You are on page 1of 83

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
Π.Μ.Σ. «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΑΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ:

«Η Καθολική Εκκλησία στη Λατινική Αμερική: ο ρόλος της στις


κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις της Αργεντινής, 1850-1970»

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2004-2005


ΒΑΜΙΕΔΑΚΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΕΠΟΠΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

1) ΠΡΟΛΟΓΟΣ. [σελ. 1-9]

2) ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ (16ος-19ος ΑΙΩΝΑΣ). [σελ. 10-17]
3) Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ. [σελ. 18-30]

4) Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ. [σελ. 31-


72]

Α. ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ


ΑΡΓΕΝΤΙΝΟΥ ΕΘΝΟΥΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ.

Β. Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ


ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΥ (ΑΡΧΕΣ-ΜΕΣΑ 20ου ΑΙΩΝΑ).

Γ. Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΕΡΟΝΙΣΜΟΣ.

Δ. Η ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ PERON ΚΑΙ Η


ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΥ.

5) ΕΠΙΛΟΓΟΣ. [σελ. 73-79]


6) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. [σελ. 80-81]
ΠΡΟΛΟΓΟΣ:

Από τις απαρχές ακόμα της αποικιακής περιόδου στη Λατινική Αμερική (αρχές
16ου αιώνα) η Καθολική Εκκλησία απολάμβανε σημαντικά προνόμια, καθώς
θεωρούταν ότι αποτελούσε ως θεσμός έναν από τους βασικούς στυλοβάτες και
εκφραστές της εξουσίας του ισπανικού Στέμματος. Πράγματι, σε όλην την αποικιακή
περίοδο οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες ήταν ο στρατός (κονκισταδόρες), οι
κεφαλαιούχοι (έμποροι, γαιοκτήμονες), η κυβερνητική ιεραρχία-γραφειοκρατία και ο
κλήρος.
Όμως η Καθολική Εκκλησία δεν είχε απεριόριστη ελευθερία δράσης, καθώς οι
σχέσεις της με το κράτος καθορίζονταν σαφώς από το σύστημα του Patronato.
Σύμφωνα με το Patronato, ο Βασιλιάς ήταν ο ιδρυτής, προστάτης και κυβερνήτης της
Εκκλησίας. Αυτός είχε υπό την «πατρωνία» του (πατρονάτο) τις νέες εκκλησίες και
την ευθύνη για την ίδρυση και τη χρηματοδότησή τους. Οι επίσκοποι διορίζονταν από
το Συμβούλιο των Ινδιών σε συνεργασία με το Βασιλιά και τον Πάπα. Κατά
συνέπεια, με το σύστημα του Patronato η διοίκηση και η λειτουργία της Εκκλησίας
ως Θεσμός στις αποικίες εξαρτιόταν και ελεγχόταν από το Στέμμα. Το Patronato θα
αποτελεί για πολλά χρόνια το βασικό πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ του Στέμματος και
της Αγίας Έδρας και συνιστά σαφώς μέρος της ευρύτερης διαμάχης που ξεσπά στην
Ευρώπη ανάμεσα στην εκάστοτε Βασιλική και Παπική εξουσία.
Οι ανταγωνιστικές εντάσεις στην καθολική Ευρώπη, που προκαλούνται από την
άνοδο του κρατισμού, του απολυταρχισμού και κατόπιν του εθνικού κράτους, σε
συνδυασμό με την παράλληλη ενίσχυση του αντιπαπικού κλίματος, δε θα αφήσουν
ανεπηρέαστες και τις αποικίες ,παρά τη σε μεγάλο βαθμό πολιτισμική και
θρησκευτική απομόνωση των χωρών αυτών κατά τον 16ο αιώνα. Σε όλον τον 17ο αι.
οι σχέσεις Ισπανίας και Πάπα βρίσκονται σε διάσταση. Στον 18ο αι. πια η επιρροή της
Αγ. Έδρας έχει μειωθεί υπέρ της μητρόπολης, καθώς η επικράτηση της απολυταρχίας
ενισχύει ένα κλίμα έντονα αντιπαπικό. Η νίκη της μητροπολιτικής βασιλικής
εξουσίας εκφράστηκε κυρίως με την εκδίωξη από τη Λατινική Αμερική το 1676 του
τάγματος των Ιησουϊτών, οι οποίοι ήταν υπέρ του παπισμού. Αντιδρούσαν στην
πολιτική των καθεστώτων «πεφωτισμένης δεσποτείας» που στόχευαν στην επιβολή
ενός μοντέλου εθνικής, υποταγμένης στο κράτος Εκκλησίας. Η εκδίωξη των
Ιησουϊτών προκάλεσε εσωτερική κρίση στην εκκλησία. Επηρέασε αρνητικά κυρίως
μία από τις πιο κρίσιμες λειτουργίες της Καθολικής Εκκλησίας στη Λατινική
Αμερική (κι όχι μόνο εκεί), την εκπαίδευση και άφησε ένα τεράστιο και
δυσαναπλήρωτο κενό στον τομέα αυτό. Επίσης, καθώς οι Ιησουίτες ήταν ένα από τα
πιο ισχυρά και πολυάριθμα τάγματα, η έξωσή τους επιβάρυνε και την αναλογία
κατοίκων/κληρικών.1
Οι αρχές του 19ου αιώνα βρίσκουν την Καθολική Εκκλησία να έχει εδραιώσει τη
θεσμική της παρουσία στις αποικίες. Ο πλούτος της είχε αυξηθεί μέσω φόρων,
δωρεών, της ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης της γης, του εμπορίου κ.ά. Επίσης
εξακολουθούσε να ελέγχει την εκπαίδευση, κάτι που αργότερα θα αποτελέσει το
μείζον πεδίο σύγκρουσης με το κράτος.
Οι αγώνες της Ανεξαρτησίας έρχονται σε μία περίοδο κατά την οποία ακόμα δεν
έχει καταλαγιάσει η διάσταση στο εσωτερικό της Εκκλησίας μεταξύ του ρεύματος
που είναι υπέρ της δημιουργίας μιας εκκλησίας εθνικής, υποταγμένης στο κράτος και
του παπικού, «οικουμενιστικού» ρεύματος, αν και το δεύτερο είχε δεχθεί ισχυρό
πλήγμα, ιδιαίτερα με την έξωση των Ιησουϊτών που συνιστούσε και τον κυριότερο
φορέα και προπαγανδιστή του φιλοπαπικού ρεύματος (ultramontanism).2Κατά
συνέπεια, η Εκκλησία διχάστηκε πιο έντονα το πρώτο τέταρτο του 19 ου αι., καθώς ένα
από τα πρώτα προβλήματα που ανέκυψαν με τη δημιουργία των πρώτων
ανεξάρτητων κρατών ήταν κι αυτό που αφορούσε τη σχέση των κρατών αυτών με την
Αγ. Έδρα. Το Patronato λοιπόν παρέμεινε πηγή συγκρούσεων όπως ήταν φυσικό από
τη στιγμή που οι νέες κυβερνήσεις διεκδίκησαν τη συνέχισή του. Δεύτερη εστία
διχασμού ήταν η θέση της Εκκλησίας ως προς τον ίδιο τον επαναστατικό αγώνα και
το αίτημα για ανεξαρτησία. Ένα τμήμα της ιεραρχίας ήταν ξεκάθαρα
αντεπαναστατικό και ταυτισμένο με την εξουσία του Στέμματος, ενώ σε χώρες όπως
η Κολομβία, το Μεξικό ο κλήρος συμμετείχε ενεργά στον αγώνα. Ο κλήρος άλλωστε
ήταν διαιρεμένος σε ανώτερο και κατώτερο, με τον ανώτερο να αποτελείται
αποκλειστικά από Ισπανούς (peninsulares), ενώ ο κατώτερος αποτελούταν συνήθως
από κρεολούς και ήταν σχετικά φτωχός. Ο διαχωρισμός αυτός υπήρξε αποτέλεσμα
μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που προώθησε η δυναστεία των Βουρβόνων από τα

1
Βλ. Francois Houtard , Emile Pin , The Church and the Latin American Revolution, Sheed and Ward
Inc., Ν. Υόρκη , 1965, σελ. 8-23.
2
Για τη διαμάχη Κράτους-Εκκλησίας την περίοδο πριν την Ανεξαρτησία βλ. Francois Houtard, Emile
Pin, The Church and the Latin American Revolution, σελ. 18-23 και Austen Ivereigh, Catholicism and
Politics in Argentina 1810-1960, St Martins Press, N. Υόρκη, 1995, σελ.9-15.
μέσα του 18ου αι. με σκοπό την ενίσχυση της κεντρικής γραφειοκρατίας και τον
καλύτερο πολιτικό και οικονομικό έλεγχο των αποικιών. Η πλειοψηφία του
κατώτερου κλήρου ήταν αντίθετη με τις μεταρρυθμίσεις γιατί έπλητταν το κοινωνικό
τους στάτους και έτσι εξηγείται σε γενικές γραμμές η συμμετοχή μεγάλου μέρους του
κλήρου στους αγώνες της Ανεξαρτησίας.3
Μετά την κατάκτηση της Ανεξαρτησίας ήταν συχνό το φαινόμενο των
κατασχέσεων της εκκλησιαστικής περιουσίας (κυρίως ακίνητης) από τις νέες
κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους για οικονομική επιβίωση κατά τα πρώτα χρόνια.
Η πάλη για την εκκλησιαστική περιουσία και προνόμια δεν είχε ομοιόμορφο
χαρακτήρα και ίδια ένταση παντού. Σε περιοχές όπως το Μεξικό που η οικονομική
της σημασία ήταν τεράστια, η πάλη αυτή απέκτησε έναν οξύ χαρακτήρα και κράτησε
για πολλές δεκαετίες.4Ενώ αλλού, π.χ. στο Rio de la Plata, στη Βενεζουέλα, η
Καθολική Εκκλησία δεν είχε τόσο μεγάλη δύναμη και η επίθεση στα προνόμια και τα
πλούτη της έγινε πιο εύκολα.
Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία (που αποτελούσε ήδη από την αποικιοκρατία το
μεγαλύτερο συλλογικό σώμα μαζί με το στρατό) αν και αποδυναμωμένη, παρέμεινε
ένας ισχυρός και ανταγωνιστικός πολλές φορές προς το κράτος θεσμός. Η ιεραρχία
βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα κύμα φιλελευθερισμού που προωθούσαν οι νέες ελίτ και
αντιμετώπισε πολλά μέτωπα(πατρονάτο, περιουσία, προνόμια). Όμως οι επιθέσεις
αυτές δε μείωσαν την πολιτική της επιρροή, καθώς, αν και οι αποικιακοί θεσμοί είχαν
παρακμάσει σε μεγάλο βαθμό από τους εμφυλίους που ακολούθησαν, οι νέες χώρες
δεν είχαν υποστεί μια βαθειά κοινωνική μεταλλαγή. Οι αλλαγές ήταν πολιτικού
κυρίως χαρακτήρα και όχι ουσιαστικές, στο βαθμό που παραδοσιακά στοιχεία και
δομές, όπως η πατρωνεία, οι πελατειακές σχέσεις κ.ά., είχαν μείνει αλώβητα και
ζωντανά.5
Αφού λοιπόν η πολιτική και πολιτισμική επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας δεν
είχε μειωθεί, οι νέες πολιτικές ελίτ προσπάθησαν να ελέγξουν την Εκκλησία και να
κερδίσουν την υποστήριξή της. Γι’ αυτό και οι επιθέσεις δεν πήραν έναν γενικευμένο,
ακραίο αντικληρικιστικό χαρακτήρα, με την εξαίρεση ίσως του Μεξικού. Η
Καθολική Εκκλησία αναγνωρίστηκε παντού ως επίσημη θρησκεία, απέκτησε

3
Βλ. Rodriquez E. Jaime , The Independence of Spanish America, Cambridge Univ. Press, 1998, σελ.
26-29.
4
Βλ. Frank Safford , «Politics, Ideology and Society», στο Leslie Bethell (επιμ.) , Spanish America
after Independence, Cambridge Univ. Press, Καίμπρητζ, σελ. 49.
5
Βλ. Francois Houtard , Emile Pin , The Church and the Latin American Revolution.,σελ. 24-30.
συνταγματική θέσμιση, καθώς αναγνωρίστηκε από τα νέα κράτη ως μέρος της
ιστορικής, πολιτισμικής παράδοσης της Λατινικής Αμερικής.6
Πάντως οι νέες ελίτ απέτυχαν να πετύχουν τον έλεγχο και την υποστήριξη μιας
Καθολικής Εκκλησίας εχθρικής προς το φιλελεύθερο προσανατολισμό των νέων
κρατών και το εντεινόμενο ρεύμα αντικληρικισμού και εκκοσμίκευσης. Γενικά, όλος
ο 19ος αιώνας είναι μια περίοδος συνεχούς διαμάχης μεταξύ του ολοένα και
αυξανόμενου φιλελευθερισμού και της Εκκλησίας που βρίσκεται σε συνεχή
υποχώρηση με αποκορύφωμα τα τέλη του αιώνα, οπότε και η γενικευμένη πια
επίθεση του φιλελευθερισμού την οδηγεί σε πλήρη παρακμή, τουλάχιστον μέχρι και
τη δεκαετία του 1920.
Ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αι. παρατηρείται μια αναζωπύρωση της κρίσης στις
σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας γύρω από τα ζητήματα της εξουσίας και των προνομίων
της τελευταίας. Τα νέα κράτη στρέφονται πιο αποφασιστικά προς έναν
φιλελευθερισμό αγγλοσαξονικού τύπου σε μια προσπάθεια να ξεπεράσουν το
ισπανικό-αποικιακό παρελθόν τους που ταυτίζεται πλέον ανοικτά με την υπανάπτυξη
και τη βαρβαρότητα. Μια βασική συνιστώσα της διαδικασίας αυτής προς την επιβολή
του (οικονομικού) φιλελευθερισμού είναι και η άνοδος ενός νέου και πιο μαχητικού
κύματος αντικληρικισμού. Η Καθολική Εκκλησία ανοικτά τώρα γίνεται αντικείμενο
επίθεσης ,γιατί θεωρείται κατάλοιπο της αποικιακής περιόδου και γι’ αυτό εμπόδιο
για τον εκσυγχρονισμό, τον εκμοντερνισμό και την οικονομική ανάπτυξη-πρόοδο. Η
Καθολική Εκκλησία κατηγορείται λοιπόν ως σύμμαχος της συντηρητικής και
αντιδραστικής τάξης των μεγαλογαιοκτημόνων. Επίσης, θεωρούταν εμπόδιο για τη
διαδικασία της εθνικής ομοιογένειας-υποταγής κάτω από το έθνος-κράτος, στο βαθμό
που αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως ένα ιδιαίτερο, αυτόνομο συλλογικό σώμα, με
δικά του προνόμια, σχολεία και πηγές εσόδων, ως ένα θεσμό δηλαδή που οδηγεί
κληρικούς και λαϊκούς σε ταύτισή τους πρώτα και κύρια με την Εκκλησία κι όχι με
το νέο έθνος-κράτος.7
Η επίθεση αυτή πήρε κυρίως τη μορφή νομοθετικών μέτρων ενάντια στα
εκκλησιαστικά προνόμια μέσω της εκκοσμίκευσης τομέων όπως η εκπαίδευση, ενώ
επίσης κατασχέθηκαν πολλές περιουσίες μοναστηριών. Το αίτημα για διαχωρισμό
Κράτους-Εκκλησίας πήρε νέα ορμή. Ο νέος αυτός μαχητικός αντικληρικισμός πήρε
διαστάσεις πολέμου σε περιοχές όπως το Μεξικό, η Νέα Γρανάδα8, το Περού, η Χιλή.
6
Βλ,ό.π., σελ. 34.
7
Βλ. ό.π., σελ. 33-38 και Frank Safford , «Politics ,Ideology and Society», σελ. 89-90.
8
Σημερινή Κολομβία,Βενεζουέλα,Εκουαδόρ,Παναμάς.
Σχεδόν παντού το ζήτημα της Εκκλησίας έγινε για πρώτη φορά κεντρικό, μείζον
πολιτικό ζήτημα. Πίσω από την πάλη αυτή πρέπει να δει κανείς την πρόθεση των
φιλελεύθερων ελίτ να διαμορφώσουν στις χώρες τους κατάλληλες συνθήκες για την
ανάπτυξη της φιλελεύθερης οικονομίας και την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου και
εργατικού δυναμικού. Η θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολεία και η κυριαρχία
σ’αυτά των καθολικών δογμάτων εμπόδιζε τον προσανατολισμό του εκπαιδευτικού
συστήματος προς τα νέα επιστημονικά προτάγματα του εκσυγxρονισμού και του
θετικισμού. Από την άλλη, η ταύτιση των νέων λατινοαμερικάνικων κρατών με τον
καθολικισμό δε διευκόλυνε τη μετανάστευση προς αυτά μη καθολικών ευρωπαίων
μεταναστών και δεν τα καθιστούσε ελκυστικά προς το ξένο κεφάλαιο (αγγλικό και
βορειοαμερικανικό).
Η διαμάχη αυτή, όπως είπαμε και πριν, δεν ανέκυψε παντού στην αρχή με την ίδια
ένταση. Ενώ σε περιοχές, όπως π.χ. το Μπουένος Άυρες και το Μοντεβιδέο, οι
κοσμικές δυνάμεις επικράτησαν σχετικά εύκολα, σε χώρες αντίθετα με ισχυρές
καθολικές ρίζες ή αδύναμο φιλελεύθερο ρεύμα (Μεξικό, Περού, Χιλή) τα ζητήματα
παρέμειναν άλυτα και οι διαμάχες πήραν πολεμικές διαστάσεις. Η Καθολική
Εκκλησία στον αγώνα της ενάντια σε φιλελεύθερους και ριζοσπάστες βρήκε
συμμάχους αρχικά τους Συντηρητικούς και στη συνέχεια κι ένα μεγάλο μέρος των
μετριοπαθών φιλελευθέρων. Αυτό γιατί, καθώς σε διάφορες περιοχές ο
αντικληρικισμός έπαιρνε πολεμικές διαστάσεις, ενώ από την άλλη μεγάλωνε ο φόβος
μιας αγροτικής εξέγερσης, όλο και μεγαλύτερο τμήμα της ελίτ άρχιζε να στρέφεται
προς την Εκκλησία ως εργαλείο για την κοινωνική ειρήνη και σταθερότητα. Αυτή η
διαδικασία συνεχίστηκε τουλάχιστον ως τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά δεν οδήγησε
στην πλήρη ταύτιση Εκκλησίας-Συντηρητικών. Η Εκκλησία προσπάθησε να
διατηρήσει τον αυτόνομο πολιτικό-πολιτισμικό της ρόλο και να μην απορροφηθεί
από τους Συντηρητικούς. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να γίνει αντικείμενο
εργαλειακής χρήσης από τους Συντηρητικούς στη διαμάχη τους με Φιλελεύθερους
και Ριζοσπάστες. Έτσι, μία από τις λύσεις που προώθησε για να απαγκιστρωθεί από
αυτήν τη δύσκολη θέση και να διατηρήσει μια αυτόνομη πολιτική παρουσία ήταν η
ίδρυση καθαρά καθολικών κομμάτων στα χρόνια που ακολούθησαν, ιδιαίτερα
μάλιστα όταν είδε την επιρροή της στις μάζες των πόλεων να απειλείται από τα
αριστερά κόμματα-κινήματα (σοσιαλιστές, αναρχικοί, κομμουνιστές).
Στην περίπτωση της Αργεντινής τα βασικά σημεία-καμπές στις σχέσεις Κράτους
και Εκκλησίας ήταν τρία: α)το κύμα του φιλελεύθερου αντικληρικισμού-
εκκοσμίκευσης τη δεκαετία του 1880, β)η ρήξη της σχέσης Εκκλησίας- Περόν στα
1954-55 και γ)η άνοδος του ρεύματος της καθολικής αριστεράς στα τέλη της
δεκαετίας του 1960 με τη μορφή του Κινήματος Κληρικών για τον Τρίτο Κόσμο
(ΜSTM).9
Μετά την Ανεξαρτησία, η πρώτη επίθεση ενάντια στην Καθολική Εκκλησία έγινε
από την κυβέρνηση Rivadavia το 1827. Προσπάθησε να πλήξει την κοσμική εξουσία
της Εκκλησίας με σκοπό να επεκταθεί η θρησκευτική ελευθερία, σε μια προσπάθεια
της νέας κυβέρνησης να προσελκύσει ξένα κεφάλαια και μετανάστες στο πλαίσιο
εξευρωπαϊσμού της χώρας. Η Εκκλησία είχε χάσει την επαφή της με τη Μαδρίτη και
τη Ρώμη. Κατά συνέπεια ήταν αποδυναμωμένη και βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Έτσι,
πήρε το μέρος των ομοσπονδιακών στην εμφύλια διαμάχη τους με την κυβέρνηση
Rivadavia που ακολούθησε.10
Την περίοδο του Rosas (1829-1852) η Εκκλησία ουσιαστικά ταυτίστηκε με το
καθεστώς και με τον ίδιο ως υπερασπιστή της θρησκείας. Ο Rosas χρησιμοποίησε
την επιρροή της Εκκλησίας για την επιβολή υπακοής και πειθαρχίας στο καθεστώς
του. Κατά την περίοδο του Rosas η Εκκλησία, όντας αδύναμη, ακέφαλη και
απομονωμένη στην ουσία απορροφήθηκε από το κράτος και βρισκόταν σε πλήρη
θεσμική και οργανωτική παρακμή.11
Με την πτώση του Rosas ξεκινά στην Αργεντινή μια διαδικασία εκσυγχρονισμού.
Κάνουν την εμφάνισή τους νέες, φιλελεύθερες πολιτικές ελίτ και η περίοδος 1852-
1880 χαρακτηρίζεται ως περίοδος εθνικής ενοποίησης. Στο Σύνταγμα του 1853 η
Καθολική Εκκλησία ανακηρύσσεται επίσημη Εκκλησία του κράτους και το patronato
διατηρείται. Την περίοδο αυτή η Εκκλησία μεγαλώνει και εξαπλώνεται, αλλά
παραμένει ακόμη αδύναμη και απομονωμένη. Η στάση της λαμβάνει έναν αμυντικό
χαρακτήρα, ενώ συνεχίζεται η άνοδος του φιλελευθερισμού και του θετικισμού.
Στη δεκαετία του 1880 γίνεται η πρώτη σοβαρή προσπάθεια υπονόμευσης του
παραδοσιακού ρόλου της Καθολικής Εκκλησίας από φιλελεύθερες κυβερνήσεις.
Κύριο πεδίο σύγκρουσης της Εκκλησίας με το πρόγραμμα εκκοσμίκευσης και
εκσυγχρονισμού ήταν το ζήτημα της εκπαίδευσης. Το κράτος πέρασε νόμους που
απαγόρευαν τη θρησκευτική εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, θέλοντας έτσι να

9
Βλ. Michael A. Burdick , For God and the Fatherland .Religion and Politics in Argentina, State Univ.
of N. York Press, N. Yόρκη, 1995, σελ. 2-3.
10
Βλ. John Lynch , «The River Plate Republic», στο Leslie Bethell (επιμ.), Spanish America after
Independence 1820-1870, σελ. 332-333.
11
Βλ. ό.π., σελ 340.
εξασφαλίσει το μονοπώλιο των θετικιστικών προταγμάτων στο εκπαιδευτικό
σύστημα. Φιλοδοξία του κράτους ήταν με τον τρόπο αυτό να ενοποιήσει την
αργεντινή κοινωνία κάτω από το δόγμα του θετικισμού και του εκσυγχρονισμού.
Αυτό μπορούσε να το πετύχει μόνο ελέγχοντας τον πιο κρίσιμης σημασίας
θεσμό(την εκπαίδευση) και παράλληλα αποδυναμώνοντας το ρόλο της Εκκλησίας
πάνω στη λειτουργία του θεσμού αυτού. Οι διαμάχες αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα
την πόλωση της αργεντινής κοινωνίας και το χωρισμό της σε Φιλελεύθερους και
Καθολικούς. Η Εκκλησία από την πλευρά της αντέδρασε με την επέκταση καθολικών
οργανώσεων, την ίδρυση περιοδικών\εφημερίδων και τη δημιουργία κόμματος.
Επίσης γίνονται και οι πρώτες προσεγγίσεις με το Στρατό. Όλο και περισσότερο οι
δύο αυτοί θεσμοί χαρακτηρίζονται τώρα ως φύλακες της παράδοσης, της ασφάλειας
και της τάξης έναντι της φιλελεύθερης αντικληρικιστικής επίθεσης. Στρατός και
Καθολική Εκκλησία νοούνται πια ως τα (μοναδικά) δύο στηρίγματα της κοινωνίας,
ως οι θεματοφύλακες της εθνικής κληρονομιάς-ταυτότητας («la argentinidad»). Η
πρώτη αυτή ανοικτή διαμάχη Φιλελευθέρων και Καθολικών προκάλεσε σημαντική
πόλωση, ενώ ο μαχητικός αντικληρικισμός της δεκαετίας του 1880 προκάλεσε σε
μεγάλο βαθμό την αναζήτηση από την πλευρά της Εκκλησίας στηριγμάτων στο
στρατό και τη δημιουργία του κινήματος του Καθολικού Εθνικισμού από τα 1920 και
μετά.12
Aπό τη δεκαετία του 1920 και μετά η Καθολική Εκκλησία στον
αντιφιλελευθερισμό της προσθέτει και τον αντικομμουνισμό, γεγονός που τη φέρνει
όλο και πιο κοντά στον Εθνικισμό. Η αποτυχία του φιλελεύθερου κοινοβουλευτικού
καθεστώτος και η παράλληλη άνοδος του εθνικισμού είναι δύο από τα στοιχεία που
συντελούν στην αναγέννηση του καθολικισμού στις δεκαετίες 1920-40, τάση που δεν
περιορίστηκε βέβαια στην Αργεντινή αλλά ήταν παγκόσμια.13
Την απήχηση αυτή που είχε αποκτήσει ο καθολικισμός προσπάθησε προφανώς να
εκμεταλλευτεί ο Peron για την άνοδο και τη διατήρησή του στην εξουσία. Επεδίωξε
να κερδίσει την υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας ταυτιζόμενος συνεχώς με τα
δόγματα της καθολικής κοινωνικής φιλοσοφίας. Με τον Peron στην εξουσία η
Εκκλησία ξανακέρδισε το δικαίωμα να διδάσκει θρησκευτικά στα σχολεία μετά από
περίπου 60 χρόνια αποκλεισμού. Εκμεταλλευόμενος το αναδυόμενο θρησκευτικό
συναίσθημα του λαού θέλησε να ενσωματώσει την εκκλησία στο κράτος με σκοπό
12
Βλ. Austen Ivereigh , Catholicism and Politics in Argentina 1810-1960, σελ.49-72 και Michael A.
Burdick , For God and the Fatherland. Religion and Politics in Argentina, σελ.13-31.
13
Βλ. Michael A. Burdick , For God and the Fatherland. Religion and politics in Argentina, σελ.28-39.
ταυτιζόμενος με αυτήν να την ελέγξει. Τα χρόνια 1954-55 σηματοδοτούν την
κορύφωση της κρίσης στις σχέσεις του περονισμού με την Εκκλησία της Αργεντινής.
Η Εκκλησία εξακολουθούσε να παραμένει ένας από τους λίγους θεσμούς που
παρέμεναν εκτός περονιστικού ελέγχου. Η σύγκρουση προήλθε ως αναπόφευκτο
αποτέλεσμα, όταν ο Peron θέλησε να επεκτείνει την ηγεμονία του στην Εκκλησία και
να υποτάξει τα καθολικά ιδεώδη στους κρατικούς σκοπούς. Η επιχείρηση αυτή του
Peon να υποκαταστήσει την ηθική και πολιτισμική ηγεμονία της Εκκλησίας οδήγησε
στην πλήρη ρήξη και κατά συνέπεια σε μια ακόμη ριζική πόλωση της αργεντινής
κοινωνίας.14
Με την πτώση του Peron δημιουργήθηκε ένα μεγάλο πολιτικό κενό. Οι
κυβερνήσεις που ακολούθησαν εφάρμοσαν πολιτική φιλελευθερισμού και
«αποπερονοποίησης».
Όμως η προσπάθεια ολοκληρωτικής απαγόρευσης-εξάλειψης του περονισμού από
την κυβέρνηση Aramburu (1955-58) απέτυχε, γιατί ο περονισμός παρέμεινε
κυρίαρχος στους κόλπους της εργατικής τάξης. Οι συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις
προκάλεσαν ένα κλίμα αστάθειας και τη δημιουργία ενός αντιπολιτευτικού κινήματος
με σκοπό τον εκδημοκρατισμό και τις μεταρρυθμίσεις. Εξίσου σημαντικό γεγονός της
περιόδου είναι και η ανάδυση μιας νέας γενιάς περονιστών με σαφή αριστερό
προσανατολισμό. Από την πλευρά της εκκλησίας, ένα μεγάλο μέρος του κατώτερου
κλήρου επαναπροσέγγισε τον περονισμό, στο βαθμό που ο τελευταίος θεωρήθηκε ως
ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα.15
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες είχαν οδηγήσει
σε μια διάσταση του κατώτερου κλήρου με τους επισκόπους, καθώς οι πρώτοι
αξίωναν όλο και πιο έντονα μεταρρυθμίσεις. Η ρήξη έγινε πιο οξεία, όταν οι κληρικοί
αυτοί άρχισαν να υποστηρίζουν ανοιχτά τον περονισμό. Η προσέγγιση με τον
περονισμό και μια γενικότερη τάση στη Λατινική Αμερική σύνθεσης Μαρξισμού-
Χριστιανισμού ήρθαν να προστεθούν στις προϋπάρχουσες εσωτερικές συγκρούσεις
της Εκκλησίας στην Αργεντινή. Η αργεντινή καθολική αριστερά ταυτίστηκε με το
«Κίνημα Κληρικών για τον Τρίτο Κόσμο» (M.S.T.M.), καθώς αυτό αντιπροσώπευε
«το πιο ευρύ κίνημα κληρικών και το πιο πολιτικοποιημένο στη Λατινική Αμερική». 16Η
δράση του διήρκεσε από το 1968 ως το 1973 και τερματίστηκε με την επάνοδο του
Περόν στην εξουσία (1973-74).Το M.S.T.M. αποτέλεσε την επαναστατική-
14
Βλ. ό.π., σελ. 71-76.
15
Βλ. ό.π., σελ. 103-105 και 134-136.
16
Ό.π., σελ. 110.
θρησκευτική πλευρά του αριστερού εθνικιστικού κινήματος της εποχής. Οι δύο
βασικές συνιστώσες του κινήματος αυτού ήταν ο περονισμός και το M.S.T.M.. Όταν
το αριστερό περονιστικό κίνημα παρήκμασε (ή πιο σωστά καταστάλθηκε) με την
άνοδο του Peron στην εξουσία το 1973, το M.S.T.M. παρήκμασε με τη σειρά του,
αποτέλεσμα εσωτερικών διαιρέσεων, εντεινόμενης πόλωσης και κυβερνητικών
επιθέσεων.17

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ


ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ (16ος-19ος αι.):

17
Βλ.,ό.π., σελ. 203-206.
Mε την ολοκλήρωση της κατάκτησης ξεκινάει ουσιαστικά και η θεσμική και
διοικητική εξάπλωση της Καθολικής Εκκλησίας. Η κίνηση αυτή πήρε δύο
κατευθύνσεις:η μια αφορούσε την ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας και η άλλη
την επίσημη διοικητική της θεσμοποίηση, που πήρε τη μορφή προνομίων και
εξουσιών που της δόθηκαν από το Στέμμα και τον Πάπα. Ιδιαίτερα τα χρόνια 1520-
1570 παρατηρείται σταδιακή αύξηση των Επισκοπών, πράγμα που μαρτυρεί την όλο
και μεγαλύτερη ανάπτυξη του εκκλησιαστικού ιεραρχικού μηχανισμού, ενώ την
ιεραποστολική δράση αναλαμβάνουν πολλά τάγματα του καθολικισμού (Δομινικανοί,
Αυγουστίνοι, Καπουτσίνοι, Ιησουίτες κ.ά.).
Η διοίκηση της Εκκλησίας ήταν στα χέρια του Στέμματος σύμφωνα με το Real
Patronato,συμφωνία που υπέγραψε το Στέμμα με τον Πάπα το 1501.Με το Patronato,
Ο Πάπας εκχωρούσε στο Στέμμα τα έσοδα από τη συλλογή των φόρων, ενώ το
Στέμμα αναλάμβανε από την πλευρά του την ευθύνη για τη διοικητική λειτουργία της
Εκκλησίας. Αυτό σήμαινε ότι «οι Ισπανοί βασιλιάδες ήταν με εντολή του Ποντίφικα οι
ιδρυτές ,προστάτες και διευθυντές της Εκκλησίας».18Έτσι, η Καθολική Εκκλησία στη
Λατινική Αμερική αποτελούσε πια επίσημα ένα από τους πυλώνες στήριξης του
αποικιοκρατικού (στην ουσία φεουδαλικού) συστήματος διακυβέρνησης και
εκμετάλλευσης. Ουσιαστικά οι εφημέριοι ήταν εκπρόσωποι της εξουσίας του
Στέμματος. Άμεσος προϊστάμενός τους ήταν ο Βασιλιάς, στο βαθμό που
«πληρώνονταν από αυτόν και ένα από τα κύρια καθήκοντά τους ήταν η συλλογή των
φόρων.»19Κατά συνέπεια, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η επίσημη
εκκλησιαστική διοίκηση/γραφειοκρατία αποτελούσε έναν κρατικό θεσμό.
Βέβαια δε συνέβαινε το ίδιο και με τα ιεραποστολικά τάγματα. Πολλές φορές τα
τάγματα αυτά συναντούσαν την εχθρότητα από τη μεριά του Κράτους γιατί
διατηρούσαν έναν πιο αυτόνομο οικονομικό και πολιτικό ρόλο. Πολύ γρήγορα
απέκτησαν έναν αξιόλογο πλούτο μέσω δωρεών, κληρονομιών κλπ., ενώ τάγματα
όπως οι Ιησουίτες απέκτησαν τη φήμη ικανών παραγωγών πλούτου και εμπόρων. Το
τάγμα των Ιησουιτών ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα σε πολλούς τομείς όπως το
Εμπόριο, η βιοτεχνία, η κτηνοτροφία, η γεωργία, ιδιαίτερα στην περιοχή του
Περού.20Αλλά και στη Χιλή οι Ιησουίτες υπήρξαν το πιο ισχυρό τάγμα, καθώς είχαν
έναν κυρίαρχο οικονομικό ρόλο μέσω της κατοχής γης, της λειτουργίας εργαστηρίων

18
Francois Houtard , Emile Pin , The Church and the Latin American Revolution, σελ. 6.
19
Ό.π., σελ. 17.
20
Βλ.Marie-Danielle Demelas , Yves Saint-Geours , Η καθημερινή ζωή στη Νότιο Αμερική κατά την
εποχή του Μπολίβαρ 1809-1830, μτφρ. Λήδα Παλλάντιου, Παπαδήμας, Αθήνα, 1995, σελ.48-49.
και του εμπορίου.21Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, σε συνδυασμό και με τον
έντονα φιλοπαπικό προσανατολισμό του τάγματος, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την
εχθρότητα που αντιμετώπισαν οι Ιησουίτες από το Στέμμα. Όσο λοιπόν
δυσχεραίνονταν οι σχέσεις του Στέμματος με την παπική εξουσία (χαρακτηριστικό
φαινόμενο όλου του 17ου αι.), η διαμάχη αυτή κλιμακωνόταν στις αποικίες μεταξύ
Στέμματος και Ιησουιτών. Την αμοιβαία δυσπιστία ήλθε να ενισχύσει και ο ολοένα
και αυξανόμενος οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ τους. Κατά τα τέλη της
αποικιακής περιόδου οι Ιησουίτες είχαν πλέον αναδειχθεί σε μείζονα οικονομική
δύναμη, τη στιγμή μάλιστα που η μητρόπολη αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά
προβλήματα και είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο του εμπορίου στις αποικίες. Αυτός
ίσως ήταν και ο καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε στην έξωση των Ιησουιτών
από τις αποικίες το 176722.
Το Κράτος, στο πλαίσιο της συμφωνίας του πατρονάτο, είχε από την πλευρά του
κάθε συμφέρον να χειραγωγεί πλήρως την Εκκλησία, υποστηρίζοντας τη θεσμική και
διοικητική της εξάπλωση, αποδίδοντάς της προνόμια και βοηθώντας τη να επεκτείνει
την πνευματική της ηγεμονία στους ιθαγενείς πληθυσμούς. Σταδιακά πέτυχε τη
συγκέντρωση όλου του εκκλησιαστικού οργανισμού στα χέρια του, οδηγώντας την
Εκκλησία σε πλήρη εξάρτηση από την εξουσία του Στέμματος, μέσω ενός ανώτερου
σώματος, του «Συμβουλίου των Ινδιών», το οποίο πλέον αποφάσιζε για τους
υποψήφιους ιερείς, τη συλλογή των φόρων, την οργάνωση των εκκλησιών και της
δραστηριότητάς τους.23Αυτό φυσικά προκάλεσε την ανησυχία της Ρώμης, η οποία
προσπάθησε να αντιδράσει με την εγκατάσταση παπικών πρεσβευτών, γεγονός που
οδήγησε την Αγία Έδρα και το Στέμμα σε μια περίοδο τεταμένων σχέσεων. Κάποιες
προσπάθειες να βρεθούν συμβιβαστικές λύσεις απέτυχαν, ενώ ο ισπανικός θρόνος
υιοθετούσε θέσεις όλο και πιο αδιάλλακτες. Αυτή η κατάσταση έντασης σημάδεψε
όλον τον 17ο αιώνα και κλιμακώθηκε κατά τις αρχές του 18ου ,όταν στον ισπανικό
θρόνο ανεβαίνει η νέα δυναστεία των Βουρβόνων (Φίλιππος V) που διαπνεόταν από
πνεύμα απολυταρχικό και αντιπαπικό. Η περίοδος αυτή σηματοδοτείται από έντονες
διαμάχες στο εσωτερικό του καθολικισμού μεταξύ φιλοπαπικών και γαλλικανών (δηλ

21
Βλ. Simon Collier , William F. Sater, A History of Chile, 1808-1994, Cambridge Univ. Press, 1997,
σελ. 22-24.
22
Μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική απεικόνιση της σύγκρουσης αυτής μας δίνεται στην ταινία του
R. Joffe, The Mission (Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών 1986).
23
Βλ. Fr. Houtard , Emil Pin., The Church and the Latin American Revolution, σελ.19-20.
υπέρ του βασιλιά).24Το Στέμμα αναδείχθηκε νικητής από τη σύγκρουση αυτή που
συντάραξε τον καθολικό κόσμο και η επικράτηση αυτή εκφράστηκε με τον πιο
ξεκάθαρο τρόπο με την εκδίωξη από τις αποικίες των Ιησουϊτών στα 1767.
Η εκδίωξη αυτή, όπως είδαμε, αποτέλεσε την αντίδραση του Στέμματος προς έναν
ανταγωνιστή της οικονομικής και πολιτικής του ηγεμονίας, ιδιαίτερα πάνω στους
ιθαγενείς πληθυσμούς. Ο Κάρολος Γ θέλησε να αποσπάσει από τους Ιησουίτες τη
δύναμη αυτή, γιατί η επιρροή που είχαν αποκτήσει πάνω στους ιθαγενείς έθετε σε
κίνδυνο την υποταγή των πληθυσμών αυτών στη βασιλική εξουσία και την κοινωνική
ελίτ που το Στέμμα είχε ως σύμμαχο (έμποροι, γαιοκτήμονες). Με την έξωσή τους
κατέρρευσε ένα ολόκληρο οικονομικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Το σύνολο της
Εκκλησίας στις αποικίες έπεσε σε μεγάλη θεσμική κρίση και διοικητική παρακμή.
Οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν επί βασιλείας Καρόλου Γ (μέσα-τέλη 18 ου αι.)
είχαν πολλαπλές συνέπειες στη δράση και τη λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας
στις αποικίες, ωστόσο ο ρόλος της δεν υπέστη παντού ριζικές αλλαγές. Καθώς στόχος
των μεταρρυθμίσεων αυτών ήταν σε μεγάλο βαθμό ένας εκσυγχρονισμός και μια πιο
γραφειοκρατική και συγκεντρωτική ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού, κύριο
εμπόδιο για την επίτευξη των στόχων αυτών αποτελούσε η Εκκλησία, ιδιαίτερα όπου
αυτή κατείχε και τη θέση μεγάλου γαιοκτήμονα. Οι μεταρρυθμίσεις των Βουρβόνων
είχαν σαφώς και οικονομικό περιεχόμενο, αποσκοπούσαν στην οικονομική
αναβάθμιση της μητρόπολης. Μοιραία λοιπόν στράφηκαν ενάντια στα συμφέροντα
της Εκκλησίας ως φορέα πλούτου και γαιοκτησίας και αυτό γιατί ο κλήρος
θεωρήθηκε ως στοιχείο αντιπαραγωγικό, ενώ η εκκλησιαστική γαιοκτησία στερούσε
το κράτος από μια σημαντική πηγή εσόδων. Με λίγα λόγια, το Στέμμα επιχείρησε να
αναρρώσει οικονομικά εις βάρος (μεταξύ άλλων) της εκκλησιαστικής δύναμης και
πλούτου. Το πιο δυναμικό στοιχείο όσον αφορά την οικονομία και την παραγωγή στο
εσωτερικό της Εκκλησίας ήταν, όπως είδαμε, οι Ιησουίτες. Έτσι λοιπόν, αυτοί
υπέστησαν και το πιο ισχυρό πλήγμα. Αντίθετα, όπου η Εκκλησία δεν ήταν
σημαντικός γαιοκτήμονας, όπως π.χ. στη Χιλή, οι μεταρρυθμίσεις δεν επηρέασαν
ιδιαίτερα το όλο σύστημα. Στη Χιλή η Καθολική Εκκλησία είχε παρουσία κυρίως στα
αστικά κέντρα, ενώ αντίθετα στην ύπαιθρο η παρουσία της ήταν πιο αποσπασματική.
Οι Ιησουίτες είχαν τον πιο σημαίνοντα οικονομικό ρόλο (γαιοκτησία, εργαστήρια
βιοτεχνίας κλπ.) και η εκδίωξή τους δεν επηρέασε τη λειτουργία της επίσημης

24
Για τη διαμάχη αυτή στο πλαίσιο της ευρύτερης σύγκρουσης Κράτους-Εκκλησίας την περίοδο αυτή
βλ. Austen Ivereigh , Catholicism and politics in Argentina 1810-1960, σελ.1-15.
Εκκλησίας, ο ρόλος της οποίας ήταν κυρίως πολιτικός, δηλαδή να εμφυσά υποταγή
στο Στέμμα. Το κύριο πεδίο δράσης της ήταν η εκπαίδευση, η διεύθυνση
νοσοκομείων κλπ.25
Στο Περού, το οποίο αποτελούσε διοικητικά μια από τις Αντιβασιλείες στην οποία
υπαγόταν και η Χιλή,26τα εκκλησιαστικά προνόμια δεν διαταράχθηκαν. Η Εκκλησία
ήδη από την αρχή της αποικιοκρατίας κατείχε την πνευματική ηγεσία, αφού
μονοπωλούσε την εκπαίδευση, και η πολιτισμική της ηγεμονία ήταν πανίσχυρη.
Παράλληλα, πρωταγωνιστούσε στη διαδικασία οικονομικής εκμετάλλευσης της
περιοχής μέσω του κλήρου με την καλλιέργεια της γης, τη λειτουργία βιοτεχνιών, την
εισαγωγή καρπών, εργαλείων κλπ. Και εδώ οι Ιησουίτες συνιστούσαν την πιο
δραστήρια παραγωγική ομάδα μέσα από πλήθος τομείς (καλλιέργειες, κτηνοτροφία,
βιοτεχνία, εμπόριο).27Αντίθετα, ο ρόλος της Αγίας Έδρας ήταν καθαρά πολιτικός. Η
σύμπλευση Κράτους-Εκκλησίας διατηρήθηκε αδιατάρακτη όλην την αποικιακή
περίοδο. Από τη μια το Στέμμα είχε εκχωρήσει εξουσίες στην Εκκλησία ως
αποκλειστικό πνευματικό καθοδηγητή των ινδιάνων, που αποτελούσαν άλλωστε και
την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού. Η Καθολική Εκκλησία κατάφερε να
«εκπολιτίσει» τους πληθυσμούς αυτούς απορροφώντας πολλούς μύθους και
παγανιστικά στοιχεία, γεγονός που συντέλεσε στη γρηγορότερη εξάπλωση του
καθολικισμού στους ινδιάνους.28Κάνοντας βέβαια τις προσαρμογές αυτές, ο
καθολικισμός στο Περού αποδυναμώθηκε ως δόγμα, αλλά απέκτησε τον πολύ πιο
σημαντικό πολιτικά ρόλο του «ηθικού καθοδηγητή» του λαού. Κατά συνέπεια, το
Στέμμα είχε τεράστιο πολιτικό συμφέρον από την, πολιτική στην ουσία, δράση αυτή
Εκκλησίας και Αγ. Έδρας. Μέχρι το 1800 άλλωστε η Αντιβασιλεία του Περού με
πρωτεύουσα τη Λίμα κατείχε την πρωτοκαθεδρία στο αποικιακό πολιτικοοικονομικό
σύστημα, αφού αποτελούσε ένα κέντρο κρίσιμης σημασίας για τη γραφειοκρατία και
την εμπορική κίνηση των αποικιών.29 Μέχρι τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας λοιπόν,
αλλά σε μεγάλο βαθμό και μετά, τα εκκλησιαστικά προνόμια αλλά και οι ευρύτερες

25
Βλ.Simon Collier , William F. Sater, A History of Chile, 1808-1994,σελ. 22-24.
26
Η διοίκηση της ισπανικής Λατινικής Αμερικής ήταν χωρισμένη σε Αντιβασιλείες: α) Περού (Περού,
Χιλή), β) Λα Πλάτα (Αργεντινή, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βολιβία), γ) Νέα Γρανάδα (Κολομβία,
Βενεζουέλα, Εκουαδόρ, Παναμάς), δ) Νέα Ισπανία (Μεξικό).
27
Βλ. Jose Carlos Μariatequi , Seven Interpretive Essays on Peruvian Reality, Univ. of Texas Press,
1974, σελ. 124-134.
28
Το ίδιο φαινόμενο συγκρητισμού παρατηρείται σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό και μεταξύ των
ινδιάνων του Μεξικού (λατρεία των νεκρών κλπ.).
29
Βλ. Marie-Danielle Demelas ,Yves Saint-Geours , Η καθημερινή ζωή στη Νότιο Αμερική κατά την
εποχή του Μπολίβαρ,1809-1830, σελ. 17.
φεουδαλικές δομές παρέμειναν σταθερά στοιχεία της περουβιανής κοινωνικής
πραγματικότητας.30
Στην Αντιβασιλεία της Νέας Ισπανίας (Μεξικό) η Εκκλησία καταλαμβάνει έναν
παρόμοιο ρόλο όσον αφορά την ηγεμονική της θέση στην εκπαίδευση και την
πνευματική καθοδήγηση του ντόπιου πληθυσμού. Τα προνόμια που απολάμβανε και
τα οποία απέρρεαν από το πατρονάτο ήταν πολλά και σημαντικά, ενώ από την άλλη
αυτό το καθεστώς λειτουργίας την καθιστούσε ως έναν βασικό βραχίονα της
κρατικής εξουσίας. Και στο Μεξικό, όπως και στο Περού, είναι έντονα τα στοιχεία
συγκρητισμού λαϊκής ινδιάνικης θρησκείας και καθολικισμού.
Η παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας στο Μεξικό παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, στο βαθμό που στην περιοχή αυτή η δράση της είναι πολυδιάστατη και
γεμάτη εντάσεις και διαμάχες σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Στο Μεξικό
(Αντιβασιλεία της Νέας Ισπανίας από το 1535) και οι δύο κλάδοι της Εκκλησίας,
λαϊκός κλήρος και τακτικός (τάγματα), έχουν σημαντική δράση σε όλες τις βαθμίδες
του αποικιακού συστήματος. Η παρουσία των ταγμάτων είχε πρωταγωνιστικό ρόλο
στην οικονομική και πολιτισμική ζωή και ιδιαίτερα το τάγμα των Φραγκισκανών, που
είναι και οι πρώτοι που φτάνουν στην περιοχή.31Άλλο ισχυρό τάγμα ήταν οι
Αυγουστίνοι που ταυτίστηκαν με τη λειτουργία της Ιεράς Εξέτασης στο Μεξικό. Η
Ιερά Εξέταση είχε έναν άκρως πολιτικό ρόλο στο Μεξικό (και γενικότερα στη
Λατινική Αμερική), αφού είχε σαν στόχο αποκλειστικά την προστασία της
πρωτοκαθεδρίας της καθολικής πίστης στις αποικίες ενάντια σε Προτεστάντες και
Εβραίους. Η δράση της ξεκινά στα 1570 και κατέληξε να παίζει το ρόλο του
επίσημου λογοκριτή των εντύπων που εισάγονταν στο Μεξικό. Σε αντίθεση λοιπόν με
την Ευρώπη που την εποχή αυτή κυριαρχούσαν οι θρησκευτικοί πόλεμοι, στο Μεξικό
ο ρόλος της ήταν υποβαθμισμένος και η δράση της υποτονική, καθώς το μονοπώλιο
του καθολικού δόγματος δε διακινδύνευσε σε καμία περίπτωση. Όσον αφορά το
τάγμα των Ιησουιτών, η φήμη τους ως ικανών και μορφωμένων δασκάλων τους
κατέστησε και εδώ καθηγητές των παιδιών της ελίτ των Ισπανών, ενώ παράλληλα
απέκτησαν σχέσεις και με τους ιθαγενείς, πρωταγωνιστώντας στη διαδικασία του
μαζικού εκχριστιανισμού τους (γνωστή και ως «Θρησκευτική Κατάκτηση»). Ο
έλεγχος πάνω στον ινδιάνικο πληθυσμό αποτελούσε πηγή συνεχών προστριβών

30
Γενικά για το ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας στην περουβιανή κοινωνία και ιστορία από μια
«ανθρωπολογική» σκοπιά βλ. Jose Carlos Mariatequi , Seven Interpretive Essays on Perouvian Reality
,σελ. 124-152.
31
Οι Δομινικανοί φτάνουν το 1525, οι Αυγουστίνοι το 1533 και οι Ιησουίτες το 1571.
μεταξύ των κληρικών και των εμπόρων-γαιοκτημόνων, ενώ συχνές ήταν και οι
ενδοεκκλησιαστικές διαφορές μεταξύ ταγμάτων ή μεταξύ λαϊκού και τακτικού
κλήρου. Οι αιτίες των συγκρούσεων αυτών είναι ποικίλες: ο ανταγωνισμός εμπόρων-
γαιοκτημόνων-κληρικών για την εκμετάλλευση της μάζας των ινδιάνων, η δυσφορία
του ντόπιου κλήρου για διακρίσεις εις βάρος του από κληρικούς peninsulares32, ενώ
συχνό ήταν και το φαινόμενο της έκφρασης δυσαρέσκειας και αντικληρικιστικού
αισθήματος του πληθυσμού ενάντια σε μέλη του λαϊκού κλήρου για έκλυτα ήθη και
συμπεριφορά. Τα παράπονα απέναντι στο λαϊκό κλήρο ήταν πολλά και τα μέλη του
κατηγορούνταν ως σύμμαχοι των γαιοκτημόνων, κερδοσκόποι και ότι ακολουθούσαν
βίο έκλυτο (χαρτοπαιξία, χρήση αλκοόλ, σεξουαλική εκμετάλλευση κλπ.). Αντίθετα,
τα μέλη των ταγμάτων κέρδιζαν το σεβασμό γιατί ήταν πιο μορφωμένοι και συχνά
προστάτευαν τους ιθαγενείς από τις κακομεταχειρίσεις εμπόρων και γαιοκτημόνων.
Στην περίπτωση του Μεξικού λοιπόν η παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας
εντάσσεται σε ένα πιο περίπλοκο και πολυδιάστατο πλέγμα σχέσεων και εξουσιών,
με έντονες ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες. Η δράση της δεν περιορίζεται μόνο ή
κύρια σε έναν τομέα, αλλά, λόγω και της ενεργού παρουσίας ενός πλήθους
ταγμάτων, η πολιτική και οικονομική της θέση είναι μείζονος σημασίας: ελέγχει
πλήρως το εκπαιδευτικό σύστημα (εκπαίδευση ελίτ, «εκπολιτισμός» ινδιάνων), είναι
ισχυρός γαιοκτήμονας (και άρα ανταγωνιστής των άλλων εμπόρων και
γαιοκτημόνων), αποτελεί τον κυριότερο σύνδεσμο με τη μητρόπολη, ενσαρκώνει το
βασικότερο φορέα ενσωμάτωσης-εκπολιτισμού-εκχριστιανισμού των ινδιάνων.
Παράλληλα, αν και επίσημος βραχίονας του κράτους, πτέρυγες της Εκκλησίας
βρίσκονται σε διαμάχη με αυτό, ενώ διαρκής είναι και ο ανταγωνισμός κοσμικού
και λαϊκού κλήρου, με τον πρώτο σταδιακά και σε συνεργασία με το Στέμμα να
κερδίζει σε δύναμη και προνόμια. Τέλος, είναι εμφανές και διάχυτο ένα αίσθημα
αντικληρικισμού, που πηγάζει από τα κατώτερα στρώματα, απέναντι στην
προκλητική στάση μελών του κλήρου, οι οποίοι γίνονται όλο και συχνότερα στόχος
ως σύμμαχοι των γαιοκτημόνων και ως φορείς ανήθικης συμπεριφοράς.33 Όλα αυτά
τα χαρακτηριστικά θα συντείνουν στο να προσλάβει ο ανταγωνισμός Κράτους-

32
Ενώ επίσημα δεν υπήρχε νομικός διαχωρισμός κρεολών-peninsulares, μόνο το 1/6 της ιεραρχίας της
Εκκλησίας ήταν Μεξικανοί.
33
Για μια γενική περιγραφή της παρουσίας της Καθολικής Εκκλησίας στο Μεξικό κατά την αποικιακή
περίοδο βλ. Michael C. Meyer , William L. Sherman , The Course of Mexican History, Oxford Univ.
Press, N. Yόρκη, 1995, σελ. 184-201.
Εκκλησίας εκρηκτικές, εμφυλιοπολεμικές διαστάσεις σε όλον τον 19ο αιώνα και σε
μεγάλο μέρος του 20ου.
Στην περιοχή του Rio de la Plata η κατάσταση, όσον αφορά το ρόλο της
Καθολικής Εκκλησίας, διέφερε από τις υπόλοιπες αποικίες και θεωρείται πως η
επιρροή της Εκκλησίας εκεί υπήρξε η μικρότερη συγκριτικά. Και εδώ όμως με βάση
το αποικιακό σύστημα εκμετάλλευσης η Καθολική Εκκλησία είναι ένας από τους
βασικότερους επίσημους θεσμούς εξουσίας και διοίκησης. Τα πρώτα τάγματα που
έκαναν την εμφάνισή τους ήταν Δομινικανοί και Φραγκισκανοί, ενώ στα τέλη του
1580 εισέρχονται και οι Ιησουίτες. Η δράση των τελευταίων συσχετίστηκε κυρίως
με τους ιθαγενείς, καθώς ίδρυσαν πολλές ινδιάνικες κοινότητες και μάλιστα σε
μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από τους Ισπανούς. Το απόγειο της επιρροής των
Ιησουϊτών παρατηρείται από το 1680 και μετά: ίδρυσαν πολλές χασιέντας και
διατηρούσαν έναν μονοπωλιακό ρόλο στην εκπαίδευση των παιδιών της ελίτ των
αποίκων. Οι ιεραποστολές τους άγγιζαν το επίπεδο της ανεξαρτησίας, αφού πέτυχαν
αξιόλογη αγροτική παραγωγή, ασκούσαν το εμπόριο με επιτυχία, ενώ διατηρούσαν
μάλιστα και στρατιωτική δύναμη. Η περιοχή που κυρίως είχαν υπό τον έλεγχό τους
βρισκόταν μεταξύ Παραγουάης και Βραζιλίας. Επίσης, ήταν από τους πρώτους που
εκμεταλλεύτηκαν την εμπορική άνοδο του Μπουένος Άυρες. Ο ρόλος τους αυτός
στην αγροτική και εμπορική ζωή γρήγορα τους έφερε σε ανταγωνισμό με άλλες ελίτ
του αποικιακού συστήματος, αλλά και με τις δυνάμεις του Στέμματος. Από τις αρχές
κιόλας του 18ου αιώνα ξεκινούν προστριβές, εντάσεις και εξεγέρσεις (εξέγερση των
Comunero 1720-1735) που έχουν σαν αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των
Ιησουιτών. Κυριότερος αντίπαλός τους όμως αποδείχθηκε, όπως είδαμε, το Στέμμα,
μέσω της διοικητικής-γραφειοκρατικής αναδιοργάνωσης που αυτό άρχισε να
προωθεί από τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι συνεχείς συγκρούσεις που είχαν στην
περιοχή αυτή με την κεντρική εξουσία οδήγησε στη διάλυση των ιεραποστολικών
κοινοτήτων τους και τελικά στην εκδίωξή τους το 1767. Η εκδίωξη των Ιησουιτών
είχε σαν αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ήδη περιορισμένης επιρροής της
Καθολικής Εκκλησίας στο Rio de la Plata, καθώς τουλάχιστον για 1-1,5 αιώνα οι
Ιησουίτες υπήρξαν το κυρίαρχο τάγμα στην περιοχή, αντιπροσωπεύοντας το πιο
δυναμικό τμήμα του καθολικισμού, αλλά και το πιο αυτονομημένο από την κρατική
εξουσία.34

34
Βλ. David Rock , Argentina 1516-1987, From Spanish Colonization to Alfonsin, Univ. of California
Press, 1987, σελ. 49-54.
Η εξήγηση που δίνεται για την εξαρχής μειωμένη δύναμη της Καθολικής
Εκκλησίας στην Αργεντινή είναι το γεγονός ότι πρόκειται για μια περιοχή φτωχή
και απομονωμένη. Ο αριθμός του κλήρου είναι πολύ μικρός και σε όλον τον 17ο
αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο επισκοπές να παραμένουν κενές για δεκαετίες. Η
Επισκοπή του Μπουένος Άυρες ιδρύθηκε το 1587, αλλά σύντομα το κέντρο των
δραστηριοτήτων της Καθολικής Εκκλησίας έγινε η Κόρδοβα. Με βάση την
Κόρδοβα η Εκκλησία απέκτησε το σημαντικό της οικονομικό ρόλο, γιατί η πόλη
αυτή υπήρξε για χρόνια ο άξονας ενός εμπορικού δικτύου που συνέδεε το Ποτοσί με
τις ανατολικές ακτές. Το δίκτυο αυτό άκμασε στα 1580-1620 με τη στήριξη και της
Εκκλησίας, καθώς πολλοί ιερείς κατείχαν θέσεις-κλειδιά στην ανάπτυξη του
εμπορίου με βάση τον άξονα αυτό (Ποτοσί-Κόρδοβα-ανατολική ακτή). Παράλληλα,
ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα η Καθολική Εκκλησία είχε οργανώσει και
εργαστήρια υφαντουργίας, ενώ ασκούσε και κάποιες στοιχειώδεις τραπεζικές
εργασίες. Ο οικονομικός και πολιτισμικός ρόλος της Εκκλησίας γενικά όμως ήταν
υποβαθμισμένος στο Rio de la Plata σε σύγκριση πάντα με τις υπόλοιπες αποικίες
και η σημαντικότερη οικονομική της δραστηριότητα περιορίζεται στην Κόρδοβα, σε
σημείο μάλιστα που, αν και στις αρχές του 17ου αιώνα παρατηρείται μείωση του
πληθυσμού στην περιοχή, το φαινόμενο αυτό δεν αγγίζει την Κόρδοβα, λόγω
ακριβώς της παρουσίας της Εκκλησίας εκεί και του ιδιαίτερου οικονομικού της
ρόλου στο εμπόριο.35

Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ 19Ο ΑΙΩΝΑ:

35
Βλ. ό.π., σελ. 17.
Οι αγώνες της Ανεξαρτησίας στη Λατινική Αμερική αποτελούν την κορύφωση
μιας διαδικασίας κρίσης και απορρύθμισης του αποικιακού συστήματος εξουσίας και
εκμετάλλευσης, διαδικασία η οποία αρχίζει να επιτείνεται από το τελευταίο τέταρτο
του 18ου αιώνα. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που ξεκινά την εποχή αυτή ο
Κάρολος Γ δίνουν ώθηση σε ένα κλίμα γενικότερης δυσαρέσκειας απέναντι στις
πολιτικές της μητρόπολης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον δε θα μπορούσε να μείνει
ανεπηρέαστη και η Καθολική Εκκλησία ως θεσμός και ως μηχανισμός.
Τα τέλη του 18ου αι. σηματοδοτούν μια σημαντική άμβλυνση του μονοπωλίου του
Στέμματος στην οικονομική κίνηση. Χάνει όλο και περισσότερο τον έλεγχο του
εμπορίου, γεγονός που συνεπάγεται τεράστια μείωση των εσόδων του, αποτέλεσμα
του ισχυρού ανταγωνισμού από την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ την ίδια στιγμή
σημειώνεται άνθηση του λαθρεμπορίου.36 Παράλληλα, το Στέμμα έχει να
αντιμετωπίσει τεράστια κοινωνικά προβλήματα στις αποικίες, προβλήματα που όλο
και συχνότερα καταλήγουν σε εξεγέρσεις ιθαγενών. Το 1780 ξεσπούν αναταραχές
που παίρνουν το όνομα «πόλεμοι των ινδιάνων» με ηγέτη τον Τουπάκ Αμάρου,
εξέγερση με καταστάλθηκε το 1782. Λίγα χρόνια πριν, το 1766, οι Ιησουίτες του
Μεξικού κατηγορήθηκαν για υποκίνηση εξέγερσης και ένα χρόνο αργότερα
εκδιώχθηκαν από όλες τις αποικίες.
Οι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν έγιναν αφορμή να κλιμακωθεί το αίσθημα
δυσαρέσκειας και να ενισχυθεί το αίτημα για ανεξαρτησία. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές
είχαν σαν αποτέλεσμα το μίσος που υπήρχε μεταξύ κρεολών και Ισπανών να
μετατραπεί σταδιακά σε πολιτικό πρόγραμμα χειραφέτησης από τη δεσποτική
μητρόπολη και τελικά πλήρους ανεξαρτησίας. Τα νέα μέτρα του Καρόλου Γ δεν
είχαν σκοπό την αλλαγή του αυταρχικού-ιεραρχικού πλαισίου διοίκησης, αλλά την
ενίσχυση του συστήματος αυτού. Οι κρεολοί από την πλευρά τους, αν και είχαν
σημαντική παρουσία στα δημοτικά συμβούλια (cabildos), εντούτοις ήταν
αποκλεισμένοι από τα υψηλά επίπεδα διοίκησης, γεγονός που δημιουργούσε σοβαρές
εντάσεις και διαμάχες. Απέναντι στην επιθυμία-απαίτηση των κρεολών για πρόσβαση
στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια ορθώνονταν τώρα τα νέα μέτρα του Στέμματος,
που δυνάμωναν τον κεντρικό γραφειοκρατικό έλεγχο πάνω στη διοίκηση και την
οικονομική λειτουργία των αποικιών.

36
Βλ. Marie-Danielle Demelas , Yves Saint-Geours , H καθημερινή ζωή στη Νότιο Αμερική κατά την
εποχή του Μπολίβαρ, 1809-1830, σελ. 39-47.
Το ίδιο κλίμα αναταραχής και δυσαρέσκειας απέναντι στην πολιτική της
μητρόπολης παρατηρείται και στο εσωτερικό της Εκκλησίας. Την περίοδο αυτή (τέλη
18ου- αρχές 19ου αι.) η Καθολική Εκκλησία έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά
προβλήματα σε δύο κυρίως μέτωπα. Από τη μια στο εσωτερικό της σοβεί μια
πολυδιάστατη κρίση, η οποία εκφράζεται μέσω της διαμάχης δύο ρευμάτων: των
φιλοπαπιστών και των γαλλικανιστών. Οι πρώτοι ταυτίστηκαν βασικά με τους
Ιησουίτες, ενώ στο ίδιο ρεύμα εντάσσεται και μια μεγάλη μερίδα του κατώτερου
κλήρου. Οι δεύτεροι ήταν υποστηρικτές της (εκάστοτε) βασιλικής εξουσίας και των
μεταρρυθμίσεων.37 Με την εκδίωξη των Ιησουιτών το ρεύμα των παπιστών δέχεται
ισχυρό πλήγμα, αφού με την κίνησή τους αυτή οι Βουρβόνοι κατάφεραν να
απαλλαγούν από μια ανεξάρτητη και επικίνδυνη για την ηγεμονία τους δύναμη του
καθολικισμού. Έτσι λοιπόν το Στέμμα απαλλάχθηκε από μια ισχυρή οικονομικά και
πολιτικά πτέρυγα της Εκκλησίας, τα μέλη της οποίας «είχαν ξεχωρίσει εαυτούς με
ποικίλους τρόπους, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση και τις ιεραποστολές, αλλά επίσης είχαν
γίνει πολύ δυνατοί και πλούσιοι».38 Από την άλλη, η διαμάχη αυτή μεταξύ παπιστών
και γαλλικανών συσχετίζεται με μια ευρύτερη διαμάχη εντός της Εκκλησίας ανάμεσα
σε ανώτερο κλήρο (ιεραρχία) και κατώτερο. Το καθεστώς διοίκησης και λειτουργίας
της Εκκλησίας που πήγαζε από το patronato είχε μετατρέψει την εκκλησιαστική
ιεραρχία σε ένα είδος κρατικής υπαλληλίας, απόλυτα ελεγχόμενης και καθοριζόμενης
από το Στέμμα και τους αντιπροσώπους του στις αποικίες. Το κλίμα διάστασης
ανώτερου-κατώτερου κλήρου τρεφόταν διαρκώς από μια κατάσταση κατά την οποία
τη συντριπτική πλειοψηφία της ιεραρχίας αποτελούσαν κληρικοί από την Ισπανία
(peninsulares). Έτσι, στο βαθμό που τα νέα μέτρα έτειναν όχι προς την αλλαγή, αλλά
προς την περαιτέρω ενίσχυση αυτού του καθεστώτος, η μεγάλη πλειοψηφία του
κατώτερου κλήρου αποξενώθηκε ακόμα περισσότερο από το Στέμμα και την
εκκλησιαστική ιεραρχία, η οποία φυσικά αποδέχτηκε τις μεταρρυθμίσεις.
Στην εσωτερική αυτή κρίση ήρθαν να προστεθούν και τα προβλήματα που είχε να
αντιμετωπίσει και η Εκκλησία ως θεσμός πλέον από κάποια μεταρρυθμιστικά μέτρα
του Στέμματος. Από τη στιγμή που αντικειμενικός σκοπός των μέτρων ήταν κυρίως η
άντληση μεγαλύτερων κερδών και η επανάκτηση του μονοπωλιακού ελέγχου στην
οικονομική και εμπορική κίνηση από την πλευρά της μητρόπολης, επόμενο ήταν
κάποια από τα μέτρα να πλήξουν και τον οικονομικό πλούτο της Καθολικής

37
Βλ. Rodriguez E. Jaime , The Independence of Spanish America, σελ. 27.
38
Michael C. Meyer , William L. Sherman , The Course of Mexican History, σελ. 277.
Εκκλησίας. Ο Κάρολος Γ πρώτα κατάφερε να αντιμετωπίσει τον οικονομικό κίνδυνο
που πρέσβευαν οι δομές των Ιησουιτών, διαλύοντας το κλειστό τους σύστημα και την
ηγεμονία τους πάνω στους ιθαγενείς. Στην ουσία, το κράτος οικειοποιήθηκε τον
(οικονομικό) χώρο των Ιησουιτών.39 Στη συνέχεια θέλησε να ασκήσει πιο στενό
έλεγχο στην εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία (γαιοκτησία, χασιέντας κλπ.) και για
το σκοπό αυτό προώθησε μέτρα που ανέθεταν σε κοσμικά δικαστήρια τη δικαιοδοσία
σχετικά με τους τίτλους γης και την περιουσία της Εκκλησίας εν γένει.40
Η προσπάθεια αυτή κορυφώθηκε λίγα χρόνια αργότερα όταν, κατά τη διάρκεια
των ναπολεόντειων πολέμων, το Στέμμα χρειάστηκε επειγόντως κι άλλο ρευστό.
Έτσι, η φορολογία εξαπλώθηκε και οι αποικίες επιβαρύνθηκαν ακόμα περισσότερο
οικονομικά. Το Στέμμα, για να αντιμετωπίσει τα χρέη του, άρχισε να επιβάλλει μέτρα
με σκοπό την πώληση της εκκλησιαστικής γης σε δημοπρασίες. Στις αρχές του 19ου
αι. όλο και εντονότερα το Στέμμα στρεφόταν στην εκκλησιαστική περιουσία ως πηγή
εσόδων και ιδιαίτερα στη συγκυρία των ναπολεόντειων πολέμων. Τότε ακούγονταν
συχνότερα κατηγορίες προς τον κλήρο για αντιπαραγωγική συμπεριφορά και
νοοτροπία. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή ανακύπτει με ορμή το ζήτημα της
κρατικής νομικής δικαιοδοσίας στα εκκλησιαστικά ζητήματα, ζήτημα που
αναδεικνύεται σαν το κεντρικό πεδίο προστριβών μεταξύ μεταρρυθμιστών και
Εκκλησίας.41 Τέλος, την ίδια περίοδο σημειώνεται για πρώτη φορά το σπάσιμο των
δεσμών μητρόπολης-αποικιών, η αποξένωση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού
(κρεολοί, κατώτερος κλήρος, ιθαγενείς κλπ.) από τη μητρόπολη, ιδιαίτερα μάλιστα
ύστερα και από την κατάληψη της Ισπανίας από τους Γάλλους του Ναπολέοντα το
1808, ενώ παράλληλα κλιμακώνεται στην Ισπανία και τις αποικίες η σφοδρή διαμάχη
μεταξύ Καθολικής Εκκλησίας και μεταρρυθμιστών-εκσυγχρονιστών σχετικά με την
ανάγκη περιχαράκωσης και περιορισμού της δύναμης της Εκκλησίας.42
Η πρώτη αυτή σημαντική σύγκρουση Στέμματος-Εκκλησίας πήρε σε ορισμένες
περιοχές ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα. Στο Μεξικό π.χ., όπου η Εκκλησία είχε μεγάλη
οικονομική βαρύτητα, η διαμάχη υπήρξε έντονη. Το Μεξικό άλλωστε ήδη από το β
μισό του 18ου αι. είχε γίνει η πιο κερδοφόρα από τις αποικίες.43 Κατά συνέπεια, οι

39
Βλ. Marie-Danielle Demelas , Yves Saint-Geours , Η καθημερινή ζωή στη Νότιο Αμερική κατά την
εποχή του Μπολίβαρ, 1809-1830, σελ. 49-50.
40
Βλ. Rodriguez E. Jaime , The Independence of Spanish America, σελ. 28-29.
41
Βλ. ό.π., σελ. 26-29.
42
Βλ. Marie-Danielle Demelas , Yves Saint-Geours , Η καθημερινή ζωή στη Νότιο Αμερική κατά την
εποχή του Μπολίβαρ,1809-1830, σελ. 59-64.
43
Βλ. Michael C. Meyer , William L. Sherman , The Course of Mexican History, σελ. 255.
μεταρρυθμιστικές προσπάθειες απείλησαν ιδιαίτερα την ισχύ και τον πλούτο της
Εκκλησίας εκεί, κυρίως έπειτα και από την έξωση των Ιησουιτών, αφού αυτοί
διατηρούσαν τα καλύτερα σχολεία (23 κολλέγια) απ’ όπου αποφοιτούσε μεγάλο
μέρος της ελίτ (δικαστές κ.ά.), ενώ ο κλήρος βρέθηκε σε δυσχερή θέση και από το
γεγονός ότι «από τους 678 Ιησουίτες που έφυγαν κάπου 400 ήταν γεννημένοι στο
Μεξικό».44 Παράλληλα, το Στέμμα κατηγορούσε ανοικτά την Εκκλησία για
υπερβολικό πλούτο, αναφερόμενο φυσικά στην τεράστια ακίνητη περιουσία της σε
πόλεις και ύπαιθρο. Οι κατηγορίες αυτές όμως επικεντρώνονταν κυρίως στο ότι η
περιουσία αυτή δεν αξιοποιούταν παραγωγικά (ενν. για κερδοφορία), αλλά «εμπόδιζε
τις κυβερνητικές προσπάθειες για την τόνωση της οικονομίας».45 Αποτέλεσμα της
διαρκούς αυτής πίεσης από την πλευρά του κράτους ήταν ο κατώτερος κλήρος να
εκφράζει ανοικτά στους πιστούς αντιπολιτευτικές στο Στέμμα διαθέσεις. Όσο όμως οι
ανάγκες του Στέμματος σε ρευστό αυξάνονταν (ναπολεόντειοι), τόσο αυτό στρεφόταν
προς την Εκκλησία, την οποία χρησιμοποιούσε ως μια σταθερή πηγή δανεισμού (ως
πιστωτικό ίδρυμα δηλαδή) υποχρεώνοντάς την συνεχώς σε υποχρεωτικές
δοσοληψίες. Κατά συνέπεια, η εχθρότητα μοναχών και κληρικών απέναντι στο
Κράτος διαρκώς αυξανόταν με τη σειρά της.46
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το 1810 ξεσπά στο Μεξικό κίνημα για την
ανεξαρτησία καθοδηγούμενο από έναν κληρικό, τον Miguel Hidalgo. Όταν ο
Επίσκοπος του Michoacan τον αφορίζει, προκαλεί την αγανάκτηση και άλλων
ιερέων. Ο Hidalgo με το κίνημά του συνεχώς επαναεπιβεβαιώνει προς όλες τις
κατευθύνσεις (Στέμμα, εκκλησιαστική ιεραρχία) την καθολική του πίστη ενάντια σε
όσους τη χρησιμοποιούν με σκοπό την πολιτική της εκμετάλλευση. Αυτό που
επιδιώκει είναι ένα νέο κράτος με εθνική κυριαρχία, κάτω από την ηγεμονία και
καθοδήγηση της καθολικής πίστης. Χρησιμοποιεί γι’ αυτό ένα μείγμα καθολικισμού
και (αντιευρωπαϊκού) «αντιϊμπεριαλισμού» και σίγουρα απηχεί μια μεγάλη μάζα
χωρικών και κληρικών το όραμά του για ένα ανεξάρτητο Μεξικό ενταγμένο στο
πλαίσιο ενός «αληθινού», άκρως πατερναλιστικού, συντηρητικού καθολικισμού.47
Η περίοδος των πολέμων της Ανεξαρτησίας και τα χρόνια που ακολούθησαν
προκάλεσαν σοβαρούς τριγμούς σε πολλούς θεσμούς και δομές του παρελθόντος.
44
Ό.π., σελ. 277.
45
Ό.π., σελ. 278.
46
Βλ. ό.π., σελ. 278.
47
Βλ. Claudio Lomnitz , «Passion and Banality in Mexican History: the Presidential Persona», στο
Luis Roniger , Tamar Herzog (επιμ.), The Collective and the Public in Latin America. Cultural
Identities and Political Order, Sussex Academy Press, Μπράιτον, 2000, σελ.241-243.
Νέα εθνικά κράτη αναδύθηκαν και μέσα από αυτά νέες ελίτ πήραν τη θέση των
παλιών (στρατιωτικοί, caudillos κλπ.). Παρ’ όλα αυτά, οι βασικές οικονομικές δομές
δεν άλλαξαν, η εξουσία πέρασε στις τοπικές ελίτ, η επανάσταση είχε πιο πολύ έναν
πολιτικό χαρακτήρα. Παράλληλα όμως τα νέα κράτη επιδόθηκαν σε έναν αγώνα
αναζήτησης εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας μέσα από ένα πολυδιάστατο και
ποικίλο ρεύμα εκπολιτισμού. Ενώ λοιπόν οι παραδοσιακές, αρχαϊκού τύπου,
ημιφεουδαλικές οικονομικές δομές διατηρήθηκαν, η νέα πολιτική ελίτ και τα νέα
καθεστώτα (ολιγαρχικά ή δικτατορικά στην πλειοψηφία τους) ξεκινούν σιγά-σιγά την
εφαρμογή ενός εκτεταμένου και λίγο-πολύ ίδιου παντού προγράμματος
εκσυγχρονισμού.
Η Καθολική Εκκλησία από την πλευρά της υπέστη τεράστια φθορά και παρακμή,
ενώ σε πολλές περιπτώσεις απειλήθηκε πολύ σοβαρά η περιουσία της. Οι αγώνες της
Ανεξαρτησίας είχαν σαν αποτέλεσμα οι εσωτερικές διαιρέσεις να προσλάβουν τη
μορφή ανοικτού διχασμού μεταξύ φιλοβασιλικών, πιστών στο Στέμμα και οπαδών
της Ανεξαρτησίας. Στο διχασμό αυτό αντιστοιχούσε και η διαίρεση σε ανώτερο και
κατώτερο κλήρο, αλλά φυσικά όχι σε απόλυτο βαθμό. Σε γενικές πάντως γραμμές,
ένα μεγάλο τμήμα της ιεραρχίας ήταν αντεπαναστατικό, γεγονός που δε θα πρέπει να
προκαλεί εντύπωση, από τη στιγμή που η πλειοψηφία των ανώτερων κληρικών ήταν
από την Ισπανία. Αντίθετα σε περιοχές όπως Μεξικό, Κολομβία, Αργεντινή ο κλήρος
πήρε μέρος στον αγώνα ενεργά. Στο Rio de la Plata μάλιστα ο κλήρος πρωτοστάτησε
στον αγώνα και πιο συγκεκριμένα «στην Αργεντινή στο συνέδριο του Τουκουμάν, η
σύνταξη της διακήρυξης της Ανεξαρτησίας πραγματοποιήθηκε από έναν κληρικό και
τους εικοσιεννέα βουλευτές που την επιδοκίμασαν, εκ των οποίων οι 11 ήταν ιερείς».48
Σε γενικές γραμμές πάντως οι σχέσεις της Εκκλησίας με τα νέα κράτη πήρε λίγο
πολύ την ίδια πορεία. Μπορεί οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας να διέφεραν σημαντικά
από περιοχή σε περιοχή, παντού όμως η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίστηκε επίσημα
ως εθνική θρησκεία από τα νέα συντάγματα. Η κυριότερη πηγή συγκρούσεων τα
πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας υπήρξε φυσικά το καθεστώς του patronato. Τα νέα
κράτη θεώρησαν εαυτούς φυσικούς διαδόχους της προηγούμενης βασιλικής εξουσίας
και αξίωσαν να κληρονομήσουν και να διατηρήσουν τον διοικητικό έλεγχο επί της
Εκκλησίας, όπως αυτός καθοριζόταν από το patronato. Από αυτό το ζήτημα
προέκυψαν και τα πρώτα προβλήματα, αφού διαταράχθηκαν οι σχέσεις των νέων
48
Marie-Danielle Demelas , Yves Saint-Geours , Η καθημερινή ζωή στη Νότιο Αμερική κατά την εποχή
του Μπολίβαρ,1809-1830, σελ. 55-56.
κρατών με την Αγία Έδρα. Τα νέα κράτη έδωσαν βέβαια επίσημη αναγνώριση στην
Καθολική Εκκλησία ως αναπόσπαστο μέρος της ιστορικής τους παράδοσης και
κληρονομιάς, αλλά ταυτόχρονα απαίτησαν και την αναγνώριση του patronato από την
πλευρά του Πάπα.49
Από την άλλη, ενώ η συνταγματική αναγνώριση της Καθολικής Εκκλησίας
υπήρξε καθολικά αποδεκτή, δεν ίσχυσε το ίδιο και για τον υλικό της πλούτο. Τα νέα
συντάγματα σηματοδότησαν και τις πρώτες απόπειρες να περιοριστεί η οικονομική
της δύναμη σε σχέση με την κρατική. Ενώ ο καθολικισμός ως επίσημο εθνικό δόγμα
προστατεύτηκε, η υλική βάση της Εκκλησίας (δηλαδή κυρίως η γαιοκτησία)
υπονομεύτηκε σοβαρά. Ούτως ή άλλως η Εκκλησία σχεδόν παντού είχε βγει από τους
πολέμους αποδυναμωμένη και φτωχότερη. Τη δεδομένη αυτή κατάσταση
προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τα νέα κράτη, καθώς και τα ίδια αντιμετώπιζαν
πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Επειδή λοιπόν πολλά από τα νέα κράτη είχαν
καταστραφεί οικονομικά από τους πολέμους και τους εμφυλίους που ακολούθησαν,
οι νέες ελίτ στράφηκαν ενάντια στον πλούτο και τα προνόμια της Εκκλησίας. Κοινός
παρονομαστής της επιχείρησης αυτής υπήρξε η προσπάθεια να μετατραπεί η
εκκλησιαστική (αλλά και κάθε κοινοτική) γη σε ατομική ιδιοκτησία, σύμφωνα με το
φιλελεύθερο δόγμα για την οικονομική ανάπτυξη που άρχισε να κυριαρχεί από τότε
σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική. Και αυτή ακριβώς η διαδικασία (μαζί με το
ζήτημα της εκπαίδευσης αργότερα) είναι που προκάλεσε τις πιο σοβαρές
συγκρούσεις στις νέες χώρες, η ελίτ των οποίων είχε χωριστεί τώρα σε
Φιλελεύθερους και Συντηρητικούς. Με άξονα το βασικό αυτό διαχωρισμό οι
συγκρούσεις πήραν πολλές μορφές: Κράτους-Εκκλησίας, πόλης-υπαίθρου,
κεντριστών-ομοσπονδιακών κλπ.50 Αναμφίβολα η Καθολική Εκκλησία ως θεσμός
διατήρησε μεγάλο μέρος της δύναμης και της αίγλης που είχε κατά τα προηγούμενα
χρόνια, αλλά έχανε συνεχώς έδαφος έναντι τόσο του Στρατού, όσο και των νέων
πολιτικών ελίτ. Η τάση σχεδόν παντού ήταν υπέρ της ανεπιφύλακτης αποδοχής-
υιοθέτησης του οικονομικού φιλελευθερισμού και μιας όλο και αυξανόμενης
προσέγγισης των αγγλοσαξονικών δογμάτων-προταγμάτων. Η Εκκλησία
αποδυναμώθηκε περαιτέρω, όπως είδαμε, κι από τη συνεχιζόμενη διαμάχη Κράτους-
Αγίας Έδρας για το patronato, αλλά και από το γεγονός ότι μια μεγάλη μερίδα της
ιεραρχίας είχε ταχθεί με το Στέμμα.
49
Βλ. Fr. Houtard , Emile Pin., The Church and the Latin American Revolution, σελ. 32-40.
50
Βλ.. Rodriguez E. Jaime ., The Independence of Spanish America, σελ. 245.
Το μεγαλύτερο πλήγμα ωστόσο το υπέστη από τις κατασχέσεις-απαλλοτριώσεις
της ακίνητης περιουσίας της από τις νέες κυβερνήσεις. Σύμφωνα με το φιλελεύθερο
μοντέλο, η λειτουργία της Εκκλησίας δε βοηθούσε την οικονομική ανάπτυξη (π.χ. οι
θρησκευτικές γιορτές αποτελούσαν τροχοπέδη για την αύξηση της παραγωγικότητας,
η είσπραξη της δεκάτης δε συμβάδιζε με τη νέα εποχή-πνεύμα κλπ.). Η περιουσία της
Εκκλησίας (και κυρίως η μη εκμετάλλευσή της όπως θα έπρεπε) θεωρήθηκε εμπόδιο
για την ελεύθερη κυκλοφορία της ιδιοκτησίας και μη παραγωγική. Η δύναμη και τα
προνόμια της Εκκλησίας αναδείχθηκαν από τη νέα ελίτ ως αρνητικοί παράγοντες για
τη φιλελεύθερη οικονομική ανάπτυξη και συγχρόνως ως εν δυνάμει απειλή απέναντι
στον πολιτικό έλεγχο ενός, κοσμικού στην ουσία πια, κρατικού σχηματισμού.51
Το κυριότερο πρόβλημα της νέας ελίτ (Φιλελεύθερης ή Συντηρητικής) ήταν πώς
να ελέγξει αποτελεσματικά θεσμούς εκ των πραγμάτων ισχυρούς, όπως η Εκκλησία
και ο Στρατός. Ο τελευταίος μάλιστα βγήκε ιδιαίτερα ενισχυμένος λόγω των συνεχών
πολέμων. Οι νέες κυβερνήσεις έπρεπε να ελέγξουν την Εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα
να κερδίσουν και την υποστήριξή της. Για το τελευταίο άλλωστε φρόντισαν ώστε να
αναγνωριστεί παντού επίσημα ως εθνική θρησκεία. Γενικά πάντως μόνο μερικά
κατάφεραν να την ελέγξουν όσο θα ήθελαν και ακόμα λιγότερο να τη
χρησιμοποιήσουν για πολιτικούς σκοπούς. Ακόμα και οι φυσικοί της σύμμαχοι, οι
Συντηρητικοί, δεν είχαν πάντα αδιατάρακτες σχέσεις. Η ιεραρχία, όχι χωρίς
εξαιρέσεις, ήταν τουλάχιστον δύσπιστη, αν όχι ανοικτά εχθρική, απέναντι στις νέες
κυβερνήσεις.52 Την κρίση αυτή υποδαύλιζε και η διάσπαση της ελίτ (Φιλελεύθεροι-
Συντηρητικοί), ιδιαίτερα όταν η προσπάθεια του φιλελεύθερου ρεύματος για
μεταρρυθμίσεις προσέκρουε στα συμφέροντα της Εκκλησίας. Όσο οι ανάγκες των
νέων κρατών για έσοδα πολλαπλασιάζονταν, τόσο η Εκκλησία υψωνόταν στο κύριο
εμπόδιο για τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό εκσυγχρονισμό.53
Τα προβλήματα αυτά στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας (ιδιοκτησία, εκπαίδευση,
patronato) παρέμειναν σε γενικές γραμμές άλυτα τα πρώτα χρόνια. Ένα νέο κύμα
διαμάχης προέκυψε από τα μέσα του αιώνα και μετά, κατά το οποίο υπήρξε έντονη
αναζωπύρωση των ζητημάτων Κράτους-Εκκλησίας και το οποίο κορυφώθηκε τη
δεκαετία του 1880. Μια νέα γενιά αστών πολιτικών είχε τώρα ένα πιο μαχητικό
αντικληρικιστικό πνεύμα, βοηθούμενη από την πλήρη επικράτηση του

51
Βλ. Frank Safford , Politics, Ideology and Society, σελ. 53-54.
52
Στη Βενεζουέλα π.χ. οι επιθέσεις των κληρικών ενάντια στη νέα δημοκρατία συντέλεσαν στην
πτώση της το 1812.
53
Βλ. Frank Safford , Politics, Ideology and Society, σελ. 89.
φιλελευθερισμού σε όλη τη δύση και από το γεγονός ότι η Εκκλησία βρισκόταν
διεθνώς σε συνεχή υποχώρηση. Με νέα τώρα ορμή η Καθολική Εκκλησία έγινε
αντικείμενο οξείας κριτικής ως ένας πολιτικός θεσμός-κατεστημένο που
ενδιαφερόταν πρωτίστως και καταχρηστικά για χρήμα και εξουσία. Επίσης ότι
εκπροσωπούσε έναν παλιό κόσμο, ότι ήταν το τελευταίο υπόλειμμα της παλιάς τάξης
πραγμάτων. Η νέα αυτή γενιά φιλελεύθερων πολιτικών αποτελούσε μεν φυσική
συνέχεια των πρώτων μεταρρυθμιστών (1810-1830), ήταν όμως πιο μαχητική στις
επιθέσεις της ενάντια στην Εκκλησία. Το όλο ζήτημα των σχέσεων Κράτους-
Εκκλησίας τέθηκε από το β μισό του 19ου αι. με πιο οξύ τρόπο και το στάτους της
Εκκλησίας έγινε για πρώτη φορά το κεντρικό πολιτικό ζήτημα.54
Ο ανταγωνισμός αυτός δεν απέκτησε σε όλες τις χώρες τον ίδιο χαρακτήρα και
οξύτητα. Αντίθετα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το συσχετισμό των δυνάμεων
στο εσωτερικό των νέων πολιτικών ελίτ, αλλά και από το κατά πόσο η Καθολική
Εκκλησία είχε διατηρήσει και μετά τους αγώνες της Ανεξαρτησίας τη δύναμή της.
Στην Παραγουάη ήδη από το 1811 την εξουσία έχουν απολυταρχικές κυβερνήσεις.
Μια από αυτές, η κυβέρνηση του Jose Gaspar de Francia απαλλοτρίωσε χωρίς
ιδιαίτερο πρόβλημα την εκκλησιαστική περιουσία.55 Στο Περού, τα προνόμια της
Εκκλησίας (και γενικότερα οι φεουδαλικές δομές) έμειναν ανέγγιχτα. Αν και ο
ανώτερος κλήρος υπήρξε ιδιαίτερα συντηρητικός και πιστός στο Βασιλιά, δεν
αντέδρασε στην πολιτική αλλαγή, στο βαθμό που αυτή δεν άλλαξε ιδιαίτερα τις
βασικές (αποικιακές) δομές. Από την άλλη, η πλειοψηφία του κλήρου έδειξε από την
αρχή αίσθημα πατριωτικό και φιλελεύθερο, με αποτέλεσμα να μην ανακύψει
μεγάλων διαστάσεων αντικληρικιστικό ρεύμα. Το Σύνταγμα ανακήρυξε βέβαια τον
Καθολικισμό ως θρησκεία του Περού και το νέο κράτος διατήρησε πλήρως τον
ημιφεουδαλικό και καθολικό του χαρακτήρα.56 Οι πρώτες σαφείς αντικληρικιστικές
κινήσεις εδώ δεν έγιναν από τους φιλελευθέρους, αλλά αργότερα από το κίνημα των
Ριζοσπαστών, χωρίς όμως να πετύχουν πολλά.57
Όπως και στο Περού, έτσι και στη Χιλή οι φιλελεύθερες δυνάμεις ήταν αρκετά
αδύναμες για να αντιμετωπίσουν την Εκκλησία τα πρώτα χρόνια κι έτσι οι πρώτες
προσπάθειες έγιναν μετά τα 1850. Η Χιλή αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς
υπήρξε η πρώτη χώρα που με την Ανεξαρτησία έφτιαξε ένα σχετικά σταθερό

54
Βλ. ό.π., σελ. 93.
55
Bλ. David Rock , Argentina 1516-1987, σελ. 127.
56
Βλ. Jose Carlos Μariatequi , Seven Interpretive Essays on Peruvian Reality, σελ. 145-146.
57
Βλ. ό.π., σελ. 150-151.
σύστημα διακυβέρνησης. Και εδώ παρατηρείται μετά το 1820 διάσπαση της ελίτ σε
φιλελεύθερους και συντηρητικούς. Στα 1827-29, επί προεδρίας Pinto ψηφίζεται νέο
Σύνταγμα που συνοδεύεται και από νέα νομοθεσία με αντικληρικιστικές αποχρώσεις.
(δήμευση της ήδη περιορισμένης ιδιοκτησίας των ταγμάτων). Όμως ανατρέπεται από
μια συντηρητική, φιλοκαθολική συμμαχία και στα 1833 ψηφίζεται νέο Σύνταγμα, που
επαναφέρει την κληρική επιρροή, έτσι λοιπόν «ως τη δεκαετία του 1850 η Εκκλησία
ήταν ένα χρήσιμο του συστήματος».58 Στη μετεπαναστατική Χιλή λοιπόν η Εκκλησία
διατήρησε τα πρώτα χρόνια την παραδοσιακή της επιρροή και το επίσημο κύρος της.
Διαμάχες έγιναν όμως γύρω από το patronato και την αξίωση της κυβέρνησης για τη
συνέχισή του. Η ιεραρχία, συντηρητική και βασιλόφρων, δεν το δέχθηκε αυτό. Στα
1830-41, κάτω από συντηρητικές κυβερνήσεις επιστράφηκαν οι περιουσίες στα
τάγματα, τα κυβερνητικά στελέχη συμμετείχαν σε θρησκευτικές εορτές, η κυβέρνηση
επιδίωξε την επίλυση των εκκλησιαστικών ζητημάτων σε συνεργασία με τον Πάπα.
Με λίγα λόγια, οι Συντηρητικοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κερδίσουν την
υποστήριξη της Εκκλησίας.59 Την περίοδο 1841-76 αποκτά όμως νέα ώθηση το
φιλελεύθερο ρεύμα και δίνεται έμφαση στην υλική πρόοδο. Επί προεδρίας Rios
Montt (1851-61) ξεκινούν νέες συγκρούσεις με την Καθολική Εκκλησία που
καταλήγουν μάλιστα σε εμφύλιο, μετά και τη διάσπαση των Συντηρητικών. Η
Εκκλησία ήδη από τη δεκαετία του 1840 είχε αρχίσει να αποκτά έναν μαχητικό,
φιλοπαπικό χαρακτήρα, παρασύροντας έτσι κι ένα μεγάλο μέρος των Συντηρητικών
60
που ήταν ταυτισμένο με αυτήν. Στα 1861-71 (πρόεδρος Perez) ξεκινά μια
διαδικασία φιλελευθεροποίησης του χιλιανού πολιτικού συστήματος και στα 1871-76
ολοκληρώνεται πλέον η μετάβαση στο φιλελευθερισμό. Τότε ξεσπά και μια φοβερή
διαμάχη γύρω από τα λεγόμενα «θεολογικά ζητήματα» (“las cuestiones teologicas”).
Αφορμή στάθηκε η προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβληθεί ένας διαχωρισμός στις
λειτουργίες Εκκλησίας και κοσμικής εξουσίας, δηλαδή μια αμοιβαία οριοθέτηση
πολιτικής (κοσμικής) και εκκλησιαστικής σφαίρας.61 Οι συγκρούσεις πιο
συγκεκριμένα έγιναν για ζητήματα γύρω από την εκπαίδευση, τον πολιτικό γάμο και
άλλες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Στη δεκαετία του 1880 εντείνεται με πρόεδρο
το Santa Maria η προσπάθεια για τη μείωση του ρόλου της Καθολικής Εκκλησίας στη

58
Simon Collier , «From Independence to the War of the Pacific», στο Leslie Bethell (επιμ.), Chile
Since Independence, Cambridge Univ. Press, Καίμπρητζ, 1993, σελ. 6.
59
Βλ. Simon Collier , William F. Sater , A History of Chile, 1808-1994,σελ. 59.
60
Βλ. ό.π., σελ. 109-110.
61
Simon Collier , From Independence to the War of the Pacific, σελ. 9.
Χιλή. Ξεκινά νέα διαμάχη με το Βατικανό σχετικά με το patronato και επέρχεται
ρήξη στις σχέσεις κυβέρνησης-Αγίας Έδρας. Με αφορμή την τεταμένη αυτή
κατάσταση προωθείται νέα νομοθεσία που πλήττει την Εκκλησία στα θέματα των
γεννήσεων, των γάμων, της ταφής κλπ. Το κράτος προσπαθεί να αφαιρέσει από την
Εκκλησία την αποκλειστική δικαιοδοσία πάνω στα θέματα αυτά και να τα περάσει
στη δική του (πολιτικός γάμος, θρησκευτική ελευθερία, ελευθερία ταφής κλπ.). Η
κίνηση αυτή φυσικά συναντά την εκκλησιαστική αντίδραση, η οποία αρνείται να
υπακούσει στα μέτρα και να εφαρμόσει τη νέα νομοθεσία. Τα κυβερνητικά μέτρα
όμως σταδιακά επικρατούν, γεγονός που δείχνει πως «οι θρησκευτικοί νόμοι της
κυβέρνησης Santa Maria αποτύπωσαν μια αποφασιστική ελάττωση της εξουσίας και
επιρροής της Εκκλησίας».62 Βρισκόμαστε λοιπόν στο απόγειο του φιλελεύθερου
ρεύματος, όχι μόνο στη Χιλή, αλλά και σε όλην την λατινοαμερικάνικη ήπειρο. Η
περίοδος αυτή για τη Χιλή σηματοδοτεί την πιο έντονη επίθεση στα εκκλησιαστικά
προνόμια, τη διακοπή των σχέσεων με την Αγία Έδρα και τη διόγκωση του
αντικαθολικού-αντικληρικιστικού αισθήματος στη μεσαία και κατώτερη τάξη της
Χιλής.63 Η διαδικασία αυτή θα κορυφωθεί στα 1925 επί Alessandri, όταν με το νέο
Σύνταγμα επέρχεται διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας.
Παρατηρεί κανείς ότι και στις υπόλοιπες περιοχές τα κυριότερα ζητήματα που
προκάλεσαν τη σύγκρουση αφορούσαν τη γαιοκτησία της Εκκλησίας και τον έλεγχο
που ασκούσε στην εκπαίδευση. Στη Βολιβία, όπως και στη Χιλή, τα ζητήματα αυτά
δεν επιλύθηκαν αμέσως, αλλά βρίσκονταν σε εκκρεμότητα ως τη δεκαετία του 1870.
Αντίθετα, στην Ουρουγουάη και τη Βενεζουέλα λύθηκαν πιο νωρίς και πιο εύκολα ,
καθώς εκεί τύχαινε η Εκκλησία να είναι σχετικά πιο αδύναμη και συγχρόνως πιο
ισχυρές οι εκκοσμικευτικές δυνάμεις.64 Στη Βενεζουέλα την Καθολική Εκκλησία
αποτελούσαν φτωχές επισκοπές, με μικρή επιρροή και έλεγχο στα κοινωνικά
στρώματα, ενώ οι ιεραποστολές είχαν προ πολλού καταστραφεί. Γενικότερα σε όλην
τη Νέα Γρανάδα (Βενεζουέλα, Κολομβία, Εκουαδόρ) η αποδυνάμωση της Εκκλησίας
οφειλόταν κυρίως στους πολέμους. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς πως οι
πόλεμοι της Ανεξαρτησίας εστιάστηκαν κυρίως στο βόρειο τμήμα της Ν. Αμερικής
(Κολομβία, Βενεζουέλα). Από τη στιγμή που ο πλούτος και η ηγεμονία της είχαν

62
Harold Blakmore , «From the War of the Pacific to 1930», στο Leslie Bethell (επιμ.), Chile since
Independence, σελ. 38.
63
Βλ. Simon Collier , William F. Sater , A History of Chile, 1808-1994,σελ. 191.
64
Βλ. Frank Safford , Politics, Ideology and Society, σελ. 97-103.
μειωθεί, οι νέες κυβερνήσεις λίγο στηρίζονταν στην Εκκλησία ή υπολόγιζαν σε
αυτήν. Έλειπε μια αυστηρή και ισχυρή οργάνωση της ιεραρχίας και ο κάθε επίσκοπος
ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτόνομος.65 Ήδη από τα 1860-70 οι φιλελεύθερες
κυβερνήσεις, αν και δέχονταν συνεχώς επικρίσεις από συντηρητικούς, Καθολικούς,
τύπο και κληρικούς, κυριάρχησαν ως τα τέλη του 19ου αι. και η αδύναμη Εκκλησία
της Βενεζουέλας αποτέλεσε εύκολο στόχο.66 Στην Κολομβία οι πρώτες σοβαρές
διαμάχες Φιλελεύθερων-Συντηρητικών γίνονται από τα μέσα του 19ου αι. και
λαμβάνουν εμφυλιοπολεμικές διαστάσεις. Οι Συντηρητικοί επέβαλαν ένα καθεστώς
άκρως φιλοκληρικό, όμως σταδιακά υπερισχύει το αντίπαλο ρεύμα. Με το Σύνταγμα
του 1886 ισχυροποιείται το κεντρικό κράτος έναντι των συντηρητικών caudillos και
παράλληλα η Καθολική Εκκλησία περιχαρακώνεται. Έτσι, στα τέλη του 19ου αι.
εδραιώνεται και εδώ ο φιλελευθερισμός με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη.67 Στη
Βολιβία η πρώτη κίνηση έγινε από την κυβέρνηση Sucre (1825-28), η οποία
πραγματοποίησε μια από τις πιο ριζοσπαστικές επιθέσεις στην Εκκλησία,
απαλλοτριώνοντας όλην την εκκλησιαστική περιουσία που είχε αξία. Τα μέτρα αυτά
και εδώ, όπως και αλλού, οδήγησαν στη ενίσχυση της δύναμης των ντόπιων
γαιοκτημόνων και εμπόρων.68 Στη Γουατεμάλα η φιλελεύθερη ελίτ πήρε τα πρώτα
αντικληρικιστικά μέτρα στα 1830 απέναντι σε μια Εκκλησία που είχε στηρίξει το
προηγούμενο συντηρητικό καθεστώς. Η νέα κυβέρνηση εφάρμοσε θρησκευτική
ελευθερία, εξόρισε αντιφιλελεύθερους κληρικούς, δήμευσε μέρος της εκκλησιαστικής
περιουσίας, άσκησε λογοκρισία στην εκκλησιαστική αλληλογραφία. Στα 1832
απαγόρευσε τη συλλογή του φόρου της δεκάτης και συνέχισε τη δήμευση περιουσίας.
Πήρε επίσης μέτρα για το διαζύγιο, τον πολιτικό γάμο και την εκπαίδευση. Η
αντίδραση της Εκκλησίας προκάλεσε εξεγέρσεις κυρίως στην ύπαιθρο, με συμμετοχή
κληρικών σε αυτές.69 Στα 1840 ηττώνται οι φιλελεύθεροι μέσα από μια περίοδο
εμφυλίου, κατά την οποία νικητές αναδεικνύονται οι Συντηρητικοί. Η Καθολική

65
Βλ. Malcom Deas , «Venezuela, Colombia and Ecuador», στο Leslie Bethell (επιμ.), Spanish
America after Independence, σελ. 215-217.
66
Βλ. ό.π., σελ. 231-232.
67
Βλ. John A. Peeler , «Elite Settlements and Democratic Consolidation: Colombia, Costa Rica and
Venezuela», στο John Highley , Richard Gunther (επιμ.), Elites and Democratic Consolidation in
Latin America and Southern Europe, Cambridge Univ. Press, N. Yόρκη, 1992, σελ.89.
68
Βλ. Heraclio Bonilla , «Peru and Bolivia», στο Leslie Bethell (επιμ.), Spanish America After
Independence, σελ. 266.
69
Βλ. R. L. Woodward Jr ., «Central America», στο John Highley , Richard Gunther (επιμ.), Elites
and Democratic Consolidation in Latin America and Southern Europe, σελ.185-186.
Εκκλησία, όπως ήταν φυσικό, συνεργάστηκε άμεσα με το νέο καθεστώς,
επωφελούμενη από αυτό.70
Στο Μεξικό οι συγκρούσεις πήραν ιδιαίτερα βίαιο χαρακτήρα και διήρκεσαν
σχεδόν για έναν αιώνα. Μετά την Ανεξαρτησία ούτε κι εδώ ακολούθησε αλλαγή στις
κοινωνικοοικονομικές δομές. Στρατός και Καθολική Εκκλησία αποτέλεσαν εξ αρχής
τους δύο πυλώνες του νέου έθνους. Βέβαια η Εκκλησία κατά τον πόλεμο είχε υποστεί
σοβαρές φθορές και απώλειες σε πλούτο και ανθρώπινο δυναμικό (π.χ. ο αριθμός των
κληρικών έπεσε από 9.500 περίπου σε 7.500). Η μείωση των εσόδων της φυσικά
αντανακλούσε μια ευρύτερη κρίση, ήταν μέρος της γενικότερης οικονομικής
παρακμής της χώρας.71 Στα 1833 γίνονται από την κυβέρνηση Santa Anna οι πρώτες
φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις ενάντια στα εκκλησιαστικά προνόμια (και
συγκεκριμένα στα εισοδήματα από το φόρο της δεκάτης). Παράλληλα επιδιώκει και
μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ως απάντηση η Εκκλησία συμμαχεί με Στρατό και
Συντηρητικούς και εξεγείρεται. Η εξέγερση πετυχαίνει το σκοπό της και η κυβέρνηση
Santa Anna αναδιπλώνεται σε ένα νέο καθεστώς «ανοιχτά συντηρητικό, Καθολικό και
συγκεντρωτικό»,72 ενώ το ομοσπονδιακό Σύνταγμα του 1824 εγκαταλείπεται. Στα
1855, μετά την παραίτηση και εξορία του Santa Anna αρχίζει περίοδος
μεταρρυθμίσεων και πολιτικής κυριαρχίας των φιλελευθέρων, με ψήφιση αρκετών
και σημαντικών αντικληρικιστικών νόμων, π.χ. νόμοι Juarez, Lerdo, Iglesias (ενάντια
στην ακίνητη περιουσία, ενάντια στην πληρωμή των κληρικών από φτωχούς για την
τέλεση μυστηρίων κλπ.).73 Προκαλούνται νέες, σφοδρότερες συγκρούσεις, εξεγέρσεις
(εξέγερση υπό το σύνθημα «Religion y Fueros»-«Θρησκεία και Ασυλίες») και
αναταραχές και η χώρα βρίσκεται για χρόνια σε κατάσταση εθνικού διχασμού-
εμφυλίου μεταξύ Συνταγματικών-Καθολικών.74

70
Βλ. ό.π., σελ. 190.
71
Βλ. Jan Bazant , Mexico, στο Leslie Bethell (edit.), Spanish America after Independence, σελ. 125.
72
Βλ. Michael C. Meyer , William L. Sherman , The Course of Mexican History, σελ. 327.
73
Για τους νόμους αυτούς και τις διαμάχες που προκάλεσαν βλ. ό.π., σελ. 377-381, Jan Bazant ,
«Mexico», στο Leslie Bethell (επιμ.), Spanish America after Independence, σελ. 154-159 και Jan
Bazant, «From Independence to the Liberal Republic», στο Leslie Bethell (επιμ.), Mexico since
Independence, σελ. 30-49.
74
Στο Σύνταγμα του 1857, αποτέλεσμα της νίκης των φιλελευθέρων, ενσωματώθηκαν οι επίμαχοι
νόμοι Juarez, Lerdo, Iglesias. Με το Σύνταγμα αυτό διατηρήθηκε τυπικά η ομοσπονδιακή δομή, αλλά
στην ουσία ενισχύθηκε η κεντρική πολιτική εξουσία.
Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ:

Α) ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΓΕΝΤΙΝΟΥ ΕΘΝΟΥΣ-


ΚΡΑΤΟΥΣ
Όπως και στην υπόλοιπη ισπανική Αμερική, έτσι και στην περιοχή της
Αργεντινής η εκκλησία αποτελούσε έναν από τους κυριότερους επίσημους θεσμούς.
Σημαντικότερος φορέας της εκκλησιαστικής ηγεμονίας ήταν τα διάφορα τάγματα που
και στην περιοχή αυτή ανέπτυξαν ποικίλες δραστηριότητες. Τα πρώτα τάγματα ήταν
αυτά των Δομινικανών και των Φραγκισκανών, ενώ από τα τέλη του 1580 έκαναν την
εμφάνισή τους και οι Ιησουίτες.
Οι τελευταίοι επικεντρώθηκαν κυρίως στην ίδρυση και οργάνωση ινδιάνικων
κοινοτήτων ανεξάρτητων σε μεγάλο βαθμό από τους Ισπανούς. Επίσης σημαντικό
μέρος της δράσης τους αφορούσε και άλλους τομείς, όπως η εκπαίδευση και το
εμπόριο. Από το 1680 και μετά το τάγμα των Ιησουϊτών φτάνει στο απόγειο της
επιρροής του. Κατά την περίοδο αυτή ίδρυσαν πολλές χασιέντες και διατηρούσαν
έναν μονοπωλιακό ρόλο όσον αφορά την εκπαίδευση των παιδιών της αποικιακής
ελίτ. Οι διάφορες αποστολές των Ιησουϊτών δεν περιόριζαν τη δράση τους στην
ιεραποστολία, αλλά συγκροτούσαν ένα ολόκληρο πλέγμα σχέσεων, οικονομικών και
πολιτικών, που εκτεινόταν από τους ιθαγενείς πληθυσμούς μέχρι και την ελίτ των
αποικιοκρατών. Τα τάγματά τους είχαν έντονο αγροτικό-εμπορικό χαρακτήρα και
έλεγχαν κυρίως την περιοχή μεταξύ Παραγουάης και Βραζιλίας. Ο εμπορικός τους
ρόλος ήταν εξέχουσας σημασίας και μάλιστα υπήρξαν από τους πρώτους που
εκμεταλλεύτηκαν την εμπορική άνοδο του Μπουένος Άυρες, ενώ οι αποστολές τους
ήταν από τις μεγαλύτερες αγορές σκλάβων.
Η δύναμη των Ιησουϊτών αρχίζει σταδιακά να μειώνεται, όσο έρχονται σε
σύγκρουση τα προφανή συμφέροντά τους με αυτά της βασιλικής εξουσίας και των
εκπροσώπων της. Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα παρατηρούνται συχνά
προστριβές και εντάσεις μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ δεν λείπουν και σποραδικές
εξεγέρσεις που αποδυναμώνουν το τάγμα (π. χ. η εξέγερση των comunero 1720-
1735). Το σχήμα και στην περιοχή του Rio de la Plata υπήρξε ίδιο με της υπόλοιπης
Λατινικής Αμερικής σχετικά με τη δράση και την τύχη του ιησουίτικου τάγματος.
Και εδώ κύριος εχθρός του αποδείχθηκαν οι αναδυόμενες δυνάμεις του
πεφωτισμένου δεσποτισμού, της βασιλικής εξουσίας και γραφειοκρατίας. Είδαμε και
παραπάνω ότι αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεών τους με την κεντρική εξουσία
υπήρξε η εκδίωξή τους το 1767, διευκολύνοντας έτσι την προσπάθεια ανάληψης
κεντρικού ελέγχου στις αποικίες και την υπέρ του Στέμματος οικονομική ανάπτυξη.
Αφού οι Ιησουίτες αποτέλεσαν για τουλάχιστον 1000-150 χρόνια το κυρίαρχο
εκκλησιαστικό τάγμα στην περιοχή, η έξωσή τους αποδυνάμωσε σε μεγάλο βαθμό
την εκκλησιαστική επιρροή και παράλληλα οδήγησε σε μια ευρύτερη κατάρρευση
της πειθαρχίας και της πολιτικής οργάνωσης.75
Μέχρι τότε βέβαια δεν ήταν το τάγμα των Ιησουϊτών η μοναδική έκφραση της
εκκλησιαστικής ηγεμονίας. Ήδη από το 1587 ιδρύεται η επισκοπή του Μπουένος
Άυρες. Κυριότερο όμως κέντρο των δραστηριοτήτων της Καθολικής Εκκλησίας
υπήρξε για χρόνια η Κόρδοβα. Το Μπουένος Άυρες δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα
οικιστικά και εμπορικά. Αντίθετα, η Κόρδοβα ήταν η πόλη με βάση την οποία η
Καθολική Εκκλησία απέκτησε σημαντικό οικονομικό ρόλο γιατί αποτελούσε τον
άξονα ενός εμπορικού δικτύου που συμπεριλάμβανε το Ποτοσί και τις ανατολικές
ακτές. Η εμπορική ακμή της Κόρδοβας λοιπόν κατά τον 16ο-17ο αιώνα οφείλεται στη
θέση της αλλά και στη στήριξη της Καθολικής Εκκλησίας, δεδομένου ότι μεγάλος
αριθμός ιερέων κατείχε θέσεις-κλειδιά στην ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ
Κόρδοβας και ανατολικής ακτής. Πέραν τούτου, από τις αρχές ακόμα του 17ου αιώνα
η εκκλησία είχε στην κατοχή της εργαστήρια υφαντουργίας, ενώ ασκούσε και
κάποιες στοιχειώδεις τραπεζικές εργασίες, γεγονός που μαρτυρεί αν μη τι άλλο ότι
υπήρξε κάτοχος σημαντικών κεφαλαίων.
Παρ’ όλα αυτά, σε γενικές γραμμές, όσον αφορά τη συγκεκριμένη περιοχή, η
επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας θεωρείται η μικρότερη που είχε η εκκλησία
συγκριτικά με τις υπόλοιπες αποικίες. Ο αριθμός του κλήρου ήταν μικρός, γεγονός
που οφείλεται στο ότι η περιοχή του Rio de la Plata ήταν από την αρχή μια
απομονωμένη και φτωχή περιοχή. Σε όλον τον 17ο αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο
πολλές επισκοπές να παραμένουν για δεκαετίες ολόκληρες κενές. Την ίδια εποχή
υπάρχει και μείωση πληθυσμού, ενώ παράλληλα πρωτοεμφανίζεται και το σύστημα
της χασιέντα. Εξαίρεση αποτελεί η Κόρδοβα που ακμάζει λόγω του εμπορικού της
ρόλου και της ισχυρής παρουσίας της Καθολικής Εκκλησίας στην πόλη αυτή.76
Από τα μέσα του 18ου αιώνα παρατηρείται από τη μια η κλιμάκωση της
σύγκρουσης Ιησουιτών-βασιλικής εξουσίας και από την άλλη η ολοένα και
μεγαλύτερη ανάπτυξη του Μπουένος Άυρες εις βάρος της ενδοχώρας. Η περιοχή

75
Βλ. David Rock, Argentina 1516-1987. From Spanish Colonization to Alfonsin, σελ. 49-54.
76
Βλ. ό.π., σελ. 17.
αρχίζει να αποκτά αυξημένη οικονομική βαρύτητα και να βγαίνει σταδιακά από την
απομόνωσή της. Δεν είναι τυχαίο ότι, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την έξωση των
Ιησουϊτών, ο Κάρολος Γ δημιουργεί την Αντιβασιλεία του Rio de la Plata (1776),
προφανώς με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο του εμπορίου ασημιού.77
Από τους πολέμους της Ανεξαρτησίας η Καθολική Εκκλησία στην Αργεντινή
βγαίνει αρκετά αποδυναμωμένη. Αυτό επιτείνεται και από το γεγονός ότι μέσα από
τις διαμάχες της εποχής η εκκλησία και στην περιοχή αυτή διαιρέθηκε εσωτερικά ως
προς τη στάση της. Πολλοί κληρικοί, επηρεασμένοι από τις επαναστάσεις σε Βόρεια
Αμερική και Γαλλία, κυκλοφόρησαν φιλοεπαναστατικά φυλλάδια με αποτέλεσμα να
αντιμετωπίσουν την καταδίκη από τη συντηρητική μερίδα του κλήρου.78 Στην
περιοχή της Αργεντινής η εκκλησία συμμετείχε σε μεγάλο βαθμό στους αγώνες της
Ανεξαρτησίας και διατηρούσε μια προοδευτική παράδοση. Μέρος του κλήρου
υπήρξε φορέας ιδεών του Διαφωτισμού και κατά συνέπεια έλαβε μέρος ενεργά στον
αγώνα. Αυτό προκάλεσε εσωτερικές τριβές με αποκορύφωμα τον αφορισμό των
φιλελεύθερων κληρικών από τον Πάπα Πίο VII. Αυτό όμως δεν στάθηκε αρκετό,
αντίθετα μάλιστα ο πρωταγωνιστικός ρόλος των κληρικών στον αγώνα
καταδεικνύεται και από το ότι κληρικοί συμμετείχαν και στην ίδια τη διακήρυξη
ανεξαρτησίας το 1810. Η ενεργός τους δράση στον πόλεμο συνοδεύτηκε φυσικά και
από το αίτημα για διατήρηση του patronato από το νέο κράτος, στο σημείο που «η
εκκλησία της Αργεντινής διακήρυξε την ίδια της την ανεξαρτησία από την Ισπανία, και
σε ένα βαθμό και από τη Ρώμη, αλλάζοντας προσευχές υπέρ των εθνικών, αντί των
αποικιακών σκοπών».79Βέβαια, θα πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του ότι και στην
περίπτωση της Αργεντινής η απόφαση μεγάλης μερίδας κατώτερων κυρίως
κληρικών για συμμετοχή στον αγώνα και υιοθέτηση του αιτήματος για ανεξαρτησία
είχε να κάνει με τη γενικότερη δυσαρέσκεια του κρεολικού στοιχείου των αποικιών
για τον περιορισμό του στις κατώτερες θέσεις της κοινωνικοπολιτικής και
εκκλησιαστικής κλίμακας. Έτσι, η προοπτική της δημιουργίας ενός νέου κρατικού
σχηματισμού, ανεξάρτητου από την ισπανική ελίτ-γραφειοκρατία πρόσφερε στα
στρώματα αυτά την ελπίδα για άνοδο στην κοινωνική ιεραρχία. Η προοπτική αυτή
αφορούσε και τους κόλπους της εκκλησίας ως επίσημο θεσμό με πολιτικοοικονομική

77
Η Αντιβασιλεία του Rio de la Plata κάλυπτε την περιοχή που σήμερα βρίσκονται η Βολιβία, η
Παραγουάη, η Ουρουγουάη και η Αργεντινή.
78
Βλ. Nιcolas Shumway, The Invention of Argentina, Univ. of California Press, Μπέρκλεϋ, 1991, σελ.
13-14.
79
Ό.π., σελ. 102.
οργάνωση και δομή στην ουσία, πέρα από την αδιαμφισβήτητη πνευματική της
επιρροή και ηγεμονία.
Μετά την Ανεξαρτησία, η φιλελεύθερη κυβέρνηση Rivadavia κάνει τις πρώτες
προσπάθειες για τη συγκρότηση σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους κατά το αγγλικό
μοντέλο της εποχής. Απώτερος στόχος της κυβέρνησης δεν είναι άλλος από την
προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού (μετανάστες), πολιτική που
θα ακολουθηθεί σχεδόν σε όλον τον 19ο αιώνα, σε μια διαρκή προσπάθεια για την
οικονομική ανάπτυξη και τον εξευρωπαϊσμό της χώρας. Οπαδοί της κυβέρνησης
προέρχονται κυρίως από το ανερχόμενο αστικό κέντρο-λιμάνι του Μπουένος Άυρες
(μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος της πόλης Mariano Zavaleta). Η κυβέρνηση
Rivadavia πολύ γρήγορα δίνει έμφαση κυρίως στην εκπαίδευση,80 ενώ παράλληλα
γίνονται οι πρώτες προσπάθειες σύνδεσης της αργεντινής οικονομίας με τη Μεγάλη
Βρετανία.81 Τα σοβαρά προβλήματα στην ήδη αδύναμη κυβέρνηση ξεκινούν όταν
προωθείται μια σειρά από εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, αν και ήπιες,
προκαλούν σοβαρότατες αντιδράσεις. Τα ζητήματα αυτά έρχονται να προστεθούν
στην ήδη προϋπάρχουσα διαμάχη Ενωτικών (φιλελεύθερων οπαδών του Rivadavia)
και Ομοσπονδιακών (ενδοχώρα, caudillos). Αποτέλεσμα αυτού ήταν να
απομονωθούν ακόμα περισσότερο οι φιλελεύθεροι οπαδοί της κυβέρνησης έναντι των
συντηρητικών και μεγάλης μερίδας των λαϊκών τάξεων.
Το γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος του κλήρου διεπόταν από φιλελεύθερο πνεύμα
και μάλιστα ανήκε στους υποστηρικτές της κυβέρνησης δεν εμπόδισε φυσικά τη
σύγκρουση της Καθολικής Εκκλησίας με το Rivadavia. Τα μέτρα που έλαβε ήταν
ήπιας μορφής και υποστηρίκτηκαν από μερίδα προοδευτικών κληρικών. Στόχος των
μέτρων αυτών ήταν ο περιορισμός της αυτονομίας και του πλούτου των μοναστικών
ταγμάτων, τα οποία ήταν δυνάμει φορείς οικονομικού ανταγωνισμού και πολιτικής
ανυπακοής, στο βαθμό που έλεγχαν απόλυτα μεταξύ άλλων κρίσιμους θεσμούς, όπως
κοινωνικές υπηρεσίες, σχολεία κλπ. Έτσι λοιπόν η κυβέρνηση προώθησε μέτρα όπως
η κατάργηση των μοναστηριακών δικαστηρίων, η δήμευση της περιουσίας των
ταγμάτων, η συγκεντροποίηση-αναδιοργάνωση της θρησκευτικής δραστηριότητας.
Με άλλα λόγια, στο επίκεντρο των μέτρων τέθηκε η οικονομική και θεσμική
αυτονομία των ταγμάτων.82 Για να το πετύχει αυτό πιο εύκολα η κυβέρνηση
κατηγόρησε την Εκκλησία για ανικανότητα, αναχρονισμό, απολίθωση. Αυτό σήμαινε
80
Βλ. ό.π., σελ. 85-87.
81
Βλ. ό.π., σελ. 102.
82
Για τα μέτρα Rivadavia βλ. ό.π., σελ. 103-104.
ότι οι θεσμοί που έχει υπό τον έλεγχό της λειτουργούν με λάθος (διάβαζε
αντιφιλελεύθερο) τρόπο και κατά συνέπεια πρέπει να αναληφθούν από το νέο αστικό
κράτος. Τα μέτρα λοιπόν αφορούσαν καθαρά τους «κοσμικούς» θεσμούς και όχι τον
ίδιο το ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας ως επίσημης πνευματικής δύναμης, άρα «οι
μεταρρυθμίσεις λοιπόν είχαν στόχο την κοινωνικοοικονομική δομή της Εκκλησίας και
είχαν λίγο, αν όχι καθόλου, να κάνουν με το δόγμα».83
Η αντίδραση της εκκλησίας ήταν, όπως αναμενόταν, έντονη και οργισμένη.
Συντάχθηκε σύσσωμη σχεδόν με τους συντηρητικούς-ομοσπονδιακούς αντιπάλους
της κυβέρνησης σχηματίζοντας ένα πανίσχυρο αντιπολιτευτικό σώμα. Η κυβέρνηση
κατηγορήθηκε για ελιτισμό και για φιλο-αγγλική πολιτική (και άρα αντι-αργεντίνικη).
Έτσι παγιώθηκε μια ισχυρή συμμαχία ενάντια στην απομονωμένη στο Μπουένος
Άυρες κυβέρνηση. Η συμμαχία αυτή έκανε επίκεντρο της πολεμικής της τα
αντικληρικιστικά μέτρα και συντάχθηκε πίσω από το σύνθημα «Religion o Muerte»
(« Θρησκεία ή Θάνατος»).84 Στον εμφύλιο που ακολούθησε το φιλελεύθερο καθεστώς
κατέρρευσε γρήγορα, αφού του έλειπε τόσο η πολιτική δύναμη, όσο και η
υποστήριξη από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα.
Από το 1829 ως το 1852 η κυριαρχία του Rosas αναδεικνύει την Καθολική
Εκκλησία και επίσημα πια ως τον πιο πιστό σύμμαχο του νέου καθεστώτος. Ο Rosas
κυβερνά με την πλήρη υποστήριξη της Εκκλησίας και του Στρατού. Η Καθολική
Εκκλησία την περίοδο αυτή ανακτά όλα της τα προνόμια και σε αντάλλαγμα παρέχει
πλήρη νομιμοποίηση προς το καθεστώς Rosas, καθεστώς που διέπεται από
αυταρχικότητα και πατερναλισμό.85
Με την πτώση του Rosas και το Σύνταγμα του 1853 ξεκινάει μια μακρά περίοδος
πολιτικής ηγεμονίας του φιλελεύθερου μπλοκ. Το νέο Σύνταγμα καθιερώνει μεν την
ελευθερία συνείδησης, αλλά επιβεβαιώνει και τον καθολικισμό ως επίσημη θρησκεία
του κράτους. Ουσιαστικά, από τις δεκαετίες μετά το 1860 αρχίζει μια διαρκής
προσπάθεια από τις φιλελεύθερες ελίτ για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου έθνους-
κράτους, διαδικασία που θα δει την κορύφωσή της τη δεκαετία του 1880.

83
Ό.π., σελ. 103.
84
Για την αντίδραση στα μέτρα Rivadavia και μια κριτική της πολιτικής του σε σχέση με την
Εκκλησία βλ. ό.π., σελ. 105-110.
85
Για την Καθολική Εκκλησία στην Αργεντινή κατά την περίοδο του Rosas βλ. ό.π., σελ. 119, David
Rock, Argentina 1516-1987.From Spanish Colonization to Alfonsin, σελ. 106 και John Lynch, «The
River Plate Republics», σελ.340 στο Leslie Bethell (επιμ.), Spanish America after Independence 1820-
1870.
Κατά την περίοδο 1860-1880 τίθενται οι βάσεις για τη συγκρότηση του σύγχρονου
αργεντινού έθνους-κράτους, την εθνική ενοποίηση άνοδο. Η εποχή αυτή
χαρακτηρίζεται κυρίως από την εισαγωγή ξένου (κυρίως αγγλικού) κεφαλαίου και
την έναρξη εισροής μεταναστών από την Ευρώπη. Ο κύριος στόχος της ελίτ ήταν ο
εξευρωπαϊσμός της χώρας, ένας εξευρωπαϊσμός ο οποίος ταυτίστηκε με τον
εκπολιτισμό και τον εκσυγχρονισμό. Το πρόταγμα αυτό στηρίχθηκε σε δύο μοντέλα:
στο αγγλικό, όσον αφορά το οικονομικό επίπεδο και στο γαλλικό, όσον αφορά το
πολιτιστικό-πνευματικό. Οι διαδικασίες αυτές χαρακτηρίζουν ολόκληρη την περίοδο
1852-1880, η οποία γι’ αυτό ονομάζεται και Περίοδος Εθνικής Ενοποίησης. Το νέο
Σύνταγμα του 1853 εξέφραζε τις ανάγκες συνταγματικής διακυβέρνησης των
νεοαναδυόμενων φιλελεύθερων ελίτ (έμποροι, δικηγόροι, ιδιοκτήτες γης κλπ.), οι
οποίες εντοπίζονται κυρίως στο Μπουένος Άυρες. Στη διαδικασία αυτή μάλιστα
συνεισέφεραν ενεργά και διακεκριμένοι Καθολικοί, σε μια κοινή προσπάθεια να
ξεπεραστεί η παλιά διχοτομία μεταξύ Ενωτιστών και Ομοσπονδιακών
(Φεντεραλιστών). Έτσι λοιπόν, το αίτημα των νέων φιλελεύθερων ελίτ για εισαγωγή
ενός σύγχρονου θεσμικού-συνταγματικού πλαισίου βρήκε πολλούς υποστηρικτές και
από την πλευρά της Καθολικής Εκκλησίας της Αργεντινής, ως μιας εθνικής πια
Εκκλησίας. Ενώ λοιπόν με το νέο Σύνταγμα καθιερώθηκε η πλήρης ελευθερία
θρησκευτικής συνείδησης, η Καθολική Εκκλησία ανακηρύχθηκε ως επίσημη
εκκλησία του Κράτους (κάτι που συνεπαγόταν βεβαίως κρατική προστασία και
χρηματοδότηση) και διατηρήθηκε το καθεστώς του patronato, το οποίο σήμαινε ότι
το Κράτος είχε τον έλεγχο για το διορισμό επισκόπων και ότι κάθε επικοινωνία της
αργεντινής Εκκλησίας με τη Ρώμη θα γινόταν μέσω του Κράτους.
Μέχρι τη δεκαετία του 1880 λοιπόν παρατηρείται από τη μια μεγάλωμα και
εξάπλωση της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ από την άλλη η δράση και επέκταση ενός
ταχύτατα εκσυγχρονιζόμενου-εκκοσμικευτικού κράτους. Όπως ήταν φυσικό, η
διαδικασία αυτή προκάλεσε τις πρώτες τριβές. Αυτό συνέβη γιατί, παρ’ ότι η
Καθολική Εκκλησία παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ακόμα αδύναμη και απομονωμένη,
σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια πέτυχε μια εμφανή εξάπλωση σε θεσμικό
επίπεδο: δημιουργήθηκαν δομές εκπαίδευσης νέων εθνικών κληρικών επιτρέποντας
να κάνει την εμφάνισή της μια νέα γενιά κληρικών. Σε γενικές γραμμές πάντως η
στάση της εκκλησίας ήταν ακόμη αμυντική σε μια περίοδο που οι κυρίαρχες
κοινωνικές-πολιτιστικές αξίες της πολιτικής ελίτ ήταν ο θετικισμός, ο
αντικληρικισμός και ο εκσυγχρονισμός.86
Η δεκαετία του 1880 αποτελεί μια χρυσή εποχή για τη φιλελεύθερη ελίτ της
Αργεντινής. Αυτό αποδεικνύεται και από την αλματώδη οικονομική άνοδο, τις
επενδύσεις από το αγγλικό κεφάλαιο, την επέκταση του εμπορίου με την Αγγλία, τη
μαζική εισροή μεταναστών (κυρίως από τις λατινόφωνες χώρες της Ευρώπης) και τη
σημαντική αύξηση του πληθυσμού. Το κοινωνικό δόγμα του θετικισμού φτάνει στο
απόγειο της ηγεμονίας του. Ο εκμοντερνισμός και η υιοθέτηση της ευρωπαϊκής
κουλτούρας προβάλλονταν από τα κυρίαρχα αστικά στρώματα ως ο δρόμος που
οφείλει να ακολουθήσει η αργεντινή κοινωνία για να προοδεύσει.
Η προσπάθεια αυτή ριζικού μετασχηματισμού της Αργεντινής όπως ήταν
αναμενόμενο, θα προκαλέσει την πρώτη μείζονα σύγκρουση της Εκκλησίας με το
Κράτος. Μεγάλο μέρος του κρατικού προγράμματος εκκοσμίκευσης και
εκσυγχρονισμού87 περιλάμβανε και μέτρα σχετικά με την εκπαίδευση. Τη δεκαετία
του 1880 μεταξύ άλλων ξεκινάει και μια προσπάθεια Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης.
Το ζήτημα αυτό θα αποτελέσει και το κύριο πεδίο σύγκρουσης Κράτους-Εκκλησίας.
Μέχρι τότε ο ρόλος της Καθολικής Εκκλησίας στην εκπαίδευση ήταν ηγεμονικός.
Στα μέσα του 1880 η κυβέρνηση Roca επεδίωξε με μια σειρά από νομοθετικά μέτρα
να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της δημόσιας εκπαίδευσης εις βάρος της Εκκλησίας.
Επίσης, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας ψηφίστηκαν νόμοι για το γάμο, σύμφωνα με
τους οποίους στο εξής οι γαμήλιες τελετές θα ήταν προαιρετικά μόνο θρησκευτικές
και θα γίνονταν υποχρεωτικά ενώπιον κρατικών υπαλλήλων.
Τα νέα αυτά μέτρα, μέρος μιας ευρύτερης απόπειρας εκσυγχρονισμού-
εκκοσμίκευσης και εφαρμογής μιας κρατικής πολιτικής επηρεασμένης από τις
κυρίαρχες τότε αρχές του θετικισμού, θα προκαλέσουν άμεσα τη σφοδρή αντίδραση
της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και σύσσωμης της συντηρητικής-αντιφιλελεύθερης
μερίδας της Αργεντινής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τότε συγκροτείται και η πρώτη
μορφή του αργεντινού εθνικισμού, το λεγόμενο tradicionalismo (ως ιθαγενισμός-
παραδοσιοκρατία) που θα ταυτιστεί με την έννοια της argentinidad, ενάντια στις
διάφορες προσπάθειες εξευρωπαϊσμού.
Η νεοτερικότητα, όπως αυτή εκφραζόταν από τα μέτρα της φιλελεύθερης ελίτ,
συνιστούσε ευθεία και άμεση απειλή στα κοσμικά συμφέροντα της Καθολικής

86
Για την περίοδο 1852-1880 βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 49-57.
87
Αυτές οι έννοιες σχεδόν ταυτίζονταν εκείνη την εποχή.
Εκκλησίας. Το γεγονός ότι διατηρούσε τη συνταγματική της καθιέρωση δεν ήταν
αρκετό. Αντίθετα, φαινόταν να λαμβάνει έναν όλο και πιο τυπικό χαρακτήρα, αφού
με τους νέους νόμους το Κράτος εξάπλωνε την εξουσία-δικαιοδοσία του έναντι της
εκκλησίας. Αποκορύφωμα της διαδικασίας αυτής υπήρξε και η προσπάθεια
αποπομπής του ρόλου της από τη δημόσια εκπαίδευση.88 Οι αντικληρικιστικοί νόμοι
της δεκαετίας 1880 σηματοδοτούν μια νέα εποχή όσον αφορά τις σχέσεις Κράτους-
Εκκλησίας. Έγινε πλέον φανερό στην εκκλησία ότι η προσπάθεια εξάπλωσης της
κεντρικής κρατικής γραφειοκρατίας συνιστούσε μια ευθεία απειλή για τα
εκκλησιαστικά συμφέροντα και προνόμια. Ιδιαίτερα μάλιστα στο πεδίο της δημόσιας
εκπαίδευσης, ένα θεσμό τόσο κρίσιμο και χρήσιμο για τη νομιμοποίηση και
αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος και στον οποίο έδινε τεράστια σημασία
κάθε κυβέρνηση σε όλον τον κόσμο κατά την συγκεκριμένη εποχή.
Ο αντικληρικισμός της φιλελεύθερης ελίτ τη δεκαετία του 1880 οδήγησε την
επίσημη Καθολική Εκκλησία να εγκαταλείψει την αμυντική στάση της προηγούμενης
περιόδου και να εισέλθει στο κοινωνικοπολιτικό προσκήνιο δυναμικά, διεκδικώντας
και εκφράζοντας πια έναν πιο ανοικτό και μαχητικό πολιτικό ρόλο. Στο εξής το
μεγαλύτερο μέρος του κλήρου και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας θα ταυτίσει το
φιλελευθερισμό (και αργότερα τον αναρχισμό, το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό)
με τον εχθρό και θα οδηγηθεί στο πλευρό των Συντηρητικών (και αργότερα των
Εθνικιστών), αλλά χωρίς και να ταυτιστεί μαζί τους πολιτικά. Το ρήγμα που
δημιουργήθηκε την περίοδο αυτή είχε οπωσδήποτε βαθιές ρίζες και αποδείκτηκε
αναπόφευκτο και οριστικό. Η προσπάθεια του Κράτους να κυριαρχήσει απόλυτα, να
εκσυγχρονίσει και να ενοποιήσει υπό τη σημαία του την αργεντινή κοινωνία (μια
κοινωνία αποτελούμενη από portenos, caudillos, gauchos, μετανάστες), κάτω από το
δόγμα του θετικισμού και της εκκοσμίκευσης το έστρεψε μοιραία ενάντια στην
Καθολική Εκκλησία, αφού μόνο αποδυναμώνοντας το δικό της θεσμικό-κοσμικό
ρόλο θα μπορούσε να πετύχει τους στόχους του.
Το Κράτος είχε ήδη κερδίσει αρκετή δύναμη και αυτονομία με τη συνταγματική
μεταρρύθμιση του 1853 και αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να επιβάλλει το νέο
πολιτικό προσανατολισμό, ακόμα και χωρίς ιδιαίτερη λαϊκή συναίνεση.89 H νέα
φιλελεύθερη ελίτ θέλησε να φτιάξει και να εφαρμόσει ένα καινούριο, πιο σύγχρονο
πλαίσιο πίστης και υπακοής προς το Κράτος, στηριζόμενη στην πολιτική της
88
Βλ. Michael A. Burdick, For God and the Fatherland…, σελ. 13-39.
89
Εξάλλου το καθολικό (ανδρικό) δικαίωμα ψήφου εισάγεται το 1912 με την κυβέρνηση Saenz Pena
(1910-1914).
μετανάστευσης, την εκπαίδευση και μια ελιτίστικη διακυβέρνηση. Κύριο εμπόδιο σε
αυτό το πρόγραμμα στεκόταν το κοσμικό και πολιτιστικό σύμπαν της Καθολικής
Εκκλησίας. Οι νέες ελίτ, στην προσπάθειά τους να στρέψουν την Αργεντινή προς το
φιλελεύθερο, τεχνοκρατικό αγγλοσαξονικό κόσμο κατηγόρησαν την εκκλησία για
αναχρονισμό και ταύτιση με το ισπανικό, αποικιακό παρελθόν.
Η κυβερνητική επίθεση είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγήσει την Καθολική
Εκκλησία στην πολιτική οργάνωση των πιστών της, ως Καθολικών πια. Σε όλην τη
δεκαετία του 1880 η Αργεντινή διχοτομείται σε Φιλελεύθερους και Καθολικούς. Η
αντίδραση της εκκλησίας είναι πολύπλευρη και περιλαμβάνει πολλές μορφές
εξωστρεφούς πολιτικής δράσης: έκδοση εφημερίδων και περιοδικών, ίδρυση
καθολικών σχολείων, δημιουργία καθολικού κόμματος κλπ.90 Το Κράτος υπερίσχυσε
στη διαμάχη αυτή με την Καθολική Εκκλησία, αφού στο Μπουένος Άυρες
κυριαρχούσαν οι φιλελεύθεροι, με τη βοήθεια και των Μ.Μ.Ε. Έτσι κατάφερε να βγει
ενισχυμένο και να καταστείλει τις φιλορωμαϊκές-φιλοπαπικές τάσεις στο εσωτερικό
της εκκλησίας, με αποτέλεσμα η Αγία Έδρα να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με
την Αργεντινή. Από την άλλη όμως, η επιβολή από την πλευρά της ελίτ του νέου
φιλελεύθερου εκκοσμικευτικού μοντέλου για τον εκμοντερνισμό και την
εκβιομηχάνιση οδήγησε με τη σειρά του σε μια αναγέννηση, επέκταση των
μαχητικών καθολικών οργανώσεων, τη δημιουργία του κινήματος του Κοινωνικού
Καθολικισμού, του ρεύματος του Καθολικού Εθνικισμού και γενικότερα την ταύτιση
της αργεντινής εκκλησίας με την έννοια της argentinidad.
Η ακραία πόλωση της δεκαετίας του 1880 αρχίζει να αμβλύνεται από τη δεκαετία
του 1890, καθώς νέοι συσχετισμοί δυνάμεων και κοινωνικοί παράγοντες εισέρχονται
στο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό. Είναι η περίοδος που τα πρώτα σοσιαλιστικά
κινήματα και ιδέες έρχονται να εκπροσωπήσουν μια ακόμα μεγαλύτερη απειλή. Η
μάζα των μεταναστών, όχι πια ο ελπιδοφόρος φορέας του εξευρωπαϊσμού-
εκπολιτισμού, και η εξάπλωση της εργατικής τάξης, ο νέος κίνδυνος για την
κοινωνική σταθερότητα, συνιστούν μια νέα, πιο ανεξέλεγκτη και μαζική απειλή, και
για τις δύο πλευρές αυτήν τη φορά. Τη δεκαετία αυτή παρατηρείται γενικότερη
συντηρητική στροφή ολόκληρου του αστικού πολιτικού φάσματος. Η
αντιπολιτευτική δραστηριότητα της προηγούμενης δεκαετίας, στην οποία όπως
είδαμε έλαβαν ενεργά μέρος και καθολικές ομάδες κληρικών, φοιτητών κ.ά., θα
90
Στα 1884 ιδρύθηκε ένα καθολικό κόμμα το Union Catolica που έδρασε μέχρι τη δεκαετία του 1890,
αλλά με μικρή επιτυχία. Παρ’ ότι δεν είχε ισχυρή εκλογική βάση, αποτέλεσε εντούτοις μια από τις
κυριότερες αντιπολιτευτικές δυνάμεις.
οδηγήσει στη λεγόμενη Επανάσταση του 1890 (Revolution del Noventa), γεγονός που
θα σηματοδοτήσει μια ευρύτερη αλλαγή του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Η
αλλαγή αυτή εγκαινιάζεται στο πολιτικό επίπεδο από την ήττα των δυνάμεων του
Roca και τη δημιουργία ενός νέου αστικού μπλοκ, του Union Civic το 1890.91 Στο
εξής οι ηγετικές τάξεις αρχίζουν να προσεγγίζουν την Καθολική Εκκλησία ως
παράγοντα κοινωνικής σταθερότητας και τάξης μπροστά στην απειλή που εκφράζει η
άνοδος και εξάπλωση της εργατικής τάξης και των αναρχικών-σοσιαλιστικών ιδεών.
Έτσι λοιπόν από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου υποχωρεί σημαντικά
από την πλευρά των ελίτ η πολιτική της μαχητικής εκκοσμίκευσης και σταδιακά το
πρόταγμα αυτό υιοθετείται από τους σοσιαλιστές. Την ίδια εποχή η ευρύτερη
φιλελεύθερη πλευρά διασπάται σε συντηρητικούς φιλελεύθερους και σοσιαλιστές.
Από την πλευρά της, η Καθολική Εκκλησία για να αποφύγει η ίδια την πόλωση
μεταξύ των δύο ρευμάτων δημιουργεί και προτάσσει ένα δικό της κοινωνικό κίνημα,
ως την απάντηση του καθολικισμού στα νέα κοινωνικά προβλήματα, κίνημα γνωστό
ως Κοινωνικός Καθολικισμός, το οποίο άκμασε κυρίως στα 1890-1920.92

Β) Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΥ (ΑΡΧΕΣ-


ΜΕΣΑ 20ΟΥ ΑΙ.)

Τα χρόνια 1890-1912 είναι μια περίοδος κατά την οποία η Αργεντινή γνωρίζει
τεράστια οικονομική άνοδο και εκσυγχρονίζεται, αλλά ταυτόχρονα υποβάλλεται σε
ραγδαίο κοινωνικό μετασχηματισμό. Κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου είναι η
μαζική μετανάστευση, η αστικοποίηση και η επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου
που συνδέει την ενδοχώρα με τα αστικά κέντρα. Η οικονομία στηριζόταν σε μεγάλο
βαθμό στις εξαγωγές, τον αγροτικό τομέα και τη βιομηχανία τροφίμων. Η οικονομική
αυτή άνθηση οδήγησε σε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων και άνοδο των
μισθών.93

91
Το Union Civic γρήγορα θα διαιρεθεί σε Union Civic National (UCN) και Union Civic Radical
(UCR).
92
Για το κίνημα αυτό βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 63-72.
Η οικονομική άνθηση συνδυάστηκε και με την πολιτική σταθερότητα, η οποία
εκφραζόταν με την ηγεμονία των συντηρητικών φιλελεύθερων μέσω του Partido
Autonomista Nacional (PAN), η κυριαρχία του οποίου ήταν αδιατάρακτη μέχρι και
την επικράτηση των Ριζοσπαστών του Union Civic. Την ίδια περίοδο η Καθολική
Εκκλησία δεν δραστηριοποιείται στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Η ήττα της στη
σύγκρουση της δεκαετίας του 1880 για την κοσμική βασική εκπαίδευση και τον
πολιτικό γάμο, σε συνδυασμό με την απειλή που δέχεται από νέες, ριζοσπαστικές
ιδέες και κινήματα (σοσιαλισμός, αναρχισμός) την οδηγούν σε νέες στρατηγικές
διατήρησης και ενδυνάμωσης του θεσμικού και πνευματικού της ρόλου.
Η αλλαγή προσανατολισμού επιβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα νέα δεδομένα.
Η ραγδαία ανάπτυξη της εργατικής και μικρομεσαίας τάξης και η μαζική εισροή
μεταναστών (κυρίως από τη λατινόφωνη Ευρώπη-Ιταλία, Ισπανία), η εγκατάσταση
μεγάλου μέρους των μεταναστών αυτών στα αστικά κέντρα και η ολοένα και
αυξανόμενη επίδραση αριστερών ριζοσπαστικών ιδεών στα στρώματα αυτά
θορύβησε την εκκλησιαστική ιεραρχία. Η απάντηση της Εκκλησίας στις νέες
συνθήκες πήρε το όνομα Κοινωνικός Καθολικισμός. Στην ουσία, το κίνημα αυτό
ήταν η συνέχεια και η ανάπτυξη του καθολικού κινήματος ενάντια στους
αντικληρικιστικούς νόμους του 1880. Η περίοδος αυτή ανέδειξε μια γενιά νέων
μαχητικών στελεχών του καθολικισμού, ιδιαίτερα μεταξύ της νεολαίας. Η θεωρητική
έκφραση του κινήματος πήγαζε από μια παπική εγκύκλιο που είχε κυκλοφορήσει στα
1891 με τίτλο Rerum Novarum. Στην εγκύκλιο αυτή ο οικονομικός φιλελευθερισμός
καταδικαζόταν ηθικά γιατί εγκατέλειπε την αρχή του κοινού (δημόσιου) καλού.94
Παράλληλα, καταδικαζόταν και ο σοσιαλισμός γιατί βασιζόταν στον υλισμό και τον
αθεϊσμό. Ο Κοινωνικός Καθολικισμός μαχόταν λοιπόν ταυτοχρόνως τον (οικονομικό)
φιλελευθερισμό και το σοσιαλισμό (κολλεκτιβισμό). Πρότεινε έναν ενδιάμεσο,
επικουρικό ρόλο για το κράτος και πάλευε ενάντια σε κάθε μορφή αντικληρικισμού,
φιλελεύθερη ή σοσιαλιστική. 95
Το κίνημα του Κοινωνικού Καθολικισμού απάρτιζε μια σειρά από καθολικές
οργανώσεις. Το 1892 ιδρύονται οι Circulos Catolicos de Obreros (C.C.O.) με σκοπό
να διατηρηθεί και εξαπλωθεί ο καθολικισμός στα εργατικά στρώματα. Η κύρια

93
Για την οικονομική κατάσταση της Αργεντινής στα 1890-1912 βλ. Roberto Cortes Conde, «The
growth of the Argentine economy», στο Leslie Bethell (επιμ.), Argentina since Independence, σελ. 74-
77.
94
Βασική αρχή του καθολικού σχολαστικισμού.
95
Βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 64-65.
προσπάθεια της οργάνωσης αφορούσε την επαναφορά της εργατικής τάξης στους
κόλπους του καθολικού κοινωνικού δόγματος, ενάντια στα ανταγωνιστικά κοινωνικά
προτάγματα του σοσιαλισμού και του αναρχισμού. Φυσικά υποστήριζε την ταξική
συνεργασία, συμφιλίωση και όχι την ταξική πάλη. Σε αρκετές περιπτώσεις πάντως
μέλη των C.C.O. συνεργάστηκαν με σοσιαλιστές για την προώθηση φιλεργατικών
μεταρρυθμίσεων (νόμοι για την παιδική και γυναικεία εργασία, για την Κυριακή
αργία κ.ά.). Οι C.C.O. πέτυχαν μια σχετικά σταθερή παρουσία στους εργατικούς
κόλπους και αποτέλεσαν από τις πιο δραστήριες οργανώσεις του Κοινωνικού
Καθολικισμού. Στα 1913 οι ενώσεις αυτές ήταν 74 και τα μέλη τους σε όλη τη χώρα
έφταναν τις 20 χιλιάδες.96
Το 1902 δημιουργήθηκε η Liga Democrata Cristiana (L.D.C.) με ρόλο να στηρίζει
και να συμπληρώνει τη δράση των C.C.O. Η δραστηριότητά της περιλαμβάνει την
ίδρυση καθολικών σωματείων και ενώσεων, όμως οι προσπάθειες αυτές συναντούν
την αντίδραση των εργοδοτών, αλλά και την έλλειψη μαζικής εργατικής υποστήριξης.
Αντιμέτωπη με αυτήν την κατάσταση, σε συνδυασμό και με τη μειωμένη υποστήριξη
από την ιεραρχία, η Λίγκα διαλύθηκε το 1908. Η L.D.C. αποτελεί την πρώτη
προσπάθεια για τη δημιουργία ανεξάρτητου κόμματος με ρητό στόχο την πάλη
ενάντια στα ρεύματα του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού και την αυτόνομη
πολιτική έκφραση του Κοινωνικού Καθολικισμού. Η αποτυχία του εγχειρήματος
αυτού δείχνει ξεκάθαρα τα όρια της πολιτικής απήχησης του καθολικισμού στην
εργατική τάξη την περίοδο αυτή.97
Πιο πετυχημένη στάθηκε η Liga Social Argentina (L.S.A.) που ιδρύθηκε το 1908.
Στα μέλη της ανήκαν και ηγετικές φιγούρες του Κοινωνικού Καθολικισμού, όπως ο
Francheschi και ο Miguel de Andrea. Οι τελευταίοι ήταν εκφραστές του
φιλελεύθερου ρεύματος στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας και οπαδοί μιας
καθαρά «εθνικής» Καθολικής Εκκλησίας στην Αργεντινή. Η L.S.A. ανέπτυξε κυρίως
εκδοτική δραστηριότητα με αντιαριστερό περιεχόμενο. Επίσης έδειξε ιδιαίτερο
ενδιαφέρον και για την επαρχία με την ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών κλπ. Η
οργάνωση αυτή δεν είχε το χαρακτήρα του πολιτικού κόμματος και περιορίστηκε

96
Βλ. David Rock, «The Antecedents of the Argentine Right», στο Sandra McGee Deutch, Ronald H.
Dolkart (επιμ.), The Argentine Right, Scholarly Resources Inc., 1993, σελ. 22-23.
97
Βλ. Sandra McGee Deutch, Counter Revolution in Argentina, 1900-1932. The Argentine Patriotic
League, Univ. of Nebraska Press, 1986, σελ. 52.
στον τομέα της αντιαριστερής προπαγάνδας, ενώ στα 1913 τα μέλη της περιορίζονταν
σε μερικές εκατοντάδες.98
Η ανάληψη της ηγεσίας του κινήματος από τον de Andrea έδωσε άλλο
προσανατολισμό στο κίνημα, περιορίζοντας τις όποιες τάσεις μαζικοποίησης και
ενδεχόμενης ριζοσπαστικοποίησής του. Δημιούργησε τη Union Popular Catolica
Argentina, οργάνωση-ομπρέλλα όλων των εκφράσεων του Κοινωνικού
Καθολικισμού, έτσι ώστε να συγκεντρωθούν κάτω από μια ιεραρχία και να
ελέγχονται καλύτερα. Με τον τρόπο αυτό χάθηκε μεγάλο μέρος της ζωτικότητας και
του δυναμισμού του ρεύματος αυτού και επικράτησε πιο εύκολα η γραμμή του de
Andrea έναντι της πιο δυναμικής πτέρυγας. Πιο συγκεκριμένα, ο de Andrea ήθελε
ένα φιλελεύθερο καθολικισμό, πατριωτικό, παραδοσιακό και εθνικό. Έβλεπε την
Καθολική Εκκλησία ως ένα αναπόσπαστο μέρος του φιλελεύθερου κράτους, να
λειτουργεί δηλαδή μέσα από αυτό. Σύμφωνα με την αντίληψή του ο ρόλος της
Καθολικής Εκκλησίας πρέπει να είναι συγκεκριμένος: να διατηρεί την κοινωνική
συνοχή και να ενοποιεί το έθνος υπό το κράτος και εντός του καπιταλιστικού
πλαισίου. Υποστήριζε ένα καθολικό κοινωνικό κίνημα συμπληρωματικό προς το
φιλελευθερισμό και ξένο σε κάθε ριζοσπαστικό ή ρεφορμιστικό στοιχείο. Στα 1910-
1920 η εκκλησιαστική ιεραρχία είχε πια προσεγγίσει και ενστερνιστεί το φιλελεύθερο
μοντέλο διακυβέρνησης και οικονομικής ανάπτυξης. Η κυριαρχία των αντιλήψεων
του de Andrea σηματοδοτούν από τη μια τη νίκη του φιλελεύθερου (γαλλικανικού)
μοντέλου της εθνικής εκκλησίας (Iglesia Nacional) έναντι των φιλορωμαϊκών-
παπικών-οικουμενικών τάσεων μέσα στην αργεντινή Καθολική Εκκλησία.
Παράλληλα σηματοδοτούν και μια υποχώρηση στην κριτική της εκκλησίας προς τον
(οικονομικό) φιλελευθερισμό και μια ταυτόχρονη όξυνση της αντιαριστερής
προπαγάνδας. Ο de Andrea ήταν ξεκάθαρα αντίθετος στην άμεση συμμετοχή των
μαζών σε αγώνες διεκδίκησης και στην αυτόνομη έκφραση των κατώτερων λαϊκών
τάξεων. Υπό την ηγεσία του το κίνημα του Κοινωνικού Καθολικισμού αποκτά ένα
σαφή πατερναλιστικό και αντιριζοσπαστικό χαρακτήρα.99
Πάντως σε γενικές γραμμές το κίνημα του Κοινωνικού Καθολικισμού συνάντησε
δυσπιστία ως και εχθρότητα από μέλη της ανώτερης τάξης και της εκκλησιαστικής
ιεραρχίας, γιατί ήταν υπέρ της θέσπισης κοινωνικής νομοθεσίας και μεταρρυθμίσεων.

98
Βλ. ό.π., σελ. 53.
99
Για τον de Andrea και τις απόψεις του βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina,
σελ. 69-71 και Sandra McGee Deutch, Counter Revolution in Argentina, 1900-1932. The Argentine
Patriotic League, σελ. 58-59.
Οι απόψεις μάλιστα του κινήματος επηρέασαν ένα μεγάλο μέρος των προερχόμενων
από τις ανώτερες τάξεις μεταρρυθμιστών (π.χ. μέλη του U.C.R.).100 Ο Κοινωνικός
Καθολικισμός απέτυχε να μετατραπεί σε μείζον κοινωνικό κίνημα και να
θεσμοποιηθεί κομματικά για δύο κυρίως λόγους. Από τη μια, η Καθολική Εκκλησία
όλο και περισσότερο προβαλλόταν ως μια δύναμη κοινωνικής συνοχής και
σταθερότητας από φιλελεύθερους και συντηρητικούς και όχι ως δύναμη κοινωνικής
αλλαγής. Ο ανώτερος κλήρος υιοθέτησε πλήρως και με προθυμία το ρόλο του
εγγυητή των εθνικών αξιών, έναντι της αριστεράς. Από την άλλη, το U.C.R.
κατάφερε να εκμεταλλευτεί καλύτερα την άνοδο των μικρομεσαίων τάξεων και να
βγει κερδισμένο από την εκλογική μεταρρύθμιση του 1912 (δικαίωμα ψήφου σε
όλους τους άνδρες-Νόμος Saez Pena). H κοινωνική αναταραχή της εποχής
σηματοδότησε την παρακμή της συντηρητικής-φιλελεύθερης πολιτικής και την
άνοδο των Ριζοσπαστών ως το μοναδικό σύγχρονο λαϊκό κόμμα της Αργεντινής
με ηγέτη τον Yrigoyen.Το U.C.R. απέκτησε πολύ σύντομα τεράστια δύναμη. Με την
ανάληψη της εξουσίας δεν άλλαξε βέβαια την κοινωνικοοικονομική βάση, αλλά
στηρίχθηκε σε μια πολιτική παροχών, προβάλλοντας ένα μείγμα εθνικισμού και
λαϊκισμού. Η δύναμη του U.C.R. βασιζόταν κυρίως στη δημοτικότητα του Yrigoyen.
Ο ίδιος προσπάθησε να εφαρμόσει μια πολιτική λαϊκιστική και κοσμική, αλλά σε
καμία περίπτωση αντικαθολική, άλλωστε υπήρχαν ισχυρά καθολικά στοιχεία στο
εσωτερικό των Ριζοσπαστών.
Η Εκκλησία από την πλευρά της έβλεπε ξεκάθαρα ότι η εργατική αναταραχή
μεγάλωνε και η επαναστατικότητα των κατώτερων τάξεων εξαπλωνόταν. Μπροστά
λοιπόν στη διαφαινόμενη άνοδο της αριστεράς, προσέγγιζε όλο και πιο πολύ μια
αντίληψη που ήθελε την ίδια ως τη μοναδική δύναμη κοινωνικής τάξης και απέρριπτε
το μεταρρυθμιστικό κίνημα.101 Εξ’ ου και η κυριαρχία του de Andrea και των ιδεών
του στο κίνημα του Κοινωνικού Καθολικισμού, του οποίου οι οργανώσεις είχαν ως
στόχο «να ενώσουν εργάτες και εργοδότες σε μια μοναδική οντότητα και να δράσουν
ως διαμεσολαβητικά όργανα ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία γενικά». 102
Υπέρτατο καθήκον διακηρυσσόταν η υπεράσπιση από την Εκκλησία (και το Στρατό
βεβαίως) του Έθνους, της Θρησκείας, της Οικογένειας και της Ιδιοκτησίας. Οι αξίες
αυτές νοούνταν ως οι κατεξοχήν αξίες του χριστιανικού πολιτισμού και έπρεπε πάση

100
Βλ. Sandra McGee Deutch, Counter Revolution in Argentina, 1900-1932,σελ. 59-61.
101
Βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 66-69.
102
David Rock, Authotitarian Argentina: The Nationalist Movement, Its History and Its Impact,
University of California Press, Καλιφόρνια, 1993, σελ. 36.
θυσία να διαφυλαχθούν. Στην πιο πολιτική του μορφή ο καθολικισμός της εποχής
είχε ένα στέρεο πυρήνα σχολαστικισμού: «οι Καθολικοί απέρριπταν τα κράτη του
laissez-faire και του Σοσιαλισμού και απέβλεπαν σε ένα οργανικό και πατερναλιστικό
σύστημα, που έπαιρνε το μοντέλο του από τα ευρωπαϊκά μεσαιωνικά καθεστώτα για
την εφαρμογή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και τη θέσπιση ‘δικαιοσύνης’».103
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ξεκινάει μια νέα, πιο μαχητική περίοδος για
την Καθολική Εκκλησία, που έχει μείνει γνωστή ως Καθολική Αναβίωση (1920-
1950). Η περίοδος αυτή εγκαινιάζει μια ξεκάθαρη μετατόπιση της Εκκλησίας προς το
πολιτικό ρεύμα του Εθνικισμού. Όπως έχουμε δει, η Καθολική Εκκλησία
συσχετίστηκε από νωρίς με μια πρωτόλεια μορφή εθνικισμού από τα τέλη του 19ου
αι., το tradicionalismo.104 Αντίστοιχη μετατόπιση προς τον Εθνικισμό παρατηρείται
και από μέρος της φιλελεύθερης αστικής ελίτ. Έτσι, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου
αιώνα ξεκινά μια διαδικασία κατά την οποία σταδιακά και κάτω από την πίεση του
αναδυόμενου εργατικού-σοσιαλιστικού κινήματος κληρικοί και φιλελεύθεροι
υποβαθμίζουν την παλιότερη έχθρα και προσπαθούν να συνεργαστούν για την
αντιμετώπιση του κοινού εχθρού. Από το μοντέλο της Iglesia Nacional από τη μια και
την προσέγγιση φιλελευθερισμού-καθολικισμού από την άλλη προκύπτει το
ετερογενές ρεύμα του εθνικισμού στην Αργεντινή. Ο πρώιμος αυτός εθνικισμός
ανακήρυξε τη θρησκεία ως θεμέλιο της εθνικότητας ενάντια στον οικουμενισμό-
κοσμοπολιτισμό και τον υλισμό και εξέφρασε τη συμμαχία Κράτους-Εκκλησίας-
Στρατού ενάντια στο σοσιαλιστικό κίνδυνο.
Στα 1923-24 ξεσπά διαμάχη μεταξύ Βατικανού και Κυβέρνησης με αφορμή την
άρνηση της Αγίας Έδρας να δεχτεί την επιλογή της τελευταίας να ορίσει τον de
Andrea για αρχιεπίσκοπο, με αποτέλεσμα να δεχθεί πλήγμα η γραμμή του de Andrea
περί Iglesia Nacional και να αναβιώσει ένα φιλοπαπικό κλίμα. Αυτήν την αλλαγή
βοήθησε και μια γενικότερη, παγκόσμια τάση αναβίωσης του καθολικισμού, τάση
που κορυφώθηκε στα 1934-1940. Την ίδια περίοδο, Στρατός και Εκκλησία άρχισαν
να αυτονομούνται από το Κράτος. Η αναβίωση του καθολικισμού στην περίπτωση
της Αργεντινής είναι πολύπλευρη. Ιδρύονται τα Cursos de Cultura Catolica (C.C.C.)

103
Ό.π., σελ. 37. Για την πολιτική φιλοσοφία του σχολαστικισμού βλ. Αusten Ivereigh, Catholicism
and Politics in Argentina, σελ. 1-39.
104
Κυριότεροι εκπρόσωποι οι Galves, Lugones. Για το ρεύμα αυτό βλ. David Rock, Authoritarian
Argentina, σελ. 37-54.
που έδιναν έμφαση στην εκπαίδευση ηγετών και είχαν φιλοπαπικό χαρακτήρα,105 ενώ
η δράση τους συνοδεύεται και από την έκδοση περιοδικού με τίτλο Criterio.106
Την ίδια δεκαετία ξεκινούν και οι πρώτες ζυμώσεις που θα αναδείξουν την
Εκκλησία ως έναν από τους βασικότερους φορείς και εκφραστές του Εθνικισμού,
διαδικασία που θα κορυφωθεί τη δεκαετία του 1930 με την κυριαρχία του ρεύματος
αυτού στην αργεντινή πολιτική και κοινωνία. Τα χρόνια 1916-1930 αποτελούν την
περίοδο γέννησης της ακροδεξιάς και του εθνικισμού στην Αργεντινή. Το ρεύμα αυτό
(σε καμία περίπτωση ιδιαιτερότητα της Αργεντινής μόνο) προέκυψε μετά το 1910 ως
αποτέλεσμα των κοινωνικοπολιτικών εντάσεων που προκάλεσε η μετανάστευση και
το εργατικό κίνημα. Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος και η κρίση του Μεσοπολέμου
ενδυνάμωσε το κίνημα. Σε αυτήν τη χρονική συγκυρία είναι που ενισχύθηκαν και οι
δεσμοί Εκκλησίας και Στρατού. Το κύριο ενοποιητικό στοιχείο και η βάση της
σύγκλισης στάθηκε ακριβώς ο Εθνικισμός. Πρωταγωνιστικός φορέας αυτής της
διαδικασίας αποτέλεσε η ίδρυση και η δράση της Liga Patriotica Argentina (L.P.A.)
στα 1919.107
Η οργάνωση αυτή αποτέλεσε το κύριο όχημα συνεργασίας του καθολικισμού με
την ακροδεξιά ενάντια στην κυβέρνηση των Ριζοσπαστών και την κομμουνιστική
επιρροή. Μετά τα γεγονότα της Τραγικής Εβδομάδας δημιουργήθηκε πλήθος
αντεπαναστατικών οργανώσεων και επιτροπών για την υπεράσπιση της τάξης, με τη
βοήθεια του Στρατού και της Εκκλησίας. Οι ομάδες αυτές συνενώθηκαν σε μια
μόνιμη οργάνωση, τη Liga Patriotica Argentina, με σύνθημα «Πατρίδα και Τάξη».
Από την αρχή, η συμμετοχή κληρικών και πιστών γυναικών στη L.P.A. υπήρξε
άμεση. Δεν είναι τυχαία η συμμετοχή και του ίδιου του de Andrea, ως εκπροσώπου
του κλήρου. Οι δεσμοί του Κοινωνικού Καθολικισμού με τη L.P.A. υπήρξαν ισχυροί.
Παράλληλα, σημειώνεται μια γενικότερη τάση στην αργεντινή κοινωνία επιστροφής
στο συντηρητισμό-καθολικισμό από μεγάλη μερίδα νέων και διανοούμενων της
ανώτερης τάξης. Η στροφή αυτή παίρνει εθνικιστικό και αντικομμουνιστικό
περιεχόμενο, ενώ ο Yrigoyen βάλλεται από παντού για φιλεργατισμό. Συγχρόνως, με
την ίδρυση των Cursos de Cultura Catolica το 1922 και την έκδοση περιοδικών, όπως

105
Τα C.C.C. ήταν ενάντια στο patronato, αφού το θεωρούσαν αποικιακό και δεσποτικό θεσμό και
γενικά δεν ήθελαν μια Εκκλησία υπηρέτη του Κράτους, αλλά ανεξάρτητη από αυτό.
106
Βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 73-76.
107
Για τη Liga Patriotica Argentina, βλ. Sandra McGee Deutch, Counter Revolution in Argentina,
1900-1932. The Argentine Patriotic League, σελ. 66-224, David Rock, Authoritarian Argentina, σελ.
55-86, Sandra McGee Deutch, «The Right under Radicalism 1916-1930», στο Sandra McGee Deutch,
Ronald H. Dolkart (επιμ.), The Argentine Right, σελ. 35-65.
το Criterio (1928) και το Numero (1930), προβάλλονται θωμιστικά-σχολαστικιστικά
δόγματα και έργα δεξιών, ορθόδοξων Καθολικών από την Ευρώπη (π.χ. Maurras),
ενώ είναι έντονη η εξιδανίκευση καθολικών, μεσαιωνικών αξιών (πειθαρχία,
ιεραρχία, ηρωισμός κλπ.). Και από την πλευρά της Καθολικής Εκκλησίας λοιπόν ο
αντιδραστικός και εθνικιστικός λόγος κλιμακώνεται. 108
Ο Καθολικός Εθνικισμός από τη δεκαετία του 1920 αναδείχθηκε ως ο κυριότερος
αντίπαλος της λαϊκής δημοκρατικής διακυβέρνησης. Αποτελούσε μια πολύ
σημαντική και δραστήρια συνιστώσα του εθνικιστικού ρεύματος της Αργεντινής,
ενός ρεύματος ευρύτατου, αλλά και βαθιά διαιρεμένου. Μέσα από οργανώσεις, όπως
η L.P.A., οι δεσμοί μεταξύ Στρατού-Εκκλησίας-Συντηρητικών ενισχύθηκαν και
απέκτησαν σταθερή βάση. Πολλά παλιά στελέχη και οπαδοί του tradicionalismo και
του Κοινωνικού Καθολικισμού βρήκαν μέσα από τον Καθολικό Εθνικισμό έναν
τρόπο να ανανεώσουν την πνευματική τους επιρροή ευνοούμενοι από την ιστορική
συγκυρία: υπερτόνιζαν, έδιναν έμφαση σε μια επιστροφή στη χριστιανική ηθικότητα,
προωθούσαν ένα πρόταγμα «ηθικής αναμόρφωσης-μεταρρύθμισης» και πατριωτικής
εκπαίδευσης. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε για την επιτυχία του προγράμματος
αυτού ήταν η μαζική στρατολόγηση γυναικών ανώτερων τάξεων και η δημιουργία
νέων καθολικών εργατικών ενώσεων για την ενστάλαξη των καθολικών ηθικών
αξιών (ευσέβεια, υπακοή, ιεραρχία) ενάντια στην «κόκκινη» επιρροή.
Η περίοδος της δεκαετίας του 1920 ήταν βασικά περίοδος έντονης απαξίωσης της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού, αφού αντιμετώπισαν
συνδυασμένα πυρά από διανοούμενους, Στρατό Εκκλησία, Εθνικιστές,
τραντισιοναλιστές. Κοινός παρονομαστής η εξύμνηση του Στρατού και τα καλέσματα
για στρατιωτική επέμβαση-διακυβέρνηση.109 Από την πλευρά της, η Καθολική
Εκκλησία διευκόλυνε με κάθε τρόπο τα στελέχη των εθνικιστικών οργανώσεων (π.χ.
ομιλίες ηγετών της L.P.A. στις Εκκλησίες). Ο Καθολικός Εθνικισμός απευθύνθηκε σε
μεγάλο βαθμό στα μεσαία στρώματα και στις γυναίκες. Η πολιτική ιδεολογία
συνιστούσε ένα μείγμα φεντεραλισμού, παπισμού και τραντισιοναλισμού, ενώ
κυρίαρχο στοιχείο της ρητορικής του υπήρξε φυσικά ο αντικομμουνιστικός και
αντιφιλελεύθερος λόγος. Αντλούσε τα μέλη του κυρίως από μεσαία στρώματα,
δηλαδή τα ίδια περίπου κοινωνικά στρώματα στα οποία απευθύνονταν και οι

108
Βλ. Sandra McGee Deutch, «The Right under Radicalism, 1916-1930», στο Sandra McGee Deutch,
Ronald H. Dolkart (επιμ.), The Argentine Right, σελ. 48-51.
109
Βλ. David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 72-74.
Ριζοσπάστες, γεγονός που όξυνε περισσότερο το μεταξύ τους ανταγωνισμό.110 Παρ’
όλα αυτά, δεν κατάφερε να αποκτήσει ευρεία κοινωνικοπολιτική βάση και απήχηση,
ενώ υιοθέτησε μια στρατηγική προσέγγισης με το Στρατό.
Τη δεκαετία του 1930 ο αντικομμουνισμός και ο Εθνικισμός γνωρίζουν ραγδαία
άνθηση111 λόγω και του Ισπανικού Εμφυλίου. Το φαινόμενο αυτό συνοδεύεται και
από την άνοδο του αντισημιτισμού και του φιλοφασισμού στην Αργεντινή,
αποτέλεσμα ενός γενικότερου συντονισμού της αργεντινής δεξιάς με το ευρωπαϊκό
αντικομμουνιστικό κλίμα. Στον αντισημιτισμό συμβάλλει και η Καθολική Εκκλησία,
εδραιώνοντας έτσι τους ιδεολογικούς της δεσμούς με τη Δεξιά και τους Εθνικιστές.112
Και οι δύο πλευρές αλληλοεπηρεάζονται και η γίνονται πηγή έμπνευσης η μια για την
άλλη. Η στενή σύνδεση Εκκλησίας-Δεξιάς εκφραζόταν μέσω του τύπου, των ομιλιών
των κληρικών και τη δράση των οργανώσεών τους. Βασικός δίαυλος διαλόγου
στάθηκε το καθολικό περιοδικό Criterio που στη δεκαετία του 1930 αποκτά έναν πιο
φανατικό και μαχητικό χαρακτήρα, από τη στιγμή που η διεύθυνσή του περιέρχεται
στα χέρια μιας ακροδεξιάς και υπερσυντηρητικής ομάδας. Εκδότης του κατόπιν έγινε
ο Francheschi, από τους σημαντικότερους υποστηρικτές της Δεξιάς. Παρ’ όλα αυτά η
Καθολική Εκκλησία παρέμεινε επιφυλακτική απέναντι στην πλήρη ταύτισή της με
τους Εθνικιστές και διατήρησε τον παραδοσιακό της ρόλο, να μένει δηλαδή επίσημα
μακριά από την πολιτική.113 Κύριο ζήτημα για το οποίο ακολουθούσε πολιτική δράση
παρέμενε το ζήτημα της επαναφοράς της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα δημόσια
σχολεία. Πέρα από αυτό, αρκούταν σε γενικόλογες πολιτικές δηλώσεις. Η πιο
ενεργητική υποστήριξη ερχόταν από τη Δεξιά, σε μια προσπάθεια της τελευταίας να
κερδίσει τη συμπάθεια και τη συμμαχία της Εκκλησίας. Βασικό πεδίο στο οποίο οι
δύο πλευρές λειτουργούσαν από κοινού ήταν αυτό του λεγόμενου κοινωνικού
ζητήματος, όπου υπήρχε πλήρης ταύτιση απόψεων: στόχος ήταν η κοινή
καταπολέμηση κάθε αντίπαλης πολιτικής επιρροής (από τους Ριζοσπάστες ως τους
μαρξιστές). Τη σύμπλευση αυτή δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και το σύνθημα
των Εθνικιστών: «Dios, Patria, Hogar» («Θεός, Πατρίδα, Σπίτι»).114
110
Βλ. Sandra McGee Deutch, Counter Revolution in Argentina, 1900-1932, σελ. 102-105.
111
Με τον όρο «κομμουνισμός» εννοούσαν γενικότερα τους αντιπάλους της δεξιάς.
112
Στο πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής συχνά «κομμουνισμός» και «σημιτισμός» ταυτίζονταν.
113
Άλλωστε δεν είχε και λόγο να το κάνει, αφού το 1930 η εξουσία περνά στην εθνικιστική δεξιά με το
πραξικόπημα του Uriburu, εκπρόσωπου μιας συμμαχίας παλιών δεξιών Συντηρητικών και νέων
Εθνικιστών. Το νέο καθεστώς έχει σαφή φιλοκαθολικό χαρακτήρα. Ακολουθεί μια περίοδος 10
χρόνων που μένει γνωστή ως Decada Infama (Άτιμη Δεκαετία).
114
Για τη δράση και τη σύμπλευση Δεξιάς και Καθολικής Εκκλησίας στα 1930-1943 βλ. Ronald H.
Dolkart. «The Right in the Decada Infame», 1930-1943, στο Sandra McGee Deutch, Ronald H. Dolkart
(επιμ.), The Argentine Right, σελ. 65-99.
Σε όλην την περίοδο 1930-1940 η εξάπλωση του καθολικισμού είναι
αξιοσημείωτη. Χρονολογία-τομή για τον αργεντινό καθολικισμό ήταν το 1934,
χρονιά που διεξήχθη το Διεθνές Συνέδριο Θείας Ευχαριστίας. Το συνέδριο αυτό
σηματοδότησε την έναρξη της γρήγορης εξάπλωσης της Καθολικής Εκκλησίας,
διαδικασία που πήρε το χαρακτηρισμό «επανακαθολικοποίηση» της αργεντινής
κοινωνίας. Η εξάπλωση αυτή πήρε διαστάσεις κυρίως μεταξύ της νεολαίας και
φορέας της υπήρξαν οι οργανώσεις της Accion Catolica Argentina ( A.C.A.). Η
A.C.A. φιλοδοξούσε να αποτελέσει την επέκταση της επίσημης εκκλησίας στην
κοινωνία, να συντελέσει στον εκχριστιανισμό της κοινωνίας αυτής με παρεμβάσεις σε
όλους τους χώρους (εργοστάσια, γραφεία κ.ά.). Στόχος της δράσης της A.C.A. λοιπόν
ήταν να επιστρέψουν στους κόλπους της εκκλησίας οι μάζες που κινδύνευαν από
εκκοσμικευτικά δόγματα και να διαχυθεί η εκκλησία στην ευρύτερη κοινωνική ζωή.
Από το 1934, με αφορμή το Διεθνές Συνέδριο Θείας Ευχαριστίας, ξεκινά αυτή η
θεσμική εξάπλωση της Καθολικής Εκκλησίας, εξάπλωση που είχε κυρίως αστεακό
χαρακτήρα. Η διαδικασία αυτή βοηθήθηκε και από την εσωτερική μετανάστευση
μαζών πιστών καθολικών από την ύπαιθρο προς τις πόλεις (και κυρίως το Μπουένος
Άυρες). Παράλληλα, η Καθολική Εκκλησία στρέφεται και προς τις νέες τάξεις
(παιδιά μεταναστών κλπ.), ενώ ενισχύει τους δεσμούς της και με τις αστικές μεσαίες
τάξεις, κυρίως μέσω της εκπαίδευσης, καθώς τα περισσότερα ιδιωτικά σχολεία
διευθύνονταν από Καθολικούς. Βάση όλης αυτής της προσπάθειας αποτέλεσαν, όως
είπαμε. Οι οργανώσεις της Accion Catolica. Πάντως, όσον αφορά την εργατική τάξη,
η επιρροή της Accion Catοlica υπήρξε μικρή (μόνο 11% των μελών της ανήκαν στην
εργατική τάξη), κάτι που δείχνει ότι δεν κατάφερε η Εκκλησία να ανταγωνιστεί την
Αριστερά. Μια εκ νέου προσπάθεια για προσέλκυση βιομηχανικών εργατών γίνεται
το 1941, με την ίδρυση της Juventud Obrera Catolica (Νεολαία Καθολικών
Εργατών). Η οργάνωση αυτή έδρασε κυρίως σε Μπουένος Άυρες και Λα Πλάτα και
διατήρησε αυστηρά εργατική σύνθεση.115
Ώθηση επίσης στην εξάπλωση του καθολικισμού παρέχει και μια νέα παπική
εγκύκλιος το 1931 με τίτλο Quadragesimo Anno (40η επέτειος της εγκυκλίου του
1891 Rerum Novarum). Η εγκύκλιος αυτή επαναλάμβανε τις θέσεις του Rerum
Novarum, επαναδιατύπωνε δηλαδή τις βασικές καθολικές αρχές περί κοινωνικής
δικαιοσύνης, με μια καινοτομία: η νέα εγκύκλιος υποστήριζε ένα πιο παρεμβατικό

115
Για την περίοδο της αναβίωσης του καθολικισμού στην Αργεντινή βλ. Austen Ivereigh, Catholicism
and Politics in Argentina, σελ. 73-99.
κράτος για την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Η εγκύκλιος
Quadragesimo Anno άσκησε ισχυρή ιδεολογική επίδραση στους εθνικιστικούς
κύκλους.116 Τέλος, η εξάπλωση της επιρροής του καθολικισμού φαίνεται και από
άλλα στοιχεία: οι ενορίες στο Μπουένος Άυρες αυξήθηκαν από 39 το 1929 σε 105 το
1939. Επίσης τα μέλη της Accion Catolica από 20.000 το 1933 έγιναν 80.000 το
1940, για να φτάσουν τις 100.000 το 1943.117
Σε γενικές γραμμές, μέχρι τη δεκαετία του 1940 η Καθολική Εκκλησία βλέπει την
επιρροή της να μεγεθύνεται και τη θεσμική της παρουσία να αναγεννιέται. Ο
Κοινωνικός Καθολικισμός, ο Καθολικός Εθνικισμός εξέφραζαν διάφορες απόπειρες
να διαχυθεί ο καθολικισμός σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η Καθολική Εκκλησία
ανέπτυξε μια στρατηγική συμμαχιών με τη Δεξιά, τους Εθνικιστές και το Στρατό, ενώ
οι διάφορες οργανώσεις της σκόπευαν να επιτύχουν μια μόνιμη πολιτική παρουσία σε
όλο το φάσμα των κοινωνικών τάξεων (ίδρυση οργανώσεων, συνδικάτων,
εφημερίδων, περιοδικών κλπ.). Ο Εθνικισμός υιοθετήθηκε από τους εκκλησιαστικούς
κύκλους ως εναλλακτική σε φιλελευθερισμό και κομμουνισμό. Θα μπορούσε μάλιστα
κανείς να ισχυριστεί ότι ο διάλογος Εθνικιστών και Καθολικών προέκυψε κυρίως από
την κοινή τους απέχθεια προς φιλελευθερισμό-κομμουνισμό. Ο διάλογος αυτός είχε
σαν αποτέλεσμα έναν ιδιότυπο αργεντίνικο εθνικισμό, βασισμένο σε ρίζες λατινικές
και καθολικές, φεντεραλιστικό κι όχι τόσο φασιστικό. Η Καθολική Εκκλησία
αναδεικνύεται πλέον μαζί με το Στρατό ως υπερασπιστής αυτής της λατινικής,
καθολικής, αργεντινής, παραδοσιακής κληρονομιάς. Στρατός και Καθολική Εκκλησία
αναζητούσαν στηρίγματα ο ένας στον άλλο. Η διαδικασία αυτή λαμβάνει χώρα σε μια
χρονική συγκυρία, κατά την οποία κύρια στοιχεία στην Αργεντινή είναι η αίσθηση
αποτυχίας της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η άνοδος του
εθνικισμού, η εμφάνιση του Στρατού στο προσκήνιο ως αυτόνομη πολιτική δύναμη
και η ανάδυση του εργατικού κινήματος. Η πόλωση που ακολουθεί έχει σαν
κοινωνικές συνέπειες την εμφάνιση και προβολή του Στρατού και της Εκκλησίας ως
φύλακες του Έθνους, καθώς και τη συνακόλουθη εδραίωση του αργεντινού
Εθνικισμού ως μια από τις ηγεμονικές πολιτικές δυνάμεις.118 Τέλος, η αίσθηση
δύναμης που αποκτά η Εκκλησία την ίδια περίοδο έχει ως αποτέλεσμα να

116
Βλ. David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 114.
117
Βλ., ό.π., σελ. 101.
118
Βλ. Michael A. Burdick, For God and the Fatherland. Religion and Politics in Argentina, σελ. 38-
39 και Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 103-122.
αναζωπυρωθεί η πάλη ενάντια στην κοσμική εκπαίδευση και να φουντώσει το αίτημα
για επαναφορά του κληρικιστικού ελέγχου στη δημόσια εκπαίδευση.

Γ) Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΕΡΟΝΙΣΜΟΣ

Από τη δεκαετία του 1930 ξεκινά ουσιαστικά η περίοδος της σύγχρονης


Αργεντινής. Μετά το πραξικόπημα Uriburu (1930), η δεκαετία που ακολουθεί
χαρακτηρίζεται από την οριστική παρακμή του φιλελευθερισμού και την πολιτική
κυριαρχία του Εθνικισμού. Πρόκειται για μια δεκαετία αδύναμων κυβερνήσεων,
δικτατοριών και διαφθοράς, γνωστή ως Decada Infame (Άτιμη Δεκαετία). Ο
καθολικισμός αναδεικνύεται σε μια από τις κυριότερες συνιστώσες του Εθνικισμού.
Ο ίδιος ο Uriburu είχε ιδέες έντονα επηρεασμένες από τον καθολικό
σχολαστικισμό.119 Η διεξαγωγή του Διεθνούς Συνεδρίου Θείας Ευχαριστίας το 1934
στο Μπουένος Άιρες κορυφώνει μια διαδικασία αναγέννησης του καθολικισμού. Η

119
Βλ. David Rock, «Argentina 1930-1946», στο Leslie Bethell (επιμ.), Argentina since Independence,
σελ. 179.
πολιτική φιλοσοφία του σχολαστικισμού βρέθηκε στο απόγειό της και συναντήθηκε
με το εθνικιστικό ρεύμα. Στον πυρήνα του σχολαστικισμού βρισκόταν μια ιδέα,
σύμφωνα με την οποία «ο σκοπός της κυβέρνησης είναι να ‘υπηρετεί’ το ‘δημόσιο’ ή
‘κοινό καλό’ και [οι οπαδοί του] όριζαν την ανθρώπινη κοινωνία μέσω των
πνευματικών και κορπορατιστικών όρων που βρίσκονταν στον πυρήνα του
συντηρητικού καθολικισμού, απορρίπτοντας το φιλελευθερισμό γιατί αντιμετώπιζε την
ανθρωπότητα μέσα από λαθεμένους ατομικιστικούς όρους και τον κομμουνισμό
εξαιτίας του αθεϊσμού και του υλισμού του».120
Η παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 επηρεάζει και την
Αργεντινή. Όμως καταφέρνει σχετικά εύκολα να την ξεπεράσει και από τα τέλη της
δεκαετίας φαίνονται σημάδια οικονομικής ανάρρωσης. Αυτή συνεπάγεται και μια
τάση επιστροφής σε ένα πιο φιλελεύθερο πολιτικό κλίμα, τάση που συνοδεύεται από
μια νέα προσπάθεια φιλελευθεροποίησης της πολιτικής ζωής στην Αργεντινή. Η
προσπάθεια αυτή θα ανακοπεί με το ξέσπασμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου και τη
δυναμική επάνοδο των Εθνικιστών με το πραξικόπημα του 1943 ενάντια στην
κυβέρνηση Ortiz (1938-1942).
Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις
στην Αργεντινή γιατί προκάλεσε το λεγόμενο «ζήτημα της ουδετερότητας». Ιδιαίτερα
μετά το πραξικόπημα του 1943 η πολιτική στην Αργεντινή υπήρξε αξεχώριστη από
το πλαίσιο του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η Αργεντινή διακηρύσσει Ουδετερότητα,
κάτι που προκαλεί τη διάρρηξη των σχέσεών της με τη δυτική Ευρώπη, σχέσεις που
μέχρι τότε υπήρξαν στενές και πολύπλευρες (οικονομικές, πνευματικές,
πολιτισμικές). Αυτή είχε σαν συνέπεια να αρχίσει μια έντονη περίοδος κατά την
οποία «ο πόλεμος προκάλεσε μια απελπισμένη αναζήτηση για μια νέα οικονομία που
να αντικαταστήσει την παλιά […] και τελικά οδήγησε στη γέννηση ενός νέου πολιτικού
κινήματος που γέμισε το κενό που είχε αφήσει η φιλελεύθερη ολιγαρχία».121 Το νέο
αυτό κίνημα ήταν ο περονισμός.
Το ζήτημα της Ουδετερότητας λοιπόν δίχασε βαθιά την αργεντινή κοινωνία και
είχε πολύ σημαντικές συνέπειες, αφού βοήθησε στο να ανοίξει ο δρόμος προς την
επικράτηση του περονισμού. Η κρίση που προκλήθηκε με αφορμή το ζήτημα αυτό
ήταν πολυδιάστατη (κοινωνική, οικονομική, πολιτική). Δεν είναι τυχαίο ότι
διχάστηκε σε σημαντικό βαθμό και η Καθολική Εκκλησία. Οι δυνάμεις που ήταν

120
Ό.π., σελ. 203.
121
David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 126
υπέρ της επέμβασης στο πλευρό των Συμμάχων (Ριζοσπάστες, Σοσιαλιστές κ.ά.)
δημιούργησαν ένα λόμπυ, το Accion Argentina και κατηγορούσαν τους οπαδούς της
ουδετερότητας για φιλοναζιστική πολιτική. Η θρησκευτική έκφραση του λόμπυ ήταν
το περιοδικό Orden Cristiano, που ήθελε να αναβιώσει το φιλελεύθερο μοντέλο της
Καθολικής Εκκλησίας (Iglesia Nacional, de Andrea), τάση που είχε από καιρό
περιθωριοποιηθεί. Αντίθετα, η κυρίαρχη τότε τάση του Καθολικού Εθνικισμού
υπερασπιζόταν την «ισπανικότητα» (hispanidad), ενάντια σε Κομμουνισμό
(Αθεϊσμό), Φιλελευθερισμό (Προτεσταντισμό), Φασισμό (Παγανισμό) μέσα από το
περιοδικό Sol y Luna. Βέβαια, και τα δύο περιοδικά ήταν ‘κοσμικά’ και η επίσημη
Καθολική Εκκλησία κράτησε αποστάσεις και από τα δύο. Από την πλευρά της, η
Accion Catolica Argentina αντιμαχόταν τη φιλελεύθερη θέση του Orden Cristiano
μέσα από το Criterio.
Γενικά, γινόταν προσπάθεια από τις πιο επίσημες εκφράσεις της Καθολικής
Εκκλησίας ώστε να αποφύγει η εκκλησία να εμπλακεί στην ιδεολογική διαμάχη
σχετικά με τον πόλεμο. Καταδίκαζε λοιπόν κάθε μορφή ολοκληρωτισμού και
ακραίου εθνικισμού.
Με το ξέσπασμα του πολέμου και τις οικονομικές του συνέπειες για την
Αργεντινή (λόγω και της απόφασής της για Ουδετερότητα) το φιλελεύθερο πρόταγμα
δέχτηκε το τελειωτικό του χτύπημα. Η Αργεντινή απομονώθηκε από τους Συμμάχους
και έχασε τις αγορές τους.122 Ακολούθησε οξύτατη πολιτική κρίση και βαθιά διαίρεση
των πολιτικών κομμάτων, με αποτέλεσμα την εκ νέου επέμβαση του Στρατού, μια
επέμβαση με ευρύτατη κοινωνική αποδοχή και υποστήριξη (κόμματα, συνδικάτα,
Εκκλησία κ.ά.).
Παράλληλα, στις αρχές της δεκαετίας 1940 οι οργανώσεις της A.C.A. και εν γένει
ο καθολικισμός βρίσκονται στο απόγειό τους. Πραγματοποιείται πλήθος
παρεμβάσεων με έρευνες και προτάσεις σχετικά με την κοινωνική και οικονομική
πολιτική και το Κράτος καλείται ανοικτά να αναλάβει πρωτοβουλίες και ρόλο. Η
αδυναμία της κυβέρνησης να προωθήσει την αναγκαία νομοθεσία μεγάλωσε την
επιθυμία της Καθολικής Εκκλησίας για λήψη έκτατων μέτρων. Ταυτόχρονα, σε μια
προσπάθεια να αποφύγουν την πολιτική απορρόφησή τους από τη συνεργασία τους
με τους Εθνικιστές, Καθολικοί ακτιβιστές δοκίμασαν το 1942 να ιδρύσουν ένα
πολιτικό κίνημα που πήρε το όνομα κίνημα Ανανέωσης (Renovacion). Το κίνημα
αυτό φιλοδοξούσε να υπερβεί τη διχοτομία που προκάλεσε ο πόλεμος και ήθελε να
122
Μέχρι το 1940 η Αργεντινή εξαρτιόταν οικονομικά από τη Μεγάλη Βρετανία.
χαράξει μια Καθολική «Τρίτη Θέση».123 Η φιλοδοξία όμως του κινήματος να
εξελιχθεί σε ισχυρό μεταπολεμικό κίνημα ματαιώθηκε από το πραξικόπημα του 1943
και τη συνακόλουθη άνοδο του Peron.
Η εποχή αυτή σήμανε την ενίσχυση των δεσμών Στρατού-Εκκλησίας μπροστά
στην αυξανόμενη κοινωνική αποσύνθεση και αποσταθεροποίηση. Οι ρόλοι τους
αναγνωρίζονταν ως παράλληλοι και αλληλοσυμπληρωματικοί: για το μεν Στρατό η
υπεράσπιση των θεσμών, για τη δε Εκκλησία η υπεράσπιση της «ηθικής τάξης». Και
για τους δύο δηλαδή η εγγύηση των θεμελίων της κοινωνίας. Το πραξικόπημα που
ακολούθησε λοιπόν είχε την υποστήριξη από το σύνολο της εθνικιστικής πτέρυγας,
Καθολικής και λαϊκής. Το νέο καθεστώς δε βασίστηκε αποκλειστικά στον Καθολικής
προέλευσης Εθνικισμό, αλλά σε έναν πιο ετερογενή, βασικά αντικομμουνιστικό.
Βέβαια, οι Εθνικιστές αξιωματικοί του G.O.U. (Grupo de Oficiales Unidos) που
έκαναν το πραξικόπημα είχαν έντονες καθολικές επιρροές, το ίδιο και οι διακηρύξεις
τους (επίλυση του «κοινωνικού ζητήματος», καθάρισμα της δημόσιας ζωής,
αποκατάσταση της ηθικής ακεραιότητας θεσμών κλπ.). Επίσης, σημαίνοντες
Καθολικοί κατέλαβαν διάφορα κυβερνητικά πόστα. Σε μια προσπάθεια να από-
πολιτικοποιήσουν τους θεσμούς, οι στρατιωτικοί διέλυσαν όλα τα κόμματα και τις
εθνικιστικές οργανώσεις. Τέλος, ο Στρατός αποκατέστησε τη θρησκευτική
εκπαίδευση με το Διάταγμα Θρησκευτικής Εκπαίδευσης.
Το Διάταγμα αφορούσε βέβαια μόνο τα δημόσια σχολεία. Η Καθολική Εκκλησία
από την πλευρά της δεν επαναπαύτηκε. Γνώριζε ότι το σχετικό διάταγμα όφειλε να
επικυρωθεί από το Κογκρέσο με την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού και δεν
αρκούσε η προκήρυξή του από μια Στρατιωτική Κυβέρνηση. Απλά η κίνηση αυτή
θεωρήθηκε ως μια τεράστια συμβολική νίκη της Καθολικής Εκκλησίας έναντι των
αντικληρικιστικών νόμων του 1884.
Η Στρατιωτική Κυβέρνηση όμως δεν κατάφερνε να ασκήσει κυβερνητική πολιτική
και απλώς περίμενε να λήξει ο πόλεμος. Αντίθετα, προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη
εχθρότητα και απομόνωση από τους Συμμάχους. Σταδιακά αποσύρεται και η
εκκλησιαστική υποστήριξη μέσω του κινήματος Renovacion. Έτσι, ξεκινά μέσα σε
αυτές τις ευνοϊκές γι’ αυτόν συνθήκες η άνοδος του Peron, αφού εκμεταλλεύτηκε
αυτό το κενό. Η Καθολική Εκκλησία με το κίνημα του Καθολικού Εθνικισμού δεν
κατάφερε για μια ακόμα φορά να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστική πολιτική δύναμη:
από τη μια ήθελε να επιτύχει μια ευρεία μεταρρύθμιση, από την άλλη όμως έδειχνε
123
Το κίνημα Renovacion επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τον Peron.
να διστάζει να εκμεταλλευτεί η ίδια τον κρατικό μηχανισμό μέσα από τη δημιουργία
νέων, ισχυρών πολιτικών συμμαχιών. Έτσι έμεινε έξω από τις πολιτικές εξελίξεις,
επιτρέποντας στον Peron να αναδειχθεί σε κύριο, αν όχι μοναδικό φορέα των
αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και εκφραστή των αιτημάτων της μεγάλης μάζας του
λαού της Αργεντινής.124
Στα 1943-1946 η χώρα κυβερνάται από το Στρατό και ο Εθνικισμός παρουσιάζει
νέα άνοδο, ιδιαίτερα στα εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας και του Στρατού. Ο
Peron στα χρόνια αυτά θα εκμεταλλευτεί το εθνικιστικό κλίμα για την άνοδό του
στην εξουσία το 1946. Αυτό στάθηκε εύκολο για τον ίδιο, στο βαθμό που και τα δύο
αυτά σώματα παρουσίαζαν εμφανή αδυναμία συγκρότησης μιας πολιτικής ικανής να
βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο και να κερδίσει την εμπιστοσύνη-υποστήριξη των
λαϊκών τάξεων. Όσο λοιπόν ο Peron σταδιακά στα 1943-46 αρχίζει να χτίζει
συμμαχίες, προκαλεί την ανησυχία μερίδας των Εθνικιστών.125
Το 1945 η Αργεντινή εισέρχεται στον πόλεμο με την κήρυξη του πολέμου σε
Γερμανία και Ιαπωνία. Την ίδια χρονιά ο Peron υπερισχύει πια καθαρά έναντι των
Εθνικιστών κερδίζοντας την πολύπλευρη υποστήριξη από Στρατό, εργατικές τάξεις
κλπ. Ενώ λοιπόν πρωταρχικά αναδύθηκε από τους κόλπους του εθνικιστικού
κινήματος, γρήγορα διαφοροποιήθηκε από αυτό, καθώς στη συνέχεια «στήριξε το
καθεστώς του στη λαϊκή υποστήριξη παρά στη δικτατορία και στόχος του δεν ήταν να
επαναφέρει μια πατριαρχία, αλλά να σφυρηλατήσει μια νέα κοινωνία βασισμένη στη
βιομηχανική ανάπτυξη και την υποστήριξη των εργατικών ενώσεων».126 Στις εκλογές
του 1946 πια ο Peron είχε χτίσει μια ισχυρή συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών
δυνάμεων συγκροτώντας το κόμμα Partido Laborista. Κυριότερος αντίπαλος των
περονιστών ήταν ένας συνασπισμός κομμάτων (Ριζοσπάστες, Σοσιαλιστές,
Κομμουνιστές, Συντηρητικοί), το Union Democratica. Η εκλογική του νίκη
συντελέστηκε και με τη συνδρομή της Καθολικής Εκκλησίας, με βάση την υπόσχεσή
του να επαναφέρει τη θρησκευτική εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία. Η κυριαρχία
του Peron λοιπόν στηρίχθηκε κυρίως σε μια συμμαχία Εκκλησίας-εργατικής τάξης-

124
Για την πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας 1930 μέχρι και την άνοδο του Peron
βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 123-142 και David Rock,
Authoritarian Argentina, σελ. 125-133.
125
Βλ. Richard J. Walter, «The Right and the Peronists, 1943-1955», στο Sandra McGee Deutch,
Ronald H. Dolkart (επιμ.), The Argentine Right, σελ. 103-104.
126
David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 126.
Στρατού και όχι στους Εθνικιστές, αντίθετα η εκλογική του νίκη σηματοδοτεί την
υποβάθμισή τους ως πολιτική δύναμη.127
Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Peron η Καθολική Εκκλησία συμπορεύεται
με το καθεστώς στη μεταρρυθμιστική του προσπάθεια. Ο Peron καταφέρνει να
κερδίσει την υποστήριξη της Εκκλησίας επικυρώνοντας το Διάταγμα για τη
Θρησκευτική Εκπαίδευση το 1947, ενώ δεν παρέλειψε να τοποθετήσει γνωστούς
Καθολικούς σε διάφορα πόστα. Ήταν φανερό δηλαδή ότι υιοθετούσε πολλές
συνιστώσες του καθολικισμού ως μέρος της στρατηγικής του για πολιτική
επικράτηση και ηγεμονία. Επίσης προσπάθησε να χτίσει δεσμούς με τα συνδικάτα,
κάτι που έκανε θετική εντύπωση στα στοιχεία του Κοινωνικού Καθολικισμού. Πιο
συγκεκριμένα, η γραμματεία του A.C.A. αντέδρασε θετικά στα κοινωνικά μέτρα του
Peron. Αντίθετα το μειοψηφικό ρεύμα της φιλελεύθερης Iglesia Nacional (περιοδικό
Orden Cristiano) ήταν εξαρχής αντιπερονικό. Μέχρι λοιπόν το 1949 και τη διακήρυξη
του Justicialismo o Peron είχε ενσωματώσει στο πρόγραμμά του πολλά στοιχεία της
καθολικής κοινωνικής σκέψης. Το επίσημο κρατικό δόγμα περιείχε μεγάλες δόσεις
καθολικισμού και κρεολισμού, κάτι που φαίνεται και από πολλά κείμενα της πρώτης
εκείνης περιόδου.128
Από τα τέλη του 1948 όμως ξεσπά νέα οικονομική κρίση και έντονη εργατική
κινητικότητα. Τότε παρατηρείται και μια στροφή στη στάση του Peron που
κορυφώνεται το 1949, με τη διαμόρφωση και διακήρυξη του λεγόμενου Justicialismo
ως νέου επίσημου κρατικού δόγματος. Το Justicialismo προβλήθηκε ως η «Τρίτη
Θέση», εναλλακτική σε φιλελευθερισμό και κομμουνισμό.129 Η κοινωνικοοικονομική
αναταραχή συνοδεύεται λοιπόν και από μια ιδεολογική στροφή του Peron προς την
αυταρχικότητα και την προσπάθεια πλήρους ελέγχου όλων των θεσμών από το
Κράτος. Παράλληλα, εντείνεται και η προπαγάνδα των περονιστών υπέρ μιας
κοινωνικής οργάνωσης βασισμένης στα συνδικάτα, ενώ επέρχεται και η πλήρης ρήξη
με τον Εθνικισμό.
Η πρώτη σημαντική διαμάχη με την Καθολική Εκκλησία ξέσπασε ακριβώς γύρω
από το ζήτημα των συνδικάτων. Ο Peron προσπάθησε να απομακρύνει τον
καθολικισμό από τα συνδικάτα, σύμφωνα με την αρχή ότι αυτά πρέπει να είναι
πολιτικά και θρησκευτικά «ουδέτερα» (δηλαδή περονικά). Ψηφίστηκε έτσι νόμος που

127
Για τις συμμαχίες κάθε πλευράς στις εκλογές του 1946 βλ. Richard J. Walter, «The Right and the
Peronist, 1943-1955», σελ. 103-110.
128
Βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 143-155.
129
Βλ. David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 161.
απαγόρευε σε ένα συνδικάτο να ανακηρύσσεται π.χ. Καθολικό, Σοσιαλιστικό κλπ.
Παρ’ ότι η νομοθεσία αυτή αναδείκνυε την κρατικιστική-κορπορατιστική τάση του
περονισμού, η διαμάχη δεν κατέληξε σε διάσπαση Καθολικών-Περονιστών.
Όταν όμως ο Peron άρχισε σταδιακά να επεκτείνει το κορπορατιστικό μοντέλο
των συνδικάτων (δηλ. τα συνδικάτα ως μέρος του Κράτους) και στην ευρύτερη
κοινωνία, η σύγκρουση με την Καθολική Εκκλησία έγινε πια αναπόφευκτη. Το πιο
απειλητικό σημάδι ότι το Κράτος επεκτεινόταν εις βάρος της Εκκλησίας ήταν η
δημιουργία και εφαρμογή του Justicialismo. Ο Peron με την ιδεολογία αυτή έκανε
απόπειρα να καταλάβει τον ηθικοπνευματικό χώρο της Εκκλησίας, χώρο που
θεωρούταν ότι ανήκε προνομιακά-μονοπωλιακά σε αυτήν. Η Εκκλησία τότε
θορυβήθηκε, γιατί αυτό θα σήμαινε ίσως την ηθική ανεξαρτητοποίηση του Κράτους
από το βασικό θεματοφύλακα-εγγυητή των εθνικών ηθικοπνευματικών αξιών,
δηλαδή την Εκκλησία. Η ανάδειξη του Justicialismo και η επιβολή του ως νέα
πολιτική θρησκεία πια εξέφραζε για την Εκκλησία την πρόθεση του περονισμού να
την υπονομεύσει και να την αντικαταστήσει ως ρυθμιστή της ηθικής ζωής
(Χριστιανικότητα).
Η διαδικασία αυτή έγινε σε διάφορες φάσεις και ήταν πολυδιάστατη: ίδρυση
παράλληλων, ανταγωνιστικών προς την Εκκλησία θεσμών, οικειοποίηση του
θρησκευτικού συμβολισμού και φαντασιακού, εξύψωση του Justicialismo ως
υπέρτατου κρατικού και κοινωνικού δόγματος. Η απόπειρα αυτή, σε συνδυασμό και
με την επιδείνωση της οικονομίας, την αυξανόμενη εργατική κινητικότητα και τη
στροφή του περονισμού στην αυταρχικότητα οδηγούν με αυξανόμενους ρυθμούς στη
διάρρηξη των σχέσεων Καθολικών-Περονιστών και τη διεύρυνση της εθνικιστικής-
Καθολικής αντιπολίτευσης και κριτικής, κάτι που θα αρχίσει να κλιμακώνεται
επικίνδυνα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950.130
Από το 1951 ως το 1954 η πόλωση μεταξύ περονιστών-αντιπερονιστών γίνεται
εντονότερη και βαθύτερη. Μετά από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα για την
ανατροπή του Peron το 1951 παρατηρείται έκρηξη της περονιστικής προπαγάνδας και
καταστολής, ενώ σταδιακά αποκόπτονται οι δεσμοί του καθεστώτος με την
Εκκλησία. Ενώ γενικά μέχρι τώρα η υποστήριξη της επίσημης Εκκλησίας υπήρχε (σε
μεγάλο βαθμό βέβαια κριτική και υπό αναίρεση), μετά το 1951 η κριτική σκληραίνει
και σύσσωμη η Εκκλησία μετατοπίζεται στην αντιπολίτευση. Στο πλαίσιο αυτό
εντάσσεται και μια προσπάθεια εκ μέρους της Καθολικής Εκκλησίας για ανάπτυξη
130
Βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 155-162.
ανεξάρτητων μαζικών Καθολικών οργανώσεων και για ίδρυση
Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος131, ενώ συγχρόνως οι διάφορες οργανώσεις της
A.C.A. αναλαμβάνουν ανοικτή αντιπολιτευτική δράση (οργάνωση διαδηλώσεων
κλπ.).132
Η μέχρι τότε στάση της Εκκλησίας απέναντι στον Peron στηριζόταν στην
αντίληψή της ότι α) ο ίδιος αποτελούσε τη συνέχεια του πραξικοπήματος του 1943
και β) μπορούσε ενδεχομένως να επηρεαστεί η πολιτική του κι άλλο από τα ιδανικά
του καθολικισμού. Βέβαια η στάση απέναντι στο καθεστώς δεν ήταν σε καμία
περίπτωση ενιαία, αλλά διέφερε μεταξύ των διαφόρων ρευμάτων και τάσεων στο
εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας. Μέχρι το 1951 μόνο το φιλελεύθερο ρεύμα
ήταν εναντίον. Σταδιακά όμως και τα υπόλοιπα ρεύματα που μέχρι τότε τον στήριζαν
(Εθνικιστές Καθολικοί κ.ά.) πέρασαν στην αντιπολίτευση. Αξιοσημείωτη εξαίρεση
αποτέλεσε η Juventud Obrera Catolica που παρέμεινε πιστή στον περονισμό,
παλεύοντας παράλληλα ενάντια στις απολυταρχικές-γραφειοκρατικές τάσεις της
C.G.T. Τα διάφορα Καθολικά ρεύματα την περίοδο αυτή βρίσκονται σε έντονες
συζητήσεις μεταξύ τους κυρίως όσον αφορά τον περονισμό και τη φύση του μέσω
της επιθεώρησης Polemica. Στόχος του περιοδικού ήταν η συνένωση όλων των
τάσεων σε ένα κόμμα που να επαναδιεκδικήσει και να εγκολπωθεί τους Καθολικούς
ψηφοφόρους του Peron. Στο εξής η συζήτηση-διαμάχη στο εσωτερικό της Εκκλησίας
για τον περονισμό θα διατηρείται με αμείωτη ένταση. Άλλωστε η συζήτηση αυτή δε
θα περιοριστεί στους εκκλησιαστικούς κόλπους, αλλά θα απασχολήσει το σύνολο της
αργεντινής κοινωνίας για πολύ καιρό.133
Τα χρόνια 1954-55 σηματοδοτούν μια γενικευμένη σύγκρουση του περονικού
καθεστώτος με την Εκκλησία. Η σύγκρουση ξεσπάει μόλις το καθεστώς αρχίζει όλο
και πιο ανοικτά να εισβάλλει σε σφαίρες και τομείς που η Εκκλησία θεωρούσε
μονοπώλιό της. Ο Peron μέχρι τότε είχε αποφύγει να συγκρουστεί με την Εκκλησία
και σε κάθε διαμάχη αναζητούσε το συμβιβασμό, γιατί ήξερε ίσως ότι σε μεγάλο
βαθμό η πολιτική του νομιμοποίηση στηριζόταν και στην σύγκλισή του με την
Καθολική ηθική συναίνεση.

131
Μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο η Αγία Έδρα αρχίζει να υποστηρίζει τη δημιουργία και δράση
αυτόνομων Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική. Η ίδρυση
αντίστοιχου κόμματος στην Αργεντινή καθυστέρησε λίγο λόγω ακριβώς της αρχικής πρόσδεσης της
αργεντινής Εκκλησίας στον περονισμό μέχρι το 1950.
132
Βλ. David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 179.
133
Για τη στάση των διαφόρων ρευμάτων της Εκκλησίας απέναντι στον περονισμό κατά την περίοδο
αυτή βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 162-174.
Στα 1954-55 όμως η Καθολική Εκκλησία αποτελούσε έναν από τους λίγους
θεσμούς στον οποίο δεν είχε κυριαρχήσει ο περονισμός. Η Κυβέρνηση τότε περνάει
μια σειρά νομοθετικών μέτρων (περιορισμός της θρησκευτικής διδασκαλίας,
νομιμοποίηση διαζυγίου και πορνείας), ενώ από τους λόγους του ίδιου του Peron
προέκυπτε η πρόθεση για χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας.134 Η προσπάθεια αυτή
υποβιβασμού του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας και περιθωριοποίησής της
προκάλεσε την αντίδρασή της, προερχόμενη κυρίως από τη βάση της. Η αντίδραση
πήρε ποικίλες μορφές, με κυριότερες το λεγόμενο «πόλεμο των φυλλαδίων» και τη
δημιουργία Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Την περίοδο αυτή και με δεδομένη
την πλήρη κυριαρχία του περονισμού στο οργανωμένο εργατικό κίνημα (μέσω της
C.G.T.) η Εκκλησία μετατράπηκε στο «τελευταίο καταφύγιο για τους αντιπάλους του
Peron [και] κέντρο για τα σχέδια ανατροπής του».135
Η απειλή που αισθανόταν πλέον από το καθεστώς ώθησαν την Καθολική
Εκκλησία σε ενεργή και ανοικτή αντιπολιτευτική δράση και σε μεγάλο βαθμό
συντέλεσε αποφασιστικά στην πτώση του Peron. Ενώ η εκκλησιαστική ιεραρχία
(επίσκοποι κλπ.) διεπόταν από πνεύμα συμβιβασμού, η μαχητική πτέρυγα κλιμάκωνε
την αντίδρασή της μέσα από τις οργανώσεις της A.C.A. και τον «πόλεμο των
φυλλαδίων».136 Η σύγκρουση κορυφώνεται το 1955 με τη διοργάνωση διαδήλωσης
περίπου 250.000 ατόμων με αφορμή τη θρησκευτική γιορτή του Corpus Cristi. Τότε
ακριβώς είναι που η σύγκρουση χάνεται από τον έλεγχο και των δυο πλευρών και
παίρνει βίαιο, αιματηρό χαρακτήρα. Ο όγκος της διαδήλωσης φαίνεται ότι θορύβησε
τους περονιστές, γιατί ακολούθησε κύμα καταστολής, διώξεων και φυλακίσεων. Τα
μέτρα αυτά μάλιστα προκάλεσαν τον αφορισμό του ίδιου του Peron από τον Πάπα,
ενώ οι περονιστές απάντησαν με ενέργειες όπως το κάψιμο εκκλησιών. 137 Η
κατάσταση στη συνέχεια όδευε προς εκτόνωση και συμβιβασμό με την παρέμβαση
του Peron και την πρόταση συμφιλίωσης. Ενώ όμως η ιεραρχία φαινόταν δεκτική
στην πρόταση, ο κλήρος την απέρριψε, καλώντας μάλιστα το Στρατό σε επέμβαση
μέσω φυλλαδίων.
Έτσι λοιπόν, η ήδη σοβούσα κρίση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας κορυφώνεται
στα 1955 με συγκεντρώσεις εκατέρωθεν, συγκρούσεις, πόλεμο προπαγάνδας και

134
Βλ. David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 179.
135
Ό.π., σελ. 179.
136
Πόλεμος προπαγάνδας μεταξύ του ελεγχόμενου από το Κράτος τύπου και Καθολικών φυλλαδίων-
προκηρύξεων που κυκλοφορούσαν χέρι-χέρι.
137
Βλ. David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 180.
διώξεις. Στην κατάσταση αυτή θα δώσει τέλος το πραξικόπημα που θα γίνει στην
(παραδοσιακά φιλοκαθολική) Κόρδοβα. Το στρατιωτικό πραξικόπημα θα πάρει το
όνομα Revolucion Libertadora και πραγματοποιήθηκε από μια ετερόκλητη συμμαχία
(φιλελεύθεροι, Καθολικοί Εθνικιστές κ.ά.) με ηγέτη το στρατηγό Lonardi,
εκπρόσωπο της Καθολικής-Εθνικιστικής πτέρυγας, κάτω από το σύνθημα «Dios es
Justo» (Ο Θεός είναι Δίκαιος).
Το πραξικόπημα λοιπόν πραγματοποιήθηκε από την πρόσκαιρη συμμαχία δύο
ρευμάτων: των Καθολικών κύκλων (Lonardi, Lagos) και των φιλελεύθερων
(Aramburu). Τα πολιτικά κόμματα φαίνεται ότι είχαν ισχνό ρόλο στην πτώση του
Peron, αντίθετα πρωταγωνιστές υπήρξαν ο Στρατός και οι Καθολικοί-Εθνικιστικοί
κύκλοι, ενώ το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα ( P.D.C.) δεν είχε μεγάλη ανάμειξη.
Ο Peron από την πλευρά του φαίνεται ότι προχώρησε σε μοιραίο λάθος, όταν
υιοθέτησε μια επιθετική πολιτική απέναντι στην Καθολική Εκκλησία, αν και συνεχώς
τόνιζε στους λόγους του ότι αντιμέτωποί του ήταν συγκεκριμένοι, μεμονωμένοι
κληρικοί και όχι η Εκκλησία καθαυτή. Η Εκκλησία ήταν φυσικό να προσπαθήσει να
προασπίσει με κάθε τρόπο τα κοινωνικοπολιτικά της συμφέροντα και προνόμια.
Θεώρησε πως ο Peron σκόπευε να υποτάξει τα θρησκευτικά κοινωνικά ιδεώδη στους
κρατικούς σκοπούς, να χρησιμοποιήσει την Καθολική Εκκλησία υπέρ του
περονισμού, με άλλα λόγια δηλαδή να υποκαταστήσει την ηθική και πολιτισμική
ηγεμονία της Εκκλησίας. Η προσπάθεια για την πραγμάτωση αυτών των στόχων
φαίνεται ότι συντέλεσαν αποφασιστικά στην πτώση του.138

138
Για τη στάση της Καθολικής Εκκλησίας την περίοδο του Peron και τη σύγκρουσή της με το
καθεστώς βλ. Michael A. Burdick, For God and the Fatherland, σελ.45-76, Austen Ivereigh,
Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 175-183 και David Rock, Authoritarian Argentina, σελ.
179-182.
Δ) Η ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ PERON ΚΑΙ Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΥ

Η Revolucion Libertadora κατάφερε να ρίξει την κυβέρνηση Peron, αλλά όχι και
να εξαλείψει το κίνημα του περονισμού, που είχε πλέον ριζώσει σε μεγάλα τμήματα
του λαού της Αργεντινής. Το πολιτικό κενό που ακολούθησε προκάλεσε σοβαρή
κρίση που η στρατιωτική κυβέρνηση δυσκολευόταν να χειριστεί. Πολύ γρήγορα η
φιλελεύθερη πτέρυγα με εκπρόσωπο τον Aramburu ανατρέπει το Lonardi και η
πόλωση στην Αργεντινή μεταξύ περονιστών-αντιπερονιστών λαμβάνει όσο περνούν
τα χρόνια διαστάσεις εμφυλίου.
Η συμμαχία λοιπόν Καθολικών-Φιλελεύθερων δεν κράτησε πολύ. Μετά την
πτώση του Peron η οργανωμένη εργατική τάξη παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό πιστή
στον περονισμό. Από τη στιγμή που η Εκκλησία έβλεπε πια ότι αδυνατούσε να τον
ανταγωνιστεί στα εργατικά στρώματα πρόσεχε ώστε να δείχνει, αν όχι πιστή,
τουλάχιστον σεβασμό στα περονικά ιδεώδη, ώστε να μην αποξενωθεί κι άλλο από
την εργατική τάξη. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση διακήρυττε ότι, αν και υποστήριξε
την πτώση του ίδιου του Peron, αυτό δε σήμαινε ότι ταυτιζόταν με την καπιταλιστική
τάξη και τασσόταν υπέρ της επανασυμφιλίωσης και της επιστροφής στη
συνταγματικότητα. Γενικά, η πλευρά του στρατηγού Lonardi ήταν μετριοπαθής
σχετικά με τον περονισμό. Όμως η νέα κυβέρνηση μάταια προσπαθούσε να
ισορροπήσει ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πτέρυγες (ακραίοι αντιπερονιστές, δεξιοί
περονιστές, δεξιοί εθνικιστές κλπ.).
Η επιμονή του Lonardi για ελεύθερες εκλογές, με τη συμμετοχή και των
περονιστών, καθώς και άλλα ζητήματα (π.χ. όσον αφορά τα συνδικάτα) οδήγησαν
στην ανατροπή του από τους ακραίους αντιπερονιστές φιλελεύθερους.
Με τον Aramburu (1955-1958) έγινε προσπάθεια για την «παλινόρθωση» ενός
καθαρά φιλελεύθερου κράτους. Αμέσως, Καθολικοί και Εθνικιστές τέθηκαν στο
περιθώριο και κατηγορήθηκαν ως υπεύθυνοι για την άνοδο του Peron. Με την
ανάληψη της εξουσίας από τον Aramburu ξεκινά η περίοδος της
αποπερονοποίησης, δηλαδή μια περίοδος μαχητικού φιλελεύθερου
αντιπερονισμού, γνωστή ως gorilismo. Ακολούθησαν απαγόρευση των
περονιστικών κομμάτων και εκκαθαρίσεις σε κάθε περονιστική οργάνωση.
Ουσιαστικά, ο περονισμός ως κίνημα και ως πολιτική ιδεολογία τέθηκε εκτός
νόμου.
Η Καθολική Εκκλησία μπροστά στη νέα κατάσταση βρέθηκε και πάλι
απροετοίμαστη και διαιρεμένη. Η μεγάλη πλειοψηφία των Καθολικών αντέδρασε
στην πολιτική του gorilismo και μάλιστα πολλές φορές βίαια. Οι οργανώσεις που
διατηρούσαν στενούς δεσμούς με το εργατικό κίνημα και τις κατώτερες τάξεις (π.χ. η
Juventud Obrera Catolica) και το Partido Democrata Dristiano (P.D.C.) καταδίκαζαν
τις επιθέσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα και τον περονισμό και έδειχναν να
αισθάνονται άβολα, αφού δεν ήθελαν να συνδεθεί η συνεισφορά της Εκκλησίας στην
πτώση του Peron με τις πολιτικές διώξεις που ακολούθησαν από τον Aramburu.
Παράλληλα, μέσα σε αυτές τις πολιτικές συνθήκες και με αφορμή την
αποπερονοποίηση αναζωπυρώθηκε η διχοτόμηση μεταξύ Φιλελεύθερων και
Εθνικιστών Καθολικών. Οι φιλελεύθεροι του P.D.C. συμβιβάστηκαν τελικά με την
πολιτική του gorilismo με βάση την εξής στρατηγική: για να χτίσει το P.D.C. μια
ευρεία διαταξική βάση ήταν απαραίτητο να αποσπάσει τα εργατικά στρώματα από
τον περονισμό και να τα ενσωματώσει σε ένα χριστιανικό κόμμα. Πάντως, ένα τμήμα
των Χριστιανοδημοκρατών παρέμεινε πιστό στον περονισμό, αρνούμενο να τον
καταδικάσει ως φασισμό. Η πολιτική αυτή του P.D.C. το ταύτισε στη συνείδηση των
εργατικών τάξεων με τη φιλελεύθερη πολιτική και του δημιούργησε σοβαρά
προβλήματα πολιτικής επιβίωσης.139
Η Αργεντινή λοιπόν μετά την πτώση του Peron και την περιθωριοποίηση
Καθολικών και Εθνικιστών προσπαθεί με βίαιο και απότομο τρόπο να επανέλθει στο
φιλελεύθερο οικονομικό σύστημα. Στις εκλογές του 1957 όμως επικρατεί ο Frondizi
με κύριες αναφορές στην παράδοση των Ριζοσπαστών (Yrigoyen). Αυτό σήμαινε
εκτός των άλλων και την αποτυχία της προσπάθειας Aramburu για αποπερονοποίηση.
Την ίδια περίοδο η Καθολική Εκκλησία κερδίζει μεγαλύτερη αυτονομία ως θεσμός
και βλέπει τις εκκλησιαστικές οργανώσεις να εξαπλώνονται. Ο Frondizi
συμμερίστηκε πολλές από τις καθολικές αξίες, έχοντας βέβαια και σαν στόχο την
περιθωριοποίηση του πρωτοεμφανιζόμενου και ανταγωνιστικού P.D.C. Η εκλογή του
λοιπόν στηρίχθηκε και από τους Καθολικούς. Κατά την περίοδο του Frondizi (1957-
1962) η Καθολική Εκκλησία γενικά πέτυχε να εδραιώσει την επιρροή του
καθολικισμού στη δημόσια ζωή: καταργήθηκαν οι νόμοι του patronato, το Κράτος
ανέλαβε πάλι το καθήκον να προστατεύει την Εκκλησία ως την υπέρτατη πνευματική
εξουσία επί της πλειοψηφίας των Αργεντινών. Τέλος, το ζήτημα της θρησκευτικής
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θεωρήθηκε αρμοδιότητα κάθε επαρχίας. Βρέθηκε
δηλαδή ένα modus vivendi που σιγά σιγά έκλεισε ένα μακροχρόνιο κύκλο πολιτικών
συγκρούσεων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας.
Όμως κατά τη δεκαετία του 1960 προκύπτουν άλλα ζητήματα που θα
προκαλέσουν εκ νέου τριβές και συγκρούσεις, αυτή τη φορά διαφορετικού
περιεχομένου. Το 1962 με την ανατροπή του Frondizi ξεκινά μια διαδικασία στροφής
σε ένα καθαρά δεξιό-φιλελεύθερο καθεστώς. Η στροφή αυτή επιχειρείται εν μέσω
διαρκών πολιτικών κρίσεων, πραξικοπημάτων και οικονομικής κρίσης.140 Στην
τεταμένη κατάσταση και την πολυδιάστατη κρίση της περιόδου φιλοδοξεί να δώσει
λύση το 1966 ένα νέο πραξικόπημα με επικεφαλής τον Ongania, με τίτλο-σύνθημα
Revolucion Argentina. Το καθεστώς είναι καθαρά αντιφιλελεύθερο και συντηρητικό,
με ισχυρή επιρροή και συμμετοχή Καθολικών και Εθνικιστών. Μπροστά όμως στο
τρομαγμένο αστικό-επιχειρηματικό μπλοκ, ο Ongania αναγκάζεται να απομακρύνει
Καθολικά κυβερνητικά στελέχη και να εκμηδενίσει τις όποιες επιρροές από ιδέες

139
Για την περίοδο της Revolucion Libertadora βλ. Austen Ivereigh, Catolicism and Politics in
Argentina, σελ. 183-194 και Paul Lewis, «The Right and Military Rule, 1955-1983», στο Sandra
McGee Deutch, Ronald H. Dolkart (επιμ.), The Argentine Right, σελ. 150-153.
140
Βλ. Paul Lewis, «The Right and Military Rule», 1955-1983, σελ. 157-161.
κοινωνικού χριστιανισμού, στρέφοντας σε μια πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση το
καθεστώς.141
Η περίοδος αυτή είναι πολύ σημαντική και για άλλους λόγους που σχετίζονται με
εξελίξεις στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και ευρύτερα κοινωνικές.
Την περίοδο 1966-1970 στην Αργεντινή (όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο)
παρατηρείται τεράστια άνοδος των λαϊκών κινημάτων. Γίνεται μάλιστα και η πρώτη
προσπάθεια σχηματισμού ενός διευρυμένου λαϊκού μετώπου αντιπολίτευσης στο
καθεστώς. Τότε αποκρυσταλλώνονται και οι πρώτες προσεγγίσεις μεταξύ
περονιστών, αριστερών και εθνικιστών.142 Επίσης, τη δεκαετία του 1960 κάνει τη
δυναμική της εμφάνιση μια νέα γενιά μαχητικών κληρικών και Καθολικών. Η νέα
αυτή γενιά διαμορφώνει ένα κοινωνικό ρεύμα που παίρνει τις διαστάσεις κινήματος
και αποκτά έναν ιδιαίτερο λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα. Τεράστια συμβολή στη
γέννηση και ανάπτυξη του κινήματος έχει η διεξαγωγή στο Medellin της Κολομβίας
του Δεύτερου Συμβουλίου του Βατικανού το 1968. Με βάση την ιδιαίτερη ερμηνεία
που δόθηκε στις αποφάσεις του Συμβουλίου η νέα γενιά εγκατέλειψε τον εθνικιστικό
πολιτικό λόγο-ιδεώδες της προηγούμενης (1930-40) και προσέγγισε ένα λόγο
αριστερό, αντι-ιμπεριαλιστικό, που πήρε το όνομα «Θεολογία της
Απελευθέρωσης».143
Ήδη από τα τέλη της δεκαετία του 1950 η Καθολική Εκκλησία σε όλη τη
Λατινική Αμερική έμπαινε σε μια φάση προοδευτικών αλλαγών. Μια μεγάλη μερίδα
προοδευτικών κληρικών τόνιζε όλο και πιο έντονα την επιτακτική ανάγκη να βρεθεί η
Εκκλησία κοντά στις φτωχές τάξεις. Ο ίδιος ο Πάπας άλλωστε συνηγορούσε σε κάτι
τέτοιο βλέποντας ότι ο προτεσταντισμός και ο μαρξισμός απειλούσαν πλέον την
καθολική επιρροή. Ήταν πια εμφανές πως η Καθολική Εκκλησία είχε απομακρυνθεί
από την πλειοψηφία της εργατικής τάξης των πόλεων, αλλά και της υπαίθρου. Στην
Αργεντινή η κατάσταση δε διέφερε, αντίθετα ερχόταν να προστεθεί σε μια εκρηκτική
κοινωνική και πολιτική διαμάχη μεταξύ περονιστών και αντιπερονιστών. Η πόλωση
αυτή δίχασε σε μεγάλο βαθμό και την Εκκλησία όπως είδαμε, με τη σύγκρουση που
προέκυψε όταν μερίδα κληρικών άρχισε ανοικτά να υποστηρίζει τον περονισμό.
Με αφορμή τη δημοσίευση μιας φιλοπερονιστικής διακήρυξης από κληρικούς
(Plan de Lucha) και την υποστήριξή τους στις κινητοποιήσεις των περονιστών
(καταλήψεις εργοστασίων, απεργίες κλπ.) αρχίζει μια οξύτατη πόλωση στους
141
Βλ. ό.π., σελ. 162-166.
142
Βλ. David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 211-213.
143
Για την περίοδο αυτή βλ. Austen Ivereigh, Catholicism and Politics in Argentina, σελ. 194-202.
κόλπους της Εκκλησίας, που συνοδεύτηκε από διώξεις κληρικών. Το πολεμικό κλίμα
κλιμακώνεται όταν απολύεται ένας ιερέας στην Κόρδοβα, λόγω της δημόσιας
υποστήριξής του στο Plan de Lucha. Το περιστατικό έγινε γνωστό σε όλην την
Αργεντινή και σηματοδότησε τον οριστικό διαχωρισμό της Εκκλησίας σε
προοδευτικές και συντηρητικές καθολικές δυνάμεις.
Οι συγκρούσεις αυτές ήταν σαφής ένδειξη της όλο και μεγαλύτερης στροφής
μέρους του κλήρου στον περονισμό. Η εσωτερική διαίρεση ήταν τόσο βαθιά, που το
όλο κλίμα χαρακτηρίστηκε «πόλεμος των Καθολικών». Η διαμάχη επικεντρώθηκε
κυρίως στις απαιτήσεις των προοδευτικών κληρικών προς τις Επισκοπές, απαιτήσεις
που σπάνια γίνονταν δεκτές, ενώ μάλιστα μερικές φορές οι Επίσκοποι
χρησιμοποιούσαν και τις αστυνομικές δυνάμεις ενάντια στους «αντάρτες». Το 1966
ξεκινά η κυκλοφορία του περιοδικού Cristianismo y Revolucion που επιχειρεί να
γεφυρώσει τη ριζοσπαστική πολιτική με τη θρησκεία, ενώ ένα άλλο περιοδικό με
τίτλο Tierra Nueva εξέφραζε το πνευματικό ρεύμα που ήταν υπέρ των αλλαγών μέσα
στην αργεντινή Εκκλησία.
Η διαδικασία αυτή πρέπει να συνδεθεί με το ευρύτερο πολιτικό κλίμα και τον
κοινωνικό αναβρασμό της εποχής στην Αργεντινή. Είναι μια εποχή που κυβερνά η
στρατιωτική κυβέρνηση Ongania και τα κόμματα είναι εκτός νόμου. Πολλά στελέχη
της κυβέρνησης είναι Καθολικοί Εθνικιστές και μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής
ιεραρχίας στηρίζει ανοικτά της κυβέρνηση στον αντικομμουνιστικό της σκοπό.
Τέλος, καταλύτης για τη συγκρότηση του αργεντινού κινήματος της «Θεολογίας της
Απελευθέρωσης» υπήρξε το φαινόμενο του περονισμού. Ο τελευταίος είχε
αποσυνδεθεί πια από το πρόσωπο του Peron και ένα μεγάλο μέρος του είχε
ριζοσπαστικοποιηθεί, ενώ φορέας του περονισμού ήταν μια νέα γενιά με αριστερές,
μαρξιστικές και πατριωτικές αναφορές. Η νέα αυτή γενιά συγκρότησε τη Juventud
Peronista και υιοθέτησε τα συνθήματα της λαϊκής κυριαρχίας και του εθνικού
σοσιαλισμού.144
Η μερίδα των προοδευτικών κληρικών που είχε εμπλακεί στον «πόλεμο των
Καθολικών» (1964-65) συνέχισε να συγκεντρώνεται σε ετήσιες συναντήσεις. Έτσι,
προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στις προϋπάρχουσες εσωτερικές συγκρούσεις,
ήρθαν να προστεθούν και οι ευρύτερες τάσεις σύνθεσης μαρξισμού-χριστιανισμού,

144
Για τις συνθήκες συγκρότησης του ρεύματος της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης» στην Αργεντινή
βλ. Michael A. Burdick, For God and the Fatherland, σελ. 110-136.
για να διαμορφωθεί ένα κίνημα, το «Movimiento de Sacerdotes para el Tercer
Mundo» ( M.S.T.M.-Κίνημα Κληρικών για τον Τρίτο Κόσμο).
Πιο συγκεκριμένα, το 1967 18 Επίσκοποι από υπανάπτυκτα κράτη δημοσίευσαν
μια « επιστολή προς τους λαούς του Τρίτου Κόσμου», στην οποία τους παρότρυναν
να αναλάβουν οι ίδιοι δράση για τη βελτίωσή τους και παράλληλα ασκούσαν κριτική
στη σύμπλευση της Καθολικής Εκκλησίας με τις ελίτ. Η επιστολή έμεινε γνωστή ως
«Το μήνυμα των 18 Επισκόπων του Τρίτου Κόσμου». Αυτή η ενέργεια έδωσε
καταλυτική ώθηση στον προοδευτικό αργεντινό κλήρο να συγκροτηθεί ως εθνικό
κίνημα. Αμέσως έστειλαν την επιστολή σε όλους τους κληρικούς για να την
υπογράψουν. Ο τύπος αποκάλεσε όσους την υπέγραψαν ως «Κληρικούς του Τρίτου
Κόσμου», αλλά οι επικεφαλής του υπό διαμόρφωση κινήματος προτίμησαν για τον
εαυτό τους τον τίτλο «Κληρικοί για τον Τρίτο Κόσμο».
Η επιχείρηση συλλογής υπογραφών είχε τεράστια επιτυχία και αμέσως
οργανώθηκε συνάντηση για την επίσημη συγκρότηση του κινήματος. Για το λόγο
αυτό στάλθηκε από τους κληρικούς επιστολή προς όλους τους Επισκόπους της
Λατινικής Αμερικής, επιστολή που θα αποτελέσει την πρώτη συλλογική διακήρυξη
του M.S.T.M. Εκεί αποτυπώνονταν οι βασικές προτάσεις της θρησκευτικής
αριστεράς: επιβεβαιωνόταν η πίστη στην Καθολική Εκκλησία, γινόταν απόρριψη
μιας ανάπτυξης βασισμένης απλά σε μεταρρύθμιση των καπιταλιστικών δομών και
προκρινόταν μια ριζική αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος.
Τον πρώτο χρόνο το M.S.T.M. δημοσίευσε πλήθος διακηρύξεων και επιστολών
και τα μέλη του συμμετείχαν σε απεργίες, διαδηλώσεις κλπ. Τα βασικά σημεία του
λόγου του M.S.T.M. ήταν μια ρητή διακήρυξη εχθρότητας προς το φιλελεύθερο
καπιταλισμό και μια αυτοκριτική για το μέχρι τώρα ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας,
ενώ επίσης δινόταν μάχη ενάντια στην αποικιακή κληρονομιά, τις παραδοσιακές ελίτ,
τη στρατιωτική κυβέρνηση και την εκκλησιαστική ιεραρχία. Από την πρώτη κιόλας
εμφάνισή του λοιπόν το M.S.T.M. εκπροσωπούσε τον προοδευτικό κλήρο και το
όραμά του για έναν νέο άνθρωπο και μια νέα, πιο δίκαιη κοινωνία. Τα βασικά
καθήκοντα που όφειλε να εκπληρώσει το κίνημα με τη δράση του ήταν: α) η ενεργή
συμμετοχή στην επαναστατική διαδικασία και β) η εξασφάλιση της συνεισφοράς της
επίσημης Εκκλησίας στον αγώνα αυτό.145
Το 1968, το M.S.T.M. πραγματοποιεί την πρώτη δημόσια εμφάνισή του με τη
διοργάνωση σιωπηλής διαδήλωσης στο Προεδρικό Μέγαρο. Η ενεργή του συμμετοχή
145
Βλ. ό.π., σελ. 136-141.
στους κοινωνικούς αγώνες στο εξής θα έχει σαν αποτέλεσμα να τραβήξει την
προσοχή, αλλά και την αντίδραση της Κυβέρνησης και της Καθολικής Εκκλησίας,
αφού δεν θα καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη παρά λίγων Επισκόπων.146
Το Μάιο του 1969 διεξάγεται το Δεύτερο Εθνικό Συνέδριο του M.S.T.M. στην
Κόρδοβα και καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: α) η χώρα βρίσκεται εν μέσω
επαναστατικής διαδικασίας, β) ο λαός είναι ο φορέας της επανάστασης και ο
περονισμός το μόνο αυθεντικό λαϊκό κίνημα, γ) οι φιλειρηνικές μέθοδοι έχουν
εξαντληθεί για τη συμμετοχή στην οικονομική ανοικοδόμηση της χώρας και δ) το
M.S.T.M. πρέπει να εμβαθύνει τη σχέση του με το λαό για να κατανοήσει καλύτερα
την επαναστατική διαδικασία. Παράλληλα, το κίνημα επεκτάθηκε οργανωτικά.
Τέλος, κυκλοφόρησε ένα κείμενο, στο οποίο καλούσε σε έναν λατινοαμερικάνικο
σοσιαλισμό.147
Οι πρώτες αυτές ενέργειες του κινήματος δεν γίνονται φυσικά στο κενό, αλλά
επιχειρούν να απαντήσουν σε μια ήδη τεταμένη κοινωνική κατάσταση. Οι κοινωνικοί
αγώνες-συγκρούσεις οξύνονται με διαδηλώσεις και εξεγέρσεις. Το M.S.T.M. μέσα σε
αυτό το κλίμα αισθανόταν άμεσα την ανάγκη να γειωθεί και να συμμετέχει στους
αγώνες αυτούς, υποστηρίζοντας απεργίες, δημοσιεύοντας επιστολές αλληλεγγύης
κλπ. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Ongania απαντούσε με καταστολή και διώξεις. Η
ένταση αυτή οδήγησε στη χειροτέρευση των σχέσεων του M.S.T.M. με τους
Επισκόπους, ενώ μέλη του κινήματος υπέστησαν τιμωρίες και αφορισμούς.
Το 1970 πραγματοποιείται το Τρίτο Εθνικό Συνέδριο του κινήματος στη Σάντα
Φε. Το M.S.T.M. μετρούσε ήδη δύο χρόνια πετυχημένης δράσης, επιτυχία όμως που
ενίσχυε και την εχθρότητα των αντιπάλων. Στις αποφάσεις του συνεδρίου περιελήφθη
και ένα ψήφισμα υπέρ της ελεύθερης επιλογής των μέσων του αγώνα κάθε μέλους
σύμφωνα με τη συνείδηση του καθενός. Επίσης έγινε προσπάθεια να στηριχθεί η
δράση του με βάση θεωρητικά-θεολογικά κριτήρια και αρχές. Τέλος, ξεκαθαρίστηκε
η πίστη των μελών στον περονισμό ως μέσο της επαναστατικής διαδικασίας και
σύνδεσής τους με το λαϊκό στοιχείο. Το Τρίτο Συνέδριο συμπίπτει με τη
ριζοσπαστικοποίηση του M.S.T.M. σε ένα ήδη ριζοσπαστικοποιημένο
κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή θα έχει όμως σαν
επακόλουθο την όλο και πιο συντηρητική στροφή των Επισκόπων.148

146
Για την τεράστια επίδραση της συνάντησης των Επισκόπων στο Medellin το 1968 όσον αφορά τη
διαμόρφωση και το χαρακτήρα του M.S.T.M. βλ. ό.π., σελ. 141.
147
Βλ. ό.π., σελ. 144-149.
148
Βλ. ό.π., σελ. 149-151.
Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή φυσικά δεν ήταν τυχαία, αλλά εντάσσεται σε ένα
ευρύτερο κλίμα κοινωνικής εκρηκτικότητας. Από τις αρχές του 1970 ξεκινά με την
εκτέλεση του Aramburu το αντάρτικο των Montoneros, του ένοπλου κλάδου των
περονιστών.149 Η δράση μιας σειράς αντάρτικων ομάδων συντελούσε στην αίσθηση
ότι η χώρα βρισκόταν κάτω από μια διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού,
αντίληψη που το M.S.T.M. είχε υιοθετήσει και την αναπαρήγαγε. Γρήγορα
καλλιεργήθηκαν σχέσεις με τους Montoneros, αντάρτικο που το αποτελούσαν
«κυρίως Καθολικοί που ισχυρίζονταν ότι είναι Σοσιαλιστές»150 και ήταν
αντικομμουνιστικό. Οι δεσμοί των δύο ομάδων ήταν αρκετά ισχυροί και οι σχέσεις
αμοιβαίες: «οι ηγέτες των Μontoneros είχαν στενούς δεσμούς με ομάδες ριζοσπαστών
καθολικών κληρικών που έκαναν την εμφάνισή τους την επομένη του Δεύτερου
Συμβουλίου του Βατικανού»151, δηλαδή με το M.S.T.M. Στην όλη προσπάθεια
συμβολή είχε και το περιοδικό Cristianismo y Revolucion, όπως έχουμε δει.
Μεταξύ 1968-1970 λοιπόν συντελείται η οργανωτική εξάπλωση και μαζικοποίηση
του M.S.T.M. με τη διαμόρφωση στρατηγικής και την υιοθέτηση πολλών αρχών της
πολιτικής αριστεράς. Μέχρι τότε το Βατικανό δεν καταδίκαζε το κίνημα, αλλά το
θεωρούσε ακραίο. Σταδιακά, αλλά πολύ σύντομα η ριζοσπαστικοποίησή του το
φέρνει σε ανοικτή σύγκρουση με το Κράτος και την εκκλησιαστική ιεραρχία, ενώ
στρέφει εναντίον του και τα Μ.Μ.Ε. της χώρας.
Από το 1970 και μετά η κατάσταση πολώνεται ακόμη περισσότερο και φτάνει στα
άκρα. Η μαχητικότητα του M. S.T.M. οξύνεται, το ίδιο και η παρενόχλησή του από
τις δυνάμεις ασφαλείας και τον Τύπο. Επίσης, η δράση των ανταρτών το φέρνει
συχνά σε δύσκολη θέση, γιατί πολλές φορές βρίσκεται ανάμεσα στις συγκρούσεις
Κράτους-ανταρτών. Το γεγονός ότι πολλοί κληρικοί μεμονωμένα διατηρούσαν
σχέσεις με τους Montoneros μεγάλωσε την αντίδραση κατά του M.S.T.M., ιδιαίτερα
μετά τη δολοφονία του Aramburu («aramburazo»), όταν ξεκινούν γενικευμένες μάχες
με τους αντάρτες. Η προϋπάρχουσα διαίρεση στην αργεντινή Εκκλησία
μετατοπίστηκε πλέον από τα θεωρητικά ζητήματα σχετικά με το ρόλο της στην
κοινωνική αλλαγή και επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο ζήτημα του
149
Πέρα από τους Montoneros υπήρχαν και άλλα περονιστικά αντάρτικα, οι Fuerzas Armadas
Peronistas ( F.A.P.- Ένοπλες Περονιστικές Δυνάμεις) και οι Fuerzas Armadas Revolucionarias (
F.A.R.-Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις). Επίσης δράση ανέπτυξαν το Ejercito Revolucionario del
Pueblo ( E.R.P.-Επαναστατικός Λαϊκός Στρατός) και το Partido Revolucionario de los Trabajadores (
P.R.T.-Επαναστατικό Κόμμα Εργατών). Από τα παραπάνω μόνο το ER.P. ήταν καθαρά μαρξιστικό
(τροτσκιστές).
150
David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 214.
151
Ό.π., σελ. 215.
M.S.T.M. Οι Επίσκοποι με τη σειρά τους διαιρέθηκαν, αφού μερικοί ανήκαν στους
συμπαθούντες του κινήματος. Η ιεραρχία καλούσε για ενότητα ακολουθώντας τις
οδηγίες του Βατικανού. Άλλωστε το M.S.T.M. είχε αναγνωριστεί επίσημα και το
σημαντικό ήταν να αποφευχθεί η πλήρης διάσπαση. Από την πλευρά του το κίνημα
διατήρησε επαφές με τους Επισκόπους με σκοπό να αποφύγει την περαιτέρω
κατακραυγή από τα Μ.Μ.Ε. Υποστήριζε μάλιστα ότι οι πράξεις του ήταν σύμφωνες
με τα κείμενα της Εκκλησίας, ιδιαίτερα όπως αυτά διακηρύχθηκαν από το Δεύτερο
Συμβούλιο του Βατικανού. Το Βατικανό βρέθηκε σε δύσκολη θέση: αρνιόταν να
καταδικάσει ή να λογοκρίνει το κίνημα και θεωρούσε το θέμα ως «εσωτερικό
ζήτημα».152
Το Τέταρτο Εθνικό Συμβούλιο του M.S.T.M. γίνεται το 1971 με κύριο θέμα
«Περονισμός και Σοσιαλισμός», εν μέσω συνεχιζόμενης βίας και διαδοχής
στρατιωτικών στην εξουσία. Η πολιτική βία κλιμακωνόταν με την εξάπλωση της
δράσης ανταρτών, παραστρατιωτικών και δυνάμεων ασφαλείας. Στο συνέδριο
διαμορφώθηκαν δύο στρατόπεδα: οι «περονιστές» και οι «σοσιαλιστές». Οι
συζητήσεις αφορούσαν κυρίως τον περονισμό και επικεντρώθηκαν στο αν θα πρέπει
να στηριχθούν στο Περονικό κόμμα για την υλοποίηση των στόχων τους.
Αποφασίστηκε τελικά να μην συνδεθούν επίσημα με το κόμμα των περονικών.
Δημοσιεύθηκε η «Διακήρυξη του Carlos Paz 1971» και στο τέλος έστειλαν
ευχαριστήριο τηλεγράφημα στον Πάπα, ευχαριστώντας τον για το κοινωνικό άνοιγμα
της Καθολικής Εκκλησίας που προωθούσε.153
Την ίδια στιγμή το κίνημα βρισκόταν σε όλο και πιο δύσκολη θέση. Με την
κλιμάκωση της πολιτικής βίας και βρισκόμενο εν μέσω εμφυλιοπολεμικών
συνθηκών, το M.S.T.M. γινόταν συχνότερα πια στόχος των δυνάμεων ασφαλείας.
Αυτό με τη σειρά του όξυνε και τη μαχητικότητα των κληρικών. Προσπάθησαν να
αντιδράσουν και να προφυλαχθούν ζητώντας την παρέμβαση του Πάπα και την
υποστήριξη των Επισκόπων, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μια καμπάνια στα Μ.Μ.Ε. για
τη στήριξη των θέσεων του κινήματος. Ο Τύπος όμως συνέχισε την αρνητική του
στάση προβάλλοντας κυρίως τους συντηρητικούς Επισκόπους και ζητώντας την
καταδίκη-τιμωρία του M.S.T.M., ενώ ακόμα και τα Καθολικά μέσα αντιμετώπιζαν τα
μέλη του κινήματος ως αιρετικούς.

152
Βλ. ό.π., σελ. 165-175.
153
Βλ. ό.π., σελ. 178-173.
Αντιμέτωπο με αυτό το πολεμικό κλίμα το M.S.T.M. διατύπωνε συνεχώς
καταδίκες της πολιτικής βίας και στρεφόταν περισσότερο προς την τακτική μιας μη
βίαιης συμμετοχής στην «επαναστατική διαδικασία», μη θεωρώντας πλέον τη βία ως
μονόδρομο για την κοινωνική αλλαγή. ‘Όμως οι εντεινόμενες και συντονισμένες
πιέσεις από ιεραρχία, Τύπο, Κράτος γιγαντώνονταν και το 1972 πια η ιδεολογική
απομόνωση του κινήματος από τον αργεντινό καθολικισμό έφτασε στο απόγειό της.
Την ίδια χρονιά διεξάγεται μέσα στις παραπάνω συνθήκες το Πέμπτο Εθνικό
Συνέδριο, όπου γίνεται προσπάθεια για μια ακόμα φορά να νομιμοποιηθεί η δράση
του απέναντι στην Εκκλησία.
Τώρα πια όμως η κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά εις βάρος των προοδευτικών
κληρικών. Οι αλλαγές που είχαν συμβεί ήταν συγχρόνως ιδεολογικές και τακτικής.
Το M.S.T.M. αντιμετώπιζε όλο και μεγαλύτερη εχθρότητα από Κράτος-Επισκόπους,
ενώ ήταν πλέον εμφανής ο κίνδυνος σχίσματος και επίσημων διώξεων. Παράλληλα,
παρουσιάστηκαν έντονες διαιρέσεις, κυρίως όσον αφορά τον περονισμό. Οι
εσωτερικές αυτές διαιρέσεις γιγαντώθηκαν, η απομόνωση διευρύνθηκε και μοιραία
το κίνημα διασπάστηκε σε τοπικές και ιδεολογικές φατρίες και διαμάχες, ενώ πολλοί
ηγέτες του δολοφονήθηκαν.154
Οι εκλογές του 1973 και η επιστροφή του Peron θα σημάνουν την αρχή του τέλους
του κινήματος.155 Οι προεδρικές εκλογές φέρνουν τη νίκη του κόμματος των
περονιστών με 49%, κόμματος βαθιά διαιρεμένου και ετερογενούς (Montoneros,
αριστερή νεολαία, συνδικαλιστές). Με την επιστροφή του Peron τον Ιούνιο του ίδιου
έτους ξεσπούν και πάλι συγκρούσεις, αυτή τη φορά μεταξύ αριστερών και δεξιών
περονιστών.156
Το M.S.T.M. πολύ γρήγορα απογοητεύεται με τον Peron και αρχίζει να έχει
αμφιβολίες ως προς τις προθέσεις του για την πολιτική που θα ακολουθήσει. Τον
Αύγουστο του 1973, στο Έκτο Εθνικό Συνέδριο συζητήθηκε η ενδοπερονιστική
πόλωση και οι νέες πολιτικές συνθήκες, το ποιά θα ήταν η στάση του κινήματος προς
την κυβέρνηση Peron και πώς θα αντιμετωπιζόταν η παρακμή και αποσύνθεση του
κινήματος, που ήταν πλέον εμφανής. Τα δύο στρατόπεδα (σοσιαλιστές-περονιστές)
συνέχιζαν την ιδεολογικοπολιτική διαμάχη. Οι δύο τάσεις είχαν ριζικά διαφορετικές
154
Για την αρχή του τέλους του M.S.T.M. βλ. ό.π., σελ. 187-192.
155
Από την εξορία όπου βρισκόταν, ο Peron συνδέθηκε με την περονιστική αριστερά (Juventud
Peronista) και υποστήριξε τη νεολαία. Η περονιστική νεολαία επηρεάστηκε από το αντάρτικό των
Montoneros και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις προεδρικές εκλογές (διοργάνωση μαζικών
συγκεντρώσεων κλπ.).
156
Για τις σχέσεις του ίδιου του Peron με το M.S.T.M. βλ. ό.π., σελ. 194-196.
κοσμοθεωρίες, κάτι που συνέβαλε και στην παρακμή του κινήματος. Η παρακμή
αυτή έγινε φανερή και από την αδυναμία του συνεδρίου να συντάξει μια διακήρυξη,
όπως συνέβαινε στις προηγούμενες συναντήσεις.
Το οριστικό τέλος του M.S.T.M. ήρθε όταν ο Peron διέλυσε τις αριστερές
οργανώσεις και κάθε ανεξάρτητη ομάδα. Κέρδισε έτσι την πολύτιμη υποστήριξη του
Στρατού και της C.G.T. ενάντια σε Montoneros, Juventud Peronista και M.S.T.M. Το
τελειωτικό χτύπημα στο κίνημα ήρθε όταν αυτό βρέθηκε στη μέση της διαμάχης
αριστερών και δεξιών περονιστών, μια κατάσταση δηλαδή που ήταν πέρα από τις
δυνάμεις του να τη χειριστεί. Ο επίλογος για το M.S.T.M. γράφεται το 1974 με το
τελευταίο συνέδριο, στο οποίο η συμμετοχή ήταν ισχνή και δεν κατέληξε σε κανένα
κείμενο. Την ίδια χρονιά με το θάνατο του Peron και την ανάληψη της εξουσίας από
τη χήρα του Isabel ο ανταρτοπόλεμος και οι συγκρούσεις μεταξύ των περονιστών
μαίνονταν. Η κατάσταση αυτή παίρνει τέλος το 1976 με την επέμβαση του Στρατού
και τη δικτατορία του Videla (1976-1983-Proceso de Reorganizacion Nacional).157

157
Bλ. David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 222-228 και Paul Lewis, The Right and Military
Rule, 1955-1983, σελ. 173-177.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο θρίαμβος του φιλελεύθερου πνεύματος στην υστεροαποικιακή Αργεντινή


υπονόμευσε σε αρκετές περιπτώσεις το «πνευματικό βασίλειο» της Καθολικής
Εκκλησίας. Η Εκκλησία πρόβαλλε τον εαυτό της ως την ηθική συνείδηση του Έθνους
(«το να είναι κανείς Αργεντινός σημαίνει να είναι Καθολικός»), κατά συνέπεια
διεκδικούσε και ρόλο στη διαμόρφωση της σωστής κοινωνικής οργάνωσης σύμφωνα
με τις καθολικές αξίες.
Τα ζητήματα που προκαλούσαν συνεχώς προστριβές ήταν λίγο πολύ σταθερά στο
χρόνο: το ζήτημα της συνταγματικής καθιέρωσης της Εκκλησίας, το δικαίωμα να
διδάσκει θρησκευτικά στα δημόσια σχολεία, τα ζητήματα της νομιμοποίησης του
διαζυγίου, της έκτρωσης, της πορνείας. Γενικά η στάση των Καθολικών προς το
σύγχρονο κράτος από τα μέσα του 19ου αι. και μετά εξαρτιόταν από τον πολιτικό
χαρακτήρα που έπαιρνε αυτό. Θα βρίσκονται απέναντί του, ασχέτως της πολιτικής
του μορφής (δικτατορία, δημοκρατία κλπ.) όποτε αυτό πρέσβευε προτάγματα
εκκοσμίκευσης και αντικληρικισμού.
Από την άλλη, η Καθολική Εκκλησία δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ένας
μονολιθικός, ούτε μονοδιάστατος οργανισμός. Περιείχε ένα πλήθος ρευμάτων και
πολλές φορές σύναψε συμμαχίες με κοσμικά κινήματα. Ιδιαίτερα στην Αργεντινή, η
Εκκλησία ως κοινωνικός θεσμός επηρεάζει και επηρεάζεται από την πολιτική ιστορία
της χώρας. Βασικά σημεία-καμπές στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας ήταν: α) ο
αντικληρικισμός της δεκαετίας του 1880 από το πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και
εκσυγχρονισμού, β) η συμμαχία και η ρήξη των σχέσεων με τον Peron στα 1954-55
και γ) η άνοδος της καθολικής αριστεράς με τη μορφή του M.S.T.M. στα 1968-73.
Η δεκαετία του 1880 συμπίπτει με την εξάπλωση της αργεντινής οικονομίας και
τη σύνδεσή της με την παγκόσμια αγορά. Είναι η εποχή που πολιτικά και πολιτισμικά
κυριαρχεί ο φιλελευθερισμός μέσω μιας φιλελεύθερης ολιγαρχίας και με τη λεγόμενη
«γενιά του ‘80» ως ιδεολογικός φορέας αυτής της πολιτικής θετικισμού,
εκκοσμίκευσης, εκσυγχρονισμού.158
Το φιλελεύθερο πρόγραμμα έφτασε στο απόγειό του με το Roca στα 1880, καθώς
μέχρι τότε το κράτος είχε ενδυναμωθεί αρκετά ώστε να πετύχει την αυτονόμησή του
από την ευρύτερη κοινωνία και να επιβάλει μια πολιτική εκκοσμίκευσης. Αυτή η
πολιτική εκ των πραγμάτων υπονόμευσε τον παραδοσιακό ρόλο της Καθολικής
Εκκλησίας. Η προσπάθεια της φιλελεύθερης ελίτ για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου
έθνους-κράτους προσέκρουσε στα προνόμια της Εκκλησίας και στις αξίες του
καθολικισμού, με αποτέλεσμα την πρώτη μείζονα σύγκρουση Κράτους-Εκκλησίας.
Στη διαμάχη αυτή νικητής αναδείχθηκε ο θετικισμός γιατί η Εκκλησία ήταν πολιτικά
αδύναμη και απομονωμένη. Η αντίδρασή της περιορίστηκε σε πρώιμες μορφές
πολιτική οργάνωσης: ίδρυση κόμματος, εξάπλωση των Καθολικών οργανώσεων,
έκδοση εφημερίδων-περιοδικών. Την ίδια εποχή, στο πλαίσιο της προσπάθειας για
την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας και γείωσής της στα κοινωνικά προβλήματα,
διαμορφώνεται και το κίνημα του Κοινωνικού Καθολικισμού.
Η περίοδος που ακολουθεί χαρακτηρίζεται από αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των
δύο μερών, αφού το ρήγμα που είχε ανοιχτεί δε μπορούσε να κλείσει εύκολα. Οι
νόμοι της δεκαετίας του 1880 σηματοδότησαν μια νέα εποχή στις σχέσεις Κράτους-
Εκκλησίας. Η προσπάθεια εξάπλωσης της κεντρικής κρατικής γραφειοκρατίας
διευρυνόταν όσο η αργεντινή κοινωνία περνούσε στην αστικοποίηση και όσο νέες
μάζες μεταναστών εισέρρεαν στην ύπαιθρο και τις πόλεις. Όσο συνεχιζόταν και
εντεινόταν ο μετασχηματισμός της Αργεντινής (αντικληρικισμός, φιλελευθερισμός,
μετανάστες, άνοδος μεσαίας και εργατικής τάξης), η Καθολική Εκκλησία προσέγγιζε
όλο και πιο πολύ τον Εθνικισμό και ταύτιζε το φιλελευθερισμό με τον υπέρτατο
εχθρό ( για να προστεθεί από το 1920 και ο κομμουνισμός). Ο Κοινωνικός
Καθολικισμός προσπάθησε να αποτελέσει την Καθολική λύση στα νέα κοινωνικά
προβλήματα, επιχειρώντας να προσεταιριστεί τους μετανάστες και τις γυναίκες μέσα
από τη δημιουργία συνδικάτων και Καθολικών οργανώσεων. Σε κάποιο βαθμό
158
Βλ. Sandra McGee Deutch, Counter Revolucion in Argentina, 1900-1932, σελ. 9-10.
μάλιστα αυτά τα νέα κοινωνικά δεδομένα ευνόησαν την Εκκλησία: προσπάθησε να
απαντήσει στις επιπτώσεις του φιλελευθερισμού και της εκβιομηχάνισης
εδραιώνοντας τον κοινωνικό της ρόλο, αφού παρουσιαζόταν ως ο υπερασπιστής της
εργατικής τάξης, εμφυσώντας σε αυτήν την Καθολική ηθική.
Πέρα από αυτά τα ζητήματα, κύριο σημείο τριβής εξακολούθησε να είναι η
Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση. Οι κυβερνητικές προσπάθειες αποπομπής του ρόλου
της Καθολικής Εκκλησίας από τη δημόσια εκπαίδευση την έσπρωξαν στην πολιτική
οργάνωση των Καθολικών.
Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. η Καθολική Εκκλησία αποτέλεσε τον
κυριότερο αντίπαλο-ανταγωνιστή του φιλελεύθερου εκκοσμικευτικού προγράμματος
της ελίτ. Από τη μια βάραινε η ήττα από την αντικληρικιστική νομοθεσία της
δεκαετίας του 1880, κάτι που συνιστούσε σταθερή πηγή δυσαρέσκειας. Από την άλλη
γιγαντώθηκαν τα κοινωνικά προβλήματα και διαμορφώθηκε μια νέα κοινωνική
πραγματικότητα, στην οποία η Εκκλησία όφειλε να προσαρμοστεί. Στα 1870-1914 η
μετανάστευση κορυφώνεται, ενώ στα 1914 πια σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού της
Αργεντινής αποτελείται από μετανάστες.159 Με την άνοδο των μαζών (εργατική τάξη,
μετανάστες, μικρομεσαία στρώματα), η κλασικός φιλελευθερισμός των
προηγούμενων ετών «μαζεύεται», πραγματοποιεί μια συντηρητική στροφή και ένα
τμήμα του προσεγγίζει την Καθολική Εκκλησία. Την ίδια στιγμή η Αργεντινή γίνεται
διεθνές πρότυπο φιλελεύθερης οικονομικής ανάπτυξης, μετά την εξάπλωση του
αγροτοκτηνοτροφικού εξαγωγικού τομέα, ενώ παράλληλα η μεγάλη μάζα των
μεταναστών συγκεντρώνεται κυρίως στα αστικά κέντρα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα
την αλλοίωση, παρακμή των παραδοσιακών κοινωνικών δομών και την άνοδο του
κοσμοπολιτισμού. Επακολούθησε η έντονη ανησυχία των ανώτερων τάξεων και
ταύτιση των προβλημάτων της νέας πραγματικότητας με τους μετανάστες, ενώ
συγχρόνως παρατηρείται εκρηκτική άνοδος του εργατικού κινήματος και εισαγωγή
σοσιαλιστικών και αναρχικών ιδεών.160
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την πολιτική κυριαρχία των Ριζοσπαστών με
τον Yrigoyen. Ο τελευταίος ξεκινά μια διαδικασία μεταρρυθμίσεων, όχι όμως και
ριζικών αλλαγών στην κοινωνικοοικονομική δομή. Εκφράζει τις νέες μικρομεσαίες
και ανώτερες τάξεις και καταφέρνει να ενσωματώσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα
(κρεολούς, απόγονους μεταναστών). Το U.C.R. επεδίωξε να πραγματοποιήσει ένα

159
Βλ. ό.π., σελ. 12.
160
Βλ. ό.π., σελ. 13-15.
είδος αναδιανομής του εισοδήματος στις μεσαίες τάξεις χωρίς να απειλήσει το
κοινωνικοοικονομικό status. Υποστήριξε μια οικονομία βασισμένη στις εξαγωγές και
προώθησε μια πατερναλιστική συμπεριφορά προς τις κατώτερες τάξεις.161
Την ίδια περίοδο η Καθολική Εκκλησία και έναν νέο εχθρό στους αντιπάλους της ,
τον κομμουνισμό. Στο εξής η ίδια θα προβάλλεται ως η Τρίτη εναλλακτική απέναντι
και ενάντια σε φιλελευθερισμό-κομμουνισμό. Ταυτόχρονα τίθενται οι βάσεις της
προσέγγισής της με το κίνημα του Εθνικισμού, στη βάση των αξιών του
συντηρητισμού και της υπεράσπισης των εθνικών αξιών-κουλτούρας ενάντια στην
απειλή που αντιπροσώπευαν οι μετανάστες, ο φιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός.
Ο κληρικισμός και ο φεντεραλισμός του 19ου αιώνα αποτέλεσαν μια από τις βασικές
πηγές του εθνικιστικού κινήματος, προσδίδοντάς του μια ιδιαίτερη, αυτόχθονη
αργεντινή χροιά. Είχε από την αρχή επαρχιακό, φεντεραλιστικό και ιθαγενικό
χαρακτήρα και συσχετίστηκε στενά με την Εκκλησία. Τα Καθολικά ιδρύματα,
κολλέγια κλπ. Εκπαίδευσαν πολλές γενιές εθνικιστών ηγετών και τους είχαν
εμποτίσει με την Καθολική σκέψη και πολιτική φιλοσοφία. Η Εκκλησία λοιπόν
αποτέλεσε μια πλούσια ιδεολογικοπολιτική πηγή (think tank θα έλεγε κανείς σήμερα)
για τους Εθνικιστές και ήταν «η πηγή πολλών από τις ιδεολογικές εναλλακτικές που
πρόσφεραν οι Εθνικιστές στη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων».162 Ειδικότερα ο
φιλοπαπισμός (ultramontanism) υπήρξε από τις επιδραστικότερες αντιλήψεις γιατί
συνιστούσε τον κυριότερο δεσμό του αργεντινού Εθνικισμού με αντίστοιχα
ευρωπαϊκά αντεπαναστατικά ρεύματα.163 Σε κάθε περίπτωση, οι σχέσεις της
Καθολικής Εκκλησίας με τη συντηρητική, αντεπαναστατική πολιτική παράδοση της
Αργεντινής δεν προέκυψαν από το πουθενά τον 20ο αιώνα, αλλά τότε για πρώτη φορά
τα διάφορα ρεύματα καθολικισμού και συντηρητισμού συνδιαμόρφωσαν ένα
μαχητικό, δυναμικό, αν και περιθωριακό στην αρχή ρεύμα, τον Εθνικισμό.164
Η πόλωση που προέκυψε από τη δεκαετία του 1920 μεταξύ Εθνικιστών και
Φιλελεύθερων ανάγκασε την Εκκλησία να προσεγγίσει ακόμα περισσότερο τους
Εθνικιστές, δεδομένης της εχθρότητάς της στο φιλελεύθερο μοντέλο. Οι δύο πλευρές
όμως δεν ταυτίστηκαν απόλυτα: βρίσκονταν συνεχώς σε διάλογο και συνεργασία,
αλλά τα όρια μεταξύ τους ήταν καθαρά. Το σίγουρο είναι πάντως ότι η άνοδος του

161
Βλ. ό.π., σελ. 27-29.
162
David Rock, Authoritarian Argentina, σελ. 246.
163
Βλ. ό.π., σελ. 239-241.
164
Για τις σχέσεις του καθολικισμού με την αντιφιλελεύθερη παράδοση πριν το κίνημα του Εθνικισμού
βλ. ό.π., σελ. 26-54.
Εθνικισμού συνέπεσε με την εξάπλωση της επιρροής του καθολικισμού στα 1920-
1940. Η Καθολική Εκκλησία είδε στον Εθνικισμό μια εναλλακτική και τον υιοθέτησε
ως υπερασπιστή της λατινικής, Καθολικής και παραδοσιακής κληρονομιάς.
Ταυτόχρονα, αυτή η προσέγγιση συνδυάζεται και με την αναζήτηση συμμαχιών
μέσα στο Στρατό. Το πλέγμα Εκκλησία-Στρατός-Εθνικισμός θα αποτελέσει στο εξής
μια αλληλένδετη ενότητα. Τα πραξικοπήματα του 1930 και 1943 καλωσορίζονται
από την Εκκλησία και σηματοδοτούν τη δυναμική είσοδο του Στρατού στο κεντρικό
πολιτικό σκηνικό. Και οι δυο αυτοί θεσμοί κινήθηκαν σε μια παράλληλη πολιτική
αντίληψη, καθώς έβλεπαν τον εαυτό τους ως φύλακες του θεμελιώδους νομικού και
ηθικού πλαισίου της κοινωνίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας από τους
σκοπούς του πραξικοπήματος του 1953 ήταν να κλείσει το ρήγμα Κράτους-
Εκκλησίας και σε έναν βαθμό το κατάφερε. Και ο περονισμός με τη σειρά του
απευθύνθηκε σε ευρύτερες καθολικές αξίες για να επικρατήσει.
Ο Peron δε δυσκολεύτηκε να κερδίσει την υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας.
Με την αποκατάσταση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία έκλεισε
μια ανοιχτή πληγή τουλάχιστον 60 ετών. Η αρχική του ταύτιση όμως με τον
καθολικισμό σταδιακά υποχώρησε, για να δώσει τη θέση της στη διαμόρφωση μιας
νέας πολιτικής φιλοσοφίας (Justicialismo), ενός μείγματος εθνικισμού και
κορπορατισμού, που προβλήθηκε ως η «Τρίτη Θέση». Οι κινήσεις που ακολούθησαν
για την εφαρμογή του Justicialismo έδωσαν στην Εκκλησία την εντύπωση ότι ο Peron
επιχειρεί να συγχωνεύσει Κράτος και Εκκλησία υπέρ του πρώτου. Η Εκκλησία
άρχισε να ανησυχεί πιστεύοντας ότι ο Peron σκόπευε να την προσανατολίσει στην
υπηρεσία του κράτους και να εκμεταλλευτεί προς όφελός του το λαϊκό θρησκευτικό
αίσθημα. Η ίδια ήθελε πάση θυσία να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και να μην
προσδεθεί στον περονισμό. Η διατάραξη των σχέσεων Peron-Εκκλησίας πήρε τη
μορφή διαμάχης περονικών-Καθολικών οργανώσεων, κυρίως μεταξύ εργατών, νέων
και στους χώρους των πανεπιστημίων.
Η κορύφωση της κρίσης έρχεται στα 1954-55. Ο Peron μέσω μιας νομοθεσίας
κυρίως γύρω από την εκπαίδευση επιχείρησε να υποβιβάσει εκ νέου τον
εκκλησιαστικό ρόλο. Παράλληλα άρχισε να κατηγορεί ιερείς ότι ανακατεύονταν στην
εθνική πολιτική, προσέχοντας ωστόσο να μην κατηγορεί την Καθολική Εκκλησία
καθαυτήν. Η αντίδραση της Εκκλησίας κλιμακώθηκε με δημοσιεύσεις
αντιπολιτευτικών φυλλαδίων και τη γενίκευση του πολέμου προπαγάνδας. Όταν το
κράτος σκληραίνει τη στάση του (τερματισμός της Καθολικής εκπαίδευσης στα
σχολεία, νομιμοποίηση διαζυγίου και πορνεία) και ο περονισμός ανακηρύσσεται ως η
ανώτερη αξία του έθνους, η Εκκλησία πλέον αναγνωρίζει ότι ο Peron συνιστά άμεση
απειλή για την ίδια. Η σύγκρουση πια ήταν καθαρά πολιτική. Η ρήξη κορυφώνεται με
συγκεντρώσεις εκατέρωθεν, φυλλάδια, καταστροφή εκκλησιών, αποτυχημένο
πραξικόπημα, για να καταλήξει στην ανατροπή του Peron το 1955 από τον Καθολικό
Εθνικιστή Lonardi.165
Στα χρόνια που ακολουθούν, η προσπάθεια αποπερονοποίησης από την
κυβέρνηση Aramburu απέτυχε και ο περονισμός, αν και στην παρανομία, παρέμεινε
κυρίαρχος μεταξύ της εργατικής τάξης. Οι συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις είχαν
δημιουργήσει ένα κλίμα αστάθειας και ένα αντιπολιτευόμενο κίνημα για
εκδημοκρατισμό και μεταρρυθμίσεις. Ο περονισμός από την πλευρά του ανανεώθηκε
και προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες. Σταδιακά συντελέστηκε μια
επαναπροσέγγιση νέων κληρικών με τον περονισμό, στο βαθμό που ο τελευταίος
θεωρήθηκε ως ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα. Οι κληρικοί αυτοί που προσέγγισαν τον
περονισμό αποτέλεσαν τον ηγετικό πυρήνα του M.S.T.M. Έτσι πήρε σάρκα και οστά
ένα ιδιαίτερα αργεντίνικο κίνημα καθολικής αριστεράς. Το κίνημα αυτό στα 1960-70
καλούσε για αποκατάσταση της νομιμότητας του περονισμού και εξέφραζε την
ανάδυση της θρησκείας απέναντι στις στρατιωτικές-τεχνοκρατικές επεμβάσεις και
κυβερνήσεις. Ο λόγος μέσω του οποίου εκφράζονταν τα παραπάνω ήταν ένα μείγμα
πολιτικής, θρησκείας και επαναστατικού οράματος.166
Όσον αφορά συγκεκριμένα το M.S.T.M., αυτό ενσάρκωσε στα 1968-1973 τη
θρησκευτική διάσταση του αριστερού λαϊκού εθνικιστικού κινήματος, κίνημα του
οποίου οι δυο κυριότερες συνιστώσες ήταν ο περονισμός και το M.S.T.M. Mε την
παρακμή του ευρύτερου αυτού κινήματος, επήλθε και η αντίστοιχη του M.S.T.M. εν
μέσω εσωτερικών διαιρέσεων και αυξανόμενης πόλωσης.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στην παρακμή ήταν πολλοί και αντικατόπτριζαν μια
σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα. Το M.S.T.M. προέκυψε ως ένα βαθμό
καλύπτοντας ένα σημαντικό πολιτικό κενό λόγω των στρατιωτικών επεμβάσεων. Το
κενό όμως αυτό καλύφθηκε το 1973 με την επιστροφή του Peron. Επίσης, το
M.S.T.M. έπρεπε να αντιμετωπίζει διαρκώς τις επιθέσεις ταυτόχρονα της κυβέρνησης
και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Με τον τρόπο αυτό αποδυναμώθηκε,
απομονώθηκε και αδυνάτησε. Συγχρόνως, ανέκυψαν σοβαρές τοπικές διαφορές και

165
Βλ. Michael A. Burdick, For God and the Fatherland, σελ. 45-71.
166
Βλ. ό.π., σελ. 110-113.
διαφωνίες σχετικά με ζητήματα, όπως ο περονισμός, η ένοπλη δράση κλπ. Οι
διαφορές αυτές αντικατόπτριζαν τοπικές διαφορές και χάσμα γενεών.167 Το M.S.T.M.
αντιμετώπιζε δυσκολίες χάραξης μιας συνεκτικής τακτικής και στρατηγικής. Τέλος,
το κίνημα τελικά προσδέθηκε στον περονισμό στη βάση μιας λογικής του τύπου:
«είμαστε με το λαό, ο λαός είναι περονιστής, άρα είμαστε περονιστές». Έτσι
αναγκάστηκαν να μυθοποιήσουν τον περονισμό.
Ο Peron φυσικά εκμεταλλεύτηκε για τους δικούς του λόγους το M.S.T.M. και την
περονιστική αριστερά. Στην πορεία φάνηκε ότι οι προσδοκίες που είχαν από τον
Peron οι κληρικοί του M.S.T.M. ήταν εκτός πραγματικότητας. Η στάση των
Επισκόπων ποίκιλε. Από τη μια πολλοί Επίσκοποι έβλεπαν λόγω της δράσης του
κινήματος μια αύξηση της εκκλησιαστική επιρροής στους φτωχούς. Στην πόλωση της
αργεντινής Εκκλησίας για το ποιος ήταν ο ρόλος της στην κοινωνία, το κίνημα
εξέφραζε την αριστερή αντίληψη περί μιας Εκκλησίας στο πλάι των φτωχών, ως
πρωταγωνιστικός φορέας στον αγώνα ενάντια στη φτώχεια και την καταπίεση.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης», όπως την
εξέφραζε το M.S.T.M. είναι ότι απέρριπτε το μαρξισμό υπέρ ενός αριστερού
περονισμού που στόχευε προς ένα είδος εθνικού (αργεντινού) σοσιαλισμού και τη
λαϊκή δημοκρατία. Το M.S.T.M. επιχείρησε να επανακαθορίσει την αποστολή, το
ρόλο της Εκκλησίας στην κοινωνία και για το λόγο αυτό αποτελούσε πρόκληση στην
παραδοσιακή εξουσία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Η ριζοσπαστικοποίησή του
ήρθε ως αποτέλεσμα της συνειδητής ταύτισής του με το λαό και την επακόλουθη
συμμετοχή του στις κοινωνικοπολιτικές διαμάχες, φέρνοντάς το αντιμέτωπό με τις
παραδοσιακές κοινωνικές και θρησκευτικές ελίτ.168

167
Π.χ. μέλη από το εσωτερικό της χώρας (Κόρδοβα) διατηρούσαν επαφές με μη περονικές αντάρτικες
ομάδες (E.R.P.), ενώ μέλη από το Μπουένος Άιρες συνδέονταν με τους Montoneros.
168
Βλ. Michael A. Burdick, For God and the Fatherland, σελ. 203-206.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ:

1) Bethell, Leslie (επιμ.), Spanish America after Independence 1820-1870, Cambridge


Univ. Press, Καίμπρητζ, 1987.

2) Bethell, Leslie (επιμ.), Argentina since Independence, Cambridge Univ. Press,


Καίμπρητζ, 1993.

3) Bethell, Leslie (επιμ.), Mexico since Independence, Cambridge Univ. Press,1998.

4) Burdick, Michael A., For God and the Fatherland.Religion and Politics in
Argentina, The State Univ. of N. York Press, N. Υόρκη, 1995.

5) Collier, Simon,Sater, William F., A History of Chile,1808-1994,Cambridge Univ.


Press,1997.

6) Deutch, Sandra McGee, Dolkart, Ronald H. (επιμ.), The Argentine Right: its
history and intellectual origin, 1910 to the present, Scholarly Resources
Inc.,Ουέλινγκτον,1993.

7) Deutch, Sandra McGee, Counter Revolution in Argentina,1900-1932. The


Argentine Patriotic League, Univ. of Nebraska Press, 1986.

8) Ecstein, Susan(επιμ.), Power and Popular Protest. Latin American Social


Movements, Univ. of California Press,Μπέρκλεϋ,1989.

9) Escobar Arturo, Alvarez, Sonia E. (επιμ.), The Making of Social Movements in


Latin America, Westview Press, Boulder, Κολοράντο, 1992.

10) Higley John, Gunther Richard (επιμ.),Elites and democratic consolidation in


Latin America and Southern Europe, Cambridge Univ. Press,N. Υόρκη,1992.

11) Horowitz, Irving Louis (επιμ.), Masses in Latin America, Oxford Univ. Press, N.
Yόρκη,1970.

12) Houtard, Francois, Pin, Emile, The Church and the Latin American Revolution,
Sheed and Qard Inc., N. Yόρκη,1965.

13) Irvin, George, Gorostiaga, Xabier (επιμ.), Towards an alternative for Central
America and the Carribbean.

14) Ivereigh, Austen, Catholicism and Politics in Argentina 1810-1960, St. Martins
Press, N. Yόρκη,1995.
15) Landau, Saul, The Guerrilla Wars of Central America, St Martins Press, Ν.
Υόρκη, 1993.

16) Mariategui, Jose Carlos, Seven interpretive essays on Peruvian Reality, Univ. of
Texas Press, 1974.

17) Rock, David, Argentina 1516-1987 .From Spanish Colonization to the Falklands
War and Alfonsin, Univ. of California Press, 1987.

18) Rock, David, Αuthoritarian Argentina: the Nacionalist Movement, Its History and
Its Impact, Univ. of California Press, Καλιφόρνια, 1993.

19) Rodriguez, Jaime O., The Independence of Spanish America, Cambridge Univ.
Press, Καίμπρητζ, 1998.

20) Roniger, Luis, Herzog, Tamar (επιμ.), The Collective and the Public in Latin
America. Cultural Identities and Political Order, Sussex Academic Press, Μπράιτον,
2000.

EΛΛΗΝΙΚΗ:

1) Demelas, Marie-Danielle, Saint-Geours, Yves, Η καθημερινή ζωή στη Νότιο


Αμερική κατά την εποχή του Μπολίβαρ,1809-1830, μτφρ. Λήδα Παλλάντιου,
Παπαδήμας, Αθήνα, 1995.

2) Κακουλλής, Λουκάς, Από τον Τσε Γκεβάρα ως το αντάρτικο των Ζαπατίστας,


Λευκωσία, 1999.

3) Καμάρα, Χέλντερ Ντομ, Δημοκρατία, Πανεπιστήμιο, Ανάπτυξη, μτφρ. Ε. Ορεινού,


Μήνυμα, Αθήνα, 1974.

You might also like