You are on page 1of 31

Συγγραφέας:

Τριανταφυλλιά (Λίνα) Παπαδοπούλου


Αναπλ. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ, Συντονίστρια ΔΗΔ 31

Επιμέλεια-επικαιροποίηση: Χριστίνα Ακριβοπούλου, Καθηγήτρια-


Σύμβουλος ΔΗΔ 11

Κριτική ανάγνωση: Δημοσθένης Λέντζης, Επ. Καθηγητής ΑΠΘ,


Καθηγητής-Σύμβουλος ΔΗΔ 31
@ΕΑΠ 2019
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Σκοπός
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να εξετάσει τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κύρια
και δευτερεύοντα, τη λειτουργία, τις αρμοδιότητες, τη νομιμοποίησή τους και τις σχέσεις μεταξύ τους.

Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
Όταν ολοκληρώσετε τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου θα μπορείτε να συζητήσετε θέματα όπως:
 Ποια είναι τα όργανα που ασκούν τις λειτουργίες και εφαρμόζουν τις πολιτικές στο πλαίσιο
της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
 Ποια είναι η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
ποιες οι αρμοδιότητές τους·
 Από πού αντλούν τα όργανα αυτά τη νομιμοποίησή τους.

Έννοιες – κλειδιά
 Ευρωπαϊκό Συμβούλιο - Συμβούλιο (Υπουργών)
 Επιτροπή-Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
 Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
 Ενισχυμένη πλειοψηφία - Στάθμιση ψήφων
 Λειτουργική και δημοκρατική νομιμοποίηση
 Αρχή των ανατεθειμένων αρμοδιοτήτων
 Αρχή της επικουρικότητας
 Αποκλειστικές, συντρέχουσες και επικουρικές αρμοδιότητες

Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ένα από τα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο τη διαφοροποιεί από τους
κλασικούς διεθνείς οργανισμούς, είναι ότι οι λειτουργίες της δεν ασκούνται μόνον ή κυρίως
μέσω της διπλωματίας και διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων. Αντίθετα διαθέτει έναν
ικανό αριθμό οργάνων, θεσμών και διαδικασιών προκειμένου να υλοποιηθούν στόχοι σε μια
πληθώρα τομέων, στους οποίους η Ένωση διαθέτει αρμοδιότητα. Τα σημαντικότερα
όργανα, τα οποία αναγνωρίζονται ως κύρια, είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο οποίο
μετέχουν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, το Συμβούλιο (Υπουργών), το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, η Επιτροπή, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΕ) και η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Παρά την ύπαρξη των
διαφορετικών αυτών οργάνων, η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (εκτελεστική,
νομοθετική, δικαστική) δεν βρίσκει στο ενωσιακό οικοδόμημα την εφαρμογή που
απολαμβάνει σε εθνικό επίπεδο. Κύρια στόχευση της ύπαρξης των πολλαπλών αυτών
οργάνων είναι η αντιπροσώπευση διαφορετικών συμφερόντων και συσσωματώσεων και η
ισορροπία μεταξύ τους. Από την αρχική αυτή παρατήρηση προκύπτει η διττή φύση της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως Ένωσης κρατών και λαών, κάποιοι θα πρόσθεταν και πολιτών και
η μικτή φύση των οργάνων της, ως διακρατικών και υπερεθνικών ταυτόχρονα, άλλων
περισσότερο υπερεθνικών (Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ΔΕΕ) και άλλων
περισσότερο διακρατικών (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλιο). Αντίστοιχα, αυξάνεται ή
μειώνεται ο ρόλος των υπερεθνικών οργάνων στους διάφορους τομείς αρμοδιοτήτων
ανάλογα με τα εάν το εθνικά συμφέροντα υποχωρούν ή υπερισχύουν αντίστοιχα.
Η λειτουργία των οργάνων αυτών κρίνεται τόσο από άποψη δημοκρατικής τους (ή
διαδικαστικής) νομιμοποίησης όσο και από άποψη λειτουργικής (ή κατ’ αποτέλεσμα
νομιμοποίησής τους). Η πρώτη αφορά στις διαδικασίες που επιτρέπουν την αναγωγή των
οργάνων αυτών στη βούληση των λαών ή /και των πολιτών των κρατών μελών της Ένωσης,
ενώ η δεύτερη απορρέει από το εξαγόμενο αποτέλεσμα και την αποτελεσματικότητα,
δηλαδή το βαθμό επίτευξης στόχων με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το εύρος των αρμοδιοτήτων καθώς και η κατανομή τους
ανάμεσα στα θεσμικά όργανα της Ένωσης προσδιορίζεται κάθε φορά ανάλογα με την εξέλιξη
του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος. Εκτός από τα κύρια όργανα από τις συνθήκες
προβλέπεται η συγκρότηση και λειτουργία μιας σειράς οργάνων με ειδικότερες αρμοδιότητες
όπως η COREPER, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική
Επιτροπή (ΕΟΚΕ), η Επιτροπή των Περιφερειών, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ),
η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΞΔ), ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας
Δεδομένων (ΕΕΠΔ), το Γενικό Δικαστήριο (πρώην ΠΕΚ). Κάποια από αυτά διαθέτουν
ανεξάρτητες αρμοδιότητες, ενώ κάποια άλλα επικουρούν το έργο των κυρίων οργάνων της
Ένωσης.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1

2.1 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

2.1.1 Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο


Για πρώτη φορά το 1961 συμφωνήθηκε ότι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων πρέπει να
συναντιώνται σε τακτά χρονικά διαστήματα και το 1974 οι συναντήσεις αυτές
θεσμοποιήθηκαν. Από αυτές προήλθε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο τυπικά
κατοχυρώθηκε και ενσωματώθηκε στη θεσμική διάρθρωση μόλις το 1987 με την Ενιαία
Ευρωπαϊκή Πράξη (άρθρο 23 ΕΕΠ).
Σήμερα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελεί όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 4
ΣυνθΕΕ) και αποτελείται από τους Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων (δηλαδή Προέδρους
Δημοκρατίας ή Πρωθυπουργούς ανάλογα με το συνταγματικό σύστημα κάθε χώρας) όλων
των χωρών της Ένωσης, καθώς και από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Διακρίνεται από το Συμβούλιο Υπουργών, που θα εξετάσουμε παρακάτω, το οποίο
αποτελείται από τους Υπουργούς ομοίου αντικειμένου των κρατών μελών και βέβαια από το
Συμβούλιο της Ευρώπης, που είναι διεθνής οργανισμός πανευρωπαϊκής έκτασης.

Δραστηριότητα 1
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα www.coe.int
[για ελληνικά www.coe.int/gr/portal/default.asp?L=GR]. Διαβάστε περισσότερα
για το Συμβούλιο της Ευρώπης προκειμένου να το διακρίνετε από το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο.

Άρθρο 4 Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης


Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δίνει στην Ένωση την αναγκαία ώθηση για την ανάπτυξή της και
καθορίζει τους γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς της.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συγκεντρώνει τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών
μελών καθώς και τον πρόεδρο της Επιτροπής, οι οποίοι επικουρούνται στο έργο τους από
τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών μελών και από ένα μέλος της Επιτροπής. Το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, υπό την προεδρία του
αρχηγού κράτους ή κυβερνήσεως του κράτους μέλους που ασκεί την προεδρία του
Συμβουλίου.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μετά από κάθε σύνοδό του, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο έκθεση, καθώς και ετήσια γραπτή έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει
σημειώσει η Ένωση.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές, σύμφωνα με τη Συνθήκη, και


πλέον βάσει μιας συμφωνίας από το 2002 τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο, χωρίς να
αποκλείεται και περαιτέρω έκτακτη συνεδρία του, προκειμένου να συζητήσει και να
συμφωνήσει τη γενική πολιτική της Ένωσης και να εξετάσει την πρόοδο που σημειώνεται.
Είναι το ανώτατο όργανο χάραξης πολιτικής τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με εξέχοντα
καθοδηγητικό και συντονιστικό ρόλο και υπεύθυνο για την ανάληψη πολιτικών
πρωτοβουλιών και γι’ αυτό οι συνεδριάσεις του αποκαλούνται «σύνοδοι κορυφής». Στο
πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκπληρώνει τα καθήκοντά του με την έκδοση πολιτικών
αποφάσεων αρχής ή τη διατύπωση οδηγιών και εντολών για το έργο του Συμβουλίου
Υπουργών ή της Επιτροπής, όργανα που καλούνται να υλοποιήσουν τα συμπεράσματα των
συνόδων κορυφής.
Ειδικότερα, τo Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, λαμβάνει αποφάσεις για το μελλοντικό θεσμικό
σχήμα και τα νέα καθήκοντα της ΕΕ, καθώς και το αν και πότε πρέπει να υπάρξει
αναθεώρηση των ιδρυτικών Συνθηκών. Παράλληλα, παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη
των πολιτικών της ΕΕ τόσο θέτοντας καινούρια θέματα, υπό τη μορφή προγραμμάτων τα
οποία πρέπει να εξειδικευθούν νομοθετικά, όσο και επιλύοντας άλλα που έφτασαν σε
αδιέξοδο στο πλαίσιο του Συμβουλίου Υπουργών.
Στη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου περιλαμβάνονται: α) οι αρχηγοί κρατών και
κυβερνήσεων των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε., β) ο πρόεδρος της Επιτροπής, γ) ο πρόεδρος
του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενώ συνεπικουρούνται από τους υπουργούς εξωτερικών των
κυβερνήσεων των κρατών-μελών και από ένα μέλος της επιτροπής. Στις συνόδους του
συμμετέχει και ο Ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και
Πολιτικής Ασφάλειας, όταν συζητούνται ζητήματα που άπτονται των εξωτερικών
υποθέσεων. Στις συνεδριάσεις μπορούν να μετέχουν και άλλα μέλη των οργάνων της ΕΕ,
εφόσον αυτό απαιτείται, όπως ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή ο
πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο οποίος απευθύνει και ομιλία με τις θέσεις του
σώματος πριν τις συνόδους.
Αν και η Συνθήκη Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει τη διεξαγωγή
ψηφοφοριών στην πράξη οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου λαμβάνονται
συναινετικά, στη βάσει consensus, ενώ ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο
πρόεδρος της Επιτροπής δεν διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Οι αποφάσεις αυτές παίρνουν τη
μορφή δηλώσεων και διακηρύξεων, ενώ μετά τη λήξη κάθε συνόδου του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου δημοσιοποιούνται συνοπτικά τα αποτελέσματα των εργασιών του με τη μορφή
συμπερασμάτων.

Οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έχουν κυρίως επιτελικό, πολιτικό χαρακτήρα.


Στις ειδικότερες αρμοδιότητές του περιλαμβάνονται:
α) Η εξέταση και προώθηση κομβικών πρωτοβουλιών της Ε.Ε.
β) Η διευθέτηση των διαφωνιών οι οποίες ανακύπτουν στο πλαίσιο της λειτουργίας του
Συμβουλίου (όργανο διαιτησίας).
γ) Η διαβούλευση για τη διατύπωση κοινών θέσεων σε ζητήματα διεθνούς επικαιρότητας,
καθώς και ο συντονισμός της κοινής διπλωματίας της Ένωσης.
Με τη ΣΛΕΕ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απέκτησε και δικό του πρόεδρο. Ο πρόεδρος του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εκλέγεται από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για θητεία δυόμιση
ετών που μπορεί να ανανεωθεί μια φορά. Με την ιδιότητά του είναι ασυμβίβαστη η κατοχή
οποιουδήποτε εθνικού αξιώματος (π.χ. πρωθυπουργού) όχι όμως και ευρωπαϊκού (π.χ.
προέδρου της Επιτροπής). Από τη ΣΛΕΕ προβλέπεται ως βασικότερη αρμοδιότητά του η
διεθνής εκπροσώπηση της Ένωσης σε επίπεδο αρχηγών των κρατών μελών αλλά μόνο για
θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου έχει επίσης τη δυνατότητα να συγκαλέσει το Συμβούλιο σε έκτακτη σύνοδο
εφόσον παρίσταται ανάγκη. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υποβάλλει έκθεση
μετά από κάθε σύνοδο του την οποία και καταθέτει προς ενημέρωση του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου.
Οι εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως και του Συμβουλίου Υπουργών,
επικουρούνται από την «Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων» κάθε κράτους μέλους στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, την επονομαζόμενη COREPER, καθώς και από το Συμβούλιο Γενικών
Υποθέσεων. Το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων επιτελεί ρόλο αντίστοιχο με την COREPER,
συμφωνεί σε θέματα, στα οποία αναμένεται συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενώ για
εκείνα όπου καταγράφεται καταρχήν διαφωνία, συντάσσει έκθεση με τα ανοικτά θέματα και
τις πιθανές απαντήσεις.

2.1.2 Το Συμβούλιο Υπουργών (άρθρα 202 – 210 ΣυνθΕΚ)

2.1.2.1 Σύνθεση
Το Συμβούλιο διαθέτει εξουσίες εκτελεστικού και νομοθετικού χαρακτήρα στην Ε.Ε.
Οι αρμοδιότητές του προκύπτουν από τις Συνθήκες και εξειδικεύονται στον ισχύοντα
κανονισμό λειτουργίας του. Η σύνθεσή του το καθιστά το κατεξοχήν όργανο
διακυβερνητικής συνεργασίας και το βασικό όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Κατά την άσκηση των νομοθετικών του αρμοδιοτήτων συνεργάζεται με την
Επιτροπή κατά το στάδιο της επεξεργασίας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στις
περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από τις Συνθήκες συμπράττει με το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο για την υιοθέτησή του.
Στο Συμβούλιο εκπροσωπούνται με ένα μόνο μέλος τους σε επίπεδο υπουργού οι
κυβερνήσεις του συνόλου των 28 κρατών μελών. Η ψήφος των μελών του Συμβουλίου
δεσμεύει τις εθνικές τους κυβερνήσεις. Η διυπουργική σύνθεσή του επιτρέπει να λειτουργεί
σε επιμέρους σχηματισμούς ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης (εξωτερικές
υποθέσεις, γεωργία, βιομηχανία, περιβάλλον κτλ.) οι οποίοι συντίθενται από τους αρμόδιους
καθ’ ύλη υπουργούς των κρατών-μελών. Έχει συνεπώς πολλές συνθέσεις και σχηματισμούς
ανάλογα με το αντικείμενό τους και στις συνεδριάσεις του κάθε σχηματισμού παρίσταται ο
αρμόδιος Επίτροπος, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ειδικότερα προβλέπονται εννέα συνθέσεις: 1.
Γενικών Υποθέσεων, 2. Εξωτερικών Σχέσεων, 2. Οικονομικών Υποθέσεων, 3. Δικαιοσύνης
και Εσωτερικών Υποθέσεων, 4. Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής και Καταναλωτών, 5.
Ανταγωνιστικότητας, 6. Μεταφορών, Τηλεπικοινωνιών και Ενέργειας, 7. Γεωργίας και
Αλιείας, 8. Περιβάλλοντος και 9. Εκπαίδευσης, Νεολαίας και Πολιτισμού.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο των Γενικών Υποθέσεων (αποτελείται από τους Υπουργούς
που είναι αρμόδιοι επί Ευρωπαϊκών Θεμάτων) έχει ιδιαίτερο συντονιστικό ρόλο, αφού
εξασφαλίζει τη συνοχή των εργασιών σε όλες τις συνθέσεις του Συμβουλίου, ενώ
προετοιμάζει και επικουρεί τις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ασχολείται με τα
ζητήματα διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έγκρισης του πολυετούς δημοσιονομικού
πλαισίου (επταετές). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το Συμβούλιο των Εξωτερικών
Υποθέσεων στο οποίο προεδρεύει ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την Εξωτερική Πολιτική και
Πολιτική Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επικουρούμενος από την Ευρωπαϊκή
Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εκτός από τα ζητήματα κοινής εμπορικής πολιτικής
επί των οποίων προεδρεύει ο Υπουργός του κράτους μέλους που ασκεί την εξαμηνιαία
προεδρία του Συμβουλίου.
Η προεδρία του Συμβουλίου ασκείται κυκλικά από όλα τα κράτη-μέλη, ανά εξάμηνο,
ενώ σειρά των κρατών προκύπτει από σχετική πολιτική απόφαση του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου. Η πρόβλεψη αυτή διασφαλίζει την ισοτιμία των κρατών-μελών δύναται να
προκαλέσει ωστόσο προβλήματα συνοχής και συνέχειας των κοινοτικών πολιτικών. Και
τούτο διότι το κάθε κράτος-μέλος που ασκεί την προεδρία τείνει να διαμορφώνει τη δική του
ατζέντα θεμάτων τα οποία και προσπαθεί να εξυπηρετήσει κατά προτεραιότητα. Το
μειονέκτημα αυτό αντιμετωπίστηκε εν μέρει με την καθιέρωση του άτυπου θεσμού της
«τρόικα» στην οποία συμμετέχουν η τρέχουσα, η προηγούμενη και επόμενη προεδρία, ο
οποίος θεσμοποιείται με την ΣΛΕΕ. Η δεκαοχτάμηνη περίοδος διέπεται από μια κοινή
θεματολογία η οποία εν συνεχεία εξειδικεύεται κατά εξάμηνο.
Όσον αφορά τη λειτουργία των δέκα συνθέσεων του Συμβουλίου, η προεδρία δεν
προσδίδει περαιτέρω εξουσίες στο κράτος-μέλος που την ασκεί πέραν της σύγκλησης των
συνεδριάσεων και την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης, αν και το Συμβούλιο μπορεί να
συγκληθεί και με αίτηση κάθε κράτους μέλους.
Διοικητική στήριξη λαμβάνει το Συμβούλιο από τη Γενική Γραμματεία του
Συμβουλίου (ΓΓΣ, Βρυξέλλες) με περισσότερους από 2000 υπαλλήλους, μοιρασμένους σε
επτά Γενικές Διευθύνσεις. Αυτή επικουρεί το έργο τόσο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσο
και του Συμβουλίου Υπουργών. Ωστόσο, το κύριο όργανο που επιμελείται την προετοιμασία
των εργασιών του Συμβουλίου είναι η Επιτροπή Μόνιμων Αντιπροσώπων (Comité des
Représentants Permanents = COREPER).
Η COREPER, που συστήθηκε το 1958 ως επικουρικό όργανο και επισημοποιήθηκε το
1965, αποτελείται από μόνιμους αντιπροσώπους των Κρατών-Μελών με σκοπό την
προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου, εκτός από τα γεωργικά θέματα, για τα οποία
λειτουργεί Ειδική Επιτροπή Γεωργίας. Η Επιτροπή αυτή εξετάζει τους φακέλους και
καταβάλλει προσπάθεια για επίτευξη συμφωνίας πριν το κάθε ζήτημα φτάσει στο Συμβούλιο.
Αν τέτοια συμφωνία δεν επιτευχθεί, τα ανοικτά θέματα παραπέμπονται στο Συμβούλιο με
σχετική ένδειξη. Η ημερήσια διάταξη χωρίζεται δηλαδή σε σημεία Α που προορίζονται για
έγκριση χωρίς συζήτηση, εφόσον συμφωνία έχει ήδη επιτευχθεί σε επίπεδο COREPER και σε
σημεία Β που χρήζουν συζήτησης στο Συμβούλιο. Διαθέτει δύο σχηματισμούς, την COREPER
Ι, που αποτελείται από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους και καλύπτει θέματα
τεχνικού χαρακτήρα, και την COREPER ΙΙ, που ασχολείται με θέματα υψηλής πολιτικής και
αποτελείται από διπλωματικούς υπαλλήλους πρεσβευτικού βαθμού.

2.1.2.2 Αρμοδιότητες
Οι κυριότερες αρμοδιότητες του Συμβουλίου Υπουργών είναι οι ακόλουθες:
1. Διαθέτει κανονιστική εξουσία: Η κανονιστική ή νομοθετική εξουσία του Συμβουλίου
είναι πρωτογενής καταλήγει στην παραγωγή του δευτερογενούς (ή παραγώγου)
κοινοτικού δικαίου, συνήθως σε συνεργασία και συναπόφαση με το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο επί των προτάσεων της Επιτροπής. Σύμφωνα με το 207 παρ. 3 ΣυνθΕΚ το
Συμβούλιο υπόκειται στην αρχή της διαφάνειας όταν ασκεί νομοθετική εξουσία· με τη
ΣΛΕΕ προβλέφθηκαν μάλιστα δημόσιες συνεδριάσεις του. Μπορεί επίσης να ζητάει
από την Επιτροπή να αναλάβει μελέτες ή να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις.
2. Ασκεί δημοσιονομική εξουσία: Καθορίζει το σύστημα ιδίων πόρων της Κοινότητας,
συντάσσει το σχέδιο του προϋπολογισμού στη βάση προσχεδίου της Επιτροπής και
συμπράττει με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την έγκρισή του.
3. To Συμβούλιο συντονίζει την οικονομική και δημοσιονομική δραστηριότητα των
κρατών μελών, παρακολουθεί τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών και
μεριμνά για τη ενίσχυση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ, για θέματα που
αφορούν το ευρώ και την κίνηση των κεφαλαίων.
4. Το Συμβούλιο χαράσσει τις κατευθύνσεις και διατυπώνει συστάσεις προς τα κράτη-
μέλη σχετικά με την κατάσταση απασχόλησης στο πλαίσιο της ΕΕ και μεριμνά για τη
βελτίωσή της.
5. Το Συμβούλιο ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτει το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο καθορίζει και εφαρμόζει την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
6. Το Συμβούλιο παρέχει στην Επιτροπή την εντολή να διαπραγματευτεί εκπροσωπώντας
την ΕΕ συμφωνίες με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς. Την τελική απόφαση για
την υιοθέτησή τους την λαμβάνει το Συμβούλιο, το οποίο εκδίδει την τελική απόφαση
για τη σύναψή τους, με βάση την απόφαση της Επιτροπής και την έγκριση του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
7. To Συμβούλιο θεσπίζει το πλαίσιο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο
της παιδείας, του πολιτισμού, του αθλητισμού και της νεολαίας, καθορίζοντας τις
προτεραιότητες της συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών-μελών.

2.1.2.3 Λήψη αποφάσεων


Η λήψη των αποφάσεων στο Συμβούλιο Υπουργών γίνεται είτε με ομοφωνία, είτε με
απλή ή ειδική πλειοψηφία (ανάλογα με τα θέματα). Η Συνθήκη του Μάαστριχτ προβλέπει ως
γενική αρχή την ομοφωνία. Στη Νίκαια έγινε προσπάθεια να γίνει κανόνας η ειδική
πλειοψηφία αλλά απέτυχε, ωστόσο η ομοφωνία περιορίστηκε, πράγμα που ήταν απαραίτητο
μετά τη διεύρυνση ώστε να αποφευχθεί παράλυση της νομοθετικής διαδικασίας.
Όταν η απόφαση λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία, κάθε Κράτος-Μέλος έχει μία ψήφο
και στην Ένωση των 28 αρκούν 15 ψήφοι. Η διαδικασία αυτή χρησιμοποιείται ωστόσο σε
λίγες μόνον περιπτώσεις, κυρίως διαδικαστικής φύσης, με σημαντικότερη την απόφαση να
συγκληθεί Διακυβερνητική Διάσκεψη, καθώς αυτός ο τρόπος λήψης απόφασης προσδίδει
πολύ μεγαλύτερο βάρος επιρροής στα μικρά κράτη σε βάρος των μεγάλων. Στο άλλο άκρο
βρίσκεται η απόφαση με ομοφωνία, όπου κάθε Κράτος-Μέλος διαθέτει βέτο, και
εφαρμόζεται στα πλέον ευαίσθητα για τα εθνικά συμφέροντα θέματα.
Με ομοφωνία αποφασίζονται για παράδειγμα τα παρακάτω θέματα:
- Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας με την εξαίρεση σαφώς
καθορισμένων περιπτώσεων.
- Ζητήματα που αφορούν την ιθαγένεια, όπως η κατοχύρωση νέων δικαιωμάτων για
τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Ζητήματα που εμπίπτουν στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών
υποθέσεων.
- Εναρμόνιση εθνικής νομοθεσίας στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και της
κοινωνικής ασφάλισης.
- Οικονομικά ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που άπτονται του πολυετούς
δημοσιονομικού πλαισίου και των ίδιων πόρων.
- Ομοφωνία απαιτείται στις περιπτώσεις που το Συμβούλιο αποφασίζει να
αποκλίνει από πρόταση της Επιτροπής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της ομοφωνίας, η αποχή δεν εμποδίζει τη
λήψη απόφασης.
Όταν το Συμβούλιο ψηφίζει επί προτάσεων της Επιτροπής ή του Ύπατου
Εκπροσώπου της Ένωσης σε θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής ασφάλειας,
απαιτείται ειδική πλειοψηφία. Η ειδική αυτή πλειοψηφία είναι διπλή. Η μεν πρόταση θα
πρέπει να ψηφιστεί από το 55% των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή από
τα 16 σε σύνολο 28), ενώ τα κράτη μέλη που θα την υποστηρίξουν θα πρέπει να
αντιπροσωπεύουν το 65% του συνολικού πληθυσμού της. Η διαδικασία αυτή είναι
γνωστή και ως κανόνας της διπλής πλειοψηφίας. Η μειοψηφία αρνησικυρίας στη
διαδικασία αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα κράτη μέλη της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δε πληθυσμός τους θα πρέπει να υπερβαίνει το 35% του
συνολικού πληθυσμού των κρατών μελών της.

________________________________________________________________________
Δραστηριότητα 2
Μελετήστε την διαδικασία λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία και βγάλτε
συμπεράσματα σχετικά με την αντιπροσώπευση των κρατών-μελών στη διαδικασία αυτή.
________________________________________________________________________
Με τη ΣΛΕΕ η ειδική πλειοψηφία είναι ουσιαστικά διπλή: 55% των κρατών-μελών (όχι
λιγότερα από 15) και 65% του πληθυσμού της Ένωσης. Επίσης προβλέφθηκε ότι για να
μπορεί μια μειοψηφία να σταματάει μια απόφαση θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον
εκπροσώπους τεσσάρων κρατών-μελών. Η πρόβλεψη αυτή εισήχθηκε έτσι ώστε να μην
μπορούν τα τρία μεγαλύτερα κράτη να μπλοκάρουν μια απόφαση και προκειμένου να
ευνοηθεί η αντιπροσώπευση των μικρότερων κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, πρόκειται για
ρύθμιση που συμβάλει στην διαμόρφωση συναινέσεων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ..

2.2 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ (ΑΡΘΡΑ 189-201 ΣΥΝΘΕΚ)

2.2.1. Ιστορία και σύνθεση


Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με το άρθρο 189 ΣυνθΕΚ, του
λαούς των κρατών-μελών. Αποτελεί μετεξέλιξη της Κοινής Συνέλευσης της ΕΚΑΧ, της ΕΟΚ
και της ΕΚΑΕ, οι οποίες συνενώθηκαν σε μια «Συνέλευση» το 1957, βάσει της πρώτης
Συνθήκης Συγχώνευσης. Παρότι η ίδια η Συνέλευση αυτοαποκαλούνταν Κοινοβούλιο ήδη
από το 1958, αναγνωρίστηκε ως «Κοινοβούλιο» με το άρθρο 2 της ΕΕΠ και η μετονομασία
τυπικά έλαβε χώρα με τη ΣυνθΕΕ. Μέχρι το 1979 αποτελούνταν από μέλη των εθνικών
Κοινοβουλίων, οπότε και άρχισε να εφαρμόζεται η ήδη προβλεπόμενη στις Συνθήκες άμεση
και καθολική εκλογή των μελών του από τους λαούς ανά πέντε χρόνια. Με τον τρόπο αυτό το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το μόνο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απολαμβάνει
άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης. Οι εκλογές δεν πραγματοποιούνται ωστόσο με ενιαίο
εκλογικό σύστημα, μια και τέτοιο δεν κατέστη δυνατό να συμφωνηθεί.
Στις εκλογές του 2004 εκλέχθηκαν 732 Ευρωβουλευτές από τα τότε 25 Κράτη-Μέλη.
Μέχρι τις εκλογές του 2009 προστέθηκαν άλλα 53 μέλη από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
Μετά το 2009, στις εκλογές του 2014 και του 2019 το σύνολο των βουλευτών έφτασε τους
751 (συμπεριλαμβανομένου και του Ην. Βασιλείου στις πρόσφατες εκλογές). Οι έδρες
κατανέμονται ανάλογα με τον αριθμό του πληθυσμού των κρατών μελών σε μία σχέση
φθίνουσας αναλογικότητας. Τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποφασίζει
ομόφωνα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, µετά από πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και µε την έγκρισή του.
Αν και εκλέγονται με εθνικά και όχι πανευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα ως
αντιπρόσωποι του καθ’ έκαστου λαού, τα μέλη του Κοινοβουλίου συσπειρώνονται με βάση,
όχι την εθνικότητά τους, αλλά με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση, σχηματίζοντας
πολιτικές ομάδες. Μεγαλύτερες είναι η Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (δεξιά του
κέντρου πολιτικά κόμματα) και εκείνη του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, ενώ
σταθερά παρούσες είναι η Ομάδα των Φιλελευθέρων, των Οικολόγων/ Πρασίνων και της
Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Οι ομάδες οργανώνονται εσωτερικά ορίζοντας έναν πρόεδρο (ή σε
ορισμένες ομάδες, δύο συμπροέδρους), ένα προεδρείο και μια γραμματεία. Στο ημικύκλιο, οι
βουλευτές κάθονται με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση, από τα αριστερά προς τα δεξιά,
μετά από συμφωνία μεταξύ των προέδρων των ομάδων. Για να σχηματιστεί μια πολιτική
ομάδα απαιτούνται τουλάχιστον 20 βουλευτές που πρέπει να εκπροσωπούν τουλάχιστον το
ένα πέμπτο του συνόλου των κρατών μελών. Απαγορεύεται η ένταξη σε περισσότερες από
μία πολιτικές ομάδες, μπορεί όμως κάποιοι βουλευτές να μην ανήκουν σε καμία ομάδα. Πριν
από κάθε ψηφοφορία στην ολομέλεια, οι πολιτικές ομάδες εξετάζουν τις εκθέσεις των
κοινοβουλευτικών επιτροπών και υποβάλλουν τροπολογίες. Η θέση κάθε πολιτικής ομάδας
αποφασίζεται με συνεννόηση στο εσωτερικό της ομάδας, ωστόσο κανένας βουλευτής δεν
επιτρέπεται να λάβει υποχρεωτική εντολή ψήφου.
Πολιτικές Ομάδες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την τελευταία εικοσαετία:

Ομάδα τoυ Ευρωπαϊκoύ Λαϊκoύ Κόμματoς (Χριστιαvoδημoκράτες) και των


Ευρωπαίωv Δημoκρατώv

Σοσιαλιστική Ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ομάδα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την


Ευρώπη

Ομάδα ΄Εvωση για τηv Ευρώπη τωv Εθvώv

Ομάδα τωv Πρασίvωv/Ευρωπαϊκή Ελεύθερη


Συμμαχία
Συνομοσπονδιακή Ομάδα της Ευρωπαϊκής Ενωτικής
Αριστεράς/Αριστερά των Πρασίνων των Βορείων Χωρών

Ομάδα Ανεξαρτησία και Δημοκρατία

Ομάδα Ταυτότητα, Παράδοση, Κυριαρχία


Το Κοινοβούλιο διαθέτει 20 μόνιμες επιτροπές και δυο υποεπιτροπές, στις οποίες τα
μέλη της Επιτροπής ή οι εκπρόσωποί της παρέχουν εξηγήσεις σχετικά με τη δράση της. Με
τον τρόπο αυτό οι Επιτροπές ενημερώνονται και ελέγχουν τις δραστηριότητες της Επιτροπής.
Επιπλέον οι επιτροπές αυτές προπαρασκευάζουν τις γνώμες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
επί των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις προτάσεις τροπολογιών του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου στις «κοινές θέσεις» του Συμβουλίου, καθώς και τις αποφάσεις που λαμβάνει
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με δική του πρωτοβουλία.
Η οργάνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαμορφώνεται βάση του εσωτερικού
κανονισμού του τον οποίο και θεσπίζει. Πέρα από τις επιτροπές το Γραφείο του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου το οποίο αποτελείται από έναν πρόεδρο, δεκατέσσερις αντιπροέδρους και
πέντε κοσμήτορες που εκλέγονται για θητεία δυόμιση χρόνων, καθώς και η Διάσκεψη των
προέδρων την οποία απαρτίζουν ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και οι πρόεδροι
των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων. Η Συνέλευση συνέρχεται σε τακτική σύνοδο η οποία
διαρκεί ολόκληρο το έτος, σε περιόδους συνόδου διάρκειας ενός μήνα. Προκειμένου να
λάβει μια απόφαση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαιτείται η παρουσία 1/3 τουλάχιστον των
μελών του ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων. Οι
συνεδριάσεις της Συνέλευσης είναι δημόσιες και τα συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων
δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι το Στρασβούργο, όπου συνεδριάζει η
Ολομέλεια μία εβδομάδα κάθε μήνα, ενώ τις υπόλοιπες εβδομάδες οι Επιτροπές και οι
πολιτικές ομάδες συνεδριάζουν στα κτίρια των Βρυξελλών· η γραμματεία, τέλος, του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βρίσκεται στο Λουξεμβούργο.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το μόνο κοινοτικό όργανο το οποίο διαθέτει άμεση
δημοκρατική νομιμοποίηση (εκλέγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία) και ως εκ τούτου
αποτελεί τον αυθεντικότερο εκφραστή της βούλησης των λαών της Ε.Ε. Οι αρμοδιότητες και
η λειτουργία του διαφοροποιούνται σημαντικά από τις αντίστοιχες των εθνικών
κοινοβουλίων. Σύμφωνα με τις Συνθήκες είναι εξοπλισμένο με νομοθετικές αρμοδιότητες σε
συνεργασία με το Συμβούλιο στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, ενώ οι
ελεγκτικές του αρμοδιότητες αν και σημαντικές εν τούτοις απέχουν από το να το καθιστούν
το κυριότερο όργανο της Ένωσης. Ο ασθενής ρόλος του Κοινοβουλίου αποτελεί ειδικότερη
έκφραση του δημοκρατικού ελλείμματος της Κοινότητας και τη διαμόρφωση μιας δυναμικής
στους κόλπους της, η οποία ευνοεί τις διακυβερνητικές συνεργασίες είτε με τη μορφή του
Συμβουλίου είτε με τη μορφή της Επιτροπής.
Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλέγονται με άμεση και καθολική ψηφοφορία
για πενταετή θητεία. Ο τρόπος ανάδειξής τους όμως (εκλογικό σύστημα) δεν είναι ενιαίος σε
όλες τις χώρες καταλείποντας στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών την επιλογή του
εκλογικού συστήματος. Στην Ελλάδα η εκλογή των Ελλήνων ευρωβουλευτών γίνεται με το
σύστημα της απλής αναλογικής στο σύνολο της επικράτειας. Δικαίωμα εκλέγειν εκτός από
τους πολίτες των κρατών-μελών διαθέτουν και όλοι όσοι φέρουν την ιθαγένεια κράτους της
Ε.Ε. και βρίσκονται εγκατεστημένοι σε άλλη χώρα-μέλος. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα
του εκλέγεσθαι ασχέτως μάλιστα του τόπου εγκατάστασης ενός πολίτη της Ε.Ε. Η ιδιότητα
του βουλευτή του Ευρωκοινοβουλίου περιβάλλεται με τις θεσμικές εγγυήσεις που
απολαμβάνει και ο βουλευτής του εθνικού κοινοβουλίου. Δηλαδή δεν καταδιώκεται για ψήφο
ή γνώμη που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ούτε καταδιώκεται ή με άλλο
τρόπο περιορίζεται για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη του χωρίς την άδεια του σώματος και
για όσο διαρκεί η βουλευτική του ιδιότητα. Πρόκειται για το βουλευτικό ανεύθυνο και
ακαταδίωκτο τα οποία συνθέτουν την έννοια της βουλευτικής ασυλίας. Τα κράτη-μέλη
μπορούν ελεύθερα να θεσπίζουν κωλύματα και ασυμβίβαστα με την ιδιότητα του
ευρωβουλευτή. Σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία οι ευρωβουλευτές δεν μπορούν να
είναι μέλη άλλου κοινοτικού οργάνου ή μέλη εθνικών κυβερνήσεων.

2.2.2. Αρμοδιότητες
Οι κυριότερες αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου είναι οι ακόλουθες:

 Nομοθετική εξουσία: Στους περισσότερους τομείς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά


την υιοθέτηση της ΣΛΕΕ μοιράζεται τη νομοθετική λειτουργία με το Συμβούλιο
Υπουργών, με το οποίο συναποφασίζουν στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής
διαδικασίας. Στις ειδικές νομοθετικές διαδικασίες είτε αποφασίζει μόνον το
Συμβούλιο, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είτε μόνον το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από διαβούλευση με το Συμβούλιο.
 Δημοσιονομική εξουσία: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μοιράζεται τη δημοσιονομική
εξουσία με το Συμβούλιο. Αφενός ψηφίζει τον ετήσιο προϋπολογισμό, ο οποίος
καθίσταται εκτελεστός με την υπογραφή του προέδρου του Κοινοβουλίου, και
αφετέρου ελέγχει την εκτέλεσή του. Με τη ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει
την τελευταία λέξη στις λεγόμενες «υποχρεωτικές» και τις «μη υποχρεωτικές
δαπάνες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκείνες δηλαδή που δεν απορρέουν δεσμευτικά
από την κοινοτική νομοθεσία. Τέτοιες είναι π.χ. οι διαχειριστικές δαπάνες στο
πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων και των πολιτικών για την έρευνα, την ενέργεια,
τις μεταφορές ή την προστασία του περιβάλλοντος. Αντίστοιχη είναι η εξουσία του
και στο πεδίο των υποχρεωτικών δαπανών (με κυριότερες εκείνες της κοινής
αγροτικής πολιτικής) μετά την ΣΛΕΕ. Τέλος, το ΕΚ έχει δικαίωμα να απορρίψει
συνολικά τον προϋπολογισμό με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του και 2/3 επί των
ψηφισάντων, ενώ έχει και την αρμοδιότητα, μετά από σύσταση του Συμβουλίου, να
κάνει δεκτό τον απολογισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την εκτέλεση του
προϋπολογισμού του προηγούμενου έτους.
 Πολιτικός έλεγχος της Επιτροπής: Το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει
το διορισμό του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής αφότου αυτοί διοριστούν
από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και διαθέτει την αρμοδιότητα να ανακαλέσει την
Επιτροπή στο σύνολό της μέσω πρότασης μομφής, η οποία γίνεται δεκτή με
πλειοψηφία 2/3 των ψηφισάντων και την πλειοψηφία των μελών του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και υποχρεώνει την Επιτροπή σε συλλογική παραίτηση. Για το λόγο
αυτό η θητεία της Επιτροπής έχει συγχρονιστεί από το 1999 με αυτή του
Κοινοβουλίου, το οποίο ασκεί επίσης εξουσία ελέγχου επί των δραστηριοτήτων της
Ένωσης μέσω γραπτών ή προφορικών ερωτήσεων που μπορεί ν' απευθύνει στην
Επιτροπή και το Συμβούλιο. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να
συστήσει προσωρινές επιτροπές και επιτροπές έρευνας, οι εξουσίες των οποίων δεν
περιορίζονται στη δραστηριότητα των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, αλλά μπορεί
να αφορούν επίσης τη δράση των κρατών μελών κατά την εφαρμογή των κοινοτικών
πολιτικών.

Δραστηριότητα 3
Μεταβείτε στη σελίδα
https://www.insider.gr/kosmos/politiki/121176/eyropaiki-epitropi-nea-prosopa-kai-nea-
domi-ypo-tin-oyrsoyla-fon-nter-laien
Διαβάστε το άρθρο με τίτλο
Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Νέα πρόσωπα και νέα δομή υπό την Ούρσουλα Φον Λάϊντεν
και σχολιάστε την διαδικασία διορισμού προέδρου και μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

 Αρμοδιότητα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εναντίον πράξεων όλων των


άλλων οργάνων της Ένωσης, όχι μόνον για να διασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή
συμμετοχή του στη νομοθετική διαδικασία, αλλά, πλέον, ήδη με τη Συνθήκη της
Νίκαιας και πλέον μετά τη ΣΛΕΕ, διαθέτει απεριόριστη ενεργητική νομιμοποίηση,
πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να προσφεύγει στο Δικαστήριο για κάθε νομοθετικό
μέτρο, στο οποίο δεν είχε συμπράξει ή με το οποίο δεν συμφωνεί.

Παράδειγμα:
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσέβαλε ενώπιον του ΔΕΚ τη Συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και
των ΗΠΑ, η οποία επιτρέπει στις αμερικανικές αρχές να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα των
επιβατών στις αεροπορικές πτήσεις μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Διαβάστε παρακάτω την
προσφυγή:

Προσφυγή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που
ασκήθηκε στις 27 Ιουλίου 2004.
(Υπόθεση C-317/04)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους R. Passos και N. Lorenz, με τόπο επιδόσεων
στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 27 Ιουλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:
- Nα ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου 2004/496/ΕΚ της 17ης Μαΐου 2004 1

- Να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.


Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Το Κοινοβούλιο επικαλείται πέντε λόγους προς στήριξη της προσφυγής του.
Με τους δύο πρώτους λόγους αμφισβητείται η νομική βάση της επίδικης αποφάσεως. Πρώτον, το
Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η προσφυγή στο άρθρο 95 ΕΚ δεν δικαιολογείται, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η
πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, το άρθρο 95
ενδέχεται να μην θεμελιώνει την αρμοδιότητα της Κοινότητας για τη σύναψη της συμφωνίας, διότι
έχει ως αντικείμενο την επεξεργασία δεδομένων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της
οδηγίας 95/46 για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Δεύτερον, η συμφωνία
προϋποθέτει τροποποίηση της οδηγίας αυτής, η οποία πρέπει να θεσπισθεί με τη διαδικασία του
άρθρου 251 ΕΚ και δεν μπορεί επομένως να συναφθεί χωρίς σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου.
Με τον τρίτο λόγο, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η σύναψη της συμφωνίας έγινε κατά παράβαση των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και ειδικότερα του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων,
όσον αφορά ουσιώδεις πλευρές του δικαιώματος αυτού και επίσης ότι αποτελεί αδικαιολόγητη
επέμβαση στην ιδιωτική ζωή: γεγονός ασυμβίβαστο με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο τέταρτος λόγος αφορά την παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, ιδίως διότι η συμφωνία
προβλέπει τη διαβίβαση υπερβολικά μεγάλου αριθμού δεδομένων των επιβατών και διότι τα
δεδομένα αυτά αποθηκεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα από τις αμερικανικές αρχές.
Τέλος, το Κοινοβούλιο επικαλείται έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας για μια πράξη όπως αυτή που φέρει
τόσο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθώς και παράβαση της αρχής της νόμιμης συνεργασίας που
προβλέπεται από το άρθρο 10 ΕΚ, ενόψει των πολύ ασυνήθιστων περιστάσεων υπό τις οποίες
εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, η οποία παρενεβλήθη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αιτήσεως
γνωμοδοτήσεως 1/04 ενώπιον του Δικαστηρίου όσον αφορά τις πλευρές που έθεταν προδήλως
ερωτήματα έννομης τάξης.
____________
1
- Απόφαση του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2004, για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και
τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το
Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των
Ηνωμένων Πολιτειών.

 Δέχεται αναφορές από τους πολίτες, τις οποίες εξετάζει η μόνιμη Επιτροπή
Αναφορών και διορίζει μόνο του τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (Ombudsman), ο
οποίος παραλαμβάνει καταγγελίες σχετικά με περιπτώσεις κακής διοίκησης στο
πλαίσιο της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών, εκτός του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να διεξαγάγει έρευνα και να φέρει το θέμα
στο ενδιαφερόμενο όργανο, υποβάλλει δε έκθεση για τη δραστηριότητά του προς το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
 Παρέχει έγκριση επί όλων των σημαντικών διεθνών συμφωνιών, καθώς και επί των
συνθηκών προσχώρησης, οι οποίες συνάπτονται με νέα Κράτη-Μέλη και καθορίζουν
τους όρους της προσχώρησης. Η έγκρισή του του απαιτείται ακόμη για την
τροποποίηση του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και περί
της ενιαίας διαδικασίας εκλογών ανάδειξης των μελών του.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει επίσης σε ορισμένες δραστηριότητες που
αφορούν στις εξωτερικές σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης πέρα από τις συμφωνίες
σύνδεσης με τρίτες χώρες. Έτσι προβλέπεται η διαδικασία της διαβούλευσης με το
Συμβούλιο για το σύνολο των λοιπών διεθνών συμφωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, ιδρύεται από τις Συνθήκες υποχρέωση για την Επιτροπή και το Συμβούλιο
ενημέρωσης σχετικά με την πορεία εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει
η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των


παρόντων, αν και προβλέπονται και περιπτώσεις όπου απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του
συνόλου. Με τη συνθήκη του Άμστερνταμ (που άρχισε να ισχύει το 1999), οι εξουσίες του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύθηκαν, ιδίως χάρη στη σημαντική επέκταση της
διαδικασίας της συναπόφασης. Η εξέλιξη αυτή προς την ενίσχυση του ρόλου του
Κοινοβουλίου ως συναποφασίζοντος, συνεχίστηκε με τη Συνθήκη της Νίκαιας, (που άρχισε
να ισχύει το 2003), η οποία του παρέσχε και δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η ΣΛΕΕ προέβλεψε περαιτέρω ενίσχυση των εξουσιών του
Κοινοβουλίου, ως συν-νομοθέτη., με την επέκταση σε νέους τομείς του πεδίου εφαρμογής
της διαδικασίας της συναπόφασης και τη χορήγηση στο Κοινοβούλιο δικαιώματος απόφασης
σε δημοσιονομικά θέματα ισότιμου με εκείνο του Συμβουλίου.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3

2.3 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ (άρθρα 211-219)

2.3.1. Σύνθεση
Η Επιτροπή συνιστά ένα ενιαίο Kολέγιο εικοσιοχτώ Επιτρόπων, με έναν από κάθε
κράτος-μέλος, που διορίζονται για θητεία πέντε ετών «με κοινή συμφωνία» των κυβερνήσεων
των κρατών μελών καθώς και του Προέδρου της Επιτροπής. Ο Πρόεδρος χαράζει
κατευθύνσεις, διευθύνει και καθοδηγεί πολιτικά την Επιτροπή (άρθρο 219 παρ. 1 ΣυνθΕΚ),
μοιράζει και τα χαρτοφυλάκια στους Επιτρόπους· επικουρείται στην άσκηση των
καθηκόντων του από δύο τουλάχιστον Αντιπροέδρους. Με τη Συνθήκη ίδρυσης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέφθηκε διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης από το
Κοινοβούλιο μετά το διορισμό της Επιτροπής: οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών ορίζουν το
πρόσωπο που προτίθενται να διορίσουν Πρόεδρο καθώς και εκείνα που προορίζονται να
αναλάβουν τις θέσεις των Επιτρόπων, ο διορισμός αυτός όμως δεν ολοκληρώνεται πριν την
έγκριση του Κοινοβουλίου.
Τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να επιλέγονται βάσει των «γενικών προσόντων τους»
και να «ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία προς το γενικό συμφέρον της
Κοινότητας». Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις
από καμιά κυβέρνηση. Η ευθύνη των αποφάσεων είναι συλλογική και αυτή είναι η έννοια του
«Κολεγίου». Το γεγονός ότι η Επιτροπή λειτουργεί με βάση την αρχή της συλλογικότητας
πρακτικά σημαίνει ότι αφενός οι αποφάσεις του οργάνου λαμβάνονται συλλογικά και
αφετέρου ότι οι πράξεις και οι αποφάσεις του κάθε επιτρόπου ξεχωριστά δεσμεύουν την
Επιτροπή. Ειδικότερη έκφραση της συλλογικής ευθύνης της Επιτροπής αποτελεί η
δυνατότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να την οδηγήσει σε παραίτηση συλλογικά
εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας που θα υποβληθεί από αυτό.
Το σώμα των επιτρόπων αποτελείται από τον πρόεδρο της Επιτροπής, τους έξι
αντιπροέδρους της Επιτροπής, με πρώτο αντιπρόεδρο τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για
την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας, και τους 21 επιτρόπους με ειδικό
χαρτοφυλάκιο για τον καθένα. Οι υποψήφιοι για την προεδρία της Επιτροπής προτείνονται
στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αφού ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ώστε να επιλεγεί πρόσωπο προερχόμενο από την
κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο υποψήφιος για τη θέση του προέδρου επιλέγει τους
αντιπροέδρους και τους επιτρόπους κατόπιν υπόδειξης των κρατών μελών της ΕΕ, από
κατάλογο που έχει λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου. Εν συνεχεία, τα
υποψήφια μέλη της Επιτροπής εμφανίζονται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να
παρουσιάσει τις θέσεις του και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατόπιν, το Κοινοβούλιο ψηφίζει
για την έγκριση ή όχι των υποψηφίων Επιτρόπων ως σύνολο. Τέλος, οι επίτροποι ορίζονται
από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία.
Έδρα της Επιτροπής είναι οι Βρυξέλλες, ωστόσο διαθέτει έναν πυκνό διοικητικό
μηχανισμό ο οποίος είναι εγκατεστημένος τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Λουξεμβούργο.
Σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση του έργου της Επιτροπής παίζουν, πέραν του Κολεγίου των
Επιτρόπων, τα Γραφεία των Επιτρόπων (Cabinets), αποτελούμενα από έξι αξιωματούχους και
υπεύθυνα για τη χάραξη των πολιτικών και οι Γενικές Διευθύνσεις, ο διοικητικός βραχίονας
της Επιτροπής, υπεύθυνες για την εφαρμογή των πολιτικών. Συνεδριάζει σε τακτική βάση μια
φορά την εβδομάδα και λαμβάνει συλλογικές αποφάσεις με απλή πλειοψηφία. Η αρχή της
συλλογικότητας δεν επιτρέπει στην Επιτροπή την υιοθέτηση αποφάσεων πέρα από αυτές
που λαμβάνονται στα πλαίσια της συλλογικής της λειτουργίας.
Στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι αρμοδιότητες του προέδρου της
Επιτροπής ήταν κυρίως διοικητικού χαρακτήρα. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι:
α) Συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά χωρίς δικαίωμα
ψήφου.
β) Διαθέτει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των προσώπων της Επιτροπής.
γ) Είναι υπεύθυνος για τον πολιτικό σχεδιασμό, την «πολιτική καθοδήγηση» της
Επιτροπής.
δ) Κατανέμει τις αρμοδιότητες ανάμεσα στους επιτρόπους.
Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες της ΣΛΕΕ είναι η πρόβλεψη του Ύπατου
Εκπροσώπου της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας. Ειδικότερα
οι αρμοδιότητές του είναι: α) η διεθνής εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) η
προεδρία του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, όπως και η αντιπροεδρία της Επιτροπής, γ)
η υποβολή προτάσεων για τη διαμόρφωση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής
ασφαλείας την οποία και ασκεί εκτελώντας τις αποφάσεις του Συμβουλίου, δ) ο συντονισμός
των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων όπως και της
εξωτερικής δράσης της. Ο υπουργός εξωτερικών διορίζεται για πενταετή θητεία, ξεχωριστά
από τους υπόλοιπους επιτρόπους, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το οποίο αποφασίζει με
ειδική πλειοψηφία και με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου της Επιτροπής για την επιλογή
του. Ο διορισμός εγκρίνεται τελικά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όπως και ο διορισμός
του προέδρου και των υπόλοιπων μελών της Επιτροπής.
Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται για πενταετή θητεία η οποία
μπορεί να ανανεωθεί. Όπως ήδη αναφέρθηκε διαθέτουν ευρεία λειτουργική ανεξαρτησία από
τις χώρες προέλευσής τους. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν μπορούν να λαμβάνουν
οδηγίες ή να ζητούν κατευθύνσεις από τις κυβερνήσεις τους. Για να διοριστεί ένα πρόσωπο
στην Επιτροπή θα πρέπει να έχει την ιθαγένεια κάποιου κράτους-μέλους καθώς και να
διαθέτει προσόντα τα οποία να του επιτρέπουν να ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του. Τέλος,
η θέση του επιτρόπου θεωρείται ασυμβίβαστη με την κατοχή αξιώματος είτε σε κάποιο άλλο
κοινοτικό όργανο είτε σε πολιτειακό όργανο της χώρας προέλευσής του.

2.3.2. Αρμοδιότητες

Άρθρο 211 ΣυνθΕΚ


Για τη διασφάλιση της λειτουργίας και αναπτύξεως της κοινής αγοράς, η Επιτροπή:
- μεριμνά για την εφαρμογή της παρούσας συνθήκης, καθώς και των διατάξεων που
θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα,
- διατυπώνει συστάσεις ή γνώμες επί θεμάτων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας
συνθήκης, εφόσον προβλέπεται ρητώς από αυτήν ή θεωρείται αναγκαίο από την
Επιτροπή,
- έχει ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων και συμπράττει στη διαμόρφωση των πράξεων του
Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τις διατάξεις της παρούσας
συνθήκης,
- ασκεί τις αρμοδιότητες που της αναθέτει το Συμβούλιο για την εκτέλεση των κανόνων
που θεσπίζει.

Οι κυριότερες αρμοδιότητες της Επιτροπής είναι οι ακόλουθες:


 Αρμοδιότητα ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας: Αναλαμβάνει πρωτοβουλία για
την περαιτέρω ανάπτυξη του κοινοτικού δικαίου υποβάλλοντας προτάσεις στο
Συμβούλιο για μια κοινοτική ρύθμιση, με γνώμονα πάντοτε το κοινοτικό συμφέρον,
και αποτελεί έτσι την κινητήρια δύναμη των κοινοτικών πολιτικών. Τόσο το
Συμβούλιο όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορούν να ζητήσουν από την
Επιτροπή να υποβάλει πρόταση. Ωστόσο ελάχιστες προτάσεις προέρχονται καταρχήν
από την Επιτροπή. Συνήθως οι προτάσεις προέρχονται από τις εθνικές κυβερνήσεις,
τη βιομηχανία, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους κοινωνικούς εταίρους, με
αποτέλεσμα η Επιτροπή να μετατρέπεται σε τόπο συνεύρεσης αλλά και σύγκρουσης
ιδεών και συμφερόντων.
 Από την 1η Απριλίου 2012 είναι σε ισχύ η θεσμοθετημένη με τη Λισαβόνα,
Πρωτοβουλία των ευρωπαίων πολιτών. Πρόκειται για μια διαδικασία που επιτρέπει
σε ένα εκατομμύριο πολίτες προερχόμενους από το ένα τέταρτο των κρατών μελών
της ΕΕ να ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει νομοθετικές πράξεις
εντός των αρμοδιοτήτων της. Η Επιτροπή ξεκινάει επίσης τη διαδικασία έγκρισης του
προϋπολογισμού, υποβάλλοντας σχέδιο στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο. Τέλος, έχει την αρμοδιότητα να πυροδοτεί συζήτηση σχετικά με
διάφορα θέματα, με σημαντικότερο παράδειγμα τη Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση
της Εσωτερικής-Κοινής Αγοράς.
 Νομοθετική και οιονεί νομοθετική αρμοδιότητα: Πρωτογενή νομοθετική εξουσία –
χωρίς δηλαδή τη σύμπραξη των άλλων δύο οργάνων- αναγνωρίζεται στην Επιτροπή
μόνον σε δύο τομείς: συγκεκριμένα μπορεί να εκδίδει οδηγίες για να διασφαλίζει ότι
οι δημόσιες επιχειρήσεις συμμορφώνονται με τους κανόνες που προβλέπονται στη
Συνθήκη (άρθρο 86 παρ. 3 ΣυνθΕΚ) και κανονισμούς σχετικά με τους όρους
εγκατάσταση των ευρωπαίων πολιτών σε άλλα κράτη-μέλη πέραν αυτού της
καταγωγής τους (άρθρο 39 παρ. 3 δ ΣυνθΕΚ).
Πολύ περισσότερες είναι οι μεταβιβασθείσες από το Συμβούλιο στην Επιτροπή
νομοθετικές αρμοδιότητες σχετικά με κανόνες που το πρώτο εκδίδει (άρθρο 202
ΣυνθΕΚ). (βλ. διεξοδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο στον υπότιτλο «Επιτροπολογία»).

 Ελεγκτική αρμοδιότητα: Ενεργεί ως θεματοφύλακας του δικαίου της Ευρωπαϊκή


Ένωσης, του οποίου ελέγχει την τήρηση και ορθή εφαρμογή, τόσο του πρωτογενούς
όσο και του παράγωγου. Σε περίπτωση παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από
κράτος-μέλος κινεί εναντίον του τη διαδικασία του άρθρου 226 ΣυνθΕΚ και εάν είναι
αναγκαίο παραπέμπει την υπόθεση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί
ακόμη να επιβάλει ποινές σε φυσικά και νομικά πρόσωπα σε περίπτωση παραβάσεων
του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε άμεση σχέση με την παραπάνω
αρμοδιότητά της, η Επιτροπή δεν επιτρέπεται να επιδιώκει συμφέροντα άλλα, πέραν
από εκείνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία και πρέπει να προασπίζει τόσο έναντι
του Συμβουλίου, όσο και έναντι των κρατών-μελών.
 Εκτελεστική αρμοδιότητα: Διαχειρίζεται και εκτελεί τις κοινοτικές διατάξεις. Ιδιαίτερα
στον τομέα του ανταγωνισμού ενεργεί ως διοικητική αρχή: εξετάζει τα πραγματικά
περιστατικά, χορηγεί άδειες ή απαγορεύει τη λειτουργία επιχειρήσεων και επιβάλλει
κυρώσεις. Εκτεταμένες αρμοδιότητες διαθέτει και σε σχέση με τα διαρθρωτικά
ταμεία και την εκτέλεση του προϋπολογισμού, όπου ελέγχει αν τα έσοδα από τα
κράτη έχουν εισρεύσει στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Αντιπροσωπεύει την
Ευρωπαϊκή Ένωση στους διεθνείς οργανισμούς, διαχειρίζεται την αποστολή και
αποδοχή ξένων διπλωματικών αντιπροσώπων (ενεργητική και παθητική πρέσβευση).
Κατόπιν εξουσιοδότησης του Συμβουλίου, έχει αρμοδιότητα να διεξάγει
διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διεθνείς
οργανισμούς και τρίτες χώρες, περιλαμβανομένων των συμφωνιών προσχώρησης
νέων κρατών.

 Διοικητικές αρμοδιότητες: Στις διοικητικές αρμοδιότητες της Επιτροπής


περιλαμβάνεται η εξουσία εκτέλεσης των Συνθηκών καθώς και των πράξεων του
Συμβουλίου. Η αρμοδιότητα αυτή εκδηλώνεται με την έκδοση κανονιστικών πράξεων
που θεμελιώνεται είτε απευθείας στις Συνθήκες, είτε κατόπιν σχετικής
εξουσιοδότησης του Συμβουλίου. Στο πλαίσιο των διοικητικών της αρμοδιοτήτων η
Επιτροπή αναλαμβάνει την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διοικητικές είναι τέλος και οι αρμοδιότητες της Επιτροπής που αφορούν στην
διαπραγμάτευση συμφωνιών για την ένταξη στην Ε.Ε. υποψήφιων χωρών-μελών, τη
συνεργασία της με άλλους διεθνείς οργανισμούς καθώς και τις διαπραγματεύσεις για
τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με τρίτες χώρες.

______________________________________________________________________
Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 1
Από πού αντλούν τη νομιμοποίησή τους τα παραπάνω όργανα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης;
_______________________________________________________________________

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.4

2.4 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ


ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

2.4.1 Αναγκαιότητα δικαστικής εξουσίας στην Ένωση

Η θέσπιση μιας κοινοτικής δικαστικής εξουσίας απορρέει από την αναγκαιότητα οι όποιες
διαφορές που αφορούν στο κοινοτικό δίκαιο και εμπίπτουν στην κοινοτική έννομη τάξη να
επιλύονται από ένα υπερεθνικό όργανο, ανεξάρτητο δηλαδή από τα Κράτη-Μέλη, αλλά και
διαφορετικό από τα εθνικά δικαστήρια, έτσι ώστε να είναι εγγυημένη η ομοιόμορφη
εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, ανεξαρτήτως της χώρας την οποία η κάθε υπόθεση αφορά.
Έτσι ήδη στο πλαίσιο της ΕΚΑΧ θεσμοθετήθηκε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, ενώ η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη προέβλεψε τη δυνατότητα δημιουργίας ενός
Δικαστηρίου πρώτου βαθμού, του Πρωτοδικείου, το οποίο ιδρύθηκε με απόφαση του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 1988. Η ΣΛΕΕ μετονόμασε τα δυο δικαστήρια σε Δικαστήριο
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Γενικό Δικαστήριο αντίστοιχα.
Το ΔΕΕ εγγυάται και υπηρετεί μια κοινή και θεμελιακή αρχή του ευρωπαϊκού
νομικοπολιτικού πολιτισμού, αυτή του κράτους δικαίου. Στην υπερπεντακονταετή λειτουργία
του και σχεδόν από τη συγκρότησή του διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο τόσο στην
κωδικοποίηση και εμπέδωση του κοινοτικού δικαίου όσο και στη διαδικασία πολιτικής
ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η νομολογία του
αποτελεί σήμερα σημαντική «πηγή» του κοινοτικού δικαίου. Ο έλεγχος ωστόσο της τήρησης
των κανόνων της νομιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί βέβαια μονοπώλιο του
ΔΕΕ αλλά διαχέεται τόσο στα λοιπά κοινοτικά όργανα όσο κυρίως στον εθνικό δικαστή.
2.4.2 Σύνθεση
Το ΔΕΕ απαρτίζεται από 28 δικαστές, έναν από κάθε Κράτος-Μέλος, και έντεκα
Γενικούς Εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των
κρατών-μελών για εξαετή ανανεώσιμη θητεία. Πρόκειται για νομικούς που παρέχουν
εγγυήσεις πλήρους ανεξαρτησίας και στη χώρα προέλευσής τους έχουν τα προσόντα
διορισμού στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Οι
δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου για τριετή ανανεώσιμη θητεία,
αρμοδιότητα του οποίου είναι να διευθύνει τις εργασίες και τις υπηρεσίες του Δικαστηρίου
και να προεδρεύει κατά τις συνεδριάσεις και τις διασκέψεις των μεγαλύτερων δικαστικών
σχηματισμών.
Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι μέλος του Δικαστηρίου, ούτε συμμετέχει στη
διάσκεψη για τη λήψη της απόφασης, συνεπικουρεί ωστόσο το Δικαστήριο εξετάζοντας κάθε
υπόθεση που του ανατίθεται και εισηγούμενος μια τεκμηριωμένη νομική άποψη υπό τη
μορφή των «προτάσεων».
Το Δικαστήριο συνεδριάζει είτε σε ολομέλεια ή σε τμήμα μείζονος συνθέσεως με 13
δικαστές) όταν προβλέπεται από τη συνθήκη ή σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλης
σπουδαιότητας είτε -κατά κανόνα- σε πενταμελή ή τριμελή τμήματα.
Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτούργησε για πρώτη φορά ως
Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1989. Η διείσδυση του κοινοτικού δικαίου σε
ένα μεγάλο αριθμό εννόμων τάξεων και η συνακόλουθη απαίτηση για εναρμονισμένη
εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και για αποτελεσματικότερη έννομη προστασία κατέστησε
αναγκαία τη δημιουργία και λειτουργία αυτού του δεύτερου δικαιοδοτικού οργάνου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο αποτελείται από δυο δικαστές από κάθε
κράτος-μέλος με εξαετή θητεία, δεν υπάρχουν Γενικοί Εισαγγελείς, αλλά το έργο τους
μπορούν να το αναλάβουν εισηγητές δικαστές. Τ Η σύνθεσή του όμως ανανεώνεται μερικά
ανά τριετία. Το Γενικό Δικαστήριο συνεδριάζει σε Ολομέλεια και σε δέκα τμήματα. Τα
τμήματα είναι πενταμελή και τριμελή ενώ τα τελευταία χρόνια εκδικάζει υποθέσεις και ως
μονομελές δικαστήριο.
Οι αρμοδιότητες των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αναλυθούν σε
μεταγενέστερη εβδομάδα μελέτης.
2.5 ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Το έκτο από τα κύρια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το Ελεγκτικό
Συνέδριο το οποίο ιδρύθηκε από τη δημοσιονομική Συνθήκη των Βρυξελλών της 22.5.1975.
Πρόκειται για κατεξοχήν όργανο ελέγχου το οποίο αποτελείται από είκοσι οχτώ μέλη με
εξαετή θητεία τα οποία διορίζονται από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία και σύμφωνη
γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τα μέλη του προέρχονται από αντίστοιχα όργανα των
εθνικών κρατών ή πάντως πρόκειται για πρόσωπα με αποδεδειγμένες ικανότητες και εμπειρία
στο πεδίο του δημοσιονομικού ελέγχου. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είναι δικαστικό όργανο
αλλά επικουρεί κυρίως το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στον έλεγχο της
εκτέλεσης του κοινοτικού προϋπολογισμού. Από τις υπόλοιπες αρμοδιότητες του οι
κυριότερες είναι: α) Ο έλεγχος της νομιμότητας των εξόδων και των εσόδων της Ένωσης, β)
Ο έλεγχος της δημοσιονομικής διαχείρισης η κατάρτιση ετήσιας οικονομικής εκθέσεως η
οποία και εξετάζεται δημόσια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά την έγκριση του
προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.6 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ


Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αναγνωρίστηκε η αποκλειστική αρμοδιότητα της
Ένωσης σε νομισματικά ζητήματα έναντι των κρατών μελών της ευρωζώνης. Στο πλαίσιο
αυτό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναπτύχθηκε ως όργανο με δική του, ξεχωριστή
νομική προσωπικότητα, δευτερεύον μεν αλλά ανεξάρτητο τόσο έναντι των κρατών μελών
όσο και έναντι των υπόλοιπων κοινοτικών οργάνων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της
ανεξαρτησίας αυτής αποτελεί το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποκλειστικά
στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την νομισματική πολιτική νομοθετεί εκδίδοντας
κανονισμούς, αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες. Με τη ΣΛΕΕ η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα αποκτά καθεστώς θεσμικού οργάνου της Ένωσης. Η Τράπεζα διοικείται από μια
Εκτελεστική Επιτροπή και ένα διοικητικό Συμβούλιο και διαθέτει αρμοδιότητες για το
συντονισμό της νομισματικής πολιτικής της κοινότητας. Άλλα όργανα οικονομικής
διαχείρισης της Κοινότητας είναι: O Οργανισμός Εφοδιασμού (ΕΚΑΕ) και η Ευρωπαϊκή
Τράπεζα Επενδύσεων.
2.7 ΤΑ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΡΓΑΝΑ
Πέραν των παραπάνω κύριων οργάνων στο πλαίσιο της Κοινότητας λειτουργούν μεταξύ
άλλων και τα παρακάτω όργανα:
 Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕOKE) Η Ευρωπαϊκή
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποτελείται συνολικά από τριακόσια δέκα επτά
μέλη (330), εκπροσώπους επαγγελματικών κοινωνικών ομάδων, εκπροσώπους της
κοινωνίας των πολιτών και τους κοινωνικούς εταίρους των κρατών μελών (ιδίως
γεωργούς, εργαζόμενους, εμπόρους, βιοτέχνες, ελεύθερους επαγγελματίες,
καταναλωτές κλπ). Τα μέλη της κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών και
διορίζονται με απόφαση του Συμβουλίου για θητεία τεσσάρων ετών. Η αρμοδιότητά
της είναι να γνωμοδοτεί σε όσες περιπτώσεις επιβάλλεται από το δίκαιο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (επί κοινωνικοοικονομικών θεμάτων) να ζητούν τη γνώμη της ή
όσες φορές το κρίνουν τα όργανα αυτά αναγκαίο.
 Η Επιτροπή των Περιφερειών, ένα αντιπροσωπευτικό των περιφερειακών
οργανισμών (τοπική αυτοδιοίκηση, περιφέρειες) των κρατών μελών. Αποτελείται και
αυτή από τριακόσια δέκα επτά (330) μέλη τα οποία διορίζονται από το Συμβούλιο μετά
από πρόταση των κρατών μελών για τετραετή θητεία. Γνωμοδοτεί σε όσες περιπτώσεις
επιβάλλεται από τη Συνθήκη (εκπαίδευση, πολιτισμός, δημόσια υγεία, ευρωπαϊκά
δίκτυα οικονομικής και κοινωνικής συνοχής) να ζητείται η γνώμη της από το
Συμβούλιο ή την Επιτροπή καθώς και όταν τα όργανα αυτά ζητήσουν τη γνώμη της με
δική τους πρωτοβουλία.
 Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής που προστατεύει τους πολίτες και τους οργανισμούς
της Ένωσης σε περιπτώσεις κακής διοίκησης. Η θέση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή
θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη του Μαάστριχτ. Πρόκειται για μονοπρόσωπο όργανο το
οποίο διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για πενταετή θητεία. Η βασική του
αρμοδιότητα είναι η διενέργεια ελέγχου των καταγγελιών ευρωπαίων πολιτών για
κακοδιαχείριση και κακοδιοίκηση από την πλευρά των οργάνων της Κοινότητας καθώς
και η υποβολή σχετικής έκθεσης στο Κοινοβούλιο και στο εγκαλούμενο όργανο. Στο
πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ανήκει και η υποβολή ετήσιας έκθεσης στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργεί.
 Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων που χρηματοδοτεί επενδυτικά σχέδια της
Ένωσης.
 Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
 Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης

Επίσης, έχουν συσταθεί ειδικευμένοι οργανισμοί που εκτελούν ορισμένα τεχνικά,


επιστημονικά ή διαχειριστικά καθήκοντα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Απαντήσεις σε ασκήσεις αυτοαξιολόγησης & δραστηριότητες

Άσκηση αυτοαξιολόγησης 1 / Κεφάλαιο 2


Τα όργανα της ΕΕ μπορούν να χωριστούν, σύμφωνα με την κλασική διάκριση, σε
διακυβερνητικά ή διακρατικά (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλιο Υπουργών) εφόσον
αντλούν τη νομιμοποίησή τους από το εσωτερικό των κρατών και τις κυβερνήσεις τους,, και
σε υπερεθνικά (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Επιτροπή, Δικαστήριο), που έχουν αναφορά σε
πέραν του έθνους κράτους νομιμοποίηση. Ωστόσο η φύση τους αυτή δεν είναι ‘καθαρή’:
ακριβέστερο είναι μάλλον ότι έχουν διαφορετικές ‘στιγμές’, όπου εκδηλώνεται η διττή ή και
πολλαπλή -μερικές φορές- πολιτική τους νομιμοποίηση. Έτσι, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι
όντως το κατεξοχήν διακυβερνητικό όργανο, τη στιγμή που οι αποφάσεις του
προετοιμάζονται από το διπλωματικό σώμα (COREPER) και λαμβάνονται με ομοφωνία ή
συναίνεση κεκλεισμένων των θυρών, δεν ελέγχεται δε σε ευρωπαϊκό επίπεδο με καμία
διαδικασία (ελέγχεται μόνον ο κάθε ηγέτης στην εθνική πολιτική αρένα από το Κοινοβούλιο
και μέσω των εθνικών εκλογών, στον -ελάχιστο βέβαια στην πράξη- βαθμό που είναι γνωστό
ποια πολιτική άποψη υποστήριξε) και ο Πρόεδρός του προέρχεται με εξαμηνιαία εναλλαγή
από τα κράτη-μέλη∙ ο ακραιφνής όμως αυτός διακυβερνητικός χαρακτήρας σχετικοποιείται
όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει με –ενισχυμένη έστω ή ειδική- πλειοψηφία, π.χ.
για τον ορισμό του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 214
ΣυνθΕΚ, έτσι όπως ισχύει μετά την υιοθέτηση της ΣΛΕΕ.
Η εμφάνιση της νομιμοποίησης από τους λαούς αποτυπώνεται στη διπλή ψήφο του
Συμβουλίου Υπουργών, ενός επίσης διακυβερνητικού οργάνου, εφόσον ο αριθμός των
ψήφων αντανακλά, έστω και στρεβλωμένα, την σχέση μεγέθους των εθνικών λαών, ενώ η
λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία αποτελεί ομοσπονδιακό στοιχείο, καθώς τα μειοψηφούντα
κράτη αποδέχονται τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων των υπολοίπων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατατάσσεται συνήθως στα υπερεθνικά –άρα ομοσπονδιακής
λογικής- όργανα, καθώς αποφασίζει με πλειοψηφία και βάσει κυρίως πολιτικών προτιμήσεων
και υπερεθνικών συσσωματώσεων, των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και των
κοινοβουλευτικών τους ομάδων, αλλά αν σκεφτεί κανείς τον τρόπο και την πολιτική ατζέντα
εκλογής του θα διακρίνει τη διάσταση της μέσω των εθνικών λαών νομιμοποίησής του.
Τέλος, τόσο η Επιτροπή όσο και το ΔΕΕ -όργανα που θεωρούνται κατεξοχήν υπερεθνικά,
εφόσον είναι ταγμένα να προωθούν και να προασπίζονται το κοινό συμφέρον της
Ευρωπαϊκής / Ένωσης (άρθρα 211 και 213 παρ. 2α για την Επιτροπή και άρθρο 220 ΣυνθΕΚ
για το Δικαστήριο)- συγκροτούνται από μέλη που προτείνουν οι εθνικές κυβερνήσεις και
μάλιστα με εκπροσώπηση «ένα προς ένα» (ένα μέλος του οργάνου από κάθε κράτος-μέλος),
στοιχείο που αντικατοπτρίζει τη διακυβερνητική λογική και την ισοτιμία των κρατών.
Ωστόσο, η Επιτροπή αντλεί νομιμοποίηση και από την ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου (άρθρο 214 παρ.2γ ΣυνθΕΚ), δανειζόμενη έτσι τη διπλή νομιμοποιητική βάση
εκείνου. Κατ’ αυτή την έννοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Επιτροπή συγκεντρώνει την
τριπλή νομιμοποίηση από κράτη (πρόταση), λαούς (έγκριση Κοινοβουλίου) και πολίτες
(λειτουργική νομιμοποίηση, καθώς ενεργεί με βάση το ευρωπαϊκό συμφέρον και με σεβασμό
προς τα θεμελιώδη δικαιώματα).

Δραστηριότητα 1 / Κεφάλαιο 2
Tο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ένας διεθνής (διακρατικός) οργανισμός, διαφορετικός από
την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι στόχοι του είναι (μεταξύ άλλων) η προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, η προώθηση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας της Ευρώπης και η
καταπολέμηση κοινωνικών προβλημάτων, όπως οι ρατσιστικές προκαταλήψεις και η
μισαλλοδοξία. Ιδρύθηκε το 1949 και ένα από τα πρώτα επιτεύγματά του ήταν η εκπόνηση της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για να μπορούν οι πολίτες να ασκούν
τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει αυτή η σύμβαση, δημιούργησε το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εδρεύει στο Στρασβούργο, και όπου μπορούν οι
ευρωπαίοι πολίτες να πρσφύγουν και ατομικά εφόσον έχουν εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα
μέσα. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει σήμερα 47 Κράτη-Μέλη, μεταξύ των οποίων οι 27
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εδρεύει στο Palais de l’Europe στο Στρασβούργο της
Γαλλίας.
Δραστηριότητα 2-Κεφάλαιο 2
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε απειλήσει ύστερα από σχετικές ακροάσεις ότι δε θα
έδινε ψήφο εμπιστοσύνης σε τρεις υποψήφιους Επιτρόπους: τον Ιταλό Rocco Buttiglione, του
οποίου οι συντηρητικές απόψεις έρχονταν σε αντίθεση με τη θέση του Επιτρόπου αρμόδιου
για δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις, τη Λετονή Ingrida Udre, ύστερα από κατηγορίες
για ανωμαλίες όσον αφορά τη χρηματοδότηση του κόμματός της και τον Ούγγρο László
Kovács, ο οποίος δεν απέδειξε στο Κοινοβούλιο ότι κατείχε επαρκείς γνώσεις σε θέματα
ενέργειας.
Καθώς η απόρριψη των τριών αυτών υποψήφιων Επιτρόπων από το Κοινοβούλιο θα
είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη όλου του σώματος των Επιτρόπων (και όχι μόνο των
τριών), ο Πρόεδρος της Επιτροπής Jose Manuel Barroso είχε αποφασίσει τότε να αποσύρει
τις δύο πρώτες υποψηφιότητες (του κ. Buttiglione και της κας Udre) και να αναθέσει στον
Ούγγρο υποψήφιο άλλο χαρτοφυλάκιο (φορολογία και τελωνειακή ένωση). Η κίνηση αυτή
είναι ενδεικτική της μεγάλης επιρροής που έχει σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον
αφορά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και της σχετικής πολιτικοποίησης της
διαδικασίας έγκρισης της Επιτροπής, κατά την οποία δεν παίζουν ρόλο μόνον ισορροπίες
εθνικού χαρακτήρα, αλλά και οι πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση των υποψηφίων
Επιτρόπων.
Η εξουσία του Κοινοβουλίου να εγκρίνει το διορισμό της Επιτροπής συμπληρώνεται
από την εξουσία της να την οδηγεί σε παραίτηση, υποβάλλοντας και υπερψηφίζοντας
πρόταση μομφής σε βάρος της. Υπενθυμίζεται ότι το 1998 κατά τη θητεία της Επιτροπής
Santer είχαν υπάρξει κατηγορίες κατά συγκεκριμένων Επιτρόπων. Υπό το φόβο της αποδοχής
πρότασης μομφής η Επιτροπή παραιτήθηκε συλλογικά μια μόλις μέρα πριν γίνει η σχετική
ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο.

Σύνοψη
Τα κυριότερα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι:
 Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που είναι διακυβερνητικό όργανο, αποτελείται από τους
Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων των Κρατών-Μελών, συνέρχεται συνήθως
τέσσερις φορές το χρόνο και χαράζει τη γενική πολιτική της Ένωσης·
 Το Συμβούλιο Υπουργών που γνωρίζει διαφορετικούς σχηματισμούς ανάλογα με το
χαρτοφυλάκιο των Υπουργών που συμμετέχουν σε αυτό, εντάσσεται δε, όπως και το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα διακυβερνητικά όργανα ·
 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που εκλέγεται για πέντε χρόνια με άμεσες εκλογές που
διεξάγονται ταυτόχρονα αλλά με διαφορετικά εκλογικά συστήματα σε όλα τα Κ-Μ και
ασκεί -στις περισσότερες περιπτώσεις- μαζί με το Συμβούλιο Υπουργών νομοθετική
λειτουργία·
 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που διαθέτει το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας,
αποτελείται από έναν πολίτη κάθε Κ-Μ και υπηρετεί το γενικό κοινοτικό συμφέρον και
 Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Γενικό Δικαστήριο που είναι οι
θεματοφύλακες της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.
 Το Ελεγκτικό Συνέδριο, η δημοσιονομική φωνή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στα ελάσσονα όργανα κατατάσσονται η Επιτροπή των Περιφερειών, η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ο Ευρωπαίος Επόπτης
Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης καθώς
και ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής.
Βιβλιογραφία
Αγραπίδη-Γκόρτσου Β, Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο θεσμικό σύστημα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, 2006
Μαραβέγιας Ν./ Τσινισιζέλης Μ. (επιμ.), Νέα Ευρωπαϊκή Ένωση. Οργάνωση και Πολιτικές
50 χρόνια, Αθήνα: εκδ. Θεμέλιο, 2007
Παπαγιάννης Δ., Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2016
Σαχπεκίδου, Ε, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλας, 2013
Σκουρής Π., Το Ευρωπαϊκό Υπαλληλικό Δίκαιο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα – Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας 2006
Στεφάνου Κ. / Τσινισιζέλη Μ./ Φατούρου Α. / Χριστοδουλίδη Θ. (επιμ.), Εισαγωγή στις
Ευρωπαϊκές Σπουδές - τόμος Α': Ενοποιητική Δυναμική - Δικαιοταξία – Διακυβέρνηση
Αθήνα: εκδ. Ι. Σιδέρης, β' αναθεωρημένη έκδοση, 2006
Τσαδήρας Α., Ο ευρωπαίος διαμεσολαβητής: ιστορική εξέλιξη του θεσμού, όροι παραδεκτής
καταγγελίας και προϋποθέσεις δικαιολογημένων ερευνών, Ελληνική Επιθεώρηση
Ευρωπαϊκού Δικαίου 2003, 331επ.
Φραγκάκης, Ν. (επιμ.), Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μετά από 50 χρόνια
λειτουργίας, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας 2004

You might also like