Professional Documents
Culture Documents
Σκοπός
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να εξετάσει τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κύρια
και δευτερεύοντα, τη λειτουργία, τις αρμοδιότητες, τη νομιμοποίησή τους και τις σχέσεις μεταξύ τους.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
Όταν ολοκληρώσετε τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου θα μπορείτε να συζητήσετε θέματα όπως:
Ποια είναι τα όργανα που ασκούν τις λειτουργίες και εφαρμόζουν τις πολιτικές στο πλαίσιο
της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
Ποια είναι η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
ποιες οι αρμοδιότητές τους·
Από πού αντλούν τα όργανα αυτά τη νομιμοποίησή τους.
Έννοιες – κλειδιά
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο - Συμβούλιο (Υπουργών)
Επιτροπή-Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ενισχυμένη πλειοψηφία - Στάθμιση ψήφων
Λειτουργική και δημοκρατική νομιμοποίηση
Αρχή των ανατεθειμένων αρμοδιοτήτων
Αρχή της επικουρικότητας
Αποκλειστικές, συντρέχουσες και επικουρικές αρμοδιότητες
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ένα από τα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο τη διαφοροποιεί από τους
κλασικούς διεθνείς οργανισμούς, είναι ότι οι λειτουργίες της δεν ασκούνται μόνον ή κυρίως
μέσω της διπλωματίας και διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων. Αντίθετα διαθέτει έναν
ικανό αριθμό οργάνων, θεσμών και διαδικασιών προκειμένου να υλοποιηθούν στόχοι σε μια
πληθώρα τομέων, στους οποίους η Ένωση διαθέτει αρμοδιότητα. Τα σημαντικότερα
όργανα, τα οποία αναγνωρίζονται ως κύρια, είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο οποίο
μετέχουν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, το Συμβούλιο (Υπουργών), το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, η Επιτροπή, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΕ) και η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Παρά την ύπαρξη των
διαφορετικών αυτών οργάνων, η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (εκτελεστική,
νομοθετική, δικαστική) δεν βρίσκει στο ενωσιακό οικοδόμημα την εφαρμογή που
απολαμβάνει σε εθνικό επίπεδο. Κύρια στόχευση της ύπαρξης των πολλαπλών αυτών
οργάνων είναι η αντιπροσώπευση διαφορετικών συμφερόντων και συσσωματώσεων και η
ισορροπία μεταξύ τους. Από την αρχική αυτή παρατήρηση προκύπτει η διττή φύση της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως Ένωσης κρατών και λαών, κάποιοι θα πρόσθεταν και πολιτών και
η μικτή φύση των οργάνων της, ως διακρατικών και υπερεθνικών ταυτόχρονα, άλλων
περισσότερο υπερεθνικών (Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ΔΕΕ) και άλλων
περισσότερο διακρατικών (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλιο). Αντίστοιχα, αυξάνεται ή
μειώνεται ο ρόλος των υπερεθνικών οργάνων στους διάφορους τομείς αρμοδιοτήτων
ανάλογα με τα εάν το εθνικά συμφέροντα υποχωρούν ή υπερισχύουν αντίστοιχα.
Η λειτουργία των οργάνων αυτών κρίνεται τόσο από άποψη δημοκρατικής τους (ή
διαδικαστικής) νομιμοποίησης όσο και από άποψη λειτουργικής (ή κατ’ αποτέλεσμα
νομιμοποίησής τους). Η πρώτη αφορά στις διαδικασίες που επιτρέπουν την αναγωγή των
οργάνων αυτών στη βούληση των λαών ή /και των πολιτών των κρατών μελών της Ένωσης,
ενώ η δεύτερη απορρέει από το εξαγόμενο αποτέλεσμα και την αποτελεσματικότητα,
δηλαδή το βαθμό επίτευξης στόχων με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το εύρος των αρμοδιοτήτων καθώς και η κατανομή τους
ανάμεσα στα θεσμικά όργανα της Ένωσης προσδιορίζεται κάθε φορά ανάλογα με την εξέλιξη
του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος. Εκτός από τα κύρια όργανα από τις συνθήκες
προβλέπεται η συγκρότηση και λειτουργία μιας σειράς οργάνων με ειδικότερες αρμοδιότητες
όπως η COREPER, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική
Επιτροπή (ΕΟΚΕ), η Επιτροπή των Περιφερειών, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ),
η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΞΔ), ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας
Δεδομένων (ΕΕΠΔ), το Γενικό Δικαστήριο (πρώην ΠΕΚ). Κάποια από αυτά διαθέτουν
ανεξάρτητες αρμοδιότητες, ενώ κάποια άλλα επικουρούν το έργο των κυρίων οργάνων της
Ένωσης.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
Δραστηριότητα 1
Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα www.coe.int
[για ελληνικά www.coe.int/gr/portal/default.asp?L=GR]. Διαβάστε περισσότερα
για το Συμβούλιο της Ευρώπης προκειμένου να το διακρίνετε από το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο.
2.1.2.1 Σύνθεση
Το Συμβούλιο διαθέτει εξουσίες εκτελεστικού και νομοθετικού χαρακτήρα στην Ε.Ε.
Οι αρμοδιότητές του προκύπτουν από τις Συνθήκες και εξειδικεύονται στον ισχύοντα
κανονισμό λειτουργίας του. Η σύνθεσή του το καθιστά το κατεξοχήν όργανο
διακυβερνητικής συνεργασίας και το βασικό όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Κατά την άσκηση των νομοθετικών του αρμοδιοτήτων συνεργάζεται με την
Επιτροπή κατά το στάδιο της επεξεργασίας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στις
περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από τις Συνθήκες συμπράττει με το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο για την υιοθέτησή του.
Στο Συμβούλιο εκπροσωπούνται με ένα μόνο μέλος τους σε επίπεδο υπουργού οι
κυβερνήσεις του συνόλου των 28 κρατών μελών. Η ψήφος των μελών του Συμβουλίου
δεσμεύει τις εθνικές τους κυβερνήσεις. Η διυπουργική σύνθεσή του επιτρέπει να λειτουργεί
σε επιμέρους σχηματισμούς ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης (εξωτερικές
υποθέσεις, γεωργία, βιομηχανία, περιβάλλον κτλ.) οι οποίοι συντίθενται από τους αρμόδιους
καθ’ ύλη υπουργούς των κρατών-μελών. Έχει συνεπώς πολλές συνθέσεις και σχηματισμούς
ανάλογα με το αντικείμενό τους και στις συνεδριάσεις του κάθε σχηματισμού παρίσταται ο
αρμόδιος Επίτροπος, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ειδικότερα προβλέπονται εννέα συνθέσεις: 1.
Γενικών Υποθέσεων, 2. Εξωτερικών Σχέσεων, 2. Οικονομικών Υποθέσεων, 3. Δικαιοσύνης
και Εσωτερικών Υποθέσεων, 4. Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής και Καταναλωτών, 5.
Ανταγωνιστικότητας, 6. Μεταφορών, Τηλεπικοινωνιών και Ενέργειας, 7. Γεωργίας και
Αλιείας, 8. Περιβάλλοντος και 9. Εκπαίδευσης, Νεολαίας και Πολιτισμού.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο των Γενικών Υποθέσεων (αποτελείται από τους Υπουργούς
που είναι αρμόδιοι επί Ευρωπαϊκών Θεμάτων) έχει ιδιαίτερο συντονιστικό ρόλο, αφού
εξασφαλίζει τη συνοχή των εργασιών σε όλες τις συνθέσεις του Συμβουλίου, ενώ
προετοιμάζει και επικουρεί τις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ασχολείται με τα
ζητήματα διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έγκρισης του πολυετούς δημοσιονομικού
πλαισίου (επταετές). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το Συμβούλιο των Εξωτερικών
Υποθέσεων στο οποίο προεδρεύει ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την Εξωτερική Πολιτική και
Πολιτική Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επικουρούμενος από την Ευρωπαϊκή
Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εκτός από τα ζητήματα κοινής εμπορικής πολιτικής
επί των οποίων προεδρεύει ο Υπουργός του κράτους μέλους που ασκεί την εξαμηνιαία
προεδρία του Συμβουλίου.
Η προεδρία του Συμβουλίου ασκείται κυκλικά από όλα τα κράτη-μέλη, ανά εξάμηνο,
ενώ σειρά των κρατών προκύπτει από σχετική πολιτική απόφαση του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου. Η πρόβλεψη αυτή διασφαλίζει την ισοτιμία των κρατών-μελών δύναται να
προκαλέσει ωστόσο προβλήματα συνοχής και συνέχειας των κοινοτικών πολιτικών. Και
τούτο διότι το κάθε κράτος-μέλος που ασκεί την προεδρία τείνει να διαμορφώνει τη δική του
ατζέντα θεμάτων τα οποία και προσπαθεί να εξυπηρετήσει κατά προτεραιότητα. Το
μειονέκτημα αυτό αντιμετωπίστηκε εν μέρει με την καθιέρωση του άτυπου θεσμού της
«τρόικα» στην οποία συμμετέχουν η τρέχουσα, η προηγούμενη και επόμενη προεδρία, ο
οποίος θεσμοποιείται με την ΣΛΕΕ. Η δεκαοχτάμηνη περίοδος διέπεται από μια κοινή
θεματολογία η οποία εν συνεχεία εξειδικεύεται κατά εξάμηνο.
Όσον αφορά τη λειτουργία των δέκα συνθέσεων του Συμβουλίου, η προεδρία δεν
προσδίδει περαιτέρω εξουσίες στο κράτος-μέλος που την ασκεί πέραν της σύγκλησης των
συνεδριάσεων και την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης, αν και το Συμβούλιο μπορεί να
συγκληθεί και με αίτηση κάθε κράτους μέλους.
Διοικητική στήριξη λαμβάνει το Συμβούλιο από τη Γενική Γραμματεία του
Συμβουλίου (ΓΓΣ, Βρυξέλλες) με περισσότερους από 2000 υπαλλήλους, μοιρασμένους σε
επτά Γενικές Διευθύνσεις. Αυτή επικουρεί το έργο τόσο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσο
και του Συμβουλίου Υπουργών. Ωστόσο, το κύριο όργανο που επιμελείται την προετοιμασία
των εργασιών του Συμβουλίου είναι η Επιτροπή Μόνιμων Αντιπροσώπων (Comité des
Représentants Permanents = COREPER).
Η COREPER, που συστήθηκε το 1958 ως επικουρικό όργανο και επισημοποιήθηκε το
1965, αποτελείται από μόνιμους αντιπροσώπους των Κρατών-Μελών με σκοπό την
προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου, εκτός από τα γεωργικά θέματα, για τα οποία
λειτουργεί Ειδική Επιτροπή Γεωργίας. Η Επιτροπή αυτή εξετάζει τους φακέλους και
καταβάλλει προσπάθεια για επίτευξη συμφωνίας πριν το κάθε ζήτημα φτάσει στο Συμβούλιο.
Αν τέτοια συμφωνία δεν επιτευχθεί, τα ανοικτά θέματα παραπέμπονται στο Συμβούλιο με
σχετική ένδειξη. Η ημερήσια διάταξη χωρίζεται δηλαδή σε σημεία Α που προορίζονται για
έγκριση χωρίς συζήτηση, εφόσον συμφωνία έχει ήδη επιτευχθεί σε επίπεδο COREPER και σε
σημεία Β που χρήζουν συζήτησης στο Συμβούλιο. Διαθέτει δύο σχηματισμούς, την COREPER
Ι, που αποτελείται από τους αναπληρωτές μόνιμους αντιπροσώπους και καλύπτει θέματα
τεχνικού χαρακτήρα, και την COREPER ΙΙ, που ασχολείται με θέματα υψηλής πολιτικής και
αποτελείται από διπλωματικούς υπαλλήλους πρεσβευτικού βαθμού.
2.1.2.2 Αρμοδιότητες
Οι κυριότερες αρμοδιότητες του Συμβουλίου Υπουργών είναι οι ακόλουθες:
1. Διαθέτει κανονιστική εξουσία: Η κανονιστική ή νομοθετική εξουσία του Συμβουλίου
είναι πρωτογενής καταλήγει στην παραγωγή του δευτερογενούς (ή παραγώγου)
κοινοτικού δικαίου, συνήθως σε συνεργασία και συναπόφαση με το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο επί των προτάσεων της Επιτροπής. Σύμφωνα με το 207 παρ. 3 ΣυνθΕΚ το
Συμβούλιο υπόκειται στην αρχή της διαφάνειας όταν ασκεί νομοθετική εξουσία· με τη
ΣΛΕΕ προβλέφθηκαν μάλιστα δημόσιες συνεδριάσεις του. Μπορεί επίσης να ζητάει
από την Επιτροπή να αναλάβει μελέτες ή να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις.
2. Ασκεί δημοσιονομική εξουσία: Καθορίζει το σύστημα ιδίων πόρων της Κοινότητας,
συντάσσει το σχέδιο του προϋπολογισμού στη βάση προσχεδίου της Επιτροπής και
συμπράττει με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την έγκρισή του.
3. To Συμβούλιο συντονίζει την οικονομική και δημοσιονομική δραστηριότητα των
κρατών μελών, παρακολουθεί τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών και
μεριμνά για τη ενίσχυση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ, για θέματα που
αφορούν το ευρώ και την κίνηση των κεφαλαίων.
4. Το Συμβούλιο χαράσσει τις κατευθύνσεις και διατυπώνει συστάσεις προς τα κράτη-
μέλη σχετικά με την κατάσταση απασχόλησης στο πλαίσιο της ΕΕ και μεριμνά για τη
βελτίωσή της.
5. Το Συμβούλιο ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτει το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο καθορίζει και εφαρμόζει την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
6. Το Συμβούλιο παρέχει στην Επιτροπή την εντολή να διαπραγματευτεί εκπροσωπώντας
την ΕΕ συμφωνίες με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς. Την τελική απόφαση για
την υιοθέτησή τους την λαμβάνει το Συμβούλιο, το οποίο εκδίδει την τελική απόφαση
για τη σύναψή τους, με βάση την απόφαση της Επιτροπής και την έγκριση του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
7. To Συμβούλιο θεσπίζει το πλαίσιο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο
της παιδείας, του πολιτισμού, του αθλητισμού και της νεολαίας, καθορίζοντας τις
προτεραιότητες της συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών-μελών.
________________________________________________________________________
Δραστηριότητα 2
Μελετήστε την διαδικασία λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία και βγάλτε
συμπεράσματα σχετικά με την αντιπροσώπευση των κρατών-μελών στη διαδικασία αυτή.
________________________________________________________________________
Με τη ΣΛΕΕ η ειδική πλειοψηφία είναι ουσιαστικά διπλή: 55% των κρατών-μελών (όχι
λιγότερα από 15) και 65% του πληθυσμού της Ένωσης. Επίσης προβλέφθηκε ότι για να
μπορεί μια μειοψηφία να σταματάει μια απόφαση θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον
εκπροσώπους τεσσάρων κρατών-μελών. Η πρόβλεψη αυτή εισήχθηκε έτσι ώστε να μην
μπορούν τα τρία μεγαλύτερα κράτη να μπλοκάρουν μια απόφαση και προκειμένου να
ευνοηθεί η αντιπροσώπευση των μικρότερων κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, πρόκειται για
ρύθμιση που συμβάλει στην διαμόρφωση συναινέσεων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ..
2.2.2. Αρμοδιότητες
Οι κυριότερες αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου είναι οι ακόλουθες:
Δραστηριότητα 3
Μεταβείτε στη σελίδα
https://www.insider.gr/kosmos/politiki/121176/eyropaiki-epitropi-nea-prosopa-kai-nea-
domi-ypo-tin-oyrsoyla-fon-nter-laien
Διαβάστε το άρθρο με τίτλο
Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Νέα πρόσωπα και νέα δομή υπό την Ούρσουλα Φον Λάϊντεν
και σχολιάστε την διαδικασία διορισμού προέδρου και μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Παράδειγμα:
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσέβαλε ενώπιον του ΔΕΚ τη Συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και
των ΗΠΑ, η οποία επιτρέπει στις αμερικανικές αρχές να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα των
επιβατών στις αεροπορικές πτήσεις μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Διαβάστε παρακάτω την
προσφυγή:
Προσφυγή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που
ασκήθηκε στις 27 Ιουλίου 2004.
(Υπόθεση C-317/04)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους R. Passos και N. Lorenz, με τόπο επιδόσεων
στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 27 Ιουλίου 2004 προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:
- Nα ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου 2004/496/ΕΚ της 17ης Μαΐου 2004 1
Δέχεται αναφορές από τους πολίτες, τις οποίες εξετάζει η μόνιμη Επιτροπή
Αναφορών και διορίζει μόνο του τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (Ombudsman), ο
οποίος παραλαμβάνει καταγγελίες σχετικά με περιπτώσεις κακής διοίκησης στο
πλαίσιο της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών, εκτός του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να διεξαγάγει έρευνα και να φέρει το θέμα
στο ενδιαφερόμενο όργανο, υποβάλλει δε έκθεση για τη δραστηριότητά του προς το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Παρέχει έγκριση επί όλων των σημαντικών διεθνών συμφωνιών, καθώς και επί των
συνθηκών προσχώρησης, οι οποίες συνάπτονται με νέα Κράτη-Μέλη και καθορίζουν
τους όρους της προσχώρησης. Η έγκρισή του του απαιτείται ακόμη για την
τροποποίηση του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και περί
της ενιαίας διαδικασίας εκλογών ανάδειξης των μελών του.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει επίσης σε ορισμένες δραστηριότητες που
αφορούν στις εξωτερικές σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης πέρα από τις συμφωνίες
σύνδεσης με τρίτες χώρες. Έτσι προβλέπεται η διαδικασία της διαβούλευσης με το
Συμβούλιο για το σύνολο των λοιπών διεθνών συμφωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, ιδρύεται από τις Συνθήκες υποχρέωση για την Επιτροπή και το Συμβούλιο
ενημέρωσης σχετικά με την πορεία εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει
η Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
2.3.1. Σύνθεση
Η Επιτροπή συνιστά ένα ενιαίο Kολέγιο εικοσιοχτώ Επιτρόπων, με έναν από κάθε
κράτος-μέλος, που διορίζονται για θητεία πέντε ετών «με κοινή συμφωνία» των κυβερνήσεων
των κρατών μελών καθώς και του Προέδρου της Επιτροπής. Ο Πρόεδρος χαράζει
κατευθύνσεις, διευθύνει και καθοδηγεί πολιτικά την Επιτροπή (άρθρο 219 παρ. 1 ΣυνθΕΚ),
μοιράζει και τα χαρτοφυλάκια στους Επιτρόπους· επικουρείται στην άσκηση των
καθηκόντων του από δύο τουλάχιστον Αντιπροέδρους. Με τη Συνθήκη ίδρυσης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέφθηκε διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης από το
Κοινοβούλιο μετά το διορισμό της Επιτροπής: οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών ορίζουν το
πρόσωπο που προτίθενται να διορίσουν Πρόεδρο καθώς και εκείνα που προορίζονται να
αναλάβουν τις θέσεις των Επιτρόπων, ο διορισμός αυτός όμως δεν ολοκληρώνεται πριν την
έγκριση του Κοινοβουλίου.
Τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να επιλέγονται βάσει των «γενικών προσόντων τους»
και να «ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία προς το γενικό συμφέρον της
Κοινότητας». Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις
από καμιά κυβέρνηση. Η ευθύνη των αποφάσεων είναι συλλογική και αυτή είναι η έννοια του
«Κολεγίου». Το γεγονός ότι η Επιτροπή λειτουργεί με βάση την αρχή της συλλογικότητας
πρακτικά σημαίνει ότι αφενός οι αποφάσεις του οργάνου λαμβάνονται συλλογικά και
αφετέρου ότι οι πράξεις και οι αποφάσεις του κάθε επιτρόπου ξεχωριστά δεσμεύουν την
Επιτροπή. Ειδικότερη έκφραση της συλλογικής ευθύνης της Επιτροπής αποτελεί η
δυνατότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να την οδηγήσει σε παραίτηση συλλογικά
εφόσον γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας που θα υποβληθεί από αυτό.
Το σώμα των επιτρόπων αποτελείται από τον πρόεδρο της Επιτροπής, τους έξι
αντιπροέδρους της Επιτροπής, με πρώτο αντιπρόεδρο τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για
την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας, και τους 21 επιτρόπους με ειδικό
χαρτοφυλάκιο για τον καθένα. Οι υποψήφιοι για την προεδρία της Επιτροπής προτείνονται
στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αφού ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ώστε να επιλεγεί πρόσωπο προερχόμενο από την
κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο υποψήφιος για τη θέση του προέδρου επιλέγει τους
αντιπροέδρους και τους επιτρόπους κατόπιν υπόδειξης των κρατών μελών της ΕΕ, από
κατάλογο που έχει λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου. Εν συνεχεία, τα
υποψήφια μέλη της Επιτροπής εμφανίζονται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να
παρουσιάσει τις θέσεις του και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατόπιν, το Κοινοβούλιο ψηφίζει
για την έγκριση ή όχι των υποψηφίων Επιτρόπων ως σύνολο. Τέλος, οι επίτροποι ορίζονται
από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία.
Έδρα της Επιτροπής είναι οι Βρυξέλλες, ωστόσο διαθέτει έναν πυκνό διοικητικό
μηχανισμό ο οποίος είναι εγκατεστημένος τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Λουξεμβούργο.
Σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση του έργου της Επιτροπής παίζουν, πέραν του Κολεγίου των
Επιτρόπων, τα Γραφεία των Επιτρόπων (Cabinets), αποτελούμενα από έξι αξιωματούχους και
υπεύθυνα για τη χάραξη των πολιτικών και οι Γενικές Διευθύνσεις, ο διοικητικός βραχίονας
της Επιτροπής, υπεύθυνες για την εφαρμογή των πολιτικών. Συνεδριάζει σε τακτική βάση μια
φορά την εβδομάδα και λαμβάνει συλλογικές αποφάσεις με απλή πλειοψηφία. Η αρχή της
συλλογικότητας δεν επιτρέπει στην Επιτροπή την υιοθέτηση αποφάσεων πέρα από αυτές
που λαμβάνονται στα πλαίσια της συλλογικής της λειτουργίας.
Στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι αρμοδιότητες του προέδρου της
Επιτροπής ήταν κυρίως διοικητικού χαρακτήρα. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι:
α) Συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά χωρίς δικαίωμα
ψήφου.
β) Διαθέτει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των προσώπων της Επιτροπής.
γ) Είναι υπεύθυνος για τον πολιτικό σχεδιασμό, την «πολιτική καθοδήγηση» της
Επιτροπής.
δ) Κατανέμει τις αρμοδιότητες ανάμεσα στους επιτρόπους.
Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες της ΣΛΕΕ είναι η πρόβλεψη του Ύπατου
Εκπροσώπου της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας. Ειδικότερα
οι αρμοδιότητές του είναι: α) η διεθνής εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) η
προεδρία του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, όπως και η αντιπροεδρία της Επιτροπής, γ)
η υποβολή προτάσεων για τη διαμόρφωση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής
ασφαλείας την οποία και ασκεί εκτελώντας τις αποφάσεις του Συμβουλίου, δ) ο συντονισμός
των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων όπως και της
εξωτερικής δράσης της. Ο υπουργός εξωτερικών διορίζεται για πενταετή θητεία, ξεχωριστά
από τους υπόλοιπους επιτρόπους, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το οποίο αποφασίζει με
ειδική πλειοψηφία και με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου της Επιτροπής για την επιλογή
του. Ο διορισμός εγκρίνεται τελικά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όπως και ο διορισμός
του προέδρου και των υπόλοιπων μελών της Επιτροπής.
Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται για πενταετή θητεία η οποία
μπορεί να ανανεωθεί. Όπως ήδη αναφέρθηκε διαθέτουν ευρεία λειτουργική ανεξαρτησία από
τις χώρες προέλευσής τους. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν μπορούν να λαμβάνουν
οδηγίες ή να ζητούν κατευθύνσεις από τις κυβερνήσεις τους. Για να διοριστεί ένα πρόσωπο
στην Επιτροπή θα πρέπει να έχει την ιθαγένεια κάποιου κράτους-μέλους καθώς και να
διαθέτει προσόντα τα οποία να του επιτρέπουν να ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του. Τέλος,
η θέση του επιτρόπου θεωρείται ασυμβίβαστη με την κατοχή αξιώματος είτε σε κάποιο άλλο
κοινοτικό όργανο είτε σε πολιτειακό όργανο της χώρας προέλευσής του.
2.3.2. Αρμοδιότητες
______________________________________________________________________
Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 1
Από πού αντλούν τη νομιμοποίησή τους τα παραπάνω όργανα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης;
_______________________________________________________________________
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.4
Η θέσπιση μιας κοινοτικής δικαστικής εξουσίας απορρέει από την αναγκαιότητα οι όποιες
διαφορές που αφορούν στο κοινοτικό δίκαιο και εμπίπτουν στην κοινοτική έννομη τάξη να
επιλύονται από ένα υπερεθνικό όργανο, ανεξάρτητο δηλαδή από τα Κράτη-Μέλη, αλλά και
διαφορετικό από τα εθνικά δικαστήρια, έτσι ώστε να είναι εγγυημένη η ομοιόμορφη
εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, ανεξαρτήτως της χώρας την οποία η κάθε υπόθεση αφορά.
Έτσι ήδη στο πλαίσιο της ΕΚΑΧ θεσμοθετήθηκε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, ενώ η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη προέβλεψε τη δυνατότητα δημιουργίας ενός
Δικαστηρίου πρώτου βαθμού, του Πρωτοδικείου, το οποίο ιδρύθηκε με απόφαση του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 1988. Η ΣΛΕΕ μετονόμασε τα δυο δικαστήρια σε Δικαστήριο
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Γενικό Δικαστήριο αντίστοιχα.
Το ΔΕΕ εγγυάται και υπηρετεί μια κοινή και θεμελιακή αρχή του ευρωπαϊκού
νομικοπολιτικού πολιτισμού, αυτή του κράτους δικαίου. Στην υπερπεντακονταετή λειτουργία
του και σχεδόν από τη συγκρότησή του διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο τόσο στην
κωδικοποίηση και εμπέδωση του κοινοτικού δικαίου όσο και στη διαδικασία πολιτικής
ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η νομολογία του
αποτελεί σήμερα σημαντική «πηγή» του κοινοτικού δικαίου. Ο έλεγχος ωστόσο της τήρησης
των κανόνων της νομιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί βέβαια μονοπώλιο του
ΔΕΕ αλλά διαχέεται τόσο στα λοιπά κοινοτικά όργανα όσο κυρίως στον εθνικό δικαστή.
2.4.2 Σύνθεση
Το ΔΕΕ απαρτίζεται από 28 δικαστές, έναν από κάθε Κράτος-Μέλος, και έντεκα
Γενικούς Εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των
κρατών-μελών για εξαετή ανανεώσιμη θητεία. Πρόκειται για νομικούς που παρέχουν
εγγυήσεις πλήρους ανεξαρτησίας και στη χώρα προέλευσής τους έχουν τα προσόντα
διορισμού στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Οι
δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου για τριετή ανανεώσιμη θητεία,
αρμοδιότητα του οποίου είναι να διευθύνει τις εργασίες και τις υπηρεσίες του Δικαστηρίου
και να προεδρεύει κατά τις συνεδριάσεις και τις διασκέψεις των μεγαλύτερων δικαστικών
σχηματισμών.
Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι μέλος του Δικαστηρίου, ούτε συμμετέχει στη
διάσκεψη για τη λήψη της απόφασης, συνεπικουρεί ωστόσο το Δικαστήριο εξετάζοντας κάθε
υπόθεση που του ανατίθεται και εισηγούμενος μια τεκμηριωμένη νομική άποψη υπό τη
μορφή των «προτάσεων».
Το Δικαστήριο συνεδριάζει είτε σε ολομέλεια ή σε τμήμα μείζονος συνθέσεως με 13
δικαστές) όταν προβλέπεται από τη συνθήκη ή σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλης
σπουδαιότητας είτε -κατά κανόνα- σε πενταμελή ή τριμελή τμήματα.
Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτούργησε για πρώτη φορά ως
Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1989. Η διείσδυση του κοινοτικού δικαίου σε
ένα μεγάλο αριθμό εννόμων τάξεων και η συνακόλουθη απαίτηση για εναρμονισμένη
εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και για αποτελεσματικότερη έννομη προστασία κατέστησε
αναγκαία τη δημιουργία και λειτουργία αυτού του δεύτερου δικαιοδοτικού οργάνου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο αποτελείται από δυο δικαστές από κάθε
κράτος-μέλος με εξαετή θητεία, δεν υπάρχουν Γενικοί Εισαγγελείς, αλλά το έργο τους
μπορούν να το αναλάβουν εισηγητές δικαστές. Τ Η σύνθεσή του όμως ανανεώνεται μερικά
ανά τριετία. Το Γενικό Δικαστήριο συνεδριάζει σε Ολομέλεια και σε δέκα τμήματα. Τα
τμήματα είναι πενταμελή και τριμελή ενώ τα τελευταία χρόνια εκδικάζει υποθέσεις και ως
μονομελές δικαστήριο.
Οι αρμοδιότητες των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αναλυθούν σε
μεταγενέστερη εβδομάδα μελέτης.
2.5 ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Το έκτο από τα κύρια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το Ελεγκτικό
Συνέδριο το οποίο ιδρύθηκε από τη δημοσιονομική Συνθήκη των Βρυξελλών της 22.5.1975.
Πρόκειται για κατεξοχήν όργανο ελέγχου το οποίο αποτελείται από είκοσι οχτώ μέλη με
εξαετή θητεία τα οποία διορίζονται από το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία και σύμφωνη
γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τα μέλη του προέρχονται από αντίστοιχα όργανα των
εθνικών κρατών ή πάντως πρόκειται για πρόσωπα με αποδεδειγμένες ικανότητες και εμπειρία
στο πεδίο του δημοσιονομικού ελέγχου. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είναι δικαστικό όργανο
αλλά επικουρεί κυρίως το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στον έλεγχο της
εκτέλεσης του κοινοτικού προϋπολογισμού. Από τις υπόλοιπες αρμοδιότητες του οι
κυριότερες είναι: α) Ο έλεγχος της νομιμότητας των εξόδων και των εσόδων της Ένωσης, β)
Ο έλεγχος της δημοσιονομικής διαχείρισης η κατάρτιση ετήσιας οικονομικής εκθέσεως η
οποία και εξετάζεται δημόσια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά την έγκριση του
προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Απαντήσεις σε ασκήσεις αυτοαξιολόγησης & δραστηριότητες
Δραστηριότητα 1 / Κεφάλαιο 2
Tο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ένας διεθνής (διακρατικός) οργανισμός, διαφορετικός από
την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι στόχοι του είναι (μεταξύ άλλων) η προστασία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, η προώθηση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας της Ευρώπης και η
καταπολέμηση κοινωνικών προβλημάτων, όπως οι ρατσιστικές προκαταλήψεις και η
μισαλλοδοξία. Ιδρύθηκε το 1949 και ένα από τα πρώτα επιτεύγματά του ήταν η εκπόνηση της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για να μπορούν οι πολίτες να ασκούν
τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει αυτή η σύμβαση, δημιούργησε το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εδρεύει στο Στρασβούργο, και όπου μπορούν οι
ευρωπαίοι πολίτες να πρσφύγουν και ατομικά εφόσον έχουν εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα
μέσα. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει σήμερα 47 Κράτη-Μέλη, μεταξύ των οποίων οι 27
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εδρεύει στο Palais de l’Europe στο Στρασβούργο της
Γαλλίας.
Δραστηριότητα 2-Κεφάλαιο 2
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε απειλήσει ύστερα από σχετικές ακροάσεις ότι δε θα
έδινε ψήφο εμπιστοσύνης σε τρεις υποψήφιους Επιτρόπους: τον Ιταλό Rocco Buttiglione, του
οποίου οι συντηρητικές απόψεις έρχονταν σε αντίθεση με τη θέση του Επιτρόπου αρμόδιου
για δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις, τη Λετονή Ingrida Udre, ύστερα από κατηγορίες
για ανωμαλίες όσον αφορά τη χρηματοδότηση του κόμματός της και τον Ούγγρο László
Kovács, ο οποίος δεν απέδειξε στο Κοινοβούλιο ότι κατείχε επαρκείς γνώσεις σε θέματα
ενέργειας.
Καθώς η απόρριψη των τριών αυτών υποψήφιων Επιτρόπων από το Κοινοβούλιο θα
είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη όλου του σώματος των Επιτρόπων (και όχι μόνο των
τριών), ο Πρόεδρος της Επιτροπής Jose Manuel Barroso είχε αποφασίσει τότε να αποσύρει
τις δύο πρώτες υποψηφιότητες (του κ. Buttiglione και της κας Udre) και να αναθέσει στον
Ούγγρο υποψήφιο άλλο χαρτοφυλάκιο (φορολογία και τελωνειακή ένωση). Η κίνηση αυτή
είναι ενδεικτική της μεγάλης επιρροής που έχει σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον
αφορά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και της σχετικής πολιτικοποίησης της
διαδικασίας έγκρισης της Επιτροπής, κατά την οποία δεν παίζουν ρόλο μόνον ισορροπίες
εθνικού χαρακτήρα, αλλά και οι πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση των υποψηφίων
Επιτρόπων.
Η εξουσία του Κοινοβουλίου να εγκρίνει το διορισμό της Επιτροπής συμπληρώνεται
από την εξουσία της να την οδηγεί σε παραίτηση, υποβάλλοντας και υπερψηφίζοντας
πρόταση μομφής σε βάρος της. Υπενθυμίζεται ότι το 1998 κατά τη θητεία της Επιτροπής
Santer είχαν υπάρξει κατηγορίες κατά συγκεκριμένων Επιτρόπων. Υπό το φόβο της αποδοχής
πρότασης μομφής η Επιτροπή παραιτήθηκε συλλογικά μια μόλις μέρα πριν γίνει η σχετική
ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο.
Σύνοψη
Τα κυριότερα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι:
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που είναι διακυβερνητικό όργανο, αποτελείται από τους
Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων των Κρατών-Μελών, συνέρχεται συνήθως
τέσσερις φορές το χρόνο και χαράζει τη γενική πολιτική της Ένωσης·
Το Συμβούλιο Υπουργών που γνωρίζει διαφορετικούς σχηματισμούς ανάλογα με το
χαρτοφυλάκιο των Υπουργών που συμμετέχουν σε αυτό, εντάσσεται δε, όπως και το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα διακυβερνητικά όργανα ·
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που εκλέγεται για πέντε χρόνια με άμεσες εκλογές που
διεξάγονται ταυτόχρονα αλλά με διαφορετικά εκλογικά συστήματα σε όλα τα Κ-Μ και
ασκεί -στις περισσότερες περιπτώσεις- μαζί με το Συμβούλιο Υπουργών νομοθετική
λειτουργία·
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που διαθέτει το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας,
αποτελείται από έναν πολίτη κάθε Κ-Μ και υπηρετεί το γενικό κοινοτικό συμφέρον και
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Γενικό Δικαστήριο που είναι οι
θεματοφύλακες της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο, η δημοσιονομική φωνή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στα ελάσσονα όργανα κατατάσσονται η Επιτροπή των Περιφερειών, η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ο Ευρωπαίος Επόπτης
Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης καθώς
και ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής.
Βιβλιογραφία
Αγραπίδη-Γκόρτσου Β, Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο θεσμικό σύστημα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, 2006
Μαραβέγιας Ν./ Τσινισιζέλης Μ. (επιμ.), Νέα Ευρωπαϊκή Ένωση. Οργάνωση και Πολιτικές
50 χρόνια, Αθήνα: εκδ. Θεμέλιο, 2007
Παπαγιάννης Δ., Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2016
Σαχπεκίδου, Ε, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλας, 2013
Σκουρής Π., Το Ευρωπαϊκό Υπαλληλικό Δίκαιο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα – Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας 2006
Στεφάνου Κ. / Τσινισιζέλη Μ./ Φατούρου Α. / Χριστοδουλίδη Θ. (επιμ.), Εισαγωγή στις
Ευρωπαϊκές Σπουδές - τόμος Α': Ενοποιητική Δυναμική - Δικαιοταξία – Διακυβέρνηση
Αθήνα: εκδ. Ι. Σιδέρης, β' αναθεωρημένη έκδοση, 2006
Τσαδήρας Α., Ο ευρωπαίος διαμεσολαβητής: ιστορική εξέλιξη του θεσμού, όροι παραδεκτής
καταγγελίας και προϋποθέσεις δικαιολογημένων ερευνών, Ελληνική Επιθεώρηση
Ευρωπαϊκού Δικαίου 2003, 331επ.
Φραγκάκης, Ν. (επιμ.), Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μετά από 50 χρόνια
λειτουργίας, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας 2004