You are on page 1of 4

Από την εποχή που πρωτοδημοσιεύτηκε το περίφημο άρθρο του Coase “The

nature of the firm”, που εξετάζει θεμελιώδη ερωτήματα αναφορικά με τη φύση


και λειτουργία της επιχείρησης, η διεθνής βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε με έναν
μεγάλο αριθμό εναλλακτικών προσεγγίσεων που ασχολούνται με το θέμα της
θεωρίας της επιχείρησης. Οι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970
επικρατούσες θεωρίες της επιχείρησης, γνωστές και ως Νεοκλασικές θεωρίες
της επιχείρησης, επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους στο πώς μπορεί να
εξηγηθεί η συμπεριφορά της επιχείρησης για μεγιστοποίηση κερδών
/ελαχιστοποίηση κόστους βάσει των αρχών της οριακής θεωρίας, στο πλαίσιο
της οποίας οι αγορές και οι μηχανισμοί των τιμών (price mechanisms)
θεωρούνται ως αποτελεσματικοί και επαρκείς συντονιστές των συντελεστών
παραγωγής. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι οικονομολόγοι
ασχολήθηκαν με πιο ουσιαστικά θέματα που αφορούν στα οικονομικά των
επιχειρήσεων και των αγορών, λόγω των διαφόρων παρατηρουμένων
αποτυχιών των μηχανισμών της αγοράς στο να λύσουν προβλήματα
κινήτρων απόδοσης των μάνατζερ και των άλλων εργαζομένων στις
επιχειρήσεις καθώς και λόγω του ταχέως εξελισσομένου και αβέβαιου
περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λειτουργούσαν οι επιχειρήσεις. Έτσι, οι
οικονομολόγοι αυτοί μετέθεσαν το ερευνητικό ενδιαφέρον τους από τη μελέτη
της συμπεριφοράς της επιχείρησης στη μελέτη της οργανωδομής της, δηλαδή
στις ιεραρχικές δομές εξουσίας και ελέγχου που υπάρχουν εντός των
επιχειρήσεων.
Μελετώντας συνδυαστικά τις δύο θεωρίες αυτής των συμφεροντούχων αλλά
και του κόστους συναλλαγών μπορεί να ειπωθεί ότι η πρώτη είναι
περισσότερο σύνθετη ως προς τη βάση της, είναι μάλλον λιγότερο
οικονομικής προσέγγισης, εμπεριέχει περισσότερα κοινωνιολογικής φύσης
συστατικά και επεκτείνει το πεδίο εξέτασης της σύγκρουσης των
συμφερόντων πέραν από τους μετόχους ιδιοκτήτες των εταιρειών στους
συμφεροντούχους και σε αυτούς περιλαμβάνει το σύνολο της κοινωνίας. Η
δεύτερη αποτελεί μία οικονομικής προσέγγισης θεωρία, η οποία όμως
περιορίζεται στις σχέσεις των εταιρικών διοικητών με τους μετόχους.
Η θεωρία των συμφεροντούχων άρχισε να αναπτύσσεται σταδιακά από τις
αρχές της δεκαετίας του 1970. Μία από τις πρώτες συζητήσεις σχετικά με τη
θεωρία των συμφεροντούχων, στο πλαίσιο του ευρύτερου θεωρητικού
πλαισίου της διοίκησης των επιχειρήσεων έγινε από τον Freeman, ο οποίος
πρότεινε μία γενική θεωρία σχετικά με την εταιρεία, ενσωματώνοντας την
εταιρική λογοδοσία και ευθύνη σε ένα εκτεταμένο εύρος συμφεροντούχων.
Ο Wheeler έχει την άποψη ότι μπορούσε να δει κανείς τη θεωρία των
συμφεροντούχων ως ένα εννοιολογικό μίγμα, το οποίο έχει συσταθεί από
διάφορους κλάδους και το οποίο παράγει επίσης ένα μίγμα από
κοινωνιολογικά και οργανωτικά σχήματα. Στην πραγματικότητα η θεωρία αυτή
είναι μία λιγότερο τυπικά προσδιορισμένη θεωρία και αποτελεί περισσότερο
μία ευρεία ερευνητική παράδοση, ενσωματώνοντας φιλοσοφία, δεοντολογία,
την πολιτική θεωρία, την οικονομική θεωρία, τη νομική θεωρία καθώς και τις
κοινωνικές επιστήμες και τις επιστήμες της διοίκησης.
Στη θεωρία των συμφεροντούχων οι εταιρείες είναι τόσο μεγάλες και η
επίπτωση των δραστηριοτήτων τους στην κοινωνία είναι τόσο διάχυτη που
εκτός από τους μετόχους τους, λογοδοτούν σε πολλούς περισσότερους τομείς
της κοινωνίας.
Στη θεωρία του κόστους συναλλαγών οι επιχειρήσεις έχουν γίνει τόσο
μεγάλες ώστε να αντικαθιστούν την αγορά προσδιορίζοντας οι ίδιες την
κατανομή των πόρων. Επίσης, σύμφωνα με τον Coase, οι εταιρείες είναι
πλέον τόσο μεγάλες και τόσο περίπλοκες ώστε όταν οι μεταβολές των τιμών
καθορίζονται εκτός των επιχειρήσεων άμεσα κατευθύνουν την παραγωγή και
οι αγορές συντονίζουν τις συναλλαγές. Εντός των επιχειρήσεων όμως, οι
συναλλαγές που συντονίζονται από την αγορά αποσυνδέονται και οι
διοικήσεις των εταιρειών είναι αυτές που συντονίζουν και ελέγχουν την
παραγωγή.
Στη θεωρία των συμφεροντούχων και στους συμφεροντούχους μπορούν
να αποδοθούν διάφοροι ορισμοί, οι οποίοι εξαρτώνται από την προοπτική του
ρυθμιστικού πλαισίου εντός του οποίου λειτουργούν οι χρήστες.
Οι συμφεροντούχοι επηρεάζονται από τις εταιρείες και εκείνοι με τη σειρά
τους επηρεάζουν τις εταιρείες με τον ίδιο τρόπο. Οι συμφεροντούχοι
διατηρούν στις εταιρείες ένα «μερίδιο» παρά μία «μετοχή». Στην κατηγορία
αυτή όπως προαναφέρθηκε συμπεριλαμβάνονται οι μέτοχοι, οι εργαζόμενοι,
οι δανειστές και οι προμηθευτές, οι πελάτες, οι εποπτικές αρχές, οι τοπικές
κοινωνίες στις οποίες λειτουργούν αλλά και η κοινωνία συνολικά.
Στη θεωρία του κόστους των συναλλαγών, δεδομένων των προβλημάτων
του οριοθετημένου ορθολογισμού και του οπορτουνισμού, τα διοικητικά
στελέχη των εταιρειών οργανώνουν τις συναλλαγές τους σύμφωνα με τα δικά
τους συμφέροντα και η δραστηριότητα αυτή χρειάζεται να ελέγχεται. Η
ευκαιριακή συμπεριφορά των εταιρικών διοικητών θα μπορούσε να επιφέρει
επιζήμιες συνέπειες επί της εταιρικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων,
αφού ενδεχομένως να αποθάρρυνε τους πιθανούς επενδυτές από τα να
επενδύουν στις επιχειρήσεις.
Ενώ στη θεωρία των συμφεροντούχων η σχέση μεταξύ των
συμφεροντούχων εκλαμβάνεται ως μία σχέση ανταλλαγής, όπου οι ομάδες
των συμφεροντούχων προσφέρουν στις εταιρείες «εισφορές» με την
προσδοκία ότι τα δικά τους συμφέροντα ικανοποιούνται μέσω της προώθησής
τους ως αποτέλεσμα ελατηρίου. Στις εταιρικές κοινότητες δημιουργούνται για
τις επιχειρήσεις νέα πλαίσια, τα οποία αντανακλούν την κουλτούρα της
«βιώσιμης οργάνωσης» και τα οποία αναγνωρίζουν επίσης τις
αλληλεξαρτήσεις και τις συνέργειες μεταξύ της εταιρείας, των
συμφεροντούχων, των δικτύων βάσης αξίας και της κοινωνίας. Μια τέτοια
προσέγγιση των επιχειρήσεων επιδιώκει να μεγιστοποιήσει τη δημιουργία
αξίας, μέσω της ταυτόχρονης μεγιστοποίησης της οικονομικής, κοινωνικής και
οικολογικής ευημερίας.

Η διοικητική ομάδα των συμφεροντούχων είναι αυτή, η οποία τελικά είναι


σε θέση να ασκεί τον έλεγχο της εταιρείας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η
διοικητική ομάδα των συμφεροντούχων διαθέτει την εξουσία της διαδικασίας
λήψεως των αποφάσεων, επιτρέποντάς της τον καταμερισμό των πόρων της
εταιρείας με έναν τρόπο συνεπή με τις απαιτήσεις όλων των ομάδων των
συμφεροντούχων. Αυτό σημαίνει η διοίκηση της εταιρείας είναι εκείνη που
είναι τελικά υπεύθυνη για την ικανοποίηση των αναγκών και των προσδοκιών
των συμφεροντούχων.
Πράγματι, κατά την ανάπτυξη της θεωρίας «των συμφεροντούχων»
ερευνάται η προσαρμογή των θεωριών περί εξουσίας, οι οποίες προέρχονται
από την πλευρά των συμφεροντούχων. Η θεωρία που προέρχεται από τους
συμφεροντούχους ενδέχεται όντως να περιέχει σιωπηρά ένα μοντέλο
παραδοχών σχετικά με την επάρκεια της αγοράς. Πάντως, υπογραμμίζεται ότι
η συζήτηση περί ηθικών αξιών για τη διοίκηση μίας εταιρείας τη θεωρία των
συμφεροντούχων είναι σημαίνουσα πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην
θεωρία του κόστους των συναλλαγών.
Για τη θεωρητική ανάλυση του κόστους της συναλλαγής, εδράζεται στο ότι
του κόστος της συναλλαγής είναι «μία διεπιστημονική συμμαχία, των νομικών,
των οικονομικών και της οργανωτικής θεωρίας.
Σε κάθε περίπτωση, η εξάλειψη των ασυμμετριών στην πληροφόρηση
αποτελεί πλεονέκτημα για τη διοίκηση της εταιρείας και οδηγεί σε μείωση του
επιχειρηματικού κινδύνου της. Οι Salomon εξηγούν ότι δεν υπάρχουν
σημαντικά και απαγορευτικά κόστη για τη διεξαγωγή των συναλλαγών στην
αγορά και, ως εκ τούτου είναι φθηνότερο για τις εταιρείες να τις εκτελούν οι
ίδιες μέσω της κάθετης ενσωμάτωσης.
Τα εξωτερικά συστήματα ταυτίζονται με το αγγλοσαξωνικό σύστημα
εταιρικής διακυβέρνησης και τα εσωτερικά συστήματα με το ηπειρωτικό
ευρωπαϊκό σύστημα. Με τη θεωρία του κόστους της συναλλαγής τα
διευθυντικά στελέχη οργανώνουν τις συναλλαγές τους ευκαιριακά. η μονάδα
ανάλυσης στη θεωρία του κόστους της συναλλαγής είναι η συναλλαγή αυτή
καθ’ αυτή.
Η ανάγκη διαμόρφωσης της θεωρίας των συμφεροντούχων προήλθε από
την αναγνώριση της σημαντικότητας των επιρροών, της δύναμης και της
αλληλεξάρτησης μιας επιχείρησης από το εσωτερικό και εξωτερικό της
περιβάλλον. Αν μία επιχείρηση αγνοήσει αυτές τις αλληλεξαρτήσεις, είναι
πολύ πιθανόν να εμφανιστούν αδυναμίες και απειλές.
Δηλαδή, το πώς μπορεί να πειστεί η διοίκηση μίας εταιρείας να ενεργεί
επιδιώκοντας την ικανοποίηση των συμφερόντων των μετόχων και τη
μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των εταιρειών και των μετόχων αντί των
προσωπικών τους ιδίων συμφερόντων. Οι Salomon, εξηγούν ότι οι θεωρίες
των συμφεροντούχων καθώς του κόστους των συναλλαγών τελικά πρόκειται
απλώς για δύο διαφορετικές οπτικές μέσω των οποίων εξετάζεται και
αναλύεται το ίδιο φαινόμενο της εταιρείας και της διακυβέρνησης αυτής.

You might also like