Professional Documents
Culture Documents
Η+εφαρμογή+των+αρχών+διοίκησης+στην+δημοσιοϋπαλληλία
Η+εφαρμογή+των+αρχών+διοίκησης+στην+δημοσιοϋπαλληλία
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Ανδρονίκη Ζμπόγκου
Α.Μ.:1342201400059
Αθήνα, 2019
Πίνακας Περιεχομένων
Εισαγωγή 4
2
3.2.5. Εκπαίδευση- επιμόρφωση. 50
3.2.6. Αξιολόγηση δημοσίων υπαλλήλων. 51
Αποτίμηση 59
Συμπέρασμα 63
Βιβλιογραφία 65
3
Εισαγωγή
Ο όρος οργάνωση εμπεριέχει δυο στοιχεία, πρώτον τον τρόπο οργάνωσης μιας
ορισμένης δημόσιας ή επιχειρηματικής δραστηριότητας και δεύτερον, πώς θα έπρεπε
ή θα μπορούσε να οργανωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να επιτυγχάνει
τους στόχους της (Μακρυδημήτρης 2013: 1). Η γραφειοκρατία ήδη από την εποχή
της εκβιομηχάνισης αποτελεί την ισχυρότερη μορφή οργάνωσης της δημόσιας
διοίκησης. Πολλές θεωρίες ανά τις δεκαετίες έχουν διαμορφώσει και αναμορφώσει το
περιεχόμενο του όρου της γραφειοκρατίας, τις δράσεις και τις αρχές που θα έπρεπε να
ακολουθεί. Πρόκειται για θεωρίες, οι οποίες ενδέχεται να αμφισβητούν ή να
συμπληρώνουν τις προγενέστερές τους, συστήνοντας νέες πρακτικές οργάνωσης.
Στοχεύουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίζουν κάθε φορά, με
ποικίλους τρόπους (Μακρυδημήτρης όπ π.: 4). Παρόλη την οργανωτική ρευστότητα
που συναντάται κοινός τόπος όλων είναι η εύρυθμη, αποτελεσματική και ποιοτικά
αποδοτική λειτουργία των δημόσιων ή ιδιωτικών οργανώσεων.
4
αποκαταστήσουν την αποτελεσματικότητα, την εμπιστοσύνη και δεν θα παραμείνουν
κενές εφαρμογής.
5
Κεφάλαιο 1ο: Τα κλασικά μοντέλα της γραφειοκρατίας.
6
1
όπου οι αδυναμίες του spoils system ήταν εμφανείς στην δυσλειτουργία της
διοίκησης και στην κυβερνητική διαφθορά, κυρίως στις πόλεις. Το 1883 το Civil
Service Act ή the Pendleton Act έθεσε επί τάπητος το πρόβλημα των πελατειακών
σχέσεων για την στελέχωση του διοικητικού συστήματος (Hughes, 2003: 20,
Κτιστάκη, όπ. π.: 65).
1
Spoils system: κατάληψη δημοσίων θέσεων βάσει πολιτικών φρονημάτων και κομματικής πίστεως.
Μη νομιμότητα θέσεων και αντικατάσταση των διοικητικών αξιωματούχων συναρτήσει κυβερνητικής
συγκυρίας, τοποθέτηση και προαγωγή με κριτήριο την κομματική πίστη, αποτελούσε στοιχείο
νομιμοφροσύνης. Συντηρούταν έτσι το πελατειακό κράτος και η πατρωνία μέσα στην κυβέρνηση .
7
προσδίδει σταθερότητα, συνέχεια, αποτελεσματικότητα, κυρίως λόγω
του απρόσωπου χαρακτήρα του.
Προκειμένου να κατανοήσουμε εις βάθος τις ιδέες του Weber που αφορούν
την γραφειοκρατία και αποτέλεσαν την βάση του έργου του, είναι απαραίτητη η
μελέτη ενός γενικότερου πλαισίου, του πλαισίου της εξουσίας (Μουζέλης, 2009:68,
Hughes, όπ. π.: 21, Κτιστάκη, όπ. π.: 51). Η εξουσία αποτελεί ειδικότερη μορφή
ισχύος, καθώς o εξουσιαστής επιβάλλει τη βούλησή του στους αποδέκτες της εντολής
2
του, οι οποίοι την αποδέχονται και συμμορφώνονται με αυτήν (εξουσιαζόμενοι) . Η
υποχρέωση συμμόρφωσης των εξουσιαζόμενων έγκειται στον τρόπο νομιμοποίησης
της άσκησης εξουσίας. Επιπλέον, για να ασκηθεί η εξουσία αποτελεσματικά πάνω σε
έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ατόμων, απαιτείται διοικητικό προσωπικό, το οποίο θα
εκτελεί τις εντολές και θα αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ εξουσιαστών και
εξουσιαζόμενων (Μουζέλης, όπ. π.: 68, Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 35, Κτιστάκη, όπ. π.:
51).
2
Η δύναμη ορίζεται ως η μονομερής ικανότητα επιβολής της βούλησης κάποιου πάνω στην
συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων, κυρίως επειδή διαθέτει διάφορα μέσα για τον εξαναγκασμό τους σε
κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής (Μουζέλης, 1993: 68, Μακρυδημήτρης, 2013: 35, Κτιστάκη, 2009:
51).
8
τυπολογίας της εξουσίας του Weber, ο οποίος διακρίνει τρεις μορφές νομιμοποίησης
της εξουσίας: την παραδοσιακή μορφή, την χαρισματική μορφή και την νόμιμη/
ορθολογική μορφή. Στον παραδοσιακό τύπο, κύριο νομιμοποιητικό παράγοντα
αποτελεί η πίστη στην ορθότητα των παραδόσεων, των ηθών και των εθίμων. Ο
ηγέτης που κυβερνά αντλεί την εξουσία του από το κληρονομικό δίκαιο και η
εξουσία του είναι δεσμευτική για τους αποδέκτες καθώς οι κανόνες εντάσσονται σε
ένα θεσμικό πλαίσιο, που έχει καθιερωθεί από την παράδοση (Μουζέλης, όπ. π.: 69,
Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 45-49, Κτιστάκη, όπ. π.: 52-54). Στον χαρισματικό τύπο, ο
νομιμοποιητικός παράγοντας είναι η πίστη στις ικανότητες και αρετές του ηγέτη, στο
«χάρισμά» του που τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους και του εξασφαλίζει την
πίστη και την αφοσίωση των ακολούθων, που οδηγεί συνήθως σε ασταθείς και
βραχύχρονες ηγεσίες στηριζόμενες στον προσωποπαγή χαρακτήρα του τύπου και την
αναποτελεσματικότητα των ακολούθων, καθώς είναι τις περισσότερες φορές
ετερόκλητα οργανωμένοι (Μουζέλης, το ίδιο, Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 40-45,
Κτιστάκη, όπ. π.: 54-56). Ο τρίτος τύπος οργάνωσης της εξουσίας στην εποχή της
νεωτερικότητας, ο τύπος της νομιμότητας είναι, συγκριτικά με τους προηγούμενους,
απρόσωπος και τυπικός. Η νομιμοποιητική βάση στην προκειμένη περίπτωση είναι το
δίκαιο και ο νόμος που χαρακτηρίζουν το κράτος δικαίου και προσδιορίζουν τα όρια,
τα οποία δεν πρέπει να ξεπεράσουν όσοι ασκούν την εξουσία. Η πίστη στην ορθότητα
του νόμου ερείδεται στην νόμιμη διαδικασία θέσπισής του και δεν αμφισβητείται
ούτε από όσους δίνουν τις εντολές ούτε και από όσους υπακούν. (Μουζέλης, όπ. π.:
70, Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 49-52, Κτιστάκη, όπ. π.: 56-58).
9
εποχή είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή του θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου. Στη
βιβλιογραφία δεν έχει αποδοθεί συγκεκριμένος ορισμός της γραφειοκρατίας από τον
Weber. Ο ίδιος επικεντρώθηκε στην απαρίθμηση συγκεκριμένων γνωρισμάτων που
συνθέτουν τον γραφειοκρατικό τύπο οργάνωσης. Πρόκειται για τα ακόλουθα
(Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 75, Κτιστάκη, όπ. π.: 59-61, Σεραφετινίδου, 2003: 44-53,
Hughes, 2003:21-22):
10
γνώσης, της εμπειρίας και των δεξιοτήτων των στελεχών,
συμβάλλοντας στην αποτελεσματική λειτουργία της οργάνωσης.
11
ιεραρχική διάρθρωση της οργάνωσης συναντάται σε κάθε μορφή
οργάνωσης, δημόσια και μη, σύμφωνα δε με την παραπάνω αρχή, όσο
πιο κοντά βρίσκεται κάποιο όργανο στην κορυφή της πυραμίδας, έχει
ευρύτερη ζώνη ευθυνών, καθηκόντων και ισχύος. Ενώ όσο πιο κοντά
βρίσκεται στην βάση της πυραμίδας, τόσο πιο περιορισμένο είναι το
εύρος των αρμοδιοτήτων, των υποχρεώσεων και της εξουσίας του.
4. Τα φυσικά πρόσωπα που στελεχώνουν την οργάνωση επιλέγονται
βάσει των γνώσεων, των ικανοτήτων και των προσόντων τους που
διαπιστώνονται με ειδικές εξετάσεις και τους αναγνωρισμένους τίτλους
σπουδών (πτυχία κλπ.). Στον ιδεότυπό του ο Weber διακρίνει την
γνώση σε α) «γενική επιστημονική ή τεχνική γνώση» κάποιου πεδίου,
πρόκειται για την ειδική γνώση του αντικειμένου και β) «γνώση της
γραφειοκρατίας και των διαδικασιών», που αποκτούν καθ’ όλη την
σταδιοδρομία τους μέσα στην οργάνωση και η οποία δεν
μεταβιβάζεται.
5. Κάθε εργαζόμενος στη γραφειοκρατία αναπτύσσει μια «ελεύθερη
συμβατική σχέση» με την οργάνωση βάσει της ισοτιμίας των μερών.
Παρέχει την εργασία του στο γραφειοκρατικό σύστημα σύμφωνα με
ορισμένους όρους, συνειδητά αποδεχόμενους περιορισμούς και
οικονομικά ανταλλάγματα.
6. Οι υπάλληλοι που εργάζονται σε συγκεκριμένες θέσεις και γραφεία
αμείβονται με μισθό, το ύψος του οποίου είναι ανάλογο της ιεραρχικής
βαθμίδας που βρίσκονται και των καθηκόντων που ασκούν καθ’ όλη
την διάρκεια της απασχόλησής τους.
7. Οι εργαζόμενοι απασχολούνται στην γραφειοκρατική οργάνωση για
μεγάλο χρονικό διάστημα και σταδιοδρομούν επαγγελματικά σε αυτήν,
δίχως να υπάρχει κάποιος περιορισμός παραίτησης ή απόλυσης από το
σύστημα. Η υπαλληλική τους κατάσταση στηρίζεται κατά βάση στην
αρχή της σταθερότητας της απασχόλησης, που αφορά και το σύστημα
των προαγωγών. Σκοπός της μονιμότητας των υπαλλήλων και του
συστήματος της σταδιοδρομίας είναι η καταπολέμηση της
ευνοιοκρατίας κατά την στελέχωση, και κατ’ επέκταση η
12
αντικειμενικότητα των υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων
τους.
8. Αναγκαία συνθήκη της σταθερότητας των υπαλλήλων αποτελεί η
επαγγελματική αφοσίωσή τους και η αποκλειστική σύνδεσή τους με
την συγκεκριμένη απασχόληση. Ο επαγγελματισμός δημιουργεί στους
υπαλλήλους την συνείδηση της συλλογικής ιδιαιτερότητας, έχουν
δηλαδή την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ξεχωριστή ομάδα μέσα στην
κοινωνία, αναπτύσσουν ένα αίσθημα αλληλεγγύης που οδηγεί στην
δημιουργία επαγγελματικής συνείδησης.
9. Κάθε υπάλληλος είναι απλός φορέας του αντίστοιχου τυπικού ρόλου
και δεν μπορεί να αποκτήσει κυριότητα στα μέσα διοίκησης που
διαθέτει εξαιτίας της θέσης του. Είναι ξεκάθαρος ο διαχωρισμός
ανάμεσα στην περιουσία της οργάνωσης και την προσωπική περιουσία
του υπαλλήλου, με τον δεύτερο να μην έχει την δυνατότητα να κάνει
δικά του τα μέσα αυτά. Του παραχωρείται μόνο το δικαίωμα μόνιμης
απασχόλησης έναντι αμοιβής.
10. Η κύρια αποστολή των υπαλλήλων είναι η συνεπής εκπλήρωση των
καθηκόντων τους, που καθορίζονται από τους κανόνες και τις
ρυθμίσεις. Τα στελέχη υπόκεινται στον ιεραρχικό έλεγχο και την
πειθαρχική εξουσία των προϊσταμένων τους, προκειμένου να
εξασφαλίζεται η νομιμότητα και η συνοχή της οργάνωσης. Όταν
εντάσσονται στην οργάνωση, δεσμεύονται να συμμορφώνουν τη
συμπεριφορά τους με τους κανόνες και τις υποδείξεις των
προϊσταμένων τους.
13
που δεν εντοπίζονταν μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο τομέα, με το
Κράτος να υποχρεούται πλέον να συνδιαλέγεται με τους υπαλλήλους για τις συνθήκες
εργασίας. Η αυστηρή ιεραρχική δομή των οργανώσεων που ίσχυε μέχρι τότε φαίνεται
να κλονίζεται (Κτιστάκη, όπ. π.: 77-78, Μουζέλης, όπ. π.: 158-159).
14
συνθήκες παραγωγής στην βιομηχανία. Διαπίστωσε ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι που
χρησιμοποιούνταν ως τότε εμπόδιζαν την αύξηση του ρυθμού εργασίας. Δεν
ασχολήθηκε με γενικούς κανόνες εργασιακών σχέσεων ούτε και με τύπους, όπως είχε
προηγούμενος κάνει ο Weber, αντιθέτως επικεντρώθηκε σε τρόπους που θα
περιόριζαν την σπατάλη, σε ανθρώπινο δυναμικό και χρήμα, που οφειλόταν στην
κακή οργάνωση τη παραγωγής (Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 169, Κτιστάκη, όπ. π.:
81-82).
Βασικός στόχος του Taylor ήταν η επίμονη και συνεχής αναζήτηση του πλέον
αποτελεσματικού και ολοκληρωμένου τεχνικά τρόπου για την πραγματοποίηση κάθε
επιχειρηματικής ενέργειας και δράσης. Απαραίτητη μέθοδος για την ανεύρεση του
αποτελεσματικότερου τεχνικά τρόπου λειτουργίας ήταν η ανάλυση της εργασίας,
δηλαδή η συστηματική παρατήρηση, η λεπτομερής καταγραφή και χρονομέτρηση
των κινήσεων που είναι απαραίτητες για την διεξαγωγή ορισμένων ενεργειών
συναρτήσει του χρόνου που καταναλώνεται («time and motion studies»). Η
υιοθέτηση της επιστημονικής μεθόδου είχε σκοπό την συστηματοποίηση της
εργασίας που ήταν αρκετή για την εκλογίκευση της λειτουργίας της οργάνωσης
(Μακρυδημήτρης, το ίδιο, Κτιστάκη, όπ. π.: 84-87, Hughes, όπ. π.: 27, Μουζέλης, όπ.
π.: 155).
1. Η πρώτη αρχή αφορά στην εξεύρεση του άριστου τρόπου ( one best
way) εκτέλεσης της εργασίας. Αναγκαία είναι η συστηματική συλλογή
όλων των απαραίτητων πληροφοριών για την διεξαγωγή μιας
συγκεκριμένης διαδικασίας, η «εμπειρική» επιβεβαίωση πληροφοριών
και η τελική διαμόρφωση των κανόνων γενικής ισχύος. Η πιο
15
διαδεδομένη μέθοδος εντοπισμού του βέλτιστου τρόπου είναι η
ανάλυση της εργασίας (job analysis) σε συγκεκριμένες χρονικές
περιόδους. Ο πυρήνας της μεθόδου αυτής είναι η επακριβής
καταμέτρηση του απαιτούμενου χρόνου για να ολοκληρωθεί μια
εργασία, στοχεύοντας στην «οικονομία κινήσεων», προκειμένου να
αποφεύγονται περιττές και χρονοβόρες κινήσεις για την επίτευξη
καλύτερου αποτελέσματος σε μικρότερο χρόνο.
2. Η δεύτερη αρχή αναφέρεται στην προσέλκυση, επιλογή και
εκπαίδευση του προσωπικού. Ο Taylor υποστηρίζει ότι κάθε
εργαζόμενος οφείλει να απασχολείται σε εργασία για την οποία έχει τις
απαραίτητες ικανότητες. Αναγκαία προϋπόθεση για την εκπλήρωση
του σκοπού αυτού είναι η εκτίμηση των ικανοτήτων και των
δυνατοτήτων των εργαζομένων και στη συνέχεια η κατάλληλη
καλλιέργεια και ανάπτυξή τους με τη βοήθεια των διευθυνόντων.
Προϋπόθεση για την επιτυχία της διαδικασίας αποτελεί η προσέλκυση
υποψηφίων με τα απαραίτητα κίνητρα (αμοιβή) που πρέπει να
ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στις προσδοκίες των εργαζομένων
για να είναι αποτελεσματικά αλλά και έπειτα με την αύξηση μισθών
και επιδομάτων παραγωγικότητας (bonus). Η εκπαίδευση θα πρέπει να
λαμβάνει χώρα καθ’ όλη την χρονική περίοδο απασχόλησης των
εργαζομένων, προκειμένου να βελτιώνουν την απόδοσή τους.
3. Η τρίτη αρχή συνδέεται με την αποστολή και το καθήκον της
διευθυντικής και εποπτικής λειτουργίας (management) να καθορίζει
επακριβώς το υπόδειγμα εργασίας για κάθε εργαζόμενο,
προσδιορίζοντας εξ αρχής, με συγκεκριμένες οδηγίες και κανόνες, τα
καθήκοντα, δίνοντας οδηγίες για το περιεχόμενο εργασίας, τον τρόπο
και τον χρόνο ολοκλήρωσης. Οι managers είναι οι ειδικοί για τα
ζητήματα διοίκησης, προγραμματίζουν, ελέγχουν και αξιολογούν
υπεύθυνα την εργασία των υφισταμένων τους. Η συμβολή των
managers στην αποτελεσματική λειτουργία μιας οργάνωσης, σύμφωνα
με τον Taylor, είναι καθοριστική.
16
4. Η τέταρτη και τελευταία αρχή συνιστά συνέπεια της προηγούμενης και
αναφέρεται στην εξειδίκευση και τον διαχωρισμό της εργασίας στο
εσωτερικό της οργάνωσης μεταξύ της διεύθυνσης και της εκτέλεσης.
Κατά την αρχή της εξαίρεσης (exception principle), τα διευθυντικά
στελέχη εξαιρούνται από εκτελεστικά καθήκοντα ρουτίνας και
ασχολούνται εξ ολοκλήρου με τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση
της εργασίας (management). Αντιθέτως, τα κατώτερα στελέχη
ασχολούνται αποκλειστικά με την εκτέλεση της εργασίας που τους έχει
ανατεθεί από τα ανώτερα στελέχη. Η διάκριση και η κατανομή αυτή
των καθηκόντων σε διαφορετικά πρόσωπα έχει σκοπό την βελτίωση
της παραγωγικότητας, καθώς η σύμπτωση ίδιων καθηκόντων σε πολλά
πρόσωπα θα προκαλούσε σύγχυση, μείωση παραγωγικότητας και
χειρότερη ποιότητα σχεδιασμού.
17
διεύθυνση και τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της οργάνωσης (Μακρυδημήτρης, όπ.
π.: 192, Μουζέλης, το ίδιο, Κτιστάκη, 2009: 90).
18
καμία περίπτωση να ασκούνται καταχρηστικά αλλά έχουν προληπτικό
ρόλο, ώστε να μην απωλέσουν το κύρος τους. Εμπνέουν τον φόβο και
τον σεβασμό των εργαζομένων μέσα στην οργάνωση με αποτέλεσμα να
λειτουργούν αποτρεπτικά.
4. «Αρχή αναλογίας μεταξύ ευθύνης και πειθαρχίας». Ο Fayol παρατηρεί
την τάση των ανθρώπων να αποφεύγουν την λήψη πρωτοβουλιών, άρα
και την παρεπόμενη ευθύνη. Ωστόσο, πρέπει να ενθαρρύνονται από
τους ανωτέρους τους να αναλαμβάνουν ευθύνες, μέχρι ένα
συγκεκριμένο βαθμό, ώστε να μην υπάρχει σύγχυση μεταξύ ευθύνης
και αρμοδιότητας. Δηλαδή ο εργαζόμενος οφείλει να αναλάβει
πρωτοβουλίες αποκλειστικά για τις αρμοδιότητές του. Σε αντίθετη
περίπτωση, θεωρείται ότι υπερβαίνει τα όρια και οδηγείται σε
αναποτελεσματικότητα. Εξάλλου, καθίσταται απαραίτητο να
ενθαρρύνεται από τους ανωτέρους του να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες
για μεγαλύτερη απόδοση («αρχή της πρωτοβουλίας»).
5. «Αρχή της εθελούσιας συμμόρφωσης στις εντολές». Σημαντικό
στοιχείο και προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα και την
αποδοτική συνεργασία των εργαζομένων και των υπευθύνων δεν είναι
μόνο η επιβολή κυρώσεων αλλά και η οικειοθελής συμμόρφωση με τις
εντολές των ανωτέρων. Οι εργαζόμενοι συναινούν, συνεργάζονται και
ακολουθούν τις εντολές των προϊσταμένων τους. Αναπτύσσεται ένα
3
«σύστημα ενδο-οργανωτικής συμπεριφοράς » που βασίζεται στην
συλλογική δράση των μελών, το οποίο προάγει «ήθος συνεργασίας»
μεταξύ των διευθυνόντων και των εργαζόμενων (Simon- Smithburg-
Thompson, 1968: 183-184).
6. «Αρχή της ενότητας της προσταγής- unity of command». Οι
εργαζόμενοι υποχρεούνται να δέχονται εντολές από έναν και μόνο
3
Το σύστημα αυτό βασίζεται σε 5 βασικά στοιχεία: την κατανόηση της εντολής, την «εναρμόνισή» της
με τους οργανωτικούς κανόνες, αλλά και με το προσωπικό συμφέρον των αποδεκτών, την δυνατότητα
εκτέλεσης και την υποχρέωση υπακοής που περιλαμβάνεται στην πειθαρχία των υπαλλήλων. Τα
στοιχεία αυτά «οριοθετούν» την «ζώνη αποδοχής της εξουσίας» (Μακρυδημήτρης, 2013: 211,
Κτιστάκη, 2009: 94).
19
προϊστάμενο, με σκοπό να αποφεύγεται το φαινόμενο της
«πολυαρχίας», που με την σειρά της προκαλεί «διευθυντική σύγχυση».
7. «Αρχή της ενότητας της κατεύθυνσης- unity of direction».
Δραστηριότητες με κοινό στόχο υπάγονται κάτω από την ίδια διοίκηση
και τον ίδιο σχεδιασμό.
8. «Αρχή της συγκέντρωσης ή εκχώρησης εξουσιών και αρμοδιοτήτων».
Η συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων εξαρτάται από το είδος της
οργάνωσης, το περιβάλλον της και τον βαθμό εξειδίκευσης των
στελεχών. Συναντώνται διαφορετικές περιπτώσεις κάθε φορά. Ο βαθμός
συγκέντρωσης είναι ρευστός, οπότε η διοίκηση είναι επιφορτισμένη με
τον καθορισμό του βαθμού συγκέντρωσης σε κάθε διαφορετική
περίπτωση.
9. «Αρχή της σταθερότητας της απασχόλησης του προσωπικού». Η μη
σταθερή κατάσταση του προσωπικού συμβάλλει στην
αναποτελεσματικότητα της δράσης του. Η σύνδεση του προσωπικού με
μια επαγγελματική ομάδα και το αίσθημα εργασιακής ασφάλειας
εξασφαλίζουν την επάρκεια, την συνοχή, την ουδετερότητα,
αποτρέπονται έτσι φαινόμενα μεροληψίας στην διοίκηση και κατά την
στελέχωση στις δημόσιες υπηρεσίες.
10. «Αρχή της υπαγωγής του ατομικού στο γενικό συμφέρον». Το
ατομικό συμφέρον ορισμένου στελέχους δεν πρέπει να υπερισχύει του
γενικού συμφέροντος της επιχείρησης για να αποφευχθούν συγκρούσεις
μεταξύ των στελεχών της οργάνωσης, ώστε αυτή με την σειρά της να
είναι αποτελεσματική (Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 217, Κτιστάκη, όπ. π.:
97, Fayol, όπ. π.: 56).
11. «Αρχή της δίκαιης αμοιβής». Κατά τον Fayol (όπ. π.: 56) «η
μισθοδοσία του προσωπικού αποτελεί αντίτιμον δια την παρασχεθείσαν
υπ’αυτού εργασίαν». Η αμοιβή έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και
αντανακλά την ποσότητα της εργασίας που παρασχέθηκε από τους
εργαζόμενους στην επιχείρηση. Πρέπει, επίσης, να είναι ακριβοδίκαιη
και να ικανοποιεί και τις δυο πλευρές, τους εργαζόμενους και την
επιχείρηση. Οπότε το ύψος των μισθών ορίζεται βάσει ορισμένων
20
κριτηρίων που εξυπηρετούν και τα δύο μέρη. Επιπροσθέτως, πρέπει να
ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων και να προάγει το
εργασιακό ενδιαφέρον τους, προκειμένου να αυξήσουν την ποσότητα
και την ποιότητα της εργασίας τους.
12. «Αρχή esprit de corps». Η αρχή αυτή συνάδει με την ενίσχυση του
επαγγελματισμού στο γραφειοκρατικό μοντέλο που προέβλεψε ο
Weber. Πρόκειται για την δημιουργία αισθήματος και συνείδησης
ομαδικότητα και ιδιαιτερότητας της ομάδας, μέσω της οποίας
εξασφαλίζεται η συνοχή και η αρμονική συμβίωση των στελεχών της
οργάνωσης.
21
πλαίσιο της εργασίας επηρεάζουν την απόδοση των εργαζομένων. Παρατήρησε πως
ορισμένες συνθήκες μέσα στην εργασία (φωτισμός, έλλειψη διαλειμμάτων, κακή
στάση του σώματος) επηρέαζαν την παραγωγικότητά τους καθώς και τη διάθεσή τους
να συνεχίσουν να εργάζονται. Επιπροσθέτως ο εργαζόμενος, σε αντιδιαστολή με την
τεϋλοριανή οργανωτική μονάδα της ατομικής του απόδοσης, επηρεαζόταν από την
ομαδική εργασία και από τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στον
εργασιακό του χώρο, λειτουργώντας ως κοινωνικό ον (Κτιστάκη, όπ. π.: 102-104,
Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 196-197, Μουζέλης, όπ. π.: 180, Hughes, όπ. π.: 29).
22
23
1.4.2. Η ιεράρχηση των αναγκών- A. Maslow.
Ο Abraham Maslow μέσα από τις έρευνες του προσπάθησε να αναδείξει την
παρακινητική δύναμη των αναγκών των ανθρώπων, τις οποίες κατέταξε σε πέντε
ιεραρχημένες κατηγορίες, με κριτήριο την «ένταση του αισθήματος έλλειψής τους».
Πρόκειται για τις φυσιολογικές ανάγκες, τις ανάγκες ασφάλειας, τις κοινωνικές, τις
ανάγκες εκτίμησης ή αναγνώρισης και ολοκλήρωσης ή αυτοπραγμάτωσης
(Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 200, Μπουραντάς, 2002: 255).
24
δομημένες (ιεραρχική πυραμίδα), σύμφωνα με την προτεραιότητα ικανοποίησης.
Πρέπει να ικανοποιηθούν πρώτα οι ανάγκες ορισμένης, κατώτερης κατηγορίας για να
μεταβούμε στην επόμενη. Στην βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι φυσιολογικές
ανάγκες και στην κορυφή η ανάγκη αυτοπραγμάτωσης (Μακρυδημήτρης, το ίδιο,
Μπουραντάς, όπ. π.: 255-256).
Συμπληρωματικά, ο Carl Rogers στην μελέτη του τοποθετεί στο επίκεντρο της
διοίκησης τον ανθρώπινο παράγοντα με όλες τις ιδιαιτερότητες και ευαισθησίες που
αυτός έχει, θεωρώντας τον εξανθρωπισμό της διοίκησης απαραίτητη προϋπόθεση για
την ομαλή και αποδοτική λειτουργία της. Πρώτη αρχή για τον Rogers αποτελεί η
«άνευ όρων αποδοχή του άλλου» («unconditional regard»), κατά την οποία ο
σεβασμός της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην διοίκηση δεν παύει να υφίσταται αλλά
παραμένει αναλλοίωτος. Η δεύτερη αρχή της «ενσυναίσθησης» («empathy»)
αποτελεί την κατάσταση εκείνη κατά την οποία το άτομο έχει την ικανότητα να
βρεθεί στην θέση του άλλου και να κατανοήσει σε μεγάλο βαθμό την
συναισθηματική κατάστασή του, τα αίτια που οδήγησαν σε συγκεκριμένη
συμπεριφορά. Εν συνεχεία, τρίτη είναι η αρχή της «ειλικρίνειας και της συνέπειας»
των λόγων και των πράξεων των στελεχών της διοίκησης, ώστε να δημιουργείται ένα
κλίμα σταθερότητας και εμπιστοσύνης ανάμεσά τους. Αποφεύγονται οι ρήξεις, που
έχουν αντίκτυπο τόσο στην ψυχολογική όσο και στην εργασιακή αποδοτικότητά τους.
Τέλος, η τέταρτη αρχή για «αμφίδρομη επικοινωνία» στηρίζεται στην προθυμία των
στελεχών γενικά και των προϊσταμένων ειδικότερα, για ουσιαστική επικοινωνία με
τους υπόλοιπους με τρόπο σαφή και αντιληπτό. Η σαφήνεια είναι απαραίτητη ώστε
να μην υπάρχουν περιθώρια παρανόησης των μηνυμάτων από τον παραλήπτη
(Μακρυδημήτρης, 2003).
25
Κεφάλαιο 2ο: Μοντέλα μεταρρύθμισης- Διοικητική ηθική.
Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίζεται από μια σειρά μεταρρυθμιστικών
δράσεων σε διοικητικό και κοινωνικό επίπεδο. Ειδικότερα, τη συγκεκριμένη δεκαετία
αναδύεται ένα αντι-γραφειοκρατικό ρεύμα, το οποίο αμφισβητεί την παραδοσιακή
μορφή και αξίες της, όπως διαμορφώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Η τάση αυτή
φαίνεται να βασίζεται σε μια πληθώρα δυσλειτουργιών που προκύπτουν από την
γενικότερη κοινωνικο-οικονομική κρίση και έχουν αντίκτυπο και στο γραφειοκρατικό
μοντέλο (Κτιστάκη, όπ. π.: 135, Μακρυδημήτρης, όπ. π.:340, Hughes, όπ. π.: 32,
Μιχαλόπουλος, 2003:57-59, 78-80, Καρκατσούλης, 2004: 41, Hood, 1995:99, Lynn,
2006: 104).
26
Αναπόδραστα, λοιπόν, η προσοχή την ερευνητών στρέφεται σε νέα πρότυπα
που διαφέρουν από το κλασικό γραφειοκρατικό μοντέλο. Οι αλλαγές που
πραγματοποιούνται στην διοίκηση των οργανώσεων έχουν ως αφετηρία τις αρχές και
τις δράσεις που προτείνει η Νέα Μεθοδολογία Διοίκησης Δημοσίων Φορέων και
Οργανισμών (New Public Management, NPM), οι αρχές και οι δράσεις της οποίας
πηγάζουν από την δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα (Hughes, όπ. π.: 61-62,
Μιχαλόπουλος, όπ. π.: 61-65, Καρκατσούλης, όπ. π.: 46-47). Το NPM αρχίζει
σταδιακά να αποτελεί ένα καθολικό φαινόμενο, το οποίο δεν έχει αποκλειστικά
ιδεολογικές αποχρώσεις. Αντίθετα, χώρες με διαφορετικές ιδεολογικές κατευθύνσεις
υιοθετούν το συγκεκριμένο πρότυπο (Ν. Ζηλανδία, Μ. Βρετανία, Η.Π.Α, Καναδάς,
Σουηδία κλπ.). Στην εξάπλωση του NPM σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι διεθνείς
οργανισμοί (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, ΟΗΕ, Παγκόσμια Τράπεζα), οι οποίοι προσέφεραν την
απαιτούμενη τεχνογνωσία τόσο σε υπανάπτυκτα όσο και σε αναπτυγμένα κράτη,
προκειμένου να κινηθούν προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση (Κτιστάκη, όπ. π.:
137-138, Μακρυδημήτρης, το ίδιο, Hughes, όπ. π.: 32-39, Μιχαλόπουλος, όπ. π.:
78-80, Καρκατσούλης, όπ. π.: 41, Lynn, το ίδιο).
Κατά τον Gruening (όπ. π.: 16- 17) το NPM θεμελιώνεται στις θεωρητικές
προσεγγίσεις της δημόσιας επιλογής (Public choice) (Boston, 2011: 23-25, Λαδή και
Νταλάκου, 2010: 95-97), του ιδιωτικού Management, της κλασικής και νεοκλασικής
δημόσιας διοίκησης, της ανάλυσης των δημόσιων πολιτικών (Policy theory), της
θεωρίας του οργανισμού (Principal- agent theory), της θεωρίας των δικαιωμάτων του
27
κόστους συναλλαγής (Property rights theory), της Αυστριακής σχολής, των
Οικονομικών του κόστους συναλλαγής (Transaction cost economics) (Boston όπ. π.:
27-30) και της Νέας Δημόσιας Διοίκησης (New Public Administration).
Περιλαμβάνει, επομένως, μια σειρά πρακτικών και αρχών που βασίζονται σε άλλα
μοντέλα και οι δράσεις του προέρχονται από αυτά.
Το ΝΔΜ θεμελιώνεται, αρχικά, στις αρχές και τις τεχνικές οργάνωσης που
εντοπίζονται στο ιδιωτικό management. Οι μέθοδοι του ιδιωτικού τομέα
χαρακτηρίζονται από ευελιξία προσαρμογής στις εκάστοτε αλλαγές, και όχι από την
υιοθέτηση μεθόδων που προτείνει το δύσκαμπτο βεμπεριανό μοντέλο. Ακόμα,
αντλείται έμπνευση από την προσοχή που δίνεται στην αποτελεσματικότητα των
δράσεων της επιχείρησης, στον στρατηγικό σχεδιασμό της οργάνωσης, τις μεθόδους
αξιολόγησης των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα με γνώμονα την αποδοτικότητα και
την ποιότητα της εργασίας τους. Οι αρχές του ιδιωτικού τομέα έχουν αποδειχθεί
ιδιαίτερα χρήσιμες στην αποδόμηση των αρχών και αξιών που θεωρούνταν
θεμελιώδεις στο παλαιό σύστημα. Ασπάζεται την αρχή της δίκαιης και αμερόληπτης
δημόσιας διοίκησης κατα την εξυπηρέτηση των πολιτών, όμως δεν χρειάζεται οι
δημόσιοι υπάλληλοι να κατέχουν τις θέσεις τους “εφ’ όρου ζωής” (Hughes, όπ. π.:
61-62, Μιχαλόπουλος, όπ. π.: 61-65, Καρκατσούλης, όπ. π.: 41 ). Ωστόσο, οφείλουμε
να τονίσουμε ότι η φύση του δημοσίου τομέα και οι ιδιαιτερότητές του τον κάνουν να
διαφέρει από τον ιδιωτικό και επομένως να κρίνεται ως αναποτελεσματική η άκριτη
εφαρμογή των αρχών του management. Η υιοθέτησή τους απαιτείται να
προσαρμόζεται στις ισχύουσες συνθήκες και στους σκοπούς της δημόσιας διοίκησης
(Hughes, το ίδιο, Μιχαλόπουλος, το ίδιο, Chevallier, όπ. π.: 29-31).
Αξίζει να σταθούμε στα στοιχεία που έχουν αντληθεί από την κλασική θεωρία
της δημόσιας διοίκησης και ιδιαίτερα από την επιστημονική θεωρία του Taylor.
Κοινό σημείο των δύο θεωριών είναι η υιοθέτηση πρακτικών του ιδιωτικού τομέα,
όπως αναπτύχθηκαν προηγουμένως. Υποστηρίζεται ότι το NPM αποτελεί “απόγονο”
της επιστημονικής διοίκησης. Για την θέση του εργαζόμενου, στο πλαίσιο των
θεωριών του Taylor και του NPM, κυριαρχεί η εργαλειακή προσέγγιση, με αυτόν να
αντιμετωπίζεται ως μέσο παραγωγής παρά ως ανθρώπινη ύπαρξη με ανάγκες, όπως
είχε υποστηριχθεί από την Σχολή των Ανθρωπίνων Σχέσεων (Κτιστάκη, όπ. π.:
28
144-147, Hughes, όπ. π.: 65). Επανέρχεται στο προσκήνιο η αντίληψη του homo
economicus, που δίνει έμφαση στο ατομικό συμφέρον και στην οποία στηρίχθηκε και
ο νεοφιλελευθερισμός, η κυρίαρχη ιδεολογία των δεκαετιών του ’70 και του ’80
(Κτιστάκη, όπ. π.: 149).
29
θέτουν όρια στην δράση τους. Είναι ανεξάρτητοι από πολιτικές πιέσεις
και κομματικούς ανταγωνισμούς και γι’ αυτό πρέπει να δρουν όσο πιο
ελεύθερα γίνεται.
● Έμφαση δίνεται στην μέτρηση της απόδοσης των δράσεων
(benchmarking) και στον έλεγχο επίτευξης των αποτελεσμάτων που
επιδιώκει η οργάνωση. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ελέγχου του κόστους
λειτουργίας, ποσοτικής και συγκριτικής ανάλυσης των αποτελεσμάτων,
συγκεκριμενοποίησης των στόχων και ενδοοργανωτικής αξιολόγησης
της οργάνωσης, της ομάδας και των ατόμων. Συνέπεια των παραπάνω
είναι η κατάρτιση προϋπολογισμού και η μισθοδοσία των υπαλλήλων
βάσει της απόδοσής τους.
● Η στοχοθεσία αποτελεί κυρίαρχη δράση, καθώς βασίζει τον
προγραμματισμό και την παρακολούθηση της διοικητικής δράσης
στους τιθέμενους στόχους και στα αποτελέσματα. Ο καθορισμός της
ατομικής στοχοθεσίας αποτελεί επιμέρους επιδίωξη της συνολικής
οργανωτικής στοχοθεσίας που θέτουν οι επικεφαλής.
● Η προσοχή του διοικητικού συστήματος μεταφέρεται από τις εισροές
και την διαδικασία στον έλεγχο των εκροών. Οι αλλαγές
υπογραμμίζουν την σημασία της απόδοσης των υπαλλήλων και των
υπηρεσιών. Τίθενται δείκτες απόδοσης και αξιολόγησης της
αποτελεσματικότητας κάθε δράσης στα τέλη κάθε έτους. Βάσει αυτών
των δεικτών τα άτομα επιβραβεύονται ή όχι για την πρόοδο που έχουν
σημειώσει.
● Ιδιαίτερα σημαντική θέση στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του NPM
κατέχει ο διαχωρισμός των μεγάλων βραδυκίνητων γραφειοκρατικών
υπηρεσιών σε μικρότερα, ευέλικτα τμήματα, τα οποία θα λειτουργούν
αποτελεσματικότερα, θα βρίσκονται πιο κοντά στους πολίτες και θα
τους εξυπηρετούν ταχύτερα. Σημαίνουσα είναι και η απομάκρυνση από
την αυστηρά ιεραρχημένη δομή της γραφειοκρατικής οργάνωσης, όπως
είχε εισαχθεί από τους κύριους θεωρητικούς των παραδοσιακών
μοντέλων.
30
● Ο ανταγωνισμός αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του ιδιωτικού τομέα, το
οποίο περνά μέσω του δημόσιου management και στον δημόσιο τομέα.
Για την επίτευξη του ανταγωνισμού, μέσω του μηχανισμού της αγοράς,
είναι απαραίτητες οι συμπράξεις μεταξύ κράτους και ιδιωτικών
επιχειρήσεων, όπως η συμβατική ανάθεση υπηρεσιών (contracting out
of services), η ιδιωτική διαχείριση υπηρεσιών κοινής ωφέλειας
(business management of public utilities), με στόχο την μείωση των
δημοσίων εξόδων, τα οποία δεν θα επιβαρύνουν τον κρατικό
προϋπολογισμό και θα οδηγούν στην αύξηση των πόρων.
● Ευελιξία στην διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού. Η αναθεώρηση
του τρόπου με τον οποίο διοικείται το ανθρώπινο δυναμικό στον
δημόσιο τομέα έχει προωθηθεί από διεθνείς οργανισμούς. Βασικός
στόχος είναι η υιοθέτηση ενός ανοικτού και ευέλικτου τρόπου
διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού. Επηρεάζεται, επομένως, ο
τρόπος πρόσληψής τους καθώς επιλέγεται ένα πιο αξιοκρατικό
σύστημα επιλογής μέσω εξετάσεων ή οποιοδήποτε άλλου μέσου που
καταπολεμά το πελατειακό κράτος. Αμφισβητείται η μονιμότητα των
δημοσίων υπαλλήλων, καθώς αποτελεί σημαντική αιτία των συνεχών
προβλημάτων που αναφύονται. Δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην
συνεχή επιμόρφωση των υπαλλήλων, στην απόδοσή τους και τον μισθό
τους που εξαρτάται από την απόδοσή τους.
● Ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Η πληροφορική διευκολύνει την
εσωτερική οργάνωση της διοίκησης μέσω της μηχανογράφησης
διαδικασιών (μισθοδοσία, επιδοτήσεις κλπ.). Συμβάλλει, επίσης, στην
βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται προς τους
πολίτες, με την απλούστευση των διαδικασιών, την ενημέρωση των
ιστοσελίδων, τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Φαίνεται επομένως να
ενισχύεται η διαφάνεια της διοικητικής δράσης.
31
NPM. Η προσδοκία ότι η δημόσια οργάνωση βρίσκεται στην υπηρεσία του πολίτη
διασφαλίζεται από την ποιοτική και αποδοτική μεταρρύθμιση των δράσεων της
διοίκησης. Γι’ αυτό χρειάζεται να διευκολύνεται η πρόσβαση των πολιτών στο
κράτος για την ικανοποίηση των αναγκών τους, μέσω της χρήσης σύγχρονων
τεχνολογικών και επικοινωνιακών μεθόδων (Κτιστάκη, όπ. π.: 143).
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην έννοια των οργανωτικών σκοπών και στόχων,
καθώς αποτελούν τους βασικούς άξονες της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης
(Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 343, Κτιστάκη, όπ. π.: 181). Στο κέντρο του NPM
βρίσκεται η θέσπιση ρεαλιστικών στόχων και δεικτών που υπολογίζουν τα
αποτελέσματα της δράσης των στελεχών της δημόσιας διοίκησης, πάντα σε
αντιστοίχιση με τα μέσα και τους πόρους που διαθέτουν, η παρακολούθηση, η
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και η απόκλιση μεταξύ των επιδιώξεων και
επιτευγμάτων. Οι προσδιορισμένοι στόχοι λειτουργούν ως οδηγοί και κριτήρια
αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας, οι οποίοι εξασφαλίζουν την συνοχή του
διοικητικού συστήματος, που απειλείται από τις παθογένειες της γραφειοκρατικής
οργάνωσης.
32
του δημοσίου τομέα, ιδιαίτερα την δεκαετία του 1990, οπότε και οι πιέσεις που
δέχονταν ήταν περισσότερο έντονες από ποτέ.
33
Ωστόσο, το NPM δέχτηκε σοβαρές επικρίσεις για την αρχή του “more for less”
που κυριάρχησε στις νομοθετικές πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων. Δόθηκε ιδιαίτερο
βάρος στην αρχή του less, με το more να παραμένει το ζητούμενο. Σφοδρή ήταν η
κριτική για τις συνέπειές του στις κοινωνικές παροχές και στις κοινωνικές υπηρεσίες
αλλά και στην προσπάθεια καταπολέμησης της διαφθοράς μέσα στην διοίκηση.
Συνεπώς το αξιακό πλαίσιο του NPM αρχίζει σταδιακά να διευρύνεται
περιλαμβάνοντας και μη οικονομικές παραμέτρους, προκειμένου η διοίκηση να είναι
αποτελεσματική και αποδοτική. Εισήχθησαν λοιπόν οι έννοιες της «νομιμότητας» και
της «λογοδοσίας», έννοιες που πηγάζουν από το βεμπεριανό μοντέλο της
γραφειοκρατίας και έρχονται να συμπληρώσουν τις πιο φιλελεύθερες έννοιες του
ΝΔΜ, αναδιατυπωμένες αυτή την φορά.
34
αντιμετωπίστηκαν μέσα από τις αρχές των παραδοσιακών θεωριών της
γραφειοκρατίας (Κτιστάκη, όπ. π.: 150, Μακρυδημήτρης και Πραβίτα, 2012: 34,
Makrydemetres, 2002: 3).
1. Αρχή της ισότητας και της αξιοκρατίας. Όλοι οι πολίτες έχουν ίσα
δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος, όπως αναφέρεται
στο Σύνταγμα. Επομένως, η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να
αντιμετωπίζει ισότιμα και αμερόληπτα κάθε πολίτη και να αποφεύγει
οποιαδήποτε μορφή διάκρισης. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι
ισότητα δεν σημαίνει ισοπέδωση, δηλαδή η διοίκηση οφείλει να
αντιμετωπίζει ομοιόμορφα τις ίδιες περιπτώσεις και διαφορετικά τις
ανόμοιες, να προσαρμόζει δηλαδή την δράση της στην εκάστοτε
περίπτωση. Ενώ, δεν πρέπει να υπονομεύεται η αρχή της αξιοκρατίας
στην στελέχωση των δημοσίων θέσεων, χάριν της ισότητας.
35
2. Αρχή της ουδετερότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Η αρχή αυτή
συνδέεται με το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων. Η αρχή της
ουδετερότητας σημαίνει ότι ο δημόσιος υπάλληλος εξασφαλίζει μέσω
της δράσης του τον αμερόληπτο χαρακτήρα της δημόσιας διοίκησης,
αντιμετωπίζοντας με τις ίδιες προϋποθέσεις όλους, χωρίς να
λαμβάνονται υπόψιν πολιτικές και θρησκευτικές διαφορές.
3. Αρχή της διαφάνειας. Υποχρέωση της διοίκησης είναι η
δημοσιοποίηση των αποφάσεων και των ενεργειών της. Είναι επίσης
υποχρεωμένη να διευκολύνει και να εξασφαλίζει την πρόσβαση των
πολιτών στα δημόσια έγγραφα που τους αφορούν. Απόρροια είναι η
υποχρέωση των διοικητικών υπηρεσιών να λαμβάνουν υπόψη την
γνώμη των ενδιαφερομένων, συνήθως πριν από την έκδοση
αποφάσεων, αυξάνοντας το εύρος του συνταγματικού δικαιώματος της
προηγούμενης ακρόασης.
4. Αρχή της χρηστής και αδιάφθορης διοίκησης. Η συμπεριφορά των
δημοσίων λειτουργών πρέπει να χαρακτηρίζεται από άψογο ήθος, αυτά
οφείλουν να τηρούν τους κανόνες που διέπουν την διοίκηση με
επιείκεια και να τους εφαρμόζουν καλή τη πίστη, προκειμένου να είναι
δικαιολογημένη η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτή. Επιπλέον, έχουν
υποχρέωση να χρησιμοποιούν με φειδώ και δίχως δόλο το δημόσιο
χρήμα, ώστε να ενισχύεται ο επαγγελματισμός των υπαλλήλων και να
εξαλείφονται τα φαινόμενα διαφθοράς.
5. Αρχή της προστασίας του πολίτη. Η διοίκηση υποχρεούται να
ανταποκρίνεται με ταχύτητα και συνέπεια στις ανάγκες και τα
αιτήματα των πολιτών και να ολοκληρώνει έγκαιρα τις υποθέσεις που
έχει αναλάβει. Για να το πετύχει αυτό απαραίτητη είναι η απλούστευση
και η εκλογίκευση των διαδικασιών, προκειμένου να αποφεύγονται
φαινόμενα κακοδιοίκησης. Η καθυστέρηση διεκπεραίωσης των
υποθέσεων και η παραβίαση του εύλογου χρόνου, εγείρουν αξίωση
αποζημίωσης των πολιτών και επιβολή κυρώσεων για τα διοικητικά
4
όργανα .
4
Άρθρο 41 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ και άρθρο 103 παρ. 1 Συντάγματος.
36
6. Αρχή της ποιότητας των αποτελεσμάτων. Η διοίκηση με την
σύγχρονη μορφή της πρέπει να λειτουργεί με συγκεκριμένα
προσδιορισμένους στόχους, οι οποίοι προάγουν το δημόσιο συμφέρον
και βελτιστοποιούν την άσκηση της πολιτικής. Για να επιτευχθεί κάτι
τέτοιο πρέπει να σταθμίζονται οι επιδιωκόμενοι σκοποί με αυτούς της
διοίκησης, να αξιολογούνται οι εναλλακτικές λύσεις και να υπάρχει
μέριμνα για την αποτελεσματική εφαρμογή και την αξιολόγηση των
δράσεων.
7. Αρχή της εγγύτερης προς τον πολίτη διοίκησης. Η ενεργός συμμετοχή
των πολιτών στις διοικητικές διαδικασίες αποτελεί βασική προϋπόθεση
της δημοκρατικής κοινωνίας. Η αρχή αυτή βρίσκεται σε συνάφεια με
την αρχή της επικουρικότητας στην κρατική οργάνωση. Τα συστήματα
της δημόσιας διοίκησης που αντικατοπτρίζουν την αρχή αυτή είναι η
αποκέντρωση και η αυτοδιοίκηση, με την μεταφορά αρμοδιοτήτων και
μέσων από το κέντρο στην περιφέρεια, με την κεντρική διοίκηση να
έχει κυρίως επιτελικό χαρακτήρα.
Η ασάφεια των ηθικών αξιών μέσα στην οργάνωση, οι οποίες έχουν σαν στόχο
να κατευθύνουν την δράση των στελεχών και των υπαλλήλων στην δημόσια
37
διοίκηση, προκειμένου να δρουν με συνέπεια, αποτελεσματικότητα και να τους
βοηθούν όταν βρίσκονται σε δύσκολες καταστάσεις, πιθανότατα να οδηγήσουν σε
ένα εκφυλισμένο σύστημα, όπου όλα επιτρέπονται. “Ιδανικά η διοικητική ηθική θα
πρέπει να μην αναλώνεται μόνο σε κανόνες συμπεριφοράς αλλά αντιθέτως να
βρίσκεται πάνω και πέρα από τις απλουστευτικές αυτές συμπεριφορές, που γεννούν
τον σχετικισμό και περαιτέρω προβλήματα” (Μακρυδημήτρης, όπ. π.,
Makrydemetres, όπ. π). Για να επιλυθούν οποιαδήποτε προβλήματα τα οποία
γεννιούνται από την ασάφεια των κριτηρίων που εντοπίζονται σε ένα οργανωσιακό
περιβάλλον, απαραίτητος είναι ο ακριβής προσδιορισμός ορισμένων θεμελιωδών
κανόνων, οι οποίοι ταξινομούν συστηματικά τα βασικά διοικητικά διλήμματα και
παρέχουν έναν ορισμένο αριθμό κατευθυντήριων αρχών που λειτουργούν ως
εργαλεία επίλυσης των διλημμάτων (Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 485, Makrydemetres,
όπ.π).
38
συμπυκνωμένη μορφή ενός “ηθικού κανόνα” (Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 486-488,
Makrydemetres, 2002: 6).
5
Η διάκριση αυτή περιλαμβάνει τον διαχωρισμό των λειτουργιών (διαμόρφωση -εκτέλεση πολιτικής),
“
την οργανική διάκριση ανάμεσα σε πολιτικούς και υπαλλήλους και, τέλος, την υποταγή της διοίκησης
στην πολιτική” (Μακρυδημήτρης, 2013: 492).
39
αποτελεί τον πυρήνα, την κυρίαρχη αξία της διοικητικής δράσης σε μια δημοκρατία
(Μακρυδημήτρης, 2013: 495-496, Makrydemetres, 2002: 8).
Ο έλεγχος της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης που ασκείται από
ενδο-διοικητικά όργανα, από διοικητικά δικαστήρια και από ανεξάρτητες αρχές, έχει
ως στόχο τον έλεγχο της τήρησης των νόμιμων κάθε φορά διαδικασιών. Ο σεβασμός,
επίσης, των αρχών της αμεροληψίας, της ορθολογικότητας και συνάμα η εφαρμογή
της αρχής της νομιμότητας αποτελούν τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την
προώθηση του κράτους δικαίου και την αποφυγή φαινομένων αυθαιρεσίας και
κατάχρησης της εξουσίας. Ωστόσο, η τυπολατρική και φορμαλιστική εφαρμογή των
κανόνων που χαρακτηρίζει μια δύσκαμπτη γραφειοκρατία διαστρεβλώνει και θέτει σε
κίνδυνο το “πνεύμα των νόμων” και του κράτους δικαίου. Αποτελεί κατα γενική
ομολογία ένα πρωταρχικό στάδιο ηθικής που θα πρέπει να διακατέχει την δράση των
δημοσίων υπαλλήλων και είναι βασικός όρος στην μεταρρυθμιστική διαδικασία στον
τομέα της ηθικής στην διοίκηση (Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 499-500, Makrydemetres,
το ίδιο).
40
2.4.1.3. Η αξιοκρατική αρετή.
Η δημόσια διοίκηση, για να πετύχει τους στόχους της χρησιμοποιεί για την
στελέχωση των υπηρεσιών της και των οργανισμών που υπάγονται στην δικαιοδοσία
της, προσωπικό, το οποίο έχει θέση δημοσίου υπαλλήλου και διέπεται από ειδικό
κανονιστικό πλαίσιο και προβλέψεις, κατά την πρόσληψή του, την επαγγελματική
εξέλιξη και την άσκηση των καθηκόντων του. Η εφαρμογή των γνώσεων από μέρους
τους ενισχύει τον επαγγελματισμό τους. Η επαγγελματική ακεραιότητα (integrity) και
η αυτονομία των στελεχών προϋποθέτει και συνεπάγεται ότι το διοικητικό προσωπικό
εισάγεται στη δημόσια διοίκηση, εξελίσσεται, σταδιοδρομεί σε αυτή μέσα στα
πλαίσια της έννομης τάξης και των κανόνων, φροντίζοντας για την εξυπηρέτηση του
δημοσίου συμφέροντος, δίχως να στηρίζεται σε πελατειακές σχέσεις
(Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 501, Makrydemetres, όπ. π.: 9).
41
γνώση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους και επομένως η
«αυτοδέσμευσή» τους για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων
τους υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών.
6
“Ενώ το κράτος εξέφραζε και υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, η κοινωνία των πολιτών υπήρχε υπό
το “κράτος” των ειδικών και μεμονωμένων συμφερόντων” (Μακρυδημήτρης, 2013: 507,
Makrydemetres, όπ. π.: 10).
42
και αξιολόγησης των δράσεων (Μακρυδημήτρης, όπ. π.: 508- 509, Makrydemetres,
το ίδιο).
43
Κεφάλαιο 3ο: Εφαρμογή των αρχών στον δημοσιοϋπαλληλικό
κώδικα.
Προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι σκοποί και να εκτελείται η αποστολή
της δημόσιας διοίκησης, το δημόσιο στελεχώνεται από άτομα που καλύπτουν
διάφορες κάθε φορά θέσεις εργασίας σε δημόσιες υπηρεσίες και δημόσιους
οργανισμούς( βλ. το άρθρο 103 παρ. 1 του Συντάγματος) (Μακρυδημήτρης και
Πραβίτα, 2012: 489, Σπηλιωτόπουλος και Χρυσανθάκης, 2013: 3).Δημόσιοι
υπάλληλοι είναι τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο
Δημόσιο Νομικό Πρόσωπο του Κράτους, καθώς συνδέονται προς αυτό με μια ειδική
νομική σχέση που έχει συναφθεί με αυτό προαιρετικά, συνεπάγεται ιεραρχική
εξάρτηση και πειθαρχική ευθύνη και διέπεται αποκλειστικά ή εν μέρει από ειδικούς
κανόνες του διοικητικού δικαίου (Σπηλιωτόπουλος και Χρυσανθάκης, όπ. π: 4). Ο
πρώτος ενιαίος υπαλληλικός κώδικας θεσπίστηκε με τον Ν. 1811/1951 “περί κώδικος
κατάστασης των Δημοσίων Διοικητικών Υπαλλήλων”, σκοπός του οποίου ήταν να
ενοποιήσει ρυθμίσεις διαφόρων θεμάτων που αφορούσαν τους δημοσίους
διοικητικούς υπαλλήλους, ώστε να απλουστευθεί η εφαρμογή τους, να εμπνεύσει
επίσης το αίσθημα δικαιοσύνης και ισότητας ανάμεσα στους υπαλλήλους αλλά και να
δημιουργήσει την τάξη που είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία της
διοίκησης (Σπηλιωτόπουλος και Χρυσανθάκης, όπ. π: 10). Από τότε έχουν
πραγματοποιηθεί πολλές τροποποιήσεις με νομοθετήματα που κωδικοποιήθηκαν με
το Διάταγμα 611/1977 “Υπαλληλικός Κώδιξ”, ο οποίος δεν θέσπισε νέους κανόνες,
αλλά συμπεριέλαβε εκείνους που ίσχυαν κατά την έκδοσή του. Όμως, και έκτοτε
εκδόθηκε πλειάδα νόμων που τροποποιούσε τον Υπαλληλικό Κώδικα οπότε και
προέκυψε ξανά η ανάγκη για την κατάρτιση ενός νέου ΥΚ. Ψηφίστηκε έτσι ο Ν.
2683/1999, ο οποίος στην συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Ν.3528/2007 “Κύρωση
Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων
ΝΠΔΔ” (Σπηλιωτόπουλος και Χρυσανθάκης, όπ. π: 11).
44
κυριότερες παθογένειες του συστήματος οργάνωσης και λειτουργίας του
δημοσιοϋπαλληλικού σώματος.
45
άλλη πλευρά, τα προγράμματα επιμόρφωσης εξαιτίας των συνεχών αλλαγών έχουν
τυποποιηθεί, χάνοντας την ουσία τους (Σπανού, όπ. π. 46-47).
46
είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο και την εποπτεία των διαδικασιών
(Σπηλιωτόπουλος και Χρυσανθάκης, όπ.π.: 26, Μακρυδημήτρης και Πραβίτα, όπ. π.:
502). Σκοπός των παραπάνω είναι η εξασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας, της
αντικειμενικότητας και της διαφάνειας των διαδικασιών προς αποφυγή των
πελατειακών πρακτικών και της πατρωνίας. Ο διορισμός γίνεται μέσω γραπτών
εξετάσεων ή τηρείται σειρά προτεραιότητας, που προσδιορίζονται με ακρίβεια από
απρόσωπους κανόνες (Νόμοι, διατάγματα) (Άρθρο 12 παρ. 2 ΥΚ.) (Σπηλιωτόπουλος
και Χρυσανθάκης, όπ.π.: 28-35, Μακρυδημήτρης και Πραβίτα, όπ. π.). Με την
θέσπιση απρόσωπων κανόνων που διέπουν την διαδικασία επιλογής και διορισμού
στο δημοσιοϋπαλληλικό σώμα προστατεύεται η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία
της διοίκησης . Ενώ, κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και
την αποδοτικότητα του διοικητικού συστήματος.
47
εξυπηρετούν τον λαό (άρθρο 24 ΥΚ) . Ταυτόχρονα, είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν
με επιμέλεια και συνέπεια τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον προϊστάμενό
τους και να φροντίζουν για την νομιμότητα των ενεργειών τους (άρθρο 25 παρ. 1). Η
δράση και η συμπεριφορά τους οργανώνονται στο πλαίσιο μιας ιεραρχικά δομημένης
οργάνωσης, που απαρτίζεται από διάφορους βαθμούς και τμήματα. Ο υπάλληλος
υποχρεούται να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του δίχως καμία
αντίρρηση αρκεί όμως αυτές να είναι νόμιμες (άρθρο 25 παρ. 2). Επομένως, η δράση
του πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε εναρμόνιση με τις κατευθυντήριες γραμμές και
τις εντολές που του παρέχει ο ιεραρχικά προϊστάμενός του. Από την άλλη πλευρά, οι
προϊστάμενοι έχουν και αυτοί υποχρέωση ελέγχου και αξιολόγησης της
αποδοτικότητας των ενεργειών των υφισταμένων τους, ώστε να είναι αποτελεσματική
η δράση της δημόσιας διοίκησης (Μακρυδημήτρης και Πραβίτα, όπ. π.: 515-516,
Σπηλιωτόπουλος και Χρυσανθάκης, όπ. π. 64-65).
48
του πολίτη και τέλος της κοινωνικής αρετής αποτελούν χαρακτηριστικά μιας
αδιάφθορης, χρηστής και εγγύτερης στον πολίτη διοίκησης που προάγει το δημόσιο
συμφέρον, αποτελεί δε και βασικό παράγοντα του NPM για μια αποτελεσματικότερη
και αποδοτικότερη διοίκηση στη βάση της αμεροληψίας κατά την άσκηση των
καθηκόντων.
49
Η εγγύηση της μονιμότητας και η συμπεριφορά του δημοσιοϋπαλληλικού
στελέχους με επαγγελματισμό απαντώνται στον ιδεότυπο του Weber για την
γραφειοκρατία. Ο Fayol, επίσης, στις αρχές διοίκησης κρίνει απαραίτητη την
σταθερότητα της απασχόλησης των υπαλλήλων, καθώς η μη σταθερότητα της δράσης
του προσωπικού οδηγεί στην αναποτελεσματικότητα της οργάνωσης. Ακόμα, η
σύνδεση με μια συγκεκριμένη ομάδα, το αίσθημα ασφάλειας και αλληλεγγύης
(“Esprit de corps”) που γεννάται στον υπάλληλο συμβάλλει στην αύξηση της
αποδοτικότητας της εργασίας του. Τα παραπάνω, εμπίπτουν και στο αξιακό πλαίσιο
της διοικητικής ηθικής διότι εδώ αντανακλώνται οι αρχές της αμεροληψίας, της
ουδετερότητας και η επαγγελματική αρετή.
Αντιθέτως, και παρόλο που ουσία της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων
είναι η επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής αποδοτικότητας, της αποτελεσματικότητάς
τους και η παροχή ποιοτικών υπηρεσιών στο σύνολο των πολιτών, το
μεταρρυθμιστικό μοντέλο του New Public Management, υιοθετώντας πρακτικές του
ιδιωτικού τομέα, αντιτίθεται στην μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων: αυτοί
πρέπει να αξιολογούνται βάσει ορισμένων κριτηρίων (οικονομικότητα, δείκτες
ποιότητας και αποδοτικότητας) για την δράση τους και όποτε κρίνονται ανεπαρκείς
να λύεται η σχέση τους με την δημόσια διοίκηση.
3.2.4. Αποδοχές.
Ένα ακόμα σημαντικό δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων είναι το δικαίωμα
σε μισθό για την εργασία που παρέχουν (άρθρο 41 ΥΚ). Όπως τονίζεται στην πρώτη
παράγραφο του άρθρου, σκοπός του μισθού είναι η αξιοπρεπής διαβίωση του
υπαλλήλου και η αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του για μια αποδοτική
διοίκηση. Δεν έχει επομένως ο μισθός ανταλλακτικό χαρακτήρα παρά αποσκοπεί
στην έντιμη στάση του υπαλλήλου και στην αφοσίωσή του. Εκτός από τις βασικές
απολαβές του, καταβάλλονται και επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε
νομοθεσία (Μακρυδημήτρης και Πραβίτα, όπ. π.: 541-542, Σπηλιωτόπουλος και
Χρυσανθάκης, όπ. π.: 60-61).
50
Για τον Taylor ο μισθός και η δυνατότητα μισθολογικής εξέλιξης αποτελούν
κίνητρο προσέλκυσης υποψηφίων και αύξησης της παραγωγικότητας των
υπαλλήλων. Ο Fayol έδινε στον μισθό ανταποδοτικό χαρακτήρα για την δουλειά που
παρέχει κάθε υπάλληλος στην υπηρεσία. Ο μισθός πρέπει να ανταποκρίνεται και να
ικανοποιεί τις ανάγκες των υπαλλήλων, ώστε να συνεχίζουν να παράγουν
αποτελέσματα. Στο μοντέλο του NPM ο μισθός και η αύξηση των αποδοχών εν τέλει
συνιστά μέσο επιβράβευσης των εργαζομένων για την αποδοτική τους δράση, ύστερα
από την αξιολόγηση της εργασίας τους. Οι αποδοχές των υπαλλήλων, ο μισθός, τα
επιδόματα συμβάλλουν επίσης στην ικανοποίηση των φυσιολογικών αναγκών τους,
όπως τις ονόμαζε ο Maslow, αλλά και στη μεγιστοποίηση της απόδοσής τους, καθώς
κυριαρχεί το αίσθημα ότι η εργασία τους έχει νόημα εντός των οργανισμών. Πάντως,
τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν εγγύηση ότι ο εργαζόμενος θα προσφέρει το μέγιστο
των δυνατοτήτων και ικανοτήτων του, οπότε είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν
περαιτέρω πρακτικές υποκίνησης και ικανοποίησης των αναγκών.
51
επιστημονικής διοίκησης που εισήγαγε ο Taylor, ο οποίος έκρινε ότι η επιμόρφωση
δεν αποτελεί «εφάπαξ πράξη» αλλά πραγματοποιείται καθ’ όλη την επαγγελματική
σταδιοδρομία των υπαλλήλων. Στοχεύει στην βελτίωση της απόδοσής τους, στην
μεγιστοποίηση των ικανοτήτων τους και στην διεύρυνση του γνωστικού τους πεδίου.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το μοντέλο του New Public Management,
σύμφωνα με το οποίο τονίζεται η ανάγκη συνεχούς επιμόρφωσης των υπαλλήλων
χάριν της αύξησης της αποδοτικότητάς τους και της αποτελεσματικότητας της
οργάνωσης. Οι υπάλληλοι οφείλουν συνεχώς να προσαρμόζονται σε νέες και
καινοτόμες μεθόδους διοίκησης που αναδύονται. Η ανάγκη συνεχούς επιμόρφωσης,
εμπίπτει, ακόμα στις αρχές της ανταποκρισιμότητας και της επαγγελματικής
ακεραιότητας του ενδο-οργανωτικού ηθικού κώδικα, αφού προκύπτουν νέοι τρόποι
διοίκησης, τους οποίους οφείλει να γνωρίζει ο υπάλληλος ώστε να βελτιώνεται η
απόδοσή του και η ποιότητα της εργασίας του.
52
βάσει στόχων σε σύνδεση με την αξιολόγηση των προϊσταμένων (Σπανού, όπ. π. :
215).
Στο άρθρο 81 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα (του 2007) προβλέπεται ότι
αξιολογούνται τα τυπικά προσόντα των υπαλλήλων βάσει ενός συστήματος
αξιολόγησης, το οποίο διαπνέεται από αντικειμενικές, αξιοκρατικές και αποδοτικές
πρακτικές. Όμως, τα κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογούνται οι υπάλληλοι, η
χρονική περίοδος, η διαδικασία και ο τρόπος αξιολόγησης δεν ορίζονται στον ίδιο
νόμο, παρά καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του καθ’ ύλην
αρμόδιου υπουργού.
Παρόλες τις προβλέψεις για την αξιολόγηση των υπαλλήλων στην πορεία του
χρόνου αυτές δεν εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά από τα στελέχη. Η καθυστέρηση
των αξιολογήσεων, η υποβάθμιση της διαδικασίας από τους αξιολoγητές και τους
αξιολογούμενους, η απουσία κινήτρων και η «πληθωριστική» άριστη βαθμολόγηση
των υπαλλήλων από τους προϊσταμένους, υποβάθμισε την αξιοπιστία και την
αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Τα τελευταία χρόνια, κατά την εποχή των
μνημονίων, έγιναν προσπάθειες για την θεσμοθέτηση βιώσιμων πρακτικών που όμως
κάθε φορά δεν εφαρμόζονταν και παρέμειναν εν τέλει κενές περιεχομένου (Σπανού,
όπ. π.: 216 επ.).
53
3.3. Ισχύον θεσμικό πλαίσιο- Ν. 4369/2016.
Με την πάροδο των χρόνων ο Υπαλληλικός Κώδικας τροποποιήθηκε σε
διάφορα σημεία ουκ ολίγες φορές προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα
που εντόπιζε η εκάστοτε κυβέρνηση, Ωστόσο, καθεμία από τις αλλαγές που
προτείνονταν δεν ήταν επαρκής ή δεν διέφερε από το προηγούμενο σύστημα. Η
τελευταία τροποποίηση αφορούσε κατά κύριο λόγο τον τρόπο λειτουργίας των
ανώτερων βαθμίδων υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης και τον καθορισμό
συγκεκριμένων κριτηρίων αξιολόγησής τους. Πρόκειται για τον Ν. 4369/2016, που
ψηφίστηκε για τη συμμόρφωση στο πλαίσιο των μνημονιακών ρυθμίσεων. Φιλοδοξία
του νομοθετήματος και της κυβέρνησης ήταν η επιτυχής αντιμετώπιση και επίλυση
των παθογενειών του δημοσίου τομέα, όπως οι πελατειακές σχέσεις στην συγκρότηση
των ιεραρχικά ανώτερων βαθμίδων. Το σύστημα προαγωγής και επιλογής
προϊσταμένων βασίζεται στις αρχές της αξιοκρατίας, της διαφάνειας και της
ουδετερότητας, ώστε να καθίσταται η διοίκηση αποδοτικότερη και ποιοτικότερη
αλλά και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών, όπως τονίζεται στην
Αιτιολογική έκθεση του νόμου .
54
είτε υπάλληλοι ΙΔΑΧ (άρθρο 15). Επιπλέον, τα κριτήρια αξιολόγησης των
υπαλλήλων όλων των κατηγοριών ταυτίζονται, θα μπορούσαμε να πούμε, με εκείνα
του Π.Δ. 318/1992. Σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18 πρόκειται για τις εξής
κατηγορίες: α) γνώση αντικειμένου, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα, β)
υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά, γ) αποτελεσματικότητα, δ) διοικητικές
ικανότητες (για τους προϊσταμένους).
55
Καινοτομία του παρόντος συστήματος συνιστά η σύγκληση Ολομέλειας
Διεύθυνσης και Τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 23, η οποία βαθμολογεί τις
εκθέσεις αξιολόγησης που συντάσσονται από τους προϊσταμένους και αξιολογεί την
υπηρεσία συνολικά, σε συνάρτηση με την στοχοθεσία. Προβλέπεται συγκεκριμένη
βαθμολογική κλίμακα (άρθρα 17 και 18) καθώς επίσης ατομική συνέντευξη του
αξιολογούμενου (άρθρο 19), όπου συζητούνται ο τρόπος βελτίωσης της ατομικής
απόδοσης και η αξιοποίηση του μέγιστου των ικανοτήτων των αξιολογούμενων.
Στόχος της συνέντευξης είναι ο σχηματισμός σφαιρικής, ολοκληρωμένης εικόνας για
το προφίλ του αξιολογούμενου (Σπανού, το ίδιο) .
Άλλη μια καινοτομία που εισήχθη είναι η αξιολόγηση των προϊσταμένων από
τους υφισταμένους (άρθρο.18 παρ. 14 και 15), σύμφωνα με ορισμένες προϋποθέσεις.
Κάμπτεται κατά κάποιο τρόπο το αυστηρό βεμπεριανό σύστημα ιεραρχίας και
χρησιμοποιούνται σύγχρονες μέθοδοι διοίκησης, πιο ευέλικτοι, όπως προβλέπεται και
από το New Public Management. Για τη ακώλυτη και ταχεία πραγματοποίηση της
ανώνυμης αξιολόγησης, αυτή θα πραγματοποιείται ηλεκτρονικά, ώστε να
αντιμετωπίζονται φαινόμενα, όπως η παρεμπόδιση διανομής ή συμπλήρωσης του
εντύπου.
Τέλος, στο πεδίο εφαρμογής των αρχών του NPM, της ποιότητας και της
αποδοτικότητας, κινείται και το άρθρο 24, το οποίο προβλέπει τον κοινωνικό έλεγχο
των υπαλλήλων και κάθε υπηρεσίας. Αναλυτικότερα, για την εύρυθμη λειτουργία των
56
υπηρεσιών και τον εντοπισμό φαινομένων κακοδιοίκησης καθιερώνεται Διαδικασία
Ακρόασης Κοινωνικών Φορέων και Πολιτών (παρ. 1 περίπτωση β), ώστε να
εντοπίζονται φαινόμενα μη εύρυθμης λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης Η
ιστοσελίδα των υπηρεσιών αλλά και του αρμόδιου Υπουργείου διαθέτει τις
απαραίτητες φόρμες αξιολόγησης (περίπτωση γ). Η ικανοποίηση των αναγκών των
πολιτών μέσω της συμμετοχής τους στην διαδικασία αξιολόγησης και λογοδοσίας και
η διαφάνεια αποτελούν βασικά εργαλεία του NPM αλλά και της ηθικής
διακυβέρνησης.
57
αφορούν τα πρόσωπα και τις θέσεις ευθύνης αλλά και οι αρχές της χρηστής και
αδιάφθορης διοίκησης.
58
προσοχή στην συνέντευξη, η οποία παρέχει μια σφαιρική εικόνα των ικανοτήτων και
της προσωπικότητας των υποψηφίων (άρθρο 84, όπως αντικαταστάθηκε από το
άρθρο 29).
59
Αποτίμηση
Οι μεταρρυθμιστικές τάσεις της ελληνικής νομοθεσίας προς ένα σύγχρονο
μοντέλο γραφειοκρατίας, το οποίο υιοθετεί τις αρχές και τις δράσεις του NPM,
ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα αλλά εντατικοποιήθηκαν και
κορυφώθηκαν τα χρόνια της κρίσης και της εφαρμογής των Μνημονίων.
Επιπλέον, και στην θεωρία του Taylor και σε αυτή του NPM η ένταξη στην
οργάνωση των managers δεν υπάγεται στο καθεστώς του δημοσίου τομέα, δεν
60
εμπίπτει στην οργανωτική φιλοσοφία της γραφειοκρατίας και της δημόσιας
διοίκησης, όπου κυριαρχεί η αυστηρή ιεραρχική δομή. Η πλήρωση θέσεων ευθύνης
γίνεται με την μέθοδο της σταδιοδρομίας και των προαγωγών και λαμβάνονται υπόψη
αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις, εντός της γραφειοκρατικής οργάνωσης.
Μοναδικός τρόπος εισόδου ατόμων εκτός του διοικητικού συστήματος σε θέσεις
ευθύνης αφορά σε εξειδικευμένες, ειδικές θέσεις της πολιτικο-διοικητικής ηγεσίας.
61
Επιπλέον, οι υποστηρικτές του μοντέλου της διακυβέρνησης διατείνονται ότι
πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του εθνικού κράτους ενώ αντιθέτως για τους
μεταρρυθμιστές πιο αναγκαία είναι η ενίσχυση των διεθνών και υπερεθνικών
σχηματισμών, ως αποτέλεσμα των παγκοσμιοποιημένων μεταρρυθμιστικών
προσπαθειών. Η αξιακή βάση του προτύπου της διακυβέρνησης συγκροτείται επί των
αρχών διοίκησης και οργάνωσης του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους (κράτος
δικαίου, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτική ουδετερότητα, δημόσια
συμμετοχή, ισότητα, ελεύθερη πληροφόρηση, επαγγελματισμός και επάρκεια,
διοικητική ουδετερότητα, λογοδοσία) (Καρκατσούλης, όπ. π.: 314 επ.), ώστε να
καταπολεμηθούν τα φαινόμενα διαφθοράς που γέννησε το αγοραίο μοντέλο
(Κτιστάκη, όπ.π.: 201).
Το σύγχρονο αυτό πρότυπο αποκαθιστά την θέση του πολίτη μέσα στη
κοινωνία και την θέση του σε σχέση με την διοίκηση. Οι πολίτες από παθητικοί
αποδέκτες και χρήστες των υπηρεσιών του κράτους αναλαμβάνουν ενεργό συμμετοχή
στη διακυβέρνηση στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, επί τη βάσει της αρχής
της διαφάνειας. Για να πραγματοποιηθεί αυτό σημαντική προϋπόθεση είναι η
καθιέρωση διαδικασίας διαβούλευσης μεταξύ της διοίκησης και των πολιτών, για την
αναζήτηση λύσεων από τα άτομα που επηρεάζονται από τα αποτελέσματα των
αποφάσεων αλλά και για να ελέγχουν αυτά τον τρόπο που παρέχονται οι υπηρεσίες
από την διοίκηση (Κτιστάκη, όπ. π.: 195-196). Ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα
στον εκσυγχρονισμό τα διοίκησης είναι εξαιρετικά σημαντικός. Γι’ αυτό γίνεται
λόγος για έναν νέο τύπο δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος διαθέτει εξειδικευμένη
γνώση, που απέκτησε μέσω της προηγούμενης εκπαίδευσης και της επαγγελματικής
εμπειρίας, και μπορεί να συμμετέχει σε οργανώσεις με οικονομικό, πολιτικό και
διοικητικό χαρακτήρα (Κτιστάκη, όπ. π.: 200-201).
62
αλλαγή της κυβέρνησης. Είναι κατανοητό ότι κυριαρχεί έλλειψη εμπιστοσύνης και
καχυποψία για τις προθέσεις των εκάστοτε κυβερνώντων με αντίθετα ιδεολογικές
κατευθύνσεις. Ωστόσο, οι συνεχείς μεταβολές του νομοθετικού πλαισίου και η
απουσία ενός σταθερού θεσμικού περιβάλλοντος προκαλούν αίσθημα δυσαρέσκειας
κι αμφιβολίας στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης, οδηγώντας και σε μείωση της
εργασιακής απόδοσης.
63
Συμπέρασμα
Τα μοντέλα γραφειοκρατίας είχαν καθοριστική συμβολή στην διαμόρφωση
αρχών οργάνωσης και διοίκησης. Καθόρισαν τις λειτουργίες και το αξιακό πλαίσιο,
μεταξύ άλλων, και των δημοσίων οργανώσεων και είχαν ως κύριο σκοπό την
επίτευξη της αποτελεσματικότητάς τους. Καθένα από τα μοντέλα ανταποκρίθηκε στις
κοινωνικές ανάγκες της εποχής διαμόρφωσής τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, και υπάρχει
πλειάδα θεωρητικών προσεγγίσεων που εντοπίζουν τα ελλείμματα λειτουργίας των
οργανώσεων και εν συνεχεία διατυπώνουν προτάσεις που αμφισβητούν,
συμπληρώνουν ή και επιβεβαιώνουν ακόμα τα ισχύοντα.
64
Στην εποχή της κρίσης είναι αναγκαία η αναζήτηση και η καθιέρωση ενός
υποδείγματος, το οποίο θα επαναπροσδιορίζει την σχέση πολιτών και κράτους και θα
αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των τελευταίων προς τους θεσμούς. Χρειάζεται, επίσης,
να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος του κράτους έναντι του αγοραίου μοντέλου, με
βασικούς άξονες την συμμετοχή των πολιτών και την ποιότητα των θεσμών και της
δημοκρατίας (Κτιστάκη, όπ. π.: 200). Απαραίτητη, εξάλλου, προϋπόθεση του
εκσυγχρονισμού είναι η ποιοτική βελτίωση του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος, που
θα συμμετέχει ενεργά στις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών.
65
Βιβλιογραφία
● Βιβλία
Καρκατσούλης Π. (2004), Το κράτος σε μετάβαση. Από τη «Διοικητική
Μεταρρύθμιση» και το «Νέο Δημόσιο Management» στη «Διακυβέρνηση», Α
θήνα: Ι.
Σιδέρης,
Κτιστάκη Στ. (2009), Εισαγωγή στην Διοικητική επιστήμη, Αθήνα: Παπαζήσης,
Λαδή Στ. και Β. Νταλάκου (2010), Ανάλυση Δημόσιας Πολιτικής, Αθήνα: Παπαζήσης,
Μακρυδημήτρης Αντ. και Ν. Μιχαλόπουλος (επιμ.) (2000), Εκθέσεις
εμπειρογνωμόνων για τη δημόσια διοίκηση 1950- 1998. Αθήνα: Παπαζήσης,
Μακρυδημήτρης Αντ. και Μ.-Ηλ. Πραβίτα (2012), Διοικητική Επιστήμη Ι: Δημόσια
Διοίκηση. Στοιχεία διοικητικής οργάνωσης,Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας,
Μακρυδημήτρης Αντ. (2013), Διοικητική Επιστήμη ΙΙ: Προσεγγίσεις στην θεωρία των
οργανώσεων, Ε΄έκδοση, Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας,
Μιχαλόπουλος Ν. (2003), Από τη δημόσια γραφειοκρατία στο δημόσιο management,
Αθήνα: Παπαζήσης,
Μουζέλης Ν. (1991), Οργάνωση και γραφειοκρατία: Ανάλυση των σύγχρονων
θεωριών, Α
θήνα: Σάκκουλα,
Μπουραντάς Δημ. Κ. (2002), Μάνατζμεντ: θεωρητικό υπόβαθρο, σύγχρονες
πρακτικές,Αθήνα: Γ. Μπένος,
Σεραφετινίδου Μ. (2003), Το Φαινόμενο της Γραφειοκρατίας- Τόμος Ι: Η Θεωρητική
Συζήτηση, Α
θήνα: Gutenberg,
Σπανού Κ. (1996), Το πρόβλημα της Δημόσιας Διοίκησης. Μια πρώτη προσέγγιση,
Αθήνα: ΙΟΒΕ,
Σπανού Κ. (επιμ.) (2018), Μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση στη διάρκεια της
κρίσης. Επισκόπηση, περιγραφή, αποτίμηση,Αθήνα: ΕΛΙΑΜΕΠ,
Σπηλιωτόπουλος Επ. και Χ. Χρυσανθάκης (2013), Βασικοί θεσμοί
δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου,8ηέκδοση, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη,
Chevallier J. (1993 μτφ.), Διοικητική Επιστήμη, Αθήνα- Κομοτηνή: Αντ. Ν.
Σάκκουλας,
Fayol H. (2010 μετ.), Γενικές αρχές διοικήσεως στις επιχειρήσεις, Α
θήνα-
Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας,
Boston J., Basic NPM ideas and their development, στο Christensen T. and P.
Laegreid (ed.) (2009), The Ashgate Research Companion to New Public
Management,Fernham: Ashagate Publishing Limited,
66
Hughes Ow. E. (2003), Public management and administration: An Introduction,
New York: St. Martin’s Press,
Lynn Laurence. E. (2006), Public Management: Old and new,New York:Routledge,
Simon H., D. Smithburg, V. Thompson (1968), Public Administration, New York:
Alfred Knopf
● Νομοθεσία
Ν.3528/2007 (ΦΕΚ Α 26) “Κύρωση Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών
Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ”,
Ν.4024/2011 (ΦΕΚ Α 226) “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-
βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις του μεσοπρόθεσμου πλαισίου
δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015.”,
Ν.4369/2016 (ΦΕΚ Α 33) “Εθνικό μητρώο επιτελικών στελεχών Δημόσιας Διοίκησης,
βαθμολογική διάρθρωση θέσεων, συστήματα αξιολόγησης, προαγωγών και επιλογής
προϊσταμένων (διαφάνεια- αξιοκρατία και αποτελεσματικότητα της Δημόσιας
Διοίκησης) και άλλες διατάξεις”,
Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου “Εθνικό μητρώο επιτελικών στελεχών
Δημόσιας Διοίκησης, βαθμολογική διάρθρωση θέσεων, συστήματα αξιολόγησης,
προαγωγών και επιλογής προϊσταμένων (διαφάνεια- αξιοκρατία και
αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης)- 2016”.
67