You are on page 1of 23

ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-1896

Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΑΣΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μια δεκαετία πριν το ξέσπασμα του Μακεδονικού Αγώνα, ο Ελληνισμός της


Μακεδονίας διένυε την πιο κρίσιμη φάση της ιστορίας του. Βρισκόταν αντιμέτωπος
με αμέτρητες αντιξοότητες και χωρίς την αρωγή των επίσημων ελληνικών
κυβερνήσεων, κινδύνευε να απολέσει εθνογραφικά τη Μακεδονία από τον νέο
προσανατολισμό της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής. Η αντίδραση μετουσιώθηκε
στην ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας που το καλοκαίρι του 1896 εξόπλισε και
οργάνωσε αντάρτικα σώματα τα οποία προωθήθηκαν σε όλο τον μακεδονικό χώρο,
συγκρούστηκαν επιτυχώς με τα τουρκικά αποσπάσματα και διατράνωσαν την
ελληνική παρουσία μέχρι τις Σιδηρές Πύλες στα βόρεια της Γευγελής.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που συνομολογήθηκε στις 3 Μαρτίου 1878


αποτέλεσε την αρχή τιτάνιων αγώνων για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Αν και
τελικά δεν υλοποιήθηκε και ακυρώθηκε με τη συνθήκη του Βερολίνου, 13 Ιουλίου
1878, εν τούτοις παρέμεινε πάντα ως ανεκπλήρωτο όνειρο και σκοπός της
Βουλγαρίας. Ουσιαστική αφορμή της επίσημης βουλγαρικής πολιτικής με
συντεταγμένες προσπάθειες και δράσεις αποτέλεσε η ίδρυση της Μακεδονικής
Επαναστατικής Οργάνωση, μετέπειτα ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική
Οργάνωση) το 1893 στη Ρέσνα. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η αυτονομία της
Μακεδονίας με μια σταδιακή παραχώρηση νέων εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών
προνομίων στον βουλγαρικό και μη πληθυσμό της περιοχής. Η βουλγαρική
προπαγάνδα αρχικά (1870-1897) επικεντρώθηκε στην ελευθέρωση των
«Μακεδόνων» από τον Οθωμανικό ζυγό. Το μεταβατικό στάδιο θα ήταν η
προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία που αντικατοπτριζόταν από το σύνθημα
«η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Η φράξια της οργάνωσης των Βερχοβιστών
επιθυμούσε την άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, είχαν όμως
μικρή υποστήριξη και ισχύ.

Η εντατικοποίηση των προσπαθειών βρήκε γρήγορα την αντίδραση της


Υψηλής Πύλης που ήρε την άδεια λειτουργίας πολλών βουλγαρικών σχολείων σε
Μακεδονία και Θράκη. Τα μέτρα αυτά δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα και η
Πύλη αναγκάσθηκε να πάρει επιπλέον το 1895 προκειμένου να πετύχει την αναστολή
της δραστηριότητας των Βούλγαρων ανταρτών αλλά κυρίως να καθησυχάσει τις
ευρωπαϊκές δυνάμεις και να αποφύγει εδαφικές ανακατατάξεις. Προέβη σε μια σειρά
από μεταρρυθμίσεις οι οποίες άφηναν ελεύθερο το έδαφος για την ανάπτυξη της
βουλγαρικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας και κατ’ επέκταση της βουλγαρικής
προπαγάνδας. Φυσικά οι τουρκικές εξεταστικές επιτροπές που είχαν αναλάβει την
διεκπεραίωση και την τήρηση των μεταρρυθμίσεων απέκρυπταν πάντα τα όποια
παράπονα των πολιτών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να
οι χριστιανοί κάτοικοι να παραμένουν παγερά αδιάφοροι σε αυτές τις
μεταρρυθμίσεις.

Η διείσδυση βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων στη Μακεδονία υπήρξε ένα


μόνιμο φαινόμενο την περίοδο 1878-1890. Το 1885 πραγματοποιήθηκε οργανωμένο
πραξικόπημα και επιτεύχθηκε η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η ΕΜΕΟ
προέβη το 1895 σε στρατολόγηση, εκπαίδευση και αποστολή αμιγώς βουλγαρικών
σωμάτων στην ΒΑ Μακεδονία χωρίς όμως επιτυχία. Τα σώματα που ξεχύθηκαν στις
αρχές Ιουλίου από την πόλη στη δυτική σημερινή Βουλγαρία Κιουστεντίλ, προς την
κοιλάδα της Στρώμνιτσας γνώρισαν συντριβή στο Λιμπάχωβο και στο χωριό
Μοράσκα της περιφέρειας Πετριτσίου και ακολούθως τη διάλυση σε μικρό χρονικό
διάστημα. Σημαντικός παράγων της αποτυχίας τους, η αμέτοχη στάση του εντόπιου
πληθυσμού ακόμα και όσων είχαν προσχωρήσει στη βουλγαρική Εξαρχία. Είχαν
προηγηθεί το 1894, εξαιρετικά έντονες διαμαρτυρίες και μεγάλες διαδηλώσεις των
Ελλήνων σε Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Βοδενά, Μοναστήρι, Δράμα και σε άλλες πόλεις
με αφορμή τον διορισμό δυο Βουλγάρων επισκόπων στα Βελεσά και στο Νευροκόπι.
Το μέγεθος της ελληνικής αντίδρασης υπήρξε τέτοιο ώστε ο σουλτάνος ανέστειλε,
έστω και προσωρινά, την απόφαση για τον διορισμό.

Η Βουλγαρική Εξαρχία με μεθοδικότητα είχε επιτύχει το διάστημα 1890-1894


την ανάπτυξη εκπαιδευτικής δραστηριότητας σε διδασκαλεία και γυμνάσια από τη
Δοϊράνη και τις Σέρρες, ως το Κουμάνοβο, το Τέτοβο και τη Φλώρινα. Ο Βούλγαρος
έξαρχος είχε δηλώσει : «Θα καταστήσουμε τη Μακεδονία βουλγαρική επαρχία με τα
σχολεία και μόνο με τα σχολεία». Βέβαια παρόλη την σημαντική αύξηση των
βουλγαρικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ο Ελληνισμός συνέχισε να διατηρεί την
κυριαρχική παρουσία του στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γάλλος πρόξενος του
Μοναστηρίου, Λεντούξ, αναγνωρίζει την κυριαρχική πληθυσμιακή παρουσία του
ελληνισμού στο βιλαέτι Μοναστηρίου, σημειώνοντας και τις ακαταπόνητες
προσπάθειες της βουλγαρικής πλευράς. Η περίοδος 1894-1897 χαρακτηρίστηκε από
τις ελληνοβουλγαρικές συγκρούσεις για την κατοχή σχολείων και εκκλησιών που
εξελίσσονταν στα χωριά του Γραδεμπορίου, Λιγκοβάνης (Ξυλόπολη) και
Βογδάντσας (πλησίον της λίμνης Δοϊράνης) και σε δεκάδες άλλα χωριά στην
επικράτεια. Δίνονταν αγώνες για τον έλεγχο της κοινοτικής σφραγίδας και της
εκκλησίας του χωριού και ξεσπούσαν τσακωμοί σε γάμους, βαφτίσια και κηδείες που
κατέληγαν πολύ συχνά σε φόνο. Οι ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες περιόριζαν
την αρχιερατική επιχορήγηση και τον σχολικό προϋπολογισμό.

Παράλληλα οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν και τη σκλήρυνση της


σερβικής στάσης απέναντί τους, με σποραδικές αλλά συνεχείς συγκρούσεις στο
Πασάκιοϊ, κοντά στα Βελεσά (στα Σλαβ. Βέλες) το 1894, στην Πρισρένη (σημ.
Πρίζρεν) και στα Σκόπια όπου η ελληνική κοινότητα κράτησε σθεναρή αντίσταση
στα σερβικά αιτήματα για τέλεση της εκκλησιαστική λειτουργίας στα σλαβικά με μια
κορύφωση των συγκρούσεων τα Χριστούγεννα του 1896. Τέλος οι ρουμανικές
ενέργειες για την προσέλκυση του ελληνοβλαχικού πληθυσμού συνεχίζονταν αλλά σε
πολύ μικρότερο συγκριτικά βαθμό και με σχετική αποτυχία.

Μέσα σε αυτή την πολύπλοκη και επικίνδυνη δημιουργηθείσα κατάσταση


προσπαθούσε να επιβιώσει ο πανταχόθεν βαλλόμενος ελληνικός πληθυσμός. Ως
αφετηρία για την απαρχή μιας νέας φάσης του μακεδονικού ελληνισμού υπήρξε το
επαναστατικό κίνημα του 1878. Αν και δεν πέτυχε την ένωση της Μακεδονίας,
εντούτοις έγινε εμφανέστατη η αντίθεση των Ελλήνων της Μακεδονίας στην
προσάρτησή τους σε μια Μεγάλη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η
διπλωματική θέση της Ελλάδας στη μη υλοποίηση της συνθήκης του Αγίου
Στεφάνου. Η προαναφερόμενη διαμάχη Βουλγάρων, Σέρβων, Τούρκων και Ελλήνων
οδήγησε στην ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας στις 12 Νοεμβρίου 1894, η οποία
απαλλαγμένη από την κρατική επίδραση, θα προκαλούσε «την αναζωπύρωσιν του
εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων του υπόδουλων
Ελλήνων και την παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών δια πάσης θυσίας».

Παρόλο που βασικός στόχος ήταν η δημιουργία αντιπερισπασμού στην Πύλη


για το Κρητικό ζήτημα που είχε ήδη ξεσπάσει, η καταφανής ολιγωρία, ανεπάρκεια
επίσημης συμπαράστασης και η παραμέληση του Μακεδονικού ζητήματος από τις
ελληνικές κυβερνήσεις που είχαν αναλωθεί στις κομματικές διαμάχες ή είχαν ρίξει το
βάρος των προσπαθειών τους στην Κρήτη, κατέστησαν αναγκαία την ενίσχυση των
Ελλήνων Μακεδόνων.(1) Αποτελούσε πολιτική της κυβέρνησης η «άψογη στάση»
απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις την ίδια στιγμή που είχε εκκρεμότητες στην Κρήτη.
Η Μακεδονία πάνω στην οποία άπαντες αποζητούσαν μερίδιο, ήγειραν δικαιώματα
και εργάζονταν μεθοδικά και εντατικά για να αλλοιωθεί ο ελληνικός της χαρακτήρας,
ίσως θα έπρεπε να αποτελέσει προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση. Η
ρεαλιστική διαπίστωση της ανεπάρκειας της επίσημης συμπαράστασης του ελληνικού
κράτους της κυβέρνησης Θεόδωρου Δηλιγιάννη (31 Μαΐου 1895-18 Απριλίου 1897)
στο μακεδονικό ζήτημα έθεσε στόχο την εμψύχωση του ελληνισμού και την
ισχυροποίησή του μπροστά στον διαφαινόμενο βουλγαρικό κυρίως κίνδυνο.

ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ


ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Η Εθνική Εταιρεία εκφράζοντας το δημόσιο αίσθημα, εξέγειρε το φρόνημα των


Ελλήνων και ενέσπειρε την ιδέα της ενεργού αντίστασης. Η αποστολή της ήταν να
εμψυχωθεί και να προστατευτεί ο Ελληνισμός από τη βουλγαρική Εξαρχία, να
προκληθεί ένα γερό ράπισμα στα τουρκικά σώματα, να πραγματοποιηθεί
αντιπερισπασμός για το κρητικό ζήτημα και να διαδοθεί στην Ευρώπη το γεγονός ότι
ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας είχε ακμαίο το φρόνημά του και δεν
επέτρεπε την παραγνώριση των εθνικών του δικαίων.

Η απόφαση για τη συγκρότηση και την αποστολή των σωμάτων ελήφθη όταν
διαδραματίζονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα, στις 10 Απριλίου 1896. Η
έντονη δραστηριότητα της Εταιρείας οφειλόταν και στο γεγονός ότι από την αρχή του
έτους ανέλαβε την προεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου ο αεικίνητος καθηγητής
πανεπιστημίου Σπυρίδων Λάμπρος. Ανατέθηκε στον υπεύθυνο της Εταιρείας στα
Τρίκαλα, Εμμανουήλ Λυκούδη να βρει Μακεδόνες και άλλους πρόθυμους αγωνιστές
που διέμεναν στη Θεσσαλία. Αυτός είχε εύκολο σχετικά έργο καθώς ζούσαν τότε στη
Θεσσαλία 2 με 3 χιλιάδες Μακεδόνες, πολλοί εκ των οποίων ήταν βετεράνοι της
επανάστασης του 1878. Του ανατέθηκε επίσης να βρει ασφαλές πέρασμα στη
συνοριογραμμή με τη βοήθεια των ντόπιων είτε προσεγγίζοντας αξιωματικούς του
στρατού. Αυτό συνέβη διότι η ελληνική κυβέρνηση είχε λάβει την απόφαση να
απαγορέψει την είσοδο των ανταρτών στα εδάφη των Οθωμανών και να προβεί σε
καταδιώξεις σε περίπτωση ανυπακοής.

Ως αρχηγός του κινήματος ορίσθηκε ο Αθανάσιος Μπρούφας, Μακεδόνας


από το Παλιοκριμίνι Κοζάνης, βετεράνος της επανάστασης του 1878. Δόθηκαν
οδηγίες να προσέχουν οι αντάρτες την συμπεριφορά τους στο χριστιανικό στοιχείο,
να μην παίρνουν τρόφιμα και εφόδια από κατοίκους χωρίς πληρωμή αλλά με χρήματα
που χορηγήθηκαν γι’ αυτό το σκοπό και διατυπώθηκε ο όρκος τους.(2) Στη σύσταση
των σωμάτων κυριαρχούσε το δυτικομακεδονικό στοιχείο με πολλούς από τα
βλαχοχώρια της Πίνδου, ακολουθούσαν πολλοί Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες
ενώ αγωνιστές εντάχθηκαν από την Ανατολική Ρωμυλία ως την Κρήτη και τους
Έλληνες της Ρωσίας. Τα σώματα είχαν αρχηγό, υπαρχηγούς και μπουλουξήδες
(ομαδάρχες/δέκαρχοι). Η στολή τους ήταν μια λευκή φουστανέλα με κάπα, μαύρο
σκούφο στον οποίο οι αρχηγοί έφεραν χρυσοκέντητο σιρίτι. Άπαντες διέθεταν
σακίδιο (ντορβά) και οι αρχηγοί διέθεταν κιάλια και δερμάτινες πλατιές ζώνες
(σιλάχια). Έφεραν ομαδικούς ασκούς με νερό και ο οπλισμός τους αποτελούταν από
μακρύκαννα τυφέκια Γκρά με ξιφολόγχες. Ο καθένας είχε 200-250 φυσίγγια σε
φυσεκλίκια στη ζώνη και χιαστί στους ώμους. Τα σώματα διέθεταν και δυναμίτιδα
για δολιοφθορές.

Το πρώτο σώμα, δυνάμεως 89 ανδρών, καταρτίστηκε αρχές Ιουλίου και είχε


αρχηγό τον Αθανάσιο Μπρόυφα και υπαρχηγούς τους Δημήτριο Κανναβό, Τάκη
Νάτσιο, Ιωάννη Γεωργαντά, Ιωάννη Τσάμη, Βασίλη Οικονόμου και Λάζο(Λάζαρο)
Βαρζή. Οι αντάρτες επιβιβάσθηκαν σε πλοίο στις 6 Ιουλίου που τους αποβίβασε στη
Σκάλα Ελευθεροχωρίου Πιερίας. Έπειτα διέγραψε πορεία μέχρι τα νοτιοδυτικά
υψώματα πλησίον της Βέροιας. Συγκροτήθηκε τότε μια δύναμη 150 περίπου ανδρών
του τακτικού Οθωμανικού στρατού, με επικεφαλή μάλιστα τον εξωμότη Τσάμη,
πατέρα του υπαρχηγού του ελληνικού σώματος, συνεπικουρούμενο από ατάκτους και
συγκρούσθηκε στις 9 Ιουλίου στη θέση Καρά Τσάϊρ στο Ξηρολίβαδο Βερμίου. Οι
αντάρτες έλαβαν κατάλληλες θέσεις και σύντομα οι τουρκικές απώλειες μεγάλωναν.
Μια επιπλέον ενίσχυση Τούρκων χωρικών από τα κοντινά χωριά δεν άλλαξε τον ρου
της μάχης που διήρκησε 5 ώρες, από τις 10 το πρωί ως τις 3 το μεσημέρι. Οι Τούρκοι
οπισθοχώρησαν άτακτα αφήνοντας πίσω τους 40-100 νεκρούς (τουρκικές και
ελληνικές αναφορές αντίστοιχα) και 18 αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων έναν
ανθυπολοχαγό. Οι Έλληνες αντάρτες είχαν 3 νεκρούς και 4 αγνοούμενους. Οι
τελευταίοι, ενώ μάχονταν έχασαν την επαφή με το ελληνικό σώμα και μετά από μια
περιπετειώδη πορεία έφτασαν την 1η Αυγούστου σε ελληνικό έδαφος. Οι αιχμάλωτοι
έτυχαν άψογης συμπεριφοράς και περίθαλψης και μετά από λίγο απελευθερώθηκαν
διαμηνύοντας τις τουρκικές αρχές ότι το αντάρτικο σώμα στρεφόταν κατά της
βουλγαρικής επιβολής.

Στις 11 Ιουλίου το σώμα χωρίστηκε σε 2 τμήματα για να είναι πιο ευέλικτα.


Το σώμα στο οποίο ήταν ο Μπρούφας έπειτα από αρκετές συμπλοκές και κοπιώδη
πορεία πέρασε το Μορίχοβο (ορεινή περιοχή στη ΒΔ πλευρά του όρους Βόρα) και
έφτασε στις Σιδηρές Πύλες (Ντεμίρ Καπού) στις 19 Ιουλίου. Εκεί έδωσαν σκληρή
μάχη 14 ωρών με τουρκικό σώμα 200 ανδρών συνεπικουρούμενο από Τούρκους
χωρικούς. Εν τέλει υποχώρησε με 7 νεκρούς, 3 τραυματίες και 4 αιχμαλώτους ενώ η
αντίπαλη πλευρά υπέστη 78 νεκρούς και 12 τραυματίες. Μεταξύ των τραυματιών
ήταν και ο Μπρούφας ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην οικία μιας ηλικιωμένης.
Προδόθηκε όμως από Βούλγαρους και οι Τούρκοι εισέβαλαν στο καταφύγιο και τον
σκότωσαν, ενώ μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι απλώς υπέκυψε στα τραύματά του. Η
Εθνική Εταιρεία κράτησε μυστικό τον θάνατό του ως τις αρχές του επόμενου έτους,
αφού ο Έλληνας οπλαρχηγός είχε πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις στην ελληνική
κοινωνία. Οι υπόλοιποι μετά από μια απόπειρα εκτροχιασμού τραίνου με Αλβανούς
βοηθητικούς του Οθωμανικού στρατού, επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Το δεύτερο τμήμα υπό τον Λάζο, τον Τάκη και τον Τσάμη βάδισε προς
Φλώρινα και οι τουρκικές αρχές ανήσυχες έστειλαν τμήμα δυνάμεως 370 στρατιωτών
να εκμηδενίσει τους αντάρτες. Σε δύο μάχες στις 25-26 Ιουλίου στον σιδηροδρομικό
σταθμό Βλαδόβου και στις 27 Ιουλίου στο Πόζαρ οι Τούρκοι ηττήθηκαν με βαριές
απώλειες 65-85 νεκρών και τραυματιών ενώ οι Έλληνες είχαν 4 νεκρούς και έναν
αιχμάλωτο. Στη συνέχεια το αντάρτικο σώμα κατευθύνθηκε προς την Κάτω Κλέστινα
(Κάτω Κλεινές Φλώρινας) την ίδια στιγμή που οι συνεχείς ήττες των Τούρκων τους
οδήγησαν σε βιαιοπραγίες πάνω στους Έλληνες της Σαρακίνας. Ένας Έλληνας
κάτοικος πληροφόρησε τον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου ότι 30-35 αντάρτες
αντάλλαξαν πυροβολισμούς με εξαρχικούς κατοίκους της Κάτω Κλέστινας. Το σώμα
διαχωρίστηκε ακόμα μια φορά και οι αρχηγοί αποφάσισαν να δράσουν αυτόνομα
βρίσκοντας οι ίδιοι τα εφόδια ώστε να συνεχίσουν τον αγώνα. Οι πορείες των
τμημάτων θα εξιστορηθούν παρακάτω.

Στις 19 Ιουλίου ένα δεύτερο σώμα 55 ανδρών από Μακεδόνες και Ηπειρώτες
υπό τον Πλατή και με υπαρχηγό τον Χρήστο Βερβέρα, εισήλθε στη Μακεδονία από
την περιοχή του Ολύμπου. Ο Πλατής εξ’ αρχής διστακτικός, πρότεινε από τις 21
Ιουλίου τη διακοπή του αγώνα και ο Βερβέρας με 14 αντάρτες συνέχισε την πορεία
του. Ο Πλατής διέψευσε τις ελπίδες που εναπόθεσε σ’ αυτόν η Εταιρεία και στην
επιστροφή φυλακίσθηκε από τις αστυνομικές αρχές. Ο Βερβέρας νίκησε ένα
τουρκικό απόσπασμα στη Μόρνα ( σμρ. Σκοτεινά) Πιερίας προκαλώντας του 20
νεκρούς και τραυματίες χωρίς καμία απώλεια. Οι Τούρκοι χωρικοί Κονιάροι (3) στην
είδηση της άφιξης του Βερβέρα παρατούσαν τα κοπάδια τους και κατέφευγαν στις
πόλεις. Ο Έλληνας οπλαρχηγός ενισχύθηκε με 35 αντάρτες του Ολύμπου Κωστούλα
από τη Λειβαδιά και έκανε το εξής παράτολμο. Πέρασε στις 7 Αυγούστου μέρα
μεσημέρι μέσα από την πόλη της Νάουσας χωρίς κανείς να τον πειράξει αφού η
τουρκική φρουρά κατέφυγε στους στρατώνες της. Εφοδιάσθηκε από τους
ενθουσιώδεις κατοίκους που δεν δέχτηκαν πληρωμή και συνέχισε προς τα Όντρια του
όρους Βοΐου. Εκεί δέχθηκε επίθεση τουρκικού λόχου από τον οποίο φόνευσε 26
στρατιώτες με έναν μόνο αντάρτη νεκρό. Μετά από μια εβδομάδα έφτασε στο χωριό
Λειβαδάκι της επαρχίας Αριδαίας όπου έπεσε σε ακόμα μια ενέδρα. Το αντάρτικο
σώμα διέφυγε και είχε έναν μονάχα νεκρό, αλλά ήταν ο αρχηγός του. Οι Τούρκοι
έκοψαν το κεφάλι του και το διαπόμπευσαν στα γύρω χωριά ως τρόπαιο. Την αρχηγία
ανέλαβε ο Λεωνίδας Τσιώρης και μετά από μια κοπιαστική πορεία ως το Τίκφεσι, μια
ώρα πορεία δυτικά από τις Σιδηρές Πύλες, έδωσε μάχη με ισχυρό τουρκικό
απόσπασμα και υποχώρησε χάνοντας 5 αντάρτες ενώ αντίστοιχα οι Τούρκοι 33. Οι
κινήσεις τους είχαν προδοθεί από Βούλγαρους και ρουμανίζοντες. Οι υπόλοιποι με
μόλις 20-25 εναπομείναντα φυσίγγια έκαστος πήραν τον δρόμο της επιστροφής και
έφτασαν στο ελεύθερο ελληνικό έδαφος κατά το τέλος του μήνα Αυγούστου.

Ο βαλής Μοναστηρίου Αβδούλ Κερίμ αντιλήφθηκε πόσο επίπονη και


δυσχερής ήταν η καταδίωξη των ανταρτών. Το τρίτο αντάρτικο σώμα αποτελούταν
από 36 άνδρες με αρχηγό τον Δήμο Παπαδήμο από το χωριό Αυλές των Σερβίων
Κοζάνης και είχε εντολές να συμπράξει με τα σώματα Μπρούφα και Βερβέρα και να
επιδείξει άριστη διαγωγή στους υπόδουλους Έλληνες. Αν και συνελήφθη από τις
ελληνικές αστυνομικές αρχές, ο 55χρονος Παπαδήμος απολύθηκε με απαλλακτικό
βούλευμα και στις 18 Αυγούστου βρισκόταν ήδη στη Μακεδονία με το αντάρτικο
σώμα του. Η παρουσία του όμως ήταν ήδη γνωστή αφού οι τουρκικές αρχές
πληροφορήθηκαν την έξοδο του σώματος από τις αθηναϊκές εφημερίδες, οι οποίες
την είχαν προαναγγείλει. Στις 20 Αυγούστου έδωσε σκληρή μάχη με τουρκικό σώμα
κοντά στο χωριό Σκαμνιά (σμρ. Συκαμινέα). Το πυρ των ανταρτών, ήταν τόσο
εύστοχο που οι Τούρκοι αξιωματικοί ξήλωσαν τα διακριτικά των βαθμών τους και με
τη δύση του ηλίου 30 Τούρκοι κείτονταν νεκροί, ενώ άγνωστος παρέμεινε ο αριθμός
των τραυματιών. Οι αντάρτες είχαν μονάχα έναν ελαφρά τραυματία στο χέρι. Την
επόμενη μέρα 3 αντάρτες που στάλθηκαν προς ανεύρεση νερού σκοτώθηκαν όταν
έπεσαν σε ισχυρή δύναμη 300 ανδρών που έψαχνε τους Έλληνες αντάρτες. Ο
Παπαδήμος διέταξε το σώμα τους να οχυρωθεί πρόχειρα και σύντομα δέχθηκε την
επίθεση των Τούρκων. Οι τελευταίοι είχαν αρκετές απώλειες, αλλά την κρίσιμη
στιγμή ενισχύθηκαν περαιτέρω από νέο σώμα 100 ανδρών που κατέφθασε από την
Ελασσόνα. Η δεινή θέση των ανταρτών δεν άφηνε πολλά περιθώρια και έτσι
κατέφυγαν στο παρακείμενο δάσος. Όμως ο Παπαδήμος άφησε το μετερίζι του και
πραγματοποίησε μόνος του έφοδο για να πέσει νεκρός με 14 σφαίρες στο στήθος. Το
κεφάλι του αποκόπηκε από τους Οθωμανούς και περιφέρθηκε στο τοπικό παζάρι ως
τρόπαιο μαζί με τη σημαία που είχε στο στόμα και δεν μπόρεσε να εξαχθεί από τους
Οθωμανούς, προφανώς από κάποιου είδους αγκύλωση. Το αντάρτικο σώμα
διαλύθηκε αφού έχασε τη μισή δύναμή του (10 νεκροί και 8 τραυματίες εκ των
οποίων 7 αιχμάλωτοι).

ΝΕΑ ΣΩΜΑΤΑ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΣΥΝΤΗΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Η είδηση του θανάτου του Χρήστου Βερβέρα προκάλεσε μεγάλη θλίψη στους
κατοίκους της Αθήνας, μεταξύ αυτών και του αδελφού του Παναγιώτη. Ο αδελφός
Βερβέρας ορκίσθηκε να πάρει εκδίκηση και ζήτησε από την Εταιρεία την
συγκρότηση ενός νέου αντάρτικου σώματος και την ανάληψη της αρχηγίας αυτού. Η
στρατολόγηση των ανδρών πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και τελικώς το σώμα θα
απαρτιζόταν από 78 άνδρες, πολλοί εκ των οποίων με καταγωγή από την Ήπειρο, την
Πελοπόννησο, την Αττική αλλά και μικρές συμμετοχές από κάθε γωνιά της
υπόδουλης Ελλάδας όπως την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολική Ρωμυλία. Ο
Παναγιώτης Βερβεράς αναφέρεται ως γενναίος και πολυτεχνίτης άνθρωπος που είχε
διατελέσει και άλλοτε αρματολός στη Μακεδονία.

Δυστυχώς η πορεία του ήταν ατυχέστατη. Οι άνδρες αποβιβάστηκαν σε ένα


ατμόπλοιο, το «Δαμασκηνή», τη νύχτα της 26/27ης Αυγούστου από τον Μαραθώνα
αλλά μια τρικυμία τους ανάγκασε να προσορμιστούν στη Σκόπελο, όπου και έμειναν
για 2 ημέρες. Έπειτα συνέχισαν την αποστολή τους και αποβιβάστηκαν στην παραλία
του Πλαταμώνα. Από κακή σύμπτωση η αποβίβαση έγινε αντιληπτή από τους
Τούρκους που τους υποδέχθηκαν με πυρά και μόνο 2 βάρκες με 31 άνδρες κατάφερε
να βγει στη στεριά ενώ οι υπόλοιποι υποχώρησαν στο ατμόπλοιο με 3 αντάρτες να
πέφτουν νεκροί. Ο Βερβέρας με 12 συμπολεμιστές του συναντήθηκε με τουρκικό
απόσπασμα και δέχθηκε πυροβολισμούς. Η κακή ψυχολογία των ανταρτών και οι
ατυχίες που συνέβησαν, είχαν ως αποτέλεσμα την απόφαση της επιστροφής στο
ελληνικό κράτος την 4η Σεπτεμβρίου. Οι υπόλοιποι αντάρτες με επικεφαλή τον
υπαρχηγό Βιβή Νικόλαο έπεσαν πάνω σε τουρκικό στρατόπεδο με αποτέλεσμα την
διάλυσή τους. Οχτώ αντάρτες αιχμαλωτίστηκαν, 4 έπεσαν νεκροί και 6 διέφυγαν
ταλαιπωρημένοι στο ελληνικό έδαφος.

Με τη διάλυση του τελευταίου σώματος κατέστη αναγκαία η κατάρτιση ενός


νέου, η οποία πραγματοποιήθηκε από τα τμήματα Λαρίσης και Βόλου της Εταιρείας.
Αρχηγοί των 55 ανδρών ήταν οι παλιοί καπεταναίοι του 1878 Γιάννης Βελέτζας και
Χρήστος Λεπενιώτης, οι οποίοι ήταν και αδελφοποιητοί. Μεταξύ των ανδρών του,
βρίσκονταν και 12 Έλληνες από την Οδησσό. Οι αντάρτες πέρασαν τα σύνορα την 5η
Σεπτεμβρίου από την πλευρά του Αγιόφυλλου (παλαιό Βελεμίστι) κοντά στα
Τρίκαλα. Μια ασθένεια όμως του Βελέτζα είχε ως αποτέλεσμα την εσπευσμένη
αποχώρησή του και την αρχηγία ανέλαβε ο Λεπενιώτης. Αυτός προχώρησε στην
περιφέρεια των Γρεβενών όπου νίκησε στο χωριό Φιλί απόσπασμα του τουρκικού
στρατού. Από εκεί κατευθύνθηκε στο βουνό Βόϊο, στο χωριό Ζουπάνι (σμρ.
Πεντάλοφος) όπου του ζητήθηκε προστασία από τους Τούρκους δημόσιους
φοροεισπράκτορες. Στην πορεία νίκησε σε μικροσυμπλοκές τουρκικά αποσπάσματα
αλλά δεν πρόλαβε τους φοροεισπράκτορες οι οποίοι στο άκουσμα της άφιξής του
εγκατέλειψαν ταχέως το χωριό. Νέα σοβαρή συμπλοκή με Τούρκους κατά το τέλος
Σεπτεμβρίου είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σημαντικών απωλειών στα
Οθωμανικά στρατεύματα ενώ αντίστοιχα οι αντάρτες είχαν 4 νεκρούς και 1
αιχμάλωτο. Η επιστροφή του σώματος στα ελληνικά εδάφη έγινε στα μέσα
Οκτωβρίου, ενώ στη Λάρισα έγινε ενθουσιώδης υποδοχή από τους κατοίκους. Το
ηθικό των Ελλήνων εντός και εκτός της επικράτειας του Ελληνικού κράτους
αναπτερώθηκε μετά την ατυχή κατάληξη των ανταρτών του Παναγιώτη Βερβέρα.

Η εντεταλμένη επιτροπή της Εθνικής Εταιρείας αποφάσισε την αποστολή


ενός τελευταίου σώματος με επικεφαλή τον Γούλα Γκρούτα από την επαρχία Βοΐου
Κοζάνης. Βετεράνος και αυτός της επανάστασης του 1878, πλέον 40 ετών, είχε
επιδείξει πολλάκις την ανδρεία του, ενώ ένα αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ότι
καταδίκασε σε θάνατο τον αδελφό του επειδή έγινε καταδότης των επαναστατών
στους Τούρκους. Η δύναμη που είχε ανερχόταν στους 43 άνδρες
συμπεριλαμβανομένων των 7 ανδρών του Καρβέλα που διασώθηκαν από την
αποτυχημένη αποβίβαση του σώματος Βερβέρα. Έκαστος αντάρτης προμηθεύτηκε
350 φυσίγγια ενώ το τμήμα διέθετε σημαιοφόρο και σαλπιγκτή.

Οι αντάρτες λειτούργησαν και κοινώνησαν σ’ ένα μοναστήρι στο Κόρμποβο,


πάνω από τα Τρίκαλα και αναχώρησαν στο παραμεθόριο χωριό Ασπροκλησιά. Την
επομένη, στις 14 Σεπτεμβρίου, το σώμα βάδισε προς τα Χάσια και έπειτα πέρασε
έξω από το χωριό Πλέσσια (σμρ. Μελίσσι Αιμιλιανού Γρεβενών) που ήταν τσιφλίκι
ενός Τούρκου μπέη. Οι κάτοικοι τον πληροφόρησαν ότι ο Αλβανός φύλακας του
χωριού είχε διαπράξει πολλά εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων. Ο Γκρούτας έστειλε
αντάρτες να τον συλλάβουν και τον πήρε μαζί του όταν αποχώρησε. Συγκρότησε
ανταρτοδικείο το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο. Η εκτέλεσε πραγματοποιήθηκε με
τσεκούρι για να μην προσελκύσουν τα πυρά τουρκικά αποσπάσματα. Συνέχισε την
πορεία του στο εσωτερικό του σημερινού νομού Γρεβενών περνώντας έξω από
αρκετά χωριά. Σε μια στάση κοντά στο χωριό Ανάβρυτα, δύο αντάρτες
απομακρύνθηκαν καθώς μπήκαν σ’ ένα αμπέλι να φάνε σταφύλια. Ένας Αλβανός
αγροφύλακας (δραγάτης) τους αντιλήφθηκε και ειδοποίησε το πλησιέστερο τουρκικό
απόσπασμα. Στη συμπλοκή που ακολούθησε ο ένας αντάρτης διέφυγε και ο δεύτερος
σκοτώθηκε αφού πρώτα όμως είχε σκοτώσει 2 στρατιώτες (νιζάμιδες) και έναν
δεκανέα (ομπάση).

Ο Γκρούτας γνωρίζοντας ότι οι πυροβολισμοί θα είχαν ως αποτέλεσμα την


άφιξη τουρκικών ενισχύσεων έδωσε εντολή να πιάσουν οι αντάρτες τις δυο κορυφές
του βουνού Νιδρουζίου και να ταμπουρωθούν. Σε απόσταση 1,5 χλμ υπήρχε
τουρκικός σταθμός 80 ανδρών και 25 από αυτούς με έναν ανθυπολοχαγό έτρεξαν να
στα υψώματα να παρατηρήσουν τι συμβαίνει. Οι αντάρτες τους υποδέχθηκαν με
πυκνά πυρά και οι Οθωμανοί σκόρπισαν αιφνιδιαζόμενοι φωνάζοντας «τεσλίμ»
(παραδίνομαι). Ο Γκρούτας έδωσε διαταγή για κατάπαυση πυρός, όμως δυο τρεις
αντάρτες σε απομακρυσμένες θέσεις δεν το αντιλήφθηκαν. Οι Τούρκοι αμέσως
ανέλαβαν ξανά τα όπλα τους και ο Γκρούτας που είχε εν τω μεταξύ βγει από το
ταμπούρι του για να τους συλλάβει κραύγασε «Βαράτε τα σκυλιά!» πετυχαίνοντας
τον ανθυπολοχαγό. Ο ακόλουθος του τελευταίου όμως ανταπέδωσε, πέτυχε τον
Γκρούτα και έσπασε την αριστερή του κνήμη. Ο τελειόφοιτος της ιατρικής
Σπυρόπουλος έδεσε πρόχειρα το τραύμα και τέσσερις συμπολεμιστές του τον
μετέφεραν σε ασφαλές σημείο. Περίλυπος που αδυνατούσε να συνεχίσει τον αγώνα
πήρε μαζί με τους τέσσερις αντάρτες τον δρόμο της επιστροφής. Οι κινήσεις τους
όμως έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους οι οποίοι έστησαν ενέδρα. Σε αυτήν, δύο
αντάρτες πρόλαβαν και διέφυγαν ενώ οι άλλοι δύο σκοτώθηκαν μαζί με τον αρχηγό
τους αφού πρώτα ο τελευταίος σκότωσε δυο Τούρκους. Μετά το τέλος της μάχης το
κομμένο κεφάλι του μεταφέρθηκε ως τρόπαιο στην πόλη των Γρεβενών.

Εν τω μεταξύ τη θέση του Γκρούτα ανέλαβε ο Καρβελάς. Οι αντάρτες


διατήρησαν τις ισχυρές αμυντικές τους θέσεις προκαλώντας νέες απώλειες στο
απόσπασμα που οπισθοχώρησε. Μετά από λίγη ώρα νέο τουρκικό απόσπασμα 150
ανδρών κατέφθασε. Οι Έλληνες το άφησαν να πλησιάσει στα 500 μ. και το
υποδέχθηκαν με ομοβροντία. Γρήγορα οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν για ακόμη μια
φορά, θέλοντας να επαναλάβουν την επίθεση με ακόμα μεγαλύτερες δυνάμεις.
Κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τις Οθωμανικές δυνάμεις από ένα τάγμα Αλβανών
Γκέγκηδων με επικεφαλή τον συνταγματάρχη Ρετζέπ αγά. Οι Οθωμανικές δυνάμεις
αναθάρρησαν και επανέλαβαν τη επίθεση με σάλπιγγες και αλαλαγμούς. Τότε με
διαταγή του Καρβελά, ο σημαιοφόρος ξεδίπλωσε τη σημαία του σώματος, την οποία
μέχρι τότε έφερε στην κοιλιακή χώρα, και την έστησε στην κορυφή του λόφου, ενώ
οι αντάρτες ζητωκραυγάζαν υπέρ της Μακεδονίας και του Ελληνισμού και
υποδέχονταν τους Τουρκαλβανούς με εύστοχα πυρά. Οι επιθέσεις αποκρούστηκαν
επανειλημμένως αλλά οι Οθωμανοί επέδειξαν μεγάλο πείσμα.

Την κρίσιμη στιγμή και ενώ η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τους
αντάρτες, η αυτόνομη ομάδα του Ναούμ Σπανού από το Άργος Ορεστικό της
Καστοριάς, που ήταν πλησίον άκουσε τους πυροβολισμούς και κατέφθασε να
συνδράμει στον αγώνα. Με την άφιξή του, δεν κατέστη εφικτή η κύκλωση των
ανταρτών που επιχείρησαν οι Τουρκαλβανοί, αφού πλευροκόπησε τους τελευταίους
επιφέροντάς τους επιπρόσθετες απώλειες. Με την έλευση της νύχτας οι αντάρτες
διέφυγαν προς τα δυτικά του Νιδρουζίου εγκαταλείποντας τις κάπες τους, τα
μαχαίρια και ένα πρόχειρο φαρμακείο. Εξαίρεση αποτέλεσε ένας νεαρός αντάρτης 17
ετών, ο Γεώργιος Ζορμπάς που δεν απέρριψε τίποτα αλλά εξακολουθούσε να φέρει
τον βαρύ σάκο με καλαμπόκια που είχε επωμιστεί για να θρέψει τους συμπολεμιστές
του. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαριές απώλειες, μεταξύ αυτών και δύο αξιωματικοί
καθώς και ο συνταγματάρχης Ρετζέπ που απεβίωσε από τα τραύματά του τρείς μέρες
μετά. Οι Έλληνες είχαν μόλις έναν νεκρό, έναν τραυματία και δυο αιχμαλώτους οι
οποίοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν.

Ο Καρβελάς συνέχισε την πορεία του με 19 αντάρτες αφού οι υπόλοιποι


επέστρεψαν στην Ελλάδα. Δέχθηκαν όμως επίθεση τουρκικού αποσπάσματος μεταξύ
Σαμαρίνας και Επταχωρίου που τους στοίχησε 5 νεκρούς και έναν αιχμάλωτο. Μετά
από αυτό οι εναπομείναντες αντάρτες πήραν την κατεύθυνση προς τα σύνορα. Ο
ηρωικός θάνατος τους Γκρούτα και η γενναιότητα με την οποία οι αντάρτες
αντιμετώπισαν επιτυχώς τους δεκαπλάσιους Τουρκαλβανούς προκάλεσε συγκίνηση
και θαυμασμό στους Έλληνες εντός και εκτός του ελληνικού κράτους.

Εκτός από τις 6 αντάρτικες ομάδες που συνέστησε η εντεταλμένη από την
Εθνική Εταιρεία επιτροπή, καταρτίστηκαν από το τμήμα Τρικάλων, με την έγκριση
του κέντρου, άλλες δύο ομάδες, μια του οπλαρχηγού Αλέξη Βελούλα και μια του
λοχία Παναγιώτη Καρβέλα. Ο 28 χρονος Βελούλας με καταγωγή από το Καταφύγι
Πιερίας πέρασε στη Μακεδονία μαζί με 16 άνδρες στις 7 Νοεμβρίου. Ως υπαρχηγός
είχε οριστεί ο Τάσος Βούλγαρης ενώ στην ομάδα ήταν και ο προαναφερόμενος
17χρονος Γεώργιος Ζορμπάς. Το σώμα αυτό είχε εξαιρετική επιτυχία. Αρχικά, στη
θέση Λογγά στα Γρεβενά αιφνιδίασε τουρκικό έφιππο απόσπασμα προκαλώντας του
15 νεκρούς. Προχωρώντας νίκησε ένα ακόμη απόσπασμα στο χωριό Παλαιοκόπριβα
(σμρ. Κνίδη Γρεβενών) και στις αρχές Δεκεμβρίου ένα ακόμη έφιππο απόσπασμα της
τουρκικής χωροφυλακής φονεύοντας και έναν ανθυπολοχαγό. Οι απώλειες του
σώματος σε αυτές τις συμπλοκές ανήλθαν σε έναν τραυματία. Στη συνέχεια,
εισήλθαν στο χωριό Ζιμιάτσι (σμρ. Παλιουριά) όπου σκότωσαν τον επιστάτη και τον
αγροφύλακα του χωριού και ύψωσαν την ελληνική σημαία με ζητωκραυγές υπέρ της
Μακεδονίας αναπτερώνοντας το ηθικό των κατοίκων του χωριού. Κατόπιν
επέστρεψαν στην Ελλάδα στις αρχές Δεκεμβρίου.

Ο Παναγιώτης Καρβέλας, με καταγωγή από την Καλαμάτα, διετέλεσε όπως


αναφέρθηκε παραπάνω αντάρτης στα σώματα του Παναγιώτη Βερβέρα και Γούλα
Γκρούτα. Ενώ όμως στις επιχειρήσεις εκείνες επέδειξε αξιόλογη δράση, η
συμπεριφορά του στο νέο αντάρτικο σώμα ήταν κάκιστη. Ενώ το σχέδιο προέβλεπε
να περάσει στη Μακεδονία μαζί με την ομάδα του Βελούλα αυτός παρέμεινε στα
σύνορα εντός του ελληνικού εδάφους όπου ενοχλούσε τους κατοίκους παίρνοντας
από αυτούς καταχρηστικά τρόφιμα και άλλα εφόδια. Επιπλέον, όταν βρισκόταν σε
ελάχιστη απόσταση από τον ελληνικό συνοριακό σταθμό Ασπροκκλησιάς προκάλεσε
συμπλοκή με ομάδα Τούρκων στρατιωτών που περνούσε εκείνη τη στιγμή σε μικρή
απόσταση και παραλίγο να προκαλέσει σύγκρουση μεταξύ του ελληνικού και
τουρκικού φυλακίου. Σα να μην έφταναν αυτά, σύμφωνα με τους συμπολεμιστές του
στη συμπλοκή επέδειξε «ασύγνωστον δειλίαν και τελείαν ανικανότητα διευθύνσεως».
Μετά από αυτά τα γεγονότα όλοι οι άνδρες του τον εγκατέλειψαν και το τμήμα
Τρικάλων τους ανακάλεσε.

ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΑΝΤΑΡΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

Εκτός από τα αντάρτικα σώματα που μεθοδικά οργάνωσε, εξόπλισε και


χρηματοδότησε η Εθνική Εταιρεία, στον αγώνα για τη διατήρηση του ελληνισμού της
Μακεδονίας συνέβαλλαν και άλλες ομάδες που προήλθαν είτε από διαμελισμό
σωμάτων της Εταιρείας που αυτοσχεδίασαν και έδρασαν αυτόβουλα, είτε από
ιδιωτικές πρωτοβουλίες, εκτός της κηδεμονίας της Εταιρείας, ή τέλος από ντόπιους
Μακεδόνες που ενθαρρυμένοι από την αναζωπύρωση της αντίστασης πήραν τα όπλα
εναντίον των Τούρκων.

Ο Λάζος Βαρζής που συμμετείχε στην ομάδα του Μπρούφα και στη συνεχεία
του Τάκη, αποφάσισε να διαιρέσει εκ νέου το αντάρτικο σώμα ώστε να αναλάβουν τη
δράση στο διαμέρισμα της Καστοριάς. Στην περιοχή υπήρχε μεγάλη κινητικότητα
τουρκικών σωμάτων καθώς και ταγμάτων Αλβανών Γκέγκηδων. Πήρε την απόφαση
να προχωρήσει προς το Πισοδέρι και στο δρόμο, στο χωριό Μπούφι συνεπλάκη με
τουρκικό τμήμα και του προκάλεσε 6 νεκρούς και αρκετούς τραυματίες. Στο ίδιο
χωριό εκείνο το διάστημα, δρούσε και στρατολογούσε ο Βούλγαρος κομιτατζής
Γκιόρτσε Πετρώφ, ο οποίος αποχώρησε. Ο Λάζος οδήγησε το σώμα του στην ορεινή
κωμόπολη Μπλάτσι (σμρ. Βλάστη) της Κοζάνης. Η τουρκική φρουρά της πόλης
στρατολόγησε με τη βία τους Έλληνες κατοίκους και τους τοποθέτησε ως
εμπροσθοφυλακή για να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες. Φοβούμενοι μη χτυπήσουν
τους ομόφυλούς τους, οι αντάρτες αποχώρησαν. Συνέχισαν την πορεία τους
περνώντας από το Δρυοβούνι και τη Σιάτιστα και έφθασαν στο ελληνικό έδαφος την
29η Ιουλίου.

Η δεύτερη υποομάδα, ο Τάκης Νάτσιος με 10 αντάρτες, προκάλεσε


σημαντικές απώλειες σε τουρκική ημιλοχία στη Μολοβήστη ή Μηλόβιστα (δυτικά
του Μοναστηρίου στα σημερινά Σκόπια). Στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της Κοίμησης
της Θεοτόκου, έλαβε μέρος μια συνάντηση 15 οπλαρχηγών στο μοναστήρι της
Παναγίας Λιμνίτσας για να δρομολογηθούν οι μελλοντικές επιχειρήσεις.(4)
Υπέγραψαν μάλιστα πατριωτική προκήρυξη που ανέφερε τα αίτια και τους σκοπούς
του κινήματος. Η προκήρυξη στάλθηκε στα ξένα προξενεία και στις τουρκικές αρχές.
Κατόπιν, έδωσε πολλές αψιμαχίες με αποκορύφωμα μια μάχη στον Γάβρο Καστοριάς
όπου οι Τούρκοι είχαν αρκετούς νεκρούς στους οποίους περιλαμβάνονταν ένας
λοχαγός, ένας ανθυπολοχαγός και ένας λοχίας. Η τελευταία μεγάλη συμπλοκή έλαβε
μέρος στο Μπούκοβο, πλησίον του Μοναστηρίου, όταν έπεσαν πάνω σε μεγάλη
τουρκική δύναμη. Η διαφυγή τους επιτεύχθηκε με την έλευση της νύχτας. Κατά το
τέλος του δευτέρου δεκαημέρου του Οκτωβρίου η ομάδα του οπλαρχηγού Τάκη
μπήκε στο ελληνικό έδαφος. Αποτέλεσε πρωτοφανές γεγονός ότι το σώμα του δεν
υπέστη καμία απώλεια. Στις 18 Οκτωβρίου όταν και έφθασαν στα Τρίκαλα έγινε
ενθουσιώδης λαϊκή υποδοχή με τιμές ηρώων.

Ο Ζήσης Λεπενιώτης όπως προαναφέρθηκε είχε εισβάλλει στη Μακεδονία με


σώμα που καταρτίστηκε από την Εθνική Εταιρεία. Αυτόβουλα συγκέντρωσε οπλισμό
και εφόδια με σκοπό να επανέλθει στο θέατρο των επιχειρήσεων με δικό του σώμα.
Συγκρούστηκε με τουρκικά τμήματα στη Σαμαρίνα και στρατολογημένους Βαλαάδες
από τον καϊμακάμη Γρεβενών.(5) Στα χωριά Αράπη των Γρεβενών και Πλέσια
προξένησε σοβαρές απώλειες σε έφιππα τουρκικά αποσπάσματα και κατόπιν
επέστρεψε στην Ελλάδα στις 18 Νοεμβρίου χωρίς να έχει καμία απώλεια. Ο Τσιώρης
που συμμετείχε στο τμήμα του Χρήστου Βερβέρα, δημιούργησε δικό του σώμα που
προχώρησε ως τη Σαμαρίνα Γρεβενών, έδωσε πολλές νικηφόρες συμπλοκές με τον
τουρκικό στρατό και επέστρεψε τέλη Νοεμβρίου λόγω έλευσης του χειμώνα.

Αξιομνημόνευτο ήταν και το σώμα του Ναούμ Σπανού από το Άργος


Ορεστικό που, όπως προαναφέρθηκε, συνέβαλε στη μάχη Νιδρουζίου. Έδρασε
κυρίως στις επαρχίες Βοΐου και Γρεβενών. Έδωσε σκληρή μάχη με ένα τάγμα
Αλβανών Γκέγκηδων στο ορεινό χωριό Πολυκάστανο Κοζάνης. Στην ενέδρα που
έστησε φόνευσε και τραυμάτισε πολλούς από τους Αλβανούς, μεταξύ αυτών και τον
διοικητή τους Μουχτάρ αγά. Άλλα αντάρτικα σώματα που επιχείρησαν με μικρότερο
ιστορικό δράσης στο χώρο της Μακεδονίας, εκείνη την περίοδο ήταν αυτά του
Ζαρκάδα, του Καταρραχιά, του Νταβέλη του νέου, του Στέργιου Καρατάσου, του
Βαλέτα και του Λελούδα.

Οι συνολικές απώλειες των ανταρτών ήταν σχετικά μικρές και ανήλθαν σε


λίγες δεκάδες νεκρών. Οι 51 αιχμάλωτοι στις φυλακές Μοναστηρίου και
Θεσσαλονίκης δέχθηκαν αρχικά την αρωγή της Εθνικής Εταιρείας με τα απαραίτητα
είδη (κλινοσκεπάσματα, τρόφιμα) και αφού απέτυχε να δωροδοκήσει τον φύλακα για
να αποδράσουν έστειλε τον Νικόλαο Αστεριάδη να εργαστεί για την αθώωσή τους.
Οι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης καθώς δωροδοκήθηκαν οι
δικαστικοί από το ταμείο της Εταιρείας και δεν εκτελέστηκαν. Επίσης η Εταιρεία
περιέθαλψε, όσο μπορούσε οικονομικά, τις οικογένειες των πεσόντων ανταρτών με
εφ’ άπαξ ή περιοδικά βοηθήματα και τους τραυματίες.

Ο ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ, Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ

Ο Ελληνικός λαός υποδέθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό το Μακεδονικό αντάρτικο. Στη


Θεσσαλία συγκροτούνταν συχνά μεγάλα συλλαλητήρια συμπαράστασης για τους
γενναίους προμαχώνες της Μακεδονίας, έτσι όπως αποκαλούσαν τους αγωνιστές στα
άρθρα που τους αφιέρωναν. Όσα τμήματα επέστρεφαν από τις επιχειρήσεις λάμβαναν
παλλαϊκή υποδοχή, κάτι που πολλές φορές οι αρχές προσπάθησαν να εμποδίσουν. Η
κυβέρνηση επίσημα αποδοκίμασε το κίνημα και πολλές φορές οι αστυνομικές αρχές
προέβηκαν στην ποινική δίωξη των οπλαρχηγών όταν εισέρχονταν εντός του
ελληνικού εδάφους. Για λόγους εξωτερικής πολιτικής και για να μη δημιουργηθεί η
εντύπωση ότι το κίνημα οργανώθηκε από το κράτος οι αντάρτες έφθασαν στο σημείο
να χαρακτηρίζονται από τον υπουργό εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ, ως
λησταντάρτες και ως «Βούλγαροι φέροντες φουστανέλας, οι οποίοι μεταμφιεσθέντες,
ηθέλησαν να εξεγείρουν τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας». Εξεδόθησαν
αυστηρές διαταγές να εμποδιστεί η διέλευση των ανταρτών πέρα από τα σύνορα ενώ
τιμωρήθηκε με δίμηνη φυλάκιση ο σταθμάρχης της Αγυιάς Λαρίσης επειδή δεν
συνέλαβε τους αντάρτες του Μπρούφα.

Η Υψηλή Πύλη υποχρέωσε τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αποστείλει


επιστολές στους μητροπολίτες Μακεδονίας στις οποίες να αποδοκιμάζεται και να
κατακρίνεται το κίνημα. Η μάχη του Καρά Τσαΐρ κατέπληξε και ανησύχησε έντονα
τις τουρκικές αρχές και ο στρατός βρισκόταν σε συνεχή κινητοποίηση. Δύο ηλικίες
εφέδρων κλήθηκαν να πάρουν τα όπλα ενώ συγκροτήθηκαν πολλά τάγματα Αλβανών
ρέμπελων (ατάκτων). Οι Έλληνες της Μακεδονίας δέχθηκαν το μένος των τουρκικών
αρχών για τις συνεχείς ήττες τους και την αποτυχία κατάπνιξης του κινήματος.
Σημειώθηκαν λεηλασίες και ξυλοδαρμοί στη Βλάστη, φυλακίσεις στην Πτολεμαΐδα,
εκτελέσεις χωρικών στην περιοχή του Βοΐου και βασανισμοί στα Σέρβια.
Μεγαλύτερο μένος επέδειξαν οι στρατολογημένοι Αλβανοί Γκέγκηδες.
Περιερχόμενοι τα χωριά διέπρατταν συνεχώς βιασμούς, ξυλοδαρμούς, βεβηλώσεις
ναών, ληστείες και δολοφονίες. Μάλιστα τον Αύγουστο του 1896 δυο τάγματα
Αλβανών είχαν σκοπό να σφάξουν όλο τον πληθυσμό στο Τρέμπενο (σμρ Καρδιά)
Κοζάνης αλλά την τελευταία στιγμή τους απέτρεψε ο μπέης του χωριού Μαχμούτ. Εν
τούτοις λεηλάτησαν όλες τις οικίες και σκότωσαν δυο κατοίκους.

Το έτος που τα Ελληνικά αντάρτικα σώματα όργωναν κυριολεκτικά τον χώρο


της Μακεδονίας οι Βούλγαροι κομιτατζήδες αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν, ακόμα
και από το Νευροκόπι της Δράμας. Η αντίδραση των Βουλγάρων ήταν η
εκμετάλλευση της έξαψης του τουρκικού φανατισμού κατά των Ελλήνων με την
παραχώρηση νέων βερατίων και διαταγμάτων για την παραχώρηση νέων επισκοπών
της βουλγαρικής Εκκλησίας σε βάρος φυσικά του Μακεδονικού Ελληνισμού. Η
συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού θα επιχειρηθεί από το δεύτερο μισό του 1897
με δολοφονίες Ελλήνων προκρίτων, ιερέων και άλλων παραγόντων.

Οι εκθέσεις των πρόξενων των Μεγάλων Δυνάμεων, ακόμα και του


ελληνομάχου Αυστρίας, που ήταν στη Μακεδονία σημείωναν την ανδρεία των
Ελλήνων ανταρτών και κατέληγαν με την άποψη ότι «ελάχιστος σχετικά αριθμός από
αυτούς θ’ αρκούσε να συγκλονίσει το εκεί τουρκικό καθεστώς». Ο Αυστριακός
πρόξενος Μοναστηρίου εντυπωσιάστηκε από την άριστη διαγωγή και την αυστηρή
πειθαρχεία των ανταρτών καθώς και από το γεγονός ότι δεν έκαιγαν χωριά, δεν
λήστευαν και δεν κακοποιούσαν όπως οι Βούλγαροι. Ο ευρωπαϊκός τύπος και δη ο
αγγλικός εξέφρασε τον θαυμασμό του για την τόλμη των ανταρτών, ενώ ο
βουλγαρικός ανέφερε ότι ήταν ένας απλός αντιπερισπασμός για την εξυπηρέτηση της
Κρητικής επανάστασης. Ο σουλτάνος γνωστοποίησε στους χριστιανούς υπηκόους της
Μακεδονίας την απόφασή του για παραχώρηση ευνοϊκών μεταρρυθμίσεων. Ο Γάλλος
ιστορικός Βικτώρ Μπεράρ, περιηγητής τότε της Μακεδονίας, αναφέρει
χαρακτηριστικά τα εξής : « Είναι βέβαιο ότι ο τουρκικός στρατός υπέστη αποτυχίες,
ενίοτε δε και αρκετά σοβαρές(..)Εάν ο μοναδικός σκοπός (των ελλήνων ανταρτών)
ήταν να ανυψώσουν το γόητρο και τη φήμη της Ελλάδας, το πέτυχαν τέλεια. Κατά το
παρόν έτος (1896) οι 5-6 ελληνικές ομάδες από 60-80 άνδρες έκαστη, βρήκαν τρόπο
να κατέχουν όλη την περιοχή μεταξύ Πίνδου και Αξιού στους τρείς πρώτους μήνες,
μεταβαίνοντας από όρος σε όρος, από τον Όλυμπο και τα Χάσια μέχρι τη Νερέτσκα
και το Νίτσε»( προέκταση του όρους Βαρνούντα και η κορυφή Καϊμακτσαλάν
αντίστοιχα).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Η Εθνική Εταιρεία ενίσχυσε και την Κρητική επανάσταση, την Επιτροπή
Μεταπολιτεύσεως του Μανούσου Κούνδουρου με εθελοντικά σώματα,
πολεμικό υλικό και εφόδια.
(2) Ο όρκος δινόταν πάνω στη σημαία και είχε ως εξής : « Ορκίζομαι επί της
σημαίας ότι θα πολεμήσω υπέρ Πίστεως και Πατρίδος μέχρι τελευταίας
ρανίδος του αίματός μου, ότι ουδέποτε θα κάμω κατάχρησιν της δυνάμεώς
μου όπως παραβλάψω ομοφύλους μου, ότι δεν θα εγκαταλείψω τον αρχηγόν
μου ή τους συντρόφους μου και ότι θα υποτάσσωμαι τυφλώς εις τας διαταγάς
των αρχηγών μου».
(3) Τούρκοι από το Ικόνιο της Μ. Ασίας που εποίκησαν την Μακεδονία τον 15ο
αιώνα. Φανατικοί πολέμιοι των Χριστιανών κατοίκων.
(4) Πρόκειται για βυζαντινό μοναστήρι του 10ου αιώνα πάνω από το χωριό
Λιμνίτσα (Σλαβικά : Λιμπόνια, Ljubonjo). Βρίσκεται 2 χλμ. από τη Μεγάλη
Πρέσπα και 5 χλμ. από τα σημερινά ελληνοσκοπιανά σύνορα. Το μοναστήρι
χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο αγωνιστών και κατά την επανάσταση του
1878, αποτελώντας ένα είδος «Μακεδονικής Αγίας Λαύρας».
(5) Οι Βαλαάδες ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί της ύστερης τουρκοκρατίας
κυρίως στο χώρο της δυτικής Μακεδονίας. Καϊμακάμης είναι στρατιωτικός
και πολιτικός βαθμός των Οθωμανών. Ήταν επικεφαλής της διοικητικής
διαίρεσης ενός καζά.

ΕΝΘΕΤΟ

ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Η Εταιρεία ιδρύθηκε στις 12/11/1894 από τον νεαρό αξιωματικό του Στρατού,
ανθυπολοχαγό Καλομενόπουλο Νικόστρατο. Την Εταιρεία διοικούσε η «Ανωτάτη
μυστική Αρχή» κατά το σύστημα της Φιλικής Εταιρείας, έχοντας λάβει πολλούς
τύπους από τον τεκτονισμό για την αμοιβαία αναγνώριση των εταίρων. Όσοι
επρόκειτο να εισέλθουν όφειλαν να δώσουν όρκο εχεμύθειας. Όλες οι ενέργειες ήταν
διαποτισμένες από την ιδέα της Ορθόδοξης πίστης και της πατρίδας.

Ο πρώτος πυρήνας της Εταιρείας ήταν 15 χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί,


συμπεριλαμβανομένου του Καλομενόπουλου. Η μυημένοι έφθασαν αρχές
Σεπτεμβρίου του 1895 τους 60 για να αυξηθεί κατακόρυφα ο αριθμός τους, στους
3.185 την άνοιξη του 1896 με στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, όπως οι μετέπειτα
στρατηγοί Δαγκλής και Παρασκευόπουλος, ο πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού
Αγώνα Παύλος Μελάς, με πολιτευόμενους όπως ο Δ. Στεφάνου, ο Σ. Στάης, ο Γ.
Φιλάρετος, καθηγητές πανεπιστημίων όπως ο Ν. Πολίτης, ο Γ. Χατζηδάκις και
αρκετούς ιεράρχες.

Ο χαρακτήρας της παρέμεινε μυστικός ως το τρίτο δεκαήμερο του Οκτώβρη


του 1896 όπου σε μια έντυπη προκήρυξη αποκάλυψε την ύπαρξη, τη δύναμη και το
πρόγραμμά της, όχι όμως και τα μέλη της. Φιλοδοξούσε να πραγματώσει ένα «νέο
1821», έχοντας νωπή την μνήμη των αγωνιστών της Εθνεγερσίας και να στήσει μια
νέα Φιλική Εταιρεία στα υπόδουλα εδάφη, βασίζοντας τον σκοπό της στα αντάρτικα
σώματα. Επισήμαινε τον βουλγαρικό κίνδυνο, αποτελώντας την πρώτη οργανωμένη
αντίδραση κατά της βουλγαρικής δράσης που αριθμούσε τότε ήδη 25 χρόνια.
Εξασφάλισε μεγάλη ηθική δύναμη και ισχυρά οικονομικά μέσα έχοντας ως ταμία τον
Γεώργιο Γούσιο, τον διευθυντή της Αγγλοαιγυπτιακής Τραπέζης με καταγωγή από τη
Θεσσαλονίκη.

ΕΙΚΟΝΕΣ

(1) Η σφραγίδα της Εταιρείας. Κυκλική με ουράνιο σήμα ακτινοβολούντος


σταυρού, την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», δύο διασταυρωμένα αμφίστομα
ξίφη μεταξύ δυο «ΕΕ», τη χρονολογία ιδρύσεως και τέλος τη φράση «Η
ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΡΧΗ». Το ερυθρό χρώμα ήταν συμβολικό της Αναστάσεως.

(2) Η επικεφαλίδα της προκηρύξεως της Εθνικής Εταιρείας. Ήταν αχρονολόγητη


και στη θέση της υπογραφής έφερε τη σφραγίδα της Εταιρείας. Σε τέσσερις
σειρές αναγράφεται : «ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ/ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ/
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ /ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΓΕΝΟΣ».
(3) Ο οπλαρχηγός Χρήστος Βερβέρας. Γνωστός για την τόλμη και τη γενναιότητά
του κατά τη διάρκεια της μάχης συνήθιζε να ανοίγει το πουκάμισό του
μπροστά στους εχθρούς προκαλώντας τους. Πολλές φορές κατέβαινε από τα
λημέρια μέρα μεσημέρι να και περιδιάβαινε πόλεις και χωριά της Μακεδονίας
για να προμηθευθεί τρόφιμα ή να μοιράσει προκηρύξεις (εφημερίδα «Άστυ»,
4 Σεπτεμβρίου 1896).

(4) Ο οπλαρχηγός Χρήστος Λεπενιώτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ζήσης


Θεοδώρου. Αναφέρεται ότι μια φορά που οι Τούρκοι του πήραν ένα μουλάρι,
συγκέντρωσε ομάδα η οποία με ενέδρα αιχμαλώτισε τουρκικό απόσπασμα 50
ανδρών, τους αφόπλισε και κράτησε μόνο τον Άγγλο πρόξενο που συνόδευαν,
για να γράψει γράμμα στον έπαρχο ώστε να του επιστραφεί το
μουλάρι!(Εφημ. «Άστυ», 1896).

(5) Χάρτης με τις περιοχές της Μακεδονίας όπου έδρασαν τα αντάρτικα σώματα
το 1896.
(6) (ANOIGMA)Αντάρτες επαναστατικού σώματος στον πόλεμο του 1897. Για
λόγους ομοιομορφίας προμηθεύτηκαν βαθυκύανο ντουλαμά των ευζώνων της
Ανακτορικής φρουράς. Πολλοί όμως Μακεδόνες διατήρησαν τη λευκή
φουστανέλα (Ο επιχρωματισμός έγινε από τον καλλιτέχνη Χρήστο Καπλάνη
στη σελίδα «PAST IN COLOR Χρώμα στο Παρελθόν»).
(7) Ο επικεφαλής του τελευταίου σώματος Γούλας Γκρούτας. Ο συμπολεμιστής
του φοιτητής ιατρικής Σπυρόπουλος τον παρουσιάζει ως «..Μικρόσωμο,
μελαχρινό, ευθυμότατο, φαιδρό πάντοτε εις τας ομιλίας του. Όλοι είμεθα
κατενθουσιασμένοι έχοντες τοιούτον αρχηγόν» (εφημ. «Άστυ», 28
Σεπτεμβρίου 1896).
(8) Χάρτης των Ελληνοτουρκικών συνόρων το 1896. Από αυτή τη
συνοριογραμμή πέρασαν τα περισσότερα ανταρτικά σώματα.

(9) Αναφορά στη δράση του Π. Καρβέλα στη μάχη Νιδρουζίου (εξώφυλλο
εφημερίδας «Εμπρός», 7 Δεκεμβρίου 1896).
(10) Αλβανοί Γκέγκηδες. Στρατολογήθηκαν ευρέως από τους Οθωμανούς
και αποτέλεσαν μεγάλη πληγή για τους Έλληνες της Μακεδονίας
διαπράττοντας συνεχώς πλήθος εγκλημάτων.

(11) Έφιππος Οθωμανός λογχοφόρος, 1890.

(12) Άνδρες της Οθωμανικής Χωροφυλακής στον χώρο της Μακεδονίας.


(13) Κονιάροι ή αλλιώς Γιουρούκοι Τούρκοι. Σημαντικοί πληθυσμοί
ζούσαν στην Κοζάνη και στην Πτολεμαΐδα. Είχαν νομαδικό τρόπο ζωής και
υπήρξαν φανατικοί χριστιανομάχοι. Συνέδραμαν πολλές φορές στις μάχες του
1896 τον Οθωμανικό τακτικό στρατό.

(14) Οι Οθωμανοί συνήθιζαν να περιφέρουν τα κομμένα κεφάλια των


ανταρτών με σκοπό να καταβαραθρώσουν το ηθικό των υπόδουλων
πληθυσμών. Στη φωτογραφία μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών, με τους
επικεφαλής των θυμάτων τους.
(15) Οθωμανός στρατιώτης του πεζικού. Την ύστερη Οθωμανική περίοδο
στα μέσα του 19ου αιώνα -μετά τις μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό
του στρατού- το πεζικό ήταν η σπονδυλική στήλη του Οθωμανικού
στρατεύματος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) Κ.Βακαλόπουλος, Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ (1894-1904), Εκδ. Μπαρμπουνάκης,
Θεσσαλονίκη, 1986.
(2) Γ. Λυριτζή, Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΙΣ ΑΥΤΗΣ, Κοζάνη, 1970.
(3) Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ
ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΤΟΥ «ΑΣΤΕΩΣ», Άστυ, Αθήνα, 1896.
(4) D. Dakin, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1897-1913, Εκδ.
Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996.
(5) Κ.Βακαλόπουλος, ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1894-1904),
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ,
Εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1999.
(6) ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897, Αθήνα, 1993.

You might also like