Professional Documents
Culture Documents
Θεόδωρος Ν. Τσέκος
Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης
Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών
ΤΕΙ Πελοποννήσου
2
Κατ’ αναλογία συχνά συγχέονται, στα πλαίσια της διοικητικής δράσης, και οι έννοιες του
ελέγχου συμμόρφωσης και του ελέγχου απόδοσης. Η πρώτη εξ αυτών αναφέρεται στην
διακρίβωση της συμμόρφωσης των ενεργούντων οργάνων της διοίκησης προς κανόνες,
προδιαγραφές ή ιεραρχικές εντολές. Η δεύτερη αναφέρεται στην αξιολόγηση των
αποτελεσμάτων που προκύπτουν από αποφάσεις και ενέργειες των διοικητικών οργάνων
ως προς τεθέντες στόχους δημόσιας πολιτικής.
Οι εν λόγω ασάφειες προκύπτουν από την παρατηρούμενη σύγχυση μεταξύ των εννοιών
του εννόμου αποτελέσματος και του (υλικού – κοινωνικο-οικονομικού) διοικητικού
αποτελέσματος. Η σύγχυση αυτή είναι πολιτισμικής φύσεως, εντοπίζεται δηλαδή στο πεδίο
της πολιτικο-διοικητικής κουλτούρας και αποτελεί την ουσία αυτού που ευρέως
αποκαλείται νομικισμός
α. Η νοοτροπία …
Η αντίληψη της «αυτάρκειας» του νομοθετείν, έχει διαποτίσει την συλλογική νοοτροπία.
Υποφώσκει η πεποίθηση, όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά (παραδόξως) και στους μετέχοντες
στην δημόσια εξουσία, πως η ρύθμιση παράγει αυτοτελώς αποτελέσματα και δεν
απαιτούνται περαιτέρω σχεδιασμοί. Η διοικητική αποτελεσματικότητα, κατ’ αυτή την
έννοια δεν είναι παρά προϊόν ορθών νομοτεχνικών πρακτικών.
3
ενώ συσκοτίζει το σημαντικότατο ζήτημα των αιτίων της μη εφαρμογής. Ο Ροΐδης βεβαίως
υπήρξε κυρίως συγγραφέας σατιρικός και η επίμαχη φράση θα πρέπει να εκληφθεί ως ένα
εκ των πολλών ευφυολογημάτων του. Οι συνεχιζόμενες όμως για πάνω από έναν αιώνα
πολιτικές και δημοσιογραφικές αναφορές σε αυτήν, μαρτυρούν την πολιτισμική ισχύ του
ελληνικού νομικισμού.
Το δεύτερο παράδειγμα που θα αναφερθεί εδώ αφορά διαπρεπή Έλληνα πολιτικό που
επανειλημμένα διετέλεσε υπουργός. Όντας κάποτε αρμόδιος για τα διοικητικά ζητήματα
ζήτησε να ενημερωθεί περί Διοίκησης Ολικής Ποιότητας. Ενόσω αρμόδιος υπηρεσιακός
παράγοντας επεξηγούσε την φιλοσοφία και τις μεθόδους της ΔΟΠ ο υπουργός ρώτησε
«Δηλαδή με την μεθοδολογία αυτή προσπαθούμε να ωθήσουμε του δημοσίους
υπαλλήλους να κάνουν σωστά την δουλειά τους;» Και όταν έλαβε την απάντηση «Κατά
μίαν έννοια , ναι…», αντέτεινε εμφατικά: «Μα τι λέτε, αυτό είναι συνταγματική τους
υποχρέωση!». Υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι οι εφαρμοστικές μέθοδοι παρέλκουν
και η διοικητική ορθοπραξία εκπορεύεται ευθέως και αμέσως εκ του συντάγματος.
Όταν οι οδηγητές γνώμης (opinion leaders) και οι διαμορφωτές πολιτικής (agenda setters)
εμφορούνται από δεδομένες αντιλήψεις αναμενόμενο είναι ότι και οι ασκούντες
εμπράκτως τις τομεακές πολιτικές (implementers) , δηλαδή κατά κύριο λόγο τα
υπηρεσιακά στελέχη, θα επηρεάζονται από αυτές. Αντί πολλών, θα αναφερθούμε εδώ σε
δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
4
να είναι εντάξει και το έργο ποτέ να μην γίνει». Επρόκειτο για υπηρεσία -και μάλιστα
υπηρεσία με τεχνικές / κατασκευαστικές αρμοδιότητες- πλήρως προσανατολισμένη στους
κανόνες (rule oriented), που είχε υιοθετήσει αμυντική στρατηγική περιορισμού των
κινδύνων («ευθυνοφοβία») επιλέγοντας μιάν απόλυτα συσταλτική προσέγγιση των
αρμοδιοτήτων της, στοχεύοντας αποκλειστικά το νομότυπο και αγνοώντας το
αποτέλεσμα. Και μάλιστα στην περίπτωσή της το υλικό και απτό αποτέλεσμα, αφού αυτό
δεν συνίστατο σε διοικητικές πράξεις αλλά σε έργα υποδομής Το ενδιαφέρον στην
συγκεκριμένη εκδοχή του νομικισμού είναι ότι αποτυπώνει πλήρη συνείδηση του
γεγονότος ότι η δογματική προσήλωση στο «γράμμα του νόμου» υποσκάπτει το
αποτέλεσμα. Άρα δεν ταυτίζεται με την πλέον διαδεδομένη «μεταφυσική» αντίληψη περί
της παντοδυναμίας και της αυτό-εκπλήρωσης των διατάξεων. Ωστόσο και οι δύο εκδοχές
έχουν κοινή ρίζα: αγνοούν το αποτέλεσμα.
5
διοίκηση μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μικρού αριθμού ειδικών που
απασχολούνται σε δημόσιες υπηρεσίες, της εξωτερικής τεχνικής βοήθειας, της
ακαδημαϊκής κοινότητας, και των εταιρειών συμβούλων που παρέχουν υπηρεσίες στο
δημόσιο . Η μεταφορά αυτή αφορούσε βεβαίως το επίπεδο του διαλόγου και του
σχεδιασμού. Αντίθετα έννοιες όπως κακοδιοίκηση και εύρυθμη λειτουργία δεν έχουν
μονοσήμαντο περιεχόμενο και μπορούν να γίνουν κατανοητές με διαφορετικό τρόπο υπό
το πρίσμα της διοικητικής επιστήμης και του δημοσίου μάνατζμεντ και διαφορετικά υπό
το πρίσμα της νομικής επιστήμης και του διοικητικού δικαίου. Το πώς θα ερμηνευθούν
στην πράξη οι έννοιες αυτές είναι εξαιρετικά σημαντικό διότι η διαφορετική
νοηματοδότησή τους προσδιορίζει και έναν διαφορετικό τρόπο ελέγχου και διορθωτικών
παρεμβάσεων και κατ’ επέκταση έναν διαφορετικό ρόλο στο σώμα. Το ερώτημα το οποίο
ετέθη ευθύς εξαρχής ήταν αν το σώμα θα διαδραμάτιζε έναν συμβουλευτικό και
υποστηρικτικό ή αντίθετα έναν ελεγκτικό και κατασταλτικό ρόλο. Αν θα λειτουργούσαν
δηλαδή, σχηματικά , ως σύμβουλοι μάνατζμεντ ή ως «ράμπο»; Παρότι η προσέγγιση που
αρχικά επιχειρήθηκε μέσα από τη εκπαίδευση των επιλεγέντων επιθεωρητών έκλινε προς
την πρώτη κατεύθυνση η κοινή γνώμη και τα μέσα ενημέρωσης υιοθέτησαν την δεύτερη.
Χαρακτηριστικά είναι δημοσιεύματα που αναφερόμενα στο σώμα χρησιμοποιούν
διαχρονικά όρους όπως «ράμπο» και «αδιάφθοροι» που σηματοδοτούν ακριβώς μια
λειτουργία κατασταλτική 1. Αλλά και η ίδια η δράση του σώματος φαίνεται να
προσανατολίζεται εμπράκτως περισσότερο προς τον πειθαρχικό και νομικό έλεγχο παρά
προς την βελτίωση του μάνατζμεντ των υπηρεσιών. Ενδεικτικά είναι τα συγκεντρωτικά
στοιχεία που παρατίθενται στην Έκθεση για την περίοδο 2006-2009 2: το 49% περίπου
των ελέγχων καταλήγει σε αναζήτηση ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών και σε
προτάσεις για την αποκατάσταση της νομιμότητας λειτουργίας των ελεγχθεισών
1
Βλ. ενδεικτικά: Σήμερα η πρώτη έξοδος των 50 «Ράμπο», Τα Νέα, 29/01/1998, Στον
εισαγγελέα στέλνουν γιατρούς και υπαλλήλους οι «Ράμπο» του ΥΠΕΣ, in.gr, 21/5/2010,
http://news.in.gr/greece/article/?aid=1139026, Τα «τρωκτικά» του Δημοσίου στη φάκα! Έθνος,
24/2/2013, όπου αναφέρεται « Το Σώμα των «Αδιάφθορων», όπως χαρακτηρίζεται πλέον από
τους υπαλλήλους στις δημόσιες υπηρεσίες, θα είναι «παντοδύναμο» […] Σε κάθε υπουργείο
«ράμπο» κατά της διαφθοράς».
2
ΣΕΕΔΔ (2009), Έκθεση ετών 2006-2009, σσ 15-16
6
υπηρεσιών ενώ μόλις το 27% αφορά στη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους. Από
την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ειδικότερα ότι από τους 183 ελέγχους που
αξιολογούνται στην Έκθεση ως οι σημαντικότεροι οι 141 είναι καθαρά έλεγχοι
νομιμότητας ενώ και οι λοιποί 42 έχουν διαστάσεις νομιμότητας.3 Αναλογικά αντίστοιχη
είναι και η συμμόρφωση των ελεγχόμενων υπηρεσιών προς τις υποδείξεις και προτάσεις
του σώματος -πάντοτε αναφορικά με τις σημαντικότερες υποθέσεις κατά την αξιολόγηση
της έκθεσης. Η συμμόρφωση αφορά 56 θέματα νομιμότητας και μόλις 14 θέματα
διαδικαστικής βελτίωσης, αποτυπώνοντας τον νομικοστραφή χαρακτήρα της ελληνικής
διοίκησης και την γενικότερη δυσχέρειά της να χειριστεί ζητήματα οργανωτικού (ανα-)
σχεδιασμού, ελλείψει, μεταξύ άλλων και της αναγκαίας τεχνογνωσίας.4
3
Αυτόθι, σσ 28-43
4
Αυτόθι, σσ 17-27
5
Ν.4320/2015 αρθ 8
6
Υ26/2015 Απόφαση Πρωθυπουργού ΦΕΚ Τεύχος Β’ Αρ. Φύλλου 212-6 Φεβρουαρίου 2015
7
ΠΔ 71/2015 (ΦΕΚ 114/τ' Α/22-09-2015):
8
Υπ. αριθμ. Υ30/2015 Απόφαση Πρωθυπουργού (ΦΕΚ 2183/τ' Β/12-10-2015):
7
3. Οι πολιτισμικές ρίζες του ιδιότυπου ελληνικού νομικισμού
9
Βλ. Τσέκος Θ.(2007), «Πολιτισμικές Συνιστώσες της (Δυσ) Λειτουργίας του Ελληνικού Διοικητικού
Συστήματος», σε Μακρυδημήτρης Α., Πραβίτα Μ-Ηλ. (Επιμ.), Διοικητική Θεωρία και Πράξη: Διοίκηση
και Κοινωνία, Εκδόσεις Σάκκουλα ΑΕ, σσ. 117-128,
8
ενίοτε αντιφατικών και αλληλοαναιρουμένων διατάξεων άρα μεγιστοποιεί την διακριτική
ευχέρεια του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου. Από την άλλη πλευρά η επιδίωξη
άτυπων και μη διακηρυγμένων στοχεύσεων γεννά ανοχή σε (τυπικά) αναποτελεσματικές
συμπεριφορές τόσο καθέτως δηλαδή την ανοχή των προϊσταμένων σε ανεπαρκή εργασία
και κακή απόδοση υφισταμένων, όσο και οριζοντίως ήτοι την ανοχή στα ίδια φαινόμενα
μεταξύ συναδέλφων. Ο συνδυασμός των δύο αυτών δυναμικών γεννά το παράδοξο μιάς
διοίκησης υπερ-ρυθμισμένης και τυπολατρικής και ταυτόχρονα α-τυπικής και
απρόβλεπτης, με την έννοια της αδυναμίας του «διοικούμενου» να γνωρίζει τους
μελλοντικούς όρους που θα ρυθμίζουν την οικονομική δραστηριότητά του ή την κοινωνική
συμπεριφορά του.
10
Παπούλιας Δ.,(1991), Ο δημόσιος τομέας σε κρίση. Μιά άποψη από τέσσερα σημεία., Γνώση, σ.σ. 17-35
9
ότι τα μεσο-μακροπρόθεσμα προγράμματα «αποτελούν μιάν απόπειρα προσέγγισης
θεμάτων που όλοι μιλάνε γι’ αυτά αλλά κανείς δεν αποπειράται επί της ουσίας, δεν
λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψη» και παρ’ ότι μακροχρόνιος προγραμματισμός υφίσταται
τυπικά στην Ελλάδα από το 1966, οπότε και εκπονήθηκε το πρώτο πενταετές, «ούτε αυτό
ούτε άλλο πενταετές εφαρμόστηκε ποτέ». Εκείνο που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι
«στην καθημερινή ελληνική πραγματικότητα υλοποιούνται πολιτικές που ποτέ δεν
σχεδιάστηκαν σαν τέτοιες ... Παρακάμπτεται δηλαδή η έννοια της πολιτικής κατά τομέα ή
γενικότερα η έννοια του Προγραμματισμού, μέσα από πρακτικές και συνήθειες που έχουν
αναπτυχθεί, καθιερωθεί και χρησιμοποιούνται από την κεντρική Διοίκηση». Ποιές είναι
αυτές οι πρακτικές και συνήθειες; Πάντοτε κατά τον Παπούλια, «πλαίσια ή κατευθύνσεις»
γενικόλογα και καθόλου συνεκτικά σε επίπεδο πολιτικής εξαγγελίας, «μέτρα και
προτάσεις» επί μέρους και περιπτωσιολογικά, «νόμοι» που γενικότερα πιστεύεται ότι
συνιστούν την ουσία της πολιτικής αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, δεν αποτελούν παρά
ένα σύνολο κανονιστικών όρων εφαρμογής, και τέλος «προφορικές εντολές» που
αυτοσχεδιάζουν επίσης περιπτωσιολογικά ή έρχονται πυροσβεστικά να αντιμετωπίσουν
κρίσεις. Η αδυναμία συστηματικού και μακροχρόνιου σχεδιασμού (που κατά την δική μας
ερμηνεία συνδέεται με τον πολιτισμικό κατακερματισμό του χρόνου), οδηγεί από μία άλλη
οδό, σύμφωνα με το Παπούλια, στον νομικισμό και την τυπολατρεία: « Η έλλειψη
πολιτικής και η υποκατάστασή της με νόμους και αποφάσεις εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη
νομικοποίηση που χαρακτηρίζει την Κεντρική Διοίκηση, με συνέπεια την αναζήτηση της
νομικής ερμηνείας αντί της πολιτικής και κατ’ επέκταση την επιδείνωση της
γραφειοκρατίας». Η εικόνα που σκιαγραφεί ο Δ. Παπούλιας για τον τρόπο παραγωγής
τομεακών πολιτικών περιλαμβάνει γενικόλογες πολιτικές διακηρύξεις αντί για
μακροχρόνιο προγραμματισμό, και υποκατάσταση του σχεδιασμού πολιτικής από την
νομοθετική περιπτωσιολογία.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα που μεταφέρει ο Χ. Καστανίδης από την εμπειρία του ως
υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών. «Τι συμβαίνει συνήθως με τους επιλεγέντες
Διευθύνοντες Συμβούλους [των ΔΕΚΟ], οι οποίοι ελευθέρως έχουν μάθει στην αγορά να
ασκούν τα καθήκοντά τους με τρόπο αποφασιστικό, χωρίς δηλαδή να νερώνεται η
αρμοδιότητά τους κάθε φορά από τις επεμβάσεις των πολιτικών παραγόντων; Υποτίθεται
10
ότι συνάπτεται ένα επιχειρησιακό σχέδιο. Του λένε σε γενικές γραμμές τι πρέπει να κάνει.
Η κυβέρνηση, ασφαλώς, πρέπει να του πεί -γιατί είναι ο κύριος μέτοχος στις περισσότερες
των περιπτώσεων- τι πρέπει να πετύχει στην επόμενη πενταετία. Το συνήθως συμβαίνον
[κατόπιν] είναι ότι είτε εγκαταλείπονται στην τύχη τους και δεν ελέγχονται, είτε [οι
πολιτικοί] επεμβαίνουν διαρκώς στα πλαίσια ενός πολιτικού σχεδιασμού που δεν
αναλογίζεται το επιχειρησιακό σχέδιο» .
Τα προβλήματα που ανέκυπταν μέσα από τέτοιες πρακτικές δεν συνιστούσαν καν μιά
συστηματική και αποτελεσματική μαθησιακή διαδικασία, στο μέτρο που τα κατ’ εξοχήν
όργανα μιάς τέτοιας διαδικασίας, δηλαδή οι μηχανισμοί αξιολόγησης ήταν ανύπαρκτοι.
Ακόμα και η πολυετής έκθεση της ελληνικής διοίκησης στην λογική και τις προδιαγραφές
των ενωσιακών προγραμμάτων δεν στάθηκε ικανή να επιβάλλει την ανάπτυξη μιάς
ουσιαστικής διαδικασίας αξιολόγησης. Ο καθηγητής και τ. Γενικός Γραμματέας ΚΠΣ του
ΥΠΕΘΟ Πλασκοβίτης παρατηρεί 11
ότι επι σειράν ετών η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση,
δεν κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει εσωτερικές διαδικασίες και δομές αξιολόγησης δημοσίων
πολιτικών με θεσμοθετημένες προδιαγραφές και αρμοδιότητες. Η λύση που δόθηκε
προκειμένου να αντιμετωπισθεί η εγγενής -και, όπως έχουμε δεί, πολιτισμικής αιτιολογίας-
σχεδιαστική και ελεγκτική αδυναμία ήταν η προσφυγή στις υπηρεσίες του ιδιωτικού
τομέα. Οι σχεδιαστικές λειτουργίες καθώς και εκείνες του ενδιαμέσου ελέγχου εφαρμογής
αναζητήθηκαν μέσω μίσθωσης υπηρεσιών συμβούλων από τα επιχειρησιακά
προγράμματα.
Ωστόσο ούτε ο συγχρωτισμός αυτός βοήθησε ιδιαίτερα στην μεταφορά τεχνογνωσίας και
κυρίως στην αλλαγή στάσης, στο μέτρο που οι ιδιωτικές εταιρείες αφ’ ενός μεν
εξεδήλωναν «μιά αποφυγή, εσκεμμένη τις περισσότερες φορές, μεταφοράς τεχνογνωσίας
προς τις Γραμματείες που προέρχονται από την Δημόσια Διοίκηση, βεβαίως γιά λόγους
ευνόητους» ενώ παράλληλα δεν υπήρξαν ιδιαίτερα αποφασιστικοί στην επιβολή των
προβλεπομένων διαδικασιών στους δημόσιους εργοδότες τους, όντας επιφυλακτικοί στην
11
Πλασκοβίτης Η., (1999), «Σχεδιασμός δημοσίων πολιτικών», Η ελληνική διοίκηση μετά το 2000,
Ημερίδες προβληματισμού ΠΕΤΑ-ΕΚΔΔ, Συνάντηση 2/6/1999, Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης,
σ.σ. 18-27
11
άσκηση «κριτικής και ελέγχου ... προς τις αναθέτουσες αρχές απ’ τις οποίες επιζητούν
συνέχεια του έργου τους στο μέλλον». Εδώ έχουμε μία ακόμη περίπτωση ισορροπίας του
συστήματος στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο στο βαθμό που η διάδραση εμπεριέχει και
μιά δυνητική συναλλακτική σχέση οπότε ο φορέας (βεμπεριανού) εξορθολογισμού τείνει
να συναλλάσσεται με τον (βεμπεριανά) ανορθολογικά συμπεριφερόμενο με τους όρους
που εκείνος επιβάλλει, επειδή ακριβώς ο τελευταίος είναι εκείνος που ελέγχει την
πρόσβαση του πρώτου σε μιά συγκεκριμένη πηγή πόρων.
Τελικά η προσφυγή στην αγορά γιά διασφάλιση λειτουργιών που θα έπρεπε να ασκούνται
από τις δημόσιες υπηρεσίες αποδεικνύεται εμβαλωματική διότι δεν κάνει τίποτε
περισσότερο από το να δίδει «ad hoc λύσεις σε μόνιμα προβλήματα», όπως παρατηρεί και
πάλι ο Η. Πλασκοβίτης .
12
υπήρχε συχνά αδυναμία χειρισμού μηχανογραφικών συστημάτων, υπήρχε μιά έλλειψη
συστήματος και αρχικής και συνεχιζόμενης κατάρτισης ... υπήρχε δυστυχώς μια ευκαμψία
σε πολιτικές πιέσεις». Η σχεδιαστική αδυναμία των δημοσίων υπηρεσιών οδήγησε σε
«πιέσεις του είδους ‘εντάξτε το έργο και βλέπουμε’» και δι’ αυτής της οδού σε ανάληψη
δεσμεύσεων γιά έργα «με απρόβλεπτο χρόνο έναρξης, με λανθασμένη εκτίμηση κόστους,
με ελλείψεις στην τήρηση του θεσμικού πλαισίου».
12
Βενετσανοπούλου Μ, Βελή-Ράπτη Ν. (2015) Νόμος 3492/2006. Η αρχή της δημοσιονομικής
διακυβέρνησης στην Ελλάδα και η αναγκαιότητα αλλαγής των ελέγχων στο πλαίσιο της προσπάθειας για
την αντιμετώπιση της διαφθοράς και της σπατάλης, σε Μακρυδημήτρης Αντ et. al. Αναδιοργάνωση της
Διοίκησης και του Κράτους στη μετά το Μνημόνιο Εποχή, Πρακτικά 5ου Συνεδρίου Διοικητικών Επιστημόνων,
Εθνικό Τυπογραφείο, σσ 129-139
13
ελεγχομένων φορέων καθώς και του ελέγχου απόδοσης των δαπανόμενων οικονομικών
πόρων […]» 13
13
Αυτόθι σελ. 131
14
εξασφάλιση των χρηματοδοτήσεων. Η θεώρηση μάλιστα των ευρωπαϊκών απαιτήσεων
από τα ΜΟΠ μέχρι το τρέχον ΚΠΣ φανερώνει μια προϊούσα ενίσχυση της τυποποίησης
και του ελέγχου. Έτσι, και στρατηγικές χαράσσονται και επιχειρησιακά σχέδια δράσης
εκπονούνται και αναλύσεις SWOT επιχειρούνται, και συνέργιες αναζητούνται και τεχνικά
δελτία συντάσσονται, και ποσοτικοί δείκτες αυτοσχεδιάζονται και ex ante, on going και
ex post αξιολογήσεις πραγματοποιούνται. Ωστόσο τα προϊόντα όλων αυτών των
«ασκήσεων βεμπεριανού ορθολογισμού» είναι εξαιρετικά φτωχά. Η κατανομή των πόρων
προκύπτει συνεπώς από συσχετισμούς και διεργασίες της τοπικότητας, των πελατειακών
δικτύων και των ελίτ που ελάχιστη σχέση έχουν με τον επιχειρησιακό ορθολογισμό και τα
ποσοτικά διοικητικά εργαλεία. Η τυπική συμμόρφωση καθίσταται συνεπώς όχι απλώς
αναγκαία αλλά ικανή συνθήκη διασφάλισης των χρηματοδοτήσεων. Ως εκ τούτου η χρήση
των μεθόδων προγραμματισμού γίνεται προσχηματική.
καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κατανομή αυτή «δεν φαίνεται να υπαγορεύεται από
ένα συνολικότερο σχέδιο στρατηγικής περιφερειακής ανάπτυξης... Αντίθετα... φαίνεται
περισσότερο ότι υπαγορεύεται από αποσπασματικές και ad hoc παρεμβάσεις που
βασίζονται σε ευκαιριακά και απροσδιόριστα ορισμένες φορές κριτήρια παρά σε... κάποιο
μελετημένο σχέδιο καταγεγραμμένων αναγκών». Τα κριτήρια αυτά είναι εν πολλοίς η
«εκλογική γεωγραφία... ακόμη και η εντοπιότητα ορισμένων ισχυρών παραγόντων της
εκάστοτε κυβέρνησης».
14
Ψυχάρης Γ., Γεωργαντάς Η., (2004), Πολιτικές διαστάσεις της χωρικής κατανομής των δημοσίων
επενδύσεων στην Ελλάδα, σε Γ. Κοντογιώργης, Κ. Λάβδας, Μ. Μενδρινού, Δ. Χρυσοχόου (επιμ.), Τριάντα
Χρόνια Δημοκρατία. Το Πολιτικό Σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα,
τόμος Β΄, σελ. 116-117.
15
Αυτό το ανορθολογικό πρότυπο κατανομής πόρων που αρχικά καταγράφεται κατά την προ
της εντάξεως περίοδο 1976-1981, επαναλαμβάνεται αδιατάρακτα και
στην συνέχεια από το 1982 έως το 2000 όταν η ελληνική περιφερειακή ανάπτυξη
τροφοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους και επιβάλλεται έξωθεν η συστηματική χρήση
μεθόδων προγραμματισμού (επιχειρησιακά σχέδια, αναλύσεις SWOT, ex ante, on going
και ex post αξιολογήσεις κ.λπ.). Τυπικά οι μεθοδολογίες εισάγονται αλλά τα επιδιωκόμενα
από την χρήση τους αποτελέσματα δεν διασφαλίζονται. Τουναντίον η «ιδιοτελής
προσαρμογή» τους επιτρέπει την αξιοποίησή τους ως εργαλείων ενίσχυσης της
προϋπάρχουσας κατάστασης την οποία υποτίθεται ότι επιχειρούν να ανατρέψουν: την
πελατειακή, στρεβλή και άδικη κατανομή των πόρων.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι αναμενόμενο το ότι, όπως σημειώνουν και οι Α. Πασσάς και
Δ. Δημητρακόπουλος15 οι μόνες πολιτικές που ασκούνται επιτυχώς είναι οι πολιτικές
‘επιτελείου’, εκείνες δηλαδή των οποίων η ολοκληρωμένη διεκπεραίωση, από τον
σχεδιασμό μέχρι και την πλήρη εφαρμογή, παραμένει ευθύνη μιάς ολιγομελούς επιτελικής
ομάδας και δεν απαιτεί την εκτεταμένη εμπλοκή υπηρεσιακών μηχανισμών. Η εν γένει
επίδραση επί της διοικητικής λειτουργίας της συμμετοχής της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό
γίγνεσθαι φαίνεται μέχρι στιγμής να μην διαφέρει ποιοτικά από τις επιπτώσεις των
παλαιοτέρων εξορθολογιστικών εγχειρημάτων. Όπως παρατηρεί η Κ. Σπανού: « Η
ανταπόκριση του ελληνικού πολιτικο-διοικητικού συστήματος στις προκλήσεις του
ευρωπαϊκού περιβάλλοντος εμφανίζεται αποσπασματική, καθυστερημένη και
συνηθέστερα βραχυπρόθεσμης οπτικής ... το είδος της διοικητικής αναταπόκρισης [που]
δεν επιτρέπει την σταδιακή προσαρμογή του διοικητικού μηχανισμού και την μεταβολή
του τρόπου λειτουργίας του, αλλά αντιθέτως την αναβάλλει διαρκώς. Τον αφήνει πρακτικά
άθικτο ...»16 .
15
Dimitrakopoulos D. G., Passas A. G ,(2004) “Europeanisation and the Greek policy style. National or
Sectoral ?” σε Dimitrakopoulos D. G., Passas A. G (επιμ), Greece in the European Union, Routledge σσ
140-147
16
Σπανού Κ., (2001), Ελληνική Διοίκηση και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Εκδόσεις Παπαζήση,
σ.σ. 206-207
16
6. Οι επιδράσεις της κρίσης
Η κατάσταση που περιγράφεται ανωτέρω δεν φαίνεται να μεταβάλλεται ακόμα και κατά
τη διάρκεια των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των μνημονίων που συνοδεύουν
τις συμφωνίες δανειακής διευκόλυνσης. Θα ανέμενε κανείς ότι η συμπερίληψη
διοικητικών μεταρρυθμίσεων στους όρους αιρεσιμότητας (conditionality), δηλαδή ο
χαρακτηρισμός τους ως υποχρεωτικών προϋποθέσεων για την παροχής οικονομικής
βοήθειας - και μάλιστα από δρώντα υποκείμενα ενός περιβάλλοντος όπου ο
προγραμματικός ορθολογισμός έχει ιδιαίτερο βάρος (Υπηρεσίες της Επιτροπής, της ΕΚΤ
και του ΔΝΤ)- θα αύξανε τις πιθανότητες ενίσχυσης των προγραμματικών λειτουργιών
της ελληνικής διοίκησης. Ωστόσο, αυτές οι έξωθεν επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις πέραν
του ότι είναι συγκριτικά περιορισμένες δεν ελάχιστα αγγίζουν τα ζητήματα του
προγραμματισμού.17
17
Tsekos T. N. , Triantafyllopoulou A. (2017), “Policy Evaluation Capacity in the Greek Local
Government: Formal Implementation and Substantial failures”, in Koprić I, Wollmann H, Marcou G,
Evaluating Reforms of Local Public and Social Services in Europe, Palgrave.
17
διαφθοράς […] ανάπτυξη και ταχεία εφαρμογή μιας στρατηγικής ενάντια στη διαφθορά.
[…] Παροχή παραδειγμάτων καλής διακυβέρνησης [..] Διαμόρφωση ενός σχεδίου […]
που θα διασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα μεταξύ των συστημάτων ΤΠΕ των υπουργείων
[…] Καθιέρωση πρακτικών αρχών, […] για την καθιέρωση αποδοτικότερων και
αποτελεσματικότερων διοικητικών δομών, εν αναμονή βαθύτερων μεταρρυθμίσεων […]
απλούστευση των νομικών και κανονιστικών διατάξεων, και διασφάλιση ότι κάθε νέα
νομοθεσία που σχετίζεται με τις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση θα συνάδει με τη
γενικότερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια […Δημιουργία] ‘μονάδων για την επίτευξη
συγκεκριμένου σκοπού’ προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των τμημάτων
‘φαντασμάτων’ και να συγχωνευθούν αλληλοεπικαλυπτόμενες υποστηρικτικές μονάδες».
Η μοναδική αναφορά στον προγραμματισμό και τον έλεγχο είναι η γενικόλογη
«Μετακίνηση της έμφασης από κεντρικούς και εκ των προτέρων ελέγχους, σε εκ των
υστέρων ελέγχους της διαχείρισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού».
.
Συστάσεις αυτής της μορφής δεν συνιστούν επ ουδενί σχέδιο δράσης. Για να μετατραπούν
σε ένα ουσιαστικό οδηγό κατεύθυνσης και διαχείρισης των αλλαγών απαιτείται
λεπτομερής πρακτική εξειδίκευση που θα πάρει την μορφή ενός συνεκτικού και
συστηματικού προγράμματος εφαρμογής, με ενδιάμεσους στόχους, αναγκαίες ενέργειες,
απαραίτητους και διαθέσιμους πόρους για κάθε μία από αυτές, ρεαλιστικά
χρονοδιαγράμματα, αλλά και σαφείς ρόλους και ευθύνες των μετεχόντων. Ένα τέτοιο
σχέδιο δεν καταρτίστηκε στα πλαίσια της ως άνω μελέτης.
Οι προϋποθέσεις αυτές δεν διασφαλίστηκαν ουσιαστικά ούτε και με τον Οδικό Χάρτη που
συνοδεύει το Μνημόνιο Συνεργασίας το οποίο συνήφθη μεταξύ της Ελλάδας, της Γαλλίας
ως συντονίστριας χώρας για θέματα διοικητικής μεταρρύθμισης και της Task Force for
Greece (Ομάδας Δράσης για την Ελλάδα). Το σχέδιο αυτό επικεντρώνεται σε ζητήματα
διυπουργικού συντονισμού και δομικού ανασχεδιασμού με αναφορές στην διαχείριση του
18
ανθρώπινου δυναμικού και τις νέες τεχνολογίες ενώ οι προτάσεις του είναι και εδώ είτε
προπαρασκευαστικές είτε γενικευτικές 18:
18
Τσέκος Θ. Ν. (2015)“Διαρθρωτικές αλλαγές και διοικητική μεταρρύθμιση” σε Γεωργαράκης Ν.,
Δεμερτζής Ν., (επιμ.), Το Πολιτικό Πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του Πολιτικού, Εθνικό
Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Gutenberg, , σσ 359-377
19
Η κυριαρχία των δομικών μεταβολών -οι οποίες σημειωτέον δρομολογήθηκαν χωρίς
επαρκή τεκμηρίωση- απέναντι στις λειτουργίες (συμπεριλαμβανομένων και των
προγραμματικών) προκύπτει από το ότι αφιερώνονται σ’ αυτές, συμπεριλαμβανομένων
και των συντονιστικών δομών, 26 διαφορετικές προβλεπόμενες δράσεις ή/ και ενέργειες.
Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι τα δομικά ζητήματα είναι το μόνο κεφάλαιο όπου σε κάθε
στόχο / δράση προβλέπονται λεπτομερέστερες ενέργειες. Για τα θέματα ανθρώπινου
δυναμικού προβλέπονται 17. Αντίθετα για τα θέματα αξιολόγησης των διοικητικών
επιδόσεων και αποδοτικότητας των δημοσίων πολιτικών μόλις 2.
Ομοίως για το κομβικό ζήτημα της διαδικαστικής ποιότητας, που συνιστά προαπαιτούμενο
του δομικού ανασχεδιασμού, υπάρχει μία μόνο αναφορά και αυτή συνδεδεμένη με τα
θέματα καταπολέμησης της διαφθοράς, και μάλιστα τελείως παρενθετικά ως συμπλήρωμα
στην σύνταξη ενός κώδικα δεοντολογίας και χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένες
ενέργειες. Αξίζει να σημειωθεί ότι για τα κρίσιμα αυτά ζητήματα, που συνιστούν τον
ακρογωνιαίο λίθο μιάς ουσιαστικής διοικητικής μεταρρύθμισης, ο οδικός χάρτης δεν
περιλαμβάνει ειδικά κεφάλαια αλλά οι αντίστοιχες στοχεύσεις / δράσεις και οι όποιες
λιγοστές ενέργειες βρίσκονται διασκορπισμένες στα λοιπά κεφάλαια.
Επι πλέον ακόμα και οι σπάνιες αυτές αναφορές στα θέματα αξιολόγησης και ελέγχου
δεν στοχεύουν στην ευρύτερη προγραμματική αναβάθμιση της ελληνικής διοίκησης
αλλά εξαντλούνται στον έλεγχο της πορείας των «μνημονιακών» μεταρρυθμίσεων:
Η «Παρακολούθηση της αξιολόγησης των επιπτώσεων των νέων νομοθετικών ή
κανονιστικών ρυθμίσεων, σε συντονισμό με τα συναρμόδια υπουργεία […] Σύσταση
ομάδας που θα ενημερώνει τον Πρωθυπουργό και τα υπουργεία καθώς και θα
αξιολογεί τις νέες νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις».
Η «Σύσταση μιας Μονάδας Αναδιάρθρωσης σε κάθε υπουργείο που θα είναι
υπεύθυνη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων καθώς και αξιολόγηση των
αποτελεσμάτων των μεταρρυθμίσεων».
Ο «Καθορισμός στρατηγικής (ξεκινώντας από την κεντρική διοίκηση και τους
προϊσταμένους οργανικών μονάδων) και των κατευθυντήριων γραμμών και
κριτηρίων για την εφαρμογή της αξιολόγησης».
20
Η «Εκπαίδευση των ομάδων αξιολόγησης που θα είναι υπεύθυνες για κάθε
υπουργείο».
Ειδικά για τα ζητήματα της αξιολόγησης αποτελεσμάτων και τον εντοπισμό ποιοτικών και
ποσοτικών ανεπαρκειών -που αποτελούν προαπαιτούμενα για τον σχεδιασμό κατ’ αρχήν
διαδικαστικών και εν συνεχεία δομικών αλλαγών- προβλέπονται δύο μόνο ενέργειες και
μάλιστα ως «μακροχρόνιες μεταρρυθμίσεις» σε χρονικές φάσεις που έπονται των άμεσων
δομικών μεταβολών :
• Η «Έναρξη ελέγχων / λειτουργικών αξιολογήσεων για την αποτελεσματικότητα
και την αποδοτικότητα των βασικών δημόσιων πολιτικών» και
• Η « Διεξαγωγή έρευνας για την μέτρηση της ικανοποίησης των πολιτών από
βασικές δημόσιες πολιτικές (μέτρηση της ποιότητας των υπηρεσιών) και έναρξη
αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων για την “ποιότητα εξυπηρέτησης”»
21
μεταρρυθμίσεις κυρίως σε εκείνες που θα συμβάλλουν στην επίτευξή των στόχων αυτών.19
Αλλά και οι περιορισμένες αναφορές σε θέματα γενικότερης διοικητικής μεταρρύθμισης
αντιμετωπίζουν τις δομικές μεταβολές πρωτίστως ως εργαλείο μείωσης του ανθρώπινου
δυναμικού των υπηρεσιών με στενά δημοσιονομικές στοχεύσεις. Το γεγονός ότι πολύ
γρήγορα έγινε σαφές πως η μείωση του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών θα επέλθει
από τις συνταξιοδοτήσεις -εθελούσιες αποχωρήσεις δημιούργησε ένα «κενό πολιτικής»
για εκείνους εκ των δανειστών που εστίαζαν στα θέματα των απολύσεων . Το κενό αυτό
καλύφθηκε μέσω της αντικατάστασης του νομιμοποιητικού επιχειρήματος του ποσοτικού
περιορισμού («μεγάλο και σπάταλο κράτος») από εκείνο της αναγκαίας ποιοτικής
αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού και οδήγησε στην αποδοχή της αντικατάστασης
όλων των απολυομένων με νέες προσλήψεις. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του τότε
επικεφαλής του προγράμματος του ΔΝΤ στην Ελλάδα Poul Thomsen στην Καθημερινή,
της 24/11/13: «Μου προκαλεί έκπληξη ότι σε μια χώρα με 60% περίπου ανεργία στους
νέους, και με συχνά κακές δημόσιες υπηρεσίες, το πολιτικό σύστημα είναι τόσο απρόθυμο
να αποδεχθεί ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν αποδίδουν μπορούν να αντικατασταθούν
από νέους, μορφωμένους ανθρώπους που αγωνιούν να τους δοθεί μια ευκαιρία. Λοιπόν,
ναι, νομίζω ότι η ευελιξία στην εφαρμογή υποχρεωτικών απολύσεων όταν αυτό είναι
αναγκαίο, αποτελεί μια κρίσιμη πτυχή του προγράμματος. Από άποψη όχι μόνο
οικονομική, αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης». Η απουσία όμως ενός συστήματος
ποσοτικοποιημένης στοχοθεσίας καθιστά αδύνατη την εξατομικευμένη αξιολόγηση της
απόδοσης και κατ’ επέκταση των δυνατοτήτων ανάπτυξης των υπαλλήλων. Ως συνέπεια
η αδυναμία να εντοπισθούν κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις εξαγγελίες οι «δημόσιοι
υπάλληλοι που δεν αποδίδουν» οδήγησε σε επιλογές αναζήτησης «επιόρκων» (και πάλι
δηλαδή της ταύτιση της κακοδιοίκησης με την παρανομία, υπό το προεκτεθέν πνεύμα του
νομικισμού) αλλά και οριζόντιας κατάργησης φορέων και κλάδων.
Το σχετικό με την τελευταία αυτή πολιτική μέτρο των υποχρεωτικών ‘αποχωρήσεων’ είχε
συμβολικό χαρακτήρα ως απόδειξη επιτυχίας της επιβαλλόμενης πολιτικής και δεν
συνδέθηκε με κάποια αντικειμενική διαδικασία αξιολόγησης. Αυτό προκύπτει άλλωστε
από το γεγονός ότι ο αριθμός των απολυομένων ανά φορέα καθορίστηκε με εμπειρικό
19
Τσέκος (2015), οπ. παρ.
22
τρόπο μέσω διαπραγμάτευσης ανεξάρτητα από - και πριν την ολοκλήρωση της
διαδικασίας αξιολόγησης δομών και προσωπικού.
23
Τέλος, η πλευρά των δανειστών προτάσσει δια των μνημονίων και των παράγωγων τους
κειμένων, την ανάγκη αναβάθμισης των συντονιστικών λειτουργιών. Το θέμα ωστόσο
γίνεται λανθασμένα αντιληπτό υπό την επίδραση των κυρίαρχων αντιλήψεων της «μετά το
Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ» (Post – NPM) εποχής ως πρόβλημα απουσίας κεντρικών
δομών. Ως συνέπεια θεσπίζονται, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στα μνημόνια και
στον οδικό χάρτη, δύο νέα όργανα. Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης με την
4/10-2-12 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου και η Γενική Γραμματεία Συντονισμού του
Κυβερνητικού Έργου με το άρθρο 14 του νόμου 4109/13. Η σύνθεση όμως του πρώτου εκ
των οργάνων αυτών, προβλέπεται να είναι εκείνη της υφιστάμενης Κυβερνητικής
Επιτροπής, άρα η δημιουργία του δεν προσθέτει την παραμικρή συντονιστική
λειτουργικότητα. Το δεύτερο όργανο αναλαμβάνει κατά βάση αρμοδιότητες που μέχρι
τώρα ασκούσε –ανεπαρκώς- η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης. Το ατελέσφορο των
αυτών των λειτουργιών δεν οφειλόταν σε δομικά ή διαδικαστικά προβλήματα αλλά στις
ιδιομορφίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και στους τρόπους με τους οποίους
παράγονται στα πλαίσιά του οι δημόσιες πολιτικές. Η προσθήκη ενός ακόμη
συντονιστικού οργάνου, και μάλιστα χωρίς την κατάργηση του προ-υφισταμένου, όχι
μόνον δεν επιλύει τα προβλήματα συντονισμού αλλά αντίθετα κινδυνεύει να τα
επιδεινώσει δια της επικάλυψης αρμοδιοτήτων και της «θεσμικής αντιπαράθεσης». Ο
πολλαπλασιασμός των συντονιστικών δομών δεν αναβαθμίζει πραγματικά τον στρατηγικό
χαρακτήρα της κυβερνητικής λειτουργίας και έχει απλώς συμβολικό και νομιμοποιητικό
χαρακτήρα.
20
European Court of Auditors (2015), Special Report. More attention to results needed to improve the
delivery of technical assistance to Greece, Luxembourg: Publications Office of the European Union No 19.
60 p.
24
το 2011 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να υποστηρίξει την υλοποίηση των
μεταρρυθμίσεων. Το συμπέρασμα του ελέγχου είναι ότι η Task Force δεν καθοδήγησε με
επάρκεια τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Η έκθεση υπογραμμίζει
το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις της τρόικα δεν βελτίωσαν την ικανότητα
προγραμματισμού και αξιολόγησης της ελληνικής διοίκησης. Οι μεταρρυθμίσεις
χαρακτηρίζονται ως κακοσχεδιασμένες χωρίς επαρκή χρήση των τεχνικών
προγραμματισμού όπως ο σαφής καθορισμός του προς αντιμετώπιση προβλήματος, η
ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών και η εκ των προτέρων αξιολόγηση (ex ante
evaluation).
25
Κατά την έκθεση η συνεχής αξιολόγηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων(on going
evaluation) φαίνεται να είναι εξίσου μη συστηματική και ανεπαρκής. Η παρακολούθηση
των διαδικασιών εφαρμογής για πολλά έργα είναι αδύναμη, μη συστηματικά
τεκμηριωμένη και δεν συνδέεται με μετρήσιμους στόχους, επαληθεύσιμους με χρήση
δεικτών. Η TF δεν αναζήτησε συστηματική ανατροφοδότηση από τους δικαιούχους και
δεν παρακολούθησε την εφαρμογή και τις ευρύτερες επιπτώσεις της ΤΒ. Επίσης δεν
ανέλυσε συστηματικά και συγκεκριμένα τα όποια αποτελέσματα προέκυψαν υπό το
πρίσμα των συμφωνηθέντων στόχων και με χρήση δεικτών. Ως εκ τούτου, η
παρακολούθηση (monitoring) δεν οδήγησε σε μεταβολή των αρχικών στόχων και
προθεσμιών των έργων ακόμη και όταν μια τέτοια επανεξέταση ήταν αναγκαία για την
προσαρμογή του έργου στις ταχέως εξελισσόμενες εξωτερικές συνθήκες.
Ειδικότερα η έκθεση παρατηρεί ότι ακόμη και στα θέματα της αναδιοργάνωσης των δομών
στα οποία εστιάσθηκε η «μνημονιακή» μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν απέδωσε τα
αναμενόμενα αποτελέσματα . Οι επιπτώσεις της επιχειρηθείσας αξιολόγησης των δομών
επί της οργάνωσης των υπουργείων ήταν περιορισμένες ενώ οι αναγκαίες περιγραφές
θέσεων δεν αναπτύχθηκαν όπως θα έπρεπε. Έτσι ενώ ο αριθμός των θέσεων ευθύνης
μειώθηκε κατά 40% δεν υπήρξαν σημαντικές μεταβολές στις λειτουργίες εντός των
υπουργείων με συνέπεια να μην βελτιωθεί η επιχειρησιακή ευελιξία της διοίκησης.
Αντιστοίχως αρνητική είναι η αξιολόγηση της ενίσχυσης του συντονιστικού κέντρου της
κυβέρνησης. Η προσθήκη της Γενικής Γραμματείας Συντονισμού του Κυβερνητικού
Έργου στις προϋπάρχουσες συντονιστικές δομές παρήγαγε επικαλύψεις και περιττές
συναρμοδιότητες. Ταυτόχρονα παρ΄ ότι είχε προβλεφθεί ο επικεφαλής της να είναι επί
θητεία υπάλληλος με πενταετή σύμβαση προκειμένου να εγγυάται την συνέχεια της
κυβερνητικής δράσης στην πράξη μετετράπη σε μετακλητό με αποτέλεσμα εντός της
πρώτης διετίας της λειτουργίας της να έχουν ασκήσει τα καθήκοντα αυτά 3 (και μέχρι
σήμερα 4) πρόσωπα με πολιτική επιλογή.
26
οποία να ακολουθείται μέσα από ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα εφαρμογής, το
οποίο θα παρακολουθείται μεθοδικά και θα αξιολογείται επιμελώς υπό το πρίσμα των
στόχων που έχουν τεθεί, ενώ τα διδάγματα της αξιολόγησης θα πρέπει να
επανατροφοδοτούν τις διαδικασίες σχεδιασμού.21
7. Συμπεραίνοντας
21
Οπ. παρ. σ.σ. 16-17, 27-29, 35-37 και 61-63
27
«αιρεσιμότητα» των διοικητικών μεταρρύθμισεων παρ’ όλο τον τυπικά δεσμευτικό της
χαρακτήρα μοιάζει να εξουδετερώνεται τόσο από τις εγχώριες πολιτικο-διοικητικές
δυναμικές όσο και από τις στενά δημοσιονομικές προτεραιότητες των δανειστών.22
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Dimitrakopoulos D. G., Passas A. G ,(2004) “Europeanisation and the Greek policy style.
National or Sectoral ?” σε Dimitrakopoulos D. G., Passas A. G (επιμ), Greece in the
European Union, Routledge σσ 140-147
Καστανίδης Χ., (1999), «Οι παθολογίες της δημόσιας διοίκησης και οι ατελέσφορες
προσπάθειες διοικητικής μεταρρύθμισης», σε Η ελληνική διοίκηση μετά το 2000,Ημερίδες
προβληματισμού ΠΕΤΑ-ΕΚΔΔ, Συνάντηση 2/6/1999, Εθνικό Κέντρο Δημόσιας
Διοίκησης, σ.σ. 3-9
Παπούλιας Δ.,(1991), Ο δημόσιος τομέας σε κρίση. Μιά άποψη από τέσσερα σημεία,
Εκδόσεις Γνώση, σ.σ. 17-35
22
Για μιάν ευρεία ανάλυση των όρων άσκησης αλλά και των ορίων επίδρασης της «αιρεσιμότητας» βλ.
Spanou C. (2016), Policy conditionality, structural adjustment and the domestic policy system. Conceptual
framework and research agenda, Robert Schuman Centre for Advanced Studies, European University
Institute, EUI Working Paper RSCAS 2016/60
28
Πλασκοβίτης Η., (1999), «Σχεδιασμός δημοσίων πολιτικών», Η ελληνική διοίκηση μετά
το 2000, Ημερίδες προβληματισμού ΠΕΤΑ-ΕΚΔΔ, Συνάντηση 2/6/1999, Εθνικό Κέντρο
Δημόσιας Διοίκησης, σ.σ. 18-27
Spanou C. (2016), Policy conditionality, structural adjustment and the domestic policy
system. Conceptual framework and research agenda Robert Schuman Centre for Advanced
Studies, European University Institute, EUI Working Paper RSCAS 2016/60
Τσέκος Θ.Ν. (2007), «Πολιτισμικές Συνιστώσες της (Δυσ) Λειτουργίας του Ελληνικού
Διοικητικού Συστήματος», σε Μακρυδημήτρης Α., Πραβίτα Μ-Ηλ. (Επιμ.), Διοικητική
Θεωρία και Πράξη: Διοίκηση και Κοινωνία, Εκδόσεις Σάκκουλα ΑΕ, σσ. 117-128
Ψυχάρης Γ., Γεωργαντάς Η., (2004), Πολιτικές διαστάσεις της χωρικής κατανομής των
δημοσίων επενδύσεων στην Ελλάδα, σε Γ. Κοντογιώργης, Κ. Λάβδας, Μ. Μενδρινού, Δ.
Χρυσοχόου (επιμ.), Τριάντα Χρόνια Δημοκρατία. Το Πολιτικό Σύστημα της Τρίτης
Ελληνικής Δημοκρατίας, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, τόμος Β΄, σελ. 116-117.
29