You are on page 1of 328

ΑΝΤΡΙΟΥ ΝΤΟΜΠΣΟΝ

Πράσινη
Πολιτική
Σκέψη
ΑΝΤΡΙΟΥ ΝΤΟΜΠΣΟΝ

Πράσινη
Πολιτική
Σκέψη

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΠΥΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥΝΑΚΟΣ


Άντριου Ντόμπσον, Πράσινη πολιτική σκέψη

Τίτλος πρωτοτύπου: Green Political Thought


α΄ έκδοση 1990, HarperCollins Academic
β΄ έκδοση 1995, γ΄ έκδοση 2000 Routledge
δ΄ έκδοση 2007, Taylor & Francis e-Library

© 2007 Andrew Dobson


© για την ελληνική γλώσσα Πράσινο Ινστιτούτο, 2013

Μετάφραση: Σπύρος Πετρουνάκος


Επιστημονική επιμέλεια: Σταύρος Αγογλωσσάκης
Φιλολογική επιμέλεια: Άννα Μιχοπούλου
Σχεδιασμός έκδοσης: Πόπη Αλεξίου

Ευχαριστούμε για την ευγενική συμβολή τους


τις Μάρια Κούλη, Αλεξάνδρα Μπάκαλου
και Μαριάννα Τσίγκα.

ISBN 978-618-81011-1-1

Πράσινο Ινστιτούτο, Πλατεία Ελευθερίας 14, 10553 Αθήνα, τηλ. (+30) 210 3242861
www.greeninstitute.gr, info@greeninstitute.gr
Περιεχόμενα

Αντί προλόγου: Για μιαν άλλη Πολιτική Οικολογία 7


Πρόλογος του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση 9
Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση 13
Πρόλογος στην τρίτη έκδοση 14
Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση 16

Εισαγωγή 19

1. Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού 31


Βιώσιμες κοινωνίες 34
Λόγοι για να φροντίζουμε το περιβάλλον 38
Η κρίση και οι πολιτικο-στρατηγικές συνέπειές της 39
Καθολικότητα και κοινωνική αλλαγή 41
Η αριστερά και η δεξιά: κομουνισμός και καπιταλισμός 42
Ιστορική τοποθέτηση 49
Συμπέρασμα 55

2. Φιλοσοφικό υπόβαθρο 56
Βαθιά οικολογία: η ηθική ως κώδικας συμπεριφοράς 60
Βαθιά οικολογία: η ηθική ως στάση ζωής 69
Ανθρωποκεντρισμός 75
Η ομάδα Earth First! και η κοινωνική οικολογία 81
Υβριδισμός 85
Συμπέρασμα 89

3. Η βιώσιμη κοινωνία 92
Όρια στην ανάπτυξη 92
Πιθανές θέσεις 105
Περισσότερα προβλήματα με την ανάπτυξη 112
Αμφισβητώντας την κατανάλωση 117
Ενέργεια 132
Εμπόριο και ταξίδια 134

5
Περιεχόμενα

Εργασία 138
Βιοτοπικισμός 146
Γεωργία 150
Ποικιλομορφία 151
Η αποκέντρωση και τα όριά της 152
Συμπέρασμα 162

4. Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή 164


Δημοκρατία και αυταρχισμός 166
Δράση μέσα και γύρω από τη νομοθετική εξουσία 180
Τρόπος ζωής/Lifestyle 186
Κοινότητες 191
Άμεσες δράσεις 199
Οικονομικά κίνητρα και η οικολογική ιδιότητα του πολίτη 204
Οι τάξεις 207
Συμπέρασμα 224

5. Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες 226


Φιλελευθερισμός 227
Συντηρητισμός 241
Σοσιαλισμός 251
Φεμινισμός 266
Συμπέρασμα 284

Επίλογος 285
Βιβλιογραφία 306

6
Αντί προλόγου: Για μιαν άλλη Πολιτική Οικολογία

Το βιβλίο τούτο παρουσιάζεται στο ελληνικό κοινό σε μια στιγμή κρίσιμη για την
ιστορία του Πράσινου Κινήματος. Έχοντας διανύσει μια σημαντική πολιτική δι-
αδρομή από τη δεκαετία του ΄70 έως σήμερα, διερχόμενο από διάφορα στά-
δια εξέλιξης και υποχώρησης στην Ευρώπη και παγκοσμίως, στέκεται σήμε-
ρα μπροστά σε ένα σταυροδρόμι όπου καλείται να λάβει αναγκαίες αποφάσεις,
οι οποίες θα καθορίσουν τη μελλοντική του πορεία. Μπροστά στη μεγαλύτε-
ρη κρίση του Δυτικού κόσμου από την εποχή του Κραχ, φυσικό επακόλουθο
των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας τους τις τελευταίες
δεκαετίες, επιβάλλεται η επαναξιολόγηση της πορείας του Κινήματος και των
στόχων του, των προτεραιοτήτων και των προσανατολισμών του. Επιβάλλεται
η αναζήτηση μια άλλης Πολιτικής Οικολογίας.
Στην αναζήτηση αυτή συμβάλλει τούτο το βιβλίο-ορόσημο της διεθνούς
βιβλιογραφίας, του οποίου την τέταρτη έκδοση το Πράσινο Ινστιτούτο επιμελεί-
ται και παρουσιάζει για την ελληνική γλώσσα. Μέσα από τις σελίδες του ο καθη-
γητής Άντριου Ντόμπσον εκθέτει με αξιοθαύμαστα σαφή και διεξοδικό τρόπο τις
αξίες, τις ιδέες και τις αρχές που διέπουν την Πράσινη Ιδεολογία από τις απαρ-
χές της έως σήμερα και την κάνουν, μέσα από τη μοναδικότητα των στόχων και
των επιδιώξεών της, να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ιδεολογίες του 19ου αιώ-
να που επιβιώνουν έως σήμερα. Δίκαια αποτελεί το βιβλίο με τις περισσότερες
παραπομπές παγκοσμίως σχετικά με το αντικείμενο που πραγματεύεται.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όσους βοήθησαν στην υλοποίηση αυ-
τού του εγχειρήματος και κυρίως τον Σπύρο Πετρουνάκο, την Άννα Μπαχαρο-
πούλου, την Άννα Μιχοπούλου και την Πόπη Αλεξίου για την καθοριστική τους
συμβολή, καθώς και τον Ιωσήφ Μποτετζάγια για την επιστημονική του συμπα-
ράσταση. Κυρίως θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συγγραφέα για την υπομονή
και την καλή του διάθεση καθ’ όλη τη διάρκεια τούτης της προσπάθειας. Το εκ-
δοτικό αυτό εγχείρημα αποτελεί το πρώτο, και ίσως το σημαντικότερο, στον σύ-
ντομο χρόνο ζωής του Πράσινου Ινστιτούτου.

Σταύρος Αγογλωσσάκης
Αντιπρόεδρος Πράσινου Ινστιτούτου 2012-2013

7
Πρόλογος του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση

Χαίρομαι ιδιαίτερα που γράφω αυτόν τον πρόλογο για την ελληνική έκδοση του
βιβλίου Πράσινη πολιτική σκέψη. Η ιδέα για το βιβλίο αυτό μου προέκυψε για
πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ο κόσμος φαινόταν αρκετά
διαφορετικός απ’ ότι σήμερα. Εκείνη την περίοδο στις πολιτικές διαμάχες κυρι-
αρχούσαν οι συγκρούσεις μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, με τις χώρες του Συμ-
φώνου της Βαρσοβίας να βρίσκονται παραταγμένες απέναντι στις αντίπαλές
τους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ). Ωστόσο, το αντιπυρηνικό κίνη-
μα στη Ευρώπη, και πέρα από αυτήν, γεννούσε μια νέα πολιτική, μια πολιτική
που δεν μπορούσε στο σύνολό της να ενταχθεί στο παραδοσιακό φάσμα αρι-
στεράς - δεξιάς. Αυτή τη νέα πολιτική –την πράσινη πολιτική– τροφοδοτούσαν
ανησυχίες στις οποίες δεν φαινόταν να ανταποκρίνονται τα πολιτικά σχήματα
που είχαν κυριαρχήσει στο πολιτικό πεδίο για περισσότερα από 200 χρόνια. Ζη-
τήματα όπως η δηλητηρίαση από παρασιτοκτόνα, η όξινη βροχή, οι τρύπες στο
στρώμα του όζοντος κατέστησαν εξαιρετικά εμφανή την εύθραυστη σχέση μας
με τον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο, καθώς και την εξάρτησή μας από αυ-
τόν. Βέβαια, τα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν εμφανίζονταν για πρώτη φορά,
και η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων κοινωνιών, ακόμα και ολόκληρων πολι-
τισμών, που κατέρρευσαν λόγω της εξαντλητικής χρήσης των πόρων που εί-
χαν στη διάθεσή τους. Η διαφορά, όμως, αυτή τη φορά, ήταν –και παραμέ-
νει– ότι η ζημιά δεν είναι τοπικής εμβέλειας ή προσωρινή, αλλά συστημική και
ενδημική.
Η φιλοδοξία της (κατά τα ειωθότα) πολιτικής –ανεξάρτητα από αποχρώ-
σεις– είναι μια αενάως επεκτεινόμενη οικονομία. Η πράσινη πολιτική βασίζεται
στη σκέψη ότι αυτή η φιλοδοξία είναι αδύνατον να διατηρηθεί μέσα σ’ ένα σύ-
στημα περιορισμένων πόρων, όπως είναι ο πλανήτης στον οποίο ζούμε. Αυτός
είναι ο λόγος που η περιβαλλοντική καταστροφή και ο κοινωνικός εκτοπισμός
–των οποίων η κλιματική αλλαγή είναι ίσως η πιο προφανής, αλλά σε καμία
περίπτωση η μόνη έκφανση– παρουσιάζονται συστημικά και ενδημικά σ’ έναν
κόσμο ο οποίος κινείται με τις ιδεολογίες που γέννησε ο Διαφωτισμός. Η πρό-
κληση για την πράσινη πολιτική είναι να διατηρήσει τα καλύτερα στοιχεία της

9
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

κληρονομιάς του Διαφωτισμού, αλλά χωρίς την καταστροφή των ανθρώπων


και του πλανήτη που τη συνοδεύουν συνεχώς μέχρι σήμερα.
Οι συγκεκριμένες ανησυχίες οδήγησαν στην εμφάνιση –όπως ισχυρίζο-
μαι στο παρόν βιβλίο– μιας νέας πολιτικής ιδεολογίας, την οποία αποκαλώ οι-
κολογισμό. Αυτό το σύνολο σκέψης και πρακτικής είναι αρκούντως διαφορετι-
κό από τις ιδεολογίες που γνωρίζουμε καλύτερα –όπως ο φιλελευθερισμός, ο
σοσιαλισμός, ο συντηρητισμός–, ώστε να απαιτεί διακριτή αντιμετώπιση και με-
λέτη, ως περιγραφή της παρούσας δυσχερούς κατάστασής μας και ως πρότα-
ση εξόδου από αυτήν. Ο στόχος μου σε αυτό το βιβλίο είναι, λοιπόν, να περι-
γράψω και να αξιολογήσω αυτή την ιδεολογία.
Αρκετοί θα αμφισβητήσουν τη σκοπιμότητα μιας πράσινης πολιτικής, ιδι-
αίτερα στο μέσο μιας από τις πιο βάναυσες υφέσεις που έχει γνωρίσει ο σχετικά
εύπορος Βορράς μετά τη δεκαετία του 1930. Δεν αποτελεί πολυτέλεια η ενασχό-
ληση με τα περιβαλλοντικά προβλήματα, και δεν θα πρέπει να ασχοληθούμε με
αυτά αφού πρώτα θα έχουν λυθεί άλλα, πιο επείγοντα ζητήματα, όπως η ανεργία
και η κοινωνική στέρηση; Δύσκολα θα βρει κανείς κάποιον τόπο και χρόνο όπου
να είναι το ερώτημα αυτό πιο οξύ απ’ όσο στην Ελλάδα σήμερα. Από τότε που η
οικονομική κρίση χτύπησε την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, το 2008, η Ελλάδα υπόκειται
σ’ ένα από τα πιο βάναυσα πειράματα λιτότητας, με τους ανθρώπους της –και ει-
δικά τους φτωχότερους και πιο ευπαθείς– να υποχρεώνονται να επωμισθούν το
βάρος μέτρων τα οποία σχεδιάστηκαν για την αντιμετώπιση μιας οικονομικής και
κοινωνικής καταστροφής που δεν δημιούργησαν οι ίδιοι. Όλο και περισσότεροι
έχουν εξωθηθεί στη σφαίρα των «ασθενών και ευπαθών». Χιλιάδες Ελλήνων
κάνουν ουρές για φαγητό, χωρίς τη δυνατότητα να αγοράσουν φάρμακα και χω-
ρίς να έχουν πρόσβαση σε υγειονομική φροντίδα. Εκατομμύρια βρέθηκαν χωρίς
δουλειά, και πολλοί απ’ όσους έχουν εργασία ακόμα δυσκολεύονται να συντηρή-
σουν τις οικογένειές τους, λόγω των χαμηλών μισθών και των υψηλών τιμών.
Επιπλέον, μια πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Ομοσπονδίας Οργανώσεων του
Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου εκτιμά ότι οι συνέπειες αυτής
της κρίσης θα μείνουν μαζί μας για πολύ καιρό ακόμα – πολύ μετά και από την
ώρα που οι πολιτικοί θα μας πουν ότι έχει «λήξει»1. Σε αυτό το πλαίσιο, ποιος λό-

1 http://www.ifrc.org/news-and-media/features/european-economic-crisis/

10
Πρόλογος του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση

γος θα μπορούσε να υπάρχει για μια πολιτική –μια πράσινη πολιτική– που εστιά-
ζει στη σχέση μεταξύ των ανθρώπινων όντων και του περιβάλλοντός τους;
Υπάρχουν δύο λόγοι : Πρώτον, η ελληνική εμπειρία προσφέρει μια πρό-
γευση του τι σημαίνει απρογραμμάτιστη λιτότητα, συρρίκνωση και «απο-ανά-
πτυξη». Οι πολιτικοί οικολογιστές πιστεύουν ότι οι οικονομίες δεν γίνεται να συ-
νεχίσουν να αναπτύσσονται, οπότε κάποια στιγμή πρέπει να σχεδιάσουμε και
να οικοδομήσουμε μια οικονομία «σταθερότητας», με σταθερούς ρυθμούς δι-
αχείρισης υλικών αντί για διαρκώς αυξανόμενους. Οι ενέργειες γι’ αυτό πρέ-
πει ν’ αρχίσουν σήμερα, ώστε να διασφαλίσουμε ότι οι κοινωνίες θα είναι όχι
μόνο βιώσιμες, αλλά και δίκαιες. Όσο περισσότερο περιμένουμε, τόσο πιθα-
νότερο γίνεται η εμπειρία της Ελλάδας να αποτελέσει κανόνα αντί εξαίρεση. Ο
δεύτερος λόγος για να πάρουμε στα σοβαρά την πράσινη πολιτική βρίσκεται
στο ότι ο καλύτερος οδηγός που διαθέτουμε για μια βιώσιμη και δίκαιη κοινω-
νία είναι ο ίδιος ο οικολογισμός. Η πράσινη πολιτική προσφέρει τη δυνατότητα
μιας ειρηνικής σχέσης των ανθρώπινων όντων μεταξύ τους, όπως και μεταξύ
των ανθρώπινων όντων και του μη-ανθρώπινου κόσμου. Καθώς η οικονομία
της ανάπτυξης ανακόπτεται, η πράσινη πολιτική έχει γίνει απόλυτη αναγκαιότη-
τα αντί για ρηχή πολυτέλεια. Εύχομαι το βιβλίο αυτό να μεταδώσει στους ανα-
γνώστες μιαν αντίληψη των επαγγελιών –αλλά και τον παγίδων– της πράσινης
πολιτικής, και να εμπνεύσει ίσως μερικούς από εσάς να σκεφτείτε και να δρά-
σετε στο όνομα ενός νέου είδους κοινωνίας. Είναι ένα ακαδημαϊκό βιβλίο με
κοινωνικό στόχο.
Θα ήθελα, με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω όλους όσοι συμμετείχαν στη
μετάφραση του βιβλίου αυτού, και ειδικά τον Σταύρο Αγογλωσσάκη, ο οποίος
αποτέλεσε πηγή έμπνευσης καθ’ όλη τη διάρκεια του εγχειρήματος. Εύχομαι
η ανάγνωσή σας να ανταμείψει την πίστη του ίδιου, όπως και άλλων, σ’ αυτό.

Άντριου Ντόμπσον
Νοέμβριος 2013

five-years-on-the-european-economic-crisis-leaves-a-legacy-of-poverty-63516/
(10 Οκτωβρίου 2013).

11
Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση

«Το περιβάλλον» έχει σήμερα μόνιμη παρουσία στα πρωτοσέλιδα των


εφημερίδων και στους τίτλους των τηλεοπτικών ειδήσεων. Κάτι τέτοιο
ήταν αδιανόητο όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη έκδοση αυτού του βι-
βλίου το 1990. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι αυτή η αυξημένη προβολή
δεν έχει απαραίτητα ως αποτέλεσμα την καλύτερη κατανόηση των αιτίων,
των συνεπειών, αλλά και των λύσεων των περιβαλλοντικών προβλη-
μάτων. Στην πραγματικότητα, το φάσμα των αναλύσεων της βιωσιμό-
τητας και του τι πρέπει να γίνει γι’ αυτήν είναι συχνά αρκετά πιο περιο-
ρισμένο απ’ όσο θα έπρεπε. Ο αρχικός σκοπός του βιβλίου, λοιπόν, που
ήταν να προσφέρει στους αναγνώστες μιαν αντιπαράθεση μεταξύ «ριζο-
σπαστικού» και «μεταρρυθμιστικού» περιβαλλοντισμού, είναι ίσως ακό-
μα πιο σημαντικός τώρα απ’ όσο το 1990. Πολλές από τις προειδοποιή-
σεις των περιβαλλοντιστών που φαίνονταν αλλόκοτες εκείνη την «προ-
-περιβαλλοντική» εποχή, όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε,
έχουν γίνει σήμερα κοινός τόπος, αφού ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα τεκ-
μήρια της περιβαλλοντικής καταπόνησης σε καθημερινή βάση. Θα πρέπει
τουλάχιστον να γνωρίζουμε, λοιπόν, την ποικιλία των οδών προς τη βιω-
σιμότητα –και τις ιδέες σχετικά με το πώς θα έμοιαζε η ίδια η βιώσιμη κοι-
νωνία– που μας προσφέρονται. Σ’ αυτά αναφέρεται ετούτο το βιβλίο.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Craig Fowlie και τη Natalja Morten-
sen στις εκδόσεις Routledge για τη δουλειά τους σε αυτή την τέταρτη έκ-
δοση και την Ann King για την άψογη και υποστηρικτική διόρθωση των
κειμένων.

Άντριου Ντόμπσον
Πανεπιστήμιο Keele, Δεκέμβριος 2006

13
Πρόλογος στην τρίτη έκδοση

Στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης αυτού του βιβλίου επεσήμανα την
έκρηξη δημοσιεύσεων πάνω στο κεντρικό της θέμα –τον οικολογισμό–
που συνόδευσε την πρώτη έκδοση. Αυτή η ορμή δεν φαίνεται να κατα-
λαγιάζει – αντίθετα, πολλαπλασιάζεται και εντείνεται. Το επίπεδο των συ-
γκεκριμένων δημοσιεύσεων είναι πολύ υψηλό και στα κεφάλαια ανα-
λύσεων του οικολογισμού που ανέφερα στον πρόλογο της δεύτερης έκ-
δοσης πρέπει τώρα να προσθέσουμε μερικές εξέχουσες εκτενείς πραγ-
ματείες, όπως: Goodin, 1992, Hayward, 1995, 1998, Dryzek, 1997, Smith,
1998, και J. Barry, 1999. Τα συγκεκριμένα βιβλία αποτελούν μέρος αυτού
που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δεύτερο κύμα» της θεωρητικής
προσέγγισης στην περιβαλλοντική πολιτική.
Το πρώτο κύμα είχε αφοσιωθεί στην επεξήγηση και ανάλυση των
πολιτικο-ιδεολογικών πτυχών της περιβαλλοντικής πολιτικής, και η
πρώτη έκδοση ετούτου του βιβλίου αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό μέρος
του κύματος αυτού. Οι αναζητήσεις του δεύτερου κύματος, από την άλλη
μεριά, έχουν εστιάσει περισσότερο στην πολιτική θεωρία παρά στην πο-
λιτική ιδεολογία, κι έχουν πάρει τη μορφή μιας κριτικής διερεύνησης της
σχέσης μεταξύ της περιβαλλοντικής πολιτικής και μειζόνων θεμάτων και
εννοιών της πολιτικής θεωρίας, όπως η δημοκρατία, η δικαιοσύνη και η
ιδιότητα του πολίτη. Κάποια επιρροή αυτού του δεύτερου κύματος μπο-
ρεί να βρεθεί στην τρίτη έκδοση της Πράσινης πολιτικής σκέψης, όπου
έχω προσθέσει στο κεφάλαιο 4 μία ενότητα με τίτλο «Δημοκρατία και αυ-
ταρχισμός», όπως στο κεφάλαιο 5 αναφορές στην ακανθώδη σχέση με-
ταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικών στόχων.
Το κεφάλαιο 5 γενικά έχει υποστεί ριζικές αλλαγές. Ανταποκρίθη-
κα στο ενδιαφέρον που έδειξαν οι φοιτητές για τη σχέση μεταξύ οικολογι-
σμού και άλλων ιδεολογιών, καθώς και σε ορισμένες εξέχουσες συγκρι-
τικές μελέτες από ειδικούς σε αυτόν τον χώρο, διευρύνοντας το πεδίο
αναφοράς ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο τον σοσιαλισμό και τον φεμινι-
σμό, αλλά και τον φιλελευθερισμό και τον συντηρητισμό. Εκμεταλλεύτη-

14
Πρόλογος στην τρίτη έκδοση

κα την ευκαιρία αυτή για να κατοχυρώσω και την κεντρική θέση του βι-
βλίου: ότι ο οικολογισμός είναι μια αυτοτελής πολιτική ιδεολογία, διακρι-
τή και διαφορετική από τις άλλες με τις οποίες συναγωνίζεται στην αυγή
του 21ου αιώνα.
Οι θετικές και οι όχι τόσο θετικές αντιδράσεις στην ανάπτυξη του οι-
κολογισμού που εντόπισα και συζήτησα στον επίλογο της δεύτερης έκδο-
σης συνεχίζονται αδιάπτωτα. Υπάρχει σήμερα μια ισχυρή πεποίθηση ότι
οι στόχοι του οικολογισμού μπορούν να επιτευχθούν, τρόπος του λέγειν,
χωρίς αυτόν. Πιστεύω ότι αυτό είναι λάθος, και έχω επικαιροποιήσει τον
επίλογο για άλλη μια φορά προκειμένου να εξηγήσω τους λόγους.
Είμαι στην ευχάριστη θέση να πω ότι οι κοινότητα των ειδικών που
ασχολούνται με την περιβαλλοντική πολιτική είναι ισχυρή, παλλόμενη και
αναπτυσσόμενη, και η συνεργασία με τα μέλη της εξακολουθεί να αποτε-
λεί πηγή πνευματικής και κοινωνικής ικανοποίησης. Είναι εξαιρετικά ευ-
χάριστο να βλέπει κανείς ειδικούς εκτός «του πράσινου χώρου» ν’ αρχί-
ζουν να καταπιάνονται με τις πνευματικές προκλήσεις που έχει αποκα-
λύψει η περιβαλλοντική πολιτική θεωρία. Είμαι, όπως πάντα, ευγνώμων
προς όσους έχουν συμμετάσχει σε αυτήν τη σπινθηροβόλα συζήτηση για
τον τρόπο με τον οποίο επηρέασαν τα όσα γράφω εδώ. Είμαι επίσης ευ-
γνώμων στον επιμελητή μου στις εκδόσεις Routledge, Mark Kavanagh,
που με προέτρεψε να σηκώσω για άλλη μια φορά το γάντι απέναντι σε
αυτήν την πρόκληση. Τέλος, ευχαριστώ τους ανθρώπους της εργολαβι-
κής εταιρείας στο πανεπιστήμιο Keele που, άθελά τους, μου προσέφεραν
το θέμα για τη φωτογραφία του Miho Suganami στο εξώφυλλο.

Άντριου Ντόμπσον
Πανεπιστήμιο Keele, Αύγουστος 1999

15
Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση

Μόνον αφού πέρασε αρκετός καιρός από τη δημοσίευση της πρώτης έκ-
δοσης αυτού του βιβλίου συνειδητοποίησα τι είχα προσπαθήσει να κάνω
σ’ αυτό. Η γλαύκα της Αθηνάς κατέφθασε παρακινημένη από πολλές κα-
λοπροαίρετες αναγνώσεις της Πράσινης πολιτικής σκέψης από συναδέλ-
φους σε όλο τον κόσμο, η συνολική βαρύτητα των οποίων μ’ έκανε να
αντιληφθώ ότι η εξασφάλιση μίας θέσης για τον οικολογισμό στον κατά-
λογο των μοντέρνων πολιτικών ιδεολογιών ήταν κατ’ αρχάς η κύρια πρό-
θεσή μου. Τα εγχειρίδια εισαγωγής στις πολιτικές ιδεολογίες αφθονούν
εδώ και αρκετό καιρό, όμως μόνον πρόσφατα ο οικολογισμός βρήκε τη
θέση του σ’ αυτά. Το 1989 δεν γνώριζα κανένα τέτοιο εγχειρίδιο που να
περιέχει κεφάλαιο πάνω στην οικολογική πολιτική σκέψη, ενώ σήμερα
υπάρχουν αρκετά (για παράδειγμα Ball and Dagger, 1991, Leach, 1991,
Heywood, 1992, Macridis, 1992, Vincent, 1992, Dobson, 1993a, Kenny,
1994). Η συνειδητοποίηση του τι προσπαθούσα να κάνω έχει –ελπίζω–
βελτιώσει την εστίαση της δεύτερης έκδοσης, ενώ προσπαθώ (ειδι-
κά στην εισαγωγή) να ενσωματώσω την οπτική μου για τον οικολογισμό
αποτελεσματικότερα τόσο στη θεωρία της πολιτικής ιδεολογίας όσο και
στα περιεχόμενα επισκοπήσεων για το ευρύ κοινό όπως οι παραπάνω.
Αυτή η εστίαση μου έδωσε επίσης τη δυνατότητα να εμβαθύνω περαιτέ-
ρω στη διαφοροποίηση μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογισμού, δια-
φοροποίηση που αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος του περιβαλλοντο-
λογικού-πολιτικού διαλόγου.
Τα τελευταία πέντε χρόνια εμφανίστηκε μια συντριπτική πληθώ-
ρα συγγραμμάτων περιβαλλοντικής πολιτικής, κάτι που για να το παρα-
κολουθήσει κανείς συνεπάγεται μια χρονοβόρα διαδικασία. Εξεπλάγην
ευχάριστα όταν ανακάλυψα ότι αυτή η συχνά πολύ απαιτητική εργασία
είχε ως αποτέλεσμα την αναπροσαρμογή των προηγουμένων απόψεών
μου, παρά μια καθολική τους αναδιάρθρωση (αν και τι άλλο θα άντεχα να
πω;). Έχω, οπωσδήποτε, επικαιροποιήσει τις παρατηρήσεις και τα παρα-
δείγματά μου κι έχω ανταποκριθεί όπου προέκυψαν προκλήσεις.

16
Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση

Ο βασικός κορμός του βιβλίου, ως εκ τούτου, παρέμεινε ίδιος. Οι


προσεκτικοί αναγνώστες θα παρατηρήσουν ότι το υλικό στο κεφάλαιο
1 έχει τύχει ιδιαίτερης επεξεργασίας, εν μέρει λόγω της προσοχής που
του δόθηκε από αρκετούς σχολιαστές. Ελπίζω ότι έχω διατυπώσει με-
ρικά από τα επιχειρήματα στο κεφάλαιο 2 σαφέστερα απ’ όσο στην πρώ-
τη έκδοση, και διατυπώνω μια περισσότερο καθολική (αν και ταυτόχρο-
να περισσότερο βασισμένη σε αρχές) άποψη για τη μορφή της βιώσιμης
κοινωνίας στο κεφάλαιο 3 απ’ όσο το 1989. Έχω επικαιροποιήσει το κε-
φάλαιο 4 κι έχω προσθέσει μια μικρή ενότητα σχετικά με τις άμεσες δρά-
σεις. Οι ενότητες γύρω από τον σοσιαλισμό στο κεφάλαιο 5 έχουν (ελ-
πίζω) ωφεληθεί από την επαφή με έναν από τους πλέον αναπτυσσόμε-
νους τομείς στη βιβλιογραφία – αυτόν που ασχολείται με τον οικοσοσια-
λισμό. Ο οικοφεμινισμός μου φαίνεται εμφανέστερα διχασμένος τα τε-
λευταία χρόνια απ’ όσο πριν το 1989, κάτι που επιχειρώ να αποτυπώσω
στην επανεπεξεργασία των οικοφεμινιστικών θεμάτων στο κεφάλαιο 5.
Τέλος, υπήρξε μια νέα και σημαίνουσα στροφή προς την άποψη ότι ο πε-
ριβαλλοντισμός και ο οικολογισμός μπορεί να είναι εννοιολογικά διακρι-
τοί, όμως συγκλίνουν σε όλα τα σημεία που έχουν πραγματική σημασία,
όταν το ζητούμενο είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Σε αυτή τη συ-
ζήτηση εστιάζει ο επίλογος του βιβλίου.
Είναι περιττό (όμως αληθές) να πούμε ότι αυτή η δεύτερη έκδο-
ση της Πράσινης πολιτικής σκέψης δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς
όλους όσοι διάβασαν (ή με κάποιο τρόπο προσέλαβαν στοιχεία από) την
πρώτη έκδοση και μου επεσήμαναν πού υπήρχαν προβλήματα. Λυπά-
μαι που θα αναφέρω λίγους μόνο από αυτούς, αλλά παρ’ όλα αυτά θα
το κάνω: Wouter Achterberg, Adrian Atkinson, John Barry, Ted Benton,
Janet Biehl, Murray Bookchin, Anna Bramwell, Alan Carter, Brian Do-
herty, John Dryzek, Robyn Eckersley, Judy Evans, Bob Goodin, Peter
Hay, Tim Hayward, Mike Kenny, Keekok Lee, Paul Lucardie, Mary Mel-
lor, David Pepper, Dick Richardson, Mike Saward, Jan van der Straaten,
Andrew Vincent, Albert Weale, Caroline Wintersgill, Marcel Wissenburg
και Stephen Young.
Κοιτάζοντας τον παραπάνω κατάλογο συνειδητοποιώ ότι μόνο ένα
από τα άτομα αυτά γνώριζα προσωπικά το 1989. Ίσως ό,τι καλύτερο προ-

17
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

έκυψε από την Πράσινη πολιτική σκέψη ήταν η ευκαιρία που μου δόθη-
κε να έρθω σ’ επαφή με ορισμένους εξαιρετικούς επιστήμονες, μερικοί
από τους οποίους έγιναν φίλοι μου. Ένα από τα πρόσωπα στον κατάλο-
γο, η Caroline Wintersgill, δεν είναι πανεπιστημιακός, αλλά η επιμελή-
τριά μου στις εκδόσεις Routledge. Είμαι υπόχρεος στην Caroline που με
παρέσυρε στην παιδευτική εμπειρία της προετοιμασίας αυτής της δεύ-
τερης έκδοσης και που υπήρξε ο πλέον υπομονετικός δοκιμαστικός δέ-
κτης όσων θα έπρεπε να κάνω γι’ αυτήν. Ελπίζω το αποτέλεσμα να είναι
αντάξιο τόσο της δικής της επιμονής όσο και των προσπαθειών των συ-
ναδέλφων μου να φωτίσουν το δικό μου πνευματικό σκοτάδι.

Άντριου Ντόμπσον
Πανεπιστήμιο Keele, 1995

18
Εισαγωγή

Κλιματική αλλαγή. Αποψίλωση δασών. Όξινη βροχή. Εξαφάνιση ειδών.


Καταστροφή του όζοντος. Δηλητηρίαση από παρασιτοκτόνα. Γενετικά τρο-
ποποιημένες τροφές. Αυτά είναι τα ζητήματα που έδωσαν ώθηση στην
πολιτική ζωή στα τέλη του 20ού αιώνα και θα συνεχίσουν να το κάνουν
και στον 21ο. Πρόκειται για μια εξαιρετική συγκυρία και έχει ανακύψει με
εξαιρετική ταχύτητα. Ακόμα και πριν τριάντα χρόνια1 η ανάπτυξη ενός πο-
λιτικού κινήματος γύρω από τα θέματα αυτά θα ήταν πέρα από κάθε φα-
ντασία. Η γνώση γύρω από ορισμένα –τη δηλητηρίαση από τα παρασιτο-
κτόνα, για παράδειγμα– περιοριζόταν σε λίγους επιστήμονες και σε ακό-
μα λιγότερους κοινωνικούς αναλυτές, ενώ δεν υπήρχε καμία απολύτως
για άλλα, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη. Σήμερα δύσκολα θα βρί-
σκαμε ανθρώπους στον «αναπτυγμένο» κόσμο που να μην έχουν ακού-
σει ποτέ γι’ αυτά τα περιβαλλοντικά προβλήματα, και πιθανόν ακόμα πιο
δύσκολα κάποιους στον «αναπτυσσόμενο» κόσμο που να μην δέχονταν
ότι η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι είτε αιτία είτε σύμπτωμα των κοι-
νωνικών, πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων τους. Ως αποτέλε-
σμα αυτής της παραδοχής, τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο, δημιουρ-
γήθηκε ένα ζωντανό περιβαλλοντικό κίνημα – ένα κίνημα που έχει σήμε-
ρα παρουσία με επιρροή τόσο στην κοινωνία των πολιτών όσο και στον
πιο επίσημο πολιτικό κόσμο, της κοινοβουλευτικής πολιτικής.
Το κίνημα αυτό προκάλεσε την ανάδυση μιας πραγματικής ακαδη-
μαϊκής βιομηχανίας με αντικείμενο την ανάλυσή του, και αυτή η ανάλυ-
ση παίρνει πολλές μορφές. Υπάρχουν εισαγωγικά βιβλία που καλύπτουν
όλο το φάσμα της περιβαλλοντικής πολιτικής (Doyle and MacEachern,
1998, Dryzek and Schlosberg, 1998, Garner, 2000, Carter, 2001, Connelly

1 Δηλαδή στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (σ.τ.μ.).

19
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

and Smith, 2003). Υπάρχουν βιβλία και άρθρα αφιερωμένα στα πράσινα
πολιτικά κόμματα (Müller-Rommel and Poguntke, 2002), στην περιβαλ-
λοντική χάραξη πολιτικής (Fisher and Black, 1995, Jordan et al., 2003),
στην κοινωνιολογία του περιβαλλοντικού κινήματος (Doherty, 2002), και
στις διεθνείς σχέσεις για το περιβάλλον (Thomas, 1992, Laferrière and
Stoett, 1999, Paterson, 2000). Υπάρχουν επιθεωρήσεις που ειδικεύο-
νται στην περιβαλλοντική πολιτική – όπως οι Environmental Politics και
Global Environmental Politics. Υπάρχουν επίσης βιβλία αφιερωμένα στην
επιχειρηματολογία και την ανάλυση γύρω από τις πολιτικές και κοινω-
νικές αντιλήψεις που βρίσκονται πίσω από το περιβαλλοντικό κίνημα
(Atkinson, 1991, Hayward, 1995, Dryzek, 1997, Smith, 1998, Barry, 1999,
Baxter, 1999, Blühdorn, 2000, Humphrey, 2001, Meyer, 2001, Whiteside,
2002, Dickens, 2004), κι ετούτο είναι ένα από αυτά τα βιβλία.
Η πρώτη έκδοση της Πράσινης πολιτικής σκέψης έγινε το 1990, όταν
τα πράσινα πολιτικά κόμματα αποτελούσαν καινοτομία και σχεδόν κα-
νείς δεν είχε ακούσει για την κλιματική αλλαγή. Αναρωτιόμουν, τότε, αν
το τρυφερό πράσινο φυτό του περιβαλλοντισμού αποτελούσε απλά μιαν
ακόμα εκδοχή ιδεολογιών που ήδη υπήρχαν ή μια νέα, αυθύπαρκτη ιδε-
ολογία. Όσο περισσότερο διάβαζα γι’ αυτόν, τόσο πειθόμουν ότι είχαμε
πράγματι στα χέρια μας μια νέα ιδεολογία. Το να λέμε ότι ο περιβαλλοντι-
σμός είναι «σαν» κάποιες άλλες πολιτικές ιδεολογίες μου φαινόταν τόσο
λογικό όσο το να λέμε ότι ο σοσιαλισμός είναι «σαν» τον φιλελευθερι-
σμό, για παράδειγμα. Δεκαέξι χρόνια αργότερα είμαι πιο πεπεισμένος
από ποτέ γι’ αυτό.
Ένας από τους πιο εντυπωσιακούς πολιτικούς μετασχηματισμούς
των τελευταίων δύο δεκαετιών υπήρξε ο τρόπος με τον οποίο η περιβαλ-
λοντική συνείδηση μετακινήθηκε από το περιθώριο στο κέντρο της πο-
λιτικής ζωής. Όλοι επιθυμούν ένα κομμάτι της. Κανείς σοβαρός υποψή-
φιος για πολιτικό αξίωμα δεν έχει την πολυτέλεια να κινηθεί αντίθετα
προς αυτό το ρεύμα· το να βρεις κάποιον πολιτικό που ν’ αντιτίθεται στη
βιώσιμη ανάπτυξη είναι τόσο δύσκολο όσο το να βρεις κάποιον απρό-
θυμο να φιλάει μωρά στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ο με-
τασχηματισμός αυτός απαίτησε από τους πολιτικούς να αφομοιώσουν
«το περιβάλλον» στις σχετικές πολιτικές θέσεις τους – και το αποτέλε-

20
Εισαγωγή

σμα ήταν μία σειρά κρουσμάτων οξείας ιδεολογικής δυσπεψίας. Αυτές


οι απόπειρες οικειοποίησης των περιβαλλοντικών θεμάτων κατέστη-
σαν επιτακτικότερη από ποτέ την ανάγκη να ορισθεί σαφώς η περιοχή
της πολιτικής ιδεολογίας που δημιουργήθηκε γύρω από τα περιβαλλοντι-
κά ζητήματα. Έτσι, ο κύριος στόχος μου εδώ είναι ο ίδιος που ήταν και το
1991: να περιγράψω και να εκτιμήσω αυτό το σύνολο ιδεών για το περι-
βάλλον που μπορεί ορθά να θεωρηθεί ιδεολογία – η ιδεολογία του οικο-
λογισμού. Είναι, λοιπόν, ένα βιβλίο για τον «οικολογισμό», με την ίδια έν-
νοια που θα μπορούσατε να διαβάσετε ένα βιβλίο για τον φιλελευθερι-
σμό, τον σοσιαλισμό, τον συντηρητισμό ή τον φασισμό.
Θα κάνω μια διάκριση μεταξύ του οικολογισμού και του πιο εμφα-
νούς εξαδέλφου του, του περιβαλλοντισμού. Ετούτο το βιβλίο αφορά στον
πρώτο, όχι στον δεύτερο, και τα παρακάτω θα μπορούσε να εκληφθούν
ως μια πρόχειρη διάκριση μεταξύ των δύο:
• Ο περιβαλλοντισμός υποστηρίζει μια διαχειριστική προσέγγιση
των περιβαλλοντικών προβλημάτων, με τη βεβαιότητα ότι μπορεί να λυ-
θούν χωρίς θεμελιώδεις αλλαγές στις υφιστάμενες αξίες ή τα πρότυπα
παραγωγής και κατανάλωσης.
• Ο οικολογισμός υποστηρίζει ότι μία βιώσιμη και πλήρης νοή-
ματος ύπαρξη προϋποθέτει ριζικές αλλαγές στη σχέση μας με τον μη-
ανθρώπινο φυσικό κόσμο, και στις μορφές της κοινωνικής και πολιτικής
μας ζωής.
Έτσι, οι κυβερνητικοί υπουργοί δεν γίνονται μεμιάς πολιτικοί οικο-
λογιστές ανταλλάσσοντας τις λιμουζίνες τους με υβριδικά αυτοκίνητα
(ηλεκτρισμού/πετρελαίου).
Θα υποστηρίξω ότι ο περιβαλλοντισμός και ο οικολογισμός πρέπει
να διαχωρίζονται επειδή διαφέρουν όχι μόνο σε ένταση, αλλά και σε χα-
ρακτήρα. Με άλλα λόγια, πρέπει να διαχωρίζονται για τους ίδιους λόγους
που πρέπει να διαχωρίζονται ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός ή ο
συντηρητισμός και ο εθνικισμός. Κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί αμφι-
λεγόμενο, αφού η συνήθης άποψη είναι ότι ο περιβαλλοντισμός και ο οι-
κολογισμός ανήκουν στην ίδια οικογένεια, με τον πρώτο να εκδηλώνει
απλά μία λιγότερο ριζοσπαστική έκφραση ενδιαφέροντος για το περιβάλ-
λον από τον δεύτερο. Είναι λιγότερο ριζοσπαστικός, πράγματι, και αυτό

21
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

δεν στερείται σημασίας, όμως επιθυμώ να δείξω ότι η φύση αυτής της
διαφοράς μας οδηγεί πέρα από το ζήτημα του ριζοσπαστισμού, σε πε-
δίο πιο θεμελιώδους χαρακτήρα – χαρακτήρα πεδίου, μάλιστα, που μας
υποχρεώνει να διακρίνουμε τον φιλελευθερισμό από τον σοσιαλισμό ως
οικογένειες, και όχι απλά –ή μόνο– ως παιδιά των ίδιων γονιών.
Αυτό ισχύει, καίρια, επειδή ο περιβαλλοντισμός δεν είναι με κανέ-
ναν τρόπο ιδεολογία. Οι περισσότεροι αναλυτές αποδίδουν τα ίδιες τρεις
βασικές παραμέτρους στις ιδεολογίες, όπως τις πραγματεύομαι εδώ:
Πρώτον, οφείλουν να παρέχουν μιαν αναλυτική περιγραφή της κοινω-
νίας – έναν «χάρτη» με σημεία αναφοράς που να βοηθούν τους χρήστες
του να βρίσκουν τον δρόμο τους μέσα στον πολιτικό κόσμο. Δεύτερον,
πρέπει να επαγγέλλονται μία συγκεκριμένη μορφή κοινωνίας, επικαλού-
μενες αντιλήψεις σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση οι οποίες συντη-
ρούν και αναπαράγουν ιδέες για τη φύση μιας τέτοιας κοινωνίας. Τέλος,
πρέπει να παρέχουν ένα πρόγραμμα πολιτικής δράσης ή να καταδεικνύ-
ουν πώς θα μεταβούμε από την κοινωνία όπου ζούμε σήμερα σε αυτήν
που επαγγέλλεται η συγκεκριμένη ιδεολογία.
Όσον αφορά στην πρώτη παράμετρο, και στο πλαίσιο του διαχωρι-
σμού του οικολογισμού από τον περιβαλλοντισμό, είναι σημαντικό να το-
νίσουμε ότι οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζεται από μια οποιαδή-
ποτε ιδεολογία πρέπει να αναλύεται ως προς κάποιο βασικό και (τρό-
πον τινά) αναγκαστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης, και
όχι ως προς κάποια τυχαία χαρακτηριστικά συγκεκριμένων κοινωνικών
πρακτικών. Στη δική μας περίπτωση, ο οικολογισμός θα υποστηρίξει ότι
η κλιματική αλλαγή αποτελεί όχι απλώς ένα παρεπόμενο προβληματι-
κών τεχνολογιών παραγωγής ενέργειας, αλλά μάλλον ένα σύμπτωμα της
παραγνώρισης των δυνατοτήτων (ή, πιο σωστά εδώ, των περιορισμών)
που συνοδεύουν τη συμμετοχή σε μία αλληλένδετα βιοτική και αβιοτική
κοινότητα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, όσες διαφωνίες κι αν έχουν οι
ιδεολογίες σε ζητήματα ανάλυσης και συμπερασμάτων, θα τις διατυπώ-
νουν πάντοτε ως θεμελιώδεις «αλήθειες» γύρω από την ανθρώπινη κα-
τάσταση. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο οικολογισμός συναριθμείται στις πολιτι-
κές ιδεολογίες, ενώ ο περιβαλλοντισμός όχι.
Μία παρόμοια παρατήρηση μπορεί να γίνει σχετικά με τη δεύτερη

22
Εισαγωγή

παράμετρο που αναφέρθηκε παραπάνω: αυτήν της πολιτικής επαγγε-


λίας. Οι επαγγελίες που γίνονται από πολιτικές ιδεολογίες δεν βασίζο-
νται μόνο σε προβληματισμούς, αλλά θεμελιώνονται πάνω σε κάποιαν
αντίληψη περί της ανθρώπινης κατάστασης και των σχετικών με αυ-
τήν περιορισμών και δυνατοτήτων. Τέτοιες επαγγελίες βασίζονται σε κά-
ποιο όραμα συνοδευόμενο από αρχές σχετικά με τον τρόπο που θα έπρε-
πε να ζούμε τις ζωές μας (η «Ευζωία») και έρχονται σε έντονη αντίθεση
με επαγγελίες που δεν απολήγουν σε τίποτε περισσότερο από ένα σύνο-
λο τεχνικών ρυθμίσεων ή «τεχνολογικών επιδιορθώσεων». Και πάλι, σε
αυτό το πλαίσιο ο οικολογισμός πληροί τις προϋποθέσεις μιας πολιτικής
ιδεολογίας, ενώ ο περιβαλλοντισμός όχι.
Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαμε να ορίσουμε αυτή την ιδεολογία του
οικολογισμού; Ξεκινάμε περιγράφοντας και αποτιμώντας, με τα λόγια του
Roger Eatwell, την «εγγενή δομή» των ιδεολογιών – τις «βασικές αρχές,
τους μύθους, τις αντιφάσεις, τις εντάσεις, ακόμα την ηθικότητά και την
αλήθεια [τους]» (Eatwell and Wright, 1993, σ. 1). Κάτι τέτοιο προϋποθέτει
ότι κάθε ιδεολογία έχει βασικές αρχές, μύθους και τα λοιπά, που τη δια-
φοροποιούν από άλλες ιδεολογίες, οπότε μέρος της εργασίας μου θα εί-
ναι να περιγράψω ποια είναι αυτά στην περίπτωση του οικολογισμού –
αρχές που τον καθιστούν ξεχωριστό από άλλες ιδεολογίες και (υποστηρί-
ζω) από τον περιβαλλοντισμό επίσης. Έχω εμπλακεί ανερυθρίαστα, λοι-
πόν, στο να παραγάγω έναν «ιδανικό τύπο» – και το λέω αυτό εκ προοι-
μίου, ώστε να προλάβω την κριτική ότι η ιδεολογία που περιγράφω δεν
είναι (για παράδειγμα) αυτή που αποτυπώνεται στο τελευταίο μανιφέστο
του σουηδικού Πράσινου Κόμματος. Ο οικολογισμός που παρουσιάζεται
εδώ δεν θα πρέπει «να συγχέεται με συγκεκριμένα κινήματα, κόμματα ή
καθεστώτα που μπορεί να φέρουν το όνομά [του]» (Eatwell and Wright,
1993, σ. 10· βλ. επίσης Talshir (2002) για μια συζήτηση περί πράσινων
κομμάτων και ιδεολογίας). Ούτε και προσδοκούμε αναγκαστικά, στην
πραγματική ζωή, από κάθε έναν πολιτικό οικολογιστή να συμφωνεί στον
ίδιο βαθμό με όλες τις αρχές και τα πιστεύω που συζητιούνται σε αυτό το
βιβλίο. Κι αυτό για ν’ απαντήσουμε στην κατά τα άλλα λανθασμένη εντύ-
πωση ότι «η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που στην πραγματική ζωή θα θε-
ωρούσαν τους εαυτούς τους πολιτικούς οικολογιστές δεν θα δουν τα πι-

23
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

στεύω τους ν’ αντικατοπτρίζονται σε αυτή την περιγραφή [του οικολογι-


σμού]» (Riechmann, 1977, σ. 10, μετάφραση δική μου). Οι πολιτικοί οικο-
λογιστές στην πραγματική ζωή μπορεί να μη συμφωνήσουν με το σύνο-
λο των ιδεών που περιγράφονται και αναλύονται εδώ, όμως θα αντλή-
σουν από τη δεξαμενή της έμπνευσης που αυτές παρέχουν.
Η διαφοροποίηση μεταξύ οικολογισμού και περιβαλλοντισμού, και
η εστίαση στον πρώτο, μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα την ιστο-
ρική σημασία της πράσινης πολιτικής ως πρόκληση για την πολιτική, κοι-
νωνική και επιστημονική συναίνεση που έχει κυριαρχήσει τα τελευταία
διακόσια με τριακόσια χρόνια στη δημόσια ζωή. Η πράσινη πολιτική εν-
συνείδητα αντιπαρατίθεται στα κυρίαρχα παραδείγματα, και με αυτή την
έννοια βρίσκεται σε θέση παρόμοια με αντιλήψεις όπως ο «μεταβιομη-
χανισμός». Ο Michael Marien έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι, αντίθετα με
τη γενική πεποίθηση, δεν υπάρχει ένα αλλά «δύο οράματα της μεταβιο-
μηχανικής κοινωνίας» και, κάτι σημαντικό, ότι το ένα απ’ αυτά είναι κυ-
ρίαρχο και το άλλο δευτερεύον. Εάν αφήσουμε να εξαφανιστεί το δευ-
τερεύον διακινδυνεύουμε μια διανοητική αστοχία και είναι πιθανό να
εκλάβουμε εσφαλμένα τη συναίνεση ως διαφωνία. Το ίδιο συμβαίνει με
την ελαφρά-πράσινη και τη βαθιά-πράσινη πολιτική – ή ό,τι έχω αποκα-
λέσει περιβαλλοντισμό και οικολογισμό.
Ο Marien γράφει πως υπάρχουν «δύο τελείως διαφορετικοί τρόποι
προσέγγισης: Η “μεταβιομηχανική κοινωνία” ως μία τεχνολογική, ευημε-
ρούσα, παρέχουσα υπηρεσίες κοινωνία, ή ως μία αποκεντρωμένη αγρο-
τική οικονομία που ακολουθεί μετά από μιαν αποτυχημένη εκβιομηχάνι-
ση» (Marien, 1977, σ. 416), και υποστηρίζει ότι η πρώτη είναι κυρίαρχη σε
σχέση με τη δεύτερη. Κατ’ ανάλογο τρόπο, έχω υποστηρίξει ότι κυρίαρ-
χες και δευτερεύουσες αντιλήψεις της πράσινης πολιτικής έχουν ανακύ-
ψει από τη συζήτηση του θέματος, όπως και από την πολιτική πρακτική.
Το θέμα είναι να παραμείνουμε ανοιχτοί στην ύπαρξη αυτών των αντιλή-
ψεων αντί ν’ αφήσουμε το δυνατό φως των κυρίαρχων να επισκιάσουν
τις δευτερεύουσες.
Στην πραγματικότητα τα παραπάνω δεν αποτελούν απλώς μιαν ανα-
λογία. Συμβαίνει ακριβώς η κυρίαρχη εκδοχή του Marien για τον μεταβι-
ομηχανισμό –μία τεχνολογική, ευημερούσα, παρέχουσα υπηρεσίες κοι-

24
Εισαγωγή

νωνία– να είναι μία ικανοποιητική περιγραφή της πολιτικής προσδοκίας


του 21ου αιώνα που πιθανότατα θα προσυπέγραφαν οι περισσότεροι άν-
θρωποι, εάν τους ρωτούσαν. Είναι, ούτως ή άλλως, σίγουρο ότι με κάθε
ευκαιρία μας προτρέπουν να την οραματιζόμαστε. Τώρα το περιεχόμε-
νο του μεταβιομηχανισμού, με τη συγκεκριμένη κυρίαρχη έννοια, μπο-
ρεί κι επιδρά θαυματουργικά σε οτιδήποτε βρίσκει μπροστά του – μετα-
πλάθει στα μέτρα του ό,τι το προκαλεί, κι έτσι του αφαιρεί το κεντρί. Αυτό
ακριβώς, πιστεύω, είναι που συνέβη στην περιβαλλοντική πολιτική, κα-
θώς αναδύθηκε από τα παρασκήνια στο προσκήνιο. Προσφέρεται πλέον
η δυνατότητα να ισχυριστεί κανείς αρκετά πειστικά ότι η πράσινη πολιτική
μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας τεχνολογικής, ευημερούσας, προσφέ-
ρουσας υπηρεσίες κοινωνίας – μέρος, με άλλα λόγια, της κατά Marien
κυρίαρχης εκδοχής του τι είναι, και τι μπορεί να γίνει, η μεταβιομηχανική
κοινωνία. Πρόκειται για την πράσινη πολιτική των φίλτρων απορρόφη-
σης του διοξειδίου του άνθρακα στις βιομηχανικές καμινάδες, των σπρέι
χωρίς αέρια CFC, των υβριδικών αυτοκινήτων – ακόμη και της πυρηνι-
κής ενέργειας.
Κάτω από αυτόν τον μανδύα, η πράσινη πολιτική δεν θέτει καμία
πρόκληση στη συναίνεση του 21ου αιώνα ως προς το επιθυμητό κοι-
νωνιών ευμάρειας, τεχνολογίας, παροχής υπηρεσιών. Όμως η δική μου
αντίληψη της ιστορικής σημασίας της ριζοσπαστικής πράσινης πολιτικής
συνεπάγεται ότι συνιστά ακριβώς μια τέτοια πρόκληση, και ότι θα μας δι-
αφύγει η σημασία της αυτή αν την εκλάβουμε μόνο στη μεταρρυθμιστι-
κή της εκδοχή: μία εκδοχή που ενισχύει μάλλον, παρά αμφισβητεί, την
επιδεικτική κατανάλωση και ορισμένα είδη τεχνολογίας. Η ριζοσπαστι-
κή πράσινη πολιτική είναι πολύ περισσότερο φίλη της δευτερεύουσας
ερμηνείας του μεταβιομηχανισμού –μία αποκεντρωμένη οικονομία που
ακολουθεί μετά από μια αποτυχημένη εκβιομηχάνιση–παρά της κυρίαρ-
χης ομόλογής της. Οι Jonathon Porritt και Nicholas Winner διαβεβαιώ-
νουν ότι:

… ο πιο ριζοσπαστικός [πράσινος στόχος] δεν αποβλέπει σε τίποτε λι-


γότερο από μία μη βίαιη επανάσταση που θα ανατρέψει τη ρυπαντι-
κή, αρπακτική και υλιστική βιομηχανική κοινωνία μας στο σύνολό της

25
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

και, στη θέση της, θα δημιουργήσει μια νέα οικονομική και κοινωνική
τάξη πραγμάτων, η οποία θα επιτρέπει στα ανθρώπινα όντα να ζουν σε
αρμονία με τον πλανήτη. Υπό αυτούς τους όρους, το Πράσινο Κίνημα
ισχυρίζεται ότι είναι η πιο ριζοσπαστική και σημαντική πολιτική και πο-
λιτισμική δύναμη από τη γέννηση του σοσιαλισμού.
(Porritt and Winner, 1988, σ. 9)

Με τέτοιες παραμέτρους προσεγγίζω την πράσινη πολιτική σε αυτό το βι-


βλίο· πρώτον, για να έχω στο μυαλό μου μια πιο ολοκληρωμένη εικό-
να του κινήματος από αυτήν που έχω τώρα· δεύτερον, για να κατανοή-
σω καλύτερα το είδος της πρόκλησης που συνιστά αυτό για την κυρίαρ-
χη συναίνεση· και, τρίτον, για να εδραιώσω τον οικολογισμό ως μια αυ-
τόνομη πολιτική ιδεολογία. Το τελευταίο είναι σημαντικό, επειδή πιστεύω
ότι η Barbara Goodwin (μεταξύ άλλων) κάνει λάθος αποκαλώντας τον οι-
κολογισμό «διατέμνουσα ιδεολογία», που «εμπίπτει σε άλλες, ήδη υπάρ-
χουσες ιδεολογικές κατηγορίες» (Goodwin, 1987, σ. vii).
Χάριν ευκολίας, αλλά με τον κίνδυνο να ξεστρατίσουμε σε μία πε-
ριοχή όπου ακόμα και οι ίδιοι οι ειδικοί δίκαια φοβούνται να βαδίσουν,
η κοσμοθεωρία την οποία οι μοντέρνοι πολιτικοί οικολογιστές αμφισβη-
τούν είναι αυτή που γεννήθηκε από τον (πρώιμο) Διαφωτισμό. Ο Norman
Hampson έχει υποδείξει ορισμένα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της κοσμο-
αντίληψης του Διαφωτισμού: «…μία περίοδος κατά την οποία η παιδεία
του καλλιεργημένου ανθρώπου θεωρούνταν ότι περιλάμβανε το σύνο-
λο της καλλιεργημένης γνώσης (Hampson, 1979, σ. 11)· «ότι ο άνθρω-
πος ήταν σε μεγάλο βαθμό κυρίαρχος της ίδιας του της μοίρας» (ό.π.,
σ. 35)· ότι «ο Θεός ήταν ένας μαθηματικός του οποίου οι υπολογισμοί, πα-
ρότι απειράριθμοι στη δυσδιάκριτη πολυπλοκότητά τους, ήταν προσβάσι-
μοι από την ανθρώπινη νοημοσύνη» (ό.π., σ. 37-38)· και ότι «η συμπαντι-
κή λογική» θεωρείτο προτιμότερη από τις «τοπικές παραδόσεις», κυρίως
για τη συμβολή της στην καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας (ό.π., σ. 152).
Ο Adrian Atkinson (1991) εξετάζει διεξοδικά όλα αυτά τα χαρακτηρι-
στικά, και η γενική τους κατεύθυνση είναι η εξύψωση των ανθρώπινων
όντων και των ιδιαίτερων ικανοτήτων τους (π.χ. λογική) – η τοποθέτηση
του ανθρώπινου όντος σε εξέχουσα θέση ως προς τα υπόλοιπα, όχι απο-

26
Εισαγωγή

κλειστικά γήινα φαινόμενα, αλλά το σύμπαν συνολικά. Εάν ο Ισαάκ Νεύ-


των έβλεπε με ταπεινοφροσύνη τον εαυτό του ως ένα αγόρι που παίζει
στην παραλία, ανακαλύπτοντας μόνο ένα ξεχωριστό γυαλιστερό βότσα-
λο ενώ ο «μεγάλος ωκεανός της αλήθειας» εκτεινόταν μπροστά του, αυτό
σίγουρα οφειλόταν περισσότερο στο ότι δεν είχε τον χρόνο για ν’ ανοίξει
πανιά, παρά επειδή θεωρούσε ότι δεν είχε τον εξοπλισμό για να το κάνει.
Αυτή η πίστη στην κεντρικότητα του «ανθρώπου» (“man”2) και στην ικα-
νότητά του να ελέγχει τις συνθήκες της ζωής του είχε ενσωματωθεί στην
αρχή της bienfaisance, ή αγαθοεργίας, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος
αυτός ήταν ο καλύτερος απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους για τ’ ανθρώ-
πινα όντα. Ο Hampson παραπέμπει στον Pluche που γράφει πως «εί-
ναι γι’ αυτόν [τον άνθρωπο] που ανατέλλει ο ήλιος· είναι γι’ αυτόν που λά-
μπουν τ’ αστέρια», και συνεχίζει παρατηρώντας ότι «σχεδόν τα πάντα θα
μπορούσαν να τεθούν στην υπηρεσία του, από την πυκνότητα του νερού,
την οποία ο Φενελόν θεωρούσε επακριβώς υπολογισμένη ώστε να διευ-
κολύνει τη ναυσιπλοΐα, μέχρι το σχήμα του καρπουζιού, που διευκολύ-
νει τον τεμαχισμό του» (Hampson, 1979, σ. 81). Κατά τα ανωτέρω, η στά-
ση του Διαφωτισμού ήταν ότι ο κόσμος έχει δημιουργηθεί για τα ανθρώ-
πινα όντα και ότι, κατ’ αρχήν, τίποτε σ’ αυτόν δεν θα μπορούσε να τους
κρατηθεί μυστικό.
Μ’ έναν σύνθετο τρόπο, η στάση αυτή έχει παραμείνει κυρίαρχη από
τότε στα πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα της Δύσης, όπως και
σ’ αυτά που έχουν επιδιώξει να ακολουθήσουν το δυτικό πρότυπο. Επη-
ρεάζει, επίσης, την κυρίαρχη ερμηνεία του Marien περί του τι είναι και
τι θα πρέπει να είναι η μεταβιομηχανική κοινωνία: η επιστήμη υπό την
επιρροή του Μπέικον βοήθησε να παραχθεί η τεχνολογία της και η υλική
της αφθονία, ενώ το προμηθεϊκό σχέδιο, στου οποίου τη μοντέρνα εκδο-
χή έδωσε ζωή ο Διαφωτισμός, παραμένει ουσιαστικά άθικτο. Η ιστορική

2 Ο συγγραφέας θέτει τη λέξη “man” εντός εισαγωγικών, για να υπονομεύσει


τη γλωσσική –και όχι μόνο– ταύτιση του «ανθρώπου» με τον «άνδρα». Το πρόβλη-
μα αυτό ισχύει και στα ελληνικά, λόγω του αρσενικού γένους της λέξης «άνθρω-
πος» (στμ).

27
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σημασία της ριζοσπαστικής πράσινης πολιτικής συνίσταται στο ότι αποτε-


λεί μία πρόκληση γι’ αυτό το σχέδιο, και για τις κανονιστικές αρχές και τις
πρακτικές που το συντηρούν. Η πολιτική αυτή αποζητά σαφώς να απο-
μακρύνει το ανθρώπινο ον από το κέντρο, να αμφισβητήσει τη μηχανιστι-
κή επιστήμη και τις τεχνολογικές της συνέπειες, να αποβάλει την πεποί-
θηση ότι ο κόσμος φτιάχτηκε για τα ανθρώπινα όντα – και το κάνει αυτό
επειδή οδηγήθηκε να αναρωτηθεί αν το κυρίαρχο μεταβιομηχανικό σχέ-
διο για υλική αφθονία είναι επιθυμητό ή βιώσιμο. Όλα αυτά θα χαθούν
εάν επιλέξουμε να περιορίσουμε την αντίληψή μας για την πράσινη πο-
λιτική στην κυρίαρχη έκφανσή της: έναν περιβαλλοντισμό που αποζητά
μια καθαρότερη οικονομία παροχής υπηρεσιών, συντηρούμενη από κα-
θαρότερη τεχνολογία και παραγωγό καθαρότερης επιδεικτικής κατανά-
λωσης.
Αυτές οι σκέψεις πάνω στον Διαφωτισμό βοηθούν να εντοπίσου-
με την τρέχουσα ιστορική σημασία του οικολογισμού, όμως κι εδώ επί-
σης υπάρχει ένας κίνδυνος. Ο αναλυτικός πειρασμός είναι να δούμε τη
συγκεκριμένη ιδεολογία ως μία ανανέωση της αντίδρασης του ρομα-
ντισμού που προκλήθηκε από τον Διαφωτισμό και τις ίδιες τις πρώιμες
μορφές εκβιομηχάνισης στη συνέχεια. Θα ορίσουμε, έτσι, τον οικολογι-
σμό με σημείο αναφοράς το πάθος, αντί της λογικής, τις χαρές μιας βου-
κολικής ζωής, και το μυστήριο, ως αντίθετο στη διαφάνεια. Και είναι φυ-
σικά αλήθεια ότι πολλές εκδηλώσεις του πράσινου κινήματος υποστη-
ρίζουν την επαναφορά του πληθυσμού στην ύπαιθρο και την αφύπνιση
ενός αισθήματος δέους μπροστά στα φυσικά φαινόμενα.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι η μοντέρνα πράσινη πο-
λιτική βασίζεται σε μια συνειδητά πραγματιστική εκτίμηση της μη βιω-
σιμότητας των σημερινών πολιτικών και οικονομικών πρακτικών – εί-
ναι εντυπωσιακό, πράγματι, να βλέπει κανείς σε πόση έκταση η επιτυχία
της μοντέρνας πολιτικής οικολογίας έχει διαμεσολαβηθεί και συντηρη-
θεί από την επιστημονική έρευνα. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο
για την αντίδραση του ρομαντισμού απέναντι στον Διαφωτισμό. Εξάλλου,
η πολιτική ουτοπία του οικολογισμού είναι (κατά πολύ) επηρεασμένη από
ερμηνείες της αρχής της ισότητας – μια αρχή που σχεδιάστηκε και τέθη-
κε σε κυκλοφορία κατά τον Διαφωτισμό, και σίγουρα δεν υπήρξε δημο-

28
Εισαγωγή

φιλής μεταξύ των ρομαντικών. Κι αν, τέλος, θεωρούμε πως το πράσι-


νο κίνημα πιστεύει ότι την αξία του φυσικού κόσμου μπορεί κανείς να
την αναγνωρίζει μόνο μέσω της διαίσθησης (όπως τείνουμε να κάνουμε
όταν το θεωρούμε απλά ως μιαν αναγέννηση του ρομαντισμού), τότε εί-
μαστε τυφλοί απέναντι στο τεράστιο εύρος και την επιρροή των ορθολο-
γιστικών προσπαθειών να ερμηνεύσουν μια τέτοια αξία – προσπάθειες
τόσο μεγάλης σπουδαιότητας για τις πνευματικές καταβολές του κινήμα-
τος (κεφάλαιο 2).
Έτσι, ενώ (στο πλαίσιο της παρούσας ιστορικής της σημασίας) η ρι-
ζοσπαστική πράσινη πολιτική πρέπει να θεωρείται πρόκληση για τη σύγ-
χρονη επί κανονιστικών αρχών και πρακτικών συναίνεση, που έχει τις
πιο άμεσες καταβολές της στον πρώιμο Διαφωτισμό, θα ήταν λάθος να
θεωρήσουμε ότι δεν θα λάβει καθόλου υπόψη της αυτές τις κανονιστι-
κές αρχές και πρακτικές. Αυτό θα απέβαινε εξαιρετικά μεγάλο λάθος αν
θα οδηγούσε στο βιαστικό συμπέρασμα ότι η σύγχρονη πράσινη πολιτι-
κή αποτελεί απλώς μία μορφή μετενσαρκωμένου ρομαντισμού. Για να το
αποφύγουμε αυτό, πρέπει να πούμε ότι η πρόκληση της πράσινης πολι-
τικής παίρνει κατά κύριο λόγο τη μορφή μιας προσπάθειας ώστε το πλαί-
σιο της υποχρέωσης να πείσουν να μετατεθεί, από αυτούς που αμφισβη-
τούν την κυρίαρχη μεταβιομηχανική πραγμάτωση της πολιτικής και της
κοινωνίας (μιας κοινωνίας αφθονίας, τεχνολογικής και καταναλωτικής
έντασης και υπηρεσιών) σε αυτούς που θα την υπερασπίζονταν. Για να
το κάνουν αυτό οι πράσινοι μερικές φορές μπορεί να μιλούν, έστω κι αν
συχνά το κάνουν χαμηλόφωνα (sotto voce), με το ιδίωμα του Διαφωτι-
σμού. Στο πλαίσιο, μάλιστα, μιας εκτενούς έρευνας για τη σχέση οικολο-
γίας και διαφώτισης, ο Tim Hayward γράφει ότι «η οικολογική πρόκλη-
ση, στον βαθμό ακριβώς που συνιστά μια σημαντική πρόκληση, μπορεί
να θεωρηθεί ως μια ανανέωση του ίδιου του σχεδίου της διαφώτισης»
(Hayward, 1995, σ. 39).
Τέλος, πρέπει να γίνει ένα σχόλιο για τη χρήση της λέξης «ιδεολο-
γία» εδώ. Η μελέτη της ιδεολογίας είναι εξαιρετικά πιο σύνθετη από όσο
θα μας έκανε να πιστέψουμε ο καθιερωμένος «λειτουργικός» ορισμός
της λέξης. Σ’ ένα επίπεδο βαθύτερο απ’ αυτό, η ιδεολογία «διερευνά τις
βάσεις και την εγκυρότητα των πιο θεμελιωδών ιδεών μας» (McLellan,

29
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

1986, σ. 1) και με την ιδιότητά της αυτή μας εμπλέκει σε κριτικό στοχασμό
σχετικά με τις πιο αθέατες προϋποθέσεις της τρέχουσας κοινωνικής και
πολιτικής ζωής – πιο αθέατες κι απ’ αυτές που οι πολιτικοί οικολογιστές
ισχυρίζονται ότι έχουν αποκαλύψει. Αντλώντας από τον Μαρξ, η αντίλη-
ψη αυτή για την ιδεολογία μας ωθεί να μην παίρνουμε τίποτε ως δεδο-
μένο και υποστηρίζει ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται σε οποιαδήποτε
δεδομένη περιγραφή του κόσμου είναι μάλλον αδιαφανείς παρά διαφα-
νείς, και απαιτούν αποκρυπτογράφηση.
Παρόλα αυτά, υπάρχει ακόμα κάτι χρήσιμο που θα μπορούσα-
με να πούμε για τον σοσιαλισμό, τον φιλελευθερισμό και τον συντηρητι-
σμό μέσα από το λειτουργικό γλωσσικό ιδίωμα, έστω υπό την έννοια ότι
μπορούμε όντως να υποστηρίξουμε μετά λόγου γνώσεως πως οι πολι-
τικές ιδεολογίες παρέχουν «τις έννοιες, τις κατηγορίες, τις εικόνες και τις
ιδέες με τις οποίες οι άνθρωποι κατανοούν τον κοινωνικό και πολιτικό
τους κόσμο, σχεδιάζουν εγχειρήματα, φτάνουν σε κάποια μορφή συνει-
δητοποίησης της θέσης τους σ’ αυτόν τον κόσμο και δρουν μέσα σ’ αυ-
τόν» (Donald and Hall, 1986, σ. x). Είναι η συγκεκριμένη λειτουργική αντί-
ληψη περί ιδεολογίας που διατρέχει το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου.
Στοχεύω να εκθέσω τις ιδέες με τις οποίες οι ριζοσπάστες πράσινοι πε-
ριγράφουν τον πολιτικό και κοινωνικό κόσμο, προτείνουν δράσεις εντός
αυτού, και επιδιώκουν να μας κινητοποιήσουν σε τέτοιες δράσεις. Η συ-
γκεκριμένη οπτική είναι γενικώς παραδεκτή στο πλαίσιο της πραγμάτευ-
σης των πολιτικών ιδεολογιών, όμως η κατανόηση της «ιδεολογίας», την
οποία προϋποθέτει, είναι κάθε άλλο παρά γενικής αποδοχής μέσα στο
ευρύτερο πλαίσιο μελέτης της ιδεολογίας καθεαυτήν. Μέσα σε αυτό το
ευρύτερο πλαίσιο, τόσο ο οικολογισμός όσο και το παρόν βιβλίο γι’ αυτόν
θα πρέπει να υποβληθούν σε διεξοδική εξέταση.

30
1. Ο προβληματισμός περί
του οικολογισμού

Ο βρετανός περιβαλλοντιστής Jonathοn Porritt είπε κάποτε: «Παρότι συ-


νέταξα το μανιφέστο του Κόμματος των Οικολόγων κατά τις δύο τε-
λευταίες εθνικές εκλογές, δύσκολα θα μπορούσα, ακόμα και τώρα, να
διατυπώσω έναν ορισμό της ιδεολογίας μας» (Porritt, 1984a, σ. 9). Στο
κεφάλαιο αυτό σκοπεύω να θέσω ορισμένες θεμελιώδεις αρχές για τη
συγκεκριμένη ιδεολογία, βασιζόμενος σε δύο θέσεις που υποστήριξα
στην εισαγωγή: Πρώτον, ότι ο οικολογισμός δεν ταυτίζεται με τον περι-
βαλλοντισμό και, δεύτερον, ότι ο περιβαλλοντισμός δεν αποτελεί πολιτική
ιδεολογία.
Πρέπει να πω εξαρχής ότι οι δύο αυτές θέσεις φέρνουν τις απόψεις
μου αντιμέτωπες με των περισσότερων απ’ όσους έγραψαν πρόσφατα για
την πολιτική οικολογία ως ιδεολογία. Πιο διαδεδομένη είναι η άποψη ότι
στις σχετικές με την πράσινη ιδεολογία τοποθετήσεις πρέπει να περιλαμ-
βάνονται τόσο ο περιβαλλοντισμός όσο και ο οικολογισμός – οι συγγρα-
φείς παρουσιάζουν συνήθως ένα «φάσμα» πράσινης ιδεολογίας με όλα τα
απαραίτητα παρελκόμενα, όπως οι «πτέρυγες» και τα «κέντρα». Έχω αλ-
λού αναφερθεί στις δύο αυτές προσεγγίσεις ως «μαξιμαλιστική» και «μι-
νιμαλιστική» (Dobson, 1993a). Οι μαξιμαλιστές αναλυτές ορίζουν αυστη-
ρά τον οικολογισμό –«άνθρωποι και ιδέες θα πρέπει να υποβάλλονται σε
σχολαστική εξέταση προκειμένου να τους αποδίδεται ο χαρακτηρισμός
του πολιτικού-οικολογικού»–, ενώ οι μινιμαλιστές «απλώνουν τα δίχτυα
τους ευρύτερα, οπότε ο ορισμός του οικολογισμού υπόκειται σε λιγότε-
ρους ή/και ελαστικότερους όρους» (Dobson 1993a, σ. 220). Θα γίνει σαφές
ότι υιοθετώ τη μαξιμαλιστική θέση. Εν μέρει αυτό οφείλεται στους θεμε-
λιώδεις κανόνες που θεωρώ ότι πρέπει να ακολουθούνται κατά τον ορι-
σμό οποιασδήποτε ιδεολογίας, και παραβιάζονται όταν ο περιβαλλοντι-
σμός περιλαμβάνεται, ως πτέρυγα, στον ορισμό της πράσινης ιδεολογίας.
Εν μέρει, επίσης, λόγω του ότι η εμβάπτιση του οικολογισμού στον περι-

31
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

βαλλοντισμό ενέχει τον κίνδυνο διαστρέβλωσης του διανοητικού και πο-


λιτικού τοπίου. Εν μέρει, τέλος, επειδή η μινιμαλιστική θέση καταλήγει να
λέει τόσο λίγα.
Ο Andrew Vincent έχει διατυπώσει τις πιο σαφείς και ισχυρές από-
ψεις υπό τη μινιμαλιστική οπτική (Vincent, 1992, 1993), όμως ακόμα και
αυτός καταλήγει σε κάποια μάλλον ασαφή «πλατιά θέματα» ως προς
(αυτό που χαρακτηρίζει) πράσινη ιδεολογία:

Οι περισσότεροι [πολιτικοί οικολογιστές] υποστηρίζουν τη συστηματι-


κή αλληλεξάρτηση των ειδών με το περιβάλλον … [και] υπάρχει μια
τάση να είναι ελάχιστα σκεπτικιστές σχετικά με την υπεροχή της θέ-
σης των ανθρωπίνων όντων στον πλανήτη. Επιπλέον επικρατεί μια γε-
νική ανησυχία σχετικά με τις επιπτώσεις του βιομηχανικού πολιτισμού
στον πλανήτη.
(Vincent 1993 σ. 270)

Τα θέματα που εντοπίζει αδυνατίζουν αρκετά από τις εκφράσεις «τάση»,


«κατά το ελάχιστο», «γενική», όντας τόσο πλατιά ώστε να γίνονται αποδε-
κτά από έναν μεγάλο αριθμό ατόμων στις μοντέρνες βιομηχανικές κοι-
νωνίες του σήμερα – σίγουρα μεγαλύτερο από τον αριθμό εκείνων που
θα περιέγραφαν τους εαυτούς τους ως πολιτικούς οικολογιστές.
Θα πρέπει, πάντως, να αναγνωρίσουμε δύο πλεονεκτήματα στη μι-
νιμαλιστική οπτική, τα οποία και έχουν ενσωματωθεί στην προσέγγιση
που επιχειρείται σε αυτό το βιβλίο. Το πρώτο είναι ότι αντανακλά σαφώς
τη μάλλον εκλεκτική φύση του ίδιου του πράσινου κινήματος. Πολλά άτο-
μα και οργανισμοί που θα θέλαμε να συμπεριλάβουμε στο πράσινο κί-
νημα είναι περισσότερο περιβαλλοντιστές παρά πολιτικοί οικολογιστές,
οπότε, αν ορίσουμε τον οικολογισμό με την αυστηρότητα που θέλω, μπο-
ρεί να συσκοτίσουμε αυτή την πολύ σημαντική αλήθεια σχετικά με την
πράσινη πολιτική.
Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι ότι η μινιμαλιστική προσέγγιση μας
επιτρέπει να αντιληφθούμε πως το κίνημα έχει μακρά ιστορία – κάτι λι-
γότερο εμφανές στη μαξιμαλιστική οπτική, που τείνει να μετρά την ύπαρ-
ξη του οικολογισμού από τη δεκαετία του 1960 ή και του 1970 ακόμα. Οι

32
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

μινιμαλιστές θα αναζητήσουν κατά κανόνα τις απαρχές του οικολογισμού


στον 19ο αιώνα – ωστόσο, ενώ κάποιες από τις ιδέες που σήμερα συνδέ-
ουμε με τον οικολογισμό διατυπώθηκαν πράγματι πριν εκατό και πλέον
χρόνια, αυτό απέχει πολύ από το να ισχυριστούμε ότι ο οικολογισμός αυ-
τός καθεαυτόν υπάρχει εδώ κι έναν αιώνα, ή και περισσότερο. Η εμμο-
νή του Ιησού Χριστού σε κάποιου τύπου κοινωνική ισότητα δεν τον έκανε
σοσιαλιστή, ούτε και σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός υπάρχει από τον 1ο μ.Χ.
αιώνα. Τέτοια είναι, λοιπόν, τα διακυβεύματα στο πλαίσιο του προβλημα-
τισμού γύρω από τον οικολογισμό, τα οποία και θα αναδυθούν στις λε-
πτομέρειές τους στο υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου.
Η ανάγκη επανεξέτασης των αξιών που προτείνονται από τη ριζο-
σπαστική πράσινη ατζέντα απορρέει από την πεποίθηση ότι τίθενται φυ-
σικά όρια στην οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη. Είναι σημαντι-
κό να τονίσουμε τη λέξη «φυσικά», αφού οι πράσινοι ιδεολόγοι υποστη-
ρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη εμποδίζεται όχι από κοινωνικά αίτια
–όπως οι περιοριστικές σχέσεις παραγωγής–, αλλά από το γεγονός ότι η
ίδια η Γη έχει περιορισμένη φέρουσα ικανότητα (ως προς τον πληθυσμό),
παραγωγική ικανότητα (ως προς τους κάθε είδους πόρους) και ικανότητα
απορρόφησης (της ρύπανσης). Η άποψη αυτή πρωτοπαρουσιάστηκε ολο-
κληρωμένα στην έκθεση The Limits to Growth («Τα όρια στην ανάπτυξη»,
Meadows et al., 1974), ένα βιβλίο βαρύνουσας σημασίας για τον οικολογι-
σμό. Έχει αναθεωρηθεί και επικαιροποιηθεί δύο φορές (Meadows et al.,
1992, 2005), αλλά το μήνυμα έχει παραμείνει επί της ουσίας αναλλοίωτο.
«Η γη είναι πεπερασμένη», γράφουν οι συγγραφείς στο Beyond the Limits
(«Πέρα από τα όρια»), που διαδέχθηκε την αρχική έκθεση Limits, και «η
ανάπτυξη κάθε τι φυσικού, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου πλη-
θυσμού, αλλά και των αυτοκινήτων του, των κτηρίων του και των φου-
γάρων του, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα» (Meadows et al., 1992
σ. 7). Σύμφωνα με μια πράσινη οπτική, επομένως, δεν είναι δυνατή η συ-
νεχής ανάπτυξη με την υπέρβαση ορίων που πιθανόν μοιάζουν προσωρι-
νά, όπως αυτά που επιβάλλονται από μια τεχνολογική υστέρηση – η συνε-
χής και απεριόριστη ανάπτυξη είναι εκ πρώτης όψεως αδύνατη. Η συζή-
τηση του θέματος αυτού θα συνεχιστεί στο κεφάλαιο 3.
Στο σημείο αυτό ο οικολογισμός φέρνει στο προσκήνιο έναν παράγο-

33
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ντα –την ίδια τη Γη– που ενυπήρχε σε όλες τις μοντέρνες πολιτικές ιδεολο-
γίες, αλλά είχε παραμείνει αφανής, είτε λόγω της ίδιας της γενικευμένης
παρουσίας του είτε επειδή τα περιγραφικά και θεραπευτικά σχήματα των
ιδεολογιών αυτών τον είχαν κρατήσει στην αφάνεια. Ο οικολογισμός ανα-
δεικνύει ως κατεξοχήν ακρογωνιαίο λίθο του πνευματικού οικοδομήμα-
τός του τη Γη, ως φυσικό αντικείμενο, υποστηρίζοντας ότι η πεπερασμένη
φύση της είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο καθίσταται αδύνατη μια απε-
ριόριστη πληθυσμιακή και οικονομική ανάπτυξη και, κατά συνέπεια, απαι-
τούνται βαθιές αλλαγές στην κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά μας.
Μια αξεπέραστη αποτύπωση αυτού του πεπερασμένου αποτελεί η γνω-
στή φωτογραφία που τραβήχτηκε από τις κάμερες του διαστημοπλοίου
Απόλλων 8 το 1968 και απεικονίζει τη Γη, σε μπλε και λευκό χρώμα, να
αιωρείται στο διάστημα, πάνω από τον ορίζοντα της σελήνης. Είκοσι χρό-
νια νωρίτερα ο αστρονόμος Fred Hoyle είχε γράψει ότι «από τη στιγμή που
θα είναι διαθέσιμη μια φωτογραφία της Γης τραβηγμένη από μακριά […]
μια καινούργια ιστορικής σημασίας ιδέα θα αναδυθεί» (στο Myers, 1985,
σ. 21). Μάλλον είχε δίκιο. Το πράσινο κίνημα έχει υιοθετήσει αυτή την ει-
κόνα, και την αίσθηση ομορφιάς και ευθραυστότητας που αποπνέει, για να
καλλιεργήσει το ενδιαφέρον για τη Γη, υποστηρίζοντας ότι η καθημερινή
ζωή στις βιομηχανικές κοινωνίες μας έχει αποξενώσει από αυτήν. «Εκεί-
νοι που ζουν μέσα στα τσιμέντα, τα πλαστικά και τους ηλεκτρονικούς υπο-
λογιστές μπορεί εύκολα να ξεχάσουν σε πόσο μεγάλο βαθμό η ευημερία
μας εξαρτάται από τη γη» (Myers, 1985, σ. 22). Μας συνιστάται να αναγνω-
ρίσουμε ποιο ήταν και εξακολουθεί να είναι το ζήτημα: ότι όλος ο πλούτος
(κάθε είδους) προέρχεται, σε τελευταία ανάλυση, από τον πλανήτη.

Βιώσιμες κοινωνίες

Η κεντρικότητα της θέσης ότι υπάρχουν όρια στην ανάπτυξη, και τα συ-
μπεράσματα που εξάγονται από αυτήν, οδηγούν τους πολιτικούς οικο-
λογιστές να υποστηρίζουν την αναγκαιότητα ριζοσπαστικών αλλαγών
στις κοινωνικές συνήθειες και πρακτικές. Ο τύπος της κοινωνίας που
θα μπορούσε να ενσωματώσει τις αλλαγές αυτές αναφέρεται συχνά από

34
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

τους πράσινους ως «βιώσιμη κοινωνία», το δε γεγονός ότι μπορούμε


να καταδεικνύουμε όψεις μιας πράσινης κοινωνίας οι οποίες διαφορο-
ποιούνται από τις εικόνες που προκρίνουν άλλες ιδεολογίες είναι ένας
από τους λόγους βάσει των οποίων ο οικολογισμός μπορεί να θεωρείται
αυτοτελής πολιτική ιδεολογία.
Στο κεφάλαιο 3 θα περιγράψω πώς αντιλαμβάνομαι τη βιώσιμη κοι-
νωνία, ωστόσο εξαρχής πρέπει να έχουμε υπόψη δύο σημεία σχετικά
με αυτήν: Κατά πρώτον, οι πολιτικοί οικολογιστές τονίζουν ότι η κατανά-
λωση υλικών αγαθών από υπερκαταναλωτικά άτομα στις «αναπτυγμέ-
νες βιομηχανικές κοινωνίες» πρέπει να μειωθεί. Δεύτερον (συνδεδεμέ-
νο με το πρώτο), ότι η συνεχής οικονομική ανάπτυξη, όπως την εννοού-
με σήμερα, δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να καλύπτονται οι ανθρώ-
πινες ανάγκες. Ο Jonathon Porritt γράφει: «Αν ζητάτε μια απλή αντίθεση
μεταξύ της πράσινης και της συμβατικής πολιτικής, βρίσκεται στην πε-
ποίθησή μας πως η ποσοτική ζήτηση πρέπει να μειωθεί και όχι να αυξη-
θεί» (Porritt, 1984a, σ. 136). Οι πράσινοι υποστηρίζουν ότι αν υφίστανται
όρια στην ανάπτυξη τότε υπάρχουν όρια και στην κατανάλωση. Το πρά-
σινο κίνημα, ως εκ τούτου, βρίσκεται αντιμέτωπο με τη δυσκολία να θέ-
τει σε αμφισβήτηση μια ύψιστη επιδίωξη των περισσότερων ανθρώπων
–τη μεγιστοποίηση της κατανάλωσης υλικών αγαθών– και την ίδια ώρα
να κάνει τη θέση του θελκτική.
Η στρατηγική του έχει δύο πλευρές. Από τη μία υποστηρίζει ότι η
συνέχιση της κατανάλωσης με αυξητική τάση είναι αδύνατη εξαιτίας των
πεπερασμένων παραγωγικών ορίων που επιβάλλει η Γη. Από την άποψη
αυτή, η επιθυμία μας για κατανάλωση θα περιοριστεί είτε το θέλουμε είτε
όχι. Οι πράσινοι υποστηρίζουν ότι η ανακύκλωση ή η χρήση ανανεώσι-
μων πηγών ενέργειας, από μόνες τους, δεν θα λύσουν το πρόβλημα που
τίθεται από το πεπερασμένο της Γης – ακόμα κι έτσι δεν θα μπορέσουμε
να παράγουμε ή να καταναλώνουμε με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό. Τέ-
τοιες πρακτικές μπορεί να αποτελούν μέρος της στρατηγικής για μια βι-
ώσιμη κοινωνία, όμως δεν επηρεάζουν ουσιαστικά τα απόλυτα όρια πα-
ραγωγής και κατανάλωσης που ισχύουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα.

Ο μύθος ότι μπορούμε να συνδυάσουμε τα σημερινά επίπεδα κατα-

35
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

νάλωσης με «απεριόριστη ανακύκλωση» είναι περισσότερο χαρακτη-


ριστικό του τεχνοκρατικού οράματος παρά του οικολογικού. Η ίδια η
ανακύκλωση χρησιμοποιεί πόρους, καταναλώνει ενέργεια, δημιουρ-
γεί θερμική ρύπανση. Εν τέλει, αποτελεί μια ακόμα βιομηχανική δρα-
στηριότητα σαν τις άλλες. Η ανακύκλωση είναι και χρήσιμη και απα-
ραίτητη – αλλά αποτελεί ψευδαίσθηση να φανταζόμαστε ότι μας παρέ-
χει οποιαδήποτε βασική απάντηση στο πρόβλημα.
(Porritt, 1984a, σ. 183)

Η παρατήρηση αυτή έχει το ανάλογό της στη διάκριση που αναπτύχθη-


κε παραπάνω μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογισμού. Παραφράζο-
ντας τον Porritt, η ανακύκλωση των απορριμμάτων αποτελεί απαραίτητο
στοιχείο της πράσινης ταυτότητας, αλλά δεν σηματοδοτεί ότι κάποιος εί-
ναι ριζοσπαστικά πράσινος. Το να είσαι ριζοσπαστικά πράσινος σημαίνει
ότι ενστερνίζεσαι ένα διαφορετικό είδος συλλογικής ζωής. Οι πράσινοι
είναι γενικά καχύποπτοι απέναντι στις καθαρά τεχνολογικές λύσεις –την
«τεχνολογική επιδιόρθωση»– των περιβαλλοντικών προβλημάτων και η
εκ μέρους τους σχετικά επιφυλακτική αποδοχή της ανακύκλωσης απο-
τελεί μια έκφανση της θέσης τους αυτής. Από την εποχή ήδη της έκδο-
σης The Limits to Growth (βλ. παραπάνω) είχε διατυπωθεί και η άπο-
ψη ότι «δεν μπορούμε να προσδοκούμε πως τεχνολογικές λύσεις και
μόνο θα μας βγάλουν από τον συγκεκριμένο φαύλο κύκλο» (Meadows
et al., 1974, σ. 192), και αυτό έγινε από τότε κεντρικό δόγμα της πράσινης
πολιτικής.
Η δεύτερη στρατηγική που αναπτύσσουν οι πράσινοι θεωρητικοί
προκειμένου να κάνουν θελκτική τη σύστασή τους για μείωση της κατα-
νάλωσης συνίσταται στο να επιχειρηματολογούν για τα οφέλη μιας λιγό-
τερο υλιστικής κοινωνίας.
Κατά πρώτον, προχωρούν σε μια διάκριση ανάμεσα στις ανάγκες
και τις επιθυμίες, υποστηρίζοντας ότι πολλά από τα είδη που καταναλώ-
νουμε και που θεωρούμε αναγκαία είναι, στην πραγματικότητα, επιθυ-
μίες που έχουν «μετατραπεί» σε ανάγκες, σύμφωνα με τις επιταγές ισχυ-
ρών δυνάμεων πειθούς. Με αυτή τη λογική υποστηρίζουν ότι δεν συνιστά
μεγάλη απώλεια το να κατέχουν κάποιοι λιγότερα αντικείμενα. Τη διά-

36
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

κριση μεταξύ αναγκών και επιθυμιών, που είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη,


θα την εξετάσουμε λεπτομερέστερα στο κεφάλαιο 3.
Κατά δεύτερον, μερικοί βαθείς πράσινοι υποστηρίζουν ότι μια βιώ-
σιμη κοινωνία, που θα αντικαθιστούσε τη σημερινή καταναλωτική κοι-
νωνία, θα προσέφερε περισσότερες και ουσιαστικότερες μορφές ικανο-
ποίησης από εκείνες που προσφέρει η κατανάλωση υλικών αντικειμέ-
νων. Αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί ως συστατικό του ισχυρισμού μερίδας
πρασίνων ότι η βιώσιμη κοινωνία μπορεί να είναι ένα περιβάλλον δια-
βίωσης που θα προσφέρει πνευματική ικανοποίηση. Πρόσφατα εμφα-
νίστηκε μια υπερ-πληθώρα «μελετών ευτυχίας» όπου και τονίστηκε ότι
δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του παραγωγικού πλούτου μιας κοινωνί-
ας και της ευτυχίας των πολιτών της (Lagard, 2003, 2005). Οι δυτικές κοι-
νωνίες έχουν γίνει πλουσιότερες τα τελευταία πενήντα χρόνια, αλλά δεν
έχουν γίνει απαραίτητα και πιο ευτυχισμένες. Οι αιτίες γι’ αυτό είναι πολ-
λές και δεν μπορούμε εδώ να μπούμε σε λεπτομέρειες, αρκεί μόνο να
πούμε ότι οι έρευνες πάνω στο θέμα της ευτυχίας έχουν ενισχύσει αρ-
κετά τον επί σειρά ετών ισχυρισμό των πρασίνων ότι η ικανοποίηση δεν
απορρέει αναγκαστικά από τον πλούτο και ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο
Προϊόν ως δείκτης ευημερίας είναι ανεπαρκής και μόνον ενδεικτικός.
Στο πλαίσιο της πολιτικής των πρασίνων ένα θέμα επίμαχο, το οποίο
συνδέεται με το ζήτημα της μείωσης της κατανάλωσης, αφορά στην ανά-
γκη ελάττωσης των πληθυσμιακών μεγεθών. Όπως εξηγεί ο Fritjof Capra:
«Για να επιβραδύνουμε την εξάντληση των φυσικών μας πόρων, χρειαζό-
μαστε όχι μόνο να εγκαταλείψουμε την ιδέα της συνεχούς οικονομικής
ανάπτυξης, αλλά και να ελέγξουμε την παγκόσμια αύξηση του πληθυ-
σμού» (Capra, 1983, σ. 227). Παρά την οξεία κριτική, ιδιαίτερα από την αρι-
στερά –ο Mike Simons έχει χαρακτηρίσει τις προτάσεις του Paul Ehrlich
«πρόσκληση σε γενοκτονία» (Simons, 1988, σ. 13)– οι πράσινοι εμμένουν
στην πεποίθησή τους ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του πλανήτη
προϋποθέτει πληθυσμιακές μειώσεις, κυρίως με το επιχείρημα ότι λιγό-
τεροι άνθρωποι θα καταναλώνουν λιγότερα: «Ο μόνος μακροπρόθεσμος
τρόπος για να μειωθεί η κατανάλωση είναι να σταθεροποιηθεί και κατόπιν
να μειωθεί ο αριθμός των καταναλωτών. Οι καλύτερες πολιτικές για τη δι-
αχείριση των πόρων είναι καταδικασμένες να αποτύχουν αν δε συνδέο-

37
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

νται με μία πληθυσμιακή πολιτική» (Irvine and Ponton, 1988, σ. 29). Το ζή-
τημα αυτό του πληθυσμού θα αποτιμηθεί στο κεφάλαιο 3.

Λόγοι για να φροντίζουμε το περιβάλλον

Προφανώς η φροντίδα για το περιβάλλον αποτελεί μία καθοριστική (αν


και όχι μοναδική) αρχή του οικολογισμού. Θα μπορούσαμε να επικαλε-
στούμε πολλούς διαφορετικούς λόγους για τους οποίους οφείλουμε να
είμαστε περισσότερο προσεκτικοί με το περιβάλλον και προτίθεμαι να
καταδείξω ότι ο οικολογισμός προωθεί έναν ιδιαίτερο συνδυασμό από
τέτοιους. Υπό το πρίσμα αυτό, η φύση των επιχειρημάτων που προβάλ-
λονται για τη φροντίδα του περιβάλλοντος καθίσταται μέρος του ορισμού
του οικολογισμού.
Στο δικό μας πλαίσιο τέτοια επιχειρήματα μπορούν να συνοψιστούν
κάτω από δύο επικεφαλίδες: εκείνα που υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι
πρέπει να φροντίζουμε για το περιβάλλον επειδή αυτό είναι προς το συμ-
φέρον μας, και εκείνα που υποστηρίζουν ότι το περιβάλλον έχει μια εγ-
γενή αξία, με την έννοια ότι η αξία του δεν εξαντλείται στο να αποτελεί
ένα μέσον για την πραγματοποίηση ανθρώπινων στόχων – οπότε, ακό-
μα κι όταν δεν μπορεί να μετατρέπεται σε τέτοιο μέσον, διατηρεί την
αξία του.
Συνήθως, τα επιχειρήματα που συναντάμε ανήκουν στον πρώτο
τύπο. Για παράδειγμα, ότι τα τροπικά δάση πρέπει να διατηρηθούν επει-
δή παρέχουν οξυγόνο ή πρώτες ύλες για φάρμακα ή επειδή συμβάλλουν
στην πρόληψη των κατολισθήσεων. Η παραπάνω αιτιολόγηση, ωστόσο,
δεν είναι πλήρης. Η επιπλέον οικολογική διάσταση αποτυπώνεται με σα-
φήνεια στο The Green Alternative («Η πράσινη εναλλακτική») ως απάντη-
ση στο ερώτημα: «Η έγνοια για τη φύση και το περιβάλλον δεν είναι στην
πραγματικότητα έγνοια για μας τους ίδιους;».

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν τους εαυτούς τους «φωτισμένους» όταν


υποστηρίζουν ότι ο μη-ανθρώπινος κόσμος πρέπει να διατηρηθεί (α)
ως απόθεμα γενετικής ποικιλότητας για γεωργικούς, ιατρικούς και άλ-

38
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

λους σκοπούς, (β) ως υλικό επιστημονικών μελετών, για παράδειγμα


των εξελικτικών μας καταβολών, (γ) για αναψυχή και (δ) για τις ευκαι-
ρίες αισθητικής απόλαυσης και πνευματικής έμπνευσης που προσφέ-
ρει. Αν και «φωτισμένοι», όλοι αυτοί οι λόγοι συνδέονται, πάντως, με
την εργαλειακή αξία που έχει ο μη-ανθρώπινος κόσμος για τους αν-
θρώπους. Αυτό που λείπει είναι μια μορφή πιο αμερόληπτης, βιοκε-
ντρικής –ή βιοσφαιροκεντρικής– οπτικής, με βάση την οποία ο μη-
ανθρώπινος κόσμος να θεωρείται φορέας εγγενούς αξίας.
(Bungard and Morgan-Grenville, 1987, σ. 284)

Πίσω από την τοποθέτηση αυτή λανθάνουν σύνθετα ζητήματα, που θα


συζητηθούν λεπτομερέστερα στο κεφάλαιο 2. Στο πλαίσιο, ωστόσο, της
παρούσας συζήτησης γύρω από τον οικολογισμό οφείλουμε να κάνουμε
τη διάκριση μεταξύ του «δημόσιου» (public) και του «ιδιώτη» (private) οι-
κολογιστή. Ο ιδιώτης οικολογιστής, όταν συζητά με ομοϊδεάτες του, πιθα-
νότατα θα προτάξει, ως πρωταρχικό, το αξίωμα περί της εγγενούς αξίας
του περιβάλλοντος, έναντι του ανθρωποκεντρικού εργαλειακού επιχει-
ρήματος, ισχυριζόμενος ότι αυτό το τελευταίο δεν έχει την αξία και το οι-
κολογικό βάθος του πρώτου. Ο δημόσιος οικολογιστής, αντίθετα, ο οποίος
επιθυμεί διακαώς να προσελκύσει υποστηρικτές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι
θα επικαλεστεί πρώτα τη θέση περί διευρυμένου προσωπικού συμφέ-
ροντος και, μόνον αφού αυτή εμπεδωθεί, θα προχωρήσει στην ανάπτυξη
της θέσης περί εγγενούς αξίας του περιβάλλοντος.

Η κρίση και οι πολιτικο-στρατηγικές συνέπειές της

Καμία παρουσίαση του οικολογισμού δεν θα ήταν πλήρης χωρίς την κα-
τάλληλη (συνήθως μεγάλη) δόση απαισιόδοξων και καταστροφολογικών
προειδοποιήσεων. Οι πολιτικοί οικολογιστές υποστηρίζουν συστηματι-
κά ότι αν οι προειδοποιήσεις τους δεν εισακουσθούν και οι οδηγίες τους
δεν ακολουθηθούν οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Η τριαντάχρονη
επικαιροποίηση του Limits to Growth (βλ. παραπάνω) μας παρέχει ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα:

39
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

… είμαστε πολύ περισσότερο απαισιόδοξοι όσον αφορά στο μέλλον


του πλανήτη απ’ όσο ήμασταν το 1972. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η
ανθρωπότητα αναλώθηκε κατά πολύ τα τελευταία 30 χρόνια σε ανώ-
φελες συζητήσεις και σε καλοπροαίρετες, αλλά με μισή καρδιά αντι-
δράσεις απέναντι στις παγκόσμιες οικολογικές προκλήσεις.
(Meadows et al., 2005, σ. xvi)

Η σταθερή χρήση καταστροφολογικού λόγου από τους ριζοσπάστες πρά-


σινους αποτελεί μοναδικότητα στο πλαίσιο των μοντέρνων πολιτικών
ιδεολογιών και θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το κίνημα έχει στη-
ριχτεί υπερβολικά σε τέτοιου είδους προβλέψεις για να ωθήσει τον κό-
σμο σε δράση. Οι συνέπειες είναι δύο τύπων.
Πρώτον, το κίνημα κατηγορείται –αστήρικτα– από τους επικριτές
του ότι τροφοδοτείται από ένα υπερβολικό αίσθημα απαισιοδοξίας σχε-
τικά με την προοπτική του πλανήτη και, συνακόλουθα, του ανθρώπινου
γένους. Στην πραγματικότητα, η απαισιοδοξία του κινήματος έχει σχέση
μόνο με το διαβλεπόμενο προσδόκιμο επιβίωσης της τρέχουσας κοινω-
νικής και πολιτικής πρακτικής. Οι πράσινοι είναι γενικά ιδιαίτερα αισιό-
δοξοι σε ό,τι αφορά τις δυνατότητές μας να διαχειριστούμε την κρίση που
θεωρούν ότι έχουν αποκαλύψει – απλώς ισχυρίζονται ότι απαιτείται μια
πολύ μεγάλη αλλαγή κατεύθυνσης. Όπως συμπεραίνεται στο Beyond the
Limits (βλ. παραπάνω):

Αυτή η κατάπτωση δεν είναι αναπόφευκτη. Για να ανατραπεί δύο αλλα-


γές είναι απαραίτητες. Η πρώτη αφορά σε μια πλήρη αναθεώρηση των
πολιτικών και των πρακτικών που διαιωνίζουν την ανάπτυξη της υλικής
κατανάλωσης και του πληθυσμού. Η δεύτερη σε μια άμεση και δραστική
αύξηση της αποδοτικότητας κατά τη χρήση υλικών και ενέργειας.
(Meadows et al., 1992, σ. xvi)

Η δεύτερη και πιθανόν πιο σοβαρή συνέπεια της προσφυγής του κινήμα-
τος σε δυσοίωνα προγνωστικά είναι ότι οι θεωρητικοί του μοιάζει να αι-
σθάνονται απαλλαγμένοι από την υποχρέωση ενός σοβαρού στοχασμού
γύρω από την πραγμάτωση της αλλαγής που προτείνουν. Εδώ ακριβώς

40
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

αναφύεται ένα ακόμη χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης ιδεολογίας που


πρέπει να επισημανθεί: η διάσταση μεταξύ της ριζοσπαστικότητας των
κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που επιδιώκει και της εμπιστοσύνης
στα παραδοσιακά φιλελεύθερα-δημοκρατικά μέσα για την πραγματοποί-
ησή τους. Είναι ως εάν οι υπέρμαχοι του κινήματος να θεώρησαν ότι το
μήνυμα είναι τόσο σαφές ώστε αρκεί για να οδηγήσει στην ανάλογη κινη-
τοποίηση. Τα εμπόδια στον δρόμο μιας ριζοσπαστικής πράσινης αλλαγής
δεν προσδιορίστηκαν όπως θα έπρεπε και το αποτέλεσμα είναι μια ιδεο-
λογία που δεν έχει πρόγραμμα επαρκές για έναν κοινωνικό και πολιτικό
μετασχηματισμό. Επιπλέον σχολιασμό πάνω στο θέμα αυτό θα παρουσι-
άσουμε στο κεφάλαιο 4.

Καθολικότητα και κοινωνική αλλαγή

Ένα, πάντως, σχετικό με τα παραπάνω χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης


ιδεολογίας που πρέπει να αναφερθεί, είναι η δυνατότητα καθολικής απή-
χησής της. Μέχρι τώρα δεν έχει στοχεύσει σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της
κοινωνίας, αλλά απευθύνεται σε κάθε άτομο του πλανήτη ξεχωριστά, ανε-
ξάρτητα από χρώμα, φύλο, τάξη, εθνικότητα, θρησκεία κ.ο.κ. Αυτό είναι ένα
παρεπόμενο του ισχυρισμού του πράσινου κινήματος ότι η περιβαλλοντική
υποβάθμιση και η επακόλουθη κοινωνική αποδιάρθρωση αποτελούν πρό-
βλημα όλων μας και επομένως πρέπει να απασχολούν όλους μας: «Ζημι-
ωνόμαστε όλοι από την οικολογική κρίση και επομένως είναι προς το κοι-
νό συμφέρον όλων μας να ενωθούμε με ανθρώπους από όλες τις κοινω-
νικές τάξεις και όλες τις πολιτικές παρατάξεις για να αντιμετωπίσουμε την
απειλή αυτή που μοιραζόμαστε» (Tatchell στο Dodds, 1988, σ. 45, οι επιση-
μάνσεις στο πρωτότυπο). Ο οικολογισμός, επομένως, έχει τη δυνατότητα να
ισχυριστεί ευκολότερα από τις περισσότερες μοντέρνες ιδεολογίες ότι είναι,
κυριολεκτικά, προς το συμφέρον όλων να ακολουθήσουν τις επιταγές του.
Σε άλλες μοντέρνες ιδεολογίες αυτό δεν ισχύει τόσο πασιφανώς.
Καμία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αν δεν ακολουθηθούν οι υποδείξεις
της το τίμημα θα είναι η απειλή μιας μείζονος για όλους περιβαλλοντι-
κής και κοινωνικής αποδιάρθρωσης. Η δυνητικά καθολική ανταπόκρι-

41
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ση που γεννά η παραπάνω διαπίστωση έχει αναμφίβολα θεωρηθεί από


το πράσινο κίνημα θετικό χαρακτηριστικό, το οποίο πρέπει να αξιοποιη-
θεί τα μέγιστα. Θα εξετάσω αυτή τη θέση στο κεφάλαιο 4 και θα διερευ-
νήσω εάν η πεποίθηση αυτή είναι άστοχη ή όχι, και εάν εν τοις πράγμασι
έχει λειτουργήσει επιζήμια, παρέχοντας κι άλλη δικαιολογία για μια ανε-
παρκώς διεξοδική αντιμετώπιση του ζητήματος της κοινωνικής αλλαγής.
Η σκέψη αυτή ξεκίνησε από το κίνημα της περιβαλλοντικής δικαι-
οσύνης στις Η.Π.Α., το οποίο υπογραμμίζει ότι αυτοί που υποφέρουν πιο
πολύ από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι οι φτωχοί και οι ευπα-
θείς, και όχι οι πλούσιοι. Έτσι, οι φτωχές κοινότητες επιβαρύνονται περισ-
σότερο από όσο τους αναλογεί με χωματερές, ενώ και οι περιβαλλοντικές
καταστροφές επηρεάζουν δυσανάλογα τους αδύνατους (Gerrard, 1995).
Για παράδειγμα, ο τυφώνας Κατρίνα, που χτύπησε την ακτή της Φλόρι-
δας το 2005 και αφάνισε τη Νέα Ορλεάνη, έπληξε τους φτωχούς περισσό-
τερο από τους ευπορότερους, όχι τόσο επειδή η καταστροφή υπήρξε με-
γαλύτερη στα φτωχά προάστια, όσο επειδή όσοι ζούσαν εκεί δεν μπορού-
σαν να τα βγάλουν πέρα με τα παρεπόμενά της. Οι άνθρωποι που είχαν
χρήματα μπορούσαν ευκολότερα να εγκαταλείψουν την πόλη, ενώ εκείνοι
που δεν διέθεταν ιδιωτικό μέσο μεταφοράς ή το αντίτιμο για λεωφορείο ή
ταξί ήταν αναγκασμένοι να παραμείνουν. Οι παρατηρήσεις αυτές οδήγη-
σαν στην ανάδυση αυτού που η Joan Martinez-Alier αποκάλεσε «περι-
βαλλοντισμό των φτωχών» (2000). H Martinez-Alier αντιδιαστέλλει έναν
μετα-υλιστικό περιβαλλοντισμό του Βορρά σ’ έναν υλιστικό περιβαλλοντι-
σμό του Νότου, με τον τελευταίο να στοχεύει στην εξασφάλιση ενός δίκαι-
ου μεριδίου φυσικών πόρων για τους αδύναμους και ευπαθείς πληθυ-
σμούς. Αυτού του τύπου ο περιβαλλοντισμός θέτει σε αμφισβήτηση την
καθολικότητα που συζητήσαμε παραπάνω και υποστηρίζει ότι οι φτωχό-
τεροι πληθυσμοί έχουν ισχυρότερο και αμεσότερο συμφέρον από μια «δί-
καιη βιωσιμότητα» σε σχέση με εκείνους που είναι πιο ευκατάστατοι.

Η αριστερά και η δεξιά: κομουνισμός και καπιταλισμός

Με τους καθιερωμένους πολιτικούς όρους και προκειμένου να βοηθή-

42
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

σουμε στη διάκριση του οικολογισμού από άλλες πολιτικές ιδεολογίες


είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τη διαδεδομένη πράσινη διεκδίκηση να
υπερβούμε το πολιτικό φάσμα μεταξύ δεξιάς και αριστεράς: «Κάνοντας
έκκληση για μια οικολογική, μη βίαιη, μη εκμεταλλευτική κοινωνία οι
Πράσινοι (die Grünen) υπερβαίνουν το τόξο που εκτείνεται από τα αριστε-
ρά μέχρι τα δεξιά» (Spretnak and Capra, 1985, σ. 3). O Jonathοn Porritt
το ερμηνεύει αυτό ως μία υπέρβαση του καπιταλισμού και του κομουνι-
σμού και επισημαίνει ότι «η αντιπαράθεση μεταξύ των πρωταγωνιστών
του καπιταλισμού και του κoμουνισμού δημιουργεί τόση έξαρση όσο ο
διάλογος μεταξύ Τουίντλνταμ και Τουίντλντι» (Porritt, 1984a, σ. 44)1. Βάση
για τον ισχυρισμό αυτό αποτελεί το ότι μέσα από μια συγκεκριμένη πρά-
σινη οπτική οι ομοιότητες μεταξύ κομουνισμού και καπιταλισμού μπορεί
να παρουσιαστούν μεγαλύτερες από τις διαφορές τους.

Και οι δύο πιστεύουν στη βιομηχανική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη των


μέσων παραγωγής, στην υλιστική ηθική ως το καλύτερο μέσον ικανο-
ποίησης των ανθρώπινων αναγκών, και στην ανεμπόδιστη τεχνολογι-
κή ανάπτυξη. Και οι δύο στηρίζονται σε αυξανόμενο συγκεντρωτισμό
και σε μεγάλης κλίμακας γραφειοκρατικό έλεγχο και συντονισμό. Από
την άποψη ενός στενού επιστημονικού ορθολογισμού, και οι δύο επι-
μένουν ότι ο πλανήτης είναι εδώ για να κατακτηθεί, ότι το μεγάλο είναι
αυταπόδεικτα όμορφο, και ότι αυτό που δεν μπορεί μετρηθεί δεν έχει
καμία σημασία.
(Porritt, 1984a, σ. 44)

Αυτός ο τρόπος ζωής αποκαλείται γενικά «βιομηχανισμός» και ο Porritt


φτάνει στο σημείο να τον χαρακτηρίσει «υπερ-ιδεολογία» εντός της οποί-
ας εγγράφονται ο κομουνισμός και ο καπιταλισμός, ενώ αλλού τον ορί-
ζει ως «προσχώρηση στην πεποίθηση ότι οι ανθρώπινες ανάγκες μπο-
ρούν να ικανοποιηθούν μόνο μέσω της συνεχούς διόγκωσης της διαδι-

1 Αρνητικοί ήρωες του παραμυθά Λούις Κάρολ, με πανομοιότυπη εμφάνιση


αλλά και συμπεριφορά (στμ).

43
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

κασίας παραγωγής και κατανάλωσης» (στο Goldsmith and Hildyard, 1986,


σ. 343-344). Η παρατήρηση αυτή είναι κεντρική στην πράσινη ιδεολογία
και αναδεικνύει συγχρόνως το σημείο εστίασης της «επίθεσης» κατά της
σύγχρονης κοινωνίας και πολιτικής –τον βιομηχανισμό–, καθώς και τον
ισχυρισμό ότι ο οικολογισμός αμφισβητεί τις παραδοχές με τις οποίες ζή-
σαμε επί τουλάχιστον δύο αιώνες. Οι οικολογιστές υποστηρίζουν ότι η συ-
ζήτηση περί των πλεονεκτημάτων του κομουνισμού ή, αντίστοιχα, του κα-
πιταλισμού είναι κάπως σαν να αναδιατάσσουμε τις πολυθρόνες στο κα-
τάστρωμα του Τιτανικού: ο βιομηχανισμός, επισημαίνουν, πάσχει από την
αντίφαση του να υπονομεύει το ίδιο το περιβάλλον εντός του οποίου εί-
ναι εφικτός, καταναλώνοντας με τρόπο μη ανανεώσιμο ένα πεπερασμένο
απόθεμα πόρων σ’ έναν κόσμο που δεν έχει απεριόριστη ικανότητα απορ-
ρόφησης των αποβλήτων που παράγει η βιομηχανική διαδικασία.
Παρόλο που το πράσινο κίνημα μοιάζει να αντιλαμβάνεται τα ζεύ-
γη «δεξιά - αριστερά» και «καπιταλισμός - κομουνισμός» ως συνώνυ-
μα, σκοπεύω να τα διερευνήσω χωριστά, αν μη τι άλλο επειδή οι όροι
που θα χρησιμοποιηθούν κατά την εξέτασή τους θα είναι διαφορετικοί.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι πράσινοι ισχυρισμοί και στις δύο
περιπτώσεις δέχονται κριτική, ιδιαίτερα όσον αφορά στο δεύτερο ζευγά-
ρι, και ειδικά από την αριστερά.
Από μία άποψη, μπορούμε να μιλάμε χωρίς πρόβλημα για το πρά-
σινο κίνημα με την περί αριστεράς και δεξιάς ορολογία, αφού οι όροι που
χρησιμοποιούμε για να συζητήσουμε τις διαφορές μεταξύ των δύο μπο-
ρούν εύκολα να αποδοθούν και σε αυτό. Εάν, για παράδειγμα, θεωρή-
σουμε την ισότητα και την ιεραρχία ως χαρακτηριστικά που θεωρούνται
αξιέπαινα από την αριστερή και από τη δεξιά σκέψη αντίστοιχα, τότε ο οι-
κολογισμός ανήκει σαφώς στην αριστερά, αφού υποστηρίζει μορφές ισό-
τητας μεταξύ των ανθρώπων, όπως και μεταξύ των ανθρώπων και των
άλλων ειδών. Ωστόσο, το να υποστηρίξουμε ότι ο οικολογισμός εντάσσε-
ται αναμφισβήτητα στην αριστερά δεν είναι και τόσο απλό. Για παράδειγμα,
η πράσινη πολιτική αντιτίθεται κατ’ αρχήν σε οποιαδήποτε, εκτός από την
πλέον ήπια, παρέμβαση στον κοινωνικό και φυσικό κόσμο εκ μέρους των
ανθρώπων. Από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης αποτέλεσε θέση
της αριστερής σκέψης ότι τα περί ύπαρξης μιας δομημένης φυσικής τά-

44
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

ξης πραγμάτων στην οποία οι άνθρωποι οφείλουν να προσαρμόζονται,


και όχι να παρεμβαίνουν, είναι μεσαιωνικές ασυναρτησίες που χρησιμο-
ποιήθηκαν από τη δεξιά για να εξασφαλίσει και να κατοχυρώσει προνό-
μια. Η αριστερά έχει με επιμονή υποστηρίξει ότι ο κόσμος υφίσταται για να
κατασκευαστεί εκ νέου κατ’ εικόνα του «ανθρώπου» (“man”, άνδρα συ-
νήθως), με σχέδια που εκπονούν «άνθρωποι» (“men”, άνδρες συνήθως),
και στο πλαίσιο αυτό η μόνη αναφορά που γίνεται σε κάποια φυσική τάξη
παραπέμπει σε μιαν αφηρημένη έννοια, εκτός του χρόνου και του χώρου.
Η επιδίωξη των ριζοσπαστών πρασίνων να τοποθετήσουν το αν-
θρώπινο είδος στη «σωστή του θέση» μέσα στη φυσική τάξη και να καλ-
λιεργήσουν μία αίσθηση ταπεινοφροσύνης απέναντί της φαίνεται «δεξιά»
σε αυτό το πλαίσιο:

Η πεποίθηση ότι είμαστε «ξεχωριστοί» από την υπόλοιπη δημιουργία


αποτελεί εγγενές γνώρισμα της κυρίαρχης παγκόσμιας τάξης, μιας αν-
θρωποκεντρικής φιλοσοφίας. Οι οικολόγοι υποστηρίζουν ότι αυτή η τε-
λικά καταστροφική πεποίθηση πρέπει να ξεριζωθεί και να αντικαταστα-
θεί από μια βιοκεντρική φιλοσοφία, μια φιλοσοφία με κέντρο τη ζωή.
(Porritt, 1984a, σ. 206)

Μόνο κακόπιστα μπορεί να κατηγορηθούν οι οικολόγοι ότι χρησιμοποι-


ούν την ιδέα αυτή για να προστατεύσουν τα πλούτη και τα προνόμια,
όμως η αντίληψη ότι το ανθρώπινο είδος εντάσσεται σε έναν προκαθορι-
σμένο και εξαιρετικά πολύπλοκο κόσμο, στον οποίο παρεμβαίνουμε δι-
ακινδυνεύοντας, είναι οπωσδήποτε μια δεξιά αντίληψη. Η Joe Weston,
γράφοντας από μία σοσιαλιστική οπτική, το θέτει ως εξής:

Η πράσινη ανάλυση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων


κινείται, σαφώς, μέσα στο ευρύ πλαίσιο της δεξιάς ιδεολογίας και φι-
λοσοφίας. Η πίστη στα «φυσικά» όρια των ανθρώπινων επιτευγμάτων,
η άρνηση του ταξικού διαχωρισμού και η ρομαντική αντιμετώπιση της
«φύσης», όλα έχουν τις ρίζες τους στους συντηρητικούς και φιλελεύ-
θερους πολιτικούς χώρους.
(Weston, 1986, σ. 24)

45
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Οι John Gray (1993b) και Roger Scruton (2006) επέλεξαν κάποιες από
αυτές τις θέσεις και τις μετέτρεψαν σε αρετές μέσα από μια συντηρητι-
κή προσέγγιση. Ο Gray υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις «βαθιές συνάφει-
ες» μεταξύ της πράσινης και της συντηρητικής σκέψης. Η πρώτη είναι
ότι «τόσο ο συντηρητισμός όσο και η πράσινη θεωρία βλέπουν τη ζωή
των ανθρώπινων όντων σε μια πολυ-δια-γενεακή προοπτική». Η δεύτε-
ρη είναι ότι «τόσο οι συντηρητικοί όσο και οι πράσινοι στοχαστές απορ-
ρίπτουν το πρότυπο του φιλελεύθερου ατομικισμού, το κυρίαρχο υπο-
κείμενο, αυτόνομο φορέα δράσης, από τις επιλογές του οποίου πηγά-
ζει οτιδήποτε έχει αξία». Και η τρίτη είναι ότι «τόσο οι πράσινοι όσο και
οι συντηρητικοί θεωρούν πως η αποφυγή της διακινδύνευσης συνιστά
την οδό της σύνεσης όταν οι νέες τεχνολογίες ή οι καινούργιες κοινωνι-
κές πρακτικές έχουν συνέπειες μεγάλες και απρόβλεπτες» (Gray, 1993b,
σ. 136-137). Παρότι ο Gray δεν περιλαμβάνει στον κατάλογό του και μια
κοινή αντίθεση στον «αλαζονικό ανθρωπισμό», θα μπορούσε να το είχε
κάνει (ό.π., σ. 139). Οι ομοιότητες που εντοπίζει ο Gray είναι σωστά επι-
λεγμένες, όμως στις λεπτομέρειες υπάρχουν πολλά που μπορούν να
τροφοδοτήσουν μια μακρά αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών οικολογι-
στών και συντηρητικών (Τι ακριβώς θα μπορούσε να αντικαταστήσει το
πρότυπο του φιλελεύθερου ατόμου; Ποιοι πρόκειται να είναι οι κανόνες
κατανομής από γενιά σε γενιά;) – και, βέβαια, δεν γίνεται καμία απολύ-
τως αναφορά στον οικοκεντρισμό (ως θεμελιώδες διακριτικό χαρακτη-
ριστικό). Θα εξετάσω τη σχέση μεταξύ οικολογισμού και συντηρητισμού
λεπτομερέστερα στο κεφάλαιο 5. Σε γενικές γραμμές θα δεχθούμε, για
την ώρα, ότι η δυσκολία να χαρακτηρισθεί ο οικολογισμός είτε σαφώς
αριστερός είτε δεξιός είναι απότοκη της διφορούμενης σχέσης του με την
παράδοση του Διαφωτισμού, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή, και συ-
νάδει με την εικόνα που έχει για τον εαυτό του ως αμφισβητία κατεστη-
μένων αντιλήψεων της παράδοσης αυτής.
Δεύτερον, ο πράσινος ισχυρισμός ότι υπερβαίνει και τον καπιταλι-
σμό και του κομουνισμό, με την έννοια ότι ο οικολογισμός αμφισβητεί ένα
κυρίαρχο στοιχείο κοινό και στα δύο συστήματα (τον βιομηχανισμό), έχει
προκαλέσει έντονη κριτική από την αριστερά. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι δύο.
Ο πρώτος είναι ότι επαναφέρει δυσάρεστες αναμνήσεις από τα περί «τέ-

46
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

λους της ιδεολογίας» λεγόμενα στη δεκαετία του 1960. Η αριστερά έχει
υποστηρίξει ότι η ίδια αυτή η τοποθέτηση είναι ιδεολογική, με την έννοια
ότι θέτει ένα προσχηματικό επικάλυμμα συναίνεσης ως προς τους βασι-
κούς στόχους της κοινωνίας και με αυτόν τον τρόπο συσκοτίζει και απο-
νομιμοποιεί εναλλακτικές στρατηγικές. Η πεποίθηση περί του «τέλους της
ιδεολογίας» βρήκε στήριγμα στην περί σύγκλισης θεωρία, η οποία ισχυ-
ριζόταν ότι τα κομουνιστικά και καπιταλιστικά έθνη είχαν αρχίσει να συ-
γκλίνουν μέσα από παρεμφερείς πορείες κοινωνικής και πολιτικής δρά-
σης. Η αριστερά ισχυρίστηκε ότι τέτοιου είδους αναλύσεις εξυπηρετού-
σαν την παγίωση των υπαρχουσών σχέσεων εξουσίας –ιδιαίτερα στις κα-
πιταλιστικές χώρες– και επομένως επιτελούσαν μία συντηρητική κοινω-
νική λειτουργία. Για τους σοσιαλιστές δεν υπάρχει σημαντικότερος πολι-
τικός αγώνας από αυτόν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας – και οποιαδή-
ποτε πολιτική ισχυρίζεται ότι υπερβαίνει αυτόν τον αγώνα αντιμετωπίζεται
με καχυποψία. Ο ισχυρισμός ότι τα συμφέροντα κεφαλαίου και εργασίας
έχουν κατά κάποιον τρόπο συγκλίνει ισοδυναμεί, σύμφωνα με τη σοσιαλι-
στική οπτική, με προδοσία του σχεδίου απελευθέρωσης της εργασίας από
το κεφάλαιο. Τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της εργασίας δεν είναι τα
ίδια, ωστόσο η πράσινη πεποίθηση ότι αμφότερα εγγράφονται στην υπερ-
ιδεολογία του βιομηχανισμού τα κάνει να μοιάζουν τέτοια.
Κατά βάση, υποδεικνύει η Joe Weston, το λάθος του πράσινου κι-
νήματος είναι ότι αρνείται μια ταξική ανάλυση της κοινωνίας. «Υποστηρί-
ζει ότι οι παραδοσιακοί ταξικοί διαχωρισμοί έχουν φτάσει σ’ ένα τέλος»
(Weston, 1986, σ. 22) και χρησιμοποιεί τον όρο «βιομηχανική κοινωνία …
για να διακρίνει τη σύγχρονη κοινωνία από τον ορθόδοξο καπιταλισμό –
δεν πρόκειται για ουδέτερο όρο» (ό.π.). Δεν είναι ουδέτερος, αφού απο-
μακρύνει τον καπιταλισμό από τα πυρά της κριτικής κι έτσι συμβάλλει
στην επιβίωση και αναπαραγωγή του. Παρόμοια, η αρχική θεωρία για
το «τέλος της ιδεολογίας» συνοδευόταν από μιαν ανάλυση σχετικά με το
πώς διαμορφώνονται οι πολιτικές και πώς διευθετούνται οι κοινωνικές
συγκρούσεις συναθροιζόμενες υπό τον όρο «πλουραλισμός». Οι σοσιαλι-
στές ανέκαθεν θεωρούσαν την περιγραφή αυτή ύποπτη, κυρίως επειδή
θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη μιας καταφανώς δημοκρατικής ποικιλο-
μορφίας και ανοιχτοσύνης, εξυπηρετώντας τη συγκάλυψη της καπιταλι-

47
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

στικής ιεραρχίας πλούτου και δύναμης που βασίζεται στην κυριαρχία του
κεφαλαίου επί της εργασίας.
Δεν είναι τυχαίο επομένως, κατά τη Weston, ότι η θεωρία του πρά-
σινου κινήματος περί «βιομηχανισμού», η οποία έχει συνοδευτεί από
την εγκατάλειψη της ταξικής ανάλυσης της κοινωνίας, καταλήγει επίσης
σε μια πολιτική πρακτική που αναζητά στήριξη στις ομάδες πίεσης του
πλουραλισμού. Από αυτή την άποψη δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του
Daniel Bell και του Jonathon Porritt. Κατ’ αρχάς, η επίθεση του Porritt
στον βιομηχανισμό τον εμποδίζει να αντιληφθεί ότι το πραγματικό πρό-
βλημα είναι ο καπιταλισμός. Δεύτερον, η αδυναμία του να προχωρήσει
σε μια ταξική ανάλυση της κοινωνίας τον οδηγεί στο αδιέξοδο της πολι-
τικής των ομάδων πίεσης. Τρίτον –και πιθανόν το σοβαρότερο από μια
σοσιαλιστική οπτική–, όχι μόνο δεν επιτίθεται στον καπιταλισμό όπως θα
όφειλε, αλλά συμβάλλει κιόλας στην επιβίωσή του, εκτρέποντας από αυ-
τόν την κριτική.
Ο Porritt πρόσφατα απομακρύνθηκε από τη διεξοδική κριτική του
καπιταλισμού προς μιαν επιφυλακτική αποδοχή του (Porritt, 2005). Πρό-
κειται, ισχυρίζεται, για «το μοναδικό οικονομικό παιχνίδι που υφίσταται»
(Porritt, 2005, σ. ΧΙV), οπότε εάν δεν υπάρχει ελπίδα για έναν βιώσιμο κα-
πιταλισμό, τότε δεν υπάρχει ελπίδα για βιωσιμότητα, τελεία και παύλα.
Περισσότερο αριστερόφρονες πράσινοι, όπως οι Derek Wall (2005) και
Saral Sarkar (1999), θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός
είναι μέρος μάλλον του προβλήματος παρά της λύσης, κυρίως επειδή η
τάση για συσσώρευση κεφαλαίου αναπτύσσεται χωρίς αναφορά ή σεβα-
σμό στους περιορισμούς που επιβάλλονται από έναν πεπερασμένο πλα-
νήτη (η θέση «όρια στην ανάπτυξη»).
Επομένως, η πεποίθηση της αριστεράς ότι δεν είναι δυνατόν να
υπερβούμε τον καπιταλισμό όσο αυτός συνεχίζει να υπάρχει την καθιστά
καχύποπτη απέναντι σε ισχυρισμούς περί του αντιθέτου. Ο David Pepper,
για παράδειγμα, υποστήριξε ότι δεν πρέπει να βλέπουμε «τις περιβαλλο-
ντικές ανησυχίες και προτάσεις … υπέρτερες ή αποκομμένες από τους
παραδοσιακούς πολιτικούς προβληματισμούς, αλλά απότοκες και χρη-
σιμοποιούμενες κατά κόρον ως μέσα προώθησης των συμφερόντων
της μιας ή της άλλης παραδοσιακής πολιτικής παράταξης» (Pepper, 1984,

48
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

σ. 187). Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η αριστερά είναι ότι


ο οικολογισμός εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κατεστημένου στρέφοντας
την προσοχή μας έξω από το πραγματικό πεδίο της σύγκρουσης για την
κοινωνική αλλαγή – τις σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Θα μπο-
ρέσουμε να αποτιμήσουμε καλύτερα τον πράσινο ισχυρισμό περί υπέρ-
βασης αυτού του πεδίου σύγκρουσης στο κεφάλαιο 3, όταν εκθέσουμε
την ανάλυση του οικολογισμού για την κρίση και τις λύσεις με τις οποί-
ες συντάσσεται, ενώ επί του θέματος της σχέσης του οικολογισμού με
τον σοσιαλισμό θα επεκταθώ στο κεφάλαιο 5. Για την ώρα, πάντως, επι-
σημαίνουμε ως αναμφίβολα κεντρικό χαρακτηριστικό του οικολογισμού
τη θέση του πως η «υπερ-ιδεολογία» του βιομηχανισμού πρέπει να απο-
δυναμωθεί. Και έχει υπάρξει σχετικά εύκολο για τους πράσινους θεω-
ρητικούς να καταδείξουν τον υψηλό βαθμό περιβαλλοντικής υποβάθ-
μισης στην Ανατολική Ευρώπη, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι –από
αυτή τη σκοπιά– δεν υφίσταται θέμα επιλογής μεταξύ καπιταλισμού και
κομουνισμού. Δεν συνεπάγεται κάποια σημαντική διαφορά το ποιος κα-
τέχει τα μέσα παραγωγής, λένε, εάν η παραγωγική διαδικασία αυτή καθ’
αυτήν στηρίζεται στην αποδόμηση των προϋποθέσεων της ίδιας της
ύπαρξής της.

Ιστορική τοποθέτηση

Το ζήτημα της ιστορίας του οικολογισμού έχει αποτελέσει πυρήνα αρκε-


τών διαφωνιών σε πρόσφατα κείμενα σχολιασμού. Γίνεται γενικά απο-
δεκτό ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις (Vincent, 1992,
Dobson, 1993a). Η πρώτη επιχειρεί να ανιχνεύσει οικολογικά αισθήμα-
τα ήδη στην αυγή του ανθρώπινου είδους, από την παλαιολιθική ή τη νε-
ολιθική εποχή τουλάχιστον, η δεύτερη «χρονολογεί το οικολογικό κίνη-
μα από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970», ενώ η τρίτη «εντοπίζει τις ρί-
ζες των οικολογικών ιδεών στον 19ο αιώνα» (Vincent, 1993, σ. 210-211).
Η πρώτη θέση συνδέεται συχνά με την άποψη ότι υπήρξε, πριν από
πολλές χιλιάδες χρόνια, μια χρυσή εποχή ειρηνικής συνύπαρξης με τη
φύση, η οποία τελείωσε –σύμφωνα με τον Max Oelschlaeger– με την

49
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

έναρξη της νεολιθικής περιόδου (Oelschlaeger, 1991, σ. 28) και δεν κα-
τορθώσαμε (στον σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο) να την ανακτήσουμε μέ-
χρι σήμερα. Πέρα από το γεγονός ότι τα τεκμήρια τέτοιου είδους ισχυρι-
σμών δεν είναι ισχυρά (με αρκετά πειστική αμφισβήτησή τους στο Lewis
1992, σ. 43-48, για παράδειγμα), οι δεσμοί της σκέψης των ανθρώπων
πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια με τη μοντέρνα οικολογία μοιάζουν
υπερβολικά ισχνοί για να μας παράσχουν επαρκείς ερμηνείες ως προς
τη φύση μιας σύγχρονης ιδεολογίας.
Η τρίτη άποψη –ότι ο οικολογισμός έχει τις ρίζες του στον 19ο αιώ-
να– είναι πιθανόν η ευρύτερα αποδεκτή (βλ. π.χ. Heywood, 1992, Mac-
ridis, 1992, Vincent, 1992). Στηρίζεται συχνά σε μια ανάγνωση του σημαί-
νοντος έργου Ecology in the 20th century («Η οικολογία στον 20ό αιώνα»,
1989) από την Anna Bramwell. Ανάμεσα στις ομοιότητες της σκέψης (μέ-
ρους της τουλάχιστον) του 19ου αιώνα και του σημερινού οικολογισμού
ο Vincent εντοπίζει «μια κριτική αντίδραση στην παράδοση του Ευρωπαϊ-
κού Διαφωτισμού … [καθώς ο] οικολογισμός αντιμετωπίζει με σκεπτικι-
σμό την υπέρτατη αξία που αποδίδεται στη λογική», την αντίθεση «στην
κεντρική θέση του ανθρώπου, όπως και στο ότι η φύση δεν έχει αξία,
αλλά μπορεί να αποτελεί απλά αντικείμενο χειρισμού από τους ανθρώ-
πους» και, τέλος, τον αντίκτυπο που είχαν οι Μάλθους και Δαρβίνος στην
ενσωμάτωση «μιας αυστηρά υλιστικής και επιστημονικής οπτικής σε μια
αντίληψη της θρησκείας και της ηθικής ως έμφυτης και φυσιοκρατικής»
(Vincent, 1992, σ. 211-212).
Ίσως θα θέλαμε να αμφισβητήσουμε λεπτομέρειες των ισχυρισμών
αυτών, αλλά θα ήταν ανόητο να αρνηθούμε τις ευρείες παραλληλίες του
συνδυασμού επιστημονικού ορθολογισμού και ρομαντικού αρκαδισμού
στον 19ο αιώνα και στο σημερινό οικολογικό κίνημα. Αυτές (και άλλες)
παραλληλίες επαναβεβαιώθηκαν από την Bramwell με την πεποίθηση ότι
η βαρύτητα της προγενέστερης εργασίας της έχει γίνει ευρέως αποδεκτή
(Bramwell, 1994, σ. 25-33). Ο Vincent πιστεύει ότι αυτές οι παραλληλίες
έχουν σκόπιμα αγνοηθεί, λόγω των αντιδραστικών πολιτικών απόψεων
που συνδέθηκαν με τέτοιες θέσεις στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές
του 20ού. Βασίζοντας σε μεγάλο βαθμό το επιχείρημά του στην εργασία
της Bramwell, υποστηρίζει ότι οι φορείς της οικολογίας εκείνη την επο-

50
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

χή ήταν κυρίως συντηρητικοί και εθνικιστές (ιδιαίτερα της «φολκλορικής»


τάσης) και, αργότερα, φασίστες και Ναζί – είναι πλέον σήμερα του συρμού
να επισημαίνεται ότι ο Χίμλερ εγκαθίδρυσε ένα βιολογικό κτήμα στο στρα-
τόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, και ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο Χίτλερ
ήταν χορτοφάγοι (Bramwell, 1989, σ. 24 και 270, υποσημ. 1). Τα παραπά-
νω, υποστηρίζει ο Vincent, προκαλούν αμηχανία στους σημερινούς –αρι-
στερής κατά κύριο λόγο τάσης– πολιτικούς οικολογιστές, κι έτσι παραμέ-
νουν «σκελετοί στο ντουλάπι», χάρη στην απλή και αποτελεσματική πρα-
κτική της χρονολόγησης του οικολογισμού στο 1966 ή στο 1973, ας πούμε,
και όχι στο 1866 ή στο 1873 (επικρατέστερες χρονολογίες ως προς το πότε
ο γερμανός βιολόγος Ernst Haecker πρωτοχρησιμοποίησε τη λέξη «οικο-
λογία», βλ. Bramwell, 1989, σ. 253, υποσημ. 2).
Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε κατά πόσο υπάρχει σ’ αυτό πο-
λιτικός λόγος για να θεωρηθεί ο οικολογισμός εξαιρετικά σύγχρονος και
όχι απλά μοντέρνος, πρέπει όμως να διακρίνουμε την αναζήτηση των ρι-
ζών του οικολογισμού από μια περιγραφή της ιδεολογίας αυτής καθεαυ-
τήν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδέες παρόμοιες με αυτές που υποστηρί-
ζουν οι μοντέρνοι πράσινοι βρίσκουμε και στις βιομηχανικές και υπό εκ-
βιομηχάνιση κοινωνίες στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα
– και παρότι ο Vincent δεν μνημονεύει τους «οικονομολόγους της ενέρ-
γειας» στη Γαλλία, τη Βρετανία, τις Η.Π.Α., τη Ρωσία και τη Γερμανία στο
α΄ τέταρτο του 20ού αιώνα, θα μπορούσε να το είχε κάνει (Bramwell,
1989, σ. 64-91). Αυτό, πάντως, δεν ταυτίζεται με τον ισχυρισμό ότι ο οι-
κολογισμός –ως ιδεολογία– υπήρχε την εποχή εκείνη και ότι έκτοτε δύο
παράγοντες της σύγχρονης εποχής έχουν συντελέσει ώστε να τον φέ-
ρουν στο επίκεντρο.
Κατά πρώτον, το πεδίο προβληματισμού στη μοντέρνα εποχή εί-
ναι καινούργιο. Τα περισσότερα από τα προβλήματα πόρων, απορριμμά-
των και ρύπανσης που τέθηκαν παλιότερα είχαν έναν καθοριστικά το-
πικό χαρακτήρα. Ο μοντέρνος οικολογισμός στηρίζει κατά μεγάλο μέρος
τα επιχειρήματά του στην πεποίθηση ότι η περιβαλλοντική υποβάθμιση
έχει αποκτήσει παγκόσμια διάσταση – περισσότερο καταφανή σε ζητή-
ματα όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η μείωση του όζοντος,
αλλά και οι πιθανές συνέπειες παγκοσμίως από την αποψίλωση των δα-

51
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σών (Dobson, 2004). Οι άνθρωποι, βέβαια, είχαν πάντοτε σχέση αλληλε-


πίδρασης με το περιβάλλον τους, και αυτό όχι πάντοτε με σωφροσύνη
(Ponting, 1991). Οι πράσινοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι στη μοντέρνα εποχή
το μέγεθος της ανθρώπινης δραστηριότητας σε σχέση με την ικανότητα
της βιόσφαιρας να την απορροφήσει και να τη διατηρήσει έχει αυξηθεί σε
σημείο να απειλούνται μακροπρόθεσμα και η επιβίωση του ανθρώπου
και η ακεραιότητα της βιόσφαιρας. Η άποψη αυτή –σωστή ή λανθασμέ-
νη– βοηθά να διαχωριστεί ο οικολογισμός από τον περισσότερο ad hoc
περιβαλλοντισμό του παρελθόντος αλλά και του παρόντος.
Δεύτερον, οι πολιτικοί οικολογιστές πιστεύουν ότι οι προσεγγίσεις
που εστιάζουν σε μεμονωμένα περιβαλλοντικά προβλήματα δεν ανταπο-
κρίνονται στη βαρύτητα των προβλημάτων αυτών σ’ ένα αρκούντως θε-
μελιώδες επίπεδο. Βεβαίως, οι πράσινοι οργανώνουν εκστρατείες ενα-
ντίον της όξινης βροχής, της αποψίλωσης των δασών και της μείωσης
του όζοντος, όμως το κάνουν διακηρύσσοντας ότι τα προβλήματα αυτά
αναφύονται από βασικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις
που ενθαρρύνουν μη βιώσιμες πρακτικές. Η συστημική αυτή ανάλυση
οδηγεί σε συστημικές προτάσεις για αλλαγές, η φύση δε αυτής της συ-
σχετιστικής και ευρέως φάσματος κριτικής αποτελεί χαρακτηριστικό του
μοντέρνου οικολογισμού, το οποίο απουσιάζει από τους προγόνους του,
του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο,
ειρωνεία ότι τα πράσινα κόμματα κατακρίνονται ως μονοθεματικά, όταν η
ιδεολογία από την οποία αντλούν έμπνευση –ο οικολογισμός– είναι ταγ-
μένη να αναδεικνύει με ποιους τρόπους οι διασυνδέσεις μεταξύ διαφό-
ρων όψεων της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής γίνονται
υπαίτιες για τα περιβαλλοντικά προβλήματα.
Είναι μάλλον άτοπο να προσπαθούμε να ορίσουμε ακριβείς χρονο-
λογίες μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο η έκθεση The Limits to Growth
του 1972 (βλ. παραπάνω) είναι δύσκολο να ξεπεραστεί ως ορόσημο για
τη γέννηση του οικολογισμού στην πλήρως σύγχρονη μορφή του. Όπως
το έθεσε η Eckersley, «η ιδέα ότι πιθανόν να υπήρχαν οικολογικά όρια
για την οικονομική ανάπτυξη, τα οποία δεν θα μπορούσε να ξεπεραστούν
με την ανθρώπινη τεχνολογική επινοητικότητα και έναν καλύτερο προ-
γραμματισμό δεν αντιμετωπιζόταν σοβαρά παρά μόνο μετά τη δημόσια

52
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

αντιπαράθεση για τα “όρια στην ανάπτυξη” στις αρχές της δεκαετίας του
1970, η οποία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα» (Eckersley, 1992, σ. 8). Η έκ-
θεση διατύπωνε τα κυριότερα συμπεράσματά της ως εξής:

Είμαστε πεπεισμένοι ότι η συνειδητοποίηση των ποσοτικών ορίων του


περιβάλλοντος παγκοσμίως και των τραγικών επιπτώσεων μιας υπέρ-
βασής τους είναι απαραίτητη για την εισαγωγή νέων μορφών σκέψης,
που θα οδηγήσουν σε μια ουσιαστική αναθεώρηση της ανθρώπινης
συμπεριφοράς και, κατά συνέπεια, του συνολικού ιστού της σημερι-
νής κοινωνίας.
(Meadows et al., 1974, σ. 190)

Το νόημα της ριζοσπαστικής αλλαγής που προτείνεται από τους βα-


θείς πράσινους αποτυπώνεται στις τελευταίες φράσεις αυτού του παρα-
θέματος και προχωρεί σαφώς περισσότερο από τον διαχειριστικό πε-
ριβαλλοντισμό, από τον οποίο επιδιώκω να διαχωρίσω τον πραγματικό
οικολογισμό.
Η αναγνώριση των ιστορικών συντεταγμένων της ιδεολογίας μας
βοηθά να κατανοήσουμε τη φύση της. Μας παρέχεται ένα χρονικό όριο
πίσω από το οποίο ο οικολογισμός δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει, επο-
μένως οποιαδήποτε ιδέα ή κίνηση πίσω από το όριο αυτό μπορεί να συν-
δέεται μόνο προδρομικά με τον οικολογισμό, έτσι όπως θεωρώ ότι πρέ-
πει να τον αντιλαμβανόμαστε. Το βιβλίο, λοιπόν, της Rachel Carson Silent
Spring (Σιωπηλή άνοιξη, α΄ έκδοση 1962) μπορεί μόνο να προαναγγέλ-
λει, αλλά όχι να «είναι» οικολογισμός, λόγω της απουσίας από αυτό μιας
κεντρικής πολιτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων
που εντοπίζει. Η άποψή μου είναι ότι το 1962 ο οικολογισμός (και επομέ-
νως η δυνατότητα να είναι κανείς ριζοσπαστικά πράσινος) δεν υπήρχε, και
ότι το βιβλίο της Carson και η εποχή κατά την οποία γράφτηκε είναι καλύ-
τερο να θεωρείται ότι ανήκουν στο υπόστρωμα του οικολογισμού. Με μια
τέτοια αντιμετώπιση θα αποφύγουμε ένα σφάλμα που γίνεται σε κείμενα
σχολιασμού και ανθολόγησης του σοσιαλισμού, για παράδειγμα, τα οποία
μιλούν για τον κληρικό John Ball (που μίλησε για λογαριασμό των άγγλων
χωρικών κατά την εξέγερση του 1381) σαν να ήταν σοσιαλιστής. Το περισ-

53
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σότερο που θα μπορούσαμε να πούμε γι’ αυτόν, αφού έζησε πολύ πριν
από τη Γαλλική και τη Βιομηχανική Επανάσταση, οι οποίες γέννησαν τον
καθαυτό σοσιαλισμό, είναι ότι οι απόψεις του ήταν σοσιαλίζουσες. Παρό-
μοια, οι προ του 1970 ιδέες και κινήσεις που παρουσιάζουν μια συνάφεια
με τον οικολογισμό ήταν μάλλον «πράσινες» παρά πράσινες.
Το τελικό σημαίνον αποτέλεσμα της ιστορικής διακρίβωσης μιας ιδε-
ολογίας είναι ότι μας επιτρέπει να εξάρουμε την καινοτομία της ανάλυσής
της. Έχει σημειωθεί ότι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της, η
οπτική του πράσινου κινήματος αποτελεί απλώς μια εκ νέου επεξεργασία
παλιών θεμάτων. Έτσι, για παράδειγμα, οι προειδοποιήσεις της σχετικά με
την πληθυσμιακή ανάπτυξη περιέχονται εκτενώς στην εργασία του Τόμας
Μάλθους. Αλλά και η απροθυμία της να αποδεχτεί πλήρως τη μηχανιστική
λογική, χαρακτηριστική του Διαφωτισμού, έχει αποτελέσει ένα διαρκώς
επανερχόμενο θέμα στο πλαίσιο του κινήματος του Ρομαντισμού τον 19ο
αιώνα. Επιπλέον, και η καταστροφολογική της προσέγγιση έχει διαγρα-
φεί αμέτρητες φορές από αμέτρητες μεσσιανικές κινήσεις. Γενικά, σύμ-
φωνα με τέτοιου είδους κριτικές, οι παρατηρήσεις αυτές υποδεικνύουν
πως, όπως έχει συμβεί και παλιότερα, τα ήσσονα θέματα που συνδέο-
νται με το πράσινο κίνημα θα απορροφηθούν τελικά από τα αντίστοιχα δε-
σπόζοντα και αντιπαρατιθέμενα. Η προσέγγιση αυτή αδυνατεί να συλλά-
βει επαρκώς την ιστορικά προσδιορισμένη φύση του οικολογισμού. Γιατί
αποτελεί, μάλιστα, άποψη της συγκεκριμένης ιδεολογίας πως, ενώ οι όροι
της ανάλυσής της δεν είναι οι ίδιοι καινούργιοι, το γεγονός ότι γίνεται χρή-
ση τους εδώ και τώρα τους προσδίδει το στοιχείο της καινοτομίας. Έτσι,
η κριτική των μηχανιστικών μορφών λογικής, για παράδειγμα, δεν μπο-
ρεί να αναχθεί άμεσα σε παρόμοιες κριτικές που διατυπώθηκαν τον 19ο
αιώνα. Ο επιπλέον παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη, υποστηρί-
ζει το πράσινο κίνημα, είναι η δυνητικά μοιραία κατάσταση στην οποία μας
έχει οδηγήσει η δουλική χρήση αυτής της λογικής. Κατ’ αυτόν τον τρό-
πο, η ιστορία προσδιορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί ο οικο-
λογισμός (επομένως συμβάλλει και στον ορισμό του) και παρέχει το υπό-
βαθρο πάνω στο οποίο παλιά μοτίβα αποκτούν καινούργιο νόημα, δια-
μορφώνοντας μέσα από τον συγκερασμό τους μια πλήρως αναπτυγμένη
μοντέρνα πολιτική ιδεολογία.

54
Ο προβληματισμός περί του οικολογισμού

Συμπέρασμα

Είναι απαραίτητο να τονιστεί επανειλημμένα ότι αυτό είναι ένα βιβλίο για
τον οικολογισμό και όχι για τον περιβαλλοντισμό. Οι περισσότεροι άν-
θρωποι ταυτίζουν τον περιβαλλοντισμό –μια διαχειριστική προσέγγιση
του περιβάλλοντος εντός του πλαισίου των σημερινών πολιτικών και οι-
κονομικών πρακτικών– με το περιεχόμενο των πράσινων πολιτικών. Ελ-
πίζω ότι έχω αρχίσει να αποδεικνύω πως πρόκειται για κάτι παραπάνω
από αυτό. Οικολογιστές και περιβαλλοντιστές ωθούνται σε δράση από την
υποβάθμιση του περιβάλλοντος που διαπιστώνουν, όμως οι στρατηγικές
τους για την αποκατάστασή του διαφέρουν πάρα πολύ. Οι περιβαλλοντι-
στές δεν ενστερνίζονται απαραίτητα τη θέση περί ορίων στην ανάπτυξη
ούτε επιδιώκουν συνήθως την αποδόμηση του «βιομηχανισμού». Είναι
απίθανο να υποστηρίξουν την εγγενή αξία του μη-ανθρώπινου περιβάλ-
λοντος και θα εναντιώνονταν απέναντι σε κάθε ισχυρισμό ότι εμείς (ως
είδος) «καλλιεργούμε το πνευματικό μας δυναμικό» (Porritt, 2005, σ. 145).
Οι περιβαλλοντιστές κατά κανόνα θα πιστέψουν ότι η τεχνολογία μπορεί
να επιλύσει τα προβλήματα που δημιουργεί, και μάλλον θα θεωρήσουν
εθελοτυφλία οποιονδήποτε ισχυρισμό ότι μόνο η μείωση της διεκπεραί-
ωσης υλικών κατά την παραγωγική διαδικασία θα συμβάλει στη βιωσι-
μότητα. Με λίγα λόγια, αυτό που «περνάει» για πράσινη πολιτική σήμε-
ρα στις σελίδες των εφημερίδων δεν είναι μια ορθή αντίληψη της ιδεολο-
γίας της πολιτικής οικολογίας. Αυτός είναι ο λόγος που όσοι και όσες με-
λετούν την πράσινη πολιτική πρέπει να κάνουν κάτι παραπάνω από ένα
ξύσιμο της επιφάνειας της δημόσιας εικόνας της, προκειμένου να απο-
λαύσουν όλο το εύρος της συζήτησης που έχει ξεκινήσει.

55
2. Φιλοσοφικό υπόβαθρο

Tο 1855 υποτίθεται ότι ο αρχηγός Σηάτλ είπε:

Γνωρίζουμε ότι ο λευκός άνθρωπος δεν καταλαβαίνει τον τρόπο που


ζούμε. Είναι ένας ξένος που έρχεται μέσα στη νύχτα και παίρνει από
τη γη ό,τι του χρειάζεται. Η γη δεν είναι φίλη του, αλλά εχθρός του, και
όταν την κατακτά, πηγαίνει παραπέρα. Αρπάζει τη γη από τα παιδιά της.
Η όρεξή του θα καταβροχθίσει τη γη και θ’ αφήσει πίσω μιαν έρημο.
Αν όλα τα ζώα εξαφανιστούν, θα πεθάνουμε από μεγάλη μοναξιά του
πνεύματος, γιατί οτιδήποτε συμβαίνει στα ζώα συμβαίνει και σε εμάς.
Όλα τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους. Οτιδήποτε συμβαίνει στη γη
συμβαίνει και στα παιδιά της γης.
(παρατίθεται στο Bunyard and Morgan-Grenville, 1987, σ. 3)

Παρότι έχει αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη ομιλία είναι πλαστή, αυτό δεν
έχει αποτρέψει τους πράσινους από το να κάνουν ελεύθερη χρήση της,
καθώς και των αισθημάτων που αποπνέει. Στον θεωρητικό κανόνα της
πράσινης πολιτικής κεντρική είναι η πεποίθηση ότι τα κοινωνικά, πολιτι-
κά και οικονομικά προβλήματα προκαλούνται, εν μέρει, από τη διανοητι-
κή μας σχέση με τον κόσμο, και τις πρακτικές που προέρχονται από αυ-
τήν (Benson, 2000).
Με αυτή την έννοια, κάτι που διαχωρίζει τον οικολογισμό από άλλες
πολιτικές ιδεολογίες είναι η εστίασή του στη σχέση μεταξύ των ανθρώ-
πων και του μη-ανθρώπινου φυσικού κόσμου. Καμία άλλη σύγχρονη
πολιτική ιδεολογία δεν έχει αυτό το στοιχείο. Στόχος της πράσινης, ή πε-
ριβαλλοντικής, φιλοσοφίας είναι κυρίως να εκφράσει ποιο στοιχείο από
τον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο οι πολιτικοί οικολογιστές πιστεύουν ότι
είναι ηθικά σημαντικό και, επίσης, πώς μπορούμε να το υπερασπιστούμε
διανοητικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (Curry, 2006). Μια τέτοια υπε-
ράσπιση διαφέρει από τα πραγματιστικά επιχειρήματα του τύπου «όρια
στην ανάπτυξη» που αναφέρονται στο κεφάλαιο 1 και συζητιούνται λε-

56
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

πτομερώς στο κεφάλαιο 3. Το θέμα δεν είναι απλώς ότι ο μη-ανθρώπινος


κόσμος συνίσταται από σύνολο πόρων που προσφέρονται για ανθρώπι-
νη χρήση, και ότι εάν τους εξαντλήσουμε απειλούμε ακριβώς την ίδια τη
βάση της ανθρώπινης ζωής, αλλά ότι ακόμα και αν οι πόροι ήταν άπειροι
και πάλι συνετό θα ήταν να μη χρησιμοποιούμε τον μη-ανθρώπινο κό-
σμο με καθαρά εργαλειακό τρόπο.
Οι πολιτικοί οικολογιστές συγκινούνται με αυτό που ο Robert Goodin
αποκάλεσε «πράσινη θεωρία της αξίας», η οποία «συνδέει την αξία των
αντικειμένων με ορισμένες φυσικές ιδιότητες που παρουσιάζουν τα αντι-
κείμενα αυτά καθ’ αυτά» (Goodin, 1992, σ. 24). Η συγκεκριμένη θεωρία
της αξίας είναι σημαντικά διαφορετική από άλλες, περισσότερο οικείες,
οι οποίες συνδέονται με άλλες πολιτικές ιδεολογίες:

Διαφέρει από μία θεωρία αξίας βασισμένη στον παραγωγό, στον βαθ-
μό που επιμένει ότι […] οι ιδιότητες οι οποίες προσδίδουν αξία είναι
φυσικές, και όχι παράγωγα, τρόπον τινά, της ανθρώπινης δραστηριό-
τητας. Και διαφέρει από μία θεωρία της αξίας βασισμένη στον κατανα-
λωτή, στον βαθμό που επιμένει ότι οι ιδιότητες οι οποίες προσδίδουν
αξία ενυπάρχουν, τρόπον τινά, στα αντικείμενα καθ’ αυτά και όχι σε νο-
ητικές καταστάσεις (πραγματικές ή υποθετικές, τωρινές ή μελλοντικές)
όσων εμπλέκονται με αυτά.
(Goodin, 1992, σ. 25)

Επομένως, η «φυσική αξία» των πραγμάτων, αυτή δηλαδή που τους


προσδίδεται «από το γεγονός ότι έχουν δημιουργηθεί από φυσικές πε-
ρισσότερο, παρά από ανθρώπινες, τεχνητές διεργασίες» (Goodin, ό.π.),
είναι αυτή που οι πολιτικοί οικολογιστές επιδιώκουν με ιδιαίτερο ζήλο
να διατηρήσουν και να προαγάγουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους εν-
διαφέρουν άλλα είδη πραγμάτων, με διαφορετικό τύπο αξίας, αλλά ότι
αυτό που ξεχωρίζει τον οικολογισμό από άλλες πολιτικές ιδεολογίες εί-
ναι, ακριβώς, το πρωτογενές του ενδιαφέρον για τη φυσική αξία και την
προαγωγή και διατήρησή της. Αυτό είναι, κατά τον Goodin, «βασικό αξί-
ωμα» της πράσινης ηθικής θεωρίας (Goodin, 1992, σ. 120).
Κατά συνέπεια, οι ριζοσπάστες πράσινοι έχουν μια ιδιαίτερη προ-

57
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σέγγιση του πολύ φιλόδοξου στόχου της «περιβαλλοντικής αειφορίας». Η


περιβαλλοντική αειφορία, και η στενή συγγενής της, η αειφόρος ανάπτυ-
ξη, έχουν καταλήξει να σημαίνουν τα πάντα στη σπουδή όλων για περι-
βαλλοντική πολιτική ορθότητα. Είναι, ωστόσο, εφικτό να αποδοθεί κάποια
αναλυτική σαφήνεια στο προφανές χάος των νοημάτων (βλ. Dobson,
1998, κεφ. 2, Jacobs, 1999a), και οι πολιτικοί οικολόγοι θα δίνουν μια κα-
τηγορηματική απάντηση όταν ερωτώνται τι σημαίνει γι’ αυτούς η περι-
βαλλοντική αειφορία. Οποιοσδήποτε ορισμός της περιβαλλοντικής αει-
φορίας πρέπει να απαντά στο θεμελιώδες ερώτημα «τι είναι αυτό που
πρέπει να καταστεί αειφόρο;» και, ενώ υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός
πιθανών απαντήσεων, οι πολιτικοί οικολογιστές θα απαντήσουν: «η φυ-
σική αξία». Επιθυμούν να διασφαλίσουν ότι θα υπάρχει και στο μέλλον,
όπως λέει και ο Goodin, η αξία των πραγμάτων όπως διαμορφώθηκαν
από τις φυσικές διαδικασίες και όχι από τις ανθρώπινες.
Το τι ακριβώς μπορεί να είναι αυτά τα «πράγματα» παραμένει βε-
βαίως ανοιχτό για συζήτηση. Συγκεκριμένα ζώα; Είδη; Μόνο έμβια όντα;
Ή και άψυχα, όπως είναι τα βουνά και τα ποτάμια; Η περιβαλλοντική φι-
λοσοφία, λοιπόν, δεν ασχολείται μόνο με τη διατήρηση και την προαγωγή
της φυσικής αξίας, αλλά και με το ποιοι κάτοχοι της φυσικής αξίας πρέπει
να διατηρηθούν και να προαχθούν.
Θα προσπαθήσω να δώσω μια ιδέα όλων αυτών των συζητήσεων
σε όσα ακολουθούν, όμως βασική μου επιδίωξη είναι να εστιάσω στο εί-
δος της περιβαλλοντικής φιλοσοφίας που πιστεύω ότι στηρίζει τη ριζο-
σπαστική ιδεολογία του οικολογισμού όπως εξετάζεται σε αυτό το βιβλίο.
Η περιβαλλοντική φιλοσοφία έχει ως επιδίωξη να επιλέξει ανάμεσα σε
διάφορα επιχειρήματα που προβάλλονται για περιστολές. Θα υποστηρίξω
ότι δεν είναι όλα τα σκεπτικά που διατυπώνονται ριζοσπαστικά οικολογι-
κά και ότι αυτό οδηγεί στη διάκριση μεταξύ αυτού που έχει γίνει γνωστό
ως «βαθιά οικολογία», από τη μία πλευρά, και του δημόσιου προσώπου
του οικολογισμού ως πολιτική ιδεολογία, από την άλλη. Θα το διερευνή-
σω αυτό παρακάτω.
Στην πράσινη σκέψη, οι γενικότεροι στόχοι της επίθεσης είναι εκεί-
νες οι μορφές προσέγγισης που ανατέμνουν τα πράγματα και τα μελετούν
μεμονωμένα, σε αντίθεση με άλλες που τα αφήνουν όπως είναι και μελε-

58
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

τούν τις αλληλεξαρτήσεις τους. Λέγεται ότι η καλύτερη γνώση αποκτιέται


όχι από τη μεμονωμένη εξέταση των μερών ενός συστήματος, αλλά από
τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους αυτά αλληλεπιδρούν. Αυτή
η συνθετική δράση και η γλώσσα της διασύνδεσης και της αμοιβαιό-
τητας με την οποία εκφράζεται συχνά εξυπηρετεί να συνοψίζεται στον
όρο «ολισμός». Μια πληρέστερη αναγνώριση των αμοιβαίων εξαρτή-
σεων και επιρροών θα καλλιεργήσει, όπως υποστηρίζεται, μια εκλέπτυν-
ση στη συμπεριφορά μας προς τον «φυσικό» κόσμο, την οποία ο εφεκτι-
κός ατομισμός καταφανώς δεν μπόρεσε να επιτύχει.
Οι πολιτικοί οικολογιστές συχνά αντλούν στοιχεία για μια ολιστική
περιγραφή του σύμπαντος από τις εξελίξεις στη φυσική κατά τον 20ό αι-
ώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους διανοητικούς υπέρμαχους του
πράσινου κινήματος, o Fritjof Capra, είναι δάσκαλος και ερευνητής της
θεωρητικής φυσικής, και τα βιβλία του The Tao of Physics («Το ταό της
φυσικής», 1975) και The Turning Point («Το σημείο καμπής», 1983) είχαν
τεράστια απήχηση στις απαρχές της διανοητικής ανάπτυξης του κινήμα-
τος. Σε αυτό το πλαίσιο, αν στο πράσινο πάνθεον οι φυσικοί του 20ού αι-
ώνα Μπορ και Χάιζενμπεργκ αποτελούν δημοφιλείς φιγούρες, τότε αντί-
στοιχα οι Μπέικον, Ντεκάρτ και Νεύτων είναι το αντίθετό τους. Οι τρεις
αυτοί, σύμφωνα με την ανάλυση των περισσότερων πράσινων θεωρη-
τικών, καλλιέργησαν μια κοσμοαντίληψη αντίθετη –απ’ όλες, κυριολεκτι-
κά, τις απόψεις– προς αυτήν που απαιτείται για την οικολογική επιβίω-
ση στον 20ό αιώνα. Με λίγα λόγια, ο Μπέικον συγκρότησε μεθόδους και
στόχους για την επιστήμη που προϋπέθεταν (και προϋποθέτουν) την κυ-
ριαρχία και τον έλεγχο επί της φύσης. Ο Ντεκάρτ ισχυρίστηκε ότι ακόμα
και ο οργανικός κόσμος (ζώα, φυτά κ.λπ.) αποτελεί απλά μια προέκτα-
ση της γενικής μηχανικής φύσης του σύμπαντος. Ο Νεύτων υποστήριξε
ότι η λειτουργία αυτού του μηχανικού σύμπαντος θα μπορούσε να γίνει
κατανοητή με την αναγωγή του σε ένα άθροισμα από «στερεά, συμπαγή,
σκληρά, αδιαπέραστα, κινητά σωματίδια» (Newton, αναφορά στο Capra,
1983, σ. 52).
Αντίθετα, η έρευνα του υποατομικού κόσμου από τη φυσική στον
20ό αιώνα έχει οδηγήσει σε μία πολύ διαφορετική εικόνα της φύσης του
«φυσικού» σύμπαντος. Η ατομική περιγραφή του Νεύτωνα έδωσε τη

59
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

θέση της σ’ ένα σύμπαν στο οποίο (τουλάχιστον στο υποατομικό επίπε-
δο) δεν υπάρχουν στερεά αντικείμενα, αλλά μάλλον πεδία πιθανοτήτων,
εντός των οποίων τα «σωματίδια» τείνουν να υφίστανται. Δεν υποστηρί-
ζεται ότι τα «σωματίδια» αυτά καθαυτά μπορούν να ορισθούν: αντ’ αυ-
τού, η φύση τους βρίσκεται στη σχέση τους με τα άλλα μέρη του συστή-
ματος. Όπως ισχυριζόταν ο Μπορ, «τα απομονωμένα υλικά σωματίδια εί-
ναι αφαιρέσεις», οι ιδιότητές τους είναι εφικτό να οριστούν και να πα-
ρατηρηθούν μόνο μέσα από την αλληλεξάρτησή τους με άλλα συστήμα-
τα» (αναφορά στο Capra, 1983, σ. 69). Επιπλέον, η αρχή της Αβεβαιότητας
του Χάιζενμπεργκ (θεμελιώδης στην πρακτική της κβαντικής φυσικής)
καταδεικνύει ότι οι παρατηρητές/τριες, μακράν του να είναι ανεξάρτητοι/
ες από το πείραμά τους, αποτελούν αξεδιάλυτα μέρος του. Από αυτό ο
Capra αντλεί το κατάλληλο οικολογικό-θεωρητικό συμπέρασμα: «Δεν γί-
νεται ποτέ να μιλάμε για τη φύση χωρίς ταυτόχρονα να μιλάμε για εμάς
τους ίδιους» (Capra, 1983, σ. 77). Οι πράσινοι υποστηρίζουν ότι, με δεδο-
μένες τις διασυνδέσεις που υφίστανται στον φυσικό κόσμο, είναι λάθος
να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα απομονώνοντας
το ένα από το άλλο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η παρούσα κυβέρνηση των
Νέων Εργατικών τοποθετείται υπέρ μιας «συλλογικής διακυβέρνησης»
και, εφόσον η ιδέα αυτή γίνει πραγματικότητα, οι πράσινοι θα την υπο-
στηρίξουν ολόψυχα. Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, για παράδειγ-
μα, δεν μπορεί να λυθεί χωρίς τη συντονισμένη δράση πολλών υπουρ-
γείων – μεταφορών, εμπορίου και βιομηχανίας, καθώς και περιβάλλο-
ντος. Για τη διαδικασία διασύνδεσης θα μιλήσω περισσότερο όταν θα συ-
ζητήσουμε τη θεωρία για τα όρια στην ανάπτυξη, στο πλαίσιο της οποίας
έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς και σε επόμενο τμήμα του κεφαλαίου αυ-
τού, που αναφέρεται στην αποκαλούμενη «βαθιά οικολογία».

Βαθιά οικολογία: η ηθική ως κώδικας συμπεριφοράς

Η «βαθιά οικολογία» πριν από μερικά χρόνια θεωρείτο βάση της ριζο-
σπαστικής πολιτικής - οικολογικής σκέψης (Curry, 2006, σ. 71-81). Απο-
τελούσε πεποίθηση ότι ήταν αναγκαία μια θεμελιώδης ηθική μεταστροφή

60
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

για να εκθρονίσει τα ανθρώπινα συμφέροντα ως πυρήνα της πολιτικής


ζωής και να επεκτείνει το ηθικό πεδίο βαθιά μέσα στον φυσικό κόσμο.
Αυτή η ηθική κίνηση έχει αποκεντρωθεί τα τελευταία χρόνια υπέρ μιας
περισσότερο πολιτικής στάσης, η οποία επιτάσσει μια διεύρυνση του πο-
λιτικού λόγου έτσι που να περιλαμβάνει και τη φύση. Κοινό σημείο των
δύο αυτών κινήσεων είναι ότι αμφισβητούν την καθοριστική κεντρικότη-
τα –το «ατού»– των ανθρωπίνων συμφερόντων έναντι εκείνων άλλων
τμημάτων του φυσικού κόσμου. Σε παρακάτω σημείο του κεφαλαίου αυ-
τού θα αναφερθώ εκτενέστερα στην κίνηση δημοκρατικοποίησης, όμως
τα ηθικά επιχειρήματα που προετοίμασαν το έδαφος είναι κρίσιμα και θα
τα εξετάσω εδώ.
Η πρώτη σημαίνουσα χρήση του όρου «βαθιά οικολογία» αποδίδε-
ται γενικά στον νορβηγό Arne Naess. Τον Σεπτέμβριο του 1972 ο Naess,
σε μια διάλεξη που έδωσε στο Βουκουρέστι, διατύπωσε τη διάκρι-
ση ανάμεσα σε ό,τι χαρακτήρισε «ρηχό» και «βαθύ» κίνημα. Η διάκρι-
ση αυτή αναφερόταν στη διαφορά μεταξύ μιας ρηχής έγνοιας για τη «ρύ-
πανση του περιβάλλοντος και τη μείωση των διαθέσιμων πόρων», για τις
επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην ανθρώπινη ζωή, και το σοβαρότε-
ρο –αυτοτελές– ενδιαφέρον για οικολογικές αρχές όπως η πολυπλοκό-
τητα, η ποικιλομορφία και η συνύπαρξη (symbiosis) (Naess, 1973, σ. 95).
Υποστηρίζω ότι η βαθιά οικολογία διαμορφώνει έναν ορισμένο τύπο ρι-
ζοσπαστικών πράσινων πολιτικών κατά τρόπο που δεν θα είναι αυτονό-
ητος σε όσους αντιλαμβάνονται τις πολιτικές αυτές ως συνώνυμες με τον
περιβαλλοντισμό. Μάλιστα η διαμόρφωση του οικολογισμού από τη βα-
θιά οικολογία είναι ακριβώς αυτό που βοηθά (εν μέρει) στη διαφοροποί-
ησή του από τον περιβαλλοντισμό: Οι περιβαλλοντιστές θα είναι ικανο-
ποιημένοι με κάποιους από τους αποκαλούμενους «ρηχούς» οικολογι-
κούς λόγους για τη φροντίδα του περιβάλλοντος, ενώ οι βαθείς οικολο-
γιστές θα επιθυμούν να προωθήσουν «βαθύτερους» λόγους, οι οποίοι
εκλαμβάνουν τον φυσικό κόσμο ως οντότητα που αξίζει ηθικής αντιμε-
τώπισης.
Ένα πρώτο ερώτημα στο οποίο οποιαδήποτε ηθική θεωρία πρέπει
να απαντήσει είναι: Σε ποιον ή σε τι θα πρέπει να εφαρμόζεται; Κι αυτό
συνδέεται με ένα δεύτερο ερώτημα: Ποιες ιδιότητες πρέπει να έχει ένα

61
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

υποκείμενο ώστε να το αποδεχθούμε ως μέλος μιας ηθικής κοινότητας;


Μια ηθική θεωρία μπορεί να υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι αφορά αν-
θρώπινα όντα (και μόνον) και αυτό επειδή έχουν τη δυνατότητα του σκέ-
πτεσθαι. Με αυτόν τον τρόπο, μια ιδιότητα (η κατοχή ορθολογικής ικανό-
τητας) καθορίζει τα όρια της ηθικής κοινότητας. Η περιβαλλοντική φιλο-
σοφία γενικά, και η βαθιά οικολογία ειδικότερα, μπορεί να θεωρηθούν
ως σύνολα απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα. Σε αυτό το πλαίσιο,
η επίδραση του κινήματος για τα δικαιώματα των ζώων και των διανοου-
μένων που το υποστήριξαν υπήρξε βαθιά. Είναι σε μεγάλο βαθμό αλήθεια
ότι η εκ μέρους του κινήματος αυτού και των θεωρητικών του επέκταση
του πεδίου της δεοντολογίας από τους ανθρώπους σε (ορισμένα) ζώα έχει
μέχρι πρόσφατα θεωρηθεί από τους οικο-φιλοσόφους και τους θεωρητι-
κούς της βαθιάς οικολογίας η κατάλληλη οδός προς τον στόχο τους να δη-
μιουργήσουν μια ηθική που θα περιλαμβάνει και τη άλογη φύση.
Μια ηθική για τα ζώα σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με μία ηθι-
κή για το περιβάλλον, όμως, στον βαθμό που διατρέχει όλη την κλίμακα
των ειδών, αποτελεί μιαν αρχή. Ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα ο Επίκουρος
ισχυριζόταν ότι ακριβώς όπως τα ανθρώπινα όντα μπορούν να βιώσουν
την ευχαρίστηση και τον πόνο, έτσι μπορούν και τα ζώα. Και, πιο πρό-
σφατα, ο Peter Singer μετέτρεψε αριστοτεχνικά την πεποίθηση αυτή σε
επιχειρήματα για την υποστήριξη ηθικών περιορισμών στη συμπεριφο-
ρά μας προς τα ζώα (Singer, 1975). Ο Tom Regan «χτίζει» μια διαφορε-
τική γέφυρα κατά μήκος του φάσματος των ειδών υποστηρίζοντας ότι τα
ανθρώπινα όντα και κάποια ζώα μπορούν να θεωρηθούν εξίσου «υπο-
κείμενα ζωής» και ότι, αν γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούμε τους ανθρώπους
ηθικά σημαντικούς, θα ήταν ασυνεπές να αρνιόμαστε την ίδια αντιμετώ-
πιση σε ορισμένα ζώα (Regan, 1988).
Κανείς από τους δύο, ωστόσο, δεν πλησίασε καν μια περιβαλλοντι-
κή ηθική. Ο Singer περιορίζει την ηθική αντιμετώπιση στα όντα με αισθη-
τηριακή φύση, ενώ η επέκταση της ηθικής κοινότητας από τον Regan
είναι ακόμα πιο περιορισμένη: περιλαμβάνει, εκτός από τα ανθρώπινα
όντα, μόνο τα «κανονικά θηλαστικά ζώα, ηλικίας ενός έτους και άνω»
(Regan, 1988, σ. 81). Και οι δύο προσεγγίσεις, πάντως, εγείρουν το φάσμα
του «ειδισμού» (“speciesism”) –των αρνητικών διακρίσεων στη βάση

62
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

αποκλειστικά και μόνο του «είδους»– και θέτουν το ερώτημα εάν τέτοιες
διακρίσεις μπορεί να στηριχθούν λογικά. Οι ορθολογιστικές αναζητήσεις
για μια γνήσια περιβαλλοντική ηθική ακολουθούν παρόμοιες κατευθύν-
σεις, με τους θεωρητικούς της ηθικής και αναζητούν ιδιότητες των μη-
ανθρωπίνων οντοτήτων λιγότερο περιοριστικές από την ικανότητα ενσυ-
ναίσθησης ή έναν βαθμό νοητικής πολυπλοκότητας.
O Lawrence Johnson, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι οι οργα-
νισμοί (συμπεριλαμβανομένων των ειδών και των οικοσυστημάτων)
έχουν ανάγκες για την ευημερία τους και επομένως συμφέρον στο να
τις ικανοποιούν. Αυτό το «συμφέρον στην ευημερία» είναι, σύμφωνα με
τον Johnson, το γνώρισμα που παρέχει ηθική αξία στις οντότητες οι οποί-
ες λέγεται ότι το κατέχουν (Johnson, 1991). Πρόκειται για μια περιβαλλο-
ντική ηθική κατά δύο έννοιες: πρώτον, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ισχύει
για το σύνολο του περιβάλλοντος και, δεύτερον, αποδίδει ηθική σημασία
σε «ολότητες» (είδη, οικοσυστήματα) όπως και σε άτομα. Καλύπτει, επο-
μένως, το πεδίο που έχει περιγράψει ο Aldo Leopold με την κλασική του
διατύπωση ως προς το εύρος μιας περιβαλλοντικής ηθικής στο A Sand
County Almanac («Αλμανάκ της κομητείας του Σαντ»):

Το σύνολο της ηθικής που έχει μέχρι σήμερα αναπτυχθεί στηρίζεται


σε μία και μόνη προκείμενη: ότι το άτομο είναι μέλος μιας κοινότητας
αλληλοεξαρτώμενων μερών. Τα ένστικτά του το ωθούν σε συναγωνι-
σμό για τη θέση του σε αυτή την κοινότητα. Ταυτόχρονα, όμως, η ηθική
του το ωθεί να συνεργάζεται (πιθανόν για να υπάρχει μια θέση για την
οποία να συναγωνίζεται).
Η ηθική της γης διευρύνει απλώς τα όρια της κοινότητας ώστε να
περιλαμβάνει τα εδάφη, τα ύδατα, τα φυτά και τα ζώα – ή συλλογικά μι-
λώντας: τη γη.
(Leopold, 1949, σ. 204)

Ο Leopold μας παρέχει έναν εμπειρικό κανόνα για μια σωστή περιβαλ-
λοντική δράση όταν γράφει ότι «κάτι είναι σωστό όταν τείνει στη δια-
τήρηση της ακεραιότητας, της σταθερότητας και της ομορφιάς της βιο-
τικής (biotic) κοινότητας. Είναι λάθος όταν τείνει σε άλλη κατεύθυνση»

63
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

(Leopold, 1946, σ. 224-225). Αυτό έχει ανησυχήσει μεταγενέστερους στο-


χαστές ως προς την προφανή του συνέπεια, ότι ατομικές οντότητες μπο-
ρεί να θυσιαστούν δικαιολογημένα για το γενικό καλό, δικαιώνοντας έτσι
τις ανησυχίες του Tom Regan αναφορικά με τον «περιβαλλοντικό φασι-
σμό» (Regan, 1988, σ. 362).
Οι ορθολογιστές που αναζητούν μια περιβαλλοντική ηθική τοποθε-
τήθηκαν απέναντι σ’ αυτή τη γενικευμένη κριτική προτάσσοντας την ιδέα
των γνωρισμάτων που αποδίδουν ηθική σημασία τόσο σε άτομα όσο και
σε ολότητες. Τα «συμφέροντα στην ευημερία» του Lawrence Johnson
αποτελούν ένα καλό παράδειγμα, όπως και η ιδιότητα της «αυτο-ποίη-
σης» (autopoiesis) που η Robyn Eckersley περιγράφει ως «χαρακτηρι-
στικό της αυτο-αναπαραγωγής ή αυτο-ανανέωσης» (Eckersley, 1992,
σ. 60), βασιζόμενη στην παρατήρηση του Fox ότι «τα ζώντα συστήματα …
δεν είναι απλώς αυτο-οργανωνόμενα συστήματα, αλλά και αυτο-αναγεν-
νώμενα ή αυτο-ανανεούμενα» (Fox, 1990, σ. 170). Η Eckersley συνεχί-
ζει ως εξής:

Μια αυτοποιητική αντίληψη των εγγενών αξιών δεν απειλείται από αμ-
φισβητήσεις που σχετίζονται είτε με τον ακραίο ατομισμό είτε με τον
ακραίο ολισμό. Ενώ οι ατομιστικές προσεγγίσεις αποδίδουν εγγενή
αξία μόνο σε μεμονωμένους οργανισμούς, και μια ακραιφνώς ολιστική
μόνο σε ολόκληρα οικοσυστήματα (ή, πιθανόν, μόνο στο επίπεδο της
βιόσφαιρας ή και της οικόσφαιρας), μια αυτοποιητική προσέγγιση ανα-
γνωρίζει … την αξία τόσο των μεμονωμένων οργανισμών όσο και των
ειδών, των οικοσυστημάτων και της οικόσφαιρας («Γαίας»).
(Eckersley, 1992, σ. 61).

Βέβαια, η απόδοση ηθικής σημασίας και σε ολότητες και σε μέρη τους


δεν αποκλείει την πιθανότητα συγκρούσεων μεταξύ τους – μάλιστα, τέ-
τοιες συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες. Ο Attfield, διερευνώντας τον περί
«Γαίας» ισχυρισμό ότι η βιόσφαιρα στην ολότητά της διαθέτει ηθική υπό-
σταση, έχει υποστηρίξει πως «μπορεί να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ της
μεγιστοποίησης της ανωτερότητάς της και της μεγιστοποίησης της εγγε-
νούς αξίας των μερών της» (Attfield, 1983, σ. 159). Η δυσκολία στην επί-

64
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

λυση των διαφορών μεταξύ των απαιτήσεων διαφορετικών «οικολογι-


στικών υποκειμένων» έχει αποδειχθεί ότι είναι ιδιαίτερα προβληματικές,
ενώ τα ζητήματα αυτά εμφανίστηκαν αρκετά νωρίς στην ιστορία της βα-
θιάς οικολογίας με τη «Δεύτερη αρχή» του Naess από τη σημαίνουσα
ανακοίνωσή του το 1973. Η βασική ιδέα είναι «ο κατ’ αρχήν βιοσφαιρι-
κός εξισωτισμός» (Naess, 1973, σ. 95). Η δυσκολία ως προς αυτήν κα-
θίσταται σαφής αν εστιάσουμε στα ψιλά γράμματα της φράσης «κατ’ αρ-
χήν» και στο σχετικό σχόλιο του ίδιου του Naess: «Η φράση “κατ’ αρ-
χήν” συμπεριλαμβάνεται επειδή οποιαδήποτε πραγματική δραστηριότη-
τα (praxis) καθιστά σ’ ένα βαθμό αναγκαίο το να σκοτώνεις, να εκμεταλ-
λεύεσαι και να καταπιέζεις» (Naess, 1973, σ. 95). Πρόκειται για μια πρό-
ταση που έχει γίνει πασίγνωστη στην περιβαλλοντική-ηθική γραμματεία
– πόσο μπορούμε να σκοτώνουμε, και ποιους, ή τι, να εκμεταλλευόμα-
στε ή να καταπιέζουμε;
Η έννοια του βιοσφαιρικού εξισωτισμού είναι σαφώς προβληματι-
κή. Η Mary Midgley απορρίπτει, με καυστικό τρόπο, την αρχή περί «ίσων
δικαιωμάτων ζωής και άνθησης» λέγοντας για τους υποστηρικτές της ότι:

… έχουν κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα για τους εαυτούς τους τε-
λευταία, υποστηρίζοντας με τρόπο εξαιρετικά γενικευτικό, a priori γαλ-
λο-επαναστατικού τύπου, ότι όλα τα ζώα είναι ίσα και κατακρίνοντας
τον «ειδισμό» ότι συνιστά έναν ανορθολογικό τύπο διάκρισης, παρό-
μοιο με τον ρατσισμό. Αυτός ο τρόπος σκέψης δύσκολα πείθει όταν
εφαρμόζεται στις ακρίδες, στα αγκυλοστόματα και στις σπειροχαίτες,
και συγκροτήθηκε χωρίς ν’ αποδοθεί σε αυτά ιδιαίτερη προσοχή.
(Midgley, 1983a, σ. 26)

Οπότε, πώς μπορούμε να επιλύσουμε τα προβλήματα που προκύπτουν


από τη σύγκρουση; Πώς πρέπει να κατανοήσουμε τη φράση «κατ’ αρχήν»;
Σε γενικές γραμμές, οι θεωρητικοί της περιβαλλοντικής ηθικής αντι-
μετωπίζουν το θέμα με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και όλοι οι άλλοι:
συγκροτώντας μια ιεραρχία οντοτήτων και συνόλων οντοτήτων με αξία.
Καταλήγουν σ’ αυτές τις ιεραρχίες ξεκινώντας από μια ποιότητα που έχει
αξία και επιχειρηματολογώντας υπέρ της άποψης ότι κάποιες οντότητες ή

65
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σύνολα οντοτήτων την εμπεριέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλες και,


συνεπώς, διαθέτουν μεγαλύτερο βάρος στην πλάστιγγα της ηθικής. Έτσι,
ο Lawrence Johnson βασίζει την ηθική σημασία στο κατά πόσο υποστη-
ρίζεται το συμφέρον στην ευημερία. Ωστόσο, γίνεται σαφές ότι οι οντό-
τητες δεν έχουν όλες το ίδιο (είδος) συμφέρον στην ευημερία: «Σίγουρα
φαίνεται ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί για πολύ υψηλότερα επίπεδα ευη-
μερίας απ’ όσο οι ιοί της ευλογιάς» (Johnson, 1991, σ. 261).
Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό το πόσο συχνά αυτές οι τολμηρές φι-
λοσοφικές περιπέτειες καταλήγουν, με αρκετά παραδοσιακό τρόπο, εκεί
απ’ όπου ξεκίνησαν. Ως κεντρικό στοιχείο για τη δόμηση των αναγκαίων
ιεραρχιών είναι δημοφιλής η πολυπλοκότητα. Ο Warwick Fox έχει απο-
δώσει αξία στην πολυπλοκότητα με τον ακόλουθο τρόπο:

Στον βαθμό που υφίσταται εγγενής αξία στην πολυπλοκότητα των σχέ-
σεων, και στον βαθμό που η πολυπλοκότητα των σχέσεων είναι εμ-
φανής στην κεντρική οργάνωση ενός οργανισμού (και συνεπώς στην
ικανότητα για πλούτο εμπειρίας), οι οργανισμοί δικαιούνται ηθικής ση-
μασίας ανάλογης με τον βαθμό της κεντρικής οργάνωσης (ή ικανότη-
τας για πλούτο εμπειρίας) που έχουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρ-
ξής τους.
(Fox, 1984, σ. 199)

Και συνεχίζει: «Αν το αναγνωρίσουμε αυτό, θα μας γίνει σαφές ότι η κε-
ντρική αντίληψη της βαθιάς οικολογίας δεν συνεπάγεται αναγκαστικά
πως η εγγενής αξία είναι ισότιμα κατανεμημένη σε όλα τα μέλη της βιοτι-
κής κοινότητας» (Fox, 1984, σ. 199) και ότι, επομένως, «αυτές οι ιεραρχη-
μένες εννοιολογήσεις της εγγενούς αξίας … παρέχουν έναν οδηγό δρά-
σης όταν οι αξίες περιέρχονται σε καθεστώς πραγματικής σύγκρουσης»
(Fox, 1990, σ. 182).
Έτσι, οι προσπάθειες επίλυσης των δυσκολιών που εγείρει η αρχή
του Naess συχνά καταλήγουν να υπονομεύουν την ίδια την αρχή. Αυτό
αποτελεί ξεκάθαρο τεκμήριο της ιδιαίτερης δυσκολίας του προβλήμα-
τος – και αποτελεί ένα απολύτως πρακτικό πρόβλημα για την πολιτική
του πράσινου κινήματος. Κάποιος που έχει πνίξει γυμνοσάλιαγκες σε μια

66
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

κούπα μπίρα για να τους εμποδίσει να φάνε τα μαρούλια θα μπορούσε


να θεωρηθεί αξιέπαινος για μια ορισμένη μορφή οικολογικής ευαισθη-
σίας (επειδή δεν χρησιμοποίησε χημικό παρασιτοκτόνο), όμως από περι-
βαλλοντική άποψη η συγκεκριμένη πράξη ήταν ηθική; Όπως είχε γράψει
ο Richard Sylvan: «Οι κατευθυντήριες γραμμές σε ό,τι αφορά την καθη-
μερινή ζωή και πράξη για έναν υποστηρικτή της βαθιάς οικολογίας πα-
ραμένουν υπερβολικά και ατυχέστατα ασαφείς» (Sylvan, 1984b, σ. 13).
Στη ρίζα όλων αυτών βρίσκεται η αναζήτηση ενός τρόπου να επεν-
δυθεί αξία σε μη-ανθρώπινα όντα, έτσι ώστε να μην είναι πλέον νόμιμο
να τα αντιμετωπίζουμε ως μέσα για τους σκοπούς μας: «Χρειαζόμαστε
μια ηθική που να αναγνωρίζει την εγγενή αξία όλων των πτυχών του μη-
ανθρώπινου κόσμου» (Bunyard and Morgan-Grenville, 1987, σ. 284). Έτσι,
όπως ελπίζουμε τουλάχιστον, την υπεύθυνη συμπεριφορά προς τον μη-
ανθρώπινο φυσικό κόσμο θα στηρίξει μια μη ανθρωποκεντρική ηθική.
Όμως πώς θα πρέπει να αντιληφθούμε την εγγενή αξία; Σε μια διε-
ξοδική επισκόπηση, ο John O’Neill σκιαγραφεί τρεις δυνατότητες: Πρώ-
τον, «ένα αντικείμενο διαθέτει εγγενή αξία αν αποτελεί αυτοσκοπό [και
όχι] μέσο για κάποιον άλλο σκοπό». Δεύτερον, «η εγγενής αξία αναφέρε-
ται στην αξία που έχει ένα αντικείμενο αποκλειστικά στη βάση των “εγγε-
νών του ιδιοτήτων”». Και, τρίτον, «η εγγενής αξία χρησιμοποιείται ως συ-
νώνυμη της “αντικειμενικής αξίας”, δηλαδή της αξίας που διαθέτει ένα
αντικείμενο ανεξάρτητα από την αξιολόγηση των αξιολογητών» (O’Neill,
1993, σ.9). Ο O’Neill καταλήγει ότι προσυπογράφοντας μια περιβαλλοντι-
κή ηθική προσυπογράφουμε και τον ισχυρισμό πως «τα μη-ανθρώπινα
όντα έχουν εγγενή αξία, με την πρώτη σημασία του όρου», ενώ το να
προσυπογράφει κανείς μια υπερασπίσιμη περιβαλλοντική ηθική ενδέχε-
ται να απαιτεί μια δέσμευση στην εγγενή αξία με τη δεύτερη ή την τρίτη
σημασία του όρου (ό.π., σ. 9-10).
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αντικειμενικής αξίας, έχουν γίνει αρ-
κετές προσπάθειες να αντιμετωπισθεί η αμφισβήτηση εκ μέρους των
υποκειμενιστών, οι οποίοι ισχυρίζονται πως η αξία είναι μια ποιότη-
τα που αποδίδεται στα αντικείμενα από τους ανθρώπους – με άλλα λό-
για, τα αντικείμενα καθαυτά δεν διαθέτουν αξία, εμείς τους την αποδίδου-
με. Συχνά, αυτές οι προσπάθειες επικαλούνται τη διαίσθησή μας. Για πα-

67
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ράδειγμα, ο Holmes Rolston γράφει ότι «μπορούμε να ενθουσιαστούμε


με ένα γεράκι στον ανεμοδαρμένο ουρανό, ή με τους κύκλους του Κρό-
νου, ή με τους καταρράκτες του Yosemite». Παραδέχεται ότι «όλες αυτές
οι εμπειρίες διαμεσολαβούνται από την πολιτισμική παιδεία μας», αλλά
ισχυρίζεται ότι «έχουν σε υψηλό βαθμό στοιχεία που μας παρουσιάζο-
νται ως δεδομένα, ή ανακαλύπτουμε ότι μας έχουν εντυπωθεί από μόνα
τους, ή από επιτυχημένη παρατήρηση» (Rolston, 1983, σ. 144). Παρο-
μοίως, ισχυρίζεται ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε έρθει σε επα-
φή με αξίες τέτοιας έντασης ώστε τις έχουμε διασώσει στην παρθένα
μορφή τους, όπως έγινε με το εθνικό πάρκο Yellowstone, με τις οροσει-
ρές των Sierras και των Smokies» (ό.π., σ. 156). Το πρόβλημα εδώ δεν
είναι η επίκληση της διαίσθησής μας, αλλά ότι, ενώ ο Rolston θα μπο-
ρούσε να μας πείσει ως προς την αξία των «εντυπωσιακών στοιχείων»
της φύσης, αυτό δεν θα μπορούσε να επεκταθεί σε άλλα δώρα της, όπως
το ανωφελές κουνούπι και η μύγα τσε-τσε.
Μια άλλη δημοφιλής στρατηγική αυτών που υπερασπίζονται τις εγ-
γενείς αξίες είναι να μας ζητούν να κάνουμε ένα διανοητικό πείραμα
ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον είμαστε ανοιχτοί στις ιδέες τους. Υπάρ-
χουν διαφορετικές εκδοχές του πειράματος, αλλά η κεντρική ιδέα είναι η
ίδια. Ας δούμε, για παράδειγμα, την εκδοχή του Robin Attfield, που ζητά
να φανταστούμε μετά από έναν πυρηνικό όλεθρο το τελευταίο επιζών αν-
θρώπινο πλάσμα να στέκεται απέναντι στην τελευταία επιζώσα φτελιά. Το
ερώτημα που θέτει είναι: Θα έκανε κάτι κακό αυτό το ανθρώπινο πλάσμα
αν έκοβε το δέντρο γνωρίζοντας ότι θα πέθαινε πριν από αυτό; Αναφέρει
ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν την ερώτηση απο-
φαίνονται πως αυτή θα ήταν μια κακή πράξη» (Attfield, 1983, σ. 155) και
ότι αυτό υποδεικνύει την ύπαρξη μιας ενδογενούς αντίληψης εγγενών
αξιών. Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει επ’ αυτού, τα δέντρα δια-
θέτουν «καλό αφ’ εαυτού τους» και «καθίστανται έτσι σοβαροί υποψήφιοι
για μιαν ηθική υπόσταση» (ό.π., σ. 145).
Θα γίνει σαφές ότι ο προσδιορισμός των περίπλοκων στοιχείων της
εγγενούς αξίας απαιτεί λεπτομερή επιχειρηματολογία – η οποία ωστό-
σο παρέλκει εδώ. Σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι να αντιδιαστείλου-
με την εργαλειακή από τη μη εργαλειακή αξία – καθώς και να επισημά-

68
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

νουμε ότι ενώ ο O’Neill (παραπάνω) κάνει λόγο μόνο για μη-ανθρώπινα
«όντα», οι μελετητές της περιβαλλοντικής ηθικής αναφέρονται επίσης σε
«καταστάσεις, δραστηριότητες ή/και εμπειρίες» αντικειμένων ως πιθα-
νά πεδία εγγενούς αξίας (π.χ. Attfield, 1990, σ. 63), και σε σύνολα οντοτή-
των παρομοίως.
Ορισμένοι οικοφιλόσοφοι θεωρούν ότι οι δυσκολίες που παρουσιά-
ζονται στη διεύρυνση της εργασίας των θεωρητικών επί των δικαιωμά-
των των ζώων και στην υποστήριξη μιας θέσης περί «εγγενών αξιών»
για τη φύση είναι ανυπέρβλητες. Έτσι, προτιμούν να εστιάζουν στην καλ-
λιέργεια μιας «στάσης ζωής» μάλλον, παρά σε έναν «κώδικα συμπερι-
φοράς» (Fox, 1986b, σ. 4). Αυτή η προσέγγιση ενέχει την πεποίθηση ότι η
ανάπτυξη μιας περιβαλλοντικά ορθής ηθικής δεν είναι εφικτή μέσα στον
σημερινό ηθικό λόγο (δικαιώματα, καθήκοντα, ορθολογικά υποκείμενα,
δυνατότητα αίσθησης σωματικού πόνου και ψυχικής οδύνης κ.ο.κ.) και
ότι μια τέτοια ηθική μπορεί και πρέπει να αναδυθεί μόνο μέσα από μια
νέα κοσμοαντίληψη. Όσοι επιχειρηματολογούν από αυτή την οπτική τονί-
ζουν ότι ο σημερινός διάλογος απαιτεί από τους οικολόγους να επιχειρη-
ματολογούν ως προς το γιατί ο φυσικός κόσμος δεν πρέπει να υφίσταται
παρεμβάσεις. Αυτό που απαιτείται, ισχυρίζονται, είναι η καλλιέργεια μιας
εναλλακτικής κοσμοαντίληψης στο πλαίσιο της οποίας αυτό που θα χρή-
ζει δικαιολόγησης θα είναι το γιατί πρέπει να γίνονται τέτοιες παρεμβά-
σεις (Fox, 1986a, σ. 84). Σε αυτό θα στραφώ τώρα.

Βαθιά οικολογία: η ηθική ως στάση ζωής

Κάποτε, λοιπόν, η βαθιά οικολογία συνδεόταν πρωτίστως με την πεποί-


θηση ότι ο μη-ανθρώπινος κόσμος μπορούσε να έχει (και είχε) εγγενή
αξία. Αυτό φαινόταν να αποτελεί μια ριζοσπαστική κίνηση στο πλαίσιο του
παραδοσιακού ηθικού λόγου, με ευρείες πρακτικές συνέπειες ως προς
τη σχέση των ανθρώπινων όντων με το περιβάλλον τους. Με ηθικούς
όρους ήταν (και είναι) μια προσπάθεια υπέρβασης των ανθρωπο-προ-
νοητικών σκεπτικών για τη φροντίδα της βιόσφαιρας. Ωστόσο, όπως είπα
και παραπάνω, ορισμένοι θεωρητικοί της βαθιάς οικολογίας διστάζουν

69
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

μπροστά στις συνέπειες της συγκρότησης μιας στιβαρής θεωρίας εγγε-


νών αξιών. Αυτό τους οδήγησε να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα μιας
ηθικής που θα προκύψει από μια αλλαγή συνείδησης, αντί να ελπίζουν
ότι θα μπορούσε να αναπτυχθεί μέσα από αυτήν που κυριαρχεί σήμερα.
Η θέση περί «στάσης ζωής» ξεκινά από μια προκείμενη όπως η
ακόλουθη, που διακηρύσσει ότι μια «οικολογική συνείδηση συνδέει το
άτομο με τον ευρύτερο κόσμο» (Bunyard and Morgan-Grenville, 1987,
σ. 282), και έχει αναπτυχθεί στην πιο εξελιγμένη της μορφή από τον Fox
(1990). Αυτή η «οικολογική συνείδηση» έχει τον ρόλο ενός νέου θεμελί-
ου πάνω στο οποίο θα χτιστούν μια διαφορετική (οικολογική) ηθική και
νέες (οικολογικές) μορφές συμπεριφοράς. Η ιδέα αυτή αναφέρεται στην
καλλιέργεια μιας αίσθησης του εαυτού που εκτείνεται πέρα από το άτομο
όπως γίνεται αντιληπτό με όρους μεμονωμένης σωματικής ταυτότητας.
Σε αυτό συνηγορεί και η ιδέα ότι ο εμπλουτισμός του εαυτού εξαρτάται
από την ευρύτερη δυνατή ταύτιση με τον μη-ανθρώπινο κόσμο. Ο Naess
το περιγράφει αυτό με τον ακόλουθο τρόπο:

Η αυτοπραγμάτωση δεν μπορεί να αναπτυχθεί ιδιαίτερα αν δεν μοιρα-


ζόμαστε τις χαρές και τις λύπες μας με τους άλλους ή, ακόμα πιο θε-
μελιωδώς, αν το στενό Εγώ του μικρού παιδιού δεν αναπτυχθεί σε μια
εκτενή δομή του Εαυτού, που να περιλαμβάνει όλα τα ανθρώπινα όντα.
Το οικολογικό κίνημα –όπως πολλά προγενέστερα φιλοσοφικά κινήμα-
τα– προχωρά ένα βήμα παραπέρα και ζητά μιαν ανάπτυξη που να επι-
τρέπει τη βαθιά ταύτιση όλων των ατόμων με τη ζωή.
(μνημονεύεται στο Fox, 1986a, σ. 5)

Η οικολογική συνείδηση, λοιπόν, αφορά στην ταύτισή μας με τον μη-


ανθρώπινο κόσμο και με την κατανόηση ότι μια τέτοια ταύτιση αποτε-
λεί την προκείμενη για την αυτοπραγμάτωσή μας. Δεν είναι δύσκολο να
αντιληφθούμε ότι από αυτό ανακύπτει μια περιβαλλοντικά ορθή στάση. Ο
Fox γράφει:

Για παράδειγμα, όταν ένας Αμερικανός της φυλής των Ινδιάνων Nez
Percé, ο Smohalla, ερωτάται γιατί δεν οργώνει τη γη, αυτός δεν απαντά

70
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

με μια αυστηρά ορθολογική αιτιολόγηση του γιατί το χώμα έχει εγγενή


αξία, αλλά με ένα ρητορικό ερώτημα που εκφράζει βαθιά ταύτιση με τη
γη: «Να πάρω ένα μαχαίρι και να σκίσω το στήθος της μητέρας μου;»
(Fox, 1986a, σ. 76)

Με άλλα λόγια, τα ηθικά ζητήματα προκύπτουν «με φυσικό τρόπο» από


μια εναλλακτική θέαση της πραγματικότητας, και αυτός είναι ο λόγος της
απόρριψης της προτεραιότητας της ηθικής:

Η ηθική και τα ήθη δεν με ενδιαφέρουν και τόσο [γράφει ο Naess], μ’


ενδιαφέρει η εμπειρία που έχουμε του κόσμου … Αν η βαθιά οικολο-
γία είναι βαθιά πρέπει να συνδέεται με τις θεμελιώδεις αντιλήψεις μας
και όχι μόνο με την ηθική. Η ηθική προκύπτει από την εμπειρία που
έχουμε του κόσμου. Αν η εμπειρία που έχεις του κόσμου είναι τέτοια,
τότε δεν σκοτώνεις.
(μνημονεύεται στο Fox, 1986a, σ. 46)

Ο ίδιος ο Fox παρατηρεί ως προς την αίσθηση του εαυτού στο πλαίσιο της
«διαπροσωπικής οικολογίας» του ότι:

… έχει την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, έως και αναπάντεχη, συνέπεια ότι


η ηθική (αν θεωρήσουμε πως ασχολείται με τα ηθικά «πρέπει») καθί-
σταται περιττή! Ο λόγος είναι ότι αν κάποιος έχει μια πλατιά, διευρυμέ-
νη, ή και πλανητική αίσθηση του εαυτού του, τότε (αν υποθέσουμε πως
δεν έχει αυτοκαταστροφικές τάσεις) φυσικά (δηλαδή αυθόρμητα) θα θέ-
λει να προστατεύσει τη φυσική (αυθόρμητη) εκδίπλωση του διευρυμέ-
νου του εαυτού (την οικόσφαιρα, τον κόσμο) σε όλες του τις πτυχές.
(Fox, 1990, σ. 217)

Υπάρχουν τρία σημεία που μπορούμε να εξετάσουμε ως προς αυτή την


αντίληψη της οικολογικής συνείδησης και των συνεπειών της. Κατά
πρώτον: Σε ποιο βαθμό ενέχει μια οπισθοδρόμηση στο προπατορι-
κό αμάρτημα του ανθρωποκεντρισμού; Μοιάζει σαφές ότι η παραπά-
νω αρχή της αυτοπραγμάτωσης, παρότι γεννά μιαν έγνοια για τον μη-

71
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ανθρώπινο κόσμο, το κάνει με ανθρωπο-προνοητικό σκεπτικό. Έτσι, η


ανάπτυξη μιας οικολογικής συνείδησης ως θεμέλιο για μια περιβαλλο-
ντική ηθική μπορεί να αποφεύγει τα προβλήματα που ανακύπτουν από
την παραγωγή της τελευταίας στο πλαίσιο του συμβατικού λόγου, αλλά
με το τίμημα να αμβλύνεται η μη-ανθρωποκεντρική στάση που θεωρεί-
ται κεντρικό στοιχείο μιας οικολογικής οπτικής.
Το δεύτερο σημείο περιστρέφεται γύρω από το πρόβλημα των δυ-
νητικών συγκρούσεων μεταξύ των ανθρώπινων συμφερόντων και εκεί-
νων του περιβάλλοντος, που εξετάσαμε στην προηγούμενη ενότητα.
Μπορώ να φανταστώ μια εξαιρετικά ευρεία ταύτιση του εαυτού μου με
τον μη-ανθρώπινο κόσμο, κι όμως να θεωρώ ότι η επιβίωση του δικού
μου εαυτού εξαρτάται από ένα ποσοστό «σκοτωμών, εκμετάλλευσης και
καταπίεσης» του μη-ανθρώπινου κόσμου. Πώς επηρεάζει κάτι τέτοιο την
πρακτική εφαρμογή της νέας ηθικής που θα μπορούσε να προκύψει από
μια «οικολογική συνείδηση»; Σίγουρα το αίτημα του Richard Sylvan για
«κατευθυντήριες που θα αφορούν στην καθημερινή ζωή» δεν φαίνεται
να ικανοποιείται καθόλου από την περί οικολογικής συνείδησης προσέγ-
γιση. Ούτε περιορίζεται το πρόβλημα αυτό σε κάποια υποθετική εποχή
«προ-οικολογικής συνείδησης». Πουθενά δεν διατυπώνεται εκ μέρους
των συγκεκριμένων υποστηρικτών της βαθιάς οικολογίας ο ισχυρισμός
ότι, με την επίτευξη μιας γενικευμένης οικολογικής συνείδησης, τα προ-
βλήματα της περιβαλλοντικής σύγκρουσης «θα εξανεμιστούν». Μάλιστα,
ο Warwick Fox αναγνωρίζει ότι η σύγκρουση μεταξύ των ανθρωπίνων
όντων και του μη-ανθρώπινου κόσμου είναι αναπόφευκτη: «Ο “μικρός”
εαυτός μου πρέπει να ικανοποιεί ορισμένες ζωτικές ανάγκες ακόμα και
σε βάρος των ζωτικών αναγκών άλλων (σχετικά αυτόνομων) οντοτή-
των» (1986a, σ. 58). Δεν παρέχεται, ωστόσο, καμία κατευθυντήρια οδηγία
για το πώς να αποφασίζουμε μεταξύ διαφόρων συνόλων «ζωτικών ανα-
γκών» ή για το τι θα μπορούσαν να είναι.
Μια πιθανή απάντηση σε αυτή την ένσταση είναι ότι οι κατευθυ-
ντήριες δίνονται μέσω του καθορισμού ιεραρχιών ή «βαθμών εγγενούς
αξίας» (Matthews, 1991, σ. 122-129), όπως αυτές που σκιαγραφήσα-
με στην προηγούμενη ενότητα. Η ένταξη οντοτήτων ή συνόλων οντοτή-
των εντός αυτών των ιεραρχιών θα καθορίσει ποιες από αυτές είναι πε-

72
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

ρισσότερο ίσες από άλλες στην περίπτωση μιας σύγκρουσης συμφερό-


ντων. Βέβαια, δεν υπάρχουν συμφωνημένα κριτήρια για τη συγκρότηση
τέτοιων ιεραρχιών, οπότε τα ψιλά γράμματα δημιουργούν πολύ περισσό-
τερα προβλήματα απ’ όσο οι γενικοί κανόνες.
Μια άλλη απάντηση είναι ότι οι βαθείς οικολόγοι ισχυρίζονται πως
δουλειά τους δεν είναι να παρέχουν εγχειρίδια κανόνων, αλλά να προ-
άγουν μια συνείδηση ταύτισης με τον μη-ανθρώπινο κόσμο, η οποία
θα μετέβαλλε αισθητά τις συνθήκες εντός των οποίων θα συντασσόταν
οποιαδήποτε εγχειρίδιο κανόνων. Ο Fox διατυπώνει τη θέση αυτή με πει-
στικό τρόπο:

… όσον αφορά στη διατήρηση του μη-ανθρώπινου κόσμου, και από


πολιτική ή στρατηγική άποψη, η οπτική της ευρύτερης ταύτισης πα-
ρουσιάζει περισσότερα πλεονεκτήματα από την αξιολογική περιβαλλο-
ντική, επειδή μεταθέτει το βάρος της δικαιολόγησης των πράξεών του
από το άτομο που θέλει να διαφυλάξει τον μη-ανθρώπινο κόσμο στο
άτομο που θέλει να τον διαταράξει ή να επέμβει σε αυτόν.
(Fox, 1986a, σ. 84)

Πρόκειται για μια πραγματικά σημαντική παρατήρηση, και θα είχε σίγου-


ρα αποτέλεσμα στην περιβαλλοντική ηθική που θα προέκυπτε. Θα εξα-
κολουθούσαν, βέβαια, να υπάρχουν προβλήματα σύγκρουσης, αλλά το
μέγεθός τους θα μειωνόταν σημαντικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μη-
ανθρώπινος κόσμος θα ωφελείτο από μια γενικευμένη ενστάλαξη «πε-
ριβαλλοντικής συνείδησης», όπως την περιγράφουν ο Fox και άλλοι. Η
κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατόπιση του βάρους της δικαιολόγησης δεν μας
απαλλάσσει, βέβαια, από την υποχρέωση να θέτουμε όρια νομιμότητας
στις περιβαλλοντικές παρεμβάσεις, όμως συνεπάγεται πράγματι ότι τα
όρια αυτά θα τεθούν σε πολύ διαφορετικό έδαφος από αυτό που προ-
κύπτει αν το βάρος της δικαιολόγησης δεν μετατοπιστεί. Με άλλα λό-
για, όταν αυτό που πρέπει να δικαιολογείται είναι η διατήρηση του μη-
ανθρώπινου κόσμου, τότε μάλλον γίνεται αποδεκτός ένας μεγαλύτερος
βαθμός περιβαλλοντικής παρέμβασης από όσο αν θα είναι η παρέμβαση
που θα πρέπει να δικαιολογείται.

73
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Ωστόσο, το επόμενο πρόβλημα –και αυτό είναι το τρίτο σημείο–


αφορά στην πρόκληση αυτής της «ευρύτερης ταύτισης» στους ανθρώ-
πους. Πώς μπορεί να πειστούν για κάτι τέτοιο; Αν ο Robert Aitken έχει
δίκιο λέγοντας πως «η βαθιά οικολογία … απαιτεί να ανοιχτείς στη μαύ-
ρη αρκούδα, να αποκτήσεις πραγματική οικειότητα με τη μαύρη αρκού-
δα, έτσι ώστε να στάζει μέλι από το γούνινο παλτό σου καθώς θα παίρ-
νεις το λεωφορείο για τη δουλειά σου» (στο Fox, 1986a, σ. 59), τότε η βα-
θιά οικολογία μοιάζει να έχει πέσει στα βαθιά. Τα χαχανίσματα που συνή-
θως προκαλούν τέτοιοι ισχυρισμοί μαρτυρούν για το μεγάλο πρόβλημα
πειθούς που αντιμετωπίζει η βαθιά οικολογία.
Εξηγούμαι: Όσοι σήμερα επιλέγουν να προωθήσουν το αίτημα μιας
«στάσης ζωής», έναντι ενός νέου «κώδικα συμπεριφοράς», αναγκάστη-
καν να ενστερνιστούν τη συγκεκριμένη θέση βάσει αυτού που είδαν ως
μια ρεαλιστική εκτίμηση – με τη διαπίστωση ότι οι παραδοσιακές ηθικές
αντιλήψεις δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην περιβαλλοντική εργα-
σία που τους ζητήθηκε. Ή, για να το πούμε αλλιώς, έθεσαν το ερώτημα:
«Από πού προέρχονται οι ηθικές αξίες;» και έλαβαν την απάντηση: από
μια δεδομένη κατανόηση του κόσμου, από μια μεταφυσική. Αυτό είχε ως
συνέπεια να υποστηρίξουν μιαν αλλαγή της μεταφυσικής οπτικής, στην
κατεύθυνση όσων αναφέραμε στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου, με
την πεποίθηση ότι σε αυτό το νέο κλίμα θα ήταν πιθανότερο να ευημερή-
σει η επιθυμητή περιβαλλοντική ηθική. Ωστόσο, η μεταφυσική που προώ-
θησε η βαθιά οικολογία προχωρεί αργά (το λιγότερο που θα μπορούσαμε
να πούμε) προς την ευρύτερη αναγνώρισή της, ενώ η προσωπική ταύτιση
με τον μη-ανθρώπινο κόσμο που απαιτεί περιορίζεται –στις «βιομηχανικά
ανεπτυγμένες χώρες» τουλάχιστον– σε μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων.
Η βαθιά οικολογία έθεσε το ερώτημα: «Από πού προέρχεται η ηθι-
κή;» και απάντησε: από μια μεταφυσική. Όμως το μακροπρόθεσμο πρό-
βλημά της ενδέχεται να βρίσκεται στο να απαντηθεί το ερώτημα: «Από πού
προέρχεται η μεταφυσική;», αφού εδώ εντοπίζεται ένα στοιχείο που εξη-
γεί γιατί το αίτημα για μια μεταβολή της συνείδησης, από μόνο του, δεν αρ-
κεί. Η συνείδηση δεν είναι ένα ανεξάρτητο δεδομένο, απομονωμένο από
τις κοινωνικές συνθήκες που το τρέφουν. Η Janna Thompson βρίσκεται
εξαιρετικά κοντά σε μια επισήμανση που πρέπει να γίνει: «Μια ηθική από-

74
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

φαση … προϋποθέτει κοινωνική κριτική: μια προσπάθεια να καταδειχθεί


ότι οι σημερινές κοινωνικές σχέσεις, καθώς και οι στόχοι και οι επιθυμί-
ες που γεννούν αυτές, δεν ικανοποιούν, και ότι νέες αντιλήψεις περί αυ-
τοπραγμάτωσης και ευτυχίας είναι επιθυμητές» (Thompson, 1983, σ. 98).
Αυτή η κοινωνική κριτική πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος του
εγχειρήματος της βαθιάς οικολογίας, όμως ορισμένοι οικοφιλόσοφοι γρά-
φουν ως εάν η επίλυση φιλοσοφικών ερωτημάτων να αρκεί για την επί-
λυση πρακτικών προβλημάτων όπως η μόλυνση, η αποδάσωση και η όξι-
νη βροχή. Μερικές φορές, πραγματικά, αγνοείται τελείως το κοινωνικό και
πολιτικό πλαίσιο. Ο Warwick Fox γράφει: «Είναι σαφές ότι αυτή η προσπά-
θεια μετατόπισης του πρωτογενούς σημείου εστίασης του περιβαλλοντικού
φιλοσοφικού προβληματισμού από την ηθική στην οντολογία αποτελεί μια
θεμελιώδη ή επαναστατική πρόκληση για την κανονική περιβαλλοντική φι-
λοσοφία. Είναι (και οφείλει να είναι) ο πολικός αστέρας της βαθιάς οικο-
λογίας» (Fox, 1984, σ. 204, η έμφαση στο πρωτότυπο). Αν η βαθιά οικολο-
γία αρκείται στο να παραμένει στην περιοχή της θεωρίας, τότε ο Fox μπορεί
να έχει δίκιο ως προς το ποιος είναι ο «πολικός αστέρας». Αν όμως ενδια-
φέρεται να μετατρέψει τη θεωρία σε πράξη, θα πρέπει να παρουσιάσει ένα
πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής. Κάτι το οποίο δεν έχει κάνει μέχρι τώρα.

Ανθρωποκεντρισμός

Αν υπάρχει μια λέξη που διαπερνά όλο το φάσμα των φιλοσοφικών εν-
στάσεων των ριζοσπαστών πράσινων αναφορικά με τις σημερινές μορ-
φές ανθρώπινης συμπεριφοράς παγκοσμίως, αυτή είναι μάλλον ο «αν-
θρωποκεντρισμός», «το λάθος του να δείχνει κανείς αποκλειστικό ή αυ-
θαίρετα επιλεκτικό ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα συμφέροντα σε αντίθε-
ση με τα συμφέροντα άλλων όντων» (Hayward, 1997, σ. 51). Η μέριμνα
για τον εαυτό μας σε βάρος της μέριμνας για τον μη-ανθρώπινο κόσμο
θεωρείται βασική αιτία της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της δυνη-
τικής καταστροφής (Curry, 2006, σ. 42-44). Από τη μια μεριά, πάντως, ο
κεντρικός για το πράσινο ζήτημα ρόλος του όρου οδήγησε σε συσκότι-
ση της σημασίας του και σε προσπάθειες αποσαφήνισής του (Hayward,

75
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

1997), ενώ, από την άλλη, το πρακτικό θέμα της διάδοσης της πράσινης
ιδεολογίας οδήγησε σε αντιφατικά μηνύματα εκ μέρους των θεωρητικών
της σχετικά με το θέμα αυτό.
Ως προς το πρώτο σημείο, υπάρχει μια έντονη και μια ήπια σημα-
σιοδότηση της λέξης – σημασιοδοτήσεις που προκύπτουν από μια επι-
σκόπηση της οικοφιλοσοφικής γραμματείας, αλλά σπανίως διαχωρίζονται
σε τυπικό επίπεδο. Η ήπια σημασιοδότηση, όπως την κατανοώ εγώ, απο-
δίδεται από τον Warwick Fox σε μια στάση «ανθρωπο-κεντρική» (1986b,
σ. 1). Η έντονη σημασιοδότηση, επίσης κατά τον Fox, υπολαμβάνει ότι
βλέπουμε «τον μη-ανθρώπινο κόσμο αποκλειστικά ως μέσο για τους αν-
θρώπινους σκοπούς» (1984, σ. 198). Θα μπορούσαμε να αναφερόμαστε
σε αυτές τις θέσεις ως «ανθρωπο-κεντρική» και «ανθρωπο-εργαλειο-
κρατική» αντίστοιχα. Η πρώτη (ή ήπια) είναι πιο αυτονόητα «ουδέτερη»
από τη δεύτερη (ή έντονη) – και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο
συχνά ο «ανθρωποκεντρισμός» συγχέεται με την «ανθρώπινη εργαλειο-
κρατία». Προτίθεμαι να υποστηρίξω ότι ο ανθρωποκεντρισμός στην ήπια
εκδοχή του αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης κατάστα-
σης (όπως θα εξηγήσω παρακάτω), ενώ στην έντονη εκδοχή του ενέχει
στοιχεία της αδικίας και του αθέμιτου που σχετίζονται με την εργαλειακή
χρήση του μη-ανθρώπινου κόσμου.
Σε διάφορα κείμενα βρίσκουμε συνδυασμούς της ήπιας και της
έντονης εκδοχής του ανθρωποκεντρισμού – μερικές φορές μέσα στην
ίδια πρόταση. Ο Richard Sylvan, για παράδειγμα, ορίζει τον ανθρωποκε-
ντρισμό ως οποιαδήποτε στάση «δεν κινείται έξω από ένα ανθρωπο-κε-
ντρικό πλαίσιο, το οποίο αντιλαμβάνεται τη φύση και το περιβάλλον ερ-
γαλειακά, δηλαδή απλώς ως μέσα για ανθρώπινους σκοπούς και αξίες»
(Sylvan, 1984a, σ. 5). Κατά την άποψή μου, και αντίθετα με ό,τι συνεπάγε-
ται η άποψη του Sylvan, ένα «ανθρωπο-κεντρικό πλαίσιο» δεν σημαίνει
απαραίτητα ότι είναι «ανθρωπο-εργαλειοκεντρικό». Δείτε, για παράδειγ-
μα, τον ακόλουθο ισχυρισμό του Jonathon Porritt: «Για εμάς δεν αρκεί
να προστατευτούν τα ζώα μόνο για πρακτικούς, ιδιοτελείς λόγους, αλλά
υπάρχει και μια βαθύτατη ηθική έγνοια που έχει ρίζες στη φιλοσοφία
μας περί σεβασμού για οτιδήποτε ζει πάνω στον πλανήτη» (Porritt, 1984a,
σ. 184). Το πρώτο μισό αυτής της πρότασης εκφράζει μια απόρριψη της

76
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

ανθρώπινης εργαλειοκρατίας, ενώ το δεύτερο μισό εκφράζει ανθρωπο-


κεντρισμό («η φιλοσοφία μας περί σεβασμού»). Δεν υπάρχει καμιά αντί-
φαση σε αυτό, ενώ δείχνει ότι υπάρχει χώρος για μια (ήπια) εκδοχή αν-
θρωποκεντρισμού σε αξιοσέβαστες οικολογικές αποφάνσεις.
Αυτό οφείλεται στο ότι ο ήπιος ανθρωποκεντρισμός αποτελεί ανα-
πόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης. Όπως έχει επισημάνει
ο Tim O’Riordan:

Οι συνειδητές πράξεις του ανθρώπου είναι εξ ορισμού ανθρωποκε-


ντρικές. Είτε επιδιώκει να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα βιοτικών δι-
καιωμάτων είτε να μεταμορφώσει ένα δάσος σε προάστιο, η ενέργεια
συλλαμβάνεται από τον άνθρωπο στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολι-
τικής κουλτούρας του.
(O’Riordan, 1981, σ. 11)

Είναι αυτός ο παράγοντας που συνδέει την αναζήτηση της εγγενούς αξίας
με τον ανθρωποκεντρισμό. Η αναζήτηση αυτή είναι μια ανθρώπινη ανα-
ζήτηση, και παρά το γεγονός ότι μπορεί να καταφέρει να εκτοπίσει το αν-
θρώπινο ον από την πρωτοκαθεδρία του σε ό,τι αφορά την αξία, πάντα
θα βρίσκουμε στο κέντρο του εγχειρήματος ένα ανθρώπινο ον να θέτει
τα ερωτήματα. Αν δεν υπήρχαν ανθρώπινα όντα δεν θα υπήρχε κανένα
ιδεατό αντικείμενο όπως η εγγενής αξία, και παραμένει ανοιχτό το ερώ-
τημα αν θα υπήρχε καν κάτι σαν την εγγενή αξία (δείτε, ωστόσο, την προ-
γενέστερη συζήτηση περί ηθικού αντικειμενισμού). Με αυτήν την έννοια,
οποιοδήποτε ανθρώπινο εγχείρημα θα είναι (ήπια) ανθρωποκεντρικό,
περιλαμβανομένου του ίδιου του πράσινου κινήματος.
Ο λόγος που εμμένω στο θέμα είναι ότι το πράσινο κίνημα πιθανόν
θέτει εαυτό σε μειονεκτική θέση μέσω αυτού που εκλαμβάνεται ως μια
επίμονη αποστασιοποίησή του από το ανθρώπινο. Κατ’ αρχάς, κάτι τέτοιο
είναι αντιφατικό. Για παράδειγμα, η Charlene Spretnak γράφει ότι:

Η πράσινη πολιτική απορρίπτει τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό


του ανθρωπισμού, μιας φιλοσοφίας που ισχυρίζεται ότι τα ανθρώπινα
όντα έχουμε την ικανότητα να αντιμετωπίζουμε και να λύνουμε τα πολ-

77
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

λά προβλήματα που μας παρουσιάζονται εφαρμόζοντας την ανθρώπινη


λογική και αναδιατάσσοντας τον φυσικό κόσμο και τις αλληλεπιδράσεις
ανδρών και γυναικών έτσι ώστε η ανθρώπινη ζωή να ευημερήσει.
(Spretnak and Capra, 1985, σ. 234)

Υπάρχει εδώ εμφανώς μια εύλογη πράσινη απόρριψη της ανθρώπινης


εργαλειοκρατίας, αλλά επίσης και μια ιδιαίτερα ανησυχητική νύξη ότι
οι άνθρωποι πρέπει να σταματήσουν να προσποιούνται ότι επιλύουν τα
προβλήματα με τα οποία οι ίδιοι έχουν επιβαρύνει τους εαυτούς τους.
Η υποψία ενισχύεται από σχόλια του ακόλουθου είδους: «Οι άνθρωποι
μοιάζουν με οποιοδήποτε άλλο ζώο-μάστιγα. Δεν μπορούν να καταστρέ-
ψουν τη Γη, μπορούν όμως εύκολα να καταστρέψουν το περιβάλλον που
τους συντηρεί. Από τις τέσσερις εκβάσεις του Lovelock, η πιθανότερη
είναι μια […] μεγάλης κλίμακας μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού»
(Gray, 2002, σ. 12, μτφρ. Γ. Λαμπράκος). Αν αυτό αληθεύει, τότε η πρά-
σινη –ή οποιαδήποτε άλλη– πολιτική έχει ελάχιστο νόημα. Συνολικά, βε-
βαίως, μια γενικευμένη πεποίθηση στη δυνατότητα για αλλαγές είναι που
καθιστά το πράσινο κίνημα κανονικό πολιτικό κίνημα. Χωρίς μια τέτοια
πεποίθηση, ο λόγος ύπαρξης του κινήματος θα υπονομευόταν. Απ’ αυτήν
την άποψη, η αναγνώριση ότι ένας ήπιος ανθρωποκεντρισμός είναι ανα-
πόφευκτος μπορεί να επενεργήσει ως μια χρήσιμη πολιτική διόρθωση
επί της αντίληψης ότι «η φύση έχει τον έλεγχο».
Πράγματι, όταν πρόκειται για την πολιτική του πράσινου κινήμα-
τος, και όχι για τη φιλοσοφία του, δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι ενδοιασμοί
ως προς τον ανθρωποκεντρισμό – ακόμα και στην έντονη εκδοχή του.
Στο Green Politics (Η πράσινη πολιτική), για παράδειγμα, οι Spretnak και
Capra μιλάνε για «μιαν αντίληψη ότι είμαστε μέρος της φύσης, όχι υπε-
ράνω της, και ότι όλο αυτό το τεράστιο πλέγμα των εμπορικών δραστη-
ριοτήτων μας –και η ίδια η ζωή– εξαρτώνται εντέλει από μια συνετή και
με σεβασμό αλληλεπίδραση με τη βιόσφαιρα». Και για την περίπτωση
που αυτή δεν είναι μια αρκετά σαφής διατύπωση ανθρωπο-προνοητικού
ισχυρισμού, οι συγγραφείς προσθέτουν: «Οποιαδήποτε κυβέρνηση ή οι-
κονομικό σύστημα αγνοεί αυτή την αρχή ουσιαστικά οδηγεί την ανθρω-
πότητα στην αυτοκτονία» (1985, σ. 28).

78
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

Ο Jonathon Porritt γράφει ότι «η οικολογική επιταγή … μας υπεν-


θυμίζει πως η προστασία των φυσικών συστημάτων της Γης είναι κάτι
από το οποίο εξαρτόμαστε όλοι» και ότι «το γεγονός πως χιλιάδες είδη θα
εξαφανιστούν μέχρι το γύρισμα του αιώνα δεν αποτελεί απλώς μιαν ακα-
δημαϊκού τύπου ανησυχία: η ίδια η επιβίωσή μας εξαρτάται από το πώς
αντιλαμβανόμαστε τα περίπλοκα δίκτυα ζωής στα οποία εμπλεκόμαστε»
(1984a, σ. 98-99). Μάλιστα, ο Porritt φτάνει μέχρι το σημείο να παρουσιά-
σει την ανθρώπινη εργαλειοκρατία ως τον μοχλό του σχεδιασμού των
αλλαγών που προτείνει ο οικολογισμός: «Η επαναπροσέγγιση μιας πε-
φωτισμένης αντίληψης του ατομικού συμφέροντος είναι … το κλειδί για
οποιαδήποτε ριζική μεταβολή» (ό.π., σ. 117).
Το ίδιο ισχυρό ανθρωποκεντρικό μήνυμα διαπερνά με σαφήνεια και
αμεσότητα τις διακηρύξεις του Κόμματος των Πρασίνων. Η ιδιαίτερης
σημασίας διακήρυξη των γερμανών Πρασίνων του 1983 δηλώνει:

Η καταπάτηση των φυσικών βιότοπων και η εξολόθρευση ζωικών και


φυτικών ειδών καταστρέφει την ισορροπία της φύσης και μαζί της τη
βάση της ίδιας μας της ζωής. Είναι απαραίτητο να διατηρήσουμε ή να
αποκαταστήσουμε ένα βιολογικά ακέραιο περιβάλλον, έτσι ώστε να
διασφαλίσουμε την ανθρώπινη επιβίωση των μελλοντικών γενεών.
(Διακήρυξη του γερμανικού Κόμματος των Πρασίνων, 1983, σ. 29,
η έμφαση δική μου)

Και στην επόμενη σελίδα βρίσκουμε μια τέλεια έκφραση της ισχυρής
ανθρωποκεντρικής αρχής: «Πρέπει να σταματήσουμε να παραβιάζου-
με τη φύση ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτήν» (ό.π.,
σ. 30).
Ο κατάλογος των παραδειγμάτων θα μπορούσε να είναι ατελείωτος,
και όλα να καταδεικνύουν το ίδιο: ότι η πολιτική του οικολογισμού δεν
ακολουθεί τους ίδιους βασικούς κανόνες με τις ριζοσπαστικές εκφάνσεις
της φιλοσοφίας του. Υποστήριξα παραπάνω, σε αυτό το κεφάλαιο, ότι για
τους οικοφιλόσοφους οι λόγοι να μεριμνούμε για τον μη-ανθρώπινο κό-
σμο είναι το ίδιο, αν όχι περισσότερο, σημαντικοί όσο η μέριμνα καθε-
αυτή. Για τους οικοφιλόσοφους η μέριμνα θα πρέπει να είναι ανιδιοτε-

79
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

λής. Αυτή η αρχή φαίνεται να εγκαταλείπεται (ή να αίρεται) στο πεδίο της


πραγματικής πολιτικής. Θα μπορούσαμε να προτείνουμε διάφορες εξη-
γήσεις γι’ αυτό, μεταξύ των οποίων είναι κι εκείνη της ευκολίας – που
σημαίνει ότι ως προς τη διάδοση της βασικής ιδέας περί της μέριμνας
για τον «φυσικό» κόσμο, πιθανόν θα πρέπει να ακολουθήσουμε παρακα-
μπτηρίους. Αυτή είναι η προσέγγιση που σκιαγραφεί ο Warwick Fox στο
ακόλουθο εκτενές, αλλά ενδιαφέρον χωρίο:

Σκεφτείτε τα παρακάτω. Αν μου ζητήσετε να προσπαθήσω να εξηγήσω


με μια φράση στον «μέσο άνθρωπο» γιατί θεωρώ ότι πρέπει να φρο-
ντίζουμε για κάποιο μη-ανθρώπινο «ον» (έμβιο ή μη), τότε το πιο απλό
πράγμα που μπορώ να πω, με δεδομένο το παρόν πολιτισμικό πλαίσιό
μας, είναι σε γενικές γραμμές: «Επειδή μας χρησιμεύει σε τόσα πράγ-
ματα». Ωστόσο, αν θέλω να πλησιάσω λίγο περισσότερο σε αυτό που
θέλω να πω στην πραγματικότητα, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μιλή-
σω με όρους που οι άλλοι θα καταλάβουν άμεσα και δεν θα τους ακού-
γονταν ξένοι (αποξενώνοντάς τους), τότε πιθανόν θα πω κάτι του τύπου:
«Επειδή έχει αξία καθεαυτό». Κι αν δεν έχουμε πολλή ακόμη ώρα για
να κουβεντιάσουμε, το τελευταίο πράγμα που θα πω με δεδομένο το πα-
ρόν πολιτισμικό πλαίσιο είναι το πρώτο πράγμα που θέλω να πω: «Επει-
δή είναι μέρος του ευρύτερου Εαυτού μου/μας, η απομείωσή του εί-
ναι απομείωσή Μου/Μας». Με άλλα λόγια, με δεδομένους τους περιο-
ρισμούς από τον πολιτισμό, από την επιθυμία για πειστικότητα και από
τον περιορισμένο για μια απόπειρα μετάδοσης ενός ξεκάθαρου μηνύ-
ματος χρόνο, η δημοφιλής διακήρυξή μου περί των «βασικών αρχών»,
ενώ αντανακλά τις βαθύτερές μου απόψεις, θα είναι ένας αναξιόπιστος
ή επιφανειακός οδηγός ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ανέπτυσσα
αυτές τις απόψεις με καθιερωμένους, φιλοσοφικούς όρους.
(Fox, 1986a, σ. 71-72, η έμφαση στο πρωτότυπο)

Βάσει αυτής της ανάλυσης, οι ταγοί των ανθρωπο-προνοητικών λόγων


για τη φροντίδα της «φύσης» μπορούν πάντα να πουν ότι πράττουν έτσι
για λόγους τακτικής – ότι ο σκοπός της πειθούς είναι πιο σημαντικός από
τα μέσα επίτευξής του. Σ’ ένα επίπεδο αυτό μεταπίπτει σε ζήτημα πνευ-

80
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

ματικής συνοχής των ατόμων, όμως σε ένα άλλο εγείρεται το εξαιρετι-


κά σημαντικό πολιτικό ερώτημα: «Οι ανθρωπο-προνοητικοί λόγοι θα δι-
αδραματίσουν τον περιβαλλοντικό ρόλο για τον οποίο προορίζονται;». Με
άλλα λόγια, η χρήση των ανθρωπο-προνοητικών λόγων (ως μέσα) θέ-
τουν σε κίνδυνο τον επιθυμητό σκοπό μιας μη παρεμβατικής προσέγγι-
σης στο περιβάλλον;
Προφανώς η απάντηση των υποστηρικτών της «οικολογικής συνεί-
δησης» σε αυτά τα ερωτήματα θα ήταν αντίστοιχα: όχι και ναι. Το όλο νόη-
μα της ανάπτυξης μιας οπτικής που πάει πέρα από (αυτό που έχω ορίσει
ως) μια ισχυρή ανθρωποκεντρική αρχή είναι ότι μια τέτοια αρχή λειτουρ-
γεί μόνο ως ενίσχυση της στάσης που οι ριζοσπάστες πράσινοι θέλουν να
καταρρίψουν – αυτή που θέλει το σύμπαν να περιστρέφεται γύρω από το
ανθρώπινο ον. Το επιχείρημα του Warwick Fox είναι ότι μόνο η ανάπτυ-
ξη μιας οικολογικής συνείδησης θα αντιστρέψει τα πράγματα υπέρ του
περιβάλλοντος, έτσι ώστε το βάρος της πειθούς να βρίσκεται σε αυτούς
που θέλουν να το καταστρέψουν, αντί σε αυτούς που θέλουν να το διατη-
ρήσουν. Το καλύτερο που θα μπορούσε να πει κανείς υπέρ των υποστη-
ρικτών της ανθρωπο-προνοητικής θέσης, από την οπτική της βαθιάς οι-
κολογίας, είναι ότι θα κάνουν ένα μέρος από τη δουλειά, αν όχι ολόκλη-
ρη. Θα επανέλθω σε αυτά τα σημαντικά ζητήματα στρατηγικής στον επί-
λογο αυτού του βιβλίου.

Η ομάδα Earth First! και η κοινωνική οικολογία

Ένας από τους κινδύνους με την όλη αντι-ανθρωποκεντρική στάση είναι


η πιθανότητα να ερμηνευτεί ως ένα είδος μισανθρωπισμού. Ο κίνδυνος
αυτός έχει γίνει εμφανής στις θεωρητικές τοποθετήσεις και τις πολιτικές
δραστηριότητες της βορειοαμερικανικής ομάδας Earth First! (Πρώτα η
Γη!), μιας ομάδας που έχει χαρακτηριστεί «πολιτική πτέρυγα της βαθιάς
οικολογίας» (Reed, 1988, σ. 21) και «αιχμή του περιβαλλοντισμού» στην
αμερικανική Δύση (Tokar, 1988, σ. 134). Άρθρο του περιοδικού Earth
First! (που υπογράφει με χάρη η Μις Ανν Θρωπία, Miss Ann Thropy) δια-
κήρυσσε:

81
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Αν οι ριζοσπάστες περιβαλλοντολόγοι έφτιαχναν ποτέ μια ασθένεια για


να φέρουν την ανθρωπότητα στα συγκαλά της, θα ήταν μάλλον κάτι σαν
το AIDS … τα πιθανά οφέλη, από κάτι τέτοιο, για το περιβάλλον είναι
συγκλονιστικά … όπως η πανώλη συνέβαλε στην πτώση της φεουδαρ-
χίας, το AIDS έχει τη δυνατότητα να δώσει τέλος στην εκβιομηχάνιση.
(αναφέρεται στο Reed, 1988, σ. 21)

Πριν λίγο καιρό, η Earth First! άρχισε να βάζει καρφιά στους κορμούς των
δέντρων σεκόγια της Καλιφόρνιας για να εμποδίσει να τα κόβουν οι υλο-
τόμοι, από τους οποίους τουλάχιστον ένας τραυματίστηκε σοβαρά όταν το
αλυσοπρίονό του αναπήδησε από τον κορμό τραυματίζοντας τον λαιμό
του. Θα χρειαστεί να πω περισσότερα για την Earth First! στο κεφάλαιο 4.
Ίσως ο πιο αφοσιωμένος και με ηθικές αρχές επικριτής (εντός του
–υπό την ευρεία έννοια– οικολογικού κινήματος) των υπερβολών στις
οποίες μπορεί να οδηγηθεί ο (από τον ίδιο αποκαλούμενος) βιοκεντρι-
σμός είναι ο Murray Bookchin (Μάρεϋ Μπούκτσιν), από την οπτική αυτού
που ονομάζει «κοινωνική οικολογία»:

Όποια και αν είναι τα πλεονεκτήματά του, το γεγονός είναι ότι η βαθιά


οικολογία, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη «ριζοσπαστική» οικο-
λογική οπτική, κατηγορεί «την Ανθρωπότητα», ως τέτοια, για την οικο-
λογική κρίση –ειδικά τους συνηθισμένους «καταναλωτές» και «εκτρο-
φείς παιδιών»– αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα των εται-
ρειών που πραγματικά λεηλατούν τον πλανήτη.
(Bookchin, 1991, σ. 123)

Ο Bookchin δεν έχει πάψει να επισημαίνει το δυνάμει μισάνθρωπο στοι-


χείο μέσα στη βαθιά οικολογία και υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματικός στο
να παροτρύνει τον Dave Foreman –συνιδρυτή της Earth First!– να αποσύ-
ρει ορισμένα ιδιαίτερα διχαστικά σχόλια σχετικά με τη μετανάστευση από
το Μεξικό στις Η.Π.Α. (Foreman, 1991, σ. 108. Βλ. επίσης κεφάλαιο 3).
Η θέση της κοινωνικής οικολογίας σχετικά με τον ανθρωποκεντρισμό
και τον βιοκεντρισμό είναι να αρνείται την επιλογή μεταξύ των δυο: «Ένας
“ανθρωποκεντρισμός” που βασίζεται στη θρησκευτική αρχή ότι η Γη “φτιά-

82
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

χτηκε” για να κυριαρχείται από την “Ανθρωπότητα” είναι τόσο απομακρυ-


σμένος από τη σκέψη μου όσο και ένας “βιοκεντρισμός” που μετατρέπει την
ανθρώπινη κοινωνία απλώς σε μια ακόμα κοινότητα ζώων» (Bookchin,
1991, σ. 128). O Bookchin προτιμά να μιλάει για μια «πρώτη» και μια «δεύ-
τερη» φύση, με την «πρώτη φύση» να είναι «προ-ανθρώπινη» (1989,
σ. 201) και τη «δεύτερη φύση» να αναπτύσσεται μέσα από την πρώτη υπό
τη μορφή του ανθρώπινου είδους. Η δεύτερη φύση (η ανθρωπότητα) είναι:

… προϊόν της εξέλιξης το οποίο διαθέτει σε πλήρη ανάπτυξη διάνοια,


εξαιρετικές επικοινωνιακές δυνατότητες, ενσυνείδητες διασυνδέσεις,
και την ικανότητα εγνωσμένων τροποποιήσεων του εαυτού και του
φυσικού κόσμου. Το να αρνηθεί κανείς τις εξαιρετικές αυτές ανθρώ-
πινες ιδιότητες, που γίνονται καταφανείς στην πραγματική ζωή, το να
τις υπαγάγει σε αντιλήψεις όπως αυτή μιας «βιοκεντρικής δημοκρα-
τίας» που καθιστά τα ανθρώπινα όντα και τα σαλιγκάρια «ίσα» ως προς
την «εγγενή αξία» τους (ό,τι κι αν σημαίνει η συγκεκριμένη φράση) εί-
ναι απλά επιπόλαιο.
(Bookchin, 1989, σ. 201)

Πρέπει να έχει γίνει πλέον σαφές ότι ενώ οι βαθείς οικολόγοι πρεσβεύ-
ουν έναν κατ’ αρχήν «βιοσφαιρικό εξισωτισμό», οι περισσότεροι απ’ αυ-
τούς βρίσκουν τρόπους να συγκροτούν μια ιεραρχία αξιών ώστε να μπο-
ρούν να αντιμετωπίζουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ ειδών (για
παράδειγμα). Μάλιστα θα θυμόμαστε ότι οι υπέρμαχοι του βιοσφαιρικού
εξισωτισμού συχνά συγκροτούν αυτές τις ιεραρχίες γύρω από το στοι-
χείο της πολυπλοκότητας – ένα από τα χαρακτηριστικά που διαφοροποι-
ούν την πρώτη από τη δεύτερη φύση της περιγραφής του Bookchin. Από
την άποψη αυτή, η απόσταση μεταξύ του Bookchin και των αντιπάλων
του μπορεί να μην είναι και τόσο μεγάλη.
Αυτό, ωστόσο, που τους κρατά εν τέλει σε απόσταση, και ταυτόχρο-
να καθιστά δύσκολο να δούμε την κοινωνική οικολογία ως μέρος ενός ρι-
ζοσπαστικού οικοκεντρικού προγράμματος (αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι
αρνούμαστε τον ριζοσπαστικό της χαρακτήρα με τους δικούς της όρους)
είναι η άποψη του Bookchin ότι η ανθρωπότητα αντιπροσωπεύει μια ποι-

83
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

οτική βελτίωση σε ό,τι αφορά τη φυσική εξέλιξη. «Ο εαυτός, η συνείδηση,


και οι βάσεις της ελευθερίας» είναι αμυδρά (αν όχι καθόλου) ορατά στην
“πρώτη φύση”» (Bookchin, 1989, σ. 201). Δυνητικά, από την άλλη:

… μια χειραφετημένη ανθρωπότητα θα γίνει η φωνή, η έκφραση


πραγματικά μιας φυσικής εξέλιξης που αποκτά αυτοσυνειδησία, αλλά
και έγνοια και κατανόηση για τον πόνο, για τις οδύνες και για τις ακα-
τανόητες πτυχές μιας εξέλιξης που είναι αφημένη στη δική της, συ-
χνά αλλοπρόσαλλη εκδίπλωση. Η φύση, χάρη στην ανθρώπινη έλλο-
γη παρέμβαση, θα αποκτήσει εξ αυτού την προθετικότητα, τη δύναμη
να αναπτύσσει πιο σύνθετες μορφές ζωής, και την ικανότητα να διαφο-
ροποιεί τον εαυτό της.
(Bookchin, 1989, σ. 203).

Η Robyn Eckersley έχει αποκαλέσει το παραπάνω «θέση περί της εξελι-


κτικής διαχείρισης» του Bookchin (Eckersley, 1992, σ. 154) και υποδει-
κνύει δυο λόγους για τους οποίους η θέση αυτή προσβάλλει τις οικοκε-
ντρικές ευαισθησίες. Πρώτον, η ίδια η ιδέα ότι η εκδίπλωση της φύσης
μπορεί να είναι «αλλοπρόσαλλη» δεν συμβιβάζεται με τη γενική οικοκε-
ντρική προτροπή να «αφήνουμε όλα τα όντα (ανθρώπινα και μη- ανθρώ-
πινα) να εκδιπλώνονται με τον δικό τους τρόπο» (Eckersley, 1992, σ. 156).
Ο δεύτερος (συνδεδεμένος με τον πρώτο) λόγος είναι ότι οι οικοκεντρι-
στές δεν διατείνονται ότι γνωρίζουν την κατεύθυνση της εξέλιξης:

Από μια οικοκεντρική οπτική, είναι τόσο αλαζονικό όσο και ιδιοτελές
να προβαίνεις, όπως ο Bookchin, στον μη επαληθεύσιμο ισχυρισμό ότι
η πρώτη φύση αγωνίζεται να κατορθώσει κάτι (συγκεκριμένα μεγαλύ-
τερη υποκειμενικότητα, αντιληπτικότητα, ή «εαυτό») που «απλώς συμ-
βαίνει» να έχει φτάσει στην πιο αναπτυγμένη του μορφή σε εμάς – τη
δεύτερη φύση.
(Eckersley, 1992, σ. 156).

Παρότι η Eckersley μπορεί να υπερτονίζει την τελεολογική διάσταση της


σκέψης του Bookchin, είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς την έν-

84
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

νοια της «καθοδήγησης» που προσδίδει στην ανθρωπότητα σε σχέση


με τη μη-ανθρώπινη φύση – όχι ότι κάτι απ’ αυτά ενοχλεί ιδιαίτερα τον
Bookchin: «[Αν] αυτή [η κοινωνική οικολογία] είναι ανθρωπισμός, για
την ακρίβεια οικολογικός ανθρωπισμός», γράφει, «ας το εκμεταλλευτεί
όσο θέλει η τελευταία εσοδεία αντι-ανθρωπιστών και μισανθρώπων»
(Bookchin, 1989, σ. 36).
Παραμερίζοντας τον Bookchin (αν αυτό δεν φαίνεται εξαιρετικά αυ-
θαίρετο για ένα πρόσωπο που έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό τον πε-
ριβαλλοντισμό στη Βόρεια Αμερική· Bookchin, 1995, Light, 1998), θα
ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η βαθιά οικολογία οδηγεί οπωσδήποτε
σε δράσεις τύπου Earth First! και να την απορρίψουμε σε αυτή τη βάση.
Ο ισχυρισμός του Chris Reed (σε άρθρο που αναφέραμε παραπάνω) ότι
«η κατάβαση στο παράλογο έχει ζημιώσει πολύ τον αμερικανικό φεμινι-
σμό» και ότι «μοιάζει πολύ πιθανό η σημερινή αναταραχή μεταξύ των πε-
ριβαλλοντιστών να επαναλαμβάνει το σφάλμα των φεμινιστριών» (Reed,
1988, σ. 21) όχι μόνο είναι άκριτα προσβλητικός για τον ριζοσπαστικό φε-
μινισμό, αλλά και συνιστά μια μονόπλευρη ερμηνεία των αντιλήψεων της
βαθιάς οικολογίας. Για παράδειγμα, η μετατόπιση του βάρους της δικαιο-
λόγησης από αυτούς που θα ήθελαν να διαφυλάξουν τον μη-ανθρώπινο
κόσμο σε αυτούς που θα ήθελαν να παρέμβουν σε αυτόν (η οποία πιο
πάνω παρουσιάστηκε ότι τέθηκε από τη βαθιά οικολογία) επ’ ουδενί δι-
καιώνει το είδος της πειθαρχικής βίας που ασκούν ορισμένα μέλη της
Earth First! – ούτε και οδηγεί αναγκαστικά στον αντι-ανθρωπισμό και τον
μισανθρωπισμό, παρά τα όσα θα μπορούσαν να ισχυριστούν ο Bookchin
και ο Bramwell (1994, σ. 161).

Υβριδισμός

Τόσο η προσέγγιση του «κώδικα συμπεριφοράς» όσο και αυτή της «στά-
σης ζωής» για την υπέρβαση του ανθρωποκεντρισμού παρουσιάζουν
προβλήματα. Οι θεωρητικοί του πρώτου στρατοπέδου δυσκολεύονται να
αποφασίσουν πού ακριβώς τίθενται τα όρια του ηθικού προβληματισμού,
καθώς και να διατυπώσουν ένα πειστικό επιχείρημα περί εγγενούς αξίας

85
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

για τη «φύση», όπως και για επιμέρους στοιχεία της. Οι θεωρητικοί της
στάσης ζωής, στο μεταξύ, αντιμετωπίζουν την πρόκληση να πείσουν τους
ανθρώπους να αλλάξουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, τη συνολική κοσμοαντί-
ληψή τους.
Με δεδομένες αυτές τις δυσκολίες, έχει αναπτυχθεί μια τάση, στο
πλαίσιο των πρόσφατων θεωρητικών αναζητήσεων, που κατατείνει στην
παράκαμψη του αδιεξόδου προσεγγίζοντας μέσα από διαφορετική οπτι-
κή το πρόβλημα ανθρωπότητα/φύση. Η περιβαλλοντική φιλόσοφος και
θεωρητικός του φεμινισμού Val Plumwood αποκαλεί αυτή την οπτική
«υβριδισμό» (hybridity, Plumwood, 2006, σ. 52). «Ο υβριδισμός», γράφει,
«αποσαφηνίζει το εύρος των θεωρητικών επιλογών και μπορεί να με-
τατοπίζει σ’ ένα πρόβλημα το σημείο εστίασης με τρόπους θετικούς, που
αναιρούν τα εμπόδια» (ό.π., η έμφαση στο πρωτότυπο). Τα «εμπόδια» που
έχει κατά νου είναι αυτά που εντοπίσαμε στις προσεγγίσεις του «κώδι-
κα συμπεριφοράς» και της «στάσης ζωής» για την υπέρβαση των αν-
θρωποκεντρικών πολιτικών. Το κλειδί στην υβριδική προσέγγιση είναι
να αναγνωρίζουμε «τους δεσμούς ανάμεσα στα ανθρώπινα και τα μη-
ανθρώπινα ενδιαφέροντα» (ό.π.), αντί να τα βλέπουμε ως δυο διακριτές
σφαίρες.
Η Plumwood επισημαίνει ότι «πολλά, ίσως τα περισσότερα, πε-
ριβαλλοντικά ζητήματα αφορούν και τους ανθρώπους και τα μη-
ανθρώπινα όντα, συχνά με αλληλένδετους τρόπους που καθιστούν δύ-
σκολη την αυτονόμησή τους», έτσι ώστε «σε μια μικρή κοινότητα, οι άν-
θρωποι που διαδηλώνουν υπέρ των πιγκουίνων είναι συχνά οι ίδιοι που
διαδηλώνουν κατά της ρύπανσης από τα καυσαέρια» (Plumwood, 2006,
σ. 59). Παρατηρεί πως «ενώ ο συγκερασμός αποτελεί τον κανόνα στο
επίπεδο του ακτιβισμού, στο επίπεδο της θεωρίας ισχύει ένας περίερ-
γος διαχωρισμός», και είναι σαφές ότι έχει κατά νου τις θεωρίες που συ-
ζητάμε στο παρόν κεφάλαιο όταν γράφει πως «πολλές θεωρίες δημιουρ-
γούν θέμα επιλογής μεταξύ ανθρώπινων και μη-ανθρώπινων ζητημά-
των και μορφών προβληματισμού, ή επιχειρούν να ευνοήσουν το ένα εί-
δος σε βάρος του άλλου με κάποιον γενικευτικό, αδιακρίτως πλαισίου
τρόπο (για παράδειγμα, «βαθύ» έναντι «ρηχού») (ό.π.).
Από αυτήν την οπτική, η προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα με-

86
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

ταξύ της ανθρώπινης και της μη-ανθρώπινης σφαίρας, η οποία χαρα-


κτηρίζει τη φιλοσοφία που περιγράψαμε έως τώρα σε αυτό το κεφάλαιο,
ξεκινά σε λάθος βάση. Δεν λαμβάνει υπόψη τον τρόπο με τον οποίο «τα
περιβαλλοντικά ζητήματα εμπλέκουν και τους ανθρώπους και τα μη-
ανθρώπινα όντα», όπως λέει η Plumwood. Από την οπτική του υβριδι-
σμού, η βαθιά οικολογία αποτυγχάνει επειδή, ενώ «προωθεί την απόδο-
ση αξίας στα μη-ανθρώπινα όντα προς χάριν τους … κάνει αξιοσημείω-
τα ανεπαρκείς συνδέσεις με τα ανθρώπινα οικολογικά ζητήματα» (ό.π.,
σ. 60). Με αυτή την έννοια, η βαθιά οικολογία δεν πετυχαίνει τίποτα πα-
ραπάνω από έναν «αντίστροφο περιορισμό, σε μη-ανθρώπινα ζητήματα»
(ό.π., η έμφαση στο πρωτότυπο) και επομένως προσφέρει μιαν ατελή πε-
ριγραφή της ανθρώπινης και της μη-ανθρώπινης χειραφέτησης.
Ο υβριδισμός προϋποθέτει μιαν αναθεώρηση της διάκρισης ανά-
μεσα στο βαθύ και το ρηχό, η οποία καθορίζει μεγάλο μέρος της σκέ-
ψης της βαθιάς οικολογίας. Απαιτεί να εξετάσουμε πώς το μεταφορι-
κό σχήμα βαθύ/ρηχό διαπερνά τη διάκριση άνθρωπος/φύση. Η άποψη
της Plumwood είναι ότι «ορισμένες έγνοιες για μη-ανθρώπινες οντότη-
τες είναι ξεκάθαρα “ρηχές”, για παράδειγμα αυτές που αποδίδουν αυ-
τομάτως προνομιούχα θέση στα ανθρώπινα κατοικίδια όπως οι γά-
τες και οι σκύλοι έναντι άλλων ζώων, ή όσες αντιμετωπίζουν τα κατοι-
κίδια ως το παράδειγμα της ζωικότητας» (Plumwood, 2006, σ. 63). Με
τον ίδιο τρόπο, μερικές έγνοιες για τους ανθρώπους μπορούν να θεωρη-
θούν «βαθιές». Ένας άλλος θεωρητικός με κεντρικό ρόλο για τον υβρι-
δισμό (αν και δεν χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο) είναι ο Bruno
Latour. Σε οξεία αντίθεση προς πολλές από τις απόψεις που έχουμε ανα-
λύσει μέχρι τώρα σε αυτό το κεφάλαιο, ο Latour θέλει το οικολογικό κί-
νημα να «αφήσει τη φύση» (Latour, 2004, σ. 11), αντί να τη χρησιμοποιεί
ως βάση για την πολιτική της. Αυτό μοιάζει απολύτως αδιανόητο για
μια πράσινη οπτική. Ο υβριδισμός, όμως, δεν στοχεύει στην απελευθέ-
ρωση μόνο της φύσης, αλλά ανθρώπων και φύσης μαζί. Ο Latour λέει
ότι δεν υπάρχει «τίποτα πιο πολιτικό» από μια δραστηριότητα που κά-
νει πράγματα και ανθρώπους να μιλούν. Μέχρι σήμερα πολιτική ήταν το
να μιλούν οι άνθρωποι, κι έτσι ο κύκλος των αναγνωρισμένων πολιτι-
κών όντων έχει σταδιακά διευρυνθεί (σύμφωνα με μια τυπική αποτίμη-

87
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ση), περιλαμβάνοντας όσους προηγουμένως αποκλείονταν: τους έγχρω-


μους, τις γυναίκες κ.τ.λ. Η θέση του Latour είναι ότι το «βάθος» –αν είναι
να σημαίνει έστω και κάτι– αφορά στη διάδοση της δυνατότητας του λό-
γου σε όλη την έκταση και των δύο –ανθρώπινου και μη-ανθρώπινου–
πεδίων και –κρίσιμα– στη συνειδητοποίηση ότι αυτή η δυνατότητα κα-
τανέμεται ανομοιόμορφα στο εσωτερικό αυτών των πεδίων, όπως και
εγκάρσια.
Αυτό μπορεί να ακούγεται περίεργο –πώς μπορεί η δυνατότητα του
λόγου να κατανεμηθεί ανομοιόμορφα μέσα στο πεδίο της φύσης; Δεν «μι-
λάει» καν, έτσι δεν είναι; Ο Latour θα συμφωνήσει ότι η ίδια δεν μιλάει,
αλλά θα επισημάνει πως έχει τους «εκπροσώπους» της (Latour, 2004,
σ. 56), και αυτοί οι εκπρόσωποι διασφαλίζουν ότι μερικά τμήματα της φύ-
σης μιλάνε, και μάλιστα ιδιαιτέρως δυνατά. Αυτή η οπτική θέλει τα μέλη
της αποκαλούμενης «χαρισματικής μεγαπανίδας», όπως οι φάλαινες, οι
πολικές αρκούδες και οι ουραγκοτάγκοι, να έχουν πολύ δυνατή φωνή,
με την έννοια ότι μιλάνε εκ μέρους τους μεγάλοι σε μέγεθος και επιρ-
ροή οργανισμοί (Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF), Σώστε τις Φάλαι-
νες (Save the Whales) κ.τ.λ.). Πολύ καίρια, η οπτική του υβριδισμού μας
καλεί να δούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κάποια χαρισματικά μέλη
της μεγαπανίδας έχουν πιο δυνατή φωνή από κάποια ανθρώπινα όντα.
Από την άποψη αυτή, το κρίσιμο χάσμα δεν είναι μεταξύ ανθρώπων και
φύσης, αλλά μεταξύ όσων έχουν δυνατές φωνές και όσων δεν έχουν.
Η διάκριση «ηχηρό/σιωπηλό» διαπερνά τη διάκριση «άνθρωποι/φύση»
και παρέχει μια εναλλακτική βάση σύνδεσης των ανθρώπων με τη φύση
μέσω μιας εναλλακτικής πολιτικής. Το θέμα είναι να δοθεί φωνή στους
σιωπηλούς – ανθρώπους και μη.
Η απόφαση αυτή να αποφύγουμε τον διαχωρισμό ανθρωπότητα/
φύση χαρακτηρίζει τη σύγχρονη γαλλική συμμετοχή στην πολιτική οικο-
λογία, και έρχεται σε αντίθεση προς την αγγλοσαξονική παράδοση που
συζητήσαμε σε αυτό το κεφάλαιο (Whiteside, 2002, σ. 223). Υπάρχουν
ενδείξεις ότι η τελευταία κινείται προς τη γαλλική πλευρά, θα μπορού-
σαμε να πούμε, λόγω των πνευματικών και πρακτικών δυσκολιών στις
οποίες έχει οδηγήσει η διάκριση ανθρωπότητα/φύση. Νωρίτερα, στο
παρόν κεφάλαιο, περιέγραψα αυτό το βήμα από μια «ηθική» που πε-

88
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

ριλαμβάνει τη φύση σε μια «δημοκρατία» που περιλαμβάνει τη φύση. Ο


Latour είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους και εύγλωττους υποστη-
ρικτές του.
Προσεγγίζοντας το θέμα σφαιρικά, η αυξανόμενη σημασία της περι-
βαλλοντικής δικαιοσύνης και της περιβαλλοντικής δημοκρατίας ως συ-
στατικά του πράσινου κινήματος έχει συμβάλει, πράγματι, στο να εκτοπι-
στεί κάπως ο οικοκεντρισμός από τον κεντρικό του ρόλο στην πνευματι-
κή αρχιτεκτονική της ιδεολογίας του οικολογισμού. Ο Brian Doherty έχει
δίκιο όταν λέει ότι «οι πράσινοι μοιράζονται τη δέσμευση στην οικολογική
ορθολογικότητα, τον εξισωτισμό και τη δημοκρατία της βάσης», «καμία
από τις τρεις αυτές δεσμεύσεις δεν έχει, σε σχέση με τις άλλες, a priori
προνομιούχα θέση και οι πράσινοι επιζητούν την επίτευξη μιας ισορρο-
πίας μεταξύ των τριών» (Doherty, 2002, σ. 67). Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τον
καθορισμό του ιδεολογικού στίγματος του οικολογισμού, είναι σημαντι-
κό να θυμόμαστε ότι ο κρίσιμος όρος είναι η οικολογική ορθολογικότητα.
Κι άλλες ιδεολογίες μοιράζονται τη δέσμευση του οικολογισμού στον εξι-
σωτισμό και τη δημοκρατία της βάσης, αλλά καμία από αυτές δεν μπορεί
να ισχυριστεί ότι προηγήθηκε στην κατοχή της ιδέας της οικολογικής ορ-
θολογικότητας. Αυτή παραμένει διακριτικό και αποκλειστικό ιδεολογικό
χαρακτηριστικό του οικολογισμού.

Συμπέρασμα

Ίσως το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της περιβαλλοντικής φιλοσοφί-


ας είναι η αποτυχία της να αποβεί πρακτική (Light and De Shalit, 2003) –
ένα μειονέκτημα που ο υβριδισμός προσπαθεί να επανορθώσει. Δεν εν-
νοώ ότι οι υποδείξεις της οικοφιλοσοφίας είναι ανεφάρμοστες ή ουτο-
πικές, αλλά ότι δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στις πρακτικές σχέσεις
μεταξύ των ανθρώπων, και μεταξύ των ανθρώπων και του περιβάλλο-
ντός τους, που καθιστούν τις υποδείξεις της ανεφάρμοστες. Ο Καρλ Μαρξ
έγραψε στην Όγδοη θέση για τον Φόυερμπαχ ότι «η κοινωνική ζωή είναι
ουσιωδώς πρακτική. Όλα τα μυστήρια που αποπροσανατολίζουν τη θε-
ωρία στην κατεύθυνση του μυστικισμού βρίσκουν την ορθολογική λύση

89
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

τους στην ανθρώπινη πρακτική και στην κατανόηση αυτής της πρακτι-
κής» (στο Feuer, 1976, σ. 285, η έμφαση στο πρωτότυπο).
Παρότι δεν ενστερνίζομαι όλα όσα έχει να πει ο Μαρξ, πιστεύω ότι
εδώ δείχνει στη σωστή κατεύθυνση. Η κεντρική ιδέα είναι ότι υπάρχουν
πράγματα στον κόσμο που είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητά («μυστή-
ρια»), και ότι η επίλυσή τους ενδέχεται να λάβει μιαν ατελή θεωρητική
μορφή («μυστικισμός»). Στο τωρινό μας πλαίσιο θα μπορούσαμε να πού-
με ότι η περιβαλλοντική κρίση είναι το «μυστήριο» και η οικοφιλοσοφία
–σε όλες τις διαφορετικές μορφές της– είναι ο «μυστικισμός». Η θέση
του Μαρξ προχωρεί τονίζοντας ότι η επαρκής αντίληψη έγκειται στην κα-
τανόηση της κοινωνικής ζωής και των πρακτικών της που γεννούν το
πρόβλημα, ή «μυστήριο». Επιπλέον, ότι η τάση προς «μυστικιστικές» λύ-
σεις είναι μια λειτουργία αυτών ακριβώς των μορφών κοινωνικής ζωής
(δηλαδή των υφιστάμενων) και άρα ότι τόσο η αποφυγή του «μυστικι-
σμού» όσο και η τελική επίλυση του «μυστηρίου» θα εξαρτηθούν από
τις αλλαγές στην κοινωνική πρακτική. Αν αυτό είναι σωστό, και αν ερμη-
νεύω ορθά την οικοφιλοσοφία υπό αυτό το πρίσμα, τότε η αποτυχία της
οικοφιλοσοφίας να αντιμετωπίσει το ζήτημα της κοινωνικής πρακτικής
θα της στερήσει τη δυνατότητα να διαμορφώσει κάποτε μια ικανοποιητι-
κή λύση στα προβλήματα που οδήγησαν στην εμφάνισή της.
Αυτό εννοούσα όταν έλεγα παραπάνω ότι η περιβαλλοντική φιλο-
σοφία δεν κατόρθωσε να αποβεί πρακτική. Τούτο δεν σημαίνει ότι αν η
οικοφιλοσοφία ασπαζόταν την πρακτική θα λύνονταν μεμιάς όλες οι συ-
γκρούσεις μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, όμως θα μειώνονταν οι πιθα-
νότητες για ριζικές διαφωνίες σε θέματα στρατηγικής. Κι αυτό γιατί μια
πρακτική φιλοσοφία θα εμπεριείχε μια στρατηγική κοινωνικής αλλαγής,
ένα πρόγραμμα γύρω από το οποίο οι ακτιβιστές θα μπορούσαν να δου-
λέψουν και μέσα στο οποίο οι διαφωνίες θα αφορούσαν σε θέματα τακτι-
κής και όχι στρατηγικής.
Οι «αλλαγές στην κοινωνική πρακτική» στις οποίες μόλις αναφέρ-
θηκα γίνονται σε μεγάλο βαθμό αντιληπτές εντός του οικολογικού κι-
νήματος ως ζητήματα περισσότερο της πολιτικής, παρά της φιλοσοφι-
κής του «πτέρυγας». Είναι αυτή η τάση προς διαχωρισμό του θεωρητι-
κού από το πρακτικό –ή, καλύτερα, η σαφής άρνηση της σύνδεσής τους–

90
Φιλοσοφικό υπόβαθρο

που θα επέκρινα στην οικοφιλοσοφία. Όπως και να έχει, αν ισχύει επί-


σης ότι οι επιτυχείς πρακτικές λύσεις έχουν σχέση με επιτυχείς θεωρη-
τικές λύσεις, τότε τα κενά στην οικοφιλοσοφία θα έχουν βαθύτατες πρα-
κτικές (πολιτικές) προεκτάσεις. Η συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα θα
μας οδηγήσει στη συνέχεια αυτού του βιβλίου (βλ. κεφάλαιο 4) και προς
την καρδιά του οικολογισμού ως μια πολιτική ιδεολογία.

91
3. Η βιώσιμη κοινωνία

Όρια στην ανάπτυξη

Μέσα στη σύγχυση του ενθουσιασμού για την αμόλυβδη βενζίνη και τον
πράσινο καταναλωτισμό, συχνά ξεχνιέται ότι ο ακρογωνιαίος λίθος της
ριζοσπαστικής πράσινης πολιτικής είναι η πεποίθηση πως η πεπερασμέ-
νη γη μας θέτει όρια στη βιομηχανική ανάπτυξη. Το στοιχείο αυτό, της πε-
ρατότητας, και η ανεπάρκεια πόρων που συνεπάγεται, είναι από τα θεμε-
λιώδη πιστεύω της πράσινης ιδεολογίας και το βασικό πλαίσιο μέσα στο
οποίο κάθε πιθανή εικόνα μιας πράσινης κοινωνίας θα πρέπει να σχε-
διάζεται. Κατευθυντήρια αρχή μιας τέτοιας κοινωνίας είναι η «βιωσιμό-
τητα» (από τους πλέον αμφισβητούμενους όρους του πολιτικού λεξιλο-
γίου σήμερα, βλ. Dobson, 1988, κεφ. 2), και η έμφαση στην περατότητα
όπως και η προσεκτική διαπραγμάτευση της ουτοπίας που φαίνεται να
συνεπάγεται οδηγεί τους πολιτικούς οικολόγους να αμφισβητούν την πε-
ριβαλλοντική υπευθυνότητα στρατηγικών του τύπου «πράσινος κατανα-
λωτισμός» (Seyfang, 2005). Από μια τέτοια σκοπιά, αυτό που διαφοροποι-
εί την ελαφρά πράσινη από τη βαθιά πράσινη πολιτική είναι η θέση υπέρ
των ορίων στην ανάπτυξη, μαζί με τα ηθικά συμπεράσματα που μπορούν
να εξαχθούν από τον οικοκεντρισμό και τον υβριδισμό, όπως συζητήθη-
καν στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Έχουν ήδη γραφτεί πολλά σχετικά με το ζήτημα των ορίων στην
ανάπτυξη, και δεν θεωρώ ότι χρειάζεται να επαναλάβω εδώ όλες τις συ-
ζητήσεις που έχει προκαλέσει η συγκεκριμένη ιδέα. Θεωρώ όμως ση-
μαντικό να τονίσω την κεντρική θέση που κατέχει στην πράσινη τοπο-
θέτηση που αναπτύσσω και, με αυτή την ευκαιρία, να επισημάνω τα ση-
μεία της θέσης περί περιορισμού της ανάπτυξης τα οποία επανέρχονται
συχνότερα στις πράσινες συζητήσεις. Οι πράσινοι αντιμετώπισαν από την
αρχή αρνητική κριτική ως προς τη θέση αυτή και καθώς εξελισσόταν η
επιχειρηματολογία τους απέναντι στις κριτικές αυτές τους έγινε σαφέστε-
ρο τι είναι διατεθειμένοι να αποβάλουν και τι αισθάνονται την ανάγκη να

92
Η βιώσιμη κοινωνία

υπερασπιστούν ως προς τη θέση αυτή.


Τρία βασικά σημεία της θέσης περί ορίων στην ανάπτυξη έχουν
καταστεί πρωταρχικής σημασίας για τη ριζοσπαστική πράσινη άποψη.
Πρώτον, ότι οι τεχνολογικές λύσεις (υπό την ευρεία τους έννοια, του-
τέστιν διαμορφωμένες εντός του πλαισίου των σημερινών οικονομι-
κών, κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών) δεν θα αποδώσουν από
μόνες τους μια βιώσιμη κοινωνία. Δεύτερον, ότι οι ταχείς ρυθμοί ανά-
πτυξης στους οποίους στοχεύουν (και συχνά επιτυγχάνουν) οι βιομη-
χανικές και υπό εκβιομηχάνιση κοινωνίες έχουν γεωμετρικό χαρακτή-
ρα, το οποίο σημαίνει ότι κίνδυνοι που σωρεύονται για μια σχετικά με-
γάλη χρονική περίοδο μπορούν εντελώς ξαφνικά να επιφέρουν μια κα-
ταστροφή. Τρίτον, ότι η αλληλεπίδραση των προβλημάτων που προκα-
λεί η ανάπτυξη συνεπάγεται πως τέτοιου τύπου προβλήματα δεν γίνε-
ται να επιλυθούν μεμονωμένα – τουτέστιν, η επίλυση του ενός δεν επι-
λύει και τα υπόλοιπα, ενώ είναι πιθανόν ακόμα και να τα επιδεινώνει. Οι
τρεις αυτές παράμετροι πολύ σύντομα θα συζητηθούν λεπτομερέστερα,
όμως προηγουμένως θα πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία στη στρα-
τηγική και στα συμπεράσματα της αρχικής έκθεσης Limits to Growth. Η
περιγραφή και οι αξιολογήσεις που ακολουθούν βασίζονται κυρίως στην
έκθεση του 1974, όμως έχω περιλάβει αναφορές και στη συνέχειά της
του 1992, καθώς και στην «30ετή επικαιροποίηση» του 2005, όπου χρει-
αζόταν – σε μια ή δυο τέτοιες περιπτώσεις διαπιστώνεται σύμπτωση των
τριών εκθέσεων όχι τόσο στη διατύπωση όσο στο νόημα.
Οι ερευνητές επισήμαναν «5 τάσεις παγκόσμιας σημασίας», όπως
τις χαρακτήρισαν: «επιταχυνόμενη εκβιομηχάνιση, ταχεία πληθυσμιακή
αύξηση, εκτεταμένο υποσιτισμό, μείωση των μη ανανεώσιμων πόρων
και ένα υποβαθμιζόμενο περιβάλλον» (Meadows et al., 1974, σ. 21). Στη
συνέχεια συνέθεσαν ένα ηλεκτρονικό παγκόσμιο πρότυπο, με τις μετα-
βλητές που διέπουν τα συγκεκριμένα πεδία (τουτέστιν κατά κεφαλήν βι-
ομηχανικό προϊόν, πληθυσμό, κατά κεφαλήν τροφή, πόρους και ρύπαν-
ση) και προγραμμάτισαν τον υπολογιστή έτσι ώστε, επιφέροντας αλλαγές
στις μεταβλητές, να παράγει εικόνες καταστάσεων του μέλλοντος. Από
την αρχή θεωρείτο δεδομένη η αδρότητα ενός τέτοιου προτύπου και η
Λέσχη της Ρώμης (Club of Rome, όπως ονομάστηκε η άτυπη κοινότητα

93
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

επιστημόνων, ερευνητών, βιομηχάνων κ.λπ. που πραγματοποίησαν την


έρευνα) ανέμενε στη συνέχεια κριτική για έλλειμμα ακρίβειας και πληρό-
τητας, έχοντας παραδεχτεί ότι το πρότυπο ήταν «ατελές, υπεραπλουστευ-
μένο και ανολοκλήρωτο» (Meadows et al., 1974, σ. 21, 1992, σ. 105). Από
τη δική μας σκοπιά, είναι σημαντικό να πούμε ότι οι πράσινοι δεν πτοού-
νται γενικά από κριτικές που ασκούνται σε λεπτομέρειες των διαφόρων
εκθέσεων περί των ορίων στην ανάπτυξη, και επαφίενται κυρίως στις
γενικές αρχές και αποφάνσεις τέτοιων εκθέσεων.
Όταν, λοιπόν, τέθηκε για πρώτη φορά σε λειτουργία ο υπολογιστής,
θεωρήθηκε δεδομένο ότι «καμία σημαντική αλλαγή δεν έχει παρουσια-
στεί στις φυσικές, οικονομικές ή κοινωνικές σχέσεις που ιστορικά έχουν
κατευθύνει την ανάπτυξη του παγκόσμιου συστήματος» (Meadows et al.,
1974, σ. 124, 1992, σ. 132, 2005, σ. 169). Με άλλα λόγια, θεωρήθηκε ότι
τα πράγματα παρέμεναν ως είχαν. Σε αυτή την περίπτωση, η ανάπτυξη
έφτασε στα όριά της «εξαιτίας της μείωσης των μη ανανεώσιμων πό-
ρων» (Meadows et al., 1974, σ. 125, 1992, σ. 132, 2005, σ. 168). Κατόπιν η
ομάδα εισήγαγε ως δεδομένο ότι το πρόβλημα της μείωσης των πόρων
«λύθηκε», χάρη στον διπλασιασμό των οικονομικά διαθέσιμων πόρων.
Και σε αυτή την περίπτωση το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση, αυτή τη
φορά εξαιτίας της ρύπανσης από την εντατικοποίηση της εκβιομηχάνι-
σης που ενθάρρυνε η διαθεσιμότητα επιπλέον πόρων. Η ομάδα συνεπέ-
ρανε ότι «προφανώς η οικονομική ώθηση που προκαλεί η διαθεσιμότητα
των πόρων πρέπει να συνοδεύεται από συγκράτηση της ρύπανσης, προ-
κειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση του παγκόσμιου συστήματος»
(Meadows et al., 1974, σ. 133, 1992, σ. 134, 2005, σ. 172-173). Κατά συ-
νέπεια, ο επόμενος υπολογισμός περιέλαβε όχι μόνο έναν διπλασιασμό
των πόρων αλλά και μια σειρά τεχνολογικών στρατηγικών για τη μείω-
ση της ρύπανσης στο ένα τέταρτο εκείνης προ του 1970 (Meadows et al.,
1974, σ. 136, 1992, σ. 168, 2005, σ. 211). Αυτή τη φορά η ανάπτυξη έφτα-
σε στα όριά της εξαιτίας της έλλειψης τροφής που προκλήθηκε από την
«αστικο-βιομηχανική χρήση» της καλλιεργήσιμης γης (Meadows et al.,
1974, σ. 137, 1992, σ. 168, 2005, σ. 210).
Τo πείραμα προχωρά κατ’ αυτόν τον τρόπο, με το παγκόσμιο πρότυ-
πο να προγραμματίζεται κάθε φορά έτσι που να διαχειρίζεται την άμεση

94
Η βιώσιμη κοινωνία

αιτία της προηγούμενης κατάρρευσης. Τελικά σε όλους τους τομείς εισά-


γονται τεχνολογικές λύσεις:

Το πρότυπο σύστημα παράγει ατομική ενέργεια, ανακυκλώνει πόρους


και εξορύσσει τα πιο απομακρυσμένα αποθέματα, συγκρατώντας όσο
το δυνατόν περισσότερους ρύπους, προωθώντας την απόδοση της γης
σε αφάνταστα ύψη και παράγοντας μόνον παιδιά που είναι σαφώς επι-
θυμητά από τους γονείς τους.
(Meadows et al., 1974, σ. 141, 1992, σ. 174, 2005, σ. 218)

Ακόμα κι έτσι, το πρόβλημα της υπερ-εντατικοποίησης και της κατάρρευ-


σης δεν λύνεται:

Παραμένει, ως αποτέλεσμα, ένα τέλος στην ανάπτυξη πριν από το έτος


2100 [πριν το 2015 κατά την έκθεση του 1992, σ. 174]. Σ’ αυτή την πε-
ρίπτωση, η ανάπτυξη σταματά εξαιτίας τριών παράλληλων κρίσεων. Η
υπερεντατική χρήση της γης οδηγεί σε διαβρώσεις, και η παραγωγή
τροφής μειώνεται. Οι πόροι ελαττώνονται δραματικά από έναν ευημε-
ρούντα παγκόσμιο πληθυσμό (αν και όχι τόσο ευημερούντα όσο ο ση-
μερινός (1970) πληθυσμός των Η.Π.Α.). Η ρύπανση αυξάνεται, κατό-
πιν μειώνεται, κι ύστερα αυξάνεται πάλι δραματικά, προκαλώντας πε-
ραιτέρω μείωση στην παραγωγή τροφής και ξαφνική αύξηση στα πο-
σοστά θανάτων.
(Meadows et al., 1974, σ. 141)

Η επόμενη πρόταση του συμπεράσματος της ομάδας από την τελική


εφαρμογή του προγράμματος βοηθά στη διαφοροποίηση του περιβαλλο-
ντισμού από τον οικολογισμό και παρέχει διανοητικό εφαλτήριο για μια
ριζοσπαστική πράσινη πολιτική στρατηγική: «Η εφαρμογή τεχνολογικών
μέσων και μόνο έχει επιμηκύνει τη χρονική περίοδο της πληθυσμιακής
και βιομηχανικής ανάπτυξης, αλλά δεν έχει αναιρέσει τα απόλυτα όρια
της ανάπτυξης αυτής» (Meadows et al., 1974, σ. 141).
Αυτό, λοιπόν, μας οδηγεί στην πρώτη από τις τρεις ιδέες που συν-
δέονται με τη θέση περί ορίων στην ανάπτυξη και υποστήριξα παραπάνω

95
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

πως είναι απαραίτητες για τη θεωρία και την πράξη της πολιτικής οικολο-
γίας: ότι οι τεχνολογικές λύσεις δεν παρέχουν οδό διαφυγής από την αδι-
έξοδη προσδοκία μιας απεριόριστης ανάπτυξης μέσα σ’ ένα πεπερασμέ-
νο σύστημα. Οι Irvine και Ponton τονίζουν ότι:

Οι τεχνολογικές συσκευές απλώς ανακυκλώνουν το πρόβλημα, συ-


χνά με τίμημα περισσότερη ενέργεια και ως εκ τούτου περισσότερη
ρύπανση. Δημοφιλή μηχανήματα όπως αυτά για την καύση των απορ-
ριμμάτων και την αποθείωση στους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, ή
οι καταλύτες των αυτοκινήτων, κοστίζουν σε χρήμα και ενέργεια, ενώ
ταυτόχρονα εκλύουν νέους ρύπους.
(Irvine and Ponton, 1988, σ. 36)

Αυτό πολύ πιθανόν να θεωρηθεί αιρετικό σε όσους είναι εξοικειωμένοι


με μια ελαφρά πράσινη εκδοχή περιβαλλοντικής πολιτικής, που στηρί-
ζεται σε τέτοιου ακριβώς τύπου στρατηγική, όμως είναι στα συγκεκρι-
μένα σημεία που ο οικολογισμός διαφέρει τόσο σαφώς από τον περι-
βαλλοντισμό. Τα θέματα που διακυβεύονται εδώ εμφανίζονται με οξύτη-
τα στον τομέα, για παράδειγμα, της παροχής ενέργειας. Οι υποστηρικτές
της θέσης περί ορίων στην ανάπτυξη θα αισθάνονται δικαιωμένοι από τη
συνεχιζόμενη αύξηση στις τιμές των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργει-
ας, όπως είναι το αέριο. Θα αναγνωρίσουν ότι ορισμένες από τις αυξή-
σεις αυτές οφείλονται σε «μη περιβαλλοντικά» αίτια, π.χ. σε γεωπολιτι-
κές εντάσεις, αλλά θα επιμείνουν ότι καθώς οι πεπερασμένοι πόροι εξα-
ντλούνται, η τιμή τους είναι αναπόφευκτο να ανεβαίνει. Το ερώτημα μετά
είναι: Μπορούν άλλων ειδών τεχνολογίες να αναπληρώσουν το κενό; Το
φάσμα των μακροπρόθεσμων επιλογών φαίνεται να έχει μικρύνει, αφού
γνωρίζουμε πλέον ότι η παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα απο-
τελεί μείζονα αιτία της κλιματικής αλλαγής, της λεγόμενης «υπερθέρμαν-
σης του πλανήτη». Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι υπέρμαχοι της τεχνολο-
γίας προσδοκούν από ήδη υπάρχουσες τεχνολογίες με θεωρητικά ου-
δέτερο ισοζύγιο άνθρακα, όπως η πυρηνική σχάση, να μας προμηθεύ-
ουν την ενέργεια στην οποία έχουμε συνηθίσει. Άλλοι θα εμπιστευτούν
τεχνολογίες που δεν έχουν ακόμα δοκιμαστεί εμπορικά, όπως η πυρη-

96
Η βιώσιμη κοινωνία

νική σύντηξη. Οι πράσινοι είναι καχύποπτοι απέναντι στην πυρηνική τε-


χνολογία για μια σειρά λόγων. Επισημαίνουν ότι είναι δαπανηρή, δυνη-
τικά επικίνδυνη, ότι υπάρχουν προβλήματα στη διαχείριση και εναπόθε-
ση των αποβλήτων της και ότι αφήνει στις μελλοντικές γενιές μιαν ανεπι-
θύμητη παρακαταθήκη. Θα επισημάνουν επίσης ότι το ίδιο το ουράνιο εί-
ναι ένας μη ανανεώσιμος πόρος, που προβλέπεται να εξαντληθεί αρκε-
τά πριν από το τέλος του αιώνα. Έτσι, ακόμα κι αν ήταν οικονομικά συμ-
φέρουσα, ασφαλής και ακίνδυνη για τις μελλοντικές γενιές, η πυρηνική
ενέργεια δεν θα αποτελούσε μακροπρόθεσμη απάντηση στο ενεργειακό
πρόβλημα της ανθρωπότητας. Οπότε μας μένει η επινόηση κάποιας νέας
τεχνολογίας, ή η επιτυχής εμπορευματοποίηση κάποιας ήδη υφιστάμε-
νης που δεν έχει ακόμα δοκιμαστεί, ή δέσμη δυνατοτήτων ανανεώσιμης
ενέργειας από αιολικές, ηλιακές ή υδάτινες πηγές.
Το πρόβλημα με τις τελευταίες είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, μοιά-
ζει απίθανο να προμηθεύουν τις αποκαλούμενες προηγμένες βιομηχανι-
κές χώρες με τις ποσότητες ενέργειας που έχουν συνηθίσει. Αυτό οδη-
γεί τους πράσινους να προσεγγίσουν την ενεργειακή εξίσωση όχι μόνο
από την πλευρά της προσφοράς, αλλά, εκτός μόδας, και από την πλευ-
ρά της ζήτησης. Ο κυρίαρχος λόγος, βέβαια, ξεστρατίζει περιστασιακά και
προς την πλευρά της ζήτησης, οπότε μας ζητούν να μονώσουμε καλύτε-
ρα το ρετιρέ μας ή να τοποθετήσουμε διπλά τζάμια, ώστε να καταναλώ-
νουμε λιγότερη ενέργεια. Οι πράσινοι, όμως, θα αντιτείνουν ότι ακόμα και
αυτά τα μέτρα είναι απίθανο να αρκούν. Θα ισχυριστούν ότι, όπως δείχνει
η πείρα, κάθε φορά που πετυχαίνουμε κάποια οικονομία μέσω μιας τε-
χνολογικής εξέλιξης (π.χ. μηχανές αυτοκινήτου με οικονομικότερες καύ-
σεις), σύντομα ακυρώνεται από πιέσεις σε άλλους κοινωνικούς τομείς,
που αυξάνουν τη ζήτηση (π.χ. η ανάγκη, ή η προθυμία, να διανύουμε με-
γαλύτερες αποστάσεις για να εργασθούμε). Αυτό δείχνει ότι οι τεχνολογι-
κές εξελίξεις από μόνες τους δεν αποτελούν ολοκληρωμένη απάντηση
στο πρόβλημα της βιωσιμότητας.
Επομένως, εάν η βιώσιμη κοινωνία δεν πρόκειται, κατά τα φαινόμε-
να, (απλώς) να είναι γεμάτη από φιλικά προς το περιβάλλον μαγικά της τε-
χνολογίας, με τι θα μοιάζει; Μέρος της απάντησης αντλούμε από τον ορι-
σμό που δίνει ο Garret Hardin στην «τεχνολογική λύση»: «…αυτή που ζητά

97
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

μόνο κάποιαν αλλαγή στις τεχνικές των φυσικών επιστημών, απαιτώντας


λίγες ή και καθόλου αλλαγές στις ανθρώπινες αξίες ή αντιλήψεις περί ηθι-
κής» (αναφέρεται στο Meadows et al., 1974, σ. 150). Κατά συνέπεια, εάν
το πράσινο κίνημα πιστεύει ότι η τεχνολογία από μόνη της δεν μπορεί να
επιλύσει το πρόβλημα των ορίων στην ανάπτυξη, τότε θα πρέπει να επι-
χειρηματολογήσει υπέρ βαθύτερων αλλαγών στην κοινωνική σκέψη και
πρακτική – αλλαγών στις ανθρώπινες αξίες, στις ιδέες για την ηθική και
στις πρακτικές που συνδέονται με αυτές. Οι αλλαγές αυτές θα απαιτήσουν
να εντάξουμε τις κοινωνικές μας πρακτικές εντός των ορίων που τις πε-
ριβάλλουν, και να εγκαταλείψουμε την προμηθεϊκή (τεχνολογική, επί του
προκειμένου) προσπάθεια να τα υπερβούμε. Ως προς αυτή την οπτική, και
πάλι, είναι που η βαθιά πράσινη αειφόρος κοινωνία διαφέρει από την πε-
ριβαλλοντική, και γι’ αυτό η τελευταία μόνο άβολα μπορεί να νιώθει πλάι
στην πρώτη. Όλα τούτα απορρέουν από την πεποίθηση ότι οι τεχνολογικές
λύσεις «δεν μπορούν να φέρουν κάποιο αποτέλεσμα ως προς το ουσια-
στικό πρόβλημα, που είναι η γεωμετρική ανάπτυξη μέσα στο πλαίσιο ενός
πεπερασμένου και σύνθετου συστήματος» (Meadows et al., 1974, σ. 45).
Και αυτή είναι η δεύτερη ιδέα που πολιτικοί οικολογιστές κράτησαν
από τη συζήτηση για τα όρια στην ανάπτυξη, κάνοντάς την κεντρική στην
επιχειρηματολογία τους ως προς το γιατί οι σημερινές βιομηχανικές πρα-
κτικές δεν είναι βιώσιμες: η ιδέα της γεωμετρικής ανάπτυξης. Στην έκ-
δοση Meadows et al. Διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι και τα πέντε πεδία
του παγκόσμιου προτύπου της Λέσχης της Ρώμης παρουσιάζουν γεωμε-
τρική ανάπτυξη, και εξηγείται ότι «μια ποσότητα παρουσιάζει γεωμετρι-
κή ανάπτυξη όταν μεγαλώνει κατά ένα σταθερό ποσοστό του συνόλου σε
σταθερά χρονικά διαστήματα» (Meadows et al., 1974, σ. 27, η έμφαση στο
πρωτότυπο). Με ποσοτικούς όρους αυτό αποδεικνύεται εύκολα τοποθε-
τώντας κόκκους ρυζιού στα τετράγωνα μιας σκακιέρας, έναν στο πρώτο
τετράγωνο, δύο στο δεύτερο, τέσσερις στο τρίτο, δεκαέξι στο τέταρτο και
ούτω καθεξής. Τα νούμερα αυξάνονται πολύ γρήγορα, και ενώ το εικο-
στό πρώτο τετράγωνο θα καλυφθεί με περισσότερους από εκατό χιλιά-
δες κόκκους ρυζιού, το τεσσαρακοστό πρώτο θα χρειαστεί ένα τρισεκα-
τομμύριο (Meadows et al., 2005, σ. 21).
Η βασική παρατήρηση έγκειται στο ότι μια τέτοια ανάπτυξη είναι πα-

98
Η βιώσιμη κοινωνία

ραπλανητική, αφού παράγει μεγάλους αριθμούς πολύ γρήγορα. Μεταφερ-


μένο στα πεδία της βιομηχανικής παραγωγής, της μείωσης των πόρων και
της ρύπανσης, αυτό που μοιάζει να είναι ένας ακίνδυνος ρυθμός χρήσης
και αποκομιδής απορριμμάτων μπορεί πολύ γρήγορα να επιφέρει επικίν-
δυνα μειωμένες ποσότητες διαθέσιμων πόρων και επικίνδυνα υψηλά επί-
πεδα ρύπανσης. Οι πράσινοι επισημαίνουν τη συγκλονιστικά ταχεία ανά-
πτυξη της βιομηχανικής παραγωγής τον 20ό αιώνα και θέτουν την (όλο και
λιγότερο ρητορική) ερώτηση: «Μπορεί κάτι τέτοιο να είναι βιώσιμο;». Οι
Irvine και Ponton σημειώνουν ότι «μέσα σε μια στιγμή, μετρώντας στην κλί-
μακα του χρόνου της ανθρώπινης εξέλιξης, η βιομηχανική κοινωνία έχει
επιφέρει μειώσεις και καταστροφές στο “σύστημα προμηθειών” της Γης με
πρωτοφανείς ρυθμούς» και ότι «οι Αμερικανοί, για παράδειγμα, έχουν χρη-
σιμοποιήσει περισσότερα μεταλλεύματα και ορυκτά καύσιμα τα τελευταία
πενήντα χρόνια από όσο όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός του πλανήτη σε όλο
το μήκος της ανθρώπινης ιστορίας» (Irvine and Ponton, 1988, σ. 24-25).
Οι πράσινοι πιστεύουν, απλά, ότι ο σημερινός ρυθμός άντλησης και
χρήσης πόρων –ένας «ρυθμός ανάπτυξης 3% έχει ως αποτέλεσμα τον
διπλασιασμό του ρυθμού παραγωγής και κατανάλωσης ανά 25 χρόνια»
(Ekins, 1986, σ. 9)– και η δημιουργία απορριμμάτων και ρύπανσης, που
ακολουθεί αναγκαστικά, δεν είναι βιώσιμα. Πιστεύουν, επιπλέον, ότι η
φύση του ρυθμού ανάπτυξης παράγει ένα απατηλό αίσθημα ευδαιμονίας
– αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως μια κατάσταση ασφαλής μπορεί τα-
χύτατα να μετατραπεί σε επικίνδυνη. Ένας σχετικός γαλλικός γρίφος που
τίθεται στα παιδιά του σχολείου είναι ο εξής:

Υποθέστε ότι έχετε στην κατοχή σας μια λίμνη στην οποία φυτρώνει ένα
νούφαρο. Το φυτό αυτό διπλασιάζει το μέγεθός του καθημερινά. Αν το
αφήναμε να αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα, θα κάλυπτε τελείως τη λίμνη
σε 30 μέρες, καταπνίγοντας τις άλλες μορφές ζωής που αναπτύσσονται
στο νερό. Για μεγάλο διάστημα το φυτό φαίνεται μικρό, κι έτσι αποφασί-
ζετε να μην σας απασχολεί το κλάδεμά του μέχρι που φτάνει να καλύ-
πτει τη μισή λίμνη. Ποια μέρα θα γίνει αυτό; Την εικοστή ένατη, βέβαια.
Έχετε μια μέρα για να σώσετε τη λίμνη σας.
(Meadows et al., 2005, σ. 21-22)

99
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Η έκθεση του 1992, πράγματι, λαμβάνει σοβαρά υπόψη το φαινόμενο


αυτό, δημιουργώντας στον υπολογιστή σενάρια στο πλαίσιο των οποίων
οι αναγκαίες για τη βιωσιμότητα πολιτικές εφαρμόζονται το 1975, το 1995
και το 2015 αντίστοιχα (Meadows et al., 1992, σ. 202, 198, 204). Δεν θα εκ-
πλαγείτε αν πληροφορηθείτε ότι το 1975 θα ήταν το καλύτερο, και ότι αν
περιμένουμε μέχρι το 2015 θα συνεπάγεται μια πρώτη πολύ τραχιά εκα-
τονταετία τον 21ο αιώνα.
Η τρίτη και τελευταία πλευρά της θέσης περί ορίων στην ανάπτυξη
που έχει αποβεί κεντρική για τις ριζοσπαστικές πράσινες αντιλήψεις ανα-
φέρεται στην αλληλεξάρτηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε.
Πρέπει να έχει γίνει σαφές ήδη από την περιγραφή των φάσεων του ηλε-
κτρονικού προγράμματος της Λέσχης της Ρώμης ότι το να επιλύουμε ένα
πρόβλημα δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι επιλύουμε και τα υπόλοιπα,
και η άρνησή μας να αντιμετωπίσουμε την πολυπλοκότητα του παγκό-
σμιου συστήματος και να εξαγάγουμε τα σωστά συμπεράσματα για δρά-
ση (ή μη-δράση) είναι ο λόγος που οι περισσότεροι πράσινοι θεωρούν
τις προσπάθειές μας να διαχειριστούμε την περιβαλλοντική υποβάθμιση,
ιδιαίτερα, αδιάφορες, μέσα στην ανεπάρκειά τους. «Αυτό που έχει σημα-
σία», γράφουν οι Irvine και Ponton, «δεν είναι ένα κάποιο όριο που μπο-
ρεί να ξεπεραστεί, αλλά η καθολική αλληλεπίδραση των περιορισμών,
και τα τιμήματα» (1988, σ. 13). Αλλαγή ενός στοιχείου συνεπάγεται αλλα-
γές και στα υπόλοιπα: Η πυρηνική ενέργεια μπορεί να σημάνει μια προ-
σωρινή μείωση των συνδεδεμένων με τις κλιματικές αλλαγές εκπομπών
του τομέα της ενέργειας, όμως θα επιτρέψει τη διακίνηση μεγαλύτερης
ποσότητας πόρων σε άλλους τομείς της οικονομίας, συμβάλλοντας ως εκ
τούτου δυνητικά σε προβλήματα πόρων και ρύπανσης.
Συνοψίζοντας, οι ριζοσπάστες πράσινοι εντοπίζουν τρία βασικά
στοιχεία στο μήνυμα περί ορίων στην ανάπτυξη και προσυπογράφουν σε
αυτά και στις συνέπειές τους ολόψυχα: Τα τεχνολογικά μέσα δεν μπο-
ρούν να βοηθήσουν να υλοποιήσουμε το ανεδαφικό όνειρο μιας απεριό-
ριστης ανάπτυξης μέσα σ’ ένα πεπερασμένο σύστημα· αυτή η γεωμετρι-
κού τύπου ανάπτυξη αφενός ενισχύει τη μη βιωσιμότητά της αφετέρου
καθιστά πιθανό τα όρια της ανάπτυξης να γίνουν ορατά αρκετά συντο-
μότερα από όσο θα πιστεύαμε· τέλος, η ασύλληπτη πολυπλοκότητα του

100
Η βιώσιμη κοινωνία

παγκοσμίου συστήματος υπαγορεύει στους πράσινους να τονίσουν ότι οι


σημερινές μας προσπάθειες να διαχειριστούμε τα περιβαλλοντικά προ-
βλήματα είναι και αδέξια και επιπόλαια.
Συνδεδεμένο με όλο αυτό είναι ένα πρόβλημα γνώσης, απέναντι
στο οποίο οι πράσινοι ιδεολόγοι ενστερνίζονται μια κατά κύριο λόγο συ-
ντηρητική στάση:

Μια από τις χειρότερες μεταβολές που επέφερε η βιομηχανία στη ρύ-
πανση δεν είναι οι πρόσθετοι νέοι μεμονωμένοι ρύποι, αλλά τα συνδυ-
ασμένα τους αποτελέσματα … περίπου μισό εκατομμύριο χημικά εί-
ναι κοινής χρήσεως, περίπου χίλια ακόμα προστίθενται κάθε χρόνο.
Κι όμως, δεν γνωρίζουμε ακόμα σχεδόν τίποτα για την αλληλεπίδρα-
σή τους και για τα συνδυασμένα αποτελέσματά τους, και η κλίμακα του
προβλήματος καθιστά πιθανό να μην μάθουμε ποτέ.
(Irvine and Ponton, 1988, σ. 34)

Η διαφαινόμενη αδυναμία διεξοδικής γνώσης είναι κρίσιμη σε σχέση


με την πράσινη προτροπή να ενστερνιζόμαστε μια εφεκτική προσέγγι-
ση του περιβάλλοντος. Εάν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το αποτέλε-
σμα μιας περιβαλλοντικής παρέμβασης, αλλά υποπτευόμαστε ότι μπο-
ρεί να είναι επικίνδυνη, τότε, από μια πράσινη οπτική, καλά θα κάνουμε
να μην παρέμβουμε καθόλου. Αυτό έχει γίνει γνωστό σε κύκλους χά-
ραξης πολιτικής ως «αρχή της πρόληψης»1 (O’ Riordan and Cameron,
1994). Από την άποψη αυτή, η πράσινη πολιτική αντιτίθεται στον κοινω-
νικό σχεδιασμό επί χάρτου και έτσι εντάσσεται στον χώρο που γενικά
συνδέεται με τη συντηρητική πολιτκή – συντασσόμενη με τον Edmund
Burke εναντίον Tom Pain, τρόπος του λέγειν (για περισσότερα πάνω

1 Απόδοση του όρου precautionary principle, που σε σύγχρονα κείμενα συνδέε-


ται με περιστάσεις κατά τις οποίες δεν έχουμε επαρκή επιστημονικά στοιχεία για τη
λήψη ή όχι κάποιου μέτρου, οπότε η εφαρμογή του επαφίεται σε κοινωνικά κριτή-
ρια. Η αρχή έχει ενσωματωθεί σε διεθνή κείμενα για το περιβάλλον, καθώς και στο
δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σ.τ.μ.).

101
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

στη σχέση οικολογισμού και συντηρητισμού βλ. κεφάλαιο 5).


Στη βάση όλων αυτών, βεβαίως, βρίσκεται η θεμελιωδέστερη πε-
ποίθηση όλων, ότι υπάρχουν όρια στην ανάπτυξη. Η πλέον κοινή κριτι-
κή της έκθεσης Limits to Growth είναι ότι οι προβλέψεις της ως προς την
πιθανή εξάντληση των πρώτων υλών (για παράδειγμα) έχουν αποδεχθεί
απολύτως εσφαλμένες. Αυτό είναι ένα ζήτημα που έγινε ευρέως γνωστό
από τους Julian Simon και Herman Kahn στο έργο τους The Resourceful
Earth («Η επινοητική Γη», 1984), και κατόπιν σε μια ενδιαφέρουσα συζή-
τηση μεταξύ των Julian Simon και Norman Myers πάνω σε διάφορες
πτυχές της θέσης περί ορίων στην ανάπτυξη (Myers and Simon, 1994):
«Συμβατικές “πράσινες” πεποιθήσεις αντικρούονται στο σύνολό τους από
τις επιστημονικές ενδείξεις» (Simon στο Myers and Simon, 1994, σ. xvii
- xviii). Ο Bjørn Lomborg έχει πιο πρόσφατα υποστηρίξει λίγο ως πολύ
το ίδιο στο έργο του The Skeptical Environmentalist («Ο σκεπτικιστής πε-
ριβαλλοντιστής», Lomborg, 2001). Ο Lomborg υποστηρίζει ότι οι πράσι-
νοι έχουν κάνει επιλεκτική χρήση δεδομένων προκειμένου να δημιουρ-
γήσουν την εντύπωση ότι η κατάσταση του περιβάλλοντος επιδεινώνε-
ται ενώ, στην πραγματικότητα, σε γενικές γραμμές βελτιώνεται. Για να
υποστηρίξει αυτή του την άποψη ο Lomborg κάνει στους περιβαλλοντι-
στές την ακόλουθη ερώτηση: «Πότε θα προτιμούσατε να είχατε γεννηθεί,
στο παρελθόν ή στο παρόν;» (Lomborg, 2001, σ. 351). Οι περιβαλλοντι-
στές θα απαντήσουν ότι ο Lomborg κάνει τη λάθος ερώτηση· δεδομένων
των πολύ μεγάλων ανισορροπιών στην πολιτική εξουσία και στον τρό-
πο με τον οποίο τα περιβαλλοντικά καλά και κακά κατανέμονται συστη-
ματικά με τρόπο άδικο, η ερώτηση που πρέπει να τεθεί δεν είναι «Πότε
θα προτιμούσατε να είχατε γεννηθεί;», αλλά «Πώς θα προτιμούσατε να
είχατε γεννηθεί, με δύναμη ή χωρίς;». Δεν υπάρχει μεγάλη αμφιβολία
ότι στην εποχή της η βασίλισσα του Σαββά βρισκόταν σε πολύ καλύτερη
θέση από δισεκατομμύρια ανθρώπων στην εποχή μας που περνούν με
λιγότερα από 5 δολάρια την ημέρα. Η άποψη του Lomborg ότι «τα πράγ-
ματα βελτιώνονται» (Lomborg, 2001, σ. 3-33) χρειάζεται να συνοδεύεται
από μια χάριν της υγείας προειδοποίηση «για μερικούς».
Οι πράσινοι, λοιπόν, έχουν μάθει να αποδέχονται τις λεπτομέρειες
αυτής της κριτικής και ταυτόχρονα συνεχίζουν να προσυπογράφουν στη

102
Η βιώσιμη κοινωνία

γενική αρχή της θέσης περί ορίων στην ανάπτυξη. Με το ίδιο πνεύμα,
κατά την πλέον πρόσφατη συμβολή του στη συζήτηση αυτή, ο Jonathon
Porritt, πρόεδρος της Επιτροπής για την Αειφόρο Ανάπτυξη του πρωθυ-
πουργού Τόνυ Μπλαιρ, έγραψε: «Εάν δεν μάθουμε να ζούμε βιώσιμα
μέσα στα φυσικά συστήματα και όρια που παρέχουν τα θεμέλια για όλες
τις μορφές ζωής, τότε θα καταλήξουμε όπως κάθε άλλη μορφή ζωής
που απέτυχε να προσαρμοστεί σε αυτά τα μεταλλασσόμενα συστήματα
και όρια» (Porritt, 2005, σ. 10).
Αυτή είναι η αφετηρία για σκέψεις γύρω από τη βιώσιμη κοινωνία:
οι προσδοκίες για ολοένα μεγαλύτερη ανάπτυξη και κατανάλωση δεν
μπορούν να ικανοποιηθούν, διότι οι πόροι είναι πεπερασμένοι, όπως εί-
ναι και ο χώρος μέσα στον οποίο μπορούμε να πετάξουμε τα απορρίμ-
ματά μας. Ο Μαχάτμα Γκάντι, όταν ρωτήθηκε αν η Ινδία θα εξασφάλιζε
τα βρετανικά επίπεδα διαβίωσης αφότου θα αποκτούσε την ανεξαρτη-
σία της, σχολίασε: «Η Βρετανία χρειάστηκε τους μισούς πόρους του πλα-
νήτη για να πετύχει την ευημερία της. Πόσους πλανήτες θα χρειαζόταν
μια χώρα όπως η Ινδία; (Enviro Facts, 2006). Η ανάλυση των «οικολογι-
κών ιχνών» μας δίνει ορισμένες κατά προσέγγιση απαντήσεις στο ερώ-
τημα του Γκάντι:

Εάν έστω ο σημερινός (τον Ιανουάριο του 1996) παγκόσμιος πληθυ-


σμός των 5,8 δισεκατομμυρίων ανθρώπων ζούσε σύμφωνα με τα τρέ-
χοντα βορειοαμερικανικά οικολογικά πρότυπα (ας πούμε, 4,5 εκτάρια
ανά άτομο), μια λογική πρώτη εκτίμηση της συνολικής αναγκαίας πα-
ραγωγικής γης (δεδομένης της σημερινής τεχνολογίας) θα ήταν 26 δι-
σεκατομμύρια εκτάρια. Υπάρχουν, όμως, μόνο λίγο περισσότερα από
13 δισεκατομμύρια εκτάρια εδάφους στη Γη, από τα οποία τα 8,8 δισε-
κατομμύρια είναι οικολογικά καλλιεργήσιμες γαίες, βοσκότοποι ή δάση
(1,5 εκτάριο ανά άτομο). Με λίγα λόγια, θα χρειαζόμασταν δύο επιπλέ-
ον πλανήτες στο μέγεθος της Γης για να εξυπηρετηθεί το αυξημένο οι-
κολογικό βάρος των ατόμων που ζουν σήμερα. Εάν κάποια στιγμή, τον
επόμενο [21ο, σ.τ.μ.] αιώνα, μπορούσε ο πληθυσμός να σταθεροποιη-
θεί μεταξύ των 10 και των 11 δισεκατομμυρίων, τότε θα χρειάζονταν
πέντε επιπλέον πλανήτες στο μέγεθος της Γης, με την προϋπόθεση ότι

103
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

όλα τα υπόλοιπα θα παρέμεναν ίδια – και αυτό απλώς για να διατηρη-


θεί ο σημερινός ρυθμός οικολογικής παρακμής.
(Rees, 1996).

Επομένως η σπάνις αποτελεί θεμελιώδη έννοια, διότι «κάθε φορά που η


ύλη και η ενέργεια μεταπίπτουν σε διαφορετική μορφή, η ποιότητά τους
υποβαθμίζεται και γίνονται λιγότερο χρήσιμα για εμάς» (Porritt, 2005,
σ. 47). Η βαθιά πράσινη πολιτική στηρίζεται σε μια βασική δέσμευση
προς την αρχή της σπάνεως, ως ανυπέρβλητο παράγοντα της ζωής, και
στα επακόλουθα όρια στην ανάπτυξη που έχουν επιβληθεί από ένα πε-
περασμένο σύστημα. Από την άποψη αυτή, το να υπονοείται ότι η ριζο-
σπαστική πράσινη σκέψη ζημιώνεται από την πρόσδεσή της στην έκθε-
ση Limits to Growth –εξαιτίας της αυτοεκπληρούμενης προφητείας της
για μια καταστροφή, προγραμματισμένη να ακολουθήσει τη μαλθουσια-
νή λογική– είναι μάλλον εκτός θέματος. Οι πράσινοι στοχαστές πιστεύουν
πραγματικά ότι οι σημερινές βιομηχανικές πρακτικές είναι προγραμματι-
σμένες να καταρρεύσουν εξαιτίας της εσωτερικής τους λογικής, και από
αυτή την άποψη είναι πεπεισμένοι ως προς το θεμελιώδες μήνυμα της
θέσης περί ορίων στην ανάπτυξη.
Αξίζει να τονιστεί εδώ ένα σημείο από την εισαγωγή: ότι αυτό το «επι-
στημονικό» στοιχείο της πράσινης θέσης την οδηγεί αρκετά μακρύτερα
από μια απλή ρομαντική αντίδραση απέναντι στις δοκιμασίες και τα δει-
νά της βιομηχανικής κοινωνίας. Οι πράσινοι προτείνουν μιαν αειφόρο κοι-
νωνία όχι απλώς επειδή πιστεύουν, με όρους κάποιας βουκολικής φαντα-
σίωσης, ότι θα ήταν πιο ευχάριστο να ζούμε εκεί. Πιστεύουν ότι η επιστή-
μη είναι με το μέρος τους. Αυτό έχει οδηγήσει στην ανάδυση των ριζοσπα-
στικών πράσινων οικονομικών, προάγγελοι των οποίων υπήρξαν οι απο-
καλούμενοι «οικονομολόγοι της ενέργειας» στις αρχές του 20ού αιώνα –
μια ιστορία που αφηγήθηκε η Anna Bramwell (1989). Η ίδια επισημαίνει
ότι ήδη το 1911 ο Wielhelm Ostwald έγραφε πως «η ελεύθερη προσβάσι-
μη ενέργεια μπορεί μόνο να μειωθεί, αλλά όχι να αυξηθεί» (στο Bramwell,
1989, σ. 64). Ανάμεσα στους σύγχρονους υποστηρικτές των οικονομικών
που βασίζονται σε τέτοιου τύπου παρατηρήσεις τη μεγαλύτερη επιρροή
ασκεί ο αμερικανός οικονομολόγος Herman Daly. Τα πράσινα οικονομικά

104
Η βιώσιμη κοινωνία

εδράζονται στην οικολογική μας συνθήκη κατά έναν πολύ θεμελιώδη τρό-
πο: «…η εξάρτησή μας από τον φυσικό κόσμο λαμβάνει δύο μορφές, αυ-
τήν μιας πηγής εισροών χαμηλής εντροπίας και αυτήν μιας λεκάνης εκρο-
ών απορριμμάτων υψηλής εντροπίας» (Daly, 1992, σ. 34).
Ο Daly σημειώνει ότι ο πρώτος νόμος της θερμοδυναμικής ορί-
ζει πως «ούτε παράγουμε ούτε καταναλώνουμε κάτι, απλά το αναδια-
τάσσουμε» – δεν μπορούμε, λοιπόν, να παράγουμε πόρους, μπορούμε
μόνο να τους χρησιμοποιούμε, και αυτοί τελικά θα εξαντληθούν. Ο δεύ-
τερος νόμος, αυτός της εντροπίας, ορίζει πως «η αναδιάταξη που κάνου-
με επιφέρει μια συνεχή μείωση του δυναμικού που υφίσταται για περαι-
τέρω χρήση μέσα στο όλο σύστημα» (Daly, 1977b, σ. 109). Αυτό υποδει-
κνύει, επίσης, ότι υπάρχουν όρια στις δυνατότητες που έχουμε να κάνου-
με χρήση περιορισμένων πόρων, τονίζοντας επίσης ότι τα απορρίμματα
(υψηλή εντροπία) είναι ένα αναγκαίο προϊόν της άντλησης και της χρήσης
πόρων (χαμηλή εντροπία). Η αντίληψη, επομένως, περί ορίων στην ανά-
πτυξη είναι ο πρακτικός –τρόπος του λέγειν– λόγος για τον οποίο οι πρά-
σινοι υποστηρίζουν την αναγκαιότητα μιας βιώσιμης κοινωνίας. Προ-
βάλλουν επίσης «κοινωνικούς» και «ηθικούς» λόγους (Daly στον Ekins,
1986, σ. 13), οι οποίοι θα συζητηθούν στη συνέχεια του κεφαλαίου. Τώρα,
ωστόσο, είμαστε σε θέση να σκιαγραφήσουμε τις παραμέτρους εντός
των οποίων, σύμφωνα με τους βαθείς πράσινους, θα πρέπει να σχεδιά-
ζεται οποιαδήποτε εικόνα της βιώσιμης κοινωνίας.

Πιθανές θέσεις

Απέναντι στο πρόβλημα της βιωσιμότητας υπάρχει η δυνατότητα ποι-


κίλων τοποθετήσεων, τόσο με όρους πολιτικο-θεσμικούς όσο και με
όρους κοινωνικών και ηθικών πρακτικών που θα πρέπει να ακολουθεί
μια βιώσιμη κοινωνία. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν όλες οι «λύσεις»
που παρουσιάστηκαν μέσα στα χρόνια πράσινες, με την έννοια κατά την
οποία πιστεύω ότι πρέπει να κατανοούμε τη λέξη – π.χ. με την έννοια
κατά την οποία ο οικολογισμός έχει καταστεί αυτοτελής ιδεολογία. Επι-
χειρώντας να ορίσουμε τον οικολογισμό διαπιστώνουμε ότι αποκλείου-

105
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

με από το νόημα που του δίνουμε πολιτικές θέσεις που έχουν εσφαλμέ-
να συνδεθεί με αυτόν. Αυτό, βεβαίως, έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζε-
ται το φάσμα των σκέψεων και πρακτικών που μπορούμε να συνδέσου-
με με τη ριζοσπαστική πράσινη πολιτική, και έτσι αποσαφηνίζεται η περι-
οχή μέσα στην οποία κινείται με τον καλύτερο τρόπο.
Ως προς αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουμε μπορέσει (ούτε χρει-
άστηκε) να βελτιώσουμε την τυπολογία που παρέχει ο Tim O’Riordan
στο βιβλίο του Environmentalism («Περιβαλλοντισμός», 1981, σ. 307). Ο
O’Riordan θεωρεί ότι όσον αφορά σε πολιτικο-θεσμικούς όρους υπάρ-
χουν τέσσερις δυνατές θέσεις:
Πρώτον, μια «νέα παγκόσμια τάξη», κατάλληλα διευθετημένη ώστε
να διαχειρίζεται τα προβλήματα παγκόσμιου συντονισμού που ανακύ-
πτουν από τη διεθνή φύση της περιβαλλοντικής κρίσης. Υποστηρικτές της
συγκεκριμένης θέσης ισχυρίζονται κατά τεκμήριο ότι το εθνικό κράτος εί-
ναι ταυτόχρονα πολύ μεγάλο και πολύ μικρό για να διαχειριστεί αποτελε-
σματικά τα παγκόσμια προβλήματα, και κατακρίνουν την αναποτελεσματι-
κότητα των Ηνωμένων Εθνών, που, παρά ταύτα, φαίνεται ότι αποτελούν
το είδος του οργανισμού επί του οποίου θα μπορούσαν να στηρίξουν τη
δική τους νέα παγκόσμια τάξη. Ο O’Riordan αναφέρει μεταξύ των υπο-
στηρικτών της άποψης αυτής τους Barbara Ward και René Dubos (1972),
στους οποίους θα μπορούσαμε σήμερα να προσθέσουμε την Gro Harlem
Brundtland, μετά την έκθεσή της Brundtland Report (1987). Η Διάσκε-
ψη Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία της Γης (Ρίο ντε
Τζανέιρο, 1992) και η διάδοχός της «Ρίο+10» στη Νότια Αφρική (Γιοχάνε-
σμπουργκ, 2002) αποτελούν τα μέχρι σήμερα πιο θεαματικά παραδείγματα
των υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. προσπαθειών διαχείρισης των παγκόσμιων
περιβαλλοντικών προβλημάτων, και περισσότερες από κάθε άλλη φορά
κυβερνήσεις συναντήθηκαν για να συζητήσουν τα σχετικά ζητήματα. Πα-
ρότι η επιτυχία της Διάσκεψης του 1992 υπήρξε αμφιλεγόμενη (Grubb et
al., 1993) και τα περιβαλλοντικά κινήματα άσκησαν κριτική μετά τη Διά-
σκεψη του 2002 για τη μη δέσμευση πολλών κυβερνήσεων, οι υπέρμαχοι
της «παγκόσμιας τάξης» άντλησαν έναν βαθμό στήριξης από το γεγονός
και μόνο ότι πραγματοποιήθηκαν αυτές οι συναντήσεις.
Η δεύτερη θέση αναφέρεται ως «συγκεντρωτικός αυταρχισμός».

106
Η βιώσιμη κοινωνία

Η θέση αυτή αντιμετωπίζει επίσης σοβαρά το δεδομένο της περιβαλλο-


ντικής κρίσης, και οι υποστηρικτές της πιστεύουν ότι, επειδή κανείς μας
δεν μοιάζει πιθανό να συμμορφωθεί εθελοντικά στα αναγκαία για την
αντιμετώπισή της μέτρα, θα χρειαστεί να εξαναγκαστούμε να το κάνου-
με. Κέντρα εξουσίας παραμένουν γενικά οι εθνικές κυβερνήσεις, και ως
προς αυτό δεν κρίνονται απαραίτητες μείζονες πολιτικο-θεσμικές αλλα-
γές. Οι κυβερνήσεις απλώς θα λαμβάνουν αποφάσεις για τις κατευθύν-
σεις των μέτρων που θα στοχεύουν στη βιωσιμότητα (πιθανώς τον προ-
στατευτισμό, τις διανομές με δελτίο, τον έλεγχο των γεννήσεων, τον πε-
ριορισμό των μεταναστών) και θα τις θέτουν σε εφαρμογή (για μια πρό-
σφατη συμβολή ως προς ορισμένες επιπτώσεις της προσέγγισης αυτής,
βλ. Simms, 2006). Ο O’Riordan αναφέρει τον William Ophuls («…οποια-
δήποτε μορφή κι αν πάρει, η πολιτική για μια βιώσιμη κοινωνία μοιά-
ζει πιθανό να μας υποχρεώσει να μετακινηθούμε κατά μήκος όλου του
φάσματος από την ελευθεριότητα προς τον αυταρχισμό», Ophuls, 1977,
σ. 161) και τον Garret Hardin ως παραδειγματικούς εκφραστές της συ-
γκεκριμένης θέσης.
Η τρίτη θέση, όπως περιγράφτηκε από τον O’Riordan, είναι αυτή της
«αυταρχικής κομούνας», η οποία διακρίνεται από την προηγούμενη θέση
ως προς την κλίμακα στην οποία προβλέπεται να λειτουργεί η βιώσιμη
κοινωνία. Οι θεσμικές δομές θα καταρρεύσουν, το κέντρο λήψης αποφά-
σεων (κατ’ αρχήν) θα διασπαρεί, όμως οι κοινωνικές δομές εξ ανάγκης
θα παραμείνουν ιεραρχικές. Πρότυπο, μας πληροφορεί ο O’Riordan, εί-
ναι αυτό της κινεζικής κομούνας, και αναφέρει επίσης το An Inquiry into
the Human Prospect («Μια διερεύνηση της ανθρώπινης προοπτικής»,
1974) του Heilbroner ως πρότυπο αυτού του είδους σκέψης. Ορισμέ-
νοι θα τοποθετούσαν και τον Edward Goldsmith, συν-συγγραφέα του Α
Βlueprint for Survival («Ένα σχέδιο επιβίωσης», 1972) και εκδότη του The
Ecologist σε αυτή την κατηγορία, όμως, παρότι εμφανίζεται παραδοσια-
κά ιεραρχικός από ορισμένες απόψεις –ιδιαίτερα όσον αφορά στις οικο-
γενειακές σχέσεις–, η εκ μέρους του υποστήριξη (επί παραδείγματι) μορ-
φών συμμετοχικής δημοκρατίας του στερούν την ταυτότητα πλήρους μέ-
λους του κανόνα της αυταρχικής κομούνας.
Η τελική εκδοχή που περιλαμβάνεται στην τυπολογία του O’Riordan

107
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

είναι η «αναρχική λύση»: «Η κλασική οικοκεντρική πρόταση μιλά για


μια αυτοδύναμη κοινότητα στα χνάρια του αναρχικού προτύπου» (1981,
σ. 307). Η θέση αυτή μοιράζεται με την προηγούμενη την κοινοβιακή
οπτική κι έτσι οραματίζεται μια μείζονα αλλαγή ως προς το επίκεντρο της
εξουσίας και τη λήψη των αποφάσεων, όμως διαφέρει στο ότι ενστερνί-
ζεται μιαν αριστερή φιλελεύθερη στάση ως προς τις σχέσεις στο εσωτε-
ρικό της κοινότητας. Με πολιτικούς όρους τουλάχιστον (και συχνά με υλι-
κούς όρους επίσης), η «αναρχική λύση» του O’Riordan είναι θεμελιωδώς
εξισωτική και συμμετοχική.
Πώς μπορούμε να διαπιστώσουμε ποια από τις παραπάνω δυνατό-
τητες –ή ποιος συνδυασμός τους– περιγράφει ορθά τις πολιτικο-θεσμι-
κές ρυθμίσεις που συνδέονται με τον οικολογισμό; Ένας τρόπος προσέγ-
γισης θα ήταν να διερευνήσουμε τι ακριβώς έχουν υποστηρίξει μέλη του
πράσινου κινήματος και συμπαθούντες πανεπιστημιακοί υποστηρικτές
ως προς τις κοινωνικές ρυθμίσεις σε μια βιώσιμη κοινωνία. Παρότι στην
εισαγωγή διαχώρισα την παρούσα περιγραφή του οικολογισμού από εμ-
φανείς διασυνδέσεις με οποιαδήποτε πραγματωμένη πολιτική έκφρασή
του (κόμμα ή κίνημα), είναι αδύνατον να αποφύγουμε την αναφορά σε
συγκεκριμένα άτομα, των οποίων η οπτική είναι –αναπόφευκτα– μερική
και ιδιαίτερη. Στη συνέχεια, λοιπόν, η συζήτησή μου γύρω από τη βιώσι-
μη κοινωνία θα αντλήσει από απόψεις τόσο ακτιβιστών όσο και πανεπι-
στημιακών στο εσωτερικό και πέριξ του πράσινου κινήματος.
Μια συνηθισμένη τοποθέτηση κατά τη συζήτηση αυτή είναι ότι δεν
υφίσταται ένας και μόνο τύπος κοινωνίας ιδιαίτερα κατάλληλος και πρό-
σφορος για τη βιωσιμότητα. Ο Martin Ryle έγραψε σχετικά κάτι σημα-
ντικό: «…οι οικολογικοί περιορισμοί μπορεί να θέτουν όρια στις πολιτι-
κές επιλογές, αλλά δεν τις καθορίζουν … Μια κοινωνία προσαρμοσμέ-
νη στους οικολογικούς περιορισμούς … μπορεί να πάρει πολύ διαφορε-
τικές μορφές» (Ryle, 1988, σ. 7-8). Η άποψη αυτή προσυπογράφεται από
τον Luke Martell, ο οποίος γράφει:

… ενώ η οικολογία προϋποθέτει ορισμένες μορφές κοινωνικών και


πολιτικών διευθετήσεων περισσότερο από άλλες, αντλεί επίσης από
παλαιότερες παραδόσεις προκειμένου να διαπιστώσει ποιες είναι προ-

108
Η βιώσιμη κοινωνία

τιμότερες σε αυτή τη βάση και να μπορεί να απαντήσει σε μη περιβαλ-


λοντικά ερωτήματα που έχουν να κάνουν με ζητήματα όπως η δικαιο-
σύνη και η ελευθερία.
(Martell, 1994, σ. 159)

(Πολλοί πράσινοι, βεβαίως, θα εκδηλώσουν αποστροφή εάν θεωρηθεί


ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν σχετίζονται με τη δικαιοσύνη και την
ελευθερία.)
Παρότι η απροσδιοριστία των οικολογικών κριτηρίων ως προς τα
αντίστοιχα κοινωνικά φαίνεται να κυριαρχεί ως αντίληψη σήμερα, υπάρ-
χουν και εναλλακτικές προσεγγίσεις. Αυτό που είναι κρίσιμο για την κα-
τανόηση της πράσινης πολιτικής σε σχέση με άλλες μορφές πολιτικής
σκέψης είναι ότι το βασικό πλαίσιο καθορισμού των ερωτημάτων που
άπτονται του πολιτικο-θεσμικού «σχεδιασμού» το παρέχει πάντα ο μη-
ανθρώπινος φυσικός κόσμος. Ο Porritt γράφει:

Εάν δεν μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε τη βιοφυσική μας επιβίωση,


τότε το παιχνίδι έχει τελειώσει για οποιαδήποτε άλλη ευγενή φιλοδο-
ξία ή ευτελή ιδιοτέλεια πιθανόν τρέφουμε. Με μεγάλο σεβασμό προς
αυτούς που υποστηρίζουν τη λεγόμενη «πρωταρχικότητα» κομβικών
κοινωνικών και οικονομικών στόχων (όπως η εξάλειψη της φτώχειας
ή η κατοχύρωση οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων), πρέπει
να το πούμε καθαρά και ξάστερα ότι αυτοί είναι δευτερεύοντες στόχοι·
κάθε τι άλλο εξαρτάται από το αν θα μάθουμε να ζούμε βιώσιμα μέσα
στα συστήματα και τα όρια της Γης. Η επιδίωξη της βιοφυσικής βιωσι-
μότητας δεν είναι απλά μη διαπραγματεύσιμη· είναι προϋπόθεση.
(Porritt, 2005, σ. 10)

Η Robyn Eckersley ακολουθεί παρόμοια γραμμή:

… μια οικοκεντρική προσέγγιση θεωρεί ότι το ερώτημα ως προς το


ποια ακριβώς είναι η θέση μας μέσα στο πλαίσιο της υπόλοιπης φύσης
προηγείται λογικά του ερωτήματος ως προς το ποιες είναι οι καταλλη-
λότερες κοινωνικές και πολιτικές ρυθμίσεις για τις ανθρώπινες κοινό-

109
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

τητες. Που σημαίνει ότι η πραγμάτευση των κοινωνικών και πολιτικών


ερωτημάτων πρέπει να απορρέει από, ή τουλάχιστον να είναι συνεπής
προς, μια επαρκή πραγμάτευση του ανωτέρω απολύτως θεμελιώδους
ερωτήματος.
(Eckersley, 1992, σ. 28)

Η γενική αυτή απόφανση υποκρύπτει τρεις τουλάχιστον πιθανούς τύπους


τοποθετήσεων, καθεμιά από τις οποίες παρουσιάζεται συνεπής προς τη
λεξικογραφική διατύπωση της Eckersley. Πρώτον, οι κοινωνικές αρχές
ενίοτε συνάγονται από εκείνες που εντοπίζονται στη «φύση»· ανακύπτουν
μεγάλες δυσκολίες ως προς την άντληση μαθημάτων κοινωνικού σχεδια-
σμού από τη φύση, σύμφωνα και με τη χρήσιμη επισήμανση του John
Barry: «…η μη-ανθρώπινη φύση δεν μας παρέχει συγκεκριμένες συντα-
γές ως προς το πώς πρέπει να ζούμε, παρά τις απόπειρες ορισμένων
βαθιών οικολογιστών και βιοτοπικιστών να επιχειρηματολογήσουν δια-
φορετικά» (Barry, 1994, σ. 383). Δεύτερον, ορισμένοι ριζοσπάστες πρά-
σινοι μας προτρέπουν να προσαρμόσουμε τις κοινωνικές μας φιλοδο-
ξίες στους περιορισμούς και στις δυνατότητες που απορρέουν από μια
πιο στενή μας σχέση με τη γη στο άμεσο περιβάλλον μας – πρόκειται για
ένα είδος «υλικού οικολογισμού» και σύντομα θα μπορώ να πω περισ-
σότερα γι’ αυτόν, κάτω από τον τίτλο «Βιοτοπικισμός». Τρίτον, διατυπώνε-
ται η άποψη ότι η αντιμετώπιση της πολυεπίπεδης και αλληλένδετης φύ-
σης των περιβαλλοντικών προβλημάτων υποδεικνύει ότι οι πολιτικοί θε-
σμοί θα έπρεπε να «συνταιριάζουν» κάπως τα επίπεδα και να προσεγγί-
ζουν κατά το δυνατόν τις αλληλεξαρτήσεις.
Τίποτα, βεβαίως, στην ανάλυση της Eckersley δεν την δεσμεύ-
ει να αντλήσει κοινωνικές και πολιτικές ρυθμίσεις από ανάλογες «φυ-
σικές» (μάλιστα, αντιτίθεται σαφώς σε μια τέτοια θέση, 1992, σ. 59-60),
όμως διατυπώνεται το ενδεχόμενο ορισμένες ρυθμίσεις να μη συνάδουν
με μιαν ορθή κατανόηση του «ποια ακριβώς είναι η θέση μας μέσα στο
πλαίσιο της υπόλοιπης φύσης». Αυτό μοιάζει να συνεπάγεται, με τη σει-
ρά του, ότι ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές ρυθμίσεις φέρουν εγγε-
νώς τη μη βιωσιμότητα (για να χρησιμοποιήσω μια βιαστική διατύπωση).
Αν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε αυτό συνεπάγεται επίσης ότι ορισμένες ρυθμί-

110
Η βιώσιμη κοινωνία

σεις θα μπορούσε να έχουν θετικές επιπτώσεις ως προς τη βιωσιμότητα


και, επομένως, είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός του Ryle ότι μια κοινω-
νία προσαρμοσμένη στους οικολογικούς περιορισμούς μπορεί να πάρει
«πολύ διαφορετικές μορφές».
Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα περιθώρια των δια-
θέσιμων πολιτικών και κοινωνικών επιλογών στενεύουν εφόσον ανα-
γνωρίσουμε, πρώτον, πως ορισμένοι τρόποι ζωής είναι περισσότερο βι-
ώσιμοι από άλλους και, δεύτερον, πως ορισμένες μορφές θεσμών εί-
ναι πιθανό να διαχειρίζονται τα περιβαλλοντικά προβλήματα πιο αποτε-
λεσματικά από άλλες. Όσον αφορά στο δεύτερο, ο Ryle υποστηρίζει ότι
θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια βιώσιμη «αυταρχική ή μετα-καπι-
ταλιστική κοινωνία» (Ryle, 1988, σ. 7). Υπάρχουν, όμως, κάποιες ενδείξεις
ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί και μια «αρκετά αυστηρά οριοθετημένη οικο-
νομία της αγοράς, με μειωμένης κλίμακας υλικο-ενεργειακή παραγω-
γή» (Eckersley, 1992, σ. 184) συμβάλλουν περισσότερο σ’ έναν βιώσιμο
τρόπο ζωής από αυτό που παρουσιάζει ο Ryle ως καπιταλιστικό αυταρ-
χισμό. Ο αυταρχισμός αποδεικνύεται ελλειμματικός, επειδή στερείται της
ροής πληροφοριών που είναι απαραίτητες για τη χάραξη αποτελεσμα-
τικών πολιτικών, επειδή μακροπρόθεσμα τα αυταρχικά καθεστώτα στε-
ρούνται νομιμοποίησης (βλ. π.χ. Dryzek, 1987, Paehlke, 1988), και επειδή
ο καπιταλισμός χρειάζεται συγκράτηση λόγω της «επεκτατικής δυναμι-
κής» του (Eckersley, 1992, σ. 221, Kovel, 2002, Porritt, 2005) και μιας κο-
ντόθωρης αντίληψης που συνδέεται με τη λογική της αγοράς.
Οι σκέψεις αυτές υποδηλώνουν ότι –παρά τις αντιρρήσεις του
Martell (1994, σ. 159)– υπάρχει κάτι στον οικολογισμό που τον ωθεί αμε-
τάκλητα προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, άποψη η οποία ενι-
σχύεται αν κάνουμε τη διάκριση μεταξύ των στόχων του και των αρχών
που τον διαμορφώνουν.
Οι περισσότεροι απ’ όσους υποστηρίζουν μια μη καθοριστική σχέση
μεταξύ οικολογίας και κοινωνικο-πολιτικής μορφής εστιάζουν στον στό-
χο της βιωσιμότητας. Στη συνέχεια υποστηρίζουν ότι η πράσινη έμφαση
στον συγκεκριμένο στόχο τους αφήνει (τους πράσινους) έκθετους στην
κατηγορία ότι αυτός (ο στόχος) έχει προτεραιότητα έναντι των μέσων για
την επίτευξή του. Εάν μπορούσε να αποδειχθεί ότι, υπ’ αυτή την έννοια, ο

111
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

αυταρχισμός θα ήταν αποτελεσματικότερος από τη δημοκρατία, τότε αυτό


θα αρκούσε για να προκριθεί ο πρώτος έναντι της δεύτερης.
Έχω ήδη υποστηρίξει πως η απόφανση ότι ο αυταρχισμός εξυπη-
ρετεί καλύτερα τη βιωσιμότητα σε σχέση με τη δημοκρατία είναι πιθανό-
τατα εσφαλμένη, και αν εστιάσουμε, σε κάθε περίπτωση, στις αρχές μάλ-
λον παρά στους στόχους του, τότε η σύνδεση του οικολογισμού με τον
αυταρχισμό θα φανεί ακόμα πιο αβάσιμη. Όπως τόνισα στο κεφάλαιο 1,
η Robyn Eckersley θεωρεί τον οικολογισμό θεμελιωδώς χειραφετητικό,
καθώς επικεντρώνεται στον αυτοκαθορισμό όλων των οντοτήτων, συ-
μπεριλαμβανομένων των ανθρώπων (Eckersley, 1992, σ. 53-55). Η έμ-
φαση αυτή στον αυτοκαθορισμό αποκλείει τον αυταρχισμό, από θέση αρ-
χής. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάγνωση, το να πούμε ότι ο οικολο-
γισμός είναι φίλος του αυταρχισμού δεν έχει περισσότερο νόημα από το
να λέγαμε ότι ο φιλελευθερισμός είναι φίλος του αυταρχισμού. (Θα μιλή-
σω περισσότερο για τη σχέση μεταξύ αυταρχισμού, δημοκρατίας και οι-
κολογισμού στο κεφάλαιο 4).
Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, στον χώρο του οικολογισμού υπάρχει
αρκετά μικρότερο περιθώριο ελιγμών ως προς τις κοινωνικές και πολιτι-
κές ρυθμίσεις απ’ όσο υποστηρίζουν αναλυτές όπως οι Ryle και Martell.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η σχέση μεταξύ οικολογισμού και κοινωνι-
κο-πολιτκής μορφής είναι μονοσήμαντη· μέσα σ’ ένα ευρύ αριστερο-χει-
ραφετητικό πλαίσιο υπάρχει πολύς χώρος για διαφωνία, όπως θα γίνει
σαφές από τα παρακάτω.

Περισσότερα προβλήματα με την ανάπτυξη

«Η άποψη ότι όλες οι χώρες μπορούν να επιτύχουν το βιοτικό επίπεδο


των πλούσιων χωρών αποτελεί σκέτη φαντασίωση», γράφουν οι Irvine
και Ponton (1988, σ. 21), υποδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι υπάρ-
χουν φυσικά όρια στην ανάπτυξη. Οι πράσινοι, πάντως, όπως σημειώ-
θηκε παραπάνω, κατά κανόνα πιστεύουν ότι υπάρχουν επίσης κοινωνι-
κά και ηθικά όρια στην ανάπτυξη. Έχει υποστηριχθεί από κάποιους πρά-
σινους οικονομολόγους, για παράδειγμα, ότι μια ανεξέλεγκτη ανάπτυ-

112
Η βιώσιμη κοινωνία

ξη επιδεινώνει προβλήματα τα οποία προορίζεται να λύσει – ιδιαίτερα τα


σχετικά με τον πληθωρισμό και την ανεργία. Θεωρείται ότι η ανεργία εί-
ναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου, που μει-
ώνει την αναλογία εργατικό δυναμικό/παραγωγή. Η παραδοσιακή ιδέα
ότι τα ποσοστά ανεργίας είναι δυνατό να μειωθούν μόνο με αύξηση της
ανάπτυξης αμφισβητείται σε δύο επίπεδα: Πρώτον, η περαιτέρω ανάπτυ-
ξη και οι επακόλουθες επενδύσεις στην ίδια κατεύθυνση (τουτέστιν σε
τεχνολογία που μειώνει το εργατικό δυναμικό) μπορεί να οδηγήσει μόνο
σε μεγαλύτερη ανεργία, όχι σε μικρότερη. Δεύτερον, τα ποσοστά ανα-
γκαίας ανάπτυξης που προωθούνται από τα παραδοσιακά πολιτικά συμ-
φέροντα είναι, σε κάθε περίπτωση, μη βιώσιμα. Ούτως ή άλλως, σε μια
αναπτυξιακού προσανατολισμού οικονομία, βρετανικού (ή συγκρίσιμου)
επιπέδου ανάπτυξης, η ανεργία ρέπει σε δομική αύξηση, παρά τις προ-
σωρινές διακυμάνσεις. Το κοινωνικό κόστος της ανεργίας δεν είναι απο-
δεκτό, λένε οι πράσινοι, και η επιδίωξη απεριόριστης ανάπτυξης, όντας
μέρος του προβλήματος, δεν μπορεί να αποτελεί μέρος της λύσης.
Παράλληλα, οι πράσινοι υποστηρίζουν ότι τα οικονομικά της ανά-
πτυξης είναι εγγενώς πληθωριστικά. Κατ’ αρχάς, και στηριζόμενοι στη
θέση ότι η σπάνις αποτελεί θεμελιώδες και αναπόφευκτο δεδομένο σ’
έναν πεπερασμένο πλανήτη, θεωρούν ότι, καθώς μειώνονται οι πόροι,
θα ασκηθεί αναπόφευκτα ανοδική πίεση στις τιμές. Παρόμοια, τα κόστη
της οικονομικής ανάπτυξης (μερικά από τα «εξωτερικά αποτελέσματά»
της), που μέχρι τώρα έχουν σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί, θα πρέπει σύ-
ντομα να ληφθούν υπόψη και να χρεωθούν. Αυτό, επίσης, θα αυξήσει το
κόστος ζωής. Ο Paul Ekins γράφει ότι «τα περιβαλλοντικά “αγαθά” (π.χ. ο
καθαρός αέρας, το καθαρό νερό) τα οποία στο πλαίσιο ενός χαμηλότερου
επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας ήταν ουσιαστικά “δωρεάν”, θα
αποκτήσουν οικονομικό κόστος, με αποτέλεσμα περαιτέρω πληθωριστι-
κή πίεση» (1986, σ. 11). Έτσι, μεταξύ παραδοσιακών νεοκλασικών (αλλά
υπέρ του περιβάλλοντος) οικονομολόγων η «εσωτερίκευση των εξωτε-
ρικών αποτελεσμάτων» θεωρείται το καλύτερο όχημα προς την περιβαλ-
λοντική προστασία (βλ. π.χ. Pearce et al., 1989).
Από μια πράσινη σκοπιά, επομένως, τα προβλήματα του πληθω-
ρισμού και της ανεργίας είναι (ή θα είναι) προϊόντα της ανάπτυξης, και

113
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

δεν μπορούν να επιλυθούν με την αύξησή της. Εξάλλου το παραπάνω


σημείο, που αφορά στην ανάγκη να περιλαμβάνουμε μελλοντικά το κό-
στος καθαρισμού του νερού στις οικονομικές προβολές, χρησιμεύει επί-
σης στο να καθιστά κατανοητές τις πράσινες ανησυχίες σχετικά με τους
παραδοσιακούς τρόπους υπολογισμού του σφρίγους των εθνικών οι-
κονομιών. Μια αύξηση, για παράδειγμα, στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν
(Α.Ε.Π.) θεωρείται αδιακρίτως καλό πράγμα, όμως, όπως τονίζει ο Jo-
nathon Porritt, «…πολλά από αυτά τα αγαθά και τις υπηρεσίες [που υπο-
λογίζονται στο Α.Ε.Π.] δεν προσφέρουν οφέλη στους ανθρώπους: αυξη-
μένες δαπάνες για την καταπολέμηση του εγκλήματος, ή για τα τόσα αν-
θρώπινα θύματα στην κοινωνία μας, ή για τη ρύπανση, ή για τα απορρίμ-
ματα και την προγραμματισμένη αχρήστευση, ή εξαιτίας της αυξανόμε-
νης γραφειοκρατίας» (Porritt, 1984a, σ. 121).
Ειδικότερα, ο Paul Ekins (1986, σ. 32-35) επισημαίνει τέσσερις λό-
γους για τους οποίους οι πράσινοι (και αρκετοί άλλοι) θεωρούν το Α.Ε.Π.
ανεπαρκή δείκτη μέτρησης της ευρωστίας μιας οικονομίας. Πρώτον,
αγνοεί την παραγωγή που πραγματοποιείται στο μη εκχρηματισμένο τμή-
μα της οικονομίας – τα οικιακά, την κοινωνική εργασία όπως η φρο-
ντίδα για τους ηλικιωμένους και τους άρρωστους που λαμβάνει χώρα
στο πλαίσιο της οικογένειας, η παραγωγή με βάση το σπίτι, και τα μυ-
ριάδες δίκτυα παραγωγής και ανταλλαγής που συνδέονται με την υπό-
γεια, ή «μαύρη», οικονομία· έχει υπολογιστεί ότι η αξία αυτής της άτυπης
παραγωγής σε ορισμένες χώρες ανέρχεται σχεδόν στο 60% του Α.Ε.Π.
(Ekins, 1986, σ. 34). Δεύτερον, οι υπολογισμοί του Α.Ε.Π. δεν μας παρέ-
χουν καμία πληροφορία για την κατανομή της παραγωγής ή των κερ-
δών της. Τρίτον, δεν παρέχουν καμία ένδειξη, επίσης, ως προς τη βιωσι-
μότητα των οικονομικών πρακτικών που συνεισφέρουν στην παραγωγή
– για παράδειγμα, το αμερικανικό σύστημα αγροτικής παραγωγής αποδί-
δει τεράστια κέρδη (για ορισμένους αγρότες), όμως είναι εξαιρετικά ανα-
ποτελεσματικό όσον αφορά στην αναλογία μεταξύ της ενέργειας που τρο-
φοδοτεί στο σύστημα και στη θερμιδική αξία της τροφής που παράγει. Οι
πράσινοι θα έθεταν σε αμφισβήτηση το κατά πόσο είναι συνετό να χρη-
σιμοποιούμε οικονομικούς δείκτες που δεν λαμβάνουν υπόψη τη μελλο-
ντική βιωσιμότητα του συστήματος που μετρούν. Τελικά, όπως τονίστηκε

114
Η βιώσιμη κοινωνία

παραπάνω κατά τη συζήτηση για το καθαρό νερό, το Α.Ε.Π. αγνοεί το κό-


στος παραγωγής – ιδιαίτερα το περιβαλλοντικό κόστος.
Υπό το πρίσμα αυτής της κριτικής, το γεγονός ότι το Α.Ε.Π. παραμέ-
νει ο κύριος δείκτης ευρωστίας των εθνικών οικονομιών αποτελεί για
τους πράσινους σύμπτωμα της «μυωπίας» που προκλήθηκε από αυτό
που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν ως εμμονή με την οικονομική ανάπτυξη.
Κατά τη γνώμη τους, η επιτυχία ενός συστήματος παραγωγής και ανταλ-
λαγής μπορεί πραγματικά να αποτιμηθεί μόνον εφόσον δημιουργηθούν
εναλλακτικοί δείκτες. Ο Victor Anderson έχει προτείνει να γίνει μια αρχή
περιλαμβάνοντας στους υπολογισμούς «την απλήρωτη οικιακή εργα-
σία, τις εξωοικιακές μη χρηματικές συναλλαγές, και την περιβαλλοντική
υποβάθμιση» και χρησιμοποιώντας ως βάση όχι το Ακαθάριστο Εθνικό
Προϊόν, αλλά το Καθαρό Εθνικό Προϊόν (Κ.Ε.Π.), «τουτέστιν το Α.Ε.Π. μεί-
ον την απόσβεση του κεφαλαίου» (Anderson, 1991, σ. 39). Από μια πρά-
σινη σκοπιά, οι δαπάνες για την προστασία του περιβάλλοντος και για
αποζημιώσεις περιβαλλοντικών ζημιών, τα κόστη της εκτεταμένης αστι-
κοποίησης και του συγκεντρωτισμού (όπως τα κόστη των μετακινήσεων
και των εμπορικών συναλλαγών) και τα χρήματα που δαπανώνται για να
αντιμετωπιστούν προβλήματα που οι πράσινοι θεωρούν ότι έχουν προ-
κληθεί από τη «βιομηχανική κοινωνία», όλα αυτά θα πρέπει να αφαιρού-
νται από τους υπολογισμούς των Α.Ε.Π. προκειμένου να έχουμε ποιοτι-
κές μετρήσεις για τη διαβίωση, όπως και ποσοτικές.
Ωστόσο, ακόμα και αυτό το Προσαρμοσμένο Εθνικό Προϊόν (Π.Ε.Π.,
Adjusted National Product, A.N.P.), κατά τον Anderson, δεν θα παρεί-
χε μια επαρκή εικόνα της ποιότητας ζωής σε μια συγκεκριμένη κοινω-
νία, λόγω της μονοδιάστατης επικέντρωσης σε οικονομικούς παράγο-
ντες. Υποστηρίζει ότι οι οικονομικοί δείκτες χρειάζεται να συνοδεύονται
από δύο επί πλέον σύνολα, τους «κοινωνικούς» και τους «περιβαλλοντι-
κούς» δείκτες, όπως τους ονομάζει (Anderson, 1991, σ. 55-64, 65-74). Οι
πρώτοι θα περιλαμβάνουν στοιχεία όπως οι αριθμοί εγγραφών στο δη-
μοτικό σχολείο, τα ποσοστά αναλφαβητισμού, θνησιμότητας και ανεργίας,
και οι τηλεφωνικές συνδέσεις ανά χίλια άτομα (Anderson, 1991, σ. 61). Οι
δεύτεροι θα περιλαμβάνουν στοιχεία για την αποψίλωση των δασών και
τον πληθυσμό, και μετρήσεις εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και κα-

115
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ταναλώσεων ενέργειας (Anderson, 1991, σ. 74). Η εφαρμογή από τον ίδιο


τον Anderson των δεικτών αυτών σε δεκατέσσερις χώρες σε διαφορετι-
κά στάδια της ανάπτυξής τους τον οδήγησε στο ακόλουθο συμπέρασμα:
«…οι κοινωνικές συνθήκες σε γενικές γραμμές βελτιώνονται, και βρα-
χυπρόθεσμα είναι πιθανόν ότι θα συνεχίσουν έτσι … Μεσοπρόθεσμα η
περιβαλλοντική υποβάθμιση απειλεί να αντιστρέψει αυτήν την κοινωνι-
κή πρόοδο» (Anderson, 1991, σ. 91). Όλα αυτά οδήγησαν τον Jonathon
Porritt να πει, με χαρακτηριστικά επιγραμματικό ύφος, ότι: «…η πρόοδος
στο μέλλον πιθανόν θα συνίσταται στην εξεύρεση τρόπων μείωσης του
Α.Ε.Π.» (Porritt, 1984, σ. 121).
Είναι μέσα από αυτό το πρίσμα που συναντώνται οι φυσικού, κοι-
νωνικού και ηθικού περιεχομένου ενστάσεις των πρασίνων απέναντι σε
μιαν οικονομία και μια κοινωνία ανεξέλεγκτης ανάπτυξης – μια τέτοια οι-
κονομία και μια τέτοια κοινωνία, λένε, δεν αποτελούν και τόσο ελκυστικά
περιβάλλοντα διαβίωσης. Παραμερίζοντας την προφανή παρατήρηση ότι
ούτε σε κοινωνίες που δεν υπάρχει καθόλου ανάπτυξη είναι ευχάριστο
να ζει κανείς, οι πράσινοι ισχυρίζονται ότι εγείρονται μπροστά μας ηθικά
προσκόμματα από την άρνηση των οικονομιών της ανάπτυξης να αντιμε-
τωπίσουν σοβαρά την ποιότητα ζωής των μελλοντικών γενεών και από
την εξαιρετική ετοιμότητά τους να αντιμετωπίζουν τη Γη ως πηγή πόρων
μάλλον παρά ως ευλογία. Παράγουμε ανεξέλεγκτα και καταναλώνουμε
με απληστία, και η κοινωνική μας θέση όπως και οι φιλοδοξίες μας κρί-
νονται και υπαγορεύονται σε μεγάλο βαθμό από τον πλούτο που διαθέ-
τουμε. Οι πράσινοι πιστεύουν ότι εντός της οικονομίας της ανάπτυξης οι
ζωές μας απομακρύνονται από την καλαισθησία, τείνοντας προς το ρυ-
παρό και το υλιστικό. Αντίστροφα, υποστηρίζουν ότι μια κοινωνία προσα-
νατολισμένη προς τη βιώσιμη ανάπτυξη θα χαρακτηρίζεται από λιγότε-
ρη απληστία και προσφέρει πιο ευχάριστες συνθήκες διαβίωσης, και αν
κάτι τέτοιοι μοιάζει δύσκολο να το πιστέψουμε, τότε οι πράσινοι θα προ-
στρέξουν σ’ ένα απόσπασμα από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ ως ένα προσωρι-
νό ανάχωμα απέναντι στη δυσπιστία:

Δεν είναι καν απαραίτητο να παρατηρήσουμε ότι μια στασιμότητα


του κεφαλαίου και του πληθυσμού δεν συνεπάγεται στασιμότητα ως

116
Η βιώσιμη κοινωνία

προς την ανθρώπινη βελτίωση. Θα υπήρχε το ίδιο όπως πάντα πεδίο


για κάθε είδους πνευματική καλλιέργεια, και για ηθική και κοινωνι-
κή πρόοδο· εξίσου μεγάλο περιθώριο για τη βελτίωση της Τέχνης της
Ζωής και πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να βελτιωθεί.
(στο Meadows et al., 1974, σ. 175)

Όπως επισημάναμε νωρίτερα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η άποψη αυτή αρ-


χίζει να αποκτά ένα ευρύ κοινό (Layard, 2003, 2005). Όπως με την κλι-
ματική αλλαγή και άλλα σημάδια περιβαλλοντικής κόπωσης, οι πράσινοι
θα το εκλάβουν αυτό, βεβαίως, ως επιβεβαίωση για το ότι είχαν εξαρχής
δίκιο, και ότι τόσο οι κοινωνικές όσο και οι περιβαλλοντικές πιέσεις θα
ήταν λιγότερο οξείες αν οι πράσινες αναλύσεις είχαν αντιμετωπιστεί σο-
βαρά – και νωρίτερα.

Αμφισβητώντας την κατανάλωση

Οι πολιτικοί οικολόγοι υποστηρίζουν, λοιπόν, μια περιστολή της οικονο-


μικής ανάπτυξης ή, ακριβέστερα, αυτού που ο οικονομολόγος Herman
Daly αποκαλεί «απόδοση» (1992, σ. 36). Τα συστατικά στοιχεία της απόδο-
σης είναι η μείωση των πόρων, η παραγωγή, η υποτίμηση (που συνεπά-
γεται κατανάλωση) και η ρύπανση. Από τα τέσσερα αυτά συστατικά στοι-
χεία, πιθανόν η παραγωγή προσελκύει τη μεγαλύτερη προσοχή όταν οι
αναλυτές εξετάζουν τις βάσεις και τις επιπτώσεις της βιώσιμης κοινω-
νίας, όμως η κατανάλωση παρέχει την πιο χρήσιμη αφετηρία για συζή-
τηση. Κατ’ αρχάς αυτό συμβαίνει διότι οι υπόλοιποι τρεις όροι βασίζονται
στην ύπαρξη και τη διατήρηση της κατανάλωσης – η κατανάλωση συνε-
πάγεται μείωση, η οποία συνεπάγεται παραγωγή, η οποία συνεπάγεται
απορρίμματα ή απόβλητα. Και, δεύτερον, η εικόνα της Ευζωίας που σχε-
διάζει για εμάς η πολιτική ιδεολογία του οικολογισμού διαφοροποιείται
από τις περισσότερες άλλες εικόνες, ακριβώς επειδή τοποθετείται υπέρ
μιας μικρότερης κατανάλωσης – για μερικούς.
Ένας όλο και πιο διαδεδομένος τρόπος να σκεφτόμαστε τον διαφο-
ροποιημένο αντίκτυπό μας στο περιβάλλον είναι μέσα από την ιδέα του

117
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

«οικολογικού αποτυπώματος». Οι Nicky Chambers, Craig Simmons και


Mathis Wackernagel γράφουν:

Κάθε οργανισμός, είτε πρόκειται για βακτήριο, είτε για φάλαινα, είτε
για άνθρωπο, έχει έναν αντίκτυπο πάνω στη γη. Όλοι βασιζόμαστε στα
προϊόντα και τις υπηρεσίες της φύσης, τόσο για την προμήθεια πρώ-
των υλών όσο και για την απορρόφηση των αποβλήτων μας. Ο αντί-
κτυπος που έχουμε επάνω στο περιβάλλον μας συνδέεται με την «πο-
σότητα» της φύσης που χρησιμοποιούμε ή «οικειοποιούμαστε» για να
διατηρήσουμε τις καταναλωτικές μας συνήθειες.
(Chambers κ.ά., 2000, σ. xiii)

Το «οικολογικό αποτύπωμα» είναι ένα είδος έκφρασης του ποσοστού της


φύσης που οικειοποιούμαστε προκειμένου να συντηρήσουμε την ατομι-
κή και τις συλλογικές μορφές διαβίωσής μας – μια «ένδειξη της μεταβο-
λιστικής σχέσης που αναπτύσσει μια ανθρώπινη κοινότητα με τα αγαθά
και τις υπηρεσίες που της παρέχει το φυσικό της περιβάλλον σε μια χρο-
νική στιγμή» (Dobson, 2003, σ. 100). Κάθε ζώο, μεταξύ των οποίων και το
ανθρώπινο, έχει ένα οικολογικό αποτύπωμα, και έτσι δεν υπάρχει τίποτα
καινούργιο, γενικά, στην ιδέα ότι οι άνθρωποι έχουν οικολογικά αποτυ-
πώματα. Η διαφορά ωστόσο τώρα, λένε οι πράσινοι, είναι ότι το οικολο-
γικό αποτύπωμα της ανθρωπότητας έχει γίνει τόσο μεγάλο ώστε να απει-
λεί τη συνεχιζόμενη παροχή αγαθών και υπηρεσιών από τη φύση.
Η ιδέα του οικολογικού αποτυπώματος εστιάζει την προσοχή μας
στο στάδιο της κατανάλωσης κατά την αναπαραγωγή της ανθρώπινης
ζωής, και μπορεί επίσης να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την άνι-
ση κατανομή παγκοσμίως των αγαθών και των υπηρεσιών της φύσης.
Θα μπορούσαμε να πάρουμε ως παράδειγμα τις εκπομπές του διοξειδί-
ου του άνθρακα:

… αν υποθέσουμε ότι απαιτείται ένας παγκόσμιος στόχος 11,1 γιγατό-


νων εκπομπών CO2 για τη διατήρηση της κλιματικής σταθερότητας μέ-
χρι το 2050, και αν υποθέσουμε ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός το 2050
θα είναι 9,8 δισεκατομμύρια, ο κατά κεφαλήν «περιβαλλοντικός χώρος»

118
Η βιώσιμη κοινωνία

για την ενέργεια θα είναι 1,1 τόνος ετησίως. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η
κατά κεφαλήν παραγωγή CO2 ανέρχεται στο επίπεδο των 9 τόνων, το
οποίο σημαίνει μείωση των εκπομπών στο Η.Β. κατά 85% περίπου.
(Chambers et al., 2000, σ. 102)

Αυτού του τύπου η ανάλυση υπονοεί ότι κάποιοι άνθρωποι καταναλώ-


νουν περισσότερο από το δίκαιο μερίδιό τους σε περιβαλλοντικά αγαθά
και υπηρεσίες, το οποίο με τη σειρά του υπονοεί ότι οι άνθρωποι αυτοί
–στο όνομα της δικαιοσύνης– θα πρέπει να μειώσουν την κατανάλωση
αυτών των αγαθών και υπηρεσιών.
Η άποψη αυτή για την κατανάλωση εγκαθιστά μια διαχωριστική
γραμμή μεταξύ του οικολογισμού και των περισσοτέρων άλλων πολιτι-
κών ιδεολογιών και παράλληλα βοηθά στη διάκρισή του από τον ελα-
φρά πράσινο περιβαλλοντισμό. Ο Jonathon Porritt, για παράδειγμα, γρά-
φει κατά τρόπο βαθύ πράσινο μάλλον, παρά ελαφρά πράσινο, όταν λέει
ότι: «Μια στρατηγική χαμηλής ενέργειας συνεπάγεται μια οικονομία χα-
μηλής κατανάλωσης· μπορούμε να κάνουμε περισσότερα με λιγότερα,
αλλά θα ήμασταν ακόμα καλύτερα κάνοντας λιγότερα με λιγότερα» (1984,
σ. 174). Σε αυτό το πλαίσιο, το να συγκεντρωθούμε στην κατανάλωση και
τις επιπτώσεις της βοηθά τόσο στην οριοθέτηση της περιοχής που προ-
σιδιάζει στον οικολογισμό, όσο και στο να έχουμε κατά νου ότι, από αυτή
την άποψη τουλάχιστον, συνιστά «μια ρήξη με τις αρχές της μοντέρνας
εποχής» (Ophuls, 1977, σ. 164). Σύμφωνα με μία από τις αρχές αυτές, η
οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συνεχιστεί για πάντα και η μεγιστοποί-
ηση της ατομικής και της συλλογικής κατανάλωσης αποτελεί τον στόχο
των κυβερνήσεων παγκοσμίως.
Όπως και με την ανάπτυξη, η πράσινη αμφισβήτηση της κατανάλω-
σης έχει τόσο ένα πραγματιστικό όσο και ένα ελεγειακό περιεχόμενο. Οι
Irvine και Ponton υποστηρίζουν ότι «η στάση του “αρκετά” πρέπει να αντι-
καταστήσει εκείνην του “περισσότερα”» (1988, σ. 15), επειδή αισθάνονται
ότι οι σημερινοί ρυθμοί κατανάλωσης είναι όχι μόνο φυσικά μη βιώσι-
μοι, αλλά είναι και απρεπείς· αντιτίθενται στην παραγωγή και στην αγο-
ρά οποιουδήποτε αντικειμένου θεωρούν αχρείαστο, και πιέζουν για μια
ζωή που θα βασίζεται στην «εθελούσια απλότητα» (Porritt, 1981, σ. 204). Η

119
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

«μέση οδός μεταξύ της πολυτέλειας και της φτώχειας» (ό.π.), που είναι η
οδός της βιώσιμης ανάπτυξης, μπορεί να είναι άβολος για μερικούς: «Βε-
βαίως, οι άνθρωποι θα εξακολουθήσουν να έχουν πλυντήρια (με τον όρο
ότι θα πρόκειται για συσκευές εξοικονόμησης ενέργειας). Όμως ηλεκτρι-
κές οδοντόβουρτσες και ηλεκτρικά μαχαίρια; Εδώ αλλάζει το πράγμα!»
(Banyard and Morgan-Grenville, 1987, σ. 335). Λαμβάνοντας υπόψη αυτές
τις παρατηρήσεις, ο οικολογισμός υπόκειται στην κριτική ότι αποτελεί μια
ιδεολογία για τις καλοζωισμένες μεσαίες τάξεις – γι’ αυτούς των οποίων
οι ζωές είναι αρκετά εξασφαλισμένες ώστε να μπορούν να μειώσουν την
κατανάλωση χωρίς σημαντική πτώση του βιοτικού τους επιπέδου. Η κρι-
τική αυτή είναι δυνητικά σημαντική, και πιο κάτω θα πω περισσότερα για
την κοινωνική βάση του πράσινου πολιτικού κινήματος.
Είναι, λοιπόν, ουσιώδης στο όραμα του οικολογισμού για μια βιώ-
σιμη κοινωνία η μειωμένη κατανάλωση (από εκείνους που διαθέτουν
υπερμέγεθες οικολογικό αποτύπωμα), και είναι εξίσου ουσιώδης η
ιδέα ότι, μπορεί αυτό να συνεπάγεται χαμηλότερο υλικό βιοτικό επίπε-
δο, όμως μια τέτοια θυσία αναπληρώνεται, και με το παραπάνω, από τα
οφέλη που ανακύπτουν. Οι πράσινοι θα θέτουν πάντα τη διάκριση μετα-
ξύ της ποσότητας και της ποιότητας: «…με όρους αδρού υλικού πλούτου,
είναι απίθανο να γίνουμε πλουσιότεροι. Όμως … αυτό που προέχει τώρα
είναι η ποιότητα του πλούτου» (Porritt, 1984a, σ. 124). Στο ίδιο πνεύμα, ο
Edward Goldsmith εκτιμά ότι η απατηλή ικανοποίηση που προσφέρει η
κατανάλωση μπορεί, και πρέπει, να αντικατασταθεί από «…ικανοποιή-
σεις μη υλικές … κοινωνικές» (1988, σ. 197-198), και για τους Bunyard
και Morgan-Grenville (ή για κάποιον/α από τους συγγραφείς της έκδο-
σής τους) ο ορίζοντας μπροστά μας είναι ανοιχτός:

Με βάση τα απατηλά κριτήρια του πλούτου, σε ένα Πράσινο μέλλον


πιθανότατα θα είμαστε «φτωχότεροι», όμως στην πραγματικότητα θα
έχουμε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, καλύτερη τροφή, υγιέστερα σώ-
ματα, ικανοποιητική εργασία, ποιοτική συντροφικότητα, καθαρότερο
αέρα, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, περισσότερο αλληλέγγυες κοινότη-
τες και, πάνω από όλα, έναν ασφαλέστερο κόσμο για να κατοικούμε.
(Bunyard and Morgan-Grenville, 1987, σ. 335)

120
Η βιώσιμη κοινωνία

Δεδομένης της κεντρικής θέσης που κατέχει η μειωμένη κατανάλωση στο


πρόγραμμα των βαθιά πράσινων, για όλους τους λόγους που αναπτύχθη-
καν παραπάνω, προκαλεί έκπληξη πόσο λίγοι θεωρητικοί του οικολογι-
σμού (όσο μπορώ να γνωρίζω) έχουν στρέψει με τη δέουσα σοβαρότητα
την προσοχή τους στον ρόλο που παίζει η διαφήμιση ως προς την αναπα-
ραγωγή καταναλωτικών συνηθειών και πρακτικών εναντίον των οποίων
οι ίδιοι επιδιώκουν να ασκούν κριτική. Οι Irvine και Ponton αποδεικνύο-
νται εξαιρέσεις σ’ αυτόν τον γενικό κανόνα, τονίζοντας ότι «…ο κρίκος που
συνδέει τη μαζική παραγωγή με τη μαζική κατανάλωση είναι η βιομηχα-
νία της διαφήμισης» (1988, σ. 62). Οι πράσινοι μπορούν, ενδεχομένως, να
το αξιοποιήσουν αυτό στο πλαίσιο μιας πολιτικής στρατηγικής – η κατάδει-
ξη της κοινωνικής ανευθυνότητας (ως προς το θέμα της βιωσιμότητας) της
βιομηχανίας της διαφήμισης προσφέρει έναν απτό τρόπο για να τεθεί το
ζήτημα της κατανάλωσης (πολύ πέρα από –και σε αντίθεση προς– το φαι-
νόμενο του πράσινου καταναλωτισμού) και να καταστεί σαφέστερο με τι θα
έμοιαζε μια βιώσιμη κοινωνία. Οι Irvine και Ponton προχωρούν λέγοντας:

Έννοιες όπως η αντοχή, η μειωμένη ή από κοινού κατανάλωση, οι


μη υλικές απολαύσεις, στη θέση εκείνων που συνδέονται με τη χρή-
ση αντικειμένων, συγκρούονται με τις στρατηγικές των μαζικών πωλή-
σεων. Η διαφήμιση είναι προσδεδεμένη σε μια διευρυνόμενη οικονο-
μία, αυτό ακριβώς που, εφόσον ζούμε σ’ έναν πεπερασμένο πλανήτη,
πρέπει να αποφύγουμε.
(Irvine and Ponton, 1988, σ. 63)

Υπό την έννοια αυτή, βασικές θέσεις του πράσινου κινήματος συγκλίνουν
σε κοινούς τόπους, όπως: η περατότητα του πλανήτη, η ανάγκη να περιο-
ριστεί η ανάπτυξη και, επομένως, να μειωθεί η κατανάλωση και να ελεγ-
χθούν οι πρακτικές (εν προκειμένω η διαφήμιση) που συμβάλλουν στην
αναπαραγωγή της οικονομίας της ανάπτυξης.

Αμφισβητώντας την κατανάλωση: οι ανάγκες


Το να μειωθεί η υλική κατανάλωση εκείνων που καταναλώνουν υπερ-
βολικά συνιστά καίρια θέση του οικολογικού προγράμματος, κι έτσι το

121
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

πράσινο κίνημα έχει να χειριστεί ένα βαρύνον πολιτικό και διανοητικό


πρόβλημα. Στοχεύει, κατ’ αρχάς, να πείσει πιθανούς υποστηρικτές του
ότι αυτό αποτελεί έναν επιθυμητό στόχο, και αναλαμβάνει να υποστηρί-
ξει μια σειρά από θεωρητικά επιχειρήματα υπέρ της θέσης του, τα οποία
επί του παρόντος μοιάζουν ανίσχυρα να εξυπηρετήσουν τον στόχο τους.
Ο ισχυρισμός, που διατυπώθηκε παραπάνω, ότι μια κοινωνία οργα-
νωμένη στη βάση της περιορισμένης κατανάλωσης απλά θα προσέφε-
ρε μια πιο ευχάριστη διαβίωση, μοιάζει απίθανο να κινήσει το ενδιαφέ-
ρον στις παρούσες συνθήκες. Ομοίως, η πλέον ευνοούμενη εναλλακτική
στρατηγική, που αφορά στη συγκρότηση μιας θεωρίας περί των αναγκών,
είναι διαβόητα δύσκολο να πραγματωθεί. Πώς οι Bunyard και Morgan-
Grenville έβγαλαν, προηγουμένως, το συμπέρασμα ότι τα πλυντήρια ρού-
χων είναι αποδεκτά, ενώ οι ηλεκτρικές οδοντόβουρτσες δεν είναι; Είναι
σαφές ότι στο σημείο αυτό λανθάνει μια θεωρία (ή μάλλον μια ενόραση)
περί των αναγκών, όμως πώς μπορεί αυτή να διατυπωθεί πειστικά;
Ο Paul Ekins, πάντως, θεωρεί ότι είναι σημαντικό για το πράσινο
κίνημα να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα –«Το ζήτημα των ανθρώπι-
νων αναγκών βρίσκεται στο κέντρο ακριβώς του προβληματισμού των
Νέων Οικονομικών» (Ekins, 1986, σ. 55)–, ωστόσο οι περισσότερες θε-
ωρίες περί των αναγκών είναι υπερβολικά ασαφώς διατυπωμένες για
να μπορούν να χρησιμεύσουν: «…ανάγκες είναι όλα τα ουσιώδη για την
επιβίωσή μας και για μια πολιτισμένη ανθρώπινη ύπαρξη, ενώ απαιτή-
σεις είναι τα επιπλέον, που εξυπηρετούν την ικανοποίηση των επιθυ-
μιών μας» (Porritt, 1984a, σ. 196). Το πρόβλημα με μια τέτοια διατύπω-
ση είναι ότι, ενώ μας δίνει μια ιδέα ως προς τη βασική διαφορά μετα-
ξύ της ανάγκης και της απαίτησης, δεν μας παρέχει καμία συγκεκριμένη
βοήθεια προκειμένου να προσδιορίσουμε το περιεχόμενό τους. Στο με-
ταξύ, το να μπορέσουμε να τις προσδιορίσουμε με έναν κάπως καθολι-
κό τρόπο προϋποθέτει ότι «οι θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες είναι πε-
περασμένες, ολιγάριθμες και ταξινομήσιμες» (Ekins, 1986, σ. 49). Η προ-
φανής αντίρρηση σε αυτό, ότι οι ανάγκες διαμεσολαβούνται από τις ιστο-
ρικές και πολιτισμικές συνθήκες, μπορεί εν μέρει να απαντηθεί ως εξής:

… η κοινή λογική, παράλληλα με έναν βαθμό κοινωνικο-πολιτισμι-

122
Η βιώσιμη κοινωνία

κής ευαισθησίας, ασφαλώς κατατείνουν στο ότι οι ανάγκες για Ύπαρξη,


Προστασία, Στοργή, Κατανόηση, Συμμετοχή, Δημιουργικότητα και Σχό-
λη υφίστανται από τις απαρχές του homo habilis και, αναμφίβολα, από
την εμφάνιση του homo sapiens.
(Max-Neef, 1992, σ. 203)

Ο Max-Neef στη συνέχεια μιλά για μια διάκριση μεταξύ «αναγκών» και
«ικανοποιήσεων» – οι ανάγκες είναι μόνιμες, ενώ οι ικανοποιήσεις μετα-
βλητές και, ως εκ τούτου, ανοιχτές σε διαπραγμάτευση (Max-Neef, 1992,
σ. 206-207). Σε ποιο βαθμό, όμως, μας βοηθάει αυτό; Η διάκριση απλώς
σπρώχνει το πρόβλημα μια θέση πίσω. Θα μπορούσαμε όλοι να συμφω-
νήσουμε ως προς ορισμένες «βασικές ανάγκες» (τροφή, ποτό, ένδυση,
στέγη), όμως οι «ικανοποιήσεις» είναι κάτι άλλο, και είναι ακριβώς αυτές
που χρειάζεται να διαπραγματευόμαστε. Ο Jonathon Porritt παρατηρεί:
«Χρειαζόμαστε όλοι να πάμε από το Α στο Β· μερικοί επιμένουν ότι μπο-
ρούν να το καταφέρουν αυτό μόνο από το πίσω κάθισμα μιας Ρολς Ρόυς»
(1984a, σ. 196). Ποιο ακριβώς μέγεθος αυτοκινήτου είναι αποδεκτό; Είναι
καν αποδεκτό ένα αυτοκίνητο;
Εάν το ζήτημα ανάγκες/απαιτήσεις μοιάζει προς το παρόν να πα-
ρουσιάζει δυσκολίες, αρκεί να σημειώσουμε για τον σκοπό μας –δηλα-
δή για τον εντοπισμό των κύριων χαρακτηριστικών μιας ριζοσπαστικής
πράσινης βιώσιμης κοινωνίας– ότι η έμφαση στη μειωμένη κατανάλω-
ση αναδεικνύει αργά ή γρήγορα το συγκεκριμένο ζήτημα και ότι, επομέ-
νως, η διάκριση μεταξύ αναγκών και απαιτήσεων συνιστά ένα από τα
διανοητικά χαρακτηριστικά των ποικίλων εκφάνσεων μιας τέτοιας κοι-
νωνίας. Ταυτόχρονα, η αίσθηση της σπάνεως που τροφοδοτεί την όλη
συζήτηση διαμορφώνει επίσης ένα ακόμη χαρακτηριστικό της βιώσι-
μης κοινωνίας, το οποίο οι περισσότεροι υποστηρικτές της θα προσυ-
πέγραφαν: μια τάση προς την εξισωτική κατανομή του διαθέσιμου υλι-
κού πλούτου. Οι Irvine και Ponton εξηγούν πληρέστερα: «Εάν υπάρχουν
όρια στις ανάγκες τις οποίες μπορεί να καλύψει μια κοινωνία, η δίκαιη
κατανομή τους καθίσταται ακόμα περισσότερο επιτακτική … Ο περιορι-
σμός των διαφοροποιήσεων μεταξύ των ανθρώπων είναι τόσο ουσιαστι-
κός όσο και ο περιορισμός της οικονομικής ανάπτυξης και της τεχνολο-

123
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

γικής καινοτομίας» (Irvine and Ponton, 1988, σ. 80). Κάτι παρόμοιο είδα-
με, παραπάνω, να τονίζεται στη συζήτηση περί του οικολογικού αποτυ-
πώματος. Από την άποψη αυτή, η βιώσιμη κοινωνία της βαθιά πράσινης
πολιτικής, ζητώντας τον περιορισμό των διαφοροποιήσεων, προσεγγί-
ζει πολύ τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις περί ισότητας, παρότι γίνεται σαφές,
από άλλες πλευρές, ότι η έμφαση στην ισότητα των ευκαιριών σημαί-
νει πως υπάρχει περιθώριο για διαφοροποιήσεις, οι οποίες ανακύπτουν
«δικαίως».

Αμφισβητώντας την κατανάλωση: οι πληθυσμοί


Μπορούμε, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε μια πράσινη πίστη στα οφέλη
και στην αναγκαιότητα μιας μείωσης των επιπέδων υλικής κατανάλω-
σης, και τα προβλήματα για να πεισθούμε να πράξουμε αναλόγως αρκε-
τοί από εμάς (ώστε να προκύψει μια υπολογίσιμη διαφορά). Οι πράσινοι,
όμως, έχουν έναν άλλο τρόπο για τη μείωση της κατανάλωσης – έναν
για τον οποίο δεν απαιτείται πολύπλοκη επιχειρηματολογία. Ο Porritt εί-
ναι σαφέστατος ως προς αυτό: «Προκειμένου για τη μείωση της συνολι-
κής κατανάλωσης, δεν υπάρχει τίποτα πιο αποτελεσματικό από τη μείω-
ση του αριθμού των ανθρώπων που καταναλώνουν» (1984a, σ. 190).
Οι πράσινοι έχουν επίγνωση ότι κάποιοι άνθρωποι σε κάποιες χώ-
ρες καταναλώνουν πολύ περισσότερο από άλλους ανθρώπους σε άλ-
λες χώρες, και ότι ως εκ τούτου είναι υπερβολικά απλουστευτικό να συ-
ζητάμε για οριζόντιες μειώσεις: «Η κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργει-
ας στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι δυόμισι φορές ο ευρωπαϊκός μέσος
όρος και χιλιάδες φορές ο μέσος όρος πολλών τριτοκοσμικών χωρών»
(Tokar, 1994, σ. 75-76). Παρά ταύτα, η επιλογή της πληθυσμιακής απο-
τελεί σημείο αντιπαράθεσης, συνιστώντας μιαν ιδιαίτερη πλευρά της γε-
νικής πράσινης θέσης ότι ακόμα και τα σημερινά πληθυσμιακά μεγέθη
δεν είναι βιώσιμα, πόσω μάλλον τα προβαλλόμενα στο μέλλον επίπεδα
(Curry, 2006, σ. 122-136). Η εμπειρία δείχνει ότι πάρα πολλοί άνθρωποι
δυσκολεύονται να αποδεχτούν το συγκεκριμένο μήνυμα.
Το «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοινωνία του Κόμματος των Πρα-
σίνων της Αγγλίας και της Ουαλίας» (1999) διακηρύσσει ότι «η αύξηση
του αριθμού των ανθρώπων συνιστά πιθανόν τη μεγαλύτερη μακρο-

124
Η βιώσιμη κοινωνία

πρόθεσμη απειλή για την επίτευξη οικολογικής σταθερότητας είτε τοπι-


κά είτε σε ολόκληρο τον κόσμο» (1999, σ. 100). Είναι οπωσδήποτε κε-
ντρικό θέμα στις περισσότερες ριζοσπαστικές πράσινες εικόνες της βι-
ώσιμης κοινωνίας ότι τα πληθυσμιακά επίπεδα θα είναι χαμηλότερα από
τα σημερινά, παρότι ανακύπτει διαφωνία ως προς το ποια επίπεδα θα εί-
ναι πράγματι βιώσιμα. Οι Irvine και Ponton υπολογίζουν για τη Βρετα-
νία ένα ύψος πληθυσμού περί τα 30 εκατομμύρια, που είναι (όπως λένε)
το μισό περίπου του σημερινού (1988, σ. 22). Οι Bunyard και Morgan-
Grenville, ωστόσο, υποστηρίζουν πως η Βρετανία θα μπορούσε να συ-
ντηρήσει 55 εκατομμύρια ανθρώπους λίγο ως πολύ αυτοδύναμα – όμως
μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα προσχωρήσουμε όλοι μας στη χορτο-
φαγία (1987, σ. 94-96). Ο Edward Goldsmith έχει υπολογίσει τον βιώσι-
μο παγκόσμιο πληθυσμό στα 3,5 δισεκατομμύρια, «ή και αρκετά λιγότε-
ρο» (1972, σ. 57), που συνεπάγεται να χαθούν με κάποιο τρόπο περίπου
1,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι από τον σημερινό παγκόσμιο πληθυσμό
(Lutz, 1994, σ. 465).
Και, βέβαια, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: πώς να «χάσουμε»
1,8 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Στα άκρα κάποιων ομάδων που σχε-
τίζονται με το πράσινο κίνημα έχουν προταθεί δρακόντεια μέτρα για την
επίλυση αυτού του προβλήματος. Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2, η ομά-
δα Earth First! στις Η.Π.Α. έχει προτείνει να αφήσουμε επιδημίες όπως το
AIDS να ακολουθήσουν την πορεία τους ώστε να βοηθήσουν να απαλλα-
γούμε από τον περιττό πληθυσμό.
Στο μεταξύ η αριστερά βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τον Μάλθους
και τους υποστηρικτές του, από το 1792 και την έκδοση του «Δοκιμίου
επί της αρχής του πληθυσμού» (Essay on the Principle of Population),
και απαντά γενικά στις θέσεις των Πρασίνων υποστηρίζοντας ότι η πεί-
να προκαλείται περισσότερο από την άνιση κατανομή των πόρων παρά
από τα απόλυτα όριά τους. Οι πράσινοι σημειώνουν την αντίδραση αυτή,
όμως με τον ίδιο τρόπο που υποδεικνύουν τα απόλυτα όρια στην άντληση
πόρων, παρά τα διαστήματα προσωρινής αναστολής που εξασφαλίζει η
επινοητικότητά μας στην άντλησή τους, θα υποδείξουν επίσης ότι υπάρ-
χουν όρια στον πληθυσμό που μπορεί να συντηρηθεί βιώσιμα και άνετα
σε έναν πεπερασμένο πλανήτη.

125
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Παρά τις παρεμβάσεις ομάδων όπως η Earth First!, οι πράσινοι συ-


νήθως υποστηρίζουν ότι ο έλεγχος του πληθυσμού και η μείωσή του,
αν και θεωρούνται απολύτως απαραίτητα, αποτελούν θέμα διαπραγμά-
τευσης μάλλον παρά επιβολής. Έτσι το «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοι-
νωνία του Κόμματος των Πρασίνων» απορρίπτει «κατασταλτικά ή εξα-
ναγκαστικά μέτρα για τον έλεγχο του πληθυσμού» (1999, σ. 100), και ο
Arne Naess στο πλαίσιο της Διάλεξης Schumacher που έδωσε το 1987
δέχθηκε ότι μπορεί να χρειαστούν εκατοντάδες χρόνια μέχρι να επιτευ-
χθεί ένας βιώσιμος πληθυσμός, επειδή «παραμένει ζωτικής σημασί-
ας να απορρίπτουμε μέτρα καταναγκασμού, ως μη αποδεκτές και ηθικά
απεχθείς μορφές καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (Porritt,
1984a, σ. 193). Τα είδη τακτικής που έχουν, λοιπόν, προταθεί στο πλαίσιο
του πράσινου κινήματος συνοψίζονται από τους Irvine και Ponton:

Θα μπορούσαν να προβλέπονται αμοιβές για περιόδους μη εγκυμοσύ-


νης και μη γέννας (ένα είδος επιβράβευσης λόγω μη ζημίας), φορολο-
γικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με λιγότερα από δύο παιδιά, έκτα-
κτο επίδομα για στείρωση, αναίρεση επιδομάτων μητρότητας και άλ-
λων παρόμοιων μετά το δεύτερο παιδί, μεγαλύτερες συντάξεις για αν-
θρώπους με λιγότερα από δύο παιδιά, δωρεάν και εύκολα διαθέσιμος
οικογενειακός προγραμματισμός, αυξημένες χρηματοδοτήσεις ερευ-
νών για μέσα αντισύλληψης –ειδικά για τους άντρες–, τερματισμός των
ερευνών και θεραπειών γονιμότητας, μια πιο πραγματιστική προσέγγι-
ση του ζητήματος των αμβλώσεων, απαγόρευση της παρένθετης μη-
τρότητας και άλλων παρόμοιων πρακτικών, και προώθηση ίσων ευ-
καιριών για τις γυναίκες σε όλους τους τομείς.
(Irvine and Ponton, 1988, σ. 23)

Ως προς το τελευταίο σημείο, οι συγγραφείς τονίζουν πως «…υπάρχει


μια ευτυχής συσχέτιση μεταξύ της απελευθέρωσης των γυναικών και
του ελέγχου των γεννήσεων» (Irvine and Ponton, 1988, σ. 23), και η Διε-
θνής Διάσκεψη για τον Παγκόσμιο Πληθυσμό το 1994 στο Κάιρο ενστερ-
νίστηκε μια τέτοια οπτική. Κατά τα λοιπά, ενώ είναι σαφές ότι επιστρατεύ-
ονται και μαστίγια και καρότα (και ότι μέτρα όπως τα «έκτακτα επιδόματα

126
Η βιώσιμη κοινωνία

στειρότητας» έχουν συχνά αποδειχθεί αδέξια, προσβλητικά και διαβλη-


τά), τακτικές αυτού του είδους απέχουν παρασάγγας από τη σφαγή που
φοβούνταν οι αντίπαλοι των πρασίνων και προτείνονταν από μερικούς
βαθείς οικολογιστές.
Θα ήταν λάθος, εν τούτοις, να απαλλάξουμε τόσο εύκολα την πρά-
σινη στρατηγική για τον πληθυσμιακό έλεγχο από οποιαδήποτε πιθανή
σύνδεσή της με την καταπίεση. Από κάποιους υποστηρικτές του κινήμα-
τος έχει υποστηριχτεί ότι οι κοινότητες (είτε πρόκειται για εθνικά κράτη
είτε για άλλου τύπου πολιτικο-θεσμικά μορφώματα) θα χρειαστεί να προ-
στατευτούν από την αύξηση του πληθυσμού με κάποιας μορφής έλεγχο
της μετανάστευσης. Αυτό υποστηρίχτηκε με τον πιο διαβόητο τρόπο από
τον Garrett Hardin όταν ξεκινούσε να αναπτύσσει την ηθική της σωσίβιας
λέμβου, σύμφωνα με την οποία, εάν σε μια σωσίβια λέμβο υπήρχε χώ-
ρος για τη σωτηρία μόνο δέκα ατόμων, τότε το ενδέκατο (υποννοούνται
γενικώς οι πληθυσμοί του Τρίτου Κόσμου) θα έπρεπε να πεταχτεί έξω. Η
άποψη αυτή δεν είναι από τις επικρατούσες στο σημερινό πράσινο κίνη-
μα, όμως ο απόηχός της, πιστεύω, γίνεται αντιληπτός σε ορισμένες τοπο-
θετήσεις σχετικά με τον έλεγχο της μετανάστευσης.
Ο Dave Foreman, συνιδρυτής του Earth First!, επικρίθηκε γιατί σε
μια διαβόητη συνέντευξή του είπε πως «το ν’ αφήσουμε τις Η.Π.Α. να εί-
ναι μια βαλβίδα υπερχείλισης για τα προβλήματα στη Λατινική Αμερι-
κή δεν λύνει τίποτα. Απλά αυξάνει την πίεση που ασκείται στους πόρους
που διαθέτουμε στις Η.Π.Α.» (στο Bookchin and Foreman, 1991, σ. 108).
Παρότι ανακάλεσε δημόσια αυτή του τη δήλωση, έχει ακόμα «[ένα] μι-
κρό διαβολάκι στο πίσω μέρος του μυαλού [του], [που] ψιθυρίζει συνέ-
χεια ενοχλητικές ερωτήσεις: Ποιος πραγματικά ωφελείται από μια απε-
ριόριστη μετανάστευση; Είναι βιώσιμη; Είναι αλήθεια ότι επιδεινώνει τα
κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα τόσο εδώ όσο και στη Λατινι-
κή Αμερική;» (στο Bookchin and Foreman, 1991, σ. 109). Στη Βρετανία
ο Jonathon Porritt διακήρυξε ότι «η αυστηρά λογική τοποθέτηση, όσον
αφορά τους οικολογιστές, είναι να κρατηθεί η μετανάστευση στο χαμη-
λότερο δυνατό επίπεδο και συγχρόνως να παραμείνουμε ευαίσθητοι στις
ανάγκες των προσφύγων, των διαιρεμένων οικογενειών, των πολιτικών
εξορίστων κ.λπ.» (1984a, σ. 191), και ο Edward Goldsmith υποστήριξε ότι

127
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

«μια κοινότητα πρέπει να είναι σχετικά κλειστή» (1988, σ. 203). Ο καταπιε-


στικός τοπικισμός2 και ο αποκλεισμός που θα μπορούσε να γεννήσει κάτι
τέτοιο είναι απόλυτα σαφή στον Goldsmith: «…θα μπορούσε να επιτρα-
πεί σε έναν ορισμένο αριθμό “ξένων” να εγκατασταθούν, αλλά και πάλι …
έτσι δεν θα συμμετείχαν στη λειτουργία της κοινότητας μέχρις ότου οι πο-
λίτες να τους εκλέξουν και να συναριθμηθούν με αυτούς» (1988, σ. 203).
Οι τοποθετήσεις αυτές σε μεγάλο βαθμό ακυρώνουν κάποιες άλλες
πράσινες θέσεις, όπως ότι «οι πράσινοι πανηγυρίζουν για την πολιτισμική
ποικιλομορφία σε μια πολυ-πολιτισμική κοινωνία» και ότι «ο στόχος μας
είναι η ισότητα ευκαιριών για τα μέλη όλων των εθνικών κοινοτήτων»
(«Μανιφέστο Πράσινου Κόμματος» της Βρετανίας, 1987, σ. 14-15). Είναι
δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς θα μπορούσε ο Porritt να συμβιβάσει
τη διατήρηση της μετανάστευσης στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, υπο-
στηρίζοντας την ίδια ώρα ότι αυτό δεν πρέπει «με κανένα τρόπο να προ-
καλεί διακρίσεις στη βάση της φυλής ή του χρώματος» (1984a, σ. 191).

Αμφισβητώντας την κατανάλωση: η τεχνολογία


Αρκετά σύντομα η συζήτηση για την πράσινη βιώσιμη κοινωνία εγεί-
ρει το θέμα του ρόλου και της θέσης της τεχνολογίας. Στον βαθμό που η
πράσινη πολιτική συνιστά μια πρόκληση για τα πρότυπα και τις πρακτι-
κές της σύγχρονης επιστήμης και κοινωνίας, στον βαθμό που θα κατη-
γορήσει την επιστημονική εξέλιξη (σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση) για
πολλά από τα δεινά που πιστεύει ότι υφιστάμεθα σήμερα, και στον βαθ-
μό που αντιτίθεται στον ισχυρισμό ότι επιπλέον δόσεις από τα ίδια θα θε-
ραπεύσουν τα δεινά αυτά, η τεχνολογία παραμένει πάντα κάτω από το
μικροσκόπιο της πράσινης κριτικής. Αυτός είναι, φυσικά, ο λόγος που
έχει οδηγήσει όσους δεν ανήκουν στο κίνημα (αλλά και όχι λίγους, πρέ-
πει να το πούμε, από εκείνους που ανήκουν σ’ αυτό) να το δουν ως αντι-

2 Στο πρωτότυπο tribalism, λέξη που παραπέμπει τόσο στα χαρακτηριστικά


μιας φυλής (tribe), όσο και στην ταύτιση ενός υποκειμένου με τη φυλή, την τοπι-
κή κοινότητα ή κάποια άλλη ομάδα στην οποία ανήκει. Η απόδοση του όρου εδώ
εναρμονίζεται με τις αναφορές σε τοπικές κοινότητες που τον πλαισιώνουν (σ.τ.μ.).

128
Η βιώσιμη κοινωνία

τεχνολογικό και εξ αυτού ως ένα κάλεσμα για επιστροφή σε μια προ-


τεχνολογική εποχή.
Αυτό αποτελεί υπεραπλούστευση. Το περισσότερο που μπορούμε
να πούμε, έχω καταλήξει, σχετικά με τη στάση του πράσινου κινήματος
απέναντι στην τεχνολογία του 19ου και του 20ού αιώνα (αυτή στην οποία
θα αναφέρομαι μιλώντας για «τεχνολογία» από τούδε και στο εξής) εί-
ναι να τη χαρακτηρίσουμε αμφίθυμη και, πιο συγκεκριμένα, ότι εξαρτάται
από το είδος της τεχνολογίας για το οποίο γίνεται λόγος. Ο Rudolf Bahro
από τη Γερμανία, για παράδειγμα, υπήρξε (πριν από τον θάνατό του το
1998) αντίθετος προς τις περισσότερες μορφές τεχνολογίας, ο Jonathon
Porritt τοποθετείται υπέρ ορισμένων ειδών, αλλά γενικά προτιμά να πα-
ραμένει αγνωστικιστής, και ο Brian Tokar από τις Η.Π.Α. είναι καχύπο-
πτος απέναντί της. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι οι πράσινοι είναι
πάντα καχύποπτοι απέναντι στην «τεχνολογική επιδιόρθωση», αν αυτή
συνεπάγεται να αγνοούμε τα πολιτικά και οικονομικά αίτια περιβαλλοντι-
κών και άλλων κοινωνικών εντάσεων.
Αυτή η αμφιθυμία απέναντι στην τεχνολογία εκδηλώνεται με σαφή-
νεια στην περίπτωση της ανακύκλωσης. Προφανώς η τεχνολογία υπάρ-
χει για να ανακυκλώνει μεγάλες ποσότητες υλικών «αποβλήτων» (π.χ.
εφημερίδες, μπουκάλια) και να τα κάνει πάλι χρήσιμα. Αυτό είναι πιθα-
νόν το είδος της δραστηριότητας που συνδέεται συχνότερα με την πρά-
σινη πολιτική, και είναι αλήθεια ότι μέλη του πράσινου κινήματος συχνά
βασίζουν τις εικόνες τους για τη βιώσιμη κοινωνία σε τέτοιες στρατηγι-
κές: «Έχουμε ήδη υποστηρίξει ότι το κλειδί για τον έλεγχο της ρύπαν-
σης δεν είναι ο διασκορπισμός, αλλά η ανακύκλωση» (Goldsmith, 1972,
σ. 43). Στο ευρύτερο, ωστόσο, πλαίσιο του πράσινου αιτήματος για μειω-
μένη κατανάλωση αυτό σαφώς δεν αρκεί, και μερικοί πράσινοι ανησυ-
χούν μήπως η υπερβολική εξάρτηση από την ανακύκλωση αναιρέσει τη
βαρύτητα της αναγνώρισης ότι χρειάζονται πιο δραστικές αλλαγές. Η έμ-
φαση θα έπρεπε να δίνεται στο αν μειώνουμε την κατανάλωση παρά στο
αν ανακυκλώνουμε ό,τι έχει ήδη καταναλωθεί. Έτσι, σε ένα ειδικό κείμε-
νο, στο οποίο έχω ήδη αναφερθεί, διαβάζουμε:

Το μύθευμα περί συνδυασμού των σημερινών επιπέδων κατανάλω-

129
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σης με «απεριόριστη ανακύκλωση» χαρακτηρίζει ένα τεχνοκρατικό


όραμα μάλλον παρά ένα οικολογικό. Η ίδια η ανακύκλωση χρησιμο-
ποιεί πόρους, ξοδεύει ενέργεια, προκαλεί θερμική ρύπανση· σε τελι-
κή ανάλυση, είναι μια βιομηχανική δραστηριότητα όπως όλες οι άλλες.
Η ανακύκλωση είναι και χρήσιμη και απαραίτητη, όμως απατώμεθα αν
φανταζόμαστε ότι παρέχει ουσιαστικές απαντήσεις.
(Porritt, 1984a, σ. 183)

Οι πράσινοι θα επιμείνουν ότι, σε αυτό το πλαίσιο, τις ουσιαστικές απαντή-


σεις του Porritt μπορεί να τις δώσει μόνο «…μια μείωση της συνολικής πο-
σότητας των πόρων που καταναλώνουμε» (Irvine and Ponton, 1988, σ. 28)
και η θετική τοποθέτηση ως προς τα παρακάτω ερωτήματα (και κυρίως
στο δεύτερο) του Brian Tokar: «Αν κάτι δεν μπορεί να κατασκευαστεί, ή
να χτιστεί, ή να αναπτυχθεί χωρίς να προκληθεί ανεπανόρθωτη οικολο-
γική βλάβη, άραγε δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε να δημιουργήσου-
με κάτι άλλο στη θέση του, ή να αποφασίσουμε απλά να ζήσουμε χωρίς
αυτό;» (Tokar, 1994, σ. 80). Η επιλογή της απεξάρτησης από τα αντικείμε-
να απορρέει άμεσα από το αίτημα των ριζοσπαστών πρασίνων για μει-
ωμένη κατανάλωση – ένα αίτημα που πιστοποιεί σταθερά τη διαπίστω-
ση ότι ακόμα και μια λελογισμένη χρήση της τεχνολογίας οδηγεί σε βρα-
χυπρόθεσμες λύσεις μάλλον παρά σε μιαν αποφασιστική αναμέτρηση με
τα βασικά θέματα.
Ενώ επικρατεί σχετική αμφιθυμία ως προς την πράσινη τοποθέτη-
ση σχετικά με την ικανότητα της τεχνολογίας να απαντήσει στο πρόβλη-
μα των περιορισμένων πόρων, ακόμα μεγαλύτερη διαφωνία εκδηλώνε-
ται ως προς τον γενικό της ρόλο σε μια βιώσιμη κοινωνία. Θα μπορούσα-
με να αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, ποια είδη τεχνολογίας θα επιτρέ-
πονται ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες άμυνας των πράσινων κοινωνι-
ών απέναντι σε πιθανές ή πραγματικές επιθέσεις. Βεβαίως, μερικοί πρά-
σινοι στοχαστές θα παρακάμψουν το θέμα υποστηρίζοντας ότι οι βιώσι-
μες κοινωνίες θα είναι, ούτως ή άλλως, βασικά ειρηνικές. Άλλοι θα υπο-
στηρίξουν τη μη βίαιη αντίσταση των πολιτών, αντλώντας παραδείγματα
από πρακτικές που ακολουθήθηκαν, για παράδειγμα, στις αντι-πυρηνι-
κές δράσεις και διαδηλώσεις της δεκαετίας του 1980. Κάτι τέτοιο φαίνεται

130
Η βιώσιμη κοινωνία

εντάξει όσο δεν μας πυροβολούν, ή εφόσον έχουμε προετοιμαστεί να πε-


θάνουμε ανυπεράσπιστοι.
Τα περισσότερα, ωστόσο, πράσινα αμυντικά σενάρια περιλαμβά-
νουν κάποια εφαρμογή της «αρχής του σκαντζόχοιρου» – όπου ο πλη-
θυσμός που δέχεται επίθεση γίνεται όσο μπορεί περισσότερο δυσπρόσι-
τος και προβληματικός για τις δυνάμεις εισβολής: «Υψηλά ποσοστά άρ-
νησης συνεργασίας, πολιτικής ανυπακοής και δολιοφθορών», υποστη-
ρίζει ο Brian Tokar, «πρέπει να αρκούν για να καταστήσουν οποιαδήπο-
τε χώρα ακυβέρνητη» (1994, σ. 128). Κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει, όμως
η πολιτική ανυπακοή και οι δολιοφθορές απέναντι σε αντιπάλους διατε-
θειμένους να χρησιμοποιήσουν βία, για να μην οδηγηθούμε σε τεράστιες
απώλειες ανθρώπινων ζωών, μπορεί να χρειαστούν την υψηλή τεχνο-
λογία. Μέχρι ποιου σημείου, λοιπόν, θα ήταν μια πράσινη κοινωνία δια-
τεθειμένη να ακολουθήσει την οδό της τεχνολογίας των εξοπλισμών και
των παρακολουθημάτων της;
Σε μια πιο θετική κατεύθυνση, πάλι, έχει υποστηριχθεί ότι, μακράν
του να είναι ένας κακός δράκος (bête noire), η τεχνολογία μπορεί να κα-
ταστήσει περισσότερο ευπρόσδεκτη τη μετάβαση προς –και τη διαβίωση
με– τρόπους ζωής πιο τοπικού και περισσότερο λιτού χαρακτήρα. Ένας
από τους μεγαλύτερους φόβους των εκτός του πράσινου κινήματος πα-
ρατηρητών είναι ότι η εικόνα του για τις τοπικού χαρακτήρα πολιτικές
αποπνέει έναν μικροπρεπή τοπικισμό, με τον οποίο είναι εξίσου απευ-
κταίο όσο και απωθητικό να ζει κανείς. Ωστόσο, η τεχνολογία της πλη-
ροφορικής δεν θα περιόριζε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Ακριβώς κάτι τέτοιο
δεν είχε στον νου του ο Edward Goldsmith όταν έγραφε για «την τεχνολο-
γική υποδομή μιας αποκεντρωμένης κοινωνίας» (Goldsmith, 1972,σ. 86);
Θα ακούσουμε συχνά τους πράσινους να διατείνονται πως στις ομορφιές
της σύγχρονης τεχνολογίας συγκαταλέγεται το γεγονός ότι είναι ιδεώδης
για αποκεντρωμένες μορφές πολιτικής. Από αυτή τη σκοπιά φαίνεται ότι
μας επιτρέπεται να συμφωνήσουμε με τον William Ophuls όταν υποστη-
ρίζει ότι: «Η εικόνα της ολιγαρκούς κοινωνίας που ανακύπτει κατ’ αυ-
τόν τον τρόπο μοιάζει κάπως με τη μορφή πολιτισμού της πόλης-κρά-
τους, αλλά σε πολύ υψηλότερη και περισσότερο εκλεπτυσμένη τεχνολο-
γική βάση» (1977, σ.168).

131
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Ενέργεια

Αν η απάντηση στα προβλήματα που ανακύπτουν λόγω της απόλυτης


σπάνεως πόρων βρίσκεται στη μειωμένη κατανάλωση μάλλον, παρά
σε περισσότερες τεχνολογικές συσκευές, τότε οι πράσινοι θα επισημά-
νουν ότι το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και ως προς τη χρήση της ενέργει-
ας. Η ενέργεια είναι βεβαίως ένας πόρος και –στον βαθμό που παγκο-
σμίως σήμερα οι ενεργειακές πολιτικές στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε
μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας– είναι επίσης ένας περιορισμένος πό-
ρος. Η ίδια η πυρηνική ενέργεια παράγεται από τον περιορισμένο πόρο
του ουρανίου κι έτσι φαίνεται απίθανο να λύσει τα προβλήματα που προ-
κύπτουν λόγω της σπάνεως των πόρων. Συγχρόνως, ενώ τα πραγματικά
επίπεδα των πόρων μπορεί να είναι αρκετά υψηλά, τα επίπεδα των δια-
θέσιμων μη ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων είναι κάπως χαμηλότε-
ρα. Αυτό συμβαίνει επειδή, κατά πρώτον, το κόστος άντλησης (κατά τους
πράσινους) θα φτάσει τελικά σε απαράδεκτα ύψη και, δεύτερον, θα πρέ-
πει να υπάρξει ένα σημείο που, όπως το θέτει ο Herman Daly, θα απαιτεί
τόση ενέργεια «η εξόρυξη ενός τόνου κάρβουνου, όση μπορεί να παρα-
χθεί από έναν τόνο κάρβουνο» (1977b, σ. 111).
Πέρα από το πρόβλημα των ορίων των μη ανανεώσιμων ενεργει-
ακών πόρων, οι πράσινοι είναι επίσης κατά κανόνα επιφυλακτικοί ως
προς τη χρήση τέτοιων πόρων λόγω της περιβαλλοντικής φθοράς που
μπορούν να προκαλέσουν. Η πυρηνική ενέργεια είναι δυνάμει εξαιρε-
τικά ρυπογόνα, τα προβλήματα της απόρριψης ακόμα και χαμηλά ραδι-
ενεργών αποβλήτων (που συχνά αποκαλούνται «αχίλλειος πτέρνα» της
πυρηνικής βιομηχανίας) δεν έχουν αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά, και οι
πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας, υπό κανονικές συνθήκες λει-
τουργίας, πιθανόν αποτελούν μια πηγή κρουσμάτων λευχαιμίας. Παρο-
μοίως, οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα είναι δια-
βόητο ότι συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, καθώς και στη
δημιουργία της όξινης βροχής.
Μπροστά στα εμφανή μειονεκτήματα μιας ενεργειακής εξάρτησης
από περιορισμένα αποθέματα μολυσματικών και επικίνδυνων μη ανανε-
ώσιμων πόρων, οι πράσινοι συνήθως αναπτύσσουν την ενεργειακή τους

132
Η βιώσιμη κοινωνία

στρατηγική γύρω από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη διατήρηση της


ενέργειας, και τη μειωμένη κατανάλωση τόσο της ενέργειας όσο και των
ανθεκτικών αντικειμένων που μας βοηθά να παράγουμε. Οι ανανεώσιμες
πηγές ενέργειας προβάλλονται ως επιθυμητές επειδή είναι κατ’ αρχήν
απεριόριστες (αν και διαβόητα δύσκολες στη συγκέντρωση και αποθή-
κευση μεγάλων ποσοτήτων), σχετικά άκακες για το περιβάλλον, και κα-
τάλληλες για τις αποκεντρωμένες μορφές διαβίωσης που συνιστούν συ-
χνά οι πολιτικοί οικολόγοι – απ’ όλες αυτές τις απόψεις ανταποκρίνονται
στις βασικές απαιτήσεις της πράσινης βιώσιμης κοινωνίας. Αξίζει, όμως,
να σημειωθεί ότι αυτό δεν ισχύει ως προς μία παράμετρο: Η τεχνολογία
που συνδέεται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ανεμόμυλοι, φράγ-
ματα κ.λπ.) είναι συχνά ιδιαίτερα σύνθετη και, στην περίπτωση της παρα-
γωγής ηλιακών κυψελών, ρυπαντική. Αν θυμηθούμε τις ενστάσεις που
έχουν διατυπωθεί για τις τεχνολογίες της ανακύκλωσης και της πληροφο-
ρικής, βλέπουμε ότι η πραγμάτευση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας
μας παρέχει άλλο ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της αμφιθυμίας που χα-
ρακτηρίζει την αποτίμηση του ρόλου της τεχνολογίας από τους πράσινους.
Λίγοι, πάντως, πράσινοι προσποιούνται ότι η ενεργειακή πολιτική
στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω θα παραγάγει τις φανταστικές πο-
σότητες ενέργειας που απαιτούνται αυτή τη στιγμή, πόσω μάλλον ότι θα
αντεπεξέλθει στις ιλιγγιώδεις προβλέψεις που γίνονται για ταχύτατα ανα-
πτυσσόμενα έθνη, όπως η Κίνα και η Ινδία. Αυτό σημαίνει πως η ενερ-
γειακή ζήτηση θα πρέπει να ελαττωθεί πέραν της μείωσης που επήλθε
ήδη από τις αυξήσεις των τιμών και τις βελτιωμένες πολιτικές συντήρη-
σης. Στο σημείο αυτό, η πράσινη διακήρυξη ότι η βιωσιμότητα προϋπο-
θέτει τη μείωση της υλικής κατανάλωσης συναντά το ενεργειακό πρό-
βλημα. Για τους βαθείς πράσινους η μειωμένη χρήση ενέργειας σημαί-
νει μειωμένη παραγωγή, και η μειωμένη παραγωγή σημαίνει μειωμένη
κατανάλωση. Θα υποστηρίξουν ότι με την ανανεώσιμη ενέργεια μπορού-
με να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας, αλλά όχι την απληστία μας. Για
άλλη μια φορά προβάλλει η διάκριση μεταξύ αναγκών και απαιτήσεων,
και για άλλη μια φορά βλέπουμε ότι η πράσινη εικόνα της βιώσιμης κοι-
νωνίας υποστηρίζεται από την αναγκαιότητα και το επιθυμητό της μειω-
μένης υλικής κατανάλωσης.

133
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Εμπόριο και ταξίδια

Συνεπείς προς τις αρχές της αυτονομίας3 και της κοινοτιστικής αποκέ-
ντρωσης που χαρακτηρίζουν ορισμένες εκδοχές της βιώσιμης κοινω-
νίας, οι πράσινοι έχουν εκτός συρμού απόψεις στα ζητήματα του εμπορί-
ου και των ταξιδιών. Πριν συζητήσουμε αυτό το θέμα σχετικά λεπτομερώς
είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι η αυτονομία δεν είναι το ίδιο πράγ-
μα με την αυτάρκεια, και οι πράσινοι καταβάλλουν αρκετή προσπάθεια για
να κάνουν τη διάκριση. Παρότι η πράσινη πολιτική ταυτίζεται συχνά με το
κίνημα των αυταρκών κοινοτήτων, φαίνεται γενικότερα να είναι οργανω-
μένη πάνω στις αρχές του αυτοκαθορισμού μάλλον παρά της αυτάρκειας.
Ποια είναι η διαφορά; Η αυτάρκεια μπορεί να περιγραφεί ως «μια
κατάσταση απόλυτης οικονομικής ανεξαρτησίας», ενώ η αυτονομία εί-
ναι καλύτερα κατανοητή ως «μια κατάσταση σχετικής ανεξαρτησίας»
(Bunyard and Morgan-Grenville, 1987, σ.334). Όσον αφορά στη βαρύτητα
της έννοιας της αυτονομίας για την πολιτική της οικολογίας, ο Paul Ekins
φτάνει σε σημείο να ισχυριστεί ότι, μαζί με τις θεωρίες των αναγκών (που
έχουμε ήδη καλύψει) και μια ανασημασιοδότηση της εργασίας (βλ. πα-
ρακάτω), αποτελεί έναν από τους τρεις πυλώνες του Νέου Οικονομικού
πλαισίου (1987, σ. 97). Σύμφωνα με τον Johan Galtung, οι βασικοί κανό-
νες της αυτονομίας είναι:

… να παράγουμε ό,τι χρειαζόμαστε χρησιμοποιώντας τους δικούς μας


πόρους, εσωτερικεύοντας την πρόκληση που συνεπάγεται αυτό, ανα-
πτυσσόμενοι μέσα από τις προκλήσεις, χωρίς ούτε να παραχωρούμε
τα πιο προκλητικά θετικά εξωτερικά στοιχεία των εργασιών σε άλλους,
από τους οποίους αποκτούμε εξάρτηση, ούτε και να εξάγουμε αρνητι-
κά εξωτερικά στοιχεία σε άλλους, στους οποίους προξενούμε βλάβη
και μπορεί να εξαρτηθούν από εμάς.
(στο Ekins, 1986, σ.101)

3 Στο αγγλικό όχι autonomy, αλλά self-reliance, έκφραση που συνδέει την αυ-
τονομία με το να στηρίζεται κανείς στον εαυτό του (σ.τ.μ.).

134
Η βιώσιμη κοινωνία

Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, το εμπόριο είναι κάτι το οποίο πρέπει


να διεξάγεται ως εξαίρεση μάλλον παρά ως κανόνας. Τίποτα στη θεωρία
της αυτονομίας δεν απαγορεύει το εμπόριο, όμως σίγουρα στοχεύει στο
να μεταθέσει το βάρος της δικαιολόγησης από αυτούς που θα το μείωναν
σε αυτούς που θα το αύξαιναν. Θα ήταν λάθος, λοιπόν, να προβάλλου-
με ως χαρακτηριστικό των πρασίνων ότι προτείνουν πλήρη οικονομική
ανεξαρτησία – γνωρίζουν πολύ καλά ότι «…πάντα υπάρχουν αγαθά και
υπηρεσίες που δεν μπορούν να δημιουργηθούν ή να παρέχονται σε το-
πικό, περιφερειακό ή εθνικό πλαίσιο» (Ekins, 1986, σ. 52). Θα αποτελού-
σε, όμως, μια βασική πεποίθηση ότι «η αυτονομία έχει ως εφαλτήριο την
ιδέα να παράγουμε μόνοι μας τα πράγματα μάλλον παρά να τα αποκτού-
με μέσω ανταλλαγής» (ό.π., σ. 104). Οραματιζόμενοι αυτόν τον κανόνα να
ακολουθείται ισοδυναμεί με το να οραματιστούμε ένα σημαντικό κομμάτι
του οικονομικού και πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα λειτουργούσε
μια πράσινη βιώσιμη κοινωνία.
Το εμπόριο αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τους πράσινους για
τέσσερις λόγους. Κατά πρώτον (και αυτός δεν είναι απαραίτητα πράσι-
νος λόγος), αποτελεί πεδίο άσκησης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας
και έναν εύκολο δρόμο προς την εξαγορά της αυτονομίας από την εξάρ-
τηση· δεύτερον, ενθαρρύνει την επίδειξη και βοηθά στο να μετατρέπονται
οι απαιτήσεις σε ανάγκες (χρειαζόμαστε τα ακτινίδια; αλλά, τότε, χρειαζό-
μαστε το τσάι;)· τρίτον, ορισμένες εμπορικές πρακτικές καταλήγουν σε δι-
αβόητες σπατάλες πόρων (όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με τις ντο-
μάτες που καλλιεργούνται στο νησί Guernsey, εξάγονται, και ενίοτε ξανα-
μεταφέρονται πίσω για να καταναλωθούν)· και, τέταρτον, η εξάρτηση από
ένα ή δύο εξαγωγικά προϊόντα μπορεί να καταστήσει τις οικονομίες ευά-
λωτες σε μια πτώση των τιμών ή σε μια γενική επιδείνωση των όρων δι-
εξαγωγής του εμπορίου.
Αυτό το τελευταίο σημείο οδηγεί τον Johan Galtung να υποστηρίξει
ότι, αν είναι να υπάρχει εμπόριο, «ένας τομέας παραγωγής –η παραγωγή
βασικών ειδών [τροφή, ένδυση, στέγη, ενέργεια, υγεία, παιδεία, οικιακή
αυτοπροστασία]– θα πρέπει να λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε η χώρα
να είναι δυνητικά τουλάχιστον αυτάρκης, όχι μόνο αυτόνομη» (στο Ekins,
1986, σ. 102). Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πληθυσμοί θα είναι προστατευμένοι

135
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

απέναντι στις ιδιοτροπίες της αγοράς, τουλάχιστον ως προς τα αναγκαία.


Με βάση αυτές τις αντιλήψεις για το εμπόριο, η πράσινη οικονομική πρα-
κτική οικοδομείται ουσιωδώς γύρω από τον προστατευτισμό: «…είναι
σαφές ότι θα χρειαστεί επιλεκτική προστασία της εγχώριας οικονομίας
που να εγκαθιδρύσει τη βιώσιμη βάση της, και να ενθαρρύνει τη χώρα
να γίνει πιο αυτάρκης απ’ όσο είναι τώρα» (Porritt, 1984a, σ. 135). Αυτό
φέρνει τους πράσινους να αντιπαρατίθενται στη συντριπτικά κυρίαρχη
αντίληψη –η οποία εκπροσωπείται από τις περισσότερες κυβερνήσεις
και οργανισμούς όπως ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου (Δ.Ο.Ε., World
Trade Organisation, WTO) και η Διεθνής Τράπεζα (World Bank, WB)– ότι
το εμπόριο αποτελεί την οδό της ανάπτυξης. Συχνά οι εν λόγω οργανι-
σμοί αντιμετωπίζουν ως περιορισμούς του εμπορίου τους περιβαλλοντι-
κούς κανονισμούς που έχουν ως στόχο να προστατεύσουν περιβάλλοντα
και πρακτικές όπως η οργανική καλλιέργεια – ένα, απλώς, συγκεκριμέ-
νο παράδειγμα των εντάσεων που αναπτύσσονται μεταξύ όσων συνηγο-
ρούν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και όσων υπερασπίζονται τη βιωσι-
μότητα και την προστασία του περιβάλλοντος.
Η κατανόηση των παραπάνω θα μας βοηθήσει να κατανοήσου-
με γιατί προβεβλημένοι «πράσινοι» πολιτικοί όπως η Νορβηγίδα Gro
Harlem Brundtland έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν πριν ενστερνιστούν
ένα ριζοσπαστικό πράσινο πρόγραμμα. Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζει
ότι «ο προστατευτισμός είναι μια από τις πτυχές αντιπαράθεσης [μεταξύ
εθνών] που πρέπει να καταργηθεί … Τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου
εμπορίου για τις χώρες του Βορρά και του Νότου πρέπει να είναι εμφα-
νή» (Brundtland, 1989, σ. 5). Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο στο παρόν πο-
λιτικό κλίμα, ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη GATT του 1994, και παρά τις σφο-
δρές αντιδράσεις στη σύνοδο του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου στο
Σηάτλ το 1999 όπως και σε επόμενες συναντήσεις του Δ.Ο.Ε., και παρέ-
χει ένα επιπλέον δείγμα του τρόπου κατά τον οποίο η πολιτική οικολογία
αντιτίθεται στα κυρίαρχα παραδείγματα.
Παρομοίως, υποστηρίζοντας την πράσινη θέση για ένα μειωμένο
εμπόριο συναντάμε τις κεντρικές θέσεις για τη μειωμένη κατανάλωση
(εάν δεν μπορείς να το παράγεις, σκέψου πρώτα μήπως μπορείς να κά-
νεις και χωρίς αυτό, και μόνο μετά εμπορεύσου το), και μια θεωρία περί

136
Η βιώσιμη κοινωνία

των αναγκών που ευελπιστεί να στηρίξει την θέση ότι σε πολλές περι-
πτώσεις το εμπόριο στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι είναι μια αδικαιο-
λόγητη απόλαυση. Εάν η διαβίωση υπ’ αυτές τις συνθήκες μοιάζει να
αναπαράγει στυλ ζωής που συνήθως συνδέονται με τις αναπτυσσόμενες
χώρες, τότε η πράσινη θέση για το εμπόριο (όπως και αρκετές από τις
υπόλοιπες συστάσεις τους) αντικατοπτρίζει την άποψη του Rudolf Bahro
πως «…με κάποια επιφύλαξη θα μπορούσαμε να πούμε … ότι ο δρόμος
προς τη συμφιλίωση με τον Τρίτο Κόσμο μπορεί να συνίσταται στο να γί-
νουμε εμείς οι ίδιοι Τρίτος Κόσμος» (1986, σ. 88).
Μια πτυχή της επίδρασης του προστατευτισμού θα είναι, βεβαίως, να
οδηγηθούν οι κοινότητες πίσω στους δικούς τους πόρους, και αυτό είναι
απόλυτα ευθυγραμμισμένο με τον πράσινο σχεδιασμό για τη συγκρότηση
μιας πολιτικής ζωής βασισμένης στην κοινοτιστική αποκέντρωση. Αυτός
ο σχεδιασμός επηρεάζει επίσης την πράσινη θέση για τα ταξίδια: Ένα από
τα χαρακτηριστικά της ριζοσπαστικής πράσινης βιώσιμης κοινωνίας θα εί-
ναι ότι οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν λιγότερο. Ο Arne Naess στη διάλεξη
Schumacher του 1987 αναφέρθηκε στην αρχή της «περιορισμένης κινη-
τικότητας», και ο William Ophuls έχει υποστηρίξει επίσης ότι σε μια τέτοια
κοινωνία η ατομική κινητικότητα θα είναι περιορισμένη (1977, σ. 167).
Αυτό οφείλεται στο ότι, κατ’ αρχάς, οι πράσινοι θεωρούν πως οι τρέ-
χουσες ταξιδιωτικές πρακτικές σπαταλούν φυσικούς πόρους. Το οικολο-
γικό αποτύπωμα που αποδίδεται στις αεροπορικές μετακινήσεις αποτε-
λεί αντικείμενο αυξανόμενης ανησυχίας, ακόμα και για την κυρίαρχη πο-
λιτική, μια και οι εκπομπές ρύπων που ενοχοποιούνται για την κλιματική
αλλαγή και συνδέονται με τα αεροπορικά ταξίδια αυξάνονται με ρυθμούς
ταχύτερους απ’ όσο σε οποιονδήποτε άλλο τομέα της οικονομίας.
Δεύτερον, και πιο σημαντικό, οι πράσινοι επιχειρηματολογούν για
μια περιορισμένη κινητικότητα έχοντας τις ελπίδες τους για τη δημιουρ-
γία υποστηρικτικών, ικανοποιητικών σχέσεων στις αποκεντρωμένες,
αυτόνομες κοινότητές τους. Από αυτό το πρίσμα, τα ταξίδια συνεπάγονται
την αποδιάρθωση των δεσμών που κρατούν ενωμένες τέτοιες κοινότη-
τες, και θέτουν έτσι σε κίνδυνο το «αίσθημα αφοσίωσης και συμμετοχής»
(Porritt, 1984a, σ. 166) που για τους πράσινους θα είναι ένα από τα σημα-
ντικότερα οφέλη της αποκεντρωμένης κοινοτιστικής ζωής. Για τη βιώσι-

137
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

μη κοινωνία αποτελεί ουσιώδη συνθήκη το να ζεις «στον τόπο σου» και


να αναπτύσσεις σχέσεις οικειότητας με αυτόν και με τους ανθρώπους
που ζουν εκεί. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, τα ταξίδια είναι μια δρα-
στηριότητα πολύ επεκτατική και πολύ φυγόκεντρη.

Εργασία

Ο Paul Ekins αναφέρεται σε μια «ανασημασιοδότηση της φύσης και της


αξίας της εργασίας» ως έναν από τους κύριους πυλώνες του πράσι-
νου οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου (1986, σ. 97), και είναι σίγου-
ρα αλήθεια ότι ο οικολογισμός μπορεί να απορριφθεί από τις περισσότε-
ρες άλλες μοντέρνες πολιτικές ιδεολογίες λόγω της στάσης του στο θέμα
αυτό. Οι πολιτικοί οικολόγοι έχουν μια συγκεκριμένη άποψη για την αξία
της εργασίας και επίσης αμφισβητούν την κυρίαρχη τάση να συνδέεται η
εργασία με την αμειβόμενη απασχόληση. Μια τέτοια σύνδεση μπορεί να
μας κάνει να πιστέψουμε ότι εάν ένα άτομο δεν έχει αμειβόμενη απασχό-
ληση, τότε δεν εργάζεται. Για τους πράσινους αυτό είναι απλά αναληθές,
και η επαναδιαπραγμάτευση της έννοιας της εργασίας τους οδηγεί να
προτείνουν τρόπους «απελευθέρωσής» της από όσα εκλαμβάνουν ως
περιορισμούς θεμελιωμένους στη μοντέρνα (και αρχαϊκή) αντίληψη ότι η
εργασία είναι απλά αμειβόμενη απασχόληση. Όλα αυτά θα γίνουν σαφέ-
στερα σύντομα, πρώτα όμως πρέπει να πούμε κάποια πράγματα σχετικά
με το πώς οι πράσινοι εκτιμούν την εργασία καθεαυτήν.
Ένα από τα πιο κοινά σενάρια για αναπτυγμένες βιομηχανικά κοι-
νωνίες, σε αυτό το πλαίσιο, αφορά σ’ ένα μέλλον χωρίς εργασία. Πρό-
κειται για μια γνωστή ιστορία, που ξεκινά σε αυτοματοποιημένα εργοστά-
σια αυτοκινήτων και διατείνεται ότι η τεχνολογική πρόοδος θα μας δώ-
σει τελικά τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε μια λίγο ως πολύ άκοπη πα-
ραγωγή σε αχανή τμήματα της βιομηχανικής διαδικασίας. Σε ένα τέτοιο
μέλλον το μόνο πρόβλημα θα είναι πώς να αξιοποιήσουμε τον αυξημένο
ελεύθερο χρόνο που θα έχει δημιουργηθεί από την καθαρή και αυτομα-
τοποιημένη παραγωγή. Οι πράσινοι έχουν εντρυφήσει σε αυτό το μέλλον
και δεν τους αρέσει αυτό που βλέπουν.

138
Η βιώσιμη κοινωνία

Πρώτον, θα υποστηρίξουν ότι θέτει ως προϋπόθεση ρυθμούς κα-


τανάλωσης και παραγωγής που αμφισβητούνται από τη θέση περί ορί-
ων στην ανάπτυξη. Δεύτερον, στον βαθμό που αυτό το μέλλον είναι ήδη
μαζί μας, οι πολιτικοί οικολόγοι αντιτάσσονται στην ανεργία που φαίνεται
να προκαλεί η αυτοματοποιημένη παραγωγή, και συνήθως απορρίπτουν
τους ισχυρισμούς ότι άλλες βιομηχανίες (υπηρεσιών, αναδυόμενες4) θα
αναπληρώσουν το εργασιακό έλλειμμα που θα έχει προκύψει από τη βι-
ομηχανική αναπροσαρμογή. Τρίτον, ένα τέτοιο μέλλον (με δεδομένη την
τωρινή γενική αντιπάθεια για την αναδιανομή) πιθανότατα θα παρήγε μια
κοινωνία διχασμένη μεταξύ των καλοπληρωμένων ελεγκτών των μηχα-
νημάτων και όσων θα εισέπρατταν επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης κα-
θηλωμένα σ’ ένα επίπεδο προορισμένο ν’ αποθαρρύνει τη νωθρότητα. Τέ-
λος, οι πράσινοι κοιτούν την ανθούσα βιομηχανία αναψυχής και βλέπουν
την –καταναλωτικού προσανατολισμού, περιβαλλοντικά επιβλαβή, βιομη-
χανοποιημένη και πειθαρχημένη– φύση της ως απειλή για τις αυτόνομες,
παραγωγικές πρακτικές που μας επιφυλάσσει η πράσινη Ευημερία.
Όμως, πέρα από όλα αυτά, οι πράσινοι θα είναι (τουλάχιστον) επιφυ-
λακτικοί απέναντι σ’ ένα μέλλον χωρίς εργασία, επειδή πιστεύουν ότι η
εργασία είναι καλό πράγμα. Από αυτή την άποψη, αποτελούν μέρος μιας
παράδοσης που θεωρεί ότι η εργασία είναι μια ευγενής δραστηριότητα,
που εξυψώνει το πνεύμα και μας βοηθά να δημιουργούμε και να αναπα-
ράγουμε δεσμούς με την κοινότητά μας – βοηθά ακόμα και να δημιουρ-
γήσει κανείς τον εαυτό του. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η εργασία είναι
μια υποχρέωση τόσο προς τον εαυτό μας όσο και προς την κοινωνία μας,
και αυτή η υποχρέωση πρέπει να εκπληρώνεται.
Η πράσινη επιδοκιμασία της εργασίας οδηγεί προφανώς τους πολι-
τικούς οικολόγους –όπως και τους περισσότερους άλλους ανθρώπους–
να παραπονούνται για την ανεργία που υφίσταται, όμως οι πράσινοι προ-

4 Στο πρωτότυπο “sunrise” industry, έκφραση που αναφέρεται σε σχετικά και-


νούργιες επιχειρήσεις, με γρήγορη και δυναμική ανάπτυξη – ως επίκαιρα παρα-
δείγματα αναφέρονται οι δραστηριοποιούμενες στην παραγωγή καύσιμου υδρογό-
νου, στον διαστημικό τουρισμό και στις ηλεκτρονικές εγκυκλοπαίδειες (σ.τ.μ.)

139
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σθέτουν μια δική τους νότα στον γνωστό σκοπό. Υποστηρίζουν πως, πα-
ρότι σίγουρα υπάρχει ανεργία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιτελείται ερ-
γασία. Στη ρίζα αυτής της εκτίμησης βρίσκεται η πεποίθηση ότι η εργασία
δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως συνώνυμη της αμειβόμενης απασχό-
λησης. Οι πράσινοι (και, για μια ακόμα φορά, αρκετοί άλλοι) υπογραμμί-
ζουν ότι πάρα πολλή εργασία γίνεται χωρίς να καταγράφεται ως τέτοια,
ακριβώς επειδή οι καθημερινές εργασίες δεν λαμβάνουν τη μορφή της
αμειβόμενης απασχόλησης. Τέτοιο παράδειγμα είναι η εργασία που γί-
νεται από τις γυναίκες (κυρίως) στο σπίτι, η φροντίδα των αρρώστων και
των ηλικιωμένων εκτός των ιδρυμάτων περίθαλψης, καθώς και η εργα-
σία που επιτελείται στη λεγόμενη «άτυπη» οικονομία. Συγκεκριμένο πα-
ράδειγμα μιας προσπάθειας να καταστεί όλο αυτό ορατό αποτελεί η πρό-
ταση του Victor Anderson να περιληφθεί «η χρηματική αξία της απλήρω-
της οικιακής εργασίας» και των «εξωοικιακών μη χρηματικών συναλλα-
γών» στις βελτιώσεις του Προσαρμοσμένου Εθνικού Προϊόντος επί των
υπολογισμών του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (1991, σ. 39).
Οι πράσινοι τονίζουν ότι η συγκεκριμένη διάκριση μεταξύ εργασί-
ας και αμειβόμενης απασχόλησης δεν έχει μόνο σημασιολογική αξία. Η
μοντέρνα τάση να συνδέεται η αμοιβή και η κοινωνική θέση με την αμει-
βόμενη απασχόληση έχει ως αποτέλεσμα, κατά την αναζήτηση στρατηγι-
κών για την αντιμετώπιση της ανεργίας, τόσο οι εργοδότες όσο και οι δυ-
νητικοί εργαζόμενοι να στρέφονται στους τομείς παραγωγής που συνδέ-
ονται παραδοσιακά με την αμειβόμενη απασχόληση. Με άλλα λόγια, οι
άνεργοι αναζητούν εργασία στην αμειβόμενη απασχόληση και οι εργο-
δότες προσπαθούν να τους τοποθετήσουν σε τέτοια. Η πράσινη προσέγ-
γιση στα προβλήματα της ανεργίας, αντίθετα, θέλει να επικεντρωνόμαστε
σ’ εκείνους τους τομείς όπου ανέκαθεν επιτελείται εργασία, όμως μειώ-
νεται, αν δεν ποινικοποιείται κιόλας. Τίποτε, προφανώς, δεν λύνεται με
μια σημασιολογική αναίρεση της διάκρισης μεταξύ εργασίας και αμειβό-
μενης απασχόλησης, όμως οι πράσινοι υποστηρίζουν μια σειρά μέτρων
που θα επέφεραν μια τέτοια αναίρεση στην πράξη.
Γενικά, το πράσινο επιχείρημα έχει ως προμετωπίδα την πεποίθηση
ότι οι παραδοσιακές λύσεις στα προβλήματα της ανεργίας (όπως η μεγα-
λύτερη ανάπτυξη) είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν είτε επειδή το

140
Η βιώσιμη κοινωνία

πλαίσιό τους είναι ένας πεπερασμένος πλανήτης είτε επειδή η τεχνολογι-


κή υποδομή που έχει αναπτυχθεί είναι, στην πραγματικότητα, σχεδιασμέ-
νη έτσι που να μειώνει τις θέσεις αμειβόμενης απασχόλησης. Οι Irvine
και Ponton είναι ξεκάθαροι όσον αφορά στις επιπτώσεις: «Υπό τις συν-
θήκες αυτές, συνθήματα του τύπου “ Όχι επιστροφή στη δεκαετία του ’30”
και “Εργασία για όλους” είναι άσχετα, αν όχι τελείως αντιδραστικά» (1988,
σ. 66-67). Οι πολιτικοί οικολόγοι θα συνεχίσουν λέγοντας ότι η εργασία
που επιτελείται στην άτυπη οικονομία πρέπει να απελευθερωθεί και
να αποποινικοποιηθεί, και οι πολιτικές που σχεδιάζονται σήμερα για να
εμποδίζουν τους ανθρώπους να εργάζονται σε αυτήν θα πρέπει να εγκα-
ταλειφθούν και να αντικατασταθούν από πολιτικές που θα τους ενθαρρύ-
νουν να εργάζονται εκεί. Υπ’ αυτή την έννοια, το να εξαλείφεις τη διάκρι-
ση μεταξύ εργασίας και αμειβόμενης απασχόλησης σημαίνει να εξαλεί-
φεις τη διάκριση μεταξύ της επίσημης και της άτυπης οικονομίας.
Οι πράσινοι υποστηρίζουν ότι τα σύγχρονα συστήματα κοινωνικής
ασφάλισης, και οι παραδοχές που τα καθορίζουν, εμποδίζουν την πλή-
ρη ανάπτυξη του δυναμικού της άτυπης οικονομίας. Τονίζουν ότι τα πε-
ρισσότερα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αποτρέπουν τους ανθρώ-
πους από το να εργάζονται σε καθεστώς ημι-απασχόλησης ή περιστασια-
κά (δηλαδή όποτε «προκύπτει»), αφού έτσι καθίσταται πιθανό να ανακλη-
θούν τα επιδόματα – με άλλα λόγια, δεν αξίζει πάντοτε, από οικονομι-
κής πλευράς, να εργάζεται κανείς. Δεύτερον, μια αύξηση του εισοδήμα-
τος μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ανάκληση επιδομάτων, οδηγώντας σε
αυτό που έχει ονομαστεί «παγίδα φτώχειας». Έτσι, η απασχόληση στην
άτυπη οικονομία, όπου οι συνθήκες δεν μοιάζουν σε τίποτα σχεδόν με τις
άκαμπτες δομές της αμειβόμενης απασχόλησης, αποθαρρύνεται ουσια-
στικά. Επιπλέον, τα περισσότερα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (και
οπωσδήποτε το βρετανικό, που στηρίζεται στην πρόταση του Beveridge
το 1942) έχουν σχεδιαστεί προϋποθέτοντας μια οικονομία ανάπτυξης και
ένα σύστημα αμοιβών βασισμένο στην ύπαρξη μιας ουσιαστικά καθολι-
κής αμειβόμενης απασχόλησης. Εάν οι προϋποθέσεις αυτές δεν θα ισχύ-
ουν (και οι πράσινοι πιστεύουν ότι δεν ισχύουν), θα πρέπει να επανεξε-
ταστεί και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που βασίζεται πάνω τους.
Πέραν τούτων, οι πράσινοι συχνά επικρίνουν τον έλεγχο των [ατομι-

141
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

κών, σ.τ.μ.] οικονομικών μέσων5 που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των


σημερινών στρατηγικών κοινωνικής ασφάλισης και, συνακόλουθα, θίγο-
νται από τους όρους που συνοδεύουν τις παροχές και από τις επιπτώσεις
που έχουν αυτοί: «Υπάρχουν πολύ περισσότερο ανείσπρακτα επιδόμα-
τα απ’ όσο παράνομες διεκδικήσεις, μολονότι δεν έχουμε δει πολλά συ-
νεργεία ελεγκτών να αναζητούν τους δικαιούχους [των πρώτων, σ.τ.μ.]
που δεν τα διεκδίκησαν» (Irvine and Ponton, 1988, σ. 84). Κάτι που εμ-
φανίζεται συχνά στην πράσινη βιβλιογραφία ως απάντηση στα προβλή-
ματα των σύγχρονων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, και πιο συ-
γκεκριμένα για τον τρόπο με τον οποίο συμβάλλουν στην περιθωριο-
ποίηση της άτυπης οικονομίας, είναι το Σχέδιο Ελάχιστου Εισοδήματος
(Minimum Income Scheme, MIS) ή Σχέδιο Εγγυημένου Βασικού Εισο-
δήματος (Guaranteed Basic Income Scheme, GBIS).
Η γενική μορφή του Σχεδίου Εγγυημένου Βασικού Εισοδήματος
(Σ.Ε.Β.Ε.) είναι απλή. Σύμφωνα με το «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοι-
νωνία» του Πράσινου Κόμματος της Αγγλίας και της Ουαλίας (1999) θα
είναι «αρκετό για να καλύπτει βασικές ανάγκες … αποδίδεται σε όλους
τους ενήλικους πολίτες και δεν θα κόβεται όταν αυξάνεται το εισόδημα.
Τα ποσά που θα δικαιούνται τα παιδιά μέχρι το τέλος της υποχρεωτικής
εκπαίδευσης θα αποδίδονται σε έναν γονιό ή νόμιμο κηδεμόνα» (1999,
EC 750, 752). Παρομοίως, η Ann Miller γράφει:

Ένα Σχέδιο Βασικού Εισοδήματος θα θέτει ως στόχο να εγγυάται για


κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί το άνευ όρων δικαίωμά τους σ’ ένα
προσωπικό εισόδημα, αρκετό για την κάλυψη των βασικών εξόδων δι-
αβίωσης. Η βασική του επιδίωξη θα είναι η πρόληψη της φτώχειας, σε
αντίθεση με την απλή ανακούφισή της.
(στο Ekins, 1986, σ. 226)

5 Στο πρωτότυπο means-testing, όρος που αναφέρεται στον έλεγχο της οικο-
νομικής κατάστασης ενός προσώπου, προκειμένου να πιστοποιηθεί αν εμπίπτει
στην κατηγορία των δικαιούχων οικονομικής υποστήριξης (σ.τ.μ.).

142
Η βιώσιμη κοινωνία

Υποστηρικτές του Σ.Ε.Β.Ε. ισχυρίζονται ότι παρουσιάζει σαφή πλεονε-


κτήματα απέναντι στα ελαττώματα και τις ανωμαλίες των καθιερωμέ-
νων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Πρώτον, οι άνθρωποι δεν θα
αποθαρρύνονται να αναλαμβάνουν εργασίες μερικής και περιστασια-
κής απασχόλησης, αφού κάτι τέτοιο δεν θα επιφέρει καμία μείωση επι-
δομάτων· δεύτερον, ούτε τυχόν μικρές αυξήσεις στο εισόδημα θα επη-
ρεάζουν τα επιδόματα· τρίτον, θα είναι πολύ ευκολότερη η διαχείριση
του συστήματος από εκείνη των περισσότερων συστημάτων που ισχύ-
ουν σήμερα. Γενικότερα, θα ενθαρρυνθούν ελαστικές μορφές εργασίας,
οδηγώντας (όπως ελπίζεται) στην απελευθέρωση της άτυπης οικονομίας
και στην αναγνώρισή της ως πεδίο αξιοσέβαστης απασχόλησης. Συγχρό-
νως, οι πράσινοι ελπίζουν ότι το Σ.Ε.Β.Ε. θα βοηθήσει να αναιρεθεί αυτό
που αντιλαμβάνονται ως μια ύπουλη κοινωνική διάκριση μεταξύ εκεί-
νων που έχουν απασχόληση κι εκείνων που δεν έχουν.
Από το ξεκίνημά τους (και σχέδια για ένα εγγυημένο βασικό εισόδη-
μα δεν προώθησαν μόνο οι πράσινοι – έχουν υποστηρικτές σε όλο το πο-
λιτικό φάσμα) τα σχέδια αυτού του είδους υπήρξαν πολύ αμφιλεγόμενα.
Κατ’ αρχάς, οι άνθρωποι ρωτούν πόσο θα είναι πραγματικά το ποσό της
εβδομαδιαίας ή μηνιαίας πληρωμής. Ορισμένοι στην αριστερά έχουν κα-
τακρίνει τις προτάσεις Σ.Ε.Β.Ε. θεωρώντας ότι οι πληρωμές θα είναι μάλ-
λον τόσο χαμηλές ώστε θα οδηγούν στην περαιτέρω παγίωση της φτώ-
χειας, παρά στην άρση της. Ωστόσο, ακόμα κι αν οι πράσινοι δεχτούν ότι
πιθανόν οι πληρωμές δεν θα είναι τόσο υψηλές όσο θα επιθυμούσαν με-
ρικοί, θα επιμείνουν ότι η επίδραση του Σ.Ε.Β.Ε. στο άνοιγμα της άτυπης
οικονομίας και στην αποδοχή ευέλικτων μορφών εργασίας θα έχει ως
αποτέλεσμα να παραμείνουν στο επίπεδο εισοδήματος του Σ.Ε.Β.Ε. ελά-
χιστοι άνθρωποι – και αν θα το κάνουν, θα μπορούμε αυτό να το χαρα-
κτηρίσουμε εκούσια απόφαση πολύ πιο βάσιμα απ’ όσο ισχύει σήμερα.
Η τρίτη συνηθισμένη κριτική που γίνεται σε όλα τα σχέδια εγγυημέ-
νου βασικού εισοδήματος αναφέρεται στο ότι θα είναι εξαιρετικά ακρι-
βή η εφαρμογή τους. Απαντώντας, οι υποστηρικτές τέτοιων σχεδίων συ-
νήθως πιάνουν τον ταύρο της αναδιανομής από τα κέρατα και παραδέ-
χονται ότι αναμένεται από τα υψηλά εισοδήματα, μέσω υψηλής φορολό-
γησης, να χρηματοδοτήσουν τα Σ.Ε.Β.Ε. – εδώ βρισκόμαστε μπροστά σ’

143
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ένα κλιμακωτό σύστημα φορολόγησης που είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλές


σήμερα, τουλάχιστον σε φιλελεύθερα δημοκρατικά πολιτεύματα. Την ίδια
στιγμή, οι πράσινοι υποδεικνύουν και όλα τα άλλα είδη φόρων που θα ει-
σπράττονται σε μια βιώσιμη κοινωνία: φόροι στις πρώτες ύλες της γραμ-
μής παραγωγής, φόροι στα προϊόντα, φόροι στους πόρους, φόροι στην
κατανάλωση, φόροι στην αεροπλοΐα – όλοι αυτοί, υποστηρίζουν, θα συμ-
βάλλουν στη συγκέντρωση επαρκών ποσών για τα Σ.Ε.Β.Ε.. Στη συνέ-
χεια αναφέρονται στην οικονομία που επιτυγχάνει η διαχείριση ενός τόσο
απλού συστήματος σε σύγκριση με τα ποσά που δαπανώνται για τα ση-
μερινά συστήματα. Τέλος, θα ισχυριστούν ότι τα έσοδα από τη φορολογία
θα αυξηθούν ούτως ή άλλως δεδομένης της αύξησης των κερδών από
την εργασία περισσότερων ανθρώπων.
Τίθενται προς συζήτηση δύο επιπλέον ζητήματα σχετικά με το GBIS,
που και τα δύο αφορούν στο ερώτημα κατά πόσο, τελικά, τέτοια σχέδια
αφορούν στην πράσινη βιώσιμη κοινωνία. Οι αναγνώστες του κεφαλαίου
αυτού μπορεί να αισθάνονται ότι το Σ.Ε.Β.Ε. δεν εντάσσεται ομαλά στη μάλ-
λον ριζοσπαστική εικόνα που σχεδιάσαμε μέχρι τώρα για τη βιώσιμη κοι-
νωνία. Το Σ.Ε.Β.Ε. είναι ριζοσπαστικό με την έννοια ότι αποτελεί μια μεγά-
λης εμβέλειας προέκταση των σημερινών πρακτικών, ωστόσο το νόημα
της πράσινης βιώσιμης κοινωνίας, όπως μου έχει δοθεί να καταλάβω, είναι
ότι πραγματώνει μια σημαντική ρήξη με στις τρέχουσες πρακτικές. Σύμφω-
να με αυτή την ανάγνωση, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι υπάρχουν
στο Σ.Ε.Β.Ε. τόσο πολλά «εκ του κόσμου τούτου» ώστε δύσκολα μπορούμε
να το δούμε ως μέρος μιας βαθιά πράσινης πρότασης για τη βιωσιμότητα.
Ως προς αυτό, τον πρώτο κώδωνα κινδύνου κρούει ο Boris Frankel
(1987), ρωτώντας ποιες πολιτικές δομές προτείνουν οι πράσινοι ως κα-
τάλληλες για την οργάνωση του Σ.Ε.Β.Ε.. Υποστηρίζει ότι η συγκεντρωτι-
κή φύση τέτοιων δομών έρχεται σε διάσταση προς την αποκεντρωτική δι-
άθεση πολλών πράσινων προγραμμάτων. Υπονοεί, με άλλα λόγια, ότι οι
αποκεντρωτικοί πράσινοι θέλουν κι από τα δυο – από τη μια αποζητούν
αποκεντρωτικές μορφές πολιτικής ζωής, από την άλλη θέλουν να θεσμο-
θετήσουν κοινωνικές πρακτικές εφικτές μόνο μέσω ενός υψηλού επιπέ-
δου προγραμματισμού, με τον συγκεντρωτισμό που αυτός προϋποθέτει. Οι
πράσινοι μπορεί να απαντήσουν ότι η διοίκηση (και εξασφάλιση χρημα-

144
Η βιώσιμη κοινωνία

τοδότησης) του Σ.Ε.Β.Ε. θα πρέπει να γίνεται κεντρικά, αλλά ότι αυτό δεν
αντιβαίνει στην αρχή ότι «τίποτα δεν θα πρέπει να γίνεται σε υψηλότερο
επίπεδο αν μπορεί να γίνει σε χαμηλότερο» (Porritt, 1984a, σ. 166). Η διοί-
κηση του Σ.Ε.Β.Ε., υπό την έννοια αυτή, χρειάζεται πράγματι να γίνεται σε
«υψηλό επίπεδο», και αυτό είναι γεγονός· το κατά πόσο θα το αντιμετωπί-
σουμε αυτό ως μια αίρεση σε σχέση με τον πράσινο κανόνα θα εξαρτηθεί
από το πόσο αυστηρά θα ερμηνεύσουμε την αποκέντρωση στο πλαίσιο του
πράσινου πολιτικού προγράμματος. Επ’ αυτού θα επανέλθω παρακάτω.
Πιο σοβαρή από αυτή την άποψη είναι, πιθανόν, η ένσταση ότι το πα-
ραγωγικό σύστημα στο οποίο θα στηρίζεται το Σ.Ε.Β.Ε. για να εξασφαλίσει τα
μυθώδη ποσά πλούτου που θα χρειάζονται για να το χρηματοδοτούν, του-
τέστιν το παρόν σύστημα παραγωγής, υποστηρίζεται αλλού από τους πρά-
σινους ότι βρίσκεται σε ύφεση και είναι, ούτως ή άλλως, μη βιώσιμο – εδώ
είναι που ξεκινά η πράσινη πολιτική, στην πραγματικότητα. Για να το θέσου-
με πιο ωμά: Όσο η παραγωγή θα μειώνεται και τα έσοδα από τη φορολο-
γία θα φθίνουν, από πού θα προκύπτουν τα χρήματα με τα οποία θα πλη-
ρώνουμε για το Σ.Ε.Β.Ε.; Από αυτή την άποψη, το Σ.Ε.Β.Ε. μοιάζει περισσό-
τερο με σοσιαλδημοκρατικό μέτρο, μπολιασμένο, μη βιώσιμα, στον κορμό
της νοσούσας μεταβιομηχανικής πολιτικής, παρά με ένα ριζοσπαστικό πρά-
σινο μέτρο στο πνεύμα των λύσεων για τα προβλήματα βιωσιμότητας που
προκύπτουν από το φάσμα των περιορισμών στην ανάπτυξη. Ούτως ή άλ-
λως, οι πράσινοι θα αντιμετωπίσουν και πάλι το πρόβλημα της διαπραγμά-
τευσης για την αναδιανομή των μειούμενων ποσοτήτων υλικών αγαθών.
Στην αρχή του κεφαλαίου υποστήριξα ότι η έννοια των ορίων στην
ανάπτυξη αποτελεί το σημείο εκκίνησης για τη ριζοσπαστική πράσινη πο-
λιτική. Η έννοια αυτή είναι απαραίτητη για την κατανόηση του οικολογι-
σμού, αν μη τι άλλο επειδή μας υποδεικνύει, εξ αρχής, την κατεύθυν-
ση των ριζοσπαστικών κανόνων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής που
προϋποθέτει η πράσινη βιώσιμη κοινωνία. Αν αρκούσε απλώς να τρώ-
με υγιεινές τροφές, να ζούμε σ’ ένα περιβάλλον χωρίς μόλυβδο ή να χρη-
σιμοποιούμε βιοδιασπώμενα απορρυπαντικά, τότε οι περιβαλλοντικές
στρατηγικές, όπως ο πράσινος καταναλωτισμός, πιθανόν θα αρκούσαν.
Οι πράσινοι, όμως, υποστηρίζουν ότι μακροπρόθεσμα ο πράσινος κατα-
ναλωτισμός δεν είναι περισσότερο βιώσιμος από τον γκρίζο καταναλωτι-

145
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σμό – και οι δύο υπόκεινται στους περιορισμούς της ανάπτυξης (Seyfang,


2005). Όπως έχει η κατάσταση χρειάζεται να αντιμετωπιστεί με ένα ειδικά
διαφοροποιημένο σύνολο συνηθειών και πρακτικών σε σχέση με αυτές
που ακολουθούμε σήμερα, και ο πράσινος καταναλωτισμός είναι πολύ
στενά συνδεδεμένος με τους σημερινούς ρυθμούς μείωσης των πόρων,
παραγωγής, υποτίμησης (συνδεδεμένης με την κατανάλωση) και ρύπαν-
σης ώστε να μπορεί να συγκροτήσει το νέο σύνολο συνηθειών και πρα-
κτικών που ισχυρίζονται οι βαθείς πράσινοι ότι χρειαζόμαστε.
Υποστήριξα επίσης ότι από τα τέσσερα παραπάνω στοιχεία (που
συγκεντρώθηκαν κάτω από τον όρο-ομπρέλα «απόδοση» του Herman
Daly), η κατανάλωση είναι αυτή στην οποία θα πρέπει να εστιάσουμε την
προσοχή μας προκειμένου να διακριβώσουμε από πού εκκινούν οι πρά-
σινοι κανόνες. Η παρότρυνση να μειώσουμε την κατανάλωση –σε αντα-
πόκριση προς τη θέση περί περιορισμών στην ανάπτυξη– οδηγεί στην
εκδίπλωση θεωριών των αναγκών, στη σύσταση να μειώσουμε τα πλη-
θυσμιακά επίπεδα, στην αμφισβήτηση των «τεχνολογικών επιδιορθώσε-
ων», στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – και όλα αυτά υπο-
στηρίζονται από την πρόταση για μια αυτόνομη κοινωνία, τον βασικό κα-
νόνα της οποίας δίνει ο Porritt: «Στο μέλλον όλη η οικονομική ανάπτυ-
ξη πρέπει να είναι βιώσιμη, που σημαίνει ότι πρέπει να λειτουργεί εντός,
και όχι πέραν, των πεπερασμένων ορίων του πλανήτη» (1984a, σ. 120).
Η εστίαση στην κατανάλωση συμβαδίζει επίσης με την αποφασιστικότη-
τα των πρασίνων να εξετάσουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα τόσο από
την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς.
Έχοντας υπογραμμίσει τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά ενός τρόπου
ζωής για μια βιώσιμη κοινωνία, είμαστε τώρα σε θέση να εξετάσουμε, από
μια ριζοσπαστική πράσινη άποψη, τα (με την ευρεία έννοια) πολιτικο-θε-
σμικά χαρακτηριστικά μιας τέτοιας κοινωνίας. Με τι θα μοιάζει άραγε;

Βιοτοπικισμός

Όταν, πιο κοντά στην αρχή του κεφαλαίου, εξέτασα τις πιθανές ανταποκρί-
σεις στη θέση περί περιορισμού στην ανάπτυξη, πρότεινα να δεχτούμε την

146
Η βιώσιμη κοινωνία

τετραμερή τυπολογία του Tim O’Riordan: η «νέα παγκόσμια τάξη», η ιδέα


του «συγκεντρωτικού αυταρχισμού», η «αυταρχική κομούνα» και η «αναρ-
χική λύση». Αντιστάθηκα στον πειρασμό να πω ότι η μία ή η άλλη από αυ-
τές τις πιθανές εκδοχές πλησιάζει καλύτερα στην εικόνα μιας πράσινης βι-
ώσιμης κοινωνίας, και περιορίστηκα να υποστηρίξω, πιο γενικά, ότι οι βι-
ώσιμες κοινωνίες δεν μπορούν απλά να παίρνουν οποιαδήποτε μορφή,
και ότι οι ανεξέλεγκτες αγορές και τα αυταρχικά καθεστώτα πιθανόν θα εί-
ναι δυσλειτουργικά ως προς τη βιωσιμότητα, όπως και αντιφατικά σε σχέ-
ση με μια βασική πράσινη αρχή που αφορά στην αυτόνομη ανάπτυξη των
αυτο-ανανεούμενων συστημάτων. Έχουν γίνει προσπάθειες, ωστόσο, να
διατυπωθούν πιο σαφή οράματα για μια πράσινη κοινωνία, και μια τέτοια
περιγραφή έγινε γνωστή ως «βιοπεριοχή» (McGinnis, 1999). Οι γενικές αρ-
χές αυτού που ο Kirkpatrick Sale αποκάλεσε «παράδειγμα βιοπεριοχής»
(“bioregional paradigm”, Sale, 1985, σ. 41-132) εκφράζονται απλά:

Πρέπει να γνωρίσουμε τη γη γύρω μας, να γνωρίσουμε τις παραδόσεις


και το δυναμικό της, και να ζούμε μαζί της και όχι εναντίον της. Πρέπει
να καταλάβουμε ότι το να ζει κανείς με τη γη σημαίνει να ζει στο πλαί-
σιο και σύμφωνα με τους τρόπους και τους ρυθμούς των φυσικών πε-
ριοχών της – των βιοπεριοχών της.
(Sale, 1985, σ. 56)

Υπάρχουν «οικοπεριοχές» (ecoregions) «ίσως αρκετών εκατοντά-


δων χιλιάδων τετραγωνικών μιλίων» (ό.π.), μικρότερες «γεωπεριοχές»
(georegions), λίγων δεκάδων χιλιάδων τετραγωνικών μιλίων, και «μορ-
φοπεριοχές» (morphoregions) (τις αποκαλεί επίσης vitaregions, Sale,
1984, σ. 227) «μερικών χιλιάδων τετραγωνικών μιλίων» (Sale, 1985, σ. 58).
Το να ζει κανείς βιοτοπικά σημαίνει να έχει προσδιορίσει τα σύνορα
των βιοπεριοχών και να ζει, ως επί το πλείστον, με ό,τι αυτές παρέχουν –
όπως, για παράδειγμα, «προσφερόμενα ορυκτά και μέταλλα, ξυλεία και
δέρματα, νήματα και υφάσματα» (ό.π., σ. 75). Οι βιοτοπικιστές έχουν σ’ ένα
βαθμό καταφέρει να προσδιορίσουν αυτές τις περιοχές και να τις ονομά-
σουν – υπάρχει ένα κομμάτι γης κατα μήκος της ακτής της Καλιφόρνιας,
για παράδειγμα, που είναι γνωστό ως Shasta (Tokar, 1994, σ. 73).

147
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Μέσα σε αυτές τις βιοπεριοχές οι άνθρωποι θα ζουν σε κοινότητες,


μια και «…αν αναζητούσε κανείς τον μοναδικό βασικό οικοδομικό λίθο του
οικολογικού κόσμου, αυτός θα ήταν η κοινότητα» (Sale, 1985, σ. 62). Ο Sale
υποστηρίζει ότι ιστορικά το «ανθρώπινο ζώο» προτιμά τις κοινότητες 500
έως 1.000 ανθρώπων για την επαφή πρόσωπο με πρόσωπο και 5.000 έως
10.000 «για μια ευρύτερη φυλετική συναναστροφή ή εκτεταμένη κοινότη-
τα» (ό.π., σ. 64). Πολύ μεγαλύτερες κοινότητες θεωρούνται ανεπιθύμητες,
επειδή δεν μπορούν να συντηρηθούν με τους δικούς τους πόρους.
Η βιοτοπικιστική κοινότητα θα επιδιώκει να «ελαχιστοποιεί τη χρήση
πόρων, να δίνει έμφαση στη συντήρηση και την ανακύκλωση, [και] να απο-
φεύγει τη ρύπανση και τα απορρίμματα» (Sale, 1984, σ. 230). Όλα αυτά θα
έχουν ως στόχο να επιτευχθεί η βιωσιμότητα μέσω αυτού που ο Sale ονο-
μάζει αυτάρκεια. Ο βιοτοπικιστής πιθανόν θα είναι ακόμα λιγότερο φιλικός
προς το εμπόριο από τον υποστηρικτή της αυτονομίας, και ο ίδιος ο Sale
βλέπει την αυτάρκεια να αναπτύσσεται με κέντρο μια «εκτενή μορφοπε-
ριοχή», ώστε να εξασφαλίζεται «μια ευρεία ποικιλία τροφών, μερικές επι-
λογές ως προς τα χρειώδη και κάποια εκλέπτυνση στα είδη πολυτελείας,
[και] τον πληθυσμό που θα συντηρήσει ένα πανεπιστήμιο και ένα μεγάλο
νοσοκομείο, καθώς και μια συμφωνική ορχήστρα» (1985, σ. 74-75). Παρ’
όλα αυτά, πιθανόν θα χρειαστεί να δεχτούμε την έλλειψη κάποιων πραγ-
μάτων: «…μερικές βιοπεριοχές θα πρέπει να θωρακιστούν ενόψει σημα-
ντικών αλλαγών ως προς τις σημερινές παμφάγες και αδηφάγες συνή-
θειες: οι περιοχές χωρίς εσπεριδοειδή, για παράδειγμα, θα χρειαστεί να
βρουν άλλες πηγές βιταμίνης C» (ό.π., σ. 75). Γενικά, οι βιοτοπικιστές θα
υποστηρίξουν ότι τα προβλήματα που μνημονεύονται συχνά σχετικά με
την άνιση ανά περιοχές κατανομή των φυσικών πόρων, στην πραγματι-
κότητα απλώς δεν ανακύπτουν: «…δεν υπάρχει ούτε μια βιοπεριοχή σε
αυτή τη χώρα [τις Η.Π.Α.] που δεν θα … ήταν ικανή να παρέχει στους κα-
τοίκους της επαρκή τροφή, ενέργεια, στέγη, ρουχισμό, δική της περίθαλ-
ψη, εκπαίδευση και τέχνες, δική της βιομηχανία και βιοτεχνία» (ό.π.).
Οι βιοτοπικιστές συνήθως επιμένουν να είναι η γη υπό κοινή ιδιο-
κτησία, αφού οι καρποί της φύσης είναι καρποί για όλους, και παροτρύ-
νουν το κράτος να ακολουθεί το παράδειγμα του φυσικού κόσμου και
να αποστρέφεται τα συστήματα κεντρικού ελέγχου – συνεπώς υποστη-

148
Η βιώσιμη κοινωνία

ρίζουν την «απόδοση εξουσιών σε μικρές και ευρέως διεσπαρμένες μο-


νάδες» (Sale, 1985, σ. 91). Σχετική είναι και η αντίληψη ότι ως προς τις
κοινωνικές σχέσεις η φύση διδάσκει την ισότητα, ή αυτό που ονομάζει ο
Sale «συμπληρωματικότητα» (ό.π., σ. 101). Υποστηρίζεται ότι «η διαστρω-
μάτωση και η ιεραρχία είναι εξαιρετικά σπάνιες στο εσωτερικό συγκε-
κριμένων υπο-ομάδων του ζωικού βασιλείου» (ό.π., σ. 98), και ότι –στη
βάση του ό,τι είναι καλό για τον «φυσικό» κόσμο είναι καλό και για μας,
ως μέρος του– η ιεραρχία δεν θα έπρεπε να θεσμοθετείται ούτε στην πο-
λιτική. Μία επιπλέον αρχή του βιοτοπικισμού, αυτή της ποικιλομορφίας,
θα συζητηθεί παρακάτω – ενέχει πιθανότητες αποσταθεροποίησης για
την εικόνα που παρουσιάστηκε μέχρι τώρα.
Η κύρια αρχή του βιοτοπικισμού, λοιπόν, είναι ότι ο «φυσικός» κό-
σμος θα πρέπει να καθορίζει την πολιτική, οικονομική και κοινωνική
ζωή των κοινοτήτων, και ότι τα μηνύματα που εκπέμπει η φύση ερμη-
νεύονται καλύτερα μέσω της οικολογίας παρά μέσω, ας πούμε, του κοι-
νωνικού Δαρβινισμού: «…με μια επιμελή μελέτη της [φύσης] … μπο-
ρούμε να καθοδηγήσουμε τους εαυτούς μας να κατασκευάσουν ανθρώ-
πινους οικισμούς και συστήματα» (Sale, 1984, σ. 225). Για τους βιοτοπι-
κιστές και για όσους εμπνέονται από αυτούς η βιωσιμότητα φαίνεται να
προμηνύεται από τη μείωση της πνευματικής και υλικής απόστασης με-
ταξύ ανθρώπων και γης:

Πρέπει με κάποιον τρόπο να ζήσουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά της


[στη γη], να είμαστε σε επαφή με τα επιμέρους εδάφη της, τα νερά της,
τους ανέμους της· πρέπει να μάθουμε τους τρόπους της, της δυνατότη-
τές της, τα όριά της· πρέπει να κάνουμε τους ρυθμούς της δικούς μας,
τους νόμους της οδηγούς μας, τους καρπούς της ανταμοιβή μας.
(Sale, 1984, σ. 22-25)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενική εικόνα του Kirkpatrick Sale για τον
βιοτοπικισμό και οι προτροπές του ακούγονται κάπως υπερβολικές,
όμως στοιχεία τους αναφύονται σε πολλές θέσεις που ενστερνίστηκαν
ακόμα και οι λιγότερο μυστικιστές από τους πράσινους. Σε αυτό το συ-
γκεκριμένο πλαίσιο σχεδόν όλοι τους θα επικρίνουν την τόσο χαρακτη-

149
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ριστική για το βιομηχανοποιημένο ανθρώπινο πλάσμα έλλειψη γνώσεων


για τη γη. Θα οικτίρουν την άγνοιά μας για την προέλευση και την καλλι-
έργεια της τροφής μας, και θα υποστηρίξουν ότι τα πακεταρισμένα προϊ-
όντα στα ράφια των σουπερμάρκετ είναι ταυτόχρονα σύμπτωμα και αιτία
της επικίνδυνης απομάκρυνσής μας από τη γη. Με αυτή την έννοια, τόσο
αυτοί όσο και οι βιοτοπικιστές θα μας προτρέψουν να «ζήσουμε επί τό-
που» – να προσαρμόσουμε τις ζωές μας στο περιβάλλον μέσα στο οποίο
ζούμε, αντί να του αντιστεκόμαστε (Goldstein, 1999).

Γεωργία

Η γεωργία, από την άποψη αυτή, θα κατέχει πάντα μια ξεχωριστή θέση
στη θεωρία και στην πράξη της πράσινης βιώσιμης κοινωνίας. Αυτό
ισχύει με δύο τρόπους.
Πρώτον, υπάρχει το σχετικά γνωστό δεδομένο ότι το πράσινο κίνη-
μα θεωρεί τις τρέχουσες γεωργικές πρακτικές –αυτό που θα αποκαλού-
σαν «βιομηχανική γεωργία»– μη αποδεκτές, επειδή είναι μη βιώσιμες.
Οι εντατικές και βασισμένες σε χημικά καλλιέργειες θεωρείται ότι ρυπαί-
νουν τους υδάτινους πόρους, ενθαρρύνουν τις διαβρώσεις, παράγουν
άγευστες και χαμηλής θρεπτικής αξίας τροφές, επιφέρουν υφαλμύρωση
των εδαφών μέσω των αρδεύσεων, διαταράσσουν την οικολογική ισορ-
ροπία μέσω ανεξέλεγκτων παρασιτοκτονιών και μας προξενούν πλήξη
με τα πανοράματα μονοκαλλιεργειών.
Ωστόσο, η πράσινη επιχειρηματολογία υπερβαίνει αυτήν τη μάλλον
πραγματιστική προσήλωση στην αειφόρο γεωργία. Ο Jonathon Porritt, για
παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η σημασία της ορθής γεωργίας εκτείνεται πέ-
ραν της παραγωγής υγιεινών τροφών σε βιώσιμη βάση. Γράφει τα εξής:

… η συμβολή της στη μετατροπή της στάσης των ανθρώπων απέναντι


στον πλανήτη είναι εξαιρετικά σημαντική. Συνδέει τους ανθρώπους με
τις φυσικές διαδικασίες της Γης και –με τη χρήση κατάλληλης τεχνο-
λογίας– δημιουργεί μιαν αίσθηση αρμονίας, που απουσιάζει οδυνηρά.
(Porritt, 1984a, σ. 180)

150
Η βιώσιμη κοινωνία

Με αυτή την έννοια, στην πράσινη κοινωνία οι γεωργικές πρακτικές χρε-


ώνονται με το ουσιώδες καθήκον να δημιουργήσουν ένα πεδίο επούλω-
σης των ρήξεών μας με τον «φυσικό» κόσμο. Η πνευματικότητα στοιχειώ-
νει τη βαθιά πράσινη πολιτική – η πράσινη πολιτική γεμίζει το πνευματικό
κενό στο κέντρο της ύστερης βιομηχανικής κοινωνίας, και η ίδια η γη είναι
ο ναός στον οποίο καλούμαστε να προσευχηθούμε. Το μήνυμα του Peter
Bunyard είναι αποκαλυπτικό: «Η αναζήτηση της αυτάρκειας είναι, πιστεύω,
πνευματική και ιδεολογική, όσο είναι και προσπάθεια κάλυψης των βασι-
κών αναγκών μας από τα απολύτως στοιχειώδη στο περιβάλλον μας» (στο
Allaby and Bunyard, 1980, σ. 26). Από αυτή την άποψη, η γεωργία είναι το
πεδίο όπου η θεωρία γίνεται πράξη: η πράξη της πράσινης πολιτικής.

Ποικιλομορφία

Αναβάλαμε τη συζήτηση γύρω από μιαν αρχή της βιοτοπικιστικής κοινω-


νίας του Kirkpatrick Sale επειδή από εδώ ξεκινά η διαφοροποίηση της
αντίληψης του ευρύτερου πράσινου κινήματος για τη βιώσιμη κοινωνία
από το βιοτοπικιστικό πρόγραμμα. Η αρχή αυτή είναι η ποικιλομορφία,
και το θέμα είναι ότι το να μιλά κανείς (όπως εγώ μέχρι τώρα) ειδολογι-
κά για μια «βιοτοπικιστική κοινωνία» είναι παραπλανητικό. Προκειμένου
να είμαστε ακριβείς θα πρέπει να μιλάμε για βιοτοπικιστικές κοινωνίες –
όχι μόνο με την προφανή αριθμητική έννοια, αλλά και ως προς τα πολιτι-
κά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά τους.
Ο Sale γράφει απερίφραστα ότι δεν πρέπει να θεωρούμε πως κάθε
βιοτοπικιστική κοινωνία απαραιτήτως «θα δομήσει τον εαυτό της σύμ-
φωνα με τις αξίες της δημοκρατίας, της ισότητας, της ελευθερίας6, της ει-
ρήνης, της δικαιοσύνης και άλλα παρόμοια ιδεώδη» (1984, σ. 233). Αυτό
μπορεί να μοιάζει περίεργο, δεδομένης της αφοσίωσης του Sale, όπως
φάνηκε παραπάνω, στις ιδέες της ισότητας και της πολιτικής συμμετο-
χής, που αμφότερες συνάγονται (με διαφιλονικούμενο τρόπο) από αρχές

6 Στο πρωτότυπο παρατίθενται αμφότερες οι λέξεις liberty και freedom (σ.τ.μ.).

151
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

της επιστήμης της οικολογίας, όμως οπωσδήποτε υφίστανται εντάσεις


μεταξύ των αξιώσεων της «συμπληρωματικότητας» και της ποικιλομορ-
φίας. Όταν η ποικιλομορφία αποκτά το προβάδισμα, υποχρεωνόμαστε να
παραδεχτούμε (και να προσυπογράψουμε) το ενδεχόμενο ότι:

… οι πραγματικά αυτόνομες βιοπεριοχές πιθανότατα θα ακολουθή-


σουν ξεχωριστές πορείες και θα καταλήξουν σε αρκετά ανόμοια πο-
λιτικά συστήματα: μερικές δημοκρατίες αναμφίβολα –κάποιες άμεσες,
κάποιες αντιπροσωπευτικές, κάποιες ομοσπονδιακές–, αλλά αναμφί-
βολα επίσης διαφόρων ειδών αριστοκρατίες, ολιγαρχίες, θεοκρατίες,
πριγκιπάτα, μαρκιωνίες, δουκάτα και παλατινάτα.
(Sale, 1984, σ. 233)

Σε αυτό το σημείο, το ευρύτερο πράσινο κίνημα ενδέχεται να χάσει τη βι-


οτοπικιστική ψυχραιμία του. Τα μέλη του θα συμμεριστούν τη δήλωση
του Sale ότι «…ο βιοτοπικισμός … όχι απλά ανέχεται, αλλά και ευδοκιμεί
χάρη στην ποικιλομορφία της ανθρώπινης συμπεριφοράς» (ό.π., σ. 234),
όμως καθώς εικόνες σκλαβιάς και σεξισμού αναδύονται στο μυαλό, τα
θολωμένα μάτια εστιάζουν και οι πράσινοι θυμούνται ότι είναι κληρονό-
μοι της παράδοσης του Διαφωτισμού όσο είναι και αφοσιωμένοι κριτές
της. Πιστεύουν οπωσδήποτε «ότι το δικό τους πρότυπο για τη μεταβιομη-
χανική εποχή θα μεγιστοποιήσει τη δημοκρατία, την ελευθερία, την ανε-
κτικότητα, την ισότητα και άλλες ορθολογιστικές αξίες οι οποίες εμφανί-
στηκαν στην Ευρώπη πριν μερικές εκατοντάδες χρόνια» (Frankel, 1987,
σ. 180), και εν προκειμένω η βιοτοπικιστική επιταγή της ποικιλομορφίας
υποχωρεί μπροστά στην επιθυμία να παγκοσμιοποιηθούν μηνύματα που
συχνά συνδέονται με τη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Η αποκέντρωση και τα όριά της

Πολλές πράσινες ιστορίες της βιώσιμης κοινωνίας είναι γραμμένες στη


γλώσσα της αποκέντρωσης, συχνά μέχρι του σημείου η αποκεντρωτική
ορμή να καθορίζει την τελική μορφή των συλλογικών τρόπων ζωής. Ο

152
Η βιώσιμη κοινωνία

Rudolf Bahro πρέπει να είναι το πρόσωπο που συνδέουμε περισσότερο


με πλήρως αναπτυγμένες προτάσεις για κομούνες, ως μορφή της πράσι-
νης κοινωνίας, και οι λόγοι τους οποίους προβάλλει για την επιλογή της
κομούνας απηχούν εκείνους του Sale.
Κατά πρώτον, οι κομούνες δεν είναι «οικονομικά επεκτατικές» –
όπως το θέτει ο Edward Goldsmith, «η ανάπτυξη ενός πληθυσμού σε μι-
κρές πόλεις και χωριά συνεπάγεται τη μείωση στο ελάχιστο του αντίκτυ-
πού του στο περιβάλλον» (1972, σ. 74). Δεύτερον, παρέχουν ένα προφα-
νές κέντρο για την πολιτική αποκέντρωση. Τρίτον, είναι αυτό που ο Bahro
αποκαλεί «ανθρωπολογικά πλεονεκτικές», τουτέστιν αντιστοιχούν περισ-
σότερο «στην ανθρώπινη φύση, μεταξύ άλλων αποφεύγοντας τόσο την
ψυχοπαθολογική οικογένεια, όσο και τον αποξενωτικό μεγάλο οργανι-
σμό» (1986, σ. 87-88). Από αυτή την άποψη, ο Goldsmith πηγαίνει ακόμα
παραπέρα: «…είναι πιθανόν ότι μόνο στη μικρή κοινότητα μπορεί ένας
άνδρας ή μια γυναίκα να είναι άτομα» (1972, σ. 63). Οι κομούνες, επομέ-
νως, προσφέρουν το πεδίο μέσα στο οποίο οι προσωπικές σχέσεις προ-
σφέρουν πληρότητα, και όπου οι άνθρωποι θα μαθαίνουν να ζουν «εντός
τόπου» (σε συμφωνία, και όχι σε αντίθεση προς το περιβάλλον τους).
Από αυτή την άποψη, η πράσινη πολιτική εντάσσεται σε μια παρά-
δοση τόσο παλιά όσο η ιστορία, και εμπλέκεται σε συζητήσεις εξαιρετι-
κά οικείες στο μοντέρνο αναγνωστικό κοινό, στο πλαίσιο της θεωρίας και
της πράξης του κοινοτιστικού αναρχισμού. Ορισμένοι πράσινοι (και ιδιαί-
τερα οι βιοτοπικιστές) εισάγουν μια καινούργια διάσταση στη συζήτηση,
με δύο τρόπους: πρώτον, με την ιδέα ότι η διαβίωση σε κομούνες κατά
κάποιον τρόπο συνιστά «ανάγνωση» του «φυσικού» κόσμου – ότι είναι
ένας φυσικός τρόπος ζωής, και κατ’ αυτήν την έννοια ανταποκρίνεται στο
αίτημα για βιωσιμότητα· δεύτερον, είναι επίσης πιθανόν να υποστηρίξουν
ότι κάτι που θα μοιάζει με ομοσπονδία από κομούνες θα είναι η μόνη
αποτελεσματική πολιτικο-θεσμική μορφή για μια βιώσιμη κοινωνία.
Θα υποστηρίξουν, επίσης, ότι άλλες πολιτικές μορφές είναι επιρρε-
πέστερες στην περιβαλλοντική ανευθυνότητα και ότι, επομένως, αυτός
είναι ένας πολύ πρακτικός λόγος (λαμβάνοντας υπόψη το μακροπρόθε-
σμο πρόγραμμα της βιωσιμότητας) για τη στήριξη της επιλογής της κο-
μούνας. Έτσι και ο Goldsmith θα διακηρύξει πως η αποκέντρωση προ-

153
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

τείνεται όχι «επειδή έχουμε καταληφθεί από νοσταλγία για τη μυθική μι-
κρή Αγγλία7 των πανηγυριών, των παλιομοδίτικων παμπ και των ατελεί-
ωτων συζητήσεων σχετικά με τους φράχτες των κήπων» (1972, σ. 61-62),
αλλά για περισσότερο πρακτικούς λόγους. Το σκεπτικό είναι ότι τα προ-
βλήματα των πόρων επιλύονται ευκολότερα όταν φέρνουμε πλησιέστε-
ρα μεταξύ τους τα σημεία παραγωγής και κατανάλωσης – δεν θα πρέ-
πει πλέον να μιλάμε για παραγωγούς και καταναλωτές, αλλά για «παραγ-
αναλωτές» (prosumers)8.
Λέγεται συχνά ότι οι πράσινοι δεν έχουν δικούς τους λόγους (δηλα-
δή λόγους που δεν έχουν δανειστεί από άλλες πολιτικές παραδόσεις) για
να επιχειρηματολογήσουν υπέρ μιας συγκεκριμένης πολιτικής μορφής και
όχι μιας άλλης. Αυτό είναι λάθος· όλοι οι πράσινοι, οποιασδήποτε απόχρω-
σης, θα υποστηρίξουν ότι τον πολιτικο-θεσμικό σχεδιασμό πρέπει να κα-
θοδηγούν οι περιβαλλοντικές ή/και οι οικολογικές πραγματικότητες. Στην
περίπτωση του Goldsmith, υποδεικνύεται ότι υπάρχουν περιβαλλοντικά
οφέλη να αντληθούν από μια πολιτική αποκέντρωση – ένα επιχείρημα με
αναμφίβολα πράσινο χρώμα. Μέσα από την οπτική αυτή, οι πόλεις παρά-
γουν υπερβολικά πολλή ρύπανση, υποβαθμίζουν τη γη γύρω τους με τα
αυξημένα απορρίμματά τους, εγείρουν «υπέρμετρες απαιτήσεις για φυσι-
κούς πόρους» (Stoett, 1994, σ. 339) και εμποδίζουν τους κατοίκους τους
να αποκτήσουν μιαν αίσθηση της εξάρτησής τους από τον φυσικό κόσμο.
Όλα τα παραπάνω, πάντως, δεν είναι επ’ ουδενί αποδεκτά από
όλους. Αντίθετα, από κάποιους υποστηρίζεται ότι διάφορες απαραίτητες

7 Στο πρωτότυπο little England, παλαιότερη έκφραση που βρέθηκε στην επι-
καιρότητα στα τέλη του 19ου αιώνα με το κίνημα Little Englander, το οποίο προπα-
γάνδισε μια μη ιμπεριαλιστική Αγγλία. Σήμερα αποδίδεται και με αρνητική χροιά σε
συμπεριφορές που προδίδουν εθνική εσωστρέφεια και ξενοφοβία. Little England
ονομάζεται και μια περιοχή της Ουαλίας όπου επικρατεί η αγγλική γλώσσα (σ.τ.μ.).
8 Η λέξη prosumers προήλθε από συμφυρμό των λέξεων producer και con-
sumer. Αργότερα σημασιοδοτήθηκε ως παράγωγο των λέξεων professional και
consumer, και αποδίδεται σε καταναλωτές που επιθυμούν προϊόντα υψηλής ποιό-
τητας, αντίστοιχα με τα απευθυνόμενα σε επαγγελματίες (σ.τ.μ.).

154
Η βιώσιμη κοινωνία

υπηρεσίες είναι δυνατό να παρέχονται πιο οικονομικά σε ανθρώπους που


ζουν κοντά μεταξύ τους, και ότι μπορούμε να διαχειριζόμαστε την περι-
βαλλοντική υποβάθμιση πιο αποτελεσματικά σε οριοθετημένους χώρους.
Επιπλέον, η εμπειρία του Αμαζονίου υποδεικνύει ότι μια υπό λάθος όρους
επέλαση στην ύπαιθρο μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις. Ανε-
ξάρτητα από τις συζητήσεις αυτές, είναι γνωστά τα υπόλοιπα ερωτήματα
γύρω από τον πράσινο κοινοτικισμό: «Είναι πρακτικός;», «Μήπως μια τέ-
τοια ζωή θα είναι αποπνικτική;», «Με τι θα μοιάζουν οι σχέσεις ανάμεσα
στις κομούνες;» και ούτω καθεξής. Είναι βέβαιο ότι πολλοί θα αισθανθούν
άβολα για τις συνέπειες που θα είχε η αυθαίρετη μορφή δικαιοσύνης η
οποία διαγράφεται στην πρόταση του Edward Goldsmith να ελέγχεται το
«έγκλημα» «μέσω της κοινής γνώμης», με το να υποβάλλεται ο ένοχος σε
«χλεύη» (1972, σ. 135), και θα συμφωνήσουν με τον André Gorz ότι:

… η κοινοτιστική αυτάρκεια έχει πάντα ως αποτέλεσμα κάποια φτω-


χοποίηση· όσο περισσότερο αυτάρκης και μικρή σε μέγεθος είναι μια
κοινότητα, τόσο μικρότερο εύρος δραστηριοτήτων και επιλογών μπο-
ρεί να προσφέρει στα μέλη της. Εάν δεν έχει ένα άνοιγμα προς μια πε-
ριοχή εξωγενούς δραστηριότητας, γνώσης και παραγωγής, η κοινό-
τητα μετατρέπεται σε φυλακή … μόνο οι συνεχώς ανανεούμενες δυ-
νατότητες ανακάλυψης, ενόρασης, πειραματισμού και επικοινωνίας
μπορούν να αποτρέψουν από το να φτωχοποιηθεί και να γίνει, τελικά,
ασφυκτική η κοινοτιστική ζωή.
(αναφέρεται στο Frankel, 1987, σ. 59)

Τα θέματα του περιορισμού και της επιτήρησης που υπαινίσσεται ο Gorz


στοιχειώνουν κάποια από τα πράσινα κείμενα υπογείως –«Πολλοί που
τώρα, στην άτυπη οικονομία, δεν αποκαλύπτουν το εισόδημά τους … θα
διαπιστώσουν ότι στο καινούργιο σύστημα το ρίσκο από την αποφυγή της
φορολόγησης θα είναι μεγαλύτερο από τα κέρδη», για παράδειγμα (Irvine
and Ponton, 1988, σ. 73)– και παρότι αυτό δεν αποτελεί πιθανόν έκπλη-
ξη, με δεδομένο το πουριτανικό πνεύμα που διαποτίζει μεγάλο μέρος του
πράσινου προγράμματος, αποτελεί μια πτυχή της πράσινης πολιτικής η
οποία (εκ πρώτης όψεως) μπορεί να προσβάλλει τα μοντέρνα φιλελεύ-

155
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

θερα αισθήματα. Θα πω περισσότερα για τη σχέση μεταξύ φιλελευθερι-


σμού και οικολογισμού στο κεφάλαιο 4.
Πολλοί πράσινοι θα απαντήσουν στις πρακτικές ή ηθικές αντιρρή-
σεις ως προς την κοινοτιστική ζωή καταφεύγοντας στην πιο χαλαρή έν-
νοια της πολιτικής αποκέντρωσης – οι λόγοι παραμένουν οι ίδιοι, αλλά η
μορφή είναι διαφορετική. Από τη στιγμή που θα παραμεριστεί η επιλογή
της κομούνας, βασικός κανόνας, σύμφωνα με το «Μανιφέστο για μια βι-
ώσιμη κοινωνία του Πράσινου Κόμματος της Αγγλίας και της Ουαλίας»
του 1999, είναι ότι «τίποτα δεν πρέπει να γίνεται κεντρικά, εάν μπορεί να
γίνει –το ίδιο ή περισσότερο καλά– τοπικά» (PG 100). Κάτι τέτοιο ισοδυνα-
μεί με επίκληση αυτού που ο Schumacher ως γνωστόν αποκαλεί «κα-
ταλληλότητα», και στα χέρια των πρασίνων συχνά μετατρέπεται σε δέ-
σμευση στην τοπική πολιτική και σε κάποιας μορφής συμμετοχική δη-
μοκρατία: «Οι πράσινοι πιστεύουν ότι θα πρέπει πολύ περισσότερες απο-
φάσεις να λαμβάνονται σε τοπικό επίπεδο, ενθαρρύνοντας μεγαλύτερη
συμμετοχή και λογοδοσία», και «το να ψηφίζουμε είναι η αρχή και όχι
το τέλος της δημοκρατικής μας δέσμευσης» – μια δήλωση που χαρα-
κτηρίζει τους υπέρμαχους της συμμετοχικής δημοκρατίας (Bunyard and
Morgan-Grenville, 1987, σ. 319-320). Σε σχέση με το τελευταίο αυτό ση-
μείο, ο Brian Tokar αναφέρεται στις κοινοτικές συναντήσεις της Νέας Αγ-
γλίας ως κλασικό παράδειγμα (locus classicus) μιας πρόσωπο με πρό-
σωπο δημοκρατίας εν δράσει, καθώς και στην «αρχαία ελληνική δη-
μοκρατία, στα παρισινά τμήματα της Γαλλικής Επανάστασης, στην προ-
επαναστατική Βοστώνη και στην αναρχική πόλη της Βαρκελώνης κατά τη
διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου πολέμου» (Tokar, 1994, σ. 105).
Μέχρις εδώ τα πράγματα είναι σαφή, και πιθανόν οικεία. Οικεία είναι
επίσης τα ερωτήματα που συνήθως τίθενται σχετικά με μια τέτοια εικόνα –
και έχουν τεθεί σθεναρά από κριτικούς όπως ο Boris Frankel (1987) και ο
Luke Martell (1994). Η βασική τους δυσκολία με την πράσινη αποκεντρωτι-
κή εικόνα περιστρέφεται γύρω από το πώς θα συντονίζεται μια τέτοια απο-
κεντρωμένη κοινωνία, τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομική σφαίρα.
Υποστηρίζουν ότι το πράσινο αποκεντρωτικό πρόγραμμα δεν είναι ρεαλι-
στικό για τρεις λόγους: Κατά πρώτον, δεν γίνεται να παράγονται τοπικά όλα
όσα μπορούμε εύλογα να προσδοκούμε από μια πράσινη κοινωνία· δεύτε-

156
Η βιώσιμη κοινωνία

ρον, η διαχείριση των περιβαλλοντικών προβλημάτων τα οποία έχει εντοπί-


σει το πράσινο κίνημα απαιτεί το είδος του σχεδιασμού και του συντονισμού
που μόνο κεντρικές πολιτικές δομές μπορούν να παράσχουν· τρίτον, τέτοιες
δομές χρειάζονται και για την οργάνωση της αναδιανομής που απαιτεί το
εξισωτικό πρόγραμμα των πρασίνων. Οι πράσινοι μπορεί να αντιτείνουν ότι
αυτοί (ή μάλλον μερικοί από αυτούς, ανάλογα με την εικόνα τους για τη βι-
ώσιμη κοινωνία) μπορούν κάλλιστα να δεχτούν τα σημεία αυτά στο πλαίσιο
του αξιώματός τους ότι καμία απόφαση δεν πρέπει να λαμβάνεται σε υψη-
λότερο επίπεδο αν μπορεί να ληφθεί σε ένα χαμηλότερο.
Όσον αφορά στο πρώτο ζήτημα, ο Martin Ryle υποστηρίζει ότι δεν
είναι δυνατόν να κατασκευάζουμε «ψυγεία, ποδήλατα [ή] μηχανήματα
αιμοκάθαρσης» σε «οικοτεχνίες και βιοτεχνικά εργαστήρια» (Ryle, 1988,
σ. 23) – ή, τουλάχιστον, σίγουρα όχι στο επίπεδο που απαιτείται για την
ασφαλή λειτουργία πολύπλοκων συσκευών. Η κινέζικη εμπειρία απο-
κεντρωμένης παραγωγής στη διάρκεια του μαοϊκού «μεγάλου βήματος
μπροστά» μας δείχνει ότι ακόμα και σχετικά απλά αγαθά είναι δύσκολο
να παραχθούν επαρκώς.
Δεύτερον, ο Ryle τονίζει ότι η «οικολογική αναδιάρθρωση», σε αντί-
θεση με μια «περιβαλλοντική προστασία μέσω αποσπασματικής νομοθε-
σίας» (Ryle, 1988, σ. 63), θα απαιτήσει προγραμματισμό, και καταλήγει ότι,
παρότι κάποιοι θα προτιμούσαν να μην έχουμε κράτος, ωστόσο:

Αν είμαστε ειλικρινείς όσον αφορά στους στόχους που θα έθετε στον


εαυτό της μια οικολογικά πεφωτισμένη κοινωνία, είναι δύσκολο να
αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι το κράτος, ως ο φορέας της συλλογι-
κής βούλησης, θα χρειαζόταν να αναλάβει έναν ενεργό νομοθετικό και
εκτελεστικό ρόλο για την επιβολή μιας σειράς περιορισμών αναφορικά
με το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους.
(Ryle, 1988, σ. 60)

Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, προκειμένου να υλοποιηθεί το πράσι-


νο πρόγραμμα είναι απαραίτητος ένας σχεδιασμός, και ένας τέτοιος σχεδι-
ασμός μπορεί να καταστρωθεί και να εφαρμοστεί μόνο από συγκεντρωτι-
κές πολιτικές δομές. Ο Ryle προχωρά σε μια επιπλέον ενδιαφέρουσα πα-

157
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ρατήρηση, ότι αν υποστηριχθεί αποτελεσματικά πως μόνο με παρεμβάσεις


μπορούν να λυθούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα, πιθανόν θα μπορού-
σε να ανατραπούν γενικότερα οι όροι για τους υποστηρικτές του ελεύθε-
ρου εμπορίου: «…η ιδέα ενός οικολογικού μετασχηματισμού της οικονομί-
ας μπορεί αυτούσια να συμβάλει στην επανανομιμοποίηση των πολιτικών
παρεμβάσεων στην αγορά» (Ryle, 1988, σ. 66). Ο Boris Frankel προσθέτει
ότι συγκεντρωτικές δομές προϋποθέτει και η εξισωτική αναδιανομή:

Μέχρι τα άτομα και οι ομάδες να αποδεχτούν τα δυσάρεστα νέα, ότι


μικρές αποκεντρωμένες κομούνες ή άλλες άτυπες αλτερνατίβες, χω-
ρίς κράτος, χωρίς χρήματα, δεν είναι βιώσιμες χωρίς τις σύνθετες δι-
οικητικές και κοινωνικές δομές που είναι απαραίτητες για την εγγύη-
ση της δημοκρατικής συμμετοχής, των πολιτικών δικαιωμάτων και της
εξισωτικής διαχείρισης των οικονομικών πόρων, δεν υπάρχει μεγάλη
ελπίδα για ισχυρούς συνασπισμούς μεταξύ εργατικών κινημάτων και
νέων κοινωνικών κινημάτων.
(Frankel, 1987, σ. 270)

Οι πράσινοι μπορούν να κάνουν δύο σχόλια σε αυτές τις παρατηρήσεις.


Πρώτον, μερικοί θα πουν ότι το να τους αποδίδουν, όπως κάνουν οι Ryle
και Frankel, πως επιδιώκουν κοινωνίες χωρίς απολύτως καθόλου κρά-
τος αποτελεί καρικατούρα της τοποθέτησής τους. Θα προσθέσουν πως
μόνο οι βιοτοπικιστές και οι ακραίοι θεωρητικοί της κομούνας θα υπο-
στήριζαν κάτι τέτοιο – και, παρόλο που επηρεάζουν τη σκέψη του κινή-
ματος, θα ήταν λάθος να υποστηριχτεί ότι η τοποθέτησή τους αντιπροσω-
πεύει πλήρως εκείνην του κινήματος στο σύνολό του. Αυτό δεν σημαίνει
ότι το κίνημα δεν παρουσιάζει κάποια σύγχυση στο θέμα αυτό, και σίγου-
ρα υπάρχουν προβλήματα που σχετίζονται με τον προγραμματικό στό-
χο της κατάληψης της κεντρικής εξουσίας και, στη συνέχεια, της απόδο-
σής της πάλι, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το πράσινο κίνημα δεν αντιλαμ-
βάνεται την ανάγκη ενός σχεδιασμού. Η Robyn Eckersley είναι μια χαρα-
κτηριστική εκπρόσωπος του οικοκεντρισμού που είναι αρκετά ξεκάθαρη
ως προς την ανάγκη τα κράτη να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν ένα
βιώσιμο μέλλον (Eckersley, 1992, σ. 183-185).

158
Η βιώσιμη κοινωνία

Οι αποκεντρωτιστές πράσινοι, πάντως, θα εκφράσουν το ίδιο επιχεί-


ρημα με διαφορετικό τρόπο. Μπορούν και αυτοί να ισχυριστούν ότι το κί-
νημα, αντί να πιέζει για την κατάργηση του συγκεντρωτικού κράτους, ζητά
απλώς να αλλάξουν οι βασικοί κανόνες λήψης των αποφάσεων. Σήμερα
το βάρος της δικαιολόγησης πέφτει σε αυτούς που επιθυμούν να λαμβά-
νονται οι αποφάσεις σε τοπικό επίπεδο, και οι οικολόγοι θα ήθελαν να το
δουν αυτό να αντιστρέφεται. Με άλλα λόγια, η τρέχουσα πρακτική είναι να
λαμβάνονται οι αποφάσεις σε υψηλό επίπεδο, ενώ υπό ένα πράσινο καθε-
στώς θα λαμβάνονταν σε χαμηλά επίπεδα, εκτός εάν υπήρχε ειδική ανά-
γκη να προωθηθούν υψηλότερα. Σε αυτό το πλαίσιο, τα είδη αποφάσεων
και οι τύποι παραγωγής που μνημονεύουν οι Frankel και Ryle (διανομή
εισοδήματος ή πόρων και μηχανήματα αιμοκάθαρσης) είναι ακριβώς αυτά
που δικαιολογημένα, σύμφωνα με το πράσινο αξίωμα, θα αντιστοιχούσαν
σε υψηλότερα επίπεδα. Από αυτή την έννοια, η σοσιαλιστική κριτική στις
πράσινες μορφές οργάνωσης μας δίνει την ευκαιρία να αποσαφηνίσου-
με τη ριζοσπαστική πράσινη θέση μάλλον, παρά να την υπονομεύσουμε.
Πρέπει, βεβαίως, να αναγνωρίσουμε ότι τα προβλήματα συντονι-
σμού που εντοπίζουν πολλές από τις κριτικές της πράσινης αποκέντρω-
σης δεν ανακύπτουν στις πιο ακραίες εκδοχές του βιοτοπικισμού, αφού
οι επαφές μεταξύ των κοινοτήτων δεν θεσμοθετούνται. Ή, μάλλον, ανα-
κύπτουν διαφορετικά προβλήματα, με την έννοια ότι οι σχέσεις μετα-
ξύ και εντός των κοινοτήτων δεν μπορούν να γενικευτούν και να ρυθ-
μιστούν με νόμιμα μέσα. Ο Frankel αναρωτιέται, εν προκειμένω, εάν οι
σχέσεις ανάμεσα στις αποκεντρωμένες κομούνες απλώς θα «εξελίσσο-
νται σε καπιταλιστικές αγορές, με όλα τα εγγενή χαρακτηριστικά της ανι-
σότητας, της εκμετάλλευσης και ούτω καθεξής» (Frankel, 1987, σ. 56).
Όμως ενώ αυτό θα μπορούσε να θεωρείται πρόβλημα για τους υποστη-
ρικτές του Διαφωτισμού, ο Kirkpatrick Sale και οι οπαδοί του μπορεί να
το θεωρήσουν απλά τμήμα του πλούσιου σχεδίου της ζωής: το αποτέλε-
σμα του να αποδεχόμαστε την ποικιλομορφία.
Παρ’ όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις κομού-
νες θα θεσμοθετηθούν, τότε οι σχέσεις μεταξύ των τοπικών και των «εθνι-
κών» επιπέδων θα πρέπει να διευκρινιστούν προσεκτικά. Η άποψή μου
ως προς την προσέγγιση των πράσινων ιδεολόγων στο συγκεκριμένο

159
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

πρόβλημα (στον βαθμό που έχουν ασχοληθεί με αυτό) είναι ότι καταλή-
γουν εκεί που δεν θα ήθελαν να βρεθούν: με ένα «εθνικό» πλαίσιο βαρύ-
τερο απ’ όσο θα άρεσε σε κάποιους από αυτούς. Παίρνοντας ως παράδειγ-
μα την οικονομική αρένα, οι πράσινοι είναι συνήθως αντίθετοι στα τερτί-
πια της αγοράς, όπως τη χαρακτηρίζουν. Κατ’ αυτούς η αγορά –μη βιώ-
σιμα και, ως εκ τούτου, ανεύθυνα– ενθαρρύνει την κατανάλωση και είναι
συνήθως διαθέσιμη να απαντήσει μόνο σε βραχυπρόθεσμα ερωτήματα
(Wall, 2005). Αυτό, στο πλαίσιο των περιορισμών στην ανάπτυξη (που από
τη φύση τους, σύμφωνα με τους πράσινους, απαιτούν μακροπρόθεσμη
σκέψη), δεν είναι αποδεκτό. Αν η αγορά πρέπει να περιοριστεί, το πρόβλη-
μα στο δικό μας πλαίσιο είναι ποιος θα την περιορίσει; Ακόμα σαφέστερα,
αν οι πράσινοι απαιτούν μακροπρόθεσμες πολιτικές, θα λέγαμε ότι αυτές
πρέπει να σχεδιαστούν και να συντονιστούν· για μια ακόμη φορά, ποιος θα
κάνει τον σχεδιασμό και τον συντονισμό αν όχι κάποιος υπερ-κοινοτικός
πολιτικός οργανισμός (Martell, 1994, σ. 58-62); Ο Frankel το θέτει ως εξής:

… μια πράσινη μεταβιομηχανική κοινωνία θα ελαχιστοποιήσει ή θα


μεγιστοποιήσει τον κοινωνικό σχεδιασμό; Αν ελαχιστοποιήσει τον κοι-
νωνικό σχεδιασμό και βασιστεί κατά κύριο λόγο στους μηχανισμούς
της αγοράς, τότε θα εμφανιστούν όλα τα μείζονα προσκόμματα του σο-
σιαλισμού της αγοράς. Αν η νέα κοινωνία μεγιστοποιήσει τον σχεδια-
σμό, τότε πώς θα μπορέσει να γίνει αυτό εφικτό χωρίς εθνικούς κρα-
τικούς θεσμούς;
(Frankel, 1987, σ. 55)

Απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα, υπάρχει σήμερα ένα σαφές ρεύμα στην


πράσινη σκέψη που κατατείνει στην κατανόηση του γεγονότος ότι τα πε-
ριβαλλοντικά προβλήματα χρειάζεται να αντιμετωπίζονται σε όλα τα επί-
πεδα στα οποία εκδηλώνονται, και ότι οι πολιτικοί θεσμοί πρέπει αφενός
να αντιστοιχούν στα επίπεδα αυτά, αφετέρου να ενσωματώνονται μεταξύ
και διαμέσου αυτών (Paehlke, 2003, Thomashow, 1999).
O Edward Goldsmith (παραπάνω) υποστήριξε ότι υπάρχουν καλοί
οικολογικοί λόγοι για μιαν αποκέντρωση· η θέση αυτή αναγνωρίζει οικο-
λογίες περιφερειακές, εθνικές και διεθνείς, όσο και τοπικές, και επιδιώ-

160
Η βιώσιμη κοινωνία

κει να συνταιριάξει αυτή την οικολογική ποικιλομορφία με μια πολιτικο-


θεσμική ποικιλομορφία. Επίσης, η Robyn Eckersley γράφει πως «η οικο-
αναρχική υπεράσπιση της τοπικής κυριαρχίας δεν παρέχει καμιά σταθε-
ρή θεσμική αναγνώριση των πολλών διαφορετικών στρωμάτων της κοι-
νωνικής και της οικολογικής κοινότητας που συντίθενται πέρα από το επί-
πεδο της τοπικής κοινότητας» (Eckersley, 1992, σ. 182). Μέσα από αυτό το
πρίσμα, το κράτος διαδραματίζει «ζωτικό ρόλο στον έλεγχο της λειτουρ-
γίας των δυνάμεων της αγοράς και στη διαμόρφωση του πλαισίου για μια
κοινωνικά δίκαιη και οικολογικά βιώσιμη κοινωνία» (ό.π., σ. 194). Όλα
αυτά έχουν συμβάλει σε μια επαναφορά του κράτους στην πράσινη πο-
λιτική σκέψη τα τελευταία χρόνια – από το να αντιμετωπίζεται σαφώς ως
μέρος του προβλήματος (Carter, 1993, 1999) θεωρείται πλέον μέρος της
λύσης (Barry and Eckersley, 2005, De Geus, 2002, Eckersley, 2004).
Πράγματι, στην οικολογική πολιτική σκέψη το κράτος έχει μετα-
τραπεί, από κακός δράκος (bête noire), σε κάτι που παίζει έναν πιο θε-
τικό ρόλο για κάθε πιθανό θεσμικό σχεδιασμό της πράσινης κοινωνίας
(Eckersley, 1995). Οι πράσινοι θεωρητικοί του κράτους είναι πρόθυμοι να
βρουν μια μέση οδό ανάμεσα στην πλήρη αποδοχή των ήδη υπαρχόντων
κρατών και την πλήρη απόρριψή τους. Έτσι, η Eckersley γράφει ότι «…
με τον όρο “πράσινο κράτος” δεν εννοώ απλώς ένα φιλελεύθερο δημο-
κρατικό κράτος, του οποίου τη διαχείριση έχει κάποια κυβέρνηση πράσι-
νου κόμματος, με μια σειρά προγραμματισμένων οικολογικών στόχων …
Εννοώ ένα δημοκρατικό κράτος του οποίου τα ρυθμιστικά ιδεώδη και οι
δημοκρατικές διαδικασίες αντλούν από την οικολογική δημοκρατία μάλ-
λον παρά από τη φιλελεύθερη δημοκρατία» (Eckersley, 2004, σ. 2). Ο Bob
Paehlke φτάνει σε παρόμοιο συμπέρασμα προσεγγίζοντάς το μέσα από
την οπτική των αγορών. Επισημαίνει τους τρόπους μέσω των οποίων οι
ανεξέλεγκτες αγορές οδηγούν σε οικολογική καταστροφή και υποστηρίζει
ότι το κράτος μπορεί –και οφείλει– να δρα ως δύναμη εκδημοκρατισμού
που στοχεύει στην παραγωγή ορθολογικού οικολογισμού όπως και συσ-
σώρευσης (Paehlke, 2003, σ. 5). Έτσι, η πράσινη αποδοχή του κράτους
φαίνεται να εξαρτάται από τον οικολογικό εκδημοκρατισμό του, και αυτό
το βήμα γίνεται καλύτερα αντιληπτό ως μέρος μιας αυξανόμενης ροπής
προς έναν «οραματικό πραγματισμό» όσον αφορά στον πράσινο θεσμικό

161
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σχεδιασμό. Όπως το θέτει η Eckersley, «όσοι ανησυχούν για την οικολο-


γική καταστροφή πρέπει να αρκεστούν στους υπάρχοντες θεσμούς και,
όπου είναι δυνατό, να επιδιώξουν να “ξαναφτιάξουν το πλοίο ενώ βρίσκε-
ται στη θάλασσα”» (Eckersley, 2004, σ. 5). Όσο για τον εκδημοκρατισμό του
κράτους, γράφει πως «το ρυθμιστικό ιδεώδες, ή καθοριστική απαίτηση,
της οικολογικής δημοκρατίας είναι ότι όλοι όσοι δυνητικά επηρεάζονται
από οικολογικούς κινδύνους θα πρέπει να έχουν πραγματική δυνατότητα
να μετέχουν ή να εκπροσωπούνται στον καθορισμό πολιτικών, ή αποφά-
σεων, που ενδέχεται να εγκυμονούν κινδύνους» (Eckersley, 2004, σ. 243).
Παρατηρούμε εδώ μια συνάφεια με τη στροφή από την «ηθική» στην «πο-
λιτική» που είδαμε προς το τέλος του κεφαλαίου 2, στο έργο θεωρητικών
του υβριδισμού όπως η Plumwood και ο Latour.
Τα κράτη, βεβαίως, δεν υφίστανται σε απομόνωση και είναι σαφές ότι
πολλά από τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα με τα οποία είμαστε
αντιμέτωποι είναι διεθνή ως προς τη φύση τους. Ενίοτε αυτά αντιμετωπί-
ζονται καλύτερα μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ κυρίαρχων κρατών, άλ-
λες φορές μέσω διεθνών οργανισμών όπως τα Ηνωμένα Έθνη, και άλλες
μέσω υπερεθνικών φορέων με υπερεθνικές εξουσίες όπως η Ευρωπαϊ-
κή Ένωση. Η (αδύναμη αλλά υπαρκτή) σχέση ανάμεσα στην πράσινη κρα-
τικιστική οπτική και τον βιοτοπικισμό του Sale βρίσκεται στο ότι επιδιώ-
κουν να αντιστοιχίσουν πολιτικά σχήματα με οικολογικές πραγματικότητες,
όμως η κρατικιστική οπτική διαφέρει κατά το ότι διατηρεί το εθνικό κρά-
τος ως τη βασική πολιτική μονάδα, με δικαιοδοσία τόσο να νομοθετεί σε
σχέση με τους δικούς της πληθυσμούς όσο και να εισέρχεται σε διαπραγ-
ματεύσεις με άλλα εθνικά κράτη στον διεθνή στίβο. Η Eckersley, εν κατα-
κλείδι, υποστηρίζει ότι οι αποκεντρωτικοί πράσινοι παίζουν κρίσιμο ρόλο
στη δημιουργία ενός οικοκεντρικού πολιτισμού, αλλά ότι έχουν σχετικά λίγα
να προσφέρουν στις λεπτομέρειες του θεσμικού σχεδιασμού (1992, σ. 182).

Συμπέρασμα

Συνοψίζοντας, οι εφικτές πολιτικές ρυθμίσεις σε μια βιώσιμη κοινωνία


φαίνεται να κινούνται σε όλο το εύρος από τη ριζοσπαστική αποκέντρω-

162
Η βιώσιμη κοινωνία

ση έως την παγκόσμια διακυβέρνηση. Ο οικολογισμός, ωστόσο, είναι μια


αναμορφωτική πολιτική ιδεολογία – αναμορφωτική των ανθρώπων και
του τρόπου με τον οποίο σκέπτονται για, σχετίζονται με και ενεργούν ως
προς τον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο.
Τα προβλήματα που σχετίζονται με τις αναμορφωτικές ιδεολογίες
κάθε είδους επισημάνθηκαν από τον Ζαν Ζακ Ρουσώ ήδη το 1762 όταν
ξεκινούσε Το κοινωνικό συμβόλαιο με την πρόταση: «Σκοπός μου είναι
να διερευνήσω αν στην πολιτική κοινωνία μπορεί να υπάρχει μια νό-
μιμη και ασφαλής αρχή για τη διακυβέρνηση, εκλαμβάνοντας τους αν-
θρώπους όπως είναι και τους νόμους όπως θα μπορούσαν να γίνουν»
(Rousseau, 1762/1968, σ. 49). Πολύ σύντομα συνειδητοποίησε ότι η κοι-
νωνία που είχε κατά νου δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει όσο οι άν-
θρωποι θα παρέμεναν «όπως είναι», και έτσι εισήγαγε έναν από μηχανής
θεό με τη μορφή ενός «Νομοθέτη», το έργο του οποίου θα ήταν να «αλλά-
ξει την ανθρώπινη φύση» (ό.π., σ. 84).
Οι πράσινοι αναμορφωτές βρίσκονται κατά πολύ στην ίδια θέση με
τον Ρουσώ: η πρώτη ύλη είναι ανεπαρκής για το επικείμενο εγχείρημα.
Στους πράσινους απευθύνονται πολιτικο-θεσμικές ερωτήσεις, και πρέ-
πει να τις απαντούν. Αν εκλάβουμε τους «ανθρώπους» (και τις κοινωνί-
ες που τους έχουν γεννήσει) όπως είναι, οι αποκεντρωμένες πολιτικές
μοιάζουν αναποτελεσματικές και απλοϊκές. Αν όμως εκλάβουμε τους
«ανθρώπους» (και τους τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης) όπως θα
μπορούσαν να είναι, οι αποκεντρωμένες πολιτικές είναι η προτιμώμενη
ριζοσπαστική πράσινη μορφή – και για μερικούς από αυτούς τους ριζο-
σπάστες πράσινους, πράγματι, οι αποκεντρωμένες πολιτικές είναι το οι-
κολογικό ισοδύναμο του Νομοθέτη του Ρουσώ, η πηγή της αναμόρφω-
σης της ανθρώπινης φύσης.

163
4. Στρατηγικές για την
πράσινη αλλαγή

Οι Schwarz ρωτούν: «Πώς ξεκινάμε; Ποια μετάβαση μπορούμε να φα-


νταστούμε που θα μας οδηγήσει από εδώ σε ένα πράσινο μέλλον; Μπο-
ρεί άραγε το τεράστιο χάσμα μεταξύ των πράσινα σκεπτόμενων ονειρο-
πόλων και της σημερινής πραγματικότητας να μειωθεί;» (Schwarz and
Schwarz, 1987, σ. 253). Ο οικολογισμός μας προσφέρει μία κριτική των
σημερινών προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης, και οι «πράσινα
σκεπτόμενοι ονειροπόλοι» των Schwarz ζωγράφισαν εικόνες της βιώ-
σιμης κοινωνίας στην οποία θα ήθελαν να ζούμε. Με αυτόν τον τρόπο,
δύο από τις κλασικές προϋποθέσεις του λειτουργικού ορισμού της ιδεο-
λογίας εκπληρώνονται από τον οικολογισμό: προτείνει μια περιγραφή (η
οποία είναι ήδη ερμηνεία) της «πολιτικής πραγματικότητας» και προβαί-
νει, επίσης, σε υποδείξεις για το μέλλον, οι οποίες ισοδυναμούν με μια
περιγραφή της Ευζωίας. Στο μεσοδιάστημα, ανάμεσα στο πρώτο και στο
τελευταίο, η πρωταρχική ερώτηση που τίθεται στο παρόν κεφάλαιο είναι:
«Ποια είναι η στρατηγική του οικολογισμού για την κοινωνική αλλαγή;».
Η δευτερεύουσα ερώτηση που ανακύπτει είναι: «Αυτή η στρατηγική (ή οι
στρατηγικές) θα επιτελέσει το έργο που απαιτείται;».
Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί για τον οικολογισμό και την κοι-
νωνική αλλαγή είναι ότι, μέχρι πρόσφατα, έχει καταβληθεί ελάχιστη σο-
βαρή σκέψη (Begg, 2000). Ο Boris Frankel ορθά παρατήρησε κάποτε ότι
«υπάρχει πολύ λίγο υλικό για το πώς πρέπει να πορευτούμε» (1987, σ.
227) και είναι αξιοσημείωτο ότι πολλές συζητήσεις για τις πράσινες πολι-
τικές στερεύουν όταν ανακύπτει το ζήτημα της αλλαγής.
Οι λόγοι είναι πολλοί: Πρώτον, πολλοί πιστεύουν ότι οι αλλαγές που
απαιτούνται είναι τόσο εκτεταμένες ώστε τίποτα λιγότερο από μια περι-
βαλλοντική καταστροφή δεν θα μπορούσε να επιφέρει την πολιτική βού-
ληση που χρειάζεται για να υλοποιηθούν: «…είναι τελείως μη “ρεαλιστι-
κό” να πιστεύουμε ότι θα ενστερνιστούμε την απλότητα και την ολιγάρ-

164
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

κεια αν δεν βρεθούμε σε συνθήκες οικολογικού εξαναγκασμού» (Daly,


1977a, σ. 170). Δεύτερον, οι αισιόδοξοι παρατηρητές τείνουν να πιστεύ-
ουν (όπως αναφέρω στο κεφάλαιο 1) ότι αρκεί η μετάδοση του μηνύ-
ματος της επικείμενης καταστροφής για να προκληθεί κοινωνική αλ-
λαγή. Σε τελευταία ανάλυση, πώς γίνεται η ανθρωπότητα, γνωρίζοντας
ότι απειλείται η ύπαρξή της, να μην δράσει προς το συμφέρον της; Αυτή,
βέβαια, φαίνεται ότι ήταν η γραμμή που ακολουθήθηκε στην πρωτότυ-
πη έκθεση Limits to Growth: «Πιστεύουμε ότι ένας αναπάντεχα μεγά-
λος αριθμός ανδρών και γυναικών όλων των ηλικιών και συνθηκών θα
ανταποκριθούν άμεσα στην πρόκληση και θα συζητήσουν με ενθουσια-
σμό όχι εάν, αλλά πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε αυτό το καινούρ-
γιο μέλλον» (Meadows et al, 1974, σ. 196). Αντίθετα, όμως, από τις προσ-
δοκίες των συγγραφέων της, η δημοσίευση αυτής της έκθεσης δεν φέρ-
νει από μόνη της τις αλλαγές που προτείνει. Πράγματι, υπάρχει αυξα-
νόμενη συναίνεση ως προς το ότι η παροχή πληροφόρησης, από μόνη
της, δεν επαρκεί για να προκαλέσει αλλαγή στη συμπεριφορά, σε ατομι-
κό ή συλλογικό επίπεδο (Kollmuss and Agyeman, 2002). Αυτό εν μέρει
συμβαίνει επειδή το «περιβάλλον» παραπέμπει στο αποκαλούμενο πρό-
βλημα της συλλογικής δράσης: όσοι αναλαμβάνουν την κατάλληλη δρά-
ση μπορεί να ζημιωθούν εάν οι άλλοι δεν δρουν συγχρόνως κατά τον
ίδιο τρόπο. Ανεξάρτητα από το πόσο ενημερωμένοι είναι οι πολίτες, ίσως
είναι απρόθυμοι να δράσουν ορθά εάν οι άλλοι απλώς καρπώνονται τα
οφέλη της συμπεριφοράς τους.
Μερικές φορές, η έλλειψη βαθιάς κατανόησης του ζητήματος της
κοινωνικής αλλαγής αποδίδεται στο γεγονός ότι πρόκειται για μια και-
νούργια ιδεολογία – οι πράσινοι στοχαστές περιορίζονται απλά στην πε-
ριγραφή του περιβαλλοντικού προβλήματος και σε κάποιες προσπάθει-
ες να πείσουν για τα επιχειρήματά τους. Από αυτήν την οπτική, το γεγο-
νός ότι πρόκειται για καινούργια ιδεολογία είναι επόμενο να αποτελεί και
την αιτία της σημερινής της έλλειψης μιας στρατηγικής η οποία θα μπο-
ρούσε να είναι αποτελεσματική ως προς τους στόχους που προτείνει. Πι-
στεύεται ότι τώρα που τα θεμέλια έχουν λίγο πολύ τεθεί θα διαμορφωθεί
και η στρατηγική.
Καθώς προβληματιζόμαστε για τις πράσινες αναμορφωτικές στρα-

165
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

τηγικές, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο οικολογισμός προτείνει μια ριζικά δι-


αφορετική κοινωνία από τη σημερινή. Κανείς δεν θα διαφωνούσε ως
προς το ότι οι σημαντικές βελτιώσεις στο περιβάλλον μπορούν να πραγ-
ματοποιηθούν μέσα από δράσεις κοινοβουλευτικών κομμάτων και ομά-
δων πίεσης – θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τα επιτεύγματα ομάδων
όπως οι Friends of the Earth και η Greenpeace, που προέκυψαν από
ένα υψηλό επίπεδο αφοσίωσης και αναντίρρητης επιστημοσύνης. Με
τον ίδιο τρόπο, οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν σήμερα δεσμευ-
τεί –κατ’ αρχήν τουλάχιστον– απέναντι στη βιώσιμη ανάπτυξη. Ωστό-
σο, οι αναμορφωτικές κατευθύνσεις του οικολογισμού πρέπει να εναρ-
μονιστούν με τις βαθιές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές
που οραματίζεται. Αυτοί οι στόχοι αποτελούν το υπόβαθρο του παρόντος
κεφαλαίου.
Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης που ακολουθεί είναι οργανω-
μένο γύρω από τη διάκριση μεταξύ κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβου-
λευτικής πολιτικής δράσης. Προφανώς εδώ δεν υπάρχει κάτι το πρωτό-
τυπο, όμως το γεγονός ότι αυτός αποδεικνύεται ο πλέον γόνιμος τρόπος
προσέγγισης του ζητήματος είναι ενδεικτικό μιας γενικότερης συνθήκης
του οικολογισμού και της κοινωνικής αλλαγής, που είναι ότι η φιλελεύ-
θερη δημοκρατική πολιτική και οι χώροι στους οποίους διεξάγεται αποτε-
λούν τις παραμέτρους του μεγαλύτερου μέρους της οικολογικής πολιτικής
δράσης. Η αναφορά στη φιλελεύθερη δημοκρατία μας επιτρέπει να πραγ-
ματευτούμε το πλέον σημαντικό θέμα της πράσινης κοινωνικής αλλαγής:
τον εν εξελίξει διάλογο σχετικά με τον αυταρχισμό και τη δημοκρατία.

Δημοκρατία και αυταρχισμός

Οι κατηγορίες περί αυταρχισμού δεν λείπουν ποτέ από τις συζητήσεις


περί της πράσινης κοινωνικής αλλαγής. Την πρώτη περίοδο του σύγχρο-
νου περιβαλλοντικού κινήματος βορειοαμερικανοί συγγραφείς, όπως οι
Heilproner (1974) και Ophuls (1977), υποστήριζαν ότι η περιβαλλοντική
κρίση είναι τόσο τρομακτική που λογικά κανείς δεν θα δεχόταν οικειοθε-
λώς τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπισή της και ότι, επομένως, μόνο

166
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

μια ισχυρή, ακόμα και αυταρχική, κυβέρνηση θα μπορούσε να τα εφαρ-


μόσει. Αρκετά πρόσφατα, καθώς η καταστροφολογική τάση της πράσι-
νης πολιτικής υποχώρησε, η προσοχή στράφηκε στις αξίες των πολιτι-
κών οικολογιστών. Έτσι, υποστηρίζεται ότι η πολιτική-οικολογική πε-
ποίθηση σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένας ορθός τρόπος να βιώνει
κανείς την πράσινη Ευζωία, είναι ασύμβατη με την αξία του πλουραλι-
σμού που συνήθως συνδέεται με τη (φιλελεύθερη) δημοκρατία. Επομέ-
νως, υφίστανται πραγματιστικές και ηθικές ρίζες στην έκδηλη ένταση με-
ταξύ των ριζοσπαστικών πράσινων στόχων και της δημοκρατικής δια-
δικασίας. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η ένταση έχει προσελκύσει έντονο
ενδιαφέρον, και έχουν προταθεί τρόποι εκτόνωσής της (Mathews, 1995,
Doherty and De Geus, 1996a, Lafferty and Meadowcroft, 1996a, Mason,
1999, Smith, 2003). Ορισμένοι αναρωτιούνται γιατί οι πράσινοι αισθάνο-
νται την υποχρέωση να υπερασπιστούν τα δημοκρατικά τους διαπιστευ-
τήρια – «οι πράσινοι μπορούν να διερωτηθούν γιατί θα πρέπει να βρουν
καινούργιο έδαφος για τη δέσμευσή τους ως προς τη δημοκρατία, δια-
φορετικό από εκείνο των σοσιαλιστών και των φιλελευθέρων» (Barry,
1996, σ. 119). Εν τούτοις, η αυταρχική τάση μιας ορισμένης περιβαλλοντι-
κής πολιτικής θεωρίας της δεκαετίας του 1970 και η διαβρωτική συσχέ-
τιση της «πολιτικής της φύσης» με κάποιες μορφές φασισμού (Bramwell,
1989) αρκούν για να θέσουν τόσο τους πράσινους όσο και τους αντιπά-
λους τους σε συνεχή δημοκρατική επιφυλακή.
Η πηγή της έντασης μεταξύ των ριζοσπαστικών πράσινων στό-
χων και της δημοκρατίας είναι, εκ πρώτης όψεως, η επιτακτική φύση
της πράσινης πολιτικής: «Στον βαθμό που η εφαρμογή ορισμένων πρά-
σινων αρχών –όπως, για παράδειγμα, η επιτακτική ανάγκη αντιμετώπι-
σης του υπερπληθυσμού– θεωρείται ουσιώδης, έχουμε να κάνουμε με
μία επιταγή η οποία δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας πραγματικής επιλο-
γής» (Saward, 1993a, σ. 64). Αυτό ακούγεται ασύμβατο προς τον δημο-
κρατικό τρόπο επίλυσης προβλημάτων: «…οι οικολογικές αξίες περιέ-
χουν, συχνά, μιαν αρκετά μεγάλη ένταση ανάμεσα στην υπεράσπιση ορι-
σμένων ουσιαστικών αποτελεσμάτων μιας πολιτικής και στην υπεράσπι-
ση της αξίας των (άμεσων) δημοκρατικών διαδικασιών» (ό.π.). Πράγματι,
κάποιοι από τους πρώτους θεωρητικούς της περιβαλλοντικής πολιτικής,

167
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική, εμφανίζονται να παρακάμπτουν τις δημο-


κρατικές διαδικασίες, υπέρ των «ορθών» οικολογικών αποτελεσμάτων.
Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι ακόμα και οι κακοί της ιστορίας, όπως ο
Heilbroner και ο Ophuls, δεν ήταν ποτέ τόσο σαφείς στην απόρριψη των
δημοκρατικών διαδικασιών όσο ισχυρίζονται οι επικριτές τους. Δύο πα-
ραδείγματα από τον William Ophuls θα το κάνουν αυτό σαφές.
Πρώτον, ο Ophuls πράγματι γράφει: «Καθώς η κοινότητα και τα δι-
καιώματά της αποκτούν όλο και μεγαλύτερη κοινωνική προτεραιότητα,
αναγκαστικά θα κινηθούμε από την ελευθερία προς την εξουσία, επει-
δή η κοινότητα θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλει τις απαιτήσεις
της» (Ophuls, 1992, σ. 285). Ωστόσο, ισχυρίζεται επίσης ότι αυτή η εξουσία
«δεν είναι απαραίτητο να είναι απόμακρη, αυθαίρετη και ιδιότροπη. Σε
ένα εύρυθμο και καλοσχεδιασμένο κράτος, η εξουσία θα είναι συνταγ-
ματική και περιορισμένη» (ό.π., σ. 286). Δεύτερον, ο Ophuls φαίνεται να
προσυπογράφει «ένα κίνημα απομακρυσμένο από τη δημοκρατική ισο-
νομία, προσανατολισμένο στην πολιτική αποδοτικότητα και οργάνωση»,
όμως αναφέρει επίσης ότι οι αξίες οι οποίες καθορίζουν την αποδοτικό-
τητα πρέπει να αποφασίζονται μέσω μιας «ευρείας συναίνεσης» (ό.π.,).
Γράφει, επίσης, ότι «ο ακραίος συγκεντρωτισμός και η αλληλεξάρτηση …
πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε μεγαλύτερη αποκέντρωση, στην το-
πική αυτονομία και την τοπική κουλτούρα» (ό.π., σ. 291). Ο Ophuls κατα-
λήγει λέγοντας πως «…το ουσιαστικό μήνυμα αυτού του βιβλίου είναι ότι
πρέπει να μάθουμε τον οικολογικό αυτοπεριορισμό, προτού μας επιβλη-
θεί από ένα πιθανό μονολιθικό και αυταρχικό καθεστώς ή από τις άγρι-
ες δυνάμεις της φύσης» (ό.π., σ. 297). Βεβαίως, ένας κούκος δεν φέρνει
την άνοιξη, όμως αυτά τα παραδείγματα καταδεικνύουν την προσοχή με
την οποία πρέπει να προσεγγίζουμε τα «πράσινα αυταρχικά επιχειρήμα-
τα». Εάν, πράγματι, όπως ισχυρίζεται ο Saward, «ο Ophuls αντιπροσω-
πεύει το σαφέστερο και πιο αξιόπιστο παράδειγμα της αυταρχικής τάσης
στην πράσινη πολιτική θεωρία» (Saward, 1993a, σ. 71), τότε αυτή η τάση
εμφανίζεται επαμφοτερίζουσα.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητο να είμαστε σαφείς, να μη συγ-
χέουμε τα αντι-φιλελεύθερα στοιχεία στην πράσινη σκέψη με τα αντι-δη-
μοκρατικά. Η σχέση φιλελευθερισμού και οικολογισμού θα συζητηθεί

168
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

στο κεφάλαιο 5, αλλά στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε ότι ένα με-
γάλο μέρος των υποδείξεων των Heilbroner και Ophuls για τη σωτηρία
μας συνίστανται –όπως το έθεσε ο Bob Paehlke– «σε μια αίσθηση ενό-
τητας, που δεν χαρακτηρίζει τις φιλελεύθερες ατομικιστικές κοινωνίες»
(Paehlke, 1988, σ. 293). Η έννοια της κοινωνικής ενότητας δεν είναι, βέ-
βαια, κατά κανένα τρόπο ασύμβατη με τη δημοκρατία, ενώ μπορεί πράγ-
ματι να βρίσκεται σε ένταση με τον ατομικισμό που συνδέεται με τον φι-
λελευθερισμό.
Έτσι, μία πλευρά του πράσινου «προτάγματος» είναι, ως φαίνεται,
πραγματιστική. Με άλλα λόγια, με βάση τις απειλητικές προειδοποιήσεις
κειμένων όπως το The Limits to Growth (Meadows et al, 1974), ορισμένοι
συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος να αποτρα-
πεί η οικολογική καταστροφή είναι με αυταρχικά μέσα. Η άλλη πλευρά του
πράσινου «προτάγματος» είναι αξιακού ή ηθικού προσανατολισμού ως
προς τις καταβολές της. Ο Bob Goodin έχει πειστικά υποστηρίξει ότι αυτό
που κινεί την περιβαλλοντική πολιτική σκέψη και πράξη είναι η «πράσινη
θεωρία της αξίας», στην οποία αναφερθήκαμε στο κεφάλαιο 2. Σύμφω-
να με αυτή τη θεωρία, κάτι είναι ιδιαίτερης αξίας εάν «προέρχεται από
φυσικές μάλλον παρά από τεχνητές ανθρώπινες διαδικασίες» (Goodin,
1992, σ. 30). Το καθήκον, λοιπόν, του πολιτικού οικολογιστή είναι να εργά-
ζεται για τη διαχρονική διατήρηση αυτής της «φυσικής αξίας». Ο Goodin
διακρίνει με προσοχή τη θεωρία της αξίας από μια υποτιθέμενη πράσι-
νη «θεωρία του φορέα δράσης», και το κρίσιμο ζήτημα, για εμάς, είναι
η σχέση τους. Μπορεί μια συγκεκριμένη θεωρία του φορέα δράσης να
ανακύψει από την πράσινη θεωρία της αξίας; Όχι, λέει ο Goodin. Όπως
είδαμε, υποστηρίζει ότι αυτό που «βρίσκεται στον πυρήνα της πράσινης
σκέψης … είναι μια διαρκής μέριμνα ώστε οι φυσικές αξίες να προωθη-
θούν, να προστατευτούν και να διατηρηθούν». Έτσι:

Με αυτό το δεδομένο ως πρωταρχικό λογικό στοιχείο του ηθικού τους


συστήματος, πιστεύω ότι πρέπει και εμείς να πούμε … ότι είναι σημα-
ντικότερο να γίνονται τα ορθά πράγματα από το να γίνονται κατά κάποιο
ιδιαίτερο τρόπο ή μέσω κάποιου συγκεκριμένου φορέα.
(Goodin, 1992, σ. 120)

169
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Όπου υπάρχει σύγκρουση των πράσινων αξιών και ενός ιδιαίτερου τρό-
που υλοποίησής τους, τα πρώτα πρέπει να έχουν προτεραιότητα.

Στις περιπτώσεις σύγκρουσης …, η πράσινη θεωρία της αξίας –και οι


στόχοι που μας προτρέπει να επιδιώξουμε– πρέπει απλά, μέσα στη λο-
γική της ίδιας της θεωρίας των πρασίνων, να τίθεται σε προτεραιότητα
έναντι της πράσινης θεωρίας του φορέα δράσης, και των αρχών περί
ορθής πράξης, φορέα δράσης και δομών που θα έθετε αυτή.
(Goodin, 1992, σ. 120).

Ο Goodin ενστερνίζεται αυτή τη διάκριση για να επιχειρηματολογήσει ενα-


ντίον των πρασίνων που υποστηρίζουν ριζοσπαστικές αλλαγές μόνο στο
επίπεδο του τρόπου ζωής (lifestyle) ως μέσο επίτευξης των πράσινων
στόχων. Σύμφωνα με την ανάγνωση του Goodin σχετικά με τον ορισμό
της πράσινης πολιτικής, η βιωσιμότητα της φυσικής αξίας είναι σημαντι-
κότερη από «τις αρχές για “καθαρά χέρια”, της προσωπικής ακεραιότη-
τας» (Goodin, 1992, σ. 123). Αν αυτό σημαίνει να κάνει κανείς πράγματα
όπως το να ψηφίζει πράσινα πολιτικά κόμματα, έχει καλώς. Η ριζοσπα-
στική του διάκριση, όμως, μεταξύ μιας πράσινης θεωρίας της αξίας και
πράσινων θεωριών του φορέα δράσης μπορεί να διαβαστεί με πιο διφο-
ρούμενο τρόπο, διότι εάν αληθεύει ότι «είναι σημαντικότερο να γίνονται τα
ορθά πράγματα από το να γίνονται κατά κάποιο ιδιαίτερο τρόπο ή μέσω
κάποιου συγκεκριμένου φορέα», τότε κάθε μορφή φορέα θα είναι απο-
δεκτή εφόσον φέρνει τα ορθά αποτελέσματα. Πάντως, ο ίδιος ο Goodin
εγκρίνει τα δημοκρατικά μέσα για την επίτευξη των πράσινων στόχων:

… η πράσινη θεωρία αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα όντα ως δρώντα


υποκείμενα που από τη φύση τους είναι, και ηθικά πρέπει να είναι, αυ-
τόνομες και αυτεξούσιες οντότητες. Από πολιτική σκοπιά, αυτό πολύ
άμεσα συνεπάγεται την κεντρική συνιστώσα της πράσινης πολιτικής
θεωρίας του δρώντος υποκειμένου: τη σημασία της πλήρους, ελεύθε-
ρης, ενεργητικής συμμετοχής του καθενός στη δημοκρατική διαμόρ-
φωση των προσωπικών και κοινωνικών συνθηκών.
(Goodin, 1992, σ. 124)

170
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

Αν, όμως, το να πραγματοποιηθεί, το ορθό είναι σημαντικότερο από τον


τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται γιατί δεν πρέπει οι πράσινοι να
εγκρίνουν αυταρχικά μέσα για τους πράσινους στόχους; Κατά βάση, «ο
πυρήνας της πράσινης έγνοιας είναι συνεπειοκρατικός» (Goodin, 1992, σ.
120), και αυτή η συνεπειοκρατία βρίσκεται σε ένταση με τη διαδικαστικό-
τητα της δημοκρατίας.
Εκτός από τη φύση του «πράσινου προτάγματος», δύο επιπλέον πηγές
της έντασης μεταξύ οικολογικών προβλημάτων και δημοκρατικών διαδικα-
σιών αξίζει να αναφερθούν – ο χρόνος και ο χώρος. Αποκτούμε όλο και
καλύτερη αντίληψη του γεγονότος ότι η σημερινή πολιτική θα έχει αντί-
κτυπο στους ανθρώπους του μέλλοντος – ακόμα και σε όσους δεν έχουν
ακόμη γεννηθεί. Από την άποψη του τυπικού δημοκρατικού κύκλου των
τεσσάρων ή πέντε ετών αυτό αποτελεί πρόβλημα, επειδή οι κυβερνή-
σεις γενικά αποβλέπουν σε βραχυπρόθεσμα οφέλη μέσω βραχυπρόθε-
σμων πολιτικών. Η άποψη του Colin Tudge ότι «δεν μπορούμε να ισχυρι-
στούμε πως παίρνουμε στα σοβαρά το ανθρώπινο είδος και τον πλανή-
τη μας μέχρι να αναγνωρίσουμε ότι ένα εκατομμύριο χρόνια αποτελεί μια
ορθή μονάδα πολιτικού χρόνου» (Tudge, 1996, σ. 371) θέτει τους σημερι-
νούς νομοθετικούς φορείς σε ολόκληρο τον κόσμο εντός κάποιου είδους
πλαισίου. Παρόμοια, η δυναμική της πολιτικής λογοδοσίας δεν μπορεί
εύκολα να λειτουργήσει σε περιβαλλοντικά ζητήματα: «Πώς να λογοδο-
τήσουν οι πολιτικοί για αποφάσεις των οποίων οι συνέπειες θα γίνουν
πλήρως αισθητές πολύ αργότερα, δηλαδή όταν οι εν λόγω πολιτικοί θα
έχουν αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή;» (Lafferty and Meadowcroft,
1996b, σ. 7).
Αναφορικά με τον «χώρο» είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι πολλά περι-
βαλλοντικά προβλήματα έχουν διεθνή χαρακτήρα: η υπερθέρμανση του
πλανήτη είναι, εξ ορισμού, ένα ζήτημα που επηρεάζει πολλές χώρες,
και όχι μία ή δύο. Αυτό το γεγονός θέτει ιδιαίτερα προβλήματα για τη δη-
μοκρατική διαδικασία, αφού οι δημοκρατικές δομές είναι, ανεξαιρέτως
σχεδόν, βασισμένες στα εθνικά κράτη. Θα μιλήσω διεξοδικότερα για τα
ζητήματα του χρόνου και του χώρου παρακάτω.
Τα τελευταία χρόνια, ένας ικανός αριθμός αντιδράσεων και απα-
ντήσεων συγκεντρώνεται στο πρόβλημα αυταρχισμός/δημοκρατία, και

171
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

θα περιγράψω επτά από αυτές χωρίς να ακολουθήσω κάποια ιδιαίτε-


ρη σειρά: Πρώτον, η διάκριση μεταξύ πράσινης συνεπειοκρατίας και δη-
μοκρατικής διαδικαστικότητας ενδέχεται να είναι υπερβολικά άκαμπτη
– με αυτό εννοούμε ότι οι συνέπειες είναι σημαντικές για τη δημοκρα-
τία και οι διαδικασίες είναι σημαντικές για τους πράσινους. Οι συνέπει-
ες είναι σημαντικές για τη δημοκρατία διότι μπορεί να είναι επιζήμιες για
τη δημοκρατία καθεαυτήν. Αυτό αναφέρεται ενίοτε ως «αυτοδεσμευτι-
κότητα» της δημοκρατίας, που σημαίνει ότι η δημοκρατία «αυτοπεριορί-
ζεται ή προγράφει ορισμένου τύπου αποτελέσματα, για την αυτοσυντή-
ρησή της» (Saward, 1993a, σ. 66). Το είδος του αποτελέσματος που θα
μπορούσε να προγράψει στο δικό μας πλαίσιο είναι η οικολογική κατα-
στροφή, εφόσον κάτι τέτοιο θα υπονόμευε τις συνθήκες για την άσκη-
ση της ίδιας της δημοκρατίας. Ο John Dryzek αναφέρεται σε αυτό ως
ένα «συμφέρον που μπορεί να γενικευτεί», και παρατηρεί ότι «η συνεχι-
ζόμενη ακεραιότητα των οικολογικών συστημάτων από τα οποία εξαρ-
τάται η ανθρώπινη ζωή θα αποτελούσε ίσως το κατ’ εξοχήν συμφέρον
που μπορεί να γενικευτεί» (Dryzek, 1990, σ. 55). Εάν κάποια δημοκρα-
τική διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα κάτι απειλητικό για την ακεραιότη-
τα των οικολογικών συστημάτων, θα μπορούσε νόμιμα να αποκλειστεί,
στη βάση της αυτοδέσμευσης. Έχω τονίσει αλλού, ωστόσο, ότι αυτό δεν
είναι ένα τελικό επιχείρημα υπέρ της συμβατότητας των πράσινων στό-
χων και των δημοκρατικών διαδικασιών. Και αυτό επειδή, «ακριβώς
όπως η δημοκρατία δεσμεύεται να μη συναινεί σε αποφάσεις που θέ-
τουν σε κίνδυνο την άσκηση της δημοκρατίας, έτσι κάνει και ο αυταρχι-
σμός – μια βιώσιμη κοινωνία είναι ένα συμφέρον που μπορεί να γενι-
κευτεί τόσο για τους αυταρχικούς όσο και για τους δημοκράτες» (Dobson,
1993b, σ. 138).
Σε μιαν άλλη περιοχή του προβλήματος, εκεί όπου οι διαδικασίες
πρέπει να έχουν βαρύτητα για τους πράσινους, η Robyn Eckersley επι-
διώκει να συνδέσει τον οικολογισμό με τη δημοκρατία με τον ίδιο τρόπο
που συνδέεται ο φιλελευθερισμός με τη δημοκρατία, στηριζόμενη, δη-
λαδή, στην παρατήρηση ότι «η φιλελεύθερη υποστήριξη της δημοκρα-
τίας πηγάζει από τις φιλελεύθερες αρχές της αυτονομίας και της δικαιο-
σύνης» (Eckersley, 1996, σ. 222). Πιο συγκεκριμένα, η φιλελεύθερη αρχή

172
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

της αυτονομίας «σέβεται το δικαίωμα των ατόμων να ρυθμίζουν τα της


ζωής τους» (ό.π.), και εάν αντιλαμβανόμασταν τον οικολογισμό όχι με συ-
νεπειοκρατικούς όρους αλλά με όρους μιας «ευρύτερης υπεράσπισης
της αυτονομίας (ας πούμε, για την ώρα, της ελευθερίας των ανθρώπινων
και μη-ανθρώπινων όντων να αναπτύσσονται με τους δικούς τους τρό-
πους και να ζουν σύμφωνα με “τη ζωή του είδους τους”)», τότε «η σύν-
δεση οικολογίας και δημοκρατίας δεν θα ήταν πια αβέβαιη» (ό.π., σ. 223).
Επομένως, και οι δύο προσεγγίσεις, των «προϋποθέσεων» και της «αρ-
χής», αμφισβητούν την αυστηρή διάκριση που γίνεται συχνά μεταξύ πρά-
σινης συνεπειοκρατίας και δημοκρατικής διαδικαστικότητας, και υποδει-
κνύουν ότι, εν προκειμένω τουλάχιστον, υπάρχουν περισσότερα κοινά
σημεία από όσο συνήθως υποθέτουμε.
Ένα δεύτερο επιχείρημα για την ευθυγράμμιση οικολογισμού και
δημοκρατίας αναφέρεται στην απροσδιοριστία των πράσινων στόχων. Η
«πράσινη θεωρία της αξίας» μας επιτρέπει να δούμε καλύτερα τι είναι
σημαντικό για τους πράσινους. Ωστόσο, υπολογισμοί αυτής της αξίας, με
οποιαδήποτε οριστική και τελική έννοια, είναι ίσως αδύνατον να γίνουν.
«Φυσική αξία» και «βιωσιμότητα» είναι δύο αμφισβητούμενες ιδέες,
και, σύμφωνα με τον John Barry, η επιτυχία της βιωσιμότητας «καθιστά
τη δημοκρατία μια θεμελιώδη, αδιαπραγμάτευτη αξία της πράσινης πο-
λιτικής θεωρίας» (Barry, 1996, σ. 117), αφού εξαιτίας της «ουσιαστικής
απροσδιοριστίας και του κανονιστικού χαρακτήρα της έννοιας της βιωσι-
μότητας … είναι αναγκαίο να κατανοηθεί ως κάτι που “δημιουργείται” δια-
λογικά, παρά ως ένα “δεδομένο” που προκύπτει με αυταρχικό τρόπο»
(ό.π., σ. 116). Ο Michael Jacobs τονίζει για τη δημιουργική και ανοιχτή συ-
γκρότηση της έννοιας της βιωσιμότητας ότι:

… ενέχει μια διαδικασία σκέψης σχετικά με τα συμφέροντα και τις αξί-


ες άλλων ανθρώπων (καθώς επίσης και του ίδιου μας του εαυτού) και
για το βάρος που πρέπει να τους αποδίδεται, σχετικά με την εφαρμο-
γή αλληλοσυγκρουόμενων ηθικών αρχών σε συγκεκριμένες συνθή-
κες, και σχετικά με τη φύση της κοινωνίας που θέλουμε να δημιουρ-
γήσουμε ή να διαφυλάξουμε.
(Jacobs, 1997, σ.219)

173
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Κατά τον Jacobs:

… αυτό συνεπάγεται ότι στις περιπτώσεις που δημόσια (περιβαλλοντι-


κά) αγαθά είναι υπό διαπραγμάτευση, ο κατάλληλος τύπος θεσμικής
συγκρότησης της αξίας δεν είναι η ιδιωτική διερεύνηση, αλλά κάποιου
είδους δημόσια αγορά όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος να συζητήσει
πριν καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Δηλαδή, ο θεσμός πρέπει να
έχει χαρακτήρα διαβουλευτικό.
(Jacobs, 1997, σ. 220)

Ένα πολύ μικρό βήμα χωρίζει τα παραπάνω από την ιδέα ότι τα κατάλ-
ληλα είδη θεσμών για τον καθορισμό της φύσης των πράσινων στόχων,
όπως και τα μέσα για την επίτευξή τους, είναι δημοκρατικά. Αυτός είναι
ο λόγος που ο Graham Smith υποστηρίζει τη «διαβουλευτική δημοκρα-
τία» σε σχέση με το περιβάλλον, ενώ συζητά μια ποικιλία πιθανών θεσμι-
κών σχεδίων που θα μπορούσαν «να προάγουν τον στοχασμό και τη με-
λέτη επί ενός μεγάλου φάσματος περιβαλλοντικών αξιών που ενστερνί-
ζονται οι πολίτες» (Smith, 2003, σ. 129).
Μια τρίτη συναφής πρόταση για την ευθυγράμμιση μεταξύ της πρά-
σινης και της δημοκρατικής σκέψης βασίζεται σε ένα πραγματιστικό επι-
χείρημα για την αλήθεια: «…η δημοκρατία μπορεί να δικαιωθεί ορθολο-
γικά ακριβώς επειδή είναι αδύνατον να αποδείξουμε οτιδήποτε με αδιαμ-
φισβήτητο τρόπο» (Saward, 1993a, σ. 76). Με δεδομένο ότι δεν μπορού-
με να είμαστε σίγουροι για οτιδήποτε, τα πλέον αποδεκτά μέσα πολιτικής
και λήψης αποφάσεων είναι όσα εκ περιτροπής προσεγγίζουν το πρόβλη-
μα διαδοχικά και προβλέπουν την τακτική επαναξιολόγηση της λύσης. Με
τον δημόσιο διάλογο, τη λογοδοσία και τις περιοδικές εκλογές, αυτή είναι
μια κάθε άλλο παρά μόνο κατ’ όνομα δημοκρατία. Στο δικό μας πλαίσιο, ο
Saward τονίζει ότι «…η πολιτική χωρίς βεβαιότητα –στην πραγματικότητα,
η πολιτική ως υποκατάστατο της βεβαιότητας– έχει ισχυρές αντηχήσεις
στην πράσινη πολιτική σκέψη» (Saward, 1993a, σ. 77). Η «αρχή της πρό-
ληψης» (που συζητήσαμε συνοπτικά στο κεφάλαιο 3) έχει καταστεί, πράγ-
ματι, παροιμιώδης έκφραση στους κύκλους που διαμορφώνουν την πρά-
σινη πολιτική, και ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτή η αρχή να μην υι-

174
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

οθετείται και κατά τη λήψη των καταποφάσεων των αυταρχικών καθε-


στώτων, η εκλαμβανόμενη ως προσωρινή φύση των αποφάσεων που
λαμβάνονται στις δημοκρατίες τις καθιστά καταλληλότερο πλαίσιο για τον
«επιστημολογικό πραγματισμό» στον οποίο αναφερόμαστε.
Το τέταρτο επιχείρημα διαλαμβάνει το ζήτημα της αλήθειας από μια
εναλλακτική οπτική. Παρά την εγγενή αβεβαιότητα της λήψης αποφάσε-
ων, ειδικά στο περιβαλλοντικό πλαίσιο, μπορούμε εντούτοις να υποστη-
ρίξουμε ότι κάποιες αποφάσεις είναι καλύτερες –πιο κοντά «στην αλή-
θεια»– από άλλες. Το ερώτημα είναι: Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος πα-
ραγωγής αυτών των καλύτερων αποφάσεων; Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ έγρα-
ψε ότι «μια γνώμη που η εξουσία προσπαθεί να καταπνίξει είναι πιθα-
νόν αληθής. Όσοι επιθυμούν να την καταπνίξουν, φυσικά αρνούνται την
αλήθεια της· όμως δεν είναι αλάνθαστοι» (Mill, 1859/1972, σ. 79). Αυτό εί-
ναι ένα επιχείρημα υπέρ της ανοιχτής λήψης αποφάσεων που κανονικά
συνδέεται με τη δημοκρατική διαβούλευση και ίσως πρέπει να υιοθετη-
θεί από τους πράσινους – ακόμα και από εκείνους που έχουν συγκεκρι-
μένες απόψεις περί της αλήθειας:

Αν υπάρχει μια οριστική απάντηση όσον αφορά στις «ορθές» αξίες και
τον «ορθό» τύπο κοινωνίας στην οποία πρέπει να ζούμε (και οι πράσι-
νοι γενικά πιστεύουν ότι υπάρχει), τότε οι πράσινοι πρέπει να δεσμευ-
τούν απέναντι στη δημοκρατία ως τη μόνη διαδικασία λήψης αποφάσε-
ων που … αναγκαστικά δίνει την απάντηση.
(Dobson, 1996a, σ. 139)

Ένα πέμπτο επιχείρημα συνδέεται με τα περιβαλλοντικά οφέλη μιας συ-


γκεκριμένης μορφής αποκεντρωμένης, πρόσωπο-με-πρόσωπο δημο-
κρατίας. Όπως τονίζουν οι Doherty και De Geus, και όπως παρατηρήσα-
με στο κεφάλαιο 3, «μέσα από μια οικολογική οπτική, οι πράσινοι θεωρούν
την αποκέντρωση απαραίτητη επειδή σπαταλά λιγότερους πόρους, δίνο-
ντας προτεραιότητα στην τοπική παραγωγή και κατανάλωση μάλλον παρά
στην παραγωγή και μεταφορά προϊόντων για την παγκόσμια αγορά» (Do-
herty and De Geus, 1996b, σ. 3). Μία κατεύθυνση αυτής της συλλογιστικής
οδηγεί στη θεωρία των βιοπεριοχών και, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3, η

175
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

θεωρία των βιοπεριοχών δεν είναι απαραίτητα δημοκρατική. Υπάρχουν,


όμως, συνδέσεις στη δημοκρατική θεωρία και πρακτική μεταξύ αποκέ-
ντρωσης και συμμετοχής, και στον βαθμό αυτό ενδέχεται να υπάρξουν
πολύ ειδικά οικολογικά επιχειρήματα για μια τοπική δημοκρατία.
Τέλος, υπάρχουν δύο είδη επιχειρημάτων που προέρχονται από την
ιστορική εμπειρία. Το πρώτο αναφέρεται σε αντίστοιχα ιστορικά επιχειρή-
ματα «δημοκρατικών» και «αυταρχικών» κοινωνιών – με την πεποίθηση
ότι μετρούν αποφασιστικά υπέρ των δημοκρατικών κοινωνιών. Η εμπει-
ρική ισχύς αυτού του ισχυρισμού δεν μπορεί να αποτιμηθεί εδώ, και
πρέπει να κρατήσουμε την επιφύλαξη ότι το αναμφισβήτητα κακό ιστο-
ρικό των καθεστώτων που συνήθως θεωρούνται αυταρχικά σε αυτό το
πλαίσιο (π.χ. η Σοβιετική Ένωση και οι Ανατολικοευρωπαίοι γείτονές της)
μπορεί να οφείλεται σε παράγοντες διαφορετικούς από τον αυταρχισμό
τους. Παρ’ όλα αυτά, οι Lafferty και Meadowcroft εκφράζουν μια διαδε-
δομένη άποψη όταν γράφουν:

Είναι πιθανόν οι οξείες περιβαλλοντικές κρίσεις να είναι αμεσότερα (ή


αποκλειστικά) δεκτικές αυταρχικών λύσεων. Η απάντηση εδώ πρέπει
να είναι ότι … ούτε η θεωρία ούτε η πρακτική εμπειρία αποδεικνύουν
ότι τα αυταρχικά καθεστώτα είναι, μακροπρόθεσμα, πιο αποτελεσματι-
κά από τις δημοκρατίες στην επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων.
(Lafferty and Meadowcroft, 1996b, σ. 3)

Το δεύτερο από τα επιχειρήματα της ιστορικής εμπειρίας αναφέρεται στην


παρατήρηση του Bob Paehlke ότι τον ίδιο ακριβώς καιρό που οι θεωρη-
τικοί του «πράσινου αυταρχισμού», όπως οι Heilbroner και Ophuls, πε-
ριέφεραν την πραμάτεια τους, οι πρώτοι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές ήταν
υπέρ «της ανοιχτής περιβαλλοντικής διοίκησης, καθώς και της συμμετο-
χής σε αυτήν» (Paehlke, 1988, σ. 292). Πιο πρόσφατα, οι Doherty και De
Geus έχουν τονίσει πως οι περισσότεροι πράσινοι αποδεικνύεται ότι εί-
ναι συμμετοχικοί δημοκράτες: «Τα οργανωτικά των πράσινων κομμάτων
και πολλές πράσινες ομάδες σε επίπεδο απλών πολιτών προσπαθούν να
αντικρούσουν αυτό που θεωρούν ως έλεγχο των πολιτικών οργανώσε-
ων από γραφειοκράτες και αρχηγούς» (Doherty and De Geus, 1996, σ. 5).

176
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

Αυτή η υπεράσπιση της ύπαρξης μιας «πράσινης δημοκρατίας» είναι μάλ-


λον κοινωνιολογική παρά πολιτικο-θεωρητική, αποτελεί δηλαδή περισσό-
τερο μια αποτύπωση του τι υπάρχει (ή του τι έχει υπάρξει) παρά αυτού που
πρέπει να γίνει. Σε αυτή την ανάγνωση, η σχέση οικολογισμού και δημο-
κρατίας είναι τυχαία και όχι αναγκαία, βασίζεται μάλλον στις κοινωνιολογι-
κές καταβολές του οικολογισμού παρά στις θεωρητικές του θεμελιώσεις:

Ιστορικά και κοινωνιολογικά, οι ιδέες για τη δημοκρατία στα περισσότε-


ρα από τα δυτικοευρωπαϊκά πράσινα κόμματα προέρχονται από τα πρό-
τυπα της Νέας Αριστεράς (New Left) του τέλους της δεκαετίας του 1960
και από τις πρακτικές των νέων κοινωνικών κινημάτων των δεκαετιών
του 1970 και του 1980. Η αμφισβήτηση του γραφειοκρατικού χαρακτή-
ρα της σύγχρονης διακυβέρνησης και το κάλεσμα για αυτοδιαχείριση
υπήρξαν τα ενοποιητικά στοιχεία του λόγου της Νέας Αριστεράς.
(Doherty and De Geus, 1996, σ. 5)

Όλες αυτές οι παρατηρήσεις σχετικά με τις πιθανές συνδέσεις πράσινης


και δημοκρατικής σκέψης πρέπει να συνοδεύονται από την αναγνώριση
ότι υπάρχουν πολλοί τύποι δημοκρατίας και ότι αυτό έχει σημαντικό αντί-
κτυπο στο ζήτημα της συμβατότητας. Για παράδειγμα, ο Michael Saward
τονίζει ότι οι εντάσεις που διαπιστώνει μεταξύ των πράσινων στόχων και
των δημοκρατικών διαδικασιών είναι πιο έκδηλες στο πλαίσιο της άμε-
σης δημοκρατίας, όπου η συμμετοχική διαδικαστικότητα της δημοκρατί-
ας βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρα-
τία είναι δεκτό ότι ένας «αντιπρόσωπος έχει περιθώριο ελιγμών και δι-
καιούται να παίρνει αποφάσεις για λογαριασμό της εκλογικής του περι-
φέρειας»· εδώ, λέει ο Saward, οι «εντάσεις [μεταξύ πράσινων προταγμά-
των και δημοκρατικών διαδικασιών] θα είναι λιγότερες» (Saward, 1993a,
σ. 70). Με άλλα λόγια, όσο η δημοκρατία θεωρείται διακυβέρνηση για
τους ανθρώπους παρά από τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο συμβατή
θα είναι με μια πράσινη σκέψη προσηλωμένη σε στόχους.
Κατά παρόμοιο τρόπο, τα εμπειρικά τεκμήρια έχουν δείξει ότι ορι-
σμένοι τύποι δημοκρατίας είναι δεκτικότεροι από άλλους στη διατύπωση
των περιβαλλοντικών προβλημάτων:

177
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ο σύνδεσμος μεταξύ αλτρουισμού και περιβαλλοντισμού μπορεί να


εξηγήσει γιατί οι μικρότερες σοσιαλδημοκρατίες της βόρειας Ευρώπης
–Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία– είναι πιο δραστήριες στη δημοσιοποί-
ηση των συζητήσεων για τις σχετικές με τα περιβαλλοντικά ζητήματα
πολιτικές που απαιτούν ρύθμιση των συνεπειών της αγοράς, και στην
καθιέρωση μεγαλύτερης διαφάνειας ως προς τις διανεμητικές δαπά-
νες των περιβαλλοντικών προγραμμάτων.
(Witherspoon, 1996, σ. 65)

Όλο αυτό καταδεικνύει ότι η πλήρης αποτίμηση της προβληματικής σχέ-


σης οικολογισμού και δημοκρατίας θα απαιτούσε μιαν αξιολόγηση βασι-
σμένη στη διασταύρωση της συμβατότητας ανάμεσα σε όλους τους δυνα-
τούς τύπους οικολογισμού και όλους τους δυνατούς τύπους δημοκρατί-
ας. Μια τέτοια αξιολόγηση υπερβαίνει τις προθέσεις του παρόντος βιβλίου
(και πολύ πιθανόν υπερβαίνει τις ικανότητες του συγγραφέα του), όμως
είπαμε αρκετά που δείχνουν ότι οποιαδήποτε εξίσωση του οικολογισμού
με τον αυταρχισμό πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφύλαξη.
Μένει να ασχοληθούμε με έναν ακόμα τύπο προβλημάτων «πράσι-
νης δημοκρατίας». Τα περιβαλλοντικά προβλήματα έχουν εισαγάγει στην
πολιτική ημερήσια διάταξη «καινούργιες εκλογικές περιφέρειες», τα συμ-
φέροντα των οποίων επηρεάζονται από την περιβαλλοντική αλλαγή, αλλά
δεν αντιπροσωπεύονται εύκολα από τις παραδοσιακές δημοκρατικές δο-
μές και τα όριά τους. Τέτοιες περιφέρειες περιλαμβάνουν πολίτες μακρι-
νών χωρών (π.χ. Σκανδιναβούς που υφίστανται τις επιπτώσεις της βρε-
τανικής όξινης βροχής), μελλοντικές γενιές και τμήματα μη-ανθρώπινου
φυσικού κόσμου. Το ερώτημα είναι: Αν υποθέσουμε ότι τα συμφέροντα
αυτών των πολιτικών περιφερειών πρέπει να αντιπροσωπεύονται δημο-
κρατικά (μια σημαντική υπόθεση, που εξετάζεται λεπτομερώς στο Dobson,
1996b), πώς θα γινόταν οι σχετικοί θεσμοί να ανασχεδιαστούν με τον κα-
τάλληλο τρόπο; Αυτή η ερώτηση τίθεται, αλλά δεν παίρνει απάντηση από
όσους βλέπουν το μέλλον της πράσινης πολιτικής ως θέμα επέκτασης της
δημοκρατίας εντός της φύσης (Eckersley, 2004, Latour, 2004, Wenz, 2002).
Δύο γενικές και πολύ διαφορετικές απαντήσεις δίνονται σε αυτήν
την ερώτηση. Η πρώτη, από τον Bob Goodin, παρουσιάζει τα συμφέρο-

178
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

ντα αυτών των περιφερειών (και ιδιαίτερα των μελλοντικών γενεών και
της μη-ανθρώπινης φύσης) να «ενσωματώνονται» σε αυτά των σημερι-
νών ανθρώπινων όντων (Goodin, 1996, σ. 841), με τον ίδιο τρόπο που τα
συμφέροντα των πολύ μικρών παιδιών θεωρείται ότι ενσωματώνονται
σε αυτά των γονιών τους. Ο Goodin γνωρίζει ότι αυτό το πρότυπο έχει
κακόφημο παρελθόν: «Τα συμφέροντα των σκλάβων και των υπηρετών
ήταν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ενσωματωμένα στα αντίστοιχα συμφέ-
ροντα των αφεντικών τους». Παρομοίως, «οι προ-εδουαρδιανές σύζυγοι,
οι οποίες δεν είχαν ανεξάρτητη νομική υπόσταση, έπρεπε να αποδέχο-
νται το γεγονός ότι τα συμφέροντά τους ήταν ενσωματωμένα στα συμφέ-
ροντα των συζύγων τους» (ό.π., σ. 842). Όμως, συνεχίζει, «στην περίπτω-
ση των μικρών παιδιών όπως και των μελλοντικών γενεών, το πρότυ-
πο των “ενσωματωμένων συμφερόντων” μοιάζει θεμιτό κατά κύριο λόγο
επειδή εμφανίζεται ως αναπόφευκτο» (ό.π., σ. 843).
Τρία πιθανά προβλήματα υπάρχουν στην πρόταση του Goodin για
μια «εκπροσώπηση της Γης». Το πρώτο, και πιο επιζήμιο: ότι δεν είναι
δημοκρατική. Όπως κάποτε δεν ήταν δημοκρατικό ως προς τις εδουαρ-
διανές συζύγους να ενσωματώνονται τα συμφέροντά τους σε αυτά των
συζύγων τους, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και ανάμεσα στις παρούσες
και τις μελλοντικές γενιές. Δεύτερον, η «ενσωμάτωση» δεν είναι η μόνη
διαθέσιμη μέθοδος αντιπροσώπευσης. Τρίτον, δεν υπάρχει εγγύηση
ότι οι άνθρωποι της εποχής μας θα «εσωτερικεύσουν τα συμφέροντα»
(Goodin, 1996, σ. 844) των μελλοντικών γενεών και της μη-ανθρώπινης
φύσης με τον απαιτούμενο τρόπο – και αν δεν το πράξουν, τότε η «ενσω-
μάτωση» δεν θα αποφέρει τα οφέλη που υπόσχεται.
Μια εναλλακτική στρατηγική, ως προς αυτήν του Goodin, είναι να
έχουμε αντιπροσώπους εκλεγμένους από πληρεξούσιους εκλογείς για να
αντιπροσωπεύουν «άμεσα» τα συμφέροντα των μελλοντικών γενεών και
της μη-ανθρώπινης φύσης σε εθνικά και διακρατικά νομοθετικά σώματα:

Οι πληρεξούσιοι θα λειτουργούν ακριβώς όπως κάθε δημοκρατικό εκ-


λογικό σώμα. Σε πρώτη φάση θα «είναι» οι εκλογείς των μελλοντικών
γενεών, από τους οποίους θα προκύπτουν οι υποψήφιοι εκπρόσω-
ποι των συμφερόντων των μελλοντικών γενεών. Αυτοί οι υποψήφιοι

179
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

θα διεξάγουν εκλογικές εκστρατείες προβάλλοντας στόχους που θα


προωθούν τα συμφέροντα των μελλοντικών γενεών …, οι πληρεξούσιοι
εκλογείς θα αξιολογούν τα πλεονεκτήματα των διαφόρων υποψηφίων
και θα εκλέγουν τους προτιμώμενους υποψήφιους μέσω μιας δημο-
κρατικής εκλογικής αναμέτρησης. Οι εκλεγέντες υποψήφιοι θα κάθονται
τότε στο κοινοβούλιο δίπλα στους αντιπροσώπους της παρούσας γενιάς.
(Dobson, 1996, σ. 132)

Αυτή η μορφή αντιπροσώπευσης δεν είναι χωρίς δυσκολίες, πολλές από


τις οποίες συζητήθηκαν αλλού (Dobson, 1996b, Ekeli, 2005), όμως ένα τέ-
τοιο σύστημα θα απέφευγε τις μη δημοκρατικές επιπτώσεις της ενσω-
μάτωσης. Αν και δεν εγγυάται απόλυτα ότι τα συμφέροντα των μελλοντι-
κών γενεών και της μη-ανθρώπινης φύσης θα λαμβάνονται υπόψη, η
δημοκρατική αρχή της λογοδοσίας –που παρέχεται από τις εκλογές, ενώ
απουσιάζει από την ενσωμάτωση– θα βοηθούσε να εστιάσει ο νους μας
εκεί που πρέπει. Προς το παρόν, όμως, οι περιβαλλοντιστές και οι πολι-
τικοί οικολογιστές πρέπει να συνεργαστούν με μια νομοθετική εξουσία
που είναι συγκροτημένη με πολύ πιο παραδοσιακούς τρόπους. Θα εξετά-
σω παρακάτω τον βαθμό στον οποίο προσδοκούν να πραγματοποιήσουν
τους στόχους τους μέσα από τα εθνικά κοινοβούλια.

Δράση μέσα και γύρω από τη νομοθετική εξουσία

Πολλές χώρες έχουν πράσινα κόμματα που επιδιώκουν να εκλεγούν στο


εθνικό νομοθετικό σώμα. Τα πράσινα κινήματα σε όλες τις χώρες που δι-
αθέτουν τέτοια κόμματα βλέπουν την προσπάθεια άσκησης επιρροής στη
νομοθετική διαδικασία ως μέρος, τουλάχιστον, του ρόλου τους διαμορφώ-
νονται κατά τη διαμόρφωση πολιτικών, κατά τη συζήτηση νόμων ή κατά
την εφαρμογή τους. Η κεντρική παραδοχή πίσω και από τα δύο είδη δρά-
σης, την κομματική πολιτική δραστηριότητα και τη δράση ως ομάδα πίεσης,
σε αδρές γραμμές μιλώντας, είναι ότι η φιλελεύθερη-δημοκρατική διαδι-
κασία λήψης αποφάσεων και οι οικονομικές δομές με τις οποίες συνδέε-
ται είναι αρκετά ανοιχτές ώστε να επιτρέπουν την υλοποίηση του πράσινου

180
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

προγράμματος μέσω αυτών. Η ιδέα ότι, ακόμα και αν δεν εκλεγεί ένα πρά-
σινο κόμμα, μπορεί να ασκηθεί επαρκής πίεση στους κυβερνώντες για την
πραγμάτωση της βιώσιμης κοινωνίας φαίνεται γενικώς αποδεκτή.
Κάποτε, η ερώτηση αν τα πράσινα κόμματα μπορούν να επιφέρουν μια
τέτοιου είδους αλλαγή ήταν εντελώς θεωρητική. Μέχρι τις αρχές του 1980
δεν υπήρχαν μέλη των Πρασίνων σε καμιά βουλή και, ασφαλώς, κανένα
πράσινο κόμμα κοντά στην εξουσία. Τώρα αυτό έχει αλλάξει. Τον Ιούνιο του
2006, όταν γραφόταν αυτές οι γραμμές, τα ευρωπαϊκά πράσινα κόμματα πε-
ρηφανεύονταν για 192 έδρες σε εθνικά κοινοβούλια, για δύο υπουργούς
κυβερνήσεων (Ιταλία και Λετονία, European Federation for Green Parties,
2006). Μέχρι τις τελευταίες εκλογές, οπότε η γερμανική πολιτική σκηνή άλ-
λαξε, το Κόμμα των Πρασίνων έπαιζε σημαντικό ρόλο στην κυβέρνηση, και
ο βουλευτής του Joschka Fischer είχε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου
Εξωτερικών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι πράσινοι γεύτηκαν την εκλογική επι-
τυχία μέσα στους περιορισμούς του φιλελεύθερου δημοκρατικού πλαισίου
(Müller-Rommel and Poguntke, 2002). Το ερώτημα είναι αν το να στηριζό-
μαστε σε αυτό το πλαίσιο αρκεί για την επίτευξη της ριζοσπαστικής πολιτι-
κής και της κοινωνικής αλλαγής που προτείνει ο οικολογισμός.
Το πρώτο πρόβλημα για κάθε πράσινο κόμμα (σε αρκετές χώρες, και
σίγουρα στη Βρετανία) είναι, αρχικά, η εκλογική επιτυχία – δεν εννοώ απα-
ραίτητα την εκλογή στην κυβέρνηση, αλλά τη συγκέντρωση ενός επαρκούς
αριθμού ψήφων ώστε να κερδίσουν ακόμα και την ελάχιστη αντιπροσώ-
πευση στη νομοθετική εξουσία. Ο ίδιος κατάλογος που εμφανίζει 192 πρά-
σινα μέλη ευρωπαϊκών νομοθετικών σωμάτων δείχνει επιπλέον ότι δε-
καεπτά από τα τριάντα πέντε πράσινα κόμματα στην Ευρώπη δεν αντιπρο-
σωπεύονται καθόλου (European Federation for Green Parties, 2006). Στη
Βρετανία, το πλειοψηφικό σύστημα με τις μονοεδρικές περιφέρειες, όπου
ο υποψήφιος με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων καταλαμβάνει την έδρα,
λειτουργεί κατάφωρα ενάντια στα μικρά κόμματα. Τα αποτελέσματα αυτού
του συστήματος έγιναν εμφανέστερα στις ευρωπαϊκές εκλογές του 1989,
όταν το βρετανικό Πράσινο Κόμμα κέρδισε το 15% των ψήφων και όμως
δεν κατέλαβε καμία έδρα στο Στρασβούργο. Όταν εφαρμόστηκε το αναλο-
γικό σύστημα, στις εκλογές του 1999, το Πράσινο Κόμμα έστειλε δύο μέλη
στην Ευρωπαϊκή Βουλή με μόνο 5,8% των ψήφων. Οι Jean Lambert και

181
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Caroline Lucas επανεξελέγησαν το 2004, με ελαφρώς αυξημένο μερίδιο


ψήφων (EFGP, 2006). Ακόμη παραμένει υπερβολικά δύσκολο να φαντα-
στεί κανείς το βρετανικό Κοινοβούλιο με έστω έναν αντιπρόσωπο, πόσω
μάλλον με αρκετά μέλη ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν σε συνα-
σπισμό με ένα από τα μεγάλα κόμματα. Το Πράσινο Κόμμα της Αγγλίας και
της Ουαλίας οργάνωσε μια μαζική κινητοποίηση στην πιο δυνατή του πε-
ριφέρεια, το Brighton Pavilion, στις γενικές εκλογές του 2005. Ο κοινοβου-
λευτικός υποψήφιος Keith Taylor έλαβε, με μεγάλη διαφορά, το μεγαλύτε-
ρο μερίδιο ψήφων που είχαν πετύχει ως τότε οι πράσινοι, 22%, αλλά πάλι
ήρθε τρίτος στην περιφέρεια.
Βέβαια, δεν είναι σε όλες τις χώρες τόσο δύσκολο για τα μικρά κόμ-
ματα να γευτούν την εκλογική επιτυχία, και αξίζει, από αυτή την άποψη,
να εξετάσουμε τη γερμανική εμπειρία. Στις ομοσπονδιακές εκλογές του
1983 οι Πράσινοι κέρδισαν το 5,6% των ψήφων και εισήλθαν στη Βουλή,
ενώ στις επόμενες εκλογές, τον Ιανουάριο του 1987, αύξησαν το μερίδιό
τους στο 8,3%. Στις «εκλογές της επανένωσης», το 1990, η κοινή ψήφος
Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας τους έριξε στο 1,2%, «με το δυτικογερ-
μανικό κόμμα να χάνει όλες τις έδρες του» (Jahn, 1994, σ. 313). Ανέβη-
καν ξανά στο 7,3% (σαράντα εννέα έδρες, το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στην
Ομοσπονδιακή Βουλή) το 1994, έπεσαν ελαφρώς στο 6,7% με το κόμμα
Bündnis90/die Grünen (σαράντα επτά έδρες και μία συμμετοχή στην κυ-
βέρνηση συνασπισμού με το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα) το 1998,
και ανέβηκαν ξανά στο 8,1% (πενήντα μία έδρες) το 2005. Τα τρία αποτε-
λέσματα πράγματι έρχονται να διαψεύσουν εκείνους που είχαν ξεγράψει
το κόμμα, όπως η Anna Bramwell:

Από το 1980 το Κόμμα των Πρασίνων στη Γερμανία έχει κλείσει τον κύ-
κλο του. Στις πρώτες εκλογές μετά την επανένωση (Δεκέμβριος 1990)
η στήριξη στους τότε Πράσινους μειώθηκε απότομα και, παρόλο που
διατήρησαν τη στήριξη της Έσσης, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβο-
λία ότι η ανοδική πορεία τους κόμματος μειώνεται.
(Bramwell, 1994, σ. 133)

Τα μετέπειτα γεγονότα απέδειξαν ότι μάλλον έκανε λάθος.

182
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

Πόσο επιτυχημένο υπήρξε, όμως, το γερμανικό Πράσινο Κόμμα


στην εφαρμογή των ριζοσπαστικών αλλαγών που εξήγγειλε στο σημαντι-
κό μανιφέστο του 1983; Το μεταφορικό σχήμα της «αποικιοποίησης» μας
επιτρέπει να θεωρητικοποιήσουμε ορισμένες από τις εμπειρίες των Die
Grünen από το 1983, αφού σε δύο συγκεκριμένα πλαίσια το κόμμα φαί-
νεται να έχει εποικισθεί από τις απαιτήσεις και τους πειρασμούς της κοι-
νοβουλευτικής δραστηριότητας.
Κατ’ αρχάς, συζητήθηκε με ιδιαίτερη ένταση και διάρκεια το ζήτημα
του αν θα συμμετείχαν σε συμμαχίες τακτικής με άλλα πολιτικά κόμμα-
τα, προκειμένου να επηρεάζουν τις ασκούμενες πολιτικές σε μεγαλύτε-
ρη έκταση. Από μια ριζοσπαστική σκοπιά, η παρατήρηση της Petra Kelly
είναι καίρια: «Εάν οι πράσινοι καταλήξουν να γίνουν απλώς οικολογι-
κοί σοσιαλδημοκράτες, τότε το πείραμα τελείωσε – θα έχει αχρηστευ-
τεί» (Spretnak and Capra, 1985, σ. 152). Κάθε πράσινο κόμμα που λει-
τουργεί σε κοινοβουλευτικό πλαίσιο αντιμετωπίζει την πιθανότητα ενός
συνασπισμού σε κάποια επίπεδα της διοίκησης, και οι γερμανοί πράσι-
νοι φάνηκαν όλο και πιο πρόθυμοι να ασκήσουν πολιτική συνασπισμού
(ακόμα και του τύπου «φωτεινός σηματοδότης»: κόκκινο-κίτρινο-πράσι-
νο (Poguntke, 1993, σ. 398). Μεταξύ του 1998 και του 2005 αυτή η στρατη-
γική ανταμείφθηκε με ένα μερίδιο διακυβέρνησης πλάι στους σοσιαλδη-
μοκράτες. Στο διάστημα αυτό, οι πράσινοι είχαν το πολύ τρεις υπουργούς
στην κυβέρνηση ενώ, όπως σημείωσα νωρίτερα, ο Joschka Fischer
ανέλαβε ένα από τα πλέον σημαντικά αξιώματα, αυτό του υπουργού
Εξωτερικών (Rüdig, 2002).
Το ζήτημα που θέτει η Kelly είναι ότι οι δοσοληψίες με άλλα κόμ-
ματα ενέχουν τον κίνδυνο να αμβλύνουν τις ριζοσπαστικές πράσινες αρ-
χές: οι απαιτήσεις μιας κοινοβουλευτικής πολιτικής μπορεί να συμβά-
λουν στη φθορά του πράσινου προγράμματος και σε συνακόλουθη εγκα-
τάλειψη του αρχικού σχεδιασμού. Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι τρομακτι-
κές εντάσεις στο γερμανικό Κόμμα των Πρασίνων στη διάρκεια της κρί-
σης του Κοσόβου το 1999. Ο Fischer είχε να αντιμετωπίσει μια δυνατή
θύελλα από συνοδοιπόρους του που ήταν αντίθετοι στην παρέμβαση του
ΝΑΤΟ. Εξάλλου, ενώ πραγματικά συνέβαλε στη διαμόρφωση της γερμα-
νικής εναντίωσης απέναντι στη συμμαχική εισβολή στο Ιράκ, είναι εξαι-

183
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ρετικά δύσκολο να ισχυριστούμε ότι ο Fischer διαμόρφωσε μια ευκρινή


πράσινη πολιτική για τη Γερμανία την περίοδο της θητείας του.
Η αποτίμηση της γερμανικής εμπειρίας συμμετοχής Πρασίνων στην
κυβέρνηση από τον Wolfgang Rüdig ως προς τη συμμετοχή των πρασί-
νων στην κυβέρνηση, ήταν ότι «από τους πράσινους έλειπαν οι δυνατές
εκλογικές περιφέρειες, ο σύνδεσμος με ισχυρούς συμμάχους και οι δε-
σμοί με ισχυρές ομάδες συμφερόντων της κοινωνίας των πολιτών, προ-
κειμένου να κατορθώσουν να προωθήσουν πιο ριζοσπαστικές λύσεις»
(Rüdig, 2002, σ. 106). Ο Thomas Poguntke συνοψίζει το εύρος της εμπει-
ρίας των πρασίνων στην εθνική κυβέρνηση με όρους εξίσου συγκρα-
τημένους, αλλά και με μια δόση απογοήτευσης: «Εντέλει, η δύναμη του
πράσινου κόμματος στις εθνικές κυβερνήσεις συνασπισμού (και άρα η
εκλογική του επιτυχία) εναπόκειται κυρίως στην επιδέξια εκμετάλλευση
ενός μάλλον περιορισμένου πεδίου ελιγμών πριν το σημείο να απειλήσει
με –ή ακόμα και να επιλέξει– την αποχώρηση» (Poguntke, 2002). Τα πα-
ραπάνω δεν φαίνεται να αποτελούν θεσμική συνταγή για μια ριζοσπαστι-
κή πράσινη αλλαγή.
Ο Robert Goodin έχει τονίσει ως προς τους πράσινους «ρεαλιστές»:

… είναι, τρόπον τινά, στην ίδια θέση με τους ιεραπόστολους που αντι-
μετωπίζουν πολλά πεινασμένα στόματα με λίγες μόνο μερίδες φαγη-
τού· θα ήθελαν πάρα πολύ να τους ικανοποιήσουν όλους, αλλά μπο-
ρούν να ικανοποιήσουν μόνο λίγους. Πάντως, είναι καλύτερα να είναι
ικανοποιημένοι λίγοι παρά κανένας.
(Goodin, 1992, σ. 110)

Όπως είδαμε παραπάνω, αυτό αποτελεί συνέχεια της (επίμαχης) άποψης


του Goodin ότι η πράσινη θεωρία της αξίας είναι «διακριτά συνεπειοκρα-
τική» (Goodin, 1992, σ. 111) και ότι κάθε θεωρία πολιτικού φορέα δράσης
πρέπει να υπηρετεί τη θεωρία της αξίας. Το θέμα για τον πράσινο φορέα,
επομένως, είναι να φέρει πράσινα αποτελέσματα, και τα αποτελέσματα, σε
περίπτωση μεταξύ τους σύγκρουσης, υπερισχύουν του φορέα. Ο Goodin
έχει λάβει εύσημα για την αποσαφήνιση «ασαφών πράσινων ισχυρισμών
περί αποκέντρωσης και δημοκρατίας από τα κάτω» (Saward, 1993b,

184
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

σ. 511), όμως παραμένει η ανησυχία ότι πάρα πολλές καλές προθέσεις


χάνονται στον δρόμο του συμβιβασμού. Κάποιοι ριζοσπάστες πράσινοι
υποστηρίζουν ότι αυτό συνέβη σε μία κρίσιμη στιγμή για τους γερμανούς
πράσινους: στον αγώνα για ένα σύστημα εναλλαγής των αντιπροσώπων
τους στην βουλή – ένα θέμα στο οποίο θέλω να αναφερθώ.
Σύμφωνα με το αρχικό σύστημα, οι εκλεγμένοι πράσινοι αντιπρό-
σωποι στην Ομοσπονδιακή Βουλή θα συμμετείχαν μόνο για δύο χρό-
νια και για τα επόμενα δύο θα παραχωρούσαν τη θέση τους σε αντικα-
ταστάτες, που θα είχαν αρχικά προσληφθεί ως «νομοθετικοί βοηθοί»
(Spretnak and Kapra, 1985, σ. 39). Η αιτιολόγηση αυτής της αρχής αντα-
νακλά τον φόβο του «εποικισμού»· επειδή η σκέψη ενός ανθρώπου επη-
ρεάζεται από τον τρόπο ζωής του, οκτώ ή έστω και τέσσερα χρόνια στον
μηχανισμό της βουλής ή ενός κρατικού νομοθετικού φορέα θα μπορού-
σαν να είναι καταστροφικά. Συγχρόνως, το σύστημα εναλλαγής σκόπευε
να αποτελέσει μια ορατή ένδειξη της άρνησης των πρασίνων να συγκε-
ντρώνεται πολιτική εξουσία στα χέρια σχετικά λίγων ατόμων. Ενστάσεις
έναντι αυτής της αρχής προβλήθηκαν από τις ανάγκες για αποτελεσμα-
τικό έργο στη βουλή: η εναλλαγή θεωρήθηκε ότι εμποδίζει την ανάδειξη
«προσωπικοτήτων» με επιρροή και ότι εμποδίζει την κατάρτιση.
Από το 1983 η δέσμευση στην εναλλαγή και στις αρχές που εκφρά-
ζει χαλάρωσε και τον Μάιο του 1986 εγκαταλείφθηκε επίσημα. Αυτό δεν
έγινε επειδή οι αρχές αυτές καθαυτές θεωρήθηκαν ανεπαρκείς, αλλά
επειδή δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σύμφωνα με την αρχική συ-
γκρότησή τους στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής πολιτικής: «Κάτω από
την πίεση των πολιτικών εξελίξεων οι αφελείς ιδέες περί λαϊκής δημο-
κρατίας αποτελούν πλέον παρελθόν» (Hulsberg, 1988, σ. 123). Στην ίδια
γραμμή σκέψης, οι Spretnak και Capra υποστηρίζουν ότι «η αρχή της
εναλλαγής των εκλεγμένων αξιωματούχων αποδείχτηκε περισσότερο
προβληματική παρά ευεργετική για τους πράσινους στη Δυτική Γερμα-
νία» (1985, σ. 188-189). Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι:

Μετά από μία δεκαετία και πλέον πειραματικής προσπάθειας να θεσπί-


σουν άμεσες δημοκρατικές δομές στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής
δημοκρατίας, οι Πράσινοι έχουν κινηθεί, κατά τι, προς τα κατεστημέ-

185
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

να κόμματα … οι δομικές επιταγές του πολιτικού συστήματος εξασφά-


λισαν ένα τίμημα.
(Poguntke, 1993, σ. 395-396)

Η βουλή, βέβαια, δεν είναι ο μόνος χώρος ανάπτυξης πράσινης πολιτι-


κής δραστηριότητας. Οι περισσότεροι στο πράσινο κίνημα που υποστηρί-
ζουν την αλλαγή μέσω φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτικών δομών,
υποστηρίζουν και άλλες μορφές δράσης. Στο υπόλοιπο αυτού του κεφα-
λαίου εξετάζονται τέτοιες εναλλακτικές επιλογές κάτω από τους ακόλου-
θους τίτλους: τρόπος ζωής, κοινότητες, άμεσες δράσεις, ιδιότητα του πο-
λίτη και επαναστατική τάξη.

Τρόπος ζωής/Lifestyle

Η γενική αρχή που διέπει τις στρατηγικές τόσο του τρόπου ζωής όσο και
της κοινότητας είναι ότι οι αλλαγές στη συνείδηση και στη συμπεριφορά
ενισχύονται αμοιβαία. Η αλλαγή του τρόπου ζωής αφορά σε αλλαγές των
προτύπων ατομικής συμπεριφοράς στην καθημερινή ζωή. Τυπικά παρα-
δείγματα είναι: μια στάση εγρήγορσης ως προς τα πράγματα που αγορά-
ζεις, τα όσα λες, το πώς επενδύεις τα χρήματά σου, το πώς αντιμετωπί-
ζεις τους ανθρώπους, το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιείς, κ.ο.κ.
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε στη Βρετανία μια γνήσια έκρηξη από
πράσινες αλλαγές στον τρόπο ζωής. Η οικιακή οικολογία, σε ορισμένα
τμήματα της κοινότητας τουλάχιστον, είναι ιδιαίτερα του συρμού. Το λια-
νικό εμπόριο «έπιασε» και ενίσχυσε αυτή την τάση, και οι μεγάλες αλυ-
σίδες σπεύδουν να εφοδιαστούν με προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον,
σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον· τα προϊόντα σε πράσινη συσκευασία που-
λάνε σημαντικά περισσότερο από ομόλογά τους συσκευασμένα σε άλλα
χρώματα. Στο πλαίσιο αυτό, το πράσινο έγινε πολύ γρήγορα το χρώμα της
καπιταλιστικής δραστηριότητας και επιχειρηματικότητας. Από την πλευρά
των αλλαγών στον τρόπο ζωής, τα πεδία για πολιτική δράση είναι κατ’ αρ-
χάς απεριόριστα – ακόμα και η τουαλέτα είναι ένας πιθανός χώρος ριζο-
σπαστικής πολιτικής, αφού όπως μας πληροφορούν οι John Seymour και

186
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

Herbert Girardet «…στις περισσότερες χώρες, το ένα τέταρτο του νερού


των νοικοκυριών πηγαίνει κατευθείαν στην τουαλέτα. Κάθε φορά που
τραβάμε το καζανάκι περίπου 20 λίτρα νερό μετατρέπονται από καθαρά σε
ρυπαρά» (Seymour and Girardet, 1987, σ. 27). Προσφέρουν, μάλιστα, μία
περιεκτική συμβουλή: «Eάν το νερό είναι καφέ ξεπλύντε το [με το καζανά-
κι]. Εάν είναι κίτρινο αφήστε το» (Seymour and Girardet, 1987, σ. 27). Υπο-
θέτω ότι είναι κι αυτός ένας τρόπος για να αρχίσει μια επανάσταση.
Η στρατηγική του τρόπου ζωής υφίσταται εδώ και πολύ καιρό στο
πράσινο κίνημα και έχει παραγάγει έναν τεράστιο αριθμό βιβλίων και
φυλλαδίων με θέμα τους πρακτικούς τρόπους αποφυγής της περιβαλλο-
ντικής επιβάρυνσης. Το 1973, ο E.F. Schumacher έγραφε: «Παντού οι άν-
θρωποι ρωτούν: “Τι ακριβώς μπορώ να κάνω;” Η απάντηση είναι απλή
όσο και ανατρεπτική: Καθένας από εμάς μπορεί να δουλέψει για να βά-
λουμε τάξη στο νοικοκυριό μας» (1976, σ. 249-250). Το σχήμα είναι λογικά
συνεπές: η προσωπική μεταμόρφωση οδηγεί σε αλλαγή συμπεριφοράς,
η οποία, με τη σειρά της, μεταφράζεται σε βιώσιμο κοινοτικό τρόπο ζωής:
«Τα μόνα οικοδομικά υλικά που υπάρχουν για το χτίσιμο ενός πιο πράσι-
νου μέλλοντος είναι οι άνθρωποι που κινούνται προς έναν πιο πράσινο
τρόπο ζωής και συμπράττουν με άλλους που κάνουν το ίδιο» (Bunyard
and Morgan-Grenvile, 1987, σ. 336).
Το θετικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι ότι, πράγματι, κάποιοι
άνθρωποι τελικά ζουν με σωστότερο και οικολογικότερο τρόπο. Περισ-
σότερα μπουκάλια και εφημερίδες ανακυκλώνονται, περισσότερη αμό-
λυβδη βενζίνη αγοράζεται και λιγότερα βλαβερά απορρυπαντικά φτά-
νουν στην αποχέτευση. Το μειονέκτημα, όμως, είναι ότι ο κόσμος γύρω
μας συνεχίζει να είναι όπως πριν, δηλαδή όχι πράσινος και μη βιώσιμος
– με τους όρους, βέβαια, μιας ριζοσπαστικής αναθεώρησης των συνη-
θειών και πρακτικών μας.
Κατ’ αρχάς, παρουσιάζεται δυσκολία στο να πειστεί ένας επαρκής
αριθμός ατόμων να ακολουθεί βιώσιμες πρακτικές, ώστε να επιτυγχά-
νεται ένας θετικός αντίκτυπος ως προς τη διαφύλαξη του περιβάλλο-
ντος. Είναι προφανώς δύσκολο να προβλέψουμε πόσο μακριά μπορεί να
φτάσει το μήνυμα και πόσοι άνθρωποι θα το εφαρμόσουν, αλλά φαίνεται
απίθανο να μεταπειστεί ένας μεγάλος αριθμός ατόμων και να προβεί στις

187
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

απαραίτητες αλλαγές της καθημερινής του συμπεριφοράς.


Στο μεταξύ, πολλές από τις προτάσεις για αλλαγές αυτού του είδους
μας ζητούν να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας σε συγκεκριμένα σημεία
της καθημερινής μας ζωής και, στη συνέχεια, μας επιτρέπουν να επι-
στρέψουμε στη μη βιώσιμη καταστροφική μανία μας. Δεν υπάρχει τίπο-
τα εγγενώς πράσινο, για παράδειγμα, στον πράσινο καταναλωτισμό που
παρουσιάστηκε συνοπτικά παραπάνω. Είναι αλήθεια ότι η πίεση των κα-
ταναλωτών βοήθησε στη μείωση της χρήσης των χλωροφθορανθράκων
(CFC) στα προϊόντα αεροζόλ. Είναι αλήθεια ότι το Bodyshop σας προσφέ-
ρει εξωτικά αρώματα και σαμπουάν σε επαναχρησιμοποιούμενα μπου-
κάλια και ότι τα προϊόντα αυτά δεν έχουν δοκιμαστεί σε ζώα. Είναι αλή-
θεια ότι μπορούμε να βοηθήσουμε να παραταθεί η ζωή των τροπικών
δασών αν αντισταθούμε στον πειρασμό να αγοράζουμε καθίσματα του-
αλέτας από μαόνι. Υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις ότι στην Ευρώπη η αντί-
σταση των καταναλωτών στα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα ζημι-
ώνει τις εταιρείες παραγωγής τους, τόσο που η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή
τράπεζα, η Deutsche Bank, συμβουλεύει τους μεγάλους επενδυτές της
να πουλήσουν τις μετοχές αυτών των εταιρειών, επειδή οι καταναλωτές
δεν θέλουν να αγοράζουν τα προϊόντα τους (εφημ. Guardian, 25 Αυγού-
στου 1999, σ. 1). Όλα αυτά βοηθούν το περιβάλλον, όμως, όσο απουσιά-
ζουν άλλες στρατηγικές, κανένα τους δεν φέρνει τις ριζοσπαστικές αλλα-
γές που οραματίζεται ο οικολογισμός.
Πρώτον, δεν προσφέρουν τίποτα στην αντιμετώπιση του κεντρικού
πράσινου ζητήματος, του ότι δηλαδή η απεριόριστη παραγωγή και κα-
τανάλωση, ανεξάρτητα από το αν θεωρούνται φιλικές προς το περιβάλ-
λον, είναι αδύνατον να διατηρηθούν μέσα σε ένα περιορισμένο σύστη-
μα. Το ζήτημα, εδώ δεν είναι τόσο να κάνουμε τους ανθρώπους να κατα-
ναλώνουν «ορθά», όσο να καταναλώνουν λιγότερο – τουλάχιστον αυτοί
που ζουν σε σπάταλες κοινωνίες. Η στρατηγική του Bodyshop είναι ένας
ύμνος στην κατανάλωση. Το κείμενό του στο φυλλάδιο των Friends of
the Earth για την Πράσινη Εβδομάδα του Καταναλωτή (12-18 Σεπτεμβρί-
ου 1988), προέτρεπε τους ανθρώπους να «χρησιμοποιούν την αγοραστι-
κή τους δύναμη υπεύθυνα» – όχι να τη χρησιμοποιούν λιγότερο. Αυτό εί-
ναι που κάνει τον πράσινο καταναλωτισμό περιβαλλοντικό μάλλον, παρά

188
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

ριζοσπαστικά πράσινο. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ ένα μέσο αυτοκίνητο


διανύει περισσότερα χιλιόμετρα ανά γαλόνι και εκπέμπει λιγότερο CO2
απ’ όσο στο παρελθόν, οι μεταφορές παραμένουν ανάμεσα στους πλέον
ανερχόμενους τομείς ως προς τις εκπομπές CO2. Αυτό συμβαίνει επει-
δή υπάρχουν 27 εκατομμύρια αυτοκίνητα στους δρόμους του Ηνωμένου
Βασιλείου – σχεδόν τα διπλάσια από όσο πριν από είκοσι πέντε χρόνια.
Συμβαίνει, επίσης, επειδή οι καλές τεχνολογίες δεν χρησιμοποιούνται
ορθά. Κερδίζουμε μικρό πλεονέκτημα από τη χρήση υβριδικού κινητήρα
(ηλεκτρικού/βενζίνης) σε ένα τζιπ πολυτελείας που οι κατασκευαστές του
προβάλλουν ότι οι εκπομπές του έχουν μειωθεί στο επίπεδο του «μέσου
οικογενειακού αυτοκινήτου» – οι κατασκευαστές ξεχνούν ότι το μέσο οι-
κογενειακό αυτοκίνητο είναι το πρόβλημα και όχι η λύση.
Δεύτερον, έχει τονιστεί «ότι υπάρχει πλήθος ανθρώπων που στε-
ρούνται της δύναμης να επηρεάζουν τα πράγματα πρώτα από όλα επειδή
δεν διαθέτουν τα χρήματα» (Green Line, αρ. 60, Μάρτιος 1988).
Τρίτον, τμήματα του πράσινου κινήματος νιώθουν ότι ο καταναλωτι-
σμός είναι υπερβολικά απεχθής και υλιστικός, ως μέσο, για να μας οδη-
γήσει ασφαλώς στον επιδιωκόμενο στόχο, μια κοινωνίας «εθελούσιας
απλότητας». Αυτό βρίσκεται πίσω από την παρατήρηση των Porritt και
Winner ότι «κυριαρχεί μια κουλτούρα χοντροκομμένη, με κινητήρια δύ-
ναμη την κατανάλωση, όπου η πνευματικότητα εξοβελίζεται και οι τέχνες
απορρίπτονται ή περιορίζονται σε έναν προνομιούχο θύλακα για τους λί-
γους» (Porritt and Winner, 1988, σ. 247) και, κυρίως, ότι «αξίζει να το-
νιστεί πως ο βασικός στόχος του πράσινου καταναλωτισμού είναι μάλ-
λον να αναμορφώσει παρά να αναδιαρθρώσει ουσιαστικά τα πρότυπα
της κατανάλωσης» (ό.π., σ. 199). Για μια ακόμα φορά είμαστε αναγκασμέ-
νοι να επισημάνουμε τη διαφορά μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογι-
σμού – η στρατηγική του πράσινου καταναλωτισμού, στο κάλεσμά της για
αλλαγή με τις τωρινές στρατηγικές, που βασίζονται στην απεριόριστη πα-
ραγωγή και κατανάλωση, είναι παιδί του περιβαλλοντισμού μάλλον παρά
του οικολογισμού.
Η στρατηγική των αλλαγών στις ατομικές συνήθειες, που θα οδη-
γήσουν σε μια μακροπρόθεσμη κοινωνική αλλαγή, δεν λαμβάνει επίσης
υπόψη το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας και αντίστασης στο οποίο

189
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

αναφέρθηκα προηγουμένως. Είναι μάλλον μη ρεαλιστικό να θεωρούμε


ότι οι δυνάμεις που είναι σίγουρα εχθρικές προς τη βιωσιμότητα θα αφή-
σουν να αποδυναμωθούν οι σημερινές μορφές παραγωγής και κατανά-
λωσης. Βεβαίως, αυτό συνιστά πολύ μικρότερο πρόβλημα εάν το πράσι-
νο κίνημα έχει κατά νου μόνο κάποια μορφή χαλαρού περιβαλλοντισμού·
όμως εάν, για άλλη μια φορά, θέλει πραγματικά να οδηγηθούμε σε μια
ριζοσπαστικά οικοκεντρική κοινωνία, τότε θα αναγκαστεί, τελικά, να ανα-
μετρηθεί με το ζήτημα μιας υπολογίσιμης αντίστασης στην αλλαγή.
Αυτό που φαίνεται κοινό στις στρατηγικές του τρόπου ζωής, όπως τις
πραγματεύτηκα, είναι η άρνηση από μέρους τους κυρίως της ιδέας ότι το να
επιτευχθεί μια αλλαγή αποτελεί πραγματικά «πολιτικό θέμα» – δεν πείθο-
νται ότι μια πράσινη αλλαγή είναι πρωταρχικά ζήτημα εξασφάλισης θέσε-
ων πολιτικής εξουσίας και στροφής του τιμονιού προς την ορθή κατεύθυν-
ση. Στο κεφάλαιο 1 είχα σημειώσει ότι η πνευματικότητα έχει μεγαλύτερη
σημασία για την πράσινη προοπτική από όσο πιθανόν έχει γίνει δημόσια συ-
νειδητό, και αυτό έχει προκαλέσει αρκετή εντύπωση σε ορισμένους ακτι-
βιστές του κινήματος σε σχέση με τον τρόπο που θα επιτευχθεί η αλλαγή.
Η κεντρική ιδέα πίσω από την πνευματική προσέγγιση διαλαμβά-
νει ότι οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν είναι πολύ βαθιές για να αντιμε-
τωπιστούν μόνο στον πολιτικό στίβο, και ότι οι ψυχές είναι τόσο σημαντι-
κές όσο και οι αίθουσες των κοινοβουλίων. Ο Jonathan Porritt γράφει ότι
προκειμένου «για τη βιώσιμη ανάπτυξη … μια ηθική της εργασίας, πνευ-
ματικά συγκροτημένη, αποτελεί σημαντικό εργαλείο αλλαγής» (Porritt,
2005, σ. 144). Η Marilyn Ferguson συστήνει τη χρήση «ψυχοτεχνολογιών»
(Ferguson, 1981) για να επιτύχουμε πιο ήρεμες, ανάλαφρες, περισσότε-
ρο «πράσινες» συνειδησιακές καταστάσεις, ενώ η κοινότητα Findhorn
στη Σκοτία βασίζει τις δραστηριότητές της στην πεποίθηση ότι αυτός είναι
πράγματι ο δρόμος της αλλαγής. (Για μια εμπειρική αξιολόγηση του ρόλου
των «ψυχοτεχνολογιών» στην κοινωνική αλλαγή, βλ. Seel, 1999, κεφ. 6).
Μια τέτοια προσέγγιση παίρνει στα σοβαρά το προηγούμενο ση-
μείο –ότι, δηλαδή, η ριζοσπαστική πράσινη αλλαγή θα συναντήσει μεγά-
λη αντίσταση– και το παρακάμπτει. Έτσι ο Bahro μιλά για την ανάγκη να
κάνουμε «ένα καινούργιο ξεκίνημα από τόσο πίσω ώστε να μη μας επι-
τρέπεται να χάνουμε τον χρόνο μας σε ψευτο-αψιμαχίες, που είναι τόσο

190
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

χαρακτηριστικές στις Πράσινες επιτροπές» (1986, σ. 159) – και η αλλα-


γή που οραματίζεται είναι η «μεταφυσική αναμόρφωση» των Jonathon
Porritt και David Winner (1988, σ. 246-249).
Αυτό έρχεται, βέβαια, σε ευθεία αντίθεση με οποιαδήποτε θεωρία
υποστηρίζει ότι η πολιτική και κοινωνική αλλαγή συντελείται, πρωταρχικά
όταν τα άτομα αναγνωρίζουν τα άμεσα υλικά (με την ευρεία έννοια) συμ-
φέροντά τους και ενεργούν έτσι ώστε να τα ικανοποιήσουν. Θα ασχολη-
θώ με αυτού του είδους την προσέγγιση παρακάτω σε αυτό το κεφάλαιο.

Κοινότητες

Ένα γενικό πρόβλημα με τη στρατηγική των αλλαγών στον τρόπο ζωής


είναι η ολοκληρωτική απομάκρυνσή της από τον τελικό της προορισμό,
αφού δεν είναι σαφές πώς ο ατομικισμός στον οποίο βασίζεται θα με-
τατραπεί σε κοινοτισμό, κεντρική έννοια στις περισσότερες περιγραφές
της βιώσιμης κοινωνίας. Θα φαινόταν πιο λογικό να προσυπογράψουμε
μορφές πολιτικής δράσης που είναι ήδη κοινοτιστικές, και ως εκ τούτου
αποτελούν αφενός εφαρμογή και αφετέρου προσδοκία του διαφημιζόμε-
νου στόχου. Με αυτή την έννοια, το μέλλον χτίζεται μέσα στο παρόν και το
πρόγραμμα γίνεται διανοητικά πειστικότερο και πρακτικά πιο συνεκτικό.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Robyn Eckersley υποστηρίζει ότι «…το επα-
ναστατικό υποκείμενο είναι … το ενεργό, υπεύθυνο άτομο-σε-κοινότητα,
homo communitas, όπως θα το αποκαλούσαμε» (Eckersley, 1987, σ. 19).
Συνεχίζει υποστηρίζοντας, στο ίδιο πνεύμα, ότι αυτό συμβαίνει επειδή
«…πιθανόν η ανάγκη να διατηρηθεί η συνέπεια μεταξύ μέσων και σκο-
πών αποτελεί την υπέρτατη αρχή της οικοπράξης» (ό.π., σ. 21). Συνεπώς,
«οι πιο επαναστατικές δομές είναι τελικά αυτές που ενστερνίζονται την
ανάπτυξη της αυτοβοήθειας, της κοινοτικής υπευθυνότητας και της ελεύ-
θερης δραστηριότητας και συμφωνούν με το οικοτοπικό ιδανικό μιας χα-
λαρής ομοσπονδίας περιοχών και κοινοτήτων» (ό.π., σ. 22).
Οι κοινοτιστικές στρατηγικές μπορεί, λοιπόν, να βελτιώνουν τις
στρατηγικές του τρόπου ζωής, επειδή αποτελούν, ήδη, μια πρακτική του
μέλλοντος με πιο ολοκληρωμένο τρόπο από όσο το επιτρέπουν οι αλλα-

191
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

γές σε στοιχεία ατομικής συμπεριφοράς. Αποτελούν πιο ξεκάθαρα εναλ-


λακτική λύση απέναντι στις υπάρχουσες κανονιστικές αρχές και πρακτι-
κές και, στον βαθμό που λειτουργούν, δείχνουν ότι είναι εφικτό να ζή-
σουμε διαφορετικά – ακόμα και με βιώσιμο τρόπο. Ο Rudolf Βahro το εκ-
φράζει ως εξής:

Για να εστιάσουμε στη βασική ιδέα πρέπει να οικοδομήσουμε περιο-


χές απελευθερωμένες από το βιομηχανικό σύστημα – που σημαίνει,
απελευθερωμένες από πυρηνικά όπλα και σουπερμάρκετ. Αυτό για το
οποίο μιλάμε είναι ένας νέος κοινωνικός σχηματισμός και ένας διαφο-
ρετικός πολιτισμός.
(Bahro, 1986, σ. 29)

Προφανώς αυτό δεν ισχύει για οποιεσδήποτε κοινότητες. Δεν αρκεί να


πούμε ότι «μέγιστη προτεραιότητα τόσο για τους κόκκινους όσο και για
τους πράσινους είναι μια εκστρατεία για να αποκτήσουν οι κοινότητες με-
γαλύτερο έλεγχο επάνω στο περιβάλλον τους» (Weston, 1986, σ. 160), χω-
ρίς αυτές οι κοινότητες να έχουν μια ξεκάθαρη ιδέα του πώς θα λειτουρ-
γήσουν με βιώσιμο τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο, τα είδη των κοινοτήτων
που αντιπροσωπεύουν έναν οικολογικό τρόπο ζωής είναι αγροτικές αυ-
τάρκεις φάρμες, αστικές φάρμες, ορισμένοι συνεταιρισμοί εργατών, μερι-
κά είδη καταλήψεων σε πόλεις της Ευρώπης και, πιο συγκεκριμένα (στη
Βρετανία), το Κέντρο Εναλλακτικής Τεχνολογίας (CAT) στο Machynlleth
της Ουαλίας και η κοινότητα Findhorn στη Σκοτία: «Η λύση, τόσο για τον
Bahro όσο και για τους κατοίκους του Findhorn, είναι να ξεκινήσουν την
πνευματική ανασυγκρότηση στις εναλλακτικές κοινότητες» (Seel, 1999, σ.
262-263). Το 1991 o David Pepper εξέδωσε τα αποτελέσματα μιας σειράς
συνεντεύξεων με ογδόντα και περισσότερα μέλη από δώδεκα κομού-
νες στην Αγγλία, τη Σκοτία και την Ουαλία (Pepper, 1991). Χρησιμοποιώ-
ντας μία μέτρηση «πρασινότητας» που αναφέρεται σε οικολογικά δόκιμες
πρακτικές, όπως η κοινή χρήση πόρων, η ανακύκλωση, οι περικοπές στη
χρήση ενέργειας και ούτω καθεξής, ο Pepper συμπεραίνει ότι:

… οι κομουνάροι [τουλάχιστον αυτοί που μελετήσαμε] έχουν μια κο-

192
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

σμοθεωρία που είναι πράγματι ριζοσπαστικά και συντριπτικά πράσινη.


Αυτή η άποψη μεταφράζεται σχετικά αποσπασματικά σε ατομικές και
ομαδικές πρακτικές, όμως είναι πιθανόν αλήθεια ότι οι κομούνες μπο-
ρούν και παρέχουν ένα θεσμικό πλαίσιο που ενθαρρύνει οικολογικά
ορθές πρακτικές.
(Pepper, 1991, σ.156)

Οι Schwarz έχουν παρατηρήσει ότι «αυτά τα εγχειρήματα λειτουργούν


εκτός της επικρατούσας κουλτούρας, και δυνητικά αντίθετα προς αυτήν»
(1987, σ. 73), και έτσι πιθανόν υποδεικνύουν το απαραίτητο, καθοριστι-
κό χαρακτηριστικό οποιασδήποτε στρατηγικής ευελπιστεί να επιφέρει ρι-
ζικές αλλαγές. Στο υποκεφάλαιο για την κοινοβουλευτική αλλαγή υπο-
στηρίχθηκε ότι πρωτοβουλίες εντός και πέριξ της νομοθετικής εξουσί-
ας απορροφήθηκαν πολύ εύκολα, και έτσι εξουδετερώθηκαν, από το πε-
ριβάλλον τους. Οι πρωτοβουλίες που υφίστανται «εκτός» της επικρατού-
σας κουλτούρας και των παρακαμπτηρίων καναλιών της έχουν μεγαλύ-
τερη πιθανότητα να παραμείνουν αντιπολιτευτικές και, ως εκ τούτου, να
επιφέρουν ριζικές αλλαγές.
Ωστόσο, ακόμα και αυτό πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω, γιατί
το «να είσαι εκτός» και το «να είσαι αντίθετος» δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Η διαφορά είναι κρίσιμη όσον αφορά στην κατανόηση των επιλογών μιας
πράσινης πολιτικής στρατηγικής. Αυτό επειδή υποστηρίζεται ότι το επι-
κρατέστερο σύνολο τρόπων και πρακτικών χρειάζεται ένα αντίθετο, ένα-
ντι του οποίου θα αυτοκαθοριστεί και βάσει του οποίου θα προβεί σε αυ-
τοκριτική. Με αυτή την έννοια, η πόλωση που προκαλεί αυτή η αντίθεση
βοηθά στη συντήρηση και την αναπαραγωγή αυτού στο οποίο αντιτίθεται.
Στην πράξη αυτό το φαινόμενο το βλέπουμε στο Κέντρο Εναλλακτικής Τε-
χνολογίας (Centre for Alternative Technology, CAT) στην Ουαλία. Εξ αρ-
χής, η κοινότητα εκεί είχε την πρόθεση να παραμείνει «εκτός» της επικρα-
τούσας κουλτούρας, ανεξάρτητη από το Εθνικό Δίκτυο Ηλεκτροδότησης,
και να ζει μια καθημερινή ζωή οργανωμένη με βάση ριζοσπαστικά δημο-
κρατικές και βιώσιμες αρχές: «εφαρμογή ήπιας τεχνολογίας, μειωμένοι ή
απλοποιημένοι τρόποι κατανάλωσης, εκ περιτροπής εργασίες, προσωπι-
κή ανάπτυξη, προτεραιότητα σε συλλογικούς πόρους, αναίρεση της διά-

193
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

κρισης εργασία/μη εργασία, μεγάλη έμφαση στην κοινοτική ζωή και “βί-
ωση της τεχνολογίας”» (Harper, χ.χ., σ. 4). Όμως, όπως το έθεσε ένα μέ-
λος της κοινότητας, «…σταδιακά το άνθος μαράθηκε. Το παρακολούθησα
κι εγώ να μαραίνεται. Ένας συνδυασμός σκληρών εμπειριών, εξάντλησης,
ανθρώπινων αδυναμιών, πιέσεων από την οικογενειακή ζωή, η επιθυμία
να έχεις την αποδοχή συνηθισμένων ανθρώπων, η ηλικία … με μετέτρε-
ψαν σε έναν επιφυλακτικό μετριοπαθή» (ό.π., σ. 2). Ένα μέλος του CAT, στη
μελέτη του Pepper, υποστήριξε ότι το Λατομείο (το Κέντρο είναι χτισμένο
γύρω από ένα παλιό λατομείο σχιστολίθου) είναι πλέον ένας τρόπος, για
ανθρώπους, μυημένους στην κοινωνική αλλαγή, «να επαναφορτίσουν τις
μπαταρίες τους. Όμως δεν είναι ένας τρόπος για να αλλάξει η κοινωνία. Θα
ήθελα το πράσινο κίνημα να προωθήσει τις κομούνες, αλλά είναι σημαντι-
κότερο να αποκτήσει πολιτική δύναμη» (Pepper, 1991, σ. 181).
Αυτό το ταξίδι προς τη μετριοπάθεια πρέπει να χαρακτηρίζει εκα-
τοντάδες εναλλακτικές κοινότητες που διαπίστωσαν ότι η αντιπολίτευση
καταλήγει στην ενσωμάτωση. Τώρα το CAT δέχεται κάθε χρόνο χιλιάδες
επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι πληρώνουν χρήματα για να πα-
ρατηρήσουν ένα πείραμα που, εξαιτίας των ίδιων των επισκεπτών, φαί-
νεται να έχει τελειώσει. Ο Peter Harper γράφει: «Δυστυχώς, αλλά αναπό-
φευκτα, βλέπω μπροστά μας μια περίοδο Αναθεωρητισμού …. Το Λατο-
μείο θα γίνει πιο αποδοτικό, αρμονικό, συνεπές, σεβαστό και βαρετό. Θα
είναι ένας επιτυχημένος θεσμός, όχι μια κοινότητα» (χ.χ., σ. 6). Το Κέντρο
είναι τώρα ένας επιτυχημένος θεσμός – αυτό το οποίο είχε απο-αποικι-
στεί έχει τώρα επανεποικιστεί, και έχουμε απομείνει να γιορτάζουμε «την
προσθήκη του Λατομείου σαν ένα σεβαστό και αναπόσπαστο κομμάτι της
βρετανικής κοινωνίας» (ό.π., σ. 7). Η μελέτη του Pepper υποστηρίζει ότι
το CAT δεν είναι το μοναδικό τέτοιο παράδειγμα:

Ίσως το μεγαλύτερο πιθανό εμπόδιο για τις κομούνες ως φορείς ρι-


ζοσπαστικών μάλλον, παρά μεταρρυθμιστικών, κοινωνικών αλλα-
γών, προς μια Οικοτοπική κοινωνία, είναι η διαδικασία μέσω της οποί-
ας απορροφώνται στη συμβατική κοινωνία, στην κουλτούρα αυτή την
οποία προηγουμένως αντιστρατεύονταν.
(Pepper, 1991, σ. 204)

194
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

Ο Pepper το θεωρητικοποιεί αυτό, συμπερασματικά, ως μία διαδικα-


σία τριών σταδίων: μια απόπειρα να υπερβούμε το σύστημα, ύστερα να
το χρησιμοποιήσουμε, και κατόπιν να γίνουμε τμήμα του (Pepper, 1991,
σ. 205). Φυσικά, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο σεβασμός που γεννάται
από την ένταξη στο σύστημα είναι, ακριβώς, το ισχυρότερο χαρτί που πεί-
θει τους επισκέπτες να εφαρμόσουν στο ίδιο τους το σπίτι τον τρόπο ζωής
που περιγράφηκε παραπάνω. Μερικοί μπορεί να συνεπαρθούν τόσο από
τον τρόπο ζωής των μελών της κοινότητας που να στήσουν τις δικές τους
κοινότητες – εάν αυτό συνέβαινε με αρκετούς ανθρώπους (αν και δεν
υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις) θα ισοδυναμούσε με δικαίωση της στρατηγι-
κής της αλλαγής διά του παραδείγματος.
Θεωρείται ότι η ευυποληψία του CAT το καθιστά πιθανή πηγή
έμπνευσης, καθώς αναγνωρίζεται ως παρόμοιο με την κοινωνία «μας»:
υπάρχουν τηλέφωνα και ένα εστιατόριο, ενδιαφέρονται να έχουν θέρ-
μανση, και περιτριγυρίζονται από τεχνολογία – κάποια αυτοσχέδια αλλά
και κάποια ιδιαίτερα πολύπλοκη (αλλά «εναλλακτική»). Η καθημερινή
ζωή των μελών δεν φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από μακρές περι-
όδους διαλογισμού, σαμανικές τελετουργίες ή συνομιλίες με μαρούλια,
και έτσι οι επισκέπτες είναι μάλλον απίθανο να απορρίψουν την κοινό-
τητα ως άσχετη με τη δική τους εμπειρία. Είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι
αλήθεια, όμως εξακολουθούμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη διάκρι-
ση μεταξύ περιβαλλοντικής και πλήρους πράσινης αλλαγής. Η επιτυχία
του CAT έγκειται στο ότι προάγει την περιβαλλοντική συνείδηση μάλλον
παρά στο ότι παρέχει μιαν «απελευθερωμένη ζώνη» (κατά την προκλη-
τική φράση του Rudolf Bahro) βιώσιμης ζωής, και αυτή είναι η διάκρι-
ση που υποδείκνυε ο Harper περιγράφοντας το Κέντρο περισσότερο ως
«επιτυχημένο θεσμό» παρά ως «κοινότητα». Οι περισσότερες κοινοτικές
πρωτοβουλίες, λοιπόν, εναντιώνονται στην κυρίαρχη κουλτούρα, αλλά
δεν ζουν έξω απ’ αυτήν. Τι ακριβώς σημαίνει το να «ζουν έξω» και κατά
πόσο αυτό είναι εφικτό, θα συζητηθεί παρακάτω, όμως μοιάζει σαφές
ότι, εν μέρει, ο λόγος για τον οποίο οι κοινοτιστικές πρωτοβουλίες δεν
έχουν προκαλέσει τις «θεμελιώδεις αλλαγές» που ανέφερε στην αρχή
του κεφαλαίου αυτού ο Jonathon Porritt είναι ότι η αντιπαράθεσή τους
εξουδετερώνεται εύκολα και, μάλιστα, καταλήγει να είναι απαραίτητη

195
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

για την ίδια την επιβίωση και αναπαραγωγή αυτού στο οποίο αντιτίθενται.
Αυτές που αποκάλεσα «κοινοτιστικές στρατηγικές» βελτιώνουν
αναμφισβήτητα τις αλλαγές στον τρόπο ζωής, επειδή κάνουν ευκολότε-
ρες συνδέσεις της τρέχουσας πρακτικής με τις προσδοκίες για το μέλλον.
Ωστόσο, πέρα από την εύκολη εξουδετέρωσή τους, αυτές οι στρατηγικές
εξαρτώνται ιδιαίτερα (όπως και οι αντίστοιχες στην περίπτωση του τρό-
που ζωής) από την αλλαγή διά του παραδείγματος. Μπορεί όντως να μας
δείχνουν ότι είναι εφικτοί βιώσιμοι τρόποι ζωής, όμως ως φορείς πολι-
τικής αλλαγής στηρίζονται απολύτως στη σαγηνευτική τους ικανότητα. Το
πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι αρνούνται να σαγηνεύονται: αντί να πα-
ράγουν ριζικές αλλαγές στις συνειδήσεις, οι βιώσιμες κοινότητες παίζουν
τον ρόλο του υποκατάστατου της καλής συνείδησης, και μπορούμε να
πηγαίνουμε ως εκεί τα Σαββατοκύριακα για να το βλέπουμε σε λειτουρ-
γία. Οι ερωτώμενοι στην –ομολογουμένως περιορισμένη– έρευνα του
Pepper ήταν γενικά απαισιόδοξοι ως προς τις πιθανότητες που έχουν οι
κομούνες να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή για κοινωνική αλλαγή.

Περισσότεροι από έξι στους δέκα, που έλαβαν μέρος στις συνεντεύξεις,
πίστευαν ότι οι κοινότητες δεν είναι σημαντικές ως προς το να μας οδη-
γήσουν σε μια πράσινη κοινωνία, και δεν αποτελούν σημαντικό μέρος
του σχεδίου επιβίωσης. Λιγότεροι από τρεις στους δέκα πίστευαν ότι
μπορεί να είναι σημαντικές, και λιγότερο από ένας στους δέκα θα δε-
χόταν ότι είναι ενθουσιασμένος ή ότι υποστηρίζει την ιδέα άνευ όρων.
(Pepper, 1991, σ. 180)

Αν η αντιπαράθεση φαίνεται να καταλήγει τόσο εύκολα σε οικειοποίηση,


τότε πιθανόν η παράκαμψη παρέχει έναν άλλο δρόμο για να προχωρή-
σει το πράσινο κίνημα. Έχω υποστηρίξει ότι το κύριο πλεονέκτημα των
κοινοτιστικών στρατηγικών για την αλλαγή είναι πως προσβλέπουν στο
προσδοκώμενο πράσινο μέλλον, και ιδιαίτερα στις αποκεντρωμένες κοι-
νοτιστικές πτυχές του. Σε αυτό το πλαίσιο πρόσφατα έχει επανεμφανιστεί
μια ενδιαφέρουσα πρακτική, η οποία δεν εξαρτάται από τη δημιουργία
απολύτως ολοκληρωμένων κοινοτήτων, αλλά από το να επιτραπεί σε ερ-
γασιακές και ανταλλακτικές κοινότητες να «αναδυθούν» μέσω της δη-

196
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

μιουργίας ενός συστήματος, αυτού που γενικά αποκαλείται «τοπικό χρή-


μα» (Greco, 1994).

Όταν η τοπική ανεργία αυξάνεται, για οποιονδήποτε λόγο, οι άνθρω-


ποι χάνουν τα εισοδήματά τους και έχουν λιγότερα χρήματα στις τσέπες
τους. Ξοδεύουν λιγότερα χρήματα στους τοπικούς εμπόρους, οι οποίοι
με τη σειρά τους έχουν λιγότερα χρήματα στις τσέπες τους, και τότε το
σύνολο της τοπικής οικονομίας πέφτει σε ύφεση και γίνεται υποτονική.
Οι άνεργοι μένουν στο σπίτι τους, ενώ οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων
παρατηρούν τα μισοάδεια καταστήματα. Η οικονομική δραστηριότητα
που είναι πηγή ζωής της οικονομίας αρχίζει να μαραίνεται.
(Dauncey, 1988, σ. 51)

Ο στόχος ενός τοπικού χρηματικού συστήματος είναι, ως εκ τούτου, να


ξαναφέρει ένα μέτρο νομισματικού ελέγχου στην κοινότητα και να ξα-
ναθέσει σε κυκλοφορία τις αδρανείς δεξιότητες ή τους αντίστοιχους πό-
ρους. Θεωρητικά, αυτό συμβαίνει επειδή τα τοπικά νομίσματα «ξοδεύο-
νται μόνο στην περιορισμένη περιοχή της κοινότητας … δημιουργούνται
τοπικά, σύμφωνα με τις ανάγκες της τοπικής οικονομίας, … και ενθαρ-
ρύνουν τους ντόπιους να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο, αντί να ψωνί-
ζουν έξω από την κοινότητα» (Greco, 1994, σ. 46). Τα αποτελέσματα μερι-
κές φορές είναι εντυπωσιακά:

Στην πόλη Wörgl, στην Αυστρία, υπάρχει μία γέφυρα, η θεμέλια πλάκα
της οποίας θυμίζει το γεγονός ότι χτίστηκε από μη χρωστούμενα χρή-
ματα που είχαν αποκτηθεί τοπικά. Αυτό είναι ένα μικρό μέρος ενός ση-
μαντικού πειράματος που έβγαλε από τη φτώχεια πόλεις και ολόκλη-
ρες περιοχές μέσα σε τρεις μήνες και τις έβαλε σε κατάσταση ευμάρει-
ας μέσα σε έναν χρόνο, σε μία περίοδο που υπήρχε εκτεταμένη ανερ-
γία στην εθνική οικονομία.
(Weston στο Ekins, 1986, σ.199)

Αυτό το συγκεκριμένο πείραμα έλαβε χώρα περίπου μεταξύ του 1929 και
του 1934 και, είναι αξιοσημείωτο, τελείωσε όταν 200 Αυστριακοί δήμαρ-

197
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

χοι συναντήθηκαν και αποφάσισαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του


Wörgl, όπου η Αυστριακή Εθνική Τράπεζα ξεκίνησε μία μακρά νομική
μάχη για να κηρύξει το σύστημα παράνομο. Τελικά, τα κατάφεραν και το
σύστημα τερματίστηκε.
Ένα από τα πιο γνωστά σύγχρονα παραδείγματα τοπικού νομισμα-
τικού συστήματος υπήρξε το Τοπικό Σύστημα Απασχόλησης και Εμπορί-
ου (Local Employment and Trade System, LETSystem), που λειτούργησε
στην πόλη Courtenay, στη νήσο Βανκούβερ του Καναδά, μεταξύ 1983 και
1989, και το οποίο αποτέλεσε έμπνευση για «εκατοντάδες ενεργά συστή-
ματα LETS, σε διάφορα στάδια ανάπτυξης, σε πολλές χώρες» (Greco, 1994,
σ. 88). Οι γενικές αρχές του συστήματος του Courtenay έχουν ως εξής:

Ένας αριθμός ανθρώπων που ζουν τοπικά και θέλουν να κάνουν εμπό-
ριο συναντιούνται, συμφωνούν στους κανόνες του συστήματος LETS
και καθένας τους παίρνει αριθμούς λογαριασμών. Κάθε άτομο φτιάχνει
δύο λίστες, μία με τη «ζήτηση» και μία άλλη με τις «προσφορές», με επι-
συναπτόμενες τιμές (ακολουθώντας κανονικές τιμές της αγοράς). Δημι-
ουργείται μία κοινή λίστα και δίνεται σε όλους. Τα μέλη μελετούν τη λί-
στα, τηλεφωνούν σε όποιον έχει αυτό που επιθυμούν και αρχίζουν να
συναλλάσσονται … Τα όρια στην ανταλλαγή ενός προς έναν εξαλείφο-
νται, μια και τώρα μπορείς να συναλλαγείς με άτομα του συστήματος
στο σύνολό του: η ανταλλαγή αποτελεί πλέον μία συλλογική πρόταση.
(Dauncey, 1988, σ. 52)

Δεν ανταλλάσσονται χρήματα, γιατί δεν υπάρχουν πραγματικά «χρήματα»


– χρεώσεις και πιστώσεις καταγράφονται σε έναν υπολογιστή, τα πράσι-
να δολάρια με τα οποία συναλλάσσονται οι χρήστες του LETSystem δεν
παύουν ποτέ να είναι άυλα κομματάκια πληροφορίας. Αν, για παράδειγ-
μα, πουλήσω ένα αυτοκίνητο για 2.000 πράσινα δολάρια, το κομπιούτερ
με πιστώνει με αυτά τα δολάρια, τα οποία μπορώ μετά να τα χρησιμοποι-
ήσω μέσα –και μόνο μέσα– στο σύστημα. Τα χρήματα έτσι μένουν στο
εσωτερικό της κοινότητας και αυτό δίνει στους ανθρώπους το κίνητρο
να διαφημίζουν, να πουλάνε και να αγοράζουν δεξιότητες και πόρους.
Οι καταστηματάρχες μπορεί να αποφασίσουν να πουλήσουν όλα ή μερι-

198
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

κά από τα εμπορεύματά τους σε πράσινα δολάρια και έτσι να επωφελη-


θούν από την πρόσφατα δημιουργημένη αγοραστική δύναμη των χρη-
στών του LETSystem.
Δεν είναι του παρόντος να μπούμε στις λεπτομέρειες των πειραμά-
των τοπικού χρήματος και των προβλημάτων που προκύπτουν: συσσώ-
ρευση, πληθωρισμός, φορολογικές υποχρεώσεις, επιπτώσεις στην κοι-
νωνική ασφάλιση, ασυνέπεια στην αποπληρωμή χρεών σε περίπτωση
εγκατάλειψης της «κοινότητας» και ούτω καθ’ εξής. Εξάλλου, έχω ανα-
φέρει μόνο δύο από τα εμφανέστερα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου συστή-
ματος σε μια εξαντλημένη τοπική οικονομία: το χρήμα παραμένει τοπι-
κό και δημιουργούνται κίνητρα για να ασκηθούν ικανότητες που αλλιώς
θα παρέμεναν αναξιοποίητες. Οι χρήστες του LETSystem έχουν αναφέ-
ρει και άλλα οφέλη, όπως η απλότητα, ο προσωπικός χαρακτήρας των
συναλλαγών και το χτίσιμο της αυτοπεποίθησης που προέρχεται από το
να προμηθεύεις τους άλλους με αγαθά και υπηρεσίες που χρειάζονται.
Η πρόθεσή μου εδώ είναι απλά να δείξω με ποιο τρόπο τα συστή-
ματα τοπικού χρήματος μπορούν να θεωρηθούν μια πιθανή στρατηγική
για την πράσινη αλλαγή – μία «κοινοτιστική» στρατηγική στην τυπολογία
μου, αφού προοικονομεί την αποκεντρωμένη κοινοτιστική φύση της βι-
ώσιμης κοινωνίας. Παράλληλα, όμως, η αντίδραση της Εθνικής Τράπε-
ζας της Αυστρίας στο πείραμα του Wörgl, που αναφέρθηκε παραπάνω,
μπορεί να εκληφθεί ως σημάδι της πιθανά ανατρεπτικής φύσης των συ-
στημάτων τοπικού χρήματος. Μοιάζει να μην είναι τόσο εύκολο να τα οι-
κειοποιηθούν όσο άλλα παραδείγματα κοινοτιστικών αλλαγών και, από
την άποψη αυτή, έχουν χαρακτηριστικά που μπορεί να τα καταστήσουν
κατάλληλα, ως μερική στρατηγική, για τους πιθανούς φορείς αλλαγών
που συζητούνται παρακάτω.

Άμεσες δράσεις

Όσον αφορά στους ατομικούς φορείς δράσης του πράσινου κινήματος,


όλες οι προσεγγίσεις της πράσινης αλλαγής που συζητήθηκαν προηγου-
μένως μπορούν να συνδυαστούν. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι

199
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

μέλος ενός πράσινου κόμματος, καθώς και αγοραστής του υγρού πιάτων
Ecover. Θα μπορούσε επίσης να ζει σε μια κοινότητα που προσπαθεί να
κάνει τον κόσμο πράσινο με το παράδειγμά της. Σχετικά τελευταία, του-
λάχιστον στη Βρετανία, θα μπορούσε να είναι ένας/μία από τους χιλιά-
δες ανθρώπους που αντιπαρατίθενται –μερικές φορές βίαια, άλλες όχι–
στην πρόθεση των εργολάβων να συνεχίσουν το πρόγραμμα οδοποιίας
της κυβέρνησης· ή να ανήκει στον μικρότερο –αλλά παρ’ όλα αυτά απο-
τελεσματικό– αριθμό ανθρώπων που ξεριζώνουν τις γενετικά τροποποι-
ημένες καλλιέργειες από τα καθορισμένα από την κυβέρνηση χωράφια
δοκιμών. Η άμεση δράση προκειμένου να σταματήσει αυτό που οι ενι-
στάμενοι βλέπουν ως περιβαλλοντική υποβάθμιση αποτελεί ένα όλο και
πιο διακεκριμένο χαρακτηριστικό της πολιτικής σκηνής, ενώ αναλαμβά-
νεται από μία εμφανώς ανομοιογενή ομάδα ανθρώπων, που περιλαμ-
βάνει από “NIMBYS” (Not in My Back Yard / Όχι στην πίσω αυλή μου,
ΟΣΠΑΜ) της μεσαίας τάξης μέχρι ταξιδιώτες της Νέας Εποχής (Doherty,
2000, σ. 154-182). H απογοήτευση απέναντι στα επικρατούντα πολιτικά
κόμματα (συμπεριλαμβανομένου του Πράσινου Κόμματος) και στα προ-
γράμματα που προωθούν ενισχύει μια πολιτική του τύπου «φτιάξ’ το μό-
νος σου»: ομάδες από νέους, κυρίως, ανθρώπους οργανώνονται γύρω
από μία κατάληψη, ένα ηχητικό σύστημα, μια ναρκωτική ουσία, ένα κομ-
μάτι γης και προσπαθούν να ζήσουν αυτόνομα:

Ίσως λόγω του ίδιου του αισθήματος απομόνωσης, ένας αυξανόμενος


αριθμός από «φυλές» –όπως μόνο μπορούν να περιγραφούν– εμφανί-
ζονται σιγά σιγά σε ολόκληρη τη χώρα. … Παρόλο που έχουν διαφο-
ρετικές ταυτότητες και στόχους, όταν πρόκειται για τα κίνητρά τους μι-
λούν με μια φωνή. Μιλούν για μιαν αναβίωση του κινήματος του ελεύ-
θερου πνεύματος … για μιαν ήρεμη αξιοπρέπεια, που αρνείται να πα-
γιδευτεί στον φρενήρη στίβο των νικητών και των ηττημένων, των
συρμών και των καπρίτσιων …. Ποιος ξέρει πότε αυτό το πνεύμα άρχι-
σε να αναπτύσσεται, από μικρό ρυάκι σε κύμα, πάντως σίγουρα τα τε-
λευταία χρόνια, τα χτυπημένα από την ύφεση, ένα δίκτυο από απέντα-
ρους, αλλά υπερήφανους ανθρώπους, βρίσκει σιγά σιγά τη θέση του.
(έντυπο Various, 1994, σ. 7)

200
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

Οι πολιτικές των ομάδων αυτών διαφέρουν, όμως ένα μέρος τους συ-
γκινείται από θέματα που κινητοποιούν το ευρύτερο πράσινο κίνημα –
για παράδειγμα, η αντίθεση στο πρόγραμμα οδοποιίας (Seel, 1997, North,
1998). Αντί να ασκούν παρασκηνιακή πολιτική πίεση στα μέλη του κοι-
νοβουλίου (ή να το κάνουν αυτό εκ παραλλήλου, όπως συμβαίνει ενίο-
τε, στην περίπτωση πιο παραδοσιακών διαμαρτυρομένων), ή να συμμε-
τέχουν σε κάποια κατεστημένη ομάδα πίεσης, οι ακτιβιστές επιλέγουν να
αντιταχθούν στην κατασκευή των δρόμων με άμεσες δράσεις. Κάτι τέτοιο
συνήθως σημαίνει συνεχή παρουσία στον συγκεκριμένο χώρο (αν αυτό
είναι δυνατόν) και μη βίαιη (κατά κύριο λόγο) αντίσταση στους εργολά-
βους, όταν εμφανίζονται για δουλειά.
Με διεθνείς όρους, η γνωστότερη ομάδα άμεσων περιβαλλοντι-
κών δράσεων είναι αναμφίβολα η Earth First! (Πρώτα η Γη! [Wall, 1999,
Doherty, 2002, σ. 155-168]). Η Earth First! ιδρύθηκε στις Ηνωμένες Πο-
λιτείες της Αμερικής το 1980 από μια ομάδα ακτιβιστών, που ανησυχού-
σαν ότι οι άτολμες κινητοποιήσεις έκαναν πολύ λίγα και πολύ αργά για
να σώσουν τον πλανήτη. Από την αρχή, η Earth First! πρότεινε την άμε-
ση δράση (ή τη δολιοφθορά, εφαρμόζοντας τεχνικές για να ακινητοποιεί
μπουλντόζες και άλλα βαρέα μηχανήματα) ως στρατηγική ενάντια στη βι-
ομηχανοποίηση και υπέρ της προστασίας της άγριας φύσης. Οι δράσεις
τους έχουν προκαλέσει επικριτικά σχόλια εντός και εκτός του πράσινου
κινήματος, και έχουν κατηγορηθεί επανειλημμένα ότι εκτιμούν τα ζώα
και τα δέντρα περισσότερο από τα ανθρώπινα όντα, ότι θέτουν σε κίνδυνο
την ανθρώπινη ζωή, ότι δίνουν στο υπόλοιπο κίνημα κακό όνομα.
Η δολιοφθορά, πάντως, δεν λειτουργεί χωρίς αρχές. Ο Dave Fore-
man –πάλαι ποτέ κεντρική φυσιογνωμία στην Earth First!– και ο Bill Hay-
wood συνέταξαν έναν «Οδηγό πεδίου για τη δολιοφθορά» (Field Guide to
Monkeywrenching, 1989), στον οποίο εξηγούνται και συζητούνται οι αρ-
χές του σαμποτάζ και η πολιτική του αποτελεσματικότητα. Πάνω απ’ όλα,
ο Foreman γράφει ότι η δολιοφθορά είναι μη βίαιη όταν αφορά σε άτο-
μα. Η Earth First! για την εκστρατεία της κατά την οποία μέλη της κάρφω-
ναν μακριές πρόκες στα δέντρα προκειμένου να εμποδίσουν το κόψιμό
τους έλαβε αρνητική δημοσιότητα, λόγω της πιθανότητας τραυματισμού
των ξυλοκόπων από τα ίδια τους τα πριόνια. Ο «Οδηγός πεδίου», λοιπόν,

201
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

εξηγεί, με προσοχή, ότι τα καρφιά πρέπει να τοποθετούνται αρκετά ψηλά


πάνω στα δέντρα, έτσι ώστε να μην τα φτάνουν οι υλοτόμοι. Στόχος είναι
να προκληθούν βλάβες στα εργοστασιακά πριόνια, και όχι να τραυματι-
στούν οι ξυλοκόποι (Foreman and Haywood, 1989, σ. 1-7).
Ο πολιτικός στόχος των δολιοφθορών της Earth First! είναι να αυ-
ξηθούν τα λειτουργικά κόστη των περιβαλλοντικά καταστροφικών επιχει-
ρήσεων, να προκληθεί δημόσια αφύπνιση σχετικά με την περιβαλλοντι-
κή λεηλασία και (κατά ενδιαφέροντα τρόπο) να αυξηθεί η αξιοπιστία των
περισσότερο καθιερωμένων περιβαλλοντιστών (Foreman and Haywood,
1989, σ. 21-23). Όπως παρατηρεί ο Derek Wall:

Οι περιβαλλοντικές ομάδες πίεσης μπορεί να είναι ικανές να διατυπώ-


νουν τις απαιτήσεις τους έτσι ώστε να κινητοποιούν σε οικονομική στή-
ριξη ή να διεξάγουν εκστρατείες μέσω αλληλογραφίας, όμως φαίνο-
νται πολύ λιγότερο αποτελεσματικές στο να μετασχηματίζουν την κοι-
νή γνώμη με έναν ουσιαστικότερο τρόπο ή να προωθούν την ανάπτυξη
πράσινων φορέων δράσης.
(Wall, 1999, σ. 191)

Όταν κρίνει κανείς την πρακτική αποτελεσματικότητα των άμεσων δρά-


σεων συναντά συνέχεια παγίδες· είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνει κα-
νείς την αναδρομή από το αποτέλεσμα στο αίτιο, με κάποιο βαθμό βεβαιό-
τητας. Οι προθέσεις της Earth First!, που περιγράφηκαν παραπάνω, μπο-
ρεί να γίνουν ο γνώμονας με τον οποίο θα μετράται η επιτυχία των ομά-
δων άμεσης δράσης, και νομίζω ότι, βάσει αυτού, δύσκολα θα αρνούμα-
σταν την επιτυχία των διαφόρων ομάδων που οργάνωσαν την αντίσταση
στην οδοποιία που περιγράψαμε πρωτύτερα. Μια έκθεση εκτίμησε ότι το
υπουργείο Μεταφορών έχανε 20.000 λίρες τη μέρα κατά την κορύφωση
των διαδηλώσεων, και σίγουρα αυτές ανέδειξαν το πρόγραμμα οδοποιί-
ας με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο. Όσον αφορά στη δημόσια αναγνώριση,
φανταζόμαστε τους Friends of the Earth (για παράδειγμα) να κερδίζουν σε
αξιοπιστία τοποθετούμενοι δίπλα στους οπαδούς της Earth First!.
Από την άλλη, οι κινητοποιήσεις άμεσης δράσης δεν φαίνεται να
συνδέονται με τη στρατηγική ενός ευρύτερου κινήματος, και έτσι κινδυ-

202
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

νεύουν να απομονωθούν. Ο Ben Seel έχει παρατηρήσει σχετικά με την


καμπάνια Pollok Free State στη Σκοτία (1994-1996):

… η ομάδα του πυρήνα δεν ασχολείτο ιδιαίτερα με τον τρόπο που θα


συντονίζονταν διαφορετικά κομμάτια ενός ευρύτερου πράσινου κινή-
ματος ούτε με τα δυσκολότερα ζητήματα των συμμαχιών με άλλα κοι-
νωνικά κινήματα ή τον πιθανό ρόλο ενός πολιτικού κόμματος.
(Seel, 1997, σ. 134-135)

Παρομοίως, αντιπαραγωγική διαμάχη μπορεί να προκαλέσουν οι τακτι-


κές και στρατηγικές διαφορές μεταξύ των ποικίλων τύπων διαμαρτυ-
ρίας. Σχολιάζοντας τη διαδήλωση του Solsbury Hill στο Ηνωμένο Βασί-
λειο, ο Peter North γράφει:

Από τη μια πλευρά ήταν οι Dongas, που ζούσαν με τις βαθιά οικολο-
γικές τους αρχές, και στην κοινωνία αντιπροσώπευαν το όραμα μιας
εναλλακτικής λύσης· από την άλλη μεριά, οι SOS (Save Our Solsbury)
προσπαθούσαν να επιστρατεύσουν δυνάμεις για να πείσουν τις αρχές
να αλλάξουν γνώμη και να σταματήσουν την κατασκευή του δρόμου.
(North, 1998, σ. 20)

Και συνεχίζει:

Ενώ οι δημόσιες συζητήσεις ήταν στην αρχή γενικά φιλικές, η αντιπα-


ράθεση κλιμακώθηκε, αφότου οι Dongas προσπάθησαν να δημιουρ-
γήσουν τον δικό τους προσωρινά απελευθερωμένο χώρο πάνω στον
λόφο, προσελκύοντας αρνητική δημοσιότητα και δημιουργώντας τρι-
βές με τους ιδιοκτήτες, γεγονός το οποίο οι SOS θεώρησαν ότι αποδυ-
νάμωνε τις αξιώσεις τους για νομιμότητα και σεβασμό.
(ό.π., σ. 21)

Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, ο δρόμος ή η λεωφόρος κατα-


σκευάστηκε παρά ταύτα, έστω με κάποια καθυστέρηση. Οι υποστηρικτές
των άμεσων δράσεων σίγουρα το αντιμετώπισαν αυτό με τη λογική «χά-

203
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σαμε τη μάχη, αλλά θα κερδίσουμε τον πόλεμο», και υπήρξε κάποιο δι-
άστημα που μπορούσαν να επικαλούνται τη μείωση των προγραμμάτων
οδοποιίας από τις διαδοχικές κυβερνήσεις Συντηρητικών και Εργατικών
(δηλαδή των Νέων Εργατικών) ως ένδειξη της μακροπρόθεσμης επιτυ-
χίας τους (Doherty, 1999, σ. 284-285). Τώρα, όμως, ο τροχός έχει γυρί-
σει, αφού η κυβέρνηση που αναδείχθηκε το 2005 προχώρησε σε ένα τε-
ράστιο πρόγραμμα οδοποιίας – πράγμα που μας δείχνει απλά ότι το να
αντλούμε συμπεράσματα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή σχετικά με την
επίδραση των άμεσων δράσεων στην περιβαλλοντική πολιτική αποδει-
κνύεται προσωρινό και υπόκειται σε αναθεώρηση.

Οικονομικά κίνητρα και η οικολογική ιδιότητα του πολίτη

Ένας αυξανόμενα δημοφιλής τρόπος να οδηγηθούν οι άνθρωποι σε πιο


βιώσιμους τρόπους συμπεριφοράς είναι να ρυθμίσουμε τη φορολογία,
τις χρεώσεις και τα επιδόματα έτσι ώστε να τους ενθαρρύνουμε προς
αυτή την κατεύθυνση. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι οι χρεώσεις για
την κυκλοφοριακή συμφόρηση που έχουν ξεφυτρώσει σε διάφορες πό-
λεις της Ευρώπης και αλλού. Οι οδηγοί αυτοκινήτων σε αυτές τις περι-
πτώσεις χρεώνονται για να μπουν σε καθορισμένες ζώνες, συγκεκριμέ-
νες ώρες της ημέρας, και ελπίζεται ότι έτσι θα αποθαρρυνθούν να το κά-
νουν και αντ’ αυτού θα χρησιμοποιούν εναλλακτικές μορφές μετακίνη-
σης. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο φόρος στις πλαστικές σακούλες αγο-
ρών που εφάρμοσε η κυβέρνηση της Ιρλανδίας το 2002. Εδώ, η ιδέα εί-
ναι να αποτρέψουν τον κόσμο από το να χρησιμοποιεί καινούργιες σα-
κούλες κάθε φορά που πηγαίνει για ψώνια, και να ενθαρρύνουν τη χρή-
ση επαναχρησιμοποιούμενων τσαντών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα σχέ-
δια αυτά λειτουργούν καλά, τουλάχιστον με τους δικούς τους όρους. Στη
ζώνη συμφόρησης στο Λονδίνο κυκλοφορούν σίγουρα λιγότερα αυτο-
κίνητα – 18% λιγότερα τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του μέτρου, και οι
αριθμοί παραμένουν σταθεροί (Politics.co.uk, 2006). Επίσης, το ιρλανδικό
Περιβαλλοντικό Τέλος Πλαστικών Τσαντών (PBEL) μείωσε τη χρήση τους
κατά περισσότερο από 90% και απέσυρε από την κυκλοφορία πάνω από

204
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

ένα δισεκατομμύριο σακούλες τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μέτρου


(Dobson and Bell, 2005, σ. 2). Επομένως, οικονομικά κίνητρα αυτού του
είδους δείχνουν να αποδίδουν, και μάλιστα γρήγορα.
Ένα πιθανό μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης στην αλλαγή συμπε-
ριφοράς, ωστόσο, είναι ότι λειτουργεί μόνο όσο ισχύουν τα οικονομικά κί-
νητρα και αντικίνητρα. Για παράδειγμα, μπορούμε να φανταστούμε το τέ-
λος συγκοινωνιακής συμφόρησης στο Λονδίνο να καταργείται από έναν
μελλοντικό δήμαρχο με διαφορετικές απόψεις. Τι θα συμβεί τότε; Θα συ-
νεχίσουν οι άνθρωποι να βρίσκουν άλλους τρόπους για να φτάσουν στο
κέντρο του Λονδίνου ή θα ξαναγυρίσουν στην παλιά τους συνήθεια να
χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο; Πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο πολύ
θα «έχουν μεταστραφεί» προς βιώσιμους τρόπους σκέψης και συμπερι-
φοράς μέσα από την εμπειρία του τέλους για τη συμφόρηση. Χωρίς αμφι-
βολία, αυτό, με τη σειρά του, θα εξαρτηθεί από το για πόσο καιρό θα έχει
εφαρμοστεί το τέλος. Στις καλύτερες περιπτώσεις, ελπίζουμε ότι η συμπε-
ριφορά των ανθρώπων θα έχει γίνει συνήθεια και έτσι, ασυνείδητα, θα
χρησιμοποιούν εναλλακτικά μέσα μετακίνησης, αφού αυτό θα έχουν συ-
νηθίσει. Όμως μπορούμε, επίσης, να φανταστούμε ότι, εξαιτίας της αντί-
ληψης περί ευκολίας και αυτονομίας που συνδέεται με τη χρήση του αυ-
τοκινήτου, θα μπουν στον πειρασμό να επιστρέψουν σε αυτό με την πρώ-
τη ευκαιρία. Έτσι ακριβώς συμβαίνει στις πόλεις που θεσπίζουν «ημέρες
χωρίς αυτοκίνητο»: τις μέρες που επιτρέπεται στους ανθρώπους να χρη-
σιμοποιούν το αυτοκίνητό τους, αυτοί το κάνουν, εμφανώς ανεπηρέαστοι
από την εμπειρία των ημερών χωρίς αυτοκίνητο.
Μία ακόμα πιθανή δυσκολία ανακύπτει από το γεγονός ότι αυτή η
προσέγγιση εκλαμβάνει ως δεδομένο πως οι άνθρωποι κινητοποιού-
νται να κάνουν πράγματα μόνο (ή έστω κυρίως) από εγωιστικούς λόγους
– για να αποφύγουν κάποιον κόπο ή να αποκομίσουν κάποια ανταμοι-
βή. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα. Για παρά-
δειγμα, η κυβέρνηση θα μπορούσε να θεσπίσει έναν φόρο για τα οικια-
κά απορρίμματα, σε μια προσπάθεια να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να
πετάνε λιγότερα και να διατηρούν περισσότερα. Εάν εμείς, ως ιδιοκτήτες,
δεν ενστερνιζόμασταν την ιδέα πίσω από τον φόρο (δηλαδή το να ζού-
με λιγότερο σπάταλα), θα μπορούσαμε εύκολα να αποφύγουμε τον φόρο

205
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

πετώντας τα σκουπίδια μας στην πίσω αυλή κάποιου άλλου. Αυτή η συ-
μπεριφορά θα ταιριάζει με το πρότυπο των ανθρώπινων κινήτρων που
θα υπήρχε πίσω από τον φόρο –την επιθυμία από μέρους των ατόμων να
αποφεύγουν τον πόνο και να μεγιστοποιούν την απόλαυση–, αλλά δεν θα
έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα, μια πιο βιώσιμη συμπεριφορά.
Αυτά τα πιθανά μειονεκτήματα της προσέγγισης μέσω ενός οικο-
νομικού κινήτρου/αντικινήτρου για τη βιωσιμότητα οδήγησαν κάποιους
αναλυτές να διατυπώσουν μιαν αντίθετη αντίληψη περί της περιβαλλοντι-
κής ή οικολογικής ιδιότητας του πολίτη (Smith, 1998, Barry, 1999, Light,
2002, Dobson 2003, Dobson and Bell, 2005, Dobson and Valencia 2005,
MacGregor, 2006). Αυτή η επίμαχη αντίληψη αντλεί από διάφορες παρα-
δόσεις περί της ιδιότητας του πολίτη, για να καταλήξει σε έναν πιο δι-
υποκειμενικό, βασισμένο στην κοινότητα, προσδιορισμό των δικαιωμά-
των και των υποχρεώσεων των ατόμων σε σύνδεση με τη βιωσιμότητα.
Έτσι, η φιλελεύθερη αντίληψη του πολίτη εμπεριέχει την ιδέα των
περιβαλλοντικών δικαιωμάτων των πολιτών, όπως για παράδειγμα το
δικαίωμα για περιβαλλοντικό χώρο. Η ρεπουμπλικανική παράδοση πα-
ρέχει μια περιγραφή των υποχρεώσεων που θα είχαν πολίτες με περι-
βαλλοντική συνείδηση, μαζί με την αντίληψη ότι η ιδιότητα του πολίτη
έχει να κάνει με τη συνεισφορά στο κοινό καλό, όσο και με την άσκηση
των δικαιωμάτων του, ως πολίτη. Στο μεταξύ, η παλιά αντίληψη περί κο-
σμοπολιτισμού είναι και πάλι της μόδας, και λεπτομερείς αναλύσεις της
ιδιότητας του πολίτη σύμφωνα με αυτήν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος
της θεωρίας των διεθνών σχέσεων σήμερα· η περιβαλλοντική αντίληψη
για την ιδιότητα του πολίτη δανείζεται από την παράδοση του κοσμοπολι-
τισμού την ιδέα της υπερεθνικής ιδιότητας του πολίτη.
Επομένως, η περιβαλλοντική ιδιότητα του πολίτη μιλάει τη γλώσσα
των υποχρεώσεων, του κοινού καλού και τυς παγκόσμιας εμβέλειας των
σχέσεων μεταξύ των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο ενστερνίζεται μια μάλ-
λον διαφορετική αντίληψη περί των ανθρωπίνων προσδοκιών με σχέση
με τη στρατηγική των οικονομικών κινήτρων. Αναγνωρίζει (ή υποθέτει) ότι
οι άνθρωποι μερικές φορές δρουν για να «κάνουν το καλό», όπως και για
να εξασφαλίσουν ένα κέρδος για τους ίδιους. Μία από τις κεντρικές ιδέες
της είναι τα ίσα δικαιώματα στον περιβαλλοντικό χώρο για όλους τους πο-

206
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

λίτες – δηλαδή για τους πάντες, σε όλον τον κόσμο. Δεδομένου ότι ο περι-
βαλλοντικός χώρος είναι κατανεμημένος πολύ άνισα, οι περιβαλλοντικοί
πολίτες θα στοχεύσουν σε μια ανακατανομή του – μειώνοντας το μέγεθος
των περιβαλλοντικών τους αποτυπωμάτων όπου πρέπει. Έτσι, ο περιβαλ-
λοντικός πολίτης κινητοποιείται να ζήσει βιώσιμα επειδή αυτό είναι δίκαιο,
όχι επειδή ωθείται από οικονομικά κίνητρα ή αντικίνητρα.
Αυτοί οι δρόμοι προς τη βιωσιμότητα μοιάζουν πολύ διαφορετικοί,
αλλά φαίνεται ότι μάλλον αλληλοσυμπληρώνονται παρά έρχονται σε αντί-
θεση μεταξύ τους. Δεν θα ήταν λογικό να συνδυάζαμε τις ιδέες των δύο
όσον αφορά στην ανθρώπινη κινητοποίηση; Με αυτόν τον τρόπο, τα οικο-
νομικά κίνητρα θα μιλούν στην ιδιοτελή πλευρά μας, ενώ η περιβαλλοντι-
κή ιδιότητα του πολίτη θα απευθύνεται στις άλλες εκφάνσεις της συμπερι-
φοράς μας. Φαίνεται ιδανικός ο συνδυασμός, όμως έχει και τα μειονεκτή-
ματά του. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας
τους τρόπους με τους οποίους οι δύο αυτές προσεγγίσεις στην τροποποί-
ηση της συμπεριφοράς επηρεάζουν η μία την άλλη. Η έρευνα αυτή υπο-
στηρίζει ότι οι προσεγγίσεις στη βάση των οικονομικών κινήτρων παρα-
γκωνίζουν τις προσεγγίσεις στη βάση της ιδιότητας του πολίτη, γιατί όσοι
έχουν κίνητρα πολίτη μπορεί να τα χάσουν εύκολα σε ένα περιβάλλον
όπου η ανταμοιβή και η τιμωρία θα είναι τα κύρια κίνητρα της κινητοποί-
ησης (Berglund and Matti, 2006). Παρομοίως, είναι δύσκολο να σπείρεις
τους σπόρους των κινήτρων του πολίτη σε ένα πλαίσιο όπου το προσω-
πικό συμφέρον είναι το μέτρο καθορισμού των πολιτικών πρωτοβουλιών.
Έτσι, οι φορείς χάραξης πολιτικής μπορεί να χρειαστεί να επιλέξουν μετα-
ξύ των δύο τρόπων καθοδήγησης της συμπεριφοράς προς έναν πιο βιώ-
σιμο δρόμο, με την επίγνωση ότι επιλέγοντας την τεχνική του οικονομικού
κινήτρου μπορεί να καταλήξουν σε σχετικά γρήγορες αλλαγές, αλλά ρη-
χές δεσμεύσεις, ενώ με τον δρόμο της ιδιότητας του πολίτη θα χρειαστεί
περισσότερος χρόνος, με κέρδος, όμως, δυνητικά βαθύτερες δεσμεύσεις.

Οι τάξεις

Παρά τις διαφορές τους, τα οικονομικά κίνητρα/αντικίνητρα και εκείνα του

207
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

πολίτη έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: πρώτον, εστιάζουν στη συμπερι-


φορά των ατόμων μάλλον παρά των συλλογικοτήτων και, δεύτερον, φαί-
νεται να θεωρούν ότι η αλλαγή συμπεριφοράς είναι κυρίως ζήτημα αλλα-
γής, απλώς, του τρόπου σκέψης των ανθρώπων. Οι πράσινοι μιλούν συ-
χνά ως εάν μια «απλή αλλαγή στη συνείδηση» να είναι αρκετή για να φέρει
ριζικές μεταβολές στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Ο Arnold Toynbee, σε
κείμενο που παραθέτει επικροτώντας ο Jonathon Porritt, γράφει:

Ο σημερινός κίνδυνος για την επιβίωση της ανθρωπότητας μπορεί να


εξαλειφθεί μόνο από μια επαναστατική αλλαγή διάθεσης κάθε ανθρώπι-
νου όντος ξεχωριστά. Αυτή την αλλαγή διάθεσης πρέπει να την εμπνεύ-
σει η θρησκεία ώστε να αποδώσει τη δύναμη της θέλησης που χρειάζε-
ται για να εφαρμοστούν στην πράξη επίπονα νέα ιδανικά.
(Porritt, 1984a, σ. 211)

Τέτοιου είδους συναισθήματα συνοδεύονται συχνά από την ιδέα της


παιδείας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για μια μεταστροφή. Παρ’ όλα
αυτά, όπως σωστά έχει παρατηρήσει ο David Pepper, «οι άνθρωποι δεν
θα αλλάξουν τις αξίες τους επειδή απλώς “διδάχτηκαν” κάποιες άλλες»
(Pepper, 1984, σ. 224). Όπως είδαμε νωρίτερα, μεγάλο μέρος της έρευ-
νας που έχει γίνει στον τομέα της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης υποδει-
κνύει ότι η παροχή πληροφοριών δεν είναι αρκετή από μόνη της για να
προκαλέσει αλλαγές στη συμπεριφορά (Kollmuss and Agyerman, 2002).
Για παράδειγμα, οι περισσότεροι είμαστε ενήμεροι για την κλιματική αλ-
λαγή, και έχουμε κάποια ιδέα γι’ αυτό που την προκαλεί και για το τι θα
μπορούσαμε να κάνουμε για να τη μετριάσουμε, όμως λίγοι είμαστε δι-
ατεθειμένοι να λάβουμε τα μέτρα που χρειάζονται. Ο Pepper συνεχίζει:
«Ποιος είναι ο δρόμος, λοιπόν, για να πάμε μπροστά, αν δεν είναι απο-
κλειστικά, ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, η παιδεία; Πρέπει να είναι μια
προώθηση μεταρρυθμίσεων στην υλική βάση της κοινωνίας, συγχρονι-
σμένων με μια εκπαιδευτική αλλαγή» (ό.π., σ. 224, η έμφαση στο πρωτό-
τυπο). Σίγουρα – αλλά πώς;
Αντί για άλλη απάντηση, μπορεί κανείς να ρωτήσει: Ποιος είναι στην
καλύτερη θέση για να επιφέρει κοινωνικές αλλαγές; Ένα κεντρικό χαρα-

208
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

κτηριστικό της πράσινης πολιτικής θεωρίας είναι ότι δεν έχει ποτέ απα-
ντήσει με συνέπεια σε αυτή την ερώτηση, κυρίως επειδή η απάντηση θε-
ωρείται αυτονόητη: Όλοι. Η γενική πολιτικο-οικολογική θέση ότι η περι-
βαλλοντική κρίση θα επηρεάσει τελικά τους πάντες στον πλανήτη και ότι,
κατά συνέπεια, το κάλεσμα της ιδεολογίας είναι οικουμενικό, έχει θεω-
ρηθεί ως πηγή δύναμης για το πράσινο κίνημα. Τι καλύτερο θα υπήρχε
για την προώθηση μιας ιδέας από το να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η
απόρριψή της θα έχει ως τίμημα μια παγκόσμια καταστροφή, που αφο-
ρά όλους ανεξαιρέτως; Με τα σημερινά μέτρα, αυτό ίσως είναι το βασι-
κό πολιτικό λάθος του κινήματος, αφού η οικουμενική έκκληση είναι, επί
της ουσίας, ουτοπική. Θα ήταν απλά αναληθές να πούμε ότι, δεδομένων
των σημερινών συνθηκών, είναι προς το συμφέρον όλων να επιτευχθεί
η βιώσιμη και ισότιμη κοινωνία. Ένα σημαντικό και με επιρροή ποσοστό
της κοινωνίας, για παράδειγμα, έχει υλικό συμφέρον από τη διαιώνιση
της περιβαλλοντικής κρίσης, αφού προσπορίζεται οικονομικά όφελη από
τη διαχείρισή της. Είναι ουτοπικό να θεωρούμε αυτούς τους ανθρώπους
κομμάτι του μηχανισμού που θα επιφέρει μια ριζική κοινωνική αλλαγή.
Ίσως η πιο λεπτομερής διατύπωση της οικουμενικής προσέγγισης
προέρχεται από τον Rudolf Bahro:

Εάν, προχωρώντας με βάση αυτές τις υποθέσεις, αναζητούμε ένα ηγε-


μονικό σχέδιο και θέλουμε να παραμείνουμε στο επίπεδο του γενικό-
τερου ενδιαφέροντος της ανθρωπότητας –αυτό που ο Μαρξ είχε στον
νου του μιλώντας για την παγκόσμια-ιστορική αποστολή του προλεταρι-
άτου– πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από αυτή τη σύλληψη του Μαρξ
και να κατευθυνθούμε προς ένα θέμα πιο γενικό από αυτό της σημερι-
νής δυτικής εργατικής τάξης. Όπως οι ουτοπικοί σοσιαλιστές και οι κο-
μουνιστές από τους οποίους ο Μαρξ επιθυμούσε να απαλλαγεί, πρέπει
για μιαν ακόμη φορά να θέσουμε το συμφέρον του είδους ως θεμελιώ-
δες σημείο αναφοράς μας.
(Bahro, 1982, σ. 62)

Το ζήτημα που θέτει ο Bahro, το οποίο διατυπώνεται με όρους που αντα-


νακλούν το μαρξιστικό παρελθόν του, είναι ότι το κοινωνικό υποκείμενο

209
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε για να φέρει την αλλαγή δεν είναι
αυτή ή η άλλη κοινωνική τάξη αλλά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Επι-
πλέον, γράφει ότι «…κατά τα φαινόμενα …, οι οργανωτικοί παράγοντες
που μπορούν να ενώσουν τις εναλλακτικές δυνάμεις και να τους προσ-
δώσουν έναν κοινωνικό συντονισμό (όπως είναι επιθυμητέο) στο μέλ-
λον δεν θα αφούν σε κάποιο συγκεκριμένο ταξικό συμφέρον, αλλά σε
ένα μακροπρόθεσμο ανθρώπινο συμφέρον» (Bahro, 1982, σ. 115). Όπως
τόνισα νωρίτερα, ο Bahro μπορεί και το υποστηρίζει αυτό επειδή φαίνε-
ται ξεκάθαρα ότι η επαπειλούμενη περιβαλλοντική κρίση δεν θα κάνει
διαχωρισμό μεταξύ κοινωνικών τάξεων – η καταστροφή, αν έρθει, θα
επηρεάσει τους πάντες. Ενώ μπορεί να ισχύει μακροπρόθεσμα, δεν εί-
ναι απαραίτητα η καλύτερη ιδέα για τον σχεδιασμό μιας άμεσης πολιτι-
κής στρατηγικής.
Από πολλές απόψεις μπορεί κανείς, για παράδειγμα, να διαπιστώ-
σει ότι την περιβαλλοντική υποβάθμιση δεν την υφίστανται όλοι ισότι-
μα. Για παράδειγμα, οι βιολογικές τροφές, ως εναλλακτική λύση απένα-
ντι στα πλήρη χημικών ουσιών προϊόντα είναι, ευρέως διαθέσιμες κατ’
αρχάς, όμως λόγω κόστους δεν είναι διαθέσιμες σε όλους. Δεν έχουμε
απλά θέμα παιδείας, λοιπόν, αλλά και χρημάτων. Παρομοίως, σε σχέση
με το οικοδομημένο περιβάλλον, τα χρήματα επιτρέπουν την πρόσβαση
σε πράσινους χώρους αναψυχής, ενώ η ανταπόκριση στο αρχέγονο κά-
λεσμα της άγριας φύσης αποτελεί μια δυνατότητα που είναι διαθέσιμη σε
πολύ λίγους. Το ισχυρό κίνημα της «περιβαλλοντικής δικαιοσύνης» στις
Η.Π.Α. βασίζεται στην παρατήρηση ότι οι φτωχοί άνθρωποι ζουν σε φτω-
χά περιβάλλοντα (Dobson, 1998, Low and Gleeson, 1998, Schlosberg,
1999, Agyeman et al., 2003, Agyeman, 2005, Pellow and Brulle, 2005).
Η απουσία της πολιτικής φωνής των φτωχών ανθρώπων καθιστά ευκο-
λότερη την επιβολή σε αυτούς περιβαλλοντικών «κακών», όπως είναι οι
χώροι υγειονομικής ταφής, ενώ οι φτωχοί στις αναπτυσσόμενες χώρες
πολλές φορές υποχρεώνονται να υποβαθμίσουν τα ήδη περιθωριοποιη-
μένα περιβάλλοντά τους για να επιβιώσουν.
Η σχέση μεταξύ φτώχειας και περιβαλλοντικής υποβάθμισης εί-
ναι πολύπλοκη, και δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η πρώτη οδηγεί πάντα
στη δεύτερη. Όντως, σε πολλές περιπτώσεις οι φτωχοί συντηρούν αποτε-

210
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

λεσματικά το περιβάλλον τους, από ανάγκη, και με δοκιμασμένες μεθό-


δους, που βρίσκονται σε σχέση αρμονίας με τα περιβάλλοντα αυτά. Πα-
ρομοίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πλούσιες κοινωνίες –όχι οι φτω-
χές– έχουν προκαλέσει πολλά από τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προ-
βλήματα που μας απειλούν σήμερα – την αλλαγή του κλίματος, την κατα-
στροφή του όζοντος, τα βουνά των σκουπιδιών. Όμως, τα περιβαλλοντικά
προβλήματα δεν διαφέρουν από τις άλλες πηγές δεινών, καθώς επηρε-
άζουν δυσανάλογα τους πιο ευάλωτους. Αυτός είναι ο λόγος που η Joan
Martinez Alier απηύθυνε κάλεσμα για έναν «περιβαλλοντισμό των φτω-
χών», που να στοχεύει στη διαφύλαξη βιώσιμων περιβαλλόντων για τους
πολιτικά περιθωριοποιημένους, σε αντιδιαστολή προς αυτό που θεωρεί
περιβαλλοντισμό της μεσαίας τάξης, συγκροτούμενο αποκλειστικά γύρω
από την προστασία της «φύσης» (Martinez Alier, 2002). Ο Robert Gottlieb
θέτει ένα παρόμοιο ζήτημα εκ μέρους των πολιτικά περιθωριοποιημέ-
νων φτωχών στις αποκαλούμενες προηγμένες κοινωνίες: «… μπορεί
να συγκροτηθεί ένα νέο πλαίσιο για δράσεις κοινωνικών αλλαγών μέσα
από την αναδιάρθρωση και τη σύνδεση της περιβαλλοντικής δικαιοσύ-
νης με την πρόληψη της ρύπανσης, μέσω μιας ριζοσπαστικής προσέγγι-
σης, η οποία θα επικεντρώνεται στην κοινότητα και στον χώρο εργασίας,
ή θα εστιάζει στην παραγωγή με βάση τον τόπο» (Gottlieb, 2001).
Γενικότερα, η εξαγγελία μιας βιώσιμης κοινωνίας δεν περιλαμβάνε-
ται στα άμεσα ενδιαφέροντα όλων. Η έκθεση The Limits to Growth σχο-
λιάζει:

Το μεγαλύτερο μέρος της υφηλίου ασχολείται με ζητήματα που επηρε-


άζουν βραχυπρόθεσμα και αποκλειστικά την οικογένειά μας ή τους φί-
λους. Άλλοι απλώνουν το βλέμμα τους σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου ή σε
μεγαλύτερες περιοχές – σε πόλεις ή έθνη. Ελάχιστοι μόνο άνθρωποι εν-
στερνίζονται μια παγκόσμια οπτική που εκτείνεται στο απώτερο μέλλον.
(Meadows et al., 1974, σ. 19)

Αυτή η παρατήρηση αποτυπώνει το πρόβλημα της πειθούς που αντιμε-


τωπίζει το πράσινο κίνημα. Κάπως πρέπει οι άνθρωποι να αρχίσουν να
σκέφτονται με παγκόσμιους όρους και σε σχέση με γεγονότα που μπορεί

211
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

να συμβούν ή να μη συμβούν στις επόμενες γενιές. «Ελάχιστοι μόνο άν-


θρωποι» σκέφτονται έτσι, και είναι ακριβώς οι άνθρωποι που ήδη ζουν
σε βιώσιμες κοινότητες, αρνούνται να χρησιμοποιήσουν χημικά παρασι-
τοκτόνα στον κήπο τους και τραβούν το καζανάκι μόνο όταν πραγματικά
χρειάζεται. Εάν αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν την εμπροσθοφυλακή, εί-
ναι δύσκολο επί του παρόντος να δούμε με ποιον τρόπο θα προσελκύ-
σουν μεγάλο πλήθος ανθρώπων κοντά τους. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη,
η θεωρία της τάξης υποστηρίζει ότι οι ριζοσπάστες πράσινοι πρέπει να
εγκαταλείψουν την ουτοπική, παγκοσμιοποιημένη στρατηγική τους και,
αντ’ αυτής, να εντοπίσουν και να οργανώσουν μιαν ομάδα ανθρώπων σε
κοινωνία, η οποία θα έχει ως άμεσο συμφέρον της να ζήσει μια βιώσιμη
ζωή, με όλα όσα αυτό απαιτεί.
Σε σχέση με όσα έχουμε πει μέχρι τώρα για τις πράσινες στρατη-
γικές της πολιτικής αλλαγής, είναι ενδιαφέρον να δούμε την κριτική του
Μαρξ για τους ουτοπικούς σοσιαλιστές στις αρχές του 19ου αιώνα (χω-
ρίς να σπεύσουμε να συμπεράνουμε ότι έτσι προσυπογράφουμε όλα όσα
είπε ο Μαρξ ούτε ότι αποτελούν μία εμβρυακή μαρξιστική κριτική του οι-
κολογισμού στο σύνολό του). Ο Μαρξ έγραφε τα ακόλουθα:

Θέλουν να καλυτερέψουν τις υλικές συνθήκες ζωής για όλα τα μέλη


της κοινωνίας, ακόμα και τα πιο προνομιούχα. Συνεπούμενα, δεν παύ-
ουν να κάνουν εκκλήσεις σ’ ολόκληρη την κοινωνία, χωρίς διάκριση,
και ακόμα απευθύνονται κατά προτίμηση στην κυρίαρχη τάξη. Γιατί, στ’
αλήθεια, αρκεί να νιώσει κανένας το σύστημά τους για να αναγνωρίσει
πως είναι το καλύτερο από όλα τα δυνατά σχέδια για την καλύτερη απ’
όλες τις δυνατές κοινωνίες. Αποκρούουν, λοιπόν, κάθε πολιτική δρά-
ση και, ιδίως, κάθε επαναστατική δράση· ζητάν να φτάσουν στο σκο-
πό τους με ειρηνικά μέσα και προσπαθούν ν’ ανοίξουν δρόμο στο και-
νούργιο κοινωνικό ευαγγέλιο.
(Μαρξ, [1848] 1998, σ. 54, μτφρ. Μ. Πορφυρογένης)

Λέξη προς λέξη, αυτά τα σχόλια κυριολεκτικά περιγράφουν τις περισσό-


τερες από τις σημερινές πράσινες και ουτοπικές σοσιαλιστικές προσεγ-
γίσεις της πολιτικής αλλαγής. Εδώ ο Μαρξ ασκεί κριτική σε δύο βασι-

212
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

κά σημεία που τον οδηγούν να χαρακτηρίσει αυτού του τύπου τον σοσια-
λισμό «ουτοπικό». Πρώτον, η έκκληση του ουτοπικού σοσιαλισμού ήταν
αντιπαραγωγική, αφού ήταν αντικειμενικά αδύνατον να περιμένει κανείς
να προσχωρήσουν όλες οι τάξεις στον σοσιαλισμό. Δεύτερον, η στρατηγι-
κή μιας αλλαγής μέσω «μικρών πειραμάτων» και της «δύναμης του πα-
ραδείγματος» υπήρξε μια αίολη προσπάθεια να αλλάξει τους ανθρώπους
χωρίς να αλλάξει τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν και εργάζονταν.
Και οι δύο αυτές κριτικές της ουτοπικής πολιτικής στρατηγικής σχε-
τίζονται με το σύγχρονο πράσινο κίνημα. Η φύση του «μικρού πειράμα-
τος» που υπάρχει σε πολλές πρακτικές του κινήματος αποσαφηνίστηκε
παραπάνω. Από το Κέντρο Εναλλακτικής Τεχνολογίας στην Ουαλία, ή την
καλλιέργεια λαχανικών χωρίς παρασιτοκτόνα, μέχρι την κοινότητα της
Νέας Εποχής στο Findhorn της Σκοτίας η πρακτική πολλών πράσινων
πολιτικών διαμορφώνεται ως μια σειρά «μικρών πειραμάτων». Ο Μαρξ,
φυσικά, έκανε σαφές ότι αναγνώριζε την πολιτική αξία των επιχειρήσε-
ων των ουτοπικών σοσιαλιστών που αμφισβητούσαν τις αποδεκτές αλή-
θειες της ευρωπαϊκής κοινωνίας των αρχών του 19ου αιώνα, και οποια-
δήποτε κριτική του πράσινου ουτοπισμού πρέπει να κάνει το ίδιο για τις
πρωτοβουλίες που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Είναι ιδιαιτέρως γνωστό ότι η λύση του Μαρξ στο πρόβλημα που
δημιουργήθηκε από την ανυπόστατη παγκόσμια έκκληση των ουτοπικών
σοσιαλιστών ήταν να προτείνει την αναγνώριση και δημιουργία στην κοι-
νωνία (υπό τις κατάλληλες ιστορικές συνθήκες) μιας τάξης το κύριο εν-
διαφέρον της οποίας να είναι η αλλαγή της κοινωνίας. Αυτή ήταν η θέση
του στο βιβλίο του Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του
δικαίου, του 1844:

Πού είναι, λοιπόν, τότε μια πραγματική δυνατότητα χειραφέτησης στη


Γερμανία; Η απάντησή μας είναι τούτη: Μια τάξη πρέπει να σχηματισθεί,
μια τάξη που να έχει βαριά δεσμά, μια τάξη στην κοινωνία πολιτών, που
δεν είναι μια τάξη της κοινωνίας πολιτών, μια τάξη που είναι η κατάργη-
ση όλων των τάξεων, μια σφαίρα της κοινωνίας που έχει ένα καθολικό
χαρακτήρα, διότι τα βάσανά της είναι καθολικά, και η οποία δεν απαιτεί
μια μερική επανόρθωση, επειδή το κακό που της έχει γίνει δεν είναι ένα

213
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

μερικό κακό, αλλά ένα καθολικό κακό. Πρέπει να σχηματισθεί μια σφαί-
ρα της κοινωνίας που να μην διεκδικεί καμιά από τις παραδοσιακές θέ-
σεις, αλλά μόνο μια ανθρώπινη θέση, μια σφαίρα που δεν αντιτίθεται σε
ορισμένες μόνο συνέπειες, αλλά βρίσκεται σε ολοκληρωτική αντίθεση
με τις βάσεις του γερμανικού πολιτικού συστήματος, μια σφαίρα που τε-
λικά δεν μπορεί να χειραφετηθεί χωρίς να χειραφετήσει τον εαυτό της
από όλες τις άλλες κοινωνικές σφαίρες, χωρίς επομένως να χειραφε-
τήσει όλες αυτές τις άλλες σφαίρες, που είναι μέχρι τώρα, με λίγα λόγια,
μια ολική απώλεια της ανθρωπότητας και που μπορεί να λυτρωθεί μόνο
με μια ολική ανάκτηση της ανθρωπότητας.
(στο Bottomore and Rubel, 1984, σ. 190, η έμφαση στο πρωτότυπο,
μτφρ. Ρ. Κούνδουρου - Ν. Παπαδάκη)

Σύμφωνα με τον Μαρξ, λοιπόν, τα βασικά χαρακτηριστικά της «κοινω-


νικής σφαίρας» (ή «τάξης») που θα ήταν ικανά να επιφέρουν σημαντι-
κή κοινωνική αλλαγή είναι τα εξής: Πρώτον, πρέπει να φέρει «βαριά δε-
σμά», τέτοια που, δεύτερον, η δική της χειραφέτηση να συνεπάγεται τη
γενική χειραφέτηση της ανθρωπότητας και, τρίτον, πρέπει να αντιτίθεται
όχι σε «ορισμένες μόνο συνέπειες» ενός πολιτικού συστήματος αλλά και
στις γενικές του «βάσεις». Για τον Μαρξ, βεβαίως, αυτή η τάξη με την πα-
γκόσμια ιστορική αποστολή ήταν το προλεταριάτο. Βέβαια, το προλεταρι-
άτο δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι η τάξη που ο Μαρξ νόμιζε πως είναι: οι
αξιώσεις του δεν υπήρξαν τόσο ριζοσπαστικές ώστε να αμφισβητήσει τις
παραδοχές του πολιτικού συστήματος, και η χειραφέτησή του (που ήταν
ούτως ή άλλως μερική και υλική) δεν οδήγησε στη χειραφέτηση της αν-
θρωπότητας.
Μένουμε, λοιπόν, με την κριτική των πολιτικών στρατηγικών των
ουτοπικών (με την ειδική σημασία που τους προσδίδει ο Μαρξ), και με
το πώς εκείνος θεωρεί δυνατό να τις υπερβούμε. Έχουμε ήδη πει ότι οι
πράσινοι ιδεολόγοι είναι κατά κανόνα αντίθετοι στις ταξικές θεωρίες της
πολιτικής, επειδή πιστεύουν ότι υποσκάπτουν διχαστικά την παγκόσμια
πράσινη προτροπή. Ωστόσο έχει γίνει μια συζήτηση πάνω στο θέμα των
φορέων της αλλαγής στην πράσινη βιβλιογραφία. Δύο προτάσεις θα δι-
ερευνήσουμε περαιτέρω: αυτή της μεσαίας τάξης ως υποκινήτριας των

214
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

αλλαγών και αυτή του δυνητικά κεντρικού ρόλου των «νέων κοινωνι-
κών κινημάτων», όπως ο φεμινισμός, το ειρηνηστικό κίνημα, οι ομοφυ-
λόφιλοι και ούτω καθεξής (Doherty, 2002).
O Jonathon Porritt διατυπώνει την κλασική εκδοχή της πρώτης
θέσης:

… πρέπει, φυσικά, να αναγνωρίσουμε ότι η μεταβιομηχανική επανά-


σταση είναι πιθανό να καθοδηγηθεί από ανθρώπους της μεσαίας τά-
ξης. Οι λόγοι είναι απλοί: τέτοιοι άνθρωποι όχι μόνο είναι πιθανότερο
να διαπιστώσουν πού βρίσκεται το πραγματικό συμφέρον τους, αλλά
έχουν επίσης την ευελιξία και την ασφάλεια να δρουν στη βάση τέ-
τοιων διαπιστώσεων.
(Porritt, 1984a, σ. 116)

Πολλά εξαρτώνται εδώ από το πώς θα κατανοήσουμε την έννοια της


«καθοδήγησης». Εάν ο Porritt εννοεί απλά την αμφισβήτηση των σύγ-
χρονων κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών και την παρουσίαση
εναλλακτικών λύσεων, τότε η μεσαία τάξη έχει ξεκάθαρα να παίξει κε-
ντρικό ρόλο. Μάλιστα, υπάρχουν αρκετές κοινωνιολογικές ενδείξεις για
την επιρροή της μεσαίας τάξης στο περιβαλλοντικό κίνημα. Ο λόγος που
συμβαίνει αυτό έχει αποτελέσει θέμα θερμών συζητήσεων, όμως η σχε-
τική διαμάχη έχει δείξει ότι το να συντάσσεται κανείς πρόωρα με τη με-
σαία τάξη μπορεί να αποδειχθεί λάθος. Η γενική θέση συνδυάζει δύο
στοιχεία: Πρώτον, ότι οι μεταπολεμικές άνοδοι του βιοτικού επιπέδου με-
τατόπισαν (για κάποιους) τους πολιτικούς στόχους από τις υλικές μέρι-
μνες σε θέματα «ποιότητας ζωής» (Inglehart, 1977) και δεύτερον, ότι οι
εκτός του εμπορίου επαγγελματίες της νέας μεσαίας τάξης, (εκπαιδευ-
τικοί, εργαζόμενοι στην υγεία) έχουν αντικείμενα εργασίας που συμβάλ-
λουν στη δημιουργία και την επιδίωξη πράσινων αξιών.
Ο Luke Martell, πάντως (για παράδειγμα), διατυπώνει αμφιβολίες
ως προς τον μακροπρόθεσμο ρόλο αυτής της μεσαίας τάξης στις ριζο-
σπαστικές πράσινες πολιτικές, βάσει του γεγονότος ότι «είναι δύσκολο να
δούμε μια βάση οικονομικού συμφέροντος στην έγνοια της μεσαίας τά-
ξης για το περιβάλλον» (1994, σ. 130). Επισημαίνει ότι:

215
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Ο ριζοσπαστικός περιβαλλοντισμός υποστηρίζει τη μείωση της ανάπτυ-


ξης και των ρυθμών κατανάλωσης. Μία ευημερούσα κοινωνική ομά-
δα, η οποία όμως βλέπει τον εαυτό της σε υλικά μειονεκτική θέση ένα-
ντι άλλων παρόμοιων ομάδων, δεν είναι πιθανό να εκλάβει τις περικο-
πές στην ανάπτυξη ως συμφέρουσες.
(Martell, 1994, σ. 130)

Αυτή η παρατήρηση καθιστά την πίστη του Porritt στη μεσαία τάξη κάπως
προβληματική – ειδικά όταν συνοδεύει την υπόθεση εργασίας περί του
προσωπικού συμφέροντος: «Δεν πιστεύω ότι η πλειονότητα των ανθρώ-
πων θα αλλάξει μέχρι να πειστεί ότι είναι προς το συμφέρον της να το κά-
νει … Η επανερμηνεία του πεφωτισμένου προσωπικού συμφέροντος εί-
ναι, λοιπόν, το κλειδί για οποιαδήποτε ριζική μεταβολή» (Porritt, 1984a, σ.
117). Σε ένα από τα προηγούμενα σχόλιά του, ο Porritt συμμερίζεται τις
ανησυχίες του Martell όσον αφορά στη μεσαία τάξη:

Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: ακόμα και αν συνεχίσουμε να σκεφτόμα-


στε με όρους εργατικής της μεσαίας τάξης, δεν είναι η τελευταία αυτή
που πρέπει να ανησυχεί περισσότερο σε σχέση με την παρούσα κρίση.
Η μεσαία τάξη έχει την ευελιξία να αντιμετωπίσει τραυματικές αλλαγές
στις κοινωνικές και οικονομικές δομές. Σε γενικές γραμμές, δεν είναι
αυτή που θα υποφέρει περισσότερο από την ανούσια εργασία, από επι-
κίνδυνες συνθήκες εργασίας, από τη ρύπανση του περιβάλλοντος, από
θρυμματισμένες κοινότητες, από την εκμετάλλευση της μαζικής κουλ-
τούρας, την απανθρωπιά των γραφειοκρατών και την ψευδολογία των
πολιτικών.
(Porritt, 1984a, σ. 116)

Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, και λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του


Porritt για το προσωπικό συμφέρον, η εργατική και όχι η μεσαία τάξη έχει
συμφέρον να αποποιηθεί τις παρούσες κοινωνικές πρακτικές. Το συμπέ-
ρασμα του Porritt, υπέρ της τελευταίας, εξηγείται μόνο αν τον τοποθετή-
σουμε στη φιλελεύθερη παράδοση όπου ανήκει, και η οποία πάντα ανα-
κηρύσσει τη μεσαία τάξη φορέα αλλαγής.

216
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

Αυτό τον οδηγεί, επίσης, σε αισιόδοξα σχόλια για «τον ρόλο των μι-
κρών επιχειρήσεων», κάτω από τον γενικό τίτλο «οι παράγοντες της αλ-
λαγής» (Porritt, 1984a, σ. 139). Συνεχίζει: «Στο είδος της μακροπρόθεσμης
οικονομίας που οραματιζόμαστε, οι μικρές επιχειρήσεις δεν είναι απλώς
ένα χρήσιμο συμπλήρωμα στον κόσμο των μεγάλων εταιρικών επιχει-
ρήσεων, είναι οι στυλοβάτες όλης της οικονομικής δραστηριότητας»
(Porritt, 1984a, σ. 139). Το πρόβλημα με την ιδέα των μικρών επιχειρήσε-
ων ως φορέων αλλαγής είναι ότι η επιτυχία τους, ακόμη και η επιβίωσή
τους, εξαρτάται από την παραγωγή και αναπαραγωγή των προϊόντων και
αξιών που απαιτούνται από το σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργούν. Στο
όνομα της αποδοτικότητας, αυτές οι επιχειρήσεις «πρέπει» να μειώσουν
το προσωπικό τους, να καταργήσουν τον συνδικαλισμό, να προσλάβουν
προσωρινά εργατικά χέρια χωρίς ασφάλιση και να παρέχουν κακές συν-
θήκες εργασίας. Δεν υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, εγγύηση ότι οι μικρές επι-
χειρήσεις, μακράν του να λειτουργούν ως φορείς κοινωνικής αλλαγής,
δεν θα είναι τα οχήματα της αναπαραγωγής του συστήματος που επιζη-
τούν να ξεπεράσουν. Όντως, όσο απουσιάζει μια στρατηγική για την απε-
μπλοκή από το σύστημα, αυτό είναι πολύ πιθανό να συμβεί.
Πέρα από τη μεσαία τάξη, διαβάζουμε μερικές φορές ότι «νέα κοι-
νωνικά κινήματα αναλαμβάνουν νέες μορφές πολιτικής δράσης που
προσβλέπουν σε νέες μορφές κοινωνίας» (Doherty, 2002). O Fritjof
Capra, για παράδειγμα, γράφει για μια «νικηφόρα πλειονότητα» από «πε-
ριβαλλοντιστές, φεμινίστριες, εθνικές μειονότητες κ.λπ.», κι ύστερα ότι
«οι νέες συμμαχίες πρέπει να μετατρέψουν την αλλαγή του παραδείγμα-
τος σε πολιτική πραγματικότητα» (Capra, 1983, σ. 465). Με μεγαλύτερη
λεπτομέρεια, ο Murray Bookchin αναφέρεται στις «νέες τάξεις» και υπο-
στηρίζει ότι «ενώνονται περισσότερο από πολιτισμικούς παρά από οικο-
νομικούς δεσμούς: εθνότητες, γυναίκες, άνθρωποι από διαφορετικούς
πολιτισμούς, περιβαλλοντιστές, ηλικιωμένοι, ξεπεσμένοι, άνεργοι και μη
απασχολήσιμοι, άνθρωποι του “γκέτο”» (Bookchin, 1986, σ. 152).
Παρομοίως, ο Γιούργκεν Χάμπερμας έχει συγκροτήσει τη θεωρία
μιας «νέας πολιτικής», που θέτει στο επίκεντρο «το ειρηνηστικό κίνημα,
το αντιπυρηνικό και το περιβαλλοντικό κίνημα, κινήματα για την απελευ-
θέρωση μειονοτήτων, το κίνημα για εναλλακτικούς τρόπους ζωής, το κί-

217
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

νημα διαμαρτυρίας ενάντια στους φόρους, φονταμενταλιστικές θρησκευ-


τικές ομάδες διαμαρτυρίας και, τέλος, το γυναικείο κίνημα» (Roderick,
1986, σ. 136). Ο Χάμπερμας συνεχίζει με μια σημαντική διάκριση, που
μας βοηθά να κατανοήσουμε το κοινωνικό ποτ-πουρί που μας προσφέ-
ρει μαζί με τους Capra και Bookchin. Υποστηρίζει ότι όλες αυτές οι ομά-
δες δεν έχουν το ίδιο δυναμικό χειραφέτησης και προτείνει να διαχω-
ρίσουμε όσες επιζητούν «ιδιαιτεροποιητικές» αλλαγές από «όσες επιζη-
τούν θεμελιώδεις αλλαγές με μια οικουμενική οπτική» (Roderick, 1986,
σ. 136). Αυτό πρέπει να μας θυμίσει το χωρίο του Μαρξ που παραθέσα-
με νωρίτερα, όπου ισχυριζόταν ότι η πηγή της κοινωνικής αλλαγής πρέ-
πει να εντοπιστεί σε «μια σφαίρα που δεν αντιτίθεται σε ορισμένες μόνο
συνέπειες, αλλά βρίσκεται σε ολοκληρωτική αντίθεση με τις βάσεις του
γερμανικού πολιτικού συστήματος». Ο Roderick συνεχίζει:

Για τον Χάμπερμας, μόνο το γυναικείο κίνημα ανήκει σήμερα σε αυτή


την τελευταία κατηγορία, επειδή δεν αποζητά απλώς την τυπική ισότη-
τα, αλλά επίσης τη θεμελιώδη αλλαγή των κοινωνικών δομών και των
πραγματικών πρακτικών συνθηκών.
(Roderick, 1986, σ. 136)

Αυτή είναι μία πολύ σημαντική παρατήρηση, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της
πιο συνηθισμένης κριτικής των κοινωνικών κινημάτων ως φορέων κοι-
νωνικής αλλαγής, ότι δεν έχουν κανένα κοινό συμφέρον και γι’ αυτό δεν
μπορούν να δράσουν με συνοχή. Όπως έχει γράψει, για παράδειγμα, ο
Boris Frankel, «γυναίκες, περιβαλλοντιστές, ακτιβιστές για την ειρήνη,
ομοφυλόφιλοι κ.λπ. δεν έχουν πραγματικά αποκτήσει ταυτότητα σαν κοι-
νωνικό κίνημα» (1987, σ. 235). Αυτό είναι αναμφισβήτητα αλήθεια, όμως
σε σχέση με τη διάκριση του Χάμπερμας είναι σχεδόν ασήμαντο. Το κρί-
σιμο επίτευγμα δεν θα είναι να δημιουργηθεί μια ταυτότητα μεταξύ ετε-
ρογενών ομάδων, αλλά να εντοπιστεί εκείνη η ομάδα (ή οι ομάδες) της
οποίας (των οποίων) το πρόταγμα θα αμφισβητεί ριζικά τις προϋποθέ-
σεις των σύγχρονων κοινωνικών πρακτικών. Μόνο κάποια τέτοια ομά-
δα μπορεί να κατέχει μιαν αρκετά «αποδεσμευμένη» θέση ώστε να αντι-
σταθεί στις προσπάθειες εποικισμού από το σύστημα που προσπαθεί να

218
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

ξεπεράσει, και βεβαίως, ακόμα και τότε, η επιτυχία δεν θα είναι καθόλου
εγγυημένη. Θα κρατήσω την ιδέα ότι οι γυναίκες μπορεί να αποτελέσουν
σύντομα μια τέτοια εμπροσθοφυλακή.
Όλη αυτή η συζήτηση έχει ως στόχο να υποστηρίξει ότι μια πιθανή
στρατηγική για το πράσινο κίνημα είναι ο εντοπισμός και η συγκρότηση
μιας κοινωνικής ομάδας που δεν θα είναι μόνο σχετικά «αποδεσμευμέ-
νη», αλλά θα προσανατολίζεται ήδη στα θεμέλια της βιώσιμης ζωής. Αυτή
θα είναι ο φορέας της ριζοσπαστικής πράσινης αλλαγής, και σε πνεύμα
πειραματισμού μπορώ τώρα να τη σκιαγραφήσω, ξεκινώντας από μια
γρήγορη πράσινη υλιστική ανάλυση της κατάστασης που την γεννά.
Το πράσινο κίνημα σίγουρα θέλει να υποστηρίξει ότι η παραγωγική
διαδικασία απειλείται από την πραγματική ή δυνητική έλλειψη πρώτων
υλών – αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου η ιδεολογία του θεμελιώνεται
στην έννοια της πεπερασμένης Γης. Εάν αυτό είναι σωστό, τότε η ίδια η
παραγωγή θα γίνει ακόμα ακριβότερη (ακόμα και αν υπάρξουν προσω-
ρινές τεχνολογικές λύσεις ή υποκατάστατα) και το κεφάλαιο που θα απαι-
τείται για επένδυση στη διαδικασία θα είναι όλο και δυσκολότερο να βρε-
θεί. Υπάρχουν δύο πιθανές συνέπειες: πρώτον, μια μείωση του κόστους
παραγωγής ώστε να αντισταθμιστεί η αύξηση του κόστους σπανίων υλι-
κών και, δεύτερον, μια προτροπή για μεγαλύτερη κατανάλωση, ώστε να
δημιουργηθεί μεγαλύτερο κεφάλαιο. Μια σοβαρή πράσινη υλιστική ανά-
λυση απαιτεί, φυσικά, εκτενή εμπειρική στήριξη των ισχυρισμών της.
Όμως, στο δικό μας πλαίσιο, το ζήτημα είναι ότι η πρώτη στρατηγι-
κή έρχεται σε σύγκρουση με τη δεύτερη και προκαλεί κοινωνικές εντάσεις
(και μία κοινωνική τάξη) που δεν μπορούν να εκτονωθούν με το συγκεκρι-
μένο σχήμα παραγωγής και κατανάλωσης. Για παράδειγμα, ένας από τους
τρόπους με τους οποίους το κόστος παραγωγής στις μητροπολιτικές χώρες
μπορεί να μειωθεί είναι η πρόσληψη φθηνότερου εργατικού δυναμικού σε
άλλες χώρες του κόσμου. Αυτό, όπως είναι φυσικό, έχει ως αποτέλεσμα
υψηλότερα επίπεδα ανεργίας στις μητροπολιτικές χώρες. Με τη σειρά του,
ο αριθμός των ανθρώπων που περιθωριοποιούνται, με βάση τη δεύτερη
συνέπεια που αναφέρθηκε –η οποία προτρέπει σε αύξηση της κατανάλω-
σης– ανεβαίνει. Μέσα από τη δική τους οπτική, το σύστημα χαρακτηρίζεται
από αδυναμία να εκπληρώσει τις προσδοκίες που δημιουργεί.

219
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Αυτό το στοιχείο δεν είναι καινούργιο, βέβαια, στη γενική ιστορία του
σημερινού τρόπου παραγωγής, όμως οι πράσινοι υποστηρίζουν πως το
καινούργιο στην παρούσα περίοδο είναι ότι τα εξωτερικά όρια που τίθε-
νται από τη Γη οριοθετούν τα περιθώρια ελιγμών του συγκεκριμένου συ-
στήματος. Υπάρχει όλο και λιγότερος χώρος μέσα στον οποίο το σύστημα
να μπορεί τόσο να παράγει όσο και να ικανοποιεί τις προσδοκίες για κα-
τανάλωση που δημιουργεί. Με άλλα λόγια, από μια πράσινη ριζοσπαστι-
κή οπτική μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα εξωτερικά όρια που επιβάλλο-
νται στην παραγωγική διαδικασία από την ίδια τη Γη αρχίζουν να διαμορ-
φώνουν μια τάξη που είναι λίγο έως πολύ περιθωριοποιημένη ως προς
τη διαδικασία της κατανάλωσης. Από αυτή την άποψη είναι η απόσταση
από τη διαδικασία της κατανάλωσης και ο βαθμός μονιμότητας της απομό-
νωσης αυτής που καθορίζουν σήμερα τη δυνατότητα οποιασδήποτε ομά-
δας στην κοινωνία για μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή.
Με τους όρους του Μαρξ, αυτή η ομάδα θα είναι μια τάξη με «βα-
ριά δεσμά» – «μια τάξη στην κοινωνία πολιτών που δεν είναι μια τάξη
της κοινωνίας πολιτών». Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια τάξη η καθη-
μερινή ζωή της οποίας την καθιστά διακριτή από όλες τις άλλες τάξεις
της κοινωνίας. Είναι μια τάξη που δεν αγοράζει τίποτε και ως εκ τούτου
θέτει σε αμφισβήτηση την παραγωγική διαδικασία που γεμίζει τις βιτρί-
νες των καταστημάτων. Με αυτή την έννοια, είναι μια τάξη που αντιτίθε-
ται όχι μόνο «σε ορισμένες μόνο συνέπειες» του συγκεκριμένου συστή-
ματος, αλλά επίσης στις γενικές του «παραδοχές». Είναι, λοιπόν, αρκού-
ντως «αποδεσμευμένη» ώστε να έχει ελπίδες να ξεπεράσει τα προβλή-
ματα του αποικισμού και επανεποικισμού που είδαμε να κατατρύχουν τις
κοινοβουλευτικές, κοινοτιστικές και σχετικές με τον τρόπο ζωής στρατη-
γικές για την αλλαγή.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι υφίσταται μια τέτοια τάξη στον σύγχρονο κό-
σμο; Ένα μέρος όπου θα μπορούσαμε να στραφούμε είναι ο «αναπτυσ-
σόμενος», κόσμος, όπου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού δεν είναι σε
θέση να απολαύσουν τους καρπούς της παγκοσμιοποίησης του ελεύθε-
ρου εμπορίου. Σε μία ομιλία του στο Καράκας το 1981, ο Rudolf Bahro
αναφέρθηκε σε αυτό που ο Arnold Toynbee ονόμασε «το εξωτερικό προ-
λεταριάτο» αποδίδοντάς το, με γενικούς όρους, σε όσους «δεν είναι ακό-

220
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

μη “πραγματικά ενταγμένοι”, τουτέστιν στην πλειονότητα του πληθυσμού


που είναι περιθωριοποιημένος σε διαφορετικούς βαθμούς και με διαφο-
ρετικούς τρόπους» (1982, σ. 129). Και συνέχισε:

… μπορεί να αξίζει τον κόπο να διερευνήσουμε τη σχέση μεταξύ των


αμέσων συμφερόντων των περιθωριοποιημένων τμημάτων (και τέτοια
αναπτύσσονται σήμερα και στις μητροπόλεις, αν και σε διαφορετική κλί-
μακα) και του γενικού συμφέροντος της ανθρωπότητας, που με τη βι-
ομηχανική καπιταλιστική επέκτασή της έχει φτάσει τη Γη στα όρια της.
(Bahro, 1982, σ. 129)

O Bahro εδώ στρέφεται προς ένα κοινωνικό υποκείμενο που έχει όμοια
χαρακτηριστικά με αυτά που περιγράψαμε (την περιθωριοποίηση από
τη διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσης), αλλά το τοποθετεί
στον αποκαλούμενο Τρίτο Κόσμο. Αυτό χρησιμεύει στην ανάδειξη του δι-
εθνούς χαρακτήρα της κρίσης και των κοινών συμφερόντων των «μη-
τροπολιτικών» και των «περιφερειακών» περιθωριοποιημένων, και πα-
ρέχει στους πράσινους ένα παράδειγμα και μια πρακτική εφαρμογή του
συνθήματος: «Δράσε τοπικά, σκέψου παγκόσμια». Επίσης, δίνει συγκε-
κριμένο περιεχόμενο στην υπόδειξη του Jeremy Seabrook ότι «πρέπει
άμεσα να καταδειχθεί πώς και γιατί οι φτωχοί είναι εκείνοι που θα ευερ-
γετηθούν περισσότερο απ’ όλους από την Πράσινη πολιτική» (Seabrook,
1988, σ. 166). Ο Seabrook σίγουρα έχει δίκιο ως προς το ότι:

Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο καταστροφικό για την Πράσινη


υπόθεση από την εντύπωση ότι υποστηρίζεται από προνομιούχους αν-
θρώπους, που έχουν αρκετά για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες
και τώρα επιδιώκουν να περιορίσουν την πρόσβαση των φτωχών στα
ωφελήματα της βιομηχανικής κοινωνίας που οι ίδιοι απολαμβάνουν.
(Seabrook, 1988, σ. 166)

Όπως είδαμε νωρίτερα, στο πλαίσιο του κινήματος της περιβαλλοντικής


δικαιοσύνης και του περιβαλλοντισμού των φτωχών της Martine-Alier
έχει επέλθει κάποια πρόοδος ως προς αυτό. Όπως έγραψε ο Andrew

221
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Szasz, «τα θύματα των τοξικών είναι, συνήθως, άνθρωποι φτωχοί ή ερ-
γαζόμενοι που διαθέτουν περιορισμένα μέσα. Τα περιβαλλοντικά τους
προβλήματα είναι απολύτως συνδεδεμένα με την οικονομική τους κατά-
σταση. Οι άνθρωποι που κατοικούν σε κοινότητες οικονομικής στέρησης
είναι πιθανότερο να ζουν κοντά σε περιοχές με βιομηχανικούς ρύπους»
(Szasz, 1994, σ. 151). Ως προς την αναζήτηση μιας ομάδας συνασπισμέ-
νης γύρω από ένα ζήτημα με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνέ-
πειες, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι το κίνημα ενάντια στα επι-
κίνδυνα απόβλητα «καθορίζει όλο και περισσότερο την περιβαλλοντική
του αποστολή με όρους μιας ευρύτερης κριτικής της κοινωνίας … ορα-
ματίζεται μάλιστα ένα μέλλον στο οποίο ένας περιβαλλοντισμός βάσης θα
είναι η αιχμή του δόρατος για την ανασύσταση ενός ευρύτερου κινήματος
κοινωνικής δικαιοσύνης» (ό.π., σ. 166).
Σε όλο αυτό το κεφάλαιο αναφέρθηκα στην περιθωριοποίηση εντός
του πλαισίου των επισήμων διαδικασιών της παραγωγής και της κα-
τανάλωσης. Οι οικοφεμινίστριες –για τις οποίες θα μιλήσω περισσότε-
ρο στο κεφάλαιο 5– κατηγορούν τους υπέρμαχους αυτής της προσέγγι-
σης ότι αγνοούν την κρίσιμη σφαίρα της αναπαραγωγής. Στα χέρια των
υλιστριών οικοφεμινιστριών αυτή η κριτική μετατρέπεται σε μια πλήρως
αναπτυγμένη θεωρία από έναν έμφυλο πολιτικό φορέα που θέτει τις γυ-
ναίκες στο προσκήνιο της αλλαγής. H Ariel Salleh, για παράδειγμα, ση-
μειώνει τα ακόλουθα:

Το Πράσινο κίνημα πρέπει να χρησιμοποιήσει μιαν υλιστική ανάλυση.


Αυτό συνάδει θαυμάσια με την οικοφεμινιστική θέση για τον ιστορικό
ρόλο των γυναικών, αφού σε διεθνή κλίμακα –επωμιζόμενες το 65%
της παγκόσμιας εργασίας έναντι του 5% της αμοιβής της– ουσιαστικά
είναι «το προλεταριάτο» … οι γυναίκες, ως μια οικονομική υπο-τάξη
(underclass), εμφανίζονται σε εκπληκτικά κατάλληλη θέση να επιφέ-
ρουν τις κοινωνικές αλλαγές που απαιτούνται για την οικολογική επα-
νάσταση.
(Salleh, 1997, σ. 6)

Περιθωριοποιημένες κατ’ αυτόν τον τρόπο από τις επίσημες διαδικασίες

222
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

της παραγωγής και κατανάλωσης, οι γυναίκες επίσης –και καίρια, κατά


τις υλίστριες οικοφεμινίστριες– κατέχουν μια κρίσιμη θέση στην αναπα-
ραγωγική διαδικασία, μια θέση που τις καθιστά ιδανικές υποψήφιες για
να πετύχουν πράσινους πολιτικούς στόχους. Από μια υλιστική οικοφεμι-
νιστική οπτική, «οι άνθρωποι γνωρίζουν τη φύση μέσω των σωμάτων
τους και … νοηματοδοτούν αυτή την εμπειρία» (Salleh, 1997, σ. 38). Το
«γνώθι σαυτόν» των γυναικών είναι ιδιαίτερο και επιτυγχάνεται μέσω
της εγκυμοσύνης, της γέννας και του θηλασμού. Οι γυναίκες βιώνουν
μια «συνέχεια με τη φύση» που απουσιάζει, επί του παρόντος, από τους
άντρες, και είναι αυτό που καθιστά τη «Γυναίκα» τον «βιολογικό και κοι-
νωνικό μεσάζοντα της Φύσης για τους άντρες» (ό.π., σ. 49). Μήπως οι γυ-
ναίκες, αόρατες ακόμη ως παγκόσμια πλειοψηφία, είναι οι αναζητούμε-
νοι φορείς της Ιστορίας και, ως εκ τούτου της Φύσης, στους ταραγμένους
μας καιρούς; διερωτάται η Salleh. Για εκείνη, η απάντηση είναι ξεκάθα-
ρα θετική.
Ο υλιστικός οικοφεμινισμός έχει πολλά υπέρ του: οι ιδέες του πάνω
στον ρόλο και τις συνέπειες της αναπαραγωγής είναι απολύτως κρίσι-
μες, και κάθε πράσινος υλισμός που τις αγνοεί, κινδυνεύει. Είναι, όμως,
σημαντικό να βρούμε την ισορροπία μεταξύ παραγωγής και αναπαρα-
γωγής. Η έμφαση στην αναπαραγωγή έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια
να βάζει τις γυναίκες στην εμπροσθοφυλακή της πράσινης αλλαγής, και
παρόλο που αυτό μπορεί να είναι επιθυμητό για πολλούς λόγους, δεν
μπορεί να προκύψει από μια πλήρως αναπτυγμένη υλιστική ανάλυση –
η οποία λαμβάνει συνολικά υπόψη της τόσο την παραγωγή όσο και την
αναπαραγωγή. Η παραγωγή φέρνει τους περιθωριοποιημένους άντρες
όπως και τις γυναίκες στο προσκήνιο, κάτι που ο υλιστικός οικοφεμινι-
σμός δεν μπορεί να κάνει άμεσα, παρά το σχόλιο της Salleh ότι «…υπό
κάποιους όρους, ένας άντρας μπορεί επίσης να ταΐσει ένα παιδί στο στή-
θος του» (Salleh, 1977, σ. 37). Είναι σημαντικό να επιστρέψουν οι άντρες
στο προσκήνιο, όχι για να μην αισθανθούν παραγκωνισμένοι, οι καημέ-
νοι, αλλά επειδή ο πράσινος υλισμός χρειάζεται την παρουσία τους. Το
σύνθημα για έναν πράσινο υλισμό μπορεί ως εκ τούτου να είναι «Και πα-
ραγωγή και αναπαραγωγή», αντί ή το ένα ή το άλλο.
Όπως και να το δει κανείς, όμως, οι δυσκολίες με τις έμφυλες ή τις

223
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ταξικές στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή παραμένουν. Ακόμα και αν


υποθέσουμε ότι η τάξη έχει δημιουργηθεί ή ότι το φύλο έχει αποκτήσει
αυτογνωσία ως ιστορικός φορέας, ο προβληματισμός ως προς το πώς
θα δράσει παραμένει. Θεωρείται, για παράδειγμα, ένα είδος επαναστατι-
κού πολιτικού υποκειμένου; Εάν είναι έτσι, τότε η τάξη έρχεται αντιμέτω-
πη με μια σειρά κλασικών προβλημάτων: τη σταθερότητα των σύγχρο-
νων πολιτικών συστημάτων (τουλάχιστον στη Δύση), το θέμα της επα-
ναστατικής οργάνωσης, και (κάτι ιδιαίτερα δύσκολο για τους μη βίαιους
πράσινους) το να διεξαγάγει έναν επαναστατικό αγώνα.
Αν, από την άλλη, επιλεγούν ρεφορμιστικές στρατηγικές και η τάξη
λειτουργεί μέσω ομάδων πίεσης ή ενός κοινοβουλευτικού κόμματος,
τότε όλα τα διλήμματα και οι δυσκολίες που αναφέρθηκαν στο πρώτο μέ-
ρος αυτού του κεφαλαίου επανεμφανίζονται. «Πόσο μακριά πρέπει να
φτάσει ο συμβιβασμός;», «Πώς πρέπει να διεξάγονται οι εκλογές;», «Εί-
ναι ούτως ή άλλως οι εκλογές μια ρεαλιστική πιθανότητα;». Υπάρχουν
και ενδιάμεσες στρατηγικές, όπως η δημιουργία πράσινων κοινοτήτων
μέσω των τοπικών οικονομικών συστημάτων που αναφέρθηκαν παρα-
πάνω (πιθανώς εστιασμένων σε κέντρα για τους ανέργους), όμως όλες
οι σκέψεις για μια πράσινη ταξική δράση υπονομεύονται επειδή δεν ανα-
φαίνεται σήμερα καμία ενοποιημένη έννοια μιας τέτοιας τάξης.

Συμπέρασμα

Σε κάθε συζήτηση αναφορικά με την πράσινη πολιτική πρέπει να διακρί-


νουμε ανάμεσα στις βαθιά πράσινες και τις ελαφρά πράσινες ή περιβαλ-
λοντικές εκφάνσεις της. Το ζήτημα της πράσινης κοινωνικής αλλαγής δεν
αποτελεί εξαίρεση. Από την ελαφρά πράσινη πλευρά, για παράδειγμα, οι
σκέψεις που παρουσιάστηκαν υπό τον τίτλο «οι τάξεις» φαίνονται, πιθα-
νόν, περιττές. Μοιάζει αυταπόδεικτο ότι η παρουσία στο κοινοβούλιο ή οι
ομάδες πίεσης μπορεί να πετύχουν ένα καθαρότερο και πιο βιώσιμο πε-
ριβάλλον. Μοιάζει αυταπόδεικτο ότι μπορούμε να διάγουμε μια ζωή πιο
φιλική προς το περιβάλλον αγοράζοντας τα σωστά πράγματα και απορ-
ρίπτοντας τα λανθασμένα. Επίσης, μοιάζει αυταπόδεικτο ότι οι βιώσιμες

224
Στρατηγικές για την πράσινη αλλαγή

κοινότητες είναι ζωτικής σημασίας ως πηγές έμπνευσης για όλους μας


ώστε να ζούμε επιβαρύνοντας λιγότερο τη Γη.
Από την άποψη, όμως, του οικολογισμού, όλες αυτές οι στρατηγι-
κές πρέπει να αποτιμηθούν με τους όρους της ριζοσπαστικής κριτικής
των σημερινών πρακτικών, όπως αναπτύχθηκαν στο κεφάλαιο 3, και ως
προς το είδος των δομών που χρειαζόμαστε για να τις υπερβούμε. Η επί-
τευξη αυτού του είδους βιώσιμης κοινωνίας είναι απείρως δυσκολότε-
ρο έργο από την απλή συμπερίληψη του περιβαλλοντισμού στα πολιτι-
κά προγράμματα. Μέχρι σήμερα, αυτό έκαναν οι στρατηγικές που ακο-
λουθήθηκαν, και ο σοβαρός συνυπολογισμός της πράσινης πολιτικής –
και όχι κάποιας χαλαρής περιβαλλοντικής εκδοχής της– απαιτεί μια ένα
βήμα από αυτές τις στρατηγικές.

225
5. Οικολογισμός και
άλλες ιδεολογίες

Έχουμε πλέον καταδείξει τα θεμελιώδη του οικολογισμού. Έχουμε πα-


ρουσιάσει την κριτική που ασκεί στη σύγχρονη κοινωνία, έχουμε περι-
γράψει τις προτάσεις του για μια οικολογικά ορθή κοινωνία, και έχουμε
αποτιμήσει την προσέγγισή του σε ό,τι αφορά την επίτευξη αυτής της κοι-
νωνίας. Έχω ισχυριστεί ότι ο οικολογισμός είναι μια νέα πολιτική ιδεο-
λογία που αξίζει την προσοχή μας στη νέα χιλιετία, παράλληλα με άλλες,
πιο οικείες ιδεολογίες, όπως είναι ο φιλελευθερισμός, ο συντηρητισμός
και ο σοσιαλισμός. Αν αυτό ευσταθεί, τότε είναι πολύ φυσικό να θέλου-
με να συγκρίνουμε και να αντιπαραθέσουμε τη νέα ιδεολογία μ’ εκείνες
που αμφισβητεί. Αυτό προτίθεμαι να κάνω σ’ ετούτο το κεφάλαιο. Πρό-
θεσή μου είναι να κάνω πιο σαφές το πώς ο οικολογισμός διαφέρει από
τις εν λόγω ιδεολογίες. Θα υποστηρίξω ότι οι προσπάθειες από φιλελεύ-
θερους, συντηρητικούς και σοσιαλιστές να ιδιοποιηθούν την οικολογική
σκέψη θα αποτύχουν, εφόσον, όπως τόνισα στην εισαγωγή, ο οικολογι-
σμός διαφέρει από την καθεμιά τους τόσο όσο κι αυτές μεταξύ τους. Η δι-
ερεύνησή μου στο παρόν κεφάλαιο θα πρέπει να το κάνει αυτό σαφές.
Κατ’ αρχήν, ο κατάλογος των ιδεολογιών με τις οποίες θα μπορού-
σε να συγκριθεί και να αντιπαρατεθεί ο οικολογισμός είναι μακρύς και
μπορεί να κατηγορηθώ ότι έκανα υπερβολικές περικοπές επιλέγοντας
να εστιάσω την προσοχή μου σε τέσσερις μόνο. Αυτό όμως γίνεται για
δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι ήθελα να υποβάλω κάθε μία από αυτές τις τέσ-
σερις ιδεολογίες σε κριτική και σύγκριση. Γενικές και διαφωτιστικές
συγκρίσεις έχουν γίνει αλλού (βλ. π.χ. Hay, 1988, Martell, 1994, κεφ. 5,
Garner, 2000, κεφ. 3, Connelly and Smith, 2003, σ. 52-65), όμως το μεγά-
λο τους εύρος έχει ως τίμημα την ισχνότητα στα επιμέρους – μία ή δύο
σελίδες αφιερωμένες σε κάθε ιδεολογία. Ειδικά πρόσφατα, και ιδιαίτε-
ρα στην περίπτωση των τεσσάρων ιδεολογιών με τις οποίες θα ασχολη-

226
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

θώ εδώ, έχει πραγματοποιηθεί αρκετή πολύ ενδιαφέρουσα συγκριτική


εργασία, η οποία είναι σχεδόν αδύνατον να μην αδικηθεί σε μία σύντο-
μη πραγμάτευση.
Δεύτερον, οι ιδεολογίες τις οποίες έχω επιλέξει για αξιολόγηση
μπορεί θεμιτά να θεωρηθεί ότι βρίσκονται στις ρίζες εκείνων που δεν
έχω συμπεριλάβει. Συγκεκριμένα, ο φιλελευθερισμός, ο συντηρητισμός
και ο σοσιαλισμός θεωρείται ευρέως ότι αποτελούν τις πλέον θεμελιώ-
δεις ιδεολογίες της σύγχρονης εποχής, και άλλες, λιγότερο θεμελιώ-
δεις, μπορούν να «διαβαστούν» μέσω αυτών (αν και δεν μπορούν να
αναχθούν απόλυτα σε αυτές). Ελπίζω, επομένως, ότι προσφέρω έμμε-
ση εξυπηρέτηση σε όσους θα ήθελαν να αντιπαραβάλουν τον οικολογι-
σμό προς τον εθνικισμό ή τον φασισμό, για παράδειγμα, παρότι μου είναι
απολύτως σαφές το πόσο μεγάλο μέρος του εύρους έχω εντούτοις θυ-
σιάσει. Ο φεμινισμός μπορεί να μη θεωρείται γενικά ότι ανήκει στην ίδια
κατηγορία με τον φιλελευθερισμό, τον συντηρητισμό και τον σοσιαλισμό
(αν κι εγώ δεν είμαι σίγουρος), όμως μια λεπτομερής προσέγγισή του
εδώ δικαιολογείται αφού έχει επηρεάσει την ανάπτυξη του οικολογισμού
κατά τρόπο που δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη ιδεολογία, εξαιρούμενου
πιθανόν του σοσιαλισμού. Η επιρροή, πιστεύω, υπήρξε αμφίδρομη.
Χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο, οι ιδεολογίες με τις οποίες συγκρί-
νω και αντιπαραβάλλω τον οικολογισμό εμφανίζονται κατά την ακόλου-
θη σειρά: φιλελευθερισμός, συντηρητισμός, σοσιαλισμός και φεμινισμός.

Φιλελευθερισμός

Ο Mark Sagoff έθεσε κάποτε το ερώτημα αν οι περιβαλλοντιστές μπο-


ρούσαν να είναι φιλελεύθεροι (Sagoff, 1988, σ. 46-60). Τότε το ζήτημα
φάνηκε να αποτελεί μια μάλλον εσωτερική υπόθεση, με την έννοια ότι
ως ενδιαφέρουσες παρουσιάζονταν οι ιδεολογικές και θεωρητικές σχέ-
σεις μεταξύ περιβαλλοντισμού (ή, όπως θέλω να τον αποκαλώ εδώ, οι-
κολογισμού) και σοσιαλισμού, ή περιβαλλοντισμού και φεμινισμού, και
όχι μεταξύ περιβαλλοντισμού και φιλελευθερισμού. Σήμερα είναι σα-
φές ότι ο Sagoff ήταν περισσότερο διορατικός απ’ όλους μας, όχι επει-

227
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

δή ο οικοσοσιαλισμός και ο οικοφεμινισμός δεν έχουν ενδιαφέρον


–έχουν–, αλλά επειδή η αυξανόμενη κυριαρχία της φιλελεύθερης κο-
σμοαντίληψης στην ακαδημαϊκή και πολιτική ζωή έχει αναγκαστικά φέ-
ρει τα περιβαλλοντικά και φιλελεύθερα προγράμματα σε στενή επαφή.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μέρος της πιο ενδιαφέρουσας διανοητικά (αν και
συζητήσιμης πολιτικά) εργασίας στην περιβαλλοντική πολιτική θεωρία
έχει πραγματοποιηθεί σε αυτήν την περιοχή.
Η Robyn Eckersley μπορούσε να γράφει το 1992:

Παρότι κάποιοι θεωρητικοί της χειραφέτησης, όπως ο John Rodman,


έχουν εντοπίσει και συζητήσει αυτές τις παράλληλες αναζητήσεις στη
φιλελεύθερη σκέψη [δηλαδή, πιθανές συμβατότητες μεταξύ φιλελευ-
θερισμού και ριζοσπαστικής οικολογίας], η γενική τάση ήταν να ανα-
ζητηθούν σε άλλες πολιτικές παραδόσεις οι ιδέες και οι αρχές που θα
μπορούσαν να στηρίξουν μια οικολογικά βιώσιμη μετα-φιλελεύθερη
κοινωνία.
(Eckersley, 1992, σ. 23-24)

Έκτοτε κάποιοι θεωρητικοί (π.χ. Hayward, 1995, Eckersley, 1996, Wissen-


burg, 1998a, 2006, B. Barry, 1999, Miller, 1999, Hailwood, 2004) έχουν
επιδιώξει να παρουσιάσουν τη συμβατότητα μεταξύ φιλελεύθερων και
περιβαλλοντικών θεμάτων ή, ακόμα εντονότερα, να καταδείξουν πώς το
οικολογικό πολιτικό πρόταγμα μπορεί να εκφραστεί με, κατά το μάλλον ή
ήττον, πληρότητα στο φιλελεύθερο ιδίωμα.
Κατά τη δική μου προσέγγιση η απάντηση στο θέμα της συμβατότη-
τας εξαρτάται απολύτως από τους όρους αναφοράς του καθενός: ο πε-
ριβαλλοντισμός και ο φιλελευθερισμός είναι συμβατοί, όμως ο οικολο-
γισμός και ο φιλελευθερισμός δεν είναι. Έτσι, ακόμα κι αν αληθεύει ότι
η πολιτική οικολογία «πλησιάζει» τον φιλελευθερισμό, ο Martell σφάλ-
λει σπεύδοντας να συμπεράνει πως αυτό «δείχνει ότι η πράσινη πολιτι-
κή θεωρία δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της ως μια καινούργια πολιτι-
κή θεωρία» (Martell, 1994, σ. 141). Οι εντάσεις μεταξύ φιλελευθερισμού
και οικολογισμού έχουν πλέον εξεταστεί διεξοδικά. Ο ίδιος ο Martell
τονίζει ότι:

228
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

… υπάρχουν πολλά στη φιλελεύθερη πολιτική θεωρία που είναι αντί-


θετα προς τη ριζοσπαστική οικολογία. Ο ατομικισμός, η επιδίωξη του
προσωπικού κέρδους, το περιορισμένo κράτος και η ελευθερία της
αγοράς έρχονται σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις της ριζοσπαστικής οι-
κολογίας για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων ως
συλλογικό καλό και με τους αναγκαίους για τη διαχείρισή τους ελέγ-
χους και περιορισμούς σε οικονομικές και προσωπικές ελευθερίες.
(Martell, 1994, σ. 141)

Το ζήτημα της ελευθερίας είναι κρίσιμο εδώ. Όπως λέει ο Wissenburg,


«η φιλελεύθερη δημοκρατία (liberal democracy) και οι φροντίδες για το
περιβάλλον σε τίποτα άλλο δεν μπορεί να έχουν τόσο μεγάλη αντίθεση
όσο στο θέμα της ελευθερίας (liberty)» (Wissenburg, 1998a, σ. 33), και
ενώ θα ήταν λάθος να θεωρηθεί η πολιτική οικολογία ως απλώς μια σει-
ρά από προσωπικές και κοινωνικές απαγορεύσεις, δεν υπάρχει αμφι-
βολία ότι η έμφαση του οικολογισμού στα παντός είδους «όρια» παρα-
πέμπει σε πιθανό περιορισμό ορισμένων οιονεί δεδομένων ελευθεριών,
ιδιαίτερα στους τομείς της παραγωγής, της κατανάλωσης και της κινητι-
κότητας. Για τους φιλελεύθερους (liberals) δεν θα αρκούσε η απάντηση
ότι οι περιορισμοί αυτοί θα αντισταθμιστούν με τις προσδοκώμενες βελ-
τιώσεις στην ποιότητα ζωής: η ελευθερία αποτελεί κεντρικό στοιχείο του
φιλελεύθερου προγράμματος και οτιδήποτε την απειλεί αντιμετωπίζεται
από τους φιλελεύθερους με μεγάλη καχυποψία.
Οι φιλελεύθεροι αντιστέκονται όταν τους υπαγορεύουν τι να σκε-
φτούν ή τι να κάνουν. Σε πιο τεχνικό επίπεδο, θεωρούν τις προτιμήσεις
τους ακριβή δείκτη των συμφερόντων τους και θα ισχυριστούν ότι είναι
γενικά αθέμιτο να επιχειρεί το κράτος να επηρεάσει γούστα και προτι-
μήσεις. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι φιλελεύθεροι δεν είναι συνήθως δε-
κτικοί στην ιδέα ότι γενικά οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται το ίδιο τους
το συμφέρον. Έτσι, «από φιλελεύθερη σκοπιά, αντεπιχείρημα στην αμφι-
σβήτηση της εξίσωσης των συμφερόντων των ανθρώπων με όσα οι ίδιοι
πιστεύουν ή αναφέρουν ως τέτοια αποτελεί το ότι (μια τέτοια αμφισβήτη-
ση) μοιάζει την ίδια ώρα να αρνείται έναν θεμελιώδη σεβασμό στην αυ-
τονομία των ανθρώπων» (Hayward, 1995, σ. 203). Από πολιτικο-οικονο-

229
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

μική άποψη το πρόβλημα είναι ότι η αυτονομία αυτή μπορεί να συγκρού-


εται με οικολογικούς στόχους: «Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι εντε-
λώς ασύμβατη με οποιαδήποτε προσπάθεια να υπαγορευθούν τα γού-
στα και οι προτιμήσεις των ανθρώπων, ωστόσο έχουμε κάθε λόγο να θε-
ωρούμε ότι οι προτιμήσεις είναι από τους καθοριστικούς παράγοντες της
βιωσιμότητας» (Wissenburg, 1998, σ. 7). Θεωρώντας κάθε άλλο παρά
καθαγιασμένες τις προτιμήσεις των ανθρώπων, οι πολιτικοί οικολογιστές
επιδιώκουν να τις επηρεάζουν διαρκώς, και αν σε αυτό προσθέσουμε
τους ποικίλους πιθανούς περιορισμούς της ελευθερίας που αναφέρθη-
καν πιο πάνω, τότε καθίστανται πρόδηλες οι εντάσεις μεταξύ φιλελευθε-
ρισμού και οικολογισμού.
Συχνά, η αυτονομία (autonomy) εκλαμβάνεται από τους φιλελεύθε-
ρους ως ελευθερία (freedom) για ανάπτυξη και επιδίωξη των δικών μας
ηθικών στόχων στη ζωή. Από την άποψη αυτή, «o φιλελευθερισμός εί-
ναι η πολιτική θεωρία που υποστηρίζει ότι πολλές αλληλοσυγκρουόμενες,
ακόμα και ατελείς αντιλήψεις περί καλού μπορεί να είναι πλήρως συμ-
βατές με την ελεύθερη, αυτόνομη και ορθολογική δράση» (Sagoff, 1988,
σ. 150-151). Έτσι, «το φιλελεύθερο κράτος δεν υπαγορεύει στους πολί-
τες του τους ηθικούς στόχους που πρέπει να επιτύχουν, απλά διαμεσολα-
βεί ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν για την ικανοποίηση των δικών
τους προτιμήσεων» (ό.π., σ. 151). Θα είναι σαφές από το κεφάλαιο 2 ότι οι
πολιτικοί οικολογιστές έχουν μία εντελώς ιδιαίτερη άποψη όσον αφορά
στην ηθική μας σχέση με τον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο, και αυτή εί-
ναι μία άποψη που αισθάνονται δεσμευμένοι να μας ενθαρρύνουν να εν-
στερνιστούμε. Αυτό οδηγεί, όμως, σε μια ακόμα πιθανή ένταση μεταξύ φι-
λελευθερισμού και οικολογισμού – και στο ερώτημα του Mark Sagoff με
το οποίο ξεκινά το παρόν τμήμα του βιβλίου: «Εάν οι νόμοι και οι πολιτι-
κές που υποστηρίζονται από το περιβαλλοντικό λόμπι δεν είναι ουδέτε-
ρα ως προς τα ηθικά, αισθητικά και θρησκευτικά ιδεώδη, αλλά εκφρά-
ζουν μιαν ηθική αντίληψη περί της δέουσας σχέσης των ανθρώπων με τη
φύση, μπορούν οι περιβαλλοντιστές να είναι φιλελεύθεροι;» (ό.π., σ. 150).
Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους ο Sagoff πιστεύει ότι μπο-
ρούν. Τον πρώτο έχουν ενστερνιστεί πολλοί που θα ήθελαν να ασκήσουν
πίεση για μια συνάφεια μεταξύ φιλελευθερισμού και οικολογισμού (π.χ.

230
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

Barry, 1995, σ. 145-151). Ο πρώτος αυτός λόγος ανακαλεί τη συνηθισμέ-


νη στη φιλελεύθερη θεωρία διάκριση μεταξύ της δομής των θεσμών και
των κοινωνικών πολιτικών που προκύπτουν απ’ αυτούς (Sagoff, 1988,
σ. 166). Ο Sagoff υποστηρίζει ότι «ενώ οι φιλελεύθεροι πρέπει να μένουν
ουδέτεροι όσον αφορά στο πρώτο (δηλαδή στο να είναι οι θεσμοί δίκαι-
οι μεταξύ των ατόμων που εμπλέκονται σε αυτούς), δεν υπάρχει τίποτα
που να τους εμποδίζει να έχουν σαφείς πεποιθήσεις ως προς την κοινω-
νική πολιτική – ακόμα και πεποιθήσεις που βασίζονται σε «συγκεκριμέ-
νες ηθικές, πολιτισμικές ή αισθητικές αντιλήψεις» (ό.π.). Τέτοιου είδους
αντιλήψεις, βεβαίως, ισοδυναμούν με αντιλήψεις περί της φύσης της Ευ-
ζωίας, περί της οποίας οι φιλελεύθεροι υποτίθεται ότι είναι παραδοσιακά
ουδέτεροι. Ο Sagoff τετραγωνίζει τον κύκλο κάνοντας τη διάκριση μεταξύ
θεσμών και πολιτικής, και υποστηρίζοντας ότι η φιλελεύθερη ουδετερό-
τητα ισχύει μόνο για το πρώτο (θεσμοί) και όχι απαραίτητα για το δεύτερο
(πολιτική). Έτσι, ο «φιλελεύθερος περιβαλλοντιστής» του Sagoff θα υπο-
στηρίξει την ουδετερότητα μόνο στο επίπεδο των θεσμών, παραμένοντας
τελείως ελεύθερος να προωθήσει και να υπερασπιστεί απόψεις όπως
της Ευζωίας ως προς τη δέουσα σχέση μεταξύ των ανθρώπινων όντων
και του μη-ανθρώπινου φυσικού κόσμου.
Ο κατά Sagoff δεύτερος λόγος για να πεισθούμε ότι οι περιβαλλο-
ντιστές μπορούν να είναι φιλελεύθεροι απορρέει από την «ανεκτικότη-
τα [του φιλελευθερισμού] απέναντι σε ανταγωνιστικές απόψεις» (Sagoff,
1988, σ. 167) και την εκ μέρους του υποστήριξη θεσμών «στο πλαίσιο των
οποίων άτομα και ομάδες μπορούν να επιχειρηματολογούν για τις πολι-
τικές που υποστηρίζουν και να υπερασπίζονται ποικίλες αντιλήψεις περί
του καλού» (ό.π.). Λίγο απέχει από εδώ το συμπέρασμα ότι όποιοι έχουν
μιαν αντίληψη περί του καλού και θέλουν να την προωθήσουν καλά θα
κάνουν να υποστηρίζουν το φιλελεύθερο πρόγραμμα, διότι μόνο ένα φι-
λελεύθερο πολιτικό περιβάλλον μπορεί να τους εγγυηθεί μια τέτοια δυ-
νατότητα. Και δεν πρόκειται μόνο για ένα ζήτημα ιδεών. Η φιλελεύθε-
ρη ανεκτικότητα απέναντι στον συναγωνισμό των απόψεων και η πεποί-
θηση ότι πρέπει να επιτρέπεται στους ανθρώπους να επιλέγουν τη δική
τους εκδοχή της Ευζωίας εγείρει το ζήτημα των υλικών προϋποθέσε-
ων της –οποιασδήποτε– Ευζωίας. Δεν έχει σχεδόν νόημα να λέμε ότι οι

231
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

άνθρωποι είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τη ζωή τους εάν δεν υπάρχουν


οι προϋποθέσεις για να το κάνουν. Οι φιλελεύθεροι, επομένως, θα πρέ-
πει οπωσδήποτε να δεσμεύονται για μια ευρύτατη προστασία του μη-
ανθρώπινου κόσμου εφόσον μέρος του είναι θεμελιώδες για την Ευζωία
των σημερινών ανθρώπων. Η θέση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο
εάν λάβουμε υπόψη μας τους ανθρώπους του μέλλοντος. Δεν μπορούμε
να γνωρίζουμε τι είδους αντιλήψεις θα έχουν ως προς την Ευζωία, επο-
μένως (σύμφωνα με τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία) οι παρούσες
γενεές οφείλουν να μεταβιβάσουν όσο το δυνατόν ευρύτερο φάσμα πι-
θανών συνθηκών για καλές ζωές. Δεν χρειάζεται παρά να αναλογιστού-
με αντιλήψεις περί της Ευζωίας που συνδέονται με τη γη (π.χ. τις ανιμι-
στικές θρησκείες) για να διαπιστώσουμε την πιθανή δυναμική αυτού του
επιχειρήματος. Από πιο τεχνική σκοπιά, «…οι φιλελεύθεροι … θα πρέπει
να είναι υπέρ μιας ισχυρής βιωσιμότητας – και αυτό όχι εξαιτίας κάποιας
ιδιαίτερης δέσμευσης απέναντι στη “φύση”, αλλά επειδή ένα «δομημένο
πακέτο» κληρονομιάς αποδίδει μεγαλύτερο εύρος πιθανών επιλογών για
καλές ζωές» (Dobson, 2003, σ. 168). Θα μπορούσαμε ακόμα και να συμ-
φωνήσουμε μέχρι εδώ με τον Sagoff ότι οι περιβαλλοντιστές όχι μόνο
μπορούν, αλλά οφείλουν να είναι φιλελεύθεροι.
Ταυτόχρονα, ορισμένοι φιλελεύθεροι έχουν γίνει λιγότερο αυστηροί
όσον αφορά στις απόψεις τους για το τι μπορεί να σημαίνει «ουδετερότη-
τα» με όρους Ευζωίας. Για την ακρίβεια, έχουν καταλήξει να υποστηρί-
ζουν ότι ορισμένες «οικολογικές αρχές» μπορούν να περιληφθούν στις
«αξίες ως προς τις οποίες τα λογικά άτομα θα πρέπει να συμφωνούν». Οι
αξίες αυτές «καθιστούν δυνατή την κοινωνική συνεργασία και παράλλη-
λα περιορίζουν τις περιοχές εντός των οποίων τα άτομα μπορεί να δια-
φωνούν περί της ευζωίας» (Wissenburg, 2006, σ. 25). Με άλλα λόγια, δεν
είναι όλες οι εκδοχές της Ευζωίας συμβατές με τη βιωσιμότητα, και αυ-
τές που δεν είναι θα πρέπει να αποβάλλονται της αιθούσης – ακόμα και
από τους φιλελεύθερους.
Αυτό το δεύτερο επιχείρημα, ωστόσο, επιβεβαιώνει απλώς αυτό
που ήδη γνωρίζαμε, ότι δηλαδή ο φιλελευθερισμός επιδεικνύει ανεκτι-
κότητα απέναντι σε αντικρουόμενες αντιλήψεις περί της Ευζωίας. Αυτό
που οι οικολογιστές θα πρέπει να γνωρίζουν επιπλέον είναι εάν ο φιλε-

232
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

λευθερισμός θα προωθήσει τους στόχους τους. Κανένα πολιτικό σύστη-


μα δεν μπορεί να προσφέρει τέτοιες εγγυήσεις, ασφαλώς, αλλά η απόλυ-
τη εστίαση του φιλελευθερισμού στα μέσα και όχι στους στόχους της πο-
λιτικής σύμπραξης τον καθιστά δυσκολότερα συμβατό σε σχέση με άλ-
λες πολιτικές ιδεολογίες, που έχουν μια προσανατολισμένη σε στόχους
αντίληψη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όπως είναι ο οικολογισμός.
Έτσι, ενώ αληθεύει ότι «η φιλελεύθερη κοινωνική πολιτική δεν μπορεί
να συνάγεται από τη φιλελεύθερη πολιτική θεωρία» (Sagoff, 1988, σ. 166)
–τουτέστιν ότι η ουδετερότητα της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας όσον
αφορά στους θεσμούς δεν θα πρέπει να θεωρηθεί πως συνεπάγεται κοι-
νωνική πολιτική άνευ ηθικής– οι πολιτικοί οικολογιστές μάλλον θα υπο-
στηρίξουν θεσμούς και στόχους που συμφωνούν με τη δική τους άπο-
ψη ως προς το τι θα πρέπει να είναι η ηθική, παρά «απλώς» ουδέτερους.
Ούτε θα είναι τόσο εύκολο για έναν φιλελευθερισμό που εμφανί-
ζεται ως πράσινος να αποφύγει να δηλώσει ανοιχτά τις απόψεις του για
μιαν ηθική αντίληψη της σχέσης των ανθρώπων με τη μη-ανθρώπινη
φύση. Διερευνώντας την πιθανή μελλοντική σχέση μεταξύ φιλελευθερι-
σμού και οικολογισμού ο Marcel Wissenburg γράφει:

Μπορούμε επίσης να περιμένουμε ότι η εισαγωγή της ιδέας των ορίων


στην ανάπτυξη και στους πόρους μαζί με την ιδέα της βιωσιμότητας θα
οδηγήσουν σε ερωτήματα ουσιαστικής κανονιστικής φύσης. Μια βιώ-
σιμη κοινωνία δεν χρειάζεται να είναι ένα μεγάλο πάρκο Yellowstone1
– μπορούμε να φανταστούμε μια διεθνή εκδοχή της Ολλανδίας, με
πλήθος αγελάδες, σιτηρά και θερμοκήπια, ή ακόμα κι ένα παγκόσμιο
Μανχάταν (χωρίς το πάρκο) να είναι εξίσου βιώσιμα, και για πολλούς
από εμάς το ίδιο ευχάριστα, όσο το πρώτο. Ως εκ τούτου ένας πιο πρά-
σινος φιλελευθερισμός θα πρέπει να ορίσει με μεγαλύτερη σαφήνεια
το είδος της βιωσιμότητας, το είδος του κόσμου, στα οποία στοχεύει.
(Wissenburg, 1998a, σ. 81)

1 Το πάρκο Γελοουστόουν, έκτασης 8.980 τ.χλμ., είναι από το 1872 ο πρώτος στο
είδος του χώρος προστασίας της άγριας φύσης στις Η.Π.Α. (σ.τ.μ.).

233
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Αν ο Wissenburg έχει δίκιο ως προς αυτό –κι εγώ πιστεύω ότι έχει– τότε
αυτός ο «πιο πράσινος φιλελευθερισμός» θα υποχρεωθεί να επεξεργα-
στεί μια ηθική αντίληψη της σχέσης μας με τον μη-ανθρώπινο φυσικό
κόσμο ως ένα αναγκαίο βήμα καθ’ οδόν προς την απόφαση του τι εί-
δους κόσμο θέλουμε να παραδώσουμε στις μελλοντικές γενιές. Σύμφω-
να με αυτή την προσέγγιση, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα εξ ορισμού
θέτει ερωτήματα που αφορούν στην Ευζωία, κι έτσι, αν είναι ο φιλελευ-
θερισμός να έχει «μερίδιο» στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα, τότε πρέ-
πει επίσης να έχει μιαν οριστική ηθική αντίληψη περί «της δέουσας σχέ-
σης των ανθρώπων με τη φύση» (διατύπωση του Sagoff, 1988, σ. 150).
Αν τα παραπάνω είναι ένα χάπι που ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να
καταπιεί –όπως υποπτεύομαι– τότε εδώ μπορεί να βρίσκεται το σημείο
όπου χωρίζουν οι δρόμοι φιλελευθερισμού και οικολογισμού.
Η ιστορία της φιλελεύθερης σκέψης παρέχει κάποια βοήθεια σε
όσους αναζητούν συμβατότητες μεταξύ του φιλελευθερισμού και της ρι-
ζοσπαστικής οικολογίας. Ο Marcel Wissenburg, μεταξύ άλλων, έχει ανα-
γνωρίσει δύο είδη φιλελεύθερης κληρονομιάς: μία επικεντρωμένη στο
έργο του Τζον Λοκ και μία άλλη στον Τζον Στιούαρτ Μιλ και στον Τζέρε-
μυ Μπένθαμ (Wissenburg, 1998a, σ. 74-76). Ο ίδιος (Wissenburg, 2001)
και ο Piers Stephens (2001a, 2001b) έχουν συζητήσει τα σχετικά πλεονε-
κτήματα των δύο αυτών τύπων φιλελευθερισμού από μια πράσινη οπτι-
κή. Το πρώτο είδος, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, στέκεται
σε γενικές γραμμές αντίθετο προς το μοντέρνο οικολογικό πρόγραμμα,
ενώ το δεύτερο διαθέτει στοιχεία που θα μπορούσαμε να τα υπολογίσου-
με στα ευνοϊκά ως προς ορισμένες πτυχές του. Στην εποχή του Λοκ, γρά-
φει ο Wissenburg, «η φύση κατείχε δύο ρόλους στη φιλελεύθερη σκέ-
ψη: στη φυσική της υπόσταση αποτελούσε μιαν ανεξάντλητη πηγή πό-
ρων, ενώ διανοητικά αποτελούσε την ενσάρκωση των φυσικών νόμων
επί των οποίων είχε θριαμβεύσει η ανθρωπότητα, υπερβαίνοντάς τους»
(Wissenburg, 1998a, σ. 74). Θα πρέπει να έχει γίνει πλέον σαφές ότι αυτή
η αντίληψη περί του «ρόλου» της φύσης είναι εντελώς απορριπτέα από
τους σημερινούς πολιτικούς οικολογιστές: η θέση περί ορίων στην ανά-
πτυξη διακηρύσσει ότι οι φυσικοί πόροι δεν είναι απεριόριστοι, η δε αντί-
ληψη ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούν να «θριαμβεύουν» υπερισχύοντας

234
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

των νόμων της φύσης είναι η ύβρις στην οποία οι πολιτικοί οικολόγοι
αποδίδουν –εν μέρει– τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αναφέρονται
σε ζητήματα όπως τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα. (Η δυνατότητα
μιας φιλικότερης προς την οικολογία ανάγνωσης του Λοκ εξετάζεται από
τον Hayward (1994, σ. 130-136) και τον Dobson (1998, σ. 144-148)).
Παρομοίως, ο Wissenburg μιλά για τον «κρίσιμο ρόλο της λογικής»
στον κλασικό φιλελευθερισμό (Wissenburg, 1998a, σ. 74). Η ιδέα, ή κα-
τηγορία, της λογικής είναι κεντρική στον φιλελευθερισμό, αφού η άπο-
ψη ότι όλα τα ανθρώπινα όντα έχουν λογική (ακόμα κι αν δεν τη χρησι-
μοποιούν πάντοτε) συνιστά «την αφετηρία των επιχειρημάτων υπέρ της
πολιτικής ισότητας και επιρροής των πολιτών, υπέρ του άτομου ως πηγή
κάθε πολιτικής εξουσίας, υπέρ της προτεραιότητας των ιδιωτικών ένα-
ντι των κρατικών συμφερόντων» (ό.π.). Η εκρηκτικότητα αυτής της ιδέ-
ας στα τέλη του 17ου αιώνα δεν πρέπει να υποτιμάται. Ωστόσο, η συμπε-
ρίληψη και ο αποκλεισμός είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, και
ακριβώς όπως οι κάτοχοι της λογικής τοποθετούνταν μέσα στον μαγικό
κύκλο, έτσι τα όντα που δεν την κατείχαν αφήνονταν απέξω. Όπως το θέ-
τει ο Wissenburg, «ο κλασικός φιλελευθερισμός αναγνωρίζει μία μόνο
ουσιαστική διάκριση στη φύση, τη γραμμή που διαχωρίζει τα έλλογα από
τα άλογα όντα» (Wissenburg, 1998, σ. 75). Πρόκειται για μια ουσιαστική
και ανθεκτική στον χρόνο διάκριση από έναν τύπο φιλελευθερισμού ο
οποίος νομιμοποιεί τη διακριτική μεταχείριση των ανθρώπινων όντων σε
σχέση με τα άλλα ζώα.
Ο δεύτερος, πάντως, τύπος φιλελευθερισμού –που αναπτύχθηκε
μέσα από το έργο των Μιλ, Μπένθαμ και των επιγόνων τους– μας λέει
μια διαφορετική ιστορία. Κατά τη γνωστή ρήση του Μπένθαμ: «Το ερώ-
τημα δεν είναι “Μπορούν να σκέπτονται λογικά;” oύτε “Mπορούν να μι-
λούν;”, αλλά “Μπορούν να υποφέρουν ;”» (Bentham, 1960, κεφ. 17, μέ-
ρος 1). Η νέα αυτή κατηγορία «αντιληπτικότητας» διευρύνει σαφώς την
κοινότητα των όντων που δικαιούνται ηθικής υπόληψης – τη διευρύνει
πράγματι αρκετά, ώστε να περιλαμβάνει κάποια μη-ανθρώπινα ζώα. Τα
είδαμε όλα αυτά στο κεφάλαιο 2 και είδαμε επίσης ότι το παιχνίδι του ορι-
σμού του «Χ» στο ερώτημα «Ποια ικανότητα Χ πρέπει να έχουν τα όντα
για να τους αποδίδεται ηθική σημασία;» μπορεί να συνεχίζεται ατέρμονα.

235
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Για τον κλασικό φιλελευθερισμό, το Χ είναι η λογική, και αυτό δίνει κά-
ποιας μορφής απάντηση στο ερώτημα. Για τον Μπένθαμ (και γενικά τους
ωφελιμιστές) το Χ είναι η αντιληπτικότητα, και αυτό οδηγεί σε ένα δια-
φορετικό είδος απάντησης. Οι οικοκεντριστές, πάλι, θα απαντήσουν στο
ερώτημα για το Χ με διαφορετικό τρόπο – η Robyn Eckersley, όπως είδα-
με, αναφέρεται στο «χαρακτηριστικό της αναπαραγωγής ή της αυτο-ανα-
νέωσης» (Eckersley, 1992, σ. 60). Αυτό διευρύνει την κοινότητα των «ηθι-
κών δεκτών» πέρα από οτιδήποτε αναφέρεται ακόμα και στους Μιλ και
Μπένθαμ, και καταδεικνύει επαρκώς ότι, όσο διεξοδικά κι αν ψάξουν, οι
φιλελεύθεροι δεν θα βρουν πολλά στην ιστορική τους κληρονομιά που
να ικανοποιούν τους οικοκεντριστές.
Από την άλλη πλευρά, η ιδέα των δικαιωμάτων αποτελεί αναπό-
σπαστo στοιχείο του φιλελευθερισμού, και αυτή η ιδέα μπορεί –και έχει
ήδη γίνει– να επιστρατευτεί υπέρ των περιβαλλοντικών στόχων. Μια τέ-
τοια οικειοποίηση μπορεί να γίνει με το φόρτωμα τέτοιων στόχων στην
καμπούρα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο Tim Hayward επισημαίνει ότι
η ιδέα του «δικαιώματος σε … ένα περιβάλλον με ποιότητα, που επιτρέ-
πει μια ζωή με αξιοπρέπεια και ευμερία» τέθηκε ήδη στο Συνέδριο για το
Ανθρώπινο Περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών στη Στοκχόλμη το 1972.
Από περιβαλλοντική άποψη, ωστόσο, υπάρχουν προβλήματα με μια τέ-
τοια στρατηγική δικαιωμάτων. Κατ’ αρχάς, όπως παρατηρεί ο Hayward,
το πρόβλημα των πολιτικών οικολογιστών με την ιδέα του «δικαιώματος
σ’ ένα επαρκές περιβάλλον» είναι ότι «στην πραγματικότητα δεν προχω-
ρεί μακρύτερα από την πεποίθηση ότι το περιβάλλον αποτελεί απλώς μια
πλουτοπαραγωγική πηγή που οι άνθρωποι δικαιούνται να χρησιμοποι-
ούν προς το συμφέρον τους» (Hayward, 1995, σ. 144). Δεύτερον, η θέση
περί «ορίων στην ανάπτυξη» υποστηρίζει ότι «τα φυσικά οικοσυστήματα
έχουν περιορισμένη δυνατότητα αντοχής, η οποία πολύ απλά δεν μπορεί
να ανταποκριθεί σε όλες τις απαιτήσεις ενός αυξανόμενου ανθρώπινου
πληθυσμού κι έτσι δεν μπορεί ούτε και να καλύψει αναγκαστικά όλα τα
δικαιώματα που ενδέχεται να εγερθούν» (ό.π., σ. 144-145).
Η δεύτερη αυτή ένσταση επισημαίνει την ανάγκη να περιοριστεί η
πληθυσμιακή ανάπτυξη. Μια τέτοια πολιτική μπορεί από μόνη της να έχει
σαφώς μη φιλελεύθερες επιπτώσεις (βλ. Wissenburg, 1998b), όμως ο

236
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

Hayward αναφέρεται σε στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ένα αποτελε-


σματικό αντισυλληπτικό είναι η ευμάρεια, ενώ υποστηρίζει επίσης (μαζί
με πολλούς άλλους, βλ. Β. Barry, 1999) ότι η γυναικεία χειραφέτηση εί-
ναι το κλειδί για την πτώση του δείκτη γεννήσεων. Αυτό που πρέπει να
επισημάνουμε, πάντως, είναι ότι η λύση της «ευημερίας» αφενός συ-
γκρούεται με τη θέση περί ορίων στην ανάπτυξη, αφετέρου προκαλεί τον
τύπο των περιβαλλοντικών προβλημάτων που συνδέονται με τις πλούσι-
ες κοινωνίες. Παρομοίως, η λύση της «χειραφέτησης» προέρχεται από
τον φεμινισμό και όχι από τον φιλελευθερισμό, κι έτσι μπορούμε μάλλον
να συμπεράνουμε ότι ο φιλελευθερισμός –από μόνος του– στερείται των
απαραίτητων εφοδίων για τη διαχείριση των προβλημάτων που συνδέ-
ονται με το φόρτωμα των περιβαλλοντικών στόχων στην καμπούρα των
ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο η περί δικαιωμάτων συζήτηση
των φιλελευθέρων μπορεί να έχει «πράσινο» νόημα είναι να ενταχθεί
στο πλαίσιο των δικαιωμάτων των ζώων. Μια γεύση αυτής της κίνησης
έχουμε ήδη δώσει στο κεφάλαιο 2 και δεν υπάρχει ανάγκη να επανέλ-
θουμε. Αρκεί να πούμε ότι αν θεωρήσουμε κάποια ζώα κατόχους δικαι-
ωμάτων (Feinberg, 1981), τότε οι διεκδικήσεις δικαιωμάτων μπορούν,
κατ’ αρχήν, να είναι εξίσου πολιτικά χρήσιμες για τα ζώα αυτά όσο και για
τα ανθρώπινα όντα. Αυτό, βέβαια, εγείρει το ερώτημα κατά πόσον είναι
πολιτικά χρήσιμες οι διεκδικήσεις δικαιωμάτων ακόμα κι όταν στα πολι-
τικά δικαιώματα που κανονικά συνδέονται με το φιλελεύθερο πρόγραμ-
μα προστίθενται κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα. Ο Ted Benton,
κατά πρώτον, έχει αναπτύξει μια μαρξιστική κριτική σε τέτοια δικαιώματα
που αφορούν τα ζώα και υποστηρίζει ότι η περί δικαιωμάτων συζήτηση
θα προσκρούει πάντοτε στην πρακτική της εκμετάλλευσης:

… τα δικαιώματα είναι απίθανο να φανούν αποτελεσματικά στην πράξη


αν εκείνοι που έχουν τη δύναμη να τα παραβιάσουν δεν είναι ήδη θετι-
κά προδιατεθειμένοι απέναντι στους κατόχους τους … Όπου υπάρχουν
άνθρωποι που κερδίζουν τα προς το ζην από μια πρακτική η οποία
προϋποθέτει «πραγμοποίηση» ζώων ή αντλούν ευχαρίστηση από σπορ
τα οποία εμπλέκουν ζώα που υποφέρουν κατά σύστημα μοιάζει απίθα-

237
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

νο ότι το λογικό επιχείρημα πως μια τέτοια μεταχείριση είναι άδικη για
τα συγκεκριμένα ζώα θα αρκούσε για να κάνει τους συγκεκριμένους
ανθρώπους ν’ αλλάξουν συμπεριφορά.
(Benton, 1993, σ. 94)

Το κρίσιμο είναι, καταλήγει, να ληφθούν υπόψη «οι κοινωνικο-οικονομι-


κές και πολιτισμικές θέσεις και σχηματισμοί των εμπλεκόμενων ανθρώ-
πινων παραγόντων» (ό.π.).
Ένα τελευταίο και πολλά υποσχόμενο πεδίο όπου έχουν υποστη-
ριχθεί δικαιώματα στο όνομα περιβαλλοντικών στόχων είναι αυτό που
αναφέρεται στις μελλοντικές γενιές. Μπορεί να μην είναι άμεσα αντιλη-
πτός ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται τα δικαιώματα των μελλοντικών
γενεών με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, αλλά μόλις συνειδητοποιή-
σουμε ότι «το περιβάλλον» είναι ένα από τα πράγματα που παραδίδου-
με στις μελλοντικές γενιές, και εφόσον δεχθούμε ότι οι μελλοντικές γε-
νιές δικαιούνται ένα βιώσιμο και ικανοποιητικό περιβάλλον, τότε τα δι-
καιώματα των μελλοντικών γενεών και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα
μπορεί να γίνουν αντιληπτά ως στενά συνδεδεμένα. Όπως τονίζει με οξυ-
δέρκεια ο Hayward: «Μιλώντας για δικαιώματα των μελλοντικών γενε-
ών τοποθετούμαστε ήδη απέναντι σε θέματα περιβαλλοντικής μέριμνας»
(Hayward, 1994, σ. 142).
Στο πλαίσιο αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, έχει αποδειχτεί αξιο-
σημείωτα γόνιμο το έργο του (φιλελεύθερου) θεωρητικού με τη μεγα-
λύτερη επιρροή στους μοντέρνους χρόνους, του John Rawls. Ο Rawls
ήταν αυτός που, στο έργο του A Theory of Justice (Θεωρία της δικαιοσύ-
νης), ανέπτυξε μιαν «αρχή της αποταμίευσης» (Rawls, 1973, σ. 287), σύμ-
φωνα με την οποία οι σημερινές γενιές επιβάλλεται να «αποταμιεύουν» για
τις μελλοντικές. Πολλά περιστρέφονται, βεβαίως, γύρω από το ποια μορφή
μπορεί να πάρει αυτή η «αποταμίευση», αλλά αν γίνει γενικά δεκτό ότι θα
περιλαμβάνει περιβαλλοντικά αγαθά και υπηρεσίες (με την πλέον ευρεία
σημασία των όρων) τότε αυτή η φιλελεύθερη θεωρία περί δικαιοσύνης,
τουλάχιστον, φαίνεται να είναι συμβατή με περιβαλλοντικούς στόχους. Ο
Marcel Wissenburg υποστήριξε πρόσφατα ότι αυτό αληθεύει για όλες της
φιλελεύθερες θεωρίες περί δικαιοσύνης: «…οι φιλελεύθεροι γενικά χρει-

238
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

άζεται να περιλαμβάνουν μιαν αρχή περί αποταμίευσης στις αντίστοιχες


θεωρίες τους περί δικαιοσύνης – και … (κάποιας μορφής) υποχρεώσεις
απέναντι στις μελλοντικές γενεές αποτελούν αναγκαστικό όρο για οποιαδή-
ποτε φιλελεύθερη θεωρία περί δικαιοσύνης» (Wissenburg, 1998a, σ. 134).
Ακόμα μια φορά, η φύση των υποχρεώσεων αυτών είναι κρίσιμη, όμως ο
Wissenburg πιστεύει πως συμβαδίζουν απολύτως με μια καταστατική θε-
ώρηση των φιλελεύθερων δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία ακολου-
θούν το πρότυπο αυτού που αποκαλεί «αρχή της συγκράτησης»:

… κανένα αγαθό δεν θα καταστρέφεται εκτός εάν κάτι τέτοιο είναι ανα-
πόφευκτο ή εάν μπορεί να αντικατασταθεί με ένα απολύτως ίδιο – εάν
αυτό είναι από φυσική άποψη αδύνατον, θα πρέπει να αντικατασταθεί
με κάποιο ισότιμο, που να μοιάζει με το πρωτότυπο όσο το δυνατόν πε-
ρισσότερο, ενώ εάν κι αυτό είναι αδύνατον, θα πρέπει να υπάρξει μια
ανάλογη επανόρθωση.
(Wissenburg, 1998, σ. 123)

Από περιβαλλοντική άποψη, κάτι τέτοιο φαίνεται πολλά υποσχόμενο.


Παρ’ όλα αυτά –όπως πάντα– ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες: Τι
ακριβώς σημαίνει «εκτός εάν κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο»; Τα σαρκο-
φάγα και οι χορτοφάγοι, για παράδειγμα, απαντούν με διαφορετικό τρό-
πο σε αυτή την ερώτηση. Ακόμα γενικότερα, η ρήτρα «εκτός εάν κάτι τέ-
τοιο είναι αναπόφευκτο» μας γυρίζει τριακόσιες εξήντα μοίρες πίσω σ’
ένα προηγούμενο σημείο: στο ότι η ιδέα της περιβαλλοντικής βιωσιμό-
τητας μας επιβάλλει, εξ ορισμού, να έχουμε μια οριστική ηθική αντίληψη
για τη «δέουσα σχέση των ανθρώπων με τη φύση» – ακριβώς το είδος
της αντίληψης που, ωστόσο, ο φιλελευθερισμός αποφεύγει.
Ο φιλελεύθερος λόγος για τα δικαιώματα μπορεί, επομένως, να τίθε-
ται στην υπηρεσία των περιβαλλοντικών στόχων, χωρίς όμως να σημει-
ώνει πλήρη επιτυχία. Η δική μου άποψη είναι πως, στο πλαίσιο των σχε-
δίων του οικολογισμού, χρειάζεται η ιδέα των ευθυνών να προστεθεί σ’
εκείνην των δικαιωμάτων, αφού κάτι τέτοιο, όπως παρατηρεί ο Hayward:

… φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στη θεμελιώδη οικολογική αντίληψη ότι

239
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

πρέπει ν’ αλλάξουμε τη βασική μας θεώρηση για τον κόσμο, από μία
που εξετάζει «τι μπορούμε ν’ αποκομίσουμε απ’ αυτόν» σε μία που
εξετάζει «τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτόν».
(Hayward, 1994, σ. 163)

Είτε έχουν είτε δεν έχουν δικαιώματα τα ζώα, ή τα ανθρώπινα όντα των
μελλοντικών γενεών, η ιδιάζουσα ανημπόρια τους σε σχέση με τις δικές
μας ενέργειες «αξιώνει» από εμάς μια υπεύθυνη στάση ενδιαφέροντος
και φροντίδας (Goodin, 1985). Συνήθως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις
λογίζονται αμοιβαία –«δικαιώματα υπάρχουν εάν, και μόνον εάν, υπάρ-
χουν αντίστοιχα καθήκοντα» (Hayward, 1994, σ. 169)– και η συμβολή του
οικολογισμού στη συγκεκριμένη συζήτηση (όπως είδαμε κατά την πραγ-
μάτευση της οικολογικής ιδιότητας του πολίτη στο κεφάλαιο 4) συνίσταται
στην αποκοπή της σύνδεσης μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Εν κατακλείδι, θα υπάρχουν πάντα εντάσεις –τουλάχιστον– μεταξύ
φιλελευθερισμού και οικολογισμού. Ο Marcel Wissenburg περιγράφει
την κατάσταση αυτή ως εξής: «Παρότι ο φιλελευθερισμός δεν έχει ουσι-
αστικά αλλάξει από την επαφή του με την πράσινη πολιτική σκέψη, έχει
εξελιχθεί από πολλές και σημαίνουσες απόψεις. Για να είμαι πιο ακρι-
βής, κάποιοι φιλελεύθεροι έχουν αποκτήσει μια πράσινη απόχρωση»
(Wissenburg, 2006, σ. 23). Όσο κι αν αυτό αληθεύει, τα σημεία τριβής πα-
ραμένουν. Στις συχνά επισημαινόμενες διαφορές των θέσεών τους σχε-
τικά με την αυτονομία και τον ατομικισμό πρέπει να προσθέσουμε την
επιμονή του οικολογισμού για μια οριστική τοποθέτηση ως προς τη δέου-
σα ηθική σχέση μεταξύ των ανθρώπινων όντων και του μη-ανθρώπινου
φυσικού κόσμου. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τους τρόπους με τους οποί-
ους η περί δικαιωμάτων συζήτηση μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία περι-
βαλλοντικών στόχων, αλλά συγχρόνως να το μετριάσουμε αυτό πιστο-
ποιώντας ότι μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί ποτέ να εκφράσει με πλη-
ρότητα τη φύση της σχέσης μεταξύ των ανθρώπινων όντων και της «φύ-
σης» που προσπαθεί να εδραιώσει ο οικολογισμός. Τέλος, ο φιλελευθε-
ρισμός είναι ακλόνητα τοποθετημένος σε μια παράδοση σκέψης και πρα-
κτικής που διαχωρίζει απόλυτα την ανθρώπινη από τη «φυσική» σφαί-
ρα, τόσο βάσει περιγραφής όσο και βάσει προδιαγραφών (όμως βλ.

240
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

Wissenburg, 2006, σ. 26-29). Ο οικολογισμός, αντίθετα, επιμένει ότι είμα-


στε ανθρώπινα ζώα, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται.

Συντηρητισμός

Στο πλαίσιο της μοντέρνας πολιτικής σκέψης, μία από τις αξιόλογες και
πρωτότυπες συνεισφορές του οικολογισμού είναι η ιδέα ότι η φυσική μας
κατάσταση επηρεάζει και περιορίζει την πολιτική μας κατάσταση. Αυτό
σημαίνει ότι –συνεχίζοντας με βάση την τελευταία παρατήρηση του προ-
ηγούμενου υποκεφαλαίου– η κατάστασή μας ως ανθρώπινα ζώα μας
περιορίζει με τρόπους παρόμοιους όπως αυτοί που βιώνουν όλα τα ζώα.
Βεβαίως, υπάρχουν διαφορές. Τα ανθρώπινα ζώα είναι σε θέση να δια-
μορφώνουν σχέδια για τη ζωή και στρατηγικές για να τα πραγματοποι-
ούν με τρόπους που τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα άλλα ζώα αδυνα-
τούν να το κάνουν. Είναι αυτή η ικανότητα για αυτόνομη σκέψη και δρά-
ση στην οποία εστιάζει η φιλελεύθερη σκέψη, όπως είδαμε στο προη-
γούμενο υποκεφάλαιο, και αυτή η αντίληψη περί της ανθρώπινης κατά-
στασης κυριαρχεί στη σύγχρονη πολιτική.
Οι πολιτικοί οικολογιστές δεν απορρίπτουν εντελώς την άποψη
αυτή, όμως οπωσδήποτε υποστηρίζουν ότι πρέπει να μετριάζεται από μια
επίμονη θεώρηση των φυσικών μας συνθηκών. Το δίδαγμα της θέσης
περί ορίων στην ανάπτυξη, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3, είναι ότι τα αν-
θρώπινα όντα –όπως κάθε άλλο ζώο–χρειάζεται να καταναλώνουν φυ-
σικούς πόρους και, δεδομένου ότι αυτοί οι πόροι είναι περιορισμένοι, αν-
θρώπινες δραστηριότητες όπως η χωρίς όρια οικονομική ανάπτυξη είναι
αδύνατον να διατηρηθούν. Από την άποψη αυτή, ο οικολογισμός αντλεί
από μια παράδοση που βρίσκεται πιο κοντά στις συντηρητικές παρά στις
φιλελεύθερες ευαισθησίες. Ο Τόμας Μάλθους, για παράδειγμα, διάσημος
για το έργο του An Essay on the Principle of Population («Δοκίμιο επί της
αρχής του πληθυσμού», 1792), θεωρείται ευρέως ότι συνέβαλε στη συ-
ντηρητική παράδοση – κυρίως λόγω της πίστης του στα «όρια της κοινω-
νικής προόδου, τα επιβεβλημένα από τη θέση του ανθρώπου στη φύση»
(στο Wells, 1982, σ. 2).

241
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Η πνευματική ιστορία των τελευταίων διακοσίων χρόνων βρίθει


από στοχαστές που έχουν αμφισβητήσει την ιδέα της προόδου κατά την
αντίληψη του μοντερνισμού. Η απροθυμία, ωστόσο, του οικολογισμού
να ενστερνιστεί αυτήν την άποψη για την πρόοδο δεν στηρίζεται σε «κά-
ποια θεωρία περί κυκλικής ακμής και παρακμής των πολιτισμών» ούτε
σε «κάποια φιλοσοφική και επιστημολογική αντίθεση προς την ιδέα μιας
“επιστημονικής” ιστορίας» (όπως η απόρριψη της μαρξιστικής ιδέας της
προόδου), αλλά σε «μια ιδιαίτερη σύλληψη της σχέσης του ανθρώπου με
τον φυσικό και βιολογικό κόσμο: κάτι που θα μπορούσαμε να αποκαλέ-
σουμε “οικολογική οπτική”» (Wells, 1982, σ. 3). Η οπτική αυτή αναζωο-
γονείται από την ουσιωδώς συντηρητική σκέψη ότι «το βασικό πολιτικό
ερώτημα –“τι θα έπρεπε να κάνουμε;”– εξαρτάται από μια εκτίμηση του
τι μπορούμε να κάνουμε» (ό.π., σ. 15). Οι συντηρητικοί αντιτίθενται γενι-
κά στην άποψη του Διαφωτισμού ότι οι άνθρωποι μπορούν να ελέγχουν
το περιβάλλον τους, και οι πολιτικοί οικολογιστές, ενώ χρειάζεται βεβαί-
ως να πιστεύουν ότι ένας στοιχειώδης έλεγχος είναι εφικτός, πιθανόν θα
συμφωνήσουν ότι η μόνιμη τάση των ανθρώπινων όντων να «παρεμβαί-
νουν» στη φύση είναι μερικώς υπαίτια για τα περιβαλλοντικά μας προ-
βλήματα. Όπως το θέτει παραστατικά ο Gray: «Σήμερα, οι περισσότεροι
άνθρωποι πιστεύουν πως ανήκουν σ’ ένα είδος που μπορεί να κυριαρ-
χήσει στο πεπρωμένο του. Αυτό είναι πίστη, όχι επιστήμη» (Gray, 2002,
σ. 3, μτφρ. Γ. Λαμπράκος).
Στον οικολογισμό η περιγραφή αυτή του τι μπορούμε να κάνου-
με εξαρτάται από μια κατανόηση της θέσης των ανθρώπινων όντων στη
φύση. Επιπλέον, η κατευθυντήρια αντίληψη της πολιτικής οικολογίας εί-
ναι ότι η εν λόγω θέση αναφέρεται στην οικολογία μάλλον παρά στην εξέ-
λιξη, με όλες τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Το κυριότερο,
η οικολογική θεώρηση αναφέρεται σε σχετικής σταθερότητας «καταστά-
σεις κορύφωσης», ενώ οι εξελικτικοί προβάλλουν ως βασική ιδέα τους
την «πρόοδο». Η οικολογική οπτική του Μάλθους ξεπεράστηκε από αυ-
τήν του Δαρβίνου και του Ουόλας, τις ιδέες των οποίων έσπευσαν να
αδράξουν προοδευτικοί στοχαστές όπως ο Μαρξ, ο οποίος:

… καλωσόρισε τη νέα βιολογική θεώρηση και τη στήριξη που παρεί-

242
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

χε σε μια εξελικτική –και, κατά συνέπεια, προοδευτική– αντίληψη της


ανθρώπινης κοινωνίας. Η ιδέα της γενικής, και πιθανόν απεριόριστης,
προόδου, που τόσο σκληρά πολέμησε ο Μάλθους, είχε αποκατασταθεί
ως ένα κυρίαρχο στοιχείο στην κοινωνική και πολιτική θεωρία.
(Wells, 1982, σ. 12)

Με την αποκατάσταση των οικολογικών ιδεών στην πολιτική εκδηλώθη-


κε, για άλλη μια φορά, σύγκρουση με την εξελικτική αντίληψη περί πολι-
τικής προόδου.
Ο Luke Martell έχει συνοψίσει τις συνάφειες μεταξύ της ριζοσπα-
στικής πράσινης και της συντηρητικής σκέψης με τον ακόλουθο τρόπο:

Κάποιοι πράσινοι προτρέπουν τους ανθρώπους να είναι περισσότε-


ρο ταπεινοί και προσεκτικοί απέναντι στη φύση, να προσαρμόζονται
στους νόμους και τους ρυθμούς της και να δίνουν λιγότερη έμφαση
στην άσκηση ελέγχου πάνω στο περιβάλλον τους και στον χειρισμό
του προς το συμφέρον τους. Είναι συχνά επιφυλακτικοί και επικριτι-
κοί απέναντι στις αντιλήψεις του Διαφωτισμού για τις δυνατότητες της
ανθρώπινης λογικής και τη δέσμευση στην πρόοδο και την καινοτομία.
(Martell, 1994, σ. 140)

Τα παραπάνω είναι αναγνωρίσιμες συντηρητικές ιδέες και κάθε μία μπο-


ρεί να αξιοποιηθεί ως όπλο από όσους θα υποστήριζαν ότι ο οικολογι-
σμός και ο συντηρητισμός είναι ουσιαστικά παρεμφερείς ιδεολογίες.
Τόσο παρεμφερείς, μάλιστα, ώστε να έχει καταβληθεί επίμονη προ-
σπάθεια από τον John Gray, κάποτε υποστηρικτή του θατσερικού φιλε-
λεύθερου συντηρητισμού αλλά τώρα ενός πιο συγκρατημένου, να οικει-
οποιηθεί την πολιτική οικολογία προς όφελος του συντηρητισμού (Gray,
1993). Ο Roger Scruton, επίσης, ισχυρίζεται ότι «ο συντηρητισμός και
ο περιβαλλοντισμός είναι φυσικοί ομόκλινοι» (Scruton, 2006, σ. 8) και
–όπως και ο Gray– μας ζητά να μην εξισώνουμε τον συντηρητισμό με
«την ιδεολογία της ελεύθερης επιχειρηματικότητας και την ελεύθερη επι-
χειρηματικότητα με μια επίθεση στους πόρους της γης» (Scruton, 2006,
σ. 7). Ακριβώς όπως, δηλαδή, υπάρχουν πολλοί φιλελευθερισμοί, έτσι

243
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

υπάρχουν και πολλοί συντηρητισμοί, και μερικοί από αυτούς είναι πιο
«συμβατοί» με την περιβαλλοντική σκέψη από άλλους. Ο Gray μας προ-
τρέπει να απορρίψουμε «την αυτο-εικόνα των Πρασίνων ως κληρονό-
μων των ριζοσπαστικών κινημάτων διαμαρτυρίας παλαιότερων εποχών
και ως υποστηρικτών των σύγχρονων ριζοσπαστικών κινημάτων όπως
ο φεμινισμός και η αντι-αποικιοκρατία» (ό.π., σ. 124). Αντίθετα, «μακράν
του να διαθέτει μια φυσική κατοικία στην Αριστερά, η έγνοια για την ακε-
ραιότητα του κοινού περιβάλλοντος, ανθρώπινου αλλά και οικολογικού,
βρίσκεται σε εξαιρετική αρμονία με τη θεώρηση του παραδοσιακού συ-
ντηρητισμού, στη βρετανική και στις ευρωπαϊκές εκφάνσεις του (ό.π., και
βλ. Scruton, 2006), και:

Πολλές από τις κεντρικές αντιλήψεις του παραδοσιακού συντηρητισμού


έχουν μια φυσική συνάφεια με τους πράσινους προβληματισμούς: η
ιδέα του Burke για το κοινωνικό συμβόλαιο, όχι ως συμφωνία μετα-
ξύ ανώνυμων εφήμερων ατόμων, αλλά ως σύμφωνο ανάμεσα στις γε-
νιές των ζωντανών, των νεκρών κι εκείνων που δεν έχουν ακόμα γεν-
νηθεί· ο σκεπτικισμός των Τόρυς2 σχετικά με την πρόοδο και η συναί-
σθηση των στοιχείων ειρωνείας και των ψευδαισθήσεών που τη συ-
νοδεύουν· η συντηρητική αντίσταση στους μη δοκιμασμένους νεωτερι-
σμούς και στους μεγάλης κλίμακας κοινωνικούς πειραματισμούς· και,
ίσως το κυριότερο, το παραδοσιακό συντηρητικό αξίωμα ότι η ατομική
ευμάρεια μπορεί να ανακύψει μόνο στο πλαίσιο μορφών κοινής ζωής.
(Gray, 1993b, σ. 124)

Στις ομοιότητες αυτές ο Gray προσθέτει την παρατήρηση ότι «τόσο οι πρά-
σινοι όσο και οι συντηρητικοί θεωρούν την αποφυγή της διακινδύνευσης
ως την οδό της σύνεσης ενόσω νέες τεχνολογίες ή νεόκοπες κοινωνι-
κές πρακτικές επιφέρουν μεγάλες και απρόβλεπτες συνέπειες και, ιδιαί-
τερα, όταν αναφύονται μη ποσοτικοποιούμενες αλλά δυνάμει καταστρο-
φικές διακινδυνεύσεις από παρεμβάσεις» (Gray, 1993b, σ. 137). Τα παρα-

2 Το βρετανικό κόμμα των Συντηρητικών (σ.τ.μ.).

244
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

πάνω εμπεριέχονται στην «προληπτική αρχή» των Πρασίνων για τη λήψη


αποφάσεων – η οποία έτυχε ευρείας αποδοχής κατά τις πρόσφατες συ-
ζητήσεις αναφορικά με την πειραματική καλλιέργεια γενετικά τροποποι-
ημένων αγροτικών προϊόντων, και υποστηρίζεται από πολλούς πολιτι-
κά συντηρητικούς. Ο Scruton βλέπει μια σχέση συγγένειας μεταξύ πε-
ριβαλλοντικής σκέψης και συντηρητισμού στην αντίληψη περί «διατήρη-
σης της κοινωνικής οικολογίας» (Scruton, 2006, σ. 8). Με αυτό εννοεί το
καθήκον της σημερινής γενιάς να κληροδοτήσει την κοινωνική και οικο-
λογική κληρονομιά μας – της οποίας είμαστε οι «προσωρινοί διαχειρι-
στές» (ό.π.). Πιστεύει επίσης ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην ιδέα της
αφοσίωσης σ’ έναν τόπο που καταγράφεται σ’ ένα τμήμα της συντηρητι-
κής σκέψης και στον τοπικισμό μεγάλου μέρους του πράσινου προγράμ-
ματος. «Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι παγκόσμιοι πολιτικοί θεσμοί έχουν
κάνει κάτι για να περιορίσουν την παγκόσμια εντροπία», γράφει (ό.π.,
σ. 16). Τον εκπλήσσει, κατά συνέπεια, το ότι οι πράσινοι δεν έχουν ακο-
λουθήσει τον τοπικισμό τους στη λογική του κατάληξη, τουτέστιν τη συ-
ντηρητική αντίληψη ότι «πρέπει να διατηρήσουμε ό,τι μπορούμε από την
αφοσίωση που μας συνδέει με την περιοχή μας και να κάνουμε την περι-
οχή αυτή κατοικία μας» (ό.π.). Οι συντηρητικοί είναι καχύποπτοι απέναντι
στο ξερίζωμα του κοσμοπολιτισμού και καχύποπτοι όταν το βλέπουν σε
πράσινους διεθνιστές όπως ο George Monbiot (2004). O Scruton επιση-
μαίνει ότι ο ριζωμένος τοπικισμός θα έπρεπε να ελκύει τους πράσινους
μια και λύνει το «πρόβλημα των κινήτρων», δηλαδή της εύρεσης ενός μη
εγωιστικού κινήτρου το οποίο να μπορεί να γεννηθεί σε απλά μέλη της
κοινωνίας και να είναι αξιόπιστο ως προς την επίτευξη του μακροπρόθε-
σμου οικολογικού στόχου (Scruton, 2006, σ. 13).
Οι ενδείξεις, λοιπόν, για μια συνάφεια μεταξύ της ριζοσπαστικής πο-
λιτικής οικολογίας και του συντηρητισμού φαίνονται ισχυρές, όμως υπάρ-
χουν κάποιες περιοχές όπου η σχέση είναι εξαιρετικά τεταμένη, και άλλες
για τις οποίες δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει καν. Μπορούμε να ξεκι-
νήσουμε με του Gray «…το παραδοσιακό συντηρητικό αξίωμα ότι η ατομι-
κή επιτυχία μπορεί να προκύψει μόνο στο πλαίσιο μορφών κοινής ζωής»
(Gray, 1993b, σ. 124), και με το ότι αυτή είναι μια ιδέα που συμμερίζεται
η «Πράσινη θεωρία» (ό.π., σ. 136). Όμως τι ακριβώς είναι αυτή η «κοινή

245
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ζωή», και είναι ίδια για τους πολιτικούς οικολόγους και για τους συντη-
ρητικούς; Από μια συντηρητική σκοπιά, ο Gray ισχυρίζεται ότι «η βαθύτε-
ρη ανάγκη των ανθρώπων είναι για ένα σπίτι, ένα δίκτυο από κοινές πρα-
κτικές και κληρονομημένες παραδόσεις που τους εξασφαλίζουν το αγαθό
μιας κατασταλαγμένης ταυτότητας» (ό.π., σ. 125). Η κοινή ζωή για την οποία
μιλά ορίζεται, επομένως, με πρωταρχικά ιστορικούς και πολιτισμικούς
όρους όπως εκφράζονται μέσα από την παράδοση. Υπάρχουν πράγματι ρι-
ζοσπάστες πράσινοι για τους οποίους ο πολιτισμός και η ιστορία έχουν με-
γάλη σημασία. Μέρος της αντίστασης στα προγράμματα οδοποιίας, για πα-
ράδειγμα, εδράζεται σε μια πεποίθηση ως προς την πολιτισμική αξία στοι-
χείων της γης που καταστρέφονται από τους εργολάβους. Η δική μου άπο-
ψη, ωστόσο, είναι ότι ακριβώς μια τέτοια αποτίμηση της «φύσης» με το νό-
μισμα του «πολιτισμού» είναι που απομακρύνει τη συντηρητική προάσπι-
ση της φύσης από τις πολιτικο-οικολογικές. Οι πολιτικοί οικολογιστές απο-
δίδουν αξία στη φύση καθεαυτήν, και αν η αξία αυτή προέρχεται από την
ιστορία σε κάποιο βαθμό είναι η φυσική ιστορία που μετράει και όχι η αν-
θρώπινη ιστορία με τη μορφή της παράδοσης και του πολιτισμού.
Μοιάζει έτσι να ισχυριζόμαστε ότι η «κοινή ζωή» στην οποία αναφέ-
ρονται οι ριζοσπάστες πράσινοι είναι μια οντολογική και ηθική ζωή που
διαπερνά τα όρια των ειδών. Κατά τον Gray, το σημαντικό προκειμένου
για κοινά πολιτισμικά, συντηρητικά χαρακτηριστικά είναι ότι:

… δεν γίνεται να δημιουργούνται εκ νέου σε κάθε γενιά. Δεν είμαστε


όπως οι πεταλούδες, που οι γενιές τους δεν γνωρίζονται μεταξύ τους,
συγκροτούμε ένα είδος με οικογένειες και ιστορία, για το οποίο το πα-
ρελθόν πρέπει να διαθέτει αυθεντία (αυτήν της μνήμης) προκειμένου
να διαθέτουμε κι εμείς ταυτότητα.
(Gray, 1993b, σ. 124)

Ωστόσο, η ηθική και οντολογική κοινή ζωή των πολιτικών οικολογιστών


μπορεί να δημιουργηθεί εκ νέου για κάθε γενιά, μέσω της διανοητικής
προσπάθειας να στηριχθεί η μεταξύ των ειδών υπευθυνότητα σε μιαν
απόλυτη φυσιοκρατία η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν της τις συνέπειες του
γεγονότος ότι είμαστε ανθρώπινα ζώα.

246
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

Έτσι ο οικοκεντρισμός των ριζοσπαστών πρασίνων τους απομακρύ-


νει από τον συντηρητισμό, ακριβώς όπως και από όλες τις άλλες μοντέρ-
νες πολιτικές ιδεολογίες. Η μοναδική φορά που ο Gray μνημονεύει τον
ανθρωποκεντρισμό, τον κακό δράκο (bête noir) του πολιτικού οικολογι-
στή, είναι στο ακόλουθο πλαίσιο: «Η πράσινη θεωρία αποτελεί ένα ανε-
κτίμητο αντιστάθμισμα της ντετερμινιστικής3 ανθρωποκεντρικής τεχνολο-
γικής αισιοδοξίας με την οποία ζωογονούνται όλες οι νεωτερικές πολιτι-
κές θρησκείες» (Gray, 1993b, σ. 175). Δεν παρατίθενται στοιχεία, ωστό-
σο, που να καταδεικνύουν ότι ο παραδοσιακός συντηρητισμός δεν είναι
τόσο ανεπανόρθωτα ανθρωποκεντρικός όσο άλλες πολιτικές ιδεολογί-
ες. Όπου παρουσιάζονται συντηρητικές άμυνες του μη-ανθρώπινου κό-
σμου συνήθως στηρίζονται στον ρομαντισμό μάλλον παρά στην αναγνώ-
ριση μιας ανεξάρτητης ηθικής υπόστασης των μη-ανθρωπίνων όντων, η
οποία ζωογονεί μεγάλο μέρος της ριζοσπαστικής πράσινης σκέψης.
Το δεύτερο σημείο του προγράμματος του Gray που θα πρέπει να
υποβάλουμε σε εξέταση είναι η φαινομενικά αδιαμφισβήτητη αναφο-
ρά στις διαγενεακές σχέσεις. Είναι αλήθεια ότι ο συντηρητισμός, αντίθε-
τα προς κάθε άλλη πολιτική ιδεολογία πλην του σύγχρονου φιλελευθερι-
σμού, μιλά για ένα «σύμφωνο ανάμεσα στις γενιές των ζωντανών, των
νεκρών κι εκείνων που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί» (Gray, 1993b, σ. 124)
και ότι η διαγενεακή υπευθυνότητα είναι ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό του
πολιτικο-οικολογικού προγράμματος. Ο Edmund Burke, ο «πατέρας του
βρετανικού συντηρητισμού» τον οποίο ο Gray παραφράζει εδώ, και τον
οποίο ο Roger Scruton επίσης αναγνωρίζει ως πιθανή πηγή έμπνευσης
για τους πράσινους (Scruton, 2006, σ. 10), το θέτει ως εξής:

… ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα αξιώματα βάσει των οποίων

3 Στο πρωτότυπο Whiggish, επίθετο που αναφέρεται στους αντιπάλους των


Τόρυς, τους Ουίγκς (υποστηρικτές της εξουσίας του βρετανικού κοινοβουλίου σε
βάρος εκείνης του θρόνου, 18ος-αρχές 19ου αι.), αλλά και σε μιαν οπτική για την
ιστορική εξέλιξη, ως αναγκαστικά συνυφασμένη με την πρόοδο, βάσει της οποίας
κρίνεται και το παρελθόν (σ.τ.μ.).

247
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

καθαγιάζονται η πολιτεία και οι νόμοι αναφέρεται στο να μην τυχόν οι


εντός του πλαισίου τους προσωρινοί κάτοχοι και ισόβιοι εκμισθωτές
–παραβλέποντας τι έχουν παραλάβει από τους προγόνους τους ή τι
πρέπει να αποδοθεί στους απογόνους τους– ενεργήσουν σαν να εί-
ναι απόλυτοι κύριοι, θεωρήσουν πως περιλαμβάνεται στα δικαιώματα
τους το να σπάσουν την αλυσίδα του κληρονομικού δικαιώματος ή το
να κατασπαταλήσουν την κληρονομιά, καταστρέφοντας κατά τα γούστα
τους όλον τον οργανικό ιστό του κοινωνικού τους συνόλου, διακινδυ-
νεύοντας ν’ αφήσουν σ’ αυτούς που έπονται ένα ερείπιο αντί μιας κα-
τοικίας – και διδάσκοντας τους επιγόνους τους αυτούς να σέβονται τις
δικές τους επινοήσεις τόσο λίγο όσο κι αυτοί οι ίδιοι σεβάστηκαν τους
θεσμούς των προπατόρων τους. Με τη φαύλη αυτή ευκολία να μετα-
βάλλονται οι πολιτειακοί θεσμοί τόσο συχνά και τόσο πολύ και με τό-
σους τρόπους όσο και οι κατά καιρούς ιδιοτροπίες και μόδες, οι δεσμοί
και η συνεχεία της πολιτείας θα έσπαζαν. Καμιά γενιά δεν θα μπορού-
σε να συνδεθεί με την άλλη. Οι άνθρωποι θα κατέληγαν να είναι λίγο
καλύτεροι από τις μύγες του καλοκαιριού.
(Burke, 1790/1982, σ. 192-193)

Το εντυπωσιακό στις τοποθετήσεις αυτές είναι ότι οι γενιές για τις οποίες
ενδιαφέρεται ο Burke περισσότερο είναι οι περασμένες – αυτές από τις
οποίες κληρονομούμε όσα διαθέτουμε και απέναντι στις οποίες έχουμε
κάποια υποχρέωση να τα διατηρήσουμε. Η πράσινη θέση σχετικά με τη
διαγενεακή υποχρέωση διαφέρει αρκετά στο σημείο αυτό: οι γενιές που
κατά κύριο λόγο απασχολούν τους πολιτικούς οικολογιστές είναι ολοφά-
νερα οι μελλοντικές. Ένα πράγμα, λένε, για το οποίο μπορεί να είναι σί-
γουρη η σημερινή γενιά, είναι ότι οι πράξεις μας θα επηρεάσουν τις συν-
θήκες στις οποίες θα ζήσουν οι άνθρωποι του μέλλοντος, και αυτό μας
δημιουργεί μιαν ευθύνη για την οποία άλλες πολιτικές ιδεολογίες δεν
έχουν καμία αντίληψη. Ο συντηρητισμός ενδιαφέρεται για τη διαφύλα-
ξη και διατήρηση του παρελθόντος, ο οικολογισμός ενδιαφέρεται να δια-
φυλάττουμε και να διατηρούμε για το μέλλον. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται
μια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ του συντηρητικού και του οικολογικού
πολιτικού οραματισμού. (Οι πολιτικοί οικολογιστές, ωστόσο, θα έκαναν

248
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

καλά να κρατήσουν στο μυαλό τους την αφοριστική προειδοποίηση του


Burke ότι «δεν θα ατενίσουν προς το μέλλον άνθρωποι που ποτέ δεν κοι-
τάζουν προς τα πίσω τους προγόνους τους» (Burke, 1790/1982, σ. 119).)
Η τρίτη διαφορά μεταξύ συντηρητισμού και οικολογισμού εδράζεται
σε διαφορετικές τοποθετήσεις ως προς τη φύση και τη σημασία της «μη
τελειότητας». Αποτελεί μια παραδοχή του συντηρητισμού ότι η φύση των
ανθρώπινων όντων είναι ανεπανόρθωτα ατελής και οι πολιτικές στοχεύ-
σεις θα πρέπει να το το αντανακλούν αυτό. Με άλλα λόγια, όσα πολιτικά
προγράμματα αποσκοπούν στην τελειοποίηση της κοινωνίας θα καταπο-
ντιστούν στα βράχια ανθρωπίνων ανεπαρκειών και αδυναμιών που είναι
αδύνατο να μεταβληθούν. Βάσει αυτού, οι πολιτικές επιδιώξεις χρειάζε-
ται να σχεδιάζονται μέσα σε σωστά αποτυπωμένα όρια.
Όπως έχουμε δει, η γλώσσα των ορίων είναι η γλώσσα του οικολο-
γισμού όπως και του συντηρητισμού:

Η γη είναι πεπερασμένη. Η ανάπτυξη για οτιδήποτε με υλική διάστα-


ση –του ανθρώπινου πληθυσμού και των αυτοκινήτων του, των κτη-
ρίων και των καπνοδόχων περιλαμβανομένων– δεν μπορεί να συνεχι-
στεί για πάντα … Τα όρια στην ανάπτυξη είναι όρια στη δυνατότητα των
πόρων του πλανήτη να προμηθεύουν αυτούς τους ποταμούς υλικών
και ενέργειας, και όρια στην ικανότητα των υπονόμων του πλανήτη να
απορροφούν τη ρύπανση και τα απόβλητα.
(Meadows et al, 1992, σ. 8-9)

Ο Gray αναφέρει τέτοιου είδους απόψεις ως ενδεικτικές μιας κοινής τόσο


στον συντηρητισμό όσο και στον οικολογισμό αντι-ουτοπικής ευαισθη-
σίας (Gray, 1993, σ. 127). Ο συντηρητισμός του Burke και η πολιτική οι-
κολογία (όπως την έχω σκιαγραφήσει) φαίνεται να συμπίπτουν στην αντί-
θεσή τους προς την υβριστική (hubristic) επιπολαιότητα που εκφράζεται
με τον περί «απεριόριστης προσαρμοστικότητας» ουτοπικό λόγο. Ο κύ-
ριος αντι-ουτοπικός στόχος, λέει ο Krishan Kumar, είναι η ύβρις (hubris)
(Kumar, 1987, σ. 103), και το ίδιο ισχύει για τον πολιτικό οικολογιστή. Εάν
οι ουτοπιστές πιστεύουν ανένδοτα ότι «[δεν] υπάρχουν ουσιαστικοί φραγ-
μοί ή εμπόδια στην επί γης τελειοποίηση του ανθρώπου [και ότι] η σπάνις

249
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

μπορεί να ξεπεραστεί» (Kumar, 1991, σ. 29), τότε το χάσμα μεταξύ oυτο-


πιστών και πολιτικών οικολογιστών είναι το μέγιστο: η σπάνις είναι το πιο
βασικό και αμετάβλητο στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης κατά τους
πολιτικούς οικολογιστές» (για μια εμπεριστατωμένη και ενδιαφέρουσα
ανάλυση της σχέσης μεταξύ ουτοπιστών και πολιτικής οικολογίας, βλ. De
Geus, 1999). Επομένως, ο ουτοπισμός αξιώνει προσαρμοστικότητα, ενώ
η αντίληψη της πολιτικής οικολογίας ως προς την ανθρώπινη κατάσταση
την καθιστά αδύνατη.
Μήπως η καταφανής αυτή αντίθεση προς τον ουτοπισμό καταδει-
κνύει μια βαθιά συνάφεια μεταξύ συντηρητισμού και οικολογισμού; Θε-
ωρώ πως όχι. Μια κρίσιμη και σχετική με το θέμα αυτό διαφοροποίησή
τους έγκειται στη διάκριση μεταξύ προσαρμοστικότητας της ανθρώπινης
κατάστασης και προσαρμοστικότητας της ανθρώπινης φύσης. Είναι σί-
γουρα δυνατό να πιστεύει κανείς ότι η ανθρώπινη κατάσταση είναι αμε-
τάβλητη, ενώ η ανθρώπινη φύση δεν είναι, και αυτό πράγματι πρεσβεύ-
ουν οι πολιτικοί οικολογιστές. Οι πολιτικοί οικολογιστές δεν έχουν την
«απαισιόδοξη και ντετερμινιστική άποψη για την ανθρώπινη φύση» που
είναι κοινή σε συντηρητικούς και αντι-ουτοπιστές (Kumar, 1987, σ. 100),
ούτε και πιστεύουν στο «προπατορικό αμάρτημα» (ό.π.), εάν μ’ αυτό εν-
νοούμε ανεπανόρθωτο αμάρτημα. Ο Tim Hayward υποστηρίζει ότι «δεν
μπορούμε να υποθέσουμε λογικά ότι οι άνθρωποι κινητοποιούνται γενι-
κά για να κάνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που αντιλαμβάνονται ως το συμφέ-
ρον τους» (Hayward, 1998, σ. 7), και προχωρά στην οικοδόμηση της δι-
κής του περιβαλλοντικής πολιτικής θεωρίας βάσει μιας επανερμηνείας
του ανθρώπινου προσωπικού συμφέροντος που θα περιλαμβάνει σεβα-
σμό για «(τουλάχιστον μερικές σημαντικές κατηγορίες) μη-ανθρωπίνων
όντων» (ό.π., σ. 118). Αυτό που καθιστά περιβαλλοντική μάλλον παρά οι-
κολογική την πολιτική αυτή θεωρία είναι το ότι βασίζεται στο ανθρώπι-
νο προσωπικό συμφέρον. Οι πολιτικοί οικολόγοι θα απορρίψουν επίσης
τον ισχυρισμό ότι το προσωπικό συμφέρον καθαυτό είναι το μόνο αξιόπι-
στο, ή πιθανό, ανθρώπινο κίνητρο. Έτσι, ενώ οι πολιτικοί οικολογιστές πι-
στεύουν ότι υπάρχουν (κατά το μάλλον ή ήττον) συγκεκριμένα όρια στην
παραγωγή, την κατανάλωση και τα απόβλητα, διατηρούν μιαν ουτοπι-
κή αντίληψη σχετικά με το τι είναι εφικτό στο πλαίσιο των συγκεκριμέ-

250
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

νων ορίων. Αντίθετα από τους συντηρητικούς, οι ριζοσπάστες πράσινοι


πιστεύουν ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν την ικανότητα να μετασχηματίζο-
νται, ότι μπορούν, εάν το θέλουν, να εγκαταλείψουν την άπληστη, εργα-
λειακή και χρησιμοθηρική σχέση με το φυσικό περιβάλλον που δεσπόζει
στον μοντέρνο οραματισμό.
Με οξύτητα ο John Gray παρατηρεί ότι αυτό που αποκαλεί «πράσι-
νο συντηρητισμό» αποτελεί:

… [έκφανση] ενός παμπάλαιου παράδοξου, από παραδείγματα του


οποίου βρίθει ο σύγχρονος κόσμος, του ότι οι συντηρητικοί δεν μπορεί
παρά να γίνονται ριζοσπάστες όταν οι τρέχουσες πρακτικές υλοποιούν
τα υβριστικά και απερίσκεπτα προγράμματα των τελευταίων γενεών ή
έχουν υποστεί στρεβλώσεις από τεχνολογικές καινοτομίες των οποίων
οι συνέπειες για την ανθρώπινη ευζωία δεν έχουν εκτιμηθεί.
(Gray, 1993b, σ. 128)

Στο σημερινό κλίμα του περιβαλλοντισμού είναι πολύ πιθανόν οι συντη-


ρητικοί να έρθουν σε αντιπαράθεση με ένα μεγάλο μέρος του κατεστημέ-
νου, οι ριζοσπάστες συντηρητικοί, ωστόσο, διαφέρουν από τους ριζοσπά-
στες πράσινους, και τουλάχιστον στα τρία θέματα που συζητήσαμε παρα-
πάνω το χάσμα μεταξύ της συντηρητικής και της ριζοσπαστικής πράσι-
νης ατζέντας για το περιβάλλον είναι ευρύ και βαθύ.

Σοσιαλισμός

Στο πλαίσιο του σοσιαλισμού και της εν πολλοίς επιτυχημένης επίθεσης


που έχει εξαπολύσει εναντίον του η δεξιά τα τελευταία είκοσι χρόνια, το
τελευταίο που του χρειαζόταν, κατά το κοινώς λεγόμενο, ήταν να αμφι-
σβητηθεί η ηγεμονία του προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Οι
αρχικές αντιδράσεις της σοσιαλιστικής αριστεράς απέναντι στο περιβαλ-
λοντικό κίνημα ήταν οπωσδήποτε εχθρικές και συχνά εστίαζαν στη με-
σοαστική του φύση, είτε για να καταδείξουν την ελάχιστη σχέση του ιδι-
αίτερα με την εργατική τάξη, κι έτσι με τον σοσιαλισμό ευρύτερα, είτε, πιο

251
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

επιθετικά, για να του αποδώσουν τον ρόλο ενός καθαρού αντιπερισπα-


σμού από τις ουσιαστικές μάχες που έμενε ακόμη να δοθούν μεταξύ κε-
φαλαίου και εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις το αναδυόμενο πράσι-
νο κίνημα παρουσιαζόταν γενικά σαν ένα στίγμα στην οθόνη της ριζοσπα-
στικής πολιτικής, που πιθανόν θα εξαφανιζόταν σύντομα και σίγουρα δεν
είχε τίποτα αξιόλογο να πει στην αριστερά.
Στις σελίδες που ακολουθούν θα παραθέσω τις κυριότερες κατ’
εμένα πτυχές της σοσιαλιστικής κριτικής στην πράσινη πολιτική και στη
συνέχεια θα δείξω τους τρόπους με τους οποίους ευαίσθητοι σε οικο-
λογικά ζητήματα σοσιαλιστές έχουν επανερμηνεύσει την παράδοσή τους
έτσι ώστε να τα περιλάβει. Ο διάλογος μεταξύ οικολογισμού και σοσιαλι-
σμού εξακολουθεί να είναι κατά καιρούς οξύς, ενώ συχνά δεν διεξάγε-
ται καν. Οι Jonathon Porritt και Nicholas Winner, για παράδειγμα, αναφέ-
ρονται στην παρουσίαση του πράσινου κινήματος από τον David Pepper
ως «βαθιά συντηρητική» και «αντιδραστική», και ως «ένα πλήθος απλώς
οργισμένα ψελλίσματα από εξαντλημένους ιδεολόγους που εδώ και πο-
λύν καιρό έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα» (1988,
σ. 256). Οι Sandy Irvine και Alec Ponton χαρακτηρίζουν εμφατικά τον σο-
σιαλισμό ως «δίκαια συμμετοχή στον αφανισμό» (1988, σ. 142). Αλλού,
εν τούτοις, και ειδικά στις εργασίες των Raymond Williams (χ.χ.), Borris
Frankel (1987), James O’Connor (1996), Peter Dickens (1992) και Ted
Benton (1993, 1996), έχουν γίνει μεγάλα βήματα (τουλάχιστον από τη με-
ριά των σοσιαλιστών) προς την αποδοχή της πράσινης προοπτικής χωρίς
να εγκαταλείπονται τα αρχικά σοσιαλιστικά ανακλαστικά. Είναι εξάλλου
αλήθεια ότι η αυξανόμενη βαρύτητα των ζητημάτων κοινωνικής δικαιο-
σύνης στην περιβαλλοντική σκέψη και πρακτική –το κίνημα για την πε-
ριβαλλοντική δικαιοσύνη στις ΗΠΑ και ο αποκαλούμενος «περιβαλλοντι-
σμός των φτωχών» τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμε-
νες χώρες (Martinez-Alier, 2002)– έχουν φέρει τα παραδοσιακά αριστερά
θέματα της ισοκατανομής και της δικαιοσύνης πιο κοντά στο κέντρο του
οικολογικού χώρου απ’ όσο ήταν παλαιότερα.
Η πρώτη περιοχή διαφωνίας μεταξύ οικολογισμού και σοσιαλισμού
αναφέρεται στην πηγή των δεινών της σύγχρονης κοινωνίας. Οι σοσιαλι-
στές υποδεικνύουν τον καπιταλισμό, ενώ οι πολιτικοί οικολογιστές έχουν

252
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

την τάση να αναφέρονται στον «βιομηχανισμό». Τώρα πια γνωρίζουμε ότι


ένας από τους λόγους για τους οποίους το πράσινο κίνημα αντιλαμβάνε-
ται τον εαυτό του τοποθετημένο «πέρα από τ’ αριστερά και τα δεξιά» εί-
ναι επειδή πιστεύει ότι αυτό το παραδοσιακό φάσμα αντιθέσεων εγγρά-
φεται σ’ ένα πιο θεμελιώδες πλαίσιο συμφωνίας: μία «υπερ-ιδεολογία»
που αποκαλείται «βιομηχανισμός». Οι πράσινοι «τονίζουν τις ομοιότητες
μεταξύ των καπιταλιστικών και των σοσιαλιστικών χωρών» (Porritt and
Winner, 1988, σ. 256) κατά το ότι και οι δύο κατηγορίες φαίνεται να θεω-
ρούν πως οι ανάγκες των πληθυσμών τους ικανοποιούνται περισσότερο
με τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Η εξίσωση του καπιτα-
λισμού με τον σοσιαλισμό που επέρχεται μέσα από τον χαρακτηρισμό του
«βιομηχανισμού» είναι η πλευρά της πράσινης σκέψης που δέχεται πιο
συχνά επίθεση από τη σοσιαλιστική κριτική. Η φράση του Joe Weston
«είναι ώρα ν’ αποδεχτούν οι πράσινοι ότι ο καπιταλισμός μάλλον παρά ο
βιομηχανισμός καθαυτόν βρίσκεται στην καρδιά των προβλημάτων που
πραγματεύονται» (1986, σ. 5) αποτελεί χαρακτηριστική επωδό.
Οι σοσιαλιστές κάνουν, κατ’ αρχάς, τέτοια σχόλια όχι επειδή δεν
συμφωνούν με τους οικολογιστές ότι έχει επέλθει περιβαλλοντική πα-
ρακμή, αλλά επειδή θεωρούν ότι τα προβλήματα τα προκαλεί η καπιτα-
λιστική λειτουργία της βιομηχανίας, με την παραγωγή για το κέρδος αντί
για τις ανάγκες, και όχι η «βιομηχανία» καθαυτήν. «Ο καπιταλισμός»,
γράφει ο David Pepper, «είναι στραμμένος στη συσσώρευση κεφαλαίου
μέσω της παραγωγής εμπορευμάτων». Η καπιταλιστική δυναμική ενέ-
χει περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής, οι οποίες επιλύονται «με τη δη-
μιουργία καινούργιων αναγκών και με την επέκταση του συστήματος πα-
γκοσμίως σε καινούργιους καταναλωτές καινούργιων αγορών». Η δυ-
ναμική αυτή της παραγωγής και της κατανάλωσης σημαίνει ότι «ο καπι-
ταλισμός οφείλει εγγενώς, αν όχι διαρκώς και ρητά, να υποβαθμίζει και
να καταστρέφει το μέρος εκείνο των μέσων παραγωγής που προέρχεται
από τη “φύση”» (Pepper, 1993a, σ. 130). Αυτό είναι σαν να λέμε ότι ο καπι-
ταλισμός αποτελεί προϋπόθεση για την πολιτική της οικολογίας.
Ο James O’Connor, επίσης, υποστηρίζει ως γνωστόν, όπως ο Μαρξ,
ότι πιθανόν ο καπιταλισμός σκάβει τον ίδιο του τον λάκκο, αλλά για λό-
γους που έχουν να κάνουν τόσο με μιαν αντίθεση μεταξύ των δυνάμε-

253
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ων/σχέσεων και των συνθηκών παραγωγής όσο και με την καταξιωμέ-


νη στον χρόνο μαρξιστική αντίθεση μεταξύ των ίδιων των δυνάμεων και
των σχέσεων παραγωγής. Ο O’Connor το αποκαλεί αυτό «δεύτερη αντί-
θεση» του καπιταλισμού, σύμφωνα με την οποία «οι συνδυασμένες δυ-
νάμεις των σχέσεων της καπιταλιστικής παραγωγής και των παραγω-
γικών δυνάμεων αυτο-αποδομούνται, απομειώνοντας ή καταστρέφο-
ντας μάλλον παρά αναπαράγοντας τις ίδιες τις συνθήκες τους» (O’Connor,
1996, σ. 206). Παραδείγματα τέτοια καταστροφής, λέει ο O’Connor, είναι
η υπερθέρμανση του πλανήτη, η όξινη βροχή, η υφαλμύρωση και η δη-
λητηρίαση από τα φυτοφάρμακα, που όλα, όπως διατείνεται, απειλούν
τη συγκομιδή κέρδους. Η δεύτερη αυτή αντίφαση, σαν την πρώτη, προ-
καλεί την ανάδυση αντιπαραθέσεων, αυτή τη φορά με τη μορφή όχι του
εργατικού κινήματος, αλλά των νέων κοινωνικών κινημάτων, τα οποία
εμπεριέχουν τη δυναμική για την υπέρβαση των αντιφάσεων που τα δη-
μιουργούν. Η θέση της «δεύτερης αντίφασης» έχει προκαλέσει εκτετα-
μένο σχολιασμό, ιδιαίτερα στο έντυπο Capitalism, Nature, Socialism (βλ.
και Benton, 1996, μέρος 3, για μια εκτενή πραγμάτευση), ενώ στο πλαίσιό
μας αποτυπώνει το κενό που χαίνει μεταξύ των πρασίνων, οι οποίοι υπο-
στηρίζουν ότι ο βιομηχανισμός είναι η ρίζα της περιβαλλοντικής υποβάθ-
μισης, και των οικολόγων μαρξιστών, που διαβεβαιώνουν ότι ο καπιτα-
λισμός είναι τόσο η αιτία της περιβαλλοντικής κρίσης όσο και ο ορίζοντάς
τον οποίο πρέπει να υπερβούμε προκειμένου να τη διαχειριστούμε.
Οι ριζοσπάστες πράσινοι είναι πιθανό ν’ αποδεχτούν ότι μια ουσια-
στική ρήξη με τον καπιταλισμό αποτελεί πράγματι αναγκαίο όρο για την
αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ακεραιότητας, όμως δεν θα τον θε-
ωρήσουν και επαρκή, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τις πρώην κομμου-
νιστικές χώρες, οι οποίες απέκτησαν μερικά από τα χειρότερα περιβαλ-
λοντικά ιστορικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι σοσιαλιστές απαντούν υπο-
στηρίζοντας ότι καμία από τις χώρες αυτές δεν υπήρξε σοσιαλιστική με
την έννοια που θέλουν ν’ αποδίδεται στον όρο (Miliband, 1994), κι αυτό
επειδή ανέπτυξαν τον ίδιο «τύπο ζήτησης για υλικά αγαθά» με τα καπιτα-
λιστικά κράτη, σε ανταγωνισμό μαζί τους. Με αυτήν την έννοια «ο καπι-
ταλισμός διεισδύει σε ολόκληρο τον πλανήτη» (Weston, 1986, σ. 4). Όπως
έγραψε ο Bahro:

254
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

Διδαχθήκαμε ακριβώς ότι η Ρωσική Επανάσταση δεν κατάφερε να έρ-


θει σε ρήξη με τον καπιταλιστικό ορίζοντα ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων. Είδαμε πώς σε ολόκληρο γενικά τον πλανήτη θριάμβευσε
μία και μόνη τεχνολογία.
(Bahro, 1982, σ. 131)

Έτσι παραμερίζουν οι σοσιαλιστές την πράσινη προτροπή να προβληματι-


στούν για τα περιβαλλοντικά προβλήματα των σοσιαλιστικών χωρών και
να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι και τόσο μεγάλες οι δια-
φορές μεταξύ της σοσιαλιστικής και της καπιταλιστικής διαχείρισης της
βιομηχανίας (όσον αφορά στο περιβάλλον). Υποστηρίζουν κατόπιν ότι σε
μια αληθινά σοσιαλιστική κοινωνία η παραγωγή θα κατευθυνόταν στην
κάλυψη αναγκών, όχι στο κέρδος, και η μέριμνα για το περιβάλλον θα
ήταν ενσωματωμένη στη χάραξη της πολιτικής, αφού «οι παραδοσιακές
ανθρωπιστικές ευαισθησίες του σοσιαλισμού» περιλαμβάνουν αναπό-
δραστα το ενδιαφέρον για την αλληλεπίδραση της ανθρώπινης με τη μη-
ανθρώπινη φύση (Pepper, 1993a, σ. 438).
Ωστόσο, σύμφωνα με μια βαρύνουσα άποψη (από σοσιαλιστική σκο-
πιά) το ζήτημα δεν είναι τι θα έκανε ή δεν θα έκανε μια σοσιαλιστική κοι-
νωνία, αλλά ότι η άρνηση των πράσινων να αναγνωρίσουν τον καπιταλι-
σμό ως τη ρίζα του προβλήματος στερεί από την οικολογία τη δυνατότητα
να δώσει τις μάχες της στα σωστά πεδία. Εάν, μέσα από μια περιβαλλοντι-
κή οπτική, η σοσιαλιστική άποψη για τον καπιταλισμό φαίνεται ορθή, τότε
ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσει ο οικολογισμός θα είναι να αντι-
παρατεθεί στην καπιταλιστική εκδοχή του βιομηχανισμού και όχι στα πολ-
λά κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, τον βιομηχανισμό καθεαυτόν.
Ο Joe Weston μας υπενθυμίζει πως κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν την
επαναδιατύπωση παραδοσιακών σοσιαλιστικών αρχών και πρακτικών,
στη βάση της διαπίστωσης ότι «πίσω από όλα σχεδόν τα περιβαλλοντικά
προβλήματα, φυσικά και κοινωνικά, βρίσκεται η φτώχια» (1986, σ. 4). Ο
Pepper κάνει ένα παρόμοιο σχόλιο: «Όπως έδειξε η Συνάντηση Κορυφής
για τη Γη στο Ρίο το 1992, τα πιο θεμελιώδη ζητήματα της παγκόσμιας περι-
βαλλοντικής πολιτικής περιστρέφονται γύρω από την κοινωνική δικαιοσύ-
νη, την κατανομή του πλούτου και την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των μέσων

255
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

παραγωγής, ειδικά της γης» (1993, σ. 429). Πολλοί σοσιαλιστές ύστερα θα


αναλύσουν από αυτή τη σκοπιά φαινόμενα όπως η αποψίλωση των δασών
– το πρόβλημα της άδικης κατανομής της γης (που παράγει τους αγρότες
του τσεκουριού και της φωτιάς)4 και της δομικής φτώχιας (που προκαλεί
περιοδικές αλλά εξαιρετικά ζημιογόνες χρυσοθηρικές εξορμήσεις στη ζού-
γκλα) παίζει πολύ βασικότερο ρόλο από την ακόρεστη και παντελώς αδιά-
φορη περιβαλλοντικά επιθυμία μας να τρώμε χάμπουργκερ. Από αυτή την
άποψη οι στρατηγικές των περιβαλλοντιστών (αλλά ακόμα και των οικολο-
γιστών) παρουσιάζονται ελλειμματικές. Ο Weston υποστηρίζει ότι:

Η σωτηρία μερικών φρακτών από θάμνους δεν αντιστρατεύεται τον


καπιταλισμό όπως το κάνουν ζητήματα που συνδέονται με τη φτώχια.
Η φτώχια είναι, άλλωστε, κεφαλαιώδους σημασίας για τον καπιταλι-
σμό και πρέπει να συντηρείται προκειμένου να διατηρείται η κατανομή
εξουσίας στις σχέσεις της αγοράς.
(Weston, 1986, σ. 156)

Η φτώχια, λοιπόν, βρίσκεται στη ρίζα των περισσοτέρων περιβαλλοντι-


κών προβλημάτων και η λύση είναι μια ευρεία ανακατανομή του πλού-
του. Το σημαντικό, μια επίθεση στη φτώχια θα συνιστούσε επίθεση στον
καπιταλισμό, και θα κατάφερνε, επομένως, ένα χτύπημα ενάντια στο βα-
θύτερο αίτιο της περιβαλλοντικής παρακμής.
Το πράσινο ερώτημα θα μπορούσε να είναι τώρα: Γιατί μια ανακα-
τανομή του πλούτου θα επέφερε βελτιώσεις στο περιβάλλον; Προφανώς
πολλά εξαρτώνται από το για ποιο ακριβώς «περιβάλλον» μιλάμε, και
αποτελεί μια σοσιαλιστική στρατηγική να κατηγορεί τον οικολογισμό για
πολύ στενή ερμηνεία του όρου. Αληθεύει πιθανόν ότι μια ριζοσπαστική
ανακατανομή του πλούτου θα βελτίωνε τις συνθήκες υγιεινής, τη στέγα-
ση και τη διατροφή εκατομμυρίων άκληρων φτωχών τόσο εδώ όσο και
στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, και ότι αυτό θα συνιστούσε μια σημαντική

4 Έκφραση που αναφέρεται στην πρακτική της αποψίλωσης δασών για τη δη-
μιουργία καλλιεργήσιμης γης (σ.τ.μ.).

256
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

βελτίωση στο περιβάλλον τους. Είναι, όμως, δύσκολο να πεισθούμε πως


από μόνη της μια ανακατανομή του πλούτου θα απαντούσε στις πράσινες
προειδοποιήσεις σχετικά με τη μη βιωσιμότητα των σημερινών βιομη-
χανικών πρακτικών. Μπορούμε πολύ εύκολα να φανταστούμε έναν κό-
σμο όπου τα εισοδήματα μεταξύ των χωρών, και στο εσωτερικό τους, θα
ήταν λίγο ως πολύ τα ίδια, ενώ θα ασπαζόταν ακόμα την άποψη ότι δεν
υπάρχουν όρια στη βιομηχανική ανάπτυξη. Μάλιστα, αυτός ακριβώς εί-
ναι ο κόσμος που έχουν προβάλει οι βασικές διακηρύξεις του σοσιαλι-
σμού από το ξεκίνημά του, και γι’ αυτό οι πράσινοι είναι επιφυλακτικοί
απέναντι σε όσες επιθέσεις εναντίον του καπιταλισμού δεν έχουν οικο-
λογικό περιεχόμενο. Με αυτή την έννοια, ο Weston δεν απευθύνεται στο
πράσινο κίνημα αλλά πέραν αυτού όταν λέει:

Τα προβλήματα που οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν σήμε-


ρα δεν συνδέονται καθόλου με τη «φύση»: συνδέονται με τη φτώχια
και με τη μεταβίβαση πλούτου και πόρων από τους φτωχούς σε μια
ήδη πλούσια μειοψηφία του πληθυσμού της Γης.
(Weston, 1986, σ. 14)

Η δική μου άποψη είναι ότι οι διεκδικήσεις για τη «δικαιοσύνη» και το


«περιβάλλον» συνδέονται όπως οι κύκλοι στα διαγράμματα Venn. Που
σημαίνει ότι υπάρχουν περιοχές κοινού ενδιαφέροντος, είναι όμως λά-
θος να τις αντιμετωπίζουμε σαν να ταυτίζονται πλήρως και απολύτως η
μία με την άλλη. Συχνά επικαλούνται το ισχυρό κίνημα για «περιβαλλο-
ντική δικαιοσύνη» στις Η.Π.Α. ως ένδειξη του ότι τα κινήματα για το πε-
ριβάλλον και τη δικαιοσύνη μπορούν να τραγουδούν στον ίδιο σκοπό,
όμως μια επισταμένη εξέταση των επιδιώξεων του συγκεκριμένου κι-
νήματος δείχνει ότι το απασχολεί περισσότερο η ανθρώπινη δικαιοσύ-
νη παρά η προστασία του περιβάλλοντος. Ο Malcom Dowie, για παρά-
δειγμα, έγραψε πως «το κεντρικό θέμα του καινούργιου κινήματος εί-
ναι η ανθρώπινη υγεία» (Dowie, 1995, σ. 127), και ενώ σαφώς υπάρχει
σχέση μεταξύ ενός υγιούς περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, η
φροντίδα για την τελευταία δεν θα καλύψει όλους τους στόχους των πο-
λιτικών οικολογιστών. Κατά παρόμοιο τρόπο, η Laura Pulido αναφέρθη-

257
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

κε στη σημαντική παρατήρηση του Pezzoli ότι «κοινότητες που κατά και-
ρούς εμπλέκονται σε αγώνες οι οποίοι μοιάζει να συνδέονται με τους πε-
ριβαλλοντικούς μπορεί να μην ασπάζονται ένα περιβαλλοντικό πρόγραμ-
μα» (Pulido, 1996, σ. 16). Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από όσους
υποστηρίζουν ότι τα κινήματα για το περιβάλλον και τη δικαιοσύνη απο-
τελούν ένα και το αυτό (το ζήτημα της σχέσης μεταξύ δικαιοσύνης και πε-
ριβάλλοντος αναπτύσσεται λεπτομερώς στο Dobson, 1998, και 1999).
Ένα δεύτερο σημείο διαφωνίας μεταξύ σοσιαλιστών και πολιτικών
οικολογιστών αφορά στο ίδιο «το περιβάλλον». Επισημάνθηκε παραπά-
νω πως το επιχείρημα του Joe Weston ότι μια αναδιανομή του πλού-
του θα βοηθούσε να λυθούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα βασίστηκε
σε μια ερμηνεία του «περιβάλλοντος» που δεν συνδέεται συνήθως με το
πράσινο κίνημα. Κατά τη γνώμη του οι πράσινοι έχουν εξαναγκάσει τη
λέξη να σημαίνει «φύση»: «…το κυριότερο μέλημα των πρασίνων είναι
πράγματι η οικολογία και η “φύση”, κάτι που έχει ως συνέπεια να παρα-
μελούνται άλλα, πολύ πιο άμεσα περιβαλλοντικά προβλήματα» (Weston,
1986, σ. 2). Σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί ένδειξη υποχωρητικότητας και
ανευθυνότητας από μέρους του πράσινου κινήματος να συγκεντρώνει
τους «όχι αμελητέους πόρους του για να προστατεύει φράχτες από θά-
μνους, πεταλούδες και λαγουδάκια» (ό.π., σ. 12), ενώ τα σε καθημερι-
νή βάση οικοδομούμενα περιβάλλοντα μεγάλων αριθμών ανθρώπων
έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη αναδόμησης.
Τμήματα του πράσινου κινήματος εμφανίζονται να έχουν ενστερνι-
στεί αυτή την κριτική –για παράδειγμα η εκστρατεία «Πόλεις για τους αν-
θρώπους» των Friends of the Earth (Φίλοι της Γης)–, όμως υπό μία έν-
νοια η κριτική του Weston απευθύνεται όχι στο κίνημα αλλά πέρα από
αυτό. Οι πράσινοι έχουν έναν πολύ καλό λόγο να αναφέρονται τόσο συχνά
στο βιοσφαιρικό περιβάλλον: ενδιαφέρονται για την επιβίωσή του επει-
δή εκεί στηρίζεται μακροπρόθεσμα η ανθρώπινη και η μη-ανθρώπινη
ζωή. Από τη σκοπιά αυτή οι (οικο)σοσιαλιστές έχουν δίκιο όταν ζητούν
από τους πράσινους να επαναξιολογήσουν την αντίληψή τους για το «πε-
ριβάλλον», αλλά είναι λάθος να τους ζητούν να εστιάσουν στα περιβάλλο-
ντα των αστικών κέντρων αν οι προτάσεις γι’ αυτά δεν τοποθετούνται στο
πλαίσιο της αναζήτησης μιας βιώσιμης κοινωνίας.

258
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

Σε κάθε περίπτωση, σοσιαλιστές (και άλλοι) θα υποστηρίξουν ότι


δεν υπάρχει «φύση» χωρίς τη διαμεσολάβηση ανθρώπινων όντων, και
επομένως δεν υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ του αστικού περιβάλ-
λοντος και εκείνου που έχει δημιουργηθεί από την καλλιέργεια γης ή την
αποψίλωση δασών: οι κοινωνικές σχέσεις και ο καπιταλιστικός τρόπος
παραγωγής που τις στηρίζει «παράγουν» το περιβάλλον. Οι πράσινες πα-
ραινέσεις υπέρ της «προστασίας» ή «διατήρησης» του περιβάλλοντος κα-
θιστούν εμφανή την αστήρικτη πεποίθηση ότι εκτός από τις περιοχές που
έχουν διαφθαρεί από τα ανθρώπινα όντα υπάρχει και «άθικτη» φύση, και
αυτή καθίσταται ο αποδέκτης της ύψιστης προσοχής του κινήματος. Ο
Pepper γράφει ότι «δεν υφίσταται μια αυτάρκης “ανθρωπότητα” σε αντί-
στιξη και συνεχή διαμάχη με έναν αυτάρκη “μη-ανθρώπινο κόσμο”, αλλά
περισσότερο μοιάζει τα δύο αυτά ν’ αποτελούν «τα μέρη μιας ενότητας
που συντίθεται από “αντικρουόμενα” αντίθετα» (Pepper, 1993a, σ. 440), η
δε οικοκεντρική άποψη περί της υποτιθέμενης αποξένωσής μας από τη
φύση αυτοαναιρείται εσωτερικά, αφού «βασίζεται σε μια δυαδική αντίλη-
ψη της σχέσης άνθρωπος - φύση, μιαν αντίληψη την οποία υποτίθεται ότι
απορρίπτει» (ό.π., σ. 443).
Όμως πάλι, πιστεύω ότι τα παραπάνω δεν απευθύνονται στη ριζο-
σπαστική πράσινη αντίληψη, αλλά πέραν αυτής. Τόσο ο μαρξισμός όσο
και η βαθιά οικολογία αποτελούν, βεβαίως, μορφές μονισμού, όμως όλοι
οι μονιστές διακρίνουν μέρη της κοινής ουσίας για διάφορους λόγους.
Δεν συνιστά αντίφαση το να έχουμε μια μονιστική αντίληψη αναφορικά
με τη φύση των πραγμάτων και συγχρόνως να διακρίνουμε μεταξύ αν-
θρώπινης και μη-ανθρώπινης φύσης (ο ίδιος ο Pepper, μάλιστα, το κά-
νει συνεχώς). Ακόμα και ο Σπινόζα, ίσως ο πιο ενδελεχής μονιστής απ’
όλους, δέχεται δύο «ιδιότητες» (σκέψη και έκταση) μιας και μόνης «ου-
σίας» (Spinoza, 1677/1955). Οι μαρξιστές θα ορίσουν μια διάκριση εντός
του δικού τους μονισμού προκειμένου, κατόπιν, να θεωρητικοποιήσουν
τη διαλεκτική σχέση μεταξύ του κοινωνικού κόσμου και του «φυσικού»
(σχεδόν πάντα εντός εισαγωγικών για τους σοσιαλιστές). Οι βαθείς οικο-
λογιστές θα κάνουν το ίδιο στο πλαίσιο του δικού τους μονισμού προκει-
μένου να μιλήσουν για την ηθική σχέση που πρέπει να υφίσταται μεταξύ
ανθρώπινης και μη-ανθρώπινης φύσης, για παράδειγμα.

259
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Σε κάθε περίπτωση, οι σοσιαλιστές θα υποστηρίξουν ότι η επίγνω-


ση της κοινωνικής κατασκευής του περιβάλλοντος θα μπορούσε να έχει
τρία αποτελέσματα: πρώτον, να οδηγήσει σε μια υγιή διεύρυνση της πρά-
σινης δραστηριότητας, δεύτερον, να προαγάγει την κατανόηση των καπι-
ταλιστικών καταβολών της περιβαλλοντικής παρακμής –τόσο στην ύπαι-
θρο όσο και στις πόλεις– και, τρίτον, να αυξήσει τις πιθανότητες μιας μα-
ζικής απήχησης του πράσινου κινήματος.
Αυτό το τελευταίο σημείο χρειάζεται κάποια αποσαφήνιση. Ο Joe
Weston υποστηρίζει ότι το πράσινο κίνημα, με τη σημερινή του συγκρό-
τηση, αποτελεί εκφραστή της δυσαρέσκειας ενός συγκεκριμένου τμήμα-
τος των μεσαίων στρωμάτων – εκείνου των μορφωμένων και επαγγελ-
ματιών. Η πράσινη πολιτική είναι «μια προσπάθεια να προστατευτούν οι
αξίες –περισσότερο απ’ όσο το οικονομικό πλεονέκτημα απλώς– μιας
κοινωνικής ομάδας η οποία απορρίπτει την προσανατολισμένη προς την
αγορά πολιτική του καπιταλισμού και την υλιστική ανάλυση που της γί-
νεται από τους μαρξιστές» (Weston, 1986, σ. 27). Οι αξίες αυτές αντανα-
κλώνται, εν μέρει, στους «πράσινους» ορισμούς του περιβάλλοντος που
προωθούνται συχνότερα από το κίνημα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Στον βαθμό που πρόκειται για «μια πολιτική οπτική η οποία αφορά σε μια
συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα» (ό.π., σ. 28), και μάλιστα μια κοινωνι-
κή ομάδα περιορισμένου μεγέθους, κανένα μαζικό κίνημα δεν μπορεί
να δημιουργηθεί γύρω της. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, ο οικο-
λογισμός δεν θα προχωρήσει πέρα από τη μειοψηφική και μειονεκτική
θέση του μέχρι να ασχοληθεί με μορφές περιβαλλοντικών προβλημάτων
τις οποίες υφίστανται μεγάλες μάζες ανθρώπων, και «αυτό σημαίνει να
αναπτύξει μορφές αντίληψης και εκπροσώπησης των οικολογικών θε-
μάτων που να ανταποκρίνονται στους στόχους του εργατικού κινήματος»
(Harvey, 1993, σ. 48). Αυτό δεν θα το πετύχει, διατείνεται ο Weston, παρά
μόνο αν ξεφύγει από το στρατόπεδο της μεσαίας τάξης και αναγνωρίσει
ότι «χρειάζεται να καταστραφούν οι φτωχογειτονιές και οι παραγκουπό-
λεις μάλλον παρά να διατηρηθεί το περιβάλλον όπου ζουν σήμερα οι πε-
ρισσότεροι άνθρωποι» (Weston, 1986, σ. 14-15).
Ένα τρίτο ρήγμα μεταξύ σοσιαλιστών και πολιτικών οικολογιστών
δημιουργούν οι διαφωνίες τους ως προς το θέμα των «ορίων στην ανά-

260
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

πτυξη». Μάλιστα, ο αποτελεσματικότερος έλεγχος που μπορεί να γίνει σε


κατά δήλωση πράσινους σοσιαλιστές είναι να διαπιστώσουμε σε τι βαθ-
μό έχουν αποδεχθεί τη θεμελιώδη πράσινη θέση ότι υπάρχουν υλικά
όρια στην παραγωγική ανάπτυξη. Μερικοί την έχουν αποδεχθεί πλήρως,
και φαίνεται ότι στην πορεία τους έχουν αναθεωρήσει σημαντικά το πε-
ριεχόμενο του σοσιαλισμού τους. Ο Rudolf Bahro, για παράδειγμα, όντας
ακόμα σοσιαλιστής υποστήριξε ότι θεωρούσε «σχεδόν αποκρουστικό το
να υπάρχουν μαρξιστές που αμφισβητούν το πεπερασμένο του εκμεταλ-
λεύσιμου φλοιού της γης» (1982, σ. 60). Σήμερα γνωρίζουμε ότι η εμμονή
του Bahro σε τέτοιες σκέψεις τον οδήγησε να εγκαταλείψει εντελώς τον
σοσιαλισμό. Δεν έκαναν το ίδιο οι Joe Weston και Raymond Williams,
που παρ’ όλα αυτά θα συμφωνούσαν πιθανόν με τις ακόλουθες παρα-
τηρήσεις:

Δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να μελετήσει την εκτενή γραμματεία


πάνω στην οικολογική κρίση και να μη συμπεράνει ότι ο αντίκτυπός
της θα μας αναγκάσει να αλλάξουμε την παραγωγή και την κατανάλω-
ση με τρόπους και σε έκταση που θα επιφέρουν ρήξη με το τον τρόπο
ζωής (lifestyle) και τις προσδοκίες που συνηθίσαμε να έχουμε στις βι-
ομηχανικές χώρες.
(Ryle, 1988, σ. 6)

Ο Joe Weston σίγουρα συμφωνεί, ως ένα σημείο, καθώς σημειώ-


νει ότι «…πρέπει να τονιστεί πως η απόρριψη αυτή της πράσινης πολιτι-
κής δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε σήμερα πως οι φυσικοί πόροι είναι απε-
ριόριστοι» (Weston, 1986, σ. 4), και προσθέτει ότι η αριστερά μπορεί να
μάθει από τους πράσινους να θέτει το πρόγραμμα «αέναης βιομηχανικής
επέκτασης» υπό αίρεση (ό.π., σ. 5). Ο Raymond Williams, επίσης, αποδέ-
χεται την οικολογική θέση ως προς το «κεντρικό πρόβλημα όλου αυτού
του τρόπου και τύπου παραγωγής: η υλοποίηση μιας απεριόριστης επέ-
κτασης σ’ έναν φυσικά πεπερασμένο κόσμο» (Williams, 1986, σ. 214), και
υποστηρίζει ότι «η ορθόδοξη αφαιρετική αντίληψη περί μιας απεριόριστα
επεκτεινόμενης παραγωγής –η εκδοχή της περί “ανάπτυξης”– πρέπει να
επανεξεταστεί εκ θεμελίων» (ό.π., σ. 215).

261
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Άλλοι, ωστόσο, δυσκολεύονται να χωνέψουν τέτοιου είδους πράγ-


ματα. Ο David Pepper ενδιαφέρεται «να μην εγκαταλείψουμε τον ουμα-
νισμό ενθαρρύνοντας υπερβολικά τις πράσινες παραδοχές ως προς τα
“φυσικά” όρια στον μετασχηματισμό της φύσης» (Pepper, 1993, σ. 434),
και ενώ ο Saral Sarkar, στην εκτενή τοποθέτησή του υπέρ του οικο-σο-
σιαλισμού, τα χαρακτηρίζει αυτά «παλαιές πλάνες» (Saral Sarkar, 1999,
σ. 197), ο David Harvey συνηγορεί με τον Pepper ότι η ιδέα των φυσικών
ορίων είναι υπερβολικά απλουστευτική και ανεπαρκώς διαλεκτική. Υπο-
στηρίζει ότι:

… εάν αντιμετωπίζουμε τους «φυσικούς πόρους» με τον αρκετά παρα-


δοσιακό τρόπο της γεωγραφίας, ως «πολιτισμικές, τεχνολογικές και οι-
κονομικές αξιολογήσεις στοιχείων που ενυπάρχουν στη φύση και επι-
στρατεύονται για συγκεκριμένους κοινωνικούς σκοπούς» … τότε η
«οικολογική σπάνις» φανερώνει ότι δεν έχουμε τη θέληση, την εξυ-
πνάδα ή την ικανότητα ν’ αλλάζουμε τους κοινωνικούς μας στόχους, τις
πολιτισμικές μας εκφράσεις, τα τεχνολογικά μας συστήματα ή τη μορ-
φή της οικονομίας μας και ότι δεν έχουμε τη δύναμη να τροποποιούμε
τη «φύση» σύμφωνα με τις ανθρώπινες ανάγκες.
(Harvey, 1993, σ. 39)

Η πρόθεση του Harvey εδώ είναι να αναθεματίσει τους πολιτικούς


οικολόγους για την (υποτιθέμενη) πεποίθησή τους ότι τα ανθρώπινα όντα
είναι ανίσχυρα απέναντι σ’ έναν εχθρικό φυσικό κόσμο, που χαρακτηρι-
στικό του είναι η σπάνις. Ωστόσο, η πρόθεσή του αυτή ανατρέπεται όταν
συνειδητοποιούμε ότι η πολιτική οικολογία αφορά ακριβώς στην πραγ-
ματοποίηση όσων ο Harvey ισχυρίζεται πως οι πολιτικοί οικολογιστές θε-
ωρούν αδύνατα. Οι πολιτικοί οικολογιστές πιστεύουν όντως ότι έχουμε
«τη θέληση, την εξυπνάδα και την ικανότητα ν’ αλλάζουμε τους κοινω-
νικούς μας στόχους, τις πολιτισμικές μας εκφράσεις» κ.ο.κ., ακόμα κι ότι
έχουμε «τη δύναμη να τροποποιούμε τη “φύση” σύμφωνα με τις ανθρώ-
πινες ανάγκες». Το πραγματικό ερώτημα είναι «κατά πόσο;» κι ένα σημα-
ντικό μέρος της απάντησης καθορίζεται, σύμφωνα με τους πολιτικούς οι-
κολογιστές, από το γεγονός ότι ο αστερισμός κάτω από τον οποίο λαμβά-

262
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

νουν χώρα οι πράξεις μας είναι η σπάνις. Αυτή, τελικά, είναι η «ωμή αλή-
θεια» (κατά τους πολιτικούς οικολογιστές) που οι μαρξιστές κριτικοί επι-
διώκουν ν’ απονευρώνουν καλλιεργώντας την αντίληψη περί διαλεκτι-
κής σχέσης μεταξύ των ανθρωπίνων όντων και του «φυσικού» κόσμου.
Οι επανεκτιμήσεις που κάνουν σοσιαλιστές όπως o Williams φαίνε-
ται να τους εμπλέκουν σε μιαν επανεκτίμηση του ίδιου του σοσιαλισμού.
Ο Williams γράφει πως «κάθε σοσιαλιστής θα έπρεπε να αναγνωρίσει ως
δεδομένο ότι πολλοί πόροι, με τα σημερινά επίπεδα χρήσης τους, πρό-
κειται να εξαντληθούν» (Williams, χ.χ., σ. 15) και κατά συνέπεια οι σοσι-
αλιστές θα έπρεπε να επανεξετάσουν την παραδοσιακή πεποίθησή τους
ότι η ανακούφιση της φτώχιας απαιτεί «παραγωγή και περισσότερη πα-
ραγωγή» (ό.π., σ. 6). H Mary Mellor το μετατρέπει αυτό σε επιχειρηματο-
λογία που θα μπορούσε να ωφελήσει τον ίδιο τον σοσιαλισμό: «Όπου οι
πόροι είναι περιορισμένοι, το ζήτημα του ποιος ωφελείται και ποιος χά-
νει δεν μπορεί να παρουσιαστεί ως επακόλουθο “του κρυμμένου χεριού
της αγοράς” ή κάποιου προσωπικού ελλείμματος θέλησης, διακινδύνευ-
σης ή προσπάθειας. Αποκαλύπτεται σαφώς ως ζήτημα ηθικών και πολιτι-
κών επιλογών, σχέσεων εξουσίας και κοινωνικής δικαιοσύνης» (Mellor,
2006, σ. 37). Με άλλα λόγια, η σπάνις θέτει το ζήτημα της κοινωνικής δι-
καιοσύνης στην καρδιά της συζήτησης. Οι υποσχέσεις για ευημερία και
η ροή πλούτου από τους εύπορους προς τους φτωχούς μοιάζουν λιγότε-
ρο πειστικές εντός ενός πλαισίου ορίων στην ανάπτυξη. Όταν η πίτα έχει
πεπερασμένο μέγεθος, το ερώτημα περί του πώς θα μοιράζεται δίκαια
δεν μπορεί να αποφευχθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποδεικνύει η Mellor,
η πράσινη κριτική για την «αναπτυξιακότητα» και η σοσιαλιστική κριτική
για την κοινωνική αδικία συναντώνται εποικοδομητικά. Η ίδια συνοψίζει
ως εξής: «Οι πόροι δεν είναι απεριόριστοι – όσο οι πλούσιοι ανεβάζουν
τα επίπεδα της κατανάλωσής τους σε αγαθά όπως τα πολυτελή τζιπ, οι
φτωχοί δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να ικανοποιήσουν τις ανά-
γκες τους» (Mellor, 2006, σ. 45).
Οι σοσιαλιστές, βεβαίως, πάντοτε διεκδικούσαν μια δίκαιη κατανο-
μή της παραγωγής, και υπ’ αυτήν την έννοια ο Williams είναι συνεπής, ο
σοσιαλισμός όμως δεν διαθέτει μια κυρίαρχη παράδοση αμφισβήτησης
της ίδιας της παραγωγής, κι αυτό είναι που υπαινίσσεται εδώ ο Williams.

263
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Εμφανίζεται να ξαναδιαβάζει τον σοσιαλισμό όταν μιλά για «το πρόβλημα


των πόρων» ως «το σημείο πίεσης επί του υπάρχοντος καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής στο σύνολό του» (χ.χ., σ. 16). Σε καμία από τις προβε-
βλημένες πηγές του σοσιαλιστικού στοχασμού δεν θα συναντήσουμε μια
τέτοιου είδους ανάλυση των αδυναμιών του καπιταλισμού. Στον βαθμό
αυτό, η αποδοχή της πράσινης θέσης ότι υπάρχουν όρια στην ανάπτυξη
της παραγωγής μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις ως προς το περιε-
χόμενο του σοσιαλισμού που ασπάζονται οι σοσιαλιστές.
Μια από τις σημαίνουσες επιπτώσεις είναι η επανεξέταση της ίδιας
της σοσιαλιστικής παράδοσης με την έξαρση ορισμένων πλευρών της σε
βάρος άλλων. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο σοσιαλισμός στον οποίο συ-
νηθέστατα αναφέρονται συγγραφείς όπως ο Williams είναι αποκεντρω-
τικός, κατά της γραφειοκρατίας και του παραγωγισμού, και συνήθως ως
μάρτυρες για την ύπαρξή του επαναφέρονται στο προσκήνιο οι ουτοπι-
στές σοσιαλιστές και ο Ουίλιαμ Μόρις (Pepper, 1993a, σ. 431, 447, 449).
Έτσι ο Rudolf Bahro υπέδειξε ότι «σπάνια θα συναντήσουμε στοιχεία που
δεν έχουν ήδη εμφανιστεί στα κείμενα κάποιων από τους παλιούς σοσια-
λιστές – των ουτοπιστών, βεβαίως, περιλαμβανομένων» (Bahro, 1982, σ.
126). Το 1994 θα έλεγε: «Εάν πιεζόμουν πολύ δεν θα μπορούσα να αρνη-
θώ ότι είμαι ουτοπιστής σοσιαλιστής, αφού στην οπτική μου για την κοι-
νότητα εμφανίζονται τόσο πολλά στοιχεία του ουτοπικού σοσιαλισμού»
(1994, σ. 235). Ο Martin Ryle απηχεί την ίδια αίσθηση: «Ο ουτοπικός σοσι-
αλισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί προφανές σημείο συνάντησης πρα-
σίνων και σοσιαλιστών» (1988, σ. 21). Ο Ρόμπιν Κουκ, τέως υπουργός
Εξωτερικών σε μία από τις κυβερνήσεις του Τόνυ Μπλαιρ, μιλά πιο συ-
γκεκριμένα: «Το μέλλον του σοσιαλισμού μπορεί να βρίσκεται περισσό-
τερο στον Ουίλιαμ Μόρις παρά στον Herbert Morrison» (στο Gould, 1988,
σ. 163). Παρόμοια και ο Raymond Williams: «Ο συγγραφέας που ξεκίνη-
σε να ενώνει αυτές τις διαφορετικές παραδόσεις στη βρετανική κοινωνι-
κή σκέψη ήταν ο Willliam Morris» (χ.χ., σ. 9).
Από την άλλη πλευρά, και ο Jonathon Porritt αποδέχεται τέτοιες γε-
νεαλογίες: «Τα προσωπικά δικά μου στοιχεία οικειότητας και πολύ στε-
νής σύνδεσης με την αριστερά πηγάζουν από τις πρωταρχικές ελευθερι-
ακές παραδόσεις, τον Ουίλιαμ Μόρις και τους λοιπούς, και από την αναρ-

264
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

χική παράδοση της αριστερής πολιτικής». Και προσθέτει κάτι ακόμα ση-
μαντικό: «Πιστεύω ότι αυτή η μορφή του αποκεντρωτικού σοσιαλισμού
γνώρισε πολύ δύσκολες στιγμές στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής πολιτικής
καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του αιώνα» (Porritt, 1984, σ. 25).
Από τα παραπάνω αναδεικνύεται ο επιλεκτικός τρόπος με τον οποίο
τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι οικολογιστές αναφέρονται στη σοσιαλι-
στική παράδοση. Ο Porrit συνήθως δεν κάνει τις διακρίσεις που είδα-
με προηγουμένως. Επιδιώκει να διαχωρίζει τον οικολογισμό από τον
σοσιαλισμό, διότι αντιμετωπίζει τον δεύτερο ως μέρος της παλαιάς τά-
ξης πραγμάτων, κι έτσι συνήθως τον παρουσιάζει να φέρει τον μανδύα
της γραφειοκρατίας και του παραγωγισμού. Στον βαθμό που υπάρχει μια
αποκεντρωτική παράδοση εντός του σοσιαλισμού αυτό αποτελεί μια δό-
λια πρακτική, όμως θα ήταν εξίσου ανειλικρινές αν οι σοσιαλιστές απα-
ντούσαν στην πρόκληση των οικολογιστών ισχυριζόμενοι (ξαφνικά) ότι ο
William Morris εκπροσωπεί πλήρως τον πραγματικό σοσιαλισμό.
Μερικές φορές οι σοσιαλιστές πηγαίνουν πολύ πίσω στον χρό-
νο αναζητώντας πρόσωπα που τους εξυπηρετούν. Όταν ο David Pepper
αναφέρεται, για παράδειγμα, στην παράδοση «Κροπότκιν - Γκόντουιν -
Όουεν» (στο Weston, 1986, σ. 120) αναρωτιέται κανείς εάν μιλάμε πλέον
καν για τον σοσιαλισμό. Μεταξύ αυτών των τριών υπάρχει το πολύ ένας
σοσιαλιστής και, παρότι ο Pepper καλύπτεται προτείνοντας μιαν «αναρ-
χική μάλλον παρά συγκεντρωτική» μορφή σοσιαλισμού (ό.π., σ. 115), το
επίθετο «αναρχική» έχει ως συνέπεια να απογυμνώνει τον σοσιαλισμό
από μεγάλο μέρος του περιεχομένου που συνήθως του αποδίδεται. Δεν
κερδίζουμε, όμως, πολλά από τη σημασιολογία. Το σημαντικό είναι ότι τα
αιτήματα για μια σύγκλιση μεταξύ σοσιαλισμού και οικολογισμού στηρί-
ζονται στην αναβίωση μιας δευτερεύουσας εντός του σοσιαλισμού πα-
ράδοσης. Ως εκ τούτου, το ερώτημα κατά πόσο είναι συμβατός ο σοσια-
λισμός με την πολιτική οικολογία δεν μπορεί να απαντηθεί πριν να ρωτή-
σουμε «τι είδους σοσιαλισμός;», και τελικά η απάντηση θα εξαρτηθεί από
το εάν η παράδοση ουτοπισμού - Ουίλλιαμ Μόρρις υποστηρίζει μια βιώ-
σιμη κοινωνία που παραπέμπει κάπως σε μια μοντέρνα πράσινη αντίλη-
ψη (Lee, 1989).
Συμπερασματικά, κάποιοι σοσιαλιστές, υπό την πίεση των πρασί-

265
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

νων, θα επανεκτιμήσουν τους παραδοσιακούς στόχους της παραγωγής


και της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης, θα επιδιώξουν να διασώσουν δευτε-
ρεύουσες τάσεις εντός της πολιτικής τους παράδοσης και μπορεί να με-
λετήσουν τον ρόλο της εργατικής τάξης στους μελλοντικούς πολιτικούς
μετασχηματισμούς. Οι πράσινοι, πάλι, είναι απαραίτητο να ακούσουν τη
σοσιαλιστική κριτική και να σκεφθούν διεξοδικότερα ποια είναι η σχέση
μεταξύ καπιταλισμού και περιβαλλοντικής υποβάθμισης, τι ακριβώς εί-
ναι «το περιβάλλον» και ποια δυναμική κοινωνικών αλλαγών εμπεριέχε-
ται στην αναγνώριση ενός κοινωνικού υποκειμένου. Τέλος, ο Martin Ryle
έχει μάλλον δίκιο όταν ισχυρίζεται πως η πολιτική οικολογία και ο σοσια-
λισμός επιδίδονται σε μια «συγκλίνουσα κριτική» – τόσο η πρώτη όσο και
ο δεύτερος ταυτίζουν τον καπιταλισμό με τη σπατάλη πόρων κατά την πα-
ραγωγή και την κατανάλωση, και του ασκούν κριτική για την ανισότητα
που χαρακτηρίζει τα παράγωγά του (1998, σ. 48).

Φεμινισμός

Στο πλαίσιο γενικά του φεμινισμού εκτυλίσσεται μια συζήτηση ως προς το


ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσουν οι φεμινίστριες: να
επιδιώξουν την ισότητα με τους άντρες υπό όρους που σε μεγάλο βαθ-
μό τίθενται απ’ αυτούς ή να εστιάσουν στις διαφορές μεταξύ ανδρών και
γυναικών και να επιδιώξουν να επαναξιολογηθούν, αναβαθμιζόμενα, τα
σήμερα καταπιεσμένα (υποθετικά) γυναικεία χαρακτηριστικά. Καθ’ υπέρ-
βασιν αυτού του διλήμματος, ορισμένες οικοφεμινίστριες αντιλαμβάνονται
τον οικοφεμινισμό ως μια ευκαιρία να αρνηθούν να κάνουν την επιλογή
που συνεπάγεται και, αντ’ αυτής, να ταχθούν υπέρ μιας αναμορφωμένης
πολιτικής που οδηγεί πέραν του δυϊσμού. Στον βαθμό που οι οικοφεμινί-
στριες συντάσσονται με τη στρατηγική της «διαφοράς», το κάνουν αποβλέ-
ποντας όχι μόνο στο να απελευθερωθούν οι γυναίκες, αλλά και στο να εν-
θαρρυνθούν οι άντρες να ενστερνιστούν «γυναικείους» τρόπους σκέψης
και δράσης, προωθώντας έτσι υγιέστερες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων
γενικά, όπως επίσης μεταξύ των ανθρώπων (και μάλιστα των ανδρών)
και του περιβάλλοντος. Σε όσα ακολουθούν, θα θεωρήσω τον οικοφεμινι-

266
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

σμό της «διαφοράς» κέντρο βάρους της συζήτησης και, μέσα από μια κρι-
τική του, θα αναπτύξω την εκδοχή της «αποδόμησης».
Ο οικοφεμινισμός της «διαφοράς» συγκροτείται γύρω από τρεις βα-
σικές ιδέες.
Εν πρώτοις, οι οικοφεμινίστριες της «διαφοράς» υποστηρίζουν συ-
νήθως ότι υπάρχουν αξίες και συμπεριφορές που είναι πρωταρχικά θη-
λυκές, με την έννοια ότι κατέχονται ή εκδηλώνονται θεμελιακότερα από
τις γυναίκες μάλλον παρά από τους άντρες. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπο-
ρεί να παράγονται είτε «κοινωνικά» είτε «βιολογικά», και αποδίδεται με-
γάλη σημασία στη σχετική απόφανση. Κατά πρώτον, στον βαθμό που οι
οικοφεμινίστριες θα ήθελαν να δουν τους άντρες να αναδέχονται αυτά
τα χαρακτηριστικά, θα πρέπει και να πιστεύουν ότι είναι δυνατόν σε αυ-
τούς να το κάνουν. Με άλλα λόγια, δεν μπορούν να ισχυριστούν πως εί-
ναι απαραίτητο να είσαι γυναίκα για να έχεις τα συγκεκριμένα χαρακτηρι-
στικά, αν και θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι οι άντρες δεν μπορούν
να γνωρίζουν ποια είναι αυτά παρά μόνο αν τους το πουν οι γυναίκες.
Δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι τα χαρακτηριστικά έχουν τις ρίζες τους στη
βιολογία είναι ευάλωτος απέναντι στην κατηγορία της ουσιοκρατίας και
επομένως στη μομφή ότι τέτοια χαρακτηριστικά είναι αναπόσπαστα συν-
δεδεμένα με το ένα ή με το άλλο φύλο – εάν μετά θεωρήσουμε ορισμέ-
να από τα εν λόγω χαρακτηριστικά ανεπιθύμητα, τότε το φύλο στο οποίο
ανήκουν παραμένει προσκολλημένο σε αυτά και οποιαδήποτε δυνατότη-
τα «προόδου» αποδεικνύεται ανέφικτη. Συνδεδεμένη με την ως άνω πε-
ποίθηση είναι η άποψη πως οι γυναικείες αξίες έχουν –ιστορικά– υπο-
τιμηθεί από την πατριαρχία, και ότι είναι καθήκον των οικοφεμινιστριών
«της διαφοράς» να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της θετικής τους επανα-
ξιολόγησης. Βεβαίως, εάν υπάρχουν θηλυκές αξίες και τρόποι συμπερι-
φοράς, τότε υπάρχουν επίσης αρσενικές αξίες και τρόποι συμπεριφοράς·
ζητώντας να επαναξιολογηθούν, αναβαθμιζόμενα, τα γυναικεία χαρακτη-
ριστικά, οι οικοφεμινίστριες δεν απαιτούν απαραίτητα να εξοβελιστούν τα
αντίστοιχα αρσενικά – κατατείνουν μάλλον στην επιδίωξη της εξισορρό-
πησής τους.
Η δεύτερη αρχή του οικοφεμινισμού της διαφοράς διακηρύσσει ότι η
εξουσία επί της φύσης συνδέεται με την εξουσία επί των γυναικών και ότι

267
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

οι δομές της εξουσίας και τα αίτιά της είναι παρόμοια και στις δύο περιπτώ-
σεις: «Η ταυτότητα και το πεπρωμένο των γυναικών και της φύσης συγχω-
νεύονται», γράφουν οι Andrée Collard και Joyce Contrucci (1988, σ. 137).
Η τρίτη ιδέα –η οποία σχετίζεται με τις πρώτες δύο, και τις συνδέει–
θέλει τις γυναίκες να βρίσκονται εγγύτερα από τους άνδρες στη φύση και
ως εκ τούτου δυνητικά στην πρώτη γραμμή για την ανάπτυξη βιώσιμων
τρόπων συνδιαλλαγής με το περιβάλλον – «οι οικοφεμινίστριες υποστη-
ρίζουν πως οι γυναίκες κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση από την οποία μπο-
ρούν να “απευθυνθούν” στην οικολογική κρίση» (Mellor, 1992, σ. 236).
Θα επεκταθώ πάνω στις τρεις αυτές ιδέες και θα δείξω με ποιους
τρόπους ορισμένες φεμινίστριες έχουν εναντιωθεί στο οικοφεμινιστι-
κό πρόγραμμα –και ιδιαίτερα στο πρώτο σημείο (στην ουσιοκρατική του
έκφανση τουλάχιστον)– εξαιτίας όσων, κατά την εκτίμησή τους, αποτε-
λούν οπισθοδρομικές συνέπειές του. Σε κάποια («αποδομητικά») χέρια
αυτό έχει αποδώσει έναν επαναπροσδιορισμό5 του οικοφεμινισμού. Η
Val Plumwood, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι το μόνο που μοιράζο-
νται μεταξύ τους οι διάφοροι «οικολογικοί φεμινισμοί» είναι η απόρριψη
της αντίληψης «περί κατωτερότητας της γυναικείας σφαίρας και της φύ-
σης» (1993, σ. 33). Ό,τι έπεται, αφού απορρίψουμε αυτή την αντίληψη, εί-
ναι που διακρίνει τον φεμινισμό της «διαφοράς» από τον «αποδομητικό».
Αναφορικά με τις αξίες και τη συμπεριφορά, η Ynestra King γράφει
ότι «εμείς (τουτέστιν οι γυναίκες) μαθαίνουμε από νωρίς να είμαστε πα-
ρατηρητικές, να περιποιούμαστε και να ανατρέφουμε» (1983, σ. 12), ενώ
η Stephanie Leland αναφέρει «το ανήκειν, το σχετίζεσθαι και τη μη πα-
ρεμβατικότητα» ως «γυναικείες παρορμήσεις» (1983, σ. 71). Τέτοιου εί-
δους χαρακτηριστικά (που, όπως έχω ήδη επισημάνει, αναφέρονται ενίο-
τε ως ουσιώδη συστατικά της «γυναικείας αρχής») αποδίδονται συνήθως
από τις οικοφεμινίστριες στις γυναίκες και, παρόλο που η Val Plumwood
επισημαίνει σωστά ότι η απαξίωση των αρσενικών τρόπων σκέψης και
συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται απαραίτητα την καταξίωση των θηλυκών

5 Στο πρωτότυπο re(de)fining, λογοπαίγνιο που δεν αποδίδεται στα ελληνικά και
συνδέει τον επαναπροσδιορισμό με μια εκλέπτυνση του οικοφεμινισμού (σ.τ.μ.).

268
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

χαρακτηριστικών, έχω την εντύπωση ότι αυτού του είδους την καταξίωση
την ενστερνίζονται συνήθως οι οικοφεμινίστριες της «διαφοράς».
Για να υποστηρίξει την άποψή της η Plumwood γράφει: «Αυτό που
φαίνεται να εμπεριέχεται συχνά εδώ είναι όχι τόσο μια διαβεβαίωση για τη
σύνδεση και τη συνάφεια της θηλυκότητας με τη φύση, όσο η αμφισβήτη-
ση και η απόρριψη του αρσενικού χαρακτηρολογικού προτύπου αποσύν-
δεσης από τη φυσική τάξη πραγμάτων και κυριαρχίας επ’ αυτής» (1988, σ.
19). Κάτι τέτοιο όμως μοιάζει ν’ αντικρούεται από τη διακήρυξη της Judith
Plant, για παράδειγμα, ότι «οι αξίες των γυναικών, επικεντρωμένες στη
ζωοποιό προσφορά, πρέπει να επαναξιολογηθούν, αναβαθμιζόμενες από
τον κάποτε δευτερεύοντα ρόλο τους» (χ.χ., σ. 7), όπως και από την υπερά-
σπιση της επαναξιολόγησης εκ μέρους της Hazel Henderson:

Ο oικοφεμινισμός … αποδίδει αξία στη μητρότητα και στη γονεϊκότη-


τα και στην ανατροφή παιδιών και στη συντήρηση άνετων χώρων δια-
βίωσης και συνεκτικών κοινοτήτων, ως το πλέον υψηλό παραγωγικό
έργο της κοινωνίας – και όχι το πλέον υποτιμημένο, όπως υπό το κα-
θεστώς των πατριαρχικών αξιών και οικονομικών, όπου οι σχετικές
εργασίες παραγνωρίζονται και δεν αμείβονται.
(Henderson, 1983, σ. 207)

Ισχύει, βεβαίως, ότι αρσενικές αξίες όπως οι διακρίσεις, η επιβολή και η


ιεραρχία (Leland, 1983, σ. 68-69), καθώς και «η παραγνώριση των απαι-
τούμενων για το περιβαλλοντικό νοικοκυριό6» (Freer, 1983, σ. 132) αντιμε-
τωπίζονται ως απολύτως βλαπτικές όταν η προαγωγή τους συνεπάγεται
την καταστρατήγηση άλλων αξιών. Στο πλαίσιο αυτό, η Jean Freer αναφέ-
ρεται δηκτικά στο διαστημικό πρόγραμμα ως άσκηση κατά την οποία «πλα-
στικές σακούλες γεμάτες με ούρα ανδρών τέθηκαν σε αέναη τροχιά στο
σύμπαν», και στη συνέχεια ρωτά: «Πώς μπορούν να ισχυρίζονται ότι εί-
ναι ευαισθητοποιημένοι;» (Freer, 1983, σ. 132). H Ynestra King καταλήγει:

6 Απόδοση του λογοπαίγνιου housekeeping requirements of nature, που ανα-


φέρεται στην ορθή διαχείριση της φύσης.

269
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Αντιλαμβανόμαστε την καταστροφή της γης και των πλασμάτων της


από τα επιχειρηματικά γεράκια, όπως και την απειλή ατομικού ολέ-
θρου από τα στρατιωτικά γεράκια ως φεμινιστικά ζητήματα. Πρόκειται
για την ίδια ανδροκρατική νοοτροπία που θα μας αρνιόταν το δικαίω-
μά μας πάνω στο ίδιο μας το σώμα και στην ίδια μας τη σεξουαλικότη-
τα, και η οποία επαφίεται σε πολλαπλά συστήματα κυριαρχίας και κρα-
τικών εξουσιών προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της.
(King, 1983, σ. 10)

Παρουσιάζονται αρκετές δυσκολίες –εκτός από τις πολιτικο-στρατηγι-


κές– ως προς την καταξίωση των θηλυκών αξιών και την επιθυμούμενη
αναβάθμισή τους. Κατά πρώτον, υφίσταται το διαβόητο ζήτημα της κατ’
αρχάς αναγνώρισης των θηλυκών στοιχείων: θα γνωρίζαμε με τι μπορεί
να μοιάζει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα «θηλυκών» γυναικών μόνο αν
είχαμε ήδη κάποια ιδέα για το ποια είναι τα θηλυκά στοιχεία, στην περί-
πτωση όμως αυτή θα τα είχαμε ορίσει εκ των προτέρων, αντί να τα συνα-
γάγουμε μέσω παρατήρησης. Άλλωστε, δεν αληθεύει ότι ορισμένοι άν-
δρες εμφανίζουν «θηλυκά» χαρακτηριστικά και ορισμένες γυναίκες αντί-
στοιχα «αρσενικά», οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι τα χαρακτηρι-
στικά αυτού του είδους δεν βασίζονται στο φύλο αυτό καθαυτό, αλλά, για
παράδειγμα, στην επίδραση της κοινωνικοποίησης επί του φύλου;
Εξάλλου, υπάρχουν κάποια γνωρίσματα που μπορεί να θεωρηθούν
αρνητικά, όπως η υποτακτικότητα, και τα οποία αποδίδονται στις γυναί-
κες από γυναίκες (συμπεριλαμβανομένων, βεβαίως, και πολυάριθμων
φεμινιστριών). Αν πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε τη γυναίκα ως το μέ-
τρο καθορισμού των χαρακτηριστικών με αξία δεν μας μένει περιθώριο
ν’ ασκήσουμε κριτική σε γνωρίσματα που μπορεί να υποπτευόμαστε ότι
είναι αρνητικά στο πλαίσιο αυτού που θεωρείται τυπικά θηλυκή συμπε-
ριφορά. Μπορούμε να θεωρήσουμε την υποτακτικότητα αρνητική μόνο
εάν αξιολογήσουμε το αντίθετό της θετικά, κάτι που θα έχει ως συνέπεια
να αξιολογήσουμε θετικά ένα χαρακτηριστικό που κανονικά συνδέεται
με τους άντρες. Με άλλα λόγια, πώς θα αποφανθούμε για το ποιες εί-
ναι θετικές μορφές σκέψης ή συμπεριφοράς και ποιες αρνητικές; Πιθα-
νόν να μη θελήσουμε να υποστηρίξουμε ότι όλα τα θηλυκά χαρακτηριστι-

270
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

κά είναι θετικά, ούτε και θέλουμε, ως φαίνεται, να ισχυριστούμε ότι όλα


τα αρσενικά γνωρίσματα είναι αρνητικά. Η γενικευμένη, ωστόσο, διακή-
ρυξη ότι τα θηλυκά γνωρίσματα είναι θετικά δεν μας παρέχει καμία δια-
κριτική ευχέρεια.
Ένας συναφής τρόπος προσέγγισης του ζητήματος αυτού μπορεί να
είναι μέσω του ερωτήματος: «Με δεδομένο ότι τόσο τα αρσενικά όσο και
τα θηλυκά χαρακτηριστικά έχουν διαμορφωθεί από το καθεστώς της πα-
τριαρχίας, πού μπορούμε να βασιστούμε για να υποστηρίξουμε ότι είτε
η μια μορφή είτε η άλλη είναι αξιόλογη;» Μια σεπαρατίστρια φεμινίστρια
μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτά που οι οικοφεμινίστριες αποκαλούν υγιή
στοιχεία είναι το ίδιο κηλιδωμένα από την πατριαρχία όσο και τα μη υγιή,
και ότι ο μόνος τρόπος να ανακαλύψουμε πώς είναι τα γνήσια θηλυκά
χαρακτηριστικά (εάν και εφόσον υπάρχουν) θα ήταν να αποδεσμευθούμε
από την πατριαρχία όσο το δυνατόν περισσότερο και να αφήσουμε αυτά τα
στοιχεία να «αναδυθούν». Όπως τονίζει η Mary Mellor: «Οι φεμινίστριες
υποστηρίζουν εδώ και πολύ καιρό ότι μέχρις ότου οι γυναίκες αποκτή-
σουν τον έλεγχο της γονιμότητάς τους, της σεξουαλικότητας και των οι-
κονομικών παραμέτρων της ζωής τους δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μά-
θουμε τι “πραγματικά” είναι ή θέλουν οι γυναίκες» (1992b, σ. 237).
Οι οικοφεμινίστριες της «διαφοράς» συνήθως δεν ακολουθούν τη
στρατηγική αυτή· εντοπίζουν απλώς ορισμένα γνωρίσματα τα οποία υπο-
στηρίζουν ότι έχουν ήδη οι περισσότερες γυναίκες, τα αξιολογούν θετι-
κά, και στη συνέχεια ισχυρίζονται πως τόσο εμείς (όλοι μας) όσο και, κατ’
ακολουθίαν, ο πλανήτης θα ήμασταν σε καλύτερη κατάσταση αν καλλιερ-
γούσαμε τέτοια γνωρίσματα:

Στην αρχή μοιάζει προφανές ότι η οικοφεμινιστική και ειρηνιστική επι-


χειρηματολογία εδράζεται στην αποδοχή μιας ιδιαίτερης θηλυκής συ-
νάφειας με τη φύση ή με τα ειρηνικά χαρακτηριστικά και στην εν συνε-
χεία προβολή της ως ένα διαφορετικό ιδεώδες για τους ανθρώπους (ή
ως μέρος ενός τέτοιου ιδεώδους).
(Plumwood, 1988, σ. 22)

Η άρνηση του «προφανούς» από την Plumwood είναι που την οδηγεί,

271
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

όπως και άλλες (βλ. π.χ. King, 1989), στην ατραπό του «αποδομητικού»
οικοφεμινισμού. Επιχειρηματολογεί ενάντια στην ιδέα της αποδοχής του
γυναικείου (feminine) και της απόρριψης του ανδρικού (masculine) (οι
όροι δικοί της) και αντ’ αυτού προχωρά στην απόρριψη και των δύο.
Αυτό αποτελεί μέρος ενός εκλεπτυσμένου επιχειρήματος που τοποθετεί
τη φεμινιστική στρατηγική της στο πλαίσιο μιας γενικής επίθεσης ενάντια
στη δυαδική σκέψη (Plumwood, 1993, 2006). Υποστηρίζει ότι:

Οι γυναίκες στο πλαίσιο της πατριαρχίας έχουν έρθει αντιμέτωπες με


μιαν απαράδεκτη επιλογή σχετικά με την πανάρχαια ταυτότητά τους ως
φύση. Είτε την αποδέχονται (φυσιοκρατία) είτε την απορρίπτουν (και
ενστερνίζονται το κυρίαρχο πρότυπο της υπεροχής). Η μελέτη της δυα-
δικής προβληματικής υποδεικνύει έναν τρόπο επίλυσης του διλήμμα-
τος αυτού. Οι γυναίκες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πλήρως άνθρω-
ποι και ως πλήρως μέλη του ανθρώπινου πολιτισμού ακριβώς όπως
οι άντρες. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες, ωστόσο, πρέπει να αμ-
φισβητήσουν τη διχοτομική αντίληψη της ανθρώπινης ταυτότητας και
να αναπτύξουν έναν εναλλακτικό πολιτισμό που να αναγνωρίζει πλή-
ρως την ανθρώπινη ταυτότητα ως συνεχόμενη, και όχι ως ξένη, προς
τη φύση.
(Plumwood, 1993, σ. 36)

Σε προγενέστερη μορφή τα παραπάνω παρουσιάστηκαν ως ένα «από-


εμφυλοποιημένο» πρότυπο για το ανθρώπινο ον, το οποίο:

… προϋποθέτει ότι η επιλογή των χαρακτηριστικών γίνεται στη βάση


ανεξάρτητων κριτηρίων αξιολόγησης. Τα επιλεγόμενα κριτήρια συχνά
θα συνδέονται με το ένα μάλλον παρά με το άλλο φύλο, και μπορεί να
καταλήξουν εγγύτερα στα χαρακτηριστικά γυναικεία γνωρίσματα παρά
στα ανδρικά. Έχουν όμως καταστεί απο-εμφυλοποιημένα, με την έν-
νοια ότι δεν θα έχουν επιλεγεί επειδή συνδέονται με το ένα φύλο πε-
ρισσότερο από όσο με το άλλο, αλλά στη βάση ανεξάρτητων παραμέ-
τρων.
(Plumwood, 1988, σ. 23)

272
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

Το εγχείρημα αυτό θα ήταν δύσκολο να ολοκληρωθεί και οι συνέπειές


του δεν γίνεται να διερευνηθούν εδώ με πληρότητα. Μεταξύ άλλων θα
έπρεπε να διερωτηθούμε τι λογής θα ήταν αυτές οι «ανεξάρτητες παρά-
μετροι» και τι θα σήμαινε «πλήρως άνθρωποι». Αρκεί να πούμε για τον
φεμινισμό της Plumwood ότι:

… θα εξέφραζε την επιθυμία των γυναικών να προχωρήσουν σε πιο


προωθημένο στάδιο ως προς τη σχέση τους με τη φύση –πέρα από
αυτό της παθητικής συμπερίληψής τους στη φύση, πέρα από αυτό της
αντίδρασης ενάντια στον παλιό αποκλεισμό τους από τον πολιτισμό–,
στην κατεύθυνση μιας ενεργητικής, σταθμισμένης και αναστοχαστικής
στοίχισής τους με τη φύση, ενάντια σε μια καταστροφική και διχαστική
μορφή πολιτισμού.
(Plumwood, 1993, σ. 39, η έμφαση στο πρωτότυπο)

Η θέση της Plumwood στο σημείο αυτό με ενδιαφέρει κυρίως επειδή μας
επιτρέπει να την τοποθετήσουμε εκτός αυτού που εγώ αντιλαμβάνομαι ως
ένα ζεύγος βασικών αξιωμάτων του οικοφεμινισμού της «διαφοράς»: ότι,
πρώτον, τα γνωρίσματα του χαρακτήρα μπορούν να ταυτοποιούνται είτε
ως αρσενικά είτε ως θηλυκά και ότι, δεύτερον, τα θηλυκά γνωρίσματα εί-
ναι εκείνα που πρέπει οπωσδήποτε να αναδειχθούν σήμερα, προς όφε-
λος τόσο δικό μας όσο και του πλανήτη. Η ίδια η Plumwood παίρνει τις
αποστάσεις της από τον οικοφεμινισμό αυτού του είδους, αναφερόμενη
στο πρόταγμά της ως «κριτικό οικολογικό φεμινισμό» (βλ. π.χ. Plumwood,
1993, σ. 39) ή ως θεωρία «υβριδισμού» (Plumwood, 2006). Τέτοιες μετο-
νομασίες τοποθετήσεων στο πλαίσιο ή πέριξ του οικοφεμινιστικού προ-
τάγματος συχνά αποτελούν ένδειξη δυσανεξίας απέναντι στη φεμινιστική
τοποθέτηση επί του ζητήματος της «διαφοράς». Η Mary Mellor (για παρά-
δειγμα) αναφέρεται στη δική της θέση ως «φεμινιστική πράσινη πολιτική»
(1992, σ. 238) μάλλον παρά ως μορφή οικοφεμινισμού.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που μοιράζονται και οι δύο οικοφε-
νισμοί στους οποίους αναφέρομαι εδώ είναι ότι οι υποστηρίκτριές τους
τους θεωρούν θετικούς όχι μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τον μη-
ανθρώπινο φυσικό κόσμο. Οι οικοφεμινίστριες αναγνωρίζουν μια δια-

273
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σύνδεση ανάμεσα στην εκ μέρους των ανδρών καθυπόταξη της φύσης


και των γυναικών. Η φύση της σχέσης αυτής μπορεί να πάρει δύο μορ-
φές, μια χαλαρή και μιαν ισχυρή.
Στην περίπτωση της χαλαρής σχέσης, η πατριαρχία εμφανίζεται να
παράγει και να αναπαράγει την κυριαρχία της σε μεγάλο εύρος τομέων
και οτιδήποτε μπει στο οπτικό της πεδίο θα υποταχθεί σ’ αυτήν. Η σχέ-
ση μεταξύ γυναικών και φύσης σ’ αυτή την περίπτωση έγκειται απλώς
στο ότι αποτελούν δύο αντικείμενα της πατριαρχικής κυριαρχίας, χωρίς
η υποταγή των πρώτων να συμβάλλει απαραίτητα στην παραγωγή και
αναπαραγωγή της υποταγής της δεύτερης, και τανάπαλιν. Η Christine
Thomas παραπέμπει σχετικά στη Rosemary Radford Reuther: «Οι γυ-
ναίκες πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει απελευθέρω-
ση για τις ίδιες και καμία λύση για την οικολογική κρίση στο πλαίσιο μιας
κοινωνίας της οποίας το θεμελιώδες πρότυπο για τις σχέσεις τείνει να εί-
ναι αυτό της κυριαρχίας» (Thomas, 1983, σ. 162).
Η Judith Plant παρατηρεί σχετικά ότι «…βοηθάμε στη συνειδητο-
ποίηση της κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα» (Plant, χ.χ., σ. 4) και συνεχί-
ζει μ’ έναν συλλογισμό όπου εμπεριέχεται μια γεύση τoυ ισχυρού δεσμού
που ενίοτε διαπιστώνεται μεταξύ των γυναικών και της φύσης, μέσω της
κοινής τους καθυπόταξης: «Aπό τη στιγμή που κατανοούμε τους ιστορι-
κούς δεσμούς μεταξύ των γυναικών και της φύσης και της συνακόλου-
θης καταπίεσής τους δεν γίνεται ν’ αποφύγουμε να πάρουμε θέση ως
προς τον πόλεμο εναντίον της φύσης» (ό.π.). Αυτό το τελευταίο σχόλιο το-
νίζει τη μεταξύ της εκμετάλλευσης των γυναικών και της φύσης σχέση, η
οποία εκτείνεται πέραν του απλού γεγονότος ότι υπόκεινται στη γενικευ-
μένη οπτική της πατριαρχίας.
Κατά την Plant η ιστορική μελέτη της εκμετάλλευσής τους οδηγεί
στο συμπέρασμα ότι η πατριαρχία υποστηρίζει μια ιδιάζουσα συνάφεια
μεταξύ των δύο, που παράγει και αναπαράγει την κοινή τους καθυπό-
ταξη. Με αυτήν την έννοια, υποστηρίζουν οι οικοφεμινίστριες, ο αγώνας
για την απελευθέρωση των γυναικών πρέπει να είναι επίσης αγώνας για
τη φύση και, παρόμοια, η λεηλασία της φύσης δεν θα πρέπει να αντιμε-
τωπίζεται ως ανεξάρτητη από την εκμετάλλευση των γυναικών. Και οι
δύο έχουν τις ρίζες τους στην πατριαρχία: «Πιστεύουμε ότι ένας πολιτι-

274
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

σμός που τοποθετείται ενάντια στη φύση είναι πολιτισμός που τοποθετεί-
ται ενάντια στις γυναίκες» (King, 1983, σ. 11).
Έτσι ο δυϊσμός εναντίον του οποίου επιχειρηματολογούν θεωρητι-
κοί όπως η Plumwood δεν υφίσταται μόνο μεταξύ ανδρών και γυναικών
αλλά και μεταξύ ανθρώπων και φύσης: «Η κυρίαρχη θέση που είναι βα-
θιά εδραιωμένη στον δυτικό πολιτισμό κατασκευάζει ένα μεγάλο χάσμα,
ή δυϊσμό, μεταξύ των ανθρώπων, από τη μια πλευρά, και των ζώων και
της φύσης γενικά, από την άλλη» (Plumwood, 2006, σ. 56). Η Plumwood
αντιμετωπίζει το ίδιο επικριτικά τους βαθείς οικολόγους που θα τοποθε-
τούσαν τα ανθρώπινα όντα απέναντι στη φύση, όσο και τις ουσιοκρατι-
κές οικοφεμινίστριες που θα τοποθετούσαν τις γυναίκες απέναντι στους
άντρες στη βάση αμετάβλητων έμφυλων χαρακτηριστικών. Μέχρις εδώ,
η περί «υβριδισμού» θεωρία της επιτελεί την ίδια λειτουργία με τον ριζο-
σπαστικό εκδημοκρατισμό των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπινων όντων
και της φύσης που είδαμε να υποστηρίζει ο Bruno Latour προς το τέλος
του κεφαλαίου 2. Είναι λάθος, ισχυρίζεται εκείνη, να θεωρούμε το ενδι-
αφέρον για τα ανθρώπινα όντα «ρηχό», ενώ εκείνο για τη φύση «βαθύ»
(ό.π., σ. 62). Το πρόβλημα με τη βαθιά οικολογία, λέει, δεν είναι ότι εστι-
άζει στη φύση, αλλά «ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζει να περιθωριοποι-
εί τον ανθρώπινο παράγοντα, και οι πολλές υβριδικές μορφές περιβαλ-
λοντικού ακτιβισμού που επικεντρώνονται στην περιβαλλοντική δικαιο-
σύνη και στο να τοποθετούν την ανθρώπινη ζωή σε οικολογικό πλαίσιο»
(ό.π., σ. 63). Παρομοίως θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι κάθε μέρι-
μνα για τη μη-ανθρώπινη ζωή είναι κατά κάποιον τρόπο «βαθιά»: «Μερι-
κές ανησυχίες για τα μη-ανθρώπινα μπορεί να είναι αναμφισβήτητα ρη-
χές,» γράφει, «για παράδειγμα αυτές που ευνοούν αυτόματα τα κατοικί-
δια ζώα, όπως οι γάτες και οι σκύλοι, σε βάρος άλλων ζώων» (ό.π.). Συ-
νοψίζοντας, το διπλό έργο του υβριδισμού είναι, πρώτον, να «οικολογικο-
ποιήσει» το ανθρώπινο ον (να τοποθετήσει τα ανθρώπινα όντα στο προϋ-
ποτιθέμενο οικολογικό πλαίσιό τους) και, δεύτερον, να επανατοποθετήσει
τα ανθρώπινα όντα σε ηθικό πλαίσιο (ό.π., σ. 64).
Αυτοί που μιλούν για μιαν ισχυρή σχέση ανάμεσα στην καθυπόταξη
της φύσης και εκείνη των γυναικών υποστηρίζουν ότι η πατριαρχία απο-
δίδει παρεμφερή χαρακτηριστικά στη φύση και στις γυναίκες και κατόπιν

275
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

συστηματικά τις απαξιώνει. Έτσι τόσο η μεν όσο και οι δε θεωρούνται πα-
ράλογες, αβέβαιες, ανεξέλεγκτες. H Janet Biehl γράφει:

Στον δυτικό πολιτισμό οι άνδρες έχουν κατά παράδοση ερμηνεύσει


την κυριαρχία τους επί των γυναικών θεωρώντας τες «πιο κοντά στη
φύση» από τους ίδιους. Οι γυναίκες έχουν ιδεολογικά απανθρωποποι-
ηθεί και απολογικοποιηθεί από τους άντρες – χαρακτηριζόμενες πιο
χαοτικές, πιο μυστηριώδεις ως προς τα κίνητρά τους, πιο συναισθημα-
τικές, πιο υγρές, ακόμη και πιο μολυσμένες.
(Biehl, 1988, σ. 12)

Το πότε ακριβώς άρχισε αυτό να συμβαίνει αποτελεί θέμα διαμάχης με-


ταξύ των οικοφεμινιστριών. Η αντιπαράθεση αναπτύσσεται βασικά μετα-
ξύ δύο ομάδων – «αυτών που τοποθετούν το πρόβλημα τόσο των γυναι-
κών όσο και της φύσης στη θέση τους εντός μιας σειράς δυϊσμών οι οποί-
οι έχουν τις ρίζες τους στην κλασική φιλοσοφία και μπορούν να ανιχνευ-
θούν στη διαδρομή μιας πολύπλοκης ιστορίας μέχρι το σήμερα» και εκεί-
νων που θα προτιμούσαν να αναφερθούν στην «άνοδο της μηχανιστικής
επιστήμης κατά τον Διαφωτισμό και την προ αυτού περίοδο» (Plumwood,
1986, σ. 121). Μάλιστα, επειδή η πρώτη ομάδα δεν διαπιστώνει αναγκαστι-
κή σχέση μεταξύ της καθυπόταξης των γυναικών και εκείνης της φύσης
είναι πιθανόν λάθος να τις αναφέρουμε ως οικοφεμινίστριες.
Έχουμε ήδη επισημάνει τη διφορούμενη σχέση του πράσινου κινή-
ματος εν συνόλω με την παράδοση του Διαφωτισμού, και προς αυτό συ-
νάδει απολύτως ότι κάποιες οικοφεμινίστριες βλέπουν μια σύνδεση με-
ταξύ της κατά Μπέικον παρόρμησης να κυριαρχήσουμε στη φύση και
της καθυπόταξης των γυναικών – ειδικά όταν έχουν αποδοθεί παρόμοια
χαρακτηριστικά στη φύση και στις γυναίκες. Το μοντέρνο επιστημονικό
πρόγραμμα, που έχει τις ρίζες του στον Φράνσις Μπέικον, αντιμετωπίζε-
ται ως ένα γενικευτικό σχέδιο υποβιβασμών, κατακερματισμού και βίαι-
ου ελέγχου. Οι οικοφεμινίστριες της «διαφοράς» θα αντιπαραθέσουν σε
αυτό το πρόγραμμα τις θηλυκές αξίες της ποικιλομορφίας, της ολιστικό-
τητας, της διασυνδεσιμότητας και της μη βίας.
Οι οικοφεμινίστριες της «αποδόμησης» θα αντιτείνουν ότι ο Δια-

276
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

φωτισμός κατέστησε περαιτέρω άτεγκτο ένα σύνολο δυϊσμών οι οποίοι


προϋπήρχαν κατά πολύ του ίδιου, και οι οποίοι πρέπει μάλλον να ξεπε-
ραστούν παρά να επανεκτιμηθούν. Το πρόβλημα, εν προκειμένω, με τη
θέση της «διαφοράς» είναι ότι οι υποστηρίκτριές της τείνουν να χρωματί-
ζουν με πολύ ρόδινα χρώματα την εικόνα της προ του Διαφωτισμού πε-
ριόδου. Μπορεί ο οργανικισμός να υποχώρησε ενώπιον του μηχανικι-
σμού, όμως και οι οργανικιστές έβρισκαν λόγους για να κυνηγούν μάγισ-
σες. Αυτό που, ως φαίνεται, μπορούμε να πούμε είναι ότι η μηχανικιστι-
κή θεώρηση της φύσης ενίσχυσε την καθυπόταξη των γυναικών, αλλά
ότι η καθυπόταξη αυτή έχει τις ρίζες της κάπου αλλού.
Πράγματι, όπως αντιγεγονικά7 υποστήριξε η Janet Biehl, «…έχουν
υπάρξει κοινωνίες (όπως της αρχαίας Αιγύπτου) που … μπορούσαν να
επιδεικνύουν σεβασμό προς τη φύση, και όμως αυτός ο “σεβασμός” δεν
εμπόδισε τη δημιουργία μιας πλήρως αναπτυγμένης πατροκεντρικής ιε-
ραρχίας» (1988, σ. 13). Επομένως, οι άντρες δεν χρειάζονται μια σειρά επι-
χειρημάτων που να δικαιώνουν την καθυπόταξη της φύσης προκειμένου
να κυριαρχήσουν πάνω στις γυναίκες, παρότι φαίνεται πιθανό τέτοια επι-
χειρήματα να έχουν χρησιμοποιηθεί από τον 17ο αιώνα και εξής για να
ενισχύσουν αυτή την κυριαρχία. Έτσι, οι οικοφεμινίστριες που συσχετίζουν
την καθυπόταξη των γυναικών και της φύσης δεν μπορούν να παράσχουν
θεμελιώδη αιτιολόγηση για το γεγονός της κυριαρχίας των ανδρών πάνω
στις γυναίκες, μπορούν όμως να καταδείξουν με ποιον τρόπο σήμερα
υποστηρίζεται ότι οι γυναίκες και η φύση έχουν παρόμοια χαρακτηριστι-
κά και ότι τα χαρακτηριστικά αυτά «απλώς τυχαίνει» να είναι υποτιμημένα.
Συσχετίζοντας την καθυπόταξη των γυναικών και της φύσης (Mer-
chant, 1990) οι οικοφεμινίστριες υποδεικνύουν ότι είναι οι ίδιες πνευμα-
τικές δομές που δικαιολογούν και τις δύο. Οι οικοφεμινίστριες της «δια-
φοράς» προχωρούν λέγοντας ότι η αποτροπή μιας περαιτέρω καταστρο-
φής του περιβάλλοντος θα απαιτήσει να είμαστε σε μεγαλύτερο «συντονι-

7 Ο όρος «αντιγεγονικά», που αποδίδει τον αγγλικό counterfactual, αναφέρεται


σε μια προσέγγιση της αιτιότητας, σύμφωνα με την οποία ένα αντικείμενο/γεγονός
δεν θα υπήρχε αν δεν είχε προϋπάρξει ένα άλλο (σ.τ.μ.).

277
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

σμό» με τον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο, ότι οι γυναίκες είναι συνήθως


εγγύτερα στη φύση από τους άνδρες, και ως εκ τούτου σε καλύτερη θέση
για να παράσχουν πρότυπα περιβαλλοντικά ευαίσθητης συμπεριφοράς.
Για κάποιες οικοφεμινίστριες, η βάση αυτής της εγγύτητας με τη
φύση είναι βιολογική: «Λόγω του αναπαραγωγικού κύκλου είναι πολύ
δυσκολότερο για τις γυναίκες να αποκοπούν από μιαν αίσθηση σύνδεσης
με τον φυσικό κόσμο», λέει η Elizabeth Dodson Gray (στο Plumwood,
1986, σ. 125), και η Hazel Henderson σημειώνει ότι «…βιολογικά οι πε-
ρισσότερες γυναίκες στον κόσμο πραγματικά βιώνουν ακόμα έντονα την
ενσωμάτωσή τους στη Φύση, και λίγες ψευδαισθήσεις μπορεί να τρέ-
φουν ως προς την ελευθερία τους και τον διαχωρισμό τους από τους κύ-
κλους της ζωής και του θανάτου» (1983, σ. 207). Οι Μαορί γυναίκες θά-
βουν τα υπολείμματα της γέννας τους στη γη σε μια συμβολική αναπαρά-
σταση της σύνδεσης των γυναικών, ως ζωοδοτριών, με τη Γη, ως προέ-
λευση και πηγή κάθε ζωής.
Άλλες οικοφεμινίστριες, που αντιμετωπίζουν ευνοϊκά τη σύνδεση
μεταξύ οικολογίας και φεμινισμού αλλά επ’ ουδενί αποδέχονται τη βιολο-
γική ουσιοκρατία, θα υποστηρίξουν ότι οι βιωμένες εμπειρίες των γυναι-
κών τους δίνουν ένα προβάδισμα όσον αφορά στην απόκτηση μιας οικο-
λογικής ευαισθησίας:

… όσον αφορά στην πολιτική δράση, δεν έχει σημασία αν οι έμφυλες


διαφορές συνιστούν οντολογικό δεδομένο ή ιστορικό ατύχημα. Η υπο-
στήριξη των γυναικών ως ιστορικών παραγόντων σε μια περίοδο πε-
ριβαλλοντικής κρίσης στηρίζεται όχι σε γενικά χαρακτηριστικά αλλά
στο πώς πραγματικά η πλειονότητα των γυναικών εργάζεται και σκέ-
φτεται σήμερα.
(Salleh, 1997, σ. 6)

Η Mary Mellor χαρακτηρίζει τη θέση αυτή «υλιστικό οικοφεμινισμό», η


σημασία του οποίου έγκειται στο ότι «δεν βασίζεται σε ψυχολογικές ή
βιολογικά ουσιοκρατικές εξηγήσεις» (Mellor, 1997, σ. 169). Αντίθετα, «η
ταύτιση των γυναικών με το “φυσικό” δεν αποτελεί τεκμήριο μιας άχρο-
νης αμετάβλητης ουσίας, αλλά της υλικής εκμετάλλευσης της εργασίας

278
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

των γυναικών, συχνά χωρίς ανταμοιβή» (ό.π., σ. 189). Σύμφωνα με τη


δική της εκδοχή του υλιστικού οικοφεμινισμού, οι γυναίκες έχουν μιαν
ιδιαίτερη σχέση με ό,τι χαρακτηρίζει «βιολογικό» και «οικολογικό» χρό-
νο και ορίζει ως εξής: «Ο οικολογικός χρόνος είναι ο ρυθμός της οι-
κολογικής βιωσιμότητας της μη-ανθρώπινης φύσης. Ο βιολογικός χρό-
νος αντιπροσωπεύει τον κύκλο ζωής και τον ρυθμό σωματικής αναπλή-
ρωσης των ανθρώπινων όντων» (ό.π.). Οι γυναίκες στο βιολογικό πε-
δίο αναδέχονται εργασίες –που συνήθως δεν αναγνωρίζονται– για την
αναπαραγωγή της ανθρώπινης ζωής, ενώ στο οικολογικό πεδίο –ιδιαί-
τερα μάλιστα σε κοινωνίες οριακής επιβίωσης– είναι συχνά υπεύθυνες
για τη διατήρηση της ζωής μέσω της γης και για τη διασφάλιση της βιω-
σιμότητάς της.
Για τους δύο αυτούς υλικούς λόγους οι γυναίκες διαθέτουν μιαν ιδι-
αίτερη οπτική όσον αφορά στον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο, και υφί-
στανται εκμετάλλευση με πολύ ιδιαίτερους τρόπους. Η γυναικεία «σωμα-
τοποίηση και ενσωμάτωση» ειδικά αποτελούν τόσο τις πηγές ενός νέου
είδους πολιτικής –μιας πολιτικής που αναγνωρίζει το αναπόφευκτο και
την κρισιμότητα του να έχεις «επιβαρύνσεις»– όσο και τις βάσεις της αν-
δρικής κυριαρχίας επί των γυναικών. Όπως το θέτει η Mellor, η εργασία
των γυναικών στις αναπαραγωγικές και οικολογικά παραγωγικές σφαί-
ρες άφησε «κοινωνικό χώρο και χρόνο κυρίως στα χέρια των ανδρών»
(1997, σ. 189), κι εκείνοι το έχουν χρησιμοποιήσει αυτό αρκετά αποτελε-
σματικά, προκειμένου ν’ αναπτύξουν μια πολιτική και μια πρακτική «αυ-
τονομίας» που είναι εφικτή μόνο όσο κάποια άλλη επιφορτίζεται με την
«ετερόνομη» εργασία για την αναπαραγωγή της ίδιας της ζωής:

Το σήμα κατατεθέν της μοντέρνας καπιταλιστικής πατριαρχίας είναι η


με βιολογικούς και οικολογικούς όρους «αυτονομία» της … Ο δυτικός
–άντρας8– είναι νέος, ακμαίος, φιλόδοξος, κινητικός και μη επιβαρυ-
μένος με υποχρεώσεις. Δεν είναι αυτός ο κόσμος που γνωρίζουν οι

8 Στο αγγλικό “man”, εντός εισαγωγικών, για να επισημανθεί η λεξιλογική ταύ-


τιση του ανθρώπου με τον άντρα (σ.τ.μ.).

279
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

περισσότερες γυναίκες. Ο δικός τους κόσμος οριοθετείται από επιβε-


βλημένη εργασία η οποία στηρίζεται στο καθήκον, την αγάπη, τη βία ή
τον φόβο απώλειας της οικονομικής στήριξης.
(Mellor, 1997, σ. 189)

Αυτό έχει προφανώς επίδραση πάνω στη γενική φιλοδοξία του πράσινου
κινήματος να μας κάνει να ζούμε χωρίς το αποτύπωμά μας να βαραίνει
τη Γη. Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2, οι βαθείς οικολογιστές επιχειρηματο-
λογούν υπέρ μιας αλλαγής της συνείδησής μας όσον αφορά στις δοσολη-
ψίες μας με τον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο. Ο Warwick Fox επιθυμεί
μια τέτοια αλλαγή προτεραιοτήτων ώστε να χρειάζεται να δικαιολογούν
ό,τι κάνουν αυτοί που παρεμβαίνουν στο περιβάλλον, και όχι να πέφτει
το βάρος της δικαιολόγησης σ’ εκείνους που το υπερασπίζονται. Προϋ-
πόθεση γι’ αυτό, υποστηρίζει, είναι να έχουμε επίγνωση των «ασαφών»
ορίων ανάμεσα σ’ εμάς και τον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο.
Σημείωσα τότε ότι οι βαθείς οικολόγοι αντιμετωπίζουν ένα εξαιρετι-
κό πρόβλημα στο να πείσουν ως προς αυτή τη σχέση – οι περισσότεροι
άνθρωποι απλά δεν σκέφτονται έτσι, και είναι δύσκολο να συλλάβουμε
πώς θα μπορέσουν ποτέ να το κάνουν. Μερικές οικοφεμινίστριες, ωστό-
σο, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν ήδη εκατομμύρια άνθρωποι που σκέ-
φτονται έτσι, ή τουλάχιστον βρίσκονται δυνάμει κοντά στο να το κάνουν
– οι γυναίκες. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ανάγνωσης, η εγγύτητα των γυ-
ναικών προς τη φύση τις τοποθετεί στην εμπροσθοφυλακή της πράσι-
νης πολιτικής, σε επαφή μ’ έναν κόσμο που περιγράφει η Judith Plant
και πολλά μέλη του πράσινου κινήματος θα ήθελαν να δουν να αναβι-
ώνει – έναν κόσμο στον οποίο «μεταλλωρύχοι τελούσαν ιεροτελεστίες
–με προσφορές στους θεούς της γης και του υπόγειου κόσμου, τελε-
τουργικές θυσίες, σεξουαλική αποχή και νηστεία– πριν να παραβιαστεί
αυτό που θεωρείτο ότι είναι η ιερή γη» (χ.χ., σ. 3).
Ένα ζήτημα που χρειάζεται να αντιμετωπίσει ο οικοφεμινισμός στο
πλαίσιο των ευρύτερων στόχων του πράσινου κινήματος είναι η συμφι-
λίωση του αιτήματος για μια θετική αποτίμηση της πράξης της γέννας με
την ανάγκη για μείωση των πληθυσμιακών μεγεθών. Βεβαίως, δεν εί-
ναι απαραίτητο μια τέτοια αποτίμηση να συνεπάγεται έναν μεγάλο αριθ-

280
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

μό πραγματικών γεννήσεων, όμως ένας πολιτισμός που καλλιεργεί την


εκτίμηση για τη γέννα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει δυσκολίες στη νο-
μιμοποίηση πολιτικών ελέγχου των γεννήσεων. Όμως, πάλι, σε μια βι-
ώσιμη κοινωνία που θα λειτουργούσε σωστά, οι άνθρωποι θα μάθαιναν
να επιτυγχάνουν και να διατηρούν βιώσιμους ρυθμούς αναπαραγωγής,
όπως το κάνουν ήδη τα μέλη αρκετών κοινοτήτων (ιδιαίτερα στην Αφρι-
κή και τη Λατινική Αμερική).
Ο οικοφεμινισμός της «διαφοράς» ειδικά δεν έχει μείνει χωρίς τους
επικριτές του. Η Janet Biehl, κατά πρώτον, πρεσβεύει ότι η σύνδεση των
γυναικών με τη φύση και η επακόλουθη καθυπόταξη αμφοτέρων είναι
ακριβώς αυτό που καθιστά επικίνδυνο το να προσπαθούμε να χρησιμο-
ποιήσουμε τη συγκεκριμένη σύνδεση για χειραφετητικούς σκοπούς:

Όταν οι οικοφεμινίστριες ανάγουν τα προσωπικά γνωρίσματα των γυ-


ναικών στη βιολογία της αναπαραγωγής και της σεξουαλικότητας τεί-
νουν να κάνουν αποδεκτές τις ανδρογενείς εκείνες εικόνες που ορί-
ζουν τις γυναίκες ως βιολογικά πρωτίστως όντα … [αυτό] ισοδυναμεί
με το να παραδίδουν τις γυναίκες στα αρσενικά στερεότυπα, που απο-
δίδουν τη δομή του χαρακτήρα των γυναικών αποκλειστικά στη βιολο-
γική τους οντότητα.
(Biehl, 1993, σ. 55)

Η Plumwood, εξάλλου, διευκρινίζει απολύτως για ποιον λόγο αυτού του


είδους ο οικοφεμινισμός αντιμετωπίζεται από κάποια τμήματα του φεμι-
νιστικού κινήματος ως αντιδραστικός: «Η έννοια της φύσης … υπήρξε
και παραμένει ένα σημαντικό εργαλείο στη διάθεση των συντηρητικών
που επιδιώκουν να κρατήσουν τις γυναίκες στη θέση τους», και:

… δεδομένου αυτού του υπόβαθρου, δεν μας εκπλήσσει που πολλές


φεμινίστριες αντιμετωπίζουν με αρκετή δυσπιστία μια πρόσφατη θέση,
η οποία προβάλλεται από έναν αυξανόμενο αριθμό συγγραφέων στο
οικοφεμινιστικό στρατόπεδο, ότι ίσως μπορούμε να πούμε και κάτι
υπέρ της γυναικείας συνάφειας με τη φύση.
(Plumwood, 1988, σ. 16, βλ. επίσης 1993, σ. 20)

281
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Στο ίδιο πνεύμα, η Mary Mellor κάνει μια χρήσιμη διάκριση μεταξύ φεμι-
νισμού και φεμινιστικών αξιών: «Ακόμα και σε περιπτώσεις που άντρες
πράσινοι στοχαστές υποστηρίζουν ότι κεντρική θέση στην πολιτική τους
κατέχει η δέσμευση στον φεμινισμό, αυτό συχνά διολισθαίνει σε μια συ-
ζήτηση περί γυναικείων αξιών» (Mellor, 1992b, σ. 245, η έμφαση στο
πρωτότυπο), και ενώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, όπως μαρτυρούν
τα στοιχεία σε αυτό το κεφάλαιο, υπάρχουν και πολλές γυναίκες συγγρα-
φείς που κάνουν το ίδιο, η γενική διαπίστωση της Mellor είναι εύστο-
χη: «Το να ενστερνίζεσαι μια γυναικεία αξία χωρίς να αντιμετωπίζεις τις
σχέσεις εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών ισοδυναμεί με το να εν-
στερνίζεσαι μια οικο-γυναικεία μάλλον παρά μια οικο-φεμινιστική θέση»
(ό.π., σ. 246).
Η κριτική της Janet Biehl έχει ως βασικό στόχο τους βαθείς οικολό-
γους, τους οποίους θεωρεί δεσμευμένους σ’ ένα πρόγραμμα που θα δι-
ασφαλίσει την επί των γυναικών κυριαρχία των ανδρών, όμως οι παρα-
τηρήσεις της μπορούν να αξιοποιηθούν το ίδιο αποτελεσματικά και ως
προς τον οικοφεμινισμό της «διαφοράς». Δεν θα πρέπει, γράφει, να ζητά-
με από τις γυναίκες να «σκέφτονται όπως ένα βουνό» – στο πλαίσιο του
αγώνα τους για εαυτό, αυτονομία και αποδοχή τους ως λογικά όντα κάτι
τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «ένα ηχηρό ράπισμα στο πρόσωπο» (Biehl,
1988, σ. 14). Παρωδεί τους βαθείς οικολόγους (και τις οικοφεμινίστριες
της «διαφοράς») που υποστηρίζουν ότι οι «αρσενικές» αξίες και τα «αρ-
σενικά» χαρακτηριστικά είναι τιποτένια: «Τι να την κάνεις τη λογική· τι
να τον κάνεις τον εαυτό· δες πού οδήγησαν αυτά τους άντρες, στο κάτω
κάτω – οι γυναίκες ήταν πάντα σε ανώτερη θέση από τους άντρες χωρίς
όλον αυτό τον ενοχλητικό ατομικισμό» (Biehl, 1988,σ. 13).
Η προσπάθεια της βαθιάς οικολογίας να μας εμπνεύσει τις αρε-
τές της σεμνότητας, της υποχωρητικότητας και της ταπεινότητας απένα-
ντι στον φυσικό κόσμο (και τα άλλα ανθρώπινα όντα) μπορεί, υποστη-
ρίζεται, μόνο αρνητικά αποτελέσματα να φέρει ως προς την απελευθέ-
ρωση των γυναικών. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το γυναικείο κίνημα
αναπτύχθηκε ακριβώς για την ανατροπή της σεμνότητας και της ταπει-
νότητας (και για την άρνηση κυοφορίας ενός παιδιού ανά δέκα ή δώδε-
κα μήνες), επειδή αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν λειτουργήσει προς όφε-

282
Οικολογισμός και άλλες ιδεολογίες

λος της πατριαρχίας. Στο πλαίσιο της πατριαρχίας (τουτέστιν σήμερα), οι


γυναίκες δεν έχουν την πολυτέλεια να ακολουθήσουν το βαθύ οικολο-
γικό πρόγραμμα, και στον βαθμό που ο οικοφεμινισμός αποδέχεται τους
όρους της βαθιάς οικολογίας δεν προσφέρει ούτε κι αυτός κάποια υπη-
ρεσία στις γυναίκες: «…είναι ακριβώς η ταπεινότητα, με την παθητική και
δεκτική υπακοή στους άντρες, αυτό από το οποίο προσπαθούν να ξεφύ-
γουν οι γυναίκες σήμερα» (Biehl, 1988, σ. 14).
Οι ανησυχίες αυτές φαίνονται καλά θεμελιωμένες, αφού ο οικοφε-
μινισμός υπό μία έννοια καταλήγει να ζητά από τους ανθρώπους γενικά
να ενστερνιστούν «θηλυκούς» τρόπους συσχέτισης με τον κόσμο, γνω-
ρίζοντας ότι αυτό είναι πιθανότερο να το κάνουν οι γυναίκες παρά οι άν-
δρες. Αν γίνει κάτι τέτοιο –και εάν οι συγκεκριμένοι τρόποι συσχέτισης
με τον κόσμο, και η απαξίωσή τους, αποτελούν πράγματι μέρος των αι-
τίων της υποταγής των γυναικών στους άνδρες–, τότε η θέση των γυ-
ναικών μόνο να χειροτερέψει μπορεί. Επομένως, ο οικοφεμινισμός «της
διαφοράς» προκρίνει μιαν επικίνδυνη στρατηγική (μια στρατηγική που η
Plumwood αποκαλεί «άκριτη αντιστροφή» (1993, σ. 31)): να εφαρμόσου-
με ιδέες που έχουν ήδη στραφεί εναντίον των γυναικών πιστεύοντας ότι,
αν γίνουν αποδεκτές και εφαρμοστούν από όλους, το αποτέλεσμα θα εί-
ναι μια γενική βελτίωση τόσο στην ανθρώπινη κατάσταση όσο και στη
μη-ανθρώπινη – αν δεν γίνουν αποδεκτές, τότε οι γυναίκες θα έχουν
«θυσιάσει τους εαυτούς τους για το περιβάλλον», και αυτό είναι ένα τίμη-
μα που μερικές φεμινίστριες σαφώς δεν είναι διατεθειμένες να πληρώ-
σουν: «Εφόσον απουσιάζει μια φεμινιστική οπτική … υπάρχει κίνδυνος η
πράσινη πολιτική να μην παραγάγει ούτε καν μιαν απο-εμφυλοποιημένη
διατύπωση της “γυναικείας αρχής”, παρά μόνο μιαν εμφανή ή συγκαλυμ-
μένη ανάδειξη της ανδρικής» (Mellor, 1992b, σ. 249).
Ο «αποδομητικός» οικοφεμινισμός, από την άλλη μεριά, παραμένει
με τα δικά του προβλήματα. Η άρνηση επιλογής μεταξύ ανδρικού και γυ-
ναικείου έχει την ευτυχή συνέπεια να αποφεύγονται οι παγίδες που ανα-
κύπτουν όταν η μετασχηματιστική πολιτική βασίζεται στο δεύτερο, αφή-
νοντας ωστόσο το μέλλον (πιθανόν) υπερβολικά αόριστο. Στη θέση είτε
μιας ανδρικής είτε μιας γυναικείας λογικής η Plumwood υποστηρίζει
μιαν οικολογική λογική που «αναγνωρίζει και ενσωματώνει τις απορρι-

283
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

φθείσες σχέσεις εξάρτησης και μας καθιστά ικανούς να αναγνωρίζουμε


το χρέος μας προς τους απαραίτητους για την επιβίωση άλλους της γης»
(Plumwood, 1993, σ. 196). Όμως τι σημαίνει αυτό και πώς θα το πετύχου-
με; Μέχρι να προχωρήσει η σχετική εργασία, ο χώρος πέρα από τον δυϊ-
σμό θα παραμείνει τυλιγμένος σε μια ομίχλη απροσδιοριστίας – απελευ-
θερωτικής και ταυτόχρονα αποκαρδιωτικής εξαιτίας της απουσίας πινα-
κίδων σήμανσης.

Συμπέρασμα

Είπα στην αρχή αυτού του κεφαλαίου ότι τα στοιχεία που παρουσιάζονται
εδώ θα πρέπει να βαθύνουν την κατανόηση της διακριτότητας του οικο-
λογισμού ως μιας πολιτικής ιδεολογίας. Νομίζω ότι αυτό επετεύχθη. Ο
οικολογισμός δεν μπορεί να «υπαχθεί» σε καμία από τις ιδεολογίες που
συζητήθηκαν εδώ, με την αμυδρά πιθανή εξαίρεση του φεμινισμού, και
καμία από αυτές τις ιδεολογίες δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οικειοποιήθη-
κε επιτυχώς τον οικολογισμό. Αντίθετα με οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία, ο
οικολογισμός ασχολείται θεμελιωδώς με τη σχέση μεταξύ των ανθρώπι-
νων όντων και του φυσικού τους περιβάλλοντος. Πιο συγκεκριμένα, τα
δύο κύρια και ιδιαίτερα θέματα του οικολογισμού, η πίστη του στα όρια
στην υλική ανάπτυξη και η αντίθεσή του στον ανθρωποκεντρισμό, δεν
μπορεί να βρεθούν πουθενά στον φιλελευθερισμό, στον συντηρητισμό
και στον σοσιαλισμό – και υπάρχουν ως υπαινιγμός στον οικοφεμινισμό,
όπου για παράδειγμα ο ανθρωποκεντρισμός αντικαθίσταται από τον αν-
δροκεντρισμό. Το συμπέρασμά μας πρέπει να είναι ότι ο οικολογισμός εί-
ναι μια ιδεολογία από μόνος του, εν μέρει επειδή προσφέρει μια συνεκτι-
κή (αν όχι απρόσβλητη) κριτική της σύγχρονης κοινωνίας και μια πρότα-
ση βελτίωσης, και εν μέρει επειδή αυτή η κριτική και η πρόταση διαφέ-
ρουν θεμελιωδώς από αυτές που προσφέρουν άλλες μοντέρνες πολιτι-
κές ιδεολογίες.

284
Επίλογος

Έχουμε εντοπίσει τις διαφορές μεταξύ του οικολογισμού και των άλλων
σημαντικών ιδεολογιών, ενώ η ασυμφωνία μεταξύ αυτών που ονόμα-
σα περιβαλλοντισμό και οικολογισμό είναι πλέον ξεκάθαρη. Ο οικολογι-
σμός επιδιώκει να θέσει δραστικά υπό αμφισβήτηση μια ολόκληρη σει-
ρά πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών πρακτικών έτσι όπως δεν
το κάνει ο περιβαλλοντισμός. Ο οικολογισμός οραματίζεται ένα μεταβι-
ομηχανικό μέλλον αρκετά διαφορετικό από αυτό με το οποίο έχουμε γε-
νικά εξοικειωθεί. Ενώ οι περισσότερες εκδοχές του μεταβιομηχανικού
μέλλοντος κινούνται γύρω από την υψηλή ανάπτυξη, την υψηλή τεχνολο-
γία, τις διευρυνόμενες υπηρεσίες, την αύξηση του ελεύθερου χρόνου και
την ικανοποίηση με υλικούς όρους, η μεταβιομηχανική κοινωνία του οι-
κολογισμού αμφισβητεί την ανάπτυξη και την τεχνολογία, και υποστηρί-
ζει ότι η Ευζωία θα συνεπάγεται περισσότερη εργασία και λιγότερα υλι-
κά αγαθά. Ουσιαστικά, ο οικολογισμός παίρνει στα σοβαρά την καθολική
συνθήκη της περατότητας του πλανήτη και ρωτά ποια είδη πολιτικών, οι-
κονομικών και κοινωνικών πρακτικών είναι, πρώτον, πιθανά και, δεύτε-
ρον, επιθυμητά μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Ο περιβαλλοντισμός δεν συνη-
θίζει να κάνει κάτι τέτοιο.
Όσον αφορά στις σχέσεις των ανθρώπων με τον μη-ανθρώπινο
φυσικό κόσμο, ο οικολογισμός ζητά το βάρος της δικαιολόγησης να με-
τατεθεί από εκείνους που υποστηρίζουν ότι ο μη-ανθρώπινος φυσι-
κός κόσμος πρέπει να αποκτήσει πολιτική φωνή σε εκείνους που θε-
ωρούν πως δεν πρέπει. Οι περιβαλλοντιστές θα νοιαστούν συνήθως για
τη «φύση» μόνο μέχρι του σημείου που μπορεί να επηρεάσει τα ανθρώ-
πινα όντα· οι οικολογιστές θα υποστηρίξουν ότι ο ισχυρός ανθρωποκε-
ντρισμός που προδίδει αυτό αποτελεί μάλλον μέρος των σημερινών μας
προβλημάτων παρά λύση τους.
Πρακτικοί προβληματισμοί ως προς τα όρια στην ανάπτυξη και ηθι-
κές ανησυχίες σχετικά με τον μη-ανθρώπινο φυσικό κόσμο συνδυάζο-
νται και παράγουν τον οικολογισμό, ως αυθύπαρκτη πολιτική ιδεολογία.

285
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ιδεολογία (με τη λειτουργική έννοια)


επειδή έχει, κατ’ αρχάς, μια προσέγγιση του πολιτικού και κοινωνικού
κόσμου –ένα ζευγάρι πράσινα γυαλιά– που μας βοηθά να βρούμε τον
δρόμο μας προς αυτόν. Έχει επίσης ένα πρόγραμμα πολιτικής αλλαγής
και, κάτι καίριο, μιαν εικόνα του μέσα σε τι είδους κοινωνία πιστεύουν οι
οικολογιστές ότι πρέπει να ζήσουμε – την οποία, με χαλαρούς όρους, θα
αποκαλούσαμε «βιώσιμη κοινωνία». Επειδή τα περιγραφικά και κανονι-
στικά στοιχεία του πολιτικο-οικολογικού προγράμματος δεν μπορούν να
ενσωματωθούν σε άλλες πολιτικές ιδεολογίες (όπως ο σοσιαλισμός) χω-
ρίς να τις αλλάξουν σημαντικά, έχουμε σίγουρα το δικαίωμα να τοποθε-
τήσουμε τον οικολογισμό στο πλάι τέτοιων ιδεολογιών, με τις οποίες συ-
ναγωνίζεται στην πολιτική κονίστρα του ύστερου 20ού αιώνα. Αντίθετα,
θεωρώ ότι διάφορες εκδοχές του περιβαλλοντισμού (προστασία του πε-
ριβάλλοντος, έλεγχος της ρύπανσης, ανακύκλωση των απορριμμάτων)
μπορούν να ενταχθούν με σχετική ευκολία σε περισσότερο γνωστά ιδεο-
λογικά παραδείγματα, και η άνεση με την οποία έχουν αφομοιωθεί τα ζη-
τήματα αυτά σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος δείχνει την οικειο-
ποίηση αυτή στην πράξη.
Όμως τι ισχύει ως προς τη σχέση μεταξύ οικολογισμού και περι-
βαλλοντισμού; Μια αναμενόμενη απάντηση θα ήταν να δούμε τον οικο-
λογισμό ως την ουτοπική εικόνα που χρειάζονται όλα τα πολιτικά κινή-
ματα προκειμένου να δράσουν αποτελεσματικά. Σύμφωνα με μια τέτοια
ανάγνωση, η πράσινη πολιτική διαθέτει μια ρεφορμιστική1 και μια ριζο-
σπαστική πτέρυγα, με τη δεύτερη να λειτουργεί ως ένα είδος πουριτα-
νού αστυφύλακα, ανακαλώντας τους ρεφορμιστές στην τάξη όταν απο-
κλίνουν πολύ της πορείας τους κατά την «προέλασή τους διαμέσου των
θεσμών». Αυτό ισοδυναμεί με το να χαρακτηρίσουμε άστοχα τα ερωτή-
ματα σχετικά με το εάν είναι, ή όχι, πραγματοποιήσιμη η βαθιά πράσινη
εικόνα, όπως την έχω σκιαγραφήσει σε αυτό το βιβλίο. Στην πραγματικό-
τητα, βάσει αυτής της ανάγνωσης, ο ουτοπισμός του οικολογισμού –με

1 Χρησιμοποιούμε τα παράγωγα του πολιτικού όρου «ρεφορμισμός», που ση-


ματοδοτεί μεταρρυθμιστικές τάσεις και πρακτικές (σ.τ.μ.).

286
Επίλογος

τους οραματισμούς και τη γεμάτη αφοσίωση δημιουργικότητα που μπο-


ρεί να γεννήσει– αποτελεί το πιο δυνατό χαρτί του.
Ακόμα καλύτερα, το ουτοπικό όραμα αποτελεί την απαραίτητη αξι-
ακή πηγή έμπνευσης από την οποία έχουν ανάγκη να αντλούν συνεχώς
οι πράσινοι ακτιβιστές, ακόμη και οι περισσότερο ρεφορμιστές και ανα-
γνωρισμένοι. Οι πράσινοι μεταρρυθμιστές χρειάζονται μια ριζικά διαφο-
ροποιημένη εικόνα της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, χρειάζονται ορα-
ματιστές της βαθιάς οικολογίας, χρειάζονται τις ενορατικές μελέτες της
βιώσιμης κοινωνίας και, παραδόξως, χρειάζονται περιστασιακά να τους
επαναφέρουμε στη γη και να τους υπενθυμίζουμε τα όρια στην ανάπτυ-
ξη. Η βαθιά πράσινη πολιτική υπενθυμίζει στους μεταρρυθμιστές πού θέ-
λουν να πάνε, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν ότι μπο-
ρούν να φτάσουν εκεί. Γύρω από τη συγκεκριμένη οπτική αναπτύσσεται
αυτό που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε μια «εποικοδομητική ένταση»
μεταξύ του οικολογισμού και του περιβαλλοντισμού.
Είναι, όμως, τόσο προφανές ότι η ένταση αυτή είναι εποικοδομητι-
κή; Ορισμένοι θα υποστηρίξουν ότι οι ριζοσπαστικές πράσινες ιδέες είναι
απολύτως αντιπαραγωγικές, αφού «αρχίζουν να κατευθύνουν το περι-
βαλλοντικό κίνημα σε αυτοαναιρούμενες στρατηγικές, εμποδίζοντας την
κοινωνία να κάνει τις μεταρρυθμίσεις που τόσο επιτακτικά χρειάζεται»
(Lewis, 1992, σ. 2). Αυτή είναι μία ολοένα και πιο δημοφιλής άποψη με-
ταξύ των αναλυτών της περιβαλλοντικής πολιτικής – ακόμη και μεταξύ
όσων αντιμετωπίζουν τις προθέσεις της ευνοϊκότερα απ’ όσο ο Lewis.
Την ενστερνίζονται, για παράδειγμα, ο Tim Hayward (1995, 1998) και o
John Barry (1999), με αρκετά διαφορετικό τρόπο.
Ο Hayward αναφέρεται σε «δύο δόγματα» του οικολογισμού –την
πίστη σε μια εγγενή αξία και την κριτική του ανθρωποκεντρισμού (1998,
κεφ. 2 και 3· τη θέση του για τον ανθρωποκεντρισμό σχολίασα στο κεφά-
λαιο 2)–, σηματοδοτώντας με τη λέξη «δόγμα» την αίσθησή του ότι αυτοί
οι θεμέλιοι λίθοι της πράσινης πολιτικής σκέψης δεν έχουν μελετηθεί και
αποτελούν, μακροπρόθεσμα, τροχοπέδη για την αποδοχή της περιβαλ-
λοντικής πολιτικής. Υποστηρίζει ότι ευρέως διαδεδομένες πράσινες ερ-
μηνείες των συγκεκριμένων όρων είναι εννοιολογικά ασυνάρτητες αλλά
και πολιτικά αντιπαραγωγικές. Η άποψή του είναι ότι «ένα πεφωτισμένο

287
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

προσωπικό συμφέρον» είναι η καλύτερη οδός προς τα εμπρός, αφού εί-


ναι πιο συνεκτικό εννοιολογικά από τον βιοκεντρισμό ή τον οικοκεντρι-
σμό και συνάδει καλύτερα προς τα βασικά ανθρώπινα κίνητρα.
Ο John Barry απορρίπτει, ομοίως, τη βαθιά οικολογία ως θεμέλιο
της πράσινης πολιτικής, για τον πρακτικό λόγο ότι δεν πρόκειται να εξα-
σφαλίσει ευρεία υποστήριξη (J. Barry, 1999, σ. 26 και 42). Επιχειρηματο-
λογεί, αντιθέτως, υπέρ της καλλιέργειας μιας «οικολογικής αρετής» με
βάση μια κριτική στάση απέναντι στον ανθρωποκεντρισμό, και υπέρ μιας
επιμελητείας «δεοντολογικής χρήσης» την οποία θα αναλαμβάνουν πρά-
σινοι πολίτες: «…η άσκηση των “οικολογικών αρετών” αποτελεί συστα-
τικό στοιχείο αυτής της πράσινης αντίληψης για την ιδιότητα του πολίτη»
(ό.π., σ. 65). Θα προτείνω μερικές πιθανές απαντήσεις επί των συγκεκρι-
μένων παρατηρήσεων παρακάτω σε αυτό το κεφάλαιο.
Κατά την άποψη του Lewis, ο οικο-ριζοσπαστισμός απειλεί το πε-
ριβάλλον «πυροδοτώντας το αντι-περιβαλλοντικό αντικίνημα» (Lewis,
1992, σ. 6), κι έτσι θέτει ως στόχο να αποδομήσει αυτά που θεωρεί ως τα
τέσσερα αξιώματα του «ριζοσπαστικού περιβαλλοντισμού», όπως και την
υποκείμενη τους μορφοποιό πεποίθηση «ότι η οικονομική ανάπτυξη εί-
ναι εξ ορισμού μη βιώσιμη» (ό.π., σ. 3). Τα τέσσερα αυτά αξιώματα είναι:

… ότι οι «αρχέγονοι» (ή «πρωτόγονοι») λαοί αποτελούν παράδειγμα


του πώς μπορούμε να ζούμε σε αρμονία με τη φύση (και μεταξύ μας)·
ότι μια ριζική αποκέντρωση, που οδηγεί σε τοπική αυτάρκεια, είναι
απαραίτητη για τη μέγιστη δυνατή κοινωνική και οικολογική ευημε-
ρία· ότι η τεχνολογική εξέλιξη, αν όχι και η ίδια η επιστημονική πρόο-
δος, είναι εγγενώς βλαπτική και αποκτηνωτική· και ότι το σύστημα της
καπιταλιστικής αγοράς είναι αναπόφευκτα καταστροφικό και σπάταλο.
(Lewis, 1992, σ. 3)

Ο Lewis θεωρεί όλες αυτές τις απόψεις λανθασμένες (ό.π., σ. 9) και


απορρίπτει την οικο-ριζοσπαστική επίθεση στην οικονομική ανάπτυξη,
υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξη σε αξία είναι απόλυτα συμβατή με τη μα-
κροπρόθεσμη βιωσιμότητα: «Ενώ δεν γίνεται, βεβαίως, η παγκόσμια οι-
κονομία να αναπτύσσεται απεριόριστα σε ποσότητα, εκλύοντας έναν ολο-

288
Επίλογος

ένα διογκούμενο ποταμό αναλώσιμων καταναλωτικών προϊόντων, μπο-


ρεί να συνεχίσει να επεκτείνεται από πλευράς αξίας, παράγοντας ποιοτι-
κότερα αγαθά και υπηρεσίες όλο και πιο οικονομικά» (ό.π., σ. 10, η έμφα-
ση στο πρωτότυπο).
Οι ριζοσπάστες πράσινοι θα μπορούσαν να απαντήσουν στην κρι-
τική «των τεσσάρων αξιωμάτων» λέγοντας ότι δεν αναγνωρίζουν τους
εαυτούς τους σ’ αυτή τη σύνθετη εικόνα. Ο Lewis φαίνεται να σατιρίζει
την καρικατούρα μιας ακραίας πτέρυγας ενός περιβαλλοντισμού των βο-
ρειοαμερικανικών δυτικών ακτών, ανακηρύσσοντας γενικευτικά το απο-
τέλεσμα «οικο-ριζοσπαστισμό». Σε κάθε καρτούν περιέχεται αλήθεια,
όμως ενυπάρχει και πολλή μυθοπλασία, κι ελπίζω ότι το υπόλοιπο αυ-
τού του βιβλίου παρέχει αποδείξεις ως προς την άστοχη επιλεκτικότη-
τα του καλλιτεχνήματος του Lewis. Εάν, όπως υποψιάζομαι, ο Lewis στό-
χευσε σε λάθος μεριά, τότε η επιτυχία της επίθεσής του είναι μάλλον αμ-
φισβητήσιμη. Οι ριζοσπάστες πράσινοι θα μπορούσαν επίσης να πουν ότι
ο καταλυτικός ισχυρισμός του σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη είναι
περίεργος, αφού παραχωρεί στους ριζοσπάστες πράσινους εκείνο ακρι-
βώς που θέλουν: την αναγνώριση ότι τα παρόντα επίπεδα οικονομικής
ανάπτυξης σε ποσότητα δεν είναι βιώσιμα. Δεν θα μπορούσα να φαντα-
στώ κανέναν πράσινο να υποστηρίζει ότι μια ανάπτυξη ως προς την αξία
δεν είναι βιώσιμη (αν και μπορώ να φανταστώ μερικές αρκετά έντονες
διαφωνίες ως προς το πώς καθορίζουμε την αξία κατ’ αρχάς).
Όσον αφορά στο ζήτημα της στρατηγικής, οι ριζοσπάστες πράσινοι
θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι ο ριζοσπαστισμός τους, μακράν του
να καθιστά απεχθή την πράσινη πολιτική στον κόσμο, κάνει τους μετρι-
οπαθείς οικολογιστές να φαίνονται πιο αξιοσέβαστοι απ’ όσο είναι ήδη,
προλειαίνοντας το έδαφος για την είσοδό τους στους διαδρόμους της
εξουσίας. Στο κεφάλαιο 4 έδειξα ότι αυτή ήταν, μάλιστα, μια κατευθυντή-
ρια γραμμή του προγράμματος άμεσης δράσης της Earth First!

… oι πράξεις δολιοφθορέων κατά κανόνα ενισχύουν τη θέση και τη


διαπραγματευτική δυνατότητα πιο συνετών αντιπάλων. Η βιομηχανία
θεωρεί τους μετριοπαθείς περιβαλλοντολόγους ριζοσπάστες μέχρι να
πάρει μια γεύση από πραγματικό ριζοσπαστικό ακτιβισμό. Ξαφνικά οι

289
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ήπιες τακτικές του Sierra Club και άλλων χαρτογιακάδων οικο-γρα-


φειοκρατών γίνονται πολύ πιο ελκυστικές και αρμόζουσες σοβαρής δι-
απραγμάτευσης. Οι μετριοπαθείς αυτοί περιβαλλοντιστές πρέπει να κα-
ταδικάζουν τις πρακτικές δολιοφθοράς προκειμένου να διασώζουν τη
δική τους εικόνα, όμως οφείλουν να εκμεταλλεύονται στο έπακρο την
αξιοπιστία που προσδίδει στη δική τους προσέγγιση.
(Foreman and Haywood, 1989, σ. 22)

Υπάρχουν κι εκείνοι που θα υποστηρίξουν, ούτως ή άλλως, ότι ο Lewis κά-


νει πολλή φασαρία για το τίποτα – ότι η ριζοσπαστική πράσινη πολιτική πα-
ραμένει τόσο πολύ στη σκιά της ρεφορμίστριας συγγενούς της, ώστε καθί-
σταται σχεδόν αόρατη. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό θα μπορούσε να είναι το
αποτέλεσμα μιας έκρηξης δημοτικότητας που γνώρισαν τα περιβαλλοντικά
θέματα στο πολιτικό πεδίο περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Μπορεί να
φανεί περίεργος ο ισχυρισμός ότι η ριζοσπαστική πράσινη πολιτική υπήρ-
ξε θύμα της επιτυχίας του ρεφορμισμού, όμως, σύμφωνα με μια προσέγ-
γιση που θεωρεί την ένταση μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογισμού
καταστροφική μάλλον, παρά δημιουργική, πιθανόν αυτό ακριβώς συνέβη.
Το πράσινο κίνημα πέρασε χρόνια προσπαθώντας να προωθήσει το περι-
βάλλον στην πολιτική ατζέντα, και οι μείζονες πολιτικές παρατάξεις έχουν
τόσο επιδέξια ράψει από μια πράσινη λωρίδα η καθεμιά στη σημαία της,
ώστε μοιάζει να μην υπάρχει πια ανάγκη για μια ιδιαίτερη πράσινη (πόσω
μάλλον ριζοσπαστική πράσινη) πολιτική. Όπως το έθεσε η Anna Bramwell,
«…ό,τι από την Πράσινη κριτική είναι αξιοποιήσιμο έχει σε μεγάλο βαθ-
μό ενταχθεί στο πολιτικό σύστημα» (Bramwell, 1994, σ. 206). Σύμφωνα με
την ανάγνωση αυτή, η ριζοσπαστική πράσινη πολιτική χάθηκε μέσα σε λα-
μπρότερα φώτα και δυνατότερες φωνές, και το κάλεσμα για ριζοσπαστική
κοινωνική, πολιτική και οικονομική αλλαγή σιγάστηκε – αν δεν σιώπησε.
Οι ριζοσπάστες πράσινοι βρίσκονται ολοφάνερα σε άβολη θέση.
Από τη μια μεριά έχουν να διαδώσουν ένα μήνυμα κι από την άλλη έρ-
χονται αντιμέτωποι μ’ ένα κοινό και με μια κουλτούρα που, κατά την αντί-
ληψή τους, τους εμποδίζουν να το κάνουν. Έτσι, σε ορισμένους χώρους
δημόσιας συζήτησης ενστερνίζονται τον ρεφορμισμό, είτε πιστεύοντας
ότι η ιδιότητα του ριζοσπάστη πράσινου οδηγεί στην αυτοπεριθωριοποί-

290
Επίλογος

ηση, είτε επειδή στους συγκεκριμένους χώρους (ιδιαίτερα στην τηλεόρα-


ση και στο ραδιόφωνο) οι συζητήσεις κλίνουν μάλλον προς ό,τι ήδη εν-
διαφέρει το κοινό (η ρύπανση των ποταμών, οι φώκιες που πεθαίνουν)
παρά προς ό,τι θα ενδιέφερε τους ίδιους, αν δινόταν η ευκαιρία ν’ ακού-
σουν κάτι σχετικό. Δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο σε όλα αυτά· πρόκειται
για το τυπικό δίλημμα κάθε ριζοσπαστικής μορφής πολιτικής, και μπο-
ρεί να οδηγήσει σε μιαν επαχθή μορφή πολιτικής σχιζοφρένειας. Μέσα
σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Jonathon Porritt περιέγραψε κάποτε πώς όντας
ταυτόχρονα διευθυντής των Friends of the Earth και μέλος του Πράσινου
Κόμματος (στο Dodds, 1998, σ. 201) αισθανόταν να τον τραβούν προς δια-
φορετικές κατευθύνσεις ταυτόχρονα.
Η κατάσταση έχει ως εξής: Θέλουμε να διαδώσουμε στο ευρύ κοι-
νό την πράσινη πολιτική, να «περάσουμε το μήνυμα», και θέλουμε να δι-
ασφαλίσουμε ότι το πράσινο μήνυμα θα είναι ριζοσπαστικό μάλλον, παρά
απλώς ρεφορμιστικό, όμως παρουσιάζεται το πρόβλημα ότι, προκειμένου
να μεταδώσουμε οποιοδήποτε μήνυμα, αυτό θα πρέπει να είναι ρεφορ-
μιστικό και όχι ριζοσπαστικό. Ο Porritt αναφέρεται, για παράδειγμα, στην
εξαιρετικά επιτυχημένη εκστρατεία των Friends of the Earth με στόχο να
πεισθούν οι παραγωγοί αεροζόλ να καταργήσουν σταδιακά τη χρήση χλω-
ροφθορανθράκων (CFC). Επισήμανε ότι στα τέλη του 1989 γινόταν χρήση
CFC μόνο σε ένα 5 - 10% των αεροζόλ, σε σύγκριση με το σχεδόν 75% μό-
λις έναν περίπου χρόνο νωρίτερα. Κάτι τέτοιο, γράφει, είναι «…μόνο για
καλό – ένα μικρό προστιθέμενο βήμα προς ένα ασφαλέστερο περιβάλ-
λον». Κι ύστερα ρωτά: «Μας οδηγεί, όμως, πραγματικά έστω και λίγο πιο
κοντά στη βιωσιμότητα;» (στο Dodds, 1988, σ. 200-201). Ο ίδιος παρατηρεί:

Διάφοροι βαθείς πράσινοι (μεταξύ αυτών και μέλη του Πράσινου Κόμ-
ματος) έσπευσαν να κατακρίνουν τους Friends of the Earth που δεν
οργάνωσαν μιαν εκστρατεία ενάντια στα αεροζόλ γενικότερα, από
τη στιγμή που είναι αναμφίβολα αχρείαστα, ζημιογόνα και κάθε άλλο
πάρα ανώδυνα για το περιβάλλον, ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιούν
CFC. Τέτοιοι επικριτές ισχυρίστηκαν (και ποιος μπορεί να τους κατη-
γορήσει γι’ αυτό;) ότι οργανώνοντας μιαν εκστρατεία για αεροζόλ χω-
ρίς CFC στην πραγματικότητα αποδεχόμαστε, αν δεν προωθούμε κιό-

291
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

λας, την αυταρέσκεια, την έπαρση και απολύτως αντίθετα στη βιωσιμό-
τητα καταναλωτικά πρότυπα.
(στο Dodds, 1988, σ. 201)

Τα παραπάνω εμπεριέχουν ένα δίλημμα: Εάν, όπως υπολαμβάνουν οι


τελευταίες φράσεις, περιβαλλοντικές εκστρατείες μπορεί να επιτείνουν το
πρόβλημα της βιωσιμότητας, τότε η ελαφρά πράσινη και η βαθιά πράσι-
νη πολιτική συγκρούονται μάλλον, παρά συνεργάζονται – η περί «εποι-
κοδομητικής έντασης» θεωρία τίθεται σε αμφισβήτηση. Με άλλα λόγια,
δεν πρόκειται απλώς για ένα θέμα σημασιολογίας, ως προς το αν είναι
ή δεν είναι το ίδιο πράγμα ο περιβαλλοντισμός και ο οικολογισμός, και,
στην περίπτωση που δεν είναι, κατά πόσο διαφέρουν, αλλά για ένα θέμα
με πολιτικο-στρατηγικές προεκτάσεις. Αν οι ριζοσπάστες και οι ρεφορμι-
στές πράσινοι προχωρούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, αυτό είναι κάτι
πραγματικά σοβαρό, αφού η πάγια υπεράσπιση της πολιτικής σχιζοφρέ-
νειας είναι ότι ακόμα και αν οι δύο θέσεις βρίσκονται σε διαφορετικά ση-
μεία, ακολουθούν τουλάχιστον την ίδια πορεία. Για να το θέσουμε διαφο-
ρετικά, οι ελαφρά πράσινοι θα ισχυριστούν ότι μια ελαφρά πράσινη εκ-
παίδευση μπορεί να οδηγήσει σε βαθιά πράσινη ριζοσπαστικοποίηση, ότι
η φυσιολογική ροή των πραγμάτων οδηγεί από την πρώτη στη δεύτερη:
«Εν τέλει πιστεύω ότι περισσότερο καλό, παρά κακό, μπορεί να προκύ-
ψει αν αντιμετωπίσουμε τέτοιες προσεγγίσεις ως στοιχεία μιας μεταβατι-
κής στρατηγικής», γράφει ο Porritt (στο Dodds, 1988, σ. 199).
O Porritt θα μπορούσε ακόμα και –απρόθυμα έστω– να ισχυριστεί
πως οτιδήποτε είναι καλύτερο από το τίποτα, ακόμα κι αν δεν πραγμα-
τοποιηθεί καμία απολύτως εξέλιξη: «Εν πάση περιπτώσει, αν έχουμε να
επιλέξουμε μεταξύ πράσινων γιάπηδων και φύσει απεχθών γιάπηδων,
μεταξύ προσεκτικών πράσινων καταναλωτών και αναλόγως απρόσε-
κτων παλαιάς κοπής καταναλωτών, βρισκόμαστε μπροστά σε μια τυπι-
κή (τουτέστιν αναγκαστική, σ.τ.μ.) επιλογή Χόμπσον2» (στο Dodds, 1988,

2 Στο αγγλικό η παροιμιώδης έκφραση Hobson’s choice (επιλογή Χόμπσον),


που υποδηλώνει την αναγκαστική επιλογή.

292
Επίλογος

σ. 199). Με μια τέτοια λογική, οι ριζοσπάστες πράσινοι μπορούν κάλλιστα,


κατά περίσταση, να υποστηρίζουν ρεφορμιστικές θέσεις, αφού θα μπο-
ρούσε έτσι να πρασινίσουν τον παλιό γιάπη και να βελτιώσουν τον ετή-
σιο τζίρο του Body Shop. Μήπως, όμως, στον βωμό της δημοτικότητας
του περιβαλλοντισμού θυσιάζονται πιο ριζοσπαστικές, ατομικές κυρίως
πεποιθήσεις;
Επομένως, ένα κεντρικό ζήτημα στρατηγικής που τίθεται στο πράσι-
νο κίνημα αφορά στο αν η ελαφρά πράσινη πολιτική (περιβαλλοντισμός)
αυξάνει ή μειώνει τις δυνατότητες της βαθιάς πράσινης πολιτικής (οικο-
λογισμού). Σε αδρές γραμμές μιλώντας, το πρώτο θα φανεί πιθανότερο
αν δεχτούμε ότι και οι δύο αυτές μορφές πολιτικής οδεύουν στην ίδια κα-
τεύθυνση, παρότι πιθανόν η μία έπεται κατά τι της άλλης, ενώ θα φανεί
λιγότερο πιθανό αν δεχτούμε ότι λειτουργούν σε αντιπαράθεση μάλλον,
παρά σε συνεργασία μεταξύ τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το
αποτέλεσμα θα είναι να μην ενθαρρυνθεί ο κόσμος να δει τον περιβαλ-
λοντισμό ως μία «μεταβατική στρατηγική» προς τον οικολογισμό, αλλά να
υποστηριχθεί ότι δεν υφίσταται απολύτως καμία τέτοια στρατηγική.
Υπάρχουν, βεβαίως, επιχειρήματα υπέρ και κατά αμφοτέρων των
παραπάνω θέσεων, όπως υπάρχουν και διάφοροι τρόποι διατύπωσης
της πρώτης (και, κατά τα φαινόμενα, ολοένα δημοφιλέστερης) «θέσης της
σύγκλισης». Μια γενική ιδέα που διατρέχει τις ποικίλες αυτές διατυπώ-
σεις είναι ότι τα αποτελέσματα της πολιτικής των ριζοσπαστικών και των
ρεφορμιστικών προγραμμάτων μοιάζουν πολύ, ακόμη και αν οι αιτίες και
οι αξίες στη βάση τους διαφέρουν. Γενικά μιλώντας, η πρόθεση της πολι-
τικής τόσο των ρεφορμιστών όσο και των ριζοσπαστών είναι να προστα-
τεύσουν το περιβάλλον. Οι ριζοσπάστες πράσινοι υποστήριζαν από παλιά
ότι αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο η οικονομική ανάπτυ-
ξη παραμένει το καθοριστικό στοιχείο στις βιομηχανικές και υπό εκβιο-
μηχάνιση κοινωνίες, και όσο η στάση μας απέναντι στην περιβαλλοντική
προστασία καθοδηγείται από ανθρωποκεντρικά κριτήρια.
Το «πρώτο κύμα» επιθέσεων κατά της άποψης περί ορίων στην
ανάπτυξη προήλθε από θιασώτες της αφθονίας των πόρων όπως οι
Herman Kahn και Julian Simon, που υποστήριξαν ευθαρσώς (και ακό-
μα το κάνουν) ότι υπάρχουν περισσότεροι από αρκετούς για να τα φέρ-

293
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

νουμε βόλτα, ούτε λίγο ούτε πολύ για πάντα: «Έχουμε πλέον στα χέρια
μας … την τεχνολογία για να ταΐζουμε, να ντύνουμε και να παρέχουμε
ενέργεια σ’ έναν συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό για τα επόμενα 7 δισε-
κατομμύρια χρόνια» (Simon στο Myers and Simon, 1994, σ. 65).
Αυτά τα επιχειρήματα προβάλλονται ακόμα, όμως έχουν ενισχυ-
θεί (ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντικατασταθεί) από ένα πολύ πιο
εκλεπτυσμένο «δεύτερο κύμα» αντίδρασης προς τη θέση περί ορίων
στην ανάπτυξη, το οποίο έχει ονομαστεί «οικολογικός εκμοντερνισμός»
(Jacobs, 1999b, Moll and Sonnenfeld, 2000). Στο βιβλίο του για την πολι-
τική της ρύπανσης, ο Albert Weale περιγράφει πώς κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1980 οι οικολόγοι εκμοντερνιστές άρχισαν να αμφισβητούν
την άποψη ότι υπάρχει «μια σχέση αμοιβαίου ανταγωνισμού3 μεταξύ της
οικονομικής ευμάρειας και της φροντίδας για το περιβάλλον» (Weale,
1992, σ. 31). Οι οικολόγοι εκμοντερνιστές πρόβαλαν τρία επιχειρήματα:
Πρώτον, «όταν αποφεύγουμε να αναλάβουμε τα “κόστη” της περιβαλλο-
ντικής προστασίας, το αποτέλεσμα είναι συχνά να εξοικονομούμε χρήμα-
τα για τις παρούσες γενιές με τίμημα ένα επιπλέον βάρος για τις μελλο-
ντικές γενιές» (ό.π., σ. 76)· δεύτερον, «[α]ντί να εκλάβει την περιβαλλοντι-
κή προστασία ως ένα βάρος για την οικονομία, ο οικολόγος εκμοντερνι-
στής την εκλαμβάνει ως μια πιθανή πηγή μελλοντικής ανάπτυξης …, ένα
έναυσμα για βιομηχανική καινοτομία» (ό.π., σ. 78)· και, τρίτον:

… με την έλευση των παγκόσμιων αγορών, οι προδιαγραφές για την


αποδοχή των προϊόντων θα καθορίζονται από τη χώρα με τις πιο αυ-

3 Στο πρωτότυπο η έκφραση zero-sum trade-off, η οποία παραπέμπει στα


zero-sum games, δηλαδή σε παιχνίδια όπου τα κέρδη κάποιων παικτών ισοδυ-
ναμούν με τις ζημίες των υπολοίπων. Στον τομέα της πολιτικής, η έκφραση χρη-
σιμοποιείται όταν θεωρείται ότι υπάρχουν περιορισμένες πηγές εσόδων ή/και
πλούτου, οπότε οι αποφάσεις που λαμβάνονται έχουν κερδισμένους και χαμένους,
και ανακύπτουν μέσω συμβιβασμών μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων (βλ.
The American Heritage, New Dictionary of Cultural Literacy, 3rd edition, 2005,
Houghton Mifflin Company, σ.τ.μ.).

294
Επίλογος

στηρές προδιαγραφές ελέγχου της ρύπανσης. Έτσι, η μελλοντική ανά-


πτυξη μιας μεταβιομηχανικής οικονομίας θα εξαρτάται από τη δυνατό-
τητά της να παράγει υψηλής αξίας ποιοτικά προϊόντα, με εφαρμογή αυ-
στηρών περιβαλλοντικών προδιαγραφών.
(Weale, 1992, σ. 77)

Η συγκεκριμένη αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης από την περι-


βαλλοντική υποβάθμιση φαίνεται να αποκρούει (τουλάχιστον ένα από) τα
κυριότερα βέλη στη φαρέτρα των ριζοσπαστών οικολογιστών. Με όρους
στρατηγικής, γιατί να ασχολούμαστε με ριζοσπαστικές οικολογικές από-
ψεις αν μπορούμε, που λέει ο λόγος, να έχουμε και την πίτα ολόκληρη
και τον σκύλο χορτάτο;
Θα επιστρέψω στο ζήτημα αυτό παρακάτω, όμως πρώτα πρέπει να
διερευνήσουμε μιαν άλλη προσέγγιση στη «θέση της σύγκλισης». Οι οι-
κολόγοι εκμοντερνιστές εστιάζουν την προσοχή τους στην εξίσωση της
οικονομικής ανάπτυξης, σε αυτό που αλλιώς θα μπορούσαμε να απο-
καλέσουμε «υλικό» ρήγμα μέσα στο φιλοπεριβαλλοντικό στρατόπεδο.
Τι συμβαίνει, όμως, με τα επιχειρήματα που διατυπώνονται στο κεφά-
λαιο 2 σχετικά με τον ανθρωποκεντρισμό και τον βιοκεντρισμό; Είναι βέ-
βαιο ότι επηρεάζεται η πολιτική γραμμή από το αν κάποιοι ενστερνίζονται
μιαν ανθρωποκεντρική μάλλον παρά μια βιοκεντρική στάση ως προς την
προστασία του περιβάλλοντος;
Ο Bryan Norton είναι μεταξύ εκείνων που πιστεύουν πως δεν επη-
ρεάζεται. Ότι ο Norton είναι υποστηρικτής της «σύγκλισης» δεν χωράει
αμφιβολία, και προκειμένου για την ενότητα μεταξύ των περιβαλλοντολό-
γων ισχυρίζεται ότι ξέρει πού να εστιάσει: «Έχω … επιδιώξει να μη χρησι-
μοποιώ τα λόγια των περιβαλλοντιστών –τις εξηγήσεις που δίνουν για ό,τι
κάνουν–, αλλά τις πράξεις τους –τις πολιτικές που ακολουθούν στην πρά-
ξη– ως σταθερά σημεία στον χάρτη μου» (Norton, 1991, σ. x). Περιβαλλο-
ντιστές όλων των τάσεων θα συνηγορούσαν, για παράδειγμα, στη θέσπιση
μιας περιοχής διάσωσης της άγριας ζωής, αν και όχι ως προς το γιατί θα
έπρεπε αυτή να διασωθεί. Ο Norton υποστηρίζει ότι δεν αφορά την άσκη-
ση της πολιτικής αν θα διασώσουμε μια τέτοια περιοχή επειδή είναι ιερή ή
επειδή θα αποδοθεί σε ψυχαγωγικές χρήσεις. Θεωρεί ότι μέσω μιας αν-

295
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

θρωποκεντρικής, υπό την ευρεία έννοια, προσέγγισης όλοι οι στόχοι των


ριζοσπαστών οικολόγων είναι δυνατόν να επιτευχθούν:

… η εισαγωγή της ιδέας ότι διάφορα άλλα είδη έχουν εγγενή αξία,
ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι «δίκαιοι» απέναντι σε όλα τα άλλα
είδη, δεν επιβάλλει στην ανθρώπινη συμπεριφορά κανέναν –λειτουρ-
γικά αναγνωρίσιμο– περιορισμό που δεν περιλαμβάνεται ήδη στις γε-
νικευμένες διαχρονικές υποχρεώσεις μας για τη διαφύλαξη ενός υγι-
ούς, σύνθετου και λειτουργικά αυτόνομου συστήματος προς όφελος
των μελλοντικών ανθρώπινων γενεών.
(Norton, 1991, σ. 226)

Πιο συγκεκριμένα, επιχειρηματολογεί υπέρ μιας μορφής «λεξικογραφι-


κής ταξινόμησης» προτεραιοτήτων: «…οι παραγωγικές αξίες κινούνται
ελεύθερα μέχρις ότου η επίμονη επιδίωξή τους απειλήσει το ευρύτερο
πλαίσιο, οπότε, με όρους οικολογικής ευαισθησίας του συστήματος, τί-
θενται περιορισμοί επί των επιλογών που στηρίζονται σε αμιγή κριτήρια
παραγωγικότητας» (Norton, 1991, σ. 83). Και καταλήγει:

Ένα ιεραρχικό αξιακό σύστημα, λοιπόν, ανοίγει δίοδο σε νέες προσεγ-


γίσεις της περιβαλλοντικής ηθικής. Οι περιβαλλοντιστές δεν χρειάζεται
να επιλέξουν μεταξύ της κοσμοθεωρίας του ανθρωποκεντρικού οικο-
νομικού αναγωγισμού και του βιοκεντρισμού. Ένα ιεραρχικά οργανω-
μένο και ενοποιημένο σύστημα αξιών προσφέρει μιαν άλλη δυνατότητα.
(Norton, 1991, σ. 239)

Η ελκυστικότητα των οικολόγων εκμοντερνιστών του Weale και των


υποστηρικτών της σύγκλισης του Norton είναι ότι μας προσφέρουν
μια λύση με «τόσο… όσο και…» αντί με «είτε… είτε…»: τόσο οικονομι-
κή ανάπτυξη όσο και περιβαλλοντική προστασία, τόσο παραγωγικότητα
όσο και διαφύλαξη του οικοσυστήματος. Για μια ακόμη φορά ανακύπτει
το ερώτημα: Αν οι θέσεις αυτές αξίζουν κάτι, γιατί να μας απασχολεί –από
την πλευρά της τακτικής, της στρατηγικής ή όποια άλλη– η ριζοσπαστι-
κή οικολογία; Διαθέτει η ριζοσπαστική οικολογία κάποια «προστιθέμενη

296
Επίλογος

αξία» ή αποτελεί, σε τελική ανάλυση, έναν ενοχλητικό περισπασμό στην


επιδίωξή μας να έχουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο;
Βεβαίως, οι ριζοσπάστες οικολόγοι πιθανόν θα ξεκινούσαν αμφι-
σβητώντας –ή τουλάχιστον υποβαθμίζοντας– κάποιους από τους ισχυ-
ρισμούς των οικολόγων εκμοντερνιστών και των υποστηρικτών της σύ-
γκλισης. Τα τρία επιχειρήματα που διατύπωσε εκ μέρους των πρώτων ο
Weale υπόκεινται όλα σ’ έναν βαθμό ελέγχου.
Πρώτον, γιατί οι ψυχροί βιομήχανοι να ανησυχούν για τις μέλλου-
σες γενιές; Ιδέες που οδηγούν σε μια τέτοια στάση εκκινούν οπωσδήπο-
τε έξω από τα όρια της ιδεολογίας του οικολογικού εκμοντερνισμού – και
ένας πιθανός χώρος εκκίνησής τους είναι το στρατόπεδο των ριζοσπα-
στών οικολόγων (αν και όχι μόνον αυτός, βεβαίως). Σύμφωνα με αυτή
την ανάγνωση, η ριζοσπαστική οικολογία έχει ως προορισμό να κουβα-
λάει νερό στον μύλο του οικολόγου εκμοντερνιστή.
Δεύτερον, η άποψη ότι η προστασία του περιβάλλοντος μπορεί
να αποβεί πηγή μελλοντικής ανάπτυξης υπόκειται σε δυο περιοριστι-
κούς όρους. Πρώτον, κάτι τέτοιο ισχύει με βεβαιότητα μόνο σε κατάλλη-
λο περιβάλλον (που λέει ο λόγος), δηλαδή σε κοινωνίες (ή σύνολά τους)
με αιτήματα «ποιότητας ζωής» ενσωματωμένα σε γενικά προγράμμα-
τα – όπως συμβαίνει (έμμεσα) στην εισαγωγή και το άρθρο 2 (ιδιαίτε-
ρα στην αναθεωρημένη έκδοση) της αρχικής Συνθήκης της Ρώμης για
την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Hildenbrand, 1992, σ. 17, 37). Θα μπορούσα-
με να ισχυριστούμε πως στη χάραξη πολιτικής το γεγονός ότι «η περι-
βαλλοντική ποιότητα αποτελεί ανώτερο αγαθό» (Weale, 1992, σ. 76) λαμ-
βάνεται υπόψη μόνο όταν η μη εξασφάλιση περιβαλλοντικής ποιότητας
έχει αρνητικές συνέπειες σ’ αυτούς που χαράσσουν την πολιτική. Δυστυ-
χώς, αυτοί που χαράσσουν την πολιτική σε μεγάλα τμήματα του πλανή-
τη παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστοι από τα αποτελέσματα της
αφροσύνης τους, και αυτό αφορά τον εκ μέρους τους χειρισμό τόσο του
περιβάλλοντός τους όσο και άλλων τομέων της πολιτικής.
Ο δεύτερος περιοριστικός όρος σχετίζεται με τη διαπίστωση ότι δεν
είναι όλα τα μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας ευνοϊκά για την ανάπτυ-
ξη, και ο ίδιος ο Weale αναφέρεται σε στοιχεία από την Ολλανδία που
καταδεικνύουν ότι η περιβαλλοντική προστασία μπορεί να επιφέρει αρ-

297
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

νητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το ολλανδικό Εθνικό Σχέδιο Περιβαλλο-


ντικής Πολιτικής (National Environment Policy Plan, NEPP) δημοσιεύ-
θηκε το 1989 και περιείχε μερικές από τις ριζοσπαστικότερες προτάσεις
μέτρων που δέχθηκε ποτέ κυβέρνηση για τον έλεγχο της ρύπανσης. Ο
Weale αποτυπώνει διεξοδικά τις λεπτομέρειες και τις συνέπειες του σχε-
δίου (Weale, 1992, σ. 125-153), όμως μόνο μια - δυο πτυχές του μας ενδι-
αφέρουν εδώ. Πρώτον, στο σχέδιο συνυπολογίστηκαν μειώσεις των με-
γάλης κλίμακας εκπομπών καυσαερίων, επειδή διαπιστώθηκε ότι «ακό-
μα και με την πλήρη εφαρμογή των υφιστάμενων τεχνολογιών διαχείρι-
σης απορριμμάτων και αποβλήτων4 δεν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί
μια πτώση της περιβαλλοντικής ποιότητας στην Ολλανδία» (ό.π., σ. 134, η
έμφαση στο πρωτότυπο). Μάλιστα, προκειμένου να επιτευχθούν οι περι-
βαλλοντικοί στόχοι που τέθηκαν, υποστηρίχθηκε στο προκαταρκτικό στά-
διο ότι «ήταν απαραίτητες ποσοτικές και δομικές αλλαγές στην οικονο-
μία» (ό.π., σ. 135, η έμφαση δική μου).
Η συγκεκριμένη αναφορά σε ποσοτικές αλλαγές ενισχύει σε κά-
ποιο βαθμό τη θέση των ριζοσπαστών οικολόγων, αφού (όπως επισήμα-
να στην παραπάνω αναφορά μου στον Lewis) μιλάει ακριβώς για μια πο-
σοτική μείωση υπέρ της οποίας επιχειρηματολογούν και οι ριζοσπάστες
πράσινοι. Η υλοποίηση του NEPP υπολογίστηκε ότι θα επέφερε στο ολ-
λανδικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μείωση 2,6% αν η Ολλανδία το εφάρ-
μοζε μόνη της και 0,9% εφόσον και άλλες χώρες ακολουθούσαν το πα-
ράδειγμά της (Weale, 1992, σ. 135) – ο Weale, πάντως, επισήμανε ότι οι
υπολογισμοί αυτοί δεν λαμβάνουν υπόψη την οικονομία που θα μπορού-
σε να προκύψει (π.χ. από την εξοικονόμηση ενέργειας), ούτε και τα αντα-
γωνιστικά οφέλη που θα μπορούσε να προέλθουν από αυτήν.
Η πρόταση για ποσοτικές και δομικές αλλαγές, σημειωτέον, «δεν φαι-

4 Οι αναφερόμενες στο αγγλικό πρωτότυπο end-of-pipe technologies αφορούν


στη διαχείριση των υπολειμμάτων της παραγωγής και της χρήσης καταναλωτικών
προϊόντων. Η περιορισμένη επιτυχία τους οδήγησε στην αναζήτηση παρεμβάσε-
ων στα αρχικά στάδια, της χρήσης πρώτων υλών και της παραγωγής προϊόντων
(σ.τ.μ.).

298
Επίλογος

νόταν ελκυστική, αφού απειλούσε να οδηγήσει το ζήτημα της προστασί-


ας του περιβάλλοντος σε πορεία σύγκρουσης με την οικονομική ανάπτυ-
ξη, οπότε και η περιβαλλοντική πολιτική θα επανερχόταν στην παλιά σχέ-
ση αμοιβαίου ανταγωνισμού με άλλους πολιτικούς στόχους» (Weale, 1992,
σ. 135). Αν μη τι άλλο, όλα ετούτα υποδηλώνουν ότι η συγκεκριμένη πλευ-
ρά των θέσεων του οικολογικού εκμοντερνισμού οφείλει να αποσαφηνι-
στεί, αφού ο χωρισμός της οικονομικής ανάπτυξης από την περιβαλλο-
ντική υποβάθμιση δεν θα μοιάζει μάλλον με ανώδυνο διαζύγιο. Μάλιστα,
μπορεί να αποδειχθεί ανέφικτος, με τη ριζοσπαστική πράσινη επιχειρημα-
τολογία να επανέρχεται στην επιφάνεια – λαβωμένη, αλλά ακατάβλητη.
Σύμφωνα με το τρίτο επιχείρημα του οικολογικού εκμοντερνισμού
σ’ έναν κόσμο όπου ισχύουν αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές
το συγκριτικό πλεονέκτημα θα το κερδίζουν χώρες με προϊόντα που θα
πληρούν ή και θα ξεπερνούν τις προδιαγραφές αυτές. Κατά τους ριζο-
σπάστες πράσινους κάτι τέτοιο ευσταθεί μόνον εφόσον πληρούνται δύο
περιοριστικοί όροι.
Πρώτον, τα προϊόντα για το οποία γίνεται λόγος πρέπει να σχετίζο-
νται με τις «αυστηρές αντιρρυπαντικές προδιαγραφές» – τα αυτοκίνητα
που παράγονται στην Ιαπωνία θα μπορούσε να είναι μια τέτοια περίπτω-
ση, ενώ τα φτηνά πλαστικά παιχνίδια που παράγονται στην Κίνα δεν είναι.
Ο οικολογικός εκμοντερνισμός συνιστά εν μέρει μια θέση περί των «προ-
διαγραφών έγκρισης προϊόντων» (Weale, 1992, σ. 77), όμως οι περιβαλ-
λοντικοί παράγοντες δεν αποτελούν κριτήριο καταλληλότητας για όλα τα
προϊόντα και, βεβαίως, δεν γίνεται καν να αποτελούν το βασικό κριτήριο
καταλληλότητας προϊόντων όπως τα αυτοκίνητα. Ο λόγος, λοιπόν, του οι-
κολογικού εκμοντερνισμού επί της καταλληλότητας των προϊόντων είναι
μάλλον σχετικά ανίσχυρος.
Ο δεύτερος περιοριστικός όρος στο ίδιο πλαίσιο, και προκειμένου
να κερδηθεί το ως άνω συγκριτικό πλεονέκτημα, είναι ότι θα πρέπει να
εφαρμόζονται «αυστηρές αντιρρυπαντικές προδιαγραφές», όμως κάτι τέ-
τοιο δεν ισχύει (σε παγκόσμια κλίμακα) για τις περισσότερες αγορές των
περισσότερων αγαθών. Οι οικολόγοι εκμοντερνιστές θα μπορούσαν να
υποστηρίξουν ότι η διεκδίκηση της σχετικής νομοθεσίας αποτελεί μέρος
του προγράμματός τους, όμως έχουμε την υποψία πως αυστηρές περι-

299
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

βαλλοντικές προδιαγραφές είναι πιθανότερο να τίθενται σε ισχύ σε μέρη


όπου υφίσταται ήδη «περιβαλλοντικός πολιτισμός». Για μια ακόμη φορά,
θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τέτοιος πολιτισμός καλλιεργείται
πέρα από τα στενά όρια του οικολογικού εκμοντερνισμού και, στον βαθ-
μό που η ριζοσπαστική οικολογία συνιστά μορφή πολιτισμικής κριτικής,
μπαίνουμε στον πειρασμό να υποστηρίξουμε ότι για τους οικολόγους εκ-
μοντερνιστές είναι αναγκαίος ο χώρος που δημιουργούν οι πιο ριζοσπά-
στες ομόλογοί τους.
Τέλος, οι οικολόγοι εκμοντερνιστές θα υποδείξουν την ανά μονάδα
Α.Ε.Π. μειούμενη ενεργειακή κατανάλωση ως τεκμήριο για το ότι η σύν-
δεση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και κατανάλωσης ενέργειας έχει
καταργηθεί – θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση κάτι που εμφανίζεται ως
πιστεύω των ριζοσπαστών οικολόγων (Weale, 1992, σ. 25). Είναι αλήθεια
ότι η σύνδεση αυτή είχε καταργηθεί στις χώρες του Οργανισμού Οικονο-
μικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) τα τελευταία χρόνια, όμως
οι ριζοσπάστες οικολόγοι θα μπορούσαν να υποδείξουν τρεις παράγο-
ντες που συνέβαλαν σε αυτό, από τους οποίους οι δύο τουλάχιστον μπο-
ρεί να μην είναι εύκολο να αναπαραχθούν παγκόσμια: «Η αποσύνδεση
της οικονομικής ανάπτυξης από την κατανάλωση ενέργειας ενθαρρύν-
θηκε από τις υψηλές τιμές ενέργειας, την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη
του τομέα υπηρεσιών και τη μετεγκατάσταση ενεργοβόρων βιομηχανιών
στις αναπτυσσόμενες χώρες» (World Resources Institute, 1992, σ. 145).
Οι δύο παράγοντες που είναι δύσκολο να αναπαραχθούν παγκόσμια εί-
ναι ο δεύτερος και ο τρίτος. Δεν μπορούν όλες οι οικονομίες να εξαρτώ-
νται για την επιβίωσή τους από έναν αναπτυσσόμενο τομέα υπηρεσιών,
αφού τα παραδοσιακά βιομηχανικά προϊόντα (πλοία, γέφυρες κ.τ.ό.) θα
συνεχίσουν να έχουν ζήτηση ακόμα κι όταν δεν παράγονται στις χώρες
που τα χρειάζονται. Δεύτερον, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες δεν μπορούν
να παραμένουν για πάντα μετεγκατεστημένες· στο πλαίσιο του Ο.Ο.Σ.Α. τα
νούμερα που σχετίζονται με την ενεργειακή κατανάλωση έχουν βελτιω-
θεί με αντίτιμο μια μετατόπιση της κατανάλωσης και όχι μια (σε παγκό-
σμια κλίμακα) μείωσή της (ό.π., σ. 144-145).
Κριτική έχουν δεχθεί και τα επιχειρήματα του Bryan Norton σχετι-
κά με την πολιτική της σύγκλισης. Κατά πρώτον, η «λεξιλογική ταξινόμη-

300
Επίλογος

σή» του φαίνεται ότι επιτρέπει να γίνεται αρκετά μεγάλη καταστροφή πριν
φτάσει να ενεργοποιηθεί ο έλεγχος «ευαισθησίας του συστήματος». Στην
καλύτερη περίπτωση, μπορούν να ισχυριστούν οι ριζοσπάστες, η εστίασή
του σε συστήματα μάλλον, παρά σε άτομα, μοιάζει κομμένη και ραμμέ-
νη για να δικαιολογεί ένα ποσοστό βλαβών σε ατομικό επίπεδο, υπό τον
όρο ότι δεν θέτουν σε δοκιμασία τα όρια ευαισθησίας του συστήματος.
Στη χειρότερη περίπτωση, η παραγωγή μπορεί να συνεχίσει να «κινείται
ελεύθερα» για καιρό πριν κριθεί ότι το «ευρύτερο πλαίσιο» έχει περιέλ-
θει σε κίνδυνο. Πόσα «μη απαραίτητα» άτομα, είδη και περιβάλλοντα δια-
βίωσης θα μπορούσε να χαθούν μέχρι να απειληθεί η ίδια η δυνατότητα
παραγωγής; Το γεγονός και μόνο ότι το συγκεκριμένο ερώτημα μπορεί
να διατυπωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο χωρίς να παραποιείται η θέση του
Norton αποτελεί, βεβαίως, τον βασικό λόγο που οι ριζοσπάστες πράσινοι
θα αντιμετωπίσουν με αρκετή επιφύλαξη τη χείρα φιλίας που τους τείνει
– από τη δική τους «κατ’ αρχήν» οπτική, κανένα τμήμα ανθρώπινης ή μη-
ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί να θεωρείται μη απαραίτητο.
Οι θεωρίες περί σύγκλισης, λοιπόν, μπορεί να πάρουν διάφορες
μορφές. Σε μερικές (όπως του Martin Lewis), η σύγκλιση συνεπάγεται
την εξουδετέρωση της ριζοσπαστικής οπτικής. O Lewis και οι υποστη-
ρικτές του θα ισχυριστούν ότι η ριζοσπαστική οικολογία είναι απλά τελεί-
ως λανθασμένη και ότι το ζήτημα της περιβαλλοντικής προστασίας υπη-
ρετείται καλύτερα από ρεφορμιστικές ιδέες και πολιτικές. Άλλοι αναλυτές
(όπως ο Bryan Norton) θα υποστηρίξουν ότι τα αποτελέσματα της πολιτι-
κής είναι τα ίδια είτε βασίζονται σε ριζοσπαστικές είτε σε ρεφορμιστικές
αξίες· η περίσκεψη υπαγορεύει, λοιπόν, να επιλεγεί η γραμμή της ελάχι-
στης αντίστασης – το να επιχειρηματολογούμε υπέρ της περιβαλλοντικής
προστασίας μέσα από αποδεκτά παραδείγματα. Άλλοι (όπως οι οικολόγοι
εκμοντερνιστές) πιστεύουν ότι η ριζοσπαστική οικολογία σφάλλει θεμελι-
ωδώς ως προς τη σύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης με την περιβαλ-
λοντική υποβάθμιση, και ότι η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί στην πραγ-
ματικότητα λειτουργικό παράγοντα για την περιβαλλοντική προστασία.
Έχω υπαινιχθεί ότι μια ριζοσπαστική πράσινη αντίδραση σε αυτές
τις κριτικές είναι να τις αντιμετωπίζουμε κατά μέτωπο. Μια άλλη πιθα-
νή αντίδραση θα ήταν να αποδεχθούμε την ήττα –τουλάχιστον προσω-

301
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

ρινά– διεκδικώντας, όμως, ταυτόχρονα και μια σημαντική νίκη. Κάπο-


τε το περιβάλλον βρισκόταν στο περιθώριο του ενδιαφέροντος, ένα επι-
πλέον θέμα με το οποίο θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε όταν όλα τα
άλλα ζητήματα του δημόσιου βίου θα είχαν αντιμετωπιστεί. Η Συνθήκη
της Ρώμης του 1957 που εγκαθίδρυσε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοι-
νότητα, επί παραδείγματι, δεν περιλάμβανε καμία «σαφή αναφορά στην
ιδέα της περιβαλλοντικής πολιτικής ή της περιβαλλοντικής προστασίας»
(Hildebrand, 1992, σ. 17) και οι λάτρεις του περιβάλλοντος χρειαζόταν να
επαφίενται σε μια διασταλτική ερμηνεία διαφόρων άρθρων της συνθή-
κης για να προάγουν τις επιδιώξεις τους. Μέχρι το 1992 και τη Συνθή-
κη του Μάαστριχτ, ωστόσο, «[τ]ο παραδοσιακά αναπτυξιακό οικονομικό
ήθος της κοινότητας [είχε] “πρασινίσει” αρκετά» (ό.π., σ. 37). Η περιβαλ-
λοντική προστασία, η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη με σεβασμό στο περι-
βάλλον αναφέρονται σαφώς στα άρθρα της νέας συνθήκης, και το περι-
βάλλον έχει πλέον επισήμως «αποκτήσει τη θέση του ως πολιτικό θέμα
που εντάσσεται στις προτεραιότητες της Ένωσης» (ό.π.).
Η πολιτική και οικονομική ιστορία αυτής της σημαίνουσας μετατό-
πισης στις προθέσεις είναι σύνθετη – και πρέπει να υποστηριχθεί, ούτως
ή άλλως, από μία πολιτισμική ιστορία. Στη σφαίρα του πολιτισμού μπορεί
να δημιουργηθεί ένας χώρος εντός του οποίου θα τεθούν νέα ερωτήματα
σχετικά με το πολιτικά εφικτό και το κοινωνικά επιθυμητό. Αυτός είναι ο
χώρος που ο Doug Torgerson αναφέρει ως «πράσινη δημόσια σφαίρα»
(Torgerson, 1999). Άπαξ και τεθούν, δεν αναιρούνται, και –αργά ή γρήγο-
ρα– «ένας πολιτισμός εμποτισμένος με … ένα αίσθημα προσωπικής, πο-
λιτικής και οικολογικής ευθύνης» (Eckersley, 1992, σ. 182) θα απαιτήσει
από τους επαγγελματίες της πολιτικής να ανταποκριθούν. Αυτή η πολιτι-
σμική αρένα είναι που οι συμπαθούντες κριτικοί του οικολογισμού, όπως
οι Hayward, J. Barry και Norton, πιθανώς παραβλέπουν μέσα στη σφο-
δρή επιθυμία τους να κάνουν τις περιβαλλοντικές πολιτικές πιο ελκυστι-
κές (όπως θεωρούν οι ίδιοι). Ο Barry έχει σίγουρα δίκιο όταν λέει:

Η κεντρική θέση της ιδιότητας του πολίτη στην πράσινη επιχειρηματο-


λογία περί δημοκρατίας πηγάζει από την πεποίθηση ότι η επίτευξη της
βιωσιμότητας θα απαιτήσει κάτι περισσότερο από τη θεσμική αναδιάρ-

302
Επίλογος

θρωση των σύγχρονων δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών. Από μια


πράσινη σκοπιά, τέτοιες θεσμικές αλλαγές είναι απαραίτητες, αλλά όχι
επαρκείς. Ο πράσινος ισχυρισμός είναι ότι η αναδιοργάνωση σε μα-
κρο- και μικρο-επίπεδο πρέπει να συμπληρώνεται με αλλαγές σε γενι-
κές αξίες και πρακτικές. Εν συντομία, η θεσμική αλλαγή πρέπει να συ-
νοδευτεί από ευρύτερες αλλαγές στο επίπεδο του πολιτισμού.
(J. Barry, 1999, σ. 228)

Το ερώτημα είναι: Από πού θα προκύψουν αυτές οι αλλαγές αξιών και


πρακτικών στο επίπεδο του πολιτισμού; Η άποψή μου είναι ότι θα αναφα-
νούν, αν αναφανούν, παρακινούμενες από τη ριζοσπαστική κριτική που
προώθησε ο ίδιος ο οικολογισμός. Ο ρόλος της ριζοσπαστικής οικολογίας
στον 21ο αιώνα θα είναι να λειτουργεί ως προϋπόθεση για να μπορεί να
υπάρχει η ρεφορμίστρια εξαδέλφη της. Χωρίς τη ριζοσπαστική οικολογία
τόσο η θέση της σύγκλισης που προωθήθηκε από τον Norton, όσο και η
«οικολογικοποίηση του Διαφωτισμού» που προτάθηκε από τον Hayward
(1995), αλλά και η καλλιέργεια της «οικολογικής αρετής» που εισηγή-
θηκε ο John Barry (1999, σ. 31-35) θα ήταν κυριολεκτικά αδιανόητες. Ο
Barry ασκεί κριτική στις «δυαδικές» θεωρήσεις της πράσινης πολιτικής
σαν αυτή που γίνεται σε τούτο το βιβλίο (περιβαλλοντισμός έναντι οικο-
λογισμού) στη βάση του ότι αποτελούν «εμπόδιο στη μελλοντική εξέλι-
ξη της πράσινης πολιτικής» (J. Barry, 1999, σ. 4). Όμως και ο ίδιος παρά-
γει μερικές δικές του δυαδικές αντιθέσεις, όπως αυτή μεταξύ της πράσι-
νης ιδεολογίας και της πράσινης πολιτικής θεωρίας (η δεύτερη θεωρεί-
ται πιο «ώριμη» (ό.π., σ. 6)) ή μεταξύ της βαθιάς οικολογίας και μιας πε-
ριβαλλοντικής «δεοντολογίας χρήσης». Η πράσινη πολιτική θεωρία δεν
μπορεί να κάνει χωρίς την πράσινη ιδεολογία και πιθανόν δεν θα υπήρ-
χε χωρίς αυτήν, και η βαθιά οικολογία είναι μια δεοντολογία χρήσης του
περιβάλλοντος. Το θέμα είναι ότι οι ρεφορμιστές χρειάζονται τους ριζο-
σπάστες όσο και οι ριζοσπάστες τους ρεφορμιστές. Η πρόοδος θα επι-
τευχθεί όχι αν προσπαθήσουμε να αντικαταστήσουμε ένα σύνολο «αλη-
θειών» με ένα άλλο, αλλά αν αντιληφθούμε ότι οι κατά Barry «αλλαγές
στο επίπεδο του πολιτισμού» απαιτούν να ενεργοποιούνται αυτές ταυτό-
χρονα. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, ο ρεφορμισμός είναι απαραί-

303
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

τητος, αφού μας παρέχει ένα πράσινο εφαλτήριο, μια νεοπαγή συναίνε-
ση ως προς τη σχέση μας με το περιβάλλον μας, από όπου μπορούμε να
κάνουμε το άλμα προς περισσότερο ριζοσπαστικές πράσινες πρακτικές.
Υπάρχουν, βεβαίως, ριζοσπάστες κριτικοί, προερχόμενοι από την
αντίθετη κατεύθυνση, που ισχυρίζονται ότι ο ρεφορμισμός πιθανόν θα
αποτελέσει εμπόδιο μάλλον παρά εφαλτήριο. Από μια βαθιά πράσινη
σκοπιά, μπορεί να αναισθητοποιήσει μάλλον παρά να ευαισθητοποιήσει,
επισκιάζοντας τη βασική αρχή της πράσινης πολιτικής ότι σε ένα πεπερα-
σμένο σύστημα είναι αδύνατη η αέναη ανάπτυξη, και ότι, ως εκ τούτου,
η πράσινη παραγωγή και κατανάλωση είναι (μακροπρόθεσμα) το ίδιο μη
βιώσιμες όσο και οι τρέχουσες μορφές παραγωγής και κατανάλωσης.
Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, ο περιβαλλοντισμός απομυζά τη ριζο-
σπαστική δυναμική και κλείνει την πόρτα στην πράσινη αλλαγή.
Μια τέτοια προσέγγιση υποστηρίζει, σε αντίθεση με τον Norton (για
παράδειγμα), ότι ο περιβαλλοντισμός και ο οικολογισμός αποκλίνουν
μάλλον παρά συγκλίνουν. Ο Jonathon Porritt, μεταξύ άλλων, μοιάζει
αβέβαιος ως προς το ποια γραμμή να ακολουθήσει. Τον έχουμε δει να
επιχειρηματολογεί, «ισορροπώντας» (πιο πάνω), υπέρ της περί «μεταβα-
τικής στρατηγικής» αντίληψης, όμως είναι ενήμερος και για τις παγίδες
που κρύβει, ειδικά στην πράσινη καταναλωτική παραλλαγή της:

Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να μετριάσει τα αμεσότερα συμπτώ-


ματα οικολογικής παρακμής, όμως τα βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα
που επιτυγχάνονται κατά τη διαδικασία σχεδόν σίγουρα υποβαθμίζονται
από την παράλληλη αναισθητοποίηση τέτοιων καταναλωτών απέναντι
στην πραγματικότητα … Ο πράσινος καταναλωτισμός μπορεί να ενισχύει
κάπως τους περιβαλλοντολόγους σε μερικές τους καμπάνιες, όμως η
όλη του υπόσταση εξαρτάται από το να μην προσπαθεί να μειώσει ή να
υποκαταστήσει το σημερινό βιομηχανικό σύστημα· και από το να μην
προωθεί την επίγνωση της εγγενούς του μη βιωσιμότητας.
(στο Dodds, 1988, σ. 199-200)

Και έτσι βρισκόμαστε πίσω στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε: στο ριζο-
σπαστικό πράσινο αίτημα να τεθεί το σημερινό βιομηχανικό σύστημα σε

304
Επίλογος

αμφισβήτηση. Όμως πώς θα το κάνουμε αυτό; Οι Friends of the Earth


στην καμπάνια τους για τoυς CFC ήρθαν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι
«μια εκστρατεία ενάντια στα αεροζόλ θα είχε μικρή, αν θα είχε καν, απο-
τελεσματικότητα» (ό.π., σ. 201), ενώ η αμφισβήτηση του σημερινού βιο-
μηχανικού συστήματος θα απαιτούσε ακριβώς αυτό. Ο Porritt θέλει του-
λάχιστον «να βρίσκεται εκεί έξω και να εξηγεί γιατί η παλιά μηχανιστική
κοσμοθεωρία των Μπέικον, Ντεκάρτ και Νεύτωνα είναι πλέον παντελώς
περιττή … όσο και το να υποστηρίζουμε τα προτερήματα της αποθείω-
σης των καυσαερίων» (ό.π., σ. 203). Το «πρασίνισμα» των νοικοκυριών,
του λιανικού εμπορίου, της βιομηχανίας και των κυβερνήσεων, ακόμα
και των ανθρώπων –όσο αβέβαιο και αν είναι– αποτελεί το πλέον αξιο-
σημείωτο επίτευγμα των πρώτων τριών δεκαετιών του οικολογισμού. Το
αν αυτό θα είναι αρκετό για να μας εξασφαλίσει ένα βιώσιμο μέλλον μέ-
νει να το δούμε.

305
Βιβλιογραφία

Agyeman, J. (2005) Sustainable Communities and the Challenge of Environmen-


tal Justice (Νέα Υόρκη και Λονδίνο: New York University Press).
Agyeman, J. – Bullard, R. – Evans, B. (επιμ.) (2003) Just Sustainabilities: Devel-
opment in an Unequal World (Λονδίνο: Earthscan).
Allaby, M. – Bunyard, P. (1980) The Politics of Self-Sufficiency (Οξφόρδη: Oxford
University Press).
Anderson, F.R. κ.ά. (χ.χ.) Environmental Protection: Law and Policy (Νέα Υόρκη:
Little, Brown).
Anderson, V. (1991) Alternative Economic Indicators (Λονδίνο: Routledge).
Atkinson, A. (1991) Principles of Political Ecology (Λονδίνο: Belhaven Press).
Attfield, R. (1983) The Ethics of Environmental Concern (Οξφόρδη: Blackwell).
― (1990) “Deep ecology and intrinsic value”, Cogito 4(1).
Bahro, R. (1982) Socialism and Survival (Λονδίνο: Heretic Books).
― (1986) Building the Green Movement (Λονδίνο: GMP).
― (1994) Avoiding Social and Ecological Disaster: The Politics of World Trans-
formation (Μπαθ: Gateway Books).
Ball, T. – Dagger, R. (1991) Political Ideologies and the Democratic Ideal (Λονδί-
νο: HarperCollins), [Πολιτικές ιδεολογίες και το δημοκρατικό ιδεώδες, εκδ.
Τουρίκη, Αθήνα 2011].
Barry, B. (1995) Justice as Impartiality (Οξφόρδη: Clarendon Press).
― (1999) “Sustainability and intergenerational justice”, στο A. Dobson (επιμ.)
Fairness and Futurity: Essays on Environmental Sustainability and Social
Justice (Οξφόρδη: Oxford University Press).
Barry, J. (1994) “The limits of the shallow and the deep: green politics, philoso-
phy and praxis”, Environmental Politics, 3(3).
― (1996) “Sustainability, political judgment and citizenship: connecting green
politics and democracy”, στο B. Doherty – M. De Geus (επιμ.) Democracy
and Green Political Thought: Sustainability, Rights and Citizenship (Λονδίνο:
Routledge).
― (1999) Rethinking Green Politics (Λονδίνο: Sage).

306
Βιβλιογραφία

Barry, J. – Eckersley, R. (επιμ.) (2005) The State and the Ecological Crisis (Καί-
μπριτζ: MIT Press).
Bauman, Z. (1987) Legislators and Interpreters (Οξφόρδη: Polity).
Baxter, B. (1999) Ecologism: An Introduction (Εδιμβούργο: Edinburgh Universi-
ty Press).
Begg, A. (2000) Empowering the Earth: Strategies for Green Change (Μπίντφορντ:
Green Books).
Benson, J. (επιμ.) (2000) Environmental Ethics: An Introduction with Readings
(Λονδίνο: Routledge).
Bentham, J. (1960) The Principles of Morals and Legislation (Οξφόρδη: Blackwell).
Benton, T. (1993) Natural Relations: Ecology, Animal Rights and Social Justice
(Λονδίνο: Verso).
― (επιμ.) (1996) The Greening of Marxism (Νέα Υόρκη: Guilford Press).
Bergland – Matti (2006) “Citizen and consumer: the dual role of individuals in en-
vironmental policy”, Environmental Politics, 15(4).
Biehl, J. (1988) άρθρο στο Green Line, 59 (Φεβρουάριος).
― (1993) “Problems in ecofeminism”, Society and Nature, 2(1).
Blühdorn, I. (2000) Post-ecologist Politics: Social Theory and the Abdication of the
Ecologist Paradigm (Λονδίνο: Routledge).
Bookchin, M. (1972) Post-scarcity Anarchism (Μόντρεαλ: Black Rose Books).
― (1982) The Ecology of Freedom (Πάλο Άλτο: Cheshire Books), [Η οικολογία
της ελευθερίας, μτφρ. «’Ομιλος Καλών Νέων και Νεανίδων, Διασπασμένη
Φράξια του Ομίλου Βανδάλων Θεσσαλονίκης», Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα
2007].
― (1986) The Modern Crisis (Φιλαδέλφεια: New Society), [Η σύγχρονη οικολο-
γική κρίση, μτφρ. Μάκης Κορακιανίτης, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 1993].
― (1989) Remaking Society (Μόντρεαλ: Black Rose Books), [Ξαναφτιάχνοντας
την κοινωνία, μτφρ. Τάσος Κυπριανίδης, Εξάντας, Αθήνα χ.χ.].
― (1991) “Where I stand now”, στο M. Bookchin – D. Foreman (επιμ.), Defend-
ing the Earth (Μόντρεαλ: Black Rose Books).
― (1995) Re-enchanting Humanity: A Defence of the Human Spirit Against An-
tihumanism, Misanthropy, Mysticism and Primitivism (Λονδίνο: Cassell).
Bookchin, M. – Foreman, D. (επιμ.) (1991) Defending the Earth (Μόντρεαλ: Black
Rose Books).

307
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Bottomore, T. (1982) Elites and Society (Χάρμοντσγουορθ: Penguin).


Bottomore, T. – Rubel, M. (1984) Karl Marx: Selected Writings in Sociology and
Social Philosophy (Χάρμοντσγουορθ: Penguin), [Ο Καρλ Μαρξ σε θέματα
κοινωνιολογίας και κοινωνικής φιλοσοφίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα χ.χ.].
Bramwell, A. (1989) Ecology in the 20th Century (Νιου Χέβεν, CT: Yale Universi-
ty Press).
― (1994) The Fading of the Greens: The Decline of Environmental Politics in
the West (Νιου Χέβεν, CT: Yale University Press).
Brennan, A. (1988) Thinking about Nature (Λονδίνο: Routledge).
British Ecology Party Manifesto (1983) (Λονδίνο: Ecology Party).
British Green Party Manifesto (1987) (Λονδίνο: Green Party).
Brundtland, Gro Harlem (1989) “Economia ecologica”, El Pais (Temas de Nues-
tra Epoca), 30 Μαρτίου, 4.
Brundtland Report (χ.χ.) Our Common Future (Λονδίνο: Earthscan).
Bunyard, P. – Morgan-Grenville, F. (επιμ.) (1987) The Green Alternative (Λονδί-
νο: Methuen).
Burke, E. (1790/1982) Reflections on the Revolution in France (Χάρμοντσγουορθ:
Penguin), [Στοχασμοί για την επανάσταση στη Γαλλία, μτφρ. Χρήστος Γρηγο-
ρίου, Σαββάλας, Αθήνα 2010].
Caldecott, L. – Leland, S. (επιμ.) (1983) Reclaim the Earth (Λονδίνο: The Wom-
en’s Press).
Capra, F. (1975) The Tao of Physics (Λονδίνο: Wildwood House), [Το ταό και η φυ-
σική, μτφρ. Μάριος Βερέττας, Βερέττας, Αθήνα 2013].
― (1983) The Turning Point (Λονδίνο: Flamingo), [Η κρίσιμη καμπή, μτφρ. Μά-
ριος Βερέττας, Ωρόρα, Αθήνα 1984].
Carson, R. (1965) Silent Spring (Χάρμοντσγουορθ: Penguin), [Σιωπηλή άνοιξη,
μτφρ. Λ. Κανδηλίδη, Κάκτος, Αθήνα 1981].
Carter, A. (1993) “Towards a green political theory”, στο Dobson, A. – Lucardie, P.
(επιμ.), The Politics of Nature: Explorations in Green Political Theory (Λονδί-
νο: Routledge).
Carter, A. (1999) A Radical Green Political Theory (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Rout-
ledge).
Carter, N. (2001) The Politics of the Environment: Ideas, Activism and Policy (Καί-
μπριτζ: Cambridge University Press).

308
Βιβλιογραφία

Chambers, N. – Simmons, C. – Wackernagel, M. (2000), Sharing Nature’s Inter-


est: Ecological Footprints as an Indicator of Sustainability (Λονδίνο, Stirling:
Earthscan).
Collard, A. – Contrucci, J. (1988) Rape of the Wild (Λονδίνο: The Women’s Press).
Connelly, J. – Smith, G. (2003) Politics and the Environment: From Theory to
Practice (2η έκδ.) (Λονδίνο: Routledge).
Conroy, C. – Litvinoff, P. (επιμ.) (1988) The Greening of Aid (Λονδίνο: Earthscan).
Cornford, P. (επιμ.) (1988) The Organic Tradition (Μπίντφορντ: Green Books).
Curry, P. (2006) Ecological Ethics: An Introduction (Καίμπριτζ: Polity Press).
Daly, H. (1977a) “The politics of the sustainable society”, στο D. Pirages (επιμ.)
The Sustainable Society (Νέα Υόρκη: Praeger).
― (1977b) “The steady-state economy: what, why, and how”, στο D. Pirages
(επιμ.) The Sustainable Society (Νέα Υόρκη: Praeger).
― (1992) Steady-state Economics (2η έκδ.) (Λονδίνο: Earthscan).
Dauncey, G. (1988) After the Crash (Μπάσινγκστοκ: Green Print).
De Geus, M. (1999) Ecological Utopias: Envisioning the Sustainable Society (Ου-
τρέχτη: International Books).
― (2002) The End of Over-consumption: Towards a Lifestyle of Moderation and
Self-restraint (Ουτρέχτη: International Books).
Devall, B. (1980) “The deep ecology movement”, Natural Resources Journal, 20.
Dickens, P. (1992) Society and Nature, Towards a Green Social Theory (Νέα Υόρ-
κη: Harvester Wheatsheaf).
― (2004) Society and Nature (Καίμπριτζ: Polity Press).
Dobson, A. (1989) “Deep ecology”, Cogito, 3(1).
― (1990) Green Political Thought (Λονδίνο: Routledge).
― (1993a) “Ecologism”, στο R. Eatwell – A. Wright (επιμ.) Contemporary Politi-
cal Ideologies (Λονδίνο: Printer).
― (1993b) “Critical theory and green polities”, στο A. Dobson – P. Lucardie
(επιμ.) The Politics of Nature: Explorations in Green Political Theory (Λονδί-
νο: Routledge).
― (1994a) “Environmentalism”, στο M. Foley (επιμ.) Ideas That Shape Politics
(Μάντσεστερ: Manchester University Press).
― (1994b) “Ecologism and the relegitimation of socialism”, Radical Philoso-
phy, 67 (καλοκαίρι).

309
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

― (1996a) “Democratising green theory: preconditions and principles”, στο B.


Doherty – M. De Geus (επιμ.) Democracy and Green Political Thought: Sus-
tainability, Rights and Citizenship (Λονδίνο: Routledge).
― (1996b) “Representative democracy and the environment”, στο W. Laffer-
ty – J. Meadowcroft (επιμ.) Democracy and the Environment: Problems and
Prospects (Τσέλτενχαμ: Edward Elgar).
― (1998) Justice and the Environment: Conceptions of Environmental Sustain-
ability and Dimensions of Social Justice (Οξφόρδη: Oxford University Press).
― (επιμ.) (1999) Fairness and Futurity: Essays on Environmental Sustainability
and Social Justice (Οξφόρδη: Oxford University Press).
― (2003) Citizenship and the Environment (Οξφόρδη: Oxford University Press).
― (2004) “Globalization and the environment”, στο V. George – R. Page (επιμ.)
Global Social Problems (Καίμπριτζ: Polity Press).
Dobson, A. – Bell, D. (2005) “Introduction”, στο A. Dobson – D. Bell (επιμ.) Envi-
ronmental Citizenship (Καίμπριτζ, MA και Λονδίνο: MIT Press).
Dobson, A. – Eckersley, R. (επιμ.) (2006) Political Theory and the Ecological Chal-
lenge (Καίμπριτζ: Cambridge University Press).
Dobson, A. – Lucardie, P. (επιμ.) (1993) The Politics of Nature: Explorations in
Green Political Theory (Λονδίνο: Routledge).
Dobson, A. – Valencia, A. (επιμ.) (2005) Citizenship, Environment, Economy
(Λονδίνο: Routledge).
Dodds, F. (επιμ.) (1988) Into the 21st Century (Μπάσινγκστοκ: Green Print).
Doherty, B. (1999) “Paving the way: the rise of direct action against road building
and the changing character of British environmentalism”, Political Stud-
ies, 47(2).
― (2002) Ideas and Action in the Green Movement (Λονδίνο: Routledge).
Doherty, B. – De Geus, M. (επιμ.) (1996a) Democracy and Green Political Thought:
Sustainability, Rights and Citizenship (Λονδίνο: Routledge).
― (1996b) “Introduction”, στο B. Doherty – M. De Geus (επιμ.) Democracy and
Green Political Though: Sustainability, Rights and Citizenship (Λονδίνο: Rout-
ledge).
Donald, J. – Hall, S. (1986) Politics and Ideology (Milton Keynes: Open Universi-
ty Press).
Dowie, M. (1995) Losing Ground: American Environmentalism at the Close of the

310
Βιβλιογραφία

Twentieth Century (Καίμπριτζ, MA: MIT Press).


Doyle, T. – McEachern, D. (1998) Environment and Politics (London: Routledge).
Dryzek, J. (1987) Rational Ecology (Οξφόρδη: Blackwell).
― (1990) Discursive Democracy: Politics, Policy and Political Science (Καί-
μπριτζ: Cambridge University Press).
― (1997) The Politics of the Earth: Environmental Discourses (Οξφόρδη: Ox-
ford University Press).
Dryzek, J. – Schlosberg, D. (επιμ.) (1998) Debating the Earth: The Environmental
Politics Reader (Οξφόρδη: Oxford University Press).
Eatwell, R. – Wright, A. (επιμ.) (1993) Contemporary Political Ideologies (Λονδί-
νο: Pinter).
Eccleshall, R. – Geoghegan, V. – Jay, R. – Kenny, M. – Mackenzie, I. – Wilford, R.
(1994) Political Ideologies: An Introduction (2η έκδ.) (Λονδίνο: Hutchinson).
Eckersley, R. (1987) “Green politics: a practice in search of a theory”, εισήγηση
στο συνέδριο Ecopolitics II, University of Tasmania, 22-25 Μαΐου.
― (1992) Environmentalism and Political Theory: Toward an Ecocentric Ap-
proach (Λονδίνο: UCL Press).
― (επιμ.) (1995) Markets, the State and the Environment: Towards Integration
(Αυστραλία: Macmillan Education).
― (1996) “Connecting ecology and democracy: the rights discourse revisit-
ed”, στο B. Doherty – M. De Geus (επιμ.) Democracy and Green Political
Thought: Sustainability, Rights and Citizenship (Λονδίνο: Routledge).
― (2004) The Green State: Rethinking Democracy and Sovereignty (Καίμπριτζ,
MA: MIT Press).
Ekeli, K. (2005) “Giving a voice to posterity – deliberative democracy and represen-
tation of future people”, Journal of Agricultural and Environmental Ethics, 18.
Ekins, P. (επιμ.) (1986) The Living Economy (Λονδίνο: Routledge & Kegan Paul).
Ekins, P. – Max-Neef, M. (1992) Real-life Economics: Understanding Wealth Cre-
ation (Λονδίνο: Routledge).
Elkington, J. – Burke, T. (1987) The Green Capitalists (Λονδίνο: Victor Gollancz).
Elliot, R. – Gare, A. (επιμ.) (1983) Environmental Philosophy (Milton Keynes: Open
University Press).
EFGP (European Federation of Green Parties) (2006) www.europeangreens.org/
peopleandparties/results.html (πρόσβαση 15 Ιουνίου 2006).

311
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Enviro Facts (2006) http://home.intekom.com/africantravel/Domains/deltaenvi-


ro/resources/envirofacts/development.html (πρόσβαση 17 Ιουλίου 2006).
Feinberg, J. (1981) “The rights of animals and unborn generations”, στο E. Par-
tridge (επιμ.) Responsibilities to Future Generations (Νέα Υόρκη: Pro-
metheus Books).
Ferguson, M. (1981) The Aquarian Conspiracy: Personal and Social Transfor-
mation in the 1980s (Λονδίνο: Paladin), [Η συνωμοσία του υδροχόου, μτφρ.
Σπύρος Μάνδρος, Κάλβος, Αθήνα χ.χ.].
Feuer, L. (1976) Marx and Engels: Basic Writings on Politics and Philosophy (Γλα-
σκώβη: Fontana).
Fischer, F. – Black, M. (επιμ.) (1995) Greening Environmental Policy: The Politics
of a Sustainable Future (Λονδίνο: Paul Chapman)
Foley, M. (1994) Ideas That Shape Politics (Μάντσεστερ: Manchester University
Press).
Foreman, D. – Haywood, B. (επιμ.) (1989) Ecodefense: A Field Guide to Monkey-
wrenching (2η έκδ.) (Τούσον: Ned Ludd Books).
Foreman, M. (1991) “Second thoughts of an eco-warrior”, στο M. Bookchin – D.
Foreman Defending the Earth (Μόντρεαλ: Black Rose Books).
Foster, J. (επιμ.) (1997) Valuing Nature? Economics, Ethics and Environment (Λον-
δίνο: Routledge).
Fox, W. (1984) “Deep Ecology: a new philosophy of our time?”, The Ecologist,
14(5/6).
― (1986a) Approaching Deep Ecology: A Response to Richard Sylvan’s Cri-
tique of Deep Ecology (Τασμανία: University of Tasmania).
― (1986b) “Ways of thinking environmentally”, ομιλία στο Fourth National En-
vironmental Education Conference, Αυστραλία, Σεπτέμβριος.
― (1990) Towards a Transpersonal Ecology: Developing New Foundations for
Environmentalism (Βοστώνη, MA: Shambhala Press).
Frankel, B. (1987) The Post-industrial Utopians (Οξφόρδη: Polity Press).
Frankland, E.G. (1988) “The role of the Greens in West German parliamentary
politics, 1987”, Review of Politics, χειμώνας.
Freer, J. (1983) “Gaia: the Earth as our spiritual heritage”, στο L. Caldecott – S.
Leland (επιμ.) Reclaim the Earth (Λονδίνο: the Women’s Press).
Garner, R. (2000) Environmental Politics (2η έκδ.) (Χέμελ Χέμπστεντ: Prentice

312
Βιβλιογραφία

Hall/Harvester Wheatsheaf).
German Green Party Manifesto (1983) (Λονδίνο: Heretic Books).
Gerrard, B. (1995) Whose Backyard, Whose Risk: Fear and Fairness in Toxic and
Nuclear Waste Siting (Καίμπριτζ, MA και Λονδίνο: MIT Press).
Goldsmith, E. (1972) A Blueprint for Survival (Λονδίνο: Tom Stacey).
― (1988) The Great U-turn: De-industrializing Society (Μπίντφορντ: Green
Books).
Goldsmith, E. – Hildyard, N. (1986) Green Britain or Industrial Wasteland? (Οξ-
φόρδη: Polity Press).
Goldstein, B. (1999) “Combining science and place-based knowledge”, στο M.
McGinnis (επιμ.) Bioregionalism (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge).
Goodin, R. (1985) Protecting the Vulnerable: A Reanalysis of Our Social Responsi-
bilities (Σικάγο: University of Chicago Press).
― (1992) Green Political Theory (Καίμπριτζ: Polity Press).
― (1996) “Enfranchising the Earth, and its alternatives”, Political Studies, 44(5).
Goodwin, B. (1987) Using Political Ideas (Τσίσεστερ: John Wiley).
Gorz, A. (1982) Farewell to the Working-class (Λονδίνο: Pluto).
― (1985) Paths to Paradise/On the Liberation from Work (Λονδίνο: Pluto).
― (1994) Capitalism, Socialism, Ecology (Λονδίνο: Verso), [Καπιταλισμός, σοσι-
αλισμός, οικολογία, μτφρ. Στάθης Μπάλιας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα
1993].
Gottlieb, R (2001) Environmentalism Unbound: Exploring New Pathways for
Change (Καίμπριτζ, MA και Λονδίνο: MIT Press).
Gould, P. (1988) Early Green Politics (Μπράιτον: Harvester Press).
Gray, J. (1993a) Beyond the New Right: Markets, Government and the Common
Environment (Λονδίνο: Routledge).
― (1993b) “An agenda for green conservatism”, στο J. Gray Beyond the New
Right: Markets, Government and the Common Environment (Λονδίνο:
Routledge).
― (2002) Straw Dogs, Thoughts on Humans and Other Animals (Λονδίνο:
Granta), [Αχυρένια σκυλιά: Σκέψεις για τους ανθρώπους και άλλα ζώα, μτφρ.
Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Οκτώ, Αθήνα 2012].
Greco, T. Jr. (1994) New Money for Healthy Communities (Τούσον: Thomas H.
Greco).

313
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Green Party (England and Wales) Manifesto for a Sustainable Society (1999)
(Λονδίνο: Green Party, http://www.greenparty.org.uk).
Grubb, M. – Kock, M. – Munson, A. – Sulivan, E. – Thomson, K. (1993) The Earth
Summit Agreements: A Guide and Assessment (Λονδίνο: Earthscan/RIIA).
Hailwood, S. (2004) How to Be a Green Liberal: Nature, Value and Liberal Philos-
ophy (Τσέσχαμ: Acumen Publishing).
Hamilton, M. (1987) “The elements of the concept of ideology”, Political Studies,
35(1).
Hampson, N. (1979) The Enlightenment (Χάρμοντσγουορθ: Penguin), [Ο διαφωτι-
σμός, μτφρ. Δήμητρα Μπεχλικούδη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1995].
Harper, P. (χ.χ.) “Life at the quarry” (ανέκδ.).
Harvey, D. (1993) “The nature of environment: the dialectics of social and envi-
ronmental change”, The Socialist Register.
Hay, T. (1988) “Ecological values and Western political traditions: from anar-
chism to fascism”, Politics, 8(2).
Hayward, T. (1994) “The meaning of political ecology”, Radical Philosophy, 66
(άνοιξη).
― (1995) Ecological Thought: An Introduction (Οξφόρδη: Polity Press).
― (1997) “Anthropocentrism: a misunderstood problem”, Environmental Val-
ues, 6(1).
― (1998) Political Theory and Ecological Values (Καίμπριτζ: Polity Press).
Heilbroner, R. (1974) An Inquiry into the Human Prospect (Νέα Υόρκη: Harper-
Row).
Henderson, H. (1983) “The warp and the weft: the coming synthesis of ecophi-
losophy and ecofeminism”, στο L. Caldecott – S. Leland (επιμ.) Reclaim the
Earth (Λονδίνο: The Women’s Press).
Heywood, A. (1992) Political Ideologies: An Introduction (Λονδίνο: Macmillan),
[Πολιτικές ιδεολογίες, μτφρ. Χαρίδημος Κουτρής, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη
2007].
Hildebrand, P. (1992) “The European Community’s environmental policy, 1957
to “1992”: from incidental measures to an international regime”, Environ-
mental Politics, 1(4).
Hülsberg, W. (1988) The German Greens (Λονδίνο: Verso).
Humphrey, M. (επιμ.) (2001) Political Theory and the Environment: A Reassess-

314
Βιβλιογραφία

ment (Λονδίνο: Frank Cass).


Inglehart, R. (1977) The Silent Revolution: Changing Values and Political Style
Among Western Publics (Πρίνστον, NJ: Princeton University Press).
Irvine, S. (1989) Beyond Green Consumerism (Λονδίνο: Friends of the Earth).
Irvine, S. – Ponton, A. (1988) A Green Manifesto: Policies for a Green Future (Λον-
δίνο: Macdonald Optima).
Jacobs, M. (1997) “Environmental valuation, deliberative democracy and pub-
lic decision-making institutions”, στο J. Foster (επιμ.) Valuing Nature? Eco-
nomics, Ethics and Environment (Λονδίνο: Routledge).
― (1999a) “Sustainable development as a contested concept”, στο A. Dobson
(επιμ.) Fairness and Futurity: Essays on Environmental Sustainability and
Dimensions of Social Justice (Οξφόρδη: Oxford University Press).
― (1999b) Environmental Modernization (Λονδίνο: Fabian Society).
Jahn, D. (1994) “Unifying the Greens in a united Germany”, Environmental Poli-
tics, 3(2).
Johnson, L. (1991) A Morally Deep World: An Essay on Moral Significance and
Environmental Ethics (Καίμπριτζ: Cambridge University Press).
Jordan, A. – Wurzel, R. – Zito, A. (επιμ.) (2003) “New” Instruments of Environ-
mental Governance? National Experiences and Prospects.
Kenny, M. (1994) “Ecologism”, στο R. Eccleshall – V. Geoghegan – R. Jay – M.
Kenny – I. Mackenzie – R. Wilford Political Ideologies: An Introduction (2η
έκδ.) (Λονδίνο: Hutchinson).
King, Y. (1983) “The eco-feminist imperative”, στο L. Caldecott – S. Leland (επιμ.)
Reclaim the Earth (Λονδίνο: The Women’s Press).
― (1989) “The ecology of feminism and the feminism of ecology”, στο J. Plant
(επιμ.) Healing the Wounds: The Promise of Ecofeminism (Λονδίνο: Green
Press).
Kollmuss, A. – Agyeman, J. (2002) “Mind the gap: why do people act environ-
mentally and what are the barriers to pro-environmental behavior”, Envi-
ronmental Education Research, 8(3).
Kovel, J. (2002) The Enemy of Nature: The End of Capitalism or the End of the
World? (Λονδίνο: Zed Books).
Kumar, K. (1987) Utopia and Anti-Utopia in Modern Times (Οξφόρδη: Blackwell).
― (1991) Utopianism (Milton Keynes: Open University Press).

315
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Kumar, S. (επιμ.) (1984) The Schumacher Lectures: Volume II (Λονδίνο: Blond &
Briggs).
Laferriere, E. – Stoett, P. (1999) International Relations Theory and Ecological
Thought: Towards a Synthesis (Λονδίνο: Routledge).
Lafferty, M. – Meadowcroft, J. (επιμ.) (1996a) Democracy and the Environment:
Problems and Prospects (Τσέλτενχαμ: Edward Elgar).
― (1996b) “Democracy and the environment: congruence and conflict – pre-
liminary reflections”, στο M. Lafferty – J. Meadowcroft (επιμ.) Democracy
and the Environment: Problems and Prospects (Τσέλτενχαμ: Edward Elgar).
Latour, B. (2004) Politics of Nature: How to Bring the Sciences into Democracy
(Καίμπριτζ, MA και Λονδίνο: Harvard University Press).
Layard, R. (2003) “Happiness: has social science a clue?” (ομιλία εις μνήμην Li-
onel Robbins), (http://cep.lse,ac.uk/events/lectures/layard/RL030303.pdf)
(πρόσβαση 11 Ιουλίου 2006) [Ευτυχία: Μαθήματα από μια νέα επιστήμη,
μτφρ. Ανδρέας Σοκοδήμος, εκδ. Κέρκυρα – Economia Publishing, Αθήνα
2011].
― (2005) Happiness: Lessons from a New Science (Λονδίνο: Allen Lane).
Leach, R. (1991) British Political Ideologies (Νέα Υόρκη και Λονδίνο: Philip Allen).
Lee, K. (1989) Social Philosophy and Ecological Scarcity (Λονδίνο: Routledge).
Leland, S. (1983) “Feminism and ecology: theoretical connections”, στο L. Calde-
cott και S. Leland (επιμ.) Reclaim the Earth (Λονδίνο: The Women’s Press).
Leopold, A. (1949) A Sand County Almanac (Οξφόρδη: Oxford University Press).
Lewis, M. (1992) Green Delusions: An Environmentalist Critique of Radical Envi-
ronmentalism (Ντάρεμ, NC: Duke University Press).
Light, A. (επιμ.) (1998) Social Ecology after Bookchin (Νέα Υόρκη και Λονδίνο:
Guilford Press).
― (2002) “Restoring ecological citizenship”, στο B. Minteer – B. Pepperman
Taylor (επιμ.) Democracy and the Claims of Nature: Critical Perspectives for
a New Century (Lanham, Boulder, CO, Νέα Υόρκη και Οξφόρδη: Rowman
& Littlefield).
Light, A. – De Shalit, A. (επιμ.) (2004) Moral and Political Reasoning in Environ-
mental Practice (Καίμπριτζ, MA και Λονδίνο: MIT Press).
Lomborg, B. (2001) The Skeptical Environmentalist: Measuring the Real State of
the World (Καίμπριτζ: Cambridge University Press).

316
Βιβλιογραφία

Lovelock, J. (1979) Gaia (Οξφόρδη: University Press).


― (1986) “Gaia: the world as living organism”, New Scientist, 18 Δεκεμβρίου.
Low, N. – Gleeson, B. (1998) Justice, Society and Nature: An Exploration of Politi-
cal Ecology (Λονδίνο: Routledge).
Lutz, W. (επιμ.) (1994) The Future Population of the World: What Can We Assume
Today? (Λονδίνο: Earthscan).
McGinnis, M. (επιμ.) (1999) Bioregionalism (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge).
MacGregor, S. (2006) Beyond Mothering Earth: Ecological Citizenship and the Pol-
itics of Care (Βρετανική Κολομβία: University of British Columbia Press).
McLellan, D. (1986) Ideology (Milton Keynes: Open University Press).
Macridis, R. (1992) Contemporary Political Ideologies: Movements and Regimes
(5η έκδ.) (Νέα Υόρκη: HarperCollins).
Marien, M. (1977) “The two visions of post-industrial society”, Futures, Οκτώβριος.
Martell, L. (1994) Ecology and Society: An Introduction (Καίμπριτζ: Polity Press).
Martinez-Alier, J. (2002), The Environmentalism of the Poor: A Study of Ecologi-
cal Conflicts and Valuation (Τσέλτενχαμ και Νορθάμπτον, MA: Edward Elgar).
Mason, M. (1999) Environmental Democracy (Λονδίνο: Earthscan).
Mathews, F. (1991) The Ecological Self (Λονδίνο: Routledge).
― (επιμ.) (1995) “Ecology and democracy”, Environmental Politics, Ειδικό
τεύχος, 4(4).
Max-Neef, M. (1992) “Development and human needs”, στο P. Ekins – M. Max-
Neef: Real-life Economics: Understanding Wealth Creation (Λονδίνο: Rout-
ledge).
Meadows, D. – Meadows, D. – Randers, J. - Behrens III, W. (1974) The Limits to
Growth (Λονδίνο: Pan).
― (1992) Beyond The Limits: Global Collapse or a Sustainable Future (Λονδί-
νο: Earthscan).
― (2005) Limits to Growth: The 30-year Update (Λονδίνο: Earthscan).
Mellor, M. (1992a) Breaking the Boundaries: Towards a Feminist Green Social-
ism (Λονδίνο: Virago).
― (1992b) “Green politics: ecofeminist, ecofeminine or ecomasculine?”, Envi-
ronmental Politics, 1(2).
― (1997) Feminism and Ecology (Καίμπριτζ: Polity Press).
― (2006) “Socialism”, στο A. Dobson – R. Eckersley (επιμ.) Political Theory and

317
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

the Ecological Challenge (Καίμπριτζ: Cambridge University Press).


Merchant, C. (1990) The Death of Nature (Νέα Υόρκη: Harper & Row).
Meyer, J. (2001) Political Nature: Environmentalism and the Interpretation of
Western Thought (Καίμπριτζ, MA και Λονδίνο: MIT Press).
Midgley, M. (1983a) Animals and Why They Matter (Χάρμοντσγουορθ: Penguin).
― (1983b) “Duties concerning islands”, στο R. Elliot – A. Gare (επιμ.) Environ-
mental Philosophy (Milton Keynes: Open University Press).
Miliband, R. (1994) “The plausibility of socialism”, New Left Review, 206 (Ιούλι-
ος/Αύγουστος).
Mill, J.S. (1859/1972) Utilitarianism, On Liberty and Representative Government
(Λονδίνο: Dent and Dutton).
Miller, D. (1999) “Social justice and environmental goods”, στο A. Dobson (επιμ.)
Fairness and Futurity: Essays on Environmental Sustainability and Social
Justice (Οξφόρδη: Oxford University Press).
Minteer, B. – Pepperman Taylor, B. (επιμ.) (2002) Democracy and the Claims of
Nature: Critical Perspectives for a New Century (Lanham, Boulder, CO, Νέα
Υόρκη και Οξφόρδη: Rowman & Littlefield).
Moll, A. – Sonnenfeld, D. (2000) Ecological Modernisation Around the World: Per-
spectives and Critical Debates (Λονδίνο και Πόρτλαντ: Frank Cass and Rout-
ledge).
Monbiot, G. (2004) The Age of Consent (Λονδίνο: Harper|Perennial), [Η εποχή της
συναίνεσης, μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ψυχογιός, Αθήνα 2005].
Muller-Rommel, F. – Poguntke, T. (επιμ.) (2002) Green Parties in National Gov-
ernments (Λονδίνο και Πόρτλαντ: Frank Cass).
Myers, N. (1985) The Gaia Atlas of Planet Management (Λονδίνο: Good Books).
Myers, N. – Simon, J. (1994) Scarcity or Abundance? A Debate on the Environ-
ment (Λονδίνο: Norton).
Naess, A. (1973) “The shallow and the deep, long-range ecology movement. A
summary”, Inquiry, 16.
― (1984) “Intuition, intrinsic value and deep ecology”, The Ecologist, 14(5/6).
― (1989) Ecology, Community and Lifestyle (Καίμπριτζ: Cambridge University
Press).
North, P. (1998) “Save our Solsbury!”: the anatomy of an anti-roads protest”, En-
vironmental Politics, 7(3).

318
Βιβλιογραφία

Norton, B. (1991) Toward Unity Among Environmentalists (Νέα Υόρκη και Οξφόρ-
δη: Oxford University Press).
O’Connor, J. (1996) “The second contradiction of capitalism”, στο T. Benton (επιμ.)
Natural Relations: Ecology, Animal Rights and Social Justice (Λονδίνο: Verso).
Oelschlaeger, M. (1991) The Idea of Wilderness (Νιου Χέβεν, CT: Yale Universi-
ty Press).
O’Neill, J. (1993) Ecology, Policy and Politics: Human Well-being and the Natural
World (Λονδίνο: Routledge).
Ophuls, W. (1977) “The politics of a sustainable society”, στο D. Pirages (επιμ.)
The Sustainable Society (Νέα Υόρκη: Praeger).
Ophuls, W., με Boyan Jr., A. (1992) Ecology and the Politics of Scarcity Revisited:
The Unraveling of the American Dream (Νέα Υόρκη: W.H. Freeman).
O’Riordan, T. (1981) Environmentalism (Λονδίνο: Pion).
O’Riordan, T. – Cameron, I. (1994) Interpreting the Precautionary Principle (Λον-
δίνο: Earthscan).
Owen, D. (1980) What is Ecology? (Οξφόρδη: Oxford University Press).
Paehlke, R. (1988) “Democracy, bureaucracy and environmentalism”, Environ-
mental Ethics, 10.
― (2003) Democracy’s Dilemma: Environment, Social Equity and the Global
Economy (Καίμπριτζ, MA και Λονδίνο: MIT Press).
Partridge, E. (επιμ.) (1981) Responsibilities to Future Generations (Νέα Υόρκη:
Prometheus Books).
Paterson, M. (2000) Understanding Global Environmental Politics: Domination,
Accumulation, Resistance (Μπάσινγκστοκ: Macmillan).
Pearce, D. – Markandya, A. – Barbier, B. (1989) Blueprint for a Green Economy
(Λονδίνο: Earthscan).
Pellow, D. – Brulle, R. (επιμ.) (2005) Power, Justice, and the Environment: A Crit-
ical Appraisal of the Environmental Justice Movement (Καίμπριτζ, MA και
Λονδίνο: MIT Press).
Pepper, D. (1984) The Roots of Modern Environmentalism (Μπέκενχαμ: Croom
Helm).
― (1991) Communes and the Green Vision: Counterculture, Lifestyle and the
New Age (Λονδίνο: Green Print).
― (1993a) “Anthropocentrism, humanism and eco-socialism: a blueprint for

319
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

the survival of ecological polities”, Environmental Politics, 2(3).


― (1993b) Eco-socialism: From Deep Ecology to Social Justice (Λονδίνο: Rout-
ledge).
Pirages, D. (επιμ.) (1977a) The Sustainable Society (Νέα Υόρκη: Praeger).
― (1977b) “Introduction: a social design for sustainable growth”, στο D. Pirag-
es (επιμ.) The Sustainable Society (Νέα Υόρκη: Praeger).
Plant, J. (χ.χ.) “Women and nature”, Green Line, ανάτυπο.
― (επιμ.) (1989) Healing the Wounds: The Promise of Ecofeminism (Λονδίνο:
Green Press).
Plumwood, V. (1986) “Ecofeminism: an overview and discussion of positions
and arguments”, στο “Women and Philosophy”, ένθετο στο Australasian
Journal of Philosophy, 64 (Ιούνιος).
― (1988) “Women, humanity and nature”, Radical Philosophy, άνοιξη.
― (1993) Feminism and the Mastery of Nature (Λονδίνο: Routledge).
― (1997) “Androcentrism and anthropocentrism: parallels and polities”, στο
K. Warren (επιμ.) Ecofeminism: Women, Culture, Nature (Μπλούμινγκτον,
MD: Indiana University Press).
― (2006) “Feminism”, στο A. Dobson – R. Eckersley (επιμ.) Political Theory
and the Ecological Challenge (Καίμπριτζ: Cambridge University Press).
Poguntke, T. (1993) “Goodbye to movement polities”, Environmental Politics, 2(3).
― (2002) “Green parties in national governments: from protest to acquies-
cence?”, στο F. Muller-Rommel – T. Poguntke (επιμ.) Green Parties in Na-
tional Governments (Λονδίνο και Πόρτλαντ: Frank Cass).
Politics.co.uk (2006) http://www.politics.co.uk/issue-briefs/public-services/road
/congestion-charge/congestion-charge-$366631.htm (πρόσβαση 21 Ιουνίου
2006).
Ponting, C. (1991) A Green History of the World (Χάρμοντσγουορθ: Penguin), [Η
πράσινη ιστορία του κόσμου. Το περιβάλλον και η κατάρρευση των μεγάλων
πολιτισμών, μτφρ. Πάνος Σταθόγιαννης, Κέδρος, Αθήνα 2011].
Porritt, J. (1984a) Seeing Green (Οξφόρδη: Blackwell).
― (1984b) Συνέντευξη στο Marxism Today (Μάρτιος).
― (2005) Capitalism as if the World Matters (Λονδίνο και Στέρλινγκ VA: Earth-
scan).
Porritt, J. – Winner, D. (1988) The Coming of the Greens (Λονδίνο: Fontana).

320
Βιβλιογραφία

Pulido, L. (1996) Environmentalism and Economic Justice (Τούσον: University of


Arizona Press).
Rawls, J. (1973) A Theory of Justice (Οξφόρδη: Oxford University Press), [Θεωρία
της δικαιοσύνης, μτφρ. Φ. Βασιλογιάννης, Β. Βουτσάκης, Φ. Παιονίδης κ.ά.,
Πόλις, Αθήνα 2001].
Redclift, M. (1987) Sustainable Development (Λονδίνο: Methuen).
Reed, C. (1988) “Wild men of the woods”, Guardian, 13 Ιουλίου.
Rees, W. (1996) “Revisiting carrying capacity: area-based indicators of sustainabil-
ity”, Population and Environment: A Journal of Interdisciplinary Studies, 17(2).
Regan, T. (1988) The Case for Animal Rights (Λονδίνο: Routledge).
Richards, F. (1989) “Can capitalism go green?”, Living Marxism, 4 (Φεβρουάριος).
Riechmann, J. (1997) “Ecologismo y ambientalismo”, Revista de Libros, 9 (Σε-
πτέμβριος).
Roderick, R. (1986) Habermas and the Foundations of Critical Theory (Λονδίνο:
Macmillan).
Rolston, H. (1983) “Are values in nature subjective or objective?”, στο R. Elliot –
A. Gare (επιμ.) Environmental Philosophy (Milton Keynes: Open Universi-
ty Press).
Rousseau, J-J. (1762/1968) The Social Contract (Χάρμοντσγουορθ: Penguin), [Το
κοινωνικό συμβόλαιο: Αρχές πολιτικού δικαίου, μτφρ. Φώντας Κονδύλης,
εκδ. Δαμιανός, Αθήνα χ.χ.].
Rüdig, W. (2002) “Germany”, στο F. Muller-Rommel – T. Poguntke (επιμ.) Green
Parties in National Governments (Λονδίνο και Πόρτλαντ: Frank Cass).
Ryle, M. (1988) Ecology and Socialism (Λονδίνο: Radius).
Sagoff, M. (1988) The Economy of the Earth: Philosophy, Law and the Environ-
ment (Καίμπριτζ: Cambridge University Press).
Sale, K. (1984) “Mother of all: an introduction to bioregionalism”, στο S. Kumar
(επιμ.) The Schumacher Lectures: Volume U (Λονδίνο: Blond & Briggs).
― (1985) Dwellers in the Land: The Bioregional Vision (Σαν Φρανσίσκο, CA: Si-
erra Club).
Salleh, A. (1984) “Deeper than deep ecology: the eco-feminist connection”, Envi-
ronmental Ethics, 6.
― (1997) Ecofeminism as Politics: Nature, Marx and the Postmodern (Λονδίνο:
Zed Books).

321
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

Sarkar, S. (1999) Eco-socialism or Eco-Capitalism? A Critical Analysis of Human-


ity’s Fundamental Choices (Λονδίνο: Zed Books).
Saward, M. (1993a) “Green democracy?”, στο A. Dobson – P. Lucardie (επιμ.) The
Politics of Nature: Explorations in Green Political Theory (Λονδίνο: Rout-
ledge).
― (1993b) “Green theory”, Environmental Politics, 2(3).
Schlosberg, D. (1999) Environmental Justice and the New Pluralism (Οξφόρδη:
Oxford University Press).
Schumacher, F. (1976) Small is Beautiful (Λονδίνο: Sphere).
Schwarz, W. – Schwarz, D. (1987) Breaking Through (Μπίντφορντ: Green Books).
Scruton, R. (2006), “Conservatism”, στο A. Dobson – R. Eckersley (επιμ.) Politi-
cal Theory and the Ecological Challenge (Καίμπριτζ: Cambridge Universi-
ty Press).
Seabrook, J. (1988) The Race for Riches (Μπάσινγκστοκ: Green Print).
Seel, B. (1997) “Strategies of resistance at the Pollok Free State road protest
camp”, Environmental Politics, 6(4).
― (1999) “Strategic identities: strategy, culture and consciousness in the New
Age and road protest movements”, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή,
Keele University, UK.
Sessions, G. (επιμ.) (1994) Deep Ecology for the 21st Century (Βοστώνη, MA και
Λονδίνο: Shambhala Press).
Seyfang, G. (2005) “Shopping for sustainability: can sustainable consumption
promote ecological citizenship?”, Environmental Politics, 14(2).
Seymour, J. – Girardet, H. (1987) Blueprint for a Green Planet (Λονδίνο: Dorling
Kindersley).
Shiva, V. (1988) Staying Alive (Λονδίνο: Zed Books).
Simms, A. (2006) “An environmental war economy: the lessons of ecological
debt and global warming” (Λονδίνο: New Economics Foundation) http://
www.neweconomics.org/gen/z_sys_PublicationDetail.aspx?PID=65
(πρόσβαση 23 Μαΐου 2006).
Simon, J. – Kahn, H. (1984) The Resourceful Earth: A Response to Global 2000
(Οξφόρδη: Blackwell).
Simonon, L. (1983) “Personal, political and planetary play”, στο L. Caldecott – S.
Leland (επιμ.) Reclaim the Earth (Λονδίνο: The Women’s Press).

322
Βιβλιογραφία

Simons, M. (1988) άρθρο στο Green Line, 64 (Ιούλιος-Αύγουστος).


Singer, P. (1975) Animal Liberation (Νέα Υόρκη: Review Books), [Η απελευθέρω-
ση των ζώων, μτφρ. Σταύρος Καραγεωργάκης, εκδ. Αντιγόνη, Θεσσαλονί-
κη 2010].
Smith, G. (2003) Deliberative Democracy and the Environment (Λονδίνο: Rout-
ledge).
Smith, M. (1988) Ecologism: Towards Ecological Citizenship (Μπάκινχαμ: Open
University Press).
Spinoza, B. de (1677/1955) On the Improvement of Understanding, The Ethics,
Correspondence (Νέα Υόρκη: Dover).
Spretnak, C. – Capra, F. (1985) Green Politics (Λονδίνο: Paladin), [Η πράσινη πο-
λιτική: Μια παγκόσμια υπόσχεση, μτφρ. Ντίνος Γαρουφαλιάς, Ωρόρα, Αθή-
να χ.χ.].
Stephens, P. (2001a) “Green liberalism: nature, agency and the good”, Environ-
mental Politics, 10(3).
― (2001b) “The green only blooms among the Millian flowers: a reply to Mar-
cel Wissenburg”, Environmental Politics, 10(3).
Stoett, P. (1994) “Cities: to love or to loathe?”, Environmental Politics 3(2).
Strong, D.M. (1988) Dreamers and Defenders: American Conservationists (Λίν-
κολν: University of Nebraska Press).
Sylvan, R. (1984a) “A critique of deep ecology” (μέρος πρώτο), Radical Philoso-
phy, 40.
― (1984b) “A critique of deep ecology” (μέρος δεύτερο), Radical Philosophy, 41.
Szasz, A. (1994) Ecopopulism: Toxic Waste and the Movement for Environmental
Justice (Μινεάπολη: Minnesota University Press).
Talshir, G. (2002) The Political Ideology of Green Parties (Μπάσινγκστοκ: Palgrave
Macmillan).
Thomas, C. (1983) “Alternative technology: a feminist technology?”, στο L. Cal-
decott – S. Leland (επιμ.) Reclaim the Earth (Λονδίνο: The Women’s
Press).
Thomas, C. (1992) The Environment in International Relations (Λονδίνο: RIIA).
Thomashow, M. (1999) “Towards a cosmopolitan bioregionalism”, στο M. McGin-
nis (επιμ.) Bioregionalism (Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge).
Thomspon, J. (1983) “Preservation of wilderness and the Good Life”, στο R. El-

323
Α Ν Τ Ρ Ι Ο Υ Ν Τ Ο Μ Π Σ Ο Ν Πράσινη πολιτική σκέψη

liot – A. Gare (επιμ.) Environmental Philosophy (Milton Keynes: Open Uni-


versity Press).
Tokar, B. (1988) “Social ecology, deep ecology and the future of green thought”,
The Ecologist, 18(4/5).
― (1994) The Green Alternative (2η έκδ.) (Σαν Πέδρο: R. and E. Miles).
Torgerson, D. (1999) The Promise of Green Politics: Environmentalism and the
Public Sphere (Ντάρεμ, NC: Duke University Press).
Tudge, C. (1996) The Day Before Yesterday: Five Million Years of Human History
(Λονδίνο: Pimlico).
Various (1994) Pod (ενημερωτικό δελτίο).
Vincent, A. (1992) Modern Political Ideologies (Οξφόρδη: Blackwell).
― (1993) “The character of ecology”, Environmental Politics, 2(2).
Wackernagel, M. – Rees, W. (1995) Our Ecological Footprint: Reducing Human
Impact on the Earth (Βρετανική Κολομβία: New Society Publishers).
Wall, D. (1999) Earth First! And the Anti-roads Movement (Λονδίνο: Routledge).
― (2005) Babylon and Beyond: The Economics of Anti-capitalist, Anti-globalist
and Radical Green Movements (Λονδίνο και Αν Άρμπορ, MI: Pluto).
Ward, B. – Dubos, R. (1972) Only One Earth: The Care and Maintenance of a Small
Planet (Λονδίνο: Andre Deutsch).
Warren, K. J. (1987) “Feminism and ecology: making connections”, Environ-
mental Ethics, 9.
― (επιμ.) (1997) Ecofeminism: Women, Culture, Nature (Μπλούμινγκτον, MD:
Indiana University Press).
Weale, A. (1992) The New Politics of Pollution (Μάντσεστερ: Manchester Univer-
sity Press).
Wells, D. (1982) “Resurrecting the dismal parson: Malthus, ecology, and political
thought”, Political Studies, 30(1).
Wenz, P. (2002) “Justice, democracy and global warming”, στο B. Minteer –
B. Pepperman Taylor (επιμ.) Democracy and the Claims of Nature: Criti-
cal Perspectives for a New Century (Lanham, Boulder, CO, Νέα Υόρκη και
Οξφόρδη: Rowman & Littlefield).
Weston, I. (επιμ.) (1986) Red and Green (Λονδίνο: Pluto).
Whiteside, K. (2002) Divided Natures: French Contributions to Political Ecology
(Καίμπριτζ, MA και Λονδίνο: MIT Press).

324
Βιβλιογραφία

Williams, R. (χ.χ.) Socialism and Ecology (Λονδίνο: SERA).


― (1986) Towards 2000 (Χάρμοντσγουορθ: Pelican).
Wissenburg, M. (1998a) Green Liberalism: The Free and the Green Society (Λον-
δίνο: UCL Press).
― (1998b) “The rapid reproducers paradox: population control and individual
procreative rights”, Environmental Politics, 7(2).
― (2001) “Liberalism is always greener on the other side of Mill: a reply to
Piers Stephens”, Environmental Politics, 10(3).
― (2006) “Liberalism”, στο A. Dobson – R. Eckersley (επιμ.) Political Theory
and the Ecological Challenge (Καίμπριτζ: Cambridge University Press).
Witherspoon, S. (1996) “Democracy, the environment and public opinion in
Western Europe”, στο W. Lafferty – J. Meadowcroft (επιμ.) Democracy and
the Environment: Problems and Prospects (Τσέλτενχαμ: Edward Elgar).
World Resources Institute (1992) World Resources 1992-93: A Guide to the Global
Environment (Οξφόρδη: Oxford University Press).
Young, S. (1992) “The different dimensions of green polities”, Environmental Pol-
itics, 1(1).

Στη μετάφραση χρησιμοποιήθηκε επίσης η έκδοση


Μαρξ, Καρλ – Ένγκελσ, Φρειδερίκος, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος
[1848], μετάφραση Μιλτιάδης Πορφυρογένης, έκδοση ΚΚΕ, 1948, επανέκ-
δοση “Το Ποντίκι”, 1998.

1 Λόγω της πληθώρας των ξένων κυρίως ονομάτων εντός του κειμένου, δεν
υπήρξε η δυνατότητα απόδοσής τους στα ελληνικά, πέραν αυτών που υπάρχουν
ήδη στην παράδοση της ελληνικής γραμματείας (σ.τ.μ.).

325

You might also like