You are on page 1of 23

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. Α. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Εργασία του μεταπτυχιακού φοιτητή
Βασιλείου Δ. Θεοφιλίδη

ΠΕΙΡΑΙΑΣ
2

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2005
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ................................................................................................................3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ.........4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ...................................................6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ Ή ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ~
ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ........................10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΕΙΝΑΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ Η ΕΥΡΕΤΙΚΗ
ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ;
Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΚΡΙΤΙΚΗ.............................................................16
ΕΠΙΛΟΓΟΣ...............................................................................................................20
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ........................................................................................................21
3

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να πραγματευθεί διεξοδικά την προβληματική


της γραμματολογικής ερμηνείας και να τονίσει τη σημασία της στο ερμηνευτικό
εγχείρημα. Προτιμήθηκε η οπτική γωνία του Συνταγματικού Δικαίου και της Γενικής
Θεωρίας του Δικαίου, ενώ παραλείφθηκε για χάρη συντομίας η πραγμάτευση αυτής
στον τομέα του Ποινικού και του Φορολογικού Δικαίου 1 , όπου η πρωτοκαθεδρία της
γραμματολογικής ερμηνείας είναι γνωστή, αν και παρουσιάζει ιδιαιτερότητες.
Η γραμματολογική ερμηνεία μοιάζει μυωπική εκ πρώτης όψεως. Μας
παραπέμπει στους Γραμματείς και τους Φαρισαίους της εποχής του Ιησού Χριστού,
(μιας και διάγουμε την περίοδο των εορτών του Πάσχα!) οι οποίοι προσκολλώνταν
στο γράμμα του Μωσαϊκού Νόμου. Όμως, η σύγχρονη γραμματολογική ερμηνεία
παρασάγγας απέχει από το πνεύμα της εποχής εκείνης. Αποστολή της είναι να
εισαγάγει τον ερμηνευτή του Δικαίου και στις άλλες μεθόδους ερμηνείας (τη λογική,
τη συστηματική, την ιστορική, την τελολογική). Το κείμενο του νόμου δεν πρέπει να
φυλακίζει τον ερμηνευτή, αλλά να αποτελεί βάση αναφοράς, βάση απογείωσης (ή και
προσγείωσης, γιατί όχι ; !) της ερμηνευτικής πτήσης. Και θα προσπαθήσω να
αναδείξω τη σημασία της παρεξηγημένης γραμματολογικής ερμηνείας, η οποία
απετέλεσε - και δικαιολογημένα - αντικείμενο έντονης κριτικής τον αιώνα που
πέρασε. Το μόνο που έχω εδώ να πω είναι το εξής: ο ερμηνευτής οφείλει να τηρεί το
μέτρο. Ούτε να μένει καρφωμένος στο έδαφος της γραμματολογικής ερμηνείας, αλλά
ούτε και να αιθεροβατεί σε αβέβαιες τελολογικές πτήσεις...!

1
Για τα θέματα αυτά παραπέμπουμε στους Ν. Ανδρουλάκη, Γεν. Ποινικό, Εκδόσεις Σάκκουλα 2000
και Γ. Αναστόπουλου - Θ. Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2003. Τεκμηριωμένη
αμφισβήτηση των πρωτείων της γραμματολογικής ερμηνείας και για τους δύο κλάδους δικαίου βλ. Κ.
Σταμάτη, Η θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων (Εισαγωγή στη Μεθοδολογία του Δικαίου), Ε΄ Έκδοση,
Σάκκουλας 2002, σελ.344 - 383.
4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ


ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ

Γραμματολογική ( ή γραμματική ερμηνεία ) είναι εκείνη η ερμηνεία που


προσπαθεί να ανεύρει το νόημα του κανόνα δικαίου με τον προσδιορισμό της
σημασίας των λέξεων, με βάση τους κανόνες της γραμματικής, της ετυμολογίας και
του συντακτικού 2 . Σε αυτούς τους κανόνες μπορεί κατά τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να
προστεθούν και εκείνοι της γλωσσολογίας 3 και κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο οι αρχές
της σημειολογίας ή της σημειωτικής 4 .
Το νόημα δηλ. του κανόνα δικαίου ευρίσκεται μέσω της σημασίας των
λέξεων, της προέλευσής τους και της τοποθέτησής τους μέσα στο κείμενο του νόμου.
Σημασία της ύπαρξης κειμένου - Γραμματολογική ερμηνεία και έθιμο: Το
είδος αυτό της ερμηνείας έχει λόγο ύπαρξης μόνον όταν οι κανόνες δικαίου είναι
διατυπωμένοι μέσα σε ένα γραπτό κείμενο. Αν αντίθετα οι κανόνες είναι εθιμικοί, δεν
έχουμε κατ' αρχήν λόγο να προσφύγουμε στη γραμματολογική ερμηνεία, διότι δεν

2
Ο ορισμός ανήκει στον καθηγητή κ. Α. Δημητρόπουλο και αναγράφεται στο βιβλίο του Γενική
Συνταγματική Θεωρία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 29. Ο ίδιος ίσως είναι ο μόνος
συγγραφέας που χρησιμοποιεί τον όρο γραμματολογική ερμηνεία (αντί του συνηθέστερου γραμματική),
δικαιολογώντας την επιλογή του, διότι η μέθοδος αυτή ερμηνείας χρησιμοποιεί όχι μόνο τους κανόνες
της γραμματικής, αλλά και της ετυμολογίας και του συντακτικού. Εγώ προσωπικά προτιμώ τον όρο γ
λ ω σ σ ι κ ή ερμηνεία, διότι ο όρος γραμματολογική παραπέμπει στη γραμματολογία, κλάδο της
φιλολογικής επιστήμης που εξετάζει ιστορικά και αισθητικά τα γραπτά κείμενα (Ελληνικό Λεξικό
Τεγόπουλου - Φυτράκη, Δ΄ Έκδοση, 1991, σελ. 177), ενώ η "γραμματολογική" ερμηνεία, ως νομική
ερμηνεία, δεν εξετάζει την ιστορική και αισθητική αξία των νομοθετικών κειμένων, δεν είναι δηλ.
φιλολογική ερμηνεία. Ο όρος δε γραμματική ερμηνεία προέρχεται από το γ ρ ά μ μ α του νόμου.
Προτείνω τον όρο γλωσσική, διότι το φαινόμενο της γλώσσας έχει μια βαθύτερη σχέση με το δίκαιο
και δη το συνταγματικό, όπως θα φανεί στη συνέχεια της παρούσας εργασίας.
3
Κ. Τσάτσος, Το Πρόβλημα της Ερμηνείας του Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1978, σελ. 123 (και εφεξής
για συντομία Κ. Τσάτσος)
4
Ε. Βενιζέλος, Σημειολογικές Παρατηρήσεις πάνω στο Σύνταγμα του 1975, Αρμενόπουλος,
Επιστημονική Επετηρίδα του 1981, τ. 2, σελ. 135 κ.ε., για τη σημειολογική προσέγγιση αναλυτικά
παρακάτω.
5

υπάρχει κείμενο! Ωστόσο και στους εθιμικούς κανόνες μπορεί να χρειαστεί η


γραμματολογική ερμηνεία, στην περίπτωση που αυτοί έχουν αποκρυσταλλωθεί στο
κείμενο μιας δικαστικής απόφασης ή άλλης πολιτειακής πράξης 5 .
Γραμματολογική ερμηνεία και συνταγματική πρακτική: Εντυπωσιακό είναι το
γεγονός ότι το κείμενο του Συντάγματος μπορεί να ανατρέψει με τη γραμματολογική
ερμηνεία του ακόμη και μακροχρόνιες συνταγματικές πρακτικές! 6
Η πρόταξη της γραμματολογικής ερμηνείας στην ερμηνευτική διαδικασία -
Ξεκινούμε πρώτα με αυτήν; : Κατά τη λεγόμενη παραδοσιακή διδασκαλία ή την
"Ιστορική Σχολή του δικαίου", θεμελιωτής της οποίας υπήρξε ο Friedrich Carl von
Savigny ("System des heutigen rφmischen Rechts" όπου αναλύονται και οι άλλες
μέθοδοι ερμηνείας: η ιστορική, λογική, συστηματική και τελολογική), προτάσσεται η
γραμματολογική ερμηνεία, με το λογικό επιχείρημα ότι εκκινεί η ερμηνεία πάντα από
το γραπτό κείμενο. Ωστόσο θα πρέπει να παρατηρηθεί εδώ ότι και αυτό είναι
σχετικό! Διότι της γραμματολογικής ερμηνείας προηγούνται άλλες προεργασίες:
συγκεκριμένα θα πρέπει πρώτα να εξετασθεί "αν το γραμματικώς διατετυπωμένον
(ενν. κείμενο) αποτελή έγκυρον εκδήλωσιν της νομοθετικής βουλήσεως, ήτις μόνον
καθ' ωρισμένους τ ύ π ο υ ς διαδηλουμένη έχει διά το δίκαιον σημασίαν" 7 . Με άλλα
λόγια πρέπει πρώτα να εξετασθεί: α) σε περίπτωση ερμηνείας συνταγματικής
διάταξης: αν τηρήθηκαν οι διατάξεις του Συντάγματος για την αναθεωρητική
διαδικασία και β) σε περίπτωση ερμηνείας διατάξεως κοινού δικαίου: αν
τηρήθηκαν οι διατάξεις του Συντάγματος για τη νομοθετική διαδικασία. Διότι
διαφορετικά επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε ανίσχυρο κείμενο! Πρέπει πρώτα να
εξετάσουμε αν τηρήθηκαν ο ι δ ι α δ ι κ α σ τ ι κ ο ί όροι έκδοσης του ερμηνευτέου
κειμένου και μετά να ξεκινήσουμε με τη γραμματολογική ερμηνεία του.
Γραμματολογική ερμηνεία προ της ιστορικής και προ της τελολογικής
ερμηνείας; (!): Ο W. Leissner (Betrachtungen σ. 644 και επ., κατά παραπομπή του
Θ. Τσάτσου "Το πρόβλημα της ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω", Αθήναι
1970, σελ. 62) υποδιαιρεί την γραμματολογική ερμηνεία σε εκείνη που προπορεύεται
της αναζήτησης της υποκειμενικής θελήσεως του νομοθέτη και σε εκείνη που

5
Κ. Τσάτσος, ο.π., σελ. 126
6
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος ("Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητος των νόμων",Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ. 68) παραπέμπει στο άρθρο του J. - C.
Maestre, A propos des coutumes et des pratiques constitutionnelles, L' utilitι des constitutions, Revue
de Droit Public, 1973, σελ. 1275 επ. και κυρίως σελ. 1288 επ., ο οποίος διατυπώνει εκεί τις σχετικές
παρατηρήσεις.
7
Κ. Τσάτσος, ο.π. σελ. 126.
6

προηγείται της αντικειμενικής θελήσεως του νομοθέτη. Αυτή η διάκριση φαίνεται


κατ' αρχήν υπερβολική! Γιατί προ της εύρεσης της αντικειμενικής θέλησης του
νομοθέτη (ή καλύτερα προ της εύρεσης του αντικειμενικού νοήματος του νόμου) δε
χωρεί πάλι γραμματική ερμηνεία, καθότι αυτή έχει πλέον εξαντληθεί στο πρώτο
στάδιο της ερμηνείας. Μπορεί όμως ο εν λόγω συγγραφέας να εννοεί ότι:
τελειώνοντας με την εύρεση της υποκειμενικής θελήσεως του νομοθέτη (δηλ. την
ιστορική ερμηνεία) θα πρέπει και πάλι να στρέψουμε το ερευνητικό μας βλέμμα στο
γραπτό κείμενο του νόμου, από το οποίο θα εμπνευστούμε το αντικειμενικό νόημα
του νόμου! Η γραμματολογική ερμηνεία δεν εξαντλείται σε ένα πρώτο στάδιο
ερεύνης αλλά αποτελεί συνεχώς μια βοηθητική πυξίδα στο ερμηνευτικό μας ταξίδι!
Γραμματολογική ερμηνεία και στο τέλος της ερμηνείας; : Ο Ευάγγελος
Βενιζέλος 8 γράφει χαρακτηριστικά: "η αυτονόητη διαπίστωση ότι το Σύνταγμα είναι
πρωτίστως κέιμενο καθιστά τη γραμματική ερμηνεία αφετηρία αλλά και τ έ ρ μ α (οι
υπογραμμίσεις δικές μου) της ερμηνείας, εφόσον το πόρισμα της ερμηνευτικής
διεργασίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σαφέστερη διατύπωση του κανόνα, ο οποίος
καλείται σε εφαρμογή". Καταλαβαίνουμε λοιπόν από αυτά πόσο σημαντική είναι η
γραμματολογική ερμηνεία, η οποία πολλές φορές υποτιμάται από τους ερευνητές και
έχει αποτελέσει αντικείμενο σφοδρής κριτικής (για αυτήν την κριτική θα αφιερώσω
ειδικό κεφάλαιο της εργασίας). Με το πασίγνωστο επιχείρημα ότι δεν πρέπει να
προσκολλάται ο ερμηνευτής στο γράμμα του νόμου, πολλές φορές υποτιμάται η
γραμματολογική ερμηνεία του νομοθετικού κειμένου, εν ονόματι του πνεύματος του
νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Η γραμματολογική ερμηνεία είναι πολύ παλιά. Η γραμματική ροπή της


ερμηνείας, που προκύπτει από την ύπαρξη του κειμένου του νόμου, κατέστη
ισχυρότερη υπό την επίδραση της θεολογικής ερμηνείας ως υποδείγματος. Όπως η
θεολογία, η οποία ταύτιζε το κείμενο της Αγίας Γραφής προς τον αποκαλυφθέντα
θείο λόγο, δεν απομακρύνεται από τη διατύπωση που έχει τέτοια θεία προέλευση,
έτσι και η νομική επιστήμη σέβεται κατ' αρχήν τα κείμενα, τα οποία συνέταξε ο

8
Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1991, σελ. 197
7

νομοθέτης και ιδιαιτέρως τα κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος (όπως τα


συνταγματικά) 9 .
Φιλολογική, κατά βάση, υπήρξε η ερμηνεία που γινόταν στις μεγάλες νομικές
σχολές του Βυζαντίου. Για την ερμηνεία των Βασιλικών του Λέοντος Στ΄ του Σοφού
είχαν δημιουργηθεί τα "γλωσσήματα" τα οποία εξελίχθηκαν αργότερα σε γνήσια
νομικά λεξικά 10 . Η μετάβαση από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
προξενεί πολλά προβλήματα στη διαμόρφωση της νομικής ορολογίας, η οποία όμως
βαθμιαία εξελληνίζεται. Όταν οι φοιτητές παρακολουθούσαν τους αντικήνσορες,
καθηγητές των νομικών σχολών της Αυτοκρατορίας επί εποχής Ιουστινιανού,
τηρούσαν σημειώσεις επεξηγηματικές του κειμένου του νόμου, τις παραγραφές (υπό
μορφήν υπομνημάτων, σημειώσεων, παραπομπών, παρατίτλων). Η νομική ορολογία
αρχικά ήταν αμιγώς λατινική, έπειτα εξελληνίζεται διατηρώντας τη λατινική ρίζα των
λέξεων αλλά με καταλήξεις ελληνικές (π.χ. από το λατινικό legatum προήλθε το
λεγάτον=κληροδότημα, από το λατινικό inventum προήλθε το ίμβεντον=απογραφή
κληρονομίας κ.ο.κ.) 11 .
Κατά τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα και συγκεκριμένα στη μετάβαση από τον 11ο
στο 12ο αιώνα στο Πανεπιστήμιο της Bologna στην Ιταλία γεννιέται η Σχολή των
Γλωσσογράφων (Glossatores) η οποία σχολιάζει φιλολογικά τα ανακαλυφθέντα
χειρόγραφα της Ιουστινιάνειας Νομοθεσίας (Corpus Iuris Civilis). Πρώτος σπουδαίος
γλωσσογράφος υπήρξε ο Inertius που έζησε τον 12ο αιώνα. Τα σχόλια αυτά στο
περιθώριο των κειμένων αποτελούν τις glossae (εξ ου και Glossatores), οι οποίες
πολλαπλασιάστηκαν γρήγορα, με αποτέλεσμα να προκύψει ανάγκη συγκέντρωσής
τους σε ενιαίο κείμενο, την Glossa Ordinaria του νομικού Accursius (1185 - 1263).
Ο αρχικά φιλολογικός απλώς σχολιασμός των κειμένων μετεξελίχθηκε σε
συστηματικότερο σχολιασμό που επηρέασε βαθειά τους θεσμούς. Ως εκ τούτου
αναπήδησε η Σχολή των Μεταγλωσσογράφων, κορυφαίος εκ των οποίων υπήρξε ο
Bartolus de Sassoferato (1314-1357).
Συνεχιστής του έργου των Γλωσσογράφων υπήρξε ο Friedrich Carl von
Savigny ("System des heutigen Rφmischen Rechts"= Σύστημα του σύγχρονου

9
Βλ. Θ. Τσάτσο, Το πρόβλημα της Ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω, Αθήναι 1970, σελ. 63 (και
εφεξής χάριν συντομίας Θ. Τσάτσος).
10
Σπ. Τρωιάνος, Ι. Βελισσαροπούλου - Καράκωστα, Ιστορία Δικαίου,Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,
σελ.250
11
Βλ. αναλυτικότερα Σπ. Τρωιάνο, ο. π., σελ. 320 - 332, για το ευρύτερο πρόβλημα της νομικής
ορολογίας στο Βυζάντιο
8

Ρωμαϊκού Δικαίου, έργο δημοσιευμένο ανάμεσα στα 1840 και το 1848) 12 . Ο Savigny,
ιδρυτής της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου, διέκρινε ένα "γραμματικό κριτήριο" (όπως
και ένα ιστορικό, ένα λογικό και ένα συστηματικό κριτήριο ερμηνείας, για να
θυμηθούμε και τις άλλες "μεθόδους ερμηνείας"). Επρόκειτο για πρισματικές όψεις
στην κατανόηση των κανόνων δικαίου και όχι για αυτοτελείς μεθόδους ερμηνείας. Τα
ερμηνευτικά αυτά κριτήρια θα έπρεπε να συλλειτουργούν, ώστε ο ερμηνευτής να
κινείται με μεθοδικότητα, δεσμευόμενος από τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου. Δε
θα έπρεπε να εκληφθούν ως ανεξάρτητες μέθοδοι, μεταξύ των οποίων ο ερμηνευτής
δικαιούται τάχα να επιλέγει, κατά την αρέσκειά του αυτή που τον βολεύει καλύτερα
εν όψει του επιθυμητού αποτελέσματος 13 .
Οι επίγονοι του Savigny επιδόθηκαν περισσότερο στη σημασιολογική
ερμηνεία και τη λογική επεξεργασία των εννοιών του δικαίου και απομακρύνθηκαν
από τις ηθικοπολιτικές αρχές του, θεμελιώνοντας έτσι την Σχολή των
Πανδεκτιστών του ιδιωτικού δικαίου και εγκαινίασαν από πλευράς μεθοδολογίας τη
νομική τυποκρατία ή νομικό φορμαλισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται ακριβώς από τη
στροφή προς τις έννοιες που απαντούν στη γλώσσα του δικαίου. Ο μελετητής αρκεί
να εξαγάγη τα αναγκαία λογικά συμπεράσματα από τη μελέτη των λογικών εννοιών
που ενσαρκώνουν νοητικά-γλωσσικά τις ρυθμίσεις του ισχύοντος δικαίου 14 , για
λόγους ασφαλείας του δικαίου.
Εξέλιξη, λοιπόν, της γραμματολογικής ερμηνείας υπήρξε η εννοιοκρατική
ερμηνεία. Αντί της λέξεως αναζητείται η έννοια που εκφράζεται μέσω της λέξης.
Μετά τον ακριβή καθορισμό των λογικών γνωρισμάτων της έννοιας, αποτελεί το
μοναδικό κριτήριο της νομοθετικής επιταγής η υπαγωγή των πραγματικών δεδομένων
στην έννοια. Δεν ενδιαφέρουν καθόλου: ούτε τα αίτια, ούτε τα αποτελέσματα της
νομοθετικής επιταγής, ούτε τι θέλησε ο νομοθέτης που θέσπισε αυτήν, ούτε τι θα
ήθελε αυτός αν καλούνταν σήμερα να την εκδώσει. Η εννοιοκρατία απετέλεσε
αντικείμενο πολλών επικρίσεων ακόμα και χλευασμού, διότι πολλοί λεπτολόγοι
ερμηνευτές αναζητούσαν περισσότερα λογικά γνωρίσματα απ' όσα ο νομοθέτης όρισε
ή θέλησε να δηλώσει (με τη χρήση της λέξεως), καθιστώντας έτσι την ερμηνεία
απολύτως άκαμπτη. Η επί μακρόν διατήρηση της εννοιοκρατίας οφείλεται και στο

12
Βλ. Π. Σούρλα, Justi atque injusti scientia, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.
Ν. Σάκκουλα, 1995, σελ. 228 - 232
13
Κ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων (Εισαγωγή στη Μεθοδολογία του Δικαίου), Ε΄
Έκδοση, Σάκκουλας 2002, σελ. 309
9

γεγονός ότι άκρως εννοιοκρατικός είναι και ο αναιρετικός έλεγχος των δικαστικών
αποφάσεων, στον οποίον δεν εξετάζεται η ουσία της διαφοράς, αλλά η παράβαση του
νόμου και της διαδικαστικής τάξης. Θα ήταν όμως σφάλμα να παραβλέψει κανείς τη
μεγάλη προσφορά σοφών νομοδιδασκάλων όπως του Puchta (μαθητή του Savigny)
και του Windscheid, οι οποίοι επεξεργάσθηκαν το Ρωμαϊκό Δίκαιο με συλλογιστική
αυστηρότητα και λεκτική ακρίβεια και μάλιστα επηρέασαν έντονα και αυτούς που
ασχολήθηκαν με το Δημόσιο Δίκαιο 15 . Ο Windscheid μάλιστα (του οποίου την
πανδεκτιστική διδασκαλία εισήγαγε στην Ελλάδα ο Βασίλειος Οικονομίδης)
υποστήριζε ότι η προσφυγή στη λογική ερμηνεία δικαιολογείται μόνον όταν η
γραμματολογική ερμηνεία δε δύναται να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα.
Αντίθετα, αν η γραμματολογική ερμηνεία παρέχει ασφαλές συμπέρασμα, η προσφυγή
στη λογική ερμηνεία είναι περιττή 16 .
Για να διευκολυνθεί ο ερμηνευτής στη γραμματική ερμηνεία του νόμου,
ανάγκη να βοηθάει και το ύφος στο οποίο είναι διατυπωμένοι οι νόμοι, οι οποίοι
πρέπει να είναι σαφείς, να κυριολεκτούν και να είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομοι 17 :
"Η καλλιλογία και η καλλιλεξία, και τα ρητορικά εν γένει κοσμήματα, ιδιάζοντα κυρίως μεν εις
τους ρητορικούς λόγους, αλλά και τας επιστημονικάς πραγματείας, προσήκον να ώσιν αλλότρια
των νόμων, ως και παντός νομικού έργου, οίον αποφάσεων κτλ. 'Αι συγγραφαί αύται, λέγει
Άγγλος τις συγγραφεύς παλαιός, δεν είναι δεκτικαί στολισμού, καθό καταξηραινόμεναι υπό της
καυστικής δυνάμεως του συλλογισμού, ως αυχμαίνεται υπό του ηλίου η υπό τον ισημερινόν γη.
Ανάγκη να βραχύνηται η δύσβατος αύτη των νόμων και αποφάσεων οδός διά της κυριολεξίας,
βραχυλογίας και σαφηνείας.' - Οι νόμοι δέον να ώσι προσιτοί διά την σαφήνειαν και ευμάθητοι
διά την συντομίαν εις πάντας, ει δυνατόν τους πολίτας. Η αρχαία Ρωμαϊκή δωδεκάδελτος
φέρεται ως παράδειγμα συντομίας, αποστηθιζομένη διά τούτο ευχερώς υπό πάντων των
φοιτώντων εις τα σχολεία νέων, υποχρεουμένων εις τούτο, 'Ut carmen necessarium', κατά την
έκφρασιν του Κικέρωνος. Αλλ΄ εν πολλοίς ην ασαφής και αόριστος. Ο Montesquieu
γνωματεύων, ότι το ύφος των νόμων πρέπον να η σύντομον, αλλά και απλούν εν ταυτώ,

14
Βλ. Π. Σούρλα, ο.π. σελ. 232 - 233.
15
Το τελευταίο αναφέρεται από τον Wilhelm, Zur juristischen Methodenlehre im 19. Jahrhundert.Die
Herkunft der Methode Paul Labands aus der Privatrechtswissenschaft, 1958 κατά παραπομπήν του Θ.
Τσάτσου, Το πρόβλημα της Ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω, Αθήναι 1970, σελ. 75
16
Βλ. Κ. Τσάτσο, ο.π. σελ. 123, ο οποίος σαφώς αντιτίθεται στην παραδοσιακή διδασκαλία,
υποστηρίζοντας ότι η προσφυγή στο γραμματικό νόημα δεν είναι αυτοτελής τρόπος ερμηνείας, αλλά
απλώς η ενδεδειγμένη πρώτη αφορμή της ιστορικής και τελολογικής ερμηνείας. Δεν δύναται επομένως
να περιορισθεί κανείς ποτέ έστω και στο σαφές γραμματικό νόημα αλλά κατ' ανάγκην θα διεισδύσει
στο τελολογικό νόημα.
17
Θ. Φλογαϊτης, Εγχειρίδιον Συνταγματικού Δικαίου, Αθήναι, Τυπογραφείον Παλιγγενεσίας, 1895,
Ανατύπωση από τις Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1987, σελ. 67 - 69, από τον οποίον προέρχεται και η
θαυμάσια ανάπτυξη που ακολουθεί, και θα έπρεπε να την έχουν υπόψη τους οι σύγχρονοι νομοθέτες!
10

επιλέγει, ότι 'οσάκις εν νόμω τινί ωρίσθησαν τα πράγματα διά της α π α ρ ι θ μ ή σ ε ω ς, δεν
πρέπει να επανέρχηται εις αυτά ο νόμος δι' αορίστων εκφράσεων', διότι ούτω καθιεροί την
αυθαιρεσίαν. Αναφέρει δε ως παράδειγμα αοριστίας το περί αδικημάτων διάταγμα Λουδοβίκου
του Δ΄ ενώ μετά την ρητήν απαρίθμησιν των τότε υπαγομένων εις την δικαιοδοσίαν του
Βασιλέως και των δικαστών αυτού αδικημάτων, ουχί δε εις την τοπικήν των τιμαριωτών
δικαιοσύνην, των λεγομένων γαλλιστί Cas royaux, προστίθενται αι εξής λέξεις: ' και όσα κατά
πάντα καιρόν εδικάσθησαν υπό των βασιλικών δικαστών'. Διά των λέξεων τούτων, κατά την
ορθοτάτην παρατήρησιν του Montesquieu, μεταπίπτει το νομοθετικόν τούτο διάταγμα εις την
αυθαιρεσίαν, ης είχεν αποξενωθεί διά της απαριθμήσεως. Η δε μεγαλοφυής αυτοκράτειρα της
Ρωσσίας Αικατερίνη η Β΄ διορίσασα επιτροπείαν προς σύνταξιν νέου κώδικος, έδωκε τας
εγγράφους οδηγίας προς τα μέλη αυτής περί του ύφους του συνταχθησομένου νόμου: ' Οι νόμοι
καταρτίζονται διά πάντας τους πολίτας, οίτινες, υποχρεούμενοι να υποτάσσωνται εις αυτούς,
δέον και να γινώσκωσιν αυτούς'. ' Οι νόμοι δεν πρέπει να ώσι πλήρεις όσων λεπτολογιών γεννά
το πνεύμα.' Πας νόμος προσήκον να εκφράζηται συντομώτατα και σαφέστατα'. 'Τούτο δε
απαιτεί αναντιρρήτως να τίθενταί τινες διασαφήσεις και εξηγήσεις εις τους δικαστάς, ίνα
κατανοώσιν ευχερέστερον την έννοιαν και εφαρμογήν του νόμου.' ' Αλλά εις τας διασαφήσεις
ταύτας απαιτείται υπερβάλλουσα προσοχή, διότι πολλάκις θέλων τις να διασαφήση την ύλην,
σκοτίζει μάλλον αυτήν'. ' Προτιμώτερον να μη τάσση τις περιττάς εξαιρέσεις, προσδιορισμούς
και τροποποιήσεις εις τους νόμους, διότι πολλάκις φέρουσι περιπλοκάς.
Όπως οι νόμοι ώσι σαφείς, αναγκαίον εις την σύνταξιν αυτών να ακολουθώνται οι
εφεξής κανόνες: Α΄) Πρέπει να εκλέγωνται τα κύρια και οικεία εκάστου πράγματος ονόματα,
καταβαλλομένης της δυνατής σπουδής εις το να εκφέρηται πάσα ιδέα διά του ιδίου
κυριολεκτικού αυτής ονόματος, πολλώ δε μάλλον προκειμένου περί νομικών όρων. Β΄)Εκ
πολλών συνωνύμων 18 λέξεων να εκλέγηται η συνηθεστέρα και γνωστοτέρα. Γ΄) Να αποφεύγηται
η χρήσις λέξεων εχουσών πολλαπλήν σημασίαν ή και μόνον διπλήν (πλατυτέραν και
στενωτέραν) Δ΄)Να γίνηται αποκλειστική χρήσις των τεχνικών και επιστημονικών όρων επί
μιάς εκάστου σημασίας. Ε΄) Η σημασία των μη λίαν γνωστών τεχνικών όρων, ους αναγκάζεται

18
Ο Ε. Βενιζέλος (Σημειολογικές Παρατηρήσεις πάνω στο Σύνταγμα του 1975, Αρμενόπουλος,
Επιστημονική Επετηρίδα του 1981, τ. 2, σελ. 141 - 142) παρατηρεί το γεγονός ότι στο Σύνταγμα του
1975 χρησιμοποιούνται εναλλακτικά οι όροι "πολιτεία" (π.χ. άρθρ. 52)," κράτος" (π.χ άρθρ. 82 παρ. 1),
"πατρίδα" (π.χ. άρθρ. 103 παρ. 1). Δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία πως το υλικό περιεχόμενο ή
μάλλον το φαινόμενο που αποδίδουν οι όροι αυτοί είναι το ίδιο. Το πρόβλημα όμως της εναλλακτικής
χρήσης συνωνύμων όρων μέσα στο σύνταγμα παραμένει.Αναρωτιέται ο συγγραφέας αν ο όρος
"λειτουργός της πολιτείας" (άρθρ.52) έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με τον όρο "δημόσιος
υπάλληλος" (άρθρ. 16 παρ. 4) και με τον όρο "δημόσιος υπάλληλος" (άρθρ.103).Ο συγγραφέας σπεύδει
να απαντήσει ότι η συστηματική ερμηνεία των όρων δύναται να εντοπίσει τις εννοιολογικές τους
διαφορές. Ο δε Φ. Βεγλερής ("Η σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και το Σύνταγμα, ΤοΣ 1977,
σελ. 53, υποσ. 105) θεωρεί ότι η εναλλαγή των όρων "κράτος" και "πολιτεία" δεν έχει λόγο νομικό, παρά
μόνον λογοτεχνική-ψυχολογική εξήγηση. Μάλιστα υποστηρίζει ότι στις περισσότερες ρητορικές διατάξεις
ή σε εκείνες όπου κρίνεται σκόπιμη κάποια ασάφεια, ο συνταγματικός νομοθέτης προτιμά την "πολιτεία".
Εξαίρετα πααδείγματα αποτελούν, κατά τον ίδιο συγγραφέα, τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 2.
11

να μεταχειρισθή ο νομοθέτης, να εμφαίνηται διά της δυνατής σαφηνείας, και συντομίας εν αυτώ
τω νόμω. ΣΤ΄) Εάν ποτέ υπάρχη ανάγκη να παραληφθή λέξις τις ασυνήθης, να τίθεται αύτη
μεταξύ άλλων γνωστών, ώστε εκ των ηγουμένων και επομένων να προκύπτη και εκείνης η
σημασία. Ζ΄) Να φυλάσσηται, όπου αναγκαίον, των συνδέσμων και των άλλων ανταποδοτικών
μορίων η ακολουθία, αλλά να ήναι βραχεία η ανταπόδοσις, μη μεσολαβούντων και άλλων
συνδέσμων εν τω μεταξύ, ίνα μη συνταράσσηται η σαφήνεια. Η) Να φυλάσσωνται οι
απαιτούμενοι κανόνες περί το στίζειν."

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ


ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ Ή ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ
ΤΗΣ
ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Η ερμηνεία του δικαίου ξεκινάει λοιπόν απο το κείμενο του νόμου. Ωστόσο
όλοι οι νεότεροι συγγραφείς συμφωνούν ότι η ερμηνεία δεν μπορεί να θεμελιώνεται
μόνο στο κείμενο. Η ερμηνεία του δικαίου και ιδίως του Συντάγματος καθίσταται
κατ' ανάγκη λογική και ιστορική ταυτοχρόνως, με το να αντλεί το νόημα των
εφαρμοστέων κανόνων και από πηγές κείμενες εκτός του θετικού δικαίου. 19
Εντυπωσιακή κριτική κατά της γραμματολογικής ερμηνείας διατυπώνει ο Κ.
Σταμάτης στο έργο του "Η Θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων - Εισαγωγή στη
Μεθοδολογία του Δικαίου", Ε΄ Έκδοση, Σάκκουλας, 2002, σελ. 309 - 312 και 339 -
344. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η ερμηνεία αυτή επιχειρείται μέσα στα όρια που
επιτρέπει το "γράμμα" των κρισίμων διατάξεων, δηλ. η γλωσσική εκφορά τους, κάτι
που χρειάζεται και στις σπάνιες - κατ' αυτόν - περιπτώσεις των νομοθετικών
ορισμών, καθώς και ότι η ερμηνεία ξεκινά αποδίδοντας στις εκφράσεις του νομου το
σύνηθες νόημα των λέξεων 20 . Μία ιδιαίτερη γλωσσική χρήση του νόμου έχει
προβάδισμα απέναντι στη χρήση του ιδίου όρου στην καθομιλουμένη - εδώ κάνει
λόγο ο συγγραφέας για μια μετασημασιολόγηση του νοήματος πολλών όρων
καθημερινής γλώσσας στα νομικά κείμενα. Διαφωνεί με την άποψη ότι η γλωσσική
διατύπωση αποτελεί τόσο το σημείο εκκίνησης της ερμηνείας όσο και το όριο
διακρίβωσης της σημασίας της διάταξης (Auslegung). Πέρα από αυτα τα όρια

19
Βλ. Θ. Τσάτσο, ο.π., σελ. 66.
20
Βλ. Κ. Τσάτσο, ο.π., σελ. 125, 198
12

θεωρείται (από την παραδοσιακή αντίληψη) ότι έχουμε επιτρεπτή μεν αλλά
δικαιοπλαστική ερμηνεία (Rechtsfortbildung). Πρόκειται για μια παραδοσιακή
θετικιστική γνώμη που δέχεται ότι με γραμματική ερμηνεία μπορούμε να
εντοπίσουμε τα δυνατά νοήματα που περικλείονται στην ερμηνευτέα διάταξη, αλλά
και τα έσχατα νοηματικά όρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να κινηθούμε. Ο
συγγραφέας θεωρεί ότι η ευρετική χρησιμότητα της γραμματολογικής ερμηνείας
είναι περιορισμένη, διότι η παραδοσιακή γραμματολογική ερμηνεία θεωρεί π ρ ο δ ε
δ ο μ έ ν ε ς και αντικειμενικώς διαπιστώσιμες τις σημασίες 21 των όρων που
χρησιμοποιούνται μέσα στο κείμενο, και επομένως το έργο του ερμηνευτή
υποβαθμίζεται (από αυτή την ερμηνεία) σε απλώς περιγραφικό των σημασιών. Ο
συγγραφέας καταλογίζει σε αυτήν ότι αγνοεί τις περιστάσεις χρήσεως των νομικών
όρων και το κανονιστικό πλαίσιό τους, τα οποία σ υ γ κ α θ ο ρ ί ζ ο υ ν τη σημασία
τους. Αδυνατεί η γραμματολογική ερμηνεία να συσχετίσει επιτυχώς τις κρίσιμες
εκφράσεις της εφαρμοστέας διάταξης με το context της γλωσσικής εκφοράς της.
Καταλήγει δε με τον ακόλουθο αφορισμό: "Η γραμματική διατύπωση της
ερμηνευτέας διάταξης δεν είναι σε θέση να αποτελέσει ασφαλή ερμηνευτικό
γνώμονα, αλλ' ούτε και αυτοτελές ερμηνευτικό επιχείρημα".
Ο Κ. Τσάτσος 22 τονίζει με τις πιο κάτω φράσεις τη δύναμη του τελολογικού
ερωτήματος που ξεπερνάει το γράμμα του νόμου, καθότι η ερμηνευτικώς κρίσιμη
έκφραση του νόμου "ενδιαφέρει (όμως) ουχί ως λέξις ή ως λεκτική σύνθεσις, αλλ' ως
σημείον ενδεικτικόν του νοήματος, όπερ δι' αυτής εκφράζεται. Δεν δύναται επομένως
να περιορισθή τις ποτέ έστω και εις το σαφές γραμματικόν νόημα, αλλά κατ' ανάγκην
θα διεισδύση εις το τελολογικόν νόημα". "Ψευδές είναι το γραμματικόν νόημα,
ψευδές είναι το απλώς ιστορικόν νόημα, αληθές είναι μόνον το νόημα το οποίον
προσλαμβάνει η ιστορική έρευνα, εντιθεμένη εις το τελολογικόν σύστημα του θετικού
δικαίου"
Η γραμματολογική ερμηνεία σπανιότατα αρκεί, για τη διαπίστωση του
νοήματος του ερμηνευόμενου κανόνα. Με αυτήν δεν ολοκληρώνεται ο νοηματικός
προσδιορισμός του, όταν το νόημα εκφράζεται αφηρημένα, δηλ. με αξιολογικές
έννοιες, όπως:

21
" Οι σημασίες των νομικών όρων δεν προϋπάρχουν της ερμηνείας, αλλά συγκροτούνται μέσα από
την ερμηνευτική κατανόηση της διάταξης, όπως αυτή εντάσσεται μέσα στο σύστημα της έννομης
τάξης" γράφει ο Π. Σούρλας, "Κείμενο του Νομου και Γραμματική Ερμηνεία" σε Τιμ. Τόμο Ανδρέα
Γαζή,, Αθήνα, 1994, σ. 627 - 669
13

- χρηστά ήθη (άρθρα 5 παρ. 1 και 13 παρ. 2 του Συντάγματος),


- ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή αξία του ανθρώπου (άρθρα 2 παρ. 1, 7 παρ. 2, 106 παρ. 2
του Σ),
- άσεμνο ή δημοσία αιδώς (άρθρο 14 παρ. 3 του Σ),
- κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη (άρθρο 25 παρ. 4 του Σ),
- λαϊκό αίσθημα (άρθρο 41 παρ. 1) κλπ.
Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για σημασιολογήσεις με υποκειμενική υφή
και συχνά με "ιδεολογική" φόρτιση, που δεν έχουν αντικειμενικό αντίκρυσμα και δεν
είναι κατά τον ίδιο τρόπο αντιληπτές από τα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας.
Επιδέχονται, επομένως, παραλλάσσουσες ή και διαφορετικές ερμηνείες 23 . Γι' αυτό η
γενική γραμματική ερμηνεία των λέξεων δεν εξαντλεί την έρευνα του νοήματός
τους. 24
Οι ερμηνευτικές ιδιαιτερότητες του Συντάγματος, που καθιστούν δυσχερή ή
αδύνατη την αποκλειστική εφαρμογή της γραμματολογικής ερμηνείας
25
συνοψίζονται κατά τον Ε. Βενιζέλο σε τρεις: την ελλειπτικότητα, την αμφισημία
και την υπαινικτικότητα των διατυπώσεών του. Αυτές καθιστούν το έργο του
ερμηνευτή εξόχως δυσχερές αλλά και εξόχως διαπλαστικό, διότι ο ερμηνευτής
βρίσκεται ενώπιον εννοιών πολύσημων και αορίστων. Για τον ίδιο συγγραφέα οι
συνεπαγωγές των κλασσικών ερμηνευτικών μεθόδων μπορεί να είναι το ίδιο
αμφίδρομες, αμφίσημες και αντιφατικές, όσο και οι ίδιες οι συνταγματικές διατάξεις!!
Το γραμματικό υπόβαθρο των τελευταίων (δηλ. των συνταγματικών διατάξεων) δεν
ευνοεί τη δογματική ερμηνευτική προσέγγιση, καθότι οι κλασσικές μέθοδοι
ερμηνείας εκκινούν από τη γραμματική και καταλήγουν σε γραμματική ερμηνεία
!!! Η γραμματολογική ερμηνεία (όπως και οι άλλες ερμηνευτικές μέθοδοι) δεν
εξαρκούν, διότι δεν προσφέρουν ένα σχετικά ασφαλές κριτήριο επαλήθευσης -
διάψευσης των ερμηνευτικών προτάσεων. Για τον ίδιο συγγραφέα, τέλος, μόνη πηγή
της συνταγματικής θεωρίας δεν μπορεί να είναι το συνταγματικό κείμενο ως τέτοιο,

22
Κ. Τσάτσος, ο.π., σελ. 123 και 200
23
Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 1980, σελ. 199 - 200, στον οποίον
ανήκουν τα παραδείγματα των αξιολογικών εννοιών και των τεχνικών νομικών όρων του
Συντάγματος.
24
Βλ. συλλογικό τόμο "Η Ερμηνεία του Συντάγματος" (με κείμενα των Δ. Τσάτσου, Ε. Βενιζέλου, Κ.
Μαυριά, Κ. Χρυσόγονου κλπ.)Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1995, σελ. 31 - 32
25
Ε. Βενιζέλος, "Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητος των νόμων",Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ.63 - 64
14

αλλά το Σύνταγμα ως προϊόν της ιστορίας που απαντά στις ερμηνευτικές


προκλήσεις μιας συχνά απροσδόκητης πραγματικότητας .
Περαιτέρω, η γραμματολογική ερμηνεία δεν επαρκεί, όταν στο νομικό
κείμενο χρησιμοποιούνται όροι με ιδιάζον, συγκεκριμένο και προκαθορισμένο
εννοιολογικό περιεχόμενο (τεχνικοί νομικοί όροι - termini technici), το οποίο
διαφοροποιείται από την τρέχουσα σημασία τους, π.χ. η "συνάθροιση" προστατεύεται
από το άρθρο 11 του Σ, όχι όμως και η απλή "συγκέντρωση". Επίσης αυτό το
εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων μπορεί να είναι διαφορετικό στο Σύνταγμα απ'
ότι είναι σε άλλους κλάδους του δικαίου, π.χ. ο "όρος" κατοικία στο άρθρο 9 Σ έχει
ευρύτερο περιεχόμενο απ' ότι στο άρθρο 51 του ΑΚ. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί
πόσο κρίσιμη είναι η συναίνεση της κοινότητας των ειδικών επιστημόνων για το
περιεχόμενο των τεχνικών νομικών όρων 26 .
Η γραμματολογική ερμηνεία, επίσης, δεν αρκεί, όταν η διατύπωση είναι
ατελής ή ελαττωματική - και δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η κακή "νομοτεχνική"
διατύπωση - οπότε η ερμηνεία δυσχεραίνεται 27 . Αξίζει να αναφερθεί εδώ, ότι
αναπτύχθηκε και η Σχολή της Ελεύθερης Ερμηνείας του Δικαίου (Freie
Interpretation), η οποία στόχευε να επιλύσει συγκεκριμένα προβλήματα που δεν
έβρισκαν τη λύση τους (ή μάλλον την "επιεική" λύση τους) με την τυπολογική
προσέγγιση ενός νόμου που μπορεί να ήταν γραμματικά ασαφής ή ανεπαρκής 28 . Η
ερμηνευτική αυτή σχολή, που εμφανίσθηκε ως αντίδραση στην εννοιοκρατική
ερμηνεία, πρέσβευε ότι δεν μπορεί κανείς να βρει από το κείμενο του νόμου την
κατάλληλη διάταξη προς επίλυση μιας διαφοράς μετά λογικής βεβαιότητος. Η
ερμηνευτική αυτή σχολή έφτασε στο σημείο να αναγάγει σε ερμηνευτικό κριτήριο το
κοινό περί δικαίου συναίσθημα (gemeines Rechtsgefόhl), λόγος που κατά τη γνώμη
του Θ. Τσάτσου την καθιστά ανεφάρμοστη στο πεδίο του Συνταγματικού Δικαίου.
Ως την πιο σύγχρονη - κατά τη γνώμη μου - και εξελιγμένη μορφή της
γραμματολογικής ερμηνείας θεωρώ τη σημειολογική προσέγγιση του
Συντάγματος, που επιχειρείται από τον Ευάγγελο Βενιζέλο στο άρθρο του

26
Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003, σελ. 7, ο οποίος κάνει λόγο για
"τεχνικές έννοιες της νομικής ιδιολέκτου"
27
Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 1980, σελ. 199.
28
Ε. Βενιζέλος, "Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητος των νόμων",Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994, σελ.68, ο οποίος με τη σειρά του παραπέμπει
στον Κ. Τσάτσο, ο.π., σελ. 290 και στον Θ. Τσάτσο, ο.π., σελ.75 κ.ε., ο οποίος διατυπώνει αρνητικές
παρατηρήσεις (που αναφέρουμε και εμείς) για την εφαρμογή της θεωρίας της ελεύθερης ερμηνείας στο
χώρο του Συνταγματικού Δικαίου.
15

"Σημειολογικές Παρατηρήσεις πάνω στο Σύνταγμα του 1975", Αρμενόπουλος -


Επιστημονική Επετηρίδα του 1981, τ. 2, σελ. 135.
Αν και η σημειολογία δεν είναι επιστημονικός κλάδος, ωστόσο ορίζεται από
το συγγραφέα ως η επιστήμη των σημείων ή με άλλα λόγια η επιστήμη των
συστημάτων σημασίας. Σημείο είναι κάθε τι που έχει σημασία (π.χ. μια λέξη, ένα
σχήμα κλπ.) και αποτελείται από το σημαίνον και το σημαινόμενο. Σημαίνον είναι ο
φορέας της σημασίας π.χ. η λέξη Σύνταγμα, όπως λέγεται ή γράφεται, ενώ
σημαινόμενο είναι η έννοια που μεταφέρεται από το σημαίνον, η ουσία του π.χ. η
έννοια του Συντάγματος, δηλ. ενός συστήματος κανόνων δικαίου με τους οποίους
ρυθμίζεται κατά βάση η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Η
σημειολογία έχει σχέση με τα νομικά, καθότι τα τελευταία έχουν σχέση με τη
γλώσσα, η σημειολογία προέκυψε από τη μελέτη της γλώσσας και στην καθημερινή
λειτουργία της νομικής επιστήμης τα σημεία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα (π.χ. τα
σήματα της τροχαίας!). Το Σύνταγμα, πέραν της νομικής έννοιας που αναφέρθηκε,
δεν παύει να είναι: 1) ένα κείμενο, μια γλωσσική διατύπωση, εξοπλισμένη με τη
μεγαλύτερη δυνατή νομική ισχύ, 2) ένα κείμενο ιδιαίτερα πυκνό, γιατί είναι το πιο
γενικό και αφηρημένο από τα κείμενα της έννομης τάξης, του οποίου κάθε λέξη έχει
πάρα πολύ μεγάλο νομικό, κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό φορτίο.
Ο Αριστόβουλος Μάνεσης αναγνωρίζεται ως ο πρώτος εισηγητής της
σημειολογικής ερμηνείας του Συντάγματος. Χαρακτηριστικές φράσεις από το
εγχειρίδιό του (Συνταγματικό Δίκαιο Ι, 1980, σελ. 131 - 137) που συνηγορούν σε
αυτό είναι οι εξής: "Η ανάγνωση αυτών των κανόνων, που αποτελούν το αντικείμενο
της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου, φαίνεται να είναι η αφετηρία της εκάστοτε
επιστημονικής έρευνας. Για την κατανόησή τους όμως, επειδή ακριβώς αυτή
επηρεάζεται - διευκολύνεται ή δυσχεραίνεται - από τη διαμεσολάβηση της γλώσσας ως
'συστήματος σημείων', χρειάζεται ένα σύστημα επικοινωνίας: η ερμηνεία,
διερευνώντας με τις διάφορες μεθόδους της τις σχέσεις μεταξύ λέξεων και
καταστάσεων, επιδιώκει να συλλάβει το νόημα των συνταγματικών κανόνων, δηλ. τη
σχέση ανάμεσα στο 'σημαίνον' και το 'σημαινόμενο', η οποία υποδηλώνεται με τα
διάφορα επιμέρους στοιχεία του λόγου, τις γλωσσικές (ακουστικές ή οπτικές) εικόνες
του".
Διαφορές της γραμματολογικής ερμηνείας από τη σημειολογική προσέγγιση
του Συντάγματος είναι οι εξής: 1) η γραμματολογική ερμηνεία είναι αποσπασματική
16

(για κάποια ή κάποιες λέξεις του) χωρίς μια συνολική προσέγγιση του Συντάγματος
ως κειμένου, 2) η γραμματολογική ερμηνεία αρκείται συνήθως στην αναζήτηση του
νοήματος κάθε λέξης, εξισώνοντάς την με κάποιες άλλες που αποδίδουν σαφέστερα
το ίδιο νόημα, 3) η γραμματολογική ερμηνεία παραμερίζει το βαθύτερο πρόβλημα
της σχέσης της γλώσσας με το δίκαιο, θεωρώντας το ως πρόβλημα της φιλοφοφίας
του δικαίου.
Αυτή ακριβώς η διαπλοκή Συντάγματος και γλώσσας, ως κοινωνικού
φαινομένου, αναδεικνύεται μέσα από τη μελέτη του Ε. Βενιζέλου, που θεωρεί τη
γλώσσα ως εργαλείο του συντακτικού νομοθέτη, με το οποίο προδιαγράφει αυτός
τους πολιτικούς θεσμούς και τυποποιεί τα πολιτικά φαινόμενα.
Με τη σημειολογική ερμηνεία μπορεί να αντιληφθεί κανείς καλύτερα και το
νόημα της προμετωπίδος του Συντάγματος "Εις το όνομα της Αγίας και Ομουσίου και
Αδιαιρέτου Τριάδος". Η επίκληση της Αγίας Τριάδος μορφολογικά τονίζει τη
ιστορική, νομική και ιδεολογική συνέχεια των ελληνικών συνταγμάτων, ενώ η
διατύπωσή της στην αρχαϊζουσα παραπέμπει στην εκκλησιαστική παράδοση.
Οι όροι του Συντάγματος, πέραν του ακριβούς νομικού περιεχομένου τους,
έχουν και μια σ υ μ β ο λ ι κ ή διάσταση, καθότι είναι ιστορικά και
ιδεολογικοπολιτικά φορτισμένοι. Ο ίδιος ο όρος Σύνταγμα παραπέμπει σε ένα
σύστημα εγγυήσεων, σε ορισμένες βασικές ιστορικές κατακτήσεις σχετικές με τη
συγκρότηση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας, στη διεκδίκηση της εφαρμογής
των διατάξεών του.
Εκπληκτική είναι, τέλος, η επισήμανση της σ υ ν ε ι ρ μ ι κ ή ς δύναμης που
έχουν ορισμένες λέξεις του Συντάγματος. Αναφέρω ενδεικτικά:
"Κράτος" κρατώ, κρατικός, κραταιός κλπ. που παραπέμπει στον κρατικό
μηχανισμό
"Πολιτεία" πόλη, πολίτης κλπ., που παραπέμπει στη συνοχή του
κοινωνικού σχηματισμού, την οποία ακριβώς εγγυάται το κράτος. Με αυτόν τον
τρόπο, ίσως, εξηγείται καλύτερα και η εναλλαγή των όρων "κράτος" και "πολιτεία"
μέσα στο κείμενο του Συντάγματος, η οποία, διαφορετικά, φαντάζει για τους
θιασώτες του νομικού θετικισμού ως ακατάσχετος βερμπαλισμός...
17

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΕΙΝΑΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ Η


ΕΥΡΕΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ;
Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΚΡΙΤΙΚΗ

Όπως θα έγινε φανερό στο προηγούμενο κεφάλαιο, η γραμματολογική


ερμηνεία φαίνεται να έχει μάλλον περιορισμένη σημασία στις μέρες μας.
Σπανίως αρκεί από μόνη της για να μας δώσει το νόημα του εφαρμοστέου
κανόνα, όπως στις πιο κάτω περιπτώσεις:
- τις προθεσμίες, αν και εδώ γεννώνται σημαντικά ερμηνευτικά ζητήματα,
όπως λ.χ. η ημέρα έναρξης της προθεσμίας (ΣτΕ 2081/87) 29
- Στο 51 παρ. 1 του Σ. η γραμματική ερμηνεία είναι αρκετή, επειδή υπάρχει
καθολική συναίνεση για τη σημασία των λέξεων "διακόσιοι" και "τριακόσιοι"
(αναφέρονται και οι δύο λέξεις στον κατώτατο και ανώτατο επιτρεπτό αριθμό
βουλευτών) 30 . Γενικώς επί αριθμών που αναφέρονται σε πλειοψηφίες, απαρτίες,
ηλικίες, προθεσμίες η γραμματολογική ερμηνεία αρκεί από μόνη της.
- αντικείμενα της εξωτερικής εμπειρίας, όπως "η ελληνική επικράτεια" των
άρθρ. 5 παρ. 1 και 27 του Σ.
- ιδιότητες, όπως "πολίτης", "αλλοδαπός", "εκλογέας", "εκλόγιμος",
"Πρόεδρος της Δημοκρατίας", "υπουργός", "βουλευτής", "δικαστικός λειτουργός"
κλπ. 31
Είναι, όμως αλήθεια, τόσο περιορισμένη η ευρετική αξία της
γραμματολογικής ερμηνείας για το Συνταγματικό Δίκαιο, όπως δείχνουν τα ανωτέρω
παραδείγματα ;
Ο Π. Σούρλας 32 θέτει, πιστεύω, το ζήτημα στη σωστή του βάση, από πλευράς
γενικής θεωρίας του Δικαίου, συνοψίζοντας τη διόλου αξιοκαταφρόνητη σημασία της
γραμματολογικής ερμηνείας σε τρία σημεία:
1) Η γραμματολογική ερμηνεία συμβάλλει στη διαπίστωση ότι το κείμενο του
νόμου περιέχει κάποια ασάφεια (πολυσημία ή αόριστη λέξη)

29
Το παράδειγμα στον Δ. Τσάτσο. Βλ. συλλογικό τόμο "Η Ερμηνεία του Συντάγματος" (με κείμενα των
Δ. Τσάτσου, Ε. Βενιζέλου, Κ. Μαυριά, Κ. Χρυσόγονου κλπ.)Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1995, σελ. 32
30
Το παράδειγμα στον Κ. Χρυσόγονο, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003, σελ. 7
31
Τα παραδείγματα στον Α. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 1980, σελ. 199.
32
Π. Σούρλας, Justi atque injusti scientia, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα, 1995, σελ. 167 - 168.
18

2) Η γραμματολογική ερμηνεία μας βοηθάει στην αντιμετώπισή της με το να


μας παρέχει τα δυνατά νοήματα του νόμου, δηλ. τις εναλλακτικές ερμηνευτικές
εκδοχές από τις οποίες θα επιλεγεί η μία και η ορθή
3) Η γραμματολογική ερμηνεία χαράζει τα απώτατα όρια πέρα από τα οποία
δεν μπορεί να επεκταθεί η ερμηνεία του νόμου
Ως προς τα τελευταία δύο σημεία υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις, όπως
καταδείχθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο για την κριτική εναντίον της
γραμματολογικής ερμηνείας. Τίποτα όμως δεν μπορεί να κλονίσει, πιστεύω, τη
σημασία της πρώτης πρότασης.
Η αξία λοιπόν της γραμματολογικής ερμηνείας για το Συνταγματικό Δίκαιο
έγκειται στο ότι αναδεικνύει τις ασάφειες του Συντάγματος, ενόψει βέβαια και των
εκπλήξεων που μας επιφυλάσσει η εξελισσόμενη συνταγματικοπολιτική
πραγματικότητα. Αυτό θα καταφανεί από τα πιο κάτω παραδείγματα 33 :
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του Σ. "οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα
να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα" . Ήσυχα δεν σημαίνει ασφαλώς "μη
θορυβωδώς". Το Σ. δεν επιτρέπει μόνο τις "βουβές" συναθροίσεις. " Ήσυχη
συνάθροιση" είναι δηλ. μια ειρηνική συνάθροιση που δε διαταράσσει τη δημόσια
ασφάλεια ούτε εκτρέπεται σε βίαιη και στασιαστική. Αποδεχόμενοι την παραπάνω
έννοια της ήσυχης συνάθροισης δεν εξερχόμαστε από το γραμματολογικό νόημα της
λέξης.
Σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 του Σ. (προ της αναθεωρήσεως του
2001) "Αν ο Πρωθυπουργός παραιτηθεί ή εκλείψει, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
διορίζει Πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος
στο οποίο ανήκει". Στα μέσα Νοεμβρίου του 1995 ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας
Παπανδρέου εισήχθη στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, αδυνατώντας όχι
μόνο να ασκήσει τα καθήκοντά του επί δίμηνο αλλά ακόμη και να παραιτηθεί. Κατά
τη διάρκεια του διμήνου τον αναπληρούσε (81 παρ. 5 Σ σε συνδυασμό με το 12 Ν.
1558/1985 "Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα") ο πρώτος στην τάξη υπουργός
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Τελικώς ο Α. Παπανδρέου
υπέβαλε την παραίτησή του στις 15 Ιανουαρίου 1996. Η αναπλήρωση του
Πρωθυπουργού προβλέπεται στο Σ. ως προσωρινή. Παρουσιάστηκε τότε το εξής
19

πρόβλημα: πόσο χρόνο θα διαρκούσε η προσωρινή αναπλήρωση και από πότε και
μετά θα έπρεπε να διοριστεί νέος πρωθυπουργός ; Πολλοί υποστήριξαν τότε ότι το
ρήμα "εκλείπω" δε θα έπρεπε να ερμηνευθεί στενά ως "πεθαίνω" (που είναι και η
πραγματική σημασία της λέξεως, αν ανατρέξει κανείς στα λεξικά), αλλά ευρύτερα,
περιλαμβάνοντας στην έννοια του "εκλείπω" και την κάθε είδους οριστική αδυναμία
(όπως εδώ λόγω υγείας) του πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του. Πάντως
σε κανένα λεξικό δεν περιλαμβάνεται στις έννοιες του "εκλείπω" και η έννοια του
"αδυνατώ να ασκήσω τα καθήκοντά μου". Η αντίθετη άποψη υπερβαίνει το λεκτικό
νόημα της λέξης. Γι' αυτό και με την αναθεώρηση του 2001 η νέα διατύπωση του 38
παρ. 2 προσέθεσε στους λόγους αντικαταστάσεως του Πρωθυπουργού και την
αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων του για λόγους υγείας.
Το επόμενο ζήτημα δεν είναι γραμματικό αλλά συντακτικό. Σύμφωνα με
το άρθρο 37 παρ. 1 και 2 του Σ "1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον
Πρωθυπουργό και με πρότασή του διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης
και τους Υφυπουργούς. 2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος, το οποίο
διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δε διαθέτει
την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του
κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία τη διερευνητική εντολή για να
διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την
εμπιστοσύνη της Βουλής..." Δημιουργείται το εξής θέμα: π ο ι ο ς διακριβώνει τη
δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης ; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο αρχηγός
του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία των εδρών ; Δημιουργείται δηλ.
πρόβλημα, γιατί δεν αναφέρεται το υποκείμενο του ρήματος "διακριβωθεί" που είναι
σε υποτακτική παθητικής φωνής. Το παράδειγμα είναι πραγματικό και απασχόλησε
τη συνταγματική επιστήμη κατά την περίοδο των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου
1989. Πάντως μόνη της η γραμματολογική ερμηνεία δεν έλυσε το πρόβλημα. Ωστόσο
το εντόπισε !
Στην ως άνω διάταξη του 37 παρ. 1 ερωτάται τι είδους "πρόταση" εννοεί
ο συντακτικός νομοθέτης; Είναι δεσμευτική ή απλώς συμβουλευτική για τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας ; Ο όρος πρόταση είναι τεχνικός νομικός όρος (terminus
technicus). Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Διοικητικού Δικαίου, που μπορεί να

33
Τα παραδείγματα ανήκουν στο Φ. Σπυρόπουλο, "Η ερμηνεία του Συντάγματος - Εφαρμογή ή
υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του Δικαίου;", Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999, σελ. 52 -
57
20

μεταφερθεί αυτούσια και στο χώρο του συνταγματικού δικαίου, η πρόταση έχει τον
ίδιο χαρακτήρα με τη "σύμφωνη γνώμη", διαφέρει βέβαια από αυτήν, καθότι στην
πρόταση την πρωτοβουλία την έχει το προτείνον όργανο (και όχι το αποφασίζον),
ενώ στη σύμφωνη γνώμη την πρωτοβουλία υποβολής του ερωτήματος την έχει το
αποφασίζον όργανο. Κι εδώ η γραμματική ερμηνεία δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά το
εντόπισε.
Ακόμα και η στίξη παίζει ρόλο στη γραμματική ερμηνεία, ακόμα και ο
συμπλεκτικός σύνδεσμος "και". Παραδείγματος χάριν στο άρθρο 20 του Σ ορίζεται
ότι "1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια
και μπορεί να αναπτύσσει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά
του, όπως νόμος ορίζει. 2.Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του
ενδιαφερομένου ισχύει κ α ι για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται εις
βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του." Ένα απλό κ α ι αρκεί να υποβάλει την
άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης στη διοίκηση υπό τις
ειδικότερες ρυθμίσεις του κοινού νόμου, επεκτείνοντας την επιφύλαξη νόμου της
πρώτης παραγράφου ("όπως νόμος ορίζει") και στη δεύτερη παράγραφο. Στο
παράδειγμα αυτό συνδυάσθηκε μεν η γραμματολογική ερμηνεία με τη συστηματική,
ωστόσο η γραμματολογική ερμηνεία εντόπισε το πρόβλημα.
Κατά το άρθρο 41 παρ. 2 Σ "Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη
Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση
της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας".
Κατά απλή λεκτική γραμματολογική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης η Κυβέρνηση
αρκεί να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, για να ζητήσει τη
δημοψηφισματική διάλυση της Βουλής. Ωστόσο σύμφωνα με το αντικειμενικό νόημα
της διατάξεως η Κυβέρνηση πρέπει να διαθέτει την πλειοψηφία τη στιγμή που ζητάει
τη διάλυση 34 .
Κατά την παραδοσιακή διδασκαλία ο όρος "ιδιοκτησία" περιλαμβάνει
μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα. Η σύγχρονη διδασκαλία, όμως, δέχεται ότι στην
έννοια της ιδιοκτησίας του 17 Σ περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα κλπ.,
αντιλαμβάνεται δηλ. με ευρύτητα την έννοια της ιδιοκτησίας. Ούτως η άλλως και το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπάγει στο αντίστοιχο

34
Το παράδειγμα αυτό, όπως και τα επόμενα που ακολουθούν, ανήκουν στον Α. Δημητρόπουλο,
Γενική Συνταγματική Θεωρία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2005, σελ. 29 κ.ε.
21

άρθρο 1 παρ. 1 του Α΄ Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τα ενοχικά


δικαιώματα, αξιώσεις κλπ.
Η ετυμολογική ανάλυση του όρου "δεδηλωμένη" βοηθαέι πολύ στην
κατανόηση της έννοιας. Ο όρος "δεδηλωμένη" είναι μετοχή παθητικού παρακειμένου
του ρήματος δηλόω/-ώ και βρίσκεται στο θηλυκό γένος, διότι προσδιορίζει την
εμπιστοσύνη της Βουλής που πρέπει να απολαμβάνει κάθε Κυβέρνηση που ανέρχεται
στην εξουσία. Η εμπιστοσύνη πρέπει να έχει δηλωθεί στο Κοινοβούλιο, προκειμένου
να αποφευχθεί ο διορισμός κυβερνήσεων ασύγγνωστης μειοψηφίας.
Τέλος ας σημειωθεί ότι η μεταφορά του Συντάγματος στη Δημοτική δε
δημιούργησε σε γενικές γραμμές σημαντικά ερμηνευτικά προβλήματα, παρόλο που
τα κείμενα παρουσιάζουν μεταξύ τους σημαντικές διαφορές (π.χ. το κείμενο στη
δημοτική έχει πολλές άνω τελείες, ενώ οι περισσότερες μετοχές του κειμένου της
καθαρεύουσας έχουν μετατραπεί σε δευτερεύουσες προτάσεις). Το Β΄ Ψήφισμα της
14 Μαρτίου 1986 ανέφερε ρητά ότι: 1) το κείμενο της δημοτικής είναι ισχύον και 2)
σε περίπτωση διάστασης των δύο συνταγματικών κειμένων επικρατεί το αρχικό
κείμενο της καθαρεύουσας 35 .

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το κυριότερο συμπέρασμα της παρούσας μελέτης είναι ότι δεν πρέπει σε


καμιά περίπτωση να υποτιμάται η αξία της γραμματολογικής ερμηνείας. Όλα τα
ερμηνευτικά μέσα της παραδοσιακής διδασκαλίας του Savigny πρέπει να
συλλειτουργούν και να μην αποκλείει το ένα το άλλο ("muessen sich einander nicht
ausschliessen" κατά την προσφυή διατύπωση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού
δικαστηρίου της Γερμανίας - Bundesverfassungsgericht).
Η γραμματολογική ερμηνεία μπορεί να μην είναι η αρχή που ισοδυναμεί με το
ήμισυ του παντός, αλλά παραμένει ένα σημαντικό πρώτο στάδιο στην ερμηνεία. Δεν
μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το είδος αυτό της ερμηνείας αναδεικνύει πραγματικά τα
προβλήματα, τις ασάφειες του νόμου. Η σύγχρονη άποψη της γραμματολογικής

35
Για το θέμα της μεταφοράς του Συντάγματος από την καθαρεύουσα στη Δημοτική βλ. Ε. Βενιζέλο,
Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1991, σελ. 75 - 79 και Αθ. Γ.
Ράικο, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α΄, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1989 σελ. 73 - 85, ο οποίος αναφέρει ότι η
διαδικασία της μεταφοράς του Συντάγματος στη δημοτική αντέκειτο στο άρθρο 110 παρ. 2, διότι δεν
ανεφέρετο μεταξύ των θεμάτων της αναθεωρήσεως μέσα στην απόφαση περί ανθεωρήσεως. Ο δε Ε.
Βενιζέλος θεωρεί ότι το θέμα μπορούσε να διευθετηθεί και με κοινό νόμο.
22

ερμηνείας δεν πρεσβεύει το λατινικό "de claris non fit interpretatio", γιατί η
διαπίστωση της σαφηνείας του νόμου ήταν ένα πρώτο βήμα ερμηνείας, στο οποίο δεν
θα πρέπει να αρκεσθούμε καθόλου!
Τέλος η γραμματολογική ερμηνεια είναι μια πρώτη αλλά σημαντική
προσέγγιση του κειμένου, που πρέπει να αποτελεί τον οδηγό της ερμηνείας, έναν από
τους θεμέλιους λίθους του ερμηνευτικού οικοδομήματος...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Ε. Βενιζέλος Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητος των νόμων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994
2) Ε. Βενιζέλος, "Σημειολογικές Παρατηρήσεις πάνω στο Σύνταγμα του 1975",
Αρμενόπουλος, Επιστημονική Επετηρίδα του 1981, τ. 2, σελ. 135 κ.ε.
3) Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Παρατηρητής,
Θεσ/νίκη 1991
4) Α. Δημητρόπουλος, Γενική Συνταγματική Θεωρία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,
2005
5) Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 1980
6) Αθ. Γ. Ράικος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α΄, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1989
7) Π. Σούρλας, Justi atque injusti scientia, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου,
Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1995
8) Π. Σούρλας, "Κείμενο του Νομου και Γραμματική Ερμηνεία" σε Τιμ. Τόμο Ανδρέα
Γαζή, Αθήνα, 1994, σ. 627 - 669
9) Φ. Σπυρόπουλος, Η ερμηνεία του Συντάγματος - Εφαρμογή ή υπέρβαση της
παραδοσιακής μεθοδολογίας του Δικαίου; Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999
10) Κ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων (Εισαγωγή στη Μεθοδολογία
του Δικαίου), Ε΄ Έκδοση, Σάκκουλας 2002
23

11) Συλλογικός τόμος "Η Ερμηνεία του Συντάγματος" (με κείμενα των Δ. Τσάτσου, Ε.
Βενιζέλου, Κ. Μαυριά, Κ. Χρυσόγονου κλπ . - Επιμέλεια Δ. Τσάτσου) Εκδόσεις Αντ.
Ν. Σάκκουλα, 1995
12) Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου - Φυτράκη, Δ΄ Έκδοση, 1991
13) Σπ. Τρωιάνος, Ι. Βελισσαροπούλου - Καράκωστα, Ιστορία Δικαίου, Εκδόσεις
Αντ. Ν. Σάκκουλα
14) Κ. Τσάτσος, Το Πρόβλημα της Ερμηνείας του Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1978
15) Θ. Τσάτσος, Το πρόβλημα της Ερμηνείας εν τω Συνταγματικώ Δικαίω, Αθήναι
1970
16) Θ. Φλογαϊτης, Εγχειρίδιον Συνταγματικού Δικαίου, Αθήναι, Τυπογραφείον
Παλιγγενεσίας, 1895, Ανατύπωση από τις Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1987
17) Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003

You might also like