You are on page 1of 155

Α

αγανακτώ (θυμώνω, οργίζομαι, αγριεύω, δυσπαθώ,


αποθηριώνομαι, μανιάζω, εξανίσταμαι, φρενιάζω,
εξεγείρομαι, εξάπτομαι, εκρήγνυμαι, ξεσπάω, βριμαίνω,
φουρκίζομαι, φρυάζω, δυσανασχετώ, εξαγριώνομαι,
χολιάζω, ασχάλλω, μπαρουτιάζω, χολομανίζω, πλισκάω,
σκύζομαι, προσοχθίζω, παροργίζομαι, δυσπετώ,
νεμεσίζομαι, ξαγριεύω, θοούμαι, βράζω, μανιώνω,
δαιμονίζομαι, περισπέρχομαι, εκνευρίζομαι, ζαμενώ,
αγριαίνω, τσιακατίζομαι, παραμανίζω, φρουμάζω,
χαλέπτομαι, βριμούμαι, χολοταράζομαι, βαρυμηνιώ)
αγαπώ (συμπαθώ, λατρεύω, φιλοστοργώ)

αγγαρεύομαι (αγγαροφορώ)
αγγέλλω (ανακοινώνω, διαμηνύω, διακηρύσσω,
ειδοποιώ, πληροφορώ, ενημερώνω, δημοσιοποιώ,
γνωστοποιώ, κοινολογώ, δηλοποιώ, διαβοώ,
εφετμεύω, επιγνωρίζω)

αγελοποιώ (κοπαδοποιώ) [αγέλη=κοπάδι]


αγκαλιάζω (ασπάζομαι, φιλώ, περιλαμπάζω,
περιπτύσσομαι, εγκολπούμαι)
αγναντεύω (αναδιάζω, παρατηρώ, αντιθωρώ)
αγνίζω (ξεμαγαρίζω, αποκαθαίρω)
αγνωμονώ (αχαριστώ)
αγοράζω (ψωνίζω, πουσουνίζω)
αγορεύω (ομιλώ, ρητορεύω, δημηγορώ)
αγριοκοιτώ (αγριοθωρώ, αγριοτηρώ)
άγχομαι (αγωνιώ, ανησυχώ, αδημονώ, αμηχανώ,
ανυπομονώ, πελαγώνω, τρακαρίζομαι, αλυκτάζω, εξαπορώ)
αγχώνω (καταστενοχωρώ)
άγω (φέρω, οδηγώ)
αγωνίζομαι (παλεύω, μάχομαι, προσπαθώ, μοχθώ)
αγωνιώ (ανησυχώ, φοβούμαι, αδημονώ)
αδιαφορώ (αμελώ, ολιγωρώ, ατημελώ)
αδικώ (βλάπτω, ζημιώνω, αδικοπραγώ)
αδρανώ (αργώ, σχολάζω, αποχαυνώνομαι, ακινητώ,
ληθαργώ, αποχάσκω)
αδυνατώ (αδυναμώ)
άδω (ψάλλω, τραγουδώ, υμνολογώ)

αεροπορώ (αεροδρομώ)
αθλούμαι (ασκούμαι, αγωνίζομαι, αμιλλώμαι)
αθροίζω (μαζεύω, συλλέγω, σουμάρω, συνάγω, συγκεντρώνω, θωμεύω)
αθυμώ (λυπούμαι, θλίβομαι, στενοχωρούμαι,
δυσανασχετώ, δυσφορώ, μελαγχολώ, διαγογγύζω,
πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι, καρδιοπονώ, βαρυπαθώ,
άχομαι, άγχομαι, ανιώ, ασφυκτιώ, ακαχίζομαι,
πνίγομαι, σεκλετίζομαι, χλίβομαι, ανιάζω, βαρυφρονώ,
αλγύνομαι, γρυλώνω, δυσθετώ, οχθώ, νταουνιάζω)
αθωώνω (αποψηφίζομαι, απενοχοποιώ)
αινίσσομαι (υπονοώ, υποδηλώνω, αλληγορώ,
παρεμφαίνω, αποσημαίνω)
αίρω (υψώνω, σηκώνω, ανάγω)
αισθάνομαι (αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, νιώθω)
αισθητοποιώ (υποστασιοποιώ, σωματουργώ, οντοποιώ)
αισιοδοξώ (αισιοφρονώ, ευελπιστώ)
αισχύνομαι (ντρέπομαι, αιδούμαι, συστέλλομαι)
αιτιολογώ (εξηγώ, διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω)
αιτιώμαι (κατηγορώ, κατακρίνω, μέμφομαι)
αιτώ (ζητώ, γυρεύω, αξιώνω, παρακαλώ)
αιωνίζω (αϊδίζω) [αϊδιος=αιώνιος]
ακαρπώ (αγονώ)
ακμάζω (ανθώ, θάλλω, σφριγώ, σφύζω)
ακολουθώ (έπομαι, συνοδεύω, λουρκάζω, οπαδώ,
συμπαρομαρτώ, δορυφορώ, συμπορεύομαι, παραπορεύομαι,
μεταπορεύομαι, συνακολουθώ, οπισθοποδώ)
ακούομαι (υπολογίζομαι, λογαριάζομαι, εισακούομαι)
ακούω (ακροώμαι, αφογκράζομαι, αγρικώ)

ακριβοπληρώνω (χρυσοπληρώνω)
ακροώμαι (ακούω, αφογκράζομαι, ενωτίζομαι, ακροάζομαι)
ακρωτηριάζω (ακροτομώ, πηρώ)
ακυρολογώ (ακυρολεκτώ)
αλαλάζω (κραυγάζω, φωνάζω, κράζω, τσαουνίζω, φωνοκοπώ)
αλαργεύω (ξεμακραίνω)

αλατίζω (αλμεύω, αλμυρίζω)


αλαφιάζομαι (τρομάζω, λαχταρίζω)
αλγώ (πονώ, οδύνομαι, περιωδυνώ)
αληθεύει (επιβεβαιώνεται)

αλλάζω (μετατρέπω, μεταβάλλω, μετασχηματίζω)

αλλαξοπιστίζω (εξομόνω, εξομνύω)


αλληλοβλάπτομαι (αλληλοχαντακώνομαι)
αλληλογραφώ (επιστολογρααφώ)

αλληλοσφάζονται (αλληλοφονεύονται, αλληλοσκοτώνονται)


αλληλοϋποστηρίζονται (αλληλοβοηθούνται)
αλληλοχτυπιέμαι (αλληλοδέρνομαι)

αλλιωτεύω (αλλάζω)
αλλοδοξώ (ετεροδοξώ)
αλλοιώνω (τροποποιώ, μεταβάλλω, διαστρεβλώνω,
διαστρέφω, παραμορφώνω, ετερώ)
αλλοτριώνω (εκποιώ, αποξενώνω)

αλογώ (αλογεύομαι)

αλτσιδώνω (αλυσοδένω, αλυσώνω)


αλωνίζω (αυθαιρετώ)
αμαρτάνω (σφάλλω, αστοχώ, αποτυγχάνω,
κριματίζομαι, πλημμελώ, διαπίπτω)
αμείβομαι (πληρώνομαι, μισθοδοτούμαι)
αμελώ (αδιαφορώ, ολιγωρώ, αφροντιστώ, ακηδώ,
εγκαταλείπω, αβλεπώ, επιμηθούμαι)
αμιλλώμαι (αγωνίζομαι, αθλούμαι, παραβγαίνω,
αναμετρούμαι)
αμνονοώ (μωρίζω)
αμπαλάρω (εγκιβωτίζω, κασονιάζω, δεματοποιώ)
αμύνομαι (αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, κοντράρω)
αμφιβάλλω (αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω, διγνωμίζω,
διστάζω, δυσπιστώ, τραμπαλίζομαι, επαμφοτερίζω,
ενδοιάζω, διχοστατώ, διαπορώ, επιφυλάσσομαι,
διχάζομαι, παλαντζάρω, αναθιβάνω, αμφινοώ)
αμφισβητώ (διαφωνώ, αρνούμαι, αμφιλέγω)
αναβαθμίζω (εξυψώνω)
αναβιώνω (ξαναζωντανεύω, αναζώ)
αναβρύζω (πηγάζω, αναβλύζω, πιδώ εξ ου πίδακας,
υπερεκχειλίζω, εκρέω, βουρβουλίζω, αναβρύω, αναβλυστάνω)
ανάβω (πυροδοτώ, πυρπολώ, πυρώ)
αναγκάζω (ζορίζω, υποχρεώνω)

αναγλιτσιάζομαι (καταλασπώνομαι, καταλερώνομαι)


αναγορεύω (ανακηρύσσω)
αναδεικνύω (εξυψώνω)
αναδεύω (ανακινώ, αναταράσσω, ανακατώνω,
κλουκουτώ, ανακυκώ, ανασαλεύω)
αναδημιουργώ (ξαναφτιάχνω)
αναδίδω (εκπέμπω)
αναδιπλώνομαι (συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι, ζαρολογάω)
αναδιφώ (εξετάζω, ερευνώ, ξεσκαλίζω, ανασκαλεύω,
αναψηλαφώ)
αναδομώ (αναδιαρθρώνω, ξανακτίζω)
αναδρομίζω (πισωβολώ, κωλώνω, αναποδίζω,
οπισθοβατώ,οπισθοχωρώ,υποχωρώ,οπισθοδρομώ, αναχάζω)
αναδύομαι (ξεπροβάλλω)
αναζωογονώ (τονώνω)
αναζωπυρώνω (ενεργοποιώ, ξανανάβω)
αναθαρρώ (εμψυχώνομαι, ανδρειεύω, θυμηγερώ)
αναθέτω (εμπιστεύομαι,εξουσιοδοτώ,επιφορτίζω)
αναθρώσκω (ανυψώνομαι, αναπέτομαι)
αναιρώ (καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ, αθετώ,
αναθεωρώ, καταλιμπάνω, αναστέλλω, αντιφάσκω,
ανασκευάζω, ματαιώνω, παλινωδώ, υπαναχωρώ,
ακυροποιώ, αποσύρω, επανεξετάζω, διαγράφω,
μετασκοπώ, διελέγχω, διακατελέγχομαι, απολέγω)
αναισθητοποιώ (ναρκώνω)
ανακάμπτω (ξαναγυρίζω)
ανακατώνω (μειγνύω, συμφύρω, αναμαλάζω, συνονθυλεύω)
ανακεφαλαιώνω (συνοψίζω)
ανακοινώνω (αγγέλλω, διαμηνύω, διακηρύσσω)
ανακουφίζω (εξευμαρίζω)
ανακρίνω (εξετάζω, εξελέγχω, ξεκοσκινίζω, ψιλορωτώ,

διεξερούμαι, ανετάζω)
αναλαμβάνω (δυναμώνω,στανιάρω,συνέρχομαι, αναρρωνύω)
αναλογίζομαι (αναπολώ, αναστορούμαι)
αναλώνομαι (φθείρομαι,εξατμίζομαι,ατμοποιούμαι)
αναλώνω (καταναλώνω)
αναμειγνύομαι (επεμβαίνω,μπλέκω,ανακατεύομαι)
αναμένω (προσδοκώ, περιμένω, καρτερώ)
αναμηρυκάζω (ξαναμασώ)
ανανήφω (συνέρχομαι, ανανογιέμαι)
αναξέω (αναμοχλεύω, ανασκαλεύω)
αναπαράγω (ξαναδημιουργώ, αναγεννώ)
αναπαύω (ξεκουράζω)
αναπληρώνω (καλύπτω)
αναποδογυρίζω (ανατρέπω,τουμπάρω,αναστρέφω,
ξεγυρίζω, κουλτουμπιάζω, αντιστρέφω)
αναρμοστώ (ασυμφωνώ)

αναρπάζω (εξαφανίζω) [έγινε ανάρπαστος=εξαφανίστηκε]


αναρριπίζω (ξανανάβω)
αναρριχώμαι (σκαρφαλώνω, σκαλώνω, ανέρπω, αγγριφώνω)

ανασκατζώθηκε (εξαγριώθηκε, εξοργίστηκε)

ανασκιρτώ (αναπηδώ, ανατινάσσομαι)


ανασκουμπώνομαι (προθυμοποιούμαι, ανακομβούμαι)
ανασπώ (ανελκύω, ανασύρω)
ανασταίνω (ξαναζωντανεύω)
ανασυγκροτώ (ανασυνθέτω)
ανασυσταίνω (επανιδρύω, αναστηλώνω)
ανατάσσω (επαναφέρω, επανορθώνω)
ανατέλλω (προβάλλω)
ανατίθεται (δίδεται, προσφέρεται, εκχωρείται)
ανατιμώ (ακριβαίνω)
ανατινάζω (εκσφενδονίζω, εκτοξεύω)
ανατρανίζω (περιεργάζομαι)
ανατρέφω (εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ)
ανατρέχω (αναπολώ, αναθυμούμαι)
ανατσουτσουρώνομαι (αγριεύω ή ανατριχιάζω)
ανατυπώνω (επανεκδίδω)

αναφύω (ξαναφυτρώνω)
αναχαιτίζω (ανακόπτω, αποκρούω, κοντοκρατώ,
σταματώ, ανατρέπω, απωθώ, συγκρατώ, φρενάρω)
ανδραποδίζω (σκλαβώνω, υποδουλώνω, καθυποτάσσω)
ανεμίζει (κυματίζει)
ανεξαρτητοποιούμαι (αυτονομούμαι, αυτοδιοικούμαι)
ανέχομαι (υπομένω, παραβλέπω, υποφέρω)
ανήκει (παραμένει)
ανήκω (συγκαταλέγομαι)
ανθαμιλλώμαι (ανταγωνίζομαι)
ανθίζω (λουλουδίζω,ανθοβολώ,ροδαμίζω,ανθοφορώ)
ανθίσταμαι (αμύνομαι,αντιστέκομαι,αντιδρώ,αντέχω)

ανθρωπεύω (εξευγενίζομαι)

ανθρωποφαγώ (ανθρωποβορώ)
ανθώ (ακμάζω, θάλλω)
ανίσταμαι (σηκώνομαι, ανορθώνομαι)
ανιχνεύομαι (εντοπίζομαι)
ανοίγομαι (εξωτερικεύομαι, εκμυστηρεύομαι, εξομολογούμαι)
ανοίγω (αποσφραγίζω, ξεκλειδώνω, απασφαλίζω)
ανορθώνω (αποκαθιστώ, επαναφέρω)
ανταμώνω (συνευρίσκομαι, συναντιέμαι)
αντανακλώ (αντιφεγγίζω)
ανταπαντώ (ανθυποφέρω, ανθυποκρίνομαι)
ανταποδίδω (ξεπληρώνω, ανταμείβω, μεριτιάζω)
ανταποκρίνεται (τηρεί,συμμορφώνεται,εκπληρώνει)
ανταριάζει (σκοτεινιάζει, μαυρίζει)
αντενδείκνυται (απαγορεύεται, αποτρέπεται)
αντεπεξέρχομαι (επαρκώ, αντέχω, αντιμετωπίζω,
ξεπερνώ, κουλαντρίζω)
αντηχώ (αντιλαλώ, αντιβοώ, αχολογώ, αντιδονώ,
καναχίζω, αντικροτώ)
αντιγνωμονώ (κοντραστάρω, αντιμιλώ,
αντιρρημονώ, αντιλέγω, αντιτάσσομαι,
αντιγνωμώ, αντεμφαίνω, εναντιολογώ,
εναντιοφωνώ)
αντιδιαστέλλω (αντιπαραθέτω)

αντικαθίσταμαι (αλλάζομαι) [αντικαταστάθηκε=αλλάχθηκε]


αντικαθιστώ (αναπληρώ, ανανεώνω, αλλάζω,
διαδέχομαι, αντικαθαιρώ, αντικατατάσσω, αντικατασταίνω)
αντικόβω (εμποδίζω, φρενάρω, σταματώ, φράζω)
αντικρίζω (βλέπω, αγναντίζω)
αντικρούω (ανασκευάζω, αναιρώ)
αντιλαμβάνομαι (αισθάνομαι, γνωρίζω, γινώσκω,
κατανοώ, καταλαβαίνω, αγρικώ, αφομοιώνω, συνειδητοποιώ)
αντιλογώ (διαφωνώ, διχογνωμώ, αντιφρονώ, εναντιογνωμώ, γνωσιμαχώ)
αντιπαθώ (απεχθάνομαι, μισώ, αποστρέφομαι, αποστυγώ)
αντιπαλεύω (αντιμάχομαι, αντιπολεμώ, αντιδιατίθεμαι)
αντιπαρέρχομαι (αποσιωπώ, προσπερνώ,
παραλείπω, παραβλέπω, παρορώ, εθελοτυφλώ, παραθεωρώ)
αντιπαρέχω (ανταποδίδω, ανταποτίνω, ανταποστρέφω)
αντιπολιτεύομαι (καταπολιτεύομαι)
αντιπροσωπεύω (εκπροσωπώ)
αντισταθμίζω (ισορροπώ)
αντιστέκομαι (αμύνομαι, ανθίσταμαι, αντιπίπτω)
αντιστυλώνω (αντιστηρίζω)
αντιτάσσομαι (εναντιώνομαι, ανθίσταμαι,
αντιτίθεμαι, αντιστρατεύομαι, αντίκειμαι,
κοντραστάρω, αντιπράττω, αντιμετωπίζω, αντιπαλαίω,
αντιμάχομαι, αντιβαίνω, αντιδιατίθεμαι)
αντιτείνω (αντιλέγω, αντιγνωμώ)
αντιφεγγίζω (αντανακλώ, αντικαθρεφτίζω, αντικατοπτρίζω)
ανυπομονώ (αδημονώ)
ανυψώνω (ανασηκώνω, ανατείνω)

ανωμαλεύω (εκφυλίζομαι, παρεκτρέπομαι)


αξίζω (κοστίζω, στοιχίζω, τιμώμαι)
αξίζει (ωφελεί, συμφέρει)

αξιώνομαι (πετυχαίνω)
αξιώνω (απαιτώ)
αοριστολογώ (γενικολογώ)
απαγκιστρώνομαι (αποδεσμεύομαι)
απαγκιστρώνω (ξεγαντζώνω, ξεκοτσάρω)
άπαγε (ξεκουμπίσου, φύγε)

απαγκιάζομαι (νηνεμώ, απογωνιάζομαι) [= αποφεύγω τα

ρεύματα του αέρα]


απαγορεύω (εμποδίζω)
απάγω (αποσύρω)
απάδει (ασυμφωνεί)
απαλλάσσω (ελευθερώνω, λυτρώνω, αποδεσμεύω)
απανθρακώνω (αποτεφρώνω, ανθρακοποιώ)

απανθρωπεύομαι (μισανθρωπώ)
απαντυχαίνω (αναμένω, παντέχω)
απαντώ (αποκρίνομαι, αντιλέγω, αντικραίνω,
απολογούμαι, αντιφωνώ)
απαξιώνω (καταφρονώ, υποτιμώ)
απαρέσκω (δυσαρεστώ, ενοχλώ)
απαριθμώ (αραδιάζω)
απαρνιέμαι (αποτάσσω, απορρίπτω)
απασφαλίζω (αποδεσμεύω ή αποδεσμεύομαι)
απατώ (ξεγελώ, πλανώ, κομπώνω, διαβουκολώ,
παροδηγώ, παρασύρω, φενακίζω, ψεύδομαι,
ψευδολογώ, αλωπεκίζω)
απασχολώ (περισπώ)
απαυδώ (κουράζομαι, αποκάμνω, αποσταίνω, κομμαρεύω)
απεγκλωβίζω (αποδεσμεύω, ξεμπλοκάρω)
απειθαρχώ (απειθώ, στασιάζω)
απειλώ (εκφοβίζω, φοβερίζω)
απεκδύομαι (ξεντύνομαι)
απεκμυζώ (απορροφώ)
απελαύνω (εξορίζω, αποδιώκω)
απελευθερώνω (ξεσκλαβώνω)
απελπίζω (αποθαρρύνω, απογοητεύω)
απεμπολώ (προδίδω)
απενεργοποιώ (αδρανοποιώ)
απέρχομαι (αποχωρώ,αποσύρομαι,απομακρύνομαι,
φεύγω, ξεμακραίνω, αποτραβιέμαι)
απευθύνω (ισιώνω ή στέλλω)

απεύχομαι (αποστρέφομαι, απευφημώ)


απεχθάνομαι (μισώ, αντιπαθώ)
απέχω (αφίσταμαι, εγκρατεύομαι)
απηχεί (παρεμφαίνει, εκφράζει, αντανακλά, συμβολίζει)
απιστώ (παρακούω)
απισχναίνω (λεπταίνω)
απλοποιώ (απλουστεύω)
απλοχερίζω (προσφέρω, δίδω)
απλώνω (εκτείνω)
αποβαίνω (καταντώ, καταλήγω)
αποβάλλω (βγάζω)
αποβιβάζω (ξεφορτώνω)
αποβουβώνω (μουγκαίνω)
απογαλακτίζομαι (ξεβιζάνω)
απογαλακτίζω (αποθηλάζω, σακάζω, αποκόβω, αποβυζαίνω)

απογειώνω (εξυψώνω, αποθεώνω)


απογίνομαι (καταλήγω)

απογλιτώνω (σώζομαι)
απογυμνώνω (γδύνω, απεκδύω, αφοπλίζω)
απογοητεύω (απελπίζω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω)
αποδεκατίζω (εξαφανίζω, ολοθρεύω, αποσποδώ)
αποδέχομαι (συμφωνώ, ομοβουλώ, )
αποδημώ (ξενιτεύομαι)
αποδιοργανώνομαι (καταρρέω, ξεχαρβαλώνομαι,
διαλύομαι, σμπαραλιάζω, δυσλειτουργώ)
αποδοκιμάζω (κατακρίνω)
αποδομώ (γκρεμίζω, σαρίζω, διαλύω)
αποδρέπω (καρπολογώ, οπωρίζω)
απόειδα (αποθαρρύνθηκα)
αποζημιώνω (αποκαθιστώ)
αποζητώ (λαχταρώ, ποθώ, αποθυμώ)

αποθαλασσώνω (διαταράσσω, αναστατώνω)


αποθέτω (τοποθετώ, απιθώνω)
αποθηριώνω (εκβαρβαρίζω)
αποθησαυρίζω (αποταμιεύω, κεμεριάζω)
αποκαλύπτω (ξεσκεπάζω, φανεροποιώ)
αποκαλώ (ονομάζω)
απόκειται (εξαρτάται)
αποκηρύσσω (αρνούμαι, απορρίπτω, αποποιούμαι,
αποστέργω)
αποκλείομαι (εμποδίζομαι)
αποκλείω (μπλοκάρω)
αποκλιμακώνω (μετριάζω, απαμβλύνω)
αποκλίνει (ξεφεύγει)
αποκνίζω (γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, νυχιάζω, καταμύσσω)
αποκολλώ (αποσπώ)
αποκομίζω (κερδίζω, κεστάρω)
αποκρυσταλλώνεται (παγιώνεται,οριστικοποιείται)
αποκρούω (απορρίπτω)
αποκτηνώνω (εκβαρβαρώνω)
αποκτώ (κερδίζω, κτώμαι)
αποκωδικοποιώ (αποκρυπτογραφώ)
απολακτίζω (απωθώ,αποβάλλω,κλοτσώ,εκκρούω)
απολαμβάνω (εντρυφώ, τέρπομαι)
απολαύω (φχαριστιέμαι)

απολείπω (αφήνω)
απολογούμαι (λογοδοτώ)
απολύεται (αποδεσμεύεται)
απολυμαίνω (εξυγιαίνω)
απολυτρώνω (ελευθερώνω)
απολύω (ξαμολώ, αποφυλακίζω)
απομακρύνω (αποτραβώ)
απομανθάνω (απεθίζομαι, απεξαρτώμαι)
απομένει (υπολείπεται, εναπολείπεται)
απομνημονεύω (αποστηθίζω)
απομονώνω (ξεμοναχιάζω)
απονεκρώνω (αναισθητοποιώ)
απονέμω (δίνω)
απονοούμαι (απελπίζομαι, απογοητεύομαι)
αποξενώνω (αλλοτριώνω, εκποιώ)
αποξεραίνω (εξικμάζω)
αποπαίρνω (μαλώνω)
αποπατώ (αφοδεύω, εκκοπρίζω)
αποπέμπω (διώχνω, εκπαραθυρώνω)

αποπιστοποιείται (ακυρώνεται)
αποπλέω (πλωρίζω, σαλπάρω, ξεγιαλίζω, απαίρω,
εξορμίζομαι)

αποπλύνω (απολούω, απονίπτω)


αποπνέω (μυρίζω)
αποπροσανατολίζω (περισπώ, παροδηγώ,
παραστρατίζω, εκτρέπω, παρεξάγω)
απορραθυμώ (αποσχολάζω)
απορρέω (προέρχομαι)
απορρίπτω (αρνούμαι, αποκηρύσσω, απευδοκώ)
απορροφώ (απομυζώ)

απορφανίζομαι (αποστερούμαι)
απορώ (παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, σαστίζω,
διερωτώμαι, εξίσταμαι, ξενίζομαι)
αποσαθρώνω (διαλύω)
αποσαφηνίζω (ξεκαθαρίζω)
αποσβήνω (εξαλείφω)
αποσβολώνω (κατακεραυνώνω)
αποσείω (αποτινάσσω, αποβάλλω)
αποσιωπώ (αποσιγώ)
αποσκιρτώ (αποσχίζομαι, αποστατώ, αποχωρίζομαι)
αποσκοπώ (αποβλέπω)
αποσπώ (αφαιρώ, κλέβω, αφαρπάζω)
αποσοβώ (εμποδίζω, αποτρέπω)
αποστασιοποιούμαι (αποτραβιέμαι, απέχω)
αποστέλλω (εκπέμπω)

αποστερώ (αφαιρώ, αμέρδω)

αποστηθίζω (απομνημονεύω, αποτυπώνω)

αποστομώνω (καταστομίζω)

αποστραγγίζω (αποξεραίνω, αποσταλάζω)

αποστρέφω (στρίβω)

αποσυνδέω (διαχωρίζω)

αποσυνθέτω (διαλύω)

αποσυντονίζω (απορρυθμίζω)

αποσύρω (αποτραβώ, υπεκφέρω)

αποσυσκευάζω (ξεπακετάρω, ξεμπαλάρω)

αποσχίζω (αποχωρίζω)

αποτείνομαι (απευθύνομαι, στρέφομαι)

αποτελειώνω (ολοκληρώνω, ξετελεύω)

αποτελματώνομαι (αδρανοποιούμαι)

αποτελώ (συγκροτώ)
αποτραχηλίζω (αγχονίζω, στραγγαλίζω)

αποτρέπω (αποκρούω,απομακρύνω,απορραπίζω)

απουσιάζω (λείπω, απέχω)

αποφαίνομαι (προτείνω, γνωματεύω, δογματίζω)

αποφεύγω (γλιτώνω)

αποφλοιώνω (ξεφλουδίζω)

αποφορτίζεται (ξεφορτώνεται)

αποχρωματίζω (ξεβάφω, αποβάφω)

αποχωρίζω (αποσπώ, αποκόπτω, ξεχωρίζω, απομερίζω,

αποσυμβάλλω, αποδιορίζω)

αραδίζω (φροντίζω, προσέχω)

αρατίζω (αποδιώκω)

αραχνιάζω (παραμελούμαι, εγκαταλείπομαι, αφήνομαι)

αργάζει (σιτεύει)

αργεύω (βραδύνω, αργοπορώ)

αργοπορώ (καθυστερώ, αργώ, υστερεύω)


αρδεύω (ποτίζω, υγραίνω, δεύω)

αρέσκομαι (ευχαριστιέμαι)

αρέσω (ευαρεστώ, ευχαριστώ, τέρπω, ευφραίνω, ικανοποιώ)

αριθμώ (μετρώ, λογαριάζω)

αριστεύω (πρωτεύω)

αρκεί (φτάνει)

αρκούμαι (ευχαριστιέμαι)

αρματώνω (εξοπλίζω, εξαρτίζω)

αρμέγω (απομυζώ)

αρμενίζω (ιστιοδρομώ)

αρμόζω (ταιριάζω, συνάπτω, αρμολογώ)

αρμολογώ (συναρμόζω)

αρνούμαι (απορρίπτω, αποκηρύσσω, αποφάσκω,

ανανεύω, αποτάσσομαι, αντιλογώ)

αρπάζω (κλέβω, ληστεύω)

αρρωσταίνω (ασθενώ)

αρταίνομαι (μαντζιρίζω, απονηστίζομαι)

αρύομαι (αντλώ, βγάζω, εξάγω, ανασύρω)

αρχηγεύω (ηγούμαι, κεφαλαρχώ)

αρχίζω (ξεκινώ)
άρχω (κυβερνώ, διοικώ)

ασεβώ (ασεπτώ)

ασελγώ (ακολασταίνω, ατιμάζω, αισχρουργώ,

αισχροποιώ, καταισχύνω, εκτραχηλίζομαι, λαγνεύω)

ασημαντολογώ (μικρολογώ, ψιλοκουβεντιάζω)

ασημώνω (επαργυρώνω)

ασθενώ (νοσώ, πάσχω)

ασκητεύω (μονάζω)

ασκώ (γυμνάζω, εκπαιδεύω)

ασπάζομαι (φιλώ, αγκαλιάζω, χαιρετίζω)

ασπρίζω (λευκαίνω)

ασπροβολάει (λαμποκοπάει, γυαλοκοπάει)

αστατώ (περιφέρομαι, τριγυρίζω, κλωθογυρίζω, γυρνοβολώ)

αστειεύομαι (παίζω, χωρατεύω, καλαμπουρίζω,

μπαλαφαρίζω, λογοπαικτώ, αστειολογώ, χαριεντολογώ)

αστεϊζομαι (χαριτολογώ, ευφυολογώ, χαριεντίζομαι)

αστοχώ (αμαρτάνω, σφάλλω, λαθεύω)

αστράπτω (λαμποκοπώ)

ασφαλίζω (σιγουρεύω)

ασχημίζω (αμορφύνω)

ασχημονώ (αυθαδιάζω, θρασύνομαι)


ασχολούμαι (δραστηριοποιούμαι, καταγίνομαι,

ενεργοποιούμαι, επιμελούμαι, επιτηδεύομαι,

τυρβάζω, εργάζομαι, ενδιατρίβω)

ασωτεύω (κατασπαταλώ, ακολασταίνω, τρυφαίνω,

αποχαλινώνομαι, παραστρατώ, ξετσιπώνομαι,

κακοστρατίζω, ξεστρατίζω, κατατρυφώ, στρηνιώ)

ατακτώ (απειθαρχώ, παρεκτρέπομαι, ακοσμώ)

ατενίζω (κοιτάζω)

ατιμάζω (περιφρονώ, αψηφώ, καταρρακώνω,

ντροπιάζω,απαξιώνω,καταισχύνω,κατακουρελιάζω)

ατιμώνω (προσβάλλω, ευτελίζω)

ατονώ (εξασθενώ)

ατρεμίζω (ηρεμώ, γαληνεύω)

ατροφώ (ισχναίνω)

ατυχώ (αποτυχαίνω)

αυγάζω (φέγγω, φωτίζω, σελαγώ, φωταγωγώ, αστράφτω,

φωτοποιώ)
αυθαδιάζω (αποθρασύνομαι, τσιλημπουρδίζω,

αναισχυντώ, ασχημονώ, εκχυδαϊζομαι, προστυχεύω, παραθαρρεύω)

αυλακώνω (διαξύω, ραβδώνω, αυλακοτομώ)

αυνανίζομαι (ψωλοκοπανώ)

αυξάνεται (απλώνεται)

αυξάνω (μεγαλώνω, μεγεθύνω, αβγαταίνω, πληθαίνω,

πολλαπλασιάζω, αβγατίζω, μπολικαίνω, μεγεθοποιώ, πληθοποιώ)

αυξομειώνομαι (ανεβοκατεβαίνω, διακυμαίνομαι)

αυταρχώ (αυτοκρατορεύω)

αυτοκτονώ (αυτοχειριάζομαι,αυτοκαταστρέφομαι)

αυτολανσάρεται (αυτοπροβάλλεται, αυτοδιαφημίζεται)

αυτοπροσδιορίζομαι (αυτοκαλούμαι)

αφανίζω (εξοντώνω, εξαλείπω)

αφαιρώ (αποσπώ, κλέβω)

αφαλοκόβω (ομφαλοτομώ)

αφηγούμαι (λέγω, ομιλώ, ιστορώ, φιλογάω, διαμυθολογώ)

αφηνιάζω (αγριεύω, εξαγρίζομαι)

αφήνω (εγκαταλείπω)
αφιερώνω (χαρίζω, αναθέτω)

αφικνούμαι (φθάνω, έρχομαι)

αφιονίζω (φανατίζω)

αφογκράζομαι (ακούω, ακροώμαι)

αφοπλίζω (ξαρματώνω)

αφοσιώνομαι (αφιερώνομαι, απορροφώμαι)

αφορά (αναφέρεται, σχετίζεται)

αφορίζω (αναθεματίζω, αποκηρύσσω, αποτάσσω) [=αποκόπτω κάποιον από το


εκκλησίασμα]

αφορμίζω (ερεθίζω)

αφορμώμαι (ξεκινάω)

αφοσιώνω (προσφέρω, αφιερώνω)

αφρίζω (οργίζομαι, λυσσομανώ, αποσκυδμαίνω)

αφυγραίνω (αφυδατώνω, αποξηραίνω, ξηροποιώ)

αφυπνίζω (ξυπνώ)

αχθοφορώ (φορτηγώ, φορταγωγώ)

αχλύω (σκοτεινιάζω) [αχλύς=σκοτεινιά, θολούρα]


αχνίζω (ατμίζω)

αχνοφαίνεται (ξελιαγκρίζει, γλυκοφαγγρίζει)

αχρηστεύω (εκμηδενίζω)

αψηφώ (περιφρονώ, ατίζω)

αψιμαχώ (ακροβολίζομαι)

αψιώνω (φλέγομαι)

βαβάζω (αλαλάζω, εκβοώ)

βαδίζω (περπατώ, πορεύομαι, στείχω)

βαζουκοπάει (βαβουρίζει, θορυβεί)

βάζω (τοποθετώ, εγκαθιστώ)

βαθαίνω (βαθουλώνω)

βαθιοκοιμούμαι (βαριοκοιμούμαι)

βαίνω (περπατώ, πορεύομαι, βηματίζω, πηγαίνω)

βακτηρεύω (βακτρίζω)
βαλαντώνω (γανιάζω)

βάλθηκε (προσπάθησε)

βαλλίζω (σκαίρω, αναπηδώ)

βάλλω (ρίχνω)

βαλσαμώνω (ταριχεύω)

βαλτώνω (βουλιάζω)

βαραίνω (νωθρεύω)

βαρβατιάζω (εφάλλομαι, λαβρούμαι, δυνατεύω)

βαριεστώ (μπουχτίζω, πλήττω, μπεζερίζω, βαριέμαι, ανιώ)

βαρύνω (επιδεινώνω, επιβαρύνω)

βαρυωπώ (κουτσοβλέπω)

βαρώ (χτυπώ, τύπτω, παίω)

βασανίζω (ταλαιπωρώ, καταπιέζω, χειμαίνω)

βασίζομαι (εμπιστεύομαι, παρακατατίθεμαι)

βασίζω (στηρίζω, θεμελιώνω, στερεώνω)

βασιλεύω (ανάσσω, κυριαρχώ)

βασκαίνω (ματιάζω, φταρμίζω, φασκαίνω)

βαστώ (βαστάζω, φέρω, κρατώ)


βατσινώνω (εμβολιάζω)

βαυκαλίζομαι (νανουρίζομαι, αποκοιμίζομαι ή αυταπατώμαι)

βαυκαλίζω (αποκοιμίζω, νανουρίζω, ναναρίζω, βαυβώ, βαυβαλίζω)

βαυκίζω (τρυφερεύομαι) [= κάνω νάζια]

βάφω (χρωματίζω, μπογιατίζω, θωριάζω)

βγάζω (αφαιρώ)

βγαίνω (εξέρχομαι)

βδελύσσομαι (αποστρέφομαι, μισώ, αηδιάζω, απεχθαίρω,

σιχαίνομαι, αποτροπιάζομαι, στυγώ, ασκαίνομαι)

βεβαιώνω (πιστοποιώ, επικυρώνω, καταφάσκω,

συνομολογώ, συγκατανεύω)

βεβηλώνω (μολύνω, σπιλώνω)

βελάζω (σκούζω, βληχώμαι, μηκάζω)

βελτιώνω (καλυτερεύω)

βερμπαλίζω (παρλάρω)

βερνικώνω (στιλβώνω)

βηματίζω (περπατώ)

βήχω (χελύττω, βήσσω, γκουχώ) [γκουχ = ήχος του βήχοντος]

βιάζομαι (σπεύδω, τρέχω)


βιάζω (εξαναγκάζω, αγκανάρω)

βιαιοπραγώ (κακοποιώ, κακουργώ)

βιβρώσκω (τρώω, έδω) [έδεσμα=φαγί]

βιγλίζω (προκοιτώ, νυκτοφυλακώ)

βιδώνω (κοχλιώνω)

βιοτεύω (ζω)

βιώνω (γεύομαι)

βλακεύω (ανοηταίνω, αβδηριτίζω, κουτοφέρνω,

αλαφροφέρνω, ηλιθιάζω, αλαφροζυγιάζω, μωροφέρνω,

ληροφρονώ, αγαθεύω, μπουνταλοφέρνω, μωροποιώ,

χαζοφέρνω, αγαθοφέρνω, βλακοφέρνω, μωρεύω,

φυρομυαλίζω, μωραίνω, ηλαίνω, μωρονοώ,

αφραίνω, χαλιφρονώ, ζεβζεκοφέρνω, μπανταλιάζω)

βλάπτω (ζημιώνω, φθείρω, κακουχώ)

βλαστημώ (αναθεματίζω, καταριέμαι, ψολογώ)

βλέπω (κοιτάζω, παρατηρώ, θωρώ)

βλεφαρίζω (σκαρδαμυκτώ) [ασκαρδαμυκτί=ατενώς ή ακαριαία]

βογκώ (αναστενάζω, στένω)

βοδώνω (προφταίνω)
βοηθώ (υποστηρίζω, επικουρώ, αγιουτάρω,

παραστέκομαι, υπερασπίζω, περιθάλπω,

συμπαρίσταμαι, συνεργώ, αϊδαρίζω,

συμπαραστέκομαι, ενισχύω, συντρέχω)

βολεί (βολεύει, ευκολύνει, ευχεραίνει)

βολεύω (τακτοποιώ)

βολιδοσκοπώ (διερευνώ)

βολοδέρνω (υποφέρω, κακοπαθίζω, παραδέρνω)

βολτάρω (γκιζερίζω)

βορβορύζω (γουργουρίζω, βουρβουρακιάζω)

βορβορώ (λασπώνω)

βόσκω (τρώω, εσθίω)

βοτανίζω (ξεχορταριάζω)

βουβαίνομαι (σιωπώ)

βουκινίζω (σαλπίζω, βουκανώ)

βουλάει (χωράει)

βουλεύομαι (σκέφτομαι)

βουλιάζω (βυθίζομαι, υφιζάνω, βυθοδρομώ)

βούλομαι (θέλω, επιθυμώ, προτιμώ, θεληματαίνω)

βουλώνω (φράσσω,στουπώνω,κλείνω,σφραγίζω)
βουρβουλακιάζω (βρικολακιάζω) [βουρβούλακας=βρικόλακας]

βουρκώνω (δακρύζω, κλαίω, δακρυρροώ, δακρυχέω, δακρυοβολώ)

βουρλίζομαι (ταράσσομαι, συγχύζομαι)

βουτώ (αρπάζω, ζαμπλακιάζω)

βοώ (φωνάζω, κράζω)

βραβεύω (τιμώ, αμείβω, γεραίρω, δοξάζω, αγάζομαι, αγλαϊζω)

βραδιάζει (νυχτώνει)

βραδιάζομαι (νυκτώνομαι)

βραδύνω (αργοπορώ, βραδυπορώ, χρονίζω,

χρονοτριβώ, αργώ, καθυστερώ, παρελκύω, δηθύνω)

βραδυπλοώ (αργοπλέω)

βραδυπορώ (αργοπορώ)

βράζω (κοχλάζω, ζέω, χοχλακιάζω)

βρέχω (υγραίνω, μουσκεύω, καταιονώ, σουλαντίζω, πουρτσαλώ)

βρίζω (προπηλακίζω, κατακρίνω)

βρίθω (γέμω)

βρίσκω (ανακαλύπτω)

βρομίζω (ρυπαίνω, λερώνω, μουρδώνω)

βρομοκοπώ (ζέχνω, εξωδώ, μεφιτίζω)

βρομώ (όζω, ζέχνω, δυσοσμώ, κακοσμώ)


βροντολαλώ (βροντοφωνώ)

βροντοχτυπώ (παταγώ)

βροντώ (αντηχώ, βαρυηχώ)

βροτοκτονώ (ανθρωποκτονώ)

βρυάζω (ξεχειλίζω, φλύζω)

βρυχώμαι (ουρλιάζω, μουγκρίζω, μουκανίζω)

βυζαίνω (γαλουχώ, θηλάζω, απομυζώ, φλουμίζω,

απομαστεύω, μυζώ)

βυθίζω (βουλιάζω)

βυρσοδεψώ (σκυτοδεψώ, δέφω, βυρσεύω)

βυσσοδομώ (σκευωρώ)

βωλοκοπώ (ψιλοχωματίζω, σβολοκόβω, βωλοτομώ)

βωμολοχώ (χοντρολογώ, χυδαιολογώ, βαναυσολογώ, μιαρολογώ,

ασχημολογώ, αισχρολογώ, αθυροστομώ, αχρειολογώ, καταισχρεύομαι,

γλωσσεύω, αισχρορρημονώ, κοπρολογώ, σκατολογώ,

βρομολογώ, αθυρογλωσσώ, αισχρομυθώ, αισχροεπώ)

βωχάει (όζει, βρωμάει, βρομάει, ζένει)

γαβγίζω (υλακτώ)
γαϊδουρεύω (γαϊδουροφέρνω, γαϊδουροδείχνω, γομαροφέρνω)

γαϊδουροδένω (γομαροδένω)
γαλαζιάζω (μπλαβίζω)
γαλατώνω (ασβεστώνω)
γαλουχώ (θηλάζω, γαλακτοτροφώ)
γαληνεύω (ησυχάζω, ηρεμώ, ειρηνεύω, ξεθυμαίνω)

γαμπρίζω (κορτάρω)
γανιάζω (κουράζομαι, εγκάμνω)
γαντζώνω (αγκιστρώνω, αγκυρίζω)
γανώνω (επικασσιτερώνω)
γαργαλάω (υποκνίζω, προσκνήθω)
γαργαρίζει (κελαρύζει)
γαριάζω (λερώνω)
γαρνιρίζω (στολίζω)
γατσιάζω (υποπτήσσω)
γαυριάζω (μαίνομαι, φρενιτίζω)
γδέρνω (αποδερματίζω, εκδέρω, ξεπεδουλίζω, ξεπετσιάζω)
γδύνω (ξεγυμνώνω, αποδύω)

γέγονε (συνέβη)
γειάνω (θεραπεύομαι)
γειτονεύω (συνορεύω, πρόσκειμαι, αγχιστεύω,
γειτνιάζω, ομορώ, παράκειμαι, συνομορώ)

γελιέμαι (πλανώμαι)
γελοιοποιώ (διακωμωδώ, θεατρίζω)
γελώ (χαμογελώ ή κοροϊδεύω)
γεμίζω (πληρώ, φουλάρω, φισκάρω, τιγκάρω, αναμεστώ)
γέμω (πληρούμαι, πλήθω)
γενικεύω (καθολικεύω)
γεννοβολώ (συχνογεννώ)
γεννώ (τίκτω, τεκνοποιώ, τεκνογονώ, παιδοποιώ)
γέρνω (ρέπω, κλίνω, βαγίζω, μπατάρω, λυγίζω)
γερνώ (γηράσκω, γεράζω)
γεροδένω (καλοδένω)
γεροθρέφω (γηροκομώ, γηροτροφώ, γεραματίζω, γεροντοκομώ)
γεύομαι (τρώω)
γεφυρώνω (συνδέω)

γεωπονώ (γεωργώ)
γητεύω (μαγεύω)
γιατρεύω (θεραπεύω, υγιοποιώ)
γίνομαι (καθίσταμαι, συντελούμαι)
γιορτάζω (πανηγυρίζω)

γιουτίζω ή γιουντίζω (συνδυάζομαι, συσχετίζομαι)


γιουχαϊζω (ξεφωνίζω, αποδοκιμάζω)
γκαζώνω (μαρσάρω)
γκαρίζω (ογκανίζω, γκανίζω)
γκαστρώνω (παρακουράζω ή υποκύω)

γκερανάω (αναστρέφω)
γκουβρίζω (δυσανασχετώ)
γκρεμνοβολώ (κατακρημνίζω)
γκρεμοτσακίζομαι (σπεύδω)
γκρινιάζω (μεμψιμοιρώ, μιζεριάζω)
γλακώ (τρέχω, βουρώ)
γλαρώνω (νυστάζω)
γλείφω (κολακεύω)
γλεντώ (διασκεδάζω, ξεφαντώνω, ξεσκάζω, ξεδίνω,
γλεντοκοπώ, γλεντοβολώ, χαροκοπώ, ρεμπετεύω)
γληγορεύομαι (βιάζομαι)

γλιδιάζομαι (λερώνομαι)
γλιστρώ (ολισθαίνω)

γλιτσιάζω (λιγδιάζω)
γλιτώνω (λυτρώνω, σώζω)
γλίχομαι (ορέγομαι, ποθώ, λιξεύω)

γλυκοκοιμούμαι (καλοκοιμούμαι)
γλυκομιλώ (καλομιλώ, ηδυλογώ, γλυκολαλώ,
γλυκοκουβεντιάζω, χαριτογλωσσώ, γλυκολογώ,
ευμορφολογώ, γλυκυφωνώ)
γλυκυθυμώ (αρέσκω, ευαρεστώ)
γλύφω (χαράσσω, σκαλίζω, καλεμίζω)
γλωσσοκοπώ (πολυλογώ, φλυαρολογώ)
γλωσσοκρατώ (εχεμυθώ)
γλωσσοτρώω (γρουσουζεύω)
γνέθω (κλώθω, νήθω)
γνωμοδοτώ (γνωματεύω, γνωμονεύω)
γνωρίζω (αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, επίσταμαι,
κατέχω, ξέρω)
γνωστικεύω (λογικεύομαι, σωφρονίζομαι)
γνωστοποιώ (δηλώνω, φανερώνω)
γογγύζω (παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ, αζουδεύομαι)
γογγυλεύω (στρογγυλώνω)
γοητεύω (σαγηνεύω,θέλγω,συναρπάζω,συνεπαίρνω)
γονατίζω (γονυπετώ, γονυκλινώ, γονυκλιτώ)
γονιμοποιώ (σπερμαίνω, γεννώ)
γουρμάζω (ωριμάζω)
γουρουνοφέρνω (γουρουνίζω, υηνώ)
γουστάρω (επιθυμώ, κεφάρω)
γουφιάζω (βαθουλώνω, γουβιάζω, κοιλαίνω)
γραντίζομαι (δαιμονίζομαι) [δαίμων=κακό πνεύμα]
γραπώνομαι (γαντζώνομαι, γραπατσώνομαι)
γρασάρω (λιπαίνω)
γράφω (χαράσσω, ζωγραφίζω)
γρηγορώ (αγρυπνώ, προσέχω)
γριβίζω (γκριζάρω, ψαραίνω, πολιάζω)
γροθίζω (γρονθοκοπώ, μπουνιάζω)
γρυλίζω (γρούζω, σκούζω)
γρυλώνω (γουρλώνω)
γρυπώνω (καμπουριάζω, κάμπτομαι, κύφω, γομπιάζω, σκύβω)
γυαλίζω (στιλβώνω)
γυμνάζω (ασκώ, εκπαιδεύω)

γυναικίζω (εκθηλύνομαι, εκθρύπτομαι, γυναικοφέρνω, βαταλίζομαι,

θηλυκεύομαι)
γυρεύω (αιτώ, ζητώ)
γυρίζω (επιστρέφω, επανακάμπτω)

γυρνάω (περιπατώ)
Δ
δαγκώνω (δάκνω, τσιμπώ, μασίζω, οδακτίζω)
δαιδάλλω (καλλιτεχνώ)
δαιμονίζω (παροργίζω)

δαιμονοποιώ (παραφουσκώνω, παραλέγω) [=προσδίδω μη ρεαλιστικές ή

μη πιστευτές ή υπερβολικές διαστάσεις]


δακρύζω (βουρκώνω, κλαίω)
δαμάζω (τιθασεύω, ημερώνω, υποτάσσω, χαλιναγωγώ)
δανειοδοτώ (πιστοδοτώ)
δαπανώ (ξοδεύω, σπαταλώ, εξαντλώ, αφειδώ)
δασεύω (πυκνώνω)
δασκαλεύω (συμβουλεύω, καλαναρχώ)
δαψιλεύεται (γέμει, πλήθει)
δαψιλεύω (εξευπορώ)

δειγματίζω (εκφαίνω)
δεικνύω (προφαίνω, παρουσιάζω)
δειλιάζω (φοβούμαι, διστάζω, αποθαρρύνομαι,
κιοτεύω, αποδειλιώ, μικροψυχώ)
δεινοπαθώ (υποφέρω, πάσχω, βαρυαλγώ, πικροκακοπαθώ)
δειπνώ (γευματίζω, τρώγω, γιοματίζω, ξενηστικώνομαι)
δείχνω (εξηγώ, παρουσιάζω)
δεκάζω (δωροδοκώ)
δένω (δεσμεύω, πεδώ)
δελεάζω (ξεγελώ, εξαπατώ, ρουμπώνω, φηλητεύω)
δεματιάζω (αμαλλεύω, χεροβολιάζω, δεματοποιώ)
δεξιώνομαι (προϋπαντώ, καλωσορίζω, προσδέχομαι)
δέομαι (ικετεύω, εκλιπαρώ, γουνάζομαι, λιτάζομαι, ικεσιάζω)
δέρνω (μαστιγώνω, χτυπώ, ραβδίζω, βακλίζω,
βουρδουλίζω, ραπίζω, φραγγελλώνω, βιτσίζω,
γροθοκοπώ, καταχερίζω, χειροδικώ, βεργίζω,
μπατσίζω, χαστουκίζω, παραγουλιάζω, χειροτονώ,
τουλουμιάζω, τουμπανιάζω, σκαμπιλίζω, λωρίζω,
καρπαζώνω, μακελεύω, ξυλίζω, ξυλοκοπανίζω,
κολαφίζω, στουμπίζω, ξυλοκοπώ, βαράω, πυκταλίζω,
βιαιοπραγώ, σφαλιαρίζω, παταρίζω, σαπλακιάζω,
θωμίζω, λουρίζω, τσιαταλίζω, σβουγκανίζω,
στειλιαρώνω, μαπίζω, δαίρω, καμτσικίζω,
ξυλοφορτώνω, χειροτονώ, πετσώνω, ξυλοδέρνω,
ματσουκώνω, μερεμετίζω, μαγκουρώνω, μακλαβοκοπώ,
κατραπακιάζω, κατακεφαλιάζω, σβουρίζω, ζαγλίζω,
σφονδυλίζω, πλατσιανίζω, ματσουκοκοπώ, λουροδέρνω,
κονδυλίζω, γροθοκοπανώ, σβερκώνω, καταχεριάζω)
δεσμεύομαι (παντρεύομαι, νυμφεύομαι)
δεσμεύω (δένω)
δεσπόζω (κυριαρχώ, εξουσιάζω, διαφεντεύω, άρχω)
δευτερώνω (ξανακάνω, επαναλαμβάνω, δευτερίζω)
δέχομαι (λαμβάνω, παίρνω, στέργω, συμφωνώ, συνυπογράφω,
συναινώ, επιδοκιμάζω, συγκατατίθεμαι, συνευδοκώ,
συγκατανεύω, εισακούω, ανομολογώ, ευδοκώ, στρέχω)
δηλώνω (φανερώνω, γνωστοποιώ, εκφαίνω)
δημηγορώ (ρητορεύω, δημολογώ)
δημιουργώ (πράττω, ποιώ, φτιάχνω)
δημοκοπώ (δημαγωγώ)
δημοπρατώ (πλειστηριάζω)
δημοσιεύω (γνωστοποιώ, δηλοποιώ)
δημοσιοποιώ (κρατικοποιώ, εθνικοποιώ)
διαβάζω (μελετώ, εξετάζω)
διαβαίνω (περνώ, διασκελίζω, διέρχομαι, διανύω,
διατρέχω, διαπορεύομαι, διοδεύω, διαστείχω)
διαβάλλω (συκοφαντώ, δυσφημώ, ρουφιανεύω, ψευδοκατηγορώ,
γλωσσοβολώ, αδικοβγάζω, γλωσσοδέρνω, κακοφημίζω)
διαβεβαιώνω (εγγυώμαι, αναδέχομαι)
διαβολοστέλνω (αποσκορακίζω)
διαβουλεύομαι (συσκέπτομαι)
διαβλέπω (διαγιγνώσκω)

διαγίγνεται (παρέρχεται, περνάει)


διαγουμίζω (λεηλατώ, προνομεύω)
διαγράφω (σβήνω, εξαλείφω)
διάγω (διαβιώ)
διαγωνίζομαι (αμιλλώμαι)
διαδέχεται (επακολουθεί, κληρονομεί)
διαδραματίζεται (εκτυλίσσεται)
διαδραματίζω (επιτελώ, εκπληρώνω)

διαδωρούμαι (ρογεύω) [ρόγα=δώρο]


διαθέτω (παραχωρώ)
διαιρώ (σχίζω, τέμνω)
διαισθάνομαι (κατανοώ, διαβλέπω)
διαιτητεύω (διαμεσολαβώ)
διαιτώμαι (διατρέφομαι)
διακατέχω (κρατώ)
διακινώ (μεταφέρω)
διακανονίζω (ρυθμίζω)
διακηρύσσω (γνωστοποιώ, διαγορεύω)
διακιγκλίζω (καγκελώνω, κιγκλιδώνω)

διακλαδίζεται (χωρίζεται, διαιρείται)

διακλαδώνομαι (πλεκτανούμαι)
διακομίζω (μεταφέρω, διαβιβάζω)
διακονώ (υπηρετώ)
διακόπτω (σταματώ)
διακοσμώ (στολίζω, διαρρυθμίζω, διαποικίλλω)
διακρίνομαι (υπερτερώ, υπερέχω)
διακρίνομαι (φαίνομαι)
διακρίνω (ξεχωρίζω, ξεδιακρίνω)
διακυβερνώ (διοικώ)
διακυβεύω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ,
ρισκάρω, αποκοτώ, παρακινδυνεύω)
διακωμωδώ (γελοιοποιώ)
διαλαλώ (διαφημίζω, διαδίδω, ντελαλίζω,
διασαλπίζω, διατυμπανίζω, διασπείρω, βουκινίζω,
διαθρυλώ, κοινολογώ, κοινοποιώ, διακωδωνίζω,
φημολογώ, σπερμολογώ, διαγνωρίζω)
διαλαμβάνω (αναφέρω, μνημονεύω)
διαλάμπω (ακτινοβολώ, φαυσιβολώ)

διαλανθάνω (κρύπτομαι)
διαλέγω (ξεχωρίζω, προτιμώ, σταχυολογώ,
ανθολογώ, απανθίζω, ερανίζομαι, εκλέγω)
διαλείπω (διακόπτω) [διάλειμμα=διακοπή]
διαλύω (αποσυνθέτω)

διαμείβομαι (ανταλλάσσω) [τα διαμειφθέντα=τα λόγια που αντάλλαξαν]


διαμελίζω (τεμαχίζω)
διαμένω (κατοικώ)
διαμεσολαβώ (μεσιτεύω)
διαμηνύω (ανακοινώνω, αγγέλλω)
διαμοιράζω (διανέμω)
διαμορφώνω (διασχηματίζω, διαπλάσσω)
διανέμω (κατανέμω)

διανεύομαι (νογώ)
διανθίζω (ανθοστολίζω, διακοσμώ)

διανίσταμαι (απομακρύνομαι)
διανοούμαι (στοχάζομαι, επιφρονώ)
διανυκτερεύω (ξαγρυπνώ, ξενυχτώ, διαγρηγορώ)
διανύω (διατρέχω)

διαξιφίζομαι (λογομαχώ ή ξιφομαχώ)


διαπαιδαγωγώ (μορφώνω, ανατρέφω, χρησιμολογώ)
διαπερνώ (διατρυπώ, διαπερώ, τερώ)
διαπιστώνω (διακριβώνω)
διαπλάθω (διαμορφώνω)
διαπλατύνω (διευρύνω)
διαπλέκεται (συνδέεται, συναλλάσσεται)
διαπλέκω (συναρτώ)
διαπληκτίζομαι (τσακώνομαι)
διαπνέομαι (εμφορούμαι)

διαποιμαίνω (κουμαντάρω)
διαπομπεύω (γελοιοποιώ, εξευτελίζω, διασύρω,
ξεγιβεντίζω, ρεζιλεύω, εκθεατρίζω)

διαπονώ (καλλιεργώ)
διαποτίζω (διαβρέχω)
διαπραγματεύομαι (παζαρεύω)
διαπράττω (εκτελώ)
διαπρέπω (διακρίνομαι, υπερτερώ, διαλάμπω,
αριστεύω, εξέχω, εμπρέπω)
διαρθρώνω (συναρμόττω)
διαρκώ (χρονίζω)
διαρρέω (εκρέω, εκχύνομαι)
διαρρηγνύω (σπάζω, κόπτω)
διαρρυθμίζω (τακτοποιώ)
διασαλεύω (διαταράσσω)
διασαλπίζω (διαδίδω, διατυμπανίζω)
διασαφηνίζω (εξηγώ, ερμηνεύω, ξεδιαλύνω,
ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω, διευκρινίζω, αναλύω,
ξεμπερδεύω, αναπτύσσω, διερμηνεύω)
διασκεδάζω (γλεντώ, ξεφαντώνω)
διασκελίζω (δρασκελίζω)
διασκευάζω (τροποποιώ)
διασκορπίζω (διασπαθίζω)
διασπείρω (διαδίδω)
διασπώ (διαχωρίζω)
διαστέλλω (ξεχωρίζω)
διαστρέφω (διαστρεβλώνω)
διασύρω (εξευτελίζω, ατιμολογώ)
διασφαλίζω (σιγουρεύω)
διασχίζω (διανύω)
διασώζω (διατηρώ, διαφυλάσσω)
διαταράσσω (διασαλεύω)
διατάσσω (εντέλλομαι, παραγγέλλω)
διατείνομαι (ισχυρίζομαι)
διατελώ (ενδιατίθεμαι)

διατοιχεί (κλυδωνίζεται, παρακυλάει, μποτζάρει)


διατρανώνω (βροντοφωνάζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ)
διατρέφω (τροφοδοτώ, εμβρωματίζω)
διατρέχω (διανύω)
διατρίβω (διαμένω)
διατρυπώ (διατορώ, διαπερνώ, διαπείρω)
διατυπώνω (εκθέτω, εκφράζω, εκφέρω)
διαυγάζω (φέγγω, λάμπω)
διαφαίνεται (εμφανίζεται, προβάλλει)
διαφεντεύω (εξουσιάζω, αυθεντώ)
διαφέρω (ξεχωρίζω)
διαφθείρω (εκφαυλίζω, εξαχρειώνω, εκλύω, εκφυλίζω)
διαφοροποιούμαι (διαφέρω, ανομοιούμαι)
διαφοροποιώ (μεταβάλλω, ποικίλλω, ανομοιώ)
διαφορώ (σκεδάζω)
διαφυλάσσω (διατηρώ, περισώζω, αποσώζω)
διαφωνώ (αμφισβητώ, αρνούμαι)
διαφωτίζω (διδάσκω, εκπαιδεύω, προσανατολίζω,
κατατοπίζω, κατευθύνω, καθοδηγώ)
διαχειμάζω (ξεχειμωνιάζω)
διαχειρίζομαι (ρυθμίζω, κουμαντάρω, διοικώ,
περιοικονομώ)
διαχέομαι (διασκορπίζομαι)
διαχέω (διασκορπίζω, εγκατασπείρω)
διαψεύδω (κατελέγχω)
διδάσκομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι, απομαθαίνω)
διδάσκω (εκπαιδεύω, διαφωτίζω)
διεγείρω (ερεθίζω, εξάπτω)
διεισδύω (εισχωρώ)
διεκδικώ (διαφιλονικώ, διαμφισβητώ)
διεκπεραιώνω (ολοκληρώνω, ξεπετώ)
διενεργώ (διεξάγω)
διέπεται (ρυθμίζεται)
διερευνώ (εξονυχίζω, ανιχνεύω)
διερωτώμαι (απορώ)
διευθετώ (τακτοποιώ, ευτρεπίζω, ταξινομώ,
ταξιθετώ, κλασάρω, συγυρίζω, βολεύω, ευθετίζω,
ανασυντάσσω, διασκευάζω, συμμαζεύω,
συστηματοποιώ, ετοιμάζω, ανασκυρίζω,
ορδινιάζω, διαστοιχίζω)
διευθύνω (διοικώ)
διευκολύνω (εξυπηρετώ)
διευκρινίζω (διασαφηνίζω, επεξηγώ)
διευρύνω (διαπλατύνω)
διέχω (εμποδίζω, αναχαιτίζω, κατίσχω, ανακωχεύω)
διηγούμαι (εξιστορώ, ανιστορώ)
διηθώ (σουρώνω)
διίσταμαι (διαφωνώ, ετερογνωμώ, ετεροφρονώ)
δικάζω (θεμιστεύω, θεμίζω)
δικαιολογώ (δικαιώνω, ευλογοποιώ)
δικαιοπραγώ (θεσμολογώ)
δίνω (παρέχω, προσφέρω, χορηγώ)
διογκώνω (φουσκώνω, ογκοποιώ)
διολισθαίνω (ξεγλιστρώ, διαφεύγω, λανθάνω)
διομολογώ (συγκατατίθεμαι)
διονυχίζω (εξελέγχω, εξετάζω)
διοργανώνω (προετοιμάζω, προσχεδιαζω)
διορθώνω (επισκευάζω)
διορίζομαι (τοποθετούμαι)
διοχετεύω (μετακενώνω, μεταφέρω)
διπλιάζω (πτυχώνω)
διπλώνω (κάμπτω)
διστάζω (δειλιάζω, φοβούμαι, ενδοιάζω)
διυλίζω (διηθώ, φιλτράρω, στραγγίζω)
διχάζω (διαμερίζω, διαιρώ)
διχογνωμώ (διαφωνώ)
διχοτομώ (διατέμνω)
διψώ (λαλακιάζω, κορακιάζω, τζιτζικώνομαι, ψοφοδιψώ)
διώκω (αποπέμπω, εξαποστέλλω, εξελαύνω,
εξελώ, σουτάρω, αποστυφελίζω)
δοκιμάζω (αποπειρώμαι, πειραματίζομαι, προβάρω, τεστάρω)
δολιεύομαι (εξαπατώ, ξεγελώ, πανουργεύομαι,

μαριολεύω, αλωπεκίζω)
δομώ (κτίζω, ανεγείρω, δωμώ)
δονώ (σείω, πάλλω, κουνάω)
δοξάζω (εξυμνώ, κυδαίνω, αποσεμνύνω, κλεΐζω)
δοξολογώ (εγκωμιάζω, ανευφημώ)
δουλαγωγώ (σκλαβώνω, δουλοκρατώ)
δουλεύω (εργάζομαι, κοπιάζω, μοχθώ)
δουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω)
δραπετεύω (σκαπετίζω,αποδιδράσκω,σκαπουλάρω)
δραστηριοποιώ (κινητοποιώ)
δράττομαι (φουχτώνω,αδράχνω,χεριάζω,τσακώνω)
δράχνω (αρπάζω, παίρνω)
δρέπω (αποσπώ, αποκόπτω, αποτέμνω, μαζεύω)
δριμαίνω (σκληραίνω, τραχύνω, αδροποιώ)
δριμώνω (αγριεύω, θυμώνω, γινατώνω)
δρομολογώ (προγραμματίζω)
δροσίζομαι (αναψύχομαι)
δροσίζω (αναψύχω, αερινίζω, δροσολογώ)
δρύπτω (ξεσχίζω, ξεσκελίζω, κατασπάζω)
δρω (ενεργώ, επιχειρώ, δραίνω)
δυναμιτίζω (διαταράσσω, πολώνω)
δυναστεύω (κατατυραννώ)
δυσαρεστούμαι (γογγύζω)
δυσαρεστώ (στενοχωρώ, οχλώ, βαριοκαρδίζω)
δυσκολεύω (δυσχεραίνω)

δυσκολοχωνεύω (στομαχιάζομαι)
δυσκωφώ (βαριακούω, κουφαίνω, κουφίζω, βαρυκουφώ)
δυσπιστώ (αμφιβάλλω)

δυσσεβώ (ασεπτώ)
δυστυχώ (δυσπραγώ)
δυσφημώ (διαβάλλω, συκοφαντώ, διαλαλίζω)
δυσφορώ (υποφέρω, δυσανασχετώ, στενοχωρούμαι,
βαρυγκομώ, σχετλιάζω, αναγκεύομαι)
δυσωπώ (θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρω, καταντιβολώ)
δύω (βασιλεύω)
δωρίζω (χαρίζω, προσφέρω, χαλαλίζω, κανισκίζω, δωροφορώ,

δωρούμαι)
δωροδοκώ (εξαγοράζω, δεκάζω, τραμπουκάρω, λαδώνω)
Ε
εγγίζω (άπτω)

εγγράφω (καταχωρίζω)
εγγυώμαι (σιγουρεύω, διασφαλίζω)
εγκαθιδρύω (θεμελιώνω, εγκαθιστώ)
εγκαθίσταμαι (ριζώνω)

εγκατοικώ (ενοικώ)
εγκληματώ (κακουργώ, κακοποιώ)
εγκλωβίζω (φυλακίζω, παγιδεύω, βραχυκυκλώνω)
εγκύπτω (επιμελούμαι)
εγκωμιάζω (επαινώ, εξυμνώ, εκθειάζω, αποθεώνω,
ευφημίζω, μεγαλύνω, δοξάζω, εξαίρω, εξυψώνω,
θεοποιώ, επευφημώ, υμνολογώ, τιμώ, μεγαλοποιώ,
ευλογώ, δοξολογώ, αίνώ, αποσεμνύνω, ευηγορώ,
αναμέλπω, εκγαυρούμαι, φημίζω, σεμνοποιώ,
σεμνύνω, υποκορίζομαι, λαμπρύνω, υμνηγορώ,
δοξοποιώ, αγλαοποιώ)
εγχαλινούμαι (συγκρατιέμαι)
έδει (έπρεπε)
εδραιώνω (στερεώνω, θεμελιώνω, παγιώνω, εμπεδώνω)
εδρεύω (κάθομαι, κατοικώ)
εθίζομαι (συνηθίζω, εξοικειώνομαι, εγκλιματίζομαι, γλυκαίνομαι)
εθίζω (συνοικειώνω)
εικάζω (συμπεραίνω, υποθέτω, διαπεραίνω)
εικονίζω (ζωγραφίζω)
εικοτολογώ (πιθανολογώ)
είμαι (υπάρχω)
είργω (εμποδίζω, κωλύω)
ειρωνεύομαι (περιπαίζω, σαρκάζω, σατιρίζω)
εισάγω (μπάζω, εισωθώ)
εισδύω (εισβάλλω, εισχωρώ, τρυπώνω, εισορμώ, εισέρρω,
μπουκάρω, εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, χώνομαι)
εισκομίζω (εισάγω)
εισφέρω (παρέχω)

εκβιάζω (εξαναγκάζω, διαπειλώ)


εκδηλώνομαι (εξωτερικεύομαι)
εκδηλώνω (φανερώνω, εκσημαίνω)
εκδίδω (δημοσιεύω, κυκλοφορώ)

εκδουλεύω (αμφιπολεύω, παραδιακονώ) [εκδούλευση=

προσφορά υπηρεσίας σε κάποιον]


εκκενώνω (αδειάζω, ξεγεμίζω)
εκκλησιάζομαι (μυσταγωγούμαι)

εκκλίνω (παρεκτρέπομαι)
εκκολάπτομαι (ξεπουλιάζω)
εκκοσμικεύομαι (τρυφητιώ) [=επιθυμώ τις απολαύσεις της ζωής]
εκκρεμεί (εξετάζεται)
εκκρίνω (αποβάλλω)
εκλαϊκεύω (απλουστεύω, απλοποιώ)
εκλαμβάνω (αντιλαμβάνομαι)
εκλείπω (χάνομαι, εξαφανίζομαι, θνήσκω, απόλλυμαι)

εκμαιεύω (αγρεύω)
εκμαυλίζω (αποπλανώ)
εκμηδενίζω (εξουδετερώνω, εξουθενώνω)
εκνεοσσεύω (ξεκλωσσώ)
εκνοσηλεύω (αποθεραπεύω)
εκπαιδεύω (γυμνάζω, ασκώ)
εκπειράζω (ελέγχω, δοκιμάζω, τεστάρω)
εκπίπτω (υποτιμώμαι, ελαττώνομαι, υποβιβάζομαι)
εκπληρώνω (περαίνω, τελειώνω)
εκπλήσσω (εντυπωσιάζω)
εκποιώ (αποξενώνω, αλλοτριώνω)
εκπολιτίζω (εξανθρωπίζω, εξευγενίζω, εκλεπτύνω)
εκπονώ (επεξεργάζομαι,κατασκευάζω,καταρτίζω)
εκπορεύεται (εκπηγάζει, απορρέει, εκχέεται, προέρχεται)
εκπορθώ (κυριεύω, εκπολιορκώ)
εκπορνεύω (προαγωγεύω, μαστροπεύω)

εκρίπτομαι (αποβάλλομαι, πετιέμαι)


εκστράτευσε (φουσάτευσε)
εκσυγχρονίζω (ανακαινίζω)

εκτείνομαι (απλώνομαι, διήκω, ξανοίγομαι)


εκτοπίζω (παραμερίζω, αναμερίζω)
εκτραχύνω (σκληρύνω, σκληροποιώ)
εκτρέπω (παρεκκλίνω)
εκτριχώ (αποτίλλω, αποτριχώνω)
εκτυλίσσομαι (αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι)
εκφοβίζω (απειλώ, φοβερίζω)
εκφράζομαι (ομιλώ)
εκφράζω (διατυπώνω)
εκφωνώ (απαγγέλλω)
εκχυλίζω (εκμυζώ)
εκχωρώ (παραχωρώ)
ελαττώνω (μειώνω, μικραίνω, ολιγοποιώ)
ελαύνω (τρέχω, προχωρώ)
ελαφροκοιμάμαι (μισοκοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι)
ελαφροποιώ (ελαφρύνω)
ελαφρώνω (επικουφίζω)
ελέγχω (εξετάζω, ερευνώ, τσεκάρω)
ελεημονώ (ελεώ)
ελευθερώνω (λυτρώνω, απαλλάσσω, αμολάω,
αποδεσμεύω, ξεσκλαβώνω, αποδουλώνω)
ελεώ (οικτίρω, ευσπλαχνίζομαι)
ελίσσω (περιστρέφω)
έλκω (τραβώ, σύρω)
ελλείπω (απουσιάζω, απογίγνομαι)
ελλοχεύω (ενεδρεύω, παραμονεύω, καραδοκώ)
ελπίζω (προσδοκώ, πιστεύω)
εμβαθύνω (βαθουλώνω)
εμμένω (επιμένω)
εμπεδορκώ (ευορκώ)
εμπίπτω (περιλαμβάνομαι, περιέχομαι, ενυπάρχω)
εμπλουτίζω (επιπροσθέτω, παρεισάγω)
εμποδίζω (κωλύω, είργω, φρενάρω, απαγορεύω)

εμπούριξε (μετέφερε, μετέδωσε, μεταβίβασε)


εμφυσώ (εμπνέω, εμβάλλω, ενσταλάζω, εμπνευματώ)
ενάγω (εγκαλώ, καταγγέλλω)
εναποθέτω (βασίζω, ερείδω, στηρίζω)
εναποθηκεύεται (διαφυλάσσεται, διατηρείται, διασώζεται)
εναποτίθεμαι (εντάσσω, εντάσσομαι ή επαφίεμαι, βασίζομαι)
εναρμονίζομαι (ευθυγραμμίζομαι, συνταυτίζομαι)
εναρμονίζω (προσαρμόζω)
ενασχολώ (επιφορτίζω, απασχολώ)
ενδελεχώ (διαρκώ)
ενδείκνυται (συνιστάται, προτείνεται, εγκρίνεται,
υποδεικνύεται, ωφελεί, συμφέρει)
ενδέχεται (μπορεί)
ενδιαφέρει (εντυπωσιάζει, προσελκύει)
ενδίδω (υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι)
ενεδρεύω (ελλοχεύω, παραμονεύω, εμφωλεύω)
ενεπλήσθη (γέμισε)
ενεργοποιούμαι (δραστηριοποιούμαι,κινητοποιούμαι)

ενεργούμαι (αφοδεύω, σπορίζομαι)


ενέχω (εμπεριέχω)
ενθέτω (εμβάλλω, εισάγω)
ενίζομαι (ενώνομαι)
ενισχύω (δυναμώνω, ισχυροποιώ, κραταιώνω)
εννοώ (καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, σκαμπάζω, χαμπαρίζω)

ενορχηστρώνω (ρυθμίζω, συντονίζω, οργανώνω, μεθοδεύω)


ενοχλούμαι (ταράσσομαι)
ενοχλώ (λυπώ, στενοχωρώ, εκκεντώ)
ενσαρκώνομαι (ενανθρωπίζομαι, βροτούμαι, σαρκοποιούμαι)
ενσαρκώνω (σωματοποιώ)
ενσπείρω (εμφυτεύω, επιφέρω)
ενστερνίζομαι (αποδέχομαι, αναγνωρίζω, υιοθετώ,
εγκολπώνομαι, επιδοκιμάζω, προσοικειώνομαι)
ενσωματώνω (συμπεριλαμβάνω)
εντείνω (τεντώνω, επιτείνω, τεντάρω, εντατικοποιώ)
εντρίβω (μαλάσσω)
εντυπώνω (εγγράφω, εγχαράσσω)
ενώνω (συναρμόζω, συνδέω)
εξευμενίζω (εξιλεώνω, καταπραϋνω)
εξαγγέλλω (γνωστοποιώ)

εξαγιάζω (αγιοποιώ)
εξαγορεύω (εξομολογώ, πνευματεύω)
εξαθλιώνω(καταβαραθρώνω)
εξαιρώ (παραμερίζω, ξεχωρίζω, παραλείπω, απαλλάσσω)
εξαίρω (εκθειάζω)
εξακολουθώ (συνεχίζω)
εξακοντίζω (εκσφενδονίζω, σφλιτζουρίζω, χειροβολώ, εκτινάσσω)
εξακριβώνω (διαπιστώνω)
εξανεμίζω (κατασπαταλώ)
εξανθρωπίζω (εκπολιτίζω, εξευγενίζω)
εξαντλώ (αδειάζω, κενώνω, εξανεμίζω)
εξαπατώ (ξεγελώ, πλανεύω, φρεναπατώ)
εξαπολύω (εκτοξεύω, ρίχνω)
εξαποστέλλω (διώχνω)
εξάπτω (διεγείρω, ερεθίζω)
εξαργυρίζω (λικιντάρω)
εξαρθρώνω (ξεσφοντυλιάζω, στραμπουλίζω)
εξασθενίζω (αδυνατίζω, αποδυναμώνω, αχαμνεύω)
εξασκώ (εκγυμνάζω)
εξασφαλίζω (σιγουρεύω)
εξετάζω (ελέγχω, ερευνώ, πολυπραγμονώ,
πραγματεύομαι, περιεργάζομαι, ξεκοσκινίζω,
διασκοπώ, ανατέμνω, ανερωτώ)
εξατμίζω (εξαερώνω)
εξαχρειώνω (εξευτελίζω)
εξελίσσω (αναπτύσσω)
εξεντερίζω (εκσπλαγχνίζω, ξεκοιλιάζω)
εξιδιάζω (διαφέρω)
εξιλεώνω (καταπραϋνω)

εξισλαμίζομαι (αγαρίζω, τουρκεύω)


εξιστορώ (διηγούμαι)
εξισώνω (εξομοιώνω, ομοιώνω, ανισάζω)
εξιχνιάζω (διαλευκαίνω)
εξοικειώνομαι (συνηθίζω)
εξοικονομώ (πορίζομαι, εξευρίσκω)
εξοκέλλω (παραστρατίζω)
εξομαλύνω (ισιώνω, ομαλοποιώ)
εξομόνω (αλλαξοπιστώ)
εξοντώνω (αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω)

εξοπίζω (εκχυμώ) [οπός=χυμός ή γαλακτώδης χυμός]


εξοργίζω (ερεθίζω)
εξορθολογίζω (νοικοκυρεύω)
εξοστρακίζω (εξορίζω, εκπατρίζω, υπερορίζω)
εξουδετερώνω (εκμηδενίζω, εξουθενώνω)
εξοφλώ (αποπληρώνω)
εξυβρίζω (προσβάλλω)
εξυμνώ (εγκωμιάζω, επαινώ, εξαίρω)
εξυπηρετώ (ωφελώ, βοηθώ)
εξωθώ (παρακινώ)
επαγρυπνώ (παραμονεύω, εφημερίζω)
επαινώ (εγκωμιάζω, εξυμνώ, επιβραβεύω)
επακολουθώ (παρέπομαι, επισυμβαίνω)
επαναπαύομαι (εφησυχάζω)
επαναστατώ (ανταίρω, ανταρτεύω) [ανταρσία=στάση]
επανορθώνω (αποζημιώνω)
επαφίεμαι (επαναπαύομαι)
επείγομαι (βιάζομαι, επισπεύδω, συνταχύνω)
επεμβαίνω (μεσολαβώ)
επενδύεται (καλύπτεται, ντύνεται, σκεπάζεται)

επεσβολώ (κακομιλώ)
επευφημώ (επιδοκιμάζω, επικροτώ)
επηρεάζω (χειραγωγώ, ποδηγετώ, επιδρώ, επενεργώ)

έπιασε (φύτρωσε, ρίζωσε)


επιβάλλω (αναγκάζω)
επιβαρύνω (επιφορτίζω)
επιβεβαιώνω (επικυρώνω)
επιβιώνω (επιζώ, μεταβιώνω)

επιβλέπομαι (επιτηρούμαι, οφθαλμοβολούμαι)


επιβραδύνω (χρονοτριβώ, εγχρονίζω)
επιδεικνύω (παρουσιάζω)
επιδεινώνω (επιβαρύνω, χειροτερεύω)
επιδίδομαι (ενασχολούμαι)
επιδίδω (εγχειρίζω)
επιδιορθώνω (επισκευάζω)
επιδιώκω (προσπαθώ)
επιδοκιμάζω (εγκρίνω, επικυρώνω, επικροτώ)
επιδρώ (επενεργώ)
επιζητώ (επιδιώκω)
επιθεωρώ (ελέγχω, εποπτεύω)
επιθυμώ (βούλομαι, θέλω, λαχταρώ)

επικάθημαι (επιστηρίζομαι ή επικολλώμαι)

επικαιροποιώ (ανανεώνω, φρεσκάρω) [π.χ. επικαιροποίησαν τις άδειες ιδιωτικών


σχολείων]
επικαλούμαι (ονοματίζω, αναφέρω)
επίκειται (επέρχεται, επικρέμαται, επαπειλείται)
επικοινωνώ (συνδέομαι)
επικολλώ (προσαρτώ)
επικουρώ (βοηθώ, υποστηρίζω, αβαντάρω)
επικρατώ (νικώ, υπερέχω, περιγίγνομαι)
επικρίνω (κατηγορώ, απελέγχω)
επικυρώνω (βεβαιώνω, πιστοποιώ, επισφραγίζω)
επιλανθάνομαι (λησμονώ, ξεχνώ, ξαστοχώ)
επιλύω (διευθετώ)
επιμελούμαι (φροντίζω, μεριμνώ, γνοιάζομαι, βαγιλίζω)
επιμένω (ισχυρίζομαι, υποστηρίζω)
επινοώ (μηχανεύομαι, τεχνάζομαι, σκαρφίζομαι, σκαρώνω)
επιπλέω (επιπολάζω)
επιπλήττω (επιτιμώ, επιρραπίζω)
επισείω (επικραδαίνω)
επισημαίνω (υπογραμμίζω)
επισημοποιώ (επικυρώνω)
επισιτίζω (ταϊζω, βρωματίζω)
επισκήπτει (επέρχεται, καταφθάνει)
επισκιάζει (μειώνει, εξαλείφει, εκμηδενίζει)
επισκοπώ (παρατηρώ)
επισπεύδω (επιταχύνω, γρηγορεύω)
επιστατώ (επιβλέπω, εφορώ)
επιστρέφω (επανέρχομαι, υπονοστώ, γιαγέρνω)
επιστρώνω (επικαλύπτω, επενδύω)
επισυμβαίνει (επακολουθεί)
επισυνάπτω (προσαρτώ, προσδένω,
συνυποβάλλω, καθυποβάλλω, προσυποτάσσω)
επιτάσσω (προστάζω, παρακελεύω)
επιτελώ (πραγματοποιώ, προσφέρω)
επιτρέπεται (έξεστι, εγχωρεί, συγχωρείται, παραχωρείται)
επιτρέπω (ανέχομαι)
επιτροπεύω (κηδεμονεύω)
επιτυγχάνω (καταφέρνω, ευστοχώ, κατορθώνω)
επιφέρω (προξενώ, προκαλώ, επισύρω, επάγω)

επιφιλοτιμούμαι (επιδαψιλεύω)
επιφορτίζω (επιβαρύνω, επιπροσθέτω)
επιφυλάσσομαι (συγκρατιέμαι, διστάζω)
επιχρυσώνω (μαλαματώνω, βαρακώνω)
επιχειρώ (προσπαθώ)
επιχέω (ρίχνω, διασπείρω)
επιχορηγώ (χρηματοδοτώ)
έπομαι (ακολουθώ, συνοδεύω, δορυφορώ, παρέπομαι)
εποπτεύω (επιβλέπω, επιστατώ, επιθεωρώ,
επιτηρώ, εφορεύω, παρακολουθώ)
επουλώνεται (τρέφει, θρέφει)
επουλώνω (θεραπεύω)
εποφθαλμιώ (υποβλέπω, επιβουλεύομαι,
καταδολιεύομαι, κακοβουλεύομαι)
επωμίζομαι (φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, ζαλικώνομαι)
εργάζομαι (δουλεύω)

εργαλειοποιώ (εναποχρώμαι) [=χρησιμοποιώ κάτι για ίδιον όφελος]


ερεθίζω (εξάπτω, διεγείρω, ζοχαδιάζω, προκαλώ,
εμποιώ, αψώνω, αγγρίζω, εξαγριώνω, εκνευρίζω,
εξιτάρω, παροξύνω, νευριάζω, ξανάβω, τσατίζω,
αντροκαλώ)
ερείδομαι (στηρίζομαι, ακουμπώ, αγαντάρω, εδράζομαι)
ερειπώνω (γκρεμίζω, χαλαβρώνω)
ερευνώ (εξετάζω, ελέγχω, αναδιφώ, ψάχνω,
ανιχνεύω, εξακριβώνω, αναζητώ, επιφυλλίζω)
ερημώνω (λεηλατώ, ληστεύω)
ερίζω (φιλονικώ, καβγαδίζω, διχογνωμώ, διχονοώ)
ερματίζω (σαβουρώνω)
ερμηνεύω (εξηγώ)
έρπω (σέρνομαι, γλιστρώ, ολισθαίνω, ερπύζω)

ερρέθη (ελέχθη, ειπώθηκε)

ερυθριώ (φοινίσσομαι)
έρχομαι (φθάνω, αφικνούμαι, κουβαλιέμαι)

ερωτεύομαι (έραμαι)
ερωτοχτυπιέμαι (καψουρεύομαι)
εσθίω (τρώγω, καταβροχθίζω, χλαπακιάζω,
σαβουρώνω, ντερλικώνω, χλαπανάω)
εστιάζω (επικεντρώνω, εντοπίζω, προσδιορίζω)
εσωκλείεται (εμπεριέχεται)
ετοιμάζω (παρασκευάζω, καταρτίζω, χαζιρεύω)
ετυμηγορώ (αληθολογώ, αληθομυθώ, αψευδώ, απαληθεύω)
ετυμολογούμαι (παρωνυμούμαι)
ευγνωμονώ (ευχαριστώ)
ευδαιμονίζω (μακαρίζω, καλοτυχίζω, ολβίζω)
ευδαιμονώ (ευτυχώ, ευημερώ, ευπραγώ, ολβονομώ)
ευδοξώ (τιμώμαι, επαινούμαι, ευφημούμαι)
ευηθίζομαι (ηλιθιάζω, ανοηταίνω, μωρίζω)
ευημερώ (ευδαιμονώ, ευτυχώ, ευπορώ, ευπραγώ)
ευθυγραμμίζεται (συνταυτίζεται, συμπίπτει)
ευθυμώ (ευπαθώ, ξεσκάω)
ευθυπορώ (ευθυδρομώ, ιθυδρομώ)
ευκαιρώ (αδειάζω, ξελασκάρω, σχολάζω, ξαδειάζω)
ευκολύνω (ευχεραίνω)
ευλογώ (υμνώ, δοξολογώ)
ευνουχίζω (μουνουχίζω, στειρώνω, ορχοτομώ, θλαδιώ)
ευνοώ (χαρίζομαι)
ευποιώ (ευεργετώ, καλοποιώ, αγαθοποιώ, αγαθοεργώ)
ευπρεπίζω (καλλωπίζω, διακαλλύνω)
ευρίσκω (ανακαλύπτω, επινοώ)
ευρύνω (πλαταίνω, φαρδαίνω)
ευσπλαχνίζομαι (ελεώ, οικτίρω)
ευτακτώ (πειθαρχώ)
ευτραφώ (καλοταΐζομαι)
ευτροφώ (καλοτρώγω, καλοθρέφομαι)
ευτυχώ (ευημερώ, ευδαιμονώ, καλοριζικεύω, καλοπραγώ)
ευφραίνομαι (χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ασμενίζομαι,
ικανοποιούμαι, τέρπομαι, ήδομαι, αγάλλομαι,
ηδύνομαι, ευθυμώ, ευπαθώ, ευαρεστούμαι, θυμαρώ,
επιχαίρω, ιλαρεύομαι, χαίρω, γήθομαι,
κουντεντιάζω, αγαλλιάζω, γελοκοπώ)
ευφραίνω (χαροποιώ, αλεγράρω)
ευχαριστιέμαι (ευφραίνομαι, χαίρομαι, ηδύνομαι)
ευχαριστώ (ευγνωμονώ, ευαρεστώ, καθηδύνω)
ευχολογώ (εύχομαι)
ευψυχώ (ανδρίζομαι, εγκαρτερώ)
ευωδιάζω (μοσχοβολώ, μοσχομυρίζω, αρωματίζω,
μοσχοραίνω, ευοσμώ)
ευωχούμαι (συντρώγω, συμποσιάζω, τρωγοπίνω, ομοσιτώ)

εφαπλώ (επιστρώνω) [εφάπλωμα=πάπλωμα]


εφάπτεται (ακουμπάει)
εφαρμόζω (ταιριάζω)

εφεδρεύω (παραμονεύω)
εφευρίσκω (επινοώ)
εφημερεύω (επιβλέπω, επιτηρώ)
εφοδιάζω (προμηθεύω, τροφοδοτώ)
εφορεύω (εποπτεύω)
εφορμώ (επιτίθεμαι, επέρχομαι, εισελαύνω,
επελαύνω, θουρώ)
εχθρεύομαι (αντιπαθώ, μισώ, κακεύω, δυσνοώ)
έχω (κατέχω, διακρατώ)

εωλίζω (παλαιώνω, αναχρονίζω)

ζαβλακώνω (αποβλακώνω,ξεμωραίνω,ξεκουτιαίνω, ζαλαίνω)


ζαβολιάζω (ατακτώ)
ζαβώνω (στραβώνω)
ζακατάω (προσκλίνω, κάμπτομαι, λυγίζω, βαϊζω)

ζαλίζομαι (σκοτοδινιώ)
ζαλίζω (στροφοδινώ)
ζαλικώνω (φορτώνω, ζαλώνω)

ζαλοκουνήθηκε (χάζεψε, κατσίρτσε)


ζαμουριάζω (καχεκτώ)
ζαμπουνιάζω (αδυνατίζω, λιανεύω)
ζαντζιάζω (δυστροπώ, κατσιποδιάζω, τσινώ)
ζαπώνω (αρπάζω, αποσπώ)

ζαριφίζω (κομψεύω)
ζαρώνω (παπουδιάζω, σουφρώνω, γριλιάζω,
πτυχούμαι, σταφιδιάζω, ρικνούμαι, ρυτιδώνομαι,
γατσιάζω, σαφρακιάζω, συμπτύσσομαι, ζαρουκλιάζω,
συμμαζεύομαι, ζαρωματιάζω)
ζαχαρώνω (ορέγομαι)
ζεματάω (καίω)
ζεματίζω (καίω)
ζεσταίνω (θερμαίνω, θάλπω)
ζεστοκοπάω (λιβακώνομαι, ζεσταίνομαι, ανεμοκαίγομαι)
ζευγαριάζω (συνταιριάζω, συναρμόζω)
ζευγαρώνω (συζεύγω)
ζεύω (υποζυγώ, ζευγνύω)
ζέχνω (όζω, βρομώ)
ζέω (βράζω, κοχλάζω, χοχλακώ)
ζηλεύω (φθονώ,ζηλοτυπώ,συνερίζομαι,κασκαντώ)
ζηλώ (μιμούμαι)
ζημιώνω (βλάπτω, αδικώ, λωβώμαι)
ζητιανεύω (διακονεύω, επαιτώ, αγυρτεύω,
ψωμοζητώ, χειραπλώνω, ζητεύω)
ζητώ (γυρεύω, αιτώ)
ζητωκραυγάζω (επευφημώ, αποθεώνω, επιφημίζω)
ζιζανεύει (διχάζει, ταραχοποιεί, σκανδαλοποιεί)

ζογκιάζομαι (εξοιδώ, πρήζομαι) [ζόγκος ή ζιόγκος=εξόγκωμα, οίδημα]


ζορίζω (αναγκάζω, υποχρεώνω)

ζορλίζω (εξαναγκάζω) [ζόρλα = με το ζόρι]


ζουγλαίνω (πηρώ)
ζουζουνίζω (ζιζινίζω, βουϊζω)
ζουμάρω (εστιάζω ή αυξομειώνω)
ζουπώ (πιέζω, ζουλώ)
ζουριάζω (μαραζώνω)
ζοχαδιάζω (εκνευρίζω, ερεθίζω)
ζυγαριάζω (σταθμίζω)
ζυγιάζω (σταθμίζω)
ζυγοστατώ (σταθμίζω)
ζυγώνω (προσεγγίζω, πλησιάζω, σιμώνω, κοντοσώνω)
ζυμώνω (φυρώ, εκμάσσω, αναπιάνω, διαφυρώ)
ζω (κατοικώ, μένω)
ζωγραφίζω (εικονογραφώ,ιχνογραφώ,σκιτσάρω,
απεικονίζω, αποζωγραφώ)
ζωγρώ (αιχμαλωτίζω, ζωντοπιάνω)
ζώνεται (περικυκλώνεται)
ζωντανεύω (ζωηρεύω)
ζώνω (περιβάλλω, περικλείω)
ζωογονώ (ενδυναμώνω)
ζωοποιώ (ζωοδοτώ, ζωώ)
ζωοτροφώ (κτηνοτροφώ, θρεμματοτροφώ)
ζωπυρώ (φλέγω) [τα ζώπυρα της πίστης =

οι φλόγες (η φλόγα) της πίστης]


Η
ηγεμονεύω (διοικώ, αρχηγετεύω)
ηγούμαι (προϊσταμαι)
ήδομαι (ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι)
ηδονίζομαι (ευχαριστιέμαι)
ηδυλογώ (καλολογώ, καλοκρένω)
ηδύνω (γλυκαίνω, ηδυποιώ)
ηδυφιλώ (γλυκοφιλώ, καλοφιλώ)
ηθικοποιώ (εξευγενίζω)
ηλεκτρίζω (διεγείρω)
ηλικιώνομαι (ωριμάζω, ανδρώνομαι)
ημεροποιώ (ημερώνω)
ημερώνω (δαμάζω, τιθασεύω)
ημπορώ (δύναμαι, δυνάζομαι)
ηνιοχεύω (διευθύνω)
ηνιοχώ (αμαξηλατώ, αρματηλατώ)
ηξεύρω (γινώσκω, επίσταμαι)
ηπεροπεύω (ξεμαυλίζω)
ηρεμίζω (κατευνάζω, καταπραϋνω, καταλαγιάζω,
απαλύνω, σιγανεύω, αποφορτίζω,
διαγαληνίζω, ηπιώ, κατακηλαίνω)
ηρεμώ (γαληνεύω, ησυχάζω, απαγαδιάζω,
μαλακώνω, καλμάρω, κουλάρω, νηνεμώ)
ηρωδιάζει (παρεκτρέπεται)
ησυχάζω (ηρεμώ, γαληνεύω, αγαλιάζω, ατρεμώ)
ηττώμαι (νικιέμαι, μειώνομαι, κατατροπώνομαι,
καταβάλλομαι)
ηχογραφώ (μαγνητοφωνώ)
ηχολογώ (αντιλαλώ, ηχοβολώ)
ηχώ (βομβώ, σημαίνω, λαλάζω)

θαλασσοδέρνομαι (δεινοπαθώ)

θαλασσοπορώ (ποντοπορώ, θαλασσοδρομώ)


θαλασσομαχώ (θαλασσοπαλεύω)
θαλασσώνω (αποτυγχάνω, διαμαρτάνω)
θάλλω (ανθώ, ακμάζω, ευδοκιμώ)
θάλπω (ζεσταίνω, θερμαίνω)
θαμπώνομαι (εντυπωσιάζομαι)
θαμπώνω (θολώνω)
θανατικώνω (λοιμώττω) (θανατικό=επιδημία)
θανατώνω (σκοτώνω, φονεύω, αποκτείνω)
θαραπαύκα (φχαριστήθηκα)
θαρρεύω (εμψυχώνομαι, ενθαρρύνομαι)
θαρρώ (νομίζω, δοκεύω)
θαυμάζω (καμαρώνω, μπεγεντίζω)
θαυμαστώνω (εξυψώνω, μεγαλύνω, λαμπρύνω, περικοσμώ)

θαυματουργώ (θαυματοποιώ)
θέλγω (γοητεύω, σαγηνεύω, μαγεύω)
θέλω (βούλομαι, επιθυμώ)
θεμελιώνω (ιδρύω, κτίζω)

θεοδρομώ (θρησκεύω)
θεοληπτούμαι (θεοφορούμαι)
θεοποιώ (αποθεώνω, απαθανατίζω)
θεραπεύω (γιατρεύω, νοσηλεύω, γιατροπορεύω,
ιαίνω, υγιάζω)
θεριακλώνω (περιπαθώ)
θεριεύω (υπεραυξάνω, γιγαντώνομαι)
θερίζει (εξολοθρεύει)
θερμαίνω (ζεσταίνω, θάλπω)
θερμοπαρακαλώ (ικετεύω)
θεσμοθετώ (νομοθετώ, θεσμοποιώ, νομοποιώ, νομοδοτώ)
θέτω (βάζω)
θεώμαι (βλέπω, παρατηρώ)
θηλάζω (βυζαίνω, μαστοδοτώ)
θηλύνω (εκθηλύνω)
θηλυτοκώ (θηλυγονώ)
θηρεύω (κυνηγώ)
θηρολετώ (θηροκτονώ, θηροφονώ)
θησαυρίζω (ταμιεύω, αποθηκεύω, εσοδεύω,
εναποθέτω, πλουτίζω, κεφαλαιώνω, οικονομώ,
εισπράττω)
θητεύω (υπηρετώ, εργάζομαι)
θίγω (αγγίζω, καταπιάνομαι, επιλαμβάνομαι, άπτομαι)
θλίβομαι (αθυμώ, λυπούμαι, βαρυθυμώ, δυσθυμώ,
αγκουσεύομαι, άχθομαι, στενοχωρούμαι, βαρυαχθώ,
μελαγχολώ, χολοσκάζω, βαρυγνωμώ, νταλκαδιάζομαι,
κακοφορούμαι, περιαλγώ, κακοθυμώ, αλυσθαίνω)
θλίβω (λυπώ, στενοχωρώ, δυσαρεστώ, πικραίνω,
αλγύνω, βαρυκαρδίζω)
θνήσκω (πεθαίνω, εκπνέω, αποβιώνω)

θολιάζω (θαμπίζω)
θορυβώ (βροντώ, κροτώ, βαβουρίζω, αρβαλώ, αραβώ,
θορυβοποιώ, γδουπώ, βροντοβολώ, σμαραγώ, τριζοβολώ)
θρασεύω (θρασομανώ, φουντώνω)
θρασυστομώ (αυθαδιάζω, λαβροστομώ, θρασυλογώ)
θραύω (σπάζω, κομματιάζω, τσακίζω, διασπώ,
διαρρηγνύω, θρύβω, θρυμματίζω, θρυψαλιάζω,
θρουβαλίζω, θρύπτω, κλω, σπάνω, διαθλώ,
θραυματίζω, κερματίζω, θρουψαλιάζω, θλω,

θρουλίζω)
θρέφω (ταϊζω, σιτίζω)
θρηνώ (οδύρομαι, κλαίω, γοώ, κόπτομαι, δερνοκοπιέμαι)
θριαμβεύω (υπερισχύω, τροπαιοφορώ, μεγαλουργώ)
θριαμβολογώ (επαίρομαι)
θροϊζω (υποθορυβώ, φουρφουρίζω)
θρονιάζομαι (στρογγυλοκάθομαι)
θρυμματίζω (κομματιάζω, λιανίζω, κερματίζω)
θρύπτω (κατακερματίζω)
θυλακίζω (τσεπώνω, σακουλιάζω, σακιάζω,
τσουβαλιάζω, πουγκιάζω, τουρβαδιάζω)
θυλακώνω (τσεπώνω, εγκολπώνω)
θυμάμαι (μνήσκομαι)

θυματοποιούμαι (τσαλαπατιέμαι) [=με μεταχειρίζονται χωρίς να

υπολογίζουν τη βούλησή μου]


θυμιατίζω (λιβανίζω)
θυμίζω (αναφέρω, μνημονεύω, επιψαύω)
θυμώνω (αγανακτώ, οργίζομαι, κακοσυνεύω,
αρπάζομαι, οξυθυμώ, οργαίνω, οξυχολώ, ακροχολώ)

θυσιάζομαι (δίνομαι, προσφέρομαι)


θύω (θυσιάζω)
θωπεύω (χαϊδεύω, περιποιούμαι, κορίζομαι,
κανακεύω, μαλαχατεύω)
θωρακίζω (οχυρώνω, περιτειχίζω, ασφαλίζω)

θωρώ (βλέπω, παρατηρώ)

Ι
ιαμβίζω (υβρίζω)

ιατρεύω (θεραπεύω)
ιαχώ (φωνάζω)

ιγδίζω (ολμοκοπώ)
ιδανικεύω (υπερυψώνω, εξιδανικεύω)
ιδεάζομαι (ψυλλιάζομαι)
ιδεάζω (προδιαθέτω)
ιδιάζω (ξεχωρίζω, διαφέρω)
ιδιοβουλεύω (αυτενεργώ, εκουσιάζομαι)
ιδιοβουλώ (ιδιογνωμώ, ιδιοπραγώ, αυτενεργώ, αυτογνωμονώ)
ιδιοποιούμαι (νοσφίζομαι, διαρπάζω)
ιδιοποιώ (νοσφίζομαι)

ιδιωτεύω (οικειοπραγώ) [=ασχολούμαι με τις δικές μου υποθέσεις]


ιδιοτροπιάζω (παραξενιάζω, αλλοτριάζω)
ιδιοτροπώ (δυστροπώ)
ιδιούμαι (οικειούμαι, εκνοσφίζομαι)
ιδού (κοίτα, δες, ίδε)
ιδροκοπώ (κατακοπιάζω, αποκάμνω)
ιδρύω (κτίζω, θεμελιώνω)
ιδρώνω (ιδρωτοποιούμαι ή κοπιάζω)
ιεραρχώ (ταξιθετώ, κλασάρω, ταξινομώ, διαβαθμίζω)

ιερεύω (ιεράζω) [= ασκώ το αξίωμα του ιερέως]

ιεροθυτώ (θυσιάζω, καθιερεύω)


ιερολογώ (ιεροπρακτώ, ευλογώ)
ιεροποιώ (αγιάζω, αγιστεύω)

ιεροσυλώ (βεβηλώ)
ιερουργώ (τελετουργώ, ιεροπρακτώ, μυσταγωγώ, ιερατεύω, οσιουργώ)
ιεροφορώ (ρασοφορώ)

ιεροφωρώ (βεβηλώνω)
ιερώνω (καθοσιώνω)
ιζάνω (κατακαθίζω, καθιζάνω)
ιθύνω (κατευθύνω)
ικανοποιούμαι (ευχαριστιέμαι, ευαρεστούμαι,
ευδοκώ, επαρέσκομαι, ασμενίζω)
ικανοποιώ (δικαιώνω, επανορθώνω)

ικετεύω (εκδυσωπώ)
ικμαίνω (νοτίζω, διαβρέχω)
ικνούμαι (έρχομαι, ξεκαμπίζομαι)
ιλαρώνω (ευφραίνω, χαροποιώ, αλεγράρω, φαιδρύνω)
ιλάσκομαι (εξευμενίζω, εξιλεώνω, ιλεώμαι)

ιλεούμαι (μειλίσσω)
ιλιγγιώ (ζαλίζομαι, νταλώνομαι, αντραλίζομαι)
ιματίζω (ενδύω)
ινατώνω (θυμώνω)
ινδάλλομαι (ομοιάζω) [ίνδαλμα=ομοίωμα, είδωλο]
ιντριγκάρω (τσιγκλώ)

ιουδαϊζω (εβραϊζω)
ιππεύω (καβαλικεύω, κελητίζω)
ιππηλατώ (ηνιοχώ)
ίπταμαι (πετώ, φτερουγίζω)
ισάρω (αναίρω)
ισηγορώ (ισολογώ)
ισιάζω (ευθύνω, ευθειάζω, ομαλύνω, ευθυγραμμίζω,
σιάχνω)
ισιώνω (ομαλύνω)
ισκιώνω (κατασκιάζω)
ισογνωμώ (ομοφρονώ, ομογνωμώ, συνθυμώ
συμφρονώ, ταυτογνωμονώ)
ισοδυναμεί (ισούται, αντιστοιχεί, αναλογεί)
ισοζυγώ (ισοσταθμώ)
ισομετρούμαι (εξισώνομαι)
ισονοούμαι (ισομετρούμαι)
ισοπεδώνω (γκρεμίζω, κατεδαφίζω, εξεδαφίζω)
ισορροπώ (εξισώνω, ισοσταθμίζω, ισοζυγίζω)
ισοσκελίζω (εξισορροπώ)
ισοφαρίζω (εξισώνομαι)
ίσταμαι (στέκομαι, ορθώνομαι, ορθοστατώ)
ιστιοπλοώ (αρμενίζω, ιστιοδρομώ)
ιστορίζω (αναπαριστώ)
ισχναίνω (φυραίνω,αδυνατίζω,χωνεύω,αχαμναίνω,
λιγνεύω, αποστεώνομαι, αποσκελετώνομαι, λιανεύω)
ισχνεύω (λεπτύνω)
ισχνομυθώ (λεπτολογώ, σχοινολογώ, ευρυλογώ)
ισχνοφωνώ (σιγομιλάω, ψιθυρίζω)
ισχυρογνωμώ (πεισμώνω)
ισχυροποιώ (δυναμώνω, σφοδρύνω)
ισχύω (επικρατώ, επιβάλλομαι)
ισχυρίζομαι (υποστηρίζω, επιμένω, διατείνομαι)
ίσχω (επικρατώ)
ιταμεύομαι (αδιαντροπεύομαι)
ίτε (υπάγετε)
ιχθυβολώ (καμακώνω) [ιχθυοβολεύς=καμακευτής]
ιχνεύω (διερευνώ, φερμάρω)
ιχνηλατώ (ιχνολογώ, καταποδώ, στιβάζομαι, εφομαρτώ)
ιχνογραφώ (σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ)
ιχνοποιώ (αποτυπώνω)
ιχνοσκοπώ (ιχνώμαι)
ιώμαι (γερεύω, ξαρρωσταίνω, γιατρεύομαι)

ιωτίζω (ιωτογραφώ)

καβαλικεύω (καβαλάω, ιππεύω)

καβγαδίζω (ερίζω, φιλονικώ, πληκτίζομαι)


καβουρδίζω (φρύγω)
καγχάζω (λοιδορώ, ειρωνεύομαι)
καθαιρώ (καταργώ)
καθάπτεται (αγγίζει)
καθαρίζω (σκουπίζω, παστρεύω, καθαίρω)
καθηλώνω (ακινητοποιώ)
κάθημαι (αδρανώ, ακινητοποιούμαι)
καθησυχάζω (ηρεμίζω)
καθιερώνω (νομιμοποιώ, θεσπίζω)
καθίζω (κάθημαι, στρώνομαι)
καθιστώ (ορίζω, κάνω)
καθορίζω (προσδιορίζω, διασαφηνίζω)
καθοσιώνω (καθαγιάζω, εξαγνίζω)
καθρεπτίζομαι (γυαλίζομαι, κατοπτρίζομαι)
καινοτομώ (νεοτερίζω, μοντερνίζω, νεοχμίζω, νεαλογώ)
καινουργώ (ανανεώνω, καινίζω, καινοποιώ)
καϊπώνω (κρύπτω, χωνιάζω)
καιροσκοπώ (καιροτηρώ)
καιροφυλακτώ (καραδοκώ, παραμονεύω)
καίω (πυρπολώ, καυτηριάζω, αίθω, εμπυρίζω)
κακαρίζω (φλυαρώ, φλυαροκοπώ, πολυλαλώ, σαλίζω)
κακαρώνω (αποθνήσκω)
κακίζω (επιπλήττω)
κακοβάνω (κακομελετώ, κακογνώθω, κακαφορούμαι)
κακοδαιμονώ (δυστυχώ,κακοτυχώ,κακομοιριάζω,
κακοριζικεύω, κακοπαθώ, κακοπέφτω, δυσποτμώ)
κακοηθώ (κακοτροπεύομαι, αγενίζω, αυθαδίζομαι, λοξοεργώ)
κακοθωρώ (κακοκοιτάζω)
κακοκαρδίζω (στενοχωρώ, κακοφανίζω)

κακοκοιμούμαι (δυσκοιτώ)
κακοκρίνω (λαθεύω)
κακολογώ (διαβάλλω, κακοστομώ, θάβω,
αβανεύω, κακογλωσσεύω, αδικοκραίνω,
κουσκουσουρεύω, αβανιάζω, κακορρημονώ,

δυστομώ, κακοκρένω, στοβάζω)


κακομαθαίνω (κακοσυνηθίζω)
κακοπαθαίνω (ταλανίζομαι)
κακοπερνώ (κακοζωίζω, ψευτοζώ, ψευτοπερνώ,
φυτοζωώ, καψοζώ, φτωχοδέρνω, κακοπορεύω)
κακοποιώ (κακομεταχειρίζομαι)
κακοσμώ (ζέχνω)
κακοτυχίζω (ελεεινολογώ)
κακουχώ (ταλαιπωρώ)
κακοφαίνεται (απαρέσκει, βαριοφαίνεται)
κακοφορμίζω (μολύνομαι)
κακοφρονώ (κακοθέλω, επιβουλεύω, κακολογιάζω, κακονοώ)
κακοχρονίζω (υβρίζω, διαολίζω, δεννάζω)
καλαθιάζω (κοφινιάζω)
καλλιεργώ (προάγω, αναπτύσσω)
καλλιστεύω (ευμορφαίνω)
καλλωπίζω (στολίζω, ομορφαίνω, ευπρεπίζω, λουσάρω)
καλμάρω (ηρεμώ)
καλογρικώ (καλακούω)
καλοεξετάζω (καλοσκοπώ, ορθοσκοπώ)
καλοζώ (καλοπερνώ, καλοπορεύω, ευζωώ)
καλοζωίζω (καλοπερνώ, ευημερώ, τρυφώ, ηδυπαθώ)

καλοθανατίζω (απευθανατίζω)
καλοθέλω (ευδοκώ)
καλοθρέφω (καλοταϊζω, μοσχαναθρέφω)
καλοθωρώ (καλοτηρώ, οξυδερκώ)
καλοκαιρίζει (ευδιάζει, ξανοίγει, ξεσυννεφιάζει,
ξεκόβει)
καλοκαρδίζω (ευφραίνω, χαροποιώ, ιλαρύνω)
καλοκοιτάζω (καλοβλέπω)
καλοκρίνω (διορθεύω) [=ορθώς κρίνω]

καλοξέρω (καλογνωρίζω)
καλοπιάνω (κολακεύω)

καλοπληρώνομαι (αδροπληρώνομαι)
καλοριζικεύω (ευμοιρώ, ευτυχαίνω)
καλοσκαμνίζω (καλοδέχομαι)
καλοσκέπτομαι (καλομελετώ, καλοσυλλογίζομαι,
καλοστοχάζομαι, καλολογιάζω)
καλοστρατίζω (καλοδρομίζω)
καλοτερίζομαι (τακτοποιούμαι, βολεύομαι,
διευθετούμαι, συγυρίζομαι)
καλοτυχίζω (μακαρίζω, ευτυχίζω, επολβίζω)
καλουπιάζω (τυποποιώ)
καλουπώνω (φορμάρω, προτυπώνω)

καλοφαίνεται (αρέσκει)
καλοχωνεύω (ευπεπτώ)
καλπάζω (τριποδίζω, εξιππάζομαι)
καλύπτω (σκεπάζω, υποκρύπτω)
καλυτερεύω (βελτιώνω)
καλώ (φωνάζω, προσκαλώ)
καμαρώνω (κομπάζω, επαίρομαι, κορδώνομαι, λαμπρίζομαι,
ναρκισσεύομαι, υπερηφανεύομαι, περιαυτολογώ, καπαρτίζομαι,
καυχησιολογώ, αλαζονεύομαι, κομπορρημονώ, πλατύζομαι,
υψηλοφρονώ, γαυριώ, καυχώμαι, κλασαυχενίζομαι,
μεγαλοφρονώ, μεγαλαυχώ, αυτοεπαινούμαι, βαυκίζομαι,
κοκορεύομαι, υπερορώ, αρχοντοπιάνομαι, ρέμπομαι,
σεμνύνομαι, στομφάζω, λαμπρύνομαι, λαβρεύομαι, πυργούμαι,
μεγαλύνομαι, υπερφρονώ, περπερεύομαι, υψαυχενώ,
παινεύομαι, ξιπάζομαι, μεγαλορρημονώ, υπεραυχώ,
μεγαληγορώ, μεγαλολογώ, ψηλοπατώ, τυφούμαι, περιαυθαδίζομαι,
ψηλαρμενίζω, κοτσώνομαι, εγκαλλωπίζομαι, τραχηλιώ,
υπεροφρυούμαι, εμφυσιώνομαι, θρύπτομαι, σεμνοκομπώ
μεγαλεύομαι, παραπαίρνομαι, λαπίζω, κατοίομαι, κορωνιώ,
προπετεύομαι, περιαυτίζομαι, υψηλολογώ, φαρφαρίζω,
ρέμπομαι, στομφολογώ, κομπολογώ, βρενθύομαι, ριψαυχενώ,
επαγλαϊζομαι, διακομπώ, αβρύνομαι, υψηγορώ, θεμερύνομαι,
ψηλοκρατιέμαι, ενασμενίζομαι, υπεραίρομαι, κυδιώ,

περηφανολογώ, διαυχενίζομαι, φυσιούμαι, μεγαλίζομαι)


καμουτσικίζω (μαστιγώνω)

καμπανιάζω (τιμωρώ, προστιμάρω)


κάμπτομαι (κυρτούμαι, λυγίζω, γαμψούμαι,
καμπυλώνομαι, βλαισούμαι, δοχμούμαι)
κάμπτω (λυγίζω, καμπυλιάζω)
καμώνομαι (προσποιούμαι)
κανιβαλίζω (καταξεσχίζω, κατασπαράζω, καταγνάφω)
κανονίζω (ρυθμίζω, τακτοποιώ, διέπω, συντονίζω)
κανταριάζω (συζυγοστατώ)
κάνω (φτιάχνω, κατασκευάζω, τεχνεύω, κατασταίνω)
καπακώνω (αποκρύπτω)
καπαρώνω (προαγοράζω, αγκαζάρω, προσυμφωνώ)
καπελώνω (χειραγωγώ, πατρονάρω)
καπηλεύομαι (επωφελούμαι)
καπνίσει (αρέσει)
καπριτσώθηκε (πεισμάτωσε)
καραδοκώ (καιροφυλακτώ, παραφυλάω)

καρατομώ (αποκεφαλίζω, αυχενίζω, λαιμοτομώ,


τραχηλοκοπώ, απαυχενίζω, κοψοκεφαλιάζω, δειροτομώ)
καραφλιάζω (φαλακραίνω, ψεδνούμαι)
καράφλιασα (εξεπλάγην)
καρδαμώνω (ενδυναμώνομαι,αναρρώνω,τονώνομαι)
καρδιοχτυπώ (αγωνιώ)
καρκινοβατώ (βραδυπορώ, καθυστερώ)
καρπίζω (καρποφορώ, οπωροφορώ)
καρπώνομαι (απολαμβάνω, επωφελούμαι)
καρτερώ (υπομένω, ανέχομαι, μακροθυμώ,
ανεξικακώ, αμνησικακώ, αντέχω)

καρφιτσώνω (συμπερονώ)
καρφώνω (προδίδω, καταδίνω)
κασκαντώ (ζηλεύω)
κασσιτερώνω (γανώνω, καλαϊζω)
καταβάλλομαι (εξαντλούμαι, τενιάζω, ρεύω)
καταβάλλω (νικώ)
καταβοώ (γιουχαϊζω)
καταγγέλλω (μαρτυρώ, μηνύω)
κατάγομαι (βαστώ, γονοκρατιέμαι, ορμώμαι)
κατάγω (κατεβάζω)
καταδεικνύω (επιδηλώ, φανερώνω, υπεκφαίνω)
καταδέχομαι (συγκαταβαίνω)
καταδίδω (προδίδω, υπαγγέλλω)

καταδικάζω (καταγιγνώσκω)
καταδιώκω (κατατρέχω)
καταδύω (βουτώ)
καταζητώ (καταδιώκω)
καταθέτω (αποθέτω)
καταθορυβώ (αναστατώνω)
καταιγίζομαι (καταβρέχομαι)
καταιονώ (καταβρέχω, μουσκεύω)
κατάκειμαι (ασθενώ)
κατακεραυνώνω (κεραυνοβολώ)
κατακερματίζω (κατακομματιάζω)

κατακλέβω (απολωπίζω, λωποδυτώ)


κατακλίνομαι (ξαπλώνω, τεντώνομαι, ξαπλαρώνω, τουμπιάζομαι,
οριζοντιώνομαι, ταβλιάζομαι, ταμπλαρώνομαι, ανακλίνομαι)
κατακλύζω (πλημμυρίζω, ξεχειλίζω)

κατακοσμούμαι (λαμπρύνομαι)
κατακουρελιάζω (πατσαβουριάζω)
κατακρεουργώ (κατασφάζω)
κατακρίνω (αιτιώμαι, κατηγορώ, επιτιμώ, επιπλήττω,
στηλιτεύω, στιγματίζω, κακίζω, καταλαλώ, ψέγω,
κατσαδιάζω, αποπαίρνω, μαλώνω, λαβίζω,
ονοτάζω, μωμοσκοπώ)
κατακτώ (κυριεύω, καταλαμβάνω)
κατακυρώνω (επιδικάζω)
καταλαβαίνω (εννοώ, αντιλαμβάνομαι)
καταλέγω (συγκαταριθμώ)
καταλογίζω (καταμαρτυρώ, μέμφομαι)
καταλυπώ (καρδιομαραίνω)
καταμαρτυρώ (καταγγέλλω)
καταμερίζω (κομματιάζω)
καταναγκάζω (υποχρεώνω)
καταναλώνω (ξοδεύω)
κατανέμω (διαμοιράζω, διατεκμαίρομαι)
κατανεύω (συγκατατίθεμαι, θελοποιούμαι)
κατανοώ (καταλαβαίνω)
καταντώ (ξεπέφτω, καταπίπτω, καταρρέω,
αποβαίνω, καταλήγω, απογίνομαι, κατολισθαίνω,
περιέρχομαι, εξαθλιώνομαι, περιάγομαι, περιπίπτω)
κατανύσσομαι (κατασυγκινούμαι)
καταξιώνομαι (αναγνωρίζομαι, δικαιώνομαι)
καταπιέζω (τυραννώ, καταδυναστεύω, βασανίζω,
ταλαιπωρώ)
καταπίνω (καταβροχθίζω, χάφτω, λάπτομαι)
καταπλακώνω (καταθλίβω, καταπιέζω, κατασκεπάζω)
καταπλέω (προσορμίζομαι, αριβάρω)
καταπλήσσω (εντυπωσιάζω)

καταπολαύω (καταφχαριστιέμαι)
καταπολεμώ (κατατροπώνω)
καταπονώ (ταλαιπωρώ, κατατρύχω, εξαντλώ,
καταβάλλω, κουράζω, παιδεύω, ταλανίζω, σκεντζεύω)
καταργώ (ακυρώνω,καταλύω,αχρηστεύω,καθαιρώ)
καταριέμαι (αναθεματίζω, βλασφημώ)
καταριθμώ (καταγράφω, συγκαταλέγω, αναγράφω)
καταρρέω (πίπτω, εκπίπτω)
καταρρίπτω (γκρεμίζω)
καταρτίζω (εκπαιδεύω, επιμορφώνω, κατατοπίζω)
κατασιγάζω (ηρεμίζω)
κατασκευάζω (φτιάχνω, τεκταίνω)
κατασκοπεύω (ατενίζω, διοπτεύω)
κατασπιλώνω (ατιμάζω)
κατασταλάζω (καταλήγω)
καταστέλλω (καταπνίγω)
καταστρέφω (λυμαίνομαι, λεηλατώ, καταλώ)
καταστρώνω (καταρτίζω)
κατάσχω (αποσπώ, δημεύω)
κατατάσσω (ταξινομώ)
κατατείνω (κατευθύνομαι, προσανατολίζομαι)

κατατεμαχίζω (κατακομματιάζω, κατατέμνω, αρβελίζω)


κατατοπίζω (ενημερώνω)
κατατρέχω (καταδιώκω)
καταφέρνω (κατορθώνω)
καταφέρομαι (εναντιώνομαι, αντοφθαλμώ)
καταφεύγω (προστρέχω)
καταφοιτώ (κατέρχομαι)
καταφρονώ (αψηφώ)

καταχνιάζω (ανταριάζω, ομιχλαίνω)


καταχρώμαι (κακομεταχειρίζομαι)
καταχωρίζω (καταγράφω)
καταψηφίζομαι (μαυρίζομαι)

καταψηφίζω (μπαλοτάρω)
καταψύχω (παγώνω)
κατεβάζω (μειώνω)
κατεβαίνω (κατηφορίζω)
κατεδαφίζω (γκρεμίζω)
κατευθύνω (καθοδηγώ)
κατευνάζω (καθησυχάζω)
κατευοδώνω (ξεπροβοδίζω, ξεβγατίζω)
κατηγορώ (κατακρίνω,μέμφομαι,δυσφημώ,αντικοτώ,
κακολογώ, διαβάλλω, ενοχοποιώ, κουσελεύω,
διασύρω, ξεφωνίζω, ψεγαδιάζω, καταφέρομαι)
κατηχούμαι (μυσταγωγούμαι)
κατιάζω (εμφωλεύω, κουρνιάζω, κοιτάζομαι,
επαυλίζομαι, ευνάζομαι)
κατολισθαίνω (κατρακυλώ)
κατοπτεύω (παρατηρώ, καταθεώμαι, σκοπιάζω)
κατορθώνω (καταφέρνω, ευστοχώ, επιτυγχάνω)
κατοχυρώνομαι (διασφαλίζομαι, σιγουρεύομαι)
κατοχυρώνω (διασφαλίζω)
κατρακυλώ (κρημνίζομαι, κουτρουβαλώ, κουρδοκυλώ)

κατραμίζω (πισσώνω)

κατράω (ουρώ)
καυσαλίζω (φρυγανίζω, καβουρδίζω)
καυτηριάζω (κατακρίνω)
καυχώμαι (κομπάζω, κομπορρημονώ)
καψώνω (λιβακώνομαι, καματώνομαι, ζεστοκοπιέμαι)
κείμαι (βρίσκομαι, κείτομαι)
κείτομαι (ξαπλώνω, κοιμάμαι)

κεκράξονται (βοήσονται)
κελεύω (παρακινώ, παροτρύνω)
κεντρίζω (παροτρύνω)
κέντρωσε (βάρεσε, φύτρωσε)
κεντώ (τσιμπώ)
κενώνω (αδειάζω, απαντλώ)
κερατώνω (απιστώ)
κεραυνώνω (κεραυνοβολώ)
κερδίζω (πορίζομαι, αποκτώ, καρπούμαι, καζαντίζω,
νέμομαι, εκμεταλλεύομαι, ωφελούμαι, απολαμβάνω,
αποκερδαίνω, διαφορεύω, αρμέγω, αλφάνω)
κεροτυπώ (κουτρίζω, κουτουλίζω, κερατίζω,
κυρίττω, κορύπτω)
κερώνω (χλομιάζω, κιτρινίζω)

κεφαλαλγώ (κεφαλοπονώ) [κεφαλαλγία=κεφαλόπονος]


κηδεύω (ενταφιάζω)
κηλιδώνω (σπιλώνω)
κηρύσσω (αναγγέλλω, γνωστοποιώ)
κιβδηλεύω (νοθεύω)

κινδυνεύω (παραβολεύομαι, απειλούμαι)


κινητοποιώ (ενεργοποιώ)
κινώ (μετατοπίζω)
κλαγγάζω (αντηχώ, αχοβολώ)
κλαίω (οδύρομαι, θρηνώ, ολοφύρομαι)
κλαρίζω (κλαδοτομώ, κλαδοκοπώ, κλαδεύω, ξεκλαρίζω,
κλωνοκοπώ, κλωνίζω, κωλοτομώ, κλαδολογώ)
κλέβω (ληστεύω, αρπάζω, υπεξαιρώ, καταχρώμαι,
αμακώνω, ξαφρίζω, λαθροχειρώ, ζαπώνω, υφαιρώ)
κλείω (κλειδώνω, φράσσω, σφαλίζω, βαδώνω, αμπαρώνω)
κληροδοτώ (απαφήνω, καταλείπω)
κλιμακώνω (εντείνω)
κλίνω (ρέπω, γέρνω)
κλονίζω (τραντάζω, ταρακουνώ)
κλοτσώ (λακτίζω, τσινώ, λακτοκοπώ)
κλυδωνίζομαι (κυμαίνομαι, ταράσσομαι)

κλώθομαι (στριφογυρνάω)
κλωσώ (επωάζω, πυρκάζω, νεοσσεύω)
κόβει (νογάει)
κόβω (τεμαχίζω, τέμνω)
κοζάρω (τηράω)

κοιλιάζει (κυρτώνει)
κοιμίζω (βαυκαλίζω, υπνίζω, ευνάζω)
κοιμώμαι (καθεύδω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι, αωτώ)
κοινολογώ (κοινοποιώ)
κοιτάζω (βλέπω, παρατηρώ)
κοιταστείτε (κειταστείτε, πλαγιάστε, κοιμηθείτε)
κοκαλώνω (αποσβολώνομαι, μαρμαρώνω)
κοκκινίζω (ερυθραίνω, ροδίζω, πορφυρώ)

κοκοβιάζω (παραξενεύομαι, ξενίζομαι, εκπλήττομαι)


κοκορεύομαι (κομπάζω, μεγαλαυχώ)
κολάζω (τιμωρώ, βασανίζω)
κολάζομαι (αμαρταίνω)
κολακεύω (καλοπιάνω,περιποιούμαι,κομπλιμεντάρω,
λιβανίζω, γαλιφίζω, γλωσσοχαριτώ)
κολατσίζω (προγευματίζω, αριστίζομαι, γιοματίζω)
κολλώ (προσαρτώ)
κολοβώνω (σκολύπτω, κουτσουρεύω, σιφλώ, κολεύω, κολούω)
κολυμπώ (επινέω, νήχομαι)
κομίζω (μεταφέρω)
κομματιάζω (θραύω, σπάζω)
κομπιάζω (ντηριέμαι, τραυλίζω, ξεροκαταπίνω)
κομπλάρω (διστάζω)

κομπλεξάρομαι (απολείπομαι) [=υστερώ σε σχέση με κάποιον άλλον,

ευρίσκομαι σε μειονεκτική θέση]


κομποδιάζω (κομποδένω, αμματίζω)
κομψεύομαι (σενιαρίζομαι, ενωραϊζομαι,
σουλουπώνομαι, ταιριάζομαι)
κονεύω (καταλύω, κονακιάζω, σταθμεύω)
κονιοποιούμαι (αφανίζομαι)
κονταίνω (μικραίνω)
κοντεύω (σιμώνω ή σμικρύνω)
κοντοστέκομαι (κοντοσταματώ)
κοντοφτάνω (πλησιάζω, αγχίζω, κοντοσιμώνω, κοντοζυγώνω)

κοντραρίζομαι (αντιπαρατίθεμαι)
κοντράρω (αντιτίθεμαι)
κοντρολάρω (ελέγχω)
κοπάζω (λιγοστεύω, ελαττώνομαι)
κοπανίζω (στουμπίζω)
κοπιάζω (μοχθώ, κουράζομαι, πασχίζω, ιδροκοπώ,
φιλοπονώ, φερεπονώ)
κοπρίζω (αφοδεύω, αποπατώ, κουτσουλίζω, τσιλάω,
τσιρλίζω, τσιρλοκοπώ,βολβιτώ)
κοπροσκυλιάζω (οκνεύω, σκυλοβαριέμαι)
κορδώνομαι (περηφανεύομαι, υψαυχενίζω)
κοροϊδεύω (λοιδορώ, χλευάζω, ειρωνεύομαι,
κογιονάρω, μυκτηρίζω, περιπαίζω, περιγελώ,
σκώπτω, σαρκάζω, αναμπαίζω, επιτωθάζω, μυχθίζω,
μωκίζω, κερτομώ, καταμιμούμαι, εμπαίζω,
αναγελώ, κερκωπίζω, επισκώπτω, κηκάζω, σκιμαλίζω,
διακωμωδώ, σκερβόλλω, δουλεύω, προσπαίζω)
κορυβαντιώ (παραφέρομαι, μανιάζω, εκμαίνω)
κορυφώνω (υπερυψώνω)
κορφολογώ (βλαστολογώ, κορυφολογώ, ακρολογώ)
κορώνω (ξανάβω, εξάπτομαι)
κοσίζω (δρεπανίζω, θερίζω, θρίζω)
κοσκινίζω (σινιάζω, κρησαρίζω, σήθω)
κοσμώ (στολίζω, ομορφαίνω, μορφίζω, πρεπίζω)
κοστίζω (στοιχίζω)
κοστουμαρίζω (καλοντύνω) [κουστουμαρισμένος=
καλοντυμένος]
κοτσάρω (προσαρτώ)
κουβαλώ (μεταφέρω, εκκομίζω)
κουβαριάζομαι (μαζεύομαι)
κουβαριάζω (περιτυλίγω, σφουρλιάζω)
κουβεντιάζω (ομιλώ, συζητώ, διαλέγομαι)
κουδουνίζω (καμπανίζω)
κουκουλώνω (σκεπάζω)
κουλουριάζω (περιελίσσω, ελύω, στρουφίζω)
κουμαντάρω (διευθύνω)
κουμπουριάσου (εξαφανίσου)

κουμπώθηκε (δίστασε)
κουμπώνω (θηλυκώνω)
κουνώ (σείω, ζαγκανάω, αιωρώ)
κουράζομαι (μοχθώ, κοπιάζω, μπαφιάζω, αποκάνω,
εξαντλούμαι, κλατάρω, ρέβω, βαλαντώνω, γανιάζω,
κατατρίβομαι, καταπονούμαι, ποζουρτώ, ξεμεσιάζομαι,
κόβομαι, εξουθενώνομαι)
κουράζω (καταπονώ, ξεμεσιάζω, ξεγοφιάζω, κοψομεσιάζω)
κουράρω (νοσηλεύω, περιποιούμαι, βαγιλίζω)
κουρδοκλιέμαι (κυλινδούμαι, κυλιέμαι)
κουρελιάζω (κατεξευτελίζω)
κουρεύω (μπαρμπερίζω, ψαλιδίζω, κείρω)
κουρκουτιάζω (αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, κλουβιάζω)
κουρντίζω (ερεθίζω, εκνευρίζω)
κουρσεύω (κυριεύω)
κουτρουβαλώ (κατρακυλώ)
κουτσαίνω (χωλαίνω)
κουτσοκαταφέρνω (κουτσοβολεύω, κοντοβολεύω)
κουτσομαθαίνω (μισομαθαίνω)
κουτσομπολεύω (σουρεύγω)

κουτσοπίνω (σιγοπίνω)
κουτσουρεύω (μειώνω)
κουφάθηκα (εξεπλάγην)
κουφολογώ (ανοητολογώ,βλακολογώ,μωρολογώ,
χαζοκουβεντιάζω, κενοφωνώ, παραλαλώ)
κοψομεσιάζομαι (καταπονούμαι)
κραδαίνω (σείω, τραντάζω)
κράζω (βοώ, φωνάζω)
κραιπαλώ (οινούμαι) [κραιπάλη=μέθη]

κράσαρε (αποδιοργανώθηκε, παρέλυσε)


κρατσανάω (τραγανίζω)
κρατύνω (ενισχύω, ισχυροποιώ, ατσαλώνω)
κρατώ (βαστώ, επέχω)
κραυγάζω (αλαλάζω, φωνάζω, ξελαρυγγιάζομαι,
φωνασκώ, δυνατοφωνάζω, ιάζω)
κρεβατώνομαι (αρρωσταίνω)
κρέμαμαι (αιωρούμαι, μετεωρίζομαι)
κρεματζουλιέμαι (κρέμομαι)
κρεμώ (αναρτώ)

κρένομαι (μιλιέμαι) [δεν κρένεται=δεν μιλιέται]


κρεουργώ (βακίζω, κρεοκοπώ, κρεοτομώ, δαιτρεύω)
κρεοφαγώ (σαρκοφαγώ, κρεοβορώ)
κρεπάρω (καταθλίβομαι, οδυνώ)
κρημνίζω (πρανίζω, πρηνίζω)
κριματίζομαι (αμαρτάνω)
κρίνω (νομίζω, φρονώ, εξεικάζω)
κριτικάρω (αξιολογώ)
κροτώ (ηχώ, βροντώ)
κρουσταίνω (πυκνούμαι)
κρούω (χτυπώ, κουρταλώ)

κρυαδιάζει (ψυχραίνει)
κρύβω (καλύπτω, σκεπάζω, καϊπώνω)
κρυφακούω (ωτακουστώ)

κρυφοδαγκώνω (κρυφοδακώ)
κρυφολέω (κρυφομιλώ, κρυφοκουβεντιάζω)

κρυφομπάζω (παρεισάγω, παρεισφέρω)


κρυφοτηράω (κρυφοκοιτάζω, κρυφοβλέπω, μπανίζω, κρυφοθωρώ)
κρυώνω (μαργώνω, επιψύχομαι)
κτίζω (οικοδομώ, θεμελιώνω)
κτυπώ (πλήττω, πληγώνω, κρούω)

κυανίζω (γαλαζώνω) [=γίνομαι γαλάζιος, θαλασσής]


κυβερνώ (εξουσιάζω, άρχω)
κυβιστώ (πηδώ, σκιρτώ)
κυκλοφορώ (τριγυρίζω,περιφέρομαι,γυροφέρνω,
γυροβολώ, αμφιβαίνω, κυκλοδρομώ)
κυκλώνω (περιτριγυρίζω, γυρώνω, περιζώνω, περισφίγγω)
κυλλώ (κουτσαίνω, χωλαίνω)
κυνηγώ (θηρεύω, αγρεύω)
κυοφορώ (εγκυμονώ)
κυριαρχώ (εξουσιάζω)
κυριεύω (κατακτώ)
κυριολεκτώ (κυριολογώ, ακριβολογώ, αρτιολογώ, αρτιστομώ)
κυρτώνω (σκολιώ, λυγίζω)
κωλοβαράω (βαριέμαι, μουργελιάζω, οκνίζω)
κωλογυρίζω (αδιαφορώ)

κωλοτανιέμαι (οκνίζω)
κωλοτουμπιάζω (υπαναχωρώ)

κωλοτρίβεται (επιθυμεί)
κωλυσιεργώ (παρεμποδίζω)
κωλύω (εμποδίζω, είργω, αλικοντίζω)
κωλώνω (διστάζω, δειλοσκοπίζω)
κωφεύω (αδιαφορώ, εθελοκωφώ, ανηκουστώ)

Λ
λαβίζω (αποπαίρνω, φωνάζω, επιπλήττω, παραμαζώνω)
λαβώνω (τραυματίζω)
λαγγεύω (επιθυμώ, λαχταρώ)
λαγχάνει (λαχαίνει, τυχαίνει)
λαδώνω (λιπαίνω)
λαθεύω (σφάλλω, αβλεπτώ)

λαθροβιώ (ξεμοναχιάζομαι, αποξενώνομαι)


λαθροκοιτώ (μοιχεύω)

λαθροπορώ (κρυφοπερπατώ, κρυφοδιαβαίνω)

λαϊκίζω (δημίζω)
λαιμαργώ (γαστριμαργώ, αδηφαγώ)
λαιμίζω (σφάζω)
λακκίζω (περισκάπτω, ορύσσω, γουρνιάζω)
λακτίζω (κλοτσώ, κλοτσοβολώ)
λακώ (νωτίζω)
λακωνίζω (βραχυλογώ, βραχυμυθώ, κοντολογώ)
λάλησε (μωράθηκε)
λαλώ (ομιλώ, λέγω, κρένω)

λαμανίζω (ταλανίζω)
λαμβάνω (παίρνω, δέχομαι)
λάμνω (κωπηλατώ)
λαμπαδιάζω (φλέγομαι)
λαμπικάρω (ξεθολώνω)
λαμπρύνω (ευμορφαίνω)
λάμπω (ακτινοβολώ, απαστράπτω, σελαγίζω, στραφταλίζω,
αιγλοβολώ, φεγγοβολώ, λαμποκοπώ, φεγγίζω,
λαμπυρίζω, φωτοβολώ, καταυγάζω, σελασφορούμαι)
λαναρίζω (ξαίνω)
λανθάνω (λαθεύω)
λανσάρω (προβάλλω)
λαξεύω (χαράσσω, σκαλίζω)
λαρυγγίζω (σκούζω, κρώζω, βερβερίζω, κλάζω)
λαρώνω (ηρεμώ)
λασκάρω (χαλαρώνω, ξετεντώνω)
λασπολογώ (διασύρω, συκοφαντώ, αβανίζω)
λασπώνω (πηχτώνω)
λατομώ (λιθοτομώ, πετροκοπώ)
λατρεύω (αγαπώ, συμπαθώ)
λαφυραγωγώ (λεηλατώ, διαγουμίζω, συλώ)
λαχανιάζω (ασθμαίνω, κοντανασαίνω, αγκομαχώ, βραχυπνοώ,
πνευστιώ, βαριανασαίνω, λαφάζω, γκουσουμανώ, ασκομαχώ)
λέγω (ομιλώ, αφηγούμαι, αποστοματίζω)
λεηλατώ (ερημώνω, ληστεύω, κουρσεύω,
διαρπάζω, λαφυραγωγώ, ρυσιάζω)
λειαίνω (εξομαλύνω, λειοποιώ, ξετραχύνω)
λείπω (απουσιάζω)
λειτουργεί (δουλεύει, εργάζεται)
λείχω (γλείφω)
λειψαίνω (ολιγοστεύω)
λεκιάζω (λερώνω)
λεονταρίζω (παλικαρίζω, λεβεντεύω) [=καμώνομαι
τον γενναίο, τον παράτολμο]
λεπταίνω (ισχναίνω, λεπτοποιώ)
λερώνω (βρομίζω, ρυπαίνω)
λευκαίνω (ασπρίζω)

λευκοφορώ (ασπροφορώ)
λήγω (τελειώνω, σταματώ, καταστέλλω, παύω)
λησμονώ (ξεχνώ, αμνημονώ, αμνηστώ, αλησμονώ)
ληστεύω (αρπάζω,κλέβω,πλιατσικολογώ,σκυλεύω)

λιάζομαι (προσηλιάζομαι)
λιανίζω (τεμαχίζω, λεπτοτομώ, λεπτοκοπώ)
λιατσάζω (συνθλίβω, πατσιάζω, καταστείβω)
λιγδώνω (λεκιάζω)
λιγοθυμώ (λιποθυμώ, ολιγοσθενώ)
λιγοστεύω (ελαττώνω)
λιγουρεύομαι (λιμπίζομαι)

λιγώνω (λειχουδεύομαι)
λιθοβολώ (πετροβολώ, λιθοδικτώ, λιθάζω, λιθεύω)
λικνίζω (πάλλω)
λιμάρω (ρινίζω)
λιμοκτονώ (λιμάζω)
λιμπίζομαι (ποθώ, ορέγομαι)

λιποδρανώ (αχαμνεύω)
λιποσαρκώ (αποστεώνομαι)
λιποτακτώ (λιποστρατώ, αυτομολώ)
λιποψυχώ (λιποθυμώ)

λιχνίζω (πτυάζω, λικμώ, ανεμίζω)


λιώνω (ρευστοποιώ)
λογαριάζω (μετρώ, αριθμώ)
λογίζομαι (θεωρούμαι)
λογικεύομαι (ορθοφρονώ, σοβαρεύομαι,
συνετίζομαι, εχεφρονώ, ορθογνωμονώ, ορθογνωμώ)
λογικεύω (συνετίζω)
λογοαθετώ (ξελέγω)
λογοδοτώ (απολογούμαι)
λογοκοπώ (αερολογώ, αεροκοπανίζω, ρησικοπώ, κενολεκτώ)
λογοκρίνω (φιμώνω, βουβαίνω, μουγκαίνω)
λογομαχώ (λογοφέρνω)
λογοποιώ (συγγράφω,λογογραφώ,ιστορώ)
λοιδορώ (κοροϊδεύω, χλευάζω, αναγελώ)

λοξεύω (στραβώνω)
λοξοκοιτάζω (λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω,
ζαβοθωρώ, στραβοθωρώ, λοξοτηράω, υφορώ,
παρασκοπώ, λοξοβλεπτώ)

λοξυγκιάζω (λυγκιάζω)
λουλουδίζω (ανθίζω)
λουρώνω (μαλακώνω)
λουστράρω (στιλβώνω)
λουτρίζω (λούζω)
λουτσίζομαι (καταβρέχομαι)
λουφάζω (λαγιάζω, μουλώνω)
λοχερεύω (χλοάζω)
λοχεύω (τίκτω, γεννώ)
λυγίζω (κάμπτω, γνάμπτω, καμπύλλω)
λυμαίνομαι (καταστρέφω, λεηλατώ)
λυτρώνομαι (γλιτώνω)
λυτρώνω (απαλλάσσω, ελευθερώνω)
λυπούμαι (θλίβομαι, αθυμώ, ακαχίζομαι)
λυπώ (θλίβω, στενοχωρώ, πικροκαρδίζω)

λωβιάζω (λεπριάζω, λεπριώ)

λωλαίνω (τρελαίνω, κουζουλαίνω, κρούζω)

μαγαρίζω (βρομίζω)

μαγγανεύω (γοητεύω, μαγεύω)


μαγειρεύω (μηχανεύομαι)
μαγεύω (γοητεύω, θέλγω)
μεγιστοποιώ (υπερμεγεθύνω)
μαγκεύω (πονηρεύω)
μαγκώνω (πιάνω)
μαγνητίζω (σαγηνεύω)
μαδώ (αποψιλώνω, αποπτιλώ, εκποκίζω, λουβώ,
ξεπουπουλιάζω, τριχομαλλώ, ξεφτερίζω, μαδάρω)
μαζεύω (αθροίζω, συλλέγω, συνάζω, ομαδεύω,
συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συγκομίζω)

μαζοποιώ (συμφύρω, συναναμιγνύω, συγκερκίζω, συμμαλάσσω)


μαθαίνω (πληροφορούμαι, διδάσκομαι)
μαθεύτηκε (γνωστοποιήθηκε)
μαθητεύω (σπουδάζω, διδάσκομαι)

μαϊμουνεύω (ξεγελώ, εξαπατώ) (μαϊμουνιές=λαμογιές)


μαίνομαι (οργιάζω, λυσσομανώ)
μακαρίζω (επαινώ, εγκωμιάζω)
μακιγιάρω (φκιασιδώνω)
μακραίνω (επιμηκύνω, σπίζω, ματίζω)
μακρηγορώ (απεραντολογώ, πλατυλογώ)
μακροημερεύω (πολυημερεύω, μακροβιώ, πολυχρονίζω)
μακροθωρώ (προορώ)
μακροποιώ (μηκοποιώ)
μαλάζω (μαλακώνω, μαλακοποιώ)
μαλακώνω (πραϋνω, ηρεμίζω, απαγαδιάζω)
μαλλιαγρίζω (κακομεταχειρίζομαι)
μαλώνω (φιλονικώ)

μανατζάρω (περιοικονομώ)
μανδρίζω (αυλίζω)
μανιπουλάρω (χειραγωγώ ή κιβδηλεύω)
μανουβράρω (ελίσσομαι) [μανούβρα=ελιγμός]
μανουριάζω (τσαμπουκαλεύομαι, ερίζω)
μαντάρω (καρικώνω)
μαντεύω (προλέγω, προφητεύω, θεοφατίζω)
μαντρώνω (περιφράσσω, σηκάζω)
μαραζώνω (μαραγκιάζω)
μαραίνω (μαραγκιάζω, κατσιάζω)
μαραίνομαι (κιτρινίζω)
μαργιολεύω (τεχνάζομαι, δολοφρονώ)
μαρκάρω (σημαδεύω)

μαρταριάζω (πανιάζω)
μαρτυρώ (καταγγέλλω, βεβαιώνω)
μασάω (στομοκοπώ, ματσαλάω, μαστάζω, μαμαλάω)
μαστιγώνω (χτυπώ, δέρνω, μαστίζω)
μαστορεύω (μερεμετίζω, επιδιορθώνω, μαστρολογώ)
μαστουρώνω (φτιάχνομαι, ναρκώνομαι,χασισώνομαι)
ματαβλέπω (ξαναβλέπω)
ματαιοπονώ (ματαιοπραγώ, αδικομαχώ, σκιαμαχώ,
κενοπονώ, ματαιομοχθώ, κενοκοπώ)
ματαιοφρονώ (ματαιοδοξώ, κενοδοξώ)
ματαιώνω (ακυρώνω, παρεμποδίζω, αποτρέπω)
ματώνω (αιμορραγώ, αιμορροώ, αιμάσσω, λιφαιμώ, αιματίζω)
μαυρίζω (μελαίνω, μελανώνω)
μάχομαι (πολεμώ, αγωνίζομαι, συγκρούομαι)
μεγαλοπιάνομαι (αρχοντοπιάνομαι)
μεγαλοποιώ (εξογκώνω, υπερβάλλω, ογκοποιώ, εκτραγωδώ)
μεγαλώνω (αυξάνω, μεγεθύνω)
μεγεθύνω (αυξάνω, μεγαλώνω)
μεθαρμόζω (αναπροσαρμόζω)
μεθάω (μπεκρουλιάζω, διοινούμαι, μεθύζω,
σουρώνω, μεθοκοπώ, κρασώνομαι,
μπεκροπίνω, μπεκρολογώ, σβανάρω, οινοφλυγώ)
μεθερμηνεύω (μεταφράζω)
μεθίσταμαι (μεταφέρομαι)
μεθοδεύομαι (σοφίζομαι, επινοώ)
μειγνύω (ανακατώνω, συμφύρω, χαρχαλεύω, συνονθυλεύω, σμίγω)
μειονεκτώ (υστερώ)
μειώνομαι (νικιέμαι, ηττώμαι, ταπεινώνομαι)
μειώνω (ελαττώνω, μικραίνω)
μελαγχολώ (βαρυθυμώ)
μελανιάζω (μαυρίζω)
μελετώ (διαβάζω, εξετάζω)
μέλλει (πρόκειται) [μέλει=νοιάζει]
μελοποιώ (μελουργώ, μουσοποιώ)
μελωδώ (τραγουδώ)
μέμφομαι (κατηγορώ, κατακρίνω)
μεμψιμοιρώ (παραπονιέμαι, κλαίγομαι, γκρινιάζω,
κλαψουρίζω, τσιαουνίζω, μινυρίζω)
μένω (κατοικώ)
μερακλώνομαι (υπεξαίρομαι)
μερίζω (διαμοιράζω)
μερικεύω (ειδικεύω)
μεριμνώ (επιμελούμαι, φροντίζω, ενδιαφέρομαι,
προνοώ, τημελώ, προμηθούμαι, κόπτομαι)
μεροληπτώ (ετερομερώ, προσωποληπτώ, καταχαρίζομαι)

μεσημβρίζω (μεσημεριάζω)
μεσιτεύω (μεσολαβώ)
μεσοκόβω (μεσοτομώ)
μεσολαβώ (μεσιτεύω, παρεμβαίνω, μεσάζω,
πρεσβεύω, παρεμβάλλομαι, παρεμπίπτω)
μεσουρανώ (ακμάζω, ευδοκιμώ)
μεταβαίνω (μεθίσταμαι, μεταπηδώ)
μεταβάλλω (αλλάζω, μετατρέπω, μεταπλάσσω)

μεταβιβάζεται (περιέρχεται, ανήκει)


μεταβιβάζω (μεταφέρω, μετακομίζω)

μεταγνωμίζω (μεταστρέφομαι, μετανογώ, ξελέω,

μεταγινώσκω, μεταβουλεύω, μεταγνώθω, μεταδοκώ,

μεταλογίζομαι, παλινδρομώ, ξαναλογίζομαι)


μετάγω (μετακομίζω, μεταφέρω, μετακινώ, μετατοπίζω, μεταίρω)
μεταδίδω (κοινοποιώ)
μεταθέτω (μετατοπίζω, μετακυλίω)
μεταλαβαίνω (κοινωνώ)
μεταλαμπαδεύω (διαφωτίζω)
μεταλλάσσω (μεταβάλλω)
μεταμελούμαι (μετανοώ, γνωσιμαχώ)
μεταμορφώνω (μετασχηματίζω)
μεταμφιέζω (μασκαρεύω, καμουφλάρω, παραλλάζω, μετενδύω)
μεταναστεύω (εκπατρίζομαι, αποδημώ, παροικίζομαι)
μετανοώ (μετανιώνω, μεταμελούμαι, αλλαξογνωμώ)
μεταπείθω (μεταστρέφω, μεταδιδάσκω, αναπείθω,

παρατρωπώ, αποσυμβουλεύω)
μεταπέμπω (μετακαλώ)
μεταπίπτω (μεταβάλλομαι)
μεταποιώ (τροποποιώ)
μεταπωλώ (μεταπρατώ)
μεταρρυθμίζω (αναδιοργανώνω, αναμορφώνω)
μεταρσιώνω (ανυψώνω)
μετασκευάζω (ανασχηματίζω)
μεταστοιχειώ (μεταπλάθω)
μετατάσσω (μεταθέτω)
μετατοπίζω (μετακινώ, μεταφέρω)
μετατρέπω (αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ)
μεταφράζω (ερμηνεύω)

μεταφυτεύω (μοσχεύω)
μεταχειρίζομαι (χρησιμοποιώ, χρώμαι)
μετέρχομαι (χρησιμοποιώ)
μετέχω (συμμετέχω)
μετοικώ (αποδημώ)

μετουσιώνεται (μετουσιάζεται)
μετριάζω (αμβλύνω, εκτονώνω, χαλαρώνω)
μετριοπαθώ (συγγιγνώσκω)
μετριοφρονώ (ταπεινοφρονώ)
μετρώ (αριθμώ, λογαριάζω)
μηδενίζω (εξαφανίζω)
μηνίω (εξοργίζομαι, διαγριαίνω)
μηνύω (καταγγέλλω, εγκαλώ)
μηρυκάζω (αναχαράζω, αναμασώ, μαρκιούμαι)
μηχανεύομαι (τεχνάζομαι, επινοώ, περισοφίζομαι)
μηχανορραφώ (σκευωρώ, κακοβουλώ)
μιαίνω (μολύνω, μολεύω, χραίνω)
μικραίνω (ελαττώνω, μειώνω)
μικροφέρνω (μικροδείχνω)
μιμούμαι (πιθηκίζω, αντιγράφω, κοπιάρω, ιμιτάρω)
μιρλιάζω (παραπονιέμαι, μιρλίζω)
μισεύω (ξενιτεύομαι)
μισοτσακίζω (μισοσπάζω)
μισώ (απεχθάνομαι,αντιπαθώ,εχθρεύομαι,εχθραίνω)
μνημονεύω (αναφέρω, θυμίζω)
μνησικακώ (μανιοκρατώ)
μνηστεύω (αρραβωνιάζω)

μοιραίνω (καλοτυχίζω)
μονοιάζω (συμφιλιώνω, καταλλάσσω, συμβιβάζω)
μοιράζω (μερίζω, διανέμω)
μοιρολογώ (θρηνολογώ, θρηνωδώ)
μολάρω (αμολάω, αφήνω)
μολύνω (μιαίνω, λερώνω, βορβορώ)
μονάζω (ασκητεύω, καλογερεύω)
μοντάρω (συναρμολογώ, συναρμόζω, αμματίζω)
μοντερνίζω (καινοτομώ, νεοτεριζω)
μορφοποιώ (διαμορφώνω)
μορφώνω (σχηματίζω)
μοσχόφαγε (καλόφαγε)

μουθουνίζω (ερρινίζω)
μουρμουρίζω (ψιθυρίζω)
μοστράρω (εκθέτω)
μουγκρίζω (βρυχώμαι, βρουχίζω)
μουδιάζω (αιμωδώ)
μουλαρώνω (πεισματώνω, κατσικώνομαι, δρασκελώνομαι)
μουντζουρώνω (μελανιώ)
μουντίζω (σκοτεινιάζω)
μουρνταρεύω (βρομίζω)
μούτεψε (μουγγάθηκε)
μουτρώνω (κατσουφιάζω, στυγνάζω, σκυθράζω)
μουχλιάζω (σαχνιάζω, λυθριάζω)
μοχθώ (κοπιάζω, κουράζομαι, καταπονούμαι)

μοχλεύω (κινητοποιώ)
μπαγιατεύω (παλιώνω, πολυκαιρίζω)
μπάζω (συμπτύσσομαι)
μπαζώνω (επιχωματώνω, προσχώνω, χωματίζω)
μπαίνω (εισχωρώ, εισέρχομαι, εισπορεύομαι, εισβαίνω, εισφρέω)

μπακακίζω (βατραχίζω)

μπακιρώνω (επιχαλκώνω) [μπακιρτζής=χαλκωματάς]

μπαλαλώ (αφρονώ, παραλαλώ) [μπάλαλα=τα μη δυνάμενα να σκεφτούν,

τα μη έχοντα σκέψιν]

μπαλαμουτιάζω (παραμυθιάζω) [πουλάει μπαλαμούτι = προσπαθεί να

πείσει με ψευτιές]

μπαλιάζω (δεματοποιώ) [π.χ. μπαλιάζω το τριφύλλι]


μπαλώνω (επιδιορθώνω, επισκευάζω, επιρράπτω)
μπανάρω (απορρίπτω, αποβάλλω)

μπανιαρίζομαι (λούομαι) [μπανιέρα=λουτήρας]


μπαστακώνομαι (στυλώνομαι, παλουκώνομαι)
μπασταρδεύω (νοθεύω)
μπατάρω (γέρνω, αποκλίνω)
μπατιρίζω (χρεοκοπώ)
μπεγλερίζω (μανιτζάρω)
μπερδεύω (αναμειγνύω)
μπήγω (χώνω, καρφώνω)

μπιρμπαντεύω (τσιλιμπουρδάω)
μπιτίζω (τελειώνω)

μπλανώθηκε (επιχωματίστηκε)
μπλετσώνομαι (παρατρώω, ταρατσώνω)
μπλοκάρω (περικυκλώνω)
μπογιατίζω (χρωματίζω, βάφω, θωριάζω)
μπολιάζω (εγκεντρίζω, ενθεματίζω, εμβολιάζω,
ενοφθαλμίζω, φελιάζω, εμφυλλίζω)
μπορώ (δύναμαι, σθένω)

μποσικάρω (καλουμάρω)
μπουγεύω (απλώνω) [μπούγιο=μεγάλος όγκος]
μπουμπουκιάζω (ανθίζω, αναθάλλω)
μπουμπουνίζει (κρατσιανοβολάει, βομβάζει)
μπουνταλοφέρνω (χαζοφέρνω, βλακοφέρνω, αγαθοφέρνω, φυρομυαλίζω)
μπουρδολογώ (σαχλαμαρίζω)

μπουρδουκλώνω (κουκουλώνω)
μπουρμπουλώνομαι (κουκουλώνομαι, κατσουλώνομαι)
μπουσουλάω (αρκουδίζω)
μπρουμυτίζω (πιστομίζω)
μυκτηρίζω (σκώπτω, περιγελώ, κοροϊδεύω)

μυούμαι (τελίσκομαι) [μύηση = προπαίδευση σε μυστικά,

σε μυστήρια]
μυτερώνω (καταστομώ, οξύνω, σουβλερώνω)
μυώ (διδάσκω, κατηχώ, μυσταγωγώ)
μωλωπίζω (πληγιάζω)

μωραίνω (αποβλακώνω, κουτιαίνω, αποχαζεύω, απομωρώνω)

μωρώνω (ηρεμίζω)

ναρκισσεύομαι (αυτοθαυμάζομαι, καμαρώνομαι, αυτοεπαίρομαι)

ναρκοθετώ (υπονομεύω)
ναυαγώ (καταποντίζομαι, καραβοτσακίζομαι)
ναυκρατώ (θαλασσοκρατώ)
ναυλοχώ (αγκυροβολώ, αραξοβολώ)
ναυσιπλοώ (ποντοπορώ, θαλασσοδρομώ)
ναυτίλλομαι (θαλασσοπορώ)
ναυτιώ (εμώ, αηδιάζω, αναγουλιάζω, ξερνοβολώ)
ναυτολογούμαι (μπαρκάρω)
νεανιεύομαι (κορδώνομαι)
νεκρώνω (θανατώνω, αψυχώνω)
νέμω (μοιράζω)
νεοτεριζω (καινοτομώ,μοντερνίζω,εκσυγχρονίζομαι)
νεροκάηκα (δίψασα)
νερουλιάζω (πλαδαρεύω, εξυδαρούμαι)
νερώνω (υδατώνω)
νετάρω (αποτελειώνω,ξεμπερδεύω,ξεμπλέκω)
νευριάζω (τσατίζω)
νευροκοπώ (νευροτομώ, απονευρώνω)
νεύω (γνέφω, συναινώ, νευστάζω, διανεύω)
νεφελούται (συννεφιάζει)
νεώνω (ανακαινίζω, νεοποιώ, νεουργώ)
νεωτερίζω Βλέπε: νεοτερίζω
νηστεύω (σαρακοστεύω, αποσιτώ, αποκρεύω)
νίβομαι (πλένομαι)
νικιέμαι (ηττώμαι, μειώνομαι)
νικώ (επικρατώ, υπερέχω, κατατροπώνω, κατισχύω, υπερτερώ)

νίπτω (πλύνω, κατανίζω)


νοθεύω (παραποιώ, παραχαράσσω, κιβδηλεύω,
μπασταρδεύω, απομιμούμαι, μανιπουλάρω,
ψευτίζω, ψευδοποιώ)
νοιάζομαι (μεριμνώ)
νοικιάζω (μισθώνω)
νοικοκυρεύω (ευπρεπίζω, συγυρίζω)
νομίζω (κρίνω, φρονώ, φαντάζομαι, υποθέτω, θεωρώ, θαρρώ)
νοσηλεύω (θεραπεύω, γιατρεύω, υγιοποιώ)
νοσταλγώ (ποθώ)

νοστιμεύομαι (ορέγομαι)
νοστιμεύω (εφηδύνω, γλυκαίνω, παραρτύω)
νοσώ (ασθενώ, πάσχω, αδιαθετώ, ανημπορώ, κακοδιαθετώ)
νοώ (αντιλαμβάνομαι, νογάω)
νταγιαντίζω (υπομένω)
νταϊανάω (κρατάω, βαστάω)
νταλακιάζω (παραπίνω, υπερπίνω, πολυπίνω)
ντανιάζω (στοιβάζω)
νταντεύω (βρεφοκομώ, βαγιουλεύω, βρεφοτροφώ)
νταραβερίζομαι (αλισβερίζομαι,συναλλάσσομαι)
ντεραπάρω (ανατρέπομαι)

ντιλάρω (προωθώ) [π.χ. ντιλάρω τη νέα τεχνολογία]

ντουμανιάζει (μπουριάζει)
ντουρώνω (ορμώ, γιουρτάω, μουρώνω)
ντρακανιέμαι (ταλαντεύομαι, κλυδωνίζομαι)
ντρέπομαι (αισχύνομαι, ευλαβούμαι)
ντύνω (ενδύω)
νυκτερεύω (αγρυπνώ, παννυχίζω)
νυκτοπερπατώ (νυκτοπορεύω, νυκτοβαδίζω, νυχτογυρίζω,
νυκτοπορώ)
νυκτώνει (βραδιάζει)
νυμφεύω (παντρεύω)
νυστάζω (γλαρώνω, κουτουλώ, υπνώττω)
νωθρεύω (οκνεύω, επιρραθυμώ, απραγμονώ)
νωτίζω (λακίζω)

νωτοφορώ (νωταγωγώ)

Ξ
ξαγρυπνώ (εγρηγορώ, νυκτερεύω)
ξαίνω (λαναρίζω)
ξακούγεται (φημίζεται)
ξαλλάζω (αλλαξοφορώ)
ξαλαφρώνω (ανακουφίζομαι)

ξαμολιέμαι (ξεχύνομαι)
ξαναγυρίζω (επιστρέφω, επανέρχομαι)

ξανανιώνω (ανηβώ)
ξανασαίνω (αναπαύομαι)
ξανατοποθετώ (ανατάσσω)

ξανθίζω (ξανθοποιώ)
ξαπλώνω (πλαγιάζω)
ξαστερώνω (αιθριάζω, καλοκαιρεύω)
ξαφρίζω (αφρολογώ)
ξεβιδώνω (αποκοχλιώνω)
ξεβλαστίζω (θάλλω)
ξεβοτανίζω (εκθαμνίζω, ξεχορταριάζω, ξεχορτίζω, ανασκαφίζω)
ξεβουλώνω (αποφράζω)
ξεβράζω (εκβάλλω, ξερνώ)
ξεβρακώνω (ξεγυμνώνω)
ξεβρομίζω (ξεμαγαρίζω, εκκαθαρίζω)
ξεγελώ (απατώ, πλανώ, παροδηγώ)

ξεγραπώνομαι (απαγκιστρώνομαι)
ξεγράφω (διαγράφω)
ξεγυμνώνω (γδύνω, ξεμπλετσώνω)
ξεδένω (λύνω, ξελύνω)
ξεδιαλέγω (επιλέγω)
ξεδιπλώνω (ξετυλίγω, ανελίσσω, αναπετάσω)
ξεδιψώ (αδιψώ)
ξεδοντιάζομαι (φαφουτιάζω)
ξεζαλώνω (ξεφορτώνω)
ξεζουμίζω (απομυζώ, στίβω, εκθλίβω, ξεσταλιάζω)
ξεθάβω (ξεχώνω, ξεχωνιάζω)
ξεθεμελιώνω (κατασκάπτω, σαρίζω, καταγκρεμίζω)

ξεθηκαρώνω (ξιφουλκώ)
ξεθηλυκώνω (ξεκουμπώνω)
ξεθυμαίνεται (ατονεί)
ξεθυμαίνω (καταπραϋνομαι, μειλίσσομαι ή ξεσπώ)
ξεθυμώνω (ξεκακιώνω)
ξεθωριάζω (ξασπρίζω, αποχρωματίζομαι, ετεροχροώ)
ξεκαθίζω (ανελκύω)
ξεκαλιγώνω (ξεπεταλώνω)
ξεκάνω (εξοντώνω, σφαγιάζω, πετσοκόβω)
ξεκαπακώνω (ξεσκεπάζω, εκκαλύπτω)
ξεκαρφώνω (ξηλώνω, ξεπροκίζω)
ξεκατινιάζω (καταπονώ, τρύχω)
ξεκλέβω (εξοικονομώ, διαθέτω)
ξεκλειδώνω (ξεμανταλώνω)
ξεκληρίζω (αποδεκατίζω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω, ξεπατώνω)
ξεκόβομαι (αποσπώμαι, αποχωρίζομαι, αποξενώνομαι)
ξεκόβω (απομακρύνω)
ξεκοκαλίζω (καταβιβρώσκω)
ξεκολλώ (αποσπώ, αποσυγκολλώ)
ξεκουβαριάζω (ξεσφουρλιάζω, ξετυλίγω)
ξεκουκουτσίζω (εκκοκκίζω)
ξεκουμπίζομαι (απέρχομαι, φεύγω)
ξεκουράζομαι (αναπαύομαι, χουζουρεύω,
ραχατεύω, τεμπελιάζω, ρεμπελεύω, αποσχολάζω,
ριλαξάρω, ανακουφίζομαι, εφησυχάζω,
ξαποσταίνω, λωφώ)

ξελακκίζω (ξεχώνω, ξεσκάφτω)


ξελαμπικάρισα (ξεθόλωσα)

ξελαργεύω (αραιώνω, αναριεύω, αγανεύω, αναργιώνω)


ξελασπώθηκα (σώθηκα, γλίτωσα, σιάχτηκα, φτιάχτηκα)
ξελασπώνομαι (ορθοπατώ, ορθοποδίζω)
ξελιγώνω (κατακουράζω)
ξελογιάζω (ξεμυαλίζω, παραπλανώ)

ξεμαλλιάζω (αποτίλλω, σουρομαλλιάζω)


ξεματιάζω (ξεβασκαίνω, σταυρώνω)
ξεμεθώ (ανανήφω)
ξεμένω (στερούμαι, αμοιρώ)
ξεμοναχιάζω (απομονώνω)
ξεμοντάρω (αποσυναρμολογώ, αποσυνθέτω, εξαρμόζω, αποσυνάπτω)
ξεμουδιάζω (ξεπιάνομαι)
ξεμουχλιάζω (ανακαρώνω, αναπαίρνω)
ξεμπλετσώνομαι (γυμνούμαι, απεσθούμαι)
ξεμπουκάρω (ξεπετάγομαι)
ξεμπουρνταλιάζω (εξαναισχυντώ, προστυχεύω, ξεβγαίνω, αδιαντροπεύω)

ξεμπροστιάζω (απογυμνώνω, εκθέτω)


ξεμυτίζω (ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι, ανακύπτω,
ξεφυτρώνω, επιφαίνομαι, ξετσουπίζω)
ξενιτεύομαι (αποδημώ, μισεύω, εκπατρίζομαι)
ξενοιάζω (ηρεμώ, ξεσκοτίζομαι, αμεριμνώ, χαρατεύω)

ξενομανώ (αλλοτριονομώ)
ξεντροπιάζω (ευφημίζω)
ξενυχτώ (αγρυπνώ, διανυκτερεύω)
ξενώνω (εκποιώ, πωλώ)
ξεξασπρίζω (καταλευκαίνω)
ξεπαγιάζω (μαργώνω)
ξεπαγώνω (αποψύχω)
ξεπακιάζομαι (παραφορτώνομαι)

ξεπαπουτσώνω (υπολύω, ξυπολύνω)


ξεπαραδιάζομαι (καταξοδεύομαι, ξηλώνομαι, ξεπενταρίζομαι)
ξεπαρθενεύω (αποπαρθενεύω, διακορεύω)
ξεπατηκώνω (αντιγράφω, ξεσηκώνω, αποτυπώνω, αναπαριστάνω)
ξεπέφτω (παρακμάζω)
ξεπηδώ (εκπηγάζω)
ξεπιάνομαι (ανακουφίζομαι, απαλγώ)
ξεπλένω (απονίζω, απονίπτω, διακλύζω, ξεβγάζω)
ξεποδαριάζω (ξεθεώνω)
ξεπορτίζω (ξεμυτίζω)
ξεπουλώ (εκποιώ, απεμπολώ, ξεκάνω)
ξεπουπουλιάζομαι (μαδιέμαι, πτερορροώ, τίλλομαι)
ξεπρεσάρω (ξεσφίγγω)
ξεραίνω (στεγνώνω, εξικμάζω)

ξερηχαίνω (αναβαθαίνω)
ξεριζώνω (αφανίζω)
ξερνώ (εξεμώ, εκχύνω)
ξερογλείφομαι (λιγουρεύομαι)
ξεροσταλιάζω (στήνομαι, περιμένω, καρτερώ)
ξεσαλώνω (αποχαλινώνομαι, παρεκτρέπομαι, εκτροχιάζομαι)
ξεσηκώνω (διεγείρω)
ξεσκαλώνω (ξεμπλέκω, ξεσέρνω)
ξεσκαρτάρω (αποδιαλέγω)
ξεσκεπάζω (φανερώνω, ξεκουκουλώνω)
ξεσκίζω (κατακομματιάζω, κατακόπτω)
ξεσκονίζω (καθαρίζω)
ξεσπάει (αρχίζει, κινάει)
ξεσπαθώνω (ξεσπώ)
ξεσπιτίζω (εξοικίζω)
ξεσπώ (εκρήγνυμαι)
ξεσταχίζω (σταχυοβολώ)
ξεστολίζω (αποκοσμώ)
ξεστραβώνομαι (διαφωτίζομαι)
ξεστραβώνω (ισιώνω)
ξεστρατίζω (παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, λοξοδρομώ,
παρεκβαίνω, λοξοπορώ, ντελαπάρω)
ξεστρίβω (χαλαρώνω, ξεσφίγγω)
ξεσυνηθίζω (ξεμαθαίνω, απεθίζω)
ξεταπώνω (εκπωματίζω)
ξεταιριάζω (αποσυναρμολογώ)

ξετικάρω (αποεπιλέγω, ξετσεκάρω)


ξετινάζω (ξεπαραδιάζω)
ξετρελαίνομαι (ενθουσιάζομαι)
ξετρελαίνω (μαγεύω)
ξετρυπώνω (ξεπροβάλλω, αναβγαίνω, αναφαίνομαι)

ξετσαλακώνω (ισιάζω)

ξετσαουλιάζομαι (ξεσαγονιάζομαι)
ξεφεύγω (γλιτώνω)
ξεφλουδίζω (αποφλοιώνω, απολεπίζω, εκβολβίζω,
αποκαυκαλίζω, εκλεπίζω, φλοϊζω)
ξεφορτώνομαι (ξεμπλέκω, ξεκάνω, ξεμπερδεύω)
ξεφουρνίζω (ξεστομίζω)
ξεφράζω (ξεβουλώνω, ξεμπουκώνω)
ξεφτιλίζω (ταπεινώνω)
ξεφυλλίζω (μετροφυλλώ, φυλλομετρώ, φυλλολογώ, φυλλουργώ)
ξεφυσώ (εκπνέω, αποπνέω)
ξεχαρβαλιάζω (χαλνώ)

ξεχαρμανιάζω (αναψύχομαι)
ξεχασκίζω (αποσβολώνομαι, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι)
ξεχειλώνω (χαλαρώνω)
ξεψαρώνω (αναθαρρεύω)
ξεψειρίζω (αποφθειριώ, ξεκονιδιάζω)
ξεψυχίζω (πεθαίνω)
ξηλώνω (ξεράβω)

ξηραίνω (σκέλλω, στεγνώνω, ανικμάζω)


ξινίζω (οξίζω)
ξοδεύω (δαπανώ, σπαταλώ, ξοδιάζω)
ξουραφίζω (ξυρίζω, επιξυρώ)
ξοφλώ (ξεχρεώνω, αποπληρώνω, νετάρω,
απαγαδίζω, χρεολυτώ, χρεοδοτώ)
ξυέται (ξύνεται)
ξυλεύεται (καρπώνεται, νέμεται)
ξυλιάζω (παγώνω)
ξύνω (λειαίνω, ξέω)
ξυπνώ (αφυπνίζω, επεγείρω)

ξυπολιέμαι (υπολύομαι)

ξωπετάνε (εκπαραθυρώνουν)

ογκώνω (διαστέλλω, φουσκώνω)

όγκωσα (χόρτασα, ταράτσωσα)


οδεύω (πορεύομαι, προχωρώ, δρομώνω, δρομώ)
οδοιπορώ (πεζοπορώ, ατραπίζω)
οδηγώ (άγω, φέρω)
οδύρομαι (θρηνώ, κλαίω, πλαντάζω, βρέμω, χουχουλιέμαι)
οιδαίνω (πρήζομαι, τουμπανιάζω)
οικειοποιούμαι (σφετερίζομαι, εξιδιάζομαι, παραιρούμαι)
οικοδομώ (κτίζω, θεμελιώνω)
οικονομώ (αποταμιεύω)
οικτίρω (ευσπλαχνίζομαι, λυπούμαι, συμπονώ, ψυχοπονώ)
οινοποτώ (κρασοπίνω)
οινοχοώ (κρασοκερνώ) [οινοχόος=κρασοκεραστής]
οιστρηλατούμαι (παθιάζομαι)
οιωνίζομαι (προφητεύω, χρηστηριάζω)

οκλάζω (κιμβάζω) [= κάθημαι οκλαδόν]

οκνοποιώ (οκνηρεύω)
οκνώ (τεμπελιάζω, ραθυμώ, νωθρεύω, σελεμίζω,
ακαματεύω, κοπροσκυλιάζω, απρακτώ, χασομερώ,
ραστωνεύω)
ολβιώ (μακαριώ)

ολιγοδρανώ (χαλαρώνομαι, λιποτονώ)


ολιγορρημονώ (ολιγολαλώ)
ολιγωρώ (αμελώ, αδιαφορώ)
ολισθαίνω (γλιστρώ)
ολοκαυτώ (απανθρακώ, ολοκαώ)
ολοκληρώνεται (περατώνεται)
ολοκληρώνω (αρτιώνω, συμπληρώνω, διεκπεραίνω)
ολοφύρομαι (θρηνώ, οδύρομαι, ολολύζω)
ομαλύνω (ισιάζω, ισοπεδώνω, διομαλίζω, επιπεδώνω, απεδίζω)
ομιλώ (κουβεντιάζω, συζητώ, διαλέγομαι, μασλατεύω)

ομιχλούμαι (καταχνιάζομαι)
ομνύω (ορκίζομαι, ομόνω, ορκοδοτώ, ορκωμοτώ)
ομογνωμονώ (συμφωνώ, συμπλέω, συστοιχούμαι, ομοψηφώ)
ομοδυναμώ (ισοδυναμώ)
ομολογώ (συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω, επευδοκώ)
ομορφαίνω (καλλωπίζω, στολίζω)
ομοφωνώ (ομοδογματώ)
ομοφρονώ (ομοδοξώ, ομονοώ)
ομοψηφώ (συγκατατίθεμαι, ανθομολογώ)
ονειδίζω (κατηγορώ, κατακρίνω, προσβάλλω, θίγω,
καθάπτομαι)
ονειρεύομαι (ενυπνιάζομαι, νείρομαι)
ονειροπολώ (φαντασιοκοπώ, ονειροβατώ)
ονομάζω (αποκαλώ, προσαγορεύω, φωνώ)

ονοματοποιώ (ονοματουργώ)
ονυχοκοπώ (περιονυχίζω, απονυχίζω)
οξειδώνομαι (σκουριάζω)
οξύνω (εντείνω)
οπισθοδρομώ (οπισθοχωρώ, ανατροχάζω, υποποδίζω)
οπλίζω (αρματώνω, οπλοδοτώ)
οπτεύω (ορώ)
οραματίζομαι (οπτασιάζομαι)
οργανώνω (τακτοποιώ)
οργίζομαι (θυμώνω, αγανακτώ, σκυλιάζω, κακιώνω)
οργίζω (εξάπτω, ερεθίζω, συγχύζω)
οργώνω (αροτριώ, αλετρίζω, υνιάζω, ζευγαρίζω,
αροτριάζω, καματεύω)
ορέγομαι (επιθυμώ, θέλω, λιμπίζομαι, γλίχομαι)
οριστικοποιώ (παγιώνω)
ορθιάζω (ορθοστήνω, ορθώνω)
ορθοποδώ (ευδοκιμώ, ευημερώ)
ορθορρημονώ (ορθοεπώ, ορθολογώ, ορθολεκτώ, απαρτιλογώ)
ορθοτομώ (καλοσυμβουλεύω, δαδουχώ, αναδιδάσκω)
ορθώνομαι (στυλώνομαι, σηκώνομαι, υψώνομαι)
ορθώνω (υψώνω, σηκώνω)
ορίζω (διατάσσω, επιβάλλω, καθορίζω)
ορμίζω (προσαράσσω, αγκυροβολώ)
ορμώ (χιμίζω, επιτίθεμαι, βουρώ, γιουρντώ,
μουντάρω, επιπίπτω)
ορμώμαι (κατάγομαι)
οροθετώ (οροσημαίνω, οριοθετώ, διαχαράσσω)
ορρωδώ (φοβούμαι, δειλιάζω, πτήσσω)

οσμώμαι (οσφραίνομαι)
οσφραίνομαι (οσμίζομαι, μυρίζω)

ουδετεροποιούμαι (αποσυνδέομαι, αποδεσμεύομαι)


ουρανοβατώ (νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ)
ουρλιάζω (σκούζω,σκληρίζω,τσιρίζω,στριγγλίζω)
οχλαγωγώ (θορυβοποιώ)
οχυρώνω (ταμπουρώνω)
οψίζει (υστερίζει)

οψιμίζει (οψιμοκαρπίζει)

Π
παγιδεύω (τσακώνω)
παζαρεύω (διαπραγματεύομαι)
παθαίνω (υφίσταμαι)
παθιάζομαι (συγκινούμαι, ενθουσιάζομαι)
παιδαγωγώ (διδάσκω, εκπαιδεύω, ανατρέφω, μορφώνω, πωλοδαμνώ)
παιδεύω (βασανίζω, τυραννώ)
παιδιαρίζω (παιδιακίζω, μειρακεύομαι, μωρουδίζω,
νηπιάζω, νηπυτιεύομαι, παιδαριεύομαι)

παιδοκομώ (παιδοτροφώ)

παιδοφιλώ (παιδεραστώ)
παιδοφονώ (παιδοκτονώ)
παίζεται (διακυβεύεται)
παίζω (διασκεδάζω, αστειεύομαι, αθύρω)
παίρνω (δέχομαι, λαμβάνω)
πακετάρω (συσκευάζω, αμπαλάρω)
παλαβώνω (μουρλαίνω)
παλαντζάρει (ανεβοκατεβαίνει, κυμαίνεται)
παλεύω (αγωνίζομαι, μάχομαι, εναθλώ)
παλιλλογώ (ταυτολογώ)
παλινωδώ (αναιρώ, ανακαλώ)
παλιώνω (πολυκαιρίζω, μπαγιατεύω)
πάλλω (σείω, κραδαίνω)
παλουκώνω (ανασκολοπίζω)
πανικοβάλλω (τρομάζω)
παντελονιάζω (εισπράττω)
παντρεύω (νυμφεύω, συζεύγω)
πανωθιάζω (στοιβάζω)

παξιμαδιάζω (καταστραγγίζομαι)

παπουτσώνω (ποδεύω, ποδένω)


παραβαίνω (παραβιάζω, καταπατώ, παρατυπώ, καταστρατηγώ)
παραβάλλω (συγκρίνω, παρομοιώνω)
παραβγαίνω (αναμετριέμαι)
παραβλέπω (υπομένω, ανέχομαι)
παραγνωρίζω (υποτιμώ, αλαφροπαίρνω)
παραγράφω (σβήνω, εξαλείφω)
παράγω (αποφέρω,αποδίδω,ευφορώ,γενεσιουργώ)
παραδέχομαι (αποδέχομαι, εγκρίνω, καθομολογώ)
παραδίνομαι (υποκύπτω)
παραδοξολογώ (τερατολογώ)
παραέγινε (υπερωρίμασε)
παραθέτω (παραλληλίζω)

παραισθάνομαι (παρερμηνεύω) [παραίσθηση=παραποιημένη παράσταση]


παραιτούμαι (αποτραβιέμαι,εγκαταλείπω,αδιαφορώ)
παρακάμπτω (προσπερνώ)
παρακάνω (παραξηλώνω)
παρακινώ (κελεύω, παροτρύνω)
παρακολουθώ (κατασκοπεύω)
παρακούω (απειθαρχώ)
παρακρατάει (παρατραβάει, παραβαστάει, παραγίνεται)
παρακωλύω (παρεμποδίζω)
παραλαμβάνω (εκδέχομαι)
παραλλάσσω (τροποποιώ)
παραλείπω (παρατώ, προσπερνώ)
παραληρώ (παραμιλώ)
παραλληλίζω (παραβάλλω, παρομοιάζω)
παραλογίζομαι (μαίνομαι, ανοηταίνω,
ανισορροπώ, αφρονώ, αλογιστώ)
παραλύω (εξασθενώ)

παραμακραίνω (παρατεντώνω)
παραμελώ (αδιαφορώ)
παραμερίζω (παραγκωνίζω, αναμεριάζω,
υποσκελίζω, απαριάζω, περιθωριοποιώ, ακρίζω)
παραμονεύω (ελλοχεύω, ενεδρεύω, καραουλίζω)
παραμορφώνω (διαστρεβλώνω)
παραμυθιάζω (παραπείθω, ξεγελώ, γελγηθεύω)

παραμυθολογώ (παραμυθεύγω)
παρανομώ (αδικώ, αθεμιτουργώ)
παρανοώ (παρεξηγώ)
παραπαίρνω (συμπαρασύρω)
παραπαίω (τρικλίζω, νταλοδέρνω)
παραπετιέμαι (παραμελούμαι)

παραποδίζω (περδικλώνομαι)
παραποιώ (αλλοιώνω,μεταβάλλω,απαλλοτριώνω)
παραπονιέμαι (διαμαρτύρομαι)
παρασέρνω (παραπλανώ)
παρασιτεύω (σελεμίζω)

παρασιωπώ (παρατρέχω)
παρασπονδώ (αθετώ, παραβαίνω, παρορκώ)
παραστρατώ (λοξοδρομώ)
παρασυμβάλλομαι (εξομοιώνομαι)

παρασύρομαι (φέρομαι)
παρατάσσω (αραδιάζω, στιχίζω)
παρατείνω (τρενάρω, παρελκύω, επιβραδύνω,
μηκύνω, μακραίνω, μακροχρονίζω, διαιωνίζω)
παρατηρώ (κοιτάζω, βλέπω, ατενίζω, αντρανίζω,
εντρανίζω, εισορώ, ενατενίζω)
παρατρέφω (υπερσιτίζω)
παρατώ (αφήνω, εγκαταλείπω)
παραφέρομαι (παρεκτρέπομαι)
παραφορτώνω (υπερφορτώνω)
παραφρονώ (τρελαίνομαι, παραλογιάζω,
βουρλαίνομαι, αλλοφρονώ, μουρλαίνομαι,
ζουρλαίνομαι, λωλαίνομαι, λωλεύω, αεροπαίρνω)
παραχαϊδεύω (κακοπαιδεύω)
παραχαράσσω (παραποιώ, παρασημαίνω)
παραχώνω (θάβω, τυμβεύω, καταχωνιάζω)
παραχωρώ (δίνω, παραδίδω)
παρδαλίζω (προστυχεύω)
παρέδραμε (προσπέρασε)
παρεισδύω (παρεισφρέω, υφέρπω)
παρεκτρέπομαι (παραστρατώ)
παρενείρω (παρεμβάλλω, παρενθέτω)
παρενοχλώ (πειράζω)
παρεντίθεμαι (παρεμβάλλομαι)
παραξενεύω (εκπλήσσω)
παρεξηγώ (παρανοώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω)
παρέρχομαι (περνώ, φεύγω)
παρευρίσκομαι (παρίσταμαι)
παρέχω (δίνω, προσφέρω)
παρηγορώ (ενθαρρύνω, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω,
θαρσοποιώ, θυμοποιώ)
παρρησιάζομαι (ευθυρρημονώ, ορθοστομώ)
περιγράφω (αναπαρασταίνω)
περιλαμβάνω (περιέχω)

παροινιάζω (κακοτροπεύομαι)
παρομοιάζω (εξομοιώνω)
παροξύνομαι (εξάπτομαι)
παροπλίζω (αφοπλίζω)
παροργίζω (εκνευρίζω)
παρορώ (παραβλέπω, αγνοώ)
παροτρύνω (κελεύω, παρακινώ, παρωθώ, παρορμώ)
παρουσιάζω (εκθέτω, επιδεικνύω, προβάλλω,
μοστράρω, εμφανίζω, παραθέτω)
πασάρω (μεταβιβάζω)

πασπαλίζω (περιχύνω)
πασπατεύω (θωπεύω, χαϊδεύω, κορίζομαι)
πασχίζω (προσπαθώ)
πάσχω (ασθενώ, νοσώ, υποφέρω, δεινοπαθώ, μοροπονώ)
πάτα (ξεκουμπίσου, φύγε, στρίψε)
πατάσσω (χτυπώ)
πατσίζω (εξισώνομαι)
πατώ (στηρίζομαι, εμβατεύω)
παύω (σταματώ, λήγω, διακόπτω)
παφλάζω (κοχλάζω)
παχαίνω (χοντραίνω)
πεδικλώνομαι (σκοντάφτω)
πεζεύω (ξεκαβαλικεύω, αφιππεύω)
πεζολογώ (πεζολεκτώ, πεζογραφώ)
πεθαίνω (τελευτώ, εκπνέω, αποβιώνω)
πειθαρχώ (υπακούω)

πείθω (ψήνω, καθησυχάζω, καλάρω)


πεινώ (λιμώττω, λιμάζω, ψωμολυσσώ, ψωμολιμάζω, βουλιμιώ)
πειράζω (ενοχλώ, εκνευρίζω, κεντρίζω, τσιγκλώ,
κουρντίζω, θίγω, πικάρω, σκιντώ)
πεισματώνω (εξοργίζω, χολιάζω)
πεζοπορώ (πεζολατώ, περπατώ, οδοιπορώ, δρομοκοπώ)
πελαγίζω (θαλασσεύω)
πελαγοδρομώ (παραπαίω, κουτουλιέμαι)
πελάζω (προσεγγίζω, πλησιάζω)
πέμπω (στέλλω)
πενθώ (θλίβομαι, θρηνώ)
πένομαι (στερούμαι, απορώ, λιμοκτονώ, λυσσοπεινώ)
πέπτω (χωνεύω)
περαίνω (τελειώνω, εκπληρώνω, τερματίζω, περατώνω)
περαιώνω (αποπερατώνω)
πέρδομαι (βδέω, αερίζομαι)

περεχώ (περιβρέχω)
περιάγω (περιφέρω, κυκλογυρίζω)
περιαυτολογώ (καυχιέμαι, αυτοεπαινούμαι)
περιβάλλω (περιτριγυρίζω, περικυκλώνω)
περιγελώ (κοροϊδεύω, εκμυκτηρίζω)
περιδιαβάζω (σουλατσάρω)
περιδινώ (στροβιλίζω, ανεμοκυκλίζω, στριφογυρίζω)
περιδρομιάζω (παρατρώγω, παραχορταίνω,
υπερσιτίζομαι, λαιμάσσω)
περιθάλπω (βοηθώ, παρηγορώ, κουράρω)
περιθωριοποιούμαι (παραγκωνίζομαι)
περικυκλώνω (αποκλείω, μπλοκάρω, πολιορκώ)
περικλείω (περιβάλλω, περιστοιχίζω)
περιλαβαίνω (τσακώνω, περιαδράχνω, περιδράττομαι, κουτουπώνω)
περιμαζεύω (περιποιούμαι)
περιμένω (προσδοκώ, ελπίζω, απαντέχω)
περιοδεύω (τριγυρνάω, περιέρχομαι)
περιορίζω (περιστέλλω)

περιουσιάζω (πληθωρούμαι, ευπορώ, πλήθω) [περιουσία=πλούτος, ευπορία]


περιπαίζω (κοροϊδεύω)
περιπλέκω (δυσκολεύω, μπερδεύω)
περιπλανώμαι (περιφέρομαι, πλάζομαι, αλητεύω,
γκιζερίζω, αλανιαρίζω, τριγυρίζω, σουρτουκεύω,
ολογυρνώ, ρέμβομαι, πολεύω, περιπολίζω, οδοιπλανώ)

περιπολώ (πέλομαι, περιφέρομαι)


περισκοπώ (περιβλέπω, περιορώ, περιαθρώ)
περισσεύω (πλεονάζω)
περιστρέφω (στριφογυρίζω, κυκλίζω, περιγυρίζω)
περισυνάγω (περισυλλέγω, περιμαζεύω)
περιτρέπομαι (αναποδογυρίζω, τουμπάρω)
περιττολογώ (πλατειάζω, παρακουβεντιάζω)
περιφέρω (περιγυρίζω)
περιφρουρώ (προστατεύω, ασπίζω)
περιχαρακώνω (οχυρώνω)
περνώ (διέρχομαι, διοδεύω)
περόνιασε (διαπέρασε, επηρέασε, σάρκωσε)
περπατώ (βαδίζω, πορεύομαι, σεργιανίζω, περιδιαβάζω, σουλατσάρω)
πεταλώνω (καλιγώνω)
πεταρίζει (σκιρτάει)
πετρώνω (απολιθώνομαι)

πετσιάζω (κοριάζω)
πετσικάρει (σκεβρώνει) [σκέβρωμα=κύρτωση]
πετυχαίνω (καταφέρνω)
πηγάζω (απορρέω)

πηγαινοέρχομαι (σουρμανάω, τραβολογιέμαι)


πηγαίνω (προχωρώ, πορεύομαι, κατευθύνομαι, κινούμαι, πετάγομαι)
πηδαλιουχώ (κατευθύνω, καθοδηγώ, τιμονεύω)

πήζω (πηκτώνομαι)
πηλώνομαι (λασπώνομαι)
πηνίζω (καρουλιάζω)
πηχτώνω (συμπυκνώνω, πυκνοποιώ)
πιάνω (συλλαμβάνω, γραπώνω, μπαγλαρώνω, μάρπτω)
πιέζω (αναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω, αγχώνω)
πικάρω (χολώνω)
πικραίνω (στενοχωρώ, λυπώ)
πιλατεύω (ενοχλώ, βασανίζω, μαγκλαβίζω)
πίνω (ρουφώ)
πιπιλίζω (επαναλαμβάνω, ξαναλέω, διλογώ, δισσολογώ)
πιστεύω (ελπίζω, νομίζω)
πιστομίζω (αναποδογυρίζω, αναποδοβολώ)
πιστοποιώ (επικυρώνω, βεβαιώνω, συνεπιμαρτυρώ)
πιστούμαι (υπόσχομαι)
πιστρώνομαι (στρογγυλοκάθομαι)
πιστρώνω (αναδιπλώνω)
πισωδρομώ (οπισθοχωρώ)

πισωκωλιάζω (εμποδίζω ή πισωβολώ)

πιττακώνω (διαπλατύνω)
πλάθω (μορφοποιώ, σχηματοποιώ, πλαστουργώ)
πλαισιώνω (περιστοιχίζω)
πλακώνω (συμπιέζω, συνθλίβω, ζουπακιάζω)
πλαλάω (τρέχω, λιταργίζω)
πλανίζω (ροκανίζω)
πλανώ (ξεγελώ, εξαπατώ, παραπείθω, παγιδεύω,
περιβουκολώ, λουρδεύω)
πλαταγίζω (ροχθώ)
πλαταίνω (ευρύνω)
πλατσιουρίζω (πλατσανάω, τσαλαβουτάω)
πλέκω (συνθέτω)
πλένω (διηθώ)
πλεονάζω (αφθονώ, περισσεύω)
πλεονεκτώ (υπερέχω, υπερτερώ, ταμαχιάζω)
πλευρίζω (διπλαρώνω)

πλευροκοπώ (πλαγιοκοπώ)
πλέω (νηοπορώ, αρμενίζω, πλωϊζω, πλωτεύω)
πληγώνω (πλήττω, χτυπώ)
πληθαίνω (πολλαπλασιάζομαι)
πλημμυρίζω (ξεχειλίζω, κατακλύζω, υπερκλύζω)
πληροφορούμαι (διδάσκομαι, μαθαίνω)
πληροφορώ (ενημερώνω)
πληρώ (γεμίζω)
πλησιάζω (πελάζω, προσεγγίζω)
πλήττω (χτυπώ, πληγώνω)
πλιατσικολογώ (λαφυραγωγώ, συλαγωγώ)

πλινθοποιώ (πλινθουργώ)
πλοηγώ (πιλοτάρω, πηδαλιουχώ)
πλουμίζω (στολίζω, καταποικίλλω)
πλουταίνω (ευπορώ, ματσώνομαι, καλοβαστιέμαι)
πνίγω (απαγχονίζω, στραγγαλίζω, κρούβω, καρυδώνω)
ποδαρίζω (ποδοχτυπώ)
ποδένομαι (παπουτσώνομαι, υποδούμαι, υποδέω)
ποδηγετώ (καθοδηγώ)
ποδίζω (αράζω, αγκυροβολώ, εφορμίζω, λιμενίζω)

ποδοβολώ (επιταχύνω, καλπάζω)


ποθώ (επιθυμώ)
ποικίλλω (στολίζω, εξωραϊζω, διακοσμώ, επανθίζω)
ποιμαίνω (καθοδηγώ, καθηγούμαι)
ποιώ (πράττω, δημιουργώ, ρέζω)
πολεμώ (μάχομαι, αγωνίζομαι)
πολιτεύομαι (διάγω)
πολτοποιώ (χυλοποιώ)
πολυλογώ (φλυαρώ, λογολεσχώ, μπαμπαλίζω,
γλωσσοκοπανώ, φαφλατάω, καταστωμύλλομαι)
πολυτοκώ (πολυγονώ)

πομπαρίζομαι (ενισχύομαι, ενδυναμώνομαι)


πομπεύω (ρεζιλεύω, γελοιοποιώ, εντροπιάζω)
πονηρεύω (διαβολεύω)
πονοκεφαλιάζω (σκοτίζομαι, φροντιδοκοπούμαι)
ποντάρω (στηρίζομαι)
ποντίζω (φουντάρω, βυθίζω)
πονώ (αλγώ)
πορεύομαι (βαδίζω, περπατώ)
πορεύω (βολεύομαι)
πορθώ (καταστρέφω, λεηλατώ)
πορίζω (προμηθεύω, εφοδιάζω, φουρνίρω)
πορνεύω (εταιρώ, κασωρεύω)
ποτίζω (αρδεύω, ναματίζω)
πουλεύω (διαφεύγω) [πάρε τον πούλο = ξεκουμπίσου]
πουντιάζω (ξεπαγιάζω)
πουσάρω (ενισχύω)
πραγματεύομαι (ασχολούμαι)
πραγματώνω (κατορθώνω)

πραξικοπώ (καταδολιεύομαι) [=παραβιάζω δολίως την νομιμότητα]


πράττω (ποιώ, δημιουργώ)
πραϋνω (μαλακώνω, ηρεμίζω, αρνεύω)
πρέπει (αρμόζει, ταιριάζει, επιβάλλεται, χρειάζεται)
πρεσάρω (πιέζω)
πρεσβεύω (φρονώ)
πρήζω (διογκώνω)
πριμοδοτώ (επιχορηγώ)
πριονίζω (πρίζω, εκπρίζω, σαρακίζω)
πριτσινώνω (καρφοδένω, συνηλώ)
προάγω (προβιβάζω)
προαιρούμαι (διαλέγω, προτιμώ)
προαισθάνομαι (προμαντεύω, μυρίζομαι, προγιγνώσκω)
προαλείφομαι (προετοιμάζομαι)
προασπίζω (προστατεύω)
προβαδίζω (προπορεύομαι, πρωτοπορώ)
προβαίνω (αρχινώ)
προβάλλω (εμφανίζομαι)
προβάρω (δοκιμάζω)
προβιβάζω (προάγω)
προβλέπω (προμαντεύω, προθωρώ)
προβληματίζω (σκοτίζω, ζαλίζω, ζουρλαίνω, αλαλιάζω)
προβοκάρω (διερεθίζω)
προγκίζω (αποπαίρνω, κατσαδιάζω ή σκορπίζω)

προγράφω (επικηρύσσω)
προγυμνάζομαι (προπονούμαι)
προδιαθέτω (προκαταλαμβάνω, προϊδεάζω)

προδιαμορφώνεται (προκαθορίζεται)
προδίδω (απεμπολώ, μαντατεύω, σπιουνεύω)
προδικάζω (προεξοφλώ)

προεξέχω (ξεκορφίζω, υπερέκκειμαι)


προεξάρχω (προϊσταμαι, πρωτοστατώ)
προέρχομαι (κατάγομαι)
προηγούμαι (προπορεύομαι)
προθυμοποιούμαι (τσακίζομαι, κατασκοτώνομαι, ευηκοώ)
προικίζω (εφοδιάζω)
προκαθορίζω (προαποφασίζω)
προκάνω (προφταίνω)
προκαλώ (ερεθίζω, διεγείρω)

προκαταγγέλλω (προειδοποιώ)
προκαταβάλλω (προπληρώνω)
προκηρύσσω (προαναγγέλλω)
προκόβω (προοδεύω)
προκρίνω (προτιμώ, επιλέγω)
προκύπτω (αναφύομαι, παρουσιάζομαι)
προλαβαίνω (προφτάνω, προκάνω)
προλαμβάνω (αποσοβώ, αποτρέπω)
προλέγω (μαντεύω, προφητεύω)
προλειαίνω (προπαρασκευάζω, προετοιμάζω)
προμαχώ (υπερασπίζομαι)
προμελετώ (προσχεδιάζω)
προμηθεύω (εφοδιάζω, εξοπλίζω)
προμοτάρω (περιφαίνω)

προνοϊζω (προμηθούμαι)
προνοώ (φροντίζω, προβλέπω)

προξενεύω (παντρολογώ)
προξενώ (προκαλώ, καταφέρω)
προοδεύω (προκόβω, εξελίσσομαι, ευδοκιμώ, χαϊρώνω, αρεταίνω)
προοικονομώ (προσχεδιάζω)
προοιωνίζομαι (προμαντεύω,προαγγέλλω,
προμηνύω, προσημαίνω, προεικάζω, προαποφαίνομαι)
προορίζω (διαθέτω)
προπαρασκευάζω (προετοιμάζω)
προπέμπω (ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω, ξεβγάζω, αποχαιρετώ)
προπηλακίζω (βρίζω, κατακρίνω)
προπονώ (προγυμνάζω)
προσαγορεύω (προσφωνώ, προσμυθούμαι)
προσάγω (προσκομίζω)
προσαπαντώ (επισκέπτομαι, βιζιτάρω)
προσάπτω (προσκολλώ)
προσαρμόζομαι (εξοικειώνομαι, συνηθίζω)
προσαρμόζω (ταιριάζω)
προσβάλλω (θίγω)
προσβλέπω (ελπίζω)
προσγειώνω (προσεδαφίζω)

προσδαπανώ (προσαναλίσκω)
προσδοκώ (ελπίζω, περιμένω, απεκδέχομαι,
απαντέχω, ευελπιστώ)
προσεγγίζω (πλησιάζω, πελάζω, ζυγώνω, σιμώνω,
κοντεύω, κοντοζυγώνω, αγχιμολώ)
προσελκύω (τραβώ)
προσέρχομαι (πλησιάζω)
προσεύχομαι (παρακαλιέμαι, θεοκαλώ)
προσέχω (φροντίζω, περιποιούμαι, ωρεύω)
προσηλώνομαι (αφοσιώνομαι, απορροφώμαι)
προσηλώνω (στερεώνω, καρφώνω)
προσθέτω (επιθέτω)
προσιδιάζει (ταιριάζει)
προσκολλώμαι (προσδένομαι, αφοσιώνομαι)
προσκομίζω (προσάγω)
προσκρούω (τρακάρω, στουκάρω)
προσκυνώ (υποκλίνομαι, υποτάσσομαι)
προσλαμβάνω (παίρνω)
προσμένω (προσδοκώ, καρτερώ)
προσπίπτω (προσκρούω)
προσομοιάζω (παραφέρνω, προσφέρνω, συντομοιάζω)
προσορμίζω (αγκυροβολώ)
προσπαθώ (αποπειρώμαι)
προσπελάζω (πλησιάζω)
προσπορίζω (εφοδιάζω, προμηθεύω)
προσπτύσσομαι (εναγκαλίζομαι)
προστάζω (εντέλλομαι)
προστατεύω (περιφρουρώ, προφυλάσσω)
προσφέρω (παρέχω, δίνω, επιδαψιλεύω)
προσχεδιάζω (προμελετώ, προβουλεύομαι)
προσχωρώ (προσαρτώμαι, προσκολλώμαι,
προσδένομαι, αγκιστρώνομαι)
προσωποδέρνω (επιπλήττω)
προτάσσω (προβάλλω)
προτείνω (υποδεικνύω)

προτεραιοποιείται (προτερεί)
προτίθεμαι (σκοπεύω, μέλλω, σχεδιάζω, δοκώ)
προτιμώ (επιλέγω)
προτρέπω (παρακινώ, διακελεύομαι)
προτρέχω (σπεύδω)
προϋποθέτει (προδηλοί)
προφασίζομαι (προκαλύπτομαι)
προφητεύω (μαντεύω, προλέγω)
προφταίνω (προλαβαίνω)
προχειρολογώ (αποσχεδιάζω, αυτοσχεδιάζω)
προωθώ (προβιβάζω)
πρυτανεύω (κυριαρχώ, επικρατώ)

πρωτομιλάω (πρωτολαλώ)
πρωτοστατώ (ηγούμαι, προϊσταμαι)
πρωτεύω (αριστεύω, διαπρέπω)
πρωτοεμφανίστηκε (πρωτοβγήκε)
πρωτοτυπώ (καινοτομώ)
πταίω (ευθύνομαι, ενέχομαι, σφάλλω, σφαίνω)

πτερούμαι (πτεροφυώ) [= βγάζω φτερά]


πτύσσω (διπλώνω)
πτωχίζω (πενητοποιώ, πτωχοποιώ)
πτωχοζώ (κακοζώ)
πυγμαχώ (διαπυκτεύω, πυκτομαχώ)
πυκνώνω (συμπτύσσω, συμπιέζω, συμπιλώ)
πυνθάνομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι)
πυροβολώ (ντουφεκώ, σμπαράρω)
πυροδοτεί (εξάπτει)
πυρπολώ (καίω)
πυρώνομαι (ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι)
πυρώνω (θερμαίνω, θάλπω)
πωλώ (εκποιώ, εξαργυρώνω, εκπλειστηριάζω, ξεκάνω, διαθέτω)

πωρώνομαι (αναισθητοποιούμαι, αδροπετσιάζω)

ραβδίζω (ξυλίζω)
ράβω (γαζώνω, βελονιάζω)
ραγίζω (σπάζω)
ραδιουργώ (δολοπλοκώ)
ραθυμώ (οκνώ, τεμπελιάζω)
ραίνω (ραντίζω, ραθαμίζω)

ρακοφορώ (ρακενδυτώ)
ραμφίζω (μυτίζω, ραμφοκοπώ)
ραπίζω (χαστουκίζω, κολαφίζω)
ραφινάρω (φιλτράρω, λαγαρίζω)
ρεγουλάρω (ρυθμίζω)
ρεγχάζω (ροχαλίζω)
ρεζιλεύω (καταισχύνω, καταντροπιάζω)
ρεκλαμάρω (διαφημίζω, διαλαλώ, θρυλώ)
ρελιάζω (στριφώνω, μπιρμπιλώνω)
ρεμβάζω (ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ,
ρομαντζάρω, αρμενίζω, αποθαυμάζω)

ρεμουλάρω (επωφελούμαι)
ρεμπεσκεύω (ραχατεύω)
ρέπω (κλίνω, γέρνω)
ρετάρω (τρεμοπαίζω, τρεμοσβήνω)
ρετουσάρω (αρτιώνω, τελειοποιώ, τελειουργώ)
ρεφάρω (ανακτώ, ξανακερδίζω, ανασώζω)
ρέω (κυλώ, χύνομαι)
ρημάζω (ερημώνω, κατερειπώνω)
ρητορεύω (αγορεύω, ομιλώ)
ριγώ (τουρτουρίζω, τρεμουλιάζω, τουρλιάζω)
ριγώνω (χαρακώνω,αραδώνω,γραμμώνω)
ριζοβολώ (ριζώνω, φυτρώνω, εμφύομαι, εκφύω)
ρικνώνομαι (ζαρώνω, ρυτιδώνομαι, ρυτιάζω)
ρινίζω (ακονίζω, λιμάρω, αρναρίζω)

ριπίζω (ανεμίζω)

ρίπτω (βάλλω)
ρισκάρω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω)
ρίχνομαι (ορμώ)
ρίχνω (εκσφενδονίζω, πετώ)
ροβολώ (κατηφορίζω, κατεβαίνω, κατέρχομαι, χυταρίζω)
ροδαμίζω (βλασταίνω, ανθίζω, λουβώνω)
ροδίζω (ερυθραίνομαι, κοκκινίζω)

ροζιάζω (περιτυλούμαι) [τύλος=ρόζος]


ροκανίζω (κατατρώγω)

ρουμπώνω (εξαπατώ ή αποστομώνω)


ρουφώ (απομυζώ)
ρόχνεται (αρέσκει)
ρυθμίζω (τακτοποιώ, κανονίζω, διαρμίζω)
ρυμουλκώ (σέρνω, τραβώ, ανέλκω, εφέλκω)

ρύομαι(λυτρώνω) [ρύστης, ρύτωρ = σωτήρας]


ρυπαίνω (λερώνω, βρομίζω, γαριάζω)

ρύπτω (απορρυπαίνω)
ρυτιδώνω (ζαρώνω, πτυχώνω)
ρωτώ (ερευνώ)

σαβανώνω (λαζαρώνω)

σαγηνεύω (θέλγω, γοητεύω, νεραϊδοπαίρνω)

σαϊτεύω (τοξεύω, δοξεύω)

σακατεύω (μακελεύω, μισερεύω)

σαλεύω (σείω)

σαλιαρίζω (κορτάρω, αισθηματολογώ, ερωτολογώ)

σαλπάρω (αποπλέω, εξανάγομαι, ξανοίγομαι)

σαλτάρω (πηδώ)

σαλτοκοπώ (χοροπηδώ, κουτσοπηδώ)

σαμαρώνω (σαγίζω, επισάττω)

σαμποτάρω (υπονομεύω, υπεργάζομαι)

σαπακιάζω (ξυλοφορτώνω, δέρνω)

σαπίζω (αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, μουχλιάζω,

αποσαθρώνομαι, σήπομαι, σαχνιάζω)

σαπρίζω (σηπεύω)
σαραβαλιάζω (διαλύω)

σαρκάζω (ειρωνεύομαι)

σαρώνω (καταστρέφω, ερειπώνω)

σαστίζω (συγχύζομαι, νταλνταϊζομαι)

σατραπεύω (τυραννεύω) [=συμπεριφέρομαι αυταρχικά]

σαφρακιάζω (αχαμνεύω)

σαχνιάζω (μουχλιάζω)

σβαγκανάω (καταρουφώ)

σβαρνίζομαι (σέρνομαι)

σβαρνίζω (σύρω)

σβήνω (διαγράφω)

σβουρίζω (σφουρλίζω)

σέβομαι (ευλαβούμαι, αισχύνομαι, εκτιμώ, ψηφώ)

σείομαι (μαρμάζω, κουνιέμαι)

σεκλετίζομαι (βαρυθυμώ)

σεληνιάζομαι (φεγγαριάζομαι)

σεμνολογώ (σοβαρολογώ, χρηστολογώ, σεμνομυθώ, ευσχημολογώ)

σεντουκιάζω (κασελιάζω, μπαουλιάζω)


σερβίρω (παραθέτω, προσφέρω, κενώνω)

σεργιανίζω (σουλατσάρω)

σέρνω (σβαρνίζω, τραβώ)

σετάρω (συνταιριάζω)

σηκώνομαι (εγείρομαι, αφυπνίζομαι, ορθούμαι)

σηκώνω (αίρω, υψώνω)

σημαδεύω (σημειώνω, αχναρίζω, μαρκάρω)

σημαίνω (φανερώνω, γνωστοποιώ)

σημειώνω (καταγράφω, διαμνημονεύω)

σιάνομαι (συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι)

σιγοβαδίζω (αργοβαδίζω, αργοδιαβαίνω)

σιγώ (σωπαίνω)

σιμοποιώ (πλακουτσώνω)

σιμώνω (ζυγώνω, πλησιάζω)

σιτεύω (τρυφεραίνω)

σιτίζω (ταϊζω, τρέφω, σιτεύω, κουναρώ)

σκάβω (σκαλίζω, τσαπίζω, ορύσσω, ανασγαρλίζω,

βαλαρίζω, γεωρυχώ, αυλακώνω, εκχωματώνω)

σκάζω (εκρήγνυμαι)

σκανάρω (σαρώνω) [σκάνερ=σαρωτής]


σκανδαλίζω (κολάζω)

σκαντζώνομαι (ανασηκώνομαι)

σκαρίζω (εννέμω) [σκάρισμα = βόσκηση κοπαδιού έξω από τη στάνη]

σκαριφώ (σκιαγραφώ, υποτυπώνω)

σκαρτεύω (αχρηστεύω, χαλώ, χαρβαλώνω)

σκαρφαλώνω (αναρριχώμαι)

σκαρώνω (σχεδιάζω)

σκεβρώνω (κυρτώνω, καμπυλώνω)

σκεπάζω (καλύπτω, στεγάζω)

σκευωρώ (μηχανορραφώ, μηχανεύομαι, χαλκεύω,

τεκταίνομαι, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, εξυφαίνω,

ραδιουργώ, μινάρω, υπονομεύω, αναχουχουλεύω,

συνωμοτώ)

σκιάζω (τρομάζω, κοψοχολιάζω)

σκλαβώνω (ανδραποδίζω, υποδουλώνω)

σκληρύνομαι (αδριαίνω, τραχύνομαι, τσαγκεύω, αδρύνομαι)

σκονίζω (κονιορτώ, κονίζω, κορνιακτίζω)

σκοντάφτω (προσκόπτω, πεδικλώνομαι, σκουντουφλώ)

σκοπεύω (στοχεύω, εξαμώνω, καραματιάζω)


σκορπίζω (διαχέω)

σκοτώνω (θανατώνω, φονεύω, κτείνω, νεκροποιώ, φονοκτονώ)

σκούζω (στριγκλίζω, ρεκάζω)

σκουληκιάζω (αποσαθρώνομαι, κατατρώγομαι)

σκουντώ (ωθώ, σπρώχνω, εξαγκωνίζω)

σκουπίζω (φουκαλίζω, σφουγγαρίζω, σαρώνω,

διαρμίζω, σπαρτεύω, φροκαλίζω)

σκουραίνω (αμαυρώνω, περκάζω, ορφνώνω, αποχραίνω)

σκρουβαλιάζω (σβολιάζω, γρουμπουλιάζω)

σκυβαλίζομαι (ευτελίζομαι)

σκύβω (κάμπτομαι, καμπουριάζω)

σκυθρωπάζω (κατσουφιάζω, μουτρώνω,

συνοφρυούμαι, σκουντουφλιάζω, μουτσουνιάζω, βομπιριάζω)

σκυλιάζω (θυμώνω)

σκυλοβρίζω (καθυβρίζω, επιχλευάζω)

σκυλοντρέπομαι (μεταμελούμαι)

σκυλοτρώγονται (καβγαδίζουν)

σκώπτω (κοροϊδεύω, χλευάζω)

σμίγω (ανακατεύω)

σμικρύνω (ελαττώνω, συντομεύω, συστέλλω, στείνω, συγκόπτω)

σμιλεύω (λαξεύω, γλύφω, κολάπτω)


σμύχω (χτυπώ, βασανίζω)

σνομπάρω (περιφρονώ, υποτιμώ)

σοβώ (υποβόσκω)

σοδομίζω (ασελγαίνω)

σοκάρει (εκφοβίζει, τρομάζει, τρομοκρατεί, ξαφνίζει,

πανικοβάλλει, καταφοβίζει, εκθορυβεί, καταπλήσσει)

σοκάρομαι (κατατρομάζω, ανατριχιάζω, καταθροούμαι)

σοκάρω (Βλέπε: σοκάρει)

σουβλίζω (αγκυλώνω, κεντρίζω, νύσσω, οβελίζω, κνίζω, σουγλίζω)

σουλουπώνω (ευτρεπίζω)

σουμάρω (αθροίζω)

σούρνει (επιπλήττει, καταιτιάται, καταμαρτυρεί)

σουσουλιάζομαι (εξάπτομαι)

σουσουμιάζω (εξεικονίζω)

σοφίζομαι (μηχανεύομαι, επινοώ, μερμηρίζω)

σοφίζω (σοφοποιώ)

σοφιστεύω (εκμηχανώμαι, διασοφίζομαι)

σπάζω (κομματιάζω, θραύω)


σπανίζω (απολιγαίνω, λιγοστεύω)

σπαράσσω (ξεσκίζω)

σπαρνώ (πάλλομαι)

σπαρταρώ (σφαδάζω, ασπαίρω, οξυπαθώ)

σπαταλώ (ξοδεύω, δαπανώ, διασπαθίζω,

καταναλίσκω, πολυξοδιάζω, κατασωτεύω,

καταξοδιάζω, κακοξοδεύω)

σπένδομαι (συνθηκολογώ, συμφιλιώνομαι)

σπέρνω (φυτεύω)

σπεύδω (τρέχω, βιάζομαι, λιταργίζω)

σπιθίζω (σπινθηροβολώ)

σπιλώνω (ατιμάζω)

σπινθηρίζω (τσακμακίζω)

σπογγίζω (αποσμήχω, σφουγγίζω, απομάσσω)

σπουδάζω (μελετώ, εκπαιδεύομαι)

σπρώχνω (ωθώ, σκουντώ)

σταβλίζομαι (συναγελάζομαι)

στάζει (χύνεται)
στάζω (λείβω, εκνοτίζω)

σταθεροποιώ (στερεώνω, σταθερώνω)

σταθερώνομαι (ευσταθώ)

σταθμίζω (ζυγίζω, υπολογίζω, εξετάζω, κρίνω,

καρατάρω, αξιολογώ, αποτιμώ)

σταλίζουν (αναπαύονται, παραμένουν, σταλοβολούν)

σταλικώνω (οριοθετώ)

σταλώνω (τραχαίνω)

σταματώ (τελειώνω, λήγω)

σταμπάρω (εναποσημαίνω)

στασιοποιώ (εξεγείρω)

σταυροκοπιέμαι (ευλαβούμαι)

σταχυολογώ (απανθίζω)

στέκομαι (ακινητώ, λιμνάζω)

στέκω (κάθομαι)

στελεχώνω (επανδρώνω)

στενάζω (οιμώζω, οδύρομαι)

στένεψε (μάζεψε)

στενοχωρώ (θλίβω, λυπώ, σεκλετίζω)


στενώνω (συστέλλω, στενεύω)

στεργιώνω (σταθεροποιούμαι, εδραιώνομαι)

στέργω (αποδέχομαι)

στερεύω (στείβω, στεγνώνω, στερφεύω, λειψυδρώ)

στερώ (αφαιρώ, απονοσφίζω)

στέφω (στεφανώνω)

στηθοκοπιέμαι (στηθοδέρνομαι, στερνοκοπιέμαι)

στήνω (υψώνω, ορθώνω, εγείρω)

στηρίζω (εδραιώνω, στερεώνω, υποβαστάζω)

στιγματίζω (ατιμάζω)

στίλβω (λάμπω, γυαλίζω, μαρμαίρω)

στιλβώνω (λουστράρω, γυαλίζω, στιλπνώ, στιλβοποιώ)

στοιβάζω (επισωρεύω, πανωθιάζω)

στοιχηματίζω (ποντάρω, προδιαγράφω, προεξοφλώ)

στοιχίζω (κοστίζω, τιμολογούμαι, αξίζω)

στολίζω (ομορφαίνω, καλλωπίζω, γαρνίρω)

στουμπιάζει (πετρώνει, πήγνυται)

στοχάζομαι (σκέπτομαι, διανοούμαι, λογιάζω, νουνίζω)

στοχεύω (σκοπεύω, σημαδεύω)

στραβίζω (αλληθωρίζω, γκαβίζω, γκαλιουρίζω)


στραβομουτσουνιάζω (κακιώνω, τσιβουρδίζω)

στραβοξυλιάζω (αναποδιάζω)

στραπατσάρω (παραμορφώνω)

στρατολογώ (επιστρατεύω)

στρεβλώνω (παραμορφώνω)

στρέφω (στρίβω)

στρηνιάζω (αλαζονεύομαι)

στριμώχνω (συνωθώ)

στρογγυλεύω (στρογγυλοποιώ, συσφαιρώ, σφαιροποιώ, περιτορνεύω)

στρουθοκαμηλίζω (εθελοτυφλώ)

στρουμπουλεύω (χοντραίνω)

στρουφώνομαι (περιστρέφομαι)

στροφάρω (νογάω, σακουλεύομαι)

στρώνω (εξομαλύνω)

στύβω (ξεζουμίζω, ξεσταλιάζω, αποθλίβω)

στυλώνομαι (καρδαμώνω)

συγκαλύπτω (αποσιωπώ)
συγκαλώ (προσκαλώ, συναθροίζω)

συγκαταλέγεται (περιλαμβάνεται, συνυπολογίζεται,

συμπεριλαμβάνεται, συναριθμείται, εγγράφεται)

συγκινώ (ευαισθητοποιώ)

συγκλίνω (συνταυτίζομαι)

συγκλονίζω (συνταράζω)

συγκολλώ (συρράπτω)

συγκόπτομαι (συντέμνομαι, περιορίζομαι,

σμικρύνομαι, βραχύνομαι, περιστέλλομαι, κολοβώνομαι)

συγκρατώ (χαλιναγωγώ)

συγκρίνω (αντιπαραβάλλω, παραλληλίζω, αντιπαραθέτω, συσχετίζω)

συγκροτώ (αποτελώ, απαρτίζω)

συγχέω (μπερδεύω)

συγχρωτίζομαι (συναναστρέφομαι)

συγχύζω (σκοτίζω, εκνευρίζω, ψυχοταράζω)

συγχωνεύω (ενοποιώ, ομογενοποιώ)

συγχωρώ (συγγιγνώσκω)

συζητιέται (αναφέρεται, διαδίδεται)

συζητώ (κουβεντιάζω, συνομιλώ, διαβουλεύομαι, συνδιαλέγομαι)

συζώ (συμβιώνω, συγκατοικώ, συμβιοτεύω, συνανθρωπεύομαι)


συκοφαντώ (διαβάλλω, δυσφημώ, αδικοβάλλω)

συλλαμβάνομαι (αλίσκομαι)

συλλαμβάνω (πιάνω, αδράχνω, χερακώνω)

συλλέγω (μαζεύω, αθροίζω, θαμυρίζω)

συλλογίζομαι (σκέπτομαι, στοχάζομαι, επιλογίζομαι)

συλλυπούμαι (παραμυθούμαι)

συμβαδίζω (συμπορεύομαι, ομοστιχώ, ομαρτώ, ομοδρομώ)

συμβάλλω (βοηθώ,συνεισφέρω,συντελώ,συντείνω)

συμβιβάζω (συμφιλιώνω, συβάζω)

συμβιώνω (συγκατοικώ, ομοδημώ)

συμβολίζω (παριστάνω)

συμβουλεύω (δασκαλεύω, νουθετώ, υποδεικνύω,

καθοδηγώ, παραινώ, συνιστώ, εισηγούμαι,

προτείνω, κανοναρχώ, ορμηνεύω)

συμμαζεύω (τακτοποιώ)

συμμαχώ (συστρατεύομαι, συμπαρατάσσομαι)

συμμερίζομαι (ασπάζομαι, δέχομαι)

συμμορφώνω (ευτρεπίζω)

συμπαθώ (λατρεύω, αγαπώ)


συμπαρατάσσομαι (συνεργάζομαι)

συμπάω (συνδαυλίζω, συμπαίνω)

συμπεθεριάζω (γαμβρεύω)

συμπεραίνω (εικάζω, υποθέτω, διαγιγνώσκω)

συμπιέζω (συνθλίβω)

συμπίπτω (συνταυτίζομαι)

συμπλέω (ομοπλοώ)

συμπολεμώ (συμμάχομαι, συγκαταστρατεύω, συγκινδυνεύω)

συμπολιτεύομαι (συγκυβερνώ)

συμπονώ (οικτίρω, συμπάσχω)

συμφιλώ (ανταγαπώ)

συμφιλιώνω (ειρηνεύω, συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω,

αδερφώνω, μονοιάζω, αγαπίζω, ειρηναγωγώ)

συμφύρω (ανακατώνω, μειγνύω)

συμφωνώ (συγκατανεύω)

συμψηφίζω (εξισώνω, ισοζυγίζω)

συναγωνίζομαι (συμπαραβάλλομαι)

συνάδει (ταιριάζει, αρμόζει, συμφωνεί, συμβιβάζεται)

συνάζω (συσσωρεύω)
συναθροίζομαι (ομηγυρίζομαι)

συναθροίζω (συγκεντρώνω, συναλίζω)

συναισθάνομαι (κατανοώ, αντιλαμβάνομαι)

συναλλάσσομαι (αλισβερίζομαι, νταραβερίζομαι)

συναντώ (εντυγχάνω, ανταμώνω, μπλατσιάζω)

συναπαρτίζω (συναποτελώ)

συνάπτομαι (συνδέομαι)

συνάπτω (ταιριάζω, αρμόζω, συνδέω, κολλώ)

συναριθμώ (συνυπολογίζω)

συναρμολογώ (διαρθρώνω)

συναρπάζω (γοητεύω)

συναρτώ (αλληλεξαρτώ)

συνδέω (ενώνω)

συνδιαχειρίζομαι (συνεκπονώ, συντολυπεύω)

συνδράμω (ενισχύω, βοηθώ, παρασυνίσταμαι)

συνδυάζω (συνταιριάζω, συναρμόζω, συναρτίζω)

συνεδριάζω (συσκέπτομαι, συναποφασίζω)

συνείρω (συνδέω, συνάπτω, αρμαθιάζω)

συνεισφέρω (συγχορηγώ)
συνενώνω (εναρμόζω, καλοταιριάζω, σοφιλιάζω, επαρτύω)

συνεπάγεται (συνεπιφέρει, συναποφέρει)

συνεργάζομαι (συμπράττω, κοινοπραγώ, συνδρώ

ομοπραγώ, κοινοπρακτώ)

συνεργώ (βοηθώ)

συνέρχομαι (λογικεύομαι)

συνετίζω (σωφρονίζω)

συνέχεται (διακατέχεται)

συνεχίζεται (εξακολουθεί, διαρκεί, παρατείνεται, σουρντίζει)

συνεχίζω (παρατείνω, εξακολουθώ, επιμηκύνω)

συνθλίβω (συμπιέζω)

συνθλώμαι (συντ΄ρίβομαι, κατατσακίζομαι)

συνίσταμαι (απαρτίζομαι, αποτελούμαι, σύγκειμαι)

συνιστώ (προτείνω)

συνοδεύω (συνοδοιπορώ, συντροφεύω)

συνοικώ (ομοστεγώ, συγκατοικώ)


συνομιλώ (συζητώ)

συνοφρυώνομαι (σκυθρωπιάζω)

συνοψίζω (συντομεύω, συντέμνω, συμπτύσσω, συγκεφαλαιώνω)

συνταράσσω (στυφελίζω, διασείω)

συντάσσω (παρατάσσω)

συνταυτίζω (συνομοιώ)

συντελώ (συμβάλλω)

συντηρούμαι (θρέφομαι)

συντηρώ (διαφυλάττω)

συντονίζω (συνταιριάζω)

συντρέχω (βοηθώ)

συντρίβω (καταστρέφω, συντελεύω)

συνυπάρχω (συνεναπόκειμαι)

συνυπογράφω (συγκατατίθεμαι)

συνυπολογίζομαι (συμποσούμαι)

συνωστίζομαι (σπρώχνομαι, διαγκωνίζομαι,

συμπιέζομαι, στριμώχνομαι, συνωθούμαι,

σκουντιούμαι, πιτώνομαι)

σύρε (πήγαινε)

συρρέω (συμπορεύομαι)
συρταρώνω ή συρτώνω (μανταλώνω)

σύρω (τραβώ, έλκω)

συσκοτίζω (αποθολώνω)

συσπειρώνω (συσσωματώνω)

συσπώμαι (συστέλλομαι)

συσσωρεύω (συγκεντρώνω)

συστέλλομαι (συμπτύσσομαι, μαζεύω, μπάζω, συρρικνούμαι)

συστέλλω (συμμαζεύω, συρρικνώνω, συμπτύσσω, συσπώ)

συσχετίζω (συγκρίνω)

συσχηματίζομαι (προσαρμόζομαι)

συφοριάζω (δυστυχίζω, κακοπραγώ, βλάπτω, πημαίνω, κακώνω)

συχνάζω (φοιτώ, θαμίζω, ζαρίζω, επιχωριάζω)

σφάλλω (αμαρτάνω, αστοχώ)

σφετερίζομαι (ιδιοποιούμαι,οικειοποιούμαι, νοσφίζομαι, αντιποιούμαι)

σφηνώθηκε (μπήκε)

σφηνώνω (γομφώ, μπήγω, εμβάλλω)

σφήνωσε (μάγκωσε)

σφίγγω (περιπιέζω)
σφριγώ (υγιαίνω, ακμάζω, νταβραντίζω, σφύζω,

σπαργώ, έρρωμαι, διαφλύζω, ευεκτώ, ευσθενώ)

σφυρηλατώ (διαπλάθω, διαμορφώνω)

σφυρίζω (συρίζω, σιουράω, βοϊζω)

σφυροκοπώ (κεραυνοβολώ)

σχάζω (σχίζω, τέμνω)

σχετίζω (παραλληλίζω)

σχετίζομαι (συγγενεύω)

σχετικοποιώ (συνδέω, συμπλέκω)

σχηματίζω (διαμορφώνω, πλάθω)

σχίζω (διαιρώ, τέμνω)

σχολιάζω (υπομνηματίζω)

σώζω (διατηρώ, φυλάσσω)

σώνεται (τελειώνει, μπιτίζει) [σώνει=φτάνει]

σωπαίνω (βουβαίνομαι, κλειδοστομιάζω)

σωρεύω (στοιβάζω, σωριάζω, θημωνιάζω, βουνίζω, σωρώνω, θημωνοθετώ)

σωριάζομαι (κρημνίζομαι, σωροβολιάζομαι, καταρρέω, αποστομιέμαι)

σωφρονίζω (νουθετώ, συνετίζω, φρονηματίζω)

ταγκάρω (αναρτώ, ποστάρω)


τάζω (υπόσχομαι)

ταϊζω (τρέφω, σιτίζω)


ταιριάζω (αρμόζω, συνάπτω)

τακιμιάζω (συνταιριάζω)
τακτοποιώ (κανονίζω, ρυθμίζω)
ταλαιπωρώ (καταπιέζω, βασανίζω, λαρμανίζω)
ταλανίζω (ταλαιπωρώ)
ταλαντεύω (πάλλω, λικνίζω, σαλεύω, σείω)

ταμπελοποιούμαι (σταμπάρομαι, εναποσημαίνομαι)


ταμπουρώνω (οχυρώνω, θωρακίζω, περιχαρακώνω)

τανιέμαι (τσιτώνομαι)
τάνυσε (ξεχείλωσε)
τανύω (τεντώνω, τανάω, κατσιλώνω)
ταξιδεύω (περιηγούμαι)
ταξινομώ (τακτοποιώ)
ταπεινολογώ (σεμνολογώ)
ταπεινώνω (ευτελίζω, χαμηλώνω, μειώνω, υποτιμώ,
γελοιοποιώ, υποβιβάζω, απαξιώνω, φαυλίζω)
ταπώνω (πωματίζω, βουλώνω, πωμάζω)
ταρακουνώ (δονώ, σείω)
ταριχεύω (βαλσαμώνω, παστώνω, μομιοποιώ)
τάσσω (συγκαταλέγω)
ταυτίζω (εξομοιώνω)
ταυτοδυναμεί (ταυτίζεται)
ταχύνω (επισπεύδω)
τέγγω (μαλακώνω) [άτεγκτος=σκληρός]
τεζάρω (τεντώνω)
τείνω (τεντώνω, κορδώνω, τσιτώνω, επιμηκύνω)
τεκμαίρομαι (συμπεραίνω, απεικάζω)
τεκμηριώνω (επαληθεύω, αποδεικνύω, αληθοποιώ,
διαπιστώνω, στοιχειοθετώ, ντοκουμεντάρω)
τελεί (υπόκειται)
τελειώνω (λήγω, σταματώ, αποσώνω, περαίνω,
τελεύω, τερματίζω, αποπερατώνω, νετάρω, σπατσάρω)
τελεσφορώ (επιτυγχάνω, ευοδώνομαι, ευστοχώ,
καρποφορώ, τελεσιουργώ)
τελευτώ (εκπνέω, πεθαίνω)
τελματώνω (λιμνάζω)
τελώ (πράττω, πραγματοποιώ)
τεμαχίζω (κόβω, τέμνω)
τέμνω (κόβω, σχίζω)
τεμπελιάζω (φυγοπονώ, ραθυμώ, μισοπονώ)
τενιάζω (καταπονούμαι, ξεθεώνομαι, μπαϊλντίζω,
ξεκωλώνομαι)
τεντώθηκε (ξάπλωσε)
τεντώνω (τείνω, τσιτώνω, τεζάρω, κορδώνω)
τερματίζω (περατώνω)
τέρπω (χαροποιώ, ευφραίνω, ιλαρύνω, ευθυμοποιώ)
τετοιώνω (φκιάνω)
τεχνάζομαι (επινοώ, μηχανεύομαι, απεργάζομαι,
τριβωνεύομαι)
τζερεμετίζω (ζημιώ) [τζερεμέδες=ζημιές]
τζερεφιάζω (ισχναίνω)
τζουνιέμαι (αγκυλώνομαι, βατσινίζομαι, τζινιέμαι)
τζουφιάζω (κουφιάζω)

τζουφλάω (κεντρίζω, αγκυλώνω)


τήκω (λιώνω, ρευστοποιώ)
τηρώ (διαφυλάττω)
τιθασεύω (ημερώνω, δαμάζω)

τίθεμαι (περιέρχομαι, υπόκειμαι) [π.χ. τίθεμαι σε διαθεσιμότητα]


τίκτω (γεννώ, τεκνοποιώ, βρεφουργώ, παιδοποιώ, γεννοσπέρνω,

παιδοσπορώ, παιδοτοκώ)
τιμαλφούμαι (τιμώμαι) [τιμαλφές=πολύτιμο]
τιμαρεύω (αποθέτω, απιθώνω)
τιμώ (σέβομαι, εκτιμώ)
τιμωρώ (κολάζω, βασανίζω, παιδεύω, εκδικούμαι,
καταδικάζω)
τινάζω (σείω)
τιποτενίζω (εξουδενώνω,εκμηδενίζω,ελαχιστοποιώ)
τολμώ (ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, κοτάω)
τονίζω (επισημαίνω)
τονώνω (δυναμώνω)
τοξεύω (δοξαρεύω, σαϊτεύω)
τοποθετώ (βάζω)
τορνεύω (στρογγυλεύω, καμπυλώνω, περιξέω, περιχαράσσω)
τορπιλίζω (ματαιώνω)

τουλουπώνομαι (σκεπάζομαι)
τουμπάρω (ανατρέπομαι)

τουμπεκιάζομαι (βουβαίνομαι, σιωπαίνω)


τούρκεψε (υπεξαιρέθηκε)
τουρλώνω (τεντώνω, προβάλλω)
τουρτουρίζω (τρεμουλιάζω)
τράβηξε (κατευθύνθηκε)
τραβολογώ (ταλανίζω, σουρμαλίζω, ρυστάζω)
τραβώ (έλκω, σύρω)
τραγουδώ (άδω, ψάλλω)
τρακαρίζομαι (καταθορυβούμαι) [τρακ=φόβισμα]
τρακάρω (συγκρούομαι)
τρανεύω (μεγαλώνω)
τραντάζω (ταρακουνάω)
τραπεζώνω (φιλεύω, εστιώ)
τρατάρω (κερνώ)
τραυματίζω (πληγώνω, λαβώνω)

τρελοφέρνω (απομαίνομαι)
τρέμω (δειλιάζω)
τρενάρω (αναβάλλω)
τρέπω (στρέφω)
τρέφομαι (σιτίζομαι)
τρέφω (σιτίζω, ταϊζω, αμαλθεύω)
τρέχω (βιάζομαι, σπεύδω, δρομώνω, ταχυπορώ,
κοσεύω, δρέμω, πηλαλώ, γοργοπορώ)
τριβελίζω (ενοχλώ, διαβολίζω)
τρίβω (αλέθω, κοπανίζω, στουμπίζω)
τριγυρίζω (περιφέρομαι)
τρίζω (ροθώ, κροτώ)
τρικλίζω (στραβοπατώ, παραπατώ, παραπαίω,
καλανταρίζω, νταλοδέρνω)

τριμάρω (περικόπτω)
τριχοφυώ (μαλλιάζω)
τρολάρω (παρατροπώ) [= στρέφω κάποιον ή κάτι σε
άλλη κατεύθυνση]
τρομάζω (καταπτοούμαι)
τρομπάρω (αρύω, μεταγγίζω, μεταχύνω)
τροποποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω)

τροπούμαι (καταφοβίζω, διαπτοώ, κατατροπώνω)


τροφοδοτώ (ταϊζω, τροφοφορώ)
τροχίζω (ακονίζω, οξύνω, θήγω)

τρυγώ (απομυζώ) [π.χ. τρυγούσε την περιουσία του ένας τσαρλατάνος]


τρυπώ (διακορεύω, τιτρώ, τιτραίνω)
τρυπώνω (αποκρύπτω, καϊπώνω)

τρυπώνω (υπεισέρχομαι)
τρυφεραίνω (μαλακώνω, αφρατεύω)
τρώω (μασώ, καταβροχθίζω, ρουπώνω, μαντζάρω)
τσακίζω (σπάζω, κλάω)
τσαλακώνω (ζαρώνω)
τσαλαπατάω (ποδοπατώ, κολετρώ, λακπατώ)
τσαμπουνώ (φληναφώ)

τσαντηρώνομαι (κατασκηνώνω, επισκηνώ) [τσαντήρι=σκηνή]

τσατίζομαι (μπουρινιάζω, γινατώνω)


τσατσαλίζω (συντρίβω, κονιορτοποιώ)
τσεκάρω (ελέγχω, εξετάζω, ανασκοπώ)
τσεκουρώνω (πελεκίζω)
τσεπώνω (ενθυλακώνω)
τσιγκλίζω (προκαλώ)
τσιγκουνεύομαι (φειδωλεύομαι, γλισχρεύομαι)

τσιμεντώνω (σταθερώνω)
τσιμπλιάζω (λημώ, τσιμβλώ)
τσιμπολογώ (χναύω)

τσιτάρω (τεζάρω ή παραθέτω)


τσιτσιδώνομαι (ξεγυμνώνομαι, γδύνομαι,
απεκδύομαι, ανακωλώνομαι)
τσιτσιρίζω (τιτιβίζω, κελαηδώ, τσιουνίζω) [τσίου=

ήχος πουλιού]
τσιτώνω (τεντώνω)
τσοκανίζω (στουμπίζω)
τσοντάρω (συμπληρώνω)
τσουγκρανίζω (γραβαλίζω)
τσουγκρίζω (αντιπληκτίζω, τσακώνομαι, αντιδικώ,
συγκρούομαι, συνδιαμάχομαι, αντιπαρατίθεμαι,
εριδαίνω, τρώγομαι)
τσούζει (θίγει)
τσουκνιδίζομαι (μυρμηκιάζω, κνησιώ, μυρμηδίζω,
μυρμηκιώ)

τσουλώνομαι (κορδώνομαι)
τσουλώ (κυλώ, ρολάρω)
τσουπώνομαι (ευρωστώ)
τσουρναρίζω (επιρρυώ)
τσουρουφλίζω (καυτηριάζω, επικαίω, τσουδίζω)

τσουρτσουρίζει (ψιλοβρέχει)
τυλώνω (παραγεμίζω, παραφουσκώνω, αναμεστώνω)
τυπώνω (τυπογραφώ)
τυραννώ (παιδεύω, βασανίζω)
τυροποιώ (τυρεύω)
τυφλώνω (εξομματώ, γκαβώνω)

τυχαίνει (συμβαίνει, γίνεται)

υβρίζομαι (προσκαταλαλούμαι)
υβρίζω (προπηλακίζω, ονειδίζω, σιχτιρίζω, αγριολογώ)

υβριοπαθώ (κακολογούμαι)
υγιαίνω (ευρωστώ)
υγραίνομαι (διαβρέχομαι, μουσκεύομαι, υγράζω)
υγραίνω (νοτίζω, μουσκεύω, μουλιάζω, εμποτίζω, ικμαίνω)
υγροποιώ (ρευστοποιώ)
υδρεύω (αρδεύω, επομβρίζω, υδραίνω)
υδροδοτούμαι (υδρεύομαι)

υδρωπικιάζω (υδεραίνω)

υετίζω (βρέχω)
υιοθετώ (ενστερνίζομαι,ασπάζομαι,εγκολπώνομαι,
κομποδένω, εισποιώ)

υιοποιώ (υιοθετώ, παιδοθετώ)


υλακτώ (γαβγίζω, ουρλιάζω, βαβίζω, αλυχτώ
γκλαφουνίζω, αλυχτουρώ, λάσσω, ζαρίζω, ράζω)
υλοποιώ (πραγματώνω, εφαρμόζω)
υλοτομώ (δενδροτομώ, δενδροκοπώ, ξυλεύω, υλοκοπώ)
υμνώ (επαινώ, εγκωμιάζω, ευλογώ, μεγαλύνω,
καυχίζω, ευφημώ)
υπαγορεύω (υποδεικνύω)
υπάγω (εντάσσω)
υπαινίσσομαι (υπονοώ, υποφράζομαι)
υπακούω (πειθαρχώ, συμμορφώνομαι,
υποτάσσομαι, υποκύπτω, ακολουθώ)
υπαναχωρώ (ανακαλώ, αναιρώ, ξελέγω)
υπάρχω (υφίσταμαι, ζω)
υπεισέρχεται (παρεμβάλλεται, υπεισδύει,
τρυπώνει, παρολισθαίνει, παρεισοδεύει)
υπεκφεύγω (ξεγλιστρώ, ξεστρίβω, παραλανθάνω)
υπενθυμίζω (μνημονεύω)
υπενοικιάζω (υπομισθώνω)
υπεξαιρώ (κλέπτω, κλωπεύω)
υπεραγαπώ (πολυαγαπώ)
υπεραίρω (υπερεξυψώνω)
υπερακοντίζω (ξεπερνώ, απερνώ)
υπερασπίζω (βοηθώ, υποστηρίζω, προστατεύω,
προφυλάσσω, συνηγορώ, περιφρουρώ,
υπεραμύνομαι, υπερμαχώ, υπερίσταμαι)
υπερβαίνω (ξεπερνώ)
υπερβάλλω (μεγαλοποιώ, εξογκώνω, παραλέω)
υπερεκτιμώ (περιτίω)
υπερεπαρκώ (υπεραφθονώ, υπερπλεονάζω,
υπεργίγνομαι, υπερπερισσεύω)
υπερέχω (επικρατώ, νικώ)
υπερθεματίζω (πλειοδοτώ, αβαντζάρω)
υπερισχύω (επικρατώ, νικώ)
υπέρκειμαι (υπερτίθεμαι)
υπερκερώ (υπερφαλαγγίζω, υπερκεράζω)
υπερμεγεθύνω (τραγικοποιώ, δραματοποιώ)
υπερνικώ (υπερισχύω, καταπαλαίω)
υπερπηδώ (υπερνικώ)
υπερπληρώ (εμφορώ)
υπερτερώ (πλεονεκτώ, υπερέχω)
υπερτιμώ (ακριβαίνω)

υπερτονίζω (μεγεθοποιώ)
υπερυψούται (κορυφώνεται)
υπερυψώνω (αναβιβάζω)

υπερφιλώ (υπεραγαπώ, ακριβαγαπώ, πολυαγαπώ, καταγαπώ, καταφιλώ)


υπερψηφίζω (αποδέχομαι, εγκρίνω)
υπέχω (φέρω, βαστώ)
υπηρετώ (περιποιούμαι)
υπνώνω (αποκοιμίζω, ναρκώνω, υπνοποιώ)
υποβάλλω (παρουσιάζω)
υποβιβάζω (ταπεινώνω, υποτιμώ)
υποβλέπω (εποφθαλμιώ)
υποβόσκω (υπολανθάνω)
υπογραμμίζω (επισημαίνω, τονίζω)
υπογράφω (επιβεβαιώνω)
υποδαυλίζω (υποκινώ, ερεθίζω, ανασκαλίζω)
υποδέχομαι (καλωσορίζω)
υποδηλώνω (αινίσσομαι, υπονοώ, υπεμφαίνω)

υποδιαιρώ (κατακομματιάζω)
υποδουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω, υποζυγώ)
υποδύομαι (προσποιούμαι)
υποθάλπω (υποδαυλίζω)
υποθέτω (συμπεραίνω, εικάζω)
υποθηκεύεται (ενεχυριάζεται)
υποκαθιστώ (αναπληρώνω, αντικαθιστώ)
υποκλίνομαι (σκύβω)

υποκομπώ (κουφοβροντώ)
υποκορίζεται (σμικρύνεται)
υποκρίνομαι (προσποιούμαι, καμώνομαι
μεταμορφίζομαι, ακκίζομαι, υποποιούμαι)
υποκύπτω (υποτάσσομαι, υπόκειμαι, παρακύπτω)
υπολαμβάνω (νομίζω)
υπολέγω (υπαγορεύω)
υπολήπτομαι (εκτιμώ, στιμάρω, σέβομαι, ξετιμάω)
υπομένω (ανέχομαι, παραβλέπω)
υπονοείται (εξυπακούεται, υποδηλώνεται)
υπονοώ (υποδηλώνω, αινίσσομαι)

υποπίπτω (ξεπέφτω)
υποσκάπτω (υπονομεύω, αποσταθεροποιώ)
υποσκελίζω (παραμερίζω)
υποστέλλω (ελαττώνω, κατεβάζω)
υποστηρίζω (βοηθώ, επικουρώ, σιγοντάρω)
υπόσχομαι (επαγγέλλομαι, τάζω, καταφατίζω,
υπισχνούμαι, λογοδίνω)

υποτελώ (δασμοφορώ)
υποτροπιάζω (μεταγυρνάω, ανθυποστρέφω, ανακυλώ)
υποφέρω (πάσχω, δεινάζω, μοχθίζω)
υποφώσκω (αχνοβολώ, φεγγρίζω, θαμποφέγγω, αχνοφέγγω)
υποχρεώνω (ζορίζω, αναγκάζω, επιβάλλω, επιτάσσω)
υποχωρώ (οπισθοχωρώ)
υποψιάζομαι (μυγιάζομαι, υποπτεύομαι, κακοβάζω,
πονηρεύομαι, ιδεάζομαι, σακουλεύομαι,
ψυχανεμίζομαι, υποτοπώ)
υπτιάζω (ανασκελώνομαι)
υστερώ (μειονεκτώ, υπολείπομαι)

υφαίνω (ιστουργώ)
υφαρπάζω (υποκλέπτω)
υψηλώνω (μεγαλύνω)
υψώνω (σηκώνω, αίρω)

φαγκρίζω (κατισχναίνω, αδυνατίζω)

φαγοποτώ (τρωγοπίνω)
φαγώνεται (τσακώνεται)
φαιδρύνω (χαροποιώ)
φαίνομαι (διακρίνομαι, εμφανίζομαι, ορώμαι)
φαλκιδεύω (διαστρεβλώνω, αλλοιώνω)
φαλτσάρω (παραφωνώ)
φανερώνω (γνωστοποιώ, δηλώνω)
φανατίζω (αφιονίζω, εξάπτω, ντοπάρω)
φαντάζομαι (νομίζω, υποθέτω)
φαντάζω (φιγουράρω, επιδεικνύομαι)
φαρδαίνω (διευρύνω)
φαρμακώνω (δηλητηριάζω, φαρμάζω, ψακώνω)
φασκελώνω (μουντζώνω, δεκατιάζω, σφογγελιάζω)
φασκιώνω (σπαργανώνω)

φασώνεται (πασπατεύεται)
φέγγω (ακτινοβολώ)
φείδομαι (λυπούμαι, προνοώ, οικονομώ)
φενακίζω (εξαπατώ)
φέρβω (εκτρέφω) [ονοφορβός=εκτροφέας όνων]
φέρω (βαστάζω, κομίζω)
φεύγω (αναχωρώ)
φημολογείται (διαδίδεται)
φθάνω (αφικνούμαι, έρχομαι, αριβάρω)
φθέγγομαι (φωνάζω, κράζω, εκλαλώ, εκστομίζω, προφέρω)
φθείρω (καταστρέφω, βλάπτω, αποφθίνω, κατατρίβω)
φθηναίνω (λεπταίνω, ψιλαίνω)
φθίνω (παρακμάζω,ελαττούμαι,φθείρομαι,ξεφτίζω)
φθονώ (ζηλεύω, ζηλοτυπώ, ζηλοφθονώ, σκανιάζω, μεγαίρω)
φιγουράρω (επιδεικνύομαι)
φιδοζώνομαι (καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι)
φιληδονώ (ακολασταίνω)
φιλονικώ (καβγαδίζω,ερίζω,τσακώνομαι,αντιφέρνω)
φιλοξενώ (φιλεύω, ξενίζω, ξενιάζω, ξεναποδέχομαι)
φιλοσοφώ (σπουδάζω) [σπουδή=ενασχόληση ή
μελέτη για μάθηση]
φιλοτιμούμαι (προθυμοποιούμαι, διατίθεμαι)
φιλοτιμώ (ευαισθητοποιώ)
φιλοφρονώ (καλοπιάνω, σιργουλεύω)
φιλτράρω (στραγγίζω, σακελίζω)
φιλώ (αγκαλιάζω, ασπάζομαι)
φινίρω (αρτιώνω)
φιξάρω (παγιώνω, σταθεροποιώ)
φλέγομαι (καίγομαι, αποτεφρώνομαι, πυρακτώνομαι,
απανθρακώνομαι, πυρπολούμαι, εμπυρίζομαι, λαβρίζω)
φλέγω (πυρπολώ, πυρσεύω)

φλερτάρω (ερωτοτροπώ)
φλιπάρω (ζουρλαίνομαι)
φλογίζω (καίω, καψαλίζω)
φλομώνω (μολύνω)
φλυαρώ (πολυλογώ, αδολεσχώ, λαλαγώ, γλωσσηματίζω,
γλωσσοκοπανώ, απεραντολογώ, ματαιολογώ,
πλατειάζω, μακρολογώ, βαττολογώ, φαφλατίζω,
κενολογώ, αργολογώ, πολυρρημονώ, εικοβολώ)
φοβερίζω (εκφοβίζω, απειλώ, τρομοκρατώ)
φοβίζω (πτοώ, φοβοποιώ)
φοβούμαι (διστάζω, δειλιάζω, πτοούμαι,
αγγελιάζομαι, αποθαρρύνομαι, τρομάζω,
κοψοχολιάζομαι, τρέμω, σκιάζομαι,
πανικοβάλλομαι, ολιγοκαρδίζω, δειμαίνω)
φοιτώ (συχνάζω)
φονεύω (σκοτώνω, θανατώνω, εκτελώ, αιματοκυλίζω,
ανθρωποκτονώ)
φορμάρω (διαμορφώνω)
φοροδιαφεύγω (φοροκλέπτω)
φορολογώ (χαρατσώνω, δασμολογώ, δεκατεύω, φοροθετώ)
φορτσάρω (σχίζομαι, ρώννυμαι, αποδύομαι,
ζορίζομαι, σφίγγομαι, επεντείνω, δυναστεύω,
ανακομπώνω, κομματιάζομαι, δίνομαι, ξεσκίζομαι)
φορτώνω (ζαλώνω, ζαλικώνω, φορτίζω, καργάρω, ζαπακώνω)
φορώ (ντύνομαι, βάνω, περιτίθεμαι)

φουλτακιάζω (φλεγμαίνω)
φουμάρω (καπνίζω)
φουντώνω (δυναμώνω)
φουρκίζω (εξοργίζω, θηριοποιώ, εξαγριαίνω)
φουρτουνιάζω (αναστατώνομαι, ανταριεύομαι)
φουσκίζω (επικοπρίζω)
φουσκώνω (διογκώνω, πρήζω)
φραγγελώνω (μαστιγώνω)
φρακάρω (ακινητοποιώ)
φρεζάρω (λειαίνω, εκτρίβω, ομαλίζω)
φρενάρω (τροχοπεδώ)
φρεσκάρω (ανανεώνω, ανακαινίζω)
φρίττω (ανατριχιάζω, τρομάζω, φρικιάζω, αναρριγώ, τσουτσουριάζω)
φρονηματίζω (σωφρονίζω)
φρονιμεύω (σωφρονίζομαι, λογικεύομαι, γνωστεύω, μυαλώνω)
φροντίζω (μεριμνώ, επιμελούμαι, καλοσκαμνίζω,
επαγρυπνώ, προσέχω, κοιτάζω, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι)
φρονώ (νομίζω, κρίνω, σκέπτομαι, διανοούμαι, πρεσβεύω)
φρουρώ (επιτηρώ, φυλάσσω, νυχτερεύω, νυκτοφυλακώ)

φρουσκαλιάζω (φλυκταινούμαι) [φρουσκάλα=φλύκταινα, φουσκάλα]


φρύγω (καψαλίζω, φρυγανίζω)
φρυκτωρώ (φωτοβολώ)
φταίω (σφάλλω)
φτουρώ (επαρκώ, εξαρκώ)

φτύνω (αποπυτίζω, αποπτύω, πτύω)


φτωχεύω (πενητεύω)
φυγαδεύω (φευγατίζω)
φύει (αναδίδει, παράγει, αναδύει)
φυλάγομαι (προσέχω)
φυλακίζω (δεσμεύω, καθείργω, μπουζουριάζω,
εγκλείω, ρεστάρω)
φυλάσσω (διατηρώ, σώζω)
φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω, ξεβλασταρώνω)
φυσάει (πνέει)

φυσομανάει (φυσοκοπάει)
φυτεύω (χώνω, μπήγω, φιτύω, φυταλίζω)
φυτρώνω (βλαστάνω, φυλλοφορώ, αναδίνω)
φωνάζω (κραυγάζω, αλαλάζω, ανακράζω, επιβοώ, εκβομβούμαι)
φωρώμαι (επισημαίνομαι)

φωτίζομαι (πυρσούμαι)

χαζεύω (αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι)

χαζοπαζαρεύομαι (μωρολογώ, χαζολογώ,


φαιδρολογώ, μουαμπετίζω, ριψολογώ, αλλοτριολογώ,
ακαιρολογώ, αχρηστολογώ, λωλομιλώ)
χαϊδολογώ (θωπεύω, καλοπιάνω, βαβαλίζω)
χαίνω (χάσκω)
χαιρετίζω (προσφωνώ, καλωσορίζω)
χαιρετώ (ασπάζομαι)
χαίρομαι (ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι, αναγαλλιάζω,
αμεριμνώ, αγάλλομαι, αγαλλιώ, θυμηδώ, προσχαίρω)
χαλβαδιάζω (γλυκοκοιτάζω)
χαλεπαίνω (οργίζομαι, δυσφορώ, γκουβρίζω, θυμαίνω)
χαλεύω (γυρεύω, ψάχνω, εκζητώ)
χαλινώνω (καπιστρώνω)
χαλυβδώνω (δυναμώνω)
χαλώ (αποσυνθέτω, καταστρέφω, φθείρω,
ξεχαρβαλώνω, διαλύω, σαθροποιώ, φθειροποιώ)

χαμαικοιτώ (χαμοκοιμάμαι)
χαμαιτυπώ (πορνεύομαι)
χαμευνώ (χαμαικοιτώ)
χαμογελώ (μειδιώ, αχνογελάω)
χαμπαριάζω (κατανοώ, νογάω)
χαντακώνω (καταστρέφω, βαραθρώνω, βοθριάζω)
χαράζει (ξημερώνει)
χαρακτηρίζω (προσδιορίζω)
χαραμίζω (σπαταλώ)
χαράσσω (αυλακώνω, γράφω)
χαρατσώνω (καταφορολογώ)
χαριεντίζομαι (αστειεύομαι, χωρατεύω, ευτραπελίζομαι)
χαρίζομαι (ευνοώ,ρουσφετολογώ,προσωποληπτώ)
χαριτολογώ (ευφυολογώ)

χαριτώνω (χαριτοποιώ)
χαροκοπώ (διασκεδάζω, γλεντώ)
χαροπαλεύω (ψυχορραγώ, ψοφολογώ)
χασμουριέμαι (νυστάζω)
χασομερώ (χρονοτριβώ, κενοτομώ, μουσμουλεύω)
χαστουκίζω (μπατσίζω)
χαυνώνω (εξασθενίζω, μαλθακώνω)
χαχανίζω (χασκογελάω, βροντογελάω, γελοκακανίζω)
χειμάζομαι (ταλαιπωρούμαι, παραδέρνομαι)
χειρίζομαι (κουμαντάρω)
χειροδικώ (βιαιοπραγώ)

χειροθετούμαι (ευλογούμαι)
χειροκροτώ (επικροτώ)
χειρούμαι (εξουσιάζω, ορίζω)

χερακλώνω (επιψαύω)
χερομαχώ (χειρωνακτώ, παλαμώμαι)
χερσώνω (χερσοποιώ)
χηρεύει (κενώνεται, ερημώνεται)
χιμώ (ορμώ, επιτίθεμαι)
χιονίζει (νείφει)
χλευάζω (κοροϊδεύω, λοιδορώ)
χλιαραίνω (μαλακώνω, μετριάζω, απαλαίνω)
χλομιάζω (ωχριώ)
χλωρίζω (θάλλω, πρασινίζω)
χολοσκώ (στενοχωριέμαι, θλίβομαι)
χολώνομαι (θυμώνω, αγανακτώ)
χοντραίνω (παχαίνω)
χορεύω (ορχούμαι)

χορταίνω (γαστρίζομαι)
χορταριάζω (χορτομανώ)
χουγιάζω (λαβίζω, μαλώνω)
χουζουρεύω (οκνεύω)
χουσμετεύω (απασχολούμαι, δουλεύω)
χουφτώνω (παλαμιάζω, χουφταλιάζω)
χρεμετίζω (χλιμιντρίζω)
χρεοκοπώ (πτωχεύω, φαλιρίζω, μπατιρίζω,
μουφλουζεύω, αποπλουτώ)
χρήζει (απαιτεί)
χρημάτισε (διετέλεσε)
χρησιμεύω (χρειάζομαι)
χρησιμοποιώ (μεταχειρίζομαι, μετέρχομαι)
χρησμολογώ (προμαντεύω, χρησμοδοτώ)

χρηστεύομαι (καλλοποιώ, καλοκαγαθώ)


χρίζω (επαλείφω, πασαλείβω, πασαλείφω)
χρυσώνω (μαλαματώνω)
χρωματίζω (βάφω, μπογιατίζω, χρώζω)
χρωστώ (οφείλω)
χρωτίζομαι (αναμιγνύομαι, συνεγγίζω)
χτενίζω (πολυεξετάζω, καλοξετάζω)
χτικιάζω (μαραζιάζω, ζαϊφιάζω, βερεμιάζω,
τσιφνιάζω, φθισιώ)
χτυπώ (δέρνω, μαστιγώνω, πατάσσω, καταχερίζω,
σακατεύω)
χυλώνω (πολτοποιώ)
χύνω (σκορπίζω)
χωλαίνω (κουτσαίνω, υποσκάζω)
χωνεύω (φυραίνω)
χώνω (θάβω)
χωρατεύω (αστεϊζομαι)
χωριατίζω (χωριατοφέρνω, αγροικεύομαι)
χωρίζω (διαιρώ)

χωρομετρώ (γεωμετρώ, γεωδαιτώ)


χωροσταθμώ (σταφνίζω, αλφαδιάζω, ευθυγραμμώ)
χωρώ (περιέχομαι)
Ψ

ψαλιδίζω (περικόπτω)

ψάλλω (τραγουδώ, άδω, μελωδώ)


ψαλτωδώ (ψαλμολογώ, ψαλμωδώ)
ψαρεύω (αλιεύω, πεσκάρω, ιχθυάζομαι)
ψαύω (αγγίζω)
ψάχνω (ερευνώ, εξετάζω, χαρχαλεύω, ψαχουλεύω, χαλεύω)
ψέγω (κατηγορώ, κατακρίνω)
ψειριάζω (κονιδιάζω)
ψειρίζω (ψιλοκασκινίζω, λεπτολογώ, ξεψαχνίζω,
λεπτολεκτώ, αμφιφράζομαι)
ψελλίζω (τραυλίζω,τσεβδίζω,βατταρίζω,βαρταλίζω)
ψευδίζω (τραυλίζω, γλωσσοκομπιάζω)

ψευδοδοξώ (κακοκρίνω, ολισθογνωμώ, ολισθογνωμονώ)


ψευδολογώ (ψεύδομαι, ψευδοστομώ, ψευδηγορώ,
ανακριβολογώ, παραμυθολογώ, ψευδοεπώ, ψευματώ,
ψευδομυθώ, ψευστώ, ψεματίζω, ψευδογλωττώ)
ψευδορκώ (επιορκώ, ψευδωμοτώ)
ψευτίζω (νοθεύω, φαλσεύω, ψευδοποιώ)
ψευτοκλαίω (μυξοκλαίω, μουτζουκλαίω)
ψηλαφίζω (ψαχουλεύω)
ψηλαφώ (ψαύω, αγγίζω, λαιφάσσω)
ψήνομαι (ωριμάζω)
ψήνω (οπτώ)
ψηφίζω (αποφασίζω, ψηφοφορώ)
ψήχω (βουρτσίζω, τρίβω, ψηκτρίζω)
ψιθυρίζω (μουρμουρίζω, σιγομιλώ)
ψιλοκόβω (λειοτριβώ, κονιορτοποιώ, κονιοποιώ,
ψιλοκοπανίζω, σμικρίζω, ψιλοτρίβω, αλευροποιώ)
ψιλολογώ (λεπτολογώ, ισχνομυθώ)
ψιλώνω (γυμνώνω)
ψιμυθιώνομαι (καλλωπίζομαι, φτιασιδώνομαι,
μακιγιάρομαι, πουδραρίζομαι, ομορφίζομαι)
ψιττακίζω (παπαγαλίζω)
ψιχαλίζω (ψιλοβρέχω, ψεκάζω, πιτσιλίζω, πτυαλίζω)

ψοφοζώ (ψωμωζώ, κουτσοζώ, κουτσοπερνώ, κουτσοφέρνω)


ψοφολογώ (ψυχομαχώ)
ψοφώ (θνήσκω, γκουρλώνομαι)
ψυχαγωγώ (τέρπω, διασκεδάζω)
ψυχανεμίζομαι (υποψιάζομαι)
ψυχοδέρνομαι (απολυσσώ, χατεύω)
ψυχοπλακώνομαι (αγχώνομαι, στρεσάρομαι, πονοψυχώ)
ψυχορραγώ (χαροπαλεύω,ψυχομαχώ,αγγελοθωρώ)
ψυχοτρώω (ψυχομαραίνω)
ψυχραίνω (ψύχω, παγώνω)
ψυχρολογώ (ψυχρορρημονώ)
ψυχώνω (ζοωγονώ, ενισχύω, αναπτερώνω, ενθαρρύνω)
ψωμίζω (ταϊζω, μπουκώνω)
ψωμώνω (μεστώνω)
ψωνίζω (αγοράζω, προμηθεύομαι)

ωδινώμαι (αγωνιώ, σπαζοκεφαλιάζω, σκοτίζομαι, παιδεύομαι)

ωθίζομαι (συνωστίζομαι, στριμώχνομαι, στοιβάζομαι)

ωθώ (σπρώχνω, σκουντώ, αμπώχνω, παραγκωνίζω, τζαρτζάρω)

ωίζω (κλωσώ)
ωκύνω (ταχύνω, γρηγορεύω, γοργεύω)
ωκυποδώ (ωκυδρομώ, ευδρομώ)
ωκυπορώ (γοργοδιαβαίνω, γοργοπερνώ)
ωμίζομαι (ωμοφορώ)
ωμοβαστάζω (ωμοφορώ)

ωμοθετώ (ιεροθυτώ)

ωμοτομώ (αγουροκόβω, αγουρομαζεύω)


ωνούμαι (αγοράζω, οψωνώ)

ωοτοκώ (ωογονώ)
ωοφορώ (αβγογεννώ)
ωπάζομαι (κοιτάζω)
ωραϊζω (καλλωπίζω, καλλύνω, αγλαϊζω,
ομορφίζω, ευπρεπίζω, αβρύνω, κομψεύω, καλοστολίζω)
ωραιογραφώ (καλλιγραφώ)
ωραιοποιώ (καλλύνω)
ωρακίζω (κιτρινιάζω)
ωριαίνω (ομορφαίνω)
ωριμάζω (μεστώνω, γινώνω, γουρμάζω, αδρύνω,
ψωμώνω, καλοκαμώνομαι, παραγίνομαι, αδρούμαι, ζουμιάζω)

ωροσκοπώ (γενεθλιαλογώ) [=κάνω προβλέψεις για το μέλλον κάποιου]


ωρύομαι (ουρλιάζω, θρηνολογώ, ρυάζομαι, λακάζω)
ωστίζομαι (ωθούμαι)
ωτοκοπώ (ξεκουφαίνω, εκκωφώ)
ωτακουστώ (κρυφακούω, αφτιάζομαι, κρυφαγρικώ,
επακούω, παρακαθίζω, αγροικιάζομαι, ακουάζομαι)
ωτοκωφώ (βαριακούω, κακογροικώ, δυσηκοώ)
ωφελούμαι (κερδαίνω, απολαβαίνω, διαφορεύω, καρπώνομαι)
ωφελώ (βοηθώ, εξυπηρετώ, λυσιτελώ, ευεργετώ)
ωχραίνομαι (κιτρινιάζω, πυξίζω)

ωχριώ (χλομιάζω, κιτρινίζω, κερώνω, πανιάζω)

You might also like