικογένεια στην κοινωνική αναπαραγωγή των
τάξεων, οι διαδρομές ζωής των ατόμων, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους
πόρους που διαθέτει η οικογένεια τους. Η εύρεση εργασίας, η ποιότητά της, αλλά και
η γενικότερη ευημερία, επαφίεται στην οικογένεια, ενώ η βοήθεια από το κράτος με
την μορφή επιδομάτων, όπως το επίδομα ανεργίας, είναι εξαιρετικά χαμηλή
(Matsaganis 2011: 509).

Σε αυτό το πλαίσιο, οι μετανάστες καθώς και οι απόγονοί τους, είναι αναμενόμενο να


βρίσκονται σε χειρότερη θέση από το γηγενή πληθυσμό διότι είναι συνήθως,
αποκλεισμένοι από τους απαραίτητους κοινωνικούς (δίκτυα) και οικονομικούς
πόρους που απαιτούνται για την κοινωνική ανέλιξη μέσα στο ελληνικό κοινωνικό
πλαίσιο (Tsoulouvis 1996: 729)., ενώ παράλληλα το γεγονός ότι βρίσκονται κατά
μεγάλα ποσοστά στην κατάσταση της ενοικίασης κατοικίας, αποτελεί έναν
επιπρόσθετο παράγοντα χειροτέρευσης των βιοτικών τους συνθηκών, όπως είδαμε
στην ενότητα 4.3.

Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε και το ευρύτερο, διεθνές πολιτικό πλαίσιο στο οποίο
αναδείχθηκε η επίδραση της γειτονιάς ως φαινόμενο αλλά και ως θέμα επιστημονικού
ενδιαφέροντος. Μία βασική κριτική που ασκεί ο Slater (2013: 382) στις έρευνες για
την επίδραση της γειτονιάς είναι ότι «(…) μεταδίδουν μια ανυπόστατα
αποπολιτικοποιημένη οπτική της αστικής ανισότητας». Δεν είναι τυχαίο ότι το
ενδιαφέρον για την σχέση μεταξύ χώρου κατοικίας και ευκαιριών ζωής των ατόμων,
αναπτύχθηκε κατά την περίοδο της εδραίωσης των νεοφιλελεύθερων απόψεων για
τον ρόλο του κράτους στην κοινωνική ρύθμιση, απόψεις οι οποίες ισχυροποιούνται,
τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008
(Palley 2013).

Για την σχέση μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και αστικής φτώχειας ο Bourdieu (2008:
202) είχε διατυπώσει χαρακτηριστικά ότι «(…) η θέα των κατεστραμμένων κέντρων
των μεγάλων αμερικάνικων πόλεων, μας παρουσιάζει τα όρια του απεριόριστου
φιλελευθερισμού καλύτερα από οποιαδήποτε θεωρητική κριτική», γεγονός που
καθιστά την μελέτη της επίδρασης της γειτονιάς στο μέλλον, περισσότερο αναγκαία
από ποτέ, εάν διατηρηθούν οι υπάρχουσες πολιτικές συνθήκες στον ευρωπαϊκό χώρο.

524
Τέλος, κρίνεται χρήσιμη η επισήμανση δύο επιπλέον κατευθύνσεων για την
μελλοντική μελέτη της επίδρασης της γειτονιάς, με βάση την υπάρχουσα διατριβή. Η
πρώτη, αφορά την διερεύνηση της σχέσης της επίδρασης της γειτονιάς με το φύλο
του ατόμου, ως μια μελλοντική επιστημονική πρόκληση. Η εθνογραφική έρευνα της
παρούσας διατριβής, δεν περιείχε τα διαθέσιμα «δεδομένα» για τον τρόπο που
αλληλεπιδρά το φύλο με τους διάφορους μηχανισμούς επίδρασης της γειτονιάς. Η
συντριπτική πλειοψηφία των συνεντευξιαζόμενων ήταν άνδρες, ενώ οι αφηγήσεις των
λιγοστών γυναικών, δεν μπορούν να αποτελέσουν συγκριτικά παραδείγματα με αυτά
των ανδρών.

Η δεύτερη, αφορά την επιλογή της περιοχής. Οι κεντρικές περιοχές της Αθήνας όπως
το 1ο και ιδιαίτερα το 6ο δημοτικό διαμέρισμα, αποτελούν ιδιαίτερες περιπτώσεις,
λόγω της διαδρομής τους μέσα στο πεδίο της χωρο-κοινωνικής ανισότητας, όπως
παρουσιάστηκε στην ενότητα 3.2. Θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον, η διεξαγωγή μιας
ποιοτικής έρευνας για την επίδραση της γειτονιάς, σε μια απομακρυσμένη περιοχή
της δυτικής περιφέρειας της Αττικής που ανήκουν παραδοσιακά στις υποβαθμισμένες
περιοχές της μητρόπολης.

Παράλληλα, η ιδιαιτερότητα αυτών των περιοχών βρίσκεται στο γεγονός ότι


αποτελούν περιοχές που η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων τους, ζουν σε
ιδιόκτητες κατοικίες. Η αμερικανική και ευρωπαϊκή βιβλιογραφία για την επίδραση
της γειτονιάς, εστιάζει αποκλειστικά σε περιοχές ενοικιαστών, λόγω του εξέλιξης της
αστικής και κοινωνικής δόμησης σε αυτές τις χώρες. Συνεπώς, μια εθνογραφική
έρευνα σε μία από αυτές τις περιοχές, θα εμπλούτιζε περαιτέρω την ευρωπαϊκή
βιβλιογραφία για την επίδραση της γειτονιάς αφού πιθανώς, θα αναδείκνυε
διαφοροποιήσεις στο τρόπο που αλληλεπιδρούν οι διάφοροι μηχανισμοί μεταξύ τους
ή ακόμα και νέους μηχανισμούς επίδρασης της γειτονιάς.

525
Βιβλιογραφικές αναφορές

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Aalbers M. B. (2011): Place, exclusion, and mortgage markets, Oxford: Wiley-


Blackwell

Abbott A. (1992): «What do cases do? Some notes on activity in sociological


analysis», ιn Ragin C. C. & Becker H. S. (eds.): What is a Case? Exploring the
Foundations of Social Inquiry, Cambridge: Cambridge University Press, pp. 53-82

Abbott A. (1997): «Of time and space: the contemporary relevance of the Chicago
School», Social Forces, 75(4): 1149-1182

Abbott A. (2001): Time matters: on theory and method, Chicago: The University of
Chicago Press

Åberg Y. & Hedström P. (2011): «Youth unemployment: a self-reinforcing process?»,


in Demeulenaere P. (eds.): Analytical Sociology and Social Mechanisms, Cambridge:
Cambridge University Press, pp. 201-226

Adamson C. (2000): «Defensive localism in white and black: a comparative history of


European-American and African-American youth gangs», Ethnic and Racial Studies
23(2): 272-298

Akram S. & Hogan A. (2015): «On reflexivity and the conduct of the self in everyday
life: reflections on Bourdieu and Archer», The British Journal of Sociology. 66(4):
605-625

Alesina A. & Glaeser E. L. (2004): Fighting Poverty in the US and Europe. A World
of Difference, Oxford: Oxford University Press

Alexander M. (2003): «Local policies toward migrants as an expression of Host–


Stranger relations: a proposed typology», Journal of Ethnic and Migration Studies.
29(3): 411- 430

526
Allard S. W. & Small M. L. (2013): «Reconsidering the Urban Disadvantaged: The
Role of Systems, Institutions, and Organizations», The annals of the American
Academy of Political and Social Science, 647: 6-20

Allen C. (2005): «On the Epistemological Limitations of the ‘‘Area Effects’’ Debate:
Towards a Phenomenology of Urban Deprivation», Housing, Theory and Society,
22(4): 196-212

Allen C. (2008): Housing market renewal and social class, London: Routledge

Allen J., Barlow J., Leal J., Maloutas T. &Padovani L.(2004): Housing and welfare
in Southern Europe, Oxford, Blackwell

Allen J. (2006): «Welfare Regimes, Welfare Systems and Housing in Southern


Europe», European Journal of Housing Policy, 6(3): 251–277

Allen J. (2012): «A more than relational geography?», Dialogues in Human


Geography, 2(2): 190-193

Allison P. D. (2005): Fixed Effects Regression Methods for Longitudinal Data Using
SAS, Cary: SAS Institute Inc.

Andersen H. T. (2004): «Spatial-not social polarization: social change and segregation


in Copenhagen», The Greek Review of Social Research, 113: 145-165

Anderson E. (1999): Code of the Street: Decency, Violence and the Moral Life
of the Inner City. New York: W.W. Norton

Andersson E. (2004): «From Valley of Sadness to Hill of Happiness: The


Significance of Surroundings for Socioeconomic Career», Urban Studies, 41(3): 641-
659

527
Andersson E. & Subramanian S. V. (2006): «Explorations of Neighbourhood and
Educational Outcomes for Young Swedes», Urban Studies, 43(11): 2013-2025

Andersson R. & Bråmå Å. (2004): «Selective Migration in Swedish Distressed


Neighbourhoods: Can Area-based Urban Policies Counteract Segregation
Processes?», Housing Studies,19(4): 517-539

Andersson R. (2008): «Neighbourhood effects and the welfare state. Towards a


European research agenda?» Schmollers Jahrbuch, 128(1): 49-63

Andersson R. & Musterd S. (2010): «What scale matters? Exploring the relationships
between individuals’ social position, neighbourhood context and the scale of
neighbourhood», Geografiska Annaler: Series B, Human Geography, 92 (1): 23-43

Anyon J. (1997): Ghetto Schooling : A Political Economy of Urban Educational


Reform, New York: Teachers College Press

Arbaci S. (2007): «Ethnic Segregation, Housing Systems and Welfare Regimes in


Europe», European Journal of Housing Policy, 7(4): 401-433

Arbaci S. (2008): «(Re)Viewing Ethnic Residential Segregation in Southern European


Cities: Housing and Urban Regimes as Mechanisms of Marginalisation», Housing
Studies, 23(4): 589-613

Archer L. & Yamashita H. (2003): «‘Knowing their limits’? Identities, inequalities


and inner city school leavers’ post-16 aspirations», Journal of Education Policy,
18(1): 53-69

Archer M. S. (1995): Realist Social Theory: The Morphogenetic Approach.


Cambridge: Cambridge University Press

Archer M. S. (2000): Being Human: the Problem of Agency, Cambridge: Cambridge


University Press

528
Archer M. S. (2007) Making Our Way through the World. Human Reflexivity and
Social Mobility, Cambridge: Cambridge University Press

Arpaly N. (2003): Unprincipled Virtue: An Inquiry into Moral Agency, Oxford:


Oxford University Press

Atkinson R. & Davoudi S. (2000): «The Concept of Social Exclusion in the European
Union: Context, Development and Possibilities», Journal of Common Market Studies,
38(3): 427-448

Atkinson R. & Kintrea K. (2001) «Disentangling Area Effects: Evidence from


Deprived and Non-Deprived Neighbourhoods», Urban Studies 38(12): 2277–
2298

Atkinson T. (1998): «Social Exclusion, Poverty and Unemployment», available at


http://sticerd.lse.ac.uk/dps/case/cp/Paper4.PDF

Atkinson W. (2009): «Rethinking the Work–Class Nexus: Theoretical Foundations


for Recent Trends», Sociology, 43(5): 896- 912

Atkinson W. (2010a): Class, Individualization and Late Modernity In Search of the


Reflexive Worker, Basingstoke: Palgrave Macmillan

Atkinson W. (2010b): «Phenomenological Additions to the Bourdieusian Toolbox:


Two Problems for Bourdieu, Two Solutions from Schutz», Sociological Theory,
28(1): 1-19

Atkinson W. (2011): «From sociological fictions to social fictions: some


Bourdieusian reflections on the concepts of ‘institutional habitus’ and ‘family
habitus’», British Journal of Sociology of Education, 32(3): 331-347

Atkinson W. (2013): «Class habitus and perception of the future: recession,


employment insecurity and temporality», The British Journal of Sociology, 64(4):
643-661

529
Atkinson W. (2014): «A sketch of ‘family’ as a field: From realized category to
space of struggle», Acta Sociologica, 57(3): 223-235

Atkinson W. (2017): Class in the New Millennium: The Structure, Homologies and
Experience of the British Social Space, Abingdon: Routledge

Bailey N., Barnes H., Livingston M. & Mclennan D. (2013): «Understanding


Neighbourhood Population Dynamics for Neighbourhood Effects Research: A
Review of Recent Evidence and Data Source Developments», in van Ham M.,
Manley D., Bailey N., Simpson L. & Maclennan D. (eds.): Understanding
neighbourhood dynamics: new insights for neighbourhood effects research,
Dordrecht: Springer, pp.23-41

Ball S. J., Bowe R. & Gerwitz S. (1996): «School choice, social class and distinction:
The realization of social advantage», Journal of Education Policy, 11(1): 89-112

Bandura A. (1995): «Exercise of personal and collective efficacy in changing


societies», in Bandura A. (eds.): Self-efficacy in Changing Societies, Cambridge:
Cambridge University Press, pp. 1-45

Banfield G. (2004): «What’s Really Wrong with Ethnography?», International


Education Journal, 4(4): 53-63

Bankston C. & Caldas S. J. (1996): «Majority African American schools and social
injustice: the influence of de facto segregation on academic achievement», Social
Forces, 75(2): 535-555

Barnes J., Katz I., Korbin J.E. & O’Brien M., (2006): Children and families in
communities : theory, research policy and practice, Chichester: Wiley

Bartholomew D. J., Steele F., Moustaki I. & Galbraith J. I. (2008): Analysis of


Multivariate Social Science Data, 2nd edition, Boca Raton: CRC Press

530
Bauder H. (2001a): «Work, young people and neighbourhood representations», Social
& Cultural Geography, 2(4): 461-480

Bauder H. (2001b): «Culture in the labor market: segmentation theory and


perspectives of place», Progress in Human Geography, 25(1): 37-52

Bauder H. (2001c): «You’re good with your hands, why don’t you become an auto
mechanic: neighborhood context, institutions and career development», International
Journal of Urban and Regional Research, 25(3): 593-608

Bauder H. (2002): «Neighbourhood effects and cultural exclusion». Urban Studies


39(1): 85-93

Bauman Z. (2001): Community: Seeking safety in an insecure world, Cambridge:


Polity Press

Baxter M. J. (1994): Exploratory Multivariate Analysis in Archaeology. Edinburgh:


Edinburgh University Press

Beach D. & Sernhede O. (2012): «Learning Processes and Social Mobilization in a


Swedish Metropolitan Hip- Hop Collective», Urban Education, 47(5): 939- 958

Behtoui A. (2008): «Informal Recruitment Methods and Disadvantages of Immigrants


in the Swedish Labour Market», Journal of Ethnic and Migration Studies, 34(3): 411-
430

Benson R. & Neveu E. (eds.) (2005): Bourdieu and the journalistic field, Cambridge:
Polity Press

Benzécri J. P. (1992): Correspondence Analysis Handbook, New York: Marcel


Decker Inc.

531
Berger P. L. & Luckmann T. (1967): The Social Construction of Reality, New York,
New York: Anchor Books

Bergman L. R., Nurmi J.-E. & von Eye A. A. (2012): «I-states-as-objects-analysis


(ISOA): Extensions of an approach to studying short-term developmental processes
by analyzing typical patterns», International Journal of Behavioral Development,
36(3): 237- 246

Bhaskar R. (1975): A Realist Theory of Science, Leeds: Leeds Books

Bhaskar R. (1994): Plato, Etc.: The Problems of Philosophy and Their Resolution.
New York: Verso

Bhaskar R. (2000): From East to West: Odyssey of a Soul, London: Routledge

Bhaskar R. (2005): The Possibility of Naturalism. A Philosophical Critique of the


Contemporary Human Sciences, 3rd edition, London: Routledge

Bhaskar R. (2007): «Theorising ontology», in Lawson C., Latsis J. & Martins N.


(eds.): Contributions to Social Ontology, London: Routledge, pp. 192-204

Bhaskar R. & Hartwig M. (2010): The Formation of Critical Realism: A personal


perspective, Abingdon: Routledge

Bhaskar R. (2011): Reclaiming Reality: A critical introduction to contemporary


philosophy, London: Routledge

Bigo D. (2013): «Security», in Adler-Nissen R. (ed.): Bourdieu in International


Relations: Rethinking key concepts in IR, New York: Routledge, pp. 114-130

Blasius J. & Friedrichs J. (2007): «Internal heterogeneity of a deprived urban area and
its impact on residents», Housing Studies, 22(5): 753-780

532
Blasius J. & Friedrichs J. (2008): «Lifestyles in distressed neighbourhoods: A test of
Bourdieu’s ‘‘taste of necessity’’ hypothesis», Poetics, 36: 24-44

Blokland T. (2008): «From the Outside Looking in: A “European” Perspective on the
Ghetto», City and Community, 7(4): 372-377

Blokland T. & van Eijk G. (2010): «Do People Who Like Diversity Practice Diversity
in Neighbourhood Life? Neighbourhood Use and the Social Networks of ‘Diversity-
Seekers’ in a Mixed Neighbourhood in the Netherlands», Journal of Ethnic and
Migration Studies, 36(2): 313-332

Bolland J. M., McCallum D. M., Lian B., Bailey C. J. & Rowan P. (2001):
«Hopelessness and violence among inner-city youths». Maternal and Child Health
Journal, 5: 237-244

Bolt G. & van Kempen R. (2003): «Escaping Poverty Neighbourhoods in the


Netherlands», Housing, Theory and Society, 20(4): 209-222

Bottero W. (2005): Stratification.Social division and inequality, London: Routledge

Bourdieu P. (1968): «Structuralism and Theory of Sociological Knowledge», Social


Research, 35(4): 681-706

Bourdieu P. (1973): «The three forms of theoretical knowledge», Social Science


Information, 12(1): 53-80

Bourdieu P. (1977a): Outline of a Theory of Practice. Cambridge: Cambridge


University Press

Bourdieu P. (1977b): «The economics of linguistic exchanges», Social Science


Information, 16(6): 645-668

Bourdieu P. (1979a): Algeria 1960, Cambridge: Cambridge University Press

533
Bourdieu P. (1979b): «Symbolic Power», Critique of Anthropology, 4: 77-85

Bourdieu P. & Nice R. (1980): «The production of belief: contribution to an economy


of symbolic goods», Media, Culture & Society, 2: 261-293

Bourdieu P. (1981): «Men and machines». in Cicourel A.V. (ed.): Advances in social
theory and methodology: Toward an integration of micro- and macro-sociologies.
Boston: Routledge and Kegan Paul, pp. 304–317

Bourdieu P. (1984): Distinction: A Social Critique of the Judgement of Taste,


Cambridge: Harvard University Press

Bourdieu P. (1985): «The Social Space and the Genesis of Groups», Theory and
Society, 14(6): 723-744

Bourdieu P. (1987): «What Makes a Social Class? On The Theoretical and Practical
Existence Of Groups», Berkeley Journal of Sociology, 32: 1-17

Bourdieu P. (1989): «Social Space and Symbolic Power». Sociological Theory, 7(1):
14-25

Bourdieu P. (1990a) The Logic of Practice, Stanford: Stanford University Press

Bourdieu P. (1990b): In Other Words: Essays Towards a Reflexive Sociology,


Stanford: Stanford University Press

Bourdieu P. (1990c). Photography: A middle-brow art.. Stanford University Press

Bourdieu P. (1990d): «Time Perspectives of the Kabyle», in Hassard J. (ed.): The


Sociology of Time, New York: Palgrave Macmillan, pp. 219- 237

Bourdieu P. & Passeron J. (1990): Reproduction in education, society and culture,


2nd edition, London: Sage

534
Bourdieu P. (1991): «The Peculiar History of Scientific Reason», Sociological
Forum, 6(1): 3- 26

Bourdieu P. & Thompson J. B. (1991): Language and symbolic power. Cambridge:


Harvard University Press

Bourdieu P. & Wacquant L (1992): An Invitation to Reflexive Sociology. Cambridge:


Polity Press

Bourdieu P. (1993a): Sociology in Question, London: Sage

Bourdieu P. (1993b): The Field of Cultural Production: Essays on Art and Literature,
New York: Columbia University Press

Bourdieu P. & Eagleton T. (1994): «Doxa and Common Sense: an Interview», in


Zizek S. (ed.): Mapping Ideology, London: Verso, pp. 265-277

Bourdieu P. (1996a): The State Nobility: Elite schools in the field of power,
Cambridge: Polity Press

Bourdieu P. (1996b): The Rules of Art: Genesis and Structure of the Literary Field.
Stanford: Stanford University Press

Bourdieu P. (1998a): Practical Reason: On the Theory of Action, Stanford: Stanford


University Press

Bourdieu P. (1998b): Acts of resistance: Against the New Myths of our Time, New
York: The New York Press

Bourdieu P. & Champagne P. (1999): «Outcasts on the Inside», in Bourdieu P. et al.:


The Weight of the World: Social Suffering in Contemporary Society, Cambridge:
Polity Press, pp. 421- 426

535
Bourdieu P. (1999a): «Site effects» in Bourdieu P. et al.(eds) : The Weight of the
World: Social Suffering in Contemporary Society, Cambridge: Polity Press, pp. 123-
129

Bourdieu P. (1999b): «The abdication of the state», in Bourdieu P. et al. (eds.): The
Weight of the World: Social Suffering in Contemporary Society, Cambridge: Polity
Press, pp. 181-188

Bourdieu P. (1999c): «The Contradictions of Inheritance», in Bourdieu P. et al. : The


Weight of the World: Social Suffering in Contemporary Society, Cambridge: Polity
Press, pp. 507-513

Bourdieu P. (2000): Pascalian Meditations, Cambridge: Polity Press

Bourdieu P. (2001): Masculine Domination, Cambridge: Polity Press

Bourdieu P. (2002): «The Forms of Capital». in Woolsey-Biggart Ν. (eds.): Readings


in Economic Sociology, Oxford: Blackwell, pp. 280-291

Bourdieu P. (2005a): The Social Structures of the Economy, Cambridge: Polity Press

Bourdieu P. (2005b): «Habitus», in Hillier J. & Rooksby E. (eds.): Habitus: A Sense


of Place. 2nd edition, Aldershot: Ashgate, pp. 43-49

Bourdieu P. (2005c): «The Political Field, the Social Science Field, and the
Journalistic Field», in Benson R. & Neveu E. (eds.): Bourdieu and the journalistic
field, Cambridge: Polity Press, pp. 29-47

Bourdieu P. (2008): Political Interventions: Social Science and Political Action,


London: Verso

Bourdieu P. (2013): «Symbolic capital and social classes», Journal of Classical


Sociology, 13(2): 292-302

536
Bourdieu P. (2014): «The future of class and the causality of the probable», in
Christoforou A. & Lainé M. (eds.): Re- Thinking Economics: Exploring the work of
Pierre Bourdieu, London: Routledge, pp. 233-269

Bourgois P. (2003): In Search of Respect, 2nd edition. Cambridge: Cambridge


University Press

Bowker G. C. & Star S.C. (1999): Sorting Things Out, Cambridge: MIT Press

Bowles S. & Gintis H. (1976): Schooling in Capitalist America, New York: Basic
Books

Bowring F. (2000): «Social exclusion: limitations of the debate», Critical Social


Policy,. 20(3): 307-330

Bråmå Å. (2006): «‘White Flight’? The Production and Reproduction of Immigrant


Concentration Areas in Swedish Cities, 1990–2000», Urban Studies, 43(7): 1127-
1146

Bråmå Å. (2008): «Dynamics of Ethnic Residential Segregation in Goteborg, Sweden,


1995–2000», Population, Space and Place, 14:101-117

Bramley G. & Karley N. K. (2007): «Homeownership, Poverty and Educational


Achievement: School Effects as Neighbourhood Effects», Housing Studies, 22(5):
693-721

Brännström L. & Rojas Y. (2012): «Rethinking the Long-Term Consequences of


Growing Up in a Disadvantaged Neighbourhood: Lessons from Sweden», Housing
Studies, 27(6): 729-747

Brännström L. (2008): «Making their mark: The effects of neighbourhood and upper
secondary school on educational achievement», European Sociological Review, 24(4):
463- 478

537
Brattbakk I. & Wessel T. (2013): «Long-term Neighbourhood Effects on Education,
Income and Employment among Adolescents in Oslo», Urban Studies, 50(2): 391-
406

Breen R. (2005): «Foundations of a neo-Weberian class analysis», in Wright E. O.


(ed.): Approaches to Class Analysis, New York: Cambridge University Press, pp. 31-
50

Brewer J. D. (2000): Ethnography, Buckingham: Open University Press


Brogan W. A. (2005): Heidegger and Aristotle: The Twofoldness of Being, New
York: State University of New York Press

Briggs X. (1998): «Brown Kids in White Suburbs: Housing Mobility and the Many
Faces of Social Capital». Housing Policy Debate, 9(1):177-213

Bryk A. & Raudenbush S. (1992): Hierarchical linear models: Applications and data
analysis methods, Newbury Park: Sage

Buck N. (2001) «Identifying Neighbourhood Effects on Social Exclusion», Urban


Studies, 38 (12): 2251-2275

Bunar N. (2011): «Multicultural Urban Schools in Sweden and Their Communities:


Social Predicaments, the Power of Stigma, and Relational Dilemmas», Urban
Education, 46(2): 141- 164

Bunge M. (1996): Finding Philosophy in Social Science. New Haven: Yale University
Press

Burawoy M. (1998): «The Extended Case Method», Sociological Theory, 16(1): 4-34

Burt R. S. (1997): «The Contingent Value of Social Capital», Administrative Science


Quarterly 42: 339-365

Butler T. & Robson G. (2003): London calling: the middle classes and the global

538
city. London: Berg

Byrne D. (1995): «Deindustrialisation and Dispossession: An Examination of Social


Division in the Industrial City», Sociology, 29(1): 95-115

Byrne D. (1998): Complexity Theory and the Social Sciences: An introduction.


London: Routledg

Byrne D. (2001): «What Is Complexity Science? Thinking as a Realist About


Measurement and Cities and Arguing for Natural History», Emergence, 3(1), 61-76

Byrne D. (2002a): Interpreting Quantitative Data, London: Sage

Byrne D. (2002b): «Platonic Forehand versus Aristotelian Smash—the use of


computers as macroscopes in knowing the social world», International Journal of
Social Research Methodology, 5(1): 61-69

Byrne D. (2004): «Complex and contingent causation—the implications of complex


realism for quantitative modelling: The case of housing and health», in Carter B. &
New C. (eds.): Making Realism Work: Realist social theory and empirical research,
London: Routledge, pp. 47-61

Byrne D. (2005a): Social Exclusion, 2nd edition, Maidenhead: Open University Press

Byrne D. (2005b): «Complexity, Configurations and Cases», Theory, Culture &


Society, 22(5): 95-111

Byrne D. & Uprichard E. (2007): «Crossing levels: The potential for numerical
taxonomy and fuzzy set approaches to study multi-level longitudinal change»,
Methodological Innovations Online, 2 (1): 41-58

Byrne D. (2009): «Complex Realist and Configurational Approaches to Cases: A


Radical Synthesis», in Byrne D. & Ragin C. C. (eds): The Sage Handbook of Case-
Based Methods, London: Sage, pp. 101-111

539
Byrne D. (2010): «Comparison, Diversity and Complexity», in Cilliers P. & Preiser
R. (eds): Complexity, Difference and Identity: An Ethical Perspective, London:
Springer, pp.65-75

Byrne D. (2011a): «Exploring Organizational Effectiveness: The Value of Complex


Realism as a Frame of Reference and Systematic Comparison as a Method», in
Maguire S., Allen P. & McKelvey B. (eds.): The SAGE Handbook of Complexity and
Management, London: Sage, pp.131-141

Byrne D. (2011b): «What is an effect? Coming at Causality backwards», in Williams


M. & Vogt W. P. (eds): The Sage Handbook of Innovation in Research Methods
London: Sage, pp. 80-94

Byrne D. (2012): «UK Sociology and Quantitative Methods: Are We as Weak as


They Think? Or Are They Barking up the Wrong Tree?», Sociology, 46(1):13-24

Byrne D. & Uprichard E. (2012): «Useful causal complexity», in Kincaid H. (ed.):


The Oxford Handbook of Philosophy of Social Science. Oxford: Oxford University
Press, pp. 109–129

Byrne D. (2013): «Evaluating complex social interventions in a complex world»,


Evaluation, 19(3): 217-228

Byrne D. & Callaghan G. (2014): Complexity theory and the social sciences : the
state of the art, Abingdon: Routledge

Caetano A. (2015): «Defining personal reflexivity: A critical reading of Archer’s


approach», European Journal of Social Theory, 18(1): 60–75

Campbell E., Henly J. R., Elliot D. S. & Irwin K. (2009): «Subjective Constructions
of Neighborhood Boundaries: lessons from a qualitative study of four
neighborhoods», Journal of Urban Affairs, 31(4): 461-490

540
Carman T. (2005): «Sensation, Judgment, and the Phenomenal Field», in Carman T.
& Hansen M. (eds): The Cambridge Companion to Merleau-Ponty, Cambridge:
Cambridge University Press, pp. 50-72
Carman T. (2008): Merleau-Ponty, London and New York: Routledge

Casey E. S. (1996): «How to get from Space to Place in a fairly short stretch of time:
Phenomenological Prolegomena», in Feld S. & Basso K. (eds.): Senses of Place,
Santa Fe: School of American Research Press, pp.13-52

Cassirer E. (1953): Substance and Function, New York: Dover

Castellani B. & Hafferty F. W. (2009): Sociology and Complexity Science: A New


Field of Inquiry, Berlin: Springer-Verlag

Castellani B. et al. (2015): Place and Health as Complex Systems: A Case Study and
Empirical Test, Springer: Dordrecht

Castells M. (1989): The Informational City: Information Technology, Economic


Restructuring and the Urban-Regional Process, Oxford: Blackwell

Castells M. (2010): End of Millennium – The Information Age: Economy, Society and
Culture , Vol. 3, 2nd edition, Oxford: Blackwell

Castles F. G. & Ferrera M. (1996): «Home ownership and the welfare state: is
Southern Europe different?», South European Society and Politics, 1(2):163-185

Chandler B. (2013): «The Subjectivity of Habitus», Journal for the Theory of Social
Behaviour, 43(4): 469-491

Chalari A. (2009): Approaches to the Individual: The Relationship between Internal


and External Conversation, Basingstoke: Palgrave Macmillan

Charlesworth S. J. (2000): A phenomenology of working class experience, Cambridge:


Cambridge University Press

541
Charlesworth S. J. (2007): «Reflections on violence and suicide in South Yorkshire:
(Dis-)United Kingdom», Anthropology Matters, 9(1): 1-19

Charlesworth S. J. (2009): «The Space of Appearances: The Constitution of the Public


Realm», Space and Culture, 12(2): 263-281

Chen W. H., Myles J. & Picot G. (2012): «Why have poorer neighbourhoods
stagnated economically while the richer have flourished? Neighbourhood income
inequality in Canadian Cities», Urban Studies, 49(4): 877-896

Chia R. & Holt R. (2006): «Strategy as Practical Coping: A Heideggerian


Perspective», Organization Studies, 27(5): 635–655

Cilliers P. (1998): Complexity and postmodernism. Understanding complex systems,


London: Routledge

Clampet-Lundquist S. (1998): «Expanding the neighborhood effects model: Mixing


quantitave and quanlitative analysis», Urban Geography, 19(5): 459- 476

Clarke P., Crawford C., Steele F. & Vignoles A. (2015): «Revisiting fixed- and
random-effects models: some considerations for policy-relevant education research»,
Education Economics, 23(3): 259-277

Coleman J. (1988): «Social Capital in the Creation of Human Capital», American


Journal of Sociology, 94: S95-S120

Collier A. (2003): In Defence of Objectivity and Other Essays: On realism,


existentialism and politics, London: Routledge

Cooke P. (2012): Complex Adaptive Innovation Systems: Relatedness and


transversality in the evolving region, London, Routledge

542
Corcoran M. (1995): «Rags to Rags: Poverty and Mobility in the United States»,
Annual Sociological Review, 21: 237-267.

Cortazzi M. (2001): «Narrative analysis in ethnography», in Atkinson P., Coffey A.,


Delamont S., Lofland J. & Lofland L. (eds.): Handbook of Ethnography, Thousand
Oaks: Sage, pp. 384- 394

Coser L., Rhea B., Steffan P. A. & Nock S. L. (1983): Introduction to sociology. New
York: Harcourt, Brace, Jovanovich

Coulton C. J., Korbin J. E., Chan T. & Su M. (2001): «Mapping resident’s


perceptions of neighbohood boundaries: A methodological note», American Journal
of Community Psychology, 29(2): 371-383

Cox K. R. & Mair A. (1991): «From localized social structures to localities as


agents», Environment and Planning A, 23: 197-213

Cox K. R. (2013): «Notes on a brief encounter: critical realism, historical materialism


and human geography». Dialogues in Human Geography, 3(1): 3-21

Crane J. (1991): «The epidemic theory of ghettos and neighborhood effects on


dropping out and teenage childbearing», American Journal of Sociology, 96(5): 1226-
1259

Creaven S. (2000): Marxism and Realism. A materialistic application of realism in the


social sciences, London: Routledge

Crossley N. (2001): The Social Body: Habit, Identity and Desire, London: Sage

Crossley N. (2004): «Phenomenology, Structuralism and History: Merleau-Ponty's


Social Theory», Theoria: A Journal of Social and Political Theory, 103: 88-121

Crossley N. (2007): «Researching embodiment by way of ‘body techniques’», The


Sociological Review, 55(1): 80- 94

543
Crotty M. (2003): The Foundations of Social Research: Meaning and Perspectives in
the Research Process, 3rd edition, London: Sage

Dainton B. (2010): Time and space, 2nd edition, Durham: Acumen

Dangschat J. S. (1994): «Concentration of Poverty in the Landscapes of 'Boomtown'


Hamburg: The Creation of a New Urban Underclass?», Urban Studies, 31(7): 1133-
1147

Dant T. (2005): Materiality and Society, Maidenhead: Open University Press

Danermark et al. (2002): Explaining society: critical realism in the social sciences,
London: Routledge

Darcy M. & Gwyther G. (2012): «Recasting Research on ‘Neighbourhood effects’: A


Collaborative, Participatory, Trans-National Approach», in van Ham M, Manley D,
Bailey N, Simpson L & Maclennan D. (eds.): Neighbourhood Effects Research: New
Perspectives. Dordrecht: Springer, pp. 249- 266

Davies B. & Harré R. (1990): «Positioning: The Discursive Production of Selves»,


Journal for the Theory Of Social Behaviour, 20(1): 43- 63

de Nooy W. (2003): «Fields and network analysis: correspondence analysis and social
network analysis in the framework of field theory», Poetics, 31 (5-6): 305-327

DeLanda M. (2002): Intensive Science and Virtual Philosophy. London & New York:
Continuum

Detmer D. (2013): Phenomenology Explained: From Experience to Insight, Chicago:


Open Court

Devine F. (2004): «Class Practices: How Parents Help Their Children Get Good
Jobs», Cambridge: Cambridge University Press

544
Dietz R. D. (2002): «The estimation of neighborhood effects in the social sciences: an
interdisciplinary approach», Social Science Research, 31(4): 539-575

Dikeç M. (2007): Badlands of the Republic: Space, Politics and Urban Policy.
Oxford: Blackwell

Dilman I. 1993. Existentialist Critiques of Cartesianism. London: Palgrave Macmillan

Dolby N., Dimitriadis G. & Willis P. (eds.) (2004): Learning to Labor in New Times,
London: Routledge

Donati P. (2015): «Manifesto for a critical realist relational sociology», International


Review of Sociology—Revue Internationale de Sociologie, 25(1): 86-109

Durlauf S. N. (2004): «Neighbourhood Effects». in Henderson J. V. & Thisse J. F.


(eds): Handbook of regional and urban economics. Volume 4, Cities and Geography.
Amsterdam: Elsevier, pp. 2173-2242

Duncan S. (1989): «What is a locality?», in Peet R. & Thrift N. (eds.): New models in
Geography: The political-economy perspective, Vol.2, London: Unwin Hyman,
pp.221-252

Duncan S. & Savage M. (1989): «Space, scale and locality», Antipode, 21(3): 179-
206

Dyer W. (2006): «The psychiatric and criminal careers of mentally disordered


offenders referred to a custody diversion team in the United Kingdom», International
Journal of Forensic Mental Health, 5(1): 15-28

Eagleton T. (1994): «Ideology and its Vicissitudes in Western Marxism», in Zizek S.


(ed.): Mapping Ideology, London: Verso, pp. pp. 179-226

545
Edensor T. & Falconer E. (2012): «Sensuous geographies of tourism», in Wilson J.
(eds.): The Routledge Handbook of Tourism Geographies, Abingdon: Routledge, pp.
74-82

Eder K. (1995): The New Politics of Class, London: Sage

Esping-Andersen G. (1990): The three worlds of welfare capitalism, Cambridge:


Polity press

Elder-Vass D. (2005): «Emergence and the Realist Account of Cause», Journal of


Critical Realism, 4(2): 315- 338

Elder-Vass D. (2007a): «For emergence: Refining Archer’s account of social


structure», Journal for the Theory of Social Behaviour, 37(1): 25-44

Elder-Vass D. (2007b): «Social Structure and Social Relations», Journal for the
Theory of Social Behaviour, 37(4): 463- 477

Elder-Vass D. (2007c): «Reconciling Archer and Bourdieu in an Emergentist Theory


of Action», Sociological Theory, 25(4): 325-346

Elder-Vass D. (2010): The Causal Power of Social Structures. Emergence, Structure


and Agency, Cambridge: Cambridge University Press

Eldred N. (2008): Social Ontology: Recasting Political Philosophy Through a


Phenomenology of Whoness, Frankfurt: Ontos Verlag

Ellen I. & Turner M. (1997): «Does neighbourhood matter? assessing recent


evidence», Housing Policy Debate, 8: 833-866

Elliott D. S. & Huizinga D. (1983):.»Social Class and Delinquent Behavior in a


National Youth Panel», Criminology, 21:149-177

546
Elliott J. & Sims M. (2001): «Ghettos and barrios: the impact of neighbourhood
poverty and race on job matching among Blacks and Latinos», Social Problems,
48(3): 341-361

Elliott D.S. et al (2006): Good kids from bad neighbourhoods, New York: Cambridge
University Press

Eloire F. (2014): «The effects of social capital on economic and symbolic profits: an
analysis of the field and networks of restaurant owners», in Christoforou A. & Lainé
M. (eds.): Re- Thinking Economics: Exploring the work of Pierre Bourdieu, London:
Routledge, pp. 174- 191

Esping-Andersen G. (1990): The three worlds of welfare capitalism, Cambridge:


Polity press

Esping-Andersen G. & Myles J. (2009): «Inequality and the Welfare State», in


Salverda W., Nolan B. & Smeeding T.M. (eds): The Oxford Handbook of Economic
Inequality. Oxford: Oxford University Press, pp. 639- 664

Evans W. N., Oates W. E. & Schwab R. M. (1992): «Measuring Peer Group Effects:
A Study of Teenage Behavior», Journal of Political Economy, 100(5): 966–991.

Everitt B.S. (1993): Cluster Analysis. London: Edward Arnold

Fade S. (2004): «Using interpretative phenomenological analysis for public health


nutrition and dietetic research: a practical guide», Proceedings of the Nutrition
Society, 63(4): 647-653

Fangen K. (2010): «Social exclusion and inclusion of young immigrants.


Presentation of an analytical framework», Young, 18(2): 133-156

Fairclough, N. (1993): Discourse and Social Change, Cambridge: Polity Press

Fairclough N. (2001): «The Dialectics of Discourse», Textus, XIV (2): 231-242

547
Fairclough N., Jessop B. & Sayer A. (2002): «Critical realism and Semiosis», Journal
of Critical Realism 5(1): 1–26

Fairclough N. (2003): Analysing Discourse: Textual analysis for social research,


London: Sage

Feijten P. & van Ham M. (2009): «Neighbourhood change...reason to leave?», Urban


Studies, 46(10): 2103-2122

Fele G. (2008): «The Phenomenal Field: Ethnomethodological Perspectives on


Collective Phenomena», Human Studies, 31 (3): 299-322

Ferrera M. (1996): «The 'Southern Model' of Welfare in Social Europe», Journal of


European Social Policy, 6(1): 17-37

Fieldhouse E. & Tranmer M. (2001): «Concentration Effects, Spatial Mismatch, or


Neighborhood Selection? Exploring Labor Market and Neighborhood Variations in
Male Unemployment Risk Using Census Microdata from Great Britain»,
Geographical Analysis, 33(4): 353-369

Ferguson I., Lavalette M. & Mooney G. (2002): Rethinking Welfare: A Critical


Perspective, London: Sage

Fernández- Kelly M. P. (1994): «Towanda’s triumph: social and cultural capital in the
transition to adulthood in the urban ghetto». International Journal of Urban and
Regional Research 18(1): 88–111.

Fogle N. (2011): The spatial logic of social struggle: a Bourdieuian topology,


Lanham: Lexington Books

Forrest R. & Kearns A. (2001): «Social cohesion, social capital and the
neighbourhood», Urban Studies, 38(12): 2125- 2143

548
Fortuijn J. D., Musterd S. & Ostendorf W. (1998): «International Migration and
Ethnic Segregation: Impacts on Urban Areas. An Introduction», Urban Studies, 35(3):
367- 370

Fortuijn J. D. & Ostendorf W. (2004): «Gender and urban poverty: Single mothers in
Amsterdam», GeoJournal, 61(3): 239-246

Fowler B. (1996): «An Introduction to Bourdieu’s ‘Understanding», Theory, Culture


and Society, 3(2): 1-16

Fox E. (2014): «Bourdieu’s Relational View of Interactions: A Reply to Bottero and


Crossley», Cultural Sociology, 8(2): 204-211

Frankfurt H. G. (1988): The Importance of What We Care About, Cambridge:


Cambridge University Press

Friedrichs J. (1997): «Do poor neighbourhoods make their residents poorer? Context
effects of poverty neighborhoods on residents», in Andress H. J. (ed.): Empirical
poverty research, Aldershot: Avebury, pp. 77-99

Friedrichs J., Galster G. C. &Musterd S. (2003): «Neighbourhood Effects on Social


Opportunities: The European and American Research and Policy Context», Housing
Studies,18(6): 797-806

Frost L. & Hoggett P. (2008): «Human agency and social suffering», Critical Social
Policy, 28(4): 438- 460

Fuchs S. (2001) Against Essentialism: A Theory of Culture and Society. Cambridge:


Harvard University Press

Fuchs C. (2003): «Some Implications of Pierre Bourdieu’s Works for a Theory of


Social Self-Organization», European Journal of Social Theory, 6(4): 387-408

549
Furlong A. & Cartmel F. (2007): Young People and Social Change: New
Perspectives, 2nd edition, Maidenhead: Open University Press

Furstenberg et al. (1999): Managing to Make It: Urban Families and Adolescent
Success. Chicago: University of Chicago Press

Galster G. C. (1986): «What is neighbourhood? An externality-space approach»,


International Journal of Urban and Regional Research, 10(2): 243-263

Galster G. C., Quercia R. G. & Cortes A. (2000): «Identifying Neighborhood


Thresholds: An Empirical Exploration», Housing Policy Debate, 11(3): 701-732

Galster G. C. (2003): «Investigating Behavioural Impacts of Poor Neighbourhoods:


Towards New Data and Analytic Strategies», Housing Studies, 18(6): 893-914

Galster G. C. & Santiago A.M. (2006): «What’s the ‘Hood Got to Do with It?
Parental Perceptions About How Neighbourhood Mechanisms Affect Their
Children», Journal of Urban Affairs, 28(3): 201-226

Galster G. C., Marcotte D. E., Mandell M., Wolman H. & Augustine N. (2007): «The
influence of neighborhood poverty during childhood on fertility, education, and
earnings outcomes», Housing Studies, 22(5): 723-751

Galster G. C. (2007a): «Neighbourhood Social Mix as a Goal of Housing Policy: A


Theoretical Analysis», European Journal of Housing Policy, 7(1):19-43

Galster G. C. (2007b): «Should policy makers strive for neighbourhood social mix?
An analysis of the Western European evidence base», Housing Studies, 22(4): 523-
545

Galster G. C. (2008): «Quantifying the effect of neighbourhood on individuals:


challenges, alternative approaches, and promising directions», Schmollers Jahrbuch,
128(1): 7-48

550
Galster G. C. (2012): «The Mechanism(s) of Neighbourhood Effects: Theory,
Evidence, and Policy Implications», in van Ham M, Manley D, Simpson L, Bailey N
& Maclennan D. (eds): Neighbourhood Effect Research: New Perspectives.
Dordrecht: Springer, pp.23-67
Galster G. C., Andresson R. & Musterd S. (2015): «Are Males’ Incomes Influenced
by the Income Mix of Their Male Neighbors? Explorations into Nonlinear and
Threshold Effects in Stockholm», Housing Studies, 30(2): 315-343

Gerson K. & Horowitz R. (2002): «Observation and Interviewing: Options and


Choices in Qualitative Research», in May T. (eds.): Qualitative Research in Action,
London: Sage, pp.199-224

Ghate D. & Hazel N. (2002): Parenting in poor environments : stress, support, and
coping, London: Jessica Kingsley Publishers

Gibson C. L., Sullivan C. J., Jones S. & Piquero A. R. (2010): «“Does It Take a
Village?” Assessing Neighborhood Influences on Children’s Self-Control», Journal
of Research in Crime and Delinquency, 47(1): 31-62

Giddens A. (1973): The Class Structure of the Advanced Societies, London:


Hutchinson

Giddens A. (1979): Central Problems in Social Theory: Action, Structure and


Contradictions in Social Analysis, Berkeley: University of California Press

Giddens A. (1984): The constitution of society: outline of the theory of structuration,


Cambridge: Polity Press

Giddens A. (1991): The Consequences of Modernity, Cambridge: Polity Press

Gijsberts M. & Dagevos J. (2007): «The Socio-cultural Integration of Ethnic


Minorities in the Netherlands: Identifying Neighbourhood Effects on Multiple
Integration Outcomes», Housing Studies, 22(5): 805-831

551
Gilfillan P. (2009): «Theorizing (Working Class) Being and Liberation», Space and
Culture, 12 (2): 250-262

Ginev D. (2014): «Social practices from the viewpoint of trans-subjective


existentialism», European Journal of Social Theory, 17(1): 77-94

Given L. M. (2008): The Sage encyclopedia of qualitative research methods,


Thousand Oaks: Sage

Glaeser E. L. (1996): «Spatial effects upon unemployment outcomes: the case of New
Jersey teenagers: Discussion». New England Economic Review, May/June: 58-64

Glazer N. & Mounihan D. P. (1963): «Beyond the melting pot. The negroes, Puerto
Ricans, Jews, Italians and Irish of New York City», Cambridge: MIT Press and
Harvard University Press

Glynos J. & Howarth D. (2007): Logics of critical explanation in social and political
theory. London: Routledge

Goode J. & Schneider J. A. (1994): Reshaping ethnic and racial relations in


Philadelphia: immigrants in a divided city, Philadelphia:Temple University Press

Goldberg D. T. (2009): The Threat of Race. Reflections on Racial Neoliberalism,


Oxford: Blackwell

Gomberg P. (2007): How to Make Opportunity Equal: Race and Contributive Justice.
Oxford: Blackwell

Gordon I. & Monastiriotis V. (2006): «Urban size, spatial segregation and inequality
in educational outcomes», Urban Studies 43(1):213–236

Gotham K. F. & Brumley K. (2002): «Using space: agency and identity in a public
housing development». City and Community, 1(3):267-289

552
Gotham K. F. (2003): «Toward an Understanding of the Spatiality of Urban Poverty:
The Urban Poor as Spatial Actors», International Journal of Urban and Regional
Research, 27(3): 723-737

Gowan T. (2010): «What’s Social Capital Got to Do with It? The Ambiguous(and
Overstated) Relationship between Social Capital and Ghetto Underemployment»,
Critical Sociology, 37(1): 47-66

Graeber D. (2001): Toward An Anthropological Theory of Value: The False Coin of


Our Own Dreams, Basingstoke: Palgrave Macmillan

Granovetter M. (1973): «The strength of weak ties». American Journal of Sociology,


78(6): 1360-1380

Granovetter M. & Soong R. (1983): «Threshold Models of Diffusion and Collective


Behavior», Journal of Mathematical Sociology, 9: 165-179

Gray A. (2004): Unsocial Europe: Social Protection or Flexploitation? London: Pluto


Press

Greenacre M. J. (1994): «Correspondence analysis and its interpretation», in


Greenacre M. J. & Blasius J. (eds.): Correspondence Analysis in the Social Sciences:
Recent Developments and Applications, London: Academic Press, pp. 3-22

Gregory D. (1989): «Presences and absences: time-space relations and structuration


theory», in Held D. & Thompson J. B. (eds.): Social theory of modern societies:
Anthony Giddens and his critics, Cambridge: Cambridge University Press, pp.185-
214

Gregory D., Johnston R., Pratt G., Watts M. J. & Whatmore S. (eds.) (2009): The
Dictionary of Human Geography, 5th edition, Oxford: Blackwell

553
Grenfell M. (2009): «Applying Bourdieu's field theory: the case of social capital and
education», Education, Knowledge & Economy, 3(1): 17-34

Groff R. (2004): Critical Realism, Post-positivism and the Possibility of


Knowledge, London: Routledge

Grusec J. E. & Hastings P. D. (2007): «Introduction», in Grusec J. E. & Hastings P.


D. (eds.): Handbook of socialization : theory and research, New York: The Guilford
Press, pp.1- 9

Guillén A. M. & Matsaganis M. (2000): «Testing the ‘social dumping’ hypothesis in


Southern Europe: welfare policies in Greece and Spain during the last 20 years»,
Journal of European Social Policy, 10 (2): 120-145

Gustafson L. (2011): «No-go- area, no-go- school: community discourses, local


school market and children’s identity work», Children’s Geographies, 9(2): 185-20

Hage G. (2013): «Eavesdropping on Bourdieu’s Philosophers», Thesis Eleven, 114(1):


76-93

Hällsten M., Sarnecki J., & Szulkin R. (2011): Crime as a Price of Inequality? The
Delinquency Gap between Children of Immigrants and Children of Native Swedes,
Stockholm University Linnaeus Center for Integration Studies, available at
http://webb.polopoly.it.su.se/content/1/c6/01/18/05/SULCISWP_2011_1.pdf>

Hammersley M. & Gomm R. (2004): «Recent radical criticism of the interview in


qualitative research», Developments in Sociology, 20(9): 91-101

Hancock L. & Mooney G. (2013): « “Welfare Ghettos” and the “Broken Society”:
Territorial Stigmatization in the Contemporary UK», Housing, Theory and Society,
30(1): 46–64

554
Handler J. F. (2003): «Social Citizenship and Workfare in the US and Western
Europe: From Status to Contract», Journal of European Social Policy, 13 (3): 229-
243

Harding D. J. (2003): «Counterfactual models of neighborhood effects: The effect


of neighborhood poverty on dropping out and teenage pregnancy», American
Journal of Sociology, 109(3): 676-719

Harding D. J. (2009): «Collateral Consequences of Violence in Disadvantaged


Neighborhoods», Social Forces, 88(2): 757-784

Harding D. J. (2010): Living the Drama: Community, Conflict and Culture among
Inner-City Boys, Chicago: University of Chicago Press
Hardy M. A. (1993): Regression with Dummy Variables, London: Sage

Harkness J. & Newman S. J. (2002): «Homeownership for the poor in distress


neighbourhoods: does it make sense?», Housing Policy Debate, 13: 597-630

Harloe M. (1995): The People’s Home: Social Rented Housing in Europe and
America, Oxford: Blackwell

Harvey D. (1996): Justice, Nature and the Geography of Difference, Oxford:


Blackwell

Harvey D. L. (2002): «Agency and Community: A Critical Realist Paradigm»,


Journal for the Theory of Social Behaviour, 32(2): 163-194

Havekes E., Coenders M. & Dekker K. (2013): «Interethnic attitudes in urban


neighbourhoods: The impact of neighbourhood disorder and decline», Urban Studies,
0(0): 1-20

Hayles K. (1999): How we became Posthuman, Chicago: University of Chicago Press

555
Hays S. (1994):«Structure and agency and the sticky problem of culture»,
Sociological Theory. 12(1): 57-72

Heath A.F., Rothon C. & Kilpi E. (2008): «The second generation in Western Europe:
education, unemployment, and occupational attainment», Annual Review of
Sociology, 34: 211–35

Hedberg C. & Tammaru T. (2012): « ‘Neighbourhood Effects’ and ‘City Effects’: The
Entry of Newly Arrived Immigrants into the Labour Market», Urban Studies, 50(6):
1165-1182

Hedin K., Clark E., Lundholm E., & Malmberg G. (2012): «Neoliberalization of
Housing in Sweden: Gentrification, Filtering, and Social Polarization», Annals of the
Association of American Geographers, 102(2): 443-463

Hedman L. (2011): «The Impact of Residential Mobility on Measurements of


Neighbourhood Effects», Housing Studies, 26(4): 501-519

Hedman L. & van Ham M.. (2012): «Understanding Neighbourhood Effects:


Selection Bias and Residential Mobility», in van Ham M., Manley D., Bailey N.,
Simpson L. & Maclennan D. (eds.): Neighbourhood effects research: New
perspectives . Dordrecht: Springer, pp.79-99

Hedman L. & Galster G. C. (2013) «Neighbourhood Income Sorting and the Effects
of Neighbourhood Income Mix on Income: A Holistic Empirical Exploration», Urban
Studies, 50(1): 107-127

Hedman L., Manley, D., van Ham M. & Östh J. (2015): «Cumulative exposure to
disadvantage and the intergenerational transmission of neighbourhood effects»,
Journal of Economic Geography, 15(1): 195-216

Hedström P. & Swedberg R. (1998): «Social mechanisms: An introductory essay», in


Hedström P. & Swedberg R. (eds.): Social mechanisms. An Analytical Approach to
Social Theory, Cambridge: Cambridge University Press, pp.1-31

556
Hedström P. (2005): Dissecting the Social. On the Principles of Analytical Sociology,
Cambridge: Cambridge University Press

Herz M. & Johansson T. (2012): «The experience of being stopped: Young


immigrants, social exclusion and strategies», Young, 20(2): 157-176

Heyman R. E. & Slep A. M. S. (2002): «Do child abuse and interparental violence
lead to adulthood family violence?», Journal of Marriage and Family, 64: 864-
887

Hilgers M. & Mangez E. (2015): « Introduction to Pierre Bourdieu’s theory of social


fields», in Hilgers M. & Mangez E. (eds.): Bourdieu’s Theory of Social Fields:
Concepts and applications, Routledge: London, pp.1-36

Hodkinson S. & Robbins G. (2012): «The return of class war conservatism? Housing
under the UK Coalition Government», Critical Social Policy, 33(1): 57-77

Hoekstra J. (2005): «Is there a Connection between Welfare State Regime and
Dwelling Type? An Exploratory Statistical Analysis», Housing Studies, 20(3): 475-
495

Hohenberg P. M. & Lees L. H. (1996): The making of urban Europe, 1000-1994,


Cambridge: Harvard University Press

Holloway S. R. & Mulherin S. (2004): «The effect of adolescent neighborhood


poverty on adult employment», Journal of Urban Affairs, 26(4): 427-454
Hopper E. & Weinberg H. (2011): «Introduction», in Hopper E. & Weinberg H.
(eds.): The Social Unconscious in Persons, Groups, and Societies. Volume 1: Mainly
Theory, London: Karnac, pp. xxiii-lvi

Houston S. (2010): «Prising open the black box. Critical realism, action research and
social work». Qualitative Social Work, 9(1): 73-91

557
Hughes M. A. (1989): «Mis-speaking Truth to Power: a Geographical Perspective on
the Under-class Fallacy», Economic Geography, 65: 189-207

Husserl E. (1973): Experience and Judgement, London: Routledge and Kegan Paul

Husserl E. (1989): «The Origin of Geometry», in Derrida J. (eds.): Edmund Husserl's


Origin of Geometry:An Introduction, Lincoln: University of Nebraska Press, pp. 155-
180

Ihlanfeldt K. R. & Sjoquist D. L. (1998): «The spatial mismatch hypothesis: a review


of recent studies and their implications for welfare reform». Housing Policy Debate,
9(4): 849-892

Ilan J. (2012): «Street social capital in the liquid city», Ethnography, 14(1): 3-24

Inglis D. & Thorpe C. (2012): An invitation to social theory, Cambridge: Polity Press

Ingold T. (2000): The perception of the environment, London: Routledge

Jackall R. (1997): Wild Cowboys: Urban Marauders & the Forces of Order.
Cambridge: Harvard University Press

Jargowsky P. A. (2009): «Immigrants and Neighbourhoods of Concentrated Poverty:


Assimilation or Stagnation?», Journal of Ethnic and Migration Studies, 35(7): 1129-
1151

Jarrett R. L. (1999): «Successful Parenting in High-Risk Neighborhoods», The Future


of Children, 9(2): 45-50

Jenkins R. (1992): Pierre Bourdieu, London and New York: Routledge

Jensen S.Q. & Christensen A. (2012): «Territorial stigmatization and local belonging
A study of the Danish neighbourhood Aalborg East», City, 16(1–2): 74-92

558
Jones N. (2010): Between good and ghetto: African American girls and inner city
violence, New Brunswick: Rutgers University Press

Johnson R. A. & Wichern D. W. (2002): Applied Multivariate Statistical Analysis,


Upper Saddle River: Prentice Hall

Joseph J. (2002): «Five ways in which critical realism can help Marxism», in Brown
A, Fleetwood S & Roberts J. M. (eds.): Critical Realism and Marxism, London:
Routledge, pp. 23-42
Judd D. (2003): Critical Realism and Composition Theory, London: Routledge

Julien C. (2015): «Bourdieu, Social Capital and Online Interaction», Sociology, 49(2):
356-373

Jung H. Y. (1988): «Being, praxis, and truth-Toward a dialogue between


phenomenology and Marxism», Dialectical Anthropology, 12(3): 307-328

Kandylis G., Maloutas T. and Sayas J. (2012): «Immigration, inequality and


diversity: socio-ethnic hierarchy and spatial organization in Athens, Greece»,
European Urban and Regional Studies, 19(3): 267- 286

Kandylis G. (2015): «Levels of segregation, lines of closure: The spatiality of


immigrants’ social exclusion in Athens», Local Economy, 30(7): 818-837

Kanellopoulos C. N. (1997): «Public- private wage diff erentials in Greece», Applied


Economics, 29(8): 1023- 1032

Karsten L. (2011): «Children’s Social Capital in the Segregated Context of


Amsterdam: An Historical-geographical Approach», Urban Studies, 48(8): 1651-1666

Katschnig-Fasch E. (2002): «The Hardships of Life: Cultural Dimensions of Social


Suffering», Anthropological Journal on European Cultures, 11: 51-72

Kearns A. & Parkinson M. (2001): «The significance of neighbourhood», Urban

559
Studies, 38(12): 2103-2110

Kearns A. (2002): «Response: From Residential Disadvantage to Opportunity?


Reflections on British and European Policy and Research». Housing studies, 17(1):
145-150

Kefalas M. (2003): Working-Class Heroes: Protecting Home, Community and


Nation in a Chicago Neighbourhood. Berkeley: University of California Press

Kemeny J. (2006): «Corporatism and Housing Regimes», Housing, Theory and


Society, 23(1): 1-18

Kent R. (2009): «Case-Centred Methods and Quantitative Analysis», in Byrne D. &


Ragin C. C. (eds): The Sage Handbook of Case-Based Methods, London: Sage, pp.
184-207

Kesteloot C. (2000): «Brussels: Post-Fordist Polarization in a Fordist Spatial


Canvas», in Marcuse P. & van Kempen R. (eds.): Globalizing Cities: A New Spatial
Order?, Oxford: Blackwell, pp.186-210

Kesteloot C., Loopmans M. & De Decker P. (2009): «Space in Sociology: An


Exploration of a Difficult Conception», in De Boyser K., Dewilde C., Dierckx D. &
Friedrichs J. (eds.): Between the Social and the Spatial: Exploring the Multiple
Dimensions of Poverty and Social Exclusion, Aldershot: Ashgate, pp. 113-132

Khamara E. J. (1993): «Liebniz’s theory of space: a reconstruction», The


Philosophical Quarterly, 43(173): 472-488

Kintrea K., Bannister J. & Pickering J. (2010): «Territoriality and disadvantage


among young people: an exploratory study of six British neighbourhoods», Journal of
Housing and the Built Environment, 25(4): 447-465

Lahire B. (2003): «From the Habitus to an Individual Heritage of Dispositions:


Towards a Sociology at the Level of the Individual», Poetics, 31(5-6):329-55.

560
Lamont M. & Molnár V. (2002): «The Study of Boundaries in the Social Sciences».
Annual Review of Sociology, 28: 167–195

Lau R. (2004): «Habitus and the Practical Logic of Practice: An Interpretation»,


Sociology, 38(2): 369-387

Law J. H. J. & Barber B. K. (2006): «Neighborhood Conditions, Parenting, and


Adolescent Functioning», Journal of Human Behavior in the Social Environment,
14(4): 91-118

Le Roux B. & Rouanet H. (2004): Geometric Data Analysis: From Correspondence


Analysis to Structured Data Analysis, Dordrecht: Kluwer Academic Publishers

Le Roux B. & Rouanet H. (2010): Multiple Correspondence Analysis, London: Sage

Lea J. (2002): Crime and Modernity, London: Sage

Leach N. (2005): «Belonging: Towards a Theory of Identification with Space».’’


Hillier J. & Rooksby E. (eds.): Habitus: A Sense of Place. 2nd edition, Aldershot:
Ashgate, pp. 297-314

Lebaron F. (2009): «How Bourdieu “Quantified” Bourdieu: The Geometric Modelling


of Data», in Robson K. & Sanders C. (eds.): Quantifying Theory: Pierre Bourdieu,
Dordrecht: Springer, pp. 11-29

Lebaron F. (2015): «Pierre Bourdieu, Geometric Data Analysis and the Analysis of
Economic Spaces and Fields», Forum for Social Economics, available at
doi:10.1080/07360932.2015.1043928

Lee B. A. & Campbell K. E. (1997): «Common ground? Urban neighborhoods as


survey respondents see them», Social Science Quarterly, 78: 922-936

Lee H. N. (1983): «Α semiotic-pragmatic theory of perception», The Southern

561
Journal of Philosophy, 21(3): 391- 403

Leontidou L. (1990): The Mediterranean city in transition: social change and urban
development, Cambridge: Cambridge University Press

Lewin K. (1937): Principles of topological psychology. New York: McGraw-Hill

Lewis J. (1991): The Ideological Octopus: An Exploration of Television and its


Audience. New York: Routledge

Leisering L. & Leibfried S. (1999): Time and poverty in western welfare states,
Cambridge: Cambridge University Press.

Levitas R. (1996), «The concept of social exclusion and the new Durkheimian
Hegemony», Critical Social Policy 16(46):5-20

Lin N. (2001): Social Capital: A Theory of Social Structure and Action. Cambridge:
Cambridge University Press

Lindgren S. (2009): «Representing otherness in youth crime discourse: youth


robberies and racism in the Swedish Press 1998–2002», Critical Discourse Studies,
6(1): 65-77

Link B. G. & Phelan J. C. (2001): «Conceptualizing stigma», Annual Review of


Sociology, 27:363–385

Listerborn C. (2013): «Suburban women and the ‘glocalisation’ of the everyday lives:
gender and glocalities in underprivileged areas in Sweden», Gender, Place and
Culture, 20(3): 290-312

Logan J. R. (2006): «Variations in Immigrant Incorporation in the Neighborhoods of


Amsterdam», International Journal of Urban and Regional Research, 30(3):485-509

562
Löw M. (2008): «The Constitution of Space: The Structuration of Spaces Through the
Simultaneity of Effect and Perception», European Journal of Social Theory, 11(1):
25-49

Löw Μ. (2016): The Sociology of Space: Materiality, Social Structures, and Action,
New York: Palgrave Macmillan

Luckett T. K. (2008): «Unsettling Humanity: A Critique of Archer's Being Human»,


Journal of Critical Realism, 7(2): 297- 313

Luke D. A. (2004): Multilevel modeling, Thousand Oaks: Sage

Lundahl L. (2002): «Sweden: Decentralization, deregulation, quasi-markets – And


then what?», Journal of Education Policy, 17(6): 687- 697

Lupton R. (2003): Poverty Street:the dynamics of neighbourhood decline and


renewal, Bristol: The Policy Press

MacDonald R., Shildrick , Webster C. & Simpson D. (2005): «Growing Up in Poor


Neighbourhoods: The Significance of Class and Place in the Extended Transitions of
‘Socially Excluded’Young Adults», Sociology, 39(5): 873–891

MacDonald R. & Shildrick T. (2007): «Street corner society: leisure careers, youth
(sub)culture and social exclusion», Leisure Studies, 26(3): 399-355

MacLeod J. (2009): Ain’t No Makin’ It: Aspirations and Attainment in a Low-Income


Neighborhood, 3rd ed., Boulder: Westview Press

Madanipour A., Göran G. & Allen J. (eds.) (2000): «Social Exclusion in European
Cities: Processes, Experiences and Responses», London: Routledge

Mahoney J. (2000): «Path dependency in historical sociology», Theory and Society,


27(3):507-548

563
Maloutas T. (1993): «Social segregation in Athens», Antipode, 25(3): 223-239

Maloutas T. & Karadimitriou N. (2001): «Vertical Social Differentiation in Athens:


Alternative or Complement to Community Segregation?» International Journal of
Urban and Regional Research, 25(4): 699-716

Maloutas T. (2004): «Segregation and Residential Mobility : Spatially Entrapped


Social Mobility and Its Impact on Segregation in Athens», European Urban and
Regional Studies, 11(3): 195-211

Maloutas T. & Pantelidou-Malouta M. (2004): «The glass menagerie of urban


governance and social cohesion: concepts and stakes/concepts as stakes», 28(2): 449-
465

Maloutas T. (2007a): «Segregation, Social Polarization and Immigration in Athens


during the 1990s: Theoretical Expectations and Contextual Difference», International
Journal of Urban and Regional Research, 31(4): 733- 758

Maloutas T. (2007b): «Socio-Economic Classification Models and Contextual


Difference: The ‘European Socio-economic Classes’ (ESeC) from a South European
Angle», South European Society & Politics, 12(4): 443-460

Maloutas T. (2007c): «Middle class education strategies and residential segregation in


Athens», Journal of Education Policy, 22(1): 49-68

Maloutas T. (2009): «Urban Outcasts: A Contextualized Outlook on Advanced


Marginality», International Journal of Urban and Regional Research, 33(3):828-834

Maloutas T. & Arapoglou V. (2011): «Segregation, inequality and marginality in


context: the case of Athens», The Greek Review of Social Research, special issue 136
C´: 135-155

Maloutas T., Arapoglou V., Kandylis G. & Sayas J. (2012): «Social polarization and
de-segregation in Athens», in Maloutas T. and Fujita K. (eds): Residential

564
segregation in comparative perspective. Making sense of contextual diversity,
Farnham: Ashgate, pp. 257-284

Maloutas T. (2012a): «Introduction: Residential segregation in context» in Maloutas


T. & Fujita K. (eds.): Residential segregation in comparative perspective. Making
sense of contextual diversity, London: Ashgate, pp.1-36

Maloutas T. (2012b): «The Broadening and Mystified Margins of Urban


Deprivation», European Journal of Homelessness, 6(1): 13-29

Maloutas T. & Lobato I. R. (2015): «Education and social reproduction: Educational


mechanisms and residential segregation in Athens and Dortmund», Local Economy,
30(7): 800-817

Malpas J. (1999): Place and Experience: A Philosophical Topography, Cambridge:


Cambridge University Press

Manly B. F. J. (1994): Multivariate Statistical Methods: A Primer, London: Chapman


& Hall

Manley D. & van Ham M. (2012): « Neighbourhood Effects, Housing Tenure and
Individual Employment Outcomes», in van Ham M., Manley D., Bailey N., Simpson
L. & Maclennan D. (eds.): Neighbourhood effects research: New perspectives,
Dordrecht: Springer, pp. 147- 173

Manski C. F. (1993): «Identification of endogenous social effects: the reflection


problem». Review of Economic Studies, 60: 531-543

Manski C. F. (2000): «Economic analysis of social interactions», Journal of


Economic Perspectives, 14(3): 115-136

Marcoulatos I. (2001): «Merleau-Ponty and Bourdieu on Embodied Significance»,


Journal for the Theory of Social Behaviour, 31(1): 1-27

565
Marcoulatos I. (2003a): «John Searle and Pierre Bourdieu: Divergent Perspectives on
Intentionality and Social Ontology», Human Studies, 26: 67-96

Marcoulatos I. (2003b): «The Secret Life of Things: Rethinking Social Ontology»,


Journal for the Theory of Social Behaviour, 33(3): 245-278

Marcuse P. (1997): «The enclave, the citadel, and the ghetto: what has changed in the
post-Fordist US city». Urban Affairs Review, 33(2): 228-264

Marvasti A. B. (2004): Qualitative Research in Sociology: An Introduction, London:


Sage

Martin D. G. (2003) «Enacting Neighborhood», Urban Geography, 24(5): 361-85

Martin J. L. (2003): «What Is Field Theory?», American Journal of Sociology, 109(1):


1-49

Martin J. L. (2011): The Explanation of Social Action, New York: Oxford University
Press

Massey D. (1984): «Introduction: Geography Matters», in Massey D. & Allen J.


(eds): Geography Matters: A Reader. Cambridge: University of Cambridge, pp. 1-11

Massey D. S. & Denton N. A. (1993): American Apartheid, London: Harvard


University Press

Massumi B. (2002): Parables for the virtual: movement, affect, sensation, London:
Dukc Univcrsity Prcss

Matthews E. (2002): The philosophy of Merleau-Ponty, Chesham: Acumen


Publishing

Matthews E. (2006): Merleau-Ponty: a guide for the perplexed, London: Continuum

566
Maton K. (2008): «Habitus», in Grenfell M. (eds.): Pierre Bourdieu: Key Concepts,
Stocksfield: Acumen Publishing, pp. 49-65

Matsaganis M. (2011): «The welfare state and the crisis: the case of Greece», Journal
of European Social Policy, 21 (5): 501-512

Mayer K. U. (2004): «Whose Lives? How History, Societies, and Institutions Define
and Shape Life Courses», Research in Human Development, 1(3): 161-187

Mckenzie L. (2012): «A narrative from the inside, studying St. Anns in Nottingham:
belonging, continuity and change», The Sociological Review, 60(3): 457- 475

McNay L. (2008): Against Recognition, Cambridge: Polity Press

Mead G. (2016): «Bourdieu and conscious deliberation: An anti-mechanistic


solution», European Journal of Social Theory, 19(1): 57-73

Merali Y. & Allen P. (2011): «Complexity and Systems Thinking», in Maguire S.,
Allen P. & McKelvey B. (eds.): The SAGE Handbook of Complexity and
Management, London: Sage, pp.31-52

Merleau Ponty M. (1963): The Structure of Behavior, Boston: Beacon Press

Merleau-Ponty M. (1964): The Primacy of Perception. Evanston: Northwestern


University Press

Merleau-Ponty M. (2002): Phenomenology of Perception, London: Routledge &


Kegan Paul

Mestheneos E. & Ioannidi- Kapolou E. (2002): «Gender and family in the


development of Greek state and society», in Chamberlayne P. et al (eds.): «Biography
and social exclusion in Europe: Experiences and life journeys», Bristol: The Policy
Press, pp. 175-192

567
Middleton A., Murie A. & Groves R. (2005): «Social Capital and Neighbourhoods
that Work», Urban Studies, 42(10): 1711- 1738

Milligan G.W. (1980): «An examination of the effect of six types of error perturbation
on fifteen clustering algorithms», Psychometrika, 45: 325-342
Mitchell R. (2001): «Multilevel modeling might not be the answer», Environment and
Planning A, 33: 1357-1360

Modood T. (2004): «Capitals, ethnic identity and educational qualifications», Cultural


Trends, 13: 87-105

Mojena R. (1977): «Hierarchical grouping methods and stopping rules: An


evaluation», The Computer Journal, 20(4): 359-363

Moore M. R. (2003): «Socially isolated? How parents and neighbourhood adults


influence youth behaviour in disadvantaged communities», Ethnic and Racial Studies,
26(6): 988-1005

Moran D. (2011): «Edmund Husserl's Phenomenology of Habituality and Habitus»,


Journal of the British Society for Phenomenology, 42(1): 53-77

Moran D. & Cohen J. (2012): The Husserl Dictionary, New York: Continuum

Morenoff J. & Tienda M. (1997): «Underclass Neighborhoods in Temporal and


Ecological Perspectives», Annals of the American Academy of Political and Social
Science 127: 59-72

Mollenkopf J. & Champeny A. (2009): «The Neighbourhood Context for Second-


Generation Education and Labour Market Outcomes in New York», Journal of Ethnic
and Migration Studies, 35(7): 1181-1199

Morris K. J. (2012): Starting with Merleau-Ponty, New York: Continuum

568
Mouzelis N. (1989): «Restructuring structuration theory», The Sociological Review,
37(4): 613-635

Mouzelis N. (1995): Sociological Theory: What Went Wrong?, New York: Routledge

Muijs D. (2004): Doing Quantitative Research in Education with SPSS, London: Sage

Murard N. (2002): «Guilty victims: social exclusion in contemporary France», in


Chamberlayne P. et al (eds.): Biography and social exclusion in Europe: Experiences
and life journeys, Bristol: The Policy Press, pp. 41-60

Murdoch J. (2006): Post-structuralist Geography: A guide to relational space,


London: Sage

Murie A. & Musterd S. (2004): «Social exclusion and opportunity structures in


European cities and neighbourhoods», Urban Studies, 41(8): 1425–1443

Musterd S., Ostendorf W. & De Vos S. (2001): «Social Mix and the Neighbourhood
Effect. Policy Ambitions and Empirical Evidence», Housing Studies, 16(3): 371-380

Musterd S., Ostendorf W. & de Vos S. (2003): «Neighbourhood Effects and Social
Mobility: A Longitudinal Analysis», Housing Studies, 18(6): 877-892

Musterd S. (2002): «Response: Mixed housing policy: A European (Dutch)


perspective», Housing Studies, 17 (1): 139-143

Musterd S. (2003): «Segregation and integration: a contested relationship», Journal of


Ethnic and Migration Studies, 29(4): 623–641

Musterd S. (2005): «Social and ethnic segregation in Europe. Levels, causes, and
effects», Journal of Urban Affairs, 27(3): 331–348

Musterd S. (2007): «Trapped or on the springboard? Housing careers in large housing


estates in European cities», Journal of Urban Affairs, 29(3): 311-329

569
Musterd S., Galster G. C. & Andersson A. (2012): «Temporal dimensions and
measurement of neighbourhood Effects», Environment and Planning A, 44: 605- 627

Musterd S. (2014): «Public Housing for Whom? Experiences in an Era of Mature


Neo-Liberalism: The Netherlands and Amsterdam», Housing Studies, 29(4): 467- 484

Mutch A. (2004): «Constraints on the Internal Conversation: Margaret Archer and the
Structural Shaping of Thought», Journal for the Theory of Social Behaviour, 34(4):
429–443

Myles J. F. (2004): From Doxa to Experience: Issues in Bourdieu's Adoption of


Husserlian Phenomenology, Theory, Culture & Society, 21(2): 91–107

Myrdal G. (1963) Challenge to Affluence. New York: Pantheon

Nash R. (2003): «Social explanation and socialization: On Bourdieu and the


structure, disposition, practice scheme», Sociological Review, 51(1): 43-62

Nash R (2005): «Cognitive habitus and collective intelligence: Concepts for the
explanation of inequality of educational opportunity». Journal of Education Policy,
20(1): 3-21

Neely B. & Samura M. (2011): «Social geographies of race: connecting race


and space», Ethnic and Racial Studies, 34(11): 1933-1952

Neuman W. L. (2007): Basics of Social Research. Qualitative and Quantitative


Approaches, 2nd edition, Boston: Allyn and Bacon

Nolan K. & Anyon J. (2004): «Learning to Do Time. Willis’s Model of Cultural


Reproduction in an Era of Postindustrialism, Globalization, and Mass Incarceration»,
in Dolby N., Dimitriadis G. & Willis P. (eds.): Learning to Labor in New Times,
London: Routledge, pp. 114-128

570
Novak T. (1997): «Young people, class and poverty», in Jones H. (ed.): Towards a
Classless Society?, London: Routledge, pp. 13-35

Nieuwbeerta P., McCall P. L., Elffers H. & Wittebrood K. (2008): «Neighborhood


Characteristics and Individual Homicide Risks: Effects of Social Cohesion,
Confidence in the Police, and Socioeconomic Disadvantage», Homicide Studies,
12(1): 90-116

Nieuwenhuis J., Hooimeijer P., van Dorsselaer S. & Vollebergh W. (2013):


«Neighbourhood effects on school achievement: the mediating effect of parenting and
problematic behaviour?», Environment and Planning A, 45: 2135- 2153

Nilsson A. & Estrada F. (2007): «Risky Neighbourhood or Individuals at Risk? The


Significance of Neighbourhood Conditions for Violent Victimization in Residential
Areas», Journal of Scandinavian Studies in Criminology and Crime Prevention, 8: 2-
21

O’Connor, J. (1973): The fiscal crisis of the state, New York: St. Martin’s Press

O’Connor J. (1981): «The meaning of crisis», International Journal of Urban and


Regional Research, 5(3): 301–329

O’Donnell M. & Sharpe S. (2000): Uncertain Masculinities. Youth, ethnicity and


class in contemporary Britain, London: Routledge

O’Regan K. M. & Quigley J. M. (1996): «Spatial effects upon unemployment


outcomes: the case of New Jersey teenagers», New England Economic Review,
May/June: 41-58

Ó Riain S. (2009): «Extending the Ethnographic Case Study», in Byrne D. & Ragin
C. C. (eds): The Sage Handbook of Case-Based Methods, London: Sage, pp. 289-306

Oakes J. M. (2004): «The (mis)estimation of neighborhood effects: causal inference


for a practicable social epidemiology», Social Science & Medicine, 58: 1929-1952

571
Oberwittler D. (2007): «The Effects of Neighbourhood Poverty on Adolescent
Problem Behaviours: A Multi-level Analysis Differentiated by Gender and Ethnicity»,
Housing Studies, 22(5): 781-803

OECD (1998): Integrating distressed urban areas, Territorial Development, Paris:


OECD

Öğütle V. S. (2013):«Reconsidering Real-Actual-Empirical Stratification: Can


Bourdieu’s Habitus be Introduced into a Realist Social Ontology?, Journal of Critical
Realism, 12(4): 479-506

Ohlsson L. B. (2007): «Young at the margins of welfare: A study of immigrant youth


and labour market establishment», in Harrysson L. & O’Brien M. (eds.): Social
welfare, Social exclusion - A life course frame, Lund: Värpinge Ord & Text, pp.57-83

Oliver W. (2006): «''The Streets'': An Alternative Black Male Socialization


Institution», Journal of Black Studies, 36(6): 918-937
Ollman B. (2003): Dance of the dialectic: steps in Marx’s method, Urbana and
Chicago: University of Illinois Press

Olson K. (1995): «Habitus and body language: towards a critical theory of symbolic
power», Philosophy & Social Criticism, 21(2): 23-49

Oreopoulos P. (2003): «The long-run consequences of living in a poor


neighbourhood». Quarterly Journal of Economics, 118 (4): 1533-1575

Osterling K.L. (2007): «Social Capital and Neighborhood Poverty: Toward an


Ecologically-Grounded Model of Neighbourhood Effects», Journal of Human
Behaviour in the Social Environment, 16(1-2): 123–147

Ostrow J. M. (1981): «Culture as a Fundamental Dimension of Experience: A


Discussion of Pierre Bourdieu's Theory of Human Habitus», Human Studies, 4(1):
279-297

572
Ostrow J. (1987): «Habit and inhabitance: An analysis of experience in the
classroom», Human Studies, 10 (2): 213- 224

Outhwaite W. (1987): New Philosophies of Social Science, London: Macmillan

Palley T. I. (2013): «Europe's Crisis without End: The Consequences of


Neoliberalism», Contributions to Political Economy, 32(1): 29-50

Parker K. F. & Maggard S. R. (2009): «Making a Difference: The Impact of


Traditional Male Role Models on Drug Sale Activity and Violence Involving Black
Urban Youth», Journal of Drug Issues, 39: 715-739

Pattillo M. (1998): «Sweet mothers and gangbangers: managing crime in a black


middle-class neighborhood», Social Forces, 76(3):747-774

Pattillo M. (2003): «Extending the boundaries and definition of the ghetto», Ethnic
and Racial Studies, 26(6): 1046-1057

Patton M. Q. (2001): «Purposeful Sampling», in Bryman A. (eds.): Ethnography, vol.


II, London: Sage, pp. 106-121

Payne G. & Payne J. (2004): Key Concepts in Social Research, London: Sage

Permentier M., van Ham M. & Bolt G. (2009): «Neighbourhood reputation and the
intention to leave the neighbourhood», Environment and Planning A, 41: 2162-2180

Peters G. (2011): «The Social as Heaven and Hell: Pierre Bourdieu’s Philosophical
Anthropology», Journal for the Theory of Social Behaviour, 42(1): 63-86

Peterson A. (2011): «The ‘Long Winding Road’ to Adulthood: A Risk-filled Journey


for Young People in Stockholm’s Marginalized Periphery», Young, 19(3): 271-289

573
Phillips D. (1995): «Correspondence analysis», Social Research Update 7, available
at http://www.soc.surrey.ac.uk/stu/SRU7.html

Philips D. (2006): Quality of Life. Concept, policy and practice, London: Routledge

Pickles J. (1985): Phenomenology,Science and Geography: Spatiality and the Human


Science, Cambridge: Cambridge University Press

Pinderhughes E. E, Nix R, Foster E. M. & Jones D. (2001): «Parenting in context:


impact of neighbourhood poverty, residential stability, public services, social
networks, and danger on parental behaviors», Journal of Marriage and Family, 63(4):
941- 953

Pinkster F. M. (2009): Living in concentrated poverty. Amsterdam: University of


Amsterdam

Pinkster F. M. & Fortuijn J. D. (2009): «Watch out for the neighbourhood trap! A
case study on parental perceptions of, and strategies to counter, risks for children in a
disadvantaged neighbourhood», Children’s Geographies, 7 (3): 323-337

Pinkster F. M., Permentier M. & Wittebrood K. (2014): «Moving considerations of


middle-class residents in Dutch disadvantaged neighborhoods: exploring the
relationship between disorder and attachment», Environment and Planning A, 46:
2898-2914

Pinkster F. (2014a): «''I Just Live Here'': Everyday Practices of Disaffiliation of


Middle-class Households in Disadvantaged Neighbourhoods», Urban Studies, 51(4):
810-826

Pinkster F. (2014b): «Neighbourhood Effects as Indirect Effects: Evidence from a


Dutch Case Study on the Significance of Neighbourhood for Employment
Trajectories», International Journal of Urban and Regional Research, 38(6): 2042-
2059

574
Pitts J. (2008): Reluctant Gangsters The changing face of youth crime, Cullompton:
Willan Publishing

Platt L. (2009): «Social activity, social isolation and ethnicity», The Sociological
Review, 57(4): 670-702

Polanyi K. (1944): The Great Transformation: The Political and Economic Origins of
Our Time, . New York: Farrar and Rinehart
Popper K. (1990): A World of Propensities. Bristol: Theommes

Popp S. & Schels B. (2008): «‘Do you feel excluded?’ The subjective experience of
young state benefit recipients in Germany», Journal of Youth Studies, 11(2):165-191

Porpora D. (1993) «Cultural rules and material relations». Sociol Theory, 11(2):212-
229

Porpora D. (1998): «Four concepts of social structure», in Archer M., Bhaskar R.,
Collier A., Lawson T. & Norrie A. (eds.): Critical Realism: Essential Readings,
London: Routledge, pp. 339-355

Portes A. & Zhou M. (1993): «The New Second Generation: Segmented Assimilation
and Its Variants», Annals of the American Academy of Political and Social Sciences
530:74–96

Portes A. (1998): «Social Capital: Its Origins and Applications in Modern


Sociology», Annual Review of Sociology, 24: 1-24

Portes A. (2000): «The Two Meanings of Social Capital», Sociological Forum, 16


(1): 1-12

Poupeau F. (2001): «Reasons for domination, Bourdieu versus Habermas», The


Sociological Review, 49(51): 69-87

575
Powell C. (2013): «Radical Relationism: A Proposal», in Powell C. & Dépelteau F.
(eds.): Conceptualizing Relational Sociology: Ontological and Theoretical Issues,
New York: Palgrave Macmillan, pp.187-207

Powell R. (2013): «Loïc Wacquant’s ‘Ghetto’ and Ethnic Minority Segregation in the
UK: The Neglected Case of Gypsy-Travellers», International Journal of Urban and
Regional Research, 37(1): 115-134

Pred A. (2000): Even in Sweden: racisms, racialized spaces, and the popular
geographical imagination, Los Angeles: University of California Press

Preteceille E. (1986): «Collective consumption, urban segregation, and social


classes», Environment and Planning D: Society and Space, 4: 145-154

Prévos A. J. M. (2003): «“In It for the Money”: Rap and Business Cultures in
France», Popular Music and Society, 26(4): 445-461

Primozic D. T. (2001): On Merleau-Ponty, Belmont: Wadsworth/ Thomson Learning

Prince D. (2014): «What about place? Considering the role of physical environment
on youth imagining of future possible selves», Journal of Youth Studies, 17(6): 697-
716

Prus R. (2005): «Studying Human Knowing and Acting: The Interactionist Quest for
Authenticity», in Pawluch D., Shaffir W. & Miall C. (eds.): Doing ethnography:
studying everyday life, Toronto: Canadian Scholars Press, pp.7-23

Putnam R. D. (2007): «E pluribus unum: Diversity, community in the twenty-first


century. The 2006 Johan Skytte Prize lecture», Scandinavian Political Studies, 30(2):
137-174

Ragin C. C. (1987): The Comparative Method: Moving beyond Qualitative and


Quantitative Strategies. Berkeley: University of California Press

576
Ragin C. C. (2008): Redesigning social inquiry: fuzzy sets and beyond, Chicago:
University of Chicago Press

Rankin B. H. & Quane J. M. (2002): «Social Contexts and Urban Adolescent


Outcomes: The Interrelated effects of Neighborhoods, Families, and Peers on African-
American Youth», Social Problems, 49(1): 78-100

Ratcliffe M. (2015): Experiences of Depression: A Study in Phenomenology, Oxford:


Oxford University Press

Raudenbush S. W. & Sampson R. J. (1999a): «Systematic social observation of public


spaces: a new look at disorder in urban neighbourhoods», American Journal of
Sociology, 105 (3), pp. 603-651

Raudenbush S. W. & Sampson R. J. (1999b): «‘Ecometrics’: Toward a science of


assessing ecological settings, with application to the systematic social observation of
neighborhoods». Sociological Methodology, 29: 1-41

Reay D. & Lucey H. (2000): «’I Don’t Really Like It Here but I Don’t Want to Be
Anywhere Else’: Children and Inner City Council Estates», Antipode, 32(4): 410-28.

Reay D. (2007): «'Unruly Places': Inner-city Comprehensives, Middle-class


Imaginaries and Working-class Children», Urban Studies, 44(7): 1191-1201

Reay D. (2015): «Habitus and the psychosocial: Bourdieu with feelings», Cambridge
Journal of Education, 45(1): 1-15

Reckwitz A. (2002): «Toward a theory of social practices: a development in


culturalist theorizing», European Journal of Social Theory, 5(2): 243-263

Reckwitz A. (2012): «Affective spaces: a praxeological outlook», Rethinking History,


16(2): 241-258

577
Reed M. & Harvey D. L. (1996): «Social science as the study of complex systems» in
Kiel L. D. & Elliott E. (eds): Chaos Theory in the Social Sciences, Ann Arbor:
University of Michigan Press, pp. 295-324

Rees C. & Gatenby M. (2014): «Critical Realism and Ethnography», in Edwards P.


K., O’Mahoney J. & Vincent S. (eds.): Studying Organizations Using Critical
Realism: A Practical Guide, Oxford: Oxford University Press, pp. 132-147

Rees-Jones I. (2011): «Correspondence Analysis: A Case for Methodological


Pluralism?», in Williams M. & Vogt W. P. (eds): The Sage Handbook of Innovation
in Research Methods London: Sage, pp.139- 149

Reuschke D. & Houston D. (2016): «The importance of housing and neighbourhood


resources for urban microbusinesses», European Planning Studies, 24(6): 1216-1235

Rhodes J. (2012): «Stigmatization, space, and boundaries in de-industrial Burnley»,


Ethnic and Racial Studies, 35(4): 684-703

Roberts J. M. (2006): «Method, Marxism and Critical Realism», in Dean K., Joseph
J., Roberts J. M. & Wight C. (eds.): Realism, Philosophy and Social Science, New
York: Palgrave Macmillan, pp. 65-98

Robertson D., Mcintosh I. & Smyth J. (2010): «Neighbourhood Identity: The Path
Dependency of Class and Place», Housing, Theory and Society, 27(3): 258-273

Robinson W. S. (1950): «Ecological Correlations and the Behavior of Individuals»,


American Sociological Review, 15(3): 351-357

Roelandt T. & Veenman J. (1992): «An emerging ethnic underclass in the


Netherlands? Some empirical evidence», New Community, 19(1): 129-141

Romdenh-Romluc K. (2011): Routledge philosophy guidebook to Merleau-Ponty and


Phenomenology of Perception, London: Routledge

578
Room G. (1995): Beyond the Threshold: The Measurement and Analysis of Social
Exclusion, Bristol: The Policy Press

Rouanet H., Ackermann W. & Le Roux B. (2000): «The Geometric Analysis of


Questionnaires: the Lesson of Bourdieu's La Distinction», Bulletin de Méthodologie
Sociologique, 65: 5-18

Roulston K. (2010): Reflective Interviewing: A Guide to Theory and Practice,


London: Sage

Royster D. A. (2003): Race and the invisible hand: how white networks exclude
black men from blue-collar jobs, Berkeley: University of California Press

Rubinstein R. I. & Parmelee P. A. (1992): «Attachment to Place and the


Representation of the Life Course by the Elderly», in Altman I. & Low S. M. (eds.):
Place Attachment, New York: Springer, pp. 139-163

Rubinstein D. (1993): «Opportunity and Structural Sociology», Journal for the


Theory of Social Behaviour, 23(3): 265-283

Rydgren J. (2004): «Mechanisms of Exclusion: Ethnic Discrimination in the Swedish


Labour Market», Journal of Ethnic and Migration Studies, 30(4): 697-716

Sampson R. J. & Wilson W. J. (1995): «Toward a Theory of Race, Crime, and Urban
Inequality». in Hagan J. & Peterson R. (eds.): Crime and Inequality, Stanford.:
Stanford University Press, pp. 37-54

Sampson R. J., Morenoff J. & Gannon-Rowley T. (2002): «Assessing “neighborhood


effects”: social processes and new directions in research», Annual Review of
Sociology, 28: 443-478

Sampson R. J. & Morenoff J. D. (2006): «Durable Inequality», in Bowles S., Durlauf


S. & Hoff K. (eds.): Poverty Traps, Princeton: Princeton University Press, pp. 176-
203

579
Sampson R. J. & Sharkey P. (2008): «Neighborhood Selection and Social
Reproduction of Concentrated Racial Inequality», Demography, 45(1): 1-29

Sampson R. J. (2008): «Moving to inequality: Neighborhood effects and experiments


meet social structure». The American Journal of Sociology, 114 (1): 189-231

Sampson R. J. (2011): «Neighborhood effects, causal mechanisms and the social


structure of the city», in Demeulenaere P. (eds.): Analytical Sociology and
Social Mechanisms, Cambridge: Cambridge University Press, pp. 227-249

Sampson R. J. (2012): Great American city: Chicago and the enduring


neighbourhood effect, Chicago: Chicago University Press

Sandberg S. (2008): «Black drug dealers in a white welfare state. Cannabis dealing
and street capital in Norway», British Journal of Criminology, 48: 604-619

Sandberg S. & Shammas V. L. (2016): «Habitus, capital, and conflict: Bringing


Bourdieusian field theory to criminology», Criminology & Criminal Justice, 16(2):
195-213

Sassen S. (1991): The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton: Princeton
University Press

Sayer A. (1985a): «Mathematical Modelling in Regional Science and Political


Economy: Some Comments», Antipode, 17(2-3): 42-49

Sayer A. (1985b): «The difference that space makes», in Gregory D. & Urry J. (eds):
Social relations and Spatial structures, Basingstoke: Palgrave Macmillan, pp. 49-66

Sayer A. (1993): «Postmodernist thought in geography: a realist view», Antipode,


25(4): 320-344

580
Sayer A. (1999a): «On Not Reducing the Systemworld to the Lifeworld», European
Urban and Regional Studies, 6(4): 319-322

Sayer A. (1999b): «Bourdieu, Smith and disinterested judgement», The Sociological


Review, 47(3): 403-431

Sayer A. (1999c): «Valuing Culture and Economy», in Ray L. & Sayer Α. (eds.):
Culture and Economy After the Cultural Turn, London: Sage, pp. 53-75
Sayer A. (2000): Realism and Social Science. London: Sage

Sayer A. (2004a): «Foreword: Why critical realism?», in Fleetwood S. & Ackroyd S.


(eds.): Critical Realist Applications in Organisation and Management Studies,
London: Routledge, pp. 6-19

Sayer A. (2004b): «Restoring the moral dimension in social scientific accounts: a


qualified ethical naturalist approach», in Archer M. S. & Outhwaite W. (eds.):
Defending Objectivity: Essays in honour of Andrew Collier, London: Routledge,
pp.93-113

Sayer A. (2005): The Moral Significance of Class, Cambridge: Cambridge University


Press

Sayer A. (2010a): Method in Social Science. A realist approach, revised 2nd edition.
London: Routledge

Sayer A. (2010b): «Reflexivity and the habitus», in Archer M. S. (eds.):


Conversations About Reflexivity, London: Routledge, pp. 108-122

Sayer A. (2010c): «Bourdieu, ethics and practice», in Silva E. & Warde A. (eds.):
Cultural Analysis and Bourdieu’s Legacy: Settling accounts and developing
alternatives, London: Routledge, pp. 87-101

Sayer A. (2010d): «Class and Morality», in Hitlin S. & Vaisey S. (eds.): Handbook of
The Sociology of Morality, Springer: Dordrecht, pp. 163-178

581
Sayer A. (2011): Why things matter to people: Social Science, value and ethical life,
Cambridge: Cambridge University Press

Sayer A. (2012): «Power, causality and normativity: a critical realist critique of


Foucault», Journal of Political Power, 5(2): 179–194

Seamon D. (2013): «Lived bodies, place, and phenomenology: implications for


human rights and environmental justice», Journal of Human Rights and the
Environment, 4(2): 143-166

Scarpa S. (2015): «The impact of income inequality on economic residential


segregation: The case of Malmö, 1991-2010», Urban Studies, 52(5): 906-922

Schäfer H. W. (2015): HabitusAnalysis1: Epistemology and Language, Wiesbaden:


Springer VS

Schaffer S. (2004): Resisting ethics, London: Palgrave Macmillan

Scannell L. & Gifford R. (2010): «Defining Place Attachment: A Tripartite


Organizing Framework», Journal of Environmental Psychology, 30 (1): 1-10

Schatzki T. R. (1990): «Do social structures determine action?», Midwest Studies of


Philosophy, 15(1): 280-295

Schatzki T. R. (1996): Social Practices. A Wittgensteinian approach to human activity


and the social, Cambridge: Cambridge University Press

Schatzki T. R. (2002): The site of the social: a philosophical account of the


onstitution of social life and change, Pennsylvania: The Pennsylvania State University
Press

582
Schein R. (1997) : «The place of landscape: a conceptual framework for interpreting
an American scene», Annals of the Association of American Geographers, 87: 660-
680

Schelling T. C. (1998): «Social mechanisms and social dynamics», in Hedström P. &


Swedberg R. (eds.): Social mechanisms. An Analytical Approach to Social Theory,
Cambridge: Cambridge University Press, pp.32-44

Schierup C. U. &. Ålund A. (2011): «The end of Swedish exceptionalism?


Citizenship, neoliberalism and the politics of exclusion», Race & Class, 53(1): 45–64

Schierup C. U., Ålund A. & Kings L. (2014): «Reading the Stockholm riots – a
moment for social justice?», Race & Class, 55(3): 1-21

Schneider C. L (2008): «Police Power and Race Riots in Paris», Politics & Society,
36(1): 133-159

Schön D. (1983): The Reflective Practitioner: How Professionals Think in Action,


London: Temple Smith

Schutjens V. A., van Kempen R. & van Weesep J. (2002): «The Changing Tenant
Profile of Dutch Social Rented Housing», Urban Studies, 39(4): 643-664

Seidman I. (2006): Interviewing as qualitative research: a guide for researchers in


education and the social sciences, 3rd edition, New York: Teachers College Press

Sernhede O. (2007): «Territorial Stigmatisation, Hip Hop and Informal Schooling», in


Pink W. T. & Noblit G. W. (eds.): International Handbook of Urban Education, part
one, Dordrecht: Springer, pp.463-480

Sernhede O. (2011): «School, Youth Culture and Territorial Stigmatization in


Swedish Metropolitan Districts», Young, 19(2): 159-180

583
Sernhede O. & Beach D. (2011): «From learning to labour to learning for marginality:
school segregation and marginalization in Swedish suburbs», British Journal of
Sociology of Education, 32(2): 257-274

Sharkey P. (2008): «The Intergenerational Transmission of Context», American


Journal of Sociology, 113(4): 931-969

Shaw C. & McKay H. (1969): Juvenile delinquency and urban areas . Chicago:
University of Chicago Press.

Sherman H. B. (2001): «Ethnographic Interviewing», in Atkinson P., Coffey A.,


Delamont S., Lofland J. & Lofland L. (eds.): Handbook of Ethnography, Thousand
Oaks: Sage, pp.369- 383

Sibley D. (1995): Geographies of Exclusion: Society and Difference in the West,


London: Routledge

Simcha- Fagan O. & Schwartz J. E. (1986): «Neighborhood and delinquency: An


assessment of contextual effects», Criminology, 24(4): 667-703

Skeggs B. (2005): «Exchange Value and Affect: Bourdieu and the Self», in Adkins
L. & Skeggs B. (eds): Feminism After Bourdieu, Oxford: Blackwell, pp. 75-97

Skifter Andersen H. (2002): «Excluded Places: the Interaction Between Segregation,


Urban Decay and Deprived Neighbourhoods», Housing, Theory and Society, 19(3):
153-169

Skifter-Andersen H. (2003): Urban Sores. On the Interaction between Segregation,


urban Decay and Deprived Neighbourhoods. Aldershot: Ashgate

584
Skille E. Å. (2007): «The Norwegian sporting field reconsidered – the application of
Bourdieu’s field theory on a pluralistic and blurred world», European Journal for
Sport and Society, 4(2): 103-115

Slater T. (2013): «Your Life Chances Affect Where You Live: A Critique of the
‘Cottage Industry’ of Neighbourhood Effects Research», International Journal of
Urban and Regional Research, 37(2): 367-387

Small M. & Newman K. (2001): «Urban poverty after the truly disadvantaged: the
rediscovery of the familly, the neighborhood and culture». Annual review of
sociology, 27: 23-45

Small M. L. (2004): Villa Victoria: The transformation of social capital in a Boston


Barrio, Chicago: University of Chicago Press

Small M. L. (2009a): «`How many cases do I need?': On science and the logic of case
selection in field-based research», Ethnography, 10(1): 5-38

Small M. L. (2009b): Unanticipated gains: origins of network inequality in everyday


life, New York: Oxford University Press

Small M.L. (2011): «How to Conduct a Mixed Methods Study: Recent Trends in a
Rapidly Growing Literature», Annual Review of Sociology, 37(1): 57-86

Small M. L. & Feldman J. (2012): «Ethnographic evidence, heterogeneity, and


neighbourhood effects after moving to opportunity», in van Ham M., Manley D.,
Bailey N., Simpson L. & Maclennan D. (eds.): Neighbourhood effects research: New
perspectives, Dordrecht: Springer, pp.57-78

Smith A. D. (2001): «Perception and Belief», Philosophy and Phenomenological


Research, 62 (2): 283- 309

Smith C. (2010): What is a person? Rethinking humanity, social life, and the moral
good from the person up, Chicago: The University of Chicago Press

585
Smith C. & Elger T. (2014): «Critical Realism and Interviewing Subjects», », in
Edwards P. K., O’Mahoney J. & Vincent S. (eds.): Studying Organizations Using
Critical Realism: A Practical Guide, Oxford: Oxford University Press, pp. 109-131

Smith N. (1996): The New Urban Frontier: Gentrification and the Revanchist City.
London: Routledge

Smith S. J. (1989): The Politics of Race and Residence, Cambridge: Polity Press

Soja E. (1980): «The socio-spatial dialectic», Annals of Association of American


Geographers, 70(2): 207-225

Somerville P. (2000): Social relations and social exclusion: rethinking political


economy, London: Routledge

Southerton D. (2002): «Boundaries of “Us” and “Them”: Class, Mobility and


Identification in a New Town», Sociology, 36 (1): 171-193

Spencer N. H. & Fielding A. (2000): «An instrumental variable consistent estimation


procedure to overcome the problem of endogenous variables in multilevel models»,
Multilevel Modelling Newsletter, 12: 4-7

Spicker P. (2001): «Poor areas and the “ecological fallacy”», Radical Statistics 76,
available at http://www.radstats.org.uk/no076/spicker.htm

Spitzer S. (1975): «Toward a Marxian Theory of Deviance», Social Problems, 22(5):


638-651

Spurling L. (1977): Phenomenology and the social world: The philosophy of Merleau-
Ponty and its relation to the social sciences, London: Routledge

Stevens J. P. (2009): Applied Multivariate Statistics for the Social Sciences, 5th
edition, New York: Routledge

586
Stone L. D., Underwood C. & Hotchkiss J. (2012): «The Relational Habitus:
Intersubjective Processes in Learning Settings», Human Development, 55: 65- 91

Swidler A. (1986): «Culture in Action: Symbols and Strategies», American


Sociological Review, 51(2): 273-286.

Sykes B. & Kuyper H. (2009): «Neighbourhood effects on youth educational


achievement in the Netherlands: can effects be identified and do they vary by student
background characteristics?», Environment and Planning A, 41: 2417- 2436

Sykes B. & Musterd S. (2010): «Examining Neighbourhood and School Effects


Simultaneously: What Does the Dutch Evidence Show?», Urban Studies, 48(7): 1307-
1331

Tavory I. & Timmermans S. (2009): «Two cases of ethnography: Grounded theory


and the extended case method», Ethnography, 10(3): 243-263

Taylor C. (1995): Philosophical arguments, Cambridge: Harvard University Press

Thomson P. (2008): «Field», in Grenfell M. (ed.): Pierre Bourdieu: Key Concepts,


Stocksfield: Acumen Publishing, pp. 67-81

Thrift N. (1996): Spatial Formations, London: Sage

Thrift N. (2007): Non-Representational Theory: Space, Poltics, Affect. Routledge:


London

Throop C. J. & Murphy K. M. (2002): «Bourdieu and phenomenology: A critical


assessment», Anthropological Theory, 2(2): 185-207

Tiemersma D. (1987): «Merleau-Ponty's philosophy as a field theory: Its origin,


categories and relevance», Man and World, 20(4): 419-436

587
Tigges L. M., Brown I. & Green G. P. (1998): «Social isolation of the urban poor.
Race, class, and neighborhood effects on social resources», The Sociological
Quarterly 39 (1): 53-77

Tilly C. (1998): Durable Inequality, Berkeley: University of California Press

Tittle C. R. & Meier R. F. (1990): «Specifying the SES/ Delinquency Relationship».


Criminology, 28: 271-299

Tobler W. R. (1970): «A computer movie simulating urban growth in the Detroit


region», Economic Geography, 46: 234- 240

Treiman D. J. (2009): Quantitative data analysis: doing social research to test ideas,
San Francisco: Jossey-Bass

Tsoulouvis L. (1996): «Urban Planning, Social Policy and New Forms of Urban
Inequality and Social Exclusion in Greek Cities», International Journal of Urban and
Regional Research, 20(4): 718-732

Tukey J. W. (1977): Exploratory Data Analysis, Reading: Addison-Wesley

Turley R. (2003): «When Do Neighbourhoods Matter? The Role of Race and


Neighbourhood Peers», Social Science Research 32: 61- 79

Turner B. & Whitehead C. M. (2002): «Reducing housing subsidy: Swedish Housing


Policy in an International Context», Urban Studies, 39(2): 201-217

Turner J. H. (2002): Face to face: toward a sociological theory of interpersonal


behavior, Stanford: Stanford University Press

Uitermark J. & Duyvendak J. W. (2008): «Civilising the City: Populism and


Revanchist Urbanism in Rotterdam», Urban Studies, 45(7):1485-1503

588
Uprichard E. (2005): Studying Complexity Systems: ExploringChange and Continuity
in York and Dijon, unpublished PhD thesis, Department of Sociology, Durham:
University of Durham

Uprichard E. (2008): «Children as ‘Being and Becomings’: Children, Childhood and


Temporality», Children & Society, 22: 303-313

Uprichard E. (2009): «Introducing Cluster Analysis: What can it Teach us about the
Case?», in Byrne D. & Ragin C. C. (eds): The Sage Handbook of Case-Based
Methods, London: Sage, pp. 132-147

Uprichard E. (2011): «Dirty data: longitudinal classification systems», The


Sociological Review, 59(2): 92-112

Vandenberghe F. (1999): «“The Real is Relational”: An Epistemological Analysis of


Pierre Bourdieu’s Generative Structuralism», Sociological Theory, 17(1): 32-67

Vandenberghe F. (2014): What’s Critical About Critical Realism? Essays in


reconstructive social theory, Abingdon, Routledge

van der Klaauw B. & van Ours J. (2003): «From welfare to work: does the
neighborhood matter?», Journal of Public Economics, 87(5/6): 957-985

van der Laan Bouma-Doff W. (2008): «Concentrating on participation: Ethnic


Concentration and Labour Market Participation of Four Ethnic Groups», Schmollers
Jahrbuch/Journal of Applied Social Science Studies, 128: 153-173

VanderWeele T. J. (2010): «Direct and Indirect Effects for Neighborhood-Based


Clustered and Longitudinal Data», Sociological Methods & Research, 38(4): 515- 544

Van Ham M. & Clark W. A. V. (2009): «Neighbourhood mobility in context:


household moves and changing neighbourhoods in the Netherlands», Environment
and Planning A, 41(6): 1442-1459

589
van Ham M. et al. (2012): «Neighbourhood Effects Research: New Perspectives», in
van Ham M, Manley D, Bailey N, Simpson L & Maclennan D. (eds.): Neighbourhood
Effects Research: New Perspectives. Dordrecht: Springer, pp. 1-22

van Kempen E. T. (1994): «The Dual City and the Poor: Social Polarisation, Social
Segregation and Life Chances», Urban Studies, 31(7): 995-1015

van Kempen E. T. (1997): «Poverty Pockets and Life Chances: On the Role of Place
in Shaping Social Inequality», American Behavioral Scientist, 41(3): 430-449

van Kempen R. & Dekker K. (2009): «Explanations for the Development of Large
Housing Estates in North-Western European Cities», in De Boyser K., Dewilde C.,
Dierckx D. & Friedrichs J. (eds.): Between the Social and the Spatial Exploring the
Multiple Dimensions of Poverty and Social Exclusion, Aldershot: Ashgate, pp. 197-
217

Vartanian T. P. & Buck P. W. (2005): «Childhood and Adolescent Neighborhood


Effects on Adult Income: Using Siblings to Examine Differences in Ordinary Least
Squares and Fixed-Effect Models», Social Service Review, 79: 60-94

Venkatesh S. (2002): «‘Doin’ the hustle’: Constructing the ethnographer in the


American ghetto», Ethnography, 3(1): 91-111

Venkatesh S. A. (2008): Gang leader for a day: a rogue sociologist takes to the
streets, New York: The Penguin Press

Vervoort M. (2012): «Ethnic Concentration in the Neighbourhood and Ethnic


Minorities’ Social Integration: Weak and Strong Social Ties Examined», Urban
Studies, 49(4): 897-915

Vidal M. (2013): «Postfordism as a dysfunctional accumulation regime: a


comparative analysis of the USA, the UK and Germany», Work, Employment and
Society, 27(3): 451-471

590
Vigdor J. (2006): «Peer Effects in Neighborhoods and Housing», in Dodge K. A.,
Dishion T. J. & Lansford J. E. (eds.): Deviant peer influences in programs for youth:
problems and solutions, New York: The Guilford Press, pp. 185- 202

Visser K., Bolt G. & van Kempen R. (2015): «‘Come and live here and you’ll
experience it’: youths talk about their deprived neighbourhood», Journal of Youth
Studies, 18(1): 36-52

Vrychea A. & Golemis C. (2000): «Spatial segregation and social exclusion in


peripheral Greek neighbourhood», in Madanipour A., Göran G. & Allen J. (eds.):
«Social Exclusion in European Cities: Processes, Experiences and Responses»,
London: Routledge, pp. 157-171

Wacquant L. (1987): «Symbolic Violence and the Making of the French


Agriculturalist: An Enquiry into Pierre Bourdieu's Sociology», Journal of Sociology,
23(1): 65-88

Wacquant L. (1989a) «The puzzle of race and class in American Society and Social
Science», Benjamin E. Mays Monograph Series, 2(1): 7-20

Wacquant L. (1989b): «Social Ontology, Epistemology and Class: On Wright’s and


Burawoy’s Politics of Knowledge», Journal of Sociology, 34: 165-186

Wacquant L. (1993): «Urban outcasts: stigma and division in the black American
ghetto and French urban periphery», International Journal of Urban and Regional
Research, 17(3): 366-383

Wacquant L. (1998): «Negative social capital: State breakdown and social detitution
in America’s urban core», Netherlands Journal of Housing and the Built
Environment, 13(1): 25-40

Wacquant L. (1999): «Logics of urban polarization: the view from below», The
Sociological Review, 47(52): 107-119

591
Wacquant L. (2002): «Scrutinizing the Street: Poverty, Morality, and the Pitfalls of
Urban Ethnography», American Journal of Sociology, 107(6): 1468-1532

Wacquant L. (2005): «Habitus» in Berckert J. & Zafirovski M. (eds.): Encyclopedia


of Economic Sociology, London: Routledge, pp. 315–319

Wacquant L. (2008): Urban outcasts: a comparative sociology of advanced


marginality, Cambridge: Polity Press

Wacquant L. (2013): «Symbolic power and group-making: On Pierre Bourdieu’s


reframing of class», Journal of Classical Sociology, 13(2): 274-291

Wacquant L. (2014a): «Homines in Extremis: What Fighting Scholars Teach Us about


Habitus», Body & Society, 20(2): 3-17

Wacquant L. (2014b): «Putting Habitus in its Place: Rejoinder to the Symposium»,


Body & Society, 20(2): 118-139

Wagner H. R. (1983): Phenomenology of consciousness and sociology of the life-


world: an introductory study, Edmonton: University of Alberta Press

Walby S. (2007): «Complexity Theory, Systems Theory, and Multiple Intersecting


Social Inequalities», Philosophy of the Social Sciences, 37(4): 449-470

Waldinger R. (1996): Still the Promised City? African-Americans and New


Immigrants in Postindustrial New York, Cambridge: Harvard University Press

Walther W. (2014): Repatriation to France and Germany: A Comparative Study


Based on Bourdieu’s Theory of Practice, Wiesbaden: Springer

Wang J., Xie H. & Fisher J. H. (2012): Multilevel models: applications using SAS,
Berlin: Higher Education Press

592
Ward J. H. Jr. (1963): «Hierarchical grouping to optimize an objective function»,
Journal of the American Statistical Association, 58:236-244

Watt P. (2008): «”Underclass” and “Ordinary People” discourses: Representing/re-


presenting council tenants in a housing campaign», Critical Discourse Studies, 5(4):
345-357

Weiss R. (1994): Learning from Strangers. New York: Free Press

Welshman J. (2006): Underclass: A History of the Excluded 1880-2000, London:


Hambledon Continuum

West B., Welch K., Gałecki A. & Gillespie B. (2007): Linear Mixed Models: A
Practical Guide Using Statistical Software, New York: Chapman & Hall

Whelan C. T. & Maître B. (2010): «Welfare regime and social class variation in
poverty and economic vulnerability in Europe: an analysis of EU-SILC», Journal of
European Social Policy, 20 (4): 316-332

Whyte W. F. (1943): Street corner society: the social structure of an Italian slum.
Chicago: The University of Chicago Press

Williams R. (1962): The Long Revolution. London: Chatto & Windus

Williams M. & May T. (1996): Introduction to the philosophy of social research,


London: University College London Press

Williams M. (2014): «Probability and Models» in Edwards P. K., O’Mahoney J. &


Vincent S. (eds.): Studying Organizations Using Critical Realism: A Practical Guide,
Oxford: Oxford University Press, pp. 282- 299

Williamson T., Ashby D. & Webber R. (2005): «Young offenders, schools and the
neighbourhood: a new approach to data-analysis for community policing», Journal of
Community and Applied Social Psychology, 15 (3): 203-228

593
Willis P. (1977): Learning to labour: How working class kids get working class jobs,
Cambridge: Ashgate

Wilson D. (1993): «Everyday Life, Spatiality and Inner City Disinvestment in a US


City», International Journal of Urban and Regional Research, 17(4): 578-594

Wilson G. (2007): «Racialized Life-Chance Opportunities across the Class Structure:


The Case of African Americans», The Annals of the American Academy of Political
and Social Science, 60(9): 215-232?

Wilson W. J. (1978): The Declining Significance of Race. Blacks and Changing


Institutions, Chicago: University of Chicago Press.

Wilson W. J. (1987): The Truly Disadvantaged:The Inner City, the Underclass, and
Public Policy. Chicago: Chicago University Press

Wilson W. J. (1991): «Studying Inner-city Social Dislocations: The Challenge of


Public Agenda Research», American Sociological Review, 56 (1): 1–14

Wilson W. J. (1992) «Another Look at The Truly Disadvantaged’», Political Science


Quarterly, 106(4): 639–656

Wilson W. J. (1996): When Work Disappears: TheWorld of the New Urban Poor,
New York: Alfred A. Knopf

Wilson W. J. (1999): The bridge over the racial divide : rising inequality and
coalition politics, Berkeley and Los Angeles: University of California Press

Wilson W. J. (2003): «Race, Class and Urban Poverty: A Rejoinder», Ethnic and
Racial Studies 26(6): 1096–1114

594
Wilson W. J. (2006): «Social Theory and the Concept “Underclass”», in Grusky D. B.
& Kanbur R. (eds.): Poverty and inequality, Stanford: Stanford University Press,
pp.103-116

Wilson W. J. & Chaddha A. (2009): «The role of theory in ethnographic research»,


Ethnography, 10(2–3): 269–284

Wilson W. J. (2010): «Why Both Social Structure and Culture Matter in a Holistic
Analysis of Inner-City Poverty», The Annals of the American Academy of Political
and Social Science, 629(1): 200-219

Wilson W. J. (2013): «Combating Concentrated Poverty in Urban Neighborhoods»,


Journal of Applied Social Science, 7(2): 135-143

Winslow E. B. & Shaw D. S. (2007): «Impact of Neighborhood Disadvantage on


Overt Behavior Problems During Early Childhood», Aggressive Behavior, 33(3): 207-
219

Wolin R. (1992): «Carl Schmitt: The Conservative Revolutionary Habitus and the
Aesthetics of Horror», Political Theory, 20(3): 424- 447

Wood E. W. (1982): «The Politics of Theory and the Concept of Class: E.P.
Thompson and His Critics», Studies in Political Economy, 9: 45- 75

Young A. A. jr (2003): «Social isolation, and concentration effects: William Julius


Wilson revisited and re-applied», Ethnic and Racial Studies, 26(6): 1073-1087

Young A. A. Jr. (2013): «Uncovering a hidden “I” in contemporary urban


ethnography», The Sociological Quarterly, 54(1): 51-65

Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία

595
Αλεξίου Θ. (2007): Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση. Η κοινωνική πολιτική ως
μηχανισμός ελέγχου και κοινωνικής πειθάρχησης, Αθήνα: Παπαζήση

Αλεξίου Θ. (2008): Κοινωνική πολιτική, αποκλεισμένες ομάδες και ταξική δομή,


Αθήνα: Παπαζήση

Αλεξίου Θ. (2009): Κοινωνικές τάξεις, κοινωνικές ανισότητες και συνθήκες ζωής ,


Αθήνα: Παπαζήση

Bottomore T. (1995): «Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη. Μετά από σαράντα
χρόνια», στο Bottomore T. & Marshall T.H. (επιμ.) : Ιδιότητα του πολίτη και
κοινωνική τάξη, Στασινοπούλου Ο. (μτφρ.), Αθήνα: Gutenberg, σελ.125-198

Εμμανουήλ Δ. (2007): «Κοινωνική διαίρεση του χώρου και ταξικός διαχωρισμός


στην Αθήνα: Ο ρόλος της οικονομικής τάξης, του status και της κατοικίας», στο
http://arxeio.gsdb.gr/projects/aristeia2_IAAK/2177_emmanuel.pdf

Κανδύλης Γ, Αράπογλου Β. & Μαλούτας Θ. (2007): «Μετανάστευση και το δίπολο


ανταγωνιστικότητα-συνοχή στην Αθήνα», Γεωγραφίες, 13:35-54

Κασιμάτη Κ (2001): «Δομές και Ροές: Το φαινόμενο της κοινωνικής και


επαγγελαμτικής κινητικότητας», Αθήνα: Gutenberg

Λαμπριανίδης Λ. (2011): Επενδύοντας στη φυγή: Η διαρροή επιστημόνων από την


Ελλάδα την εποχή της παγκοσμιοποίηση, Αθήνα: Κριτική

Μαλούτας Θ. (1992): «Κοινωνικός διαχωρισμός στην Αθήνα», στο Μαλούτας Θ.,


Οικονομού Δ. (επιμ.): Κοινωνική Δομή και Πολεοδομική Οργάνωση στην Αθήνα,
Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, σελ. 67-134

Μαλούτας Θ. (2006): «Εκπαιδευτικές στρατηγικές των μεσαίων στρωμάτων και


στεγαστικός διαχωρισμός στην Αθήνα», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 119:
175-209

596
Μαλούτας Θ. (2009): «Κοινωνικός διαχωρισμός: Παρακαταθήκες της Σχολής του
Σικάγου και Σύγχρονοι Προβληματισμοί», στο Τάτσης Χ. & Θανοπούλου Μ. (επιμ.).:
Η κοινωνιολογία της Σχολής του Σικάγου, Αθήνα: Παπαζήση, σελ. 381-402

Μαλούτας Θ. (2011): «Χωρικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης στην Αθήνα:
από τις ρυθμίσεις του πελατειακού κράτους στην κρίση των ελλειμάτων»,
Eπιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 134-135(Α´- Β´): 51-70

Μαρκουλάτος Ι. (2007): Σώμα και νόημα: δοκίμιο πολιτικής οντολογίας, Αθήνα:


Παπαζήση

Marx K. (2004): Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, Ο Αούντβιχ Φόυερμπαχ και το τέλος της
κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, Μπλάνας Γ. (μτφρ.), Αθήνα¨Ερατώ

Τσιάκαλος Γ. (2004): «Κοινωνικός αποκλεισμός. Ορισμοί, Πλαίσιο και Σημασία»,


στο Κασσιμάτη Κ. (εισ.-επιμ.): Κοινωνικός Αποκλεισμός; Η ελληνική εμπειρία,
Αθήνα: Gutenberg, σελ. 39-65

Διαδικτυακές πηγές

https://www.alfavita.gr/

http://www.amarkos.gr/research/chic/

http://www.inegsee.gr/ekthesi2008/EKTHESH_MEROS_8.pdf

http://www.kathimerini.gr/498569/article/epikairothta/ellada/paremvaseis-sto-sxoliko-
sygkrothma-gkravas

http://www.minenv.gr/1/12/123/12305/g1230516.html gr

http://www.schizas.com

https://vavakos.wordpress.com

wikimapia.org

597
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακες

Πίνακας 3.2.1: Κοινωνικά χαρακτηριστικά των 79 χωρικών ενοτήτων της Αττικής για το έτος 1991

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1991
ΚΩΔ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ESEC
ΕΚΠ. ΚΑΤ. ΚΑΤ.
ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 1o ΔΔ Αθηνών 26,17 44,27 29,56 56,50 28,17 15,33 31,63 24,56 17,78 16,44 9,59
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ 36,24 49,97 13,78 47,22 43,65 9,13 20,09 22,87 21,56 22,92 12,57
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 52,78 39,39 7,83 51,99 41,79 6,21 9,96 18,05 25,78 28,80 17,42
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 34,52 50,23 15,25 45,45 45,22 9,32 19,07 25,90 20,73 22,24 12,06
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 50,58 41,95 7,47 51,59 41,87 6,54 11,86 17,00 26,69 26,80 17,66
6 ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ ΛΙΟΣΙΩΝ) 52,72 39,15 8,13 50,53 43,01 6,46 10,26 18,94 25,11 29,29 16,40
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ 28,17 49,62 22,21 29,52 52,22 18,25 25,39 21,34 27,47 17,79 8,02
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ 33,98 48,65 17,37 39,81 50,06 10,13 19,46 24,54 24,20 21,80 10,00
9 ΑΧΑΡΝΩΝ 65,29 29,51 5,20 58,54 36,21 5,24 7,26 13,54 25,75 31,81 21,63
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 28,51 47,44 24,05 44,11 45,94 9,95 26,29 29,40 17,25 17,23 9,83
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 20,33 51,95 27,72 27,96 55,35 16,68 29,82 26,76 21,76 15,41 6,25
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ 21,13 47,32 31,55 26,88 55,53 17,59 33,17 24,39 22,80 13,80 5,85
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ 51,95 39,66 8,39 55,42 38,87 5,72 11,13 18,22 23,80 27,65 19,21
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ 23,76 46,46 29,78 29,87 53,76 16,37 32,07 24,02 22,08 14,99 6,84
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 48,28 45,06 6,66 50,12 43,43 6,44 12,36 17,83 23,43 30,38 16,01
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 47,10 42,74 10,16 47,00 45,32 7,68 12,60 20,19 26,36 27,21 13,64
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 45,99 42,64 11,37 50,48 42,81 6,72 14,50 20,03 25,40 25,07 15,00
18 ΒΥΡΩΝΟΣ 32,21 49,50 18,28 42,49 48,00 9,51 20,63 27,08 22,91 19,81 9,57
19 ΦΑΛΗΡΟΥ 23,64 52,85 23,51 28,74 53,06 18,21 27,63 24,04 25,45 16,26 6,60
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ 37,53 47,05 15,43 46,89 44,85 8,27 17,53 27,07 23,07 21,16 11,18

598
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 45,17 44,99 9,84 46,23 46,42 7,35 14,25 18,68 25,45 26,01 15,61
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 19,45 46,33 34,23 22,18 58,62 19,20 35,70 24,87 21,46 12,57 5,39
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ 47,26 41,89 10,85 46,68 46,06 7,26 13,04 21,14 25,80 25,41 14,62
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 34,63 45,96 19,42 42,24 48,79 8,97 21,58 23,87 23,44 19,46 11,64
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 43,15 44,92 11,93 48,03 44,51 7,46 15,90 22,36 25,46 22,34 13,94
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 19,79 42,49 37,72 24,00 45,17 30,83 39,02 17,22 25,75 11,97 6,04
27 ΑΛΙΜΟΥ 26,00 51,78 22,22 30,02 53,08 16,90 25,67 22,76 26,32 17,51 7,75
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ 39,11 47,89 13,00 41,33 49,29 9,39 15,84 23,05 25,31 23,98 11,82
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 45,78 43,69 10,52 46,86 46,08 7,06 13,01 21,89 23,80 26,40 14,90
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ 15,50 46,65 37,85 25,17 56,31 18,52 37,37 28,10 19,58 10,74 4,20
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 55,12 37,58 7,30 50,88 42,63 6,49 9,17 17,55 26,62 27,10 19,55
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ 58,02 34,99 6,99 55,06 39,36 5,58 9,53 15,39 27,23 27,33 20,52
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 18,03 46,17 35,80 18,70 59,90 21,39 39,09 22,54 21,84 11,88 4,65
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 39,10 44,48 16,42 49,43 41,65 8,93 18,46 24,55 22,49 21,97 12,53
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ 72,76 24,36 2,89 60,16 35,63 4,21 4,93 12,41 28,46 31,39 22,82
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 59,23 32,16 8,61 42,91 45,50 11,59 10,12 14,28 39,61 22,68 13,31
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 67,17 25,66 7,17 46,06 44,60 9,34 9,83 9,08 46,30 24,11 10,69
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 67,86 26,13 6,00 57,61 34,88 7,51 7,13 8,63 33,87 27,65 22,73
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ 55,16 37,63 7,21 52,14 41,50 6,36 11,44 15,20 19,04 32,64 21,67
40 ΒΟΥΛΑΣ 16,26 51,15 32,59 21,55 49,50 28,95 34,96 20,65 28,92 11,08 4,38
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 41,28 45,31 13,40 47,22 44,65 8,13 16,31 22,60 24,19 22,67 14,23
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 50,56 41,56 7,88 55,93 37,02 7,05 11,91 29,98 26,40 21,04 10,67
43 ΔΑΦΝΗΣ 37,70 46,81 15,49 45,31 46,54 8,15 16,64 24,25 23,31 23,59 12,20
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ 35,95 51,06 12,98 41,47 48,82 9,72 18,29 22,82 23,15 22,35 13,39
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 59,69 36,17 4,14 58,19 36,89 4,91 8,83 15,52 21,03 35,12 19,51
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 63,37 32,21 4,43 58,28 37,76 3,96 6,72 16,30 25,93 29,72 21,33
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 29,68 43,72 26,60 33,00 50,65 16,34 30,67 21,30 24,17 15,91 7,94
48 ΠΕΥΚΗΣ 21,59 49,90 28,51 25,82 58,82 15,37 31,84 24,54 23,88 13,49 6,24
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 41,32 43,18 15,50 38,66 49,65 11,69 18,53 22,74 25,07 20,91 12,75
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 52,31 39,75 7,94 61,63 31,36 7,01 10,74 16,47 38,20 22,10 12,48
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 35,22 48,98 15,81 41,77 47,42 10,82 19,86 23,07 24,90 21,76 10,41

599
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 29,76 43,95 26,30 30,42 43,61 25,96 27,81 17,41 28,26 18,83 7,68
53 ΤΑΥΡΟΥ 56,22 38,57 5,21 58,74 36,59 4,68 7,09 17,12 25,66 29,10 21,03
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
54 ΡΕΝΤΗ 55,87 39,18 4,95 58,39 36,43 5,18 8,32 15,86 22,22 29,36 24,24
55 ΓΕΡΑΚΑ 60,91 33,82 5,26 52,13 41,67 6,19 7,19 16,93 29,19 29,22 17,47
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 50,94 38,13 10,93 45,84 43,61 10,55 12,35 15,37 42,85 20,13 9,31
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 35,46 44,87 19,68 49,06 38,75 12,19 21,29 17,21 37,94 16,51 7,04
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 52,82 36,37 10,81 40,24 46,85 12,91 12,38 15,28 35,85 19,40 17,08
59 ΠΑΠΑΓΟΥ 2,87 37,70 59,43 6,01 60,24 33,76 56,57 23,23 14,51 4,98 0,72
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 61,25 32,51 6,24 40,09 48,95 10,96 9,13 14,05 40,00 22,42 14,40
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 36,30 46,64 17,06 47,25 40,47 12,27 21,08 21,48 31,79 16,60 9,05
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 52,21 42,16 5,63 60,19 35,48 4,33 12,20 17,70 18,47 32,26 19,38
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 65,55 29,03 5,42 55,08 39,22 5,70 6,81 11,42 24,31 30,42 27,04
64 ΨΥΧΙΚΟΥ 8,38 34,37 57,25 15,20 37,28 47,52 53,45 13,65 22,17 8,18 2,54
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 60,47 31,32 8,21 49,21 41,44 9,35 11,53 10,71 40,51 26,45 10,79
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 51,01 38,01 10,97 45,34 42,27 12,38 14,98 13,57 41,88 18,88 10,69
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 29,59 49,50 20,91 37,85 51,00 11,15 23,29 24,50 22,84 20,69 8,68
68 2o ΔΔ Αθηνών 30,68 48,22 21,11 39,98 46,84 13,18 23,15 26,50 19,93 20,41 10,01
69 3o ΔΔ Αθηνών 48,34 42,11 9,55 53,76 39,04 7,20 12,09 20,67 22,47 27,18 17,59
70 4o ΔΔ Αθηνών 44,08 44,46 11,46 50,81 41,67 7,52 13,94 23,52 21,33 25,90 15,31
71 5o ΔΔ Αθηνών 29,16 49,86 20,99 37,24 50,25 12,52 23,44 27,04 20,11 19,58 9,83
72 6o ΔΔ Αθηνών 27,40 49,06 23,54 34,83 49,06 16,11 25,79 26,42 19,07 19,01 9,71
73 7o ΔΔ Αθηνών 26,10 48,76 25,14 39,56 46,40 14,04 28,14 28,68 17,78 16,83 8,57
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 55,71 35,19 9,10 62,74 30,75 6,51 10,59 17,06 43,77 21,48 7,10
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ 15,84 44,94 39,22 29,32 49,77 20,91 40,00 22,81 21,46 11,71 4,04
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 65,41 29,08 5,51 59,97 34,01 6,02 8,38 13,29 22,89 32,96 22,48
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 33,11 48,10 18,79 39,13 50,73 10,15 20,60 26,26 21,92 19,37 11,85
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 7,83 37,73 54,44 15,49 36,95 47,56 50,40 14,77 24,90 7,50 2,42
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 77,75 19,96 2,28 68,96 27,26 3,78 4,28 11,55 33,39 32,78 17,99
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΠΑΝΟΡΑΜΑ 2005, Ίδια επεξεργασία

600
Πίνακας 3.2.2: Δημογραφικά χαρακτηριστικά των 79 χωρικών ενοτήτων της Αττικής για το έτος 1991

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1991
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΝΟΙΚΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
1 1o ΔΔ Αθηνών 51,24 48,76 90,81 9,19
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ 41,46 58,54 96,39 3,61
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 28,80 71,20 97,61 2,39
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 44,33 55,67 94,81 5,19
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 27,76 72,24 98,01 1,99
ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ
6 ΛΙΟΣΙΩΝ) 27,60 72,40 97,97 2,03
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ 31,65 68,35 92,30 7,70
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ 30,58 69,42 97,20 2,80
9 ΑΧΑΡΝΩΝ 19,05 80,95 93,99 6,01
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 42,63 57,37 95,59 4,41
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 37,85 62,15 94,21 5,79
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ 30,45 69,55 95,43 4,57
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ 34,77 65,23 97,32 2,68
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ 30,14 69,86 95,59 4,41
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 26,26 73,74 96,46 3,54
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 28,17 71,83 97,06 2,94
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 29,04 70,96 97,56 2,44
18 ΒΥΡΩΝΟΣ 35,49 64,51 97,30 2,70
19 ΦΑΛΗΡΟΥ 35,21 64,79 91,06 8,94
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ 33,25 66,75 98,26 1,74
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 32,16 67,84 97,72 2,28
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 28,95 71,05 95,12 4,88

601
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ 27,25 72,75 97,93 2,07
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 29,93 70,07 97,86 2,14
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 30,27 69,73 97,04 2,96
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 25,03 74,97 92,83 7,17
27 ΑΛΙΜΟΥ 32,29 67,71 92,64 7,36
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ 30,13 69,87 96,85 3,15
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 33,30 66,70 97,25 2,75
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ 33,82 66,18 95,92 4,08
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 23,84 76,16 97,96 2,04
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ 30,55 69,45 96,12 3,88
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 24,18 75,82 95,18 4,82
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 34,62 65,38 96,90 3,10
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ 15,06 84,94 96,79 3,21
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 14,02 85,98 96,79 3,21
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 10,22 89,78 98,80 1,20
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 14,68 85,32 92,19 7,81
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ 27,78 72,22 95,43 4,57
40 ΒΟΥΛΑΣ 31,33 68,67 90,88 9,12
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 32,36 67,64 97,10 2,90
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 11,35 88,65 99,34 0,66
43 ΔΑΦΝΗΣ 40,04 59,96 96,33 3,67
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ 38,69 61,31 96,56 3,44
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 17,74 82,26 97,82 2,18
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 14,71 85,29 98,28 1,72
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 24,90 75,10 94,55 5,45
48 ΠΕΥΚΗΣ 25,54 74,46 97,40 2,60
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 17,52 82,48 96,71 3,29
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 9,76 90,24 96,30 3,70
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 27,20 72,80 90,33 9,67
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 24,47 75,53 94,87 5,13
53 ΤΑΥΡΟΥ 33,11 66,89 97,05 2,95

602
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
54 ΡΕΝΤΗ 33,77 66,23 96,17 3,83
55 ΓΕΡΑΚΑ 12,99 87,01 98,38 1,62
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 12,45 87,55 97,49 2,51
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 20,65 79,35 92,51 7,49
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 12,94 87,06 98,51 1,49
59 ΠΑΠΑΓΟΥ 24,14 75,86 95,07 4,93
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 9,62 90,38 98,02 1,98
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 17,06 82,94 95,61 4,39
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 22,36 77,64 92,58 7,42
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 11,65 88,35 98,39 1,61
64 ΨΥΧΙΚΟΥ 26,85 73,15 89,23 10,77
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 11,09 88,91 97,25 2,75
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 7,83 92,17 96,75 3,25
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 31,64 68,36 96,88 3,12
68 2o ΔΔ Αθηνών 45,87 54,13 93,84 6,16
69 3o ΔΔ Αθηνών 48,13 51,87 95,28 4,72
70 4o ΔΔ Αθηνών 45,11 54,89 96,70 3,30
71 5o ΔΔ Αθηνών 44,85 55,15 95,55 4,45
72 6o ΔΔ Αθηνών 51,51 48,49 93,30 6,70
73 7o ΔΔ Αθηνών 48,66 51,34 93,35 6,65
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 12,42 87,58 88,13 11,87
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ 31,35 68,65 93,97 6,03
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 29,91 70,09 91,26 8,74
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 38,85 61,15 97,50 2,50
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 27,17 72,83 86,40 13,60
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 11,23 88,77 97,72 2,28
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΠΑΝΟΡΑΜΑ 2005, Ίδια επεξεργασία

603
Πίνακας 3.2.3: Κοινωνικά χαρακτηριστικά των 79 χωρικών ενοτήτων της Αττικής για το έτος 2001

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2001
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ESEC
ΕΚΠ. ΕΚΠ. ΚΑΤ. ΚΑΤ. ΚΑΤ.
ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΥΨ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗ ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 1o ΔΔ Αθηνών 22,85 47,14 30,01 28,66 40,64 30,70 29,96 15,14 10,92 18,83 25,16
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ 25,34 57,80 16,87 30,21 52,94 16,85 22,86 20,01 13,99 24,08 19,07
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 36,93 52,16 10,91 34,06 52,56 13,38 14,57 17,83 17,30 27,74 22,55
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 23,12 59,01 17,87 33,56 50,87 15,56 21,47 21,16 13,49 23,59 20,29
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 34,31 54,82 10,87 34,82 51,96 13,22 15,69 16,34 18,40 26,96 22,60
6 ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ ΛΙΟΣΙΩΝ) 35,18 53,72 11,10 30,72 55,34 13,93 14,97 18,42 17,66 27,08 21,86
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ 15,85 54,65 29,49 15,14 53,11 31,76 34,37 18,40 17,51 18,25 11,46
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ 20,96 56,30 22,74 23,70 56,87 19,43 26,02 24,02 16,08 20,07 13,82
9 ΑΧΑΡΝΩΝ 46,42 46,21 7,37 36,56 50,18 13,26 10,92 12,37 16,99 25,92 33,80
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 18,42 53,58 28,00 29,92 52,97 17,11 31,13 23,24 12,14 19,48 14,01
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 13,31 54,68 32,01 16,71 56,17 27,12 34,68 23,14 14,76 16,14 11,28
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ 14,43 49,89 35,68 14,07 54,71 31,22 40,13 23,23 13,88 13,39 9,37
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ 36,71 52,14 11,16 37,48 49,95 12,57 16,01 17,86 16,01 25,35 24,77
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ 13,92 50,73 35,35 15,15 54,85 30,01 39,14 22,89 13,89 14,10 9,98
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 32,68 58,12 9,20 30,74 55,14 14,12 15,93 18,21 16,34 28,07 21,44
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 29,18 56,25 14,57 28,24 55,26 16,50 18,61 21,55 17,59 24,11 18,14
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 29,56 55,80 14,64 33,11 52,81 14,08 19,05 18,86 16,15 26,16 19,77
18 ΒΥΡΩΝΟΣ 20,56 57,20 22,23 26,73 54,83 18,44 25,92 24,59 14,64 19,80 15,05
19 ΦΑΛΗΡΟΥ 13,62 56,31 30,07 15,85 55,16 28,98 33,49 22,94 17,17 16,27 10,13
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ 23,31 57,52 19,17 28,40 54,92 16,68 24,14 23,03 15,52 21,79 15,52
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 30,02 57,02 12,96 29,65 55,15 15,20 17,74 18,49 17,75 25,71 20,31
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 10,31 49,51 40,18 12,04 55,75 32,22 44,28 21,45 13,22 13,37 7,67
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ 29,93 55,05 15,02 29,57 54,29 16,14 19,33 21,06 18,91 23,14 17,57

604
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 20,25 54,78 24,98 23,03 57,89 19,08 28,85 21,78 15,89 19,59 13,89
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 25,55 57,41 17,04 27,37 55,85 16,78 23,39 20,71 19,21 21,09 15,61
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 11,70 43,76 44,54 9,37 35,34 55,29 45,72 16,71 15,95 10,58 11,04
27 ΑΛΙΜΟΥ 14,15 56,85 29,00 14,46 56,57 28,97 34,57 21,11 17,18 17,02 10,12
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ 23,64 57,35 19,01 25,39 56,06 18,55 23,26 21,88 17,23 22,44 15,18
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 30,64 55,77 13,59 31,39 54,22 14,40 18,15 18,39 15,64 27,09 20,73
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ 9,45 47,23 43,32 14,50 55,70 29,79 46,61 22,14 12,37 11,18 7,70
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 33,27 53,75 12,98 28,46 55,50 16,04 17,40 19,14 17,87 23,94 21,65
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ 41,11 49,45 9,45 37,15 51,00 11,85 14,32 14,95 17,63 24,59 28,49
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 9,10 47,42 43,47 7,53 53,81 38,66 47,26 21,66 14,58 9,88 6,61
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 25,06 55,92 19,02 33,57 50,35 16,08 23,60 21,16 15,38 22,81 17,05
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ 51,83 41,93 6,24 46,87 42,43 10,70 9,27 14,26 16,39 27,22 32,86
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 42,67 45,29 12,05 27,37 50,16 22,47 14,53 14,03 23,12 21,70 26,62
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 52,57 38,44 8,99 27,65 53,59 18,77 11,58 9,69 34,07 21,04 23,63
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 51,13 42,28 6,59 40,15 47,69 12,16 8,14 8,11 16,52 23,69 43,55
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ 40,27 48,83 10,90 29,87 55,03 15,10 15,15 14,77 13,30 26,00 30,78
40 ΒΟΥΛΑΣ 9,32 49,39 41,29 9,15 39,19 51,66 45,48 15,50 19,15 11,55 8,31
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 27,90 55,05 17,04 31,57 52,80 15,63 21,58 20,04 15,77 23,00 19,60
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 38,29 51,59 10,12 29,16 51,43 19,41 16,96 13,01 24,14 25,71 20,17
43 ΔΑΦΝΗΣ 25,34 56,74 17,92 32,90 50,95 16,16 20,15 19,89 14,83 25,34 19,78
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ 22,95 60,94 16,11 26,07 55,93 18,00 23,19 23,27 15,79 20,95 16,80
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 41,61 52,44 5,95 32,33 53,89 13,78 12,55 14,57 15,99 35,34 21,55
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 41,73 49,74 8,53 32,40 55,16 12,45 12,82 16,51 20,19 26,92 23,56
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 14,68 48,54 36,78 13,61 53,10 33,29 40,85 20,96 15,60 12,37 10,21
48 ΠΕΥΚΗΣ 13,08 50,46 36,46 13,09 58,30 28,61 40,13 21,54 15,26 14,08 8,99
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 26,19 51,68 22,13 18,45 53,48 28,07 27,14 20,62 17,43 17,83 16,99
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 40,15 49,82 10,02 38,42 44,13 17,45 14,40 15,55 20,77 24,04 25,23
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 18,60 58,22 23,18 18,83 57,65 23,52 27,46 21,51 16,42 21,66 12,95
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 16,43 47,65 35,92 12,69 40,92 46,39 38,38 16,08 18,24 15,18 12,12
53 ΤΑΥΡΟΥ 40,37 51,61 8,02 44,85 44,44 10,71 11,26 16,74 14,94 26,92 30,14
54 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ 44,12 48,62 7,26 45,24 44,84 9,92 9,64 11,94 13,15 26,87 38,40

605
ΡΕΝΤΗ
55 ΓΕΡΑΚΑ 33,40 52,88 13,71 20,59 55,47 23,94 20,39 19,77 18,38 21,95 19,51
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 32,64 51,22 16,14 29,55 47,91 22,54 20,38 16,39 26,52 17,75 18,97
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 26,73 51,79 21,48 24,60 48,35 27,05 24,68 15,59 24,89 17,88 16,96
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 36,97 48,38 14,66 20,77 52,59 26,63 17,92 14,41 24,85 20,36 22,46
59 ΠΑΠΑΓΟΥ 2,26 33,42 64,32 2,51 45,40 52,09 62,01 20,25 9,56 5,11 3,07
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 46,36 43,94 9,69 25,18 50,87 23,95 13,18 13,26 26,68 22,08 24,80
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 24,64 52,82 22,54 26,44 45,52 28,04 26,04 15,06 21,51 19,85 17,54
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 39,00 53,01 7,98 40,41 48,34 11,25 13,40 18,61 15,13 26,57 26,29
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 45,61 45,53 8,86 28,40 55,74 15,86 10,82 13,40 17,91 20,14 37,72
64 ΨΥΧΙΚΟΥ 5,64 32,81 61,55 2,42 25,26 72,32 63,00 13,86 10,38 4,82 7,94
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 44,47 43,55 11,98 27,60 53,67 18,73 16,34 9,82 30,83 23,90 19,12
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 31,16 52,19 16,65 27,95 47,24 24,81 23,53 15,06 26,52 18,47 16,42
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 18,75 56,33 24,92 23,94 55,93 20,13 28,92 22,46 14,34 19,27 15,00
68 2o ΔΔ Αθηνών 22,64 54,06 23,30 32,15 48,42 19,43 25,41 21,38 11,84 21,09 20,28
69 3o ΔΔ Αθηνών 35,13 51,92 12,95 41,21 45,66 13,13 16,39 17,51 14,07 26,64 25,38
70 4o ΔΔ Αθηνών 32,91 53,91 13,18 40,63 46,86 12,51 15,92 19,20 13,38 26,51 24,99
71 5o ΔΔ Αθηνών 22,47 55,57 21,96 30,76 50,35 18,89 25,36 20,89 12,11 22,94 18,69
72 6o ΔΔ Αθηνών 24,36 53,75 21,89 35,64 44,54 19,81 22,69 16,24 10,50 24,26 26,30
73 7o ΔΔ Αθηνών 19,42 53,71 26,88 31,05 47,08 21,87 31,10 20,65 10,76 18,50 18,99
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 50,99 38,58 10,43 31,55 46,67 21,79 12,71 11,14 33,89 16,93 25,33
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ 8,30 45,70 46,00 11,45 50,43 38,12 50,77 18,19 12,45 10,48 8,11
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 49,14 41,94 8,92 33,69 52,05 14,27 13,83 12,57 16,74 19,02 37,84
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 22,98 55,09 21,93 30,18 50,99 18,84 24,55 19,22 13,71 22,85 19,67
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 3,58 32,40 64,02 1,97 24,17 73,86 62,05 13,22 13,25 4,10 7,38
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 55,41 39,11 5,48 39,61 47,96 12,44 9,54 13,09 23,57 24,07 29,73
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΠΑΝΟΡΑΜΑ 2005, Ίδια επεξεργασία

606
Πίνακας 3.2.4: Δημογραφικά χαρακτηριστικά των 79 χωρικών ενοτήτων της Αττικής για το έτος 2001

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2001
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΝΟΙΚΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
1 1o ΔΔ Αθηνών 55,80 44,20 65,97 34,03
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ 39,63 60,37 87,14 12,86
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 29,80 70,20 89,68 10,32
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 41,27 58,73 87,36 12,64
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 28,65 71,35 90,42 9,58
ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ
6 ΛΙΟΣΙΩΝ) 27,88 72,12 91,04 8,96
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ 30,47 69,53 87,62 12,38
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ 28,89 71,11 92,93 7,07
9 ΑΧΑΡΝΩΝ 16,90 83,10 87,68 12,32
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 38,80 61,20 89,73 10,27
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 34,23 65,77 89,74 10,26
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ 27,78 72,22 89,61 10,39
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ 33,19 66,81 90,25 9,75
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ 29,51 70,49 91,70 8,30
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 26,22 73,78 92,18 7,82
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 28,49 71,51 91,20 8,80
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 30,94 69,06 88,05 11,95
18 ΒΥΡΩΝΟΣ 33,82 66,18 90,51 9,49
19 ΦΑΛΗΡΟΥ 31,99 68,01 87,83 12,17
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ 32,18 67,82 92,11 7,89
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 30,60 69,40 93,46 6,54
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 27,78 72,22 91,54 8,46
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ 25,89 74,11 95,08 4,92

607
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 29,39 70,61 93,08 6,92
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 27,87 72,13 94,38 5,62
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 24,35 75,65 87,56 12,44
27 ΑΛΙΜΟΥ 28,01 71,99 90,61 9,39
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ 29,31 70,69 91,88 8,12
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 32,59 67,41 87,84 12,16
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ 32,94 67,06 91,36 8,64
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 24,78 75,22 90,61 9,39
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ 28,03 71,97 91,89 8,11
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 25,02 74,98 93,19 6,81
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 34,88 65,12 88,23 11,77
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ 11,93 88,07 90,20 9,80
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 18,87 81,13 82,25 17,75
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 15,24 84,76 87,81 12,19
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 17,84 82,16 81,59 18,41
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ 25,86 74,14 86,18 13,82
40 ΒΟΥΛΑΣ 28,75 71,25 84,95 15,05
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 30,79 69,21 89,62 10,38
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 15,78 84,22 92,02 7,98
43 ΔΑΦΝΗΣ 40,66 59,34 82,73 17,27
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ 33,56 66,44 91,21 8,79
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 20,42 79,58 91,37 8,63
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 16,76 83,24 93,51 6,49
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 25,54 74,46 90,35 9,65
48 ΠΕΥΚΗΣ 26,73 73,27 94,17 5,83
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 20,42 79,58 88,24 11,76
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 25,21 74,79 81,41 18,59
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 27,45 72,55 89,88 10,12
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 24,43 75,57 86,80 13,20
53 ΤΑΥΡΟΥ 34,68 65,32 84,81 15,19
54 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ 37,46 62,54 77,09 22,91

608
ΡΕΝΤΗ
55 ΓΕΡΑΚΑ 15,53 84,47 91,72 8,28
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 18,34 81,66 88,14 11,86
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 24,87 75,13 84,49 15,51
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 16,85 83,15 88,99 11,01
59 ΠΑΠΑΓΟΥ 23,10 76,90 94,10 5,90
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 11,24 88,76 89,92 10,08
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 27,95 72,05 81,35 18,65
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 24,43 75,57 91,96 8,04
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 14,43 85,57 89,81 10,19
64 ΨΥΧΙΚΟΥ 24,73 75,27 82,19 17,81
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 16,61 83,39 89,60 10,40
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 14,77 85,23 84,57 15,43
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 32,02 67,98 88,05 11,95
68 2o ΔΔ Αθηνών 46,07 53,93 80,58 19,42
69 3o ΔΔ Αθηνών 46,52 53,48 81,06 18,94
70 4o ΔΔ Αθηνών 44,26 55,74 81,45 18,55
71 5o ΔΔ Αθηνών 45,80 54,20 80,70 19,30
72 6o ΔΔ Αθηνών 56,03 43,97 66,02 33,98
73 7o ΔΔ Αθηνών 49,47 50,53 79,90 20,10
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 15,00 85,00 78,08 21,92
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ 28,17 71,83 90,76 9,24
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 18,76 81,24 92,00 8,00
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 39,71 60,29 85,57 14,43
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 25,68 74,32 86,64 13,36
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 12,59 87,41 95,48 4,52
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΠΑΝΟΡΑΜΑ 2005, Ίδια επεξεργασία

609
Πίνακας 3.2.6: Μεταβολές των κοινωνικών χαρακτηριστικών των 79 χωρικών ενοτήτων της Αττικής τη περίοδο 1991-2001

1991-
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2001
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ESEC
ΕΚΠ. ΕΚΠ. ΚΑΤ. ΚΑΤ.
ΧΑΜ ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ ESEC1 ESEC2 ESEC3 ESEC4 ESEC5
1 1o ΔΔ Αθηνών -3,32 2,87 0,45 -27,84 12,47 15,37 -1,66 -9,43 -6,86 2,39 15,57
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ -10,91 7,82 3,08 -17,01 9,30 7,71 2,77 -2,87 -7,56 1,16 6,50
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ -15,85 12,77 3,08 -17,93 10,77 7,17 4,61 -0,22 -8,47 -1,05 5,14
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ -11,40 8,78 2,62 -11,89 5,65 6,24 2,40 -4,74 -7,24 1,35 8,23
5 ΝΙΚΑΙΑΣ -16,27 12,86 3,41 -16,77 10,09 6,68 3,84 -0,67 -8,28 0,16 4,95
6 ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ ΛΙΟΣΙΩΝ) -17,54 14,57 2,97 -19,81 12,34 7,48 4,71 -0,52 -7,44 -2,21 5,46
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ -12,32 5,03 7,29 -14,39 0,89 13,50 8,98 -2,93 -9,95 0,47 3,45
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ -13,02 7,65 5,37 -16,11 6,81 9,30 6,56 -0,52 -8,12 -1,74 3,82
9 ΑΧΑΡΝΩΝ -18,87 16,70 2,17 -21,98 13,97 8,01 3,66 -1,17 -8,76 -5,89 12,17
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ -10,09 6,14 3,95 -14,19 7,04 7,15 4,83 -6,15 -5,11 2,25 4,18
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ -7,02 2,73 4,29 -11,25 0,82 10,43 4,85 -3,62 -7,00 0,73 5,03
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ -6,70 2,57 4,13 -12,81 -0,82 13,63 6,96 -1,16 -8,92 -0,41 3,52
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ -15,24 12,48 2,76 -17,94 11,08 6,86 4,88 -0,36 -7,79 -2,29 5,56
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ -9,83 4,27 5,57 -14,72 1,08 13,64 7,07 -1,13 -8,19 -0,89 3,14
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ -15,60 13,06 2,54 -19,38 11,70 7,68 3,57 0,39 -7,09 -2,31 5,44
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ -17,92 13,51 4,41 -18,76 9,94 8,82 6,02 1,36 -8,78 -3,10 4,50
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ -16,43 13,16 3,27 -17,37 10,00 7,37 4,55 -1,17 -9,25 1,09 4,78
18 ΒΥΡΩΝΟΣ -11,65 7,70 3,95 -15,76 6,83 8,93 5,29 -2,49 -8,27 -0,01 5,48
19 ΦΑΛΗΡΟΥ -10,02 3,46 6,56 -12,88 2,10 10,78 5,86 -1,11 -8,28 0,01 3,53
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ -14,22 10,48 3,75 -18,49 10,08 8,41 6,61 -4,03 -7,55 0,63 4,34
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ -15,15 12,03 3,12 -16,58 8,73 7,86 3,49 -0,19 -7,70 -0,31 4,70
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ -9,14 3,18 5,96 -10,15 -2,88 13,02 8,58 -3,42 -8,24 0,80 2,28

610
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ -17,33 13,16 4,17 -17,11 8,23 8,88 6,30 -0,09 -6,89 -2,27 2,95
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ -14,38 8,82 5,56 -19,21 9,10 10,11 7,27 -2,09 -7,56 0,13 2,25
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ -17,60 12,49 5,11 -20,65 11,34 9,32 7,49 -1,65 -6,26 -1,25 1,67
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ -8,09 1,27 6,82 -14,63 -9,82 24,46 6,70 -0,51 -9,80 -1,39 5,00
27 ΑΛΙΜΟΥ -11,84 5,07 6,78 -15,56 3,49 12,07 8,90 -1,65 -9,14 -0,49 2,38
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ -15,48 9,46 6,02 -15,94 6,78 9,16 7,42 -1,17 -8,07 -1,54 3,37
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ -15,14 12,08 3,07 -15,47 8,14 7,33 5,14 -3,49 -8,16 0,69 5,83
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ -6,05 0,57 5,47 -10,67 -0,60 11,27 9,23 -5,96 -7,21 0,44 3,50
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ -21,85 16,17 5,68 -22,42 12,87 9,55 8,23 1,58 -8,75 -3,15 2,09
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ -16,92 14,46 2,46 -17,91 11,64 6,27 4,79 -0,44 -9,59 -2,74 7,97
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ -8,93 1,26 7,67 -11,17 -6,09 17,26 8,17 -0,88 -7,25 -2,00 1,96
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ -14,04 11,44 2,60 -15,85 8,70 7,15 5,15 -3,39 -7,12 0,84 4,52
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ -20,93 17,57 3,35 -13,29 6,80 6,49 4,34 1,85 -12,07 -4,17 10,04
36 ΚΡΩΠΙΑΣ -16,56 13,12 3,44 -15,55 4,67 10,88 4,41 -0,26 -16,48 -0,98 13,31
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ -14,61 12,78 1,83 -18,42 8,99 9,43 1,75 0,61 -12,23 -3,07 12,94
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ -16,73 16,15 0,59 -17,46 12,81 4,64 1,01 -0,52 -17,35 -3,96 20,82
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ -14,89 11,20 3,69 -22,27 13,53 8,74 3,71 -0,44 -5,74 -6,65 9,11
40 ΒΟΥΛΑΣ -6,95 -1,76 8,71 -12,40 -10,31 22,70 10,52 -5,15 -9,77 0,47 3,93
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ -13,38 9,74 3,64 -15,64 8,14 7,50 5,27 -2,56 -8,41 0,33 5,37
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ -12,27 10,03 2,24 -26,77 14,41 12,36 5,04 -16,96 -2,26 4,67 9,50
43 ΔΑΦΝΗΣ -12,36 9,93 2,43 -12,41 4,40 8,01 3,52 -4,36 -8,48 1,75 7,58
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ -13,01 9,88 3,12 -15,40 7,11 8,29 4,91 0,45 -7,36 -1,40 3,41
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ -18,08 16,27 1,81 -25,87 17,00 8,87 3,73 -0,95 -5,04 0,22 2,04
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ -21,64 17,53 4,10 -25,88 17,40 8,48 6,10 0,21 -5,74 -2,80 2,23
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ -15,01 4,83 10,18 -19,39 2,45 16,95 10,18 -0,35 -8,57 -3,53 2,27
48 ΠΕΥΚΗΣ -8,51 0,56 7,96 -12,72 -0,51 13,24 8,29 -3,00 -8,62 0,59 2,75
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ -15,13 8,50 6,63 -20,22 3,84 16,38 8,61 -2,12 -7,64 -3,08 4,24
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ -12,16 10,08 2,08 -23,20 12,77 10,43 3,66 -0,92 -17,43 1,94 12,75
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ -16,62 9,24 7,38 -22,93 10,23 12,70 7,60 -1,56 -8,48 -0,11 2,55
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ -13,33 3,71 9,62 -17,73 -2,70 20,43 10,57 -1,33 -10,02 -3,64 4,43
53 ΤΑΥΡΟΥ -15,86 13,04 2,82 -13,89 7,85 6,03 4,17 -0,38 -10,71 -2,19 9,10

611
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
54 ΡΕΝΤΗ -11,75 9,44 2,31 -13,16 8,41 4,74 1,33 -3,92 -9,06 -2,50 14,16
55 ΓΕΡΑΚΑ -27,51 19,06 8,45 -31,54 13,80 17,74 13,20 2,84 -10,81 -7,27 2,04
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ -18,30 13,09 5,21 -16,29 4,29 11,99 8,03 1,02 -16,33 -2,38 9,66
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ -8,72 6,92 1,80 -24,46 9,60 14,86 3,39 -1,62 -13,05 1,36 9,92
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ -15,85 12,00 3,85 -19,47 5,74 13,73 5,54 -0,87 -11,00 0,95 5,38
59 ΠΑΠΑΓΟΥ -0,61 -4,28 4,89 -3,50 -14,84 18,33 5,44 -2,98 -4,95 0,14 2,35
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ -14,89 11,44 3,45 -14,90 1,92 12,99 4,06 -0,80 -13,32 -0,34 10,39
61 ΡΑΦΗΝΑΣ -11,66 6,18 5,48 -20,82 5,05 15,77 4,96 -6,42 -10,28 3,24 8,49
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ -13,21 10,86 2,35 -19,78 12,85 6,92 1,20 0,91 -3,34 -5,69 6,91
63 ΜΑΝΔΡΑΣ -19,94 16,50 3,44 -26,68 16,52 10,16 4,02 1,98 -6,41 -10,27 10,69
64 ΨΥΧΙΚΟΥ -2,74 -1,56 4,30 -12,78 -12,01 24,80 9,55 0,20 -11,79 -3,36 5,40
65 ΑΙΓΙΝΑΣ -15,99 12,23 3,77 -21,61 12,24 9,37 4,81 -0,89 -9,69 -2,55 8,32
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ -19,85 14,18 5,67 -17,39 4,96 12,43 8,55 1,49 -15,36 -0,41 5,73
67 ΥΜΗΤΤΟΥ -10,85 6,83 4,01 -13,91 4,94 8,98 5,64 -2,04 -8,50 -1,42 6,32
68 2o ΔΔ Αθηνών -8,04 5,85 2,19 -7,83 1,58 6,25 2,26 -5,11 -8,09 0,68 10,27
69 3o ΔΔ Αθηνών -13,21 9,81 3,40 -12,55 6,62 5,93 4,30 -3,16 -8,40 -0,54 7,80
70 4o ΔΔ Αθηνών -11,17 9,45 1,72 -10,18 5,19 4,99 1,98 -4,32 -7,95 0,61 9,68
71 5o ΔΔ Αθηνών -6,69 5,71 0,98 -6,48 0,10 6,38 1,92 -6,15 -8,00 3,36 8,86
72 6o ΔΔ Αθηνών -3,04 4,69 -1,65 0,81 -4,51 3,70 -3,10 -10,19 -8,56 5,25 16,59
73 7o ΔΔ Αθηνών -6,68 4,95 1,73 -8,51 0,68 7,83 2,96 -8,03 -7,02 1,67 10,43
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ -4,72 3,39 1,33 -31,19 15,92 15,27 2,12 -5,92 -9,88 -4,55 18,23
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ -7,54 0,76 6,78 -17,87 0,66 17,21 10,77 -4,62 -9,01 -1,23 4,07
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ -16,27 12,87 3,40 -26,28 18,04 8,25 5,45 -0,72 -6,15 -13,94 15,36
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ -10,14 6,99 3,14 -8,95 0,26 8,69 3,95 -7,03 -8,21 3,48 7,82
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ -4,25 -5,32 9,58 -13,52 -12,78 26,30 11,65 -1,55 -11,65 -3,41 4,96
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ -22,35 19,15 3,19 -29,35 20,70 8,66 5,26 1,54 -9,82 -8,71 11,73
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΠΑΝΟΡΑΜΑ 2005, Ίδια επεξεργασία

612
Πίνακας 3.2.7: Μεταβολές των δημογραφικών χαρακτηριστικών των 79 χωρικών ενοτήτων της Αττικής τη περίοδο 1991-2001

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1991-2001
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΝΟΙΚΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
1 1o ΔΔ Αθηνών 4,56 -4,56 -24,84 24,84
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ -1,83 1,83 -9,25 9,25
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 1,01 -1,01 -7,93 7,93
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ -3,06 3,06 -7,45 7,45
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 0,89 -0,89 -7,59 7,59
ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ
6 ΛΙΟΣΙΩΝ) 0,29 -0,29 -6,92 6,92
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ -1,17 1,17 -4,68 4,68
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ -1,68 1,68 -4,27 4,27
9 ΑΧΑΡΝΩΝ -2,14 2,14 -6,30 6,30
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ -3,83 3,83 -5,85 5,85
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ -3,62 3,62 -4,47 4,47
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ -2,67 2,67 -5,82 5,82
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ -1,58 1,58 -7,06 7,06
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ -0,63 0,63 -3,88 3,88
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ -0,04 0,04 -4,28 4,28
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 0,32 -0,32 -5,86 5,86
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 1,90 -1,90 -9,51 9,51
18 ΒΥΡΩΝΟΣ -1,67 1,67 -6,79 6,79
19 ΦΑΛΗΡΟΥ -3,22 3,22 -3,24 3,24
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ -1,06 1,06 -6,15 6,15
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ -1,56 1,56 -4,25 4,25
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ -1,17 1,17 -3,57 3,57
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ -1,36 1,36 -2,85 2,85

613
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ -0,54 0,54 -4,78 4,78
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ -2,40 2,40 -2,66 2,66
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ -0,68 0,68 -5,26 5,26
27 ΑΛΙΜΟΥ -4,28 4,28 -2,03 2,03
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ -0,82 0,82 -4,96 4,96
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ -0,71 0,71 -9,40 9,40
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ -0,88 0,88 -4,56 4,56
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 0,93 -0,93 -7,35 7,35
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ -2,52 2,52 -4,23 4,23
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 0,85 -0,85 -1,99 1,99
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 0,27 -0,27 -8,67 8,67
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ -3,13 3,13 -6,59 6,59
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 4,85 -4,85 -14,54 14,54
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 5,02 -5,02 -10,99 10,99
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 3,16 -3,16 -10,60 10,60
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ -1,92 1,92 -9,26 9,26
40 ΒΟΥΛΑΣ -2,58 2,58 -5,94 5,94
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ -1,57 1,57 -7,48 7,48
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 4,42 -4,42 -7,32 7,32
43 ΔΑΦΝΗΣ 0,62 -0,62 -13,60 13,60
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ -5,13 5,13 -5,35 5,35
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 2,68 -2,68 -6,45 6,45
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 2,05 -2,05 -4,77 4,77
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 0,64 -0,64 -4,19 4,19
48 ΠΕΥΚΗΣ 1,19 -1,19 -3,22 3,22
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 2,90 -2,90 -8,46 8,46
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 15,45 -15,45 -14,89 14,89
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 0,25 -0,25 -0,45 0,45
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ -0,04 0,04 -8,07 8,07
53 ΤΑΥΡΟΥ 1,57 -1,57 -12,25 12,25
54 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ 3,69 -3,69 -19,08 19,08

614
ΡΕΝΤΗ
55 ΓΕΡΑΚΑ 2,54 -2,54 -6,65 6,65
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 5,89 -5,89 -9,35 9,35
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 4,22 -4,22 -8,02 8,02
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 3,92 -3,92 -9,52 9,52
59 ΠΑΠΑΓΟΥ -1,04 1,04 -0,97 0,97
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 1,62 -1,62 -8,10 8,10
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 10,89 -10,89 -14,26 14,26
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 2,07 -2,07 -0,62 0,62
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 2,78 -2,78 -8,58 8,58
64 ΨΥΧΙΚΟΥ -2,12 2,12 -7,04 7,04
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 5,51 -5,51 -7,65 7,65
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 6,93 -6,93 -12,18 12,18
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 0,38 -0,38 -8,83 8,83
68 2o ΔΔ Αθηνών 0,20 -0,20 -13,27 13,27
69 3o ΔΔ Αθηνών -1,62 1,62 -14,22 14,22
70 4o ΔΔ Αθηνών -0,85 0,85 -15,24 15,24
71 5o ΔΔ Αθηνών 0,95 -0,95 -14,85 14,85
72 6o ΔΔ Αθηνών 4,52 -4,52 -27,28 27,28
73 7o ΔΔ Αθηνών 0,81 -0,81 -13,45 13,45
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 2,58 -2,58 -10,05 10,05
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ -3,19 3,19 -3,21 3,21
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ -11,15 11,15 0,74 -0,74
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 0,86 -0,86 -11,93 11,93
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ -1,49 1,49 0,25 -0,25
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 1,36 -1,36 -2,24 2,24
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΠΑΝΟΡΑΜΑ 2005, Ίδια επεξεργασία

615
Πίνακας 3.2.128: Κοινωνικά χαρακτηριστικά της επαγγελματικής τάξης Esec5 για τις 79 χωρικές ενότητες το έτος 1991

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1991
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΝΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑ
ΕΚΠ. ΕΚΠ. ΚΑΤ. ΚΑΤ.
ΧΑΜ ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 1o ΔΔ Αθηνών 69,62 28,86 1,52 82,37 17,63 56,03 34,82 9,15
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ 71,14 28,41 0,45 53,16 46,84 56,36 36,95 6,69
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 77,37 22,32 0,31 36,84 63,16 56,73 37,74 5,53
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 68,16 30,66 1,18 52,57 47,43 58,07 35,92 6,01
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 75,53 24,35 0,13 34,11 65,89 57,57 37,42 5,01
ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ
6 ΛΙΟΣΙΩΝ) 76,48 23,04 0,49 33,13 66,87 53,64 40,92 5,44
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ 67,00 32,32 0,67 34,63 65,37 45,64 45,03 9,33
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ 68,93 30,33 0,74 39,74 60,26 50,89 42,51 6,61
9 ΑΧΑΡΝΩΝ 81,69 17,82 0,49 21,57 78,43 64,49 31,79 3,72
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 70,02 29,26 0,72 49,69 50,31 58,68 36,25 5,07
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 59,72 38,70 1,57 50,98 49,02 49,78 43,11 7,11
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ 69,14 30,14 0,72 39,73 60,27 45,35 46,14 8,51
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ 78,55 21,11 0,33 44,77 55,23 62,90 32,42 4,68
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ 70,36 28,89 0,76 34,61 65,39 50,72 42,92 6,36
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 72,43 27,39 0,18 33,26 66,74 53,93 40,79 5,28
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 74,31 25,29 0,39 34,69 65,31 52,73 41,44 5,82
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 75,09 24,44 0,47 34,71 65,29 59,56 35,94 4,50
18 ΒΥΡΩΝΟΣ 67,64 31,91 0,45 45,83 54,17 53,38 41,10 5,52
19 ΦΑΛΗΡΟΥ 64,80 34,29 0,91 46,51 53,49 44,62 46,72 8,66
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ 71,33 28,18 0,48 38,73 61,27 58,60 35,93 5,47
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 70,94 28,69 0,37 38,22 61,78 52,85 40,99 6,16
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 68,05 31,10 0,85 36,84 63,16 45,86 45,97 8,17
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ 73,83 25,97 0,20 30,61 69,39 52,30 41,89 5,82

616
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 70,07 29,49 0,44 35,26 64,74 54,42 40,31 5,27
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 74,95 24,90 0,14 36,81 63,19 55,31 38,48 6,21
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 73,84 25,09 1,08 32,86 67,14 49,10 40,74 10,16
27 ΑΛΙΜΟΥ 64,89 34,09 1,02 42,50 57,50 48,75 43,07 8,18
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ 69,03 30,38 0,59 35,40 64,60 50,63 44,35 5,03
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 73,62 25,70 0,68 44,52 55,48 54,12 40,31 5,57
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ 65,48 33,13 1,39 44,44 55,56 49,40 41,47 9,13
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 79,60 19,99 0,41 27,77 72,23 57,68 38,73 3,58
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ 76,42 23,21 0,37 37,49 62,51 59,16 36,64 4,20
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 60,76 38,54 0,69 30,21 69,79 38,19 52,78 9,03
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 75,04 23,95 1,01 40,05 59,95 61,38 34,23 4,38
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ 86,65 13,16 0,19 17,63 82,37 59,75 35,97 4,28
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 82,23 17,52 0,25 21,28 78,72 56,95 38,05 5,01
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 84,86 14,69 0,45 12,88 87,12 51,41 42,03 6,55
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 83,09 16,15 0,76 20,88 79,12 61,79 32,38 5,83
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ 80,04 19,84 0,13 35,88 64,12 55,34 39,36 5,31
40 ΒΟΥΛΑΣ 66,91 32,73 0,36 51,80 48,20 43,53 44,96 11,51
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 73,71 25,89 0,40 38,28 61,72 55,84 39,71 4,45
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 75,71 24,29 0,00 10,67 89,33 53,34 38,43 8,23
43 ΔΑΦΝΗΣ 71,66 27,48 0,86 54,39 45,61 55,25 39,69 5,06
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ 70,64 28,75 0,61 55,15 44,85 53,92 40,57 5,50
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 78,30 21,55 0,15 16,55 83,45 58,64 36,65 4,72
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 80,41 19,51 0,08 15,67 84,33 62,60 34,79 2,61
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 74,80 24,93 0,27 33,69 66,31 52,52 39,52 7,96
48 ΠΕΥΚΗΣ 68,14 31,86 0,00 24,51 75,49 48,77 45,34 5,88
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 76,80 22,40 0,80 21,80 78,20 52,60 42,80 4,60
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 78,54 20,96 0,51 12,63 87,37 59,09 34,85 6,06
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 68,09 30,89 1,02 35,77 64,23 45,93 45,73 8,33
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 71,58 27,60 0,82 26,50 73,50 56,28 34,43 9,29
53 ΤΑΥΡΟΥ 79,48 20,24 0,28 40,39 59,61 60,63 34,91 4,46
54 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ 79,50 19,79 0,71 43,66 56,34 62,56 33,27 4,17

617
ΡΕΝΤΗ
55 ΓΕΡΑΚΑ 80,86 19,14 0,00 13,20 86,80 55,02 39,96 5,02
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 76,28 22,22 1,50 17,72 82,28 51,65 41,74 6,61
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 72,39 26,69 0,92 31,29 68,71 58,90 35,28 5,83
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 79,09 20,91 0,00 15,11 84,89 49,03 42,71 8,26
59 ΠΑΠΑΓΟΥ 34,38 53,13 12,50 46,88 53,13 25,00 62,50 12,50
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 80,56 19,21 0,23 10,19 89,81 35,19 56,48 8,33
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 67,90 29,89 2,21 32,10 67,90 57,93 35,06 7,01
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 76,13 23,61 0,26 29,96 70,04 59,79 35,93 4,28
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 82,34 17,66 0,00 11,17 88,83 57,55 37,45 5,00
64 ΨΥΧΙΚΟΥ 59,43 36,79 3,77 32,08 67,92 28,30 26,42 45,28
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 78,93 20,51 0,56 8,15 91,85 54,78 40,17 5,06
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 74,91 25,09 0,00 12,73 87,27 48,36 40,73 10,91
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 68,82 30,90 0,28 46,35 53,65 41,57 48,60 9,83
68 2o ΔΔ Αθηνών 67,27 31,29 1,44 55,49 44,51 56,36 36,87 6,78
69 3o ΔΔ Αθηνών 76,79 22,63 0,58 59,57 40,43 62,25 32,80 4,96
70 4o ΔΔ Αθηνών 75,69 23,77 0,54 54,45 45,55 60,27 34,50 5,23
71 5o ΔΔ Αθηνών 66,80 32,07 1,14 55,41 44,59 50,87 41,51 7,62
72 6o ΔΔ Αθηνών 64,05 34,54 1,41 65,52 34,48 52,89 38,76 8,35
73 7o ΔΔ Αθηνών 67,75 31,02 1,23 60,68 39,32 57,02 36,09 6,89
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 75,07 23,74 1,19 16,02 83,98 68,25 24,63 7,12
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ 58,29 40,57 1,14 38,29 61,71 44,57 49,14 6,29
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 82,40 17,16 0,44 33,43 66,57 64,64 30,03 5,33
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 68,24 31,53 0,24 51,76 48,24 49,65 44,24 6,12
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 58,97 39,74 1,28 30,77 69,23 11,54 53,85 34,62
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 85,83 14,17 0,00 10,06 89,94 60,99 35,52 3,49
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

618
Πίνακας 3.2.129: Δημογραφικά χαρακτηριστικά της επαγγελματικής τάξης Esec5 για τις 79 χωρικές ενότητες το έτος 1991

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1991
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
1 1o ΔΔ Αθηνών 88,13 11,87
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ 95,82 4,18
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 97,19 2,81
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 92,52 7,48
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 97,72 2,28
6 ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ ΛΙΟΣΙΩΝ) 98,32 1,68
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ 93,48 6,52
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ 96,83 3,17
9 ΑΧΑΡΝΩΝ 91,73 8,27
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 95,42 4,58
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 91,63 8,37
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ 96,83 3,17
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ 96,50 3,50
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ 97,67 2,33
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 97,77 2,23
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 97,50 2,50
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 97,04 2,96
18 ΒΥΡΩΝΟΣ 96,97 3,03
19 ΦΑΛΗΡΟΥ 91,69 8,31
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ 99,17 0,83
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 97,40 2,60
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 97,13 2,87
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ 98,47 1,53
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 98,35 1,65
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 98,04 1,96

619
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 91,88 8,12
27 ΑΛΙΜΟΥ 95,11 4,89
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ 97,04 2,96
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 96,28 3,72
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ 96,83 3,17
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 97,86 2,14
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ 95,06 4,94
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 95,83 4,17
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 96,46 3,54
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ 96,24 3,76
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 94,49 5,51
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 98,98 1,02
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 89,01 10,99
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ 97,54 2,46
40 ΒΟΥΛΑΣ 91,73 8,27
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 96,74 3,26
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 99,49 0,51
43 ΔΑΦΝΗΣ 94,08 5,92
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ 95,11 4,89
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 97,90 2,10
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 99,00 1,00
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 97,88 2,12
48 ΠΕΥΚΗΣ 97,55 2,45
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 98,20 1,80
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 94,70 5,30
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 94,72 5,28
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 95,63 4,37
53 ΤΑΥΡΟΥ 95,82 4,18
54 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ 94,76 5,24
55 ΓΕΡΑΚΑ 99,63 0,37
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 97,60 2,40

620
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 92,94 7,06
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 98,77 1,23
59 ΠΑΠΑΓΟΥ 90,63 9,38
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 97,92 2,08
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 90,41 9,59
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 96,24 3,76
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 99,26 0,74
64 ΨΥΧΙΚΟΥ 49,06 50,94
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 97,19 2,81
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 98,18 1,82
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 98,60 1,40
68 2o ΔΔ Αθηνών 91,56 8,44
69 3o ΔΔ Αθηνών 93,79 6,21
70 4o ΔΔ Αθηνών 95,75 4,25
71 5o ΔΔ Αθηνών 93,84 6,16
72 6o ΔΔ Αθηνών 86,77 13,23
73 7o ΔΔ Αθηνών 89,55 10,45
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 89,61 10,39
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ 94,86 5,14
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 97,34 2,66
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 96,94 3,06
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 39,74 60,26
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 98,77 1,23
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

621
Πίνακας 3.2.130: Κοινωνικά χαρακτηριστικά της επαγγελματικής τάξης Esec5 για τις 79 χωρικές ενότητες το έτος 2001

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2001
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΝΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑ
ΕΚΠ. ΧΑΜ ΕΚΠ. ΜΕΣΗ ΕΚΠ.ΥΨ ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΚΑΤ. ΜΙΚΡΗ ΚΑΤ. ΜΕΣΗ ΚΑΤ.ΜΕΓ
1 1o ΔΔ Αθηνών 42,06 48,97 8,97 77,75 22,25 52,85 34,4 12,75
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ 52,23 44,51 3,27 58,88 41,12 47,76 42,49 9,75
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 61,31 37,11 1,58 43,22 56,78 44,47 45,14 10,39
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 44,82 50,29 4,89 56,91 43,09 52,86 39,24 7,90
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 58,27 39,76 1,96 42,49 57,51 46,11 44,57 9,32
ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ
6 ΛΙΟΣΙΩΝ) 57,78 40,50 1,72 41,02 58,98 40,07 49,71 10,22
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ 42,57 52,72 4,71 47,64 52,36 35,50 49,06 15,45
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ 49,08 47,53 3,39 43,27 56,73 39,35 47,93 12,72
9 ΑΧΑΡΝΩΝ 63,14 34,97 1,89 22,36 77,64 46,04 44,30 9,66
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 48,08 47,22 4,70 54,00 46,00 49,07 41,12 9,81
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 39,69 54,26 6,06 55,51 44,49 40,09 46,14 13,77
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ 45,72 48,39 5,89 43,72 56,28 36,39 47,28 16,33
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ 62,39 35,65 1,96 47,98 52,02 49,15 41,70 9,16
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ 48,12 47,19 4,68 44,75 55,25 38,58 48,16 13,26
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 53,50 44,81 1,69 41,73 58,27 40,54 48,53 10,93
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 52,86 44,56 2,58 43,52 56,48 40,83 47,67 11,50
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 55,90 41,67 2,42 47,37 52,63 50,49 40,43 9,08
18 ΒΥΡΩΝΟΣ 45,75 49,97 4,28 51,53 48,47 44,99 45,57 9,44
19 ΦΑΛΗΡΟΥ 39,60 54,41 5,99 49,22 50,78 37,76 45,97 16,27
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ 51,37 45,70 2,93 44,95 55,05 44,17 46,10 9,73
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 54,15 43,74 2,11 43,80 56,20 41,39 47,60 11,01
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 41,54 52,58 5,88 42,37 57,63 36,22 46,26 17,53
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ 56,63 41,79 1,58 36,68 63,32 38,66 48,82 12,51
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 49,89 46,94 3,17 45,65 54,35 41,08 47,31 11,61

622
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 56,04 42,50 1,46 39,04 60,96 41,57 47,71 10,71
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 46,40 46,80 6,81 34,08 65,92 31,83 35,59 32,58
27 ΑΛΙΜΟΥ 43,56 52,50 3,93 45,97 54,03 33,29 49,84 16,87
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ 49,76 46,86 3,38 40,28 59,72 36,99 51,79 11,22
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 54,00 43,87 2,13 49,82 50,18 43,62 46,74 9,65
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ 40,44 51,65 7,91 52,95 47,05 41,04 45,25 13,71
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 60,30 38,08 1,62 37,47 62,53 41,08 48,32 10,60
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ 63,16 34,85 1,99 38,37 61,63 49,65 42,12 8,23
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 42,12 50,21 7,67 39,05 60,95 30,82 49,65 19,53
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 53,51 42,82 3,67 50,44 49,56 53,02 38,82 8,17
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ 68,78 29,58 1,63 16,95 83,05 53,41 37,04 9,55
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 65,87 32,66 1,47 34,09 65,91 39,40 46,65 13,95
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 75,10 24,18 0,73 27,39 72,61 42,70 45,61 11,68
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 60,78 37,02 2,21 23,83 76,17 48,82 44,11 7,07
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ 61,89 36,49 1,63 33,40 66,60 43,95 45,41 10,65
40 ΒΟΥΛΑΣ 36,98 54,53 8,49 56,40 43,60 40,12 36,51 23,37
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 57,62 40,07 2,31 47,15 52,85 46,23 45,20 8,57
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 64,63 34,36 1,01 30,45 69,55 42,95 42,77 14,28
43 ΔΑΦΝΗΣ 47,35 48,34 4,30 63,90 36,10 50,36 40,92 8,71
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ 49,49 46,97 3,54 49,78 50,22 45,67 44,30 10,03
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 61,47 37,71 0,82 28,36 71,64 40,11 47,57 12,31
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 64,76 34,16 1,08 24,59 75,41 41,53 49,84 8,63
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 48,60 48,48 2,91 44,99 55,01 38,93 44,64 16,43
48 ΠΕΥΚΗΣ 46,19 48,56 5,25 41,34 58,66 33,73 51,97 14,30
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 58,79 38,02 3,20 32,38 67,62 36,16 49,96 13,88
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 62,37 35,16 2,47 45,74 54,26 49,60 38,38 12,03
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 47,09 49,89 3,02 41,95 58,05 32,55 55,59 11,86
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 51,09 43,39 5,52 48,65 51,35 37,36 38,77 23,88
53 ΤΑΥΡΟΥ 61,12 36,59 2,29 48,66 51,34 56,59 35,14 8,27
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
54 ΡΕΝΤΗ 63,99 33,89 2,12 54,84 45,16 56,76 35,47 7,78

623
55 ΓΕΡΑΚΑ 64,08 34,58 1,34 24,06 75,94 35,03 50,36 14,62
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 59,98 38,81 1,21 37,87 62,13 45,43 40,58 13,99
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 56,31 40,72 2,97 50,69 49,31 43,48 43,16 13,36
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 62,27 36,00 1,72 29,54 70,46 34,02 51,77 14,21
59 ΠΑΠΑΓΟΥ 23,84 56,95 19,21 32,45 67,55 11,92 37,75 50,33
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 69,24 29,84 0,92 20,96 79,04 32,52 49,29 18,19
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 50,47 44,03 5,50 54,45 45,55 46,49 40,87 12,65
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 62,23 36,03 1,74 34,20 65,80 47,17 42,99 9,83
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 67,44 31,70 0,86 21,73 78,27 35,62 52,51 11,87
64 ΨΥΧΙΚΟΥ 34,07 54,95 10,99 25,82 74,18 3,85 20,60 75,55
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 69,18 29,79 1,03 23,97 76,03 37,44 48,52 14,04
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 57,30 41,18 1,52 38,71 61,29 44,35 39,39 16,25
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 45,59 49,85 4,56 58,68 41,32 42,50 48,09 9,41
68 2o ΔΔ Αθηνών 44,97 48,51 6,52 65,25 34,75 52,56 37,16 10,28
69 3o ΔΔ Αθηνών 56,77 39,30 3,92 61,96 38,04 53,82 37,69 8,50
70 4o ΔΔ Αθηνών 54,23 42,73 3,03 59,70 40,30 54,42 38,14 7,44
71 5o ΔΔ Αθηνών 44,78 49,52 5,69 66,62 33,38 51,69 37,40 10,91
72 6o ΔΔ Αθηνών 41,24 51,71 7,06 77,55 22,45 56,71 34,04 9,25
73 7o ΔΔ Αθηνών 41,14 52,13 6,73 71,87 28,13 57,63 33,81 8,56
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 77,36 21,45 1,19 32,72 67,28 45,29 39,76 14,95
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ 34,10 60,40 5,49 42,49 57,51 32,37 45,66 21,97
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 72,57 26,83 0,60 21,85 78,15 40,39 50,72 8,89
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 50,06 45,39 4,55 62,87 37,13 50,78 37,01 12,22
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 31,93 54,20 13,87 28,15 71,85 2,94 26,05 71,01
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 76,13 23,20 0,68 18,02 81,98 47,41 42,68 9,91
Πηγή: Ίδια επεξεργασία

624
Πίνακας 3.2.131: Δημογραφικά χαρακτηριστικά της επαγγελματικής τάξης Esec5 για τις 79 χωρικές ενότητες το έτος 2001

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2001
ΚΩΔ. ΔΗΜΟΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
1 1o ΔΔ Αθηνών 30,75 69,25
2 ΠΕΙΡΑΙΩΣ 65,58 34,42
3 ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ 78,20 21,80
4 ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ 70,69 29,31
5 ΝΙΚΑΙΑΣ 77,55 22,45
ΙΛΙΟΥ (ΝΕΩΝ
6 ΛΙΟΣΙΩΝ) 80,92 19,08
7 ΓΛΥΦΑΔΑΣ 64,90 35,10
8 ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ 79,31 20,69
9 ΑΧΑΡΝΩΝ 79,45 20,55
10 ΖΩΓΡΑΦΟΥ 69,39 30,61
11 ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 63,09 36,91
12 ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ 68,20 31,80
13 ΑΙΓΑΛΕΟΥ 79,39 20,61
14 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ 71,20 28,80
15 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 80,59 19,41
16 ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 78,45 21,55
17 ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ 68,46 31,54
18 ΒΥΡΩΝΟΣ 72,33 27,67
19 ΦΑΛΗΡΟΥ 64,34 35,66
20 ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ 78,41 21,59
21 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ 84,18 15,82
22 ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 68,50 31,50
23 ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ 89,15 10,85
24 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 78,37 21,63
25 ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ 84,04 15,96

625
26 ΚΗΦΙΣΙΑΣ 54,40 45,60
27 ΑΛΙΜΟΥ 72,48 27,52
28 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ 82,50 17,50
29 ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 71,64 28,36
30 ΧΟΛΑΡΓΟΥ 61,06 38,94
31 ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ 77,13 22,87
32 ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ 85,14 14,86
33 ΒΡΙΛΗΣΣΙΩΝ 70,99 29,01
34 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ 70,67 29,33
35 ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ 82,59 17,41
36 ΚΡΩΠΙΑΣ 64,32 35,68
37 ΜΕΓΑΡΕΩΝ 67,57 32,43
38 ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ 72,92 27,08
39 ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ 79,42 20,58
40 ΒΟΥΛΑΣ 42,21 57,79
41 Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ 76,40 23,60
42 ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ 71,80 28,20
43 ΔΑΦΝΗΣ 57,47 42,53
44 ΜΟΣΧΑΤΟΥ 75,90 24,10
45 ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ 84,98 15,02
46 ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ 86,49 13,51
47 ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ 66,90 33,10
48 ΠΕΥΚΗΣ 79,00 21,00
49 ΠΑΛΛΗΝΗΣ 70,14 29,86
50 ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 60,01 39,99
51 ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ 76,73 23,27
52 Ν. ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 52,37 47,63
53 ΤΑΥΡΟΥ 67,93 32,07
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
54 ΡΕΝΤΗ 57,75 42,25
55 ΓΕΡΑΚΑ 80,21 19,79

626
56 ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ 67,44 32,56
57 ΝΕΑΣ ΜΑΚΡΗΣ 57,16 42,84
58 ΠΑΙΑΝΙΑΣ 74,85 25,15
59 ΠΑΠΑΓΟΥ 37,09 62,91
60 ΚΕΡΑΤΕΑΣ 75,78 24,22
61 ΡΑΦΗΝΑΣ 52,22 47,78
62 ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ 84,25 15,75
63 ΜΑΝΔΡΑΣ 80,86 19,14
64 ΨΥΧΙΚΟΥ 20,05 79,95
65 ΑΙΓΙΝΑΣ 78,42 21,58
66 ΚΑΛΥΒΙΩΝ ΘΟΡΙΚΟΥ 57,85 42,15
67 ΥΜΗΤΤΟΥ 62,65 37,35
68 2o ΔΔ Αθηνών 50,81 49,19
69 3o ΔΔ Αθηνών 64,27 35,73
70 4o ΔΔ Αθηνών 61,86 38,14
71 5o ΔΔ Αθηνών 51,54 48,46
72 6o ΔΔ Αθηνών 31,96 68,04
73 7o ΔΔ Αθηνών 42,74 57,26
74 ΜΑΡΑΘΩΝΑ 46,05 53,95
75 Ν. ΨΥΧΙΚΟΥ 55,20 44,80
76 ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ 93,22 6,78
77 Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ 61,20 38,80
78 ΦΙΛΟΘΕΗΣ 12,18 87,82
79 ΖΕΦΥΡΙΟΥ 91,78 8,22
Πήγή: Ίδια επεξεργασία

627
Οδηγός συνέντευξης

Α. Κοινωνικά και δημογραφικά στοιχεία για τον/ την ίδιο/ίδια (κλειστές


ερωτήσεις)

Ηλικία
Δημιουργία ή όχι οικογένειας
Εκπαιδευτικό επίπεδο
Απασχόληση

Β. Οικογενειακή κατάσταση (ανοικτές ερωτήσεις)

Βιώματα από το οικογενειακό περιβάλλον

Γ. Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες (ανοικτές ερωτήσεις)

Βιώματα από το σχολικό περιβάλλον και του πεδίου της εργασίας

Δ. Απόψεις για την γειτονιά (ανοικτές ερωτήσεις)

Βιώματα από τον χώρο της γειτονιάς κάτω Πατήσια-Κυψέλη


Περιγραφή απόψεων για τον χώρο της γειτονιάς κάτω Πατήσια-Κυψέλη

628
Συνεντεύξεις

Α. Συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο του σχολικού συγκροτήματος


Νομικού.

Σοκόλ 26 ετών. Κατάγεται από την Αλβανία. Περίμενε την κοπέλα του να τελειώσει
το νυχτερινό σχολείο παρέα με τον σκύλο του. Η συνέντευξη διεξήχθη κατά τις
βραδινές ώρες στο προαύλιο χώρο.

Οικογενειακή κατάσταση

Στην αρχή μέναμε στη Ζάκυνθο το 1991, μετά ήρθαμε Αθήνα λόγω δουλειάς
για τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είναι ηλεκτρολόγος και εδώ και στην
Αλβανία. Η μητέρα μου δούλευε σε σπίτια, βοηθός, ξέρεις, αλλά τώρα δεν
δουλεύει. Μένουμε εδώ ακριβώς δίπλα από το σχολείο, με ενοίκιο όπως οι πιο
πολλοί εδώ. Έχω έναν αδερφό, τελείωσε το πρωινό εδώ στην Φυτευτή [σ.σ.
εννοεί το σχολικό συγκρότημα Νομικού]. Ο αδερφός μου είναι 29, δουλεύει
ψυκτικός. Μένει μαζί μας.

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Τελείωσα σχολείο εδώ το νυχτερινό το 1ο, είχα σταματήσει παλιότερα στο


πρωινό στην 1η Λυκείου, έναν χρόνο. Μετά ξανάρθα εδώ στο νυκτερινό και
πήρα απλώς το χαρτί, δεν έδωσα πανελλήνιες. Γυμνάσιο-Δημοτικό πήγα
Ζάκυνθο… Δεν τα πήγαινα γενικά καλά με τα γράμματα, δεν τα
καλοκαταλάβαινα κι αποφάσισα τότε να το σταματήσω, μαζί με την παρέα.
Από δω είναι κι αυτοί, γείτονες κι Αλβανοί… Δεν ήμασταν για γράμματα,
θέλαμε δουλειά, ήταν πιο σημαντικό για μας... Μετά ξανάρθα απλώς για το
χαρτί, καταλαβαίνεις, να μην φαίνομαι άλλο για παρτάλι (γελάει). Αυτό και
μόνο για την εικόνα, γιατί όσο να ναι βλέπεις το πώς σε κοιτάνε όταν δεν
έχεις χαρτί σχολείου… Ο πατέρας μου μού είπε άμα δεν πας σχολείο, πας
δουλειά, δεν έχει να μου κάθεσαι. Δεν είχαμε την πολυτέλεια για καθισιό…
Εδώ το σχολείο το πρωινό ήταν λίγο άγριο, κάτι τσακωμούς, κάτι
μικροκλοπές, κάτι καψίματα στις καταλήψεις, τέτοια πράγματα είχε. Όχι κάθε
μέρα, αλλά κάθε βδομάδα θα είχε συμβεί κάτι….Εγώ τώρα αυτή την στιγμή
φίλε χρειάζομαι ένσημα για τα χαρτιά, για την άδεια παραμονής αλλά τα
τελευταία 2 χρόνια δεν έχει δουλειά. Κανένα μεροκάματο κάνω δεξιά κι
αριστερά μαύρο, χωρίς ένσημα, ίσα ίσα κάτι να παίρνω. Δούλευα πριν
σταθερά. Δούλευα τέντες. Μου χρωστάει και το αφεντικό ένσημα. Είχε πει θα
μου τα κολλούσε αλλά δεν το έκανε. Από δουλειές τώρα, έβρισκα δουλειές
κυρίως από φίλους, εγώ έκανα και με πολλούς Έλληνες παρέα από την γύρω
γειτονιά που πηγαίνανε σχολείο εδώ και με βοηθούσανε στο να βρω δουλειά.
Γονείς δεν βοήθησαν και τόσο. Μόνο στην αρχή ο πατέρας μου με σύστησε

629
σε ένα αφεντικό. Προσπάθησα και από ίντερνετ αλλά δεν… Αλβανοί φίλοι
δεν ήταν και τόσο για βοήθεια. Αυτοί ψάχνανε καμιά δουλειά και σπάνια
ξέρανε για κάτι κενό. Άσε δε που οι μισοί Αλβανοί που ήξερα, κατέληξαν
μέσα, για εμπορία, για διάφορα… Σε όλη αυτήν την περιοχή εδώ Κάτω
Πατήσια και Κυψέλη, δεν είναι απίθανο να ξέρεις κάποιον που να κατέληξε
άσχημα άσχημα. Οι πιο πολλοί ξέρουμε τουλάχιστον έναν που κατέληξε
άσχημα. Αλλά οι φίλοι φίλοι, οι κολλητοί μου δηλαδή, κανένας δεν έκανε
άσχημα πράγματα. Ήτανε παιδιά της δουλειάς.

Απόψεις για την γειτονιά

Είναι θέμα οικογένειας για μένα. Δεν μετράνε ούτε σχολεία ούτε περιοχές
ούτε και με ποιους έχεις επαφή. Οι αλήτες είχαν περισσότερη ελευθερία από
την οικογένεια. Εγώ έπρεπε 10 η ώρα να είμαι σπίτι, δεν είχε λάσκα. Είχα
κάποιους νόμους στο σπίτι. Ούτε μπορούσα να πάω με ένα διαφορετικό
μπουφάν από ότι αυτό που είχα φύγει και να μην μου πει κανείς κάτι. Θα
έπεφτε ξύλο από τον πατέρα και από τον μεγάλο αδερφό. Πού το βρήκες; Το
έκλεψες; Πούλησες ναρκωτικά; Πάρε κι αυτή… Η οικογένεια μπορεί να
καταλάβει εάν το παιδί έχει πάρει τον λάθος δρόμο και να το στρώσει.

Αντώνης 19 ετών. Βρισκότανε στο γυμναστήριο του σχολείου, γύρω στις 9:00 μμ..
Έπαιζε πινγκ-πονγκ με άλλα παιδιά, πριν μου μιλήσει, ενώ την ίδια στιγμή κάποια
κορίτσια έπαιζαν βόλεϊ. Είχε μόλις τελειώσει το μάθημά του. Αρνήθηκε να μου
μιλήσει στο μικρόφωνο, δεν ήθελε να η φωνή του να είναι κάπου καταγεγραμμένη,
όπως μου είπε, έτσι κράτησα σημειώσεις που αφορούσαν αυτόν καθώς και κάποιες
εκφράσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την έρευνά μου. Ο Αντώνης γενικά, η πρώτη
εικόνα που δίνει είναι η εικόνα ενός συνεσταλμένου νέου (ο οποίος φαίνεται
μεγαλύτερος ηλικιακά από ότι είναι στην πραγματικότητα), αναπτυγμένης σωματικής
διάπλασης, γεγονός που σχετίζεται και με την ενασχόλησή του με χειρωνακτικές
εργασίες, ενώ ταυτόχρονα κατά την διάρκεια της συζήτησης, φαινότανε η ανησυχία
του για το μέλλον του και το μέλλον της Ελλάδας, εν καιρώ κρίσης. Ο πατέρας του
στην Αλβανία, στο Τεπελένι, ήτανε σιδεράς και η μητέρα του καθαρίστρια, καθάριζε
κτίρια. Στην Ελλάδα, συνέχισαν τις ίδιες δουλειές, ο πατέρας του δούλευε σε
σιδεράδικο, στα Κάτω Πατήσια και η μητέρα του καθάριζε πολυκατοικίες. Οι γονείς
του είναι απόφοιτοι γυμνασίου στην Αλβανία. Μένει κοντά στην πλατεία Αγίου
Ανδρέα, σε ένα δυάρι που το αγόρασαν πριν από έξι μήνες με δάνειο, ενοίκιο στην
τράπεζα, όπως είπε ο ίδιος γελώντας. Οι γονείς του ήρθανε από την Αλβανία το 1996.
Έχει τρεις μεγαλύτερες αδερφές. Μόνο η μία του αδερφή έχει τελειώσει το σχολείο,
οι υπόλοιπες δύο σταμάτησαν στην 1η Λυκείου. Φοίτησαν στο 8ο Γενικό Λύκειο,

630
όπως και ο ίδιος. Στη 1η Λυκείου το σταμάτησε λόγω παρότρυνσης της οικογένειάς
του, διότι εκείνη την περίοδο, το σημαντικό ήταν να μπαίνουν λεφτά στο σπίτι, το
σχολείο μπορούσε να περιμένει. Γυμνάσιο πήγε στον ίδιο χώρο, εκεί που στεγάζεται
το 1ο και το 8ο. Δόξα το Θεό, δεν το σταμάτησα για αλητείες, όπως τόνισε ο ίδιος.
Προτίμησε να δουλεύει από νωρίς και δεν ήθελε να σπουδάσει. Με το πανεπιστήμιο
σήμερα θα πεινάσεις πιο πολύ από ότι εάν δουλεύεις υδραυλικός ή ηλεκτρολόγος, έτσι
δεν είναι; Δούλευε ως βοηθός ηλεκτρολόγου, μέσω γνωριμιών του πατέρα του.
Ξανάρχισε το σχολείο, στο 1ο εσπερινό, που βρίσκεται στον ίδιο χώρο με το 8ο όπου
το είχε παρατήσει, μια απόφαση που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν καθαρά προσωπική.
Το ξανάρχισα για ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς να εννοεί με τον όρο «καλύτερο» μια
ανοδική κοινωνική κινητικότητα ή μια πιθανή είσοδο σε κάποιο ανώτατο
εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά αντίθετα το καλύτερο μέλλον για αυτόν, είναι η απόκτηση
μια γενικής γνώσης και ιδιαίτερα η γνώση που αφορά τη ιστορία. Η ιστορία
επαναλαμβάνεται, γι’ αυτό και πρέπει να την ξέρεις σαν άνθρωπος και σαν λαός. Μπας
και αποφύγεις ένα κακό τέλος. Ο χώρος του σχολείου, του είναι αρκετά οικείος, όπως
και η καθημερινότητα μέσα στο σχολείο, διότι νιώθει παλιός μέσα στον χώρο. Τα
προβλήματα στο σχολείο, κατά αυτόν, σχετίζονται τις βραδινές ώρες με
εξωσχολικούς. Τα βράδια μπαίνουν χίλιοι-δύο, κάθε καρυδιάς καρύδι, όλοι οι
μαστουρωμένοι. Δεν υπάρχουν και φώτα στο προαύλιο οπότε κάνουν ότι θέλουν. Κατά
την γνώμη του, η πορεία ενός νέου σε τέτοιες γειτονιές, εξαρτάται από τις παρέες.
Εμένα πάντα μου άρεσαν παρέες για δουλειά, να μιλάμε για δουλειά. Εάν μου άρεσαν
άλλες παρέες, θα είχα άλλη πορεία και θα στενοχωρούσα την οικογένειά μου. Έχω
γνωρίσει στο γυμνάσιο τέτοια περιστατικά.

Γιάννα 25 ετών, Ελληνίδα, την γνώρισα στο 1ο εσπερινό λύκειο, Φοιτά στην πρώτη
Λυκείου. Η συνέντευξη διεξήχθη μετά το τέλος των μαθημάτων κατά τις βραδινές
ώρες. Δεν εργάζεται όπως μου είπε, ζει με την βοήθεια των γονιών της.

Ήρθαμε οικογενειακώς από την Πελοπόννησο όταν τελείωσα το δημοτικό…


Στην Κυψέλη μένουμε σε δικό μας σπίτι, εκεί οδό Αγίας Ζώνης Τελείωσα το
γυμνάσιο στην Γκράβα, στο εικοστό πρώτο. Μετά την Τρίτη γυμνασίου,
άφησα το σχολείο γιατί έμεινα έγκυος και έκανα ένα παιδί, ένα αγοράκι,
χωρίς γάμο. Ο πατέρας του παιδιού μου, έφυγε μόλις έμαθε ότι είμαι έγκυος
και έτσι το βάρος έπεσε σε μένα και στους γονείς μου. Έλληνας είναι, μένει
στο ίδιο δρόμο με μένα, τον γνώρισα στο σχολείο, αυτός πήγαινε στο τεχνικό.
Χαμένο παρτάλι ήτανε αλλά εγώ ήμουνα μικρή και άμυαλη και είχα

631
παρασυρθεί συναισθηματικά…Δεν ήθελα να σταματήσω το σχολείο, αλλά
έτυχε να μείνω έγκυος και έπρεπε να το σταματήσω γιατί μου ήρθαν τα πάνω-
κάτω, καταλαβαίνεις τι εννοώ, έπρεπε να μεγαλώσω το παιδί μου.…Οι γονείς
μου είναι γιατροί, μου συμπαραστάθηκαν αρκετά, και οικονομικά και
ψυχολογικά, δύσκολα θα το κάνανε άλλοι γονείς αν δεν είχαν την μόρφωση
που έχουν οι γονείς μου. Τώρα είναι συνταξιούχοι, εδώ και 8 χρόνια περίπου.
Έχω αρχίσει να ψάχνω για δουλειά, να μην τους είμαι άλλο βάρος…Τώρα
πάω πρώτη Λυκείου εδώ στο 1ο εσπερινό, με προσδοκία να περάσω στις
πανελλήνιες και να μπω στο πανεπιστήμιο του Πειραιά, να κάνω κάτι
καλύτερο, να έχω μια προοπτική. Μου αρέσουν τα οικονομικά. Είναι το
όνειρό μου αυτό, να περάσω εκεί Η αδερφή μου έχει τελειώσει εκεί, είναι
μεγαλύτερη από μένα 5 χρόνια. Αυτή μένει στη Καλλιθέα, εκεί δουλεύει.
Έκανε άλλη πορεία από μένα. … Για τον μικρό, οι προσδοκίες μου είναι να
γίνει καλός άνθρωπος. Είναι δύσκολο βέβαια όπως το βλέπω. Η ευρύτερη εδώ
γειτονιά δεν βοηθάει να γίνεις καλός άνθρωπος, γενικά η Αθήνα δεν βοηθάει
να γίνεις καλός άνθρωπος, αλλά η περιοχή εδώ δεν βοηθά ακόμα
περισσότερο,…Πιστεύω ότι οι υποδομές στο σπίτι παίζουν μεγάλο ρόλο για
τις επιλογές του παιδιού. Εάν δεν υπάρχει υποδομή στο σπίτι, το έξω φέρνει
τα πάνω-κάτω, υπάρχουν και κακοί άνθρωποι έξω και έτσι τα πράγματα
γίνονται χειρότερα. Οι γονείς μου είναι πολύ καλοί άνθρωποι και αυτό είναι
και λίγο κακό. Θέλει και αυστηρότητα όταν μεγαλώνεις ένα παιδί, ειδικά εδώ
(γελάει)… Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι αν μέναμε στην Πελοπόννησο, η
πορεία μου στη ζωή θα ήταν σίγουρα διαφορετική, 100% το πιστεύω αυτό,
στην επαρχία υπάρχουν άλλα δεδομένα (το ύψος της ενέπνεαν σιγουριά στα
λόγια της),

Μαριάννα 36 ετών. Η Μαριάννα είναι συμμαθήτρια της Γιάννας. Η συνέντευξη


πραγματοποιήθηκε μετά από την συνέντευξη της Γιάννας στο διάδρομο του
νυχτερινού σχολείου.

Μεγάλωσα εδώ κοντά στο 1ο εσπερινό κοντά στην Πατησίων. Οι γονείς μου
είναι χωρισμένοι, μεγάλωσα με την μανά μου, σε ένα δυάρι, της μητέρας μου
ήτανε, από την μάνα της. Δούλευε σε έναν φούρνο εδώ κοντά στην
Πατησίων, σχεδόν όλη μέρα. Ακόμη και σήμερα εκεί δουλεύει.….Ναι, δεν
την έβλεπα και πολύ…Γυμνάσιο τελείωσα εδώ πριν 13 χρόνια, στο πρωινό.
Έμενα από απουσίες συνέχεια, λίγο οι κακές παρέες, ξέρεις, κοπάνες και
διάφορα τέτοια, λίγο το ότι δεν τα έπαιρνα και πολύ, οπότε το άφηνα για
κάποια διαστήματα και το ξανάρχιζα μετά… Η μάνα μου δεν ήθελε που έμενα
συνεχώς από απουσίες, αλλά είχε το χρόνο να με ελέγξει; Μετά τον φούρνο
θες να ξεκουραστείς, δεν είναι δουλειά γραφείου… Δούλευα από τα 15 μου
σε σε καθαριστήρια ρούχων, σε καφετέριες, δούλευα και σε μπαρ εδώ πιο
κάτω στην Αχαρνών. Ήθελα να κάνω την ανεξαρτησία μου, ήθελα να είμαι
ανεξάρτητη οικονομικά. Τώρα δυστυχώς δεν έχει δουλειές όπως παλιά, οπότε
τώρα ζω με την βοήθεια του άντρα μου. Αυτός δουλεύει σε μια βιοτεχνία
στον Ασπρόπυργο, εγώ κάνω τα οικιακά. Μένουμε στο Γαλάτσι, με ενοίκιο,
τα βγάζουμε πέρα ίσα- ίσα. Μας βοηθάει κι η οικογένειά του… Δεν έχω
παιδιά, ευτυχώς, που να μείνουνε λεφτά για παιδιά…. Στο Γαλάτσι είναι
αλλιώς τα πράγματα. Εκεί η κατάσταση δεν έχει ξεφύγει όπως εδώ, είναι πολύ

632
καλύτερα από εδώ σαν ατμόσφαιρα, δεν βλέπεις έκτροπα που βλέπεις εδώ, αν
και εδώ πάντα ήταν «κάπως» να το πω απλά, κάπως πιο άγρια, πριν να
έρθουνε οι ξένοι, έπεφτε ξύλο έξω στο δρόμο… Ξανάρθα στο σχολείο για να
πάρω ένα χαρτί γενικού λυκείου, μπας και κάνω κάτι καλύτερο στη ζωή μου
από το να είμαι απλή υπάλληλος σε μαγαζιά, να μπορέσω να προχωρήσω.
Προσδοκώ να μπω σε κάποιο ΤΕΙ για το καλύτερο, για να δούμε…Τότε είχα
άλλα μυαλά, παρασερνόμουνα εύκολα. Κι αυτά πληρώνονται, έτσι είναι. Τα
πάντα είναι επιλογές στη ζωή.

Αλέξης 21 ετών. Ο Αλέξης είναι ένα πρόσχαρο άτομο με έντονη καλή διάθεση για
συνομιλία. Εάν αποκτούσε την ελληνική ταυτότητα, θα ήταν πολύ ευτυχισμένος όπως
μου είπε. Τόσο ο ίδιος όσο και η παρέα του, η οποία αποτελείται από τα επόμενα δύο
άτομο, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα της διατριβής μου. Η συνέντευξη
πραγματοποιήθηκε μετά από το τέλος των σχολικών μαθημάτων στο διάδρομο του
νυχτερινού λυκείου.

Οικογενειακή κατάσταση.

Ήρθα προσωπικά με την μητέρα μου το 1995 στην Ελλάδα, ο πατέρας μου
είχε έρθει πιο νωρίς, 3 ετών ήμουνα τότε. Μένουμε από τότε Κάτω Πατήσια,
λίγο πιο κάτω από τον Άγιο Λουκά. Με ενοίκιο εννοείται από τότε, κλασσικοί
Αλβανοί (γελάει)… Κλασσικά κάθε μετανάστης από οποιαδήποτε χώρα, άλλη
δουλειά κάνει στην χώρα του και άλλη στη χώρα που μεταναστεύει. Η μάνα
μου καθάριζε σπίτια όταν είχε δουλειά, όταν δεν είχε οικιακά. Ο πατέρας μου
οικοδομή, κλασσικά και μετά πιάσαμε το περίπτερο. Η μάνα μου τώρα δεν
δουλεύει, αλλά μάλλον θα ξαναπιάσει δουλειά σε σπίτι… Η μάνα μου ήτανε
καθηγήτρια μαθηματικών στην Αλβανία. Ο πατέρας μου από ότι μου έχουν
πει ήταν πολύ καλός μαθητής αλλά αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να
πηγαίνει νυχτερινό επί Χότζα λόγω του ότι έπρεπε να βοηθάει τον πατέρα του
στα οικονομικά. Εγώ τώρα φαίνεται πως ακολουθώ την δικιά του πορεία.

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Δεν ήμουν καλός μαθητής και ζωηρός. Από το δημοτικό ήμουν ζωηρός.
Δημοτικό πήγα στη Κυψέλη….Πήγαινα κόντρα από το δημοτικό…Μάλιστα
είχα κλέψει την δασκάλα, έκλεβα και άλλα παιδιά το χαρτζιλίκι τους, καμιά
360 ευρώ είχαν βγει, το θυμάμαι ακόμα (γελάει). Με είχαν πιάσει, φώναξαν
τον πατέρα και έφαγα μπουκέτα από τον πατέρα μου στο γραφείο του
διευθυντή, ο διευθυντής είχε φρικάρει, ο πατέρας μου κοπανούσε, χαμός σου
λέω, χαμός (γελάει). Αυτά στο δημοτικό. Μετά πήγα Γκράβα, στο 22 ο
γυμνάσιο, που δεν ήθελαν οι γονείς μου, γιατί είχε φήμη το συγκεκριμένο
συγκρότημα. Ξέρεις, ήταν πολλά σχολεία και κάποια ήταν κακά
σχολεία…Εγώ διάλεξα να πάω εκεί, γιατί η παρέα μου, οι κολλητοί μου,
Αλβανοί κι αυτοί, πήγαν εκεί. Στο γυμνάσιο, εντάξει. Λίγο ηρέμησα στην

633
αρχή, ε μετά άρχισα το κάπνισμα, με πακέτο κανονικά, γιατί οι δικοί μου
πήραν ένα περίπτερο εδώ κοντά στις φοιτητικές εστίες στην Πατησίων, και
έτσι είχα λεφτά στα χέρια μου και τσιγάρα μπροστά. Δούλευα και εγώ, από το
γυμνάσιο μαζί με τον πατέρα μου, η μάνα στα σπίτια… Ε, μετά αρχίσανε
στην Γκράβα οι καταλήψεις, ξυλίκια με άλλες παρέες για παρεξηγήσεις,
σπάζαμε τίποτα τζάμια, καμιά φέρμα (σ.σ. εννοεί ληστεία) σε Έλληνες, μην
το πάρεις προσωπικά, απλά τους βλέπαμε κλασσικά για πιο φλώρους, όχι
όλους. Δεν είναι ρατσιστικό αλλά έτσι μας φαινότανε….Γενικά, οι πιο
σκληροπυρηνικοί πάντως στην Γράβα ήταν οι Αλβανοί και από σχολεία 1 ο
ΕΠΑΛ, 61, 21…Εμείς στο 22 ήμασταν οι φλώροι, οι Γαλατσιώτες να στο πω
κι έτσι (γελάει) αλλά εγώ έκανα παρέα, οι φίλοι μου δηλαδή, από τα άλλα
σχολεία, τα σκληρά, όπου τα παιδιά εκεί ήταν από εδώ τριγύρω από τα
Πατήσια και την Κυψέλη… Οι πάνω γειτονιές από την Γκράβα ήταν πιο
ήσυχες… Έτσι σιγά-σιγά δοκιμάσαμε και το μαύρο (γελάει), στο θεατράκι της
Γκράβας κλασσικά, εκεί ήταν ο χώρος για τέτοια (γελάει), εκεί συχνάζαμε
στα διαλλείματα και τα βράδια. Πηγαίναμε κι αλλού αλλά εκεί ήταν η
βάση…Δεν πούλησα όμως ποτέ όπως πολλοί από την παρέα μου κι αν θες
τώρα να μάθεις τί με επηρέασε και δεν πήρα τέτοιο δρόμο, τώρα πια που
κοιτάζω πίσω και είμαι 21, αυτό ήταν η σίγουρα το ότι είχαμε καλή δουλειά
με το περίπτερο, δεν μας έλειπαν ποτέ ούτε το καλό φαγητό, ούτε το
χαρτζιλίκι, ούτε χρωστάγαμε ποτέ ενοίκια. Για τα άλλα παιδιά που έκανα
παρέα αυτά δεν ήταν στάνταρ. Και σίγουρα έπαιξε ρόλο και η μάνα μου. Με
βοήθησε να έχω μια λογική ανθρώπινη να το πω έτσι. Ήταν κοντά μου,
ασχολιότανε, κατάλαβες; Όχι συνέχεια, έτσι, υπήρχε κι η δουλειά στα σπίτια,
αλλά όταν ήταν σπίτι, ασχολιότανε…Ήξερα πολλά παιδιά κι από την παρέα,
που δεν είχανε τους γονείς τους κοντά, κλασσικά αλλοδαπά παιδιά (με
σοβαρό ύφος). Κάποιοι γονείς φταίγανε που δεν πλησίαζαν τα παιδιά τους,
αλλά κάποιοι άλλοι δεν φταίγανε γιατί μέσα στο σπίτι είχαν πολλά
προβλήματα και δεν είχανε χρόνο να ασχοληθούν με τα παιδιά. Προβλήματα
οικονομικά και κοινωνικά, δηλαδή με τα χαρτιά, ξέρεις. Όλα αυτά μετά
φέρνουν και φασαρίες στο σπίτι που ξεσπάνε στα παιδιά…. Εντάξει, υπήρχαν
παιδιά που κάνανε βλακείες πολλές και μπήκαν φυλακή αλλά τους ένιωθα ότι
ήταν καλά παιδιά και γίνανε έτσι από τις συνθήκες στο σπίτι, από την βία
μέσα στο σπίτι και την φτώχεια. ή από τις συνθήκες στο σχολείο, από το
ρατσισμό που υπάρχει στο σχολείο οπότε εκεί λες, αυτοί με πείραξαν, θα τους
πειράξω και γω. Το έκανα και γω αυτό και το ξέρω… Δέχθηκα ρατσισμό από
παιδιά και την δασκάλα στο δημοτικό, δεν μου είπε κάτι αλλά δεν μου έδωσε
ποτέ προσοχή στις ερωτήσεις μου, π.χ. ακόμα και τώρα στα 21 μου, ναι το
λέω, κάνω ορθογραφικά λάθη ή δεν διαβάζω καλά. Τώρα βέβαια το έχω
καλυτερέψει, αλλά πάλι κάνω λάθη και σε αυτά ευθύνεται το δημοτικό… Το
σχολείο στην Γκράβα, δεν το τελείωσα και συνεχίζω όπως βλέπεις εσπερινό,
εδώ στο ιστορικό 1ο εσπερινό Λύκειο Αθηνών. Κι αυτό θεωρούνταν σκληρό
σχολείο, αλλά εμένα μου φαίνεται νορμάλ με αυτά που έχω δει στην Γκράβα.
Ο λόγος τώρα που το παράτησα, δεν ήταν οι παρέες, δεν μου είπε κανείς να το
παρατήσω, απλά είχα μείνει κιόλας στην Πρώτη Γυμνασίου, μετά ξαναέμεινα
και στην Τρίτη, την πέρασα μετά αλλά δεν συνέχισα αμέσως γιατί είχα
ξενερώσει γενικά, δεν τράβαγε η όλη φάση, δεν είχα το μυαλό για σχολείο
τότε, τότε το μυαλό ήταν στο έξω, όχι στο διάβασμα. Οι γονείς μου πάντα με
πιέζανε και μένα και την μικρή μου αδερφή να διαβάζουμε αλλά εγώ
τίποτα…Μόλις το παράτησα, θυμάμαι ο πατέρας μου μού είπε: Παράτησες το

634
σχολείο; Ωραία. Σου βρήκα δουλειά, Πήγαινε». Πήγα βοηθός μηχανικού στην
αντιπροσωπεία της MAZDA, τότε είχε γίνει το όνειρό μου, ξέρεις, μηχανικός
στην MAZDA, όχι όπου κι όπου, τα βρήκα σκούρα στις ώρες και στα
μεροκάματα και ξαναγύρισα στο περίπτερο… Αποφάσισα όμως να ξαναπάω
στο σχολείο. Ο λόγος είναι, όχι ότι θα πάρω καμιά τρελή μόρφωση, αλλά το
θέλει η ίδια κοινωνία, όπως και να το δεις. Η πρώτη ερώτηση όταν πας για
δουλειά είναι έχεις τελειώσει το σχολείο; Ε. σου λέει μετά ο άλλος από μέσα
του, είναι που είναι Αλβανός, δεν τελείωσε και το σχολείο, άρα μηδέν και το
αισθάνεσαι αυτό … Και οι δικοί μου το εγκρίνουν, θέλουν να το τελειώσω.
Έχω και τον κατάλληλο χρόνο, λόγω περιπτέρου, δεν έχω ένα πιεστικό
ωράριο, να πρέπει να είμαι εκεί την τάδε ώρα.

Απόψεις για την γειτονιά

Με ενοχλεί όταν βλέπω κοριτσάκια ανήλικα κάτω από το σπίτι μου να κάνουν
πιάτσα για να ζήσουν, με ενοχλεί ρε φίλε. Κάθε λογικό άνθρωπο θα τον
ενοχλούσε, αλλά τί να κάνεις, έτσι είναι.

Γιάννης 25 ετών Αλβανία. Ο Γιάννης μου παραχώρησε τα βιώματά του με ευχάριστη


διάθεση διότι σύντομα θα έπαιρνε την ελληνική ταυτότητα. Δούλευε σε ένα
τσιπουράδικο στο Μοναστηράκι. Τρεις εβδομάδες μετά την συνέντευξη, έφυγε από
το τσιπουράδικο που δούλευε, λόγω του ότι, όπως μου είπε, το αφεντικό χρωστούσε
μηνιάτικα.

Οικογενειακή κατάσταση

Ήρθαμε από την Αλβανία, από το Δυρράχιο. το 1995. Έχω άλλα δύο αδέρφια
μεγαλύτερα…Ο ένας δουλεύει μάγειρας και ο άλλος έχει αλλάξει δουλειές.
Στην αρχή μέναμε…(σκέφτεται) στα σύνορα Άνω Πατήσια-Κάτω Πατήσια
τέλος πάντων, εκεί στην πλατεία Αγίας Παρασκευής, εκεί πήγα δημοτικό.
Μετά τέσσερα έτη, λόγω σεισμού, μένουμε απέναντι από πλατεία Κολιάτσου,
με ενοίκιο. Ο πατέρας μου ήταν ασυρματιστής στα πλοία, έστελνε μηνύματα
και η μανά μου δούλευε σε τράπεζα επί Χότζα. Πράγματα δηλαδή που εκείνη
την εποχή ήτανε όνειρο για ορισμένους ανθρώπους στην Αλβανία. Έχω
μεγαλώσει σε κοινωνικό στρώμα καλύτερο από τους πιο πολλούς Αλβανούς,
αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω να εκτιμάω αυτό που είμαι τώρα, έτσι;
Και οι δυο γονείς μου είναι αρκετά θρήσκοι και μας μεγάλωσαν με αυτόν τον
τρόπο, δηλαδή εκκλησία τις Κυριακές και τέτοια πράγματα. Ο πατέρας εδώ
και χρόνια δεν δουλεύει, είναι μεγάλος σε ηλικία. Η μάνα μου κρατούσε
σπίτια, αλλά τώρα έχει προβλήματα υγείας. Εμείς φέρνουμε τα λεφτά, εγώ και
τα αδέρφια μου.

635
Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Πήγα Γυμνάσιο στο 21ο στην Γκράβα. Εκεί είναι οι παρέες και τα βιώματά
μου. Ήμασταν μια παρέα στο σχολείο, που ήμασταν εμείς που δεν
ντρεπόμασταν για αυτό που είμαστε, είμαστε Αλβανοί, φτωχοί, όχι ο και καλά
ο νταής που είναι από την Αλβανία και το παίζει σκληρός ή μαφιόζος ή δεν
ξέρω και γω τι. Είχαμε το ντομπριλίκι μέσα μας…Η παρέα ήμασταν Αλβανοί,
οι Έλληνες ήταν πιο απόμακρα…Από δω είναι η παρέα μου, Κάτω Πατήσια
και Κυψέλη. Και ήμασταν ξεκομμένοι από το υπόλοιπο σχολείο και έτσι
ήμασταν και ενωμένοι σαν παρέα. Ήξερα βέβαια και άτομα, Αλβανούς από
την Γκράβα που ήταν μπλεγμένοι με καυγάδες και με ναρκωτικά, αλλά εγώ
ήμουνα μακριά από όλα αυτά. Όχι μόνο επειδή η παρέα μου ήταν τα άτομα
που είπα, αλλά και λόγω της οικογένειάς μου. Αυτοί είναι η βάση. Μετράει η
βάση, δεν μετράει;… Στην Τρίτη γυμνασίου έμεινα στην ίδια τάξη, από
απουσίες, κοπάνες και τέτοια πράγματα. Μετά αφού την τελείωσα, πήγα 1 ο
ΕΠΑΛ στη Γκράβα, στο τεχνικό δηλαδή. Έμεινα και κει (γελάει) και μετά τα
παράτησα… Χαζομάρες μιας παιδικής ηλικίας και πεποιθήσεων που ήταν
λάθος. Κάναμε κοπάνες με την παρέα, λέγαμε πως το σχολείο δεν μας
χρειάζεται αφού ούτε για πανεπιστήμιο είμαστε, ούτε πιο πολύ μισθό θα
πάρεις άμα το τελειώσεις και για αυτούς τους λόγους το παράτησα. Λάθος
πεποιθήσεις κι όταν είσαι σε μια παρέα που όλοι λέτε τα ίδια, ο ένας
επηρεάζει τον άλλο. Στα 25 μου, τώρα τα καταλαβαίνω. Αλλά ήτανε
προσωπική επιλογή, δεν μου φταίει κανένας… Ο μεγάλος αδερφός μου
τελείωσε το σχολείο, κανονικά στη Γκράβα. Ο δεύτερος τελείωσε εδώ το
νυχτερινό Λύκειο… Η μάνα μου δεν ήθελε να το παρατήσω, αλλά ήμασταν
πέντε άτομα μέσα στο σπίτι, με τον πατέρα μου να μην μπορούσε να δουλεύει
πολύ λόγω ηλικίας, οπότε είπε τουλάχιστον ας βρω κάποια δουλειά…Τώρα
τα δυο μου αδέρφια μένουν με τις γυναίκες τους, έχω μείνει μόνο εγώ με τους
δικούς μου στο σπίτι και δουλεύω μόνο εγώ και η μάνα μου, οπότε άστα να
πάνε…Είναι μεγάλη θηλιά το νοίκι, πρέπει να κρατάς λεφτά στην άκρη για
αυτό και μόνο…Αποφάσισα να τελειώσω το σχολείο γιατί θέλω να μάθω
πέντε πράγματα, να μάθω να γράφω σωστά, να διαβάζω σωστά. Ύστερα είναι
και η αναγνώριση της κοινωνίας. Δεν μπορείς να κάνεις βήμα χωρίς ένα χαρτί
Λυκείου. Φαίνεσαι μίασμα αμέσως κι άμα είσαι ξένος αυτό προστίθεται
(γελάει). Παλαιότερα τα αψηφούσα αυτά. Τώρα είμαι και 25, ε;
Αντιλαμβάνομαι αλλιώς από ότι παλιά κάποια πράγματα, βλέπω πράγματα
που παλιά δεν τα έβλεπα, για τα δεν τα έζησα. Νόμιζα ότι και να μην έχεις
τελειώσει το σχολείο δεν τρέχει και τίποτα… Δούλευα σε περίπτερο, το
κρατούσα μαζί με τον μεσαίο τον αδερφό μου, αυτό; βρήκε και την άκρη.
Δανειστήκαμε κάποια λεφτά οικογενειακώς, από δω και από κει κι έτσι το
ανοίξαμε. Στην αρχή πήγαινε καλά αλλά μετά το κλείσαμε γιατί δεν τα
βγάζαμε πέρα. Τώρα εργάζομαι σε ένα τσιπουράδικο στου Ψυρρή, χάρη στον
αδερφό μου, δουλεύει κι αυτός εκεί…. Στους φίλους και στους γνωστούς δεν
μπορείς να κρεμαστείς, γιατί ή δεν έχουν δουλειά ή δεν ξέρουν άμεσα να σου
προτείνουν κάτι. Εδώ σε αυτές τις περιοχές έτσι είναι…

Απόψεις για την γειτονιά.

Με πειράζει πολύ ψυχολογικά η ανομία που υπάρχει εδώ. Όταν σκέφτεσαι


ανθρώπους που καπηλεύονται τους άλλους, όπως κάποιες κοπέλες από

636
Αφρική αλλά και από αλλού που είναι στο πεζοδρόμιο, νιώθεις κάπως. Εδώ
διαχωρίζω, υπάρχουν αυτές που το κάνουν θέλοντας, έχουμε τέτοιες,
γειτόνισσες μας και το κάνουν θέλοντας, Οι φουκαριάρες είναι αυτές που
παραπλανήθηκαν και τις πέταξαν στους δρόμους είτε γιατί είναι ανήλικες είτε
για ναρκωτικά. Όταν περνάς δίπλα από τέτοια άτομα και προσπαθούν να σε
ψωνίσουν, σε συνθλίβει. Έχει γενικά εδώ προβλήματα…(σκέφτεται
κοιτώντας κάτω). Και το πρόβλημα είναι η αποξένωση. Βλέπει ένας έναν
μαύρο, έχουμε πολλούς μαύρους εδώ, και ας πούμε αλλάζει πεζοδρόμιο.
Μένεις σε μια πολυκατοικία, από κάτω ένας μαύρος έχει μαγαζί και ο
Έλληνας που μένει από πάνω από τον μαύρο στην πολυκατοικία δεν του λέει
ούτε καλημέρα όπως θα έλεγε αν ήταν Έλληνας. Έτσι ο κάθε μετανάστης εδώ
φτιάχνει μια μικρή κοινωνία με τον πατριώτη του κι έτσι είμαστε
αποξενωμένοι. Βέβαια οι Έλληνες πλέον είναι μετρημένοι στα δάχτυλα εδώ
στη περιοχή, οι Αλβανοί είμαστε οι περισσότεροι (γελάει)….Και αυτό είναι
λίγο αρνητικό αλλά πρόσεξε με ποια έννοια. Οι παρέες μου εμένα ήταν
Αλβανοί. Αυτό έπαιξε πάρα πολύ ρόλο σε μένα. Όταν κάνεις παρέα ως
μετανάστης με ντόπιους, θα έχεις καλύτερη ευχέρεια λόγου και καλύτερη
συμπεριφορά, όχι ότι κάνω κάτι κακό, αλλά (σκέφτεται)… θα είσαι πιο
αφομοιωμένος, με την καλή έννοια, κοινωνικά, θα τελείωνα ας πούμε το
σχολείο, θα ήξερα περισσότερες ελληνικές λέξεις, θα είχα περισσότερο
ελληνική συμπεριφορά. Για αυτό το λόγο, πιστεύω και μέσα από την εμπειρία
μου δηλαδή, ότι οι Αλβανοί που μένουνε σε περιοχές όπως το Περιστέρι ας
πούμε ή Γαλάτσι που είναι κοντά εδώ, είναι γενικά περισσότερο ενταγμένοι
σε ποσοστό από ότι εδώ, Κάτω Πατήσια- Κυψέλη. Εκεί θα μπεις και μέσα
στη μόδα, λόγω μαγαζιών ξέρω γω ή το ντύσιμο που φοράνε οι περισσότεροι,
καταλαβαίνεις, μπαίνεις στην μόδα που υπάρχει στην κοινωνία. Θα πας
Μπουρνάζι, αν είσαι Περιστέρι ας πούμε, θα έρθεις πιο κοντά με το ελληνικό
στοιχείο. Εδώ είμαστε πιο πολύ με το hip hop, πιο πολύ αμερικάνικο κι
αλβανικό. Και γενικά τα άτομα εδώ είναι πιο αλήτικα, χωρίς πολύ ενδιαφέρον
για να ενταχθούν, καταλαβαίνεις… Το περιβάλλον σε επηρεάζει
συναισθηματικά 100% και δεν είναι μόνο οι ιερόδουλες. Για παράδειγμα,
βλέπω απέναντι από την Κολιάτσου γριές πεινασμένες να ζητιανεύουν ψωμί
από τον φούρνο εκεί και να έχουν ρέψει από την πείνα κι αυτόματα
δημιουργείται μια απογοήτευση, κατάλαβες;… Είναι όλες αυτές οι εικόνες
που δεν τις θες αλλά δεν μπορείς και τις αλλάξεις.

Ρενάτος 25 ετών. Ο Ρενάτος υπήρξε συμμαθητής και φίλος του Γιάννη κατά την
σχολική περίοδο που φοιτούσε στη Γκράβα. Η συνέντευξη έγινε λίγη ώρα μετά την
συνέντευξη του Γιάννη.

Οικογενειακή κατάσταση

Ήρθαμε από την Αλβανία το 1996, από το Σβερνέτσι, ένα χωριό. Εκεί οι
άνθρωποι μιλούν τα ελληνικά τα χωριάτικα που λέμε. Έχω και έναν αδερφό
μικρότερο 5 χρόνια…Νοικιάζουμε εκεί κοντά στην Κολιάτσου. Έχουμε
ελληνικά χαρτιά εδώ και καιρό, τα βγάλαμε εύκολα….Ο πατέρας μου
δουλεύει οικοδομή, από την αρχή, τώρα έχει δικό του συνεργείο με μαστόρια.

637
Η μάνα μου καθάριζε σπίτια, καθάριζε μαγαζιά και οικιακά, ξέρεις, όταν δεν
είχε δουλειά ήταν στο σπίτι…Έχουν τελειώσει το Λύκειο και οι δύο στην
Αλβανία…

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Σχολείο πήγα στην Γκράβα, δημοτικό γυμνάσιο. Γυμνάσιο πήγα στο 21 ο το


αλβανικό όπως το λέγανε τότε. Δεν ήμουν καλός μαθητής, ποτέ δεν ήμουν
αλλά δεν ήμουν ζωηρός, δεν ενόχλησαν ποτέ οι καθηγητές τους γονείς για
τέτοια θέματα. Γενικά, δεν με απασχολούσε τότε το σχολείο, φαντάσου δεν
θυμάμαι ακριβώς πότε το σταμάτησα (γελάει)…. … Στο σχολείο τότε γενικά
υπήρχε μια αναταραχή, όλοι όσοι πήγαν εκεί στο 21ο θα στο πούνε. Εμένα οι
παρέες μου ήταν ήσυχα παιδιά, όπως ο Γιάννης που μίλησες πριν, δεν ήταν
καλοί μαθητές, αλλά ήσυχοι, ήταν παιδιά έτσι, ξέρεις, να παίξουν μπάλα στο
στίβο εκεί στην Γκράβα, να ακούσουν μουσική, να παίξουμε όλοι μαζί κάνα
παιχνίδι εδώ σε ένα ιντερνέτ καφέ πιο κάτω, τέτοια πράγματα, έτσι περνάγαμε
τον χρόνο μας σαν παιδιά… Δεν κάναμε ξέφρενη ζωή, δεν είχαμε και τα
λεφτά, μετανάστες είμαστε όλοι…Γενικά, δεν μου άρεσαν αυτά που έβλεπα
στο σχολείο, χασίσια και αλητείες και βλακείες και τσαμπουκάς χωρίς λόγο.
Ήθελα να βλέπω πράγματα σαν αυτά που βλέπει κάθε παιδί που πάει στο
σχολείο, ξέρεις, να είναι κύριοι οι γύρω από αυτόν. Αυτό είναι κάτι που το
χρωστάω στους γονείς μου και στους παππούδες μου, ξέρεις να είσαι
μαζεμένος, να μην κάνεις άσχημα πράγματα… Το παρατήσαμε που λες τότε
το σχολείο, μαζί με την παρέα το είχαμε αποφασίσει σαν παρέα, όλοι μαζί,
δεν το βλέπαμε για κάτι το χρήσιμο. Ο πατέρας θυμάμαι μου είπε; αν δεν θες
να πηγαίνεις άλλο σχολείο, θα φέρνεις μεροκάματο. Το νοίκι και το φαγητό που
τρως θέλουν λεφτά και μ’ έβαλε σε δουλειά αμέσως. Στην οικοδομή μαζί με
αυτόν στην αρχή. Μετά βρήκα δουλειές μόνος μου, από τον ΟΑΕΔ, ξέρεις, τα
προγράμματα που είναι για ανέργους.. Τώρα είμαι στο [όνομα γνωστής
αλυσίδας σούπερ μάρκετ] στα φρούτα εκεί στο μανάβικο με σύμβαση, από
τον ΟΑΕΔ, την ημέρα και το βράδυ εδώ στο σχολείο… Αποφάσισα να το
τελειώσω γιατί όσο να ναι, χτυπάει άσχημα στο μάτι του άλλου, αν δεν έχεις
χαρτί, καταλαβαίνεις, το έχω ζήσει αυτό, στο βλέμμα του επιστάτη, του
συναδέλφου… Παίρνεις αξιοπρέπεια άμα έχεις χαρτί και μπορείς να
διεκδικήσεις και κάτι, οτιδήποτε, ένα θέμα μες στην δουλειά, ένα ωράριο, σε
βλέπουν αλλιώς.

Απόψεις για την γειτονιά.

Κοίτα, σαν άνθρωπος, η περιοχή με την οποία είμαι δεμένος είναι το χωριό
μου στην Αλβανία. Εκεί μεγάλωσα με τους γονείς και τους παππούδες. Στο
χωριό μου ήμασταν γενικά όλοι φιλικοί, δεν είχαν δει ποτέ τα μάτια μου
ναρκωτικά ή ξύλο χωρίς λόγο ή γενικά να σε στενοχωρήσει κάποιος έτσι
χωρίς λόγο. Όταν ήρθα εδώ προσπαθούσα να καταλάβω τι συμβαίνει, ήταν
σαν έφυγα από έναν πλανήτη και να ήρθα σε έναν άλλο. Κι όχι μόνο αυτά,
αλλά ξέρεις, όλη η ζωή εδώ στην πόλη, φώτα, αμάξια, άγνωστοι,
πολυκατοικίες, ασανσέρ, όλα αυτά. Στο χωριό δεν βλέπεις πόρνες έξω να
κάνουν παρέλαση τα βράδια, ούτε σε φωνάζει κανείς να πάρεις ναρκωτικά,

638
ούτε περπατάς και σε κοιτάει ο άλλος στραβά χωρίς λόγο και να σε βάζει σε
σκέψεις…Αλλά συνηθίζεις, εντάξει.

Νίκος 34 ετών. Ο Νίκος υπήρξε μέλος του πεδίου του δρόμου και είχε κάνει φυλακή
στον Κορυδαλλό για κατοχή ναρκωτικών. Μετά την αποφυλάκισή του, αποφάσισε να
συνεχίσει το σχολείο με σκοπό να περάσει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής
Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και να ασχοληθεί συγκεκριμένα με την
παιδοψυχολογία, όπως μου είπε. Δύο χρόνια μετά από την συνομιλία μαζί του, έμαθα
πως πέτυχε να εισαχθεί στην σχολή που ήθελε. Η συνέντευξη έγινε μετά το τέλος των
μαθημάτων του νυχτερινού σχολείου, στον προαύλιο χώρο του σχολικού
συγκροτήματος.

Εγώ μεγάλωσα στο Βόλο, εκεί στην Νέα Ιωνία…Δικό μας σπίτι… Εδώ στην
Αθήνα ήρθε η αδερφή μου πρώτα, με τον άντρα της και μετά ήρθα και εγώ, το
2000 ήρθα. Καμιά σχέση με την αδερφή μου, αυτή ήρθε με τον άντρα της,
κυριλέ πράγματα. Εγώ ήρθα για την παρακμή. Ήμουνα ήδη μπλεγμένος με
ναρκωτικά από το Βόλο. Ήρθα εδώ καθαρά για τα ναρκωτικά, ξέρεις, εδώ
βρίσκονται πολύ πιο εύκολα, υπάρχει και μεγαλύτερη ζήτηση από ότι στο
Βόλο και περισσότερα λεφτά. Ειδικά εδώ σε αυτήν την περιοχή, από πάνω
Άγιο Λουκά, μετά Κυψέλη, Άγιος Νικόλαος, Αχαρνών μέχρι κάτω Κάνιγγος
εκεί Εξάρχεια, τα ναρκωτικά είναι σε αφθονία, όχι ότι δεν υπάρχουν αλλού,
αλλά εδώ είναι σε αφθονία… Είχα ήδη και έναν φίλο από πάνω όπου κάναμε
μαζί διάφορα από πιτσιρικάδες, αυτοκαταστροφικές ανωριμότατες, έτσι τις
λέω εγώ τώρα πια, και μου χε πει τι παίζει Αθήνα και εδώ στο κέντρο γενικά
από ναρκωτικά και νταλαβέρια με εμπορία…Ανωριμότητες ήταν ρε φίλε,
όταν παρατάτε το σχολείο για να χωθείτε στην αλητεία, ανωριμότητα δεν
είναι;…Μαζί μέναμε, εδώ πίσω από το σχολείο. Αυτός έχει καταλήξει
χρήστης, τον έχω πετύχει κάτω στην Ομόνοια… Είχα κονέ με τους πάντες
που ήταν μπλεγμένοι, Αλβανοί, μαύροι, Έλληνες, ξέρεις (με μελαγχολικό
ύφος), άνθρωποι χωρίς μέλλον, χωρίς ευκαιρίες, μόνο αυταπάτες. Κάθε βράδυ
θυμάμαι φασαρίες, σε κάποιες ήμουνα μέσα, σε άλλες εκτός, για ναρκωτικά
πάντα, ποσότητες, χρέη, νταλαβέρια. Αυτή ήταν όλη η ζωή μου. Πούλημα-
χρήση, πούλημα- χρήση μέχρι που ξεφεύγεις….…. Όταν βγήκα από την
φυλακή, το 2010, ήμουν διαφορετικός 180 μοίρες (χαμογελάει)… Στη
φυλακή είχα φτάσει στα πατώματα που λέμε, πολύ σκληρές εμπειρίες, αλλά
αυτός είναι και ο λόγος που άλλαξα, είδα όλη την εικόνα της αλητείας,
έκατσα και σκέφτηκα ότι έκανα βλακείες στο παρελθόν, έβλεπα τον κόσμο
λάθος και έπρεπε να το αλλάξω. Μόλις βγήκα, με περιέλαβε η αδερφή μου με
τον άντρα της. Από τότε μένω στο Βύρωνα, κοντά στην αδερφή μου, δουλεύω
τα πρωινά σε τυροπιτάδικο, με βοηθάει και λίγο η αδερφή μου με τον άντρα
της, έχουν ένα ανθοπωλείο και πάει καλά. Έπρεπε να φύγω από το κέντρο για
να ξεμπλέξω εντελώς… Ο Βύρωνας δεν έχει καμιά σχέση με το κέντρο, εδώ
δεν υπάρχει πάρκο ούτε πλατεία, εδώ όλοι οι χώροι είναι καβάντζες για
ναρκωτικά, για πάρε-δώσε, άσε που καπνίζουν χύμα μαύρο μπροστά στο
κόσμο, παντού, Κολιάτσου, Φυτευτή, Αμερικής, ακόμα και στο σχολείο μας

639
τα βράδια. Υπάρχει ελλιπής αστυνόμευση εδώ, δεν είναι όπως στο Βύρωνα,
εκεί δεν μπορείς χύμα να κάνεις τέτοια, είναι πιο ήσυχη περιοχή…Μετά που
λες, σιγά-σιγά, ήρθε η σκέψη να συνεχίσω το σχολείο και γράφτηκα έτσι στην
πρώτη Λυκείου εδώ, γιατί στο Βόλο μόνο το γυμνάσιο τελείωσα… Το
σχολείο είναι πολύ σημαντικό στη ζωή μου, πλέον. Και οι καθηγητές κάνουν
δουλειά εδώ, βοηθάνε. Ήξερα γιατί ήρθα εδώ, δεν ήρθα τυχαία…
Ανακαλύπτω πράγματα που έχουν ενδιαφέρον. Θέλω να ακολουθήσω την
παιδοψυχολογία κι οι καθηγητές λένε ότι μπορώ να περάσω. Είμαι ο
καλύτερος μαθητής στην τάξη με διαφορά, διαβάζω πολύ όταν πάω σπίτι…
Κι αυτό είναι το όνειρό μου, να βοηθήσω την κοινωνία, να βοηθήσω τα
παιδιά που έχουν προβλήματα, που δεν είχαν ευκαιρίες, όπως δεν είχα κι εγώ.
Εμένα οι γονείς μου δεν ήταν και οι πιο κατάλληλοι γονείς για να στο πω
ευγενικά και ήταν και φτωχοί. Με βάζανε από τα 12 να πουλάω λουλούδια
στα μπουζουξίδικα, καταλαβαίνεις και διάφορα άλλα που (σταματάει για
λίγο), άστο… Η αδερφή μου ήταν τυχερή που γνώρισε από μικρή ένα σοβαρό
άνθρωπο και την παντρεύτηκε. Εγώ ήμουνα λιγότερο τυχερός αλλά τα χω
ξεχάσει όμως, τώρα κοιτάω μπροστά… (Μετά το πέρας της συνέντευξης) Για
πες τώρα για αυτά που λέγαμε πριν τη συνέντευξη…., αυτά για την έξη και
αυτόν τον, πως τον είπες;…Τον Ponty, αυτόν… Αυτά υπάρχουν στα
ελληνικά;

Άννα, 45 ετών. Η Άννα είναι φιλόλογος στο εσπερινό Λύκειο του σχολικού
συγκροτήματος. Η συνέντευξη έγινε στο γραφείο των καθηγητών, στις 7:30 μμ. Είχε
μόλις τελειώσει το μάθημά της.

Διδάσκω εδώ στο νυχτερινό Λύκειο αλλά έχω δουλέψει και στο πρωινό
παλαιότερα, στο 1ο. Μένω κοντά στην στάση Άνω Πατησιών με τον
ηλεκτρικό…. Οι μαθητές ως επί το πλείστον, το 70%, έρχονται με τα πόδια
από το σχολείο, είναι δηλαδή από τις γύρω περιοχές. Αλλά γενικά έχουμε από
πολλές περιοχές. Οι ηλικίες είναι από 18 μέχρι 60….Έχουμε αρκετές
περιπτώσεις ατόμων που θα μπορούσαμε να τις εντάξουμε σε αυτό που λέμε
«κοινωνικό αποκλεισμό». Διότι για να σταματήσουν το σχολείο στην
κανονική τους ηλικία, σημαίνει ότι ακολούθησαν κάποιες άλλες επιλογές, που
πολλές φορές δεν τους βοήθησαν να το συνεχίσουν όπως δουλειά, όπως
παραβατική συμπεριφορά….Έχουμε διάφορα προβλήματα εδώ που
δημιουργούνται από εξωσχολικούς, επειδή είναι ανοιχτή η πόρτα του
σχολείου και μπαίνουν μέσα διάφορα στοιχεία. Αλλά όχι από τα παιδιά εδώ..
Στο νυχτερινό σχολείο, έρχονται άτομα με την τραυματική εμπειρία του ότι
εγώ δεν τα κατάφερα, απευθύνεται δηλαδή σε ένα κομμάτι του πληθυσμού της
δεύτερης ευκαιρίας. Ύστερα να ξέρεις πως εδώ στο κέντρο έχουμε
μεγαλύτερη σχολική διαρροή από ότι σε άλλες περιοχές…. Από αυτά που έχω
δει, θεωρώ ότι το νυχτερινό σχολείο τους αλλάζει τον τρόπο που βλέπουν τα
πράγματα. Είναι ένας χώρος κοινωνικοποίησης, ζωντανός χώρος, είτε πάνε
πανεπιστήμιο είτε όχι. Και είναι και ένας ελεύθερος χώρος, με ανοικτή πόρτα.
Όποιος και αν είσαι, έρχεσαι. Το σχολείο δεν ζητά φρονήματα και χαρτιά από
την εισαγγελία. Ενώ ας πούμε στην δουλειά θα ρωτήσουνε που ήσουν πριν;
Στη φυλακή; Άντε γεια, εδώ όποιος και εάν είσαι, έρχεσαι. Αυτό είναι ένα
πλαίσιο δημοκρατικότητας και έλλειψης ρατσισμού, που λειτουργεί επάνω

640
τους. Επίσης έχω δει για ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως ξένα παιδιά, που
ήταν εδώ στο πρωινό και μετά ήρθαν στο νυχτερινό, πως τους προστατεύει
από παρέες και κυκλώματα εκτός σχολείου, γιατί ορισμένοι αλλάζουν τρόπο
σκέψης και θέλουν να επιτύχουν σε κάποια ανώτερο ίδρυμα.

Παναγιώτης ετών 37. Ο Παναγιώτης είναι καθηγητής θρησκευτικών στο εσπερινό


Λύκειο του συγκροτήματος και από ότι πληροφορήθηκα είναι από τους αγαπημένους
καθηγητές των μαθητών. Η συνέντευξη έγινε μετά από το μάθημά του.

Το σχολείο μας βρίσκεται στο κτίριο του ιστορικού 8ου Γυμνασίου και
συστεγάζεται με το 1ο εσπερινό γυμνάσιο. Ιστορικό, γιατί έχουν περάσει και
μεγάλες προσωπικότητες, διάσημες όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης…Θα
έλεγα ότι σε γενικές γραμμές, οι σχέσεις μας με τους μαθητές, όπως μπορούν
να πιστοποιήσουν και οι ίδιοι, είναι πολύ καλές…Είναι παιδιά διαφόρων έτσι
κατηγοριών, είναι παιδιά που έχουν παρατήσει το σχολείο, είτε για να
δουλέψουν είτε, αυτό έχει να κάνει και με το φύλο, εάν είναι κοπέλες, επειδή
παντρεύτηκαν, γέννησαν και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν μετά… Θυμάμαι
μια μαθήτρια μουσουλμάνα την οποία την είχε σταματήσει ο πατέρας της,
γιατί ήταν γυναίκα και δεν έπρεπε να συνεχίσει μετά το δημοτικό, και
τελείωσε και το γυμνάσιο και το λύκειο εδώ, τα εσπερινό. Τέτοιες
περιπτώσεις μας δίνουν θάρρος και μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε πιο
εύκολα τις διάφορες αντιξοότητες εδώ ….Οι μετανάστες είναι ένα μεγάλο
μέρος που απαρτίζει εδώ το μαθητικό δυναμικό του σχολείου, κυρίως του
γυμνασίου, του εσπερινού. Οι χώρες είναι κυρίως η Αλβανία, η Βουλγαρία,
Ρουμανία επίσης, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουμε αρκετούς από
Αφγανιστάν και Νιγηρία… Κοίταξε, εδώ γινόμαστε τα πάντα, γινόμαστε
ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, φίλοι, τα πάντα για να μπορέσουμε
τουλάχιστον να συγκρατήσουμε μαθητές από το περιθώριο. Έχουμε
πλησιάσει παιδιά και ατομικά αλλά και συλλογικά, ως σχολείο με την αρωγή
του μικρού αλλά δεμένου συλλόγου μας, και κάνουμε υποστηρικτικές δράσεις
για άτομα με βεβαρημένο ποινικό μητρώο, όπως προγράμματα για την
πρόληψη ναρκωτικών ουσιών με την βοήθεια ψυχολόγων, όπως διάφορες
ενέργειες,…Εδώ οι μαθητές αξίζουν πραγματικά μια δεύτερη ευκαιρία.

Β. Συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο του σχολικού συγκροτήματος της


Γκράβας.

Μαριάννα και Μάριος από Κένυα. Μαριάννα είναι 45 ετών και ο γιός της ο Μάριος
είναι 10 ετών. Η συνέντευξη έγινε κοντά στον αθλητικό χώρο του συγκροτήματος. Ο
Μάριος είναι ένα καλοσυνάτο παιδί με ζωηρό βλέμμα, ντυμένο απλά με φόρμες και
αθλητικά παπούτσια, όπως και η μητέρα του. Ήτανε αρκετά δεκτικοί για την
συνέντευξη. Η συνέντευξη έγινε στα ελληνικά, όπως το ζήτησε η Μαριάννα. Η

641
προφορά της Μαριάννας, μαρτυρά ότι είναι μετανάστρια, ενώ ο Μάριος τόσο η
προφορά του όσο και η χρήση των λέξεων, ο τρόπος χρήσης της γλώσσας, είναι
τυπικά «ελληνικές».

Μαριάννα

Οικογενειακή κατάσταση
Είμαστε από Κένυα. Μένουμε περιοχή εδώ κοντά, πλατεία Κολιάτσου.
Έχουμε έρθει εδώ πριν από 20 χρόνια. Ο Μάριος γεννήθηκε εδώ. Παλιά
δουλεύαμε και εγώ και ο σύζυγος μου, αλλά τώρα είμαστε άνεργοι. Εγώ
δούλευα σε σπίτια, πρόσεχα ηλικιωμένους αλλά και καθαρίστρια. Ο σύζυγος
δούλευε σε κατασκευαστική εταιρία. Μένουμε σε ενοίκιο. Έχω άλλα δύο
παιδιά, είναι μεγάλα. Τα αδέλφια του σπουδάζουν σε πανεπιστήμια. Ελπίζω
να σπουδάσει κι ο Μάριος.

Απόψεις για το σχολείο

Μαριάννα: Το σχολείο είναι πολύ καλό. Ο Μάριος πάει στο 65ο δημοτικό.
Έχει φίλους και από άλλες χώρες Αλβανία, Νιγηρία και Έλληνες. Είμαστε
εδώ πολλά χρόνια. Έχει αρχίσει και παίζει ποδόσφαιρο, τα μεσημέρια. Όχι το
βράδυ, είναι μικρός.Τα καλοκαίρια ερχόμαστε και μείς στον αθλητικό χώρο
που υπάρχει εδώ (εννοεί στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας)… Είναι
ωραίος ο χώρος.
Μάριος: Μερικές φορές, μερικά παιδιά όμως είναι ζωηρά. Μια φορά ένας
Έλληνας, μου φέρθηκε, ε, πως να το πω, ρατσιστικά. Ε, και μάλωσα (με
ντροπαλό ύφος). Αλλά δεν ήθελα…(η μητέρα του γελάει).

Παρέα 2ο ΕΠΑΛ Γκράβας.

Ο Γιάννης είναι από Συρία (όπως τονίζει ο ίδιος), οι Μάρκος Χρήστος και Λάντι από
την Αλβανία. Η συνέντευξη έγινε στις 1:45 μμ στο προαύλιο του 2ου ΕΠΑΛ στο
σχολικό συγκρότημα Γκράβας που βρισκότανε η παρέα. Δεν πρόλαβα σχεδόν να
θέσω καμία ερώτηση. Μόλις τους είπα το θέμα που με ενδιαφέρει άρχισαν να μιλάνε,
πότε σε εμένα και πότε μεταξύ τους. Στην αρχή ξεκίνησε ο Μάρκος και στη συνέχεια
συμμετείχαν οι υπόλοιποι. Παρόλα αυτά, η συνομιλία τους έχει αρκετά ενδιαφέρον

Μάρκος: Γεννήθηκα Αλβανία, κοντά Αργυρόκαστρο. Ήρθαμε Ελλάδα πριν


από 16 χρόνια. Ακόμα τώρα δεν έχω ελληνική ταυτότητα. Μένουμε Κυψέλη,
κόντα στο πάρκο Κύπρου με ενοίκιο μαζί με τα μεγαλύτερα αδέρφια μου.
Έχουν τελειώσει εδώ και δουλεύουν. Εγώ επέλεξα την Γκράβα…βασικά λόγω

642
παρέας αλλά και βολεύουν οι συγκοινωνίες. Τα αδέρφια δεν επηρέασαν. Οι
επιδόσεις μου στο σχολείο είναι χάλια. Είμαι 18 ετών, έχω μείνει 3 φορές.
Πάω Πρώτη λυκείου. Θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής, παίζω και σε ομάδα
εδώ, τοπική… Το σχολείο, μου αρέσει. Εδώ πάω, στο 2ο ΕΠΑΛ…Η ζωή είναι
ωραία γενικά εδώ στο σχολείο…

Γιάννης: Έχει και ναρκωτικά, εδώ, πολλά και καλά (γελάνε). Μαύρο. Αλλά
όποιος θέλει κάνει (με σοβαρό ύφος). Άτομα σαν εμάς εδώ το αποφεύγουν.
Συγγνώμη εάν μέχρι τώρα τρομάξατε [απευθυνόμενος σε μένα](γελάνε).
Πάμε στο θέμα μου … Έχω μείνει και γω μια φορά. Είμαι 16… Το σπίτι είναι
δικό μας, με δάνειο, στην Κυψέλη, κοντά πλατεία Αμερικής. Ο πατέρας μου
είναι από Συρία, η μητέρα Ελληνίδα, άλλον αδερφό δεν έχω…. Αφήστε, μόλις
τώρα με βγάλανε και έξω από την τάξη για φασαρία, εδώ στο 2ο ΕΠΑΛ, γι
αυτό με βλέπετε αραχτό (γελάνε)…

Χρήστος: Ο Γιάννης είναι από τα ήσυχα παιδιά (γελάνε). Εγώ είμαι στο
γυμνάσιο, στο 21ο, Τρίτη γυμνασίου, είμαι 14, με βγάλανε έξω και μένα
(γελάνε) και μιλάω εδώ με τους φίλους μου από το ΕΠΑΛ.

Γιάννης: Έχουμε και χρυσαυγίτες εδώ πολλούς (γελάνε όλοι)…Πλάκα σας


κάνουμε, τι χρυσαυγίτες να χουμε, αφού όλοι σε αυτό το σχολείο είμαστε
ξένοι. Μόνο ο καθηγητής είναι Έλληνας (γελάνε)… Από όπου θέλετε. Δεν
έχει σημασία η εθνικότητα… Εμένα η μητέρα μου είναι Ελληνίδα, αλλά δεν
έχω φίλους Έλληνες. Εδώ τα παιδιά, ας πούμε, είναι οι φίλοι μου, και οι
φίλοι τους είναι ξένοι. Δεν είμαστε διαχωρισμένοι οι ξένοι από τους Έλληνες,
απλά συμβαίνει να κάνουμε παρέα μεταξύ μας. Εδώ στο 2ο είμαστε επίσης, οι
πιο πολλοί από την Κυψέλη και τα Κάτω Πατήσια.

Χρήστος: Κάτω Πατήσια είναι οι πιο πολλοί ρε… η Κυψέλη είναι μετά
[απευθύνεται στον Γιάννη]. Εδώ, κοιτάξτε κύριε, οι παρέες είναι από
περιοχές, όχι απόλυτα αλλά έτσι πάει… Και κάνουν και φασαρίες
Μαζεύονται 20 άτομα, καμιά φορά ανάμικτοι Πατησιώτες- Κυψελιώτες, από
τα σχολεία εδώ ή από την Φυτευτή κάτω [σ.σ. εννοεί το σχολικό συγκρότημα
Νομικού] πηγαίνουν σε άλλες περιοχές για ξύλο, για κλεψιές και τέτοια.
Περιστέρι, Ν. Φιλαδέλφεια… όχι οι Γαλατσιώτες, αυτοί είναι φλώροι (γελάνε
όλοι). Είναι Έλληνες οι πιο πολλοί, τι φασαρίες να κάνουν;… Πατησιώτες και
Κυψελιώτες είναι οι κανίβαλοι.. Εμείς όμως να ξέρετε, εδώ δεν κάνουμε
τέτοια. Και δεν σας το λέμε τώρα έτσι, για εντύπωση…

Γιάννης: Για να μιλήσουμε πάντως σοβαρά, είναι πιο λογικό να κάνεις παρέα
με ένα παιδί από την Κυψέλη κι από τα Πατήσια, γιατί κι αυτός θα είναι ξένος
σα και σένα, θα έχει τα ίδια ενδιαφέροντα στη μουσική, είναι αλλιώς.

Χρήστος: Για τους τσαμπουκάδες που λέγαμε πριν κύριε… Εδώ Πατήσια,
Κυψέλη είναι πιο άγρια, πέφτει ξύλο. Κάντε κύριε μια βόλτα στην Πατησίων,
στην Φυλής. Εγώ εκεί δουλεύω, στο κομμωτήριο του πατέρα μου… Εκεί
κοντά μένουμε, στην Φυλής, Κάτω Πατήσια (εννοεί Άγιο Νικόλαο)….Δικό
μας είναι, πήραμε δάνειο δηλαδή και το πληρώνουμε τώρα. Εγώ έχω χαρτιά

643
ομογενούς και θα βγάλω και ελληνική ταυτότητα. Λοιπόν στο κομμωτήριο
εκεί κοντά στην Φυλής που λέτε…

Γιάννης: (διακόπτει) Ναι, στο κομμωτήριο εκεί κάνετε περμανάντ τις πόρνες
(γελάνε ξανά όλοι). Χαλάρωσε ρε συ [απευθύνεται στον Χρήστο]. Εμείς στην
αρχή μέναμε Άνω Λιόσια, Συγκρίνεις τους τσιγγάνους με μας τους ξένους;
Πολύ χειρότερα είναι εκεί. Άλλη φάση…

Χρηστός: Δεν ξέρω τι παίζει εκεί, μπορεί (απαντάει στον Γιάννη)…Εμείς


λέμε, να, σύγκρινε εμάς με Ν. Φιλαδέλφεια, με Περιστέρι, με μια οποιαδήποτε
ελληνική γειτονιά. Έρχονται πελάτες και ξέρω…καλά δεν μιλάμε για Ψυχικό,
εκεί δεν κουνιέται καρφίτσα…Έ, κύριε,[απευθύνεται σε μένα] καλά δεν τα
λέω, εσείς είστε από το πανεπιστήμιο…

Γιάννης: Τώρα τι μας λες ρε; Αυτό είναι το πρόβλημα ή ότι δεν υπάρχουν
όνειρα πια. Εγώ που λέτε [απευθύνετε σε μένα] το χω πάρει απόφαση. Μόλις
τελειώσω το σχολείο, να φύγω Γερμανία, να πάω σε έναν θείο μου, από την
μεριά του πατέρα μου, αυτός εκεί δουλεύει, κάνει καλή ζωή. Αλλά μπορεί και
να μην μου κάτσει η καλή ζωή…

(Μετά από λίγο χτυπάει το κουδούνι, έρχεται ο Λάντι, φίλος των παιδιών)

Χρήστος: Να, αυτός είναι Γαλατσιώτης, αλλά κάνει παρέα μαζί μας…

Λάντι: Εγώ είμαι 17 ετών…Ναι, μένουμε Γαλάτσι, με ενοίκιο, όπως είπε εδώ
ο φίλος. Πάω πρώτη λυκείου εδώ στο 2ο , αλλά έχω μείνει μια φορά…

Γιάννης: Γι αυτό κάνει παρέα μαζί μας! (γελάνε).

Λάντι: Σταμάτα ρε (απευθυνόμενος στο Γιάννη). Εγώ θέλω να γίνω μηχανικός


αυτοκινήτων (απευθυνόμενος σε μένα), σαν τον αδερφό μου, έχει δουλειά
αυτό το επάγγελμα. Πρέπει να σας αφήσω όμως, γιατί έχω και προπόνηση
ποδοσφαίρου…

Φλίπερ και Φράνκο. Ο Φλίπερ είναι 19 ετών που γεννήθηκε στην Ελλάδα από
Αλβανούς γονείς χωρίς να έχει ελληνική ταυτότητα, γεγονός που τον ενοχλεί αρκετά.
Ο Φράνκο είναι 24 ετών. Ασχολούνται με την ραπ μουσική γράφοντας στίχους και
συνθέτοντας τραγούδια. Τα παιδιά βρισκόντουσαν στο θεατράκι του σχολικού
συγκροτήματος Γκράβας, μαζί με άλλα 7 άτομα, που μερικοί είχαν μαζί τους μεγάλα
σκυλιά με τα οποία παίζανε. Οι Φλίπερ και Φράνκο ήταν οι μόνοι που έδειξαν
ενδιαφέρον για να μιλήσουν στο μικρόφωνο. Στην αρχή ήτανε διστακτικοί, παρόλο
που δεχθήκανε να μιλήσουν στο μικρόφωνο. Ενθουσιάστηκαν με το θέμα της
διατριβής και όταν τελείωσε η συνέντευξη ο Φλίπερ μου είπε: Εμείς είμαστε τα άτομα
που κάθονται στα τελευταία θρανία της κοινωνίας… Σκληρό ξεσκληρό έτσι είναι… Η

644
φωνή η δικιά μας δεν ακούγεται, πρέπει να την κάνουμε ραπ για να ακουστεί ή να
βρεθεί κάποιος όπως εσύ να την γράψει.

Φλίπερ- Οικογενειακή κατάσταση

Εγώ γεννήθηκα εδώ, στην Ελλάδα. Οι γονείς από Αλβανία. Η μάνα μου έφυγε
Αλβανία μαζί με την μικρή μου αδερφή, ο πατέρας μου κάθεται εδώ και καλά
για μένα, αλλά δεν έχει δουλειά. Ζούμε έτσι, από δω κι από κει να στο
απλά…Αλβανία δεν θα ήθελα να γυρίσω πίσω. Έχω έναν στίχο που λέει,
«ξένος μια φορά για πάντα ξένος», κατάλαβες; Δηλαδή και στην χώρα σου να
πας, εάν μια φορά έγινες ξένος, θα είσαι πάλι ξένος, έτσι δεν είναι; Έ, άρα,
καλύτερα εδώ ξένος μια φορά.

Σχολικές εμπειρίες.

Πάω σχολείο εδώ στο 2ο ΕΠΑΛ, στην δεύτερη τάξη, φέτος γράφτηκα…Μένω
τώρα εδώ πιο κάτω με τον πατέρα μου, στην Κυψέλη, Δροσοπούλου, με
ενοίκιο. Τα είχα αφήσει πριν από 2 χρόνια γιατί είχα τα δικά μου…Ε, είχα
προβλήματα (μικρή παύση), δεν μπορούσα να πηγαίνω σχολείο, έπρεπε να
βρω χρήματα για να ζήσω, μετά έτρεχα και με την μουσική. Εδώ με το φίλο
(μου δείχνει τον Φράνκο) κάνουμε κομμάτια κοινωνικά και αντιφασιστικά,…
Οι φασίστες εδώ και 2-3 χρόνια είναι πρόβλημα στις γειτονιές του κέντρου…
Παλιότερα μέναμε Άγιο Παντελεήμονα αλλά και τότε γυμνάσιο εδώ πήγαινα
γιατί τραβιόμουνα ο βλάκας για μια τύπισσα, τέλος πάντων… Δεν ήμουνα
ποτέ καλός μαθητής, απλά περνούσα τις τάξεις…Στα ΕΠΑΛ οι πιο πολλοί
είναι από Κάτω Πατήσια και Κυψέλη και ξένοι. Τα παιδιά από το Γαλάτσι
πάνε στα ενιαία οι πιο πολλοί. Έτσι πάει, στα ΕΠΑΛ πάνε παιδιά που οι
γονείς τους δεν έχουν να δώσουνε λεφτά για φροντιστήριο να περάσουν
κάπου. Το ΕΠΑΛ σου δίνει και ένα χαρτί για επάγγελμα, μια εξειδίκευση.
Εγώ βέβαια τα έκανα θάλασσα (γελάει). Αλλά κοίτα να δεις για μένα το
σχολείο δεν προσφέρει κάτι, απλώς έρχομαι για να περνάω την ώρα και έτσι
να μου δώσουν το χαρτί …Ξέρεις γιατί; Γιατί όταν βρέθηκα στον δρόμο με
τον πατέρα μου, τότε που μας άφησε η μάνα μου, υα βιβλία δεν μου
χρησίμεψαν για να στο πω και χύμα. Πουθενά. Ένα αμάξι μου χρησίμεψε.
Μας κάνανε έξωση από τον Άγιο Παντελεήμονα, πριν από δύο χρόνια, επειδή
δεν είχαμε λεφτά και μετά μείναμε σε ένα αμάξι για μια βδομάδα, κατάλαβες;
Γιατί να μου χρησιμέψει αύριο; Μήπως θα βρω καμιά καλή δουλειά; Από δω
κι από κει θα είμαι και αύριο και μεθαύριο, όπως είμαι τώρα.

Φράνκο (με έντονη αλβανική προφορά): Οικογενειακή κατάσταση και σχολικές


εμπειρίες

Γεννήθηκα Αλβανία, μένω Φυτευτή, κοντά στο 8ο σχολείο, κάτω από την
Νικοπόλεως… Ενοίκιο, εννοείται, οι πιο πολλοί εκεί, ενοίκιο δίνουν. Έχω

645
μείνει και Ηλιούπολη για λίγο, μικρός, όταν είχε καλή δουλειά ο πατέρας μου
σε σιδεράδικο και δούλευε και η μάνα μου. Μετά, έχασε την δουλειά του,
έχασε και η μάνα μου την δουλειά της, κι ήρθαμε εδώ στη γειτονιά επειδή
έχει φθηνά ενοίκια…Τώρα κάνει κανένα μεροκάματο στην λαϊκή, εδώ πιο
κάτω στη Φυλής κι η μάνα μου καθαρίζει μια πολυκατοικία …. Έχω έναν
αδερφό στο δημοτικό, εδώ στη Γκράβα. Εδώ τελείωσα το λύκειο, στην
Γκράβα στο 1ο ΤΕΕ, πριν γίνουν ΕΠΑΛ. Τελείωσα ψυκτικός, δεν έχω μείνει
πότε σε τάξη. Μετά το σχολείο, οικοδομή, αλλά τώρα άνεργος. Έρχομαι εδώ
να σκοτώσω την ώρα μου, μαζί με το φιλαράκι μου (γελάνε). Άμα δεν έχεις
λεφτά που θα πας;

Απόψεις για την γειτονιά


Γενικά εδώ στο κέντρο, τα παιδιά έχουν δει τα πράγματα όπως έχουν,
αληθινά, κατάλαβες… …Τα παιδιά στην Ηλιούπολη είναι τυφλά, δεν ξέρουν
το τί γίνεται στη αληθινή ζωή γενικά. Εννοώ ότι η ζωή έχει και άσχημα
πράγματα και αυτά εδώ φαίνονται, η φτώχεια, οι πόρνες, τα ναρκωτικά….
Είναι καλό να ξέρεις όλες τις πλευρές της ζωής….Για μένα υπάρχει σχέδιο
πίσω από τα άσχημα πράγματα. Η αστυνομία, σε αυτές εδώ τις περιοχές στο
κέντρο πρέπει να επιτρέπει να γίνονται όλα αυτά τα άσχημα πράγματα, τα
ναρκωτικά, η πορνεία, η βία, όλα αυτά για να πουλήσουν τα σπίτια τους αυτοί
που τα έχουν εδώ, όχι οι ένοικοι, αυτοί που μένουν εδώ όπως εμείς, αυτοί που
τα έχουν εννοώ, για να τα αγοράσουν οι κυριλάτοι πολύ φθηνά. Έτσι πάει το
κόλπο και μετά θα καθαρίσει όλο το κέντρο. Δεν βλέπεις τί γίνεται στο
Μεταξουργείο;…

Γεράσιμος 34 ετών. Ο Γεράσιμος είναι ένας ψηλός, γεροδεμένος νέος με τατουάζ


στο αριστερό χέρι. Όταν το γνώρισα, είχε τρεις μέρες που αποφυλακίστηκε. Ήταν
μέλος του πεδίου του δρόμου. Η ομιλία του έχει έντονα στοιχεία της αργκό του
δρόμου (street slang) (Prévos 2003: 448). Η συνέντευξη έγινε το απόγευμα στο
θεατράκι του σχολικού συγκροτήματος, που περνούσε τον χρόνο του πίνοντας μπύρα,
ενώ τα πρωινά αναζητούσε χειρωνακτική εργασία. Τρείς μήνες μετά την συνέντευξη,
έμαθα πως άρχισε να προσκολλάται ξανά με ορισμένους παλιούς του «συνεργάτες»
που σχετίζονται με το πεδίο του δρόμου.

Οικογενειακή κατάσταση

Οι δικοί μου ήρθαν από ένα χωριό της Καρδίτσας, εκεί γύρω στο 70, του
δημοτικού άνθρωποι κι οι δύο…Παντρεύτηκαν στο χωριό και ήρθαν εδώ, στο
τσιμέντο (γελάει).Με τους δικούς μου, μέναμε Πατήσια, πατησίων. Πιο
Πατήσια δε γίνεται, εκεί ανάμεσα Άγιο Λουκά και Κολιάτσου. Οι δικοί μου
μένουν ακόμα εκεί. Εγώ τώρα μένω σε δικό μου, πιο κάτω, προς Αχαρνών
[μένει στην περιοχή του Αγίου Νικολάου], ένα δυάρι ξέρω γω, το αγόρασα
πριν 5 χρόνια περίπου. Φθηνό ήτανε, στα Πατήσια ήτανε, οπότε λέω καλή

646
φάση να πούμε, είμαι και κοντά στους δικούς μου, ξέρεις, αν συμβεί κάτι, αν
θέλουν βοήθεια…Το σπίτι που μεγάλωσα ήταν με ενοίκι… Οι φίλοι από το
σχολείο μένανε σε ενοίκι, από δω ήταν κι αυτοί, εδώ τριγύρω, πλατεία
Αμερικής, Άγιος Νικόλαος κάτω εκεί προς Αχαρνών, σαν και μένα ήταν …Ο
πατέρας δούλευε οικοδομή στην αρχή, όταν ήμουν πολύ πιτσιρίκος, μετά έχει
αλλάξει πολλές δουλειές και πλανόδιος και πολλά. Η μάνα τότε οικιακά…
Ήταν σκληρά ρε μάγκα, το ψυγείο πότε μισογεμάτο, πότε μισοάδειο (γελάει).
Τώρα δουλεύουν και οι δύο σε ένα μαγαζί εδώ πιο κάτω στο [όνομα του
καταστήματος] στην Πατησίων με παιχνίδια και ψιλικά. Το έχει ο πατέρας
ενός παλιού γνωστού που με συμπαθούσε από εδώ, από την Γκράβα. Τους
βοηθάω και γω, γιατί δεν βγάζουν και τίποτα το ιδιαίτερο. Πάντα τους
βοηθούσα, από πιτσιρικάς, ότι έβγαζα, ένα κομμάτι θα πήγαινε στο σπίτι…
Έχω μια αδερφή, αυτή έχει παντρευτεί, είναι κάπου στην Γερμανία τώρα…
Ασχολείται με μουσική, έχει πτυχία και τέτοια, για όργανα. Εκεί στη
Γερμανία τα έκανε. Μόλις τελείωσε το σχολείο, εδώ Γκράβα, παντρεύτηκε
έναν κυριλάτο και έφυγε. Είναι 5 χρόνια μεγαλύτερη, άλλη φάση αυτή. Άλλες
εποχές τότε, τότε δεν είχαν μπει τα ναρκωτικά μέσα στην όλη φάση εδώ [μου
δείχνει το χώρο του σχολείου].

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Δημοτικό, γυμνάσιο λύκειο, πήγα στην Γκράβα. Πρώτη τάξη, πήγα στο 22 ο,
γενικό, με διώξανε γιατί έγινε μια παρεξήγηση τέλος πάντων, (χαμογελάει)
και πήγα στο 1ο ΤΕΛ, στο τεχνικό. Ωραίες εποχές τότε, με τα χιλιαρικάκια,
όχι ευρώ… Υπήρχε πολλή βία, και ψειριστικές (σ.σ. εννοεί ληστείες) πολλές
(γελάει). Πολύ ξυλίκι τότε εδώ στην Γκράβα… Το πιο ιδιαίτερο που θυμάμαι
ήταν ξυλίκια σε βιαστές. Είχανε πάει να βιάσουνε μια κοπέλα, κόρη
καθηγήτριας σε κατάληψη, κάτι τύποι. Το τι φάγανε δεν λέγεται. Μπουνιές,
λεπιδιές… Τους στείλαμε στο νοσοκομείο, αγνώριστους και με κουσούρια.
Αλλά τα καθημερινά ήταν πιο απλά ρε. Ξυλίκια γιατί κάποιος σου ψείρισε το
το ρολόι ή έγινε παρεξήγηση με ναρκωτικά, εσύ έφερες κάποιους για να τον
κοπανήσεις και γινόταν μακελειό…Εδώ στο θεατράκι που καθόμαστε,
ήμουνα πρωταγωνιστής σε φασαρία χοντρή, με τύπο σαν εμένα εκείνα τα
χρόνια, παρεξήγηση με κοπέλα κι έτσι. Ο τύπος είπε πολλά, που δεν έπρεπε
και έφαγε πάρα πολλές που έπρεπε (γελάει)…Το χειρότερο εδώ ήταν το
τούνελ, η στοά που λέμε. Έπαιζαν πολλά ναρκωτικά, σκληρά… Τα βράδια
σχολικοί και εξωσχολικοί γινόμασταν ένα… Έπρεπε να ήσουν κάποιος για να
μπεις στο θεατράκι…Στο τούνελ ακόμη χειρότερα. Εκεί μπαίναμε όσοι
ήμασταν για πούλημα ή χρήση…Και από πίσω, εδώ στην οδό Πασώβ, ήταν
μάχιμη κατάσταση. Ψειριστικές σε περαστικά παιδιά, τσαμπουκάδες του στυλ
τι κοιτάς ή τι ομάδα είσαι, νταβατζηλίκια του στυλ για να περάσεις από δω
κατέβαινε τόσα, τέτοια πράγματα… Είχε πολλά τέτοια, συνέχεια, εκεί την
δεκαετία του ’90, και μάθαινες και συμβιβαζόσουνα και έσκυβες και κεφάλι
σε κάποιους [με έντονο τόνο], δεν γίνεται να είσαι παντού μάγκας. Κάποιοι
μετράγανε περισσότερο αλλά εγώ ήμουνα σε ομάδα που μέτραγε και ήμουνα
και τύπος που μέτραγε σε φασαρίες για ναρκωτικά, για φέρμες… Γενικά
πάντως, εκείνες τις εποχές, μιλάμε ότι όλη η μαυρίλα και η αλητεία ήταν από
μας τους Έλληνες ρε (με νοσταλγικό ύφος). Σε όλα αυτά τα σκηνικά, δεν έχω
να σου πω για Αλβανούς και μαύρους και τέτοια, τίποτα (με έντονο τόνο),
σου μιλάω μόνο για Έλληνες. Και με τα ναρκωτικά την εμπειρία που έχω, την

647
έχω μόνο με Έλληνες από εδώ, δεν υπήρχαν ξένοι μέσα στο σχολείο…
Ναρκωτικά, εδώ, έπαιρνα σχεδόν τα πάντα, από 14 ή 15 χρονών, μαύρο
πρώτα και μετά τα άλλα. Τα πάντα εκτός από πρέζα, πρέζα ποτέ, είναι ξευτίλα
σκέτη… Χρήση αλλά και πούλημα. Μετά το σχολείο, πήγα στρατό στα ΟΥΚ,
βάτραχος, γούσταρα ειδικές. δυνάμεις…Πριν πάω στρατό, είχα και ένα
ατύχημα, στο καρναβάλι της Πάτρας. Παίζαμε ξυλίκια με κάτι Αλβανούς και
έναν τον κοπάνησα πολύ (γελάει). Έσπασα το χέρι εδώ που βλέπεις την ουλή
(μου δείχνει το δεξί του χέρι) και έπρεπε να κάνω θεραπεία για να φτιάξει το
χέρι και να πάω ειδικές δυνάμεις, αλλά ας μην μείνουμε σε αυτό το θέμα, δεν
πολύ-θέλω να μιλάω για στρατούς και τέτοια…Ο στρατός με έκανε πιο
πειθαρχημένο σε κάποια θέματα και πιο τραχύ, αλλά μέχρι εκεί…. Θα σου
μιλήσω για δουλειές. Εγώ λοιπόν, τελείωσα ψυκτικός μεγάλε, από το Λύκειο.
Μετά τους στρατούς κι αυτά, δούλεψα ψυκτικός, εδώ σε συνεργείο, τότε είχε
ζήτηση.. Και σε μια σκαλωσιά, στον πέμπτο όροφο, μου έπεσε μια εξωτερική
μονάδα πάνω στο κεφάλι εδώ (δείχνει το σημάδι στο κεφάλι του που προήλθε
από το ατύχημα), μου ανοίγει το κεφάλι, ήμουνα ανάσκελα με 13 μηχανήματα
την ημέρα για να φτιάξει και με απολύουν ρε φίλε από την δουλειά και δεν με
έδωσαν ούτε αποζημίωση ρε (γελάει με μια έκφραση παραπόνου). Μετά πήγα
σε ένα εργοστάσιο, έφτιαχνα κάτι θερμοσίφωνα και μετά βρήκα έναν παλιό
φίλο, από δω το σχολείο, και με έβαλε στην αρχή στα σεκιούριτι. Αυτός είναι
μπράβος στον (όνομα γνωστής ποδοσφαιρικής ομάδας), εκεί στην θύρα μέσα.
Ήμουνα και παλιός ΟΥΚας και μετρούσε αυτό… Πρώτη δουλειά στα
σεκιούριτι, φύλαγα το (όνομα γνωστής εφημερίδας) τον (όνομα γνωστού
επιχειρηματία). Παράλληλα, είχα αρχίσει και ένα νταλαβέρι με διακίνηση,
κοκαΐνη και χάπια, λόγω και από τα κονέ της φύλαξης. Είχα και τους παλιούς
τους δικούς μου από το σχολείο που σπρώχνανε ναρκωτικά και ήμουνα
δικτυωμένος. Μετράγαμε σαν ομάδα εδώ στο ευρύτερο κέντρο, μας ξέρουν
όλοι όσοι ασχολούνται με αυτά εδώ και αλλοδαποί και Έλληνες … Μετά το
[όνομα γνώστης εφημερίδας], ήρθανε και κάτι άλλες φυλάξεις εδώ στο
κέντρο της Αθήνας, σε μεγάλες εταιρίες και έτσι γνώρισα κάποια άτομα, ο
ένας με τον άλλον, τέλος πάντων, έπιασα και δουλειές έτσι παρεμφερείς να
πούμε με το αντικείμενο, συνοδεία ατόμων …Μιλάμε για ανθρώπους μέσα
στη μαυρίλα, επικίνδυνα πράγματα, γιατί εκεί παίζανε όπλα ρε φίλε,
κατάλαβες; Δεν είναι, μας κλέψανε τον υπολογιστή στο [όνομα γνωστής
εφημερίδας στην οποία εργάστηκε] και πρέπει να βρω ποιος το έκλεψε.
Μιλάμε ότι εκεί που συνοδεύεις τον τύπο σε ένα μαγαζί ή εκεί που πας για
πάρεις λεφτά δικά του, σας έχουν φερμάρει κάποιοι αντίπαλοί του και σας την
πέφτουν με πιστολιές, με ρόπαλα, με ότι θες, μπορεί να σε φάνε… Όμως καλά
λεφτά και πολλά έξτρα γιατί έχεις και πολλή βρωμιά πίσω από τέτοιες
δουλειές, ναρκωτικά εννοώ.

Απόψεις για την γειτονιά.

Τα Πατήσια ίδια μου φαίνονται, απλώς μαυρίσανε τώρα, ακούς πολύ


αλβανικά και βλέπεις χύμα πόρνες και μικρονταλαβέρια που παλιά ήταν
κρυμμένα…Αλλά εντάξει, ίδια μιζέρια και τότε και τώρα…Αυτό που είμαι
τώρα, αυτό που έχω γίνει και με βάση όλα τα σκηνικά που έχω ζήσει, μπορώ
να σου πω πως εδώ η Γκαβά με επηρέασε…Η Γκράβα ήταν όλες οι γειτονιές
μαζί, Πατήσια, Κυψέλη, όλες. Κι ακόμα είναι. Τότε ήταν με όλες τις περιοχές,
τώρα είναι με όλες τις χώρες (γελάει). Και το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, να

648
κυκλοφορούν τσιγαριλίκια (γελάει). Έτσι είναι, πώς να σκοτώσω αλλιώς τον
χρόνο τώρα που είμαι άνεργος, με μπύρα και τσιγάρο…Σίγουρα, αν πήγαινα
αλλού σχολείο, θα είχα άλλη πορεία, άλλος άνθρωπος. Εγώ δεν ήμουνα τύπος
που θα το παράταγα το σχολείο, το έβγαλα εξάλλου κανονικά. Όχι όπως
έκαναν άλλα άτομα. Παρεμπιπτόντως, προχθές έμαθα ότι ό ένας από αυτούς,
πέθανε από ναρκωτικά, τον βρήκαν κάπου στην Ομόνοια, τέζα. Θυμάμαι του
λέγαμε, από τότε εδώ στην Γκράβα, ρε Μιχάλη, όχι βελόνη ρε, δεν βλέπεις τι
παθαίνουν όσοι παίρνουν βελόνη, τίποτα αυτός. Στην στοά μέσα, με την
βελόνη. Έχω χάσει φίλους, πέντε άτομα από αυτούς που ήμασταν ομάδα, από
ναρκωτικά και μηχανάκια. Τέλος πάντων, πάμε ξανά…Για να γίνω αυτός που
είμαι έχω φάει και έχω δώσει πολύ ξύλο εδώ μέσα στην Γκράβα, στην στοά
μέσα…Αλλά με τα άτομα που έκανα παρέα, έχω ξεκόψει με κάποιους, πριν
μπω μέσα. Έχω αυτόν τον μπράβο που σου έχω πει που μιλάμε και κανα δυο
άλλα άτομα, μέχρι εκεί. Με τους υπόλοιπους έχω ξεκόψει για παρέα, μόνο
δουλειές κάναμε μαζί με ναρκωτικά… Ορισμένοι γνωστοί από το σχολείο,
πιαστήκανε και μπήκανε στο δημόσιο και γίνανε πυροσβέστες ή στην ΔΕΗ ή
όπου στο διάολο μπήκανε, φύγανε από δώ, από την περιοχή και μας
ξεχάσανε, έτσι απλά (χαμογελάει). Ξεχάσανε ότι το σχολείο το βγάλανε
επειδή τους προστατεύαμε εμείς, επειδή τους γουστάραμε σαν άτομα, όχι
απαραίτητα ότι μετράγανε, ούτε λεφτά τους παίρναμε. Τέλος πάντων, αυτά
είναι δικά μου, πάμε παρακάτω…Κάτσε να σου πω κάτι που δεν το ξέρεις. Η
Γκράβα εδώ, στα σχέδια ήταν για φυλακές, Αυτό το ξέρω στάνταρ. Μετά
άλλαξε η φάση όμως και έγιναν τα σχολεία εδώ. Καταρχήν τώρα βάλανε
χρώματα. Εδώ η Γκράβα μια ζωή ήταν γκρι. Από το λόφο εκεί (μου δείχνει
έναν λόφο που βρίσκεται δίπλα στο σχολικό συγκρότημα) όταν το έβλεπες, ρε
μάγκα έβλεπες ένα συγκρότημα σκούρο λες κι ήταν το Αλκατράζ… Αν έμενα
αλλού και πήγαινα σχολείο αλλού θα ήμουνα κατά πάσα πιθανότητα αλλιώς,
μπορεί και φλώρος (με υποτιμητικό ύφος) . Γιατί γελάς;… Όπως μεγάλωσα
εγώ, το λέω πολύ υποτιμητικά. Ξέρεις γιατί στο λέω; Γιατί θυμάμαι ότι στα
παιδικά μου χρόνια, αυτό κάναμε, πηγαίναμε στην Κηφισιά, στο Μαρούσι,
εδώ πάνω στην Κυψέλη στο 30 και 39 σχολείο (εννοεί Άνω Κυψέλη), για να
ψειρίσουμε μπουφάν. Κάτι Nike και τέτοια ξέρω γω… Τα κλέβαμε γιατί αυτά
τα μπουφάν κάνανε με σημερινά λεφτά 200 ευρώ, ξέρω γω και το δικά μας
είχαν 15 ευρώ, από το Μοναστηράκι, μπήκες; Άλλα τα δίναμε σε μαγαζιά από
δεύτερο χέρι στην Ομόνοια και βγάζαμε έξτρα λεφτά… Δηλαδή, (σκέφτεται)
ξέρεις τι είναι να σε έχουνε πάντα για θύμα; Και στα νταλαβέρια με τα
ναρκωτικά, τους πουλάγαμε νοθευμένο, με ρίγανη ξέρω γω, μαύρο, σε
Κηφισιώτες και σε άλλους που ερχόντουσαν εδώ έξω στην Πασσώβ, που σου
έλεγα, για να ψωνίσουνε, τους δίναμε νοθευμένο ή τους παίρναμε τα λεφτά
και άντε γεια.. Κατάλαβες τώρα, θύμα και σε ξυλίκια και στα νταλαβέρια.
Ξέρεις τί είναι να γυρνάς στο σπίτι σου στη Κηφισιά ξυπόλυτος επειδή σου
έχω πάρει εγώ τα παπούτσια (χαμογελάει)…Τι να το κάνεις που είναι καλά
και βολεμένοι στη Κηφισιά, άμα έχεις τέτοια παιδικά χρόνια, άστο ρε φίλε,
δεν θες (γελώντας)…Αν έκανα παιδί, εδώ θα το έστελνα. Τώρα βέβαια είναι
γεμάτο αλλοδαπούς εδώ η Γκράβα, αλλά πάλι εδώ θα το έστελνα, να γίνει το
παιδάκι άνω-κάτω ρε (γελάει)… Όταν λέω άνω-κάτω, δεν εννοώ αλητόβιος
και τέτοια όπως έγινα εγώ. Εννοώ να γνωρίσει τι πα να πει ζωή (με έντονο
ύφος). Γιατί δεν είναι μόνο καλή η ζωή. Η ζωή είναι έτσι, μαυρίλα, όπως την
βλέπεις (μου δείχνει με το χέρι του το γκράφιτι στο τοίχο στο θεατράκι)…
Ξεκόλλα το βλέμμα σου ρε, δεν σου δείχνω τα γκράφιτι, σου δείχνω την

649
ασκήμια που κρύβει το θεατράκι, τα ξυλίκια, τα ναρκωτικά, όλα αυτά… Στην
Κηφισιά το παιδάκι, δεν θα ζήσει, δεν θα δει την αληθινή ζωή, δεν θα τα δει
όλα. Ύστερα είναι και το άλλο. Μόλις το πάρεις το παιδάκι από την Κηφισιά
και το βάλεις να περπατήσει εδώ, στο κέντρο γενικά, Πατησίων, Αχαρνών,
Δροσοπούλου, το παιδάκι κινδυνεύει. Να στο κλέψουνε, να στο μπερδέψουν
σε χίλια δύο, να στο οτιδήποτε τέλος πάντων. Ε; Έτσι δεν πάει;…Ναι ρε
μόρτη, έτσι πάει, έτσι πάει, όπως το λέω είναι, γιατί το παιδάκι δεν θα ξέρει
πώς να περπατήσει… Κατάλαβες, λοιπόν, μου έκανε καλό η Γκράβα. Δεν θα
μ’ άρεσε διαφορετικά, όπως το έχω σκεφτεί τώρα. Μου έδειξε την μαυρίλα
από μικρός και με ετοίμασε…Γενικά, στην ζωή μου μέχρι τώρα, έχω γνωρίσει
τι πάει να πει να πεθαίνεις, να είσαι σε κώμα, έχω μπει σε σκηνικά και με
όπλα, έχω δει κάννη να με κοιτάει και κατάλαβα ότι τελικά, όλα μια ιδέα
είναι, γιατί η ζωή είναι μικρή. Τι θα προλάβεις να κάνεις, τι θα προλάβεις να
δεις… Εγώ να δω καζίνα και λεφτά με την σέσουλα δεν με ένοιαξε καθόλου,
ούτε μου έκανε κλικ. Αγόρασα ένα διαμέρισμα, έχω και ένα αμάξι, αυτά
είναι. Έχω και μια καλή καβάντζα για ώρα ανάγκης. Εμένα τα ταξίδια μου
αρέσουν, η φύση. Είμαι ωραίος σε αυτό τον τομέα, έχω πάει σε παρά πολλά
μέρη διακοπές, μόνο στα μέρη σου δεν έχω πάει, από Καβάλα και πάνω
τίποτα. Όλα τα’ άλλα, καζίνα, σαμπάνιες, χορεύτριες, όλα αυτά είναι βαρετή
καθημερινότητα…Σίγουρα η Γκράβα, επειδή από μικρός είχα σχέση με
ναρκωτικά και με διακίνηση με οδήγησε και στην φυλακή, αλλά εντάξει.
Έκατσα απλώς τέσσερα χρόνια μέσα, να ναι καλά ορισμένα κονέ … Δεν
φταίει το σχολείο ρε σαν σχολείο. Φταίει η όλη φάση εδώ, ότι είναι μεγάλο το
συγκρότημα και έχει πολλά άτομα και σίγουρα στα πολλά άτομα κρύβονται
και οι κακοί. Και εδώ αυτές σε αυτές τις περιοχές, Κυψέλη και Πατήσια μέχρι
Γαλατσίου, επειδή είναι πιο υποβαθμισμένες ξερω γω, παίζει κι ο κακός ο
κόσμος, ο κόσμος που δεν έχει επιλογές, που δεν έχει τι να κάνει… Πάνω από
την Γαλατσίου, είναι άλλη φάση από τότε, πιο ακριβά σπίτια… Όσο καλύτερα
περνάς τόσο πιο φλώρος θα είσαι. Αυτός που περνάει σκληρά, και
τυραννιέται (με στόμφο) αυτός είναι μάγκας, έχει μάθει ν’ αντέχει. Κι όσο
πιο σκληρά τόσο πιο μάγκας.… Εδώ δεν περνάμε καλά, φαίνεται ότι δεν
περνάμε καλά, κάνε μια βόλτα στην Πατησίων και πέριξ και θα το δεις. Αλλά
(με στόμφο) επειδή παίζουνε καλά ναρκωτικά εδώ, μερικές φορές καλύτερα
δεν γίνεται να περάσεις (γελάει).

Χριστόδουλος 54 ετών. Ο Χριστόδουλος είναι καθηγητής μαθηματικών στο 1ο


ΕΠΑΛ το σχολικού συγκροτήματος. Η συνέντευξη διεξήχθη στο γραφείο των
καθηγητών του σχολείου.

Είμαι καθηγητής εδώ από το 1989. Τότε ήταν χειρότερα, ειδικά μετά το 1990,
τώρα είναι πολύ καλύτερα. Τα χειρότερα τότε ήτανε η εξεζητημένη
συμπεριφορά μαθητών, μπορεί δηλαδή να τη στήνανε έξω σε κάποιον μαθητή
και να τον δέρνανε, τώρα το πολύ-πολύ κάποια κλοπή κινητού, αλλά δεν
συγκρίνονται αυτά τα δύο μεταξύ τους. Παλιά στο τούνελ, στη στοά που λένε,
κάνανε χρήση ηρωίνης, σχολικοί αλλά κυρίως εξωσχολικοί. Ήταν η Ομόνοια
του σήμερα σε σύμπτυξη (γελάει). Στο θεατράκι ήταν το χασίσι και χάπια..
Τώρα μπορεί να γίνεται κάποια διακίνηση αλλά εκείνο το χάλι δεν υπάρχει.
Δεν έχω εντοπίσει κάποια γεωγραφική διαφοροποίηση, δηλαδή οι μαθητές

650
από Πατήσια- Κυψέλη να είναι γενικά χειρότεροι από Γαλάτσι για
παράδειγμα. Υπάρχει μια διάκριση λόγω του σχολείου, οι καλοί μαθητές πάνε
στο ενιαίο, αυτοί που μπορούν να σταθούνε σαν μαθητές, οι υπόλοιποι
έρχονται εδώ. Οι μαθητές εδώ είναι από όλες τις περιοχές. Οι περισσότεροι
μαθητές είναι από Αλβανία και είναι ενταγμένοι γενικά στην συμπεριφορά
τους, παλαιότερα ήταν λίγο διαφορετικά. Αυτοί που είναι από άλλες χώρες,
είναι λίγοι και μέσα στο όλο κλίμα εντάσσονται, δεν μπορούν να
δημιουργηθεί μια ξεχωριστή εθνότητα που να έχει άλλη συμπεριφορά. Οι
μαύροι καμιά φορά τους βλέπω μαζεμένους στο προαύλιο, αλλά και αυτοί
είναι ενταγμένοι. Εγώ γενικά έχω καλές σχέσεις με τα παιδιά. Με βρίσκουν
παλιοί μαθητές, και μου λένε, δάσκαλε να σε κεράσουμε κάτι; Στην αγορά
εργασίας, προ κρίσης πάντα και στατιστικά, μαθητές με μέσο όρο πάνω από
13, βρίσκανε γενικά στην ειδικότητά τους δουλειά. Αυτοί που ήτανε ανάμεσα
στο 13 και στο 10, πήγαιναν δειλά, κάποια άλλη δουλειά θα κάνανε. Έχουμε
βέβαια και σχολική διαρροή, μικρή, κυρίως ξένοι, φεύγουν πίσω Αλβανία,
λόγω κρίσης. Η Γκράβα γενικά έχει μια ταυτότητα, έναν τίτλο, επικοινωνούν
οι μαθητές μεταξύ τους, δεν χάνονται. Παλιά ήταν και τίτλος μαγκιάς βέβαια.

Μενέλαος 58 ετών. Ο Μενέλαος είναι καθηγητής στο ΕΠΑΣ του σχολικού


συγκροτήματος. Η συνέντευξη διεξήχθη στο γραφείο των καθηγητών του σχολείου

Είμαι στην Γκράβα από το 1988. Τότε ήτανε τα ΤΕΣ, πρόγονος του ΕΠΑΣ,
τεχνική επαγγελματική σχολή και ΤΕΛ, τεχνικό επαγγελματικό λύκειο.
Διαφορετικά σχολεία, διαφορετικά πτυχία.. Το μαθητικό δυναμικό λίγο-πολύ
είναι το ίδιο. Τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά, από
πολλές εθνικότητες. Για να έρθεις εδώ στο ΕΠΑΣ πρέπει να έχεις τελειώσει
την πρώτη λυκείου, γενικού ή τεχνικού, για να γραφτείς στο ΕΠΑΣ.
Παίρνουνε μια εξειδίκευση, χαρτί της ειδικότητας που έχουν επιλέξει, ένα
χαρτί που δεν είναι ισότιμο με το χαρτί γενικού ή τεχνικού λυκείου. Του
χρόνου καταργούνται οι ΕΠΑΣ. Αυτό θα είναι πιθανά αρνητικό, γιατί κάποια
παιδιά δεν θέλουν γνώσεις λυκείου ή πρόσβαση στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση, θέλουν να βγούνε τεχνίτες, ηλεκτρολόγοι, μηχανολόγοι,
υδραυλικοί. Το ΕΠΑΛ ας πούμε δεν μπορεί να το πετύχει αυτό, γιατί εκεί
κάνουν λίγα τεχνικά και πολλά θεωρητικά…Τα ΕΠΑΣ είμαστε λίγα, καμιά
εικοσαριά σε όλο το λεκανοπέδιο. Το πιο κοντινό εδώ είναι στην πλατεία
Θεάτρου… Τα παιδιά, δεν έχουν πολύ χρόνο για μελέτη, συνήθως τα πρωινά
εργάζονται και έρχονται τα απογεύματα εδώ… Η Γκράβα και ειδικά τα
ΕΠΑΛ και τα ΕΠΑΣ που είναι περιθωριακά σχολεία, ήτανε και είναι χώροι
παρκινγκ για παιδιά χωρίς πολλές προοπτικές, χωρίς δυνατότητες να
καταφέρουν κάτι στη ζωή…Παλαιότερα, ήταν χειρότερα η κατάσταση,
γινότανε χρήση ναρκωτικών μέσα στο σχολείο και τα βράδια δεν μπορούσες
να μπεις μέσα στο χώρο. Τώρα είναι πολύ καλύτερη η κατάσταση, δεν
υπάρχουν τέτοια φαινόμενα, είναι ασφαλής ο χώρος.

Γ. Συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο της γειτονιάς Κάτω Πατήσια-


Κυψέλη.

651
Άντι 24 ετών. Ο Άντι είναι ένας μικροκαμωμένος νέος, χαμηλών τόνων και με
ευγενική διάθεση. Έχει χαρτιά ομογενούς, όπως μου δήλωσε. Η συνέντευξη διεξήχθη
μεσημεριανές ώρες, σε μια καφετέρια στην περιοχή Κυπριάδου η οποία θεωρείται
από τους συνεντευξιαζόμενους ως «Άνω Πατήσια».

Οικογενειακή κατάσταση.

Όταν ήρθαμε από την Αλβανία, από ένα χωριό έξω από το Αργυρόκαστρο,
μου φαινότανε όλα περίεργα θυμάμαι, πολλά φώτα, κίνηση. Μείναμε στο θείο
μου κανά δυο βδομάδες, μετά νοικιάσαμε μια γκαρσονιέρα στα Πατήσια,
Κολιάτσου κοντά. Τώρα μένουμε σε ένα δυάρι πάλι κοντά Κολιάτσου, με
ενοίκιο εννοείται. Ο πατέρας μου στην Αλβανία ήταν οδηγός, φορτηγά,
λεωφορεία και η μάνα μου δούλευε σε εργοστάσιο και οικιακά. Μετά ο
πατέρας μου στην Ελλάδα δούλευε κλασσικά οικοδομή που ήταν το στάνταρ
για τον Αλβανό (γελάει)…. Εντάξει, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, αρκεί να
μην είναι κάτι άσχημο… Η μητέρα μου δούλευε σε σπίτια, καθαρίστρια και
τέτοια. Αυτές τις δουλειές. Να φανταστείς ο πατέρας μου δούλευε έξι το πρωί
με 10 το βράδυ, κάτι ωράρια άστα να πάνε. Εγώ τότε ήμουνα μικρός δεν
καταλάβαινα, αλλά τον χρωστούσανε από ότι έμαθα μετά και μεροκάματα για
κάποια διαστήματα, ξέρεις, αυτά παντού υπήρχανε, τα έχουν οι ζήσει οι
πολλοί ξένοι… Έχω έναν αδερφό έχει τελειώσει ΤΕΙ για υπολογιστές, ένα
χρόνο μικρότερος μου. Ίδιο σχολείο με μένα. Δεν δουλεύει. Τώρα στο σπίτι
κυρίως εγώ συνεισφέρω οικονομικά και η μάνα μου.
Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες.

Σχολείο πήγα δημοτικό στο 65, Γυμνάσιο και Λύκειο στο 61 ενιαίο στην
Γκράβα. Θυμάμαι τσακωμούς στο γυμνάσιο, αλλά εγώ δεν συμμετείχα σε
αυτά, δεν είμαι του τσακωμού και νομίζω μου φαίνεται (γελάει). Εντάξει,
αρπάχτηκα και εγώ κάποιες φορές αλλά για προσωπικούς λόγους, όχι να
πουλήσω μαγκιά ή να κάνω, να ράνω… Καλά, τα χασίσια τα βλέπανε και οι
πέτρες ξέρω γω, κάθε μέρα εκεί στο θεατράκι. Εκεί ήταν το στέκι των
παρακμιακών, τα παρακμιακά πράγματα….Εγώ στα διαλλείματα σύχναζα στο
στίβο και σε άλλους χώρους που ήταν νορμάλ. Είμαι ήπιων τόνων και ο
πατέρας μου με έκανε έτσι. Δεν έβγαινα έξω μικρός. Ήμουνα σπίτι. Μετά τα
18 σύχναζα σε ένα ιντερνέτ καφέ στην Κυψέλη … Οι παρέες στο σχολείο
ήτανε και από Αλβανία και από Ελλάδα, τους έχω ακόμα. Κυρίως με αυτούς
που έχω μεγαλώσει από τα Πατήσια και το σχολείο… Με κάποιους από
Αλβανία ξέκοψα τελείως…Άμα συναναστρέφεσαι με άτομα που δεν πρέπει,
θα γίνεις και εσύ κάτι που δεν πρέπει. Όσο μεγαλώνεις καταλαβαίνεις κάποια
πράγματα. Όταν κάποιος δεν σου πάει, τον κάνεις πέρα… Στο σχολείο δεν
είχα κάποια τρελή έφεση αλλά δεν έμεινα ποτέ στην ίδια τάξη. Έμαθα τα
βασικά, ιστορία, μαθηματικά, αυτά που πρέπει να ξέρεις. Παιδεία δεν παίρνεις
φοβερή. Στην αγορά εργασίας ας πούμε άμα δεν ασχοληθείς μόνος σου, δεν…
(παύση). Ας πούμε στον τομέα μου, εγώ είμαι μάγειρας από ΙΕΚ, ξεκίνησα με
έναν άνθρωπο, Έλληνας αυτός από τα Πατήσια, περιοχή Κολιάτσου, που μου
έμαθε μέχρι και σήμερα το 99% των δουλειών που έχω δουλέψει. Τον
γνώρισα στην σχολή ΙΕΚ μαγειρικής…Αποφάσισα μετά το Λύκειο, να πάω

652
ΙΕΚ μαγειρικής. Με βοήθησαν και οι γονείς μου οικονομικά γιατί τότε ήταν
καλύτερες οι εποχές, καταλαβαίνεις. Πριν μπω, δούλευα σε πιτσαρίες,
ντελιβεράς και φυλλάδια διαφημιστικά από φαγάδικα, ξέρεις για το χαρτζιλίκι
μου… Τα διαφημιστικά τα βρήκα, από φίλους, ξέρω γω υπάρχει μια πιτσαρία
που θέλει να μοιράσει φυλλάδια, να δουλέψουμε δυο ώρες. Φίλοι από το
σχολείο, Αλβανοί από το συγκρότημα της Γκράβας που μένανε εδώ
Πατήσια…. Τώρα δουλεύω σε καλό εστιατόριο στο Μαρούσι από έναν
Έλληνα φίλο την βρήκα τη δουλειά, κι αυτός μάγειρας….Γενικά το κακό στην
Ελλάδα, για την δουλειά μου, την μαγειρική, είναι ότι τα κονέ παίζουν ρόλο
60% για να βρεις δουλεία.

Απόψεις για την γειτονιά.

Η γειτονιά εδώ Πατησίων, κέντρο, έχει γενικά περισσότερη παρανομία από


ότι άλλες περιοχές, τουλάχιστον έτσι φαίνεται και έτσι πιστεύω. Υπάρχουν
αρκετοί μετανάστες, κάποιοι τα κάνουν άθελά τους, δεν έχουν άλλη επιλογή
και κάποιοι έχουν έρθει για αυτό το σκοπό. Υπάρχουνε και αυτοί. Το μέλλον
σίγουρα θα είναι χειρότερο, λόγω κρίσης…Κάθε γειτονιά είναι μια μικρή
κοινωνία, μαζί με το σχολείο. Ξεκινάς με κάποιες βάσεις. Αν μεγάλωνα στο
Περιστέρι, θα ήμουνα γενικά καλύτερα, είναι πιο ενταγμένοι εκεί οι Αλβανοί
και στην ομιλία και στο όλο στυλ, δεν ξεχωρίζουν, το βλέπω στη δουλειά…
Από την άλλη, τα Πατήσια κι η Κυψέλη έχουν μεν εγκληματικότητα, αλλά
άμα δεν δεις και κακά πράγματα δεν θα μπορείς να έχεις πλήρη άποψη για την
ζωή, να δεις όλη την εικόνα, την αληθινή ζωή… Γενικά πάντως, για
οικογένεια, είναι καλύτερα εδώ στα Άνω Πατήσια, πάνω από την Γαλατσίου.

Ντένα 23 ετών. Ο Ντένα είναι ψηλός νέος με μοντέρνο ντύσιμο. Συμμετείχε με


ενθουσιασμό στην συνομιλία μας, θέλοντας να μου μιλήσει για τον εαυτό του. Η
συνέντευξη έγινε έξω από τον φούρνο του Μάνου, με συνοδεία ελληνικού καφέ.

Οικογενειακή κατάσταση

Ήρθαμε από την Αλβανία, από την Αυλώνα το 1996, τον Αύγουστο, το
θυμάμαι. Οι γονείς μου κάνανε άλλη δουλειά στην Αλβανία. Κανείς δεν κάνει
την ίδια δουλειά όταν αλλάζει χώρα. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, δεν
θυμάμαι τα επίπεδα πως είναι τώρα, αλλά με το Χότζα το 1980 έλεγχε στρατό
10.000 ατόμων. Εάν όμως δεν είσαι βρώμικος εκεί, δεν βγάζεις λεφτά, έξτρα
λεφτά. Ο πατέρας μου δεν ήταν βρώμικος και δεν έβγαζε λεφτά. Η μάνα μου
ήτανε γραμματέας, την είχε βάλει ο πατέρας μου κάπου, δεν θυμάμαι που,
ήμουνα 3 χρονών. Στην Ελλάδα, ο πατέρας μου άρχισε από οικοδομή και
κήπους, είχε δουλειά τότε το 1996, κήπους και μπογιατζής. Όπου έβρισκε,
όπου κάτσει. Κυρίως οικοδομή. Τώρα είναι άνεργος. Η μητέρα, σε σπίτια,
ξέρεις, πρόσεχε ηλικιωμένους, καθάριζε. Εγώ όταν ήμουν μικρός δεν είχα
όνειρα, δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω…Έχω έναν αδερφό, 5 χρόνια μεγαλύτερο
και περιμένει το δεύτερο του παιδί. Τελείωσε και αυτός Γκράβα, ΤΕΕ,
ηλεκτρολόγος. Μένουμε με ενοίκιο κοντά Κολιάτσου, στην οδό Κέας, μαζί με

653
τον αδερφό μου και την γυναίκα του και το παιδί του. Δύσκολα, αλλά τι να
κάνεις (γελάει).

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Σχολείο πήγα Γκράβα. Από το 1996 μέχρι 2007. Τελείωσα 1ο ΤΕΕ, μετά το
2007 έγιναν ΕΠΑΛ το ΤΕΕ. Παράτησα το σχολείο στη δεύτερη τάξη στο
Λύκειο… Βασικά με επηρέασαν οι γνώμες φίλων από την περιοχή εδώ, αυτών
που είχαν τελειώσει εκεί που ήθελα κι εγώ, μου λέγανε δεν θα βρεις ποτέ
δουλειά στην πληροφορική, γιατί εγώ αυτόν τον κλάδο είχα ακολουθήσει, και
ότι για να βρεις δουλειά πρέπει να το συνεχίσεις, να περάσεις ΤΕΙ ή ΑΕΙ
αλλιώς παράτα τα. Και δεν είχα τέτοιο σκοπό… Τους έβλεπα κιόλας που δεν
είχαν δουλειά από την ειδικότητα αυτή κι έτσι λέω τζάμπα χρόνος και πήγα σε
ΙΕΚ, σε σχολή μαγειρικής. Και σε αυτό πάλι με επηρέασαν οι φίλοι μου, τα
αδέρφια τους δούλευαν σαν μάγειρες…Η παρέα μου ήταν από Αλβανία
όλοι…. Σαν μαθητής ήμουνα από τους μαθητές που δεν διαβάζουνε αλλά με
μια ματιά έπαιρνα 15. Πάντα οι βαθμοί μου μέσο όρο ήταν 15, 16 εκεί. Αλλά
ήμουνα πολύ φασαριόζος. Μέσα στην τάξη τώρα δεν ήμασταν πολλοί
Αλβανοί στο Λύκειο. Πιο πολλοί ήτανε γυμνάσιο. Ξέρεις, μένανε, το
παρατάγανε…Πολύ βία στο γυμνάσιό μου το 61 και στο ΤΕΕ. Σχεδόν μια
φορά την βδομάδα. Οι πιο πολλοί τσαμπουκάδες γινόντουσαν από ξένους και
δυστυχώς από μας τους Αλβανούς (γελάει). Δυστυχώς, αλλά είναι η αλήθεια.
…Σαν μάγειρας, δούλευα συνέχεια σε μπαρ ρέστοραν σε άλλες περιοχές, στο
Μαρούσι στην αρχή και μετά στην Γλυφάδα. Τώρα είμαι άνεργος 6 μήνες. Τις
δουλειές τις βρήκα από ένα φίλο μου μάγειρα από το σχολείο. Αλβανός είναι,
μένει Κυψέλη.

Απόψεις για την γειτονιά

Και να μέναμε σε άλλη γειτονιά, η πορεία πιστεύω πως δεν θα άλλαζε, γιατί
δεν παρασέρνομαι σαν άτομο, κάνω αυτό που θέλω εγώ να κάνω. Με
βοήθησαν οι γονείς μου σε αυτό, με έκανα έτσι που να μην θέλω να μπλέξω
στην αλητεία…Εάν ήμασταν Αλβανία θα ήμουνα πιο καλά, ίσως και
στρατιωτικός…Πλάκωσε τώρα και η κρίση και μας έχει επηρεάσει πολύ στην
οικογένεια μου. Εμένα κυρίως και τον πατέρα μου μετά.

Πάρης 27 ετών. Ό Πάρης υπήρξε σχολικός φίλος του Μάνου. Έχει τελειώσει τις
σπουδές του και είναι αγχωμένος για το μέλλον. Η συνέντευξη διεξήχθη το 2014, σε
καφετέρια στα Άνω Πατήσια.

Οικογενειακή κατάσταση

Ήρθαμε Ελλάδα το 1995. Μένουμε από τότε στην Δροσοπούλου, στο τέρμα
της Δροσοπούλου κοντά. Υπήρχε ήδη συγγενής της μάνας μου εκεί κοντά, κι

654
έτσι αποφάσισαν οι γονείς μου να μείνουν εκεί, είχε και φθηνά ενοίκια. Μέχρι
σήμερα με ενοίκιο ήμαστε… Ο πατέρας μου στην Αλβανία ήταν καθηγητής
χημείας σε σχολείο, η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια γυμναστικής στο ίδιο
σχολείο. Στην Ελλάδα τώρα (με διστακτικό ύφος), ο πατέρας μου μπογιατζής
και πουλούσε ΞΥΣΤΟ στο δρόμο και η μητέρα μου, κλασσικά, οικιακή
βοηθός, καθάριζε σπίτια, αυτήν την στιγμή προσέχει το παιδί μιας οικογένειας
στην Άνω Κυψέλη. Έχω και μια αδερφή, μεγαλύτερη, έχει τελειώσει την
σχολή που τελείωσα κι εγώ τώρα, το οικονομικό, αλλά από το αμερικάνικο
κολλέγιο…Μεγάλη γάτα η αδερφή μου, καμιά σχέση με μένα (γελάει). Έχει
και δικό της αμάξι TOYOTA, άλλη φάση. Έβγαλε το κολλέγιο μόνη της,
παντρεύτηκε, τώρα είναι Αγγλία και τελειώνει το μεταπτυχιακό της εκεί στα
οικονομικά.

Σχολικές εμπειρίες

Σχολείο πήγα στην Γκράβα στο 22ο, Γυμνάσιο και Λύκειο, Ενιαίο Λύκειο, στα
καλά σχολεία (χαμογελάει), γιατί εμείς βασικά είχαμε πολλούς Έλληνες από
τις γύρω περιοχές, δηλαδή Γαλάτσι, Λαμπρινή, Κυπριάδου, ξέρεις, και είχαμε
και αυστηρή διεύθυνση, δεν άφηνε να γίνονται έκτροπα. Τριγύρω
επικρατούσε τότε μια χαοτική κατάσταση… Πρώτη μέρα στο Γυμνάσιο, είχε
έρθει ασθενοφόρο να μαζέψει ένα παιδί, εκεί μπροστά στο λεγόμενο τούνελ
που ήταν ξαπλωμένο κάτω, από ναρκωτικά. Νεκρός, ζωντανός δεν ξέρω,
πάντως ήταν κάτω. Μου χει μείνει για πάντα αυτό. Έλληνας ήτανε, χωρίς
παρεξήγηση, έτσι, απλά τα πρεζόνια τότε στην Γκράβα ήταν Έλληνες… Η
στοά ήταν κατά κάποιο τρόπο no-go περιοχή, να σου δώσω να καταλάβεις,
τότε, τώρα μια χαρά. Γενικά η Γκράβα έχει τώρα ηρεμήσει… Οι Αλβανοί
ήταν οι προμηθευτές, μέσα ή έξω από το σχολείο (γελάει).… Υπήρχανε,
κλασσικά, οι παρέες Αλβανών που προκαλούσανε προβλήματα χωρίς λόγο,
επειδή μιλούσες καλά ελληνικά όπως εγώ (χαμογελάει) ή επειδή είχες λεφτά
και φαινότανε αυτό. Και κλασσικά μετά υπήρχανε οι τύποι που σου την
στήνανε έξω, με σκοπό να σε ληστέψουν με το ζόρι, μετά το σχολείο ή τα
βράδια όταν πήγαινες για ποδόσφαιρο, Αλβανοί εννοείτε, (χαμογελάει)
δυστυχώς και κάποιοι Έλληνες που ήτανε τσιράκια τους, αλλά Έλληνες,
ξέρεις τώρα, από Κάτω Πατήσια, χωρισμένοι γονείς, σε ενοίκιο, όχι ο μέσος
Έλληνας. Το 90% των παιδιών αυτών είναι μέσα τώρα ή έχουν
βγει.…Ναρκωτικά έπαιζαν αρκετά, αρκετή διακίνηση και μέσα και έξω από
σχολείο. Οι έξω από το σχολείο ήταν Αλβανοί που τα είχαν παρατήσει ή
μαφιόζοι της περιοχής, τα δίνανε στους μέσα για να τα διακινήσουν…Γενικά,
ήμουν από τους καλούς μαθητές στο σχολείο, όχι άριστος, αλλά από τους
καλούς, διάβαζα σπίτι. Φροντιστήριο δεν έχω κάνει ποτέ για μάθημα, μόνο
Αγγλικά…Πανελλήνιες πέρασα με διαφορετικό σύστημα, έπαιζα και μπάλα,
σχετικά καλή μπάλα, οπότε από κει που ήμουνα στο Λύκειο, με στείλανε οι
γονείς μου πίσω Αλβανία που έχω τον θείο μου εκεί, με κάποια πολιτικά κονέ,
ε, και δεν έδωσα 9 μαθήματα όπως δίνουν εδώ, έδωσα 5 μαθήματα και την
έκθεση που ουσιαστικά με ρωτάγανε αν ξέρω ελληνικά, που έτσι κι αλλιώς
ήξερα και πέρασα στο οικονομικό στα Γιάννενα, με αυτό το σύστημα… Αυτό
που με πείραζε πολύ στο σχολείο, στο Λύκειο συγκεκριμένα, ήταν τα
ρατσιστικά αστεία ορισμένων καθηγητών, του στυλ, μιλούσαν ας πούμε στο
διάλειμμα ορισμένοι μαθητές, Έλληνες μαθητές, με καθηγητές για τον

655
Ολυμπιακό, πεταγόμουνα εγώ να πω την γνώμη, γύρναγε ο ένας καθηγητής,
με κοιτούσε για λίγο και μου έλεγε; ρε Πάρη δεν πας από κει που ήρθες και να
αφήσεις την ομάδα ήσυχη; Αυτό σε πειράζει όταν το ακούς από τον καθηγητή
σου που περιμένεις άλλη συμπεριφορά.

Απόψεις για την γειτονιά

Κοίταξε, καταρχήν, πιστεύω ότι είναι θέμα οικογένειας. Το να έχεις έρθει ας


πούμε με σκοπό να μεγαλώσεις τα παιδιά σου σε μια καλύτερη κοινωνία, που
ήτανε η οικογένεια η δικιά μου και των φίλων μου είναι άλλο πράγμα από το
να πεις: πάω κάπου για να βγάλω χρήμα με οποιοδήποτε τρόπο, οπότε εκεί, δεν
σε νοιάζει αν το παιδί σου θα μορφωθεί, αν θα κοινωνικοποιηθεί σωστά,
ξέρεις, γιατί η προτεραιότητά σου είναι το χρήμα. Αρκετοί Αλβανοί είχαν
έρθει με αυτήν την νοοτροπία, καταλαβαίνεις δηλαδή για τι άτομα μιλάμε,
υπήρχε πολλή αμορφωσιά γενικά από πολλούς γονείς…Δεν μπορείς ρε φίλε
να πας στο παιδί σου και να πεις: βγες έξω και κλέψε να φέρεις κάτι στο σπίτι.
Αυτό υπήρχε σε άλλα σπίτια, μου έρχονται κατευθείαν 4 άτομα στο μυαλό,
βγες έξω και κλέψε και είναι μέσα τώρα αυτοί. Ενώ η δική μου η οικογένεια ας
πούμε πάντα έριχνε ένα βλέφαρο σε μένα, τι κάνω και με ποιούς έχω επαφή
και ήθελαν να σπουδάσω και βοήθησαν πολύ σε αυτό όπως σου είπα, παρόλο
που ήμασταν και μεις φτωχοί όπως κι οι οικογένειες αυτών… Ε, στις περιοχές
εδώ, Πατήσια, Κυψέλη, αν και η Κυψέλη είναι λίγο χειρότερα για μένα, αλλά
οι απόψεις εδώ διίστανται (γελάει) είχανε μαζευτεί πολλοί ξένοι που άλλοι
είχαν την πρώτη κι άλλη την δεύτερη νοοτροπία, οπότε κάπως γκετοποιήθηκε
η κατάσταση…΄Ύστερα είναι κι ότι ο Αλβανός έκανε παρέα με τον Αλβανό, ο
Έλληνας ήταν στην άκρη… Κι η κατάσταση τώρα είναι χειρότερη, γιατί παλιά
το όλο πρόβλημα ήταν στα πάρκα και στα σχολεία όπως η Γκράβα, τώρα έχει
κάπως διαχυθεί η παρανομία να το πω, η παρακμή να το πω, έχει διαχυθεί και
έξω. Βλέπεις τις μαύρες από το απόγευμα στα πόστα τους, προχωράς την
Πατησίων ή την Δροσοπούλου και σου κλείνει ο άλλος το μάτι φάτσα- φόρα
και σου λέω αν θες ναρκωτικά… Κι όλα αυτά, τα βλέπεις μέχρι Γαλατσίου,
από Γαλατσίου και πάνω, δεν βλέπεις πόρνες, δεν σου κλείνει κανείς το μάτι,
βασικά δεν βλέπεις μαύρο, ούτε και πολλούς Αλβανούς, ελάχιστους… Και τα
παιδιά που σου είπα που κάνανε αλητείες στο σχολείο και μπήκανε μέσα, ήταν
από δω, Κάτω Πατήσια και Κυψέλη. Από πάνω δεν ήταν κανένας. Τα παιδιά
από το Γαλάτσι και την Λαμπρινή, Έλληνες και Αλβανοί, είχαν τελείως
διαφορετική εξέλιξη από τα παιδιά της Γκράβας, Πατήσια Κυψέλη εννοώ
όταν λέω Γκράβα., έτσι, να συνεννοούμαστε. Έβλεπες π.χ. Αλβανούς και
Έλληνες σε μια παρέα, κι αυτοί κάνανε παρέα και μετά έξω από το σχολείο.
Εμείς κάναμε παρέα με Αλβανούς μόνο, κατάλαβες, ήταν πιο ενσωματωμένοι
αν θες οι Αλβανοί από εκείνες τις περιοχές… Κάτσε να σου πω το εξής. Στο
πανεπιστήμιο στα Γιάννενα, γνώρισα ένα παιδί που κάναμε πολύ παρέα, από
το Περιστέρι. Είχε δει κι αυτός έτσι, βίαια πράγματα να το πω, αλλά
περιορισμένα και είχανε να κάνουνε με ομάδες, ξέρεις τώρα, κλασσικοί
δυτικοί, Ολυμπιακός- Παναθηναϊκός. Έχουνε μια παράδοση αυτοί στα δυτικά
με το χουλιγκανισμό (χαμογελάει)…Σε μας εδώ, επειδή είμαστε πιο απόπατος
(γελάει), η βία είχε σχέση με ναρκωτικά και βασικά με τα λεφτά από τα
ναρκωτικά. Ούτε κι ήτανε φτωχός αυτός, ο μέσος Έλληνας ήτανε, η μεσαία
τάξη που λέμε, με δικό τους σπίτι οι γονείς του... ύστερα οι δυτικοί είναι άλλη

656
φάση πολιτισμικά, από ότι κατάλαβα από το παιδί, πιο πολύ του λαϊκού, όσον
αφορά την μουσική. Η Γκράβα ήταν πιο πολύ gangsta rap, δεν άκουγε
κανένας λαϊκά, ούτε αλβανικά παραδοσιακά, τα κοροϊδεύανε αυτά…Αλλά
τώρα, δεν με ενδιαφέρει τι γίνεται στην περιοχή, με ενδιαφέρει μόνο το
μέλλον μου να βρω μια δουλειά όπως σου είπα στην αρχή στο αντικείμενο
μου.

Γιασίν 28 ετών. Ο Γιασίν κατάγεται από το Πακιστάν. Εργάζεται σε ένα περίπτερο


στην οδό Αχαρνών στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Η συνέντευξη διεξήχθη το
βράδυ, έξω από το περίπτερο που εργάζεται.

Επαγγελματικές εμπειρίες

Ήρθα Ελλάδα πριν από 8 χρόνια. Στην αρχή έμενα Μοναστηράκι, με τον θείο
μου, αδερφός μάνας μου στο Πακιστάν. Μετά ήρθα Κάτω Πατήσια, έμεινα με
άλλα τρία παιδιά από Πακιστάν για τρεις μήνες. Εγώ όμως βρήκα κοπέλα από
Φιλιππίνες, μουσουλμάνα, και ήθελα να μένω με αυτή και έφυγα, βρήκα σπίτι
3 στενά πιο πάνω, κοντά Πατησίων οδό. Τέταρτο όροφο, 160 ευρώ, μου το
κατεβάσανε. Έχω κάνει μαθήματα ελληνικών στο σχολείο του ΚΚΕ για μας
ξένους, Σάββατο και Κυριακή, 6 μήνες. Ο θείος μου, μού είπε να πάω…Αυτός
μένει Περισσό… Τώρα δουλεύω εδώ και χρόνια στο περίπτερο. Δουλειά με
βρήκε ο θείος μου. Και προηγούμενες δουλειές στον Περισσό σαν ράφτης,
πάλι ο θείος μου με βοήθησε. Οι φίλοι μου είναι από Πακιστάν, Μπαγκλαντές
και ένας Έλληνας και από εδώ, Κάτω Πατήσια, αλλά και από Πειραιά γιατί
Πακιστάν-Μπαγκλαντές μένουμε και αλλού, όχι μόνο εδώ στο κέντρο.

Απόψεις για την γειτονιά

Εμένα μου αρέσει η γειτονιά, εδώ Κάτω Πατήσια και Κυψέλη, θέλω να μείνω,
να κάνω παιδιά εδώ σε αυτήν την γειτονιά. Έχει φασαρίες αλλά δεν με
πειράζουν εμένα αυτά. Εγώ κατεβαίνω ψωνίζω από σουπερ μάρκετ, πρώτα
από τα ελληνικά και μετά Πακιστάν-Μπαγκλαντές για κάτι πιο σπέσιαλ. Έχει
και μαγαζιά από Βουλγαρία και Αφρική αλλά δεν πάω εκεί. Δεν ταιριάζουνε
στο φαγητό με μας. Όμως, να σου πω την αλήθεια, άμα κάνω παιδί , μετά τα 5
δεν θα πάει σχολείο εδώ στα Πατήσια ή στη Γκράβα που ακούω. Δεν θέλω να
μπλέξει. Θα μάθει ελληνικά και δικιά μου γλώσσα. Θα το στείλω σχολείο που
είναι για μας, μουσουλμάνους, να μάθει Κοράνι, να γίνει καλός
μουσουλμάνος και να είναι με ήσυχο κόσμο, με καλύτερα παιδιά. Θα
μεγαλώσει όπως εγώ, όπως ο πατέρας μου. Όχι να καταλήξει στο δρόμο, στην
αλητεία, να μπλέξει. Γιατί εγώ βλέπω εδώ στο περίπτερο διάφορα πράγματα
και ακούω διάφορα. Αλλά και Περισσό να έμενα, πάλι σε δικό μας σχολείο θα
πήγαινε, για να γίνει σαν εμένα, σαν τον πατέρα μου, να μας μοιάσει. Απλά
εδώ [δείχνοντας τον χώρο της πόλης έξω από το περίπτερο]… ένας λόγος
παραπάνω που λέτε και σεις (γελάει).

657
Γιώργος 25 ετών. Ο Γιώργος ήτανε συνέχεια χαμογελαστός και με έντονη αίσθηση
του χιούμορ, κατά την διάρκεια της συνέντευξης παρά τα δύσκολα βιώματα που μου
διηγήθηκε. Η συνέντευξη έγινε στην πλατεία Κολιάτσου, στις 10:00 μμ.

Οικογενειακή κατάσταση

Ήρθα το 1994 από την Αλβανία. Το 1991 άνοιξαν τα σύνορα με την Ελλάδα,
οπότε εγώ ήρθα με το πρώτο κύμα μετανάστευσης, το σκληρό, το δεύτερο
ήταν μετά το 1997. Έρχομαι Ελλάδα και μένω τότε Παλαιό Φάληρο. Η
μητέρα μου ήτανε προϊστάμενη σε εργοστάσιο κομπόστας και ο πατέρας μου
ήταν μηχανικός αρχιτέκτων και άνοιγε τούνελ για να περνάνε τραίνα. Ήμουνα
θυμάμαι από τα λίγα παιδάκια για να καταλάβεις που είχα παπούτσια,
κανονικά παπούτσια, ήμουνα ο trendy δηλαδή εκεί, εδώ ήμουνα ο
φουκαράς…Τέλος πάντων. Στην Ελλάδα που λες δεν ήρθε ο πατέρας μου
ποτέ, γιατί χώρισαν οι γονείς μου εκείνη την περίοδο και έφυγε Ιταλία, έτσι
ήρθα μόνος μου, 5 χρονών περίπου, όσο και εάν σου ακούγεται περίεργο.
Φύγανε πρώτα οι δύο μεγάλες αδερφές μου για Ελλάδα μαζί με την μητέρα
μου. Προσπάθησαν να με περάσουν 3 φορές αλλά τα σύνορα τότε ήταν
ζόρικα, για αυτό σου είπα ότι ήταν σκληρό τότε το πρώτο κύμα
μετανάστευσης. Μετά το 1997 περνούσες πιο χαλαρά. Το λοιπόν που λες,
πληρώθηκε όχημα για να με φέρει Αθήνα, παράνομα. Πολλά λεφτά λέμε. Με
αυτά τα λεφτά τότε αγόραζες ένα σπίτι στάνταρ στα Τίρανα, το σύστημα είχε
σαπίσει τότε στην Αλβανία, κοστολογούσε ο καθένας όσο ήθελε ότι ήθελε, γη,
σπίτια, τα πάντα. Μετά που λες, έμεινα στο Παλαιό Φάληρο, πήγα εκεί
δημοτικό αφού βγήκανε πλαστά χαρτιά, ότι είμαι βορειοηπειρώτης, ξέρεις,
όταν σκας λεφτά ο Αλβανός γίνεται βορειοηπειρώτης (γελάει). Και δυστυχώς
δεν έχω καταφέρει να πάρω την ελληνική ταυτότητα και δεν έχω τα λεφτά για
να την βγάλω (γελάει). Στο Φάληρο τότε η μία μου η αδερφή και η μάνα μου,
δούλευαν ως παραδουλεύτρες σε μία βίλλα και σε όλα αυτά που σου λέω μας
βοήθησε και ο ιδιοκτήτης της βίλλας, ένας παλιός καπετάνιος, καλός
άνθρωπος. Μετά, στην έκτη δημοτικού, πήγα στην Κηφισιά, εργατικές
κατοικίες Κηφισιάς, στην άλλη μου αδερφή με τον άντρα της. Σχολείο εκεί
μέχρι πρώτη Γυμνασίου. Μετά έρχομαι με την μάνα μου Κάτω Πατήσια και
πάω Γκράβα. Η μάνα μου 2 χρόνια μετά έφυγε στην Άνδρο. Εδώ και πολλά
χρόνια μένω μόνος μου, με ενοίκιο, Κάτω Πατήσια, κοντά πλατεία
Κολιάτσου, από το Λύκειο. Όνειρα σαν παιδί δεν είχα ποτέ για το μέλλον.
Μάλλον μου τα στερήσανε, αλλά δεν ξέρω ποιοί είναι αυτοί (γελάει).

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Πριν πάω στην Γκράβα, στα προηγούμενα σχολεία, είχα βιώσει ρατσισμό, του
στυλ είσαι οικονομικός μετανάστης; Άρα θα γίνεις ένας καλός εργάτης. Αυτό
ισχύει και για τους δασκάλους. Κάτσε εκεί και μάθε αυτά. Στην Γράβα τώρα
έκανα 2 φορές την δευτέρα γυμνασίου, στο 21ο, έκανα βλακείες τότε,
τσαμπουκάδες. Μετά πήγα 3ο ΤΕΕ Γκράβα, νυχτερινό, 4 χρόνια έκανα στο

658
λύκειο. Δούλευα τότε σε καφετέρια από γνωστό. Δούλεψα και οικοδομή αλλά
όχι τόσο πολύ.

Απόψεις για την γειτονιά

Όπως μάλλον θα έχεις καταλάβει, εδώ πέρα είναι τρίτη γειτονιά, το λέω έτσι
σύντομα σε φάση, γειτονιά τύπου τριτοκοσμική χώρα (χαμογελάει με έντονη
πικρία). Πώς λέμε τρίτος κόσμος; Το αντίστοιχο για τις γειτονιές… Όλη αυτή
η περιοχή (με το δάχτυλο μου δείχνει την οδό Πατησιών, με φορά προς την
πλατεία Ομονοίας), Κάτω Πατήσια, Κυψέλη και κάτω είναι τρίτη γειτονιά.
Μην κολλάς εδώ στους μαύρους (εκείνη την στιγμή στην πλατεία είχαν
μαζευτεί αρκετοί αφρικανοί και συζητούσαν μεταξύ τους στα παγκάκια).
Εννοώ ότι οι άνθρωποι εδώ είναι φτωχοί και ξένοι. Εδώ πέρα έχουν έρθει
οικονομικοί μετανάστες, κατάλαβες; Εμείς είμαστε γενιά οικονομικών
μεταναστών. Έχει μεγάλη διαφορά από τον φτωχό Έλληνα. Έχει διαφορά στα
δικαιώματά σου, τί μπορείς να έχεις, τί σου δικαιούται, όπως είναι η θρησκεία,
η ψήφος, όπως είναι πολλά πράγματα… Εντάξει, εγώ είμαι χριστιανός
ορθόδοξος, αλλά υπάρχουν και μουσουλμάνοι στην γειτονιά, υπάρχουν
βουδιστές, υπάρχουν ινδουιστές, υπάρχουν κι αυτοί. Εμείς είμαστε Αλβανοί,
εντάξει, μας έχετε συνηθίσει, σας έχουμε συνηθίσει, σας αγαπάμε (γελάει),
εγώ προσωπικά ναι, αλλά πρόσεξε εδώ, αγαπάω τους Έλληνες εδώ, των Κάτω
Πατησίων, έχει μεγάλη διαφορά, γιατί ήταν αλλιώς η συνύπαρξη με τα παιδιά
των Κάτω Πατησίων, έχουμε τριφτεί μαζί τους. Και στο λέω από την δικιά
μου εμπειρία που έχω πάει σε σχολεία και αλλού. Έκανα μικρός παρέα με
Έλληνες πριν πάω στην Γκράβα, στα άλλα σχολεία και ξέρω.…Ακόμα και
τους Έλληνες από τα Πατήσια που ψηφίζουν Χρυσή Αυγή, τους
καταλαβαίνω, σου λέει εμένα με γέννησε η μάνα μου εδώ έρχεσαι τώρα εσύ να
κάνεις τον καπάνταη;… Τότε ήτανε τίτλος τιμής για έναν Αλβανό να
πλακώσει Έλληνα χρυσαυγίτη, ανοησίες τρίτης γειτονιάς μετάλλια (γελάει)…
Στην Γκράβα βέβαια, έκανα παρέα με ομοεθνείς μου, τρίτης γειτονιάς παιδιά,
από εδώ, στην Κηφισιά με Έλληνες…Επειδή παίζει να έχεις τώρα μπερδευτεί
με τον ορισμό μου, στις εργατικές στην Κηφισιά, υπήρχε φτώχεια,
καταλαβαίνεις, εργατικές μιλάμε, αλλά τα παιδιά εκεί δεν είναι τρίτης
γειτονιάς, έχουν τουλάχιστον ένα σπίτι αν το θες, δεν χρειάζεται να βρουν
λεφτά για να πληρώσουν το σπίτι τους. Φτωχός μετανάστης είναι χειρότερα
από φτωχό Έλληνα… Εδώ δεν θα δεις πολλούς ναρκομανείς για παράδειγμα.
Δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια εδώ. Εδώ παίζει το εμπόριο σε αυτά τα
θέματα. Θέλουνε χρήμα, πεινάει ο κόσμος. Έρχονται, κι αυτό είναι όπως σου
το λέω, έρχονται από άλλες περιοχές εδώ, και βόρειες και νότιες, αγοράζουν
και τέλος. Παλιά πιο κρυφά, τώρα χαμός, φάτσα φόρα, το βλέπεις. Έχει και
βία, εδώ δεν πουλάνε μαγκιά, εδώ θα ρίξουν ξύλο. Όταν είσαι με τις
παντόφλες όπως οι πιο πολλοί μαύροι, δεν γουστάρεις μαγκιές από τον τύπο
με το Gucci…Και η εκπαίδευση που παίρνουμε εδώ είναι άλλης βαθμίδας
εκπαίδευσης από ότι σε άλλες περιοχές. Η Γκράβα είναι σχολείο Τρίτης
γειτονιάς, βγάλε έξω εννοείται τα κυριλέ παιδιά από το Γαλάτσι. Τώρα βέβαια
είναι καλύτερα από ότι παλαιότερα… Ύστερα η γειτονιά εδώ, η γειτονιά
τρίτης γειτονιάς που λέμε είναι και πεζοδρόμιο, εμείς έτσι μεγαλώσαμε, στο
δρόμο…Πολλοί εδώ, μεγάλωσαν σε σπίτια χαοτικά, οι γονείς όλη την μέρα να
δουλεύουνε, οπότε στην ουσία εμείς και για μένα είναι προφανές όπως σου

659
είπα μέχρι τώρα, μεγαλώσαμε μόνοι μας. Όταν μεγαλώνεις μόνος σου, ως
παιδί, οι επιλογές που κάνεις είναι λάθος. Εδώ ειδικά μόνο λάθος (γελάει)…
Έχω κάνει λάθος επιλογές. Είχα μπει και φυλακή. Μην φανταστείς φόνος ή
ναρκωτικά. Όχι, με ναρκωτικά σχέσεις δεν είχα ποτέ. Διάρρηξη σε μάντρα
είχα κάνει. Δεν είμαι τόσο κακός όσο δείχνω (γελάει)…Η φυλακή έμοιαζε
λίγο αρχιτεκτονικά με την Γκράβα. Αλήθεια σου λέω, μη γελάς,
σοβαρά…Μπήκα μέσα καθαρά λόγω, πώς να το πω…(σκέφτεται να βρει την
κατάλληλη λέξη), ψυχολογία θα το έλεγα, ναι. Ψυχολογία φίλε. Πρόσεξε τι
εννοώ. Είσαι σε αυτήν τη γειτονιά, Κάτω Πατήσια, πλατεία Κολιάτσου, ε;
Βλέπεις ότι δεν υπάρχουνε ελπίδες, βλέπεις αυτά τα γκρίζα κτήρια (μου
δείχνει τις πολυκατοικίες) κάθε μέρα, και σκέφτεσαι ότι όσο και να
προσπαθείς, όσο κι αν δουλεύεις και πηγαίνεις νυχτερινό, όλα αυτά είναι
ρίσκο, οπότε λες θα κάνω μια μπάζα να ξεφύγω. Έχει αποδειχθεί και στο
παρελθόν ότι είσαι αλητήριο στοιχείο, έχεις κάνει παρέα με αληταρία, έχεις
κάνει βλακείες του τύπου σκάει ο τύπος από το Μαρούσι με το αγωνιστικό
ποδήλατο και εσύ του το παίρνεις, γιατί δεν έχεις τα λεφτά να το πάρεις και
έτσι κάνεις την βλακεία, βλακεία απελπισίας. Η τρίτη γειτονιά που σου έλεγα
(κλείνει το μάτι και κολλάει τον δείκτη στο κεφάλι του)… Δεν είχα πρότυπα
τίποτε ζόρικους και τέτοια. Οι ζόρικοι εδώ ή είναι φτωχοί ή είναι μέσα ή μέσα
στο χώμα. Λεφτάδες είναι λίγοι… Την διάρρηξη την μετάνιωσα πικρά. Τώρα
θέλω να πάρω το lower στα αγγλικά, γιατί έχω καταλάβει ότι χρειάζεται να
έχεις ένα χαρτί ξένης γλώσσας, σου παρέχει ευκαιρίες…Δουλεύω σαν
καθαριστής στο μετρό, και ντελίβερι το πρωί…Τώρα με την κρίση είναι
δύσκολα. Ευτυχώς δουλειές βρήκα από αγγελίες… Εάν έμενα αλλού, θα
ήμουνα καλύτερα σίγουρα, σαν άνθρωπος. Ο άνθρωπος επηρεάζεται από το
περιβάλλον του. Είπαμε, εδώ είναι τρίτη γειτονιά, άρα όλα είναι τρίτης
γειτονιάς. Κοίτα τα κτίρια δίπλα μας την εικόνα τους, κοίτα τις
εγκαταστάσεις, το περίπτερο, κοιτά το βενζινάδικο απέναντί μας, με τους
σοβάδες είναι, το έφτιαξε γρήγορα ο τύπος για να βγάλει ένα εισόδημα, κοίτα
το κλαμπ στην γωνία, ούτε φαίνεται, το έχουν Νιγηριανοί. Πελάτες είναι
μαύροι και Αλβανοί, κάθε καρυδιάς καρύδι, από εδώ κι αυτοί, τρίτης
γειτονιάς άτομα. Πιο κάτω (μου δείχνει την οδό Πατησίων), 30 βήματα
δηλαδή, οι μαύρες κάνουν πιάτσα, από δω είναι και αυτές, τρίτης γειτονιάς
άτομα. Σκέψου τώρα, εσύ που είσαι των γραμμάτων, όταν μια γυναίκα πρέπει
να νοικιάσει το σώμα της για να ζήσει, τι άλλο θες για πειστείς ότι εδώ είναι
τρίτη γειτονιά;

Μπομπ 23 ετών. Ο Μπομπ κατάγεται από την Γκάνα. Η συνέντευξη διεξήχθη στην
αγγλική γλώσσα σε ένα αφρικανικό κομμωτήριο κοντά στην οδό Δροσοπούλου.

Επαγγελματικές εμπειρίες και απόψεις για την γειτονιά

Ήρθα στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή, πριν 2 χρόνια από την Γκάνα. Εκεί
τελείωσα σχολείο, το Λύκειο κανονικά. Μένω εδώ από πάνω Κυψέλη (για την
ακρίβεια, μένει περιοχή Αγίας Ζώνης). Μένω με τον αδερφό μου. Οι φίλοι
μου είναι όλοι από την Γκάνα και αυτοί μου συστήνουν δουλειές για πλύσιμο
σε εστιατόρια εδώ τριγύρω και οικοδομή. Οι μαύροι από την Γκάνα έχουμε

660
γενικά δουλειές, ξέρουμε να κάνουν δουλειές… Τώρα με την κρίση υπάρχει
πρόβλημα. Δεν σε πληρώνουν πάντα κάθε μήνα. Εγώ ευτυχώς είμαι καλά, το
πρόβλημα το έχει ο αδερφός μου και οι φίλοι μου. Παλαιότερα ήταν καλύτερα
μου λένε. Ήρθα πάνω στην κρίση και αυτό είναι πρόβλημα…Εδώ η γειτονιά
γενικά, μου αρέσει. Κοιτάω την δουλειά μου, δεν κυκλοφορώ τα βράδια έξω
στους δρόμους και πολύ, αλλά δεν έχω να φοβάμαι κάτι, δεν κάνω κάτι
παράνομο. Η αστυνομία καμιά φορά με ελέγχει τα χαρτιά και είμαι εντάξει.
Δεν έχω να φοβηθώ κάτι. Καμιά φορά υπάρχει πρόβλημα με τους ρατσιστές,
αλλά δεν έρχονται συχνά εδώ, Κυψέλη, Κάτω Πατήσια. Υπάρχουν πολλοί
μαύροι εδώ και πολλοί άλλοι ξένοι, και μας υποστηρίζουν εάν γίνει κάτι. Και
οι πιο πολλοί εδώ ξένοι είναι τρελοί, έχουν οικονομικά προβλήματα, οπότε
εάν τους πειράξεις τα πράγματα θα καταλήξουν άσχημα. Και το
καταλαβαίνουν αυτό, αυτοί οι ρατσιστές… Βέβαια υπάρχουν προβλήματα και
από μας τους μαύρους. Κάποιοι είναι πολύ φτωχοί κι όταν δεν έχεις δουλειά ή
άμα δουλεύεις για δέκα ευρώ, θα βγεις έξω στο δρόμο να πουλήσεις κάτι.
Σκέφτεσαι τα λεφτά και δημιουργείς κακούς τρόπους για να βγάλεις λεφτά για
σένα. Εάν είσαι γυναίκα, θα πουλήσεις το σώμα σου. Είναι άγρια πλέον τα
πράγματα και στην Ευρώπη…Αλλά άμα έχω δουλειά, δεν θα χρειαστεί να το
κάνω αυτό, γιατί θα έχω λεφτά αλλά και γιατί θα πρέπει να ξυπνήσω πρωί και
να πάω 7 ώρες να δουλέψω. Μετά θα πάω σπίτι να ξεκουραστώ, δεν έχω
δύναμη να πουλήσω ή να μαλώσω με κάποιον για να τον κλέψω. Ευτυχώς που
έχω δουλειά. Αλλά οι προσδοκίες μου είναι μειωμένες πλέον. Για μας τους
ξένους και ειδικά για τους μαύρους είναι δύσκολα τώρα με την κρίση, δεν
ξέρω, κάτι υπάρχει σε αυτό το χρώμα (μου δείχνει το χέρι του γελώντας).

Διονύσης 25 ετών. Ο Διονύσης ήταν αρκετά ντροπαλός κατά την διάρκεια


συνέντευξης και χρειάστηκε προσπάθεια για να αισθανθεί άνετα κατά την διάρκεια
της συνομιλίας μας. Υπήρξε σχολικός φίλος του Μάνου. Η συνέντευξη έγινε το 2014,
μεσημέρι, σε μια καφετέρια στην περιοχή Κυπριάδου.

Οικογενειακή κατάσταση.

Ήρθαμε το 1991 στην Ελλάδα. Εγώ και οι γονείς μου, άλλα αδέρφια δεν έχω.
Οι γονείς μου δουλεύανε, ο πατέρας δούλευε αλουμινάς από το 91 αλλά λόγω
υγείας σταμάτησε. Η μητέρα μου οικιακά, καθαρίστρια. Και οι δύο ήτανε
καλοί μαθητές στο σχολείο και από καλές και μορφωμένες οικογένειες.
Είχανε καλές παραστάσεις… Μένουμε Δροσοπούλου, σε ύψος λίγο κάτω από
την Νικοπόλεως, δικό μας αγορασμένο χωρίς δάνειο από τράπεζα. Εγώ τώρα
σπουδάζω οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Πειραιά, αλλά δεν με εκφράζει
μπορώ να πω. Τώρα δεν πολυσπουδάζω, δεν πολυπατάω, δεν κάνω κάτι, είμαι
λίγο μπερδεμένος γενικά. Λόγω υγείας του πατέρα μου, πρέπει κάτι να κάνω
και είναι δύσκολα. Βλέπεις δεν χρειάστηκε ποτέ μου να δουλέψω, ήμασταν
καλά.

Σχολικές εμπειρίες

661
Δημοτικό πήγα σε ιδιωτικό σχολείο, και γυμνάσιο-λύκειο στην Γκράβα, στο
22ο. Είχα κάνει προσπάθεια για Αρσάκειο, αλλά η δική μου άποψη είναι ότι
δεν πέρασα αλλά για να μην με πληγώσουν οι γονείς μου, μου είπαν ότι το
ξανασκεφτήκανε και δεν φτάνουν τα οικονομικά (γελάει)… Οι γονείς μου από
μεσημέρι και μετά ήταν πάντα σπίτι… Το 22ο ήταν το καλό σχολείο στην
Γκράβα, έβγαζε καλούς μαθητές, με καλές αποδόσεις στις πανελλαδικές. Από
την δικιά μου τάξη, είχανε περάσει 3 άτομα για την βουλή των εφήβων,
ξέρεις. Ήταν καλοί μαθητές, με επιτυχίες στις πανελλαδικές….Βία δεν
θυμάμαι, όπως σίγουρα θα σου πούνε άλλοι που πήγανε σε άλλα σχολεία. Το
μόνο που θυμάμαι, ήτανε ένας καθηγητής όπου τον πειράζανε οι μαθητές και
ήταν λίγο περίεργος. Οι φίλοι μου ήτανε παιδιά από την τάξη μου αλλά και
από την γειτονιά, που τους γνώριζα έξω όταν ήμουνα μικρός από το δημοτικό,
από διάφορες συγκυρίες, από τους γονείς, από διάφορα, ξέρεις. Από τις
παρέες μου τους εξωσχολικούς, δεν ήταν καλοί μαθητές γενικά, και εγώ
ήμουνα περήφανος, ότι δηλαδή είμαι και καλός μαθητής και κάνω παρέα με
αλάνια (γελάει), δηλαδή που δεν είναι καλοί μαθητές. Ο κολλητός μου τώρα
σπουδάζει στην Πάντειο και έχουμε και την ίδια καταγωγή από την Αλβανία.
Γενικά, μετά τα 15, λόγω οικονομικής άνεσης, δεν είχα χρόνο να βγαίνω έξω,
πήγαινα φροντιστήρια αγγλικά-γερμανικά, μαθήματα, οπότε ήμουνα στο
σπίτι. Ύστερα και οι γονείς μου γενικά, είχαν έναν έλεγχο, επάνω μου, τι
κάνω και με ποιους είμαι. Και από μικρό, μου δίδαξαν την αξία του να
περάσεις στο πανεπιστήμιο, έμαθα δηλαδή από μικρό παιδί ότι πρέπει να
σπουδάσω… Και οι φίλοι μου γενικά ήταν καλά παιδιά, μπορεί να μην
σπούδασαν αλλά ήταν καλά παιδιά. Είναι οι Αλβανοί που θεωρούνται
ενταγμένοι πλέον, δεν τους ξεχωρίζεις.

Απόψεις για την γειτονιά.

Σαν γειτονιά, έχει πολλά μεταφορικά μέσα, είναι κέντρο. Έχει πέσει βέβαια
οικονομικά, κοινωνικά, έχει γίνει λίγο κακόφημη, πολλοί μετανάστες, βλέπεις
μια ψιλομιζέρια στον κόσμο, αλλά δεν θα ήθελα να απομακρυνθώ από
φίλους… Θα προτιμούσα να έμενα στο μέλλον κοντά στην γειτονιά μου σε
περιοχές όπως Λαμπρινή, Γαλάτσι, ξέρεις, που είναι και κάπως καλύτερα,
καλύτερα κτίρια και καλύτερος κόσμος.

Άντρε 25 ετών. Ο Άντρε είναι ένας καλοντυμένος και ευγενικός νέος. Υπήρξε
γνωστός του Μάνου από τα σχολικά χρόνια. Ο αδερφός του υπήρξε ένα από τα
μεγάλα ονόματα του κόσμου της νύχτας στην περιοχή. Ο ίδιος ο Άντρε συμμετέχει
στο πεδίο του δρόμου. Ταυτόχρονα, έχει πτυχίο Proficiency Αγγλικών και κάνει
μαθήματα κινέζικης και σουηδικής γλώσσας. Η συνέντευξη διεξήχθη έξω από το
φούρνο του Μάνου. Δύο χρόνια μετά την συνέντευξη, έμαθα ότι πήγε Σουηδία ως
διερμηνέας σε μια εταιρεία κινεζικών συμφερόντων.

662
Οικογενειακή κατάσταση

Ήρθανε πρώτα οι γονείς μου από Αλβανία, μετά με φέρανε με πλαστά χαρτιά
ως παιδί κάποιου άλλου, έφτασα εδώ, μπήκα στο σχολείο, πήγα δημοτικό εκεί
στον Άγιο Παντελεήμονα. Μετά έγινε η οικογενειακή ένωση, βγήκαν κάποιοι
νόμοι, κι έτσι κατάφεραν οι γονείς μου να με ξαναπάρουν μαζί τους, μέχρι
τότε έμενα με ψεύτικα στοιχεία. Έχω και έναν αδερφό μεγαλύτερο. Αυτός
τώρα είναι εξωτερικό, Σουηδία. Παλαιότερα ήταν πολύ χωμένος μέσα στη
νύχτα. Τέλειωσε από αυτά. Έφυγε Σουηδία κι άλλαξε ζωή εντελώς… Η μάνα
μου οικονομικά έχει σπουδάσει στην Αλβανία κι ο πατέρας τελείωσε μια
σχολή δασοφύλακα. Εδώ, οικοδομή ο πατέρας μου, οικιακά η μάνα μου, σε
σπίτια. Τον πατέρα μου τον κρατάγανε μεροκάματα, θυμάμαι. Με είχε πάρει
μαζί του. Πω πω, θυμάμαι που λέγαμε μαζί με άλλους καλύτερα φυλακή, παρά
οικοδομή. Τώρα που και που κάνει κανένα μεροκάματο ο πατέρας, η μάνα
σπίτι κάθεται. Ήμουνα παιδί πολύ καταπιεσμένο, ξέρεις, δεν υπήρχε και
οικονομική άνεση μέσα στο σπίτι οπότε… Μου λέγανε για διαβάσματα, μου
λέγανε για ηθική, να προσέχουμε με ποιον κάνουμε παρέα. Αλλά μετά
ασχολιόμασταν με άλλα πράγματα όταν μεγαλώσαμε, τα ξεχάσαμε. Εμείς
μέναμε Άγιο Παντελεήμονα στην αρχή, μετά Κυψέλη, εκεί μένουμε και τώρα,
Δροσοπούλου. Πάντα στο ενοίκιο.

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Τελείωσα τεχνικό Λύκειο, στο 1ο ΤΕΕ στην Γκράβα πληροφορική και


Γυμνάσιο 21ο, Γκράβα. Δημοτικό πήγα Άγιο Παντελεήμονα. Μετά το σχολείο
ανεργία (γελάει). Έπιασα δουλειά στην αρχή αλλά…άστο. Τώρα είμαι
υπάλληλος γραφείου αλλά ίσα- ίσα, 4-5 ώρες την βδομάδα, πολύ λίγα λεφτά
το μήνα, ούτε 300 ευρώ, αλλά παίρνω τα ένσημα, για να φτιάξω τα χαρτιά για
την άδεια παραμονής. Πρέπει να τα φτιάξω αναγκαστικά….Είχα καλές
εμπειρίες στο σχολείο. Από παιδεία μηδέν, αλλά εκεί φτιάχνεται ο άνθρωπος,
εκεί φτιάχνεται ο χαρακτήρας. Τι από γκόμενες, τι από ναρκωτικά, τι από
πιοτά,… Παίζουν τα πάντα. Στην τάξη μου ήταν το 80% ξένοι, οπότε
καταλαβαίνεις, Αλβανία οι περισσότεροι, είχε και Ρώσους, κάτι πολωνούς,
τέτοια πράγματα. Πολλοί από αυτούς κατέληξαν φυλακή, το ένα, το άλλο,
τέτοια πράγματα, αλλά όπως τους γνώρισα εγώ τότε ήταν ήσυχα παιδιά, καλά
παιδιά. Θα μου πεις, παιδική ηλικία… Το σχολείο πάντως έπαιξε μεγάλο ρόλο
για την εξέλιξη μου. Κύριος παράγοντας δεν ήτανε η οικογένεια, ήτανε η
παρέα στο σχολείο. Και η γειτονιά, που βρίσκεται το σχολείο και οι παρέες
αυτές. Οι παρέες μου ήταν Αλβανοί. Είχα και με Έλληνες πάρε-δώσε, για
χασίσια ή οτιδήποτε, αλλά παρέα και φίλοι ήταν μόνο Αλβανοί, από εδώ γύρω
Κάτω Πατήσια-Κυψέλη. Κατάλαβες τώρα γιατί σου λέω για το σχολείο; Στο
σχολείο έκανα παρέα με όλα αυτά τα παιδιά, ήτανε κι αυτοί φτωχοί σαν
εμένα, παρασέρναμε ο ένας τον άλλον βλέποντας κάποια πράγματα. Στο σπίτι
ακούγαμε για ηθική αλλά έξω στους δρόμους, Πατησίων, Αχαρνών,
Δροσοπούλου, ξέρεις, βλέπαμε τελείως άλλα πράγματα. Αυτοί που δεν είχαν
τόσο ηθική είχαν τα λεφτά, οι άλλοι που είχαν ηθική σαν τους γονείς μας

663
μετράγανε τις φέτες το κασέρι στο σουπερ-μάρκετ… Η Γκράβα ήταν στέκι
πάντα. Στο θεατράκι μαζευόμασταν την μέρα προς απόγευμα, πολλά άτομα
για μπύρες, για τσιγαριλίκια, και το βράδυ έξω από τα σχολείο το 1 ο ΤΕΕ και
καπνίζαμε κι εκεί μαύρα και τέτοια, κατάλαβες. Το θεατράκι ήταν χώρος
κατανάλωσης ουσιών, πάντα, εκεί πήγαινες κι ήξερες ότι θα βρεις
κάτι…Θυμάμαι που ο αδερφός μου, μου απαγόρευε να καπνίζω τέτοια
πράγματα, με είχε χτυπήσει όταν το έμαθε. Ότι έκανα, το έκανα κρυφά.

Απόψεις για την γειτονιά

Η ανομία που βλέπεις εδώ είναι θέμα καθαρά πεποιθήσεων για την ζωή. Αυτά
που βλέπεις με τους μαύρους και τις μαύρες είναι τα τελευταία χρόνια. Η
ανομία υπήρχε και παλιότερα…Στο Αιγάλεω ας πούμε, που έχω τον ξάδερφό
μου εκεί, δεν θα τα δεις αυτά, λογικό είναι, είναι πιο αναπτυγμένη περιοχή
αλλά άμα πας σε άλλες περιοχές στο κέντρο, Εξάρχεια, Άγιο Παντελεήμονα,
θα τα δεις και εκεί… Υπάρχει ανάγκη, ήρθανε πολλοί μετανάστες, δεν είχανε
δουλειά, τι μπορούσανε να κάνουνε; Όταν δεν έχεις δουλειά ή όταν έχεις
δουλειά σαν τη δική μου, απλώς για τα ένσημα, τι θα κάνεις; Αφού δεν
βλέπεις μέλλον, είσαι πεπεισμένος ότι δεν έχεις μέλλον. Στην Κύπρου για
παράδειγμα, έτσι, οι μαύροι, ποιός θα τους πάρει στην δουλειά, είναι χωρίς
χαρτιά, ξέρουν θα τους πιάσουνε μετά από δυο βδομάδες θα τους αφήσουν
πάλι. Οπότε τους πιάνουν, βγαίνουν, συνεχίζουν το ίδιο… Είναι ομάδες αυτοί.
Αυτό το τετράγωνο είναι της δικιάς μου ομάδας ξέρω γω, κατάλαβες. Έχω δει
σκηνικά να τσακώνονται εκεί στην Κύπρου, για το δρόμο, για το τετράγωνο.
Μαύροι με Πακιστανούς…Οι Έλληνες ελέγχουν τον τζόγο στην περιοχή. Οι
πελάτες είναι κυρίως Αλβανοί…Με μένα η πλάκα είναι ότι λόγω του
αδερφού, που είχε όνομα, ήταν δύσκολο να μπω σε τέτοια δίκτυα, μόλις
ακούγανε ποιανού αδερφός είμαι, με διώχνανε. Το όνομά του με προστάτευε.
Αλλά ασχολούνται πάρα πολύ εδώ με ουσίες και δεν τον ξέρουν όλοι, οπότε
υπήρχε χώρος για να μπω, κατάλαβες;…Να σου πω, επειδή το χω σκεφτεί
πολλές φορές, εάν ήμουνα σε άλλη περιοχή και πήγαινα σε άλλο σχολείο
εννοείται, θα ήμουνα αλλιώς, διαφορετικά, γιατί το παιδί μαθαίνει από τον
άλλον, από το φίλο, από το γείτονα…Προσπαθώ πάντως για κάτι καλύτερο.
Μαζεύω χαρτιά από ξένες γλώσσες, με τα λεφτά που βγάζω από την βρωμιά,
μπας και κάνω κάτι καλύτερο…Του αδερφού μου παρότρυνση ήταν αυτή.
Μάθε κινέζικα, θα γίνει η γλώσσα του μέλλοντος, έτσι μου έλεγε, από το 2003.

Ζάρας 25 ετών. Ο Ζάρας είναι ξάδερφος του Ρενάτου, με τον οποίο συνομίλησα στο
χώρου του σχολικού συγκροτήματος Νομικού. Υπήρξε συμμαθητής με τον Ρενάτο
και τον Γιάννη. Η συνέντευξη διεξήχθη στην πλατεία Αμερικής το απόγευμα, η οποία
βρίσκεται κοντά στην κατοικία του.

Οικογενειακή Κατάσταση

664
Ήρθαμε από Σβερνέτσι το 1990. Στην αρχή ήρθε ο πατέρας μου και μείναμε
στα Μέγαρα. Εγκατασταθήκαμε εμείς με την μάνα μου και την θεία μου,
ξαδέρφη της μάνας μου στα Μέγαρα κι ο πατέρας μου δούλευε Κάρπαθο τότε
και κάπως έτσι την παλεύαμε. Μετά γυρίσαμε για λίγο Αλβανία, γεννιέται ο
αδερφός μου το ’93, ξεσπά ο εμφύλιος το ’95 και αναγκαστήκαμε και
ξανάρθαμε. Μείναμε στον Κάλαμο για λίγο και το 1999 ήρθαμε Αθήνα, στην
Κυψέλη εδώ απέναντι, με ενοίκιο. Ο πατέρας μου στην Αλβανία είχε
τελειώσει σχολή αξιωματικών και δούλευε σαν μηχανικός υποβρυχίων μέχρι
το ’85 και μετά σε χημικό εργοστάσιο στην Αυλώνα. Εδώ Ελλάδα, ότι
έβρισκε. Πολύ οικοδομή, πολύ μπογιατζής, πολύ λαχαναγορά και λαϊκή, πολύ
χωράφι. ..Η μάνα μου άρχισε να δουλεύει το 2000, φρόντιζε σπίτια…Δεν
τελείωσε κάτι, ήταν οικιακά στην Αλβανία…Φτάναμε πολλές φορές στο
σημείο εδώ στην Ελλάδα, να μην έχουμε ούτε 500 δραχμές, ούτε 2 με 3 ευρώ
σημερινά, το χειμώνα, όταν δεν είχε δουλειά ο πατέρας μου. Ερχόταν φίλοι
του πατέρα μου και μας φέρνανε ρύζια, ψωμί, ερυθρός σταυρός φάση
(χαμογελάει). Έτσι είναι, όταν δεν έχεις σταθερή δουλειά… Ευτυχώς που
είχαμε ελληνικά χαρτιά και δεν είχαμε το άγχος της απέλασης.

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Γυμνάσιο πήγα στο 21ο στην Γκράβα. Πήγα και κάνα δυο μήνες Λύκειο, στο
1ο ΕΠΑΛ, και καλά σκόπευα να πάρω κατεύθυνση ηλεκτρολόγος αλλά δεν μ’
άρεσε καθόλου, είχα μείνει από τον πρώτο μήνα από απουσίες. …Κοίτα, τότε
υπήρχε μια κατάσταση πολύ αληταριό, πολύ γκαγκστεριλίκι, την είχανε δει
μερικοί 50 cent ξέρω γω. Αλλά ήτανε πρόβατα αυτοί, γιατί αλωνίζανε και
νομίζανε ότι δεν τους αγγίζει κανείς και τελικά το 95% αυτών είναι μέσα αυτή
την στιγμή ή έχουν μπει μέσα. Τώρα είναι πιο περιορισμένα τα πράγματα, το
ξέρω από τον αδερφό μου, αυτός τελείωσε το ίδιο σχολείο, Γκράβα.
Υπάρχουνε πάλι βέβαια, να, ο αδερφός μου έχει έναν γνωστό από κει, από το
1ο ΕΠΑΛ, αυτός δεν έχει χαρτιά, είχε φάει και απέλαση και ασχολείται με
ναρκωτικά. Είναι από τώρα βέβαιο ότι τον περιμένει η φυλακή, ε καλά
είσαι…Το σχολείο το παράτησα καθαρά από εφηβική βλακεία, ήθελα να
δουλέψω τότε και μου φαινότανε άχρηστο για να δουλέψω. Δεν ήμουνα και
τύπος που θα έμπαινε στο πανεπιστήμιο. Κι αυτά τα λάθη μου βγαίνουν
τώρα… Ποτέ δεν μου είπανε οι γονείς μου να σταματήσω το σχολείο, ίσα-ίσα,
δηλαδή, το ανάποδο, αλλά εγώ δεν άκουγα τότε το σπίτι, ακολουθούσα την
ροή της παρέας. Το άφησαν αυτοί για δουλειά, το άφησα κι εγώ. Κι ούτε
μπορούσαν και να με πείσουν, ο πατέρας μου ερχόταν τα βράδια από δουλειά,
θα μου έλεγε μια κουβέντα αλλά μετά ήθελε να ξεχαστεί, να μιλήσει με την
μάνα μου, να κοιμηθεί, δεν υπήρχε πολύς χρόνος για συμβουλές...Θυμάμαι
τότε πηγαίναμε στο σχολείο και κάναμε χαβαλέ, μιλάγαμε με ασέβεια στους
καθηγητές, δεν προσέχαμε στο μάθημα… Οι παρέες μου εμένα ήταν Αλβανοί,
από δώ Κυψέλη και Κάτω Πατήσια. Πάνω από Γαλατσίου ήξερα παιδιά από
Αλβανία αλλά δεν έτυχε να κάνουμε παρέα, τους θεωρούσαμε και φλώρους
βλέπεις τους Γαλατσιώτες και Λαμπρινή μεριά. Η ζωή όμως έδειξε πως αυτοί
ήταν οι μάγκες, φίλε μου, αυτοί που διαβάζανε και κάνανε κάτι στη ζωή τους
και δεν ψάχνονται από δω και από κει για δουλειά, ούτε καταλήγουν πίσω από
τα κάγκελα. Εμείς τότε (ανεβάζει τον τόνο της φωνής του θυμωμένα)
γουστάραμε που το παίζαμε μάγκες και πηγαίναμε σε άλλες περιοχές με

665
καμάρι και λέγαμε ότι είμαστε από το σχολείο της Γκράβας και γουστάραμε
όταν οι άλλοι τρομάζανε όταν άκουγαν «Αλβανοί από την Γκράβα». Τόσο
ηλίθιος ήμουν. Είχαμε κάνει φέρμα σε άλλα παιδιά, να τους ληστέψουμε με το
ζόρι κι έτσι, βλακείες δηλαδή, το σκέφτομαι καμιά φορά αυτό και λέω στον
εαυτό μου τι έκανες ρε κάθαρμα;…Δούλεψα οικοδομή μετά το σχολείο,
μοίρασα φυλλάδια από εταιρίες, δούλεψα και σε ιντερνετ καφέ στην
Πατησίων, έχω κάνει και κάποιες μικροπαρανομίες, με παλιούς σχολικούς
φίλους, χάπια και κλεμμένα ξέρω γω, αλλά συνοδευτικά, για έξτρα εισόδημα,
δεν ήμουνα ποτέ σταθερός σε αυτά…Τώρα θέλω να ασχοληθώ με την
μαγειρική σοβαρά, γιατί έφτασα 25 και πρέπει κάπου να αράξω, ο δρόμος
στενεύει, δεν μπορώ να αλλάζω συνέχεια δουλειά. Πήγα σε μια σχολή
μαγειρικής, τώρα τελειώνω, παράλληλα δουλεύω σε ένα καινούργιο ίντερνετ
καφέ εδώ πίσω από την πλατεία, για να πληρώνω τα δίδακτρα. Προσπαθώ να
γίνομαι όλο και καλύτερος σαν μάγειρας…Άλλαξα αντίληψη όταν ο πατέρας
έπαθε πρόβλημα με την μέση του πριν 1 χρόνο και αποκτήσαμε έξτρα
προβλήματα. Μόνο από την μάνα μου έρχονται τα λεφτά και από μένα
τώρα…. Είναι η ίδια η ζωή που σε βάζει να σκεφτείς ότι πρέπει να αλλάξεις,
δεν μπορείς να γυρνάς χωρίς σταθερή δουλειά όταν ο πατέρας σου δεν μπορεί
πια να φέρνει τα χρήματα που έφερνε… Την μαγειρική τη σκέφτηκα γιατί
ορισμένα άτομα που γνωρίζω από τη περιοχή εδώ, έχουν τελειώσει αυτή τη
σχολή και δουλεύουν κανονικά.

Απόψεις για την γειτονιά.

Εδώ στην περιοχή αυτή, βλέπεις μια ανομία, πολύ έντονα. Ξέρεις γιατί; Γιατί
είναι φτωχογειτονιά, εδώ μένουν ξένοι….Προς τα πάνω θα δεις καλές
περιοχές, εκεί Άνω Κυψέλη Γαλάτσι…Εντάξει, υπάρχουν και κάποιοι
κρυφοπλούσιοι, εδώ κυρίως γέροι, Έλληνες, αλλά οι υπόλοιποι είναι ξένος
κόσμος, φτωχός κόσμος που τα βγάζει πέρα πολύ δύσκολα. Και θα γίνουν
πολύ χειρότερα τα πράγματα.

Κατερίνα 38 ετών. Η Κατερίνα είναι ιδιοκτήτρια μαγαζιού που ασχολείται με


επιδιορθώσεις ρούχων. Μέχρι το 2012 το μαγαζί της βρισκότανε στην οδό
Δροσοπούλου, κοντά στο πάρκο Κύπρου. Το 2013, έτος που έγινε η συνέντευξη, το
μαγαζί μετακόμισε τέσσερα στενά πάνω από το σχολικό συγκρότημα της Γράβας.
Μένει στην περιοχή της Λαμπρινής. Η συνέντευξη διεξήχθη εντός του χώρου της
επιχείρησής της.

Είμαι κάτοικος της Κυψέλης (για την ακρίβεια μένει στην περιοχή της Αγίας
Ζώνης), τα τελευταία 18 χρόνια, μεγάλωσα επαρχία, και δουλεύω εδώ στο

666
ραφτάδικο, κάνουμε επιδιορθώσεις στα ρούχα, είναι οικογενειακή επιχείρηση.
Η περιοχή έχει αλλάξει τα τελευταία 18 χρόνια, προς το χειρότερο, από την
άποψη ότι έχουνε κλείσει πολλά μαγαζιά,… Δεν με έχουν επηρεάσει όμως
όλα αυτά γιατί είναι το αντικείμενο της δουλειάς τέτοιο που δεν επηρεάζεται,
πάει καλά…Ούτε από την κρίση επηρεάζεται, έχω πλέον και πελάτες και από
αλλού, από Γαλάτσι, άνω Κυψέλη… Είναι και το σημείο που είναι το
μαγαζί… Παλαιότερα ήμασταν στην Δροσοπούλου, εκεί ήταν χειρότερα, είχε
μεγάλη διαφορά. Μετά το απόγευμα φοβότανε κάποιος να έρθει στο μαγαζί
λόγω διακίνησης εκεί. Αυτός είναι και ο λόγος που ήρθαμε εδώ… Έχει
υποβαθμιστεί η περιοχή. Δεν νοικιάζονται σπίτια, δεν νοικιάζονται
καταστήματα, παρόλο που έχουν πέσει τα ενοίκια, μένουν ανοίκιαστα. Έχουν
έρθει και πολλοί ξένοι από άλλες χώρες με άλλη νοοτροπία για την ζωή από
εμάς… όμως να ξέρεις πως ξεκινάει από τα άνωθεν αυτή η ιστορία με την
υποβάθμιση, έχουν αρχίσει κάποιοι και αγοράζουν ολόκληρα οικοδομικά
τετράγωνα, έχω ακούσει ονόματα από το χώρο της πολιτικής. Συμφέρει τους
πλούσιους όταν υποβαθμίζεται μια περιοχή και έχουν τον τρόπο να την
υποβαθμίσουν… Ακούω πολλούς γονείς εδώ στο μαγαζί από Κάτω Πατήσια,
που φοβούνται να στείλουν τα παιδιά τους στα σχολεία της περιοχής ή εδώ
κάτω στη Γκράβα, τα στέλνουν αλλού ή σε ιδιωτικά.

Μάκης 40 ετών. Ο Μάκης είχε απλό ντύσιμο, και έναν πολύ ήρεμο τρόπο ομιλίας
Δεν έχει οικογένεια και αρνήθηκε να μου μιλήσει για την οικογενειακή κατάσταση
του αδερφού του. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου είπε όταν γνωριστήκαμε και
δέχθηκε πλέον να του πάρω συνέντευξη είναι ότι πολιτικά είναι πατριώτης και
συντηρητικός, δεν του αρέσουν τα άκρα. Η συνέντευξη διεξήχθη το 2014 σε μια
καφετέρια στα Εξάρχεια.

Οικογενειακή κατάσταση

Γεννήθηκα και μεγάλωσα Κυψέλη, Άνω Κυψέλη. Έχω άλλον έναν αδερφό και
μια αδερφή κι οι δυο μεγαλύτεροι. Εγώ μένω μόνος μου στο πατρικό μας στην
Κυψέλη, δικό μας είναι, γιατί ο πατέρας μας πέθανε πριν από 5 χρόνια. Η
αδερφή μου είναι παντρεμένη και μένει στην Δροσιά έχει πάρει και την
μητέρας μας εκεί. Ο αδερφός μου μένει και αυτός στην Δροσιά, δικό του
σπίτι. Είναι μαθηματικός σε σχολείο και η αδερφή μου βοηθάει τον άντρα της,
είναι λογιστής. Οι γονείς μου είχανε παλιά ένα μικρό σούπερ μάρκετ στην
Άνω Κυψέλη, δικό τους, λίγο παρακάτω από το σπίτι μας. Ήμασταν μια
τυπική ελληνική οικογένεια.

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες.


Πήγα σχολείο Κυψέλη και Λύκειο στο 39ο. Σαν μαθητής ήμουνα μέτριος, δεν
μπορώ να πω ότι μου άρεσε το σχολείο, αλλά εκείνα τα χρόνια ήταν τα χρόνια
της παρέας που λέω εγώ, τα χρόνια των μεγάλων παρεών, ξέρεις, πολλά άτομα
μαζί, από πολλές γειτονιές, όλοι Έλληνες τότε. Ήταν όμως πολύ καλό σχολείο

667
και τα παιδιά περνάγανε στις πανελλήνιες. Καμιά σχέση με τα σχολεία για
παράδειγμα της Γκράβας, σαφώς καλύτερο ήταν το δικό μου σχολείο. Ήτανε
σχολείο με παιδιά που δεν δημιουργούσαν προβλήματα. Άκουγα από τότε
προβλήματα με συμμορίες, από εκεί ξεκινούσανε αυτά τα προβλήματα, από τα
σχολεία της Γκράβας. Μην φανταστείς βέβαια τίποτα το ιδιαίτερο όπως τώρα.
Τώρα έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό άτομα αμφιβόλου ηθικής που κάνουν
τα πράγματα χειρότερα (χαμογελάει)… Για την επαγγελματική μου πορεία
τώρα, εγώ δούλευα από τα 16 μου, μου αρέσει η δουλειά, στο μαγαζί των
γονιών μου αλλά και αλλού. Τώρα εργάζομαι στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο,
βοηθός προπονητή. Πήρα το δίπλωμα του βοηθού προπονητή και μετά
δούλεψα κατευθείαν. Η επιρροή για το επάγγελμά μου προέρχεται από έναν
οικογενειακό μας γνωστό που με βοήθησε κιόλας να μπω εκεί. Να φανταστείς
δεν μου αρέσει καθόλου το ποδόσφαιρο σαν άθλημα (γελάει). Είναι όμως μια
δουλειά με καλές οικονομικές απολαβές και είναι καθαρή δουλειά. Δεν είσαι
σκουπιδιάρης, στα σκουπίδια βρωμίζεις. Είναι κάποια πράγματα που δεν
μπορείς να τα κάνεις.

Απόψεις για την γειτονιά.

Στην περιοχή που μένω, άνω Κυψέλη δεν έχει εγκληματικότητα, είναι ήσυχη
περιοχή…Κάτω στην Πατησίων, άστο δεν το συζητάω. Βασικά από πλατεία
Κυψέλης, από Φωκίωνος Νέγρη δηλαδή και κάτω, Δροσοπούλου μέχρι
Αχαρνών, η περιοχή αυτή, Κάτω Πατήσια και Κυψέλη, μπορείς να πεις άνετα
ότι είναι γκέτο. Έχει μαζέψει πληθυσμό που μπορείς να την πεις πια γκέτο…
Πλέον γίνεται διακίνηση ναρκωτικών και δολοφονίες που σχετίζονται με τα
ναρκωτικά. Αυτά είναι κοινά μυστικά. Είναι επικίνδυνη περιοχή, από πλατεία
Κυψέλης και κάτω. Υπάρχουν συμμορίες και οι περισσότεροι είναι
αλλοδαποί. Το λένε και τα στατιστικά, εξάλλου, μπες στο (μου ανέφερε το
άνομο ενός ιστότοπου, που ασχολείται με θέματα εγκληματικότητας) οι
περισσότεροι εγκληματίες είναι ξένοι. Πρέπει να προσέχεις, εγώ από σπόντα
δεν έπεσα θύμα ληστείας στη Δροσοπούλου….Δεν είναι όλοι οι ξένοι
εγκληματίες, αλλά γενικά έχουν μάθει αλλιώς από μας, έχουν άλλη
κουλτούρα, άλλο ήθος για αυτό και έχεις περισσότερες πιθανότητες να
συναντήσεις ένα ξένο που είναι εγκληματίας από ότι έναν Έλληνα

Φανούρης 34 ετών. Ο Φανούρης αποτελεί μια αρκετά ιδιαίτερη περίπτωση. Ενώ


προέρχεται από μια οικογένεια της ανώτερης μεσαίας τάξης, ο ίδιος ακολούθησε μια
διαφορετική διαδρομή ζωής. Η συνέντευξη διεξήχθη το 2014 στο περίπτερο που
εργάζεται, στα Εξάρχεια.

Οικογενειακή κατάσταση

Γεννήθηκα και μεγάλωσα Κάτω Πατήσια (μένει στην περιοχή Αγίου


Νικολάου). Είμαστε αξιοπρεπείς οικογένεια. Έχουμε δικό μας σπίτι, δικό μας
εξοχικό, γενικά είμαστε μια οικογένεια, που δόξα τω θεό οι γονείς μου είχαν

668
μυαλό. Και δεν είναι καθόλου αυστηροί. Καλύτερα, γιατί είμαι γενικά
αντιδραστικός, δεν θέλω πολλά… Ο πατέρας μου δούλευε ως γραμματέας σε
υπουργείο, είχε τελειώσει οικονομικά, και η μητέρα ήταν καθηγήτρια
οικιακής οικονομίας σε ιδιωτικό σχολείο. Έχω μια αδελφή που είναι
καθηγήτρια πιάνου, εγώ βγήκα αλανιάρης (με σοβαρό ύφος). Μένει στην
Γλυφάδα αυτή με τον άντρα της… Η οικογένειά μου ήθελε να σπουδάσω,
ήθελε να με στείλει στην Αγγλία αλλά είδε ότι δεν το είχα και μου είπε ο
πατέρας μου: κάνε παιδάκι μου ότι σε αρέσει.

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Πήγα σχολείο στο 8ο Γενικό Γυμνάσιο και Λύκειο, στα πρωινά, στη Φυτευτή
(εννοεί το σχολικό συγκρότημα Νομικού). Στην Β Γυμνασίου, η μητέρα μου
με έστειλε στο κολλέγιο Deree. Εγώ με το που μπήκα μέσα μόνο σπυράκια
που δεν έβγαλα. Η μητέρα μου δεν καταλάβαινε το γιατί. Να μην σου τα
πολυλογώ, μπήκα στο Deree.και βγήκα σε μια βδομάδα αφού τα έκανα όλα
άνω-κάτω. Και γύρισα πίσω στο 8ο, εκεί στους δικούς μου…Σαν μαθητής
ήμουνα μέτριος και κάτω, αλλά ήμουνα μέσα στους 5 πιο ζωηρούς, αν σου
λέει κάτι αυτό, από το γυμνάσιο. Είχα μείνει από απουσίες μια χρονιά στην
Δευτέρα Λυκείου, από απουσίες ναι… Πηγαίναμε για καφέ, για ξύλο στην
Κηφισιά, για μαστούρες, τέτοια πράγματα, αλητείες. Είχαμε βάλει και φωτιά
στο σχολείο για χαβαλέ… Από το γυμνάσιο αρχίσαμε το τσιγάρο και τις
φασαρίες, το ξύλο δηλαδή και μετά πήγαμε στο χασίς, εκεί στο προαύλιο,
θυμάμαι στο Λύκειο, στις μπασκέτες κοντά. Έχω πάρει και αποβολή για αυτό
το λόγο… Η παρέα μου ήταν κυρίως από το σχολείο αλλά και κάποιοι από τα
σχολεία της Γκράβας…Συχνάζαμε και στην Γκράβα τα βράδια, στο θεατράκι
εκεί, για να κάνουμε κανένα καλό τσιγάρο… Οι φίλοι μου ήταν λαϊκά παιδιά,
σε χειρότερη κατάσταση από εμένα, σε ενοίκιο έμεναν αρκετοί, με
προβλήματα στο σπίτι και ήταν μάγκες. Δεν γούσταρα ποτέ τους φλώρους, τα
καλά παιδιά…Μετά το σχολείο, πήρα το lower στα αγγλικά και έχω τελειώσει
ΚΟΡΕΛΚΟ ΙΕΚ. Δούλεψα σε ρουχάδικο, υπεύθυνος, για 5 χρόνια. Δουλεύω
εδώ και 6 χρόνια στο περίπτερο εδώ που βλέπεις. Το πήρα αφού πούλησα ένα
σπίτι από κληρονομιά από την γιαγιά, μισό-μισό εγώ με την αδερφή μου, η
αδερφή μου πήρε τα λεφτά της και γω το περίπτερο. Οι γονείς μου με
συνέστησαν για αυτή την δουλειά και με έχουν ξελασπώσει πολλές φορές από
χρέη για το περίπτερο.

Απόψεις για την γειτονιά

Η ευρύτερη περιοχή, Κάτω Πατήσια και Κυψέλη έχει υποβαθμιστεί από τότε
που ήρθαν πολλοί ξένοι. Μετά τις 12 το βράδυ στην Πατησίων μόνο πόρνες
βρίσκεις. Στο τέλος θα μπούνε και σπίτι μας που λέει και η μάνα μου. Παλιά
δεν φοβόμασταν καθόλου. Τώρα φοβάμαι κι εγώ τώρα αργά το βράδυ, έχει
συμβεί αυτό, να φοβηθώ. Πολλοί μαύροι, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι που
οι μισοί από αυτούς, η δουλειά τους είναι να κλέβουν και να κάνουν μη
νόμιμα πράγματα. Έχει χαλάσει το όλο θέμα… Δεν είναι ρατσιστικό αλλά πώς
να το κάνουμε, όταν πήγαινα εγώ σχολείο, υπήρχε ένας μαύρος κι ένας

669
Αλβανός. Τώρα είναι 500 μαύροι, 500 Αλβανοί και 10 Έλληνες. Για αυτό
πολλοί Έλληνες φεύγουν από την περιοχή, προς βόρεια προάστια κι έτσι…Ε
δεν γίνεται τώρα να έχω εγώ ένα παιδί εκεί και να το βγάλω και στις κούνιες
ας πούμε στην Φυτευτή, γιατί το παιδί δεν θα ακούσει ελληνικά, θα ακούει
μόνο ξένα και θα μου πει μπαμπά, που είμαστε; Και μπορεί να φας και ξύλο,
για το τίποτε, έχω δει 4 αλβανίδες να βαράνε μια ελληνίδα εκεί στο πάρκο στη
Φυτευτή, επειδή είπε κάτι δεν ξέρω και γω τι είπε.

Μουσταφά 27 ετών. Ο Μουσταφά είναι από την Τανζανία. Η συνέντευξη διεξήχθη


στα αγγλικά στην πλατεία Αγίου Ανδρέα. Συμμετέχει στο πεδίο του δρόμου.
Χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να τον πλησιάσω. Ο Μουσταφά στην Τανζανία έχει
τελειώσει μόνο το Λύκειο. Μου μιλούσε αρκετή ώρα για τον πάππου του στην
Τανζανία και για τις αρχές που του έμαθε, να είναι καλός μουσουλμάνος και να
ακολουθεί το Κοράνι στη ζωή του. Όπως μου τόνισε ο ίδιος, μετά την συνέντευξη
προσεύχεται κάθε βράδυ.

Επαγγελματικές εμπειρίες

Είμαι στην Ελλάδα 4 χρόνια. Έφυγα από την χώρα μου λόγω αντιπαλότητας
της οικογένειάς μου με άλλες οικογένειες εκεί, για ζητήματα φυλετικά,
κάποιοι συγγενείς μου σκοτώθηκαν. Μένω από τότε εδώ Κάτω Πατήσια (για
την ακρίβεια Άγιο Νικόλαο, κοντά στην οδό Πατησίων). Έχω ροζ κάρτα, ούτε
ΙΚΑ, ούτε κάτι άλλο Οι φίλοι μου και αι παρέες μου είναι από την Τανζανία.
Μιλάω και με άλλους αλλά οι άνθρωποι που είναι δίπλα μου είναι από
Τανζανία…Τώρα δεν δουλεύω. Πριν δούλευα σε ένα αφρικάνικο μαγαζί που
το είχανε Νιγηριανοί, εδώ κοντά στη πλατεία (μου έδειξε το δρόμο όπου
βρισκότανε το μαγαζί), αλλά έκλεισε, δεν μπορούσανε να το κρατήσουνε
άλλο. Μετά είχα λίγη υποστήριξη από τους φίλους μου, απλά για να επιβιώνω.
Σε βοηθάνε μια μέρα δύο μέρες, σου λένε εάν υπάρχει δουλειά και που, αλλά
γενικά πρέπει να πάρεις τους δρόμους και να ρωτάς, να βρεις καμιά δουλειά,
κανένα ξεφόρτωμα σε κανένα μαγαζί. Πας σε ένα αφρικανικό σουπερ μάρκετ
για παράδειγμα και ρωτάς αν σε χρειάζονται…. Γιατί και οι φίλοι μου είναι
άσχημα, προσπαθούν να επιβιώσουν κι αυτοί, δεν μπορούν να βοηθήσουν
πάντα, δεν έχουν πάντα δουλειά, ψάχνουν κι αυτοί….Ούτε μπορείς να είσαι
βδέλλα, καταλαβαίνεις, γιατί θα σου πουν κάποια στιγμή, ε τι κάνεις τώρα εσύ,
εμείς παλεύουμε εδώ και εσύ κάθεσαι εδώ και περιμένεις εμάς να σε
ταΐσουμε;… Αν δεν μπορείς να βρεις δουλειά, όπως εγώ τώρα, πρέπει να
κάνεις ότι χρειάζεται για να επιβιώσεις… Πρέπει να φας, να πληρώσεις νοίκι,
να έχεις ρούχα, με νιώθεις; Δεν μπορείς να κάθεσαι τζάμπα, ούτε να
παρακαλάς για φαί….. Οπότε πρέπει κάτι να κάνεις… Πήγα σε ένα γνωστό
μου από Τανζανία που είχε τις άκρες με κάτι παιδιά από την Νιγηρία και
μπήκα και γω σε αυτά…Κι αυτός ζει δύσκολα… Δεν μου αρέσει αυτό που
κάνω. Σε άλλους ανθρώπους τους αρέσει. Εγώ κοιτάω και αλλού, για
κανονική δουλειά γιατί ξέρω ότι αυτά τα λεφτά είναι χαράμ λεφτά, το
σκέφτομαι κάθε βράδυ, ξέρω ότι η ζωή μου είναι χαράμ και θέλω να είμαι

670
καλός μουσουλμάνος….Μακάρι να βρω κάτι καλό, το προσεύχομαι κάθε
μέρα.

Μάνος 25 ετών. Ο Μάνος είναι ένας παχουλός, πρόσχαρος νέος. Μένει στον Άγιο
Νικόλαο τον οποίο αναφέρει ως Κάτω Πατήσια. Ο Μάνος αποτέλεσε τον βασικό μου
«ξεναγό» και «πληροφοριοδότη» για ανθρώπους που σχετίζονται με το πεδίο της
έρευνας. Η συνέντευξη διεξήχθη στον φούρνο του, κοντά στην πλατεία Κολιάτσου.

Οικογενειακή κατάσταση

Γεννήθηκα στα Τίρανα. Οι γονείς μου είναι ελληνικής καταγωγής. Πρόσφατα


γίναμε και Έλληνες με ταυτότητα (γελάει). Ήρθαμε στα τέλη της δεκαετίας
του 1980, πήγα δημοτικό-γυμνάσιο-λύκειο στη Γκράβα, παρόλο που μένω
κοντά στο 1ο Λύκειο. Ήταν απόφαση των γονιών μου, ξέρεις, ο κύκλος τους,
θέλανε να πάω σε ένα καλό σχολείο και στη Γκράβα υπήρχανε ορισμένα πολύ
καλά σχολεία…Αν και βέβαια, δεν νιώθω Γκραβιώτης (γελάει), Η λέξη
«Γκράβα» την έχω συνδέσει με πράγματα που δεν με εκφράζουν, πώς να στο
πω, την χρησιμοποιούσαν άτομα για τίτλο μαγκιάς. … Εάν μπορούσα θα
έμενα αλλού, πάλι στο κέντρο, αλλά αλλού, Νεάπολη, Ακρόπολη.,…Μικρός
ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά μου έφυγε αμέσως. Γύρω στα 11 άλλαξα
και ήθελα να γίνω ζωγράφος. Μου άρεσε και η φιλοσοφία γύρω εκεί στο
Λύκειο, μέχρι και σήμερα, ναι, Αριστοτέλης, Βourdieu, Wittgenstein. Αυτά
είναι επιρροές από τον πατέρα μου. Είχαμε τέτοια βιβλία σπίτι και μας
προέτρεπε να τα διαβάσουμε με την αδερφή μου. Και βιβλία γύρω από την
τέχνη έχουμε μέσα στο σπίτι.…Ναι, έχω μια αδερφή λίγο μικρότερη, στα ίδια
σχολεία με μένα πήγε και τελείωσε το ίδιο ΙΕΚ με μένα. Αυτή θέλει να
ασχοληθεί με κόμιξ και το προσπαθεί αρκετά να βρει κάποια άκρη…Ο
πατέρας μου είχε σπουδάσει χορογραφία, ταξίδεψε σε όλη την Αλβανία με τον
θίασο που ήταν. Η μητέρα μου σπούδασε γεωπονική και γνωριστήκανε σε μια
παράσταση που είχε σκηνοθετήσει την χορογραφία ο πατέρας μου. Στο
σχολείο, με βοηθούσανε όταν είχανε χρόνο αν και δεν υπήρχε πολύς, ξέρεις,
ιδιαίτερα στα μαθηματικά η μητέρα μου. Εννοείται πως καμία σχέση οι
δουλειές τους εκεί με εδώ. Η μητέρα μου ήτανε το κλασσικό, οικιακή βοηθός
(αμήχανο χαμόγελο), ο πατέρας μου στην αρχή δούλευε σαν σκουπιδιάρης
στο δήμο, μετά ταβέρνες, μετά άνοιξε ένα εργαστήρι που έφτιαχνε μπαλόνια
για τα παιδιά. Η κρίση όμως μας χτύπησε δυνατά. Ο πατέρας έχασε την
δουλεία του με τα μπαλόνια, η αδερφή μου έχασε την δουλειά της σε
αρχιτεκτονικό γραφείο, οπότε ανοίξαμε τον φούρνο, τo 2010. Αλλά δεν πάει
τόσο καλά. Απλά να επιβιώνεις… Είναι γιατί έρχεται φτωχός κόσμος, οι
πελάτες είναι μετανάστες οι πιο πολλοί, από εδώ Κάτω Πατήσια. Συν τοις
άλλοις, μας έχουν ληστέψει κιόλας δυο φορές και μας έχουν διαρρήξει μια
φορά. Να μην ξεχάσω και την ληστεία που κάνανε στον πατέρα μου ατομικά
(γελάει). Ξένοι ήτανε, τους βρήκε η αστυνομία, από Αλγερία.

671
Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Έδωσα πανελλήνιες για φιλοσοφική αλλά πάτωσα (γελάει). Ε. δεν είχα πάει
και φροντιστήριο, ξέρεις, έπρεπε να μαζεύουμε χρήματα για το ενοίκιο,
ξέρεις. Ευτυχώς τώρα έχουμε πάρει δάνειο, και σε λίγο καιρό το σπίτι που
μένουμε θα γίνει δικό μας…Μετά τελείωσα ΙΕΚ, γραφίστας, ήταν η δεύτερη
εναλλακτική μετά τις πανελλήνιες, και δούλεψα σαν γραφίστας στο κανάλι
MAD. Οι φίλοι και γνωστοί από την Γκράβα και την περιοχή, το βλέπανε
πολύ θετικό, ξέρεις, ότι ένας από μας κατάφερε και μπήκε στο MAD… Μετά
χτύπησε η κρίση (γελάει) και έχασα την δουλειά μου όπως και άλλοι, εκεί στο
2010 και τώρα ευτυχώς που έχουμε το φούρνο και δουλεύω εκεί…Στο ζήτημα
του σχολείου τώρα. Κοίτα, πήγα στο 22ο Γυμνάσιο και Λύκειο της Γκράβας,
στα καλά σχολεία της Γκράβας, γιατί οι περισσότεροι μαθητές ήταν Έλληνες
και Γαλατσιώτες. Σε μας γινότανε φασαρίες αλλά σε φυσιολογικά πλαίσια,
όπως σε κάθε σχολείο. Στα άλλα σχολεία, στα ΤΕΕ, που ήταν περισσότερο
μεταναστευτικά και αλβανικά κυρίως, γινότανε περισσότερο χαμός (γελάει)
όπως τους έβλεπα στο προαύλιο… Οι άνθρωποι που ερχόμουνα σε επαφή και
οι φίλοι μου, ήταν Αλβανοί από την γειτονιά εδώ Κάτω Πατήσια-Κυψέλη και
ήταν από άλλα σχολεία. Με τους συμμαθητές μου, δεν ήμουνα τόσο κοντά…
Ναρκωτικά φουλ στο σχολείο εννοείται, η κάνναβη ήτανε καθημερινό
φαινόμενο, αλλά άκουγες και για πιο βαριά, άκουγες διάφορα γενικά,
άκουγες για τύπους που το προηγούμενο βράδυ μπαίνανε σε αμάξια για να
κλέψουνε κανένα κασετόφωνο. Μιλάμε για Αλβανούς πρωτίστως, αλλά και
παιδιά από Ρουμανία, θυμάμαι, που είχανε ένα όνομα. Υπήρχαν και Έλληνες
στα ΤΕΕ που κάνανε διάφορα βέβαια, άλλα ήταν λίγοι και δεν ήταν ο
κλασσικός τύπος του Έλληνα, εννοώ διαζευγμένοι γονείς, μένανε σε ενοίκιο
εδώ Κάτω Πατήσια-Κυψέλη, τα οικονομικά στο σπίτι χάλια, ήτανε δηλαδή σε
μια κατάσταση αντίστοιχη με τον κλασσικό Αλβανό… Υπήρχε και ο
ρατσισμός, ξέρεις, δεν ήταν άμεσος, απλά υπήρχε η απόσταση του τύπου:
αυτός είναι Αλβανός-μακριά. Δεν το λέγανε, το δείχνανε με την στάση τους.
Αυτό το βίωσα κι εγώ, οπότε αναγκαστικά ήρθα σε επαφή με τους Αλβανούς
από την περιοχή… Ύστερα είναι και η ιδεολογία του gangsta rap, που ήταν
διάχυτη στην Γκράβα, ξέρεις, ότι δηλαδή άμα βγάλεις πολλά λεφτά το
σύστημα δεν σε αγγίζει, βγάλε χρήματα για να είσαι χαρούμενος, να ζεις στα
άκρα, να είσαι αληθινός, τέτοιες απόψεις και έτσι αρκετοί ακολούθησαν
παράνομα μονοπάτια και όσο ήταν μαθητές και μετά. Γνωρίζω αρκετούς,
γνωστούς, που πήραν τέτοιους δρόμος…Εγώ γενικά ήμουνα μακριά από τα
ναρκωτικά και από όλα αυτά και σε αυτό με βοήθησε αρκετά, η οικογένειά
μου, μας αφιέρωναν χρόνο, μας καθοδηγούσαν… Δεν είχαμε φασαρίες στο
σπίτι, ούτε μείναμε ποτέ σε υπόγειο, ούτε ξέμειναν ποτέ οι δικοί μου από
δουλειά, υπήρχαν κάθε μέρα χρήματα στο σπίτι αλλά και υπήρχε και μια καλή
επικοινωνία ανάμεσα μας. Κι είχαμε και τις ευκαιρίες εγώ κι αδερφή μου που
αυτά τα παιδιά δεν τις είχανε. Δεν έχουνε όλοι οι γονείς από Αλβανία φούρνο
ή κάποια επιχείρηση, εργάτες είναι οι περισσότεροι, που πότε φέρνουν και
πότε δεν φέρνουν λεφτά στο σπίτι, πότε έχουν και πότε δεν έχουν
δουλειά…Σαν μαθητής, δεν ήμουνα τόσο του έξω, θα καθόμουνα σπίτι ή θα
πήγαινα επίσκεψη σε κάποιο φίλο.

672
Απόψεις για τη γειτονιά.

Το μέλλον είναι γκρίζο γενικά και ειδικά για την περιοχή εδώ.. Παλιά
υπήρχαν δουλειές κουτσά-στραβά. Μόλις χτύπησε η κρίση, γύρω στο 2010,
αμέσως φάνηκαν σημάδια παρακμής. Εμφανίστηκαν οι πόρνες στην
Πατησίων, και τα ναρκωτικά έγιναν φανερά, δηλαδή παλαιότερα έβρισκες
μεν πανεύκολα αλλά όχι χύμα μες στο δρόμο, να σου λένε πάρε έχω αυτό. Στο
μέλλον δεν βλέπω και πολλές ευκαιρίες για εδώ…Εάν ήμουνα σε άλλη
γειτονιά, ας πούμε στο Γαλάτσι, που είναι κοντά, θα ήμουνα διαφορετικά, θα
είχα διαφορετικό κύκλο ανθρώπων. Θα ήμουνα πιο καλά όχι απαραίτητα από
οικονομική άποψη, απλώς θα μπορούσα να συζητήσω με ανθρώπους, πάνω σε
θέματα που με προβληματίζουν όπως κάποια θέματα φιλοσοφίας ας πούμε,
γιατί τα παιδιά από το Γαλάτσι έχουν μια μόρφωση, έχουν περάσει και σε ένα
πανεπιστήμιο, ενώ εδώ στα Πατήσια, άμα προσπαθήσω να ανοίξω μια τέτοια
συζήτηση, ξέρεις, με γνωστούς από το σχολείο που συναντώ, ή θα με κοιτάνε
σαν εξωγήινο (γελάει) ή θα πάρουν μια αμυντική στάση του στυλ τι
προσπαθείς τώρα να μας την πεις. Δεν μπορείς εδώ να ανοίξεις μια τέτοια
συζήτηση.

Μιχάλης 42 ετών. Ο Μιχάλης είναι από τη Νιγηρία. Βρίσκεται στην Ελλάδα από το
1998. Είναι παντρεμένος με Ελληνίδα και μένει στην Γλυφάδα. Ήτανε παίκτης του
τένις στην χώρα του. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, έμεινε στην οδό Δροσοπούλου και
δούλεψε σε καφετέρια Νιγηριανών στην Κυψέλη. Γνώρισε τη σύζυγο του το 2001 και
μετακόμισε στην Γλυφάδα, που εργάζεται στην κατασκευαστική εταιρεία του
πεθερού του. Μιλάει πολύ καλά ελληνικά και είχε ακριβό ντύσιμο, όταν του πήρα
συνέντευξη. Η συνέντευξη διεξήχθη μέσα σε ένα αφρικανικό μίνι-μάρκετ, κατά τις
βραδινές ώρες, κοντά στην πλατεία Κολιάτσου. Όπως διαπίστωσα, ο Μιχάλης είναι
παλιός φίλος με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος και είναι ομοεθνείς. Την
προηγούμενη μέρα από την συνέντευξη, είχε δεχθεί εξακρίβωση στοιχείων από
αστυνομικούς κοντά στο συγκεκριμένο μαγαζί και ήταν αρκετά θυμωμένος με την
συμπεριφορά των αστυνομικών, γεγονός που επηρέασε την εξέλιξη της συνομιλίας
μας.

Απόψεις για την γειτονιά.

Εδώ στα Κάτω Πατήσια και στην Κυψέλη, η αστυνομία κάνει έλεγχο με άγριο
τρόπο, σε βάζουν κάποιες φορές να κάτσεις κάτω, τι είναι αυτά (θυμωμένος);
Στη Γλυφάδα είναι ευγενικοί, φίλε μπορώ να δω τα χαρτιά σου; Εδώ είναι
αλλιώς. Το κάνουν αυτό τον τσαμπουκά σε όλους τους ξένους αλλά στους
μαύρους είναι λίγο πιο άγριοι, είναι το χρώμα φίλε (μου δείχνει το χέρι του), τι
να κάνουμε… Βέβαια, υπάρχει παραβατικότητα εδώ, κυρίως από μας τους

673
μαύρους, αλλά κοίταξε να δεις, οι αφρικανοί έρχονται με τα πόδια Ελλάδα,
μην σου φαίνεται ακραίο, μπορώ να σου φέρω 2 τέτοια άτομα, εντάξει,
έρχονται βρώμικοι, άλλοι ψάχνουν στα σκουπίδια, παλιά κλέβανε τσάντες από
γυναίκες, ξέρω άτομά από Νιγηρία, τσαντάκηδες, παλιά το 2000, τώρα έχουν
σταματήσει αυτά, τώρα πουλάνε ναρκωτικά, όχι όλοι βέβαια, άλλα κάποιοι
για να έχουν να φάνε, κατάλαβες, να πληρώσουν το σπίτι που μένουν, γιατί
εδώ δεν υπάρχει δουλειές για όλους αυτούς, για αυτό και τα κάνουν αυτά,
είναι με την πλάτη στον τοίχο. Κι όταν έχεις έρθει στην Ευρώπη με τα πόδια
δεν φοβάσαι πια… Ξέρεις τί πίεση είναι να μην μπορείς να ζήσεις; Η πίεση σε
τρελαίνει, δεν κάνω πλάκα, ήξερα άνθρωπο από Νιγηρία, ήτανε μια χαρούλα,
νορμάλ άνθρωπος, μόλις έχασε την δουλειά του ρε φίλε στην οικοδομή και
δεν έχει να φάει, μουρλάθηκε τελείως (γελάει). Τον ήξερα χρόνια, τον
συναντώ τώρα και λέει πράγματα ότι να ναι, για εξωγήινους, για ομάδες από
άλλους πλανήτες. Μου είπαν ότι δεν έχει να φάει, ζητάει φαγητό. Και δεν
είναι ο μόνος, απλά αυτόν τον ξέρω, έχω ακούσει και για άλλους μαύρους εδώ
ότι καταστράφηκε η ζωή τους επειδή χάσανε την δουλειά τους…Τους
συμπονώ γιατί κι εγώ όταν πρωτοήρθα, κοιμήθηκα σε παγκάκια, εδώ πιο
κάτω, στη Φωκίωνος, μετά έμεινα Δροσοπούλου. Μην κοιτάς τώρα που είμαι
καλά, όταν ήρθα δεν ήμουν και τόσο…Έχω δύο παιδάκια, να κοίτα (μου
δείχνει φωτογραφία τα παιδιά του μαζί με την γυναίκα του)… Δεν θα τα
έστελνα σχολείο εδώ ποτέ. Πλάκα μου κάνεις; Τι να μάθουν εδώ ρε φίλε
(γελάει), αλητείες; Συγκρίνεις το σχολείο στη Γλυφάδα με εδώ;… Δεν υπάρχει
καλή φήμη εδώ. Ούτε για τα σχολεία ούτε για την περιοχή. Αλλά πρόσεξε,
καμιά φορά λέγονται υπερβολές. Στην Γλυφάδα, λέω σε έναν, Έλληνας αυτός,
φίλος μου, πάμε παρέα βόλτα Κάτω Πατήσια-Κυψέλη; Μου λέει Που; Εκεί που
σκοτώνουν; Εκεί που βιάζουν; Τι να κάνουμε εκεί; Έτσι την έχουν στο μυαλό
τους την περιοχή. Επειδή αυτοί που έρχονται από Τουρκία με τα πόδια,
δείχνουν εγκληματίες, έτοιμοι για όλα. Και που θα καταλήξουν; Εδώ. Επειδή
εδώ θα βρουν αυτόν (μου δείχνει τον ιδιοκτήτη του μίνι μάρκετ) και αυτός θα
βοηθήσει. Άμα πάνε εκεί που είστε εσείς, εντάξει μην το πάρεις προσωπικά,
καταλαβαίνεις τι εννοώ, οι Έλληνες γενικά (τονίζοντας την λέξη «γενικά»), θα
τους πουν φύγε από δω, θα καλέσουν το 100. Αλλά αυτός (μου δείχνει ξανά
τον ιδιοκτήτη του μίνι μάρκετ), δεν θα καλέσει το 100, θα τους δώσει κάτι να
φάνε, έτσι ρε παιδί μου, ή θα τους πει για δουλειά αν υπάρχει. Κατάλαβες
τώρα γιατί όλοι αυτοί που δείχνουν επικίνδυνοι έρχονται εδώ;

Ντόριαν 27 ετών. Ο Ντόριαν είναι ένας μικροκαμωμένος νέος, συνεχώς γελαστός και
με έντονη αίσθηση του χιούμορ. Κάνει παρέα με τον Μάνο, ήδη από τα σχολικά τους
χρόνια και μέσω του Μάνου έγινε η γνωριμία μας. Η συνέντευξη διεξήχθη στον
φούρνο του Μάνου, κατά τις απογευματινές ώρες. Ο Ντόριαν δείχνει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για θέματα που σχετίζονται με την τέχνη και συγκεκριμένα με την
λογοτεχνία. Ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς είναι ο Franz Kafka. Αυτό
το ενδιαφέρον οφείλεται στην επιρροή του θείου του με τον οποίο είναι από μικρός

674
δεμένος συναισθηματικά και όπως μου είπε εκτός συνέντευξης, είναι ο μόνος
γραμματιζούμενος στο οικογενειακό του περιβάλλον.

Οικογενειακή κατάσταση

Γεννήθηκα Φλώρα, στην Αλβανία το 1987. Ήρθαμε Ελλάδα το 1994, το


θυμάμαι. Στην Ελλάδα καθαρίστρια η μάνα μου κι ο πατέρας μου κλασσικές
αλβανικές δουλειές (γελάει). Στην Αλβανία, η μάνα μου ήταν λογίστρια, ενώ ο
πατέρας μου υδραυλικός, επί Χότζα λέμε τώρα…Τότε καλά ήτανε οι δικοί
μου. Στην Ελλάδα έχουμε γνωρίσει τι σημαίνει να είναι άδειο το ψυγείο,
καταλαβαίνεις τι εννοώ, να μην μπούνε λεφτά μια μέρα και δύο στο σπίτι…Ο
πατέρας πότε οικοδομή, πότε σε αποθήκες, πότε πλανόδιος, πότε έφερνε
λεφτά, πότε δεν έφερνε (γελάει). Η μητέρα καθαρίστρια και οικιακά, όταν δεν
είχε δουλειά, έτσι είναι αυτά. Μένουμε Κυψέλη, με ενοίκιο, πίσω από το
πάρκο της Κύπρου (εννοεί Αγιά Ζώνη), στην Δροσοπούλου.

Σχολικές εμπειρίες

Καταρχάς, το 1994 που ήρθα, πρώτη επαφή, πάω να γραφτώ στο σχολείο, δεν
με δέχθηκε ο διευθυντής γιατί δεν δεχόντουσαν μουσουλμανικό επίθετο,
οπότε πήγαν οι γονείς μου στην Ομόνοια, βγάλανε πλαστό όνομα και επίθετο,
χριστιανικό (γελάει) και έτσι με πήρανε… Τελείωσα δημοτικό, γυμνάσιο και
λύκειο στην Γκράβα. Ήμουνα καλός μαθητής στο γυμνάσιο, του 16 δηλαδή.
Καλά το σχολείο, άσε… όχι τόσο στο δημοτικό, αλλά στο γυμνάσιο ήτανε…
Υπήρχανε συμμορίες που γράφανε το όνομά τους με σπρέι και επειδή ήταν
διάσημοι λόγω του ξύλου πουλάγανε το όνομα, ξένοι και Έλληνες, Έλληνες
όταν λέμε, καταλαβαίνεις, χωρισμένοι γονείς, χαοτικό σπιτικό περιβάλλον,
τέτοια πράγματα.… Το 22 ήτανε το φλώρικο, το Γαλατσιώτικο, τα χειρότερα
ήτανε τα ΤΕΕ, με μαθητές Αλβανούς κυρίως από τα Κάτω Πατήσια και
Κυψέλη. το δικό μου το 21 γυμνάσιο και 61 λύκειο, ενιαίο λύκειο, ήταν τα
ενδιάμεσα. Δεν άκουγες να μπει κάποιος με σκυλί μες στο σχολείο από μας
(γελάει), στα ΤΕΕ φέρνανε πιτ μπουλ μιλάμε…Τα ΤΕΕ της Γκράβας και το
σχολείο στη Φυτευτή, είναι τα χειρότερα σχολεία όσον αφορά τις φασαρίες,
και είναι και αδελφοποιημένα (γελάει)…Η αλήθεια είναι βέβαια ότι
φοβόμουνα, και απλά ξέρεις, ήθελα να τα έχω καλά με όλους, να μην με
πειράζουνε, άντε το πολύ καμιά σφαλιαρίτσα και τα, μέχρι εκεί… Η
πλειοψηφία των φίλων μου ήτανε Αλβανοί μόνο ένας Έλληνας, από Γκράβα
όλοι, αλλά παιδιά, σαν εμένα παιδιά του σπιτιού δηλαδή, όπως ο Μάνος που
γνώρισες. δεν βγαίναμε έξω όταν ήμασταν στο σχολείο, άντε καμιά επίσκεψη
ο ένας στον άλλο… Πολλά παιδιά που ήτανε καλά παιδιά, τους τράβηξε αυτή
η κατάσταση. Επειδή δεν είχανε λεφτά, τους απορρόφησαν αυτές οι παρέες, οι
μάγκες και καλά και σήμερα είναι μέσα, ξεκίνησαν να κλέβουν μηχανάκια,
μετά χώθηκαν πιο βαθειά, ναρκωτικά, όπλα όπως ….[μου αναφέρει 14
ονόματα ατόμων που είναι στην φυλακή για ναρκωτικά και 1 περίπτωση για
ναρκωτικά και όπλα]. Έτσι πάει, σαν αλυσίδα, θέλεις να κάνεις παρανομία,

675
βρίσκεις και άλλους που συμφωνούν με την παρανομία, ας πούμε μηχανάκια,
και στο τέλος την κάνετε όλοι μαζί και μετά πας πιο βαθειά…Εγώ δεν, μπα,
μακριό από αυτά. Σε αυτό βοήθησε η αγάπη των γονιών μου, μπορεί να
ήμασταν και ήμαστε φτωχοί αλλά γενικά δίπλα μου, μου λέγανε να διαβάζω,
εκτιμούσαν ότι διάβαζα, δεν ήμουνα κακός μαθητής. Και υπήρχε και ομόνοια
μέσα στο σπίτι, δεν βίωσα καβγάδες και ξύλο, όπως κάποιοι από αυτούς που
σου είπα πριν που είναι φυλακή τώρα. Ήταν άγρια η κατάσταση στη Γκράβα
γι αυτό κι έχει σκληρό όνομα…

Επαγγελματικές εμπειρίες

Τελειώνοντας το Λύκειο, πήγα ιδιωτικό ΙΕΚ, ηλεκτρολόγος. Η απόφαση αυτή


ήτανε από μένα… Οι φίλοι μου, ούτε καν στο να με επηρεάσουν, οι γονείς
μου ήτανε απλώς ανοιχτοί, δηλαδή εάν σου αρέσει πήγαινε και θα
προσπαθήσουμε να σε στηρίξουμε οικονομικά…Ήτανε δικιά μου απόφαση
δηλαδή, εφόσον δεν πέρασα στο πανεπιστήμιο που είχα δώσει για φιλολογικά,
λέω, ας πάω σε μια τέχνη… Πριν την κρίση είχε δουλειά, και Κυψέλη και
Γλυφάδα, σε συνεργεία δηλαδή. Τώρα είναι αλλιώς δεν έχει δουλειά, άσε δε
που στις αγγελίες όλο βλέπω ζητούνται Έλληνες εργάτες, ξέρεις (χαμογελάει)
παλιά δεν το έβλεπες αυτό. Όπως καταλαβαίνεις με συντηρούν οι δικοί μου
αυτοί την στιγμή (χαμογελάει με ένα ύφος που παραπέμπει σε αίσθημα
ενοχής), μακάρι να υπάρξει κάτι.

Απόψεις για την γειτονιά.

Η περιοχή Κάτω Πατήσια-Κυψέλη είναι από τις χειρότερες περιοχές από


πολλές πλευρές... Να πας να φας από Κυψέλη ή Πατησίων ή Αχαρνών, ούτε
καν. Πολλή βία επίσης. Έξω από το σπίτι ακούω συχνά βοήθεια η τσάντα μου,
φασαρίες, περιπολικά… Είχαμε και την πλατεία Κύπρου από κάτω, ξέρεις
φαντάζομαι τι γινόταν εκεί. Διακίνηση στο φουλ, τώρα γίνεται στην Θάσου,
και μέσα στα στενά στη Δροσοπούλου ή πίσω από την Αμερικής, βλέπεις
διάφορους να σου κάνουν νόημα.

Πάνος 25 ετών. Ο Πάνος είναι ένας ψηλός νέος με αθλητικό ντύσιμο. Κάνει παρέα
τον τελευταίο καιρό με τον Μάνο και τον Ντόριαν, ενώ παράλληλα γνωρίζονται από
το σχολείο. Η συνέντευξη διεξήχθη σε καφετέρια στα Άνω Πατήσια, κατά τις
βραδινές ώρες. Δέκα λεπτά μετά το πέρας της συνέντευξης, είχαν έρθει ο Μάνος και
ο Ντόριαν στην καφετέρια που βρισκόμασταν.

Οικογενειακή κατάσταση

Ο πατέρας μου στην Αλβανία, είχε μαγαζί με καλλυντικά. Η μάνα μου, σπίτι,
οικιακά…Έχουν τελειώσει το Λύκειο και οι δύο, μόνο αυτό… Θυμάμαι

676
μέναμε σε μια πολυκατοικία σάπια, ασανσέρ δεν παίζανε, ούτε κουδούνια.
Μικροί θυμάμαι μαζεύαμε κάλυκες από όπλα….Το 1997, ήρθαμε στην
Ελλάδα. Στην αρχή μείναμε Γλυφάδα, νοίκιαζε ο παππούς μου εκεί, ο
παππούς μου ήτανε μηχανικός στα καράβια στην Αλβανία και όταν ήρθε
Ελλάδα, βρήκε δουλειά από γνωστό που είχε Έλληνα από τα καράβια. Μετά
ήρθαμε Κυψέλη, εδώ Δροσοπούλου, δεν μπορούσαμε να κάτσουμε στον
παππού συνέχεια. Εδώ είχε φθηνά ενοίκια και πολλούς Αλβανούς κι αυτός
ήταν λόγος που ήρθαν οι γονείς μου…Ο πατέρας μου εδώ στην Ελλάδα,
πουλούσε νερά στην αρχή στο δρόμο, μετά λαχεία, μετά λαϊκή, μετά
Σκλαβενίτης για λίγα χρόνια, μετά τίποτα, τώρα ξαναβρήκε δουλειά σε μια
αποθήκη εδώ στην Αχαρνών κοντά. Όλο στο τρέξιμο τον θυμάμαι εδώ στην
Ελλάδα, από το πρωί μέχρι το βράδυ…. Η μάνα μου πρόσεχε ηλικιωμένους,
τώρα δεν δουλεύει, αλλά θα ξαναβρεί δουλειά, από μια γνωστή της, πάλι σε
σπίτι. Έχω και μια αδερφή πολύ μικρότερη, 7 χρόνια…Η μάνα μου είναι πολύ
της εκκλησίας, μας έφερνε περιοδικά που μιλάγανε για το θεό, για το τι είναι
το σωστό, μας έστελνε μικρούς στο κατηχητικό και στην εκκλησία κι αυτό με
βοήθησε να θέλω να ζήσω κανονικά, με την δουλειά μου κι όχι με αλητείες.

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες

Γυμνάσιο πήγα στο 8ο στην Φυτευτή (εννοεί στο σχολικό συγκρότημα


Νομικού)…. Λύκειο πήγα 1ο ΤΕΕ, στην Γκράβα, λόγω παρέας, πήγαν οι
φίλοι μου εκεί και πήγα και γω. Δεν το τελείωσα, έμενα συνέχεια, από
απουσίες στην Τρίτη Λυκείου. Όλη η παρέα ήμασταν στις τουαλέτες ή στο
θεατράκι αντί για το μάθημα, μαστουρώναμε, πίναμε ρετσίνες και έτσι έμεινα
από απουσίες (γελάει)…Μπα, δεν έχει νόημα να ξαναγραφτώ στο σχολείο ρε
φίλε. Να το κάνω τί το χαρτί, που θα χρησιμέψει; Για να βρεις καλή δουλειά,
δεν θέλει μόνο πτυχίο, θέλει και μέσο, δεν σε παίρνουν έτσι, κατάλαβες,
τζάμπα χρόνος είναι να ξαναπάω. Ούτε μου ζήτησε κανείς απολυτήριο
Λυκείου μέχρι τώρα, ούτε είχα κάποιο θέμα επειδή δεν το τέλειωσα. Εμείς
εδώ ρε συ παλεύουμε για να πάρουμε ελληνικά χαρτιά, που τα δικαιούμαστε
σαν βορειοηπειρώτες, θα’ χουμε και μέσο για το δημόσιο ή για όπου αλλού;
(γελάει). Μακάρι να βγάλουμε χαρτιά ρε φίλε, μετά αν είμαστε καλά
οικονομικά μπορεί να πάρουμε και δάνειο για το σπίτι και να μην χρειάζεται
να δίνουμε ενοίκιο… Ότι δουλειές έκανα, τις έβρισκα από εφημερίδες και
ίντερνετ, οι φίλοι που έχω, από το σχολείο και την περιοχή εδώ, δεν μπορούν
να βοηθήσουν, αφού άλλοι ψάχνουν για δουλειά, άλλοι δουλεύουν απλά
κάπου. Μισθός τρίχες, τί περιμένεις να βρεις από το ιντερνέτ και την
εφημερίδα; Να, τώρα είμαι σεκιουριτάς ξέρω γω, φυλάω υλικά από τυχόν
κλέφτες, ξέρεις, αλλά τίποτα, δεν έχει λεφτά…Σύχναζα από πιτσιρίκι Φυτευτή
και πιο μεγάλος και Γκράβα, στο γυμνάσιο και Λύκειο. Οι φίλοι μου ήταν
Αλβανοί όλοι από Κάτω Πατήσια- Κυψέλη, εδώ. Ήξερα και δύο παιδιά,
Αλβανοί από το Γαλάτσι, αλλά δεν κάναμε παρέα, δεν ταιριάζαμε, ήταν
σοβαροί αυτοί (γελάει). Είχαμε και τους μεγάλους τότε, τα πιο μεγάλα παιδιά
που μας μαθαίνανε τις αλητείες, ξέρεις, να καπνίσουμε τίποτα απαγορευμένο,
καμιά φασαρία, αν και δεν έχω μπλεχτεί ποτέ σε χοντρή φασαρία στη ζωή
μου… Αλβανοί οι πιο πολλοί από δω από την περιοχή και κάποιοι Έλληνες οι
οποίοι βέβαια δεν ήτανε οι κλασσικοί Έλληνες, ξέρεις, να σπουδάσω, να βρω
μια δουλειά στο δημόσιο και να κάνω οικογένεια, για να το πούμε έτσι απλά

677
(γελάει)…Μικρός, στο γυμνάσιο τους γούσταρα όλους αυτούς, έπαιρνες
μαγκιά άμα είσαι με αυτούς, ότι είσαι κάποιος και μετράς, αλλά μέχρι εκεί,
δεν ήθελα να μπω στις παρανομίες όπως αυτοί, διακίνηση και τέτοια, όχι,
ήθελα να έχω μια κανονική δουλειά … Έπαιξε και ρόλο η εκκλησία της
μάνας μου…Οι γονείς μου με φωνάζανε, ξέρεις, να είσαι σωστός, να
διαβάζεις και τέτοια, αλλά δεν είχα κίνητρο για κάτι τέτοιο, ούτε καλός
μαθητής ήμουνα, ούτε είχανε και την προσδοκία ότι θα περάσω στο
πανεπιστήμιο….Δεν ήταν συνέχεια μες στο σπίτι, έπρεπε να δουλεύουν,
κατάλαβες, δεν είχαν την διάθεση να ασχολούνται όλη την ώρα με μένα,
θέλανε να ξαπλώσουν και να ηρεμήσουν. Όταν το παράτησα, μου είπαν να
ψάξω αμέσως για δουλειά για να φέρω λεφτά στο σπίτι για τα έξοδα, ξέρεις,
ενοίκια, φαγητό, τον καφέ μου, διάφορα. Αλλά όπως σου είπα, δεν έβγαλα
ποτέ μαύρα λεφτά, το μόνο κακό έτσι που κάνω είναι ότι πάω στο γήπεδο,
στον Παναθηναϊκό, αλλά μέχρι εκεί, ούτε φασαρίες, ούτε τίποτα.

Απόψεις για την γειτονιά

Κοίτα να δεις, δεν θεωρώ επικίνδυνη την γειτονιά μου παρά το ότι οι πιο
πολλοί στην δουλειά μου στα σεκιούριτι την θεωρούν (γελάει)…Εντάξει,
κοντά στην πολυκατοικία μου, βλέπεις να κοιμούνται άστεγοι μαύροι, ή
φασαρίες ξερω γω, διακίνηση ναρκωτικών αλλά συνηθίζεις. Την γιαγιά μου
την καημένη την είχαν ληστέψει δύο Άραβες όπως μας είπε εκείνη, λίγο πιο
κάτω από το σπίτι μας (γελάει)… Εντάξει, η γιαγιά είναι εύκολος στόχος ρε
φίλε, είναι πιο πιθανό να την ληστέψουν από έναν νέο άνδρα… Πριν δύο
χρόνια, η μάνα μου είχε φοβηθεί όταν ερχότανε στην πολυκατοικία και είδε
δύο αστυνομικούς με πολιτικά να σημαδεύουν με όπλο έναν μαύρο. Αυτός
έμενε πάνω από μας, καλοντυμένος πάντα. Μετά είπανε πως ήταν
σεσημασμένος για ναρκωτικά και όπλα. Αυτά γίνονται συχνά στην περιοχή
και αν συνηθίσεις, δεν σε νοιάζει, καταλαβαίνεις;…Εάν μεγάλωνα αλλού και
πήγαινα και σε άλλα σχολεία, ίσως να είχα άλλες εμπειρίες αλλά γουστάρω
που τις έχω. Μέσα από την δουλειά έχω γνωρίσει πολύ κόσμο, από άλλες
περιοχές, Περιστέρι, Παγκράτι, Φιλαδέλφεια, διάφορες, ξέρεις, που δεν έχουν
τις δικιές μου εμπειρίες και τους θεωρώ περίεργους, δηλαδή ασχολούνται με
ασήμαντα πράγματα, ανώριμα πράγματα, ενώ όσους ξέρω από την περιοχή
μου από το σχολείο, και έχουν ίδιες εμπειρίες με μένα, χωρίς να μπούνε βαθιά
σε κυκλώματα, έτσι, ε αυτοί είναι πιο ώριμοι και πιο εντάξει, καλύτεροι
άνθρωποι, ξέρουν να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό, κατάλαβες,. Πρέπει να
ξέρεις τα καλά και τα κακά της ζωής για να μπορείς να τα ξεχωρίζεις.

Παντελής 67 ετών. Με τον Παντελή συναντηθήκαμε στην λαϊκή της Τετάρτης κοντά
στη διασταύρωση Καραβίας με Πάτμου. Εκεί είχε ένα μικρό μαγαζάκι με υδραυλικά
είδη. Βρισκότανε έξω από το μαγαζί του με την σύζυγό του. Απέναντι ακριβώς από
το μαγαζί υπάρχει η κατάληψη Πάτμου και Καραβία, η οποία από ότι μου είπε και
μετά από την συνέντευξη είναι ένας υπαίθριος χώρος εκδηλώσεων που μαζεύονται
κυρίως κάτοικοι από την περιοχή. Η συνέντευξη έγινε μέσα στο μαγαζί του.

678
Είμαι 67 χρονών και εδώ στα Πατήσια είμαι 45 χρόνια. Εδώ δούλευα σε
οικοδομή κυρίως, σε κάποια ραφτάδικα εδώ κοντά κατά καιρούς, τώρα έχω
εδώ το μαγαζί με τα υδραυλικά που βλέπεις. Μένω στο ενοίκιο κοντά στην
Κολιάτσου κι έχω κι ένα πατρικό στο χωριό στα Τρίκαλα…Η περιοχή τότε
δεν είχε καμιά σχέση κοινωνικά με τώρα. Ούτε το όλο περιβάλλον είναι ίδιο,
τότε υπήρχαν μονοκατοικίες, υπήρχαν οικόπεδα, υπήρχαν οι αλάνες που
έπαιζαν τα παιδιά … Σιγά- σιγά, χτίστηκε η περιοχή. Μετά τη δεκαετία του
’60, με την παρέμβαση που έκανε ο Καραμανλής τότε με τις αντιπαροχές, η
Αθήνα έγινε αυτή που είναι και τα Κάτω Πατήσια έγιναν αυτά που είναι. Για
μένα την κατέστρεψε η αντιπαροχή την Αθήνα, ουσιαστικά. Να, κοίτα εδώ
(μου δείχνει το πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί του). Πεζοδρόμια δεν
υπάρχουν. Αυτό το στενό πράγμα το λες πεζοδρόμιο; Κοίτα εδώ το δρόμο
στην Πάτμου… Κατσικόδρομος, γεμάτος λακκούβες είναι, για αυτό έχουν
δουλειά τα συνεργεία εδώ (γελάει). Έτσι ξεκίνησε η υποβάθμιση εδώ, δεν
υπάρχει πια ελεύθερος χώρος. Άσχετα από την μετανάστευση, καμιά σχέση
δεν έχει η υποβάθμιση με την μετανάστευση, η υποβάθμιση έγινε πολύ πιο
πριν…Αφού γέμισε πολυκατοικίες, δεν έχει μείνει ένα πάρκο της προκοπής να
βγει το παιδί σου να παίξει… Κι έτσι μετά οι Έλληνες που είχαν λεφτά, παλιά,
σιγά-σιγά με τα χρόνια αγοράσανε ένα σπίτι στα ανατολικά, από κει μεριά
(μου έδειξε με το χέρι του προς την κατεύθυνση της Άνω Κυψέλης) και εδώ
μείναμε όσοι δεν μπορούμε να αγοράσουμε ένα σπίτι αλλού κι οι μετανάστες
που ήρθαν αργότερα. Κατάλαβες τώρα τί έγινε εδώ;…Έχω αρκετούς
γνωστούς που είναι ξένοι, γνωστούς, όχι φίλους. Φίλους δεν έχω καλά- καλά
ούτε Έλληνες, πάει πολύ μακριά η λέξη «φίλος». Ξέρω ξένους, ξέρω μαύρους
που έχουν μεγαλώσει εδώ, έχουν σπουδάσει εδώ, κανένα πρόβλημα με τα
παιδιά αυτά. Άλλοι εντάξει, ειδικά τώρα την νύχτα, ιδίως οι αφρικανοί,
κάνουνε όλη την παρανομία, που βλέπεις εδώ, ναρκωτικά, πορνεία, τα
γνωστά… Όπου υπάρχει φτώχεια υπάρχουν κι αυτά…Δεν μου έχει συμβεί
κάτι κακό, εκτός του ότι μου έχουν ανοίξει εδώ το μαγαζί δύο φορές, αλλά δεν
πιστεύω πως ήταν ντε και καλά ξένοι αυτοί…Έτσι πάει που λες για την
περιοχή εδώ Κάτω Πατήσια μέχρι Φωκίωνος…. Από εκεί που ήταν μια καλή,
μεσαία περιοχή, με ζωή, φύγανε αυτοί που μπορούσαν να φτιάξουν μια
περιουσία, μείναμε αυτοί που μείναμε, και έτσι έγινε
φτωχογειτονιά…Ευτυχώς που έχουμε εδώ απε΄ναντι το χώρο της κατάληψης,
μαζευόμαστε, κάνουμε γλέντια, έλα να σου δείξω μέσα το πράσινο…Ναι,
μπορείς να δεις ο ίδιος πως είναι…

Μαριέττα 39 χρονών. Η Μαριέττα είναι ιδιοκτήτρια της κάβας που βρίσκεται


απέναντι από το πάρκο Κύπρου. συνέντευξη έγινε στο μαγαζί της.

Μένω σε αυτήν την περιοχή 17 χρόνια, εδώ πιο πάνω στην οδό Αγίας Ζώνης.
Από τότε που ήρθαμε Ελλάδα από την Αλβανία με τον άντρα μου, μένω εκεί,
είχαμε συγγενείς εδώ στην περιοχή και εγώ και ο άντρας και έτσι ήρθαμε
εδώ.. Εδώ κάναμε και το παιδί μας, πήραμε και δάνεια για το σπίτι μας.
…Ανοίξαμε αυτήν την επιχείρηση που βλέπεις εδώ, την κάβα με τα ποτά, έχει
7 χρόνια…Έχουμε συνηθίσει εδώ, δεν φοβόμαστε, γνωρίζουμε αρκετό κόσμο.
Απλά λίγο πιο παλιά, είχαμε ένα μικρό πρόβλημα (γελάει διστακτικά), μας

679
ληστέψανε με όπλο κι αυτός που μας έκλεψε ήταν Έλληνας, συγγνώμη κιόλας
(γελάει), δεν έχω κάτι με σας έτσι; Τον έπιασε η αστυνομία και μας το είπε…
Με ενόχλησε που όταν φωνάξαμε την αστυνομία και ήμουνα, ξέρεις, σε
ταραχή, έκλαιγα, είχα φοβηθεί, είχα θυμώσει, δεν μπορούσα να το δεχτώ αυτό
να με κλέψουν, ο αστυνόμος άρχισε να μας λέει εμένα και τον άντρα μου ότι
καλύτερα που δεν κάναμε κάτι εμείς γιατί θα μπαίναμε μέσα, επειδή εγώ
έβριζα και φώναζα κι ότι δεν είναι σωστό να θυμώνουμε, κατάλαβες, κάτι
τρελά πράγματα…Του είπα ότι ήταν Έλληνας, γιατί είδα την φάτσα και τον
άκουσα, θα καταλάβαινα αν ήταν ξένος κι ο αστυνόμος μας έλεγε πως
ήμασταν ταραγμένοι, δεν μπορούμε να στεφτούμε καλά, τέτοια πράγματα…
Κι όταν τελείωσε η διαδικασία, μας ρώτησε αν έχουμε χαρτιά, επειδή
κατάλαβε από την προφορά μας πως είμαστε ξένοι και ήθελε να δει εάν
έχουμε χαρτιά, με επιμονή κι όλας. Του λέω, εγώ τρέμω, κλαίω και συ θες να
δεις τα χαρτιά μου; Μπορώ να έχω μαγαζί αν δεν έχω χαρτιά; Δεν ξέρεις τον
νόμο; Δεν την βλέπεις εδώ πάνω την άδεια; (μου δείχνει την άδεια του
μαγαζιού στον τοίχο). Αυτό με ενόχλησε πολύ, είχα τον κλέφτη είχα και έναν
αστυνόμο που μας έλεγε να μην θυμώνουμε και μας ζητούσε τα χαρτιά… Τον
πιάσανε τελικά, από δω από τα Κάτω Πατήσια ήτανε και είχε προβλήματα με
ναρκωτικά, αυτό μας είπε η αστυνομία… Εδώ η περιοχή δεν είναι πολύ
καθαρή, βλέπεις σκουπίδια κάτω. Αλλά ο κόσμος είναι παντού ίδιος. Δεν είναι
πάω Κηφισιά και όλοι εκεί είναι άγιοι. Εδώ απλά φαίνονται οι κακοί. Δεν
ξέρω εάν περνούσες από δω λίγο πιο παλιά, εδώ απέναντι στο πάρκο (μου
δείχνει το πάρκο Κύπρου), πουλούσαν ναρκωτικά. Σταματούσαν αμάξια και
ψωνίζανε. Έβλεπες όλα τα αμάξια, έβλεπες και ακριβά αμάξια. Έχω δει τα
πάντα. Άνδρες, γυναίκες, ότι ηλικία θες. Από μικρά παιδιά μέχρι 50 χρονών
άνθρωποι… Φταίει ο άλλος που το πουλάει; Αφού κάποιος το θέλει, δεν του
το δίνει με το ζόρι… Περνούσες από δω και σου φωνάζανε αν θες οτιδήποτε,
προχωρούσες και σε ακολουθούσανε για λίγο να σε πείσουν να πάρεις αλλά
άμα τους έλεγες όχι δεν θέλω, σταματάγανε. Με το ζόρι δεν γίνεται τίποτα….
Τώρα όμως καθάρισε το πάρκο, έκανε κάποιες συλλήψεις η αστυνομία και δεν
έχει τώρα τίποτα, έχουν πάει πιο κάτω. Μόνο άστεγους έχει, αλλά αυτοί δεν
πειράζουν κανένα. Αγοράζουν από εδώ καμιά φορά μπύρα, άλλες φορές τους
δίνουμε εμείς τζάμπα επειδή, ξέρεις, τους λυπόμαστε… Αυτήν την στιγμή
μόνο η καθαριότητα είναι εδώ, αλλιώς τα υπόλοιπα τα συνηθίζεις, Άμα κοιτάς
την δουλειά σου δεν θα σε μπλέξει κανένας σε τίποτα.

Σοφία 29 ετών. Η Σοφία ήτανε παρέα με άλλα δύο άτομα, φίλους της, τον Θανάση
και τον Διομήδη, στην πλατεία Καλλιγά, αργά το βράδυ. Μου παραχώρησε
συνέντευξη μεμονωμένα, χωρίς την κοντινή παρουσία των άλλων σε ένα διπλανό
παγκάκι από αυτό που καθότανε με την παρέα της. Στο ίδιο παγκάκι, πήρα
μεμονωμένες συνεντεύξεις από τα υπόλοιπα δύο άτομα, οι οποίες παρουσιάζονται
μετά από την συνέντευξη της Σοφίας.

Οικογενειακή κατάσταση

680
Μένω 11 χρόνια εδώ, στην πλατεία Αμερικής με ενοίκιο. Σχολείο δεν πήγα
εδώ, πήγα Βουλγαρία, έκανε 6 μήνες ελληνικά, μετά μπήκα στο Πάντειο, στην
Καλλιθέα, στη δημόσια διοίκηση, αλλά έγιναν κάποια πράγματα εδώ που δεν
ήθελα να συνεχίσω… Κάποια κακά πράγματα, που θα μπορούσαν βέβαια να
είχαν συμβεί οπουδήποτε, αλλά ας μην το συνεχίσουμε…Γύρισα Βουλγαρία 1
χρόνο και μετά ξανάρθα εδώ, πλατεία Αμερικής… Τώρα έχω αποφασίσει να
συνεχίσω τις σπουδές μου, να ξαναφτιαχτώ σαν άνθρωπος… Έχω και μια
αδερφή πιο μεγάλη, τελείωσε πανεπιστήμιο εδώ και τώρα δουλεύει
Βουλγαρία. Ο πατέρας μου έχει τελειώσει πανεπιστήμιο στην Βουλγαρία,
ζωγραφική, ήτανε καθηγητής ζωγραφικής εκεί, σε σχολείο, εδώ ασχολείται με
διαφημίσεις. Η μητέρα μου, ήτανε πρώην παίκτρια χάντμπολ, πάρα πολύ
καλή, στην εθνική ομάδα και εδώ νταντεύει ηλικιωμένους (γελάει)… Όλες
μου τις δουλειές τις βρήκα μόνη μου από τις αγγελίες και όλες εδώ Κάτω
Πατήσια και Κυψέλη. Τώρα δουλεύω εδώ στη Πατησίων σε μία καφετέρια
που φτιάχνει και κρέπες, στο (μου λέει το όνομα καταστήματος)…
Μεροκάματο μέτριο, όχι όσο πρέπει, δεν μπορείς να μείνεις μόνη σου με
τίποτα, αλλά για να βοηθάω στο σπίτι καλό είναι.

Απόψεις για την γειτονιά

Τα τελευταία χρόνια, 3 με 4 χρόνια, δεν την βλέπω και πολύ καλή την
περιοχή, εννοώ εδώ γύρω από την πλατεία Αμερικής… Γενικά υπάρχει φόβος,
φόβος που βγαίνεις το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ, ειδικά το βράδυ. Άμα
είσαι γυναίκα είναι πιο επικίνδυνα, γιατί κλέβουν κυρίως γυναίκες στο δρόμο.
Έχει πολλούς μετανάστες εδώ και πολλοί είναι περίεργοι. Πριν ένα χρόνο με
έκλεψε ένας ξένος, φαινότανε από το Μαρόκο με μαχαίρι στην Πατησίων,
μετά από την δουλειά…Δεν έχει σχέση με το χρώμα, άμα είναι κάποιος ξένος
θέλει προσοχή… Άμα έχεις παιδί εδώ θέλει προσοχή. Να σας πως για
παράδειγμα, κάθε μέρα εδώ στην πλατεία Αμερικής στους πεζόδρομους,
βλέπεις παιδιά που παίζουν και βλέπεις αμάξια να περνάνε από τον
πεζόδρομο, χωρίς προσοχή, να τρέχουνε. Μετά βλέπεις πολλούς που πίνουνε,
και μαύρους και Βούλγαρους και Πολωνούς και Έλληνες γέρους και μεθάνε
και φωνάζουνε μπροστά στα παιδιά για ομάδες, για πολιτική, για τις χώρες
τους, οτιδήποτε. Παίζει και πολύ ναρκωτικό εδώ. Πιο πριν ήτανε η πλατεία
Κύπρου, μαζέψανε κάποιους και οι άλλοι μετακόμισαν εδώ τριγύρω.
Περπατάς και σου κάνουν νόημα, να σου πουλήσουν, μπροστά σε παιδιά αυτό
(με έντονο ύφος)… Έχει και τις μαύρες εδώ μετά, που είναι πια διάσπαρτες,
τις βλέπεις παντού να ψάχνουν για πελάτη μετά το απόγευμα και δεν είναι
ωραία εικόνα. Φωνάζουν, βρίζονται με ανθρώπους… Δεν είμαι ρατσίστρια,
κι εγώ μετανάστρια είμαι, απλά όπου έχει πολλούς μετανάστες έχει και
προβλήματα.

Θανάσης 24 ετών

Οικογενειακή κατάσταση

681
Μένουμε σε δικό μας σπίτι εδώ κοντά στην πλατεία Αμερικής. Η μητέρα μου
δούλευε στην τράπεζα, είναι σε σύνταξη τώρα, ο πατέρας μου έχει δικό του
βουλκανιζατέρ, του Λυκείου άνθρωποι. Σχολείο πήγα Γκράβα, Γυμνάσιο και
Λύκειο, τελείωσα το 22ο Γυμνάσιο και ενιαίο Λύκειο, στο ίδιο με τον αδερφό
μου. Ο αδερφός μου δουλεύει στον στρατό, μονιμάς ΕΠΟΠ.

Σχολικές και επαγγελματικές εμπειρίες


Σαν μαθητής ήμουνα μέτριος, ούτε να μείνω μετεξεταστέος, ούτε να περάσω
πανεπιστήμιο. Το σχολείο που τελείωσα ήταν καλό σχολείο, ήσυχο. Τα άλλα
σχολεία ήταν πιο ζωηρά, τα ΕΠΑΛ ειδικά, ήταν πιο ζωηρά, γινόντουσαν
κάποιες φασαρίες και ναρκωτικά πολλά αλλά αν δεν ανακατεύεσαι δεν έχεις
προβλήματα, αν αποφεύγεις συγκεκριμένους χώρους, όπως το θεατράκι ας
πούμε, και συγκεκριμένου στυλ ανθρώπους δεν σε πειράζει κανένας…Η
Γκράβα πλέον έχει ηρεμήσει, δηλαδή σε σχέση με παλιά που γινόταν ένας
χαμός δεν έχει πλέον τέτοια πράγματα… Ένα καλό που έχει η Γκράβα είναι
ότι έχει αρκετά ξένα παιδιά, έρχεσαι σε επαφή με άλλες κουλτούρες, παίρνεις
πράγματα έτσι, αν ξέρεις να επιλέγεις άτομα, παίρνεις πράγματα…Οι πιο
πολλοί φίλοι μου από το σχολείο ήταν ξένοι. Πολωνία, Αλβανία, Νιγηρία,
τέτοιες χώρες…Ναι, κάναμε και κάνουμε παρέα γιατί όπως σου είπα ήταν
καλά παιδιά, με τους κακούς δεν είχα πάρε-δώσε, ήταν και σε άλλα σχολεία
βασικά, στα ΕΠΑΛ ήταν κυρίως αυτοί, Έλληνες και ξένοι…Μετά το σχολείο
έδωσα πανελλήνιες, πέρασα στη Σπάρτη στο Τμήμα Τεχνολογίας
Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών, δεν το τελείωσα, πήγα στρατό, έχω μια
βδομάδα περίπου που απολύθηκα και τώρα αποφάσισα να γραφτώ σε μια
σχολή μαγειρικής… Μέχρι τώρα έχω δουλέψει σαν φοιτητής στην Σπάρτη σε
ιντερνέτ καφέ, στις ελιές, ξέρεις, περιστασιακά.

Απόψεις για την γειτονιά.

Εδώ είναι η περιοχή μου, εδώ μεγάλωσα, εδώ έπαιξα, εδώ είναι το σπίτι μας
οπότε όπως καταλαβαίνεις την έχω συνηθίσει… Όπως και να χει ξέρω τι να
αποφύγω, ξέρω σε ποιά μαγαζιά να μην πάω, ξέρω ποιού στυλ ανθρώπων να
αποφεύγω και να μην πλησιάζω…Σου είπα και πριν, ότι ίσχυε για το σχολείο
ισχύει και εδώ έξω, άμα δεν πας γυρεύοντας και προσέχεις ποιοί είναι δίπλα
σου και πού δεν πρέπει να πας, δεν έχεις πρόβλημα. Αποφεύγεις όπου υπάρχει
πιθανότητα κινδύνου και δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε.

Διομήδης 31 ετών.

Οικογενειακή κατάσταση και επαγγελματικές εμπειρίες

Μένω και εργάζομαι στην Γλυφάδα. Μένουμε 24 χρόνια βασικά στην


περιοχή, από το 1999, από τότε που ήρθαμε στην Ελλάδα. Μείναμε εκεί γιατί
είχαμε ήδη συγγενείς εκεί, ξαδέρφια, ξέρεις από την μεριά του πατέρα κυρίως.

682
Στην αρχή μας φιλοξενούσε ο ξάδερφος του πατέρα μου για λίγο και μετά
νοικιάσαμε το σπίτι που είμαστε μέχρι και σήμερα. Στο νοίκι είμαστε ακόμα
αλλά μας συμφέρει…Η μητέρα μου είχε τελειώσει οικονομικά στην Αλβανία,
εδώ καθάριζε σπίτια, κλασσικά μεταναστευτικά πράγματα (γελάει). Ο
πατέρας μου ήταν καθηγητής στην Αλβανία, εδώ δουλεύει από τότε που
ήρθαμε σε μια εταιρία με τέντες και είδη νοικοκυριού. Μια φιλική οικογένεια
από την δουλειά του πατέρα μου με βοήθησε να βρω την δουλειά που έχω
τώρα, είμαι υπεύθυνος σε μεγάλο εστιατόριο στην Γλυφάδα εδώ και
χρόνια…Πριν δούλευα σε ένα τυπογραφείο εκεί κοντά στο σπίτι μου. … Το
ξέρω, όταν είπα ότι είμαι Αλβανός εδώ στα παιδιά δεν πιστεύανε, δεν έχω
ούτε την προφορά, ούτε το όλο στυλ. Αλλά είμαι Αλβανός και νιώθω
Αλβανός, αν και η γιαγιά μου ήταν βορειοηπειρώτισσα που μίλαγε μόνο
ελληνικά (γελάει)… Είμαστε συνάδελφοι εδώ με τον Θανάση στο εστιατόριο
που δουλεύω τώρα στην Γλυφάδα και μέσω του Θανάση, γνώρισα την Σοφία
με την οποία είμαστε μαζί και γνώρισα και την περιοχή. Πριν δεν είχα έρθει
ποτέ, ουσιαστικά έχω ένα χρόνο που περπατάω εδώ…

Σχολικές εμπειρίες στην Γλυφάδα και απόψεις για την γειτονιά.

Τελείωσα όλο το σχολείο στην Γλυφάδα. Πήγα στο τεχνικό, τελείωσα ως


γραφίστας, αλλά μόνο με το επάγγελμα αυτό δεν έχω ασχοληθεί (γελάει). Στο
σχολείο, τα πράγματα ήταν ήσυχα, καμιά σχέση με τις εμπειρίες του Θανάση.
Σε μας το πιο αλήτικο που συνέβαινε (γελάει) ήταν ότι ορισμένοι μαθητές
καπνίζανε στις τουαλέτες και κάνανε κοπάνες για να φάνε Goody's και να
πιούνε φραπέ… Στο τεχνικό, βέβαια δεν θα βρεις ιδιαίτερα μορφωμένα παιδιά
όπως στο γενικό, ο προσανατολισμός εκεί είναι περισσότερο
χειρωνακτικός…Κοίταξε, εδώ είναι τελείως διαφορετικά από την Γλυφάδα,
όχι μόνο όσον αφορά το οικονομικό επίπεδο αλλά και όσον αφορά τον ίδιο
τον χώρο, είναι πιο στενά εδώ. Το παρκινγκ είναι μεγάλο θέμα εδώ στο
κέντρο, δηλαδή δεν βρίσκεις πάντα να παρκάρεις κοντά στον χώρο
σου…Είναι τρομερό, ολόκληρη περιπέτεια χρειάζεται για βρεις κενό χώρο
στάθμευσης… Κοίτα, στην Γλυφάδα δεν έχει τόσους πολλούς ξένους όπως
εδώ και συνήθως όταν βλέπεις ξένο στην Γλυφάδα, είναι πιο πιθανό να είναι η
δουλειά του εκεί, παρά να μένει εκεί, λόγω του ότι δεν μπορεί εύκολα ένας
ξένος να ανταπεξέλθει στα νοίκια και είναι γενικά ακριβότερη η ζωή εκεί.
Οπότε όπως καταλαβαίνεις, ένα παιδί μεταναστών όπως εγώ, παρόλο που δεν
σπούδασα και που πήγα σε τεχνικό που είναι χαμηλά στην σχολική ιεραρχία,
για να το θέσουμε έτσι, είναι πιθανότερο να πάρει την ελληνική γλώσσα και
την ελληνική νοοτροπία, παρά την ξένη, γιατί μπαίνεις στην ελληνική ροή.
Δηλαδή πλέον βλέπω πιο πολύ τους άλλους ξένους σαν «ξένους» παρά τον
εαυτό μου… Υπάρχει και μια ένταση στο κέντρο, μεγαλύτερη τριβή για να το
θέσω έτσι (με διστακτικό ύφος), ο ένας δίπλα στον άλλον, είσαι πιο ασφαλής
στα νότια προάστια να το πούμε απλά. Αλλά βέβαια, για έναν που έχει
μεγαλώσει εδώ και έχει γίνει ένα με την περιοχή, παθαίνει ανοσία στις κακές
πλευρές εδώ της περιοχής, καταλαβαίνεις τι εννοώ…Το βλέπω και στον φίλο
μου εδώ τον Θανάση (μου δείχνει τον Θανάση), έχει τύχει να του πω όταν
περπατάμε εδώ μαζί: Τι κάνει αυτός τώρα; Πουλάει ναρκωτικά; και μου
απαντά: Α, έτσι είναι τα πράγματα εδώ, μην ασχολείσαι δεν σε πειράζει. Για
κάποιον που δεν μένει εδώ και μόνο έχει ακούει για εδώ από την τηλεόραση ή

683
το διαδίκτυο, ξέρεις για τις φασαρίες και την όλη ένταση που υπάρχει, είναι
αλλιώς, σίγουρα είναι αλλιώς, δηλαδή προσωπικά, δεν θα έμενα ποτέ εδώ κι
εννοείτε ούτε θα έκανα οικογένεια σε αυτή τη περιοχή, απλά είναι το σπίτι της
Σοφίας εδώ και για αυτό με βρήκες (γελάει)…Για παράδειγμα, μια
συνεργάτριά μας από το εστιατόριο, βορειοηπειρώτισσα, μεγάλωσε Γλυφάδα,
παντρεύτηκε έκανε οικογένεια και ήρθε εδώ στην Δροσοπούλου
συγκεκριμένα, γιατί ο άντρας της είχε δικό του σπίτι εκεί. Μας λέει λοιπόν
στην δουλειά ότι δεν μπορεί να βρει παρκινγκ, είναι μακριά πια από την
δουλειά της, ότι υπάρχει ένταση, γίνονται πολλές φασαρίες κάτω από το σπίτι
της και πολλά ναρκωτικά…Φοβάται και για την κόρη της, όσο να ναι δεν
θέλεις το παιδί σου να ζει σε ένα τέτοιο περιβάλλον και να βλέπει τέτοια, γιατί
άμα τα βλέπει, θα πάθει ανοσία και γενικά θα του είναι κάτι συνηθισμένο,
οπότε δεν θα μπορεί να τα καταλαβαίνει ως κάτι κακό. Κι έτσι σκέφτεται
σοβαρά να γυρίσει πίσω στην Γλυφάδα και για την κόρη της.

Φάτμα 35 χρονών. Η Φάτμα είναι από την Σιέρα Λεόνε. Εργάζεται σε συνεργείο που
καθαρίζει ορισμένα μέσα μαζικής μεταφοράς. Είναι πελάτης του φούρνου του
Μάνου. Η συνέντευξη διεξήχθη στην αγγλική γλώσσα έξω από το φούρνο το 2015.

Επαγγελματικές εμπειρίες

Ήρθα στην Αθήνα ένα μήνα μετά τους Ολυμπιακούς το 2004, σαν πρόσφυγας
από την Σιέρρα Λεόνε. Ήρθα από τον Λίβανο, περπάτησα με τα πόδια μέσα
στην έρημο, για να έρθω εδώ. Η οικογένειά μου, με βοήθησε να φύγω για να
γλιτώσω από το πόλεμο τότε. Έναν αδερφό μου τον σκότωσαν στον πόλεμο…
Στην Σιέρρα Λεόνε είχα τελειώσει το Λύκειο, μου άρεσαν πολύ τα
θρησκευτικά στο σχολείο…Στην αρχή έμεινα σε μία φίλη, την Πάτρα, από
Σιέρρα Λεόνε, στην Κυψέλη και μετά μόλις βρήκα δουλειά, από μια άλλη
συμπατριώτισσα, έμεινα πλατεία Αμερικής, μόνη μου. Τώρα μένω Κολιάτσου.
Μου αρέσει το διαμέρισμα, γιατί έχει και τηλεόραση στο θυροτηλέφωνο,
μπορώ να δω ποιος έρχεται στην πολυκατοικία. Δεν είναι και τόσο φθηνό,
αλλά τα καταφέρνω…Και οι γείτονες είναι καλοί άνθρωποι, οι πιο πολλοί
είναι ξένοι και με βλέπουν σαν έναν άλλο ξένο… Υπάρχει μια Ελληνίδα που
δεν συμπαθεί εμάς, τους Αφρικάνους και τις Αφρικανές, αλλά δεν της δίνουμε
σημασία…Δουλειά βρήκα από ανθρώπους από την χώρα μου, όλες μου τις
δουλειές έτσι τις βρήκα…Εμείς από την Αφρική, όταν ερχόμαστε στην
Ελλάδα, ξέρουμε από πριν, ότι εάν πας πλατεία Αμερικής θα βρεις σίγουρα
από την χώρα σου. Και υπάρχει και κάποιος σύλλογος από την χώρα σου…
Δούλεψα στην αρχή σε ένα σπίτι για 7 χρόνια, πρόσεχα τα δίδυμα παιδιά μιας
οικογένειας στο Γαλάτσι, ο σύζυγος είναι διευθυντής σε τράπεζα. Όταν ήρθε η
ώρα να με διώξει, μου είπε Φάτμα πρέπει να φύγεις, δεν με πλήρωσε το ΙΚΑ
μου, ούτε μου έδωσε κάποια λεφτά για την απόλυση. Δεν παραπονέθηκα, θα
τον κρίνει ο Θεός είπα (δείχνοντας επάνω)… Τώρα πλένω μέσα μαζικής
μεταφοράς. Βρήκα την δουλειά από μια φίλη μου από την χώρα μου. Έχω
γνωρίσει κι άλλες γυναίκες από άλλα μέρη στη δουλειά, από Αλβανία,
Νιγηρία, Βουλγαρία, υπάρχει και μια Ελληνίδα….Δεν μας πληρώνουν στην
ώρα μας, ούτε μας δίνουν άδεια εύκολα, ενώ μπορούν. Γιατί μας το κάνουν
αυτό; Δεν είναι σωστό όταν κάποιος δουλεύει να αργείς να τον πληρώσεις,

684
γιατί αυτός έχει ανάγκες, έχει ενοίκιο, θέλει να φάει, τι θα κάνει; Εγώ
ευτυχώς, έχω γνωρίσει και μια οικογένεια από Σενεγάλη, και μου δίνουν
προϊόντα για πούλημα έξω στο δρόμο, στις λαϊκές. Με βολεύει αυτό, γιατί
βγάζω έξτρα λεφτά την ημέρα και το βράδυ δουλεύω για την εταιρία.

Απόψεις για τη γειτονιά


Για μένα, η Αθήνα είναι ως εξής: το Ψυχικό είναι Ευρώπη, μεγάλα σπίτια,
πλούσιοι άνθρωποι, καθαρός αέρας. Έχεις πάει ποτέ; Εκεί έχουν γίνει
αφρικανικά φεστιβάλ… Μετά , Περιστέρι, Καλλιθέα, Γαλάτσι είναι Ελλάδα.
Ήσυχες περιοχές, οι άνθρωποι δεν είναι ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί. Κάτω
Πατήσια και Κυψέλη είναι Αφρική. Εδώ μένουν Αφρικανοί, είμαστε φτωχοί
άνθρωποι, πρέπει όλο να δουλεύουμε, όλη την ημέρα. Κι οι άλλοι ξένοι είναι
σαν εμάς ή λίγο πιο καλά, λίγο…Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι κι αυτός
Αφρική, αλλά τα Κάτω Πατήσια και η Κυψέλη είναι Αφρική και όσον αφορά
τους ανθρώπους, εδώ είμαστε όλοι οι Αφρικανοί… Όλα τα προβλήματα εδώ,
όπως τα ναρκωτικά, οι ιερόδουλες, οι μόνες μητέρες, υπάρχουν γιατί είναι
φτωχή περιοχή… Ναι, υπάρχουν κάποιες μόνες μητέρες εδώ, από Αφρική που
ξέρω και μεγαλώνουν τα παιδιά τους δύσκολα, επειδή είναι μόνες…Δεν είναι
όμως όλοι οι Αφρικανοί κακοί, δεν είμαστε όλοι κακοί. Κάποιοι είναι
απεγνωσμένοι, ζητάνε δουλειά, αλλά δεν έχουν. Αν είχαν δεν θα έψαχναν το
κακό. Όπως εμείς, δουλεύουμε, δεν μας πληρώνουν πάντα στην ώρα μας,
αλλά έχουμε δουλειά και τα καταφέρνουμε. Κανείς δεν αφήνει την χώρα για
να πάει κάπου και να κάνει το κακό. Κάποιοι που δεν έχουν δουλειά, τους
βλέπεις στην πλατεία Αμερικής και στην Κολιάτσου, να πίνουν αλκοόλ ή να
καπνίζουν ναρκωτικά…Κι αν κάποιοι είναι κακοί, δεν σημαίνει ότι όλοι είναι
κακοί (με σοβαρό ύφος)… Στη τηλεόραση λένε οι Αφρικανοί δημιουργούν
προβλήματα, αλλά δεν είναι οι Αφρικανοί, είναι συγκεκριμένοι άνθρωποι από
συγκεκριμένες χώρες… Και να ξέρεις, ότι οι Αφρικανοί, έχουμε άλλη
οικογενειακή κουλτούρα. Είμαστε πιο αυστηροί στα παιδιά από σας. Κάποιοι
βέβαια υιοθετούν το δικό σας στυλ. Για παράδειγμα, η φίλη μου η Σοφία από
την χώρα μου, αυτή μένει στην Κυψέλη, έχει έναν γιο που πηγαίνει στο
σχολείο της Γκράβας και καπνίζει μπροστά της, μπορείς να το φανταστείς;
Γιατί δεν τον χτυπάς να σταματήσει, τουλάχιστον μπροστά σου, της λέω, τι να
κάνω, αφού τώρα το έμαθε, μου απαντά. Τα σχολεία εδώ δεν λειτουργούν
σωστά. Και Γκράβα και πλατεία Αμερικής που ξέρω από άλλες αφρικανές που
στέλνουν τα παιδιά τους εκεί, δεν είναι καλά σχολεία. Στο σχολείο πας για να
πάρεις εκπαίδευση και να γίνεις κάτι σπουδαίο, όχι να μαθαίνεις να καπνίζεις
σαν παρακατιανός. Στην Σιέρρα Λεόνε αν τολμούσε μαθητής να καπνίσει
μέσα στο σχολείο, γινόταν πόλεμος με τον καθηγητή και με τους γονείς
μετά…Ούτε είναι σωστό να φεύγουν τα κορίτσια από το σχολεία για να βγουν
για καφέ με αγόρια. Έχω ακούσει για πολλά κορίτσια 14 και 15 χρονών, από
Σιέρρα Λεόνε οι γονείς τους, να φεύγουν από το σχολείο και να τους έχουν δει
στο Μοναστηράκι, με αγόρια να πίνουν καφέ. Θα έπρεπε να υπάρχει
περιορισμός από τους καθηγητές…

685

You might also like