You are on page 1of 11

Την Άβυσσο δεν γίνεται

με αέρα να σφραγίσεις

Έπαινους, ψόγους το ίδιο ν’ αγαπάς –


κι αυτοί περνούν, κι εσύ περνάς.

Εάν ποτέ ήταν δυνατό


στόμα θνητό να ξέρει
το βάρος το αρχέγονο
της λέξης που προφέρει –
θα συνθλιβόταν απ’ αυτό.

Χειρούργε, θέλει προσοχή


μεγάλη το νυστέρι.
Κάτω από τη λεπτή τομή
σαλεύει το αίτιο – η Ζωή!

Η εντυπωσιοθηρία της “κριτικής” και η Έμιλυ Ντίκινσον

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την Άβυσσο δεν γίνεται


με αέρα να σφραγίσεις

Στις ομιλίες του στο Χάρβαρντ, μιλώντας για την ποιητική μετάφραση ο Μπόρχες,
με τη βαθιά ειρωνική γλώσσα που εμποτίζει τη σκέψη και το έργο του, έλεγε πως
έβρισκε όμορφες τις κατά λέξη μεταφράσεις, στις οποίες αναγνώριζε θεολογική την
προέλευση από τις μεταφράσεις της θεόπνευστης, αλάθητης Βίβλου, και ταυτόχρονα
εξυμνούσε «μια από τις πιο όμορφες και περίφημες αγγλικές μεταφράσεις», τη
μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Χαγιάμ από τον Φιτζέραλντ. Ένα δηλαδή
ολωσδιόλου και παντελώς άλλο έργο από το πρωτότυπο, ομολογώντας πως «μια
μετάφραση δεν κρίνεται ποτέ λεκτικώς». Ο Κώστας Κουτσουρέλης στην πρόσφατη
μετάφραση 120 ποιημάτων της Ντίκινσον (Κίχλη, 2023) , διαφωνώντας με τον
πασίγνωστο αφορισμό του Φροστ για τη μετάφραση της ποίησης, εξαρχής δηλώνει
πως

όπως έλεγε ο Ιωσήφ Μπρόντσκι, «ποίηση είναι ό,τι κερδίζεται στη μετάφραση», όχι ό,τι
ενδεχομένως έχει χαθεί. Στέκεται το ελληνικό κείμενο μόνο του, ως ποίημα αυτοτελές
και αυτόφωτο; Αυτό ενδιαφέρει. Αν όχι, κανένα δεκανίκι δεν θα το σώσει.

Την νέα αυτή μετάφραση της Ντίκινσον από τον Κουτσουρέλη ψέγει και επικρίνει σε
σημείωμά της η Τίνα Μανδηλαρά, στη στήλη για το βιβλίο στη LiFO, με τίτλο «Όταν
η Ντίκινσον θυμίζει στις μεταφράσεις της Βάρναλη και Τσιφόρο» [sic], μαζί με τη
μετάφραση του Αρτύρ Ρεμπώ από τον Βασίλη Πατσογιάννη. Ο σχολιασμός που
ακολουθεί αφορά μονάχα το επικριτικό σημείωμά της προς τη μετάφραση της
Ντίκινσον, που όπως μαρτυρά κι ο τίτλος του αποτελεί και τον ουσιαστικό στόχο της
επίκρισής της. Δεν αποσκοπώ εδώ σε ενδελεχή κριτική αξιολόγηση της μιας ή της
άλλης μετάφρασης, επιθυμώ απλά να σχολιάσω και να κρίνω μόνον τα όσα διάβασα.

~.~
Έπαινους, ψόγους το ίδιο ν’ αγαπάς –
κι αυτοί περνούν, κι εσύ περνάς.

Η αναφορά της Μανδηλαρά στον «πρόωρο μοντερνισμό» της Ντίκινσον και στον
Χάρολντ Μπλουμ «ο οποίος της έδωσε σημαίνουσα θέση στον κανόνα του»,
καθιστούν εκ προοιμίου σαφή την οπτική της, με την αποδοχή συγκεκριμένων
απόψεων για την ποίηση της Ντίκινσον. Και συνεχίζει:

Αν εξαιρέσεις κάποιες μεταφραστικές απόπειρες του Διονύση Καψάλη, εμπνευσμένες


από τις παραπομπές του Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό Κανόνα και πιο κοντά στο
σαιξπηρικό ύφος, τις πιο πρόσφατες του Χάρη Βλαβιανού (160 ποιήματα από τις
εκδόσεις Πατάκη) και τον μεγάλο τόμο 44 ποιήματα και 3 γράμματα από τον Ερρίκο
Σοφρά και τις εκδόσεις Το Ροδακιό, που δείχνει να είναι πιο κοντά στο πνεύμα της
σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας, οι υπόλοιπες αποδόσεις παραμένουν άκρως
προβληματικές.

Οι «κάποιες μεταφραστικές απόπειρες» του Καψάλη είναι οι μεταφράσεις 27


συνολικά ποιημάτων (αρχικά διάσπαρτες σε άλλα έργα κι εν συνεχεία
συγκεντρωμένες στο βιβλίο Το μέγα ύδωρ, 2004, Άγρα), και φυσικά δεν είναι
«εμπνευσμένες από τις παραπομπές του Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό Κανόνα».
Αφενός γιατί, από τα οκτώ ποιήματα που παραθέτει ο Μπλουμ εκεί, μόνο τρία έχει
μεταφράσει και ο Καψάλης, και γιατί, αφετέρου, όπως γράφει ο ίδιος ο Καψάλης,
ήταν έτοιμες από το 1994 (ο Δυτικός Κανόνας τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς
πρωτοεκδόθηκε). Αν και αδυνατώ να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει η φράση «πιο
κοντά στο σαιξπηρικό ύφος» (ο Καψάλης δηλαδή μεταφράζει Ντίκινσον με τον
τρόπο που γράφει ο Σαίξπηρ; ή ο Καψάλης μεταφράζει Ντίκινσον με τον τρόπο που ο
ίδιος μεταφράζει Σαίξπηρ;), οι συγκεκριμένες μεταφράσεις του Καψάλη είναι
εντελώς διαφορετικά τεχνουργημένες, τόσο από πλευράς μέτρου και
ομοιοκαταληξίας όσο και επιλογής λεξιλογίου από τα 25 Σονέτα ή τα θεατρικά του
βάρδου (π.χ. τον πιο πρόσφατο Βασιλιά Ληρ) που ο ίδιος έχει αποδώσει στη γλώσσα
μας.

Όπως απερίφραστα δηλώνει η Μανδηλαρά, στο κλείσιμο της παραγράφου, από τις
τρεις μεταφράσεις που ξεχωρίζει, προτιμά τη μετάφραση Σοφρά επειδή «δείχνει να
είναι πιο κοντά στο πνεύμα της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας» (προβάλλοντας
μια ιμπρεσιονιστική εκτίμηση ως κριτήριο αξιολόγησης της ποιητικής μετάφρασης)
και θεωρεί όλες τις υπόλοιπες «άκρως προβληματικές». Και σπεύδει να αποδείξει τα
λεγόμενά της ασχολούμενη αποκλειστικά με τη μετάφραση Κουτσουρέλη, με μία
πρόταση η οποία θα απαιτούσε έλεγχο κι επαναδιατύπωση για να σημαίνει κάτι
σαφώς αντιληπτό και κατανοητό στα ελληνικά:

Απόδειξη η πρόσφατη έκδοση με ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον από τις εκδόσεις Κίχλη
σε εκλογή(!), προλεγόμενα και μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη, ένα εγχείρημα που
ίσως να είναι πολύ πιο φιλόδοξο και σίγουρο για τις μεταφραστικές επιλογές του απ’
ό,τι οι αμφίθυμες, αντιφατικές και γοητευτικά αβέβαιες ποιητικές επιλογές της
ακαταπόνητης «παρθένας ερημίτισσας».

Υποπτεύομαι πως συνοδεύει τη λέξη Εκλογή του υπότιτλου με εντός παρενθέσεων


θαυμαστικό προκειμένου να δηλώσει έτσι το ξάφνιασμά της στο αξιοπερίεργο της
προτίμησης αυτής της λέξης ― προφανώς αντί της συνηθέστερης τα τελευταία
χρόνια Επιλογή. Ας την καθησυχάσουμε όμως· αυτή ήταν η λέξη που
εχρησιμοποιείτο από παλιά για τις ανθολογήσεις και μια ματιά στο Διαδίκτυο
επιβεβαιώνει πως μέχρι σήμερα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται αδιατάρακτα (από
τις ιστορικές Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού του Πολίτη μέχρι και την
περσινή Εκλογή από το έργο του Τζων Κητς του Γιώργου Βάρσου.) Μα και στο λεξικό
π.χ. του Μπαμπινιώτη, την εκλογή βλέπουμε να χρησιμοποιείται προκειμένου περί
ανθολογιών.

Ας στραφούμε κι ας εξετάσουμε όμως τις ουσιώδεις διαφωνίες της αρθογράφου, μέσα


από τα επιχειρήματα και τα τεκμήρια που προσκομίζει, στο σύντομο κείμενό της. Η
Μανδηλαρά λοιπόν κατηγορεί την απόδοση του Κουτσουρέλη ως

παραπάνω κυριολεκτική από όσο επιτάσσει το αφαιρετικό, εξπρεσιονιστικό ύφος της


[ενν. Ντίκινσον] και μάλλον πολύ πιο “γνωμοδιδακτική” [sic] από όσο η ίδια θα
ήθελε. Και ενώ ο ίδιος ο μεταφραστής με ευστοχία λέει στα προλεγόμενά του ότι «οι
στίχοι της Ντίκινσον είναι ένα διαρκές ανάκρουσμα οριακών συναισθημάτων, μια
ακρίβεια πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας», η αποστράγγισή
τους από κάθε ένταση στην απόδοση καταργεί εντελώς οποιαδήποτε τέτοια οπτική.
Γιατί τι σχέση μπορεί να έχει το ανατρεπτικά διονυσιακό και τολμηρό:

I taste a liquor never brewed –


From Tankards scooped in Pearl –
Not all the Frankfort Berries
Yield such an Alcohol!

Advertisements
REPORT THIS ADΑΠΌΡΡΗΤΟ

Inebriate of air – am I –
And Debauchee of Dew –
Reeling-thro’ endless summer days –
From inns of molten Blue –

When “Landlords” turn the drunken Bee


Out of the Foxglove’s door –
When Butterflies renounce their “drams” –
I shall but drink the more!

με την ελληνική απόδοση:

Πίνω έν’ ανήκουστο ποτό


σε κούπα από σεντέφι –
δεν βγάζει η Έσση σαν αυτό
μούρα όσα κι αν έχει!

Μες στο γλαυκό το καπηλειό


του ανέμου εγώ βακχεύω,
στ’ άσωτο θέρος σκουντουφλώ,
πλάι στη δροσιά αλητεύω.
Σαν θα πετάει ο κάπελας
έξω αργά ένα βράδυ
τη μεθυσμένη μέλισσα
στης πίκρας το λιβάδι

και το γυαλί θα παρατούν


οι πεταλούδες κάτω,
εγώ το ποτηράκι μου
θ’ αδειάζω άσπρο πάτο

Εκτός από τις προφανείς παρερμηνείες, άκρως προβληματική είναι, εν προκειμένω, η


απόδοση του ύφους που κάνει τη λεπτή γυναικεία ειρωνεία τύπου Κόλεριτζ που υιοθετεί
η Ντίκινσον στα ποιήματά της να ακούγεται στα ελληνικά, στην καλύτερη περίπτωση,
σαν τους “Μοιραίους” του Βάρναλη και στη χειρότερη σαν σκωπτικά κομμάτια
κωμωδίας του Τσιφόρου. Επιπλέον, δεν γίνεται αντιληπτό γιατί το 2023 άνθρωποι
εγνωσμένης γλωσσικής ικανότητας να εμμένουν σε μια απαρχαιωμένη δημοτικίζουσα ή
μαλλιαρή γλώσσα, επιλέγοντας λέξεις όπως “φυσομάνημα”, “αυθέντης”(!) ή
“έχθρισσα”.

Κι όμως ο Κουτσουρέλης, στα Προλεγόμενά του, που –διόλου παραδόξως– ουδόλως


λαμβάνονται υπόψιν, γράφει ξεκάθαρα για τη διδαχή και τη γνωμολογία που ευρέως
συναντάται στο έργο της Ντίκινσον:

Αν με το ένα πόδι η Ντίκινσον πατάει στον λυρισμό και το τραγούδι, με το άλλο


στηρίζεται στη διδαχή και τη γνωμολογία. Οι ηθικοθρησκευτικές παραστάσεις που
έθρεψαν αυτή την ποίηση είναι απαραγνώριστες […] Αρκετά είναι ποιήματα
γνωμικοδιδακτικά, που οι μεταφραστές συνήθως τα προσπερνούν

– πράγμα εξάλλου καταφανές ακόμη και σε μία επιπόλαιη και βιαστική περιδιάβαση
στο έργο της Ντίκινσον. Οπότε μάλλον το συναφές ερώτημα που προκύπτει είναι
κατά πόσον αρκετοί μεταφραστές της Έμιλυς όντως μάς μεταφέρουν
αντιπροσωπευτικά κι εκφραστικά δείγματα της ποίησής της ή εάν μας προτείνουν τη
δική τους εξπρεσιονιστικά αφαιρετική –και μονότροπα ομοιογενή– εικόνα για την
παρθένο του Άμχερστ.

Πριν συζητήσουμε το παρατιθέμενο ποίημα, θα ήθελα να προσθέσω και την τελική


στροφή του, που παραλείπεται (το παίρνω από την ίδια έκδοση του Franklin που
παραθέτει η Μανδηλαρά, από όπου άλλωστε, πλην τριών εξαιρέσεων, μεταφράζει κι
ο Σοφράς· μόνος αυτός εκ των τεσσάρων μνημονευόμενων εδώ μεταφραστών):

Till Seraphs swing their snowy Hats –


And Saints – to windows run –
To see the little Tippler
Leaning against the – Sun!

και την απόδοση του Κουτσουρέλη:

Ώσπου τα Σεραφείμ να ρθούν


τινάζοντας το χιόνι
απ’ το καπέλο τους μεμιάς
για νά βγουν στο μπαλκόνι,

για νά βγουν κι οι Άγιοι μαζί


ψηλά απ’ το Θείο Βασίλειο
να δούνε τον μικρό μπεκρή –
να πιάνεται απ’ τον Ήλιο!

Εάν οι λέξεις καπηλειό, βακχεύω, άσωτο θέρος,


σκουντουφλώ, πλάι στη δροσιά αλητεύω, μπεκρής, αδυνατούν να αποδώσουν «το
ανατρεπτικά διονυσιακό και τολμηρό» ποίημα, τότε για ποιο πράγμα μιλούν; Τι άλλο
περιγράφουν και παρουσιάζουν αν όχι το ξέφρενο βακχικό (γνωρίζει κανείς κάποια
άλλη ταυτόσημη του διονυσιασμού λέξη;) μεθύσι από το ρούφηγμα της φύσης; Τόση
και τέτοια οργιαστική μέθη προσφέρει το ανήκουστο ποτό της μέθεξης με τη φύση
που τα Σεραφείμ κι οι Άγιοι βγαίνουν να δουν ψηλά απ’ το Θείο Βασίλειο την
ποιήτρια (τον μικρό μπεκρή) βυθισμένη σε μια σχεδόν υπερβατική κατάσταση –
αντιστικτική της θείας– μέθης να πιάνεται απ’ τον Ήλιο. Κι αν αυτοί οι στίχοι δεν
αποδίδουν τη λεπταίσθητη ειρωνική αντιπαράθεση της παραδείσιας κατάστασης με
αυτήν της Ντίκινσον στην επαφή της με τη φύση, που σαστισμένοι τη θαυμάζουν
ακόμη και οι Άγιοι και οι Άγγελοι, αναρωτιέται κανείς ποιος τελικά αποτυγχάνει: ο
«προβληματικός» μεταφραστής ή ο επικριτικός αναγνώστης;

Όσο για τη βαρύγδουπη κι ανερμάτιστη περίφραση «λεπτή γυναικεία ειρωνεία τύπου


Κόλεριτζ που υιοθετεί η Ντίκινσον στα ποιήματά της», ας σημειώσουμε απλά πως
κανείς από τους μελετητές της Ντίκινσον δεν έχει αναφερθεί σε επιρροές που δέχτηκε
η ποιήτρια από την ειρωνεία καταστάσεων, που παρατηρείται στην περίφημη Rime
του Coleridge, μα ούτε και από τον Coleridge γενικότερα. Για δε τις ειρωνείες της
Ντίκινσον, ο συχνάκις αναφερόμενος Μπλουμ, «δανειζόμενος μία έξοχη φράση του
Τσέστερτον», γράφει πως «όπως αυτές του Σαίξπηρ και του Τσώσερ, είναι πολύ
μεγάλες ώστε να τις διακρίνουμε εμείς».

Μήπως, προκειμένου να μην δημιουργούνται παρανοήσεις, θα ήταν προτιμότερη και


λιγότερο «μαλλιαρή» η απόδοση του drams με τα δράμια; Ή μήπως ο διονυσιασμός
θα έπρεπε να αποδοθεί με κάποιου τύπου νηφάλια εξπρεσιονιστική αφαιρετικότητα
και αποστασιοποιημένη, ξενέρωτη σοβαροφάνεια;

Η δε –σκοπούμενη– σκωπτική αναφορά στους «Μοιραίους» του Βάρναλη αντί να


θίξει τον μεταφραστή και την απόδοσή του, μάλλον εκθέτει την αρθογράφο. Γιατί,
πώς συνταιριάζεται, πώς μπορεί να σχετίζεται, η μοιρολατρική, απελπισμένη και
τυραννισμένη, θλιβερή κι εξαθλιωμένη εικόνα της ζωής των συμποτών μες στην
υπόγεια την ταβέρνα του Βάρναλη, με όλο το οργιαστικό, παιγνιώδες, βακχικό μεθύσι
Μες στο γλαυκό το καπηλειό / του ανέμου, ακόμα και εάν ο μεταφραστής έχει
αποστραγγίσει «από κάθε ένταση» την απόδοση του ποιήματος; Ἄραγε γινώσκεις ἃ
ἀναγινώσκεις;

Νομίζω πως είναι φανερό, και για τον πλέον κακόπιστο, πως ενώ ο Κουτσουρέλης
κατορθώνει να αποδώσει ανατρεπτικά και διονυσιακά την ντικινσόνεια ειρωνεία, η
ειρωνεία της Μανδηλαρά αποτυγχάνει όχι μόνο να θίξει τη μετάφραση του
Κουτσουρέλη αλλά και να αρθρωθεί καν ως τέτοια, καθώς στηρίζεται σε μια
προφανή παρερμηνεία και πλήρη παρανόηση του Βάρναλη. Σίγουρα κάπως έτσι
οδηγούμαστε σε φαρσικές στιγμές που θυμίζουν κωμωδίες του Τσιφόρου.

~.~

Εάν ποτέ ήταν δυνατό


στόμα θνητό να ξέρει
το βάρος το αρχέγονο
της λέξης που προφέρει –
θα συνθλιβόταν απ’ αυτό.

Αλλά ας έλθουμε και στη μομφή «επί μαλλιαρισμώ», καθώς κάτι τέτοιο είναι πράγμα
ολωσδιόλου ακατανόητο για ανθρώπους εγνωσμένης γλωσσικής ικανότητας εν έτει
2023, κατά την αρθρογράφο. Από τις τρεις (3) λέξεις «σε μια απαρχαιωμένη
δημοτικίζουσα ή μαλλιαρή γλώσσα» που η Μανδηλαρά καταλογίζει στον
Κουτσουρέλη, σαφώς ο “αυθέντης” είναι αρχαία και μεσαιωνική λέξη ενώ η
“έχθρισσα” ανακαλεί ποιητικά σολωμική την καταγωγή της («ἔχθρισσα θανάσιμη τοῦ
ἔθνους», Γυναίκα της Ζάκυθος).

Παρατηρώντας σχετικά στις «μεταφραστικές απόπειρες του Καψάλη» καταγράφουμε


λόγιες ή αρχαιοπρεπείς λέξεις, όπως: χάρις, ανέθιστα, γηραιά, ανέτως, άρχων (αυτής),
τα ατενή (σπαρτά), η δρόσος. Διατρέχοντας τον «μεγάλο τόμο» (44 ποιήματα) του
Σοφρά, σημειώνουμε τις εξής μαλλιαρές λέξεις: αρμένισμα, φλάρης, λαβωματιά,
μονιά, καλογιάννος, λάμνοντας (ο Βλαβιανός έχει “κωπηλατώντας”· διαφορετικές
αναφορές καθείς έχει κατά νου).

Ειρήσθω εν παρόδω, πως στην «χθεσινή» μετάφραση της δαντικής Κόλασης του
Δημήτρη Μαυρίκιου, που κι η Μανδηλαρά έβρισκε «ολοζώντανη», τόσο η –σχεδόν
ακατάγραφη λεξικογραφικά– λέξη φυσομάνι υπάρχει, μα και το φυσομανάει (απ’ της
Διδούς το σμήνος ξεμακραίνουν / μες στο άθλιο φυσομάνι και πλησιάζουν). Ευκαιρίας
δοθείσης δε, ας ομολογήσω ότι εκθύμως συμφωνώ κι εγώ πως η μετάφραση του
Μαυρίκιου κι ολοζώντανη κι ολόφρεσκη είναι, όπως έχω πει κι αλλού.
Μα και με τι εκφραστική ένταση ακούγεται το φυσομάνημα, στις ντικινσόνειες
«Άγριες νύχτες» από τον Φοίβο Δεληβοριά, στην αγλαότεχνα ολοτρύφερη μουσική
σύνθεση του Γιώργου Κωστογιώργη, από την απόδοση του Κουτσουρέλη…

Ἂ νύχτες ἄγριες! ἄγριες!


Ἂν ἤμασταν οἱ δυὸ μαζί
οἱ ἄγριες νύχτες θά ’τανε
ἡ πιὸ μεγάλη μας χλιδή!

Πῶς μὲς στὸ φυσομάνημα


νὰ βρεῖ ἡ καρδιὰ λιμάνι;
Κομμάτια ἡ πυξίδα μας
πλάι στὸν σκισμένο χάρτη!

Μὲ τὸ κουπί, ἄχ, στῆς Ἐδέμ


τὰ βάθη τ’ ἀφρισμένα!
Ἀπόψε θά ’ριχνα ἄγκυρα
βαθιὰ μέσα σὲ σένα!

Ας το πω λοιπόν απλά, ανενδοίαστα κι απερίφραστα. Καλώς –δηλονότι ορθώς,


σοφώς και αρίστως!– πράττει τόσο ο Σοφράς όσο κι ο Καψάλης κι ο Κουτσουρέλης·
αυτό απαιτεί η μετρική απόδοση των στίχων μα κι η αίσθηση της γλώσσας της
ελληνικής, την οποία κι οι τρεις στον –διάφορο– βαθμό που ο καθείς κατέχει και
μπορεί, υπηρετούν. Ας είμαστε όμως ξεκάθαροι κι ειλικρινείς –διάβολε!– κι ας μην
παίζουμε με σημαδεμένη τράπουλα. Γιατί εγκαλείται αποκλειστικά ο Κουτσουρέλης,
και μάλιστα για τρεις μόνον λέξεις σε σύνολο 120 μεταφρασμένων ποιημάτων, ενώ ο
Σοφράς π.χ., στο αριθμητικά αντίστοιχο του ενός τρίτου σχεδόν αυτών (44), έχει ήδη
περισσότερες; Επιτέλους, είναι πιο μαλλιαρή κι εξεζητημένη η σολωμική έχθρισσα
από τον –εξίσου σολωμικό– φλάρη;;;

~.~

Χειρούργε, θέλει προσοχή


μεγάλη το νυστέρι.
Κάτω από τη λεπτή τομή
σαλεύει το αίτιο – η Ζωή!

Ένας αριθμός αναγνωστών έχει εθιστεί πια να βλέπει την ποίηση της Ντίκινσον, μέσα
από την αποδοχή ενός υποτιθέμενου πρώιμου μοντερνισμού που της έχει αποδοθεί,
μα και της κρίσης του Μπλουμ για την «εντυπωσιακή διανοητική πολυπλοκότητα της
Ντίκινσον» κι έτσι να την προσλαμβάνει αποκλειστικά μέσα από αντίστοιχης
κατεύθυνσης ελληνικές αποδόσεις της. Είναι σαφές πως μια τέτοια αξιωματική
παραδοχή διατρέχει και παροξύνει τις ποικίλες ενστάσεις προς την απόδοση
Κουτσουρέλη (και όχι μόνο). Στα Προλεγόμενά του όμως, ο μεταφραστής, έχει
δηλώσει και υποστηρίξει σθεναρά την εναντίωσή του απέναντι στον διαδεδομένο
μύθο που «έχει να κάνει με το μασκάρεμα της Ντίκινσον σε προάγγελο του
μοντερνισμού, και εννο[εί] εδώ τη στρυφνή, τη σιβυλλική αγγλοαμερικανική εκδοχή
του». Νομίζω ωστόσο πως υπάρχει και κάτι επιπλέον, συναφές κι άρρηκτο με τον
υποτιθέμενο πρώιμο μοντερνισμό της, που σχετίζεται με τη μεταγραφή του στην
ελληνική και την αποδοχή συγκεκριμένου τρόπου απόδοσης των ποιημάτων της.
Στην τελευταία αποστροφή του κειμένου της Μανδηλαρά είναι που διαφαίνεται αυτή
η υπόρρητη, βαθύτερη κι ουσιώδης αιτία της ριζικής διαφωνίας με τη μετάφραση
Κουτσουρέλη, κι η οποία φιδοσέρνεται μέσα από ειρωνικά ή μειωτικά διανθίσματα
κοινότοπης νεοελληνικής εντυπωσιοθηρίας και συμπιλήματα ιντελεκτουέλ
δογματικής ρητορικότητας. Ας την παρακολουθήσουμε:

τα περισσότερα ποιήματα στην ελληνική τους απόδοση κινούνται μεταξύ μιας


αλλόκοτης βεβαιότητας που καταργεί όλες τις γοητευτικές εγγενείς αμφιβολίες και ενός
βαρύγδουπου ύφους που καμία σχέση δεν έχει με την “ουράνια πληγή”, όπως έλεγε ο
Μπλουμ […] Χαρακτηριστικό είναι το απέριττο και τόσο υπαρξιακό της ποίημα

To See the Summer Sky


Is Poetry, though never in a Book it lie –
True Poems flee –

αποδίδεται ως εξής:

Μόνο στο θάλπος τ’ ουρανού


μπορείς στ’ αλήθεια να τους δεις –
στους τόμους σου δεν θα τους βρεις,
οι αληθινοί στίχοι πετούν

– μόνο που οι αληθινοί στίχοι δεν «πετούν» αλλά «δραπετεύουν«, καθώς πρόκειται για
εσφαλμένη μετάφραση από τα αγγλικά (fly=πετώ και flee=δραπετεύω, τρέπομαι σε
φυγή).

Ποιες είναι οι «γοητευτικές εγγενείς αμφιβολίες» και ποια η «αλλόκοτη βεβαιότητα»


που τις καταργεί όλες αυτές, σ’ ετούτο το χαρακτηριστικό, απέριττο και τόσο
υπαρξιακό ποίημα, που προσκομίζεται ως αποδεικτικό στοιχείο; Is Poetry ― though
never ― True Poems flee, γράφει η Έμιλυ ξαναθυμίζω· απέριττα ναι, νέτα-σκέτα. Τι
άλλο εκφράζει το is, το though never, το true παρά αταλάντευτη κι απόλυτη
βεβαιότητα; Αλήθεια τώρα, πιστεύει κανείς στα σοβαρά πως ο, «έμπειρος, κατά τα
άλλα, και με στιβαρή γλωσσική σκευή» μα και «εγνωσμένης γλωσσικής ικανότητας»,
μεταφραστής Κουτσουρέλης ούτε θα ήξερε τη λέξη flee μα ούτε και θ’ άνοιξε ένα
λεξικό;

Για να διατυπώσω αλλιώς το ίδιο ερώτημα: αφού πρόκειται για εσφαλμένη


μετάφραση, γιατί οι αληθινοί στίχοι κι όχι τα αληθινά ποιήματα; Να πάω παραπέρα:
γιατί το θάλπος τ’ ουρανού κι όχι ο καλοκαιρινός ουρανός; Μήπως δεν γίνεται
αντιληπτό με ποιον τρόπο απέδωσε τους πρωτότυπους στίχους, κινούμενος πάντα
στην ίδια ιδέα της αντίθεσης της –αληθινής, κατά την Έμιλυ– ποίησης που βλέπει
κανείς στην φύση και αυτής που βρίσκεται κλεισμένη στα βιβλία;

Πόσο δύσκολο είναι επιπλέον να διακρίνει κανείς και την προσπάθεια απόδοσης στα
ελληνικά μιας slant ή half rhyme (που «η Ντίκινσον κάνει ευρεία χρήση της,
ευρύτερη ίσως από κάθε άλλον προγενέστερο ποιητή», υπενθυμίζει ο Κουτσουρέλης)
με τις λέξεις ουρανού/πετούν που επιχειρείται και συνάμα διεγείρει και εικονιστικά
προς την ποιητική αλήθεια που φανερώνει η Ντίκινσον; Για την ακρίβεια,
τοποθετώντας ο μεταφραστής τις συγκεκριμένες λέξεις στον πρώτο και τον τελευταίο
στίχο, συναρθρώνει το ποίημα σε μια ολόκληρη ενιαία εικόνα, μας το προσφέρει ως
ένα βλέμμα, μια ματιά (See λέει η Έμιλυ). Ξαναδείτε το, διαβάστε το ξανά!
Μήπως να αρχίσουμε να αραδιάζουμε και να καταμετράμε λέξη τη λέξη, σαν
κοντόθωροι, τσιφούτηδες κολλυβιστές του γράμματος, πόσες τέτοιες «εσφαλμένες
μεταφράσεις» συναντάμε σε όλες τις μεταφράσεις, που τουλάχιστον μνημονεύονται
εδωμέσα; Ας το πράξουμε αν θέλετε, αλλά ας αναλογιστούμε τότε κατά πόσο μας
διαπερνά το ρίγος της ντικινσόνειας ποίησης, που επιμένει να βλέπει την ποίηση στο
θάλπος τ’ ουρανού και όχι στο Βιβλίο (Οι εκδόσεις είν’ του πνεύματος / δημοπρασία
αχρεία κλπ., κλπ., κλπ.).

Μιας δε κι ο λόγος περί εσφαλμένων μεταφράσεων και ανύπαρκτων διονυσιασμών, η


μάλλον συγκαταβατικά αβρόφρων ευαρέσκεια που επιδεικνύει η Μανδηλαρά προς
τρεις μόνον αποδόσεις του Κουτσουρέλη δημιουργεί ερωτήματα, συνέπειας και
ορθοκρισίας. Παράδειγμα το «Είναι ένας πόνος τόσο ακραίος». Ο Κουτσουρέλης εδώ
δεν «καταργεί όλες τις γοητευτικές εγγενείς αμφιβολίες» μέσω «μιας αλλόκοτης
βεβαιότητας» κι «ενός βαρύγδουπου ύφους», τόσο με τη χρήση μιας απλουστευμένης
απόδοσης όσο και με την εσφαλμένη μετάφραση του in a swoon (= λιποθυμία,
απώλεια των αισθήσεων, λιγοθυμιά) ως μεθυσμένος, οιονεί οινοβαρής κι εν ευθυμία
διατελών ακόμη από τo παραπάνω μεθυστικό, διονυσιακό ποίημα;

Γράφει η Ντίκινσον:

So Memory can step


Around – across – opon it –
As One within a Swoon –
Goes safely

– μεταφράζει ο Κουτσουρέλης:

ωσότου η μνήμη
τρεκλίζοντας πια να περάσει –
σα μεθυσμένος

Κι όμως, ενώ η φιλολογίστικη μικρόψυχη λογιστική αυτάρεσκα θεωρεί πως καλά τα


λέει καθ’ έκαστον κι επί μέρους, έχει ήδη θρυμματίσει το ποίημα, προ οφθαλμών της
έχει μόνο κομμάτια, σκόρπια κόκαλα. Κι εδώ, έχει δίκιο η Μανδηλαρά (παρότι
αδυνατεί –ή αρνείται– ν’ απλώσει αυτό της το βλέμμα πιο πέρα). Η μετάφραση του
Κουτσουρέλη είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική, είναι μεθυστικά και χορευτικά
ακριβής, ακροβατώντας πάνω απ’ την άβυσσο της επώδυνης μνήμης (μνησιπήμων
πόνος):

Είναι ένας πόνος τόσο ακραίος,


την ύπαρξή σου καταπίνει
κι έπειτα μ’ έκσταση σκεπάζει
την άβυσσο ωσότου η μνήμη
τρεκλίζοντας πια να περάσει –
σαν μεθυσμένος που ανοιχτά
αν είχε μάτια θα γινόταν
κομμάτια, σκόρπια κόκαλα.

Σιδωνίας υέλου διαφεγγέστερον πλέον πως η διαφωνία έγκειται στον τρόπο


μετάφρασης, στη μεταφραστική άποψη και πράξη και όχι στη μεταφραστική-
γλωσσική ανεπάρκεια του μεταφραστή. Οπότε τα περί εσφαλμένης μετάφρασης είναι
εκ του πονηρού. Αυτό που δεν τολμά να λεχθεί αυτολεξεί και κυριολεκτικά, αυτό
σημαίνεται ειρωνικά: η προτίμηση προς τις κατά λέξη αποδόσεις, με όσα
παραφερνάλια, φανερά ή υπαινικτικά μπορεί να τις συνοδεύουν. Εξάλλου κάτι τέτοιο
δεν υπονοεί, μεταξύ άλλων, και η συμπαράθεση της μετάφρασης Βλαβιανού στις
αναγνωρισμένες από την ίδια καλές μεταφράσεις της Ντίκινσον; Χωρίς να σχολιάσω
τις αποδόσεις που προκρίνονται ως οι καλύτερες, βρίσκω απορίας –και δη μεγίστης–
άξιο να συγκαταλέγει σε αυτές τρεις αντιφερόμενες μεταξύ τους μεταφραστικές
εργασίες. Τι σχέση έχει η ρυθμική, μετρική απόδοση του Καψάλη με τις άλλες δύο;
Εάν συγγενεύει με κάποια δεν είναι με αυτή του Κουτσουρέλη; (Δεν έχει παρά να την
ξεφυλλίσει κανείς για να το διαπιστώσει). Πώς διαφεύγει απαρατήρητη μια τέτοια
εξόφθαλμη συγγένεια; Μα κι ο Βλαβιανός δεν αρνείται βασικές επιλογές του Σοφρά
(χώρια που εδώ ενθυμούμαι και μια επιστολή που εστάλη στη LiFO, και υπονοούσε
πως ο Βλαβιανός, σε μια προδημοσίευση έργων της Ντίκινσον, «αντέγραψε» τις
μεταφράσεις του Σοφρά);

Ανεξαρτήτως συμφωνίας ή διαφωνίας, ευαρέσκειας ή απαρέσκειας, είναι σαφές πως


οι μεταφράσεις Σοφρά και Βλαβιανού προέρχονται από μια άλλη «μεταφραστική
σχολή» από τις μεταφράσεις Καψάλη και Κουτσουρέλη, που –ανεξαρτήτως
επαναλαμβάνω οιασδήποτε αξιολόγησης– βρίσκονται, λόγω μεταφραστικής
αντίληψης, μεταφοράς της μετρικής μορφής και της ρυθμοποιΐας του πρωτοτύπου
στην απόδοσή του, στην ίδια κοίτη με αυτές του Γ. Νίκα (Ξένοι λυρικοί, Εκδόσεις
Ποταμός) ― που η αλαζονική νεοελληνική αγραμματοσύνη επίμονα τον αγνοεί και
δεν τον μνημονεύει σχεδόν ποτέ και πουθενά. Κι εδώ εντοπίζεται μια μεγάλη
διαφοροποίηση, που αφορά εν προκειμένω την απόδοση Κουτσουρέλη και
αποσιωπάται παντελώς, κι ουδόλως συζητείται ή αξιολογείται, δηλονότι η έμμετρη,
ρυθμική, απόδοση των ποιημάτων της Ντίκινσον. Και μάλιστα, όταν ο μεταφραστής
επιμένει να πράττει τούτο στηριζόμενος ακριβώς στην ίδια τη ρυθμοποιΐα και τη
μετρική της ποίησης της Αμερικανίδας. Γράφει σχετικά στα Προλεγόμενα:

Η ποίηση της Ντίκινσον είναι ενιαία από την αρχή ως το τέλος, οι μεταπτώσεις και οι
μετατονισμοί της είναι γεννήματα του θυμικού, όχι γεγονότα του ημερολογίου. […]
Έχει ειπωθεί ότι όλα τα ποιήματα της Ντίκινσον μπορούν να τραγουδηθούν πάνω στον
ίδιο σκοπό […] η Έμιλυ καλλιεργεί μία φόρμα: του τραγουδιού. Οι στίχοι της μέλπουν,
λικνίζονται, χορεύουν, είναι σαν να θέλουν να αφήσουν τη σελίδα και να πάρουν τα
ύψη.

Ας θυμίσουμε εδώ πως sing είναι μια λέξη που χρησιμοποιούσε η Ντίκινσον για την
ποιητική γραφή. Κι ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

Η μέλισσα δεν δίνει


για του μελιού το σόι
δεκάρα ούτε μία.
Γι’ αυτήν κι ένα τριφύλλι
στη μαδημένη χλόη
είν’ αριστοκρατία.

Αρκεί όμως, προς ώρας. Ένα σημείωμα θέλησα να σχολιάσω μοναχά και τις
αναγνωστικές του αποτυχίες, βεβαιότητες και προκαταλήψεις κι όχι να ξανοιχτώ σε
μια εκτενή κριτική αποτίμηση μιας μετάφρασης ή σε συζήτηση περί μεταφραστικών
επιλογών. Για όλα αυτά, πάντα απομένουν κι άλλα να ειπωθούν, πολλά, ένα σωρό,
αλλά αρκετά για τώρα.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Τα εμβόλιμα ποιήματα της Ντίκινσον, σε πλάγια γραφή, προέρχονται από τη μετάφραση του
Κώστα Κουτσουρέλη.

You might also like