Professional Documents
Culture Documents
ΑΡΘΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΑΡΘΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΠΕΡΒΟΥ∗
Υπ. ∆ιδ. ∆ιεθνούς ∆ικαίου ΑΠΘ, Μ∆Ε (∆ΠΘ),
MBA (ACT), LLM (Cantab)
∗
Η παρούσα συµβολή αποτελεί επεξεργασµένη και συντοµευµένη εκδοχή διπλωµατικής
εργασίας της γράφουσας που υποβλήθηκε στο πλαίσιο του ΠΜΣ ∆ηµόσιου ∆ικαίου και
Πολιτικής Επιστήµης του ∆ηµοκριτείου Πανεπιστηµίου Θράκης.
6
∆ΗΜΗΤΡΑ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΑ-ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ & ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΟΥΤΟΥΠΑ-ΡΕΓΚΑΚΟΥ, Εµ-
βάθυνση ∆ηµοσίου ∆ικαίου, Ειδικά Θέµατα ∆ιοικητικού ∆ικαίου (Αθήνα – Θεσσαλονίκη:
Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005), 34.
7
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝ. ∆ΕΤΣΑΡΙ∆ΗΣ, Οι αρχές της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης και της καλής
πίστης στο διοικητικό δίκαιο, ό.π., 20.
8
ΕΠΑΜΕΙΝΩΝ∆ΑΣ Π. ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Εγχειρίδιο ∆ιοικητικού ∆ικαίου, ό.π., 68.
9
∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΡΣΟΣ, ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος (4η έκδ. ενηµερωµένη-
συµπληρωµένη από Μ.-Ε. Κόρσου-Παναγοπούλου, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκ-
κουλα, 2013), 214.
10
ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΣ Γ. ΛΙΤΖΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η νοµολογία ως παράγων διαπλάσεως του ιδιωτικού
δικαίου, Σύγχρονος επιστήµη και ελληνική δικαστηριακή πρακτική (Αθήνα – Κοµοτηνή: Εκ-
δόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000), 10. O Cormenin επισηµαίνει στα 1840, οπότε και το διοι-
κητικό δίκαιο δεν είχε καταλάβει τη σηµερινή του έκταση στη γαλλική δικαιοταξία, ότι «la
jurisprudence est une seconde législation; elle est mȇme quelquefois toute la législation». M.
e
DE CORMENIN, Droit Administratif, t 1 (5 éd. revue et augmentée, Paris: Pagnerre, 1840),
XXVII.
11
ΜΙΧ. ∆. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Μαθήµατα ∆ιοικητικού ∆ικαίου, ό.π., 114, 116, ∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΚΟΡΣΟΣ, ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, ό.π., 214.
του κράτους δικαίου και δεν πρόκειται για επιχρίσματα στην ελλιπή κωδι-
κοποίηση του διοικητικού δικαίου.
Η πορεία της αρχής της χρηστής διοίκησης συνυφαίνεται ιστορικά με
την αποσύνδεση του θεσμού του κράτους από το πρόσωπο του ηγεμόνα
και την εξασθένηση της απολυταρχικής οργάνωσής του.12 Η ηθική υπο-
χρέωση του ηγεμόνα να φροντίζει για την ευημερία των υπηκόων του, με-
ταστοιχειώθηκε μερικώς στην αρχή της χρηστής διοίκησης σε ένα κράτος
δικαίου.13 Η χρηστή διοίκηση αποτελεί αντιστάθμισμα και απαραίτητο
ζεύγμα της αρχής της νομιμότητας, καθώς προσδίδει την απαραίτητη ευε-
λιξία στην άκαμπτη αρχή της νομιμότητας. Με άλλα λόγια, μέσω της χρη-
στής διοίκησης η διοίκηση, κινούμενη εντός των ορίων νομιμότητας, οφεί-
λει να προτάσσει την πλέον συμφέρουσα λύση για το διοικούμενο.14 Πιο
συγκεκριμένα, η αρχή της χρηστής διοίκησης «επιβάλλει στα διοικητικά όρ-
γανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου
που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να απο-
φεύγονται οι ανεπιεικείς και απλώς δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές και
να επιδιώκεται η προσαρμογή των κανόνων δικαίου προς τις επικρατούσες
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και απαιτήσεις»· συνεπώς, αποτελεί
αποφασιστικό κριτήριο στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης,
καθορίζοντας τα άκρα νόμιμα όρια της αρμοδιότητάς της.15 Με δεδομένο
ότι η εφαρμογή της αρχής προϋποθέτει τη διακριτική ευχέρεια της διοίκη-
σης και επαφίεται εν πολλοίς στην ελεύθερη, και άρα υποκειμενική, εκτίμη-
ση του οργάνου της διοίκησης, το εύρος της περιστέλλεται, στοιχείο που
συντείνει στο χαρακτηρισμό της αρχής ως νομοθετικού -και όχι συνταγμα-
τικού- επιπέδου.16
12
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ κ.ά., ∆ιοικητικό ∆ίκαιο (β΄ έκδ., Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδό-
σεις Σάκκουλα, 2010), 3.
13
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝ. ∆ΕΤΣΑΡΙ∆ΗΣ, Οι αρχές της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης και της καλής
πίστης στο διοικητικό δίκαιο, ό.π., 47. Έτσι και ∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΡΑΙΚΟΣ, ∆ηµόσια ∆ιοίκηση και
∆ιαφθορά, Από τη σκοπιά του ∆ιοικητικού ∆ικαίου (Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκ-
κουλα, 2006), 316-317.
14
ΜΑΓ∆ΑΛΗΝΗ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙ∆ΟΥ, «Η Εφαρµογή της Αρχής της
«Χρηστής ∆ιοικήσεως» στο Φορολογικό ∆ίκαιο», ό.π., 617.
15
ΕΠΑΜΕΙΝΩΝ∆ΑΣ Π. ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Εγχειρίδιο ∆ιοικητικού ∆ικαίου, ό.π., 96, 156.
16
Α. Ι. ΤΑΧΟΣ, Ελληνικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο (8η έκδ., Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις
Σάκκουλα, 2005), 121. Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3064/2012 και ∆ΕφΑθ 194/2013 και προς την
αντίθετη κατεύθυνση ΣτΕ 747/1965, 493/1970.
17
S. A. DE SMITH, “Judicial Review and Administrative Discretionary Powers”,
TheModernLR 35 (1972), 418, DAVID DYZENHAUS, “The Rule of (Administrative) Law in
International Law”, Law&ContempProbs 68 (2004-2005), 139, Anisminic Ltd v Foreign
Compensation Commission [1969] 2 AC 147, [1969] 2 WLR 163, RALPH F. FUCHS, “Con-
cepts and Policies in Anglo-American Administrative Law Theory”, TheYaleLJ 47 (1938),
546, ALFRED C. AMAN, JR, “Administrative Equity: An Analysis of Exceptions to Adminis-
trative Rules”, DukeLJ Thirteenth Annual Administrative Law Issue, 1982, 280.
18
Η δυσκολία διατύπωσης ενός περιεκτικού και εναργή ορισµού για τη «χρηστή διοίκη-
ση» απασχολεί και τη γαλλική θεωρία, σύµφωνα την οποία «[l]a «bonne administration» est
souvent évoquée, mais rarement definie, [elle] est alors souvent considérée comme
indéfinissable». RHITA BOUSTA, Essai sur la notion de bonne administration en droit public
(Paris: Harmattan, 2010), 24.
19
∆ΗΜΗΤΡΑ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΑ-ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ & ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΟΥΤΟΥΠΑ-ΡΕΓΚΑΚΟΥ, Εµ-
βάθυνση ∆ηµοσίου ∆ικαίου, ό.π., 41.
20
ΜΑΓ∆ΑΛΗΝΗ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙ∆ΟΥ, «Η Εφαρµογή της Αρχής της
«Χρηστής ∆ιοικήσεως» στο Φορολογικό ∆ίκαιο», ό.π., 617.
21
ΒΑΣΙΛΙΚΗ Ε. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Η αρχή της καλής διοίκησης στο ευρωπαϊκό διοικητικό δί-
καιο», Εφηµ∆∆ (2008), 279.
22
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝ. ∆ΕΤΣΑΡΙ∆ΗΣ, Οι αρχές της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης και της καλής
πίστης στο διοικητικό δίκαιο, ό.π., 47.
23
∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ, Κώδικας ∆ιοικητικής Ηθικής και ∆εοντολογίας, άρθρο 3
<http://www.dee.gr/contents.asp?id=69&category=17>.
24
ΑΝ∆ΡΟΜΑΧΗ Γ. ΜΑΚΡΑΝΤΩΝΑΤΟΥ-ΣΚΑΛΤΣΑ, Γενικές αρχές στη Νοµολογία του ΣτΕ
και του ∆ΕΚ (Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007), 47-48.
25
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ε. ΓΩΓΟΣ, Κανόνες ∆εοντολογίας της ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης (Αθήνα –
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2000), 62, 66.
26
Βλ. ενδεικτικά ∆Εφ Αθ 230/2012, σκ. 5.
27
Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2563/2011.
28
Βλ. ΜΠρ Ξανθ 9/2014, σκ. 4.
29
ΣτΕ 310/2014, σκ. 5. Οµοίως και ΣτΕ 3523/2012, σκ. 6, ΣτΕ 3836/2012, σκ. 7.
30
ΣτΕ 3895/2012, σκ. 6. Οµοίως και ∆ΕφΘεσσ 209/2013, σκ. 8, ∆ΕφΑθ 505/2013, σκ.
6.
31
ΣτΕ 110/2010, 823/2010, 2067/2004, 13/2003, 1072/2003 και ∆ΕφΑθ 3/2012, σκ. 10.
32
ΣτΕ 2970/2013, σκ. 6.
33
ΣτΕ 1150/2010. Οµοίως και ΣτΕ 823/2010, 1798/2012, ∆ΕφΑθ 302/2013, σκ. 5.
Περαιτέρω, το ΣτΕ δέχεται πάγια ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης είναι
γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, για την
προστασία του ασφαλιστικού δεσμού.34 Έτσι, έχει κριθεί ότι η αναζήτηση
από τον ασφαλιστικό οργανισμό αχρεωστήτως καταβληθεισών περιοδικών
ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την εί-
σπραξή τους αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης, εκτός εάν ο α-
σφαλισμένος τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο.35 Κατά τον ίδιο
τρόπο, η αρχή της χρηστής διοίκησης απαγορεύει τον εκ των υστέρων κα-
ταλογισμό εισφορών σε βάρος εργοδότη, για το χρονικό διάστημα για το
οποίο δημιουργήθηκε σε αυτόν η δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν όφειλε
άλλες από τις καταβληθείσες εισφορές. Η αναζήτηση και καταβολή των
επιπλέον εισφορών από τον ασφαλιστικό οργανισμό θέτει σε κίνδυνο την
οικονομική σταθερότητα του εργοδότη που ενεργούσε καλόπιστα.36
Συναφώς, το ΣτΕ έχει θεσπίσει τρία κριτήρια που πρέπει να συντρέχουν
ώστε η αναδρομική επιβάρυνση ασφαλισμένου να μην παραβιάζει την αρ-
χή της χρηστής διοίκησης: πρώτον, να υφίσταται εύλογη, σταθερή και μα-
κρά πεποίθηση του ασφαλισμένου ότι δεν οφείλει τις εισφορές· δεύτερον, η
πεποίθηση αυτή πρέπει να θεμελιώνεται σε θετικές ενέργειες των ασφαλι-
στικών οργάνων, και τρίτον, να υφίσταται κίνδυνος οικονομικού κλονι-
σμού ή ζημίας του ασφαλισμένου.37 Το Ελεγκτικό Συνέδριο (εφεξής ΕΣ)
υιοθετεί και εξειδικεύει τις ίδιες προϋποθέσεις. Έχει αποφανθεί σχετικά ότι
η αναδρομική αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό αχρεωστήτως
καταβληθεισών εισφορών αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης σε
περίπτωση που δημιουργούνται απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες με
άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του ίδιου του ασφαλισμένου
και της οικογένειάς του.38 Η αντιμετώπιση των δύο δικαστηρίων διαφέρει
ελαφρώς, λαμβάνοντας υπόψη ότι για το ΣτΕ αρκεί ο κίνδυνος οικονομικού
κλονισμού ή ζημίας, ενώ για το ΕΣ δεν αρκεί η διακινδύνευση, αλλά απαι-
τείται η «άμεση δυσμενής επίδραση» στην οικονομική κατάσταση του α-
σφαλισμένου, όριο εμφανώς αυστηρότερο.
34
∆Εφ Λαρ 27/2012, σκ. 5.
35
ΣτΕ 2533/2013, σκ. 3. Οµοίως ΣτΕ 4064/2013, 819/2007, 2010/2006, 3687/2005,
∆ΠρΠειρ 47/2009. Βλ. και ∆ΠρΑθ 4554/2014, σκ. 4.
36
ΣτΕ 232/2012, σκ. 4. Οµοίως ΣτΕ 1479/1995, 4227/1998, 1345/2008.
37
ΣτΕ 578/2013, σκ. 6, βλ. και ΣτΕ 1760/2012, σκ. 4.
38
ΕΣ 2457/2012, σκ. 5. Οµοίως και ΕΣ 1428/2005, 1489/2000.
Επιπλέον, επίκληση της αρχής της χρηστής διοίκησης στο πεδίο της κοι-
νωνικής ασφάλισης γίνεται και κατά το στάδιο της διοικητικής εκτέλεσης.
Το ΣτΕ έχει κρίνει ότι τα μέτρα διοικητικής εκτέλεσης που λαμβάνονται κα-
τά την ελεύθερη εκτίμηση του αρμόδιου οργάνου (εν προκειμένω του διευ-
θυντή ασφαλιστικού οργανισμού) οφείλουν να μην παραβιάζουν την αρχή
της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας. Συνεπώς, η διοίκηση πρέ-
πει «να απέχει από τη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης τα οποία δεν
είναι αναγκαία ούτε κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού της είσπρα-
ξης των εσόδων».39 Στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, η αρχή λει-
τουργεί ως ασπίδα ασφαλείας υπέρ του ασφαλισμένου και έκφραση κοι-
νωνικής επιείκειας, προκειμένου να διαφυλαχθεί το αίσθημα εμπιστοσύνης
που διέπει τον ασφαλιστικό δεσμό.
Τέλος, η χρηστή διοίκηση λειτουργεί καταλυτικά και στο πεδίο ανάκλη-
σης ατομικών διοικητικών πράξεων και πράξεων γενικού περιεχομένου,
καθόσον ο ακυρωτικός δικαστής δέχεται πάγια ότι η διοίκηση έχει καταρ-
χήν διακριτική ευχέρεια να ανακαλεί παράνομες ατομικές διοικητικές πρά-
ξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής τους, και όχι
υποχρέωση ανάκλησης. Άμεσο αποτέλεσμα της παραπάνω αρχής είναι ότι
η άρνηση ανάκλησης από τη διοίκηση δεν συνιστά παράλειψη νόμιμης ο-
φειλόμενης ενέργειας.40 Βέβαια, η παραπάνω αρχή δεν είναι απόλυτη και
γνωρίζει εξαιρέσεις και περιορισμούς. Σημαντική απόφαση που καταδει-
κνύει την ανάγκη ορθής αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών από
τη διοίκηση και απορρίπτει την απαρέγκλιτη προσήλωση στο γράμμα του
νόμου, είναι η ΣτΕ 3977/2010. Σε αυτή την υπόθεση, το ΣτΕ έκρινε πως σε
περίπτωση ρύπανσης και υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος η διοί-
κηση έχει δέσμια υποχρέωση επιβολής κυρώσεων στους παραβάτες. Λαμ-
βάνοντας υπόψη ότι η επιβολή προστίμων στην υπό εξέταση περίπτωση
δεν στάθηκε ικανό μέτρο για το σεβασμό των περιβαλλοντικών όρων, απε-
φάνθη ότι η διοίκηση δεν αξιολόγησε ορθά τα πραγματικά στοιχεία και ό-
φειλε να επιβάλει προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας της εργοστα-
σιακής μονάδας.41 Το σκεπτικό του ακυρωτικού δικαστή, σε συνδυασμό με
το γενικό αξίωμα ότι χρηστή διοίκηση και διακριτική ευχέρεια είναι έννοιες
αλληλένδετες, οδηγεί σε πρώτη ανάγνωση στο συμπέρασμα ότι οι παρα-
πάνω αρχές κάμπτονται σε περίπτωση υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος
39
ΣτΕ 848/2012, σκ. 3, ΣτΕ 849/2012, ∆Εφ Αθ 105/2012, σκ. 4-7.
40
ΣτΕ 3065/1991.
41
ΣτΕ 3977/2010, σκ. 12.
42
C-50/12 P, Kendrion κατά Επιτροπής (26.11.2013), C-40/12 P, Gascogne Sack
Deutschland GmbH κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (26.11.2013), C-433/10 P, Mauerhofer
κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (31.03.2011) Συλλ. Ι-00048, C-85/09 P, Portela κατά Επιτρο-
πής (29.10.2009) Συλλ. Ι-00178, C-580/08 P, Srinivasan κατά ∆ιαµεσολαβητή (25.06.2009)
Συλλ. Ι-00110, C-114/08 P(R), Pellegrini κατά Επιτροπής (17.07.2008) Συλλ. Ι-00117, C-
47/07 P, Masdar (UK) κατά Επιτροπής (16.12.2008) Συλλ. Ι-09761.
43
Η ανάγκη θέσπισης ενός δεσµευτικού κειµένου για την προστασία των ανθρώπινων
δικαιωµάτων στην ευρωπαϊκή έννοµη τάξη έγινε σταδιακά ορατή κατά την πορεία της ευ-
ρωπαϊκής ενοποίησης. Ο Χάρτης εντάχθηκε σε µια quid pro quo λογική, όπου η προστασία
θεµελιωδών δικαιωµάτων ήταν το απαραίτητο αντάλλαγµα για τη νοµιµοποίηση των συνε-
χώς αυξανόµενων εξουσιών που αναλάµβανε η ΕΕ. PAUL CRAIG, EU Administrative Law
(Oxford: OUP, 2006), 492, BRUNO DE WITTE, “The Legal Status of the Charter: Vital Ques-
tion or Non-Issue?” MaastrichtJEur&CompL 8 (2001), 82.
ρωπαίων πολιτών στην ανάδειξη των μελών των οργάνων της ΕΕ (πολιτι-
κά δικαιώματα) και δεύτερον, από τα δικαιώματα που απορρέουν από την
ιδιότητά τους ως πολιτών της Ένωσης (πολιτότητα).44 Τα μεν ρυθμίζουν τη
συμμετοχή του ατόμου στη διαδικασία δημοκρατικού ελέγχου της ΕΕ και
τα δε εξασφαλίζουν τον έλεγχο της διοικητικής λειτουργίας.45 Σε αυτό το
πλαίσιο, η απόλαυση του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση εξαρτάται από
την πολιτότητα, ακριβώς επειδή βασική μέριμνα των συντακτών του Χάρτη
ήταν η εμπέδωση της αντίληψης ότι η ΕΕ είναι μια κοινότητα δικαίου, υπο-
κείμενη στην αρχή του κράτους δικαίου.46
Η πολιτότητα δηλώνει τον άμεσο νομικό δεσμό μεταξύ του πολίτη κρά-
τους μέλους και της ΕΕ δημιουργώντας το status civis europeus sum,47 αλλά
ταυτόχρονα περιορίζει ratione personae το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω
διατάξεων. Ωστόσο, το άρθρο 41 αποτελεί την εξαίρεση στις διατάξεις της
πέμπτης ενότητας του ΧΘ∆ΕΕ, που παρέχουν δικαιώματα μόνο στους πο-
λίτες της Ένωσης, καθώς αφορά σε «κάθε πρόσωπο». Συνακόλουθα, γίνε-
ται δεκτό ότι κάθε φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στο έδαφος της ΕΕ, α-
νεξάρτητα από την ιθαγένειά του ή τη νόμιμη ή μη παραμονή του, υπάγεται
εν δυνάμει στο κανονιστικό πεδίο της διάταξης. Αντίστοιχα, κάθε νομικό
πρόσωπο που εδρεύει στη ΕΕ ή αναπτύσσει δραστηριότητα σε αυτήν, ε-
μπίπτει στο ρυθμιστικό πλαίσιο του άρθρου 41.48
Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στη χρηστή διοί-
κηση ratione materiae, το άρθρο 41 § 1 προβλέπει ότι η αμερόληπτη, δίκαιη
και σε εύλογο χρόνο εξέταση των υποθέσεων κάθε ατόμου αφορά στα όρ-
44
Ο όρος πολιτότητα προσδιορίζει την απόλαυση των δικαιωµάτων και την ύπαρξη α-
ντίστοιχων υποχρεώσεων σε µια δικαιοταξία και είναι ευρύτερος του όρου ιθαγένεια που
σηµαίνει το νοµικό δεσµό µεταξύ ατόµου και κράτους. Για το λόγο αυτό, ο γαλλικός όρος
citoyenneté δεν αποδίδεται κλασικά ως ιθαγένεια, αλλά ως πολιτότητα.
45
MARC FALLON, “Les droits fondamentaux liés à la citoyenneté de l’ union européenne,
sous les regards croisés du traité c.e. el de la charte” στο JEAN-YVES CARLIER & OLIVIER DE
SCHUTTER (επιµ.), La Charte des droits fondamentaux de l’ Union européenne, Son apport à
la protection des droits de l’ homme en Europe (Bruxelles: Bruylant, 2002), 151.
46
Επεξηγήσεις σχετικά µε τον Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων (2007/C 303/02).
47
ANGELA WARD, “Access to Justice” στο STEVE PEERS & ANGELA WARD (επιµ.), The
EU charter of fundamental rights, politics, law and policy (Oxford & Portland: Hart, 2004),
125-126.
48
ΣΟΦΙΑ ΚΟΥΚΟΥΛΗ-ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, «Χάρτης Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της ΕΕ:
πεδίο εφαρµογής και ελληνική νοµολογία (µε αφορµή τη ∆ΕΕ 26.2.2013, C-617/10, Aker-
berg Fransson)», ΘΠ∆∆ 2013, 179.
49
ΠΑΥΛΟΣ-ΜΙΧΑΗΛ Ε. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, «Το θεµελιώδες ευρωπαϊκό δικαίωµα χρηστής διοί-
κησης» στο Τόµος Τιµητικός του Συµβουλίου της Επικρατείας, 75 Χρόνια (Αθήνα – Θεσσα-
λονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα), 1276-1277.
50
C-349/07, Sopropé (18.12.2008) Συλλ. Ι-10369, σκ. 35-38.
51
ΕΥΓΕΝΙΑ Β. ΠΡΕΒΕ∆ΟΥΡΟΥ, Η Επιρροή του Ευρωπαϊκού ∆ικαίου στη ∆ίκη Ενώπιον του
Συµβουλίου της Επικρατείας (Αθήνα: Νοµική Βιβλιοθήκη, 2012), 24.
52
MARC FALLON, “Les droits fondamentaux liés à la citoyenneté…”, ό.π., 155.
53
ΕΥΓΕΝΙΑ Β. ΠΡΕΒΕ∆ΟΥΡΟΥ, Η Επιρροή του Ευρωπαϊκού ∆ικαίου…, ό.π., 11.
54
ΛΙΝΑ ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΥ, Εθνικό Σύνταγµα και Κοινοτικό ∆ίκαιο: Το Ζήτηµα της ‘Υπε-
ροχής’ (Αθήνα – Κοµοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2009), 598.
55
KAREL VASAK, ‘A 30-Year Struggle: The Sustained Efforts to Give Force of Law to
the Universal Declaration of Human Rights’ UNESCO Courier 30 (1977), 29.
56
ERHARD DENNINGER, “Government Assistance in the Exercise of Basic Rights” Ger-
manLJ 12 (2011), 430, 446.
57
ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ Ι. ΜΑΝΕΣΗΣ, Συνταγµατικά ∆ικαιώµατα, Α΄ Ατοµικές Ελευθερίες (δ΄
έκδ., Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, 1982), 35-38.
58
KLARA KANSKA, “Towards Administrative Human Rights in the EU. Impact of the
Charter of Fundamental Rights” ELJ 10 (2004), 300.
standi για την αποφυγή actio popularis.59 Εκτός από τις γερμανικές επιρ-
ροές, ανιχνεύονται και στοιχεία του αγγλοσαξονικού δικαίου. Παρατηρεί-
ται σχετικά ότι «η ευρύτατη αναγνώριση υποκειμενικών δικαιωμάτων βα-
σίζεται σε μια «εργαλειακή» διάσταση και […] στην αγγλοσαξονικού δικαί-
ου προέλευσης αντίληψη της «κινητοποίησης» του πολίτη για την επιβολή
του κοινοτικού δικαίου», μια τάση που καταγράφηκε πρώτα στη νομολο-
γία του ∆ΕΕ και στη συνέχεια στο ΧΘ∆ΕΕ.60 Από τα παραπάνω συνάγεται
ότι η «χρηστή διοίκηση» στο πλαίσιο του Χάρτη λειτουργεί ως όρος-
ομπρέλα που περιλαμβάνει τα δικαιώματα άμυνας του διοικούμενου στην
ΕΕ. Επομένως, ο όρος «δικαίωμα σε χρηστή διοικητική διαδικασία» ή «δι-
καίωμα στη διοικητική δικαιοσύνη» ανταποκρίνεται ακριβέστερα στο περι-
εχόμενο του άρθρου 41.
59
HANS GERALD CROSSLAND, “Rights of the Individual to Challenge Administrative Ac-
tion before Administrative Courts in France and Germany” Int’l&CompLQ 24 (1975), 730-
731.
60
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ, «Η προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων και η παροχή
έννοµης προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (µε αφορµή τις υποθέσεις C-432/05, Unibet
και C-354-5/04, Gestoras και Segi», Εφηµ∆∆ (2008), 729.
61
Το άρθρο 43 µεταφέρει στο Χάρτη το άρθρο 228 § 1 εδ. α΄ ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 195
ΣΕΚ).
62
PAUL CRAIG, EU Administrative Law, ό.π., 833.
63
ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΣ ΤΣΑ∆ΗΡΑΣ, «Ο ευρωπαίος διαµεσολαβητής: ιστορική εξέλιξη του θε-
σµού, όροι παραδεκτής καταγγελίας και προϋποθέσεις δικαιολογηµένων ερευνών», ΕΕΕυρ∆
(2003), 331.
64
ΒΑΣΙΛΙΚΗ Κ. ΒΡΕΤΟΥ, Ευρωπαίος ∆ιαµεσολαβητής & Συνήγορος του Πολίτη, Ο Ρόλος
τους στην Προστασία του Περιβάλλοντος (Αθήνα: Νοµική Βιβλιοθήκη, 2008), 36.
65
Ο ∆ΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ, Ετήσια Έκθεση για το 1998 (Λου-
ξεµβούργο, 1999), 20.
ότι η ελληνική απόδοση της κακής διοίκησης δεν είναι επιτυχής, αφού η
φράση «παραλείπει να ενεργήσει» παραπέμπει σε παράλειψη νόμιμης οφει-
λόμενης ενέργειας. Ορθότερη απόδοση θα ήταν «αποτυγχάνει να ενεργή-
σει» (“fails to act” στο αγγλικό κείμενο) που καλύπτει τόσο περιπτώσεις θε-
τικής ενέργειας, όσο και παράλειψης της διοίκησης. Σύμφωνα με τη γνήσια
ερμηνεία, «ο ορισμός δεν περιορίζει την κακοδιοίκηση σε περιπτώσεις όπου
ο κανόνας ή η αρχή που παραβιάζεται είναι ‘νομικά’ δεσμευτική. Οι αρχές
της «χρηστής διοίκησης» επεκτείνονται και πέρα από τα όρια του νόμου
[…] Κατά συνέπεια, ενώ η παρανομία κατ’ ανάγκη συνεπάγεται κακοδιοί-
κηση, η κακοδιοίκηση δεν συνεπάγεται απαραίτητα παρανομία».66 Όπως
προκύπτει, ο ∆ιαμεσολαβητής θέτει υπό την σκέπη προστασίας του και το
δικαίωμα χρηστής διοίκησης, επιτυγχάνοντας να ισορροπήσει μεταξύ της
ευρωπαϊκής διάστασης και των κοινών εθνικών αρχών των κρατών με-
λών.67 Συμβάλλει, λοιπόν, καταλυτικά στην ερμηνεία και προάσπιση του
άρθρου 41 ΧΘ∆ΕΕ.68
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στον τρόπο με τον οποίο ο ∆ιαμεσολαβητής
αποκόπτει την κακοδιοίκηση από την παρανομία και διατυπώνει τη θέση
ότι η νομιμότητα δεν αποκλείει τη λανθασμένη εφαρμογή διαδικαστικών ή
ουσιαστικών κανόνων. Αυτή η θέση προσιδιάζει στην αντίληψη της χρη-
στής διοίκησης στην ελληνική έννομη τάξη, όπου η χρηστή διοίκηση λει-
τουργεί ως αντίβαρο στην αρχή της νομιμότητας και εξασφαλίζει στα όρ-
γανα της διοίκησης την απαραίτητη ελαστικότητα της υπαγωγής των
πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Αντίθετα, η αποσύνδεση
κακοδιοίκησης και παρανομίας δεν συνάδει δογματικά με τη θέσπιση δι-
καιώματος χρηστής διοίκησης, καθόσον ένα δικαίωμα είτε παραβιάζεται,
είτε όχι, χωρίς να είναι δυνατή οποιαδήποτε ενδιάμεση κατάσταση. Βέβαια,
η θέση του ∆ιαμεσολαβητή επηρεάζεται και υπαγορεύεται από η φύση της
αρμοδιότητάς του και των φιλικών διακανονισμών που επιδιώκει.69
Συμπερασματικά, ο Ευρωπαίος ∆ιαμεσολαβητής έχει αναπτύξει ένα
δραστήριο ρόλο και προβαίνει σε συστηματική καταγραφή των περιπτώ-
66
Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ∆ΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ, Ετήσια Έκθεση 2009 (ΕΕ: Λουξεµβούργο, 2010),
29.
67
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ∆ΙΑΜΑΝΤΟΥΡΟΣ, «Χρηστή διοίκηση, κράτος δικαίου και ηθική: κρίσιµες
παράµετροι της ποιότητας της δηµοκρατίας» (Αθήνα, 2013), 6-7.
68
SIMONE CADEDDU, “The Proceedings of the European Ombudsman”,
L&ContempProblems 68 (2004), 162.
69
Comp. 2062/2010 (ANK)JF.
70
DINAH SHELTON, “Remedies and the Charter of Fundamental Rights of the European
Union” στο STEVE PEERS & ANGELA WARD (επιµ.), The charter of fundamental rights, poli-
tics, law and policy (Oxford & Portland: Hart, 2004), 354.
71
C-64/82, Tradax κατά Επιτροπής (15.03.1984) Συλλ. 01359, C-269/90, Hauptzollant
München-Mitte κατά Technische Universität München (21.11.1991) Συλλ. Ι-05469, σκ. 14.
72
HANS PETER NEHL, “Good administration as procedural right and/or general princi-
ple?” στο HERWIG C.H. HOFMANN & ALEXANDER H. TÜRK (επιµ.), Legal Challenges in EU
Administrative Law, Towards an Integrated Administration (Cheltenham: EE Publishing,
2009), 327.
73
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ∆ΙΑΜΑΝΤΟΥΡΟΣ, «Χρηστή διοίκηση, κράτος δικαίου και ηθική…», ό.π., 5.
74
Τ-62/98, Volkswagen AG κατά Επιτροπής (06.07.2000) Συλλ. ΙΙ-2707, σκ. 269, 282.
75
Τ-410/03, Hoechst GmbH κατά Επιτροπής (18.06.2008) Συλλ. II-00881, σκ. 137-138.
76
C-270/99, Z κατά Κοινοβουλίου (22.03.2001) Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Ja-
cobs, σκ. 40, Τ-54/99, Max.mobil κατά Επιτροπής (30.01.2002) Συλλ. ΙΙ-00313, σκ. 48.
77
Sopropé, ό.π.
78 Τ-521/93, Atlanta κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας (11.12.1996) Συλλ. ΙΙ-01707, σκ.
70.
79
JOËL RIDEAU, “Le rôle de l’Union européenne en matière de protection des droits de
l’homme” Recueil des Cours 265 (1997), 128-129.
80
Ε. ΠΡΕΒΕ∆ΟΥΡΟΥ, «Το δικαίωµα προηγούµενης ακρόασης στη νοµολογία των ∆ικα-
στηρίων της Ένωσης», ΘΠ∆∆ 2013, 930.
81
C-402/05 P & C-415/05 P, ό.π., σκ. 1, 99, T-284/08, People’s Mojahedin Organization
of Iran κατά Συµβουλίου (04.12.2008) Συλλ. ΙΙ-03487, σκ. 1-3. Οµοίως βλ. και C-280/12 P,
Συµβούλιο κατά Fulmen & Mahmoudian (28.11.2013), σκ. 73.
82 Ε. ΠΡΕΒΕ∆ΟΥΡΟΥ, «Το δικαίωµα προηγούµενης ακρόασης…», ό.π., 920.
83
Τ-174/12 & Τ-80/13, Syrian Lebanese Commercial Bank SAL κατά Συµβουλίου
(04.02.2014), σκ. 137-140. Για την κατάσταση στη Συρία βλ. Τ-202/12, Bouchra Al Saad
κατά Συµβουλίου (12.03.2014), σκ. 55, 117, Τ-383/11, Makhlouf κατά Συµβουλίου
(13.09.2013) σκ. 31.
84
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Έκθεση του 2013 για την εφαρµογή του χάρτη θεµελιωδών
δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (14.4.2014) COM(2014) 224 final, 9.
85
C-462/98 P, Mediocurso κατά Επιτροπής (21.09.2000) Συλλ. Ι-07183, σκ. 22.
86
Τ-15/02, BASF AG κατά Επιτροπής (15.03.2006) Συλλ. II-00497, σκ. 292, C-167/08,
Microsoft Corp. κατά Επιτροπής (27.06.2012) σκ. 185.
87
C-32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.ά. (24.10.1996) Συλλ. Ι-05373, σκ. 49.
88
Π. ∆. ∆ΑΓΤΟΓΛΟΥ, Γενικό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, ό.π., 270.
89
∆ΕφΑθ 2089/2011.
90
ΕΣ 193/2010, 195/2010, σκ. 3.
91
Τ-474/08, Umbach κατά Επιτροπής (21.10.2010) Συλλ. II-00234, σκ. 70.
92
F-41/10, Moises Bermejo Garde κατά ΕΟΚΕ (25.09.2012) σκ. 171.
93
C-51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής (08.07.1999) Συλλ. Ι-04235, σκ. 75,
T-65/89, BPB Industries & British Gypsum κατά Επιτροπής (17.12.1998) Συλλ. ΙΙ-00389,
σκ. 21.
94
C-238/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.ά. κατά Επιτροπής (15.10.2002) Συλλ. I-
08375, σκ. 313.
τη θέση ότι η Ένωση παραμένει οικονομική και δεν είναι εύκολη η μετάβα-
ση σε μια Ένωση των δικαιωμάτων.95 Αντίθετα όμως, στην πληθώρα των
περιπτώσεων οι κρίσεις του ∆ΕΕ δείχνουν προς την ύπαρξη μιας διοίκησης
στην υπηρεσία των διοικουμένων.
Η πρόσβαση στο φάκελο και το γενικό δικαίωμα πρόσβασης στα έγ-
γραφα του άρθρου 42 ΧΘ∆ΕΕ (access to documents, accès aux documents)
εκ πρώτης όψεως συνδέονται αναπόφευκτα, εφόσον υλοποιούν την ατομι-
κή αξίωση πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα, στοιχείο που δικαιολογεί και
τη συστηματική τους τοποθέτηση στο Χάρτη, αν και το προστατευτικό
τους πεδίο διαφέρει αισθητά. Πρώτον, τα δύο δικαιώματα διαφοροποιού-
νται ratione personae, καθώς φορείς του άρθρου 41 είναι όλα τα φυσικά ή
νομικά πρόσωπα, ενώ το άρθρο 42 αφορά μόνο στους πολίτες της ΕΕ. Η
κυριότερη διαφορά τους εντοπίζεται ratione materiae: η πρόσβαση στο φά-
κελο εντάσσεται στη διοικητική διαδικασία και παρέχει εχέγγυα στο πρό-
σωπο για την ορθή αντιμετώπισή του από τη διοίκηση. Έτσι, προϋποθέτει
την εκκρεμή έκδοση επαχθούς μέτρου για το πρόσωπο και αποσκοπεί στη
λυσιτελή προβολή των ισχυρισμών του κατά την ακρόασή του από τη διοί-
κηση. Το περιεχόμενο των στοιχείων στα οποία δύναται να έχει πρόσβαση
ο διοικούμενος εξαρτάται από το μέτρο που εκκρεμεί εις βάρος του και την
εν δυνάμει ανατροπή της απόφασης της διοίκησης. Στον αντίποδα, το άρ-
θρο 42 αφορά απεριόριστα σε οποιαδήποτε έγγραφα των οργάνων της ΕΕ,
σε δημόσια ευρωπαϊκά έγγραφα.96 Η raison d’être της διάταξης, όπως και
στο άρθρο 41 ΧΘ∆ΕΕ, ανάγεται στο άρθρο 298 § 1 ΣΛΕΕ, δηλαδή στην
παροχή ενός κοινού δικαιώματος «μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης προ-
σβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων»,97 και συγκεκριμενοποιεί-
ται δυνάμει του άρθρου 298 § 2 ΣΛΕΕ μέσω του κανονισμού 1049/2001,
όπου ορίζεται σε ποιους περιορισμούς είναι δεκτικό (άρθρο 4).
Η σχέση των δύο δικαιωμάτων αποκρυσταλλώνεται στην απόφαση C-
139/07 P του ∆ΕΕ, κατά την οποία «το δικαίωμα λήψεως γνώσεως του διοι-
κητικού φακέλου στο πλαίσιο κινηθείσας διαδικασίας εξετάσεως [άρθρο 41
95
European Commission, Antitrust Manual of Procedures (EU: 2012), 129 επ.
96
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝ. ∆ΕΤΣΑΡΙ∆ΗΣ, Το δικαίωµα γνώσης των διοικητικών εγγράφων (Αθήνα –
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006), 9 επ., ∆ΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ∆. ΛΕΝΤΖΗΣ, Η πρόσβαση
στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων (Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008),
153.
97
C-139/07 P, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau (29.06.2010)
Συλλ. Ι-05885, σκ. 51.
98
Technische Glaswerke Ilmenau, ό.π., σκ. 59.
99
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΨΑΛΗ, «Η αιτιολογία ως ουσιώδης τύπος των ατοµικών διοικητικών
πράξεων: µια υποβαθµισµένη διαδικαστική εγγύηση», Εφηµ∆∆ 2010, 570-572.
100
C-222/86, Unectef κατά Heylens (15.10.1987) Συλλ. 1987 04097, σκ. 7.
101
idem, σκ. 15, 17.
102
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δι-
καστικός έλεγχος (Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012), 16.
103
JÜRGEN SCHWARZE, “Judicial Review of European Administrative Procedure”
L&ContempPr 68 (2004), 93.
104
C-70/95, Sodemare κ.λπ. κατά Regione Lombardia (17.06.1997) Συλλ. Ι-03395, σκ.
18.
σύμφωνο προς την έννοια της χρηστής διοίκησης στις επιμέρους εθνικές
έννομες τάξεις των μελών της Ένωσης.
Ακόμη, εκτός από τις εθνικές κανονιστικές διοικητικές πράξεις, το ∆ΕΕ
έχει καταλήξει ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν καλύπτει τις δυσμενείς
ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατά δέσμια αρμοδιότητα
των εθνικών διοικητικών οργάνων. Αυτές οι αποφάσεις, αφενός υπενθυμί-
ζουν τη διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών της ΕΕ που απορρέει
από την αρχή της επικουρικότητας η οποία διέπει την ευρωπαϊκή έννομη
τάξη, και αφετέρου συνδέουν το δικαίωμα χρηστής διοίκησης με την ά-
σκηση αρμοδιότητας κατά διακριτική ευχέρεια του οργάνου που εκδίδει
την επίμαχη πράξη, παρότι αυτό δεν αναφέρεται ρητά στο Χάρτη. Έτσι, η
υποχρέωση αιτιολόγησης του στοιχ. γ΄ καθιστά τις δυσμενείς ατομικές
πράξεις της ευρωπαϊκής διοίκησης «φύσει αιτιολογητέες» κατά την ορολο-
γία που έχει εισάγει το ΣτΕ και στο μέτρο που επιτρέπονται συγκρίσεις.
Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η διάκριση μεταξύ υποχρέωσης αιτιολόγη-
σης και δικαιολόγησης που εισάγει το ∆ΕΕ, στις περιπτώσεις όπου τα δια-
δικαστικά εχέγγυα του διοικούμενου περιστέλλονται. Ειδικότερα, το ∆ΕΕ
έκρινε ότι η επιβολή περιοριστικών μέτρων σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο
είναι πράξη της διοίκησης που ελέγχεται ως προς τη νομιμότητά της: ο έ-
λεγχος νομιμότητας, αφενός περιλαμβάνει τον έλεγχο επαρκούς αιτιολογί-
ας της πράξης, ως ουσιώδους τύπου αυτής, και αφετέρου τον έλεγχο δι-
καιολόγησης του μέτρου που εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και
των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η πράξη.105 ∆ηλαδή, ο
έλεγχος δικαιολόγησης ομοιάζει με την παράβαση ουσίας και την ορθή ερ-
μηνεία και εφαρμογή του νόμου από τη διοίκηση που εξετάζεται από τον
εθνικό ακυρωτικό δικαστή.106 Η υποχρέωση αιτιολόγησης της διοίκησης
εντείνεται όταν τα δυσμενή μέτρα επιβάλλονται στο διοικούμενο για λόγους
δημόσιας τάξης και υφίσταται παρέκκλιση από το δικαίωμά του σε προη-
γούμενη ακρόαση. Συνεπώς, η αιτιολογία των πράξεων δέσμευσης περιου-
σιακών στοιχείων οντοτήτων για λόγους σχετικούς με τη διεθνή και εξωτε-
ρική πολιτική της Ένωσης (τρομοκρατία, διάδοση πυρηνικών όπλων, αν-
θρωπιστικοί λόγοι), εκτός από ουσιώδης τύπος, είναι επιτακτική καθώς
105
C-348/12 P, Συµβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft
(28.11.2013), σκ. 56-57.
106
Π. ∆. ∆ΑΓΤΟΓΛΟΥ, ∆ιοικητικό ∆ικονοµικό ∆ίκαιο (5η έκδ. ενηµερωµένη από Π. Λαζα-
ράτο και Θ. Παπαγεωργίου, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2011), 554.
4. Καταληκτικές παρατηρήσεις
Η αρχή της χρηστής διοίκησης ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου
έχει περιορισμένες εφαρμογές, εφόσον εξαρτάται από την άσκηση της αρ-
μοδιότητας των διοικητικών οργάνων κατά διακριτική ευχέρεια. Στο πλαί-
σιο της διοικητικής διαδικασίας όμως, συνάπτεται με το συνταγματικά κα-
τοχυρωμένο δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, και ως εκ τούτου με
τα διαδικαστικά εχέγγυα που οφείλει να παρέχει η διοίκηση στους διοικού-
μενους πριν από την έκδοση δυσμενών μέτρων σε βάρος τους. ∆υνάμει των
παραπάνω, η θέσπιση ενός δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση στην ευρω-
παϊκή έννομη τάξη δεν ανταποκρίνεται στην κατανόηση του όρου στις πε-
ρισσότερες εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών της Ένωσης. Η διοι-
κητική διαδικασία που διαγράφεται συνοπτικά στο άρθρο 41 ΧΘ∆ΕΕ δεν
διαφέρει από τη δομή της διοικητικής διαδικασίας στην ελληνική έννομη
τάξη. Σε δικαιοκρατικό επίπεδο το δικαίωμα χρηστής διοίκησης αποσκοπεί
να χωρέσει σε μια διάταξη τη σχέση που επιθυμεί να δημιουργήσει η ευρω-
παϊκή διοίκηση με τους διοικούμενους. Ελλείψει ενός ολοκληρωμένου κώ-
δικα διοικητικής διαδικασίας, το άρθρο 41 ΧΘ∆ΕΕ καλύπτει μεγάλο τμήμα
των σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων και των φυσικών ή νομι-
κών προσώπων. Η ανάλυση του δικαιώματος στο άρθρο 41§ 2 συντείνει
προς τη θέση ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης αποτελεί το απόσταγμα
των γενικών αρχών των κρατών μελών της Ένωσης, που ήδη πριν από τη
συνομολόγηση και θέση σε ισχύ του Χάρτη είχαν επηρεάσει σημαντικά την
ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Συνεπώς, το δικαίωμα συνιστά θεσμική και όχι
ουσιαστική καινοτομία του Χάρτη.
Λόγω της φύσης της χρηστής διοίκησης ως διαδικαστικού δικαιώματος,
η αντιμετώπισή του από το ∆ΕΕ διέπεται από σταθερότητα και συνέπεια,
σε αντίθεση με την αμηχανία που έχει επιδείξει σε άλλα δικαιώματα. Το
∆ικαστήριο της Ένωσης έχει αφομοιώσει και υιοθετήσει τις γενικές αρχές
των κρατών μελών, στην προσπάθεια εύρεσης ενός κοινού τόπου μεταξύ
διάφορων εθνικών τάξεων με μακρόχρονες νομικές παραδόσεις και ιδιαί-
107
PAUL CRAIG, “Right to Good Administration” στο STEVE PEERS ET AL. (επιµ.), The
EU Charter of Fundamental Rights, A Commentary (Oxford: Hart Publishing, 2014), 1071.