You are on page 1of 4

ΧΟΡΟΣ

Καλήν εσπέραν αφεντάδες καλώς ορίσατε κυράδες

Καλώς ορίσατε κυράδες, καλήν εσπέραν αφεντάδες.

Μέλισσες μάζεψαν τη γύρη τη φέρανε στο πανηγύρι.

Οι μέλισσες ζυμώνουν μέλι, ήλιε μου φάε και μη σε μέλλει

Τα φίδια φέραν το φαρμάκι, τα παλικάρια το μεράκι

Κι όποιος το βράζει στο βαρέλι, ήλιε μου πιες και μη σε μέλει

Όσα κι αν πω κι ότι κι αν δείτε να μη μου παραξενευτείτε

Όσα χωράνε στην αλήθεια δεν τα βαστάν τα παραμύθια

Είμαι ο λαός.

Αν ήξερα ανάγνωση, γραφή,

αν ήταν το σπαθί δικό μου

δε θα μου τρώγαν το ψωμί

θ’ αρνιόμουν τη κλεψιά για ριζικό μου.

Πονώ για τις μελλούμενες γενιές

τους δουλευτές της φάμπρικας

τους χερομάχους

τις πλύστρες, τους χαμάληδες, τους φοιτητές,

τους οικοδόμους, τους ξωμάχους.

Κουράστηκα, δε μου ‘μεινε σταλιά

δύναμη να σηκώσω το κεφάλι

απότυχα και για άλλη μια φορά

με κυβερνούνε άλλοι. Τραγούδι νικος ξυλουρης μπηκαν στην πολη οι


οχτροι2
ΡΩΜΙΑΚΙ : Ο Δράκος είναι εκεί και θα ‘ναι κι αύριο και μεθαύριο. Έξω,
μα και μέσα μας. Ξερογλείφεται τον βλέπετε ; περιμένει να μας φάει,

Όμως δεν θα μας φάει.

Κι ούτε θα μας σκοτώσουν.

Αν δεν με πιστεύετε, κοιτάξτε δεξιά και αριστερά

Η γη μας η γη μας είναι γεμάτη από νέους ανθρώπους

Ωραίους σαν από θρύλο παλιό (ήχος από ποδοβολητά)

Κάτι γίνεται…(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται ακόμα πιο


γρήγορος)

Κάτι γίνεται…(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται ακόμα πιο


γρήγορος)

Φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά,

στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε

ποιοι περπατούν στα σκοτεινά

και σεριανούν μες τα στενά

φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.

Είναι νέοι, στρατιώτες, καπεταναίοι λαϊκοί,

όρκο σταυρώσαν βάλαν στο σπαθί τους,

η λευτεριά να μη χαθεί,

όρκο σταυρώσαν στο σπαθί,

νέοι, καπεταναίοι στρατιώτες λαϊκοί) τραγούδι

(Μεγάλα νέα φέρνω από κει πάνω


περίμενε μια στάλα ν’ ανασάνω

και να σκεφτώ αν πρέπει να γελάσω,

να κλάψω, να φωνάξω, ή να σωπάσω.

Οι βασιλιάδες, οχθροί, φύγανε και πάνε

και στο λιμάνι τώρα, κάτω στο γιαλό,

οι σύμμαχοι τους στέλνουν στο καλό.)

(Καθώς τα μαγειρέψαν και τα φτιάξαν

από ξαρχής το λάκκο τους εσκάψαν

κι από κοντά οι μεγάλοι μας προστάτες,

αγάλι αγάλι εγίναν νεκροθάφτες

και ποιος πληρώνει πάλι τα σπασμένα

και πώς να ξαναρχίσω πάλι απ’ την αρχή

κι ας ήξερα τουλάχιστον γιατί.)

(Το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει

το μελετάνε τρεις μηχανορράφοι.)

(Θα μας το πουν γραφιάδες και παπάδες

με τούμπανα, παράτες και γιορτάδες.

Το σύνταγμα βαστούν χωροφυλάκοι

και στο παλάτι μέσα οι παλατιανοί

προσμένουν κάτι νέο να φανεί.)


(Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες,

ξυρίστηκαν οι Έλληνες μεσίτες.

Εφτά ο τόκος πέντε το φτιασίδι,

σαράντα με το λάδι και το ξύδι

κι αυτός που πίστευε και καρτερούσε,

βουβός φαρμακωμένος στέκει και θωρεί

τη λευτεριά που βγαίνει στο σφυρί.)

(Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,

μην έχεις πια την πείνα για καμάρι.

Οι αγώνες πούχεις κάνει δεν φελάνε

το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε.

Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,

η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή,

του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί.)

You might also like