You are on page 1of 55

ΑΒΥ 101 –

1η Περίοδος

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Διδάσκων: Πασχάλης Ανδρούδης


Επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Τέχνης και
Αρχαιολογίας
Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
ABY 101
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Ο όρος «Βυζάντιο» είναι ένας όρος «πλαστός» από την
έρευνα της δυτικής Ευρώπης και δηλώνει την επιβίωση
του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
κατά τους Μέσους Χρόνους
-----------------------------------
Η Βυζαντινή Αρχαιολογία ασχολείται με τα έργα της
ανθρώπινης δραστηριότητας & αντικείμενα του υλικού
πολιτισμού (τέχνεργα) που προέρχονται από το χώρο της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας και τις περιοχές της άμεσης
επιρροής της.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ. με το διάταγμα του Μεδιολάνου (313), δόθηκε
το δικαίωμα στους Χριστιανούς της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας να
ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Το γεγονός αυτό
είχε καίρια σημασία για την ανάπτυξη του Χριστιανισμού και την
μελλοντική καθιέρωσή του ως επίσημης θρησκείας της
αυτοκρατορίας.
Για να στερεώσει την απόλυτη μοναρχία και τον προσανατολισμό
του κράτους του προς τον Χριστιανισμό, ο Μέγας Κωνσταντίνος
μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τη Ρώμη στο Βυζάντιο,
στην τοποθεσία όπου οι Μεγαρίτες είχαν ιδρύσει μια αποικία το 658
π.Χ. με οικιστή τον Βύζαντα. Η μεταφορά αυτή αποτέλεσε ένα
γεγονός με κοσμοϊστορική σημασία, επιτρέποντας την ρωμαϊκή
αυτοκρατορία να εξασφαλίσει στο ανατολικό τμήμα της σταθερά
και μόνιμα στηρίγματα για να συνεχίσει μια ιστορική ζωή έντεκα
αιώνων ακόμη.
Η Κωνσταντινούπολη η οποία ιδρύθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα
των μεγάλων ρωμαϊκών πόλεων θεμελιώθηκε στις 8 Νοεμβρίου
του 324 μ.Χ. και εγκαινιάστηκε επίσημα στις 11 Μαΐου του 330
μ.Χ. ως η «Νέα Ρώμη», όπως το επιθυμούσε ο ιδρυτής της, ο
Μέγας Κωνσταντίνος. Η «Νέα Ρώμη» ξεπέρασε σε έκταση και
ομορφιά την παλιά Ρώμη και σύντομα έγινε η σπουδαιότερη πόλη
του τότε γνωστού κόσμου. Ο Κωνσταντίνος διαίρεσε την πόλη-
κατά το πρότυπο της Ρώμης- σε 14 διαμερίσματα και τα προίκισε
με πολλά ιδρύματα και κτίσματα (ανάμεσά τους το Καπιτώλιο, ο
Ιππόδρομος, πλατείες και ένας δρόμος που συνδέονταν με τον
άξονα που συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση. Από την πρώτη
στιγμή στα κτίσματα που κόσμησαν την πόλη δόθηκε έμφαση στο
ελληνικό στοιχείο, ενώ και η γλώσσα που επικράτησε, εκτός από
τη διοίκηση, ήταν η ελληνική.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛ
Η - ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Ο τέταρτος αιώνας, είναι η εποχή του μετασχηματισμού της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας σε χριστιανική και την διαδικασία αυτή ευνοεί η Pax Romana.
Παράλληλα η χριστιανική τέχνη διαδόθηκε την εποχή αυτή σε ολόκληρη τη
Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία είχε πλέον γίνει χριστιανική, από τον Ευφράτη
στα ανατολικά σύνορά της ως τον Ατλαντικό στα δυτικά και τη Νουβία προς Ν. Η
ασφάλεια στις μετακινήσεις ευνόησε τα προσκυνήματα τους Αγίους Τόπους της
Παλαιστίνης, γεγονός που ευνόησε και τη διάδοση των έργων της βυζαντινής
τέχνης στον τότε γνωστό κόσμο.
Με μια σειρά πλούσιων χορηγιών από τους αυτοκράτορες (ο Μέγας Κωνσταντίνος
υπήρξε ο πρώτος από αυτούς), ανώτατους αξιωματούχους και πλούσιους μαικήνες
κτίστηκαν πολλοί χριστιανικοί ναοί σε ολόκληροι την αυτοκρατορία. Οι πόλεις
εξοπλίζονται με νέες υποδομές, ενώ τα μεγάλα αστικά κέντρα και κύρια η
Κωνσταντινούπολη σφύζουν από ζωή και οικονομική δραστηριότητα.
Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Χριστού από την Ελένη, μητέρα του Μεγάλου
Κωνσταντίνου υπήρξε σπουδαίο γεγονός για την αυτοκρατορία και μαρτυρείται σε
πολλές ιστορικές πηγές ήδη από τα μέσα του 4ου αιώνα . Ο Σταυρός του Κυρίου
κατέστη στο εξής ο «Σταυρός Νικοποιός» και στην χριστιανική αυτοκρατορία το
σύμβολο της αυτοκρατορικής νίκης . Ο σταυρός παράλληλα κατέστη το κατεξοχήν
αποτροπαϊκό σύμβολο και με αυτή την ιδιότητά του πέρασε στην Χριστιανική
τέχνη, την οποία και επηρέασε καταλυτικά .
Το έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου συμπλήρωσε στο τέλος του 4ου αιώνα ο
Μέγας Θεοδόσιος (379-395 μ.Χ.). Ο τελευταίος αντιμετώπισε με συμβιβαστική
πολιτική τους επαναστατημένους Γότθους, οι οποίοι είχαν νικήσει νωρίτερα τον
Ουάλη (374-378) στη μάχη της Αδριανούπολης (378) και αποτελούσαν
θανάσιμη απειλή για την αυτοκρατορία. Τον Ιανουάριο του 379, σε ηλικία 33
ετών, ο Θεοδόσιος κλήθηκε από τον Γρατιανό ως συναύγουστος και ανέλαβε τη
διοίκηση του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Μετά την ανακήρυξή
του στο Σίρμιον, ο Θεοδόσιος ήλθε στη Θεσσαλονίκη, την οποία κατέστησε
κέντρο των στρατιωτικών του επιχειρήσεων κατά των Γότθων. Μετά τις νίκες
εναντίον τους, ο Θεοδόσιος μπήκε, την 14η Νοεμβρίου του 380, θριαμβευτής
στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την ανάρρωσή του από βαριά ασθένεια, τον Φεβρουάριο του 380 και αφού
είχε δεχθεί το χριστιανικό βάπτισμα από τον επίσκοπο της Θεσσαλονίκης
Ασχόλιο, ο Θεοδόσιος άρχισε την εφαρμογή της αυστηρής θρησκευτικής
πολιτικής του, εκδίδοντας το διάταγμα υπέρ των δογμάτων της Συνόδου της
Νίκαιας . Έτσι ο Θεοδόσιος κατέστησε τον Χριστιανισμό κρατική θρησκεία,
καταδιώκοντας με κάθε μέσον τους οπαδούς των αιρέσεων, αλλά και των
εθνικών θρησκειών. Για τη στάση του αυτή επηρεάστηκε και από τη
θεοσεβούμενη κόρη του Πουλχερία. Ο Χριστιανισμός θριάμβευσε στην
αυτοκρατορία με την ορθόδοξη μορφή του. Το κύρος της Εκκλησίας μεγάλωσε,
παράλληλα με τη δύναμη της κρατικής εξουσίας.
Πριν πεθάνει (Ιανουάριος του 395) ο Θεοδόσιος Α΄ κληροδότησε το ανατολικό
τμήμα της αυτοκρατορίας του στον Αρκάδιο και το δυτικό στον Ονώριο (εικ. 1).
Σύμφωνα με τη διανομή αυτή, το Ιλλυρικό (δηλαδή η δυτική και η νότια
Βαλκανική, μαζί με τον ηπειρωτικό ελληνικό κορμό) θα ανήκε διοικητικά στο
ανατολικό και εκκλησιαστικά στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας.
Από το 395 μ.Χ. τα δύο τμήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ακολούθησαν
ξεχωριστές μεταξύ τους πορείες. Μετά το θάνατο του Θεοδοσίου (395), ο
ανήλικος αυτοκράτορας του ανατολικού τμήματος, ο Αρκάδιος, δεν μπόρεσε να
ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των Γότθων, οι οποίοι επέδραμαν, υπό την ηγεσία
του βασιλιά τους Αλάριχου στην Ελλάδα. Στα 396 πέρασαν τις Θερμοπύλες και
εν συνεχεία πολιόρκησαν και κατέλαβαν πόλεις τις οποίες και λεηλάτησαν. Μετά
από μια προσωρινή εγκατάστασή τους στην Ημαθία, οι Γότθοι έφυγαν ξανά και
αφού κατέστρεψαν περιοχές της Βαλκανικής και της Ιταλίας κατευθύνθηκαν στη
Ρώμη, την οποία και λεηλάτησαν.
Από το 476 και μετά επιβίωσε τελικά μόνο το ανατολικό τμήμα του Ρωμαϊκού
κράτους, το οποίο μετεξελίχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το δυτικό τμήμα
του κράτους καταλύθηκε από τις επιθέσεις των γερμανικών φύλων.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τον θάνατο του Θεοδοσίου
Α΄. Διαίρεση σε δυο μέρη.
Αντίθετα στο ανατολικό τμήμα, αποκρούστηκαν με επιτυχία οι γερμανικές
εισβολές οι οποίες προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα και καταστροφές στις πόλεις
και τα μνημεία τους, ενώ πνευματικές μορφές του Ελληνισμού, όπως ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, ο Αυρηλιανός, ο Ανθέμιος, ο Συνέσιος, κ.α., απέκρουσαν, ως μια
εθνική κίνηση, ρωμαϊκή στη μορφή, τον εκγερμανισμό του κράτους. Ο Συνέσιος
που αργότερα έγινε επίσκοπος της γενέτειράς του Κυρήνης στη Λιβύη, με τον
σημαντικό λόγο του «Περί βασιλείας» που εκφώνησε στην Κωνσταντινούπολη
το 399, ενώπιον του Αρκαδίου, ζήτησε να απομακρυνθούν όλοι οι Γερμανοί από
τις κρατικές θέσεις και να στρατευθούν όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες γα τη σωτηρία
της αυτοκρατορίας. Τη νίκη του Ελληνισμού σήμανε και η σφαγή στα 400, των
7.000 Γότθων στρατιωτών του Γότθου σφετεριστή και οπαδού του Αρειανισμού
Γαϊνά, από τον λαό της Κωνσταντινούπολης, έπειτα από παρακίνηση της
αυγούστας Ευδοξίας. Μετά και την ήττα του στόλου του Γαϊνά, ο τελευταίος
τράπηκε σε φυγή προς το Δούναβη, όπου και συνελήφθη από τους Ούνους. Το
κεφάλι του στάλθηκε την ίδια χρονιά από τον αρχηγό των Ούνων Uldin στον
αυτοκράτορα Αρκάδιο.
Μέσα από την επιβίωση της ανατολικής αυτοκρατορίας,
ουσιαστικά μεταστοιχειώθηκε ολόκληρη η προηγούμενη
φυσιογνωμία του παλιού ρωμαϊκού κράτους. Τα τρία στοιχεία
που άλλαξαν καταλυτικά την φυσιογνωμία του Βυζαντίου ήταν
ο εξελληνισμός του κράτους, ο εκχριστιανισμός του, αλλά και η
στερέωση του αμυντικού συστήματος.
Ο θρίαμβος του Ελληνισμού στην ανατολική αυτοκρατορία (το
Βυζάντιο) οδήγησε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408-450)
στην απόφαση να ιδρύσει, με διάταγμά του το 425,
Πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτό διορίστηκαν 15
καθηγητές της ελληνικής γραμματικής φιλολογίας και μόνο 3
ρήτορες και 10 καθηγητές γραμματικής για τη λατινική γλώσσα,
η οποία ήταν και η επίσημη γλώσσα του κράτους. Έκτοτε η
λατινική γλώσσα άρχισε να υποχωρεί σταδιακά προς όφελος της
ελληνικής, η οποία και επικράτησε καθολικά στις αρχές του 7ου
αιώνα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛ
Η - ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Διαίρεση του αντικειμένου της Βυζαντινής Αρχαιολογίας
• Το αντικείμενο της Βυζαντινής Αρχαιολογίας διαιρείται σε μέρη με
συμβατικά όρια, τα οποία ποικίλουν στα διάφορα εγχειρίδια.
• Υπ’ όψει ότι ο όρος και η διαίρεση αντιστοιχούν στο συγκεκριμένο
χώρο και αντικατοπτρίζουν τη σκοπιά της έρευνας της ανατολικής
Μεσογείου.
• Εδώ προτείνουμε και θα ακολουθήσουμε την εξής περιοδιοποίηση:
• 1. Πρωτοβυζαντινή (324-720) Αλλού χρησιμοποιούνται οι όροι
ύστερη ρωμαϊκή περίοδος, ύστερη ή όψιμη αρχαιότητα
• 2. Μεταβατική ή Εικονομαχία (720-843)
• 3 Μεσοβυζαντινή, περίοδος της μέγιστης ακμής (843-1204)
• 4. Υστεροβυζαντινή (1204-1453)
• Θα εξεταστούν επίσης και έργα που έγιναν είτε πριν το 324 ή και
μετά το 1453
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛ
Η - ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Παλαιοχριστιανική Ναοδομία
Γενικά για τους πρωτοχριστιανικούς ναούς

Μέχρι την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337) δεν υπήρχαν ιδιαίτεροι ναοί που
να ήταν κτισμένοι για τη χριστιανική λατρεία. Οι σχετικοί χώροι λατρείας των Χριστιανών, οι οποίοι
αποκαλύφθηκαν μετά από ανασκαφικές έρευνες, δεν είχαν διαμορφωθεί ειδικά γι αυτό το σκοπό.
Αντίθετα φαίνεται να προέκυψαν έπειτα από τη μετασκευή ορισμένων χώρων μέσα σε ιδιωτικές
οικίες, κυρίως πλουσίων. Αυτοί οι αυτοσχέδιοι λατρευτικοί χώροι, ή καλύτερα οι «κατ’ οίκον
εκκλησίες», ήταν κατάλληλα διαμορφωμένοι, έτσι ώστε να εξυπηρετούν τις θρησκευτικές ανάγκες
της χριστιανικής κοινότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η «εκκλησία» αυτού του τύπου
που αποκαλύφθηκε στη Δούρα-Ευρωπό, στη δεξιά όχθη του ποταμού Ευφράτη (εικ. 4) και η οποία
χρονολογείται, βάσει χαραγμάτων, στα 232-233 μ.Χ. Η οικία έχει ορθογώνιο σχήμα κάτοψης, ενώ
για το σχηματισμό του λατρευτικού χώρου ενώθηκαν δύο δωμάτιά της.
Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Ευσέβιο από την
Καισάρεια (Εκκλησιαστική Ιστορία, VIII, I, 5), με την κατακόρυφη
αύξηση του αριθμού των Χριστιανών προέκυψαν νέα δεδομένα
σχετικά με τη λατρεία. Δημιουργήθηκαν λοιπόν νέες ανάγκες για
λατρευτικούς χώρους για τους πιστούς και για να καλυφθούν αυτές
θα έπρεπε στο εξής να οικοδομηθούν μεγαλύτεροι χώροι λατρείας.
Οι χριστιανικές βασιλικές (basilicae) που είχαν ιδρυθεί πριν από τις
αρχές του 4ου αιώνα σε πόλεις της βορείου Αφρικής
καταστράφηκαν από τους Ρωμαίους, κατά τη διάρκεια των διωγμών
του Διοκλητιανού.
Ο όρος «basilica» χρησιμοποιήθηκε κατά τους πρώτους αιώνες του
Χριστιανισμού για κάθε είδος χώρου λατρείας (χαρακτηριστικό
είναι το παράδειγμα της βασιλικής του αποστόλου Παύλου στους
Φιλίππους της Μακεδονίας).
Στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο τα μαρμάρινα κτήρια άρχισαν να
υποχωρούν προς όφελος της αρχιτεκτονικής της χυτής ή κτιστής
τοιχοποιίας με υλικά την άμμο, ασβέστη, αργούς ή γωνιασμένους
λίθους και ψημένα τούβλα
Αριστερά Ναός Βάκχου στο Μπάαλμπεκ της Συρίας, δεξιά θέρμες
του Καρακάλλα στη Ρώμη
Η κτιστή τοιχοποιία επέτρεψε στους αρχιτέκτονες του Ρωμαϊκού κόσμου να κτίσουν
κτίρια μεγάλης χωρητικότητας, με μεγάλους ενιαίους χώρους, που καλύπτονται αρχικά
με ξύλινες στέγες, αργότερα με θόλους. Η δημόσια αρχιτεκτονική μεταβαίνει βαθμιαία
από το ολομάρμαρο (ολόλιθο) κτήριο στο κτήριο κτιστής τοιχοποιίας Αριστερά Domus
flavia, δεξιά η Βασιλική Μαξεντίου (Κωνσταντίνου).
Ανάγνωση σχεδίων
Η κάτοψη είναι μια φανταστική οριζόντια τομή στο κτήριο, στο ύψος λίγων
εκατοστών επάνω από το δάπεδο. Η τομή, κατά μήκος ή εγκάρσια, είναι
αντίστοιχα φανταστική τομή κατά τον μεγάλο ή τον μικρό άξονα του κτηρίου
Το τυπικό της εθνικής λατρείας απαιτεί υπαίθρια τελετή (θυσία) με
παρακολούθηση των πιστών. Αριστερά, Baalbek στην Παλμύρα. Ο
χριστιανισμός, ως μυστική θρησκεία, χρησιμοποίησε για την τέλεση της
λατρείας το κλειστό κτήριο της βασιλικής. Παράδειγμα χριστιανικής
βασιλικής πριν το έδικτο των Μεδιολάνων: Ρώμη, Αγ. Χρυσόγονος
Ένα κτήριο με πολλαπλές χρήσεις στη ρωμαϊκή και την ύστερη
αρχαιότητα, -πρωτοβυζαντινή περίοδο- ήταν η βασιλική.
Επίμηκες ορθογώνιο κτήριο με μεγάλη χωρητικότητα συνήθως
ξυλόστεγο. Με ή χωρίς εσωτερικά στηρίγματα
Βασιλική (τμήμα του ανακτόρου του Μ. Κωνσταντίνου)
Τρέβηροι, Trier
Αγία Σαβίνα, μέσα 5ου αι. Εξωτερικό και εσωτερικό του
Πρωτοβυζαντινού κτηρίου (της Όψιμης αρχαιότητας)
Τυπολογία των ναών
Οι ναοί της παλαιοχριστιανικής περιόδου μπορούν να καταταχθούν σε
τρεις μεγάλες κατηγορίες: 1) στις βασιλικές, 2) στα περίκεντρα κτίρια και 3) στις
βασιλικές με τρούλο.
 
Οι βασιλικές
α) H χριστιανική βασιλική
Με τον όρο «βασιλική» χαρακτηρίζονταν κυρίως τα μεγάλα και με
αρκετά κλίτη κτίσματα της αγοράς (basilica forensis). Αυτά τα κτίρια
χρησιμοποιούνταν κυρίως ως δικαστήρια, αλλά και ως τόποι συναλλαγών. Επίσης
με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζονταν και οι μικρότερες αίθουσες σε ιδιωτικές οικίες (οι
λεγόμενες
basilicae privatae) που προορίζονταν για ιδιωτικές συγκεντρώσεις . Πάντως, τόσο
το όνομα, όσο και το σχέδιο των βασιλικών δεν ήταν ρωμαϊκό, αλλά κατάγονταν
από την αρχαία Ελλάδα .
Η βασιλική της παλαιοχριστιανικής περιόδου κατατάσσονταν παλαιότερα
από τους ερευνητές, σύμφωνα με τον τρόπο της στέγασής της, σε δύο κύριους
τύπους: α) την «ελληνιστική» βασιλική και β) την «ανατολική» βασιλική .
α) «ελληνιστική» βασιλική

Η «ελληνιστική» βασιλική έχει ξυλόστεγη κάλυψη και ονομάστηκε έτσι, καθώς επικρατεί
σχεδόν καθολικά στα παράλια της Μεσογείου. Η εν λόγω βασιλική είναι ένα ορθογώνιο
κτίσμα, που εσωτερικά διαιρείται με κιονοστοιχίες σε τρία ή και περισσότερα κλίτη, με το
κεντρικό ευρύτερο και ψηλότερο από τα πλευρικά. Στο κεντρικό κλίτος, το οποίο καλύπτεται
με αμφικλινή ξύλινη στέγη, διαμορφώνονται χαμηλότερα, σειρές παραθύρων για τον
καλύτερο φωτισμό του εσωτερικού του ναού (εδώ εξαίρεση αποτελούν οι «ανατολικές»
βασιλικές στη Συρία, στις οποίες απουσιάζουν τα παράθυρα στο κεντρικό κλίτος). Οι στέγες
διαμορφώνονται κλιμακωτά, καθ’ ύψος, με τα πλάγια κλίτη να στεγάζονται με μονοκλινείς
στέγες. Επάνω από τα πλάγια κλίτη συνήθως διαμορφώνονται υπερώα.

β) Η βασιλική «ανατολικού» τύπου


Η βασιλική «ανατολικού» τύπου είναι θολοσκεπής και απαντά, σχεδόν καθολικά,
στις ανατολικότερες περιοχές της ρωμαϊκής επικράτειας, δηλαδή στη Μεσοποταμία, στο
εσωτερικό της Μικράς Ασίας και της Συρίας. Ο τύπος σπανίζει στο χώρο των Βαλκανίων .
Στις βασιλικές «ανατολικού» τύπου τα τρία κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με πεσσούς,
επάνω στους οποίους στηρίζονται οι τρεις ισοϋψείς ημικυλινδρικοί θόλοι που καλύπτον τα
αντίστοιχα κλίτη. Όλοι οι παραπάνω θόλοι είναι παράλληλοι στον κατά μήκος άξονα της
βασιλικής και εξωτερικά καλύπτονται με ενιαία δίρριχτη στέγη. Υπάρχουν όμως και
λιγοστές εξαιρέσεις του κανόνα αυτού, όπου, μετά από επίδραση της «ελληνιστικής»
βασιλικής το κεντρικό κλίτος υπερυψώνεται, δημιουργώντας φωταγωγό. Σε αυτόν
διαμορφώνονται και παράθυρα που εξασφαλίζουν τον καλύτερο φωτισμό στο εσωτερικό του
ναού.
β) Μαρτυρίες για τις χριστιανικές βασιλικές από τις πηγές

Οι μοναδικές μαρτυρίες που έχουμε από τις γραπτές πηγές για τις
βασιλικές και τη Θεία Λειτουργία είναι οι λεγόμενες «Αποστολικές Διατάξεις»
(Constitutiones Apostolorum), του β΄ μισού του 4ου αιώνα, όπως και η «Διαθήκη
του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού». Η τελευταία μάλιστα είναι ένα απόκρυφο
κείμενο του 5ου αιώνα, το οποίο έχει γραφεί στη συριακή γλώσσα.
Όσον αφορά στον περιεχόμενό τους, οι μεν «Αποστολικές Διατάξεις»
ορίζουν (57ο κεφάλαιο του Β΄ Βιβλίου, βλ. και τα σχετικά παραρτήματα στο τέλος
του βιβλίου μας) ότι ο ναός θα πρέπει ως προς το σχήμα της κάτοψής του να είναι
επιμήκης, ώστε να μοιάζει με πλοίο. Επίσης να στρέφεται προς τα ανατολικά και
να έχει προς την ίδια (ανατολική) κατεύθυνση τα παστοφόρια, διαμορφωμένα
εκατέρωθεν της αψίδας του Ιερού. Στο κέντρο του Ιερού θα πρέπει να
τοποθετείται ο επισκοπικός θρόνος και εκατέρωθέν του το σύνθρονο με τους
θρόνους των πρεσβυτέρων. Επίσης τα καθίσματα των ανδρών θα πρέπει να είναι
διαφορετικά από αυτά των γυναικών και όλα μαζί να βρίσκονται στα δυτικά του
χώρου του Ιερού. Τέλος στο κέντρο του κυρίως ναού θα πρέπει να υπάρχει
«υψηλόν τι», δηλαδή βήμα-άμβωνας, από όπου θα διαβάζονταν «τα Μωϋσέως»
Τύποι των χριστιανικών βασιλικών
Οι ξυλόστεγες παλαιοχριστιανικές βασιλικές μπορούν να
καταταγούν, ανάλογα με την κάτοψή τους στους ακόλουθους τύπους:
α) Μονόχωρες δρομικές βασιλικές
Οι μονόχωρες δρομικές βασιλικές δεν έχουν εσωτερικά
χωρίσματα και είναι ιδιαίτερα σπάνιες στην παλαιοχριστιανική
περίοδο. Λόγω της απουσίας εσωτερικών χωρισμάτων οι βασιλικές
αυτές καλούνται και μονόκλιτες . Οι μονόχωρες δρομικές βασιλικές
χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως μαρτύρια .
 
β) Δρομικές βασιλικές
Οι δρομικές βασιλικές είναι ναοί με ορθογώνιο σχήμα
κάτοψης και με εσωτερικούς κίονες (κατά κύριο λόγο), αλλά και
πεσσούς, τα οποία τοποθετούνταν σε σειρές (κιονοστοιχίες). Ο λόγος
για τον οποίο ονομάστηκαν οι βασιλικές αυτές «δρομικές» είναι για
το ότι μοιάζουν τους κεντρικούς δρόμους στις ρωμαϊκές πόλεις, οι
οποίοι πλαισιώνονταν από αριστερά και δεξιά από στοές
(εμβόλους) .
γ) Βασιλικές με εγκάρσιο κλίτος

Στον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο βασιλικής διαμορφώνεται ένα εγκάρσιο κλίτος


ανάμεσα στα κλίτη του ναού και τον ανατολικό του τοίχο.
Ιδιαίτερα σπάνια είναι η περίπτωση όπου στο κεντρικό τμήμα του εγκαρσίου
κλίτους διαμορφώνεται ένας πύργος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η
βασιλική του Ιλισού στην Αθήνα.
 
δ) Σταυρικές βασιλικές

Οι σταυρικές βασιλικές θα πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως εξέλιξη του απλού,


σταυρικού τύπου ναού (μαρτυρίου), ο οποίος οικοδομούνταν κατά την
παλαιοχριστιανική περίοδο επάνω από τον τάφο ενός μάρτυρα, ή σε κάποιον χώρο
με ιδιαίτερη ιερότητα. Ο τάφος του μάρτυρα βρισκόταν, στις περισσότερες φορές,
στο κέντρο, στη διασταύρωση των κεραιών του σταυρού. Με την πάροδο των
χρόνων τα μαρτύρια αποκτούσαν μεγαλύτερες διαστάσεις και ουσιαστικά
αποτελούσαν σύνθεση τεσσάρων ξυλόστεγων βασιλικών που διατάσσονταν
σταυροειδώς μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό μπορούν να καταταγούν στις
παραλλαγές της βασιλικής και όχι στα περίκεντρα κτίρια (το σχέδιο της κάτοψής
τους οργανώνεται γύρω από ένα κέντρο).
Οι σταυρόσχημες βασιλικές ομαδοποιήθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες από τον
Αναστάσιο Ορλάνδο.

α) Στην πρώτη κατηγορία βρίσκονται οι βασιλικές στις οποίες οι κεραίες του σταυρού είναι
μονόχωρες, με ίσες διαστάσεις και με δίρριχτες στέγες να καλύπτουν την καθεμιά από
αυτές. Στη διασταύρωση των κεραιών του σταυρού σχηματίζεται ένα τετράγωνο, το οποίο
στεγάζεται στις περισσότερες φορές με θόλο, ο οποίος στηρίζεται σε τόξα, τα οποία
βαίνουν σε ποδαρικά. Ο θόλος περιβάλλεται στο εξωτερικό του από ένα πύργο, ο οποίος
στεγάζεται με τετράρριχτη στέγη που επικαλύπτεται με κεραμίδια.

β) Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει ναούς στους οποίους όλα τα σκέλη του σταυρού
είναι κατά κανόνα τρίκλιτες βασιλικές, αλλά δεν έχουν το ίδιο μήκος. Σε πολλές από αυτές
τις βασιλικές η κεραία του σταυρού είναι πιο επιμήκης από τις υπόλοιπες, ενώ η ανατολική
έχει αψίδα. Στο κέντρο του σταυρού, σχηματίζεται ένα τετράγωνο, όπου βρίσκεται ο τάφος
του μάρτυρα (για του ναούς που είναι μαρτύρια). Οι βασιλικές του τύπου αυτού έχουν
ποικίλες μορφές στέγασης. Το σπουδαιότερο παράδειγμα του τύπου, ο οποίος δεν σώζεται
πια, ήταν ο ναός των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος βέβαια
λειτούργησε ως πρότυπο για τους μεταγενέστερους ναούς αυτής της τυπολογίας. Ως
χαρακτηριστικούς ναούς του είδους μπορούμε να αναφέρουμε τη βασιλική του Αγίου
Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο, βασιλικές στην πόλη Salona στη Δαλματία (Κροατία),
όπως και τον αρχικό ναό της Παναγίας Καταπολιανής στην Πάρο και στη βόρεια Ελλάδα
τη σταυρική βασιλική στη Θάσο.
γ) Στην τρίτη κατηγορία έχουν ενταχθεί εκείνοι οι σταυρικοί ναοί που στο σημείο της
διασταύρωσης των κεραιών του σταυρού δημιουργείται, αντί τετραγώνου, ένα οκτάγωνο.
Στις γωνίες μάλιστα του οκταγώνου σχηματίζονται κόγχες. Το πιο αντιπροσωπευτικό
παράδειγμα αυτού του τύπου ναού είναι ο περίφημος ναός του Αγίου Συμεών του Στυλίτη
στο Qalat Seman της Συρίας.

δ) στην τελευταία ομάδα των σταυρικών ναών της τυπολογικής κατάταξης Ορλάνδου
περιλαμβάνονται οι ναοί εκείνοι που εγγράφονται σε ορθογώνιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο
δημιουργούνται στους μυχούς των κεραιών του σταυρού, ουσιαστικά στις εναπομείνασες
κενές γωνίες του οκταγώνου γωνιακά διαμερίσματα. Αναφέρουμε ως χαρακτηριστικούς
ναούς του τύπου αυτού την σταυρική βασιλική στα Γέρασα της Ιορδανίας και στο
καθολικό της Μονής Λατόμου (σημ. Όσιος Δαβίδ) στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης.
Στα μέρη της βασιλικής συγκαταλέγονται το αίθριο, το Διακονικό ή Σκευοφυλάκιο, τα
Παστοφόρια, το Βαπτιστήριο , ο νάρθηκας, ο κυρίως ναός και το Ιερό Βήμα. Τα τρία
τελευταία υπάρχουν και σε όλους τους άλλους τύπους ναών.
2. Περίκεντρα κτίρια

Στην άλλη μεγάλη κατηγορία οικοδομημάτων της παλαιοχριστιανικής περιόδου ανήκουν τα


περίκεντρα κτίρια.

Τύποι των περίκεντρων κτιρίων

α) Κυκλικά κτίρια

Τα κυκλικά κτίρια είναι κτίσματα απλά. Ένα από τα πιο γνωστά είναι η Ροτόντα του Αγίου
Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη. Το κτίσμα αρχικά ήταν ρωμαϊκό (έχουν διατυπωθεί διάφορες
απόψεις για την αρχική του χρήση, με επικρατέστερες αυτή του μαυσωλείου του Γαλερίου ή
του ρωμαϊκού ναού). Ροτόντα υπήρχε επίσης και στην Κωνσταντινούπολη και
αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφές δίπλα στο ναό του Μυρελαίου  

β) Εξαγωνικά κτίρια
Τα εξαγωνικά κτίσματα είναι πολύ λίγα και στεγάζονται με θόλο, όπως και τα κυκλικά
κτίρια στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.
γ) Οκταγωνικά κτίρια

Τα οκταγωνικά κτίρια είναι πολύ σπουδαίες αρχιτεκτονικές δημιουργίες και στην


εξεταζόμενη περίοδο είναι ναοί, αλλά και βαπτιστήρια. Διακρίνονται σε ελεύθερα
οκτάγωνα και σε εγγεγραμμένα οκτάγωνα. Στα εγγεγραμμένα οκτάγωνα
προστίθενται γωνιακές κόγχες στα υπολειπόμενα κενά του ορθογωνίου.
Από τα ελεύθερα οκτάγωνα ξεχωρίζουν ο ναός του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα
της Ιταλίας και της Θεοτόκου στο όρος Γάζιριν στην Παλαιστίνη. Στα
σημαντικότερα εγγεγραμμένα οκτάγωνα μπορούν να ενταχθούν το οκτάγωνο των
Φιλίππων στη Μακεδονία, ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην
Κωνσταντινούπολη, όπως και τα οκτάγωνα της Έσδρα και της Bosra στη Συρία.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι ορισμένοι μεγάλοι οκταγωνικοί ναοί
χρησιμοποιήθηκαν και ως ανακτορικοί. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το ναό των
Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη, το Οκτάγωνο της Αντιόχειας
στη Συρία, τον Άγιο Βιτάλιο στη Ραβέννα.
Ραβέννα, Άγιος Βιτάλιος
δ) Τρίκογχα κτίρια

Τα τρίκογχα κτίρια είναι αρκετά διαδεδομένα στην παλαιοχριστιανική περίοδο.


Ο τύπος των τρίκογχων κτισμάτων εφαρμόστηκε σε μονόχωρα παρεκκλήσια
(cellae trichorae), σε τρικλίνια (αίθουσες συμποσίων), σε μαρτύρια, σε
βαπτιστήρια, σε παραβήματα βασιλικών, καθώς και σε ιερά βασιλικών. Τα
τρικλίνια της Ύστερης Αρχαιότητας είχαν κυρίως κάτοψη τρίκογχου σχήματος.

ε) Τετράκογχα κτίρια
Τα τετράκογχα είναι ιδιαίτερα κτίσματα, που έχουν εσωτερικά στηρίγματα που
διαμορφώνουν στοές. Τα κτίσματα του είδους τους που έχουν μεγάλες
διαστάσεις χρησιμοποιήθηκαν κύρια ως ναοί. Χαρακτηριστικό είναι το
ερειπωμένο στις μέρες μας τετράκογχο κτίσμα στην αυλή της Βιβλιοθήκης του
Αδριανού στην Αθήνα, το τετράκογχο του Αγίου Λαυρεντίου στο Μιλάνο,
αλλά και τα τετράκογχα της Σελεύκειας και της Ρέσαφα στη Συρία. Την ίδια
εποχή κτίστηκαν και μεγάλα τετράκογχα κτίρια σε σημαντικά διοικητικά
κέντρα της αυτοκρατορίας, που λειτούργησαν ως ανακτορικοί ναοί.
 
στ) Σταυρικά κτίρια
Τα σταυρικά κτίσματα έχουν μικρές διαστάσεις και είχαν κτιστεί ως μαρτύρια
ή μαυσωλεία (βλ. μαυσωλείο της Galla Placidia στη Ραβέννα) .
3. Βασιλική με τρούλο
Ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής με τρούλο προέκυψε από το συνδυασμό της τρίκλιτης,
δρομικής βασιλικής και του περίκεντρου κτιρίου. Γενικά η βασιλική, χωρίς να χάνει τη
δρομικότητά της, στον τύπο αυτό τετραγωνίζεται και ο τρούλος στηρίζεται εφεξής κυρίως
στους τέσσερις ισχυρούς πεσσούς που δημιουργούνται στην κάτοψή της. Όπως σωστά
επισημάνθηκε, στις βασιλικές αυτές τονίζεται ιδιαίτερα το κέντρο και ο καθ’ύψος άξονας .
Οι απόψεις για την καταγωγή του τύπου ποικίλλουν, με την επικρατέστερη να υποστηρίζει ότι
ο τύπος δημιουργήθηκε για να συνταιριάξει τα πλεονεκτήματα της δρομικότητας της
βασιλικής, με την ψυχική ανάταση των πιστών που προσέφερε ο τρούλος του περίκεντρου
ναού.
Ο τύπος της βασιλικής με τρούλο άρχισε να εφαρμόζεται στην Κωνσταντινούπολη μετά τη
δεκαετία του 520. Πρώτο κτίσμα του τύπου, όπως θα δούμε και παρακάτω ήταν ο ναός του
Αγίου Πολυεύκτου, ο οποίος οικοδομήθηκε στη θέση ενός παλαιότερου χριστιανικού ναού
του 5ου αιώνα. Ο Άγιος Πολύευκτος κτίστηκε στα 524-527, με χορηγία της πριγκίπισσας
Ανικίας Ιουλιανής (Anicia Juliana), δισέγγονης της Γάλλας Πλακιδίας (Galla Placidia) και
κόρης του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ (379-395). Ο ναός υπήρξε ο μεγαλύτερος και
πολυτελέστερος της Κωνσταντινούπολης πριν από την οικοδόμηση του Ιουστινιάνειου ναού
της Αγίας Σοφίας (532-537). Σε τμήματα ενός επιγράμματος που βρέθηκε στο ναό, η Ανικία
Ιουλιανή αναφέρει ότι ο ναός ξεπέρασε σε πολυτέλεια ακόμη και το ναό του Σολομώντα στα
Ιεροσόλυμα, γεγονός που καταδεικνύει τις πολιτικές της φιλοδοξίες. Τα ερείπια του ναού του
Αγίου Πολυεύκτου που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στο Saraçhane της
Κωνσταντινούπολης, μαρτυρούν ότι ο ναός ήταν τετράγωνος σε κάτοψη και ότι είχε κτιστεί
με ιδιαίτερο σχέδιο. Στο εσωτερικό του ναού τέσσερις μεγάλοι πεσσοί έφεραν ισάριθμα τόξα,
τα οποία στήριζαν την κυλινδρική στεφάνη του τρούλου.
Κατασκευή, αρχιτεκτονικές μορφές και διάκοσμος των ναών

Υλικά και τεχνικές δομής

Οι παλαιοχριστιανικοί ναοί οικοδομήθηκαν με τα διαθέσιμα σε κάθε τόπο υλικά, όπως και με


ποσότητες υλικών που εισήχθησαν από άλλες περιοχές. Σημαντικοί παράγοντες στην επιλογή
και χρήση των υλικών αποτελούσαν και οι κλιματολογικές συνθήκες, αλλά και τις
οικοδομικές τεχνικές και παραδόσεις της κάθε επαρχίας. Οι βασιλικές κτίστηκαν, τόσο με
λίθους και πλίνθους στις δυτικές επαρχίες και σε μέρη όπου σπάνιζε η πέτρα και με λίθους
εκεί που η πέτρα ήταν άφθονη. Σε περιοχές μάλιστα όπου ήταν ζωντανή η ελληνιστική
παράδοση, η οικοδόμηση των ναών γίνονταν με καλά λαξευμένους λίθους, οι οποίοι σε
πολλές περιπτώσεις μιμούνταν το ισόδομο σύστημα δομής της αρχαίας ελληνικής
αρχιτεκτονικής.
Στις βασιλικές της Κωνσταντινούπολης, της Βαλκανικής και της Ιταλίας οι θόλοι τους
κτίστηκαν με πλίνθους. Αντίθετα στη Συρία, την Παλαιστίνη, τη νότια Μικρά Ασία και τη
βόρεια Αφρική, όπου αφθονεί ο λίθος, οι θόλοι κατασκευάστηκαν με καλά λαξευμένους και
συναρμοσμένους μεταξύ τους λίθους (θολίτες). Η κάλυψη των στεγών στις ξυλόστεγες
βασιλικές γίνονταν με καλά επεξεργασμένη ξυλεία. Για την οικοδόμηση των τοίχων
κατασκευάζονταν εξωτερικά και εσωτερικά ξύλινα ικριώματα με τα επίπεδα εργασίας να
τοποθετούνται κάθε φορά στις ίδιες στάθμες. Αυτό γινόταν γιατί οι οικοδόμοι έκτιζαν
ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές τα εξωτερικά πρόσωπα της τοιχοποιίας και το εσωτερικό
τους. Το εσωτερικό των τοιχοποιιών ήταν χυτό, από άφθονο κονίαμα και μικρότερους λίθους.
Στις τοιχοποιίες χρησιμοποιούνταν, για τη στατική ενίσχυσή τους και ξυλοδεσιές, με
οριζόντια στοιχεία και κάθετα, καρφωμένα από επάνω τους, σε τακτές αποστάσεις. Οι
ξυλοδεσιές τοποθετούνταν σε επάλληλες στάθμες, περίπου ανά 1 μέτρο διαφορά η μια με
την άλλη και μπορούσαν να είναι εμφανείς, η κρυμμένες (κατά 15 περίπου εκ.) από το
εξωτερικό πρόσωπο της τοιχοποιίας. Οι σκαλότρυπες για την τοποθέτηση των ικριωμάτων
της σκαλωσιάς ήταν κατά κανόνα τετράγωνες, με εξαίρεση αυτές σε έργα ταπεινών
αξιώσεων ή σε οχυρωματικά έργα και βρίσκονταν στο ίδιο ύψος. Πολλές από αυτές δεν
έκλειναν, αλλά αφήνονταν επίτηδες ανοικτές, για να τοποθετηθούν εκ νέου ξύλα και
σκαλωσιές σε περίπτωση επισκευών. Για την κατασκευή των τόξων και των θόλων γινόταν
σχεδόν πάντοτε χρήση ξυλοτύπων, σύμφωνα με την καθιερωμένη από παλιά ρωμαϊκή
παράδοση.
Οι οπτές πλίνθοι που χρησιμοποιούνταν στην οικοδομική της παλαιοχριστιανικής περιόδου
είχαν διάφορα σχήματα (ορθογώνια ή τετράγωνα) και μεγάλες σχετικά διαστάσεις. Αρκετές
φορές ήταν ενσφράγιστες (με γράμματα ή άλλα σήματα). Το συνδετικό κονίαμα ήταν από
ασβέστη, άμμο και τριμμένο κεραμίδι. Συχνά πρόσθεταν και θηραϊκή γη. Το κονίαμα αυτό
(κουρασάνι) ήταν κοκκινωπό, ιδιαίτερα σκληρό και ανθεκτικό στην υγρασία. Οι αρμοί είχαν
αρκετό πάχος.
Στις τοιχοποιίες των ναών της παλαιοχριστιανικής περιόδου στην
Κωνσταντινούπολη, τη Βαλκανική και την Ιταλία μπορούμε να
παρατηρήσουμε αρκετούς τρόπους δομής:
α) τοιχοποιίες κτισμένες με ζώνες από αργούς (ακατέργαστους
λίθους) ή ημίεργους λίθους, οι οποίοι εναλλάσσονται με μια ή
περισσότερες σειρές πλίνθων (απαντά στα παράλια της Μεσογείου
και στη νότια Ελλάδα).
β) τοιχοποιίες οικοδομημένες με λαξευτούς λίθους και πλίνθους
(Κωνσταντινούπολη)
γ) Τοιχοποιίες από αμιγή πλινθοδομή (στην Κωνσταντινούπολη,
Θεσσαλονίκη και σε κάποια μνημεία των Βαλκανίων.
Όσον αφορά στα μνημεία της Συρίας, Παλαιστίνης, της νότιας
Μικράς Ασίας, τον Καύκασο και τη βόρεια Αφρική, οι τοιχοποιίες
είναι από αμιγώς λαξευμένους λίθους. Υπάρχουν επίσης
τοιχοποιίες από αργολιθοδομή που εναλλάσσεται με ζώνες από
καλά λαξευμένους λίθους (βόρεια Αφρική).
Τα κτίρια που οικοδομούνταν από αργολιθοδομή δέχονταν εξωτερικά επίχρισμα.
Επίχρισμα υπήρχε και στους εσωτερικούς τοίχους του κτιρίου. Τα πιο πλούσια κτίσματα
(οικίες, παλάτια, ναοί) είχαν στο εσωτερικό τους ορθομαρμαρώσεις στα κατώτερα σημεία
και ψηφιδωτά στα ανώτερα. Στην τεχνική της ορθομαρμάρωσης μεγάλες ορθογωνισμένες
πλάκες από μάρμαρο συνθέτουν πολύχρωμους διακοσμητικούς πίνακες.
Στους τοίχους επίσης σχηματίζονται ενίοτε και διακοσμητικές συνθέσεις με μικρά, επίσης
πολύχρωμα, κομμάτια μαρμάρου, κομμένα στα κατάλληλα σχήματα. Πρόκειται για την
τεχνική opus sectile, η οποία εφαρμόστηκε και σε μνημεία της Ρώμης .
Τα δάπεδα των βασιλικών είναι στρωμένα με μαρμάρινες πλάκες, ενώ πολλά αυτά
κοσμούνται με ψηφιδωτό διάκοσμο.
Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε και η θολοδομία από πλινθοδομή. Κατασκευάστηκαν στους
ναούς και στα προσκτίσματά τους πλινθόκτιστοι χαμηλοί ημισφαιρικοί θόλοι (ασπίδες),
όπως και ημισφαιρικοί θόλοι επί λοφίων και τρούλοι με κυλινδρικό τύμπανο. Επίσης
κατασκευάστηκαν και σταυροθόλια ρωμαϊκού τύπου, «μοναστηριακά» (σκαφοειδή)
σταυροθόλια, αλλά και σταυροθόλια «βυζαντινού» τύπου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ- ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ-
ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ- ΤΟΜΗ
Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως
 
Ο Κωνσταντίνειος ναός της Αγίας Ειρήνης ανοικοδομήθηκε από τον
Ιουστινιανό (527-565) μετά την πυρπόλησή του κατά τη στάση του Νίκα
(532). Ο νέος ναός ήταν μια επιμήκης βασιλική με τρούλο και υπερώα. Ο
τρούλος θα πρέπει να στηρίζονταν από Δ. και Α. σε δύο επιμήκεις
ημικυλινδρικούς θόλους και από Β. και Ν. σε δύο αβαθή τόξα.
Μετά από τον ισχυρό σεισμό του 740 ο ναός καταστράφηκε από σεισμό
και κτίστηκε ξανά από τον Κωνσταντίνο Ε΄. Ο νέος ναός της Αγίας
Ειρήνης απέκτησε τη μορφή του σταυροειδούς με τρούλο, με
σταυροειδώς διατεταγμένες καμάρες, οι οποίες φθάνουν μέχρι τους
εξωτερικούς τοίχους. Στα δυτικά κατασκευάστηκε ένας χαμηλότερος
τρούλος ελλειπτικής μορφής, ο οποίος αντικατέστησε την πρώτη από τα
δυτικά ημικυλινδρική καμάρα του κεντρικού κλίτους.
.
Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως
Αγία Ειρήνη
Κωνσταντινουπόλεως .
Αποκατάσταση της
Ιουστινιάνειας φάσης
του ναού
Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως . Κάτοψη με τα ευρήματα
των ανασκαφών (αίθριο)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ- ΜΕΓΑ ΠΑΛΑΤΙΟΝ

You might also like