You are on page 1of 3

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ

Το περιεχόμενο
Η γρια-Λούκαινα - η ηρωίδα του διηγήματος - παρουσιάζεται να κατηφορίζει
μοιρολογώντας ένα μονοπάτι. Είναι φορτωμένη με ένα μπόγο ρούχα που θα
πλύνει στη θάλασσα. Φαίνεται μια γυναίκα πραγματικά λυγισμένη, όχι τόσο από
το βάρος των ρούχων όσο από το βάρος της ζωής. Πράγματι, η μοίρα την έχει
πολυβασανίσει. Έχει χάσει τα πέντε από τα παιδιά της και τον άντρα της, ενώ
έχει και δυο αγόρια στην ξενιτιά. Μόνο η κόρη της της έχει απομείνει που όμως
και αυτή της δημιουργεί αρκετές υποχρεώσεις.
Όταν κατεβαίνει στο γυαλό, αρχίζει να πλένει τα ρούχα της, ενώ ένας βοσκός
ακούγεται να τραγουδά εκεί κοντά. Μέσα στο λιμάνι φαίνεται μια γαλέτα να
κάνει βόλτες, χωρίς να ξεφεύγει από τον κάβο, ενώ μια φώκια λικνίζεται στο
νερό, παρασυρμένη από την ομορφιά του τραγουδιού του βοσκού.
Εν τω μεταξύ η Ακριβούλα, η εγγόνα της γριας-Λούκαινας, περιπλανιέται στον
άγριο
τόπο ψάχνοντας για τη γιαγιά της. Σε μια στιγμή, και, καθώς το σκοτάδι
απλώνεται πνιχτό γύρω της, γλιστράει και πέφτει στη θάλασσα. Κανείς δεν
άκουσε την κραυγή του48άμοιρου παιδιού, αφού το τραγούδι του βοσκού
κάλυπτε τα πάντα. Μόνο ένα πλατάγιασμα άκουσαν, στο οποίο όμως δεν
έδωσαν σημασία.
Η γρια-Λούκαινα, τελειώνοντας το πλύσιμο των ρούχων της, πήρε το δρόμο
της επιστροφής στο σπίτι. Η γολέτα συνέχιζε τις βόλτες της στο λιμάνι και ο
βοσκός το τραγούδι του. Μόνο η φώκια που αντιλήφθηκε το κακό, έμεινε να
μοιρολογήσει το μικρό κορίτσι. Το μοιρολόι της αυτό, ένας γέρος ψαράς του
νησιού που ήξερε τη γλώσσα της φώκιας, το έκανε τραγούδι.

Αισθητική ανάλυση
1. Μεταφορές: Ο συγγραφέας καταφέρνει να αισθητοποιήσει τις ιδέες του,
χρησιμοποιώντας
ποικίλες μεταφορές: «να ξεγλυκάνει εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι», «αι
ακτίνες εθώπευον», «το αλώνι του χάρου», «τον κήπον της φθοράς».
2. Προσωποποιήσεις: «ο χάρος ο αχόρταστος», «μία γολέττα έκαμνε
βόλτες», «δεν έπαιρναν τα πανιά της», «εχόρτασε ν’ ακούη», «να ξυπνά τους
πεθαμένους».
3. Εικόνες: Τόσο στατικές όσο και κινητικές αλλά και ηχητικές. Οι πιο
σημαντικές από αυτές είναι οι ακόλουθες: η εικόνα του τοπίου (κρημνός,
κύματα ...), του βοσκού, της γριάς, της γoλέττας, της φώκιας, της Ακριβούλας
που περιπλανιέται, του πνιγμού της, της γριάς να επιστρέφει, του βοσκού να
φυσά τον αυλό του, της φώκιας να περιτριγυρίζει το άψυχο σώμα της κόρης και
να το μοιρολογά.
4. Γλώσσα: Η γλώσσα είναι καθαρεύουσα, ανάμικτη με πολλά δημοτικά
στοιχεία, που χρησιμοποιούνται κυρίως στις πράξεις και τις κινήσεις των
προσώπων, ενώ η καθαρεύουσα χρησιμοποιείται κυρίως στις περιγραφές των
τοπίων.

Ανάλυση
1η ενότητα: Στην ενότητα αυτή ο συγγραφέας σκιαγραφεί το χαρακτήρα της
γριαΛούκαινας.
Παρουσιάζεται ως ο αντιπροσωπευτικός τύπος της χαροκαμένης και
πολυβασανισμένης γυναίκας της ελληνικής υπαίθρου, που πολλές φορές χωρίς
την ανδρική βοήθεια αντιμετωπίζει όλο το βάρος των οικογενειακών
υποχρεώσεων και των συμφορών και αναλίσκεται στην υπηρεσία των άλλων. Η
μορφή της είναι συμπαθητική. Κυρίως όμως, προκαλεί τον οίκτο, ιδίως αν
αναλογιστεί κανείς πόσο χτυπήθηκε από τη μοίρα: έχασε τα πέντε από τα
παιδιά της, τον άντρα της, ενώ έχει και δυο ακόμα γιους στην ξενιτιά. Το
πένθος, τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας, η φτώχεια και η κούραση την
έχουν λυγίσει.
Ο συγγραφέας δημιουργεί επίσης το συναίσθημα του φόβου με την περιγραφή
του μακάβριου τοπίου, όταν αναφέρεται στο νεκροταφείο, περιγραφή που
θυμίζει τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης. Όμως, τη σκληρή αυτή εικόνα
απαλύνει ο λυρισμός με τον οποίο περιγράφεται ο βοσκός που παίζει τον αυλό
του. Το τραγούδι του καλύπτει την οδύνη της γριάς Λούκαινας, θυμίζοντάς της
πως υπάρχει και η άλλη πλευρά της ζωής, η χαρούμενη.
«Η μορφή του βοσκού διαγράφεται πολύ αχνά μέσα στο διήγημα. Δεν είναι μόνο
η έλλειψη οποιασδήποτε «ιστορίας» που να του δίνει μια διάσταση βάθους,
όπως της γριάς Λούκαινας. Φιγούρα χωρίς όνομα, χωρίς καν πρόσωπο, με
περίγραμμα ακαθόριστο, είναι πιο πολύ ένας ίσκιος μέσα στο σούρουπο κι ο
χαρούμενος ήχος του αυλού που παίζει. Η προσγειωμένη από τα «βάσανα του
κόσμου» Λούκαινα, τον χαρακτηρίζει «σημαδιακό κι αταίριαστο» και στ’
αλήθεια φαίνεται να ζει σ’ ένα δικό του κόσμο, μακριά από τη συναναστροφή
των ανθρώπων, παρέα με τη φύση και τη φλογέρα του. Μοιάζει πιο πολύ με
στοιχειό της λαγκαδιάς.
Ίσως είναι περισσότερο σύμβολο παρά ανθρώπινη μορφή: ο αρχαίος Παν, το
πνεύμα της γυμνής ζωής, γοητευτικό κι αδιάφορο για τα πάθη των ανθρώπων»
(Περ. «Ευθύνη», τόμος 90, σελ. 330).
2η ενότητα: Στην ενότητα αυτή ο συγγραφέας συνεχίζει το λυρικό του
στοιχείο με τη συμμετοχή της φώκιας αλλά και της εννιάχρονης Ακριβούλας.
Και τα δύο πλάσματα, που δεν έχουν ακόμα μπει στον αγώνα της ζωής,
γοητεύονται από την ομορφιά της ζωής που εκφράζεται εδώ με τον αυλό του
βοσκού.
Καθώς όμως η νύχτα έρχεται, ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τη μικρή, που
φαίνεται πως θα πληρώσει ακριβά την αρχική της χαρά και ξεγνοιασιά.
Πράγματι. η Ακριβούλα γλιστρά και χάνεται στη θάλασσα. Ο θάνατός της
παρουσιάζεται ιδιαίτερα λιτά από το συγγραφέα, που με τον τρόπο αυτό
δημιουργεί δέος στην ψυχή των ανθρώπων για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων
πραγμάτων.
3η ενότητα: Στην ενότητα αυτή κορυφώνεται η τραγική ειρωνεία. Κανείς δεν
αντιλήφθηκε το κακό, αν και όλοι άκουσαν τον πλαταγισμό από το κορμάκι της
στο νερό.
Μόνο η φώκια θα μείνει να μοιρολογήσει τη μικρή.
«Η φώκια που τριγυρίζει, μοιρολογώντας τη μικρή Ακριβούλα, μοιάζει στοιχείο
οικείο
με το χώρο, που δεν ξεφεύγει απ’ το κλίμα του διηγήματος. Η παρουσία της
είναι απόλυτα φυσική και το μοιρολόι της κλείνει τη λυπητερή ιστορία,
βαθαίνοντας την τραγική της διάσταση. Το υπερφυσικό συναιρείται με το
φυσικό με την ίδια ευκολία που συμβαίνει τούτο στα δημοτικά τραγούδια, σαν η
φύση να μην έχει χάσει το μυθικό της βάθος» (Περιοδικό «Ευθύνη» τόμος 90,
σελ. 335)

Η λειτουργία της περιγραφής στον Παπαδιαμάντη


[Η περιγραφή στον Π. γίνεται αντιληπτή ως συνδυασμός του ρεαλιστικού με
ποιητικά στοιχεία, γι’ αυτό και έχει χαρακτηριστεί και ως ρομαντική (λυρική).]
Λειτουργία της «ομιλούσας» περιγραφής
« Οι περιγραφές παρουσιάζονται συχνά ως παρεκβάσεις που ανατρέπουν την
ιεραρχία, που θέλει την περιγραφή ancilla narrationis και τη δεδομένη
αναλογία, ώστε η περιγραφή να χρησιμοποιείται ως φόντο της δράσης. Οι
παπαδιαμαντικές περιγραφές δεν είναι «διακοσμητικές»ž δεν περιορίζονται σε
ένα επιφανειακό αισθητικό ρόλο, αλλά συχνά έχουν χαρακτήρα συμβολικό
(λυρικό-ρομαντικό).
« Η αφήγηση μοιάζει να αναστέλλεται (επιβράδυνση) και να καθυστερεί, με
αποτέλεσμα να κυριαρχεί συχνά η εντύπωση της στατικότητας, μολονότι η
περιγραφή μπορεί να αναπτύξει μια δική της αυτόνομη χρονικότητα.
Συγκεκριμένα, η λεπτομερέστατη περιγραφή της φύσης προοικονομεί την
παγίδευση της Ακριβούλας και τον αναπόφευκτο πνιγμό της. Η ρεαλιστική αλλά
ταυτόχρονα και λυρική εικόνα του κοιμητηρίου περιλαμβάνει και τα δύο
κυρίαρχα μοτίβα: τη ζωή και το θάνατο.
« Η έλλειψη πλοκής αναπληρώνεται από ένα είδος εσωτερικής δράσης. Σ’
αυτήν ανήκουv η «καθήλωση» της γρια-Λούκαινας στις μνήμες πόνου, θανάτων
και ξενιτεμών η «καθήλωση» του βοσκού στο αμέριμνο παίξιμο της φλογέραςž
η «καθήλωση» της γολέτας στο αδιέξοδο του λιμανιού. Και όλα αυτά τυλιγμένα
σε διάσπαρτα περιγραφικά στοιχεία, που περιέχουν το ποιητικό μέρος του
κειμένου. Ο χώρος, οι δειλινές στιγμές, τα «μνημούρια» που γίνονται
λάμποντα, το μικρό κορίτσι που αποπλανάται από τη μαγεία της μουσικής, η
παίζουσα φώκια, η γολέτα με τα άσπρα πανιά. Ένας απλοϊκός αλλά και
τραγικός μύθος, δοσμένος και τυλιγμένoς μέσα σε μια όχι φωναχτή αλλά
υποβλητική ποιητική ατμόσφαιρα. O πεζός λόγος που λίγο θέλει να μεταπέσει
σε ποιητικό γεγονός, που όμως συνυφαίνεται με τη ρεαλιστική απεικόνιση της
πραγματικότητας και της ζωής.
« Όλα τα στοιχεία (το απόκρημνο του τοπίου, το πέσιμο της νύχτας, η
αθωότητα του κοριτσιού, ο ήχος της φλογέρας που πνίγει την απελπισμένη
κραυγή της Ακριβούλας) λειτουργούν ως πολλαπλές παγιδεύσεις για την
Ακριβούλα, που, τελικά, χάνεται στο αδιέξοδο του γκρεμού και της αφέγγαρης
νύχτας. Μέσα, βέβαια, στο απλοϊκό νήμα της αφήγησης και στα πολλά στοιχεία
που παγιδεύουν το αθώο κορίτσι, κρύβεται μια συγκεκριμένη αντίληψη: σε όλες
τις στιγμές μας, ακόμη και τις πιο ευφρόσυνες (όπως αυτές της Ακριβούλας
την ώρα που άκουγε τη φλογέρα), η χαρά και ο πόνος, η ζωή και ο θάνατος
συνυπάρχουν άρρηκτα και όλα, τελικά, καταλήγουν στην παγίδευση του
ανθρώπου μέσα στο δίχτυ του πόνου και του βασανισμού.
Τελική αποτίμηση: Η περιγραφή - θέαμα στον Π. δείχνει ανώτερη από τη
δράση.

You might also like