You are on page 1of 36

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ

ΜΕΡΟΣ B΄: Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εβδομάδα Παράδοση Θεματική σ.


VIII 15 Νομικός σκεπτικισμός 2
16 Νομική θεωρία και πράξη: δικαστήρια και 4
νομικές σχολές
IX 17 Η δικαιοδοτική πράξη 6
18 Η εφαρμογή του δικαίου: από την απόδειξη στην 8
υπαγωγή
X 19 Ο δικανικός συλλογισμός 10
20 Το ζήτημα της ερμηνείας του δικαίου 14
XI 21 Παραδοσιακή μεθοδολογία: (α) γραμματική 16
ερμηνεία
22 (συν.) (β) ιστορική, συστηματική και τελολογική 21
ερμηνεία
XII 23 Κριτική της παραδοσιακής μεθοδολογίας: 25
ερμηνευτισμός (ενότητα της ερμηνείας και
αρχές του δικαίου)
24 Κενά του δικαίου (;): αναλογία και αντιδιαστολή 30
XIII 25 Γνώση του δικαίου και νομική κρίση 32
26 Επιστήμη του δικαίου: παρελθόν, παρόν και 33
μέλλον
-- -- Ευρετήριο 36
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 2 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

VIII.15 Νομικός σκεπτικισμός

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 103 - 110


 λέξεις κλειδιά: επιστημονικές γνώσεις - βεβαιότητα, μεθοδικότητα και
συστηματικότητα - επιστημονική πρόοδος - νομικές αλήθειες; - το δίκαιο ως
μέσον πολιτικής - νομική διαίσθηση - νομικός θετικισμός - οι περιώνυμες
«τρεις τροποποιητικές λέξεις του νομοθέτη» (von Kirchmann)

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

45. ό. π., σ. «Το δίκαιο, με άλλα λόγια, δεν έχει αξία ως αντικείμενο
γνώσεως αλλά ως μέσο γιά την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων.
Και η ορθή επίλυση των προβλημάτων αυτών, συνεχίζει [ο
σκεπτικιστής von Kirchmann], δεν επιτυγχάνεται με την ψυχρή και
αμέτοχη επιστημονική μελέτη αλλά με την εμπειρία ζωής του
ευαίσθητου γιά τα κοινωνικά προβλήματα και συμμέτοχου στη
διάπλασή τους πολίτη ή κρατικού λειτουργού, δεν αποτελεί επομένως
ζήτημα γνώσεως αλλά συναισθήματος ή διαισθήσεως».

 απόφαση

Φοβάμαι ότι δεν είχα τη δύναμη να αποφασίσω γιά τα ουσιώδη της ζωής μου και
διερωτώμαι αν απόχτησα ποτέ αυτή τη δύναμη. Πίστευα τότε πως οι καίριες γιά
τον βίο μας αποφάσεις παίρνονται ύστερα από σκέψη και σοβαρή μελέτη – αφού
σταθμίσεις τα υπέρ και τα κατά της σκοπούμενης ενέργειας. Σήμερα πια ξέρω
ότι σ’ εμένα τουλάχιστον οι αποφάσεις ωριμάζουν με μιά μακρόχρονη
διαδικασία στην οποία η σκέψη και η κρίση παίζουν μάλλον τον μικρότερο
ρόλο(*)

(*) Χρήστος Γιανναράς, Καταφύγιο ιδεών: μαρτυρία (Αθήνα: Ίκαρος, 6η έκδ. 2001),
σ. 241

 αποφατισμός

...η άρνηση του αποφατισμού της γνώσης υπήρχε ως καταβολή ή σπέρμα στη
νομική νοοτροπία της ρωμαϊκής παράδοσης. Η Ρώμη είναι η κοιτίδα της
επιστήμης του Δικαίου, της συστηματικής του ανάπτυξης και καλλιέργειας. Και η
εμμονή στις δικανικές θεωρίες εθίζει αναπόφευκτα σε μιάν αντικειμενικοποίηση
των περιπτώσεων, στην υποκατάσταση της δυναμικής απροσδιοριστίας της ζωής
με σχήματα και οριστικά υποδείγματα βίου. Η μοναδικότητα του γεγονότος
κατανοείται με την υπαγωγή του στην αντικειμενικότητα της γενικής
περιπτώσεως – η επαλήθευση της εμπειρίας εξασφαλίζεται με την καταφυγή
στον σχηματικό ορισμό της (*)

(*) Ο ίδιος, Αλφαβητάρι της πίστης (Αθήνα: Εκδόσεις Δόμος, 1983), σς 230 επ.
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 3 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Βεβαιότητα, μεθοδικότητα και συστηματικότητα της επιστημονικής


γνώσης.
2. Η ανατροπή των επιστημονικών γνώσεων συνηγορεί υπέρ του
σκεπτικισμού;
3. Συνδέεται και πώς κατά τη γνώμη σας η διδασκαλία του νομικού
ρεαλισμού (ΙΙΙ.5) με τις μεθοδολογικές υποδείξεις του von Kirchmann;
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 4 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

VIII.16 Νομική θεωρία και πράξη: δικαστήρια και νομικές σχολές

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 110 - 125


 λέξεις κλειδιά: νομικά επαγγέλματα - δικαστήρια - δίκη -
συμβολαιογράφοι - νομοδιδάσκαλοι - θεωρία v. πράξη - δικαιοδοτική
λειτουργία - διαδικαστικές πράξεις - καθήκον αμεροληψίας v.
αντικειμενικότητας - ίση μεταχείριση - αυθεντικά φθέγματα

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

46. ό. π., σ. 114: «Σήμερα... η άσκηση του δικαστικού έργου από


επαγγελματίες δικαστές θεωρείται... ότι κατά κανόνα παρέχει
περισσότερα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, αλλά και
ακριβέστερης εφαρμογής του ισχύοντος δικαίου».

 ένα δικαστικό ατόπημα

Παρ’ ότι δεν συντρέχει εφαρμογή του νόμου, ο κατηγορούμενος Α καταδικάζεται σε


φυλάκιση x ετών! (*)

(*) Πρβλ. Robert Alexy, Theorie der juristischen Argumentation: Die Theorie des rationalen
Diskurses als Theorie der juristischen Begründung (Frankfurt a. M.: Suhrkamp, 2η έκδ.
1991), σς 266 επ.

 δημοκρατία και καθήκον θεμελιώσεως

Νομικές είναι εκείνες από τις υπό ευρεία έννοια πολιτικές αποφάσεις, γιά τις
οποίες υπάρχει θεσμική υποχρέωση να θεμελιωθούν ως οι καλύτερες δυνατές.
Καθαρά πολιτικές είναι αντίθετα οι αποφάσεις, γιά τις οποίες δεν υπάρχει τέτοια
υποχρέωση (*)

(*) Παύλος Κ. Σούρλας, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής: και η θεμελίωση των
νομικών κρίσεων (Αθήνα - Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1989), σ. 152.

47. ό. π., σς 117, 124: «Ευθυκρισία και πείρα είναι και εδώ απαραίτητα
εφόδια... συνοδευόμενη από χαρακτηριστικά παραδείγματα
συγκεκριμένων περιπτώσεων και του τρόπου διευθετήσεώς τους»

Πρβλ. την προειδοποίηση του Kant στην § 4.

48. ό. π., σ. 121: «Βασικά καθήκοντα του δικαστή είναι η αμεροληψία και η
στενά συνδεδεμένη με αυτή αντικειμενικότητα».

 ένα (αντι)παράδειγμα

ο δικαστής x, αν και είναι αμερόληπτος απέναντι στους διαδίκους (αν, δηλαδή, ο


κατηγορούμενος στην ενώπιόν του διαφορά γινόταν μηνυτής και ο τελευταίος
κατηγορούμενος, δεν θα άλλαζε η κρίση του), ερμηνεύει υποκειμενικά τον νόμο
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 5 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

που διέπει την επίδικη διαφορά (π. χ., θεωρεί, ανεξαρτήτως του προσώπου του
κατηγορουμένου, ότι όσοι προκαλούν πολύνεκρα ατυχήματα (και από αμέλεια)
πρέπει να τιμωρούνται αδιακρίτως με την ποινή που αρμόζει στην
ανθρωποκτονία με δόλο

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Οι οπτικές γωνίες του δικαστή και του δικηγόρου: γιατί τις εξαίρει ο
νομικός ρεαλισμός (ΙΙΙ.5);
2. Καταμερισμός πνευματικής εργασίας εντός της έννομης τάξης: γιατί οι
δικαστές πρέπει να έχουν πτυχίο Νομικής;
3. Γιατί ο δικαστής που παραβιάζει το καθήκον του αντικειμενικότητας
ενεργεί ως νομοθέτης;
4. Οι συνειδησιακές συγκρούσεις του δικηγόρου.
5. Το πρακτικό κίνητρο του θεωρητικού του δικαίου.
6. Να διακρίνετε το εξαναγκαστόν από το βάσιμο ενός δικαστικού
φθέγματος.
7. Έχουμε καθήκον υπακοής σε εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις;
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 6 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

IX.17 Η δικαιοδοτική πράξη

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 125 - 131


 λέξεις κλειδιά: σκεπτικό v. διατακτικό της δικαστικής αποφάσεως -
διαδικασία - δικονομικό δίκαιο - μεθοδολογία - ισχυρισμοί περί τα
πραγματικά περιστατικά v. αίτημα – πραγματικά v. νομικά ζητήματα -
εφαρμογή v. ερμηνεία του δικαίου

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

49. ό. π., σ. 130: «Η διανοητική πορεία που οφείλει να ακολουθήσει ο


δικαστής βαίνει από το ατομικό και συγκεκριμένο προς το γενικό και
αφηρημένο πρέπει να εκτυλίσσεται προς την αντίστροφη φορά; Ποιά
είναι η αφετηρία και ποιό το τέρμα της;»

 η λογική ως γενικευμένα νομικά (generalized jurisprudence) (*)

Π. χ.,
- «Ο Α είναι πολίτης της Χ» (claim), «εφ’ όσον γεννήθηκε στη Χ» (data).
- Γιατί;
- Επειδή «όσοι γεννιούνται στη Χ είναι πολίτες της» (warrant).
- Γιατί;
- Επειδή το προβλέπει ο νόμος x (backing).

(*) Βλ. Stephen E. Toulmin, The Uses of Argument (Cambridge: Cambridge University
Press, 2003), π. χ., σς 7 επ.

50. ό. π., σ. 131: «Τα προβλήματα της δικαιοδοτικής πράξεως, είτε αυτά
είναι προβλήματα εφαρμογής είτε προβλήματα ερμηνείας, πρέπει να
επιλυθούν με μιά πολύπλοκη μεν, αλλά ενιαία κίνηση. Αυτο
συμβαίνει επειδή εφαρμογή και ερμηνεία συνδέονται μεταξύ τους και
έτσι καμία από τις δύο πορείες... δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν και
ανεξάρτητα από την άλλη».

Οι πρωτοετείς φοιτητές, ύστερα από μία ή δύο εβδομάδες στα αμφιθέατρα,


μάλλον εκπλήσσονται διδασκόμενοι το πόσο απροσδιόριστο και ασαφές είναι το
δίκαιο· διότι εισήχθησαν στη Νομική έχοντας τη γνώμη ότι υπάρχει ένας κλάδος
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 7 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

γνώσεως του δικαίου που θα διδαχθούν και ότι αυτή η γνώση αφορά ακριβώς
στους γραπτούς νόμους και τις δικαστικές αποφάσεις. Τελειώνοντας το πρώτο
έτος, οι φοιτητές έχουν φθάσει να θεωρούν ότι σχεδόν τίποτε δεν είναι σαφές στο
δίκαιο, ότι όλα εξαρτώνται από το πώς το ερμηνεύουν τα δικαστήρια και ότι το
καλύτερο που δύναται να πράξει ένας δικηγόρος είναι να καταλήξει σε μιά
βάσιμη πρόγνωση της κρίσιμης δικαστικής αποφάσεως... Ωστόσο, όταν αρχίσουν
να εργάζονται ως δικηγόροι, η εικόνα αλλάζει. Ως δικηγόροι μαθαίνουν πολύ
γρήγορα ότι οι πλείστες αντιδικίες δεν αφορούν στα δυσεπίλυτα νομικά
ζητήματα που διδάχθηκαν στη Νομική, αλλά σε ανιαρά πραγματικά
περιστατικά... [Τ]α γεγονότα συνήθως αμφισβητούνται.. (*)

(*) Andrei Marmor, Philosophy of Law (Princeton: Princeton University Press, 2011), σς
137 επ.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Σκεπτικό και διατακτικό της δικαστικής αποφάσεως.


2. Δικονομικό δίκαιο και μεθοδολογία.
3. Πραγματικά και νομικά ζητήματα.
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 8 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

IX.18 Η εφαρμογή του δικαίου: από την απόδειξη στην υπαγωγή

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 133 - 143


 λέξεις κλειδιά: απόδειξη - βεβαιότητα - ποινικές v. πολιτικές δίκες -
νομικός χαρακτηρισμός - εφαρμοστέος κανόνας - υπαγωγή - πραγματικό v.
έννομη συνέπεια του κανόνα δικαίου

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

51. ό. π., σ. 141 επ.: «Πώς είναι δυνατόν να προχωρήσει η δικαιοδοτική


πράξη, όταν ο νομικός χαρακτηρισμός της επίδικης σχέσεως
προϋποθέτει ότι έχει ήδη επιλεγεί ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου,
αλλά και ταυτόχρονα η επιλογή του εφαρμοστέου κανόνα
προϋποθέτει ότι έχει ήδη χαρακτηρισθεί νομικά η επίδικη σχέση;»

 ένα νομολογιακό παράδειγμα

o νομικά ζητήματα:

Κατά την κρατούσα άποψη, η στάθμευση αυτοκινήτου σε parking ή garage


εμφανίζεται με πολλές νομικές μορφές. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός
(σταθμεύσεως αυτοκινήτου)... στηρίζεται στην εκτίμηση όλων των επί
μέρους περιστάσεων. Σε κάθε δε συμβατική μορφή το περιεχόμενο της
ευθύνης του οφειλέτη είναι διαφορετικό. Ειδικότερα, η στάθμευση
εμφανίζεται, κατά κανόνα, με τις ακόλουθες μορφές: (α) Ως σχέση
φιλοφρονήσεως... π.χ. του γείτονα που αφήνει διερχόμενο φίλο του να
χρησιμοποιήσει ελεύθερο οικόπεδό του.... (β) Ως μίσθωση χώρου (άρθρο
574 ΑΚ), στην περίπτωση σταθμεύσεως αυτοκινήτου... επ’ ανταλλάγματι
σε χώρο ανοικτού ή κλειστού parking που διατίθεται στον κάτοχο του
αυτοκινήτου και επιλέγεται από αυτόν χωρίς επίβλεψη του αυτοκινήτου,
ο κάτοχος του οποίου μετά τη στάθμευση και ασφάλισή του
παραλαμβάνει μαζί του τα κλειδιά. (γ) Ως σύμβαση αμειβόμενης
παρακαταθήκης (άρθρο 822 ΑΚ), στην περίπτωση σταθμεύσεως
αυτοκινήτου επ’ ανταλλάγματι σε υπαίθριο ή κλειστό parking, όπου ο
κάτοχος του αυτοκινήτου, χωρίς να επιλέγει ο ίδιος τη θέση σταθμεύσεως
αφήνει σε αυτό τα κλειδιά του, σύμφωνα με τους όρους λειτουργίας του,
δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον εκμεταλλευόμενο το parking γιά
επιθυμητές, ανάλογα με τις περιστάσεις, μεταβολές θέσεως του
αυτοκινήτου. Κύρια υποχρέωση του θεματοφύλακα είναι η φύλαξη του
αυτοκινήτου και των πραγμάτων που περιέχει. Τούτο και γιά τον
επιπρόσθετο λόγο ότι ο εκμεταλλευόμενος το parking αποκτά δυνατότητα
επεμβάσεως στο αυτοκίνητο (προξένηση βλαβών, αποτροπή κινδύνου
κλοπής κ. λπ.) και στα πράγματα που είναι αποτεθειμένα σε αυτό. Στη
σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας
(εκμεταλλευόμενος το parking) ευθύνεται σε αποζημίωση του
παρακαταθέτη, στην περίπτωση αδυναμίας αποδόσεως του αυτοκινήτου
ή βλάβης του ή κλοπής ή απώλειας των πραγμάτων που είχαν αποτεθεί
σ’ αυτό. Τέτοια υποχρέωση δεν θεμελιώνεται στη σχέση φιλοφρονήσεως
ή μισθώσεως χώρου…
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 9 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει


άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει...

o πραγματικά ζητήματα:

Η ενάγουσα και ο σύζυγος της εισήλθαν την 5.4.2011 και ώρα 21:19 με το
αυτοκίνητό τους στο χώρο σταθμεύσεως της εναγομένης, ο οποίος είναι
υπαίθριος, βρίσκεται παραπλεύρως της οδού... στο κέντρο της
Θεσσαλονίκης και εκτείνεται εντός των εγκαταστάσεων της Διεθνούς
Εκθέσεως. Η είσοδος του ως άνω υπαίθριου χώρου φέρει μπάρες γιά τα
αυτοκίνητα, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί και ως ελεύθερη είσοδος γιά
όλους τους πεζούς που θέλουν να εισέλθουν στο χώρο της Διεθνούς
Εκθέσεως και μάλιστα αποτελεί μία από τις ανεπίσημες εισόδους της...
Δηλαδή μέσα από το χώρο του υπαίθριου parking συνεχώς διέρχονται
πεζοί, διότι αυτός λειτουργεί και ως οδός η οποία ανήκει στον Δήμο και
επιτρέπεται η διέλευσή της... Η ενάγουσα εισήλθε στον χώρο αφού
παρέλαβε από το αυτόματο μηχάνημα που είναι εγκατεστημένο στην
είσοδο του parking την ειδική κάρτα εισόδου και αφού ανασηκώθηκε η
μπάρα που εμποδίζει την ελεύθερη διέλευση των οχημάτων, στάθμευσε
το αυτοκίνητο της κοντά στην είσοδο του χώρου σταθμεύσεως σε θέση
της επιλογής της. Αφού έλαβε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, χωρίς να
επικοινωνήσει ή να συζητήσει με οποιονδήποτε προστηθέντα της
εναγομένης σχετικά με τη φύλαξη του αυτοκινήτου, αποχώρησε από τον
χώρο. Επίσης, προέκυψε ότι στο συγκεκριμένο χώρο σταθμεύσεως της
εναγομένης δεν αναλαμβάνεται καμία επιπλέον υποχρέωση φυλάξεως,
αλλά, αντίθετα, σε πινακίδες που είναι αναρτημένες σε διάφορα εμφανή
μέρη αναφέρεται «ΑΣΦΑΛΙΖΕΤΕ ΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ ΣΑΣ ΑΠΟ ΚΛΟΠΗ
ΚΑΙ ΦΘΟΡΕΣ». Επί πλέον, στο parking δεν υπάρχει προσωπικό φυλάξεως,
αλλά μόνον ένας υπάλληλος της εναγομένης που βρίσκεται σε γυάλινο
κουβούκλιο δίπλα στα αυτόματα μηχανήματα πληρωμής μόνο γιά να
επιβλέπει τις συναλλαγές και την ορθή λειτουργία των μηχανημάτων.

 υπαγωγή

Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι η προκείμενη σύμβαση είναι σύμβαση


μισθώσεως χώρου, και όχι σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης. Όπως
αναφέρθηκε παραπάνω στη μείζονα σκέψη ως προς την ευθύνη του
εκμισθωτή γιά το πράγμα, ισχύουν οι κανόνες των διατάξεων της
μισθώσεως πράγματος (ΑΚ 574, 575) και σύμφωνα με αυτές η υποχρέωση
του εκμισθωτή εξαντλείται στην παραχώρηση του μισθίου και στην
διατήρησή του κατάλληλου γιά τη συμφωνημένη χρήση, χωρίς να
ευθύνεται γιά φθορές ή καταστροφή του επί του μισθωμένου χώρου
σταθμευμένου αυτοκινήτου... Περαιτέρω υποχρέωση γιά φύλαξη του
αυτοκινήτου δεν προέκυψε ότι συμφωνήθηκε μεταξύ τους, οπότε να
πρόκειται γιά σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης, στην οποία το
καθήκον επιβλέψεως και φυλάξεως επεκτείνεται και στα κινητά
πράγματα που περιέχονται στο αυτοκίνητο, όπως στην προκειμένη
περίπτωση τα ρολόγια και κοσμήματα της ενάγουσας που εκλάπησαν
κατά τη διάρκεια της σταθμεύσεως στον χώρο της ενάγουσας.
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 10 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

[Επομένως, η εναγομένη δεν υποχρεούται να αποζημιώσει την ενάγουσα


γιά τη ζημία που υπέστη από την κλοπή] (*)

(*) Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης 765/2013 (με επουσιώδεις προσαρμογές


του γράφοντος)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Ποιοί ηθικοί λόγοι δεν επιτρέπουν την απόκτηση μαθηματικής


βεβαιότητας σε μιά δίκη;
2. Πώς δικαιολογούνται οι διαφορές μεταξύ πολιτικών και ποινικών δικών;
3. Γιατί το γεγονός ότι δεν είναι βέβαιο το αν ο κατηγορούμενος Α είναι
αθώος ή ένοχος δεν σημαίνει ότι η ζητούμενη απόφανσή μας είναι
απροσδιόριστη, ότι, δηλαδή, ο Α είναι και ένοχος και αθώος ή ούτε ένοχος
ούτε αθώος;
4. Η αφαιρετική διαδικασία του νομικού χαρακτηρισμού.
5. Νομικός χαρακτηρισμός και επιλογή του εφαρμοστέου κανόνα: είναι
βάσιμη η εντύπωση του φαύλου κύκλου;
6. Θετική και αρνητική έκβαση της υπαγωγής.
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 11 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

X.19 Ο δικανικός συλλογισμός

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 209 - 214


 λέξεις κλειδιά: συλλογισμός - μείζων πρόταση - ελάσσων πρόταση -
συμπέρασμα - θεμελίωση - αλήθεια - ορθότητα

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

52. ό. π., σς 211 επ.: «Ο συλλογισμός γενικά, όπως ολόκληρη η λογική, δεν
είναι μέθοδος γιά την ανεύρεση και την απόδειξη της αλήθειας... [Ο]
συλλογισμός δεν θεμελιώνει ότι ο Σωκράτης είναι θνητός»

Όλοι οι άνθρωποι είναι αθάνατοι


Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος
-----------------------------------------------
Άρα, ο Σωκράτης είναι αθάνατος

Ή, μιλώντας φιλοσοφικά:

Αρχή της λογικής συνεπαγωγής. Το γεγονός ότι η άποψη κάποιου


συνεπάγεται λογικά το α δύναται να αποτελεί λόγο να δεχθεί ότι α.
Αρχή της λογικής ασυνέπειας. Η λογική ασυνέπεια πρέπει να
αποφεύγεται.

Πρόκειται γιά διαφορετικές αρχές. Έστω ότι κάποιος πιστεύει το α και συγχρόνως
ότι εάν α, τότε β. Δοθέντος ότι οι πεποιθήσεις αυτές συνεπάγονται το β, η αρχή
της λογικής συνεπαγωγής ορίζει ότι ενδεχομένως του προσφέρεται ένας λόγος να
πιστεύει ότι β. Δεν ορίζει ότι ο ίδιος οφείλει να μη πιστεύει το αντίθετο του β, το
μη β. Το να πιστεύεις το μη β, όταν πιστεύεις επίσης το α και ότι εάν α, τότε β,
αντίκειται στην αρχή της λογικής συνέπειας, όχι στην αρχή της λογικής
συνεπαγωγής. Από την άλλη πλευρά η αρχή της λογικής συνέπειας δεν ορίζει ότι
κάποιος έχει λόγο να πιστεύει το β δεδομένου ότι ο ίδιος πιστεύει το α και εάν α,
τότε β (*).

(*) Gilbert Harman, Change in View: Principles of Reasoning (Cambridge, Mass.: The
MIT Press, 1986), σ. 11.

53. ό. π., σ. 212: «[Π]ριν προχωρήσουμε στην τέλεση του συλλογισμού,


πρέπει προηγουμένως να έχουμε εξασφαλίσει ότι τόσο η μείζων όσο
και η ελάσσων πρόταση είναι ορθές. Πρέπει δηλαδή να έχουν
εκτελεστεί ορθά όλες οι ενέργειες που συνθέτουν την ερμηνεία του
κανόνα δικαίου και την εφαρμογή του στην κρινόμενη σχέση,
πράγμα άσχετο με τον δικανικό συλλογισμό».

 Διατάξεις, δικανικός συλλογισμός και επιχειρήματα

o μιά διάταξη
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 12 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η


απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από
τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός (*)

(*) Άρθρο 13 § 1 του Συντάγματος


.
o ένας δικανικός συλλογισμός

Μ: Η (αρνητική) θρησκευτική ελευθερία προσβάλλεται όταν φορείς της


κρατικής εξουσίας καταγράφουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των
πολιτών.
Ε.: Η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές
ταυτότητες αποτελεί καταγραφή θρησκευτικών πεποιθήσεων από φορείς
της κρατικής εξουσίας.
Σ.: Η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές
ταυτότητες προσβάλλει την (αρνητική) θρησκευτική ελευθερία.

o ένα επιχείρημα

[Η] θρησκευτική ελευθερία, υπό τη θετική της έκφανση, της εκδήλωσης


δηλαδή των θρησκευτικών πεποιθήσεων, συνίσταται στο δικαίωμα του
καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν
γένει πεποιθήσεις του με ποικίλους τρόπους, ατομικά ή από κοινού με
άλλους, ιδιωτικά ή δημόσια... Ωστόσο, η ελευθερία αυτή δεν περιλαμβάνει
και το δικαίωμα των ατόμων να εκδηλώνουν το θρήσκευμα που ακολουθούν
ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις τους με την αναγραφή αυτών,
όταν το επιθυμούν, και σε κρατικά έγγραφα, όπως είναι τα δελτία
ταυτότητας. Το άρθρο 13 του Συντάγματος όχι μόνο δεν παρέχει τέτοια
αξίωση στους φορείς του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας,
άλλωστε τούτο ως ατομικό δικαίωμα θεμελιώνει κατ' αρχήν μόνον αξίωση
του ατόμου έναντι της κρατικής εξουσίας γιά αποχή από επεμβάσεις των
οργάνων της που θα παρεμπόδιζαν την άσκησή του και όχι αξίωση θετικής
ενέργειας, αλλά απαγορεύει και την προαιρετική αναγραφή του
θρησκεύματος ή των θρησκευτικών εν γένει πεποιθήσεων στα δελτία
ταυτότητας, ως μέσο εκδήλωσης και απόδειξης αυτών. Η αντίθετη
ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας,
υπό την αρνητική της έκφανση, εκείνων των Ελλήνων, οι οποίοι δεν θα
επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν
τον τρόπο, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του
Κράτους όσον αφορά στην άσκηση του ατομικού αυτού δικαιώματος, που
επιβάλλεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος. Πράγματι, όσοι Έλληνες
αρνηθούν να αναγράφεται το θρήσκευμα ή οι όποιες θρησκευτικές
πεποιθήσεις στο δελτίο ταυτότητας, η άρνηση δε αυτή βεβαιώνεται από
δημόσια αρχή σε κρατικό έγγραφο, που μάλιστα επιδεικνύεται σε κάθε
αρχή και υπηρεσία καθώς και σε οποιονδήποτε ιδιώτη γιά την αναγνώριση
του κατόχου, αναγκάζονται να αποκαλύψουν εμμέσως και οιονεί δημόσια,
μιά πλευρά της ενδιάθετης στάσης τους απέναντι στο θείο. Ταυτόχρονα δε
διαφοροποιούνται παρά τη θέλησή τους και με την επέμβαση κρατικών
οργάνων από εκείνους τους Έλληνες που ομολογούν τις θρησκευτικές τους
πεποιθήσεις με την αναγραφή αυτών στα δελτία ταυτότητας. Πέραν
αυτών, η αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας παρέχει και
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 13 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

έδαφος ενδεχόμενων διακρίσεων, δυσμενών ή ευμενών... Κάτι τέτοιο


άλλωστε, θα αντέβαινε και στην ειδική διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου
13 που επιβάλλει την ίση μεταχείριση στην απόλαυση και των ατομικών
δικαιωμάτων ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις. Συνεπώς, η
αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας, έστω και αν αυτή
είναι προαιρετική, έστω δηλαδή και αν γίνεται με τη συγκατάθεση του
προσώπου, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος... (*)

(*) Συμβούλιο της Επικρατείας [Ολομ.] 2284/2001· πρβλ. § 4.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Δείτε τον συλλογισμό της § 52: είναι λογικά ορθός ή εσφαλμένος και
γιατί;
2. Δείτε τον δικανικό συλλογισμό της § 53: πώς είναι δυνατή η θεμελίωση
της νομικής κρίσεως: η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις
αστυνομικές ταυτότητες προσβάλλει την (αρνητική) θρησκευτική
ελευθερία; Θεμελιώνει ο ίδιος δικανικός συλλογισμός την εν λόγω
απόφανση;
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 14 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

X.20 Το ζήτημα της ερμηνείας του δικαίου

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 144 - 155


 λέξεις κλειδιά: νόημα - πράξη - λόγοι - επικοινωνία - διατάξεις v. κανόνες
δικαίου - πηγές του δικαίου - σαφείς v. ασαφείς διατάξεις - πεποίθηση
δικαίου

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

54. ό. π., σ. 144: «Ερμηνεία δεν επιδέχονται όλα τα αντικείμενα, αλλά μόνο
εκείνα που εγκλείουν κάποιο νόημα».

 εξήγηση, κατανόηση και θεμελίωση των θεσμών

o «οι διακρίσεις λόγω φύλου δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας»
 εξήγηση: ιδεολόγημα (;)
 κατανόηση: μιά παραδοσιακή σύλληψη των κοινωνικών
ρόλων; (Π. χ., ο Αριστοτέλης ως προς τη δουλεία [*])
 θεμελίωση: είναι δυνατή η θεμελίωση του ισχυρισμού (αν
και ίσως εξηγείται και είναι κατανοήσιμος);

(*) Βλ. τη λαμπρή πραγμάτευση του Bernard Williams, Αιδώς


και ανάγκη: Ατομική βούληση, πράξη και ευθύνη στην αρχαία
Ελλάδα, μετ. Βαρβάρας Σπυροπούλου (Αθήνα: Εκδόσεις
Αλεξάνδρεια, 2014), σς 157 επ.

55. ό. π., σ. 146: «Πράξη που γίνεται χωρίς απολύτως κανένα λόγο, ούτε
καν ένα λόγο κατ’ αρχάς αφανή και σκοτεινό, δεν αποτελεί πράξη»

 εξ αντικειμένου και εξ υποκειμένου θεώρηση μιάς πράξεως

o ...ο Α, ενεργώντας με πρόθεση, βάζει το πορτοφόλι στην τσέπη του


- ... το πορτοφόλι ανήκει στον Α
- ...το πορτοφόλι ανήκει στον Β

και

o η ιδέα της επιτρεπτικότητας: ένας εκ πεποιθήσεως σαδιστής ιατρός


ενεργεί, κατά τους κανόνες της επιστήμης, μιά ενδεδειγμένη ιατρική
επέμβαση χωρίς αναισθητικό

o η ιδέα της ιδιοποιήσεως: αρκούν οι ανάγκες ή τα κίνητρα του προσώπου,


που καταλαμβάνει το πράγμα x, προκειμένου να αποκτήσει σχετικό
τίτλο επί του x, χωρίς να συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι ότι το x είναι
δεκτικό ιδιοποιήσεως (π. χ. ως αδέσποτο);
- π. χ. η συλλογή καρπών εξηγείται μεν από την επιθυμία του
συλλέκτη και κατανοείται από τα κίνητρά του (π. χ. ως προς το
τρόπο διατροφής που ακολουθεί), ωστόσο, αποτελεί, υπό
αντικειμενικές προϋποθέσεις, πράξη ιδιοποιήσεως, ακριβώς
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 15 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

επειδή συντρέχουν, συγχρόνως προς τις σχετικές συμβάσεις που


προσδίδουν κοινωνικό νόημα στην πράξη του, και οι λόγοι
ασκήσεως σχετικού δικαιώματός του

56. ό. π., σ. 153: «... η εκτίμηση ότι μιά διάταξη είναι σαφής ή ασαφής δεν
είναι μιά απλή φιλολογική ή γλωσσολογική εκτίμηση, αλλά μιά
εκτίμηση νομική»

Κατά μιάς ορφανής κληρονόμου εκδόθηκε μιά τελεσίδικη και εκτελεστή


απόφαση γιά χρέος του κληρονομηθέντος πατέρα της, ωστόσο, κατά την
εκτέλεση της αποφάσεως και προ του πλειστηριασμού του ακινήτου που
κληρονόμησε, η ίδια βρήκε τυχαία την εξοφλητική απόδειξη του υπέρ ου η
εκτέλεση προς τον πατέρα της. Ως γνωστόν, ο καθ’ ου η εκτέλεση δεν δύναται να
προβάλει αντιρρήσεις στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο. Σύμφωνα δε με το
άρθρο 330 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το δεδικασμένο που απορρέει από
την οριστική και τελεσίδικη απόφαση «εκτείνεται και στις ενστάσεις... που θα
μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν». Παρά τις ενδεχόμενες
φιλολογικές αναστολές, η εν λόγω αδυναμία δεν αφορά «στην ενδεχόμενη
υποκειμενική αδυναμία του συγκεκριμένου διαδίκου, όπως, στο παράδειγμά μας,
στην άγνοια της κληρονόμου που δε γνώριζε ότι ο πατέρας της είχε εξοφλήσει το
χρέος του. Ο νόμος αναφέρεται στην αντικειμενική αδυναμία... Και θυσιάζεται
βέβαια έτσι το καημένο το κορίτσι» (*).

(*) Κώστας Μπέης, Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη: γενικές αρχές της πολιτικής
δικονομίας (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, 3η έκδοση 1981), σς 6 επ.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Εξηγήστε με ένα παράδειγμα γιατί το ζήτημα της εξηγήσεως των θεσμών


είναι διαφορετικής τάξεως από εκείνα της κατανοήσεως και της θεμελιώσεώς
τους.
2. Πώς θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε εκ των προτέρων (χωρίς ερμηνεία) το
αν μιά διάταξη είναι σαφής ή ασαφής;
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 16 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

XI.21 Παραδοσιακή μεθοδολογία: (α) γραμματική ερμηνεία

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 155 - 169


 λέξεις κλειδιά: νόμος - βεβαιότητα του δικαίου - δημοκρατικός νομοθέτης -
«γράμμα του νόμου» - σημασία - σημασιολογία (semantics) - κλασσικές
αντιλήψεις - απεικόνιση και σύμβαση - έννοιες - βάθος και πλάτος των
εννοιών - λεξικά - νομοθετικοί ορισμοί - πολυσημία v. αοριστία των λέξεων
- η προτεραιότητα της γραμματικής ερμηνείας

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

57. ό. π., σς 156 επ.: «[α]ξιώνουμε βεβαιότητα του ισχύοντος δικαίου και
παράλληλα αποτροπή της δικαστικής αυθαιρεσίας και σεβασμό των
αποφάσεων του δημοκρατικού νομοθέτη».

 η μεθοδολογία του Ν. Ν. Σαριπόλου

o ...η καθαρώς ‘λογική μέθοδος’, η ‘νομική μέθοδος’, η μέθοδος της


συγχρόνου γερμανικής επιστήμης του δημοσίου δικαίου, η μέθοδος του
ανεγνωρισμένου αυτής αρχηγέτου Laband δέον να διατηρήση την
πρέπουσαν αυτή θέσιν εν τη μελέτη του δημοσίου δικαίου. Μόνον διά της
μεθόδου ταύτης είναι δυνατόν να μελετήση τις και πραγματευθή τας
νομικάς σχέσεις, τας σχέσεις του δημοσίου δικααίου· άνευ της μεθόδου
ταύτης δεν υπάρχει επιστήμη Συνταγματικού Δικαίου, ουδέ
συνταγματικοί νομικοί κανόνες... Διά της νομικής μεθόδου εξετάζεται το
Κράτος ‘εν τη αποκεκρυσταλλωμένη νομική αυτού υποστάσει’... Ούτω δε
επέρχεται έτι μεγαλειτέρα ‘αποκρυστάλλωσις’, ήτις δυνατόν να επιφέρη
ενίοτε καταστροφάς. Ενταύθα έγκειται εις των κινδύνων της νομικής
μεθόδου. Αι σχέσεις ας ρυθμίζη το δημόσιον δίκαιον, ας λαμβάνει εν
στατική καταστάσει δίδον αυταίς σταθερόν σκελετόν, ον καθίστησι έτι
μάλλον άκαμπτον η καθαρώς λογική και νομική μέθοδος, αι σχέσεις
αύται... εξ αιτίας της φύσεως αυτών, είναι δυναμικαί, μεταβάλλονται,
εξελίσσονται διαρκώς... Αι σχέσεις αύται εν τη πραγματικότητι δυνατόν
να παραβληθώσι προς ποταμόν διηνεκώς ρέοντα υπό παγωμένην
επιφάνειαν, έως ότου επέλθη στιγμή, καθ’ ην η αποκεκρυσταλλωμένη
αύτη επιφάνεια (το δίκαιον – η νομική μέθοδος) διαρραγή υπό την πίεσιν
ή μετά παραλλαγήν ή εξόγκωσιν του ρεύματος, ό ήλλαξεν, ενώ το
σταθερόν αυτού κάλυμμα έμεινε το αυτό. Η παραβολή αυτή δεικνύει...
την ανεπάρκειαν της νομικής μεθόδου διά την ημετέραν επιστήμην εν
γένει, και την ανάγκην της συμπληρώσεως της επιστήμης και της
μεθόδου του δημοσίου δικαίου διά της πολιτικής επιστήμης και της
ιστορικής μεθόδου, της μεθόδου της παρατηρήσεως... Η αποκλειστική
νομική μέθοδος είναι εντελώς ανεπαρκής διά τον εξής ιδίως λόγον:...
είναι καθαρώς λογική, σκοπεί την λογικήν συστηματοποίησιν των
πολιτικών θεσμών, ενώ ούτοι είναι σχεδόν πάντοτε αποτέλεσμα της
ιστορίας, των περιστάσεων, διαφόρων δράσεων και αντιδράσεων, αι
οποίαι δεν είναι δυνατόν να υπαχθώσι πάντοτε εις την ‘λογικήν’... [Υ]πό
λογικήν έποψιν η λεγομένη συνταγματική μοναρχία περιέχει όλως
αντιφατικά στοιχεία, είναι ‘κατά συνθήκην ψεύδος’... Και εν τούτοις
διατηρείται, πλείστοι δε λαοί ευημερούσιν υπό το πολίτευμα τούτο, όπερ
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 17 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

δυνατόν μεν λογικώς να η αντιφατικόν και ανόητον, αλλά πολιτικώς


άριστον... Οι πολιτικοί θεσμοί... είναι τέκνα των περιστάσεων και τις
ιστορίας, ουχί της λογικής και της a priori φιλοσοφίας κατασκευάσματα...
δύνανται [δε] να υπαχθώσι... εις την λογικήν και τα a priori συστήματα...
μόνον διά τελείας παραμορφώσεως της ιστορίας, της φύσεως των
θεσμών και των πολιτειακών σχέσεων ως και οιασδήποτε άλλης
πραγματικότητος. Αλλά τότε το Συνταγματικόν Δίκαιον, διακόπτον
πάσαν σχέσιν μετά της συνταγματικής αληθείας και πάσης
πραγματικότητος, γινόμενον νομικόν πλάσμα της διανοίας, fictio juris,
παύεται ον επιστήμη, αλήθεια... Αλλά, και υποτιθεμένου ότι το
Συνταγματικόν δίκαιον πολιτείας τινός δυνατόν να υπαχθή τελείως εις
συστηματοποίησιν καθ’ όλα λογικήν, η νομική μέθοδος, καίπερ άγουσα
τότε προς την πραγματικήν νομικήν αλήθειαν, εις πραγματικόν νομικόν
σύστημα και όχι εις νομικόν ανύπαρκτον πλάσμα, δεν αρκεί προς τελείαν
κατανόησιν των θεσμών. Το δίκαιον είναι η εξωτερική μορφή των
σχέσεων ας ρυθμίζει. Η επιστήμη δέον να μη περιορίζηται εις την
μελέτην της εξωτερικής και αφηρημένης ταύτης μορφής, των
συνταγματικών κατά τύπους και κατ’ επιφάνειαν σχέσεων, αλλά να
εξετάζη τί κρύπτεται υπό τα κείμενα των συνταγμάτων και τί επιδρά επί
την γένεσιν και εφαρμογήν των συνταγματικών θεσμών. Πάντα ταύτα
είναι απαραίτητα προς τελείαν κατανόησιν του πνεύματος των θεσμών,
των κεκρυμμένων ελατηρίων, ά μεταβάλλουσιν ή αλλοιούσιν αυτούς εν
τη εφαρμογή πολλάκις μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε το Συνταγματικόν
δίκαιον χώρας τινός, οι νομικοί κανόνες, οι εξωτερικοί τύποι, να ώσιν
εντελώς διάφοροι των συνταγματικών συνθηκών, της συνταγματικής
πρακτικής, της πραγματικής πολιτειολογικής διαρρυθμίσεως και
καταστάσεως των σχέσεων των οργάνων του κράτους προς άλληλα και
προς τους πολίτας.... Παραβαλλόμενος ο πρόεδρος των Ηνωμένων
Πολιτειών προς τον συνταγματικόν βασιλέα της Αγγλίας έχει, νομικώς,
κατά το συνταγματικόν δίκαιον των δύο τούτων χωρών, ασυγκρίτως
ολιγώτερα και ασθενέστερα δικαιώματα· πράγματι όμως είναι πολύ
ισχυρότερος. Ο συνταγματικός βασιλεύς... ‘βασιλεύει και δεν κυβερνά’,
ενώ ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ‘κυβερνά και δεν βασιλεύει’....
Η γερμανική αυτοκρατορία..., λόγω μεν, νομικώς, είναι πολυαρχία, ‘έργω
δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή’, του αυτοκράτορος... Διά της λογικής και
νομικής μεθόδου ασφαλίζεται η σταθερότης των πολιτειακών σχέσεων
αντί της αναρχίας και της αυθαιρεσίας· δι’ αυτής ορίζονται ακριβώς και
μαθηματικώς, ούτως ειπείν, αι λειτουργίαι και η δικαιοδοσία, τα νομικά
δικαιώματα και καθήκοντα του κράτους και των πολιτών (*) (***).

(*) Ν. Ν. Σαρίπολος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου και γενικού


δημοσίου δικαίου (Εν Αθήναις: Βασιλική Τυπογραφία Ραφτάνη -
Παπαγεωργίου, 1903), σς 6 επ.

Διά της νομικής μεθόδου «κατορθούται η πειθαρχία εν ταις περί της


Πολιτείας και Συνταγματικού δικαίου εννοίαις και επομένως η πειθαρχία
εν τω πολιτικώ βίω των τε αρχόντων και των αρχομένων. Ούτως
ελπίζομεν ότι θα συντελέσωμεν εις την μόρφωσιν πολιτών αληθώς
ελευθέρων και πειθαρχούντων, εχόντων πλήρη συναίσθησιν ου μόνον
των δικαιωμάτων αυτών, αλλά και των καθηκόντων αυτών, εμπνεομένων
υπό του πνεύματος της ευλαβείας και της υπακοής προς τας κατά το
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 18 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

σύνταγμα και τους νόμους υφισταμένας και ενεργούσας αρχάς, εν μιά


λέξει εμφορουμένων, είτε ως αρχόντων είτε ως αρχομένων, του
πνεύματος της υπακοής εις τον Νόμον, ης ελλειπούσης δεν υπάρχει
αληθής ελευθερία» (**) (***).

(**) ο ίδιος, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον Α΄: Ερμηνεία του


αναθεωρηθέντος ελληνικού Συντάγματος εν συγκρίσει προς τα των ξένων
κρατών (Εν Αθήναις, 3η έκδ. 1915· ανατύπωση 1987, Αθήνα - Κομοτηνή:
Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), σς 11 επ.
(***) Βλ., αναλυτικά, του γράφοντος, «Η ‘νομική μέθοδος’: τομή και
συνέχεια», in Νικόλαος Νικ. Σαρίπολος: ο θεμελιωτής της επιστήμης του
συνταγματικού δικαίου (Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2011),
σς 181 επ.

58. ό. π., σ. 157: «[Η] παραδοσιακή διδασκαλία, από την


προνομιακότητα... που πρέπει να αναγνωριστεί υπέρ του κειμένου
του νόμου, συνάγει την προτεραιότητα της λεγόμενης γραμματικής
ερμηνείας».

 δύο (μετα)κανόνες προτεραιότητας

o Επιχειρήματα που δηλώνουν δέσμευση στο γράμμα του νόμου ή στη


βούληση του ιστορικού νομοθέτη έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων
επιχειρημάτων, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι υπέρ της
προτεραιότητας των τελευταίων.
o Το βάρος επιχειρημάτων διαφορετικών μορφών προσδιορίζεται σύμφωνα
με τους κανόνες κατανομής του (*).

(*) Robert Alexy, Theorie der juristischen Argumentation, σς 305, 306.

59. ό. π., σς 157 επ.: «Η σημασία αφορά ειδικά τις σχέσεις μεταξύ
γλωσσικών σημείων και πραγματικότητας. Η πολυπλοκότητα των
σχέσεων αυτών έχει συμβάλει ώστε εντός της επιστήμης της
γλωσσολογίας να διαμορφωθεί ένας ολόκληρος κλάδος που
ασχολείται αποκλειστικά με το πρόβλημα αυτό, η σημασιολογία ή
σημαντική (semantics)».

 ένα (αντι)παράδειγμα (*)

Λίγοι γνωρίζουν ότι η επιτυχία της Επαναστάσεως του ‘21 οφείλεται στον ακάματο
υπασπιστή του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη Friedrich Weber. Εκτός του ότι συνέλαβε το
σχέδιο της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και της καταστροφής του Δράμαλη στα
Δερβενάκια – που και στα δύο έπρεπε να κάμψει τις αντιρρήσεις του ιδίου του
Κολοκοτρώνη – ο Weber προετοίμασε το μυστικό ταξίδι του κυρίου του στην Αγγλία,
όπου, όπως γνωρίζουμε πλέον με πάσα βεβαιότητα, ο Γέρος του Μωριά συνήψε με
την Αγγλική Κυβέρνηση, εν ονόματι του λαού της Καρύταινας, τρία ευνοϊκά δάνεια,
εκμεταλλευόμενος συν τοις άλλοις, υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, το σύντομο
ειδύλλιό του με γνωστή κυρία της Βασιλικής Αυλής.
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 19 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

(*) Πρβλ. William G. Lycan, Φιλοσοφία της γλώσσας, μετ. Γιώργου Μαραγκού
(Αθήνα: Gutenberg, 2007), ιδίως σ. 20.

 σημασιολογία και πραγματολογία (pragmatics)

o «η αίθουσα είναι κρύα» (*)


- περιγραφή;
- προσταγή ή υπόδειξη;
- αισθητική κρίση (αρνητική ή θετική);

(*) Πρβλ. Παύλου Κ. Σούρλα, Θεμελιώδη ζητήματα της μεθοδολογίας του


δικαίου: α’ θεωρητική στοιχείωση (Αθήνα - Κομοτηνή: Έκδοση Αντ. Ν.
Σάκκουλα, 1986), σς 59 επ.

60. ό. π., σ. 160: «[Ο]ι κλασικές αντιλήψεις γιά τη σημασία... έχουν


επηρεάσει βαθύτατα τις κρατούσες νομικές αντιλήψεις γιά τη
γραμματική ερμηνεία του νόμου. Πράγματι, στην τρέχουσα νομική
πρακτική παρατηρούμε ότι γίνεται συνεχώς λόγος γιά τις έννοιες στις
οποίες αναφέρεται ο νόμος».

 Έννοιες (concepts) και αντιλήψεις (conceptions)

Η εγγυημένη από το Σύνταγμα ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας


προστατεύει, κατά τον Μάνεση, παρά τις περί του αντιθέτου αντιλήψεις (της
πλειοψηφίας) των συντακτών του, που ευλόγως έχουμε την ευχέρεια να
εικάσουμε, π. χ., το «δικαίωμα του καθένα να εξουσιάζει το σώμα του και να το
χρησιμοποιεί όπως θέλει», επιλέγοντας, π. χ., την άμβλωση, ή «να τοποθετείται
στο ‘περιθώριο’, [το δικαίωμα] γιά τεμπελιά ή γιά ‘ανωμαλία’», όπως και η
προστασία της ελευθερίας θρησκευτικής συνειδήσεως σημαίνει ότι μόνον ο
υποχρεωτικός πολιτικός γάμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα, η δε αναγραφή
του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας αντίκειται προς αυτό.
Ομοίως, κατά τον Μάνεση, «κατοικία», ως προς το άσυλο της κατοικίας, αποτελεί,
παρά τις εύλογες αντιρρήσεις των λεξικογράφων, και «η αυλή, ο κήπος, μιά
καλύβα, μιά σκηνή, ακόμη και ένα όχημα (π. χ. αυτοκίνητο) ή ένα πλοίο (γιώτ,
καΐκι ή βάρκα) είτε ακινητεί είτε βρίσκεται σε κίνηση» (*).

(*) Βλ. Αριστοβούλου Ι. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα: ατομικές ελευθερίες


(Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, 4η έκδοση 1982), σς 117 επ., 224, του
ιδίου, «Αντιφώνηση», Το Σύνταγμα 27 (2001), σς 41 επ.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Πώς δικαιολογείται, κατά την παραδοσιακή μεθοδολογία του δικαίου, η


προτεραιότητα της γραμματικής ερμηνείας;
2. Διαβάστε τη διήγηση της § 59: πώς θα εξηγούσατε το ότι είναι ευχερής η
κατανόησή της παρ’ ότι είναι εντελώς ψευδής;
3. Πώς θα μπορούσαμε να διακρίνουμε, βάσει της σημασίας των λέξεων «η»,
«αίθουσα», «είναι», «κρύα», αν η χρήση της φράσεως «η αίθουσα είναι κρύα» (§
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 20 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

59) αφορά σε περιγραφή, προσταγή (ή υπόδειξη) ή αισθητική κρίση (αρνητική ή


θετική);
4. Αν λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας τη διάκριση της έννοιας από τις αντιλήψεις
της, η γραμματική ερμηνεία σέβεται ή παραγνωρίζει το γράμμα του
συντάγματος; Δοκιμάστε να ερμηνεύσετε, σύμφωνα με τις υποδείξεις της
παραδοσιακής μεθοδολογίας, την πλέον θεμελιώδη διάταξη του Συντάγματος,
ότι, δηλαδή, «[ο] σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν
την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» (άρθρο 2 § 1).
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 21 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

XI.22 Παραδοσιακή μεθοδολογία: (β) ιστορική, συστηματική


και τελολογική ερμηνεία

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 169 - 180


 λέξεις κλειδιά: βούληση του νομοθέτη - ρητή v. εικαζόμενη βούλησή του -
συστηματική ενότητα της έννομης τάξης - αξιολογική συνοχή - «πνεύμα του
νόμου» - «σκοπός του νόμου» - συνέπειες του νόμου v. ηθικοπολιτικοί λόγοι
ισχύος του

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

61. ό. π., σς 169 επ.: «Η θέσπιση του νόμου θεωρείται ως ιστορικό γεγονός,
ως ένα προϊόν αποφάσεων που πάρθηκαν και πράξεων που
τελέστηκαν από συγκεκριμένους ανθρώπους και υπό την επίδραση
συγκεκριμένων ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών».

Οφείλομεν... να δακρίνωμεν δύο είδη ερμηνείας. Αφ’ ενός η φιλολογική ερμηνεία


επιζητούσα να ανεύρη εις το προϊόν του πνεύματος την σκέψιν, το νόημα το
οποίον έθεσεν εις αυτό ο δημιουργός του... Της ερμηνείας αυτής δεν δύναται να
κάμη χρήσιν ο Νομικός διά τον Νόμον. Διότι ο Νόμος δεν δημιουργείται υφ’ ενός
μόνον προσώπου, είναι μάλλον προϊόν κοινής δράσεως πλειόνων: της υπηρεσίας
του Υπουργείου της συντασσούσης το σχέδιον, των μελών της Κυβερνήσεως και
των βουλευτών, οι οποίοι ωμίλησαν ή απλώς εσίγησαν επ’ αυτού και εψήφισαν,
συντελέσαντες εις την τροποποπίησίν του ή εις την παραδοχήν του
αμεταβλήτου. Οι πολυάριθμοι όμως αυτοί άνθρωποι δύνανται να εσκέφθησαν
καθείς διαφόρως το πνεύμα του Νόμου. Και αν ακόμη όλοι εσκέφθησαν
ομοιομόρφως, και τούτο ακόμη δεν θα εδέσμευε τον ερμηνεύοντα νομικόν. Διότι
δι’ αυτόν δεν είναι ο Νόμος η συνολική θέλησις των συντακτών αυτού, της
Κυβερνήσεως και των βουλευτών, αλλ’ η Κρατική Θέλησις μη συμπίπτουσα με
την θέλησιν την οποίαν θέλουν να προσδώσουν εις τον Νόμον διάφορα πρόσωπα
και η οποία θέλησις δεν δύναται να ευρεθή πουθενά αλλού ει μη εις τον νόμο ο
οποίος μόνος εξακολουθεί να ζη.
Διά τον λόγον τούτον η νομοπαρακευαστική εργασία, αι αιτιολογικαί
εκθέσεις, αι συνοδεύουσαι τον νόμον, τα πρακτικά της συζητήσεως της Βουλής ή
των Επιτροπειών αυτής, όλα ταύτα δεν αποτελούν το αποφασιστικόν μέσον
ερμηνείας, αλλά μόνο προσπάθειαν μη υποχρεωτικής ερμηνείας. Η μόνη εις
αυτόν τούτον τον νόμον ομιλούσα κρατική βούλησις είναι εξίσου ξένη προς τον
συντάκτην του νόμου όσον και προς τους μεταγενεστέρους ερμηνευτάς. Μόνον
το περιεχόμενον του νόμου αποφασίζει. Ούτω η Νομική Ερμηνεία κατατάσσεται
εις την κατηγορίαν εκείνην των ερμηνειών, αι οποίαι εν αντιθέσει προς την
φιλολογικήν ερμηνείαν δεν αναζητούν εις το προϊόν του πνεύματος ιστορικήν
πραγματικότητα, αλλά αυτό τούτο το νόημα το εις το προϊόν του πνεύματος
ενυπάρχον, ανεξαρτήτως του αν τούτο ετέθη υπό τινος συνειδητώς. Διότι η
μυστηριώδης δύναμις της ανθρωπίνης δημιουργίας έγκειται εις το ότι προσδίδει
εις τα δημιουργήματά του βαθυτέραν σημασίαν αφ’ ό,τι αυτός ούτος ο
δημιουργός φαντάζεται.. [Η] ανθρωπίνη δράσις αναπτύσσεται εις τρόπον
υπερβαίνοντα τον υπ’ αυτής συνειδητώς επιδιωκόμενον σκοπόν... και... κάθε
σκέψις κρύπτει σημασίας αι οποίαι εξέρχονται εκτός της συνειδήσεως του
παράγοντος αυτήν και τόσον περισσότερον, όσον περισσότερον καλλιτέχνης
είναι. Διά τούτο έργα τέχνης δεν εξαντλούνται διά της φιλολογικής ερμηνείας
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 22 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

της εξακριβούσης τί σημαίνουν ταύτα διά τον δημιουργόν των. Απαιτείται άλλο
είδος ερμηνείας διά του οποίου καθορίζεται τί σημαίνουν ταύτα δι’ ημάς... Η
θέλησις του νομοθέτου, η μόνη εις τον νόμον αυτόν τούτον ομιλούσα κρατική
βούλησις την οποία ζητεί η ερμηνεία να εξακριβώση, δεν είναι η θέλησις του
συντάκτου του νόμου, δεν είναι σκέψις την οποίαν πράγματι διενοήθη τις ποτέ,
δεν είναι καθωρισμένον πραγματικόν γεγονός, αντιθέτως ευρίσκεται εις διαρκήν
εξέλιξιν και απαντά εις νέας νομικάς ανάγκας και νέας νομικάς ερωτήσεις επί
των χρονικώς μεταβληθεισών σχέσεων με νέας εννοίας, τας οποίας ο νομοθέτης
δεν ηδύνατο να προΐδη. Η ιστορία λοιπόν μιάς νομικής σκέψεως δεν τερματίζεται
διά της εις το κείμενον του νόμου διατυπώσεώς της.... Πλην η καρποφόρος αυτή
δύναμις έχει τα όριά της (*).

(*) Gustav Radbruch (§ 24), Εισαγωγή εις την επιστήμην του δικαίου, μετ. Νικολάου
Ταζεδάκη (Αθήναι 1962), σς 242 επ.

62. ό. π., σ. 172: «Και αν ακόμη είχαμε ρητά εκπεφρασμένη τη βούληση


των συντακτών του νόμου ή έστω είχαμε κατορθώσει να
αναπλάσουμε χωρίς δισταγμούς την εικαζόμενη θέλησή τους, πάλι
δεν θα ήταν προφανές γιατί η ερμηνεία θα έπρεπε να ακολουθήσει
αυστηρά τη βούληση αυτή».

 originalism v. interpretivism
o ή η ιδέα του πρωταρχικού νοήματος του συντάγματος

Ας υποθέσουμε ότι προσφέρεσαι να μας αγοράσεις κάτι πρόχειρο γιά μεσημεριανό


και σου ζητώ, εις επήκοον της γυναίκας μου, να μου φέρεις κάτι «υγιεινό».
Ενδέχεται να εννοώ ό,τι είπα: ότι θέλω κάτι που να είναι πράγματι υγιεινό. Αν
θεωρείς ότι αυτό ακριβώς εννοούσα, θα ακολουθήσεις την αξιολόγησή σου. Δεν θα
μου φέρεις, δηλαδή, ένα σάντουιτς από καυτερό παστράμι, ακόμη και αν γνωρίζεις
πόσο πολύ το θέλω, ή ανεύθυνα θεωρείς ότι θα με ωφελήσει. Αν, λοιπόν, δεν μου
έφερνες ό,τι μη υγιεινό τύχαινε να ήθελα, δεν θα μπορούσα να σου
καταλογίσω ότι με είχες παρανοήσει ή παρακούσει, όσο και αν, παρ’ ελπίδα,
προσδοκούσα ότι θα θεωρούσες ότι το καυτερό παστράμι αποτελεί υγιεινή τροφή.
Διανοίγονται όμως και άλλες εκδοχές των πραγμάτων. Ας υποθέσουμε ότι, όταν
σου έδινα την παραγγελία, σου έκλεισα συγχρόνως το μάτι, μόρφασα κρυφά από τη
γυναίκα μου ή, με κάποιον άλλον τρόπο, σου υπέδειξα ότι πρέπει να αγνοήσεις το
κυριολεκτικό νόημα των λεγομένων μου. Τότε, θα εννοούσα πράγματι ότι ήθελα να
μου φέρεις ένα μη υγιεινό έδεσμα, έχοντας, χωρίς αμφιβολία, στον νου μου το
καυτερό παστράμι, γι’ αυτό, αν μου έφερνες φρούτα και γιαούρτι, δικαίως θα σου
καταλόγιζα ότι δεν ικανοποίησες την επιθυμία μου. Τώρα ας προβούμε σε μιά
διαφορετική υπόθεση: ότι ομιλώ μιά γλώσσα που μοιάζει μεν, αλλά δεν είναι
ακριβώς η Ελληνική, και ότι στη γλώσσα μου υπάρχει μιά λέξη που προφέρεται
μεν «υγιεινό», αλλά σημαίνει «έντονο, λιπαρό και αλμυρό». Σε αυτή την
περίπτωση, αν μου έφερνες γιαούρτι και φρούτα, όντως θα με είχες παρεξηγήσει,
αν και ενδεχομένως χωρίς δική σου ευθύνη.
Τέλος, ας εξετάσουμε ένα ακόμη ενδεχόμενο. Ας υποθέσουμε ότι ομιλώ την
Ελληνική, ότι λέγοντας «υγιεινό» εννοώ ό,τι και εσύ, ωστόσο, θεωρώ ότι το καυτερό
παστράμι είναι όντως υγιεινό, γι’ αυτό, ζητώντας σου να μου φέρεις κάτι υγιεινό,
εννοούσα να μου φέρεις ένα σάντουιτς με καυτερό παστράμι – εκφραζόμενος
κάπως κωδικοποιημένα ή συνοπτικά. Όλα αυτά είναι μεν απολύτως κατανοητά, θα
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 23 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

ήταν όμως πολύ περίεργο και δύσκολο να εικάσουμε τί θα μας οδηγούσε να


υποθέσουμε κάτι τέτοιο. Γιατί να μη είχα ζητήσει ευθέως καυτερό παστράμι; Γιατί
να μη είχα ζητήσει ρητώς (στην περίπτωση που δεν υπήρχε καυτερό παστράμι)
οτιδήποτε γνώριζες ότι θεωρώ υγιεινό, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος συμφωνούσες
με την αξιολόγησή μου; Αν πράγματι είμαι ένας ικανός ομιλητής της Ελληνικής,
γιατί τη χρησιμοποίησα με τόσο άστοχο τρόπο, κατά την προσπάθειά μου να σου
μεταδώσω ό,τι ακριβώς εννοούσα;
.......................................................................................................................................................
Ας υποθέσουμε ότι η μητέρα μου, που έχει αποβιώσει εδώ και πολλά έτη,
μου είχε ζητήσει, όταν ήμουν νέος, να συμπεριφέρομαι ακριβοδίκαια στις
επαγγελματικές συναλλαγές μου και ότι είμαι πρόθυμος να μείνω πιστός στην
παραίνεσή της. Ας υποθέσουμε, επί πλέον, ότι γνωρίζω πως η ίδια η μητέρα μου,
όταν χειριζόταν τις δικές της επαγγελματικές υποθέσεις, οδηγούσε τους μικρούς
ανταγωνιστές της σε αδιέξοδο, πουλώντας σε χαμηλότερες τιμές που στη
συνέχεια, αμέσως μόλις τους έθετε εκτός συναγωνισμού, ανέβαζε – μιά κοινή
πρακτική στην εποχή της που γενικά δεν τη θεωρούσαν ως μη ακριβοδίκαιη. Ας
υποθέσουμε ότι, όπως οι περισσότεροι στην εποχή μας, θεωρώ αυτή την
επαγγελματική πρακτική μη ακριβοδίκαιη. Τί οφείλω να πράξω; Πόσο θα με
βοηθούσε κάποιος, αν μου έλεγε ότι οφείλω να εκπληρώσω στο ακέραιο τη βούλησή
της, καθώς και ό,τι πράγματι μου ανακοίνωσε; Η μητέρα μου είχε τουλάχιστον δύο
κρίσιμες ενδιάθετες αντιλήψεις: η πρώτη έγκειτο στην επιθυμία της να αποφύγω
οτιδήποτε μη ακριβοδίκαιο στις επαγγελματικές συναλλαγές μου· η δεύτερη
έγκειτο στην πεποίθησή της ότι το να αφανίζεις τους ανταγωνιστές σου,
μειώνοντας προσωρινά τις τιμές κάτω του κόστους, δεν είναι μη ακριβοδίκαιο. Αυτή
τη στιγμή, διαπιστώνω ότι αδυνατώ να ικανοποιήσω τη βούλησή της και,
συγχρόνως, να αποδεχθώ την πεποίθησή της, συνεπώς, αδυνατώ να λάβω μιά
απόφαση, συμμορφούμενος απλώς προς τις ενδιάθετες αντιλήψεις της. Πρέπει να
αποφανθώ ποιά από τις ενδιάθετες αντιλήψεις της μητέρας μου – η πιο αφηρημένη
ή η πιο περιπτωσιολογική – είναι η ορθή, προκειμένου να την ακολουθήσω.
Το ζήτημα δεν έγκειται στην ανακάλυψη των «πραγματικών» προθέσεων
της μητέρας μου, δεδομένου ότι αμφότερες οι ενδιάθετες αντιλήψεις της ήσαν
γνήσιες. Ούτε πρόκειται για ένα ζήτημα ανακαλύψεως της πλέον σημαντικής για
την ίδια – ποιά από τις δύο, όπως θα μπορούσε να το θέσει κανείς, θα εγκατέλειπε
πρώτα η ίδια. Οι ηθικές πεποιθήσεις της δεν αποτελούσαν διακριτές προτιμήσεις
που ενδεχομένως να συγκρούονταν, όπως, για παράδειγμα, όταν κάποιος επιθυμεί
ταυτοχρόνως ένα καινούργιο αυτοκίνητο και καλοκαιρινές διακοπές. Οι ηθικές
πεποιθήσεις της ήταν αλληλένδετες: δεν θα προέβαλλε αντιρρήσεις, αν
υποσκέλιζα τους ανταγωνιστές μου, μειώνοντας τις τιμές, απλώς και μόνο διότι
κάτι τέτοιο δεν το θεωρούσε μη ακριβοδίκαιο· αν είχε πεισθεί ότι κάτι τέτοιο είναι
όντως μη ακριβοδίκαιο – όπως κάλλιστα θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν είχε ζήσει
περισσότερο και αντιμετώπιζε ένα διαφορετικό επαγγελματικό περιβάλλον – δεν
θα ήθελε πλέον ή δεν θα προσδοκούσε να το υιοθετήσω. Κατά συνέπειαν, πρέπει να
επιλέξω μεταξύ δύο εννοιών της συμμορφώσεώς μου προς ό,τι επιθυμούσε: είτε να
εκπληρώσω την αφηρημένη επιθυμία της, πράγμα που σημαίνει, κατ’ ανάγκην, ότι
πρέπει να αποφανθώ αν η καταστρεπτική μείωση των τιμών είναι μη ακριβοδίκαιη,
διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος γιά να μπορέσω να εκπληρώσω την αφηρημένη
επιθυμία της∙ είτε να σεβασθώ τη συγκεκριμένη πεποίθησή της και να βασισθώ
στην παρωχημένη αξιολόγησή της. Δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία ως προς το
τί θα σεβόταν σε μέγιστο βαθμό την αυθεντία και τις επιθυμίες της: πρέπει να
σεβασθώ τη γενική επιθυμία της να μη συμπεριφέρομαι με μη ακριβοδίκαιο τρόπο.
Θα ήταν παραπλανητικό να ισχυρισθούμε ότι πρόθεση της μητέρας μου ήταν να με
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 24 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

«εξουσιοδοτήσει» να αποφασίσω τί είναι μη ακριβοδίκαιο. Ένας τέτοιος ισχυρισμός


θα ήταν απολύτως ανεπιτυχής: η πρόθεσή της δύναται να περιγραφεί με ακρίβεια
μόνον ως πρόθεση να πράττω ό,τι είναι πράγματι ακριβοδίκαιο, όχι ό,τι νομίζω ως
ακριβοδίκαιο, μολονότι, όπως είναι φυσικό, έχω τη δυνατότητα να εκπληρώσω την
πρόθεσή της μόνο βασιζόμενος στις δικές μου ενδιάθετες αντιλήψεις (*)

(*) Ronald Dworkin, Η επικράτεια της ζωής:αμβλώσεις, ευθανασία και ατομική


ελευθερία, μετ. του γράφοντος (Αθήνα: Εκδόσεις Αρσενίδη, 2013), σς 200 επ., 203
επ.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Γιατί δεν διαθέτουν κανονιστική ισχύ οι προθέσεις των συντακτών του


συντάγματος; Εξηγήστε την απάντησή σας με παραδείγματα.
2. Αν λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας τη διάκριση της έννοιας από τις αντιλήψεις
της, η ιστορική – υποκειμενική ερμηνεία σέβεται ή παραγνωρίζει τη βούληση του
συντακτικού νομοθέτη (πρβλ. § 59);
3. Δείτε το πρόβλημα της § 39: ποιά εκδοχή της τελολογικής ερμηνείας
συλλαμβάνει την καλύτερη επίλυσή του;
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 25 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

XII.23 Κριτική της παραδοσιακής μεθοδολογίας: ερμηνευτισμός


(ενότητα της ερμηνείας και αρχές του δικαίου)

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 180 - 191


 λέξεις κλειδιά: εικαζόμενη βούληση του νομοθέτη - υποκειμενική v.
αντικειμενική ερμηνεία - φιλολογική v. νομική ερμηνεία -
επιχειρηματολογία - θετικότητα v. ηθικότητα του δικαίου - καλύτερο
επιχείρημα - αναστοχαστική ισορροπία (reflective equilibrium)

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

63. ό. π., σς 183, 184 επ.: «[Η] ανεύρεση της ‘εικαζόμενης βουλήσεως’ του
νομοθέτη αναδεικνύεται μιά περιττή κατασκευή που τείνει να
συμπέσει με την αντικειμενική-τελολογική ερμηνεία... Γιατί το
κείμενο του νόμου φαίνεται πιό σαφές σε ένα νομικό από ό,τι σε ένα
μη νομικό;... Ο φοιτητής της νομικής σπανίως ανατρέχει σε λεξικά
και δεν γίνεται καλός νομικός όσο καλά και αν μάθει τους ορισμούς
των διαφόρων νομικών όρων. Αυτό που αποκτά σιγά-σιγά – και που
δεν διαθέτει ο μη νομικός – είναι η εξοικείωση με τη χρήση της
νομικής γλώσσας, εξοικείωση που συμβαδίζει αναπόσπαστα με τη
βαθμιαία κατανόηση των προβλημάτων που καλείται να επιλύσει το
ισχύον δίκαιο και μιά διαρκώς πληρέστερη παράσταση των βασικών
του ρυθμίσεων, ορισμένων χαρακτηριστικών περιπτώσεων
εφαρμογής των διαφόρων διατάξεών του, του τρόπου λειτουργίας της
έννομης τάξεως, των γενικών αρχών που διέπουν τις βασικές
ρυθμίσεις της, των λόγων που δικαιολογούν διάφορες επί μέρους
διατάξεις της κ. ο. κ... Ένας φιλόλογος, που δεν είναι εξοικειωμένος με
τη νομική γλώσσα, είναι φυσικό να έχει μεγάλες δυσκολίες να
συλλάβει το νόημα της διατάξεως... Ένας στοιχειωδώς έμπειρος
νομικός ωστόσο δεν θα παρασυρόταν από την τρέχουσα σημασία
των εκφράσεων αυτών...»

 μιά περιώνυμη υπόθεση (*): ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεσμεύεται να


δεχθεί την πρόταση του Υπουργού γιά την απονομή χάριτος;
o άρθρο 47 § 1 του Συντάγματος:

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, ύστερα από


πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης... να χαρίζει... τις ποινές που
επιβάλλουν τα δικαστήρια...

o αντικαταστήστε, σύμφωνα με τις υποδείξεις της παραδοσιακής


μεθοδολογίας, τις λέξεις της διατάξεως με τη σημασία τους (που
θα βρείτε στο καλύτερο λεξικό): «ο» + «Πρόεδρος της
Δημοκρατίας» + «έχει» κ. ο. κ.
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 26 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

o αν στο καλύτερο λεξικό η πολύσημη λέξη «δικαίωμα» δεν έχει και


τη σημασία της «αρμοδιότητας» ή «εξουσίας» (**), τότε πρέπει να
προστεθεί στο σχετικό λήμμα:
o «δικαίωμα» = «αρμοδιότητα» ή «εξουσία»
o μήπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, παρ’ ότι έχει τη σχετική
αρμοδιότητα ή εξουσία, διαθέτει «διακριτική ευχέρεια» να δεχθεί ή
να απορρίψει την πρόταση του Υπουργού, σύμφωνα με την
ιστορική- υποκειμενική θεωρία, ως κληρονόμος του σχετικού
μοναρχικού προνομίου παλαιοτέρων συνταγμάτων; Ή, γιατί η
αντίθετη προς τη μάλλον κρατούσα ερμηνεία (περί της εν λόγω
διακριτικής ευχέρειας του Προέδρου της Δημοκρατίας) δεν
εκμεταλλεύεται απλώς το γεγονός ότι ο συνταγματικός νομοθέτης
δεν την απέκλεισε ρητώς (συνεπώς, αν τον ρωτούσαμε τώρα, θα
αποφαινόταν υπέρ της κρατούσας απόψεως); Ωστόσο (κατά το
άρθρο 35 § 1 εδ. α΄ του Συντάγματος):

Καμία πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύει ούτε


εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού, ο
οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος...

o (εξ άλλου, γιατί να μη εικάσουμε ότι ο συνταγματικός νομοθέτης


θα δεχόταν τη μη κρατούσα άποψη, ακριβώς επειδή είναι η ορθή;)
o εφ’ όσον, λοιπόν, ισχύει η θεμελιώδης αρχή όπου εξουσία εκεί και
ευθύνη και όπου ευθύνη εκεί και εξουσία (***), το επιχείρημα που
δικαιολογεί το ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεσμεύεται να
δεχθεί την πρόταση του Υπουργού είναι καλύτερο από κάθε
εναλλακτικό
o επομένως, πράγματι, εν προκειμένω (παρά τη φιλολογική
ερμηνεία), δικαίωμα = αρμοδιότητα ή εξουσία

(*) Βλ. Dimitri Dimoulis, Die Begnadigung in vergleichender Perspektive:


rechtsphilosophische, verfassungs-- und strafrechtliche Probleme (Berlin: Duncker
& Humblot, 1996), ιδίως σς 525 επ.
(**) Πρβλ. Φιλίππου Σπυρόπουλου, Η ερμηνεία του Συντάγματος:
εφαρμογή ή υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του δικαίου;
(Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999), σ. 138 σημ. 359
(***) Πρβλ. Αριστοβούλου Ι. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του
Συντάγματος ΙΙ (Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αφοι Π. Σάκκουλα, 1961 –
1965), σ. 158

 το καλύτερο επιχείρημα

...Θα μπορούσαμε... να βρούμε μιά ακόμα γονιμότερη σύγκριση μεταξύ


λογοτεχνίας και νομικής διαπλάθοντας ένα τεχνητό είδος λογοτεχνίας, το οποίο
θα ονομάσουμε «αλυσιδωτό μυθιστόρημα»... Σε αυτό το εγχείρημα μιά ομάδα
μυθιστοριογράφων γράφει ένα μυθιστόρημα εκ περιτροπής. Ο κάθε
μυθιστοριογράφος της αλυσίδας ερμηνεύει τα κεφάλαια που του δόθηκαν, με
σκοπό να γράψει ένα καινούργιο κεφάλαιο, το οποίο στη συνέχεια προστίθεται
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 27 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

σε αυτό που θα παραλάβει ο επόμενος συγγραφέας κ. ο. κ. Ο καθένας θα πρέπει


να γράψει το κεφάλαιό του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κάνει το υπό διαμόρφωση
μυθιστόρημα όσο το δυνατόν καλύτερο... [Ο]ι μυθιστοριογράφοι πρέπει να
πάρουν... σοβαρά τις ευθύνες τους όσον αφορά το ζήτημα της συνέχειας. Στόχος
τους είναι να δημιουργήσουν από κοινού, στο μέτρο των δυνάμεών τους, ένα
ενιαίο μυθιστόρημα... Το πρώτο επίπεδο είναι αυτό που ονομάζουμε επίπεδο της
εναρμόνισης. Δεν μπορεί να υιοθετήσει μιά ερμηνεία, όσο σύνθετη και να είναι
αυτή, εάν πιστεύει ότι κανένας συγγραφέας που θα αποφάσιζε να γράψει ένα
μυθιστόρημα με τις ποικίλες αναγνώσεις των χαρακτήρων, της πλοκής, του
θέματος και του νοήματος, τις οποίες περιγράφει η ερμηνεία αυτή, δεν θα
μπορούσε να είχε γράψει ουσιαστικά το κείμενο που έχει μπροστά του... {Τ}ο
δεύτερο επίπεδο της ερμηνείας τού ζητά να κρίνει ποιά από τις υποψήφιες
αναγνώσεις προσδίδει συνολικά μεγαλύτερη αξία στο δημιουργούμενο έργο...
[Σ]τα νομικά, όπως και στη λογοτεχνία, η αλληλεπίδραση μεταξύ εναρμόνισης
και δικαιολόγησης είναι πολυεπίπεδη. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μιά
ερμηνεία στο πλαίσιο ενός αλυσιδωτού μυθιστορήματος αποτελεί γιά τον κάθε
ερμηνευτή μιά λεπτή στάθμιση μεταξύ διαφορετικών ειδών λογοτεχνικών και
καλλιτεχνικών στάσεων, έτσι και στα νομικά συνίσταται μιά λεπτή στάθμιση
μεταξύ διαφορετικών ειδών πολιτικών πεποιθήσεων. Στα νομικά, όπως και στη
λογοτεχνία, τούτες οι πεποιθήσεις πρέπει να είναι αρκούντως αυτοτελείς, ώστε
να επιτρέπουν μιά συνολική κρίση η οποία να ισοσκελίζει την επιτυχία μιάς
ερμηνείας στο ένα επίπεδο με την αποτυχία της στο άλλο (*)

(*) Ronald Dworkin, Η αυτοκρατορία του νόμου, σς 256 επ., 266.

64. ό. π., σ. 180 (182): «[Η] συστηματική ερμηνεία υπό την εκδοχή της
αξιολογικής ενότητας της έννομης τάξεως βρίσκεται πάρα πολύ
κοντά προς την αντικειμενική-τελολογική ερμηνεία. Και οι δύο
στρέφονται προς τη ratio του νόμου, απλώς η πρώτη τονίζει
περισσότερο το στοιχείο της αξιολογικής αλληλουχίας του ισχύοντος
δικαίου βάσει της εναρμονίσεως των ηθικοπολιτικών αρχών που
διατρέχουν την έννομη τάξη στο σύνολό της»

 § 33: ένα νοητικό πείραμα

Ας υποθέσουμε ότι οι αντιπρόσωποι στην «αρχική θέση»... καλούνται να


επιλέξουν, εκτός από γενικές αρχές δικαιοσύνης, μιά αντίληψη νομιμότητας...
[Α]ς υποθέσουμε ότι τους προσφέρονται μόνο δύο επιλογές. Μπορούν να
επιλέξουν μιά απλουστευμένη θετικιστική αντίληψη της νομιμότητας... ή μιά
απλουστευμένη ερμηνευτική μη θετικιστική αντίληψη... Η αξιακή συνοχή
παρέχει την καλύτερη προστασία ενάντια στις αυθαίρετες διακρίσεις... Οι
πολίτες προστατεύονται με τον καλύτερο τρόπο από την αυθαιρεσία και τις
διακρίσεις όταν οι δικαστές που έχουν επιφορτισθεί να ερμηνεύουν το δίκαιο και
να το αναπτύσσουν στις δύσκολες υποθέσεις έχουν την ευθύνη να διασφαλίζουν
τη συνοχή όχι με μεμονωμένες δογματικές κατασκευές που ισχύουν εδώ κι εκεί,
αλλά, στο βαθμό που είναι εφικτό, με αρχές που διατρέχουν το όλο οικοδόμημα
του δικαίου (*)

(*) Ronald Dworkin, «Ο Rawls και το δίκαιο», μετάφραση Δημήτρη Κυρίτση,


Ισοπολιτεία 8 (2004), σς 84 επ., 88 και 89
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 28 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

 αναστοχαστική ισορροπία και αμβλώσεις (*)

o η διάταξη του άρθρου 304 § 4 του Ποινικού Κώδικα (**) είναι άραγε
σύμφωνη με την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (***), κατά
την οποία δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται ο άνθρωπος απλώς
ως μέσον;
o αν έμβρυο = πρόσωπο, είναι αντισυνταγματική
- ωστόσο: πώς δικαιολογούνται οι κοινώς παραδεδεγμένες
εξαιρέσεις στις περιπτώσεις βιασμού, αιμομιξίας και
κινδύνου γιά την υγεία ή τη ζωή της εγκύου; Συνεπώς,
μάλλον έμβρυο # πρόσωπο
o αν έμβρυο = πράγμα, είναι συνταγματική
- ωστόσο: άμβλωση # αντισύλληψη!
- γιατί οι αμβλώσεις σε ένα ώριμο στάδιο της κυήσεως (π. χ.
στον 6ο μήνα) ενέχουν μεγαλύτερη απαξία από ό,τι σε ένα
συγκριτικά πρώιμο (π. χ. στον 2ο μήνα); Συνεπώς, μάλλον
έμβρυο # πράγμα
o ρύθμιση και απαγόρευση
- το χρονικό όριο της βιωσιμότητας του εμβρύου, ως
απώτατος χρόνος υποβολής σε άμβλωση, θα ήταν άραγε
σύμφωνο με το Σύνταγμα;
- μάλλον ναι, διότι
 στο στάδιο της βιωσιμότητας του εμβρύου, αν και
αυτό δεν έχει δικαίωμα, έχει πάντως συμφέροντα στη
ζωή
 έχει προηγουμένως δοθεί η ευκαιρία στην έγκυο να
επιλέξει την άμβλωση ως εάν το ζήτημα να ήταν
ουσιωδώς θρησκευτικό (προστασίας, δηλαδή, και των
πεποιθήσεων ενός αθέου) και
 το κράτος νομιμοποιείται πλέον να προστατεύσει τη
δημόσια σφαίρα από μιά προσωπική επιλογή που
προσβάλλει βάναυσα την αυταξία της ανθρώπινης
ζωής, επικαλούμενο τις πλέον έγκριτες
αξιολογήσεις όλων των ελεύθερων και ίσων πολιτών

(*) Βλ., αναλυτικά, Ronald Dworkin, Η επικράτεια της ζωής (passim), και
του γράφοντος, «Η εγγενής αξία της ανθρώπινης ζωής κατά τον Ronald
Dworkin: ένα υπόδειγμα αναστοχαστικής ισορροπίας » (χειρόγραφο
διαθέσιμο στην προσωπική ιστοσελίδα του: http://users.uoa.gr/~pvassil/
Vassiloyannis.html)
(**) Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που
ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από γιατρό μαιευτήρα -
γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, σε οργανωμένη
νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης. β) Έχουν
διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις
σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση
παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 29 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

από είκοσι τέσσερις εβδομάδες. γ) Υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος γιά


τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της
σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται
σχετική βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρμόδιου γιατρού. δ) Η
εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης,
αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφόσον
δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης.
(***) «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν
την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» (άρθρο 2 § 1 του
Συντάγματος)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Επιχειρήματα κατά της ιεραρχήσεως των ερμηνειών.


2. Η υπεροχή της νομικής έναντι της φιλολογικής ερμηνείας.
3. Το καθήκον του ερμηνευτή εν όψει των νομικών αντιπαραθέσεων.
4. Πώς η μη παραδοσιακή μεθοδολογία εναρμονίζει τη θετικότητα του δικαίου με
την ηθικότητά του;
5. Η υπεροχή της μη παραδοσιακής μεθοδολογίας έναντι της παραδοσιακής.
6. Μελετήστε την περιώνυμη υπόθεση της § 63: γιατί όσοι υποστηρίζουν την μη
κρατούσα άποψη περί δεσμίας αρμοδιότητας του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν
θεωρούνται απαίδευτοι στα νομικά;
7. Εξηγήστε με ένα παράδειγμα γιατί η ορθότητα της ερμηνείας εξαρτάται από
την καλύτερη θεωρία που την υποστηρίζει.
8. Δικαιολογήστε μεθοδολογικά γιατί το ζήτημα των αμβλώσεων δεν αποτελεί
σε μιά δημοκρατική έννομη τάξη ζήτημα ανθρωποκτονίας, αλλά σεβασμού
προσωπικών επιλογών (ιδίως της θρησκευτικής ελευθερίας).
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 30 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

XII.24 Κενά του δικαίου (;): αναλογία και αντιδιαστολή

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 191 - 209


 λέξεις κλειδιά: αρχή της διακρίσεως των κρατικών λειτουργιών - αρχή της
απαγορεύσεως της αρνησιδικίας - «σιωπή του νόμου» - αναλογία - αρχή της
ίσης μεταχειρίσεως - επιχείρημα εξ αντιδιαστολής - απαγόρευση της
αναλογίας

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

65. ό. π., σ. 192: «Εκεί... όπου υπάρχουν κενά του δικαίου, ο δικαστής
υφίσταται κατά κανόνα μιά διπλή πίεση: αφ’ ενός οφείλει,
προκειμένου να μην αρνησιδικήσει, να δικάσει την υπόθεση και να
εκδώσει απόφαση παρά το ότι δεν ανευρίσκει σχετική διάταξη νόμου,
αφ’ ετέρου όμως πρέπει να δώσει λύσει στηριζόμενη στο ισχύον
δίκαιο και όχι σε υποκειμενικές του επιλογές, δηλαδή οφείλει να
κρίνει χωρίς να σφετερισθεί τη νομοθετική εξουσία και εισαγάγει
νέες, δικής του επινοήσεως ρυθμίσεις στην έννομη τάξη».

 περιώνυμες διατάξεις

Ο Κώδικας ρυθμίζει όλα τα ζητήματα δικαίου που υπάγονται στο γράμμα και το
πνεύμα οποιασδήποτε διατάξεώς του. Αν ο νόμος δεν εμπεριέχει εφαρμοστέα
διάταξη, ο δικαστής οφείλει να αποφασίσει σύμφωνα με το έθιμο, εν απουσία δε
αυτού, σύμφωνα με τον κανόνα που ο ίδιος θα υιοθετούσε ως νομοθέτης. Ως προς
αυτό πρέπει να ακολουθεί την παραδεδεγμένη νομική δογματική και παράδοση....
Όπου ο νόμος εκχωρεί ρητώς στον δικαστή διακριτική ευχέρεια, ή τον εξουσιοδοτεί
να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις περιστάσεις ή να αξιολογεί τα δεδομένα, πρέπει
αυτός να βασίζει την απόφασή του στις αρχές της δικαιοσύνης και της επιείκειας
(*).

(*) Άρθρα 1 και 4 του ελβετικού Αστικού Κώδικα

66. ό. π., σ. 197: «Αυτά τα κενά που από πολλούς χαρακτηρίζονται αφανή
σε σύγκριση με τα συνηθισμένα που λέγονται εμφανή, δεν θα μας
απασχολήσουν εδώ περισσότερο...».

 παραδοσιακές διακρίσεις

o ερμηνεία secundum, praeter, extra και contra legem, διασταλτική και


συσταλτική, διορθωτική...
o κενά του κανόνα (Normlücke), ρυθμιστικά (Regelungslücke) και του δικαίου
(Rechtslücke), αρχικά και επιγενόμενα, εκούσια και ακούσια, εμφανή και
συγκεκαλυμμένα...
o επιχειρήματα ad absurdum (της εις άτοπον απαγωγής), a contrario (εξ
αντιδιαστολής), a majori ad minus (από το μείζον στο έλασσον), a minore ad
majus (από το έλασσον στο μείζον)...
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 31 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

o αναλογία νόμου, αναλογία δικαίου, τελολογική συστολή, τελολογική


διαστολή...

67. ό. π., σς 197, 206, 209: «Η αναλογία βασίζεται στην πιο γενική και
αφηρημένη αρχή της δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία οι όμοιες
περιπτώσεις πρέπει να ρυθμίζονται και όμοια (αρχή της ίσης
μεταχειρίσεως)... [Ε]ρμηνεία και πλήρωση των κενών βασίζονται
στην ίδια μέθοδο και επομένως δεν διαφέρουν μεταξύ τους... Το
κριτήριο της οριοθετήσεως της υπάρξεως ή όχι ρητής διατάξεως γιά
ένα σύνολο βιοτικών σχέσεων δεν μπορεί να είναι τα δυνατά νοήματα
του κειμένου, αλλά η ενότητα ή διάσταση μεταξύ κειμένου
(«γράμματος») και ratio («πνεύματος») του νόμου.»

 μιά παραδοσιακή διάκριση

o αναλογία σύμφωνα με παραπεμπτική διάταξη (η οποία, δηλαδή,


εμπεριέχει τη ρήτρα εφαρμόζεται αναλόγως)
o και αναλογία γιά τη συμπλήρωση των κενών του νόμου ή του δικαίου.

 λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν μας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως:

o η «μέθοδος της αναλογίας» είναι μία και μόνη


o κάθε διάταξη του ισχύοντος δικαίου εμπεριέχει μιά σιωπηρή ρήτρα περί
της ανάλογης εφαρμογής της

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Δείτε τις διατάξεις της § 64: πώς θα αξιολογούσε το έργο του δικαστή η
παραδοσιακή και πώς η μη παραδοσιακή μεθοδολογία; Λάβετε υπ’ όψιν σας γιά
την απάντησή σας τη σύγκριση του Dworkin στην § 63 μεταξύ λογοτεχνίας και
ερμηνείας του δικαίου.
2. Δείτε τις διακρίσεις της § 65: μπορείτε να συλλάβετε τί υποδεικνύουν προς τον
ερμηνευτή; Αν όχι, γιατί; (Πρβλ. X.20, ερώτηση 2η.)
3. Γιατί, αν λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν
υφίστανται κενά δικαίου;
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 32 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

XIII.25 Γνώση του δικαίου και νομική κρίση

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 215 - 223


 λέξεις κλειδιά: δικαιοδοτική πράξη - νοητικές ενέργειες - ερμηνεία v.
εφαρμογή - γνώση v. κρίση - έλεγχος - ζητητικό - σκεπτικισμός - κριτική

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

68. ό. π., σ. 220: «Κρίση λοιπόν και όχι γνώση είναι αυτό που πρωταρχικά
απαιτείται κατά τις λοιπές πέρα της αποδείξεως ενέργειες της
εφαρμογής του δικαίου».

 Πρβλ. την προειδοποίηση του Kant στην § 4

 το ραββινικό δικαστήριο «όχι μόνο διέφερε σε κάθε γενεά, αλλά κάθε ραββίνος
που λάμβανε μέρος σε αυτό το χρωμάτιζε με τον χαρακτήρα του και την
προσωπικότητά του. Μόνον ό,τι είναι ατομικό δύναται να είναι ακριβοδίκαιο και
αληθές» (*)

(*) Isaak Bashevic Singer, In My Father’s Court (New York: Farrar, Straus and Giroux,
1962), σ. viii (η έμφαση του γράφοντος)

 Το ιερό δίκαιο δεν μπορούσε ούτε να παραμεριστεί ούτε και να εφαρμοστεί


πραγματικά στην πράξη, παρ’ όλες τις αναπροσαρμογές. Οι γνωμοδοτήσεις που
ενίοτε δίνονται, σε πλήρη ρωμαϊκή αναλογία, στον κατή ή στους φορείς των
νομικών συμφερόντων από τους υπηρεσιακά αναγνωρισμένους νομικούς: τους
μουφτήδες με το σεϊχουλισλάμη στην κορυφή, είναι εντονότατα καθορισμένες
από καιροσκοπισμό, κυμαίνονται από πρόσωπο σε πρόσωπο, διατυπώνονται εν
είδει χρησμών χωρίς κάποια παράθεση ορθολογικών λόγων και δεν έχουν
συνεισφέρει το ελάχιστο στον εξορθολογισμό του δικαίου, ενώ πολύ περισσότερο
έχουν αυξήσει ουσιαστικά την ανορθολογικότητα του ιερού δικαίου (*).

(*) Max Weber, Κοινωνιολογία του δικαίου, σς 241 επ.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Ο γνωστικός χαρακτήρας της εφαρμογής του δικαίου.


2. Γιατί ο σκεπτικισμός αυτοαναιρείται;
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 33 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

XIII.26 Επιστήμη του δικαίου: παρελθόν, παρόν και μέλλον

 εγχειρίδιο: Παύλου Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, σς 223 - 240


 λέξεις κλειδιά: φρόνησις - jurisprudential - Σχολή των Γλωσσογράφων -
Μεταγλωσσογράφοι - νεότερη θεωρία του φυσικού δικαίου - «more
geometrico» - Ιστορική σχολή του δικαίου - Σχολή των Πανδεκτιστών -
νομική τυποκρατία - η νομική ως πνευματική v. κοινωνική v. πρακτική
επιστήμη

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

69. ό. π., σ. 225: «Ας ξεκινήσουμε όμως από μιά πρώτη εποπτεία
γεγονότων και προσώπων»

πότε; ποιός; τί;


469-399 Σωκράτης ο θεμελιωτής της ηθικής φιλοσοφίας
c. 425-347 Πλάτων πρώτη συστηματική διερεύνηση των ηθικών
και πολιτικών ζητημάτων από φιλοσοφική
οπτική γωνία, § 26
384-322 Αριστοτέλης βλ. ό. π., σς 24 επ., 40, 43, 68 επ., §§ 1, 44
384-322 Δημοσθένης υπόδειγμα ρητορικής δεινότητας
106-44 Κικέρων κορυφαίος νομικός και ρήτορας, πολύτιμη
σύνοψη και πηγή της αρχαίας ηθικής και
πολιτικής φιλοσοφίας
c. 110-c. 170 Ιουλιανός βλ. ό. π., σ. 226
-c. 200 Παύλος ό. π.
-212 Παπιανός ό. π.
-228 Ουλπιανός ό. π.
354-430 Αυγουστίνος πρώτη σπουδαία συστηματοποίηση της
χριστιανικής ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας,
§ 11
1185-1263 Accursius βλ. ό. π., σ. 228
1224-1274 Θωμάς Ακυινάτης ό. π., σς 70 επ., § 26
1314-1357 Bartolus ό. π., σ. 229
1463-1494 Pico della Mirandola συνηγορία υπέρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
1469-1527 Machiavelli υπεράσπιση του πολιτικού ρεαλισμού
1530-1596 Bodin περί κυριαρχίας
1548-1617 Suarez καθολικισμός και νεότερο φυσικό δίκαιο
1583-1645 Grotius θεμελίωση του νεότερου φυσικού δικαίου,
μέγας νομομαθής, § 69
1588-1679 Hobbes βλ. ό. π., σς 72 επ., §§ 28, 29, 31
1632-1704 Locke ό. π., σς 73 επ., §§ 28, 29
1632-1694 Pufendorf μιά σπουδαία συμβολή στη νεότερη θεωρία του
φυσικού δικαίου, § 69
1632-1677 Spinoza § 69
1646-1716 Leibniz ό. π.
1674-1744 Barbeyrac μιά σπουδαία συμβολή στη διάδοση της
νεότερης θεωρίας του φυσικού δικαίου
1679-1754 Wolff σχολαστική συστηματοποίηση της ηθικής και
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 34 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

του δικαίου
1711-1776 Hume § 12
1712-1778 Rousseau η ιδέα του αυτονομοθετείν, § 33
1724-1804 Kant βλ. ό. π., 19, 87 επ., 100, §§ 4, 5, 9, 40, 43
1738-1794 Beccaria μιά ωφελιμιστική μεταρρύθμιση του ποινικού
δικαίου
1748-1832 Bentham θεμελίωση του ωφελιμισμού
1779-1831 Hegel η φιλοσοφία του δικαίου ως σύνοψη του
γερμανικού ιδεαλισμού
1779-1864 Savigny βλ. ό. π., σς 231 επ.
1790-1859 Austin ό. π., σ. 61
1806-1873 Mill, J. S. ό. π., σ. 90, §§ 38, 41
1818-1883 Marx μιά ριζική κριτική της αστικής κοινωνίας και
των θεσμών της
1818-1992 Jhering μιά καθοριστική μεταστροφή από την νομική
τυποκρατία προς τον πραγματισμό, από τους
ευφυέστερους θεωρητικούς του δικαίου
1838-1900 Sidgwick ένα μεθοδολογικό επίτευγμα και υπόδειγμα
1841-1935 Holmes προς τον νομικό ρεαλισμό, §§ 9, 18, 20
1881-1973 Kelsen βλ. ό. π., σς 10, 64 επ., §§ 14, 15, 16, 19, 21, 23, 25,
42
1906-1992 Hart βλ. ό. π., σς 11, 65 επ., §§ 9, 13, 19, 34, 35, 36
1921-2002 Rawls βλ. ό. π., σς 238 επ., §§ 9, 33, 64
1931-2013 Dworkin βλ. ό. π., σ. 11, §§ 3, 38, 62, 63

70. ό. π., σ. 230: «Οι ιδρυτές της σχολής εμφορούνταν από την πεποίθηση
ότι εγκαινίαζαν μιά νέα επιστήμη του κράτους, της πολιτικής και του
δικαίου, η οποία στηρίζεται σε ορθολογικές μεθόδους και κατά τούτο
μπορεί να συγκριθεί σε επιστημονικότητα με τα μαθηματικά,
διεκδικώντας την ίδια ακρίβεια στον τρόπο συναγωγής των
πορισμάτων της π. χ. με τη γεωμετρία («more geometrico»)»

 Πρβλ. την προειδοποίηση του Αριστοτέλους στην § 1

 Βλ. §§ 27 επ.

 ΑΞΙΩΜΑΤΑ... 4. Η γνώση του αποτελέσματος εξαρτάται από τη γνώση του


αιτίου... 5. Όσα δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους δεν μπορούν και να νοηθούν
τα μεν μέσω των δε... ΠΡΟΤΑΣΗ 3 [:] Όσα πράγματα δεν έχουν τίποτα κοινό
μεταξύ τους, ένα από αυτά δεν μπορεί να είναι αίτιο του άλλου. ΑΠΟΔΕΙΞΗ [:]
Αν δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους, άρα (κατά το Αξ. 5) δεν μπορούν να
νοηθούν τα μεν μέσω των δε, ως εκ τούτου (κατά το Αξ. 4) το ένα δεν μπορεί να
είναι αίτιο ενός άλλου. ΟΠΕΡ ΕΔΕΙ ΔΕΙΞΑΙ (*).

(*) Spinoza, Ηθική [: ordine geometrico demonstrata], μετ. Ευαγγέλου Βανταράκη


(Αθήνα: Εκκρεμές, 2009), σς 81 επ.

 ...στον Γκρότιους το πρόβλημα του δικαίου συνδέεται με το πρόβλημα των


μαθηματικών. Η σύνθεση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της βασικής
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 35 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

κατεύθυνσης του 17ου αιώνα... Όταν ο Λάιμπνιτς δηλώνει ότι η νομική


συγκαταλέγεται στις επιστήμες που εξαρτώνται όχι από εμπειρίες αλλά από
ορισμούς, όχι από γεγονότα αλλά από αυστηρά λογικές αποδείξεις, απλώς
διατυπώνει ξεκάθαρα το συμπέρασμα στο οποίο οδηγεί ένα βασικό διανόημα του
Γκρότιους. Διότι η εμπειρία δεν μπορεί ποτέ να μας αποκαλύψει τί είναι το δίκαιο
και η δικαιοσύνη αυτά καθεαυτά. Και τα δύο ενέχουν την έννοια μιάς
αντιστοιχίας, μιάς συμμετρίας και αρμονίας, η οποία θα εξακολουθούσε να
ισχύει, ακόμα και αν δεν υπήρχε ούτε μία συγκεκριμένη περίπτωση
πραγμάτωσής της – ακόμα και αν δεν υπήρχε κανένας που να ασκεί δικαιοσύνη
και κανένας στον οποίο να ασκείται δικαιοσύνη. Ως προς αυτό το δίκαιο φαίνεται
να είναι όπως η καθαρή αριθμητική: διότι οι γνώσεις που μας παρέχει η
αριθμητική γιά τη φύση των αριθμών και τις σχέσεις τους περικλείουν μιάν
αιώνια και αναγκαία αλήθεια, η οποία θα συνέχιζε να ισχύει στο ακέραιο ακόμα
και αν δεν υπήρχαν πιά αντικείμενα γιά να μετρηθού...Αυτή η
μαθηματικοποίηση του δικαίου εντείνεται ακόμα περισσότερο στην περαιτέρω
εξέλιξη των θεωριών περί φυσικού δικαίου. Ο Πούφεντορφ τονίζει πως, αν και η
εφαρμογή των αρχών του φυσικού δικαίου σε συγκεκριμένα επιμέρους ζητήματα
ενδέχεται να εγείρει ποικίλες αμφιβολίες, αυτό δεν μας επιτρέπει να
συμπεράνουμε ότι οι αρχές αυτές υστερούν ως τέτοιες σε προφάνεια· αντιθέτως
χαρακτηρίζονται από την ίδια προφάνεια που χαρακτηρίζει τα καθαρά
μαθηματικά αξιώματα (*).

(*) Ernst Cassirer, Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, μετ. Αννέτε Φώσβινκελ (Αθήνα:
Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, 2013), σς 372, 373, 374.

 μιά εννοιολογική πυραμίδα (*)

ό,τι ανήκει στον δικαιούχο: δικαίωμα


ως προς τη φύση της εξουσίας του: εξουσιαστικά (v.διαπλαστικά)
ως προς τον τρόπο της: απόλυτα v. σχετικά εξουσιαστικά
ως προς το αντικείμενό του: εμπράγματα v. ενοχικά
ως προς το μεταβιβαστόν του: προσωποπαγή v. πραγματοπαγή
ως προς τη γένεσή του: προσωπικά v. περιουσιακά
ως προς το διαιρετόν του: διαιρετά v. αδιαίρετα κ. ο. κ.

(*) Βλ. Andreas von Tuhr, Bürgerliches Recht: Allgemeiner Teil, in Enzyklopädie der
Rechts- und Staatswissenschaft (Berlin: Verlag von Julius Springer, 1923), σς 10 επ., 13
επ.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Νομική τυποκρατία και παραδοσιακή μεθοδολογία του δικαίου.


2.Γιατί στις αγγλόφωνες χώρες και τις χώρες της Κοινοπολιτείας ο όρος «νομική
επιστήμη» θεωρείται ως αδόκιμος;
Φίλιππος Κ. Βασιλόγιαννης 36 Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Β’)

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

σς (*) §§ (**) σς (***)


107 45 2
114 46 4
117 47/4 4
121 48 4 επ.
124 47/4 4
130 49 6
131 50 6 επ.
141 επ. 51 8 επ.
144 54 14
146 55 14 επ.
153 56 15
156 57 16 επ.
157 58 18
157 επ. 59 18 επ.
160 60 19
169 επ. 61 21 επ.
172 62 22 επ.
180 (182) 64 27 επ.
183 63 25 επ.
184 επ. 63 25 επ.
192 64 28
197 65, 66 28, 29
206 66 29
209 66 29
211 επ. 52 11
212 53 11 επ.
220 67 30
225 68 31 επ.
230 69 32 επ.

(*) του εγχειριδίου


(**) των προβληματισμών
(***) των σημειώσεων

You might also like