Professional Documents
Culture Documents
Η Γραμματολογική Ερμηνεία (1364) - Θεοφιλίδης Βασίλειος
Η Γραμματολογική Ερμηνεία (1364) - Θεοφιλίδης Βασίλειος
ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. Α. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Εργασία του μεταπτυχιακού φοιτητή
Βασιλείου Δ. Θεοφιλίδη
ΠΕΙΡΑΙΑΣ
2
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2005
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ................................................................................................................3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ.........4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ...................................................6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ Ή ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ~
ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ........................10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΕΙΝΑΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ Η ΕΥΡΕΤΙΚΗ
ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ;
Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΚΡΙΤΙΚΗ.............................................................16
ΕΠΙΛΟΓΟΣ...............................................................................................................20
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ........................................................................................................21
3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
1
Για τα θέματα αυτά παραπέμπουμε στους Ν. Ανδρουλάκη, Γεν. Ποινικό, Εκδόσεις Σάκκουλα 2000
και Γ. Αναστόπουλου - Θ. Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2003. Τεκμηριωμένη
αμφισβήτηση των πρωτείων της γραμματολογικής ερμηνείας και για τους δύο κλάδους δικαίου βλ. Κ.
Σταμάτη, Η θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων (Εισαγωγή στη Μεθοδολογία του Δικαίου), Ε΄ Έκδοση,
Σάκκουλας 2002, σελ.344 - 383.
4
2
Ο ορισμός ανήκει στον καθηγητή κ. Α. Δημητρόπουλο και αναγράφεται στο βιβλίο του Γενική
Συνταγματική Θεωρία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 29. Ο ίδιος ίσως είναι ο μόνος
συγγραφέας που χρησιμοποιεί τον όρο γραμματολογική ερμηνεία (αντί του συνηθέστερου γραμματική),
δικαιολογώντας την επιλογή του, διότι η μέθοδος αυτή ερμηνείας χρησιμοποιεί όχι μόνο τους κανόνες
της γραμματικής, αλλά και της ετυμολογίας και του συντακτικού. Εγώ προσωπικά προτιμώ τον όρο γ
λ ω σ σ ι κ ή ερμηνεία, διότι ο όρος γραμματολογική παραπέμπει στη γραμματολογία, κλάδο της
φιλολογικής επιστήμης που εξετάζει ιστορικά και αισθητικά τα γραπτά κείμενα (Ελληνικό Λεξικό
Τεγόπουλου - Φυτράκη, Δ΄ Έκδοση, 1991, σελ. 177), ενώ η "γραμματολογική" ερμηνεία, ως νομική
ερμηνεία, δεν εξετάζει την ιστορική και αισθητική αξία των νομοθετικών κειμένων, δεν είναι δηλ.
φιλολογική ερμηνεία. Ο όρος δε γραμματική ερμηνεία προέρχεται από το γ ρ ά μ μ α του νόμου.
Προτείνω τον όρο γλωσσική, διότι το φαινόμενο της γλώσσας έχει μια βαθύτερη σχέση με το δίκαιο
και δη το συνταγματικό, όπως θα φανεί στη συνέχεια της παρούσας εργασίας.
3
Κ. Τσάτσος, Το Πρόβλημα της Ερμηνείας του Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1978, σελ. 123 (και εφεξής
για συντομία Κ. Τσάτσος)
4
Ε. Βενιζέλος, Σημειολογικές Παρατηρήσεις πάνω στο Σύνταγμα του 1975, Αρμενόπουλος,
Επιστημονική Επετηρίδα του 1981, τ. 2, σελ. 135 κ.ε., για τη σημειολογική προσέγγιση αναλυτικά
παρακάτω.
5
5
Κ. Τσάτσος, ο.π., σελ. 126
6
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος ("Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητος των νόμων",Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ. 68) παραπέμπει στο άρθρο του J. - C.
Maestre, A propos des coutumes et des pratiques constitutionnelles, L' utilitι des constitutions, Revue
de Droit Public, 1973, σελ. 1275 επ. και κυρίως σελ. 1288 επ., ο οποίος διατυπώνει εκεί τις σχετικές
παρατηρήσεις.
7
Κ. Τσάτσος, ο.π. σελ. 126.
6
8
Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1991, σελ. 197
7
9
Βλ. Θ. Τσάτσο, Το πρόβλημα της Ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω, Αθήναι 1970, σελ. 63 (και
εφεξής χάριν συντομίας Θ. Τσάτσος).
10
Σπ. Τρωιάνος, Ι. Βελισσαροπούλου - Καράκωστα, Ιστορία Δικαίου,Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,
σελ.250
11
Βλ. αναλυτικότερα Σπ. Τρωιάνο, ο. π., σελ. 320 - 332, για το ευρύτερο πρόβλημα της νομικής
ορολογίας στο Βυζάντιο
8
Ρωμαϊκού Δικαίου, έργο δημοσιευμένο ανάμεσα στα 1840 και το 1848) 12 . Ο Savigny,
ιδρυτής της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου, διέκρινε ένα "γραμματικό κριτήριο" (όπως
και ένα ιστορικό, ένα λογικό και ένα συστηματικό κριτήριο ερμηνείας, για να
θυμηθούμε και τις άλλες "μεθόδους ερμηνείας"). Επρόκειτο για πρισματικές όψεις
στην κατανόηση των κανόνων δικαίου και όχι για αυτοτελείς μεθόδους ερμηνείας. Τα
ερμηνευτικά αυτά κριτήρια θα έπρεπε να συλλειτουργούν, ώστε ο ερμηνευτής να
κινείται με μεθοδικότητα, δεσμευόμενος από τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου. Δε
θα έπρεπε να εκληφθούν ως ανεξάρτητες μέθοδοι, μεταξύ των οποίων ο ερμηνευτής
δικαιούται τάχα να επιλέγει, κατά την αρέσκειά του αυτή που τον βολεύει καλύτερα
εν όψει του επιθυμητού αποτελέσματος 13 .
Οι επίγονοι του Savigny επιδόθηκαν περισσότερο στη σημασιολογική
ερμηνεία και τη λογική επεξεργασία των εννοιών του δικαίου και απομακρύνθηκαν
από τις ηθικοπολιτικές αρχές του, θεμελιώνοντας έτσι την Σχολή των
Πανδεκτιστών του ιδιωτικού δικαίου και εγκαινίασαν από πλευράς μεθοδολογίας τη
νομική τυποκρατία ή νομικό φορμαλισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται ακριβώς από τη
στροφή προς τις έννοιες που απαντούν στη γλώσσα του δικαίου. Ο μελετητής αρκεί
να εξαγάγη τα αναγκαία λογικά συμπεράσματα από τη μελέτη των λογικών εννοιών
που ενσαρκώνουν νοητικά-γλωσσικά τις ρυθμίσεις του ισχύοντος δικαίου 14 , για
λόγους ασφαλείας του δικαίου.
Εξέλιξη, λοιπόν, της γραμματολογικής ερμηνείας υπήρξε η εννοιοκρατική
ερμηνεία. Αντί της λέξεως αναζητείται η έννοια που εκφράζεται μέσω της λέξης.
Μετά τον ακριβή καθορισμό των λογικών γνωρισμάτων της έννοιας, αποτελεί το
μοναδικό κριτήριο της νομοθετικής επιταγής η υπαγωγή των πραγματικών δεδομένων
στην έννοια. Δεν ενδιαφέρουν καθόλου: ούτε τα αίτια, ούτε τα αποτελέσματα της
νομοθετικής επιταγής, ούτε τι θέλησε ο νομοθέτης που θέσπισε αυτήν, ούτε τι θα
ήθελε αυτός αν καλούνταν σήμερα να την εκδώσει. Η εννοιοκρατία απετέλεσε
αντικείμενο πολλών επικρίσεων ακόμα και χλευασμού, διότι πολλοί λεπτολόγοι
ερμηνευτές αναζητούσαν περισσότερα λογικά γνωρίσματα απ' όσα ο νομοθέτης όρισε
ή θέλησε να δηλώσει (με τη χρήση της λέξεως), καθιστώντας έτσι την ερμηνεία
απολύτως άκαμπτη. Η επί μακρόν διατήρηση της εννοιοκρατίας οφείλεται και στο
12
Βλ. Π. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.
Ν. Σάκκουλα, 1995, σελ. 228 - 232
13
Κ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων (Εισαγωγή στη Μεθοδολογία του Δικαίου), Ε΄
Έκδοση, Σάκκουλας 2002, σελ. 309
9
γεγονός ότι άκρως εννοιοκρατικός είναι και ο αναιρετικός έλεγχος των δικαστικών
αποφάσεων, στον οποίον δεν εξετάζεται η ουσία της διαφοράς, αλλά η παράβαση του
νόμου και της διαδικαστικής τάξης. Θα ήταν όμως σφάλμα να παραβλέψει κανείς τη
μεγάλη προσφορά σοφών νομοδιδασκάλων όπως του Puchta (μαθητή του Savigny)
και του Windscheid, οι οποίοι επεξεργάσθηκαν το Ρωμαϊκό Δίκαιο με συλλογιστική
αυστηρότητα και λεκτική ακρίβεια και μάλιστα επηρέασαν έντονα και αυτούς που
ασχολήθηκαν με το Δημόσιο Δίκαιο 15 . Ο Windscheid μάλιστα (του οποίου την
πανδεκτιστική διδασκαλία εισήγαγε στην Ελλάδα ο Βασίλειος Οικονομίδης)
υποστήριζε ότι η προσφυγή στη λογική ερμηνεία δικαιολογείται μόνον όταν η
γραμματολογική ερμηνεία δε δύναται να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα.
Αντίθετα, αν η γραμματολογική ερμηνεία παρέχει ασφαλές συμπέρασμα, η προσφυγή
στη λογική ερμηνεία είναι περιττή 16 .
Για να διευκολυνθεί ο ερμηνευτής στη γραμματική ερμηνεία του νόμου,
ανάγκη να βοηθάει και το ύφος στο οποίο είναι διατυπωμένοι οι νόμοι, οι οποίοι
πρέπει να είναι σαφείς, να κυριολεκτούν και να είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομοι 17 :
"Η καλλιλογία και η καλλιλεξία, και τα ρητορικά εν γένει κοσμήματα, ιδιάζοντα κυρίως μεν εις
τους ρητορικούς λόγους, αλλά και τας επιστημονικάς πραγματείας, προσήκον να ώσιν αλλότρια
των νόμων, ως και παντός νομικού έργου, οίον αποφάσεων κτλ. 'Αι συγγραφαί αύται, λέγει
Άγγλος τις συγγραφεύς παλαιός, δεν είναι δεκτικαί στολισμού, καθό καταξηραινόμεναι υπό της
καυστικής δυνάμεως του συλλογισμού, ως αυχμαίνεται υπό του ηλίου η υπό τον ισημερινόν γη.
Ανάγκη να βραχύνηται η δύσβατος αύτη των νόμων και αποφάσεων οδός διά της κυριολεξίας,
βραχυλογίας και σαφηνείας.' - Οι νόμοι δέον να ώσι προσιτοί διά την σαφήνειαν και ευμάθητοι
διά την συντομίαν εις πάντας, ει δυνατόν τους πολίτας. Η αρχαία Ρωμαϊκή δωδεκάδελτος
φέρεται ως παράδειγμα συντομίας, αποστηθιζομένη διά τούτο ευχερώς υπό πάντων των
φοιτώντων εις τα σχολεία νέων, υποχρεουμένων εις τούτο, 'Ut carmen necessarium', κατά την
έκφρασιν του Κικέρωνος. Αλλ΄ εν πολλοίς ην ασαφής και αόριστος. Ο Montesquieu
γνωματεύων, ότι το ύφος των νόμων πρέπον να η σύντομον, αλλά και απλούν εν ταυτώ,
14
Βλ. Π. Σούρλα, ο.π. σελ. 232 - 233.
15
Το τελευταίο αναφέρεται από τον Wilhelm, Zur juristischen Methodenlehre im 19. Jahrhundert.Die
Herkunft der Methode Paul Labands aus der Privatrechtswissenschaft, 1958 κατά παραπομπήν του Θ.
Τσάτσου, Το πρόβλημα της Ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω, Αθήναι 1970, σελ. 75
16
Βλ. Κ. Τσάτσο, ο.π. σελ. 123, ο οποίος σαφώς αντιτίθεται στην παραδοσιακή διδασκαλία,
υποστηρίζοντας ότι η προσφυγή στο γραμματικό νόημα δεν είναι αυτοτελής τρόπος ερμηνείας, αλλά
απλώς η ενδεδειγμένη πρώτη αφορμή της ιστορικής και τελολογικής ερμηνείας. Δεν δύναται επομένως
να περιορισθεί κανείς ποτέ έστω και στο σαφές γραμματικό νόημα αλλά κατ' ανάγκην θα διεισδύσει
στο τελολογικό νόημα.
17
Θ. Φλογαϊτης, Εγχειρίδιον Συνταγματικού Δικαίου, Αθήναι, Τυπογραφείον Παλιγγενεσίας, 1895,
Ανατύπωση από τις Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1987, σελ. 67 - 69, από τον οποίον προέρχεται και η
θαυμάσια ανάπτυξη που ακολουθεί, και θα έπρεπε να την έχουν υπόψη τους οι σύγχρονοι νομοθέτες!
10
επιλέγει, ότι 'οσάκις εν νόμω τινί ωρίσθησαν τα πράγματα διά της α π α ρ ι θ μ ή σ ε ω ς, δεν
πρέπει να επανέρχηται εις αυτά ο νόμος δι' αορίστων εκφράσεων', διότι ούτω καθιεροί την
αυθαιρεσίαν. Αναφέρει δε ως παράδειγμα αοριστίας το περί αδικημάτων διάταγμα Λουδοβίκου
του Δ΄ ενώ μετά την ρητήν απαρίθμησιν των τότε υπαγομένων εις την δικαιοδοσίαν του
Βασιλέως και των δικαστών αυτού αδικημάτων, ουχί δε εις την τοπικήν των τιμαριωτών
δικαιοσύνην, των λεγομένων γαλλιστί Cas royaux, προστίθενται αι εξής λέξεις: ' και όσα κατά
πάντα καιρόν εδικάσθησαν υπό των βασιλικών δικαστών'. Διά των λέξεων τούτων, κατά την
ορθοτάτην παρατήρησιν του Montesquieu, μεταπίπτει το νομοθετικόν τούτο διάταγμα εις την
αυθαιρεσίαν, ης είχεν αποξενωθεί διά της απαριθμήσεως. Η δε μεγαλοφυής αυτοκράτειρα της
Ρωσσίας Αικατερίνη η Β΄ διορίσασα επιτροπείαν προς σύνταξιν νέου κώδικος, έδωκε τας
εγγράφους οδηγίας προς τα μέλη αυτής περί του ύφους του συνταχθησομένου νόμου: ' Οι νόμοι
καταρτίζονται διά πάντας τους πολίτας, οίτινες, υποχρεούμενοι να υποτάσσωνται εις αυτούς,
δέον και να γινώσκωσιν αυτούς'. ' Οι νόμοι δεν πρέπει να ώσι πλήρεις όσων λεπτολογιών γεννά
το πνεύμα.' Πας νόμος προσήκον να εκφράζηται συντομώτατα και σαφέστατα'. 'Τούτο δε
απαιτεί αναντιρρήτως να τίθενταί τινες διασαφήσεις και εξηγήσεις εις τους δικαστάς, ίνα
κατανοώσιν ευχερέστερον την έννοιαν και εφαρμογήν του νόμου.' ' Αλλά εις τας διασαφήσεις
ταύτας απαιτείται υπερβάλλουσα προσοχή, διότι πολλάκις θέλων τις να διασαφήση την ύλην,
σκοτίζει μάλλον αυτήν'. ' Προτιμώτερον να μη τάσση τις περιττάς εξαιρέσεις, προσδιορισμούς
και τροποποιήσεις εις τους νόμους, διότι πολλάκις φέρουσι περιπλοκάς.
Όπως οι νόμοι ώσι σαφείς, αναγκαίον εις την σύνταξιν αυτών να ακολουθώνται οι
εφεξής κανόνες: Α΄) Πρέπει να εκλέγωνται τα κύρια και οικεία εκάστου πράγματος ονόματα,
καταβαλλομένης της δυνατής σπουδής εις το να εκφέρηται πάσα ιδέα διά του ιδίου
κυριολεκτικού αυτής ονόματος, πολλώ δε μάλλον προκειμένου περί νομικών όρων. Β΄)Εκ
πολλών συνωνύμων 18 λέξεων να εκλέγηται η συνηθεστέρα και γνωστοτέρα. Γ΄) Να αποφεύγηται
η χρήσις λέξεων εχουσών πολλαπλήν σημασίαν ή και μόνον διπλήν (πλατυτέραν και
στενωτέραν) Δ΄)Να γίνηται αποκλειστική χρήσις των τεχνικών και επιστημονικών όρων επί
μιάς εκάστου σημασίας. Ε΄) Η σημασία των μη λίαν γνωστών τεχνικών όρων, ους αναγκάζεται
18
Ο Ε. Βενιζέλος (Σημειολογικές Παρατηρήσεις πάνω στο Σύνταγμα του 1975, Αρμενόπουλος,
Επιστημονική Επετηρίδα του 1981, τ. 2, σελ. 141 - 142) παρατηρεί το γεγονός ότι στο Σύνταγμα του
1975 χρησιμοποιούνται εναλλακτικά οι όροι "πολιτεία" (π.χ. άρθρ. 52)," κράτος" (π.χ άρθρ. 82 παρ. 1),
"πατρίδα" (π.χ. άρθρ. 103 παρ. 1). Δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία πως το υλικό περιεχόμενο ή
μάλλον το φαινόμενο που αποδίδουν οι όροι αυτοί είναι το ίδιο. Το πρόβλημα όμως της εναλλακτικής
χρήσης συνωνύμων όρων μέσα στο σύνταγμα παραμένει.Αναρωτιέται ο συγγραφέας αν ο όρος
"λειτουργός της πολιτείας" (άρθρ.52) έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με τον όρο "δημόσιος
υπάλληλος" (άρθρ. 16 παρ. 4) και με τον όρο "δημόσιος υπάλληλος" (άρθρ.103).Ο συγγραφέας σπεύδει
να απαντήσει ότι η συστηματική ερμηνεία των όρων δύναται να εντοπίσει τις εννοιολογικές τους
διαφορές. Ο δε Φ. Βεγλερής ("Η σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και το Σύνταγμα, ΤοΣ 1977,
σελ. 53, υποσ. 105) θεωρεί ότι η εναλλαγή των όρων "κράτος" και "πολιτεία" δεν έχει λόγο νομικό, παρά
μόνον λογοτεχνική-ψυχολογική εξήγηση. Μάλιστα υποστηρίζει ότι στις περισσότερες ρητορικές διατάξεις
ή σε εκείνες όπου κρίνεται σκόπιμη κάποια ασάφεια, ο συνταγματικός νομοθέτης προτιμά την "πολιτεία".
Εξαίρετα πααδείγματα αποτελούν, κατά τον ίδιο συγγραφέα, τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 2.
11
να μεταχειρισθή ο νομοθέτης, να εμφαίνηται διά της δυνατής σαφηνείας, και συντομίας εν αυτώ
τω νόμω. ΣΤ΄) Εάν ποτέ υπάρχη ανάγκη να παραληφθή λέξις τις ασυνήθης, να τίθεται αύτη
μεταξύ άλλων γνωστών, ώστε εκ των ηγουμένων και επομένων να προκύπτη και εκείνης η
σημασία. Ζ΄) Να φυλάσσηται, όπου αναγκαίον, των συνδέσμων και των άλλων ανταποδοτικών
μορίων η ακολουθία, αλλά να ήναι βραχεία η ανταπόδοσις, μη μεσολαβούντων και άλλων
συνδέσμων εν τω μεταξύ, ίνα μη συνταράσσηται η σαφήνεια. Η) Να φυλάσσωνται οι
απαιτούμενοι κανόνες περί το στίζειν."
Η ερμηνεία του δικαίου ξεκινάει λοιπόν απο το κείμενο του νόμου. Ωστόσο
όλοι οι νεότεροι συγγραφείς συμφωνούν ότι η ερμηνεία δεν μπορεί να θεμελιώνεται
μόνο στο κείμενο. Η ερμηνεία του δικαίου και ιδίως του Συντάγματος καθίσταται
κατ' ανάγκη λογική και ιστορική ταυτοχρόνως, με το να αντλεί το νόημα των
εφαρμοστέων κανόνων και από πηγές κείμενες εκτός του θετικού δικαίου. 19
Εντυπωσιακή κριτική κατά της γραμματολογικής ερμηνείας διατυπώνει ο Κ.
Σταμάτης στο έργο του "Η Θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων - Εισαγωγή στη
Μεθοδολογία του Δικαίου", Ε΄ Έκδοση, Σάκκουλας, 2002, σελ. 309 - 312 και 339 -
344. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η ερμηνεία αυτή επιχειρείται μέσα στα όρια που
επιτρέπει το "γράμμα" των κρισίμων διατάξεων, δηλ. η γλωσσική εκφορά τους, κάτι
που χρειάζεται και στις σπάνιες - κατ' αυτόν - περιπτώσεις των νομοθετικών
ορισμών, καθώς και ότι η ερμηνεία ξεκινά αποδίδοντας στις εκφράσεις του νομου το
σύνηθες νόημα των λέξεων 20 . Μία ιδιαίτερη γλωσσική χρήση του νόμου έχει
προβάδισμα απέναντι στη χρήση του ιδίου όρου στην καθομιλουμένη - εδώ κάνει
λόγο ο συγγραφέας για μια μετασημασιολόγηση του νοήματος πολλών όρων
καθημερινής γλώσσας στα νομικά κείμενα. Διαφωνεί με την άποψη ότι η γλωσσική
διατύπωση αποτελεί τόσο το σημείο εκκίνησης της ερμηνείας όσο και το όριο
διακρίβωσης της σημασίας της διάταξης (Auslegung). Πέρα από αυτα τα όρια
19
Βλ. Θ. Τσάτσο, ο.π., σελ. 66.
20
Βλ. Κ. Τσάτσο, ο.π., σελ. 125, 198
12
θεωρείται (από την παραδοσιακή αντίληψη) ότι έχουμε επιτρεπτή μεν αλλά
δικαιοπλαστική ερμηνεία (Rechtsfortbildung). Πρόκειται για μια παραδοσιακή
θετικιστική γνώμη που δέχεται ότι με γραμματική ερμηνεία μπορούμε να
εντοπίσουμε τα δυνατά νοήματα που περικλείονται στην ερμηνευτέα διάταξη, αλλά
και τα έσχατα νοηματικά όρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να κινηθούμε. Ο
συγγραφέας θεωρεί ότι η ευρετική χρησιμότητα της γραμματολογικής ερμηνείας
είναι περιορισμένη, διότι η παραδοσιακή γραμματολογική ερμηνεία θεωρεί π ρ ο δ ε
δ ο μ έ ν ε ς και αντικειμενικώς διαπιστώσιμες τις σημασίες 21 των όρων που
χρησιμοποιούνται μέσα στο κείμενο, και επομένως το έργο του ερμηνευτή
υποβαθμίζεται (από αυτή την ερμηνεία) σε απλώς περιγραφικό των σημασιών. Ο
συγγραφέας καταλογίζει σε αυτήν ότι αγνοεί τις περιστάσεις χρήσεως των νομικών
όρων και το κανονιστικό πλαίσιό τους, τα οποία σ υ γ κ α θ ο ρ ί ζ ο υ ν τη σημασία
τους. Αδυνατεί η γραμματολογική ερμηνεία να συσχετίσει επιτυχώς τις κρίσιμες
εκφράσεις της εφαρμοστέας διάταξης με το context της γλωσσικής εκφοράς της.
Καταλήγει δε με τον ακόλουθο αφορισμό: "Η γραμματική διατύπωση της
ερμηνευτέας διάταξης δεν είναι σε θέση να αποτελέσει ασφαλή ερμηνευτικό
γνώμονα, αλλ' ούτε και αυτοτελές ερμηνευτικό επιχείρημα".
Ο Κ. Τσάτσος 22 τονίζει με τις πιο κάτω φράσεις τη δύναμη του τελολογικού
ερωτήματος που ξεπερνάει το γράμμα του νόμου, καθότι η ερμηνευτικώς κρίσιμη
έκφραση του νόμου "ενδιαφέρει (όμως) ουχί ως λέξις ή ως λεκτική σύνθεσις, αλλ' ως
σημείον ενδεικτικόν του νοήματος, όπερ δι' αυτής εκφράζεται. Δεν δύναται επομένως
να περιορισθή τις ποτέ έστω και εις το σαφές γραμματικόν νόημα, αλλά κατ' ανάγκην
θα διεισδύση εις το τελολογικόν νόημα". "Ψευδές είναι το γραμματικόν νόημα,
ψευδές είναι το απλώς ιστορικόν νόημα, αληθές είναι μόνον το νόημα το οποίον
προσλαμβάνει η ιστορική έρευνα, εντιθεμένη εις το τελολογικόν σύστημα του θετικού
δικαίου"
Η γραμματολογική ερμηνεία σπανιότατα αρκεί, για τη διαπίστωση του
νοήματος του ερμηνευόμενου κανόνα. Με αυτήν δεν ολοκληρώνεται ο νοηματικός
προσδιορισμός του, όταν το νόημα εκφράζεται αφηρημένα, δηλ. με αξιολογικές
έννοιες, όπως:
21
" Οι σημασίες των νομικών όρων δεν προϋπάρχουν της ερμηνείας, αλλά συγκροτούνται μέσα από
την ερμηνευτική κατανόηση της διάταξης, όπως αυτή εντάσσεται μέσα στο σύστημα της έννομης
τάξης" γράφει ο Π. Σούρλας, "Κείμενο του Νομου και Γραμματική Ερμηνεία" σε Τιμ. Τόμο Ανδρέα
Γαζή,, Αθήνα, 1994, σ. 627 - 669
13
22
Κ. Τσάτσος, ο.π., σελ. 123 και 200
23
Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 1980, σελ. 199 - 200, στον οποίον
ανήκουν τα παραδείγματα των αξιολογικών εννοιών και των τεχνικών νομικών όρων του
Συντάγματος.
24
Βλ. συλλογικό τόμο "Η Ερμηνεία του Συντάγματος" (με κείμενα των Δ. Τσάτσου, Ε. Βενιζέλου, Κ.
Μαυριά, Κ. Χρυσόγονου κλπ.)Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1995, σελ. 31 - 32
25
Ε. Βενιζέλος, "Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητος των νόμων",Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ.63 - 64
14
26
Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003, σελ. 7, ο οποίος κάνει λόγο για
"τεχνικές έννοιες της νομικής ιδιολέκτου"
27
Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 1980, σελ. 199.
28
Ε. Βενιζέλος, "Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητος των νόμων",Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ.68, ο οποίος με τη σειρά του παραπέμπει
στον Κ. Τσάτσο, ο.π., σελ. 290 και στον Θ. Τσάτσο, ο.π., σελ.75 κ.ε., ο οποίος διατυπώνει αρνητικές
παρατηρήσεις (που αναφέρουμε και εμείς) για την εφαρμογή της θεωρίας της ελεύθερης ερμηνείας στο
χώρο του Συνταγματικού Δικαίου.
15
(για κάποια ή κάποιες λέξεις του) χωρίς μια συνολική προσέγγιση του Συντάγματος
ως κειμένου, 2) η γραμματολογική ερμηνεία αρκείται συνήθως στην αναζήτηση του
νοήματος κάθε λέξης, εξισώνοντάς την με κάποιες άλλες που αποδίδουν σαφέστερα
το ίδιο νόημα, 3) η γραμματολογική ερμηνεία παραμερίζει το βαθύτερο πρόβλημα
της σχέσης της γλώσσας με το δίκαιο, θεωρώντας το ως πρόβλημα της φιλοφοφίας
του δικαίου.
Αυτή ακριβώς η διαπλοκή Συντάγματος και γλώσσας, ως κοινωνικού
φαινομένου, αναδεικνύεται μέσα από τη μελέτη του Ε. Βενιζέλου, που θεωρεί τη
γλώσσα ως εργαλείο του συντακτικού νομοθέτη, με το οποίο προδιαγράφει αυτός
τους πολιτικούς θεσμούς και τυποποιεί τα πολιτικά φαινόμενα.
Με τη σημειολογική ερμηνεία μπορεί να αντιληφθεί κανείς καλύτερα και το
νόημα της προμετωπίδος του Συντάγματος "Εις το όνομα της Αγίας και Ομουσίου και
Αδιαιρέτου Τριάδος". Η επίκληση της Αγίας Τριάδος μορφολογικά τονίζει τη
ιστορική, νομική και ιδεολογική συνέχεια των ελληνικών συνταγμάτων, ενώ η
διατύπωσή της στην αρχαϊζουσα παραπέμπει στην εκκλησιαστική παράδοση.
Οι όροι του Συντάγματος, πέραν του ακριβούς νομικού περιεχομένου τους,
έχουν και μια σ υ μ β ο λ ι κ ή διάσταση, καθότι είναι ιστορικά και
ιδεολογικοπολιτικά φορτισμένοι. Ο ίδιος ο όρος Σύνταγμα παραπέμπει σε ένα
σύστημα εγγυήσεων, σε ορισμένες βασικές ιστορικές κατακτήσεις σχετικές με τη
συγκρότηση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας, στη διεκδίκηση της εφαρμογής
των διατάξεών του.
Εκπληκτική είναι, τέλος, η επισήμανση της σ υ ν ε ι ρ μ ι κ ή ς δύναμης που
έχουν ορισμένες λέξεις του Συντάγματος. Αναφέρω ενδεικτικά:
"Κράτος" κρατώ, κρατικός, κραταιός κλπ. που παραπέμπει στον κρατικό
μηχανισμό
"Πολιτεία" πόλη, πολίτης κλπ., που παραπέμπει στη συνοχή του
κοινωνικού σχηματισμού, την οποία ακριβώς εγγυάται το κράτος. Με αυτόν τον
τρόπο, ίσως, εξηγείται καλύτερα και η εναλλαγή των όρων "κράτος" και "πολιτεία"
μέσα στο κείμενο του Συντάγματος, η οποία, διαφορετικά, φαντάζει για τους
θιασώτες του νομικού θετικισμού ως ακατάσχετος βερμπαλισμός...
17
29
Το παράδειγμα στον Δ. Τσάτσο. Βλ. συλλογικό τόμο "Η Ερμηνεία του Συντάγματος" (με κείμενα των
Δ. Τσάτσου, Ε. Βενιζέλου, Κ. Μαυριά, Κ. Χρυσόγονου κλπ.)Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1995, σελ. 32
30
Το παράδειγμα στον Κ. Χρυσόγονο, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003, σελ. 7
31
Τα παραδείγματα στον Α. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 1980, σελ. 199.
32
Π. Σούρλας, Justi atque injusti scientia, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα, 1995, σελ. 167 - 168.
18
πρόβλημα: πόσο χρόνο θα διαρκούσε η προσωρινή αναπλήρωση και από πότε και
μετά θα έπρεπε να διοριστεί νέος πρωθυπουργός ; Πολλοί υποστήριξαν τότε ότι το
ρήμα "εκλείπω" δε θα έπρεπε να ερμηνευθεί στενά ως "πεθαίνω" (που είναι και η
πραγματική σημασία της λέξεως, αν ανατρέξει κανείς στα λεξικά), αλλά ευρύτερα,
περιλαμβάνοντας στην έννοια του "εκλείπω" και την κάθε είδους οριστική αδυναμία
(όπως εδώ λόγω υγείας) του πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του. Πάντως
σε κανένα λεξικό δεν περιλαμβάνεται στις έννοιες του "εκλείπω" και η έννοια του
"αδυνατώ να ασκήσω τα καθήκοντά μου". Η αντίθετη άποψη υπερβαίνει το λεκτικό
νόημα της λέξης. Γι' αυτό και με την αναθεώρηση του 2001 η νέα διατύπωση του 38
παρ. 2 προσέθεσε στους λόγους αντικαταστάσεως του Πρωθυπουργού και την
αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων του για λόγους υγείας.
Το επόμενο ζήτημα δεν είναι γραμματικό αλλά συντακτικό. Σύμφωνα με
το άρθρο 37 παρ. 1 και 2 του Σ "1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον
Πρωθυπουργό και με πρότασή του διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης
και τους Υφυπουργούς. 2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος, το οποίο
διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δε διαθέτει
την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του
κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία τη διερευνητική εντολή για να
διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την
εμπιστοσύνη της Βουλής..." Δημιουργείται το εξής θέμα: π ο ι ο ς διακριβώνει τη
δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης ; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο αρχηγός
του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία των εδρών ; Δημιουργείται δηλ.
πρόβλημα, γιατί δεν αναφέρεται το υποκείμενο του ρήματος "διακριβωθεί" που είναι
σε υποτακτική παθητικής φωνής. Το παράδειγμα είναι πραγματικό και απασχόλησε
τη συνταγματική επιστήμη κατά την περίοδο των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου
1989. Πάντως μόνη της η γραμματολογική ερμηνεία δεν έλυσε το πρόβλημα. Ωστόσο
το εντόπισε !
Στην ως άνω διάταξη του 37 παρ. 1 ερωτάται τι είδους "πρόταση" εννοεί
ο συντακτικός νομοθέτης; Είναι δεσμευτική ή απλώς συμβουλευτική για τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας ; Ο όρος πρόταση είναι τεχνικός νομικός όρος (terminus
technicus). Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Διοικητικού Δικαίου, που μπορεί να
33
Τα παραδείγματα ανήκουν στο Φ. Σπυρόπουλο, "Η ερμηνεία του Συντάγματος - Εφαρμογή ή
υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του Δικαίου;", Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999, σελ. 52 -
57
20
μεταφερθεί αυτούσια και στο χώρο του συνταγματικού δικαίου, η πρόταση έχει τον
ίδιο χαρακτήρα με τη "σύμφωνη γνώμη", διαφέρει βέβαια από αυτήν, καθότι στην
πρόταση την πρωτοβουλία την έχει το προτείνον όργανο (και όχι το αποφασίζον),
ενώ στη σύμφωνη γνώμη την πρωτοβουλία υποβολής του ερωτήματος την έχει το
αποφασίζον όργανο. Κι εδώ η γραμματική ερμηνεία δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά το
εντόπισε.
Ακόμα και η στίξη παίζει ρόλο στη γραμματική ερμηνεία, ακόμα και ο
συμπλεκτικός σύνδεσμος "και". Παραδείγματος χάριν στο άρθρο 20 του Σ ορίζεται
ότι "1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια
και μπορεί να αναπτύσσει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά
του, όπως νόμος ορίζει. 2.Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του
ενδιαφερομένου ισχύει κ α ι για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται εις
βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του." Ένα απλό κ α ι αρκεί να υποβάλει την
άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης στη διοίκηση υπό τις
ειδικότερες ρυθμίσεις του κοινού νόμου, επεκτείνοντας την επιφύλαξη νόμου της
πρώτης παραγράφου ("όπως νόμος ορίζει") και στη δεύτερη παράγραφο. Στο
παράδειγμα αυτό συνδυάσθηκε μεν η γραμματολογική ερμηνεία με τη συστηματική,
ωστόσο η γραμματολογική ερμηνεία εντόπισε το πρόβλημα.
Κατά το άρθρο 41 παρ. 2 Σ "Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη
Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση
της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας".
Κατά απλή λεκτική γραμματολογική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης η Κυβέρνηση
αρκεί να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, για να ζητήσει τη
δημοψηφισματική διάλυση της Βουλής. Ωστόσο σύμφωνα με το αντικειμενικό νόημα
της διατάξεως η Κυβέρνηση πρέπει να διαθέτει την πλειοψηφία τη στιγμή που ζητάει
τη διάλυση 34 .
Κατά την παραδοσιακή διδασκαλία ο όρος "ιδιοκτησία" περιλαμβάνει
μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα. Η σύγχρονη διδασκαλία, όμως, δέχεται ότι στην
έννοια της ιδιοκτησίας του 17 Σ περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα κλπ.,
αντιλαμβάνεται δηλ. με ευρύτητα την έννοια της ιδιοκτησίας. Ούτως η άλλως και το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπάγει στο αντίστοιχο
34
Το παράδειγμα αυτό, όπως και τα επόμενα που ακολουθούν, ανήκουν στον Α. Δημητρόπουλο,
Γενική Συνταγματική Θεωρία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 29 κ.ε.
21
ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
35
Για το θέμα της μεταφοράς του Συντάγματος από την καθαρεύουσα στη Δημοτική βλ. Ε. Βενιζέλο,
Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1991, σελ. 75 - 79 και Αθ. Γ.
Ράικο, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α΄, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1989 σελ. 73 - 85, ο οποίος αναφέρει ότι η
διαδικασία της μεταφοράς του Συντάγματος στη δημοτική αντέκειτο στο άρθρο 110 παρ. 2, διότι δεν
ανεφέρετο μεταξύ των θεμάτων της αναθεωρήσεως μέσα στην απόφαση περί ανθεωρήσεως. Ο δε Ε.
Βενιζέλος θεωρεί ότι το θέμα μπορούσε να διευθετηθεί και με κοινό νόμο.
22
ερμηνείας δεν πρεσβεύει το λατινικό "de claris non fit interpretatio", γιατί η
διαπίστωση της σαφηνείας του νόμου ήταν ένα πρώτο βήμα ερμηνείας, στο οποίο δεν
θα πρέπει να αρκεσθούμε καθόλου!
Τέλος η γραμματολογική ερμηνεια είναι μια πρώτη αλλά σημαντική
προσέγγιση του κειμένου, που πρέπει να αποτελεί τον οδηγό της ερμηνείας, έναν από
τους θεμέλιους λίθους του ερμηνευτικού οικοδομήματος...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Ε. Βενιζέλος Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητος των νόμων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994
2) Ε. Βενιζέλος, "Σημειολογικές Παρατηρήσεις πάνω στο Σύνταγμα του 1975",
Αρμενόπουλος, Επιστημονική Επετηρίδα του 1981, τ. 2, σελ. 135 κ.ε.
3) Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Παρατηρητής,
Θεσ/νίκη 1991
4) Α. Δημητρόπουλος, Γενική Συνταγματική Θεωρία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,
2005
5) Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 1980
6) Αθ. Γ. Ράικος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α΄, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1989
7) Π. Σούρλας, Justi atque injusti scientia, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου,
Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1995
8) Π. Σούρλας, "Κείμενο του Νομου και Γραμματική Ερμηνεία" σε Τιμ. Τόμο Ανδρέα
Γαζή, Αθήνα, 1994, σ. 627 - 669
9) Φ. Σπυρόπουλος, Η ερμηνεία του Συντάγματος - Εφαρμογή ή υπέρβαση της
παραδοσιακής μεθοδολογίας του Δικαίου; Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999
10) Κ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων (Εισαγωγή στη Μεθοδολογία
του Δικαίου), Ε΄ Έκδοση, Σάκκουλας 2002
23
11) Συλλογικός τόμος "Η Ερμηνεία του Συντάγματος" (με κείμενα των Δ. Τσάτσου, Ε.
Βενιζέλου, Κ. Μαυριά, Κ. Χρυσόγονου κλπ . - Επιμέλεια Δ. Τσάτσου) Εκδόσεις Αντ.
Ν. Σάκκουλα, 1995
12) Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου - Φυτράκη, Δ΄ Έκδοση, 1991
13) Σπ. Τρωιάνος, Ι. Βελισσαροπούλου - Καράκωστα, Ιστορία Δικαίου, Εκδόσεις
Αντ. Ν. Σάκκουλα
14) Κ. Τσάτσος, Το Πρόβλημα της Ερμηνείας του Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1978
15) Θ. Τσάτσος, Το πρόβλημα της Ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω, Αθήναι
1970
16) Θ. Φλογαϊτης, Εγχειρίδιον Συνταγματικού Δικαίου, Αθήναι, Τυπογραφείον
Παλιγγενεσίας, 1895, Ανατύπωση από τις Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1987
17) Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003