You are on page 1of 11

Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

ΔΕΕ 112: ΔΙΚΑΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2:
Να αναλύσετε τα κύρια σημεία της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις
υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά [Επίσημη Εφημερίδα L 376 της
27.12.2006].

Βασιλική Σδράλη Θεόδωρου, 11500201

1
Η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών αποτελούν θεμελιώδεις
ελευθερίες των Συνθηκών και σημαντικούς παράγοντες για την επίτευξη και λειτουργία της
εσωτερικής αγοράς, οι οποίες ρυθμίζονται και κατοχυρώνονται από τα άρθρα 49 - 55 ΣυνθΛΕΕ,
όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης και τα άρθρα 56 - 62 ΣυνθΛΕΕ, όσον αφορά την
ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αντίστοιχα.

Τόσο η ελευθερία εγκατάστασης, όσο και η ελευθερία παροχής υπηρεσιών καλύπτουν την
διασυνοριακή άσκηση, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ανεξάρτητων οικονομικών
δραστηριοτήτων/υπηρεσιών έναντι αμοιβής1 με την ειδοποιός διαφορά ότι ο προσωρινός
χαρακτήρας της οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ελεύθερης
παροχής υπηρεσιών, εν αντιθέσει με την ελευθερία εγκατάστασης που χαρακτηρίζεται από
συνέχεια, μονιμότητα και σταθερότητα2. Φυσικά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής
«ΔΕΕ») έχει αποφανθεί ότι και η ύπαρξη κάποιας υποδομής 3 δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι
τυγχάνει εφαρμογής η ελευθερία εγκατάστασης και οπότε το πότε εφαρμόζεται η μία ελευθερία
και πότε η άλλη είναι θέμα συγκεκριμένων πραγματικών συνθηκών.

Το ΔΕΕ με τις Υποθέσεις Reyners4 και Vans Binsbergen5, ήδη, από πολύ νωρίς αναγνώρισε την
άμεση ισχύ των συγκεκριμένων διατάξεων των άρθρων 49 και 56 της ΣυνθΛΕΕ και οπότε η
έκδοση Οδηγιών που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές έχουν σκοπό, κυρίως, να διευκολύνουν
περαιτέρω την πρόσβαση και απρόσκοπτη άσκηση των υπό αναφορά ελευθεριών.

Το 2004 η Επιτροπή βασιζόμενη στα συμπεράσματα της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
του 2002 υπέβαλε πρόταση Οδηγίας σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά. Στις 12
Δεκεμβρίου 2006 μετά από τρία χρόνια έντονων κοινωνικών και πολιτικών αντιδράσεων
ψηφίστηκε η τροποποιημένη Οδηγία 2006/123/ΕΚ ‘’σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική
αγορά‘’6, γνωστή και ως «Οδηγία Bolkenstein7», με καταληκτική ημερομηνία υιοθέτησης της από
τα κράτη μέλη την 28η Δεκεμβρίου 20098, κύριος σκοπός της οποίας είναι, όπως αναφέρεται
1
Σχετικές Αποφάσεις Humbel C263/86,Sodemare C- 70/95, Schindler C-275/92,Deliege C- 51/96 και 191/97,
Geraets- Smits C-157/99.
2
Υπόθεση C-55/94,Gebhard, Υπόθεση C- 221/89 Factortame Ltd.
3
Υπόθεση C-55/94,Gebhard.
4
Υπόθεση C- 2/74 Jean Reyners.
5
Υπόθεση C-33/74 Vans Binsbergen.
6
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 376 της 27.12.2006.
7
Πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος για την εσωτερική αγορά και τις υπηρεσίες.
8
Κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία τον περί της Ελευθερίας Εγκατάστασης Παρόχων Υπηρεσιών και
της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Υπηρεσιών Νόμο του 2010 (Ν72(Ι)/2010) στις 16/7/2010.
2
ρητά στην αιτιολογική της έκθεση και ειδικότερα στις παραγράφους (3) και (5), η εξάλειψη των
εμποδίων, κυρίως διοικητικών και νομικών, τα οποία επιβραδύνουν ή αποτρέπουν την ελεύθερη
εγκατάσταση και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών και η παροχή
ασφάλειας δικαίου στους αποδέκτες και στους παρόχους υπηρεσιών .

Η Οδηγία 2006/123/ΕΚ (εφεξής «Οδηγία»), που κυρίως κωδικοποιεί τις αποφάσεις του ΔΕΕ,
θεσπίζει ένα γενικό νομικό πλαίσιο που αποσκοπεί στο να διευκολύνει την άσκηση της ελεύθερης
εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών και της ελεύθερη παροχής των υπηρεσιών, διατηρώντας
ταυτόχρονα υψηλό ποιοτικό επίπεδο, το οποίο καλύπτει ένα ευρύ σύνολο υπηρεσιών και
εφαρμόζεται στις περιπτώσεις, όπου ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιθυμεί να εγκατασταθεί
μόνιμα στη χώρα του ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις περιπτώσεις παροχής ή
λήψης από φυσικά ή νομικά πρόσωπα διασυνοριακών υπηρεσιών σε άλλη χώρα από τη χώρα
εγκατάστασης τους, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα κάποιων επαγγελμάτων και
δραστηριοτήτων.

Συμφωνα με την παράγραφο 7 της αιτιολογικής έκθεσης αυτής το γενικό νομικό πλαίσιο που
θεσπίζει βασίζεται σε δυναμική και επιλεκτική προσέγγιση, η οποία συνίσταται στην κατά
προτεραιότητα εξάλειψη των εμποδίων που είναι εύκολο να αρθούν και όσον αφορά στα
υπόλοιπα στην εφαρμογή διαδικασίας αξιολόγησης, διαβούλευσης και εναρμόνισης για ειδικά
ζητήματα. Η Οδηγία συμπληρώνει το κεκτημένο σύμφωνα με την παράγραφο 30 της αιτιολογικής
έκθεση αυτής και σε περίπτωση που έρχεται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης κοινοτικής πράξης,
η άλλη διάταξη υπερισχύει και εφαρμόζεται.

Ειδικότερα, η Οδηγία δεν θίγει τους γενικούς και ειδικούς όρους απασχόλησης, τη σύναψη και
εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων, τη νομοθεσία των κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής
ασφάλισης, όπως και τους κανόνες του ποινικού δικαίου των κρατών μελών 9. Δεν επιδιώκει,
επίσης, την ελευθέρωση υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, που επιφυλάσσονται
αποκλειστικά σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς και δεν είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό, την
κατάργηση μονοπωλίων παροχής υπηρεσιών και την ιδιωτικοποίηση δημόσιων φορέων παροχής
υπηρεσιών ενώ από το πεδίο εφαρμογής της (άρθρο 2 αυτής) εξαιρούνται, περιορίζοντας
αισθητά αυτό σε σύγκριση και με το αρχικά προτεινόμενο κείμενο της Οδηγίας, οι ακόλουθες
δραστηριότητες που, κυρίως, αποτελούν αντικείμενο ειδικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας και/ή
9
Άρθρο 1 της Οδηγίας.
3
απλώς ρυθμίζονται από τα άρθρα 49 και 56 της ΣυνθΛΕΕ, παρόλο που για κάποιες από αυτές το
ΔEE έκρινε ότι εντάσσονται στο πεδίο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (στοιχεία ε, στ, η):

α) Μη οικονομικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος,


β) Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες,
γ) Υπηρεσίες μεταφορών,
δ) Υπηρεσίες που παρέχονται από γραφεία εύρεσης προσωρινής εργασίας,
ε) Υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης,
στ) Οπτικοακουστικές υπηρεσίες,
η) Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών,
θ) Ορισμένες κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχονται από το κράτος, για λογαριασμό του κράτους
ή από φιλανθρωπικές οργανώσεις αναγνωρισμένες από το κράτος,
ι) Ιδιωτικές υπηρεσίες ασφάλειας,
ια) Δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας,
ιβ) Υπηρεσίες που ασκούνται από συμβολαιογράφους και δικαστικούς επιμελητές.

Το Κεφάλαιο ΙΙΙ της Οδηγίας (άρθρα 9-15) που αφορά πιο επισταμένα την ελευθερία
εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών, αποσκοπεί στο να άρει τα εμπόδια εκείνα που
παρακωλύουν την πρόσβαση και άσκηση αυτής της ελευθερίας.

Συγκεκριμένα τα άρθρα 9-13 καθορίζουν τις προϋποθέσεις, τα κριτήρια καθώς και την διαδικασία
που πρέπει να ακολουθούνται από τα κράτη μέλη προκειμένου περιορισμοί που τίθενται
δυνάμει συστημάτων χορήγησης άδειας να είναι δικαιολογημένοι και επιτρεπτοί. Ειδικότερα, το
άρθρο 9 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε
δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκηση τους από συστήματα χορήγησης άδειας,
παρά μόνο εάν δεν εισάγονται διακρίσεις εις βάρος του παρόχου της υπηρεσίας, η ανάγκη
ύπαρξης συστήματος άδειας δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος και ο
επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό τρόπο. Το άρθρο
10(3), μάλιστα, προνοεί ότι οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας για νέα εγκατάσταση δεν
περιλαμβάνουν απαιτήσεις και ελέγχους που είναι ισοδύναμοι ή συγκρίσιμοι ως προς τον σκοπό
τους με εκείνους που ήδη υπόκεινται στο ίδιο ή άλλο κράτος.

4
Το άρθρο 14 καταγράφει, ρητά, τις νομικές απαιτήσεις που απαγορεύονται και δεν
δικαιολογούνται με οποιοδήποτε τρόπο και τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταργήσουν,
όπως απαιτήσεις ιθαγένειας ή εγκατάστασης εντός της επικράτειας του κράτους μέλους,
απαγορεύσεις ή περιορισμοί στην ελεύθερη επιλογή εγκατάστασης, εφαρμογή οικονομικής
δοκιμής, άμεση ή έμμεση ανάμειξη ανταγωνιστικών φορέων, υποχρέωση προεγγραφής σε
μητρώα, συμμετοχή ή σύσταση χρηματοοικονομικής εγγύησης ή σύναψη ασφαλιστικής
σύμβασης με πάροχο υπηρεσιών, ενώ το άρθρο 15 επιτάσσει την υποχρέωση αξιολόγησης,
σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και των μη διακρίσεων, της συμβατότητας άλλων
καθορισμένων νομικών απαιτήσεων, όπως ποσοτικοί ή εδαφικοί περιορισμοί, ελάχιστος αριθμός
απασχολούμενων, υποχρεωτικές ελάχιστες ή ανώτατες τιμές.

Αναλύοντας και εξετάζοντας με προσοχή τις ανωτέρω διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας
συμπεραίνει κανείς ότι δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω παρά επαναδιατύπωση και
επιβεβαίωση των αποφάσεων του ΔΕΕ, περιγράφοντας, όμως, με λεπτομερέστερο τρόπο τα
σχετικά διαδικαστικά θέματα. Η δυνατότητα επίκλησης των επιτακτικών λόγων γενικού
συμφέροντος, στους οποίους τηρούνται οι αρχές της αναλογικότητας, υποκατάστασης και
αναγκαιότητας, αναφορικά με τα συστήματα χορήγησης άδειας και τις νομικές απαιτήσεις του
άρθρου 15 είχε, ήδη, υιοθετηθεί από το ΔΕΕ στην υπόθεση Cassis De Dijon10, ως πρόσθετος
νομολογικός λόγος εξαίρεσης για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και είχε ήδη
επιβεβαιωθεί από το ΔΕΕ και σε πλείστες αποφάσεις του αναφορικά με την ελευθερία
εγκατάστασης 11, πολύ πριν από την έκδοση της Οδηγίας.

Όσον αφορά τα εθνικά μέτρα που απαγορεύονται από το άρθρο 14, τα οποία το ΔΕΕ σε πολλές
αποφάσεις του τα εκρινε ως μη δικαιολογημένα και περιοριστικά για την άσκηση της ελευθερίας
εγκατάστασης, προκύπτει ότι δεν παρέχεται από το άρθρο αυτό η δυνατότητα δικαιολόγησής
τους από τα κράτη μέλη και ή παρέκκλισης τους και οπότε διαφαίνεται ότι η Οδηγία ακολουθεί
μια πιο αυστηρή προσέγγιση για τα συγκεκριμένα μέτρα.

Επιπρόσθετα, έχουν διατυπωθεί απόψεις ότι το συγκεκριμένο Κεφάλαιο ΙΙΙ της Οδηγίας είναι πιο
περιοριστικό σε σύγκριση με εκείνο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και καλύπτει μόνο
συγκεκριμένες νομικές και διοικητικές απαιτήσεις, που πιθανόν δικαιολογείται από το σκεπτικό

10
ΔΕΚ, 20.02.1979 C – 120/78.
11
ΔΕΚ,παρ 6.11.1984 Fearon, 11.8.1995 Wielockx,8.7.199 Baxter, 11.5.1999 Pfeiffer.
5
ότι κατά της άσκηση τη ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, που δεν συνεπάγεται εγκατάσταση, οι
πάροχοι δε θα πρέπει να υπόκεινται στους ιδίους περιορισμούς και απαιτήσεις που επιβάλλονται
σε εκείνους που παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες αλλά έχουν ασκήσει το δικαίωμα εγκατάστασης
ή είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος. Το ΔΕΕ έχει κρίνει επί του προκειμένου ότι δεν πρέπει
να εφαρμόζονται οι ίδιες νομικές απαιτήσεις στους παρόχους που παρέχουν υπηρεσίες, χωρίς να
έχουν ασκήσει το δικαίωμα εγκατάστασης και στους παρόχους που είναι εγκατεστημένοι στο
κράτος μέλος. Σχετικές είναι οι Απόφασεις C- 205/84 και C- 76/90.

Το σημαντικό με το συγκεκριμένο Κεφάλαιο είναι ότι, όπως διαφαίνεται, διευκολύνει όχι μόνο τη
διασυνοριακή άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης αλλά προστατεύει και τους
εγκατεστημένους, στο ίδιο το κράτος τους, παρόχους και, συνεπώς, περιλαμβάνει και τις αμιγώς
εσωτερικές καταστάσεις, ώστε να απαγορεύονται και οι αντίστροφες διακρίσεις σε βάρος των
πολιτών του ιδίου του κράτους, κάτι για το οποίο νομολογικά δεν παρέχονταν δυνατότητα,
αφού σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΔΕΕ δεν μπορούσε να γίνει επίκληση του άρθρου 49
ΣυνθΛΕΕ από πρόσωπο που δεν εργάστηκε, εγκαταστάθηκε ή δεν απέκτησε επαγγελματική
ειδίκευση σε άλλο κράτος μέλος 12.

Το Κεφάλαιο IV της Οδηγίας (άρθρα 16-21) επιδιώκει να διευκολύνει την ελεύθερη πρόσβαση
και άσκηση της ελεύθερης παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών και συνάμα να ενισχύσει τα
δικαιώματα των αποδεκτών των υπηρεσιών.

Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 16 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την
ελεύθερη πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την ελεύθερη άσκηση τους στο
έδαφός του και δεν πρέπει να εξαρτούν την πρόσβαση και άσκηση αυτής της ελευθερίας από
απαιτήσεις που εισάγουν διακρίσεις άμεσες ή έμμεσες, που δεν δικαιολογούνται από λόγους
δημόσιας ασφάλειας, δημόσιας τάξης ή δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος και
από απαιτήσεις που δεν είναι κατάλληλες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του
επιδιωκόμενου στόχου και υπερβαίνουν τα όρια που είναι απαραίτητα για την επίτευξη αυτού.
Στο ίδιο άρθρο στην παράγραφο 2 αυτού αναφέρονται συγκεκριμένες απαιτήσεις, οι οποίες
κρίνονται ως απαράδεκτες, όπως η υποχρέωση εγκατάστασης, η υποχρέωση εξασφάλισης
άδειας, η απαγόρευση απόκτησης υποδομής ορισμένης μορφής, η υποχρέωση κατοχής
συγκεκριμένης ταυτότητας.
12
ΔΕΚ, 8.12.1987 Gauchard, 28.6.1984 Moser, 3.10.1990 Nino, 31.3.1993 Kraus.
6
Το άρθρο 17 προβλέπει, επίσης, σημαντικές παρεκκλίσεις, όπου το άρθρο 16 δεν εφαρμόζεται,
όπως όσον αφορά τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, τις αποσπάσεις
εργαζομένων, τα επαγγελματικά προσόντα, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας κ.α. Επίσης το
άρθρο 18 παρέχει, κατά παρέκκλιση και μόνο κατ΄ εξαίρεση, σε ένα κράτος μέλος τη δυνατότητα
να λάβει μέτρα σχετικά με την ασφάλεια των υπηρεσιών κατά παρόχου, εφόσον τηρηθεί η
διαδικασία αμοιβαίας βοήθειας του άρθρου 35 και τα μέτρα που ληφθούν δεν αποτελούν
αντικείμενο κοινοτικής εναρμόνισης, είναι αναλογικά, είναι πιο προστατευτικά για τον αποδέκτη
από εκείνα που έλαβε το κράτος εγκατάστασης ή εάν το κράτος εγκατάστασης δεν έλαβε μέτρα ή
έλαβε μέτρα ανεπαρκή.

Εξετάζοντας, λοιπόν, κανείς με προσοχή το άρθρο 16 διαπιστώνει ότι η αρχή της ελεύθερης
πρόσβασης και άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών που διατυπώνει, αποτελούν απλή
επαναδιατύπωση των άρθρων των Συνθηκών και των αποφάσεων του ΔΕΕ. Το άρθρο αυτό
αποτελεί την τροποποιημένη μορφή του αρχικού κειμένου της Οδηγίας, που είχε προταθεί, και
το οποίο λόγω, κυρίως, της ενσωμάτωσης σε αυτό της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης είχε
προκαλέσει μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και σοβαρές τριβές και αμφισβητήσεις με
αποτέλεσμα την ανάκληση του.

Στην πραγματικότητα η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, δηλαδή η αρχή της εφαρμογής του
νομοθετικού πλαισίου της χώρας καταγωγής για τις υπηρεσίες που παρέχονται σε άλλο κράτος
μέλος, η οποία δεν αποτελούσε, μάλιστα, καινοτομία της Οδηγίας αλλά είχε εφαρμοστεί από
πολύ νωρίς από το ΔΕΕ στην Υπόθεση Cassis De Dijon13 για τα εμπορεύματα, αποτελούσε μια πιο
νεοφιλελεύθερη προσέγγιση που θα συνέβαλε στο άνοιγμα πλήρως του ανταγωνισμού και θα
επιτυγχανόταν η πολυπόθητη ευελιξία της εσωτερικής αγοράς. Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε,
το παράδειγμα του Πολωνού Υδραυλικού14 που επικαλούνταν οι υποστηρικτές της.
Ο φόβος, όμως, ανάπτυξης ενός δικαιικού και κοινωνικού «dumping», μέσω της σκόπιμης
επιδίωξης εγκατάστασης των παρόχων στα κράτη μέλη με τις πιο χαλαρές νομικές και διοικητικές
απαιτήσεις, παρέχοντας τις υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη και του πιθανού κινδύνου
ενεργοποίησης ενός αδυσώπητου ανταγωνισμού με την παράλληλη κατάργηση κεκτημένων
13
ΔΕΚ, 20.02.1979 C – 120/78.
14
Στην προσπάθεια ψήφισης του αρχικού κειμένου της Οδηγίας, χρησιμοποιήθηκε από τον νεοφιλελεύθερο
πολιτικό Frits Bolkestein , το παράδειγμα του Πολωνού Υδραυλικού, επιδιώκοντας να αναπτύξει τα
ωφελήματα που θα δημιουργούνταν με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών σε
διάφορα μέρη της Ευρώπης.
7
εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και μείωσης του ποιοτικού επιπέδου των υπηρεσιών
(π.χ. φθηνή εργατική δύναμη) οδήγησε στην υιοθέτηση μιας πιο ισορροπημένης προσέγγισης,
που ήδη είχε ακολουθηθεί μέχρι τότε, ώστε να καταστεί δυνατή η επίτευξη, άλλωστε, τελικής
συμφωνίας. Σχετική είναι και η Υπόθεση Βλασσοπούλου15, βάσει της οποίας το κράτος μέλος θα
πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα προσόντα και την επαγγελματική εμπειρία του ενδιαφερόμενου
που απέκτησε σε άλλο κράτος μέλος κατά το μέτρο που τα προσόντα αυτά είναι ισότιμα με
εκείνα που απαιτούνται από το εθνικό δίκαιο.

Έντονες επικρίσεις και νομική ασάφεια προκάλεσε και το γεγονός ότι στην παράγραφο 1, του
άρθρου 16 για σκοπούς δικαιολόγησης της αναγκαιότητας των μέτρων αναφέρονται περιοριστικά
μόνο οι λόγοι δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας, δημόσιας υγείας και προστασίας του
περιβάλλοντος, δίνοντας την εντύπωση ότι οι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος δεν
εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Το άρθρο 56 της ΣυνθΛΕΕ δεν αποκλείει την επίκληση
επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, ούτε και η ίδια η Οδηγία σε άλλες διατάξεις αυτής,
καθώς και στην παράγραφο 40 της αιτιολογικής της έκθεσης, όπου χρησιμοποιεί την έννοια
επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος διευκρινίζοντας ότι η παράθεση τους δεν είναι
εξαντλητική.

Σύμφωνα, άλλωστε, και με τις αποφάσεις του ΔΕΕ οι λόγοι που περιλαμβάνονται στην έννοια
αυτή δεν είναι περιοριστικοί16. Είναι, λοιπόν, εύλογο να διερωτάται κανείς ποια ήταν η πρόθεση
του ευρωπαίου νομοθέτη στην συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί αν ο σκοπός ήταν να περιορίσει
τους επικαλούμενους λόγους, μετά και από την αντικατάσταση της αρχής της αμοιβαίας
αναγνώρισης στο τροποποιημένο κείμενο, το αποτέλεσμα στην ουσία είναι ότι δημιουργείται στο
σημείο αυτό μια ανισορροπία σε σχέση με τις άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η ασάφεια είναι διάσπαρτη και μπορεί να εντοπιστεί και σε άλλα σημεία
της Οδηγίας. Πρώτον, δεν υπάρχει σαφής ορισμός των όρων υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος
και των μη οικονομικών υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος και δεύτερον η φράση «σύμφωνα με
την κοινοτική νομοθεσία» που προσκολλάται σε πολλά σημεία μαζί με το εθνικό δίκαιο
δημιουργούν την εντύπωση, έχοντας κάποιος γνώση και του ιστορικού υπόβαθρου που οδήγησε
στο τελικό τροποποιημένο κείμενο, ότι σε πολλά σημεία της Οδηγίας επιδιώκονταν μια σκόπιμη

15
ΔΕΚ 340/89.
16
ΔΕΚ Vans Binsbergen C-33-74.
8
νομική ασάφεια προκειμένου να συγκεράσουν τις αντικρουόμενες απόψεις και τελικώς η Οδηγία
να ψηφιστεί.

Εντούτοις, παρόλο τις όποιες ασάφειες και δυσκολίες στην ερμηνεία της, όσον αφορά ορισμένες
διατάξεις αυτής, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι η Οδηγία έχει συμβάλλει αισθητά και
έχει συνεισφέρει στη διευκόλυνση της πρόσβασης και άσκησης των δύο θεμελιωδών
ελευθερίων της εσωτερικής αγοράς που ρυθμίζει.

Ειδικότερα, τα άρθρα 19-22 προσδιορίζουν τα δικαιώματα των αποδεκτών υπηρεσιών να


χρησιμοποιούν υπηρεσίες άλλων κρατών μελών, όπως το ΔΕΕ έχει επιβεβαιώσει και σε
αποφάσεις του (Σχετικές είναι οι Αποφάσεις Luisi and Carbone17, Sacchi 18
, Cowan19), και
επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι οι αποδέκτες των υπηρεσιών δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις που
εισάγουν διακρίσεις λόγω ιθαγένειας ή τόπου κατοικίας, απαιτήσεις που υποχρεώνουν να
εξασφαλίζεται άδεια ή να υποβάλλεται δήλωση ή που θέτουν μεροληπτικά όρια στη χορήγηση
οικονομικών ενισχύσεων λόγω του τόπου παροχής της υπηρεσίας ή της εγκατάστασης του
παρόχου.

Συνάμα, το άρθρο 21 θεσπίζει καθεστώς πληροφόρησης των αποδεκτών από το κράτος διαμονής
τους για τα μέσα έννομης προστασίας που διαθέτουν, τα στοιχεία επικοινωνίας ενώσεων,
οργανισμών ή κέντρων, όπου μπορούν να λάβουν πρακτική βοήθεια και πληροφορίες αναφορικά
με τις απαιτήσεις σε άλλα κράτη μέλη αναφορικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες παροχής
υπηρεσιών και την άσκηση τους .

Μάλιστα, στο Κεφάλαιο V της Οδηγίας, περιλαμβάνονται διατάξεις που επιδιώκουν να


προστατεύσουν τους αποδέκτες υπηρεσιών, επιβάλλοντας στους παρόχους υποχρεώσεις
διαφάνειας και ενημέρωσης αναφορικά με τις τιμές τους, τα χαρακτηριστικά τις υπηρεσίας τους
κ.α, όπως και υποχρέωση σύναψης ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης ή άλλης ισοδύναμης
εγγύησης για την παροχή ορισμένου είδους υπηρεσιών.

Με το Κεφάλαιο ΙΙ, η Οδηγία επιτυγχάνει τη διοικητική απλούστευση των διαδικασιών που


εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη και την ηλεκτρονική διεκπεραίωση αυτών, όπου είναι εφικτό,
17
ΔΕΚ 286/82 και 26/83.
18
ΔΕΚ 30.04.1974,C- 155/73.
19
ΔΕΚ 186/87.
9
καθιερώνει την έκδοση εναρμονισμένων εντύπων και προβλέπει τη δημιουργία κέντρων ενιαίας
εξυπηρέτησης ενώ με τα Κεφάλαια V,VI,VII επιδιώκει να διασφαλίσει την ποιότητα των
υπηρεσιών και την αποτελεσματική διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών.
Προωθείται, λοιπόν, η κατάρτιση ευρωπαϊκών κωδίκων δεοντολογίας, ενθαρρύνεται η
εθελοντική πιστοποίηση των δραστηριοτήτων, επιδιώκεται η λήψη των κατάλληλων μέτρων για
την επίλυση, τυχόν, διαφορών και θεσπίζεται η νομική υποχρέωση συνεργασίας και
αλληλοβοήθειας μεταξύ των κρατών μελών, μέσω ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής
πληροφοριών, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία των παρόχων και των
υπηρεσιών τους.

Συνάμα, διασαφηνίζεται, όπως έχει κριθεί και από το ΔΕΕ 20, ότι το κράτος εγκατάστασης,
σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31, είναι υπεύθυνο για την εποπτεία των παρόχων που είναι
εγκαταστημένοι στο έδαφός του, ενώ το κράτος υποδοχής είναι υπεύθυνο για τη συμμόρφωση
με τις απαιτήσεις που επιβάλλονται δυνάμει των άρθρων 16 ή 17.

Αναμφισβήτητα, λοιπόν, με βάση τα πιο πάνω, η Οδηγία έχει συνεισφέρει σε κάποιο βαθμό στη
διευκόλυνση της πρόσβασης και άσκησης των δύο θεμελιωδών ελευθερίων, επιλύοντας πολλά
διαδικαστικά θέματα και ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών. Η επιτυχής
εφαρμογή της, εντούτοις, απαιτεί, όπως είναι αντιληπτό, συνεχή πολιτική δέσμευση και ευρεία
υποστήριξη σε ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτεύχθηκε η πλήρης φιλελευθεροποίηση και ενοποίηση, που
αρχικώς επιδιώχθηκε το 2004 με το προτεινόμενο κείμενο αυτής λόγω των έντονων κοινωνικών
αντιδράσεων που προκάλεσε αλλά επιλέχθηκε θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει μια πιο
προσεκτική και ισορροπημένη προσέγγιση κωδικοποιώντας, κυρίως, τις αποφάσεις του ΔΕΕ και
επαναλαμβάνοντας τα άρθρα της ΣυνθΛΕΕ, χωρίς να έχει επιφέρει καινοτόμες αλλαγές και
περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το πεδίο εφαρμογής της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Γ-ΕΦ. Καλαβρός - Θ. Γεωργόπουλος, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,


Ουσιαστικό δίκαιο ( Τόμος 2), Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση 2013.

20
ΔΕΚ, Υπόθεση 205/84 Commission v. Germany (Insurance Services).
10
• Γ. Καρύδης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο Συναλλαγών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012.

• Β. Χριστιανός, Συνθήκη ΕΕ & ΣΛΕΕ, Κατ΄ άρθρο ερμηνεία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012.

• Πλιάκος Αστέρης, “To Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδόσεις, Νομική


Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012.

 Europa.eu - EUROPA - Ο επίσημος δικτυακός τόπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


 Wikipedia, “Directive on services in the internal market”.
 Mr.Thomas Papadopoulos –Student Law Journal “An Overview of the Services
Directive.

11

You might also like