You are on page 1of 45

Α

αγανακτώ (θυμώνω, οργίζομαι, αγριεύω, αποθηριώνομαι, μανιάζω, εξανίσταμαι,


φρενιάζω, εξεγείρομαι, εξάπτομαι, εκρήγνυμαι, ξεσπάω, φουρκίζομαι, φρυάζω,
δυσανασχετώ, εξαγριώνομαι, χολιάζω, ασχάλλω, μπαρουτιάζω, χολομανίζω)

αγαπώ (συμπαθώ, λατρεύω, φιλοστοργώ)

αγγέλλω (ανακοινώνω, διαμηνύω, διακηρύσσω, ειδοποιώ, πληροφορώ, ενημερώνω,


δημοσιοποιώ)

αγκαλιάζω (ασπάζομαι, φιλώ, περιλαμπάζω, περιπτύσσομαι, εγκολπούμαι)

αγναντεύω (αναδιάζω, παρατηρώ, αντιθωρώ)

αγοράζω (ψωνίζω, ψωνίζω)

αγορεύω (ομιλώ, ρητορεύω, δημηγορώ)

άγχομαι (αγωνιώ, ανησυχώ, αδημονώ, αμηχανώ, ανυπομονώ, πελαγώνω,


τρακαρίζομαι, αλυκτάζω)

άγω (φέρω, οδηγώ)

αγωνίζομαι (παλεύω, μάχομαι, προσπαθώ, μοχθώ)

αγωνιώ (ανησυχώ, φοβούμαι, αδημονώ)

αδιαφορώ (αμελώ, ολιγωρώ, ατημελώ)

αδικώ (βλάπτω, ζημιώνω, αδικοπραγώ)

αδρανώ (αργώ, σχολάζω, αποχαυνώνομαι, ακινητώ, ληθαργώ)

άδω (ψάλλω, τραγουδώ, υμνολογώ)

αθλούμαι (ασκούμαι, αγωνίζομαι, αμιλλώμαι)

αθροίζω (μαζεύω, συλλέγω, σουμάρω, συνάγω, συγκεντρώνω)

αθυμώ (λυπούμαι, θλίβομαι, στενοχωρούμαι)

αινίσσομαι (υπονοώ, υποδηλώνω, αλληγορώ, παρεμφαίνω, αποσημαίνω)


αίρω (υψώνω, σηκώνω, ανάγω)

αισθάνομαι (αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, νιώθω)

αισχύνομαι (ντρέπομαι, αιδούμαι, συστέλλομαι)

αιτιολογώ (εξηγώ, διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω)

αιτιώμαι (κατηγορώ, κατακρίνω, μέμφομαι)

αιτώ (ζητώ, γυρεύω, αξιώνω, παρακαλώ)

ακμάζω (ανθώ, θάλλω, σφριγώ, σφύζω)

ακολουθώ (έπομαι, συνοδεύω, λουρκάζω, συμπαρομαρτώ, δορυφορώ, συμπορεύομαι,


μεταπορεύομαι)

ακούω (ακροώμαι, αφογκράζομαι, αγρικώ)

ακροώμαι (ακούω, αφογκράζομαι, ενωτίζομαι, ακροάζομαι)

αλαλάζω (κραυγάζω, φωνάζω, κράζω)

αλγώ (πονώ, οδύνομαι)

αλλάζω (μετατρέπω, μεταβάλλω, μετασχηματίζω, αλλιωτεύω)

αλλοιώνω (τροποποιώ, μεταβάλλω, διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραμορφώνω)

αλλοτριώνω (εκποιώ, αποξενώνω)

αμαρτάνω (σφάλλω, αστοχώ, αποτυγχάνω, κριματίζομαι, πλημμελώ)

αμείβομαι (πληρώνομαι, μισθοδοτούμαι)

αμελώ (αδιαφορώ, ολιγωρώ, αφροντιστώ, ακηδώ, εγκαταλείπω, αβλεπώ)

αμιλλώμαι (αγωνίζομαι, αθλούμαι, παραβγαίνω, αναμετρούμαι)

αμπαλάρω (εγκιβωτίζω, κασονιάζω, δεματοποιώ)

αμύνομαι (αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, κοντράρω)

αμφιβάλλω (αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω, διστάζω, δυσπιστώ, τραμπαλίζομαι,


επαμφοτερίζω, ενδοιάζω, διχοστατώ, διαπορώ, επιφυλάσσομαι, διχάζομαι,
παλαντζάρω, αναθιβάνω, αμφινοώ)

αμφισβητώ (διαφωνώ, αρνούμαι, αμφιλέγω)

αναβρύζω (πηγάζω, αναβλύζω, πιδώ εξ ου πίδακας, υπερεκχειλίζω, εκρέω)

αναγκάζω (ζορίζω, υποχρεώνω)

αναδεύω (ανακινώ, αναταράσσω, ανακατώνω, κλουκουτώ, ανακυκώ)

αναδιφώ (εξετάζω, ερευνώ, ξεσκαλίζω, ανασκαλεύω, αναψηλαφώ)

αναδρομίζω (πισωβολώ, κωλώνω, αναποδίζω, οπισθοβατώ, οπισθοχωρώ, υποχωρώ,


οπισθοδρομώ)

αναιρώ (καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ, αθετώ, αναθεωρώ, καταλιμπάνω, αναστέλλω,


αντιφάσκω, ανασκευάζω, ματαιώνω, παλινωδώ, υπαναχωρώ, ακυροποιώ, αποσύρω,
επανεξετάζω, διαγράφω)

ανακατώνω (μειγνύω, συμφύρω, αναμαλάζω)

ανακοινώνω (αγγέλλω, διαμηνύω, διακηρύσσω)

ανακρίνω (εξετάζω, εξελέγχω, ξεκοσκινίζω)

ανανήφω (συνέρχομαι, ανανογιέμαι)

αναξέω (αναμοχλεύω, ανασκαλεύω)

αναποδογυρίζω (ανατρέπω, τουμπάρω, αναστρέφω)

αναρριχώμαι (σκαρφαλώνω, σκαλώνω, ανέρπω, αγγριφώνω)

ανατάσσω (επαναφέρω, επανορθώνω)

ανατρέφω (εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ)

αναχαιτίζω (ανακόπτω, αποκρούω, κοντοκρατώ, σταματώ, ανατρέπω, απωθώ,


συγκρατώ, φρενάρω)

ανδραποδίζω (σκλαβώνω, υποδουλώνω)

ανεξαρτητοποιούμαι (αυτονομούμαι, αυτοδιοικούμαι)


ανέχομαι (υπομένω, παραβλέπω, υποφέρω)

ανθίζω (λουλουδίζω, ανθοβολώ, ροδαμίζω, ανθοφορώ)

ανθίσταμαι (αμύνομαι, αντιστέκομαι, αντιδρώ, αντέχω)

ανθώ (ακμάζω, θάλλω)

ανταμώνω (συνευρίσκομαι, συναντιέμαι)

αντανακλώ (αντιφεγγίζω)

αντεπεξέρχομαι (επαρκώ, αντέχω, αντιμετωπίζω, ξεπερνώ, κουλαντρίζω)

αντηχώ (αντιλαλώ, αντιβοώ, αχολογώ, αντιδονώ, καναχίζω)

αντικαθιστώ (αναπληρώ, ανανεώνω, αλλάζω,διαδέχομαι, αντικαθαιρώ,


αντικατατάσσω, αντικατασταίνω)

αντιλαμβάνομαι (αισθάνομαι, γνωρίζω, γινώσκω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αγρικώ)

αντιλογώ (διαφωνώ, διχογνωμώ)

αντιπαθώ (απεχθάνομαι, μισώ, αποστρέφομαι)

αντιπαρέρχομαι (αποσιωπώ, προσπερνώ, παραλείπω, παραβλέπω, παρορώ,


εθελοτυφλώ, παραθεωρώ)

αντιστέκομαι (αμύνομαι, ανθίσταμαι)

αντιτάσσομαι (εναντιώνομαι, ανθίσταμαι, αντιτίθεμαι, αντιστρατεύομαι, αντίκειμαι,


κοντραστάρω, αντιπράττω, αντιμετωπίζω, αντιμάχομαι, αντιβαίνω)

απαλλάσσω (ελευθερώνω, λυτρώνω, αποδεσμεύω)

απαντώ (αποκρίνομαι, αντιλέγω, αντικραίνω, απολογούμαι, αντιφωνώ)

απαρέσκω (δυσαρεστώ, ενοχλώ)

απατώ (ξεγελώ, πλανώ, κομπώνω, διαβουκολώ, παροδηγώ, παρασύρω, φενακίζω,


ψεύδομαι, ψευδολογώ, αλωπεκίζω)

απαυδώ (κουράζομαι, αποκάμνω, αποσταίνω)


απειλώ (εκφοβίζω, φοβερίζω)

απελαύνω (εξορίζω, αποδιώκω)

απέρχομαι (αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι, φεύγω, ξεμακραίνω,


αποτραβιέμαι)

απεχθάνομαι (μισώ, αντιπαθώ)

απλοχερίζω (προσφέρω, δίδω)

απογαλακτίζω (αποθηλάζω, σακάζω, αποκόβω, αποβυζαίνω)

απογοητεύω (απελπίζω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω)

αποζητώ (λαχταρώ, ποθώ, αποθυμώ)

αποκηρύσσω (αρνούμαι, απορρίπτω, αποποιούμαι, αποστέργω)

αποκνίζω (γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, νυχιάζω)

απολαμβάνω (εντρυφώ, τέρπομαι)

αποξενώνω (αλλοτριώνω, εκποιώ)

αποπλέω (πλωρίζω, σαλπάρω, ξεγιαλίζω, απαίρω)

απορρίπτω (αρνούμαι, αποκηρύσσω)

απορώ (παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, σαστίζω, διερωτώμαι, εξίσταμαι)

αποσείω (αποτινάσσω, αποβάλλω)

αποσκιρτώ (αποσχίζομαι, αποστατώ, αποχωρίζομαι)

αποσπώ (αφαιρώ, κλέβω)

αποσοβώ (εμποδίζω, αποτρέπω)

αποστηθίζω (απομνημονεύω, αποτυπώνω)

αποτρέπω (αποκρούω, απομακρύνω)

απουσιάζω (λείπω, απέχω)


αποφαίνομαι (προτείνω, γνωματεύω, δογματίζω)

αρδεύω (ποτίζω, υγραίνω)

αρέσω (ευαρεστώ, ευχαριστώ, τέρπω, ευφραίνω, ικανοποιώ)

αριθμώ (μετρώ, λογαριάζω)

αρμόζω (ταιριάζω, συνάπτω, αρμολογώ)

αρνούμαι (απορρίπτω, αποκηρύσσω, αποφάσκω, ανανεύω, αποτάσσομαι, αντιλογώ)

αρπάζω (κλέβω, ληστεύω)

αρύομαι (αντλώ, βγάζω, εξάγω, ανασύρω)

αρχίζω (ξεκινώ)

άρχω (κυβερνώ, διοικώ)

ασελγώ (ακολασταίνω, ατιμάζω, αισχρουργώ, αισχροποιώ, καταισχύνω)

ασθενώ (νοσώ, πάσχω)

ασκώ (γυμνάζω, εκπαιδεύω)

ασπάζομαι (φιλώ, αγκαλιάζω, χαιρετίζω)

αστειεύομαι (παίζω, χωρατεύω, καλαμπουρίζω, μπαλαφαρίζω)

αστεϊζομαι (χαριτολογώ, ευφυολογώ, χαριεντίζομαι)

αστοχώ (αμαρτάνω, σφάλλω, λαθεύω)

ασχολούμαι (δραστηριοποιούμαι, καταγίνομαι, ενεργοποιούμαι, επιμελούμαι,


επιτηδεύομαι, τυρβάζω, εργάζομαι, ενδιατρίβω)

ασωτεύω (κατασπαταλώ, ακολασταίνω, αποχαλινώνομαι, παραστρατώ, ξετσιπώνομαι)

ατακτώ (απειθαρχώ, παρεκτρέπομαι)

ατιμάζω (περιφρονώ, αψηφώ, καταρρακώνω, ντροπιάζω, απαξιώνω, καταισχύνω)

αυγάζω (φέγγω, φωτίζω)


αυθαδιάζω (αποθρασύνομαι, τσιλημπουρδίζω, αναισχυντώ, ασχημονώ, εκχυδαϊζομαι)

αυξάνω (μεγαλώνω, μεγεθύνω, αβγαταίνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αβγατίζω)

αφαιρώ (αποσπώ, κλέβω)

αφηγούμαι (λέγω, ομιλώ, ιστορώ)

αφικνούμαι (φθάνω, έρχομαι)

αφογκράζομαι (ακούω, ακροώμαι)

Β
βαδίζω (περπατώ, πορεύομαι)

βαίνω (περπατώ, πορεύομαι, βηματίζω, πηγαίνω)

βαριεστώ (μπουχτίζω, πλήττω, μπεζερίζω, βαριέμαι, ανιώ)

βαστώ (βαστάζω, φέρω)

βάφω (χρωματίζω, μπογιατίζω, θωριάζω)

βασανίζω (ταλαιπωρώ, καταπιέζω)

βαυκαλίζω (αποκοιμίζω, νανουρίζω)

βδελύσσομαι (αποστρέφομαι, μισώ, αηδιάζω, σιχαίνομαι, αποτροπιάζομαι)

βεβαιώνω (πιστοποιώ, επικυρώνω, καταφάσκω, συνομολογώ, συγκατανεύω)

βεβηλώνω (μολύνω, σπιλώνω)

βιάζομαι (σπεύδω, τρέχω)

βλακεύω (ανοηταίνω, αβδηριτίζω, κουτοφέρνω, αλαφροφέρνω)

βλάπτω (ζημιώνω, φθείρω, κακουχώ)

βλέπω (κοιτάζω, παρατηρώ, θωρώ)


βοηθώ (υποστηρίζω, επικουρώ, αγιουτάρω, παραστέκομαι, υπερασπίζω, περιθάλπω,
συμπαρίσταμαι, συνεργώ, αϊδαρίζω)

βόσκω (τρώω, εσθίω)

βούλομαι (θέλω, επιθυμώ, προτιμώ)

βουλώνω (φράσσω, στουπώνω, κλείνω)

βουρκώνω (δακρύζω, κλαίω)

βοώ (φωνάζω, κράζω)

βραβεύω (τιμώ, αμείβω, γεραίρω, δοξάζω, αγάζομαι, αγλαϊζω)

βραδύνω (αργοπορώ, βραδυπορώ, χρονίζω, χρονοτριβώ, αργώ, καθυστερώ)

βράζω (κοχλάζω, ζέω)

βρέχω (υγραίνω, μουσκεύω, καταιονώ, σουλαντίζω)

βρίζω (προπηλακίζω, κατακρίνω)

βρομίζω (ρυπαίνω, λερώνω)

βρομώ (όζω, ζέχνω, δυσοσμώ, κακοσμώ)

βρυχώμαι (ουρλιάζω, μουγκρίζω)

βυζαίνω (γαλουχώ, θηλάζω, απομυζώ, φλουμίζω, απομαστεύω)

βωμολοχώ (χοντρολογώ, χυδαιολογώ, βαναυσολογώ, ασχημολογώ, αισχρολογώ,


αθυροστομώ, αχρειολογώ, γλωσσεύω)

Γ
γαληνεύω (ησυχάζω, ηρεμώ, ειρηνεύω, ξεθυμαίνω)

γδέρνω (αποδερματίζω, εκδέρω, ξεπεδουλίζω,ξεπετσιάζω)

γειτονεύω (συνορεύω, πρόσκειμαι)

γεμίζω (πληρώ, φουλάρω, φισκάρω, τιγκάρω, αναμεστώ)


γέμω (πληρούμαι, πλήθω)

γεννώ (τίκτω, τεκνοποιώ, τεκνογονώ, παιδοποιώ)

γέρνω (ρέπω, κλίνω, βαγίζω, μπατάρω, λυγίζω)

γλεντώ (διασκεδάζω, ξεφαντώνω, ξεσκάζω, ξεδίνω)

γλίχομαι (ορέγομαι, ποθώ)

γλύφω (χαράσσω, σκαλίζω, καλεμίζω)

γνωρίζω (αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, επίσταμαι, κατέχω, ξέρω)

γνωστοποιώ (δηλώνω, φανερώνω)

γογγύζω (παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ, αζουδεύομαι)

γοητεύω (σαγηνεύω, θέλγω, συναρπάζω, συνεπαίρνω)

γονατίζω (γονυπετώ, γονυκλινώ, γονυκλιτώ)

γουφιάζω (βαθουλώνω, γουβιάζω, κοιλαίνω)

γράφω (χαράσσω, ζωγραφίζω)

γρηγορώ (αγρυπνώ, προσέχω)

γρυπώνω (καμπουριάζω, κάμπτομαι, κύφω, γομπιάζω, σκύβω)

γυμνάζω (ασκώ, εκπαιδεύω)

γυρεύω (αιτώ, ζητώ)

Δ
δαγκώνω (δάκνω, τσιμπώ)

δακρύζω (βουρκώνω, κλαίω)

δαμάζω (τιθασεύω, ημερώνω, υποτάσσω, χαλιναγωγώ)

δαπανώ (ξοδεύω, σπαταλώ, εξαντλώ)


δειλιάζω (φοβούμαι, διστάζω, αποθαρρύνομαι, κιοτεύω)

δεινοπαθώ (υποφέρω, πάσχω, βαρυαλγώ)

δειπνώ (γευματίζω, τρώγω, γιοματίζω)

δείχνω (εξηγώ, παρουσιάζω)

δελεάζω (ξεγελώ, εξαπατώ, ρουμπώνω)

δέομαι (ικετεύω, εκλιπαρώ)

δέρνω (μαστιγώνω, χτυπώ, ραβδίζω, βακλίζω, βουρδουλίζω, ραπίζω, φραγγελλώνω,


βιτσίζω, γρονθοκοπώ, καταχερίζω, χειροδικώ, βεργίζω, μπατσίζω, χαστουκίζω,
παραγουλιάζω, τουλουμιάζω, τουμπανιάζω, σκαμπιλίζω, καρπαζώνω, μακελεύω,
ξυλίζω, ξυλοκοπανίζω, κολαφίζω, στουμπίζω, ξυλοκοπώ, βαράω, βιαιοπραγώ,
σφαλιαρίζω, παταρίζω)

δεσμεύομαι (παντρεύομαι, νυμφεύομαι)

δεσπόζω (κυριαρχώ, εξουσιάζω, διαφεντεύω)

δέχομαι (λαμβάνω, παίρνω, στέργω, συμφωνώ, συναινώ, επιδοκιμάζω,


συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, εισακούω, ανομολογώ, ευδοκώ, στρέχω)

δηλώνω (φανερώνω, γνωστοποιώ, εκφαίνω)

δημιουργώ (πράττω, ποιώ, φτιάχνω)

διαβάζω (μελετώ, εξετάζω)

διαβαίνω (περνώ, διασκελίζω, διέρχομαι, διανύω, διατρέχω, διαπορεύομαι, διοδεύω)

διαβάλλω (συκοφαντώ, δυσφημώ, ρουφιανεύω)

διαγράφω (σβήνω, εξαλείφω)

διαιρώ (σχίζω, τέμνω)

διακοσμώ (στολίζω, διαρρυθμίζω)

διακρίνομαι (υπερτερώ, υπερέχω)

διακυβεύω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, ρισκάρω, αποκοτώ)


διαλαλώ (διαφημίζω, διαδίδω, ντελαλίζω, διασαλπίζω, διατυμπανίζω, διασπείρω,
βουκινίζω, διαθρυλώ, κοινολογώ, κοινοποιώ, διακωδωνίζω, φημολογώ, σπερμολογώ)

διαλέγω (ξεχωρίζω, προτιμώ, σταχυολογώ, ανθολογώ, απανθίζω, ερανίζομαι)

διαμηνύω (ανακοινώνω, αγγέλλω)

διαπαιδαγωγώ (μορφώνω, ανατρέφω)

διαπομπεύω (γελοιοποιώ, εξευτελίζω, διασύρω, ξεγιβεντίζω, ρεζιλεύω)

διαπραγματεύομαι (παζαρεύω)

διαπρέπω (διακρίνομαι, υπερτερώ, διαλάμπω, αριστεύω, εξέχω)

διαρρηγνύω (σπάζω, κόπτω)

διασαφηνίζω (εξηγώ, ερμηνεύω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω, διευκρινίζω,


αναλύω, ξεμπερδεύω, αναπτύσσω)

διασκεδάζω (γλεντώ, ξεφαντώνω)

διατάσσω (εντέλλομαι, παραγγέλλω)

διαφθείρω (εκφαυλίζω, εξαχρειώνω, εκλύω, εκφυλίζω)

διαφωνώ (αμφισβητώ, αρνούμαι)

διαφωτίζω (διδάσκω, εκπαιδεύω, προσανατολίζω, κατατοπίζω, κατευθύνω, καθοδηγώ)

διαχειρίζομαι (ρυθμίζω, κουμαντάρω, διοικώ)

διδάσκομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι)

διδάσκω (εκπαιδεύω, διαφωτίζω)

διεγείρω (ερεθίζω, εξάπτω)

διερευνώ (εξονυχίζω, ανιχνεύω)

διευθετώ (τακτοποιώ, ευτρεπίζω, ταξινομώ, ταξιθετώ, κλασάρω, συγυρίζω, βολεύω,


ευθετίζω, ανασυντάσσω, διασκευάζω, συμμαζεύω, συστηματοποιώ, ετοιμάζω)

δίνω (παρέχω, προσφέρω, χορηγώ)


διολισθαίνω (ξεγλιστρώ, διαφεύγω)

διστάζω (δειλιάζω, φοβούμαι, ενδοιάζω)

διυλίζω (διηθώ, φιλτράρω)

διώκω (αποπέμπω, εξαποστέλλω)

δοκιμάζω (αποπειρώμαι, πειραματίζομαι, προβάρω, τεστάρω)

δολιεύομαι (εξαπατώ, ξεγελώ)

δουλεύω (εργάζομαι, κοπιάζω, μοχθώ)

δουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω)

δραπετεύω (σκαπετίζω, αποδιδράσκω, σκαπουλάρω)

δράττομαι (φουχτώνω, αδράχνω, χεριάζω, τσακώνω)

δρέπω (αποσπώ, αποκόπτω, μαζεύω)

δριμώνω (αγριεύω, θυμώνω)

δυσφημώ (διαβάλλω, συκοφαντώ, διαλαλίζω)

δυσφορώ (υποφέρω, δυσανασχετώ, στενοχωρούμαι)

δυσωπώ (θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρω)

δωρίζω (χαρίζω, προσφέρω, χαλαλίζω)

δωροδοκώ (εξαγοράζω, δεκάζω, τραμπουκάρω, λαδώνω)

Ε
εγκωμιάζω (επαινώ, εξυμνώ, εκθειάζω, αποθεώνω, ευφημίζω, μεγαλύνω)

εδραιώνω (στερεώνω, θεμελιώνω, παγιώνω, εμπεδώνω)

εδρεύω (κάθομαι, κατοικώ)

εθίζομαι (συνηθίζω, εξοικειώνομαι, εγκλιματίζομαι)


εικάζω (συμπεραίνω, υποθέτω)

είργω (εμποδίζω, κωλύω)

ειρωνεύομαι (περιπαίζω, σαρκάζω, σατιρίζω)

εισδύω (εισβάλλω, εισχωρώ, τρυπώνω, μπουκάρω, εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω,


χώνομαι)

εκκολάπτομαι (ξεπουλιάζω)

εκλαϊκεύω (απλουστεύω, απλοποιώ)

εκμηδενίζω (εξουδετερώνω, εξουθενώνω)

εκπαιδεύω (γυμνάζω, ασκώ)

εκπληρώνω (περαίνω, τελειώνω)

εκποιώ (αποξενώνω, αλλοτριώνω)

εκπολιτίζω (εξανθρωπίζω, εξευγενίζω, εκλεπτύνω)

εκπονώ (επεξεργάζομαι, κατασκευάζω)

εκτυλίσσομαι (αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι)

εκφοβίζω (απειλώ, φοβερίζω)

ελαττώνω (μειώνω, μικραίνω)

ελαύνω (τρέχω, προχωρώ)

ελέγχω (εξετάζω, ερευνώ, τσεκάρω)

ελευθερώνω (λυτρώνω, απαλλάσσω, αμολάω, αποδεσμεύω, ξεσκλαβώνω,


αποδουλώνω)

ελεώ (οικτίρω, ευσπλαχνίζομαι)

έλκω (τραβώ, σύρω)

ελλοχεύω (ενεδρεύω, παραμονεύω, καραδοκώ)

ελπίζω (προσδοκώ, πιστεύω)


εμποδίζω (κωλύω, είργω, φρενάρω, απαγορεύω)

ενάγω (εγκαλώ, καταγγέλλω)

ενδίδω (υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι)

ενεδρεύω (ελλοχεύω, παραμονεύω, εμφωλεύω)

ενεργοποιούμαι (δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι)

ενισχύω (δυναμώνω, ισχυροποιώ, κραταιώνω)

εννοώ (καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, σκαμπάζω, χαμπαρίζω)

ενοχλώ (λυπώ, στενοχωρώ)

ενστερνίζομαι (αποδέχομαι, αναγνωρίζω, υιοθετώ, εγκολπώνομαι, επιδοκιμάζω,


προσοικειώνομαι)

εξευμενίζω (εξιλεώνω, καταπραϋνω)

εξαιρώ (παραμερίζω, ξεχωρίζω, παραλείπω, απαλλάσσω)

εξαντλώ (αδειάζω, κενώνω, εξανεμίζω)

εξαρθρώνω (ξεσφοντυλιάζω, στραμπουλίζω)

εξάπτω (διεγείρω, ερεθίζω)

εξετάζω (ελέγχω, ερευνώ, πολυπραγμονώ, πραγματεύομαι, περιεργάζομαι, ξεκοσκινίζω,


διασκοπώ, ανατέμνω, ανερωτώ)

εξοντώνω (αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω)

εξυμνώ (εγκωμιάζω, επαινώ, εξαίρω)

εξυπηρετώ (ωφελώ, βοηθώ)

επαινώ (εγκωμιάζω, εξυμνώ, επιβραβεύω)

επακολουθώ (παρέπομαι, επισυμβαίνω)

επείγομαι (βιάζομαι, επισπεύδω)


επευφημώ (επιδοκιμάζω, επικροτώ)

επηρεάζω (χειραγωγώ, ποδηγετώ, επιδρώ, επενεργώ)

επιδεινώνω (επιβαρύνω, χειροτερεύω)

επιδοκιμάζω (εγκρίνω, επικυρώνω, επικροτώ)

επιθυμώ (βούλομαι, θέλω, λαχταρώ)

επικυρώνω (βεβαιώνω, πιστοποιώ, επισφραγίζω)

επικουρώ (βοηθώ, υποστηρίζω)

επικρατώ (νικώ, υπερέχω)

επιλανθάνομαι (λησμονώ, ξεχνώ, ξαστοχώ)

επιμελούμαι (φροντίζω, μεριμνώ, γνοιάζομαι)

επιμένω (ισχυρίζομαι, υποστηρίζω)

επινοώ (μηχανεύομαι, τεχνάζομαι, σκαρφίζομαι, σκαρώνω)

επιτυγχάνω (καταφέρνω, ευστοχώ, κατορθώνω)

επιφορτίζω (επιβαρύνω, επιπροσθέτω)

έπομαι (ακολουθώ, συνοδεύω, δορυφορώ)

εποπτεύω (επιβλέπω, επιστατώ, επιθεωρώ, επιτηρώ, εφορεύω, παρακολουθώ)

εποφθαλμιώ (υποβλέπω, επιβουλεύομαι, καταδολιεύομαι)

ερεθίζω (εξάπτω, διεγείρω, ζοχαδιάζω, προκαλώ, εμποιώ, αψώνω, αγγρίζω, εξαγριώνω,


εκνευρίζω, εξιτάρω, παροξύνω, νευριάζω, ξανάβω, τσατίζω, αντροκαλώ)

ερείδομαι (στηρίζομαι, ακουμπώ, αγαντάρω, εδράζομαι)

ερευνώ (εξετάζω, ελέγχω, αναδιφώ, ψάχνω, ανιχνεύω, εξακριβώνω, αναζητώ)

ερημώνω (λεηλατώ, ληστεύω)

ερίζω (φιλονικώ, καβγαδίζω, διχογνωμώ, διχονοώ)


έρπω (σέρνομαι, γλιστρώ, ολισθαίνω, ερπύζω)

έρχομαι (φθάνω, αφικνούμαι)

εσθίω (τρώγω, καταβροχθίζω, χλαπακιάζω, σαβουρώνω, ντερλικώνω)

εστιάζω (επικεντρώνω, εντοπίζω, προσδιορίζω)

ευημερώ (ευδαιμονώ, ευτυχώ, ευπορώ, ευπραγώ)

ευδαιμονίζω (μακαρίζω, καλοτυχίζω)

ευδαιμονώ (ευτυχώ, ευημερώ, ευπραγώ)

ευκαιρώ (αδειάζω, ξελασκάρω, σχολάζω)

ευρίσκω (ανακαλύπτω, επινοώ)

ευρύνω (πλαταίνω, φαρδαίνω)

ευσπλαχνίζομαι (ελεώ, οικτίρω)

ευτυχώ (ευημερώ, ευδαιμονώ)

ευφραίνομαι (χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ασμενίζομαι, ικανοποιούμαι, τέρπομαι, ήδομαι)

ευχαριστιέμαι (ευφραίνομαι, χαίρομαι, ηδύνομαι)

ευχαριστώ (ευγνωμονώ, ευαρεστώ, καθηδύνω)

ευωδιάζω (μοσχοβολώ, μοσχομυρίζω, αρωματίζω)

ευωχούμαι (συντρώγω, συμποσιάζω, τρωγοπίνω, ομοσιτώ)

εφημερεύω (επιβλέπω, επιτηρώ)

εφορμώ (επιτίθεμαι, επέρχομαι)

Ζ
ζαρώνω (παπουδιάζω, σουφρώνω, γριλιάζω,πτυχούμαι, σταφιδιάζω, ρικνούμαι,
ρυτιδώνομαι, γατσιάζω, σαφρακιάζω, συμπτύσσομαι)
ζεσταίνω (θερμαίνω, θάλπω)

ζέω (βράζω, κοχλάζω)

ζηλεύω (φθονώ, ζηλοτυπώ, συνερίζομαι)

ζημιώνω (βλάπτω, αδικώ)

ζητιανεύω (διακονεύω, επαιτώ, αγυρτεύω)

ζητώ (γυρεύω, αιτώ)

ζορίζω (αναγκάζω, υποχρεώνω)

ζουπώ (πιέζω, ζουλώ)

ζυγώνω (προσεγγίζω, πλησιάζω)

ζωγρώ (ανδραποδίζω, αιχμαλωτίζω)

ζώνω (περιβάλλω, περικλείω)

Η
ήδομαι (ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι)

ημερώνω (δαμάζω, τιθασεύω)

ηρεμίζω (κατευνάζω, καταπραϋνω, καταλαγιάζω, απαλύνω)

ηρεμώ (γαληνεύω, ησυχάζω, απαγαδιάζω, μαλακώνω, καλμάρω, κουλάρω, νηνεμώ)

ησυχάζω (ηρεμώ, γαληνεύω, αγαλιάζω)

ηττώμαι (νικιέμαι, μειώνομαι, κατατροπώνομαι, καταβάλλομαι)

Θ
θάλλω (ανθώ, ακμάζω, ευδοκιμώ)

θάλπω (ζεσταίνω, θερμαίνω)

θανατώνω (σκοτώνω, φονεύω)


θαυμάζω (καμαρώνω, μπεγεντίζω)

θέλγω (γοητεύω, σαγηνεύω, μαγεύω)

θέλω (βούλομαι, επιθυμώ)

θεμελιώνω (ιδρύω, κτίζω)

θεραπεύω (γιατρεύω, νοσηλεύω, γιατροπορεύω, ιαίνω, υγιάζω)

θερμαίνω (ζεσταίνω, θάλπω)

θεώμαι (βλέπω, παρατηρώ)

θησαυρίζω (ταμιεύω, αποθηκεύω, εσοδεύω, εναποθέτω, πλουτίζω, κεφαλαιώνω,


οικονομώ, εισπράττω)

θητεύω (υπηρετώ, εργάζομαι)

θίγω (αγγίζω, καταπιάνομαι, επιλαμβάνομαι, άπτομαι)

θλίβομαι (αθυμώ, λυπούμαι, βαρυθυμώ, δυσθυμώ, αγκουσεύομαι, άχθομαι,


στενοχωρούμαι, μελαγχολώ, χολοσκάζω, βαρυγνωμώ)

θλίβω (λυπώ, στενοχωρώ, δυσαρεστώ, πικραίνω)

θνήσκω (πεθαίνω, εκπνέω, αποβιώνω)

θορυβώ (βροντώ, κροτώ)

θρασεύω (θρασομανώ, φουντώνω)

θραύω (σπάζω, κομματιάζω, τσακίζω, διασπώ, διαρρηγνύω, θρύβω, θρυμματίζω,


θρυψαλιάζω)

θρηνώ (οδύρομαι, κλαίω)

θρυμματίζω (κομματιάζω, λιανίζω, κερματίζω)

θυλακίζω (τσεπώνω, σακουλιάζω, σακιάζω, τσουβαλιάζω)

θυλακώνω (τσεπώνω, εγκολπώνω)

θυμίζω (αναφέρω, μνημονεύω)


θυμώνω, (αγανακτώ, οργίζομαι, κακοσυνεύω)

θωπεύω (χαϊδεύω, περιποιούμαι, κορίζομαι,κανακεύω)

θωρακίζω (οχυρώνω, περιτειχίζω, ασφαλίζω)

Ι
ιδρύω (κτίζω, θεμελιώνω)

ικανοποιώ (δικαιώνω, επανορθώνω)

ιλαρώνω (ευφραίνω, χαροποιώ, αλεγράρω, φαιδρύνω)

ίπταμαι (πετώ, φτερουγίζω)

ισιάζω (ευθύνω, ευθειάζω, ομαλύνω, ευθυγραμμίζω)

ισορροπώ (εξισώνω, ισοσταθμίζω, ισοζυγίζω)

ισχναίνω (φυραίνω, αδυνατίζω, χωνεύω, αχαμναίνω, λιγνεύω, αποστεώνομαι,


αποσκελετώνομαι)

ισχύω (επικρατώ, επιβάλλομαι)

ισχυρίζομαι (υποστηρίζω, επιμένω, διατείνομαι)

Κ
καγχάζω (λοιδορώ, ειρωνεύομαι)

καβγαδίζω (ερίζω, φιλονικώ)

κάθημαι (αδρανώ, ακινητοποιούμαι)

καθιερώνω (νομιμοποιώ, θεσπίζω)

καθοσιώνω (καθαγιάζω, εξαγνίζω)

καινοτομώ (νεοτερίζω, μοντερνίζω)

καιροφυλακτώ (καραδοκώ, παραμονεύω)


καίω (πυρπολώ, καυτηριάζω)

κακοδαιμονώ (δυστυχώ, κακοτυχώ)

καλλωπίζω (στολίζω, ομορφαίνω, ευπρεπίζω, λουσάρω)

καλοζωίζω (καλοπερνώ, ευημερώ, τρυφώ, ηδυπαθώ)

καλοκαρδίζω (ευφραίνω, χαροποιώ)

καλώ (φωνάζω, προσκαλώ)

καμαρώνω (κομπάζω, επαίρομαι, κορδώνομαι, ναρκισσεύομαι, υπερηφανεύομαι,


περιαυτολογώ, καυχησιολογώ, αλαζονεύομαι, κομπορρημονώ, υψηλοφρονώ, γαυριώ,
καυχώμαι, κλασαυχενίζομαι, μεγαλοφρονώ, μεγαλαυχώ, αυτοεπαινούμαι,
κοκορεύομαι, υπερορώ, αρχοντοπιάνομαι, σεμνύνομαι, στομφάζω, λαμπρύνομαι,
λαβρεύομαι, μεγαλύνομαι, υπερφρονώ, περπερεύομαι,
παινεύομαι, ξιπάζομαι, μεγαλορρημονώ, υπεραυχώ, μεγαληγορώ)

κάμπτομαι (κυρτούμαι, λυγίζω, γαμψούμαι, καμπυλώνομαι, βλαισούμαι)

κανονίζω (ρυθμίζω, τακτοποιώ, διέπω, συντονίζω)

κάνω (φτιάχνω, κατασκευάζω)

καπαρώνω (προαγοράζω, αγκαζάρω)

καρδαμώνω (ενδυναμώνομαι, αναρρώνω, τονώνομαι)

καρτερώ (υπομένω, ανέχομαι, μακροθυμώ, ανεξικακώ, αμνησικακώ, αντέχω)

καταβάλλομαι (εξαντλούμαι, τενιάζω, ρεύω)

καταγγέλλω (μαρτυρώ, μηνύω)

κατακλύζω (πλημμυρίζω, ξεχειλίζω)

κατακρίνω (αιτιώμαι, κατηγορώ, επιτιμώ, επιπλήττω, στηλιτεύω, στιγματίζω, κακίζω,


καταλαλώ, ψέγω, κατσαδιάζω, αποπαίρνω, μαλώνω, λαβίζω)

κατακτώ (κυριεύω, καταλαμβάνω)

καταλαβαίνω (εννοώ, αντιλαμβάνομαι)


καταντώ (ξεπέφτω, καταπίπτω, καταρρέω, αποβαίνω, καταλήγω, απογίνομαι,
κατολισθαίνω, περιέρχομαι, εξαθλιώνομαι)

καταπιέζω (τυραννώ, καταδυναστεύω, βασανίζω, ταλαιπωρώ)

καταπίνω (καταβροχθίζω, χάφτω)

καταπονώ (ταλαιπωρώ, κατατρύχω, εξαντλώ, καταβάλλω, κουράζω, παιδεύω,


ταλανίζω)

καταργώ (ακυρώνω, καταλύω, αχρηστεύω, καθαιρώ)

καταριέμαι (αναθεματίζω, βλασφημώ)

καταριθμώ (καταγράφω, συγκαταλέγω)

καταρτίζω (εκπαιδεύω, επιμορφώνω, κατατοπίζω)

καταστρέφω (λυμαίνομαι, λεηλατώ)

κατασκοπεύω (ατενίζω, διοπτεύω)

κατηγορώ (κατακρίνω, μέμφομαι, δυσφημώ, αντικοτώ, κακολογώ, διαβάλλω,


ενοχοποιώ, κουσελεύω, διασύρω, ξεφωνίζω, ψεγαδιάζω, καταφέρομαι)

κατορθώνω (καταφέρνω, ευστοχώ, επιτυγχάνω)

κατοχυρώνομαι (διασφαλίζομαι, σιγουρεύομαι)

κατρακυλώ (κρημνίζομαι, κουτρουβαλώ)

καυσαλίζω (φρυγανίζω, καβουρδίζω)

καυχώμαι (κομπάζω, κομπορρημονώ)

κελεύω (παρακινώ, παροτρύνω)

κενώνω (αδειάζω, απαντλώ)

κερδίζω (πορίζομαι, αποκτώ, καρπούμαι, καζαντίζω, νέμομαι, εκμεταλλεύομαι,


ωφελούμαι, απολαμβάνω, αποκερδαίνω, διαφορεύω, αρμέγω)

κηρύσσω (αναγγέλλω, γνωστοποιώ)


κλαίω (οδύρομαι, θρηνώ, ολοφύρομαι)

κλέβω (ληστεύω, αρπάζω, υπεξαιρώ, καταχρώμαι, αμακώνω, ξαφρίζω, λαθροχειρώ,


ζαπώνω)

κλείω (κλειδώνω, φράσσω, σφαλίζω, βαδώνω, αμπαρώνω)

κλίνω (ρέπω, γέρνω)

κλονίζω (τραντάζω, ταρακουνώ)

κλοτσώ (λακτίζω, τσινώ)

κλυδωνίζομαι (κυμαίνομαι, ταράσσομαι)

κλωσώ (επωάζω, πυρκάζω, νεοσσεύω)

κόβω (τεμαχίζω, τέμνω)

κοιμώμαι (καθεύδω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι)

κοιτάζω (βλέπω, παρατηρώ)

κοκκινίζω (ερυθραίνω, ροδίζω, πορφυρώ)

κολάζω (τιμωρώ, βασανίζω)

κολακεύω (καλοπιάνω, περιποιούμαι, κομπλιμεντάρω, λιβανίζω, γαλιφίζω)

κομματιάζω (θραύω, σπάζω)

κοπιάζω (μοχθώ, κουράζομαι, πασχίζω, ιδροκοπώ)

κοπρίζω (αφοδεύω, αποπατώ, κουτσουλίζω, τσιλάω, τσιρλίζω)

κοροϊδεύω (λοιδορώ, χλευάζω, ειρωνεύομαι, κογιονάρω, μυκτηρίζω, περιπαίζω,


περιγελώ, σκώπτω, σαρκάζω, αναμπαίζω)

κοσμώ (στολίζω, ομορφαίνω)

κουβεντιάζω (ομιλώ, συζητώ, διαλέγομαι)

κουράζομαι (μοχθώ, κοπιάζω, μπαφιάζω, αποκάνω, εξαντλούμαι, κλατάρω, ρέβω,


βαλαντώνω, γανιάζω, κατατρίβομαι, καταπονούμαι, ποζουρτώ)
κουρεύω (μπαρμπερίζω, ψαλιδίζω)

κραδαίνω (σείω, τραντάζω)

κράζω (βοώ, φωνάζω)

κρατύνω (ενισχύω, ισχυροποιώ, ατσαλώνω)


κραυγάζω (αλαλάζω, φωνάζω, ξελαρυγγιάζομαι)

κρέμαμαι (αιωρούμαι, μετεωρίζομαι)

κροτώ (ηχώ, βροντώ)

κρίνω (νομίζω, φρονώ)

κρύβω (καλύπτω, σκεπάζω, καϊπώνω)

κτίζω (οικοδομώ, θεμελιώνω)

κτυπώ (πλήττω, πληγώνω, κρούω)

κυβερνώ (εξουσιάζω, άρχω)

κυβιστώ (πηδώ, σκιρτώ)

κυνηγώ (θηρεύω, αγρεύω)

κυοφορώ (εγκυμονώ)

κωλύω (εμποδίζω, είργω, αλικοντίζω)

Λ
λαγγεύω (επιθυμώ, λαχταρώ)

λαλώ (ομιλώ, λέγω)

λαμβάνω (παίρνω, δέχομαι)

λάμπω (ακτινοβολώ, απαστράπτω, σελαγίζω, αιγλοβολώ, φεγγοβολώ)

λαξεύω (χαράσσω, σκαλίζω)


λατρεύω (αγαπώ, συμπαθώ)

λαφυραγωγώ (λεηλατώ, διαγουμίζω)

λαχανιάζω (ασθμαίνω, κοντανασαίνω, αγκομαχώ)

λέγω (ομιλώ, αφηγούμαι)

λεηλατώ (ερημώνω, ληστεύω, κουρσεύω, διαρπάζω, λαφυραγωγώ)

λερώνω (βρομίζω, ρυπαίνω)

λήγω (τελειώνω, σταματώ, καταστέλλω, παύω)

ληστεύω (αρπάζω, κλέβω, πλιατσικολογώ, σκυλεύω)

λιμπίζομαι (ποθώ, ορέγομαι)

λογαριάζω (μετρώ, αριθμώ)

λογοκρίνω (φιμώνω, βουβαίνω, μουγκαίνω)

λοιδορώ (κοροϊδεύω, χλευάζω, αναγελώ)

λοξοκοιτάζω (λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω)

λοχεύω (τίκτω, γεννώ)

λυμαίνομαι (καταστρέφω, λεηλατώ)

λυτρώνω (απαλλάσσω, ελευθερώνω)

λυπούμαι (θλίβομαι, αθυμώ, ακαχίζομαι)

λυπώ (θλίβω, στενοχωρώ)

Μ
μαγγανεύω (γοητεύω, μαγεύω)

μαγεύω (γοητεύω, θέλγω)


μαδώ (αποψιλώνω, αποπτιλώ, εκποκίζω, λουβώ, ξεπουπουλιάζω, τριχομαλλώ,
ξεφτερίζω)

μαζεύω (αθροίζω, συλλέγω, συνάζω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω)

μαθαίνω (πληροφορούμαι, διδάσκομαι)

μαθητεύω (σπουδάζω, διδάσκομαι)

μαίνομαι (οργιάζω, λυσσομανώ)

μακαρίζω (επαινώ, εγκωμιάζω)

μαλακώνω (πραϋνω, ηρεμίζω)

μαντεύω (προλέγω, προφητεύω)

μαρτυρώ (καταγγέλλω, βεβαιώνω)

μαστιγώνω (χτυπώ, δέρνω, μαστίζω)

ματαιώνω (ακυρώνω, παρεμποδίζω, αποτρέπω)

μάχομαι (πολεμώ, αγωνίζομαι, συγκρούομαι)

μεγαλοποιώ (εξογκώνω, υπερβάλλω)

μεγαλώνω (αυξάνω, μεγεθύνω)

μεγεθύνω (αυξάνω, μεγαλώνω)

μειγνύω (ανακατώνω, συμφύρω, χαρχαλεύω, συνονθυλεύω, σμίγω)

μειώνομαι (νικιέμαι, ηττώμαι, ταπεινώνομαι)

μειώνω (ελαττώνω, μικραίνω)

μελετώ (διαβάζω, εξετάζω)

μέμφομαι (κατηγορώ, κατακρίνω)

μεμψιμοιρώ (παραπονιέμαι, κλαίγομαι, γκρινιάζω)

μεριμνώ (επιμελούμαι, φροντίζω, ενδιαφέρομαι, προνοώ)


μεσολαβώ (μεσιτεύω, παρεμβαίνω, μεσάζω, πρεσβεύω, παρεμβάλλομαι, παρεμπίπτω)

μεταβάλλω (αλλάζω, μετατρέπω, μεταπλάσσω)

μετάγω (μετακομίζω, μεταφέρω, μετακινώ, μετατοπίζω)

μεταμφιέζω (μασκαρεύω, καμουφλάρω, παραλλάζω)

μεταναστεύω (εκπατρίζομαι, αποδημώ)

μετανοώ (μετανιώνω, μεταμελούμαι)

μεταρρυθμίζω (αναδιοργανώνω, αναμορφώνω)

μετατοπίζω (μετακινώ, μεταφέρω)

μετατρέπω (αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ)

μετριάζω (αμβλύνω, εκτονώνω, χαλαρώνω)

μετρώ (αριθμώ, λογαριάζω)

μηνύω (καταγγέλλω, εγκαλώ)

μηρυκάζω (αναχαράζω, αναμασώ, μαρκιούμαι)

μηχανεύομαι (τεχνάζομαι, επινοώ)

μικραίνω (ελαττώνω, μειώνω)

μισώ (απεχθάνομαι, αντιπαθώ, εχθρεύομαι, εχθραίνω)

μνημονεύω (αναφέρω, θυμίζω)

μοιράζω (μερίζω, διανέμω)

μολύνω (μιαίνω, λερώνω, βορβορώ)

μονάζω (ασκητεύω, καλογερεύω)

μοντερνίζω (καινοτομώ, νεοτεριζω)

μοχθώ (κοπιάζω, κουράζομαι, καταπονούμαι)

μπαγιατεύω (παλιώνω, πολυκαιρίζω)


μπαλώνω (επιδιορθώνω, επισκευάζω)

μπογιατίζω (χρωματίζω, βάφω, θωριάζω)

μυκτηρίζω (σκώπτω, περιγελώ, κοροϊδεύω)

μυώ (διδάσκω, κατηχώ, μυσταγωγώ)

Ν
νεοτεριζω (καινοτομώ, μοντερνίζω, εκσυγχρονίζομαι)

νεύω (γνέφω, συναινώ, νευστάζω)

νηστεύω (σαρακοστεύω, αποσιτώ, αποκρεύω)

νικιέμαι (ηττώμαι, μειώνομαι)

νικώ (επικρατώ, υπερέχω, κατατροπώνω, κατισχύω, υπερτερώ)

νοθεύω (παραποιώ, παραχαράσσω, κιβδηλεύω,μπασταρδεύω, απομιμούμαι,


μανιπουλάρω, ψευτίζω)

νομίζω (κρίνω, φρονώ, φαντάζομαι, υποθέτω, θεωρώ, θαρρώ)

νοσηλεύω (θεραπεύω, γιατρεύω)

νοσώ (ασθενώ, πάσχω, αδιαθετώ, ανημπορώ)

ντρέπομαι (αισχύνομαι, ευλαβούμαι)

νυστάζω (γλαρώνω, κουτουλώ)

Ξ
ξαίνω (λαναρίζω)

ξαναγυρίζω (επιστρέφω, επανέρχομαι)

ξαστερώνω (αιθριάζω, καλοκαιρεύω)

ξεβοτανίζω (εκθαμνίζω, ξεχορταριάζω, ξεχορτίζω, ανασκαφίζω)


ξεγελώ (απατώ, πλανώ, παροδηγώ)

ξεκληρίζω (αποδεκατίζω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω)

ξεκουράζομαι (αναπαύομαι, χουζουρεύω, ραχατεύω, τεμπελιάζω, ρεμπελεύω,


αποσχολάζω, ριλαξάρω, ανακουφίζομαι, εφησυχάζω)

ξελαργεύω (αραιώνω, αναριεύω, αγανεύω, αναργιώνω)

ξενιτεύομαι (αποδημώ, μισεύω, εκπατρίζομαι)

ξενοιάζω (ηρεμώ, ξεσκοτίζομαι)

ξεπουλώ (εκποιώ, απεμπολώ, ξεκάνω)

ξερνώ (εξεμώ, εκχύνω)

ξεστρατίζω (παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, λοξοδρομώ)

ξεφλουδίζω (αποφλοιώνω, απολεπίζω, εκβολβίζω, αποκαυκαλίζω)

ξεχασκίζω (αποσβολώνομαι, εκπλήσσομαι)

ξοδεύω (δαπανώ, σπαταλώ)

ξοφλώ (ξεχρεώνω, αποπληρώνω, νετάρω, απαγαδίζω)

Ο
οδεύω (πορεύομαι, προχωρώ)

οδηγώ (άγω, φέρω)

οδύρομαι (θρηνώ, κλαίω, πλαντάζω, βρέμω)

οικοδομώ (κτίζω, θεμελιώνω)

οικτίρω (ευσπλαχνίζομαι, λυπούμαι, συμπονώ, ψυχοπονώ)

οκνώ (τεμπελιάζω, ραθυμώ, νωθρεύω, σελεμίζω, ακαματεύω, κοπροσκυλιάζω,


απρακτώ, χασομερώ)

ολιγωρώ (αμελώ, αδιαφορώ)


ολοκληρώνω (αρτιώνω, συμπληρώνω)

ολοφύρομαι (θρηνώ, οδύρομαι)

ομαλύνω (ισιάζω, ισοπεδώνω, διομαλίζω)

ομιλώ (κουβεντιάζω, συζητώ, διαλέγομαι, μασλατεύω)

ομολογώ (συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω)

ομορφαίνω (καλλωπίζω, στολίζω)

ομοφρονώ (ομοδοξώ, ομονοώ)

ονειδίζω (κατηγορώ, κατακρίνω, προσβάλλω, θίγω καθάπτομαι)

ονειρεύομαι (ενυπνιάζομαι, νείρομαι)

ονομάζω (αποκαλώ, προσαγορεύω)

οργίζομαι (θυμώνω, αγανακτώ, σκυλιάζω, κακιώνω)

οργίζω (εξάπτω, ερεθίζω, συγχύζω)

οργώνω (αροτριώ, αλετρίζω, υνιάζω, ζευγαρίζω)

ορέγομαι (επιθυμώ, θέλω, λιμπίζομαι, γλίχομαι)

ορθώνομαι (στυλώνομαι, σηκώνομαι, υψώνομαι)

ορμίζω (προσαράσσω, αγκυροβολώ)

ορμώ (χιμίζω, επιτίθεμαι, βουρώ, γιουρντώ, μουντάρω, επιπίπτω)

ορρωδώ (φοβούμαι, δειλιάζω)

οσφραίνομαι (οσμίζομαι, μυρίζω)

Π
παιδεύω (βασανίζω, τυραννώ)

παίζω (διασκεδάζω, αστειεύομαι)


παίρνω (δέχομαι, λαμβάνω)

παλεύω (αγωνίζομαι, μάχομαι)

παλινωδώ (αναιρώ, ανακαλώ)

πάλλω (σείω, κραδαίνω)

παραβαίνω (παραβιάζω, καταπατώ, παρατυπώ, καταστρατηγώ)

παραβλέπω (υπομένω, ανέχομαι)

παράγω (αποφέρω, αποδίδω, ευφορώ, γενεσιουργώ)

παραιτούμαι (αποτραβιέμαι, εγκαταλείπω, αδιαφορώ)

παρακινώ (κελεύω, παροτρύνω)

παραλληλίζω (παραβάλλω, παρομοιάζω)

παραμερίζω (παραγκωνίζω, αναμεριάζω, υποσκελίζω, απαριάζω, περιθωριοποιώ,


ακρίζω)

παραμονεύω (ελλοχεύω, ενεδρεύω)

παραποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω)

παρασπονδώ (αθετώ, παραβαίνω)

παρατείνω (τρενάρω, παρελκύω, επιβραδύνω, μηκύνω, μακραίνω, μακροχρονίζω,


διαιωνίζω)

παρατηρώ (κοιτάζω, βλέπω, ατενίζω, αντρανίζω)

παρενείρω (παρεμβάλλω, παρενθέτω)

παρεξηγώ (παρανοώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω)

παρέχω (δίνω, προσφέρω)

παρηγορώ (ενθαρρύνω, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω)

παροτρύνω (κελεύω, παρακινώ, παρωθώ)

παρουσιάζω (εκθέτω, επιδεικνύω, προβάλλω, μοστράρω, εμφανίζω)


πασπατεύω (θωπεύω, χαϊδεύω)

πάσχω (ασθενώ, νοσώ, υποφέρω, δεινοπαθώ)

παύω (σταματώ, λήγω, διακόπτω)

πεθαίνω (τελευτώ, εκπνέω, αποβιώνω)

πεινώ (λιμώττω, λιμάζω)

πειράζω (ενοχλώ, εκνευρίζω, κεντρίζω, τσιγκλώ, κουρντίζω, θίγω, πικάρω)

πεισματώνω (εξοργίζω, χολιάζω)

πεζοπορώ (πεζολατώ, περπατώ, οδοιπορώ, δρομοκοπώ)

πελάζω (προσεγγίζω, πλησιάζω)

πενθώ (θλίβομαι, θρηνώ)

πένομαι (στερούμαι, απορώ, λιμοκτονώ, λυσσοπεινώ)

περαίνω (τελειώνω, εκπληρώνω, τερματίζω, περατώνω)

περιδινώ (στροβιλίζω, ανεμοκυκλίζω, στριφογυρίζω)

περιδρομιάζω (παρατρώγω, παραχορταίνω)

περιθάλπω (βοηθώ, παρηγορώ, κουράρω)

περικυκλώνω (αποκλείω, μπλοκάρω, πολιορκώ)

περιμένω (προσδοκώ, ελπίζω, απαντέχω)

περιπλανώμαι (περιφέρομαι, πλάζομαι, αλητεύω, γκιζερίζω, αλανιαρίζω, τριγυρίζω)

περιστρέφω (στριφογυρίζω, κυκλίζω)

περπατώ (βαδίζω, πορεύομαι, σεργιανίζω, περιδιαβάζω, σουλατσάρω)

πηγαίνω (προχωρώ, πορεύομαι)

πιέζω (αναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω, αγχώνω)


πιστεύω (ελπίζω, νομίζω)

πιστοποιώ (επικυρώνω, βεβαιώνω)

πλάθω (μορφοποιώ, σχηματοποιώ)

πλανώ (ξεγελώ, εξαπατώ, παραπείθω, παγιδεύω)

πλεονάζω (αφθονώ, περισσεύω)

πλεονεκτώ (υπερέχω, υπερτερώ, ταμαχιάζω)

πληγώνω (πλήττω, χτυπώ)

πληροφορούμαι (διδάσκομαι, μαθαίνω)

πλησιάζω (πελάζω, προσεγγίζω)

πλήττω (χτυπώ, πληγώνω)

πλουταίνω (ευπορώ, ματσώνομαι, καλοβαστιέμαι)

πνίγω (απαγχονίζω, στραγγαλίζω, κρούβω, καρυδώνω)

ποικίλλω (στολίζω, εξωραϊζω, διακοσμώ, επανθίζω)

ποιώ (πράττω, δημιουργώ)

πολεμώ (μάχομαι, αγωνίζομαι)

πονώ (αλγώ)

πορεύομαι (βαδίζω, περπατώ)

πορθώ (καταστρέφω, λεηλατώ)

πορίζω (προμηθεύω, εφοδιάζω, φουρνίρω)

πράττω (ποιώ, δημιουργώ)

πραϋνω (μαλακώνω, ηρεμίζω, αρνεύω)

πρέπει (αρμόζει, ταιριάζει, επιβάλλεται, χρειάζεται)


προαιρούμαι (διαλέγω, προτιμώ)

προαισθάνομαι (προμαντεύω, μυρίζομαι, προγιγνώσκω)

προδίδω (απεμπολώ, μαντατεύω, σπιουνεύω)

προκαλώ (ερεθίζω, διεγείρω)

προκύπτω (αναφύομαι, παρουσιάζομαι)

προλαβαίνω (προφτάνω, προκάνω)

προλέγω (μαντεύω, προφητεύω)

προμηθεύω (εφοδιάζω, εξοπλίζω)

προνοώ (φροντίζω, προβλέπω)

προοδεύω (προκόβω, εξελίσσομαι, ευδοκιμώ, χαϊρώνω)

προπέμπω (ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω, ξεβγάζω)

προπηλακίζω (βρίζω, κατακρίνω)

προσαρμόζομαι (εξοικειώνομαι, συνηθίζω)

προσδοκώ (ελπίζω, περιμένω, απεκδέχομαι, απαντέχω, ευελπιστώ)

προσεγγίζω (πλησιάζω, πελάζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω, κοντοζυγώνω, αγχιμολώ)

προσέχω (φροντίζω, περιποιούμαι)

προσηλώνομαι (αφοσιώνομαι, απορροφώμαι)

προσκολλώμαι (προσδένομαι, αφοσιώνομαι)

προσκυνώ (υποκλίνομαι, υποτάσσομαι)

προσπορίζω (εφοδιάζω, προμηθεύω)

προστατεύω (περιφρουρώ, προφυλάσσω)

προσφέρω (παρέχω, δίνω, επιδαψιλεύω)


προφητεύω (μαντεύω, προλέγω)

πρυτανεύω (κυριαρχώ, επικρατώ)

πρωτεύω (αριστεύω, διαπρέπω)

πταίω (ευθύνομαι, ενέχομαι, σφάλλω)

πυνθάνομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι)

πυρώνω (θερμαίνω, θάλπω)

πωλώ (εκποιώ, εξαργυρώνω, εκπλειστηριάζω, ξεκάνω, διαθέτω)

Ρ
ραθυμώ (οκνώ, τεμπελιάζω)

ραπίζω (χαστουκίζω, κολαφίζω)

ραφινάρω (φιλτράρω, λαγαρίζω)

ρεμβάζω (ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ, ρομαντζάρω, αρμενίζω)

ρέπω (κλίνω, γέρνω)

ρέω (κυλώ, χύνομαι)

ρητορεύω (αγορεύω, ομιλώ)

ριγώ (τουρτουρίζω, τρεμουλιάζω)

ρικνώνομαι (ζαρώνω, ρυτιδώνομαι)

ρινίζω (ακονίζω, λιμάρω)

ροδαμίζω (βλασταίνω, ανθίζω)

ρυθμίζω (τακτοποιώ, κανονίζω)

ρυπαίνω (λερώνω, βρομίζω, γαριάζω)

ρυτιδώνω (ζαρώνω, πτυχώνω)


Σ
σαγηνεύω (θέλγω, γοητεύω, νεραϊδοπαίρνω)

σαπίζω (αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, μουχλιάζω, αποσαθρώνομαι, σήπομαι, σαχνιάζω)

σέβομαι (ευλαβούμαι, αισχύνομαι, εκτιμώ, ψηφώ)

σέρνω (σβαρνίζω, τραβώ)

σηκώνομαι (εγείρομαι, αφυπνίζομαι)

σηκώνω (αίρω, υψώνω)

σημαδεύω (σημειώνω, αχναρίζω, μαρκάρω)

σημαίνω (φανερώνω, γνωστοποιώ)

σιμώνω (ζυγώνω, πλησιάζω)

σιτίζω (ταϊζω, τρέφω)

σκάβω (σκαλίζω, τσαπίζω, ορύσσω, ανασγαρλίζω, βαλαρίζω, γεωρυχώ, αυλακώνω,


εκχωματώνω)

σκεβρώνω (κυρτώνω, καμπυλώνω)

σκεπάζω (καλύπτω, στεγάζω)

σκευωρώ (μηχανορραφώ, μηχανεύομαι, χαλκεύω, τεκταίνομαι, δολοπλοκώ,


βυσσοδομώ, εξυφαίνω, ραδιουργώ, μινάρω, υπονομεύω, αναχουχουλεύω)

σκλαβώνω (ανδραποδίζω, υποδουλώνω)

σκληρύνομαι (αδριαίνω, τραχύνομαι, τσαγκεύω, αδρύνομαι)

σκοντάφτω (προσκόπτω, πεδικλώνομαι,σκουντουφλώ)

σκοτώνω (θανατώνω, φονεύω)

σκούζω (στριγκλίζω, ρεκάζω)

σκουντώ (ωθώ, σπρώχνω)


σκουπίζω (φουκαλίζω, σφουγγαρίζω, σαρώνω, διαρμίζω, σπαρτεύω, φροκαλίζω)

σκύβω (κάμπτομαι, καμπουριάζω)

σκυθρωπάζω (κατσουφιάζω, μουτρώνω, συνοφρυούμαι, σκουντουφλιάζω,


μουτσουνιάζω, βομπιριάζω)

σκώπτω (κοροϊδεύω, χλευάζω)

σμιλεύω (λαξεύω, γλύφω, κολάπτω)

σουβλίζω (αγκυλώνω, κεντρίζω, νύσσω, οβελίζω)

σοφίζομαι (μηχανεύομαι, επινοώ, μερμηρίζω)

σπάζω (κομματιάζω, θραύω)

σπαρταρώ (σφαδάζω, ασπαίρω)

σπαταλώ (ξοδεύω, δαπανώ, διασπαθίζω, καταναλίσκω)

σπεύδω (τρέχω, βιάζομαι)

σπουδάζω (μελετώ, εκπαιδεύομαι)

σπρώχνω (ωθώ, σκουντώ)

σταθμίζω (ζυγίζω, υπολογίζω, εξετάζω, κρίνω, καρατάρω, αξιολογώ)

σταματώ (τελειώνω, λήγω)

στέκομαι (ακινητώ, λιμνάζω)

στενάζω (οιμώζω, οδύρομαι)

στενοχωρώ (θλίβω, λυπώ, σεκλετίζω)

στήνω (υψώνω, ορθώνω, εγείρω)

στηρίζω (εδραιώνω, στερεώνω, υποβαστάζω)

στίλβω (λάμπω, γυαλίζω, μαρμαίρω)

στιλβώνω (λουστράρω, γυαλίζω, στιλπνώ)


στοιχίζω (κοστίζω, τιμολογούμαι, αξίζω)

στολίζω (ομορφαίνω, καλλωπίζω, γαρνίρω)

στοχάζομαι (σκέπτομαι, διανοούμαι)

στοχεύω (σκοπεύω, σημαδεύω)

στραβίζω (αλληθωρίζω, γκαβίζω, γκαλιουρίζω)

στύβω (ξεζουμίζω, ξεσταλιάζω)

συγκρίνω (αντιπαραβάλλω, παραλληλίζω, αντιπαραθέτω, συσχετίζω)

συζητώ (κουβεντιάζω, συνομιλώ, διαβουλεύομαι, συνδιαλέγομαι)

συζώ (συμβιώνω, συγκατοικώ)

συκοφαντώ (διαβάλλω, δυσφημώ, αδικοβάλλω)

συλλαμβάνω (πιάνω, αδράχνω, χερακώνω)

συλλέγω (μαζεύω, αθροίζω)

συμβάλλω (βοηθώ, συνεισφέρω, συντελώ, συντείνω)

συμβουλεύω (δασκαλεύω, νουθετώ, υποδεικνύω, καθοδηγώ, παραινώ, συνιστώ,


εισηγούμαι,προτείνω)

συμπαθώ (λατρεύω, αγαπώ)

συμπεραίνω (εικάζω, υποθέτω, διαγιγνώσκω)

συμφιλιώνω (ειρηνεύω, συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω, αδερφώνω, μονοιάζω, αγαπίζω)

συμφύρω (ανακατώνω, μειγνύω)

συνάδει (ταιριάζει, αρμόζει, συμφωνεί, συμβιβάζεται)

συναλλάσσομαι (αλισβερίζομαι, νταραβερίζομαι)

συνάπτω (ταιριάζω, αρμόζω, συνδέω, κολλώ)

συνδυάζω (συνταιριάζω, συναρμόζω)


συνεδριάζω (συσκέπτομαι, συναποφασίζω)

συνείρω (συνδέω, συνάπτω, αρμαθιάζω)

συνεχίζω (παρατείνω, εξακολουθώ, επιμηκύνω)

συνίσταμαι (απαρτίζομαι, αποτελούμαι, σύγκειμαι)

συνοψίζω (συντομεύω, συντέμνω, συμπτύσσω, συγκεφαλαιώνω)

συνωστίζομαι (σπρώχνομαι, διαγκωνίζομαι, συμπιέζομαι, στριμώχνομαι, συνωθούμαι,


σκουντιούμαι, πιτώνομαι)

σύρω (τραβώ, έλκω)

συστέλλομαι (συμπτύσσομαι, μαζεύω, μπάζω, συρρικνούμαι)

συστέλλω (συμμαζεύω, συρρικνώνω, συμπτύσσω)

συχνάζω (φοιτώ, θαμίζω, ζαρίζω, επιχωριάζω)

σφάλλω (αμαρτάνω, αστοχώ)

σφετερίζομαι (ιδιοποιούμαι,οικειοποιούμαι, νοσφίζομαι, αντιποιούμαι)

σφριγώ (υγιαίνω, ακμάζω, νταβραντίζω)

σχάζω (σχίζω, τέμνω)

σχηματίζω (διαμορφώνω, πλάθω)

σχίζω (διαιρώ, τέμνω)

σώζω (διατηρώ, φυλάσσω)

σωρεύω (στοιβάζω, σωριάζω, θημωνιάζω, βουνίζω)

σωφρονίζω (νουθετώ, συνετίζω, φρονηματίζω)

Τ
ταϊζω (τρέφω, σιτίζω)
ταιριάζω (αρμόζω, συνάπτω)

τακτοποιώ (κανονίζω, ρυθμίζω)

ταλαιπωρώ (καταπιέζω, βασανίζω, λαρμανίζω)

ταλαντεύω (πάλλω, λικνίζω, σαλεύω, σείω)

ταμπουρώνω (οχυρώνω, θωρακίζω, περιχαρακώνω)

τανύω (τεντώνω, απλώνω)

ταπεινώνω (ευτελίζω, χαμηλώνω, μειώνω, υποτιμώ,γελοιοποιώ, υποβιβάζω, απαξιώνω)

ταριχεύω (βαλσαμώνω, παστώνω)

τείνω (τεντώνω, κορδώνω, τσιτώνω, επιμηκύνω)

τεκμαίρομαι (συμπεραίνω, εικάζω)

τεκμηριώνω (επαληθεύω, αποδεικνύω, αληθοποιώ, διαπιστώνω)

τελειώνω (λήγω, σταματώ, αποσώνω, περαίνω, τελεύω, τερματίζω, αποπερατώνω,


νετάρω, σπατσάρω)

τελεσφορώ (επιτυγχάνω, ευοδώνομαι, ευστοχώ, καρποφορώ)

τελευτώ (εκπνέω, πεθαίνω)

τελώ (πράττω, πραγματοποιώ)

τεμαχίζω (κόβω, τέμνω)

τέμνω (κόβω, σχίζω)

τεμπελιάζω (φυγοπονώ, ραθυμώ)

τεντώνω (τείνω, τσιτώνω, τεζάρω, κορδώνω)

τέρπω (χαροποιώ, ευφραίνω)

τεχνάζομαι (επινοώ, μηχανεύομαι, απεργάζομαι)

τήκω (λιώνω, ρευστοποιώ)


τιθασεύω (ημερώνω, δαμάζω)

τίκτω (γεννώ, τεκνοποιώ)

τιμωρώ (κολάζω, βασανίζω, παιδεύω, εκδικούμαι, καταδικάζω)

τοξεύω (δοξαρεύω, σαϊτεύω)

τορνεύω (στρογγυλεύω, καμπυλώνω, περιξέω)

τραβώ (έλκω, σύρω)

τραγουδώ (άδω, ψάλλω)

τραυματίζω (πληγώνω, λαβώνω)

τρέφω (σιτίζω, ταϊζω)

τρέχω (βιάζομαι, σπεύδω, δρομώνω, ταχυπορώ, κοσεύω, δρέμω, πηλαλώ)

τρίβω (αλέθω, κοπανίζω, στουμπίζω)

τρικλίζω (στραβοπατώ, παραπατώ, παραπαίω, καλανταρίζω, νταλοδέρνω)

τροποποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω)

τροχίζω (ακονίζω, οξύνω)

τρώω (μασώ, καταβροχθίζω)

τσιγκουνεύομαι (φειδωλεύομαι, γλισχρεύομαι)

τυραννώ (παιδεύω, βασανίζω)

Υ
υβρίζω (προπηλακίζω, ονειδίζω, σιχτιρίζω)

υγραίνω (νοτίζω, μουσκεύω, μουλιάζω, εμποτίζω)

υλακτώ (γαβγίζω, ουρλιάζω, βαβίζω, αλυχτώ, γκλαφουνίζω, αλυχτουρώ, λάσσω)

υμνώ (επαινώ, εγκωμιάζω, ευλογώ, μεγαλύνω)


υπακούω (πειθαρχώ, συμμορφώνομαι, υποτάσσομαι, υποκύπτω, ακολουθώ)

υπάρχω (υφίσταμαι, ζω)

υπερασπίζω (βοηθώ, υποστηρίζω, προστατεύω, προφυλάσσω, συνηγορώ, περιφρουρώ,


υπεραμύνομαι)

υπερέχω (επικρατώ, νικώ)

υπερτερώ (πλεονεκτώ, υπερέχω)

υπνώνω (αποκοιμίζω, ναρκώνω)

υποδαυλίζω (υποκινώ, ερεθίζω)

υποδηλώνω (αινίσσομαι, υπονοώ)

υποδουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω)

υποθέτω (συμπεραίνω, εικάζω)

υποκρίνομαι (προσποιούμαι, καμώνομαι, μεταμορφίζομαι, ακκίζομαι)

υπολήπτομαι (εκτιμώ, στιμάρω, σέβομαι)

υπομένω (ανέχομαι, παραβλέπω)

υπονοείται (εξυπακούεται, υποδηλώνεται)

υπονοώ (υποδηλώνω, αινίσσομαι)

υποστηρίζω (βοηθώ, επικουρώ, σιγοντάρω)

υπόσχομαι (επαγγέλλομαι, τάζω)

υποφώσκω (αχνοβολώ, φεγγρίζω)

υποχρεώνω (ζορίζω, αναγκάζω, επιβάλλω, επιτάσσω)

υποψιάζομαι (μυγιάζομαι, υποπτεύομαι, κακοβάζω, πονηρεύομαι, ιδεάζομαι,


σακουλεύομαι, ψυχανεμίζομαι)

υστερώ (μειονεκτώ, υπολείπομαι)


υψώνω (σηκώνω, αίρω)

Φ
φανερώνω (γνωστοποιώ, δηλώνω)

φανατίζω (αφιονίζω, εξάπτω, ντοπάρω)

φαντάζομαι (νομίζω, υποθέτω)

φαντάζω (φιγουράρω, επιδεικνύομαι)

φασκελώνω (μουντζώνω, δεκατιάζω, σφογγελιάζω)

φείδομαι (λυπούμαι, προνοώ, οικονομώ)

φέρω (βαστάζω, κομίζω)

φθάνω (αφικνούμαι, έρχομαι, αριβάρω)

φθέγγομαι (φωνάζω, κράζω)

φθείρω (καταστρέφω, βλάπτω)

φθίνω (παρακμάζω, ελαττούμαι, φθείρομαι, ξεφτίζω)

φθονώ (ζηλεύω, ζηλοτυπώ, ζηλοφθονώ)

φιλονικώ (καβγαδίζω, ερίζω, τσακώνομαι, αντιφέρνω)

φιλοξενώ (φιλεύω, ξενίζω)

φιλοτιμούμαι (προθυμοποιούμαι, διατίθεμαι)

φιλώ (αγκαλιάζω, ασπάζομαι)

φλογίζω (καίω, καψαλίζω)

φλυαρώ (πολυλογώ, αδολεσχώ, γλωσσοκοπανώ, απεραντολογώ, ματαιολογώ,


πλατειάζω, μακρολογώ, βαττολογώ, φαφλατίζω, κενολογώ)

φοβερίζω (εκφοβίζω, απειλώ, τρομοκρατώ)


φοβούμαι (διστάζω, δειλιάζω, πτοούμαι, αγγελιάζομαι, αποθαρρύνομαι, τρομάζω,
κοψοχολιάζομαι, τρέμω, σκιάζομαι, πανικοβάλλομαι)

φονεύω (σκοτώνω, θανατώνω, εκτελώ, αιματοκυλίζω, ανθρωποκτονώ)

φορολογώ (χαρατσώνω, δασμολογώ, δεκατεύω)

φορτώνω (ζαλώνω, ζαλικώνω, φορτίζω, καργάρω)

φουσκώνω (διογκώνω, πρήζω)


φρεσκάρω (ανανεώνω, ανακαινίζω)

φρίττω (ανατριχιάζω, τρομάζω)

φροντίζω (μεριμνώ, επιμελούμαι, καλοσκαμνίζω, επαγρυπνώ, προσέχω, κοιτάζω,


ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι)

φρονώ (νομίζω, κρίνω, σκέπτομαι, διανοούμαι, πρεσβεύω)

φρουρώ (επιτηρώ, φυλάσσω, νυχτερεύω, νυκτοφυλακώ)

φρύγω (καψαλίζω, φρυγανίζω)

φυλακίζω (δεσμεύω, καθείργω, μπουζουριάζω, εγκλείω, ρεστάρω)

φυλάσσω (διατηρώ, σώζω)

φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω)

φωνάζω (κραυγάζω, αλαλάζω)

Χ
χαϊδολογώ (θωπεύω, καλοπιάνω, βαβαλίζω)

χαιρετίζω (προσφωνώ, καλωσορίζω)

χαίρομαι (ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι, αναγαλλιάζω, αμεριμνώ, αγάλλομαι)

χαλεύω (γυρεύω, ψάχνω)

χαλώ (αποσυνθέτω, καταστρέφω, φθείρω, ξεχαρβαλώνω, διαλύω)


χαράσσω (αυλακώνω, γράφω)

χαριεντίζομαι (αστειεύομαι, χωρατεύω)

χαρίζομαι (ευνοώ, ρουσφετολογώ, προσωποληπτώ)

χαροκοπώ (διασκεδάζω, γλεντώ)

χλευάζω (κοροϊδεύω, λοιδορώ)

χολοσκώ (στενοχωριέμαι, θλίβομαι)

χολώνομαι (θυμώνω, αγανακτώ)

χρεοκοπώ (πτωχεύω, φαλιρίζω, μπατιρίζω, μουφλουζεύω)

χρησιμοποιώ (μεταχειρίζομαι, μετέρχομαι)

χρωματίζω (βάφω, μπογιατίζω)

χτυπώ (δέρνω, μαστιγώνω, πατάσσω, καταχερίζω, σακατεύω)

χωλαίνω (κουτσαίνω, υποσκάζω)

Ψ
ψάλλω (τραγουδώ, άδω, μελωδώ)

ψάχνω (ερευνώ, εξετάζω, χαρχαλεύω, ψαχουλεύω, χαλεύω)

ψέγω (κατηγορώ, κατακρίνω)

ψελλίζω (τραυλίζω, τσεβδίζω, βατταρίζω, βαρταλίζω)

ψηλαφώ (ψαύω, αγγίζω)

ψήχω (βουρτσίζω, τρίβω)

ψιθυρίζω (μουρμουρίζω, σιγομιλώ)

ψιμυθιώνομαι (καλλωπίζομαι, φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι, πουδραρίζομαι)

ψιχαλίζω (ψιλοβρέχω, ψεκάζω, πιτσιλίζω, πτυαλίζω)


ψυχαγωγώ (τέρπω, διασκεδάζω)

ψυχορραγώ (χαροπαλεύω, ψυχομαχώ, αγγελοθωρώ)

ψυχραίνω (ψύχω, παγώνω)

ψυχώνω (ζοωγονώ, ενισχύω, αναπτερώνω, ενθαρρύνω)

ψωμίζω (ταϊζω, μπουκώνω)

ψωνίζω (αγοράζω, προμηθεύομαι)

Ω
ωθώ (σπρώχνω, σκουντώ, αμπώχνω, παραγκωνίζω)

ωραϊζω (καλλωπίζω, καλλύνω, αγλαϊζω, ομορφίζω, ευπρεπίζω, αβρύνω)

ωριμάζω (μεστώνω, γινώνω, γουρμάζω, αδρύνω, ψωμώνω, καλοκαμώνομαι,


παραγίνομαι)

ωρύομαι (ουρλιάζω, θρηνολογώ, ρυάζομαι)

ωτακουστώ (κρυφακούω, αφτιάζομαι, κρυφαγρικώ, επακούω, παρακαθίζω)

ωφελώ (βοηθώ, εξυπηρετώ, λυσιτελώ, ευεργετώ)

ωχριώ (χλομιάζω, κιτρινίζω, κερώνω, πανιάζω)

You might also like