Professional Documents
Culture Documents
Την Άβυσσο Δεν Γίνεται
Την Άβυσσο Δεν Γίνεται
με αέρα να σφραγίσεις
Στις ομιλίες του στο Χάρβαρντ, μιλώντας για την ποιητική μετάφραση ο Μπόρχες,
με τη βαθιά ειρωνική γλώσσα που εμποτίζει τη σκέψη και το έργο του, έλεγε πως
έβρισκε όμορφες τις κατά λέξη μεταφράσεις, στις οποίες αναγνώριζε θεολογική την
προέλευση από τις μεταφράσεις της θεόπνευστης, αλάθητης Βίβλου, και ταυτόχρονα
εξυμνούσε «μια από τις πιο όμορφες και περίφημες αγγλικές μεταφράσεις», τη
μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Χαγιάμ από τον Φιτζέραλντ. Ένα δηλαδή
ολωσδιόλου και παντελώς άλλο έργο από το πρωτότυπο, ομολογώντας πως «μια
μετάφραση δεν κρίνεται ποτέ λεκτικώς». Ο Κώστας Κουτσουρέλης στην πρόσφατη
μετάφραση 120 ποιημάτων της Ντίκινσον (Κίχλη, 2023) , διαφωνώντας με τον
πασίγνωστο αφορισμό του Φροστ για τη μετάφραση της ποίησης, εξαρχής δηλώνει
πως
όπως έλεγε ο Ιωσήφ Μπρόντσκι, «ποίηση είναι ό,τι κερδίζεται στη μετάφραση», όχι ό,τι
ενδεχομένως έχει χαθεί. Στέκεται το ελληνικό κείμενο μόνο του, ως ποίημα αυτοτελές
και αυτόφωτο; Αυτό ενδιαφέρει. Αν όχι, κανένα δεκανίκι δεν θα το σώσει.
Την νέα αυτή μετάφραση της Ντίκινσον από τον Κουτσουρέλη ψέγει και επικρίνει σε
σημείωμά της η Τίνα Μανδηλαρά, στη στήλη για το βιβλίο στη LiFO, με τίτλο «Όταν
η Ντίκινσον θυμίζει στις μεταφράσεις της Βάρναλη και Τσιφόρο» [sic], μαζί με τη
μετάφραση του Αρτύρ Ρεμπώ από τον Βασίλη Πατσογιάννη. Ο σχολιασμός που
ακολουθεί αφορά μονάχα το επικριτικό σημείωμά της προς τη μετάφραση της
Ντίκινσον, που όπως μαρτυρά κι ο τίτλος του αποτελεί και τον ουσιαστικό στόχο της
επίκρισής της. Δεν αποσκοπώ εδώ σε ενδελεχή κριτική αξιολόγηση της μιας ή της
άλλης μετάφρασης, επιθυμώ απλά να σχολιάσω και να κρίνω μόνον τα όσα διάβασα.
~.~
Έπαινους, ψόγους το ίδιο ν’ αγαπάς –
κι αυτοί περνούν, κι εσύ περνάς.
Η αναφορά της Μανδηλαρά στον «πρόωρο μοντερνισμό» της Ντίκινσον και στον
Χάρολντ Μπλουμ «ο οποίος της έδωσε σημαίνουσα θέση στον κανόνα του»,
καθιστούν εκ προοιμίου σαφή την οπτική της, με την αποδοχή συγκεκριμένων
απόψεων για την ποίηση της Ντίκινσον. Και συνεχίζει:
Όπως απερίφραστα δηλώνει η Μανδηλαρά, στο κλείσιμο της παραγράφου, από τις
τρεις μεταφράσεις που ξεχωρίζει, προτιμά τη μετάφραση Σοφρά επειδή «δείχνει να
είναι πιο κοντά στο πνεύμα της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας» (προβάλλοντας
μια ιμπρεσιονιστική εκτίμηση ως κριτήριο αξιολόγησης της ποιητικής μετάφρασης)
και θεωρεί όλες τις υπόλοιπες «άκρως προβληματικές». Και σπεύδει να αποδείξει τα
λεγόμενά της ασχολούμενη αποκλειστικά με τη μετάφραση Κουτσουρέλη, με μία
πρόταση η οποία θα απαιτούσε έλεγχο κι επαναδιατύπωση για να σημαίνει κάτι
σαφώς αντιληπτό και κατανοητό στα ελληνικά:
Απόδειξη η πρόσφατη έκδοση με ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον από τις εκδόσεις Κίχλη
σε εκλογή(!), προλεγόμενα και μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη, ένα εγχείρημα που
ίσως να είναι πολύ πιο φιλόδοξο και σίγουρο για τις μεταφραστικές επιλογές του απ’
ό,τι οι αμφίθυμες, αντιφατικές και γοητευτικά αβέβαιες ποιητικές επιλογές της
ακαταπόνητης «παρθένας ερημίτισσας».
Advertisements
REPORT THIS ADΑΠΌΡΡΗΤΟ
Inebriate of air – am I –
And Debauchee of Dew –
Reeling-thro’ endless summer days –
From inns of molten Blue –
– πράγμα εξάλλου καταφανές ακόμη και σε μία επιπόλαιη και βιαστική περιδιάβαση
στο έργο της Ντίκινσον. Οπότε μάλλον το συναφές ερώτημα που προκύπτει είναι
κατά πόσον αρκετοί μεταφραστές της Έμιλυς όντως μάς μεταφέρουν
αντιπροσωπευτικά κι εκφραστικά δείγματα της ποίησής της ή εάν μας προτείνουν τη
δική τους εξπρεσιονιστικά αφαιρετική –και μονότροπα ομοιογενή– εικόνα για την
παρθένο του Άμχερστ.
Νομίζω πως είναι φανερό, και για τον πλέον κακόπιστο, πως ενώ ο Κουτσουρέλης
κατορθώνει να αποδώσει ανατρεπτικά και διονυσιακά την ντικινσόνεια ειρωνεία, η
ειρωνεία της Μανδηλαρά αποτυγχάνει όχι μόνο να θίξει τη μετάφραση του
Κουτσουρέλη αλλά και να αρθρωθεί καν ως τέτοια, καθώς στηρίζεται σε μια
προφανή παρερμηνεία και πλήρη παρανόηση του Βάρναλη. Σίγουρα κάπως έτσι
οδηγούμαστε σε φαρσικές στιγμές που θυμίζουν κωμωδίες του Τσιφόρου.
~.~
Αλλά ας έλθουμε και στη μομφή «επί μαλλιαρισμώ», καθώς κάτι τέτοιο είναι πράγμα
ολωσδιόλου ακατανόητο για ανθρώπους εγνωσμένης γλωσσικής ικανότητας εν έτει
2023, κατά την αρθρογράφο. Από τις τρεις (3) λέξεις «σε μια απαρχαιωμένη
δημοτικίζουσα ή μαλλιαρή γλώσσα» που η Μανδηλαρά καταλογίζει στον
Κουτσουρέλη, σαφώς ο “αυθέντης” είναι αρχαία και μεσαιωνική λέξη ενώ η
“έχθρισσα” ανακαλεί ποιητικά σολωμική την καταγωγή της («ἔχθρισσα θανάσιμη τοῦ
ἔθνους», Γυναίκα της Ζάκυθος).
Ειρήσθω εν παρόδω, πως στην «χθεσινή» μετάφραση της δαντικής Κόλασης του
Δημήτρη Μαυρίκιου, που κι η Μανδηλαρά έβρισκε «ολοζώντανη», τόσο η –σχεδόν
ακατάγραφη λεξικογραφικά– λέξη φυσομάνι υπάρχει, μα και το φυσομανάει (απ’ της
Διδούς το σμήνος ξεμακραίνουν / μες στο άθλιο φυσομάνι και πλησιάζουν). Ευκαιρίας
δοθείσης δε, ας ομολογήσω ότι εκθύμως συμφωνώ κι εγώ πως η μετάφραση του
Μαυρίκιου κι ολοζώντανη κι ολόφρεσκη είναι, όπως έχω πει κι αλλού.
Μα και με τι εκφραστική ένταση ακούγεται το φυσομάνημα, στις ντικινσόνειες
«Άγριες νύχτες» από τον Φοίβο Δεληβοριά, στην αγλαότεχνα ολοτρύφερη μουσική
σύνθεση του Γιώργου Κωστογιώργη, από την απόδοση του Κουτσουρέλη…
~.~
Ένας αριθμός αναγνωστών έχει εθιστεί πια να βλέπει την ποίηση της Ντίκινσον, μέσα
από την αποδοχή ενός υποτιθέμενου πρώιμου μοντερνισμού που της έχει αποδοθεί,
μα και της κρίσης του Μπλουμ για την «εντυπωσιακή διανοητική πολυπλοκότητα της
Ντίκινσον» κι έτσι να την προσλαμβάνει αποκλειστικά μέσα από αντίστοιχης
κατεύθυνσης ελληνικές αποδόσεις της. Είναι σαφές πως μια τέτοια αξιωματική
παραδοχή διατρέχει και παροξύνει τις ποικίλες ενστάσεις προς την απόδοση
Κουτσουρέλη (και όχι μόνο). Στα Προλεγόμενά του όμως, ο μεταφραστής, έχει
δηλώσει και υποστηρίξει σθεναρά την εναντίωσή του απέναντι στον διαδεδομένο
μύθο που «έχει να κάνει με το μασκάρεμα της Ντίκινσον σε προάγγελο του
μοντερνισμού, και εννο[εί] εδώ τη στρυφνή, τη σιβυλλική αγγλοαμερικανική εκδοχή
του». Νομίζω ωστόσο πως υπάρχει και κάτι επιπλέον, συναφές κι άρρηκτο με τον
υποτιθέμενο πρώιμο μοντερνισμό της, που σχετίζεται με τη μεταγραφή του στην
ελληνική και την αποδοχή συγκεκριμένου τρόπου απόδοσης των ποιημάτων της.
Στην τελευταία αποστροφή του κειμένου της Μανδηλαρά είναι που διαφαίνεται αυτή
η υπόρρητη, βαθύτερη κι ουσιώδης αιτία της ριζικής διαφωνίας με τη μετάφραση
Κουτσουρέλη, κι η οποία φιδοσέρνεται μέσα από ειρωνικά ή μειωτικά διανθίσματα
κοινότοπης νεοελληνικής εντυπωσιοθηρίας και συμπιλήματα ιντελεκτουέλ
δογματικής ρητορικότητας. Ας την παρακολουθήσουμε:
αποδίδεται ως εξής:
– μόνο που οι αληθινοί στίχοι δεν «πετούν» αλλά «δραπετεύουν«, καθώς πρόκειται για
εσφαλμένη μετάφραση από τα αγγλικά (fly=πετώ και flee=δραπετεύω, τρέπομαι σε
φυγή).
Πόσο δύσκολο είναι επιπλέον να διακρίνει κανείς και την προσπάθεια απόδοσης στα
ελληνικά μιας slant ή half rhyme (που «η Ντίκινσον κάνει ευρεία χρήση της,
ευρύτερη ίσως από κάθε άλλον προγενέστερο ποιητή», υπενθυμίζει ο Κουτσουρέλης)
με τις λέξεις ουρανού/πετούν που επιχειρείται και συνάμα διεγείρει και εικονιστικά
προς την ποιητική αλήθεια που φανερώνει η Ντίκινσον; Για την ακρίβεια,
τοποθετώντας ο μεταφραστής τις συγκεκριμένες λέξεις στον πρώτο και τον τελευταίο
στίχο, συναρθρώνει το ποίημα σε μια ολόκληρη ενιαία εικόνα, μας το προσφέρει ως
ένα βλέμμα, μια ματιά (See λέει η Έμιλυ). Ξαναδείτε το, διαβάστε το ξανά!
Μήπως να αρχίσουμε να αραδιάζουμε και να καταμετράμε λέξη τη λέξη, σαν
κοντόθωροι, τσιφούτηδες κολλυβιστές του γράμματος, πόσες τέτοιες «εσφαλμένες
μεταφράσεις» συναντάμε σε όλες τις μεταφράσεις, που τουλάχιστον μνημονεύονται
εδωμέσα; Ας το πράξουμε αν θέλετε, αλλά ας αναλογιστούμε τότε κατά πόσο μας
διαπερνά το ρίγος της ντικινσόνειας ποίησης, που επιμένει να βλέπει την ποίηση στο
θάλπος τ’ ουρανού και όχι στο Βιβλίο (Οι εκδόσεις είν’ του πνεύματος / δημοπρασία
αχρεία κλπ., κλπ., κλπ.).
Γράφει η Ντίκινσον:
– μεταφράζει ο Κουτσουρέλης:
ωσότου η μνήμη
τρεκλίζοντας πια να περάσει –
σα μεθυσμένος
Η ποίηση της Ντίκινσον είναι ενιαία από την αρχή ως το τέλος, οι μεταπτώσεις και οι
μετατονισμοί της είναι γεννήματα του θυμικού, όχι γεγονότα του ημερολογίου. […]
Έχει ειπωθεί ότι όλα τα ποιήματα της Ντίκινσον μπορούν να τραγουδηθούν πάνω στον
ίδιο σκοπό […] η Έμιλυ καλλιεργεί μία φόρμα: του τραγουδιού. Οι στίχοι της μέλπουν,
λικνίζονται, χορεύουν, είναι σαν να θέλουν να αφήσουν τη σελίδα και να πάρουν τα
ύψη.
Ας θυμίσουμε εδώ πως sing είναι μια λέξη που χρησιμοποιούσε η Ντίκινσον για την
ποιητική γραφή. Κι ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Αρκεί όμως, προς ώρας. Ένα σημείωμα θέλησα να σχολιάσω μοναχά και τις
αναγνωστικές του αποτυχίες, βεβαιότητες και προκαταλήψεις κι όχι να ξανοιχτώ σε
μια εκτενή κριτική αποτίμηση μιας μετάφρασης ή σε συζήτηση περί μεταφραστικών
επιλογών. Για όλα αυτά, πάντα απομένουν κι άλλα να ειπωθούν, πολλά, ένα σωρό,
αλλά αρκετά για τώρα.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
Τα εμβόλιμα ποιήματα της Ντίκινσον, σε πλάγια γραφή, προέρχονται από τη μετάφραση του
Κώστα Κουτσουρέλη.